Το κόψε κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται - Θανάσης Τριαρίδης

Page 1



δημοσιευμένα βιβλία του Θ.Τ. Ο άνεμος σφυρίζει στην Κουπέλα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2000 * Το τρυφερό μαχαίρι του Πέτρο Μπόλε, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Η παγωμένη καρδιά των ευτυχισμένων ανθρώπων, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Το χαραγμένο σιτάρι, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 * Η μουγγή καμπάνα, αφήγημα, Εκδόσεις Πατάκη, 2003 * H αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, μια αφήγηση, Εκδόσεις mauve, εκτός εμπορίου, 2005, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/aida/, 2005 * τα μελένια λεμόνια – η διαθήκη των γκαβλωμένων ανθρώπων, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/ melenialemonia/, 2005, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2007 * Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, κείμενα πολιτικής ανάγκης, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2006 * Ich bebe – Όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα, ανιστόρηση του τρόμου μου, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/ichbebe/, 2007, Εκδόσεις τυπωθήτω, 2008 * Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, τα γυμνά μάτια ή το πώς να ζει κανείς με τον μπαλτά, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/keimena/keimA028.htm, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2008 * Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται, ηλεκτρονική έκδοση στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/kopse/, 2008, Εκδόσεις διάπυροΝ, 2009 * Η ψωλοσυλλέκτρια ή όταν εμφανίζεται η Βεατρίκη, Εκδόσεις γκάβλα, 2008 * Το ξεψύχυσμα ή ημέρα Κυριακή στην Καπέλα Σιξτίνα, Εκδόσεις γκάβλα, 2008

υπό έκδοση Reset ή τα ανθισμένα συρματοπλέγματα της καρδιάς μας, μια φαντασμαγορία ακολουθία δώδεκα βιβλίων 1. Τζιότο, δακρύζω, χύνω, πεθαίνω * 2. Μποτιτσέλι, τα κορίτσια ανοίγουν τα νεσεσέρ τους * 3. Λεονάρντο, φ φ φ ο υ * 4. Μιχαήλ Άγγελος, το σμίξιμο των ανθρώπων και των φιδιών * 5. Ραφαήλ, τριαντάφυλλα στο παράθυρο * 6. Γκρέκο, οι άνθρωποι στις φλόγες του Θεού * 7. Καραβάτζιο, το παράφορο αίμα * 8. Ρέμπραντ, η νύχτα των δολοφόνων αστών * 9. Γκόγια, για να πεθάνουμε τον θάνατό μας * 10. Μονέ, ο ξανακερδισμένος χρόνος * 11. Γκογκέν, οι Ερινύες θα γίνουνε γυμνόστηθες κόρες * 12. Βαν Γκογκ, ο σπορέας του πυρετού Εκδόσεις mauve, υπό έκδοση


το κόψε-κόψε * ή όταν

οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται


ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ: Το κόψε-κόψε * ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται Aθήνα, εκδόσεις διάπυροΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (Χρεμωνίδου 27-33, 116 33 Αθήνα – τηλ. 697 276 70 70) www.diapyron.gr, e-mail: diapyron@gmail.com Το Κόψε-κόψε εκδόθηκε ηλεκτρονικά στο διαδίκτυο τον Ιούλιο του 2008 στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/kopse/ όπου και θα εξακολουθήσει να εκτίθεται στο σύνολό του και σε ελεύθερη πρόσβαση. Ο παρών τόμος αποτελεί την πρώτη έντυπη έκδοση. Α΄ έντυπη έκδοση Άνοιξη 2009 104 σ. (12 Χ 20 εκ.) ISBN 978-960-98748-0-9

© γενικό: 2009 ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ © για την έντυπη ελληνική έκδοση: 2009, εκδόσεις διάπυροΝ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ και ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ Σχεδίαση εξωφύλλου και μορφοποίηση έκδοσης: ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Το βιβλίο υποστήριξαν με την ανάγνωσή τους ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ (ο οποίος έκανε και τον αναλυτικό φιλολογικό έλεγχο του κειμένου), ο ΚΩΣΤΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΙΑΔΗΣ, ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ και ο ΔΙΟΝΎΣΗΣ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑΚΗΣ. Τεχνική υποστήριξη στη σχεδίαση του εξωφύλλου πρόσφερε ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΗΝΑΪΔΗΣ. Εκδοτική φροντίδα: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Διορθώσεις: ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΠΑΔΟΥΚΑΚΗΣ Σελιδοποίηση: ΚΩΣΤΑΣ ΜΗΝΑΪΔΗΣ (210 64 30 848) Φιλμ-μοντάζ: ΤΖΑΝΙΩ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ (210 36 28 601) Eκτύπωση: ΜΑΚΗΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (210 64 57 212) Bιβλιοδεσία: ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΣ (210 34 77 108) Στην παρούσα έκδοση χρησιμοποιήθηκε πιστοποιημένο οικολογικό χαρτί Garda Pat 13. Ο χαρτοπολτός του συγκεκριμένου χαρτιού προέρχεται από δάση οικολογικής διαχείρισης και παράγεται με βάση κανονισμούς προστασίας του περιβάλλοντος.


θανάσης τριαρίδης

το κόψε-κόψε * ή όταν

οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται

Ύμ ν ο ς στην ατέλειωτη μεγάλη σφαγή

(που συνήθως τη λένε Ελευθερία, Εργασία που Απελευθερώνει, Λαό, Μέλλον – ή και Ιστορία, Πεπρωμένο, Εξέλιξη, Α γ ά π η , etc.)

*** μια εξωσχολική παράσταση

διάπυροΝ 2009



Περιεχόμενα σ υ μ π λ ή ρ ω σ ε τ ι ς τ ε λ ε ί ε ς ........................... 11 1. Σε γνωρίζω............................................................... 13 2. Επιτάφιος................................................................. 23 3. Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου....................................... 29 4. Το Σπαθί του Βασιλιά Αρθούρου – και των υπολοίπων χασάπηδων........................... 31 5. Η ταφή του Nothung................................................. 41 6. Ο θάνατος του Διγενή................................................ 45 7. Allons enfants.......................................................... 49 8. Τα σαράντα παλικάρια.............................................. 53 9. Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας –ή μιας κάποιας συμπολιτείας– πολεμήσαντες...... 57 10. Unser Kampf.......................................................... 59 11. Εμπρός της γης οι κολασμένοι.................................. 61 12. Inno della rivolta.................................................... 65 13. Ύμνος στη Χαρά...................................................... 69 14. Τη Υπερμάχω......................................................... 75 15. You’ll never walk alone......................................... 79 16. Το Άξιον Εστί......................................................... 81 Επίλογος: Ο Ύμνος του κόψε-κόψε................................. 99

[7]



Αν θέλεις, σκέψου το: Κάθε ύμνος είναι ένας ύμνος στην ατέλειωτη μεγάλη σφαγή.



(Μονόφυλλο χαρτί, σαν μπροσούρα. Τη βραδιά της παράστασης, κάποιος τα πέταξε στα προαύλια μερικών σχολείων της ίδιας πόλης, σε ουρητήρια, σε πάρκα, σε πύλες εγκαταλελειμμένων εργοστασίων. Φορούσε κράνος μοτοσυκλέτας, να μην φανεί το πρόσωπό του στις κάμερες. Φυσικά τον είχαν – και το πρόσωπο, και το όνομα, και όλα του. Αλλά δεν υπήρχε λόγος να τον πιάσουν.) συμπλήρωσε τις τελείες Αλίμονο, όλοι έχουμε μιαν προγιαγιά που τη βίασαν οι ...… έναν προπάππο –ή έναν προπροπάππο, δεν θα παίζουμε με τις λέξεις τώρα δα– που τον έσφαξαν οι ...… στη σφαγή της …... (συμπλήρωσε τις τελείες όπως θέλεις – δεν θ’ αλλάξει τίποτε). Μα κανείς, κανείς μας, πού να πάρει, δεν έχει έναν προπροπάππο σφαγέα ή βιαστή ή κάτι τέτοιο. Μήτε μια προγιαγιά που να βάζει στο εικονοστάσι φωτογραφίες των ένστολων γιων της, σφαγέων, βιαστών και τα τοιαύτα. Κι όλοι, βεβαίως, τραγουδάμε έναν Ύμνο ένα τραγούδι, βρε αδελφέ, για τη Δόξα των προγόνων μας ...... για τη Νίκη της ...... (συμπλήρωσε τις τελείες όπως πριν – δεν θ’ αλλάξει τίποτε).

[ 11 ]



1

Σε γνωρίζω Φαντάσου πως είσαι καθισμένος μέσα στην αίθουσα. Μαζί με άλλους. Είναι σκοτάδι, μα νιώθεις την παρουσία των άλλων. Που αναπνέουν. Κάποτε αρχίζει ένα πιάνο. Είναι φυσικά το Moment Musical Νο. 3 του Σούμπερτ. Ένας προτζέκτορας προβάλλει στην οροφή μια εικόνα. Είναι ο γνωστός πίνακας του Νικόλα Πουσέν Et in Arcadia ego. Μα όσο προχωράει το κομμάτι (ούτε δυο λεπτά κρατάει), η εικόνα του πίνακα στην οθόνη αλλάζει – μ ε τ α σ χ η μ α τ ί ζ ε τ α ι . Κάποτε βλέπουμε τον καινούργιο πίνακα: Είναι ο Κρόνος του Γκόγια, ο Κρόνος που τρώει ένα ανθρώπινο σώμα. Το Moment Musical τελειώνει – και την ίδια στιγμή σβήνει και η οθόνη με την εικόνα. Τότε, μες στο σκοτάδι, ακούγεται ένα βαθύ ρέψιμο. (Ίσως κάποιοι θεατές να ενοχλούνται.) *** Τώρα, αν θέλεις, σκέψου πως ανοίγει το φως. Ένα απλό κίτρινο φως είναι. Ένας αφηγητής κάθεται στην καρέκλα του. Ας πούμε πως είναι άντρας (μα αν τον προτιμάς γυναίκα, ας είναι γυναίκα). Κυρίως: είναι κάποιος α π ο λ ύ τ ω ς κ α ν ο ν ι κ ό ς άνθρωπος· αν τον έβλεπες στον δρόμο, δεν θα τον πρόσεχες.

[ 13 ]


14

Το κόψε-κόψε 1

Μπορεί απέναντί του να έχει ένα σκιάχτρο ή ένα βαρύ δερματόδετο βιβλίο (το δίχως άλλο, κάποιο «Ιερό Βιβλίο» θα είναι). Ή μια φωτογραφία σε κάδρο – σκέψου ό,τι θες σε αυτή τη φωτογραφία. Κι αν το κρίνεις σκόπιμο, σκέψου πίσω από τούτον τον αφηγητή και μια ομάδα παιδιών σαν χορωδία, τα κορίτσια στην πρώτη σειρά, τα αγόρια στη δεύτερη, ντυμένα ομοιόμορφα, ας πούμε, σκούρη μπλε φούστα ή παντελόνι, άσπρο πουκάμισο – ή όπως αλλιώς, πάντως ομοιόμορφα. Μόνο που στο κεφάλι τους φοράνε μάσκες γκοτζίλα ή παραπλήσιων τεράτων, από αυτές που πουλάν στις απόκριες. Τούτα τα παιδιά (το καταλαβαίνεις ότι είναι παιδιά από το παράστημά τους), με την έναρξη κάθε στροφής, αλλά και στο τέλος κάθε στίχου επαναλαμβάνουν τη φράση Σ ε γ ν ω ρ ί ζ ω . Συνέχεια το ίδιο – όπως λεν το Ελέησον στις εκκλησίες. Και το λένε χαμηλόφωνα και κοφτά, θαρρείς μηχανικά. Σαν να είναι μια ομάδα υπνωτισμένων.

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή που κόβει-κόβει τα κορμιά –τα καλοκόβει, τα κάμει έτοιμα φιλέτα– που σηκώνει τις ντούμπες με τα πτώματα κι ο κόσμος προς τη δόξα περπατεί, εξάλλου το αίμα είναι το πετρέλαιο της Ιστορίας, είπε ο ...… (κάποιος σπουδαίος θα το είπε, δεν μπορεί). Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη (και πρόσεξέ το: όχι β ί α , μα β ι ά , μία μονάχα συλλαβή, σαν λαιμητόμος), ω, από την όψη που με β ι ά λαμποκοπά σαν Δίκαιος Ήλιος, σαν Αστραπή, σαν Κεραυνός, σαν Άκαυτη Βάτος –


Το κόψε-κόψε 1

15

σαν ό,τι θες, φτάνει να σκοτώνει· όταν αστράφτει, χέζονται πάνω τους όλοι οι δειλοί κι οι Εφιάλτες – το λοιπόν, Ψόφος στους χέστηδες και στους δειλούς και στους Εφιάλτες (και στους συνοδοιπόρους, βέβαια – μην ξεχνιόμαστε). Σε γνωρίζω από το Πιστεύω (εις έναν Θεό, μην κάνεις τον χαζό), από τα κάθε λογής Πιστεύω (εις ένα Έθνος, έναν Λαό, έναν Αρχηγό), από τους όρκους της αιώνιας υποταγής στην αποφορά σου, από τις αγιαστούρες που σκίζουν τον αέρα σαν μαστίγια, τη λέξη Σώσον και τη λέξη Ελέησον και τη λέξη Wstawać (και τις παρόμοιες – δεν θα κάνουμε σκόντο στις λέξεις). Σε γνωρίζω από την πρωινή προσευχή των σχολείων, την εντολή στοιχηθείτε, την έπαρση της σημαίας, την εργασία και χαρά, την εργασία που α π ε λ ε υ θ ε ρώνει, τις βαφτίσεις των μωρών σε εκκλησίες στολισμένες με μπαλόνια. Σε γνωρίζω από τους χασάπηδές σου, αγάλματα στις πόλεις, εικονίσματα στις σχολικές αίθουσες (και τα λοιπά), τους Μεγαλέξανδρους, τους Πορθητές και τους Αδόλφους σου, τον Μέγα-Κωνσταντίνο μας, τον Μέγα-Θεοδόσιο, τον Μέγα-Βουλγαροκτόνο, τον Θοδωρή Κολοκοτρώνη μας, τον Μουσταφά Κεμάλ μας, τον Χάρι Τρούμαν μας (αν το σκεφτείς βαθιά, δ ι κ ο ί μ α ς ε ί ν α ι ό λ ο ι ).


16

Το κόψε-κόψε 1

Σε γνωρίζω από τους άγνωστους στρατιώτες σου που είναι έτοιμοι να γιομίσουν τον κάμπο μ ε τ ο μιαρό γαίμα των εχθρών σαν ακουστεί το κατάλληλο τραγουδάκι, φέρ’ ειπείν, ένα ξεγυρισμένο Allons enfants de la Patrie – λαίμαι τώρα, από τον αριστούχο νέο που διαβάζει τον Όρκο του Αθηναίου Οπλίτη, από τη χορωδία προσκόπων που κάνουν παρέλαση παίζοντας σε τζαζ διασκευή τη Μάρσια της Αΐντας. Σε γνωρίζω από το Χρυσόμαλλο Δέρας, από το κάθε (φευ, σ ε σ η μ α σ μ έ ν ο ) δέρας της υπάρξεώς μας, από τα δόντια του δράκοντα που σπέρνονται στη γη και φυτρώνουν έτοιμοι στρατιώτες. Σε γνωρίζω από τη γαλήνη του εκκλησιάσματος, από τον Θουκυδίδου Περικλέους Επιτάφιο, από τα επιτάφια επιγράμματα για τους νεκρούς μιας κάποιας μάχης, από τα βίντεο γκέιμ όπου σκοτώνεις τους κακούς και κερδίζεις μια ζωή. Σε γνωρίζω από τους παππούδες που δακρύζουν όταν ακούν τον Ύμνο (τι σημασία έχει ποιον;), από τους ποδοσφαιριστές που ματώνουν τη φανέλα με το εθνόσημο, από τα φέρετρα που παραχώνονται στη γης τυλιγμένα με σημαίες. Σε γνωρίζω από το επισκεπτήριο στους στρατώνες, από τις κοπέλες που ποζάρουν με νάζι φορώντας το πηλίκιο του δικού τους, από τα λούνα παρκ όπου πυροβολάς σ’ ένα ζωγραφισμένο σώμα και κερδίζεις λούτρινο αρκουδάκι. Σε γνωρίζω από τα αγοράκια που ντύνονται λοκατζήδες τις απόκριες,


Το κόψε-κόψε 1

17

από τα παιχνιδάδικα που πουλάνε αυτόματα οπλάκια, από τις μανάδες που γράφουν τα παιδιά τους στο καράτε, συναντιούνται στην αίθουσα αναμονής, «κι εσείς εδώ – κι εμείς εδώ» λένε, όλοι εδώ, στο τρομοστάσιο. Σε γνωρίζω από ρήσεις μεγάλων αντρών, από τη φράση «το δέντρο της Ελευθερίας ποτίζεται με αίμα», κι από τη φράση «η Ιστορία είχε Νόμους, δεν είναι νεοταξίτικη εφεύρεση», κι από τη φράση «έτσι είναι η ζωή, φίλε». Σε γνωρίζω από την επέτειο της Άλωσης της Τριπολιτσάς, από το αφιέρωμα της εφημερίδας Ε όπου ο δήμαρχος Σ έδωσε πλακέτα στον διευθυντή Φ και στον υπουργό Λ, από τους ιστορικούς που ονομάζουν ε π ε ί σ α κ τ ο υ ς τους σφαγμένους, από τους νέους επιστήμονες που αγανακτούνε «ε-όχι-κι-εθνοκάθαρση-η-Τριπολιτσά», από τα μηνύματα στο κινητό μου, ΛΙΓΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΣΕ ΒΡΟΥΝΕ ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ ΓΩΝΙΑ ΚΑΡΦΩΜΕΝΟ ΜΕ ΚΑΝΑ ΣΤΙΛΕΤΑΚΙ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΟΥΡΚΟΠΟΥΣΤΑ ΤΟΥΡΚΟΜΟΓΓΟΛΕ; Σε γνωρίζω από τα αρχαία έπη σου, από την Ιλιάδα, την Αινειάδα και την Έντα, από την αριστεία του Διομήδη και το σπαθί Nothung από την αριστεία του Πατρόκλου και το σπαθί Excalibur


