Rembrandt

Page 1

R ESET Ή Τ Α ΑΝΘΙΣΜΕΝΑ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ

θανάσης τριαρίδης *

Ρέμπραντ

η νύχτα των δολοφόνων αστών

δήγµα

–8


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

reset Ή

Τ Α ΑΝΘΙ Σ Μ Έ ΝΑ

ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΈΓΜΑΤΑ ΤΗΣ

ΚΑΡΔΙΆΣ ΜΑΣ

Μια φαντασμαγορία * ακολουθία δώδεκα βιβλίων

2


γενικό διάγραμμα έργου

1. Τζιότο * δακρύζω, χύνω, πεθαίνω 2. Μποτιτσέλι * τα κορίτσια ανοίγουν τα νεσεσέρ τους 3. Λεονάρντο * φ φ φ ο υ 4. Μιχαήλ Άγγελος * το σμίξιμο των ανθρώπων και των φιδιών 5. Ραφαήλ * τριαντάφυλλα στο παράθυρο 6. Γκρέκο * οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού 7. Καραβάτζιο * το παράφορο αίμα 8. Ρέμπραντ * η νύχτα των δολοφόνων αστών 9. Γκόγια * για να πεθάνουμε τον θάνατό μας 10. Μονέ * ο ξανακερδισμένος χρόνος 11. Γκογκέν * οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες 12. Βαν Γκογκ * ο σπορέας του πυρετού

3


4


τρεμάμενος ; Τους ρώτησαν αν θέλουν να είναι βασιλιάδες ή αγγελιοφόροι βασιλιάδων. Ήσαν παιδιά μα είχανε κιόλας δει τις ντουμπαλίτσες με τα πτώματα των μαντατοφόρων. Γεμάτοι τρόμο, λοιπόν, διάλεξαν να είναι βασιλιάδες. Κλείστηκαν στα παλάτια τους κι έμειναν για πάντα μανταλωμένοι. Τα χρόνια τους πέρασαν, η σάρκα τους πήρε να σαπίζει. Μα όσο δεν ψιθυρίζουν σε κάποιον το ασήμαντο μυστικό τους, την αμελητέα λέξη που φυλάγουν κάτω από τη γλώσσα, δεν μπορούν να πεθάνουν. Έτσι, καθώς δεν υπάρχουν πια αγγελιοφόροι, απομένουν πάνω στους θρόνους τους, θλιβεροί σκελετοί με το στέμμα στο γυμνό κρανίο τους. Θα ήθελαν να δώσουν ένα τέλος στην άθλια ζωή τους, μα δεν μπορούν να απαρνηθούν τον τρόμο τους.

5


Το σφαγμένο βόδι, 1655, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι

6


1 (Το σφαγμένο βόδι) Μπορείς να το φτιάξεις ξεκινώντας από μια εμπειρία κ ο ι ν ή, αποδεκτή-βρε-αδελφέ Ας πούμε ποιος δεν έχει παέι στο Λούβρο; Επομένως: Ήτανε νέος, φοιτητής, σαν πέρασε από το Παρίσι και φυσικά επισκέφτηκε το Λούβρο, κάτι τέτοιο. Κατόπιν, ένα περιστατικό, ένα στιγμιότυπο. Μια συνάντηση σε κάποια από τις πάνω αίθουσες – κάτι τέτοιο. Έπειτα τα χρόνια περνούνε. Τα πάντα βυθίζονται στο λίπος της συνείδησης. Να προσεχτεί η λέξη λ ί π ο ς. Εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται. Ώσπου – ένα τυχαίο γεγονός, μια αναθύμιση. Το φινάλε μπορεί να είναι κάπως έτσι. Τότε θυμήθηκε τον πίνακα του Ρέμπραντ. Τότε θυμήθηκε κι εκείνο το πρεζόνι του Λούβρου.

7


Αυτοπροσωπογραφία, 1627, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

8


2 (Η Εταιρεία και ο ζωγράφος) 1. Το 1602 ιδρύθηκε στο Άμστερνταμ η Ολλανδική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (στα ολλανδικά Vereenigde Oost-Indische Compagnie ή αλλιώς VOC). Τυπικά η VOC ήταν μια εταιρεία εμπορικής εκμετάλλευσης του κόσμου, από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας μέχρι τον Πορθμό του Μαγγελάνου – επί της ουσίας ήταν μια Εταιρία που για διακόσια χρόνια σκλάβωνε, σκότωνε, έκαιγε, έκλεβε για να βγάλει λεφτά. Φυσικά οι Άγγλοι είχανε φτιάξει τη δική τους Εταιρεία στο Λονδίνο από το 1600 – σε λίγο θα παίρνανε σειρά οι Γάλλοι, ενώ Ισπανοί και Πορτογάλοι διεκδικούν λυσσασμένα αυτό που εκείνοι πρώτοι ονόμασαν παγκόσμια αυτοκρατορία. Με άλλα λόγια: οι χριστιανοί ψάχνουν σφάγια για τον Μινώταυρό τους. Όποιος ψάχνει βρίσκει (λέει ο σοφός λαός-βρυκόλακας): οι καλοί Χριστιανοί θα βρουν κακούς απολολώτες, μελαψούς και σχιστομάτηδες και κίτρινους και κιτρινόμαυρους και μαύρους – κι όλα θα βαδίσουν τον δρόμο της προόδου. 2. Επιτέλους: οι Βενετοί μπορούν να κοιμηθούν ήσυχοι πια στη λιμνοθάλασσά τους. Την ίδια ώρα που ο Σαίξπηρ γράφει τον Άμλετ και ο Καραβάτζιο ζωγραφίζει τη Μέδουσα (τον εαυτό του κατά πρόσωπον, δίχως αινίγματα), η Ευρώπη κ ο ι τ ά ζ ε ι το μέλλον της. 3. Η VOC δεν ήτανε μια ακόμη εταιρεία δολοφόνων· ήταν η εταιρεία δολοφόνων που έφτιαξε την νέα Ευρώπη – δηλαδή τον νέο κόσμο των αιματοβαμμένων αστών. Αναμφίβολα προχώρησε πολύ: Πήρε τον φ ό ν ο από τα ζεστά χέρια της Εκκλησίας, των βασιλιάδων, των καθαρόαιμων, και των ολίγων και τον χ ε ι ρ α φ έ τ η σ ε, 9


τον έκανε δημοκρατική μέθοδο επιβίωσης των αστών, τον έκανε θεραπεία της Ανάγκης που αόρατα χέρια (: αόρατα μυαλά;) χάραξαν στον τοίχο της Νοτρ Νταμ, τον έκανε τεχνική συνέπεια μιας εξέλιξης που κάθε πρωί προστάζει κοφτά Wstawać. 4. Πουλούσαν και αγόραζαν τα πάντα: άνθρωποι που γεννιόντουσαν από την κοιλιά της γυναίκας γινόντουσαν χρυσά φλουριά – φιορίνια, αν έτσι το θέλεις, φίλε. Ήτανε γνήσιοι διάδοχοι των ισπανοπορτογάλων φονιάδων, αντάξιοι συνάδελφοι των αγγλογάλλων. Σημάδεψαν το μέλλον με τις πατέντες τους – δικό τους, εξάλλου, και το πλοίο που μπήκε το 1619 στο λιμάνι της Βιρτζίνια. 5. Οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι ήτανε κλασικοί (παλαιού τύπου) φονιάδες: ο καθολικός Θεός μας διέταξε να σκοτώνουμε, να σκλαβώνουμε και να κλέβουμε. Οι Ολλανδοί το είδανε πιο καθαρά, πιο λογικά: σκοτώνουμε, σκλαβώνουμε, κλέβουμε για να ζ ή σ ο υ μ ε. 6. Η Ιστορία προχωρεί, λοιπόν. 7. Δουλεμπορικά αδειάζουν το φορτίο τους στη μέση του πελάγου. Ερημωμένα χωριά στην Μπατάβια. Ένα κορίτσι πεθαίνει από ελονοσία στο Βόρνεο. Ένα καράβι με καρβουνιασμένους μετανάστες που τους έκαψαν κάπου στη Θάλασσα Αραφούρα. Πτήσεις τσάρτερ για Ταϊλάνδη: στην τιμή της εκδρομής περιλαμβάνονται δεκάχρονα αγόρια και κορίτσια για καλοντυμένους κυρίους. Λοιπόν: πρόσεξε τη λέξη – κυρίως πρόσεξε τα αποσιωπητικά που εννοούνται. 8. Δεν μιλάμε για την VOC, δεν μιλάμε για το ολοκαύτωμα που έκανε η VOC, για τον ίδιο λόγο που δεν 10


μιλάμε για τη Χιροσίμα. Η VOC είμαστε εμείς – να γιατί δεν μιλάμε. 9. Ξανά: ένα κορίτσι πεθαίνει από ελονοσία στο Βόρνεο. Ένα καράβι με μετανάστες που τους έκαψαν κάπου στη Θάλασσα Αραφούρα. 10. Η VOC μπορεί να το παινευτεί: Δίχως τα χρυσά φλουριά της, Διαφωτισμός γιοκ. 11. Επίσης μπορεί να το παινευτεί: Δίχως τα χρυσά φλουριά της, Ρέμπραντ γιοκ. 12. Ρέμπραντ Βαν Ρέιν: γίνονται τρομερά πράγματα στους μουσαμάδες του – εννοώ τα πρόσωπα στους μουσαμάδες του νομίζεις πως γερνάνε, πως φορτώνονται ρυτίδες, αρχαίες αμαρτίες, μικρές τραγωδίες, δαγκωματιές μικρών φιδιών που σ ι γ ο φ α ρ μ α κ ώ ν ο υ ν. Ένα νεύμα προς τους ενόχους της ιστορίας: εδώ είμαστε. 13. Γεννήθηκε από τη νύχτα των δολοφόνων αστών – ζωγράφισε τη νύχτα των δολοφόνων αστών. 14. Ζωγράφισε αυτό που έζησε: τον καιρό όπου οι παλιοί γενναίοι (Ηρακλήδες, Θησέες, Σαμψώνηδες και άλλοι τέτοιοι) δώσαν τη θέση τους στον Φράνς Μπάνιγνκ Κοκ και τους άντρες του, τον καθηγητή Νίκολας Τούλπ και τους ακροατές του, τους συνδίκους της συντεχνίας των υφασματεμπόρων του Άμστερνταμ. 15. Και μέσα στον καιρό των δολοφόνων έζησε τις αστικές τραγωδίες. Χρειάστηκε να περάσουν διακόσια πενήντα χρόνια που κάποιος κατάλαβε τ ι άκουσε στον ύπνο του εκείνος ο Λουκιανός

11


16. Μόνον ο Λεονάρντο μπορούσε να ζωγραφίσει τον Μόνα Λίζα, μόνο ο Σάντσιο τη Fornarina. Κάπως έτσι: μόνο ο Ρέμπραντ θα μπορούσε να ζωγραφίσει τον Καβάφη. Το πρόσωπο που δ ί ν ε τ α ι στις ρυτίδες, τη λάμψη των ματιών, την Αλεξανδρινή νύχτα – χρώμα τριμμένο όπως το ξεραμένο αίμα πάνω σε λινό ύφασμα. Ξέρω τον χαρακτήρα τον ευπαθή που έχω. 17. Τι ήξερε ο Καβάφης για τον Ρέμπραντ; – προφανώς ήξερε το όνομα, ίσως και μερικές ασπρόμαυρες εικόνες. Ας πούμε: και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες. Τα ινδάλματα της ηδονής. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με τη νύχτα. Ή μήπως καλλιτέχνης εφάνηκε η τύχη, χωρίζοντάς τους τώρα. Πριν τους αλλάξει ο χρόνος. Προς άγονη αγάπη και αποδοκιμασμένη. 18. Κι ακόμη: η γριά υπηρέτρια του Κλείτου – η κουτή δεν νιώθει που τον μαύρο δαίμονα λίγο τον μέλει αν γιάνει ή αν δεν γιάνει ένας χριστιανός. 19. Κι ακόμη: το μόνο που με σώζει – σαν ομορφιά διαρκής, σαν άρωμα που επάνω στη σάρκα μου έχει μείνει – είναι που είχα για δυο χρόνια δικό μου τον Ταμίδη. Κι ακόμη: μαχαίρι στην καρδιά του το μαύρο καφενείο, όπου επήγαιναν μαζί. 20. Τέτοια (που λες) ο Καβάφης – τέτοια ζωγράφισε ο Ρέμπραντ. Και σαν σώθηκαν τα ακριβά πιοτά – τι γίνεται, λοιπόν, τότε που σώζονται τα ακριβά πιοτά; Νυχτερινή περίπολος: τα βήματα των Ερινυών. Τα σχέδια σου που βγήκαν όλα πλάνες. Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό. 21. Τέτοια ζ ω γ ρ ά φ ι σ ε ο Ρέμπραντ: Πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί από τη χριστιανοσύνη τους. Και 12


