Thanasis Triaridis - Van Gogh

Page 1

R ESET Ή Τ Α ΑΝΘΙΣΜΕΝΑ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΑΣ

ο

θανάσης τριαρίδης *

σ π ο ρέας

Βαν Γκογκ

το υ

δήγµα

πυρετού

– 12


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

reset Ή

Τ Α ΑΝΘΙ Σ Μ ΈΝΑ

ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΈΓΜΑΤΑ ΤΗΣ

ΚΑΡΔΙΆΣ ΜΑΣ

Μια φαντασμαγορία * ακολουθία δώδεκα βιβλίων

2


γενικό διάγραμμα έργου

1. Τζιότο * δακρύζω, χύνω, πεθαίνω 2. Μποτιτσέλι * τα κορίτσια ανοίγουν τα νεσεσέρ τους 3. Λεονάρντο * φ φ φ ο υ 4. Μιχαήλ Άγγελος * το σμίξιμο των ανθρώπων και των φιδιών 5. Ραφαήλ * τριαντάφυλλα στο παράθυρο 6. Γκρέκο * οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού 7. Καραβάτζιο * το παράφορο αίμα 8. Ρέμπραντ * η νύχτα των δολοφόνων αστών 9. Γκόγια * για να πεθάνουμε τον θάνατό μας 10. Μονέ * ο ξανακερδισμένος χρόνος 11. Γκογκέν * οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες 12. Βαν Γκογκ * ο σπορέας του πυρετού

3


4


τρεμάμενος ; Τους ρώτησαν αν θέλουν να είναι βασιλιάδες ή αγγελιοφόροι βασιλιάδων. Ήσαν παιδιά μα είχανε κιόλας δει τις ντουμπαλίτσες με τα πτώματα των μαντατοφόρων. Γεμάτοι τρόμο, λοιπόν, διάλεξαν να είναι βασιλιάδες. Κλείστηκαν στα παλάτια τους κι έμειναν για πάντα μανταλωμένοι. Τα χρόνια τους πέρασαν, η σάρκα τους πήρε να σαπίζει. Μα όσο δεν ψιθυρίζουν σε κάποιον το ασήμαντο μυστικό τους, την αμελητέα λέξη που φυλάγουν κάτω από τη γλώσσα, δεν μπορούν να πεθάνουν. Έτσι, καθώς δεν υπάρχουν πια αγγελιοφόροι, απομένουν πάνω στους θρόνους τους, θλιβεροί σκελετοί με το στέμμα στο γυμνό κρανίο τους. Θα ήθελαν να δώσουν ένα τέλος στην άθλια ζωή τους, μα δεν μπορούν να απαρνηθούν τον τρόμο τους.

5


6


Έναστρη νύχτα (λεπτομέρεια), 1889, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη 7


Αυτοπροσωπογραφία (λεπτομέρεια), 1887, Ινστιτούτο των Τεχνών, Σικάγο

8


Θα νάσ ης Τ ρια ρί δη ς

Γκογκ

*

*

Βαν

ο σπορέας του πυρετού

9


Ο σπορέας, 1888, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

10


1 (Όπου οι άκληροι βρίσκουν ένα κεφάλι με ξαναμμένα μάτια) Παλιά ιστορία. Κάποιος την έχει διηγηθεί. Μα η ιστορία χάνεται. Απομένει μια αδειανή κουφάλα δέντρου, ένα θολάμι δίχως το ζωντανό του. Τι θα καταλάβεις; Κι έπειτα ένα κεφάλι με ξαναμμένα μάτια. Δεν είναι οδύνη, δεν είναι λαχτάρα. Είναι ξ ά ν α μ μ α. Μιλάει κάποιος που πείνασε. Κι ύστερα κάποιος που έσπερνε στα νερά της θάλασσας. Ψάξαμε σε ολόκληρη τη Γαλιλαία να τον βρούμε για να τον ανακηρύξουμε Μεσσία και να τον δοξάσουμε· μα δεν βρέθηκε πουθενά. Και μοναχά που έμεινε στον νου μας πως ένας ηλίθιος σπορέας μάς είχε σώσει. Παλιά ιστορία, φίλε. Για πείνα και για χαμένες καρδιές. Παπάδες και φιλόσοφοι σε ζυγώνουν. Είναι τρομεροί, σαν κόψη σπαθιού. Λίγο πριν σε κατακλείσουν, νομίζεις που φτερουγίζει στ’ αυτί σου πουλάκι μ’ ανθρώπινη λαλίτσα (ή κάτι τέτοιο): «Αχαμπούχα, φίλε· η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έ μ ε ι ν ε ».

11


Αυτοπροσωπογραφία, 1888, Fogg Art Museum, Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ,

Μασαχουσέτη

12


2 (Ο άγριος πυρετός ενός αυτόχειρα) Ήταν εκείνος που γέμισε τα όνειρά μας με έξαλλα σταροχώραφα και με ολόλαμπρα κοράκια. Σηκώθηκε πριν το χάραμα και πήρε τον δρόμο του ήλιου σπέρνοντας την απαγορευμένη σπορά. Είδε τα δρεπανηφόρα να έρχονται καταπάνω του και στάθηκε να θεριστεί σαν στάχυ. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον ηλίθιο πρίγκιπα του Ντοστογιέφσκι, τον οποίο και διάβασε μ ι α κ α ι κ α λ ή – όπως αρπάζουν τα ρουθούνια μας τη μυρωδιά του πικραμύγδαλου που θυμίζει άτυχους έρωτες. Κι οι δυο τους υπήρξαν τρίδυμοι με τον ντραγκαρισμένο που αγκάλιαζε τους λαιμούς τους αλόγων στην πλατεία του Κάρολου Αλβέρτου στο Τορίνο. Τι κάλην άβυσσο που θα υποσχόταν μια τέτοια οικογένεια. Οι τρεις τους νίκησαν τους φονιάδες τους δια της αγνότητάς τους – ναι, ήταν τόσο αγνοί που μπορούσαν να αγαπήσουν ακόμη και τον Διάβολο, να φιληθούν μαζί του στόμα με στόμα. Αυτός κι αν έκανε τη ζωή του τέχνη (δηλαδή: ένα μεγαλειώδες σήμα του επερχόμενου θανάτου μας). Ζωγράφισε τις εικόνες του όχι ως παράσταση μιας κάποιας σκοπούμενης ομορφιάς, αλλά, σαν τη μάνα του παλιού παραμυθιού, κόβοντας κομμάτια από τη σάρκα του – ένας ο Καραβάτζιο κι ένας αυτός. Ο Μικελάντζελο Μερίζι γέμισε τον κόσμο με παράλογα βλέμματα, σπαθιά και μαχαίρια, κιαροσκούρο και παράφορο αίμα· ο Βικέντιος γέμισε τον κόσμο με τον πυρετό της αγάπης του. Όμως κι οι δυο, ο καθένας με τον τρόπο του, οδηγήθηκαν από την άρνηση του Ναζωραίου να παίξει στο Σχέδιο του Αφέντη. Η διαφορά τους: ο Λομβαρδός δαίμονας τις νύχτες μαχαίρωνε τους 13


άλλους γυρεύοντας να γίνει απόλυτα ένοχος· ο Ολλανδός (;) μαχαίρωνε τον εαυτό του με την ακατανόητη βεβαιότητα πως έτσι α γ α π ά ε ι. Το καμμάτιασμά του δεν ήταν προσφορά ή θυσία – ήταν βαριά λαχτάρα, αυτό που λέμε πεθυμιά (δηλαδή αυτό που λέμε γκάβλα). Αγνόησε τους ουρανούς ίσως περισσότερο απ’ όσο τους φοβήθηκε ο Ντοστογιέφσκι, ίσως περισσότερο τους πολέμησε ο Νίτσε. Γύρεψε τον Θεό μόνον σε ανθρώπινες χειρονομίες, τυλίγοντας κομμάτια από το κρέας του σε μαντήλια. Υπό την έννοια αυτή αυτό είναι ο πλέον θ ε ό π λ η κ τ ο ς (: θεοχτυπημένος) ζωγράφος της Δύσης από τον καιρό του Γκρίνεβαλτ – και συναμα ο πιο θ ε ο φ ά γο ς: πείνασε τόσο για Θεό που τον υλοποίησε και τον έφαγε. Είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν είδε ποτέ του τη μαστιγωμένη σάρκα του εσταυρωμένου Χριστού στο πολύπτυχο Ιζενχάιμ, μα κατάφερε να χωρέσει την ερημιά εκείνης της σάρκας στην ζωτική πείνα των πατατοφάγων, στα χέρια των απελπισμένων του που σκάβουν με τα νύχια τη γη για να βρουν τις επιούσιες πατάτες. Ούτε στιγμή δεν κατάφερε να φάει τη μούφα για τον Θεό των ουρανών (μ’ όλο που ίσως να το ήθελε) – μέσα έλκονταν (: τραβιόταν) μοναχά από τον άλλον (ποιον άλλον;), αυτόν που κυλιόταν στις λάσπες και δαγκώνονταν με τις δαιμονισμένες. Αγάπησε θανατηφόρα τους ανθρώπους – πρόσφερε τις πινελιές του, τα κομμάτια της ψυχής του, τις φοβερές στιγμές παραδομού του, το κομμένο αυτί του, τις λαχανιασμένες εικόνες του, τον τρομερό πυρετό του, όλα για τον κάθε πλησίον του. Έγκαιρα τον είπαν τρελό, όπως και όλους όσους αγαπούν παραπάνω από όσο ορίζει το ζύγι του τραπεζίτη. Τον έκλεισαν στα τρελάδικα και αυτός είδε εκεί σταύλους όπου γεννιούνται κουρελήδες γκαβλιάρηδες. Ζωγράφιζε το πρόσωπό του βλέποντάς το σε κοίλο καθρέφτη – όμως εκεί, στη λάμψη των ματιών του φωλιάζει κάτι από το κατά πρόσωπον που έγραψε ένας παλιός φασίστας που ήξερε 14


να ντύνει τη σκλαβιά των ανθρώπων με ωραία λόγια. Δηλαδή: τα μάτια στα πορτραίτα του έρχονται από τους τοίχους του Σκροβένι. Φυσικά οι εικόνες του ήταν, είναι και θα παραμείνουν αλυσοδεμένες με τον προσωπικό του μύθο – αναμφίβολα τον πιο ισχυρό μύθο της ζωγραφικής από τα χρόνια του Λεονάρντο, ίσως ισχυρότερο και από εκείνον του γερομάγου από το Βίντσι. Ύστερα από αυτόν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι (πλην του Μοντιλιάνι) θέλησαν να επιδείξουν ιδιορρυθμία ή ακόμη και προκάτ παραφροσύνη, για να υπογραμμίσουν έτσι τη μοναδική μεγαλοφυΐα τους: δειλά-δειλά ο Κλιμτ, δειλά-δειλά ο Ρουσό, διόλου δειλά ο Πικάσο, στο φουλ ο Νταλί και κάμποσοι ακόμη –σαφώς και, πρώτος απ’ όλους, ο ύστερος Γκογκέν– ποντάρισαν, όχι άσχημα, σε αυτό το σχήμα και κατόπιν εξαργύρωσαν (ή πήγαν να εξαργυρώσουν) το ποντάρισμά τους με δόξα. Φυσικά και γέμισαν την καρδιά μας με τις εμμονές τους – μα κανένας τους δεν γεννά μέσα μας αυτή την αμειώτα λαχταρισμένη έλξη που νιώθουμε για τον αυτοκτόνο Βικέντιο: εκείνον τον ζαβό ηλίθιο που γύρευε μονάχα μια καθαρή εικόνα που να χαθεί μέσα της, όντας αγνός σαν αρνί και νιώθοντας ένοχος σαν σταυρωτής του πλαϊνού του. Ίσως έχουμε να σκεφτούμε από τι φτιάχτηκε τούτος ο μύθος, που έγινε ένα με τους πίνακές του, τόσο που νομίζεις πως φωλιάζει μέσα τους: Πρώτα απ’ όλα, ο πυροβολισμός που ακούστηκε σε ένα χωράφι της Οβέρ εκείνον τον Ιούλιο του 1890, κατόπιν το κομμένο αυτί που δώρισε σε μια πόρνη, ίσως λογαριάζοντάς την για την Παναγιά του, η αγριεμένη μορφή του, η βλαμμένη ματιά του, το κυνηγητό του στον Γκογκέν με το ξυράφι στο χέρι, ο ένας και μοναδικός πίνακας που πούλησε ενόσω ζούσε (που ίσως και να μην ήταν μονάχα ένας), τα εξακόσια πενήντα γράμματα 15


στον αδελφό του Τεό, το μπες βγες στα τρελάδικα, η παυλικιανή έλξη του για όλους τους απελπισμένους του κόσμου: τις φυματικές πόρνες, τους τροφίμους των ασύλων, τους άκληρους δουλευτές της γης, τους ανθρακωρύχους, τους πατατοφάγους προλετάριους. Ίσως και κάτι ακόμη: αυτό που λένε τρέλα οι ρουφιάνοι, ομορφιά οι αγιάτρευτοι, δαιμονισμό οι παπάδες, λωλαμάρα οι χωρικοί – εν πάση περιπτώσει, μιλώ γι’ αυτό που τον έκανε να φαντασιώνεται έναν μοναχικό σπορέα, ανάποδους ανέμους και κοράκια στο σταροχώραφο, ήλιους που λιώνουν από την ίδια τους τη θερμότητα, νύχτες και μέρες όπου ο κόσμος τήκεται, μια αλλόκοτη αιωνιότητα δοσμένη στον χαμό, δοσμένη στον αχαλίνωτο πυρετό του. Ο πυρετός: να τι μας δωρίζει εκείνος ο αυτόχειρας που υπέγραφε Βίνσεντ, μας τον προσφέρει απλόχερα, σπάταλα, ανοικονόμητα, μας τον κάνει γιάγμα, σαν δράκος που ρουθουνίζει τις φλόγες του, κι όλοι πια τον έχουν αναμμένο ως πασχαλιάτικη λαμπάδα, τον κουβαλούνε μες στο σακάκι τους και, φευ, κάμουν με αυτόν σταυρό στα κατώφλια των σπιτιών τους. Τίποτε απ’ όσα ζωγράφισε δεν υπάρχει δίχως τούτο τον πυρετό: ο ουρανός κυματίζει από την ακατανόητη, θαρρείς, πνοή, η γης πάλλεται από τη μυστική Καρδιά, τα αφηνιασμένα ηλιοτρόπια όλο και μεγαλώνουν, οι άντρες και οι γυναίκες, οι θεριστές και οι πατατοφάγοι, τα λιόδεντρα και τα κυπαρίσσια, τα φεγγάρια και η έναστρη νύχτα. Μπορείς να το δοκιμάσεις και με παραμυθάκι – αρκεί μια αρχική σκηνή κι έπειτα όλα θαρείς πηγαίνουν μόνα τους. Ας πούμε, δώδεκα μαντατοφόροι καβαλάρηδες – όπως εκείνοι του Κάφκα. Απόκαμαν, λέει, να γυρίζουν τον κόσμο μεταφέρωντας τα μηνύματα των άλλων. Όρισαν ένα χωράφι και αποφάσισαν να ξεχάσουν τα απαίσια μηνύματά τους. Από την τρομερή τους υπερπροσπάθεια ανέβασαν πυρετό. Τότε,

16


ανάμεσα στις παραισθήσεις τους είδαν στον ουρανό τους αγγέλους κάποιου Κυρίου. Φυσικά οι άγγελοι τους μίλησαν (άκουσες ποτέ σου μουγγούς αγγέλους;). Τους είπαν: Πρέπει γοργά να πιστέψετε, οπουδήποτε, σε μια φλεγόμενη βάτο, σε μία πέτρα, ακόμη και στα παραμύθια, είτε σε εκείνα που στο τέλος όλοι ζουν ευτυχισμένοι είτε σε κείνα που τελειώνουν με θάνατο, διότι ο θάνατος είναι σπορά και γέννα, πρέπει να καλωσορίσετε τον Μεσσία, ή, τέλος πάντων, να κρατήσετε ζωντανή την ελπίδα για έναν Μεσσία, για μια Σωτηρία όπου ο καθένας θα ζυγίζεται σε μιαν μεγάλη ζυγαριά. Τους είπαν: Ο πυρετός δεν είναι ο ήσκιος του θανάτου σας, είναι το άστρο που οδηγεί σε μιανα φάτνη, σε μια σπηλιά, έστω, σε μια λέσχη επαναστατική, α ο πυρετός σας, αυτός που μέλλει να λυγίσει τα σίδερα των εξουσιών και τα σίδερα της ιδιοτέλειάς μας, αυτός που θα φέρει στα μάτια μας την αρχαία νοσταλγία, ένα θαμπό δάκρυ που θα λυτρώσει τους ταπεινούς και καταφρονεμένους, επιτέλους, η σούπερ θρησκεία της αλήθειας, το λουλούδι που γιατρεύει τη θλίψη, ο ήλιος που επουλώνει τις πληγές, τη θλίψη, την ερημιά. Εμπρός, λοιπόν, ομολογείστε το θαύμα. Έτσι τους είπαν. Οι έντεκα ομολόγησαν: Μέγας είσαι Κύριε (ή κάτι τέτοιο). Οι άγγελοι τους πήραν στην αγκάλη τους. Ο δωδέκατος μίλησε στη γλώσσα των πουλιών. Δεν ομολογώ τίποτε. Η λησμονημένη είναι ο πυρετός που έ μ ε ι ν ε. Ας το πούμε κι έτσι. Ο Βικέντιος Βαν Γκογκ είναι σπορέας του πυρετού που έ μ ε ι ν ε.

