ΔΙΝΗ

Page 1

Δίνη

1

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


2

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η Στέλλα Ασημακοπούλου, ζει στην Αρτέμιδα Αττικής με το σύζυγό της και τα δυο της σκυλιά. Σπούδασε Marketing και Διοίκηση Επιχειρήσεων με τα οποία ασχολήθηκε επαγγελματικά επί πολλά χρόνια, αλλά από πολύ μικρή ηλικία η μεγάλη της αγάπη ήταν η έκφρασή της μέσα από τον γραπτό λόγο. Υπάρχουν πλήθος αδημοσίευτα διηγήματα, ποιήματα και τραγούδια της, καθώς και απόπειρες θεατρικών έργων. Η σειρά διηγημάτων «Δίνη», είναι η πρώτη της δημοσίευση. Ηλεκτρονική διεύθυνση: stella.assimakopoulou@gmail.com


Δίνη

3

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΣΤΕΛΛΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Δίνη Συλλογή διηγημάτων


4

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Στέλλα Ασημακοπούλου, Δίνη ISBN: 978-618-5040-41-3 Νοέμβριος 2013

Επιμέλεια-Διορθώσεις: Φωτογραφία εξωφύλλου: Σελιδοποίηση:

Ευρυδίκη Αμανατίδου http://evriam.blogspot.gr Πέτρος Κ. Κούτρας petros.koutras@gmail.com Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr Σημείωση: οι γραμματοσειρές που χρησιμοποιήσαμε στο εξώφυλλο είναι προσφορά του AkaAcid (www.aka-acid.com).

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα

Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Δίνη

5

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


6

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________


Δίνη

7

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΝΤΙΟ ..............................................................................................................................................9 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟΥ ...................................................................................16 ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΕΚΔΡΟΜΗ.................................................................................................................25 ΟΧΙ ΚΑΙ ΕΜΜΟΝΗ! .....................................................................................................................32 Ζ+Ζ..................................................................................................................................................39 ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕΠΟ....................................................................................................................... 44 ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ.........................................................................................................................48 ΑΡΙΣΤΕΑ ........................................................................................................................................56 ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ.............................................................................................................................61 ΜΙΣΟΣ............................................................................................................................................67


8

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________


Δίνη

9

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΝΤΙΟ Η μέρα ήταν μουντή. Δεν έβρεχε, αλλά ο ήλιος δεν της έκανε το χατίρι της συχωρεμένης της κυρα-Θοδώρας να εμφανιστεί στον τελευταίο της αποχαιρετισμό του μάταιου τούτου κόσμου. Ούτε όμως και η βροχή τής έκανε το χατίρι, για να μη θεωρηθεί πως κλαίει ο ουρανός για το φευγιό της. Η αλήθεια είναι πως ούτε ο κόσμος είχε βαμμένη την ψυχή του μαύρη όπως τα ρούχα του. Ο μόνος που σπάραζε -να τον λυπάται η ψυχή σου- ήταν ο γιος της ο Θανασάκης, ετών σαράντα πέντε κλεισμένα. Όνομα και πράμα ο υιός, όχι Θανάσης, Θανασάκης είπαμε. Έτσι τον έλεγε από μικρό, έτσι του έμεινε. Ο Θανασάκης της, η ζωή της όλη, το στήριγμά της. Τώρα ποιος ήταν στήριγμα ποιου, αυτό είναι άλλη ιστορία. Το φέρετρο, από σκαλισμένο μαόνι με κατάλευκες ορχιδέες, λευκά τριαντάφυλλα και σακουλάκια με φρέσκο χώμα για το τελευταίο αντίο των παρευρισκομένων -τα καλύτερα για τη μητέρα φρόντισε ο στοργικός γιος. Η Ελένη, μαυροφορεμένη για την πεθερά της, αλλά όχι κλαίουσα. Προσπάθησε στο σπίτι μήπως καταφέρει κάτι, στύβοντας κρεμμύδια και λεμόνια, στο τέλος όμως το μόνο αποτέλεσμα ήταν να τσούζουν τα μάτια της χωρίς να τρέχουν δάκρυα. Εκνευρίστηκε και παράτησε την προσπάθεια. Μικρό κοριτσάκι ήταν η Ελένη όταν γνώρισε τη μακαρίτισσα. Ούτε δεκαεννιά καλά καλά. Φερμένη μόλις ένα μήνα από το χωριό και ψάχνοντας να βρει την τύχη της στην αφιλόξενη και άγνωστη πρωτεύουσα, έπεσε πάνω στον Θανασάκη. Άβγαλτος κι αυτός αλλά Αθηναίος, της φάνηκε το πιο έμπειρο και δυνατό αρσενικό που είχε γνωρίσει ποτέ -δεν είχε γνωρίσει και κανέναν άλλο, αλλά σε σύγκριση με τα χωριατόπαιδα της επαρχίας είχε άλλη θεωρία. Ήταν και πιο σπουδαγμένος, τελειόφοιτος λογιστής! Στο τρίτο ραντεβού, την πήγε στην κυρα-Θοδώρα. Κοντά είκοσι πέντε χρόνια πριν. Δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτήν την πρώτη συνάντηση. Για την ακρίβεια, δεν θα ξεχάσει ποτέ την ντροπή που ένιωσε μπροστά σ’ αυτήν την αρχοντογυναίκα, με τη δεκάδα τις χρυσές βέργες-βραχιόλια, τα χρυσά σκουλαρίκια, το αυστηρό κομψό γκρι ταγιέρ, τα κόκκινα βαμμένα χείλη και τον σινιέ κότσο -ασφαλώς από το κομμωτήριο. Σε αντίθεση μ εκείνη, η Ελένη φορούσε μακό λουλουδιαστό φορεματάκι, μπαλαρίνες (τότε τα ’λεγαν ροκάκια) και είχε ελαφρά πιασμένα τα πλούσια κατσαρά μαλλιά της με ένα διακριτικό κοκαλάκι. Για μακιγιάζ, ούτε λόγος. Η φτωχή συγγενής…


10

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ποτέ δεν έδειξε συμπάθεια η κυρα-Θοδώρα στην Ελένη. Ούτε καν από ευγένεια, σε αυτήν την πρώτη γνωριμία. Το μόνο ενδιαφέρον της το εκδήλωσε με υπεροψία πάντα, για τα περιουσιακά στοιχεία της Ελένης -το σπίτι στο χωριό, δυο οικοπεδάκια και καμιά κατοσταριά λίρες- τα οποία και σνόμπαρε εμφανέστατα, κάνοντας την κοπέλα να αισθάνεται όλο και πιο άσχημα. Από την άλλη, η Θοδώρα εκθείαζε την παλιά και σαφώς παρατημένη μονοκατοικία της στην Πατησίων, λες και μιλούσε για κάποιο ανάκτορο, μην ξεχνώντας να επισημαίνει τις προσωπικότητες που πέρασαν το πάλαι ποτέ από εκεί, υπουργούς, βουλευτές, επιστήμονες, των οποίων η Ελένη ούτε τα ονόματα δεν γνώριζε καλά καλά. Η μονοκατοικία και η μονοκατοικία, καμία αναφορά σε άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ωστόσο, για κάποιο περίεργο λόγο η Θοδώρα ποτέ δεν έφερε αντίρρηση σ’ αυτόν το γάμο. Θα έλεγε κανείς ότι μάλλον να τον επισπεύσει προσπάθησε. Κι έτσι έγινε. Μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες, άσπρισε το ένα δωμάτιο του σπιτιού, διάλεξε νυφικό για την Ελένη, μπομπονιέρες, ξεχώρισε καλεσμένους -από τους τριακόσιους πενήντα, μόλις οι τριάντα ήταν της νύφης-, επέλεξε εκκλησία, χώρο για τη δεξίωση. Η συμμετοχή της Ελένης και της οικογένειάς της ήταν οι εβδομαδιαίες επιταγές που έστελναν οι καημένοι οι χωρικοί για όλα τα έξοδα. Δεν τόλμησε κανείς τους να παραπονεθεί ή έστω να αναρωτηθεί. Η κοπέλα πίστευε πως έτσι λειτουργούν στην Αθήνα. Οι γονείς της από τη μεριά τους, το θεωρούσαν μέγιστη ντροπή να χαλάσει ο γάμος για οικονομικούς λόγους. Άσε που και ο Θανασάκης, απλά της ανακοίνωνε το πέρας κάθε εργασίας από τη μητέρα του. Άρα, μάλλον αυτός ήταν ο σωστός τρόπος. Προτού το ζευγάρι προλάβει να αισθανθεί τη ζεστασιά του διπλού κρεβατιού, η μαμά πατρίδα κάλεσε τον Θανασάκη στις αγκάλες της. Η φτωχή Ελένη κόντεψε να πεθάνει, όχι μόνο γιατί η συμβίωση με την πεθερά της ήταν ήδη αφόρητη, αλλά γιατί κάποια πράγματα δεν χρειάζονται και πολύ χρόνο να γίνουν. Ήταν έγκυος, μόνη, με μια γυναίκα που καθημερινά καταδυνάστευε όλο της το είναι. Δεν την άφηνε να γνωρίσει κόσμο, έβγαζε πρόγραμμα με τις δουλειές της ημέρας, τις οποίες έπρεπε ευλαβικά να τηρεί με τη σειρά τους· συγκεκριμένο ωράριο πρωινής έγερσης, φροντίδας του κήπου, μαγειρέματος, πλυσίματος, σφουγγαρίσματος, σκουπίσματος και γενικά νοικοκυριού, που φυσικά περνούσε μόνο από τα χέρια της Ελένης. Ωράριο επίσης στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στη μεσημεριανή και βραδινή κατάκλιση. Οποιαδήποτε απόκλιση ήταν ανεπίτρεπτη και την ακολουθούσαν προσβολές, φωνές και μούτρα.


Δίνη

11

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το χειρότερο όμως ήταν πως όταν γινόταν κάτι μεμπτό, η Θοδώρα καλούσε τον Θανασάκη στο σαλόνι, έκλειναν τις πόρτες και του πιπίλιζε με τις ώρες το μυαλό εναντίον της γυναίκας του. Πολλές φορές -και δεν χρειαζόταν να στήσει αυτί η Ελένη- την άκουγε να τη χαρακτηρίζει στο γιο της «τεμπέλα», «ζώο», «βλάχα», «πράμα», «αμόρφωτη», αλλά και πιο σικ κοσμητικά, όπως «άξεστη» και «ανάγωγη». Ο Θανασάκης κρεμόταν από τα χείλη της, κουνούσε το κεφάλι, αλλά ποτέ δεν έπαιρνε θέση, δεν έλεγε τίποτα, δεν προσπαθούσε να λύσει κάποιο πρόβλημα. Ήταν ολοφάνερο, πως αυτός ο φόβος-σεβασμός-θαυμασμός του γιου είχε τέτοια ισχύ που δεν περίσσευε κουράγιο για διαφωνία, ένσταση ή έστω και συμφωνία με τη μητέρα του. Όταν η κυρα-Θοδώρα έμαθε για την εγκυμοσύνη της κοπέλας, δεν ενθουσιάστηκε, αλλά την απάλλαξε από τις βαριές δουλειές. Η Ελένη αναθάρρησε, ιδιαίτερα όταν την άκουσε στο τηλέφωνο να λέει πόσο αδημονεί για την άφιξη του εγγονού της. Μια φορά μάλιστα -σπάνιο πράγμα- την κάλεσε στο καθιστικό για να της ανακοινώσει πως όταν γεννιόταν το παιδί, θα έπαιρνε το όνομα του μακαρίτη του άντρα της: Θεόφιλος. Φυσικά δεν ετέθη θέμα ερώτησης. Η Θοδώρα απλά ανακοίνωνε. Κι αυτό κάτι ήταν όμως. Ίσως με τον καιρό έρχονταν λίγο πιο κοντά. Ο Θανασάκης έκανε τον πρώτο χρόνο της θητείας του στο Διδυμότειχο. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα επισκέφθηκε το σπίτι του μόνο τρεις φορές. Την πρώτη για να εξομολογηθεί στην Ελένη τα οικονομικά τους προβλήματα, ότι δηλαδή η μονοκατοικία ήταν προσημειωμένη, τη δεύτερη για να βρουν αγοραστή για το σπίτι στο χωριό και την τελευταία για να υπογράψουν τα χαρτιά της πώλησης. Η Ελένη δεν το σκέφτηκε καθόλου, πίστεψε μάλιστα ότι βοηθώντας την οικογένειά της σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, ίσως και να έχαιρε μιας καλύτερης αντιμετώπισης από την πεθερά της. Και ας τη ρωτούσε καθημερινά με απαξίωση αν βρέθηκε πελάτης για το «ρημάδι». Το οποίο για την ιστορία, μοσχοπουλήθηκε. Όταν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας, ο Θανασάκης δεν ήταν εκεί. Η κυρά-Θοδώρα έσπευσε αμέσως να τη μεταφέρει με ασφάλεια στο μαιευτήριο. Ήταν η μόνη που περίμενε έξω από το χειρουργείο τον ερχομό του πρώτου της εγγονιού. Όταν όμως την ειδοποίησαν πως η νύφη της έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο κοριτσάκι, πλήρωσε βιαστικά τα έξοδα της γέννας και έφυγε. Μετά από τις τέσσερις μέρες αναγκαστικής παραμονής της λεχώνας και του νεογέννητου στην κλινική, έστειλε ένα ταξί να τις φέρει στο σπίτι. Η κοπέλα


12

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

διχασμένη ανάμεσα στην απόλυτη δυστυχία και την απόλυτη ευτυχία, επέστρεψε συνειδητοποιώντας πως κανείς δεν είχε ειδοποιηθεί για τη γέννηση της κόρης της. Ούτε ο άντρας της, ούτε οι γονείς της, κανείς. Μια απεριόριστη χαρά, η κυρά-Θοδώρα είχε καταφέρει να την μετατρέψει σε ντροπή και δυστυχία, επειδή η ανίκανη νύφη της δεν μπόρεσε ούτε το αρσενικό που τόσο επιθυμούσε να της χαρίσει. Όσο η γιαγιά απαρνιόταν την εγγονή της, τόσο η Ελένη δενόταν με την κορούλα της. Και ο Θανασάκης έδειχνε να την αγαπάει τη μικρή, απλά γινόταν πιο διαχυτικός με το παιδί όταν δεν ήταν μπροστά η μητέρα του. Μέχρι που της έδωσαν το όνομα Θεοδώρα μήπως και γλυκάνουν λίγο την καρδιά από πέτρα, αλλά εκείνη ούτε στη βάπτιση δεν πήγε. Έτσι η Ελένη αποφάσισε -πρώτη μικρή της επανάσταση- να φωνάζει τη μικρούλα, Ντόρα. Ο καιρός κυλούσε βασανιστικά, αλλά ακόμα και η δυστυχία, ιδιαίτερα για κάποιον που δεν έχει γευτεί ποτέ την ευτυχία, γίνεται συνήθεια. Δύο πιόνια, στα χέρια μιας ύαινας που αποφασίζει για τα πάντα, δύο άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θα πει «θέλω», «επιθυμώ», «κρίνω» και λειτουργούν σύμφωνα με κάποιους ξένους, άγνωστους κανόνες. Η κυρα-Θοδώρα, έχοντας επιστρέψει στις παλιές της συνήθειες, φρόντιζε όσο περνούσε από το χέρι της να μην αφήνει ούτε λεπτό ελεύθερο στην Ελένη για να ασχοληθεί με το παιδί της. Έτσι, εκείνη ξέκλεβε μία ώρα κάθε μεσημέρι, που γνώριζε πως η πεθερά της αναπαυόταν, έπαιρνε τη μικρή στη βεράντα του πρώτου ορόφου και διάβαζαν μαζί παραμύθια, τραγουδούσαν κι έπαιζαν. Το ίδιο έκαναν κι εκείνο το μεσημέρι, όταν ξαφνικά η Ελένη είδε μια λεκάνη με νερό να εκσφενδονίζεται από το παράθυρο της σοφίτας πάνω στα μόλις απλωμένα ασπρόρουχα στον κήπο. Σχεδόν κουτρουβαλώντας για να γλυτώσει τα ρούχα από το βρώμικο νερό, ίσα που μπόρεσε ν’ ακούσει το γδούπο πίσω από την πλάτη της και να δει το παιδί –πότε, πώς έπεσε από το μπαλκόνι;- αιμόφυρτο στον κήπο. Πριν τα πάντα σβήσουν γύρω της, το μόνο που πρόλαβε να δει, ήταν η τρύπα από τα πριονισμένα κάγκελα της βεράντας. Η μικρούλα, έπειτα από δύο ώρες χειρουργείο και ένα εικοσιτετράωρο στην εντατική μονάδα παρακολούθησης του νοσοκομείου, ευτυχώς ανένηψε και όλα πήγαν καλά. Επιστρέφοντας στο σπίτι, τα κάγκελα είχαν ήδη αντικατασταθεί από καινούρια, αλλά παρ’ όλα αυτά, η Ελένη αποφάσισε να μιλήσει στον άντρα της για την απόπειρα δολοφονίας του παιδιού τους από τη μητέρα του. Ο Θανασάκης, τρελός από θυμό που τολμούσε να εξαπολύσει


Δίνη

13

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τέτοιες κατηγορίες για την κυρα-Θοδώρα του, αρχικά τη χαστούκισε, αλλά μετά λύγισε πέφτοντας στα γόνατα και ξεσπώντας σε κλάματα, εκλιπαρώντας τη να μην τον αφήσει γιατί θα πεθάνει και να μην κάνει καταγγελία στη μάνα του και σαπίσει την υπόλοιπη ζωή της στη φυλακή. Η Ελένη αποφάσισε να στείλει το παιδί στο χωριό με τους γονείς της, φοβούμενη πάντα μια επόμενη προσπάθεια εξόντωσής του, αλλά η ίδια έμεινε με τον Θανασάκη. Ίσως για να μη βαρύνει τη συνείδησή της μια ενδεχόμενη αυτοκτονία του, ίσως και γιατί καταλάβαινε πως εκείνος μάλλον ήταν πιο δυστυχισμένος από την ίδια, αφού ζούσε όλη του τη ζωή με τη Θοδώρα. Από τότε όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Η Ελένη έπαψε να δέχεται το ρόλο της δούλας, προσέλαβε οικιακή βοηθό και γενικότερα, αν και στο ίδιο σπίτι, έπαψαν να έχουν την οποιαδήποτε σχέση με τη Θοδώρα. Προσπάθησε να δυναμώσει την προσωπικότητα του Θανασάκη, απέκτησαν φίλους, κοινωνική ζωή και με κάθε ευκαιρία βρίσκονταν στο χωριό κοντά στο παιδί τους. Όλες τις γιορτές του χρόνου, η κυρα-Θοδώρα πλέον ήταν μόνη και αυτό όπως ήταν φυσικό, την έλιωνε. Έτσι πέρασαν παραπάνω από είκοσι χρόνια, που η Ελένη δεν θα τα χαρακτήριζε άσχημα, αν παράβλεπε την έλλειψη, σε καθημερινή βάση, της κόρης της,. Αυτό βέβαια που ομολογουμένως την ταλάνιζε ήταν αν όλη αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά του συζύγου της -και η υπομονή της μάνας τουήταν αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης των γεγονότων ή του φόβου μήπως η Ελένη σκαλίσει το παλιό θέμα. Μπορεί να μην υπήρχε πια ανησυχία για φυλάκιση, αλλά και η κατακραυγή του κόσμου ή το ρεζίλεμα, θα ήταν αρκετά. Επειδή η ζωή όμως κλειδώνει και ξεκλειδώνει στο χρονοντούλαπό της επιθυμίες, κρυφούς πόθους κι ανατροπές, στην περίπτωση της Ελένης επεφύλασσε άλλη μια έκπληξη που έμελλε να ταράξει για πάντα τα νερά της υποτιθέμενης οικογενειακής της γαλήνης. Με πατημένα αισίως τα σαράντα δύο της και με θυγατέρα φοιτήτρια ιατρικής, μια μέρα του Σεπτέμβρη διαπίστωσε πως είναι ξανά έγκυος, μετά από τόσα χρόνια! Στην αρχή την κυρίευσε πανικός, μέχρι που σκέφτηκε μήπως δεν το κρατούσε στην ηλικία της. Μια και οι αντιξοότητες της ζωής όμως την είχαν δυναμώσει, αποφάσισε πως θα ήταν υπέροχο να χαρίσει στη Ντόρα ένα αδερφάκι, έστω και με τόσα πολλά χρόνια διαφοράς. Ευθύς το ανακοίνωσε στον άντρα της κι εκείνος παραδόξως τρελάθηκε από τη χαρά του.


14

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η κυρα-Θοδώρα έμαθε για την εγκυμοσύνη όταν η Ελένη ήταν πια έξι μηνών. Κανείς δεν κατάλαβε αν χάρηκε ή λυπήθηκε, αν σιγόκαιγε ακόμα η εμμονή του διαδόχου ή ευχόταν να μη δώσει ο Θεός να γεννηθεί αυτό παιδί. Αυτή τη φορά, όταν οι πόνοι έπιασαν την Ελένη, ήταν όλοι δίπλα της. Ο Θανασάκης, η κόρη της -η οποία παρεμπιπτόντως ήταν ξετρελαμένη στην ιδέα του μωρού και πέρασε μαζί της τη διάρκεια του τοκετού- οι γονείς της, η κυρα-Θοδώρα και δυο καλές της φίλες. Όταν η Ντόρα βγήκε από το χειρουργείο κι έφερε τα μαντάτα για τον μικρό της αδερφό, ο πατέρας της ξέσπασε σε λυγμούς και η γιαγιά της λιποθύμησε. Όλοι φοβήθηκαν πως από τη χαρά της έπαθε εγκεφαλικό, αλλά ήταν μόνο η φόρτιση της στιγμής. Επιτέλους, έστω και τώρα, ήρθε στη ζωή ο μικρός Θεόφιλος! Φθάνοντας η ώρα που μητέρα και νεογέννητο μεταφέρθηκαν στο θάλαμο, η Ελένη απαγόρευσε την είσοδο στη κυρα-Θοδώρα. Ο άντρας της προσπάθησε να τη μεταπείσει, αλλά στάθηκε αδύνατο. Μα κι όταν ήταν να φύγει από το μαιευτήριο, κουκούλωσε το παιδί μέχρι επάνω σχεδόν να μη φαίνεται και απαγόρευσε κάθε επαφή στη Θοδώρα, προφασιζόμενη το φόβο μικροβίων -άλλωστε και πριν από χρόνια μόνη είχε φύγει από την ίδια κλινική. Στο σπίτι κλειδωνόταν ολημερίς με το μωρό στο δωμάτιο και δεν επέτρεπε στην κυρα-Θοδώρα ούτε την μακρόθεν σχέση μαζί του. Όπως ακριβώς και πριν είκοσι δύο χρόνια -όταν γύρισε από το χωριό χωρίς το παιδί της, μην τυχόν και ξαναπροσπαθήσει η διεστραμμένη να του κάνει κακόσταμάτησαν να συναντιούνται μέσα στο ίδιο σπίτι, με δική της πρωτοβουλία αυτή τη φορά. Κάποτε η γριά ξεσπάθωσε και με κλάματα τη ρώτησε πόσο ακόμα θα την τιμωρεί για αυτήν την παλιά απερισκεψία της. «Κυρα-Θοδώρα, κάποτε προσπάθησες να μου στερήσεις το κοριτσάκι μου, αλλά ευτυχώς δεν τα κατάφερες, αν και προκειμένου να το γλυτώσω από τα χέρια σου, το έδιωξα από το σπίτι. Τώρα, θα σου στερήσω εγώ το εγγόνι σου. Εγώ μπορώ να το κάνω! Η μόνη περίπτωση να δεις τον γιο μου είναι -αν οι πεθαμένοι βλέπουν από ψηλά- στην κηδεία σου. Εκεί, υπόσχομαι πως θα στον φέρω τον Παναγιώτη! Δεν φαντάζομαι να περιμένεις ακόμα πως θα τον βαφτίσω Θεόφιλο, αν και δε μου φταίει σε τίποτα ο συγχωρεμένος ο πεθερός μου. Η κυρα-Θοδώρα έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε. Δεν επέμεινε άλλο να δει το παιδί παρά μόνο κρυφοκοιτούσε από τα παράθυρα και το χάζευε να


Δίνη

15

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπουσουλάει, έστηνε αυτί στις πόρτες μήπως και ακούσει κανένα μωρουδίστικο λογάκι. Πέρασαν ένα χρόνο νύφη και πεθερά σαν τα φαντάσματα στο ίδιο σπίτι προσπαθώντας να μην συναντιούνται ούτε στη σκάλα. Κι ήταν το προηγούμενο πρωινό, το τελευταίο που βρήκε τη Θοδώρα ζωντανή. Περνώντα έξω από το δωμάτιο της, η Ελένη είδε την πόρτα ορθάνοιχτη κι ένα σημείωμα όπου η πεθερά της έγραφε: “Δεν αντέχω άλλο να μη βλέπω τον εγγονό μου. Αύριο θα περιμένω να τον δω από ψηλά, όπως μου υποσχέθηκες”. H Ελένη, σήκωσε ψηλά το αγοράκι για να ρίξει στο χώμα το λευκό τριαντάφυλλο. Τα δάκρυα έκαιγαν τα μάγουλά της -να που ήταν εύκολο τελικά να κλάψει. Έσφιξε το χέρι του Θανασάκη, τον φίλησε στο μέτωπο και με το παιδί αγκαλιά, γύρισε την πλάτη και ξεμάκρυνε. Οι βαλίτσες στο σπίτι ήταν έτοιμες.


