Μίλα μου, γρήγορα

Page 1





ΜΙΛΑ ΜΟΥ, ΓΡΗΓΟΡΑ

[νουβέλα]


Μίλα μου, γρήγορα Copyright © Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης Θεσσαλονίκη | Ιούνιος | 2015 e-mail: sokrates_t@hotmail.com Σελίδα: www.facebook.com/tselesok



Χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές (CC BY-NC-ND 4.0)




Αφιερωμένο σε όσους επιμένουν να ονειρεύονται σε πείσμα ακόμη και του κακού τους εαυτού


Μέρος Πρώτο

Η πρόκληση


Μίλα μου, γρήγορα

Έ

1

χει πολλή φασαρία εδώ, του είπε εκείνη αν και αυτό δεν αντιπροσώπευε την αλήθεια.

- Και πού δεν έχει εδώ μέσα, ρώτησε με νόημα εκείνος. - Έλα μαζί μου, του απάντησε καθώς τον έπιασε από το χέρι. Στη βεράντα θα υπήρχε ακόμη κόσμος σκέφτηκε και τον οδήγησε στο μπάνιο. Περίεργο μέρος, αλλά εκεί θα ήταν απομονωμένοι. Καθώς περνούσανε και οι δύο την πόρτα, εκείνη προσπάθησε να την κλωτσήσει για να κλείσει, αλλά αστόχησε την ίδια στιγμή που εκείνος την φίλησε όπως δεν είχε ξαναφιλήσει ποτέ στη ζωή του. - Συγνώμη αλλά έπρεπε. - Μη ζητάς. Είναι όμως λίγο μπερδεμένα τα πράγματα στη ζωή μου. - Και στη δικιά μου, αλλά ίσως να μπορεί ο ένας να βοηθήσει τον άλλον. - Ίσως, του απάντησε εκείνη και αναζήτησε το στόμα του. Η αγκαλιά του, το χάδι του, η ανάσα του σκέπαζαν στοργικά ανοιχτές πληγές. Έτσι

πέρασαν

τις

υπόλοιπες

στιγμές

μέχρι

να

ξημερώσει. Μπροστά από το πλυντήριο. Με την πόρτα ξεχασμένη ανοιχτή. Χωρίς να δουν τα μάτια που τους κοιτούσαν... *** Ήταν από εκείνα τα απογεύματα που ο Ήλιος χαρούμενα κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα, λίγο να ξαποστάσει. Την


2

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τελευταία εβδομάδα είχαν επικρατήσει άστατα καιρικά φαινόμενα στην πόλη, και η Ψυχή είχε την ευκαιρία να παραμείνει στο διαμέρισμα που νοίκιαζε. Ένας χώρος τρία επί τρία ήταν το δωμάτιο της. Η ξύλινη πόρτα με πλήρες άνοιγμα ακουμπούσε πάνω στο γραφείο του υπολογιστή της, απέναντι από το οποίο υπήρχε ένα μονό κρεβάτι. Το σπίτι είχε ακόμη μία ευρύχωρη σαλοκουζίνα, άλλο ένα δωμάτιο -που χρησίμευε ως ξενώνας-, ένα μπάνιο, και μία μικρή «αυλή» – τον ακάλυπτο. Οι τοίχοι του σπιτιού ήταν βαμμένοι σε λιλά αποχρώσεις, ενώ στα πλακάκια του μπάνιου απεικονιζόντουσαν παραστάσεις με γοργόνες και διάφορα άλλα μυθικά πλάσματα της θάλασσας. Εκείνο το απόγευμα όμως, λίγο μετά τις οχτώ, η Ψυχή ήταν έτοιμη να πάρει το κόκκινο ποδήλατό της, αυτό που είχε κερδίσει έπειτα από μία κλήρωση ενός εστιατορίου «γρήγορης φυγής», όπως τα αποκαλούσε, και να

ξεχυθεί

σαν

σίφουνας

στους

δρόμους

της

Θεσσαλονίκης. Τι τύχη ήταν και εκείνη, να βγει νικήτρια σε διαγωνισμό που έκανε ένα από τα πιο πολυσύχναστα καταστήματα ταχυφαγίας, με εκατοντάδες συμμετοχές σίγουρα. Και τι εύνοια της τύχης! Είχε ξεχάσει να πάρει από το ταμείο τη φόρμα συμμετοχής, ωστόσο χωρίς να είναι υποχρεωμένη η σερβιτόρα την βρήκε στο τραπεζάκι της και την ενημέρωσε για τον διαγωνισμό με έπαθλο ένα ποδήλατο. «Άμα σε θέλει η τύχη ρε παιδί μου, τα πάντα είναι πιθανά», αυτή έγινε η αγαπημένη της φράση, που


Μίλα μου, γρήγορα

3

ίσως και να είχε μία μεγάλη δόση αλήθειας για το πώς λειτουργούν τα πράγματα σε καθημερινή βάση. Αν σε θέλει η τύχη τα πάντα είναι πιθανά. Ή σχεδόν τα πάντα. Σίγουρα όμως, χωρίς τύχη όλα θα φάνταζαν απίστευτα δύσκολα. Η τύχη σε θέλει όσο την θέλεις. Και τί γίνεται με τις λεγόμενες ατυχίες; Ε, δεν γίνεται κάθε μέρα να τρέχεις πίσω από την τύχη σου! Μερικές φορές θα πρέπει

να

βασιστείς

πάνω

σε

αυτά

που

έρχονται

απρόσκλητα, στις συγκυρίες. Η Ψύχη ήταν από τα άτομα εκείνα που πίστευε ότι την τύχη σου την κυνηγάς, δεν σου έρχεται ουρανοκατέβατη. Για αυτό άλλωστε μετά την κλήρωση και την ανάδειξή της σε νικήτρια, όταν της τηλεφώνησαν και την ενημέρωσαν, εκείνη δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ίδια η τύχη καταδέχεται από μόνη της να της χτυπήσει την πόρτα. Το θεώρησε απλώς … τυχαίο! Ήταν μία σειρά από αλυσιδωτές άνευ σημασίας συγκυρίες. Εκείνη την ημέρα είχε φάει έξω, πηγαίνοντας στο συγκεκριμένο

εστιατόριο,

συγκεκριμένη

σερβιτόρα,

στο

οποίο

και

είχε

τελικώς

βάρδια

η

αναδείχτηκε

νικήτρια σε έναν διαγωνισμό που παρ’ ολίγον να μην συμμετάσχει καν. Βέβαια, η ίδια ήξερε πως μόνη της φτιάχνει την τύχη της. Άλλωστε ένα ποδήλατο δεν είναι και σπουδαίο δώρο από τη ζωή, ούτε καμία τρομερή εύνοια. *** Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατευθύνθηκε προς την πυλωτή

της

πολυκατοικίας.

Μετά

από

δυο

στιγμές


4

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

επέστρεψε τρέχοντας στη γκαρσονιέρα της για να πάρει το κινητό της. Έριξε βιαστικά ματιές τριγύρω αλλά το μόνο που μπορούσε να δει ήταν τα πεταμένα χαρτιά επάνω στο κρεβάτι της. Τα ανακάτεψε, δίπλωσε ένα και το έβαλε στην τσέπη της. Τελικά κάτω από το μαξιλάρι της βρήκε την μαύρη συσκευή του κινητού της τηλεφώνου, το οποίο δεν είχε καμία ειδοποίηση. Άκρως απογοητευμένη, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά της και ξεκίνησε για τη βόλτα της, με το τυχερό της ποδήλατο. Για αρκετές μέρες ήθελε να έρθει σε επαφή με την πόλη και τον κόσμο. Η καινούργια παραλία που άκουγε για χρόνια η Ψυχή πως ετοιμαζόταν, ακόμη δεν είχε ολοκληρωθεί. Όλη η πόλη της θύμιζε απέραντο εργοτάξιο, με συνεργεία φυσικού αερίου, οπτικών ινών, ακόμη και το μετρό δεν είχε ολοκληρωθεί, που για χρόνια παπαγάλιζαν οι πολιτικοί την πνοή που θα έδινε αυτό το έργο στην πόλη. Ο ζεστός αέρας του καλοκαιριού ανέμιζε τα κόκκινα μαλλιά της τα οποία ήταν έξω από το προστατευτικό κράνος, όσο εκείνη έκανε ελιγμούς για να αποφύγει αυτοκίνητα, πεζούς, κατοικίδια και αδέσποτα. Πολλά καταστήματα στο κέντρο της πόλης ήταν κλειστά, άλλα ενοικιάζονταν κι άλλα πωλούνταν. Δυστυχώς αυτή η εικόνα δεν αφορούσε μόνο το κέντρο, ούτε μόνο την Θεσσαλονίκη. Η δύσκολη οικονομική συγκυρία στη χώρα δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ανεπηρέαστο. Έξω, ο


Μίλα μου, γρήγορα

πολυάριθμος

5

κόσμος

τριγυρνούσε

κοιτώντας

μόνο

βιτρίνες, χωρίς να αγοράζει το παραμικρό. Η

Ψυχή

δυσκολίες.

Τα

συλλογίστηκε ανούσια

την

στενότητα

χρόνια,

της

και

τις

υποτιθέμενης

ανάπτυξης και ευημερίας του λαού. Όλα ήταν ψέματα; Ή η

πραγματικότητα

στη

χώρα

της

είχε

πάρει

μια

διαφορετική τροπή; Η ευημερία τα προηγούμενα χρόνια ήταν όντως υπαρκτή, κατέληξε, μόνο που το τίμημά της μετατέθηκε στις επόμενες γενεές, στη Ψυχή και σε όλους τους νέους άντρες και γυναίκες που θα έπρεπε να ορθοποδήσουν ένα κράτος, που πλέον βρισκόταν σε πλήρη παρακμή. Σίγουρα δεν θα ήταν εύκολο και όλοι έλεγαν πως όποιος έβρισκε την ευκαιρία καλό θα ήταν να φύγει στο εξωτερικό. Εκείνη όμως ήξερε μέχρι που μπορούσε να φτάσει την τύχη της και σίγουρα όχι μέχρι μία ανεπτυγμένη χώρα. Ούτε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού αλλά ούτε και κάπου στην Ευρώπη. Θα έμενε στην Ελλάδα προσπαθώντας μαζί με τη γενιά της να κάνει καλύτερη τη χώρα της. Άλλωστε αυτός δεν είναι και ο στόχος κάθε γενιάς; *** Καθώς η Ψυχή προσπερνούσε τον Λευκό Πύργο, το πιο γνωστό αλλά ίσως όχι και το πιο σημαντικό μνημείο της πόλης, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες. Είχαν περάσει μόλις λίγα λεπτά από την στιγμή που καβάλησε το ποδήλατό της, σε ένα στενό δρόμο στην οδό Φράγκων,


6

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

και η αλήθεια ήταν πως τα μαύρα σύννεφα είχαν δείξει τις προθέσεις τους όλη την εβδομάδα. Οι ψιχάλες ωστόσο δεν εξελίχθηκαν σε νεροποντή, αντιθέτως έφυγαν όσο ξαφνικά είχαν έρθει, αφήνοντας πίσω τους μόνο ένα βρεγμένο οδόστρωμα, χωρίς καν να δροσίσουν την ατμόσφαιρα. Αν και η ζέστη ήταν μεγάλη, η Ψυχή την είχε ανάγκη αυτήν τη βόλτα, απλώς θα έπρεπε τώρα να είναι λίγο πιο προσεκτική για να μην γλιστρήσει. Ο Ήλιος κόντευε στη δύση του, και ο ουρανός είχε πάρει εκείνο το ανοιχτό γαλάζιο στη μία άκρη του και το βαθύ

πορτοκαλί

ζωγράφιζε

με

στην

αυτά

άλλη.

τα

Ποιο

χρώματα

θαύμα

τον

τάχα

ουρανό;

να

Ποια

έμπνευση να χάριζε έτσι απλόχερα στην ανθρωπότητα αλλά και στην ίδια την Ψυχή αυτό το τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο μακρινό θέαμα; Η ευτυχία κρύβεται σε στιγμές

περασμένες,

σε

αυτές

που

αρνήθηκες

να

απολαύσεις, σκέφτηκε, καθώς ένα φανάρι από πορτοκαλί έγινε κόκκινο και η ίδια ακινητοποίησε το ποδήλατο της με προσοχή. Δίπλα της ήρθε και σταμάτησε μια μοτοσικλέτα, με τον αναβάτη να της ρίχνει επίμονες ματιές. Η ίδια έδειξε να μην δίνει σημασία αλλά μέσα της πάντα τής άρεσε να είναι στο επίκεντρο, να θαυμάζεται και μερικές φορές να προκαλεί,

ακόμη

και

να

σαγηνεύει

μόνο

με

το

παρουσιαστικό της. Αυτό μπορούσε να το κάνει χωρίς καθόλου κόπο, τόσο όμορφη που ήταν η Ψυχή, απλόχερα προικισμένη από τη φύση. Για αυτό και δεν ξαφνιάστηκε


Μίλα μου, γρήγορα

7

από τον απρόσμενο θαυμαστή, που τώρα έστεκε δίπλα της. - Πάμε κόντρα μέχρι το επόμενο φανάρι; Θα σε αφήσω να κερδίσεις, της είπε γελώντας ο μοτοσικλετιστής, μέσα από το μαύρο κράνος. - Συγνώμη, αλλά δεν έχω χρόνο για χάσιμο, ήρθε η πληρωμένη απάντηση από την Ψυχή. Το φανάρι έγινε πράσινο και ο μοτοσικλετιστής την άφησε πίσω του καθώς προσπέρασε για να χαθεί στην επόμενη στροφή. Στην πραγματικότητα χρόνο για χάσιμο είχε αρκετό η Ψυχή. Μα δεν είχε όρεξη για φλερτ. Άλλωστε βγήκε για να παρατηρήσει την πόλη, και τα δρώμενά της, όχι να γίνει μέρος αυτών. Και στην τελική, το μυαλό της και η καρδιά της, ήταν κατειλημμένα. Σταμάτησε και κατέβηκε από το ποδήλατο. Πλησίασε στη θάλασσα αδιαφορώντας για τον υπόλοιπο κόσμο. Κοίταξε το σκούρο μπλε του βυθού και τα τόσα σκουπίδια στην επιφάνεια. Ξαφνικά την κατέτρεξε ένα αίσθημα απογοήτευσης και θλίψης. Δυνάμωσε την μουσική

στα

αυτιά

της

και

στα

επόμενα

λεπτά

αφοσιώθηκε στο να κάνει ποδήλατο. *** Εκείνος ο Αύγουστος ακόμη δεν είχε τελειώσει κι όμως στη ψυχοσύνθεση της Ψυχής είχαν γίνει τόσες αλλαγές. Στα είκοσι της χρόνια, ποτέ πριν δεν είχε δοκιμάσει, δεν είχε καν επιτρέψει στον εαυτό της να ερωτευθεί. Και όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, σε διάστημα λίγων ημερών στα


8

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τέλη του μήνα. Αφενός έδειξε τα συναισθήματά της, τα οποία δεν είχαν αντίκρισμα και αφετέρου ήταν σε μία κατάσταση σχεδόν σχέσης με ένα άλλο άτομο. Κυνήγησε την τύχη της, τις πιθανότητές της κι ας μην κατάφερε ακριβώς αυτό που ήθελε. Άλλωστε από την αρχή ήξερε πως δεν θα ήταν εύκολο να διεκδικήσει κάτι περισσότερο από την συμφοιτήτριά της, την Τόνια. Ενόψει της εξεταστικής περιόδου αρκετές φοιτήτριες της παιδαγωγικής κατέφταναν στη Θεσσαλονίκη κατά τα τέλη του Αύγουστου, για να αρχίσουν να μοιράζονται σημειώσεις και sos θέματα, και σιγά – σιγά να στρωθούν στο διάβασμα για να σώσουν την παρτίδα με την δεύτερη προσπάθεια που πρόσφερε η εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Η Τόνια με την Ψυχή είχαν αρκετά καλές, σε φιλικά πλαίσια, σχέσεις. Η Ψυχή δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά από μία μέρα και μετέπειτα, όποτε έβλεπε την Τόνια στα μάτια ένιωθε ένα σκίρτημα μέσα της, μία αναστάτωση, μία έλξη, μέχρι που κατά τις καλοκαιρινές διακοπές συνειδητοποίησε ότι ήθελε να την βλέπει κάθε μέρα, και πως είναι ερωτευμένη μαζί της. Ήταν ένα πρωτόγνωρο για αυτήν συναίσθημα και φοβόταν για αυτό. Η αλήθεια ήταν πως δεν ενδιαφερόταν ερωτικά και πολύ για τα αγόρια, και έτσι πίστευε πως ήταν ανέραστη. Δεν φανταζόταν πως θα μπορούσε να δει κάποια κοπέλα ερωτικά, απλώς δεν είχε έρθει ακόμη ο πρίγκιπάς της. Αν και είχε ακουστά για ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ και αντρών και γυναικών, δεν είχε απτό παράδειγμα στο οικείο


Μίλα μου, γρήγορα

9

περιβάλλον της και έτσι της ήταν ακόμη πιο δύσκολο να διαχειριστεί την όλη κατάσταση. Δεν ήξερε τι υποτίθεται πως έπρεπε να κάνει με τα συναισθήματά της. Δεν τολμούσε να τα φανερώσει σε κανέναν. Ούτε στις φίλες και συμφοιτήτριές της, ούτε ασφαλώς στην οικογένειά της. Μόνο μερικές φορές, κρατώντας κόκκινο στυλό, άφηνε το χέρι της πάνω σε χαρτιά, και προσπαθούσε να διοχετεύσει ό,τι ένιωθε στα ποιήματά της. Όμως όσο οι μέρες περνούσαν, το σώμα και η ψυχή της επιθυμούσαν διακαώς την επαφή με την Τόνια. Τα αισθήματά της την κατέτρωγαν ψυχικά και σωματικά. Η ποίηση όσο ανακουφιστική κι αν ήταν, δεν της πρόσφερε τη λύτρωση που αναζητούσε. Έπρεπε λοιπόν να της μιλήσει άμεσα και αυτό έκανε την πρώτη κιόλας φορά που την είδε στα τέλη του Αυγούστου. *** Το βρεγμένο οδόστρωμα λόγω της υψηλής θερμοκρασίας, σχεδόν είχε στεγνώσει, όταν η Ψυχή με το κόκκινο τυχερό της ποδήλατο, ολοκλήρωνε τη βόλτα της. Είχε πάει μέχρι την Μπότσαρη και τώρα γυρνούσε στη Φράγκων. Ο ηλιακός δίσκος είχε εξαφανιστεί εντελώς από το ουράνιο στερέωμα και η νύχτα γοργά ερχόταν πάνω από την πόλη. Το ποδήλατο κλειδώθηκε με αλυσίδα στην πυλωτή, και η ίδια μπήκε στην κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας που οδηγούσε στα διαμερίσματα. Δεν πήγε προς τη σκάλα, ούτε προς τον ανελκυστήρα. Τράβηξε αριστερά στο ισόγειο


10

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

και βρέθηκε μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός της. Προς

μεγάλη

της

έκπληξη

εκεί

την

περίμενε

ο

Χριστόφορος, ένας συμφοιτητής της. *** - Καλησπέρα Κρις, τι γίνεται, πως από εδώ; - Α, τίποτα τις τελευταίες μέρες μωρέ μού φαίνεται πως κάτι έχεις και είπα να περάσω να δω πως πάει, απάντησε εκείνος χωρίς να πείθει ούτε τον εαυτό του. - Έλα πέρνα, του απάντησε ξεκλειδώνοντας την εξώπορτα. - Όχι, όχι δεν ήρθα να ενοχλήσω μόνο να δω αν είσαι καλά. - Μπορούσες απλώς να πάρεις ένα τηλέφωνο. Έλα μέσα, του πρότεινε για δεύτερη φορά. - Συγνώμη, αλλά δεν έχω χρόνο για χάσιμο, της αντιγύρισε εκείνος χαμογελώντας πλατιά. Η Ψυχή προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι της είχε πει. Ακριβώς αυτό είχε πει και η ίδια πριν από μερικά λεπτά σε έναν μοτοσικλετιστή που της την έπεφτε, έτσι τουλάχιστον της φάνηκε πως έκανε. Και τότε κατάλαβε. - Έπρεπε να μου το πεις ότι θα αγόραζες μηχανή, του είπε προσπαθώντας να του κρατήσει μούτρα, αλλά από μέσα της γελούσε. Εκείνος της έκλεισε το μάτι. - Από ό,τι βλέπω, θέλω να πω, για να σουλατσάρεις πέρα δώθε με το ποδήλατο ενώ θα έπρεπε να ετοιμάζεσαι για την εξεταστική... μια χαρά σε βρίσκω, θέλω να πω, άρα είσαι καλά, πρόσθεσε αμήχανα.