17


Τα λιόδεντρα, 1888, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη

18


19


Αυτοπροσωπογραφία ως ζωγράφος μπροστά στο τελάρο, 1888, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ 20


3 (Ένα αποκαθηλωμένο ηλιοτρόπιο) Οι άνθρωποι τον αγάπησαν περισσότερο από κάθε άλλον ζωγράφο – κι όχι άδικα: ο Βαν Γκογκ σού κολλάει τον ακατέβατο πυρετό του με τον ίδιο τρόπο που ο Λεονάρντο σε μαγεύει, ο Μπουοναρότι σε ταράζει κι ο Καραβάτζιο γκελάρει με τη σκοτεινή παραφορά μέσα σου. Σήμερα, αν περπατήσεις στο Άμστερνταμ, οι εικόνες του θα σε κυκλώσουν – έχουν γίνει πλέον κάτι σαν σήμα κατατεθέν: τις βλέπεις σε φλιτζάνια, σε τραπεζομάντιλα, στους τοίχους, σε σπιρτόκουτα, σε συσκευασίες σοκολάτας, στις στάσεις του λεωφορείου, σε μακό μπλουζάκια που φορούν υπέροχα κορίτσια – δικαιοσύνη. Ογδόντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, δίπλα στο Ρικσμουζέουμ φτιάχτηκε ένα ολόκληρο μουσείο για εκείνον και είναι καθημερινά πλημμυρισμένο από ανθρώπους που τον προσκυνούνε (και την ίδια ώρα είναι έτοιμοι να γυρέψουν κλειστά σύνορα για τους μετανάστες). Οι πίνακες του, εκείνοι που κάποτε τους άπλωνε στα πεζοδρόμια, σπάζουν κάθε φορά κι ένα καινούργιο ρεκόρ τιμήματος στις ξακουστές δημοπρασίες. Κάθε αναδρομική του έκθεση σε οποιαδήποτε πόλη του κόσμου προκαλεί υστερία και ουρές χιλιάδων ανθρώπων, που συνωθούνται προκειμένου να σταθούν απέναντι από τους πυρπολημένους κάμπους, τα χωράφια και τους ουρανούς του. Τόσο πολύ μυρίζει τάχα ο αέρας; Ήταν το πιο μεγάλο φαινόμενο στην ιστορία της τέχνης από την Αναγέννηση και μετά. Κανένας ζωγράφος δεν πέθανε τόσο περιφρονημένος όσο εκείνος, και κανένας δεν δοξάστηκε όσο αυτός στα επόμενα εκατό χρόνια. Ήταν πολύ αυτοδίδακτος, αδιαπραγμάτευτα απροσάρμοστος και 21


ανείπωτα βυθισμένος στον κόσμο του, έναν κόσμο που κατακλυζόταν από τον αλλόκοτο κουρελή του, δηλαδή από έναν πυρωμένο, θυσιασμένο ήλιο που γεννά τα σχήματα και τα χρώματα. Ήταν αλαφροΐσκιωτος: μοίραζε τα ρούχα του στους φτωχούς, τις μέρες νήστευε και τα βράδια έπινε αψέντι, οραματιζόταν καλλιτεχνικά κοινόβια, πλάγιαζε με πόρνες τις οποίες και ερωτευόταν με τον ίδιο τρόπο που κοιτούσαν οι πατατοφάγοι τις πατάτες τους. Έξι μήνες προτού πεθάνει, ανάμεσα στις κρίσεις της λεγόμενης αρρώστιας του, ο Αλμπέρ Οριέρ έγραψε τη μοναδική επαινετική κριτική για τις ζωγραφιές του. Ακόμα κι αυτός οικοδόμησε τη θέση του στον αναπόφευκτο βιογραφισμό: «τον Βαν Γκογκ θα τον καταλάβουν είτε οι παράφοροι όμοιοι του, οι αληθινοί καλλιτέχνες, είτε οι κοινοί θνητοί που θα προσπεράσουν τη συγκαταβατική διδασκαλία του κοινού τόπου». Ήταν ο μοναδικός έπαινος που διάβασε για τη δουλειά του εκείνος που μέχρι το τέλος της ζωής του φιλοδοξούσε να γίνει «ένας καλός εικονογράφος βιβλίων» και τίποτε περισσότερο. Έζησε μόλις τριανταεφτά χρόνια, όσα ο Ραφαήλ Σάντσιο, εννιά περισσότερα από τον Μασάτζιο, πέντε παραπάνω από τον Τζορτζόνε και τον Σερά, δύο λιγότερα από τον Καραβάτζιο. Μα ήταν ο μόνος που άρχισε και ολοκλήρωσε την πορεία στη ζωγραφική σε λιγότερο από μια δεκαετία. Οι κοντά οχτακόσιοι μουσαμάδες του είναι έργα έξι χρόνων – των έξι τελευταίων της ζωής του· κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ άλλοτε, ίσως μονάχα στην περίπτωση του δολοφονημένου (;) στα είκοσι έξι του Μασάτζιο. Μετά τον θάνατό του η φήμη του γίνηκε άγριος ποταμός που έτρεξε στη θάλασσα. Στην πρώτη αναδρομική έκθεση έργων του στο Άμστερνταμ, το 1892, ο συμβολιστής Ρόλαντ Χολστ σχεδίασε για το εξώφυλλο του καταλόγου ένα γερμένο (θαρρείς αποκαθηλωμένο) ηλιοτρόπιο με ένα φωτοστέφανο – ήταν φανερό προς τα πού πήγαινε το 22


πράγμα. Οι επόμενες δεκαετίες ήταν γεμάτες θριάμβους – οι κατοπινοί ομότεχνοί του τον θεοποίησαν, ο πονηρός (γάτα με πέταλα, που λέμε) Πικάσο τον χαρακτήρισε «αρχετυπική μορφή καλλιτεχνικής ατομικότητας». Φεύγουμε για τις Θεσσαλίες, λοιπόν. Η ιστορία ενός ηλιθίου, χαζού, σαλού, τρελού, παράφρονα, χαμένου στον κόσμο του ζωγράφου, που πεθαίνει αγνοημένος από όλους και κατόπιν δοξάζεται από αυτούς τους ίδιους που τον αγνόησαν και τον έκλεισαν στα τρελάδικα είναι εδώ και εκατό χρόνια το σούπερ αρτ στόρι στη φτωχική φαντασία του κάθε νεαρού που πιάνει το πινέλο. Πολύ γρήγορα ο Βαν Γκογκ έγινε ο Ιησούς της νέας ζωγραφικής. Αλλεπάλληλες αναδρομικές εκθέσεις των έργων του, σύνταξη όλο και πληρέστερων καταλόγων, αναρίθμητες μελέτες, μονογραφίες και βιογραφίες (ανάμεσά τους εκείνες του Τεοντόρ Ντιρέ, του Τζούλιους Μέγερ-Γκριφ, του Ίρβιν Στόουν), ταινίες για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Εντέλει: οι εικόνες του αυτοκτόνου της Οβέρ πέρασαν σαν πυρφόρος κομήτης πάνω από επαναστάσεις, ολοκληρωτισμούς, παγκόσμιους πολέμους, εκατόμβες, ολοκαυτώματα και ατομικές βόμβες, πέρασαν πάνω από τον φόβο και το θεριεμένο ένστικτο της αυτοκαταστροφής μας και φτάνουν στα μάτια μας όλο και πιο εμπύρετες, όλο και πιο μεταιχμιακές ανάμεσα στον θάνατό μας και στη λαχτάρα μας, απροσμάχητες σαν ηλιαχτίδα ή σαν κόψη ατσαλένιου ξυραφιού, πρόσκληση σε μια παράφορη μπαλαρίνα του λούνα παρκ που δεν θα σταματήσει ποτέ. Από νωρίς, οι Γάλλοι τον λογάριασαν για δικό τους, με τον γνωστό τρόπο που οι Γάλλοι λογαριάζουν για «εθνική κουλτούρα» τους (αλίμονο) οτιδήποτε διαισθάνονται για μεγάλο – το ίδιο δεν προσπάθησαν και με τον γέροντα από το Βίντσι; Στην περίπτωση του Βαν Γκογκ είχαν στερεότερο πάτημα: στη δική τους γη έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, εκεί πέθανε και θάφτηκε, τους δικούς τους 23


ουρανούς και τα δικά τους σταροχώραφα ζωγράφισε, μα, πέρα απ’ όλα αυτά, στα σίγουρα οι πινελιές του αρχίζουν από την Γκρενουγιέρ και τη Λεωφόρο των Καπουτσίνων, δηλαδή από τον ιμπρεσιονισμό τους (γιατί, ό,τι κι αν πεις δικός τους είναι ο ιμπρεσιονισμός). Αυτά περίπου λένε οι Γάλλοι, και στο ντ’ Ορσέ βάζουν τον αυτοκτόνο Βικέντιο αμέσως μετά τον Μονέ και τον Ρενουάρ – για να μην ξεχνιόμαστε. Τίποτε από αυτά δεν είναι ψέμα· ο Βαν Γκογκ σαφώς και είναι παιδί της ζωγραφικής τους (όπως δικά τους παιδιά είναι και οι περισσότεροι του εικοστού αιώνα, ας πούμε ο κατά τα άλλα Ισπανός Πικάσο) - γέννημα των δικών τους ιμπρεσιονισμών, μεταϊμπρεσιονισμών, συμβολιστών και πάει λέγοντας. Μα όλα αυτά είναι καλά για την αρχή, για το πρώτο μάθημα μιας ιστορίας της τέχνης, όπου παιδιά ακούνε κάποιον σοφό να τους διδάσκει οδηγίες χρήσης· την υρίτη φορά που τα σκέφτεσαι γίνονται κούφια λόγια. Ακόμη και οι υπερόπτες Γάλλοι το ξέρουν καλά μέσα τους πως οι -ισμοί τους δεν φτάνουν μήτε για τα νούφαρα και τα δειλινά του Μονέ, μήτε για τα ανθισμένα κορίτσια του Ρενουάρ, μήτε για τις Ερινύες του Γκογκέν που έγιναν άγριες κόρες – μήτε βέβαια για τον άγριο πυρετό εκείνου του μετανιωμένου κάποτε ιεροκήρυκα που στα τριανταεφτά του ακούμπησε το πιστόλι στο στήθος του και πυροβόλησε. Ένας Γάλλος, που οι καθωσπρέπει πολίτες του γαλλικού Ράιχ τον λογαριάζουν ακόμη για παράφρονα, έγραψε και τον μεγάλο αποχαιρετισμό για εκείνον τον Βικέντιο, πενηνταεφτά χρόνια μετά από τον Ιούλιο του 1890. Ήταν το 1947, όταν ο Αντονέν Αρτό, ουσιαστικά ψυχορραγώντας από ερημιά και από καρκίνο, έγραψε εκείνο το κείμενό του για τον Βαν Γκογκ, τον αυτοκτόνο της κοινωνίας – στην ουσία έγραφε για τον δικό του χαμό. Ο Αρτό ήταν αυτός που φαντασιώθηκε τις εικόνες του Βαν Γκογκ να ελευθερώνουν τον σκλαβωμένο κόσμο, «γεμάτες πυρετό και υγεία». Να ένα γεμάτο άλμα στο 24


πουθενά: Ο ετοιμοθάνατος Γάλλος που θέλησε τη ζωή του παρανάλωμα στο Θέατρο της Σκληρότητας είδε τη γιατρική αστραπή να φωλιάζει στον χαμό, σ’ αυτό το κάτι χαμένο που ωστόσο κ ι ν ε ί τ α ι στους μουσαμάδες εκείνου του Βίνσεντ. Για φαντάσου: να σου πουν πως μια εικόνα θα γίνει τέρας και θα σε φάει. Κι εσύ να φωνάξεις παπάδες με αγιαστούρες να κάνουν ευχέλαια, μάγους με δώρα για να την εξευμενήσουν, φιλοσόφους που γνωρίζουν τις επαγωγές της Ηθικής, ελεύθερους σκοπευτές που πετυχαίνουν λαγό στα τετρακόσια μέτρα. Κι αφού όλοι κάνουν τη θεάρεστη δουλειά τους, ένας καμπούρης νάνος, που τόσους αιώνες λογάριαζες για ίσκιο σου, ψιθυρίζει: «Κι όμως κινείται». Οπότε γυρεύω το παραμύθι με τον κομματιασμένο. Γιατί έρχεται η εικόνα.

25


Το δωμάτιο του Βαν Γκογκ στην Άρλ, 1888, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ 26


27


Αυτοπροσωπογραφία με ψάθινο καπέλο, 1887, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ 28


4 (Λήμματα για τον Βαν Γκογκ – ένα: θ’ ανθίσουν άραγε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας;) Ταφόπλακα: εν αρχή ην μια ταφόπλακα. Στο κοιμητήρι της ολλανδικής πόλης Χρόουτ-Ζίντερ. Ονομα: Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Κατόπιν λόγια. Και από κάτω μ ό λ ι ς μ ί α ημερομηνία, δηλαδή ημέρα γέννησης και θανάτου. 30 Μαρτίου 1852. Ποιο να ’ταν άραγε εκείνο το παιδί; Νέα ημερομηνία: 30 Μαρτίου του 1853. Κατά σύμπτωση, ένα χρόνο μετά. Εκείνη τη μέρα η γυναίκα του πάστορα του Χρόουτ-Ζίντερ, μιας κωμόπολης κοντά στα σύνορα της Ολλανδίας με το Βέλγιο, γέννησε αγόρι. Ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας που θα επιζούσε. Κλαδεμένες ιτιές: σχέδιο του 1884. Χειμώνας, τα δέντρα γυμνά, τα βαριά κλαδιά ακρωτηριασμένα από τα πελέκια και τα πριόνια. Μονάχα τα λεπτά κλαδάκια στρέφονται προς τον ουρανό. Βρεγμένη (;) γη. Ένας τσομπάνος με πρόβατα στα δεξιά. Μια αγρότισσα με την τσουγκράνα στον ώμο βαδίζει για το χωράφι. Τα στοιχημένα δέντρα σχηματίζουν κάτι σαν δρόμο. Ας το πούμε: ένας δρόμος. Αν θελήσεις να τον σκεφτείς, τον π ε ρ π α τ ά ς . Η οικογένεια: πατέρας ο Θεόδωρος Βαν Γκογκ, 18221885, πάστορας, μέλος μιας ξεπεσμένης προτεσταντικής αδελφότητας, που ευαγγελιζόταν μια ιδιότυπη κοινοκτημοσύνη. Μητέρα η Άννα Κορνέλια Καρμπέντους, 1819-1906. Θα γεννηθούν έξι παιδιά: ο Βικέντιος το 1853, η Άννα το 1855, ο Τεό το 1877, η Ελίζαμπεθ το 1859, η 29


Βιλελμίνη το 1862, ο Κορνέλιους το 1866. Τα δύο από τα τρία αγόρια αυτοκτόνησαν: ο Βικέντιος το 1890, στα τριανταεφτά του, και ο Κορνέλιους το 1900, στα τριαντατέσσερά του. Ο τρίτος ήταν ο Τεό: αυτός δεν πρόλαβε. Πέθανε στα τριάντα τρία του, τον Ιανουάριο του 1891, από πιθανή οξεία διαλείπουσα πορφυρία που προκάλεσε πλήρη νοητική παράλυση, μπλα μπλα μπλα μπλα. Τεό, δηλαδή Τεό Βαν Γκογκ: 1857-1891. Το κοντινότερο πρόσωπο της ζωής εκείνου που υπέγραφε Βίνσεντ. Από το 1880 ήταν ο αποκλειστικός χρηματοδότης του, στέλνοντάς του μηνιαίο μισθό όπου κι αν βρισκόταν. Αποδέκτης εξακοσίων πενήντα δύο γραμμάτων, που συγκροτούν ένα εικοσαετές μαρτυρολόγιο του δρόμου με τις κλαδεμένες ιτιές. Ήταν ένας αρκετά πετυχημένος έμπορος έργων τέχνης και συνάμα εξαιρετικά εξαρτημένος από τον ηλίθιο μεγάλο αδελφό του. Δίχως αυτόν ο Βαν Γκογκ δεν θα ζωγράφιζε ποτέ. Παντρεύτηκε τη Γιοχάνα Μπονσέ, έκανε μαζί της έναν γιο – φυσικά τον ονόμασε Βίνσεντ. Στον Τεό απευθυνόταν το τελευταίο γράμμα που βρέθηκε στη τσέπη του αυτοκτόνου Βικέντιου. Πέθανε έξι μήνες υστερότερα, τον Ιανουάριο του 1891. Εκείνοι που τα ξέρουν όλα λένε πως ο Βικέντιος και ο Τεό έπασχαν από την ίδια αρρώστια. Κοιμούνται μαζί στο κοιμητήρι της Οβέρ. Ιεροκήρυκας: ο Βαν Γκογκ έγινε ιεροκήρυκας στα εικοσιπέντε του χρόνια, το καλοκαίρι του 1878. Είχαν προηγηθεί η φαινομενικά αναίτια διακοπή των σπουδών του, το 1869, και η επί επτά χρόνια εργασία του στην Εταιρία «Γκουπίλ», πρώτα στη Χάγη (μέχρι το 1873) και κατόπιν στο υποκατάστημα του Λονδίνου. Η «Γκουπίλ» ανήκε στον συνονόματο θείο του Βικέντιου, τον Σεντ Βαν Γκογκ, και εμπορευόταν αντίγραφα και πρωτότυπα έργα τέχνης. Στην περίοδο του Λονδίνου ο Βικέντιος ταξίδεψε αρκετές φορές 30