16

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟΥ Ο χώρος ήταν τεράστιος, μονοκόμματος και παλιός. Στο βάθος αριστερά, η υποτυπώδης κουζίνα με έναν μικροσκοπικό νεροχύτη, τρία πορτοκαλί ντουλάπια και μια αναμονή για ηλεκτρική κουζίνα. Δεξιά, η μοναδική πόρτα του διαμερίσματος οδηγούσε στο φθηνής κατασκευής, αλλά ολοκαίνουριο μπάνιο, με έναν επίσης, μικροσκοπικό νιπτήρα και μια ντουζιέρα ρατσιστικών διαστάσεων -ευτραφής άνθρωπος δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσει. Ο υπόλοιπος χώρος, αχανής και κακοδιατηρημένος, με ένα και μοναδικό προσόν: ξύλινο καινούριο πάτωμα απ’ άκρη σ’ άκρη, που δημιουργούσε ζεστασιά και μια παράξενη θαλπωρή -ευτυχώς, οι προηγούμενοι ενοικιαστές λειτουργούσαν εκεί σχολή γιόγκα και είχαν φροντίσει κάποια βασικά στοιχεία. Το μεγαλείο όμως βρισκόταν αλλού: Στα τεράστια παράθυρα που αντίκριζες απέναντί σου, τα οποία επέτρεπαν στο βασιλιά ήλιο να φωτίζει θρασύτατα κάθε χιλιοστό του κτίσματος, και στην τζαμένια πορτούλα που οδηγούσε σε μια ανέλπιστα μεγάλη βεράντα. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη θέα, η γειτονιά του Μεταξουργείου ήταν πηγμένη, από παλιά -κακοδιατηρημένα κι αυτά- κτίρια και αμέτρητα κινέζικα μαγαζιά. Tο εξαώροφο κτίσμα παλιό και βρώμικο, δεν είχε προδιαγραφές κατοικιών. Για πολλά χρόνια φιλοξενούσε βιοτεχνίες, τότε που ακόμα ανθούσαν στην Αθήνα. Όταν όμως η ξενόφερτη μόδα του λοφτ έφτασε και στην Ελλάδα, οι ψαγμένοι κουλτουριάδες -και σχεδόν πάντα μπατίρηδεςκαλλιτέχνες έσπευσαν να το κάνουν νέα φιλοσοφία και αντίληψη ζωής. Μέσα σε αυτούς και η Κωνσταντίνα. Έψαχνε καιρό τώρα να βρει ένα χώρο που θα την ενέπνεε για να στήσει το δικό της ατελιέ. Κάτι η επιθυμία αποδέσμευσης από τη αδερφή της –τριάντα πέντε χρονών γυναίκα και συγκάτοικοι τα δώδεκα από αυτά- κάτι ο λιγοστός έως ανύπαρκτος χώρος για τα καβαλέτα, τις μπογιές και όλα τα σύνεργα της τέχνης της, την οδήγησαν στην απόφαση να τραβήξει πλέον μοναχικό δρόμο. Η επικινδυνότητα της γειτονιάς ήταν δεδομένη κι αυτό είχε προβληματίσει την Κωνσταντίνα. Η αύρα όμως που την τύλιγε γλυκά μέσα στην αγκαλιά αυτού του σπιτιού, δεν της άφησε περιθώρια για δισταγμούς. Σίγουρα θα χρειαζόταν να ξοδέψει όλες τις οικονομίες που με κόπο είχε βάλει στην άκρη, αλλά χαλάλι! Θα το έκανε ένα στολίδι, αποκλειστικά δικό της. Αφού τελείωσε την κοπιαστική μετακόμιση, ξεκλείδωσε την πόρτα της βεράντας και βγήκε να πάρει λίγο καθαρό αέρα -όσο καθαρός μπορεί να είναι


Δίνη

17

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ο αέρας στο κέντρο της Αθήνας. Και τότε πρόσεξε το σπίτι στη γωνιά του δρόμου. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία, δεν φαινόταν εγκαταλειμμένη, μα ούτε και είχε αναπαλαιωθεί. Πανύψηλοι φράχτες την περιέκλειαν εμποδίζοντας το μάτι να πλανηθεί πιο πέρα από την είσοδο, ενώ θεόρατα δέντρα αγκάλιαζαν προστατευτικά το σπίτι. Έμοιαζε μεγάλο, παράξενο για μια τόσο υποβαθμισμένη άκρη της πρωτεύουσας. Οι μέρες που ακολούθησαν, ήταν εξοντωτικές για την Κωνσταντίνα. Όφειλε όχι μόνο να φέρει σε λογαριασμό τα μπόλικα τετραγωνικά του λοφτ, αλλά να έχει και ένα καλόγουστο αποτέλεσμα -όσο της επέτρεπε το σχεδόν άδειο πορτοφόλι της. Κάθε βράδυ όμως, ετοίμαζε ένα σκέτο ουίσκι και χαλάρωνε στο παλιό τραπεζάκι και την πρόχειρη καρέκλα του μπαλκονιού της παρατηρώντας την ύποπτη κίνηση του δρόμου. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, είχε κολλήσει με το απέναντι σπίτι. Σίγουρα κάποιος το κατοικούσε, κι ας μην είχε δει κανέναν να μπαίνει ή να βγαίνει από την πόρτα του. Η περιέργειά της φούντωνε όλο και περισσότερο. Μα είχε τον καιρό μπροστά της. Τόσες δουλειές μέχρι να κάνει κουμάντο στο δικό της σπίτι, θα ήταν ένα διάλειμμα να παρακολουθεί την κίνηση στην απέναντι μονοκατοικία. Η φαντασία της Κωνσταντίνας ήταν πολύ ζωηρή κι έτσι την τροφοδοτούσε με νέα σενάρια για τους γείτονές της. Από το ότι επρόκειτο για σπίτι φαντασμάτων, γιάφκα απατεώνων, στέκι ναρκομανών, καταφύγιο σατανιστών, οίκο ανοχής, μέχρι βίλα οργίων gay και straight θαμώνων. Το επόμενο πρωί και ενώ έξυνε με μανία το χρώμα από μια παμπάλαια κορνίζα πίνακα, ένα φορτηγάκι σταμάτησε έξω από το γωνιακό οίκημα. Δυο τύποι με στολές κάποιας φίρμας που δεν αναγνώρισε, άνοιξαν το πορτ μπαγκάζ και ξεφόρτωσαν πολυάριθμες μονόχρωμες σακούλες. Χτύπησαν το κουδούνι του σπιτιού και στο κατώφλι στάθηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα, αγέλαστη, που τους έκανε νόημα να περάσουν μέσα. Έπειτα από μόλις μερικά δευτερόλεπτα, η πόρτα ξανάνοιξε και οι «ένστολοι» μπήκαν στο φορτηγό κι εξαφανίστηκαν. Και μετά τίποτα. Η Κωνσταντίνα καιγόταν από την περιέργεια, αλλά δεν υπήρχε κανένας στη γειτονιά να τον ρωτήσει, αφενός γιατί όλοι ήταν αλλοδαποί επιχειρηματίες και αφετέρου γιατί ποτέ δεν είχε τάσεις κουτσομπολιού. Μα σκεφτόταν συνέχεια την ηλικιωμένη γυναίκα της μονοκατοικίας. Έμοιαζε αριστοκρατική η ξανθιά κυρία με το παλιομοδίτικο κόκκινο κραγιόν. Αυτά μόνο είχε προλάβει να δει.


18

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Τις επόμενες δύο μέρες, καμιά κίνηση δεν τάραξε τη γαλήνη του σπιτιού. Την τρίτη μέρα όμως, άλλο ένα φορτηγό σταμάτησε, ξεφορτώνοντας αυτή τη φορά μερικές μεγάλες κούτες. Μετά από μισή ώρα κι άλλο φορτηγό με πακέτα. Και στη συνέχεια κι άλλο φορτηγό με πράγματα, και τέταρτο και πέμπτο. Η ζωγράφος τα’ χε κυριολεκτικά χαμένα με όλον αυτόν τον μεταφορικό οργασμό. Σκέφτηκε πως μάλλον κάποιος μετακόμιζε στο σπίτι της γηραιάς κυρίας. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Το ίδιο βράδυ νωρίς, αν και το να περπατήσει στα γύρω δρομάκια ήταν παρακινδυνευμένο, η Κωνσταντίνα αποφάσισε να κάνει μια στάση στην πόρτα της μυστηριώδους μονοκατοικίας. Το πρώτο της μέλημα ήταν να κοιτάξει το όνομα στο παλαιού τύπου κουδούνι. Κενό. Το εσωτερικό χαρτάκι πάνω στο οποίο κανονικά θα έπρεπε να αναγράφεται το όνομα του ιδιοκτήτη, κιτρινισμένο από τον καιρό. Τα παντζούρια στα μοναδικά παράθυρα που έβλεπαν προς το δρόμο -αριστερά και δεξιά της εισόδου- σφαλιστά. Η ορατότητα ακόμα και από απόσταση αναπνοής προς το εσωτερικό του σπιτιού, ανεπαρκής. Από φόβο μην την αντιληφθούν και έχει περεταίρω προβλήματα, αποφάσισε να γυρίσει, όταν ξαφνικά τη σιωπή τάραξαν μελωδικά οι νότες από την “Ωδή στη χαρά” της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν. Μια γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της και κοντοστάθηκε να απολαύσει το χαρούμενο σκόρπισμα της αγαπημένης της μουσικής. Συνεπαρμένη από όλη τη μυστηριακή ατμόσφαιρα που ύφαινε όλο και περισσότερο τον ιστό της, δεν άκουσε την πόρτα που άνοιξε αργά πίσω της. Η ηλικιωμένη γυναίκα, σχεδόν κρυμμένη στο σκοτάδι, την έβγαλε από τη νιρβάνα της. «Θέλετε κάτι;» η φωνή της ήταν αυστηρή και ο τόνος της τραχύς, ξερός, με μία ανεπαίσθητη παραξενιά στην προφορά της. «Ε.. καλησπέρα σας, όχι, εγώ απλά ήμουν περαστική και άκουσα την “Ωδή στη χαρά”, γι’ αυτό και…» «Έχετε κατάρτιση στην κλασσική μουσική;» ρώτησε η γυναίκα και τώρα πια ήταν εμφανές πως η προφορά της είχε κάτι ξενικό. «Ναι.. ο πατέρας είχε μεγάλη αγάπη στην κλασσική μουσική και έτσι από μικρή έμαθα να την αγαπώ κι εγώ». Η Κωνσταντίνα, παρότι τα είχε ακόμη λίγο χαμένα με τον τρόπο που πιάστηκε «στα πράσα», ήλπιζε πως επιτέλους θα μάζευε κάποια κομμάτια που θα βοηθούσαν στην ολοκλήρωση του παζλ. Αντλώντας κουράγιο από το γεγονός ότι η γυναίκα στεκόταν και της μιλούσε, θέλησε με κάποιο τρόπο να την προσεγγίσει.


Δίνη

19

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Ξέρετε, μόλις μετακόμισα απέναντι και αν θα θέλατε κάποια στιγμή θα μπορούσαμε να...» «Όχι ευχαριστώ, είμαι πολύ απασχολημένη. Καλή σας νύχτα!». Η πόρτα έκλεισε απότομα και η Κωνσταντίνα έμεινε εκεί σαν στήλη άλατος, χωρίς να μπορεί να καταλάβει γιατί η γυναίκα φάνηκε τόσο αγενής. Τα επόμενα εικοσιτετράωρα επικράτησε απόλυτη σιωπή. Η κυρία δεν φάνηκε ούτε καν στο κατώφλι της εισόδου. Κανείς δεν την επισκέφθηκε, ούτε της παρέδωσε κάτι. Το λοφτ, έπειτα από πραγματικά υπεράνθρωπες προσπάθειες, έγινε ένας φωτεινός και μοντέρνος στη βάση του “pop art” χώρος. Η κάθε γωνιά φάνταζε καλόγουστη, λιτή και τα καινούρια φωτιστικά πλημμύριζαν το δωμάτιο με ένα ζεστό, απαλό φως. Εξουθενωμένη αλλά γεμάτη περηφάνια, η Κωνσταντίνα καμάρωνε το επίτευγμά της. Άναψε ένα τσιγάρο και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Η ώρα ήταν περασμένη, μεσάνυχτα. Το βλέμμα της έπεσε πάλι στο σπίτι της γωνίας πυροδοτώντας νέες σκέψεις που όμως διέκοψε η σειρήνα του ασθενοφόρου. Το όχημα σταμάτησε ακριβώς μπροστά από τη μονοκατοικία. Αστραπιαία, άνοιξε η πόρτα, οι τραυματιοφορείς μπήκαν μέσα και σε λίγα λεπτά, βγήκαν με έναν άνθρωπο επάνω στο φορείο. Στην αρχή η Κωνσταντίνα πίστεψε πως κάτι είχε συμβεί στην ηλικιωμένη κυρία που είχε γνωρίσει, μέχρι που την είδε να βγαίνει ξωπίσω μπαίνοντας κι εκείνη στο ασθενοφόρο. Υπήρχε λοιπόν και δεύτερος κάτοικος στο σπίτι. Δεν πρόλαβε να δει αν ήταν άντρας ή γυναίκα, το μόνο σίγουρο ήταν πως τελικά η παράξενη γηραιά κυρία δεν έμενε μόνη. Προσπάθησε να κρατηθεί ξύπνια περιμένοντας κάποια επιπλέον εξέλιξη, αλλά η κούρασή της την πρόδωσε. Τα βλέφαρά της σφάλισαν και βυθίστηκε σ’ έναν ταραχώδη και βαρύ ύπνο. Το πρωί, έριξε μια ματιά από το μπαλκόνι μήπως και δει κάτι ή κάποιον, αλλά μάταια. Τότε, αποφάσισε να γίνει λίγο πιο τολμηρή -και από ανθρωπιστικούς λόγους βρε αδερφέ! Έτσι, φόρεσε μια φόρμα αθλητική, συμμάζεψε λίγο τα μαλλιά της και βρέθηκε να χτυπάει το κουδούνι της μονοκατοικίας. Μία φορά, δύο, τρεις, αλλά καμία απόκριση. Ενώ ετοιμαζόταν να χτυπήσει και τέταρτη φορά, διέκρινε μια σιλουέτα πίσω από τα φθαρμένα από το χρόνο παντζούρια, να πλησιάζει. Δεν χτύπησε ξανά και περίμενε λίγο, νομίζοντας πως έρχονταν να της ανοίξουν. Μα δεν άνοιξε κανείς. Η σιλουέτα


20

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

απομακρύνθηκε, σαν να της έδειχνε έτσι πως η ώρα ήταν ακατάλληλη για επισκέψεις. Μετά από αυτό το συμβάν, η Κωνσταντίνα αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να σταματήσει να ασχολείται. Εξακολουθούσε να την ταλανίζει το τι μπορεί να γινόταν εκεί μέσα, αλλά στο φινάλε είχε τη ζωή της, το νέο της σπιτικό, και έπρεπε να μπει επιτέλους σε μια σειρά μπας και ξαναπιάσει πινέλο και μπογιές -άλλωστε υποτίθεται πως αυτός ήταν ο βασικός λόγος της μετακόμισης και της ταλαιπωρίας που τραβούσε αυτόν τον καιρό. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι το πιθανότερο ήταν πως στο παλιό σπίτι ζούσε ένα ιδιόρρυθμο ζευγάρι ηλικιωμένων και διόλου απίθανο, ο σύζυγος να μας είχε αφήσει χρόνους εκείνο το βράδυ που τον πήρε το ασθενοφόρο. Μέχρι εκεί. Ο χρόνος κυλούσε και η Κωνσταντίνα προσαρμοζόταν όλο και πιο πολύ στα νέα της δεδομένα. Πού και πού, τα βράδια έριχνε κλεφτές ματιές στη γωνιά του δρόμου από το παράθυρο της, αλλά αμέσως ανακαλούσε τον εαυτό της στην τάξη. Απόγευμα Παρασκευής, λουσμένη στον ιδρώτα, επιστρέφει από τα μαγαζιά. Μπαίνοντας στην πολυκατοικία, στο σημείο που παλιά λεγόταν θυρωρείο -προφανώς κάποτε θα διέθετε και θυρωρό- ανοίγει το γραμματοκιβώτιό της για να δει αν υπάρχει κάτι για εκείνη. Καλωσόρισε τον πρώτο λογαριασμό της ΔΕΗ, μερικά διαφημιστικά φυλλάδια και έναν φάκελο στο χρώμα του χρυσού, χωρίς γραμματόσημο, που απλά έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα το όνομά της. Παραξενεύτηκε που δεν υπήρχε όνομα αποστολέα, όμως θα το άνοιγε επάνω με την ησυχία της. Αφού τακτοποίησε τα ψώνια και έβγαλε τα παπούτσια της, κάθισε στο γραφείο κι έπιασε να ανοίγει προσεκτικά τον ασυνήθιστο φάκελο. Η περιέργειά της νίκησε φόβο και υποψίες. Η εποχή του άνθρακα είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Η Κωνσταντίνα ήλπιζε να μην είναι το θύμα κάποιας κακόγουστης φάρσας. Ή να μην έβρισκε καμιά πεθαμένη κατσαρίδα μέσα. Δεν ήταν τίποτα απ’ τα δύο. Με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, υπήρχε ένα ίδιου χρυσού χρώματος κομμάτι χαρτί, στο οποίο ήταν αποτυπωμένα τα εξής: “Σας προσκαλούμε για δείπνο, το Σάββατο 13 Οκτωβρίου στις 20.00. H παρουσία σας θα μας τιμήσει. Παρακαλούμε ένδυμα επίσημο. Από το απέναντι σπίτι” Tι στο καλό ήταν τώρα αυτό; Το απέναντι σπίτι, αναμφισβήτητα ήταν το σπίτι της ηλικιωμένης. Το κουβάρι όμως, τώρα μπλεκόταν πιο πολύ. Για μια


Δίνη

21

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φορά ακόμα, δεν υπήρχαν ονόματα. «Σας προσκαλούμε;» Ποιοι; «Επίσημο ένδυμα;» Γιατί, σε δεξίωση προσκαλούσαν; Αρχικά από καθαρό φόβο σκέφτηκε να αγνοήσει την πρόσκληση. Τόσα ακούγονται καθημερινά. Από μεταφυσικές ιστορίες της απέναντι όχθης μέχρι πράξεις ωμής βίας και εγκληματικότητας. Ώρες ήταν τώρα να πάει γυρεύοντας; Η περιέργεια όμως δεν την άφηνε να ησυχάσει. Αν κρατάω το κινητό στο χέρι μου έχοντας ήδη σχηματίσει το 100, αν κρύψω στην τσάντα μου ένα σπρέι πιπεριού ή ίσως κι έναν μικρό σουγιά; Τα εφάρμοσε όλα. Της ήταν αδύνατο να μην ικανοποιήσει την περιέργειά της, έστω κι αν αυτή σκότωσε τη γάτα. Εκείνη είχε -ή νόμιζε πως είχε;- καλό προαίσθημα. Ενώ φορούσε το ολομέταξο φουστάνι της και ένα ζευγάρι σατέν peep toes, αισθάνθηκε λίγο γελοία με την περιβολή της για να πάει μέχρι απέναντι. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε. Στις οκτώ ακριβώς, χτυπούσε το κουδούνι. Δεν ήξερε αν έπρεπε να έχει αγοράσει κάποιο δώρο, οπότε αποφάσισε να εμφανιστεί αυτή και η ομορφιά της, με το κινητό ανά χείρας και κρατώντας το κομψό τσαντάκι της σφιχτά. Σχεδόν αμέσως άνοιξε η πόρτα και φάνηκε η ηλικιωμένη κυρία. Ντυμένη με ένα ροζ ταφταδένιο μακρύ φόρεμα -εμφανώς παράταιρο για την ηλικία της-, ροζ γόβες με την ίδια επένδυση του φορέματος, πολλά βαριά χρυσά κοσμήματα και έντονο μακιγιάζ που παρέπεμπε σαφώς σε drag queen. Στο κουρασμένο πρόσωπό της τρεμόπαιζε ένα αχνό χαμόγελο. «Καλησπέρα Κωνσταντίνα, παρακαλώ περάστε» είπε με τα σπαστά ελληνικά της. Ήξερε το όνομά της -τι κουτή σκέψη, αφού της είχε στείλει την πρόσκληση- αυτή όμως δεν ήξερε κάτι για εκείνη, για το σπίτι, για τίποτα. «Καλησπέρα σας, μόνο που εγώ δεν γνωρίζω το όνομά σας...» «Όλα στην ώρα τους γλυκιά μου!» Γλυκιά μου; Με το νεύμα και τη χαρακτηριστική κίνηση του χεριού της γυναίκας, η Κωνσταντίνα πέρασε μέσα σ’ ένα καλαίσθητο, παλιομοδίτικο χολ. Αριστερά και δεξιά, το ημίφως τής επέτρεψε να διακρίνει τα διθέσια εμπριμέ καναπεδάκια, με πλαϊνά τραπεζάκια, στα οποία υπήρχε από ένα κομψό λαμπατέρ. Όλα σετ, πανομοιότυπα. Ανάμεσα στους τοίχους που χώριζαν το δωμάτιο από το υπόλοιπο σπίτι, υπήρχαν δυο τεράστιες συρόμενες πόρτες κλειστές. Η Κωνσταντίνα απόρησε. Γιατί κάποιος που πηγαίνει να ανοίξει την


22

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

εξώπορτα, μπαίνει στον κόπο να κλείσει πίσω του τις πόρτες; Σα να διάβασε τη σκέψη της, η οικοδέσποινα χωρίς περιστροφές έκανε μια δήλωση. «Και τώρα αγαπητή μου, θα αρχίσει να λύνεται το μυστήριο που σε βασανίζει εδώ και καιρό.» Στάθηκε στο κέντρο και με τα δυο της χέρια, άνοιξε ταυτόχρονα τις δύο συρόμενες. Το θέαμα έκανε την Κωνσταντίνα να μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ένας παράδεισος, κρυμμένος μέσα στο σαλόνι ενός σπιτιού! Ο χώρος κατάφωτος, πνιγμένος σε λουλούδια και δέντρα, καταπράσινο γκαζόν αντί για πάτωμα, χρυσά παγκάκια σαν μικροί θρόνοι για πριγκίπισσες, κρεμασμένες κούνιες από το ταβάνι ντυμένες με λογιών λογιών άνθη ασφαλώς, όλα ψεύτικα. Στο βάθος της σάλας, μια πανέμορφη τζαμαρία που έβλεπε σε έναν υπέροχο κήπο με πολλά δέντρα -αληθινά αυτή τη φορά. Στην αριστερή γωνιά του δωματίου, ένας τοίχος γεμάτος οθόνες υπολογιστών. Μία κονσόλα με αμέτρητα πλήκτρα, δείγμα πως κάποιος μέσα στο σπίτι ήταν φανατικός της τεχνολογίας. Στο κέντρο και ακουμπισμένη στην τζαμαρία, μια επιβλητική τραπεζαρία, ήδη στρωμένη με τα πιο ακριβά και σπάνια καλούδια του κόσμου. Και στα δεξιά, ένα κατάλευκο πιάνο με ουρά και ένας μαύρος μεταξωτός καναπές με ένα κοριτσάκι ξαπλωμένο επάνω του! Μια μικροσκοπική ξανθιά οπτασία με μπουκλάκια, λευκό δαντελένιο φουστανάκι και δυστυχώς, εμφανή προβλήματα υγείας. Τα ματάκια του κοριτσιού δεν άνοιγαν καλά, το στοματάκι του στη μια πλευρά ήταν ελαφρώς κατεβασμένο και ήταν φανερό πως είχε αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα. Προτού η Κωνσταντίνα προλάβει να συνέλθει από τα απανωτά σοκ, η γυναίκα την τράβηξε απαλά από το χέρι και την οδήγησε σε ένα γουστόζικο τραπεζάκι με χαμηλά καρεκλάκια, προσφέροντάς της σπιτικό τσέρι. «Πρώτα απ’ όλα θα ήθελα να σε διαβεβαιώσω ότι δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Με λένε Ρουθ. Ρουθ Σέλτον. Και αυτή είναι η Μπέττυ. Όπως σίγουρα έχεις καταλάβει, δεν είμαι Ελληνίδα. Κατάγομαι από τη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα έχω μόλις τρία χρόνια. Βέβαια στο παρελθόν, ερχόμουν συχνά διακοπές, γιατί ο μακαρίτης ο άντρας μου ήταν Έλληνας. Αυτός είναι ο λόγος που μιλάω καλά ελληνικά. Στην Αγγλία σπούδασα γενετική. Για πολλά χρόνια εργαζόμουν στο NHS, ένα από τα μεγαλύτερα ιδρύματα, αν το λέω σωστά, σε θέματα υγείας και με απόλυτα εξειδικευμένα εργαστήρια σε θέματα γενετικής. »Πριν από τέσσερα χρόνια, ένα πλούσιο ζευγάρι Ελλήνων, έφερε τη μικρή του κορούλα με ένα σπάνιο γενετικό σύνδρομο. Το σύνδρομο αυτό λέγεται Mobius και αρχικά προκαλεί παράλυση στο πρόσωπο. Σταδιακά, ο ασθενής


Δίνη

23

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δυσκολεύεται να χαμογελάσει, να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, ακόμα και να τραφεί. Στη συνέχεια, οδηγεί σε ανωμαλίες των άκρων. Εκείνη την εποχή, το Mobius ήταν η βασική μου μελέτη και ήμουν σε συχνή επαφή με τους γονείς του παιδιού. Η Μπέττυ έμεινε για τουλάχιστον έξι μήνες στην κλινική. Στο διάστημα αυτό διαπίστωσα ότι πολλοί συνάδελφοί μου την είχαν κάνει πειραματόζωο, χορηγώντας της διάφορα αμφίβολα κοκτέιλ φαρμάκων. Το παιδί, αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. »Οι γονείς της απελπίστηκαν με την κατάσταση της μικρής και λίγο ως πολύ την εγκατέλειψαν στα χέρια των γενετιστών και των ερευνών τους. Για να το πω πιο απλά, η διάρκεια της ζωής της από’ κει και μετά θα ήταν από μερικές μέρες ως λίγους μήνες. »Εγώ, επειδή την είχα αναλάβει προσωπικά, αυτό δεν θα το άντεχα. Μπήκα αμέσως στη διαδικασία υιοθεσίας -όταν έχεις χρήματα, όλα είναι πιο εύκολα-, πήρα τη Μπέττυ από την κλινική κι έψαξα να δω σε ποιο μέρος του κόσμου και κάτω από ποιες συνθήκες θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί η κατάστασή της και να είναι ευτυχισμένη. Σε λίγο καιρό θα έβγαινα στη σύνταξη, οπότε το να φύγω μακριά δεν μου κόστιζε τίποτε. Αυτό εδώ το σπίτι ήταν κληρονομιά του άντρα μου από κάποιους συγγενείς και δεν το είχα δει ποτέ στις προηγούμενες επισκέψεις μου στην Ελλάδα. Τα θετικά του ήταν το μέγεθος κι ο κήπος του. Τα υπόλοιπα αρνητικά, είχα τον τρόπο να τα διαμορφώσω, με γνώμονα το καλό της μικρής. »Λόγω των ερευνών μου, γνώριζα πως αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται άπλετο φως, φύση και χρώματα. Όταν είναι όμως πολύ κοντά στη φύση, δημιουργούν επικίνδυνες δερματοπάθειες. Όπως βλέπεις λοιπόν, στήσαμε εδώ το βασίλειό μας, προστατευμένες από κάθε αδιάκριτο βλέμμα και ζούμε απομονωμένες από τον κόσμο, στο κέντρο της Αθήνας! Έχω καθημερινή επαφή με μεγάλες εταιρίες για την τροφοδοσία μας, τα φάρμακα και όλες τις ανάγκες του σπιτιού. Η τεχνολογία σήμερα κάνει θαύματα. Το μόνο κακό, που ευτυχώς σπάνια συμβαίνει, είναι πως η Μπέττυ σε κάποιες κρίσεις της, χρειάζεται μερικές ώρες νοσηλείας σε νοσοκομείο, γιατί εδώ, δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορέσω να τις αντιμετωπίσω επαρκώς». Η Κωνσταντίνα, παρακολουθούσε συγκινημένη και με απεριόριστο θαυμασμό την αφήγηση της Ρουθ. «Και γιατί επιλέξατε εμένα για συντροφιά; Θέλω να πω, δε με γνωρίζετε καθόλου, πώς με εμπιστεύεστε έτσι απλά;» «Βλέπεις εσύ σε αυτή τη γειτονιά κάποιον άλλον που θα μπορούσαμε να κάνουμε παρέα;» της απάντησε χαμογελώντας πλατιά.«Αστειεύομαι


24

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ασφαλώς! Πρώτα απ’ όλα η καθαρότητα του προσώπου σου. Μη νομίζεις πως δεν είχα καταλάβει πόσον καιρό παρακολουθούσες το σπίτι και καιγόσουν από περιέργεια, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ύστερα, όπως εσύ κρυφοκοίταζες εμάς, έτσι κι εγώ παρακολούθησα όλη σου τη μετακόμιση. Είδα τα καβαλέτα, όλα σου τα σύνεργα και κατάλαβα πως είσαι ζωγράφος. Άρα, μια ευαίσθητη ψυχή, με μια τρέλα που θα μπορούσε να αντέξει τη δική μου εκκεντρικότητα. Όταν μάλιστα σε συνέλαβα έξω από το σπίτι και διαπίστωσα την αγάπη σου στην κλασική μουσική, τότε πείστηκα. Περνάμε τώρα στο τραπέζι;» Το δείπνο ήταν πραγματική γαστριμαργική πανδαισία. Άφθονο μπρικ, σολομός Σκωτίας, καπνιστό χέλι, φρέσκα καβούρια, μέχρι ζαρκάδι, καρέ αρνιού, αγριογούρουνο. Η Ρουθ τάιζε με λατρεία τη μικρή Μπέττυ η οποία ήταν πραγματικά αξιαγάπητη και μέσα στην ατυχία της, έδειχνε απόλυτα ευτυχισμένη. Μια φιλία με τους καλύτερους οιωνούς ξεκινούσε. Μια φιλία που για την Κωνσταντίνα ήταν μια καθημερινή εμπειρία ζωής. Μάθαινε τόσα πολλά από τη Ρουθ και έπαιρνε τόσο σημαντικά μαθήματα ζωής από τη Μπέττυ! Ο καλύτερος πίνακας της Κωνσταντίνας απεικονίζει τη Μπέττυ. Χωρίς καλλιτεχνικό ρετούς, με το χειλάκι να κρέμεται και τα ματάκια γλαρά. Αλλά με την καλοσύνη της παιδικής αγνότητας να πλημμυρίζει το έργο. Δεν το παρουσίασε ποτέ σε έκθεση. Η μικρούλα είναι ένα αποκλειστικά δικό της κομμάτι.


