ΕΚΠΤΩΤΟΙ

Page 1

Έκπτωτοι

[1]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[2]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Βάλια Καραμάνου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου έζησε και εργάστηκε ως φιλόλογος. Πλέον η ζωή της μοιράζεται ανάμεσα στην πρωτεύουσα και την Αργολίδα. Παράλληλα αρθρογραφεί σε περιοδικά και ειδησεογραφικά ιστολόγια, ενώ έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Εργογραφία:  «Φωτογραφείον το Μάνεσι» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2009)  «Το Πηγάδι» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2011), συλλογή διηγημάτων, που μεταφράστηκε και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δασμός» του εκδοτικού οίκου Ιω. Μαυροειδάκου (Παρίσι, 2012)  «Αστεροειδής Γλυκάνισος» (εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2012) νουβέλα  «Για σένα» (εκδόσεις Αστάρτη, 2014) νουβέλα  «Λίβηθρα» (εκδόσεις Σαΐτα, 2015) μυθιστόρημα Συμμετοχές σε συλλογικά έργα:  «Summer Stories» (εκδόσεις Fortezza, 2013) με το διήγημα «Αποχαιρετισμός»  «Θρύλοι του Σύμπαντος ΙΙΙ» (εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, 2014) με το διήγημα «Μονή Αβγού»  «120 λέξεις» Flash Fiction, συμμετοχή με τα διηγήματα: «Μαύρα», «ο Πεταλωτής», «Ελεύθερο σχέδιο», «το Μαρμάρωμα», «Serge»  «Με κομμένη την ανάσα» (2015) συλλογή διηγημάτων από τις «120 λέξεις» συμμετοχή με το διήγημα «Στο πατρικό»


Έκπτωτοι

[3]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΒΑΛΙΑ ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ

Έκπτωτοι Μυθιστόρημα


[4]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Βάλια Καραμάνου, Έκπτωτοι ISBN: 978-618-5147-87-7 Νοέμβριος 2016

Πίνακας εξωφύλλου:

Αθανασία-Μαρία Ζιώγκου samyval02@gmail.com

Σχεδιασμός εξωφύλλου, Σελιδοποίηση:

Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu

Η συγγραφέας φέρει την ευθύνη για την επιμέλεια του κειμένου.

Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: info@saitapublications.gr website: www.saitapublications.gr

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/


Έκπτωτοι

[5]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


[6]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Έκπτωτοι

[7]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στους αντισυμβατικούς


[8]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Έκπτωτοι

[9]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Η ΚΟΛΑΣΗ.........................................................................................................................11 ΔΡΑΠΕΤΕΣ .........................................................................................................................17 Ο ‘ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ’................................................................................................................23 Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ......................................................................................................32 ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΣΕΛΗΝΗ............................................................................................38 Η ΕΙΣΒΟΛΗ ........................................................................................................................43 ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΧΕΡΙ ..................................................................................................................49 ΜΑΨΟΣ..............................................................................................................................56 ΔΑΦΝΗ ..............................................................................................................................63 ΕΚΠΤΩΤΟΙ .........................................................................................................................70 ΑΝΝΑ .................................................................................................................................77 ΑΝΑΚΩΧΗ .........................................................................................................................83 ΟΤΑΝ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΙΛΑΕΙ .................................................................................................88 ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΚΟΥΤΙ....................................................................................................93 ΠΡΙΝ ΞΗΜΕΡΩΣΕΙ.............................................................................................................97 Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ................................................................................ 102 ΝΥΧΤΑ............................................................................................................................. 107 ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ................................................................................................ 109 ΕΠΙΛΟΓΟΣ........................................................................................................................ 116


[10]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Έκπτωτοι

[11]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

1 Η κόλαση Η Εύα κηδεύτηκε στις 19 Ιουνίου του 2014 το καταμεσήμερο στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών. Συγγενείς και φίλοι ήταν όλοι παρόντες για τον ύστατο αποχαιρετισμό. Το κλίμα βαρύ, πένθιμο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι η εξόδιος ακολουθία για ένα κορίτσι μόλις τριάντα ετών που σκοτώθηκε έτσι άδικα σε τροχαίο ατύχημα! Οι γονείς συντετριμμένοι, οι φίλοι άφωνοι με μάτια πρησμένα από το κλάμα και η εκκλησία ολόγυρα πνιγμένη στα στεφάνια και στις ανθοδέσμες… Ανάμεσά τους και η Χριστίνα, η κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερή της ζωγράφος και γραφίστρια, που έτυχε να βρίσκεται στην παρέα της Εύας το μοιραίο βράδυ του δυστυχήματος. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ήταν και συνεπιβάτης της στο μικρό smart που τη νύχτα της 17ης Ιουνίου διέσχιζε την παραλιακή οδό και συγκρούστηκε σχεδόν μετωπικά με το διερχόμενο από το αντίθετο ρεύμα όχημα. Η τροχαία αποφάνθηκε πως η ευθύνη βάραινε τον άλλο οδηγό που βγήκε εκτός πορείας. Ωστόσο και η οδηγός του smart θα μπορούσε να είχε ελιχθεί έγκαιρα προκειμένου ν’ αποφύγει τη μοιραία σύγκρουση. Δεν το έκανε όμως. Άγνωστο γιατί, αλλά φαίνεται πως δεν πρόλαβε. Το αποτέλεσμα λοιπόν αυτού του γεγονότος οδήγησε τη Χριστίνα στο ΚΑΤ και την Εύα στο πρώτο υπόγειο του νοσοκομείου, όπου γίνονται οι αναγνωρίσεις των σορών. Όλη αυτή η κατάσταση σοκ που δημιουργήθηκε ως επακόλουθο του τραγικού συμβάντος δεν στάθηκε ωστόσο ικανή να εμποδίσει τη Χριστίνα να παρευρεθεί στην κηδεία της φίλης της. Για την ακρίβεια, δεν υπήρξαν ποτέ στενές φίλες, απλά τις ένωσαν κάποια απρόσμενα γεγονότα. Προφυλαγμένη πίσω από τα μαύρα γυαλιά της απέφευγε τα αδιάκριτα και ενίοτε εχθρικά βλέμματα των παρευρισκομένων στην εκκλησία του νεκροταφείου που έμοιαζαν να την κατηγορούν, επειδή εκείνη παρέμεινε ζωντανή με μερικά ράμματα στα χέρια και στο μέτωπο από το σπασμένο παρμπρίζ, ενώ η Εύα βρισκόταν ξαπλωμένη στο φέρετρό της. Βέβαια, η Χριστίνα ενστικτωδώς είχε φορέσει τη ζώνη της προτού ξεκινήσει το αυτοκίνητο τη μοιραία πορεία του, ενώ εκείνη… Είχαν πιει κιόλας αρκετά εκείνο το βράδυ…. Σε όλη τη διάρκεια της ακολουθίας, η νεαρή γυναίκα βρισκόταν σε μια σκοτεινή γωνιά στο πίσω μέρος της εκκλησίας, ενώ δίπλα στο λευκό φέρετρο στέκονταν οι γονείς απαρηγόρητοι για τον χαμό της μοναχοκόρης τους, ο Πέτρος- ο σύντροφος της Εύας- και όλοι οι υπόλοιποι δικοί της άνθρωποι. Τότε μόνο


[12]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

συνειδητοποίησε η Χριστίνα πόσο δημοφιλής υπήρξε η μελαχρινή κοπέλα με τα καταπράσινα γατίσια μάτια όλο σπίθα! Είχαν βρεθεί βέβαια αρκετές φορές στην ίδια παρέα καλλιτεχνών, καθώς ο φίλος της Εύας- ο Πέτρος- ήταν συνάδερφός της στην ίδια εταιρία, γραφίστας κι αυτός. Έκαναν λοιπόν αραιά και που παρέα κι έτυχε σε αρκετές εξόδους ο άντρας να συνοδεύεται από την εντυπωσιακή κοπέλα του, την Εύα. Καλλιτέχνις και αυτή, αλλά στη μουσική και στο τραγούδι. Και να που η μοίρα έδεσε τις δυο γυναίκες τόσο στενά από τη στιγμή που πέρασαν εκείνο το μοιραίο βράδυ μαζί σε μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα, λόγω των γεγονότων που είχαν προηγηθεί. Ήπιαν και οι δύο αρκετά και πότε τσακώνονταν πότε γελούσαν από το αλκοόλ που τους πύρωνε τα πρόσωπα. Τι παράξενη νύχτα! αναλογιζόταν με φρίκη η Χριστίνα κι ένιωθε ευγνωμοσύνη για όποιον επέμεινε να παραμείνει το φέρετρο κλειστό κατά τη διάρκεια της κηδείας… Μόλις όμως τα "κοράκια" το σήκωσαν στους ώμους τους και άρχισαν να το μεταφέρουν προς το μνήμα, το κλίμα βάρυνε επικίνδυνα και οι θρήνοι πύκνωσαν. Η Χριστίνα έκανε να ακολουθήσει κι αυτή τη θλιβερή πομπή, αλλά ένιωσε ένα χέρι να της σφίγγει το μπράτσο και τη φωνή του Πέτρου να της ψιθυρίζει στο αυτί: - Στη θέση σου δεν θα το έκανα! Κάτι πήγε ν’ απαντήσει η κοπέλα, αλλά ο άντρας την πρόλαβε: - Όλοι είναι σε υπερένταση τώρα, τι θες; Να’ χουμε κι άλλα; τη ρώτησε με έντονο ύφος. Πήγαινε τώρα σπίτι σου, συνέχισε επιτακτικά ο Πέτρος και μεις θα τα πούμε αργότερα. - Δεν θα πούμε ξανά ποτέ τίποτα! του απάντησε άγρια με χαμηλωμένη φωνή η Χριστίνα κι έκανε μια κίνηση ν’ απελευθερώσει το χέρι της από τη λαβή του. Ασυναίσθητα το έτριψε απαλά πάνω από τον επίδεσμο που κάλυπτε τα κοψίματα από τα σπασμένα γυαλιά του αυτοκινήτου. - Συγνώμη, σε πόνεσα; έκανε ο Πέτρος με τρυφερότητα αυτή τη φορά. - Παράτα με, ξανάπε άγρια η Χριστίνα και κοίταξε ολόγυρά της με συνωμοτικό ύφος, καθώς ένιωθε πολλά ζευγάρια μάτια ‘καρφωμένα’ πάνω τους. - Έχεις δίκιο, παραδέχτηκε ο Πέτρος παρατηρώντας κι αυτός αυτά τα εχθρικά βλέμματα τριγύρω. Πήγαινε, Χριστίνα, να ξεκουραστείς και θα σου τηλεφωνήσω μετά… συμπλήρωσε με απαλή φωνή. Η γυναίκα δεν του απάντησε, μόνο έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Ο Πέτρος στύλωσε για λίγο ακόμα τη ματιά του πάνω της, καθώς περπατούσε ψηλή, λυγερή κι επιβλητική μέσα στα μαύρα ρούχα με τα μακριά ξανθά μαλλιά της πιασμένα σε κοτσίδα, που έπεφτε ως τα μισά της πλάτης της. Έπειτα, ακολούθησε κι αυτός τη θλιβερή πομπή ως το μαρμάρινο μνήμα. Έφτασε στο σπίτι της κι έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι όπως ήταν με τα ρούχα της. Ένιωθε το κεφάλι της βαρύ και τα πόδια της κομμένα. Όλα της φαίνονταν σαν όνειρο, σαν εφιάλτης καλλίτερα. Μόνο η εικόνα της Εύας παρέμενε


Έκπτωτοι

[13]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ολοκάθαρη στο μυαλό της να κρατά το ποτό της στο μπαρ με μάτια αιλουροειδούς όλο φωτιά από το αλκοόλ και το θυμό, ενώ τα κατάμαυρα μαλλιά της πλαισίωναν σαν πλοκάμια το ξαναμμένο πρόσωπο… Μετά όλο αυτό έγινε σμπαράλια…. - Πες μου λοιπόν, Χριστίνα, θυμόταν τη φωνή της αργόσυρτη από τη μέθη, γιατί μια γυναίκα αποφασίζει να πηδηχτεί με έναν δεσμευμένο άντρα; - Δεν ξέρω… της απάντησε εκείνη αμήχανα κοιτάζοντας αλλού. - Αν δεν ξέρεις εσύ, τότε ποιος ξέρει; την "κάρφωσε" η οργισμένη πρασινομάτα στενεύοντας της τα περιθώρια να αποφύγει την απάντηση. Η Χριστίνα καταλάβαινε το θυμό της, την εκρηκτική φύση της, αλλά και την προσωπική της ευθύνη σε όλη αυτή την κατάσταση. Ωστόσο, δεν θα της επέτρεπε να γίνει η ίδια ο «αποδιοπομπαίος τράγος» για όλα τα προβλήματα της σχέσης της με τον Πέτρο. - Κοίτα να δεις, άρχισε να της λέει αποφασιστικά και κοφτά, δεν ξέρω γιατί συνδέονται οι άνθρωποι σεξουαλικά, γιατί πηδιούνται, όπως λες. Ίσως φταίει η παρόρμηση της στιγμής, το ένστικτο, όλα αυτά. Το βέβαιο είναι πως κανείς δεν αποπλάνησε κάποιον ανήλικο και στην τελική αυτά συμβαίνουν στις μακροχρόνιες σχέσεις, μας αρέσει δεν μας αρέσει! Κοίτα γύρω σου!- συνέχισε ακάθεκτη- Όλοι συνοδεύονται κι όλοι μας κοιτούν κρυφά, έτοιμοι να μας πηδήξουν! συμπλήρωσε ακόμα πιο ζωηρά ρίχνοντας μία σουβλερή ματιά στην παράξενη συντροφιά της. Η Εύα τα’ χασε για μια στιγμή από εκείνο το σκοτεινό βλέμμα. Έπειτα γέλασε πικρά και τράβηξε άλλη μια μεγάλη γουλιά από το ποτό της. - Σκατά!…. μονολόγησε ανάβοντας τσιγάρο, οι σχέσεις είναι σκατά…. επανέλαβε ρουφώντας με τα κατακόκκινα χείλη της τη νικοτίνη άπληστα μέσα της. Από τη μέρα του δυστυχήματος κι έπειτα η ζωή της Χριστίνας είχε αλλάξει άρδην. Τα πάντα την έκαναν ν’ ασφυκτιά: οι διαρκείς φροντίδες των γονιών της, που είδε κι έπαθε να τους πείσει να μη μετακομίσουν στο μικρό διαμέρισμά της, μια και ανησυχούσαν υπέρμετρα για τη μοναχοκόρη τους, τα τηλεφωνήματα των λιγοστών φίλων και ειδικά του Πέτρου. Το χειρότερο όμως όλων ήταν οι ανακρίσεις από την τροχαία προκειμένου να εκδώσει το πόρισμά της για το δυστύχημα. Αμέτρητες φορές αναγκάστηκε να ξαναζήσει την κάθε στιγμή της φοβερής σύγκρουσης, να αιτιολογήσει την αυξημένη ποσότητα αλκοόλ στο αίμα της, να δείξει την ειλικρινή μεταμέλειά της διαψεύδοντας την καχυποψία των υπευθύνων της έρευνας. Βέβαια, ο οδηγός του άλλου οχήματος αναντίρρητα ήταν αυτός που επιφορτίστηκε με το μεγαλύτερο βάρος ευθύνης κι έτσι η ίδια υπέμεινε ένα χρηματικό πρόστιμο που κατάφερε να διασφαλίσει ο οικογενειακός τους δικηγόρος, διαβεβαιώνοντάς την πως ήταν η ελάχιστη των ποινών. Δεν είχε κι άδικο. Η ελάχιστη των ποινών για την εμπλοκή της σ’ αυτό τον φριχτό θάνατο μιας νέας κοπέλας όλο ζωή.


[14]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άλλωστε, η μεγαλύτερη τιμωρία ήταν η αβάσταχτη καθημερινότητά της, που γινόταν εφικτή μέσω αγχολυτικών χαπιών πλέον. Ευτυχώς πήρε μια μικρή άδεια από τη δουλειά και σκόπευε να πάρει μία ακόμα μεγαλύτερη για τον ερχόμενο Αύγουστο, αν άντεχε ως τότε να πηγαίνει ακόμα στο γραφείο. Όλο το απόγευμα μετά την κηδεία το πέρασε στο δυάρι της στα Εξάρχεια με το τηλέφωνο να χτυπά ασταμάτητα κι εκείνη να το αγνοεί. Έτσι κύλησαν και οι επόμενες τρεις μέρες με παυσίπονα για τα τραύματά της και ηρεμιστικά για να ξορκίζει τη μορφή της Εύας από τα όνειρά της τη νύχτα. Την τέταρτη μέρα επέστρεψε στο γραφείο αφήνοντάς τους όλους άφωνους. Η Χριστίνα ωστόσο φερόταν με μία παγερή τυπικότητα που δεν επέτρεψε σε κανέναν να την πλησιάσει. Μόνο από μακριά προσπαθούσαν οι συνάδερφοί της να ανιχνεύσουν κάποια αλλαγή πάνω της, πέρα από τους επιδέσμους στα δυο της χέρια κι ένα τσιρότο στο μέτωπό της κρυμμένο κάτω από μία ξανθιά τούφα. Ίσως ήταν λίγο περισσότερο χλωμή απ’ ό, τι συνήθως και τα καστανά μάτια της έμοιαζαν πιο σκοτεινά. Χριστίνα, πρέπει να μιλήσουμε! δήλωσε ανυπόμονα ο Πέτρος στις αρχές Ιουλίου μπαίνοντας φουριόζος στο ατελιέ της στον τελευταίο όροφο της εταιρίας. Εκείνη ανασήκωσε με απάθεια τα σκούρα μάτια της από τον καμβά της και τον κοίταξε. - Περίμενα τόσες μέρες για να νιώσεις καλλίτερα, συνέχισε ο άντρας με σταθερή φωνή, αλλά τώρα δεν παίρνει άλλη αναβολή η κουβέντα μας. Πρέπει να τα πούμε! Η κοπέλα παρέμενε όμως απαθής, οπότε ο Πέτρος συνέχισε στον ίδιο τόνο: - Κατ' αρχάς, δεν φταις εσύ σε τίποτα,να το ξέρεις αυτό! Και βλέποντας τη δυσφορία στα μάτια της, δήλωσε ξανά: - Ήταν ατύχημα! Έφταιγε κυρίως ο άλλος οδηγός! - Κυρίως! σάρκασε η Χριστίνα και αναστέναξε. Τι θες από μένα, Πέτρο; ρώτησε κουρασμένα τον άντρα. - Να σου πω δυο λόγια που έχω μέσα μου, απάντησε εκείνος με πιο ζεστή φωνή και πλησίασε μια καρέκλα κοντά στη Χριστίνα για να καθίσει. Εκείνη τραβήχτηκε πιο πέρα. Αυτός το πρόσεξε, αλλά συνέχισε ακάθεκτος: - Ήταν τραγικό ό,τι έγινε, το ξέρω… και γω πονάω…. όμως…. ,έκανε και ανασήκωσε το βλέμμα του πάνω στη γυναίκα, θέλω να ξέρεις πως ό,τι έγινε μεταξύ μας για μένα δεν ήταν κάτι φευγαλέο! - Μη συνεχίζεις! τον διέκοψε άγρια η Χριστίνα και πετάχτηκε όρθια. Σε παρακαλώ πολύ, φύγε! Δεν αντέχω άλλο να συζητάω τέτοια μαζί σου…. -


Έκπτωτοι

[15]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Χριστίνα, εγώ σε παρακαλώ! έκανε εκείνος μια προσπάθεια να την αγγίξει, αλλά η ικετευτική ματιά του προσέκρουσε στη σκοτεινή δική της και πάγωσε στη θέση του. - Όπως θες, πρόσθεσε σοβαρός, θα μιλήσουμε αργότερα, θα περιμένω… Προφανώς, δεν είσαι έτοιμη ακόμα… Και καθώς δεν επρόκειτο να πάρει απάντηση, μια και η γυναίκα του είχε στρέψει την πλάτη της και κοιτούσε αφηρημένα προς το ανοιχτό παράθυρο τον πρωινό ορίζοντα της πόλης, έκανε μεταβολή και βγήκε από το γραφείο της αμίλητος. -

Ωστόσο η επίσκεψη του Πέτρου την είχε ταράξει αρκετά. Δεν άντεχε άλλο ν’ αντιμετωπίζει αυτήν την ιστορία, ένιωθε να πνίγεται. Έπρεπε να ξεφύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα! Η άδειά της θα ξεκινούσε σε μερικές εβδομάδες και θα διαρκούσε όλο το καλοκαίρι, αλλά το θέμα ήταν να φύγει για έναν άγνωστο στους υπόλοιπους προορισμό, ώστε να ηρεμήσει και να βρει τον εαυτό της ξανά. Το εξοχικό των γονιών της στον Άγιο Κωνσταντίνο ήταν γνωστό σε όλους τους συγγενείς και φίλους, μόνο μέρος για απόδραση από την καθημερινότητα δεν ήταν. Άλλωστε θα πήγαιναν τον Αύγουστο και οι γονείς της εκεί για διακοπές. Έπρεπε να πάει αλλού, κάπου πιο μακριά ίσως… Με αυτές τις σκέψεις πέρασε η Χριστίνα τον υπόλοιπο Ιούλιο, ενώ για ν’ αποφύγει τις προσεγγίσεις του Πέτρου, του ζήτησε χρόνο ως το τέλος του μήνα για να μιλήσουν, μόλις άρχιζε η άδειά της και κάπου έξω από το γραφείο. Αυτό το τελευταίο φάνηκε λογικό στον άντρα που άρχισε ξανά να ελπίζει. Για τον λόγο αυτό, έκανε λίγο πίσω στις επιθετικές κινήσεις του και περίμενε να έρθει ο Αύγουστος. Δεν γνώριζε όμως, πως στο μεταξύ η Χριστίνα είχε θυμηθεί ένα μέρος, στο οποίο είχε σπίτι ο μέντοράς της στη σχολή και αγαπημένος της δάσκαλος. Είχαν διατηρήσει κάποιες επαφές έκτοτε με τον Διονύση, με τον οποίο – παρότι ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερός της- έκανε πολύ καλή παρέα. Όταν του ζήτησε λοιπόν τα κλειδιά αυτού του σπιτιού, καθώς ο δάσκαλός της θα έλειπε όλο το καλοκαίρι στην Ιρλανδία, εκείνος δέχτηκε να της τα δώσει με μεγάλη χαρά. Το σπίτι αυτό φάνταζε ιδανικός προορισμός για τη Χριστίνα: απομονωμένο και θαμμένο μέσα στα πλατάνια έξω από ένα χωριό της Κορινθίας, τη Μαψό, έμοιαζε σαν μια άλλη Εδέμ μακριά από την κόλαση της καθημερινότητάς της. Μάλιστα, ο Διονύσης της είχε πει πριν φύγει για το ταξίδι του, πως πολύ κοντά της είχε φτιαχτεί ένας οικισμός από "αναχωρητές" της πόλης που αναζητούσαν τη γαλήνη και μάλλον την είχαν βρει, καθώς είχαν ονομάσει τη μικρή τους αποικία "Παράδεισο"! Αυτοί οι σύγχρονοι "άποικοι" γνώριζαν κι εκτιμούσαν τον Διονύση, οπότε θα μπορούσαν να γίνουν ενδιαφέρουσα παρέα και για τη Χριστίνα αν βαριόταν τη μοναξιά της στο εξοχικό του στο ρέμα κάτω από τα πλατάνια.


[16]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Για πρώτη φορά μετά το δυστύχημα, η Χριστίνα ένιωσε μια αίσθηση ανακούφισης. Ενημέρωσε μόνο τους γονείς της με σαφείς εντολές να μην αποκαλύψουν τον προορισμό της σε κανέναν και την πρώτη Αυγούστου ακριβώςπρωί πρωί- επιβιβάστηκε στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για την Κόρινθο. Από εκεί θα έπαιρνε ταξί για τη Μαψό και σε λίγα λεπτά θα έφτανε στον προορισμό της. Η ίδια δεν είχε οδηγήσει ξανά μετά το τρακάρισμα, ούτε σκόπευε να το κάνει. Ενεργοποίησε λοιπόν την απόρριψη κλήσεων προς το όνομα του Πέτρου ή την κλήση με απόκρυψη και αρκετά ικανοποιημένη πια ξεκίνησε το ταξίδι της. Την απόδρασή της από την κόλαση!....


Έκπτωτοι

[17]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

2 Δραπέτες Έφτασε στο εξοχικό του Διονύση κατά τις δώδεκα, ενώ ο αυγουστιάτικος ήλιος μεσουρανούσε. Βρισκόταν ήδη στην Κόρινθο αρκετή ώρα πριν, αλλά καθυστέρησε για ν’ αγοράσει λίγα τρόφιμα και να βρει ταξί για να τη μεταφέρει ως τη Μαψό. Από το χωριό δε ως το εξοχικό σπίτι χρειάστηκαν οι καθοδηγήσεις των ντόπιων για να ακολουθήσουν τον σωστό δρόμο. Το οίκημα βρισκόταν χτισμένο στην κυριολεξία δίπλα από ένα ρέμα, πνιγμένο από τα πλατάνια, με αποτέλεσμα να μη διακρίνεται ούτε καν από τη δημοσιά. Ο οδηγός του ταξί την άφησε λοιπόν επί του δρόμου και η Χριστίνα συνέχισε πεζή στο μικρό χωμάτινο μονοπάτι ως το σπίτι. Το τοπίο βέβαια ήταν παραδεισένιο: παντού κυριαρχούσε το πράσινο σε όλες τις αποχρώσεις του, ενώ η μυρωδιά του πλατάνου και η δροσιά των φυλλωμάτων αναζωογόνησε την κουρασμένη γυναίκα. «Τώρα στην πόλη θα καίγονται…» αναλογιζόταν διαρκώς μακαρίζοντας τον εαυτό της για την απόφασή της να περάσει το υπόλοιπο καλοκαίρι σ’ εκείνο το μέρος. Το σπίτι του Διονύση ήταν μια δεύτερη ευχάριστη έκπληξη για τη Χριστίνα: ένα μικρό ξύλινο οίκημα με κόκκινη τριγωνική σκεπή χωμένο στις πλατανιές σαν τα σαλέ της Ελβετίας, μόνο πολύ μικρότερων διαστάσεων, που έμοιαζε με κουκλόσπιτο. Το εσωτερικό του ήταν εξίσου χαριτωμένο και μαρτυρούσε το λεπτό γούστο του ιδιοκτήτη του: υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο στη μέση με τζάκι που χωριζόταν με ένα ξύλινο πάσο από την κουζίνα και μαζί αποτελούσαν το ισόγειο. Μια μικρή ξύλινη σκάλα το ένωνε με το πάνω μέρος του σπιτιού που κατέληγε σε μια μικρή σοφίτα κάτω από την τριγωνική σκεπή, κατάλληλη για κρεβατοκάμαρα με ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι στο κέντρο κάτω από τον φεγγίτη. Όταν μάλιστα η Χριστίνα άνοιξε τα τεράστια δύο παράθυρα του ισογείου ένας ολόλαμπρος ήλιος εισέβαλε στο χώρο φωτίζοντας τα κάδρα ολόγυρα με τις δημιουργίες του μέντορά της. Η κοπέλα χαμογέλασε για πρώτη φορά εδώ και καιρό αφήνοντας τη ματιά της ν’ ακουμπήσει στις ιδιαίτερες απεικονίσεις με μολύβι. Όπου και να πήγαινε θ’ αναγνώριζε τα σκίτσα του Διονύση, ήταν τόσο ιδιαίτερα! Μορφές με μολύβι ή και κάρβουνο, άντρες, γυναίκες, μυθικά πλάσματα… Όλα τόσο διαφορετικά και ωστόσο έφεραν τη σφραγίδα του δημιουργού τους. Ένας άνθρωπος με τόσο ταλέντο και ιδιαίτερη προσωπικότητα ήταν ο πενηντάχρονος ζωγράφος με τα γκριζαρισμένα γένια και μαλλιά και δεν θα


[18]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μπορούσε να μην ασκήσει ιδιαίτερη επιρροή στη νεαρή μαθήτριά του τόσο στη σχολή Καλών Τεχνών, όσο και στη μετέπειτα καλλιτεχνική πορεία της. Είχε διακρίνει κάτι ιδιαίτερο στη γραφή της, όπως ο ίδιος έλεγε. Πάντα τη στήριζε σε κάθε της προσπάθεια, ήταν πρόθυμος ακροατής στα προβλήματα και στις φιλοδοξίες της, αν και δεν του είχε ποτέ ανοιχτεί ιδιαίτερα. Μήπως άλλωστε είχε ανοιχτεί ποτέ σε κανέναν; Το παρελθόν της ήταν γεμάτο σύντομες σχέσεις και περιστασιακές ερωτικές συνευρέσεις. Άλλο ένα κοινό σημείο με τον Διονύση, διαπίστωνε σιωπηλά η Χριστίνα με το βλέμμα βυθισμένο στο σκίτσο μιας γυμνής γυναίκας ξαπλωμένης νωχελικά σ’ έναν καναπέ. Άραγε είχε αποκοιμηθεί αποκαμωμένη από έρωτα η άγνωστη γυναικεία φιγούρα; Ήταν αληθινό μοντέλο ή κάποια στενή φίλη του Διονύση; Κανένα σημείο του σπιτιού δεν μαρτυρούσε ωστόσο μόνιμη γυναικεία παρουσία και ούτε θα τολμούσε ποτέ να τον ρωτήσει για τα προσωπικά του, όπως δεν τη ρώτησε ποτέ κι αυτός. Η ματιά του συχνά της προκαλούσε μια ανεξήγητη αμηχανία, ένα απροσδιόριστο δέος, όπως την πρώτη φορά που την πλησίασε στη σχολή. Ή ακόμα κι εκείνες τις ελάχιστες φορές που ήπιαν ένα κρασί στο μικρό της διαμέρισμα στα Εξάρχεια ανάμεσα στα καβαλέτα και στα πινέλα της συζητώντας για ζωγραφική…. Άνοιξε το ψυγείο για να αποθηκεύσει τα τρόφιμά της κι εξερεύνησε την κουζίνα. Ευτυχώς βρήκε αρκετές προμήθειες, μια και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού περνούσε συχνά τα σαββατοκύριακά του εκεί. Το γεγονός ανακούφισε τη Χριστίνα, που δεν είχε έρθει με δικό της όχημα και ήταν δύσκολος ο ανεφοδιασμός από το κοντινότερο χωριό. Σκόπευε όμως την επόμενη μέρα να περπατήσει ως την αποικία προκειμένου ν’ αγοράσει κηπευτικά προϊόντα, που είχε μάθει από τον φίλο της πως καλλιεργούσαν οι κάτοικοί της. Κυρίως βέβαια ήταν περίεργη να τους γνωρίσει από κοντά. Ένιωθε κάποιο θαυμασμό μέσα της γι’ αυτούς τους ανθρώπους, που άφησαν τα πάντα πίσω τους για να ζήσουν σαν Ροβινσώνες! Τι σόι χαρακτήρες να ήταν άραγε; Αυτό άξιζε να το διαπιστώσει. «Ταχτοποιήθηκες, Χριστινάκι;» έφτασε ένα μήνυμα στο κινητό τηλέφωνό της με αποστολέα τον Διονύση. Η κοπέλα απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Ωστόσο αμέσως μετά τσέκαρε τις κλήσεις της και βρήκε δέκα αναπάντητες από τον Πέτρο και δύο μηνύματα στα οποία τη ρωτούσε που βρισκόταν. Η Χριστίνα σοβάρεψε μεμιάς. Με βαριά καρδιά του απάντησε, γιατί δεν ήθελε ούτε αυτό να κάνει πλέον, πως έφυγε για διακοπές και δεν θέλει να την ξαναενοχλήσει. Αυτή θα ήταν η τελευταία της αντίδραση απέναντί του. Μετά θα ξέκοβε οριστικά. Ο Πέτρος ήταν ένα λάθος στη ζωή της που το πλήρωνε ακόμα πολύ ακριβά. Ανήκε σε αυτό το κομμάτι του ζοφερού κόσμου της, που επιθυμούσε διακαώς να ξορκίσει. Γι’ αυτό και δραπέτευσε σε αυτή την επίγεια Εδέμ, μακριά από την κόλαση…. Εξουθενωμένη από το ταξίδι σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα μπροστά από το σβηστό τζάκι. Δίπλα της από το μεγάλο ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η δροσιά του


Έκπτωτοι

[19]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ρέματος και τα φλύαρα τιτιβίσματα των πουλιών. Έκλεισε τα βλέφαρά της και τα ένιωσε να καίνε. Τέσσερα χρόνια τον γνώριζε τον Πέτρο, τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερό της γραφίστα, που τον φλέρταραν αρκετές γυναίκες. Ήταν εμφανίσιμος, ψηλός, μελαχρινός κι εξωστρεφής. Συχνά ένιωθε τη ματιά του να βαραίνει πάνω της, αλλά δεν έδινε σημασία. Άλλωστε ο Πέτρος είχε δεσμό τα τελευταία τέσσερα χρόνια με τη νεαρή Εύα, μία εντυπωσιακή τραγουδίστρια, που συχνά την έφερνε σε εκδηλώσεις του γραφείου ή στις περιστασιακές επαγγελματικές εξόδους με το προσωπικό για κανένα ποτό. Εκείνη τη βραδιά του Ιουνίου όμως – τρεις μέρες πριν το δυστύχημα- η Χριστίνα ανταποκρίθηκε στην ερωτική προσέγγισή του. Ήταν ένα βράδυ που δούλευε ως αργά στο ατελιέ της και νόμιζε πως ήταν μόνη. Έκανε όμως λάθος, γιατί κατά τις έντεκα το βράδυ την αιφνιδίασε με μία απρόσμενη επίσκεψη ο Πέτρος. Ήπιαν ένα ποτό μαζί, ένα δεύτερο και πάνω στη συζήτηση εκείνος την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε στο στόμα. Η Χριστίνα αιφνιδιασμένη έκανε να τον απωθήσει, αλλά έπιασε τον εαυτό της ν’ απολαμβάνει εκείνο το λαίμαργο φιλί. Σύντομα βρέθηκαν και τα ρούχα της στο πάτωμα, ενώ εκείνη είχε γείρει καθισμένη πάνω στο γραφείο της με τα πόδια ανοιχτά και ο Πέτρος έμπαινε ορμητικός μέσα της βογκώντας. Πάνω στο πάθος τους δεν κατάλαβαν όμως πως κάποια στιγμή η πόρτα του γραφείου άνοιξε και η Εύα στεκόταν πετρωμένη στο άνοιγμά της. Είχε έρθει προφανώς για να κάνει έκπληξη στο φίλο της, αλλά εκείνη την περίμενε μια ακόμα μεγαλύτερη. Μόνο όταν ο Πέτρος σε κάποια στιγμή σταμάτησε να κινείται και ύψωσε το βλέμμα του προς την πόρτα γύρισε και η Χριστίνα προς εκείνη την κατεύθυνση. Αυτό που θυμόταν πολύ καλά από εκείνη τη βραδιά πλέον ήταν τα διάπλατα ανοιγμένα πράσινα μάτια της Εύας και το ορθάνοιχτο στόμα. Έμεινε έτσι για λίγα δευτερόλεπτα και μετά έκανε μεταβολή κι έφυγε τρέχοντας. Ο Πέτρος την ακολούθησε μισόγυμνος προσπαθώντας να σηκώσει το παντελόνι του, ενώ η Χριστίνα ανασηκώθηκε ταραγμένη μαζεύοντας τα ρούχα της από το πάτωμα. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μία κόλαση για όλους. Ο Πέτρος της τηλεφώνησε μία φορά για να την πληροφορήσει πως η Εύα ήταν έξαλλη και απειλούσε να τα διαδώσει όλα στο γραφείο- όχι ό, τι καλλίτερο για την επαγγελματική τους πορεία. Γι’ αυτό παρακάλεσε τη Χριστίνα να περάσει από ένα μπαρ της παραλιακής, όπου θα βρισκόταν το βράδυ της 17ης Ιουνίου, για να της εξηγήσει πως ό,τι έγινε μεταξύ τους ήταν «μια βλακεία της στιγμής». Τότε μόνο η Χριστίνα συνειδητοποίησε πως όντως έτσι ήταν, αν και δεν ήταν ό,τι πιο κολακευτικό για την ίδια. Μία ανόητη παρόρμηση για έναν άντρα, που δεν ήταν καν ο τύπος της. Και αυτή η ατυχία, να γίνει άμεσα αντιληπτή από την Εύα, ενώ δεν θα υπήρχε συνέχεια προφανώς σε όλο αυτό. Έπρεπε δηλαδή να περάσει κι αυτή εκείνο το βράδυ τη δεδομένη στιγμή από το γραφείο! Ένιωθε απίστευτα νευριασμένη η Χριστίνα με όλους και κυρίως με τον εαυτό της. Μια παρορμητική κίνηση, που ήταν γι’ αυτή αμελητέα μέσα στη μοναχική ζωή της και όμως θα της στοίχιζε τόσο ακριβάούτε καν γνώριζε ακόμα τότε πόσο!


[20]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με βαριά καρδιά έφτασε στο μπαράκι της παραλιακής, όπου η Εύα τα έπινε με την παρέα της. Μόλις η γυναίκα είδε τη Χριστίνα να την πλησιάζει τα μάτια της πυρπολήθηκαν από μία πράσινη πυρκαγιά. - Καλώς την, τη ‘φίλη’ μου!! φώναξε με σαρκασμό κι έτρεξε να την αγκαλιάσει και να την παρουσιάσει στην παρέα της. - Παιδιά, στράφηκε προς τους άλλους κρατώντας επιδεικτικά τη Χριστίνα από τη μέση, από δω η γκόμενα του Πέτρου! Η Χριστίνα ήθελε ν’ ανοίξει η γη να την καταπιεί, καθώς ένιωσε τα ειρωνικά και αποδοκιμαστικά βλέμματα όλων στραμμένα πάνω της. Και η Εύα συνέχιζε να φλυαρεί κοροϊδευτικά μισομεθυσμένη, ενώ τρέκλιζε πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της. Εκείνη τη βραδιά φάνταζε πιο εντυπωσιακή από ποτέ μέσα στο στενό κατακόκκινο φόρεμά της με τα μακριά μαλλιά λυτά σαν μαύρα μαστίγια να πέφτουν ως τη μέση της. Σα να γνώριζε πως εκείνη η βραδιά ήταν η τελευταία της. Η Χριστίνα χλωμή σε κάποια στιγμή την τράβηξε παράμερα και άρχισε να της μιλά. Ούτε και θυμόταν τι ακριβώς της έλεγε, μόνο πως ό,τι έγινε δεν θα επαναληφθεί ποτέ ξανά. Η Χριστίνα απολογούνταν, η Εύα απολάμβανε την ταπείνωσή της και οι δύο γυναίκες έπιναν, έπιναν πολύ. Κάτι αόρατο τις συνέδεε με κάποιο ανεξήγητο τρόπο, πέραν του ανταγωνισμού τους για τον ίδιο εραστή. Αν υπήρξε δηλαδή ποτέ κάποια διεκδίκηση από τη μία πλευρά, γιατί για τη Χριστίνα η ιστορία της με τον Πέτρο είχε περιοριστεί σ’ εκείνα τα λεπτά που έκαναν σεξ στο γραφείο. Ήταν και οι δύο όμορφες, άπιαστες και ατίθασες και όντως όλα τα αντρικά μάτια ήταν καρφωμένα πάνω τους εκείνο το βράδυ…. Όταν τελικά η Εύα σηκώθηκε να φύγει, μία ώρα αργότερα, ήταν αδύνατο να περπατήσει. Η Χριστίνα, που ήταν κάπως περισσότερο νηφάλια και ωθούμενη από ενοχές, τη συνόδεψε ως το μικρό smart της. Πώς να την άφηνε όμως να οδηγήσει σε αυτά τα χάλια;….. Ως εκεί άντεχε να σκέφτεται η Χριστίνα. Μετά τέρμα. Ούτε ένα δάκρυ δεν είχε χύσει για την Εύα, ούτε καν στην κηδεία της, αν και θα τη λύτρωνε ίσως. Δεν άντεχε όμως να το ρισκάρει. Έμενε "κλειδωμένη"…. Ως εδώ όμως, φτάνει! Απόδιωξε τις κακές σκέψεις. Έφτασε σε αυτήν την επίγεια Εδέμ, προκειμένου να τα ξεχάσει όλα αυτά. Έξω από το παράθυρό της υπήρχε τόση ομορφιά, που ξόρκιζε κάθε τι σκοτεινό. Πέρασε το μεσημέρι της ήσυχα ταχτοποιώντας τα πράγματά της, ενώ προς το απόγευμα κατέβηκε μια βόλτα στο ρέμα κάτω από το σπίτι. Με μεγάλη χαρά ανακάλυψε ένα ρυάκι που κυλούσε κελλαριστό στην κοίτη του. Το νερό κρυστάλλινο έκανε τις μεγάλες στρογγυλές πέτρες γύρω του να λάμπουν! Έριξε λίγο παγωμένο νερό στο πρόσωπό της κι ένιωσε να φεύγει από πάνω της ένα βάρος. Εκείνο το βράδυ το αισθανόταν, ίσως να μη χρειαζόταν ηρεμιστικά για να κοιμηθεί. Όλα ήταν τόσο γαλήνια γύρω της.


Έκπτωτοι

[21]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αργά τη νύχτα ξάπλωσε στη σοφίτα στο κρεβάτι του Διονύση με όλα τ’ αστέρια του νυχτερινού θόλου να φέγγουν από τον φεγγίτη πάνω της. Στ’ αυτιά της έφταναν τα κρωξίματα των βατράχων από το ποτάμι ώσπου ν’ αποκοιμηθεί ήσυχα. Μόνο λίγο πριν από το ξημέρωμα νόμισε πως κάποιος χτυπούσε την πόρτα της επίμονα. Η Χριστίνα είχε κλειδώσει, το θυμόταν καλά, ωστόσο κατέβηκε στο ισόγειο για να βεβαιωθεί. Τα χτυπήματα στην πόρτα συνεχίζονταν ακόμα πιο έντονα. - Ποιος είναι; ρώτησε ανήσυχη. Απάντηση όμως δεν πήρε. Αντί γι’ αυτό μάλιστα οι χτύποι στην πόρτα ξανακούστηκαν πιο επιτακτικοί. Τώρα η Χριστίνα είχε αρχίσει να φοβάται πραγματικά. Έτρεξε προς το πρώτο μεγάλο παράθυρο, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Μετάνιωσε μάλιστα που είχε αφήσει τα παντζούρια ανοιχτά. Πήγε κοντά στο δεύτερο μήπως από εκεί διακρίνει καλλίτερα το νυχτερινό επισκέπτη της. Μόλις όμως πλησίασε το τζάμι, ένα πρόσωπο πετάχτηκε ελάχιστα εκατοστά κοντά στο δικό της πίσω από το κλειστό παράθυρο. Αμέσως η κοπέλα τινάχτηκε προς τα πίσω με μια κραυγή. Τώρα διέκρινε καθαρά το μελαμψό και ρυτιδιασμένο πρόσωπο μίας τσιγγάνας με δύο κατάμαυρα γυαλιστερά μάτια κι ένα πολύχρωμο τσεμπέρι τυλιγμένο στο κεφάλι της. Η παράξενη γυναίκα σήκωσε το λιπόσαρκο χέρι της και ξαναχτύπησε με νόημα το τζάμι. Η Χριστίνα τρέμοντας έψαχνε για το κινητό της τηλέφωνο, όταν η τσιγγάνα άνοιξε το στόμα της σε ένα σαρδόνιο γέλιο αποκαλύπτοντας τα μαύρα κενά ανάμεσα στα σάπια δόντια της. Πανικόβλητη πλέον η Χριστίνα όρμησε στη μικρή σκάλα προς τη σοφίτα. Φτάνοντας όμως εκεί μια φρικτή έκπληξη την περίμενε: η τσιγγάνα βρισκόταν ήδη εκεί πάνω στο κεφαλόσκαλο με το ίδιο φρικαλέο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της . - Τι θες; Ποια είσαι; τραύλισε η Χριστίνα νιώθοντας την καρδιά της να σφυροκοπάει ανεξέλεγκτα στο στήθος της. - Δεν με γνωρίζεις; τη ρώτησε με μία βραχνή αλλόκοτη φωνή η μελαμψή γυναίκα χωρίς να σβήσει το απαίσιο χαμόγελό της. Μάλιστα έκανε δύο βήματα προς το μέρος της κοπέλας και τότε μία γνώριμη μυρωδιά χτύπησε στα ρουθούνια της Χριστίνας: το πικάντικο ανατολίτικο άρωμα της Εύας, που γέμιζε κάθε φορά μεθυστικά το χώρο στον οποίο βρισκόταν! Μόνο που τώρα την έπνιγε. Γέμιζε ασφυκτικά την ατμόσφαιρα, έφραζε το λαιμό της, καθώς η τσιγγάνα πλέον γελούσε με ένα σπαρταριστό, απόκοσμο γέλιο… Ξύπνησε καταϊδρωμένη και λαχανιασμένη. Αφουγκράστηκε γύρω της το σκοτάδι. Μόνο η γρήγορη ανάσα της αντηχούσε στο δωμάτιο. - Όνειρο…. ψιθύρισε ταραγμένη κι άφησε τη ματιά της να πέσει στον ανοιχτό φεγγίτη. Δεν ήταν κανείς εκεί. Ευτυχώς. Πάνω που ήλπιζε πως θα κοιμόταν ένα βράδυ χωρίς τη βοήθεια της χημείας… Ίσως να ήταν νωρίς ακόμα, σκέφτηκε κάπως πιο


[22]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ήσυχη. Το σκοτάδι, το νέο περιβάλλον, οι τύψεις αποτελούσαν ένα επικίνδυνο μίγμα για όνειρα. Κατά τις πέντε το ξημέρωμα, που ένιωσε επιτέλους το ηρεμιστικό να ενεργεί πάνω της, έφταναν στ’ αυτιά της αλλόκοτες φωνές πουλιών που έκραζαν δυνατά και σκληρά σαν οργισμένοι άνθρωποι. Δεν γνώριζε αν ήταν αληθινά ή αποκυήματα του ταραγμένου νου της. Ήταν τόσο παράξενα όμως. Ποτέ της δεν είχε ξανακούσει κάτι παρόμοιο. Ποιο πλάσμα άραγε υποδεχόταν με αυτό τον τρόπο τη νέα μέρα; Από ποιον παράδεισο ή κόλαση να είχε δραπετεύσει; Και η ίδια δραπέτης ήταν άλλωστε, γι’ αυτό ένιωθε αυτά τα πουλιά τόσο οικεία…. Αύριο θα ρωτούσε οπωσδήποτε τους κατοίκους της μικρής αποικίας. Μια άλλη μέρα ξεκινούσε, ίσως όλα να ήταν διαφορετικά. Αύριο….


