Ysterografo Magazine_Issue 120

Page 1


ΣΚΕΨΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΑ



E

D

I

T

O

R

I

A

L

ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ

YΓ. Δεν υπήρξα ποτέ φαν. Δεν θυμάμαι να φόρεσα κονκάρδες, ούτε και να κόλλησα αφίσες στους τοίχους του δωματίου μου. Κατέβηκα στους δρόμους όταν ήμουνα γύρω στα 13, για να συμμετέχω σε μια λαμπαδηφορία ενός κόμματος, μα πιο πολύ μου άρεσε νομίζω η ιδέα πως θα γυρνούσα στις λεωφόρους κρατώντας αναμμένα κεριά παρά το ότι θα υπερασπιζόμουνα τις απόψεις κάποιου πολιτικού αρχηγού, τον οποίο να θαύμαζα. Δεν θυμάμαι να θαύμαζα κανένα. Έκλαιγα και χτυπιόμουν με τραγούδια, αγόραζα δίσκους βινυλίου και μάλιστα τσακωνόμουν με τα παιδιά της γειτονιάς αν τολμούσαν να μου τους γρατσουνίσουν, μ’ άρεσε και το μικρό πικ άπ μας που είχε μια βελόνα, η οποία συνήθως κολλούσε σε ένα στίχο, το ’βλεπα και κάπως σημαδιακό να κολλάει σε μια ατάκα λες και αυτήν έπρεπε εγώ αργότερα να κάνω βιώμα μου. Μα δεν ήταν για χάρη κανενός τραγουδιστή που έγραφα τις ατάκες των τραγουδιών στα ημερολόγια μου (κι αργότερα, για χρόνια πολλά, και στα δημοσιογραφικά μου κείμενα) ούτε και για τη μούρη του, που έψαχνα αγωνιωδώς να βρω το τελευταίο του σινγκλ. Ήταν για να κυλήσουμε ακόμα πιο πολύ μέσα στις καψούρες με τις κολλητές μου, όταν ανάβαμε τα πρώτα μας τσιγάρα κλεφτά πάνω στις ταράτσες των δίπλα πολυκατοικιών και σκοτωνόμαστε ποια θα περιέγραφε πρώτη το πρώτο της φιλί. Ήταν και για να νιώσω - αυτό πολύ μετά και εντελώς συνειδητοποιημένα - πως ανήκω στο γκέτο που γουστάρει το μελό και βρίσκει γοητεία στο παίδεμα και στα ζόρια του μυαλού. Ήταν και γιατί, υπήρξε εποχή που δεν ξέραμε πώς να εκδηλώσουμε την τρυφερότητά μας και έτσι επιλέγαμε να γράφουμε στίχους σε ραβασάκια και να τα ρίχνουμε ο ένας στις τσέπες του παλτού του αλλουνού, σαν μια μυστική συνωμοσία «πως είμαι δίπλα σου, αυτό να το θυμάσαι» και πως «η ευαισθησία μας πάει να πει και δύναμη κάποιες φορές»… Στις συναυλίες πήγαινα πάντα. Δεν με ένοιαζε αν έκανε κρύο ή καύσωνα, ούτε αν θα καθόμουν σε διάζωμα ή σε ένα κομμάτι τετραγωνικό στο γρασίδι της αρένας. Εκείνο που με ένοιαζε ήταν να έχω ένα αρκετά μεγάλο σακίδιο πλάτης για να χωράει τις βότκες που θα κρύβαμε εκεί μέσα, ενώ τις μπουκάλες με το κρασί τις αναλάμβανε η πιο μάγκας της παρέας, που δεν μασούσε μπροστά στον έλεγχο από τους σεκιουριτάδες. Λάτρευα αυτό το σκηνικό. Σκισμένο τζιν, η παρέα σε σειρά, τα κρυμμένα ποτά και τα κρυμμένα βλέμματα, το φεγγάρι και το ξεσήκωμα σε κάθε τραγούδι που έμοιαζε να γράφτηκε γιατί ήθελε κάτι να μας πει προσωπικά και στον καθένα ξέχωρα. Δεν έτρεχα, λοιπόν, στις συναυλίες γιατί ήμουν φανατική με κάποιον καλλιτέχνη, το ’κανα γιατί για μένα έμοιαζε σαν μια περιπλάνηση που μου χάριζε την αίσθηση πως ζω και τυχοδιωκτικά κρατώντας τις παλάμες μου σφικτά ενωμένες με ό,τι ευχόμουνα να κρατήσει για πάντα, σε μια εποχή που το πάντα και το ποτέ ήταν ακόμα γερές αναφορές. Δεν θυμάμαι να έριξα ποτέ κάποιο καβγά για να υπερασπιστώ ένα είδωλό μου ή μια ιδεολογία ή έστω μια τάση της εποχής. Δεν κοντραρίστηκα στο όνομα κανενός και δεν έγραψα το δικό μου όνομα στη λίστα οπαδών του οποιουδήποτε. Δεν ξέρω τι έφταιγε. Αν ήμουν εγώ ή η εποχή που μεγάλωνα, που άρχιζε να ξεθωριάζει τις ιδεολογίες και να απομυθοποιεί την ύπαρξη χαρισματικών στα μπαλκόνια. Που τρύπωνε πίσω από τα μαύρα γυαλιά των σταρ και αποκάλυπτε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους ή που αναγόρευε τον καθένα σε πρότυπο που όμως δεν αφορούσε στο ταλέντο του αλλά στο συναρπαστικό του χτένισμα ή στο στιλιζαρισμένο του αμπαλάζ. Μπορεί και τίποτα από όλα αυτά να μη συνέβαλε, μπορεί η βαθύτερη αιτία που δεν παθιαζόμουν με πρόσωπα ή ομάδες, να ’τανε που η εποχή δεν σου καλλιεργούσε την ανάγκη να ανήκεις κάπου αλλά αντιθέτως σε παρότρυνε να μην ανήκεις πουθενά, από φόβο μήπως τη φας πισώπλατα την ώρα που

κάποιος θα κλωτσούσε το είδωλο από το βάθρο του. Γιατί κακά τα ψέματα, η ισορροπία όλων αυτών των ειδώλων ήταν τόσο εύθραστη, όσο ποτέ άλλοτε. Αρκούσε μόνο ένα δυνατό αεράκι να σηκωνόταν για να τους γκρεμοτσακίσει. Έχω επίσης σοβαρές υποψίες πως αν δεν έμπλεκα τελικά με τα περιοδικά μπορεί και να μπέρδευα τον Ζαν Πολ Γκοτιέ με τον Ζαν Πολ Βαντάμ. Έλα όμως που το ’φερε η μοίρα να αποστηθίζω μάρκες και ονόματα μοντέλων και των γκόμενων των μοντέλων και τις ίντριγκες των σχεδιαστών και τις τάσεις και τις στάσεις και όλα όσα αφορούσαν τον ιλουστρασιόν κόσμο της μόδας. Παρ’ όλα αυτά δεν ήθελα να θυσιάσω καμία από τις φλέβες μου για να αποκτήσω οτιδήποτε είχε επώνυμη υπογραφή έστω κι αν μου το μόστραραν κάθε μέρα στη μούρη μου δεκάδες γκλόσι οδηγίες που ήθελα να μου υποδείξουν το «σωστό» lifestyle. Στο γήπεδο δεν πήγα ποτέ. Αλλά ποτέ. Ούτε και ταυτίστηκα ποτέ με το θέμα ποδόσφαιρο. Η μόνη απεγνωσμένη προσπάθεια που έκανα για να κατανοήσω την ψυχολογία του φανατικού της μπάλας ήταν γιατί ήμουνα καψουρεμένη με έναν γκόμενο, ο οποίος ήταν ικανός να μείνει σπίτι για να παρακολουθήσει ακόμα και αγώνα ποδοσφαίρου μεταξύ βεδουίνων. Η επόμενη φορά που ασχολήθηκα με το θέμα ήταν όταν είδα μια καταπληκτική ημίγυμνη φωτογράφηση του Μπέκαμ στο Vanity Fair και σκέφτηκα πως ίσως αξίζει τον κόπο να μπω πιο βαθιά σε ένα χώρο που βγάζει τέτοια…παιδιά. Μην την παίρνω μακριά τη βαλίτσα όμως. Φαν, επαναλαμβάνω, δεν υπήρξα ποτέ. Δεν είχα εμμονές, δεν έκοβα αποκόμματα και ούτε τα φύλαγα σε μικρά κασονάκια με ειδικές κλειδαριές. Ούτε και άλλαζα πορεία και ζωή για να βρεθώ ξαφνικά στου διαόλου τη μάνα γιατί τραγουδούσε το τάδε συγκρότημα ούτε και ξενύχτησα ποτέ μπροστά σε κάποια πύλη για να προλάβω να πάρω θέση κάτω ακριβώς από την εξέδρα, ώστε να ουρλιάζω μπροστά στο είδωλό μου και να αφήνω τον ιδρώτα μου να πέφτει κάτω από την πατούσα του. Δεν αγόρασα ποτέ το φανελάκι κανενός σταρ, ούτε λιποθύμησα από συγκίνηση μπροστά στη θέα του. Δεν ένιωσα την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει γιατί ξαφνικά βρέθηκε μπροστά μου ο τάδε ή δείνα (κατά τους υπολοίπους) θεός ούτε και έκανα συλλογή με τα σιντάκια ή τα τσιτάτα του. Δεν μου έλειπε το πάθος, έτσι για να εξηγούμαστε. Μου έλειπε το πάθος για ένα είδωλο, μια ιδεολογία, μια ομάδα. Κι αυτό για χρόνια το θεωρούσα σαν ένα ελάττωμα, μια δική μου αναπηρία να ταυστιστώ ή να ανήκω κάπου. Να φανατιστώ και να νιώσω εκείνο το συναίσθημα του απόλυτου παραληρήματος. Δεν ξέρω αν πράγματι μου καταχωρείται σαν ένα είδος ανικανότητας. Εκείνο που ξέρω είναι πως γουστάρω ακόμα να πηγαίνω στις συναυλίες και να μην με νοιάζει το κρύο. Γουστάρω να ζητωκραυγάζω στις κερκίδες για έναν αγώνα σημαντικό. Γουστάρω να ταυτίζομαι με μουσικές έστω κι αν πια δεν ανταλλάζω στίχους σε ραβασάκια με τους κολλητούς. Και σίγουρα γουστάρω να βλέπω αφίσες κολλημένες σε τοίχους δωματίων, έστω κι αν δεν είναι στο δικό μου, με χειρόγραφα αυτόγραφα στην άκρη τους. Γουστάρω λοιπόν να βλέπω αυτό το πάθος που γίνεται ιδρώτας στα γήπεδα και ουρλιαχτά στις συναυλίες, ίσως γιατί όσο τυχοδιωκτικά κι αν έζησα η αλήθεια είναι πως δεν ούρλιαξα ποτέ μου!