Μίλα μου, γρήγορα

11

Τι να του έλεγε εκείνη; Για την Τόνια, ή για την Έφη; - Ναι ρε συ μια χαρά είμαι, γιατί να μην είμαι, είπε ψέματα. Θα έρθεις μέσα; - Συγνώμη, πρέπει να φύγω. Πάντως χάρηκα πολύ που σε είδα και είσαι καλά, είπε ο Χριστόφορος και καθώς απομακρύνονταν πρόσθεσε, καλό σου βράδυ, τα λέμε σε κανένα μάθημα. - Καλό σου βράδυ Κρις, είπε η Ψυχή συμπληρώνοντας μετά από μία μικρή παύση: Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Μπήκε

στο

διαμέρισμά

της

κλείνοντας

και

κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Πήγε καρφί στο δωμάτιό της και άνοιξε τον υπολογιστή για να ελέγξει τόσο το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο όσο και τα προφίλ της σε σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Έπειτα έβγαλε ρούχα και εσώρουχα, πέταξε τα χαρτιά πάνω από το κρεβάτι στο πάτωμα και έπεσε ανάσκελα για ύπνο. Όχι βέβαια πως θα κοιμόταν αμέσως, ή ότι ο ύπνος της θα ήτανε καλός. Αλλά δεν είχε καμία όρεξη για διάβασμα. Άλλωστε μόνο τέσσερα μαθήματα είχε να δώσει. Μπορούσε να τα φέρει βόλτα. *** Όσο κι αν πάλευε με τα μαξιλάρια της η Ψυχή, ο Μορφέας δεν έλεγε να κάνει την επίσκεψή του. Έπειτα από

μερικά

λεπτά

στο

κρεβάτι

αναρωτήθηκε

γιατί

πραγματικά να είχε πάει μέχρι εκεί ο Χριστόφορος; Ίσως... Όχι αυτή η σκέψη ήταν χαζή! Αν δεν την έβλεπε μόνο φιλικά γιατί δεν της το έλεγε; Οι ανθρώπινες σχέσεις,


12

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

σκέφτηκε η Ψυχή, είναι πολύπλοκα απλές. Είναι ένα πάρε δώσε. Κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις. Συμβιβάζεσαι κάπου για να κερδίσεις κάπου αλλού. Ακόμη και ντόμινο ή και καραμπόλα μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε συναισθήματα

και

ανθρώπους,

αλλά

πάντα

τα

συναισθήματα θα πρέπει να είναι ξεκάθαρα. Ξεκάθαρα πράγματα, χωρίς υπεκφυγές και μισόλογα. Έτσι είχε κάνει άλλωστε και η ίδια, όταν συναντήθηκε με την Τόνια, πριν δέκα περίπου ημέρες. Ήταν οι δυο τους μόνες

τους

ανταλλάξουν

στο

υπνοδωμάτιο

σημειώσεις

για

της τη

Ψυχής, σχολή

για

να

τους,

κουβεντιάζοντας για μαθήματα και sos θέματα. Και εντελώς αναπάντεχα το κλίμα άλλαξε, η Ψυχή είπε αυτά που ένιωθε, είπε αυτά που είχε να πει, και περίμενε. Ούτε εκείνη δεν ήξερε τι ακριβώς θα έπρεπε να περιμένει. Η Τόνια πάντως δεν έβαλε τα γέλια μετά από μία τέτοια ερωτική εξομολόγηση, ούτε άρχισε να τρέχει έξω από το σπίτι, κάτι που η Ψυχή το είχε βρει αρκετά ενθαρρυντικό. Αν και η Τόνια αρχικά σάστισε ελαφρώς, εξήγησε πως για εκείνη πάντα η σχέση τους θα είναι φιλική. Και όπως και να το κάνουμε, δεν άνηκε στο στρατόπεδο των ομοφυλόφιλων γυναικών. Η Ψυχή παραξενεύτηκε με την συγκεκριμένη ορολογία. Δεν θα έλεγε πως η ίδια ήταν λεσβία. Απλώς... Όχι, ούτε η ίδια δεν ήξερε πώς να προσδιορίσει τον εαυτό της, αλλά αυτό που ήξερε ήταν ότι για την ίδια η Τόνια είχε μετατραπεί σε κάτι περισσότερο από απλή φίλη. Τουλάχιστον όμως, τα πράγματα είχαν


Μίλα μου, γρήγορα

13

ξεκαθαρίσει. Και αν και ρίσκαρε πολλά η Ψυχή με αυτήν την εξομολόγηση, τελικά δεν άλλαξαν πολλά μεταξύ τους. Για την Τόνια σίγουρα δεν είχε αλλάξει κάτι. Συνέχιζε κανονικά την πρότερη επικοινωνία της με την Ψυχή, τη φιλική τους σχέση. Με αυτές τις εξελίξεις η Ψυχή δεν μπορούσε παρά να μείνει ικανοποιημένη. Προφανώς όχι απόλυτα, αλλά τα πράγματα είχαν πάρει μία τροπή αρκετά ανεκτική. Πρώτον, είχε βγάλει τα συναισθήματα από μέσα της, τα είχε μοιραστεί με το πρόσωπο για το οποίο τα έτρεφε. Και δεύτερον, αν και στην πραγματικότητα δεν έτρεφε πολλές ελπίδες

και

όντως

η

απόρριψη

είχε

έρθει

σχεδόν

νομοτελειακά, θα μπορούσε να βλέπει και να συναντιέται με την Τόνια, όπως πρώτα. Έστω και φιλικά. Και ενώ προσπαθούσε να ηρεμίσει από σκέψεις και να βολευτεί στο μονό της κρεβάτι, ένα γραπτό μήνυμα ήρθε για να ταράξει την ησυχία της. Κάλιο αργά παρά ποτέ, σκέφτηκε. Σηκώθηκε, πήγε μέχρι την καρέκλα που είχε πετάξει τα ρούχα της και έψαξε για το κινητό της. Μαζί βρήκε και το χαρτί που είχε βάλει στην τσέπη της λίγο πριν ξεκινήσει για την βόλτα της. «Σε 5 είμαι σπίτι σου», έγραφε το μήνυμα που ήταν από την Έφη. Η Ψυχή σκέφτηκε να της απαντήσει πως δεν είναι σπίτι ή πως είχε πολύ διάβασμα, μα τελικά θα ήταν καλύτερα να συναντηθούν. Μετά από εκείνο που συνέβη μεταξύ τους πριν μια βδομάδα, σε εκείνο το μπαρ.


14

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

Ντύθηκε όπως όπως με ό,τι βρήκε μπροστά της, μάζεψε τα πεταμένα χαρτιά από το πάτωμα, πήγε μέχρι την κουζίνα να πιει νερό και γύρισε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της περιμένοντας. Κοίταξε το διπλωμένο χαρτί, το άνοιξε και διάβασε το ποίημα που είχε σκαρφιστεί. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι εκείνη περίμενε προσπαθώντας να φανταστεί που θα έβγαζε όλη αυτή η κατάσταση με την Έφη. Μόνο που αποκοιμήθηκε. Αναπάντεχα, ο ύπνος της Ψυχής ήταν βαθύς. Το ποίημα ξεγλίστρησε από το χέρι της και έπεσε στο πάτωμα. *** Δεν είχε ακούσει κανένα κουδούνι, ή ίσως και να μην είχε χτυπήσει ποτέ. Άνοιξε τα μάτια της και στη συνέχεια τα έτριψε. Το άπλετο φως που έμπαινε στο δωμάτιο την ενοχλούσε. Ανακάθισε στο κρεβάτι και σκάλισε το μυαλό της προσπαθώντας να θυμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Ναι, είχε πάει την βόλτα που τόσο είχε ανάγκη. Τόσες μέρες με βροχή και επιτέλους λίγος καθαρός αέρας. Η Τόνια...; παρέμενε απλώς φίλη της. Και η Έφη...; Η Έφη μάλλον ήρθε χωρίς κανείς να της ανοίξει. Με κινήσεις που έμοιαζαν βασανιστικές η Ψυχή έφτασε στο κινητό της που ήταν αδρανοποιημένο επάνω στο κομοδίνο του κρεβατιού. Με έκπληξη είδε πως δεν είχε τίποτα, ούτε κλήσεις, ούτε γραπτά μηνύματα. Άφησε λίγα δευτερόλεπτα να περάσουν, προσπάθησε να βάλει σε τάξη όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Η Τόνια


Μίλα μου, γρήγορα

15

παρέμενε απλώς ένα άπιαστο όνειρο, οπότε καλά θα έκανε η ίδια να το ξεπεράσει σύντομα. Από την άλλη η Έφη ήταν μια μπερδεμένη κατάσταση. Όσο δεν τις άρεσαν οι μπερδεμένες καταστάσεις τόσο σε τέτοιες έμπλεκε από μικρή. Και τώρα, είχε κάτι με την Έφη, αλλά σχέση δεν μπορούσε να το πει, ούτε ακριβώς ήταν ερωτευμένη μαζί της. Δεν ήξερε και η ίδια πως προέκυψε. Ήταν ένας πόθος που εκδηλώθηκε λίγες φορές μονάχα... Στο πρώτο φιλί είχε την δικαιολογία πως είχε πιει δυο τρία ποτηράκια παραπάνω στο μπαρ. Σε εκείνο το μπαρ, έτσι όπως είχε φτιαχτεί από το αλκοόλ και με τις σκέψεις της στην Τόνια, μόλις της είχε ζητήσει η Έφη να πάνε στο μπάνιο εκείνη δεν αρνήθηκε, αντιθέτως είχε βρει την ιδέα εξαιρετική. Στις γυναικείες τουαλέτες είχαν βρεθεί μόνες τους κι έτσι η Ψυχή δεν θα μπορούσε να μην κυνηγήσει την συγκυρία. Μετά το «όχι» της Τόνιας, είχε ανασκουμπωθεί και ευελπιστούσε σε μια στροφή της τύχης της. Έτσι, καθώς η Έφη έφτιαχνε τα ρούχα της στον καθρέφτη, η Ψυχή την γύρισε προς το μέρος της και την φίλησε στο στόμα. Φαντάστηκε πως η άλλη θα αποτραβιόταν πως θα έφευγε μακριά, ωστόσο η Έφη ανταποκρίθηκε στο φιλί. Προφανώς δεν θα έλεγε ποτέ της όχι σε ποικίλες ερωτικές εμπειρίες, και μάλλον είχε ξαναφιληθεί με γυναίκα. Ή έτσι φάνηκε στη Ψυχή τέλος πάντων. ***


16

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

Η Ψυχή σηκώθηκε από το κρεβάτι πήγε μέχρι το ντουλάπι της κουζίνας και έπιασε να φάει για πρωινό, αν και η ώρα ήταν περασμένες δύο το μεσημέρι, ένα κρουασάν που από καιρό ήταν καταχωνιασμένο εκεί. Ήταν σίγουρη πως δεν ένιωθε τα δυνατά αισθήματα που έτρεφε για την Τόνια, και για αυτό ίσως θα έπρεπε σιγά – σιγά να απομακρυνθεί από την Έφη. Στην αρχή νόμιζε πως θα μπορούσε να ξεκολλήσει το μυαλό της από την πρώτη αν άρχιζε το νταραβέρι με την δεύτερη. Ωστόσο δεν μπορούσε να το κρύψει από τον εαυτό της, με την Έφη κάλυπτε μόνο την ανάγκη της για σωματική επαφή, έστω κι αν αυτό συνέβη δύο τρεις φορές. Η Τόνια συνέχιζε να είναι μέσα στην καρδιά και το μυαλό της. Ξαφνικά θυμήθηκε τον Χριστόφορο, τί στο καλό ήθελε εκεί πέρα χθες βράδυ; Απλώς να δει αν ήταν καλά... Κι έπειτα, έστω κι αν κοιμήθηκε βαριά γιατί η Έφη δεν την πήρε κανένα τηλέφωνο; Θα ήταν καλή ευκαιρία η χθεσινή,

να

της

μιλήσει

και

να

της

ζητήσει

να

σταματήσουν αυτό το παιχνιδάκι τους, έστω κι αν κάπου κάπου ίσως να της άρεσε. Πήγε μέχρι το παράθυρο που κοιτούσε στον δρόμο, ρίχνοντας ματιές στον κόσμο έξω. Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε πως το επόμενο μεσημέρι είχε εξεταστική και καλά θα έκανε, αν ήθελε να έχει τους γονείς της ευχαριστημένους, κάτι που ίσως να σήμαινε λίγο μεγαλύτερο μηνιάτικο, να περνούσε όσα περισσότερα μαθήματα μπορούσε, αν γινόταν και όλα. Ευτυχώς η


Μίλα μου, γρήγορα

17

οικονομική κρίση δεν

είχε ακουμπήσει ακόμη την

οικογένειά της. Γύρισε στο δωμάτιό της, και στην άκρη του γραφείου κοίταξε τα χαρτιά που είχε στοιβάξει όπως όπως χθες από το πάτωμα, χαρτιά σε μέγεθος μισό από σελίδα Α4. Έπιασε κάτι άλλα τετράδια και φυλλάδια, και στρώθηκε στο διάβασμα προσπαθώντας να διατηρήσει, κατά το δυνατόν, τη συγκέντρωσή της αυστηρά και μόνο στο διάβασμα. Το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό αυτό, καθώς για ώρες έμεινε εκεί. Σηκώθηκε μόνο όταν δεν άντεχε άλλο το άδειο της στομάχι. Η μεγάλη ζέστη του μεσημεριού είχε περάσει. Έβρασε μακαρόνια και τα έφαγε με τυρί φέτα, χωρίς καθόλου ψωμί. Μετά επέστρεψε στο διάβασμα. Είχε αποφασίσει πως προείχε η σχολή της από τα προσωπικά της μπερδέματα.

Άλλωστε στην εξεταστική θα ήταν

παρούσα και η Έφη. Θα μπορούσε αφού πρώτα γράψει, να λύσει και το μυστήριο για το αν είχε έρθει να την βρει ή όχι. Χαμένη

στις

επαναλήψεις

της

ύλης,

η

Ψυχή

ασυναίσθητα είχε ανοίξει το φως στο δωμάτιό της. Όταν κοίταξε το ρολόι στο κινητό, ήδη είχε πάει δέκα το βράδυ. Σηκώθηκε, άφησε βιβλία και χαρτιά στην άκρη και ήπιε ένα ποτήρι κρύο χυμό. Επέστρεψε στο κρεβάτι αφήνοντας ένα

μεγάλο

χασμουρητό.

Κοίταξε

τα

χαρτιά

στον

υπολογιστή. Όλα τους ραβασάκια. Μια στοίβα από δαύτα! Όλα τους περιείχαν το ίδιο ερωτικό μήνυμα, με ένα μονόγραμμα για υπογραφή, «σε θέλω τρελά, Κ». Τις


18

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τελευταίες μέρες είχε σκεφτεί πως ίσως η Έφη να είχε ανοίξει το στόμα της. Αυτή η κοπέλα από ό,τι φαινόταν άλλαζε τους ερωτικούς συντρόφους σαν τα πουκάμισα, ανεξαρτήτου φύλου. Έτσι το Κ μπορεί να ήταν η συμφοιτήτριά τους η Κατερίνα... Ίσως μια κοινή γνωστή τους, η Κυριακή... Αλλά όχι, σίγουρα παραλογιζόταν. Τα ραβασάκια είχαν ξεκινήσει εδώ και μήνες, πολύ πριν από το καλοκαίρι τα έβρισκε κάτω από την εξώπορτά της. Η ιστορία με τα ραβασάκια είχε αρχίσει πριν τις καταστάσεις με την Έφη, πριν καν από την Τόνια. Η Τόνια... Γιατί την θυμήθηκε τώρα; Θύμωσε με τον εαυτό της. Έπρεπε να αδειάσει το μυαλό της και να μείνει συγκεντρωμένη στα μαθήματα.

Έκλεισε

τα

βλέφαρα

για

λίγο,

και

αποκοιμήθηκε. *** Η Ψυχή είχε ξεχάσει να βάλει ξυπνητήρι και μόλις διαπίστωσε πως είχε περάσει η νύχτα πετάχτηκε όρθια και άρχισε να ντύνεται βιαστικά, ελπίζοντας πως δεν είχε χάσει το μάθημα. Και πράγματι δεν το είχε χάσει. Ίσα – ίσα πρόλαβε να μπει στο αμφιθέατρο, ελάχιστες στιγμές πριν μοιραστούν τα θέματα στους φοιτητές. Έτσι δεν είχε την ευκαιρία να δει ποιοι άλλοι ήταν εκεί. Η Έφη; Όχι δεν έπρεπε να την νοιάζει τώρα αυτό. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στις εξετάσεις, άλλωστε αύριο κιόλας έδινε δύο μαθήματα στη σειρά!


