Η Νεράιδα με το πέπλο

Page 1


Παππού, πες μας το παραμύθι για τη νεράιδα με το πέπλο! —

Μα το 'χουμε πει και ξαναπεί. Το ίδιο θα πούμε πάλι;

Μας αρέσει, παππού, γιατί είναι αληθινό.

Και γιατί είναι ένα αλλιώτικο παραμύθι.

Και γιατί μας λέει πως είχαμε μια γιαγιά που ήτανε νεράιδα.

Μια γιαγιά νεράιδα! Πριν τρακόσια χρόνια, ίσως και πεντακόσια! Ποια γιαγιά λοιπόν και ποια νεράιδα! Παραμύθι είναι κι αυτό σαν όλα τ' άλλα. Ας το ξαναπούμε όμως αφού το θέλετε τόσο. Και θα σας το πω πάλι έτσι ακριβώς όπως μας το 'λεγε κι εμάς η γιαγιά μας όταν ήμασταν παιδιά όπως κι εσείς τώρα. Εκείνα λοιπόν τα παλιά χρόνια, τότε που τα βράδια βγαίναν στις ρεματιές νεράιδες, ζούσε σε τούτο το χωριό ένας μακρινός πάππους σας. Και ζούσε μάλιστα μέσα σε τούτο το σπίτι, που τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα, γιατί στο μεταξύ το 'καψαν οι Τούρκοι. Αυτόν τον παππού σας όμως μην τον φανταστείτε σαν ένα καμπουριασμένο γεροντάκι που περπατά με το μπαστούνι στο χέρι. Όπως όλοι οι παππούδες ήταν κι αυτός κάποτε νέος. Και ήταν τότε ένα πραγματικά ωραίο και τολμηρό παλικάρι, ένας αληθινός λεβέντης που τον καμάρωνε όλο το χωριό μας.


Μια μέρα λοιπόν, αυτό το ωραίο παλικάρι ξεκίνησε να πάει σ' ένα γάμο που γινόταν στο κάτω χωριό. Φεύγοντας απ' το σπίτι πήρε μαζί και το ντουφέκι του όπως κάνανε τότε όλοι οι άντρες, γιατί μόνο με τα όπλα κρατιούνταν οι Τούρκοι μακριά απ' τα χωριά μας κείνα τα δύσκολα χρόνια.

Ο γάμος κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες κι ο πάππους σας, που όπως είπαμε δεν ήταν τότε πάππους, έφαγε, ήπιε, τραγούδησε και χόρεψε λεβέντικα κι ακούραστα. Την τρίτη νύχτα, όταν πια κόντευε να χαράξει η αυγή, πήρε το δρόμο του γυρισμού. Για να κάνει πιο λίγο δρόμο, έκοψε μέσα απ' τις ελιές που είναι εκεί, στο μεγάλο πλάτωμα. Ήταν την ώρα που χάραζε η αυγή, όταν, μέσα στην πρωινή ησυχία, άκουσε από μακριά χαρούμενες γυναικείες φωνές και τραγούδια. Το παλικάρι κοντοστάθηκε ν' ακούσει καλύτερα. Σιγά σιγά οι φωνές ακούγονταν όλο και πιο κοντά, ώσπου σε λίγο βλέπει να βγαίνει μέσα απ' τις ελιές μια συντροφιά από νεράιδες που, σαν έφτασαν κοντά του, πιάστηκαν χέρι-χέρι κι άρχισαν να χορεύουν.


Ήταν όλες ντυμένες με πολύχρωμα αραχνοΰφαντα φορέματα και με πέπλα που ανέμιζαν στον πρωινό αέρα.