18

Το κόψε-κόψε 1

από το κλέος της ραψωδίας Χι και το σπαθί του Λουκ Σκαϊγουόκερ – α π ό ό λ α τ α κ λ έ η ό λ ω ν τ ω ν αιώνων. Σε γνωρίζω από τους Διγενείς Ακρίτες σου, τα τετραπίθαμα σπαθιά και τα τρεις οργιές κοντάρια, από τα σαράντα παλικάρια που πάνε για να λιώσουν στον τοίχο τα μωρά της Τριπολιτσάς, από τους λεβέντες που καρτερούν πότε θα φλεβαρίσει να κάμουν μάνες δίχως γιους και γυναίκες δίχως άντρες – να σηκώσουν την ντούμπα τους κι αυτοί, ρε αδερφέ. Σε γνωρίζω από τους εθνικούς ποιητές σου (ρομαντικούς ή υπερρεαλιστές, όλοι στο γούφερ), αυτούς που γράφουν πως για να γυρίσει ο ήλιος θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς, σκορπίζουν αστροπελέκια τρόμου εις την άθλια Τριπολιτσά, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους, και χέρια, πόδια, κεφαλές, βέβαια – τι να λέμε. Σε γνωρίζω από το Ανθολόγιο Κειμένων Λογοτεχνίας, από τα περιοδικά του κομμωτηρίου που διαβάζουν οι κυρίες, από τις αθλητικές εφημερίδες, από τα φυλλάδια με τα νέα εντομοκτόνα, από τα ρωμαλέα φιλολογικά άρθρα που αναλύουν το μέτρο στον στίχο χέ-ρια, πό-δια, κε-φα-λές. Σε γνωρίζω από τα στοιχειωμένα κάστρα, τους στοιχειωμένους φάρους, τα στοιχειωμένα γιοφύρια που πάντοτε χρειάζονται κάποιονε να χτιστεί για να στεριώσουν, απ’ τα μνημεία της δόξας που σηκώθηκαν πάνω σε ντουμπαλίτσες αφανισμένων,


Το κόψε-κόψε 1

19

από τους σκλάβους που φτιάξανε την Αππία Οδό κι από τους σκλάβους που φτιάχνουνε τα τζιν παντελόνια μου. Σε γνωρίζω από τους κακούς λύκους των παραμυθιών (που θέλουνε να φάνε τα παιδάκια που χασομερούν στον δρόμο), κι από τους όφεις που πλανεύουν τους ανθρώπους (τι τα θες, όργανα του διαβόλου), από τον Αράπη που παίρνει τα παιδιά άμα δεν φάνε όλο το φαγητό τους (αυτό εξάλλου κάνουν οι αράπηδες – έτσι;). Σε γνωρίζω από τα ορατόρια των εθνικών συνθετών, από τις τελετές των εθνικών σκηνοθετών, από τους εθνικούς δημοσιογράφους που κουβαλούν τη ναζιστική δάδα – μετά δηλώνουν στις κάμερες συγκινημένοι πως κράτησαν στα χέρια τους μ ι α ι δ έ α π α ν α ν θρώπινη. Σε γνωρίζω από τους οδηγούς που πατάνε σκυλιά στις εθνικές οδούς, από τους μποντιμπιλντεράδες που δουλεύουνε πόρτα στα μαγαζιά, από τους εφήβους που χειροκροτάνε μέσα στο σινεμά την τελική σπαθιά, την τελική μπουνιά, την τελική πιστολιά που στέλνει τον κακό στην άβυσσο για πάντα. Σε γνωρίζω από τα Δωμάτια του Ραφαήλ Σάντσιο, από τον Ύμνο της Διεθνούς – της κάθε Διεθνούς, απ’ την Ωδή στο Μέλλον – την κάθε Ωδή σε κάποιο Μέλλον όπου όλοι οι ένοικοι αδελφωμένοι τραγουδούν για την αγάπη, προηγουμένως έχουν νομοθετήσει με τα δόντια


20

Το κόψε-κόψε 1

(μη σοκάρεσαι, πάντοτε με τα δόντια νομοθετούν οι άνθρωποι) Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος στους μη ενοίκους, όπου το αγόρι πήδηξε από τον τέταρτο όροφο όταν η Υπηρεσία Ελέγχου Μετανάστευσης έκανε ντου, ο εισαγγελέας της Αμιένης δήλωσε: Ο ι ά ν τ ρ ε ς τ η ς Υ π η ρ ε σ ί α ς δεν ήλθαν σ ε κ α μ ί α ε π α φ ή με το θύμα. Σε γνωρίζω από όσους φορούν κράνη, κουκούλες, καουμπόικα μαντήλια, από όσους έχουν κρατημένη θέση πάρκινγκ, από όσους έχουν κρατημένο βομβαρδιστικό, από όσους έχουν φόλα στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Σε γνωρίζω από την υποταγή μου, από τη μουγγαμάρα μου, από τη γλυκειά μου συνήθεια, από τη σαρανταποδαρούσα που σκότωσα τον Μάιο του 2003, πρώτα τη μισοέλιωσα με την πλαστική παντόφλα, κατόπιν σιχαινόμουνα να τελειώσω τη δουλειά με το χέρι, την έλουσα στο εντομοκτόνο μέχρι να πάψει να κινείται (ήμουν πια τριάντα τρία – είχα κιόλας γράψει για το αγόρι που έριχνε αμμωνία στις μυρμηγκοφωλιές). Σε γνωρίζω από εκείνη τη μέρα που άκουσα με τ’ αυτιά μου τους συνοριοφύλακες να κάνουν κόντρα πόσους Αλβανούς έχει σκοτώσει ο καθένας, συνθηματικά τούς έλεγαν αγριογούρουνα, τάχα μιλούσαν για το κυνήγι, χασκογελούσαν,


Το κόψε-κόψε 1

21

ενώ μιλούσαν για τουφεκισμούς, γ ι α δ ο λ ο φονίες, πήγα στο καφενείο, ζήτησα αναψυκτικό, ντεμέκ δεν ήμουν σίγουρος κι είπα να μην πάρω αμαρτία, ίσως είχα ακούσει πράγματι για το κυνήγι του γουρουνιού, τελεία. Ω, είναι τρομερή η κόψη του σπαθιού σου, μα πόσο τρομερότερη η δική μου συναίνεση; Τέλος σε γνωρίζω από τ’ όνομά μου (στ’ αλήθεια θλιβερό μα τόσο-τόσο αληθινό): Θ α ν ά σ η ς Τ ρ ι α ρ ί δ η ς , δηλωμένος πολυβολητής ανθρώπων, συχνά ολοφυρόμενος για φόνους μυρμηγκιών (δοκίμασέ το: έτσι κουκουλώνονται οι φόνοι των πεινασμένων), άνθρωπος κ α τ ά τ ’ ά λ λ α ευαίσθητος, έτοιμος για μια κάποια τρυφερότητα – μα το κυριότερο: έτοιμος για κάθε αυριανό φόνο, έτοιμος να βγάλω από τη μύγα ξίγγι, έτοιμος να κάνω το γαίμα αισθαντική εξομολόγηση, εξαίσια ποίηση που λυτρώνει, αφήγηση σπαραχτικά προσωπική. Κι απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των ντουμπαλιασμένων τα μιαρά (βάλε σφαγμένους, βάλε πνιγμένους, στραγγαλισμένους, λιμασμένους, βάλε πολλούς, διότι πρέπει να γυρίσει ο Ήλιος, ο Τροχός – κάποιος να γυρίσει επιτέλους), απ’ τα κόκαλα βγαλμένη όλων αυτών, λοιπόν, η Ιστορία συνεχίζεται λαχταριστή, δικέ μου, το κόψε-κόψε συνεχίζεται λαχταρισ τ ό , μωρό μου, όπως τα λαχταριστά σωθικά που πετιούνται στον αέρα,


22

Το κόψε-κόψε 1

να δώσουν χρώμα –αχ, επιτέλους λίγο χρώμα– στην εικόνα, κι οι ποιητές απίκο: λάμπει-κόφτει το σπαθί – γιατί έτσι-σας-αρέσει, το κόψε-κόψε συνεχίζεται λαχταρισ τ ό , καλέ μου, γίνεται εμβόλιο των παιδιών μου και παγωτό με καραμελωμένα αμύγδαλα, γίνεται αγάπη δωματίου και ρομαντικό δειλινό και αλοιφή φουζικόρτ που βάζω στους δοθιήνες της μύτης μου κάθε πρωί.

Αν θέλεις, σκέψου τα φώτα να σβήνουν. Και η χορωδία των γκοτζιλοπαιδιών –ας τα πούμε έτσι– έχει σταματήσει. Τώρα η φωνή του αφηγητή είναι μόνη της, μ ε ς σ τ ο σκοτάδι.

Κι απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των ντουμπαλιασμένων τα μιαρά (ή μοναχά των ντουμπαλιασμένων, αρκεί – έτσι κι αλλιώς μιαρά είναι τα κόκαλά τους, αυτό δα έλειπε) πάντα σαν πρώτα αντρειωμένη Χαίρε, ω, Χαίρε, αποφορά


2

Επιτάφιος Συνεχίζουμε στο σκοτάδι του 1. Μετά τη λέξη α π ο φ ο ρ ά , αρχίζει απ’ τα μεγάφωνα δυνατά ένα τραγούδι. Είναι το γνωστό You are my destiny – στην εκτέλεση που ξέρουμε, από τον Πολ Άνκα. Μόλις αρχίζουν τα λόγια του τραγουδιού, ανοίγει ένας προβολέας (ίσως με πορτοκαλί φως;). Τα παιδιά-γκοτζίλες της προηγούμενης χορωδίας είναι πεσμένα το ένα πάνω στ’ άλλο. Σαν ντούμπα με πτώματα. Στο You are my happiness της τελευταίας στροφής η βελόνα κολλάει. Τότε το μεγάφωνο χαμηλώνει – ενώ η βελόνα εξακολουθεί κολλημένη. Αρχίζει να μιλάει μια βαθιά, εκφραστική αντρική φωνή. Σαν να μιλάει κάποιος θεός από τον ουρανό. Καθώς ακούγεται η φωνή, ο προβολέας πηγαίνει αργά από πτώμα σε πτώμα, από πρόσωπο σε πρόσωπο.

Όσοι εκφωνούν από παλιά επιταφίους λόγους πεσόντων ευκλεώς υπέρ πατρίδας σας φλομώνουν με ωραία λόγια πάνω απ’ τα πτώματα· το δίχως άλλο φέρνει έμπνευση τρανή η πτωματίλα. Μα εγώ θα σας τα πω δίχως περιστροφές – κομμένα πια τα λόγια και τα μπλα μπλα· από σήμερα μ ο ν ά χ α Ι σ τ ο ρ ί α . Γιατί τα λόγια είναι μια γαρνιτούρα γύρω από την ντουμπαλίτσα –

[ 23 ]


24

Το κόψε-κόψε 2

ξέρετε δα ποια ντουμπαλίτσα εννοώ· μα τώρα ήρθ’ η ώρα να περάσουμε στο ψητό. Θ’ αρχίσω απ’ τους προγόνους μας: με ίδρωτα στήσανε τις ντουμπαλίτσες του καιρού τους – τούτη είναι πάντοτε η δουλειά των προγόνων. Μα το μεγάλο τους έργο δεν ήταν η σφαγή (κι ένας λύκος μπορεί να χαλάσει τα πρόβατα) – το μεγάλο τους έργο ήταν που πτωματοστρώσανε καλά-καλά τον κόσμο – ω, ναι, π τ ω - μ α - τ ο - σ τ ρ ώ - σ α - ν ε, μην κάνεις πως δεν το καταλαβαίνεις, πώς αλευρώνεις τα ψάρια πριν το τηγάνισμα, έτσι ακριβώς, αλεύρωσαν το κοινό παρόν και το κοινό μέλλον πάνω στην ντουμπαλίτσα, πάνω-κάτω, μπρος-πίσω, πήρανε τα κουφάρια και τα κάνανε πολιτεία, πήρανε την αποφορά και την κάνανε ήθη κι έθιμα, άγραφη μνήμη. Σε τούτη την πολιτεία ζούμε εμείς λατρεύοντας τον θάνατο των άλλων, λογαριάζοντας τη σφαγή για πατρίδα. Εδώ κανένας δεν μας διατάζει, α υ τ ο δ ι α τ α ζ ό μ α σ τ ε , αν σου αρέσει η λέξη, α υ τ ο θ ε σ μ ι ζ ό μ α σ τ ε βάνοντας τους κανόνες της σφαγής, αν τούτο σου αρέσει πιο πολύ. Κοντολογίς: οι άλλοι σφάζουνε επειδή τους το λένε – εμείς σφάζουμε επειδή το αποφασίζουμε οι ίδιοι. Αυτό δημοκρατία κέκληται – πώς αλλιώς; Και για τις ώρες της ονειροπόλησής μας έχουμε φροντίσει –


Το κόψε-κόψε 2

25

για τότε που οι τύψεις εμφιλοχωρούν στον φωτεινό πνευματικό μας κόσμο: Έχουμε τέχνη υψηλή και ποίηση και φιλοσοφία βέβαια που να μας εξηγεί πως η ντουμπαλίτσα με τα πτώματα είναι εντός του μέλλοντός μας, πως είναι ένα κομμάτι του ταξιδιού μας, γιομάτο περιπέτειες, γιομάτο γνώσεις, στην τελική, γ ι ο μ ά τ ο α γ ά π η . Ποτέ μας δεν κρατήσαμε μυστικές τις μεθόδους της σφαγής, εμείς χαιρόμαστε όταν μας αντιγράφουν – (τέτοιος είναι ο πολιτισμός μας: αυτοαναπαράγεται σαν το συκώτι μας). Κι ενώ μας λένε μαλθακούς και διεφθαρμένους, πάντοτε στη σφαγή οι δικές μας οι ντουμπαλίτσες είναι ψηλότερες από των αλλονών και βέβαια πιο ποιοτικές – αυτό κι αν είναι, τι να μας πουν κι οι άλλοι από ποιότητα; Γιατί ξέρουμε να ζούμε τη ζωή μας: και φιλοκαλούμε και φιλοσοφούμε κι απ’ όλα τα καλά γευόμαστε… Και κάνουμε την πτωματόστρωση κοινή υπόθεση – κι όποιον δεν συμμετέχει ζωηρά σε αυτήν όχι απράγμονα αλλά αχρείο τον λογαριάζουμε (κατόπιν του διδάσκουμε Ιστορία μέχρι να του αρέσει – στο τέλος σε όλους αρέσει, πίστεψέ με). Κι έτσι με ζέση διπλή επινοούμε νέους τρόπους σφαγής, καθώς και νέα σφάγια, γιατί το ξέρουμε πως δίχως τη σωστή την ντουμπαλίτσα


26

Το κόψε-κόψε 2

όλη η πολιτεία μας θα πάει στράφι, θ’ αφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων – και πολιτεία δίχως μνήμη δεν είναι ανθρωπότητα, είναι ζούγκλα. Πρώτοι το νιώσαμε, λοιπόν, πως η σφαγή εξανθρωπίζει, πως η σφαγή εντέλει ελευθερώνει – και γίναμε οι πρώτοι που σφάζουμε από ελευθερία. Κι έτσι την φτιάξαμε την πόλη τούτηνα, χοάνη που ρουφά τις ψυχές μας και τις κάνει Μία, χοάνη που ρουφά τους εφιάλτες μας και τους κάνει Πίστη (μην το γελάς, άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε κομπιούτερς, κι εμείς βλέπουμε εφιάλτες, δεν ξεχνιένται εύκολα τα κορμιά που ξεκοιλιάσαμε, τα κεφάλια των μωρών που λιώσαμε στον τοίχο – μα ύστερα σκεφτόμαστε πως Ιστορία δίχως ντουμπαλίτσα δεν γίνεται). Κι όταν πεθαίνουμε την ώρα της σφαγής, ξέρουμε πως είναι για καλό: ένα ακόμη πτώμα προστίθεται στην ντουμπαλίτσα – τι σημασία έχει αν είναι το δικό μας; Σημασία έχει η ντουμπαλίτσα μας να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Γιατί πια δεν φελά να μην το λέμε: πιο σημαντικό κι από αυτόν που σφάζει είναι η ντουμπαλίτσα που σηκώνεται. Και –τι τα θες;– των επιφανών ανδρών κάθε ντουμπαλίτσα είναι τάφος, κι ας χάνεται το κουφάρι τους ανάμεσα σε κουφάρια αλλοφύλων,


Το κόψε-κόψε 2

27

μες στην ψυχή μας θα ζει η αποφορά τους όλο και πιο βαριά. Ους νυν υμείς ζηλώσαντες, λοιπόν, και κρίναντες ότι εύδαιμον το ελεύθερον και το μόνο ελεύθερον είναι η σφαγή, διόλου να μην περιοράσθε τον θάνατο– τι ’ναι ο θάνατος, ένα τσικ είναι, σιγά τ’ αβγά– κι επιπλέον σαν έρχεται μετά ρώμης και κοινής ανδρείας (και κοινής σφαγής – αυτό κυρίως) προκειμένου να τρανέψει μια ντουμπαλίτσα, ναι, είναι Αιώνια Ζωή – και κάτι ακόμη πιο πολύ (φαντάσου ό,τι θες, θα σου βρούμε και το κατάλληλο Βιβλίο). Αυτά για τα κουφάρια – και μη χολοσκάτε πια για τούτους δω: το χρέος τους το κάναν. Καθήκον του καθενός σας είναι να σκέφτεται το πώς θα πτωματοστρωθεί καλύτερα η πολιτεία. Κι όσες γυναίκες μπορείτε να γεννήσετε σάρκα για ντουμπαλίτσες ντισμίστ στα κοτέτσια σας· κι όλοι οι υπόλοιποι β ο υ ρ σ τ ο κ ό ψ ε - κ ό ψ ε , να σηκωθεί η ντουμπαλίτσα λίγο ψηλότερα.