Μίλα μου, γρήγορα

19

Σε λιγότερο από μία ώρα το μισό αμφιθέατρο είχε αδειάσει. Αυτή τη φορά οι καθηγητές που έκαναν επιτήρηση ήταν αρκετά αυστηροί κι έτσι όποιος βασιζόταν στα σκονάκια του, έφευγε δίχως να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει. Ευτυχώς η Ψυχή είχε διαβάσει αρκετά και δεν βγήκε από την αίθουσα παρά μόνο δέκα λεπτά πριν τελειώσει η διαθέσιμη ώρα. Έξω στο φουαγέ είχαν σχηματιστεί διάφορα πηγαδάκια, με τα περισσότερα να θάβουν τους επιτηρητές. Η Ψυχή έριχνε ματιές από εδώ και από εκεί αλλά πουθενά δεν μπορούσε να βρει την παρέα της. Βγήκε στο κάμπους και άρχισε να περπατάει μόνη της, και ξαφνιάστηκε όταν είδε να την πλησιάζει η Τόνια. - Καλησπέρα Ψυχούλα μου, πως πήγε, μίλησε πρώτη η Τόνια, που πράγματι προσπαθούσε να διατηρήσει φιλική σχέση με την Ψυχή. - Καλά θέλω να πιστεύω. Διάβασα όσο μπορούσα, ελπίζω να το πέρασα με κανένα 7-8. Εσύ πως τα πήγες, ρώτησε η Ψυχή. - Το ξέρεις πως δεν θα σου πω. Ποτέ δεν λέω! Θα δούμε πως

πήγα

όταν

ανακοινωθούν

οι

βαθμοί,

είπε

χαμογελώντας η Τόνια. Τα κόκκινα μαλλιά της Ψυχής ανέμιζαν στο ελαφρύ αεράκι. Ήταν σίγουρη πως κάτι ήθελε να της πει η Τόνια, για αυτό πρόσθεσε: Κατά τα άλλα ... εσύ ... πως πάει; - Όλα μια χαρά, θα ήθελα όμως να σου ζητήσω μία μεγάλη χάρη, αν γίνεται. Η Ψυχή έγνεψε θετικά κι έτσι η


20

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

Τόνια συνέχισε. Να, τώρα που τελειώνει η εξεταστική, αφού

ανακοινωθούν

τα

αποτελέσματα

λέω

να

το

γιορτάσουμε, να κάνουμε κανένα πάρτι, να μαζευτούμε. - Πρώτον, την διέκοψε η Ψυχή, ακόμη δεν άρχισε η εξεταστική και δεύτερον είμαι μέσα. - Ωραία αλλά ακόμη δεν άκουσες τη χάρη που θέλω. Οι περισσότερες από την παρέα έχουμε μικρά σπίτια στην πλειοψηφία

στούντιο,

δίστασε

προς

στιγμήν

αλλά

συνέχισε, σε εσένα θα ήμασταν πιο άνετα, οπότε αν δεχόσουν... - Πάρτι σε μένα, την διέκοψε για δεύτερη φορά η Ψυχή. Οκ μέσα είμαι, αλλά, δεν ετοιμάζω τίποτα, και το εννοώ! Εγώ παραχωρώ τον χώρο, αλλά δεν βάζω ποτά ούτε σνακ, τίποτα. - Ναι ρε συ, είσαι και η πρώτη! Έκλεισε, είπε χαρούμενη η Τόνια και έκανε να φύγει. Όμως η Ψυχή είχε μία ερώτηση να κάνει, κι αφού δεν έβρισκε πλάγιο τρόπο έπρεπε να ρωτήσει ευθέως. - Ασφαλώς και είμαι και η πρώτη, για αυτό άλλωστε δεν είμαι και η Ψυχή της παρέας; Γέλασαν και οι δύο με το λογοπαίγνιο. Και η Ψυχή μπήκε αμέσως στο ψητό. Μήπως έχεις δει την Έφη; Έδινε και αυτή σήμερα. - Εεε, όχι δεν την έχω δει. Ίσως να μην έτυχε, δεν ξέρω, απάντησε η Τόνια, και η Ψυχή μπήκε σε σκέψεις. Η Τόνια ανησύχησε με το βλέμμα της και την ρώτησε αν συμβαίνει κάτι.


Μίλα μου, γρήγορα

21

- Όχι, όχι, απλώς ήθελα να την ρωτήσω πως έγραψε σήμερα, τίποτα το σημαντικό αλήθεια, βιάστηκε να την καθησυχάσει, αν και η Τόνια δεν έδειχνε να πείθεται. - Εντάξει, εσύ ξέρες. Πάντως μην ανησυχείς εννοείται θα την καλέσω και αυτή. - Θα περιμένω να με ενημερώσεις για τις λεπτομέρειες, είπε η Ψυχή, βάζοντας τέλος στη συζήτηση. Δεν ήξερε αν όντως ένιωθε η ψυχή της παρέας, αν ήθελε να διευκολύνει την στέγαση του πάρτι, ή αν απλώς θα πραγματοποιούσε την χάρη της Τόνιας όποια κι αν ήταν αυτή. Για να της ζητάει χάρες ίσως να σήμαινε ότι... Όχι, η Τόνια της το είχε κάνει σαφέστατο. Ήταν μόνο φίλες και αυτό δεν θα άλλαζε με καμία κυβέρνηση. Η επόμενη ημέρα αποδείχτηκε σχεδόν εφιαλτική. Δύο μαθήματα για εξέταση, λίγες ώρες για διάβασμα, και η Έφη παρέμενε άφαντη. Πού να είχε χαθεί; Μέρες είχε να την δει η Ψυχή, η ίσως να μην τύχαινε να συναντηθούν στα μεγάλα αμφιθέατρα; Ίσως να έπρεπε να την πάρει κάποιο τηλέφωνο; Με τούτα και με κείνα όμως, δεν προλάβαινε καλά καλά να φάει. *** Ο Σεπτέμβρης είχε ήδη μπει, και τώρα έπρεπε να στρωθεί για το τελευταίο μάθημα που έδινε στα μέσα του μήνα. Τα προηγούμενα

τρία

μαθήματα

που

έδωσε

η

Ψυχή,

θεωρούσε πως τα είχε περάσει –αν και δεν είχαν ανακοινωθεί ακόμη οι βαθμοί-, και είχε θεωρητικά αρκετό


22

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

χρόνο μπροστά της να προετοιμαστεί κατάλληλα. Ωστόσο η ύλη αυτού του μαθήματος έμοιαζε ατελείωτη και για αυτό η Ψυχή είχε πέσει με τα μούτρα. Είχε βγάλει από το μυαλό της μια στοίβα από ραβασάκια -καθώς δεν είχε εμφανιστεί νέο-, δεν ασχολήθηκε περαιτέρω με την Έφη, ίσως και η ίδια η Έφη να είχε καταλάβει πως ό,τι υπήρξε μεταξύ

τους

έπρεπε

να

τελειώσει,

και

τέλος,

είχε

περιορίσει αρκετά τον χώρο που καταλάμβανε η Τόνια μέχρι πρότινος στο μυαλό της. Προείχαν από όλα οι εξετάσεις.

Ήταν

ο

επόμενος

στόχος

της,

και

ήταν

αποφασισμένη να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους. Και αυτό θα έκανε. Σε αυτήν την εξεταστική περίοδο είχαν αργήσει αισθητά να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Κι έτσι η αγωνία κορυφώνονταν όσο οι μέρες περνούσαν. Τίποτα το ιδιαίτερο δεν τάραξε την προσπάθεια της Ψυχής να καλύψει την ατελείωτη ύλη του τελευταίου μαθήματος. Ώρες ώρες κυρίως όταν ξεκουραζόταν από το διάβασμα, σκεφτόταν την συμπεριφορά της Έφης, αλλά αμέσως την ξεχνούσε όταν έπρεπε να επιστρέψει στο διάβασμά της. *** Ο Ήλιος μόλις είχε δύσει κι εκείνη την ημέρα η ένταση της βροχής φανέρωνε κάτι περισσότερο από πρωτοβρόχια. Η

Ψυχή

μόλις

είχε

συγυρίσει

λίγο

το

σαλόνι,

τακτοποιώντας ταυτόχρονα και την κουζίνα. Στο πίσω μέρος τους μυαλού της ήταν και ένα επικείμενο πάρτι. Στο


Μίλα μου, γρήγορα

23

δωμάτιό της ο υπολογιστής ήταν ανοιχτός, και ένας φυλλομετρητής απεικόνιζε το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο. Δεν υπήρχε αδιάβαστο μήνυμα. Η Ψυχή ήταν για ακόμη μία φορά στο αγαπημένο της μέρος μέσα στο σπίτι, στο κρεβάτι της, διαβάζοντας σημειώσεις και παλαιότερα θέματα, όταν ο ήχος της εξώπορτας διέλυσε την αυτοσυγκέντρωσή της. Στην αρχή τρόμαξε καθώς δεν περίμενε κανέναν. Κίνησε για να ανοίξει. Εκεί στην εξώπορτα έστεκε ο Χριστόφορος. Από πότε είχε να τον δει; Ναι... από εκείνο το βράδυ που θα ερχόταν κι η Έφη. Και η σκέψη της κοπέλας ήρθε και θρονιάστηκε μέσα στο μυαλό της. Άραγε θα είχε κερδίσει αυτή τη θέση, αν δεν είχαν σωματική επαφή; Πόσο αδύναμο είναι το μυαλό μπροστά στα θέλω του σώματος τελικά. - Ωπ, Κρις πως από εδώ; Έλα πέρνα μέσα, του είπε εκείνη χαμογελώντας. - Καλησπέρα Ψυχή, της απάντησε εκείνος διαβαίνοντας το κατώφλι του διαμερίσματος. - Θες νερό, καφέ, ή καλύτερα έναν δροσιστικό χυμό, τον ρώτησε ευγενικά. - Όχι καλά είμαι δεν χρειάζομαι κάτι, και αφού πρώτα η Ψυχή αποδέχτηκε την άρνησή του, εν συνεχεία του έδειξε να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού. - Οκ, αφού είσαι ακατάδεκτος, τον κορόιδεψε. Σε τι θα μπορούσα να φανώ χρήσιμη.


24

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Τίποτα. Είχαμε καιρό να τα πούμε και είπα να περάσω καμιά

βόλτα,

δικαιολογήθηκε

σχεδόν

αμήχανα

ο

Χριστόφορος, που προσπαθούσε να κρατήσει το βλέμμα του σταθερό στο βλέμμα της Ψυχής. - Όπως σου έχω ξαναπεί, θα μπορούσες απλώς να πάρεις ένα τηλέφωνο. - Συγνώμη αν ενοχλώ, ακόμη εξεταστική; Νόμιζα πως τελείωσες. Εμείς τελειώσαμε, αλλά αν είναι να φύγω να διαβάσεις, είπε ο Χριστόφορος και έκανε να σηκωθεί, αλλά τον σταμάτησε η κοπέλα. - Μη ξεχνάς εσύ είσαι ένα έτος μεγαλύτερο. Αλλά για να είσαι εδώ, μήπως ήθελες κάτι πιο συγκεκριμένο, του είπε η Ψυχή ελπίζοντας σε ξεκάθαρη απάντηση, και εκείνος έδειξε να διστάζει για λίγο. - Εεε... Να, ήθελα να σε ρωτήσω για την υπόλοιπη παρέα μωρέ, διαλυθήκαμε νομίζω... Ή ίσως να είναι και η εξεταστική, τι να πω, απάντησε ο Χριστόφορος και η Ψυχή είχε την εντύπωση πως ήταν ειλικρινής. Ίσως μαζί της να είχε μεγαλύτερη άνεση για αυτό και να πήγε να ρωτήσει εκείνη. Ίσως πάλι και ο ίδιος να πίστευε πως εκείνη ήταν η ψυχή της παρέας και μπορούσε να τους ξαναμαζέψει όλους αν το ήθελε. - Ξέρεις, αύριο δίνω το τελευταίο μάθημα. Τελευταίο αυτής της εξεταστικής δηλαδή και μετά ετοιμάζω ένα πάρτι εδώ. Βασικά όχι εγώ, αλλά εδώ θα γίνει και φυσικά είσαι ευπρόσδεκτος. Δεν ξέρω ακόμη λεπτομέρειες για ώρα και μέρα. Αλλά θα μας ενημερώσει όλους η Τόνια. Δικιά


Μίλα μου, γρήγορα

25

της η ιδέα για το πάρτι, δικιά της και η διοργάνωση. Εγώ απλώς θα μας φιλοξενήσω και ελπίζω να μην μου καταστρέψετε το σπίτι, είπε η Ψυχή και χαμογέλασαν και οι δύο. Φαντάζομαι θα γίνει προς τα τέλη του μήνα, σε δυο βδομάδες. - Αυτά είναι σπουδαία νέα. Εννοώ, ναι, θα έρθω, είπε χαρούμενος ο Χριστόφορος. Εκείνη την ώρα χτύπησε το κινητό του και σηκώθηκε για να απαντήσει. Συγνώμη η μητέρα μου, είπε και βγήκε από το σαλόνι κατευθυνόμενος προς το υπνοδωμάτιο της Ψυχής. Η κοπέλα παρέμεινε στο σαλόνι από ευγένεια και προσπάθησε να μην ακούει την συνομιλία του φίλου της. Δεν ήταν και δύσκολο, καθώς για άλλη μια φορά είχε επιτρέψει στο μυαλό της να αφεθεί στην Έφη. Ναι, η Έφη κέρδιζε όλο και περισσότερο χώρο μέσα της, αλλά πίστευε πως είχε υπό έλεγχο την κατάσταση. Άλλωστε η Έφη δεν ήταν το άτομο με το οποίο κάποιος θα μπορούσε να έχει σταθερή ερωτική σχέση. Η Ψυχή ήταν σίγουρη πως θα ήταν καλύτερα, πολύ καλύτερα αν μπορούσε να διατηρήσει μόνο φιλικές σχέσεις μαζί της. Ο Χριστόφορος δεν έκανε πάνω από δύο λεπτά να επιστρέψει στο σαλόνι, και καθώς έμπαινε στον χώρο, η Ψυχή είχε την αίσθηση πως μόλις είχε τακτοποιήσει λίγο βεβιασμένα την τσέπη του τζιν του, αλλά δεν έδωσε παραπάνω σημασία. Δεν θεωρούσε τον φίλο της κλέφτη και άλλωστε τι θα μπορούσε να χωρέσει στην τσέπη του; Εκείνος δεν κάθισε, έπρεπε να φύγει. Το ύφος του


26

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

παρέμενε χαρούμενο από τα νέα για το πάρτι. Αφού της ευχήθηκε καλή επιτυχία και καλά αποτελέσματα, την καληνύχτισε και άνοιξε την πόρτα για να φύγει. Έδειξε να το ξανασκέφτεται λίγο, σαν να ήθελε να πει κάτι που ξέχασε προηγουμένως, αλλά αυτό κράτησε ελάχιστα. Βγήκε έξω και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Η Ψυχή πήγε και την κλείδωσε. *** Όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της εξεταστικής η Ψυχή είχε περάσει όλα της τα μαθήματα. Αμέσως σκέφτηκε το πάρτι και έστειλε μήνυμα στην Τόνια να μην παραλείψει

τον

Χριστόφορο

από

την

λίστα

των

καλεσμένων. Έπειτα από λίγο, έχοντας ανοιχτά όλα τα παράθυρα και την μπαλκονόπορτα του ακάλυπτου για να αεριστεί το σπίτι, δεν έχασε την ευκαιρία να ενημερώσει και τους γονείς της για τα μαθήματα. Δυστυχώς για αυτήν όμως εκτός από τα μπράβο, δεν άκουσε τίποτα περί αύξησης μηνιάτικου. Ίσα ίσα που της ζήτησε ο πατέρας της να περιορίσει όσο γίνεται τις περιττές δαπάνες. Αυτή η οικονομική κρίση τελικά δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο και ευτυχώς που οι δικοί της δεν ήξεραν τίποτα για το πάρτι. Ξαφνικά ένα δροσερό αεράκι φύσηξε μέσα στο σπίτι, από το γραφείο κουνήθηκαν τα ραβασάκια κι ένα, το πάνω πάνω, πέταξε και προσγειώθηκε στα πόδια της. Έπιασε ασυναίσθητα το ραβασάκι χωρίς καν να σκεφτεί


Μίλα μου, γρήγορα

27

τον/την Κ. Ωστόσο σοκαρίστηκε στη όψη του χαρτιού. Αυτό

ήταν

μικρότερο

και

το

μήνυμα

πάνω

του

διαφορετικό. Πως στο καλό ήταν δυνατόν; Τα έχασε. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν πως κάποιος ήταν μέσα στο σπίτι. Μα όχι, ήταν απλώς ο αέρας. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μήνυμα που έγραφε «Τρελός για σένα, Κ». «Τρελός», άρα άντρας. Αυτό προσδιορίστηκε αμετάκλητα. Κ; Άντρας από Κ; Κώστας; Κοσμάς; Κυριάκος; Κάρολος; Κλεισθένης; Κλεομένης; Κίμων; Κορνήλιος; Ναι σιγά μην ήταν και Κολόμβος. Χριστόφορος Κολόμβος; Χριστόφορος... Ο Χριστόφορος! Ο Κρις! Ο Κ! Ναι, θα μπορούσε να το είχε αφήσει αυτός, μία μέρα πριν την τελευταία εξέταση. Θα μπορούσε να το έχει στην τσέπη του. Άραγε, και όλα τα υπόλοιπα δικά του ήταν; Ναι προφανέστατα. Γιατί ποτέ δεν της είπε τίποτα; Ήταν χαρούμενη που πέρασε τα μαθήματά της η Ψυχή. Ελαφρώς απογοητευμένη από την αντίδραση των γονιών της. Και απείρως ξαφνιασμένη από την ανακάλυψη του Κ. Για αυτό ήθελε να την βλέπει, του άρεσε τρελά όπως ανέφερε εκείνος στα ραβασάκια; Δεν μπορούσε να το καταλάβει η Ψυχή. Αν την ήθελε γιατί δεν της το είπε; Τι σαχλό παιχνίδι διάλεξε με μονότονα ραβασάκια; Έπρεπε να είναι ξεκάθαρος. Αλήθεια μπορούσε να πιστεύει ο Χριστόφορος ότι θα την κέρδιζε με πλάγιες χειρονομίες που δεν εκτιμούσε, αντί να της πει στα ίσια το τι αισθανόταν; Περίεργα που είναι τα αγόρια, σκέφτηκε.