Σαν είδαν έναν άνθρωπο κοντά τους, όχι μόνο δεν ενοχλήθηκαν, αλλά, η πρώτη του χορού, μια πεντάμορφη νεράιδα μ' ολόχρυσα μαλλιά και μεγάλα γαλανά μάτια, τον πλησίασε και σαστισμένος όπως ήταν, τον έπιασε απ' το χέρι και τον έβαλε στο χορό. Για να μπορεί να χορεύει και να πηδά λεύτερα, του έδωσε να πιάσει την άκρη του πέπλου της. Το παλικάρι, νικώντας κάθε δισταγμό, χόρεψε με κέφι και χαρά. Του άρεσε πολύ η χαρούμενη κοριτσίστικη συντροφιά, ξέχωρα όμως θαύμαζε την όμορφη νεράιδα που του είχε δώσει το χέρι της και που τώρα την κρατούσε από το πέπλο. Μα την ώρα που το κέφι κι ο χορός είχαν φουντώσει, μια νεράιδα φώναξε: — Ο ήλιος! βγαίνει ο ήλιος! — Ο ήλιος! ο ήλιος! φώναξαν τότε κι οι άλλες νεράιδες γύρω του και σαν τρομαγμένες έλυσαν τα χέρια τους και σηκώνοντάς τα ψηλά, κάνανε μια στροφή και μετά, έτσι ξαφνικά, γίνανε αέρας και χάθηκαν. Έμεινε όμως η νεράιδα που είχε βάλει εκείνον τον μακρινό παππού σας στο χορό και που τώρα την κρατούσε από το πέπλο. Στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένη μεγάλη αγωνία γιατί ενώ έπρεπε να φύγει κι αυτή όπως και οι αδερφές της, έμενε εκεί, κοντά στο παλικάρι.


Γρήγορα κατάλαβε πως αυτό που την εμπόδιζε ήταν το πέπλο που τη μια άκρη κρατούσε ο παππούς σας. Το τράβηξε τότε να το πάρει για να γίνει κι αυτή αέρας και να χαθεί. Αυτός όμως, που κατάλαβε τι θα γινόταν αν άφηνε το πέπλο, το 'σφίξε δυνατά και δεν την άφησε να το πάρει. Ταραγμένη η νεράιδα τον παρακάλεσε να τ' αφήσει, μα το παλικάρι, που την κοίταζε σαν μαγεμένο, όχι μόνο δε σκέφτηκε να της το δώσει αλλά αντίθετα, το τράβηξε ξαφνικά και με τέτοια δύναμη, που το πήρε από τα χέρια της νεράιδας. — Το πέπλο μου! το πέπλο μου! δώσε μου πίσω το πέπλο μου για να μπορέσω να πάω στις αδερφές μου! φώναζε τρομαγμένη η νεράιδα, μα εκείνος, αντί να της το δώσει, το έχωσε γρήγορα όλο μέσα στην κάννη του ντουφεκιού του. Και τώρα αν μπορείς πάρ' το, της λέει, και γέρνοντας το όπλο του της έδειξε την κάννη. Και βέβαια μπορώ, απάντησε η νεράιδα, κι άπλωσε το χέρι της να το τραβήξει. Αλλά την ίδια στιγμή, σαν να τη χτύπησε κάτι, πετάχτηκε πίσω. Ήταν η μυρουδιά του μπαρουτιού που έβγαινε από την κάννη του όπλου και που μια νεράιδα δεν μπορεί καθόλου να αντέξει. Ξαναδοκίμασε, μια και δύο, μα πάντα έκανε πίσω. Τόσο πολύ την πείραζε αυτή η μυρουδιά που έβγαινε απ' το όπλο. Απελπισμένη, παρακάλεσε ξανά το παλικάρι να της δώσει το πέπλο, μα εκείνο της είπε:


