LYKOS_004

Page 18

ΛΥΚΟS 15 IOYΛIOY 2012

ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ

Ο τσαγκαρης

Λαϊκό ελληνικό παραμύθι.

▧ επιμέλεια Μαριάνθη Καπλάνογλου επιλογή Σταυρούλα Παπαδάκη papadaki.stav@gmail.com www.stavpapadaki.com

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τσαγκάρης. Ήτανε φτωχός, μπάλωνε παπούτσια, έβγαζε ένα μικρό μεροκάματο. Είχε μεγάλη οικογένεια, δεν έφτανε ούτε να χορτάσουνε. Μια μέρα, εκεί που καθόταν στο σπίτι του, παρακάλεσε το Θεό: "Πανάγαθέ μου, δείξε μου ποια είναι η τύχη μου και δε μπορώ να προκόψω". Μετά βλέπει στον ύπνο του μια μεγάλη πλατεία γεμάτη από βρύσες κι έναν που τις επιθεωρούσε. Άλλη έτρεχε πολύ, άλλη πάρα πολύ, άλλη έτρεχε πιο λίγο, άλλη πιο λίγο, άλλη έσταζε. "Τί είναι" λέει "αυτό εδώ;". Πάει κοντά, βρίσκει τον άνθρωπο που επιθεωρούσε τις βρύσες και του λέει: "Δε μου λες, τι είναι εδώ;". Λέει αυτός: "Εδώ είναι οι τύχες των ανθρώπων. Οι βρύσες που τρέχουνε πολύ είναι οι πλούσιοι, που βγάζουνε πολλά λεφτά, οι άλλοι πιο λίγο". "Για πες μου" λέει "η δική μου ποια είναι;" "Να" λέει "εκείνη η βρύση που στάζει". Επήγε κοντά ο κακομοίρης, την είδε που μόλις έσταζε λίγο, ένώ οι άλλες τρέχανε, πήγε με ένα ξύλο να την ξεβουλώσει για να μπορέσει να τρέχει πιο πολύ κι εκείνου η βρύση. Εκεί, στην προσπάθεια επάνω, σπάει το ξυλαράκι και βουλώνει ολότελα η βρύση. Ηυπνάει από τη λαχτάρα του, λέει "Μονάχος μου την έκλεισα την τύχη μου". Μετά πήγε στενοχωρημένος στο μαγαζί του και άρχισε τη δουλειά του και μπάλωνε παπούτσια. Του κόλλησε πια αυτή η φτάση και τραγουδούσε κι έλεγε: "Μονάχος μου την έκλεισα, μονάχος μου την έκλεισα" κι αναστέναζε. Περνούσε ένας άρχοντας από κει κάθε μέρα, πήγαινε περίπατο το απόγευμα και τον άκουσε. Τον άκουσε μια μέρα, ακούτει το ίδιο τραγούδι τη δεύτερη, ακούει το ίδιο τραγούδι την τρίτη. Μα τί στο καλό, λέει, γιατί τραγουδάει όλο το ίδιο τραγούδι; Πήρε ένα ζευγάρι παπούτσια και του τα πάει να τα φτιάξει. "Πολύ ευχαρίστως" του λέει "άρχοντά μου, περάστε αύριο να τα πάρετε". Στο μεταξύ, ο άρχοντας σκέφτηκε, παραγγέλνει στο μάγειρά του και του λέει: "Θα μου ψήσεις μια κότα και θα μου τη γεμίσεις με λίρες". Του τα ετοίμασε ο μάγειρας, την πήρε και πήγε στον τσαγκάρη και του λέει: "Αντί, για λεφτά, σκέφτηκα να σου φέρω αυτό το κοτόπουλο το γεμιστό, να φας με την οικογένειά σου". "Ευχαριστώ πάρα πολύ" τον ευχαρίστησε τον άρχοντα και έφυγε. Σκέφτηκε ο τσαγκάρης: Τώρα με αυτό το κοτόπουλο ποιός θα πρωτοφάει σπίτι? Να το πάω δίπλα στο μάγειρα να μου δώσει κανένα τσουκάλι φασολάδα, κάνα δυο ψωμιά, να φάνε τα παιδιά μου και οι γονείς, να χορτάσουν. Το πήγε, ο μάγειρας δέχτηκε, του έδωσε ένα τσουκάλι φασολάδα. Πήγε στο σπίτι του, φάγανε όλοι, χορτάσανε. Την άλλη μέρα συνέχισε το ίδιο τραγούδι. Πέρασε ο άρχοντας, τον ακούει τα ίδια και τραγουδάει, λέει: "Φαίνεται του φανήκανε λίγα." Την επόμενη του πάει πάλι κάτι παπούτσια.

18


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.