Έκπτωτοι

[23]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

3 Ο ‘Παράδεισος’ Κόντευε μεσημέρι όταν ξύπνησε η Χριστίνα με κεφάλι βαρύ από τα υπνωτικά χάπια. Έξω η φύση ήταν πάλι ήμερη και λαμπερή. Ήπιε έναν καφέ σε μια προσπάθεια αφύπνισης, μίλησε στο τηλέφωνο με τους γονείς της, αγνόησε δυο αναπάντητες κλήσεις του Πέτρου και προς το απομεσήμερο φόρεσε μια βερμούδα και τ’ αθλητικά της παπούτσια, έπιασε τα μαλλιά της σε κοτσίδα κι ετοιμάστηκε για την εξερεύνησή της προκειμένου να εντοπίσει την αποικία. Έξω ο ήλιος έκαιγε, αλλά κάτω από τη σκιά των αιωνόβιων δέντρων επικρατούσε δροσιά. Η Χριστίνα ακολούθησε το μονοπάτι ως τη δημοσιά. Στο δρόμο βρήκε κάτω ένα ίσιο ξύλο και θεώρησε καλό να το πάρει μαζί της για παν ενδεχόμενο- όπου υπάρχει νερό υπάρχουν και φίδια, σκέφτηκε. Ο Διονύσης της είχε πει πως βγαίνοντας στον κεντρικό δρόμο έπρεπε να περπατήσει γύρω στα εκατό μέτρα με κατεύθυνση προς το νότο κι έπειτα στη δεξιά πλευρά πίσω από μια τούφα καλαμιές ξεκινούσε το μονοπάτι που κατέβαινε χαμηλά ως το ποτάμι. Εκεί θα διέσχιζε ένα μικρό ξύλινο γεφύρι και ο δρόμος θα την έβγαζε ως την αποικία. Όλο αυτό φάνταζε πολύ μυστηριώδες για τη Χριστίνα που βάδιζε ήδη στη δημοσιά κάτω από τον καυτό ήλιο, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει το μονοπάτι. Φαίνεται θα είχαν κοπεί οι καλαμιές για να μην εμποδίζουν τα διερχόμενα αυτοκίνητα και είχαν χαθεί τα σημάδια. Μισή ώρα αργότερα καταϊδρωμένη και ταλαιπωρημένη κατηγορούσε τον εαυτό της, που δεν σκέφτηκε να εφοδιαστεί με ένα μπουκάλι νερό. Πίστευε όμως ότι γρήγορα θα έφτανε στο ποτάμι και θα δροσιζόταν. Όλο αυτό το εγχείρημα τώρα έμοιαζε με τρέλα που σίγουρα θα ταίριαζε στον εκκεντρικό και μοναχικό Διονύση. Από την προηγούμενη μέρα της άφιξής της αναρωτιόταν πως ερχόταν εδώ μέσα στο καταχείμωνο ο άντρας αυτός, ακόμα και μόνος του, για να ζωγραφίσει. Σπάνια μάζευε κάποιους φίλους ή κάποια περιστασιακή γυναικεία συντροφιά, καθώς το εξοχικό ήταν μάλλον το "ησυχαστήριό του". Κι ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις και η ώρα κόντευε 3μμ, ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι στεκόταν μπροστά από ένα θάμνο που στη βάση του υπήρχαν δυο τρεις κομμένες καλαμιές. Τόση ώρα το σημάδι βρισκόταν μπροστά στα μάτια της, το είχε προσπεράσει ήδη δυο φορές χωρίς να το προσέξει! Παραμέρισε το φύλλωμα του θάμνου και με ένα σάλτο βρέθηκε πίσω του


[24]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μέσα στην καρδιά του δάσους από πλατανιές και πεύκα. Μπροστά της απλώνονταν το χωμάτινο μονοπάτι που τόση ώρα αναζητούσε. Ένα επιφώνημα χαράς ξέφυγε από τα χείλη της. Περπάτησε γύρω στα πέντε λεπτά. Η δροσιά την είχε συνεφέρει αρκετά από τη ζέστη του μεσημεριού. Στ’ αυτιά της έφτανε το κελάρυσμα του τρεχούμενου νερού που διαρκώς γινόταν πιο έντονο, καθώς πλησίαζε στο ποτάμι. Ανάσανε βαθιά τη μυρωδιά του δάσους, αφουγκραζόταν με ευγνωμοσύνη κάθε ήχο του. Όταν επιτέλους έφτασε στο ποτάμι το θέαμα την αποζημίωσε: επρόκειτο για τον ίδιο ποταμό που περνούσε ξυστά από το δικό της σπίτι, αλλά εδώ το πλάτος του φάρδαινε αρκετά και η ροή ήταν πιο έντονη. Στο σημείο μάλιστα κοντά στο ξύλινο γεφυράκι ήταν αρκετά βαθιά ώστε να μπορεί να κολυμπήσει κάποιος. Η Χριστίνα γονάτισε στην όχθη του και με λαχτάρα γέμισε τις χούφτες της με το παγωμένο νερό για να πιει και να δροσίσει το πρόσωπό της. Πέρα από τον ήχο του τρεχούμενου ποταμού όμως, μπορούσε ν’ ακούσει τώρα ολοκάθαρα κάποιες φωνές, αντρικές και γυναικείες ανακατεμένες. Περίεργη περπάτησε προς εκείνη την κατεύθυνση προκειμένου να εντοπίσει την προέλευσή τους. Πράγματι, λίγα μέτρα πιο κάτω ένα ζευγάρι απολάμβανε τα νερά του ποταμού: μια νεαρή κοπέλα – δεν πρέπει να ήταν πάνω από εικοσιπέντε χρόνων- είχε ανασηκώσει τη φούστα της μέσα στο νερό ως το γόνατο. Που και που άφηνε να της ξεφύγουν γελάκια ή μικρές φωνές διαμαρτυρίας για το παγωμένο νερό, ενώ ένας άντρας βρισκόταν ήδη μέσα ως το λαιμό ακριβώς μπροστά της. Πλησιάζοντας η Χριστίνα μπορούσε να διακρίνει ολοκάθαρα τα σγουρά κοντά μαύρα μαλλιά της κοπέλας, τα μάτια-αμύγδαλο, τη γυριστή γαλλική μυτούλα της, τις αφράτες γάμπες της και μέσα στην αγκαλιά της υπήρχε ένα μωρό ντυμένο με ολόλευκο φορμάκι. Θα πρέπει να ήταν λίγων μηνών, γιατί από μακριά ούτε καν ξεχώριζε μέσα στην αγκαλιά της μαμάς του. - Καλημέρα! πρόφερε πρόσχαρα η Χριστίνα, δηλαδή καλησπέρα! διόρθωσε τα λόγια της ευγενικά για να μην τρομάξει την ξέγνοιαστη οικογένεια. Η κοπέλα στράφηκε προς το μέρος της ξαφνιασμένη, αλλά αμέσως ανταπέδωσε με ένα πλατύ και γοητευτικό χαμόγελο τον χαιρετισμό. Από κοντά δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, αλλά τόσο χαριτωμένη και νέα, σκέφτηκε η Χριστίνα. - Είμαι η Ειρήνη Μαράγκη, συστήθηκε με τη λεπτή φωνή της η νεαρή μητέρα. Από δω η μικρή Δάφνη, που έκλεισε μισό χρόνο ζωής πρόσφατα, συνέχιζε ναζιάρικα δείχνοντας το γλυκό πλάσμα στην αγκαλιά της και από εδώ – έκανε δείχνοντας τον άντρα που έβγαινε στάζοντας από το ποτάμι- ο κύριος Βασίλης Μαράγκης, πρώην λογιστής και νυν καλλιεργητής γης και ποιητής! Η Χριστίνα έτεινε εγκάρδια το χέρι της προς τον παχουλό νέο που πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα, αλλά διέθετε όψη παιδιού με τα παιχνιδιάρικα γαλάζια μάτια του και τις ξανθές μπούκλες, που κολλούσαν βρεγμένες στο μέτωπό του. Η Χριστίνα τους εξήγησε πως έψαχνε την αποικία κι έτσι όλοι μαζί πήραν το δρόμο προς εκείνη την κατεύθυνση. Όπως αποδείχτηκε από τη χαρούμενη φλυαρία της


Έκπτωτοι

[25]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ειρήνης που συνεχιζόταν ασταμάτητη, το ζευγάρι εκείνο ήταν μία από τις τέσσερις οικογένειες που αποτελούσαν την αποικία του "Παραδείσου". Έτσι είχαν ονομάσει το καταφύγιό τους και μάλλον διόλου τυχαία. Το τοπίο στην καρδιά του δάσους γινόταν ακόμα πιο όμορφο, καθώς απομακρύνονταν από το ποτάμι και πλησίαζαν τον καλά κρυμμένο οικισμό. - Ώστε είσαι φίλη του Διονύση, έκανε χαρούμενα η Ειρήνη, ναι, τον ξέρουμε καλά, έχει έρθει αρκετές φορές για ψώνια και παρέα. Έχουμε τα πιο νόστιμα κηπευτικά! Παρατήσαμε τα βαρετά λογιστικά μας, την εφορία, τις ουρές, τη χαρτούρα και ήρθαμε στον παράδεισό μας πριν ένα χρόνο περίπου! κατέληξε η κοπέλα ρίχνοντας μια τρυφερή ματιά στον Βασίλη που βάδιζε δίπλα της. - Δεν φοβόσαστε εδώ μόνοι; ρώτησε με ενδιαφέρον η Χριστίνα. Έχετε μικρό παιδί, ξέρω γω, μία έκτακτη ανάγκη…. - Τι να φοβηθούμε; απάντησε περήφανα η μικρή σγουρομάλλα, επικεφαλής του μικρού ‘χωριού’ μας είναι ο Κοσμάς Μανολάκος, γιατρός. Αυτός διδάσκει τα θετικά μαθήματα στον μικρό Γιάννη -γιο της άλλης οικογένειας Αγγελάκη- ενώ η γυναίκα του η Αριάδνη είναι φιλόλογος κι έχει αναλάβει όλα τα υπόλοιπα! Ξέρεις, δεν θα μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου πέρσι να ζει μακριά από την πόλη, αλλά ευτυχώς ο γιατρός μας άνοιξε τα μάτια. Ο Βασίλης είχε ένα φοροτεχνικό γραφείο στον Χολαργό, κοντά στο σπίτι μας, και ο Κοσμάς Μανολάκος ήταν γείτονάς μας και μετά πελάτης μας. Στο σημείο αυτό η νεαρή γυναίκα έριξε μία πλάγια ματιά στην φιλοξενούμενή τους για να βεβαιωθεί πως την παρακολουθούσε ακόμα. - Δε λέω, μια χαρά πήγαιναν οι δουλειές, ας είναι καλά τα χαράτσια της εφορίας που έκαναν τον κόσμο να τρέμει στο άκουσμα της ΔΟΥ! συνέχισε η Ειρήνη με σαρκασμό, αλλά τι τα θες, δεν είναι κόσμος αυτός να φέρεις στον κόσμο ένα παιδί! Ας είναι καλά ο Κοσμάς, που μας έπεισε να χτίσουμε τα όνειρά μας στέρεα. Αντί για αριθμούς και χαράτσια, γράφουμε στίχους. Βέβαια, χρειάζονται και τα λογιστικά στο εμπόριό μας, αλλά ως εκεί, κατέληξε η μικρή με μια ανάσα. Η Χριστίνα ένιωσε να μπερδεύεται από την ταχύτητα των λόγων της. - Γιατρό έχουμε, συνέχισε ακάθεκτη να κελαηδά η Ειρήνη, δάσκαλο έχουμε κι αν προκύψει κάτι ο Κοσμάς έχει το τζιπ του σε ετοιμότητα. Υπάρχει και η μηχανή του γείτονά μας του Στάθη στην ανάγκη! Το χωριό από δω απέχει μόλις έξι χιλιόμετρα και η Κόρινθος μόνο μισή ώρα! κατέληξε με ικανοποίηση από την εντύπωση που έκαναν όλα αυτά στην επισκέπτριά τους. - Υπάρχει και άλλος ιδιωτικός δρόμος πίσω από τα σπίτια μας δίπλα στα περιβόλια που ενώνεται με τη δημοσιά, επενέβη επεξηγηματικά ο Βασίλης. Αυτόν εδώ τον ξέρουν ελάχιστοι, μόνο εσύ και ο Διονύσης. Από εκεί όμως φεύγει ο Κοσμάς μαζί με κάποιον άλλο με το τζιπ του μια φορά την εβδομάδα για να φέρει προμήθειες από την πόλη ή το χωριό.


[26]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χριστίνα ένιωθε πως ένας άλλος κόσμος αποκαλύπτονταν μπροστά της, θελκτικός ίσως και ουτοπιστικός ταυτόχρονα. - Δηλαδή, γέννησες εδώ; ρώτησε κατάπληκτη την Ειρήνη υπολογίζοντας τους μήνες διαμονής τους στον «Παράδεισο». Η νεαρή γυναίκα έγνεψε καταφατικά με μια λάμψη στο βλέμμα της. - Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μέρα, είπε τρυφερά σφίγγοντας το μωρό στην αγκαλιά της. Εδώ μέσα στο σπίτι μου, στο κρεβάτι μου απέκτησα τη Δάφνη μου….. - Δεν φοβήθηκες; ξαναρώτησε η Χριστίνα στον ίδιο τόνο, μακριά από το νοσοκομείο; - Όχι, απάντησε θερμά η Ειρήνη, γιατί δεν με άφησε ο Κοσμάς να φοβηθώ. Ούτε για μια στιγμή δεν έφυγε από το πλευρό μου. «Η γέννα είναι μία φυσική διαδικασία, τίποτα περισσότερο, δεν υπάρχει τίποτα το τρομαχτικό σε όλο αυτό» μου έλεγε συνέχεια. Και είχε τόσο δίκιο… κατέληξε με σπασμένη φωνή από ένα αιφνίδιο κύμα συγκίνησης που της ύγρανε τα καστανά αμυγδαλωτά μάτια. Μέχρι να φτάσουν στον "Παράδεισο" η Χριστίνα είχε μάθει σχεδόν τα πάντα για τους κατοίκους του: στο πρώτο σπίτι, που ήταν διώροφο, έμεναν στον ισόγειο η Ειρήνη με τον Βασίλη και το μωρό τους και στον πάνω όροφο ο Κοσμάς Μανολάκοςο γιατρός και κατά κάποιο τρόπο αρχηγός της αποικίας- με τη γυναίκα του την Αριάδνη συνταξιούχο φιλόλογο. Παραδίπλα υπήρχαν άλλα δύο σπίτια πιο χαμηλά και πιο φτωχικά. Στο ένα από αυτά έμενε η οικογένεια Αγγελάκη, δηλαδή η χήρα Μαριάνθη με τις δύο κόρες της την Άννα και την Κλαίρη, που είχαν ήδη τελειώσει το σχολείο και τον δεκάχρονο Γιάννη, τον μικρό μαθητή του Κοσμά και της Αριάδνης. Στη Χριστίνα φαινόταν αδιανόητο να μεγαλώσει κάποιος το παιδί του σε αυτήν την ερημιά μακριά από τον κόσμο. Ωστόσο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ειρήνης, μια αιματηρή ληστεία στο μαγαζί της οικογένειας ένα χρόνο πριν, που στοίχισε τη ζωή του Γιώργου Αγγελάκη, ώθησε τη Μαριάνθη να αποτραβήξει τα παιδιά της σε ένα πιο προστατευμένο περιβάλλον. Η ίδια καλλιεργούσε πλέον κηπευτικά το καλοκαίρι και πορτοκάλια το χειμώνα στο κοινόκτητο περιβόλι τους, ενώ οι κόρες της – η Άννα είκοσι ετών και η Κλαίρη δεκαοχτώ αντίστοιχα- τη βοηθούσαν ή έκαναν διορθώσεις κειμένων στα γαλλικά που γνώριζαν πολύ καλά, μέσω διαδικτύου. - Ναι, έχουμε και ίντερνετ! Μπορεί να είμαστε μέσα στο δάσος, αλλά ταυτόχρονα τόσο κοντά στον πολιτισμό! δήλωσε περήφανα η νεαρή κοπέλα με μάτια που έλαμπαν από αγάπη για τη μικρή της πατρίδα. - Η άλλη οικογένεια; ξαναρώτησε η Ειρήνη, που γι’ αυτήν όλα αυτά ήταν μία μικρή αποκάλυψη. - Η άλλη είναι ο γέρο Δήμος Παντόπουλος με τους δυο γιους του, τον Στάθη αυτόν με τη μηχανή- και τον Νικήτα. Πρέπει να είναι στην ηλικία σου, πρόσθεσε


Έκπτωτοι

[27]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μισοκλείνοντας τα αμυγδαλωτά της μάτια η Ειρήνη. Κι αυτοί έπηξαν με τις δουλειές τους στις εταιρίες και ήρθαν εδώ να ξαναγίνουν άνθρωποι! κατέληξε στον ίδιο τόνο. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις άντλησε η Χριστίνα αβίαστα από την Ειρήνη μόλις σε δέκα λεπτά, όσο διήρκησε η πορεία μέσα από τις πλατανιές. Ο Βασίλης απλά περιοριζόταν στο να συναινεί σιωπηλά με κούνημα του κεφαλιού ή κανένα χαμόγελο προς την γυναίκα του. Η φλυαρία αυτής της κοπέλας ήταν μάλλον διασκεδαστική για την Χριστίνα, καθώς αυτή η νεαρή γυναίκα ήταν γεμάτη ζωή και ανεμελιά. Κάτι που της είχε λείψει τόσο πολύ! Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, η Χριστίνα νόμισε πως άκουσε δυο τρεις φορές τα κρωξίματα εκείνων των πουλιών της προηγούμενης νύχτας. Αυτά που ούρλιαζαν σαν άνθρωποι το ξημέρωμα. Όσο πλησίαζαν οι φωνές αυτές δυνάμωναν και η Χριστίνα αναρωτιόταν αν ήταν γέννημα της φαντασίας της ή πραγματικότητα. - Ορτύκια! είπε χαμογελώντας η Ειρήνη μαντεύοντας την απορία στο πρόσωπο της Χριστίνας. Εκείνη στράφηκε έκπληκτη προς το μέρος της. - Αυτά που ακούς είναι τα ορτύκια του γιατρού! της εξήγησε η κοπέλα, τα φροντίζει ιδιαίτερα και μαζεύει τ’ αυγά τους κι ας μας ξεκουφαίνουν τη νύχτα, έκανε σουφρώνοντας τη γαλλική μυτούλα της. Λύθηκε το μυστήριο των πουλιών, αναλογίστηκε ανακουφισμένη η Χριστίνα, που προφανώς διατηρούσε ακόμα ακέραια τα λογικά της. Στο μεταξύ είχαν φτάσει στο τέρμα του μονοπατιού. Μπροστά τους ανοιγόταν ένα μεγάλο ξέφωτο με τρία σπίτια σε απόσταση ανάμεσά τους. Πρώτο και καλύτερο δέσποζε το πλίνθινο παλιό αρχοντικό του γιατρού με τους δύο ορόφους και την κεραμοσκεπή και πιο πέρα τα άλλα δύο πιο χαμηλά χάνονταν μέσα στη βλάστηση και διακρίνονταν μόνο οι σκεπές τους. Τρεις μεγάλοι ευκάλυπτοι θρόιζαν ολόγυρα πλαισιώνοντας νοητά την αποικία. Η Χριστίνα είχε μείνει άφωνη, ποιος θα φανταζόταν την ύπαρξη αυτής της μικρής πολιτείας; Τα σπίτια ήταν πολύ παλιά, αλλά φροντισμένα, φρεσκοβαμμένα με όμορφες αυλές γεμάτες λουλούδια. - Ο Παράδεισός μας! δήλωσε περήφανα ο Βασίλης, με ευχαρίστηση για τον θαυμασμό της επισκέπτριάς τους. - Και που να δεις τα περιβόλια μας με τα κηπευτικά! συμπλήρωσε με ενθουσιασμό η Ειρήνη. Βασίλη, στράφηκε προς τον άντρα της, πήγαινε τη φιλοξενούμενή μας στο γιατρό κι εγώ θα βάλω τη μικρή Δάφνη για ύπνο, είπε και δίνοντάς του ένα πεταχτό φιλί στα χείλη κατευθύνθηκε με γοργό βήμα προς το διώροφο σπίτι. Βρήκαν τον Κοσμά στο πίσω μέρος του σπιτιού να περιποιείται τα ορτύκια. Πρώτη φορά έβλεπε η Χριστίνα αυτές τις μικρές πέρδικες με τα ζεστά χρώματα της γης στα φτερά τους και το στρογγυλό σχήμα του σώματός τους. Μερικά από αυτά, τα


[28]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αρσενικά όπως πληροφορήθηκε, κατά διαστήματα ύψωναν το ανάστημά τους και άφηναν την περήφανη κραυγή τους… - Τα κατοικίδιά μου! έκανε χαμογελαστός ο Κοσμάς, συν τον φύλακα λύκο μου στο περιβόλι μου! συμπλήρωσε και συστήθηκε στην κοπέλα με εγκαρδιότητα. Ο γιατρός ήταν ένας ασπρομάλλης εξηντάρης με λευκό μούσι που του πρόσφερε επιβλητικότητα. Το ψηλό κι αδύνατο ανάστημά του συντελούσε σε αυτό, αλλά κυρίως η βαθιά φωνή του και η σπίθα μέσα στα μάτια του που πρόδιδε την ευφυΐα του. Δεν ήταν τυχαίο που ένας τέτοιος άνθρωπος ηγούνταν της κοινότητας, διαπίστωνε η Χριστίνα. Την υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα, ειδικά ως φίλη του Διονύση και της αφηγήθηκε την ιστορία του "Παραδείσου". Αυτή η μικρή Εδέμ δημιουργήθηκε ένα χρόνο πριν από ανθρώπους που θέλησαν να δραπετεύσουν από την κόλαση της πόλης και να βρουν τη γαλήνη. Και μάλλον το πέτυχαν αφήνοντας πίσω τους ο καθένας μία επώδυνη ιστορία. Η ληστεία στο μαγαζί της οικογένειας Αγγελάκη ήταν ήδη γνωστή στην Χριστίνα από την αφήγηση της Ειρήνης. Δεν γνώριζε όμως πως αυτό το τραγικό γεγονός διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια της γυναίκας και της μεγάλης της κόρης, της Άννας. Διατηρούσαν ένα ψιλικατζίδικο στην Υμηττού στον Χολαργό, κοντά στο σπίτι του γιατρού, για πολλά χρόνια. Ο Κοσμάς ψώνιζε σχεδόν καθημερινά τον καπνό του από το μικρό μαγαζί της πολύτεκνης οικογένειας. Εκείνη τη μοιραία βραδιά του Μαρτίου του 2013 ο γιατρός επέστρεφε στο σπίτι του από το ιατρείο, όταν άκουσε δύο πυροβολισμούς να σκίζουν την ησυχία προερχόμενοι από το μικρό μαγαζί. Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξε προς τα εκεί. Όταν μπήκε μέσα, ο μεσόκοπος Γιώργος βρισκόταν αιμόφυρτος στην αγκαλιά της Μαριάνθης που τον κρατούσε σφιχτά παρακαλώντας τον να μην πεθάνει, ανήμπορη να προσφέρει βοήθεια. Η Άννα στεκόταν παραδίπλα με μια κέρινη μάσκα στο πρόσωπό της από τον τρόμο αντικρίζοντας τον πατέρα της μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο γιατρός έκανε τα πάντα για να τον επαναφέρει στη ζωή, αλλά μάταια. Ο Γιώργος Αγγελάκης έσβησε εκεί κάτω στο πάτωμα του μικρού του μαγαζιού για λίγα ευρώ που υπήρχαν στο ταμείο του…. Άραγε, πως θα μπορούσε να συνεχίσει αυτή η οικογένεια τη ζωή της στην πόλη μετά από το συγκεκριμένο γεγονός; Παρότι το προάστιό τους δεν είχε κακή φήμη, η εγκληματικότητα είχε πλήξει πλέον και τη γειτονιά τους. Κι έπειτα, στα χρόνια της κρίσης που οι άνθρωποι σκότωναν για μικρά χρηματικά ποσά, ποιος θα μπορούσε να εγγυηθεί πώς δεν θα ξαναγινόταν στόχος η μικρή επιχείρηση με θύμα αυτή τη φορά κάποιο από τα τρία παιδιά; Όχι, ο «Παράδεισος» ήταν η μοναδική λύση για μια ασφαλέστερη διαβίωση για την ακέφαλη πλέον οικογένεια. - Άλλωστε, πρόσθεσε στο σημείο αυτό ο Κοσμάς με τρυφερότητα, έγινα εγώ ο χαμένος πατέρας τους πλέον…. Η Αριάδνη πάλι, η γυναίκα του Κοσμά, μετά από αλλεπάλληλες αποβολές δεν κατάφερε ν’ αποκτήσει ποτέ το παιδί που ήθελε. Ζούσε σε μια υπέροχη μονοκατοικία μέσα στα πεύκα, αλλά ένιωθε τόσο μόνη! Να όμως, που εδώ συμβίωνε με την


Έκπτωτοι

[29]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οικογένεια Μαράγκη, βοηθώντας στο μεγάλωμα του μωρού τους, ενώ έκανε μαθήματα στον μικρό γιο της Μαριάνθης. Απέκτησε δύο παιδιά λοιπόν με αυτό τον τρόπο και έδωσε νόημα στην ανούσια μέχρι τότε ζωή της! Όσο για την τελευταία οικογένεια του Δήμου Παντόπουλου, ένα χρόνο πριν η μητέρα και σύζυγος βρήκε τη λύτρωση στο θάνατο λιωμένη από τον καρκίνο, παρά τις ακούραστες φροντίδες του γιατρού της Κοσμά Μανολάκου. - Όλοι βρήκαμε τη λύτρωση στην Εδέμ μας, τελικά, κατέληξε με τη βαθιά φωνή του ο γιατρός. Τα σπίτια αυτά υπήρχαν από παλιά εδώ, ως προέκταση του χωριού κι έστεκαν ερειπωμένα. Με τα ίδια μας τα χέρια τα στυλώσαμε, τους δώσαμε ζωή, σκάψαμε τη γη μας! Τίποτα δεν μας λείπει εδώ και η κρυψώνα μας δεν επιτρέπει σε ξένους εισβολείς τη διατάραξη της ασφάλειάς μας! Η Χριστίνα τον άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον. Άραγε ήταν εφικτό να ξορκίσει κάποιος τους ‘δαίμονές’ του και να βρει την Εδέμ; αναρωτιόταν μαγεμένη. Όταν επέστρεψαν στην μπροστινή αυλή ήταν πλέον απόγευμα. Ένα ξανθόμαλλο λυκόσκυλο τους υποδέχτηκε κουνώντας χαρωπά την ουρά του και αμέσως πήρε θέση δίπλα στο αφεντικό του. Πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα, ούτε που το είχαν καταλάβει! Κάτω από τον ευκάλυπτο η Αριάδνη, μια μικρόσωμη σχεδόν καχεκτική γυναίκα γύρω στα πενήντα πέντε, είχε στρώσει ένα τραπεζάκι και καθόταν μαζί με την οικογένεια Μαράγκη και τον μικρό Γιάννη. Αμέσως καλωσόρισαν στην παρέα τους την επισκέπτριά τους με εγκαρδιότητα. Ο Γιάννης ήταν ένας μικρός ξανθός άγγελος με φωτεινά γαλάζια μάτια κι έδειχνε ευτυχισμένος, παρότι δεν υπήρχαν άλλα παιδιά συνομήλικα τριγύρω για να συναναστραφεί. Η Χριστίνα τον συμπάθησε αμέσως. - Ο μικρός μας μαθητής! δήλωσε τρυφερά η Αριάδνη που έδειχνε τόσο κουρασμένη και πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία της. Ίσως να έφταιγαν και τα ξεθωριασμένα άλλοτε φλογερά μαλλιά της, που τώρα γκριζάριζαν έντονα πιασμένα σε κότσο πάνω στο λιπόσαρκο κρανίο. Ίσως πάλι να ήταν και τα σβησμένα μάτια που βυθίζονταν στις εξέχουσες κόγχες τους… Όταν η Χριστίνα αποφάσισε να πάρει το δρόμο της επιστροφής ήδη σουρούπωνε. Είχε περάσει αρκετές ώρες ανεμελιάς στον "Παράδεισο" και για πρώτη φορά είχε ξεχάσει τα προβλήματά της. Τελικά ίσως να βρισκόταν όντως στην Εδέμ! Ξεκίνησε για να φύγει φορτωμένη διάφορα φρούτα και λαχανικά, ενώ ο Βασίλης θα την ξέβγαζε ως το ποτάμι. Από κει και πέρα ήταν πολύ εύκολο να βγει μόνη της ως τη δημοσιά. Προτού φύγει όμως ο Κοσμάς την πλησίασε για να την αποχαιρετήσει κρατώντας δυο σάρκινα φύλλα από έναν κάκτο στα χέρια του. - Αυτά θα επουλώσουν τα σημάδια αν τα αλείψεις με το υγρό τους, είναι αλόη! πρόφερε με τη βαθιά φωνή του αγγίζοντας τις ουλές από τα ράμματα στα χέρια της Χριστίνας.


[30]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εκείνη έκανε να τραβηχτεί, αλλά το έντονο βλέμμα του την καθήλωσε στη θέση της. - Τα άλλα, συνέχισε κι ακούμπησε το χέρι στην καρδιά του, θέλουν χρόνο… πρόσθεσε στον ίδιο τόνο. Η Χριστίνα βούρκωσε και ξεροκατάπιε. - Σε δυο μέρες έχουμε γιορτή, άλλαξε θέμα συζήτησης ο Κοσμάς. Είσαι καλεσμένη μας για να γνωρίσεις και τους άλλους, τους Αγγελάκηδες και τους Παντόπουλους. Η Άννα μας κλείνει τα είκοσί της χρόνια και αυτό είναι ένα σημαντικό γεγονός για εμάς! Μία οικογένεια είμαστε όλοι! κατέληξε εύθυμα ο γιατρός. Η Χριστίνα δέχτηκε ανακουφισμένη την πρόσκληση καταπνίγοντας τη συγκίνησή της. - Και κάτι ακόμα! πρόσθεσε ο Κοσμάς χαρούμενος, αν θες ν’ ασχοληθείς με κάτι, σου προτείνω αν μπορείς τ’ απογεύματα να διδάξεις λίγα αγγλικά στο Γιαννάκη μας κι εμείς σε αντάλλαγμα θα σε εφοδιάζουμε με τρόφιμα. Η Αριάδνη μου είπε πως είσαι ζωγράφος, αλλά γνωρίζεις πολύ καλά αγγλικά. Τι λες; ρώτησε ζωηρά ο γιατρός. Χωρίς να πολυσκεφτεί η Χριστίνα δέχτηκε και τις δύο προτάσεις. Ήταν πολύ δύσκολο να μην πειστεί κάποιος από αυτό τον άνθρωπο, που διέθετε πηγαίο μαγνητισμό και κύρος. Άλλωστε θα της έκανε καλό να ασχοληθεί με κάτι άλλο εκτός από τις αναμνήσεις της. Έτσι κι αλλιώς ακόμα δεν είχε βρει τη διάθεση για να ζωγραφίσει κι ας είχε φέρει τα σύνεργα μαζί της. Ίσως αργότερα…. Συνέχισε τον δρόμο της στο σκοτεινό μονοπάτι φορτωμένη με διάφορα καλούδια. Για μια στιγμή στράφηκε προς τα πίσω ρίχνοντας μια τελευταία ματιά. Η ψιλόλιγνη επιβλητική φιγούρα του Κοσμά διακρινόταν αχνά μέσα στο μισοσκόταδο αποκτώντας σχεδόν εξωπραγματικές διαστάσεις, ενώ το πιστό λυκόσκυλό του έστεκε στα πίσω πόδια του με ορθωμένα τ’ αυτιά του ασάλευτο ακριβώς δίπλα στο αφεντικό του. Έφτασε στο εξοχικό ενώ βράδιαζε και το δάσος μαύριζε γύρω της. Κάπου μέσα στα συρτάρια του Διονύση θυμόταν πως είχε δει ένα φακό. Έπρεπε να τον βρει, γιατί διαισθανόταν ότι θα είχε πολλά πήγαινε-έλα στο δάσος εκείνο το καλοκαίρι. Μόλις μπήκε στο σπίτι εισέβαλλε στο μυαλό της ο χτεσινός εφιάλτης, η τσιγγάνα, η Εύα… Ωστόσο, έμοιαζαν όλα αυτά τόσο μακρινά! Αμέσως έστειλε ένα μήνυμα στον φίλο της όλο ενθουσιασμό για την ανακάλυψη της «Εδέμ». «Ζήσε το, Χριστινάκι!» της απάντησε ο Διονύσης. Άνοιξε το ντουλάπι για να βρει το φακό. Δυο μπουκάλια ουίσκι δέσποζαν γεμάτα μπροστά της. Είχε να πιει από τότε… Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να απολαύσει ένα ποτηράκι. Αμέσως όμως οι εικόνες από το μπαρ και τη μεθυσμένη Εύα την έκαναν να παγώσει στη θέση της. Όχι, δεν τον χρειαζόταν αυτό. Σύντομα δεν θα


Έκπτωτοι

[31]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

χρειαζόταν ούτε τα υπνωτικά χάπια. Σήμερα ένιωθε πιο ανάλαφρη, πιο ζωντανή. Ήταν η μέρα που είχε ανακαλύψει τον «Παράδεισο», την επίγεια Εδέμ. Το μέρος εκείνο που επούλωνε τις πληγές των ανθρώπων. Και διαισθανόταν πως αυτό ήταν μόνο η αρχή!...


[32]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

4 Η δεύτερη ευκαιρία Δυο μέρες αργότερα, το απόγευμα της 4ης Αυγούστου, η Χριστίνα ετοιμαζόταν για τη γιορτή στον «Παράδεισο». Διάλεξε να φορέσει ένα θηλυκό λευκό φόρεμα που άφηνε ακάλυπτες τις γάμπες της, χτένισε τα μαλλιά της λυτά να στολίζουν τους ώμους και την πλάτη της και βάφτηκε ελαφρά. Πόσο καιρό είχε να επιμεληθεί έτσι τον εαυτό της; Ούτε καν θυμόταν, σίγουρα ήταν πάντως προ δυστυχήματος. Ένιωθε ανυπομονησία επιτέλους για κάτι κι αυτό την έκανε να αισθάνεται καλά. Επειδή όμως ήταν προσκεκλημένη σε γενέθλια, έπρεπε να πάρει κι ένα δώρο μαζί της για την εορτάζουσα Άννα. Κατέληξε σε ένα σχέδιό της από κάρβουνο που απεικόνιζε το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας και τυχαία το είχε πάρει μαζί της μαζί με άλλα με την ελπίδα ότι θα της έρθει η διάθεση να δημιουργήσει ξανά. Μέσα σε δέκα λεπτά είχε διασχίσει το μυστικό μονοπάτι και είχε βρεθεί ήδη στο ξέφωτο του «Παραδείσου». Στάθηκε για λίγο εκεί για να βγάλει τα αθλητικά της παπούτσια και να φορέσει τα λευκά της σανδάλια. Το καστανόξανθο λυκόσκυλο, που την είχε ήδη μυρίσει, την υποδέχτηκε πρώτο γλείφοντας τα χέρια της με την ουρά του να σείεται από χαρά. Από μακριά η αποικία φάνταζε παραμυθένια: η γιορτή θα γινόταν προφανώς στην αυλή του Κοσμά, γιατί ήταν γεμάτη κόσμο. Στα κλαδιά του ευκαλύπτου και στο φράχτη ολόγυρα υπήρχαν κρεμασμένα μικρά φαναράκια με κεράκια μέσα, μάλλον αποτέλεσμα του γυναικείου γούστου της Αριάδνης. Οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί γύρω από το στρωμένο τραπέζι με ένα σωρό εδέσματα πάνω του. Η Χριστίνα ξεχώρισε από μακριά την Αριάδνη- κάπως πιο επιμελημένη σήμερανα πηγαινοέρχεται με ένα δίσκο στα χέρια, τον Κοσμά, που είχε πάρει ήδη θέση στο κεφάλι του τραπεζιού, και το ζεύγος Μαράγκη. Ο Βασίλης καθόταν δίπλα στο καρότσι του κοιμισμένου μωρού, ενώ η Ειρήνη μέσα στο κίτρινο κοντό της φορεματάκι που άφηνε τους αφράτους μηρούς της ακάλυπτους γύριζε εδώ κι εκεί σαν πεταλουδίτσα. Που και που άφηνε ένα κακαριστό γελάκι ή λικνιζόταν στους ρυθμούς μιας κιθάρας. Από το σημείο όμως που βρισκόταν η Χριστίνα δεν μπορούσε να διακρίνει τον κιθαρωδό. Τη δέχτηκαν στην παρέα τους με χαμόγελα, ενώ ο μικρός Γιάννης έπεσε στην αγκαλιά της. Πρώτη φορά η Χριστίνα ένιωθε την ανάγκη ν’ αγκαλιάσει ένα παιδί. Την είχε συμπαθήσει από την πρώτη ματιά αυτή την παιδική φατσούλα. Η Ειρήνη, πρώτη και καλύτερη, ήρθε κοντά στη Χριστίνα και άρχισε τις συστάσεις:


Έκπτωτοι

[33]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Από δω η κυρία Μαριάνθη μας, η μαμά της εορτάζουσας! την παρουσίασε παιχνιδιάρικα μπροστά σε μία ήσυχη γυναικούλα γύρω στα πενήντα, συνεσταλμένη με χαμηλωμένα μάτια. - Και οι κόρες της! συνέχισε με τον αέρα της οικοδέσποινας. Η δεύτερη στη σειρά θυγατέρα, η Κλαίρη μας! έδειξε μια καστανή κοπέλα με στενό σκισμένο τζην παντελόνι που καθόταν λίγο πιο πέρα. - Γεια σου, Κλαίρη! την πλησίασε η Χριστίνα με ένα ευγενικό χαμόγελο τείνοντάς της το χέρι. - Γεια, απάντησε εκείνη άχρωμα ‘καρφώνοντάς’ την με μια απαξιωτική βιολετί ματιά. Η Χριστίνα τα’ χασε με αυτό το βλέμμα. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια μάτια, ήταν ό, τι πιο ελκυστικό πάνω σ’ αυτή την κοπέλα που μάλλον πρέπει να ήταν η ‘αντιδραστική’ της παρέας. Η δεκαοχτάχρονη της έριξε άλλη μια ερευνητική ματιά και ξαναγύρισε κοντά στο φράχτη ατενίζοντας αγέρωχα το βαθύ σκοτάδι του δάσους ολόγυρα. - Εφηβεία…. μουρμούρισε η Ειρήνη στο αυτί της καλεσμένης τους που στο μεταξύ κρατώντας την σφιχτά από τον αγκώνα συνέχιζε να την περιφέρει σε όσους δεν την είχαν γνωρίσει ακόμα. Η πρωτότοκη κόρη της Μαριάνθης- η εορτάζουσα Άννα- αποδείχτηκε τελείως διαφορετική από την αδερφή της: γλυκιά, με μακριά μαύρα μαλλιά και ονειροπόλα μαύρα μάτια που στεφανώνονταν από μαύρα φρύδια γραμμένα λες με πινέλο. Έμοιαζε με μορφή από πίνακα της Αναγέννησης, σκέφτηκε η Χριστίνα μόλις την αντίκρισε. Ωστόσο, μεγαλύτερη εντύπωση της έκανε η άλλη οικογένεια Παντόπουλου. Ο Δήμος, ο ηλικιωμένος πατέρας, ήταν ένας εβδομηντάχρονος συνταξιούχος του ΟΤΕ, κοκκινομάλλης και κοκκινογέννης- σαν άλλος Βεελζεβούλ- με σκληρά χαρακτηριστικά. Οι δυο γιοι του όμως, ο Στάθης και ο Νικήτας, ήταν δύο πρόσχαροι και γοητευτικοί άντρες. Ο Νικήτας, πρώην ασφαλιστής, που στα τριάντα οχτώ του χρόνια παράτησε το κυνήγι των συμβολαίων κι έγινε κάτοικος αυτής της Εδέμ, διέθετε ένα εξαιρετικό χαμόγελο με ολόλευκα δόντια, πλούσια μαύρη κώμη κι εντυπωσιακό ανάστημα. Αυτός όμως που έκανε τη Χριστίνα να μην μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του ήταν ο κιθαρωδός, ο κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερος της γιος του Δήμου με τα ξανθά μαλλιά και τα γαλανά ή γκρίζα μάτια, δεν μπορούσε να διακρίνει από μακριά την απόχρωση. Την χαιρέτησε από απόσταση χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο χωρίς να σταματήσει το τραγούδι του την ώρα που η Ειρήνη ναζιάρικα περνούσε από μπροστά του για να κάνει τις απαραίτητες συστάσεις. - Ο Στάθης μας παράτησε κι αυτός τις εταιρίες και ήρθε με τη μηχανή του εδώ, στον Παράδεισό μας! κατέληξε η Ειρήνη, ουφ! Τους γνώρισες όλους τώρα! Σε όλη τη διάρκεια του τραπεζιού που είχε στρωθεί κάτω από τον ευκάλυπτο επικρατούσε το ίδιο εορταστικό κλίμα. Η Χριστίνα αισθανόταν άνετα, γιατί οι νέοι -


[34]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

της φίλοι ήταν διακριτικοί και δεν της απηύθυναν προσωπικές ερωτήσεις. Τους αρκούσε που ήταν φίλη του Διονύση, ζωγράφος κι αυτή. Ένιωσε για πρώτη φορά σε τέτοιες εκδηλώσεις οικειότητα, σαν να τους γνώριζε όλους πολύ καιρό πριν. Κάμποσες φορές έπιασε τον εαυτό της να ρίχνει κλεφτές ματιές προς τον Στάθη και αυτό την τάραξε. Αφοσιώθηκε λοιπόν ως άμυνα στις συζητήσεις των άλλων σχετικά με την επικαιρότητα, με την οποία διατηρούσαν επαφή μέσω του διαδικτύου. Όλοι μακάριζαν την απόφασή τους να μετακομίσουν στην «Εδέμ» την εποχή της οικονομικής κρίσης και της γενικής ανασφάλειας. Ο Βασίλης και η Ειρήνη φλυαρούσαν συνέχεια, ενώ ο Δήμος και η Αριάδνη παρέμεναν οι πιο αθόρυβες παρουσίες. Ο πρώτος έτρωγε σκυφτός σαν κοκκινόμαλλο σκυλί ανάμεσα στους δυο γιους του, ενώ η γυναίκα του γιατρού σώπαινε κοντά στον άντρα της. Που και που του έριχνε κάποιες αινιγματικές ματιές, που η Χριστίνα δεν μπορούσε να καταλάβει αν μαρτυρούσαν συναίνεση ή αποστροφή. Πάντως ήταν πρόδηλο πως ο Κοσμάς είχε κερδίσει τον σεβασμό όλων. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά όταν το έκανε αμέσως επικρατούσε σιγή στο τραπέζι κι όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Η Χριστίνα δεν πολυμιλούσε, έτρωγε σιωπηλή και παρατηρούσε τους συνδαιτυμόνες της. Μετά το φαγητό οι γυναίκες βοήθησαν να ξεστρωθεί το τραπέζι, ενώ ο Στάθης ξανάρχισε να παίζει την κιθάρα του. Η Ειρήνη, ελαφρώς ζαλισμένη από το γλυκό κρασί, πότε βοηθούσε στο τραπέζι, πότε αγκάλιαζε τον σύζυγό της παρακαλώντας τον όλο νάζι ν’ απαγγείλει κάποιο ποίημά του. Εκείνος όμως αρνούνταν κατακόκκινος από ντροπή. Η Χριστίνα, παρά τις παροτρύνσεις των νέων φίλων της, δεν άγγιξε το κρασί. Καθόταν σ’ ένα πάγκο δίπλα στο φράχτη με ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη και παρατηρούσε την ομήγυρη. Σαν πίνακας ζωγραφικής, σκεφτόταν: Όλη η αποικία συγκεντρωμένη και στο κέντρο ο Κοσμάς να αφηγείται με τον δικό του μαγικό τρόπο ιστορίες… Το βλέμμα της πάλι πλανήθηκε στο ανοιχτόχρωμο κεφάλι του κιθαρωδού, στις γυμνασμένες πλάτες, στα μπράτσα, όταν σε μια ανυποψίαστη στιγμή εκείνος ξανασήκωσε το γκρίζο βλέμμα και οι ματιές τους διασταυρώθηκαν ξαφνικά. Αμήχανη η Χριστίνα στράφηκε απότομα από την αντίθετη πλευρά. Τινάχτηκε από τη θέση της και περπάτησε ως το φράχτη για να μιλήσει στον πρώτο άνθρωπο που θα συναντούσε μπροστά της. Βρήκε την Κλαίρη να κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στους άλλους και το βλέμμα κολλημένο στη μαύρη «τρύπα» του δάσους μπροστά της. - Δεν σου αρέσουν οι γιορτές; ξεκίνησε την κουβέντα η Χριστίνα με την πιο ανόητη και άχαρη ερώτηση που της ήρθε στο νου. Έπρεπε όμως κάτι να πει, από κάπου ν’ αρχίσει…. Η μικρή στράφηκε προς το μέρος της, τίναξε τα καστανά σπαστά μαλλιά της γύρω από το λαιμό της με μία αγέρωχη κίνηση κι απάντησε με σαρκασμό: - Γιορτή και κουραφέξαλα!... Παράδεισος και καλά!... - Δεν είναι για σένα; ξαναρώτησε περίεργη τώρα η ζωγράφος.