στο Παρίσι. Η εργατικότητά του δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την απόλυσή του το 1876 (κι ενώ ο θείος του είχε αποτραβηχτεί) λόγω απροσάρμοστης συμπεριφοράς. Μετά αρχίζει το μπέρδεμα: δίδαξε ξένες γλώσσες και αριθμητική σε σχολεία της Ολλανδίας, δίχως να παίρνει μισθό, αυτοχρίστηκε βοηθός πάστορα και έκανε κήρυγμα σε χωριά, ξεκίνησε σπουδές Θεολογίας στο Άμστερνταμ, τις οποίες εγκατέλειψε πάνω στον χρόνο. Τότε αποφάσισε να αφοσιωθεί στον Ναζωραίο – πήγε στην περιοχή των ανθρακωρυχείων της Μπορινάζ. Ξεκίνησε τα κηρύγματα πριν από τον επίσημο διορισμό του ως λαϊκού ιεροκήρυκα, άρχιζε να μοιράζει τα ρούχα του και τον πενιχρό μισθό του στους φτωχούς, αποφάσισε να βυθιστεί στην απόλυτη ένδεια, φορούσε άπλυτα κουρέλια και έπαψε να τρώει. Οι προϊστάμενοι του τον θεώρησαν τρελό και τον απέλυσαν σε λίγους μήνες. Ο Βικέντιος αδιαφόρησε για την απόλυση και συνέχισε τα κηρύγματά του για έναν χρόνο – ήταν από εκείνους που διόριζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Τρελοί: εκείνοι που πιστεύουν αληθινά στην αγάπη. Αλλιώς: ο ηλίθιος πρίγκιπας που ξαπλώνει δίπλα στη νεκρή Ναστάσια Φιλίποβνα. Αυτός του Ταρκόφσκι που καίγεται σε δικάβαλο καλπασμό με τον Μάρκο Αυρήλιο. Και άλλοι πολλοί – ο καθένας έχει και τους δικούς του: ας πούμε την Αγγελική και την Εστρέλα. Ναζωραίος: ο πιο ηλίθιος ανάμεσα στους ηλιθίους – άρα ο πιο μεγάλος αντίθεος της ιστορίας. Πλασμένος από αγριεμένη σάρκα, ένα ζαβό φρικιό κολλημένο με τις πουτάνες, τους ζητιάνους και τους λεπρούς. Υπήρξε γιατί δεν είχε πατέρα. Αδιαφορούσε για οτιδήποτε πέρα από την ταραχή. Δεν κατάφεραν να τον χαλάσουν με το μαστίγιο, μήτε σταυρώνοντας τον. Τα βιβλία των πιστών του λένε πως αναστήθηκε την τρίτη ημέρα – άλλοι πάλι μιλάνε για έξαλλα 31


χάδια και παθιασμένα φιλιά που κάνουν τον θάνατο γκάβλα. Γενικά οι απόψεις διίστανται: μη με αγγίζεις Μαγδαληνή ή άγγιξέ με Μαγδαληνή. Υπάρχουν εκδοχές για πολλούς, για λίγους και για πολύ λίγους: Γεθσημανή. Οι εξουσίες δεν κατάφεραν να τον εκμηδενίσουν, γι αυτό τον έκαναν θρησκεία κι έμβλημα των σφαγών τους. Θαρρώ πως ήταν τέντα γκαβλωμένος – άρα και τέντα άπιστος. Το βέβαιο ήταν πως ο Βαν Γκογκ πίστεψε σε εκείνον τον λωλό ηλίθιο κι όχι στον παντογνώστη, τον παντοκράτορα, τον αρχι-founder Θεό που κάποτε σηκώνει και βομβαρδιστικά (για τη δόξα του γιού του, βέβαια) Ναστάσια Φιλίποβνα: για τον Βαν Γκογκ είχε το όνομα Σιεν Χόρνικ. Ήταν περιστασιακή πόρνη, ράφτρα και καθαρίστρια, πρόωρα γηρασμένη και άσχημη, μητέρα παιδιών που δεν μπορούσε να θρέψει και ξανά έγκυος. Ο Βικέντιος τη συνάντησε σε αυτή την κατάσταση στη Χάγη το 1881 και αποφάσισε να τη σώσει. Ζώντας ήδη από το μηνιάτικο του Τεό, της έδινε ένα φιορίνι την ημέρα για να του ποζάρει ως μοντέλο. Κατόπιν την κάλεσε να μείνει μαζί του, την έκανε γυναίκα του. Τη ζωγράφισε σε δεκάδες σχέδια – εκείνο που ονομάζεται Θλίψη απεικονίζει την Σιεν γυμνή, με το τσακισμένο κορμί της διπλωμένο, τα στήθια κρεμασμένα και το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Ο Βαν Γκογκ ένιωθε πως τάχτηκε για να γιατρέψει την απελπισία της· κάτω από το σχέδιο η φράση του Μισελέ: «Πώς μπορεί να επιτραπεί να υπάρχουν στον κόσμο γυναίκες εγκατελειμμένες και μόνες;». Στον αδελφό του, που του γράφει πως οι γονείς του σκέφτονται να τον κλείσουν στο φρενοκομείο, εκείνος αντιγυρίζει πως «η Σιεν μου δίνει ηρεμία που δεν θα την ξαναβρώ πουθενά, είναι υπομονετική μαζί μου όταν με κυριεύει η μανία μου». Όταν διέκοψαν τη σχέση τους, το 1883, γράφει στον Τεό πως «η Σιεν δεν θέλει να σωθεί, όμως

32


ανάμεσά μας υπάρχει καταστραφεί...».

κάτι

που

δεν

μπορεί

να

Ντομένικο: ένας από τους ήρωες της Νοσταλγίας του Ταρκόφσκι. Στο τέλος της ταινίας περιχύνεται με βενζίνα και αυτοπυρπολείται ανεβασμένος στο άγαλμα του έφιππου Μάρκου Αυρηλίου, στην πλατεία του Καπιτωλίου. Γύρω του οι τρελοί της Ρώμης. Η ελευθερία σας είναι άχρηστη, αν δεν τολμάτε να μας κοιτάξετε, να φάτε και να κοιμηθείτε μαζί μας. Αυτό. Στο κοιμητήρι μιας ολλανδικής πολίχνης, κάπου στα 1865: ένα αγόρι κοιτάζει μια πλάκα. Μα τι βλέπει; Τι άλλο: έναν τάφο με το όνομά του. Κι αυτός βρίσκεται έξω και κοιτάζει την ταφόπλακά του. Δες τα, λοιπόν – δες τα όλα.

33


Το κόκκινο αμπέλι, 1888, Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα 34


35


Αυτοπροσωπογραφία, 1887, Ινστιτούτο των Τεχνών, Σικάγο 36


5 (Λήμματα για τον Βαν Γκογκ – δύο: ένας ηλίθιος Ολλανδός στο Παρίσι) Ζωγράφος: και ξαφνικά, το 1880 ο Βικέντιος αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Στο εξής με τις ζωγραφιές του θα κοινωνούσε τον Θεό στους ανθρώπους – ή ό,τι εκείνος λογάριαζε για Θεό. Αντίγραφα από τις εικόνες του Μιλέ. Πηγαίνει στις Βρυξέλλες για να γραφτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μαθητής του Άντον Μοβ, εξαδέλφου της μητέρας του. Την επόμενη χρονιά στο Έτεν κι αμέσως μετά, για δύο χρόνια, στη Χάγη. Το 1883 βρίσκεται στο Νουενέν, στο σπίτι των γονιών του. Θα φύγει οριστικά από το Νουενέν και από την Ολλανδία τον Νοέμβριο του 1885, εφτά μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Στην Αμβέρσα, γράφεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, όμως λίγους μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1886, ενημερώνει τον Τεό πως έχει φτάσει στο Παρίσι. Τα χρόνια 1880-1885 είναι η αλλόκοτη, ετσιθελική μαθητεία του στη ζωγραφική –κανένας δεν του έχει πει πως έχει ταλέντο. Τον πρώτο καιρό σχεδιάζει αντίγραφα, πρόσωπα, νεκρές φύσεις, λουλούδια. Από το 1882 και μετά δοκιμάζει τον εαυτό του στα λάδια. Όταν φεύγει από την Ολλανδία έχει ήδη ζωγραφίσει τον μυστικό δείπνο των απελπισμένων της γης – τους Πατατοφάγους. Ζαν Φρανσουαζ Μιλέ: 1814-1875. Γάλλος ζωγράφος, ίσως ρεαλιστής, ίσως τοπιογράφος, ίσως ηθογράφος, ίσως συμβολιστής, σίγουρα βαθύτατα πιστός σε έναν βουβό (πιο σωστά: σιωπηλό) Θεό, που ορίζει την ταπεινή αρμονία ανάμεσα στους ανθρώπους. Ζωγράφισε αριστουργήματα με θέματα από την αγροτική ζωή: τις Σταχομαζώχτρες, τον Εσπερινό, το Κούρεμα των προβάτων. Υπήρξε πρόδρομος τόσο 37


των ιμπρεσιονιστών όσο (κυρίως) των συμβολιστών, πρότυπο του Πισαρό και αρκετών ακόμη. Ο Βαν Γκογκ στοιχειώθηκε από τις εικόνες του. Μέχρι το τέλος της ζωής του ζωγράφιζε αντίγραφα έργων του και παραλλαγές τους – εξάλλου ο Μιλέ είχε ζωγραφίσει τον Σπορέα… Συμβολισμός: ο Βαν Γκογκ δεν ήταν συμβολιστής, διότι ήταν ηλίθιος. Πώς να το πω αλλιώς: ένας συμβολιστής θα ζωγράφιζε ηλιοτρόπια συμβολίζοντας με αυτά τον αναστημένο Χριστό. Ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε ηλιοτρόπια πιστεύοντας πως τούτα τα έξαλλα λουλούδια του ε ί ν α ι ο ενταφιασμένος κουρελής του. Παρίσι: ο Βαν Γκογκ έμεινε στο Παρίσι για δύο χρόνια, από τον Μάρτιο του 1886 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1888. Συγκατοίκηση με τον Τεό. Γράφεται στο εργαστήρι ζωγραφικής του Φελίξ Κορμόν – εκεί συναντάει τον Εμίλ Μπερνάρ και τον Ανρί ντε Τουλούζ-Λοτρέκ. Αναίτιοι καυγάδες με τους καθηγητές, ιδιόμορφο ντύσιμο, αυτοπροσωπογραφίες. Συναντήσεις με τον Μονέ, τον Ντεγκά, τον Σεζάν, τους Πισαρό (πατέρα και γιο), τον Γκογκέν. Φιλία με τον Πολ Σινιάκ –προσχώρηση στον πουαντιγισμό. Εκθέτει πίνακες του στη μέση του δρόμου· οι περαστικοί γελάνε. Ωστόσο με τη βοήθεια του Τεό, διοργανώνει δύο εκθέσεις μέσα στο 1887, μία με γιαπωνέζικες στάμπες και μία ομαδική με πίνακες της παρέας. Φυσικά πολύ λίγοι τον παίρνουν στα σοβαρά, ακόμη λιγότεροι μπορούν να υποφέρουν τις μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του – μήτε καν ο Τεό. Μια ανεπιβεβαίωτη φήμη λέει πως ο δαιμόνιος Τουλούζ-Λωτρέκ τον συμβούλεψε να πάει στην Προβηγκία μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από τη φορτική παρουσία του.

38


Αντόλφ Μοντιτσέλι (1824-1886): Γάλλος ζωγράφος, εκτός της εποχής του. Κάποιοι τον είπαν παράφρονα, κάποιοι άλλοι εξπρεσιονιστή. Ζωγράφισε λιωμένα σκοτάδια κι όνειρα γεμάτα τύψεις. Νιώθω πως ήθελε και κάτι ακόμη που δεν το έβρισκε στα χρώματά του. Ο Βαν Γκογκ τον λάτρευε μέχρι το τέλος. Εμίλ Μπερνάρ (1868-1941): Γάλλος ζωγράφος, μάλλον μετεμπρεσιονιστής, μάλλον τοπιογράφος, ακόμη περισσότερο συμβολιστής. Φίλος και θαυμαστής του Βαν Γκογκ και του Γκογκέν. Εξάλλου με αυτούς τους δυο οραματίστηκε ο Βικέντιος την «καλλιτεχνική αδελφότητα» της Αρλ. Μετά τον θάνατο του φίλου του, ο Μπερνάρ ήταν από τους πρώτους που πάλεψαν για την αναγνώριση του έργου του. Ιμπρεσιονισμός: στα χρόνια του Βαν Γκογκ ήταν η νέα θρησκεία της ζωγραφικής. Σύνθημά του: αυτά που νιώθουμε κι όχι αυτά που ξέρουμε. Αλλιώς: εμπρός για να ξεμάθουμε το Malleus Maleficarum. Κλοντ Μονέ: 1840-1926. Γάλλος ζωγράφος που θέλησε να κερδίσει τον χαμένο χρόνο. Από τον παραλογισμό του γεννήθηκαν πάρα πολλά – και ο Βικέντιος. Μιλώντας κάποτε για την αυτοκτονία του Ολλανδού, ο Μονέ είπε: «μα πώς είναι δυνατόν κάποιος που ζωγραφίζει με τέτοια χρώματα να είναι δυστυχισμένος;». Ωστόσο ο Μονέ έσφαλλε: ο Βικέντιος δεν αυτοκτόνησε από δυστυχία. Νεοϊμπρεσιονισμός: οι πουαντιγιστές ήταν το μόνο κίνημα στο οποίο ενσυνείδητα προσχώρησε ο Βίνσεντ – μέχρι, πολύ σύντομα, να το προσπεράσει. Είχε θαμπωθεί με τα έργα των εισηγητών του κινήματος, του Σερά και του Σινιάκ – με τον Σινιάκ, μάλιστα, είχε στενή σχέση. Ο τρόπος 39


που οι πουαντιγιστές αξιοποίησαν τη θεωρία του Σεβρέλ («Νόμος της ταυτόχρονης αντίθεσης των χρωμάτων»), σύμφωνα με την οποία ένα χρώμα αποκτά τη μέγιστη έντασή του όταν τοποθετηθεί πλάι στο αντίθετό του, επηρέασε βαθύτατα τον Βαν Γκογκ – ό,τι ζωγράφισε μετά το 1887 ήταν μια διαδρομή προς την αποκάλυψη της ενέργειας που μπορεί να έχουν τα χρώματα. Σε τούτη την τεχνική θα μπορούσε να παγιδευτεί – όμως τον έσωσε η ευλογημένη ηλιθιότητά του: ήταν ολωσδιόλου ανίκανος να ακολουθήσει οποιαδήποτε λογική αλληλουχία. Πολύ γρήγορα καταστρατήγησε τους κανόνες· άφησε στην άκρη τις κουκίδες κι έπιασε τις πινελιές-σπαθιές. Είχε πια κατακτηθεί από τον πυρετό· στο εξής ο κόσμος του θα τρέμει όπως το πιγούνι ενός ανθρώπου πριν ξεσπάσει σε λυγμούς. Καμίλ Πισαρό: 1833-1901. Γάλλος ζωγράφος, ρεαλιστής, ιμπρεσιονιστής, πουαντιγιστής, μετεμπρεσιονιστής και πολλά άλλα ακόμη. Από τους πρωτεργάτες του ιμπρεσιονισμού, ο μόνος που συμμετείχε και στις οχτώ ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις (1874-1886). Ο Σεζάν και κάμποσοι άλλοι τον λογάριαζαν για πατριάρχη της νέας ζωγραφικής. Μιλούσε με όλους, ακόμη και με τους βλαμμένους. Λάτρεψε τη γαλλική επαρχία, τους γεωργούς και τις αγρότισσες. Ίσως είναι αυτός που βρίσκεται θεματογραφικά κοντύτερα από κάθε άλλον με τον Βικέντιο (πιθανώς και λόγω της κοινής τους αγάπης για τον Μιλέ). Και οι δυο είχαν έναν πρόσκαιρο έρωτα με τον πουαντιγισμό του Σερά και του Σινιάκ. Μετά τον θάνατο του Βαν Γκογκ, έδωσε τα ρέστα του: «Όταν τον συνάντησα σκέφτηκα πως αυτός ο νεαρός ή θα τρελαθεί ή θα μας ξεπεράσει όλους. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα συμβούν και τα δύο». Πλάτη: μόλις τρεις φωτογραφίες. Οι δυο ολλανδικές είναι πορτραίτα από την παιδική και την εφηβική ηλικία – 40


στα δεκατρία και στα δεκαεφτά. Η τρίτη, η μόνη ενήλικη, στην Ανιέρ το 1886. Μένι γκοτ: ο παλαβιάρης κάθεται απέναντι με τον Εμίλ Μπερνάρ με γυρισμένη την πλάτη στον φωτογράφο. Οι κρυπτοθρησκευόμενοι θα το φωνάξουν: Ω, να ένας ζωγράφος-μάρτυρας που γυρίζει την πλάτη στην φωτογραφία/στη δόξα/στην αιωνιότητα/στο μέλλον. Μα δεν υποψιάζονται πως δεν υπάρχει μέλλον – πως ο Βαν Γκογκ μ ι λ ά ε ι στον φίλο του, πως κ ά τ ι θέλει να του πει.