Σ

Υ

Ν

Ε

Ν

Τ

Ε

Υ

Ξ

Η


μακιγιάριστη, στα 45, με δύο αυλακιές δεξιά κι αριστερά του στόματος οι οποίες βαθαίνουν καθώς γελάει με τον τρίχρονο γιο της, που βασανίζει ανελέητα τα ντραμς του μπαμπά... Η οικογένεια ζει νομαδικά όταν «η μαμά έχει περιοδεία». Έφτασαν στην Κύπρο μετρώντας ήδη τρεις μήνες μακριά από το σπίτι τους στη Νέα Υόρκη. Εκεί άφησε τα δυο μεγαλύτερα παιδιά της από τον προηγούμενο γάμο της- ένα 14χρονο γιο και μια 12χρονη κόρη. «Είμαι μια τρελαμένη μαμά που προσπαθεί με κόπο να αποφεύγει εκφράσεις του τύπου, στην εποχή μας τα πράγματα ήταν διαφορετικά». Γελάει ξανά. Είναι όμορφη, χωρίς προσπάθεια, λες και δεν έτυχε ποτέ να το προσέξει... Το σώμα της έχει το σχήμα κολόνας -δωρικού ρυθμού αν συνυπολογίσεις τους τετράγωνους ώμους- και τα πόδια της ξεκινούν από το σημείο που οι μεσογειακές γυναίκες συνηθίζουν να αποκαλούν μέση. Θέλει να της εξηγήσουμε πού θα δημοσιευθεί η συνέντευξη. Μας λέει ότι προηγουμένως ήταν στην Αθήνα. Την αποθέωσαν, διαβάζω στις εφημερίδες. Στη Θεσσαλονίκη το κοινό ήταν πιο πεσμένο, μου έλεγε έξω ο πιανίστας με τις ξανθές αναγεννησιακές μπούκλες... Τα τελευταία 25 χρόνια έχει ταξιδέψει παντού ως πρέσβειρα του γερμανικού cabaret και του γαλλικού τραγουδιού, μούσα του Kurt Weill, του Brecht και των μιούζικαλ (έχει βραβευτεί για το Cats, το Cabaret και το Chicago). Φύση ελεύθερη, ασυμβίβαστη, κουβαλάει την επαναστατική αύρα της δεκαετίας του ’70, τα τραύματα του Ψυχρού Πολέμου και τον πολυπολιτισμικό αέρα της σύγχρονης Νέας Υόρκης, μαζί. Στη σκηνή όμως μεταμορφώνεται. Εκεί είναι η Marlene Dietrich και η Sally Bowls, είναι το προαιώνιο θηλυκό, μια ντίβα, μια θεατρίνα, ένα άπιαστο σκηνικό όνειρο, με μια συνταρακτική φωνή που την πετάει στον αέρα σαν πύρινη μπάλα και την ξαναπιάνει με την ακρίβεια του έμπειρου ακροβάτη, για να της δώσει άλλες τρεις στροφές και να την προσγειώσει στα αφτιά του εκστασιασμένου κοινού της. Καταφέρνετε να μαγεύετε το κοινό, ερμηνεύοντας μουσική μιας εποχής που έχει τελειώσει. Πώς επι-

βιώνει ένα είδος που υπήρξε μοντέρνο πριν από 70-80 χρόνια; Αυτό το είδος αφορά ένα συγκεκριμένο κοινό. Ένα κοινό που έχει γνώσεις για την εποχή που γράφτηκαν τα τραγούδια, για τις συνθήκες λίγο πριν από την έλευση των Ναζί. Είναι τραγούδια που όταν επικράτησε το Τρίτο Ράιχ, απαγορεύτηκαν. Ερμηνεύοντάς τα λοιπόν σήμερα, αισθάνομαι ότι κάνω ένα διάλογο με το γερμανικό παρελθόν. Ένα παρελθόν πολύ σύνθετο, που περιέχει μεγάλο πόνο. Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σήμερα που υπηρετούν αυτό το μουσικό είδος, έτσι κατά κάποιον τρόπο συνειδητοποίησα ότι είμαι πρέσβειρά του και αποστολή μου είναι να το κρατήσω ζωντανό και να το φέρω στη νέα χιλιετία. Και πώς το πετυχαίνετε αυτό; Δεν αντιμετωπίζω τα τραγούδια σαν εκθέματα μουσείου. Δεν τα τραγουδάω σαν να είναι αντίκες. Τα παίρνω και τα φέρνω σε μια σύγχρονη διάσταση. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που κολλάνε στο παρελθόν. Είμαι πολύ χαρούμενη που δεν έζησα τότε. Θέλω να ζω ακριβώς εδώ, στο σήμερα. Εκτός από το γερμανικό Μεσοπόλεμο, φέρνετε στη σκηνή και το γαλλικό chanson της εποχής της Edith Piaf... Ναι, έζησα πολλά χρόνια στο Παρίσι και τότε αγκάλιασα αυτό το είδος. Περιέχει μέσα του όλο το γαλλικό ρεαλισμό, την ποίηση, τη λογοτεχνία, την πολιτικο-κοινωνική και φιλοσοφική συνείδηση της Γαλλίας. Το λατρεύω. Η αλήθεια όμως είναι πως και αυτό, αποτελεί επίσης ένα κλειστό κεφάλαιο. Τότε γιατί πιστεύετε ότι αφορούν τόσο πολύ το σημερινό κοινό; Ο λόγος που μιλάνε ακόμη στους ανθρώπους, είναι η μοναδικότητά τους. Έχουν έντονη θεατρικότητα, σκηνικότητα, δηλαδή χρειάζεται κάποιος να σου πει την ιστορία, να την αφηγηθεί στο κοινό. Δεν υπάρχει τίποτα αντίστοιχο σήμερα. Επίσης, οι πολιτικές τους πτυχές, η κωμωδία, το στοιχείο της σάτιρας, που είναι τόσο έντονα σ’ αυτά τα είδη, είναι πολύ επίκαιρα. Η ελευθερία της έκφρασης είναι ένα από τα θέματα που θίγονται, η ελευθερία στον τρόπο ζωής και στις επιλογές του ανθρώπου, τα πολιτικά φαινόμενα της διαφθοράς, της προπαγάνδας, ζητήματα που παραμένουν πολύ φλέγοντα και σήμερα.

Βρίσκετε ομοιότητες, λοιπόν, ανάμεσα σ’ εκείνη την εποχή και στη σύγχρονη; Σίγουρα. Η πολιτική πάντα έχει να κάνει με τη χειραγώγηση της μάζας, την κατάχρηση εξουσίας, το κεφάλαιο. Οι σημερινές πολιτικές μέθοδοι είναι ίδιες μ’ αυτές που ακολουθούνταν πριν από εκατοντάδες χρόνια. Απλώς τα πράγματα σήμερα συμβαίνουν σε μια πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, χωρίς διαφάνεια, με πολύ σύνθετους τρόπους. Ζούμε πράγματι πολύ περίεργους καιρούς. Ποια είναι η σχέση της τέχνης με την πολιτική; Καμία, θα έλεγα. Η πολιτική είναι πάντα συνδεδεμένη με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Η δράση της είναι μαζική και έχει άμεσες επιπτώσεις. Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο τόσο δραστικά. Αυτό που μπορεί να κάνει, είναι να διεισδύει στους ανθρώπους και να τους συγκινεί, ίσως και να τους αλλάζει λίγο σε προσωπικό επίπεδο. Είστε Γερμανίδα, έχετε ζήσει πολλά χρόνια στο Παρίσι, στο Λονδίνο και τώρα στη Νέα Υόρκη, ενώ παράλληλα γυρίζετε τον κόσμο… Πώς αισθάνεστε την έννοια της ταυτότητας; Έζησα τόσα χρόνια στο Παρίσι και ήμουνα πάντα «η Γερμανίδα», έζησα στο Λονδίνο και πάλι ήμουν «η Γερμανίδα» και μετά επιστρέφοντας στο Βερολίνο, δεν ήμουν «αρκετά Γερμανίδα»! Τα στερεότυπα είναι βαθιά ριζωμένα ακόμη μέσα μας. Τι συνιστά την ταυτότητα του καθενός; Είναι η παράδοση, η κληρονομιά χιλιάδων χρόνων ιστορίας, ο πολιτισμός. Φυσικά αν διερωτηθούμε, τι είναι η κληρονομιά αυτή, βλέπουμε πως είναι μια αλληλουχία πολέμων, αιματοχυσίας, φόνων και θρησκείας. Επομένως, είναι καλό να διερωτώμαστε πού και πού, κατά πόσο είναι μια υγιής παράδοση αυτό που κουβαλάμε. Θα πρέπει λοιπόν να την απαρνηθούμε; Όχι, βέβαια. Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με τη μετανάστευση και την αλληλεπίδραση των πολιτισμών στις σύγχρονες κοινωνίες, μας δείχνει το μέλλον. Η δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής και πολυθρησκευτικής κοινωνίας. Θα πρέπει να ανοιχτούμε σ’ αυτό που συμβαίνει, ελπίζοντας πως οτιδήποτε δογματικό όπως ο εθνικός και θρησκευτικός φανατισμός θα μαλακώσουν και οι άνθρωποι θα ζουν με περισσότερη


αποδοχή. Δεν ξέρω πώς θα είναι το μέλλον, πραγματικά, διερωτώμαι. Η Νέα Υόρκη στην οποία ζείτε, σας προσφέρει αυτό το μοντέλο συμβίωσης και ελευθερίας έκφρασης; Η Νέα Υόρκη σπάει αυτά τα δεσμά. Είναι μια πολυπολιτισμική πόλη, φιλελεύθερη, προοδευτική. Γεμάτη από μουσική, από θέατρο. Εκεί οι άνθρωποι δεν ρωτάνε καν από πού έρχεσαι. Θα σας απαντούσα λοιπόν ότι αισθάνομαι Νεοϋρκέζα. Αλλά όχι Αμερικάνα. Προτιμώ να είμαι Ευρωπαία και θέλω να κουβαλάω αυτή την κουλτούρα μαζί μου. Τα παιδιά μου, όμως, θα έλεγα πως είναι πια καθαρόαιμοι Νεοϋρκέζοι. Μερικές φορές σκέφτομαι μήπως θα ήταν καλύτερα να επιστρέψουμε στην Ευρώπη, ίσως στη Βαρκελώνη, αλλά τώρα με τα σχολεία τους είναι αδύνατο. Ίσως σε μια πενταετία που θα έχουν αποφοιτήσει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου, να επιστρέψουμε στην Ευρώπη με τον μικρό. Ασχολούνται καθόλου με τη μουσική τα παιδιά σας; Ο μεγάλος μου γιος είναι πολύ μουσικόφιλος. Παλιότερα έπαιζε τσέλο και πιάνο, αλλά τώρα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, γιατί ανακάλυψε την ηλεκτρική κιθάρα, τη rock και τη σημασία του να είσαι cool. Η κόρη μου έπαιζε βιολί, αλλά επίσης το παράτησε. Έτσι έχει μείνει στο τραγούδι και το χορό, αλλά περισσότερο τα έχει σαν χόμπι. Η δική σας οικογένεια πώς ήταν; Η μητέρα σας ήταν τραγουδίστρια της όπερας; Ναι, μέχρι που απέκτησε τον αδερφό μου κι εμένα και σταμάτησε. Μην φανταστείτε ότι προέρχομαι από μια καλλιτεχνική προοδευτική οικογένεια. Μεγάλωσα σ’ ένα πουριτανικό, πολύ συντηρητικό σπίτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Μιλάμε για ένα στενόμυαλο, μικροαστικό, θρησκόληπτο περιβάλλον. Και γι’ αυτό έγινα μια πολύ δύσκολη έφηβη. Ήθελα να αντιδράσω σ’ όλα αυτά, δεν συμμεριζόμουν καθόλου τις αρχές και τους ηθικούς τους κώδικες. Διάβασα ότι γίνατε μέλος σ’ ένα punk group. Όχι, για την ακρίβεια ήταν περισσότερο funk group. Η μουσική punk δεν είναι μουσική κι εγώ πάντα αγαπούσα την καλή μουσική. Ήμουνα περισσότερο της jazz, της rock. Οι αντιδράσεις μου όμως δεν ήταν εκρηκτικές. Έψαχνα και έβρισκα διέξοδο μέσα από τη μουσική. Εκεί έβρισκα την ελευθερία μου. Δεν χρειαζόταν λοιπόν να ντυθώ πανκ ή να κάνω ακρότητες για να αντιδράσω. Αληθεύει ότι στα 15 σας τραγουδούσατε σε bars; Είχαμε ένα αθώο γκρουπάκι και ναι, κάποιες φορές παίζαμε ροκ και τζαζ μουσική σε διάφορα clubs, αλλά ήμουνα πολύ καθωσπρέπει μαθήτρια. Δεν έχω τίποτα έξαλλο και τρελό να διηγηθώ από την εφηβεία μου, παρόλο που θα ήταν ωραίο να είχα τέτοιες ιστορίες για να λέω! Τελείωσα κανονικά το σχολείο, σπούδασα χορό στην Κολωνία και μετά πήγα για θεατρικές σπουδές στη Βιέννη. Ύστερα από μια 20ετία που διαπρέψατε ως performer, αποφασίσατε να γράψετε τη δική σας μουσική. Ποια ανάγκη σας οδήγησε εκεί; Η ανάγκη να βρω τις δικές μου ιστορίες και τη δική μου φωνή. Έκτοτε περιελάμβανα δικά μου κομμάτια στους επόμενους δίσκους, μέχρι που έφτιαξα το τελευταίο μου άλμπουμ που είναι γραμμένο αποκλειστικά από μένα. Ποιες είναι οι «δικές σας ιστορίες και η δική σας φωνή»; Το άλμπουμ μιλάει για το Βερολίνο και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, μιλάει για την 11η Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, για τη Μέση Ανατολή. Είναι ιστορίες που έχουν επίγνωση της ζωής, πηγαίνουν σε διάφορα μέρη και έχουν πολιτική συνείδηση. Η μουσική είναι πιο σύγχρονη, δεν έχει να κάνει με το θεατρικό τραγούδι. Το άλμπουμ αυτό ήταν η ανάγκη μου να εξερευνήσω αυτή την περιοχή. Και γνώρισε