28

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

Λίγες ώρες αργότερα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της Ψυχή είχε έρθει ένα μήνυμα από την Τόνια που είχε κοινοποιηθεί σε ένα σορό άτομα. Το πάρτι ήταν για την προσεχή Τετάρτη 28 του Σεπτέμβρη γύρω στις 8 το απόγευμα.

Ανάμεσα

στους

καλεσμένους

η

Έφη,

ο

Χριστόφορος, ένα σορό συμφοιτητές, κοινοί γνωστοί και μερικά ελάχιστα ονόματα που δεν αναγνώριζε. Ήλπιζε να χωρέσουν στη σαλοκουζίνα και στο δωμάτιό της, καθώς δεν ήθελε να χρησιμοποιηθεί και τον ξενώνα, επειδή τότε θα της ήταν αρκετά δύσκολο να έχει την εποπτεία των τεκταινόμενων. Τις μέρες που μεσολάβησαν μέχρι την ημέρα του πάρτι,

η

Ψυχή

φρόντιζε

απλώς

να

κρατάει

τακτοποιημένους και καθαρούς τους χώρους του σπιτιού της. Μέχρι και στον ακάλυπτο είχε βάλει ένα χεράκι, πράγμα που δεν το συνήθιζε. Στην αρχή σκέφτηκε να κλειδώσει τον ξενώνα, αλλά έπειτα τη βρήκε χαζή ιδέα. Απλώς θα είχε τραβηγμένη την πόρτα και αν έμπαινε και κανείς δεν θα χαλούσε ο κόσμος. Ναι, ήταν αποφασισμένη πως το πάρτι δεν χρειαζόταν κέρβερο. Μόνο καλές προθέσεις και λίγο αλκοόλ. *** Εκείνη την Τετάρτη, η Ψυχή ξύπνησε χαρούμενη. Ήταν ακόμη πρωί, ο Ήλιος φθινοπωρινός, και η κοπέλα μετά από πολύ καιρό, ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον, είχε δει ένα ωραίο όνειρο. Σε ένα σχολείο ήταν δασκάλα και έκανε


Μίλα μου, γρήγορα

29

μάθημα σε μία τάξη, μέχρι που ήρθε ένας άλλος δάσκαλος, και την ενημέρωσε πως χρειάζονταν

την

διευθύντρια στο γραφείο της. Εκείνη ζήτησε συγνώμη από τα παιδιά, και τους είπε να κάνουν ησυχία όσο θα έλειπε. Τράβηξε προς το γραφείο της. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Ο δάσκαλος δίπλα της, της έδειξε με ένα ενθουσιώδες νεύμα προς το τηλέφωνο. Η Ψυχή προχώρησε αποφασιστικά προς το ακουστικό και το έβαλε στο αυτί της. Ο υπουργός παιδείας από την άλλη μεριά του τηλεφώνου την ενημέρωνε πως θα έπαιρνε αύξηση για τις εξαιρετικές υπηρεσίες που πρόσφερε στο σχολείο ως διευθύντρια... Τι όνειρο κι αυτό! Ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει η συγκεκριμένη ημέρα. *** Η Τόνια είχε ενημερώσει την Ψυχή ότι θα ερχόταν λίγες ώρες νωρίτερα με κάτι φίλους για τις προετοιμασίες του πάρτι. Κι έτσι κάπου στο μεσημέρι όταν χτύπησε η εξώπορτα, η Ψυχή ήξερε ποιος ήταν. Μόνο που στο κατώφλι την περίμενε μία μελαχρινή κοπέλα, η οποία έστεκε μόνη της. Η Έφη! Η Ψυχή άνοιξε βιαστικά την πόρτα και της είπε να περάσει. Εκείνη δέχτηκε, και η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Πήγαν στο σαλόνι πριν μιλήσει πρώτη η Ψυχή. - Θα έρθεις στο πάρτι, έτσι, ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να ρωτήσει, αλλά ίσως και το πιο χαζό. Είχαν


30

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

άλλα πράγματα που έπρεπε να πουν και να ξεκαθαρίσουν. Η Έφη φάνηκε να εκπλήσσεται από την ερώτηση. - Ναι, ναι θα έρθω, στις οχτώ δεν είναι; Θα έρθει και η αδερφή μου η Σίσσυ που... - Καλά, γιατί χάθηκες έτσι, την διέκοψε η Ψυχή. Δεν την ενδιέφερε η αδερφή της Έφης. Πριν μέρες ήταν να έρθεις εδώ, ένα βράδυ! - Συγνώμη που δεν σε ειδοποίησα είχε τελειώσει η κάρτα μου. Αλλά πριν φτάσω εδώ με ενημέρωσαν πως η Σίσσυ είχε λιποθυμήσει και έπρεπε να πάω από το σπίτι, καταλαβαίνεις, είπε η Έφη χαμηλώνοντας το βλέμμα της. - Με συγχωρείς δεν ήξερα, είπε ειλικρινά η Ψυχή. - Και μετά είχαμε και τις εξετάσεις για τη σχολή, έπρεπε να συνεχίσω και το μοίρασμα του περιοδικού. Και στο σπίτι

μου

δεν

επικρατούσε

το

καλύτερο

κλίμα.

Πανικοβλήθηκαν οι γονείς μου. Και όπως κάνουν σε κάθε οικογενειακή αντιμετωπίσουν

κρίσι το

αντί

να

πρόβλημα

είναι από

μαζί

και

κοινού,

ο

να ένας

κατηγορούσε τον άλλον... Ίσως να είχε πει η Έφη περισσότερα από όσα θα ήθελε και βιάστηκε να αλλάξει κουβέντα. Τέλος πάντων, δεν έτυχε να βρεθούμε, αλλά να που το κάνουμε τώρα. - Οκ, είπε η Ψυχή και δεν ήταν σίγουρη για αυτά που θα έπρεπε να πει στη συνέχεια. Ήξερε πως ήθελε να ξεκαθαρίσει τη θέση της, αλλά δεν ήταν σίγουρη για την έκβαση που θα έπαιρνε η συζήτησή τους. Ξέρεις... μικρή


Μίλα μου, γρήγορα

31

σιωπή. Πρέπει να μιλήσουμε... άλλη μία σιωπή. Για εμάς... - Ναι πρέπει, συμφώνησε η Έφη και συνέχισε, ίσως μαντεύοντας αυτά που ήθελε να της πει η Ψυχή, αυτό που έχουμε, είναι ωραίο, αλλά πρέπει να τελειώσει. Δεν οδηγεί πουθενά. - Εεε, σάστισε η Ψυχή. Ακριβώς αυτό. Ίσως έχουμε διαφορετικά κίνητρα για αυτήν την απόφαση, αλλά χαίρομαι που συμφωνούμε. Προφανώς, σκέφτηκε ότι η Έφη δεν ήθελε μπλεξίματα με σχέσεις. Ήθελε να είναι 100% ελεύθερη να κάνει ό,τι προκύψει με όποιον προκύψει όποτε προκύψει. Αυτό που έχουμε... Που είχαμε, πρέπει να τερματιστεί και εμείς απλώς... - Φίλες και πάλι, την διέκοψε και την έβγαλε από την δύσκολη θέση. Τελικά αυτή η απρόσμενη συνάντηση είχε πάει αρκετά καλά. Και στο εξής θα μπορούσαν να έχουν μόνο φιλικές σχέσεις. Αυτό την ανακούφιζε και ταυτόχρονα μέσα της κάτι την στεναχωρούσε. Και όλα αυτά, το κάτι περισσότερο, που συνέβη μεταξύ τους; Σαν να μην έγιναν ποτέ.

Αυτό

ήταν

το

καλύτερο.

Μία

μικρή

σκέψη

ξεπετάχτηκε ξαφνικά στο μυαλό της Ψυχής, αλλά την απομάκρυνε γρήγορα. Μήπως είχε αρχίσει να ερωτεύεται την Έφη; ***


32

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

Η Ψυχή, ακούγοντας μουσική από τον υπολογιστή της, κοίταξε την στοίβα με τα ραβασάκια και η πιθανότητα ο Κ να ήταν ο Χριστόφορος εδραιωνόταν στο κεφάλι της όλο και περισσότερο. Σκέφτηκε πως καλύτερα θα ήταν να τα κρύψει στη ντουλάπα εν όψει του πάρτι. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις πέντε όταν ένα μπλε βανάκι με υπερβολικά μεγαλύτερες ρόδες από ό,τι προφανώς θα είχε εκ κατασκευής, έκανε την εμφάνισή του στην οδό Φράγκων, κλείνοντας προσωρινά τον δρόμο. Το κουδούνι τρόμαξε την Ψυχή και την επανέφερε βιαίως στην πραγματικότητα. Αυτή τη φορά στην πόρτα ήταν η Τόνια με κάτι φίλους της που κρατούσαν δυο τραπεζάκια. Εισήλθαν και τα άφησαν στο σαλόνι. Έπειτα επέστρεψαν με ένα ηχοσύστημα για τη μουσική και μερικές καρέκλες. Τέλος έφεραν αρκετά μπουκάλια με αλκοόλ, μερικά μεγάλα πακέτα με πατατάκια, και παραδόξως μία μεγάλη γυάλα.

Άνετα

θα

χωρούσε

εκεί

μέσα

ένα

μικρό

καρχαριάκι. Μόνο που ήταν άδεια. Δίχως νερό. Δίχως ψάρια. Είχανε απομείνει λίγα λεπτά πριν τις οχτώ και η Ψυχή δεν ήταν σίγουρη για το τι έπρεπε να φορέσει. Το βανάκι με τα τεράστια λάστιχα είχε εξαφανιστεί από την οδό Φράγκων. Σίγουρα εκείνη ήθελε να είναι εκθαμβωτική μέσα στον τόσο γυναικείο ανταγωνισμό. Έτσι πριν ακόμη οι καλεσμένοι ξεκινήσουν να εμφανίζονται, πήγε στο δωμάτιό της με την Τόνια, της έδειξε μερικά ρούχα και ζήτησε την γνώμη της για το ποιο ήταν το καλύτερο.


Μίλα μου, γρήγορα

33

Η Ψυχή δεν μπόρεσε να αντισταθεί και κοίταξε στα μάτια την φίλη της. Διαπίστωσε, όχι με μεγάλη έκπληξη, πως το σκίρτημα που της προκαλούσε κάποτε η ματιά της Τόνιας είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Άραγε η Έφη να έφταιγε για αυτό; Τελικά κατέληξαν στην ενδυμασία. Η Ψυχή, φόρεσε ένα κόκκινο φόρεμα που αναδείκνυε το ντεκολτέ της και έφτανε σε μάκρος μέχρι τα γόνατα. Στο τελείωμα είχε ασύμμετρα κοψίματα, σαν φλόγες. Στα μαλλιά της δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο, και απλώς τα άφησε να πέφτουν στους ώμους της. Δεν της άρεσε να παίζει με τα μαλλιά της. *** Τα πηγαδάκια και οι συζητήσεις είχαν πάρει φωτιά. Ένας σορός κόσμος είχε μαζευτεί για να γιορτάσει το τέλος της εξεταστικής και τελικά η Τόνια είχε δικαιωθεί για την σκέψη να διοργανωθεί το πάρτι στο συγκεκριμένο σπίτι. Είχαν πάει σχεδόν όλοι, δηλαδή κάτι περισσότερο από είκοσι πέντε άτομα. Ένα σορό συμφοιτητές από τη σχολή. Και ένας δύο που δεν γνώριζε η Ψυχή. Όλοι τους χωρούσαν μια χαρά χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει ο ξενώνας. Άλλωστε ευνοούσε και η νύχτα η οποία ήταν αρκετά δροσερή επιτρέποντας σε αρκετούς να βγουν στον ακάλυπτο. Και ο Χριστόφορος ήταν στο πάρτι, χωρίς καμία αλλαγή στη συμπεριφορά του. Και πως θα μπορούσε αφού


34

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

ακόμη δεν του είχε πει η Ψυχή ότι γνώριζε πλέον ποιος είναι ο Κ. Για την Ψυχή, αυτό ήταν άλλο ένα θέμα που ήθελε να το ξεκαθαρίσει άμεσα. Για αυτό πλησίασε σε μία παρέα τριών ατόμων που την αποτελούσαν, ο Χριστόφορος μαζί με τον Στέλιο, συμφοιτητές στο ίδιο έτος, και η Χριστίνα, στο έτος της Ψυχής. - Μη με πιστεύετε, η εθνική μας έχει ομαδάρα και θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί και να είστε σίγουροι ότι τα παλικάρια μας, έλεγε ο Στέλιος. - Ναι, ναι ό,τι πιεις δικέ μου! Πόσο είπαμε ήπιες απόψε, τον κορόιδεψε ο Χριστόφορος, ενώ η Χριστίνα έδειχνε να βαριέται τη συζήτηση. -

Πως

περνάτε

εσείς,

ρώτησε

η

Ψυχή

χωρίς

να

απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα. - Καλά μωρέ, μουσική χορός μπλα μπλα, όλα παίζουν. Μια χαρά, αποκρίθηκε η Χριστίνα. - Για αυτό δεν είναι τα πάρτι, για να είναι όλα πιθανά, ρώτησε κλείνοντας το μάτι ο Στέλιος. Η Ψυχή δεν έβλεπε με ποια δικαιολογία θα μπορούσε να απομακρύνει τον Χριστόφορο, και που να πηγαίνανε όταν παντού υπήρχαν άτομα. Ίσως στον ξενώνα; - Μια χαρά είναι όλα, απάντησε ο Χριστόφορος. - Κρις, πως πάει η μηχανή, ρώτησε ο Χριστίνα πριν προλάβει να πει κάτι η Ψυχή, η οποία μετά από αυτό έκανε μεταβολή και έφυγε προς άλλη μεριά του σπιτιού. ***


Μίλα μου, γρήγορα

35

Στο σαλόνι, κάποια μπουκάλια ήδη είχαν αδειάσει, ενώ πάνω στα τραπεζάκια έστεκαν πατατάκια, ποτά, και το ηχοσύστημα, το οποίο ήταν ανοιχτό παίζοντας ελληνικές και ξένες επιτυχίες. Η γυάλα, που νωρίτερα η Ψυχή νόμιζε πως ήταν άδεια, έστεκε δίπλα στα τραπεζάκια, πάνω σε ένα

παλαιό

σκαμπό.

Αν

κάποιος

ήταν

λίγο

πιο

παρατηρητικός θα έβλεπε ότι στον πάτο της γυάλας, υπήρχε μια μεγάλη σαύρα, μάλλον χαμαιλέοντας, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο σε μήκος. Όταν παρατήρησε η Ψυχή το κατοικίδιο σκέφτηκε πως για να έφεραν την σαύρα στο πάρτι μάλλον της άρεσε η πολυκοσμία και ο θόρυβος. Μόνο που η συγκεκριμένη σαύρα καθόταν τελείως ακίνητη σαν να μην υπήρχε. Σαν να μην έδινε δεκάρα για ό,τι συνέβαινε τριγύρω της. Σχεδόν στην ίδια μοίρα με την σαύρα ήταν και ένας -άγνωστος για την Ψυχή- νεαρός που καθόταν μόνος του έξω από την κλειστή πόρτα του ξενώνα. Αναρωτήθηκε τι να έκανε εκεί πέρα. *** Το επόμενο πηγαδάκι που έφτασε η Ψυχή, το αποτελούσε μία γυναικοπαρέα. Εκεί ήταν η Τόνια, τρεις τέσσερεις κοπέλες ακόμη, και η Έφη μαζί με μία άγνωστη, που όμως έμοιαζαν αρκετά στο πρόσωπο. Μάλλον ήταν η αδερφή της. - Και μετά τη σχολή...; Δεν ξέρω ας πάρω το πτυχίο και μετά θα πάω καρφί για τον ΟΑΕΔ, είπε η Δέσποινα


36

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

μελαγχολικά αν και προσπάθησε να σκάσει ένα χαμόγελο χωρίς επιτυχία. - Θα τη βρούμε την άκρη ρε κορίτσια, πετάχτηκε η Ψυχή. Δεν είναι απαραίτητο όλοι από το παιδαγωγικό να πάμε στα σχολεία. Μπορούμε να ασχοληθούμε με θέατρο, με βιβλία. Ένα σορό πράγματα, είπε με τεράστια αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. - Τάδε έφη η Ψυχή, η εικοσάχρονη ταλαντούχα και πολλά υποσχόμενη ποιήτρια, είπε μεταξύ σοβαρού και αστείου η Άννα. Η Ψυχή ωστόσο απέφυγε να σχολιάσει την σχέση της με την ποίηση και στράφηκε προς την Τόνια. - Το παιδί εκεί έξω από την πόρτα, καλεσμένος σου είναι, την ρώτησε. - Α ναι, τον είχα ξεχάσει τον Άλκη. Με συγχωρείτε, είπε και έφυγε από την παρέα τους. - Οφείλω να συμφωνήσω μαζί σου. Πιστεύω πως θα τη βρούμε την άκρη. Είχε μιλήσει η αδερφή της Έφης, η Σίσσυ. Αλλά η Ψυχή απλώς έγνεψε με το κεφάλι. Έφυγε από το σαλόνι και πήγε προς το δωμάτιό της. Εκεί όλα τα πρόσωπα ήταν γνώριμα, από τη σχολή. Και οι συζητήσεις αναλώθηκαν για τα μαθήματα, τις δηλώσεις για το νέο εξάμηνο, και για τους στριμμένους καθηγητές. Έπειτα έφυγε η Ψυχή από το δωμάτιό της και στράφηκε προς τον ακάλυπτο. Μια από τα ίδια κι εκεί με συζητήσεις για τη σχολή. Μόνο που όταν πλησίασε είχε την εντύπωση πως απομακρύνθηκε ο Χριστόφορος. Χαζή σκέψη.