41


Το νυχτερινό καφενείο, 1888, Πινακοθήκη Τέχνης του Πανεπιστημίου του Γέιλ 42


43


Αυτοπροσωπογραφία με μπανταρισμένο αυτί, 1889, Courtauld Institute Galleries, Λονδίνο 44


6 (Λήμματα για τον Βαν Γκογκ – τρία: θ’ ανθίζουν πάντοτε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας) Πρόσωπο: το έχουμε και το παραέχουμε. Α ι μ α τ ο τ σ α κ ι σ μ έ ν ο – αν σου λέει κάτι η λέξη αυτή. Καμιά σαρανταριά αυτοπροσωπογραφίες. Με λογιών καπέλα και χωρίς· δύο με κομμένο αυτί. Και πορτραίτα – αναρίθμητα. Τα πιο πολλά από κατοπινούς θαυμαστές του. Μερικά από σύγχρονούς του: ένα του Τουλούζ-Λοτρέκ, με τον Βικέντιο να κοιτάζει αγέρωχα ηλίθιος το πλήθος της παρισινής νύχτας, ένα του Ράσελ. Και βέβαια εκείνο του Γκογκέν – νομίζω το καλύτερο. Πολ Γκογκέν: 1848-1903. Γάλλος ζωγράφος, επηρμένος, αμαρτωλός κι αλαζόνας, από τους μεγαλύτερους στην ιστορία της δυτικής ζωγραφικής. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια της ζωής του έζησε στα νησιά του Νότιου Ειρηνικού δίνοντας έξαφνα (: η λέξη να μπει με πλάγια) τον τελευταίο αγώνα για αναγέννηση μετά την Αναγέννηση. Ζωγράφισε τις Μοίρες, τις Τύψεις, τις Κήρες κι όλες τις Ερινύες της ζωής του ως γυμνές κόρες που θηλάζουν από τα στήθη τους μαύρο γάλα. Πριν από όλα αυτά είχε ζήσει στην Αρλ για δυο μήνες μαζί με τον Βαν Γκογκ, στο ίδιο κίτρινο σπίτι. Τη μέρα ζωγράφιζαν πίνοντας αψέντι, κατόπιν μάλωναν για την τέχνη, τις νύχτες γυρνούσαν στα πορνεία. Το βράδυ της εικοστής τρίτης ή της εικοστής τέταρτης Δεκεμβρίου του 1888, ύστερα από καυγά, ο Βικέντιος τον κυνήγησε με ένα ξυράφι· κατόπιν, ήδη ερεθισμένος, έκοψε το αυτί του και το πρόσφερε σε μία πόρνη. Ο Γκογκέν έφυγε άρον άρον – δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Γέννημα εκείνης της ολιγόμηνης 45


συμβίωσης είναι το Πορτραίτο του Βαν Γκογκ ενώ ζωγραφίζει ηλιοτρόπια: μάτια σχεδόν κλειστά, ίδιος χασισωμένος δερβίσης, χέρι θαρρείς μαγεμένο, τα ηλιοτρόπια θεόρατα, αφύσικη προοπτική, όλα μέσα σε όνειρο που αφηνιάζει. Όταν είδε τον πίνακα ο Βικέντιος είπε: «Ναι, είμαι εγώ, όμως φαίνομαι τρελός». Αρλ: πόλη της Προβηγκίας, πάνω στον ποταμό Ροδανό. Ο Βαν Γκογκ έφτασε εκεί τον Φεβρουάριο του 1888. Όταν κάλεσε τον Γκογκέν, έβαψε το σπίτι κίτρινο προς τιμήν του. Μετά τα ξουραφιάσματα των Χριστουγέννων, μπήκε στο νοσοκομείο. Όταν βγήκε, οι καλοί κάτοικοί της εξέδωσαν ομόφωνο (δεν διαφώνησε κανείς) ψήφισμα για τον ηλίθιο: ή θα φύγει ή θα πάει στο άσυλο. Τον Μάιο του 1889 ο Βικέντιος μπήκε στο τρελάδικο του Σεν Ρεμί. Οι καλοί κάτοικοι κοιμούνται εν ειρήνη. Ηλιοτρόπια (η ερμηνεία επαναλαμβάνεται προς εμπέδωση): Τα λουλούδια που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ πιστεύοντας πως ζωγραφίζει τον ενταφιασμένο κουρελή του να βγαίνει από το βάζο-κιβούρι του. Τρελάδικο: ο Βικέντιος έμεινε στο άσυλο του Σεν Ρεμί για έναν χρόνο, με μικρά διαλείμματα, από τον Μάιο του 1889 ώς τον Μάιο του 1890. Λογάριασε το τρελάδικο για τόπο ευαγγελισμού – θέλησε να ζωγραφίσει κρίνα, όμως του βγήκανε μοβ ίριδες. Αρρώστια: η χαρά των ψυχόμπατσων. Από τον Γενάρη του 1889 και μέχρι σήμερα εξετάζουν αδιάκοπα εκείνον τον εμπύρετο Βίνσεντ, τον μαστιγώνουν με τις σκατένιες λέξεις τους, ψάχνουν να βρουν τι κάνει τα συρματοπλέγματα να ανθίζουν. Επιληψία, σχιζοφρένεια, εκφυλιστική ψυχασθένεια, κατάθλιψη, μανιοκατάθλιψη, νευρωσική παράνοια και πάει 46


λέγοντας. Όμως όσο κι αν φτύνουν, δεν μπορούν να τον ερμηνεύσουν (: να τον ζέψουν στην τρομερή διαλεκτική του ε-δεν-πειράζει-όλοι-σκοτώνουν). Στα αγκαθερά τους συρματοπλέγματα θα μπουμπουκιάζουν έξαλλα (for you, καλέ μου) άνθη, και με την αγνότητά τους θα σώζουν τον κόσμο. Κέι Βος (Στράικερ) και Μαργκότ Μπέντζμαν: Δυο από τις γυναίκες της ζωής του Βαν Γκογκ. Η πρώτη ήταν ξαδέλφη του· ο Βαν Γκογκ τη συνάντησε στη Χάγη το 1881, όντας χήρα, και την όρισε γυναίκα της ζωής του. Η Κέι είδε κι έπαθε για να γλυτώσει από τον ηλίθιο – όταν μετακόμισε στο Άμστερνταμ, ο Βικέντιος την ακολούθησε και εκεί. Η ιστορία με την Μαργκότ ήταν διαφορετική. Όταν ο Βαν Γκογκ, το 1884, τη ζήτησε σε γάμο, οι γονείς της αρνήθηκαν να την παντρέψουν με κάποιον που τον θεωροούσαν παράφρονα η Μαργκότ ήπιε δηλητήριο. Εν τέλει επέζησε, πήγε σε άσυλο και γύρισε στο Νουενέν σ υ μ μ ο ρ φ ω μ έ ν η. Γιοχάνα Μπονσέ: Η γυναίκα του Τεό, η μητέρα του ανεψιού τού Βικέντιου που είχε το όνομα του θείου του. Μετά τον θάνατο του Τεό, η Γιοχάνα κληρονόμησε το σύνολο του έργου του Βαν Γκογκ και το σύνολο της αλληλογραφίας του. Αυτή φρόντισε για τις αναδρομικές εκθέσεις και για την καταξίωση της δουλειάς του Βικέντιου αυτή επιμελήθηκε και εξέδωσε τα γράμματά του προς τον Τεό. Ο μεταθανάτιος μύθος εκείνου του Βίνσεντ οφείλεται πρωτίστως σε αυτήν. Οβέρ: ο τόπος των τελευταίων εβδομήντα ημερών. Κωμόπολη στα βόρεια του Παρισιού – για τον Βαν Γκογκ ήταν ο τόπος της τελικής σποράς. Το μεσημέρι της εικοστής εβδόμης Ιουλίου του 1890 ακούστηκε ο αναμενόμενος πυροβολισμός. 47


Πολ Γκασέ: ο αντισυμβατικός όσο και φιλότεχνος γιατρός που στάθηκε δίπλα στον Βικέντιο τις ημέρες της Οβέρ. Υπήρξε κάτι σαν παραστάτης των εβδομήντα τελευταίων αριστουργημάτων – κι έπειτα κατέβασε την αυλαία: εκείνος που υπέγραφε Βίνσεντ πέθανε στα χέρια του. Κλαδί ανθισμένης μυγδαλιάς: Ζωγραφισμένο για την γέννηση του γιου τού Τεό στα τέλη του Γενάρη του 1890, σε ένα διάλειμμα από το μπες βγες στο τρελάδικο. Γαλάζιο φόντο. Το κλαδί μοιάζει με συρματόπλεγμα που έχουν σκάσει πάνω του λευκά άνθη. Από εδώ κάτι (μπορεί να) αρχίζει. Μια γυναίκα στον κήπο (πες το και noli me tangere): Είναι ένας πίνακας ζωγραφισμένος τον Ιούνιο του 1890 και έχει τίτλο Η Μαργαρίτα Γκασέ στον κήπο. Η Μαργαρίτα είναι ξανθή και φοράει κίτρινο καπέλο, όμως εγώ βλέπω μια γυναίκα με φωτοστέφανο μέσα σε κήπο του Φρα Αντζέλικο, βλέπω την αλαφιασμένη που γυρεύει τον κουρελή της στους τοίχους του Σκροβένι, κι είναι μόνη εκείνη η Μαργαρίτα, ή όπως αλλιώς τη λένε, και μαζεύει λουλούδια, όμως όλοι το ξέρουμε πως το απαγορευμένο άγγιγμα έχει συντελεστεί, κι ο κήπος μάς έχει κυκλώσει, κι είμαστε μέσα του, οπότε ας έρθουν τα κοράκια που κρώζουν το καταμεσήμερο, αυτοί που έβαλαν συρματοπλέγματα στην καρδιά μας απέτυχαν, δεν νίκησαν ακόμη, κάποιος εκεί πέρα, κάποιος εκεί μέσα, κάποιος, σου λέω, δεν φοβάται να μας κοιτάξει, να φάει και να πλαγιάσει μαζί μας, διότι – Επιμύθιο για τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας: θ’ ανθίζουν πάντοτε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας, θ’ ανθίζουν πάντοτε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας, θ’

48


ανθίζουν πάντοτε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας, θ’ ανθίζουν πάντοτε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας ; (Παρακαλώ πολύ: μη λησμονήσετε το ερωτηματικό με οχτάρια.)

49


Ο προαυλισμός των εγκλείστων, 1890, Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα 50


7 (Όπου οι άκληροι μαζεύουν τα μέλη του σπορέα) Είναι πολλοί που το πιστεύουν: μπορεί να ραφτεί ένα ανθρώπινο σώμα, όπως έραψε, λέμε τώρα, ο δόκτορας Φρανκεστάιν το τέρας του. Το πρόβλημα είναι να βρείς βελόνι και κλωστή. Καθώς και την καρδιά που χάνεται, λένε. Στη δική μας ιστορία ένα κορίτσι ανέλαβε να ράψει τα κομμάτια. Κι ένα αγόρι να τρέξει για να φέρει την καρδιά. Μέχρι να ροδίσει η αυγή – τόσος ήταν ο χρόνος τους.

51


Έναστρη νύχτα πάνω από τον Ροδανό, 1888, Μουσείο ντ’ Ορσέ, Παρίσι 52


53


Αυτοπροσωπογραφία με γκρίζο καπέλο, 1887, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ 54


8 (Μια φουχτιά με έξαλλους σπόρους) Ξέρουμε πολλά για τον Βαν Γκογκ – έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του, πολλά ανέκδοτα, πολλά γράμματα, μαρτυρίες, περιστατικά, κρίσεις, ύμνους, βιβλία, βιογραφίες, μελέτες, ένα υλικό που μας κατακλύζει, μας φορά παρωπίδες εγκυκλοπαιδισμού και θεωρίας, φενακίζει τη ματιά μας. Κάπως έτσι: το ταξίδι μας στις εικόνες του χειραγωγείται από αλάνθαστη συνταγή: τρεις -ισμοί ο ένας πάνω στον άλλον, μπόλικη τρέλα και άφθονος μοντερνισμός – το αποτέλεσμα είναι να του φτιάξουμε ένα αόρατο κιβούρι για να τον χωρέσουμε κάπου εκεί μέσα, ένα κιβούρι όμοιο με εκείνο το γυάλινο που κρατά φυλακισμένη τη Μόνα Λίζα. Είναι στ’ αλήθεια δύσκολο να αφήσουμε στην άκρη τα προκατασκευασμένα συναισθήματα και τα χοντρά ματογυάλια που μας πασάρουν στο χέρι – όλα αυτά προσφέρουν σιγουριά και ασφάλεια. Κι όμως πρέπει να σκεφτούμε, μόνοι μας κι ο καθένας για λογαριασμό του, τι γίνεται με τον Βαν Γκογκ, θέλω να πω τι γίνεται με τις εικόνες του – τι να γύρευε αυτός που τις ζωγράφισε, τι να έχουν μέσα τους εκείνοι οι χρωματισμένοι μουσαμάδες και μας φρενιάζουν όταν τους βλέπουμε στα μουσεία και τα λευκώματα, στα εξώφυλλα από τα τετράδια ιχνογραφίας. Οι ιστορικοί (αλλιώς λέγονται και θεωρητικοί) της τέχνης τις περισσότερες φορές επαφίενται στον μωσαϊκό νόμο τους, στην αφόρητη θεωρία της μοιραίας καλλιτεχνικής εξέλιξης. Κάπως έτσι στήθηκε η κλασική διαίρεση των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής του Βαν Γκογκ: ρεαλιστής μέχρι το 1885, μετεμπρεσιονιστής στα χρόνια του Παρισιού, εξπρεσιονιστής από το 1888 ώς τον θάνατό του. Κατόπιν 55


γνωμοδοτούν (οι -ισμοί τους σαν αστραφτερά σπαθιά σε στολή αξιωματικού): ακριβώς αυτό το «ιλιγγιώδες πέρασμά του» (και καλά) μέσα από τρία ζωγραφικά ρεύματα, εκ των οποίων το τρίτο υποτίθεται πως αρχίζει από αυτόν, είναι που καθιστά το έργο του τόσο διαφορετικό στα μάτια μας. Μιλώ πάντοτε για τον εαυτό μου σήμερα (αύριο μπορεί να αλλάξω ματογυάλια, να φορέσω ακόμη καλύτερες παρωπίδες, φανταχτερή στολή και να κάνω παρέλαση στις φαρδιές λεωφόρους), σήμερα, λοιπόν, έχω την αίσθηση πως αν βγάλουμε τον Βαν Γκογκ ρεαλιστομετεμπρεσιονιστοεξπρεσιονιστή και ορίσουμε τούτο το νταλαβέρι του με τους -ισμούς ως βασικό γνώρισμα του έργου του, μάλλον ρίχνουμε (θεωρητική) στάχτη στα μάτια μας. Δεν λέω πως η άποψη αυτή δεν είναι μια κατά βάση λογική παράμετρος ή πως ο Βαν Γκογκ δεν πάτησε πάνω στον ιμπρεσιονισμό· λέω πως το να αναγάγουμε μια λογική παράμετρο σε καθολικό ερμηνευτικό όργανο των εικόνων ενός ζωγράφου (κι ακόμη περισσότερο, αυτού του ζωγράφου) μου φαίνεται ανοικονόμητη αφέλεια – ας πούμε, αδυνατώ να κατανοήσω τον μετεμπρεσιονισμό και, ακόμη περισσότερο, τον εξπρεσιονισμό ως αισθητικά ρεύματα με (έστω, κάποια) κοινά χαρακτηριστικά. Μα κι αν ακόμη κανείς (κάνοντας πέτρα την καρδιά του) παραδεχτεί τη θεωρία των τριών ισμών, γιατί να μη βάλει στο παιχνίδι και τον συμβολισμό (αν ήταν ρεαλιστής, δεν ήταν και συμβολιστής ο Βαν Γκογκ;), επιπλέον γιατί να μην ρωτήσει, πώς, διάολε, τρεις ντουζίνες σπουδαίοι ζωγράφοι (από τον Πισαρό μέχρι τον Μπερνάρ) που την ίδια δεκαετία είχανε το ίδιο πηγαινε-έλα με τους ισμούς κατέληξαν όλοι τους, παρά την αλάθητη συνταγή, σε ολότελα διαφορετικές ερημιές; Κοντολογίς: οι τρεις –ισμοί είναι μια γοητευτικά ξύλινη ερμηνεία που, το χειρότερο, λογαριάζει τον Βαν Γκογκ πρωτίστως για ζωγράφο – εμένα, καλέ μου, μού μοιάζει για κάτι άλλο.

56


Ο Γκόμπριτς, στο (μαγευτικά σχολικό) Χρονικό του, ψάχνοντας αυτό που μας μαγνητίζει στον Βαν Γκογκ, μιλάει για την πινελιά του. «Όπως όταν διαβάζουμε ένα χειρόγραφο, καταλαβαίνουμε την ψυχική διάθεση αυτού που το έγραψε, έτσι και οι πινελιές του Βαν Γκογκ μιλάνε για την κατάσταση του μυαλού του.» Για τον Γκόμπριτς τούτη είναι η κρίσιμη επιλογή της τέχνης του Ολλανδού (;). Προφανώς είναι μάλλον κοινότυπη ψυχαναλυτική (: βοήθειά μας) παρατήρηση: φαντάζομαι πως και ο Λεονάρντο όταν σχεδίαζε τη Συντέλεια του Κόσμου, και ο Γκρέκο όταν έφτιαχνε τη Νυχτερινή Καταιγίδα, κι ο Καραβάτζιο την Ανάσταση του Λαζάρου, και ο Μονέ στα Νούφαρα (και όλοι, θαρρώ, οι συνειδητοί ζωγράφοι της δυτικής τέχνης), ζωγράφιζαν με πινελιές που απηχούσαν την κατάσταση του μυαλού τους – και μάλλον όχι με πινελιές που απηχούσαν συναισθήματα και επιθυμίες κάποιου άλλου. Εκτός εάν ο (πιο υποψιασμένος από όσο δείχνει) Γκόμπριτς υπαινίσσεται (με ατυχή διατύπωση, είναι η αλήθεια) πως στο μυαλό (ακόμη καλύτερα: όχι στο μυαλό, στην καρδιά και στο σώμα, στην άκρη των χειλιών) εκείνου του Βικέντιου υπήρχε ως διαμορφωμένη κυρίαρχη κατάσταση κ ά τ ι (: something) που δεν είχε σχέση με την ζωγραφική – οπότε τα πράγματα εκεί έξω (: out there) αγριεύουν. Μάλλον αυτό πιστεύω κι εγώ: πως τα πράγματα αγριεύουν. Θέλω να πω: πιστεύω πως ο Βαν Γκογκ από την αρχή ώς το τέλος δευτερευόντως ζωγραφίζει και πρωτίστως αντιθεολογεί – δηλαδή: υλοποιεί τον Θεό του, τον ε κ θ ε ΐ ζ ε ι (ώς εδώ φτάνω, δεν μπορώ να το πω διαφορετικά). Ακόμη κι αν διεκδίκησε λυσσαλέα να γίνει ζωγράφος, εν τέλει, περισσότερο από ζωγράφος, έμενε ένας από τους χαμένους της Μπορινάζ, ένας περίγελος που, ωστόσο, πεινάει για δηλητηριασμένα ρόδα. Οι ζωγραφιές του δεν γεννιούνται μέσα του ως χρωματικά σύνολα μα ως πυρωμένες χειρονομίες χαμού, μια αντίστροφη πορεία ενός σαλού από 57