μεγάλη επιτυχία. Κυρίως, στη Γερμανία, στη Βρετανία, στην Ελλάδα και στην Ισπανία. Σκεφτήκατε τότε, ότι το κοινό σας δεν θα σας ακολουθούσε σ’ αυτό το πέρασμα; Δεν έχει σημασία, ξέρετε, υπάρχουν τόσα πολλά κεφάλαια στην καλλιτεχνική μου εξέλιξη. Στις συναυλίες μου πάντα το κοινό θα ακούει Edith Piaf και Wail και κομμάτια από μιούζικαλ και όλα αυτά με τα οποία με έχει ταυτίσει. Όταν αποφασίζω να κάνω περιοδεία με αποκλειστικά καινούρια κομμάτια, φροντίζω να το ξεκαθαρίσω στο κοινό ώστε να προσέλθουν μόνο αυτοί που πραγματικά ενδιαφέρονται! Σε μια από τις συνεντεύξεις σας λέγατε ότι τα μοντέρνα είδη μουσικής, όπως η Hip Hop, η Pop, δεν είναι τίποτα αν τους αφαιρέσεις το «περιτύλιγμα» της μόδας, του ίματζ, της εικόνας… Ναι, θα έλεγα ότι η μουσική σήμερα είναι ένα διακοσμητικό έπιπλο και πωλείται σαν πακέτο με τη μόδα. Βλέπετε οι pop stars μοιάζουν όλες ίδιες, με extensions, ίδια ρούχα, πλαστικές στη μύτη. Είναι μια ολόκληρη κουλτούρα που πλασάρεται στη νεολαία. Η κόρη μου νομίζει ότι αυτό είναι η μουσική! Υπάρχει μια πολύ ισχυρή δύναμη χειραγώγησης των νέων, η οποία τους καθορίζει τι είναι cool, τι είναι hip, τι είναι σέξι. Και είναι πολύ δύσκολο πλέον για έναν καλλιτέχνη σήμερα, να φτιάξει ένα concept album, με δώδεκα τραγούδια τα οποία θα «διαβάσει» ο ακροατής σαν ένα βιβλίο, σαν μια ιστορία που αφηγείται τη ζωή του, τις εμπειρίες του. Σήμερα ανοίγεις τον υπολογιστή και κατεβάζεις ένα τραγούδι από τον ένα δίσκο, δύο από τον άλλο, τα μεταφέρεις στο i-pod και τα ακούς. Εκτός από αυτήν που ερμηνεύετε στη σκηνή, ποια εποχή σας εκφράζει μουσικά; Η δεκαετία του ’70 υπήρξε ένα σπουδαίο μουσικό κεφάλαιο, πραγματικά νεωτεριστικό, με φρέσκους ήχους, πολιτική συνείδηση, με ανθρώπους που έλεγαν ιστορίες για τον κόσμο τους, για τους πολέμους και για την ειρήνη, είχαν όλοι τους καλλιτεχνική ακεραιότητα. Σήμερα μιλάμε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν γράφεις πια τη μουσική, απλώς κάθεσαι μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και μετακινείς νότες με το ποντίκι σου και το πρόγραμμα θα εγκρίνει αν αυτό που «έφτιαξες», ακούγεται καλά. Το κομπιούτερ σκέφτεται για σένα. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτό είναι εξέλιξη. Απλώς έτσι έχουν τα πράγματα. Σήμερα μπορείς να ηχογραφήσεις τραγούδια με το i-phone σου. Μπορείς να κάνεις plug-in ένα ειδικό πρόγραμμα και να ηχογραφήσεις ολόκληρο άλμπουμ στο δωμάτιό σου. Είναι θαυμάσιο από τη μία γιατί όλοι πια μπορούν να γράψουν μουσική κι αυτό ακούγεται πολύ δημοκρατικό, από την άλλη όμως, είναι μέρος της κουλτούρας μιας χρήσης. Μήπως αυτό είναι η «ασθένεια της εποχής» μας; Θα ένιωθα πολύ γριά αν το έλεγα αυτό, γιατί ακριβώς έτσι μιλάνε πάντα οι προηγούμενες γενιές για τις επόμενες. Είναι όμως πραγματικά περίεργο όλο αυτό που ζούμε. Και τι είναι επαναστατικό σήμερα; Είναι οι επιλογές που κάνει ο καθένας μας σε προσωπικό επίπεδο. Χμ... Θα έλεγα όμως ότι θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους που τα παρατάνε όλα για να βοηθήσουν εκεί που υπάρχει ανάγκη. Για παράδειγμα οργανώσεις όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Άνθρωποι που εγκαταλείπουν όλα τα προνόμια της ζωής στη Δύση γιατί αυτό τους υπαγορεύει η συνείδησή τους. Ναι, θα έλεγα ότι αυτό είναι επαναστατικό σήμερα. Η τέχνη, δεν είναι; Οι μόνοι που μπορούν να διαδραματίσουν το ρόλο του επαναστάτη στην τέχνη σήμερα, είναι οι σκηνοθέτες του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Εκεί γίνονται πραγματικά σπουδαία πράγματα.

Υπάρχουν σίγουρα οι ποιητές, οι λογοτέχνες και ένα θέατρο που μπορεί να αφυπνίσει, αλλά όχι σε τόσο μαζική κλίμακα. Το ανεξάρτητο σινεμά είναι το μόνο που έχει τη δύναμη να πει μια ιστορία, κάτι που δεν κάνει πια το τραγούδι. Η σύγχρονη μουσική είναι τόσο στενά δεμένη με την εμπορικότητα που έχει χάσει τη δύναμή της. Και μάλλον δεν έχει σωτηρία.

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μια κυρία κρατώντας τρεις μαύρες μακριές τουαλέτες φρεσκο-σιδερωμένες στις κρεμάστρες τους. Διαλέγει μία με τιράντες από στρας που ξεκινάνε από το μπούστο. «Είναι ώρα!». Απλώνει τη σκούρα σκιά, παίρνει το σίδερο για τα μαλλιά και ανασηκώνει λίγο τις άκρες, τελευταία ματιά στον καθρέφτη: κόκκινο κραγιόν. «It’s show time!».





τις 28 Αυγούστου το profile μου στο Facebook είχε ως status: «H Μαριάννα αναρωτιέται σε ποιον άγιο πρέπει ν’ ανάψει λαμπάδα για να κληρωθεί η Ανόρθωση στον ίδιο Όμιλο με την Arsenal». Το οποίο προκάλεσε, στη διάρκεια της ημέρας, ένα threat δεκάδων σχολίων από φίλους και γνωστούς, στα οποία απάντησα αργότερα το βράδυ, πως «ήθελα απλά να έρθει η Arsenal στην Κύπρο για να τους δω κι από κοντά». Καπάκι στο update πέφτει τηλεφώνημα από κάποιο φίλο - που ανορθωσιάτης σίγουρα δεν είναι και δεν είμαι σίγουρη αν είναι καν ποδοσφαιρόφιλος. «Καλά ρε συ, θα είσαι με τους Εγγλέζους αντί με την Κύπρο;». «Παιδί μου, Ανόρθωση – Arsenal θα είναι το ματς, για το Champions League. Σύλλογοι θα παίζουνε, όχι οι εθνικές». Ο τύπος δεν έλεγε να καταλάβει. Το είχε πάρει εθνικά το θέμα, με είπε προδότρια, με είπε και κάτι άσχετα που θύμιζαν εποχή δημοψηφίσματος. Δεν καταλάβαινε τον Χριστό του, ώσπου του εξήγησα πως στο θεωρητικό σενάριο (γιατί μέχρι τότε είχε γίνει η κλήρωση και Ανόρθωση και Arsenal έπεσαν σε διαφορετικούς ομίλους) που έπαιζε η Arsenal εναντίον οποιασδήποτε κυπριακής ή ελληνικής ομάδας, δεν υπήρχε περίπτωση να μην υποστηρίξω την ομάδα μου. «Γίνεται η σέντρα», του εξηγώ, «και η μπάλα πάει σε... πες έναν παίκτη της Ανόρθωσης» (λέει ένα όνομα), «αυτός πασάρει στον… πες άλλο ένα», (λέει), «… είδες;», του λέω, «εδώ δεν ξέρω ούτε καν να ονομάσω έναν παίκτη της Ανόρθωσης, πώς εσύ θέλεις να παθιαστώ για εκείνους;». Δεν απάντησε. «Ενώ», συνεχίζω παθιασμένα ενόσω εκείνος μούγκα στην άλλη άκρη της γραμμής, «έχει την μπάλα ο Almunia, θα τη δώσει στον Gallas, εκείνος θ’ αφήσει πίσω τον Touré να καλύπτει την άμυνα και θα πασάρει δεξιά στον Sagna, ο οποίος θα πάρει την μπάλα και θα ντριμπλάρει κατά μήκος της γραμμής κι όταν φτάσει στη σέντρα, θα πασάρει κεντρικά στον Fabregas ο οποίος θ’ ανταλλάξει δυο τρεις μπαλιές με τον Denilson δίπλα του, για να δώσει το χρόνο στον Van Persie να μπει στα καρέ, ύστερα θα δει τον Walcott που φεύγει από δεξιά και τραβάει τους αντιπάλους πάνω του για να ελευθερωθεί ο Nasri απ’ τα αριστερά, ο οποίος θα πάρει την μπάλα και θα βγάλει αμέσως τη σέντρα που θα κάτσει κατευθείαν κεφαλιά στα dreadlocks του Adebayor και να το, το ένα-μηδέν! Κατάλαβες τώρα;». Ευτυχώς κατάλαβε. Η σχέση μου με το ποδόσφαιρο ξεκινά πρώτα από το πάθος μου για την Arsenal. Που κι αυτό δεν ξέρω πότε ακριβώς ξεκίνησε. Δεν ήταν «έρωτας με την πρώτη ματιά» που λένε κάτι σαχλοί για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι υποστηρίζουν ό,τι κι ο μπαμπάς τους. Εγώ μια χαρά ήμουν με το μπάσκετ μου - που σ’ αυτήν την περίπτωση, ορίστε, το θέμα ήταν εθνικό: ήμουν «παιδί του ’87», όταν σήκωσε ο Γιαννάκης την κούπα, την επομένη έβαλα τις αερόσολες και κατέβηκα στο γήπεδο. Κι ακολούθησε μια ζωή με μπάσκετ: έπαιζα στην ομάδα του γυμνασίου, του λυκείου, του πανεπιστημίου, του πρωταθλήματος, πήγαινα στο Λευκόθεο για να δω τα ματς κι όποτε έδειχνε μπάσκετ απ’ ευθείας απ’ την ΕΡΤ, έκρυβα το τηλεκοντρόλ για να μη μου αλλάξουν το κανάλι. Πορτοκαλί ήταν