μες στο πλοίο μπήκε πηαίοντας προς το «διδώ». Αλλά μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν πάνω από τα μαντήλια. 22. Το μεγάλο ζητούμενο: η πεθυμιά για τα εικοσιδύο χρόνια και για μικρές κάμαρες – δηλαδή: για απόσταγμα κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων καμωμένο. 23. Μια φορεσιά πολύ ξεθωριασμένη κανελιά. 24. Διαβάζοντας τον Καβάφη το καταλαβαίνεις με τόσην μεγάλη ένταση. Θαρρείς με ρίγος: Αν ο Ρέμπραντ δεν υπήρχε, έπρεπε να τον είχαμε εφεύρει. 25. Έφτιαξε μορφές κ α τ α σ τ ρ έ φ ο ν τ α ς, μεταχειρίστηκε τη μπογιά σαν μάρμαρο που πρέπει (: που έ χ ε ι) να σμιλευτεί. Αντάμωσε τους ανθρώπους με τη νύχτα – αν θέλεις, έκανε τη νύχτα μέρος των ανθρώπων. Η νύχτα του Καραβάτζιο είναι αναπόδραστος θάνατος· η νύχτα του Ρέμπραντ είναι κάτι σαν ανάσα, σαν φιλί ζωής: Υπάρχουμε μέσα της. 26. Ο Ρέμπραντ είναι από την αρχή γέρος – όπως γέροντας είναι ο Καβάφης. Ήταν ο πρώτος ζωγράφος που κατάλαβε το αδιέξοδο του Αριστοτέλη. Κι ακόμη: ήταν ο πρώτος ζωγράφος που είδε τον Χρονοκρονοθάνατο – καιποιος-είναι-και-πώς-είναι. Αλλιώς: η VOC να σκοτώνει κι εμείς να μελαγχολούμε. 27. Α, μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οχτώ. 28. Αυτό ζωγράφισε ο Ρένμπραντ: την ώρα (τη στιγμή;) που η μνήμη εισβάλλει στη συνείδηση και την αλλοτριώνει, την τυφλώνει, της αλλάζει τα πρόσημα. 13


29. Είναι το φίλιωμα των αστών με τη νύχτα – και συνάμα το φίλιωμα των αστών με την ανθρωποφαγία και με τη μητέρα VOC. Όμηρος του 1662-1663. 30. Κι είναι συνάμα κάπου βαθιά στο βλέμμα τους, σαν σύρσιμο φιδιού, η ενοχή τους. 31. Αυτό ζωγράφισε ο Ρέμπραντ.

14


Αυτοπροσωπογραφία (λεπτομέρεια), 1659, Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον

15


Η Θυσία του Αβραάμ, 1637, Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη

16


Το όραμα του Βαλτάσαρ, 1635, Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο 17


Ο Αριστοτέλης μπροστά στην προτομή του Ομήρου, 1653, Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη

18


3 (Ο Αριστοτέλης μπροστά στην προτομή του Ομήρου) Να προσέξεις το παράπονο στο πρόσωπο του φιλοσόφου. Την α ν η μ π ο ρ ι ά. Ύστερα στέρξε την ιστορία σου πάνω σε τούτο ακριβώς που είδες.

19


Ο Ρέμπραντ και η Σάσκια υποδυόμενοι την επιστροφή του Ασώτου, 1635, Πινακοθήκη της Δρέσδης, Δρέσδη

20


4 (Οι άνθρωποι γερνούν και πεθαίνουν) 1. Οι άνθρωποί του πάνω στον μουσαμά γερνάνε – πιο σωστά: τους νιώθεις πως γερνάνε. Ιδού το άκρον άωτον της δυτικής ζωγραφικής: ζούμε για να π ε θ α ί ν ο υ μ ε. 2. Ζούμε για να πεθαίνουμε: για όσους (και για όσο) στρέχει αυτό, ο Καβάφης είναι ο πιο μεγάλος ποιητής της Δύσης – πιο μεγάλος και από εκείνους που φτιάξανε την Ευρώπη: Τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε, τον Μπάιρον κι όλους τους άλλους. Δεν είναι ζήτημα (αμφίθυμου) ύψους – είναι που κατανόησε όσο κανένας την ατομική (: την αστική) τραγωδία στους αιώνες του δυτικού πολιτισμού. Ποτέ δεν είχαν ξαναγραφτεί ποιήματα σαν τον «Μύρη» ή σαν το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» ή σαν την ανέκδοτη «Σαλώμη» – ποιήματα για την τύχη σου που ενδίδει πια, ενώ ο σοφιστής συνεχίζει να διαβάζει τους διαλόγους του Πλάτωνα. 3. Ζούμε για να πεθαίνουμε: για όσους πορωθήκαμε με τον Καβάφη, ο Ρέμπραντ είναι ο πιο μεγάλος από όλους – ακόμη και από εκείνους τους ζωγράφους που έφτιαξαν τον δυτικό πολιτισμό. 4. Όπου δυτικός πολιτισμός ίσον: καθολική ενοχή, ατομική ελπίδα. Κι όμως, έτσι ζούμε εδώ και εφτακόσια χρόνια. Από τότε που σε ένα κείμενο με ομοικατάληκτες πλεξίδα κ ά π ο ι ο ς ά λ λ ο ς θέλησε την τρυκιμία του χαμού μας (δηλαδή: τον ίδιο τον χαμό μας). 5. Με αυτήν την αντίφαση έζησε κι ο Ρέμπραντ Βαν Ρέιν τα εξήντα τρία χρόνια της ζωής του. Ήτανε ένα παιδί 21


των μοντέρνων καιρών της VOC – έζησε την αστική τραγωδία του μέχρι το τέλος. Ζωγράφισε τον εαυτό του περισσότερες από εκατό φορές, μην τυχόν και του ξεφύγει αυτό το επερχόμενο (που δεν είναι μήτε μοίρα, μήτε σωτηρία) κι όμως φωλιάζει βαθιά-βαθιά μέσα στα μάτια του. 6. Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1606 στο Λέιντεν, κάπου πενήντα χιλιόμετρα από το Άμστερνταμ. Πατέρας ο Χάρμεν Βαν Ρέιν, ένας πρώην καθολικός και κατόπιν καλβινιστής μυλωνάς, σαφώς ευκατάστατος· μητέρα η Κορνήλια Βαν Ζούτμπροουκ που τη φώναζαν Νίλτζε. Εννιά αδέλφια – ο Ρέμπραντ προτελευταίος. 7. Λατινικό σχολείο – πανεπιστήμιο στο Λέιντεν – μαθητεία σε ιταλοσπουδαγμένους ζωγράφους. Σύντομα, όλοι τους σηκώνουν τα χέρια: Στα δεκαεννιά του ο νεαρός είναι έτοιμος – στα είκοσι έχει δικό του εργαστήριο. 8. Όσοι μπορούσαν να δουν, τον κατάλαβαν από την αρχή – στα εικοσιπέντε του ο Ρέμπραντ έρχεται στο Άμστερνταμ και είναι η πρώτη φίρμα σε ολόκληρη την Ολλανδία. 9. Τι παράξενο: αυτός που μέχρι το τέλος της ζωής του ξόδευε περιουσίες για να συλλέγει αντικείμενα από κάθε γωνιά του κόσμου, αυτός δεν ταξίδεψε πουθενά. Θα μείνει τα τελευταία τριανταοχτώ χρόνια της ζωής του στο Άμστερνταμ – όπως ο Γκρέκο στο Τολέδο. 10. Και πού τους είδε, λοιπόν, όλους αυτούς τους Καραβάτζιο και τους Τισιανούς και τους Μποτιτσέλι; Τους είδε σε αντίγραφα: στον καιρό του κυκλοφορούσαν και βιβλία με συλλογές αντιγράφων – φυσικά τα μάζεψε όλα (ήταν συλλέκτης καλός, όπως λένε). 22


11. Και πού τα είδε, λοιπόν, τα τρομερά κιαροσκούρο και τα σφουμάτο και το φως που πηγαίνειέρχεται; 12. Έβγαλε λεφτά από τη ζωγραφική: είχε εργαστήριο με μαθητές, χτυπούσε τις τιμές στο κεφάλι. Όποιος ήθελε τη μούρη του από το χέρι του Ρέμπραντ θα πλήρωνε. 13. Φυσικά τον πλήρωναν και οι μαθητές του – η ταρίφα ήτανε εκατό φιορίνια τον χρόνο και υπήρξε καιρός που είχε και δεκαπέντε μαθητές ταυτόχρονα. Τουλάχιστον πενήντα επαγγελματίες ολλανδοί ζωγράφοι πέρασαν από το εργαστήρι του – οι περισσότεροι, βέβαια, στα χρόνια της ακμής του. Πολλοί από αυτούς μέχρι το τέλος της ζωής τους κάμανε έργα τύπου Ρέμπραντ – και κότσαραν φαρδιά πλατιά την υπογραφή του δασκάλου τους. 14. Τον σημάδεψαν τρεις γυναίκες: Η μάνα του, η Σάσκια, η Χέντριγκε. 15. Σάσκια: η Σιμονέτα Βεσπούκι του Ρέμπραντ. Κόρη του συνεταίρου του Χέντρικ Βαν Ούλενμπουρκ παντρεύτηκε τον Ρέμπραντ στα εικοσιδύο της χρόνια, το 1634. Η κοινή ζωή τους περιλάμβανε τύρφη και πολυτέλεια, πανάκριβα σπίτια, συλλογές έργων τέχνης και αλλόκοτων αντικειμένων, εκκεντρικά πάρτι, τρία παιδιά που πεθαίνουν βρέφη, ένα τέταρτο που θα επιζήσει, μια φυματίωση. Όλα αυτά θα τελειώσουν το καλοκαίρι του 1642: η Σάσκια θα πεθάνει από φυματίωση. Ο Ρέμπραντ, προκειμένου να μην χάσει το σημαντικό επίδομα χηρείας, δεν θα ξαναπαντρευτεί.

23


16. Πρέπει να αγαπήθηκαν πολύ. Φυσικά τη ζωγράφισε κάμποσες φορές. Στην τελευταία, εκεί που τη ζωγραφίζει ντυμένη Φλόρα, η Σάσκια πιάνει το στήθος της, παλεύοντας να μην βήξει ενώ ποζάρει. 17. Τίτος: ο γιος του Ρέμπραντ και της Σάσκια. Ο Ρέμπραντ θα τον θάψει κι αυτόν: ο Τίτος θα πεθάνει το φθινόπωρο του 1668. Λίγο αργότερα θα γεννηθεί η μοναχοκόρη του Τίτια – η εγγονή του Ρέμπραντ. 18. Συλλέκτης: αυτό κι αν ήταν πάθος. Μάζευε πίνακες, χαρακτικά, αγάλματα και αγαλματίδια, εκμαγεία, μινιατούρες, γυαλικά, προσελάνες, βιβλία, φορεσιές, ρούχα, όπλα, σπαθιά, γιαταγάνια, πανοπλίες, κράνη και ασπίδες, μουσικά όργανα, έπιπλα, ξυλόγλυπτα φλασκιά και βαρέλια, μπαστούνια, χάρτες και υδρόγειες σφαίρες, βαλσαμωμένα ζώα, κάθε λογής αλλόκοτα αντικείμενα από κάθε γωνιά του κόσμου (να είναι καλά η Εταιρεία) – ας πούμε, δέρματα, κέρατα ζώων, κοχύλια και πέτρες της θάλασσας. Ήτανε η μεγάλη του ντρόγκα – φυσικά κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του και τον κατέστρεψε. 19. Χέντριγκε: ήτανε η σύντροφος του τέλους. Είχε προηγηθεί μια σχέση με την οικονόμο του Γκερτζ Ντιρκς που κατέληξε στα δικαστήρια (τον μήνυσε για αθέτηση υποσχέσεως γάμου, την μήνυσε για ασωτεία, η Γκερτζ κλείστηκε στη φυλακή και πέθανε πέντε χρόνια αργότερα, λίγο μετά την αποφυλάκισή της). Ο Ρέμπραντ και η Χέντριγκε συναντήθηκαν το 1649 – έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο της Χέντριγκε το 1663. Το 1654 γεννιέται η κόρη τους Κορνηλία: την ίδια χρονιά τους περνάνε από καλβινιστικό δικαστήριο με την κατηγορία της παλλακείας. Ο Ρέμπραντ θυμάται τον Δαβίδ: η Χέντριγκε είναι εκείνη η υπέροχη νωχελική Βησθαβέε που διαβάζει το γράμμα του γκαβλωμένου βασιλιά-αναγνώστη. 24