Έκπτωτοι

[35]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τι να μου αρέσει; αντιμίλησε όλο φωτιά η Κλαίρη. Για μεσήλικες όπως εσύ και οι άλλοι που έχουν βαρεθεί τη ζωή τους, καλά είναι! Εμένα όμως βράζει το αίμα μου, τι να κάνω εδώ; ξέσπασε όλο παράπονο. Σόρι για το "μεσήλικες" πρόσθεσε πιο ήπια. Η Χριστίνα γέλασε. - Οκ, δεν τρέχει τίποτα. Για σένα άλλωστε, μεσήλικας είμαι! της είπε σε φιλικό τόνο. Καταλαβαίνω πως θέλεις να γνωρίσεις τον κόσμο, αλλά κι εδώ εργάζεσαι μέσω ίντερνετ έμαθα. - Γκόμενο μπορώ να βρω; τη διέκοψε άγρια η μικρή με τα βιολετιά μάτια της να πετούν φλόγες. Τώρα έμοιαζαν μαύρα σαν την άβυσσο ή χρυσαφιά σαν ηφαίστειο που εκρήγνυται. Πρώτη φορά έβλεπε η Χριστίνα τέτοια μάτια…. - Φαντάζομαι πως αν θες να φύγεις μπορείς να το κάνεις, της απάντησε χαμογελαστή και εγκάρδια η ζωγράφος. Δεν σ’ εμποδίζει κανείς, αρκεί να βρεις κάτι ν’ ασχοληθείς και να ζεις απ’ αυτό. - Δεν είναι τόσο εύκολο! ξανάπε πιο ήρεμα τώρα το κορίτσι. Τουλάχιστον στην Αθήνα είχαμε το μαγαζί μας, κάτι να ξεκινήσω, ενώ εδώ; Ταΐζω κότες και ποτίζω λάχανα! έκανε με έναν μορφασμό αποδοκιμασίας. - Έχεις δίκιο, της είπε με συγκατάβαση η Χριστίνα, είναι δύσκολα εδώ για κάποιες ηλικίες. Αλλά και στην Αθήνα έμαθα πως ζήσατε πολύ άσχημες καταστάσεις…. - Παντού υπάρχουν σκοτωμοί, ληστείες, αίματα! τη διέκοψε άγρια η έφηβη. Εκεί όμως ήταν η ζωή μου, οι φίλοι μου, οι σπουδές μου…. πνίγηκε η φωνή της από το παράπονο. Η Χριστίνα ένιωσε να συμπονά αυτό το φλογερό πλάσμα με τις αναζητήσεις του και τα ανεκπλήρωτα όνειρα. - Φαντάζομαι πως ο Κοσμάς σας έφερε εδώ από αγάπη, έτσι; τη ρώτησε χαμηλόφωνα σκύβοντας προς το μέρος της. - Δεν ξέρω! απάντησε η Κλαίρη κοφτά και στύλωσε το βιολετί βλέμμα στον έναστρο ουρανό. Μπορεί…. -

Από μακριά ακούστηκε η φωνή της Ειρήνης να τις καλεί: - Ελάτε! Θα κόψουμε την τούρτα τώρα! - Πάμε, έκανε ανόρεχτα η Κλαίρη, θα μιλήσει και ο ξεμωραμένος σίγουρα… συμπλήρωσε με σαρκασμό. - Εννοείς τον Κοσμά; ρώτησε η Χριστίνα που μάλλον διασκέδαζε αυτήν τη νεανική επανάσταση. Της θύμιζε τον εαυτό της πολλά χρόνια πριν… - Ποιον άλλο; έκανε η κοπέλα. Γυαλίζει το μάτι του, παιδί μου, κι όλο αρλούμπες λέει! Λίγο πριν φτάσουν όμως στο τραπέζι έσκυψε στο αυτί της Χριστίνας και της είπε ψιθυριστά:


[36]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εγώ θα φύγω από δω κάποτε, να το ξέρεις…. σίγουρα! Εκείνη την κοίταξε όλο κατανόηση. - Το έχω πει σε σένα μόνο, συνέχισε η μικρή με τα μάτια από αμέθυστο, γιατί σε πάω, δεν ξέρω γιατί .... Στο άκουσμα αυτών των λόγων το χαμόγελο της Χριστίνας πλάτυνε. Είχαν φτάσει στη συγκεντρωμένη ομήγυρη. Στην κορυφή του τραπεζιού στεκόταν ήδη η Άννα μέσα στο μακρύ αέρινο γαλάζιο φόρεμά της με τα μαύρα μαλλιά να φτάνουν ως τη ζώνη της και μπροστά της δέσποζε μία τούρτα με δυο κεριά αναμμένα σε σχήμα αριθμών, το δύο και το μηδέν. Δίπλα της ο Κοσμάς με επίσημο ύφος καθάρισε το λαιμό του κι άρχισε να μιλά σε επιβλητικό τόνο: - Σήμερα ο Παράδεισός μας γιορτάζει ένα σημαντικό γεγονός! Η Άννα μας γίνεται είκοσι χρόνων…. Σε όλη τη διάρκεια της μικρής ομιλίας το κορίτσι έριχνε τη σκούρα γοητευτική ματιά της προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η Χριστίνα ακολούθησε αυτή τη ματιά για να συναντήσει τον Νικήτα, που καθόταν παράμερα κι ‘έτρωγε’ κι αυτός το εικοσάχρονο κορίτσι με τα μάτια του. ‘Χμ… ειδύλλιο, μου μυρίζει!...’ σκέφτηκε με κρυφή χαρά. Τελικά κάποιος υπάρχει για τον καθένα και σ’ αυτόν τον μικρό Παράδεισο. Ο Κοσμάς συνέχιζε με στόμφο τον μικρό του λόγο για να καταλήξει: - Αυτός είναι ο δικός μας Παράδεισος, ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε! Θα κάνουμε τα πάντα για να τον κρατήσουμε δικό μας, αμόλυντο από το κακό, τη διαφθορά. Θα μείνουμε ενωμένοι μπροστά στο Κακό! Οι άποικοι χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό. Η Χριστίνα τους μιμήθηκε από ευγένεια, αν και έβρισκε τα λεγόμενα του γιατρού κάπως υπερβολικά. Πώς να κρατήσει όμως την μικρή αυτή κοινωνία ενωμένη αλλιώς; τον δικαιολόγησε μέσα της. - Κάνε μια ευχή! παρότρυναν την Άννα προτού σβήσει τα κεράκια της. Εκείνη έριξε μία τελευταία λιγωμένη ματιά στον Νικήτα, που της την ανταπέδωσε με ένα πλατύ χαμόγελο. Έπειτα έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσβησε τα κεριά των είκοσί χρόνων της μέσα σε χειροκροτήματα. -

Όταν αποφάσισε να φύγει η Χριστίνα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ευτυχώς είχε προβλέψει να πάρει μαζί της φακό, αλλά ο Κοσμάς επέμενε πως δεν έπρεπε να διασχίσει μόνη το δάσος νυχτιάτικα και πρότεινε να την συνοδέψει ως το εξοχικό ο Στάθης. Εκείνος δέχτηκε με προθυμία, ενώ η Χριστίνα ένιωσε την καρδιά της να χοροπηδά. Σε όλη τη διαδρομή της κρατούσε το χέρι, γιατί ήταν τα πάντα θεοσκότεινα κάτω από την πυκνή βλάστηση κι ένιωθε μια γλυκιά ταραχή από το δυνατό άγγιγμά του και τη ζεστή φωνή του καθώς της εξηγούσε τα κατατόπια. Όταν έφτασαν στη


Έκπτωτοι

[37]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

δημοσιά πρόβαλε η φέτα του φεγγαριού ολόλαμπρη στο στερέωμα διαλύοντας το αδιαπέραστο σκοτάδι. - Είσαι εντάξει τώρα; τη ρώτησε με γλυκιά φωνή τραβώντας με δυσκολία το χέρι του από το δικό της. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Ήθελε να μάθει τα πάντα γι’ αυτόν σε αυτό το τέταρτο που έμειναν μόνοι, αλλά το μόνο που κατάφερε να εκμαιεύσει ήταν πως έμενε κι αυτός ένα χρόνο ήδη στον «Παράδεισο» αφήνοντας τη ζωή του στην πόλη στα Πατήσια. Έπειτα σώπαιναν και οι δύο βαδίζοντας πλάι πλάι στο σκοτεινό μονοπάτι. Μόνο όταν έφτασαν μπροστά στο ξύλινο εξοχικό ο Στάθης την κοίταξε κατάματα και τη ρώτησε με χαμόγελο: - Είσαι και συ ερημίτισσα; - Κατά κάποιο τρόπο ναι, του απάντησε η Χριστίνα αμήχανα. Είχαν φτάσει ήδη στην εξώπορτα και στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο. - Καληνύχτα, έσπασε πρώτη τη σιωπή η γυναίκα μην αντέχοντας άλλο την αναμονή και ξεκλείδωσε την πόρτα. - Καληνύχτα, Χριστίνα, της απάντησε τρυφερά ο Στάθης και δεν την άφησε από τα μάτια του ώσπου να μπει μέσα στο σπίτι. Να προσέχεις… μουρμούρισε παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Η γυναίκα έτρεξε κοντά στο παράθυρο μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της για να τον ξαναδεί για μια ακόμη φορά. Ίσα που διακρίνονταν η λευκή του μπλούζα μέσα στο σκοτάδι και το ψηλό του ανάστημα. Της άρεσε τόσο το όνομά της στα χείλη του! Και το άγγιγμά του στο δάσος… Ήθελε να τον ξαναδεί γρήγορα. Ευτυχώς την επόμενη μέρα το απόγευμα ξεκινούσαν τα μαθήματα αγγλικών στον Γιαννάκη και κάθε μέρα θα είχε την ευκαιρία να βρίσκεται στην αποικία, κοντά του… Ήθελε να τον γνωρίσει, να μάθει την ιστορία του. Ήθελε να τον αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, όπως δεν είχε νιώσει ποτέ πριν. Εκείνο το βράδυ άργησε πολύ να κοιμηθεί. Μια εσωτερική ανησυχία την έκανε να στριφογυρνά στο στρώμα. Ήταν όμως τόσο γλυκιά και συνάμα αστοχημένη, σα να ερχόταν από μία άλλη εποχή πιο χαρούμενη, μακριά από εφιάλτες. Μια γεύση παραδείσου για μια έκπτωτη και καταδικασμένη, όπως αυτή. Ίσως να μην ήταν τυχαίο που βρέθηκε εκείνο το καλοκαίρι στο μέρος αυτό. Ίσως να της είχε δοθεί μία δεύτερη ευκαιρία για να λυτρωθεί…


[38]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5 Τα σώματα και η σελήνη Η επόμενη εβδομάδα χωρίς αμφιβολία υπήρξε μια από τις πιο όμορφες στη ζωή της Χριστίνας. Κάθε πρωί σηκωνόταν ευδιάθετη, άνοιγε τα μολύβια και τους καμβάδες της και καθόταν με τις ώρες δίπλα στο μεγάλο παράθυρο του καθιστικού και ζωγράφιζε. Ή μάλλον προσπαθούσε. Ήθελε να σχεδιάσει τον «Παράδεισο», αλλά πάντα κατέληγε στην προσωπογραφία ενός άντρα με ευγενικά χαρακτηριστικά, γκρίζα μάτια και ανοιχτόχρωμα μαλλιά… Πάντως, έστω κι έτσι, βίωνε μια αναζωογονητική απόπειρα δημιουργίας! Τα απογεύματα, κατά τις έξι, έπαιρνε το δρόμο για την αποικία, όπου παρέδιδε το καθιερωμένο πλέον μάθημα αγγλικών στον μικρό Γιάννη. Τα μαθήματα λάμβαναν χώρα στο σπίτι του γιατρού πάντα, που ήταν πιο ευρύχωρο. Βέβαια η Χριστίνα είχε δει μόνο το κεντρικό δωμάτιο του σαλονιού, αλλά ήταν αρκετά άνετο με μεγάλα παράθυρα, ψηλοτάβανο κι ένα επιβλητικό πέτρινο τζάκι στο κέντρο του, διαμπερές και από τις δύο πλευρές. - Εδώ είναι το χειμωνιάτικο στέκι μας, της έλεγε ο Κοσμάς. Ξύλα διαθέτουμε άφθονα από το δάσος και δεν μας λείπει τίποτα, ούτε καν το χειμώνα! κατέληγε πάντα με καμάρι. Η Χριστίνα πλέον τον είχε συνηθίσει και απολάμβανε το ‘τοπικιστικό’ πνεύμα που τον διακατείχε. Και η Αριάδνη ήταν πάντα τόσο φιλόξενη, με ένα δίσκο στο χέρι για να κεράσει γλυκό τους φιλοξενούμενούς της σαν να επρόκειτο για το δικό της γιο, που έκανε κατ’ οίκον μαθήματα με έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης. Όσο για τον μικρό μαθητή, είχαν κάνει μόλις δύο μαθήματα, αλλά η ευφυΐα του μικρού ήταν ολοφάνερη, καθώς και η διάθεσή του για να μάθει τη γλώσσα. Μάλλον εκτιμούσε πράγματα που στην πόλη θεωρούνται δεδομένα και – ως εκ τούτουβαρετά. Το γεγονός αυτό, ο προσηνής χαρακτήρας του μικρού Γιάννη σε συνδυασμό με την ικανοποίηση της διδασκαλίας είχαν μεταμορφώσει τελείως τη διάθεση της Χριστίνας μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Πιο πολύ όμως και από τον συμπαθέστατο Γιάννη η γυναίκα απολάμβανε την συντροφιά του Στάθη που την συνόδευε ανελλιπώς ως το σπίτι της κάθε βράδυ μετά το μάθημα. Ήταν Αύγουστος πλέον και νύχτωνε νωρίς ή απλά μια δικαιολογία για να την συναντά καθημερινά. Ωστόσο πάντα τη χαιρετούσε στο κατώφλι της κάπως απόμακρος και διστακτικός.


Έκπτωτοι

[39]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το τρίτο απόγευμα όμως από την έναρξη των μαθημάτων η Χριστίνα πήρε την πρωτοβουλία και τον προσκάλεσε μέσα. Εκείνος, προς ευχάριστη έκπληξή της, δέχτηκε με χαρά. Κάθισαν στη μικρή βεραντούλα του καθιστικού που έβλεπε μέσα στο ρέμα. Ήταν δροσερά και κάτω από τα πόδια τους ακουγόταν το τρεχούμενο νερό. Η Χριστίνα έβγαλε δυο σόδες για να τον κεράσει κάτι. - Τι γυναίκα είσαι εσύ! την πείραξε ο Στάθης με κρυφό θαυμασμό, ούτε πίνεις ούτε καπνίζεις! Η Χριστίνα ξεροκατάπιε κι αμέσως άλλαξε τη συζήτηση. Ήθελε να μάθει πως ένας σαραντάχρονος άντρας σαν αυτόν, πάνω στην ακμή του, τα παράτησε όλα για να γίνει ερημίτης. - Ερημίτης με τέτοια συντροφιά δεν γίνεται! της είπε γλυκά ο Στάθης κι εκείνη αμέσως ένιωσε ταραχή και αμηχανία. Και τότε, έτσι απλά και αβίαστα σα να γνωρίζονταν από παλιά, άρχισε ν’ αφηγείται ο άντρας τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην πόλη. Τότε που δεν υπήρχαν ωράρια, διακοπές, μόνο τρέξιμο στην πολυεθνική εταιρία, στην οποία κατείχε μία σεβαστή θέση. Το ίδιο και ο αδερφός του, αλλά στον ασφαλιστικό τομέα. Νόμιζε πως τα είχε όλα: καριέρα, λεφτά και μία σοβαρή σχέση. Ώσπου ήρθε ο καρκίνος της μητέρας. Ύπουλα και αδυσώπητα ‘έφαγε’ το σώμα της μέσα σε λίγους μαρτυρικούς μήνες. Η ζωή όλων άλλαξε δραματικά: ο πατέρας τους, ο Δήμος, έγινε ακόμα πιο κλειστός και ιδιότροπος, ενώ ο ίδιος και ο Νικήτας έφτασαν στο σημείο να θεωρούν τον επερχόμενο θάνατό της ως τη μόνη λύτρωση από την επώδυνη και αναποτελεσματική χημειοθεραπεία. Μια μητέρα που άλλοτε έσφυζε από ζωή τώρα είχε καταντήσει η σκιά του εαυτού της, αδυνατισμένη όσο ποτέ, χωρίς μαλλιά ούτε καν βλεφαρίδες ή φρύδια, ανήμπορη για το καθετί…. Μάταιες οι αλλεπάλληλες εγχειρίσεις, οι επώδυνες θεραπείες και όλα τα σχετικά. Ωστόσο, πάλεψε σκληρά για τη ζωή της η Ευανθία προτού χάσει τη μάχη με την αρρώστια στα εξήντα πέντε της χρόνια. Στο πλευρό της πάντα βρισκόταν ο ογκολόγος της, ο Κοσμάς Μανολάκος, ώσπου να κλείσει τα μάτια της οριστικά. - Πώς μπορεί να τιμωρείται μία αθώα γυναίκα με τέτοια σκληρή θανατική καταδίκη; κατέληξε με ραγισμένη φωνή ο Στάθης. Και το κυριότερο, γιατί; Ποιός Θεός επιτρέπει κάτι τέτοιο; Η Χριστίνα τον άκουγε προσεχτικά κατασυγκινημένη. Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησής του το πρόσωπο της Εύας ως μία άμορφη μάζα από εκδορές και αυλάκια αίματος πρόβαλλε ξανά ολοζώντανο μπροστά της. Η ταραχή της ωστόσο δεν πέρασε απαρατήρητη από τον άντρα, που της άγγιξε το χέρι και τη ρώτησε τρυφερά: - Έχεις χάσει και συ πρόσφατα κάποιον που αγαπούσες; Εκείνη έγνεψε καταφατικά μη μπορώντας ν’ απαντήσει. Ένας κόμπος της έφραζε το λαιμό. Το άγγιγμά του όμως τη ζέσταινε γλυκά. Εκείνος δεν τράβηξε το χέρι του και συνέχισε σε πιο σκληρό τόνο:


[40]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Και δεν ήταν μόνο αυτό! Λίγο καιρό μετά τι ανακάλυψα; Η γυναίκα που αγαπούσα, το στήριγμά μου, τα είχε φτιάξει με έναν από την παρέα μας πίσω από την πλάτη μου! Μεμιάς το πρόσωπο του Στάθη είχε γίνει μία ανέκφραστη μάσκα και η φωνή του αντηχούσε κοφτή σαν λεπίδι. Η Χριστίνα συνήλθε αμέσως από την συγκίνησή της και τράβηξε το χέρι της από το δικό του πιάνοντας το ποτήρι της για δικαιολογία. - Συμβαίνουν κι αυτά… ψέλλισε δειλά. - Ε όχι δα! ξέσπασε άγρια ο άντρας, δεν συμβαίνουν! Αυτά τα κάνουν μόνο οι πουτάνες! ξεστόμισε θυμωμένος. Η εμπιστοσύνη είναι το παν σε μια σχέση. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει τίποτα! Η Χριστίνα σώπαινε με χαμηλωμένο κεφάλι. Το σκοτάδι τους τύλιγε ήδη και κάλυπτε την έκφραση του προσώπου της. Ωστόσο ο άντρας- νιώθοντας πως το παρατράβηξε- γλύκανε την έκφρασή του και της είπε σε άλλο τόνο: - Με συγχωρείς, εσύ είσαι ένας άγγελος! - Δεν υπάρχουν άγγελοι, του αντιγύρισε σκληρά εκείνη. - Χριστίνα, πρόφερε γλυκά τ’ όνομά της ο Στάθης, είπαμε πολλά και βαριά σήμερα. Έχουμε και οι δύο πληγές να επουλώσουμε. Και παραμερίζοντας μια ξανθιά τούφα από το μέτωπό της συμπλήρωσε πιο κεφάτα: - Έχεις κάνει κανένα μπάνιο στη θάλασσα φέτος; Εκείνη έγνεψε αρνητικά. - Αύριο πρωί λοιπόν θα κάνεις το πρώτο σου μπάνιο! της δήλωσε θριαμβευτικά ο άντρας με μία λάμψη στα γκρίζα μάτια του. Θα έρθω να σε πάρω με τη μηχανή και θα πάμε στο Κιάτο, στα Ίσθια, όπου θες! Η Χριστίνα χαμογέλασε βρίσκοντας την καλή της διάθεση ξανά. - Αύριο στις εννιά να είσαι έτοιμη! της είπε ο άντρας φεύγοντας χαρίζοντάς της το πιο γοητευτικό του χαμόγελο. -

Το ίδιο βράδυ η Χριστίνα έπιασε τον εαυτό της να ανυπομονεί να ξημερώσει για να τον ξαναδεί. Η βραδινή εξομολόγηση του Στάθη, όχι μόνο δεν την είχε απογοητεύσει, αλλά μάλλον το αντίθετο: η πικρία του ήταν κατανοητή, λόγω του μεγάλου πόνου της απώλειας κι ένας άντρας που πονά δεν μπορεί παρά να διαθέτει πλούτο συναισθημάτων κι ευαισθησία. Τελικά διέθεταν τόσα κοινά σημεία μεταξύ τους! Ήθελε να τον ξαναδεί άμεσα. Και όλα τ’ άσχημα θα τα ξεχνούσαν. Άλλωστε τα μυστικά της ήταν καλά θαμμένα στο μυαλό και στην καρδιά της. Τίποτα δεν την έδενε πια με την παλιά ιστορία στην Αθήνα. Ακόμα και ο Πέτρος είχε βαρεθεί και δεν της τηλεφωνούσε πια σχεδόν ποτέ.


Έκπτωτοι

[41]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το επόμενο πρωί ήταν στο πόδι από τις εφτά, μετά από λίγες ώρες ύπνου που της χάρισε η χημεία, φορώντας το μαύρο μπικίνι της κάτω από μια πουκαμίσα και κατηγορώντας τον εαυτό της που δεν πήρε περισσότερα ρούχα μαζί της. Βημάτιζε νευρικά μέσα στο καθιστικό πάνω κάτω, ώσπου επιτέλους άκουσε χτυπήματα στην πόρτα της. Ο Στάθης την περίμενε χαμογελαστός φορώντας ένα λευκό μακό και το τζην του παντελόνι, που τόνιζαν το γραμμωμένο κορμί του. Περπάτησαν το μονοπάτι ως τη δημοσιά, όπου τους περίμενε παρκαρισμένη μια μηχανή μεγάλου κυβισμού. - Η μεγάλη μου αγάπη! έκανε χαρωπά ο άντρας και της έκανε νόημα να σκαρφαλώσει στη σέλα πίσω του. Εκείνο το πρωί η Χριστίνα βρέθηκε στον Παράδεισο. Σε όλη τη διαδρομή είχε τυλιγμένα τα χέρια της γύρω από τη μέση του, ένιωθε το σφιχτό σώμα του, μύριζε τη μυρωδιά του λαιμού του κι έλιωνε από μια αιφνίδια αφυπνισμένη επιθυμία… Ο αέρας που χτυπούσε το πρόσωπό της κι ανακάτευε τα ξανθά μαλλιά της, της χάριζε μία αίσθηση ελευθερίας. Πάντα αγαπούσε την ταχύτητα η Χριστίνα, απλά μετά το τροχαίο φοβόταν πολύ. Όχι πια όμως. Τώρα εμπιστευόταν ολοκληρωτικά τον οδηγό της και απολάμβανε αυτή την παράδοση στα χέρια του, καθώς η μηχανή ορμούσε στην άσφαλτο με κατεύθυνση το Κιάτο. Ως το μεσημέρι χάρηκαν τα νερά του Κορινθιακού, τον καυτό ήλιο και την επαφή με έναν διαφορετικό κόσμο που διασκεδάζει, γελά και απολαμβάνει. Ο Στάθης βουτούσε σαν παιδί στα βαθιά νερά και κολυμπούσε με γερές απλωτές. Η Χριστίνα του έριχνε κρυφές ματιές κάτω από τα σκούρα γυαλιά της θαυμάζοντας την υπέροχη ανατομία του ν’ αυλακώνεται από το αλμυρό νερό. Ακόμα και τα μάτια του φάνταζαν πιο διάφανα και από γυαλί, τα μαλλιά του έμοιαζαν σαν βρεγμένα στάχυα. Και το δικό της σώμα όμως το αισθανόταν πιο ελαφρύ μέσα στο κύμα, σαν να της ξέπλενε κάθε βάρος που κουβαλούσε. Ένιωθε ξέγνοιαστη σαν παιδί μέσα στην αλμύρα ή ξαπλωμένη στην καυτή άμμο. Ωστόσο, μέχρι τη στιγμή που επέστρεψαν, δεν συνέβη τίποτα απολύτως μεταξύ τους. Μάλλον ο ένας απέφευγε τη ματιά του άλλου ή το τυχαίο άγγιγμά του. Η Χριστίνα ένιωθε όμως πως και ο Στάθης αισθανόταν εξίσου ταραγμένος με αυτήν. Μόνο όταν την αποχαιρετούσε στο τέλος, ένιωσε το βλέμμα του να τη χαϊδεύει. Χώρισαν με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν σύντομα. Αυτό το ‘σύντομα’ η Χριστίνα προσδοκούσε πως θα ήταν το ίδιο απόγευμα που είχε μάθημα με το Γιαννάκη. Μετά από ώρες, που φάνηκαν αιώνες στη γυναίκα, επιτέλους έφτασε το απόγευμα. Το μάθημα αγγλικών έληξε- αν και η καθηγήτρια ήταν κάπως αφηρημένη εκείνη τη μέρα- και η Χριστίνα αποχαιρέτησε τον Κοσμά και την Αριάδνη αρνούμενη ευγενικά την πρόσκλησή τους να δειπνήσουν μαζί. Διαισθανόταν πως εκείνος την περίμενε και η καρδιά της φτερούγιζε.... Ωστόσο ο Στάθης δεν βρισκόταν πουθενά. Ούτε στο ξέφωτο, όπου την περίμενε συνήθως, ούτε στο μονοπάτι. Η Χριστίνα πήρε με βαριά καρδιά τον δρόμο


[42]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του γυρισμού ελπίζοντας σε κάποια στιγμή να τον ακούσει να την καλεί. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη, προς μεγάλη απογοήτευσή της. Έφτασε στο σπίτι της σέρνοντας τα βήματά της και πέταξε τα ρούχα της με μια κίνηση στο πάτωμα. Ένιωθε μόνη, γριά και το σπίτι σκοτεινό να την πλακώνει. Έξω το φως λιγόστευε απειλητικά στο βαθύ ρέμα…. Σωριάστηκε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο παρατηρώντας τις σκιές φορώντας μόνο τα εσώρουχά της πάνω στο μαυρισμένο από το πρωινό μπάνιο δέρμα της… Γύρω στα μεσάνυχτα την ξύπνησαν χτύποι στην πόρτα. Η κοπέλα πετάχτηκε αλαφιασμένη κοιτάζοντας τριγύρω. Πρέπει να είχε αποκοιμηθεί στην πολυθρόνα της. Έτρεξε όπως ήταν με λαχτάρα χωρίς να φοβηθεί ως την εξώπορτα. Στο άνοιγμά της την στεκόταν ο Στάθης με το βλέμμα γεμάτο συντριβή και φωτιά. Την άρπαξε στα χέρια του χωρίς να πουν ούτε μία λέξη. Μόνο το όνομά της επαναλάμβανε ξανά και ξανά κοιτώντας την στα μάτια, καθώς την πήγε πάνω στη σοφίτα και την ξάπλωσε στο μεγάλο κρεβάτι. Με μια κίνηση της έβγαλε τα εσώρουχα και με πρωτόγνωρη λαχτάρα έσκυψε να γευτεί το λατρεμένο κορμί… Κι εκείνη τον έπαιρνε διψασμένη βαθιά μέσα της όπως δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Τον έσφιγγε με όλη της τη δύναμη πάνω της, έμπηγε τα νύχια της στο μαλακό δέρμα της πλάτης του, καλούσε με απόγνωση τ’ όνομά του…. Πάνω τους ένα αδυσώπητο φεγγάρι φώτιζε το σύμπλεγμα των δύο σωμάτων από το άνοιγμα της οροφής. Κάθε κρυφή πτυχή τους, κάθε ανάσα, κάθε συναίσθημα αποκαλύπτονταν και σφραγιζόταν αμείλικτα από το ψυχρό σεληνιακό φως. Ώρες μετά, έμειναν σφιχταγκαλιασμένοι εκεί πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι ξέπνοοι. Τα χέρια του Στάθη ακόμα έτρεχαν πάνω στο κορμί της: στο στρογγυλό στήθος, την επίπεδη κοιλιά, την υγρή φύση και τα μακριά πόδια… και μετά πάλι πάνω στον μακρύ λαιμό, τα χέρια… - Αυτά; ρώτησε ψιθυριστά ο άντρας αγγίζοντας απαλά τα σημάδια από τα τραύματά της . - Ένα δυστύχημα… τραύλισε εκείνη, που μου πήρε ένα δικό μου πρόσωπο…. πρόσθεσε μετά από μία μικρή παύση. Ο Στάθης την έσφιξε με λαχτάρα πάνω του. - Σσσς…. έκανε τρυφερά, όλα αυτά είναι πίσω μας πια…. Η Χριστίνα κούρνιασε μέσα στην ζεστή αγκαλιά νιώθοντας μία γλυκιά νύστα να βαραίνει τα μέλη της. - Θα μείνεις; πρόλαβε μόνο να ψιθυρίσει. - Θα μείνω… άκουσε τη βαθιά φωνή του άντρα και –για πρώτη φορά μετά από μήνες- παραδόθηκε στον ύπνο έτσι φυσικά και αβίαστα….


Έκπτωτοι

[43]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

6 Η εισβολή Οι επόμενες τρεις μέρες κύλησαν σε παρόμοιο ρυθμό: το ζευγάρι κάθε βράδυ κοιμόταν πλέον μαζί στη σεληνόφωτη σοφίτα. Έκαναν έρωτα με τις ώρες κι έπειτα κάθονταν βουβοί και αγκαλιασμένοι απολαμβάνοντας την απόλυτη ηρεμία και πληρότητα. Άλλοτε πάλι ο Στάθης της εξιστορούσε τις δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντά του στην αποικία που εστιάζονταν πλέον στην καλλιέργεια της γης. Ο άντρας είχε γίνει ένα με τη φύση πια, ήταν αναμφίβολα αναπόσπαστο κομμάτι του «Παραδείσου». Μια φορά έφερε και την κιθάρα του μαζί, προς μεγάλη χαρά της Χριστίνας, και η μουσική των αγαπημένων της Walkabouts ξεχείλισε από το φεγγίτη της σοφίτας ως το ρέμα με τις πλατανιές ή ακόμα και ως το φεγγάρι. “ I go to sleep, before the devil wakes and I wake up, before the angels take all my worldly desires all my yardsticks of fear all my secrets untold all my motives unclear hangin' down in the fire burnin' them higher won't take them away from here and long after we're gone the light will stay on….” Εκείνη δεν μιλούσε. Της άρεσε να κλείνει τα μάτια της και να ακούει τη φωνή του, τα τραγούδια του ή απλά την ανάσα του. Ένιωθε ασφαλής κοντά του κι αυτό της δημιουργούσε μια αίσθηση ευτυχίας. Το παρελθόν της ήταν πολύ μακριά για να την αγγίξει πλέον. Κάθε μέρα στον παράδεισο ήταν σαν ολόκληρος χρόνος από την παλιά της ζωή. Τα πρωινά το ζευγάρι κατέβαινε ως το ποτάμι για βουτιές στο παγωμένο νερό ή απλά απολάμβανε στιγμές χαλάρωσης κάτω από το δροσερό φύλλωμα των δέντρων. Άλλη μία φορά είχαν ξαναπάει στη θάλασσα με τη μηχανή, ο τόπος τελικά


[44]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

διαδραμάτιζε ελάχιστη σημασία στη διάθεση του ζευγαριού. Φτάνει να ήταν μαζί. Ίσως μάλιστα να τους κούραζε η πολυκοσμία των τριγύρω παραλιών λόγω των παραθεριστών του Αυγούστου. Τα beach bar, οι ξαπλώστρες, η δυνατή μουσική δεν ταίριαζαν στη δική τους διάθεση, στην ιεροτελεστία του έρωτά τους. Τρεις μέρες είχαν περάσει από την ένωσή τους κι όμως η Χριστίνα ένιωθε τόσο δεμένη μαζί του! Τα μεσημέρια που εκείνος έφευγε για να επισκεφτεί το σπίτι και το περιβόλι του στην αποικία, το σπίτι της φαινόταν άδειο κι ας γνώριζε πως μετά το καθιερωμένο μάθημα αγγλικών στον Γιαννάκη θα επέστρεφαν πάλι μαζί στο εξοχικό. - Είμαι ευτυχισμένη! δήλωσε αυθόρμητα στο τηλέφωνο ένα μεσημέρι που ήταν μόνη της στον φίλο της τον Διονύση. Τουλάχιστον, έτσι νομίζω…. συμπλήρωσε αμέσως μετά πιο διστακτικά. - Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος γι’ αυτό; τη ρώτησε εκείνος με τη ζεστή γνώριμη φωνή του. - Υπάρχει κάποιος από τον «Παράδεισο»… απάντησε ντροπαλά η Χριστίνα κι άρχισε να του διηγείται ακροθιγώς την ιστορία της. Ένιωθε κάπως άβολα να του εξηγήσει τις λεπτομέρειες αυτής της ερωτικής περιπέτειας, άγνωστο γιατί, παρότι τον εμπιστευόταν πιο πολύ από τον καθένα. Σχεδόν πάντα ο Διονύσης της προκαλούσε αυτό το παράξενο αίσθημα της αμηχανίας χωρίς διακριτό λόγο. Εκείνος την άκουσε προσεχτικά ώσπου να ολοκληρώσει. Έπειτα της είπε σε ήπιο τόνο: - Χαίρομαι, Χριστινάκι, που περνάς καλά, να το χαρείς! Απλά να προσέχεις… - Γιατί το λες αυτό; απάντησε απότομα εκείνη κάπως ενοχλημένη. - Χωρίς λόγο, συνέχισε στον ίδιο τόνο ο Διονύσης, απλά ακόμα δεν γνωρίζεις ούτε τον νεαρό άντρα, ούτε κανέναν τους ουσιαστικά. - Εσύ το λες αυτό, που τους κάνεις παρέα και με παρότρυνες να τους γνωρίσω κιόλας; του αντιγύρισε θυμωμένη πια για τα καλά η κοπέλα. - Χριστινάκι, μην εξάπτεσαι, την πρόλαβε η ήρεμη φωνή του φίλου της. Ναι, τους έχω συναναστραφεί κάποιες φορές κι αυτό είναι όλο. Δεν δέθηκα με κανέναν, δεν γνωρίζω ουσιαστικά κανέναν. Συγνώμη όμως αν παραφέρθηκα…. πρόσθεσε κάπως ψυχρά. - Όχι, όχι, εγώ συγνώμη, έκανε ταραγμένη η Χριστίνα που η μικρή διένεξή τους της ήταν ανυπόφορη, είμαι κάπως φορτισμένη αυτό είναι όλο… Θέλω όλα επιτέλους να πάνε καλά…. - Και γω αυτό θέλω, συμφώνησε με τη βαθιά φωνή του ο Διονύσης. Μην έχεις καμία αμφιβολία! Έκλεισαν το τηλέφωνο συμφιλιωμένοι, ωστόσο η διάθεση της Χριστίνας είχε χαλάσει. Δεν ήθελε ν’ απομακρύνει τον Διονύση από κοντά της, όμως δεν άντεχε ν’ ακούει έστω και την παραμικρή νύξη πως η ιστορία με τον Στάθη θα έληγε άδοξα. Αρνούνταν να δεχτεί κάτι τέτοιο κι ας ήταν απόλυτα λογική η προειδοποίηση του


Έκπτωτοι

[45]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

φίλου της. Άλλωστε τι εμπειρία είχε από μακροχρόνιες σχέσεις και ο Διονύσης; Η μόνιμη ερωμένη του ήταν η ζωγραφική του, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν. Τα δύο πρώτα πρωινά που είχαν περάσει στο ποτάμι ο Στάθης και η Χριστίνα ήταν εντελώς μόνοι τους. Κυκλοφορούσαν ολόγυμνοι σαν τους Πρωτόπλαστους μέσα στη ροή του ποταμού κι έκαναν έρωτα ξαπλωμένοι πάνω στις γυαλιστερές στρογγυλές πέτρες στις όχθες του. Όλο το ρέμα αντιλαλούσε από τους αναστεναγμούς της Χριστίνας, καθώς ήθελε ο άντρας αυτός να μείνει μέσα της για πάντα. Το τρίτο πρωινό όμως μια έκπληξη τους περίμενε στο ρέμα: ένα άλλο ζευγάρι τους είχε προλάβει. Μια μελαχρινή κοπέλα γυμνόστηθη άφηνε μικρές χαρούμενες κραυγές βουτηγμένη ως τη μέση στο ποτάμι από τη χαμηλή θερμοκρασία του νερού, ενώ ένας νεαρός άντρας έξω στην όχθη ολόγυμνος σαν αρχαίο άγαλμα ετοιμαζόταν να τη συνοδεύσει στο μπάνιο της. Ο Στάθης και η Χριστίνα αρχικά έμειναν άναυδοι. - Μας πρόλαβαν, του είπε παιχνιδιάρικα η γυναίκα, ωστόσο ο άντρας παρέμενε για κάποιο ανεξήγητο λόγο σοβαρός. Όταν όμως έκαναν λίγα βήματα ακόμα προς τα κει, η Χριστίνα μπόρεσε να ερμηνεύσει το βλοσυρό βλέμμα του Στάθη. Το νεαρό ζευγάρι που χαριεντιζόταν στο ποτάμι δεν ήταν άλλοι από τον Νικήτα, τον αδερφό του Στάθη και την εικοσάχρονη Άννα! Ο Στάθης περπάτησε γοργά ως εκεί και σταμάτησε δύο μέτρα από την όχθη αμίλητος. Η Χριστίνα ίσα που προλάβαινε να τον ακολουθεί. Στο μεταξύ ο Νικήτας είχε ήδη βουτήξει στο ποτάμι και φιλούσε τη νεαρή μαυρομαλλούσα απορροφημένος από την ομορφιά της. Χρειάστηκαν λίγα λεπτά για να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν μόνοι τους εκεί. Όταν όμως είδε τον αδερφό του να στέκεται αμίλητος και σοβαρός λίγα μέτρα πιο πέρα τινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι. Η Άννα άφησε να της ξεφύγει μια σιγανή κραυγή. - Τι κάνεις εδώ πέρα, αδερφέ; τον ρώτησε μέσα από τα δόντια του ο Στάθης. - Ε… τίποτα, να εδώ… κάναμε μπάνιο …τραύλισε έκπληκτος ο άντρας, ενώ η Άννα κατακόκκινη από ντροπή είχε χωθεί στο νερό ως το λαιμό για να καλύψει τη γύμνια της. Η Χριστίνα που είχε φτάσει στο μεταξύ ξωπίσω του παρατηρούσε το μένος στο πρόσωπο του Στάθη, που τα χαρακτηριστικά του ξαφνικά είχαν γίνει πέτρινα. Φαίνεται πως αυτή η έκφραση είχε τρομάξει και τον Νικήτα, γιατί αμέσως του ζήτησε να γυρίσει την πλάτη του για να βγουν και να ντυθούν. Ετοιμάστηκαν μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, ενώ ο Στάθης με την πλάτη στραμμένη στο ποτάμι διατηρούσε την ίδια σκληρή έκφραση. Η Χριστίνα πρόλαβε να δει το έντρομο βλέμμα της Άννας προς το μέρος τους, ενώ ο Νικήτας πρόφερε σιγά ένα ‘γεια’ καθώς έπαιρναν βιαστικά το δρόμο του γυρισμού. - Εντάξει, έφυγαν, του είπε δειλά η Χριστίνα και βλέποντάς τον τόσο θυμωμένο τον ρώτησε τρυφερά αγγίζοντας το μπράτσο του. Γιατί είσαι έξαλλος; - Γιατί έτσι! έκανε εκείνος τραβώντας απότομα το χέρι του από το άγγιγμά της, δεν είναι πράγματα αυτά! δήλωσε άγρια.


[46]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μα γιατί; επέμεινε κάπως άτονα η γυναίκα, είναι ενήλικες και οι δύο! Εκείνος είναι τριάντα οχτώ κι εκείνη μόνο είκοσι! της απάντησε ο άντρας στον ίδιο τόνο, σου φαίνεται αυτό σωστό; - Γιατί υπάρχουν πολλές επιλογές εδώ πέρα; του πέταξε ξερά η Χριστίνα φανερά απογοητευμένη από τη στάση του. Ο μικρός τους καυγάς διήρκησε λίγο ακόμα με τη γυναίκα να του εξηγεί πως δεν ήταν και τόσο απρόσμενο κάτι τέτοιο σε νέα άτομα απομονωμένα με τον ερωτισμό τους στο ζενίθ και τον Στάθη να παραμένει σταθερός στην εμπαθή στάση του. Αυτός ο συντηρητισμός ενός νέου ανθρώπου ήταν κάτι πρωτόγνωρο για την Χριστίνα. Η απογοήτευση αμέσως την κυρίευσε, αλλά μόλις εκείνος το ένιωσε μαλάκωσε τη φωνή του και την πλησίασε ξανά. - Δεν είμαι κατά του έρωτα, απλά δεν θέλω μπλεξίματα στη στενή μας κοινωνία… απολογήθηκε σε πιο ήπιο τόνο. - Μα ποιον θα μπορούσε να γνωρίσει κάποιος εδώ πέρα στην ερημιά; επέμενε η γυναίκα. - Εγώ πώς γνώρισα εσένα; αποκρίθηκε εκείνος. - Αυτό είναι εξαίρεση, αντιμίλησε εκείνη κάπως νευριασμένη. - Μια εξαίρεση ονειρευόμαστε όλοι! δήλωσε ο Στάθης και χωρίς να περιμένει απάντηση την αποστόμωσε μ’ ένα λαίμαργο φιλί που έκαμψε κάθε αντίστασή της. -

Η επόμενη μέρα, δώδεκα μέρες ουσιαστικά από την άφιξη της Χριστίνας κι ενώ ο Αύγουστος κόντευε στη μέση του, έμελλε ν’ ανατρέψει τα πάντα για τους κατοίκους του «Παραδείσου», αλλά και της ίδιας. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν προμήνυε το πρωινό της δωδεκάτης μέρας του μήνα: το ζευγάρι ανυποψίαστο ξύπνησε το πρωί μετά από μία δυνατή σεξουαλική ένωση συμφιλίωσης το προηγούμενο βράδυ, έκανε τη βόλτα του με τη μηχανή – απέφυγαν εκείνη τη μέρα το ποτάμι- και το μεσημέρι ο Στάθης ετοιμάστηκε να γυρίσει για λίγες ώρες στο σπίτι του, όπως συνήθιζε . Η Χριστίνα τον αποχαιρέτησε με λαχτάρα, αν και γνώριζε πως μετά το μάθημά της θα επέστρεφαν στο σπίτι μαζί. Προς μεγάλη έκπληξή της όμως μία ώρα αργότερα κι ενώ εκείνη ζωγράφιζε, άκουσε χτύπους στην πόρτα της. Μόλις είδε τον αγαπημένο της στο κατώφλι έκανε να τον αγκαλιάσει, αλλά το σκυθρωπό ύφος του την συγκράτησε. - Τι έχεις; τον ρώτησε σοβαρή. - Έλα κάθισε να σου πω, της απάντησε εκείνος μεγαλώνοντας την ανησυχία της για τα καλά. - Πολλά έγιναν χτες το βράδυ ενώ εμείς κάναμε… σώπασε με τα γκρίζα μάτια του σκοτεινιασμένα. - Τι έγινε; ξαναρώτησε η Χριστίνα, με τρομάζεις….


Έκπτωτοι

[47]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άκουσέ με, σε παρακαλώ, χωρίς να με διακόψεις, έκανε εκείνος και το ύφος του ξαναπάγωσε τη γυναίκα. Πριν λίγο που πήγα στην αποικία τους βρήκα όλους ανάστατους. Κάτι τρομερό είχε συμβεί στη διάρκεια της νύχτας, κάτι αδιανόητο…. Όλοι αποκοιμήθηκαν χωρίς κανείς ν’ αντιληφθεί το παραμικρό. Μέχρι πριν λίγη ώρα κοιμόντουσαν – αν είναι δυνατόν!- εμείς που ξυπνάμε πρωί πρωί για τις δουλειές μας! Και το χειρότερο: κάποιος, κάποιοι, κάτι είχε εισβάλει στα σπίτια μας, στην περιουσία μας και είχε ξαφρίσει ό,τι πολυτιμότερο είχαμε: χρήματα, κοσμήματα, τον σταυρό της μητέρας….- στο σημείο αυτό ο άντρας σκέπασε το πρόσωπό του με τις παλάμες του, αλλά αμέσως επανέκτησε τον έλεγχό του- Τι ήταν αυτό; συνέχισε συγκλονισμένος, που μπήκε στα σπίτια μας όλη τη νύχτα και μας ξεγύμνωσε από ό, τι αγαπούσαμε και εμείς κοιμόμασταν βαθιά; Είναι πρωτοφανές, παράλογο… και στρεφόμενος προς την αμίλητη Χριστίνα συμπλήρωσε με ραγισμένη φωνή, είναι σχεδόν ….δαιμονικό!..... Η γυναίκα τον άκουγε με προσοχή. Όταν εκείνος σώπασε, πήρε το λόγο με σταθερή και ζεστή φωνή: - Αγάπη μου, λυπάμαι πολύ για όλα αυτά, αλλά έχω ξανακούσει τέτοιες περιπτώσεις. Κάποια σπείρα θα έβαλε στο μάτι τα απομονωμένα σπίτια και έγινε ό, τι έγινε…. - Μα πώς δεν τους κατάλαβε κανείς μας; Δεν κοιμόμαστε δα τόσο βαριά! της αντιμίλησε πάλι αγριεμένος ο Στάθης. - Έχω ακούσει πως τους κοιμίζουν όλους με ειδικό σπρέι, του απάντησε διατηρώντας την ψυχραιμία της εκείνη, γι’ αυτό κοιμόντουσαν ως αργά το μεσημέρι σήμερα…. - Άσε μας ρε Χριστίνα, ξέσπασε ο άντρας έξαλλος πλέον, που όλα τα ξέρεις και τα κατανοείς. Πότε δικαιολογείς τον αδερφό μου με τη μικρή τσουλίτσα, πότε αυτό που έγινε χτες!... Εμείς πηδιόμασταν και η αποικία δεχόταν εισβολή! Αντί να είμαι εκεί να τους βοηθήσω…. συμπλήρωσε όλο θυμό. - Δηλαδή για σένα τι έγινε χτες; τον ρώτησε με ψυχρή φωνή η γυναίκα απομακρυνόμενη από κοντά του διακόπτοντας το ντελίριό του. - Δεν ξέρω…. έκανε εκείνος σαν χαμένος, κάτι πάντως εισέβαλε σον παράδεισό μας και τον μόλυνε… κάτι άγνωστο και σκοτεινό…. - Υπερβάλλεις! του απάντησε κοφτά η Χριστίνα και σηκώθηκε όρθια προς το παράθυρο. Ο Στάθης γύρισε έκπληκτος προς το μέρος της έτοιμος να εκραγεί, αλλά το παγερό και σκοτεινό βλέμμα της γυναίκας τον σταμάτησε. Αντί γι’ αυτό, μαζεύτηκε στη θέση του σιωπηλός. Εκείνη ωστόσο ήταν αποφασισμένη: δεν επρόκειτο να τον αφήσει να την υποβιβάσει για δεύτερη φορά. Ο άντρας αυτός είχε κι ένα άλλο πρόσωπο που της ήταν απεχθές: γινόταν στενόμυαλος κι εμπαθής. Έτσι όπως τον έβλεπε όμως να στέκεται σαν χαμένος στον καναπέ της τον λυπόταν κιόλας. Είχε χάσει πρόσφατα τη μητέρα του, τη σχέση του και τώρα αυτό… Εντάξει, λογικό ήταν -


[48]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

να νιώθει ένοχος που δεν μπόρεσε να προστατεύσει την οικογένειά του. Μήπως κι αυτή δεν κουβαλούσε αφόρητες τύψεις για ένα άλλο συμβάν; Ίσως να μην έπρεπε να είναι τόσο σκληρή απέναντί του…. - Ειδοποιήσατε την αστυνομία; τον ρώτησε τελικά πλησιάζοντάς τον σε πιο μαλακό τόνο. - Όχι, όχι… έκανε αυτός. Θα δούμε τι θα κάνουμε.... και γυρίζοντας προς το μέρος της πρόσθεσε: όπως καταλαβαίνεις, δεν θα γίνουν μαθήματα αγγλικών αυτές τις μέρες… - Φυσικά! απάντησε εκείνη με συγκατάβαση. Εννοείται…. Σηκώθηκε να φύγει σκυφτός σαν γέρος σέρνοντας τα βήματά του. Ο οίκτος της Χριστίνας μεγάλωσε βλέποντας την εικόνα αυτή. - Το βράδυ να σε περιμένω; τον ρώτησε λίγο πριν πάρει το μονοπάτι για τη δημοσιά. - Όχι , όχι...! Θα κάνουμε περιπολίες οι άντρες από σήμερα το βράδυ ως το πρωί. Και κάθε βράδυ! δήλωσε αποφασιστικά εκείνος και χάθηκε βιαστικά στο εκτυφλωτικό φως του καταμεσήμερου. Εκείνο το βράδυ η Χριστίνα έμεινε μόνη, πιο μόνη και από τις πρώτες μέρες της διαμονής της στο εξοχικό. Σε κάποια στιγμή σκέφτηκε να στείλει μήνυμα στον Διονύση, που ακόμα ήταν στην Ιρλανδία και θα γύριζε σε μερικές μέρες. Αλλά όχι, δεν ήταν έτοιμη να παραδεχτεί πόσο δίκιο είχε για τις παραινέσεις του στο τελευταίο τηλεφώνημά τους. Η ματιά της έπεσε πάνω στον μισοτελειωμένο καμβά που είχε αρχίσει να σκιτσάρει εδώ και λίγες μέρες. Ήταν μια προσωπογραφία ενός άντρα με ανοιχτόχρωμα μαλλιά και γκρίζα μάτια σαν του Στάθη… ή και σαν του Διονύση! Δεν ήταν σίγουρη πια. Λίγο πιο πάνω στον τοίχο, η γυμνή γυναίκα του μολυβένιου σκίτσου μέσα στο κάδρο της συνέχισε να την κοιτά με το λάγνο απαξιωτικό βλέμμα της και τη δασώδη γυμνή φύση της σε προκλητική θέα. Για έναν άγνωστο λόγο τη νευρίαζε απίστευτα αυτή η ζωγραφιά, αν και φάνταζε αριστουργηματική, καθώς απεικόνιζε γλαφυρά τις καμπύλες, τις σκούρες ρώγες και το υπογάστριο. Όλη η στάση της γυναίκας –μοντέλου δήλωνε έναν κρυφό θρίαμβο κι αυτό για κάποιον απροσδιόριστο λόγο την ενοχλούσε…. Για ένα πράγμα ήταν βέβαιη: κάτι άλλο είχε μπει στον παράδεισό της και τον απειλούσε και δεν ήταν ούτε θεός ούτε δαίμονας. Με την σκέψη αυτή άνοιξε το μπουκάλι με το ουίσκι κι έβαλε ένα ποτό. Τι στα κομμάτια, εκείνη τη μέρα κατ’ εξαίρεση το δικαιούνταν! Ήταν το λιγότερο από όσα ήθελε και της άξιζαν πια! Και με μία απότομη κίνηση έφερε το ποτήρι στα χείλη της….


Έκπτωτοι

[49]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

7 Το Τρίτο Χέρι Το επόμενο πρωί η Χριστίνα δεν κρατήθηκε, πήγε κατευθείαν στον «Παράδεισο». Βρήκε την αποικία ανάστατη. Όλοι οι κάτοικοί της βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στο ξέφωτο σχηματίζοντας μικρά πηγαδάκια κι όλοι διέθεταν την ίδια σκυθρωπή έκφραση. Ο πρώτος που την υποδέχτηκε ήταν ο μικρός Γιάννης που έπεσε στην αγκαλιά της δασκάλας του. Οι υπόλοιποι της έριξαν ένα αδιάφορο βλέμμα απορροφημένοι από τα προβλήματά τους. Η Χριστίνα διέκρινε από μακριά στην αυλή του γιατρού τον Κοσμά, τον Βασίλη, τον Δήμο και τους δυο γιους του να συζητούν κάτω από τον ευκάλυπτο. Έμοιαζε με μικρή συνέλευση αντρών. Η περιέργεια μέσα της φούντωνε και θεώρησε πιο αποτελεσματικό να κάνει εκείνη το πρώτο βήμα προκειμένου να μαζέψει πληροφορίες. Πλησίασε την παρέα των γυναικών, όπου βρίσκονταν η Αριάδνη με κατάμαυρους κύκλους γύρω από τα κουρασμένα μάτια της, η Μαριάνθη αμίλητη με κατεβασμένο βλέμμα και οι δυο κόρες της. Μόνο η Ειρήνη έλειπε, προφανώς περιποιόταν τη μικρή Δάφνη στο σπίτι τους. - Τι συμβαίνει; ρώτησε ανήσυχη η Χριστίνα την ομήγυρη. Αντί για απάντηση όμως έλαβε αναστεναγμούς ανησυχίας από τις δυο μεγαλύτερες γυναίκες, ενώ η Άννα της φάνηκε πως απέφευγε να την κοιτάξει μετά την απρόσμενη συνάντησή τους στο ποτάμι τις προάλλες. Μόνο η Κλαίρη την πήρε παράμερα κι άρχισε να της εξηγεί χαμηλόφωνα: - Καλά, αυτοί το έχουν κάψει τελείως, έκανε δείχνοντας με το βλέμμα της την αποικία ολόγυρα. - Ποιοι; ξαναρώτησε με περιέργεια η Χριστίνα, τι συνέβη τέλος πάντων; - Θα’ μαθες για τις ληστείες, φαντάζομαι, απάντησε η κοπέλα προς ανακούφιση της ζωγράφου, που και κάποιος άλλος συμφωνούσε μαζί της πως επρόκειτο για ανθρώπινη πράξη και όχι μεταφυσική παρέμβαση. Ε λοιπόν, είχαμε και συνέχεια χτες, παρά τις περιπολίες των αντρών όλη τη νύχτα, συνέχισε η κοπέλα με τα βιολετιά μάτια της ν’ αστράφτουν από την έξαψη. Το πρωί όλα τα ορτύκια του γιατρού βρέθηκαν νεκρά στο κλουβί τους χωρίς αυτό να έχει παραβιαστεί! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και το λυκόσκυλο του Κοσμά είναι από σήμερα το πρωί άφαντο! κατέληξε με κάποια ικανοποίηση η μικρή, που επιτέλους κάτι συνταρακτικό συνέβη σ’ εκείνον τον βαρετό παράδεισο!