η μπάλα μου. Τα ασπρόμαυρα οκτάγωνα δεν με συγκινούσαν. Γυρνώντας απ’ τις σπουδές, έπιασα δουλειά, έκανα καινούριο κύκλο, βρήκα καινούριες παρέες. Σε μια απ’ αυτές ήταν και μία τύπισσα, Κύπρια του Λονδίνου, που κατέβαινε στο νησί τρεις μήνες το καλοκαίρι και από ένα μήνα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Το μισό χρόνο εδώ τον έβγαζε δηλαδή (πατριώτισσα) κι όταν ήταν εδώ, μας τραβολογούσε στις μπιραρίες για να δει μπάλα (αλλά πολύ Εγγλέζα σε ορισμένες φάσεις). Εγώ βαριόμουνα τις μπιραρίες, βαριόμουνα και την μπάλα. Συνηθισμένη στο μπάσκετ που επίθεση και καλάθι, επίθεση και καλάθι, το ποδόσφαιρο για μένα ήταν σκέτο μαρτύριο: Ενενήντα λεπτά συν καθυστερήσεις, με είκοσι δύο μαντράχαλους να ζορίζουν πέρα – δώθε ένα τόπι, να παλεύουν μες στη λάσπη σαν γουρούνια, για να βάλουνε ένα γκολ κάπου στα ογδοντατρία λεπτά. Το σκηνικό απείχε πολύ από αυτό που εγώ ονόμαζα «entertainment». Και για να μην καταντήσω αλκοολική γιατί όταν με κουβαλούσε στην μπιραρία, δεν έκανα τίποτε άλλο παρά έπινα για να πνίξω την ανία μου- αυτή η φίλη ξεκίνησε σιγά-σιγά (αυτό που αργότερα μόνη της παραδέκτηκε) πλύση εγκεφάλου: μου μιλούσε, δηλαδή, για την Arsenal (οι Κύπριοι στο Λονδίνο είναι είτε Arsenal είτε Tottenham). Μου έλεγε ιστορίες για το νούμερο 6, που ήταν ο Tony Adams ο οποίος υπήρξε αλκοολικός, έκανε και φυλακή γιατί με τη μέθη του προκάλεσε δυστυχήματα, ύστερα αποφάσισε ν’ απεξαρτηθεί κι όχι μόνο τα κατάφερε αλλά έφτασε να γίνει ο αρχηγός της Arsenal και της εθνικής Αγγλίας, γιατί έγινε πρότυπο επαγγελματία και πρότυπο για τους μικρούς. Κι έτσι είδα το ποδόσφαιρο απ’ άλλη ματιά. Όχι εκείνη του βαρετού ενενηντάλεπτου, αλλά εκείνη του trivial pursuit. Και ρίχθηκα στο διάβασμα: αγόρασα τη βιογραφία του Tony Adams (από τότε οι φίλοι μου όταν δεν ξέρουν τι δώρο να μου πάρουν στα γενέθλια, μου αγοράζουν βιογραφίες ποδοσφαιριστών - έχω ένα ράφι ολόκληρο), άλλαξα το home page στον explorer (από τότε δεν διανοούμαι να ξεκινήσω τη μέρα μου χωρίς να διαβάσω όλα τα τελευταία νέα απ’ το BBC Football) και σε κάθε στάση στο περίπτερο μαζί με τα τσιγάρα αγόραζα κι ένα περιοδικό για ποδόσφαιρο. Με δύο μόνο περιοδικά έχω ιδιαίτερη σχέση: το ένα είναι το Omikron (το οποίο έρχεται στο σπίτι λόγω επαγγέλματος) και το άλλο είναι το FourFourTwo που έρχεται στο σπίτι με συνδρομή κι είναι το μόνο έντυπο που διαβάζω σαν να είναι βιβλίο: ξεκινώ απ’ το εξώφυλλο και το αφήνω κάτω μόνο όταν φτάσω στο οπισθόφυλλο, αφού έχω ξεψαχνίσει την κάθε γραμμή του. Οι φίλοι μου με φωνάζουν «κινητή εγκυκλοπαίδεια του ποδοσφαίρου» γιατί όλα αυτά τα χρόνια έχω μαζέψει στο μυαλό τις απίστευτες (άχρηστες και χρήσιμες) πληροφορίες για το άθλημα, τους ποδοσφαιριστές, τις ομάδες, τις μπάλες, τα παπούτσια, τις φανέλες. Άλλο αυτό με τις φανέλες. Η συλλογή μου με τις φανέλες της Arsenal είναι η πιο πολύτιμη απ’ τις συλλογές μου (δύο συλλογές έχω, αυτή με τις φανέλες και εκείνη με τα FourFourTwo). Κάθε Αύγουστο, πριν ξεκινήσει η σεζόν, μπαίνω στο Ίντερνετ και παραγγέλνω την καινούρια φανέλα. Τι την κάνω; Τη φοράω κάθε φορά που πηγαίνω στην μπιραρία για να δω το ματς - και δεν υπάρχει περίπτωση να παίζει η ομάδα μου και να μην πάω στην μπιραρία. Σε συγκεκριμένη μπιραρία, μάλιστα, όπου μαζευόμαστε πολλοί φανατικοί και που οι ιδιοκτήτες της έχουν φτάσει σε σημείο να μας κρατάνε από μόνοι τους τις ίδιες θέσεις στα ίδια τραπέζια, γιατί έχουν μάθει πως το θέμα έχει καταντήσει ιεροτελεστία. Ξέρουν πως βρέξει-χιονίσει, την ώρα του ματς θ’ ανοίξει η πόρτα και θα μπει το μπουλούκι με τις κόκκινες φανέλες με τα λευκά μανίκια. Αυτή την ιεροτελεστία οι φίλες μου ακόμη δεν την έχουν σταμπάρει στο μυαλό τους. Έχω φάει το απίστευτο βρισίδι γιατί τα Σαββατοκύριακα αντί για καφέ μαζί τους, προτιμώ να πιω μπίρα με τους συν-οπαδούς μου. Και όταν κανονίζουν να πάρουν εισιτήρια για θέατρα, να κλείσουν θέσεις σε συναυλίες, να πάνε για ψώνια στα μαγαζιά και μου το ανακοινώνουν, παίρνουν πάντα την ίδια απάντηση «Δεν μπορώ. Έχει ματς». Και καταλήγουν πάντα στην ίδια αντίδραση: «Είσαι άρρωστη!».


ΦΩΤΟ: ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ


ΚΑΙΤΗ ΔΙΑΚΑΙΝΙΣΑΚΗ / ΣΤΙΛΙΣΤΡΙΑ

Concept/επιμΕλεια/ΚΕΙΜΕΝΟ: ΑντρΕας ΑντωνΙου ΦωτΟ: Charlie Makos ΗλεκτρονικΗ επεξεργασΙα: ΑθηνΑ ΛιΑσκου


ΡΟΔΗ ΗΛΙΑΔΟΥ / ΣΧΕΔΙΑΣΤΡΙΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ



Ένα σόου, μία συναυλία, μία παραγωγή δεν είναι τίποτε χωρίς το κοινό που συμμετέχει σε αυτήν. Βεβαίως όταν σε ένα Ολυμπιακό Στάδιο είναι συγκεντρωμένοι 78.000 άνθρωποι, τότε το «ήμουν κι εγώ εκεί» μπορεί μεν να μην ακούγεται σημαντικό, όμως από την άλλη πλευρά, πόσες φορές συγκεντρώνονται τόσες χιλιάδες σε ένα στάδιο για ένα γεγονός; Αυτή ήταν η τρίτη φορά που προγραμμάτιζα να παρευρεθώ σε ένα σόου της αποκαλούμενης «Βασίλισσας της ποπ» αλλά η πρώτη που κατάφερα τελικά να πάω. Οφείλω να ομολογήσω πως ενώ σχεδόν για τίποτε δεν μετανιώνω, εκ των υστέρων, νομίζω, αισθάνομαι μία στενοχώρια που δεν πήγα στα προηγούμενα. Άκουγα δεξιά κι αριστερά μου κόσμο να συγκρίνει το Sticky and sweet με το Confessions, το Reinvention ή το Girlie και δεν μπορούσα να κάνω τη σύγκριση στο μυαλό μου. Μπαίνοντας στο ΟΑΚΑ περίμενα πως θα ήμουν σαν τη μύγα μες στο γάλα. «Τι δουλειά», έλεγα, «έχω τώρα εγώ στη συναυλία της Madonna και μάλιστα μπρο-

στά μπροστά που θα είναι όλη η πιτσιρικαρία; Όλοι αυτοί ήταν σε υγρή κατάσταση όταν εμείς λιώναμε στα κασετόφωνα το Borderline ή το Like a virgin. Η έκπληξή μου βέβαια ήταν μεγάλη όταν διαπίστωσα πως η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που βρίσκονταν τριγύρω μου, ήταν στις δεκαετίες των -άντα και σαν τις μύγες μες στο γάλα ήταν κανά 2-3 εικοσάρηδες και κανά 2-3 κοριτσάκια κάτω των 20 (το ένα μάλιστα εξ αυτών όπως ακριβώς εμφανίστηκε η Madonna στο «Desperatelly seeking Susan»!) Όλοι μαζί λοιπόν όσοι μεγαλώσαμε (κι όσοι μεγαλώνουν ακόμη) με τη Madonna, περιμέναμε υπομονετικά. Άλλοι από το πρωί κι άλλοι από το απόγευμα. Περιμέναμε μέχρι να πέσει η νύχτα, να αρχίσει η μουσική, να ανάψουν τα αμέτρητα φώτα της σκηνής και να υποβάλουμε τα σέβη μας στη «βασίλισσα», η οποία καθισμένη στο θρόνο της μας προσκαλεί να διαλέξουμε ό,τι γεύση θέλουμε αφού ό,τι και να ζητήσουμε, το έχει (see which flavor you like and I’ll have it for you). Προς στιγμή ένιωσα αυτό το απίστευτο