Με αυτά τα λόγια σταμάτησε η βαθιά εκφραστική φωνή από τα μεγάφωνα. Στο βάθος η κολλημένη βελόνα συνεχίζει. Τότε ένα παιδί-γκοτζίλας σηκώνεται από την ντούμπα και γυρίζει προς το κοινό· ο προβολέας πέφτει πάνω του. Το παιδί-γκοτζίλας θα πει μονάχα μια πρόταση.


28

Το κόψε-κόψε 2

Αυτά ειπώθηκαν πάνω από τα πτώματα τον χειμώνα εκείνο. Κατόπιν ο προβολέας σβήνει. Τότε ξεκολλάει η βελόνα και ξαναρχίζουν τα λόγια του τραγουδιού – you are my destiny. Και κάποτε, το ίδιο απότομα, σταματάει, σαν κάποιος να πάτησε pause.


3

Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου Φαντάσου, αν θέλεις, να ανάβουν όλα μαζί τα φώτα κι οι προβολείς. Μαζί με την ομάδα των γκοτζιλοπαιδιών έχουν προστεθεί και ενήλικες με την ίδια μάσκα. Φαίνεται που είναι ενήλικες από το παράστημά τους. Αυτοί, οι ενήλικες γκοτζίλες, φοράνε άμφια. Η χορωδία των παιδιών ψάλλει χαμηλόφωνα το γνωστό Σώσον Κύριε τον λαόν σου. Οι ενήλικες όλοι μαζί απαγγέλλουν τα ακόλουθα.

Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, τον τρόμο των βιβλίων σου, τις αφηγήσεις της β ι ά ς σου, και δώσε νίκες στους βασιλιάδες επί των πεινασμένων, δώσε νίκες στους τσιφλικάδες επί των κολλήγων, στους στρατιώτες επί των μεταναστών, καί τό σον φυλάττων διά των σφαγών σου πολίτευμα. Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και δώσ’ του και μια Νιουκλίαρ Μπομπ να εξατμίσει όλους τους αλλουνούς, διότι το λεν κι οι επιστήμονες, χόμο χόμινι λούπους, κι όλοι λούποι για τον λαόν σου, οπότε σώσον και πάλι σώσον και ευλόγησον την κληρονομίαν σου.

[ 29 ]


30

Το κόψε-κόψε 3

Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, να βαλσαμώσουμε τα μάτια των εχθρών να τα κρεμάσουμε μόμπιλα στα κρεβατάκια των μωρών μας.

Σκέψου τις φωνές των ενηλίκων να δυναμώνουν, να χάνουν τον συντονισμό τους, σιγά-σιγά να γίνονται άναρθρες. Ακούμε αποσπασματικές φράσεις μαζί με άναρθρες κραυγές, ενώ η παιδική χορωδία συνεχίζει σχεδόν ουρλιάζοντας. Ακούγονται ακαθόριστοι ήχοι: κομπρεσέρ, πολυβόλα, κρόταλα, μαρσαρίσματα μηχανών κι αυτοκινήτων και διάφορα άλλα. Τα φώτα σβήνουν σιγά-σιγά – και το κομφούζιο κοπάζει.


4

Το Σπαθί του Βασιλιά Αρθούρου – και όλων των υπολοίπων Μια λάμπα ανάβει στη σκηνή. Στο κίτρινο φως της, βλέπεις έναν άντρα με μακριά μαλλιά να είναι καθισμένος σε ένα σκαμνί. Μοιάζει με τροβαδούρο του μεσαίωνα – για φαντάσου. Γύρω του καθισμένα οκλαδόν τα παιδιά-γκοτζίλες. Αρχίζει μουσική μιας μπαλάντας του μεσαίωνα. Τόσο τρυφερή – θυμίζει τον Κεμάλ του Χατζιδάκι. Ο άντρας μιλάει, απαγγέλλει. Την ιστορία ενός ονείρου θα σας πω – ή έστω: την ιστορία ενός παμπάλαιου σπαθιού που ’ταν πλασμένο από τα όνειρα των ανθρώπων… Γιατί το ξέρουν οι μεγάλοι ποιητές: Στο στήθος των πιο βαθιών ονείρων μας σκιρτά το κόψε-κόψε. Και την ώρα που ο άντρας λέει τη λέξη κ ό ψ ε - κ ό ψ ε ο ρυθμός γυρίζει σε ραπ. Ο τροβαδούρος πετιέται όρθιος, φοράει ένα τζόκεϊ ανάποδα. Η φωνή του αλλάζει, γίνεται βραχνή στριγγλιά. Θαρρείς και είναι άλλος άνθρωπος. Τα παιδιάγκοτζίλες πετιούνται κι αυτά, χορεύουν γύρω του, στα ρεφρέν τραγουδούν μαζί του. Ήσανε κάποτε, που λες, ο Ούθερ Πεντράγκον, [ 31 ]


32

Το κόψε-κόψε 4

χασάπης γερός, ήρωας σωστός, βεβαίως τρανός αρχηγός, αχ, ο Ούθερ Πεντράγκον, τάχα κυνηγός δράκων μα στ’ αλήθεια κυνηγός φτωχών όπως όλοι οι λατρεμένοι των ποιητών, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Είχε, λοιπόν, ένα Σπαθί ο Ούθερ ο Σφάχτης, ο Μέγας Στρατηλάτης, ο Αντεροβγάλτης, γυρνούσε μέρα-νύχτα στα χωριά, έκοβε τα κεφάλια σαν κλαριά των κολλήγων στη σειρά, πέντε-πέντε στη σπαθιά, απ’ το χάραμα ως τη νυχτιά, μ’ ένα Εξκάλιμπερ στο χέρι, όπως ο κάθε ήρωας ξέρει σαν τον οδηγεί το Φωτεινό Αστέρι, έβγαζε τα παραμύθια αληθινά, ξεκοίλιαζε ακόμη αληθινότερα, έφτιαχνε ιστορία από έντερα, έφτιαχνε αγάπη από έντερα, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Κάποτε ήρθε η ώρα για να πεθάνει, να χαιρετήσει τον τύπο με το δρεπάνι, ο Ούθερ ο Σφάχτης, ο Μέγας Στρατηλάτης, ξάπλωσε καταγής ένα μεσημέρι, χούφτιασε το Εξκάλιμπερ στο χέρι, αχ, ο κάθε χασάπης ξέρει


Το κόψε-κόψε 4

33

πως πρέπει να τελειώσει με το Σπαθί στο χέρι… Ολόγυρα μαζεύτηκαν οι νομοθέτες, οι δήμιοι κι οι σκηνοθέτες, οι μάγοι π’ ακολουθούν τ’ αστέρι κι όσοι καθοδηγούν τον κόσμο απ’ το χέρι, οι γλείφτες κι οι αγύρτες, οι υμνητές, οι ποιητές και οι προφήτες, οι πακετάδες της αγάπης-απάτης: Ούθερ, που πεθαίνεις την ώρα της μάχης, σε ποιόνε το δίνεις το Σπαθί; – το κόψε-κόψε πρέπει να συνεχιστεί, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Μα ο Ούθερ ο Σφάχτης τούς ήξερε καλά τους πακετάδες της αγάπης-απάτης: Όρνια, φευγάτε, τους δρόμους πάρτε και ντελαλάτε, δεύτερος Ούθερ δεν θα βγει να σηκώσει το Σπαθί, οπότε να πά’ να γαμηθεί της μάνας σας το μουνί το κόψε-κόψε μη σώσει και συνεχιστεί – στη λίμνη δίχως πάτο θα πετάξω το Σπαθί, μετά από μένα ο κόσμος ας καταστραφεί, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Κι έτσι το πέταξε ο Ούθερ ξεψυχώντας το Σπαθί, κι όλοι οι αγύρτες έμειναν πελιδνοί το άγιο κόψε-κόψε έμενε χωρίς συνεχιστή. Μα εξαίφνης απ’ της Λίμνης τα νερά αναδύθηκε η αρχαία η Κυρά. Γύρω της μαζεύτηκαν οι γλείφτες κι οι αγύρτες, οι υμνητές, οι ποιητές και οι προφήτες, οι πακετάδες της αγάπης-απάτης –


34

Το κόψε-κόψε 4

τους μιλούσε μια νεράιδα της Ουράνιας Χάρης: Αφήστε το Εξκάλιμπερ στη λίμνη δίχως πάτο, τον νου σας στο επόμενο φουσάτο, να φτιάξουμε καινούργιο Στρατηλάτη και καινούργιο Σπαθί – το κόψε-κόψε πρέπει να συνεχιστεί, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Όλα είναι κόψε-κόψε, σαν πελώρια αγάπη, σαν πελώρια απάτη, σαν πελώριο μανιτάρι, dance me to the end of love. Όλα είναι κόψε-κόψε Θεός, Πατρίδα κι Αγάπη, Πίστη, Σοφία κι Αγάπη, Ελπίδα κι Αγάπη, Αίμα κι Αγάπη, Εξκάλιμπερ κι Αγάπη, Ζικλόν και Αγάπη, μόνον αγάπη – dance me to the end of love. Όλα είναι κόψε-κόψε, τα παιδιά που μεγαλώνεις, τα ποιήματα που απαγγέλλεις, τα κλειδιά που κουβαλάς, τα ψώνια σου από το σούπερ, όλα είναι κόψε-κόψε, μ’ ένα Εξκάλιμπερ στο χέρι ο καθένας, με μιαν αγάπη στο στήθος ο καθένας, dance me to the end of Love. Είχαν, που λες, να βρούνε της μεγάλης σφαγής τον ανάδοχο,


Το κόψε-κόψε 4

τον δοξασμένο διάδοχο του Ούθερ Πεντράγκον (θα ήτανε, τι σύμπτωση, κι αυτός κυνηγός δράκων) διαλέξανε τον πιο γενναίο, άντρα σπουδαίο, τρανό αρχηγό, Αρθούρο τον λέγαν, τα μάτια του καίγαν, από τη δίψα για να πιάσει το Σπαθί, από τη δίψα για το κόψε-κόψε που πρέπει να συνεχιστεί. Ευθύς της Λίμνης η Κυρά μάζεψε τα μεγάλα τα μυαλά, τους νομοθέτες, τους δήμιους, τους σκηνοθέτες, τους γλείφτες, τους αγύρτες, τους υμνητές, τους ποιητές και τους προφήτες, τους πακετάδες της αγάπης-απάτης: Ιδού, τους είπε, ο νέος κυνηγός δράκων που θα ’ναι μονάχα κυνηγός φτωχών, όπως κάθε λατρεμένος των ποιητών. Κι άμα σας ρωτήσουνε για του Αρθούρου τη γενιά πείτε πως είναι του Πεντράγκον χυσιά – κι άμα σας ρωτήσουν πού το βρήκε το Σπαθί, πείτε πως το ξερίζωσε από ’να βραχί, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Αυτά της Λίμνης η Κυρά· και ο Αρθούρος το μέγα έργο ξεκινά: Σε λίγο ο λαουτζίκος παραμιλά – ποιος Ούθερ Πεντράγκον, ποιος κυνηγός δράκων, εδώ μιλούμε για άλλο πράγμα, για ένα θαύμα, για μακελάρη ολκής, για τον δάσκαλο της Νέας Αγάπης, α, δεν ξεκοιλιάζει μόνο φτωχούς

35


36

Το κόψε-κόψε 4

ξεκοιλιάζει και όσους θα γίνουν φτωχοί α, δεν παλουκώνει μόνο τρελούς παλουκώνει κι όσους θα γίνουν τρελοί, δεν φτιάχνει μόνον αγάπη από έντερα, είν’ ένας Μέγας Πλάστης – φτιάχνει το μέλλον-κοκορέτσι, παστρεύει το υπέροχο κοτέτσι, γιάμπαλα να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Έτσι περνούν τα χρόνια και τα ζαμάνια, δοξάζουν τον Θεό τα παπαδομάνια, ανάβουν τα καντήλια οι γριές κι οι ποιητές μιλούνε για ροδιές· ώσπου κάποτε γερνάει ο Αρθούρος ο Σφάχτης του μέλλοντός μας ο Πλάστης, αρρωσταίνει βαριά, ψυχορραγεί, φυσικά με το Εξκάλιμπερ στο χέρι όπως ο κάθε χασάπης ξέρει. Ολόγυρα μαζεύτηκαν οι γνωστοί νομοθέτες, οι γνωστοί δήμιοι κι οι γνωστοί σκηνοθέτες, οι μάγοι π’ ακολουθούν τ’ αστέρι κι όσοι καθοδηγούν τον κόσμο απ’ το χέρι, οι γλείφτες κι οι αγύρτες, οι υμνητές, οι ποιητές και οι προφήτες, οι πακετάδες της αγάπης-απάτης. Μιαν ώρα ο Πλάστης Αρθούρος ξεψυχά (μουγκρίζει της σφαγής παραγγέλματα) – και όλοι οι άλλοι περιμένουνε της Λίμνης την Κυρά για να τους ορμηνέψει σωστά, τον άξιο να υποδείξει να δώσουν το Σπαθί γιατί το κόψε-κόψε πρέπει να συνεχιστεί, γιάμπαλα να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά.


Το κόψε-κόψε 4

37

Κι απ’ τη Λίμνη διόλου δεν βγαίνει η Κυρά, ο Πλάστης Αρθούρος κάποτε ξεψυχά (μουγκρίζοντας της σφαγής παραγγέλματα). Μα οι πακετάδες σφόδρα ανησυχούν – της Λίμνης την Κυρά θέλουν να δουν· κι όσο δεν έρχεται, χάνουν τα πασχάλια και τ’ αβγά: Μην κάτι έπαθε, μην παγιδεύτηκε μες στα νερά ή μήπως δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά; Και κάποιος το φωνάζει δυνατά Αχ, τι θα γίνουμε δίχως της Λίμνης την Κυρά; γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Τότε πήρε τον λόγο κάποιος φιλόσοφος νεαρός (ω, θα ’σαν δικός του ο επερχόμενος καιρός): Τι χολοσκάτε, βρε παιδιά; Tι σαν δεν υπάρχει της Λίμνης η Κυρά; Και τι σαν δεν υπήρξε ποτέ – θαρρείς και δεν μπορούμε να κάνουμε μονάχοι τον σεφτέ. Εμείς θα πούμε πως ο Αρθούρος τής έδωσε στα χέρια το Σπαθί και στο εξής στον κάθε άριστο θε να το δίνει αυτή… Γιατί όσο υπάρχουνε φτωχοί, πάντοτε θα βρίσκεται κάποιο Σπαθί – κι άμα πληθαίνουν οι φτωχοί όλο και κάποιος ήρωας θα φανεί, ντεμέκ από τα χέρια της Κυράς να πάρει το Σπαθί που ο αρχαίος ο Αρθούρος και καλά ξερίζωσε από του βράχου την καρδιά… Τούτος θα γίνει το λοιπόν ο νέος μας ο Σφάχτης, του Μέλλοντός μας ο Πλάστης, και με στεντόρεια φωνή θα το πει πως είναι σούπερ θεϊκή επιταγή:


38

Το κόψε-κόψε 4

το κόψε-κόψε πρέπει να συνεχιστεί, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Όλα είναι κόψε-κόψε, του λούνα παρκ η ρόδα, το ποίημα που μιλά για λήθη, το γιασεμί, είτε βραδιάζει είτε φέγγει, η στάση του λεωφορείου όπου κανένας δεν είδε τα γαίματα στο ρείθρο, η κάρτα γενεθλίων που τραγουδάει love me tender, love me sweet, never let me go. Όλα είναι κόψε-κόψε, τα μανιφέστα, τα συνθήματα των τοίχων, οι διακηρύξεις των αρχών, οι ισολογισμοί με την μπότομ λάιν, οι οικογενειακές φωτογραφίες, η ρίζα ελιάς στο συζυγικό κρεβάτι, οι μάσκες της αποκριάς, ο γδούπος από τα παράθυρα που σφαλίζουν all my dreams fulfil. Όλα είναι κόψε-κόψε μ’ ένα εξκάλιμπερ στο χέρι ο καθένας, με μιαν αγάπη στο στήθος ο καθένας, κόψε-κόψε τους φτωχούς, κόψε-κόψε τους απέξω, κόψε-κόψε τους τρελούς, κόψε-κόψε τους χαζούς μ’ ένα εξκάλιμπερ στο χέρι ο καθένας, με μιαν αγάπη στο στήθος ο καθένας, είμαστε το κόψε-κόψε and I always will. Και τώρα λέγε συ πως το ’χει το Σπαθί,


Το κόψε-κόψε 4

39

της Λίμνης η Κυρά, το φυλάγει γερά, το τυλίγει με φυλλοκάρδια με όνειρα γλυκά και μητρικά χάδια και τα λοιπά και τα λοιπά. Μα λέγε κι αυτό: σαν κανένας το ζητάει για καλό, για σκοπό ιερό, τάχα για κυνήγι δράκων μα στην αλήθεια για κυνήγι των φτωχών όπως όλοι οι λατρεμένοι των ποιητών, α, της Λιμνής η Κυρά με τη μια του το δίνει να πετσοκόψει τα κορμιά, να φτιάξει ακόμη μιαν αγάπη από έντερα, κι άσε στην άκρη το ψι ψι το ξέρει δα κι ένα παιδί το κόψε-κόψε πρέπει να συνεχιστεί, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Γι’ αυτό κι εσύ, αν θέλεις να πετσοκόψεις κανέναν γερά, σφάξ’ τον και πες πως το Σπαθί σού το ’δωσε της Λίμνης η Κυρά, γιάμπαλα, να φας σκατά, να φας σκατά, να φας σκατά. Σκέψου τον ρυθμό της ραπ να σταματάει απότομα και να ακούγεται και πάλι η μεσαιωνική μουσική της αρχής. Τα παιδιά-γκοτζίλες πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο σχηματίζοντας κάτι σαν ντουμπαλίτσα. Ή έναν βράχο. Κάποτε ο τροβαδούρος-ράπερ παίρνει από έναν συνεργάτη του που κάθεται στην πρώτη σειρά ένα πελώριο πλαστικό σπαθί και το μπήγει ανάμεσα στα πεσμένα σώματα. Κι ύστερα πέφτει απάνω τους κι αυτός.