19. Κρυφοεβραίος: είπαν πως ήταν και εβραίος – στα σίγουρα ζούσε κοντά στους εβραίους. Η αλήθεια είναι πως μοιάζει να έχει υπάρξει κ α ι εβραίος: Η μάνα του παραείναι πειστική ως Προφήτισσα Άννα - ιδίως σε εκείνον τον τρομερό μουσαμά του 1630. 20. Κάποτε ήρθε ο καιρός και παρήκμασε – στα χρόνια μετά τον θάνατο της Σάσκια. Χρεοκοπία από τις αλόγιστες σπατάλες, δημοπρασία των συλλογών του, πτώχευση στα 1656. Οι μαθητές όλο και αραιώνουν. Δεν ήταν που ξέφτισε η φήμη του ως ζωγράφου: ήταν που τα πορτρέτα του γινόντουσαν όλο και πιο έ ν ο χ α , όλο και πιο προσβεβλημένα από τα μελλούμενα γηρατειά της Ευρώπης. Ο Ρέμπραντ δεν ήταν πια αυτό που ’θελαν οι αφηνιασμένοι αστοί της VOC. 21. Θα ήταν ο κατάλληλος ζωγράφος για τα γηρατειά του Ντόριαν Γκρέι. 22. Δεν είχε τον Ντόριαν Γκρέι, είχε όμως τον εαυτό του. 23. Οι εκατό αυτοπροσωπογραφίες του είναι μια εποποιία – για πολλούς η μεγαλύτερη της Δύσης μετά την Αναγέννηση. Θαρρώ πως το έχουμε συμφωνήσει: η τύχη σου που ενδίδει πια, τα σχέδιά σου που βγήκαν όλα πλάνες – όλα αυτά. 24. Αυτή είναι η τραγωδία της Δύσης: Όλοι περιμένουμε τον Μεφιστοφελή για μια υπέροχη συμφωνία, όλοι μακαρίζουμε τον Ντόριαν Γκρέι, όλοι γυρεύουμε την αθανασία δια της ανταπόδωσης, δια της φαντασίας, δια της επιστήμης. Στο τέλος πάντοτε π ε θ α ί ν ο υ μ ε.

25


25. Σύρσιμο φιδιού – πού όμως; 26. Θάνατος – τον περίμενε από τον πρώτο μουσαμά. Κάθε μορφή που βλέπουμε στους τετρακόσιους πενήντα πίνακες που λογαριάζουμε για δικούς του, είναι καμωμένη με χλομάδα και στάχτη του θανάτου της και του θανάτου του ζωγράφου της. Στις δυο, τρεις, τέσσερις τελευταίες αυτοπροσωπογραφίες το πρόσωπο νυχτώνει μέσα στη νύχτα: Τα μάτια αδειάζουν από το φως της ημέρας – μα όχι όπως παύουν τα τζιτζίκια, παρά σιγά σιγά, α ν ε π α ι σ θ ή τ ω ς, όπως σβήνει η φλόγα σωμένου κεριού. Μένει μονάχα ο ήχος, κάτι σαν ήχος – κάτι σαν μνήμη του ήχου. 27. Οπότε ήρθε η ώρα: στις τέσσερις Οκτωβρίου του 1669 ο Ρέμπραντ Βαν Ρέιν πέθανε. 28. Μπορεί κανείς να πει πως πέρασε στην άλλη πλευρά – μα δεν μοιάζει να τον ενδιέφερε και τόσο η άλλη πλευρά, φίλε. 29. Και ξαναερχόμαστε σε αυτό που ήδη συμφωνήσαμε: Το μόνο που με σώζει σαν εμορφιά διαρκής, σαν άρωμα που επάνω στη σάρκα μου έχει μείνει, είναι που είχα δυο χρόνια δ ι κ ό μ ο υ τον Ταμίδη. 30. Στο μεταξύ οι Φιλισταίοι τυφλώνουν τον Σαμψών. Στο μεταξύ οι μετανάστες καίγονται στη Θάλασσα Αραφούρα. Στο μεταξύ ένα κορίτσι στο Βόρνεο πεθαίνει από ελονοσία. 31. Πού είμαστε ε μ ε ί ς σε όλα αυτά;

26


Η προσκύνηση των Μάγων, 1646, Παλαιά Πινακοθήκη, Μόναχο

27


Η τύφλωση του Σαμψών, 1636, Ινστιτούτο Τέχνης Στάντελ, Φρανκφούρτη

28


5 (Η τύφλωση του Σαμψών) Μην το κάνεις θέμα. Πάντοτε κάποιοι βγάνουνε τα μάτια των αλλονών. Μείνε στην ενότητα της εικόνας. Τα υπόλοιπα μην τα κάνεις θέμα.

29


Ο Σαμψών κατηγορεί τον θετό πατέρα του, 1635, Εθνική Πινακοθήκη, Βερολίνο

30


Η Σουζάνα και οι γέροντες,1647, Εθνική Πινακοθήκη, Βερολίνο

31


Οι σύνδικοι της Συντεχνίας των Υφασματεμπόρων, 1662, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

32


6 (Οι σύνδικοι της συντεχνίας των υφασματεμπόρων του Άμστερνταμ) Για σκέψου τους να μιλούν για: εκείνο το καράβι με τους μετανάστες που καίγεται κάπου στη Θάλασσα Αραφούρα, για εκείνο το κορίτσι που πεθαίνει σε ένα χωριό του Βόρνεο από ελονοσία – Τα χρώματα της εικόνας. Στο όρια της υποθετικής σου ερώτησης. Αγγίζονται.

33


Νυχτερινή περίπολος (λεπτομέρεια), 1642, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

34


7 (Κάτι που δεν λέγεται) 1. Τι γίνεται, λοιπόν, στους μουσαμάδες του (και, θαρρώ, πως δεν γίνεται στα χαρακτικά του); That is the question. 2. Στους μουσαμάδες του Ρέμπραντ γίνεται κάτι που δεν λέγεται – το νιώθω σαφώς μα δεν έχω λέξη για να το πώ. Το «μαγική εικόνα» του Μπέικον δεν μου κάνει. 3. Ο Ρέμπραντ είναι σαν τον Καβάφη – έχει την ίδια μ ο ύ γ γ α, το ίδιο αδιέξοδο της ερμηνείας. 4. Οι αιώνες πέρασαν με την αγωνία της ερμηνείας του – στο μεταξύ, όλο και λιγοστεύουν οι μουσαμάδες που λογαριάζουμε για δικούς του. 5. Στη Λοϊζίδη διαβάζω μια συζήτηση για την ερμηνεία του Ρέμπραντ – ή την ερμηνεία στον Ρέμπραντ. Γίνεται λόγος για την τεχνική που υπηρετεί την ψευδαίσθηση. Με πείθει η συζήτηση (ο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ, ο Φράνσις Μπέικον): δεν με πείθει η απάντηση. 6. Το πρόβλημα δεν είναι η τεχνική. Το πρόβλημα είναι (ξανά) η οπτική. Τόλμησε να ρίξει λάσπη στη λάμψη των ματιών, γράφει ο Φορ. 7. Δεν θέλω απαντήσεις στον Ρέμπραντ. Γιατί δεν θέλω απαντήσεις στη νύχτα.

35


8. Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα ακουστεί. Αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση – για την ακρίβεια είναι κάτι περισσότερο (κάτι τ ρ ο μ ε ρ ό τ ε ρ ο) από την ψευδαίσθηση. 9. Είναι κάτι που δεν λέγεται. 10. Κι όλα είναι ένα μεγάλο θέατρο: Ντυμένοι με φορεσιές καιρών αλλοτινών οι αστοί του Άμστερνταμ και της VOC υποδύονται το αιώνιο δράμα (το καβαφικό μικρόδραμα). Κάπου παράμερα ένας σιωπηλός γέρος ζωγραφίζει την ατομική τραγωδία. 11. Είπαμε: ο Ρέμπραντ από την αρχή γέρος. Περίπου αυτό που λέει ο Σεφέρης για τον Καβάφη – περίπου. 12. Το μαύρο του μοιάζει να έχει χαλάσει – να έχει διαβρωθεί από κάτι: Ιδού, λοιπόν, το νέο κιαροσκούρο. 13. Δάσκαλοι: πρώτα ο Γιάκομπ Βαν Σβάνεμπουργκ στο Λέιντεν από το 1621 μέχρι το 1623 (ιταλότροπος, είχε ζήσει για χρόνια στην Ιταλία), τον ίδιο καιρό ο Γιάκομπ Πένας (φίλος του Σβάνεμπουργκ, ιταλότροπος κι αυτός), κατόπιν ο Πέτερ Λάστμαν στο Άμστερνταμ το 1624 (επίσης ιταλότροπος, ήταν ο πιο γνωστός ζωγράφος ιστορικών θεμάτων στην Ολλανδία – αυτός πρέπει να του έμαθε τον Καραβάτζιο από τον οποίο ήδη είχαν επηρεαστεί οι ζωγράφοι της Ουτρέχτης) – κάτι λίγο και ο Χόρις Βαν Σούτεν, και πάλι στο Λέιντεν. Δάσκαλοι; 14. Καραβάτζιο: τι να λέμε – ήτανε γιος του Καραβάτζιο. Αλλιώτικα: ήτανε φ τ υ σ μ έ ν ο ς από τον Καραβάτζιο. Αλλιώτικα: δίχως τον Καραβάτζιο δεν θα υπήρχε Ρέμπραντ. Ήτανε πιο ανθρώπινος, πιο δειλός, πιο 36


σοφός, πιο αστός, πιο ηττημένος, πιο φιλιωμένος με τη νύχτα του από τον Καραβάτζιο (δεν έλκονταν από τον θάνατό του όσο ο Καραβάτζιο – κανένας δεν έλκονταν από τον θάνατό του όσο ο Καραβάτζιο), σε αντίθεση με τον Λομβαρδό αλήτη, είχε τον χρόνο να νιώσει τον παγερό αγέρα του κενού. Αλλιώτικα: έ ζ η σ ε λιγότερα, κ α τ ά λ α β ε περισσότερα από τον Μικελάντζελο Μερίζι. 15. Ας πούμε στον Αβραάμ που θυσιάζει τον Ισαάκ. Όλα όπως στον Καραβάτζιο, όμως και στον μουσαμά του 1635 και στο χαρακτικό του 1655, το χέρι του φονιάμπαμπά μπροστά στο πρόσωπο του γιου. Να μην μας δει – να μην τον δούμε. Στον Μικελάντζελο Μερίζι του 1597 τα πάντα στη φόρα – ούτε χέρια στο πρόσωπο, ούτε τίποτε. Δες τα, λοιπόν, δες τα όλα. 16. Δες πώς ζωγραφίζει τον κουρελή του ο Καραβάτζιο, δες πώς τον ζωγραφίζει ο Ρέμπραντ. Δες την Ανάσταση του Λαζάρου του ενός, δες και του άλλου. Κι οι δυο μέσα στον τάφο: μα ο Χριστός του Ιταλού ξ έ ρ ε ι, ενώ ο Χριστός του Ολλανδού δεν ξέρει (και δεν θα μάθει ποτέ του). Ο Καραβάτζιο είναι μαχαιροβγάλτης, απελπισμένος, άθεος και πιστεύει· ο Ρέμπραντ είναι ευυπόληπτος προτεστάντης μα δεν πιστεύει. 17. Προτεστάντης: για την ακρίβεια καλβινιστής. Ωστόσο, η οικογένεια της μάνας του καθολική. Κι αυτός, όσο να το κάνεις, παραείχε την έγνοια της φθοράς για προτεστάντης. Αλλιώτικα: σιγά μην ήταν προτεστάντης. Κατανοούσε πολύ τες ηδονές (: τ ε ς η δ ο ν έ ς) για προτεστάντης. Παραείχε στον νου του την ατομική τραγωδία για προτεστάντης. Όμως: έζησε σε κοινωνία προτεσταντών – τους έκανε το χατίρι και τους ζωγράφισε τον προτεστάντη καλό Χριστούλη τους.