συναίσθημα της «παγερής» σιωπής ενθουσιασμού. Τη στιγμή που ενώ η Madonna είναι στη σκηνή, αναρωτιέσαι αν είναι αλήθεια. Για τις επόμενες δύο ώρες 78.000 άτομα συμμετέχουν κι είναι μέρος μίας απίστευτης υπερπαραγωγής, προσεγμένης από την πρώτη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Τα σχόλια που ακούω, τις ελάχιστες στιγμές που ο κόσμος γύρω μου δεν τραγουδά και δεν χορεύει, έχουν να κάνουν με την ηλικία της, την απίστευτη ενέργεια που εκπέμπει, το σώμα της που το ζηλεύουμε όλοι, άντρες και γυναίκες. Το πρόγραμμα της συναυλίας της έχει τραγούδια από όλη την πορεία της στη μουσική βιομηχανία με έμφαση βέβαια στο Hard Candy (διότι σκοπός μίας περιοδείας - να μην ξεχνιόμαστε - είναι να πουλήσουμε και cds, όχι ότι έχει ανάγκη προώθησης όταν έφτασε στο νούμερο1 σε χρόνο dt). Και στη διάρκεια των 2 ωρών επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά ένα σχόλιο που κάναμε με κάτι παιδιά που γνώρισα εκεί. «Για 25 χρόνια τώρα, έχουμε γίνει μάρτυρες τρομερών αλλα-

γών. Όταν ακούγαμε το Like a virgin στα κασετόφωνά μας, δεν φανταζόμασταν ότι λίγα χρόνια μετά θα υπήρχαν cds, dvds, internet, iPod κ.λπ. Κι όμως σχεδόν για 3 δεκαετίες τώρα, παλιότερα στις ντίσκο κι αργότερα στα κλαμπ, χορεύουμε στους ρυθμούς της Madonna». Μία λαοθάλασσα χορεύει στους ρυθμούς του Like a prayer σε μία απίστευτη ηλεκτρονική εκδοχή, ένα τραγούδι που το Rolling Stone είχε χαρακτηρίσει «...as close to art as pop music gets». Λίγο πιο δεξιά μου στέκεται μία παρέα Ιταλών που αν πριν τη συναυλία δεν μιλούσαν μεταξύ τους, καθόλου δεν θα ξεχώριζαν από το υπόλοιπο ελληνικό πλήθος. Όπως και η παρέα από το Ισραήλ που στεκόταν λίγο πιο πίσω. Στο τέλος της συναυλίας η εικόνα στα πρόσωπα όλων είναι σχεδόν η ίδια. Ευχαρίστηση κι απόλαυση. Γιατί πέρασες καλά. Γιατί είδες από κοντά ή μακριά, την απόλυτη ενσάρκωση της ποπ κουλτούρας. Γιατί είδες τι σημαίνει υπερπαραγωγή. Διότι επιτέλους κατάλαβες γιατί αυτή η γυναίκα, βρίσκεται στην κορυφή του κόσμου. Γιατί ήσουν κι εσύ εκεί!

ΦΩΤΟ: ΑΝΤΡΕΑΣ ΓΙΟΡΤΣΙΟΣ



ΜΙΜΙΚΑ / ΣΧΕΔΙΑΣΤΡΙΑ ΜΟΔΑΣ

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΣ/ ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ ΜΟΔΑΣ


Ζούσα με τις κουρτίνες κλε έλετε να μου μιλήσετε

τα μάλλον επώδυνα. Μαζί με αυτά, σκόρπιες εδώ κι

για το παρελθόν σας;»,

εκεί, μερικές στιγμές ευτυχίας. Πολύ φευγαλέες. Σαν

τη ρώτησα. Ήταν, θυμά-

βεγγαλικά. Φώτα εκτυφλωτικά, που συχνά αφήνουν

μαι, Απρίλιος του 2004.

εγκαύματα...».

Η γυναίκα που είχα

- «Θα θέλατε να ξεχάσετε το παρελθόν σας;», τη ρώ-

απέναντί μου, δεν θύμι-

τησα.

ζε σε τίποτα τη γυναίκα-μύθο - το sex symbol - της δε-

- «Έχω μνήμη ελέφαντα. Δυστυχώς. Κι αυτή η μνήμη

καετίας του ’60. Πέρασε, βλέπετε, πολύς καιρός από

δεν μου επιτρέπει να κρύψω ούτε καν μικρές λεπτο-

την εποχή του «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», της

μέρειες όσων θα έπρεπε να είχα ξεχάσει. Αναμνήσεις

παγκόσμιας Bardot-λατρείας, των φανατικών θαυμα-

που με καθιστούν σήμερα ευάλωτη γιατί, σε αντίθεση

στών και του ανελέητου κυνηγητού των παπαράτσι…

με όσα ακούγονται για μένα, δεν έχω αποκτήσει σκλη-

Τώρα πια, κάνει περισσότερη παρέα με τα ζώα παρά

ρό πετσί. Αντιθέτως».

με τους ανθρώπους. «Θέλετε να μου μιλήσετε για το

- «Θα μου πείτε, λοιπόν, τι θυμάστε από εκείνη την

παρελθόν σας», τη ρώτησα, γνωρίζοντας πως ακροβα-

εποχή, την εποχή της κινηματογραφικής δόξας, της

τούσα σε τεντωμένο σχοινί. Γιατί, τι σόι ερώτηση είναι

λατρείας»;

αυτή σε μια γυναίκα που λίγο προηγουμένως σου είπε

«....Με συνοδεύει μια δυσβάσταχτη ανάμνηση. Αυτή

πως στη ζωή της έζησε περισσότερο πόνο παρά χαρά,

της στέρησης της ελευθερίας μου. Να με ακολουθούν

πως φοράει μαύρα χειμώνα-καλοκαίρι για να σκέφτε-

παντού οι θαυμαστές. Να τρυπώνουν κρυφά στο σπίτι

ται συνεχώς το θάνατο, το θάνατο που είναι γύρω της,

μου για να αποκτήσουν ένα προσωπικό μου αντικεί-

το θάνατο που είναι μεν τρομακτικός, αλλά επιθυμη-

μενο. Να με κατασκοπεύουν συνεχώς οι κάμερες, σε

τός απ’ όσους αισθάνονται τη ζωή σαν ακραίο πόνο; Κι

βαθμό που να αναγκάζομαι να εγκαταστήσω ακόμα και

όμως, εγώ θέλω να μάθω για την εποχή της λατρείας.

αίθουσα τοκετού μέσα στο σπίτι μου, όταν έρχεται η

Την εποχή των εκατομμυρίων θαυμαστών. Την επο-

ώρα να γεννήσω το γιο μου. Nα με πολιορκούν οι φω-

χή που οι fans πολιορκούσαν το σπίτι της, που τρύ-

τογράφοι μέρα και νύχτα, εγκατεστημένοι γύρω από το

πωναν κρυφά στην αυλή και έκλεβαν προσωπικά της

σπίτι μου, ακόμα και στα δωμάτια της υπηρεσίας. Να ζω

αντικείμενα. Μια εποχή, δηλαδή, που η ίδια -ύστερα

με τις κουρτίνες κλειστές, μέσα στο σκοτάδι. Να μην

κι από μια απόπειρα αυτοκτονίας, μια δραματική προ-

μπορώ να κάνω βήμα, χωρίς τη συνοδεία θαυμαστών

σπάθεια απόδρασης από τον ασφυκτικό κλοιό της δη-

και φωτογράφων. Ούτε καν να πάω για ψώνια, παρά

μοσιότητας- αποδύθηκε. Ακριβώς γι’ αυτό. «Θέλετε

μόνο παραγγελίες μέσω τηλεφώνου. Να μην μπορώ να

να μου μιλήσετε για το παρελθόν σας;», τη ρώτησα.

βγάλω περίπατο το σκύλο μου. Ούτε να συναντήσω κά-

«Φρικάρω με την επιστροφή στο παρελθόν. Ζω μόνο

ποιο φίλο στο δρόμο, χωρίς αυτό να αποτελεί λαβράκι

το παρόν, τη μόνη αληθινή στιγμή, που κι αυτή σύντο-

για «σκάνδαλο» στον Τύπο. Όταν μια φορά ήρθε στην

μα μετατρέπεται σε παρελθόν. Το παρελθόν μου, ξέ-

πόρτα του σπιτιού μου ο πατέρας μου, κρατώντας ένα

ρετε, είναι δομημένο από χιλιάδες μικρά και μεγάλα

τριαντάφυλλο στο χέρι, ξέρετε τι έγραψαν την επομέ-

πράγματα, φτιαγμένα ως επί το πλείστον από γεγονό-

νη; “Τώρα της αρέσουν και οι γέροι” »!


ειστές


να κακόγουστο ανέκδοτο κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό στις ΗΠΑ. Ο Άγιος Πέτρος, στην πύλη του παραδείσου, υποδέχεται τις νέες αφίξεις. Έρχεται η σειρά ενός ψιλόλιγνου, σχετικά νέου, κουστουμαρισμένου μαύρου. ‘Ποιος είσαι εσύ και τι έκανες στη ζωή σου;’ ρωτάει ο πορτιέρης. ‘Το όνομά μου είναι Μπαράκ Ομπάμα και ήμουν ο πρώτος Αφροαμερικανός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής’, απαντάει αυτός. ‘Νο way’, αντιγυρίζει ο Άγιος Πέτρος, ‘αφροαμερικανός πρόεδρος; Στις ΗΠΑ;’. ‘Way’, απαντά με αυτοπεποίθηση ο Ομπάμα. ‘Και πότε βγήκες πρόεδρος;’ απορεί ο Άγιος. ‘Ε, θα ’χει κανά τέταρτο, εικοσάλεπτο...’ υπολογίζει ο Ομπάμα. Ως γνωστόν, κάθε τι το κακόγουστο άλλο δεν κάνει παρά να τραβάει απ’ τα μαλλιά μια άβολη αλήθεια. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δημοσκόπηση που έγινε σε λευκούς Aμερικανούς ψηφοφόρους, 6 στους 100 δεν θα ψήφιζαν ποτέ ένα μαύρο για πρόεδρο της χώρας τους. Αναρωτιέται κανείς πόσοι ακόμα πραγματικά το πιστεύουν αλλά δεν τολμούν να το εκστομίσουν. Ο Μπαράκ Ομπάμα έχει, εκών άκων, χάσει κερδίσει, αναχθεί ήδη σε σύμβολο. Ένας μαύρος Κένεντι, για τους συμπαθούντες, ένας μιγάς Ντένζελ Ουάσινγκτον της πολιτκής, για τους επαγγελματίες κυνικούς. Για τους μαύρους, πάντως, ο Ομπάμα είναι πλέον το role model τους. Χωρίς τον μονομανή φυλετικό ακτιβισμό του Τζέσε Τζάκσον, (ενώ ο ΜακΚέιν αρπίζει, με την πρώτη ευκαιρία, τις ομολογουμένως ευαίσθητες χορδές των ‘veterans’ της υπερδύναμης θεωρώντας πως αυτοί είναι οι ‘όμοιοι και δικοί’, ο Ομπάμα δεν γαργαλάει τις μαύρες μασχάλες περισσότερο απ’ ό,τι τις λευκές), χωρίς την κρυόκωλη, ψαρωτική στρατιωτίλα που εξέπεμπε ο Κόλιν Πάουελ, χωρίς τη στυφή ανοικειότητα της Κοντολίζα Ράις. Κι όμως, ακόμα και οι μαύροι ψηφοφόροι άργησαν να πάρουν μυρωδιά το φαινόμενο Ομπάμα. Όταν ο γερουσιαστής από το Ιλινόις ήταν απλώς ένας ακόμα υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών, δεν είχε ρεύμα στους έγχρωμους συμπατριώτες του - φοβόντουσαν ότι θα τους απογοήτευε. Τώρα τα κόζια άλλαξαν. Σε έρευνα που έγινε πριν από μερικές εβδομάδες, 7 στους 10 αφροαμερικάνους θέλουν ή αναμένουν να κερδίσει ο Ομπάμα τις εκλογές. Οι μειονοτικοί κάθε απόχρωσης, (ισπανόφωνοι, ασιάτες, ανατολικοευρωπαίοι κλπ) βρίσκουν ότι το γενεαλογικό δέντρο του Ομπάμα (ο μαύρος πατέρας του ήρθε στην Αμερική από την Κένυα το ’60 και γνώρισε τη λευκή μητέρα του στη Χαβάη) είναι αειθαλές και αρκετά πλατύφυλλο ώστε να χωρέσουν όλοι στον ίσκιο του. Οι μανάδες τον γουστάρουν επειδή αποφοίτησε από το Κολούμπια και το Χάρ-