40

Το κόψε-κόψε 4

Πλέον το σπαθί είναι μπηγμένο μέσα σε τούτον τον «βράχο» από τα σώματα. Η μουσική συνεχίζει όλο και πιο μακρινή. Το φως λιγοστεύει. Σ β ή ν ο υ μ ε – θαρρείς όλοι μαζί.


5

Η ταφή του Nothung Κόκκινο ημίφως – ας το λογαριάσουμε για δειλινό. Μια κινηματογραφική οθόνη ή ένα video wall – ή ό,τι παρόμοιο. Οι γκοτζίλες, μικροί και μεγάλοι, να κάθονται καταγής, θαρρείς να βλέπουν σινεμά. Έξαφνα αρχίζει η μουσική από τα μικρόφωνα. Είναι η Ταφή του Ζίγκφριντ από το Λυκόφως των θεών του Βάγκνερ – το Fliegt heim, ihr Raben. Το κομμάτι ακούγεται πειραγμένο, σαν να έχει βρομίσει από άλλους ήχους. Στην οθόνη προβάλλονται εικόνες από ντούμπες με πτώματα, η μια μετά την άλλη. Η Σφαγή των Νηπίων του Τζιότο, εικόνες από το Ολοκαύτωμα, από τη Ρουάντα, κατόπιν η Ελευθερία που οδηγεί τον λαό του Ντελακρουά, ομαδικοί τάφοι, ο Θάνατος του Μπρέγκελ – τέτοια. Οι γκοτζίλες βλέπουν. Κάποτε η μουσική μουγγώνει. Στην οθόνη τώρα εμφανίζεται μια ασπρόμαυρη φοβερή και τρομερή Βαλκυρία: είναι η Μπρουνχίλντε που θρηνεί έναν άντρα, τον Ζίγκφριντ. Βλέπουμε –κι εμείς και οι γκοτζίλες– το τέλος από μια βουβή κινηματογραφική μεταφορά του Ring. Προφανώς θα είναι κάποια γερμανική ταινία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Από τα μικρόφωνα μια γυναικεία φωνή λέει τα ακόλουθα – ενώ η ταινία συνεχίζει.

Κάποιαν ημέρα που περίμεναν οι Βαλκυρίες ακόμη μιάνα μάχη φονική να τελειώσει και να ξεδιαλέξουν από τους σφαγιασμένους τους πλέον ήρωες

[ 41 ]


42

Το κόψε-κόψε 5

(δηλαδή: τους πιο μαστόρους στο κόψε-κόψε) είδανε την Μπρουνχίλντε, την αποστάτιδα την αδελφή τους, να ανεβαίνει στον Πύργο της Βαλχάλα σέρνοντας μαζί της τη Σχεδία που ’χε φτιαχτεί ειδικά για να κουβαλήσει κάποιο Άγιο Σώμα (λαίμαι τώρα). Κι όλες το είπανε πως ήτανε ηρωική η αδελφούλα τους η Μπρουνχίλντε, πως θυσιαζόταν για τη δική τους αιωνιότητα. Κι ας πίστευε ο κόσμος πως αποστάτησε απ’ της καρδιάς το πάθος, κι ας νόμιζαν όσοι την έβλεπαν πως κουβάλαγε το σώμα του αγαπημένου της, του Ζίγκφριντ, του Μεγάλου Ήρωα που με μπαμπεσιά τον σκότωσε ο Χάγκεν, του θνητού που την έκανε ν’ αρνηθεί την ίδια την Αθανασία. Και τώρα τάχα θα καεί μες στη Βαλχάλα, μαζί με το κορμί του εραστή της στις καθαρτήριες φλόγες της Αγάπης… Μα τι χαζός που είναι ο κόσμος, απορούν οι τρομερές θεότητες, μα τι βλαμμένοι άνθρωποι, που θάρρεψαν πως μια Βαλκυρία θα ασχολείται με σώματα χαμένων εραστών, με δαχτυλίδια και παπάρια μέντολες… Μες στη Σχεδία η Βρουχίλδη φέρνει το ξανακολλημένο το σπαθί, το μέγα Nothung, αυτό που φτιάχνει τις ντουμπαλίτσες των σφαγιασμένων. Ω, ναι, το μέγα Nothung, αναφωνούν οι αδελφάδες –


Το κόψε-κόψε 5

43

δίχως αυτό εμείς, οι Βαλκυρίες, καπούτ. Κι όταν η Μπρουνχίλντε μπαίνει επιτέλους στη Βαλχάλα, μεμιάς καβαλούνε τους φτερωτούς τούς λύκους τους και σπεύδουνε να δούνε το τρομερό σπαθί. Μα έκπληξη τρανή τους περιμένει: βλέπουνε την περίτεχνη Σχεδία αδειανή… Κι η αδελφή τους κρατώντας τον δαυλό στο χέρι τούς φωνάζει: Φευγάτε, κοκορόμυαλες, που ψάχνετε να δείτε ένα σπαθί σπαθένιο· μάθετέ το, λοιπόν, μια για πάντα: πάνω στη Σχεδία βρίσκεται η παραμύθα, τα λόγια που φτιάχνουν την τρομερή αφήγηση… Γιατί η παραμύθα είναι το Nothung, το ξανακολλημένο το σπαθί – δίχως την παραμύθα εμείς, οι Βαλκυρίες, κ α π ο ύ τ . Και με τη λέξη κ α π ο ύ τ σβήνουν όλα – όπως σβήνει η τηλεόραση με το off.



6

Ο θάνατος του Διγενή Σκέψου την ίδια οθόνη του 5, να ανάβει μες στο σκοτάδι. Η έναρξη από το Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα. Ακούμε τον Μόρισον να τραγουδάει το The end. Το δάσος καίγεται. Κάποτε το φως πέφτει σε έναν από τους ενήλικες γκοτζίλες. Στέκεται όρθιος κι έχει το πρόσωπό του ακάλυπτο. Κρατάει τη μάσκα του γκοτζίλα από το χέρι – σαν πολεμιστής που κρατάει το κράνος του. Απαγγέλλει ξερά, σχεδόν μηχανικά. Την ίδια ώρα το The end συνεχίζει χαμηλά, σαν μουσικό χαλί. Στην οθόνη βλέπουμε φωτογραφίες παιδιών που είναι ντυμένοι αρχαίοι πολεμιστές, Βίκινγκ με σπαθιά, καουμπόηδες, λοκατζήδες με αυτόματα, μαυροντυμένοι που κρατούν φωτοσπάθες κτλ.

Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει – Ω, τι σημαδιακό, το δίχως άλλο θέλημα Θεού – ή, έστω, θέλημα Λαού: τι να τα λέμε: μια σωστή αφήγηση ξεκινά με τα πρέποντα σημάδια. Ο Διγενής, λοιπόν, (που Τρίτη εγεννήθη κουλουπού) πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους (αντρειωμένους ίσον κοψηκόψηδες – μη λέμε συνεχώς τα ίδια):

[ 45 ]


46

Το κόψε-κόψε 6

Να ’ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να ’ρθει κι ο γιος του Δράκου, να ’ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος (να ’ρθουνε όλοι: κι ο ισόθεος Αχιλλέας κι ο Διομήδης κι ο Ντρεντ, να γίνει η μάζωξη των αιώνων – όχι παίζουμε…) Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο. Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι. (Τα πρέποντα ψυχορραγητά, μπλα-μπλα, μπλα-μπλα.) «Σαν τι να σ’ ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;» «Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι, συχάσατε, καθήσατε, κι εγώ σας αφηγιέμαι (να τη κι η σωστή η λέξη: α φ η γ ι έ μ α ι ). Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια, (κι όπου αλλού γουστάρεις – αν αρχίσουμε με τα τοπωνύμια δεν θα τελειώσουμε) που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, παρά πενήντα κι εκατό, και πάλε φόβον έχουν, εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος, με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι. (Τι κοψηκόψης θα ’μανε δίχως τα εργαλεία, τα τετραπίθαμα σπαθιά, τα τρεις οργιές κοντάρια; Τον μάστορα τον κάνουν τα εργαλεία, φίλε – το ξέρουν ακόμη και τα μικρά παιδιά.) Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι. Και ντουμπαλίτσες σήκωσα ίσαμε τα ουράνια


Το κόψε-κόψε 6

47

και γαίμα φρέσκο κύλησα μέσα στης γης τα σπλάχνα. (Κάπως έτσι, με τα σεις και με τα σας, σ τ ή ν ο ν τ α ι τα δεκαπεντασύλλαβα, γλυκέ μου – τάχα στο στόμα του Λαού, τάχα βότσαλα στο παμπάλαιο ρυάκι, όπως προστάζει ο τρόμος.) Και τόσα χρόνια που ’ζησα δω στον απάνω κόσμο, κανέναν δε φοβήθηκα απ’ τους αντρειωμένους. Τώρα είδα έναν ξυπόλητο και λαμπροφορεμένο, (ω, τι λέξη και, προπαντός, ω, τι αντίθεση, από αυτές που σου κόβουν το γόνα, άκου ξ υ π ό λ η τ ο και λ α μ π ρ ο φ ο ρ ε μ έ ν ο , ποιος να μπορεί να αντισταθεί σε τόσην τέχνη;) πο ’χει του ρήσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια, με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια, κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του». (Το παιχνίδι είναι κιόλας τελειωμένο: Πάμε για τα μαρμαρένια αλώνια και ποιος θα σου πει κιχ σαν του κοτσάρεις κοντζάμ μαρμαρένια αλώνια; Άρα: κάθε κατεργάρης στον τρόμο του – κι η ντουμπαλίτσα σηκώνεται κατά το πρέπον· ιδού:) Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια, κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει, κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τάφρο κάνει, κι οι δυο μαζί σηκώσανε την ντούμπα τη μεγάλη.


48

Το κόψε-κόψε 6

(Έτσι προστάζει ο Λαός, έτσι προστάζει ο τρόμος: όλα πια όρθια, τα πλάγια είναι πλέον περιττά, μια πρέπουσα αφήγηση θα τελειώσει με το πρέπον θανατικό, μια πρέπουσα αφήγηση θα τελειώσει με την πρέπουσα ταύτιση αφηγητή και κειμένου μέσα στο στόμα του Λαού. Ω, πόσο σοφός που είναι ο Λαός· ω, πόσο σοφός που είναι ο τρόμος.)

Ο άντρας κατεβαίνει από τη σκηνή, μπαίνει μέσα στο κοινό, γίνεται έ ν α μ ε α υ τ ό . Για ένα ή δυο λεπτά συνεχίζεται το The end. Κατόπιν εκκωφαντικός θόρυβος από τουρμπίνες – ή κάτι τέτοιο.


7

Allons enfants Σκέψου πως έξαφνα βγαίνουν στη σκηνή όλοι οι γκοτζίλες, μικροί και μεγάλοι, κρατώντας τρομπέτες. Παίζουν τη Μασσαλιώτιδα. Ανάβουν όλα τα φώτα. Ανάμεσα στο κοινό, χαφιέδες που προδίδονται καθώς σηκώνονται σε στάση προσοχής και αρχίζουν να τραγουδούν. Όταν τελειώνουν το τραγούδι τους, οι γκοτζίλες κάθονται μονομιάς οκλαδόν. Οι χαφιέδες κάθονται στις θέσεις τους. Ένα παιδί-γκοτζίλας βγάζει μια μελόντικα, το ξαναρχίζει από την αρχή. Παίζει κάπως αδέξια. Τότε ανάμεσα στο κοινό, ένας θεατής βγάζει κάτω από τη θέση του μια ντουντούκα και λέει τα ακόλουθα.

Αλόνζ ανφάν ντε λα Πατρί λε ζουρ ντε γκλουάρ ετ αριβέ – αλόνζ ανφάν, που να σας πάρει, ετ αριβέ η ώρα για νέες σφαγές, η ώρα για τη νέα ομορφιά του κόσμου ετ αριβέ κι αυτή, τέλος με των τυράννων τους τροχούς (τι απαρχαιωμένο, τι μπανάλ!) τέλος και με των παπάδων τις φωτιές και τα κυριελέησον (χαμένος χρόνος, φύρα λόγια): Τώρα το κόψε-κόψε θα γίνεται σ τ ο ό ν ο μ α τ η ς π α τ ρ ί δ α ς .

[ 49 ]


50

Το κόψε-κόψε 7

Αλόνζ ανφάν ντε λα Πατρί, αλόνζ ανφάν να σηκωθεί η ντουμπαλίτσα των πτωμάτων. Είμαστε έθνη με ιερό αίμα – έχουμε εχθρούς με ρυπαρό αίμα. Τόσο απλό και τόσο πειστικό· όποιος διαφωνεί είναι καρκίνος, μεταμοντέρνος νεοτάξ, σκουλήκι που θα πατηθεί από το Μέλλον. Κοιτάξτε το χωράφι μας, αδέλφια, με τους ουμανισμούς και τα ρέστα ξ ε ρ ά θ η κ ε . Κάντε το, λοιπόν, πάλι να καρπίζει: ραντίστε αποφορά πτωμάτων, σπείρτε χέρια-πόδια-κεφαλές ξεριζωμένες καρδιές κι εντόσθια (δεν μπορεί – κάτι θα καρπίσει). Κι όταν καρπίσει, θα γιομίσουμε τα πεινασμένα μας στομάχια: δατς χιουμάνιτι – υπάρχει μεγαλύτερος ουμανισμός από αυτόν; Αλόνζ, λοιπόν, κι αφήστε τα λογάκια. Εμπρός, παιδιά ντε λα Πατρί, λησμονήστε την πείνα σας, λησμονήστε τη σκλαβιά σας, είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ, είμαστε πλέον ένα έθνος που απειλείται. Να τη και η γυμνόστηθη Ελευθερία που οδηγεί τον Λαό πάνω στην ντουμπαλίτσα· να κι η τυφλή Δικαιοσύνη που κόβει τα κεφάλια των ζητιάνων να κι η Ισότης να κι η Αδελφότης ρυθμίζουν τα δρομολόγια των τρένων – τι τα θες; Όλες οι Ιδέες είναι μαζί μας.


Το κόψε-κόψε 7

51

Στα όπλα, το λοιπόν, πολίτες· κι απ’ όλο το ταρατατζούμ (ντε λα Πατρί, ντε λα ψωλή, ντε λα ό,τι γουστάρετε) τούτο να βιδώσετε στον νου σας: Κ΄ ε ν σ α ν ε ν π ύ ρ α μ π ρ έ β ν ο σ ι γ ι ό ν, το ξαναλέω, κ΄ ε ν σ α ν ε ν π ύ ρ α μ π ρ έ β ν ο σ ι γ ι ό ν – όποιος δεν καταλαβαίνει, υπάρχουν και τα λεξικά. Και για να το κάνουμε νιανιά: όσους περσότερους σφάξετε, τόσην αγάπη εξασφαλίζετε στις επόμενες γενιές· καθώς το ρυπαρό αίμα των εχθρώνε θα ποτίσει τα χωράφια μας, μια σοδειά ευημερίας θα καρπίσει (ξέρετε δα τι λίπασμα είναι αυτό το σ α ν ε ν π ύ ρ – κι αν δεν το ξέρετε, θα σας το μάθουν οι αιώνες). Και να θυμάστε πάντα, ανφάν ντε λα Πατρί: Άμα δεν υπάρχει σ α ν ε ν π ύ ρ, το χωράφι μας θα ξεραθεί κι εμάς θα μας φάει η μαρμάγκα.

Κάποτε οι χαφιέδες ορμούνε και μπαγλαρώνουν τον τύπο με την ντουντούκα. Αναταραχή στο κοινό. Μα μονομιάς οι τρομπέτες ξαναρχίζουν: οι γκοτζίλες έχουν σηκωθεί όρθιοι και ξαναπαίζουν την ακαταμάχητη Μαρσαγέσα. Μα τούτη τη φορά ολόκληρο το θέατρο –ό λ ο ι μ α ς, δίχως να ξέρουμε το γιατί– σηκωνόμαστε και τραγουδάμε. Τα φώτα σβήνουν, μα ο Ύμνος συνεχίζει.