37


18. Ό,τι στον Καραβάτζιο είναι παράφορο αίμα, στον Ρέμπραντ είναι φ ί λ ι ω μ α. Το κιαροσκούρο του Ρέμπραντ είναι φίλιωμα. Η νύχτα του Ρέμπραντ είναι φίλιωμα. 19. Επειδή δεν ήτανε ερεθισμένος (τόσο γ κ α β λ ω μ έ ν ο ς), μπόρεσε να ζωγραφίσει τον επερχόμενο θάνατο. Ο Καραβάτζιο ζωγράφιζε την παραφορά του: Όποτε ο Λομβαρδορωμαίος ζωγράφιζε τον εαυτό του, νομίζεις πως μόλις έχει φάει τη μαχαιριά κι ωστόσο η ψωλή του είναι σηκωμένη – και Ισαάκ και τραβεστί και μαθητής του Ναζωραίου και Δαβίδ και Γολιάθ – κυρίως Γολιάθ. Ο Ρέμπραντ έχει τον χρόνο για να πεθαίνει. 20. Έχει τον χρόνο για εκείνο το άκουσε με συγκίνησιν. Ακούσε με συγκίνησιν, λοιπόν. 21. Στον Σαμψών και στη Δαλιδά: και πάλι είχε στον νου του τον Καραβάτζιο, την Ιουδίθ που κόβει το κεφάλι του Ολοφέρνη. Στα κιαροσκούρα δίνει ρέστα – μα όλα μοιάζουν με θεατρική παράσταση. Ο κοιμισμένος Σαμψών πονάει περισσότερο από όσο πρέπει. Η Δαλιδά μοιάζει πολύ στη Σάσκια και κρυφογελάει – όπως μια ερασιτέχνης ηθοποιός. 22. Δεν ήτανε αφελής: Ήτανε αυτός που πρωτοζωγράφισε τους ανθρώπους να παίζουν θέατρο - να ζουν τη ζωή τους σαν να παίζουν θέατρο. Ας πούμε, μετακαραβάτζιο – ή αλλιώς, μικρόδραμα μετά το μεγάλο δράμα. Καβάφης (και πάλι). 23. Ο Καραβάτζιο τον έσπειρε – ο Ρούμπενς τον έβγαλε από την κοιλιά της μάνας του.

38


24. Ρούμπενς: μπορεί να σου φαίνεται γλυκερός και δήθεν, όμως, μετά τον Ραφαήλ Σάντσιο, ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος αφομοιωτής εικόνων στην ιστορία της Δύσης. Πήρε μέσα του όλη την Ιταλία από τον καιρό του Τζιότο και μετά (και τη Φλωρεντία και τη Ρώμη και τη Βενετία κι όλα τα ενδιάμεσα), πήρε τον μανιερισμό και τον κολορισμό, πήρε τα λιωμένα περιγράμματα και τον σχεδόν σύγχρονό του Καραβάτζιο, τα πήρε όλα και τα πήγε στο Βορρά. 25. Ρούμπενς δύο: ήταν ένας μοντέρνος καθολικός, δηλωμένος πολίτης του κόσμου – για την ακρίβεια, πολίτης του κόσμου των εικόνων του. Ένωσε μονομιάς τον Ραφαήλ με τον Τισιανό και τους δύο τους με τον Καραβάτζιο, γέμισε την Ευρώπη με Ιταλία. Επί της ουσίας τελειώνει αυτό που άρχισε ο Ντίρερ πριν από έναν αιώνα: Όλοι οι κατοπινοί είναι γιοι του (κι όχι μονάχα ο Γιορντάενς και ο Βαν Ντάικ). Το μόνο του πρόβλημα: παραμπορούσε να προσαρμόζεται. Γέμισε αμέτρητους μουσαμάδες με όλα τα χρώματα του κόσμου, με μύθους, πάθη, γκάβλες και μακελειά, όλα τόσο φυσιολογικά, τόσο πολύ εντός της ζωής, τόσο πολύ εντός των προσδοκιών μας από τη ζωή, τόσο εκτός του θανάτου. 26. Ρούμπενς τρία: αυτό ήθελε να γίνει ο Ρέμπραντ. Ο νέος Ρούμπενς. Έγινε κάτι πολύ περισσότερο – γιατί ήταν φτυσμένος από τον Καραβάτζιο, ήταν γεμάτος θάνατο, με τον ερχομό του θανάτου, με τις εξαίσιες μουσικές του μυστικού θιάσου. 27. Κοντά σε όλα αυτά βάλε και κάτι από τον Φρανς Χολς – κυρίως τη στάση του Χολς απέναντι στο μοντέλο του. Βάλε και τον ύστερο Τισιανό – τον γέρο Τισιανό της τελευταίας Αποκαθήλωσης. Εκείνη την Αποκαθήλωση που τη ζωγραφίζει πεθαίνοντας από 39


πανούκλα (στη βενετσιάνικη λιμνοθάλασσα λογίζεσαι σαν έτοιμος για πανούκλες και τέτοια). 28. Και φυσικά Ραφαήλ Σάντσιο, πάντα Ραφαήλ Σάντσιο – για να μην ξεχνιόμαστε. 29. Η νύχτα του Ρέμπραντ: θ υ μ ά τ α ι κ α ι υ π ο δ έ χ ε τ α ι το μέλλον της. Το είπαμε: ο Ρέμπραντ είναι ένα φίλιωμα. Κοιμηθείτε τώρα. Το πρωί θα ακουστεί ξυπνητήρι – καθώς και το παράγγελμα: Wstawać. 30. Ναι, φίλιωμα, αλλά φίλιωμα με τι; 31. Φίλιωμα με κ ά τ ι που δεν λέγεται.

40


Οικογενειακό πορτρέτο, 1660-1662, Δημοτική Πινακοθήκη, Μπρούνσβικ

41


Φάουστ, 1650-1652, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

42


8 (Δέκα χιλιάδες Κινέζοι) 1. Δοξάστηκε ως ο ζωγράφος των επερχόμενων – ήτανε ώριμο τέκνο της ανάγκης τους για έναν brave new world. Όταν ζωγράφιζε εκείνα το ομαδικά πορτρέτα των ευυπόληπτων αστών του Άμστερνταμ, τα μαθήματα ανατομίας, τις νυχτερινές περιπόλους, τους συνδίκους κι όλους τους άλλους, έβαζε στο βλέμμα τους ή κάπου γύρω στο βλέμμα τους το αντιφέγγισμα του αίματος των αθώων. 2. Ξέρεις τι είναι η μνήμη του νερού; Ξέρεις τι μπορεί να είναι η μνήμη της εικόνας; 3. Το σχήμα είναι απλό: γεννηθήκαμε για να ζήσουμε. Η VOC μας σκοτώνει, εμείς ζ ο ύ μ ε. 4. Ή ακόμη καλύτερα: η VOC σκοτώνει, εμείς ζούμε, εγώ ζωγραφίζω. 5. Νυχτερινή περίπολος: ήτανε η μεγάλη δόξα του και η μεγάλη δόξα της Δυτικής ζωγραφικής. Στη σημερινή μορφή του –στα 1715 τον κολόβωσαν γύρω γύρω για να τον χωρέσουν σε μια αίθουσα στρατοδικείου– περιλαμβάνει τριανταένα πρόσωπα και έναν σκύλο. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες σε τούτη την περίπολο πλήρωσαν αδρά για να μπουν τα πορτρέτα τους στην εικόνα. Ο Ρέμπραντ τη ζωγράφισε τη χρονιά που πέθανε η Σάσκια – στα τριανταέξι του χρόνια. Ο πίνακας έγινε –φυσικά– θρύλος από την αρχή. 6. Η Έξοδος του λόχου των τυφεκιοφόρων του Λοχαγού Φρανς Μπάνινγκ Κοκ μας ερεθίζει τόσο διότι νιώθουμε πως 43


είμαστε και εμείς μέρος της περιπόλου. Διότι θέλουμε κι εμείς να φορέσουμε τα ωραία μας ρούχα, να καλοξυρίσουμε τα ωραία μας πρόσωπα, να ζωστούμε τα ωραία μας όπλα (μαχαίρια, σπαθιά, πιστόλια, φλογοβόλα) και να ξ α μ ο λ η θ ο ύ μ ε. 7. Είναι σαν την Αίθουσα της Υπογραφής στο Βατικανό – για την ακρίβεια, μια νέα Αίθουσα της Υπογραφής για όλους εμάς. 8. Έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες για τούτη την περίπολο. Για την ακατανόητη μαγκιά που γίνεται με τα χρώματα, για το πώς πέφτει το φως, για το ποιος είναι ποιος και για το τι γυρεύει μες στην εικόνα, για τα τρικ και για τις προσποιήσεις, για τις κινήσεις και την ιδεολογία. 9. Μα δες τους πόσο έ τ ο ι μ ο ι είναι για την περιπολία οι άντρες. Δες τον θεληματικό λοχαγό πώς δίνει το σύνθημα για να βαδίσουν προς το φως. Δες τις φορεσιές τους - ήξερε ο Ρέμπραντ από φορεσιές. Δες τη λάμψη των ματιών – τα βλέμματα. 10. Το μέλλον τούς υποδέχεται κατάφωτο. Το μέλλον είμαστε εμείς που σ τ ε κ ό μ α σ τ ε στην εικόνα. 11. Για ποιον λοιπόν περιπολεί ετούτη η περίπολος; 12. Αυτό έζησε ο Ρέμπραντ, αυτό ζωγράφισε. Τους αστούς να περπατούνε μέσα στη νύχτα, να τυλίγονται τη νύχτα, να σκουπίζουν τα ματωμένα χέρια τους πάνω στη νύχτα, να βρίσκουν τον τρόπο για να φωτίσουν τη νύχτα με φως σταθερό, να κάνουν τα μαθήματα ανατομίας τους μέσα στη νύχτα, να γράφουν τα κιτάπια τους μέσα στη νύχτα, να βγαίνουν παγανιά μέσα στη νύχτα για να συλλάβουν τους

44


κακούς κι όσους είναι να γίνουν κακοί. Ο Ρέμπραντ ζωγράφησε εμάς που στεκόμαστε μπροστά στην εικόνα. 13. Πληθυντικός αριθμός: οι νύχτες. 14. Είναι μια καινούργια θρησκεία: απαιτεί αγίους, Παράδεισο, Κόλαση και Τελική Κρίση. Στο Μάθημα Ανατομίας του καθηγητή Τούλπ ο Ρέμπραντ ζωγραφίζει το πτώμα (μοιάζει τόσο πολύ με τους υπολοίπους γιατί είναι ένας από αυτούς) όπως ο Φρα Αντζέλικο τα σώματα των πεθαμένων μαρτύρων 15. Από το Μάθημα ανατομίας του καθηγητή Ντέιμον, που ζωγραφίστηκε εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα, έχουμε μόνο το πτώμα κι έναν από τους θεατές. Επίσης, τα καθαρά χέρια του καθηγητή Ντέιμον που ανοίγει το κρανίο του νεκρού. 16. Εδώ ο νεκρός δεν είναι δικός μας – είναι ένας κλέφτης που έχει κρεμαστεί την προηγούμενη. Μοιάζει με τον Νεκρό Χριστό του Μαντένια: ώστοσο, έτσι όπως ανασηκώνεται το κεφάλι για να ανοίξει το κρανίο, ο κρεμασμένος μοιάζει να ανασταίνεται. Ευτυχώς τα μάτια του είναι κλειστά – οι αστοί της VOC παίρνουν βαθιά ανάσα. 17. Ήξερε να ζωγραφίζει και τα πτώματα και τους φονιάδες. 18. Ναι, ζωγράφισε το μέλλον της Ευρώπης. Στη λάμψη των ματιών όλων ετούτων των περιπολούντων, των θεατών, των ανατόμων, των συνδίκων θα δούμε την κατανυκτική προσήλωση σε αυτό το μέλλον. Νομίζεις πως βλέπεις τους Αποστόλους μετά το πορευθέντες μαθητεύσατε