Δίνη

25

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΕΚΔΡΟΜΗ EKEINH Οι εκδρομές την κούραζαν. Πολλές φορές και οι πολυήμερες διακοπές, αλλά ειδικά αυτά τα μονοήμερα ή έστω Σαββατοκύριακα, τα θεωρούσε εφιάλτη. Βέβαια, δεν είχε διανοηθεί ποτέ να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Απεναντίας, όποτε η παρέα πρότεινε την όποια μικρή εξόρμηση, έδειχνε ενθουσιασμένη, μέχρι και εκστασιασμένη θα έλεγε κανείς. Ευτυχώς αυτή τη φορά η εκδρομή ήταν χιλιοφορεμένο ρούχο, δεν περιείχε rafting, ορειβασία ή ό,τι άλλο κουραστικό και βασανιστικό. Σκι στον Παρνασσό, φαγοπότι ως λιποθυμίας στις ταβέρνες της Αράχοβας, αμέτρητα ποτά στα διαχρονικά πλέον club και διαμονή στο ξενοδοχείο με το καταπληκτικό spa -αυτό το τελευταίο αναμφισβήτητα ήταν μεγάλη παρηγοριά. Και πάλι όμως, ποτέ δεν κατάλαβε γιατί έπρεπε όλο το συγκεκριμένο ιλιγγιώδες πρόγραμμα να χωρέσει με το ζόρι μέσα σε μιάμιση μέρα. Άραγε ήταν η μόνη που τη Δευτέρα το πρωί αισθανόταν πάντα κατάκοπη; Καθώς βόλευε τη φόρμα και τις μπότες του σκι στη βαλίτσα, ένιωσε ένα κενό. Κάτι σαν αυτό που παθαίνουμε όταν είμαστε παιδιά, που δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και δεν ξέρουμε τι μας συμβαίνει. Κι αυτό μας τρομάζει. Έτσι ένιωσε η Αριάδνη, τρομαγμένη και …κενή. «Ανοησίες…», σκέφτηκε, «ας συμμαζέψω το μυαλό μου, γιατί αλλιώς δεν με βλέπω να προλαβαίνω». Σε μία ώρα θα περνούσε να την πάρει ο Σταύρος. Ήλπιζε να μην αργήσει όπως συνήθως και τους πιάσει η νύχτα. Αυτό στα φανερά. Γιατί στα κρυφά, μάλλον ήλπιζε να της τηλεφωνούσε και για κάποιο λόγο να ματαίωνε την εκδρομή. Γιατί όμως; Με τον Σταύρο ήταν μαζί σχεδόν δύο χρόνια. Γόνος κι εκείνος μεγαλοαστικής οικογένειας, απόφοιτος του Χάρβαρντ, και φυσικά Διευθύνων Σύμβουλος στην εταιρία του μπαμπά. Η χαρά όλων, όταν ξεκίνησε η σχέση τους, μεγάλη, δεδομένης της παλαιότερης γνωριμίας των οικογενειών τους. Ταίριασμα καταπληκτικό, κοινωνικό, ηλικιακό, επιχειρηματικό, ιδεώδες. Τον αγαπούσε το Σταύρο. Ήταν έξυπνος, με χιούμορ, όμορφος, καλομαθημένος, όπως ακριβώς κι εκείνη. Η γνωριμία τους δεν ήταν αυτό που


26

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

λέμε προξενιό, απλά ο κύκλος που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν από παιδιά, ήταν ο ίδιος. Έτσι, μοιραία ξεκίνησαν όλα. Παραπλήσια ενδιαφέροντα, κοινά στέκια, και, κυρίως έρωτας! Ναι, ερωτεύτηκαν πολύ και δυνατά. Χωρίς να τους το επιβάλλει κανείς, όπως συνηθιζόταν στα αριστοκρατικά σαλόνια. Τι είχε αλλάξει όμως τώρα; Τα αισθήματά της για τον Σταύρο παρέμεναν ίδια, όμως, βαριόταν, πνιγόταν, δυσφορούσε… Το κινητό της χτύπησε με τον ήχο του αγαπημένου τους τραγουδιού. Σε μισή ώρα ξεκινούσαν. Μαλλιά, μακιγιάζ και χαμόγελο. Ψεύτικο. ΕΚΕΙΝΟΣ «Ξένια, στείλε την προσφορά του Κου Μιχαλόπουλου, κανόνισε τη συνάντηση της Δευτέρας με τον Βρεττό και πάρε και στο σπίτι μου να ετοιμάσει η Αλίκη τη βαλίτσα μου για το Σαββατοκύριακο. Για τον Παρνασσό. Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι στης Αριάδνης». Πήρε βαθιά ανάσα. Η γραμματέας του, η Ξένια, ήταν ανεκτίμητη. Τη θεωρούσε πλέον οικογένειά του. Τι θα γινόταν χωρίς αυτήν; Έτριψε νευρικά τα μηλίγγια του. Αισθανόταν όχι απλά κουρασμένος, εξουθενωμένος. Αν υπήρχε κάποιος που θα κατάφερνε να ακυρώσει τη σημερινή εκδρομή, θα του ήταν αιωνίως ευγνώμων. Τα ταξίδια τον είχαν κουράσει. Ευτυχώς, είχε την ευτυχία να γυρίσει από μικρός σχεδόν όλον τον κόσμο -με τους γονείς του αρχικά και μόνος του στη συνέχεια. Όμως, είχε μπουχτίσει. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν τον ευχαριστούσαν πια οι διακοπές, ωστόσο θα ήθελε να επιλέγει ο ίδιος τον χρόνο και τον τόπο του προορισμού. Αυτό που θα τον χαλάρωνε -κάτι που δεν είχε φανταστεί ποτέ μέχρι τώρα- ήταν να βρεθεί κάπου ήσυχα, απλά, λιτά και χωρίς να τον γνωρίζει κανείς. Όταν όμως, έβλεπε αυτή τη λάμψη στα μάτια της, κάθε φορά που οργάνωναν μια εκδρομή με την παρέα -πάντα η ίδια, πάντα τα ίδια- τότε, δεν τολμούσε να ξεστομίσει αυτή του την απέχθεια. Δεν είχε απαίτηση από την Αριάδνη να καταλάβει τις σκοτούρες και την εξόντωσή του στη δουλειά. Εργαζόταν κι εκείνη στην επιχείρηση της οικογένειάς της, αλλά με την άνεση του αφεντικού που δεν πολυσκοτίζεται για το ωράριο ή την παρουσίααπουσία της στην καθημερινότητα της δουλειάς. Ενώ αυτός… Μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του για να φύγει. Το μόνο που δεν θα άντεχε τώρα, θα ήταν η γκρίνια της για την καθυστέρησή τους.


Δίνη

27

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΜΑΖΙ Ώρα 23:30. Εθνική οδός Αθηνών-Λαμίας, λίγο έξω από την Κωπαΐδα. Η βροχή προλαβαίνει τους υαλοκαθαριστήρες του BMW X7, με αποτέλεσμα η ορατότητα να καθίσταται εξαιρετικά περιορισμένη. Ταυτόχρονα, ο αέρας λυσσομανάει προς πάσα κατεύθυνση. Ο Σταύρος, φανερά εκνευρισμένος και με την κούρασή του έκδηλη, οδηγεί νευρικά και αμίλητος. Αμίλητη και η Αριάδνη, όχι μόνο για να μην τον τσιγκλήσει, αλλά γιατί δεν έχει τίποτα να πει. Εύχεται να σταματήσει η βροχή για να φτάσουν νωρίτερα, αλλά παράλληλα ονειρεύεται το ζεστό της κρεβάτι στο σπίτι. Με ή χωρίς τον Σταύρο. Ξαφνικά, ένας εσωτερικός θόρυβος σαν γδούπος τραντάζει το αυτοκίνητο. Και δεύτερος. Και τρίτος…και το αυτοκίνητο κοκαλώνει και σβήνουν τα πάντα. «Τι στο καλό είναι τώρα αυτό;» ρωτάει η Αριάδνη προσπαθώντας να ελέγξει τον φόβο της. «Πού σκατά θέλεις να ξέρω ρε Αριάδνη; Μηχανικός αυτοκινήτων είμαι;» της απαντάει ο Σταύρος, χωρίς καν την κοιτάξει. Σκατά; Ρε Αριάδνη; Ποτέ δεν είχε ακούσει τον Σταύρο να ξεστομίζει ούτε καν την κουβέντα σκατά, αλλά προπάντων δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομά της μαζί με την προσφώνηση «ρε» από το στόμα του. Για κείνον ήταν πάντα το «μωρό» του ή στη χειρότερη των περιπτώσεων το «κορίτσι» του. Χωρίς καλά καλά να προλάβει να αναλύσει αυτές τις σκέψεις στο μυαλό της και με τον φόβο να την κυριεύει όλο και περισσότερο, βλέπει -και ακούειτον Σταύρο, αναθεματίζοντας θεούς και δαίμονες να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. «Πού πας τώρα; Μη μ’ αφήνεις εδώ..», αλλά εκείνος βγαίνει χωρίς να της δώσει καμία απάντηση. Σε λιγότερο από τρία λεπτά ξαναμπαίνει στο αμάξι συνεχίζοντας τις βρισιές. «Τι θα κάνουμε τώρα Σταύρο; Τι συμβαίνει;» «Τι θες να κάνουμε ρε Αριάδνη; Θα πάρουμε την οδική βοήθεια, να έρθει να μας μαζέψει. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο;» Ρε Αριάδνη. Πάλι η ίδια προσφώνηση. Μέσα σε δυο λεπτά της ώρας. «Σε παρακαλώ, πρέπει να μείνουμε ψύχραιμοι. Μη φοβάσαι, δεν έγινε και τίποτα. Άνοιξε το ντουλαπάκι και δώσε μου το ασφαλιστήριο του αυτοκινήτου να τηλεφωνήσουμε».


28

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η Αριάδνη σιωπηλή, του δίνει το ασφαλιστήριο. «Ναι, καλησπέρα σας. Σταύρος Αθανασίου. Μείναμε κάπου έξω από την Κωπαΐδα, στην Αθηνών-Λαμίας. Εκατοστό τρίτο, εκατοστό πέμπτο χιλιόμετρο, δεν μπορώ να διακρίνω καλά. Δεν έχω ιδέα τι συνέβη. Δεν ξέρω και πολλά, η αλήθεια είναι… Έχουν σβήσει τα πάντα, ούτε το κλιματιστικό δουλεύει. Ναι…σε πόσην ώρα; Παρακαλώ; Παρακαλώ; Με ακούτε;» «Τι έγινε Σταύρο; Τι σου είπαν;» «Δεν πρόλαβα να ακούσω τι μου είπαν. Διάολε, δεν έχω σήμα και έκλεισε. Για δες εσύ, μήπως έχει σήμα το δικό σου;» «Όχι, ούτε το δικό μου έχει. Και τώρα δηλαδή; Δεν θα έρθουν;» «Πού θες να ξέρω; Ας ελπίσουμε ότι πρόλαβαν να ακούσουν πού βρισκόμαστε. Αλλιώς…» «Αλλιώς τι Σταύρο; Θα μείνουμε εδώ τη νύχτα να ξεπαγιάσουμε; Χωρίς γουλιά νερό, χωρίς φαγητό, χωρίς κινητά, μέσα στα σκοτάδια;» «Και τι θέλεις να κάνω εγώ Αριάδνη; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε αυτή τη στιγμή, είναι να περιμένουμε…όσο αντέχουμε τέλος πάντων, να δούμε αν έρθουν. Μπορεί ωστόσο να κοπάσει και η βροχή και τότε το παίρνουμε ποδαράτο, να βρούμε κανέναν άνθρωπο και να ζητήσουμε βοήθεια». «Είσαι τελείως τρελός; Τόσην ώρα σε ακούω με όλα αυτά τα «δεν» και μου έχει έρθει το αίμα στο κεφάλι. Δεν ξέρεις τι έχει το αμάξι, δεν ξέρεις πού είμαστε, δεν ξέρεις αν θα έρθουν από την οδική! Υπάρχει κάτι τελικά που να ξέρεις, μήπως μπορέσω κι εγώ σαν γυναίκα να στηριχτώ στον άντρα που είμαι μαζί του;» Η Αριάδνη τελούσε υπό το κράτος υστερίας και όποιο απωθημένο είχε συσσωρευτεί όλον αυτόν τον καιρό στη σχέση της, ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει εδώ και τώρα. Την πιο ακατάλληλη στιγμή. Ο Σταύρος, ενώ μέχρι πριν από λίγο, προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ψυχραιμία του -κατανοώντας τον φόβο της κοπέλαςακούγοντας για πρώτη φορά από την καλή του τέτοιο βομβαρδισμό επικρίσεων, ξεσπάθωσε κι εκείνος. «Τι έγινε ρε Αριάδνη; Στην πρώτη δυσκολία που μας συμβαίνει, βγάζεις τέτοια χολή για μένα; Όσο για όλα τα «δεν», μήπως υπάρχει κάτι που μπορεί να εφεύρει το δικό σου κεφαλάκι; Αλλά, ξέχασα! Η πριγκίπισσα δεν οφείλει ούτε να σκέφτεται, ούτε να γνωρίζει, ούτε να προσπαθεί για κάτι. Ακόμα και στη δουλειά σας, επειδή η επιχείρηση είναι του μπαμπάκα, δεν δίνεις δεκάρα για το πότε θα πας, αν θα πας και πότε θα φύγεις. Εγώ με τα «δεν» μου όμως,


Δίνη

29

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

λιώνω κάθε μέρα από την ένταση και την προσπάθεια να πάω μπροστά την εταιρία!» «Και τώρα Σταύρο, κάνεις ακριβώς το ίδιο, για το οποίο εσύ κατηγορείς εμένα! Τόσο καιρό λοιπόν, αυτή είναι η ιδέα σου για το κορίτσι σου; Ότι είμαι μια κακομαθημένη τεμπέλα, που δεν έχω μάθει να προσπαθώ για τίποτα στη ζωή μου; Και όλα αυτά, ενώ ξέρεις πολύ καλά ότι απλώς δεν με ενδιαφέρουν τα «είδη πλακιδίων» του πατέρα μου, αλλά ξενυχτάω φτιάχνοντας γλυπτά!» Ο Σταύρος εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως όλα αυτά τα πικρόχολα λόγια δεν ήταν η απόλυτη αλήθεια τους, αλλά μεγεθυμένα παιχνίδια του μυαλού λόγω της δύσκολης συγκυρίας που τους βρήκε. Ασφαλώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάποια στιγμή έπρεπε να πουν κάποια πράγματα που δεν είχαν εξωτερικεύσει, όχι από έλλειψη ενδιαφέροντος -ακριβώς το αντίθετο-, αλλά από φόβο μην αλληλοπληγωθούν. Ο καθένας τους είχε πλάσει μία άμεμπτη και ταυτόχρονα εύθραυστη εικόνα για τον άλλο και δεν ήθελαν αυτό να σπάσει σε κομμάτια. «Μωρό μου, νομίζω πως είμαστε και οι δύο πολύ εκνευρισμένοι με αυτό που συμβαίνει και αν το συνεχίσουμε, θα πούμε κι άλλα πολλά που θα τα μετανιώσουμε. Εκείνο που εγώ θέλω να ξέρεις, είναι πως σ’ αγαπώ όσο τίποτα και πράγματι αισθάνομαι ένοχος που αρκετές φορές σε παραμελώ λόγω της δουλειάς μου. Γι’ αυτό άλλωστε, δεν χάνω ευκαιρία, όποτε οι τρελοί κανονίζουν εκδρομές, έστω και καθυστερημένος και πάντα κουρασμένος, να τους ακολουθούμε. Έλα να σε κάνω μια αγκαλιά και, παρότι είμαι αδαής και αδέξιος σε ό,τι αφορά μηχανολογικά και αυτοκίνητα, να ξέρεις πως ποτέ δεν θα αφήσω να πάθεις το παραμικρό». Η Αριάδνη ξέσπασε σε κλάματα που γρήγορα έγιναν μαζί και γέλια. «Αφού ξανάκουσα το “μωρό μου” και σταμάτησες πια εκείνο το “ρε Αριάδνη”, τότε σε συγχωρώ. Το ξέρεις πως κι εγώ σ’ αγαπώ και να σου πω κάτι; Προτιμώ που τα είπαμε όλα αυτά και θέλω από δω και στο εξής, ό,τι πιστεύουμε καλό ή κακό, να το λέμε ο ένας στον άλλο. Γιατί, ακόμα και κακό να είναι, θα είναι από την αγάπη μας και όχι από κάποιον που θα προσπαθεί να μας βλάψει. Φιλάκι τώρα...» Ενώ το ζευγάρι έδινε το φιλί της συμφιλίωσης, ξαφνικά το αυτοκίνητο άρχισε να δονείται σαν από σεισμό πολλών ρίχτερ. Το ουρλιαχτό της Αριάδνης συνόδευσε την εικόνα που συνέθεταν δύο γλοιώδεις φάτσες μέσα στη βροχή. Χτυπούσαν δαιμονισμένα τα παράθυρα του αυτοκινήτου. «Ποιοι είστε, τι θέλετε;» βροντοφώναξε ο Σταύρος ενώ η κοπέλα είχε κουρνιάσει παγωμένη στη θέση της.


30

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«Βγείτε έξω και οι δυο σας ρε χαμούρη, τώρα! Τώρα είπα!» τσίριξε ο ένας από τους δυο απρόσμενους επιδρομείς της νύχτας. «Αγάπη μου, θα βγω πρώτος εγώ και θα έρθω να σου ανοίξω την πόρτα. Μη βγεις πριν από μένα!» Η Αριάδνη σε πλήρη πανικό, έκλαιγε δυνατά, φώναζε να μην τους πειράξουν, μπέρδευε τα λόγια της. Μόλις ο Σταύρος κατέβηκε και προσπάθησε να κάνει τον κύκλο του αυτοκινήτου για να ανοίξει στην Αριάδνη, ο ένας τον γράπωσε από το σβέρκο και τον ακινητοποίησε τραβώντας του παράλληλα τα μαλλιά και ο άλλος πήγε στην πόρτα του συνοδηγού και με άγριες κινήσεις, έσυρε την Αριάδνη έξω τραβώντας την επίσης από τα μαλλιά. «Πουλάκια μου, ρομαντζάδα μέσα στη βροχή μού θέλατε;» κάγχασε ο δεύτερος ενώ το φαφούτικο στόμα του πιτσιλούσε με σάλια τον Σταύρο. Ο Σταύρος προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει από τη λαβή του αλήτη, παρακαλούσε να πάρουν ότι θέλουν αρκεί να μην τους πειράξουν. Πόση ώρα; Ένα λεπτό, ένας αιώνας, μέχρι που μια ασημένια λάμψη φώτισε τη νύχτα. Ένα μαχαίρι που είχε ήδη κολλήσει στον λαιμό της Αριάδνης. «Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ μωρή αδερφή και αδειάστε τσέπες, μπουφάν, ΟΛΑ!» φώναξε ο ξεδοντιάρης ενώ συνέχιζε να τραβολογάει τον Σταύρο. Αφού βούτηξαν τις βαλίτσες από το πορτ μπαγκάζ και άδειασαν οποιαδήποτε θήκη και ντουλάπι στο αμάξι, οι ελπίδες των δύο νέων αναπτερώθηκαν ότι ίσως και να ξεκουμπίζονταν πια. «Και τώρα τι θα έλεγες να γλεντάγαμε λιγάκι ρε Μήτσο με αυτήν την πουτάνα;» Ο Σταύρος ένιωσε τα νεύρα στο κορμί του να τεντώνουν και πριν σπάσουν, δίνει μια αγκωνιά στον αλητήριο κι αμέσως μια κλωτσιά στα αχαμνά του, κάνοντάς τον να διπλωθεί από πόνο στο βρεγμένο χώμα. Ο άλλος, βλέποντάς τον να τον πλησιάζει για να του χιμήξει, πετάει κάτω την Αριάδνη και του ορμάει πρώτος. Ακούγεται ένας ανατριχιαστικό ήχος, σαν κάτι να έσκισε το μπουφάν του Σταύρου και αμέσως το μπράτσο του γεμίζει αίμα. Η Αριάδνη, λυσσασμένη με το χτύπημα του αγαπημένου της, βουτάει ό,τι κοτρώνες και πέτρες υπάρχουν χάμω και τις εκσφενδονίζει σαν μανιασμένη επάνω τους. «Έλα ρε μαλάκα, άστους να πάρουν το ρημάδι τους και να πάνε στα τσακίδια, ό,τι πήραμε πήραμε» είπε ο ένας τους και σαν να ήταν το πρώτο λογικό που σκέφτηκαν στη ζωή τους, εξαφανίστηκαν μέσα στη νύχτα με την διόλου ευκαταφρόνητη λεία τους.


Δίνη

31

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Σταύρος και η Αριάδνη μπήκαν στο αυτοκίνητο και με ανέλπιστη χαρά, διαπίστωσαν ότι το ένα κινητό είχε ξεμείνει στο πάτωμα του οδηγού και είχε σχετικό σήμα. Επικοινώνησαν ξανά με την οδική βοήθεια και την αστυνομία. Αγκαλιασμένοι, περίμεναν να δουν ποιος θα φανεί πρώτος. Ευτυχώς, οι αλήτες δεν είχαν καταλάβει πως το αυτοκίνητο ήταν χαλασμένο. «Και να φανταστείς ότι βαριόμουν αφάνταστα να πάμε στον Παρνασσό, αγάπη μου!» «Κι εγώ μωρό μου, έχω κουραστεί με όλες αυτές τις ανούσιες εκδρομές. Μόνο οι δυο μας πλέον. Και όχι σε πολυσύχναστα μέρη. Ίσως και χωρίς αυτοκίνητο!» Χάραζε όταν ο Σταύρος είδε τους φάρους των περιπολικών να πλησιάζουν. Η Αριάδνη είχε αποκοιμηθεί εξαντλημένη στην αγκαλιά του.


32

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ΟΧΙ ΚΑΙ ΕΜΜΟΝΗ! Ο Πάνος έσφιξε τη γραβάτα του και ίσιωσε το γιακά του πουκαμίσου του. Έριξε μια τελευταία ματιά στη φωτογραφία της. Την καλημέρισε και ξεκίνησε να μαζεύει τα πράγματά του για το γραφείο. Δεν θα μιλούσαν κατά τη διάρκεια της μέρας στο τηλέφωνο. Ούτε θα αντάλλασαν e mail, ούτε θα συναντιόντουσαν στο μεσημεριανό διάλειμμα της δουλειάς. Δεν θα τον περίμενε το απόγευμα έχοντας μαγειρέψει κάποιο φαγητό-έκπληξη και καλωσορίζοντάς τον με χαμόγελο στο σπίτι. Θα την καλησπέριζε πάλι στην περίτεχνη σκαλιστή κορνίζα της και θα την τοποθετούσε απέναντί του να τον συντροφεύσει σε ό,τι θα είχε ξεπαγώσει στον φούρνο μικροκυμάτων. Γιατί, πολύ απλά, δεν ήταν μαζί. Κι όμως την αγαπούσε. Κόντευαν σχεδόν είκοσι χρόνια που την αγαπούσε πολύ. Όπως όλες οι ερωτικές σχέσεις, έτσι και η δική τους, είχε περάσει όλα τα στάδια του χρόνου. Άκρατος ενθουσιασμός στην αρχή, αγιάτρευτος έρωτας στη συνέχεια, βαθιά και στεριωμένη αγάπη στο τέλος. Όχι πως τώρα πια δεν είχε ερωτικές φαντασιώσεις μαζί της, αλλά ακόμα κι αυτές, ήταν στο επίπεδο της δεμένης, ολοκληρωμένης αγάπης τόσων ετών. Όλα άρχισαν το 1993. Μαζί με τον κολλητό του, είχαν κερδίσει εισιτήρια για την απογευματινή της συναυλία στην Αυτοκίνηση, όταν έκανε τα πρώτα αστραπιαία επιτυχημένα- επαγγελματικά της βήματα. Με το που βγήκε στη σκηνή, η πιτσιρικαρία ξέσπασε σε ουρλιαχτά και χειροκροτήματα και οι σεκιουριτάδες ήταν σε επαγρύπνηση να μην ακολουθήσει κανένα έκτροπο. Ο Πάνος, ασυγκράτητος δεκαοκτάρης τότε, αισθάνθηκε με μιας να λύνονται τα γόνατά του. Η αγγελική φωνή της, τα πυρόξανθα ατίθασα μαλλιά της, τα σμαραγδένια τεράστια μάτια της που έκλειναν παθιάρικα σε κάθε ιδιαιτέρως ερωτικό στίχο, το χυμώδες κορμί της, όλα τον είχαν συναρπάσει σε σημείο τρέλας. Θυμόταν ακόμα τι φορούσε σε αυτήν την πρώτη «συνάντησή» τους. Κολλητό μπλου τζιν, μαύρο τοπ και καουμπόικες κόκκινες μπότες. Και ήταν τόσο εκθαμβωτική! Αυτή ήταν η Μαρίνα Χ. Το νέο αστέρι των 90s που έμελλε να απασχολεί την ελληνική ποπ σκηνή ως και σήμερα. Από τότε την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα, εάν και εφόσον του το επέτρεπαν τα οικονομικά και ο χρόνος του. Και φρόντιζε πάντα να του το επιτρέπουν. Δεν έχανε εμφάνισή της σε νυχτερινά κέντρα, περιοδεία της σε διάφορα σημεία της Ελλάδας -κάποιες φορές ακόμα και του εξωτερικού-,


Δίνη

33

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πηγαινέλα της από ταξίδια σε αεροδρόμια, συνεντεύξεις σε δημόσιους χώρους, τα πάντα! Αγόραζε σωρηδόν τις φυλλάδες που είχαν φωτογραφίες της, συμμετείχε σε όλα τα fan club που φτιαχνόντουσαν για εκείνη, και φυσικά παρακολουθούσε οτιδήποτε νεότερο αφορούσε τη ζωή της στο ιντερνέτ. Παρ’ όλα αυτά, δεν θέλησε ποτέ να την ενοχλήσει. Δεν στάθηκε ποτέ σε ουρά για ένα της αυτόγραφο. Αυτός, την είχε δικιά του, με τον δικό του παράδοξο τρόπο. Και τα χρόνια περνούσαν. Η ζωή του σε γενικές γραμμές, δεν είχε μείνει πίσω. Επαγγελματικά τουλάχιστον, είχε προοδεύσει αρκετά σαν σύμβουλος επιχειρήσεων σε μεγάλη εταιρία του χώρου. Και φίλους είχε, με τους οποίους έκανε θαυμάσια συντροφιά, όμως πάντα άφηνε ένα μυστήριο να πλανάται για τη ζωή του λόγω των συχνών εξαφανίσεων του που είχαν ασφαλώς να κάνουν με τα ταξίδια του για τη Μαρίνα Χ. Κανείς δεν γνώριζε το πάθος του για την καλλιτέχνιδα, όχι γιατί ο ίδιος το θεωρούσε εμμονή -άρα υπόθεση ψυχολόγου-, αλλά γιατί αυτή η «σχέση» ήταν κάτι απόλυτα δικό του και δεν είχε λόγο να το μοιραστεί με κανέναν. Όλοι ήξεραν για την προτίμησή του στη μουσική και τα τραγούδια της, πήγαιναν μαζί του στα κέντρα διασκέδασης που εκείνη εμφανιζόταν, αλλά μέχρι εκεί. Τα αμέτρητα άλμπουμ με φωτογραφίες της από όλες τις εκδηλώσεις της ζωής της -νέα cd, αλλαγές στυλ, γνωριμία με τον πασίγνωστο μπασκετμπολίστα, γάμος, εγκυμοσύνες, γέννες- ήταν μονίμως καλά κρυμμένα και κλειδωμένα σε συρτάρια. Η φωτογραφία που τον συντρόφευε καθημερινά, εν τη απουσία του ή κατά τη διάρκεια επισκέψεων στο σπίτι του, κλειδωνόταν και σφαλιζόταν καλά. Ο μόνος τομέας που κυριολεκτικά έπασχε στη ζωή του ήταν τα ερωτικά. Ενώ φρόντιζε να ικανοποιεί αν μη τι άλλο την ανδρική του οντότητα, ωστόσο, ποτέ δεν θέλησε να συνάψει μια υπαρκτή, πραγματική και ουσιαστική σχέση με κάποια γυναίκα. Ήταν απόλυτα φυσιολογικός, λειτουργούσε παραπάνω από ικανοποιητικά στο θέμα του σεξ, αλλά δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί μια άλλη σύντροφο στο πλάι του. Άλλωστε, σύμφωνα με τα δικά του μυαλά, θα ήταν απιστία η ύπαρξη άλλης γυναίκας στη ζωή του. Εκείνος είχε σχέση. Απλά, εκείνη δεν το ήξερε. Όταν έφτασε στο γραφείο, ο διευθυντής τον κάλεσε για να του ανακοινώσει, πως, την επόμενη εβδομάδα στις 14 του μήνα, θα έπρεπε να επισκεφθεί έναν μεγάλο πελάτη της εταιρίας, στην Κύπρο.