[50]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κατάλαβα… απάντησε σκεφτική η Χριστίνα αναλογιζόμενη πως ο Στάθης και ο Κοσμάς θα πρέπει να είχαν τρελαθεί από την ανησυχία τους. Γι’ αυτό δεν ήρθε να με προϋπαντήσει ο λύκος σήμερα… - Να σου πω την αλήθεια, άρχισε να ερμηνεύει κάπως επιδεικτικά τα γεγονότα η Κλαίρη, προσωπικά πιστεύω πως όλα τούτα είναι απλά τυχαία γεγονότα. Τώρα τι πιστεύει αυτός ο θεόμουρλος, είπε κι έγνεψε με το κεφάλι της προς το σπίτι του γιατρού, σε λίγο θα ξέρουμε όταν θα βγάλει επίσημη ανακοίνωση…. Πράγματι, την επόμενη στιγμή οι άντρες μαζεύτηκαν κοντά τους στο ξέφωτο και ο Κοσμάς με βλοσυρό ύφος και επισημότητα πήρε το λόγο: - Αγαπητοί συγκάτοικοι του «Παραδείσου», ο κόσμος μας δέχεται από χτες αλλεπάλληλες εισβολές, άρχισε να μιλά ενώ από κάτω όλοι τον άκουγαν με προσήλωση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα το επιτρέψουμε!…. Δεν μπορούμε να αφήσουμε το Κακό να εισβάλει και στον δικό μας κόσμο, αφού έχει ήδη κυριεύσει όλους εκεί έξω! Μην ξεχνάμε, πως αυτός είναι ο λόγος που δημιουργήσαμε μία νέα πατρίδα εδώ μακριά από τους φόνους, τις ληστείες και κάθε μορφής παρανομία…. Οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε σώα και ανέγγιχτη με κάθε κόστος… Σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του ο Κοσμάς πετούσε φωτιές από τα μικρά μαύρα μάτια του, ενώ έμοιαζε ακόμα πιο ψηλός και σωματώδης απ’ ό, τι ήταν στην πραγματικότητα. Τα μαλλιά του ολόλευκα κυμάτιζαν αχτένιστα γύρω από το αγριεμένο αξύριστο πρόσωπό του. «Όψη παράφρονα» σκέφτηκε αυθόρμητα η Χριστίνα κι άρχισε να παρατηρεί τις αντιδράσεις των κατοίκων γύρω της. Ο γέρο Δήμος είχε τη συνήθη σκληρή φυσιογνωμία, ενώ ο Βασίλης είχε χάσει τελείως εκείνη την παιδική έκφραση του παχουλού προσώπου του. Ακόμα και τα γαλάζια μάτια του φάνταζαν σκοτεινά και γερασμένα. Τελικά, αυτή η ιστορία τους είχε κοστίσει περισσότερο απ’ όσο εκείνη πίστευε. Πιο κάτω στέκονταν τα δύο αδέρφια, ο Νικήτας και ο Στάθης, εξίσου σοβαροί και απρόσιτοι. Ένα νεύμα της έκανε μόνο ο Στάθης από μακριά όταν την είδε και αυτό ήταν όλο. Όσο για τις γυναίκες, μόνο η Κλαίρη άκουγε τα λόγια του γιατρού με μια σαρκαστική λάμψη στα σπάνια μάτια της και μάλλον διασκέδαζε αυτό τον παράλογο πανικό γύρω της. Αυτή και ο μικρός Γιάννης είχαν βρει ενδιαφέρουσα αυτήν την αλλαγή στην ηρεμία της καθημερινότητάς τους. Λίγο πιο κει, η Αριάδνη και η Μαριάνθη άκουγαν σιωπηλές τον λόγο του Κοσμά με το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα. Σε μια στιγμή η μεσόκοπη φιλόλογος σήκωσε τα στεφανωμένα από τους μαύρους κύκλους μάτια της και τα στύλωσε πρώτα πάνω στον άντρα της κι έπειτα στη Χριστίνα. Μια ανεξήγητη ματιά που ήθελε να πει πολλά, αλλά η ζωγράφος δεν μπορούσε να την ερμηνεύσει. Κούνησε μόνο ερωτηματικά το κεφάλι της και τότε αμέσως η γυναίκα ξαναχαμήλωσε ένοχα το βλέμμα. - Γι’ αυτό, κατέληξε ο γιατρός, είμαι υποχρεωμένος να συγκαλέσω έκτακτη συνέλευση το απόγευμα στον μεγάλο αχυρώνα… εκεί θα σας εξηγήσω τι ακριβώς έχει συμβεί και τι πρέπει να κάνουμε από δω και μπρος! -


Έκπτωτοι

[51]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Στο σημείο αυτό ο Κοσμάς αποσύρθηκε σοβαρός στο σπίτι του και η μικρή συγκέντρωση έλαβε τέλος. Η Χριστίνα περίμενε μήπως την πλησίαζε ο Στάθης, αλλά μάταια. Μόνο η Αριάδνη ήρθε και τη χαιρέτησε εγκάρδια πληροφορώντας την πως για λίγες μέρες δεν θα γίνονταν μαθήματα, αλλά τα προϊόντα τους ήταν στη διάθεσή της. - Κυρία Αριάδνη, βρήκε την ευκαιρία να της μιλήσει η Χριστίνα, όλα καλά; - Ναι, ναι, κορίτσι μου…. απάντησε κάπως βιαστικά εκείνη κι έκανε μεταβολή για να φύγει. Να προσέχεις! ακούστηκε η φωνή της ενώ βρισκόταν ήδη μακριά. Απορημένη και μπερδεμένη η νεαρή γυναίκα στράφηκε προς το μονοπάτι του γυρισμού. Αυτή η γυναίκα από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε της έκανε εντύπωση: στωική, υπάκουη πάντα, αλλά αυτό το βλέμμα της κραύγαζε βουβά. Και φαίνονταν τόσο καταβεβλημένη σωματικά, σα να ήταν δεκαετίες μεγαλύτερη…. Κι όμως η ζωή της στο Χολαργό ήταν η άνετη διαβίωση μιας μεγαλοαστής. Ίσως η σκέψη του παιδιού που δεν ήρθε ποτέ να την είχε καταβάλει τόσο…. Ποιος ξέρει τι μυστικά βάραιναν στην ψυχή αυτής της γυναίκας!... Σε κάποια στιγμή η φωνή του Στάθη ακριβώς από πίσω της την έβγαλε από τις σκέψεις της: - Δε γινόταν να σου μιλήσω νωρίτερα, απολογήθηκε βιαστικά, βλέπεις τι περνάμε… Σε είδα όμως από μακριά και κατάφερα να σε προφτάσω. Η Χριστίνα τον κοίταζε αμίλητη. - Κάνε λίγη υπομονή, Χριστίνα μου και μόλις στρώσουν όλα θα έρθω να σε βρω! της είπε σε απολογητικό ύφος. Μόνο να…. κόμπιασε λίγο. - Τι; έκανε η γυναίκα άχρωμα. - Δεν ξέρω πώς να σου το πω, αλλά δεν είναι σωστό να έρχεσαι πια στην αποικία, απάντησε με χαμηλωμένο κεφάλι ο άντρας. Η συνέλευση είναι μόνο για μας, τους κατοίκους… καταλαβαίνεις…. κατέληξε αμήχανα. - Μάλιστα, έκανε ενοχλημένη η Χριστίνα, καταλαβαίνω! δήλωσε απότομα και κάνοντας μεταβολή πήρε φουριόζα το μονοπάτι χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της. Έφτασε μέσα σε πέντε λεπτά στο εξοχικό θυμωμένη. Την ενοχλούσε αυτή η μυστικοπάθεια της αποικίας, αλλά κυρίως η εσωστρέφεια του Στάθη. Από την μεσόκοπη Μαριάνθη, που δεν έβγαζε ποτέ μιλιά από το στόμα της, ή την θλιμμένη Αριάδνη το περίμενε. Όχι όμως από νέα παιδιά, όπως ο Στάθης, ο Νικήτας ή ο Βασίλης. Συμπεριφέρονταν όλοι σαν να βρισκόταν υπό την επήρεια της γοητείας του Κοσμά. Άλλος τύπος κι αυτός, αινιγματικός και ίσως επικίνδυνος, αναλογιζόταν η Χριστίνα. Αναντίρρητα, η Κλαίρη και ο Γιαννάκης διέθεταν περισσότερη λογική από όλους αυτούς μαζί! Ωστόσο αυτή η συνέλευση θα απαντούσε πολλά από τα ερωτηματικά της. Δεν ήταν μόνο η αποικία και η αίσθηση πως κάτι συνέβαινε πίσω


[52]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

από την πλάτη της, αλλά και οι προθέσεις του εραστή της απέναντί της που παρέμεναν άγνωστες. Έπρεπε να πάρει απαντήσεις κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε: να πάει στη συνέλευση κρυφά. Πού να βρισκόταν άραγε αυτός ο αχυρώνας; Μάλλον στην πίσω πλευρά των σπιτιών, στα περιβόλια. Αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο για τη Χριστίνα, θα το έβρισκε εύκολα. Περίμενε ως το απόγευμα και κατά τις οχτώ, ενώ ο ήλιος έγερνε, ξαναπήρε τον δρόμο για τον «Παράδεισο» αποφασισμένη. Είχε φορέσει μαύρα ρούχα, τ’ αθλητικά της παπούτσια, έπιασε τα ξανθά της μαλλιά σε χαμηλό κότσο για να μη διακρίνονται από μακριά εύκολα, ενώ δεν παρέλειψε να πάρει μαζί της και τον φακό. Επίτηδες καθυστέρησε την αναχώρησή της, προκειμένου να έχουν ήδη μαζευτεί όλοι στον αχυρώνα και να μην την πάρει κανείς είδηση. Πράγματι, όταν έφτασε στο ξέφωτο τα τρία σπίτια από μακριά φάνταζαν έρημα. Πέρασε για πρώτη φορά έξω από το σπίτι του Στάθη. Διέκρινε ένα μικρό χαμηλό πλίνθινο ισόγειο σπίτι λίγων δωματίων με μία αυλή γεμάτη βασιλικά. Τα παράθυρά του παρέμεναν κλειστά. Προσπέρασε και βγήκε στο πίσω μέρος της αποικίας. Μπροστά της απλώνονταν εκτάσεις με κηπευτικά προϊόντα και στο βάθος οι πορτοκαλιές, όλα περιποιημένα και φρεσκοποτισμένα. Περπάτησε για λίγο αθόρυβα στο απαλό σκαλισμένο χώμα, ώσπου διέκρινε από μακριά το ψηλό τετράγωνο κτίσμα με ένα μικρό φωτισμένο παράθυρο κοντά στη σκεπή. - Ο αχυρώνας!…. μουρμούρισε η Χριστίνα με κρυφή ταραχή και συνάμα περιέργεια. Πλησίασε στις μύτες των ποδιών της το κτίσμα ψάχνοντας για μια τρύπα ανάμεσα στις παμπάλαιες πλίθρες των τοίχων. Στ’ αυτιά της τώρα αντηχούσαν ολοκάθαρα ομιλίες από τα εσωτερικό του. Πράγματι, υπήρχαν πολλά ανοίγματα στις ετοιμόρροπες πλευρές του. Η Χριστίνα κόλλησε το μάτι της σε μία από αυτές στην πλαϊνή πλευρά, ώστε να μην την έβλεπε κανείς αν αποφάσιζε να βγει ξαφνικά έξω. Το θέαμα ήταν επιβλητικό σαν να βρισκόταν σε εκκλησία: ο Κοσμάς αναμαλλιασμένος με μάτια που εξείχαν από τις κόγχες τους ήταν ανεβασμένος σε ένα καφάσι και ρητόρευε με βροντερή φωνή, ενώ από κάτω το "εκκλησίασμα" ρουφούσε τα λόγια του βουβό… Αρχικά η Χριστίνα επικεντρώθηκε στον εντοπισμό του Στάθη. Δεν ήταν δύσκολο. Στεκόταν στην πρώτη σειρά μαζί με τους άντρες με το γνωστό σκυθρωπό ύφος του. Παραπίσω οι γυναίκες, αυτή τη φορά μαζί τους και η Ειρήνη με τη Δάφνη αγκαλιά. Ακόμα κι αυτή φάνταζε διαφορετική σήμερα, πιο σοβαρή κι εξαιρετικά ανήσυχη. - Από χτες προσευχήθηκα πολύ, τράβηξε την προσοχή της η ομιλία του Κοσμά, για το μέλλον αυτής της αποικίας. Προσευχήθηκα στη Φύση, που μας φιλοξενεί, στον Ποταμό που δίνει ζωή στα κτήματά μας…. κι εκείνος μου απάντησε!.... δήλωσε ο γιατρός και η Χριστίνα ένιωσε το σαγόνι της να κρεμάει προς τα κάτω από την έκπληξη στο άκουσμα αυτών των λόγων- και δεν ήταν η μόνη… - Από χτες, συνέχισε ο Κοσμάς με τη φωνή του να πάλλεται από συγκίνηση, δεν έχω δύο χέρια μόνο… νιώθω ένα τρίτο χέρι μέσα μου… το χέρι του Θεού να με


Έκπτωτοι

[53]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

οδηγεί! Ενός νέου και συνάμα πανάρχαιου Θεού, που πάντα ήταν γύρω μας αλλά δεν Τον αναγνωρίζαμε. Ωστόσο, Εκείνος διάλεξε εμένα για να μου αποκαλυφθεί και μου ανέθεσε τη σωτηρία σας. Ναι, φίλοι και οικογένειά μου, εσείς, εμπιστευτείτε το χέρι του Θεού και θα είμαστε πια ασφαλείς!.... Αυτός μόνο θα μας δείξει τι πρέπει να κάνουμε από δω και στο εξής για να κρατήσουμε τις ζωές μας ανέγγιχτες από το Κακό. Είμαστε έτοιμοι να κάνουμε θυσίες για την αποικία ας, τη μικρή μας πατρίδα; Είμαστε έτοιμοι να ακολουθήσουμε το δρόμο που μας δείχνει το Τρίτο Χέρι; Η Χριστίνα δεν πίστευε στ’ αυτιά της, πραγματικά αυτός ο άντρας είχε αγγίξει τα όρια της παράνοιας. Ασκούσε όμως απίστευτη γοητεία στο κοινό του. Ακόμα και η Κλαίρη σε μια γωνιά με τον Γιαννάκη άκουγαν ανέκφραστοι! Μα ήταν δυνατόν; αναλογιζόταν η γυναίκα νιώθοντας οίκτο ανάμεικτο με θυμό για τους ανθρώπους αυτούς. Πόσο λίγο τους γνώριζε τελικά!... «Αχ Διονύση, πόσο δίκιο είχες!» σκέφτηκε αυθόρμητα και πήρε βιαστικά το δρόμο του γυρισμού, γιατί το σούσουρο που ξέσπασε ξαφνικά μέσα στον αχυρώνα μαρτυρούσε πως η συνέλευση είχε λάβει τέλος και υπήρχε κίνδυνος να την ανακαλύψουν. Ευτυχώς είχε νυχτώσει για τα καλά και το σκοτάδι την κάλυπτε, καθώς το φεγγάρι δεν είχε ανατείλει ακόμα. Μόλις όμως βγήκε στο ξέφωτο, μια σκιά πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Η Χριστίνα άφησε μια σιγανή κραυγή. - Μη φοβάστε, εγώ είμαι! ακούστηκε μια γλυκιά φωνή πολύ κοντά της. - Άννα, έκανε ανακουφισμένη η Χριστίνα, μου έκοψες τα πόδια από τη λαχτάρα… πώς με βρήκες; τη ρώτησε ανήσυχη, καθώς ήταν σίγουρη πως δεν την είχε δει κανείς νωρίτερα. - Είδα μια σκιά να περνά δίπλα από το σπίτι μας και φαντάστηκα πως θα είστε εσείς, απάντησε στον ίδιο τόνο η μικρή κοπέλα, μην ανησυχείτε! πρόσθεσε ζωηρά, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν….θέλω όμως μια χάρη….ξανάπε χαμηλώνοντας τα μεγάλα μάτια της. - Εντάξει, είπε με κατανόηση η Χριστίνα, ούτε εγώ θα πω τίποτα για τη σχέση σου με το Νικήτα, ούτε καν σκόπευα κι ας μη μου το ζητούσες. Όμως….συμπλήρωσε σοβαρή, δεν εξαρτάται μόνο από εμένα! - Ο Στάθης! μάντεψε τη σκέψη της η Άννα και σκοτείνιασε το πρόσωπό της πιο πολύ και από τη νύχτα ολόγυρά της. - Δεν ξέρω τι να κάνω, ξέσπασε το κορίτσι απελπισμένο, τον αγαπάω τον Νικήτα, αλλά ο κόσμος εδώ δεν συμφωνεί με αυτήν τη σχέση. Ούτε ο Στάθης, το νιώθω…. η μάνα μου όλο προσεύχεται για ν ‘ αποτρέψει συμφορές και όλοι – εκτός της Κλαίρης- με κοιτούν με μισό μάτι… έπνιξε τα τελευταία της λόγια ένας λυγμός. Η Χριστίνα χάιδεψε τα μακριά μαύρα μαλλιά της κοπέλας. - Ναι, είναι κάπως συντηρητικοί όλοι τους, της είπε με συμπόνια, το διαπίστωσα και σήμερα….


[54]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λέτε για τον γιατρό; έκανε η μικρή σκουπίζοντας ένα δάκρυ. Είναι λίγο υπερβολικός, αλλά όχι κακός… Μας αγαπάει και μας φροντίζει… Χάρη σ’ αυτόν ήρθαμε εδώ και γλιτώσαμε από το κακό της πόλης…. Αυτός πήρε τη θέση του πατέρα και μας προστατεύει πλέον. Τα πάντα μας δίνει, αγάπη, φροντίδα, χρήματα, ό, τι χρειαστούμε! Αλλιώς, πώς θα τα βγάζαμε πέρα μόνοι μας; Η Χριστίνα θυμήθηκε τα λόγια του Κοσμά για την αιματηρή ληστεία στο ψιλικατζίδικο της οικογένειας Αγγελάκη, που στοίχισε τη ζωή του πατέρα. Κάποιος τον πυροβόλησε μπροστά στα μάτια της γυναίκα του και αυτής της εύθραυστης κόρης. Αυτό το ευαίσθητο πλάσμα, το βγαλμένο από ζωγραφικό πίνακα της Αναγέννησης, ήταν ακόμα ευάλωτο και πληγωμένο. Συνέχιζε να βλέπει μπροστά του τη λίμνη αίματος από τα τραύματα του αδικοχαμένου πατέρα…. Η γυναίκα ξέχειλη από τρυφερότητα την διαβεβαίωσε για την εχεμύθειά της και πήρε ξανά το δρόμο του γυρισμού δίπλα στο ποτάμι σαν κλέφτης. -

Όλη τη νύχτα στριφογύριζε στο κρεβάτι της ανήσυχη μη μπορώντας να κοιμηθεί. Πάνω της μία ολοστρόγγυλη ψυχρή πανσέληνος φώτιζε το δωμάτιο με το διαπεραστικό της φως. - Το τρίτο χέρι!... επαναλάμβανε η Χριστίνα θεωρώντας πως ήταν ό, τι πιο παράλογο ακούσει ως τότε. Ο Ποταμός, ο καινούργιος Θεός!.... Τελικά όμως ποιός ήταν πιο παράφρων; Ο Κοσμάς ή το ακροατήριό του, που τον άκουγε με προσοχή και δεν τον οδηγούσε σε ψυχίατρο; Για να καλέσουν δε την αστυνομία δε, ούτε λόγος! Ο γιατρός είχε αναλάβει να εξιχνιάσει το μυστήριο, οποιοσδήποτε άλλος αποτελούσε ‘απειλή’ για την αποικία. «Τι μεσαιωνικές αντιλήψεις!...» αναλογιζόταν εκνευρισμένη με όλους και κυρίως με τον Στάθη, που την απογοήτευε οικτρά για άλλη μια φορά. Θα μπορούσε βέβαια και η ίδια να απευθυνθεί στις τοπικές αρχές, αλλά η ιδέα και μόνο να μπλεχτεί σε μια ιστορία που δεν την αφορούσε άμεσα και να βρεθεί πάλι υποχρεωμένη ν’ απαντά σε ερωτήσεις ένστολων την απωθούσε έντονα. Άλλωστε, δεν είχε αποδείξεις για εγκληματικές ενέργειες και ο θρησκευτικός οίστρος του Κοσμά δεν ήταν παράνομος. Θα μπορούσε βέβαια να επισκεφτεί την επόμενη μέρα τη Μαψό, το κοντινότερο χωριό, από το οποίο προμηθεύονταν τρόφιμα και άλλα απαραίτητα οι κάτοικοι του «Παραδείσου». Ίσως να μάθαινε κάποια χρήσιμη πληροφορία από τους ντόπιους. Όσο για εκείνο το επεισοδιακό βράδυ δύο επιλογές έμεναν για τη Χριστίνα: ή θα έπινε ένα δυο ποτά για να κοιμηθεί ή θα έπαιρνε κάποιο υπνωτικό χάπι. Προτίμησε το δεύτερο και αποκοιμήθηκε τελικά με την ιδέα πως εκείνοι που θα έπρεπε να παίρνουν τα χάπια τους κυκλοφορούν αχαλίνωτοι και – το χειρότεροασκούν επικίνδυνη γοητεία στους άλλους. Σε όσους τουλάχιστον θέλουν να χειραγωγηθούν.


Έκπτωτοι

[55]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

-

Και είναι τόσοι πολλοί… τι κρίμα… ψέλλισε ναρκωμένη η ξανθομάλλα ζωγράφος, καθώς παραδινόταν σ’ έναν βαθύ και αρρωστημένο λήθαργο. Μακάρι να έχει αίσιο τέλος όλη αυτή η περιπέτεια. Μακάρι….


[56]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

8 Μαψός Το επόμενο πρωί η Χριστίνα έβαλε σ’ εφαρμογή το σχέδιό της, να επισκεφτεί το χωριό προκειμένου ν’ αντλήσει πληροφορίες για τους κατοίκους του «Παραδείσου». Γνώριζε πως η Μαψός δεν απείχε πολλά χιλιόμετρα από το σπίτι του Διονύση. Είχε δει την πινακίδα στο δρόμο αρκετές φορές ερχόμενη από Αθήνα προς Πελοπόννησο, αλλά δεν έτυχε ποτέ να επισκεφτεί το μέρος. Απλά της έκανε εντύπωση το παράξενο αυτό όνομα: «Μαψός». Κόντευε έντεκα το πρωί όταν βγήκε στη δημοσιά με το σακίδιό της στην πλάτη. Αυτήν τη φορά είχε φροντίσει να πάρει μαζί της παγωμένο νερό. Φορούσε τ’ αθλητικά της παπούτσια, ένα μακρύ παντελόνι με μια μακό μαύρη μπλούζα με τιράντες από πάνω –για να μην τραβήξει ιδιαίτερα την προσοχή στο χωριό- και το ψάθινο καπέλο της. Είχε ήδη περπατήσει ένα τέταρτο περίπου και υπολόγιζε πως ούτε καν κόντευε στα μισά της διαδρομής, ενώ ήδη ήταν κάθιδρη και λαχανιασμένη. Ο Αυγουστιάτικος ήλιος έκαιγε αδυσώπητα το λευκό δέρμα της και τα ρούχα κολλούσαν πάνω στο σώμα της νοτισμένα από τον ιδρώτα. Γύρω της το τοπίο παρέμενε γνώριμο: μικροί λόφοι με πεύκα και σε ορισμένα σημεία, όπου προφανώς υπήρχε νερό, φύτρωναν και αιωνόβια πλατάνια. Το χωριό όμως δεν διακρινόταν ακόμα και ο δρόμος γινόταν αφόρητα ανηφορικός γεμάτος στροφές. Η Χριστίνα υπολόγιζε πως η Μαψός πρέπει λογικά να βρισκόταν πίσω από τον λόφο που υψωνόταν μπροστά της. Ενδόμυχα είχε μετανιώσει που διάλεξε την συγκεκριμένη ώρα για την πορεία της, αλλά ήταν Κυριακή, μόλις θα είχε τελειώσει η Λειτουργία και οι κάτοικοι- οι άντρες δηλαδή, γιατί οι γυναίκες θα ετοίμαζαν το κυριακάτικο τραπέζι- θα είχαν μαζευτεί για καφέ στην πλατεία. Ήταν η μεγάλη της ευκαιρία λοιπόν να τους γνωρίσει από κοντά. Κοντοστάθηκε κι έβγαλε το μπουκάλι της με το νερό. Ήπιε αχόρταγα ρίχνοντας κάμποσο στο πρόσωπο και στον λαιμό της. Εκείνη τη στιγμή ένα παλιό αγροτικό αυτοκίνητο πλησίαζε από τη δημοσιά ασθμαίνοντας κι αυτό. Σταμάτησε ακριβώς δίπλα της χωρίς να κλείσει τη μηχανή, που θορυβούσε σαν τρακτέρ, και μια αντρική φωνή ακούστηκε: - Κοπελιά, να σε πάω παρακάτω;


Έκπτωτοι

[57]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χριστίνα έσκυψε για να διαπιστώσει την προέλευση της φωνής. Στη θέση του οδηγού καθόταν ένας ηλικιωμένος άντρας ηλιοκαμένος και ρυτιδιασμένος με ολόλευκη κώμη και ανάλογο παχύ μουστάκι. Το ειλικρινές βλέμμα του και η τυπική όψη του αγρότη που μάχεται μια ζωή με τη φύση παραμέρισαν κάθε καχυποψία της και με μια κίνηση βρέθηκε καθισμένη δίπλα του στη θέση του συνοδηγού. - Πού πας, κοπελιά, ντάλα μεσημέρι; την ξαναρώτησε με φανερό το τοπικό ιδίωμα στην προφορά του. - Στη Μαψό, απάντησε η γυναίκα λακωνικά. - Δεν είσαι από τα μέρη μας, ε; προσπάθησε ο γέρος να πάρει μια απάντηση που να μην είναι μονολεκτική. - Όχι, ξανάπε –προς απογοήτευσή του- η ξανθή γυναίκα και στράφηκε προς το παράθυρο. Μόλις όμως το αγροτικό άρχισε να περιστρέφεται στις απότομες στροφές του πευκόφυτου λόφου, η Χριστίνα συνειδητοποίησε πως αν ήθελε να μαζέψει πληροφορίες για την αποικία όφειλε να είναι πιο εξωστρεφής. Ρώτησε λοιπόν τον γέρο αγρότη για το χωριό και τους κατοίκους του. Εκείνος με μεγάλη ανακούφιση άφησε να ξεχυθούν τα λόγια του σαν χείμαρρος σχετικά με τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, που γίνονται ακόμα λιγότεροι το χειμώνα, τις καλλιέργειες, τα ζώα και άλλα πολλά. Η Χριστίνα άκουγε τη φωνή του ν’ αντηχεί όλο και πιο μακρινή στ’ αυτιά της καθώς βυθιζόταν στο τοπίο με την ορεινή μορφή. Μικρό το υψόμετρο, χωρίς πολύ πράσινο, αλλά με τη γοητεία του βουνού. Μικρές στάνες πρόβαλαν σκαρφαλωμένες στην πλαγιά ή μποστάνια με διάφορα κηπευτικά. Κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι, ένα κοπάδι κερασφόρων ζώων αναπαυόταν προφυλαγμένο από τη ζέση. Ο ήλιος πια μεσουρανούσε…. Κάπου εκεί η γυναίκα χάθηκε, βούλιαξε στο βαθύ παρελθόν της. Τότε, πριν πολλά χρόνια- ίσως στις πρώτες ίσως τάξεις του Δημοτικού- προτού χτίσουν οι δικοί της το εξοχικό στον Άγιο Κωνσταντίνο. Ήταν η εποχή που είχαν περάσει δύο καλοκαίρια ή και τρία, δεν θυμόταν ακριβώς, στο χωριό της μητέρας της, κάπου στη Μακεδονία. Ελάχιστες εικόνες είχαν μείνει στη μνήμη της, να που όμως τώρα αποκτούσαν απρόσμενα ξανά ζωή! Εκείνη ήταν ένα μικρό κορίτσι-πιο μικρό και από τον μικρό μαθητή της στην αποικία- με χοντρές ξανθές κοτσίδες, ντροπαλό και λιγομίλητο, αλλά ευτυχισμένο στο μικρό χωριό. Ίσως να ήταν και οι καλύτερες διακοπές που είχε ζήσει ως παιδί. Τα πρωινά καθόταν στην πέτρινη αυλή του σπιτιού της γιαγιάς κάτω από την κερασιά και ζωγράφιζε πουλιά, φεγγάρια και ήλιους και το βράδυ μαζεύονταν όλα τα παιδιά του χωριού αδιακρίτως για να παίξουν στην πλατεία κάτω από τον γέρικο πλάτανο. Οι μεγαλύτεροι περνούσαν το βράδυ τους στα δύο καφενεία της πλατείας λίγο πιο κει. Ήταν από τις λίγες φορές που η ζωή της Χριστίνας αποκτούσε κοινωνικότητα, που εκείνη γινόταν ενεργό μέλος μιας παρέας. Όχι πως ξεχώριζε ιδιαίτερα, αλλά πάντα ακολουθούσε τα υπόλοιπα παιδιά στις περιπέτειές τους, όταν εκείνα σκαρφάλωναν στο καμπαναριό,


[58]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

που ήταν χτισμένο σε δεντρόσπιτο πάνω στον τεράστιο πλάτανο με τα χοντρά κλαδιά. Άλλοτε πάλι έπαιζαν κρυφτό ή κυνηγητό στην πλατεία ή – στις πιο ακραίες αναζητήσεις τους- περνούσαν νυχτιάτικα έξω από το νεκροταφείο για ν’ αφηγηθούν ιστορίες για φαντάσματα. Τότε ένα ρίγος διαπερνούσε τη ραχοκοκαλιά της μικρής Χριστίνας τρομαχτικό κι ευχάριστο μαζί. Όχι. Δεν είχε νιώσει ποτέ της φόβο, μόνο γλυκές ανατριχίλες στο μικρό χωριό, εκτός από εκείνη τη μέρα…. Ω, πως ήταν δυνατόν να το έχει απωθήσει τόσο καιρό στα χαμηλότερα στρώματα της μνήμης της! αναλογίστηκε η γυναίκα με ξαφνικό καρδιοχτύπι. Ήταν η μοναδική φορά που είχε νιώσει πραγματική απειλή στη μέχρι τότε ξέγνοιαστη ζωή της. Ένα μεσημέρι, πρέπει να ήταν Αύγουστος άγνωστο ποιας ακριβώς χρονιάς αλλά σίγουρα πριν πάει σχολείο, ανηφόριζε στο πλακόστρωτο στενάκι που οδηγούσε στο πέτρινο σπιτάκι τους. Από μακριά μπορούσε να διακρίνει την κορυφή της κερασιάς και την καφέ κεραμοσκεπή του, όταν ένας ψίθυρος έφτασε αιφνίδια στ’ αυτιά της. - Έι, ψιτ! επαναλήφθηκε ο ήχος σαν σφύριγμα ερπετού. Η μικρή Χριστίνα ένιωσε ένα παγωμένο κύμα να ξεκινά από τις φτέρνες της και να φωλιάζει κάπου εκεί χαμηλά στα νεφρά της. Έβαλε αντήλιο το χεράκι της για να διακρίνει την προέλευση της παράξενης φωνής. Με τα μάτια μισόκλειστα να καίγονται από τις καλοκαιρινές αχτίδες έκανε δυο βήματα προς εκείνη την κατεύθυνση. Βρισκόταν ακριβώς στο σημείο που ο δρόμος διασταυρωνόταν με έναν άλλο ιδιωτικό που οδηγούσε σε μια αυλή σπιτιού. Στη γωνία αυτή ορθώνονταν ένα παλιό αρχοντικό διώροφο εγκαταλελειμμένο πολλά χρόνια πριν. Άλλο ένα «στοιχειωμένο» σημείο για τα παιδιά του χωριού. Εκεί λοιπόν ακριβώς στεκόταν κάποιος ακουμπισμένος στον τοίχο και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Κι ενώ η θερμοκρασία του σώματός της έπεφτε επικίνδυνα μέσα στο λιοπύρι, ένιωσε τα βήματά της να πλησιάζουν προς τα κει σαν μαγεμένα. - Ει, ψιτ! ξανάπε το πλάσμα που τώρα πια διακρινόταν ολοκάθαρα. Πρέπει να ήταν ένα κορίτσι, μια γυναίκα, ποιος ξέρει, απροσδιορίστου ηλικίας με ένα μαυριδερό μακρόστενο πρόσωπο τυλιγμένο σ’ ένα πολύχρωμο τσεμπέρι κεντημένο με πούλιες και φλουριά. Η γυναίκα χαμογελούσε τείνοντας το λιπόσαρκο χέρι της προς τη μικρή Χριστίνα, αποκαλύπτοντας ένα σάπιο στόμα σ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο. - Θες να σου πω τη μοίρα σου, ομορφούλα; ξανάπε και γέλασε απόκοσμα καρφώνοντάς την με ένα καταπράσινο βλέμμα. Η μικρή Χριστίνα καθόταν εκεί μπροστά της ανίκανη να κινηθεί, χαμένη σ’ αυτό το βαθύ βλέμμα. Τόσο βαθύ που νόμιζε πως ήταν έλος γεμάτο βατράχια που άνοιγαν τα πελώρια στόματά τους για να την καταπιούν. Τα φλουριά, το σάπιο στόμα, το μαυριδερό σκελετωμένο χέρι και η κλαρωτή φούστα γύριζαν στο κεφάλι της μικρής ξανθομαλλούσας, ενώ ψίθυροι βοούσαν στ’ αυτιά της: «Ει, ψιτ, ομορφούλα!....» Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που λιποθύμησε, η παρθενική φορά που ένιωσε πραγματικό τρόμο από μια απροσδιόριστη απειλή….


Έκπτωτοι

[59]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Λίγο καιρό αργότερα η γιαγιά πέθανε και το σπίτι πέρασε στην ιδιοκτησία του θείου της. Με το μερίδιό τους από την κληρονομιά απέκτησαν το εξοχικό στον Άγιο Κωνσταντίνο δίπλα στη θάλασσα. Από τότε δεν ξαναπάτησαν το πόδι τους στο χωριό. - Ει κοπελιά, φτάσαμε! η βροντερή φωνή του γέρου έβγαλε τη Χριστίνα από την αναπόλησή της. - Αυτό είναι το χωριό; έκανε έκπληκτη η γυναίκα καθώς το αγροτικό περνούσε στο στενό δρόμο με τα πλίνθινα σπίτια και τις αυλές δεξιά και αριστερά. Φαίνεται έρημο… πρόσθεσε παρατηρώντας τα κλειστά κουφώματα, αν και οι αυλές φάνταζαν εξαιρετικά περιποιημένες. - Τέτοια ώρα, κοπελιά, όλοι είναι στα σπίτια τους ή στην πλατεία, της εξήγησε ο χωρικός. - Άφησέ με στην πλατεία τότε! του πρότεινε χαμογελαστά η Χριστίνα. Το χωριό δεν διέφερε από πολλά παρόμοια της ελληνικής επαρχίας, ωστόσο διέθετε αυτήν τη γοητεία του βουνού: πανοραμική θέα, δροσερό αεράκι στη σκιά κι ας έκαιγε ο ήλιος μεσημεριάτικα, γραφικά σπίτια σκαρφαλωμένα το ένα πάνω στο άλλο, το καθένα με τον κήπο του, την κληματαριά του, τις γλάστρες του. Το αγροτικό σταμάτησε αφήνοντας μια στριγκλιά από τα φθαρμένα ελαστικά του μπροστά στην πλατεία. «Κλασική πλατεία ορεινού χωριού!» σκέφτηκε η γυναίκα αντικρίζοντας τον μεγάλο πλάτανο στη μέση και το καφενείο από κάτω, το σημείο συνάντησης όλων των κατοίκων. Ωστόσο, διέθετε μια ιδιαίτερη ομορφιά και αυτός ο τόπος. Η Χριστίνα περπάτησε στις μεγάλες πλάκες της πλατείας ανασαίνοντας την μεθυστική μυρωδιά του πλατάνου. Ο ήλιος έκαιγε τις ωμοπλάτες της, αλλά ένα μυρωδάτο αεράκι της δρόσιζε τα πυρωμένα μάγουλα. Στα δεξιά της ορθώνονταν η πέτρινη εκκλησία του χωριού με το επιβλητικό καμπαναριό δίπλα στην κόκκινη κεραμοσκεπή, όπου αντηχούσαν τα γουργουρητά των περιστεριών που ζούσαν εκεί. Τριγύρω δυο- τρία παιδάκια κλωτσούσαν με γέλια μία μπάλα. Κάθισε σ’ ένα απόμερο τσίγκινο τραπεζάκι νιώθοντας τα βλέμματα των λιγοστών θαμώνων να καρφώνονται ερευνητικά πάνω της. Η άφιξη ενός νέου προσώπου ήταν πάντα ένα αξιοσημείωτο γεγονός σ’ αυτά τα μέρη. Άλλες τρεις παρέες βρίσκονταν εκείνη την ώρα στο καφενείο με τις ψάθινες καρέκλες και τα στρογγυλά τραπέζια. Δυο γέροι κοντά στην πόρτα του μαγαζιού έπαιζαν τάβλι, ένας χωροφύλακας μόνος του δυο τραπέζια πιο κει έπινε τσίπουρα- στη θέα του το στομάχι της κοπέλας σφίχτηκε- κι ένα ζευγάρι μεσόκοπων χωρικών γύρω στα εξήντα στέκονταν χωρίς να μιλούν μπροστά σ’ ένα καραφάκι με ένα μικρό ποτήρι δίπλα του. Ο άντρας διέθετε ελάχιστα ασπρισμένα μαλλιά κι ένα παχύ μουστάκι στην ίδια απόχρωση, ενώ αυθάδικα πεταγόταν μία μεγάλη κοιλιά στο μέσο του πλαδαρού σώματός του. Φορούσε μια ποδιά, μάλλον ήταν ο καφετζής, ενώ το κατακόκκινο πρόσωπό του με τη μεγάλη μύτη φανέρωνε σημάδια κατάχρησης αλκοόλ. Δίπλα του


[60]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μία σκεβρωμένη γυναίκα φορώντας ένα μαντήλι στα γκριζαρισμένα της μαλλιά καθάριζε φασολάκια. - Τι να σου φέρουμε, κορίτσι; πρόφερε βαριεστημένα ο άντρας με την κοιλιά πλησιάζοντάς την για να την παρατηρήσει με την άνεσή του, ενώ τα μάτια των θαμώνων μεμιάς στυλώθηκαν πάνω στην ξένη. Η Χριστίνα παρήγγειλε έναν ελληνικό καφέ, ενώ μέσα σε λίγα λεπτά άρχισαν οι ερωτήσεις του καφετζή σχετικά με την καταγωγή και τον προορισμό της, αλλά και άλλες πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητά της. Μεμιάς όλο το καφενείο είχε γίνει μία παρέα που είχε ανακαλύψει καινούρια ενδιαφέροντα. Το ότι η νεαρή γυναίκα ήταν ζωγράφος τους άφηνε αδιάφορους, μάλλον τη θεωρούσαν και λίγο λοξή, ωστόσο είχαν συμπαθήσει τον Διονύση με το όμορφο εξοχικό εκεί κοντά τους. Όχι πως είχαν αναπτύξει ιδιαίτερες επαφές μαζί του, αλλά τις λίγες φορές που είχε ανεβεί στο χωριό τους για προμήθειες ή καφεδάκι στην πλατεία ήταν ιδιαίτερα προσηνής μαζί τους. Η πολυλογία του καφετζή και της γυναίκας του διευκόλυνε τη Χριστίνα να στρέψει το θέμα συζήτησης στον «Παράδεισο» και στους κατοίκους του. Το βλέμμα της έπεφτε συχνά πάνω στον ένστολο άντρα με κρυφή δυσαρέσκεια. Της θύμιζε τις ανακρίσεις στην τροχαία, αν και ετούτος ήταν βγαλμένος λες από μια άλλη παλιότερη εποχή: παχύ μαύρο μουστάκι, καμαρωτός και ευθυτενής στα πενήντα του χρόνια περίπου, με ένα βλέμμα γεμάτο καμάρι και τα χέρια του στερεωμένα στη δερμάτινη ζώνη του. Δεν μιλούσε πολύ, μόνο άκουγε σιωπηλός τα πάντα. Οι δυο γέροι στο βάθος χτυπούσαν τα πούλια με μανία στο τάβλι πάνω στην έξαψη του παιχνιδιού. Μόλις αναφέρθηκε το όνομα του «Παραδείσου» οι αντιδράσεις των χωρικών έγιναν πιο έντονες, σα ν’ αναφέρθηκε κάτι απαγορευμένο, κάτι που συζητούσαν μεταξύ τους μόνο οι ντόπιοι. Η ηλικιωμένη γυναίκα σούφρωσε τα χείλη της σε μια γκριμάτσα χωρίς να σταματήσει την εργασία της, ενώ ο καφετζής άρχισε να λέει ανάμεσα σε δυο γερές ρουφηξιές από το ποτήρι του: - Καλοί άνθρωποι, δε λέω, και κουβαρντάδες όταν αγοράζουν από δω πράγματα! - Μμ… άφησε ένα μουγκρητό αποδοκιμασίας η γυναίκα χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από την απλάδα με τα φασολάκια. - Τι «μμ», ρε γυναίκα; διαμαρτυρήθηκε ο άντρας, μας έκαναν ποτέ κανένα κακό; Ίσα ίσα, όταν μια φορά έπεσα από το γαϊδούρι αυτός ο Κοσμάς ήρθε και μου έβαλε το πόδι στη θέση του! Ας είναι και λίγο τρελάρας, τι πειράζει δηλαδή; Η Χριστίνα δεν χρειαζόταν πια να κάνει άλλες ερωτήσεις. Η μικρή διένεξη του ζευγαριού της παρείχε γενναιόδωρες πληροφορίες. Βέβαια, δεν ήταν ικανές για να καλύψουν τις απορίες της. Ναι μεν ο Κοσμάς είχε τη φήμη του ελαφρώς σαλεμένου ή απλά εκκεντρικού, αλλά ενίσχυε οικονομικά το χωριό, παρείχε δωρεάν ιατρικές συμβουλές και είχε γίνει κατά κάποιο τρόπο τοπικός ήρωας. «Όλους τους


Έκπτωτοι

[61]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έχει μαγέψει….» διαπίστωσε ενοχλημένη η νεαρή γυναίκα. «Είναι σατανάς, ο άτιμος!» - Ο Κοσμάς Μανολάκος είναι άντρας με μπέσα! αντήχησε βροντερή η φωνή του χωροφύλακα για πρώτη φορά κάνοντας τους υπόλοιπους να σωπάσουν. Είχε στραφεί τώρα προς το μέρος της Χριστίνας και την κάρφωνε με τα μικρά πονηρά ματάκια του, όμοια με τις κουμπότρυπες της στολής του. - Του χρωστάει το χωριό πολλά, συνέχισε με νόημα προς την πλευρά της γυναίκας, και τον θεωρώ φίλο και αδερφό μου! τόνισε ιδιαίτερα το τελευταίο κοιτάζοντας με καχυποψία την ξανθιά γοητευτική γυναίκα με τα σκούρα μάτια. Η Χριστίνα ξαφνικά ένιωσε άβολα. Η ζέστη την έκανε να ιδρώνει ξανά, ενώ τα τζιτζίκια από τα κλαδιά του πλατάνου της τρυπούσαν τα μηνίγγια ανελέητα. Ήταν καιρός να φύγει πια. Δεν είχε να μάθει τίποτα περισσότερο, αντίθετα οι ερωτήσεις της δημιουργούσαν μάλλον αντιπάθεια για το πρόσωπό της. Διέσχισε την πλατεία βιαστικά ανάμεσα στις μπαλιές των παιδιών και βρέθηκε μπροστά από την ανοιχτή πόρτα της εκκλησίας. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ πέρασε το κατώφλι για να βρεθεί στο κατανυκτικό μισοσκόταδο. Η χαμηλή φωνή του νεωκόρου πίσω από το παγκάρι τη χαιρέτησε ευγενικά. Ανταπέδωσε ψιθυριστά τον χαιρετισμό. Ένιωσε αμέσως να ηρεμεί μέσα στη δροσιά μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο χώρος μύριζε λιβάνι, ενώ το βλέμμα της πλανήθηκε με ενδιαφέρον στις αγιογραφίες ολόγυρα και στον τρούλο. Πρέπει να ήταν πολύ παλιές, αναλογίστηκε η ζωγράφος κάτω από το τρομερό βλέμμα του Παντοκράτορα. Εκεί μπροστά στο τέμπλο υπήρχε η εικόνα της Γέννησης του Χριστού, η δεύτερη εικόνα από αριστερά, στην οποία ήταν αφιερωμένη η Εκκλησία. Η αγιογραφία ήταν μάθημα επιλογής στη σχολή της και η Χριστίνα γνώριζε αρκετά πράγματα σχετικά. Έμεινε κάμποση ώρα εκεί να παρατηρεί την εικόνα: η παρθένος να κρατά στοργικά στην αγκαλιά της τον μικρό Ιησού, παραδίπλα η φάντη με τα ζώα, πιο πάνω άγγελοι πάνω στο μπλε στερέωμα, το άστρο και στην άκρη κάτω αριστερά ο Ιωσήφ απομακρυσμένος να συζητά μ’ έναν άντρα. Από την προβιά που φορούσε και το αυτοσχέδιο μπαστούνι του η Χριστίνα υπέθεσε πως επρόκειτο για άλλον ένα βοσκό, με τον οποίο συνομιλούσε τόσο σκεφτικός ο Ιωσήφ. Παράξενο όμως, αντί να βρίσκεται δίπλα στη λεχώνα ο προστάτης της είχε αποτραβηχτεί για να μιλήσει με αυτόν τον παράξενο άντρα. - Αυτός ποιος είναι; βοσκός; άπλωσε το χέρι της προς τη φιγούρα κι έστρεψε το κεφάλι της προς τον χλωμό νεωκόρο. Εκείνος ανασήκωσε το οστέινο πρόσωπό του και της απάντησε χαμηλόφωνα κάνοντας το σημείο του Σταυρού: - Ο Διάβολος, προσπαθεί να τον παραπλανήσει για την πατρότητα το παιδιού…. Σε όλο τον δρόμο του γυρισμού η εικόνα της Γέννησης στοίχειωνε το μυαλό της Χριστίνας. Τώρα η ζέστη είχε σφίξει για τα καλά, αλλά ευτυχώς ο δρόμος ήταν


[62]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατηφορικός και δεν την κούραζε τόσο. Κάπως έτσι πρέπει να είναι και ο Κοσμάς, σκεφτόταν διαρκώς, φιλικός, πατρικός, μεταμφιεσμένος σε κάτι που πραγματικά δεν είναι. Ή μήπως όλα αυτά ήταν απλά σενάρια του πολύπλοκου μυαλού της; Αναμφίβολα, οι πράξεις αυτού του ανθρώπου είχαν αποδείξει πως στήριζε τους συνανθρώπους του, πέρα από τα παρανοϊκά θρησκευτικά πιστεύω του. Άλλωστε, η πίστη από μόνη της είναι υπέρβαση, κατέληξε η ζωγράφος. Θα κρατούσε τις αποστάσεις της και αυτό ήταν όλο. Το θέμα δεν την αφορούσε άμεσα και στην τελική ήταν μόνη εναντίον όλων. - «Άνθρωπος με μπέσα, φίλος, αδερφός»! επανέλαβε ειρωνικά η Χριστίνα τα λόγια του χωροφύλακα. Διάβολος μεταμφιεσμένος ή φιλικός βοσκός; πρόσθεσε και συνέχισε σιωπηλή το δρόμο της προς το εξοχικό. Ο καιρός μόνο θα δείξει…..