45


και την Ανάληψη του Κυρίου τους – είναι πλέον ενωμένοικαι-αποφασισμένοι. 19. Και τι αστείο: οι Απόστολοι του Ρέμπραντ, οι Πέτροι κι οι Ματθαίοι του, δεν είναι διόλου ενωμένοι-καιαποφασισμένοι. 20. Όμως εδώ μιλούμε για μέλη της Εταιρείας – δεν μιλούμε για γερόντια που ξέχασαν και λεν ό,τι θέλουν. 21. Ετοιμάζουν. Ευτοπίες πραγματωμένες: να ζ ο ύ μ ε κ α λ ύ τ ε ρ α. Υπάρχει ηθικότερο αίτημα από αυτό; 22. Ωστόσο, η γλώσσα πάει στο χαλασμένο δόντι: Ένα καράβι με μετανάστες που τους έκαψαν κάπου στη Θάλασσα Αραφούρα. Ένα κορίτσι που πεθαίνει από ελονοσία στο Βόρνεο. 23. Ξέρεις τι είναι η μνήμη του νερού; Πιο συγκεκριμένα: η μνήμη του νερού της Θάλασσας Αραφούρα; 24. Κάποιος μπορεί να πει πως δεν γίνεται να μιλάμε για ηθική μετά τον Αριστοτέλη – το πολύ πολύ να χαλιναγωγήσουμε την ανάγκη. Κάποιος άλλος μπορεί να το τραβήξει ακόμη περισσότερο – να πει πως η ηθική είναι συνήθεια των χορτάτων. Πως αυτό που λέμε ανθρωπότητα ξεκινάει από τα γεμάτα στομάχια μας. 25. Οι τραπεζικές μας κάρτες, τα εμβόλια των παιδιών μας, το γάλα σε σκόνη, οι καλοκαιρινές διακοπές μας, οι φανοστάτες, τα αεροδρόμιά μας, τα νοσοκομεία μας, η θεραπεία κατά του καρκίνου, ο οδοντίατρος που φτιάχνει τα χαλασμένα δόντια. Ιδού τι μας προσέφερε η VOC – ιδού και τι φυλάγει η νυχτερινή περίπολος. 46


26. Ως εκ τούτου, η VOC είναι ο Ασπρογένης Γέροντας – κι ετούτη η περίπολος είναι μια διμοιρία αγγέλων. 27. Οπότε ερχόμαστε στο παλιό ξεχασμένο ερώτημα: Αν τάχα σου δινόταν η ευκαιρία να πατήσεις ένα κουμπί όπου θα σκοτωνόντουσαν δέκα χιλιάδες άνθρωποι κάπου στην Κίνα, αλλά εσύ θα ευτυχούσες, θα το έκανες; Η απάντηση είναι πάντοτε ελαφρώς αγανακτισμένη: μ α ό χ ι β έ β α ι α. 28. Ενώ τώρα, τι καλά: Αντί να σε ρωτάνε, πατάει κάποιος άλλος το κουμπί για σένα. Και δεν έχεις αποφασίσει τίποτε. 29. Τίποτε – α π λ ώ ς γυρεύεις τις τραπεζικές σου κάρτες, τα εμβόλια των παιδιών σου, το βρεφικό γάλα σου, τις καλοκαιρινές διακοπές σου, τους φανοστάτες σου, τα αεροδρόμιά σου, τα νοσοκομεία σου, τη θεραπεία κατά του καρκίνου σου, τον οδοντίατρο που φτιάχνει το χαλασμένο δόντι σου. 30. Εξάλλου, ετούτοι οι μ α κ ρ ι ν ο ί Κινέζοι είναι αμέτρητοι. Αν λείψουν δέκα χιλιάδες, κανένας τους δεν θα το πάρει χαμπάρι. 31. Η Ιστορία προχωρεί, λοιπόν.

47


Νυχτερινή περίπολος, 1642, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ 48


9 (Η νυχτερινή περίπολος του λόχου των τυφεκιοφόρων του λοχαγού Φρανς Μπάνινγκ Κοκ) Όλα καλά. Όλα πάνε καλά. Μόνον να μην ξεχαστείς. Όσο τους βλέπεις, αυτοί περιπολούν. Ά μ α π ε ρ ι σ σ ε ύ ε ι ς, θ α σ ε π ε ρ ι σ σ έ ψ ο υ ν.

49


Νυχτερινή περίπολος (λεπτομέρεια), 1642, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

50


Πορτρέτο άντρα με χρυσή περικεφαλαία, 1650, Εθνική Πινακοθήκη, Βερολίνο

51


Μάθημα ανατομίας, 1632, Μάριτσχουις, Χάγη

52


10 (Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Νίκολας Τουλπ) Σώμα δίχως αίμα. Γαλήνη. Επιστήμη. Κι όμως σπιθίζουν τα μάτια τους όπως της Δαλιδάς.

53


Μάθημα ανατομίας (λεπτρομέρεια), 1632, Μάριτσχουις, Χάγη

54


11 (Ένας που ξέφυγε από την περίπολο) 1. Ζωγράφισε τη Βίβλο και τον Ναζωραίο. Πιο σωστά: ζωγράφισε τους αστούς της VOC να π α ί ζ ο υ ν σκετσάκια από την Αγία Γραφή. 2. Το Θείο Πάθος ως αστική συνήθεια – κάτι σαν τσάι την ώρα του δειλινού. 3. Νάτος, λοιπόν, μαζί με τη Σάσκια ως Άσωτος Υιός να γλεντά στην ταβέρνα κάπου στα 1635 – να πίνει το π ι ο τ ό τ η ς α μ α ρ τ ί α ς σε ψηλό κολονάτο ποτήρι. 4. Εξάλλου, αυτή η παραβολή αρέσει πολύ στην καλή κοινωνία του Άμστερνταμ – έχει και happy end. 5. Δες το κι έτσι: ο Καραβάτζιο τραβιέται από την ανθρωπινότητα του Τζορντάνο Μπρούνο. Ο Ρέμπραντ τραβιέται από την ατομικότητα του Σπινόζα. 6. Νάτη, λοιπόν, κι η μάνα του καμιά δεκαριά φορές ως προφήτισσα Άννα. Να κι όλος ο καλός ο κόσμος ως γενάρχες, προφήτες, βασιλιάδες, κριτές και ήρωες, ως δώδεκα απόστολοι και Πόντιοι Πιλάτοι, ως φιλήσυχος κόσμος που φωνάζει ωσαννά ή άρον άρον σταύρωσων αυτόν. Τέτοια περίπου. 7. Στο μεταξύ, ένα κορίτσι πεθαίνει από ελονοσία στο Βόρνεο. 8. Το λένε όλοι οι καλοί σοφοί: Το μέλλον δεν είναι αυτό που ήταν. Όλοι ετούτοι οι δήθεν βιβλικοί ήρωες του 55


Ρέμπραντ έχουν στο βλέμμα τους τη σκοτεινιά των επερχόμενων – αλλιώς: την επίγνωση πως το μέλλον μας δεν είναι το μέλλον τους. 9. Δηλαδή: να προφητεύσουμε, να ευλογήσουμε, να σταυρώσουμε, να αποκαθηλώσουμε, να αναστήσουμε και μετά, έξω από την πόρτα. Έχουμε τις δουλειές μας, τα κιτάπια μας, τα εμπορεύματά μας, τα μαθήματα ανατομίας μας, τις νυχτερινές γυροβολιές μας, τον ανασυνδυασμό του DNA μας, το Ζικλόν Β. Μ α ς. 10. Ο Μωυσής κρατά γερά τις Δέκα Εντολές (δυο πλάκες που γράφουν λ έ ξ ε ι ς). Ένα πλοίο με μετανάστες καιγεται στη Θάλασσα Αραφούρα. 11. Είναι μεγάλο ζητούμενο να σκεφτούμε την εξέλιξη της πίστης στα χρόνια του Ρέμπραντ – την μετοβολή της από όργανο σκλαβιάς των φτωχών (της πλέμπας) σε ψυχαγωγία (: δεσμό πνευματικής ενότητας) των δολοφόνων. Πλέον η αφήγηση της Βίβλου είναι ντεκόρ· κάτι σαν τετράδιο με ιστορίες, σαν ράφι με συλλογές κοχυλιών ή κινέζικες προσελάνες. 12. Κάπως έτσι, λοιπόν, η πίστη γίνεται αστική θρησκεία, ένα κοσμικό δράμα, κάτι που σ τ ο λ ί ζ ε ι στη νύχτα των δολοφόνων αστών, πλέον ακολουθεί τους κανόνες της αφήγησης, έχει σασπένς και ανατροπές – το κορίτσι του Βόρνεο και οι καμένοι της Θάλασσας Αραφούρα ε π ι σ υ μ β α ί ν ο υ ν κάπου, έξω από την εικόνα μας. 13. Οπότε στον Ρέμπραντ απομένουν: β λ έ μ μ α τ α μεσα στη νύχτα (στο κιαροσκούρο). 14. Κι ο ήχος του συρσίματος μέσα στη νύχτα. 56


15. Ας πούμε: η Αγία Οικογένεια του 1648. Μπροστά από μια Παναγία με το Βρέφος, νάσου μια ζωγραφισμένη κουρτίνα, έτοιμη να τραβηχτεί, να μην δούμε τα υπόλοιπα. 16. Ας πούμε: ο Πέτρος αρνείται, ο Πέτρος μετανοεί, ο Ματθαίος και ο άγγελος, η αποπομπή του Αμάν, ο Τοβίας και ο άγγελος, ο Σίμωνας ο Δαβίδ, ο Παύλος, η Σουζάνα και οι γέροντες, η υπέροχη Βησθαδεέ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Βαλτάσαρ, ο λεπρός Οζίας, ο άσωτος γιος. 17. Κυρίως αυτοί που περιμένουνε τον άσωτο στο σκοτάδι. 18. Ο γέρο Συμεών: τάχα βλέπει τον γιο του Θεού. Είναι αρκετά γέρος, έχει εισχωρήσει αρκετά μέσα στη νύχτα για να βλέπει το μανιτάρι της Χιροσίμα. 19. Είναι η μνήμη της νύχτας, φίλε – όπως λέμε, η μνήμη του νερού, η μνήμη της εικόνας (και ούτω καθεξής). 20. Μονάχα ένας δεν του ’βγαινε: Ο ενήλικος Ναζωραίος. Είτε δεν ήθελε είτε δεν μπορούσε, πάντως αυτός που βλέπουμε στους μουσαμάδες του Ρέμπραντ, δεν πείθει μήτε τη μάνα του. 21. Ο Δείπνος στους Εμαούς του 1648 – ή Μη μου άπτου του 1650 – ή τα περισσότερα από είκοσι κεφάλια Χριστών, πασχόντων ή αναστημένων, που προφανώς ζωγράφιζε ως προσχέδια: Καλβινιστικές ζ ω γ ρ α φ ί τ σ ε ς που απευθύνονται σε μικρά παιδιά – άντε και σε εφήβους. Βάλε πλάι τους ένα δέκατο από Ναζωραίο του Καραβάτζιο και θα τους φάει το σκοτάδι.

57


22. Μπορεί κανείς να πει πως δεν γινόταν να βρεθεί κατάλληλος κουρελής ανάμεσα στους αστούς της VOC. Τους κατάλληλους τους είχε σκοτώσει από βραδίς η νυχτερινή περίπολος. 23. Προτιμούσε τον κουρελή του μωρό ή πτώμα – εκεί δεν είχε πρόβλημα. 24. (Κι όταν τον θέλησε σφαγμένο βόδι στο τσιγκέλι, εκεί κι αν δεν είχε πρόβλημα.) 25. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια είχε ήδη ζωγραφίσει ένα πλήρες σετ από Ecce Homo, Σταύρωση, Αποκαθήλωση, Ενταφιασμό, Ανάσταση και τα παρεμφερή. Έβαλε όλη του την τέχνη κι όλο του το κιαροσκούρο - τι γιος του Μικελάντζελο Μερίζι θα ήταν αλλιώς; 26. Κι όμως ο μάγος Ρέμπραντ τα χάνει σαν μαθητούδι: το γύρω γύρω της Σταύρωσης του 1634 είναι πιθανώς το τραγικότερο (αλλιώς: το σκοτεινότερο) που έχει ζωγραφιστεί ποτέ. Όλη η VOC σταυρώνει – μα ο Εσταυρωμένος Χριστός είναι ένας αξιολύπητος ηθοποιός. 27. Δεν τον πίστεψε – δεν πίστεψε στον συμβολισμό του, στην υπόσχεση που κουβαλούσε. Πίστεψε στην ερημιά του σφαγμένου, στη έρημη σάρκα που κρεμιέται σ’ ένα τσιγκέλι: μπροστά στο Σφαγμένο βόδι υποψιάζεσαι από τη μ υ ρ ω δ ι ά ποιο είναι το σφαγείο, ποιος είσαι εσύ μέσα στο σφαγείο. 28. Μονάχα σε έναν πίνακα του Ρέμπραντ ο ενήλικος Χριστός με πείθει: Ανάσταση του Λαζάρου, 1631. 29. Και πάλι το γύρω γύρω ξυρίζει – κι ο σαπισμένος Λάζαρος ξυρίζει δυο φορές. Όμως τούτη τη 58


φορά, αυτός στο κέντρο με το σηκωμένο χέρι λέει την αλήθεια. Δεν είναι ακριβώς Χριστός – είναι όμως κάποιος που ξ έ φ υ γ ε από τη νυχτερινή περίπολο. 30. Όταν την επόμενη χρονιά έκανε το διάσημο χαρακτικό του –αυτό που λώλανε τον Βαν Γκογκ– ζωγράφισε τον ίδιο Ναζωραίο με πλάτη και καθάρισε. 31. Μα τι φωνάζει (ποια συνθηματικά λόγια) ετούτος ο Ναζωραίος;

59


Ο Ματθαίος και ο άγγελος,, 1661, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι.