— Όμορφη κόρη. Δεν πήρα το πέπλο σου γιατί θέλω να σου κάνω κακό, αλλά γιατί σ' αγάπησα και θέλω να μείνεις μαζί μου. Έλα κοντά μου και θα σε κάνω ευτυχισμένη. — Μα μπορεί ποτέ μια νεράιδα να ζήσει ευτυχισμένη ανάμεσα στους ανθρώπους; Δεν το καταλαβαίνεις; — Αλλά ούτε κι εγώ μπορώ να σε χάσω. Να τι πρέπει να καταλάβεις κι εσύ. Την ευτυχία που μου χάρισες δε θα την πάρεις πίσω. — Μα δεν μπορώ! Πρέπει να φύγω! φώναξε η νεράιδα κι όρμησε να πάρει μόνη της το πέπλο. Κι ενώ λίγο έλειψε να το πιάσει και να το τραβήξει, η μυρουδιά του μπαρουτιού τη χτύπησε τώρα τόσο πολύ που κόντεψε να πέσει κάτω αναίσθητη. Νικημένη πια η νεράιδα κοίταξε το παλικάρι στα μάτια και είπε: — Ξέρω πως δεν μπορώ πια να κάνω τίποτ' άλλο παρά μόνο να 'ρθω μαζί σου. Πιστεύω πως θα μου φερθείς καλά. Τίποτα όμως δε θα μπορέσει να λιγοστέψει τον πόνο μου, σαν χάσω τη λευτεριά μου. Και θα 'ρθει μια μέρα, να το θυμάσαι, που μόνος σου θα μου δώσεις το πέπλο και θα μ' αφήσεις να φύγω. Μα αυτό θα γίνει όταν θα μ' αγαπήσεις τόσο πολύ, όσο δεν αγάπησε ποτέ άλλος άνθρωπος. Και τώρα, αφού αυτό είναι το γραφτό μου, ας πηγαίνουμε. Χαρούμενος εκείνος, που έβλεπε πως η νεράιδα τελικά δέχτηκε να τον ακολουθήσει, δεν της απάντησε, αλλά μόνο είπε: — Εγώ κάτι άλλο θέλω τώρα να μου πεις. Το όνομά σου. Εμένα με λένε Αλέξη. Η νεράιδα όμως έμεινε σιωπηλή. Το παλικάρι κατάλαβε. Οι νεράιδες δε λένε ποτέ τ' όνομά τους στους ανθρώπους. — Πάμε, Κατερίνα, είπε στο τέλος ο Αλέξης και την έπιασε απ' το χέρι.


Εκείνη δεν το τράβηξε. Κι ακούγοντας τ' όνομα που της έδωσε, του χαμογέλασε, μα ήταν κι αυτό ένα πικρό χαμόγελο. Η ζωή της απ' αυτή τη στιγμή άλλαζε. Από νεράιδα θα γινόταν η γυναίκα αυτού του παλικαριού. Πώς όμως να ξεχάσει τη χαρούμενη και ξέγνοιαστη ζωή που έκανε με τις αδερφές της μέσα στις ρεματιές και τα δάση, κάτω απ' τ' ασημένιο φως του φεγγαριού; Να γιατί βάδιζε τώρα θλιμμένη και με δακρυσμένα μάτια πλάι στον ευτυχισμένο νέο.

Η νεράιδα παντρεύτηκε το παλικάρι. Ο Αλέξης κι η Κατερίνα ζούσαν αγαπημένα. Ο μακρινός παππούς σας αγαπούσε τόσο πολύ τη νεράιδα-γυναίκα του και της φερόταν τόσο καλά, που θα 'λεγε κανείς πως ήταν κι εκείνη ευτυχισμένη. Όπως όμως το πουλί, που το πήραν απ' το δάσος και το 'κλεισαν στο κλουβί, λαχταρά πάντα τη λευτεριά του όσες περιποιήσεις κι αν του κάνουν, έτσι κι εκείνη λαχταρούσε να πάρει το πέπλο της και να φύγει, να πάει να σμίξει με τις άλλες νεράιδες. Μα η μυρουδιά του μπαρουτιού την εμπόδιζε πάντα. Και μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, έκανε υπομονή κι έπνιγε τη λαχτάρα της να γυρίσει στις δασωμένες ρεματιές κοντά στις αδερφές της.