8

Τα σαράντα παλικάρια Φαντάσου, μια στιγμή προτού τελειώσει ο Ύμνος του 7, φωτορυθμικά τρελά. Προβολείς εστιάζουν σε πρόσωπα για κλάσματα δευτερολέπτου. Πρόσωπα από γκοτζίλες, θεατές, πρόσωπα που προβάλλονται στην οθόνη. Νομίζεις πως βλέπεις αρχαίους βασιλιάδες-χασάπηδες, μεγάλους στρατηγούς, πατερούληδες: ρωμαίους, βυζαντινούς, οθωμανούς, κινέζους. Τα μεγάφωνα ανοιχτά στη διαπασών. Μια αντρική ανάσα. Κάποτε ο άντρας αρχίζει να μιλά. Αργά, μέσα από το στόμα του, σχεδόν ψιθυριστά. Μα, καθώς η ένταση του ήχου είναι στο φουλ, σου τρυπάει τα αυτιά. Και γύρω τα φωτορυθμικά δαιμονισμένα. Κάποιοι θεατές δεν μπορούν ν’ αντέξουν και βάζουν τις παλάμες στ’ αυτιά τους. Τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις από τη Λε-, από τη Λεβαδιά, α, μην τα κλαις, πάνε για να πατήσουνε την Ντροπό-, μωρ’ την Ντροπολιτσά. Αχ, τα σαράντα παλικάρια μην τα κλαις εκεί που πάνε να σκύψουν: κάποια στιγμή θα τη μυρίσουν τη σάρκα των αμάχων (ξέρεις, μ υ ρ ί ζ ε ι η σάρκα των αμάχων) κι, επιτέλους, θα πεταχτούν στον δρόμο, κατόπιν θα συναντηθούν με τον γνωστό γέροντα, θα γίνει ο σούπερ δραματικός διάλογος: [ 53 ]


54

Το κόψε-κόψε 8

– Πού πάτε, παλικάρια, πού πάτε, ορέ, πού πάτε, ορέ παιδιά; – Πάμε για να πατήσουμε την Ντροπό-, μωρ’ την Ντροπολιτσά. Έλα και συ, ρε γέρο, να πάμε για, να πάμε για κλεψιά. – Δεν ημπορώ, παιδιά μου, γιατί ’μαι γέ-, γιατί ’μαι γέροντας. Μα ούτε και τον γέροντα να τον κλαις, πριν από γέροντας ήταν νέος, ό,τι μπορούσε έκανε, κατόπιν μεγάλωσε παιδιά, έγινε κι αυτός κυρίαρχος Λαός, α, μην τον κλαις, σου λέω, το κόψε-κόψε είναι διαχρονική υπόθεση του Λαού, το κόψε-κόψε είναι μια σκυταλοδρομία δίχως τέλος, ο ένας δίνει το χατζάρι στον άλλον (ω, ας το ξαναπούμε, τι σοφός που ’ναι ο Λαός, προσκυνώ τη χάρη σου, Λαέ μου): – Περάστε από τη στάνη κι από τα πρό-, κι από τα πρόβατα και πάρτε τον υιό μου τον πιο μικρό-, τον πιο μικρότερο που ’χει λαγού ποδάρια και τα λοιπά και ξέρ’ τα μονοπάτια απ’ όλους πιο καλά. Και θα σας βγάλει σβέλτα εις την Ντροπόμωρ’ στην Ντροπολιτσά. Κι έτσι ό λ ο ι θ α φ τ ά σ ο υ ν σ τ η ν Ν τ ρ ο π ο λιτσά εγκαίρως, κατόπιν αρχίζει να λάμπει-κόφτει το σπαθί, μονομιάς η σπέσιαλ η ντουμπαλίτσα θα σηκωθεί, θα φτάσει ίσαμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης – γι’ αυτό σου λέω,


Το κόψε-κόψε 8

55

μην τα κλαις τα σαράντα τα παλικάρια εκεί που παν να μπαγιατέψουν, νάτα πετιούνται αποξαρχής κι αντρειεύουν και θεριεύουν και καμακώνουν τα μωρά με κάποιο αρχαίο καμάκι, με ποιήματα βγαλμένα απ’ τα κόκαλα, με το ιερό αίμα κάποιου Κυρίου, στην τελική με του Λαού το γάλα. Να μην την κλαις, λοιπόν, τη Ρωμιοσύνη, φίλε, κι ούτε την Τουρκοσύνη να την κλαις, ούτε τη Γαλλοσύνη ούτε την Αγγλοσύνη ούτε καμιά. Σαράντα παλικάρια ή τριακόσια (ή και τριακόσια εκατομμύρια – μην κωλώνεις με τα νούμερα) πάντοτε θα βρίσκονται για να σηκώσουν την επόμενη την ντουμπαλίτσα.

Εδώ γίνεται σκοτάδι. Είτε σβήσανε όλα τα φώτα είτε έκλεισες τα μάτια σου τόσο γερά.



9

Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας –ή μιας κάποιας συμπολιτείας– πολεμήσαντες Ας πούμε πως ένα πιάνο, κάπου βαθιά, παίζει τη γνωστή Σερενάτα του Σούμπερτ. Το σκοτάδι συνεχίζει. Μια fake αισθησιακή γυναικεία φωνή, ίδια με διαφήμιση τηλεφωνικού σεξ, απαγγέλλει. Εκεί όπου το κείμενο έχει τελίτσες, φαντάσου το γνωστό μπιπ της λογοκρισίας.

Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και σφάξατε και πέσατ’ ευκλεώς· τους πανταχού νικήσαντας μη φοβηθέντες. Άμωμοι σεις, αν έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος, αν κάποιος στραβά διέταξε να φορτωθούν στα τρένα οι Εβραίοι ή σήκωσε το βομβαρδιστικό με Βόμβα λίγο παραπάνω πιο μεγάλη – σεις κάνατε με πίστη και συνέπεια το φόρτωσε-ξεφόρτωσε, σεις πατήσατε με γενναιότητα το κουμπί. Όταν θα θέλουν οι Ποιητές μας να καυχηθούν, «Τέτοιους σφαγείς, τέτοιους βομβαρδιστές βγάζει το Έθνος μας» θα λένε για σας. Έτσι θαυμάσιος θα ’ναι ο έπαινός σας – το μανιτάρι της Δόξας σας θα κοσμεί τις ψυχές μας.

[ 57 ]


Εγράφη εν ...... υπό ......· το ...... έτος της Βασιλείας κάποιου Βασιλιά ή της Κυριαρχίας κάποιου Κυρίαρχου Λαού.


10

Unser Kampf Φως χειρουργείου στη μέση της σκηνής. Στο κέντρο ένα κάτοπτρο από αυτά που ανάβουν. Ένας πρωθιερέας-γκοτζίλας στέκει πιο μπροστά. Ίσως να είναι και πρωθιέρεια. Κρατάει κάτι σαν δάδα. Γύρω οι υπόλοιποι γκοτζίλες, μικροί-μεγάλοι, μπρουμυτισμένοι καταγής, προσεύχονται να έρθει η φλόγα. Την πρώτη και τρίτη στροφή την λέει ο πρωθιερέας-γκοτζίλας – που όντως είναι πρωθιέρεια, καθώς έχει γυναικεία φωνή. Τη δεύτερη και την τέταρτη την λένε οι υπόλοιποι γκοτζίλες – κι όσοι από τους θεατές το επιθυμούν. Την πέμπτη στροφή όλοι μαζί. Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ Πατέρα, δώσε μας Φώτιση ν’ αρχίσει η Σφαγή, στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί. Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ Πατέρα, οι θάλαμοι των αερίων περιμένουν, τη δόξα στους αιώνες περιφέρουν τη λάμψη σου ν’ αστράψουν πέρα ως πέρα. Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι, προπάντων στων αμάχων το ξεκοίλιασμα, του ιερού θριάμβου το μυρμήγκιασμα με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι. [ 59 ]


60

Το κόψε-κόψε 10

Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός, όπου σεπτά θερίζει ο Λαός τα χέρια-πόδια-κεφαλές εξίσου. Αυτός, λοιπόν, ας είναι ο Αγών μας, να την παστρέψουμε τη γη εμείς, να γίνουμε το χέρι της Ψυχής, η φλόγα της Αιώνιας Σφαγής.

Τότε από το κάτοπτρο αρχίζει με οξύ συριστικό ήχο να βγαίνει ένας καπνός, σχεδόν διάφανος. Αέριο; Την ίδια στιγμή, αρχίζει από τα μεγάφωνα το Breathe των Prodigy. Οι θεατές βλέπουν τους γκοτζίλες να σηκώνονται όρθιοι και να χορεύουν. Έχουν φορέσει μια μάσκα οξυγόνου πάνω από τη μάσκα του γκοτζίλα. Κάποιοι από το κοινό ίσως να ουρλιάζουν – μα τους σκεπάζει η μουσική. Γρήγορα αυτό που βγήκε από το κάτοπτρο φτάνει στους θεατές. Τους κυκλώνει. Τα φώτα σβήνουν. Μπορεί να είναι αυτό που νομίζεις, μπορεί και όχι.


11

Εμπρός της γης οι κολασμένοι Αν θέλεις σκέψου πως ό,τι βλέπεις πια μπορεί να είναι όνειρο – ή κάτι τέτοιο. Κατόπιν φαντάσου έναν μακρινό βόμβο μες στο σκοτάδι. Κάτι σαν τραγούδι. Σιγά-σιγά έρχεται κοντύτερα. Το ξεχωρίζεις. Είναι η Διεθνής. Την τραγουδούν πολλοί μαζί, χαμηλόφωνα, σαν μουρμούρισμα… Σιγά-σιγά ανάβουν τα φώτα. Στο κέντρο της σκηνής μια ντούμπα με κεφάλια από γκοτζίλες. Προφανώς κάποιος μαζεύει εκεί μετά τους αποκεφαλισμούς. Και γύρω γύρω από την ντούμπα γυρίζουν άλλοι γκοτζίλες, μικροί και μεγάλοι. Φορούν τη μάσκα, μα είναι γυμνοί από τη μέση και πάνω. Στα χέρια τους κρατούνε δρεπάνι – θαρρείς μ’ αυτό να θερίζουν τα κεφάλια και να τα πετούν στην ντούμπα. Σε μιαν άκρη ένας αρχιγκοτζίλας πάνω σε ένα βάθρο. Κρατάει καμουτσίκι και ελέγχει τον ρυθμό του κύκλου. Αυτός είναι που μιλάει – και στο τέλος κάθε στροφής χτυπάει και μια καμουτσικιά. Σε μιαν γυμνή πλάτη.

Εμπρός της γης οι κολασμένοι της πείνας σκλάβοι, εμπρός, εμπρός. Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει σα βροντή, σαν κεραυνός – σ α ν κ ε ρ α υ ν ό ς, σας λέω (ή έστω: σαν πυροβολισμός στον κρόταφο –

[ 61 ]


62

Το κόψε-κόψε 11

δεν θα τα χαλάσουμε στις λέξεις). Εμπρός της γης οι κολασμένοι να γίνουμε επιτέλους αφεντικά κι εμείς (διότι η Ιστορία είναι μια επιστήμη με νόμους και διαλεκτική και τέτοια…) Εμπρός, λοιπόν: το δίκιο μας να γίνει καμουτσίκι στην πλάτη των φτωχών – φτωχοί, φιλάρα, πάντα θα υπάρχουν, ώσπου να βαρέσουν το καμουτσίκι σ’ άλλους φτωχούς. Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια – τώρα εμείς οι ταπεινοί της γης που ζούσαμε στην καταφρόνια θ α γ ί ν ο υ μ ε τ ο π α ν, εμείς… Εν τω μεταξύ, ας πάρουμε τα φλογοβόλα· εν τω μεταξύ, ας κρεμάσουμε τους ναύτες (κάτι τσογλάνια είναι)· εν τω μεταξύ, ας κόψουμε τις γλώσσες των χαζών (μην ξεστομίσουν κανέναν αντιλαϊκό στίχο): Απέναντι από το π α ν υπάρχουν οι ε χ θ ρ ο ί, καταλαβαίνεις… Στον αγώνα ενωμένοι – δεν θέλω μαλακίες: Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστί, τελεία και παύλα. Ω, να τη, μας προσμένει (ας μιλούμε ειλικρινά, επιτέλους) η διεθνής ντουμπαλίτσα. Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες στο σφαγείο σας μπαίνει λουκέτο: Ήρθε η ώρα να σφάξουμε στο όνομα του Λαού – τα έχει όλα και συμφέρει. Στης γης τους δούλους και ραγιάδες


Το κόψε-κόψε 11

63

θα τάξουμε σωτηρία όπως οι προηγούμενοι, θα την πούμε Παλλαϊκή Σωτηρία (προχώρα, όλοι τσιμπούν σε μια σωτηρία). Αλλά μέχρι να σωθούν, εμπρός ας ψηλώσουμε την ντουμπαλίτσα των πτωμάτων· ένα προστάδιο για τη Λευτεριά είναι κι αυτό – πάντοτε έ ν α π ρ ο σ τ ά δ ι ο . Για να σπάσουμε τα δεσμά μας, για να πάψει η σκλαβιά, πρέπει να μυρίσουμε τον τρόμο των εχθρών – αχ, να ’ξερες πόσην αλήθεια καρπίζει ο τρόμος… Για να νιώσουμε τη γροθιά μας, μπρος, ας φουχτιάσουμε το διαλεκτικό μαχαιράκι μας το κόψε-κόψε ν’ αρχίσουμε δίχως αναπαμό – το μέλλον, φιλάρα, έρχεται με φρέσκο αίμα, σαν το μικρό το γκοτζιλάκι που διψά φορ φρες μπλοντ, γιου αντερστάντ;

Έξαφνα οι γκοτζίλες σταματούνε τον κύκλο τους και στρέφονται στους θεατές. Το ίδιο και ο αρχιγκοτζίλας. Σηκώνουν τα χέρια με τα δρεπάνια και τα κομμένα κεφάλια. Τα δόντια τους α σ τ ρ ά φ τ ο υ ν τ ρ ο μ ε ρ ά, ενώ τραγουδάνε έξω φωνή – μια στιγμή πριν σβήσουν τα φώτα:

Στον αγώνα ενωμένοι κι ας μη λείψει κανείς· ω, να τη, μας προσμένει στον κόσμο η δ ι ε θ ν ή ς ντουμπαλίτσα.



12

Inno della rivolta Ίσως σειρήνες βομβαρδισμού. Πυροβολισμοί. Συνάμα βοή από τέκνο μουσική. Και γυαλιά που σπάζουν – όλα μαζί. Και βόμβες που σφυρίζουν εκκωφαντικά – μα δεν σκάνε. Όλο και περισσότερες, όλο και πιο κοντά. Ανάβουν μονάχα δυο προβολείς και φωτίζουν δυο σκουπιδοντενεκέδες. Όπως στο Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ. Έξαφνα τα καπάκια σηκώνονται, ξεπροβάλλουν δυο πρόσωπα. Φορούν καπέλα στρατιωτικά, με έμβλημα το άλφα σε κύκλο. Μιλάνε ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλο. Ο πρώτος μιλάει με φωνή οραματική: λέει τις προτάσεις έξω από τις παρενθέσεις. Ο άλλος ρεύεται συνέχεια και μουρμουρίζει όσα βρίσκονται μες στις παρενθέσεις. Κι όπου βλέπεις α ρ α ι ο γ ρ α μ μ έ ν ε ς στα λόγια του δεύτερου, φαντάσου πως λέγονται μ ε ρ έ ψ ι μ ο – όπως ίσως μπορούσαν να μιλήσουνε με ρέψιμο κάποιοι συμμαθητές σου στο γυμνάσιο.

Στη σκοτεινιά του αιώνα που πεθαίνει (τι τα θέλεις, πάντοτε θα πεθαίνει κ ά π ο ι ο ς αιώνας) στον μουντό και θλιβερό ορίζοντα (ω, έτσι, μουντός και θλιβερός – για να έρθει να μας σώσει κάποιο Αίμα-που-κυλάει) τρομακτική για την εξουσία (για φαντάσου),

[ 65 ]


66

Το κόψε-κόψε 12

ανατέλλει τώρα η Αυγή (που σημαίνει: α ν α τ έ λ λ ε ι η ντούμπα).

δική

μας

Ουρλιάζουν από το μίσος, την πείνα και τον πόνο χιλιάδες και χιλιάδες σκελετωμένα πρόσωπα (σκελετωμένα πρόσωπα: πάντοτε απαραίτητα για να αιτιολογήσουν τα κομμένα χέρια-πόδια-κεφαλές) και ξεσπάει με τη λυτρωτική του ορμή (λυτρωτική ορμή – διόλου πρωτότυπο, επιπλέον ομοιοκαταληκτεί με τη λυτρωτική σφαγή) ο Δυναμίτης (το κόψε-κόψε). Είμαστε έτοιμοι στο πλακόστρωτο του κάθε δρόμου (έ τ ο ι μ ο ι, λαίμαι) φαντάσματα αποφασισμένα για την ύστατη ώρα (και α π ο φ α σ ι σ μ έ ν ο ι ) στα χείλη το άγιο όνομα της Αναρχίας (όπου ακούς άγια ονόματα να ετοιμάζεσαι για αναμνηστική φωτό πλάι στην ντουμπαλίτσα) να αναστήσουμε (να κοψηκόψουμε). Πέφτοντας ένδοξα, το δρόμο (τσουπ, να τος ο Δρόμος) για το Μέλλον θα χαράξουμε (τσουπ, να το και το Μέλλον) κι από το αίμα μας θα ξεπεταχτεί η καινούργια Ιστορία (ιδού κι η Ιστορία και δέσαμε): η Αναρχία (η ντουμπαλίτσα). Και οι δυο μιλούν ταυτόχρονα. Τα λόγια τους μπλέκονται…


Το κόψε-κόψε 12

67

Κάθε κουρέλι είναι ένα λάβαρο· κάθε έγερση είναι μια επίθεση: (Κάθε παντιέρα είναι μια σβάστικα· κάθε παράγγελμα είναι μια επανάληψη:)

Και οι δυο μαζί. Wstawać Για όσην ώρα λέγεται η λέξη W s t a w a ć ανάβουν τα υπόλοιπα φώτα και βλέπουμε ολόκληρη τη σκηνή – τι γίνεται γύρω από τους σκουπιδοντενεκέδες. Για μια στιγμή, για ένα δευτερόλεπτο. Μα ίσως να είναι αρκετό για να το δούμε: Γύρω από τα βαρέλια στέκονται οι γκοτζίλες και χαιρετούν με τεντωμένο το χέρι μπροστά. Μα δεν είδαμε αν η παλάμη κοιτούσε προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Και μετά σβήνουν όλα. Σκοτάδι. Το σφύριγμα της τελευταίας βόμβας. Είναι τόσο μα τόσο δυνατό, που σου τρυπά τ’ αυτιά: καθώς έ ρ χ ε τ α ι είσαι βέβαιος πως θα σκάσει μέσα στην αίθουσα. Σφίγγεται το στομάχι σου – διπλώνεσαι. Μα το εκκωφαντικό σφύριγμα καταλήγει σ’ ένα βαρύ ρέψιμο. Όπως το ρέψιμο στην Εισαγωγή του 1. Τώρα όμως γίνεται δεκτό με ανακούφιση.