60


Ο Μωυσής σπάζει τις Πλάκες, 1659, Εθνική Πινακοθήκη, Βερολίνο

61


Πορτρέτο γερόντισσας (Η μητέρα του ζωγράφου ως Προφήτισσα Άννα), 1629, Βασιλική Πινακοθήκη, Γουΐνσορ

62


12 (Η μνήμη της νύχτας) 1. Οι εικόνες του δεν είναι φλεγόμενα άστρα που σε βρίσκουν κατακούτελα, μήτε τρομεροί κεραυνοί που σχίζουν στα δυο τον ουρανό, μήτε πίδακες έξαλλης λάβας που τινάζονται από τα έγκατα της γης. Οι εικόνες του σχεδόν δ ε ν φ α ί ν ο ν τ α ι – σαν κάτι που κουνιέται στα χόρτα μέσα στο σκοτάδι, κι έπειτα νιώθεις το τσίμπημα, όχι τίποτε τρομερό, περισσότερο παράξενο, θαρρείς οικείο, θαρρείς αναμενόμενο, δ ι κ ό σ ο υ. 2. Κι όμως: ήδη νέκρωσαν τα πόδια σου και το φαρμάκι τρέχει προς την καρδιά. 3. Αυτό είναι οι εικόνες του Ρέμπραντ – δεν φαίνονται μ α φ α ρ μ α κ ώ ν ο υ ν. 4. Ο Γκόμπριτς (μαζί με κάμποσους άλλους) θέλει να δώσει μια βιογραφική και συνάμα πολιτικά ορθή απάντηση. Νιώθουμε, γράφει, τόσο κοντά μας τον Ρέμπραντ διότι μας άφησε πολλές αυτοπροσωπογραφίες από όλες τις ηλικίες της ζωής του: μοιραία μοιραζόμαστε μαζί του την προσωπική του ζωή – τον χρόνο που περνά, την παρακμή του, τη μοναξιά του, τα γηρατειά του (όλα αυτά). 5. Είναι τυπικός Γκόμπριτς που βαδίζει στα σίγουρα (το ίδιο κάνει και με τα γράμματα του Βαν Γκογκ προς τον Τεό). Μα όλο αυτό είναι πολύ λίγο, πολύ σχολικό (: απελπιστικά ευεξήγητο): αλίμονο αν μπροστά μας έχουμε μονάχα την παρακμή ενός ζωγράφου (που δεν ήταν και τόσο παρακμή), την οικονομική του καταστροφή, τα

63


γηρατειά του. Μπροστά μας έχουμε αίμα που απλώνει και αίμα που ξεραίνεται μέσα στη νύχτα. 6. Κι ακόμη: έχουμε τη μ ν ή μ η ετούτου του αίματος. Έχουμε σφαγές: Μια ντουμπαλίτσα με κομμένα αριστερά (ή δεξιά – αν έχει τόση σημασία) χέρια. 7. Να που σου έλεγα για τη μνήμη του νερού: Λένε πως το νερό μεταφέρει μέσα στον χρόνο την πληροφορία κάθε σώματος που εμβαπτίζεται. 8. Ας πούμε: έναν αρχαίο φόνο, έναν επιθανάτιο ρόγχο, έναν ερωτικό σπασμό. 9. Ας πούμε: την προσπάθεια για ένα άγγιγμα. 10. Έτσι γίνεται και με τη νύχτα (με την εικόνα) του Ρέμπραντ: ας πούμε πως έχει μνήμη και μεταφέρει ό,τι έγινε στα σκοτεινά. 11. Σκέψου ξανά: δεν φαίνεται, δαγκώνει και φαρμακώνει. 12. Νομίζεις πως ζωγράφισε ολόκληρη την Ιστορία που προχωρεί, στην πραγματικότητα ζωγράφισε έναν χαμαιλέοντα πάνω στη νύχτα, ζωγράφισε την ίδια τη νύχτα που περικλείει την Ιστορία, τη νύχτα που φτιάχνει την Ιστορία και την καθοδηγεί, τη νύχτα της VOC, τη νύχτα των δολοφόνων αστών. 13. Ζωγράφισε τη νύχτα όπου μπαίνει ο Θεόδοτος στο σπίτι σου κρατώντας το κομμένο κεφάλι του Πομπήιου.

64


14. Ζωγράφισε την ενοχή της Δύσης – το έγκλημά της μέσα στη μ ο υ γ γ ή νύχτα της. Και το ζωγράφισε όπως ακριβώς το αντιλαμβάνεται (ή θέλει να την αντιλαμβάνεται) η Δύση: όχι ως έγκλημα, μα ως ανάγκη. 15. Ανάγκη να πεθάνει ο Κουασιμόδος. Ανάγκη να ξεκινήσουν τα σφραγισμένα βαγόνια. Ανάγκη για τις ντουμπαλίτσες με τα κομμένα χέρια. Ανάγκη να πεθάνει το κορίτσι του Βόρνεο και να καούν οι μετανάστες στη Θάλασσα Αραφούρα. 16. Είμαστε μέσα στη νύχτα του Ρέμπραντ, λοιπόν. 17. Είμαστε μέσα στο τρένο – μάλλον πολλοί μαζί. Μ ά λ λ ο ν. Ουρλιαχτό, κατόπιν κάτι που κατρακυλά πάνω στα ξερά χόρτα, έπειτα το αίμα που απλώνει. 18. Η νύχτα μπαίνει στη σάρκα – κι η σάρκα μπαίνει στη νύχτα. Από τον καιρό του Αντρέ Φελιμπιέν οι άνθρωποι μπροστά στους μουσαμάδες του Ρέμπραντ προφέρουν την κρίσιμη λέξη: α λ λ η λ ο δ ι ε ί σ δ υ σ η. Ανακάτωμα της ύλης με τη μνήμη. Δίχως τα λάδια δεν γίνεται νύχτα, δίχως τη νύχτα δεν γίνεται μνήμη, δίχως τη μνήμη δεν γίνεται το ανακάτωμα: (Να τι σου λείπει από τα χαρακτικά εκείνου του Ρέμπραντ.) 19. Αλληλοδιείσδυση. Μιλά ο Οιδίποδας: Ξένος του λόγου, ξένος του πραχθέντος. Καθαρά πράγματα: Ξ έ ν ο ς. 20. Έτσι προχωρεί η Ιστορία. Ούτε ξαποσταίνει, ούτε λουφάζει. Η Ιστορία μας – προχωρεί. 21. Φαντάσου: Τα σφραγισμένα στόματα όλων αυτών των ευυπόληπτων συνδίκων, πολιτοφυλάκων, 65


φιλοσόφων, εμπόρων, γιατρών να ανοίξουν – κι από μέσα τους να πεταχτεί το μαύρο φίδι. 22. Ή πάλι φαντάσου: Μια αγριεμένη πεδιάδα, έναν ξεχειλισμένο ποταμό όπου οι κουστουμαρισμένοι της VOC θα συναντηθούν με τους καμένους της Θάλασσας Αραφούρα. Φαντάσου πως νυχτώνει σε εκείνη την πεδιάδα κι όλοι ανακατεύονται ο ένας με τον άλλον. 23. Πρώτο χάραμα. Ένα γυναικείο στήθος. Από τη θηλή τρέχει μαύρο γάλα. Θηλάζουμε – ή έστω: ε ί ν α ι για να θηλάσουμε. 24. Άστα φίλε: Η Ιστορία μας δεν-ξαποσταίνει-ούτελουφάζει. Σύντομα ακούονται οι λέξεις: Ε ν τ ρ ι π λ α ί ς α μ α ξ ι τ ο ί ς. 25. Ο Οιδίποδας μοιάζει να περιμένει τις λέξεις όπως όρνιο την πεθαμένη σάρκα. Χυμίζει και τις δαγκώνει: Ακουσα απ’ το στόμα σου πως ο Λάιος κ α τ α σ φ α γ ε ί η προς τριπλαίς αμαξιτοίς; 26. Η νύχτα είναι σαν λαβύρινθος. Γλυστράς όλο και πιο πολύ στο κέντρο της. Ύπνος; 27. Κάποτε η Ιοκάστη θα πει του άντρα της αυτό που έχει να του πει: Ξέρεις πόσοι μέσα στον ύπνο τους έχουν πλαγιάσει με την ίδια τους τη μάνα; 28. Κατόπιν θα έρθει –πάντοτε έρχεται– ένας Φιλόσοφος με κεφαλαίο Φ, ένας ανθρωπολόγος με χίλιες σελίδες συγκριτικές μελέτες, ένας πολιτικός επιστήμονας, ένας ψυχίατρος που μελετά αποκκλίσεις, κάποιος, τέλος πάντων, (θα τον διαλέξεις εσύ, τον δήμιο που σου ταιριάζει)

66


και με τη σοφία του (τρομερή σαν κόψη σπαθιού) θα κατακεραυνώσει τον κουρελή γερο-βοσκό: 29. Ξέρεις πόσοι στον ύπνο τους πιάσανε ένα φλογοβόλο και κάψανε μια καραβιά μετανάστες; 30. Εξάλλου εσύ δεν ήσουνα που παιδί έριχνες αμμωνία στις μυρμιγκοφωλιές; Εσύ δεν είσαι που ψέκασες με το εντομοκτόνο το σπίτι σου χθες το πρωί; 31. Είμαστε μ έ σ α στη νύχτα.

67


Ο Πέτρος απαρνείται τον Χριστό, 1660, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

68


Η συνομωσία των Βαταυών, 1661-1662, Εθνική Πινακοθήκη, Στοκχόλμη

69


Ο Συμεών με το Θείο Βρέφος, περίπου 1669, Εθνικό Μουσείο, Στοκχόλμη

70


13 (Ο Συμεών – ;) Ο Συμεών. Το ήξερε καλά. Άμα αναγνωρίσει τον Μεσσία, θα πέθαινε την επόμενη στιγμή. Οπότε όλο το καθυστέραγε. Η ζωή είναι γλυκιά, λένε. Μα πόσο θα πήγαινε αυτό; Οι ιερείς θυμώνουν. Ο ερχόμενος πρέπει να έρθει. Οι πιστοί αδημονούν. Κι όλο του φέρνουνε αράδα τα μωρά να δει. Να αναγνωρίσει. Κι όλο περισσότερο νυχτώνει το βλέμμα του γέρου Συμεών.

71


Η Ανάσταση του Λαζάρου, 1630, Μουσείο της Τέχνης, Λος Άντζελες

72


14 (Η ανάσταση του Λαζάρου – ;) Και καλά ήταν το σχέδιο του πατέρα. Να τον πεθάνει τον Λάζαρο. Ο κόσμος αν δεν δει μπροστά του να βγαίνει κάποιος από τον τάφο μ ι σ ο σ α π ι σ μ έ ν ο ς, δεν πιστεύει. Το έφαγε ο κουρελής το σχέδιο – δεν μπορούσε κι αλλιώς. Μα ο Λάζαρος μόλις τον είδε, του το είπε με τα μάτια. Μη με γυρίζεις. Μ η μ ε γ υ ρ ί ζ ε ι ς.