Έκπτωτοι

[63]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

9 Δάφνη Μετά τον αφανισμό των ζώων, βαρύ κλίμα πένθιμης ηρεμίας επικράτησε στον «Παράδεισο». Όμοιο με αυτό πριν το ξέσπασμα της καταιγίδας. Βέβαια η Χριστίνα δεν είχε ξαναπάει έκτοτε να τους επισκεφτεί, προς μεγάλη της έκπληξη όμως, ο Κοσμάς έστειλε τον μαθητή της για να συνεχίσουν τ’ αγγλικά στο δικό της σπίτι. «Θέλει να έχει ελεύθερο το πεδίο δράσης ο πονηρός!...» σκέφτηκε αμέσως μόλις είδε στην πόρτα της τον Γιάννη με τα βιβλία του παραμάσχαλα. Δεν την πείραξε όμως, για την ακρίβεια, αυτή η απόφαση μάλλον την ανακούφισε, γιατί δεν ένιωθε και τόσο ευπρόσδεκτη τελευταία μέσα στην αποικία. Κάτι είχε αλλάξει πάντως τις τελευταίες μέρες, ήταν ιδιαίτερα ευδιάκριτο στον μικρό μαθητή. Η Χριστίνα παρατηρούσε πως το παιδί ήταν αρκετά κλεισμένο στον εαυτό του, είχε χάσει το πηγαίο χαμόγελό του και η έκφραση του προσώπου του μαρτυρούσε φόβο. Και τι δεν έκανε για να τον καταφέρει να της ανοιχτεί! Μάταια όμως, ο μικρός παρέμενε σιωπηλός. Χρειάστηκε πολλή προσπάθεια από τη μεριά της για να τον κάνει να την εμπιστευτεί τελικά έστω και λίγο. Ελάχιστες πληροφορίες μπόρεσε να αντλήσει από το παιδί, που επιβεβαίωναν τις υποψίες της: η Μαριάνθητο μαζεμένο αυτό πλάσμα- τσακωνόταν συνέχεια με την Άννα – για τη σχέση της με το Νικήτα προφανώς- αλλά και με την αδερφή της την Κλαίρη, που ήταν η "επαναστάτρια" της αποικίας. Μια δυο φορές μάλιστα είχε επισκεφτεί το σπίτι τους ο Κοσμάς και συζητούσε παράμερα με πολύ σοβαρό ύφος με τη μητέρα του Γιαννάκη. Αλλά και ο ίδιος ο γιατρός αντιμετώπιζε τα προσωπικά του προβλήματα: οι καυγάδες τους με την άλλοτε άβουλη Αριάδνη ακούγονταν πλέον σε όλη την αποικία καθημερινά. - Σοβαρά; αναφώνησε απορημένη η ξανθομαλλούσα δασκάλα προς τον μικρό της μαθητή, για ποιο θέμα μαλώνουν άραγε; Αυτοί ήταν πάντα αγαπημένοι, πρόσθεσε για να ενθαρρύνει το παιδί. - Δεν ξέρω, κυρία, απάντησε εκείνο πιο θαρρετά. Δεν άκουσα καθαρά. Μια φορά η κυρία Αριάδνη του φώναζε πως «αυτή δεν θα μπλεχτεί σε αυτήν την παράνοια». Αλήθεια, τι είναι «παράνοια», κυρία Χριστίνα; ρώτησε με απορία. - Παράνοια είναι… κόμπιασε η νεαρή γυναίκα, όταν κάποιος νομίζει πως πράγματα φανταστικά γίνονται στ’ αλήθεια, απάντησε τελικά.


[64]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

-

Είναι αρρώστια αυτό, κυρία; ξαναρώτησε ο Γιαννάκης καρφώνοντας τα μεγάλα ανοιχτόχρωμα μάτια του στα δικά της. Μεγάλη αρρώστια…. του απάντησε εκείνη χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά.

Στο τέλος του μαθήματος μια δεύτερη έκπληξη περίμενε τη Χριστίνα: ο Στάθης είχε έρθει για να παραλάβει τον μικρό Γιάννη και να τον γυρίσει σπίτι του. Φαίνεται πως οι κάτοικοι έπαιρναν πια επιπλέον μέτρα προστασίας στις μετακινήσεις τους. - Ήρθα για να πάρω τον μικρό… έκανε με αμηχανία ο άντρας μόλις η ζωγράφος τον καλωσόρισε στο σπίτι της. Και για να σε δω! πρόσθεσε πιο θερμά κοιτάζοντας τη γυναίκα στα μεγάλα ζεστά μάτια της. - Πάει καιρός…. απάντησε εκείνη σιγανά αναλογιζόμενη τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας. - Όλα θα διορθωθούν όμως, έκανε εκείνος ζωηρά, και θα γίνουμε όπως πριν! Σου το υπόσχομαι! Η Χριστίνα μειδίασε στο άκουσμα των λόγων αυτών. - Μου το υπόσχεσαι…. Καλά λοιπόν, έκανε με μια ελαφρώς ειρωνική απόχρωση στη φωνή της, για να δούμε! και με τα λόγια αυτά ξεπροβόδισε τους επισκέπτες της ως το μονοπάτι. Το μεσημέρι της δεκάτης εβδόμης Αυγούστου, μόλις πέντε μέρες μετά τις ληστείες, που όμως φάνταζαν σαν εβδομάδες στη Χριστίνα, καθόταν στη μικρή βεράντα της πάνω από το ρέμα και είχε βυθιστεί σε σκέψεις. Θα μπορούσε να διακόψει την άδειά της και να γυρίσει πίσω στην Αθήνα, αλλά δεν το επιθυμούσε ακόμα. Κάτι την τραβούσε να μείνει εκεί και να εξιχνιάσει τα μυστήρια του «Παραδείσου». Άλλωστε, ήθελε να διαπιστώσει τι ακριβώς την ένωνε με το Στάθηαν υπήρχε κάτι ακόμα- αν και τελικά ο άντρας αυτός δεν της φαινόταν και πολύ διαφορετικός από τον Πέτρο. Ο Πέτρος… πόσο μακρινός φάνταζε πια! Ένα μήνυμα της είχε στείλει πριν δυο μέρες στο κινητό της τηλέφωνο: «Μου λείπεις…», αλλά δεν του απάντησε. Το βρήκε το λιγότερο γελοίο! Εκείνος, αμέσως μετά τη συνεύρεσή τους στο ατελιέ της, έτρεξε ν’ απολογηθεί στην Εύα, ενώ ξεκαθάρισε στην ίδια πως ήταν μόνο σεξουαλική έλξη η κατάσταση μεταξύ τους. Λίγες μέρες μετά όμως, άρχισε να τη διεκδικεί και δεν σταμάτησε ούτε καν μετά το θάνατο της Εύας! Τι ανθρωπάκι! αναλογιζόταν με περιφρόνηση η Χριστίνα. Τουλάχιστον ο Στάθης φαινόταν πιο σοβαρός και μετρημένος, αν και ο συντηρητισμός και η απόλυτη σκέψη του ώρες ώρες την εξόργιζαν. Δεν έπαυε όμως να αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό στην ερωτική της ζωή και –παρά τα όσα εμπόδια αντιμετώπιζαν στη σχέση τους- δεν την είχε εγκαταλείψει. «Ακόμα…» σκέφτηκε αυθόρμητα, αλλά αμέσως απώθησε την αρνητική σκέψη.


Έκπτωτοι

[65]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέσα στη ζέστη του μεσημεριού είχε γείρει το κεφάλι της προς τα πίσω στην πολυθρόνα της κι ένιωθε τα μάτια της να γλαρώνουν από μια γλυκιά νύστα. Μόλις όμως βρέθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ ύπνου και πραγματικότητας, μια γνώριμη βαριά μυρωδιά την τύλιξε, πλημμυρίζοντας τα ρουθούνια και τον λαιμό της: βανίλια και μπαχαρικά… το άρωμα της Εύας! Στη σκέψη αυτή η γυναίκα απόδιωξε τον ύπνο και τινάχτηκε όρθια. Φανερά ταραγμένη, κοίταξε ολόγυρά της. Τίποτα. Η φύση ηρεμούσε. Μπήκε στο καθιστικό κι έψαξε κάθε γωνιά του, όπως επίσης και τη μικρή σκάλα, όπου είχε δει την τσιγγάνα να στέκεται, αλλά και τη σοφίτα. Δεν βρήκε τίποτα ασυνήθιστο. Κάπως πιο ήρεμη γύρισε στη θέση της. - Ο μήνας έχει δεκαεπτά! μονολόγησε, σήμερα κλείνουν ακριβώς δύο μήνες από το τροχαίο… το υποσυνείδητο κραυγάζει…. προσπάθησε να δώσει μια επιστημονική ερμηνεία για να μην τρελαθεί από τον τρόμο. Κι αυτά τα χάπια την είχαν κάνει πια κουρέλι, αλλά της ήταν αδύνατο να κοιμηθεί μόνη. Όχι ακόμα, ήταν νωρίς και τα γεγονότα νωπά…. Αρκεί να μην ήταν προμήνυμα και για νέα συμφορά… «Προμήνυμα!» ξανασκέφτηκε η γυναίκα «ακολουθώ μάλλον τα βήματα του Κοσμά!». Η τελευταία σκέψη την έκανε να χαμογελάσει και να ηρεμήσει ακόμα περισσότερο. Το επόμενο πρωί ένα ασυνήθιστος θόρυβος ξύπνησε τη Χριστίνα από νωρίς. Μέσα στην απόλυτη ησυχία της ρεματιάς, οποιοσδήποτε ήχος εκτός από αυτόν του νερού και των πουλιών, μεγιστοποιούνταν. Η κοπέλα αφουγκράστηκε μισοκοιμισμένη. Ναι, ήταν ολοκάθαρα φωνές ανθρώπων. Αυτό δεν ήταν καλό σημάδι, σκέφτηκε και αμέσως πετάχτηκε όρθια, φόρεσε κάτι πρόχειρο και άρχισε να τρέχει. Πέρασε το μονοπάτι, έφτασε στη δημοσιά ακολουθώντας τις φωνές. Πλησιάζοντας το ποτάμι έφταναν ολοκάθαρα πια στ’ αυτιά της: «Δάφνηηηηη!! Δάφνη!!!» Βρήκε όλους τους αποίκους διασκορπισμένους στις όχθες του ποταμού να ψάχνουν και να καλούν το όνομα του μωρού. Κάποιοι είχαν μπει και μέσα στην κοίτη του ποταμού με ξύλα κι έψαχναν. - Αυτό είναι πολύ κακό! μουρμούρισε ταραγμένη η ζωγράφος και πλησίασε κοντά τους. Στα πρόσωπα όλων είχε αποτυπωθεί η φρίκη και η ανησυχία. - Τι έγινε κυρία Αριάδνη; ρώτησε η Χριστίνα τη γυναίκα. Εκείνη την κοίταξε με μάτια υγρά γεμάτα απόγνωση. - Το μωρό…. τραύλισε, χάθηκε το μωρό! - Μα πώς; έκανε η Χριστίνα νιώθοντας κάθε φόβο της ξαφνικά να παίρνει σάρκα και οστά. - Δεν ξέρω, κοπέλα μου, ξανάπε με κόπο η μεσόκοπη γυναίκα. Είχε κατέβει η Ειρήνη μας με το μωρό εδώ το πρωί, δυο βήματα έκανε παραπέρα κι εκείνο χάθηκε… είπε και η φωνή της ράγισε.


[66]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χριστίνα δεν ρώτησε τίποτα άλλο. Μόνο άρχισε να ψάχνει κι αυτή με το φόβο μιας φρικτής ανακάλυψης. Πέρασε δίπλα από την Ειρήνη, που καθόταν εκεί στην όχθη υποβασταζόμενη από τη Μαριάνθη. Μέσα σε λίγη ώρα η νεαρή κοπέλα είχε μεταμορφωθεί σε αλλόκοτο πλάσμα από την αγωνία: τα μάτια της ήταν σβησμένα και μικροσκοπικά μέσα στις κόγχες τους, ενώ τα μαλλιά της φάνταζαν σαν άγριο πουρνάρι. Χλωμή σαν νεκρή, ψέλλιζε διαρκώς γύρω της σαν χαμένη: - Εγώ για δυο λεπτά έλειψα…. Για λίγο μόνο… τόσο λίγο… . Κι έπειτα έβγαζε άγριες κραυγές: - Πού είναι η Δάφνη; Πού είναι το κοριτσάκι μου; Το άδειο καλαθάκι δίπλα της με τη λινή άσπρη κουβέρτα έσκισε την καρδιά της Χριστίνας, που τάχυνε το βήμα της. Προχώρησε μπροστά, λίγα μέτρα πιο κάτω, όπου ο Δήμος βουτηγμένος ως το γόνατο στο νερό έψαχνε με το καλάμι του το βυθό. Δίπλα του ο Βασίλης με μάτια άγριου θηρίου έκανε το ίδιο και παραπέρα ο Στάθης με τον Κοσμά. Μόλις την αντιλήφθηκαν της έριξαν μία αδιάφορη ματιά και συνέχισαν το έργο τους, ενώ ο Στάθης φαινόταν να ήθελε να την επιπλήξει με το βλέμμα του, που για άλλη μια φορά μία ξένη εισέβαλλε στον κόσμο τους. Η Χριστίνα όμως ήταν αποφασισμένη να μείνει και στύλωσε τα μάτια της πάνω στη ροή του ποταμού με τα χειρότερα προαισθήματα μέσα της να θεριεύουν. Πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα, ο κοκκινομάλλης «Βεελζεβούλ»- ο Δήμοςανασήκωσε το πρόσωπό του προς τους άλλους γνέφοντάς τους. Η κίνησή του δεν διέφυγε την προσοχή της γυναίκας, που τους πλησίασε ανήσυχη. Πέντε λεπτά αργότερα, ο άντρας ανέσυρε από το βυθό ένα μικρό άσπρο κουβαράκι σαν γυάλινη ξεπλυμένη κούκλα. - Ήταν σφηνωμένη κάτω από το βράχο, δήλωσε ξερά ο άντρας και η Χριστίνα έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Δεν ήθελε να δει το μικρό άψυχο σώμα αλλοιωμένο από τα παγωμένα νερά του ποταμού. Αμέσως έτρεξε ο Βασίλης προς τα κει κι άρπαξε το μικρό πλάσμα στην αγκαλιά του με μάτια όλο φωτιά. Η Χριστίνα στράφηκε προς τα πίσω, δεν άντεχε να βλέπει, ν’ ακούει. Στο μεταξύ, η Ειρήνη λίγα μέτρα πιο κάτω αντιλήφθηκε πως κάτι συνέβαινε βλέποντας τους άντρες να μαζεύονται σε εκείνο το σημείο και να μουρμουρίζουν. Την είχαν βρει! Την κόρη της! Γιατί όμως δεν έβγαζαν κραυγές χαράς; Αν ήταν ζωντανή θα έτρεχαν να της την παραδώσουν στην αγκαλιά της… Τότε μόνο κατάλαβε πως το εύρημά τους ήταν μακάβριο. Αμέσως λύγισε στα γόνατα και άφησε μια τρομαχτική κραυγή που αντήχησε σε όλο το ρέμα ως τη δημοσιά. Οι γυναίκες μεμιάς έτρεξαν κοντά της. Η Χριστίνα δεν έμεινε άλλο εκεί. Δεν είχε πια θέση. Τα πάντα είχαν τελειώσει, το κορίτσι είχε βρεθεί. Ένα δεύτερο κορίτσι νεκρό μέσα στο καλοκαίρι… Σε όλη τη διαδρομή ως το σπίτι της πνιγόταν από έναν κόμπο στο λαιμό, αλλά τα


Έκπτωτοι

[67]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάτια της παρέμεναν μαρτυρικά στεγνά. Στο τέλος, έκανε εμετό βγάζοντας ό,τι είχε φάει την προηγούμενη μέρα. Το ίδιο απόγευμα δεν άντεξε και ξαναπήγε στο ποτάμι. Ήθελε να δει πως ήταν η Ειρήνη και ο Βασίλης, τους ένιωθε τόσο κοντά της εκείνη τη στιγμή! Φτάνοντας όμως στην όχθη του ποταμού μια περίεργη συνάθροιση λάμβανε χώρα. Ο «Παράδεισος» αποχαιρετούσε τη μικρή Δάφνη τελώντας την κηδεία της. Δεύτερη μέσα σε δυο μήνες για τη Χριστίνα, αλλά ετούτη εδώ διέφερε από οποιαδήποτε άλλη. Ούτε παπάς υπήρχε, ούτε φέρετρο. Όλοι οι κάτοικοι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο στο σημείο που βρέθηκε η σορός και στο κέντρο του είχαν σκάψει έναν βαθύ λάκκο. Δίπλα ακριβώς κείτονταν το σώμα του μωρού τυλιγμένο σ’ ένα κατάλευκο σεντόνι, ενώ ο Κοσμάς όρθιος από πάνω του ρητόρευε ξανά ως άλλος προφήτης. Η Χριστίνα πλησίασε εμβρόντητη τον κύκλο, αλλά κανείς δεν της έδωσε σημασία. Όλοι ήταν συντετριμμένοι και δακρυσμένοι. Η μητέρα του μωρού καθόταν γονατιστή δίπλα του πότε κλαίγοντας γοερά πότε αφήνοντας άναρθρες κραυγές, ενώ ο Βασίλης στο πλευρό της έμοιαζε σαλεμένος από τη θλίψη και γερασμένος κατά δεκαετίες από το πρωί που τον είχε δει η γυναίκα. - Σου παραδίδουμε αυτό το σώμα της κόρης μας Δάφνης, Ποταμέ, πρόφερε μεγαλόπρεπα ο Κοσμάς, με την ευχή να είναι το τελευταίο τίμημα που πληρώνουμε για το μίασμα της αποικίας!.... Η Χριστίνα δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Πλησίασε κι άλλο. Ο ηλικιωμένος άντρας φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με ασορτί παντελόνι, ενώ τα μαλλιά και τα γένια του, που τα είχε αφήσει αξύριστα, κυμάτιζαν ολόλευκα γύρω από το οστέινο πρόσωπό του. Ναι, αναμφίβολα διέθετε μια λάμψη, αλλά την επικίνδυνη λάμψη της παράνοιας, σκέφτηκε η Χριστίνα. Δίπλα του στεκόταν σκυφτή η Αριάδνη, βουβή, σκεβρωμένη με τις ρυτίδες ακόμα πιο βαθιές στο ανέκφραστο πρόσωπό της. Οι σκέψεις της, αποδοκιμαστικές ή μη, παρέμεναν καλά σφραγισμένες μέσα της. Μόνο ο πόνος της απώλειας ενός ακόμα παιδιού ήταν ευδιάκριτος στα μάτια της. Μέσα στον μακάβριο κύκλο διέκρινε και τον μαθητή της ζαρωμένο σαν φοβισμένο ζωάκι να κρατά το χέρι της Κλαίρης, που με μάτια βουρκωμένα κοιτούσε το χώμα κάτω. Μια έκφραση θυμού ήταν αποτυπωμένη στο νεανικό πρόσωπο. Παραδίπλα η αδερφή της η Άννα έμοιαζε με μορφή εξαϋλωμένη από τον πόνο, όπως και οι υπόλοιποι. Μορφές σκληρές, αλλοιωμένες από τα γεγονότα. - Σου προσφέρουμε αυτό το σώμα, συνέχιζε με στόμφο ο Κοσμάς, ας είναι το τελευταίο! Δείξε έλεος, Ποταμέ, Γη, Ουρανέ! κατέληξε και τοποθέτησε το μικρό σώμα στο λάκκο μπροστά στα πόδια του. Η Ειρήνη τότε έριξε τον πρώτο σβώλο χώματος πάνω στο σώμα του παιδιού της κι αμέσως σωριάστηκε κάτω λιπόθυμη. Ο Βασίλης την σήκωσε στην αγκαλιά του, ενώ όλοι οι κάτοικοι έριξαν μια χούφτα χώμα με τη σειρά τους στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Μόλις ολοκληρώθηκε ο παράδοξος αυτός ενταφιασμός, η


[68]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πένθιμη πομπή πήρε τον δρόμο προς την αποικία με την τραγική μητέρα στην πρώτη γραμμή υποβασταζόμενη από τον Κοσμά και τον Βασίλη. Η Χριστίνα απέμεινε αποσβολωμένη στη θέση της λίγα μέτρα πιο πέρα από τον τάφο με τα μάτια στεγνά και την καρδιά κομμάτια. Μόνο ο Στάθης έμεινε πίσω και την πλησίασε με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. - Δεν το πιστεύω πως τα ανέχεστε όλα αυτά! ξέσπασε έξαλλη η κοπέλα. Εκείνος την κοίταζε με απορία σαν χαμένος. - Μα να λέει πως ο θάνατος ήταν απαιτούμενος για το ξέπλυμα του μιάσματος της αποικίας! συνέχισε οργισμένη η Χριστίνα, αυτό το τραγικό ατύχημα!! - Δεν το πιστεύει, την διέκοψε ο άντρας, απλά έπρεπε να δώσει μια εξήγηση στην άτυχη μητέρα για την απώλεια του μωρού της. Όπως κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται πως τα παίρνει ο Θεός κοντά Του. Ε κι εμείς λέμε αυτό για να δώσουμε παρηγοριά σε έναν άνθρωπο που πονά. Δεν την είδες την Ειρήνη πως έκανε; Σαν τρελοί ήταν και αυτή και ο Βασίλης! Εσύ και γω έχουμε νιώσει πως είναι να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο, πονάς μέχρι θανάτου! Αυτό κάνει μόνο ο Κοσμάς, κατέληξε με σταθερή φωνή ο Στάθης, της δίνει λόγο για να συνεχίσει να ζει, να αιτιολογήσει τη συμφορά, τίποτα παραπάνω. Μόνο που εμείς εδώ το κάνουμε με τον δικό μας τρόπο και όχι με τον πατροπαράδοτο. Εσύ, ως ανοιχτόμυαλη καλλιτέχνις, θα έπρεπε να το κατανοείς αυτό… - Αμφιβάλλω… μουρμούρισε η γυναίκα κάπως κλονισμένη από τα λόγια του Στάθη. - Δηλαδή; την ρώτησε εκείνος, εσύ τι πιστεύεις; - Αμφιβάλλω για τις προθέσεις του, επανέλαβε σοβαρή η γυναίκα και για την εμπλοκή του σε όλα αυτά. - Την εμπλοκή του; έκανε ο άντρας σα να μην πίστευε στ’ αυτιά του. Εννοείς πως… πήγε να πει κάτι, αλλά σταμάτησε πετώντας σπίθες από τα γκρίζα μάτια του, πώς τολμάς; κατέληξε μέσα από τα δόντια του. - Γιατί; του αντιμίλησε σκληρά εκείνη, δεν τον έχεις ικανό τέτοιον τρελάρα; - Πραγματικά δεν σ’ αναγνωρίζω… έκανε ο Στάθης πιάνοντας το κεφάλι του απογοητευμένος με τα δυο του χέρια. Εμείς σ’ αγαπήσαμε, σε βάλαμε στην καρδιά μας… είπε ρίχνοντάς της μια λυπημένη ματιά. Να ξέρεις πως σ’ αυτό τον άνθρωπο χρωστάω πολλά! Στιγμή δεν εγκατέλειψε τη μητέρα μου ως το τέλος. Μετά από αμέτρητα χειρουργεία, το ξέρεις πως δεν έπαιρνε ούτε καν την αμοιβή του; Έχεις δει πολλούς γιατρούς να περιφρονούν το χρήμα, να κλαίνε μαζί σου στο προσκέφαλο του ασθενούς; Στάθηκε δίπλα της δίνοντας κουράγιο σε όλους μας νύχτα και μέρα ώσπου της έκλεισε τα μάτια. Κι έπειτα, όταν όλα αναποδογύρισαν στις ζωές μας, μας έδωσε μια επιλογή άλλης ζωής, ενώ συγγενείς και φίλοι μας γύρισαν όλοι την πλάτη τους για να μη χαλάσουν τη ζαχαρένια τους με νοσοκομεία και αρρώστιες! Η απόφαση ήταν δική μας, αλλά – διάβολε!- είναι σημαντικό να σου δώσει επιτέλους κάποιος μια γαμημένη


Έκπτωτοι

[69]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επιλογή για λίγη ζεστασιά!... κατέληξε με πραγματική οδύνη αποτυπωμένη στα μάτια και στην απόχρωση της φωνής του. Αυτό το παιδί, τη μικρή Δάφνη, συνέχισε καταπίνοντας έναν κόμπο στο λαιμό, το έφερε ο ίδιος ο γιατρός στον κόσμο με τα χέρια του, του έδωσε όνομα, του πρόσφερε σπίτι και ασφάλεια. Απόψε ο Κοσμάς έχασε ένα δικό του παιδί, να είσαι βέβαιη γι’ αυτό! Η Χριστίνα ένιωθε άσχημα, δεν ήθελε να πάρει τέτοια τροπή η συζήτηση. Δεν γνώριζε καν αν μπορούσε να εμπιστευθεί τον άντρα αυτόν, στον οποίο είχε ήδη ξανοιχτεί πολύ. Ωστόσο, ο πόνος του φαινόταν απόλυτα ειλικρινής και μάλιστα την έκανε να νιώθει ενοχές για την επίθεσή της απέναντι σε αυτόν και στον Κοσμά. - Δεν ξέρω, είμαι πολύ ταραγμένη, είπε τελικά, θα ήθελα να πάω να ξεκουραστώ και λέγοντας αυτά τον αποχαιρέτησε βιαστική κι έφυγε χωρίς να ρίξει ξανά ούτε μια ματιά σ’ εκείνο το μακάβριο μέρος. Παρά τα λόγια του Στάθη, που είχαν μια λογική, η ίδια ένιωθε πως ο Κοσμάς έκρυβε μεγάλα και τρομερά μυστικά. Οι φριχτές υποψίες την τυραννούσαν, αλλά δεν έπρεπε να τις αποκαλύψει ξανά σε κανέναν. Στην τελική, αν ήταν σίγουρη, θα είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Ποια αστυνομία δηλαδή, θα έπρεπε να πάει στην Κόρινθο για να αναλύσει στις εκεί αρχές τα υποθετικά της σενάρια και να αιτιολογήσει τη χρήση ψυχοφαρμάκων που έκανε μετά το δυστύχημα. Αυτό παράλληλα θα σήμαινε και τον απόλυτο χωρισμό της από την αποικία και τον Στάθη και δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη γι’ αυτό. Δεν γνώριζε αν ήταν ερωτευμένη ή την γοήτευε ο παράξενος αυτός άντρας, πάντως μεταξύ τους υπήρχε ένας ισχυρός δεσμός, αυτό ήταν βέβαιο. Ουσιαστικά το μόνο πρόσωπο που εμπιστευόταν απόλυτα ήταν ο Διονύσης, αλλά δεν ήθελε να τον κάνει ν’ ανησυχήσει γι’ αυτήν χωρίς λόγο. Γι’ αυτό του μιλούσε για άσχετα θέματα στο τηλέφωνο μόνο και μόνο για ν’ ακούει τη φωνή του και να μη νιώθει μόνη. Η ζεστασιά του την έκανε να νιώθει ασφαλής, να της γλυκαίνει την ψυχή…. Άλλος ένας φριχτός πρόωρος θάνατος εκείνο το καλοκαίρι, άλλος ένας νωπός τάφος, μια απώλεια και ούτε ένα δάκρυ δεν μπορούσε να χύσει ακόμα η Χριστίνα. Σαν να είχαν κλείσει όλες οι δίοδοι συναισθημάτων φυλακίζοντας τα βαθιά μέσα της, άγρια, ανελέητα να της καταβροχθίζουν τα σωθικά σαν αδηφάγα κι αιμοβόρα θηρία….


[70]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

10 Έκπτωτοι Όλα είχαν αλλάξει στην επίγεια Εδέμ, όπου νόμιζε πως έκανε διακοπές η Χριστίνα. Οι μέρες κυλούσαν, ο Αύγουστος προχωρούσε και το κλίμα παρέμενε βαρύ και πένθιμο. Βέβαια, ο Γιάννης Αγγελάκης ξανάρθε δύο μέρες μετά την κηδεία της Δάφνης για μάθημα κατηφής λέγοντας: - Ο κύριος Κοσμάς είπε πως πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας…. - Ε, άμα το είπε ο κύριος Κοσμάς! έκανε ειρωνικά η γυναίκα και υποδέχτηκε εγκάρδια το μικρό αγόρι για άλλη μια φορά στο σπίτι της. Σε όλη τη διάρκεια του μαθήματος παρατηρούσε πως πλέον το γνώριμο χαρούμενο παιδί είχε παραχωρήσει οριστικά τη θέση του σε ένα φοβισμένο πλάσμα που είχε κλείσει κάθε δίοδο επικοινωνίας με τον περίγυρό του. Δεν έπαψε να τον ρωτά για τα συναισθήματά του, αλλά από τις λακωνικές απαντήσεις του καταλάβαινε πως η ανεμελιά είχε εγκαταλείψει οριστικά τη ζωή των αποίκων. Ο θάνατος της Δάφνης είχε σκιάσει πένθιμα τον «Παράδεισο». Ο Γιαννάκης δεν ήθελε πλέον να πηγαίνει στο σπίτι του Κοσμά για μάθημα. - Θέλω να έρχομαι εδώ, στο δικό σας σπίτι! την παρακάλεσε βουρκωμένος. - Φυσικά, Γιαννάκη, του απάντησε η δασκάλα του με προθυμία, αλλά εξήγησέ μου το γιατί! Ο μικρός κατέβασε το κεφάλι του σουφρώνοντας τα χείλη και άρχισε να μιλά χαμηλόφωνα. Ένα ελαφρύ τραύλισμα που δεν υπήρχε πριν έκανε την εμφάνισή του στην προφορά του, προς μεγάλη έκπληξη της Χριστίνας. - Ο Βασίλης και η Ειρήνη έχουν αλλάξει… εκείνος είναι πολύ άγριος, τρομαχτικός και η Ειρήνη όλο κλαίει…. Όσο για τον κύριο Κοσμά- κατάπιε στο σημείο αυτό έναν λυγμό- όλο μαλώνει με την κυρία Αριάδνη. - Για ποιο λόγο; ρώτησε με ενδιαφέρον η Χριστίνα. - Δεν ξέρω, αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο το παιδί, μπροστά μου δεν μιλούν ποτέ, αλλά ακούγονται οι φωνές τους από το σπίτι. Η κυρία Αριάδνη κλαίει συνέχεια…. Μία ώρα αργότερα, ο Στάθης βρισκόταν στην πόρτα της για να παραλάβει τον μικρό, όπως πάντα, μόνο που αυτήν τη φορά ήταν φορτωμένος με διάφορα πεσκέσια: ντομάτες, αγγούρια, κολοκύθια, ακόμα και ντόπιο τυρί. - Από τον Κοσμά και όλους μας! της τα πρόσφερε ο άντρας χαμογελαστός.


Έκπτωτοι

[71]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Πολλά δώρα για τη σιωπή μου!» σκέφτηκε με ένα πικρό χαμόγελο η Χριστίνα, αλλά τα δέχτηκε ευγενικά. Ο Στάθης μπήκε στο σπίτι ζητώντας από το μικρό παιδί να βγει λίγο έξω για να τους αφήσει μόνους. Έπειτα, πλησίασε το μισοτελειωμένο καμβά κοντά στο μεγάλο παράθυρο του καθιστικού. - Αυτός…είμαι εγώ; ρώτησε με ένα χαμόγελο αναγνωρίζοντας την προσωπογραφία. - Θα μπορούσε…. απάντησε αινιγματικά η ζωγράφος. - Α! και αυτός είναι ο Κοσμάς; έκανε με έκπληξη ο Στάθης ξεφυλλίζοντας τα σχέδια από πίσω. Και η Άννα! πρόσθεσε έκπληκτος. - Ναι…. έκανε αμήχανη η Χριστίνα, που δεν περίμενε ποτέ να ψάξει ο Στάθης τα σχέδιά της, είπα να ζωγραφίσω τους αποίκους και με μια κίνηση πήρε τα χαρτόνια από τα χέρια του δήθεν για να τα τακτοποιήσει. - Είσαι φοβερή! έκανε εκείνος και- χωρίς να χάσει την ευκαιρία- με μια αιφνιδιαστική κίνηση την άρπαξε από τη μέση και την έφερε πολύ κοντά του. Η γυναίκα προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά αυτός την έσφιξε περισσότερο. Τα χείλη του σχεδόν ακουμπούσαν τα δικά της. - Δεν σε έχω ξεχάσει… μουρμούρισε με πάθος, πώς θα μπορούσα; Τα γεγονότα όμως… - Καλά, καλά… έκανε εκείνη μη μπορώντας να κινηθεί από το σφιχτό αγκάλιασμά του. - Θα δεις, όλα θα φτιάξουν τώρα… άρχισε να λέει με ταραχή ο Στάθης, σε θέλω!... και κόλλησε το στόμα του πάνω στο δικό της αχόρταγα. Στην αρχή η Χριστίνα θέλησε να τον απωθήσει, μετά όμως αφέθηκε στο φιλί του. Είχε ξεχάσει πόσο γλυκό ήταν… Τα χέρια του έπιαναν το στήθος της κάτω από τη μπλούζα της με λαχτάρα και την έκαναν να βαριανασαίνει. - Χριστίνα, έκανε μόλις βρήκε ξανά την ανάσα του χωρίς να την αφήσει να ξεκολλήσει από πάνω του, συγνώμη αν φέρομαι σαν ηλίθιος ώρες ώρες. Είναι που πληγώθηκα πολύ κι έχω γίνει καχύποπτος…. πρόσθεσε κοιτάζοντάς την κατάματα με πόνο στα γκρίζα μάτια του. Εσύ όμως είσαι διαφορετική… είπε και την ξαναφίλησε λαίμαργα, απαιτητικά. Αναγκάστηκαν να ξεκολλήσουν με δυσκολία, όταν ο Γιάννης τους χτύπησε διακριτικά την πόρτα για να φύγουν. Έξω νύχτωνε και τα πάντα γίνονταν πιο τρομαχτικά για το μικρό αγόρι… Εκείνο το βράδυ η Χριστίνα ένιωθε πολύ προβληματισμένη. Αναμφίβολα, αυτός ο άντρας την είλκυε ερωτικά ακόμα, αλλά δεν μπορούσε πλέον να τον εμπιστευθεί. Στην ουσία, παρέμενε ένας άγνωστος γι’ αυτήν. Ίσως βέβαια και η ίδια να ένιωθε εξίσου επιφυλακτική απέναντί του, όπως κι αυτός. Ανέκαθεν η Χριστίνα υπήρξε ένα εσωστρεφές παιδί κι έπειτα μια απόμακρη γυναίκα, αφοσιωμένη στην


[72]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ζωγραφική της με λίγους φίλους. Οι άντρες της ζωής της ήταν αρκετοί, αλλά κανείς από αυτούς δεν την είχε κάνει να νιώσει κάτι πολύ δυνατό. Ίσως επειδή η ίδια είχε χτίσει τείχη γύρω της. Μήπως λοιπόν έπρεπε να δώσει ακόμα μία ευκαιρία στον Στάθη; Μπορεί…. σκεφτόταν καθώς ξάπλωνε μόνη στο διπλό κρεβάτι της σοφίτας. Παραδόξως, στην αγκαλιά του είχε νιώσει τις πιο έντονες μέχρι τότε ερωτικές συγκινήσεις. Γιατί όχι, λοιπόν; Και με τις σκέψεις αυτές αποκοιμήθηκε…. Στις 23 Αυγούστου το πρωί ξεκίνησε η βροχή. Την ξύπνησε ο ρυθμικός ήχος της, καθώς κυλούσε από το φεγγίτη της σοφίτας και πάνω στην κεραμοσκεπή. Όλο το καλοκαίρι δεν είχε βρέξει. Είχε έρθει η ώρα λοιπόν να ξεδιψάσει η γη. Ήταν όμορφα, καθώς ξεπλένονταν τα φύλλα των δέντρων και από παντού αναδύονταν η μεθυστική μυρωδιά του νωπού χώματος. «Ευτυχώς, έχω πολλά τρόφιμα!» σκέφτηκε ανακουφισμένη η Χριστίνα το πεσκέσι του Στάθη την προηγούμενη μέρα, γιατί έξω τα πάντα ήταν λασπωμένα και η μετακίνηση χωρίς όχημα δύσκολη. Δεν πειράζει, σκόπευε άλλωστε να ζωγραφίζει όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης μέρας. Έξω είχε πέσει σκοτεινιά -παρότι ήταν πρωί ακόμα- από τα μολυβένια σύννεφα που κάλυπταν τον ουρανό. Όσο περνούσε όμως η ώρα, η βροχή αντί να εξασθενεί, δυνάμωνε κι έδερνε αλύπητα το μικρό ξύλινο εξοχικό. Ήδη ακουγόταν ξεκάθαρα το βουητό από την αυξημένη ροή νερού στο ρέμα. Όλα τα γειτονικά βουνά κατέβαζαν ποτάμια από τα σπλάχνα τους και τα άδειαζαν στην κοίτη του. - Πού θα πάει, θα κοπάσει, μονολογούσε η Χριστίνα, καλοκαιρινή καταιγίδα είναι! Προς το βράδυ, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει με τους γονείς της και μετά με τον Διονύση. Δεν ανέφερε κάτι από όσα συνέβαιναν στην αποικία τελευταία, ήθελε μόνο να νιώσει την επαφή με άλλους ανθρώπους που την αγαπούσαν. Ανέβηκε στη σοφίτα για να ξαπλώσει, ενώ η βροχή μαίνονταν αμείωτη έξω ανάμεικτη με χαλάζι. Ήταν αδύνατο να κοιμηθεί όμως από τον κρότο έξω, έμοιαζε σα να κατρακυλούσαν πέτρες από την οροφή. Δεν είχε πάρει υπνωτικό χάπι εκείνο το βράδυ σκόπιμα. Άγνωστο γιατί, αλλά ένιωθε την ανάγκη να βρίσκεται σε εγρήγορση. Ο χαλασμός πάνω στη σκεπή από το χοντρό χαλάζι έκαναν την Χριστίνα να ανασηκωθεί από το κρεβάτι της ανήσυχη. Την ίδια στιγμή όμως μια λάμψη αστραπής ξεχύθηκε μέσα από τον φεγγίτη φωτίζοντας το δωμάτιο σαν μέρα. Η γυναίκα κράτησε την ανάσα της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ένας κεραυνός τράνταξε συθέμελα το εξοχικό, σαν να σωριαζόταν σε συντρίμμια. Έντρομη η Χριστίνα έτρεξε προς τον διακόπτη για ν’ ανάψει το φως, αλλά μάταια, τα πάντα παρέμεναν σκοτεινά. Το ρεύμα είχε διακοπεί, ποιος ξέρει τι είχε συμβεί. Ευτυχώς είχε τον φακό κοντά της και το κινητό της τηλέφωνο. Παρέμεινε ανακαθισμένη στο κρεβάτι της όλη την υπόλοιπη νύχτα μέσα στο βαθύ σκοτάδι, που διακόπτονταν μόνο από την ανατριχιαστική λάμψη των αστραπών. Έξω, από το ρέμα ερχόταν ένα τρομαχτικό βουητό, που έκανε τους


Έκπτωτοι

[73]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τοίχους του σπιτιού να τρίζουν και να σείονται σα να γίνεται σεισμός. «Υπερχείλιση του ποταμού….» σκέφτηκε με τρόμο η γυναίκα. Άραγε το σπίτι θα άντεχε στη θεομηνία ή θα παρασύρονταν κι αυτό σαν καρυδότσουφλο από το μένος του νερού; Αυθόρμητα της ήρθε στο νου η "προσευχή" του Κοσμά προς το υγρό στοιχείο. Τώρα κατανοούσε τη σημασία της η Χριστίνα. Στα μάτια της φάνταζε ακόμα παιδαριώδης, ωστόσο είχε μια λογική δική της, τα λόγια ενός απελπισμένου κι αβοήθητου ανθρώπου προς το Υπερφυσικό ή ακόμα και το Θεϊκό…. Δυο μέρες και νύχτες παρέμεινε η Χριστίνα εγκλωβισμένη χωρίς ρεύμα στο εξοχικό. Η βροχή ευτυχώς σταμάτησε την επόμενη μέρα το μεσημέρι, ωστόσο ο όγκος του νερού ήταν τεράστιος: το ποτάμι βούιζε φριχτά σαν καταρράχτης δίπλα στο ρέμα, ενώ η περιοχή γύρω από το σπίτι και το μονοπάτι είχαν μετατραπεί σε μια λίμνη με λασπόνερα. Ήταν αδύνατο να βγει έξω. Ακόμα και αν περπατούσε μέσα στις λάσπες, δεν θα μπορούσε να διασχίσει το ποτάμι για να φτάσει στον «Παράδεισο». Ήθελε όμως να μάθει αν είχαν πάθει ζημιές από τη θεομηνία, καθώς ένα άσχημο προαίσθημα κουλουριαζόταν ξανά στην καρδιά της σαν παγωμένο φίδι. Ευτυχώς, ο καυτός αυγουστιάτικος ήλιος κατάφερε να στεγνώσει τη γη ολόγυρα δυο μέρες μετά και να περιορίσει το μένος του ποταμού. Η Χριστίνα δεν έχασε την ευκαιρία. Βρήκε ένα ζευγάρι γαλότσες του Διονύση κι έτρεξε προς την αποικία. Ο δρόμος ήταν γεμάτος λάσπες, ενώ το ποτάμι φουσκωμένο και ορμητικό είχε σχεδόν σκεπάσει το μικρό ξύλινο γεφύρι, που παραδόξως είχε αντέξει όρθιο ενάντια στα αγριεμένα στοιχεία της φύσης. Το θέαμα που αντίκρισε στον «Παράδεισο» ήταν τελείως αποκαρδιωτικό. Οι κάτοικοι βουβοί από την απελπισία τριγύριζαν με γαλότσες και τη στάθμη του νερού ως τον αστράγαλο ανάμεσα στα κατεστραμμένα περιβόλια τους: όλα τα κηπευτικά πνιγμένα στα λασπόνερα είχαν χτυπηθεί ανελέητα από το χαλάζι και είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά. - Καταστραφήκαμε, χαθήκαμε… έκανε ο Κοσμάς ανακατεύοντας με τις παλάμες του τα μαλλιά του δείχνοντάς της τα πλημμυρισμένα περιβόλια. Ό,τι φτιάξαμε με τόσο μεράκι και κόπο διαλύθηκε σε λίγες ώρες μόνο…. Εκείνη παρέμενε να κοιτάζει βουβή. Παρατηρούσε τις εκφράσεις του Δήμου και του Στάθη, που ήταν σκληρές, χαρακωμένες από τη νέα συμφορά. - Βασίλη! έκανε να μιλήσει στον άντρα που πέρασε απαθής δίπλα της, αλλά εκείνος έμοιαζε να είναι αλλού με το βλέμμα γυάλινο και χαμένο. Για εκείνον η μεγάλη συμφορά είχε ήδη συμβεί μία εβδομάδα πριν. Ούτε η Ειρήνη βρισκόταν εκεί, ούτε η Άννα. Μόνο οι άντρες επέβλεπαν τις ζημιές και η Αριάδνη σε μια άκρη τους κοιτούσε σιωπηλή. Ο Στάθης της έριξε ένα βλέμμα όλο συντριβή και τότε η Χριστίνα αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Δεν μπορούσε να τους προσφέρει τίποτα πια. Περνώντας όμως δίπλα από το χαμηλό σπιτάκι της οικογένειας Αγγελάκη άκουσε λυγμούς να έρχονται από την αυλή. Κάποιος έκλαιγε γοερά. Ενστικτωδώς


[74]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έριξε μια ματιά προς τα κει πίσω από τα γιασεμιά και τη μουριά. Διέκρινε την Κλαίρη καθισμένη στο πέτρινο κατώφλι του σπιτιού της να κρατά τον αδερφό της αγκαλιά. Το παιδικό σώμα σπάραζε από τ’ αναφιλητά. Αμέσως η Χριστίνα παραμέρισε τη σιδερένια εξώπορτα κι έτρεξε κοντά τους. Τα υπέροχα μάτια της Κλαίρης έρρεαν ασταμάτητα, ενώ με μια μηχανική κίνηση χάιδευε το κεφάλι του αδερφού της. Όλος αυτός ο σπαραγμός δεν μπορούσε να προέρχεται μόνο από τις κατεστραμμένες σοδιές! - Κλαίρη, τι συμβαίνει; τη ρώτησε ανήσυχη και κάθισε δίπλα της στο πεζούλι αγγίζοντας τα κυματιστά καστανά μαλλιά της. Η κοπέλα δεν απαντούσε όμως, μόνο πλήθαιναν τα δάκρυά της που της αυλάκωναν το πρόσωπο, τον λευκό λαιμό κι έσταζαν στην αγκαλιά της πάνω στο απαρηγόρητο μικρό αγόρι. Τότε η πόρτα πίσω τους άνοιξε και στο κατώφλι πρόβαλε η Μαριάνθη με χλωμή και αγριεμένη όψη. - Φύγε, σε παρακαλώ, της είπε για πρώτη φορά απότομα, και άσε μας στον πόνο μας! - Μα…. Θέλω μόνο να βοηθήσω! διαμαρτυρήθηκε η Χριστίνα. - Φύγε! ξανάπε με οργή η γυναίκα με μια πρωτόγνωρη λάμψη θυμού στο βλέμμα της. Αυτή η άλλοτε ήσυχη υποταγμένη και μεσήλικη γυναικούλα ήταν τόσο διαφορετική εκείνο το μεσημέρι! Άγρια, τρομερή μέσα στην παγερή έκφραση του προσώπου της με βλέμμα έξαλλου αλλόφρονα!.. Η Χριστίνα την άκουγε, αλλά δεν κουνιόταν από τη θέση της δίπλα στα απελπισμένα αδέρφια. Μόνο ρωτούσε ξανά και ξανά τι είχαν πάθει. Σε μια στιγμή, ο μικρός Γιάννης σήκωσε το κατακόκκινο πρόσωπό του, την κοίταξε με απόλυτη απόγνωση και φώναξε σπαρακτικά: - Η Άννα χάθηκε!! - Τι; έκανε η Χριστίνα και πετάχτηκε από τη θέση της. Τι είπες;;; ξαναρώτησε έκπληκτη. - Η Άννα χάθηκε!!! ξαναφώναξε υστερικά ο μικρός, παρά τις προσπάθειες της μητέρας του να του κλείσει το στόμα. Στο μεταξύ, ο Κοσμάς μαζί με το Δήμο είχαν μπει στην αυλή της Μαριάνθης και βημάτιζαν προς το μέρος τους. Ο Νικήτας δεν βρισκόταν πουθενά εκεί γύρω, συνειδητοποίησε αυθόρμητα η Άννα συνδυάζοντας την απουσία του με την εξαφάνιση της νεαρής κοπέλας. Ούτε στα περιβόλια τον είχε δει νωρίτερα. - Τι συμβαίνει; την κατακεραύνωσε με την επιβλητική φωνή του ο Κοσμάς. - Η Άννα χάθηκε, επανέλαβε η Χριστίνα ανταποδίδοντάς του με σταθερότητα την άγρια ματιά του. Τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό; τον ρώτησε με θάρρος. Ο άντρας όρθωσε το ανάστημά του και της απάντησε χωρίς να κατεβάσει την τρομερή ματιά του: - Αυτό είναι κάτι που δεν σε αφορά!


Έκπτωτοι

[75]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι άνθρωποι δεν χάνονται έτσι, επέμεινε ακάθεκτη η ζωγράφος, πρέπει να ειδοποιήσετε την αστυνομία! Δίπλα τους η οικογένεια Αγγελάκη κοίταζε άφωνη πότε τον ένα πότε τον άλλο. Ακόμα και η Κλαίρη, που πάντα αντιδρούσε τώρα παρέμενε αδρανής, σαν τρομαγμένη. Τι είχε συμβεί, τέλος πάντων; αναρωτιόταν συνέχεια μέσα της η Χριστίνα. - Άκουσέ με, κοπέλα μου, της απάντησε με σταθερή φωνή πλησιάζοντάς την ο Κοσμάς, εγώ προσωπικά θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να βρεθεί η Άννα μας, αν έχει όντως χαθεί. Είναι και δικό μου παιδί, κατά κάποιο τρόπο. Το πώς θα το κάνω όμως εσύ δεν θα το μάθεις! Δεν σε α-φο-ρά! τόνισε μία μία τις τελευταίες συλλαβές. - Και τώρα δίνε του, πριν να είναι αργά! της φώναξε απειλητικά τόσο κοντά στο πρόσωπό της, που η βρωμερή ανάσα του τη ζάλισε για μια στιγμή. Η γυναίκα- πιο πολύ θυμωμένη παρά τρομαγμένη- έκανε ν’ απαντήσει αλλά ο γέρο Δήμος ανέκφραστος και σκληρός – όπως πάντα- την άρπαξε από το μπράτσο και την απομάκρυνε βίαια από την αυλή. - Εντάξει, εντάξει, μουρμούρισε η Χριστίνα μέσα από τα δόντια της, θα φύγω! και τράβηξε απότομα το χέρι της από τη λαβή του άντρα. Αλλά δεν με πείθετε… με τίποτα! συμπλήρωσε με πείσμα. Και καθώς απομακρυνόταν από το σπίτι, πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε με όλη της τη δύναμη: - Ακούς, Κοσμά; Με τίποτα! -

Όλη την υπόλοιπη ημέρα βημάτιζε έξαλλη πότε μέσα στο εξοχικό, πότε τριγύρω σε κοντινή απόσταση πετώντας πέτρες προς το ρέμα και κλωτσώντας τα χώματα. Όχι, ήταν σίγουρη πως κάτι πολύ κακό συνέβαινε στην αποικία. Τόσος πόνος, τόσο κλάμα από την Κλαίρη και τον Γιάννη! Και δεν ήταν μόνο αυτό, έμοιαζαν και οι δύο με τρομαγμένα ανήμπορα ζώα! Ποιος ξέρει τι τους έκαναν εκεί πέρα… Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν η μεταμόρφωση της άκακης γυναικούλας της Μαριάνθης. Άκακη, αλλά υποταγμένη στον Κοσμά, άρα επικίνδυνη, σκεφτόταν η Χριστίνα και η αγωνία της ανάμεικτη με οργή δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Το βράδυ αποφάσισε να μιλήσει στον Διονύση χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Απλά επιδίωκε να αντλήσει πληροφορίες για τον Κοσμά και τους άλλους. - Συμβαίνει κάτι, Χριστινάκι; την ρώτησε εκείνος διαισθανόμενος πως συνέβαιναν πολλά περισσότερα απ’ όσα του αποκάλυπτε η φίλη του. - Και ναι και όχι, απάντησε διφορούμενα εκείνη. Να, χάθηκε ένα κορίτσι χτες στην καταιγίδα και ανησυχώ… δικαιολογήθηκε. - Άκου, Χριστίνα, είπε με σταθερή φωνή ο Διονύσης, θα σου το ξαναπώ: αυτούς τους ανθρώπους στην ουσία δεν τους γνωρίζω, τους έχω συναναστραφεί ελάχιστα. Μην τους εμπιστεύεσαι, κράτα τις αποστάσεις σου. Εάν το ένστικτό σου


[76]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

-

σε προειδοποιεί για κίνδυνο όμως μην το αγνοήσεις. Πάρε ένα ταξί και φύγε από εκεί. Σε λίγο επιστρέφω και γω και μπορώ να έρθω να σε πάρω, κατέληξε ανήσυχος. Όχι, όχι! τον καθησύχασε η Χριστίνα, θα κάνω όπως λες. Θα κρατήσω αποστάσεις και θα κάνω τις διακοπές μου. Έχω αρχίσει και ζωγραφίζω ξανά! συμπλήρωσε δήθεν χαρωπά για να τον πείσει. Μην ανησυχείς για μένα!