Μίλα μου, γρήγορα

37

*** Οι ώρες είχαν περάσει και για αυτό η μουσική είχε κλείσει εντελώς. Τα πατατάκια είχαν τελειώσει και ζήτημα αν υπήρχαν δύο κλειστά μπουκάλια. Σχεδόν οι μισοί είχαν αποχωρήσει. Μόνο ο Στάθης είχε μείνει στη θέση του παρατηρώντας απαθής του πάντες και τα πάντα. Από τις συζητήσεις που μετείχε η Ψυχή, έμαθε πως η σαύρα άνηκε σε έναν φίλο της Τόνιας που βοήθησε στην μεταφορά των πραγμάτων το μεσημέρι, και είχε ονομάσει το κατοικίδιό του Στάθη. Η

Ψυχή

τριγυρνούσε

από

εδώ

και

από

εκεί

προσπαθώντας να μάθει αν όλοι πέρασαν καλά στο πάρτι. Μέχρι που το βλέμμα της έπεσα πάνω στον άγνωστο που είχε δει ώρες πριν. Και πάλι ήταν έξω από τον ξενώνα. Εκεί να το πέρασε όλο του το βράδυ; Έδειχνε έξω από τα νερά του σίγουρα, και ίσως αυτή ως οικοδέσποινα να έπρεπε να τον κάνει εξ αρχής να νιώσει πιο οικεία. Ποτέ δεν είναι αργά, σκέφτηκε. *** Η σαύρα ο Στάθης κοιτούσε προς την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου, όπου μέσα ο Χριστόφορος είχε στην αγκαλιά του την Έφη και τη φιλούσε παθιασμένα μπροστά από το πλυντήριο. Την ίδια σκηνή σαστισμένη είδε και η Ψυχή καθώς όδευε προς τον άγνωστο νεαρό έξω από τον ξενώνα. Όχι δεν μπορούσε να είναι αλήθεια! Σίγουρα τα δύο


38

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

ποτήρια αλκοόλ που ήπιε την χτύπησαν στο κεφάλι. Μόλις σήμερα ξεκαθάρισε με την Έφη ότι θα ήταν απλώς φίλες κι αυτή πήγε κιόλας και βρήκε …άντρα; Όχι, ούτε ο Χριστόφορος θα έκανε κάτι τέτοιο. Τόσα ραβασάκια, τόσο καιρό, έτσι για πλάκα τα άφηνε; Εντάξει η Έφη δεν έχανε καμία ευκαιρία για κάτι τέτοια. Μήπως και ο Χριστόφορος βαρέθηκε να περιμένει την Ψυχή; Να την περιμένει; Αφού ποτέ του δεν της είπε πρόσωπο με πρόσωπο ότι την γουστάρει. Και οι δυο τους ήταν ελεύθεροι και μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν. Αλλά αυτό γιατί έμοιαζε με εσχάτη προδοσία; Την είχαν προδώσει και οι δύο και μάλιστα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Σκέφτηκε να αλλάξει κατεύθυνση να πάει προς το μπάνιο. Να βάλει τις φωνές, να ασκήσει βία. Είχε θολώσει το μυαλό της. Μα τελικά συνέχισε προς τον ξενώνα. Έπιασε από το χέρι τον νεαρό, ο οποίος δεν ξαφνιάστηκε ιδιαίτερα, τον οδήγησε μέσα στο άδειο δωμάτιο και κλείδωσε την πόρτα πίσω τους. Δεν θα άφηνε ατιμώρητη μία τέτοια προδοσία. *** Χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μία κουβέντα, έσπρωξε τον νεαρό στο ξύλινο κρεβάτι και άρχισε να λικνίζεται στους ρυθμούς μίας μουσικής που δεν ακουγόταν. Ο νεαρός σιγά σιγά έδειχνε πως μπαίνει στο νόημα, και η Ψυχή έβγαλε της τιράντες από τους ώμους της αφήνοντας το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα. Είχε μείνει εκεί, μόνο με τα


Μίλα μου, γρήγορα

39

εσώρουχα, μπροστά σε έναν ξένο. Αυτή θα ήταν η εκδίκησή της, να κάνει έρωτα της μιας βραδιάς με έναν άγνωστο άντρα; Συνέχισε να λικνίζεται αγγίζοντας το κορμί της. Στο μυαλό της όμως περνούσαν σαν σε ταινία σκηνές από τις στιγμές της με την Έφη. Έπειτα στιγμές από τον Χριστόφορο. Ακόμη, η σκηνή από το μπάνιο με τους δύο ... φίλους της, ο ένας να φιλάει στο στόμα τον άλλον. Τέλος απομάκρυνε κάθε σκέψη που δεν είχε σχέση με το παρόν. Άραγε ο νεαρός θα είχε προφυλακτικά μαζί του; Ανέβασε τα χέρια στο στήθος της, και έκανε να ξεκουμπώσει το σουτιέν. Δίστασε. Όχι. Δεν μπορούσε να το κάνει. Μα αυτή η πράξη θα ήτανε η εκδίκηση για την προδοσία που της κάνανε! Και γιατί να πάρει εκδίκηση; Όμως τώρα μπορούσε και έπρεπε να φτάσει στο τέρμα. Ήθελε να φτάσει μέχρι το τέλος. Το σουτιέν έπεσε στο πάτωμα, δίπλα στο φόρεμα. Συνέχισε να λικνίζεται. Ακούμπησε τους γοφούς της. Δίστασε ξανά. Φαντάστηκε την ζωή σαν μία στρίγκλα που της χαμογελούσε μοχθηρά. *** Συγχυσμένη, μπερδεμένη και ταυτόχρονα θυμωμένη με τον εαυτό της, η Ψυχή, φόρεσε το φόρεμά της, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς το τυχερό της κόκκινο ποδήλατο. Το έβγαλε από την πυλωτή και έφυγε χωρίς να την νοιάζει το πάρτι, οι καλεσμένοι, ο νεαρός που την περίμενε στο κρεβάτι, τα άτομα που θεωρούσε φίλους, το σπίτι της, η σαύρα ο Στάθης που σίγουρα είχε παρακολουθήσει τα


40

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

πάντα. Ήθελε να φύγει μακριά από όλους και από όλα. Αυτό και έκανε. Καθώς ήτανε χαράματα, υπήρχε ελάχιστη κίνηση στους δρόμους κι έτσι δεν σταμάτησε σε κανένα κόκκινο φανάρι. Ούτε η ίδια δεν ήξερε που ήθελε να πάει. Δεν είχε προορισμό. Έστριβε πότε από εδώ και πότε από εκεί και αυτό διήρκησε αρκετά λεπτά. Την είχαν προδώσει και παραλίγο να προδώσει και η ίδια τον εαυτό της. Ξαφνικά ήρθε και πέταξε δίπλα της μια πεταλούδα. Μια τόσο όμορφη πεταλούδα. Αν και το φως ήταν λίγο καθώς ο Ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμη, ήταν φανερό πως η πεταλούδα μες τα τόσα χρώματα, φάνταζε ευτυχισμένη. Τόσο χαρούμενη! Αχ, να μπορούσε να ήταν και η Ψυχή πεταλούδα, να πετάει ελεύθερα, δίχως να την απασχολεί τίποτα. Να κάνει αυτό που θέλει η ψυχή της. Έστω κι αν αυτή η ζωή κρατούσε μόνο μία μέρα, έδειχνε τόσο ελκυστική. Δάκρυα κύλισαν στα μάγουλά της και δεν έκανε ούτε μία προσπάθεια για να τα συγκρατήσει. Η ίδια δεν ήταν πεταλούδα. Ήταν όμως άνθρωπος και αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση. Δεν θα ζούσε μόνο μία μέρα, αλλά χιλιάδες. Και ως άνθρωπος θα μπορούσε κάθε μία μέρα από αυτές, να μεταμορφώνεται σε μία πολύχρωμη κι ελεύθερη πεταλούδα. Θα μπορούσε κάθε μέρα να απαλλάσσεται από το κουκούλι της, να πετάει μακριά, να είναι ευτυχισμένη κι όμως η ζωή της να μην τερματίζεται σε μόλις είκοσι τέσσερις ώρες.


Μίλα μου, γρήγορα

Οι

πρώτες

41

ακτίνες

του

Ήλιου

έφτασαν

στη

Θεσσαλονίκη σηματοδοτώντας την ανατολή. Τα δάκρυα σταμάτησαν να κυλούν και η Ψυχή, αποδέχτηκε την πρόκληση.


Μέρος Δεύτερο

Το στοίχημα


Μίλα μου, γρήγορα

Ο

43

Ήλιος μόλις είχε εισβάλει αδιάκριτα από ένα παλαιωμένο παράθυρο μέσα σε μία γκαρσονιέρα.

Αν και η ώρα κόντευε δέκα, εκείνο το πρωινό τα σύννεφα μαζεύτηκαν

απειλητικά

πάνω

από

την

πόλη

της

Θεσσαλονίκης. Ο Άλκης ξύπνησε απότομα, βλαστημώντας θεούς και δαίμονες για την τύχη που του δώσανε, με την ακόρεστη

όρεξη

για

ύπνο.

Ακόμη

μία

φορά

ήταν

αργοπορημένος. Να με πάρει η οργή, σκέφτηκε και όσο πιο γρήγορα μπορούσε άνοιξε το ντουλάπι που είχε τα ρούχα του, διάλεξε χωρίς να νοιάζεται ένα τζιν και ένα πουκάμισο, ντύθηκε, πλύθηκε, έδεσε τα κορδόνια του έβαλε τα τσιγάρα στην τσέπη, πήρε τα κλειδιά και τράβηξε την εξώπορτα πίσω του. Κατέβηκε με τα πόδια έξι πατώματα, καταπίνοντας δύο δύο τα σκαλιά, μην έχοντας καιρό

να

σκεφτεί

ότι

διαταράσσει

την

ησυχία

των

υπόλοιπων ανθρώπων που έμεναν στην ίδια με εκείνον πολυκατοικία. Βγήκε ρηγοπούλου,

αναστατωμένος ρίχνοντας

σαν μια

τρελός γρήγορη

στην ματιά

Παπαστον

συννεφιασμένο ουρανό και αμέσως έτρεξε προς την Εγνατία. Ο προορισμός του χιλιομετρικά δεν ήταν μακριά, ωστόσο ο ίδιος το γνώριζε καλά, χρονικά δεν τον έπαιρνε. «Που να πάρει η οργή, πού είναι το άθλιο το “12”... Ελπίζω ο κ. Σταύρος να είναι ακόμα εκεί... Τέρμα οι μπύρες

τα

ξενύχτια

και

ο

προγραμματισμός

μέχρι

αργά...», αυτά έλεγε στον εαυτό του καθώς περίμενε το


44

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

αστικό να κάνει την εμφάνισή του στη στάση Κολόμβου, ερχόμενο από τα νέα δικαστήρια. Όμως όσο περνούσαν άλλοι αριθμοί πλειν του “12”, τόσο περισσότερο κάτι μέσα του, τού έλεγε πως και το απόγευμα, άνεργος θα παρέμενε. Για να καταπολεμήσει τον εκνευρισμό του θέλησε να βάλει λίγη μουσική και τότε συνειδητοποίησε

πως

η

συσκευή

του

κινητού

του

τηλεφώνου βρισκόταν κάτω από το μαξιλάρι του, με απενεργοποιημένα και τα πέντε ξυπνητήρια! Η όλη κατάσταση όσο πήγαινε τον εκνεύριζε περισσότερο, και από το μυαλό του περνούσαν διάφορες σκέψεις, ηλίθιες σκέψεις, να γυρίσει πίσω στο διαμέρισμά του, να βρει κάποια καλή δικαιολογία, ας πούμε ότι έσπασε το χέρι του ή καλύτερα ότι πέθανε κάποιος συγγενείς του, παίρνοντας περίλυπος τηλέφωνο τον κ. Σταύρο, ζητώντας του

συγνώμη

και

ταυτόχρονα

να

προσπαθήσει

να

καταλάβει το δράμα που βιώνει, και το πόσο άσχημα του φέρθηκε για ακόμα μία φορά η ζωή του... Ο αριθμός “12” διέκοψε όλες του τις σκέψεις για υποχώρηση. Δεν μπορούσε να βάλει την ουρά στα σκέλια, όχι, έπρεπε να δοκιμάσει, να κοντράρει την τύχη του, να προσπαθήσει, έστω κι αν ο χρόνος δεν ήταν μαζί του. Οι πόρτες άνοιξαν στα δυο, λίγοι αποβιβάστηκαν, ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που επιβιβάστηκαν. Ο Άλκης έπειτα από λίγη προσπάθεια, προσπέρασε δυο περίεργους τύπους και μια γριούλα που πάλευε με την ομπρέλα της, ακύρωσε το εισιτήριό

του,

και

έπιασε

θέση

εκεί

ακριβώς

που


Μίλα μου, γρήγορα

45

προτιμούσε πάντα, σε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «φυσούνα του σακάτη». Αν και όρθιος, προτιμούσε να στέκεται εκεί από το να είναι καθιστός, θεωρώντας πως σε αυτό το σημείο του λεωφορείου μπορούσε να κινηθεί πιο εύκολα, όταν ήθελε να κατέβει. Ακόμη μπορούσε να είναι πιο άνετα από οπουδήποτε αλλού, όταν το λεωφορείο θα γέμιζε από ατυχείς, όπως πίστευε, σαν και αυτόν ανθρώπους. Βέβαια η φυσούνα του σακάτη πολλές φορές τον είχε φέρει στα όρια τού εκνευρισμού καθώς όποιος ήθελε να μετακινηθεί ανάμεσα στο πίσω και στο μπροστά μέρος του λεωφορείου θα έπρεπε να περάσει από εκεί. Κι αν μάλιστα αυτός που μετακινιόταν κρατούσε τυχόν σακούλες, ή περπατούσε ενώ φρέναρε απότομα ο οδηγός, τότε σίγουρα θα χτυπούσε κάποιον. Κάπως έτσι πολλές φορές είχε χτυπηθεί ο ίδιος ο Άλκης στα καλά καθούμενα χωρίς να φταίει σε τίποτα, κάτι που πάντα του άναβε τα λαμπάκια αλλά ποτέ δεν αντιδρούσε, κρίνοντας τον εαυτό του ένοχο μόνο για το ότι χρησιμοποίησε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς. «Επόμενη στάση, next stop, πλατεία Αριστοτέλους», ακούστηκε μία άχαρη γυναικεία φωνή μέσα από τα μεγάφωνα που υπήρχαν στο αστικό. Στις ενδιάμεσες στάσεις κόσμος δεν κατέβηκε μόνο προστέθηκε και έτσι ο Άλκης αναγκάστηκε να ζητήσει πολλές φορές συγνώμη μέχρι να βρεθεί μπροστά στην πόρτα. Η ξανθιά οδηγός ομολογουμένως είχε φρενάρει απότομα, αλλά για αυτό ευθυνόταν μάλλον το όχημα που ήταν μπροστά της, κάτι


46

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

όμως που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από τους ξαφνικά οργισμένους επιβάτες του λεωφορείου. Οι πόρτες άνοιξαν, την ώρα που ο ψυχρός αέρας του Θερμαϊκού χτυπούσε τους Θεσσαλονικείς που είτε πήγαιναν στη δουλειά τους, είτε απολάμβαναν μία φθινοπωρινή πρωινή βόλτα, είτε έτρεχαν να προλάβουν τα ραντεβού τους... *** - Καλημέρα σας, χίλια συγνώμη που άργησα, είπε ειλικρινά ο Άλκης, ο οποίος ήταν γεμάτος ευγνωμοσύνη που πρόλαβε να φτάσει, όπως ήθελε να πιστεύει, εγκαίρως στη συνάντηση που είχε. - Καλημέρα... Έλα να κάτσουμε, του απάντησε ο κ. Σταύρος, δείχνοντάς του ένα τραπεζάκι. Στην καφετέρια δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Για την ακρίβεια μόνο ένα ζευγαράκι βρισκόταν στο κατάστημα, το οποίο είχε πιάσει μια γωνία μακριά από τις τζαμαρίες για να μπορεί να ερωτοτροπεί με την άνεσή του. Ο κ. Σταύρος φαινόταν τόσο αυστηρός όσο και εγκάρδιος, ωστόσο πάντα παρέμενε ένας καλός επαγγελματίας, που δεν του ήταν εύκολο να συγχωρέσει αργοπορημένους υποψήφιους εργαζομένους. Ήθελε ό,τι είχε να κάνει με τη δουλειά του να λειτουργεί σαν ένα καλά συγχρονισμένο ρολόι. Μία σερβιτόρα πλησίασε το τραπεζάκι, και στο τεφτέρι της σημείωσε μόνο έναν γαλλικό για τον κ. Σταύρο καθώς ο Άλκης δεν ήθελε να πάρει κάτι, ή δεν ήθελε να τον κεράσει κάποιος άλλος.


Μίλα μου, γρήγορα

47

- Όπως σου είπα και εχθές στο τηλέφωνο, ήθελα σήμερα να βρεθούμε για δουλειά... Άργησες 27 ολόκληρα λεπτά! Κι έμεινα εδώ μόνο και μόνο για χάρη του πατέρα σου. Ήταν καλός μου φίλος, ωστόσο θα πρέπει να καταλάβεις πως η δουλειά είναι δουλειά, και δεν χωράνε προσωπικές σχέσεις μέσα σε αυτή, ούτε και συναισθηματισμοί. Έτσι λοιπόν, συνέχισε να λέει ο κ. Σταύρος, αλλά η νεανική προσωπικότητα του Άλκη που δεν είχε ακόμα κατακτήσει την αρετή της υπομονής, τον διέκοψε απότομα. - Κύριε Σταύρο απλώς πείτε μου αν ενδιαφέρεστε ακόμη να μου προσφέρεται δουλειά, ήταν τα λόγια του νεαρού ο οποίος δεν ήθελε να μιλάει για τον πατέρα του. - Κατευθείαν στο θέμα λοιπόν... Πως τα πηγαίνεις με την JavaScript, τον ρώτησε ο κ. Σταύρος, πίνοντας από τον γαλλικό του. - Αρκετά καλά! Μπορεί στη σχολή να κάναμε λίγα πράγματα, αλλά εγώ ξέρω αρκετά περισσότερα, ήρθε η απάντηση από τον Άλκη. - Ωραία λοιπόν, η δουλειά θα είναι δική σου, αρκεί να μείνεις

αυστηρά

εντός

των

χρονοδιαγραμμάτων,

και

βέβαια αρκεί να μείνεις ικανοποιημένος από τα 500 ευρώ στο χέρι. Θέλω να μου παραδώσεις τη δουλειά σε 2 εβδομάδες από σήμερα, ούτε λεπτό παραπάνω, αυτά είπε ο κ. Σταύρος με όση εκτίμηση είχε προς στο πρόσωπο του μοναχογιού ενός φίλου, που πέθανε πριν τρία χρόνια. - Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Δεν θα σας απογοητεύσω! Αλλά ... δεν μου είπατε τι θα πρέπει να κάνω μέσα σε


48

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

αυτές τις δύο εβδομάδες, είπε χαρούμενος αλλά και γεμάτος περιέργεια ο Άλκης. - Τίποτα το σπουδαίο παιδί μου. Τίποτα το σπουδαίο. Θέλω απλώς μία ιστοσελίδα για το κατάστημά μου. Να μπορεί ο οποιοσδήποτε να με βρει στο διαδίκτυο. Πρέπει το μαγαζί με τα ηλεκτρικά είδη να το εξελίξω, να το εκσυγχρονίσω, αλλιώς δεν βλέπω να βγαίνει ο χειμώνας, ακούστηκε με κάποια ανησυχία ο κ. Σταύρος. Φεύγοντας από το μαγαζί το οποίο πλέον είχε λίγο κόσμο παραπάνω, καθώς έξω έπεφταν οι πρώτες ψιχάλες, ο Άλκης ήταν αρκετά χαρούμενος που διαψεύστηκε. Τώρα είχε εργασία, είχε κάτι να ασχοληθεί, και μάλιστα κάτι από το οποίο αν όλα πήγαιναν καλά θα κέρδιζε και 500 ευρώ! Ο κ. Σταύρος όμως, έφυγε από τη συνάντηση ελπίζοντας πως δεν θα μετανιώσει που παρά τις ενδείξεις έδωσε την δουλειά σε κάποιον που ίσως δεν έμαθε ποτέ του να είναι συνεπής και συνεργάσιμος. *** Είκοσι δύο μέρες πριν από την απρόσμενη συνάντησή του με τον κ. Σταύρο, ο Άλκης είχε ακούσει αρκετές φορές να του εύχονται «καλός πολίτης» καθώς εκείνη την ημέρα είχε απολυθεί από φαντάρος. Εννέα χαμένοι μήνες. Εννέα μήνες που έφυγαν ανούσια, εννέα μήνες πάγωσε τη ζωή του, περιμένοντας να ακολουθήσει το δικό του μονοπάτι. Ή ίσως να ήταν και ένα ωραίο κενό, πριν βγει στην αρένα της ζωής.