73


Δαβίδ και Ουρίας, 1665, Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη

74


15 (Το σύρσιμο του φιδιού) 1. Ό Ρέμπραντ ήρθε για να μείνει: Όσο τον βλέπεις τόσο απλώνεται μέσα σου. Σαν πληγή. 2. Ήρθε για να αλλάξει τη ζωγραφική σπέρνοντας υποψίες, να σε μαγαρίσει με το τρομέρο κιαροσκούρο του στον κόσμο, να γεμίσει τη νύχτα με μνήμη. 3. Μπορεί κανείς να πει πως ήρθε για να σ κ λ α β ώ σ ε ι τις εικόνες της Δύσης – ή και για να τις κάνει ενύπνιο των αστών. 4. Κανένας ζωγράφος μετά τον Σάντσιο δεν πολλαπλασιάστηκε όσο αυτός. Ο Γκόγια, οι ρεαλιστές, οι ρομαντικοί, οι εξπρεσιονιστές, όλοι τους γεννήθηκαν στις δικές του νύχτες – την ώρα που η περίπολός του έκανε γυροβολιές. Από τον καιρό του όσοι ζωγραφίζουν στη Δύση γνωρίζουν καλά πως η νύχτα τους θα είναι μια νύχτα δολοφόνων. 5. Διόλου τυχαία, οι ιμπρεσιονιστές για να αρνηθούν τη νύχτα του –τη μνήμη της νύχτας του– έβγαλαν το μαύρο χρώμα από τις παλέτες τους. Να γιατί μας λυτρώνουν: Επιτέλους κάποιος που ζωγραφίζει τις λαχτάρες μας δίχως να μας ψιθυρίζει πως τούτες οι λαχτάρες τρέφονται με ανθρώπινο αίμα. 6. Είχε δεκάδες μαθητές, εκατοντάδες γιους και χιλιάδες κλώνους. Στον καιρό του και λίγο μετά τον καιρό του όλοι οι Ολλανδοί προσπαθούσαν να ζωγραφίσουν όπως αυτός. Στους τετρακόσιους πενήντα μουσαμάδες που 75


λογαριάζονται για γνήσιοι αντιστοιχούν υπερπολλαπλάσιοι πλαστοί – μερικοί εξίσου υπέροχοι. Η καλή νύχτα (η βαθιά νύχτα) διαδίδεται, λένε, από μόνη της, α π λ ώ ν ε ι. 7. Τη χρονιά που ο Ρέμπραντ ζωγραφίζει στο Άμστερνταμ το Μάθημα Ανατομίας, στην Ντελφ γεννιέται ένα αγόρι που θα γίνει ζωγράφος και θα πεθάνει δίχως την παραμικρή αναγνώριση σαραντατρία χρόνια αργότερα. Ο απ’ αλλού για αλλού Γιαν Βερμέερ ήταν ο μόνος από τους γιους του που κανει ένα μικρό βήμα παραπέρα (ή παραδίπλα). Ζήσαν τα ίδια χρόνια σε κοντινές πόλεις μα δεν συναντήθηκαν ποτέ. Στον Βερμέερ οι δολοφόνοι αστοί ανοίγουν το παράθυρο στο φως της μέρας. 8. Επί της ουσίας, ίσως να είναι ο μόνος που κατάλαβε τον Ρέμπραντ. 9. Όλοι οι υπόλοιποι κοινώνησαν την κουταλιά του (ή, αν το θέλεις έτσι, σνιφάρισαν την πρέζα του) και μετά απόστρεψαν το βλέμμα για να μπορέσουν να ζωγραφίσουν. Έναν αιώνα αργότερα ο Γκόγια έφτιαξε τη νέα ευρωπαϊκή ζωγραφική από τη ρίζα της νύχτας του. 10. Χρειάστηκε ένας ακόμη αιώνας να έρθει ο Βαν Γκογκ για να υπάρξει μια αντιπρόταση στον Ρέμπραντ – μια αντιπρόταση στην τραγωδία των αστών από την τραγωδία των ηλιθίων, των λολών, των φεγγαροχτυπημένων – των χ α μ έ ν ω ν, φίλε. 11. Είναι ο αντίποδάς του και συνάμα ο δίδυμος αδελφός του – αυτός που θα πορωθεί με έναν παγωμένο στο Πισοδέρι. 12. Δεν το λένε ποτέ: Ας σμίξουνε νεκροί και ζωντανοί την γκάβλα τους – έτσι είπε. 76


13. Όχι, δεν γινόταν διαφορετικά: Η μνήμη της νύχτας του Ρέμπραντ απλώνει μέχρι τους καρφωμένους (τους ξεκαρφωμένους;) ήλιους εκείνου που υπέγραφε Βίνσεντ. 14. Να δεις την Ανάσταση του Λαζάρου. Ο Χριστός είναι ο ήλιος. Βγες έξω. 15. Κι όλοι ονειρευόμαστε τα μεσημέρια του Βαν Γκογκ – κι όμως, ζούμε με τη νύχτα του πρόγονού του. 16. Και μες στη νύχτα μια ξαφνική ξυραφιά, θαρρείς από το πουθενά, μας κόβει τη γλώσσα. 17. Με τη γλώσσα κομμένη, λοιπόν, περπατιόμαστε στα μουσεία, γυρίζουμε σε αίθουσες και δωμάτια, στεκόμαστε μπροστά στους μουσαμάδες και προσπαθούμε να καταλάβουμε το μέλλον μας, να αποκρυπτογραφήσουμε τις περγαμηνές του Μέλκιαδες, να γεμίσουμε μια μπανιέρα με το αίμα, να δούμε το σφαγμένο βόδι. 18. Κατόπιν, η μέθη ας πούμε: Φιλόσοφος σε διαλογισμό. Κυκλική σκάλα. Φως από το παράθυρο. Μια γερόντισσα φροντίζει τη φλόγα στο τζάκι. Βλέπουμε το όνειρο του φιλοσόφου. Υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος – επιπλέον και κατανόηση της ματαιότητας της ζωής εκείνων που με τα κεφάλια τους θα φτιάξουν τη Μεγάλη Πυραμίδα της (μιας ακόμη) Μεγάλης Νικής. 19. Αν κολλήσεις το αυτί σου στους μουσαμάδες του Καραβάτζιο θα ακούσεις: λαχανιάσματα, ιαχές, ψυχορραγητά.

77


20. Κι όμως, αν κολλήσεις το αυτί σου στη μούγγα του, νάτος ο αόρατος θίασος που περνά. 21. Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές. Με κομμένες κεφαλές στο νεσεσέρ. 22. Η Επιστροφή του Ασώτου και ο Συμεών βρίσκονται στο τέλος της νύχτας. Είναι σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες (αξιώθηκες αυτοί που έχεις). 23. Σαν που ταιριάζει σ ε. Και στην Εβραία Νύφη ο Ρέμπραντ πάει να προστατέψει το στήθος της αγαπημένης γυναίκας. Θαρρείς και ακούει τον θανάσιμο βήχα της Σάσκια, μετά από εικοσιπέντε χρόνια. 24. Άκουσε με συγκίνησιν, λοιπόν. 25. Ο Θεόδοτος. Οι άθλιοι Λάρητες που σκουντουφλούν αναμεταξύ τους. Ο Ρέμπραντ σε κείνη την Αυτοπροσωπογραφία της Κολονίας, μεθυσμένος γέρος μπροστά στη βλοσυρή προτομή του Σκοτεινού Φιλοσόφου. 26. Νάτος, λοιπόν, άυλος, αόρατος, μπαίνει στα νοικοκυρεμένα σπίτια μας κρατώντας αιματωμένο σινί. 27. Κι έτσι γυρίζω σε αυτό που από την αρχή προσπάθησα να πω. Αυτό το σαφές που όμως δεν λέγεται. 28. Ας πούμε, η μάγισσα της Ωραίας Κοιμωμένης που με ένα της συνθηματικό τυλίγει με αγκάθια των πύργο. 29. Ιδού τώρα η καρδιά μας: φραγμένη με συρματοπλέγματα, με βλοσυρούς φρουρούς, με πολιτοφύλακες, με συνοφρυωμένους συνδίκους, με 78


γραβατωμένους γραφειοκράτες, με μπάτσους και ψυχιάτρους, κυρίως με ευυπόληπτους αστούς που τρέχουν βιαστικοί στις δουλειές τους κάνοντας πως δεν είδαν τα τρένα με τα σφραγισμένα βαγόνια να ξεκινούν, τσαφ-τσουφ, με καλοσιδερωμένα παιδάκια που τρέχουν στα σχολειά τους και δεν είδαν, με καλοσιδερωμένους δασκάλους που δεν είδαν, που διδάσκουν το Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα. 30. Κι όμως, μέσα στο βλέμμα τους όλων αυτών, σαν προϊστορικό μουγκρητό, ο ήχος του τρένου. 31. Και πίσω από το μουγκρητό του τρένου, στον βυθό του ματιού τους, το σύρσιμο του φιδιού.

79


Δαβίδ και Ουρίας (λεπτομέρεια), 1665, Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη

80


Ο Ισαάκ κατηγορείται από την γυναίκα του Πετεφρη, 1655, Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον

81


Η Εβραία νύφη, 1665, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

82


16 (Η Εβραία νύφη) Σύρσιμο φιδιών: Εκεί, κάτω από το κάδρο της εικόνας. σαν μια ολάνθιστη πομπή των μύρων μέχρι τον φούρνο του Άουσβιτς. Καιρός (καιροί;) που οι φόνοι γίνανε προορισμός. Μ έ λ λ ο ν, που λέμε.

83


Το όνειρο του φιλοσόφου, 1632, Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι 84


17 (Οι νύχτες από δω και πέρα) 1. Ο χρόνος: για τους ανθρώπους είναι ο θάνατος – το ξέρουν ακόμη και τα (πεσσεύοντα) μικρά παιδιά. Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Αυτό είναι το ερώτημα – το πώς. Ανοιξιάτικος κήπος τη νύχτα – θόρυβος από βομβαρδιστικά πριν-να-ροδίσει-η-αυγή. 2. Ο χρόνος: όταν ο άγγελος ψιθυρίζει στο αυτί του Ματθαίου η εικόνα τρέμει - θαρρείς και είναι φλόγα κεριού. 3. Ο χρόνος: κ α ν ί β α λ ο ς τ ρ ό μ ο ς (το ’πε κάποιος λαγός). Δηλαδή σε τρώει. Ένας γέροντας που κοιμάται δίπλα από μια κυκλική σκάλα. Οι μουσαμάδες είναι μέρος του ονείρου του. Ο Ματθαίος κάνει να αγγίξει τον λαιμό του – κάτι σαν κόμπος. 4. Ο χρόνος. 5. Οι αλυχτισμένοι σκύλοι: θα σου μιλήσουν για τους αλυχτισμένους σκύλους από την πρώτη νηπιαγωγείου. Θα σου πουν πως καταστρέφουν τη νύχτα - για αυτό πρέπει να πεθάνουν. Άμα τους συναντήσεις, μην τους ζυγώσεις. Κλείδωσε την πόρτα κι άσε τον μπόγια να κάμει τη δουλειά του. Θα σου πούνε. 6. Οι αλυχτισμένοι σκύλοι: πόσο συμμορφωμένα είναι τα πτώματα στις εικόνες μας. 7. Οι αλυχτισμένοι σκύλοι: δεν υπάρχει πόλη δίχως σφαγείο των αλυχτισμένων σκύλων. 85


8. Οι αλυχτισμένοι σκύλοι. 9. Τα ξίφη: τι όμορφα, γυαλισμένα, αστραφτερά, λαμπρά παρατεταγμένα είναι τα ξίφη των πολιτοφυλάκων. Πόσο καλογραμμένα, καθαρά κι ευανάγνωστα είναι τα λογιστικά βιβλία των συνδίκων. Πόσο γενναίοι οι ήρωές μας, πόσο σοφοί οι σοφοί μας. Πόσο ελεήμων ο Θεός μας. 10. Τα ξίφη: τα ξίφη μας και τα λογιστικά μας βιβλία. 11. Τα ξίφη έτοιμα, βουτηγμένα στο δηλητήριο. 12. Τα ξίφη. 13. Η φρίκη: σαν δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης στο τέλος του εικοστού αιώνα. Βλέπουμε την αλήθεια σαν ψέμα μέσα σε σύντομα δίλεπτα. Η Σικελική εκστρατεία, ο Κορτέζ κι ο Πιζάρο, η VOC, τα λάγκερ, η Χιροσίμα. Αυτό είναι το μέλλον μας. 14. Η φρίκη: στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο. Πού πηγαίνουμε; 15. Η φρίκη: πηγαίνουμε στο τέλος του ποταμού. 16. Η φρίκη, η φρίκη. 17. Κουρτίνες: κάποιος να τραβήξει τις ματωμένες κουρτίνες. 18. Κουρτίνες: είναι πάντοτε πίσω από τις κουρτίνες, πίσω από τις μανταλωμένες πόρτες, σε κείνα τα κρυφά δωμάτια όπου καλπάζει η ιστορία, εκεί όπου η Μαρία πάει να θηλάσει τον Ναζωραίο, εκεί όπου κρεμάνε το σφαγμένο 86