το υπεσχημένο μέγα έλεος και την αιώνια ζωή στον ήδη σεσημασμένο τάφο του Χρουτ-Ζίντερ – κάτι σαν σπαρτάρισμα ανεξέλεγκτης αγάπης στην καρδιά της άγριας Δύσης. Ετούτη η αλλοπρόσαλλη ανθρωπολογία του χαμού (αν θέλεις, πες το: της μη σωτηρίας), ο σχεδόν χειροπιαστός πυρετός που γιατρεύει την πλήξη μιας αιώνιας αναμονής και προσφέρεται ως ψωμί που όσο κι αν το τρως δεν τελειώνει (κάτι ανάμεσα σε θαύμα και εφιάλτη), αυτό είναι ό,τι μας κυριεύει όταν βλέπουμε τις εικόνες του Βικέντιου Βαν Γκογκ. Αλλιώς: μπροστά τους έχουμε τη βεβαιότητα πως οι τρομερές πινελιές του, τα χωράφια και τα λιόδεντρα, οι λιωμένοι ήλιοι και τα κυπαρίσσια, τα πυρωμένα μάτια και τα κομμένα αυτιά, όλα αυτά όπου να ’ναι θα αλυχτίσουν κατά πάνω μας. Στους πίνακες του Ολλανδού δεν υπάρχουν μήτε κακοί μήτε καλοί – υπάρχουν μονάχα εμπύρετοι χαμένοι που σου κολλούν την ηλιθιότητά τους. Ένα κορμί όπου η σάρκα, γυμνή από δέρμα, μονάχα πια απροστάτευτη παλλόμενη καρδιά, αιματοτσακίζεται στα έρμα γκρέμνα. Το βασικό (εντέλει: το πολιτικό) σχήμα μιας Αποκάλυψης και μιας Τελικής Κρίσης, το βασικό σχήμα κάθε μεγάλης Σωτηρίας, εβραϊκής, χριστιανικής, ισλαμικής, φασιστικής, κομμουνιστικής, δημοκρατικής και όποιας άλλης, είναι περίπου το ακόλουθο: οι καλοί, οι ενάρετοι, οι δίκαιοι, οι τίμιοι, οι αναμάρτητοι (κουλουπού, κουλουπού), από τη μια, οι κακοί, οι διεφθαρμένοι, οι άδικοι, οι άτιμοι, οι αμαρτωλοί (κουλουπού, κουλουπού), από την άλλη. Η ομάδα Β (των κακών) κυριαρχεί τώρα, η ομάδα Α (των καλών) εν τέλει θα κατισχύσει κάποτε. Πάνω σε μια κατά τέτοιον τρόπο τετραγωνισμένη σκακιέρα, μάθαμε να λογαριάζουμε για θυσία κάθε πράξη συνειδητής αυτοκαταστροφής που υπηρετεί την ομάδα Α, την ομάδα των καλών – δηλαδή ο 58


θυσιασμένος είναι κάτι σαν σαμποτέρ που θυσιάζεται για την επιτυχία της μεγάλης αποστολής, για τον ερχομό μιας Τελικής Νίκης. Υπάρχει και ένα δεύτερο λανθάνον σχήμα της ανθρωπινότητας (και πάλι δεν έχω άλλη λέξη), σαφώς επικηρυγμένο από τους ιεροεξεταστές, τους μουλάδες, τους καθοδηγητές και τους ψυχιάτρους: Σε τούτο το σχήμα ο χαμός είναι η μεγάλη χυσιά, το αχ! που ποτέ δεν θα φτάσει στην άκρη του δίχως την αυτοκαταστροφή μας, το μηδέν που αχνοτρεμίζει όχι επειδή κάποιος εκεί πάνω το θέλησε, αλλά επειδή κάποιος εδώ πέρα το λαχτάρισε. Αυτό θαρρώ πως ήταν το μεγάλο όσο και ασυνείδητο ζητούμενο εκείνου του Βίνσεντ. Ένας κόσμος εμπύρετης λαχτάρας, που προσφέρεται στο τραπέζι ως ψωμί (: ως μαύρη πατάτα) αγνοώντας το καλό και το κακό – κατ’ επέκταση: ένας σπορέας ηλίθιος όσο και ο Ναζωραίος του, ο πρίγκιπας Μίσκιν του, ο Φραγκίσκος της Ασίζης του, ο Ντομένικό του, ένας που πλαγιάζει με τον δολοφόνο και τη δολοφονημένη στο ίδιο κρεβάτι, ένας που αγαπάει τον Θεοδιάβολό του διότι είναι μέρος του κόσμου του, ένας που αυτοπυρπολείται καβάλα σε πέτρινο άγαλμα. Αλλιώς: ένας σπορέας που πέταξε την έξαλλη φουχτιά του στους μουσαμάδες – κι ό,τι γίνει. Άντε, καλέ μου φίλε, ετοιμάσου (τρόχισε τα μαχαίρια σου, άνοιξε τα βιβλία σου): There is something out there.

59


Το καφενείο Terrace τη νύχτα, 1888, Rijksmuseum Kröller-Müller, Οτερλό 60


Κυπαρίσσια, 1889, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη 61


Οι πατατοφάγοι, 1885, Μουσείο Βαν Γκογκ, ¨Άμστερνταμ

62


9 (Τα χέρια των πατατοφάγων του κόσμου) Υπάρχουν λογής τρόποι για να τον ζυγώσει κανείς· ο ένας (εν πρώτοις εύκαιρος, μα συνήθως αποδεικνύεται σκληρότερος από όσο βαστούμε) είναι να βάλει στη σειρά τις αυτοπροσωπογραφίες του – και να δει τι; Έντονες γωνίες, σκληρά σημάδια, θαρρείς και κάποιος χαρακώνει το μούτρο του με το μαχαίρι, κομμένα αυτιά, ρούχα γεωργού, αστού, μποέμ καλλιτέχνη, ξαναμμένα μάτια – ή κάτι ακόμη περισσότερο από ξαναμμένα. Ένας άνθρωπος στημένος στον μουσαμά όπως ο μελλοθάνατος στο εκτελεστικό απόσπασμα που περιμένει τη σφαίρα. Όμως ποιος πυροβολεί; Μπορούμε, βέβαια, να το ξεκινήσουμε από αυτά που μας φαίνονται –φευ– πιο σοφτ: νεκρές φύσεις, εσωτερικοί χώροι, προσωπογραφίες φίλων και γνωστών, διακοσμητικά τοπία, βαρκούλες και ποταμάκια – και κοντά σε αυτά να κολλήσουμε ως πρωτόλεια και τους μουτζουρωμένους προλετάριους της ολλανδικής γης. Κατόπιν να βάλουμε στη σειρά τα λουλούδια: ηλιοτρόπια και κόντρα ηλιοτρόπια, μετά ίριδες, κατόπιν τριαντάφυλλα, κι έπειτα ολάνθιστους κήπους και λιβάδια. Μετά θα πάμε στα δέντρα· σου δίνει την αίσθηση πως ζωγραφίζει μια δενδρολογία για τα παιδιά του δημοτικού: λιόδεντρα, κυπαρίσσια, πεύκα, λεύκες, ιτιές, αμυγδαλιές, μηλιές, πορτοκαλιές, ροδακινιές, βελανιδιές, φτελιές, μέχρι και ροδιές, αν βλέπω καλά, κι ό,τι άλλο, ακόμη και κουτσουρεμένους κορμούς που ψυχορραγούν μέσα στο δειλινό. Κι ύστερα θα βάλουμε στη σειρά τα χωράφια – μα πόσα από τα χωράφια του μπορούμε να αντέξουμε; Παραδινόμαστε σε ένα προαναγγελθέν όβερντόουζ: θα πέσει η νύχτα –εννοώ η μεγάλη νύχτα– κι εμείς θα είμαστε 63


μεσημεριασμένοι, να κοιτούμε κίτρινα ηλιοτρόπια και κίτρινα στάχυα. Δεν βγαίνει άκρη· δεν μπορούμε να πραγματολογήσουμε τον Βαν Γκογκ (όπως δεν γίνεται να πραγματολογήσουμε τη θάλασσα): κανείς μας ποτέ δεν είδε το χορτάρι να μεγαλώνει. Αν γυρέψεις να κάνεις αισθητική θεωρία αυτό που περιγράφεις ως κουζουλάδα ή ως πυρετό ή ως έλξη του χαμού που ζυγώνεις (κι, επιπλέον, είσαι και ταλαντούχος), θα φτιάξεις μια ακόμη απαίσια διδασκαλία, ένα καμτσίκι που θα σώσει τους ανθρώπους σφυρίζοντας. Σκέψου τι σου μένει: Είτε θα παραδοθείς στους ειδικούς και στους συσκευασμένους -ισμούς τους, είτε θα σταθείς απέναντι από το αρχικό σου αίτημα για τάξη στο χάος και έξοδο από τον λαβύρινθο. Δηλαδή: ο στόχος γίνεται το όβερντόουζ, να ζήσεις τις εικόνες δίχως να τις καταλάβεις, να πέσει η νύχτα – η νύχτα μας– κι εμείς να βραδιάσουμε με κίτρινα ηλιοτρόπια και κίτρινα στάχυα. Κάποιος μπορεί να το πει έκπτωση, όμως εγώ το νιώθω ως όργανο ελευθερίας: ας δούμε τον Βαν Γκογκ πέρα από όλα – πέρα από την ιστορία της ζωγραφικής, πέρα από την ψυχανάλυση, πέρα από «τον καιρό του και την εποχή του» (μπλιαχ), πέρα αν θέλεις κι από την ίδια του την κουζουλάδα (ό,τι λογαιράζουμε ως την απόκλισή του). Ας αντιμετωπίσουμε τις εικόνες του σαν εικόνες εφτάχρονου παιδιού που φοβάται, αγαπάει και ελπίζει ακόμη γυμνό, όντας το ίδιο στις στέπες και τις ερήμους πριν από χιλιάδες χρόνια, όντας το ίδιο και στις μαγνητικές γυάλες που του ετοιμάσαμε για να ζήσει εφόσον αποστηθίσει το κατάλληλο μάνιουαλ. Σε ένα τέτοιο γυμνό παιδί παραδίδει τις εικόνες του ο βλαμμένος παραζωγράφος ξαναφτιάχνοντας τον κόσμο από την αρχή, ξαναζωγραφίζοντας τον κόσμο από την αρχή, ξαναμαθαίνοντας τα ακατάλυπτα λόγια από την αρχή, 64


ξαναψάχνοντας την ανθρώπινη έλξη από την αρχή – ξ α ν α λ α χ α ν ι ά ζ ο ν τ α ς για την αγάπη. Ας πάμε στους Πατατοφάγους – για την ακρίβεια στις πατάτες των Πατατοφάγων, που λάμπουν σαν κομμάτια από φωτοστέφανα φασιστικών θρησκειών και λείψανα παλαιών άστρων, στο μαυροζούμι που θα πιουν οι πατατοφάγοι. Είναι στα αλήθεια το σώμα και το αίμα τους, το σώμα και το αίμα του ζωγράφου τους, το σώμα και το αίμα εκείνου που νόμισαν για τον γιο του Θεού μα ήταν μόνον ο κουρελής τους; Ενδεχομένως ο κουρελής σου. Είναι στ’ αλήθεια ο μυστικός δείπνος, όχι κάποιος παλιός, μοναδικός αλλά ο καθημερινός δείπνος όλων των ανθρώπων της γης, που, καμωμένοι από σάρκα, τρώνε τη σάρκα και την πείνα, την προσμονή, τη λαχτάρα τούτης της σάρκας τη μεταφέρουν στα μάτια τους, στην υ γ ρ α σ ί α των ματιών τους. Πόσα από αυτά κατάλαβε ο Βαν Γκογκ όταν ζωγράφιζε τούτη την εικόνα τους πρώτους μήνες του 1885 – κι ήταν ο πίνακας που δούλεψε περισσότερο από κάθε άλλον στη ζωή του. Γράφοντας στον Τεό δείχνει ότι κάτι έχει στον νου του: «Προσπάθησα να δείξω πως οι άνθρωποι που τρώνε τις πατάτες με τα χέρια τους, έχουν σκάψει τη γη με αυτά τα ίδια χέρια που βάζουν στη γαβάθα και βγάζουν το φαΐ τους με τη δουλειά των χεριών τους». Το σχήμα χέρια-πατάτες είναι το σχήμα άνθρωποι-γη· αυτό που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Επί της εικόνας: λάμπουν οι πατάτες, λάμπουν και τα χέρια, και εντέλει λάμπει ολόκληρος ο ολοσκότεινος πίνακας, ο θαρρείς καμωμένος μονάχα από κίτρινο και μαύρο – από την κίτρινη πατάτα και τον μαύρο ζωμό. Έξαφνα ένας εμπευσμένος θεολόγος ετοιμάζεται να πάρει το αίμα του πίσω. Ιδού, μας λέει, μια ζωοποιός Αγία Τριάδα φανερώνεται: το Άγιο Πνεύμα είναι η λαδόλαμπα, ο Γιος πάνω στο τραπέζι. Οι παπάδες

65


χαίρουνται κι ετοιμάζουν τις αγιαστούρες. Μα πού είναι ο Πατέρας; ρωτάει κάποιος. Πουθενά, φίλε· στο τραπέζι των πατατοφάγων ο Πατέρας δεν είναι π ο υ θ ε ν ά. Οι παπάδες απομένουν με την αγιαστούρα στο χέρι. Είναι ένας νεογέννητος κόσμος καμωμένος όχι από τον Θεό, αλλά από τη σάρκα του εκπεσόντα Θεού – και είναι μια τέχνη που αρνείται την ύπαρξή της για χάρη της απελπισίας που την παράγει: ο πίνακας θεωρείται η κορύφωση της ολλανδικής (που δεν είναι και τόσο ολλανδική) ή της ρεαλιστικής (που δεν είναι και τόσο ρεαλιστική) περιόδου του Βαν Γκογκ. Ψάχνουμε να βρούμε επιρροές – λέμε τώρα: κάτι από το τριμμένο κιαροσκούρο του Ρέμπραντ, ενδεχομένως κάτι από γαλλικό ρεαλισμό, μάλλον και κάτι από Μιλέ. Όμως επί του αποτελέσματος τίποτε από όλα αυτά: μήτε νυχτερινή απορία, μήτε καθημερινή τραγωδία, μήτε θρησκευτική αγωνία - μονάχα χειροπιαστός κουρελής, έτοιμος για να καταλήξει στις κοιλιές μας. Όσο βλέπουμε την εικόνα, τόσο πολλαπλασιάζεται εντός μας, τόσο μας κυριεύει η μαυρίλα της: το ταπεινό φως της λάμπας, οι λάμψεις στο βλέμμα των ανθρώπων, οι πατάτες στη γαβάθα, το μαυροζούμι στα φλιτζάνια. Από όσους Μυστικούς Δείπνους έχω δει, ακόμη κι από κείνον τον μισοχαλασμένο του Λεονάρντο, ετούτος είναι ο μόνος που τολμά να κάνει τα παλιά σύμβολα υλικό της πραγματικότητας - μόνον ένας ηλίθιος θα μπορούσε να το δει τόσο καθαρά. Ο Παντοκράτορας με τα γυάλινα μάτια shall have no dominion – πάνω στο τραπέζι, κ ά π ο ι ο ς κ ά τ ι, ως σώμα και ως αίμα, ως βραστές πατάτες και ως μαυροζούμι, ως ύλη που σπέρνεται και βγαίνει από τη γη με τα χέρια και ταΐζει τους απελπισμένους της γης 66


Αχ η μαυρίλα: ανθρωπινότερη από τη σκλαβιά. Οι άνθρωποι ζούμε περισσότερο από όσο πιστεύουμε.

67


68


Οι πατατοφάγοι (λεπτομέρεια), 1885, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

69


Έναστρη νύχτα (λεπτομέρεια), 1889, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη

70


10 (Ο Πυρετόθεος) Αυτό που ο Βαν Γκογκ έκανε με τους Πατατοφάγους του 1885 ήταν αυτό που προετοίμαζε σε ολόκληρη τη ζωή του, είτε ως τάχα δάσκαλος, είτε ως τάχα ιεροκήρυκας, είτε ως τάχα ζωγράφος, δηλαδή το μοίρασμα του φαντασιακού κουρελή του (που εντέλει ήταν ο ίδιος του ο εαυτός) στους ανθρώπους, η κοινωνία του στους πεινασμένους, θαρρείς και είναι ζωμός συσσιτίου. Ήταν φανερό πως αυτό που άρχισε θα το συνέχιζε μέχρι το τέλος – θα σταματούσε μόνο αν τον σταματούσαν ή αν σώνονταν η τρομερή (ενδεχομένως: η φριχτή) εμμονή του. Δεν έγινε ούτε το ένα, ούτε το άλλο: οι τρελογιατροί και οι συνάνθρωποί του απέτυχαν να τον λυγίσουν, κι ο κουρελής του όχι μόνο δεν λιγόστευε, μα πολλαπλασιαζόταν εντός του σαν κακιά αρρώστια. Κάποτε ένιωσε πως οι εικόνες δεν φτάνουν και έβαλε στο συσσίτιο και την ίδια του σάρκα. Κατ’ ουσίαν ζωγράφιζε μονάχα και πάντοτε τον θεό του: δηλαδή ζωγράφισε έναν κόσμο γεμάτο με τον θεό του, ή τον κόσμο που έχει προσβληθεί από έναν θεό-πυρετό (πες τον Πυρετόθεο, σαν ήρωα αφηγήματος τρόμου) που τον ψήνει, τον λιώνει, τον δύει και τον ανατέλλει· ζωγράφιζε έναν κόσμο που να πλησιάζει στον κίνδυνο. Δεν νομίζω πως αυτό μπορεί να περιγραφεί: είτε ζωγραφίζει μια καρέκλα, είτε ζωγραφίζει κίτρινα φρούτα του φθινοπώρου και βάφει κίτρινη και την κορνίζα, είτε ζωγραφίζει τοπία, χωράφια, περιβόλια, κήπους, λουλούδια κι έναστρες νύχτες, υπάρχει κ ά τ ι κ ι ν ο ύ μ ε ν ο στην πινελιά του που μας κάνει να ξεχνούμε το θέμα του, το αν βλέπουμε αντίγραφο ή πρωτότυπο έργο, το αν, μόλις λίγο πρωτύτερα ή και για μια ολόκληρη ζωή, κάποιος μας 71


πυροβολεί με γνωματεύσεις, υπάρχει κάτι στην πινελιά του που μας τραβά προς το κέντρο της εικόνας Αυτή την τρομερή πινελιά του Βαν Γκογκ προσπάθησαν να εξηγήσουν οι θεωρητικοί της τέχνης και να μιμηθούν οι ομότεχνοί του. Φυσικά όλοι απέτυχαν – η πινελιά εκείνου που υπέγραφε Βίνσεντ ήσαν γεννημένη από τη σιωπή των Σειρήνων. Η θητεία του στον πουαντιγισμό απλώς τη φανέρωσε στον έξω κόσμο: η θεωρία του όλου που συντίθεται από ισοβαρείς και ισομεγέθεις πινελιές χρωματικών όγκων καλουπώθηκε καλά με τη βεβαιότητα του του πως το κ ά τ ι (αν είχε διαβασει τον παλιό Οιδίποδα ίσως να το έλεγε δεινό) βρίσκεται καπου εκεί μέσα, σε όγκους και χρώματα, κι όχι πέρα μακρία, πάνω ψηλά, πέρα απ’ την άκρη της απελπισιάς του. Τόσος ήταν για τον Βικέντιο ο πουαντιτγισμός· ο Σερά και ο Σινιάκ και οι λοιποί της παρέας ήσαν πολύ μοντέρνοι για να μην υποψιαστούν μια πρώιμη σχετικότητα – κι από την άλλη, ο Βαν Γκογκ ήταν πολύ σαλός καν για να τους καταλάβει. Πολύ σύντομα θα ξαμολύσει το τέρας του. Στο Νυχτερινό καφενείο της Πλατείας Λαμαρτίνου στην Αρλ ο Πυρετόθεος έχει σκηνώσει για τα καλά: είναι στους κόκκινους τοίχους, στο ξύλινο πάτωμα, στον καθρέφτη, στις λάμπες που λάμπουν σαν άστρα της νύχτας και σαν φωτοστέφανα παλιών Φλαμανδών Δασκάλων. Είναι στις αδειανές καρέκλες, στα τραπέζια των μοιραίων – είναι κυρίως σε αυτό που όλοι περιμένουμε, κι εμείς και ο ασπροντυμένος σερβιτόρος. Και τι μπορούμε να περιμένουμε σε ένα τέτοιο καφενείο, όπου οι άνθρωποι λιώνουν από το αψέντι πάνω στα τραπέζια: το άψυχο κορμί μας που εντέλει θα καταλήξει στο τραπέζι του μπιλιάρδου για να παραδοθεί σε ένα τράουμ – να λιώσουμε, όχι εκεί κάτω βαθιά, αλλά εδώ να.