34

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η αλήθεια είναι, ότι βάζοντας λυτούς και δεμένους, είχε προσπαθήσει πολύ να είναι εκείνος που θα κάνει το συγκεκριμένο ταξίδι. Στις 16 του μήνα, η Μαρίνα θα εμφανιζόταν στο κυπριακό κοινό που τη λάτρευε, σε μια συναυλία που είχε διοργανωθεί για φιλανθρωπικούς λόγους. Η ευτυχία του ήταν απερίγραπτη. Ακόμα κι αν η επαγγελματική του συνάντηση ολοκληρωνόταν τη δεύτερη μέρα της παραμονής του στη Λευκωσία, αυτός θα έβρισκε έναν τρόπο να κολλήσει άλλη μία ημέρα, ίσως και από την άδειά του. Στο μεσημεριανό διάλειμμα, δεν σκέφτηκε καν να βάλει κάτι στο στόμα του. Παρ’ όλη την τραγική κίνηση στο κέντρο της Αθήνας, φρόντισε να φτάσει στο συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο για να προμηθευτεί εγκαίρως το πολύτιμο χαρτάκι. Το εισιτήριο για τη συναυλία της Μαρίνας του. Οι μέρες δεν έλεγαν να περάσουν με τίποτα. Αλλά επιτέλους, νάτος τώρα μπροστά στην ευγενέστατη υπάλληλο του Ελ. Βενιζέλος, να κάνει check in λίγο πριν την αναχώρηση του για τη Λάρνακα. Τη στιγμή που παίρνει το εισιτήριο στα χέρια του και ενημερώνεται για την πύλη που θα τον οδηγήσει για άλλη μια φορά στο όνειρο, ακούει γύρω του οχλαγωγία. Γυρνώντας να δει τι συμβαίνει, αντικρίζει το ανέλπιστο… Η Μαρίνα Χ. στεκόταν λίγα μέτρα πιο κει, με σάρκα και οστά, και την κυνηγούσαν κάποια νέα παιδιά από τηλεοπτικά κανάλια, να της πάρουν έστω και μια λέξη για το επερχόμενο ταξίδι της στην Κύπρο. Βέβαια, όπως ήταν φυσικό, περιτριγυριζόταν από τρεις θηριώδεις άντρες της ασφάλειάς της και δεν στάθηκε ούτε λεπτό, να πει τουλάχιστον μια καλημέρα στους ανθρώπους που πάσχιζαν για το μεροκάματο και που, σίγουρα, θα άκουγαν βαριά κατσάδα από τους προϊσταμένους τους, γυρνώντας με άδεια χέρια. Ο Πάνος, για πολλοστή φορά μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, ένιωσε την καρδιά του να σφυροκοπάει στο στήθος του και να λαχανιάζει λες και είχε τρέξει χιλιόμετρα. Δεν υπολόγιζε ούτε μία στο εκατομμύριο πως υπήρχε περίπτωση η Μαρίνα να ταξιδέψει δυο μέρες νωρίτερα από την ημερομηνία της εκάστοτε συναυλίας της. Ήξερε πολύ καλά πλέον, πως, όπου εμφανιζόταν, τις περισσότερες φορές ταξίδευε αυθημερόν. Κάποιες ελάχιστες, έφευγε την επόμενη. Έτσι είχε σκεφτεί και για τούτη τη «συνάντηση» και απλά ευχόταν να φύγει με τη δική του πτήση της επόμενης μέρας. Τώρα όμως, αυτό που συνέβαινε, ήταν μαγικό. Μέσα σε δευτερόλεπτα, το μυαλό του άρχισε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Έπρεπε να αλλάξει τη θέση του στο αεροπλάνο. Το δικό του εισιτήριο αφορούσε την οικονομική θέση, μα εκείνη οπωσδήποτε θα ήταν στη διακεκριμένη. Ήταν η πρώτη φορά μετά από είκοσι


Δίνη

35

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χρόνια που θα κατάφερνε επιτέλους να ταξιδέψει μαζί της, την ίδια ώρα. Μαζί της! Χωρίς να αναλύσει περαιτέρω την κατάσταση, επιστρέφει στην ευγενική υπάλληλο για να ρωτήσει αν υπήρχε κενή θέση στη business class. Η χαμογελαστή κοπέλα τού απάντησε σχεδόν αμέσως πως υπήρχε μία τελευταία και κλείνοντάς του το μάτι, του είπε χαμηλόφωνα ότι όλες οι υπόλοιπες ήταν κατειλημμένες από την ποπ ντίβα και τους συνεργάτες της. Πλήρωσε τη διαφορά τρέμοντας από συγκίνηση και κίνησε για την πύλη. Αυτή ήταν όντως η πύλη του ονείρου του! Στην είσοδο για το αεροπλάνο, υπήρχε σχετικός συνωστισμός. Μόλις όμως ο Πάνος έδειξε το εισιτήριο στην αεροσυνοδό, εκείνη έσπευσε αμέσως να τον συνοδεύσει στη θέση του. Η Μαρίνα Χ ήταν ήδη βολεμένη στο κάθισμά της, και -ω! τι ευτυχία- η θέση του ήταν ακριβώς πίσω της. Δυστυχώς, δεν θα μπορούσε να κοιτάζει το υπέροχο πρόσωπό της, αλλά έτσι θα ένιωθε πιο κοντά της, θα μπορούσε να μυρίζει το άρωμα του κορμιού της, ακόμα και των μαλλιών της. Το τρελό και άτσαλο σκίρτημα της καρδιάς του δεν έλεγε να σταματήσει και η φόρτιση της στιγμής τον πήγε χρόνια πίσω. Ήταν πάλι το εικοσάχρονο παλικαράκι κι αυτή το συνομήλικο, συνεσταλμένο φιντανάκι που τα έχανε μπροστά στις κάμερες. Με το κολλητό τζινάκι και τις κόκκινες μπότες. Η απογείωση ήταν ομαλή και ο καιρός υπέροχος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακούσει τη φωνή της, παρά μόνο κάτι ψιθύρους με τους συνεργάτες της. Ευχόταν ολόψυχα να την ακούσει να μιλάει, έστω και για να τον ρωτήσει αν μπορεί να κατεβάσει το κάθισμά της, μην τυχόν και τον ενοχλήσει. Ανόητες σκέψεις, η διακεκριμένη θέση χαρακτηριζόταν από την άνεσή της. Σα να διάβασε τη σκέψη του και φυσικά χωρίς να απευθυνθεί σ’ εκείνον, η Μαρίνα κατέβασε το κάθισμά της τόσο πολύ που σχεδόν του απαγόρευσε την ελευθερία κίνησης σε όλη τη διάρκεια της πτήσης. Ενώ η πράξη της μόνο ευγενική δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, στα μάτια του φάνηκε μαγική. Ακόμα πιο κοντά της! Η ώρα περνούσε δυστυχώς γρήγορα και η αεροσυνοδός έκλεισε τα κουρτινάκια πίσω από το κάθισμα του Πάνου και ξεκίνησε να σερβίρει πρωινό. Όταν πλησίασε τη Μαρίνα για να ρωτήσει τι προτιμά να πιει, τα ουρλιαχτά της ακούστηκαν μέχρι τους τελευταίους επιβάτες. «Καλά κοπέλα μου, ηλίθια είσαι; Δεν βλέπεις ότι έχω κλειστά τα μάτια μου; Τι με ενοχλείς;»


36

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«Συγχωρέστε με, αλλά, να, σκέφτηκα μήπως πεινάτε και αυτή είναι η ώρα που σερβίρουμε τους επιβάτες...» αποκρίθηκε το καημένο το κορίτσι έτοιμο να βάλει τα κλάματα. «Και ποιος σου είπε εσένα ότι εγώ θα φάω τώρα που σερβίρεις όλους τους υπόλοιπους; Όποτε γουστάρω θα με σερβίρεις, ακόμα κι αν είναι η ώρα της προσγείωσης! Και σιγά μην καταδεχτώ εγώ να φάω τα σκατά που δίνετε εδώ μέσα! Πάρτα από μπροστά μου μη σου τα τρίψω στη μούρη και εξαφανίσου από τα μάτια μου! ΤΩΡΑ!!!» Η Μαρίνα ωρυόταν -στην πραγματικότητα χωρίς σημαντικό λόγο- και είχε αναστατώσει τους πάντες γύρω της. Ο Πάνος, μουδιασμένος, μην πιστεύοντας αυτά που εκτυλίσσονταν εμπρός του, αισθανόταν το αίμα να παγώνει στις φλέβες του. Αυτή, δεν μπορεί να ήταν η Μαρίνα. Η Μαρίνα του... Η αεροσυνοδός -πρέπει να ήταν και νεοφερμένη- είχε αποχωρήσει με δάκρυα στα μάτια, η ντίβα όμως δεν έλεγε να ησυχάσει. «Μα αν είναι δυνατόν με το κάθε τσόλι που κουβαλάνε! Θα με βάλει εμένα ίσα κι όμοια με τον κάθε βρωμιάρη που μπήκε στο αεροπλάνο για να φάει!» Οι συνεργάτες της χαζογελούσαν υπεροπτικά με όσα έλεγε η βασίλισσά τους, σωστοί αυλικοί κι ας αηδίαζαν από μέσα τους. Ο μάνατζέρ της -πάντα πιστός ακόλουθος- προσπάθησε να την ηρεμήσει. «Έλα κοριτσάκι μου, χαλάρωσε τώρα και κάνουν ρυτίδες τα ματάκια σου» και ψιθυρίζοντας, «μας ακούει πολύς κόσμος εδώ μέσα μωρό μου, μη γράψουν τίποτα για σένα αύριο οι κωλοφυλλάδες...» «Ποιος τους χέζει αγάπη μου τους λεχρίτες που μας ακούνε; Ας τολμήσει κανείς να γράψει το παραμικρό και έχω τον τρόπο μου να τους κάνω να πεινάσουν, όπως έχω κάνει τόσους και τόσους! Ούτε νομίζω να πιστεύεις πως αν γραφτεί κάτι κακό, τα χάπατα οι θαυμαστές μου θα χαμπαριάσουν. Αυτοί είναι άρρωστοι μαζί μου, καλέ μου. Μέχρι και τη σκόνη μου θα γλείφανε. Κάνε μου τώρα λίγο μασάζ, γιατί έχω πολύ ένταση». Η απάντηση της Μαρίνας ήταν καταπέλτης για τον Πάνο. Ώστε λοιπόν, και ο ίδιος δεν ήταν τίποτα παραπάνω για τη σταρ Μαρίνα από ένας «λεχρίτης» που συνταξιδεύει μαζί της και ένα «άρρωστο χάπατο» που θα έγλειφε τη σκόνη της, ότι κι αν εκείνη έκανε. Το κάστρο που είκοσι χρόνια την είχε στην κορυφή του αλώβητη πριγκίπισσα, γκρεμιζόταν. Και έμεναν ακόμη τριάντα λεπτά μέχρι τον προορισμό τους. Από το ξέσπασμά της και μετά, τα πράγματα χαλάρωσαν. Ωστόσο, τα δυνατά γέλια της Μαρίνας και των παρατρεχάμενών της ενοχλούσαν όλο το


Δίνη

37

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αεροπλάνο. Οι βωμολοχίες πήγαιναν κι έρχονταν χωρίς καμιά διακριτικότητα και σεβασμό για τους συνεπιβάτες. Κάποια στιγμή, απευθυνόμενη σε μια από τις κοπέλες της ομάδας της, η Μαρίνα είπε φωναχτά: «Ελενίτσα, μην ξεχάσεις όταν φτάσουμε να πάρεις αυτόν τον άχρηστο τον άντρα μου και να του πεις να μην ξεχαστεί πάλι με την γκόμενα και να πάει να πάρει τα παιδιά από το σχολείο. Άντε, γιατί κι αυτά τα βλαμμένα, μόλις αργήσουμε λιγάκι, ξεσηκώνουν τον κόσμο από τις φωνές και τα κλάματα. Απορώ σε ποιον έμοιασαν». Θεωρώντας και αυτήν τη θλιβερή κουβέντα αστείο, η παρέα ξέσπασε πάλι σε γέλια. Άλλο ένα πλήγμα για την αναστατωμένη ψυχή του Πάνου. Από τότε που η Μαρίνα γέννησε αυτά τα δύο υπέροχα -όπως φαίνονταν- πλασματάκια, μάζευε όσες φωτογραφίες μπορούσε και τις κοιτούσε με τις ώρες, ευχόμενος να ήταν δικά του παιδιά. Δικά τους παιδιά. Και τώρα άκουγε εκείνη, τη μάνα, να μιλάει τόσο απαξιωτικά για τους καρπούς της. Για το ίδιο της το αίμα. Και ο υπέροχος, υποδειγματικός σύζυγος; Εν γνώσει της άπιστος. Αυτός, που ο Πάνος για τόσα χρόνια ζήλευε και θαύμαζε. Μια διαλυμένη οικογένεια, δυστυχισμένη, χωρίς να το έχει καν καταλάβει. Κι όλα αυτά, γιατί η επιτυχία φουσκώνει με αέρα κοπανιστό τα μυαλά. Γιατί μετά από τόσα χρόνια καριέρας, κάποιοι την έκαναν να πιστέψει πως είναι άτρωτη. Πως μπορεί να φέρεται όπως νομίζει, χωρίς κανένα κόστος. Πως μπορεί να γίνει ένας πολύ κακός άνθρωπος, ενώ γύρω όλοι θα εξακολουθούν να τη λατρεύουν. Η προσγείωση στα γήινα όμως, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι κατά κανόνα πολύ οδυνηρή, μπορεί και μοιραία. Η προσγείωση της συγκεκριμένης πτήσης, ευτυχώς ήταν καλή. Πατώντας το κυπριακό έδαφος ο Πάνος πήρε βαθιά ανάσα έχοντας απόλυτη ανάγκη για περισσότερο οξυγόνο στα πνευμόνια του. Το κάστρο του είχε διαλυθεί ολοσχερώς και η πριγκίπισσα γκρεμοτσακίστηκε από ψηλά. Άνοιξε το κινητό του και τηλεφώνησε στη Χρύσα, τη γραμματέα του. Της ζήτησε ν’ αλλάξει το εισιτήριο της επιστροφής του για τις 15 και αν μπορούσε να τον παραλάβει από το αεροδρόμιο και να βγουν μαζί για φαγητό. Η όμορφη Χρύσα ήταν τρία χρόνια ερωτευμένη μαζί του, μα ο Πάνος ζούσε τον πολυετή έρωτά του. Καιρός για πραγματικές σχέσεις. Με πραγματικούς ανθρώπους. Έβγαλε από την τσέπη του το εισιτήριο της συναυλίας. Σκίζοντάς το σε πολλά κομμάτια, το σκόρπισε στον αέρα.


38

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Στο τζάκι επάνω, δεσπόζει περήφανα η περίτεχνη σκαλιστή κορνίζα. Απεικονίζει τη Χρύσα, με την κορούλα τους, τη Μαρίνα. Γιατί Μαρίνα; Έτσι, στο όνομα των είκοσι ανόητων χρόνων.


Δίνη

39

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ζ+Ζ Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ξεμυτάει πάνω απ’ το βουνό και η πρωινή δροσιά μπλεγμένη στα δίχτυα της βραδινής υγρασίας έκανε τα πάντα να γυαλίζουν σαν διαμάντια κάτω από το λιγοστό ακόμα φως. Η πλατεία έρημη, με τους πλάτανους να δεσπόζουν αγέρωχοι παρά τις αμέτρητες δεκαετίες της ζωής τους. Ο Ζήσης, με συρτό βηματισμό και ένα πνιχτό χασμουρητό στο στόμα, ξεκλειδώνει με αργές κινήσεις την πόρτα του μαγαζιού. Το ’χει συνήθειο από τα χρόνια του πατέρα του ακόμα να ανοίγει σχεδόν αχάραγα το καφενείοπαντοπωλείο του χωριού. Τότε βέβαια υπήρχε κι ένας λόγος παραπάνω να είναι ανοιχτός ο καφενές, πριν πάνε οι νοικοκύρηδες για δουλειά στα χωράφια τους. Τώρα, που κόντευε σχεδόν να αδειάσει ο τόπος, ιδιαίτερα από νέους ανθρώπους, η ανάγκη δεν ήταν τόσο επιτακτική, αλλά είπαμε: η συνήθεια, συνήθεια! Το κατάστημα ήταν γενικά τακτοποιημένο. Τα ράφια με τα γάλατα, τη ζάχαρη, τον τοματοπελτέ, τις λιγοστές κονσέρβες. Απέναντι, σε πιο κοινή θέα γιατί είναι, λέει, και της μόδας για τους Αθηναίους που αραιά και που εμφανίζονταν σ’ αυτό το ορεινό χωριό της Γορτυνίας, σπιτικά γλυκά, μαρμελάδες, μέλι, χαλβάς, όλα από μικρούς γυναικείους συνεταιρισμούς των γύρω περιοχών, μήπως και γίνει κανένα θαύμα και βγει κάνα φράγκο παραπάνω για τις φτωχές φαμίλιες. Κρυμμένα σε πιο γωνιακά ράφια, τα πάσης φύσης χαρτικά. Το μόνο που ήθελε λίγο συμμάζεμα ήταν το τελευταίο χτεσινό τραπέζι, με τα ποτήρια από τις ρακές και δυο πιατάκια από μεζέ και στραγάλια. Πρώτα όμως θα έψηνε στη χόβολη το πρωινό του καφεδάκι (δεν έπινε ποτέ καφέ στο σπίτι όταν άνοιγε τα μάτια του, έτσι είχε συνήθειο κι ο πατέρας) και μετά θα καταπιανόταν με όλα όσα έπρεπε να κάνει. Με το μπρίκι στο χέρι και ενώ ετοιμαζόταν να σερβίρει τον καφέ του, η άκρη του ματιού του πιάνει κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο για τον τόπο και την ώρα. Ένα μεγάλο φορτηγάκι -βαν θαρρεί τα λένε- με μια περίεργη τεράστια επιγραφή για στόλισμα, παρκάρει ακριβώς έξω από το μαγαζί του! Πριν καλοκαταλάβει τι συμβαίνει, οι πόρτες έχουν ανοίξει και κατεβαίνουν πέντε ή έξι άνθρωποι, κρατώντας κάτι παράξενα μαρκούτσια και κάτι αλλόκοτα μηχανήματα που ούτε είχε ξαναδεί στη ζωή των τριάντα οκτώ του χρόνων.


40

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ξαφνιασμένος αλλά και με φουντωμένη περιέργεια, έχει απομείνει με το μπρίκι στο χέρι, περιμένοντας να δει ποιοι είναι όλοι αυτοί και τι στο καλό γυρεύουν εκεί πάνω. Και τότε, τη βλέπει. Ψηλή, αδύνατη, με μαύρα από έβενο μαλλιά, λευκή επιδερμίδα με μια μικρή ελιά ψηλά στον ώμο και κάτι μάτια -αχ! αυτά τα μάτια- σαν τα πιο διαλεχτά αμύγδαλα. Τα χείλη της ροδαλά και υγρά όπως τα λουλούδια της πρωινής δροσιάς. Είχε δει όμορφες κοπέλες μέχρι τότε, αλλά αυτή ήταν σαν ξωτικό, σαν απ’ αλλού φερμένη. Μέχρι να συνειδητοποιήσει τι αντικρίζουν τα μάτια του, έχει ήδη ανοίξει η πόρτα και ακούγεται μελωδικά και ζωηρά η καλημέρα της. Εκείνος αποσβολωμένος, μαρμαρωμένος βασιλιάς, δεν μπορεί να αρθρώσει κουβέντα και σα να μην έφτανε αυτό, παραλύουν ξαφνικά τα χέρια του και πέφτει όλος ο καφές μαζί με το μπρίκι στο παντελόνι του και παντού. «Συγνώμη, σας τρομάξαμε πρωί πρωί!» ακούστηκε πάλι η γάργαρη φωνούλα που τον έκανε να μην μπορεί ακόμη να κουνήσει από τη θέση του. Μέσα στο κεφάλι του γυρνούσαν όλα τόσο γρήγορα, τόσο παράξενα, λες και του μιλούσε σε άλλη γλώσσα, άγνωστη. Όταν τελικά, κάποιος από το συνεργείο -ναι, φυσικά ήταν συνεργείο τηλεόρασης- αναρωτήθηκε μήπως ο άνθρωπος ήταν μουγκός, ο Ζήσης ένιωσε προσβεβλημένος και μάζεψε με μιας όση δύναμη τού είχε απομείνει, για να ψελλίσει τελικά «καλημέρα, όχι, μιλάω, καλώς τα παιδιά, περάστε», μη μπορώντας να πάρει τα μάτια του από την κοπέλα. Του εξήγησαν πως ήταν από ένα μεγάλης εμβέλειας τηλεοπτικό κανάλι και πως είχαν μάθει για το χωριό από κάποιους γνωστούς τους που το είχαν επισκεφτεί. Κι είχαν ακούσει τα καλύτερα για το καφενείο, ίσως από τα τελευταία παραδοσιακά της Ελλάδας. Όλο λοιπόν αυτό το πανηγύρι λεγόταν ρεπορτάζ και θα το έδειχνε αύριο κιόλας η τηλεόραση, μαζί με την αφεντομουτσουνάρα του. Έτσι ξεκίνησε η περιήγηση μέσα στο χώρο, στην κάθε γωνιά, στα παλιά σκεύη που λαμποκοπούσαν από καθαριότητα και φροντίδα, σε παλιές φωτογραφίες από τον καιρό του παππού και του πατέρα του και γενικά σε ό,τι έφερνε άρωμα παρελθόντος και γλυκές θύμησες, που για τους περισσότερους δεν ήταν καν θύμησες, όμως ήταν γλυκές. Και να οι κάμερες, και να τα στοπ! πάμε πάλι, και να οι ερωτήσεις για την ιστορία του χωριού, του καφενέ, της οικογένειας, της ζωής έξω από την πόλη και πάει λέγοντας. Ο Ζήσης, φοβόταν τόσο πολύ μην τυχόν και πει κάτι λάθος μπροστά σ’ αυτά τα μάτια που τον ζάλιζαν, που συνεχώς έχανε τα λόγια του,


Δίνη

41

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπερδευόταν όλο και περισσότερο και παίδευε άθελά του τους εργαζόμενους του συνεργείου. Αποζημιώθηκαν όλοι όμως με το τρικούβερτο τσιμπούσι που τους πρόσφερε μετά. Δεν χόρταιναν οι αθεόφοβοι τα φρέσκα λαχανικά από το περιβόλι του, τα παστά, τους γίγαντες και την παντρεμένη φάβα, το φρέσκο κατσικίσιο τυρί και όλα φτιαγμένα από τα δικά του χέρια παρακαλώ! Για να μην αναφερθούμε στο αγνό και μυρωδάτο τσιπουράκι, καλύτερο από κάθε ακριβό αλκοολούχο προϊόν που είχαν δοκιμάσει ποτέ. Κι εκείνη! Την έλεγαν Ζένια -στο δικό του το μυαλό όμως, παραήταν δύσκολο και ξενόφερτο το όνομά της, οπότε προτίμησε να την σκέφτεται σαν εύοσμη Τριανταφυλλιά, ναι, αυτό της ταίριαζε. Ήταν γέννημα θρέμμα Αθηναία, είχε τελειώσει τις σπουδές της στη δημοσιογραφία δύο χρόνια πριν και πάλευε για τον επιούσιο, μέχρι να της δοθεί μια μεγάλη ευκαιρία από μια εφημερίδα, ένα περιοδικό ή στην καλύτερη των περιπτώσεων από το κανάλι που εργαζόταν τώρα, αλλά για κάποια δική της εκπομπή και χωρίς να την τρώνε τα ταξίδια και οι δρόμοι για τρεις κι εξήντα. Όσο του μιλούσε, ο Ζήσης την κοιτούσε σαν μαγνητισμένος, όλα τού φαίνονταν πρωτόγνωρα και άκρως ενδιαφέροντα. Το μελαγχολικό της χαμόγελο, ο τρόπος που αυτά τα κρινοδάχτυλα δίπλωναν τη χαρτοπετσέτα, το τίναγμα του κεφαλιού της για να φύγει η ενοχλητική τούφα μαλλιών από τα μάτια της, τα πάντα έκαναν την καρδιά του να λιώνει, εκεί μπροστά της. Ειδικά όταν η Ζένια εκθείαζε τους μεζέδες του, ο Ζήσης φούσκωνε από περηφάνια κι αισθανόταν σαν τον πιο σπουδαίο άνθρωπο του κόσμου. Τα τσίπουρα διαδεχόνταν το ένα το άλλο, η διάθεση ανέβαινε, οι συστολές χαλάρωναν, τα χαχανητά έδιναν κι έπαιρναν. Τα μάγουλά της απέκτησαν ένα πορφυρό χρώμα που έφτανε μέχρι τη γλυκύτατη μικροσκοπική της μύτη. Κάποιος από την ομάδα ρώτησε αν λειτουργεί το παλιό τζουκ μποξ κι ευθύς αμέσως δοκίμασε την τύχη του στα ξεχασμένα από τον χρόνο τραγούδια. Γαβαλάς, Τσιτσάνης, Καζαντζίδης και όπως όλοι οι Έλληνες σε τέτοιες εκδηλώσεις, έτσι κι αυτή η απρόοπτη παρέα, άρχισε να επιδίδεται με σθένος στους συρτούς, τους ζεϊμπέκικους και τους χορούς της κοιλιάς. Όταν μάλιστα ήρθε η ώρα για το βαρύ ζεϊμπέκικο του οικοδεσπότη, η Ζένια -η Τριανταφυλλιά του- έσκυψε και χτύπησε παλαμάκια. Τι ευτυχία απροσδόκητη ήταν αυτή! Ο δε δικός της ο χορός, το αγλάισμα του λικνίσματος, του έφερε μια τέτοια φούντωση που ένιωσε ως και λιποθυμία. Το πέρα δώθε των γλουτών μέσα από το στενό της τζιν, έφτανε τη θερμοκρασία του δύστυχου του Ζήση στα όρια αποπληξίας. Ποτήρια έσπαγαν,


42

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

παλιά σερβίτσια γίνονταν θρύψαλα στα πόδια της κι ο κόσμος μια σβούρα που γυρνούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Αργοσουρούπωνε. Τα χρώματα του δειλινού σ’ αυτόν τον ευλογημένο ελληνικό τόπο, τόσο πιο ζωντανά από αυτά της μεγαλούπολης! Η παρέα σταδιακά αποσυρόταν για λίγη ξεκούραση στο βαν. Δεν βιάζονταν για τον δρόμο της επιστροφής, άλλωστε δεν θα ήταν και η πρώτη φορά που θα διανυκτέρευαν εκτός Αθήνας. Το καφενείο άδειασε και απόμειναν οι δυο τους. Αν και αρχικά έδειχναν δυο άνθρωποι που δεν θα είχαν κάτι κοινό να κουβεντιάσουν, ωστόσο αυτά που μάθαινε ο ένας για τον άλλον ήταν τόσο άγνωστα, τόσο διαφορετικά που εντέλει έμοιαζαν ενδιαφέροντα. Σε μια στιγμή η Ζένια τον ρώτησε τι ζώδιο είναι και όταν της απάντησε κριός, εκείνη χαμογέλασε πλατιά και αγκαλιάζοντάς τον με ενθουσιασμό του είπε: «Πόσο ταιριάζουμε!» Τότε, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν σε απόσταση αναπνοής, ο ένας θαρρείς πως άκουγε την καρδιά του άλλου και τα χείλη τους ενώθηκαν σ’ ένα τρυφερό και συνάμα αχόρταγο φιλί, ένα φιλί που περίμεναν μια ολόκληρη μέρα, ίσως και μια ζωή. «Σε περίμενα» του ψιθύρισε η Ζένια κι ο Ζήσης την έσφιξε ακόμα περισσότερο επάνω του. Ένιωθε πως την αγαπούσε χρόνια, πως τώρα επιτέλους ολοκληρώθηκε η ύπαρξή του. Την σήκωσε απαλά και χωρίς να την αφήσει από την αγκαλιά του, την οδήγησε στο καμαράκι δίπλα από την κουζίνα. Ξαφνικά, αισθάνεται στον αυχένα του ένα χτύπημα τόσο δυνατό που του κόβει την ανάσα. «Βρε χαμένε, τώρα βρήκες να σε πάρει ο ύπνος που σε δείχνει η τηλεόραση;» Ιδρωμένος ανοίγει τα μάτια του και βλέπει πράγματι το ρεπορτάζ από το μαγαζί του και το χωριό, να παίζει στην τηλεόραση. «Τι έγινε, πού πήγαν όλοι, πότε έφυγαν ρε Παναγή;» και βαριανασαίνοντας «πού είναι η Τριανταφυλλιά, ε! αυτή η Ζένια θέλω να πω». «Α! ρε συφοριασμένε μαγκούφη, πίνεις και δεν ξέρεις τι σου γίνεται δυο μέρες μετά…Δεν έφυγαν χτες τα χαράματα μετά από όσα τους πότισες τους καημένους;» «Κι εκείνη;» «Ειδικά εκείνη δεν κρατιότανε και τον έφαγε τον αρραβωνιάρη της για να γυρίσουν σπίτι τους!» «Τον ποιο;» «Τον αρραβωνιάρη της ντε, το παλικάρι που τράβαγε με την κάμερα!»