Τα χρόνια περνούσαν. Η Κατερίνα κι ο Αλέξης κάνανε τρία παιδιά που τ' αγαπούσαν πολύ κι οι δυο. Ο Αλέξης πίστεψε πως η Κατερίνα θα το έπαιρνε πια απόφαση να μείνει για πάντα κοντά του και κοντά στα παιδιά τους. Και όμως. Όσο κι αν αγαπούσε τα παιδιά της, τα χείλη της δεν ξαναγέλασαν και η λαχτάρα να βρεθεί με τις άλλες νεράιδες όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά με το πέρασμα του χρόνου μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ, τόσο πολύ, που της έγινε βάρος ασήκωτο και της πλάκωνε την καρδιά. Ο Αλέξης που την καταλάβαινε, τη συμπονούσε και της φερόταν όσο μπορούσε πιο καλά, μα έβλεπε πως ήταν αδύνατο να γλυκάνει τον πόνο της και πολλές φορές έλεγε να της δώσει πίσω το πέπλο. Σκεφτόταν όμως τα παιδιά που θα 'μεναν χωρίς τη φροντίδα της μάνας και δεν το αποφάσιζε. Αλλά ήρθε καιρός που λυπήθηκε τη μάνα πιο πολύ απ' τα παιδιά. Θυμήθηκε τα λόγια που του 'χε πει κάποτε. "Θα 'ρθει μια μέρα που θα μου δώσεις μόνος σου το πέπλο και θα μ' αφήσεις να φύγω. Μα αυτό θα γίνει όταν θα μ' αγαπήσεις τόσο πολύ, όσο δεν αγάπησε ποτέ άλλος άνθρωπος". "Να που ήρθε αυτή η μέρα", είπε ο Αλέξης και γεμάτος πόνο πήγε κι έβγαλε το πέπλο από την κάννη του ντουφεκιού και της το έδωσε.


Ήταν αυγή. Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμα στον ορίζοντα σαν πήρε η νεράιδα το πέπλο. Νιώθοντας χαρά μαζί και πόνο, φίλησε τον άντρα της κι υστέρα έκανε γρήγορα τις δουλειές του σπιτιού, ετοίμασε το πρωινό των παιδιών, κι όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου ρόδιζαν τις κορφές των βουνών, έτρεξε και φίλησε τα παιδιά που ακόμα δεν είχαν ξυπνήσει. Και ύστερα, κάνοντας με το χέρι το στερνό αντίο στον άντρα της, έγινε ξαφνικά αέρας και χάθηκε. Η νεράιδα-γιαγιά σας χάθηκε για πάντα. Όμως, κάθε πρωί, το σπίτι του παππού σας ήταν σκουπισμένο και καθαρό, το φαΐ ήταν έτοιμο στην κατσαρόλα και το πρωινό τούς περίμενε όλους σερβιρισμένο στο τραπέζι. Κι έτσι γινόταν μέχρι που τα παιδιά μεγάλωσαν, μέχρι που ο Αλέξης, ο παππούς σας, ασπρομάλλης πια, έκλεισε τα μάτια του για πάντα. Αυτό λοιπόν είναι το παραμύθι για τη νεράιδα και το πέπλο. Κι όταν μας το 'λεγε η γιαγιά μας, στο τέλος μας έλεγε με σιγουριά και πίστη: "Γι' αυτό παιδιά μου, αφού έχετε μια γιαγιά νεράιδα, είστε κι εσείς νεραϊδογεννημένα". Το ίδιο πρέπει να πω κι εγώ τώρα σε σας. Είστε κι εσείς νεραϊδογεννημένα, εάν όμως είναι αληθινό αυτό το παραμύθι. Αληθινό είναι, παππού! Αληθινό! Αληθινό! Είναι αληθινό!


Διάβασε το βιβλίο.

Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το βιβλίο.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.