βαρντ και υπήρξε καθηγητής νομικής στο Σικάγο. Οι πιτσιρίκες επειδή είναι νόστιμος και φιλομειδής, οι πιτσιρίκοι επειδή (ομολόγησε πως) έκανε χρήση μαριχουάνας και κόκας όταν ήταν ακόμη στο λύκειο. Η ιντελιγκέντσια εκστασιάζεται επειδή είναι πολύ αριστερός (στο ‘πολύ’, βάλτε όσα εισαγωγικά θέλετε, στην Αμερική βρίσκεστε). Ο Ομπάμα αρέσει στους εστέτ επειδή η ρητορική του δεινότητα αντικατοπτρίζει εναργώς την ευφυΐα του. Όσοι έχουν μπουχτίσει με τη θρησκολάγνα, θεοφοβούμενη γη της επαγγελίας, τον πάνε: μεγάλωσε σε μια μη θρησκευόμενη οικογένεια από πατέρα μουσουλμάνο και μητέρα χριστιανή - ο ίδιος είναι μεν χριστιανός αλλά δεν δείχνει να τον πολυνοιάζει. Επίσης, ο μέσος Αμερικανός πατριώτης – θα ήταν ασυγχώρητος πλεονασμός να κολλήσει κανείς το πρόθεμα ‘υπερ-’ στη λέξη ‘πατριώτης’ εφόσον αυτή έπεται των λέξεων ‘μέσος Αμερικανός’- μπορεί να κοιμάται ήσυχος (ο Ομπάμα μπορεί να θέλει την άμεση απεμπλοκή από το Ιράκ, το ίδιο εξάλλου διακηρύσσει ότι θέλει και ο ΜακΚέιν, αλλά επιμένει στην παρουσία αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν, επιθυμεί διακαώς το κεφάλι του Μπιν Λάντεν και την εξάρθρωση της Αλ Κάιντα, είναι σούπερ φιλικός προς το Ισραήλ, δεν αποκλείει αμερικανική επέμβαση σε περιοχές του Πακιστάν, καταφέρεται με σκληρή γλώσσα έναντι της Ρωσίας, θέλει να ξεδοντιάσει τη Βόρειο Κορέα και το Ιραν). Οι πάσης φύσεως underdogs του βγάζουν το καπέλο επειδή καθάρισε με το ‘κατεστημένο’ Χίλαρι και ξεμπρόστιασε τον πολύ Μπιλ Κλίντον. Οι ρομαντικοί τσιμπούν επειδή δεν βολεύτηκε, πρώτος στην τάξη του στο Χάρβαρντ, γαρ, και άρα περιζήτητος, σε κάποια μεγαλόσχημη δικηγορική φίρμα, παίρνοντάς τα χοντρά. Οι αυτοδημιούργητοι, οι αριβίστες και οι νεφελοβάτες πίνουν νερό στο όνομά του αφού ο Ομπάμα αποτελεί την τέλεια, και ίσως τελευταία, ενσάρκωση του Αμέρικαν ντριμ - δεν έχει πλάτες, δεν είναι γόνος, δεν φίλησε κατουρημένες ποδιές. Ναι, αλλά οι υπόλοιποι; Τα συμπλεγματικά, πουριτανικά στρώματα της middle America; Οι βαθύπλουτοι WASPs; Οι πετρελαιάδες καουμπόιδες απ’ το Τέξας; Το φοβικό πόπολο του Νότου; Ο τραχύς, άξεστος redneck; H clueless γιαγιά στη Φλόριντα; Ο γνωστός, μαύρος κωμικός Κρις Ροκ έπιασε τον σφυγμό του νοσούντος Θείου Σαμ: ‘Εμ, ξέρετε,’ είπε σε πρόσφατη συνέντευξη, ‘ο Ομπάμα δεν είναι ο συνηθισμένος μαύρος της γειτονιάς σας. Ήταν έτοιμη η Αμερική να δεχτεί ότι ο μεγαλύτερος παίκτης του μπέισμπολ θα ήταν μαύρος; Όχι, αλλά, τι να κάνουμε, ο Τζάκι Ρόμπινσον ήταν καλύτερος απ’ όλους τους άλλους. Ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν καλύτερος απ’ όλους τους άλλους. Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι καλύτερος απ’ τον

Τζον ΜακΚέιν. Σόρι.’ Ο επίσης γνωστός, αλλά καθόλου μαύρος, κωμικός/τηλεπαρουσιαστής/συγγραφέας/ηθοποιός Μπιλ Μάερ, υπερθεμάτισε: ‘ακόμα και άντρες με λανθάνοντα ρατσισμό, που δεν θα πήγαιναν ποτέ στο κρεβάτι με μαύρη, είμαι σίγουρος πως θα έκαναν μια εξαίρεση για τη Χάλι Μπέρι.’ Εις τας Ευρώπας, πάντως, ο Οσάμα κάνει μπαμ. Όποιος πει ότι οι Ευρωπαίοι σχεδόν πάντοτε επιθυμούν ένα Δημοκρατικό για πλανητάρχη κομίζει, μάλλον, γλαύκα ες Αθήνας, αλλά η συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι Αμερικανόφιλοι πιστεύουν (βαυκαλίζονται;) ότι με την εκλογή μαύρου προέδρου η Αμερική θα κάνει την υπέρβαση, θα γίνει, αίφνης, πιο ανεκτική στο εσωτερικό, πιο μετριοπαθής στο εξωτερικό, θα μετασχηματιστεί από ‘super power’ σε ‘soft power’. Οι Αντιαμερικανοί ευελπιστούν (βαυκαλίζονται) ότι με την εκλογή ενός μαύρου πρόεδρου ο κοινωνικός ιστός θα διαρραγεί και η αυτοκρατορία θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Οι μετριοπαθείς βρήκαν μάλλον την αφορμή που έψαχναν για να αρχίσουν να συμπαθούν ξανά το τέρας εκείθεν του Ατλαντικού ενώ οι παγερά αδιάφοροι προτιμούν, μάλλον, να αδιαφορούν για έναν φαινομενικά κούλ τύπο παρά για ένα εμφανώς απόμαχο γερόντιο. ‘Οι Αμερικανοί είναι από τον Άρη, οι Ευρωπαίοι από την Αφροδίτη,’ έγραψε, παραφράζοντας τον τίτλο γνωστού εγχειρίδιου για βελτίωση των συζυγικών σχέσεων, ο Αμερικανός νεο-συντηρητικός Ρόμπερτ Κέιγκαν. Ενδεχομένως να μην έχει και πολύ άδικο. Πάντως, ο Ομπάμα δίνει, μέχρι στιγμής, την εντύπωση ότι, απ’ όπου κι αν ήρθαμε, Αμερικανοί, Ευρωπαίοι και λοιποί συγγενείς, μπορούμε να συνυπάρξουμε λίγο καλύτερα στον μάταιο τούτο πλανήτη. Τουλάχιστον, έως ότου καταφθάσει χαμογελώντας ο νεκροθάφτης.





πό πότε είσαι fan της Άννας Βίσση; Από το 1997, όταν την είδα για πρώτη φορά στο Ribas. Τη γνώριζα, βέβαια, από παλιά: από το «Ψεύτικα» και το «Φωτιά», από τότε τη θαύμαζα. Τότε, στο Ribas, παρουσίαζε το «Τραύμα», γινόταν ένας χαμός στο μαγαζί, ουρές χιλιομέτρων έξω στο δρόμο, κόσμος που ήθελε να τη δει από κοντά. Εγώ, με μέσον, κατάφερα να βρω τραπέζι και να τη δω από απόσταση αναπνοής. Ήταν μία από τις ωραιότερες στιγμές στη ζωή μου. Για πρώτη φορά όμως γνωριστήκαμε πριν από πέντε χρόνια. -Λιποθύμησες όταν σου έσφιξε το χέρι; Κρατήθηκα. Όταν γνωρίσει κάποιος από κοντά την Άννα, όχι μόνο δεν την απομυθοποιεί αλλά τη βάζει ακόμη πιο ψηλά από εκεί που ήδη βρίσκεται. Είναι τόσο star και τόσο ανθρώπινη ταυτόχρονα που καταφέρνει να σε κερδίσει ακόμη περισσότερο. Της είχα μιλήσει θυμάμαι τότε για το fan club, της είχα εκτυπώσει κάποιες σελίδες για να της τις δείξω, έδειξε ενθουσιασμένη και εκτίμησε


-Έλα τώρα! Μα, δεν έχει ελαττώματα η Άννα! Βρίσκεται 35 χρόνια στο τραγούδι και είναι, κάθε χρόνο, στην πρώτη γραμμή - αν όχι στην κορυφή. Για μένα, φυσικά, βρίσκεται πάντα στην κορυφή! Η Άννα, είναι η τραγουδίστρια-πρότυπο. Καμία δεν μπορεί ούτε θα μπορέσει ποτέ, να τη φτάσει. Θέλω, απ’ εδώ και πέρα, να μένει μόνη της πάνω στη σκηνή -όπου κι αν εμφανίζεται- και να την απολαμβάνω. Είναι θεά! -Είναι και οι φίλοι σου φανατικοί της Άννας Βίσση; Οι περισσότεροι, ναι. Αν σκεφτείς ότι έχω δημιουργήσει προσωπική επικοινωνία με τα παιδιά του Site, τότε μπορώ να σου πω ότι οι περισσότεροι κολλητοί μου ακούνε μόνο Άννα, όπως κι εγώ. -Είναι σημαντικό κριτήριο για σένα, ο άνθρωπος με τον οποίο λες δυο-τρεις κουβέντες παραπάνω από άλλους, να ακούει Άννα Βίσση; Ο «φανατισμένος» δεν έχει αρνητική εξήγηση, όπως ίσως φαντάζεσαι. Ο φανατισμένος δεν αναλώνεται σε άσκοπες κόντρες για να αποδείξει ποιος καλλιτέχνης είναι καλύτερος και ποιος δεν αξίζει. Για μένα, πραγματικός fan είναι αυτός που αγαπάει και σέβεται τον καλλιτέχνη, που εκτιμάει τη φωνή του όπως στην περίπτωση της Άννας- και αναγνωρίζει όλες του τις επαγγελματικές

αυτό που κάναμε με τα άλλα παιδιά. Από τότε έχουμε μία πολύ καλή συνεργασία δημιουργώντας το επίσημο fan club της (το www.fannatics.gr), του οποίου είμαι διαχειριστής. Είμαι μάλιστα υπερήφανος γιατί αυτό το site κατάφερε να γίνει το πρώτο σε επισκεψιμότητα από άλλα αντίστοιχα. -Αυτό τι σημαίνει; Πόσος κόσμος αγαπάει την Άννα! -Γιατί σου αρέσουν τα τραγούδια της; Δίνει ψυχή σε όλα της τα τραγούδια. Κάθε της στίχο τον ερμηνεύει με ένα μοναδικό τρόπο και αυτό καταφέρνει να με αγγίξει. -Δεν θεωρείς ότι θα μπορούσε να πει καλύτερα τραγούδια; Κάθε της τραγούδι το προσεγγίζει διαφορετικά. Κάποιο «ανάλαφρό» της, για παράδειγμα, εγώ θα το ακούσω όταν θα βγω για να διασκεδάσω ή για να χορέψω. Μία μπαλάντα μπορεί να την ακούσω μόνος στο σπίτι, βυθισμένος στις σκέψεις μου. -Ποια είναι τα ελαττώματα αυτής της καλλιτέχνιδος; Δεν έχει ελαττώματα!