Δίνη

43

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο Ζήσης, προσπαθώντας να καταλάβει ότι όλα αυτά ήταν απλά στο όνειρό του, κοίταξε τα γράμματα που με την καύτρα του τσιγάρου του είχε αποτυπώσει πάνω στον παλιό ξύλινο πάγκο εργασίας: Ζ+Ζ. Το δεύτερο έπρεπε να το κάνει Τ, γιατί έτσι κι αλλιώς δική του ήταν μόνο μια Τριανταφυλλιά. Εκείνη τη στιγμή η οθόνη έδειχνε το γλυκό χαμόγελό της. Το ρεπορτάζ τελείωνε.


44

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΡΕΠΟ Τι καλά! Σήμερα δεν χτύπησε το ξυπνητήρι από τις επτά, αλλά, μάλλον από συνήθεια, το μάτι μου άνοιξε γύρω στις οκτώ και μισή. Ακόμα καλύτερα, σκέφτηκα, η μέρα της ξεκούρασής μου θα διαρκέσει περισσότερο. Έπειτα από δύο ολόκληρους μήνες που έχω προσληφθεί στις πωλήσεις γνωστής αλυσίδας γυναικείων ρούχων –ευτυχώς, γιατί λίγος καιρός ανεργίας ακόμη θα με οδηγούσε στην παράνοια- ήρθε η ώρα να απολαύσω το πρώτο μου ρεπό. Πόσα πράγματα θα προλάβαινα να κάνω σε ένα μόνο εικοσιτετράωρο; Όχι αρνητικές σκέψεις σήμερα, θύμωσα με τον εαυτό μου, προέχει η χαλάρωση και κυρίως η καλή μου διάθεση! Νωχελικά, χωρίς να πλυθώ, να χτενιστώ, ούτε καν να κοιταχτώ στον καθρέφτη, πηγαίνω στην κουζίνα για τον άνευ βιασύνης πρωινό μου καφέ. Θα τον απολαύσω στον λουλουδάτο καναπέ του στριμωχτού αλλά φωτεινού δυαριού μου, θα ανοίξω την τηλεόραση να παίζει ενημερωτικές εκπομπές που δεν με αφορούν καθόλου -ο μισθός μου των 500 ευρώ μόνο την κατιούσα θα μπορούσε να πάρει – και θα χαζέψω στο laptop όλες τις νέες αναρτήσεις των φίλων μου στο facebook, που τώρα πια δεν προλαβαίνω από την κούραση να παρακολουθώ. Ενώ οι δυο γεμάτες κουταλιές καφέ έχουν ήδη πέσει στο ποτήρι, μια ανακάλυψη ξαφνικά με παγώνει: ζάχαρη τέλος! Πριν προλάβω να ξεστομίσω «στολίδια» για την τύχη του «δικού» μου πρωινού, συγκρατούμαι και πάλι: Η ζάχαρη κάνει κακό και παχαίνει, μια χαρά είναι το σκέτο καφεδάκι. Ενώ σερφάρω στο ιντερνέτ, καπνίζω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας και προσπαθώ να απολαύσω και τον πρώτο καφέ -εδώ που τα λέμε δεν πίνεται με τίποτα!-, ξεκινάω εκ παραλλήλου να οργανώσω στη σκέψη μου το πολυπόθητο πρόγραμμα. Η Μάρθα δουλεύει, η Λένα το ίδιο, η Αντιγόνη αποκεντρώθηκε με την οικογένειά της και είναι μακριά, ο Παύλος και η Σάντρα είναι στο χωριό του μπαμπά της για να βοηθήσουν στις ελιές.. Α, ο Νίκος εξακολουθεί να δηλώνει απελπισμένος άνεργος, έχοντας πάντα την οικονομική συνδρομή των πλούσιων γονιών του, οπότε έχω μεγάλες πιθανότητες να είναι διαθέσιμος για παρέα. Ο χρόνος του κινητού μου δεν αρκεί για πολλές κλήσεις, οπότε θα στείλω sms.. “πρώτο ρεπό, τι λες για βόλτα;” εστάλη! Περιμένοντας την απάντηση στο μήνυμα και ταξιδεύοντας νοερά σε όλες τις ανατροπές των τελευταίων


Δίνη

45

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ετών, μελαγχολώ. Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι σε σχέση με άλλους συνομήλικούς μου, έφαγα τη ζωή μου στα θρανία, αλλά τέσσερα χρόνια το ιδιωτικό πανεπιστήμιο ψυχολογίας και ένας ακόμα το χαζο-μεταπτυχιακό μου, δεν είναι λίγος καιρός. Και ενώ στάθηκα τυχερή απ’ την αρχή και η μία εταιρία έφερε την άλλη, το βιογραφικό μου εμπλουτιζόταν, οι μηνιαίες απολαβές μου είχαν μια σταθερά ανοδική πορεία και η καριέρα μου έδειχνε να χτίζεται πάνω σε γερά θεμέλια, μέσα σε μια στιγμή, χάθηκαν όλα! Οικονομική κρίση. Της Ελλάδας. Της Ευρώπης. Παγκόσμια. Κρίση των ονείρων μας. Κρίση των ιδανικών μικρών και μεγάλων. Ανέχεια στη ζωή, στα συναισθήματα, στη σκέψη. Μουδιασμένοι τρέχουμε για να προλάβουμε τις αλλαγές, για τις οποίες κανείς δεν μας προετοίμασε. Χωρίς καμιά άλλη διέξοδο, αναγκαστικά αλλάζουμε την καθημερινότητα, τον τρόπο ζωής, την ίδια μας την ύπαρξη. Το «μπιπ» του κινητού με ξαφνιάζει. Μήνυμα. Ο Νίκος δεν μπορεί, έχει κανονίσει με νέο αμόρε. Ανασκουμπώνομαι χωρίς να χάσω το κουράγιο μου. Θα κάνω βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Είναι σχετικά ανέξοδο και με ευχαριστεί όσο λίγα πράγματα. Μετά από ένα γρήγορο μπάνιο και χωρίς ίχνος μακιγιάζ, μπαίνω στο δωμάτιο να ντυθώ. Βλέπω κρεμασμένη, πλυμένη και σιδερωμένη τη στενή στολή του καταστήματος. Αυτή θα περιμένει μέχρι αύριο. Προς το παρόν, αθλητικά παπούτσια, φόρμα -ούτε καν τζιν- και μαλλί πιασμένο αλογοουρά. Μεγάλη τσάντα αλλά όχι βαριά, τσιγάρα, κινητό, πορτοφόλι, κλειδιά και οπωσδήποτε μπουκαλάκι με νερό -ναι, σκέφτομαι και τα 0,50 λεπτά. Ευτυχώς, έχω εισιτήρια για το λεωφορείο. Μετά από τριάντα πέντε λεπτά της ώρας, αντιλαμβάνομαι πως κάτι δεν πάει καλά. Λεωφορείο δεν περνάει και κανείς δεν φαίνεται να περιμένει μαζί μου. Απεργία! Και τώρα; Τη βόλτα μου δεν τη χάνω. Θα περπατήσω το ενάμισι χιλιόμετρο μέχρι τον σταθμό του μετρό. Έτσι κι αλλιώς η μέρα είναι δική μου σήμερα, δεν βιάζομαι για τίποτα. Παρασυρμένη από άλλες εποχές, ξεχνιέμαι και κατεβαίνω στο Σύνταγμα. Θα μπορούσα να έχω επιλέξει την Ακρόπολη, αφού ο περίπατός μου είχε προορισμό την Πλάκα. Η Ερμού και οι γύρω δρόμοι δεν είναι πια για μένα καμιά γυναίκα δεν θέλει μόνο να κοιτάζει τις βιτρίνες, όταν δεν μπορεί να ψωνίσει. Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια για την πλατεία Συντάγματος, οσφραίνομαι βαριές οσμές, ακούω στριγκές φωνές και βλέπω την απίστευτη κοσμοπλημμύρα να με πολιορκεί. Καταπολεμώντας τη σχετική μου αγοραφοβία και στα πρόθυρα της κρίσης πανικού, χώνομαι στο πλήθος


46

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

προσπαθώντας να βρω έξοδο. Με στριμώχνουν, με τσαλαπατούν, εγκλωβίζομαι. Δεν μπορώ να κάνω μπροστά ούτε πίσω και ασφαλώς καμιά ελπίδα για δεξιά ή αριστερά. Αισθάνομαι ότι ο εγκλωβισμός μου διαρκεί περισσότερο από μία ώρα. Όταν, τελικά βρίσκω ένα σχετικό άνοιγμα για να αναπνεύσω, είμαι χαμηλά στη Μητροπόλεως. Κάθισα, άναψα τσιγάρο, ήπια το νερό που κουβαλούσα στην τσάντα και προσπάθησα να συνέλθω. Δεν έμαθα ποτέ ποιών και γιατί ήταν το συλλαλητήριο που μόλις, άθελά μου, συμμετείχα. Κάπνισα κάμποσα τσιγάρα παρακολουθώντας καθημερινές σκηνές μιας πόλης που δεν ξέρεις ποτέ τι είναι αυτό που τη διαφοροποιεί στην ακμή της και στο απόλυτο βούλιαγμα: Ηλικιωμένες κυρίες, πρώην αριστοκράτισσες, πιασμένες αλά μπρατσέτα σε πείσμα των καιρών και κάθε αλλαγής, που δείχνουν πως απολαμβάνουν τον -αμέτρητων ετών- καθημερινό τους περίπατο. Ερωτευμένα ζευγαράκια εκτός τόπου, κοινωνίας, χρόνου που κρέμονται κυριολεκτικά και μεταφορικά ο ένας από το στόμα του άλλου. Αγχώδεις τύποι που μέσα απ’ τα σφιχτά κοστούμια τους ξεχειλίζει η απόγνωση και η απελπισία. Μαγαζάτορες-αγάλματα στο κατώφλι των καταστημάτων τους να δυστυχούν για την παλιομοδίτικη πραμάτεια τους (γουναρικά, ψεύτικα μπακίρια, χαλιά). Τσιγγανάκια με σκληρά και αναιδή πειράγματα μεταξύ τους και πολύ ενοχλητικά για τον κόσμο. Τοξικομανείς που προσπαθούν να μετατρέψουν ένα τελάρο σε αναπαυτικό κάθισμα και φυσικά δεν μπορούν. H εναλλαγή των εικόνων με ζάλισε. Στροβιλίζονταν τόσο γρήγορα όλα γύρω από το κεφάλι μου, που φοβήθηκα ότι θα εκραγεί. Ανηφόρισα κατάκοπη -ουδεμία σκέψη και διάθεση πια για την Πλάκα- και επέστρεψα κάνοντας το ίδιο δρομολόγιο. Όταν έφτασα, το μικρό μου φωτεινό διαμέρισμα ήταν σκοτεινό. Το στόμα μου, πικρό και στεγνό από τα τσιγάρα τόσων ωρών, χωρίς τη συνοδεία έστω νερού. Τα πόδια μου πονούσαν περισσότερο από κάθε βράδυ μετά την ορθοστασία της δουλειάς. Πιο πολύ όμως, με ενοχλούσε το γεγονός πως η ψυχή μου ήταν πολύ γεμάτη και πολύ άδεια ταυτόχρονα. Μπήκα στο δωμάτιο κι αγκάλιασα τη στενή στολή εργασίας. Πόσο λαχτάρισα να έρθει η επόμενη -χωρίς εκπλήξεις- μέρα για να πάω στη δουλειά που δεν αγαπώ! Ποιος τελικά είναι εκείνος που αποφάσισε να μας πείσει πως είμαστε ευτυχισμένοι με τη μοναξιά και τα πράγματα που δεν αγαπάμε; Ποιος


Δίνη

47

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

είναι αυτός που κατορθώνει να μου στερεί ακόμα και έναν απλό περίπατο στο κέντρο της πόλης μου; Άνοιξα το ψυγείο, είδα το χτεσινό κοτόπουλο, ξανάκλεισα το ψυγείο. Έφτιαξα έναν πικρό καφέ και κάθισα στον καναπέ μου. Το επόμενο ρεπό μου, θα το σχεδίαζα καλύτερα.


48

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ΕΓΩ ΚΑΙ ΤΟ ΝΗΣΙ «Μαρίζα! Είσαι έτοιμη; Φεύγουμε!» Η φωνή της μητέρας μου ήχησε σαν στριγκλιά στ’ αυτιά μου. Ούτως ή άλλως ήμουν κακοδιάθετη από το χτεσινό ταξίδι ακόμα. Ή μάλλον, απ’ όταν έμαθα για το επερχόμενο ταξίδι. Μέσα στο φθινόπωρο -που όλα τα χειμερινά μαγαζιά είναι ήδη ανοιχτά-, ταξίδι με τη μητέρα μου, σε ένα νησί που δεν γνώριζα, σε συγγενείς που επίσης δεν γνώριζα, φιλοξενούμενη σε ένα εντελώς άγνωστο σπίτι, για μια κηδεία ενενηντάχρονης θείας που φυσικά δεν είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Και μέσα σ’ όλα αυτά, ακολουθώντας τα έθιμα του τόπου, να πρέπει να μαυροφορεθώ, εγώ που σιχαίνομαι τα μαύρα! Κρύβοντας καλά το i pod στην τσάντα μου και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον σκαλιστό καθρέφτη του δωματίου, εμφανίζομαι στο σαλόνι του σπιτιού για τη μεγάλη ώρα του αποχαιρετισμού στη θεία που ποτέ δεν γνώρισα ζώσα. Ευτυχώς το κλίμα γενικά δεν ήταν σπαρακτικά πένθιμο, λόγω της ηλικίας και του ήρεμου «φευγιού» της αποθανούσης. Έτσι, παρ’ όλη την ενδυματολογική μαυρίλα, δεν έλειψαν και τα γάργαρα σχόλια τύπου «φτου, φτου βρε Μαριάνθη, τι κούκλα κόρη έκανες!». Αφού τελείωσαν οι φιλοφρονήσεις για την αφεντιά μου, πήραμε τον δρόμο -για την ακρίβεια τον κατήφορο- μια αρμαθιά μαύρες φιγούρες όλων των γενεών, γιατί και πάλι το έθιμο έλεγε πως όλο αυτό επιβαλλόταν να πραγματοποιηθεί με πεζοπορία. Αν και ο εκνευρισμός μου ομολογουμένως ήταν διάχυτος, η όλη διαδικασία έμοιαζε κάπως σαν παιχνίδι συλλογής πρωτόγνωρων εμπειριών. Ενώ ο Οκτώβρης οσονούπω μας άφηνε, η μέρα ήταν τόσο ηλιόλουστη που ζήλευα τη θάλασσα για κολύμπι. Κατεβαίνοντας όλο και περισσότερο τα σοκάκια του νησιού και πλησιάζοντας την απόμερη άκρη που βρισκόταν το κοιμητήριο, ευχαριστούσα τον Θεό που τουλάχιστον σκέφτηκα να φορέσω ίσια παπούτσια. Η τελετή έλαβε χώρα σε ένα μικροσκοπικό όμορφο εκκλησάκι και η θεία οδηγήθηκε με όλες τις τιμές στον δρόμο του παραδείσου. Έπειτα από τον καφέ της παρηγοριάς, ξεκίνησαν και πάλι οι χαιρετούρες, που για μένα όλες ήταν νέες συστάσεις μέχρι να χάσω τον λογαριασμό από ονόματα και μακρινούς ή πιο κοντινούς συγγενείς. Η αλήθεια είναι πως τον γοητευτικό νεαρό που τώρα μόλις μου σύστηνε η δεύτερη ξαδέρφη μου η Άννα, τον είχα προσέξει κι εγώ κατά τη διάρκεια της τελετής -ξεδιάντροπα πράγματα μέσα σε κηδεία!


Δίνη

49

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Δημήτρης Ιωάννου, καλώς όρισες στο νησί μας και συλλυπητήρια για τη θεία; γιαγιά; συγχώρα με, δεν τα πηγαίνω καλά με τους χαρακτηρισμούς των συγγενών». Το χέρι του ήταν ζεστό και βελούδινο. Ξανθωπός, με γαλαζοπράσινα μάτια και σταράτη επιδερμίδα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες φίλες μου, πάντα προτιμούσα τους άντρες που πλησίαζαν τα χρώματά μου. Εξάλλου και ο Γιώργος μου, ανοιχτόχρωμος ήταν. Ευγενική φυσιογνωμία, με έναν αέρα «νησιώτη κοσμοπολίτη», όπως τον ονόμασα μες στο μυαλό μου. Δίχως να καταλάβω το γιατί, αισθάνθηκα αρρυθμία στην καρδιά μου και ταυτόχρονα μια συστολή όπως οι έφηβες στο πρώτο ραντεβού τους. Εγώ, που για να λέμε την αλήθεια, από την ώρα που πάτησα το πόδι μου στο νησί, σνομπάριζα ανοιχτά όλους τους κατοίκους, συγγενείς και μη, τώρα ντρεπόμουν ακόμη και για την επιλογή των άκομψων παπουτσιών μου, μπροστά σε ένα χωριατόπαιδο! Ιδιαίτερα όταν κατάλαβα πως η πανύψηλη με διαστάσεις τοπ μόντελ κούκλα δίπλα του ήταν η συνοδός του, θέλησα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Όταν μετά την παραδοσιακή ψαρόσουπα επιστρέψαμε στο σπίτι της συγχωρεμένης θείας για να ξεκουραστούμε -οι μόνες φερμένες από την Αθήνα, γι’ αυτό και με τη συμφωνία όλων φιλοξενούμασταν εκεί-, θέλησα να κάνω μια πιο αναλυτική κουβέντα με τη μητέρα μου, για τον λόγο που μας έφερε άρον άρον στη γενέτειρά της μετά από τόσα χρόνια. «Μαμά, τώρα που όλα τέλειωσαν πες μου αλήθεια, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να έρθουμε σ’ αυτήν την κηδεία και μάλιστα τόσο ταξίδι; Δεν είχες αναφέρει ποτέ τη θεία Ευρυδίκη, δεν είχατε απ’ όσο ξέρω σχέσεις...» «Είχα κι εγώ σκοπό μου να μιλήσουμε Μαρίζα. Το ξέρω πως ακούστηκε σε όλους σας περίεργη η επιθυμία μου να αποχαιρετήσω τη θεία που δεν γνωρίζατε, αλλά υπάρχει λόγος και μάλιστα σοβαρός που είμαστε εδώ. Η θεία μου όπως ήδη έμαθες, δεν είχε παιδιά, ούτε και ανίψια από τα δικά της αδέρφια. Αγαπούσε όμως πάρα πολύ την ξαδέρφη της και μητέρα μου, η οποία, σε κάποια προβλήματα που αντιμετώπισε πολλά χρόνια πριν, τη βοήθησε όσο κανείς άλλος και κατά κάποιον τρόπο, της χρωστούσε χάρη. Κι εμένα με αγαπούσε πολύ όταν ήμουν μικρή, απλά η ζωή τα έφερε έτσι και χαθήκαμε μιας κι εγώ εδώ και πολλά χρόνια ζω στην Αθήνα. Πολύ πριν γνωρίσω τον μπαμπά σου, εννοώ. Ωστόσο, από κάποιες ξαδέρφες μου που διατηρούσα επαφή αραιά και πού, μάθαινα ότι πάντα ρωτούσε για μένα και αναφερόταν στο πρόσωπό μου με αγάπη. Έτσι, όταν μου τηλεφώνησαν για να με ενημερώσουν για τον θάνατό της, όλοι επέμεναν πως θα έπρεπε να


50

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

βρίσκομαι εδώ στο νησί μέχρι το άνοιγμα της διαθήκης της, γιατί προφανώς κάτι θα υπάρχει και για μένα -όπως λένε τουλάχιστον». «Δηλαδή υπάρχει περίπτωση αυτό εδώ το σπίτι να γίνει δικό μας μαμά;» «Δεν ξέρω καρδιά μου, μη βιαζόμαστε να κάνουμε όνειρα. Δεν έχω ιδέα ούτε για τα υπόλοιπα περιουσιακά της στοιχεία πέρα από το σπίτι. Αλλά ξαναλέω, μη βιαζόμαστε, τόσα ακούμε να συμβαίνουν. Ακόμα κι αν είμαι η κληρονόμος του σπιτιού, ποιος μου λέει ότι δεν είναι προσημειωμένο σε κάποια τράπεζα; Θα δούμε...» Για κάποιο λόγο, ενώ την έβλεπα πως ήταν γενικά καταβεβλημένη, είχα ακόμα μια ερώτηση που με βασάνιζε. «Μαμά, γιατί τόσα χρόνια δεν είχαμε έρθει ποτέ στο νησί; Θέλω να πω, βλέποντάς σε να συγκινείσαι με το καθετί γύρω σου, αντιλαμβάνομαι πως ο τόπος σου γενικά σου λείπει. Γιατί λοιπόν δεν ήταν ποτέ ο προορισμός μας για καλοκαιρινές διακοπές; Είναι τόσο όμορφα εδώ, κι εσύ δε θα έχανες την επαφή». «Γιατί μετά την πώληση του πατρικού της γιαγιάς σου αγάπη μου, δεν είχαμε σπίτι για να μείνουμε εδώ. Η θεία Ευρυδίκη ποτέ δεν μας προσκάλεσε οικογενειακώς για διακοπές, οπότε θα έπρεπε να πληρώσουμε ξενοδοχείο. Αφού ήδη είχαμε το εξοχικό του μπαμπά στην Άνδρο, ποιος ο λόγος να υποχρεωθούμε ή να πληρώνουμε δωμάτια;» Η απάντησή της, δεν μπορώ να πω ότι με ικανοποίησε πλήρως, αλλά δεν ήθελα να τη ζορίσω άλλο. Στο κάτω κάτω, και ο θάνατος της θείας και η επίσκεψη στο νησί μετά από απουσία σχεδόν μιας ολόκληρης ζωής, της είχε δημιουργήσει συναισθηματική φόρτιση. Αν σε όλα αυτά προσθέσεις και την κούραση της ημέρας, δεν ήθελε τίποτε άλλο. Την άφησα να ξαπλώσει και να ξεκουραστεί. Κάποιες απορίες μου είχαν βρει απάντηση, όπως το γιατί έπρεπε να μείνουμε τουλάχιστον μία εβδομάδα στο νησί. Ήταν τα συμβολαιογραφικά, που δεν γνώριζα πριν την αναχώρησή μας από την πόλη. Θα χαλάρωνα κι εγώ λίγο στο υπέροχο δωμάτιο που με φιλοξενούσε προσωρινά, ακούγοντας μουσική και ίσως μιλώντας από το λάπτοπ με τον καλό μου. Ευτυχώς είχα μεριμνήσει να προμηθευτώ το στικάκι του ιντερνέτ, γιατί όπως ήταν φυσικό η συγχωρεμένη δεν υπήρχε περίπτωση να είχε σύνδεση στο διαδίκτυο. Το σπίτι, αν και βαριάς επίπλωσης παλιό αρχοντικό, μόνο στερημένο από ανέσεις δεν το έλεγες. Κουζίνα που παρέπεμπε σε παλιομοδίτικο βρετανικό στυλ, ανοιχτόχρωμη πατίνα με εκρού και γαλάζιες αποχρώσεις, με όλες τις σύγχρονες συσκευές -ίσως περισσότερες κι απ’ του σπιτιού μας. Στο σαλόνι


Δίνη

51

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μασίφ σκαλιστοί καναπέδες, ξυλόγλυπτα διακοσμητικά φτιαγμένα από χέρι με πραγματικό μεράκι, μαρμάρινες γωνιές σε απόλυτη αρμονία με το τεράστιο μαρμάρινο τζάκι, ζεστών χρωμάτων κιλίμια με άρωμα ανατολής και όλα αυτά σε συνδυασμό με μια πολλών ιντσών LCD τηλεόραση, τελευταίας τεχνολογίας dvd και στην άλλη άκρη ένα καταπληκτικό σύστημα ενισχυτή, cd, ραδιοφώνου και ποιος ξέρει πόσων άλλων δυνατοτήτων. Τελικά, κάποιος πρόσεχε πολύ τη γηραιά θεία και προφανώς οι ελπίδες μας για το σπίτι λιγόστευαν. Μπαίνοντας στην προσωρινή μου κρεβατοκάμαρα, το θέαμα ήταν κάτι παραπάνω από μαγευτικό. Η τζαμαρία που δέσποζε απ’ άκρη σ’ άκρη, αντανακλούσε τα χρώματα του δειλινού. Αυτό το αρχοντικό, έτσι όπως ήταν φτιαγμένο, όχι μόνο πένθος και φόβο δεν απέπνεε, αλλά σε τραβούσε να το ζήσεις, να το χορτάσεις και να το απολαύσεις στο έπακρο. Κάθισα στο κομψό σεκρετέρ κερασιάς και άνοιξα τον υπολογιστή μου. Μέσα σε τέτοια μαγεία, η ενασχόληση με την τεχνολογία έμοιαζε ιεροσυλία, αλλά αυτή ήταν η δική μου καθημερινότητα. Και τότε, άκουσα το κουδούνι. Φοβούμενη μήπως ξυπνήσει η μητέρα μου, έτρεξα να ανοίξω υποθέτοντας πως θα είναι κάποια γειτόνισσα-ξαδέρφη. Όμως όχι. Στεκόταν εκεί μπροστά μου χαμογελαστός και ακουμπισμένος παιχνιδιάρικα στο κούφωμα της πόρτας. «Καλησπέρα, ελπίζω να μην ενοχλώ. Έλεγα μήπως η όμορφη Αθηναία μας ήθελε μια μικρή ξενάγηση στο νησάκι μας. Τι λες, έχεις όρεξη για βόλτα;» «Ε, ναι βέβαια, μόνο θα με περιμένεις λίγο, να βάλω κάτι επάνω μου. Θα περάσεις μέσα;» «Έτσι λέω, δεν θα ήταν και πολύ κομψό να σε περιμένω έξω. Έχει και την υγρασία του το βραδάκι» μου απάντησε εξακολουθώντας να χαμογελάει και αποστομώνοντάς με. «Και πού είσαι;» μου φωνάζει ενώ πηγαίνω να ντυθώ, «όχι μαύρα σε παρακαλώ, δεν θα σε παρεξηγήσει κανείς που δεν πενθείς την άγνωστη θεία». Από τη μια μεριά θαύμαζα το ευγενικό του θράσος, αλλά από την άλλη με εκνεύριζε τόσο πολύ η άνεση του «κοσμοπολίτη νησιώτη»! Κι αυτό το Αθηναία το έλεγε με έναν ιδιαίτερα περιπαιχτικό τόνο. Νησιώτης-Αθηναία: 2-0. Έψαχνα σαν χαμένη τι να φορέσω. Το πρωί μαυροντυμένη και με ίσια παπούτσια, τώρα ξυπόλητη με φούξια φόρμα και μπλε ξεβαμμένο t-shirt – τουλάχιστον δεν παρεξήγησε την αλλαγή χρώματος, ευτυχώς φαινόταν να αντιπαθεί κι εκείνος τα μαύρα. Θύμωσα με την αναποφασιστικότητά μου,