Μίλα μου, γρήγορα

49

Η πόρτα ενός ταπεινού σπιτιού στα περίχωρα της Δράμας, άνοιξε και πίσω της ξεπρόβαλε ένας ελεύθερος από υποχρεώσεις πολίτης. Η μητέρα του τον πλησίασε και τον φίλησε αρκετές φορές, αφήνοντας όλο και περισσότερα δάκρυα, απροσδιορίστου συναισθήματος, να τρέξουν. Το γνώριζαν

κι

οι

δύο

πως

ήταν

ημέρα

ανακοίνωσης

αποφάσεων. Ο Άλκης είχε αποφοιτήσει από το ΤΕΙ Πληροφορικής Θεσσαλονίκης, και μόλις είχε ολοκληρώσει και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Έπρεπε λοιπόν στα 24 του χρόνια να πάψει να ακολουθεί τη ζωή του, έπρεπε να την οδηγήσει ο ίδιος εκεί ακριβώς που ήθελε. Τα πάντα για αυτόν ήταν πιο δύσκολα από τότε που ο Σάββας, ο πατέρας του πέθανε. Ο ίδιος τον πρώτο καιρό είχε χάσει τη ζωή κάτω από τα πόδια του. Είχε χάσει το στήριγμα και είδωλό του. Και τώρα, τρία χρόνια αργότερα, ήθελε να αρπάξει τα ηνία του πεπρωμένου του, να βρει τις λύσεις στα προβλήματά του, να αποδείξει πως αξίζει, και να κάνει περήφανη τη μητέρα του. Εκείνη, μια νέα γυναίκα ακόμη, μόλις στα 42 της χρόνια, προσπαθούσε να στηρίξει τον εαυτό της αλλά και τον γιο της. Το δεύτερο ήταν φανερά πέρα από τις δυνάμεις της. Ο Άλκης είχε μεγάλο θαυμασμό και αδυναμία προς τον πατέρα του, τον καθηγητή

φιλολογίας.

Τίποτα δεν

θα

μπορούσε να

καλύψει την απουσία του. Αυτό το ήξερε η μητέρα του και για αυτό είχε αποφασίσει, ποτέ της να μην του πει ότι προχώρησε στη ζωή της... ***


50

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Αγόρι μου κάτσε στο τραπέζι να σου βάλω να φας. Ετοίμασα το αγαπημένο σου, είπε η Τούλα. - Μακαρόνια με κιμά! Να ‘σαι καλά ρε μάνα, αλλά δεν πεινάω,

έφαγα

καθώς

ερχόμουνα.

Κάτσε

κάτω

σε

παρακαλώ, πρέπει να μιλήσουμε, της είπε ψύχραιμα ο Άλκης προσπαθώντας να ισορροπήσει τα λόγια του. Δεν είχε κάτι να συζητήσει παρά μόνο να ανακοινώσει. - Ό,τι αποφάσεις κι αν έχεις πάρει είμαι μαζί σου παιδί μου, τον πρόλαβε η Τούλα, καθώς ήξερε πως δεν θα μπορούσε να αλλάξει τα μυαλά του γιου της. - Μητέρα, θα πάω στο σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Μεγαλύτερη πόλη, περισσότερες ευκαιρίες. Όπως και να έχει η γκαρσονιέρα

μένει

ανοίκιαστη

καιρό

τώρα,

δεν

θα

χάσουμε κάποιο από τα λιγοστά εισοδήματα. Θα βρω δουλειά εκεί και δεν θα χρειάζεται να αγχώνεσαι για μένα. Θα φροντίζω μόνος μου τον εαυτό μου, αυτά έλεγε ο Άλκης προσπαθώντας πρώτα από όλα να καθησυχάσει και να πείσει τον εαυτό του και έπειτα την μητέρα του. Εκείνη δεν μπορούσε να πει και πολλά, πόσο μάλλον να κάνει. Δεν έβαλε τα κλάματα καθώς οι αποφάσεις αυτές του γιου της ήταν σχεδόν αυτονόητες και δεδομένες. *** Παρά την βροχή που σιγά σιγά μα σταθερά δυνάμωνε εκείνος απολάμβανε την πρώτη του επιτυχία, ονειροπολώντας πως αυτή ήταν μονάχα η αρχή. Πετούσε σε


Μίλα μου, γρήγορα

51

πελάγη ευτυχίας. Είχε την πρώτη του δουλειά και μάλιστα δεν ήταν κάτι που θα τον ζόριζε ιδιαίτερα. Η δημιουργία μίας ιστοσελίδας μπορεί για αυτόν να ήταν μια διαδικασία που

ήθελε

χρόνο,

ωστόσο

ήξερε

πως

δεν

θα

του

παρουσιαζόντουσαν μεγάλες δυσκολίες. Καθώς ανέβαινε την Αριστοτέλους με προορισμό την στάση Αλκαζάρ πάνω στην Εγνατία, βυθισμένος στις σκέψεις του, στο ύψος της Βασιλέως Ηρακλείου τον σταμάτησε μια κοπελίτσα από μία φιλανθρωπική οργάνωση και άρχισε να του μιλάει για κάτι δωρεές, για ένα περιοδικό, για συμβολικά ποσά, για το υπέρτατο έργο της προσφοράς, για παιδιά που έχουν ανάγκη... Τρία

λεπτά

αργότερα

εκείνος

με

λύπη

συν-

ειδητοποιούσε πως μέσα στη φούρια του να προλάβει το πρωινό ραντεβού του, δεν είχε πάρει μαζί του λεφτά. Δεν ήταν σίγουρος για τα κίνητρά του, αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό του πως θα γύριζε την επόμενη ημέρα. Αυτή η μελαχρινή κοπέλα του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Το μόνο που είπε ήταν «συγνώμη βιάζομαι», και συνέχιζε να ανηφορίζει προς την Εγνατία. Μέσα του ήλπιζε να της είχε πιάσει την κουβέντα, να είχε μάθει οτιδήποτε για εκείνη, έστω το όνομά της. Το επόμενο πρωινό, η βροχή συνεχίστηκε για πολύ ώρα με ένα ελαφρύ βοριαδάκι. Το φθινόπωρο έδειχνε τα δόντια του στη

Θεσσαλονίκη τι

κι

αν ήταν

μόλις

Σεπτέμβρης, τα πρωτοβρόχια ήταν εδώ. Στο δάπεδο δίπλα από το ξύλινο κρεβάτι, υπήρχαν μόνο τρία κουτάκια


52

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

μπύρας με αρκετά αποτσίγαρα, ενώ ακριβώς παραδίπλα πάνω

στο

γραφείο,

ένας

προσωπικός

ηλεκτρονικός

υπολογιστής ξενύχτης, πρόβαλε τα πρώτα σχέδια μιας ιστοσελίδας για ηλεκτρικά είδη. Ο Άλκης σηκώθηκε από την καρέκλα και έπεσε στο κρεβάτι, αφήνοντας μια γόπα να πέσει μέσα σε ένα κουτάκι μπύρας την ώρα που εξέπνεε καπνό από τα πνευμόνια του. Δεν μπορούσε παρά να είναι αρκετά ευχαριστημένος από τον εαυτό του, καθώς από την πρώτη κιόλας μέρα ήταν ορατοί οι κόποι της δουλειάς του. Αν

συνέχιζε με

αυτόν

τον

ρυθμό,

σίγουρα

θα

προλάβαινε την προθεσμία των δύο εβδομάδων. Με το που έπεσε

στο

κρεβάτι

όμως

θυμήθηκε

μια

μελαχρινή

παρουσία, η οποία στοίχειωσε τον ύπνο του. Την μία ήταν η αυστηρή δασκάλα του που τον έβαζε τιμωρία, την άλλη ήταν μια διεστραμμένη που ήθελε να τον δολοφονήσει, ενώ πριν πεταχτεί επάνω ξαφνιασμένος, την είδε να μεταλλάσσεται μπροστά στα μάτια του σε θαλάσσιο κήτος που τον έκανε μια χαψιά, γελώντας παρανοϊκά. *** Αν και νόμιζε πως δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά από τη στιγμή που έκλεισε τα μάτια του, στην πραγματικότητα κόντευε απόγευμα. Βγήκε από το δωμάτιό με κατεύθυνση προς το μπάνιο για να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό του. Πήγε στην κουζίνα, ένας χώρος όχι μεγαλύτερος από οχτώ τετραγωνικά μέτρα, άνοιξε το ψυγείο, το οποίο ήταν


Μίλα μου, γρήγορα

53

σχεδόν άδειο, και έπιασε δύο αυγά με την πρόθεση να τα ρίξει στο τηγανάκι. Δυστυχώς για εκείνον όμως, δεν είχε ψωμί, δεν είχε αλάτι, και κυρίως, δεν είχε ούτε λάδι! Μόνο δύο αυγά τα οποία ή θα τα έβραζε, μα αυτή ήταν μία σκέψη που δεν του άρεσε καθόλου, ή θα έπρεπε να ξοδέψει μέρος από τα έντεκα ευρώ που είχε στη διάθεσή του για να αγοράσει κάποια είδη πρώτης ανάγκης, ή τέλος θα κατέφευγε στη λύση της καλής γειτονίας. Η τελευταία σκέψη του φάνηκε ως η πιο συμφέρουσα από όλες τις απόψεις.

Κατευθύνθηκε

δύο

πατώματα

πιο

κάτω,

χρησιμοποιώντας τον ανελκυστήρα. Η ώρα ήταν πέντε παρά δέκα και φοβήθηκε μήπως ενοχλήσει, αλλά έπρεπε να το ρισκάρει. Έτσι έκλεισε την παλάμη του, και χτύπησε δύο φορές σιγανά την πόρτα. - Ποιος είναι, ακούστηκε σχεδόν εκνευρισμένη η φωνή της Τόνιας. - Ο Άλκης είμαι, είπε σχεδόν απολογητικά ο νεαρός. -

Καλησπέρα

Άλκη,

πέρασε,

του

απάντησε

εκείνη

ανοίγοντας την πόρτα για να υποδεχτεί τον απρόσκλητο επισκέπτη της. - Πως πάει, την ρώτησε λίγο αμήχανα εκείνος. - Διάβασμα για την εξεταστική μωρέ και άγιος ο Θεός, ήταν η απάντησή της, γελώντας μελαγχολικά, καθώς του έδειχνε να καθίσει σε μία καρέκλα. - Πέμπτο εξάμηνο είσαι τώρα, σωστά; Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Πως περνάει ο καιρός, συνέχισε εκείνος. Συγνώμη που σε ενοχλώ, φαντάζομαι οι


54

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

οικονομικές επιστήμες δεν είναι παιχνιδάκι... Αλλά να..., δίστασε λίγο, θα ήθελα αν είχες και αν μπορούσες βέβαια, να μου... δανείσεις... εεε, λίγο λάδι ίσως καμιά πρέζα αλάτι,

και

καθώς

τα

έλεγε

αυτά

προσπαθούσε

να

αντιληφθεί την αντίδραση της Τόνιας, η οποία όμως δεν έδειχνε τίποτα το αρνητικό στο πρόσωπό της, αντιθέτως, σαν να ήθελε και η ίδια να φάει κάτι. - Καταρχάς στο παιδαγωγικό σπουδάζω, όχι οικονομικά... Κι έπειτα, αλάτι και λάδι; Τι έχεις για τηγάνισμα, ρώτησε πονηρά εκείνη. - Δύο ξεχασμένα αυγά στο ψυγείο μου, που ελπίζω να μην χάλασαν, απάντησε χαμογελώντας ο Άλκης. - Ωραία, είπε εκείνη, πήγαινε φέρε τα αυγά, εγώ βάζω τα υπόλοιπα... Τηγάνι, λάδι, αλάτι, πιπέρι, ψωμί, νομίζω έχω και κάτι λουκανικάκια, ίσως και ντομάτα. - Είσαι κορυφαία! Επανέρχομαι, είπε εκείνος τρέχοντας πίσω στο σπίτι του. *** Το φαγητό τους, δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά ήταν ακριβώς ό,τι χρειάζονταν για να λένε πως φάγανε. Ο Άλκης είχε απευθυνθεί στο κατάλληλο άτομο, κερδίζοντας μάλιστα περισσότερα από όσα προσδοκούσε. Προφανώς η Τόνια είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα και είχε ώρες να φάει. Τι κι αν αρχικά εκνευρίστηκε που της διακόψανε την αυτοσυγκέντρωση, τελικά και η ίδια είχε ανάγκη για ένα γεύμα. Οι στιγμές περνούσαν ευχάριστα με χαβαλέ


Μίλα μου, γρήγορα

55

και για τους δύο. Γαμώτο να είχαμε και λίγο κρασάκι τώρα, σκεφτόταν από μέσα του ο Άλκης που δεν τολμούσε να το πει δυνατά καθώς ήδη είχε περισσότερα από όσα περίμενε. - Θα τα καταφέρεις με τα πιάτα, ή να μείνω να βοηθήσω, την πείραξε ο Άλκης. - Θα τα αφήσω εκεί, μέχρι την επόμενη φορά που θα ξεμείνεις και θα έρθεις, και πριν σου βάλω να φας, θα πρέπει να τα πλύνεις, του απάντησε η

Τόνια μη

μπορώντας να κρατήσει το χαμόγελό της. - Εντάξει, αν είναι έτσι, θα τα ξαναπούμε πολύ πιο σύντομα από ό,τι φαντάζεσαι, την απείλησε εκείνος μεταξύ σοβαρού και αστείου. Πάντως αν χρειαστείς τίποτα με τον υπολογιστή σου, είμαι ακριβώς δύο πατώματα πιο πάνω! - Να ‘σαι καλά. Θα έχω την προσφορά σου υπόψη μου. Να ξέρεις σε λίγο καιρό τελειώνει η εξεταστική μου, και ετοιμάζω ένα παρτάκι... Είσαι καλεσμένος αν δεν θα έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις. Για την ακριβή ώρα και μέρα, θα ενημερωθείς κάποια στιγμή από το e-mail σου. Επομένως, πότε πότε να το τσεκάρεις. Εκείνος την ευχαρίστησε για το τραπέζι και την καληνύχτισε χωρίς να αναφερθεί καθόλου στο πάρτι. Αμέσως

πήγε

το

μυαλό

του

σε

φασαρίες

και

κλαπατσίμπαλα, κάτι που σήμαινε ότι θα είχε ένα βράδυ λιγότερο για να προλάβει να τελειώσει την δουλειά που είχε

αναλάβει.

Κι

αν

και

είχε

κάνει

καλή

ομολογουμένως, είχα ακόμη δρόμο μπροστά του.

αρχή


56

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

*** Τις μέρες που ακολούθησαν βγήκε έξω μόνο μία φορά και αυτό για τις απαραίτητες προμήθειες, ένα ψωμί, δέκα πατάτες, ένα σακουλάκι αλάτι, ένα πακέτο ρύζι και ένα πακέτο μακαρόνια. Λάδι δεν πήρε, ήταν αρκετά ακριβό για το πορτοφόλι του. Δεν παρέλειψε όμως να αγοράσει τσιγάρα. Σύνολο, δέκα ευρώ και εξήντα λεπτά. Έμεινε ταπί έχοντας μπροστά του σχεδόν δύο βδομάδες. Δεν ήθελε να ζητήσει λεφτά από τη μητέρα του, ήξερε πως και εκείνη δύσκολα τα έφερνε βόλτα με την σύνταξη του μακαρίτη του πατέρα του, και άλλωστε για αυτό είχε κατέβει στη Θεσσαλονίκη, για να μπορέσει να ζήσει μόνος του τον εαυτό του, με τις δικές του δυνάμεις. Ήταν πλέον 24 χρονών και έπρεπε να βάλει τη ζωή του σε μία τάξη. Το εγχείρημά του δεν ήταν καθόλου εύκολο. Όχι μέσα σε αυτήν την κοινωνικοοικονομική συγκυρία. Καταστήματα κλείνανε, άνθρωποι μένανε στο δρόμο, οι πλατείες γεμίζανε αγανακτισμένους, πολλοί μεταναστεύανε αναζητώντας αλλού το μερτικό τους, η κυβέρνηση έπαιρνε όλο και πιο σκληρά μέτρα λιτότητας, η εγκληματικότητα άνθιζε. Όλα αυτά σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να προσφέρουν ανάπτυξη στην οικονομία της χώρας,

και

η

ίδια η

ψυχολογία

των

πολιτών

ακροβατούσε μεταξύ της κατανόησης και της έκρηξης. Ο Άλκης όμως γνώριζε πως με τη σωστή διαχείριση, δηλαδή λίγο μικρότερες μερίδες, θα του έφταναν τα


Μίλα μου, γρήγορα

τρόφιμα.

Έπρεπε

57

να

σκέφτεται

όσο

πιο

αισιόδοξα

μπορούσε, οι μέρες σίγουρα θα περνούσαν γρήγορα μέχρι να πληρωθεί. Αρκεί βέβαια πρώτα να είχε τελειωμένη τη δουλειά.