Αργότερα, μόνη της στη σοφίτα αναλογιζόταν τα λόγια του Διονύση. Ναι, έπρεπε ν’ ακούσει το ένστικτό της. Κι αυτό κραύγαζε πως κάτι σκοτεινό, σχεδόν δαιμονικό κρυβόταν πίσω από την εξαφάνιση της Άννας και πως αυτό ίσως ήταν μόνο η αρχή. Δεν θα άφηνε όμως την Κλαίρη και το Γιάννη στην διάθεση του Κοσμά ως "πρόβατα έτοιμα για σφαγή". Ένιωθε πως δεν υπήρχε κανείς για να τους προστατέψει, ούτε καν η ίδια τους η μητέρα. Όχι, θα έμενε εκεί και θα έβρισκε τον τρόπο να ρίξει φως στο σκοτάδι του «Παραδείσου» και στους έκπτωτους κατοίκους του….


Έκπτωτοι

[77]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

11 Άννα Την επόμενη μέρα η Χριστίνα βρισκόταν σε σύγχυση. Αμέτρητες φορές θέλησε να ξαναπάει κρυφά στον «Παράδεισο» και να παρακολουθήσει τους κατοίκους του για να πάρει απαντήσεις κι άλλες τόσες το μετάνιωνε. Ενδόμυχα, γνωρίζοντας την κοινωνική κατακραυγή και τον συντηρητισμό της αποικίας, ευχόταν το νεαρό ζευγάρι να το είχε σκάσει μαζί. Όμως κανείς δεν ανέφερε την απουσία του Νικήτα, παρά μόνο της κοπέλας. Άρα το γεγονός πως ήταν απών, όταν αυτή τους επισκέφτηκε την προηγούμενη μέρα, ίσως να ήταν τυχαίο γεγονός. Περπάτησε ως το ρέμα δίπλα από το εξοχικό, έκανε μια προσπάθεια να ζωγραφίσει, αλλά όλα ήταν μάταια. Το κορίτσι με το λευκό δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια και μαλλιά δεν έλεγε να βγει από το μυαλό της. Μελετούσε το πορτραίτο της και μέσα της ευχόταν να είναι καλά, όπου κι αν βρισκόταν. Έπειτα ξανακοίταξε την προσωπογραφία του Στάθη, που είχε μείνει μισοτελειωμένη, όπως και η σχέση τους. Έμοιαζε πολύ με το πρόσωπο του Διονύση, αν και ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους. Αν εξαιρέσει κανείς ότι και οι δύο άντρες ήταν ανοιχτόχρωμοι, ο Διονύσης- ως μεγαλύτερος- είχε γκριζάρει περισσότερο. Θυμόταν την εντύπωση που της είχε κάνει όταν τον πρωτογνώρισε στη σχολή Καλών Τεχνών: ιδιόρρυθμος, πανέξυπνος, ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στους μαθητές του. Γρήγορα την ξεχώρισε ανάμεσα στους υπόλοιπους και "επένδυσε" στο ταλέντο της. Όχι πως τα πήγε άσχημα η Χριστίνα, μόλις έπιασε δουλειά στο γραφιστικό τμήμα μιας εταιρίας, αλλά τα όνειρά της ξεπερνούσαν κατά πολύ κάτι τέτοιο. Ήθελε ν’ αναγνωριστεί το έργο της, να κάνει την προσωπική της έκθεση και ο Διονύσης την στήριζε σε αυτό. Όλοι οι φίλοι της πίστευαν πως είναι ζευγάρι, αλλά κάτι τέτοιο με έναν περίεργο τρόπο από την αρχή αποκλείστηκε. Μία σιωπηρή "συμφωνία" μεταξύ τους έβαζε τα όρια της φιλίας…. Ως το απόγευμα, η ζωγράφος είχε παραδοθεί στο κουβάρι των σκέψεών της, όταν ξαφνικά βιαστικά χτυπήματα στην πόρτα της την αναστάτωσαν. Έκπληκτη αντίκρισε τον μικρό Γιάννη κλαμένο να τρέμει σαν φυλλαράκι στον άνεμο και να την κοιτά με μάτια όλο παράκληση. Αμέσως τον αγκάλιασε και τον έβαλε να καθίσει δίπλα της στον καναπέ. Το αγόρι αναλύθηκε για πολλή ώρα σ’ ένα γοερό κλάμα στην αγκαλιά της δασκάλας του. Εκείνη περίμενε υπομονετικά ώσπου να καταλαγιάσει το


[78]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ξέσπασμά του και ύστερα πολύ ήρεμα τον ρώτησε τι έχει. Το αγόρι με το σαγόνι του να τρέμει ακόμα από τ’ αναφιλητά άρχισε να εξομολογείται: - Δεν άντεχα… ήθελα να μιλήσω σε κάποιον, αν και όλοι μου έλεγαν να μην πω τίποτα πουθενά…. Η Χριστίνα δεν τον διέκοπτε, μόνο του κρατούσε το χέρι σφιχτά ή του χάιδευε τα κατάξανθα μαλλιά για να τον ενθαρρύνει να μιλήσει ελεύθερα. - Φρικτά πράγματα συμβαίνουν, κυρία…. συνέχισε το αγόρι με μάτια πελώρια και γαλανά σαν τις θάλασσες….τρομαχτικά!.... - Πες τα μου όλα από την αρχή, τον διευκόλυνε η γυναίκα προαισθανόμενη καταστροφές. Το αγόρι ρούφηξε δυνατά τη μύτη του, πήρε μια βαθιά ανάσα κι άρχισε επιτέλους να μιλά σαν χείμαρρος, που άπαξ και ξεκίνησε δεν είχε σταματημό…. - Την ημέρα που έβρεξε πολύ, νωρίτερα το πρωί είχε έρθει ο γιατρός για να μιλήσει στη μαμά. Δεν ξέρω τι είπαν, μας έδιωξαν στο άλλο δωμάτιο για να μην ακούμε, εμένα και την Κλαίρη- η Άννα ήταν στο περιβόλι. Η Κλαίρη έτσι κι αλλιώς όλο με τα ακουστικά της ακούει μουσική, εγώ όμως ήμουν περίεργος. Έστησα αυτί και άκουγα το γιατρό να μιλάει περίεργα. Κάτι για ένα "μίασμα" ότι η Άννα "χάνει την ψυχή της με αυτά που κάνει", ότι "όλοι θα πεθάνουμε" και άλλα τρομαχτικά…. Η μαμά δεν μιλούσε. Από την κλειδαρότρυπα την είδα κάποια στιγμή να κλαίει και να κουνάει το κεφάλι της σαν να συμφωνεί με κάτι… Έπειτα… ήρθε η καταιγίδα….. Το αγόρι, στο σημείο αυτό άρχισε να τρέμει περισσότερο, αλλά η Χριστίνα τον έσφιξε πιο δυνατά κοντά της. - Όλοι φοβηθήκαμε από τους κεραυνούς και τη βροχή. Χτύπησε η πόρτα μας και ήταν ο γιατρός με τον Βασίλη. Ο Βασίλης είναι τρομαχτικός, άγριος από τότε που πέθανε το μωρό του, ίσως ο πιο τρομαχτικός απ’ όλους! Κάτι είπαν με τη μαμά σοβαροί με φριχτά πρόσωπα και φώναξαν την Άννα. Εγώ με την Κλαίρη τους κοιτούσαμε από μια γωνιά του σαλονιού. Την κρατούσαν οι δυο άντρες από τα χέρια και της έλεγαν τρομερά πράγματα κι εκείνη έκλαιγε…. Τι είναι "μίασμα"; ρώτησε ξαφνικά βουρκωμένο το παιδί, γιατί έλεγαν έτσι την αδερφή μου; Εκείνη έκλαιγε και χτυπιόταν για να φύγει, αλλά οι άντρες την κρατούσαν σφιχτά και τότε…. η μαμά… κόμπιασε το παιδί, η μαμά…. δεν μπορούσε να ολοκληρώσει το λόγο του από τους λυγμούς. - Τι έκανε η μητέρα σου, Γιαννάκη; τον ρώτησε ζωηρά η Χριστίνα και κοιτάζοντάς τον στα έντρομα μάτια του είπε αργά και σταθερά: ό, τι και να έκανε η μητέρα σου, όσο φοβερό κι αν ήταν πρέπει να μου το πεις! - Μαχαίρωσε την Άννα!!! φώναξε με όλη του τη δύναμη το παιδί, πήρε το μαχαίρι της κουζίνας και της το έβαλε στην κοιλιά! Η Άννα φώναζε, το νυχτικό της ήταν κόκκινο, κατακόκκινο κι έτρεχε αίμα από τα πόδια της!... κι εκείνοι την κρατούσαν και η μαμά… η μα…. έγινε ξανά κραυγή η φωνή του παιδιού.


Έκπτωτοι

[79]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χριστίνα το αγκάλιασε σφιχτά ώσπου να του περάσει η κρίση. Ένιωθε μια ανατριχίλα να τη διαπερνά από τα δάχτυλα των ποδιών ως τις τρίχες του κεφαλιού της, ακούγοντας τα λόγια αυτά. Ξεπερνούσαν κάθε αρρωστημένη υπόθεση που μπορεί να της είχε περάσει από το μυαλό. - Εσείς τι κάνατε, μικρό μου; τον ρώτησε τελικά όσο ψύχραιμα μπορούσε, δεν φωνάξατε βοήθεια κάποιον άλλο; - Ποιον; έκανε όλο παράπονο το παιδί. Όλοι είναι με το μέρος τους…. - Όλοι; αναφώνησε έκπληκτη η γυναίκα. - Όλοι….. ξανάπε ξέπνοο το παιδί, σα να είχε αδειάσει ξαφνικά από ζωή το σώμα του. - Πες μου, Γιάννη, είπε μετά από λίγα λεπτά η Χριστίνα ανακτώντας την αυτοκυριαρχία της, πού την έχουν θάψει την αδερφή σου; Το παιδί την κοίταξε απορημένο και της είπε: - Η Άννα δεν πέθανε! - Ορίστε; πετάχτηκε απορημένη η ζωγράφος. - Είναι ζωντανή! ξανάπε με έντονο ύφος ο μικρός, την έχουν δέσει με αλυσίδες στον αχυρώνα έτσι όπως ήταν με το νυχτικό και τα αίματα! Η Χριστίνα ανακάθισε από τη φρίκη και την έκπληξη κι άρπαξε το παιδί από τους ώμους κοιτάζοντάς το βαθιά μέσα στα μάτια: - Γιαννάκη, πες μου την αλήθεια! Είναι πολύ σημαντικό! Η Άννα ζει στον αχυρώνα, δεν πέθανε; - Όχι, όχι, είναι ζωντανή! διαμαρτυρήθηκε έντονα το παιδί, αλλά πολύ άρρωστη…. Και δεν την αφήνουν να ξαπλώσει, ούτε να φάει, ούτε να πιει νερό…. Εγώ πήγα κρυφά λίγες φορές να της βάλω λίγο νερό στο στόμα, κρυφά από εκείνους που τη βασανίζουν, πρόσθεσε ρίχνοντας μια έντρομη ματιά ολόγυρα. Στο μεταξύ η Χριστίνα είχε σηκωθεί και βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο δωμάτιο. Η Άννα ήταν αιχμάλωτη εδώ και τρεις μέρες στα χέρια των βασανιστών της! Η ίδια η μάνα της την μαχαίρωσε! Όταν δηλαδή εκείνη τους επισκέφτηκε χτες, έκρυβαν την Άννα στον αχυρώνα! Όλα αυτά ήταν εξαιρετικά νοσηρές πληροφορίες για να τις πιστέψει απόλυτα. Έριξε μια ματιά στο παιδί που καθόταν ζαρωμένο στον καναπέ της σαν πληγωμένο πουλί. Γιατί όμως να της πει ένα τέτοιο ψέμα, τόσο απεχθές και αρρωστημένο; Ο Γιάννης δεν υπήρξε ποτέ μυθομανής ή φαντασιόπληκτος. «Να τηλεφωνήσω στην αστυνομία…» ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά μέσα της δίσταζε ακόμα. Όχι, θα έπαιρνε μαζί το κινητό της ως την αποικία και αν διαπίστωνε κάτι ύποπτο στις κινήσεις των κατοίκων θα τηλεφωνούσε από εκεί. - Πάμε, έκανε αποφασιστικά ορθώνοντας το ανάστημά της, ίσως δεν είναι αργά για να τη σώσουμε. - Μην πείτε πως σας το είπα…. τραύλισε ικετευτικά το αγόρι. - Μην ανησυχείς, του υποσχέθηκε εκείνη, πριν το ποτάμι θα φύγεις κρυφά από άλλο δρόμο για να μην σε καταλάβουν.


[80]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Με μεγάλες δρασκελιές η Χριστίνα διέσχισε τη δημοσιά και όταν πήρε το μονοπάτι προς το ποτάμι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ενστικτωδώς έσφιγγε το κινητό της τηλέφωνο στο αριστερό της χέρι. Μόλις όμως έφτασε στο γεφυράκι κι αποχωρίστηκε τον μικρό Γιάννη, μυρωδιά καπνού πλημμύρισε τα ρουθούνια της. Όσο πλησίαζε μάλιστα στον «Παράδεισο» γινόταν ασφυκτικά πιο έντονη και παράξενη. Σαν να έψηναν κρέας, μόνο που η συγκεκριμένη οσμή της προκαλούσε ναυτία. Βρήκε τους αποίκους συγκεντρωμένους στο ξέφωτο ξανά σε κύκλο με μια μεγάλη φωτιά στο κέντρο τους. Μπάζα, ξύλα και άμορφες μάζες φλέγονταν και ανέδυαν αυτή την εμετική μυρωδιά, που είχε απλωθεί στο δάσος ολόγυρα. Τα πρόσωπά τους φάνταζαν αλλοιωμένα, καθώς φωτίζονταν από τις φλόγες, σκληρά, ανέκφραστα σαν μάσκες. Μόνο η Κλαίρη έκλαιγε ασταμάτητα. Να και ο Νικήτας! σκέφτηκε η Χριστίνα, με το κεφάλι κατεβασμένο σαν ένοχος…. Και ο Στάθης, απαθής και σοβαρός δίπλα του. Μόνο ο Κοσμάς στεκόταν αγέρωχος με το βλέμμα στραμμένο ψηλά στον ορίζοντα του δειλινού, φαντάζοντας ακόμα πιο απόκοσμος μέσα στα ολόλευκα ρούχα του. Στάθηκε εκεί άπραγη, άφωνη και τους κοιτούσε με μια τρομερή σκέψη να ξεδιπλώνεται μέσα της. Τι θα μπορούσαν να καίνε σε εκείνη την ανίερη πυρά; Το σώμα της άτυχης κοπέλας ίσως; Ένα ρίγος τη διαπέρασε στη σπονδυλική της στήλη κι αμέσως έριξε το βλέμμα της στη Μαριάνθη. Βρισκόταν σε άλλο κόσμο με μια έκφραση ευλάβειας και απόλυτης λατρείας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Έκανε να ανοίξει το κινητό της τηλέφωνο, αλλά η βροντερή φωνή του Κοσμά αντήχησε σαν κεραυνός στην ομήγυρη: - Τι γυρεύει αυτή η ξένη πάλι ανάμεσά μας; Όλοι στράφηκαν μεμιάς προς το μέρος της. - Εισβάλλεις ξανά απρόσκλητη στον χώρο μας! την επέπληξε με τρομερή φωνή ο γιατρός. Στις πιο ιερές στιγμές μας! Η Χριστίνα έμεινε για λίγο αμήχανη στη θέση της. Γρήγορα όμως ανέκτησε τη δύναμη της: - Τι καίτε στη φωτιά; τον ρώτησε μαζεύοντας όλο το θάρρος της. Τώρα ήταν η στιγμή που θα τα έπαιζε όλα για όλα. - Τι σε ενδιαφέρει εσένα τι κάνουμε; πρόφερε αγριεμένα ο ασπρομάλλης άντρας και πλησίασε απειλητικά προς το μέρος της. Εμείς έτσι ξορκίζουμε το Κακό, με τη φωτιά, μια πανάρχαια πίστη. Σε πειράζει που έχουμε άλλα έθιμα και λατρείες από τις δικές σας; ξανάπε αιτιολογώντας κάπως την περίεργη εκείνη σύναξη. - Όχι φυσικά, έκανε εκείνη με σταθερή φωνή οπισθοχωρώντας ένα βήμα. Αρκεί να καίτε μόνο κλαδιά…. πρόσθεσε με νόημα. Ο Κοσμάς άφησε ένα ανατριχιαστικό γέλιο και στράφηκε προς τους άλλους, που παρέμεναν βουβοί και απαθείς στον κύκλο. Μάλλον ήταν μια αναμέτρηση ανάμεσα στον Κοσμά και στη Χριστίνα ή ήταν όλοι πολύ αποκαμωμένοι για να


Έκπτωτοι

[81]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

επέμβουν. Μόνο ο Δήμος με τα κόκκινα γένια και μαλλιά, ακόμα πιο κόκκινα από το αντιφέγγισμα της φωτιάς, την κοιτούσε αγριεμένος έτοιμος να ορμήσει σαν τσοπανόσκυλο με εντολή του αφέντη του, αν χρειαζόταν. Ο γιατρός "διάβασε" την έκφρασή του και του έκανε νόημα να παραμείνει στη θέση του. - Η κοπέλα από εδώ μας κατηγορεί για διάφορα ανόσια και τρομερά, ούτε και βάζει ο νους μου τι μπορεί να εννοεί! πρόφερε αργά με θεατρικές κινήσεις που θύμιζαν αρχαία τραγωδία. Όμως, δεν έχει τίποτα πραγματικό να μας προσάψει, ίσως πέρα από τις προσωπικές της φαντασιώσεις! Η Χριστίνα μειδίασε σαρκαστικά, αλλά ο άντρας συνέχισε αμείλικτα στρέφοντας το βλοσυρό βλέμμα του πάνω της: - Φαντασιώσεις, που πηγάζουν από ενοχές, φριχτές τύψεις μιας…δολοφόνου! κατέληξε με στόμφο, ενώ ένα μουρμουρητό έκπληξης απλώθηκε στον κύκλο. - Ναι! Δολοφόνου! ξανάπε με βροντερή φωνή ο άντρας, πως αλλιώς αποκαλείται μία γυναίκα που οδηγεί πιωμένη το αμάξι μιας άλλης και την σκοτώνει; έπεσαν σαν κεραυνός τα λόγια του Κοσμά πάνω στη Χριστίνα που τον άκουγε βουβή. - Ναι, ναι, τα έμαθα όλα από το ίντερνετ! κάγχασε ο γιατρός, γι’ αυτό η σπουδαία καλλιτέχνις κρύφτηκε εδώ στην ερημιά, γιατί είναι δολοφόνος! Ήπιε, ήπιε, ποιος ξέρει τι κατέβασε και σκότωσε τη φίλη της! Αν ήταν φίλη της και δεν ήθελε απλά να την βγάλει από τη μέση! Με δυο βήματα βρέθηκε πολύ κοντά στην εμβρόντητη γυναίκα και συνέχισε να την σφυροκοπά με τα λόγια του αμείλικτα: - Αν δεν υπήρχε εκείνος ο γλοιώδης δικηγόρος, ο φίλος του πατέρα σου, δεν θα βρισκόσουν εδώ, έτσι Χριστίνα; Ούτε θα είχες άδεια, γιατί δεν θα είχες δουλειά πλέον, κάνω λάθος; -η φωνή του γινόταν όλο και πιο τρομερή- Από μια τέτοια απόδοση «δικαιοσύνης» θελήσαμε να ξεφύγουμε όλοι, γιατί δοκιμάσαμε το αίμα που προκύπτει από την αδικία, τον πρόωρο θάνατο, την απώλεια και είπαμε φτάνει πια! Ως εδώ! Όχι άλλες αδικίες του «πολιτισμένου» κόσμου που πίνει, μεθάει, σκοτώνεται στην παραλιακή πάνω στον άνθος της νιότης του, έτσι για το κέφι κάποιου μεθύστακα!... κατέληξε σαν καταπέλτης ο Κοσμάς με το πρόσωπό του κολλημένο στην κέρινη έκφραση της Χριστίνας. Η γυναίκα κλονισμένη ένιωθε έναν ίλιγγο να κυριεύει απειλητικά το κεφάλι της. Ο Κοσμάς - περήφανος για τη νίκη του- απολάμβανε την αποδοκιμασία όλων προς τη γυναίκα, αλλά και την προσωπική της συντριβή. Σήκωσε το κεφάλι της κι ένιωσε τα βλέμματα οργής όλων να βαραίνουν πάνω της. Ανάμεσά τους, η ματιά του Στάθη όλο έκπληξη και αποδοκιμασία την διαπερνούσε επιτιμητικά. Πήρε το δρόμο του γυρισμού παραπατώντας ηττημένη, ενώ η φωνή του Κοσμά σάρκαζε ακόμα πίσω της: - Κι έπειτα, αυτή θα αποκαλέσει εμάς δολοφόνους! Αυτή, εμάς! και ξέσπασε σ’ ένα σκληρό διαπεραστικό γέλιο γεμάτο καγχασμό.


[82]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μόλις η απελπισμένη γυναίκα επέστρεψε στο εξοχικό άρπαξε χωρίς δεύτερη σκέψη το μπουκάλι με το ουίσκι. Κατέβασε δυο ποτήρια μονοκοπανιά και συνέχιζε… Μπροστά της τώρα πια ολοκάθαρα έβλεπε τη σκηνή: κάθισε εκείνη στη θέση του οδηγού το μοιραίο βράδυ, γιατί η Εύα ήταν πολύ μεθυσμένη. Λες και η ίδια τι ήταν; Από το απέναντι ρεύμα ένα αυτοκίνητο παρέκλινε ελαφρώς της πορείας του. Η Χριστίνα θέλησε να κάνει έναν ελιγμό για να το αποφύγει, αλλά δεν μπορούσε. Το αλκοόλ βάραινε τα μέλη της κι ένιωθε τις αντιδράσεις της νωθρές, σαν να βρισκόταν σε αργή κίνηση. Μετά δεν θυμόταν πολλά: ένας φοβερός κρότος κι ένα τράνταγμα. Ο δικός της αερόσακος άνοιξε και η ζώνη ασφαλείας περιόρισε τα τραύματά της σε κοψίματα από το σπασμένο παρμπρίζ και μια ελαφρά διάσειση. Η Εύα όμως δίπλα της στη θέση του συνοδηγού δεν στάθηκε τόσο τυχερή. Όλο το πρόσωπό της κομματιάστηκε από την πρόσκρουση στο γυαλί. Δεν μπορούσε να στραφεί προς το μέρος της για να τη δει. Μύριζε όμως το φρέσκο αίμα και τη μυρωδιά του καμένου λάστιχου… Με την άκρη του ματιού της διέκρινε το διαλυμένο πρόσωπο της Εύας δίπλα της: το στόμα της είχε μετατραπεί σε μια άμορφη ματωμένη τρύπα κι ένα κομμάτι γυαλί αντανακλούσε τα φώτα απ’ έξω καρφωμένο καταμεσίς στο ορθάνοιχτο καταπράσινο μάτι της. Όλο το υπόλοιπο πρόσωπο είχε γίνει απλά κομμάτι της λαμαρίνας…. Αν δεν ήταν αυτό φρικτή δολοφονία, τι άλλο θα μπορούσε να είναι; αναλογίστηκε με συντριβή η Χριστίνα καταπίνοντας κι άλλο ουίσκι. Τελικά, δεν είχε και τόσο άδικο ο γιατρός, παρότι της απέδωσε κατηγορίες προκειμένου να δικαιολογήσει τις δικές του πράξεις και να τη διώξει από εκείνο το μέρος. Μόνο που οι δικές του πράξεις ήταν εικασίες, ενώ οι δικές της φριχτή πραγματικότητα…. Οι τύψεις την βασάνιζαν και για το τροχαίο και για την συνεύρεσή της με τον Πέτρο. Ούτε καν τον ήθελε ποτέ, ο ναρκισσισμός και η επιτηδευμένη στάση του την απωθούσε. Ήταν μόνο η ορμή της στιγμής, η ανάγκη για έναν οργασμό, για να νιώσει κάτι… Γιατί να της στοιχίσει όλο αυτό τόσο ακριβά; Κάτι ορμητικό και άγριο φούσκωνε μέσα της παλεύοντας να βρει μάταιη διέξοδο από το στεγνά της μάτια. Ώρες, μέρες, μήνες την τυραννούσε ανελέητα και δεν έλεγε να εξημερωθεί και να βγει από μέσα της. Δεν την άφηνε να φάει, να κοιμηθεί, να ζήσει όπως παλιά. Την έπνιγε, της αφαιρούσε τον αέρα γύρω της… Κάτι τόσο αδυσώπητο και σκληρό ξεπήδησε από εκείνο το καταπράσινο μάτι με το γυαλί καρφωμένο μέσα του, που δεν έπαψε έκτοτε να την κοιτάζει αμείλικτα…. Τέλος, προς τα ξημερώματα, άφησε μια άγρια κραυγή απόγνωσης και σωριάστηκε λιπόθυμη στην πολυθρόνα με το ποτήρι της να γίνεται χίλια κομμάτια στο ξύλινο πάτωμα του εξοχικού…


Έκπτωτοι

[83]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

12 Ανακωχή Όταν συνήλθε την επόμενη μέρα, κόντευε μεσημέρι. Άνοιξε τα μάτια της που έπεσαν κατευθείαν απέναντι στο μεγάλο ρολόι του τοίχου πάνω από το τζάκι: 13.00 ακριβώς έδειχναν οι δείκτες του. Είχε προφανώς αποκοιμηθεί μετά τη λιποθυμία της εκεί πέρα στην πολυθρόνα του καθιστικού. Από τη μπαλκονόπορτα και τα παράθυρα λωρίδες του σκληρού μεσημεριανού φωτός διέσχιζαν τον χώρο σαν λεπίδες. Στο τραπεζάκι μπροστά της βρίσκονταν ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι από ουίσκι κι ένα ποτήρι με δυο δάχτυλα αλκοόλ μέσα, απομεινάρια του χθεσινοβραδινού ξεσπάσματός της. Αισθανόταν το κεφάλι της βαρύ, ασήκωτο από την ημικρανία, ενώ το στομάχι της ανακατευόταν επικίνδυνα. Μόλις έκανε μια προσπάθεια να ανασηκωθεί την έπνιξε ο εμετός. Ως το απόγευμα αισθανόταν άρρωστη, ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε. Λίγο πριν το δειλινό όμως κάθισε αποκαμωμένη στο πεζούλι της εξώπορτάς της μπροστά από το χωμάτινο μονοπάτι που έβγαζε στη δημοσιά. Ο καθαρός αέρας του βουνού και η δροσιά από τα πλατάνια την τύλιξαν ευεργετικά και αλάφρυναν κάπως το βαρύ της κεφάλι. Έκλεισε τα μάτια και αναρωτιόταν αν θα έβρισκε ποτέ τη λύτρωση, τον "παράδεισό" της, αν τελικά υπήρχε παράδεισος για εκείνη, για οποιονδήποτε …. Όταν άνοιξε ξανά τα βαριά βλέφαρα της φάνηκε πως μια φιγούρα την πλησίαζε ερχόμενη από το μονοπάτι. Έκπληκτη μισόκλεισε τα μάτια της για να δει καλλίτερα: Ναι, ήταν ολοκάθαρα ένας μεσόκοπος άντρας ψηλός, λιπόσαρκος με μακριά ολόλευκα μαλλιά και γένια. Μέσα στα λευκά του ρούχα φάνταζε πολύ μεγαλύτερος από τα εξήντα του χρόνια και – κατά έναν αλλόκοτο τρόπο- έτσι όπως βημάτιζε έμοιαζε με προφήτη ή με παρόμοια βιβλική μορφή. - Εσύ εδώ; έκανε έκπληκτη η Χριστίνα όταν εκείνος στάθηκε μπροστά της. - Να καθίσω; ρώτησε ευγενικά ο Κοσμάς και χωρίς να περιμένει απάντηση κάθισε δίπλα της στο πέτρινο κατώφλι. Ο μόνος επισκέπτης που δεν περίμενε η γυναίκα ήταν ο Κοσμάς Μανολάκος, ειδικά μετά τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας. Για λίγη ώρα παρέμειναν αμίλητοι απολαμβάνοντας το δροσερό απόγευμα, που έμοιαζε πλέον φθινοπωρινό όσο προχωρούσε ο Αύγουστος προς το τέλος του. Τέλος, ο άντρας πήρε το λόγο σπάζοντας πρώτος τη σιωπή: - Ήρθα για να ζητήσω συγνώμη! Να προσφέρω χείρα συμφιλίωσης!


[84]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χριστίνα γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε έκπληκτη. Άλλο απρόσμενο γεγονός σήμερα, σκέφτηκε. - Ναι, παιδί μου, συνέχισε εγκάρδια εκείνος, σου μίλησα σκληρά χτες, σχεδόν απάνθρωπα, όμως- στο σημείο αυτό στράφηκε προς τη γυναίκα- και συ μου απέδωσες μια τρομερή, μια ασύλληπτη κατηγορία! Έπρεπε ν’ αμυνθώ, να διαφυλάξω την ενότητα της αποικίας μου. Η γυναίκα δεν μιλούσε, μόνο συνέχισε να τον κοιτάζει. Σήμερα έμοιαζε πιο τρωτός και οι ρυτίδες του φάνταζαν πιο βαθιές στο ηλιοκαμένο πρόσωπο. - Πώς μπόρεσες να με θεωρήσεις ικανό να σκοτώσω ένα δικό μου παιδί, γιατί παιδί μου λογαριάζω την Άννα και όλους τους νέους του «Παραδείσου», και μάλιστα με τόσο φριχτό τρόπο, να την κάψω ζωντανή! Ο πατέρας της έσβησε μέσα στα δικά μου χέρια κι έτσι όπως τον εγκατέλειπε η ζωή, του υποσχέθηκα πως εγώ θα γίνω στο εξής πατέρας για τα παιδιά του. Το καταλαβαίνεις; -ράγισε η φωνή του άντρα- το υποσχέθηκα πάνω στο αίμα του ετοιμοθάνατου! Δεν θα ήμουν άνθρωπος αν δεν το τηρούσα αυτό…. κατέληξε με συντριβή. Η Χριστίνα σκέφτηκε πως δεν υπονόησε ποτέ ανοιχτά ότι η Άννα κάηκε ζωντανή σ’ εκείνη την πυρά. Ενδόμυχα πάντα ήλπιζε πως είχε πεθάνει νωρίτερα. Τούτη δω η σκέψη ήταν δικό του νοσηρό γέννημα, αναλογίστηκε και του έριξε μία καχύποπτη ματιά. Ο άντρας "διάβασε" τις σκέψεις της και συνέχισε: - Μάλλον θα πρέπει να σου εξηγήσω κάποια πράγματα ακόμα για μας, γιατί έχεις προφανώς αποκομίσει λάθος εντυπώσεις. Και ίσως όχι άδικα, γιατί το διαφορετικό πάντα σοκάρει κι ενοχλεί. Ναι, είμαστε διαφορετικοί, έχουμε στήσει μια δική μας κοσμοθεωρία, λατρεία -όπως θες πες το- αλλά για έναν και μόνο λόγο: για να μείνουμε μακριά από τη βαρβαρότητα του "πολιτισμένου" κόσμου….. Μιλούσε όμορφα, η Χριστίνα το παραδεχόταν. Τον άφησε λοιπόν να ξεδιπλωθεί κι άλλο. - Πέρασα μια ζωή απολαμβάνοντας το κύρος και την ευημερία ενός πετυχημένου ογκολόγου-χειρουργού, που τα είχε όλα εκτός από το σημαντικότερο: ένα παιδί! Ήρθε η πρώτη εγκυμοσύνη της Αριάδνης πριν είκοσι χρόνια, τότε που ήταν μια εντυπωσιακή κοκκινομάλλα και μας γέμισε χαρά. Λίγες μέρες αργότερα απέβαλλε στο πάτωμα του μπάνιου, ενώ εγώ έλειπα για να βγάλω λεφτά….- στο σημείο αυτό ξεροκατάπιε ο γιατρός- τη βρήκα αργότερα μέσα σε μια λίμνη αίματος λιπόθυμη…. Κόντεψα να τη χάσω τότε, ράγισε η φωνή του άντρα, να τη σκοτώσω με την αμέλειά μου! Η ζωγράφος συνέχιζε να μελετά με πραγματικό ενδιαφέρον το πρόσωπο του άντρα. Για πρώτη φορά διέκρινε ίχνη ανθρώπινου πόνου πάνω του. - Κι έπειτα ήρθαν κι άλλες εγκυμοσύνες κι άλλες αποβολές, συνέχισε συγκινημένος ο Κοσμάς, και τι δεν κάναμε για ένα παιδί! Μάταια όμως όλα, και οι γιατροί και τα φάρμακα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό… Η Αριάδνη άρχισε ν’


Έκπτωτοι

[85]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αλλάζει σταδιακά, να ξεθωριάζει η λάμψη της, να γίνεται ένα μικρό καχεκτικό πλασματάκι χωρίς ζωή μέσα του…. Δεν έβρισκε πια λόγο να ζει, κάθε μέρα έφευγε όλο και πιο μακριά από εμένα…. Πραγματικά, ήταν πολύ δύσκολο για τη Χριστίνα να φανταστεί αυτήν τη σκεβρωμένη γυναικούλα ως άλλοτε εντυπωσιακή κοκκινομάλλα. Ωστόσο, ήταν μόλις πενήντα πέντε ετών κι έμοιαζε για εβδομήντα τουλάχιστον! - Και γω συνέχισα να λείπω, να χειρουργώ, να μαζεύω κι άλλα χρήματα, να χτίζω ένα λαμπρό όνομα πάνω στα θεμέλια του θανάτου! σάρκασε με πίκρα στη φωνή του ο Κοσμάς. Κι ένα βράδυ που γύρισα αργά, εκείνη ήταν ξαπλωμένη στην μπανιέρα μέσα στο κατακόκκινο νερό ως το πηγούνι. Νερό ανάμεικτο με το αίμα που ξεπηδούσε από τις κομμένες φλέβες της… συμπλήρωσε ο άντρας κι έβαλε με συντριβή το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του. Η Χριστίνα, έκπληκτη από τις αποκαλύψεις του, τον κοιτούσε με οίκτο. Είχε κι αυτός τα δικά του φριχτά μυστικά, τα ανοιχτά τραύματα, που καλούνταν να επουλώσει. Για πρώτη φορά της φαινόταν τρωτός, ανθρώπινος. Ίσως όντως να τον είχε κρίνει έως εκείνη τη στιγμή απόλυτα κι άδικα…. Τον άφησε για λίγη ώρα να κλάψει δίπλα της και να συνέλθει. Έπειτα, εκείνος σκούπισε τα μάτια του και κατέληξε κοιτάζοντάς την με στοργή στο βλέμμα του: - Βλέπεις, μικρή μου, για μας ο «Παράδεισος» ήταν ένα ύστατο καταφύγιο, γιατί εδώ αποκτήσαμε για πρώτη φορά παιδιά! Ο Γιαννάκης, η Άννα, η Κλαίρη, τα παιδιά του Δήμου για μένα και την Αριάδνη είναι κάτι παραπάνω από συντοπίτες μας στην αποικία. Είναι η οικογένεια, που πάλευα χρόνια ν’ αποκτήσω, είναι αυτό που συνδέει ακόμα την Αριάδνη με τη ζωή! Και θα έδινα τα πάντα, το αίμα μου το ίδιο για να προστατεύσω αυτά τα παιδιά, που εσύ τόσο άδικα θεωρείς ότι…. σώπασε σε αυτό το σημείο. - Μια ζωή έχτιζα την καριέρα μου πάνω στον θάνατο των άλλων, συνέχισε πιο σταθερά ο γιατρός. Σιχάθηκα να βλέπω ετοιμοθάνατους ανθρώπους, νέους, γέρους, ακόμα και μικρά παιδιά, που συχνά δεν μπορούσα να σώσω παρά τις προσπάθειές μου… Ξέρεις πόσο σκληρό είναι αυτό; Αυτή η φρικτή θανατική καταδίκη της επάρατης αρρώστιας δεν συνηθίζεται, ούτε καν από εμάς τους γιατρούς, κατέληξε γεμάτος συντριβή ο άντρας. Μεσολάβησε ξανά σιωπή ανάμεσά τους. Γύρω τους οι ρόδινες αποχρώσεις του δειλινού χρωμάτιζαν το φύλλωμα των δέντρων, ενώ τα πουλιά άφηναν τις πιο γλυκές τους μελωδίες πριν κουρνιάσουν στις φωλιές τους. Για πρώτη φορά μετά από καιρό η ηρεμία ξαναερχόταν στην ψυχή της Χριστίνας. Είχε κουραστεί να παλεύει άλλο με φαντάσματα, είχε έρθει ο καιρός της ανακωχής. - Ίσως να υπερέβαλλα, παραδέχτηκε στο τέλος σε μαλακό τόνο. - Όλοι μας κουβαλάμε την προσωπική μας κόλαση, διαπίστωσε με ένα αμυδρό χαμόγελο ο Κοσμάς, και μας κυριεύει κατά καιρούς.


[86]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

«Η κόλαση είναι οι άλλοι», όπως πίστευε και ο Σαρτρ, έκανε η γυναίκα μειδιώντας. - Και οι άλλοι και το μέσα μας κυρίως, συμφώνησε ο γιατρός και σηκώθηκε όρθιος. Προτού φύγει όμως έτεινε το χέρι του προς τη γυναίκα. Εκείνη ανταποκρίθηκε πρόθυμα στη θερμή χειραψία. - Προκειμένου να επισφραγίσουμε την "ανακωχή" μας προτείνω να συνεχίσεις τα μαθήματα αγγλικών στον «Παράδεισό» μας. Και -βλέποντας το δισταγμό στα μάτια της κοπέλας- πρόσθεσε σε παρακλητικό τόνο: - Κάντο για τον Γιαννάκη που του λείπει η αδερφή του, να μη χάσει και τη δασκάλα του! Σ’ αγαπάει πολύ, όλοι σ’ αγαπάμε, άσε μας να σου το δείξουμε ξανά! Πώς μπορούσε η Χριστίνα ν’ αρνηθεί μία τέτοια πρόταση; - Εντάξει, συμφώνησε, θα δείξω καλή θέληση. Πάντως, συμπλήρωσε σκεφτική, η εξαφάνιση μίας κοπέλας θα έπρεπε να σας κινητοποιήσει περισσότερο… - Δεν είναι πια εξαφάνιση! τη διέκοψε ζωηρά ο γιατρός. Ξέχασα να σου το πω: τηλεφώνησε στην αδερφή της σήμερα το πρωί! Έφυγε για την Αθήνα το παλιοκόριτσο χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν! Και διακρίνοντας την έκπληξη ανάμεικτη με την αμφιβολία στο βλέμμα της γυναίκας συνέχισε σε τρυφερό τόνο: - Προφανώς το σχεδίαζε καιρό, να βρει μια δουλειά μέσω ίντερνετ και μόλις το κατάφερε σηκώθηκε κι έφυγε. Οι νέοι είναι παρορμητικοί, ασυγκράτητοι, αναστέναξε ο γιατρός. - Και ο Νικήτας, συνέχισε να ρωτά η Χριστίνα επίμονα, θα άφηνε έτσι απρόσμενα τον αγαπημένο της; Ο Κοσμάς αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε. - Προς το παρόν υποφέρει μακριά της, αλλά θα το ξεπεράσει με τον καιρό, είπε σκεφτικός. Αυτά έχουν οι έρωτες με μεγάλη διαφορά ηλικίας. Διαφέρουν τόσο τα "θέλω" τους! Αυτός ονειρευόταν να βρει απάγκιο σ’ ένα ήσυχο μέρος και η μικρή ήθελε διακαώς να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι είναι και η αδερφή της, όπως βλέπω, λαχταρά την περιπέτεια…. -

Όταν τελικά έφυγε ο άντρας είχε αποσπάσει την συγκατάθεση της Χριστίνας για τη συνέχιση των μαθημάτων και της φιλίας της με τους κατοίκους του «Παραδείσου». Όχι πως είχε πειστεί εντελώς από τα λόγια του γιατρού, που ήταν επιτήδειος σε κάτι τέτοια, αλλά αναντίρρητα είχε ξεδιπλωθεί μπροστά της εκείνο το απόγευμα μια άλλη του πλευρά, πιο προσηνής και ανθρώπινη. Άλλωστε και η ίδια η Χριστίνα, λόγω των προσωπικών της τραυμάτων και εμπειριών, δεν αποτελούσε τον πιο αξιόπιστο κριτή των άλλων. Ο χρόνος θα ξεκαθάριζε τους ανθρώπους από τα προσωπεία, την Κόλαση από τον Παράδεισο, το ψεύτικο από το αληθινό. Και η


Έκπτωτοι

[87]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

γυναίκα ήταν αποφασισμένη να πάρει αυτή την πίστωση χρόνου. Προς το παρόν όμως, θα έκανε ανακωχή, όπως είχαν συμφωνήσει με τον εκπρόσωπο εκείνου του άλλου «Παραδείσου». Ο Κοσμάς Μανολάκος επέστρεφε στον «Παράδεισό» του θριαμβευτής. Για άλλη μια φορά είχε καταφέρει να διατηρήσει τις ισορροπίες, να διαλύσει κάθε αμφισβήτηση σε βάρος του. Ήταν τόσο προβλέψιμοι τελικά όλοι οι άνθρωποι, τόσο αδύναμοι μπροστά του. Στάθηκε αποκαμωμένος για μια στιγμή πάνω στο γεφύρι της ρεματιάς σφίγγοντας με τα χέρια του την ξύλινη κουπαστή. Γύρω του η νύχτα τον κύκλωνε προστατευτικά, ενώ ο ποταμός έρρεε ακούραστος κάτω από τα πόδια του. - Μια ζωή ψάχνω…. άρχισε να μονολογεί στυλώνοντας το αβυσσαλέο βλέμμα του στη ροή του ποταμού, μια ζωή αναζητώ έναν αντίπαλο αξιόμαχο να σταθεί απέναντί μου, να πολεμήσει ισάξια, να μου προσφέρει μία ένδοξη μάχη, αλλά τίποτα…. Μόνο ανθρωπάκια συναντώ, άλλα πιο ζόρικα, άλλα πιο τρομαγμένα, ωστόσο πάντα ανθρωπάκια…. Ένα απελπισμένο γέλιο ξεπήδησε από τη μαύρη τρύπα του στόματός του. - Πόσο δύσκολο είναι να βρεθεί πια; Πόσο εύκολα χειραγωγούνται οι άνθρωποι, ακόμα και οι πιο έξυπνοι… - στο σημείο αυτό η φωνή και το βλέμμα του σκλήρυναν- δυο δάκρυα, μια εξομολόγηση και όλοι είναι πρόθυμοι να σε υπηρετήσουν! Μόνο και μόνο για ν’ απαλλαγούν από το βάρος, την ευθύνη της σκέψης! Πρόβατα, σκέτα πρόβατα που ψάχνουν για το βοσκό τους… Όχι, δεν ήθελα ποτέ μου να κάνω τρομερά πράγματα- άλλαξε ύφος κλαψουρίζοντας τώρα- ήθελα να ξεφύγω από όλα αυτά και ήρθα εδώ, αλλά με βρήκε Εκείνος….γονάτισε ευλαβικά χωρίς ν’ αφήσει την ξύλινη κουπαστή από τα χέρια του- ο ….Ποταμός! κατέληξε χαμηλώνοντας το ολόλευκο αναμαλλιασμένο κεφάλι ώσπου το πηγούνι του ν’ ακουμπήσει στο λιπόσαρκο στέρνο του. - Τι θα μπορούσα να κάνω παρά να Τον υπηρετώ; συνέχισε εκείνη την παράδοξη προσευχή, να κάνω το θέλημά Του με αντάλλαγμα την ίδια τη ζωή; Ποιος μπορεί να Τον νικήσει, αυτόν το τρομερό Αφέντη;…. άρχισε ξανά να γελά με ένα σπαραξικάρδιο τρόπο, να που βρήκα τον αντίπαλο που έψαχνα όλη μου τη ζωή τελικά!.... Και με νίκησε ολοκληρωτικά! πρόφερε με κόπο και έγινε ένα κουβαράκι κουλουριασμένο πάνω στο ξύλινο γεφύρι, μια άσπρη κουκίδα μέσα στο έρεβος του δάσους. Με αφάνισε!.... Κάτω από το γεφύρι ο ποταμός άγριος, ασυγκράτητος συνέχιζε να κυλά μουγκρίζοντας στην κοίτη του. Αιωνόβιος, αήττητος, νικητής.


[88]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

13 Όταν το δάσος μιλάει Πράγματι, ο Κοσμάς έδειχνε να τηρεί την υπόσχεσή του για ανακωχή με κάθε τρόπο. Η Χριστίνα ξαναπήγε στην αποικία και βρήκε εκεί τον μαθητή της να την περιμένει με λαχτάρα και την Αριάδνη με ένα δίσκο γεμάτο γλυκά κι ένα κουρασμένο χαμόγελο στο ζαρωμένο πρόσωπό της να την υποδέχεται θερμά. Βέβαια, αυτό δεν θα συνεχιζόταν για πολύ ακόμα, γιατί ο Αύγουστος σε δύο μέρες εξέπνεε και μαζί του και η άδεια της ζωγράφου. Απλά αυτή η επανασύνδεση θα ήταν ίσως ο καλλίτερος τρόπος αποχαιρετισμού με τους κατοίκους της αποικίας. Μόλις έφτασε στην αυλή του γιατρού, η Ειρήνη καθόταν κάτω από το μεγάλο δέντρο. Δεν έκανε τίποτα, απλά καθόταν εκεί με ένα απλανές βλέμμα. Η Χριστίνα την καλησπέρισε, αλλά εκείνη της έριξε μια άγρια ματιά κι έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι της στο ισόγειο. Η γυναίκα αυτή, μετά την απώλεια του μωρού της, είχε μετατραπεί σε σωστό αγρίμι, δεν μιλούσε σε κανέναν και περιοριζόταν μόνο σε εχθρικές ματιές. Αλλά και ο Βασίλης- όπως είχε μάθει από τον μικρό της μαθητήείχε γίνει άλλοτε απόμακρος και ανέκφραστος σαν ανδρείκελο κι άλλοτε επιθετικός και σκληρός. Αυτές τις δύο μέρες ο μικρός Γιάννης έδειχνε καλλίτερα απ’ ό, τι συνήθως, αλλά εκείνο το ανέμελο αγόρι με το χαμόγελο στο στόμα που γνώρισε η Χριστίνα στις αρχές του μήνα είχε πλέον χαθεί ανεπιστρεπτί. Το παιδί φαινόταν ήρεμο, αλλά συγκρατημένο- ειδικά όταν βρισκόταν μπροστά ο Κοσμάς. Η Χριστίνα έψαχνε διαρκώς την ευκαιρία να του κάνει ερωτήσεις για τον «Παράδεισο», αλλά το μόνο που έμαθε ήταν πως η Κλαίρη συνέχισε να τσακώνεται με τη μάνα τους, γιατί –τώρα περισσότερο από ποτέ- επιθυμούσε διακαώς να φύγει για την Αθήνα. Άλλωστε, κάθε φορά που επιχειρούσε να ξεφύγει από τα Αγγλικά και να φέρει τη συζήτηση στα θέματα που την απασχολούσαν, ένιωθε πως και οι τοίχοι είχαν αυτιά γύρω της κι έτσι περιορίστηκε σ’ αυτές τις ελάχιστες πληροφορίες. Στις τριάντα Αυγούστου, προτού πάρει η Χριστίνα για τελευταία φορά τον δρόμο της επιστροφής, αποχαιρέτησε το ζεύγος Μανολάκου. Η Αριάδνη τη συνόδεψε ως την αυλή με συγκρατημένη εγκαρδιότητα. Η Χριστίνα ένιωθε μια ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτή τη γυναίκα, η οποία σε μια στιγμή την έκανε να ξεχειλίσει από συναισθήματα.