52

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

αλλά και με το τρακ που άγνωστο γιατί, μου δημιουργούσε αυτός ο τύπος. Η καλύτερη ενδυματολογική λύση πάντα: τζινάκι και τέλος. Βγαίνοντας έξω και έχοντας υπόψη μου να προτείνω βόλτα με το αμαξάκι μου, με προλαβαίνει ανοίγοντας μου την πόρτα του συνοδηγού του μεγάλου τζιπ του. «Σκέφτηκα πως η πρωινή πεζοπορία σου ήταν αρκετή, οπότε είπα η νυχτερινή μας περίπολος να γίνει με αυτοκίνητο. Έτσι θα μπορέσω να σου δείξω και περισσότερα σημεία του νησιού». Νησιώτης-Αθηναία: 3-0. H διαδρομή ήταν υπέροχη. Ο Δημήτρης μού εξηγούσε με λεπτομερείς περιγραφές την ιστορία της κάθε γωνιάς, του κάθε αξιοθέατου, της κάθε ακρογιαλιάς. Περάσαμε από μικρές γραφικές πλατείες, ξεσηκωμένες από ζωγραφιές παιδικών παραμυθιών. Είχα αρχίσει κιόλας να αγαπώ έναν τόπο που δεν γνώριζα καθόλου. Μου μιλούσε για την παραδοσιακή κουζίνα, για την παραγωγή της γης τους, για θρύλους που ζωντάνευαν στα στόματα των γιαγιάδων. Τον παρακολουθούσα συνεπαρμένη από τις διηγήσεις του, αλλά και από τον ίδιο. Η ευφράδειά του ήταν παροιμιώδης και ο χειρισμός της γλώσσας άψογος. Ήταν η στιγμή που έμαθα πως είχε τελειώσει τη Φιλοσοφική Αθηνών, μια εξήγηση ίσως για τον κοσμοπολίτικο αέρα του. Αυτό που έβλεπα ήταν ατόφιο, πήγαζε από μέσα του, δεν είχε ανάγκη εκπαίδευσης από κάπου. Θεέ μου, τον ερωτευόμουν! Καταλήξαμε σ’ ένα συμπαθητικό και απόμερο καφέ-μπαρ. Όπως ήταν φυσικό, οι πελάτες ελάχιστοι, αλλά το περιβάλλον πανέμορφο. Η θάλασσα από το παράθυρο μαύρη, κρυστάλλινη, ήσυχη και πολλά υποσχόμενη. Για μένα τουλάχιστον. Κάποια στιγμή, συζητώντας για τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν άντεξα και του έπιασα το χέρι. Το τράβηξε ευγενικά. Ίσως να μην ήθελε να δώσουμε δικαίωμα στην κλειστή κοινωνία, ίσως και να ήταν η πρωινή κοπέλα που είδα, σίγουρα θα είχαν σχέση οι δυο τους. Επιστρέφοντας στο σπίτι της θείας, πρώτη φορά απαλλαγμένη από καθωσπρεπισμούς και γυναικείους εγωισμούς, προσπάθησα να τον φιλήσω. Τραβήχτηκε και πάλι, αυτή τη φορά πιο ενοχλημένος. «Καληνύχτα μικρή Αθηναία! Χάρηκα πραγματικά που σε γνώρισα. Τα λέμε». Μουδιασμένη, κατέβηκα από το αμάξι χωρίς να πω κουβέντα. Τον τρόμαξα η ηλίθια! Εδώ οι άντρες θέλουν να έχουν τον έλεγχο, να κάνουν το πρώτο βήμα κι εγώ σαν ξελιγωμένη για αρσενικό, του την έπεσα δις, μέσα σε μια νύχτα! Μια νύχτα, που δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.


Δίνη

53

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Νησιώτης-Αθηναία: 5-0. Tο επόμενο πρωί ήλπιζα πως θα φανεί. Μάταια. Ο Γιώργος που την προηγούμενη μου είχε αφήσει δεκάδες μηνύματα έπειτα από δεκάδες αναπάντητες κλήσεις, ήταν τρομερά ανήσυχος στο τηλέφωνο. Τι μου συνέβαινε; Ετοιμαζόμουν να συζήσω με τον άντρα των ονείρων μου, ήμασταν για όλους το ζευγάρι υπόδειγμα και τον αγαπούσα, ναι, τον αγαπούσα πολύ, αλλά τώρα δεν ήθελα να τον ακούω ούτε από το κινητό. Ένιωθα να χάνω το μυαλό μου. Οι μέρες κυλούσαν στο νησί. Ο Δημήτρης άφαντος. Δεν τόλμησα να ρωτήσω τον οποιονδήποτε, θέλοντας να αποφύγω τις ανακρίσεις και τα κουτσομπολιά. Κάποιες φορές, πήρα το αυτοκίνητο και πέρασα σχεδόν από όλα τα σημεία που θυμόμουν από το βράδυ της ξενάγησης. Τίποτα. Την Πέμπτη το απόγευμα, η μητέρα μου με ενημέρωσε πως επιτέλους την επομένη το πρωί θα ανοιγόταν η περιβόητη διαθήκη. Αυτό σήμαινε πως αν όχι το Σάββατο -μήπως χρειαζόταν να διευθετηθεί κάτι-, σίγουρα την Κυριακή θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι. Προς στιγμήν η καρδιά μου πήγε να σπάσει, αμέσως μετά όμως αισθάνθηκα την απόλυτη ανάγκη να φύγω, να φύγω… Το γραφείο του συμβολαιογράφου Λεβέντη ήταν σκοτεινό και μουντό, όπως ο ίδιος. Δεν βρισκόταν κανείς άλλος μαζί μας, πράγμα που σήμαινε πως τελικά η μητέρα μου θα κληρονομούσε το σπίτι και ποιος ξέρει τι άλλο. Εγώ πάλι, ενώ όλες αυτές τις μέρες είχα κυριολεκτικά λατρέψει αυτό το σπίτι, τώρα ευχόμουν ολόψυχα να εμφανιστεί κάποιος άλλος κληρονόμος και να μη χρειαστεί να ξαναπατήσω ποτέ σ’ αυτόν τον υπέροχο και συνάμα μισητό τόπο. Όταν έφτασε η ώρα να ασχοληθεί μαζί μας, ο συμβολαιογράφος Λεβέντης δήλωσε πως θα έπρεπε να περιμένουμε λίγο, για να έρθει άλλο ένα άτομο. Μέχρι να ολοκληρώσει τη φράση του, μπήκε μέσα εκείνος, ο Δημήτρης με σάρκα και οστά! Χαμογελαστός, αλλά εμφανώς αμήχανος, προσπαθούσε μάταια να κρύψει το πόσο άβολα αισθανόταν. Με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς πολλούς προλόγους, όπως βλέπουμε στα έργα, ο συμβολαιογράφος ανακοίνωσε τους κληρονόμους του σπιτιού, πέντε στρεμμάτων παραθαλάσσιων και δέκα χιλιάδων ευρώ σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας. Στο άκουσμα των ονομάτων πάγωσα. Ο ένας κληρονόμος ήταν ο Δημήτρης: Δημήτριος Ιωάννου του Νικολάου. Η δεύτερη κληρονόμος δεν ήταν η μητέρα μου. Ήμουν, εγώ: Μαρία-Ελισάβετ Οικονόμου του Τηλέμαχου. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Η μητέρα μου ξέσπασε σε αναφιλητά.


54

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Αφού ευχαριστήσαμε τον κύριο Λεβέντη για τις υπηρεσίες του, βγήκαμε στη λιακάδα και τον φρέσκο αέρα. Χωρίς να έχω καταλάβει ούτε κατά διάνοια τι στην οργή συμβαίνει, άκουσα τη μητέρα μου να λέει στο Δημήτρη πως τον περιμένει κι εκείνον στο σπίτι τώρα. Η διαδρομή ήταν μικρή, τα χέρια μου στο τιμόνι έτρεμαν, αλλά δεν ήθελα να ρωτήσω κάτι εκείνη τη στιγμή. Στο σπίτι θα λυνόταν όλο το μυστήριο. Κανείς δε βιάστηκε να μιλήσει. Αφού φτιάξαμε καφέ, καθίσαμε οι τρεις μας στο σαλόνι, ο ένας απέναντι στον άλλον. Τον λόγο όφειλε να πάρει πρώτα η μητέρα μου: «Ήμουν δεκαέξι και ο Νίκος είκοσι δύο. Απ’ την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε παράφορα. Ο Νίκος όμως, ήταν ήδη λογοδοσμένος με την κόρη του αφεντικού του. Αυτό δεν μας εμπόδισε να παραδοθούμε για μήνες σε ένα πάθος τόσο ανεξέλεγκτο όσο και η ηλικία μας. Όταν ο Νίκος θέλησε να πει στον πατέρα του πως θα διαλύσει τον αρραβώνα γιατί αγαπάει εμένα, ο γέρος έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, γιατί τα χρέη του ήταν βουνό. Τότε, τον γλύτωσαν στο παρά πέντε. Ο Νίκος, μην αντέχοντας το βάρος μιας δεύτερης απόπειρας ή και πιθανού θανάτου του πατέρα του, μου ζήτησε να χωρίσουμε. Ήμουν ήδη έγκυος. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου με έδιωξε φυσικά από το σπίτι, για να ξεπλύνει τη ντροπή. Βρήκα κρυφά καταφύγιο τις πρώτες μέρες εδώ, στο σπίτι της θείας Ευρυδίκης, παρακαλώντας τη να με βοηθήσει με όποιον τρόπο εκείνη θεωρούσε καλύτερο. Ήμουν παιδί, ένα τρομαγμένο παιδί, που προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου. Στον Νίκο δεν είπα τίποτα, τον αγαπούσα τόσο πολύ που δεν ήθελα να τον βάλω στο δίλημμα ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα του. Η θεία Ευρυδίκη δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή το ενδεχόμενο της άμβλωσης και κανόνισε να με στείλει στην Αθήνα, να γεννήσω εκεί μακριά από όλα τα αδιάκριτα βλέμματα και κυρίως μακριά από τον πατέρα μου. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μου και ενώ ήμουν στην Αθήνα πλέον, ο Νίκος παντρεύτηκε την Κλειώ. Δεν μου το είπαν τότε, για να μην κινδυνεύσει η υγεία μου και η υγεία του μωρού. »Η Κλειώ, αν και τέσσερις μήνες παντρεμένη, δεν είχε καταφέρει να μείνει έγκυος κι έτσι αποφάσισε να το ψάξει διά της ιατρικής οδού. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο και δυστυχώς απόλυτα σίγουρο: δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Γνώριζε –αλίμονο σε έναν τόπο τόσο δα μικρό- όσα λεγόντουσαν για μένα, τον Νίκο, την εξαφάνιση μου από το νησί και μια και δυο πήγε κατευθείαν στη θεία Ευρυδίκη. Με λίγα λόγια, της είπε πως αφού εκείνη δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, θα ήταν μεγάλη ευτυχία και για την ίδια και για


Δίνη

55

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον Νίκο, να μεγάλωναν το παιδί το δικό του. Η Ευρυδίκη το θεώρησε πολύ δίκαιο όλο αυτό -με το σκεπτικό πως ήμουν τόσο μικρή που θα μπορούσα να φτιάξω τη ζωή μου- και κανόνισε να πάρουν νόμιμα το παιδί ο Νίκος και η Κλειώ, όταν εκείνο γεννηθεί. »Να, γιατί δεν ερχόμασταν διακοπές στο νησί όλα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα όσο ακόμα ζούσαν οι γονείς μου. Η θεία Ευρυδίκη -και φυσικά οι γονείς του Δημήτρη- ήταν οι μόνοι που γνώριζαν το μυστικό μου. Μετά από μερικά χρόνια, γνώρισα τον Τηλέμαχο, αγαπηθήκαμε, παντρευτήκαμε και γεννήθηκες εσύ Μαρίζα. Από την πρώτη στιγμή ο μπαμπάς σου γνώριζε όλη την αλήθεια. Όπως κατάλαβες, αυτός είναι ο αδερφός σου ο Δημήτρης». Όλα ήταν ένα μπλεγμένο κουβάρι στο κεφάλι μου. Σκεφτόμουν πόσο καλά είχα κάνει όλες αυτές τις μέρες και δεν είχα εξομολογηθεί στη μητέρα μου τον ενθουσιασμό μου -τον έρωτα όπως πίστευα- για τον Δημήτρη. Κάτι με είχε συγκρατήσει και δεν της είχα μιλήσει ούτε για τη συνάντησή μου μαζί του. Φοβόμουν όμως πως τίποτα δεν θα έμενε μυστικό καθώς ο Δημήτρης πήρε τον λόγο. «Μαριάνθη, από την πρώτη στιγμή που ήρθες, κατάλαβα ποια ήσουν. Άλλωστε και εγώ και η Μαρίζα, έχουμε τα χρώματά σου. Οι γονείς μου, μου είπαν την αλήθεια από μικρή ηλικία -ότι δηλαδή η Κλειώ δεν ήταν η βιολογική μου μητέρα. Λίγο καιρό όμως μετά τον θάνατό της, θέλησα να ψάξω να βρω λεπτομέρειες. Δεν χρειάστηκε να μπω σε μεγάλο κόπο, γιατί η γιαγιά Ευρυδίκη με εμπιστευόταν απόλυτα και μου είπε τα πάντα χωρίς πρόβλημα. Αν δεν ερχόσασταν, θα επικοινωνούσα διακριτικά εγώ μαζί σου, για την κληρονομιά της Μαρίζας. Τώρα όμως χαίρομαι διπλά, γιατί είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τη βιολογική μου μητέρα, αλλά ιδιαίτερα γιατί γνώρισα τη μοναδική και αξιολάτρευτη μικρή μου αδερφούλα. Θα το ξέρεις ήδη, το βράδυ μετά την κηδεία της γιαγιάς, τη σεργιάνισα σε όλο το νησί, για να δει τις ομορφιές του τόπου μας και νομίζω πως ενθουσιάστηκε! Ακόμη ένας που ξέρει το μυστικό της οικογένειάς μας είναι η αρραβωνιαστικιά μου η Ναταλία. Τελειώνει το μεταπτυχιακό της στην αρχαιολογία και το καλοκαίρι σκεφτόμαστε να παντρευτούμε. Με τη Ναταλία λέγαμε να σας κάνουμε το τραπέζι απόψε, αν δεν έχετε αντίρρηση». Το ταξίδι της επιστροφής δεν τον θυμάμαι καθόλου. Ούτε αν αναλύσαμε τίποτα με τη μαμά μου περαιτέρω. Ούτε καν αν είχε κίνηση από τον Πειραιά μέχρι το σπίτι. Ένα μόνο θυμάμαι πολύ καλά. Την αγκαλιά μου στον Γιώργο μόλις τον είδα.


56

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ΑΡΙΣΤΕΑ Έβρεχε ασταμάτητα από το προηγούμενο βράδυ. Η Αριστέα άνοιξε τις κουρτίνες για να δει τις χοντρές στάλες να πέφτουν ρυθμικά πάνω στο παράθυρο της κουζίνας. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Άναψε το γκάζι για να ψήσει καφέ, δικό της και του Κοσμά. Μια λάμψη φώτισε τον χώρο και ακολούθησε γερό μπουμπουνητό. Ο καιρός δεν θα άλλαζε ούτε σήμερα. Τα λιγοστά λεπτά που είχε στη διάθεσή της κάθε μέρα, μόνη με τον εαυτό της, ήταν αυτά του πρωινού. Μόνο αυτά τα λεπτά δεν επέτρεπε στη σκέψη της να ασχοληθεί με τα καθημερινά, αυτές τις στιγμές που διέθετε στη σύντομη ανασκόπηση της ζωής της. Δεν είχε παράπονο, μάρτυρας της ο Θεός. Δεν θέλησε ποτέ μεγαλεία και πλούτη. Είχε παντρευτεί έναν άντρα καλό, μαζεμένο, κουβαλητή και πάνω απ’ όλα την αγαπούσε πολύ. Είχε δυο παιδιά υγιέστατα, υπάκουα και καλούς μαθητές. Ένα σπιτικό άνετο, καλόγουστο. Όχι πως η καθημερινότητά της ήταν εύκολη, αλλά σίγουρα πολύ καλύτερη από κάμποσων γειτόνων και γνωστών. Το σπίτι ήταν χτισμένο σε ένα οικόπεδο τριών στρεμμάτων και όπως όλοι στο Μαγικό της Ξάνθης, έτσι κι αυτή είχε να φροντίσει τα μποστάνια της, τις κότες της, τα μέσα κι έξω όλων των τετραγωνικών. Και φυσικά ό,τι είχε σχέση με το νοικοκυριό, τον σύζυγο, τα παιδιά. Ιδιαίτερο ελεύθερο χρόνο δεν είχε, αλλά μέσα στην εβδομάδα όλο και τα κουτσοβόλευε να μπορέσει να πιει ένα καφεδάκι με τις φιλενάδες ή να κατεβεί μέχρι την πόλη και να ρίξει μια ματιά στα μαγαζιά. Μια ζωή στρωμένη, ισορροπημένη, γεμάτη και ήσυχη. Κάποιες φορές όμως, αυτά τα πρωινά ένιωθε την καρδιά της να φτερουγίζει λίγο περίεργα. Στην αρχή φοβήθηκε πως ήταν κάποιο πρόβλημα υγείας, όμως με τον καιρό διαπίστωσε πως αυτό συνέβαινε μόνο τη συγκεκριμένη ώρα. Δεν μπορούσε να εντοπίσει από πού προερχόταν αυτό το φτερούγισμα, ούτε τι σήμα έστελνε αυτές τις στιγμές η ψυχή της. Το μόνο που με βεβαιότητα τολμούσε να παραδεχτεί, ήταν πως μαζί με την καρδιά της φτερούγιζαν ταυτόχρονα το μυαλό, η ψυχή και το κορμί της. Είχε πάψει πια να τη φοβίζει. Κάθε μέρα το περίμενε με λαχτάρα. Με τον Κοσμά παντρεύτηκαν από προξενιό. Ποτέ δεν έμαθε αν εκείνος την είχε ερωτευτεί όταν τη γύρεψε από τον πατέρα της ή αν και σ’ αυτόν είχε μιλήσει κάποια από τις προξενήτρες της γειτονιάς. Είχε καλό όνομα η οικογένειά του. Κι ήταν ευκατάστατοι, με μπόλικη δική τους γη, δουλευτές


Δίνη

57

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και νοικοκύρηδες. Οι γονείς της έδωσαν αμέσως τη συγκατάθεσή τους και όλα πήραν τον δρόμο τους. Κοπελίτσα ακόμη η Αριστέα, δεν είχε προλάβει ούτε να φλερτάρει ούτε να νιώσει ερωτικό σκίρτημα για κάποιο αγόρι. Και ο Κοσμάς όμως, τη σεβάστηκε, δεν την τρόμαξε ούτε την αποπήρε ποτέ. Και όπως της έλεγε πάντα και η μάνα της: έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα συνεχίζουμε! Κάθε Κυριακή, πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία. Οι Θρακιώτες, πιότερο από τους υπόλοιπους Έλληνες, έχουν την ανάγκη να στηρίζουν την ορθόδοξη πίστη και να δίνουν πάντα το παρόν στον οίκο του Θεού. Εκτός όμως από τον εκκλησιασμό, έβρισκαν και μια καλή ευκαιρία να συναντήσουν φίλους, γείτονες και να πουν τα νέα της εβδομάδας που πέρασε, στο καφενείο του χωριού. Έτσι κι αυτήν την παγωμένη Κυριακή, αφού πήραν το αντίδωρό τους, κίνησαν για την πλατεία. Τα παιδιά, ως συνήθως, ξεμάκραιναν από τους γονείς, για να παίξουν έξω αψηφώντας το κρύο, μέχρι να ακούσουν να τα φωνάζουν για να γυρίσουν πίσω στο σπίτι και το κυριακάτικο ψητό. Ο συνωστισμός του κόσμου σε ένα συγκεκριμένο σημείο της πλατείας έκανε τόση εντύπωση στην Αριστέα και τον Κοσμά που πλησίασαν βιαστικά. Ξεχώρισαν τον Αθανάσιο Ξένο, τον πρόεδρο του οικισμού, να σκορπίζει χαμόγελα δεξιά κι αριστερά καθώς σύστηνε στους κατοίκους τον νέο γιατρό του χωριού, φερμένο μάλιστα από τας Ευρώπας! Σαν να περίμεναν συσσίτιο, όλοι είχαν στοιχηθεί σε μια σειρά για να καλωσορίσουν και να ανταλλάξουν χειραψία με τον νεαρό επιστήμονα. Ο Κοσμάς έσπευσε να συστήσει τον εαυτό του και τη συμβία του, για την οποία ομολογουμένως είχε κάθε λόγο να καμαρώνει. «Χρυσοβέργης Κοσμάς, υπεύθυνος αποθήκης στα «Πλαστικά Θράκης» κι από ’δω η σύζυγός μου Αριστέα. Καλώς ήρθατε γιατρέ στον τόπο μας. Πολύ καιρό περιμέναμε την άφιξή σας». Ο Κοσμάς συνήθιζε όταν αναφερόταν στη δουλειά του στο εργοστάσιο, να τονίζει τις λέξεις και τα γράμματα. Κι εκείνο το “υπεύθυνος” το θεωρούσε μέγιστη αρμοδιότητα. Κοντά σ’ αυτά, όλο και προσπαθούσε να στολίζει τις κουβέντες του με λέξεις που παρέπεμπαν σε “ανώτερη” μόρφωση και να κρύψει έτσι τις μέτριες γραμματικές του γνώσεις. Η Αριστέα, που από φύση και θέση ήταν ιδιαιτέρως συνεσταλμένη προσωπικότητα, έδωσε δειλά το χέρι της και μόλις εκείνη τη στιγμή σήκωσε για πρώτη φορά το κεφάλι της για να αντικρύσει το νεοφερμένο ντόκτορα. Χωρίς να καταλάβει το γιατί, ένιωσε το ίδιο πρωινό σκίρτημα στην καρδιά


58

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

της. Με τρεμάμενη φωνή και σχεδόν ψιθυρίζοντας κατάφερε να πει «χαίρω πολύ» και εξαφανίστηκε στο πλήθος. Ο Εμμανουήλ Γαβράς -έτσι ήταν το όνομα του γιατρού- ήταν όμορφος. Πολύ νέος και πολύ όμορφος. Γυρίζοντας στο σπίτι και ετοιμάζοντας το μεσημεριανό τραπέζι, δεν κατάφερε ούτε για μια στιγμή να βγάλει την εικόνα του από το μυαλό της. Όχι πολύ ψηλός, με σιλουέτα αδύνατη αλλά εντελώς ανδρική, μύτη λίγο γαμψή που βρισκόταν σε απόλυτη συμμετρία με το πρόσωπό του, μαύρα πυκνά μαλλιά, μάτια σαν το μέλι των ανθέων και ένα κατακόκκινο σαρκώδες στόμα, λες και το ’χες βάψει με το ακριβότερο γυναικείο κοκκινάδι. Η καρδιά της εξακολουθούσε να κλωτσάει άτσαλα μες στο στήθος, αλλά και πάλι αυτό δεν την ενοχλούσε διόλου. Το αίσθημα ήταν γλυκό, πρωτόγνωρο, μα στη σκέψη της δεν περνούσε η ιδέα ότι όλο αυτό λεγόταν έρωτας. Δεν τον ήξερε τον έρωτα, δεν γνώριζε ούτε ένα του σημάδι. Η εικόνα του γιατρού στοίχειωνε γλυκόπικρα τις μέρες και τις νύχτες της. Η συνεύρεση με τον Κοσμά, από απλά πληκτική είχε φτάσει να της φέρνει δυσφορία. Ξεχνούσε πράγματα, για μερικά ίσως να αδιαφορούσε κιόλας και η καθημερινότητα τής φαινόταν πλέον αβάσταχτη. Ο χειμώνας αυτός ήταν ο πιο βαρύς των τελευταίων χρόνων. Μα η Αριστέα δεν θα σκαρφιζόταν ποτέ αναίτια μια τέτοια δικαιολογία για να ξαναδεί τον γιατρό, αν τα παιδιά της δεν ψήνονταν στον πυρετό. Για την ακρίβεια, ο Κοσμάς, όταν του τηλεφώνησε στη δουλειά του, επέμενε να τον φωνάξουν. Η ίδια το ήθελε, μα δεν ήταν σίγουρη πως θα το τολμούσε από μόνη της. Η ανησυχία της για τους γιους της, της απέσπασε λίγο την προσοχή, γιατί σε άλλη περίπτωση μπορεί και να λιποθυμούσε μόλις θα τον αντίκριζε. Γιατί ο γιατρός, ο Μανόλης, σε μία ώρα βρισκόταν στο σπιτικό της. Σχολαστικός, φιλικός με τα παιδιά, προσεκτικός, της έδωσε σαφείς οδηγίες για την αντιμετώπιση της γερής γρίπης -όπως την χαρακτήρισε χαριτολογώντας-, αλλά τα πόδια του δεν έλεγαν να τον οδηγήσουν στην έξοδο. Κάτι τον κρατούσε εκεί, κοντά της, κάτι που δεν ταίριαζε με την κατά τα άλλα επαγγελματική συνάντηση. Ο τρόπος που τον κοιτούσε δεν τον γελούσε. Αμήχανος, αλλά και με απρόσμενο θάρρος, της ζήτησε ευθέως να συναντηθούν την επόμενη μέρα. Δεν του απάντησε. Εκείνος φεύγοντας της κράτησε λίγο παραπάνω το χέρι και της φίλησε απαλά τα μαλλιά. Συναντήθηκαν την επόμενη και την μεθεπόμενη και όλες τις επόμενες μέρες. Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά. Κλεμμένες ώρες από την οικογένειά της, δανεικός χρόνος για τον έρωτά της, για το πάθος που τώρα καταλάβαινε