72


Μερικές φορές όλο αυτό θέλησε να το πει κάπως (προσοχή στη λέξη: κάπως) καθαρότερα. Ας πούμε, στους Πατατοφάγους – κι όποιος καταλάβει κατάλαβε. Ας πούμε, σ’ όλους τους πίνακες με τα λιόδεντρα. Ας πούμε στα αντίγραφα από τον Μιλέ – μα τα πράγματα ξέφυγαν από κάθε έλεγχο, καθώς με τις πινελιές του μετέβαλε τον συμβολισμό σε κυριολεξία. Ας πούμε (βέβαια), στο Σταροχώραφο με τα κοράκια. Ας πούμε σε εκείνη την Ανάσταση του Λαζάρου που ζωγράφισε αντιγράφοντας την πασίγνωστη εικόνα του Ρέμπραντ, τον Μάιο του 1890, λίγες ημέρες πριν το τελευταίο ταξίδι στην Οβέρ: ο Λάζαρος ανασταίνεται σχεδόν μέσα από τα άχυρα, στο βάθος ένα σταροχώραφο φυσικά, η Μαρία και η Μάρθα ετοιμάζονται να δοξάσουν τον Κύριο για το θαύμα του. Μα πού είναι ο Κύριος, αναρωτιέται κανείς βλέποντας την εικόνα του Βικεντίου, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια ο Λάζαρος ανασταίνεται έχοντας απέναντί του έναν Ιησού, ανέκφραστο ή δακρυσμένο, πάντως όρθιο να τον καλεί με τα χέρια και με τα κρίσιμα λόγια - και τώρα πού εξαφανίστηκε; Ο ηλίθιος ζωγράφος σε κοιτά με απορία: ποιος Κύριος, φίλε, σου λέει, δεν με νοιάζει ο Κύριος, φίλε, με νοιάζει τ ο ύ τ ο ς δ ω, μα δεν τον βλέπεις, σου λέει, δεν τον βλέπεις κοτζάμ ήλιο γεμάτο κίτρινη πάστα, δεν τον βλέπεις κοτζάμ ήλιο να κιτρινίζει όλο τον ουρανό, να τος, λοιπόν, εκείνος που εδάκρυσεν, ανατέλλει και ανασταίνει, σταυρώνεται και δύει, αυτός είναι. Δεν ήταν τρομερό που το σκέφτηκε ή που το επιχείρησε· το τρομερό ήταν πως το έβλεπε. Ήταν μονόδρομος θα πήγαινε τη νύχτα του μέχρι το τέλος του μεσημεριού. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν μονάχος – κανένας ηλίθιος δεν το καταλαβαίνει. Α, μητέρα, μητέρα, ο αέρας είναι εκείνο το ανάλαφρο πράγμα που γυρίζει μες στο κεφάλι σου και γίνεται πιο καθαρό όταν γελάς.

73


Το ανάλαφρο πράγμα που γ υ ρ ί ζ ε ι: τα ηλιοτρόπια είναι η πιο κεκυρωμένη εντός του καταγραφή του κουρελή που γύρεψε στις εικόνες της η Δύση από τον καιρό του γιού του Μποντόνε για να γλυτώσει από τον Θεό-Αφέντη που κόσμους κυβερνά. Σήμερα τα κιτρινοπορτοκαλιμαύρα λουλούδια του λάμπουν έξαλλα εμπρός στους ανθρώπους, είσαι βέβαιος πως σε βλέπουν με τα μάτια τους, είσαι βέβαιος πως σε έχουν λαγγέψει και σε λίγο, με ένα ακατάλπτο παράγγελμα, θα σε λυγίσουν, ίσα προς το κέντρο της γης. Τι είναι το ηλιοτρόπιο; - ένας ήλιος που γεννιέται μέσα από τη γη. Τι είναι οι πατάτες; – μια κοινωνία που βγαίνει μέσα από τη γη. Τι είναι ο κουρελής; – ένας που βγαίνει μέσα απ’ τη γη. Τι να είναι ο Πυρετόθεος; – μια αφήγηση (ένα τέρας) που βγαίνει από το κέντρο της γης. Κι ο σπορέας τι σπέρνει; – π ο ύ ; Ας μην το κρύβουμε: πεινάμε για γη. Βιάσου, φίλε – πρέπει να προλάβεις πριν σου φορέσουν το μενταγιόν με τις απαντήσεις. Κάποιος να φέρει τη βενζίνα – κάποιος τον παλιό δίσκο της Ενάτης. Ναι, ο αέρας είναι εκείνο το ανάλαφρο πράγμα που γυρίζει μες στο κεφάλι σου και γίνεται πιο καθαρό όταν γελάς. Μην πεις καμιά αλήθεια. Ανάμεσα στις φλόγες ο αέρας. Α ν ά λ α φ ρ ο π ρ ά γ μ α.

74


Ο σπορέας (λεπτομέρεια), 1888, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

75


Ίριδες, 1889, Μουσείο Γκετί, Λος Άντζελες 76


77


Πορτραίτο του γιατρού Γκασέ, 1890, Πινακοθήκη Τέιτ, Λονδίνο

78


11 (Λήμματα για τον Βαν Γκογκ – τέσσερα: οι εικόνες σώζουν) Ραχήλ: αυτό πρέπει να είναι το όνομα της πόρνης στην Αρλ που λίγες ώρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1889 έλαβε ως δώρο από τον Βαν Γκογκ το αυτί του. Ανάμεσά τους υπήρχε μια παράξενη σχέση. Λένε πως λίγες ώρες νωρίτερα ο Βικέντιος ζήτησε να την επισκεφτεί· εκείνη του ζήτησε την ταρίφα της - αυτός δεν είχε λεφτά. «Τότε να μου δώσεις το αυτάκι σου», του είπε γελώντας το κορίτσι. Ο Βαν Γκογκ πήγε στο σπίτι του, κι αφού πήρε στο κυνηγητό τον Γκογκέν, μετά έκοψε το αυτί του μπροστά στον καθρέφτη. Το τύλιξε σε ένα μαντήλι και το πήγε στη Ραχήλ – της το έδωσε στα χέρια της. Δέρμα: θαρρείς και είναι γδαρμένος. Με κανέναν άλλο ζωγράφο (με καμιά άλλη εικόνα) δεν το νιώθω αυτό: φαντάσου έναν άνθρωπο γδαρμένο, να είναι όλο του το σώμα μια πληγή, και να τρέχει να αγκαλιάζεται παθιασμένα με τους ανθρώπους. Βίβλος: έχω την αίσθηση πως πάντοτε σκλάβωνε τον Βικέντιο – εννοώ το βιβλίο, ο όγκος του, το σκληρό εξώφυλλο του. Έτσι κι αλλιώς: το βιβλίο που δίνει οδηγίες χρήσης για τη σκλαβιά. Ο Βαν Γκογκ ήταν ακόμη στην Ολλανδία, όταν τη ζωγράφισε ανοιχτή, δίπλα σε σβησμένο κερί – και λίγο πιο κάτω ένα μυθιστόρημα του Ζολά: Χαρά Ζωής. Το Νοσοκομείο της Αρλ: ζωγραφίστηκε τότε που οι καθωσπρέπει αστοί μάζευαν υπογραφές για να τον κλείσουν 79


στο τρελάδικο. Μια ξυλόσομπα, γύρω οι λιγοστοί ασθενείς – ο ένας καπνίζει. Γαλάζιο γκρι στους τοίχους. Στο βάθος, πάνω από την πόρτα ένας Εσταυρωμένος (ή ποιος άλλος;). Έτρεμε τόσο πολύ που το πήρε ο άνεμος. Σεν Ρεμί: ο Βικέντιος έμεινε στο Άσυλο του Αγίου Παύλου –έτσι λέγαν το εκεί τρελάδικο– από τον Μάιο του 1889 μέχρι τον Μάιο του 1890. Συχνά πυκνά βρέθηκε υπό περιορισμό. Όποτε μπορούσε, ζωγράφιζε. Τα μάτια κλειστά σαν θαλασσινές ανεμώνες. Μάτια: αν δούμε τα μάτια του σε όλες τις αυτοπροσωπογραφίες, ακόμη και εκείνες με το κομμένο αυτί, ακόμη και στις τρεις τελευταίες, εκείνες όπου το φόντο θα φάει το πρόσωπο, το συμπέρασμα μένει το ίδιο. Ο τύπος δεν σταματιέται: θα φτάσει στο τέλος του, κομματιασμένος. Από αυτά που είπε ο κουρελής και τα πνίξαν: μακάριοι οι πόρνοι, οι πουτάνες και οι μαστούρηδες, μακάριοι και οι τρελοί, και οι καμπούρηδες, και οι παραμορφωμένοι. Σε αυτούς ξεθυμαίνουμε την κακία της ύπαρξής μας. Μακάριοι όσοι αργοσβήνουν στον βούρκο – μέσα στις μαραγκιασμένες ψυχές τους σώζουν για λογαριασμό όλων μας την αγάπη. Ίριδες: λουλούδια που ζωγράφισε ο Βαν Γκογκ στο τρελάδικο. Πράσινα φύλλα και βλαστοί – μοβ άνθη. Είναι αυτός και οι σύντροφοί του. Στο βάθος χρυσάνθεμα. Ίριδες: εικόνα που γιατρεύει την κακία των ανθρώπων. Για αστυνόμους, οδηγούς ερπυστριοφόρων, φλογοβολιστές, βασανιστές και ψυχιάτρους. Εικόνα που παλεύει μανιασμένα να πείσει πως το μέλλον μας βρίσκεται εδώ.

80


Παράδεισος: απεχθανόταν τις υποσχέσεις, τις ανταλλαγές, τα θα σου δώσω να μου δώσεις, τα λεφτά. Αποστρεφόταν τον χλοερό τόπο, τον απύρετο κόσμο, την ασφάλεια του Παραδείσου, την αιωνιότητα που ακυρώνει τον θάνατο και την αγάπη. Ανήκε στα χωράφια του ήλιου και των άκληρων κολίγων – έτρεμε τόσο πολύ, πώς να μην το πάρει ο άνεμος; Κραυγή: λένε πως ούρλιαζε με μια πολύ συγκεκριμένη κραυγή. Το μαρτυρούν οι γείτονές του στην Άρλ, το γράφουν και οι γιατροί του Σεν Ρεμί. Όταν την νύχτα έσβηνε κάποιο αστέρι, το ένιωθε να μπήγεται μέσα στο στήθος του. Γιατρειά: λένε πως έρχεται με τον καθαρό λόγο και τις αγιαστούρες. Μπούρδες: λένε γιατρειά τον αυτοενταφιασμό σου. Μέσα στη μυρωδιά της θάλασσας α σ τ ρ ά φ τ ε ι το ψάρι. Αγιάτρευτοι: αυτοί που παραδόθηκαν στην αρρώστια τους κι αρνήθηκαν να πάρουν αντιβιοτικά κατά της ερημίας τους. Ζουν στα ψυχιατρεία, στα παγκάκια, στα ρείθρα του μετρό, στον σταθμό των τρένων. Ζουν κάτω από τις γέφυρες – στα μηχανοστάσια πολυκατοικιών, αγκαλιασμένοι με καρβέλια ψωμί. Όταν πεθαίνουν, τους μαζεύουν με τα κάρα του δήμου. Ελαιώνες: τους ζωγράφισε κάμποσες φορές. Κάποιος συναντιέται με μια Χίμαιρα (ξέρεις τι είναι η Χίμαιρα;). Μια τυφλή γυναίκα περιμένει. Δώσε προσοχή στον ουρανό πάνω από τα δέντρα. Σε λίγο θα χυθεί αίμα – το ξέρουμε όλοι. Εικόνες: σώζουν μονάχα αν έχουν κάτι (και πάλι αυτό το κ ά τ ι) από τον θάνατό σου.

81


Θάνατος: είναι κάτι που γίνεται. Για τον Βικέντιο (όπως και για τον Δημήτρη Π.): σημαντικό κομμάτι ζωής. Αλλιώς: ο ήλιος που ανασταίνει – ή, ο άνεμος που ριπίζει τα δέντρα του δάσους. Βικέντιος Βαν Γκογκ: μήπως τελικά είναι μονάχα ένα όνομα κάποιου αγοριού που πέθανε στη γέννα, γραμμένο σε μια ταφόπλακα με μια ημερομηνία: 30 Μαρτίου του 1852. Ξέρεις τι υπάρχει μ έ σ α σε ένα όνομα; Μήπως όλα τα υπόλοιπα είναι ένα μικρό όνειρο, ένα ονειράκι; Ηλιαχτίδες: Ξεφτίλες θεολόγοι είπαν πως οι ηλιαχτίδες είναι το σπέρμα του Θεού, πως διαπέρασαν τον παρθενικό υμένα της Θεοτόκου δίχως να τον σπάσουν – όπως περνούνε μέσα από το γυαλί δίχως να το κομματιάζουν. Για σκέψου τις ηλιαχτίδες του Βαν Γκογκ: θα άφηναν παρθενικό υμένα απείραχτο; Εκλησσία της Οβέρ: ζωγραφισμένη τον Ιούνιο του 1890, κάπου στο μέσο εκείνου του έξαλλου σπριντ των τελευταίων εβδομήντα ημερών. Όλα πια στο τεντωμένο σκοινί του τέρατός του (διάβαζε: Πυρετόθεος). Έχουν γραφτεί πολλά για τον μπλε απειλητικό ουρανό που ζώνει την εκκλησία, όμως θαρρώ πως το ακόμη αλλούτερο είναι το τρεμούλιασμα του πέτρινου όγκου. Για δες το: ο Βαν Γκογκ ζωγραφίζει την πετρόχτιστη εκκλησία θαρρείς και είναι ανθός παπαρούνας, ολάκερος οίκος του Παντογνώστη Αφέντη θαρρείς και είναι μάταιο πέταλο που τρέμει. Συνημμένο: θ’ ανθίζουν για πάντοτε τα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας – κτλ. κτλ. Μοιάζει με επανάληψη προς εμπέδωση. Όμως, τούτη τη φορά, ξέχασες (;) το ερωτηματικό.