13

Ύμνος στη Χαρά Ας πούμε πως μια ορχήστρα παίζει κάπου στο βάθος. Κάτι σαν adagio. Μονάχα ένα εξασκημένο αφτί μπορεί να διακρίνει το πασίγνωστο βασικό θέμα από την Ενάτη του Μπετόβεν – ο Ύ μνος στη Χαρά του Σίλερ. Τότε ανάβει ένα πορτοκαλί φως. Έντονο πορτοκαλί. Στη σκηνή μια τεράστια Σφίγγα. Ίδια με αυτήν στην έρημο της Γκίζας. Μονάχα που αυτή έχει ανοιχτό το στόμα. Δυο γκοτζίλες-μπαρμπέρηδες τής βάζουν αφρό ξυρίσματος. Την ξυρίζουν. Μόλις τελειώνει το ξύρισμα έρχονται οι υπόλοιποι γκοτζίλες κρατώντας σακούλες σκουπιδιών – ο καθένας κι από μία. Από εκεί μέσα βγάζουν κομμάτια κρέας και τα βάζουν στο πέτρινο στόμα. Είναι ανθρώπινα μέλη, καθώς και τα κομμένα κεφάλια του 11. Τ η ν τ α ΐ ζ ο υ ν . Η μουσική σιγά-σιγά έρχεται όλο και κοντύτερα. Και γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Τώρα καταλαβαίνουμε το κομμάτι – το οποίο επαναλαμβάνεται όλο και πιο θριαμβικά. Οι γκοτζίλες απαγγέλλουν, ο ένας μετά τον άλλον, από μιαν αυτοσχέδια στροφή ο καθένας, κάτι σαν ύμνο ή κάτι σαν προσευχή. Κι όλα αυτά ενώ δίνουν στη Σφίγγα το φαγητό της – της παραχώνουν στο στόμα τα κρέατα.

[ 69 ]


70

Το κόψε-κόψε 13

Κάποιες τέτοιες στροφές (όχι όλες) είναι κι αυτές που ακολουθούν. Όταν διψάς πρέπει να πιεις, σαν αγαπάς πρέπει να ζεις· όταν πεινάς πρέπει να φας και τη Χαρά να ευλογάς. Τέλος πια οι εγωισμοί, το λένε εικοσιεννιά σοφοί (ή όσοι σοφοί θέλεις, μονάχα πες το τυχερό σου νούμερο): Μόνον η Χαρά θα σώσει τον κόσμο. Παρασύνθημα: νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, νηστική Χαρά δεν σώζει, άρα – τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, τι άλλο θες; Ω, Χαρά, ω, λάμψη των Θεών, ω, Κόρη των Ηλυσίων Πεδίων, ω, Κόρη του Θεού, ω, Κόρη του Ανθρώπου, ω, Κόρη του Υπέρτατου Όντος (ω, Κόρη οποιανού είσαι, τέλος πάντων), όταν σ’ ονειρευόμαστε μεθούμε από αιματίλα – κι όταν σε διδασκόμαστε μεθούμε ακόμη πιο πολύ… Φάγε, λοιπόν, χόρτασε την πείνα σου, χόρτασε την αγάπη σου, την αιωνιότητά σου, φιλενάδα, και έχε πίστη στα δόντια σου: Η σφαγή ολοκληρώνει


Το κόψε-κόψε 13

71

ό,τι η ανθρώπινη ανημποριά αφήνει λειψό – την ξες καλά τούτη την ανημποριά. Να πώς χορταίνει η Χαρά: με λαχταρίσματα (π.χ. με σωθικά που λαχταρίζουν, δοκίμασέ τα), με πανανθρώπινη αδελφοσύνη – αχ, η μόνη αδελφοσύνη για τους ανθρώπους είν’ ο ιδρώτας απ’ το χέρι της σφαγής. Σ’ έναν κύκλο, γύρω-γύρω, κόβουμεκόβουμε· μέσα στου κύκλου μας τη ζεστασιά κλωσούμε το αβγό της αγάπης – κατόπιν η συνταγή είναι γνωστή: ά μ α δ ε ν σ π ά σ ε ι ς α β γ ά, ο μ ε λ έ τ α δ ε ν γίνεται. Λάβετε, φάγετε: τούτη εστί η αγάπη μου, τούτη εστί η ανθρωπότητα, χ ι ο υ μ ά ν ι τ ι , αν το λέω σωστά, κι όποιος δεν ανήκει στη σφαγή δεν ανήκει στην αγάπη, κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, κι όποιος είναι νησί βυθίστηκε εξυπαρχής, ιζ άουτ οφ χιουμάνιτι – αν με παρακολουθείς. Τι τα γυρεύεις; – για όλα φρόντισε η φύση. Ας πούμε η ηδονή: δόθηκε ακόμη και στα σκουλήκια, κατόπιν δόθηκε στους ανθρώπους η ηδονή να λιώνουν τα σκουλήκια.


72

Το κόψε-κόψε 13

Να το Ξυράφι του Όκαμ – πώς λέμε μυαλό-ξυράφι, κάπως έτσι. Αγκαλιαστείτε, αδελφοί – με το ελεύθερο το χέρι, φυσικά, το άλλο έχει να δουλεύει πάνω-κάτω. Ένας ομφάλιος λώρος μάς ενώνει: το κόψε-κόψε ήγουν είμαστε άνθρωποι και όχι ζώα. Ω, μυριάδες συνάνθρωποι, συνταξιδιώτες στο υπέροχο ταξίδι, πέρα απ’ των άστρων την κουρτίνα μάς καρτερεί Αιώνια Δικαιοσύνη: Ένας παμφάγος Πατέρας αδημονεί να μας χωνέψει. Στο τέλος όλοι θα καταλήξουμε σ’ ένα στομάχι μα σκέψου πόση Δόξα, μα πόσην Σωτηρία μάς δίδεται εδωνάς: Θα καταλήξουμε στο στομάχι του Κυρίου – θα θεωθούμε. Ζλουρπ, ξερογλείφομαι για χάρη σου, Πατέρα, θα είμαι μεζεδάκι μοναδικό, γεύση γκουρμέ, ψίχα Υπακοής λουσμένη σε σος Χαράς, απλώς τέλειο: το ρέψιμό σου θα ευλογήσει την π λ ά σ η, θα ευωδιάσει η γης, θ’ αναγαλλιάσει το πέλαγος (όπως συνήθως). Όταν διψάς πρέπει να πιεις, σαν αγαπάς πρέπει να ζεις·


Το κόψε-κόψε 13

73

όταν πεινάς πρέπει να φας και τη Χαρά να ευλογάς.

Κάποτε, κι ενώ λέγονται τέτοια κι άλλα παρόμοια, η πέτρινη Σφίγγα αναταράζεται. Αν ήταν ζωντανή, θα έλεγες πως θέλει να ρευτεί – ή να ξεράσει. Ώσπου πράγματι ξ ε ρ ν ά ε ι : μια τρομερή ρουκέτα με εμετό, γεμάτη αίματα, πετιέται στην πλατεία. Τα ουρλιαχτά των θεατών (που σίγουρα θα υπάρχουν) δεν ακούγονται. Τα σκεπάζει το θριαμβικό ρεφρέν του Ύμνου στη Χαρά, από τα μεγάφωνα στη διαπασών. Και μιάνα στιγμή ο Ύμνος μουγγώνει, όπως στη Νοσταλγία του Ταρκόφσκι. Μονομιάς τα φώτα σβήνουν.



14

Τη Υπερμάχω Μες στο σκοτάδι. Ακούμε ψαλτάδες εκκλησίας να τραγουδάνε το Mother των Pink Floyd. Σαν κοντάκιο, χωρίς μουσικά όργανα, μόνον οι ψαλμωδίες τους. Mother, do you think they’ll drop the bomb? Mother, do you think they’ll like this song? Mother, do you think they’ll try to break my balls? Mother, should I build the wall? Ανάβουν σιγά-σιγά τα φώτα. Όλοι οι γκοτζίλες βρίσκονται γονατισμένοι στη σκηνή. Φορούν παπαδίσια καλημαύχια. Στο μέσον η Σφίγγα του 13 είναι σκεπασμένη με μαύρο σεντόνι. Σε αυτήν προσεύχονται. Mother, should I run for president? Mother, should I trust the government? Mother, will they put me in the firing line? Mother, am I really dying? Τότε το σεντόνι που σκεπάζει τη Σφίγγα σακουλιάζει και ξεφουσκώνει μονομιάς. Θαρρείς το πέτρινο τέρας να αφανίστηκε, να έγινε σκόνη. Οι παπαδογκοτζίλες απομένουν ακίνητοι και μουγγοί, σαν κάποιος να πάτησε το Pause. Τότε από την άκρη της σκηνής εμφανίζεται ένας άντρας που φοράει τη μάσκα του Μπαζ Λαϊκγίαρ, του Αστροφύλακα του Διαστήματος. Σέρνει ένα καρότσι γιομάτο με πτώματα. Όπως κουβαλάνε τα πτώματα που βρίσκουν σκασμένα στους διπλούς πάτους των φορτηγών. [ 75 ]


76

Το κόψε-κόψε 14

Και τούτος ο Μπαζ τραβάει το καρότσι ως το κέντρο της σκηνής. Τότε γυρίζει στο κοινό:

Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια που στρατήγεψε να χαλαστούν οι κακοί εχθροί μας, οι βάρβαροι οι Άβαροι –άκου όνομα– κι όλοι οι άλλοι, βέβαια, που ζήλεψαν τη χόρτασή μας κι αυτοί οι βρομεροί οι μαυροκέφαλοι, που βγαίνουν στα λιμάνια μας και γυρεύουνε ζήση (και κάποιοι νεοτάξ ζητούνε να τους βγάλουνε χαρτιά, τάχα ξεχνώντας, οι πανηλίθιοι, πως κι αυτοί σ τ ρ α τ ό ς Α β ά ρ ω ν ε ί ν α ι ), ευτυχώς που ήσαν η Παρθένος και χραπ-χρουπ με το σπαθί της τους ξεπάστρεψε (ναι, η ίδια η Παρθένος το έκανε το κόψε-κόψε, τη Λάμψη Της την είδανε τόσοι φρουροί μέσα στη νύχτα, ποιος αντίχριστος τολμά να αμφισβητήσει τη Λάμψη της Παρθένου), τα νικητήρια, λοιπόν, και σκασμός, ως λυτρωθείσα και αναγράφω Σοι κι όλα τα σχετικά και, προπαντός, τ ο κ ρ ά τ ο ς α π ρ ο σ μ ά χ η τ ο ν, καθοίκια, γκέγκε; Ίνα κράζω Σοι· Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε. Τον τελευταίο στίχο τον λέει ψέλνοντας. Την ίδια στιγμή σκεπάζει με το σεντόνι το καρότσι. Όλα είναι πια όπως πριν. Όποιος το δει, θα νομίζει πως κάτω από το σεντόνι είναι η Σφίγγα. Το φως σβήνει. Την ίδια στιγμή ακούμε και πάλι την ψαλμωδία των γκοτζιλοπαπάδων. Αρχίζουν από εκεί που σταμάτησαν πριν:


Το κόψε-κόψε 14

77

Hush now baby, baby, don’t you cry Momma’s gonna make all of your nightmares come true Momma’s gonna put all of her fears into you Momma’s gonna keep you right here under her wing… Και η ψαλμωδία συνεχίζει, όλο και πιο χαμηλόφωνα, κάποτε ψιθυριστά. Ώσπου βυθίζεται στη σιωπή.



15

You’ll never walk alone Φαντάσου, θαρρείς να ζυγώνει από κάπου βαθιά το τραγούδι You’ll never walk alone, έτσι όπως ακούγεται στα μεγάφωνα του Άνφιλντ Ρόουντ όταν βγαίνει η εντεκάδα της Λίβερπουλ. Κι όλο το γήπεδο να τραγουδάει. Τότε ανάβει στη σκηνή η οθόνη που πριν βλέπαμε τις σκηνές του σινεμά. Μα τώρα είναι μια τεράστια οθόνη του Pacman. Ένα πακμάνι παλεύει τρελαμένο να ξεφύγει από τα φαντάσματα. Είναι στο τελευταίο ταμπλό και δεν έχει πια βούλες. Ακροβατεί στις δύο τρύπες – και τα φαντάσματα φεύγουν βολίδες πάνω του. Τότε μια φωνή από το μικρόφωνο, μια φωνή καθαρή και ουδέτερη, δίχως κανένα χρώμα. Τ ε χ ν ι κ ή, θα την έλεγε κανείς.

Δεν θα περπατήσεις ποτέ μόνος σου, φίλε, πάντοτε μαζί θα σφάζουμε τους πεινασμένους, πάντοτε μες στην καταιγίδα, πάντοτε μες στο σκοτάδι, ένας δικός μας θ’ ανοίγει δρόμο μιλώντας για την αγάπη, εσύ θα χουφτιάζεις το μαχαίρι, θα ξεκοιλιάζεις κορμιά, θα κόβεις λαιμούς και θα φανεί εμπρός μας ο ουρανός ο λ ό χ ρ υ σ ο ς .

[ 79 ]


80

Το κόψε-κόψε 15

Δεν θα περπατήσεις ποτέ μόνος, μέσα στον άνεμο, μες στη βροχή, μην χάσεις ποτέ την πίστη σου: Κάποτε στο ραντάρ σου θα φανεί ο στόχος και τότε θα μας νιώσεις ξανά στο πλάι σου, μαζί μας θα πατήσεις το κουμπί, πάτα-πάτα κι έρχεται το Μέλλον – ποτέ δεν θα αποχωριστείς το Μέλλον σου.

Η φωνή σταματάει. Το πακμάνι στριμωγμένο τρώγεται από τα φαντασματάκια. Σ β ή ν ε ι . Όσοι ξέρουν μπορούν να φανταστούν εκείνον τον ήχο. Μα τώρα ο ήχος σκεπάζεται από την τρομερή ιαχή του πλήθους: Y o u ’ l l n e v e r w a l k alone. Τα φαντασματάκια μόνα στην οθόνη. Το κάδρο μεγαλώνει, θαρρείς η κάμερα να κεντράρει πάνω σε ένα από αυτά. Ο ύμνος συνεχίζει. Κάποτε και πάλι η φωνή:

Δεν θα περπατήσεις ποτέ μόνος σου, φίλε· δεν θα περπατήσεις ποτέ δίχως τον τρόμο σου.

Η οθόνη σβήνει, σιγά-σιγά, στον χρόνο που ξεψυχάει ένα πακμάνι. Μαζί της, στον ίδιο χρόνο, χάνεται κι ο ήχος.


16

Το Άξιον Εστί Ένας προβολέας φωτίζει την αριστερή γωνία. Ένας γκοτζίλας με κράνος πυροσβέστη και σφυρίχτρα κρεμασμένη στον λαιμό. Στο χέρι του κρατάει έναν μηχανισμό με κουμπί, συνδεδεμένο με καλώδιο. Μιλάει στο κοινό.

Απλά τα πράγματα: οι στρατιώτες θα σκοτώνουν, θα κόβουν τα βυζιά των γυναικών, θα τις καίνε γυμνές μπροστά στον κόσμο, θα κόβουν-κόβουν, χέρια-πόδια-κεφαλές κι εσύ θα λες Ν υ ν και Α ι έ ν και Ά ξ ι ο ν ε σ τ ί τ ο τ ί μ η μ α – όλοι κάναμε τη δουλειά μας, φίλε, όσο μπορούμε, όπως μπορούμε...

Τότε ο γκοτζίλας-πυροσβέστης πατάει το κουμπί του (στο τέλος όλοι πατάμε το κουμπί μας): ήχος σειρήνας. Όχι διακεκομμένος όπως συνήθως, μα μακρόσυρτος, συνεχόμενος, σαν μαχαιριά που μπήγεται στη σάρκα και χωνεύεται μέσα της. Μαζί με τη σειρήνα από τα μεγάφωνα αρχίζει το Dance me to the end of love. Τρελοί προβολείς σαρώνουν την αίθουσα. Απρόσμενος ενθουσιασμός – μια έκρηξη χαράς. Ο κόσμος ξεσηκώνεται – επιτέλους. Όλοι τραγουδούν, χτυπούν τα χέ-

[ 81 ]


82

Το κόψε-κόψε 16

ρια τους, χορεύουν. Ύστερα από τόσες δοκιμασίες, ή ρ θ ε η ώρα του κοινού. Εμφανίζονται από πλαϊνές πόρτες όλοι οι γκοτζίλες, μικροί και μεγάλοι. Κρατούνε μαύρες σακούλες σκουπιδιών, γεμάτες. Γυρίζουν ανάμεσα στους θεατές και απ’ τις σακούλες τους βγάζουν πεσκέσια και τα μοιράζουν σε όποιον βρίσκουν μπροστά τους. Είναι φρεσκοκομμένα κομμάτια σάρκας, γεμάτα αίματα που στάζουν, χέρια, πόδια, κεφαλές, συκώτια και εντόσθια. Σ ω θ ι κ ά λ α χ τ α ρ ι σ τ ά που λέμε. Μα οι θεατές δεν ουρλιάζουν από αηδία. Ίσα-ίσα παίρνει ο καθένας το κομμάτι του με τρελή αδημονία. Ιδού μια ευτυχία αληθινή. Και οι γκοτζίλες, μοιράζοντας τις μερίδες, απαγγέλλουν, ο ένας μετά τον άλλον, το Δοξαστικόν.

Π ά ρ τ ε, λ ο ι π ό ν, Δ ο ξ α σ τ ι κ ό ν – όσο βαρύτερο είναι το αίμα τόσο τρανότερη θα είναι η δόξα… Λάβετε και φάγετε μέχρι σκασμού: Τούτ’ εστί το Άξιον Εστί – όπερ σημαίνει: όπου να ’ναι θα φας και τη δική σου σάρκα. Άξιον εστί το πρώτο φως του ήλιου που χαϊδεύει τα πτώματα της νύχτας, άξιον εστί το μαχαίρι του φόνου καμωμένο από λόγια στοργικών πατεράδων, χάδια και ταχταρίσματα μανάδων και τάματα στην Παναγία Νετρονίου.