Έκπτωτοι

[89]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κυρία Αριάδνη, λυπάμαι αν σας αναστάτωσα με κάποιο τρόπο…. Εγώ δεν είχα την πρόθεση…. άρχισε ν’ απολογείται. - Εσύ δεν έχεις κάνει τίποτα, κορίτσι μου! την διέκοψε αμέσως η μεσόκοπη γυναίκα. Το αντίθετο…. - Ακόμα και με τον Στάθη, συνέχισε στον ίδιο τόνο η νεαρή γυναίκα, προσπάθησα να τα βρούμε. Ποιος ξέρει, ίσως δεν ταιριάζαμε… Η Αριάδνη της έπιασε το χέρι και την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. - Ίσως είναι καλό να μη δένεσαι εύκολα, τελικά. Τόσο σφιχτά που να μην μπορείς να φύγεις ποτέ, πρόφερε με αλλοιωμένη φωνή. Όταν μόνο ο θάνατος μπορεί να σε χωρίσει, παρά τα όσα υπομένεις…. Στο σημείο αυτό κόπηκε η φωνή της, αλλά συνέχισε να κρατά σφιχτά το χέρι της Χριστίνας που την κοιτούσε κατάπληκτη προσπαθώντας να κατανοήσει το νόημα των λόγων της. Τη στιγμή εκείνη, η Αριάδνη έριξε το βλέμμα της προς το σπίτι της. Εκεί σ’ ένα από τα μεγάλα παράθυρα του σαλονιού σχηματιζόταν η φιγούρα του Κοσμά με τα κατάλευκα μαλλιά και τα γένια να τις παρακολουθεί από μακριά. - Στο καλό! την αποχαιρέτησε βιαστικά η ταλαιπωρημένη γυναίκα, καλή τύχη! -

Λίγα βήματα πιο κάτω την περίμεναν η Μαριάνθη με την Κλαίρη. Η τελευταία της έριξε μια παράξενη ματιά όλο νόημα λίγο πριν τη σφίξει στην αγκαλιά της. Η Χριστίνα ξαφνιάστηκε. Είχε συνηθίσει τους εγκάρδιους χαιρετισμούς με το μικρό αδερφό της, αλλά όχι με την αντιδραστική επαναστάτρια της αποικίας. Για τελευταία φορά έβλεπε εκείνα τα υπέροχα βιολετιά μάτια, σκέφτηκε η ζωγράφος, ευχόμενη ολόψυχα να βρει σύντομα η κοπέλα τον δρόμο της. Βγήκε στο ξέφωτο και λίγο πριν φτάσει στο ποτάμι μια σκιά πετάχτηκε μπροστά της. - Με τρόμαξες! έκανε η γυναίκα, αλλά μέσα της χαιρόταν που ο Στάθης δεν θα την άφηνε να φύγει προτού την αποχαιρετήσει. Αυτές τις μέρες μετά τη φωτιά δεν τον είχε ξαναδεί, ούτε αυτόν ούτε κανέναν από την οικογένεια Παντόπουλου. Τα αισθήματα μέσα της παρέμεναν ακόμα διφορούμενα, αλλά ήθελε να τον δει για άλλη μια φορά προτού γυρίσει πίσω στην παλιά της ζωή στην πόλη. Δεν ήξερε βέβαια τι εντύπωση του είχαν κάνει οι αποκαλύψεις του Κοσμά γύρω από τον κύκλο της φωτιάς σχετικά με την ανάμειξή της στο τροχαίο και στον θάνατο της Εύας. Περπάτησαν ως το γεφυράκι μαζί με αργά βήματα. Ο Στάθης ήταν συγκρατημένος, διστακτικός, στα μάτια του όμως υπήρχε ακόμα η λάμψη του έρωτα. Είπαν λίγες κουβέντες, ενώ παράλληλα έριχνε κλεφτές ματιές στα μακριά ξανθά μαλλιά της ζωγράφου, στο λυγερό της ανάστημα- κι ας φορούσε απλά αθλητικά ρούχα- στο γεωμετρικό της προφίλ…. - Χριστίνα, έκανε σε μια στιγμή αυθόρμητα, μη φύγεις!


[90]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εκείνη τον κοίταξε απορημένη. - Η άδεια μου τελείωσε, είπε ξερά. - Το ξέρω, μπορείς όμως να την παρατείνεις! ξανάπε ο άντρας ρίχνοντάς της μια φλογερή ματιά. - Για πόσο, βρε Στάθη; του απάντησε εκείνη χαμογελώντας. - Για πάντα…. την αποστόμωσε αυτός. Η Χριστίνα άφησε ένα μικρό γελάκι, αλλά το σοβαρό ύφος του άντρα την προβλημάτισε: - Σοβαρολογείς; έκανε κατάπληκτη. Ήταν η στιγμή που ο άντρας ξέσπασε βγάζοντας όλα τα συναισθήματα που τον έπνιγαν στην επιφάνεια. Εκεί στην όχθη του ποταμού, της εξομολογήθηκε πως ό, τι κι αν είπε γι’ αυτήν ο γιατρός, εκείνος ποτέ του δεν θεώρησε πως η Χριστίνα θα έβλαπτε κάποιον σκόπιμα. Όλα ήταν ένα ατύχημα, μια φριχτή συγκυρία που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα! Εκείνος δεν έχασε ποτέ την πίστη του σε εκείνη… - Μου λείπεις τόσο! κατέληξε αρπάζοντάς τα δυο της χέρια, σ’ αγαπώ! Μείνε μαζί μου! και με τα λόγια αυτά την τράβηξε κοντά του και τη φίλησε παθιασμένα στο στόμα, προτού προλάβει εκείνη ν’ αντιδράσει. Μόλις βρήκε την ανάσα της, τον απώθησε ελαφρά και τον ρώτησε πιο μαλακά: - Και πού θα μένουμε; - Εδώ στον «Παράδεισο»! - Και η δουλειά μου; ξαναρώτησε μάλλον παιχνιδιάρικα η Χριστίνα. - Θα παραιτηθείς! Θα γίνεις μόνιμη κάτοικος «Παραδείσου»! θα μένουμε μαζί, θα φτιάξω ένα δωμάτιο για μας! απάντησε όλο φωτιά ο Στάθης. - Δεν νομίζω πως θα χαρούν ιδιαίτερα οι δικοί σου, τον διέκοψε η γυναίκα. Βλέπω τον πατέρα σου που με κοιτάει με μισό μάτι, πρόσθεσε σε μια προσπάθεια να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα κι ας απολάμβανε ενδόμυχα τα σχέδιά του. Εκείνος συνέχισε να την κοιτά με την ίδια σοβαρή έκφραση, καθώς ξεδίπλωνε τα επιχειρήματά του ιδιαίτερη θέρμη: - Άκου, Χριστίνα, ο πατέρας μου ήταν πάντα εσωστρεφής και ολιγόλογος. Άλλαξε μόνο λίγο, το διάστημα που είχε δίπλα του τη μητέρα. Όταν όμως την έχασε, πόνεσε πολύ κι ακόμα περισσότερο βιώνοντας την αρρώστια που προηγήθηκε της απώλειας. Αγρίεψε ξανά, άλλαξε… έγινε αγρίμι για να αντέξει! Όμωςγλύκανε μεμιάς η φωνή του- εγώ σ’ αγαπώ, είσαι η γυναίκα που μου θύμισε πως μπορεί να είναι όμορφη η ζωή! Η αγάπη σου θα γιατρέψει εμένα και όλη μου την οικογένεια που ακόμα πενθεί. Μόνο την αγάπη σου θέλουμε, εσένα θέλω, Χριστίνα, πίστεψέ με….. Θα κάνω ό, τι μου ζητήσεις…. θα είσαι το φως στο σπίτι μας!... το φως μου….. Η Χριστίνα δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Η θέρμη των λόγων του άντρα δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας πως σοβαρολογούσε. Άλλο και τούτο! Είχε μέσα του


Έκπτωτοι

[91]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τόσα αισθήματα λοιπόν ο εραστής της όλο αυτό τον καιρό; Υπήρχαν στιγμές που το διαισθανόταν, αλλά κι άλλες που εκείνος γινόταν απόμακρος και ψυχρός σαν ξένος…. - Άκου, Στάθη, κατέληξε η γυναίκα σοβαρή, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παρατείνω την άδειά μου για μερικές μέρες ακόμα και μετά βλέπουμε. Αυτό μόνο μπορώ να σου υποσχεθώ, είπε με σταθερή φωνή, παρότι μέσα της είχε αποφασίσει να φύγει στις αρχές του Σεπτέμβρη ό, τι κι αν γινόταν. - Θα δεις, θα σου αρέσει, μουρμούρισε ο Στάθης κοντά στο αυτί της δίνοντάς της ένα απαλό φιλί στη βάση του λαιμού, και μετά δεν θα θέλεις να ξαναφύγεις ποτέ…. πρόσθεσε και τα χέρια του κατέβηκαν στο στήθος της. Έκπληκτη η Χριστίνα από το ξαφνικό πάθος έμεινε πετρωμένη στη θέση της ανίκανη ν’ αντιδράσει. - Πόσες μέρες πάνε; ακουγόταν η φωνή του πνιγμένη πάνω στη λευκή της σάρκα κάτω από την ανασηκωμένη μπλούζα της, είκοσι; Πόσες; Πάρα πολλές…. μονολογούσε αυτός και με μια ξαφνική κίνηση έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Τότε μόνο αντέδρασε η Χριστίνα σαν να ξυπνούσε από λήθαργο. - Αν είναι να κάνουμε τέτοια πράγματα, ας πάμε στο σπίτι…. τον παρακάλεσε αδύναμα. - Γιατί εδώ δεν είναι όμορφα; έκανε εκείνος κατεβάζοντάς της το παντελόνι και βρίσκοντάς την υγρή χαμογέλασε με ικανοποίηση. Εδώ δίπλα στον ποταμό, στο θεό Ποταμό…. συνέχισε και την ξάπλωσε στην όχθη ταραγμένος. Μπήκε μέσα της χωρίς να σταματήσει να μιλά: - Άκου τον ποταμό, παίζει μουσική… έχεις ξανακούσει πιο όμορφη μελωδία;….. Τα βογκητά της Χριστίνας είχαν ήδη αρχίσει να ξεφεύγουν ασυγκράτητα από το στόμα της. - Άκου το δάσος, Χριστίνα, έκανε εκείνος έντονα καρφώνοντας τη ματιά του στη δική της επιταχύνοντας παράλληλα το ρυθμό του, το δάσος μιλάει… άκου το!.... το νιώθεις;…. Συνέχισε να της μιλάει μέχρι να νιώσει τους σπασμούς του σώματός της που σφάδαζε στα χέρια του. Αλλά δεν ήταν έτοιμος να την αφήσει ακόμα. Με μία κίνηση την τράβηξε μέσα στο νερό. Εκείνη φώναξε ξανά νιώθοντας το παγωμένο νερό να της τρυπά το σώμα σαν πολλές βελόνες μαζί. Για λίγα λεπτά μόνο όμως. Έπειτα παραδόθηκε ξανά στα χέρια του Στάθη που γνώριζαν κάθε πτυχή της τόσο καλά πλέον! Της έκανε έρωτα ξανά και ξανά με κάθε τρόπο που υπήρχε για ώρες, ώσπου να νυχτώσει και να τους τυλίξει η νύχτα. Έπειτα έμειναν ξαπλωμένοι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ένα με τη γη, περικυκλωμένοι από τις τεράστιες ρίζες του πλατάνου που απλώνονταν σαν γιγάντια χέρια γαντζωμένα στο χώμα γύρω τους. Αμίλητοι, αλλά δεμένοι σφιχτά ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου μέσα στα χώματα, δίπλα στα βατράχια και στα νυχτόβια πλάσματα, που έκραζαν αναζητώντας


[92]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

τη λεία τους, δεν φοβόντουσαν. Ήταν κομμάτι αυτού του κόσμου και οι ίδιοι. Πλάσματά του…. Όταν τελικά η Χριστίνα ντύθηκε και πήρε το δρόμο του γυρισμού δεν μπορούσε να πιστέψει όσα είχαν προηγηθεί νωρίτερα. Όσα έγιναν σε εκείνη την όχθη ήταν πρωτόγνωρα για εκείνη. Στα χέρια του Στάθη ένιωθε όπως δεν είχε νιώσει ποτέ πριν, έκανε πράγματα που δεν θα φανταζόταν ποτέ πως θα έκανε. Κι όμως όλα έρχονταν τόσο φυσικά και όμορφα μαζί του! Ποτέ της δεν είχε ποθήσει άντρα τόσο πολύ, όσο εκείνον. Το σώμα της ήταν γεμάτο από μελανιές και πονούσε από το άγριο σμίξιμό τους στην όχθη του ποταμού, αλλά ο Στάθης είχε δίκιο: το δάσος μιλούσε, αυτήν τη φορά μπόρεσε και η ίδια να το ακούσει! Σαν να είχε κάτι μαγικό αυτός ο ποταμός, που και την πιο ζωώδη πράξη την μετέτρεπε σε ιερή τελετουργία και η ίδια γινόταν ιέρεια στα νερά του… Δεν χωρούσε πια αμφιβολία. Η άδεια θα παρατεινόταν για μία εβδομάδα ακόμα. Ο Στάθης δεν κοιμήθηκε βέβαια μαζί της εκείνο το βράδυ, ούτε για τα επόμενα, γιατί τα γεγονότα ήταν νωπά και η παρουσία των αντρών κρινόταν απαραίτητη στην αποικία, προκειμένου να νιώθουν όλοι ασφαλείς. Ήταν όμως θέμα χρόνου. Όλα θα γίνονταν όπως παλιά πολύ σύντομα κι αυτό η Χριστίνα ήθελε να το ζήσει. Αργά το βράδυ, έστειλε περιχαρής μήνυμα στον Διονύση, που στο μεταξύ είχε επιστρέψει από το εξωτερικό και βρισκόταν στην Αθήνα: « θα μείνω λίγο ακόμα, αν με αφήσεις….». «Μείνε όσο θες, αρκεί να προσέχεις και να περνάς καλά!» της απάντησε αμέσως εκείνος. « Περνάω καλά! αποκρίθηκε εκείνη, το δάσος παίζει τη δική του μουσική, συνέχισε, το ήξερες; Εγώ πρόσφατα την άκουσα και είναι ό, τι πιο όμορφο έχει αντηχήσει στ’ αυτιά μου….» Πάτησε το πλήκτρο «αποστολή» και μέσα της ήταν βέβαιη πως ο φίλος της την είχε καταλάβει και πως ίσως και ο ίδιος, καιρό πριν, να είχε ακούσει αυτή τη μουσική στο ίδιο ιερό μέρος…. Αυθόρμητα της ήρθαν στο νου οι στίχοι των Walkabouts: “… and if you bury me, add three feet to it one for your sorrow, two for your sweat three for the strange things we never forget and long after we're gone the light will stay on the light will stay on the light will stay on…”


Έκπτωτοι

[93]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

14 Το κορίτσι στο κουτί Ποτέ πριν δεν είχε προσέξει η Χριστίνα πόσο όμορφο μπορούσε να είναι το φθινόπωρο. Συνήθως της προκαλούσε μελαγχολία, ατονία στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στους συνήθεις ρυθμούς της ζωής της στην πόλη. Ωστόσο, όλα φάνταζαν τόσο διαφορετικά σε τούτο τον τόπο! Για πρώτη φορά η μύτη της πλημμύρισε από τις γλυκές μυρωδιές της γης και των δέντρων, τα μάτια της γέμισαν από τη θαυμαστή παλέτα της φύσης ολόγυρα: χρυσά φύλλα σε όλες τις αποχρώσεις, ζεστό καστανό χώμα, όλη η πλάση αναζωογονημένη μετά τη λάβρα του καλοκαιριού επιδείκνυε τούτη την ώρα το μεγαλείο της… Σε αυτή τη δεύτερη φάση που μπήκε η σχέση του Στάθη και της Χριστίνας τα πράγματα λειτούργησαν τελείως αντίστροφα: ενώ στην αρχή της γνωριμίας τους εκείνη τον είχε τραβήξει στον δικό της κόσμο, ετούτη τη φορά ο Στάθης ήταν εκείνος που την έσυρε σε μια άλλη διάσταση, μυστικιστική και πρωτόγονη. Ενώ ήταν μαζί σχεδόν όλη την ημέρα, ως αργά το βράδυ, που εκείνος γύριζε στην αποικία, σχεδόν ποτέ δεν βρέθηκαν μέσα στο εξοχικό. Τριγύριζαν με τις ώρες έξω στο δάσος, μέσα στο ποτάμι χωρίς ρούχα ή παπούτσια με τα κλαδιά και τ’ αγκάθια να τρυπούν τα πέλματά τους χωρίς να τους νοιάζει. Έκαναν πρωτόγονο έρωτα παντού, στις κουφάλες των δέντρων, στα τρεχούμενα νερά, κατάχαμα πάνω στα κιτρινισμένα φύλλα, ενώ έντομα και διάφορα άλλα ζωύφια περπατούσαν ανενόχλητα πάνω στα πληγιασμένα σώματά τους από την επαφή με τη γη. Τίποτα όμως δεν τους πτοούσε, τίποτα δεν μπορούσε να μειώσει στο ελάχιστο την ύψιστη ηδονή που μοιράζονταν. Δύο πρωτόπλαστοι στον προσωπικό τους παράδεισο, αυτό ήταν. Έπειτα πλενόντουσαν στα νερά του ποταμού και ξάπλωναν ολόγυμνοι ως αργά κάτω από τα δέντρα θωπεύοντας τις πληγές τους. - Δεν υπάρχει πιο όμορφη γυναίκα από εσένα, της έλεγε ο Στάθης χαϊδεύοντας τα ξανθά μαλλιά της, που έπεφταν σαν πέπλο πάνω στη γύμνια της. Κι αυτά, συνέχιζε αγγίζοντας απαλά τις αμυχές και τις εκδορές από τα κλαδιά πάνω στο λευκό της δέρμα, τα πιο όμορφα στολίδια… Δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο…. Έχεις τα μάτια σου στο χρώμα τούτης της γης…. τα στήθη σου μυτερά σαν τους λόφους στο βάθος του ορίζοντα- και βάζοντας το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της συνέχισε με βαθιά φωνή- κι εδώ πέρα είναι το κέντρο όλου του κόσμου!....


[94]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Κι εκείνη ρουφούσε τα λόγια του σαν υπνωτισμένη, κρατούσε σαν φυλαχτό την κάθε στιγμή τους, μακριά από καθετί που την απασχολούσε μέχρι τότε. Ίσως και να μην ήταν τελικά τόσο παράφρονες οι άποικοι του Παραδείσου, σκεφτόταν τελευταία η γυναίκα. Είχαν ανακαλύψει μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας τόσο κρυστάλλινη σε αντίθεση με τη συνήθη θέασή της. Εδώ πέρα ο χρόνος είχε γυρίσει πολύ πίσω και τα πράγματα φάνταζαν απλά: έρωτας, ηδονή, αγαλλίαση, απάθεια, αυτάρκεια…. Ίσως και ευτυχία; Προς το τέλος της πρώτης εβδομάδας του Σεπτέμβη, έφτασαν τα πρωτοβρόχια με γλυκιά, ποτιστική βροχή, που τη ρουφούσε η διψασμένη γη αχόρταγα. Μαζί και τα γυμνά σώματα, που κυλιόντουσαν ακόρεστα μέσα στη μαύρη λάσπη. Μαύρη σαν το φύλλωμα της πεύκης, που ανακατευόταν με τα πλατάνια ολόγυρα. Κατάμαυρη, πίσσα, κατράμι…. Η Χριστίνα ζούσε μέσα σε διαρκή μέθη, αποκομμένη τελείως από τη ζωγραφική και τα υπνωτικά της χάπια. Περνούσε τις μέρες και τις νύχτες της αμέριμνη, παραδομένη στην πιο αρχέγονη λατρεία: στο σώμα αυτού του άντρα με τα ξανθά μαλλιά και τα πιο γκρίζα μάτια, που είχε δει έως τότε. Όλα αυτά όμως έμελλε να διακοπούν απότομα την όγδοη μέρα του φθινοπώρου, όταν αργά το βράδυ -κι ενώ είχε φύγει ο Στάθης- η Χριστίνα δέχτηκε ξανά την απρόβλεπτη επίσκεψη του μικρού Γιάννη. Είχε έρθει κρυφά μέσα από το δάσος και την περίμενε υπομονετικά πίσω από τον κορμό του γέρικου πλατάνου δίπλα από το σπίτι της μέχρι να αποχωριστεί τον αγαπημένο της. Έπειτα όρμησε στην αγκαλιά της σφίγγοντάς την με όλη του τη δύναμη. - Τρέξε! την ικέτευσε καρφώνοντας τα διάπλατα γαλάζια μάτια του πάνω στα δικά της, πρέπει να προλάβεις! - Τι; τι να προλάβω; έκανε ξαφνιασμένη η γυναίκα προσπαθώντας να συνδεθεί ξανά με την πραγματικότητα. - Η Κλαίρη, συνέχισε επίμονα ο μικρός τραβώντας τη φούστα της με πείσμα, πρέπει να την σώσουμε, θα την σκοτώσουν κι αυτή! Στο άκουσμα των λόγων αυτών η Χριστίνα συνήλθε τελείως βρίσκοντας ξανά τον αυτοέλεγχό της. Σαν να σκίστηκε με βίαιο τρόπο ένα μαγικό μαγνάδι, που έως τότε νάρκωνε τις αισθήσεις της. - Γιάννη, ηρέμησε σε παρακαλώ και μίλα μου ήρεμα. Βρίσκεται σε κίνδυνο η αδερφή σου; τον ρώτησε για άλλη μια φορά ακόμα πιο σοβαρή. Το αγόρι έγνεψε με το κεφάλι του καταφατικά. - Τσακώθηκαν πάλι σήμερα με τη μαμά και τους άλλους, άρχισε να λέει χωρίς να πάρει αναπνοή ο μικρός. Τους είπε πως δεν πάει άλλο, θα τους "καρφώσει" στην αστυνομία είπε και τότε… - Τότε; έκανε με κομμένη την ανάσα η γυναίκα.


Έκπτωτοι

[95]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τότε την έδεσαν μέσα στη ντουλάπα μας, όρθια, χωρίς νερό και φαγητό, χωρίς να μπορεί να ξαπλώσει…. ξεστόμισε τρέμοντας σύγκορμο το παιδί, και δεν είναι μόνο αυτό…. την βασανίζουν κιόλας! Ειδικά εκείνος ο Βασίλης…. - Είσαι σίγουρος γι’ αυτά που λες; ξαναρώτησε η Χριστίνα πιάνοντάς τον με δύναμη από τους ώμους. - Σίγουρος, ξανάπε ο μικρός με δακρυσμένα μάτια. Η Χριστίνα τα είχε χαμένα. Δεν μπορούσε να πιστέψει όσα της έλεγε ο Γιαννάκης, ωστόσο δεν θα μπορούσε να τα παραβλέψει, λόγω της σοβαρότητάς τους. - Πότε έγινε αυτό; συνέχισε να τον ρωτά μήπως βγάλει κάποια άκρη σε όλα αυτά τα φρικιαστικά μυστήρια. - Προχτές το βράδυ…. τραύλισε το παιδί. - Και ζει δεμένη όρθια στην ντουλάπα σας; έκανε δύσπιστη η γυναίκα. - Ναι…. κόμπιασε ο μικρός, της πάω και γω κρυφά νερό και ό, τι άλλο βρω… αλλά φοβάμαι, έκανε με τρεμάμενη φωνή, σας παρακαλώ σώστε την! την ικέτευσε για άλλη μια φορά αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Η ζωγράφος αναστέναξε και τον πήρε από το χέρι αποφασιστικά λέγοντάς του: - Πάμε μαζί να δούμε, αλλά κρυφά από το παράθυρό σας πρώτα και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε! Το αγόρι συμφώνησε σιωπηλά και πήραν μαζί το δρόμο για την αποικία μέσα στη νύχτα. Τώρα πια η Χριστίνα γνώριζε καλά κάθε σκοτεινή γωνιά του δάσους, το κάθε μέτρο γης. Δεν χρειαζόταν καν φακό. Αυτό όμως την έκανε να ξεχάσει να πάρει μαζί της και το κινητό της τηλέφωνο. Όταν δε το συνειδητοποίησε βρισκόταν ήδη στα μισά της διαδρομής. «Δεν θα χρειαστεί!» σκέφτηκε μέσα της με τη βεβαιότητα πως το παιδί αυτό υπέφερε από παράλογες φαντασιώσεις. Θα το γύριζε λοιπόν στο σπίτι του και όλα θα τελείωναν εκεί. Εντάξει, ίσως να έριχνε και μια κρυφή ματιά από το παράθυρο του δωματίου της Μαριάνθης με τη μεγάλη ντουλάπα της. Για καλό και για κακό. -

Όταν έφτασαν στον «Παράδεισο» το σπίτι του γιατρού πρόβαλλε σκοτεινό. Κόντευαν μεσάνυχτα και η αποικία ησύχαζε. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Προχώρησαν ήσυχα προς το δεύτερο σπίτι, αυτό της οικογένειας Αγγελάκη. Η αυλή ήταν έρημη και σκοτεινή. Έσπρωξαν αθόρυβα τη σιδερένια αυλόπορτα και ο Γιαννάκης αμέσως την τράβηξε προς το πίσω μέρος της αυλής, όπου έβλεπε το δωμάτιο της Μαριάνθης. Το παράθυρό της ήταν φωτισμένο και από μέσα ακούγονταν ομιλίες. Η Χριστίνα πλησίασε πατώντας στις μύτες των ποδιών της. Μπορούσε πλέον να διακρίνει καθαρά τις φιγούρες του Κοσμά, του Δήμου και της Μαριάνθης να συζητούν όρθιοι. Στο βάθος η ντουλάπα, ένα ορθογώνιο κουτί, φαινόταν κλειστή. Η Χριστίνα το βρήκε κάπως παράξενο τέτοια ώρα να βρίσκονται οι άντρες στο σπίτι της Μαριάνθης, γι’ αυτό κι έστησε αυτί στην συζήτησή τους.


[96]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τι άλλο να κάνω; Ό, τι ζήτησε Του το έδωσα, έλεγε ο γιατρός σκεφτικός, το μένος του όμως είναι ασίγαστο, ζητάει κι άλλο…. - Πόσα παιδιά ακόμα θα Του δώσω; Πόσα; έκανε η Μαριάνθη με το κεφάλι κατεβασμένο. - Όσα χρειαστεί το Τρίτο Χέρι…. απάντησε εκείνος με αλλόκοτη ευλάβεια. Δεν είναι δική μας υπόθεση πια, παρά δική Του. Πιστεύω όμως ακράδαντα στην ευσπλαχνία Του, μόλις του αποδείξουμε την υποταγή μας! Άλλωστε, αυτά τα παιδιά γίνονται αύρα κοντά Του, αθάνατοι άγγελοι! Βρίσκουν την αιώνια γαλήνη μακριά από τον πόνο ετούτου του κόσμου. Έλα, Μαριάνθη, δείξε την πίστη σου σ' Εκείνον! Δώσε στα παιδιά σου το μέγιστο δώρο της αθανασίας! Τους το οφείλεις ως μητέρα! Τότε, με ένα νεύμα του Κοσμά, ο Δήμος άνοιξε μεμιάς τα δυο φύλλα της ντουλάπας. Η Χριστίνα κράτησε την ανάσα της. Αμέσως ένα γυναικείο σώμα, σαν άψυχη κούκλα, κρεμάστηκε προς τα έξω χωρίς όμως να σωριαστεί κάτω, γιατί ήταν δεμένο από τους καρπούς ψηλά πάνω από το κεφάλι. Η ζωγράφος με φρίκη αναγνώρισε το κορίτσι με τα βιολετιά μάτια, που ήταν πράγματι φυλακισμένο στο κουτί. Μισόγυμνη, χλωμή, λερωμένη με τις ακαθαρσίες της, έμοιαζε λιπόθυμη, παραδομένη πια στη μοίρα της. Τα καστανά της μαλλιά έπεφταν ανακατεμένα στο μισό πρόσωπο και στο στήθος της, ενώ από τους καρπούς της έσταζε αίμα. Η Χριστίνα με γουρλωμένα μάτια παρατηρούσε το βαθούλωμα στο κρανίο της, που κάποτε ήταν η θέση του ενός ματιού και το γεμάτο χτυπήματα και εκδορές σώμα. «Θεέ μου, σκέφτηκε έντρομη η γυναίκα, ο μικρός είχε δίκιο! Το κορίτσι είναι φυλακισμένο κι ετοιμοθάνατο σ’ αυτό το κουτί από την ίδια του τη μητέρα, από τους δικούς της ανθρώπους!» Ενστικτωδώς, έβαλε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού της για να πιάσει το τηλέφωνό της, αλλά τότε θυμήθηκε πως θεώρησε περιττό να το πάρει μαζί της. Τι ανόητη απόφαση! Κοίταξε ολόγυρα για να βρει το μικρό αγόρι, αλλά εκείνο είχε γίνει άφαντο. - Γιαννάκη! έκανε ψιθυριστά, που είσαι; Γιαννάκη! Απάντηση όμως δεν έπαιρνε, μόνο το απόλυτο σκοτάδι την κύκλωνε. Τέλος, αποφάσισε να γυρίσει μόνη στο εξοχικό και από εκεί να ειδοποιήσεις τις Αρχές. Μόλις όμως έκανε να φύγει, ένιωσε δύο χέρια γερά σαν τανάλιες να την αρπάζουν και τη μοχθηρή φωνή του Βασίλη Μαράγκη να της λέει: - Σε τσάκωσα, γαμημένη καριόλα! Έπειτα, όλα σκοτείνιασαν μεμιάς. -


Έκπτωτοι

[97]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

15 Πριν ξημερώσει Όταν η Χριστίνα συνήλθε, ένιωθε το σώμα της ασυνήθιστα βαρύ, ενώ το κεφάλι της πονούσε στο πίσω μέρος, όπου την είχε χτυπήσει ο Βασίλης. Πόση ώρα ήταν αναίσθητη δεν γνώριζε, ούτε που ακριβώς βρισκόταν. Κοίταξε ολόγυρα στο μισοσκόταδο προσπαθώντας ν’ αναγνωρίσει το μέρος. Σιγά σιγά, καθώς τα μάτια της άρχισαν να προσαρμόζονται στο φυσικό φωτισμό του χώρου, αναγνώρισε τον μεγάλο αχυρώνα, εκεί που ένα μήνα σχεδόν πριν ο Κοσμάς Μανολάκος ρητόρευε περί Τρίτου Χεριού και χειραγωγούσε τους κατοίκους του «Παραδείσου». Ήταν πεσμένη κατάχαμα στο άχυρο. Έκανε μια προσπάθεια ν’ ανασηκωθεί, αλλά ξανάπεσε μπρούμυτα στη γη. Τότε μόνο συνειδητοποίησε πως το δεξί της πόδι ήταν δεμένο από τον αστράγαλο με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα! Ήταν ξυπόλητη, ενώ φορούσε ακόμα το τζην παντελόνι της και το άσπρο μακό μπλουζάκι της. Τράβηξε με μανία την αλυσίδα αμέτρητες φορές για να ελευθερωθεί, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να πληγιάζει το πόδι της. Έπειτα τα παράτησε κι άρχισε να καλεί πανικόβλητη σε βοήθεια. Μάταια όμως. Παντού βασίλευε απόλυτη ησυχία, σαν να βρισκόταν σε ακατοίκητο μέρος. Από το μικρό παραθυράκι κοντά στην καλαμοσκεπή έμπαιναν λουρίδες λαμπρού φωτός, που έκαναν τη Χριστίνα να καταλάβει πως μάλλον πρέπει να ήταν ήδη μεσημέρι της επόμενης μέρας. Τώρα όλα ξεκαθάριζαν στο θολωμένο μυαλό της. Παρακολουθούσε κρυφά το προηγούμενο βράδυ το σπίτι της Μαριάνθης, όπου κρατούνταν αιχμάλωτη η Κλαίρη. - Θεέ μου, έκανε έντρομη η Χριστίνα, η Κλαίρη είναι αιχμάλωτη! Ποιος ξέρει αν ζει!.... ποιός ξέρει τι θα μου κάνουν εμένα που είμαι μια ξένη αν έκαναν αυτά τα φρικτά μαρτύρια στο δικό τους παιδί!... Ξαφνικά στη σκέψη αυτή ο πανικός ξανά την κυρίευσε και άρχισε να ουρλιάζει ξανά: - Στάθηηηηη!!!!! Στάθηηηηη!!!!! Δεν μπορεί, τόσα λόγια αγάπης της είχε πει, τόσες υποσχέσεις, δεν μπορεί να μην τη βοηθούσε τώρα! Εδώ αυτός της πρότεινε να γίνει γυναίκα του και μόνιμος κάτοικος «Παραδείσου»! Άραγε να γνωρίζει για την αιχμαλωσία της, αναρωτιόταν με απόγνωση και αν ναι, συμφωνεί κι αυτός; «Όχι, όχι, αποκλείεται! Αυτό


[98]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αποκλείεται!» αρνούνταν επίμονα κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί αλλιώς δεν είχε καμία πιθανότητα να βγει ζωντανή από εκεί μέσα. Ενδόμυχα βέβαια τίποτα δεν μπορούσε να αποκλείσει. Το στόμα της ήταν θεόστεγνο, η γλώσσα της κολλούσε. - Νερό… ψέλλισε με λαχτάρα, νερό….. Όμως κανείς δεν απάντησε στην παράκλησή της. Παντού κυριαρχούσε η ησυχία, χωρίς κανένα σημάδι ζωής. Παράξενο, αχυρώνας χωρίς ζώα. Εκεί στην ίδια θέση αιχμάλωτη υπήρξε και η Άννα, το κορίτσι που έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα. Τότε μόνο μία φρικτή αλήθεια φανερωνόταν στα μάτια της Χριστίνας: ο αχυρώνας αυτός εξ αρχής προοριζόταν γι’ αυτόν τον σκοπό, επομένως ο Κοσμάς Μανολάκος έφτιαξε αυτή την αποικία για να εκπληρώσει τις αρρωστημένες φαντασιώσεις του. - Δεν με σώζει τίποτα πια! μονολόγησε η γυναίκα απελπισμένη. Κάποιες ώρες αργότερα, που μπορεί να ήταν και λεπτά αλλά πλέον είχε αρχίσει να χάνει την αίσθηση του χρόνου, η μεγάλη πόρτα άνοιξε και το φως αμείλικτο όρμησε στο δωμάτιο. Η Χριστίνα έκλεισε τα μάτια της που πονούσαν αφόρητα καθώς είχε συνηθίσει τόσες ώρες στο μισοσκόταδο. Όταν τα ξανάνοιξε, διέκρινε τον Δήμο και τη Μαριάνθη να στέκονται κοντά της. Ο άντρας έλεγχε τη στερεότητα της αλυσίδας, ενώ η μεσόκοπη γυναίκα απλά στεκόταν αμίλητη και τον κοιτούσε. Προφανώς ο γιατρός είχε δώσει εντολές να πηγαίνουν ανά δύο στην φυλακισμένη για να μην συμμαχήσει κρυφά με κανέναν τους. Η Χριστίνα ανασηκώθηκε ταραγμένη από τη θέση της: - Σας παρακαλώ, βοηθήστε με! έκανε ικετευτικά, αλλά δεν πήρε απάντηση. Πεινάω, ξανάπε νιώθοντας το κενό στο στομάχι της, και διψάω! Ο Δήμος συνέχισε να εκτελεί την εργασία του εντελώς μηχανικά και αδιάφορα σαν ρομπότ. Τίποτα δεν έδειχνε ικανό να διαπεράσει την απάθειά του. Ήταν ένα μεγάλο μαντρόσκυλο που υπάκουε πιστά τον αφέντη του. - Εσύ, Μαριάνθη, στράφηκε προς τη γυναίκα η κοπέλα, τι κακό σας έκανα και με τιμωρείτε έτσι; Εκείνη της έριξε μια διαπεραστική ματιά και απάντησε σε σκληρό τόνο: - Εγώ θυσίασα δύο παιδιά για το θέλημά Του! Ήταν αίμα μου και Του το πρόσφερα! Εσένα θα λυπηθώ, μια ξένη; και λέγοντας αυτά της γύρισε την πλάτη για να φύγει μαζί με τον Δήμο. - Θέλω να κάνω την ανάγκη μου! έκανε η Χριστίνα σε μία ύστατη προσπάθεια να βρει μια ευκαιρία διαφυγής. - Εκεί, της έγνεψε ξερά η γυναίκα προς μια γωνιά του αχυρώνα, και πολύ σου είναι! Η Κλαίρη μου δεν είχε ούτε αυτή την πολυτέλεια! κι έκλεισε πίσω της την μεγάλη πόρτα. «Είχε…. Παρελθοντικός χρόνος, σκέφτηκε με τρόμο η Χριστίνα, η Κλαίρη είναι άραγε πλέον παρελθόν;»


Έκπτωτοι

[99]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πέρασαν μερικές ώρες ακόμα. Ώρες που έμοιαζαν με χρόνια, με αιώνες…. Από το ρόδινο φως του μικρού παραθύρου και τις σκιές που μεγάλωναν η Χριστίνα κατάλαβε πως έξω σουρούπωνε. Η πόρτα του αχυρώνα άνοιξε ξανά και το ζεύγος Μαράγκη βρέθηκε μπροστά της. Για μια στιγμή οι ελπίδες της αναπτερώθηκαν, αλλά μια μοχθηρή λάμψη στο βλέμμα του Βασίλη την έκανε να μαζευτεί ξανά στη θέση της σύρριζα στον τοίχο. - Κοίτα χάλια η ζωγράφος μας που ερωτοτροπεί με τους άντρες μας! έκανε με φθόνο η Ειρήνη, που τίποτα πλέον στην ατημέλητη σχεδόν πρωτόγονη εμφάνισή της δεν θύμιζε το γλυκό και τσαχπίνικο πλάσμα που πρωτογνώρισε η Χριστίνα στις αρχές του μήνα. - Για να δούμε πόσο ερωτιάρα είναι! έκανε μουγκρίζοντας ο Βασίλης κι άρχισε να ξεκουμπώνει τη ζώνη του μπροστά στα έντρομα μάτια της Χριστίνας. - Τι θα κάνεις; τον ρώτησε απότομα η γυναίκα του. - Θα της δώσω κάτι για να το βουλώσει! έκανε εκείνος, αλλά πριν προλάβει να κατεβάσει το παντελόνι του η μικρή σγουρομάλλα όρμησε πάνω του σαν λυσσασμένη γάτα και του χάραξε το πρόσωπο με τα νύχια της. Ο άντρας ούρλιαξε από τον πόνο πιάνοντας το πρόσωπό του. - Τι κάνεις; είσαι τρελή; της φώναξε κοιτάζοντας τα αίματα στα δάχτυλά του. - Βρήκες αφορμή, καθίκι, άρχισε να γρυλίζει εκείνη, πάντα τη γούσταρες έτσι; Γι’ αυτό σ’ ενοχλεί που πηδιόταν με το Στάθη! Σε σιχαίνομαι! έκανε με ραγισμένη φωνή. - Είσαι τρελή…. ξανάπε εκείνος πιο μαζεμένος. - Εσύ τι είσαι; συνέχισε να φωνάζει η Ειρήνη, ήσουν κάποτε ένας νέος ρομαντικός ποιητής κι έχεις γίνει άγριος και αιμοβόρος. Κοιτάξτε έναν ποιητή, σάρκασε η γυναίκα, καμαρώστε τον, που κάποτε ντρεπόταν να διαβάσει τους στίχους του και τώρα…. - Σκάσε! την διέκοψε απότομα εκείνος σκουπίζοντας τα αίματα με το μανίκι του πουκαμίσου του. Μη λες άλλα…. της είπε νεύοντας προς το μέρος της Χριστίνας που όλη αυτή την ώρα καθόταν κολλημένη στον τοίχο τρέμοντας γονατιστή και παρακολουθούσε αμίλητη την σκηνή. - Ο Κοσμάς, αυτός φταίει για όλα, είπε στο τέλος δειλά η αιχμάλωτη σε μια ακόμα προσπάθεια για να σωθεί, αυτός σας παρέσυρε όλους! Σας έκλεψε την ευτυχία και είμαι σίγουρη- τόνισε ιδιαίτερα τα τελευταία λόγια- πως αυτός σκότωσε και το μωρό σας! Στο άκουσμα αυτών των λόγων η Ειρήνη μεμιάς πέτρωσε. Έπειτα όρμησε προς το μέρος της, άρπαξε μια τούφα από τα ξανθά μαλλιά της και ούρλιαξε σαν δαιμονισμένη: - Θα έλεγες οτιδήποτε, τσουλίτσα, για να σωθείς, έτσι; Την Δάφνη μου όμως δεν θα την πιάνεις στο στόμα σου, ακούς;


[100]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μέσα στη μανία της τής είχε ήδη ξεριζώσει κάμποσα από τα μαλλιά της και ασφαλώς θα συνέχιζε αν ο Βασίλης δεν την εμπόδιζε. - Πάμε να φύγουμε, έκανε απομακρύνοντας τη γυναίκα του από την αιχμάλωτη, μην αγγίζεις αυτήν τη ‘μολυσμένη’. Καλά λέει ο Κοσμάς πως έχει κι αυτή το μίασμα. Είδες πώς μας έβαλε να τσακωθούμε στα καλά καθούμενα; Θα πάρει όμως αυτό που της αξίζει όταν έρθει η ώρα, γρύλισε, έφτυσε κάτω κι έφυγε κρατώντας αγκαλιά την αγριεμένη Ειρήνη. Τίποτα δεν είχε απομείνει πια για να δοκιμάσει η Χριστίνα. Όλα είχαν τελειώσει πια για εκείνη. Ίσως να είχε έρθει η ώρα της να πληρώσει το αντίτιμο της μιας άλλης ζωής που χάθηκε εξαιτίας της λίγους μήνες πριν. Δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τους γονείς της, τον φίλο της τον Διονύση… Ποτέ δεν θα μάθαιναν τι απέγινε, θα παρέμενε "εξαφανισμένη"…. Όλο αυτό το όνειρο, που νόμισε πως ζούσε τις τελευταίες μέρες με το Στάθη, δεν ήταν παρά μια θανάσιμη παγίδα που θα της κόστιζε τη ζωή. Το μόνο που παρακαλούσε τώρα ήταν να έχει γρήγορο θάνατο, αν και πολύ αμφέβαλλε γι’ αυτό. Στο νου της ερχόταν η πυρά της Άννας, αν όντως έκαιγαν το σώμα της, αλλά και η Κλαίρη δεμένη όρθια στην ντουλάπα σαν σταυρωμένη. Ρίγη άρχισαν να την διαπερνούν στο σκοτάδι, καθώς οι σκιές γύρω της πύκνωναν και το φως χανόταν. Αργά τη νύχτα κι ενώ είχε παραδοθεί σ’ ένα νοσηρό λήθαργο εξάντλησης, ένιωσε κίνηση κοντά της. Με κόπο άνοιξε τα βλέφαρά της και διέκρινε τη φιγούρα της Αριάδνης να στέκεται όρθια πάνω της. Φαινόταν ακόμα πιο αδύνατη και σκεβρωμένη μέσα στο σκούρο μακρυμάνικο φόρεμά της, σαν γριούλα που κόντευε έναν αιώνα ζωής. - Βοήθησέ με… ψέλλισε αδύναμα η Χριστίνα χωρίς να μπορεί πλέον ν’ ανασηκωθεί. - Είναι άντρας μου, απάντησε εκείνη χαμηλόφωνα, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς…. - Εσύ με συμπαθούσες, το ένιωθα, ξανάπε πιο ζωηρά μέσα στην απελπισία της η κοπέλα, δεν μπορεί να συμφωνείς με όλο αυτό το έγκλημα! Δεν μπορεί να είσαι ένα μ’ αυτόν τον δολοφόνο!... Να μην κάνεις κάτι!... Η γυναίκα στράφηκε αργά προς το μέρος της και την κοίταξε. Στο μαραμένο της πρόσωπο τα μικρά της μάτια πετούσαν μαύρες φλόγες. - Είναι άντρας μου, επανέλαβε με σκληρότητα στη φωνή της. Πέρασα τη ζωή μου μαζί του, μοιράστηκα τον πόνο και –ναι!- έγινα ένα μαζί του!.... Κάποιους ανθρώπους δεν μπορεί τίποτα να τους χωρίσει, παρά μόνο ο θάνατος…. Σε προειδοποίησα τόσες φορές και δεν θέλησες να μ’ ακούσεις, να δεις τα σημάδια! Τώρα είναι πολύ αργά, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τη μοίρα του! δήλωσε κι αμέσως έφυγε τρέχοντας, προτού αντιδράσει η αιχμάλωτη κοπέλα και της αλλάξει γνώμη.


Έκπτωτοι

[101]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μόνη, ολομόναχη, νηστική, διψασμένη, μέσα στις ακαθαρσίες της η Χριστίνα παρέμεινε ξαπλωμένη στο ξερό άχυρο. Το δεξί της πόδι πονούσε αφόρητα και ήταν καταματωμένο. Το μυαλό της έτρεχε αυθόρμητα στην Εύα. Εκείνη τη στιγμή την ένιωθε τόσο πολύ κοντά της! Και για πρώτη φορά, δεν φοβόταν όσο παλιά. Μάλλον την έβλεπε ως διέξοδο σε όσα έμελλε να πάθει. Έκλεισε τα μάτια της και με μια πρωτόγνωρη παρόρμηση προσευχήθηκε μέσα της θερμά, όχι για σωτηρία πια, αλλά για να πεθάνει εκεί μόνη μακριά από τους βασανιστές της προτού προλάβει να ξημερώσει η νέα μέρα….. “I go to sleep, before the devil wakes…” σφυροκοπούσε ο μουσικός στίχος αδυσώπητα τ’ αυτιά της…. “to sleep….before….the devil….”


[102]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

16 Ο Εωσφόρος και το τάγμα του Η αναμονή πάντα δίνει μια μαρτυρική διάσταση στα πράγματα. Ακόμα και τα πιο όμορφα τα στρεβλώνει, δημιουργεί "αγκάθια" που δεν ξεριζώνονται ποτέ. Τίποτα ευτυχές δεν δημιουργείται βεβιασμένα, ούτε εξαγοράζεται με χρόνο. Η αναμονή ήταν αυτή ακριβώς που έκανε το μαρτύριο της Χριστίνας αφόρητο και τόσο απάνθρωπο… Την δεύτερη μέρα της αιχμαλωσίας της στον αχυρώνα χωρίς νερό και τροφή, την επισκέφτηκε ο υπαίτιος όλων των γεγονότων, ο δημιουργός της αποικίας, ο Κοσμάς Μανολάκος. Στάθηκε περήφανος μπροστά της πιο αδύνατος από ποτέ με τα λευκά του μαλλιά και γένια μακριά να φτάνουν ως το στέρνο και τους ώμους. Μόνο από τα μικροσκοπικά του μάτια ξεπηδούσε όλη η φλόγα της κολάσεως, ενώ το φαρδύ κατάλευκο πουκάμισό του τον έκανε να μοιάζει με μορφή της μυθολογίας. - Είσαι περήφανος λοιπόν για τα "κατορθώματά" σου; ακούστηκε αλλοιωμένη η φωνή της γυναίκας, που τον περισσότερο καιρό πια παρέμενε μισολιπόθυμη πάνω στ’ άχυρα κοντά στον πλίνθινο τοίχο. - Ήθελα να σου εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο γίνονται όλα αυτά, απάντησε εκείνος, για να καταλάβεις πως ο θάνατός σου, ο θάνατος όλων των κοριτσιών δεν υπήρξε μάταιος! - Όλων των κοριτσιών, επανέλαβε μηχανική η Χριστίνα, και της Δάφνης; τον "κάρφωσε" με την ερώτησή της. Εδώ που έχουμε φτάσει, θα μου πεις, δεν έχεις λόγο να μη μου πεις… πρόσθεσε ήρεμα. Τι φοβάσαι; Ο άντρας την κοίταξε έτσι όπως ήταν βρώμικη, εξουθενωμένη με τα μακριά της μαλλιά αλλού ματωμένα κι αλλού κολλημένα πάνω στο κρανίο της και την αλυσίδα στο πληγιασμένο πόδι της και δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει μαζί της. - Έχεις δίκιο, εδώ που φτάσαμε, είσαι και συ ήδη νεκρή οπότε μπορείς πια να κρατήσεις μυστικά. Κάθισε πάνω σ’ ένα ξύλινο καφάσι κι άρχισε να διηγείται με βαθιά φωνή και βλέμμα απλανές, υψωμένο στο μικρό παράθυρο, από όπου έμπαινε το πρωινό φως. - Η μικρή Δάφνη ήταν η πρώτη προσφορά στον Ποταμό, όπως υπέδειξε το Τρίτο Χέρι. Ήταν εύκολο θύμα, τόσο αθώα, τόσο ανυποψίαστη κι αδύναμη! Την είχε κατεβάσει στο ποτάμι η Ρηνούλα εκείνο το πρωί… περίμενα με τις ώρες πίσω από τις φυλλωσιές μέχρι να μου δοθεί η ευκαιρία. Ούτε και γω γνώριζα πως ακριβώς


Έκπτωτοι

[103]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

θα γινόταν…. Κι εκεί που αναρωτιόμουν, να σου ξαφνικά η μικρή μητέρα που περπάτησε λίγο πιο κάτω και άφησε το καλαθάκι με το άσπρο σεντονάκι και το μωρό μόνο του! Δεν φανταζόταν βλέπεις πως κάποιος άλλος, εκτός από εκείνη, βρισκόταν ήδη εκεί. Με δυο βήματα έφτασα κοντά στο μωρό και το πήρα στα χέρια μου. Μιλιά δεν έβγαλε! Βλέπεις με γνώριζε και μόνο μου χαμογελούσε…. μέχρι και κάτω από το νερό όταν την κρατούσα, εκείνη μου χαμογελούσε ακόμη….. - Και η Άννα; τον διέκοψε με φρίκη η Χριστίνα, εδώ δεν την κρατούσατε αιχμάλωτη κι αυτή; ρώτησε με αγωνία. - Ακριβώς στην ίδια θέση που είσαι και συ! απάντησε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης ο Κοσμάς. Δυσκολεύτηκα λίγο να πείσω την μητέρα της να συναινέσει, αλλά στο τέλος κατάλαβε κι αυτή πως όλα γίνονταν για ιερό σκοπό. Μόνο η αδερφή της η Κλαίρη ήταν πάντα αντιδραστική, συμπλήρωσε σκεφτικός. Στο σημείο αυτό στύλωσε τη ματιά του με την αλλόκοτη λάμψη πάνω στη ζωγράφο και "διαβάζοντας" την σκέψη της δήλωσε γεμάτος αγαλλίαση: - Ω ναι! Σωστά το μάντεψες! Ήταν απόλυτα ζωντανή όταν μπήκε στη φωτιά η Αννούλα μας. Λιπόθυμη βέβαια από την ασιτία και τη δίψα, αλλά πέρα για πέρα ζωντανή! Κι ας μην μπορούσε να φωνάξει, ένιωσε εκατό τοις εκατό το μεγαλείο του μαρτυρίου! Η Χριστίνα ένιωθε ρίγη να διαπερνούν το κορμί της σε όλη την διάρκεια της αφήγησής του. Ο θάνατός της – και μάλιστα με μαρτυρικό τρόπο- φάνταζε τώρα πιο βέβαιος από ποτέ. - Σήμερα η μέρα ανήκει σ’ ένα άλλο κορίτσι, της είπε με βαθιά φωνή ο Κοσμάς, η αυριανή όμως είναι δική σου, το υπόσχομαι! - Η Κλαίρη!…. αναφώνησε με τρόμο η γυναίκα. Ο Κοσμάς έγνεψε καταφατικά με τόση τρυφερότητα στο βλέμμα, που η Χριστίνα άθελά της ένιωσε ένα τρέμουλο φρίκης σε όλο της το σώμα. - Είσαι τελείως τρελός, έτσι; του είπε τελικά. Πιο πολύ απ’ όσο φανταζόμουν! - Είμαι κοντά στον Θεό μου, απάντησε εκείνος με περηφάνια και όρθωσε το ανάστημά του μπροστά της, αν αυτό λέγεται παράνοια, τότε –ναι!- είμαι τρελός!…. - Ποιος θεός απαιτεί τέτοια εγκλήματα; αντιμίλησε έντονα η Χριστίνα, που έτσι κι αλλιώς δεν είχε τίποτα πια να χάσει ή να κερδίσει. - Η Γη, το Νερό, η Φύση ολόγυρα…. έκανε σα μεθυσμένος ο άντρας, ο Παράδεισος! Όλα είναι πράξεις ζωής και θανάτου ταυτόχρονα. Και γω ένα ταπεινός υπηρέτης Του…. συμπλήρωσε και κατέβασε το ασπρομάλλικο κεφάλι με κατάνυξη. Σε κάθε λατρεία υπάρχει η έννοια της υπέρτατης θυσίας. Δεν υπάρχει το ένα πράγμα χωρίς το άλλο….