82


Η εκκλησία της Οβέρ, 1889, Μουσείο ντ’ Ορσέ, Παρίσι 83


Μεσημεριανή ξεκούραση, 1888, Μουσείο ντ’ Ορσέ, Παρίσι 84


85


Αυτοπροσωπογραφία, 1889, Μουσείο ντ’ Ορσέ, Παρίσι 86


12 (Λήμματα για τον Βαν Γκογκ – πέντε: η ένωση του κόσμου) Από τα λόγια που είπε ο κουρελής και τα άλλαξαν: Μη με πιστεύετε. Δεν σας αγαπάω. Σ α ς ο ρ έ γ ο μ α ι. Κι όποιον βλέπετε να κρατά κλαδευτήρι, να ξέρετε πως θα σας κλαδέψει. Μεσημεριανή ξεκούραση: είναι αντίγραφο από πίνακα του Μιλέ. Μα όταν το ξαναβλέπεις, καταλαβαίνεις πως περιλαμβάνει κάτι που έχεις ζήσει στα πολύ μικρά σου χρόνια – και το οποίο ο Μιλέ δεν το έχει καν υποψιαστεί. Ο άντρας έχει βγάλει τα παπούτσια του, τα δυο δρεπάνια αφημένα στην άκρη. Τι ονειρεύονται; Το είπαμε, φίλε: ο Μιλέ ζωγραφίζει αλληγορίες, ενώ ο Βικέντιος κυριολεξίες. Τώρα πια το ψιλολέμε: ποτέ ο ουρανός δεν ξαναζωγραφίστηκε τόσο γαλάζιος, ποτέ τα δεμάτια με το στάχυ δεν ήσαν τόσο κίτρινα, ποτέ ετούτος ο μεσημεριανός ύπνος. Είναι η πλέον ευτοπική εικόνα των εφτακοσίων χρόνων της Δύσης: Ετούτοι οι δυο με την ανίκητη ντρέμκα τους δεν ονειρεύονται κανέναν παράδεισο, ονειρεύονται αυτό που βλέπουμε, τα σώματά τους ανάμεσα στα δεμάτια. Ιανουάριος του 1890: ετούτο τον μήνα, στην καρδιά του χειμώνα, ο Βικέντιος θέλησε να ζωγραφίσει τη μεσημεριανή ανάπαυση των θεριστών. Όταν δεν βρήκε τοπία, θυμήθηκε την εικόνα του Μιλέ. Ένοχος: είχε πείσει τον εαυτό του πως ήταν ένας από τους φονιάδες – όταν μάλιστα όντας στο τρελάδικο σκότωσε μια πεταλούδα για να τη ζωγραφίσει, είχε και την απόδειξη. 87


Δεν θέλησε καμία προστασία – θέλησε μονάχα να λιώσει μέσα στον πυρετό του. Δίψα για ζωή του Ίρβιν Στόουν: το διάβασα παιδί, όταν έτρεχα τα καλοκαίρια. Μια συντηρητική μυθιστορηματική βιογραφία. Η μάνα μου το διάβασε στα δεκαέξι της κρυμμένο κάτω από την κουβέρτα. Αν δεν είχα το αντίτυπό της, ίσως να μην ήμουν εγώ. Κάποτε ο Βικέντιος μιλάει στον Γκογκέν: «Τα χωράφια που κάνουν το στάρι, το νερό που βουίζει μέσα στο αυλάκι, ο χυμός των σταφυλιών και η ζωή του ανθρώπου, όλα είναι το ίδιο πράγμα. Το υλικό που είσαι φτιαγμένος, Γκογκέν, αύριο θα περάσει σε ένα σταφύλι, γιατί εσύ και το σταφύλι είσαστε ένα». Κι άλλα λόγια που είπε ο Ιησούς και τα άλλαξαν: Να μην πιστεύετε τις παροιμίες, μήτε και αυτούς που τις λένε. Να μην πιστεύετε τους οιωνούς. Να μην πιστεύετε το κατά πού κυλάει το αίμα του λαγού. Ξεριζωμένη καρδιά (το ερώτημα απαγγέλεται σχεδόν ψιθυριστά): Ποιος μπορεί να ξεριζώσει την καρδιά του και να την μοιράσει στους πεινασμένους; Η ένωση του κόσμου: ο Πυρετόθεος αλυχτάει. Όπως κάθε αληθινό τέρας βάζει τα κλάματα και πεθαίνει από ερημιά. Σταφύλι: είμαστε μούστος μέσα σε ρώγα σταφυλιού. Μας ορέγονται. Ήλιος: ο τελικός στόχος του ήταν να αυτό-σταυρωθεί πάνω στον ήλιο του. Δεν μπορούσε να καταλάβει το πώς, ήξερε όμως ότι θα γίνει.

88


Ομολογία: σε ζήτησα τόσο πολύ. Στη στέρνα με τους ευκαλύπτους. Στα γυμνά φθινοπωρινά δάση. Στα ματωμένα πλατύσκαλα. Στην άκρη του μαχαιριού της Κωνστάντζας. Έναστρη Νύχτα: πίνακας που δεν τελειώνει – όμως εγώ κι εσύ μπορούμε να τελειώσουμε μέσα του. Ένα μονάχα ερώτημα: θ έ λ ε ι ς; Σε κυκλώνει ηδονικά σαν όλεθρος – γίνεται θηλειά στον λαιμό σου. Εντέλει παιχνίδι (;) σεξουαλικό: ζητάς να σφίξει κι άλλο. Δεν έχει ξαναζωγραφιστεί άλλη τέτοια νύχτα – αναμφίβολα είναι αντάξια του ηλιθίου ζωγράφου της. Το κυπαρίσσι μοιάζει με δάκρυ· τα αστέρια έχουν φωτοστέφανα – το φεγγάρι είναι φυσικά μεσημεριάτικος ήλιος. Γουάου, φωνάζουν τα κορίτσια. Στο μέσο αυτή η τρομερή καμπύλη, μπορεί ένας μετεωρίτης, μπορεί γαλαξιακή σκόνη, ίσως πανάρχαιος κομήτης αόρατος, ο άνεμος, το πεπρωμένο, η αγάπη. Πες ό,τι θέλεις: στο μέσο αυτή η τρομερή καμπύλη. Μέσα εκεί, κάπου εκεί ίσως η παιδική μας ηλικία να ανταμώνεται με το αίμα των αθώων· το βέβαιο είναι πως δεν θα ξεμπερδέψουμε με τούτη τη νύχτα. Ένα μονάχα ερώτημα. Για φαντάσου: μια έναστρη νύχτα στη Χιροσίμα. Λίγο πριν, λίγο μέτα – με τις μέρες (τους μήνες, τα χρόνια) θα παίζουμε; Δάκρυα: είναι βέβαιο πως θα δακρύζουμε μέχρι τον θάνατό μας. Το ζητούμενο: εντέλει είναι αυτό που κάποτε γυρέψαμε να αποφύγουμε. Να πέσει η νύχτα –η νύχτα μας– κι εμείς να ζούμε με κίτρινα ηλιοτρόπια και κίτρινα στάχυα και κίτρινα αστέρια και κίτρινα φεγγάρια. Να πέσει η νύχτα και να είμαστε μ έ σ α στα χρώματά μας. 89


Συμπέρασμα (δηλαδή: επί σκοπόν): Είναι η ώρα για το τέλος – κι ακόμη, είναι η ώρα για να μη φοβηθείς.

90


Έναστρη νύχτα, 1889, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη

91


Έναστρη νύχτα, 1889, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη 92


93


Αυτοπροσωπογραφία με μπανταρισμένο αυτί (λεπτομέρεια), 1889, Courtauld Institute

Galleries, Λονδίνο

94


13 (Όπου ο Γιάσονας γυρεύει μια χαμένη καρδιά) Τι τα γυρεύεις; Πουθενά δεν ήσαν η καρδιά στον Μυγδαλιώνα. Ψέματα τα λόγια με τον αγέρα που παίρνει τις καρδιές και τις πάει. Οι καρδιές χ ά ν ο ν τ α ι, φίλε. Το αγόρι είχε να γυρίσει πίσω με αδειανά χέρια. Μόνος μέσα στη νύχτα. Όποιονε εφιάλτη γυρέψεις θα τον βρεις. Έτσι λένε. Ο Γιάσονας βρήκε μια τυφλή – που του λέγανε ποτέ να μην απαντηθεί μαζί της νύχτα.

95


96


Σταροχώραφο με κοράκια, 1890, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

97


Σταροχώραφο με κοράκια (λεπτομέρεια), 1890, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

98


14 (Λήμματα για τον Βαν Γκογκ - έξι: σταροχώραφο με κοράκια) Αυτό κι αν είναι τελευταίο έργο – που δεν είναι, μα ποιος το πιστεύει: σταροχώραφο του σκοτωμού ή θαύμα μετεωρισμένο, κοράκια που έρχονται –που ίσως δεν έρχονται, μα και πάλι ποιος το πιστεύει–, άγριος άνεμος να φυσά και στη μέση ένας δρόμος – ελικοειδής σαν του παλιού δασκάλου από το Βίντσι και περισσότερο κόκκινος από αυτό που περιμένεις. Χοντρές πινελιές σαν σπαθιές, ανεξέλεγκτη πάστα, τρικυμία απ’ την αρχή-αρχή ως το τέλος-τέλος. Καίει ακόμη και τυπωμένο στα βιβλία – τρώγει και λωλαίνει. Φοβάσαι; Σίγουρα του αξίζει για τελευταία εικόνα: είναι η πιο εκτυφλωτική απόδειξη πώς μπορεί κανείς να θυσιαστεί διά των χρωμάτων – μόνον ένας πολύ ηλίθιος θα μπορούσε να τη ζωγραφίσει. Σήμερα είναι το έμβλημα του μουσείου του: βαρβάτο καλοκαιρινό απομεσήμερο, ο ουρανός σκοτεινιάζει, χάνεται ο ήλιος και πετούν τα κοράκια. Είτε χουγιάχτηκαν από την μπόρα που θα ξεσπάσει, είτε μυρίστηκαν φαγητό και έρχονται. Κι όμως εσύ δεν φοβάσαι. Πολύ τους παίδεψε τους ιστορικούς τούτο το σταροχώραφο. Τα στάχυα λάμπουν πολύ για τέτοια σκοτεινιά στον ουρανό, ο δρόμος δεν είναι ένας όπως νομίζεις στην αρχή, άσε το προς τα πού πηγαίνουν τα πουλιά. Μοιραία αρχίζουν οι υποθέσεις: πολλά λόγια για το τι ήθελε να πει – εδώ κολλάνε και τα περί συμβολισμού. Κι όμως εσύ δεν φοβάσαι.

99


Καλέ μου φίλε: εδώ διαβαίνουν και θερίζουν. Ο Βαν Γκογκ δεν ζωγράφιζε για να πει· ζωγράφιζε για να χ ο ρ τ ά σ ε ι. Πιστεύω πως η εικόνα αυτή είναι το πιο άγριο αγκάλιασμά του με τους ανθρώπους – η πιο άγρια δαγκωμασιά του. Θαρρείς να του έρχεται ένας τυφλός κι εκείνος αντίς να φτύνει το χώμα να του δαγκώνει τα μάτια. Ή σαν νά ’ρχεται σιωπηλή γυναίκα μ’ ένα γεμάτο κιούπι στο χέρι και σου το βάνει στα χείλη – είναι αίμα αρχαίου δράκου που θα σε κάνει να ξ ε χ ά σ ε ι ς. Κι όμως εσύ δεν φοβάσαι – ανοίγεις το στόμα να το πιεις. Λοιπόν, τρίστρατο: το έβλεπε από την αρχή – όμως τώρα είχε φυσήξει κι ο αέρας. Ίσως καμωμένο για λόγους ισορροπίας μιας εικόνας αρκετά μακρόστενης για τα μέτρα του ζωγράφου της, πιθανώς ανάμνηση από προτεσταντικές γκραβούρες-αλληγορίες. Μπορεί και τετράστρατο, αν φανταστούμε και έναν δρόμο πίσω από την πλάτη μας – μα πόση σημασία έχει πια αυτό που είναι πίσω από την πλάτη μας; Στα σίγουρα θα το ζωγράφιζε είτε το έβλεπε είτε όχι. Μάλλον δεν το είχε στο μυαλό του, μα οι σκιαγμένοι, λένε, φοβούνται τα τρίστρατα. Κι όμως εσύ δεν φοβάσαι. Τα κοράκια: προς τα πού πάνε; Προφανώς έρχονται καταπάνω σου, βιαστικά και έτοιμα να σε σπαράξουν ζωντανό – και τι θα πει ζωντανός; Πολλοί αμφιβάλλουν: τα πουλιά απλώς πετούν, θα σε προσπεράσουν από τα δεξιά, ενδεχομένως να φεύγουν – μα πού να παν, η φρέσκια σάρκα είναι εδώ; Κι όμως εσύ δεν φοβάσαι – γιατί; Είναι μια εικόνα που την ακούμε όσο την βλέπουμε: ο ουρανός μουγκρίζει, τα πουλιά κρώζουν, ο άνεμος σφυρίζει, η γης σειέται, τα στάχυα μαστιγώνονται. Γιατί, λοιπόν, δεν έφυγες να γλυτώσεις από τούτο τον χαλασμό, από τη συντέλεια του κόσμου; – ας έμενε ο ηλίθιος να ζωγραφίζει 100


μόνος του ανάμεσα στα αστροπελέκια και τη λάβα. Τι μού ’μεινες εδώ με την τάχαμου βεβαιότητα πως θα περπατήσεις αυτόν τον δρόμο, τον μεσαίο; Γιατί δεν φοβάσαι; Όσοι θέλουν να το σκεφτούν, να τραβηχτούν στην άκρη. Όσοι άνοιξαν τις κάμερες, να τις κλείσουν. Όσοι παράγγειλαν στρακαστρούκες και ηδύποτα, να το ματαιώσουν. Όσοι έχουν φλουριά κρυμμένα στο μπαούλο, να τα ξεχάσουν. Είμαι γυμνός πια και βάζω ανάμεσα στα δόντια ένα στάχυ. Η μακρόστενη εικόνα α γ κ α λ ι ά ζ ε ι – όποιος θέλει να βγει, να βγει τώρα. Εδώ κάποιος αγαπά, κάποιος πεθαίνει και κάποιος αρπάζεται – ποιος είναι ποιος; Σε λίγο θα φοβηθείς. Το χωράφι: ακόμη και κείνος δεν είχε ξαναζωγραφίσει τέτοιο χωράφι, εννοώ τόσο παράλογα ώριμο χωράφι. Μάλλον θα ετοιμαζόταν για κιτρινοκοκκινοπορτοκαλί ήλιο, εκείνον που βαραίνει τα απογεύματα του Ιουλίου. Άδειασε τα σωληνάρια στην παλέτα, άρχισε να σμίγει τα χρώματά του. Αίφνης του προέκυψε η καταιγίδα· σαν καλός ηλίθιος πήρε τον ήλιο από την παλέτα και τον έβαλε στο χωράφι. Ένα χωράφι που γυρεύει θεριστές, δηλαδή ανθρώπους με δρεπάνια, δηλαδή χάροντες – έχει μέσα του περισσότερο φως από αυτό που υπάρχει, άρα επιτέλους: ο ήλιος υπερέβη το μέτρο, και οι Ερινύες θα τον βρουν και θα τον α γ α π ή σ ο υ ν. Νομίζω ξέρεις πώς αγαπούνε οι Ερινύες· ακόμη δεν φοβήθηκες; Ίσως αυτό να είναι η αγάπη: ένας σκύλος με τρία κεφάλια, ένας άντρας που φορά το πουκάμισο του Νέσσου, ένα σμάρι κοράκια που έρχονται. Σε λίγο θα φανερωθεί ο Κεραυνός – σε λίγο θα φανερωθεί και κάποιος που πλαγιάζει με χολερικούς σκελετωμένους σκύλους. Έχεις διαλέξει με ποιον θα πας και σε ποιον θα γυρίσεις την πλάτη. 101


Να, λοιπόν, γιατί δεν φοβάσαι: αυτό το σταροχώραφο είναι το τέρας σου. Αχ, η αγάπη: το καλοκαίρι που οι Ερινύες θα μας κομματιάσουν μ’ ένα νανούρισμα ήρθε από τούτον τον μετα-ιστή, μεταηλίθιο μεταζωγράφο και τώρα είσαι μέσα στην εικόνα, είσαι μέσα στο όνειρο, σε ένα απόγευμα που δεν θα βραδιάσει γιατί θ α γ ί ν ο υ ν ά λ λ α . Μην κρύβεσαι πια: εσύ κάλεσες τα κοράκια σε τούτο το τρίστρατο, εσύ μαύρισες τον ουρανό κι έριξες τον ήλιο μέσα στα στάχυα, εσύ σήκωσες τον μανιασμένο αγέρα. Μπροστά στο σταροχώραφο, το τελευταίο σταροχώραφο τη στερνή ώρα του κόσμου, ξαφνικά ξεμαθαίνεις τον θάνατο και επαφίεσαι στα πουλιά του. Τώρα που δεν φοβάσαι, θα σου πω για το Πισοδέρι.

102


Σταροχώραφο με κοράκια (λεπτομέρεια), 1890, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

103


Οι πατατοφάγοι (λεπτομέρεια), 1885, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ.

104


15 (Zelmpa i Thanatos ke anastasi sto Pisotheri) Αυτό το διαβάζεις στα λεμόνια. Εκεί είναι sinopsi – ή, τέλος πάντων, κάτι άλλο. Κι εδώ είναι κάτι άλλο. Να το έχεις στο νου σου αυτό. Ας πούμε, τον Φεβρουάριο του 1997. Σε μια σπηλιά στο Πισοδέρι. Οχτώ Αλβανοί νεκροί. Από το κρύο. Αγκαλιασμένοι. Είχανε κάψει εφημερίδες για να ζεσταθούν. Τους βρήκαν τα περίπολα. Οι στρατιώτες τούς έψαξαν για να βρουν λεφτά. Στην καρδιά ενός αγοριού μια ζωγραφιά. Από ένα κορίτσι. ΄Ενας κίτρινος ήλιος – πόσο κίτρινος. Ένα χωράφι. Φύσαγε αεράκι και σαν να τρέμανε τα στάχια. Κι έπειτα ο οδηγός του μονοπατιού – ένας ηλίθιος βοσκός. Γύμνωσε το στήθος του και έπεσε πάνω στο γυμνωμένο αγόρι. Στις καρδιές τους η ζωγραφιά. Και λόγια. Σε γλώσσα καμία. Ίσως: βγες έξω. Και τέτοια. Ώσπου ρίγησε το παγωμένο σώμα του αγοριού. Κι εκεί, πριν τον τελειωτικό θάνατό τους, το αγόρι: μια λειψή ανάσα, μια κουβέντα. Σε γλώσσα κ α μ ί α. Εμείς θα φύγουμε. Τα δρεπάνια αχνοτρεμίζουν. (Έτσι όπως το ακούς. Και να ξέρεις πως όλα γράφτηκαν και όλα ζωγραφίστηκαν για αυτό.)