Η

αλήθεια

ήταν

πως

συνάντησε

μερικές

δυσκολίες, και αυτό ήταν κάτι που τον χρονοτριβούσε. Εκτός από τις δυσκολίες όμως, πολλές φορές το μυαλό του ξέφευγε από την εργασία και πήγαινε σε μια μελαχρινή παρουσία. Δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να βρεθεί στην Αριστοτέλους έπειτα από την ημέρα που συναντήθηκε με τον κ. Σταύρο, καθώς προείχε η δουλειά. Και άλλωστε ακόμη κι αν πήγαινε, και ήταν εκείνη εκεί, τι θα μπορούσε να πει, τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει εκτός από το να την κοιτάει. Προς το παρόν δεν είχε λεφτά για να αγοράσει το περιοδικό και να συνεισφέρει στον φιλανθρωπικό σκοπό. Και αν δεν ήταν φιλανθρωπικός σκοπός αλλά ένα καλοστημένο κόλπο για να βγάλει κάποιος εύκολο χρήμα...; Τι πιο δελεαστικό από μία όμορφη κοπελίτσα, να πιάνει την κουβέντα στους άντρες, τονίζοντάς τους το θεάρεστο έργο της προσφοράς στον συνάνθρωπο που χρήζει βοηθείας. Έτσι τελικά ο Άλκης κατέληξε μέσα του πως καλύτερα να μην περάσει από εκεί... *** Εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα του Σεπτέμβρη, ο Άλκης σκεφτόταν πως έμεναν μόλις τέσσερις ημέρες μέχρι


58

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

να πληρωθεί. Πεντακόσια ολόκληρα ευρώ θα γινόντουσαν δικά του. Φάνταζαν η ιδανική αρχή για έναν άπειρο και πρωτοεμφανιζόμενο νέο στην αγορά εργασίας, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο βιογραφικό. Αν και αυτήν την πρώτη του δουλειά, την όφειλε έμμεσα στον πατέρα του, ο ίδιος δεν ήθελε να το σκέφτεται έτσι. Τεντώθηκε αρκετές φορές αφού σηκώθηκε από την καρέκλα για να ξεπιαστεί και τα χασμουρητά του δεν είχαν τελειωμό. Βγήκε μια βόλτα μέχρι το μπαλκονάκι του. Ο βροχερός καιρός των προηγούμενων ημερών είχε εγκαταλείψει την πόλη, και φαινόταν καθαρά ο Ήλιος που όδευε προς τη δύση του. Λίγοι γλάροι που πετούσαν στον γαλανό ουρανό υπενθύμιζαν στους επισκέπτες πως η πόλη βρεχόταν από θάλασσα. Άναψε ένα τσιγάρο. Ήταν το τελευταίο που του έμεινε, αν και το συγκεκριμένο πακέτο το

είχε

κρατήσει

ασυνήθιστα

αρκετό

καιρό.

Πάντα

προνοούσε να μην ξεμείνει από τσιγάρα. Παρατηρούσε τους γλάρους να κατευθύνονται νότια, προς τη θάλασσα και αναλογίστηκε πόσες φορές είχε σκεφτεί ότι αν έπεφτε από αυτό το μπαλκόνι θα έλυνε όλα τα προβλήματά του. Οι συλλογισμοί αυτοί τού έφευγαν όσο γρήγορα του έρχονταν. Πλέον το νερό είχε μπει στο αυλάκι, είχε μια δουλειά, και αυτό ήθελε να πιστεύει πως θα ήταν μόνο η αρχή. Ο υπολογιστής τού Άλκη δεν είχε κλείσει ούτε για μια στιγμή τις τελευταίες δέκα ημέρες. Η ιστοσελίδα που είχε αναλάβει να κάνει ήταν σχεδόν έτοιμη, αλλά της έλειπαν


Μίλα μου, γρήγορα

59

οι τελευταίες πινελιές. Θεωρούσε πλέον πως η μόνη περίπτωση να βγει εκτός χρονοδιαγράμματος ήταν αν κάνει το θαύμα της η εταιρεία ηλεκτροδότησης, και αυτή ήταν

η

αλήθεια,

καθώς

μόνο

κάποιος

αστάθμητος

παράγοντας θα μπορούσε να τον κάνει να φανεί κατώτερος των

περιστάσεων.

Γύρισε

μέσα

στο

σπίτι,

ρούφηξε

αχόρταγα το τσιγάρο του, που πλέον δεν είχε μείνει τίποτα περισσότερο από μία κιτρινιάρα γόπα, την οποία πέταξε μέσα σε ένα παλιό κουτάκι μπύρας, και βυθίστηκε ξανά στον υπέροχο κόσμο του, στην τέλεια πληροφορική του, στον ψηφιακό κόσμο των δύο καταστάσεων, του 0 και του 1, του νικητή και του χαμένου, του όλου και του τίποτα, του πάντα και του ποτέ. *** Ξαφνικά, όσο ξαφνικά γίνεται πάντα, χτύπησε το κινητό τηλέφωνο του Άλκη. «Αντώνης σας καλεί» έγραφε η οθόνη της συσκευής. Ο Αντώνης που ήταν μαθηματικός, ζούσε στη Θεσσαλονίκη και γνωρίστηκε με τον Άλκη στην πόλη της Μυτιλήνης, όταν και οι δύο υπηρετούσαν. Βέβαια τότε ο Αντώνης ήταν κοντά στην απόλυση ενώ ο Άλκης είχε μπροστά του ακόμη εφτά μήνες στρατιωτικής θητείας. Πέρασαν μαζί στη Λέσβο έναν μήνα, αλλά ήταν φανερή η χημεία που είχαν μεταξύ τους, από την πρώτη στιγμή. - Πού είσαι ρε παλιοσειρά, ήταν το «ναι» του Άλκη. -

Εγώ

πού

είμαι;

Εσύ

Αλκιβιάδη

Παπαϊωάννου

απολύθηκες και δεν πήρες ούτε ένα τηλέφωνο, μίλησε σε


60

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

αυστηρό τόνο για να τον πείραξε ο Αντώνης. Πού και πότε, λέγε. - Ειλικρινά ρε συ, αυτές τις μέρες είμαι πιεσμένος. Ίσως σε καμιά βδομάδα, του απάντησε ο Άλκης. - Πιεσμένος; Ωραία τότε απόψε κιόλας, εννέα και τέταρτο! Μην διανοηθείς να μην έρθεις. Πλατεία Άθωνος. Κερνάω εγώ, δεν δέχομαι αντίρρηση! *** Ο Άλκης δεν έκλεισε τον υπολογιστή του, κλείδωσε την εξώπορτα, μπήκε μέσα στον ανελκυστήρα και πίεσε το πλήκτρο για το ισόγειο. Έλεγξε τις τσέπες του: είχε εισιτήρια για τα αστικά λεωφορεία, ταυτότητα, κινητό τηλέφωνο, κλειδιά, ακουστικά. Σουλουπώθηκε λίγο στον καθρέφτη που υπήρχε στο κουβούκλιο όσο κατέβαινε, έβαλε τα ακουστικά στα αυτιά του και έπιασε τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό. Δεν υπήρχε λόγος να πάρει το πορτοφόλι του, καθώς ήταν άδειο. Ούτε και τσιγάρα πήρε μαζί του, καθώς του είχαν τελειώσει. Η ώρα κόντευε εννέα όταν εκείνος βγήκε στην Παπαρηγοπούλου διασχίζοντας με γοργό βήμα κάθετα τον δρόμο, από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Όχι δεν θα έβρεχε, ήταν σίγουρο, δεν υπήρχε ούτε ένα συννεφάκι στον σκοτεινό ουρανό. Ωστόσο η υγρασία στην πόλη πάντα παρέμενε μεγάλη. Ο Σεπτέμβρης ήταν στο τελευταίο του δεκαήμερο, και η ψύχρα μεγάλωνε. Ο Άλκης κατευθυνόταν προς την


Μίλα μου, γρήγορα

61

στάση Κολόμβου καθώς έκλεινε την ζακέτα του. Όσο περίμενε στο φανάρι πάνω στην Εγνατία, για να περάσει απέναντι προς το ρεύμα που κατευθύνεται ανατολικά, άκουγε έντονες συζητήσεις από πίσω του. Ένα ζευγάρι – μάλλον παντρεμένων– βρισκόταν σε μία έξαλλη κατάσταση (ειδικά η κυρία), λες και σε λίγο θα βγάζανε μαχαίρια ο ένας στον άλλον. Ο άντρας επιχείρησε να φιλήσει τη γυναίκα του, αλλά εκείνη αποτραβήχτηκε θυμώνοντας περισσότερο μαζί του. Το κόκκινο ανθρωπάκι, ο Σταμάτης, μόλις είχε εξαφανιστεί και ακριβώς από κάτω του εμφανίστηκε το πράσινο ανθρωπάκι ο Γρηγόρης. Δυστυχώς ένα φιλί δεν μπορεί να διορθώσει και πολλά πράγματα, για την ακρίβεια

δεν

μπορεί

να

διορθώσει

σχεδόν

τίποτα,

σκέφτηκε ο Άλκης, που είχε γνωρίσει από πρώτο χέρι πόσο περισσότερο εξαγριώνεται μια γυναίκα αν ενώ σου κάνει σκηνή, εσύ προσπαθήσεις να την φιλήσεις! Σχεδόν τρία χρόνια πριν παρουσιαστεί στο στρατό είχε γνωρίσει την κατά ένα χρόνο μικρότερή του τη Ζωή, μια φοιτήτρια του τμήματος Αισθητικής και Κοσμητολογίας της Σ.Ε.Υ.Π. του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Ήταν μια κοντούλα κοπελίτσα που δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο και πενήντα εκατοστά, αλλά είχε μια πλούσια και πολλή όμορφη καστανή κόμμωση. Η σχέση τους φαινόταν πως ήταν κάτι το οποίο δεν θα κρατούσε για χρόνια. Ήταν όμως αυτό που θα τους έκανε να περνάνε καλά, στην αρχή τουλάχιστον καθώς λίγους μήνες αργότερα δεν άντεχε ο ένας τον άλλον


62

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

και μέχρι να αποφασίσουν πως πρέπει ο καθένας να τραβήξει τον δρόμο του, μαλώνανε καθημερινά, για μικρά και άνευ σημασίας πράγματα. *** Είχε φτάσει στη στάση των λεωφορείων και για λίγο δεν πρόλαβε το “17” που πέρασε. Καλύτερα σκέφτηκε, αφού το “17” δεν ήταν διπλό λεωφορείο και έτσι δεν είχε την φυσούνα του σακάτη. Για αυτήν την διαδρομή του τον βόλευε πλήθος από αστικά, καθώς η πλειοψηφία τους που περνούσε

από

Κολόμβου,

θα

περνούσε

και

από

Αριστοτέλους, ο ίδιος όμως ήθελε να μείνει στο ύψος της Εγνατίας, για αυτό και δεν μπήκε στο “12” που θα περνούσε από την Μητροπόλεως. Αντιθέτως, μπήκε στο “27” το οποίο κατέβαινε από την Σταυρούπολη και θα παρέμενε

στην

Εγνατία

πηγαίνοντας

προς

τα

πανεπιστήμια. Ο οδηγός είχε προχωρήσει αρκετά πιο μπροστά από τη στάση, έτσι ο Άλκης βρέθηκε να ανεβαίνει από την τελευταία πόρτα του λεωφορείου. Έβγαλε ένα εισιτήριο μίας διαδρομής από την τσέπη του παντελονιού του. Το μικρό κίτρινο ακυρωτικό μηχάνημα δεν λειτουργούσε σωστά. Αν και έκανε τον ήχο πως ακύρωσε το εισιτήριο, εντούτοις δεν του άφησε σταγόνα μελανιού. Ο Άλκης προχώρησε

ζητώντας

τις

αντίστοιχες

συγνώμες,

προσέχοντας πάντα να κρατιέται από κάπου, μέχρις ότου έφτασε στο επόμενο κίτρινο ακυρωτικό μηχάνημα.


Μίλα μου, γρήγορα

63

Ακύρωσε το εισιτήριό του και με λίγη στεναχώρια παρατήρησε πως ο υπόλοιπος κόσμος ήδη είχε πιάσεις όλες τις θέσεις στον αγαπημένο του χώρο. Έτσι πιάστηκε από δύο χειρολαβές που ήταν κοντά στην πόρτα, δίπλα από το μπλε μηχάνημα αυτόματης έκδοσης εισιτηρίων. Αν και στην πραγματικότητα έπρεπε να κατέβει στην τρίτη στάση μετά την Κολόμβου, την Μητροπολίτου Γενναδίου, αυτός κατέβηκε στη δεύτερη, Πλατεία Αριστοτέλους. Κατέβηκε από το λεωφορείο και περπάτησε λίγα μέτρα. Στα αριστερά του από το απέναντι ρεύμα ήταν ο Ανδριάντας του Ελευθερίου Βενιζέλου, με το μάλλον αστείο σήμερα καπελάκι του, ενώ από τα δεξιά του εκτινόταν η Πλατεία Αριστοτέλους. Καθώς κατέβαινε πηγαίνοντας στη Βατικιώτου στο τέρμα της οποίας υπήρχε ένα σιντριβάνι, στο οποίο μια συντροφιά

δύο

ατόμων

ήδη

τον

περίμενε,

εκείνος

προσπαθούσε να κοιτάξει μέχρι την Βασιλέως Ηρακλείου, πράγμα αδύνατον από το ύψος που βρισκότανε... Σε λιγότερο από δύο λεπτά, την στιγμή δηλαδή ακριβώς που οι δείκτες του ρολογιού βρίσκοντας σε απόσταση

εκατόν

ογδόντα

μοιρών

μεταξύ

τους,

σημαδεύοντας εννέα και τέταρτο, το βλέμμα του Άλκη συναντήθηκε με αυτό του Αντώνη. Ωστόσο ο Αντώνης δεν ήταν μόνος του δίπλα στο σιντριβάνι που εκτόξευε ελεγχόμενα νερά μέσα σε μία μικρή πισίνα με ωραίους φωτισμούς. Μαζί με τον Αντώνη ήταν ένα παλικάρι που


64

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

δεν ξεπερνούσε τα 25 χρόνια, με κοντό κουρεμένο μαλλί, και ένα μουσάκι στο πηγούνι. *** - Που ‘σαι ρε φίλε... Ευτυχώς ήρθες, είπε χαρούμενος ο Αντώνης. - Νόμιζα πως δεν είχα άλλη επιλογή, του απάντησε επίσης χαρούμενος ο Άλκης καθώς σφίγγανε τα χέρια τους. - Να σας συστήσω, είπε ο Αντώνης ενώ έδειχνε στον Άλκη τον φίλο που στεκόταν δίπλα του. Άλκη από εδώ ο Τάσος, δημοσιογράφος.

Τάσο

να

σου

γνωρίσω

τον

Άλκη,

πληροφορικάριος. Νέα χειραψία μεσολάβησε και στιγμές αργότερα εξηγούσε ο Αντώνης στον Άλκη, ότι και με τον Τάσο γνωρίστηκε στον στρατό, στη Μυτιλήνη, αλλά είχε φύγει από το νησί εκείνος μέχρι να πάει ο Άλκης στη μονάδα. Κι αν και ζούσε και εργαζόταν στην Αθήνα, είχε ανέβει στη συμπρωτεύουσα για να καλύψει ένα ρεπορτάζ για την εφημερίδα που δούλευε. Ο Άλκης δεν ήξερε αν έπρεπε να συμπαθήσει ή όχι τον Τάσο, φυσιογνωμικά του φαινόταν πολύ παράξενος τύπος. Μπήκαν

σε

μία

ταβέρνα

με

ζωντανή

μουσική.

Ανέβηκαν στον πρώτο όροφο. Υπήρχε ήδη κόσμος μέσα, και η ατμόσφαιρα ήταν αρκετά ευδιάθετη. Ίσως και πιο ευδιάθετη από ό,τι θα άρεσε στον Άλκη. Προτιμούσε τα ήσυχα μέρη, χωρίς πολύ πολύ κόσμο και κυρίως χωρίς φασαρία.


Μίλα μου, γρήγορα

65

- Ας καθίσουμε εκεί, είπε ο Τάσος δείχνοντας ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο. Ήταν προφανές ότι θα ήθελε ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο οπτικό πεδίο για να μπορεί να παρατηρήσει περισσότερα πράγματα εντός και εκτός της ταβέρνας. Ίσως ήταν το επάγγελμά του που απαιτούσε κάτι τέτοιο, ή ίσως ήταν η περίεργή του φύση. Όπως και να είχε, οι άλλοι δύο δεν είχαν κάποιο λόγο για να μην δεχτούν να καθίσουν εκεί που τους πρότεινε. Στον όροφο χωρούσαν 12 – 15 τραπέζια, και σε ένα σημείο ήταν μαζεμένα κάμποσα μουσικά όργανα. Οι μουσικοί είχαν ξεκινήσει την δουλειά τους, βοηθώντας στην ευχάριστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε, παίζοντας πότε λαϊκά και πότε ρεμπέτικα τραγούδια μιας άλλης, ξεχασμένης από πολλούς, εποχής. Η συζήτηση μία για τον Άλκη και μία για τον Τάσο γινόταν βαρετή. Μόνο ο Αντώνης ο συνδετικός τους κρίκος μιλούσε πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, αλλά αυτό δεν κράτησε για πολλή ώρα. Αφού αντάλλαξαν τις σχετικές πληροφορίες, τι κάνει ο καθένας και πως προσπαθεί να στρώσει τη ζωή του, η συζήτηση έγινε απείρως πιο ενδιαφέρουσα για τον Άλκη. *** - Για θύμισέ μου Τάσο, γιατί είσαι στην πόλη μας, ρώτησε ο Αντώνης. - Με στείλανε από την εφημερίδα που εργάζομαι, την «Ελεύθερη Δημοκρατία», να καλύψω ένα ρεπορτάζ για


66

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τους ναρκομανείς της Θεσσαλονίκης, είπε εκείνος, με μία κάποια εμφανέστατη απογοήτευση. - Το κάνεις να ακούγεται σαν αγγαρεία, είπε ο Άλκης, καθώς πάλευε με ένα τηγανιτό καλαμαράκι που ήθελε να φάει. - Όχι εντάξει δεν είναι ακριβώς αγγαρεία. Αλλά η δημοσιογραφία δεν είναι έτσι όπως την φανταζόμουνα. Τί σημασία θα έχει το άρθρο μου, αφού όλο θα ανασυνταχτεί από τον Αρχισυντάκτη. Τί σημασία θα έχουν τα στατιστικά που θα βρω, αφού και αυτά θα προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των καιρών, είπε χαμηλόφωνα αλλά αρκετά στενάχωρα ο Τάσος. Ίσως τα λίγα παραπάνω ποτηράκια κρασιού του έλυναν το στόμα, ή ίσως να ήταν κάτι που ήθελε να βγάλει από μέσα του καιρό τώρα από τότε που εργαζόταν ως δημοσιογράφος, κάνοντας το παιδικό του όνειρο πραγματικότητα... - Κάτσε ρε συ, θα μας τρελάνεις, είπε έκπληκτος ο Αντώνης. Πώς γίνεται ρε φίλε τόσα θέματα τόσα άρθρα να επεξεργάζονται και να γίνονται κατά πως τα θέλει ένας. - Κι όμως φίλοι μου. Κι όμως όλα φιλτράρονται! Ακόμη και τα πιο φαινομενικά ασήμαντα, απαντούσε ο Τάσος καθώς κατέβαζε άλλο ένα ποτήρι κρασί. Καλά για τα μεγάλα άρθρα δεν το συζητάω, ζήτημα είναι να βρεις μία πρόταση 100% του αρθρογράφου, ζήτημα. Ο

Άλκης

που

πάντα

του

άρεσαν

τα

σενάρια

συνωμοσίας, και «οι αλήθειες πίσω από την αλήθεια», (και αυτό ήταν κάτι που το γνώριζε ο Αντώνης) δεν μπορούσε


Μίλα μου, γρήγορα

67

να πιστέψει πως τώρα δα κάποιος από μέσα, κάποιος γνώστης της κατάστασης, επιβεβαίωνε τον περίεργο ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τον πιο πανηγυρικό τρόπο. - Δηλαδή μας λες, ότι η τέταρτη εξουσία, άρχισε να λέει ο Άλκης, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του, καθώς τον διέκοψε ο Τάσος. - Τέταρτη...; Είπες τέταρτη εξουσία...; Η πρώτη είναι! Η πιο

μεγάλη.