Δίνη

59

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μέχρι τα εσώψυχά της τι σήμαινε. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ο κόσμος είχε σβήσει από τον χάρτη της, οι μόνοι πάνω στη γη ήταν οι δυο τους. Το σπίτι παραμελημένο, η παρουσία της ελάχιστη, όλα γρήγορα και όλα βιαστικά. Το σώμα της πονούσε τις ώρες μακριά από τον Μανόλη, οι νύχτες πλάι στον άντρα της εφιαλτικές. Όλοι είχαν μυριστεί πως κάτι συνέβαινε στο νοικοκυριό του Χρυσοβέργη. Ο μόνος που έκανε πως δεν καταλάβαινε τίποτα ήταν ο ίδιος ο Κοσμάς. Αυτό, ενώ κανονικά θα έπρεπε να την κάνει να απορήσει, ωστόσο τη βόλευε. Νόμιζε πως κρυβόταν καλά. Η μοιραία μέρα δεν άργησε να έρθει και μάλιστα με τρόπο απρόσμενο. Ήταν μεσημέρι, η ώρα που ο Κοσμάς εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να είναι στο εργοστάσιο και τα παιδιά σχολείο, φροντιστήριο ή έστω στο σπίτι για διάβασμα. Για τον Μανόλη και την Αριστέα ήταν το μεσημεριανό διάλειμμα του ιατρείου, που σχεδόν καθημερινά μετατρεπόταν σε σκηνικό πάθους. Ακριβώς πάνω σ’ αυτό το ασυγκράτητο πάθος, άνοιξε η πόρτα. Όπως στις κινηματογραφικές ταινίες, φλας άστραψαν, αποδοκιμασίες ακούστηκαν, ακόμα και κάποια χαχανητά. Μπροστά στο παράνομο, γυμνό ζευγάρι στέκονταν ο Κοσμάς, ο δικηγόρος του, δυο-τρεις γείτονες και -άκουσον άκουσον!- ο πρόεδρος του χωριού Κος Ξένος! Αυτόν τον τρόπο χρησιμοποίησε ο άντρας της για να μεγεθύνει τον εξευτελισμό της -μέχρι πρότινος τίμιαςσυζύγου του. Η Αριστέα αρχικά έκρυψε το πρόσωπό της -ήταν χειρότερη η γύμνια του από αυτή του κορμιού της- και στη συνέχεια λιποθύμησε. Ο διασυρμός της στο χωριό, όπως ήταν φυσικό, ήταν αναπόφευκτος, δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Για μερικές μέρες κατέλυσε σε ένα ξενοδοχείο έξω από την περιοχή τους, όμως έπρεπε να φύγει ακόμα πιο μακριά. Με τον Μανόλη είχαν συμφωνήσει να μη συναντηθούν για κάποιο διάστημα, ώστε να μην προκαλούν και σκανδαλίζουν ακόμα περισσότερο τους χωριανούς. Μήπως γλυτώσει κάτι από την οικογένεια, το σπιτικό της. Τι να γλυτώσει δηλαδή, που με την απειλή πως θα τα μάθουν όλα τα παιδιά με λεπτομέρειες, ο Κοσμάς τής πήρε τα πάντα. Ακόμα και ένα οικόπεδο προίκα από τον πατέρα της, την έβαλε να το γράψει στο όνομά του. Αποφάσισαν διά τηλεφώνου με τον Μανόλη, να φύγει στην αρχή μόνη της για την Αθήνα. Εκεί, με κάποια λιγοστά χρήματα που της απέμειναν, θα κοιτούσε για σπίτι και φυσικά για δουλειά. Η μεγαλούπολη τής φάνηκε αφόρητη. Νοίκιασε ένα δυάρι στην περιοχή της Κυψέλης κι ευθύς ξεκίνησε να ψάχνει για δουλειά. Ο Μανόλης δύο μέρες τώρα δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Οι μέρες έγιναν τρεις και μετά ολόκληρη


60

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

εβδομάδα. Πήγαινε να τρελαθεί. Δεν μπορούσε με τίποτα να πιστέψει, πως ύστερα από όσα υπέφερε εκείνη εξαιτίας του έρωτά τους, αυτός θα την πρόδιδε. Και οι μέρες περνούσαν. Για πολύ καιρό, δεν είχε κανένα νέο από το χωριό μα ούτε κι από εκείνον. Προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια της και νομίζοντας πως ο Μανόλης λύγισε σε πιθανές απειλές του Κοσμά, έπιασε δουλειά στις νυχτερινές βάρδιες της λάντζας ενός fast food. Μην ελπίζοντας σε κάτι, αλλά θέλοντας τουλάχιστον να μάθει τι κάνουν τα παιδιά της, πήρε το θάρρος να τηλεφωνήσει στην Ξάνθη σε μια φίλη της που είχαν πιο στενή σχέση όλα αυτά τα χρόνια. Και τότε έμαθε τα πάντα. Ο Κοσμάς συζούσε με μια νέα γυναίκα στο σπίτι τους, την οποία σε λίγο θα παντρευόταν και τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα μαζί της παρακαλώ! Κουμπάρος στο γάμο θα ήταν ο αδερφός της νύφης, ο γιατρός Μανόλης Γαβράς που μάλιστα μετρούσε τρία συναπτά έτη γάμου με μια ελληνοαμερικανίδα που μόλις είχε καταφθάσει στο χωριό! «Καημενούλα μου, πονηρός τελικά ο Κοσμάς, ήταν ο μόνος τρόπος να σε ξεφορτωθεί παίρνοντάς σου τα πάντα κι εσύ έπεσες σαν ποντίκι στην παγίδα του! Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε και τη σκιά μας!» Δεν ήθελε ν’ ακούσει άλλα. Το τηλέφωνο της έπεσε από το χέρι. Κατέρρευσε. Της έλειπαν τα παιδιά της, η ζωή στο χωριό, οι κοτούλες της, ακόμα κι ο Κοσμάς. Τουλάχιστον είχε ζήσει τον έρωτα. Άξιζε όμως;


Δίνη

61

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ Κάθε μέρα, ίδια ώρα. Εκεί γύρω στις δύο παρά, στεκόταν στη βιτρίνα και το χάζευε που στόλιζε μόνο του τη γωνιά, χωρίς να φαίνεται ιδιαίτερα, και φώτιζε το μίζερο και σκοτεινό της κόσμο, έστω για λίγα λεπτά της ώρας. Ήταν φτιαγμένο από λευκόχρυσο ελαφρώς σφυρηλατημένο και στολισμένο με ένα καταπράσινο σμαράγδι στο κέντρο και μικροσκοπικά διαμαντάκια στη περιφέρεια της βέρας. Ανάλογα με τον καιρό, πότε γινόταν ένα με τις αχτίδες του ήλιου, πότε το πράσινο ντυνόταν αποχρώσεις από πετρόλ μέχρι κυπαρισσί, πότε στη συννεφιά λαμπύριζαν τα διαμάντια δίνοντας το φως τους στο σκούρο σμαράγδι. Το κοσμηματοπωλείο ήταν από τα πιο σικ του κέντρου. Η υπόλοιπη βιτρίνα απαρτιζόταν από πολύ ακριβότερα κοσμήματα, σε πολλά από αυτά δεν υπήρχαν καν τιμές, αλλά ακόμα και τα μη εξοικειωμένα μάτια μπορούσαν να αντιληφθούν την απαγορευτική για τις περισσότερες τσέπες αξία των εκθεμάτων. Η Βιολέτα δεν είχε επιθυμήσει ξανά κάτι τόσο πολύ στη ζωή της. Εδώ που τα λέμε, δεν της είχαν δοθεί και περιθώρια για να έχει τέτοιου είδους αξιώσεις. Λιτή και απέριττη ήταν σαν χαρακτήρας. Με αυτό το δαχτυλίδι όμως, κάτι σκίρτησε μέσα της, κάτι πρωτόγνωρο έκανε την καρδιά της να φτερουγίσει, σα να μην επρόκειτο για ένα άψυχο υλικό -έστω και πολύτιμο-, αλλά για ένα κομμάτι που θα συμπλήρωνε την ύπαρξή της. «Ανοησίες» είχε προσπαθήσει να συνεφέρει τον εαυτό της στην αρχή, σκεπτόμενη πως η ιδέα απόκτησης ενός τόσο ακριβού κοσμήματος ήταν πέρα για πέρα ουτοπική, ειδικά στην παρούσα χρονική στιγμή. Μετά το διαζύγιο, η βασική της προτεραιότητα ήταν το παιδί. Έπειτα από έντεκα χρόνια αδιαφορίας, ψυχολογικής και ενίοτε σωματικής βίας, καταπίεσης, στέρησης, θλίψης, μοιραία επήλθε ο χωρισμός, χωρίς ίχνος πολιτισμού, μέσα από απειλές, καυγάδες, δικαστήρια επί δικαστηρίων για παρανοϊκούς ή και ανύπαρκτους λόγους. Αφού όποιος έχει το μαχαίρι σχεδόν πάντα έχει και το καρπούζι, αυτή ήταν η τιμωρία της που τόλμησε να τον αφήσει. Η πολιτεία ασφαλώς αποφάσισε πως η δεκάχρονη Μαριλίζα θα έμενε με την μητέρα της κι από τότε ξεκίνησε ο επόμενος Γολγοθάς της Βιολέτας. Ο Σάκης άλλοτε “αμελούσε” να δώσει τη διατροφή του παιδιού και άλλοτε το ξεχνούσε εντελώς.


62

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ήταν φυσικά επιτακτική η ανάγκη να εργαστεί -όλα τα προηγούμενα χρόνια ο Σάκης τής είχε απαγορεύσει τη δουλειά- για να εξακολουθήσει να έχει κοντά την κορούλα της. Ευτυχώς, με τη βοήθεια της καλής της φίλης, της Γιώτας και με τη γνώση της στη ραπτική, κατάφερε να προσληφθεί σε μεγάλη βιοτεχνία ενδυμάτων της Αθήνας, εξοικονομώντας το αστρονομικό ποσό των οκτακοσίων ευρώ μηνιαίως. Η καθημερινότητά της έμελλε να είναι κάτι περισσότερο από δύσκολη, με αποτέλεσμα η στέρηση βασικών αγαθών να είναι πλέον συνήθεια. Πώς ήταν δυνατόν λοιπόν να τολμά έστω και να ονειρευτεί να κάνει δικό της ένα τέτοιο πολύτιμο αντικείμενο; Σε πολλά πράγματα όμως δεν υπάρχει λογική κι έτσι η εικόνα του δαχτυλιδιού ερχόταν τις νύχτες στον ύπνο της. Κάποτε βλέποντας τον εαυτό της σαν πριγκηπέσα μέσα σε ένα σμαραγδένιου χρώματος φουστάνι, καθισμένη σε χρυσό θρόνο, να καμαρώνει το δαχτυλίδι στο χέρι της και κάποτε σα να τρέχει μέσα σε ένα σκοτεινό τούνελ και βλέποντάς το στην άκρη του, να αγωνιά, να λαχανιάζει και όσο πιο πολύ πλησιάζει, αυτό τόσο πιο πολύ να ξεμακραίνει και στο τέλος να χάνεται. Οι επισκέψεις της στη βιτρίνα του καταστήματος είχαν γίνει καθημερινές. Τρία βήματα πριν τη γωνία, κρατούσε την ανάσα της, πλησίαζε αργά και χανόταν στη λάμψη του. Καθώς το κοιτούσε, οραματιζόταν ευτυχισμένες στιγμές που δεν είχε ζήσει, κάποιον γοητευτικό κύριο να της το δωρίζει, έναν χορό σε μια μεγάλη σάλα κι εκείνη να στροβιλίζεται, κάνοντάς το να λάμπει κάτω από τα φώτα των τεράστιων πολυελαίων. Και το όνειρο καλά κρατούσε κάθε μέρα. Ένα απόγευμα γυρνώντας στο σπίτι, έβαλε κάτω τα κιτάπια της – γνωρίζοντας εκ των προτέρων την κρυάδα που την περίμενε- με σκοπό να ανακαλύψει κάποιον τρόπο που θα τη βοηθούσε να εξοικονομήσει ένα ποσό κάθε μήνα και ασφαλώς, να ελέγξει σε πόσον καιρό θα μπορούσε να συγκεντρώσει όλο το ποσό ώστε να αγοράσει το δαχτυλίδι. Σε καμία περίπτωση δεν θα ξέκλεβε κάτι από τα έξοδα του παιδιού ή του σπιτιού! Η διαπραγμάτευση θα γινόταν μόνο σε ό,τι αφορούσε τα προσωπικά της έξοδα που ούτως ή άλλως ήταν μηδαμινά. Ενώ η όλη απόπειρα φαινόταν ανέλπιδη, το πείσμα της την ώθησε να βάλει στοίχημα με τον εαυτό της. Για αρχή θα πουλούσε τη βέρα του γάμου της και το φθηνό, τάχα μονόπετρο που της είχε αγοράσει ο Σάκης, μπορεί έτσι να ξόρκιζε το παρελθόν και τα μύρια κακά του κουβαλούσε μαζί του. Αν διαιρούσε στα δύο τα έξοδα του σούπερ μάρκετ, κρέας και ψάρι για το παιδί, μακαρόνια και ψωμοτύρι για


Δίνη

63

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

την ίδια, αν μείωνε τις μετακινήσεις του λεωφορείου -λίγος παραπάνω ποδαρόδρομος θα ήταν ευεργετική γυμναστική-, αν ξεχνούσε τις σπάνιες επισκέψεις του κομμωτηρίου και έκοβε μαχαίρι τα πενιχρά ποσά για ένδυση, υπόδηση, καλλυντικά, τότε θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα χρήματα σε πέντε μήνες το λιγότερο. Η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Ο στόχος μπορεί να μην περιλάμβανε κάποια αγαθοεργία ή φιλανθρωπία, η αλήθεια όμως ήταν πως για πρώτη φορά στη ζωή της πάσχιζε για κάτι δικό της, μόνο για τον εαυτό της. Ο καιρός περνούσε και οι οικονομίες της Βιολέτας γίνονταν όλο και πιο αιματηρές. Πολλές φορές η Μαριλίζα αναρωτιόταν γιατί η μαμά δεν έτρωγε και η απάντηση ήταν μονίμως πως είναι σε “δίαιτα”. Η μαμά προσέχει τη διατροφή της, έστω κι αν είχε χάσει κιόλας πέντε κιλά. Το ενδιαφέρον και η λαχτάρα της παρέμεναν αμείωτα, αν και κάποιες στιγμές σκεφτόταν πως όλη αυτή η προσπάθεια φάνταζε παιδιάστικη, ίσως και υπερβολική. Όταν όμως κάθε μεσημέρι περνούσε από το κατάστημα και στεκόταν στη βιτρίνα, ένιωθε πως έφτανε ο καιρός που θα κρατούσε το πολύτιμο κόσμημα στα χέρια της, αργά αργά θα το περνούσε στο δάχτυλό της και τότε πια δεν θα τους χώριζε κανείς. Μπάλωνε εσώρουχα, έραβε σκισμένα καλσόν, έριχνε νερό στο τελειωμένο μάσκαρα, αλλά επέμενε. Και η μαγική μέρα ήρθε. Πρώτα επισκέφθηκε την τράπεζα για να κάνει χαρτονομίσματα τα άπειρα ψιλά που με ανησυχία και κόπο κουβαλούσε από το πρωί. Ύστερα, βιαστικά και με καρδιοχτύπι έφηβης πέρασε επιτέλους το κατώφλι του κοσμηματοπωλείου. Το χαμόγελό της ήταν τόσο πλατύ που για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως ο μαγαζάτορας την περνούσε για χαζή. Ζήτησε ευγενικά να το δει -έτσι ήξερε πως κάνουν για λόγους τακτ. Με τρεμάμενα χέρια το πέρασε στον παράμεσο του αριστερού χεριού της -μόνο στο χέρι της καρδιάς τού άξιζε να φορεθεί. Ενώ καιγόταν να το πάρει και να εξαφανιστεί, αν ήταν δυνατόν χωρίς συσκευασία, χωρίς τίποτε άλλο προκειμένου να μην το ξαναβγάλει από το χέρι της, υπομονετικά περίμενε τον κοσμηματοπώλη να το τοποθετήσει στο κομψότατο κουτάκι και μέσα στο επίσης καλαίσθητο τσαντάκι του. Πλήρωσε κι έφυγε, πιο πλήρης απ’ όσο είχε νιώσει σε ολόκληρη τη ζωή της. Δεν ήθελε να το κρύψει από την κόρη της, απλά χρησιμοποίησε τη μέθοδο της μισής αλήθειας. Είπε δηλαδή πως πούλησε κάποια παλιά κοσμήματα δικά της και της συγχωρεμένης της γιαγιάς της, μιας και δεν φοριόντουσαν πια. Δεν μπήκε στη λεπτομέρεια “πέντε μήνες το σκατό μου παξιμάδι”. Καλό είναι


64

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

να μαθαίνουν σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά τι θα πει να βάζουν στόχους, στην περίπτωση της Μαριλίζας όμως, αν ξέφευγε μια κουβέντα στον πατέρα της έστω και καλοπροαίρετα, μπορεί και να μην ξανάβλεπαν διατροφή στον αιώνα τον άπαντα. Τα όνειρα της Βιολέτας δεν σταμάτησαν με την απόκτηση του δαχτυλιδιού, τώρα πια όμως όταν ξυπνούσε, άγγιζε το χέρι της, χάιδευε τις πέτρες και ξανακοιμόταν γλυκά. Δεν είχε περάσει καλά καλά μια βδομάδα και ένα μεσημέρι το παιδί γύρισε κλαμένο από το σχολείο. Μέσα σε αναφιλητά, εξιστόρησε μια σειρά πολύ θλιβερών γεγονότων που αφορούσαν την οικογένεια της καλύτερης φίλης και συμμαθήτριάς της, Αντιγόνης. Οι γονείς της είχαν μείνει άνεργοι κάτι περισσότερο από έναν χρόνο, με μεγαλύτερο παιδί την Αντιγόνη και άλλα δύο ηλικίας επτά και τεσσάρων ετών. Μην έχοντας κανένα άλλο περιουσιακό στοιχείο, οι οφειλές τους πολλαπλασιάστηκαν με αποτέλεσμα ο πατέρας να φυλακιστεί για χρέη προς το δημόσιο. Και σα να μην έφτανε αυτό, μόλις την προηγούμενη μέρα, τους έγινε έξωση από το σπίτι που με αίμα κατάφεραν να πάρουν με δάνειο, πετώντας στο δρόμο μια άνεργη μητέρα με τρία ανήλικα παιδιά. Η τραγική ιστορία έγινε γνωστή στο σχολείο της μικρής και ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων συγκάλεσε έκτακτη συνάντηση με σκοπό να γίνει έρανος για τη σωτηρία της άτυχης οικογένειας. Ό,τι μπορούσε ο καθένας, μεγάλο, μικρό ή ελάχιστο ήταν καλοδεχούμενο. Δεν χρειάστηκε να της το ζητήσει η μικρή. Περνώντας μια ολόκληρη νύχτα ξάγρυπνη και προσπαθώντας να εξηγήσει στο λατρευτό της δαχτυλίδι μα περισσότερο στον εαυτό της- τους λόγους του αποχωρισμού, την επόμενη μέρα σηκώθηκε πολύ νωρίς και κίνησε για το κοσμηματοπωλείο. Αυτή τη φορά δεν προσποιήθηκε την ευκατάστατη και την άνετη όπως την ημέρα της αγοράς του. Με κομμένη την ανάσα, αλλά με σταράτες κουβέντες, εξήγησε την αιτία που την είχε οδηγήσει στο κατάστημα μόλις μία εβδομάδα μετά την αγορά του δαχτυλιδιού. Παρακάλεσε να το πάρουν πίσω οι ίδιοι, φοβούμενη την κατακόρυφη μείωση της τιμής στην περίπτωση που θα το πουλούσε σε κάποιο από τα χιλιάδες μαγαζιά που είχαν ανοίξει κατά τόπους και ρουφούσαν το αίμα του κοσμάκη. Ο ιδιοκτήτης, ψυχρά ευγενικός, απάντησε ότι ενώ συνήθως δεν υποχωρούν σε τέτοιες απαιτήσεις, δέχεται να του επιστραφεί, αφαιρώντας το συμβολικό ποσό των εκατό ευρώ λόγω χρήσης μερικών ημερών. Ανακουφισμένη -αλλά όχι ευτυχής- πήρε τα χρήματα, τα οποία και ευθύς αμέσως δώρισε για τη βοήθεια της οικογένειας.


Δίνη

65

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αυτή της η πράξη, την έκανε να νιώσει όμορφα και κατά κάποιον τρόπο περήφανη που μπόρεσε να βάλει έστω και ένα λιθαράκι στην αρωγή των συνανθρώπων της. Ο αποχωρισμός όμως αυτού που είχε επιθυμήσει περισσότερο από καθετί στη ζωή της θα έκανε καιρό να ξεπεραστεί. Κι ας είχε γίνει αυτό το δαχτυλίδι η αφορμή να ξυπνήσει ο αποκοιμισμένος της δυναμισμός και το πείσμα της. Ωστόσο, συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια για τη διάσωση της οικογένειας. Εκτός από ό,τι μάζεψαν οι γονείς και οι δάσκαλοι του σχολείου, απευθύνθηκαν στο δήμο προκειμένου η μητέρα να βρει κάποια απασχόληση, ήρθαν σε επαφή με καταστήματα της περιοχής για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην -φαγητό, ρουχισμό για τα παιδιά, βιβλία- και τέλος ζήτησαν και από την εκκλησία βοήθεια, η οποία και την έδωσε. Έτσι, το σπίτι σώθηκε και η οικογένεια επανήλθε σε μια σκληρή, αλλά πολύ καλύτερη καθημερινότητα. Ήταν πρωί Σαββάτου όταν ένα κούριερ της χτύπησε την πόρτα. Ξαφνιασμένη, αφού δεν είχε πάρε-δώσε με εταιρίες ταχυμεταφορών, άνοιξε και στάθηκε με περιέργεια να δει τι ήταν αυτό που παραλάμβανε. Ακόμα πιο έκπληκτη διάβασε πως το δέμα είχε αποστολέα το κοσμηματοπωλείο από το οποίο είχε αγοράσει το περιβόητο δαχτυλίδι. Αφού χαιρέτησε ευγενικά τον άνθρωπο -ανακουφισμένη που δεν ζήτησε αμοιβή, μιας και δεν υπήρχε ούτε ευρώ- μπήκε μέσα γρήγορα. Ο φάκελος ήταν σχετικά μεγάλος, επενδυμένος με φελιζόλ -ή όπως αλλιώς λέγονται οι φυσαλίδες που μας αρέσει να σκάμε- και περιείχε δύο αντικείμενα: Έναν μικρότερο χάρτινο φάκελο κλειστό και ένα κουτί -το οποίο αναγνώρισε αμέσως. Έσκισε προσεκτικά τον φάκελο υποβάλλοντας τον εαυτό της σε μια ανεξήγητη καρτερία και ξεδίπλωσε το σκληρό και ακριβό χαρτί διαβάζοντας με έκπληξη που έμελλε να γίνει συγκίνηση: «Αγαπητή Κα Ελευθερίου, Σας επιστρέφω το δαχτυλίδι που αγοράσατε από το κατάστημά μας προ δεκαημέρου, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να βοηθήσω κι εγώ προσωπικά την παθούσα οικογένεια της οποίας την ιστορία μου περιγράψατε. Όπως καταλαβαίνετε, πριν προβώ σε αυτήν τη δωρεά -εννοώντας ασφαλώς τα χρήματα που σας επέστρεψα για την αξία του κοσμήματος-, πρώτα ενημερώθηκα για την ακρίβεια των γεγονότων, τα οποία μου αναφέρατε. Η κίνησή μου αυτή δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί προσβλητική,


66

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

γνωρίζω όμως πως η αγορά, μα ιδιαιτέρως, η επιστροφή του κοσμήματος μόλις μία εβδομάδα μετά, ήταν για εσάς μεγάλη θυσία. Με παρουσία στον χώρο των ακριβών κοσμημάτων από τον προπάππο μου και με προσωπική μου ενασχόληση επί τριάντα δύο συναπτά έτη, έχω πλέον την εμπειρία να ψυχολογώ αμέσως τους ανθρώπους που απλά κοιτούν τη βιτρίνα, διαχωρίζοντάς τους από τους υποψήφιους πελάτες. Δεν σας κρύβω πως σας θυμάμαι για πολύ καιρό να στέκεστε καθημερινά σε συγκεκριμένο σημείο θαυμάζοντας αυτό το δαχτυλίδι και ενστικτωδώς είχα υποθέσει ότι συγκεντρώνατε χρήματα για να το αγοράσετε. Η αλήθεια είναι ότι κάποια στιγμή είχα θορυβηθεί και για πιθανή ληστεία, όμως και πάλι από εμπειρία, γνωρίζω πως οι κλέφτες δεν κάνουν καθημερινά και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αισθητή την παρουσία τους και φυσικά, δεν επικεντρώνονται σε ένα και μόνο κόσμημα. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να κρατήσω το δαχτυλίδι στη θέση του, ενώ άλλαξα δύο φορές την υπόλοιπη βιτρίνα. Παίρνοντας πληροφορίες για την περίπτωση των δύστυχων ανθρώπων, με χαρά μου έμαθα ότι πέρα από την οικονομική συνεισφορά σας, συμμετείχατε ενεργά σε όλη την προσπάθεια. Ελπίζοντας πως δεν σας κούρασα, παρακαλώ όπως δεχτείτε το αγαπημένο σας κόσμημα, σαν φόρο τιμής στην Ανθρωπιά, αφού στις μέρες μας όλο και λιγότεροι είναι εκείνοι που μπορούν να θεωρηθούν Άνθρωποι με Α κεφαλαίο. Σας ευχαριστώ εκ μέρους όλων εκείνων που μπορούν, αλλά αμελούν να βοηθούν τον συνάνθρωπό τους. Συνεχίστε το έργο σας με την ίδια ζέση και ίσως γίνετε παράδειγμα και για κάποιους άλλους στο μέλλον, όπως γίνατε για μένα. Θα χαιρόμουν πολύ, όταν θα έχετε λίγο χρόνο, να σας κερνούσα καφέ στο κατάστημά μου. Με εκτίμηση, Διονύσιος Ραζής» Η Βιολέτα πλημμύρισε από περηφάνια και μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα χαράς. Ένιωσε πια δυνατή και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Είχε βρει τον εαυτό της και αυτός ο εαυτός τής άρεσε πολύ. Έβγαλε το δαχτυλίδι από το κουτάκι, φίλησε την πέτρα του και το πέρασε στο δάχτυλό της. Δεν ήταν μόνο η χρηματική αξία του, ήταν το γούρι της και η αφορμή να αλλάξει η ζωή της. Για πάντα.