105


Αυτοπροσωπογραφία, 1888, Fogg Art Museum, Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Μασαχουσέτη

106


16 (Γιατί δεν ζωγραφίζεις;) Το απομεσήμερο της 27ης Ιουλίου 1890, ο Βικέντιος Βαν Γκογκ βγήκε να περπατήσει στην εξοχή. Στ’ αλήθεια, οι περίπατοι οφελούν τη νεολαία. Αργά το απόγευμα στάθηκε μπροστά σε ένα σταροχώραφο και αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος. Για φαντάσου: όλα έγιναν επειδή δεν είχε μαζί του τελάρο. Γύρισε τρεκλίζοντας κι αιμορραγώντας στο δωμάτιό του και, παρά τις περιποιήσεις του Γκασέ, πέθανε δύο ημέρες αργότερα καπνίζοντας την πίπα του. Σε όσους βρέθηκαν γύρω του στις τελευταίες του ώρες δήλωνε ήρεμα πως επιθυμούσε να πεθάνει. Στην τσέπη του βρέθηκε το τελευταίο και πιο πολυσυζητημένο γράμμα του προς τον Τεό, το αριθμημένο ως Τ652: «Διακινδυνεύω τη ζωή μου για τη ζωγραφική, βούλιαξα μέσα της τη λογική μου...». Ήταν μάλλον τυχερός: καθότι αυτοκτόνος, δεν υπήρξε εκκλησία και θεϊκή ευλογία – μέχρι και νεκροφόρα αρνήθηκαν να του δώσουν. Ο Τεό και καμιά δεκαριά φίλοι (ανάμεσά τους ο Γκασέ, ο Μπερνάρ, ο μπαρμπά-Ταγκί) πήγαν το φέρετρό του στο καφενείο και το ακούμπησαν πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου – και γύρω γύρω πίνακές του, όσους πρόλαβαν να μαζέψουν· προφανώς έτσι θα το ήθελε. Θάφτηκε στο κοιμητήρι της Οβέρ. Κάπως έτσι έφυγε ο Βαν Γκογκ, δίχως οι σύγχρονοί του, και φυσικά πολύ περισσότερο ο ίδιος, να πάρουν χαμπάρι τι είχε κάνει και τι άφηνε πίσω του. Πολύ σύντομα οι ομότεχνοί του βιάστηκαν να ξεπλύνουν τις τύψεις τους για αυτό το κάτι που θέριευε μέσα στις εικόνες του και που ωστόσο δεν μπορούσαν μήτε να προσδιορίσουν, μήτε και να ελέγξουν: τον ανακήρυξαν ως τον μεγαλύτερο ζωγράφο της 107


Δύσης από τον καιρό του Ρέμπραντ, του κόλλησαν έξι εφτά ισμούς, τον έχρισαν (μαζί με τον Σεζάν και τον Γκογκέν) μέγα προφήτη της τέχνης του εικοστού αιώνα, κόπιαραν όσα από τη ζωή του και από τις πινελιές του νόμισαν ότι μπορούνε να κοπιαριστούν. Πήραν τη φράση από το Τ652 και την χαράξαν με καλλιγραφικά γράμματα πάνω στα καβαλέτα και τις παλέτες τους, σαν ένα νέο ταν ή επί τας, που θα οδηγήσει στη Σ ω τ η ρ ί α. Έχουμε μάθει να μην τα λέμε όλα: άμα είναι να σωθείς, καλέ μου φίλε, τα έχασες όλα – μόνον οι παπάδες μπορούν να ψελλίζουν τόσο μεγάλα ψέματα. Αν η σάρκα μας είναι γλυκός μούστος σε ρώγα σταφυλιού που δεν τη βλέπουμε, κι αν τα κίτρινα σιτάρια του Ιουλίου είναι στήθη κοριτσιών που φουσκώνουν και δεν τα βλέπουμε (πρόσεξε, καλέ μου, λέω α ν), οι γενιές των ηλιθίων μας γαλούχησαν να μην κοροϊδεύουμε τους πόθους μας. Μην ξεγελιέσαι από τα διαγγέλματα των μελλοντολόγων· δεν υπάρχει γνωστικός σπορέας, μήτε σπορά δίχως θάνατο, άρα: αν στ’ αλήθεια προσδοκάς ανάσταση των νεκρών σου, άσε την προσευχή, άσε το δόξα-σοι-ο-Θεός ή το ελθέτω-η-βασιλεία-σου και ψάξε τον τρόπο για να χαθείς. Ο Κουροσάβα στα Όνειρα του 1990 βάνει τον Βικέντιο ήρωα στο πέμπτο από τα οχτώ όνειρα που συγκροτούν την ταινία. Ηθοποιός ο Σκορτσέζε, φυσικά μπανταρισμένο το αυτί, ψάθινο καπέλο, πινέλο στο χέρι και καβαλέτο στη μέση του χωραφιού· ο αφηγητής πλησιάζει κοντά του, κι εκείνος γυρνά και τον κοιτάζει αγριεμένος: «γιατί δεν ζωγραφίζεις;» Ω ναι, λοιπόν, γ ι α τ ί δεν ζωγραφίζεις. Περπατάω στους πίνακες του Βαν Γκογκ σαν τον αφηγητή του Κουροσάβα: ανάμεσα στα σιτάρια του, τα λουλούδια του, τους δρόμους και τα σπίτια των χωριών του. 108


Το δικό μου όνειρο αρχίζει με τα κρωξίματα των πουλιών· κι έπειτα ακολουθεί το φοβερό τρεχαλητό ενός παιδιού μέσα στη νύχτα, ενός παιδιού που ψάχνει μια χαμένη καρδιά και ονειρεύεται τον έξαλλο ήλιο. Φοβάμαι να πάω παρακάτω: το πιο πιθανό είναι να πεθάνω δίχως να καταλάβω την παλιά παραβολή που επαναλαμβάνεται αλέθοντας στη μυλόπετρα κορμιά – όμως μαγεύομαι (πες το και: γκαβλώνω) μ’ αυτόν τον έξαλλο ήλιο που δεν θα δω. Ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε· απλώς περπάτησε στο τέλος του δρόμου που ζωγράφιζε στις εικόνες του. Η ευθεία στις κλαδεμένες ιτιές γίνηκε κάτι σαν σπειροειδής δρόμος στο σταροχώραφο με τα κοράκια – ότι και να ήταν, εκείνος που υπέγραφε Βίνσεντ είχε δει καθαρά, πολύ καθαρότερα από τους γνωστικούς προφήτες και τους τρελόμπατσους, το πού θα τον έβγαζε, εκείνη την οριστική άκρη του ορίζοντα που είναι, λέει, σαν ατσάλινο λεπίδι και δεν το κρατάει κάποιος δήμιος ή ένας θανατηφόρος Αχιλλέας ή χατζαροφορεμένος Διγενής ή Χάροντας ή έστω φριχτός δράκος, μα, το φριχτότερο, ο ίδιος ο Θεός σου. Όποιος περπατάει από εκεί χάνεται: ακριβώς για να γεμίσεις τη δική σου ομορφιά, τη δική σου αλήθεια, τη δική σου αγάπη, τον δικό σου θάνατο που δεν μοιάζει σε τίποτε με τους υπολοίπους. Κάποιος είπε πως όλα τα παραμύθια μετά τον κουρελή της Γενισαρέτ ξαναλένε την ιστορία του – ή πως ψάχνουν την αληθινή ιστορία του. Έτσι και με τούτο: ο πυροβολισμός που ακούστηκε σε κείνο το σταροχώραφο της Οβέρ τον Ιούλιο του 1890 είναι ένα ακόμη παραμύθι δίχως αρχή – μονάχα το τυφλό λαχάνιασμα στο δάσος, τα ψηλαφήματα στους κορμούς των δέντρων, κι άγρια προϊστορικά πουλιά να κρώζουν, πνεύματα που καταποντίστηκαν σε άπατα χάσματα και πέφτουν, πέφτουν, π έ φ τ ο υ ν. Είναι ένα ακόμη 109


παραμύθι που κατατρώγει αφηγητές και ακροατές ως σαρκοβόρο άνθος, ως αφήγηση που γίνεται τέρας και τότε αλίμονό σου αν δεν μπορέσεις να ξυπνήσεις. Είναι για ακόμη μια φορά η ιστορία του ηλίθιου που ψυχορραγεί καρφωμένος στον πυρωμένο ήλιο του, ρωτώντας τους ανυποψίαστους περαστικούς, εμένα και εσένα: γιατί δεν ζωγραφίζεις; Εντέλει: όλα άρχισαν και τέλειωσαν σε ένα χωράφι άκληρων, μαραγκιασμένων κολίγων που δεν είχαν να χάσουν μήτε τις αλυσίδες τους, καταραμένων να λιώσουν μέσα στην ερημιά (: την μοναξιά) τους δίχως να τους δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία, ένα χωράφι στο οποίο τρέχουμε τα καλοκαίρια της ζωής μας προσμένοντας έρωτες και θάνατο, ελπίδα και πίστη και ό,τι μείζον μας έταξε ο γενικός αρχειοθέτης της σκλαβιάς μας. Σε τούτο το χωράφι ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, έσπειρε εικόνες-ευκαιρίες, θερίστηκε μαζί τους, ενταφιάστηκε μέσα σε αχαλίνωτες πινελιές του κόσμου του, της μεγάλης ντρόγκας του, της αδιανόητης πεθυμιάς του. Και γύρω-γύρω μια άγρια υποψία, πιθανώς μεγαλύτερη από το μηδέν του σύγχρονού του απελπισμένου Γερμανού που τον ίδιο καιρό έχει εισέλθει στην τελική φάση του επαναπροσδιορισμού: την αγάπη τη διδάσκουν τα κοράκια – ενδεχομένως τρώγοντας; – ναι, τ ρ ώ γ ο ν τ α ς. Ο καθένας μας έχει το σώμα και αίμα του – ή, να στο πω αλλιώς, έχει τις αποφάσεις του. Ιδού, λοιπόν: όποιος αποφασίσει να μην φοβάται το παρακάτω, ας επιστρέψει σε τούτο το χωράφι για να μαζέψει τα κομμάτια εκείνου του ηλίθιου σπορέα, να κάνει ξόρκια, βουντού, αμπρακατάμπρες, να θηλάσει τις πέτρες, να φιληθεί με τα φίδια, να σπαραχτεί από τα σαρκοφάγα ελάφια, να πεθάνει και καλά καταρκυθμεύοντας (εάν είναι ρήμα μπορεί να γίνει και μετοχή, φίλε), ανταμωμένος με τους φονιάδες του, με το τέρας του, με τον δεινό φόβο του, να δώσει, τέλος πάντων, τον χαμένο αγώνα του εκεί, χωρίς άγρυπνα μάτια που σε βλέπουν

110


από τον ουρανό, ανίκητους ενδιάμεσους, ανίκητα βιβλία κι ανίκητα φλογοβόλα – στο χωράφι όπου φ υ τ ρ ώ ν ε ι ο πυρετός και οι άνθρωποι π ε ι ν ο ύ ν ε.

111


Καλαμποκοχώραφο με κυπαρίσσια, 1889, Πινακοθήκη Τέιτ, Λονδίνο 112


113


Αυτοπροσωπογραφία με γκρίζο καπέλο (λεπτομέρεια), 1887, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

114


17 (Όπου μια τυφλή κοπέλα παραμιλά για την τρελή σποριά) Ίσως και να θυμάσαι την τυφλή κοπέλα. Αυτήνα που βρήκε το αγόρι. Μέσα στη νύχτα. Παραμιλούσε. Έλεγε: οι άνθρωποι α λ λ η λ ο π ε θ α ί ν ο υ ν. Για σκέψου εσύ τι σημαίνει αυτό. Όλοι κάπου έχουμε να πάμε. Όλοι περιμένουμε κάτι. Μέχρι που να ροδίσει η αυγή. Μέχρι να.

115


Σταροχώραφο με κοράκια (λεπτομέρεια), 1890, Μουσείο Βαν Γκογκ, Άμστερνταμ

116


18 (Όπου ο χλωρός πυρετός γεμίζει τον κόσμο) Το αγόρι γυρίζει, λοιπόν. Το κορίτσι τον περιμένει για την τελευταία βελονιά. Βγάζει το μαχαίρι και ξεριζώνει την καρδιά του. Να πώς είχε καταλάβει τα λόγια της τυφλής. Το κορίτσι του ράβει την καρδιά μέσα στο σώμα. Κατόπιν μαχαιρώνεται κατάστηθα να τρέξει το αίμα της μέσα στον σπορέα. Έτσι α λ λ η λ ο π ε θ α ί ν ο υ ν οι άνθρωποι, που λες. Μέχρι που να ροδίσει η αυγή.

117


Έναστρη νύχτα (λεπτομέρεια), 1889, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη 118


Τούτα εδώ είναι τα μελένια λεμόνια. Μην με πιστεύετε.

119


120


Αυτοπροσωπογραφία (λεπτομέρεια), 1889, Μουσείο ντ’ Ορσέ, Παρίσι

121


Συνοπτικό Χρονολόγιο (αναφέρονται μόνο τα πλέον σημαντικά γεγονότα της ζωής του Βίνσεντ Βαν Γκογκ)

(Φωτογραφία του Βαν Γκογκ στα 1878.)

1853, 30 Μαρτίου: Γεννιέται ο Βικέντιος Βαν Γκογκ στο Χρόουτ-Ζίντερ της Ολλανδίας. Πατέρας του ο πάστορας Θεόδωρος Βαν Γκογκ, μητέρα του η Άννα Κουρμπέντους. Ήταν το πρώτο από τα παιδιά που έζησαν· εντέλει το ζευγάρι έκανε έξι. Το 1857 γεννιέται ο αδελφός του Τεό. 1869-1876: Βρίσκεται στη Χάγη και εργάζεται στην εταιρεία «Γκουπίλ και Σία», την οποία διευθύνει ο θείος του Σεντ Βαν Γκογκ. Η εταιρία ασχολείται με το εμπόριο τέχνης. Ο Βαν Γκογκ έρχεται σε επαφή με εκατοντάδες έργα και ζωγράφους που μέχρι τότε αγνοούσε. Ταξιδεύει στο Λονδίνο και το Παρίσι. 1876. Απόλυση από την εταιρία «Γκουπίλ και Σία». Εργάζεται κατά διαστήματα ως δάσκαλος και ως υπάλληλος. 1878-1890: Λαϊκός ιεροκήρυκας στα ανθρακωρυχεία της Μπορινάζ. Τον ίδιο καιρό διαβάζει τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι. Μοιράζει τα υπάρχοντά του και τον μισθό του στους φτωχούς, ζει σε τρώγλες, φοράει κουρέλια. Πάνω στον 122


χρόνο παύεται λόγω προβληματικής συμπεριφοράς· χωρίς εξουσιοδότηση, συνεχίζει τα κηρύγματά του για έναν ακόμη χρόνο.

καμία

1880: Αποφασίζει να γίνει ζωγράφος. Σχεδόν ταυτόχρονα ο Τεό αρχίζει να τον χρηματοδοτεί σε μηνιαία βάση, μέχρι το τέλος της ζωής του. Περιπλάνηση σε αρκετές πόλεις και ζωγραφικές σχολές. Κύρια έδρα του είναι η Χάγη. 1882-1883: Δεσμός και συμβίωση με την Σιεν Χόρνικ. 1883-1885: Ζει μαζί με τους γονείς του στο Νούενεν. Πρώτοι πίνακες. Τον Μάρτιο του 1885 πεθαίνει ο πατέρας του. Τον Νοέμβριο ο Βικέντιος μετακομίζει στην Αμβέρσα με σκοπό να σπουδάσει ζωγραφική. Μάρτιος 1886-Φεβρουάριος 1888. Ζει και ζωγραφίζει στο Παρίσι. Μένει μαζί με τον αδελφό του Τεό, σπουδάζει για μερικούς μήνες στο εργαστήρι ζωγραφικής του Φελίξ Κορμόν. Γνωρίζει και συνδέεται με αρκετούς από την ομάδα των ιμπρεσιονιστών και των μετεμπρεσιονιστών: Καμίλ Πισαρό, Λισιέν Πισαρό, Πολ Σεζάν, Κλοντ Μονέ, Πολ Σινιάκ, Ζορζ Σερά, Πολ Γκογκέν, καθώς και τους συμφοιτητές του Εμίλ Μπερνάρ και Ανρί Τουλούζ-Λοτρέκ. Επηρεάζεται από την τεχνική των πουαντιγιστών· οργανώνει ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής Φεβρουάριος 1888-Μάιος 1889. Ζει και ζωγραφίζει στην Αρλ της Προβηγκίας. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1888 φιλοξενεί τον Πολ Γκογκέν. Στις 23 Δεκεμβρίου του 1888 επιτίθεται στον Γκογκέν με ένα ξυράφι· κατόπιν κόβει το αυτί του και το δωρίζει σε μια πόρνη. Νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο της Άρλ. Τον Μάρτιο του 1889 οι κάτοικοι της πόλης μαζεύουν υπογραφές για να τον κλείσουν στο άσυλο. Μάιος 1889-Μάιος 1890: Εγκλείεται με τη θέλησή του στο Άσυλο-Νοσοκομείο του Αγίου Παύλου στο Σεν Ρεμί. Κατά διαστήματα ζωγραφίζει. Το Ιανουάριο του 1890 γεννιέται ο ανεψιός του Βικέντιος, γιος του Τεό και της Γιοχάνας Μπονζέ. 1890, 19 Μαΐου: Φτάνει στην Οβέρ, κοντά στον γιατρό και φιλότεχνο Πολ Γκασέ. Θα ζήσει εκεί τις τελευταίες εβδομήντα ημέρες της ζωής του. Ζωγραφίζει ακατάπαυστα. 1890, 27 Ιουλίου: Το απόγευμα, κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στην εξοχή της Οβέρ, αυτοπυροβολείται με το πιστόλι του στο στήθος. Επιστρέφει στο δωματιό του και πεθαίνει μετά από δύο μέρες, στις 29 Ιουλίου 1890. Θάφτηκε στην Οβέρ. Έξι μήνες αργότερα πέθανε και ο Τεό, και θάφτηκε δίπλα του.

123


124



ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ

reset Ή

Τ Α ΑΝ Θ ΙΣΜ Έ Ν Α ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΈΓΜΑΤΑ ΤΗΣ

ΚΑΡΔΙΆΣ ΜΑΣ

Μια φαντασμαγορία * ακολουθία δώδεκα βιβλίων *** γενικό διάγραμμα έργου: 1. Τζιότο * δακρύζω, χύνω, πεθαίνω 2. Μποτιτσέλι * τα κορίτσια ανοίγουν τα νεσεσέρ τους 3. Λεονάρντο * φ φ φ ο υ 4. Μιχαήλ Άγγελος * το σμίξιμο των ανθρώπων και των φιδιών 5. Ραφαήλ * τριαντάφυλλα στο παράθυρο 6. Γκρέκο * οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού 7. Καραβάτζιο * το παράφορο αίμα 8. Ρέμπραντ * η νύχτα των δολοφόνων αστών 9. Γκόγια * για να πεθάνουμε τον θάνατό μας 10. Μονέ * ο ξανακερδισμένος χρόνος 11. Γκογκέν * οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες 12. Βαν Γκογκ * ο σπορέας του πυρετού


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.