[104]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

-

-

Εγώ το μόνο που βλέπω είναι μια κόλαση, απάντησε με πείσμα η φυλακισμένη, με κάθε λογής δαίμονα μέσα σ’ αυτήν και αρχηγός τους είναι ο Εωσφόρος αυτοπροσώπως! κι έγνεψε με το κεφάλι της προς το μέρος του. Εκείνος άφησε ένα τρανταχτό γέλιο ν’ απλωθεί στο μεγάλο αχυρώνα. Έστω κι έτσι! είσαι πολύτιμη προσφορά τελικά, έτσι όπως αντιστέκεσαι, αξίζεις πολλά! της είπε χαμογελαστός ο Κοσμάς. Και μη με θεωρείς τόσο τέρας τελικά, γιατί οι άνθρωποι κατά βάθος θέλουν να χειραγωγηθούν. Είναι πιο εύκολο, βλέπεις, πιο βολικό. Δεν έβαλα το πιστόλι στον κρόταφο κανενός. Μόνο άνοιξα εκείνη την πόρτα που οδηγεί στην προσωπική τους κόλαση. Ας την κλείδωναν, αν δεν ήθελαν να παραβιαστεί… Όμως κανείς δεν όρθωσε το ανάστημά του απέναντί μου, ούτε καν ο αγαπημένος σου Στάθης! Άντρες ρωμαλέοι, μητέρες με παιδιά, όλοι ήταν πρόθυμοι να υποταχθούν στο θέλημά Του, στο θέλημά μου! Ένα «όχι» ήταν αρκετό, όμως κανείς δεν τόλμησε να το πει και ξέρεις γιατί; - στο σημείο αυτό έσκυψε προς το μέρος της απειλητικός- γιατί είναι πιο βολικό να μη σκέφτεσαι, να μην αποφασίζεις εσύ, να το κάνει κάποιος άλλος για σένα, να βαρύνει εκείνον η ευθύνη και όχι εσένα…. και με τα λόγια αυτά έκανε μια μεγαλόπρεπη μεταβολή προς την εξώπορτα. Το παρανοϊκό γέλιο του ακόμα αντηχούσε ακόμα κι έξω, καθώς απομακρυνόταν.

Πέρασαν ώρες, ούτε και ήξερε πόσες ακριβώς η Χριστίνα. Μόνο διψούσε αφόρητα. Η πείνα είχε περάσει πια κάθε όριο και δεν την ένιωθε καν. Μόνο δίψα. Λίγο νερό να είχε μόνο, ευχόταν μέσα της κι ας πέθαινε την άλλη στιγμή. Έτσι κι αλλιώς αυτό ήταν πια βέβαιο. Επιπλέον, η διαύγεια του μυαλού της πλέον είχε αρχίσει να κλονίζεται επικίνδυνα. Έβλεπε σκιές να ξεπηδούν από τις σκοτεινές γωνίες του αχυρώνα ή άκουγε πλάσματα να έρπουν γύρω της. Έπειτα πάλι έχανε διαρκώς τις αισθήσεις της και δεν γνώριζε αν αυτά ήταν ένα αρρωστημένο όνειρο τις στιγμές του νοσηρού ύπνου της ή παιχνίδια του μυαλού της, λόγω του εγκλεισμού. Σε κάποια στιγμή όμως ένας διαπεραστικός ήχος την έκανε να ανοίξει ξανά τα μάτια της. Αφουγκράστηκε καλλίτερα. Ερχόταν από τη σκοτεινή πλευρά του αχυρώνα. Ήταν ένας οξύς ήχος μετάλλου. Η Χριστίνα προσπαθούσε να τον αναγνωρίσει, γιατί της φαινόταν οικείος, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την φύση του. Έμοιαζε σαν να χτυπούσαν πολλά φλουριά μαζί. Φλουριά; σκέφτηκε απορημένη. Λίγα λεπτά όμως αργότερα, άρχισε να διακρίνει ένα κεφάλι στο σημείο, από όπου προερχόταν ο παράξενος ήχος. Ναι, ήταν ολοκάθαρα το κεφάλι μιας γυναίκας με ένα πολύχρωμο τσεμπέρι κεντημένο ολόγυρα με φλουριά, που στόλιζαν το ηλιοκαμένο μέτωπο της. - Σαν αυτά που φορούν οι τσιγγάνες…. μονολόγησε έκπληκτη η Χριστίνα. Ναι. Τώρα μπορούσε να διακρίνει ολοκάθαρα και τα δυο καταπράσινα μάτια στο πρόσωπο εκείνο, που την κοιτούσαν με μια σιωπηλή επιμονή. Σιγά σιγά έπαιρνε


Έκπτωτοι

[105]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μορφή μέσα στο σκοτάδι και το γυμνό μαυριδερό σώμα της αλλόκοτης φιγούρας. Σαν να είχε ζωντανέψει το σκίτσο της λάγνας γυναίκας στον τοίχο του εξοχικού. Όμως ετούτη εδώ ήταν ένα σκελετωμένο πλάσμα με μακριά άκρα σαν έντομο και περπατούσε στα τέσσερα ή μάλλον καλλίτερα σερνόταν σαν ερπετό προς το μέρος της χωρίς ίχνος θηλυκότητας. Όχι, εκείνο το πλάσμα δεν ήταν ανθρώπινο, είχε ξεπηδήσει από έναν άλλο κόσμο άλογο και την πλησίαζε διαρκώς έρποντας με απλωμένο το λιπόσαρκο χέρι της…. Μπορούσε ήδη να διακρίνει τις σκούρες ρώγες, το μαύρο υπογάστριο με τις μακριές τρίχες, ένιωθε τη βαριά ανάσα της κοντά στο πρόσωπό της. - Ήρθες… έκανε η φυλακισμένη αναγνωρίζοντας την μορφή του εφιάλτη της. Τι περίεργο όμως, δεν την φοβόταν πια. Γι’ αυτήν ίσως ήταν μία λύτρωση από τις ανθρώπινες κτηνωδίες γύρω της. - Πάρε με από δω και πήγαινέ με όπου θες! της είπε με λαχτάρα η γυναίκα, αλλά τα πράσινα μάτια συνέχισαν να την κοιτούν σιωπηλά. - Πάρε με! ξαναφώναξε τώρα η Χριστίνα και με μια κίνηση τραβήχτηκε προς το μέρος της, αλλά ο πόνος στο πόδι της από την αλυσίδα την έριξε κάτω. - Γιατί δεν με παίρνεις;…. έκανε απελπισμένη η γυναίκα πεσμένη μπρούμυτα κάτω με το πρόσωπο και τις σφιγμένες γροθιές της στο άχυρο, αλλά με τα μάτια πάντα στεγνά. Τότε ένα χέρι της άγγιξε τα μαλλιά. Αμέσως τινάχτηκε αλαφιασμένη και διέκρινε μπροστά της άλλη μια σκιά. - Εγώ είμαι, κυρία! ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή του Γιάννη. Έφερα νερό…. και της πλησίασε μια κούπα στα χείλη. Εκείνη ήπιε άπληστα το νερό, σαν να μην είχε ποτέ ξαναπιεί κάτι τόσο πολύτιμο. Όταν συνήλθε κάπως- αφού το στράγγισε λαίμαργα- έπιασε το μικρό παιδί από τους ώμους και του είπε με σοβαρό ύφος: - Γιαννάκη, άκουσέ με πολύ προσεχτικά. Τρέξε μακριά από δω, βγες στη δημοσιά και πήγαινε προς το Βορρά. Σε μια ώρα το πολύ θα είσαι μέσα στο χωριό. Βρες βοήθεια για μένα και την αδερφή σου, σώσε τον εαυτό σου από αυτούς τους τρελούς! Σε παρακαλώ, Γιαννάκη, τρέξε, μη χάνεις χρόνο! Το παιδί την άκουγε σιωπηλό. Η Χριστίνα πλέον τον τράνταζε με όση δύναμη της είχε απομείνει κι επαναλάμβανε με απόγνωση την παράκλησή της. - Είσαι η μόνη ελπίδα μας! έλεγε βουρκωμένη, αν όχι εμένα, σώσε τον εαυτό σου, την αδερφή σου! - Η Κλαίρη πάει… τη διέκοψε το παιδί απότομα. Η Χριστίνα πάγωσε την κίνησή της απότομα και τον κοίταξε ερωτηματικά. - Την έκαναν κομμάτια, ξεστόμισε μ’ ένα λυγμό το παιδί, την έβαλαν σε σακούλες και μετά τις έριξαν στον ποταμό…. είπε και αναλύθηκε σε κλάματα ξεφεύγοντας από τα χέρια της Χριστίνας.


[106]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Γιαννάκη, αγόρι μου, ξανάπε η γυναίκα ικετευτικά μη μπορώντας πια να τον διακρίνει κοντά της, κάνε το σωστό! - Και η μητέρα; Τι θ’ απογίνει η μαμά; ακούστηκε σπαρακτική η φωνή του παιδιού, μόνο εκείνη έχω πια…. Έπειτα, απλώθηκε σιωπή στον αχυρώνα. Ο μικρός είχε φύγει μυστικά κι αθόρυβα, όπως είχε έρθει, από κάποιο άνοιγμα στον παλιό τοίχο πίσω από τα στοιβαγμένα άχυρα. Ο τελευταίος άνθρωπος που μπορούσε να βοηθήσει την Χριστίνα είχε φύγει πια από κοντά της. Και τα βιολετιά μάτια βρίσκονταν κάπου με το καστανό κεφάλι βυθισμένα στην κοίτη του ποταμού… Το τέλος ήταν πλέον κοντά. Η αναμονή δεν θα συνεχιζόταν άλλο. Αδύναμη πια η Χριστίνα παραδόθηκε στη φρικτή μοίρα της χωρίς να στάξει ούτε ένα δάκρυ από τα πρησμένα μάτια της. Η επόμενη μέρα "ήταν δική της", όπως της είχε υποσχεθεί νωρίτερα ο Κοσμάς Μανολάκος, ο Εωσφόρος αυτού του κολασμένου Παραδείσου και αρχηγός όλου του έκπτωτου τάγματός του. - “Watched the city ... city of crows” μουρμούρισε τραγουδιστά με σπασμένη φωνή η μελλοθάνατη. Διονύση… Διονύση, πού είσαι;…. Μάταιο. Δεν θα μπορούσε ούτε κατά διάνοια να τα βάλει μαζί τους. Έπαιξε κι έχασε το παιχνίδι της ζωής. Τέλος. -


Έκπτωτοι

[107]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

17 Νύχτα Νύχτα. Η αποικία του «Παραδείσου» σώπαινε βουτηγμένη στο έρεβος. Στα τέσσερα σπίτια- κατόπιν εντολής του Κοσμά- έκαιγε από ένα αναμμένο κερί στο παράθυρο για όσους έφυγαν κι όσους ακόμα έμελλε ν’ ακολουθήσουν την ίδια μοίρα. Στο διώροφο σπίτι του Μανολάκου -στον πάνω όροφο- μια φιγούρα στεκόταν πίσω από την αδύναμη φλόγα: Η Αριάδνη αμίλητη, ασάλευτη είχε στυλώσει το βλέμμα της πέρα στον ορίζοντα. Το χλωμό φως του κεριού έκανε το σκοτάδι ολόγυρα να φαντάζει ακόμα πιο βαθύ. Μπροστά της απλώνονταν μια μαύρη θάλασσα από πορτοκαλιές, στ’ αριστερά της η σκιά του μεγάλου ευκαλύπτου και στο βάθος διακρίνονταν αμυδρά η γραμμή του λόφου. Τα πάντα παρέμεναν τόσο σιωπηλά, βυθισμένα στο μαύρο. Νύχτα ασέληνη, γεμάτη αστέρια. Η Αριάδνη παρέμενε στην ίδια θέση απαθής με τα μικρά της μάτια βουλιαγμένα στις κόγχες τους μέσα στο οστέινο πρόσωπο. Κάθε γωνία του προσώπου της ήταν πλέον διακριτή, διάφανη, καθώς κάθε ίχνος λίπους και στρογγυλάδας είχε αποβληθεί από το σώμα της. Η άλλοτε εκρηκτική κοκκινομάλλα είχε μετατραπεί σε λείψανο ταριχευμένο αιώνες πριν. Μια αλλόκοτη φιγούρα μέσα στο μακρύ κατάλευκο νυχτικό της στο μισοσκόταδο…. - Αύριο ίσως όλα τελειώσουν, ακούστηκε μια φωνή πίσω της όμοια με ερπετού κι ένα οστέινο χέρι την άδραξε από τον ώμο. Μπορεί να μη χρειαστεί άλλο…. Η γυναίκα ανατρίχιασε. - Ναι, αύριο όλα θα τελειώσουν… επανέλαβε μηχανικά. Πάντα ήμουν δίπλα σου, Κοσμά, κι ας πονούσαν όλα τόσο πολύ… πρόσθεσε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το νυχτερινό στερέωμα. - Πάντα θα είσαι, απάντησε με αγωνία ο άντρας και την αγκάλιασε από πίσω νιώθοντας τα κόκκαλά της να τον τρυπούν στο στέρνο του, είσαι η γυναίκα μου, η δική μου Αριάδνη! Εκείνη σώπαινε σαν άψυχη κούκλα στα χέρια του. - Το ξέρεις πως ό,τι έκανα, συνέχισε εκείνος με την ίδια αγωνία στη φωνή του, έγινε από αγάπη για σένα, για όλους, για Εκείνον…. Κυρίως για Εκείνον! Στο σημείο αυτό η φωνή του άλλαξε, το βλέμμα του πλανήθηκε από τη φλόγα του κεριού στο μαύρο της νύχτας που γέμιζε το παράθυρο. Το βλέμμα του ίδιο με της γυναίκας- τρυπούσε το έρεβος, τα μαλλιά του κατάλευκα και μακριά


[108]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

όμοια με τα γένια του πλαισίωναν άγρια τη χλωμή μορφή του. Ένα ζευγάρι με ίδια πρόσωπα, βγαλμένα από άλλους κόσμους… - Είμαι βέβαιος, αύριο θα δεχτεί με χαρά την τελευταία θυσία και η ευτυχία θα πλημμυρίσει ξανά τον Παράδεισό μας, δήλωσε με θέρμη και αγκάλιασε πιο σφιχτά την γυναίκα του, σχεδόν βίαια. Και συ θα είσαι δική μου για πάντα… - Για πάντα… επανέλαβε άχρωμα η γυναίκα, ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος. - Ναι, ναι, μέχρι το θάνατο! ξανάπε ο άντρας με μια άγρια λάμψη στα σκούρα μάτια του. - Αύριο…. μουρμούρισε η Αριάδνη και φύσηξε το κερί. Μεμιάς το έρεβος απλώθηκε παντού. Τα σπίτια ολόγυρα σώπαιναν σαν στοιχειωμένα με αμίλητους σκυθρωπούς ανθρώπους μέσα τους, όμοιους με ανδρείκελα. Κάθε συναίσθημα είχε πια αποβληθεί, κάθε ανθρώπινο ίχνος τους θα έλεγε κανείς. Μόνο το μικρό αγόρι του Παραδείσου έτρεμε κρυμμένο κάτω από το σεντόνι του κάθιδρο από όσα είχε δει τις τελευταίες ημέρες και από τον φόβο της επόμενης. Ίσως να ερχόταν σύντομα και η δική του σειρά να θυσιαστεί σαν μικρό τρομαγμένο ζώο στο βωμό του αλλόκοτου και άσπλαχνου Θεού τους… Νύχτα. Η αποικία σώπαινε αγρυπνώντας γι’ αυτούς που έφυγαν κι όσους έμελλε να τους ακολουθήσουν στην ίδια μοίρα….


Έκπτωτοι

[109]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

18 Κόκκινος Παράδεισος Ένας άνθρωπος ακόμα όμως έμελλε ν’ αποχαιρετήσει την Χριστίνα. Αυτός που την έσυρε σε όλα αυτά, ο εραστής, ο αγαπημένος, ο Στάθης Παντόπουλος. Ήρθε με τον αδερφό του το επόμενο πρωί- την τρίτη ημέρα της αιχμαλωσίας της- και στάθηκε μπροστά στην σιδηροδέσμια γυναίκα. Σχεδόν δεν αναγνώρισε εκείνο το βρωμερό κι εξαθλιωμένο πλάσμα που βρισκόταν κατάχαμα μπροστά του μέσα στα άχυρα και στις ακαθαρσίες. Εκείνη όμως τον αναγνώρισε αμέσως, τον περίμενε όλες αυτές τις μαρτυρικές μέρες. - Καλώς τα παιδιά! κάγχασε μπροστά στους δύο όμορφους γεροδεμένους νέους με την αγγελική όψη. Τα δυο ωραία αδέρφια! Καλώς τον αγαπημένο μου!…. πρόφερε με τέτοια πικρία, που σχεδόν της ήρθαν γέλια από την ειρωνεία. - Επιτέλους, ήρθε η ώρα να τα πούμε, συνέχισε στον ίδιο τόνο, πρόσωπο με πρόσωπο, έτσι αγάπη μου; τον "κάρφωσε" με μια αμείλικτη σκληρή ματιά. Εκείνος στεκόταν μπροστά της αμίλητος με κατεβασμένο βλέμμα και βλοσυρή έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Το ίδιο και ο Νικήτας, ίσως λίγο πιο χλωμός απ’ ό, τι συνήθως. - Έπρεπε να τα καταστρέψεις όλα, έτσι; άρχισε να της λέει με συγκρατημένο θυμό ο Στάθης μην τολμώντας να την αντικρίσει κατάματα. Όλα τα είχα σχεδιάσει μια χαρά: θα ήμασταν μαζί, θα είχες και συ αυτό το προνόμιο, να γίνεις μία από εμάς, κάτοικος «Παραδείσου». Αλλά όχι! Η περιέργειά σου υπερίσχυσε, ο αντιδραστικός χαρακτήρας σου πάντα! Έπρεπε να χώσεις τη μύτη σου κι εδώ! Δεν σεβάστηκες το ότι ήθελα να γίνει με τον δικό μου τρόπο, να γίνουμε πραγματικά ευτυχισμένοι! Έκανε μια μικρή παύση αναμένοντας τις αντιδράσεις της, αλλά βλέποντάς την απαθή, συνέχισε με περισσότερο θάρρος: - Τώρα τι μπορώ να κάνω εγώ; τίποτα, έχω τα χέρια μου δεμένα! Η Χριστίνα τον άφηνε να μιλά, ν’ απολογείται για αρκετή ώρα ή ακόμα και να της επιρρίπτει ευθύνες για τη απρόοπτη εξέλιξη των γεγονότων. Πόσο αδύναμος, πόσο θρασύδειλος φάνταζε τώρα μπροστά στα μάτια της, χωρίς ίχνος ανδρισμού…. Τέλος, τον κοίταξε με ένα βλέμμα οίκτου ανάμικτου με περιφρόνηση και πρόφερε αργά και σταθερά:


[110]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ξέρεις κάτι; Είσαι πολύ χειρότερος από τον Κοσμά τελικά. Εκείνος διαθέτει τουλάχιστον το μεγαλείο της παράνοιας, ενώ εσύ τι έχεις; Ένα τίποτα, ένα αξιολύπητο μηδενικό είσαι, που η ζωή σου απέκτησε νόημα υπακούοντας έστω μια παραφροσύνη! Το μόνο που μπορώ να σου αποδώσω, συνέχισε με μάτια που ξεχείλιζαν από σαρκασμό, είναι η ικανότητα να υποκρίνεσαι τον ευαίσθητο και βαθυστόχαστο. Θα μπορούσες να είσαι επικίνδυνος, αν δεν ήσουν τόσο δειλός! κατέληξε σε θριαμβευτικό τόνο η γυναίκα παρατηρώντας τον αντίκτυπο των λόγων της πάνω του. - Το ίδιο και συ, στράφηκε στο Νικήτα, που πήρες μέρος στις πιο ποταπές, άθλιες πράξεις και δεν έχεις καν την έπαρση να παινευτείς ότι εσύ τις μηχανεύτηκες και ότι δεν ήσουν ένα μίζερο πιόνι στα χέρια ενός ισχυρού. Ανθρωπάκια…. τους προσφώνησε με αηδία κι έφτυσε το χώμα μπροστά στα πόδια τους. Δεν είναι τυχαίο που καμιά δεν σας αγάπησε στον αληθινό κόσμο εκεί έξω και μαζευτήκατε εδώ σαν αδέσποτα και αξιολύπητα κουτάβια στην αυλή του Κοσμά για ένα κοκαλάκι! Οι δύο άντρες είχαν σταθεί άναυδοι και αμήχανοι μπροστά σε μια εξαθλιωμένη ύπαρξη που- αν και μέσα στα δεσμά και στη βρώμα- τους απαξίωνε με τέτοιο τρόπο. Με μια ενστικτώδη κίνηση ο Στάθης άπλωσε το χέρι του και τη χαστούκισε μη βρίσκοντας λόγια για να την αντικρούσει. Εκείνη μεμιάς άρχισε να γελά με ένα υστερικό γέλιο: - Μόνο για τέτοια είσαι ικανός, ανθρωπάκι! του πέταξε κατάμουτρα και συνέχισε να γελά. Να χτυπάς μια αλυσοδεμένη! Εκείνος έκανε να την ξαναχτυπήσει, αλλά αμέσως ο αδερφός του τον απομάκρυνε από κει μέσα. - Άστην, του έλεγε διαρκώς μέχρι να βγουν έξω για να τον κατευνάσει, σύντομα θα της κοπεί το γέλιο! Πάμε να φύγουμε, ξέχασέ την! Πάμε γρήγορα!... -

Η στιγμή της εκτέλεσης πλησίαζε. Τούτη την ύστατη ώρα, η Χριστίνα είχε ξαπλώσει κατάχαμα στο άχυρο και είχε προσηλωμένη τη ματιά της στο μικρό άνοιγμα της σκεπής. Παράξενο, αυτό που θα της έλειπε περισσότερο από τη ζωή ήταν οι μυρωδιές καθώς μπαίνουν από το παράθυρό σου τη νύχτα. Στο εξοχικό τους, στον Άγιο Κωνσταντίνο, όποτε ένιωθε αφόρητη ζέστη το βράδυ άνοιγε διάπλατα το παράθυρό της για να μπει η θαλασσινή αύρα και να πλημυρίσει ευχάριστα το δωμάτιο. Εδώ όμως στο εξοχικό του Διονύση άφηνε συχνά ανοιχτό τον φεγγίτη της σοφίτας και η αίσθηση ήταν μεγαλειώδης: ένας λεπτός δροσερός αέρας ανάμεικτος με μυρωδιές από πεύκα και πουρνάρια την τύλιγε ευεργετικά μεμιάς. Αυτή η αίσθηση δεν θα ξαναγυρίσει πια, σκεφτόταν η Χριστίνα, αυτό ακριβώς θα της έλειπε περισσότερο: αυτός ο αέρας, η ανάσα μέσα σ’ εκείνο το μυρωδάτο κύμα….. Κι έπειτα το φως, αυτές οι μαγικές αχτίδες που δίνουν ζωή! Όλοι οι μελλοθάνατοι συνήθως ζητούν να δουν τον ήλιο για τελευταία φορά, έτσι τουλάχιστον είχε ζητήσει ένας


Έκπτωτοι

[111]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

κατάκοιτος δίπλα της στο ΚΑΤ μετά το τροχαίο. Επιθυμούσε να πάει κοντά στο παράθυρο και να δει τον ζωοδότη για στερνή φορά…. Άνοιξε η πόρτα και ο ίδιος αέρας του δειλινού γέμισε την αποπνιχτική ατμόσφαιρα του αχυρώνα. Τέτοια ώρα πραγματοποιούσε πάντα τις εκτελέσεις ο Κοσμάς, την ώρα που έγερνε ο ήλιος και συχνά συναντιόταν και με το άλλο ουράνιο σώμα, τη σελήνη. Αυτό το πάντρεμα καθιστούσε αυτή την ώρα ιερή. Γι’ αυτό ο τόπος γέμιζε από χρώματα και αρώματα. Η Χριστίνα παρέμεινε στο πάτωμα να ρουφάει το δροσερό ρεύμα αέρα για τελευταία φορά, ενώ η Αριάδνη σιωπηλή με γρήγορες κινήσεις της ξεκλείδωσε την αλυσίδα στο πόδι. «Αυτό ήταν…» αναλογίστηκε η Χριστίνα με ξαφνικό καρδιοχτύπι. Η μεσόκοπη γυναίκα στράφηκε προς το μέρος της και της ανακοίνωσε ξερά: - Είσαι ελεύθερη! Η Χριστίνα ανακάθισε στη θέση της και αναφώνησε μην πιστεύοντας στ’ αυτιά της. - Τι; - Αυτό που άκουσες, ξανάπε με σταθερή φωνή η Αριάδνη, είσαι ελεύθερη, φύγε, κάνε ό, τι θες! Και μην ανησυχείς γι’ αυτούς εκεί έξω, «διάβασε» τη σκέψη της, θα τους αναλάβω εγώ. Εμπρός λοιπόν, έξω! την πρόσταξε έντονα με μια αλλόκοτη λάμψη στο βλέμμα της. Μόλις βεβαιώθηκε πως δεν την κορόιδευε η γυναίκα, η Χριστίνα μάζεψε το κουράγιο της και με μια πρωτόγνωρη ζωντάνια πετάχτηκε με διστακτικά βήματα έξω από τον αχυρώνα. Τα πρώτα βήματα ήταν επώδυνα και για μια στιγμή τυφλώθηκε από το εξωτερικό φως, παρόλο που η ισχύς του έδυε πια. Έπειτα όμως διέκρινε μερικούς από τους αποίκους συγκεντρωμένους εκεί μπροστά να την κοιτούν εχθρικά: Η Μαριάνθη με τον Γιάννη, ο Δήμος με τους δυο γιους του και το ζεύγος Μαράγκη. Η γυναίκα κοντοστάθηκε με ταραχή. Μήπως της έπαιζαν κάποιο απάνθρωπο παιχνίδι καταδίωξης; - Μην την πειράξει κανείς! έκανε με δυνατή φωνή η Αριάδνη δίπλα της. Εγώ σας φώναξα εδώ, για να με ακούσετε. Ένα σούσουρο απλώθηκε στην ομήγυρη, αλλά η μεσόκοπη γυναίκα συνέχισε στον ίδιο τόνο με μια πρωτόγνωρη επιβλητικότητα στο λόγο και στη στάση του σώματός της: - Έφτασε η ώρα, αν και άργησα πάρα πολύ, να σας αποκαλύψω τι άνθρωπος είναι ο Κοσμάς και πως σας έριξε στην παγίδα του. Στην ίδια παγίδα που μπλέχτηκα και γω χρόνια πριν…. - Πού είναι το αφεντικό; ρώτησε άγρια ο Δήμος. - Εκεί που πρέπει να είναι, εκεί που εγώ θέλω να βρίσκεται! τόνισε η Αριάδνη με βροντερή φωνή βγάζοντας ένα κλειδί από τον κόρφο της μπροστά στα έκπληκτα μάτια των αποίκων.


[112]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η Χριστίνα, αν και πρώτη σκέψη της ήταν να τρέξει μακριά, ένιωσε να μαγνητίζεται έντονα από την μετάλλαξη της άλλοτε ήσυχης και ταλαιπωρημένης γυναίκας και παρέμεινε εκεί κοντά για να την ακούσει. Είχε αποκτήσει κάτι από την αλαζονεία και τη γοητεία του άντρα της, κάτι δραματικό είχε πάρει μορφή μέσα της. Φάνταζε ακόμα πιο ψηλή, το πρόσωπό της έδειχνε κέρινο και συνάμα διάφανο και τα μικρά μάτια της πετούσαν αυτές τις φλόγες, το βλέμμα της πυρκαγιάς που τόσο καλά γνώριζε από τον Κοσμά…. - Ο Κοσμάς Μανολάκος ήταν πάντα ένα κτήνος που κυνηγούσε το χρήμα με κάθε τρόπο, συνέχισε με στόμφο η Αριάδνη. Κάθε μέρα έκανε χειρουργικές επεμβάσεις, ακόμα κι εκεί που δεν έπρεπε, για να εισπράττει τεράστια ποσά από τους άτυχους ασθενείς του. Όταν όμως κάποιοι που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους κατήγγειλαν τον "χασάπη", τότε εκείνος αναγκάστηκε να έρθει εδώ για να κρυφτεί. Τ’ ακούτε, ηλίθιοι, ανόητοι; Για να γλιτώσει τη φυλακή ήρθε, όχι για να σας φτιάξει παραδείσους! φώναξε και το σούσουρο από κάτω δυνάμωνε. - Χασάπης ήταν πάντα, μιλούσε απτόητη σαν ρέων ποταμός πια η γυναίκα. Για χρόνια με χτυπούσε, με βίαζε, ούτε τις εγκυμοσύνες μου δεν σεβάστηκε! Τρία παιδιά έχασα εξαιτίας του- στο σημείο αυτό η φωνή της έγινε σχεδόν κραυγήκαι ήρθε εδώ για να σκοτώσει και τα δικά σας παιδιά! Τώρα πλέον δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος, ούτε καν ανάσα, εκτός από την Αριάδνη, όλοι είχαν βουβαθεί απότομα από τις αποκαλύψεις. - Εσύ, Ειρήνη, στράφηκε προς την κοπέλα η γυναίκα του Κοσμά, το ξέρεις πως ο θάνατος της Δάφνης σου δεν ήταν ατύχημα; Η ερώτησή της έπεσε σαν κεραυνός πάνω στη νεαρή γυναίκα. - Τιιι;;;;; έκανε μη μπορώντας να πιστέψει τα λόγια της. - Ναι, Ρηνούλα, ο Κοσμάς την ξέκανε, γιατί δήθεν του το ζήτησε ο Ποταμός. Σκότωσε και το δικό σου παιδί, όπως τα δικά μου, που ήταν και δικά του, τέτοιο κτήνος είναι! - Θα τον σκοτώσω!! ούρλιαξε σαν αγρίμι ο Βασίλης κι έκανε να χιμήξει προς άγνωστη κατεύθυνση. - Ναι, θάνατος!!!! φώναζε σαν υστερική και η Ειρήνη. Το κοριτσάκι μου! μωρό ήταν ακόμα, τι του έφταιξε; Πώς μπόρεσε; Αυτός την έφερε στον κόσμο, ο ίδιος έκοψε τον ομφάλιο λώρο…. Πώς μπόρεσε;;; Θάνατος, θάνατος για τον δολοφόνο!! - Θα γίνει κι αυτό, τους διαβεβαίωσε ήρεμη και μεγαλόπρεπη η Αριάδνη, όταν θα έρθει η ώρα. Αυτός ο διεστραμμένος άνθρωπος ήρθε εδώ και - αλίμονο! – σας έκανε και σας δολοφόνους των ίδιων σας των παιδιών! και στράφηκε τελικά προς την Μαριάνθη που είχε κατεβάσει το κεφάλι ένοχα. - Τι του αξίζει λοιπόν; αναφώνησε με φωνή αλλοιωμένη από το μίσος. - Εκδίκηση! φώναξε η Ειρήνη στον ίδιο τόνο με μάτια όλο φωτιά. - Εκδίκηση! κραύγασαν όλοι οι υπόλοιποι με ένα στόμα.


Έκπτωτοι

[113]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Τότε, ο Βασίλης πλησίασε την Αριάδνη κι εκείνη αμίλητη σήκωσε το μπετόνι με τη βενζίνη δίπλα της και του το παρέδωσε σοβαρή σα να τελούσε πράξη τελετουργική. - Τον έχω κλειδώσει στο σπίτι, αφού τον πότισα κρυφά ηρεμιστικά, του είπε μόνο. Το πλήθος υπακούοντας στο νεύμα του άντρα μεμιάς κατευθύνθηκε με άγριους αλαλαγμούς προς το σπίτι του Κοσμά. - Κάψτε τον χασάπη! ξεχώριζαν κάποιες φωνές, φωτιά στην αποικία του Διαβόλου! Η Χριστίνα εμβρόντητη έγινε μάρτυρας άλλης μιας σκηνής χειραγώγησης. Τελικά, σκέφτηκε, μία θυσία ακόμα θα προσφερόταν κι εκείνο το δειλινό στον βωμό της ανθρώπινης ματαιοδοξίας και του μίσους. Στο νου της ήρθαν ξανά τα λόγια του Κοσμά, πως οι άνθρωποι πιο εύκολα μισούν και χρειάζονται έναν αρχηγό για να έχουν άλλοθι των πράξεών τους. Ακολούθησε σαν υπνωτισμένη το πλήθος ως το σπίτι του Μανολάκου. Ο Βασίλης ράντισε με μηχανικές κινήσεις τους τοίχους του διώροφου οικήματος, τους τοίχους ουσιαστικά του δικού του σπιτιού, που στεγαζόταν στο ισόγειο. Η Ειρήνη τον προέτρεπε να συνεχίσει κοιτάζοντας το άλλοτε σπιτικό της με μίσος: - Έτσι, να καεί το καταραμένο μπουρδέλο! Κάρβουνο να γίνει!!!!.... Δίπλα της η Μαριάνθη, ο Δήμος και οι γιοι του άφηναν άναρθρες κραυγές θριάμβου. Τα πρόσωπά τους είχαν αλλάξει, έμοιαζαν περισσότερο με άγριων ζώων παρά με ανθρώπινων όντων. Η Μαριάνθη είχε πετάξει το μαντήλι της αφήνοντας τα γκριζαρισμένα της μαλλιά ελεύθερα να τυλίγουν το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο, ενώ το πουκάμισό της έχασκε μισάνοιχτο αποκαλύπτοντας το μισοφόρι της και το μαραμένο στήθος της. Ο Δήμος ήταν ίδιος με κόκκινο διάβολο ή σκύλο που αλυχτούσε μανιασμένα υπηρετώντας με το ίδιο πάθος έναν άλλο αφέντη τώρα, αλλά η πιο ανατριχιαστική μεταμόρφωση ήταν αυτή του Νικήτα και του Στάθη. Αυτά τα δυο όμορφα παλικάρια με το λαμπερό βλέμμα και το γοητευτικό χαμόγελο είχαν πεθάνει πια. Τη θέση τους είχαν πάρει δυο τρομαχτικά ανδρείκελα σχεδιασμένα για να καταστρέφουν, άψυχα, με μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών τους και σφιγμένα δόντια που έτριζαν από οργή και μίσος….. Μέσα σε όλο αυτό το συρφετό ο μικρός Γιάννης παρέμενε κολλημένος πάνω στη φούστα της μητέρας του με τα χεράκια του γαντζωμένα στο ξεσκισμένο ύφασμα. Τέλος, η Αριάδνη ορθώνοντας το ανάστημά της- που εκείνη την ώρα φάνταζε απρόσμενα επιβλητικό στα μάτια της Χριστίνας- άναψε έναν αυτοσχέδιο πυρσό από υφάσματα και χαρτιά, που είχε φροντίσει να έχει έτοιμο από πριν, και τον ύψωσε σαν αρχαία ιέρεια αφήνοντας μια ανατριχιαστική ιαχή: - Κάψτε τον Χασάπη!!!! Αμέσως ουρλιαχτά αντήχησαν από κάτω σαν λεγεώνες δαιμόνων μέσα στην κόλαση. Το σπίτι λαμπάδιασε αμέσως, καθώς και οι υπόλοιποι έπεσαν με ό,τι


[114]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έβρισκαν μπροστά τους στον αγώνα εξολόθρευσης της αποικίας: χαρτιά, στουπιά, ξύλα, οτιδήποτε εύφλεκτο ριχνόταν στην πυρά. Η Χριστίνα έντρομη έκανε δυο βήματα προς το μέρος της Αριάδνης. Το πρόσωπό της είχε γίνει μια φριχτή μάσκα όπου αντιφέγγιζαν οι αδηφάγες φλόγες, ενώ το πύρινο βλέμμα της είχε στυλωθεί κάπου ψηλά προς το σπίτι της. Η νεαρή γυναίκα ακολούθησε νοητά την πορεία του για ν’ αντικρίσει το μεγάλο παράθυρο του σαλονιού περικυκλωμένο από φλόγες και καπνούς σαν ένα πελώριο μακάβριο κάδρο. Μέσα του μια λευκή μορφή με κάτασπρα μαλλιά και γένια χτυπούσε με απόγνωση το τζάμι ανοίγοντας το στόμα σε μια βουβή κραυγή…. «Ο Κοσμάς!» αναλογίστηκε με φρίκη η Χριστίνα. Έριξε ξανά το βλέμμα της στην απαθή Αριάδνη, που κάτι στο πρόσωπό της μαρτυρούσε σαδιστική απόλαυση από το μαρτύριο του μέχρι τότε συζύγου της. - Σου το είπα, αγάπη μου, πρόφερε η αφηνιασμένη γυναίκα με ανατριχιαστική φωνή μαινάδας μέσα από τα δόντια της, ο θάνατος θα μας χωρίσει μόνο!... Τότε μόνο, η νεαρή ζωγράφος συνήλθε συνειδητοποιώντας τον θανάσιμο κίνδυνο που την έζωνε και οπισθοχώρησε με γοργά βήματα προς την εξώπορτα της αυλής. Πράγματι, μέσα σε λίγα λεπτά τεράστιες αδηφάγες φλόγες τύλιξαν την αποικία. Σχεδόν ταυτόχρονα λαμπάδιασαν τα τρία σπίτια και οι ψηλοί ευκάλυπτοι που μετέτρεψαν τον τόπο σε ολοκαύτωμα. Έντρομη η Χριστίνα, πνιγμένη από τον καπνό, άρχισε να τρέχει προς τον ποταμό. Ο φόβος, το ένστικτο της επιβίωσης είχαν βάλει φτερά στα ξυπόλητα και πληγιασμένα πόδια της. Όταν έφτασε στο ποτάμι δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί και όρμησε μέσα στην κοίτη για να πιει νερό. Αχόρταγη, μετά από τρεις μέρες με μία μόνο κούπα νερό από τον Γιαννάκη, ρουφούσε το πολύτιμο υγρό με λαχτάρα. Μόλις έσβησε τη δίψα της κοίταξε ολόγυρα. Η φωτιά πλησίαζε και σχημάτιζε έναν εφιαλτικό κλοιό γύρω από το δάσος. Τα δέντρα έτριζαν με έναν ανατριχιαστικό ήχο, καθώς έσπαζαν και παραδίδονταν στις αδηφάγες φλόγες. Καθετί ζωντανό τρεπόταν άτακτα σε φυγή για ν’ αποφύγει τον μαρτυρικό θάνατο, άνθρωποι και ζώα. Ένας κόκκινος, κατακόκκινος παράδεισος, γεμάτος καπνό και θάνατο ξεδιπλώνονταν μπροστά στα γουρλωμένα μάτια της. Τι να είχαν απογίνει οι άλλοι, ποιος ξέρει, αναρωτιόταν η γυναίκα. Μέσα σ’ αυτή την πύρινη λαίλαπα διέκρινε τη μορφή του Γιαννάκη κοντά στη μητέρα του στην απέναντι όχθη. - Γιαννάκη!! του φώναξε με όση δύναμη διέθετε η Χριστίνα, έλα μαζί μου!! Θα σε σώσω!! Γιαννάκη!! Το παιδί όμως παρέμεινε σιωπηλό στη θέση του δίπλα στη μητέρα του. Η Χριστίνα του έκανε νεύμα ξανά, αλλά εκείνο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κι έγινε άφαντο μέσα σ’ ένα σύννεφο καπνού. Μόνο αυτό το παιδί λυπόταν η ζωγράφος, ήταν το μόνο αθώο θύμα μέσα σ’ εκείνη την κόλαση. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή πλέον. Συνέχισε να τρέχει μέσα στο δάσος. Από τη δημοσιά έφτανε στ’ αυτιά της ο ήχος σειρήνων. «Θα έχει έρθει η Πυροσβεστική!» σκέφτηκε με ανακούφιση η κοπέλα και συνέχισε το δρόμο της.


Έκπτωτοι

[115]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Χριστίνα! ακούστηκε μία φωνή δίπλα της και ένα στιβαρό χέρι την συγκράτησε προς τα πίσω. Στράφηκε ξέπνοη προς εκείνη την κατεύθυνση έκπληκτη. Ο Στάθης μαυρισμένος από τον καπνό, ξέπνοος την είχε προλάβει. Με μια κίνηση γονάτισε μπροστά της αγκαλιάζοντας ματωμένα πόδια της. - Συγχώρα με, Χριστίνα! της είπε με ραγισμένη φωνή, δεν ήξερα τι έκανα! Ήμουν πιόνι αυτού του ανθρώπου, όπως όλοι μας! Μη φύγεις, μείνε μαζί μου, σε παρακαλώ! κατέληξε σε μελοδραματικό τόνο σφίγγοντας τα γόνατά της με θέρμη. Εκείνη του έριξε μια βλοσυρή ματιά, μάζεψε όλη της τη δύναμη και με ένα μουγκρητό τον απώθησε λέγοντάς του μέσα από τα δόντια της: - Λυπάμαι, αλλά ο Παράδεισος έκλεισε! Κι αμέσως έφυγε τρέχοντας προς τη δημοσιά μέσα στο βαθύ μαύρο και κόκκινο σκοτάδι. Για πρώτη φορά λαχταρούσε με όλο της το είναι να ζήσει!.... -


[116]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

19 Επίλογος Έφτασε στη δημοσιά λαχανιασμένη, κάθιδρη και καταματωμένη με τα μαλλιά της κολλημένα στο κρανίο και το μπλουζάκι της σκισμένο και κατάμαυρο. Πίσω της ένα πύρινο αδηφάγο στόμα κατέτρωγε αλύπητα κάθε ίχνος ζωής στο δάσος. Η Χριστίνα βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε περιπολικά και πυροσβεστικά οχήματα, ζαλισμένη από τα φώτα τους που αναβόσβηναν σαν τρελά στο σκοτάδι. Κόσμος έτρεχε προς διάφορες κατευθύνσεις με μάνικες ή με φακούς στα χέρια. Δύο άντρες την πλησίασαν. Ο ένας τη σκέπασε με μία κουβέρτα ρωτώντας την αν είναι καλά. - Από πού ήρθες; Είναι κι άλλοι εκεί μέσα; Εκείνη δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, μόνο έγνεφε με το κεφάλι καταφατικά. - Είναι χτυπημένη! διαπίστωσε ο ένας από τους δύο, που εξέταζε το δεξί της πόδι με τον καταματωμένο αστράγαλο από την αλυσίδα. - Θα δώσει κατάθεση μόλις συνέλθει , έκανε ο άλλος. Η Χριστίνα τους άκουγε σαν να μην ήταν παρούσα. Είχε καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες αυτές τις μέρες προκειμένου να παραμείνει ζωντανή κι έπειτα να ξεφύγει από την φλεγόμενη κόλαση. Την στιγμή λοιπόν που πάτησε το πόδι της στη δημοσιά, αφέθηκε επιτέλους ελεύθερη. Τα μέλη της μούδιασαν μεμιάς κι επέτρεψε πλέον στο σώμα και στην ψυχή της να πονούν. Οι ερωτήσεις γύρω της έπεφταν καταιγιστικές. Διάφοροι άνθρωποι την εξέταζαν, αλλά εκείνη δεν μπορούσε να πει λέξη, γιατί δυνατοί λυγμοί την συντάραζαν αναζητώντας επίμονα διέξοδο στα στεγνά κατακόκκινα μάτια της. - Χριστινάκι! άκουσε πολύ κοντά της μια γνώριμη φωνή, ενώ δύο δυνατά χέρια την τύλιξαν σε μια ασφαλή γνώριμη αγκαλιά. Τι σου συνέβη; Εσύ αιμορραγείς!... - Διονύση, ήρθες! αναφώνησε με πνιγμένη φωνή η γυναίκα και γαντζώθηκε με απελπισία πάνω του. - Σ’ έπαιρνα τρεις μέρες στο κινητό και δεν απαντούσες, άρχισε να της λέει εκείνος ανακουφισμένος σφίγγοντάς την προστατευτικά πάνω του. Ανησύχησα και ήρθα να σε βρω. Είδα τα σχέδιά σου με τις προσωπογραφίες και τα έδωσα στην αστυνομία, δεν ξέρω αν έκανα καλά…. Χριστίνα; έκανε ξαφνιασμένος ο άντρας


Έκπτωτοι

[117]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

νιώθοντας το λεπτό κορμί να τραντάζεται δυνατά ολόκληρο. Τι ακριβώς έγινε εκεί πέρα; Δεν βρήκες τον Παράδεισο; Και τότε εκεί, καταμεσής στη δημοσιά μέσα στην αγκαλιά του Διονύση μετά από πάρα πολύ καιρό, η Χριστίνα αφέθηκε επιτέλους σε ένα γοερό, καταρρακτώδες και απόλυτα λυτρωτικό κλάμα…. Ο Παράδεισος μόλις άνοιγε τις πύλες του….

ΤΕΛΟΣ


[118]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________


Έκπτωτοι

[119]

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας, ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος, καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας. Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!


[120]

Βάλια Καραμάνου

_______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

"Η Χριστίνα, μετά την εμπλοκή της σε ένα θανατηφόρο τροχαίο, αποσύρεται στο απομονωμένο εξοχικό ενός φίλου της στην καταπράσινη Μαψό προκειμένου ν’ αντιμετωπίσει τους προσωπικούς της δαίμονες. Εκεί έρχεται σ’ επαφή με τους κατοίκους μιας μυστικής «αποικίας» στην καρδιά του δάσους, οι οποίοι ζουν φαινομενικά ειρηνικά- σύμφωνα με έναν ιδιόμορφο τρόπο ζωής αφιερωμένο σε μια αλλόκοτη θρησκεία. Κι ενώ η επαφή της γίνεται διαρκώς στενότερη με τους «αποίκους» του «Παραδείσου», στην πορεία τρομερά μυστικά αναδύονται ενσαρκώνοντας τους μεγαλύτερους φόβους της. Αναπόδραστα, η ανάμειξη της Χριστίνας στα άδυτα της «αποικίας» θα αποβεί μοιραία…"

ISBN: 978-618-5147-87-7


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.