βόδι, εκεί όπου ο Ιερεμίας, ο Ιωσήφ, ο Ιακώβ, ο Μωυσής, ο Αριστοτέλης, ο πατέρας του ασώτου ξαφνικά καταλαβαίνουν πως πρέπει να εξαφανίσουν το πτώμα και να καθαρίσουν τα αίματα – και να ανάψουν αρωματικά λιβάνια για να φύγει η αποφορά. 19. Ναι, κάποιος να τραβήξει τις κουρτίνες για να γίνει η νύχτα. Ναι, κάποιος να τραβήξει τις κουρτίνες για να έρθει η μοναξιά. 20. Η μοναξιά του Πέτρου. Η μοναξιά του Φιλοσόφου. 21. Η μοναξιά του Συμεών. Ο μπαμπάς μου μού είπε πως δεξιά αριστερά στον δρόμο ήσαν τα πτώματα. Περπατούσε. 22. Η μοναξιά. 23. Το αίμα: απέφυγε να το δείξει σε αντίθεση με τον έξαλλο πατέρα του. Ακόμα και εκεί που υπάρχει, στα Μαθήματα Ανατομίας και στο Σφαγμένο Βόδι, το ζωγραφίζει σαν να μην υπάρχει. Στις ίδιες εικόνες ο Καραβάτζιο θα το έτρεχε ποτάμι στο πάτωμα. Στην Τύφλωση του Σαμσών, κι ενώ το σουβλί μπαίνει στο μάτι, μόλις και βλέπουμε μια σταγόνα – για να μην σηκωθεί το φάντασμα του Λομβαρδορωμαίου και ζωγραφίσει έναν τρομερό πίδακα μέχρι τον ουρανό. 24. Το αίμα: κι όμως όλα του τα χρώματα νιώθεις πως είναι ανακατεμένα με αίμα. Κι οι μουσαμάδες του θαρρείς να ξεραίνονται όπως το αίμα. 25. Το αίμα: τα χνάρια του αίματος.

87


26. Το αίμα μέσα στη νύχτα. 27. Νύχτα: κάτι που γίνεται – πώς-πεθαίνει-έναςάντρας; Προσπαθώντας να μείνει σιωπηλός, έχοντας λευκό άνθος σφιγμένο στη χούφτα; Προσπαθώντας να αργοσβήσει εντός του ίδιου του περιγράμματος. Με μιαν λέξη ή με μια ιαχή; Πληθυντικός αριθμός (τον διάβασα τόσο μικρός): οι νύχτες. 28. Οι νύχτες: το όνειρο του Πρίμο Λέβι. Επιστροφή στο σπίτι, βράδυ, οικογένεια, ζεστό φαγητό. Ξαφνικά όλα χάνονται, απομακρύνονται, το εσωτερικό όνειρο τελειώνει και μένει το εξωτερικό παγερό περίβλημα. Η μόνη αλήθεια είναι το Λάγκερ – όλα τα άλλα είναι μια σύντομη ανακωχή. 29. Οι νύχτες: ξέρουν καλά για τις νύχτες όλοι αυτοί οι στερνοί ήρωες του Ρέμπραντ Βαν Ρέιν, οι Συμεών, οι Αριστοτέληδες και οι λοιποί γέροι, κυρίως αυτός ο τόσο μουγγός που ζωγραφίζει τον θάνατό του. Στο Βόρνεο το κορίτσι πέθανε από ελονοσία, τα λιμενικά κάψανε επιτέλους το καράβι με τους μετανάστες στη Θάλασσα Αραφούρα. 30. Οι νύχτες: η Σάσκια έρχεται προς το μέρος μας με ένα λουλούδι στο χέρι. Πιο σωστά: οι νύχτες των δολοφόνων αστών – πια δεν έχουμε περιθώριο για την αγάπη. Περιμένουμε μηχανικά να ξημερώσει για να κάψουμε στα εργοστάσια μας τα πτώματα των αθώων. Είμαστε ολόξεροι, ήδη πεθαμένοι· κι όμως, την ώρα της πιο μεγάλης σκοτεινιάς, ένας αόρατος θίασος υπαινίσσεται πως έχουμε α κ ό μ η την ευκαιρία για ένα τρέμουλο. 30. Οι νύχτες από εδώ και πέρα. 31. Αυτό είναι βέβαιο. 88


Η επιστροφή του ασώτου, περίπου 1668, Μουσείο Ερμιτάζ, Αγία Πετρούπολη

89


Η Σάσκια ως Φλώρα, 1641, Πινακοθήκη της Δρέσδης, Δρέσδη

90


18 (Το στερνό γαρύφαλλο της Σάσκια Βαν Ρέιν) Η Σάσκια βήχει. Πρόσεξέ το, τη βλέπεις μπροστά στα μάτια σου: βήχει ελαφρά τον ίδιο τον θάνατό της. Ή, ίσως πάλι, να βλέπεις το τρέμισμά της πριν απ’ τον θάνατο. Ίσως αυτό. Πάντως είναι εκεί. Και παλεύει να ζήσει μέσα στη νύχτα. Να ζήσουμε π ε θ α ί ν ο ν τ α ς μέσα στη νύχτα.

91


Σάσκια, 1633, Πινακοθήκη της Δρέσδης, Δρέσδη

92


Η Εβραία νύφη (λεπτομέρεια), 1665, Ρικσμουζέουμ, Άμστερνταμ

93


Λουκρητία, 1666, Ινστιτούτο των Τεχνών, Μινεάπολις 94


Κολυμπούσε μπροστά μου – τα μαλλιά της άπλωναν μέσα στο νερό. Ήτανε πράσινα τα μάτια της – σαν το νερό. Κι άκουγα τα πάντα – ακόμη και το βλέμμα της πάνω μου. Υπήρχα, λοιπόν.

95


Ο ανεμόμυλος, 1650, Εθνική Πινακοθήκη, Ουάσιγκτον

96


Αυτοπροσωπογραφία, 1669, Πινακοθήκη της Κολονίας, Κολονία

97


Συνοπτικό Χρονολόγιο (αναφέρονται μόνο ορισμένα από τα κυριότερα γεγονότα της ζωής του Ρέμπραντ Βαν Ρέιν)

(Αυτοπροσωβπογραφία, 1657)

1606, 15 Ιουλίου: Γεννιέται στο Λέιντεν της Ολλανδίας ο Ρέμπραντ Βαν Ρέιν. Γονείς του ήταν ο Χάρμεν Βαν Ρέιν, πλούσιος μυλωνάς, και μητέρα του η Κορνήλια Βαν Ζούτμποουκ, πρώην καθολικοί είχαν ασπαστεί το καλβινιστικό δόγμα. Ήταν το προτελευταίο παιδί από εννέα αδέλφια. 1621: Μετά από σπουδές σε λατινικό σχολείο και λίγους μήνες στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, γίνεται μαθητής του Γιάκομπ Βαν Σβάνεμπουργκ (ο οποίος ήταν ιταλότροπος ζωγράφος καθώς είχε ζήσει για χρόνια στην Ιταλία). Θα μείνει κοντά στον Σβάνεμπουργκ μέχρι το 1623, ενώ τον ίδιο καιρό επηρεάζεται και από τον Γιάκομπ Πίνας. Το 1624 βρίσκεται στο Άμστερνταμ κοντά στον επίσης ιταλότροπο Πέτερ Λάστμαν. 1626: Ανοίγει στο Λέιντεν ζωγραφικό εργαστήριο μαζί με τον συνομήλικό του Γιαν Λιέβενς. Μετά δύο χρόνια θα έχει τον πρώτο του μαθητή. Το 1630 πεθαίνει ο πατέρας του.

98


1631: Για την καλύτερη διάθεση των πινάκων του, συνεταιρίζεται με τον έμπορο έργων τέχνης στο Άμστερνταμ Χέντρικ Βαν Ούλεμπουρκ. Την ίδια χρονιά μετακομίζει και ο ίδιος στο Άμστερνταμ, όπου θα μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. 1632-1642: Μια δεκαετία καλλιτεχνικών θριάμβων για τον Ρέμπραντ που ξεκινούν από το Μάθημα Ανατομίας του 1632 και καταλήγουν στη Νυχτερινή Περίπολο του 1642. Συνεχείς παραγγελίες, δεκάδες μαθητές, μεγάλα έσοδα και διαρκώς αυξανόμενη φήμη. Το 1634 παντρεύεται την κόρη του Βαν Ούλεμπουρκ, Σάσκια. Ζουν πλουσιοπάροχη ζωή, ενώ ο Ρέμπραντ αρχίζει τις συλλογές του. Από τα τέσσερα παιδιά που γέννησε η Σάσκια, μόνο το τελευταίο, ο Τίτος, που γεννήθηκε το φθινόπωρο του 1641, θα επιζήσει. Το καλοκαίρι του 1642 η Σάσκια πεθαίνει από φυματίωση. 1642-1649: Ο Ρέμπραντ συνεχίζει να ζωγραφίζει, ωστόσο τα έσοδά του και οι μαθητές του σταδιακά μειώνονται. Η πολυέξοδη ζωή του και οι συλλογές του δημιουργούν χρέη και οι πιστωτές του τον πιέζουν. Μια σχέση του με την οικονόμο του Γκερτζ Ντιρκς θα καταλήξει στα δικαστήρια για αθέτηση υπόσχεσης γάμου. 1649-1669: Ο Ρέμπραντ ζει τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του με την Χέντριγκε Στόφελς, η οποία τυπικά είναι οικονόμος του. Το 1654 η σχέση τους καταδικάζεται ως άνομη από το δικαστήριο της Καλβινιστικής Εκκλησίας. Το 1655 η Χέντριγκε γεννά την κόρη τους Κορνήλια. Το 1656, προκειμένου να σταματήσουν οι πιέσεις των πιστωτών του, κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης. Δημεύεται το σπίτι του και οι συλλογές του. Στήνει στο όνομα του Τίτου και της Χέντριγκε ένα καινούργιο εργαστήριο και συνεχίζει να ζωγραφίζει. Το 1663 πεθαίνει η Χέντριγκε. Το 1668 ο Τίτος παντρεύεται· τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς πεθαίνει, ενώ έξι μήνες αργότερα γεννιέται η κόρη του (και εγγονή του Ρέμπραντ) Τίτια. 1669, 4 Οκτωβρίου: Ο Ρέμπραντ πεθαίνει στο Άμστερνταμ σε ηλικία εξήντα έξι χρονών.

99


100



ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

reset Ή

Τ Α ΑΝ Θ ΙΣΜ Έ Ν Α ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΈΓΜΑΤΑ ΤΗΣ

ΚΑΡΔΙΆΣ ΜΑΣ

Μια φαντασμαγορία * ακολουθία δώδεκα βιβλίων *** γενικό διάγραμμα έργου: 1. Τζιότο * δακρύζω, χύνω, πεθαίνω 2. Μποτιτσέλι * τα κορίτσια ανοίγουν τα νεσεσέρ τους 3. Λεονάρντο * φ φ φ ο υ 4. Μιχαήλ Άγγελος * το σμίξιμο των ανθρώπων και των φιδιών 5. Ραφαήλ * τριαντάφυλλα στο παράθυρο 6. Γκρέκο * οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού 7. Καραβάτζιο * το παράφορο αίμα 8. Ρέμπραντ * η νύχτα των δολοφόνων αστών 9. Γκόγια * για να πεθάνουμε τον θάνατό μας 10. Μονέ * ο ξανακερδισμένος χρόνος 11. Γκογκέν * οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες 12. Βαν Γκογκ * ο σπορέας του πυρετού


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.