κινήσεις ως σημαντικές. Δεν θα αποτελέσει κριτήριο για μένα αν κάποιος ακούει την Άννα ή όχι για να γίνει φίλος μου. -Έχεις ουρλιάξει για την Άννα; Έχεις κρατήσει πανό με το όνομά της; Και όχι μόνο. Εγώ δίνω τον παλμό. Κρατάω τον τηλεβόα και δίνω το σύνθημα «Άννα ζούμε για να σ’ ακούμε», ώστε να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι, με τους οποίους ήδη γνωριζόμαστε από κάποια events στα οποία μιλάμε για την Άννα, ανταλλάσσουμε απόψεις -για την πορεία της και για ό,τι συμβαίνει. Θέλω να τους συσπειρώσω, να είμαστε μία πολύ ωραία παρέα. -Πώς είναι η καθημερινότητά σου, πέραν της ενασχόλησής σου με τη Βίσση; Έχω τελειώσει μηχανολογία και έχω αναλάβει το τμήμα παραγωγής και διαχείρισης ποιότητας σε μία επιχείρηση ηλεκτρολογικού υλικού. Παράλληλα, συμμετέχω σε ραδιοφωνική εκπομπή στον Κλικ 97.5 Fm, μία φορά την εβδομάδα, κάθε Παρασκευή. Τα απογεύματα, βγαίνω με φίλους ή διαχειρίζομαι το fan club της Άννας. Κάποιες φορές οργανώνω και meetings με τους φανατικούς για να έρθουμε πιο κοντά. Η ζωή μου είναι πολύ «κανονική», απλώς υπάρχει σε αυτήν και το fan club. -Σουρεαλιστικό είναι και το όνομά σου, ίδιο με του σπουδαίου λαϊκού μουσικοσυνθέτη. Είναι μία απλή συνωνυμία με τον σπουδαίο μουσουργό. Το μόνο που μας συνδέει, είναι ότι έχω καταφέρει και εγώ να γράφω κάποιους στίχους και μουσική, ενώ σύντομα θα κυκλοφορήσει και το πρώτο μου τραγούδι από το συγκρότημα «Ηθικόν ακμαιότατον». -Τι λέει ο στίχος που έγραψες; Το τραγούδι λέγεται «Δεν ήξερες πού έμπλεκες» και ο στίχος λέει «Δεν ήξερες πού έμπλεκες, σε έβλεπα που γελούσες». Θα σ’ αρέσει. -Είδε στίχους σου η Άννα Βίσση; Όχι ακόμη. -Μιλάτε στο τηλέφωνο; Ναι, αμέ! Προσπαθώ, βέβαια, να μην την ενοχλώ γιατί καταλαβαίνω ότι είναι πιεσμένη –ειδικά τώρα με τη δημιουργία του δίσκου που περιμένουμε όλοι με ανυπομονησία να κυκλοφορήσει. -Έχεις πάει και στο σπίτι της; Ναι. Για να της αφήσω κάποια πράγματα. Απλώς, δεν θέλω να αισθάνομαι ότι παραβιάζω την προσωπική της ζωή. Θέλω να υπάρχει επικοινωνία στα θέματα που συνεργαζόμαστε -είτε μέσω τηλεφώνου είτε μέσω email. -Νομίζεις ότι σε πέντε χρόνια, στα 30 σου, θα συνεχίζεις να έχεις την ίδια λατρεία για την Άννα Βίσση; Αυτό είναι δεδομένο! Ίσως να έχω αποσυρθεί από το fan club, γιατί φαντάζομαι ότι θα μεγαλώσουν και οι υποχρεώσεις μου. Η αγάπη όμως και η λατρεία μου για την Άννα δεν θα χαθούν ποτέ. Η γυναίκα αυτή μου έχει δώσει πάρα πολλά για να τα διαγράψω. Με το «Είσαι» ερωτεύτηκα, με το «Δεν θέλω να ξέρεις» ξεπέρασα ένα χωρισμό. Αυτά δεν μπορώ να τα ξεχάσω.


Η Χαρά Κολαΐτη είναι μία νέα Ελληνίδα καλλιτέχνις, η οποία χρησιμοποιεί τις γνώσεις και τα ταλέντα της σε ένα άρτια ενορχηστρωμένο «one woman show», που αποτελεί και την πτυχιακή της εργασία. Η Χαρά, επινοεί και κατασκευάζει τη λαϊκοπόπ τραγουδίστρια Άννα Γούλα (με μεγαλύτερό της σουξέ το «Τα πίνω όλα») και κάνει εξαρχής σαφή τη θέση της και την άποψή της για τη σημερινή τηλεόραση και το lifestyle. ΓΕΝΝΗΣΗ - ΠΡΟΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Αιγάλεω. Πήγα σε δημόσια σχολεία, δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο, τα παιδικά παιχνίδια και οι πρώτες παρέες ήταν εκεί. ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ Απλά υπέροχα, με ατελείωτο παιχνίδι και γενικά αν μου ζητούσαν να τα περιγράψω με μια λέξη, θα ζήταγα να μου επέτρεπαν να χρησιμοποιήσω δυο λέξεις κι αυτές θα ήταν οι εξής: «φιρούλι-φιρουλό». ΠΑΙΔΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ Τα παιδικά όνειρα είναι πάντα μες στην ψυχεδέλεια. Είναι οι εποχές που θες να γίνεις τη μία μέρα οδηγός λεωφορείου (αστικών συγκοινωνιών δημόσιου συμφέροντος) και την επόμενη πρωθυπουργός. Μέχρι στιγμής βέβαια δεν έχω κάνει τίποτα απ’ τα δύο, αλλά πιστεύω πως το επάγγελμα του βουλευτή, είναι πολύ καλή καβάτζα για τα γεράματα και μάλιστα χρειάζεται και ταλέντο για να «βολεύεις» τον κόσμο. Αυτό νομίζω πως χρειάζεται να το έχεις λίγο έμφυτο, αλλά μαθαίνεται κιόλας με τις κατάλληλες παρέες. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ Αυτό το διάστημα εξασκώ το επάγγελμα του ανθρώπου για όλες τις δουλειές και τα τελευταία 26 χρόνια της ζωής μου με συντηρούν, καθότι το σάπιο κατεστημένο της χώρας μου φέρεται βάναυσα στους νέους καλλιτέχνες που τολμούν να θέλουν να ορθοποδήσουν και να ζήσουν από την ποταπή τους τεχνίτσα διατηρώντας και την αξιοπρέπειά τους μαζί. ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ Αντικειμενικά μιλώντας πάντα, μετρώντας με βάση την «ανταπόκριση» και την «αγάπη» του κοινού, η «μεγαλύτερη επιτυχία» (αν τώρα μπορούμε να το αποκαλέσουμε επιτυχία αυτό το πράγμα -προσωπικά μπορώ να το χαρακτηρίσω τραγωδία) είναι η δημιουργία του μεγαλύτερου τσόκαρου: της Άννας Γούλα. ΤΥΧΗ Ή ΤΑΛΕΝΤΟ; Κοίτα, εγώ ήμουν πολύ μεγάλο ταλέντο πριν γεννηθώ, μετά τη γέννησή μου το ’χασα λίγο. Αν θες το μυστικό της επιτυχίας πάντως, τα «μεγάλα ταλέντα» (βλ. Νουρέγιεφ, Μαρία Κάλλας) λένε πως το μυστικό είναι η σκληρή δουλειά και η εξάσκηση σε καθημερινή βάση. ΕΠΙΤΥΧΙΑ- FAN CLUB Η επιτυχία με έχει αλλάξει προς το καλύτερο! Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σας πω πως ψήλωσα, πήρα τουλάχιστον 3 πόντους. Από 1,62 έχω πάει 1,65. Τα μαλλιά μου μάκρυναν απότομα μέσα σ’ ένα βράδυ, έγινα ξαφνικά «γοργόνα»! Άλλαξε το χρώμα των ματιών μου: Έγινε τιρκουάζ, σαν τη θάλασσα του Αιγαίου μας. Το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζω με αυτήν την κατάσταση, είναι με αυτά τα καινούρια διαβατήρια και τις ταυτότητες. Πρόσφατα μου ’καναν και μήνυση για ψευδή στοιχεία κι έχω δικαστήρια. Δεν βαριέσαι όμως, μπρος στα κάλλη... ...Έχω και πολλούς αυτόπτες μάρτυρες και θα δικαιωθώ. Όσο για το fan club, αυτό είναι της Άννας. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΧΡΗΜΑ Η σχέση μου με το χρήμα είναι μαγική. Όποτε το ’χω, εξαφανίζεται. Είναι καλή φάση όταν σε πληρώνουν καμιά φορά μετά από κάποια δουλειά, η ψυχή της μάνας μας έχει ήδη αγιάσει! ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ - ΠΑΙΔΙΑ - ΑΡΧΕΣ Η οικογένεια μπορεί να είναι καταπληκτικό πράγμα άμα γίνει σωστά, ενώ με μία σειρά κακών επιλογών εφιάλτης για όλα της τα μέλη. Ωστόσο, άμα κάνω παιδιά, θα τους δώσω και αρχές και μέση και τέλος! ΟΝΕΙΡΑ-ΜΕΛΛΟΝ Να μη βάζω ανοιχτόχρωμες σκιές στα μάτια μου, γιατί τα κάνει, λέει, να φαίνονται κάπως πρησμένα και να προτιμώ τους γκρι συνδυασμούς. Αυτό μου το χε πει μια θεία μου κάποτε που δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη του μακιγιάζ!

| ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ / ΦΩΤΟ: Charlie Makos / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ


Η Άννα Γούλα είναι η λαοφιλής τραγουδίστρια με τα στρας και τα ψηλά τακούνια της, που πονάει την Ελλάδα, προσεύχεται γι’ αυτήν στην Παναγιά, τραγουδάει γι’ αυτήν με ουίσκι και καπνό και με φόντο -πάντα -το γαλάζιο και το λευκό της πατρίδας κατεβαίνει μέχρι και στις εκλογές, χωρίς όμως ποτέ να ξεχνάει από πού ξεκίνησε. Για τις ανάγκες της συνέντευξής μας, η Άννα Γούλα ζήτησε να μου αποστείλει η ίδια τις απαντήσεις της. Με τον δικό της -ιδιαίτερο- γραφικό χαρακτήρα και γραμματικές γνώσεις. ΓΕΝΝΗΣΗ - ΠΡΟΕΦΗΒΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Γενηθηκα στην Αιγαλεαρα. Εκει πιγα δημοτηκο και γειμνασιο. Μέχρι δευτερα. Υστερα βαριομουνα, γιατι ξερεις μορε, στο σχολιο ειναι μικρα τα διαληματα, πρεπει να ξιπνας νορισ το προι και δεν προλαβενα να βαφτο κιολας. Ενο στα καφε αραζεις οση ορα θες, δε χριαζετε να ξιπνας νορις και το μεσιμερακι σκανε και ολοι οι φιλες σου απ το σχολιο και τα λεμε κατευθιαν χορις διακωπες. Εξαλλου το σχολιο δεν με πηγενε κιολας, ειναι να το χεις! ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ Τα παιδικα μου χρονια τα θιμαμε ομορφα και δυσκολα. Οι γινεκες ειναι πολι ανταγονιστικα πλασματα κι αυτο το ενιοσα απο τιν πεδικι μου ιλικια. Στο σχολιο, στι γητονια, απο δασκαλες μεχρι συμαθιτριες εσθανομουν τι ζιλια τους. Τα πιγενα ομος καλα με τα αγορια που παντα μου γλικομιλαγαν και οι δασκαλη μου και νομιζο οτι και αυτο ιταν ενας λογος που μεγαλονε τι γινεκια ζιλια απεναντι μου. Δε με νιαζει ομος, γιατι εγο εβγενα με τιν παρεα του αδερφου μου που με γουσταραναι και ιταν και γαμο τα ατομα. ΠΑΙΔΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ Τα πεδικα μου ονειρα ξεπερνουσαν το μιαλο στο πεδιον τις ιλικιας μου, γιατι ιμουν πολυ εξιπνι και πολυ μπροστα για τιν εποχι μου. Εξαλου μου το λεγανε και οι φιλοι του αδερφου μου. Δεχτικα μεγαλο πλιγμα με διο γεγονοτα που με σιγκλονισαν στα πεδικα-εφιβικα μου χρονια: Το θανατο τις Ριτας Σακελαριου και της Μελινας Μερκουρη. Ολη η Ελλαδα ιταν σιγκλονοσμενι και τοτε κατι εγινε μεσα μου και ειπα «Αννα, εσυ πρεπι να καλιψης το κενο που αφισαν αυτες οι δυο μεγαλες κιριες! Τοσο στο τραγουδι οσο και στον πολιτισμο!». Αυτα ελεγα τοτε στους φηλους μου και στις παρεες μου, κι αυτοι μου λεγαναι «Αννουλα, εισε γαμο τα ατομα!». Η αλιθια εινε ομος οτι απο αυτα που ελεγα, πιστευα οτι ειμε φτιαγμενι για κατι ανοτερο, στα ορια του θεικου που δεν μπορεις να το παραγραψεις. Ε συγνομι, περιγραψω ιθελα να πο. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ Επαγγελμα; DIVA. Μ’αυτο το επαγκελμα κερδιζο τιμια το ψομι μου. Και για κατι παραπανο τα Σαββατοκιριακα κανο και λαιφ-σταιλ. Επισις τον ελευθερο χρονο μου ασχολουμε ερασιτεχνικα με τιν φηλανθροπια, τα φηλανθροπικα γκαλα και τις πιλατες. ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ Ο κοσμος με σταματαη στο δρομο και μου λενε: «Άννα μπραβο! Αννα μπραβο! Το “τα πηνο όλα” εινε καταπλικτικο!». Εγο ομος νομιζο οτι ειμε για παραπανο. Και να σας πο και κατι μεταξι μας, η μεγαλιτερι επητιχια εινε οτι ασχολουμε με το τραγουδη κι ετσι παη μπροστα ι μουσικι και ο πραγματικος κερδισμενος εινε το ιδιο το τραγουδι. ΤΥΧΗ Ή ΤΑΛΕΝΤΟ; Απλα πολυ μεγαλο ταλεντο. Αννα δε γηνεσε, γενιεσε. ΕΠΙΤΥΧΙΑ- FAN CLUB Να σου πο κατι αγορι μου; Η Αννουλα ιτανε παντοτε ι ιδια, απλος τορα δικεοθικε. Οσο για το φαν κλαμπ αυτι με καταλαβαν προτοι, εινε γαμο τα πεδια και τους αγαπαο. Φιλια στο φαν κλαμπ μου, φιλια. Φιλια, Ανναγουλακια! ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΧΡΗΜΑ Τι δοξα πολι εμισισαν, το χριμα κανις. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ - ΠΑΙΔΙΑ - ΑΡΧΕΣ Θελο πολι να κανο ικογενια αλλα δεν προλαβενο τορα. Παντος αμα κρινο απο τιν ανατροφι που εχο δοσει στο κανισακι μου και στο τσιουαουα και με τα πεδια μου θα τα παο περιφιμα. Θα μεγαλοσουν με Χριστιανικες αρχες, θα εχουν απο μικρα πνευματικο οπος κι εγο, για να μαθουν απο τιν κουνια το σεμνα και ταπινα. ΟΝΕΙΡΑ-ΜΕΛΛΟΝ Με τρομαζι πολι το μελλον γιατι εχο ακουσι οτι το 2012 θα ερθι ι σιντελια του κοσμου. Εγο βεβεα προσευχομε και παρακαλαο τον Κιριο να μιν ερθι το 2012, να το πιδιξουμε και να παμε κατευθιαν στο 2013, αλλα δεν ξερο αμα εινε Χριστιανικο. Καλιτερα επισις εινε να ερθι ι σιντελια το 3012 που δε θα ζουμε κιολας. Αστ το αυτο, παμε σ αλλι εροτισι κι εγο θα παρο τιλεφονο τον πνευματικο μου να δουμε αν γινετε.


R

E

A

L

S

T

O

R

I

E

S

ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το εξώφυλλο είναι φωτογραφία του Πόλυ Πεσλίκα

ΥΓ. 19/10/08

ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ ΕΚΔΟΤΗΣ-ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΤΤΙΧΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ ART DIRECTOR ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΤΤΙΧΗ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΛΕΝΑ ΠΑΡΠΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΜΙΑ (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ) ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ

ΕΦΗ ΣΑΡΡΗ α με κάνεις επίτιμο πρόεδρο στο fan club σου; Είσαι ήδη! Μου φαίνεσαι πολύ ενδιαφέρων τύπος και, είμαι βέβαιη, θα ασχολείσαι πολύ με αυτό. Σε χρίζω από τώρα. -Είσαι καψούρα αυτή την περίοδο; Όχι, βέβαια! Στην ηλικία μου δεν κάνει να καψουρεύομαι. Τώρα, το μόνο που με απασχολεί, είναι η «δίκη της Νυρεμβέργης», η δικαστική μου διαμάχη με τον Λάκη Λαζόπουλο. Η καθημερινότητά μου παραμένει πολύ χαλαρή: Κάνω ό,τι μου κατέβει! Αποφεύγω κάθε είδους τηλεοπτικές κάμερες και κάθε είδους συνεντεύξεις. Είσαι ο πρώτος στον οποίο σπάω τη σιωπή μου μετά την κυκλοφορία του καινούριου μου cd με τίτλο «Οι δικηγόροι». -Ποιο είναι το ωραιότερο που σου έχει συμβεί στην πίστα; Το ωραιότερο που θυμάμαι, είναι να έχει η πίστα χρώμα γυαλιστερού μαύρου και μετά από τρία σουξέ μου - καρασουξέ της εποχής- αυτή να γίνει λευκή. Από τις γαρδένιες. Αυτό είναι ένα πολύ ωραίο εφέ, θα το ζήλευε και η Madonna. -Πήγες στη συναυλία της;

30

Όχι, πάσχω από αγοραφοβία, όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Κάθε star έχει τις φοβίες της, εγώ έχω χιλιάδες. -Παίρνεις ακόμη αντικαταθλιπτικά; Όχι. Τα έχω κόψει. Δεν είναι ότι είμαι χαρούμενη, απλώς είμαι normal, ευάερη και ευήλια. Η ζωή προχωρεί. -Τι διαβάζεις αυτή την εποχή; Αρχαίους και νεότερους φιλοσόφους. Τώρα διαβάζω ξένους φιλοσόφους που ασχολούνται με την εσωτερική διάθεση και σκέψη: Τον Τόλε και τον Δαλάι Λάμα, για παράδειγμα. Θρησκεία για τον καθέναν είναι ό,τι πιστεύει ο καθένας μέσα του. -Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σου σουξέ από όσα έχεις πει; Το «Στα κρεβάτια τα ξένα θα ονειρεύεσαι εμένα!». Ήταν ένα πολύ ωραίο τραγούδι, ποιοτικό και έντεχνο, για τον έρωτα στις ακραίες του διαστάσεις. Όπως, δηλαδή, πρέπει να είναι ένας αληθινός έρωτας: Καταστροφικός και ακραίος. Τα «κανονικά» δεν τα μπορώ, με κάνουν να πλήττω. -Σέρνονται ακόμη οι άντρες για πάρτη σου; Δεν αναλύω ποτέ τον εαυτό μου και δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με αυτό. Απλώς συμβαίνει.

-Ποια είναι η μεγαλύτερη ζημιά που έχει κάνει άντρας για σένα; Να αυτοκτονήσει! Τι καλύτερο; Και μόνο ένας; Πολλοί. -Έκλαψες όταν το έμαθες; Τους πένθησες; Δεν κλαίω ποτέ για άντρες, μωρό μου! -Τι θα κάνεις σε λίγο; Έχω έρθει επίσκεψη σε μία φίλη μου. Αγαπάω πολύ και αυτήν και τα παιδιά της, αλλά και τον άντρα της ο οποίος τυγχάνει να είναι και ο πρώην άντρας μου. -Μ’ αρέσει το σουηδικό πρότυπο που έχεις υιοθετήσει. Δεν έχω απλώς επαφές με τον πρώην σύζυγό μου, έχω στενές επαφές μαζί του αλλά και με όλη του την οικογένεια. Οι σχέσεις των ανθρώπων δεν φθείρονται με τα χρόνια, το αντίθετο: Συσπειρώνονται και φουντώνουν! -Τι θα σε φούντωνε ερωτικά αυτή την περίοδο; Ένας καινούριος γκόμενος. Παλιά πίστευα στις προδιαγραφές αλλά, τελικά, δεν υφίστανται. Θέλω να έρθει ένα ωραίο τεκνό και να με εκπλήξει. -Ποιο είναι το είδωλό σου; Δεν μπορώ να με αναλύσω, αγοράκι μου…

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΜΑΡΙΝΑ ΣΙΑΚΟΛΑ ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ CHARLIE MAKKOS ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΤΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ OMAΔΑ ΑΝΤΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΟΛΥΣ ΠΕΣΛΙΚΑΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΤΑΠΑΣ ΜΟΝΙΜΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΡΑΒΑΛΗ ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΤΖΑΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΜΑΣΟΥΡΑ FILEP MOTWARY ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΠΑΡΣΗΣ ΑΛΕΞΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΥΜΑΖΗΣ ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΕΛΛΑ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΑΡΙΑ ΖΕΡΒΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΑΠΑΤΑΗ ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΙ ΧΡΩΜΑΤΩΝ & ΕΚΤΥΠΩΣΗ: PROTEAS PRESS LTD Σε σαυτό το τεύχος συνεργάστηκαν δημιουργικά οι:

Ute Lemper Τώνια Σταυρινού Μαριάννα Καραβαλή Αντρέας Γιόρτσιος Θανάσης Φωτίου Άκης Πάνου Χαρά Κολαΐτη (άλλως Αννα Γούλα) Άννα Λιάσκου Καίτη Διακαινισάκη Ρόδη Ηλιάδου Δημήτρης Ζαφειρίου Λευτέρης Γιαννίκος Μιμίκα

Μας ενδιαφέρουν τα δικά σας Υστερόγραφα. Οι δικές σας ιδέες για θέματα και οι δικές σας απόψεις. Τα περιμένουμε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: eleni.xenou@phileleftheros.com




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.