Δίνη

67

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΜΙΣΟΣ «Υπάρχει το μίσος; Μισώ σημαίνει θέλω να καταστρέψω αυτόν που με πείραξε, με αδίκησε ή έκανε κακό σε κάποιον που αγαπώ ή σε ιδέες που ασπάζομαι. Άρα, με ενοχλεί ακόμα αυτό που έχει κάνει. Άρα, δεν αδιαφορώ γι’ αυτόν. Μου κοστίζει που αυτός -ο οποιοσδήποτε- είναι κακός. Που σημαίνει ότι θα ήθελα να είναι καλός. Κι αφού ασχολούμαι μαζί του, ίσως κάποτε να τον αγάπησα. Η ψυχή μου λοιπόν, μπορεί να τον αγαπάει ακόμα, γι’ αυτό και τον μισώ. Γιατί, δεν είναι όπως θα έπρεπε ή όπως θα ήθελα να είναι. Μήπως τελικά το μίσος είναι φόβος για αγάπη;» Ο Σωκράτης, σημείωνε μανιωδώς στο χαρτί όλες αυτές τις μπερδεμένες θεωρίες του. Καθόταν στην άκρη ενός βράχου και το ελαφρύ κυματάκι δρόσιζε παιχνιδιάρικα τα πόδια του. Σήκωσε το βλέμμα του απ’ το γραπτό και χάθηκε για λίγο στο πανηγύρι των χρωμάτων της δύσης. Ο ήλιος που έγερνε αργά, έδινε τη λάμψη του σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου. Αυτές, παντρεύονταν το μπλε της θάλασσας και γεννούσαν σε μια μόνο ματιά, την ομορφότερη παλέτα της φύσης. Το τοπίο ήταν μαγικό, η ψυχή του όμως άδεια, μπερδεμένη. Και θυμωμένη. Από παιδί, ξεσπούσε τα ζόρια του, αποτυπώνοντάς τα σε χαρτί. Δεν ήταν συγγραφέας -αν και κάποτε ήλπιζε να εκδώσει ένα βιβλίο- απλά τον ανακούφιζε να γράφει τις σκέψεις του. Τουλάχιστον μέχρι πρότινος… Ήταν συμφοιτητές στο Πολυτεχνείο. Ίδια ηλικία, ίδιο έτος φοίτησης, ίδια ενδιαφέροντα. Νεοφερμένος στην Αθήνα ο Σπύρος, με γονείς μεγαλοξενοδόχους στην γραφική Κέρκυρα. Όμορφος, ευχάριστος, καλοσυνάτος, από εκείνα τα παιδιά που τα χρήματα αν και ρέουν άφθονα από τα γεννοφάσκια τους, δεν τα αλλοτριώνουν στις χαρές της ζωής. Στη σχολή έγινε αμέσως συμπαθής, είχε πάντα έναν καλό λόγο για όλους, μοιραζόταν το παχυλό χαρτζιλίκι του με όσους δεν τους περίσσευε και διοργάνωνε τα πιο απίθανα πάρτι στο φοιτητικό του ρετιρέ -το οποίο θα ζήλευαν κάμποσες πολυμελείς οικογένειες. Ο Σωκράτης, απλή περίπτωση αστού νέου, μεγαλωμένος με ηθική και αρχές, με ιδιαίτερα σαρκαστικό χιούμορ, μυαλό ξυράφι και μια παράξενη


68

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

γοητεία που μπορεί να μην ήταν σαν τη φυσική ομορφιά του Σπύρου, αλλά ωστόσο δεν έπαυε να κάνει τα κορίτσια να τον ορέγονται. Οι δύο νέοι δεν άργησαν να γίνουν «κολλητοί». Η ανεμελιά του Σπύρου έδινε ζωή και χαμόγελο στον Σωκράτη και η σοφιστικέ διάθεση του δεύτερου έκανε τον πρώτο να σκέφτεται τα πράγματα λίγο πιο σοβαρά. Στη σχολή είχαν γίνει το πιο περιζήτητο δίδυμο κι εκείνοι με τη σειρά τους, δεν χάλαγαν χατίρι σε αρσενική ή θηλυκή παρέα και καθημερινά γυρνούσαν από τα πιο επαναστατικά, αριστεριστικά και αναρχικά καφενεία μέχρι τα πιο πολυτελή και μοδάτα κλαμπ της πόλης. Συντροφιές είχαν πολλές, η φιλία όμως ήταν η έννοια που αφορούσε μοναχά τους δυο τους. Στο τρίτο έτος, ήρθε με μεταγραφή από τη Θεσσαλονίκη η Νεφέλη και έκανε μια ολόκληρη σχολή να παραμιλάει. Η ομορφιά της ξεπερνούσε αυτή των αστέρων του κινηματογράφου και η ψιλόλιγνη κορμοστασιά της έκοβε την ανάσα. Μακριά και πυκνά χρυσά μαλλιά, δυο σμαράγδια στη θέση των ματιών, χείλη φτιαγμένα από ζουμερά κατακόκκινα κεράσια, δέρμα σμιλεμένο από το πιο ακριβό βελούδο. Στην αρχή που δεν γνώριζε κανέναν, έστεκε σχεδόν μελαγχολική, πλέκοντας ακόμα περισσότερο το πέπλο της μυστηριώδους αύρας της. Όταν όμως τύχαινε, ευγενικά και ντροπαλά να χαρίσει ένα χαμόγελο, το σύμπαν φωτιζόταν και χαμογελούσε μαζί της. Οι δυο φίλοι, έχοντας αποκτήσει μια σχετική υπεροψία μιας και όλοι επιθυμούσαν την παρέα τους, την θαύμαζαν από μακριά, έφτιαχναν σενάρια αγαπημένη συνήθεια- για τη ζωή της, τα γούστα της, την ιστορία της, αλλά ποτέ δεν την πλησίασαν για μια πρώτη γνωριμία. Στις μέρες που ακολούθησαν, παρατήρησαν πως είχε αρχίσει δειλά και λίγο σφιγμένα, να γνωρίζεται με κάποιες συντροφιές, να καπνίζει μαζί τους συζητώντας για τα μαθήματα στα διαλείμματα και να φεύγουν παρέα μετά το τέλος του διδακτικού ωραρίου. Κανά δυο φορές μάλιστα, την είχαν πετύχει να τσουγκρίζει ρακές στα καφενεδάκια-στέκια που πήγαιναν κι εκείνοι. Διαπίστωναν πως η δημοτικότητά τους έπεφτε μέρα με τη μέρα καθώς πλέον όλοι επιζητούσαν διακαώς την παρουσία της Νεφέλης δίπλα τους, γιατί εκτός από εμφάνιση, διέθετε πνεύμα, χιούμορ και μια καρδιά σκέτο περιβόλι. Αυτά, μέχρι το απόγευμα εκείνης της Τετάρτης που χτύπησε ξαφνικά το κουδούνι του Σπύρου. Ξυπόλητος, αναμαλλιασμένος, φορώντας μοναχά ένα μπόξερ και με μάτια κατακόκκινα από την πολύωρη μελέτη της εργασίας που είχε αναλάβει, άνοιξε βαριεστημένα την πόρτα. Το θέαμα και πόσο μάλλον ο ίδιος ο επισκέπτης, άφησαν τον κατά τα άλλα λαλίστατο νεαρό, άφωνο. Στο


Δίνη

69

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατώφλι στεκόταν η Νεφέλη, ομορφότερη παρά ποτέ, με ένα μικροσκοπικό μαύρο φόρεμα που ερχόταν σε αντίθεση με τα κατάξανθα μαλλιά της, χαμογελαστή και με βλέμμα πολλά υποσχόμενο. «Καλησπέρα. Να υποθέσω πως ενοχλώ ή θα με αφήσεις επιτέλους να περάσω;» πήρε πρώτη τον λόγο, αφού ο Σπύρος δεν αποφάσιζε να μιλήσει. «Όχι, δηλαδή, όχι δεν ενοχλείς, παρακαλώ, παρακαλώ, έλα μέσα... και συγνώμη για την αμφίεση, αλλά ήμουν μόνος και κάνει ζέστη και δεν περίμενα κανέναν και…» Η αρχική αφωνία είχε μετατραπεί σε αμήχανη πολυλογία με εμφανώς απολογητικό ύφος. «Μη δικαιολογείσαι, δεν υπάρχει πρόβλημα, είσαι στο σπίτι σου και μπορείς να κυκλοφορείς όπως θέλεις. Ίσα ίσα, εγώ ζητάω συγνώμη που ήρθα απρόσκλητη και μάλιστα χωρίς να έχουμε καν συστηθεί. Λοιπόν, για το τυπικό του πράγματος, είμαι η Νεφέλη Κοτζιά και χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω! Είχα ακούσει από πολλούς στη σχολή για τα φοβερά πάρτι που έχεις κάνει κι έτσι πάνω στην κουβέντα, έμαθα πού είναι το σπίτι σου. Μιας και δεν έτυχε ποτέ κάποιος να μας συστήσει, αποφάσισα εγώ να κάνω το πρώτο βήμα και να έρθω να γνωριστούμε κι από κοντά. Για να είμαι ειλικρινής, εκτός από το ότι ήθελα να σε γνωρίσω, άκουσα πως κάνεις κι εσύ μια εργασία πάνω στις διαφορικές εξισώσεις και θα ήθελα να σου κάνω μια πρόταση». «Εγώ λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να συστηθώ, γνωρίζεις το όνομά μου, το σπίτι μου, την εργασία που κάνω και τώρα πια μέχρι και το σημάδι στο μηρό μου από το πέσιμο με ποδήλατο, που έχω από μικρός. Οπότε βολέψου, ώσπου να ρίξω ένα ρούχο επάνω μου κι έρχομαι». Η επίσκεψη αυτή είχε αναστατώσει ιδιαίτερα τον Σπύρο, ο οποίος σε γενικές γραμμές δεν ήταν άνθρωπος που εντυπωσιαζόταν εύκολα με κάτι. Η συντροφιά της ήταν υπέροχη, έδειχνε καταρτισμένη σε πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα και όπως ακριβώς έλεγαν οι φήμες, είχε τρομερή αίσθηση του χιούμορ, όπως άλλωστε κι ο ίδιος. Φυσικά από τη μεριά του υπήρχε έντονη έλξη -το αντίθετο θα ήταν αφύσικο- κι εκείνη όμως δεν έμοιαζε αδιάφορη. Έπειτα από τα «περί ανέμων και υδάτων» της ελαφρά σφιγμένης πρώτης ώρας, η συζήτηση έφτασε και στην περίφημη εργασία, την οποία του ανέφερε στην αρχή. «Ξέρεις, εντελώς τυχαία έμαθα πως έχεις καταπιαστεί καιρό τώρα με το συγκεκριμένο θέμα και πραγματικά ενθουσιάστηκα, γιατί κι εγώ είχα αρχίσει μια παρόμοια μελέτη, πριν κατέβω από Θεσσαλονίκη. Εκεί βέβαια, συνεργαζόμουν με έναν φίλο, αλλά με κοινή συναίνεση -και ευτυχώς χωρίς να έχουμε προχωρήσει αρκετά- εκείνος με αντικατέστησε με έναν άλλο


70

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

συμφοιτητή και εγώ πήρα μαζί μου όλες τις σημειώσεις από την μέχρι τότε πρόοδό μας. Έλεγα λοιπόν, αν δεν έχεις αντίρρηση, αφού γνωριστούμε λίγο καλύτερα, να βάλουμε κάτω τα γραπτά μας και -γιατί όχι;- να συνεργαστούμε, αν το θέλεις φυσικά». Ο Σπύρος σε οποιαδήποτε παρόμοια περίπτωση, θα είχε πονηρευτεί. Τώρα όμως, για κάποιο λόγο που ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει -μπορούσε, αλλά μάλλον δεν ήθελε- αισθανόταν ως και κολακευμένος. Η γοητεία που ασκούσε επάνω του, το ύφος, τα παιχνιδιάρικα όλο υπονοούμενα μάτια, τον έκαναν να παραλύει. Παρ’ όλα αυτά, ανακτώντας με το ζόρι δυνάμεις -γιατί, σκεπτόμενος τις ατέλειωτες ώρες μελέτης μαζί της, ήθελε απλά να φωνάξει ναι, δέχομαι!- απάντησε με λόγια που δεν πίστευε ότι έβγαιναν από το στόμα του σαν άρνηση. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για την εμπιστοσύνη που μου δείχνεις αν και δεν με γνωρίζεις καθόλου. Με τιμά πολύ η πρότασή σου κι ακόμα περισσότερο το γεγονός ότι είσαι, όπως λένε, από τα φωτεινότερα μυαλά της σχολής, αλλά δυστυχώς την εργασία την έχουμε αναλάβει μαζί με τον φίλο μου τον Σωκράτη και δεν σου κρύβω πως έχουμε προχωρήσει αρκετά, με αμέτρητες ώρες έρευνας και διαβάσματος. Όπως καταλαβαίνεις, εμείς δεν έχουμε σκοπό -ευτυχώς- να μετακομίσουμε σε άλλη πόλη, ούτε και υπάρχει λόγος να χωριστούμε πριν το πέρας της εργασίας. Λυπάμαι ειλικρινά Νεφέλη, αλλά δεν θα το έκανα αυτό στον Σωκράτη, ακόμα και για μια τόσο ενδιαφέρουσα πρόταση σαν τη δική σου». Πριν ολοκληρώσει τη φράση του, η κοπέλα χίμηξε πάνω του, τον αγκάλιασε σφιχτά και άρχισε να τον φιλάει με πάθος, ψιθυρίζοντάς του πως αυτό περίμενε ν’ ακούσει από έναν άντρα σαν κι αυτόν. Ο χρόνος πάγωσε και τα σώματα ενώθηκαν σ’ ένα ανελέητο ερωτικό παιχνίδι, με τη φρεσκάδα της νιότης να πλημμυρίζει το διαμέρισμα. Ο Σωκράτης χάρηκε που είδε τον Σπύρο τόσο ευτυχισμένο. Βέβαια, στην καρδιά του υπήρχε ένα τσίμπημα εγωισμού που η νεοφερμένη κούκλα προτίμησε τον φίλο του και όχι τον ίδιο, αλλά κυρίως γιατί διαισθανόταν πως τώρα πια ο χρόνος του Σπύρου θα ήταν μοιρασμένος, όχι όμως ακριβοδίκαια. Όπως το φαντάστηκε, έτσι κι έγινε. Ο πρώτος καιρός κύλησε με τους τρεις τους παντού και πάντα μαζί, χωρίς να υπάρχει σημαντική διαφορά από πριν, συνεχίζοντας τις ατελείωτες εξόδους, τα ξενύχτια και τη διασκέδαση. Σταδιακά όμως, το ζευγάρι αποζητούσε όλο και περισσότερο την απομόνωση, τη μοναξιά, τις ιδιαίτερες στιγμές του. Κλείνονταν στο σπίτι και πολλές φορές


Δίνη

71

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

απενεργοποιούσαν κινητά και σταθερά τηλέφωνα προκειμένου να μην τους ενοχλήσει κανείς. Ο Σωκράτης, αν και εύλογα αισθανόταν στο περιθώριο, προσπαθούσε να μην αντιμετωπίζει εγωιστικά τη νέα τροπή των πραγμάτων και αρκούνταν να βλέπει τον φίλο του τόσο ευτυχισμένο. Όλη η κατάσταση φυσικά του είχε ξεβολέψει την μέχρι χτες καθημερινότητά του και έψαχνε διάφορες άλλες διεξόδους, όπως να συνάψει σχέσεις και μ’ άλλους συμφοιτητές ή να αφιερωθεί με περισσότερη πίστη στην εργασία τους, η οποία εργασία ήταν από τα πράγματα που ευτυχώς ο Σπύρος δεν είχε αμελήσει, ίσως και να ήταν πλέον οι μόνες ώρες που βρίσκονταν οι δυο τους. Η Νεφέλη έδειχνε συμπάθεια στον Σωκράτη. Όταν έβγαιναν μαζί, αστειευόταν, ήταν ευχάριστη και συζητούσε για διάφορα επίκαιρα θέματα που γνώριζε πως τον απασχολούσαν. Δεν έλεγε ποτέ κακή κουβέντα στον Σπύρο για τον φίλο του, απεναντίας τον εκθείαζε για την επιλογή του συγκεκριμένου κολλητού. Η μελέτη για τις διαφορικές εξισώσεις πήγαινε όλο και καλύτερα. Τα δυο παιδιά ήταν απόλυτα αφοσιωμένα στη έρευνα και η πρόοδος ήταν ραγδαία. Όπως είθισται, όταν έφτασαν σε κομβικό σημείο, θέλησαν να πάρουν την εξειδικευμένη άποψη ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να βοηθήσει, να συμβουλέψει ή και να ακυρώσει -πράγμα αδύνατο στη δική τους περίπτωσηόλη την προσπάθεια. Ο δόκτωρ Ευστράτιος Παπαδημητρίου ήταν από τους πιο αναγνωρισμένους επιστήμονες στην Ελλάδα και η φήμη του στον παρελθόν είχε βγει και εκτός συνόρων, συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε και δίδαξε για περίπου έξι χρόνια. Όταν επέστρεψε τόσο σύντομα, όλος ο πανεπιστημιακός κόσμος αναρωτήθηκε, αλλά οι πάντες αρκέστηκαν στην εξήγηση του ίδιου, ότι δεν μπορεί να ζήσει μακριά από την πατρίδα του και πιστεύει πως η χώρα μας αξίζει να κρατάει τα παιδιά της κοντά της. Έτσι λοιπόν, οι δυο φίλοι αποφάσισαν πως ήταν ο καταλληλότερος για να εξετάσει την μέχρι τώρα πρόοδο της μελέτης τους και εν τέλει να τους ενημερώσει αν αξίζει τον κόπο να την ολοκληρώσουν. Έπειτα από τρεις αιτήσεις για συνάντηση, έγιναν δεκτοί από τον δόκτορα, ο οποίος ψυχρός και απόμακρος, κράτησε τις σημειώσεις τους και τους είπε πως θα τους ενημερώσει άμεσα. Οι επόμενες μέρες -ενώ κατά τα φαινόμενα δεν υπήρχε λόγος αγωνίαςέγιναν ανυπόφορες. Η απάντηση αργούσε να έρθει και αυτό γεννούσε ανασφάλεια στους δυο νέους που άρχισαν να αμφιβάλλουν για την ποιότητα


72

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

των ερευνών τους. Καθώς κόντευε σχεδόν μήνας χωρίς καμία απόκριση, ένα πρωί ενημερώθηκαν από τη γραμματεία, πως την επομένη θα τους δεχόταν ο Παπαδημητρίου στο γραφείο του. Το ίδιο βράδυ στο σπίτι του Σπύρου, ξενύχτησαν σκαρώνοντας σενάρια για το τι πρόκειται να ακούσουν από το στόμα του καθηγητή. Η Νεφέλη τούς στήριζε, δίνοντάς τους κουράγιο και καλώντας τους να είναι δυνατοί και αισιόδοξοι. Όταν αργά και βασανιστικά έφτασε το περιβόητο πρωινό, άυπνοι κίνησαν για τη σχολή. Τα βήματά τους σερνόντουσαν μέχρι να περάσουν το κατώφλι του γραφείου και ο ιδρώτας έφτανε από τους κροτάφους ως τις παλάμες τους. Ο καθηγητής, σύντομος, αυστηρός και περιεκτικός, τους εξήγησε στη μαθηματική γλώσσα, ότι ξεκίνησαν με λανθασμένο σκεπτικό, στο οποίο ανέπτυξαν λανθασμένα επιχειρήματα, με αποτέλεσμα τη μη τεκμηρίωση της όλης εφαρμογής. Οι φίλοι έφυγαν με τα φτερά τους πεσμένα και στον καφέ που ακολούθησε, η σιωπή έδωσε τη θέση της στην παρηγοριά της στεναχώριας κι αυτή με τη σειρά της, στη επίρριψη ευθυνών από τον έναν στον άλλο. Στην κορύφωση της κουβέντας, ειπώθηκαν σκληρά και πικρά λόγια -απωθημένα που η γνωμοδότηση του καθηγητή έφερε στην επιφάνεια. Ο Σωκράτης κατηγόρησε τον Σπύρο για έλλειψη σοβαρότητας, αμέλεια και όλα αυτά με κεντρικό άξονα τον μεγάλο έρωτα που του πήρε τα μυαλά και ο Σπύρος χαρακτήρισε τον Σωκράτη σαν κομπλεξικό, που λόγω της ζήλειας του για τη δική του ευτυχία, εσκεμμένα σταμάτησε να ασχολείται επιμελώς με την εργασία. Τα πνεύματα δεν άργησαν να πάρουν φωτιά και οι φίλοι χωρίς να το καταλάβουν, πιάστηκαν στα χέρια. Αυτή έμελλε να είναι η αρχή του τέλους. Η Νεφέλη κράτησε ουδέτερη στάση. Δεν κατηγόρησε ποτέ τον Σωκράτη στον Σπύρο, ωστόσο δεν έκανε και ποτέ κάποια προσπάθεια για να μονιάσουν. Άκουγε υπομονετικά τον αγαπημένο της και ήταν προσεκτική ώστε να μην πάρει καμία θέση στο θέμα. Οι δυο φίλοι σταμάτησαν να βλέπονται και στη σχολή φρόντιζαν με κάθε τρόπο να αποφεύγουν οποιαδήποτε συνάντηση. Το ζευγάρι εξακολουθούσε να είναι μαζί και κάθε μέρα να δένεται όλο και περισσότερο. Ειδικά τώρα πια, που στη ζωή του Σπύρου δεν υπήρχαν υποχρεώσεις κολλητού, ο χρόνος του ήταν απόλυτα αφιερωμένος στην καλή του. Η Νεφέλη είχε μεταφέρει πολλά πράγματά της στο σπίτι του και έμεναν σχεδόν κάθε βράδυ μαζί.


Δίνη

73

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κάποιο απ’ αυτά τα βράδια, την άκουσε να κλαίει γοερά στο τηλέφωνο. Μέσα στα αναφιλητά της, δεν κατάφερε να καταλάβει τον λόγο του οδυρμού. Περίμενε να ολοκληρώσει τη συνομιλία της και αφού την ηρέμησε στην αγκαλιά του, ζήτησε να μάθει τι ήταν αυτό που την τάραξε. «Δεν ξέρω αν πρέπει να σου τα πω, αλλά δεν έχω κανέναν άλλο εδώ πιο δικό μου άνθρωπο. Μας παίρνουν το σπίτι Σπύρο μου! Ο πατέρας μου τα τελευταία χρόνια έμπλεξε με τον τζόγο και από τότε μας πήρε μεγάλη κατηφόρα. Ξεπούλησε τα πάντα, μπερδεύτηκε με τοκογλύφους και τώρα δεν έχει πληρωθεί το δάνειο του σπιτιού μας για πολλούς μήνες και μας το παίρνουν… Σπύρο θα τρελαθώ, πρέπει να τα παρατήσω όλα και να ανεβώ στη Θεσσαλονίκη, για να δούμε τι θα κάνουμε». Ο καημένος ο Σπύρος χλόμιασε και άρχισε να τρέμει. Το να έχανε αυτή τη στιγμή που είχαν συμβεί τόσα πολλά, τη Νεφέλη από τη ζωή του, θα ήταν ολέθριο. Δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί πως θα φύγει μακριά, όπως σκεφτόταν πόσο άδικο θα ήταν για μια αριστούχο φοιτήτρια να παρατήσει τα πάντα λίγο πριν αποφοιτήσει. Για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο, το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Έπρεπε να φερθεί σαν σωστός άντρας, όπως του έλεγε ο Σωκράτης για κάποιες άλλες περιπτώσεις. Έτσι το αποφάσισε. Θα σκαρφιζόταν κάτι υποτίθεται σοβαρό, και θα έπαιρνε τα χρήματα από τους γονείς του. Δεν γινόταν αλλιώς. Η κοπέλα στην αρχή ήταν απόλυτα αρνητική. Για την ακρίβεια, του είπε να το ξεχάσει. Περνώντας όμως οι μέρες και μαθαίνοντας όλο και πιο μαύρα μαντάτα από την οικογένειά της, άρχισε να το συζητάει λίγο πιο διαλλακτικά. Τον ενημέρωσε και για κάποια οικόπεδα που θα περνούσαν στην κατοχή της μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, προσπαθώντας να βρει διεξόδους εξόφλησης των χρημάτων -γιατί πάντα η κουβέντα τους γινόταν γύρω από τον όρο “δανεικά”. Με το που έφθασε η μέρα της εκταμίευσης των χρημάτων, ο Σπύρος ένιωσε πιο ανακουφισμένος από ποτέ. Είχε ήδη αποφασιστεί, πως όταν μεταφερόντουσαν τα λεφτά στον λογαριασμό της, εκείνη θα ταξίδευε για μερικές μέρες στη Θεσσαλονίκη, για όλα τα διαδικαστικά. Στο αεροδρόμιο, τον διαβεβαίωσε πως η παραμονή της στη Βόρεια Ελλάδα δεν θα ήταν παραπάνω από τρεις μέρες. Τρεις μέρες, οι οποίες έγιναν εβδομάδα. Και έπειτα εβδομάδες. Η Νεφέλη δεν επέστρεψε ποτέ. Όλα ήταν ένα καλοστημένο ψέμα, που διακαώς έψαχνε να βρει το θύμα του. Και αυτός ήταν ο Σπύρος.


74

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Τις ίδιες μέρες που συνέβαιναν όλα τα ευτράπελα στη ζωή του, άλλη μια αλλαγή ήρθε να ταράξει τα νερά στην καθημερινότητα της σχολής. Ο δόκτωρ Παπαδημητρίου άφησε και πάλι την Ψωροκώσταινα για να επιστρέψει στην Αμερική, δημοσιεύοντας παράλληλα με καμάρι, την εργασία της κόρης του Νεφέλης Κοτζιά-Παπαδημητρίου. Ναι, φυσικά η εργασία ήταν τα ατέλειωτα ξενύχτια του Σωκράτη και του Σπύρου! Ο Ευστράτιος Παπαδημητρίου, πηγαίνοντας πριν έξι χρόνια να εργαστεί στο πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, είχε μαζί την κόρη του Νεφέλη, σαν σπουδάστρια του πανεπιστημίου. Η Νεφέλη, με συνεργούς άλλα πέντε άτομα αλλά και τον ίδιο της τον πατέρα, υπέκλεπταν εργασίες και μελέτες από τους καλύτερους μαθητές, με σκοπό άλλοτε την άριστη δική τους βαθμολογία και άλλοτε την πώληση των εργασιών σε άλλους σπουδαστές. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό, χωρίς το πανεπιστήμιο να καταλάβει την εμπλοκή του Παπαδημητρίου στην απάτη, η Νεφέλη με τους υπόλοιπους εκδιώχθηκαν από τη σχολή. Φοβούμενος ο καθηγητής την αμαύρωση της φήμης του καθώς και την επαγγελματική καταστροφή της κόρης του, διαπραγματεύτηκε με το πανεπιστήμιο, το οποίο τον ανάγκασε να καταβάλλει το ποσό των πενήντα χιλιάδων δολαρίων για την εξαπάτηση και μία πολλά υποσχόμενη μελέτη, η οποία θα έφερε την υπογραφή της θυγατρός του ως δημιουργού και την σφραγίδα του συγκεκριμένου πανεπιστημίου ως σημείο πραγμάτωσής της. Πατέρας και κόρη είχαν καταφέρει το ακατόρθωτο. Αφού όλα γνωστοποιήθηκαν χωρίς τίποτα να μπορέσει να αποδειχτεί, ο Σπύρος κάλεσε τον Σωκράτη για καφέ. Χωρίς καμία ένταση αυτή τη φορά, συζήτησαν τα γεγονότα, το κλίμα όμως ήταν ψυχρό και το γυαλί πέρα ως πέρα ραγισμένο. Ή μάλλον, τελειωτικά σπασμένο. Αποφοίτησαν από τη σχολή με άριστα, αλλά κανείς τους δεν ακολούθησε τη συγκεκριμένη επιστήμη. Ο Σπύρος ασχολήθηκε με τα ξενοδοχειακά των γονιών του και ο Σωκράτης άνοιξε βιβλιοπωλείο με τη βοήθεια της οικογένειάς του. Ο Σπύρος, παρότι ο πιο αδικημένος και χαμένος της υπόθεσης, δεν κράτησε κακία στη Νεφέλη και τον πατέρα της και συνέχισε τη ζωή του. Προσπάθησε κάμποσες φορές να επικοινωνήσει με τον Σωκράτη, αλλά στάθηκε αδύνατο. Επέστρεψε μόνιμα στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε και όλα τα θυμάται σαν ένα κακό όνειρο. Ο Σωκράτης δεν μπόρεσε ποτέ να καταπιεί την αδικία και το ψέμα. Τον κυνηγούσε αυτή η ιστορία σε όλη τη ζωή του, δεν εμπιστεύθηκε ξανά κανέναν, δεν αγάπησε, δεν απόλαυσε. Μόνο μίσησε. Μισούσε τη Νεφέλη και


Δίνη

75

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τον πατέρα της για το βρώμικο παιχνίδι που έπαιξαν στην πλάτη τη δική του και κυρίως του φίλου του. Μισούσε τον Σπύρο που με την επιπολαιότητά του, αφέθηκε έρμαιο στα δίχτυα αυτής της κοπέλας. Μισούσε τη συγκυρία που έφερε τον Σπύρο στην Αθήνα. Και όλα αυτά, για πολλά χρόνια τα μετέτρεπε σε θεωρίες και αμπελοφιλοσοφούσε στα χαρτιά. Ο ήλιος είχε δύσει και το σκοτάδι πύκνωνε. Τα πόδια του στο νερό άρχισαν να κρυώνουν και το κάθισμα στον βράχο τον πονούσε στους γλουτούς. Έριξε μια τελευταία μάτια σε ό,τι τόσην ώρα αποτύπωνε στα χαρτιά του και χαμογέλασε. Τα έσκισε και τα πέταξε στη θάλασσα. Δεν ήξερε πια αν μισούσε ή αν φοβόταν να αγαπήσει ή αν αγαπούσε και γι’ αυτό αισθανόταν μίσος. Το μόνο που είχε καταλάβει, ήταν πως επιτέλους είχε έρθει η ώρα να ζήσει.


76

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________


Δίνη

77

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


78

Στέλλα Ασημακοπούλου

_____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Τι συμβαίνει όταν η καθημερινότητα παίρνει διαστάσεις άπιαστου ονείρου ή τρελού εφιάλτη; Όταν ανακαλύπτουμε τις άγνωστες πτυχές της ζωής; Αυτές που μέχρι χτες αγνοούσαμε την ύπαρξή τους. Ή όταν το συνειδητό γίνεται υποσυνείδητο απλά και μόνο για να αποφύγουμε τον λαβύρινθο στον οποίο θα μας συμπαρασύρουν; Απλοί ήρωες του σήμερα, βιώνουν τις δικές τους ιστορίες μέσα από μυστήριο, ανατροπές, πόνο, απογοήτευση, αγάπη και μίσος. Και μια Ελλάδα γεμάτη από θεωρίες συνομωσίας, που έχουν ένα μοναδικό κεντρικό άξονα: Τη δίνη του μυαλού και της ψυχής.

ISBN: 978-618-5040-41-3


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.