Το κόψε-κόψε 16

83

Ο τροχός με τα γαίματα των απίστων η παιδική χορωδία του δήμου να ψάλλει, το άγαλμα του Άρθουρ Χάρις, η μάχη του Ανγκιάρι, η ντούμπα με τα κομμένα χέρια, το πιθάρι με τις μελωμένες καρδιές. Άξιον εστί το ευτυχισμένο πλήθος που τραγουδάει την Καρμανιόλα, κατόπιν την Κατσαριδούλα, τη Μικρή Τερέζα (που πάτησε στο Τέζα, και τα λοιπά), το ευτυχισμένο κοινό που χειροκροτάει μόλις το κομμάτι τελειώνει. Η παλλαϊκή δημοκρατία του θανάτου, το πέρασμα της δράσης από τη σκηνή στην πλατεία – όλοι οι σπέσιαλ φιλόσοφοι το λένε, μάι φρεντ, η πλατεία έχει το φρέσκο κρέας. Η φωτογραφία της πενταήμερης κάτω από το άγαλμα με τα γυμνά χατζάρια: είναι όλοι εκεί, ο ωραίος της τάξης, ο καλός μαθητής, η σούπερ θεά, ο φρίκουλας με τα σκουλαρίκια, ο καθηγητής, φυσικά φίλος με τους μαθητές του, στα πόδια του αγάλματος στάζει το αίμα, ω, τι ευτυχία. Τα παιδιά που φούσκωσαν με την τρόμπα τον αδέσποτο σκύλο, κατόπιν τουμπανιασμένο τον πέταξαν απ’ την ταράτσα, ο σκύλος έσκασε στο πεζοδρόμιο, στο σχολείο γράψανε έκθεση για την παγκόσμια ημέρα της αποταμίευσης. Άξιον εστί το σταύρωμα των δούλων, το άδειασμα των μεταναστών στη θάλασσα, το κυνήγι της αλεπούς,


84

Το κόψε-κόψε 16

η Βουλή των Εφήβων που έβγαλε ψήφισμα να μειωθεί ο αριθμός των ξένων, οι καινούργιες φάκες για τα ποντίκια που τα ψήνουν μονομιάς με ηλεκτρικό ρεύμα. Άξιον εστί το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου: Σφάζω γιατί επιζώ, επιζώ άρα υπάρχω. Άξιον εστί το τίμημα. Ο Φαραώ Χέοπας κι ο Φαραώ Ραμσής (κι ο Φαραώ Χέσε με – τι σημασία έχει), ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Μέγας Θεοδόσιος, ο Αταχουάλπα, ο Γιαν Μπόκελσον, ο Καίσαρας Βοργίας, ο Δούκας του Γουέλιγκτον, ο στρατηγός Έι Τζι Χάντερ-Γουέστον. Άξιον εστί το χέρι της Γοργόνας που πετσοκόβει τον κακό ψαρά ή τον κακό καρχαρία – κάποιονε κακό, τέλος πάντων. Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας που βλέπει τους στραγγαλισμένους στον αύλειο χώρο, παπάδες στριμώχνονται για μιαν κοινωνία τρόμου επί των πτωμάτων – μα αυτός απομένει αγέρωχος, στολίδι του μεγάλου ποιήματος, κατά το βραδάκι αρχίζει να τσιμπολογάει τα κουφάρια (κατά το βραδάκι όλοι πεινούμε, να μια αλήθεια…) Οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε, που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο –


Το κόψε-κόψε 16

85

όλοι ανατριχιάζουμε απ’ τη συγκίνηση (ποιος μπορεί να παραβλέψει τόσην ιερουργία;) Κατόπιν διαβάζουμε σωστά τη φράση το αεράκι φυσάει, άρα βουρ για το φρες μπλοντ: καλή, χρυσή και η ιερουργία μα τώρα ήρθε η ώρα για Ιστορία, μαγκίτες. Τα καδράκια στις σχολικές αίθουσες με ρήσεις των Πατέρων της Εκκλησίας, σαν πλαστικές σακούλες όπου το πτώμα διατηρεί όλη του τη φρεσκάδα, θαρρείς λαχταρίζει ακόμη, καλή σας όρεξη. Άξιον εστί το ξύλινο τραπέζι που απλώνουν τα πτώματα των σκασμένων μεταναστών, ένας ιατροδικαστής γράφει την έκθεση, ένας φωτογράφος φωτογραφίζει για το αρχείο – εν τω μεταξύ τα εργοστάσια της κονσερβοποιίας δουλεύουν στο φουλ κι η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι. Άξιον εστί το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα (γουάου, τι τόλμη εκφραστική)· παραδίπλα τα πτώματα των παιδιών, οι ποιητές ωστόσο δεν μιλούν για τα πτώματα – α, δεν μιλάς για το φαγί που τρώγεις, έλεγαν οι παππούδες μας (ή οι γιαγιάδες μας – κάποιοι πρόγονοι, τέλος πάντων). Το έπος μιας ατέλειωτης σφαγής ανάμεσα στα καράβια και στα τείχη,


86

Το κόψε-κόψε 16

όπου δοξάζεται η αφηγηματική στρατηγική, οι τεχνικές κορύφωσης, το Weltliteratur αριθμός 1 – κάθε τόσο κάνουν ανακωχή για να κάψουν τους νεκρούς, όπως ξέρεις, οι νεκροί μαζεύουν μύγες. Ο πήλινος στρατός του αυτοκράτορα που σφάζει με την πήλινη αταραξία του, που σφάζει ως έκθεμα, που σφάζει ως προστατευόμενο μνημείο, που σφάζει-σφάζει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Άξιον εστί το τίμημα. Οι Νίντζα, οι μασκοφόροι εκδικητές, ο Δικαστής Ντρεντ, το Άλιεν, ο Φρέντι Κρούγκερ, οι εφτά που ήσαν υπέροχοι χασάπηδες, ο Ιντιάνα Τζόουνς, ο Λουκ Σκαϊγουόκερ, ο Ράμπο, οι Τριακόσιοι. Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι εκεί στον κήπο, πλάι στη θάλασσα, να ξεδιπλώνεται μια ιστορία αθωότητας. Δυο παιδιά που ανταγωνίζονται ποιος θα σκοτώσει περισσότερα μυρμήγκια – όπου υπάρχει άμιλλα, υπάρχει Νίκη (είπε ο Γκαίτε – ή κάποιος άλλος). Ο αχόρταγος Οδυσσεύς, που φεύγει από την Ιθάκη – άκουσε από έναν γέρο ναύτη πως στις μεγάλες θάλασσες υπάρχουν πολιτείες δίχως κύκλια έπη και αοιδούς και μονομιάς σαλπάρει στους ιθαγενείς να τους δ ι δ ά ξ ε ι την αγάπη ωμή και φρεσκοκομμένη...


Το κόψε-κόψε 16

87

Τα παλιά χρονικά (της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας – ή του Πολέμου των Ρόδων, ρε αδελφέ) όπου τα πτώματα υπονοούνται κι οι ντούμπες ευωδιάζουν Δόξα, οι σφαγές στολίζονται με θεσπέσια κοσμήματα από μαστόρους μικρογράφους. Οι καθοδηγητές, ντυμένοι με φόρμα εργασίας (αμπέχονα, κουστούμια, ράσα – την πρέπουσα φόρμα κάθε φορά), ενώ πείθουν τον κόσμο πως ο Δρόμος Που Σώζει (ο γ ν ω σ τ ό ς Δρόμος Που Σώζει) δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα… Κατόπιν ο μέγας Οδηγητής, ο Πλαστουργός της Νιας Ζωής, που ξ α π ο σ τ α ί ν ε ι σε μιαν άκρη: Α, είναι στ’ αλήθεια βαρύ να περπατάς πρώτος στο πτωματόστρωτο, τα πτώματα δεν έχουν ακόμη πατηθεί και σαλεύουν – λίγο να ξεχαστείς, θα σου γίνουνε οι αστράγαλοι βραχιόλια. Η φωτογραφία –είναι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία– όπου ένα χέρι δ ε ί χ ν ε ι – ας πούμε πως δείχνει κάτι οραματικό, ας πούμε πως δείχνει το Μέλλον. Κατόπιν η εικόνα ανοίγει: Ένας λοχαγός δείχνει έναν άντρα γονατισμένο, δεμένο πισθάγκωνα – από δίπλα το εκτελεστικό απόσπασμα περιμένει μια εντολή για το Μέλλον. Στα ρολόγια της πολυκατοικίας που κάποιος εγκλώβισε μια γάτα στο ντουλάπι,


88

Το κόψε-κόψε 16

κατόπιν έκλεισε με κολλητική ταινία τις χαραμάδες (κάποιο παιδί θα ήσανε, πώς κάνεις έτσι;) Το συνεργείο καθαρισμού βρήκε τη γάτα από τη μυρωδιά – κι έπειτα λένε πως οι γάτες είναι εφτάψυχες, μονολόγησε ο διαχειριστής. Άξιον εστί το τίμημα. Η Ελευθερία του Ντελακρουά με τα πτωματάκια στην άκρια, ο απαστράπτων αναστημένος του Γκρίνεβαλτ (ό,τι πρέπει για να τυφλώνει τους αμαρτωλούς), οι λίμνες της φωτιάς του Μιχαήλ Αγγέλου (και των λοιπών, και των λοιπών – μην συφιλιάζεσαι), ο Όρκος των Ορατίων του Νταβίντ, η Γέννηση ενός Έθνους του Γκρίφιθ, η Μάρσια της Αΐντας – πάρε για να έχεις. Οι στρατιώτες που κόβουν τα βυζιά των γυναικών με τα χατζάρια τους, κατόπιν παπάδες και ιμάμηδες ρίχνουν αγιασμό πάνω στα χατζάρια, οι μανάδες τους τους τραγουδούν χαιρετισμούς (τους συνοδεύουν εξημερωμένα πουλιά που θρέφονται με βολβούς ματιών – κάνουν το κελάηδημα αγγελικό). Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή, χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί – ω, το σπαθί, κάνει θραύση στον πάγκο του χασάπη, κάνει θραύση στον πάγκο του δασκάλου, στον πάγκο του διανοητή


Το κόψε-κόψε 16

89

(εκεί κι αν κάνει). Χαίρε η Ο ν ε ι ρ ο τ ό κ ο ς δηλαδή: χαίρε εσύ που κυοφόρησες το όνειρο του Λαβυρίνθου, το όνειρο του Βερντέν, το όνειρο του ουκρανικού λιμού, το όνειρο του Λάγκερ – άμα λέμε Ο ν ε ι ρ ο τ ό κ ο ς, να το λέμε, όχι χαμπέρια. Χαίρε μάχη του Κοσόβου, χαίρε ναυμαχία της Ναυπάκτου, χαίρε μάχη του Κουρσκ, χαίρε μάχη των Τριών Παραποτάμων, χαίρε σφαγή της Οδησσού (και τα λοιπά). Χαίρε Οτράντο, χαίρε Μίνστερ, χαίρε Τριπολιτσά, χαίρε Χίο, χαίρε Νιανκίν, χαίρε Ανόι, χαίρε Δρέσδη, χαίρε εμπάργκο του Ιράκ, χαίρε ασημορυχεία του Ποτοσί (και τα λοιπά). Χαίρε Αρχάγγελε Μιχαήλ, χαίρε τρομερέ Ιβάν, χαίρε Γουίλιαμ Σέρμαν, χαίρε Ισόθεε Αχιλλέα, που έσφαξες δώδεκα αγόρια στον Σκάμανδρο, θυσία στη μνήμη του αγαπημένου σου – κι όλοι θαυμάζουν την τόσην αγάπη (και οι λοιποί). Χαίρετε, κοψηκόψηδες και πάλι χαίρετε, χαίρε Θωμά Τορκεμάδα, χαίρε Μάθιου Χόπκινς, χαίρε Βασίλειε Βουλγαροκτόνε, χαίρε Τουρκοφάγε, χαίρε Μπραΐμη, χαίρε Τοπάλ Οσμάν,


90

Το κόψε-κόψε 16

χαίρε Χάινριχ Χίμλερ (και οι λοιποί). Αξιόν εστί το τίμημα. (Άξιον εστί το τίμημα και των λοιπών.) Οι δολοφόνοι Προφήτες (όλοι οι Προφήτες), ο Φίλιππος ο Δεύτερος, ο Μάο Τσε Τουγκ, ο Μαρά, ο Νετσάγεφ, ο Μπέρια, ο Γιόζεφ Μέγκελε, ο Χένρι Σπένσερ που έγραφε πως ο θάνατος των αδύναμων εργατών βελτιώνει τη χώρα. Η Σάντα Μαρία, η Εσπανιόλα, το Ενόλα Γκέι, τα Άφρικα Κορπς, το Βίσμαρκ, η επιχείρηση Σοκ και Δέος, ο Άγιος Γεώργιος που σκοτώνει τον Δράκοντα. Οι ταξιαρχίες των αγγέλων που εφορμούνε για να σώσουν τον κόσμο· μονομιάς βγάζουν τα μάτια των πιστών. Ουρλιάζουν κάποιοι από πόνο μα οι Αρχάγγελοι ευθύς τους συνετίζουν: Όποιος βλέπει, βλέπει και τα κολπέτα του σατανά οπότε φάτε μάτια ψάρια, φιλάρες. Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια, ώσπου επιτέλους κάποιος επωάστηκε, πετιέται στον αέρα ως ντελαλητό, ως μέγας θρίαμβος της ανθρωπότητας: Οι υγιείς πετούνε τους αρρώστους στον γκρεμό. Ω, να ένας καλοεπωασμένος ψίθυρος, τι μου σοκάρεσαι, ανθρωπιστάκο μου; –


Το κόψε-κόψε 16

91

θέλησες ποτέ σου να φας κρέας χολερικού ζώου; Άξιον εστί το μετεωρολογικό δελτίο που ορίζει τις συνθήκες του τέλειου βομβαρδισμού. Οι μικροί βοριάδες που παράγγειλαν σ’ όλων των καραβιώνε να φορτώσουν τα πτώματα των νηπίων και να τα αδειάσουν στ’ ανοιχτά – επ’ ευκαιρίας θα ταϊστούνε και τα ψάρια (αυτό θα πει ανακύκλωση, γλυκέ μου). Τα μικρά αγόρια που λιώνουν τις αράχνες στο εξοχικό σπίτι, για κάθε τρεις ζωγραφίζουν μια βούλα στο παπούτσι τους. Όποιος φτάσει τις εφτά βούλες λένε δεν θα πεθάνει ποτέ (τρεις επί εφτά ίσον είκοσι μία αράχνες – ή ξέρεις πολλαπλασιασμό ή δεν ξέρεις). Άξιον εστί το εκκλησίασμα που χειροκρότησε το άναμμα της φωτιάς – για την τσίκνα της καμένης σάρκας μην αγχώνεσαι: Τι να φτουρήσει μια τσίκνα μπροστά στην θεσπέσια ομορφιά της Αείζωης Φλόγας; (Το πολύ πολύ λέμε πως κάηκαν λάστιχα στον κάτω μαχαλά, μόλις φυσήξει αεράκι, όλα ξεχνιούνται.) Το κοκαλωμένο σώμα του αλήτη –μια μπέκρα ήσανε– που κανένας δεν του άνοιξε εκείνο το βράδυ: κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι τον χιονιά κι όλοι νόμισαν πως θα του ανοίξει ο παραδίπλα. Κι επιπλέον, χτύπησε μόνον δυο φορές,


92

Το κόψε-κόψε 16

δυο διστακτικές φορές, σε κάποιους μία, κι αυτό ήσαν όλο· ε, άμα πεθαίνεις, ε π ι μ έ ν ε ι ς, φίλε, ειδάλλως ήθελές τα. Άξιον εστί το τίμημα. Ο Ναβουχοδονόσορ, ο Κορτέζ, ο Κάρολος Κουίντος, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο συγγραφέας σχολικού βιβλίου που γράφει Βαβυλώνα, Περσέπολις, Πασαργάδες, Σούσα υποδέχονται τον νέο στρατηλάτη, όσοι παίξαν μπάλα με κεφάλια ηττημένων, όσοι ζωγράφισαν τους σφαγμένους σε μια γωνιά στο φόντο μιας Νίκης, ο Γοδεφρείδος της Μπουγιόν. Άξιον εστί το διάσελο που ανοίγει αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη από κάτω στην κοιλάδα τα τρένα – μα, διάολε, τι σου φταίει το αιώνιο γαλάζιο που ξεκινάνε τα τρένα; Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση ο καπνός ο ατάραχος που πάει των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει – μα δεν το ξέρεις πως τα τρένα φτιάχτηκαν γ ι α ν α π η γ α ί ν ο υ ν ; (εσύ πώς μεγάλωσες, φιλάρα; – μυρίζοντας κρίνους;) Η μικρογραφία που εικονίζει το ορυχείο αργύρου στην Κούτνα Χόρα


Το κόψε-κόψε 16

93

(μια πόλη της Βοημίας είναι, αφού τόσο σκάζεις) κάπου στα χίλια τετρακόσια τόσα… Για δες την προσεκτικά: Σε μια ηλιόλουστη σάλα οι πλούσιοι κι από κάτω τους οι τεχνίτες, κι ακόμη πιο κάτω (πάντοτε υπάρχουν και πιο κάτω) άνθρωποι χωμένοι στα λαγούμια, βαθιά στα έντερα της γης, σαν τυφλοί αρουραίοι, σ α ν σ κ α τ ά, τι φοβάσαι τη λέξη; Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο να γυρεύουν τη σάρκα που τους έταξαν αρχαίοι βασιλιάδες. Οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες όπου δένουνε τους τρελούς ελπίζοντας να τους φαν τα τσακάλια (αλίμονο, η τρέλα σκληραίνει το κρέας, μόνο τσακάλια το μασάνε – και αν…) Οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι να στραγγαλίζουν τους κοιμισμένους κλοσάρ κάτω από τις γέφυρες. Ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία – σε δεύτερο πλάνο οι σφαγμένοι αιχμάλωτοι να στολίζουν την ομορφιά ετούτου του λαιμού ως φόντο (κ ά π ο ι ο ι αιχμάλωτοι θα ’ναι, τι το γυρεύεις;) Τ’ αστερόεντα δέντρα με την ευδοκία, η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου (π α ρ α σ η μ α ν τ ι κ ή : πάρε λέξη για να έχεις, δικέ μου) η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει ένα Δέντρο που αξίζει να το ποτίσεις με γαίμα.


94

Το κόψε-κόψε 16

Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα ένα κάτι του κίτρινου στη θύμησή τους. Αν το ζορίσεις, θα το βρεις: Ας πούμε φλέμα ενός παιδιού που πέθανε από χτικιό ή και ίσκιος που έλαχε να περπατά εκεί το πρωί, ώρα οχτώ και δέκα. Ω, ναι: ά ξ ι ο ν ε σ τ ί τ ο τ ί μ η μ α . Ο Ροβεσπιέρος, ο Τιμούρ Λεγκ, ο Ατατούρκ, ο Αμίν Νταντά, ο Περικλής, ο Ιουστινιανός, ο Καρλομάγνος, ο Βασιλιάς Ήλιος κι ο Βασιλιάς Φεγγάρι (κι ο κάθε-κάθε βασιλιάς), ο Φρανθίσκο Πισάρο, ο Στάλιν, το Μέγας είσαι Κύριε, το Ήμαρτον, το Έχει ο Θεός, το Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, το Αμήν. Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια, των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι – των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται – ω, είναι στ’ αλήθεια αναίτιο το δάκρυ στα ωραία μάτια των παιδιών. Γρήγορα βάνουν μυαλό, καθώς βγάζοντας δόντια το μαθαίνουν πως η σφαγή είναι η ζωή κι η συγκίνηση είναι απλώς ένα αλατοπίπερο – δεν λέω, νόστιμο το αλατοπίπερο, μα γέμισες ποτέ σου πιάτο μ ε σ κ έ τ ο αλατοπίπερο;


Το κόψε-κόψε 16

95

Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου (α, εδώ, μασόνι, ίσως και να συμφωνάμε – μα ίσως κι όχι). Άκου, γλυκέ μου, το Νυν, άκου και το Αιέν – με το πάσο σου: σε όσους πεθαίνουν εν τω μεταξύ από την πείνα θα λέμε πως ο κόσμος είναι θολός και τέτοιες πίπες. Νυν το φαγητό μας και Αιέν το φαγητό μας. Νυν η στραγγάλη και Αιέν η στραγγάλη. Νυν ο τυφεκισμός στο όνομα της Ψυχής. Αιέν ο τυφεκισμός στο όνομα της Ψυχής. Νυν τα κορίτσια που δολοφονούνται έξω απ’ τις μακιλαδόρες. Αιέν τα κορίτσια που δολοφονούνται έξω απ’ τις μακιλαδόρες. Νυν τα ζώα που τραβιούνται απ’ τα ρουθούνια. Αιέν τα ζώα που τραβιούνται απ’ τα ρουθούνια. Νυν ένας κομπέρ που διασκεδάζει τον κόσμο με μεγαλοκουβέντες: των λαών το αμάλγαμα, ο μαύρος Αριθμός της Δίκης το άγαλμα, ο μέγας Οφθαλμός και τα λοιπά (από τέτοια όσα θες – όρεξη να έχεις να ακούς). Αιέν εσείς που διασκεδάζετε τρώγοντας όλο το φαγητό σας –


96

Το κόψε-κόψε 16

να μια κατάκτηση του Είδους, να σκουπίζεις με τη βούκα το τελευταίο ίχνος λιώνοντας το μυγάκι που κόλλησε στα υπολείμματα της σάλτσας, να παστρεύεις το πιάτο ως το τέλος της αγάπης, αντίλ δι εντ οφ λαβ. Νυν το Είδος που επιβιώνει. Αιέν το Είδος που επιβιώνει.

Κάπου εδώ, στο ρεφρέν του τραγουδιού, όλοι όσοι βρίσκονται μέσα στην αίθουσα σηκώνουν τα χέρια τους και τα χτυπούν – οι άνθρωποι-γκοτζίλες, το κοινό, ό λ ο ι σού λέω. Δαγκώνουν, μασάνε, τραγουδάνε, αλαλάζουν, πετούν εντόσθια στον αέρα, λουσμένοι στο αίμα από πάνω μέχρι κάτω, αγκαλιάζονται, φιλιούνται, σκίζουν τα ρούχα τους. Έχουμε, λοιπόν, την α π ο θ έ ω σ η – ας την πούμε έτσι. Η δράση της σκηνής γίνεται ζ ω ή – άλλωστε εκεί πηγαίναμε απ’ την αρχή. Πια δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ποιος. Για φαντάσου. Τότε ανοίγει και το αέριο. Μα τώρα δεν είναι πρόβα όπως στο 10. Είναι η αλήθεια. Κι ενώ η μυρωδιά σιγά-σιγά κυκλώνει τους πάντες, τα φώτα αργοσβήνουν. Μαζί σβήνει και το τραγούδι. Κάποιος γκοτζίλας ουρλιάζει τις δύο επόμενες στροφές, θαρρείς να θέλει να προλάβει. Ώσπου το αέριο και το σκοτάδι τα τελειώνουν όλα. Αυτό κι αν είναι αποθέωση.


Το κόψε-κόψε 16

97

Νυν νυν και αιέν και άξιον εστί το τίμημα, καλέ μου Γιόζεφ Μι, ευπειθώς αναφέρω: Οι πιλότοι έχουν ανεβεί, ομορφιές, φίλε, ομορφιές, δυο εργάτριες τυφλώθηκαν από έκρηξη στα καζάνια – άλλες δυο τυφλές που ατύχησαν, θα πει ένας εργοδηγός – ω, στις απόκριες όλοι ντυνόμαστε εργοδηγοί, τα βράδια όλοι γινόμαστε εργοδηγοί, ευπειθώς αναφέρω στη Βασόρα ένα παιδί γεννήθηκε μογγολάκι, θύμωσαν οι φιλόσοφοι – πήραν τον λόγο: Γιου, ιποκρίτ λεκτέρ, πώς κάνεις σαν παρθένα, έτσι κι αλλιώς τι ζωή θα είχε ένα παιδί στη Βασόρα; Οοο, ντανς μι του γιορ μπιούτι γουίθ α μπέρνιγκ βάιολιν, φάε το φαγί σου, άστραψε το πιάτο σου, έλα να μιλήσουμε για την Ψυχή, έλα να πούμε για αυτόν τον κόσμο τον-μικρό-τονΜέγα, έλα να φιλοσοφήσουμε, ω, τι μας μπλέκουνε με τους φονιάδες, εμείς δεν ζητήσαμε από κανέναν να σκοτώσει, απλώς κληθήκαμε να εντάξουμε τη σφαγή στο ιστορικό της πλαίσιο, ας πούμε πως την ανακυκλώνουμε, αυτή είναι η φύση, καθετί άλλο είναι σαν να μιζεριάζουμε για ένα κορν μπιφ,


98

Το κόψε-κόψε 16

για ένα βοδινό που υπήρξε για να γίνει κονσέρβα, ας ξενοιάσουμε, λοιπόν, ας μαγευτούμε από την ομορφιά, ένα μογγολάκι στη Βασόρα δεν θα κάνει το δειλινό μας λιγότερο συναρπαστικό, προπαντός, ας τραγουδήσουμε το ρεφρέν, εδώ και τώρα, ξέρεις, το ρεφρέν έχει τη μεγάλη σημασία, τα ενδιάμεσα λόγια είναι για να έρθει το ρεφρέν, η ενδιάμεση ζωή είναι για να έρθει το κόψε-κόψε, ντανς μι του δι εντ οφ λαβ, οοο ντανς μι του δι εντ οφ λαβ.


Επίλογος Ο Ύμνος του κόψε-κόψε

Στη σκηνή γαλάζιο φως. Ίσως για να σκεπάσει την κοκκινίλα του αίματος. Ίσως γιατί έτσι πρέπει. Παράδεισος; Αν θέλεις, σκέψου ένα μονάχο αγόρι, όρθιο, ίσαμε δεκατριών χρόνων, ντυμένο στα λευκά. Ίσως να φοράει και χιτώνα. Το πρόσωπό του καθαρό, ούτε μάσκα ούτε τίποτε. Στο ένα του χέρι, το αριστερό, κρατά κλαδί ελιάς. Στο άλλο ένα τηλεκοντρόλ. Λέει ό,τι λέει με απόλυτα φυσική φωνή. Απαγγέλλει γεμάτο αγάπη. Σαν χαλί στα λόγια του το Κονσέρτο για βιολί και πιάνο, αριθμός 21 του Μότσαρτ. Π α ρ ά β υ σ σ ο ς . *** Βέβαια, μετά τα αέρια, γεννιέται το ερώτημα: Πώς είναι ζωντανός αυτός που μιλάει; Και πώς είναι ζωντανοί αυτοί που τον ακούνε; Μα επιτέλους: μάθε να αποδέχεσαι τις συμβάσεις. Να έχεις ευρύ πνεύμα, φίλε.

Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, το κόψε-κόψε αν δεν έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν,

[ 99 ]


100

Το κόψε-κόψε

και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, δίχως το κόψε-κόψε ουδέν ειμί – πιο ουδέν δεν γίνεται. Και εάν ψωμίσω πάντα τα υπάρχοντά μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσομαι, αν δεν σηκώσω την ντουμπαλίτσα των σφαγμένων λίγο ψηλότερα, δεν έχω κάνει τίποτε – μα τίποτε, σου λέω. Το κόψε-κόψε μακροθυμεί, χρηστεύεται, ου ζηλοί. Το κόψε-κόψε ου περπερεύεται, ου φυσιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτού, ου παροξύνεται· ου λογίζεται το κακόν, ου χαίρει επί τη αδικία, συγχαίρει δε τη αληθεία – αυτό προπάντων. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει· το κόψε-κόψε ουδέποτε εκπίπτει. Είτε δε προφητείαι καταργηθήσονται, είτε γλώσσαι παύσονται, είτε γνώσις καταργηθήσεται, το κόψε-κόψε πρέπει να συνεχιστεί. Εκ μέρους γαρ γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν· όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται. Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην. Ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. Βλέπομεν γαρ άρτι δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον. Άρτι γιγνώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην.


Το κόψε-κόψε

101

Και τότε τι μένει; Μένει το κόψε-κόψε. Γιατί στο κουκούτσι κάθε πίστης και κάθε ελπίδας βρίσκεται το κόψε-κόψε.

Το αγόρι σηκώνει το τηλεκοντρόλ προς τους θεατές και το πατάει. Τα πάντα σβήνουν – τα φώτα, η μουσική, όλα. Σαν να έγινε γενικό μπλακ άουτ. Η τελευταία φράση του αγοριού λέγεται μες στο σκοτάδι.

Γιατί η μόνη αληθινή αγάπη ε ί ν α ι τ ο κ ό ψ ε κόψε.

***

Σκοτάδι· μόνο σκοτάδι. Τα φώτα δεν θα ξανανάψουν. Όσοι μπήκανε θα βρούνε τον δρόμο για να φύγουν. Μα δεν θα φύγει κανείς. Γιατί κανείς δεν έχει να πάει κάπου.


Σημείωση για την έντυπη έκδοση του Κόψε-κόψε Το βιβλίο Το κόψε-κόψε ή όταν οι γκοτζίλες εξανθρωπίζονται ολοκληρώθηκε στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στον Ιούλιο του 2007 και τον Ιούνιο του 2008. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε στο internet τον Ιούλιο του 2008 στην ιστοσελίδα http://www.triaridis.gr/ kopse και θα συνεχίσει να υφίσταται σε ελεύθερη διαδικτυακή πρόσβαση και μετά την παρούσα έντυπη έκδοσή του. Το βιβλίο αποτελείται από Πρόλογο, 16 Κεφάλαια και Επίλογο – καθώς και ένα Οπισθόφυλλο που αποτελεί μέρος της αφήγησης. Το Κόψε-κόψε υποστήριξαν με την ανάγνωσή τους και τις παρατηρήσεις τους ο Κώστας Δεσποινιάδης και ο Θανάσης Φωτιάδης. Ο τελευταίος έκανε –σε ένα ακόμη γραπτό μου– και τον αναλυτικό φιλολογικό έλεγχο του κειμένου. Ο Γιάννης Ευαγγέλου και ο Διονύσης Παπαδουκάκης υποστήριξαν με τις τελικές διορθώσεις την έντυπη έκδοση του βιβλίου. Και αυτό το βιβλίο μου είναι ελεύθερο δικαιωμάτων και μπορεί να αναπαραχτεί εν όλω ή εν μέρει δίχως οποιαδήποτε άδεια. Επίσης όποιος θέλει μπορεί απολύτως ελεύθερα (δηλαδή: δίχως να δεσμεύεται από κανένα «πνευματικό» ή άλλο δικαίωμα επί του κειμένου) να ανεβάσει το Κόψε-κόψε οπουδήποτε, ως «παράσταση» ή ως οτιδήποτε άλλο, στο σύνολό του ή και αποσπασματικά, ακολουθώντας τις «σκηνοθετικές οδηγίες» του κειμένου ως όποιον βαθμό τον καλύπτουν ή και αγνοώντας τις πλήρως. *** Το Κόψε-κόψε είναι το τέταρτο βιβλίο μου που δημοσιεύτηκε απευθείας (δηλαδή δίχως να προηγηθεί η έντυπη έκδοσή του) στο internet, εξαρχής ελεύθερο από κάθε δικαίωμα «πνευματικής ιδιοκτησίας». Τούτο το κειμενικό εγχείρημα ας κατανοηθεί (όσο αυτό είναι δυνατό) ως μέρος ενός ευρύτερου αναθεωρητικού (ενδεχομένως και υπερ-λογοτεχνικού) α π ο σ χ ε δ ι α σ μ ο ύ του κόσμου και των αφηγήσεών του. Ως προηγούμενες ψηφίδες του ίδιου εγχειρήματος έχουν προηγηθεί τα μελένια λεμόνια το 2005 (http:// www.triaridis.gr/melenialemonia/ – έντυπη έκδοση από τις εκδό-

102


σεις τυπωθήτω, 2007), η Αληθινή ιστορία της Αΐντας και του Ρανταμές, επίσης το 2005 (http://www.triaridis.gr/aida/ – έντυπη έκδοση εκτός εμπορίου από τις εκδόσεις Mauve την ίδια χρονιά) και το Ich bebe * όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ’ άλογα το 2007 (http://www.triaridis.gr/ichbebe/ – έντυπη έκδοση από τις εκδόσεις τυπωθήτω το φθινόπωρο του 2008). Και καθώς η φράση αναθεωρητικός αποσχεδιασμός είναι πιθανό να ακούγεται σαν εξαγγελία, και άρα να τρομάζει αρκετούς (όπως άλλωστε και μένα τον ίδιο), ας επιχειρήσω μια διευκρίνιση (και ζητώ εκ των προτέρων συγγνώμη για τη φλυαρία): Φυσικά και δεν έχω την πρόθεση καμιάς εξαγγελίας· εξάλλου κανένας (μα κανένας) δεν μου εμπιστεύτηκε κάποιο άγγελμα για να το κοινωνήσω σε κάποιους άλλους – κι επιπλέον πιστεύω πως όλα ανεξαιρέτως τα αγγέλματα είναι φανερά ή συγκαλυμμένα παραγγέλματα υποταγής. Το μόνο που έχω είναι μια υποκειμενική αίσθηση (όλο και εντονότερη καθώς μεγαλώνω): πως έλκομαι τρελά από την αγωνία ε ν ό ς σ υ ν ο λ ι κ ο ύ α π ο σ χ ε δ ι α σ μ ο ύ κάθε Κανόνα που γυρεύει να βάλει το χαλινάρι του στους ανθρώπους. Ο αποσχεδιασμός αυτός μπορεί να εκληφθεί και ως μια μοναχική, ενδεχομένως και νοερή, επίθεση: επίθεση στο απαράβατον των κειμένων που διαμορφώνουν τα κυρίαρχα ήθη, επίθεση στις ομολογίες πίστεως που ταριχεύουν την σκοτεινή όσο και ανομολόγητη φύση μας, επίθεση στη συλλογική (και όχι μόνο) αυτοκατάφασή μας που μας καθοδηγεί να λιώνουμε τα μυρμήγκια λογαριάζοντας τις πράξεις μας ως μοίρα των άλλων, επίθεση στην απαίσια Ιστορία που κανοναρχεί τη μνήμη με συντελεσμένους και επικείμενους φόνους, επίθεση στη χωροκατακτητική Ηθική που πολεμά τη λαχτάρα ως ατέλεια – εν τέλει επίθεση σε κάθε προϋπάρχουσα τάξη και σε κάθε δοσμένη ιερότητα που δομούνται για να μηδενίσουν (: για να αφανίσουν) κάθε ανθρωπινότητα. Δεν μπορώ να φανταστώ τη λογοτεχνία, την τέχνη γενικότερα, ή και την ίδια τη ζωή, δίχως τούτη την επίθεση· σε μια τέτοια περίπτωση και η τέχνη και η ζωή θα παραδίνονταν ολοκληρωτικά στην παράδοση, στο έθιμο, στην τελετουργία – ουσιαστικά σε έναν αυτοενταφιασμό. Κι αν κάποιος καταφέρει να προχωρήσει την ανάγνωση του Κόψεκόψε ως το Οπισθόφυλλο, ίσως να αντιληφθεί πως αυτήν την (έστω και νοερή) επίθεση την φαντάζομαι γενικευμένη: δηλαδή πρωτίστως επίθεση ενάντια στον ίδιο μου τον εαυτό. Θανάσης Τριαρίδης – Ιανουάριος του 2009 103



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.