Μπορεί

και

ανεβοκατεβάζει

εταιρείες

πολυεθνικές, ακόμη και τις κυβερνήσεις εξουσιάζει. Δημιουργεί τάσεις, ανάγκες, κατευθύνει τον κόσμο εκεί που τον θέλει! Και σε αυτόν τον κόσμο, δεν υπάρχουν όρια και φραγμοί, όχι μπροστά στο απόλυτο κίνητρο της εξουσίας. Λειτουργούν χειρότερα και από μαφιόζους. Εκείνοι έχουν ένα δικό τους κώδικα δεοντολογίας. Στη δημοσιογραφία δεν υπάρχει πραγματική δεοντολογία, είπε ο Τάσος καθώς άφηνε έναν αναστεναγμό του να απλωθεί στα γύρω τραπέζια. Ό,τι και να γράψω εγώ τώρα για τους ναρκομανείς,

θα

τροποποιηθεί

για

το

καλό

της

εφημερίδας, μού λένε κάποιοι... Τουλάχιστον δεν έχω παράπονο πληρώνομαι κανονικά στην ώρα μου, και έχω μια δουλειά για να μπορώ να ζήσω. Τι περισσότερο θα ήθελε κανείς στις μέρες μας; Αλίμονο, ακολούθησα τα όνειρά μου, δεν πρέπει να έχω παράπονο, είπε και έπειτα από αυτό το ξέσπασμα έκανε αρκετή ώρα για να μιλήσει ξανά.


68

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Πόσο μεθυσμένος λες να είναι, ρώτησε ο Άλκης τον Αντώνη, θέλοντας να σπάσει την αμηχανία. - Μάλλον πάρα πολύ! Αφού δεν το σηκώνει τι το πίνει; Άντε τώρα να τον κουβαλήσω μέχρι το ξενοδοχείο του, είπε κάπως ανήσυχα ο Αντώνης προσπαθώντας να καλύψει τον φίλο του. Ακόμη και μετά το δείπνο, ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει αν συμπάθησε ή όχι τον Τάσο. Του είχε φανεί τόσο αλλόκοτος. Αν πράγματι ο κόσμος των μέσων μαζικής ενημέρωσης είναι σκοτεινός, και ο ίδιος ο Τάσος το ανέφερε αυτό δεξιά και αριστερά, προφανώς διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο η ζωή του. Ο Άλκης, προσπάθησε να καταλήξει μέσα του για το πόσο σοβαρά μπορούσε να πάρει τα λεγόμενά του. Λίγο αργότερα χαιρετήθηκαν οι τρεις τους, αν και σίγουρα για το υπόλοιπο εκείνο βράδυ τίποτα δεν θα μπορούσε να βγάλει τον Τάσο από τον κόσμο όπου είχε βυθιστεί, είτε ήταν μεθυσμένος είτε όχι. *** Ο Άλκης έκλεισε την ζακέτα του για να αντισταθεί στον κρύο αέρα της νύχτας. Η ώρα πλησίαζε τις έντεκα και μισή, επομένως θα υπήρχαν μερικά ακόμη αστικά λεωφορεία για να χρησιμοποιήσει, χωρίς να αναγκαστεί να περπατήσει με τα πόδια μέχρι το σπίτι του. Από το σιντριβάνι της πλατείας ανέβηκε ίσια επάνω περπατώντας λίγο μέχρι την Εγνατία. Εκεί από την στάση Πλατεία


Μίλα μου, γρήγορα

69

Αριστοτέλους, μπήκε στο “11” που πέρασε πρώτο και κατέβηκε μόνο όταν έφτασε στη στάση Κολόμβου. Μπερδεμένος

και

κουρασμένος

καθώς

ήταν,

δυσκολεύτηκε να περπατήσει μέχρι το σπίτι του, να μπει στον ανελκυστήρα να πατήσει το πλήκτρο με τον αριθμό “6” και να βρει τα κλειδιά του για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Δεν υπήρχε διάθεση και όρεξη για να ασχοληθεί με τη δουλειά του τι και αν τα πεντακόσια ευρώ τον περίμεναν σε τρεις ημέρες. Έκανε το μόνο που ήταν σε θέση να κάνει, έλεγξε δηλαδή το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, και βρήκε στα εισερχόμενά του δύο spam και ένα μήνυμα από την Τόνια: «Φίλες και Φίλοι μου, με μεγάλη μου χαρά σας προσκαλώ στο πάρτι για τον εορτασμό του τέλους της εξεταστικής περιόδου, το οποίο θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 28/09, στο σπίτι μιας φίλης, στην οδό Φράγκων 14, στο ισόγειο. Χτυπήστε το κουδούνι με το όνομα Ψυχή Κικίδου. Θα χαρώ πολύ να σας δω όλους εκεί, λίγο μετά τις 20.00!» Ο Άλκης δεν ήταν σίγουρος για το τι ακριβώς είχε διαβάσει, και σίγουρα όταν ξυπνούσε θα ξαναέριχνε μερικές ματιές σε αυτό το μήνυμα. Για την ώρα όμως, έπεσε ξερός πάνω στο κρεβάτι του. Στα μπερδεμένα όνειρά του

είδε

εφημερίδες

να

φλέγονται

πάνω

από

την

Ακρόπολη, μπουκάλια μπύρας να μιλάνε με τηλεοράσεις, τον Λευκό Πύργο να διαμαρτύρεται για το χαμένο του χρώμα, γλάρους να κολυμπάνε, ένα πλοίο να τρέχει σαν


70

τρελό

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

στο

δρόμο,

κουδούνια

να

μαλώνουν

με

τα

τηλέφωνα... Μα δεν ήταν στον ύπνο του αυτό! Χτυπούσε το τηλέφωνό του. Αναρωτήθηκε ποιος να είναι βραδιάτικα, δίχως να συνειδητοποιήσει ότι πέρασαν σχεδόν δέκα ώρες από την ώρα που έπεσε στο κρεβάτι του. Πετάχτηκε όρθιος, κοίταξε την ώρα στον υπολογιστή του, 09:27. Προσπάθησε να συγκεντρώσει την αφηρημένη σκέψη του, και απάντησε στο τηλέφωνο, λέγοντας βαριεστημένα «καλημέρα». *** - Καλή σου μέρα Άλκη παιδί μου, ακούστηκε μια φωνή από τη συσκευή. Δεν πιστεύω να σε ξύπνησα; - Όχι, όχι. Στο πόδι είμαι ώρα τώρα, είπε όσο πιο φυσικά μπορούσε ο Άλκης, που ακόμα δεν είχε προσδιορίσει με ποιον μιλούσε. - Ωραία, χαίρομαι. Ελπίζω η δουλειά να πάει καλά. Περιμένω να μου την παραδώσεις την Τετάρτη, σε τρεις μέρες δηλαδή, μίλησε επαγγελματικά ο κ. Σταύρος. - Εε η δουλειά... Ναι, ναι, είναι σχεδόν τελειωμένη η ιστοσελίδα. Λίγα πραγματάκια πρέπει να ρυθμιστούν ακόμη και θα είμαστε εντάξει 1000%, μπήκε στο νόημα ο Άλκης. - Πολύ ωραία! Απλά σε πήρα τηλέφωνο γιατί πρέπει να σε ενημερώσω

για

την

αμοιβή

σου.

Σου

υποσχέθηκα

πεντακόσια ευρώ στο χέρι. Φοβάμαι, πως δεν θα μπορέσω να σου τα δώσω στο χέρι μετρητά. Για αυτό κάποια στιγμή


Μίλα μου, γρήγορα

71

να μου δώσεις έναν λογαριασμό τραπέζης, να στα καταθέσω εκεί, εντάξει αγόρι μου, είπε ο κ. Σταύρος που για δικούς του λόγους δεν θα ήθελε να κυκλοφορήσει στους δρόμους με ένα τέτοιο ποσό στην τσέπη του. - Ναι κανένα πρόβλημα κύριε Σταύρο, κανένα, είπε και πάλι όσο πιο φυσικά μπορούσε ο Άλκης. Στα επόμενα δευτερόλεπτα είχε κλείσει το τηλέφωνο, κι αν είχε καφέ σίγουρα θα έπινε, ωστόσο αφού έριξε νερό στο πρόσωπό του για να ξυπνήσει εντελώς, έκατσε στην καρέκλα μπροστά από τον υπολογιστή, με το ύφος ενός ανθρώπου που έχει πολλά ακόμη να κάνει. Ήθελε να μην απογοητεύσει κανέναν και κυρίως τον εαυτό του. Η ολοκλήρωση αυτής της δουλειάς θα ήταν ο προθάλαμος της επιτυχίας. Η μία δουλειά θα διαδεχόταν την άλλη και ο ίδιος θα γινόταν μεγάλος επαγγελματίας πασίγνωστος στον χώρο του. Αυτά ονειροπόλησε για λίγο χαμένος σε σκέψεις και συναισθήματα. Πέταξε κρύο νερό στο πρόσωπό του και έλεγξε τα μηνύματά του. Το πιο ενδιαφέρον ήταν αυτό της Τόνιας. Το πάρτι δεν θα γινόταν στο διαμέρισμά της, αλλά σε μία άλλη πολυκατοικία. Αυτό σήμαινε πως δεν θα υπήρχε φασαρία! Θα μπορούσε να δουλέψει με την άνεσή του και να

ολοκληρώσει

την

εργασία

του.

Επιπλέον

συν-

ειδητοποίησε ότι το πάρτι γινόταν την ίδια μέρα με το τέλος της προθεσμίας του. Τέλος, του φάνηκε αρκετά αστείο

το

όνομα

της

οικοδέσποινας.

Ποιος

λογικός

άνθρωπος θα βάφτιζε το παιδί του με το όνομα «Ψυχή»;


72

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

*** Δεν είχε αποφασίσει ακόμη ο Άλκης αν θα πήγαινε ή όχι στο πάρτι. Μάλλον θα ήταν προτιμότερο να μείνει σπίτι του, με τον υπολογιστή του, σχεδιάζοντας τα επόμενα βήματα, τις νέες δουλειές, αλλά και τα ψώνια που θα μπορούσε να αγοράσει με την αμοιβή του. Εκείνο το Κυριακάτικο

πρωινό

πέρασε

γρήγορα

όπως

και

οι

επόμενες δύο ημέρες. Το ραντεβού του με τον κ. Σταύρο ήταν για το μεσημέρι της Τετάρτης, μόνο που αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Άλκης είχε ήδη ετοιμαστεί και ήταν σχεδόν έτοιμος να ξεκινήσει όταν χτύπησε το κουδούνι του. Σκέφτηκε πως δεν έχει στη διάθεσή του ούτε δευτερόλεπτο για χάσιμο και άνοιξε βιαστικά την πόρτα. - Κύριε Σταύρο τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή, είπε ο Άλκης σαστίζοντας. - Καλό μου παιδί, δεν ήθελα να στο πω από το τηλέφωνο. Έτσι πέρασα από εδώ. Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι πολύ, αλλά η δουλειά δεν πάει καθόλου καλά και όπως λένε δεν υπάρχει σάλιο. Δεν μπορώ να σε πληρώσω σήμερα και ίσως ούτε και τον άλλον μήνα. Έχω και τραβήγματα με την εφορία... Νομίζω πως η συνεργασία μας πρέπει να τερματιστεί πρόωρα, είπε περίλυπος ο άντρας που θα μπορούσε να είναι και πατέρας του. - Εγώ πάλι δεν το νομίζω καθόλου, ήταν η απάντηση του Άλκη, που για ακόμη μια φορά έβλεπε τα χάρτινα όνειρά


Μίλα μου, γρήγορα

73

του να καταρρέουν. Έχω ολοκληρώσει τη δουλειά και σας την παραδίδω. Δεν έχετε να με πληρώσετε, εντάξει. Όταν θα έχετε, τον αριθμό μου τον ξέρετε. Ήταν μια δύσκολη στιγμή. Ίσως η εργασία χωρίς ανταμοιβή να μην είχε τίποτα το επαγγελματικό, αλλά μέσα του ήταν βέβαιος πως ο κ. Σταύρος δε προσπαθούσε να τον κοροϊδέψει. Ήταν σίγουρος πως έπρεπε να δράσει πρωτίστως ανθρώπινα κι έπειτα επαγγελματικά. Αυτό θα ήθελε και ο πατέρας του άλλωστε. Αλλά τώρα θα έπρεπε να ζητήσει λεφτά από τη μητέρα του, ή άμεσα να έβρισκε μία άλλη δουλειά. Η ψυχολογική του κατάσταση έπεσε κατακόρυφα πιο γρήγορα και από το χρηματιστήριο της χώρας.

Αφού

έφυγε

με

κατεβασμένο

το

κεφάλι

ο

απρόσκλητος επισκέπτης, ο Άλκης έπεσε στο κρεβάτι του κοιτώντας χωρίς να κοιτάει για ώρα το ταβάνι. *** Έτσι ντυμένος όπως ήταν για το μεσημεριανό ραντεβού του ο Άλκης, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε τους δρόμους. Ανακατεύτηκε με το πλήθος, προσπερνώντας άδεια μαγαζιά κι οχήματα. Τα βιαστικά του βήματα τον έβγαλαν στη Βασιλέως Ηρακλείου, μόνο που δεν υπήρχε πουθενά η μελαχρινή κοπέλα. Όλα τον έπνιγαν, έμψυχα και άψυχα αντικείμενα, ίσως η πόλη η ίδια. Ίσως να έπρεπε να επιστρέψει στη Δράμα και στη μητέρα του. Από τις σκέψεις του για το τι πρέπει να κάνει βγήκε μόνο όταν παρατήρησε σταματημένο στο φανάρι ένα μπλε


74

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

βανάκι με αφύσικα μεγάλες ρόδες. Ο ίδιος συνέχισε την πορεία του και έφτασε μέχρι την παραλία. Είχε φτάσει σχεδόν στον λευκό πύργο, όταν συνάντησε τυχαία τον Αντώνη μαζί με μία κοπέλα. - Βρε, βρε, βρε. Καλησπέρα Άλκη, είπε ο Αντώνης. Από εδώ η Ναταλία. - Καλησπέρα, χαίρω πολύ, απάντησε ο Άλκης σφίγγοντας το χέρι της Ναταλίας. - Βόλτα μόνος σου; Έλα μαζί μας, πρότεινε ο Αντώνης, αλλά ο Άλκης δεν ήθελε να τους κρατάει το φανάρι και όπως και να έχει προτιμούσε να είναι μόνος τώρα. - Προβλήματα, ρώτησε ίσως λίγο αδιάκριτα η Ναταλία, ενώ ο Αντώνης την κρατούσε από το χέρι. - Ως συνήθως. Δεν είναι τίποτα, βιάστηκε να πει ο Άλκης. - Τα συνηθισμένα, ε, είπε προβληματισμένος ο Αντώνης. - Άρα αυτό που χρειάζεσαι είναι να ξεφύγεις λίγο. Να χαλαρώσεις και να διασκεδάσεις. Έλα μαζί μας λοιπόν εκτός κι αν σε περιμένουν σε κανένα πάρτι, είπε η Ναταλία. - Όχι εντάξει καλά είμαι απλώς περπάτησα λίγο, και τώρα σιγά σιγά θα επιστρέψω σπίτι, είπε ο Άλκης αν και με τούτα και με κείνα είχε σχεδόν ξεχάσει το πάρτι. - Αν μου επιτρέπεις αυτό που χρειάζεσαι είναι σεξ, είπε ο Αντώνης. -

Όχι,

είπε

χρειάζεται!

σχεδόν

θυμωμένη

η

Ναταλία.

Έρωτα


Μίλα μου, γρήγορα

75

- Εντάξει ας ξεκινήσω με σεξ και φτάνω στον έρωτα, τους κορόιδεψε ο Άλκης. Το μυαλό του περιπλανήθηκε για λίγο και κατέληξε σε μία μελαχρινή κοπέλα που μοίραζε περιοδικά. - Όπως είπα πριν, ένα πάρτι θα βοηθούσε πολύ, έστω και στο σκέτο σεξ, είπε με νόημα η Ναταλία. - Ναι καλά, της αντιγύρισε ο Αντώνης, ενώ ο Άλκης δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι λίγο πριν, την τροπή που θα έπαιρνε η συζήτησή τους. Αλίμονο, θα τον πιάσει μία κουκλάρα από το χέρι και θα τον ρίξει στο κρεβάτι. Πάω και στοίχημα. - Ίσως η πλειοψηφία των γυναικών να επιζητεί και τον ρομαντισμό σε έναν άντρα και την τρυφερότητα και την γλυκύτητα, αλλά στο θέμα σεξ μοιάζουμε όσο δεν μπορείτε να φανταστείτε. Απλώς εμείς οι γυναίκες μπορούμε να το κρύψουμε και να συγκρατηθούμε πολύ περισσότερο! Οπότε ναι Αντωνάκη μου βάζω στοίχημα, πως όλα είναι πιθανά σε ένα πάρτι. Ο Άλκης καθόταν και τους άκουγε να λογοφέρουν. Ο κόσμος περνούσε από δίπλα τους, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία, εκτός ίσως από κάποια περιστέρια. Όπως και να έχει δεν είχε όρεξη να πάρει μέρος στην αιώνια μάχη των δύο φύλων. Μόνο η τελευταία φράση του εντυπώθηκε στο μυαλό. «Όλα είναι πιθανά σε ένα πάρτι» και τύχαινε να είναι καλεσμένος σε ένα. Μόνο που δεν ήξερε που ήταν η οδός Φράγκων.


76

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Παιδιά συγγνώμη πρέπει να φύγω,

αλλά μήπως

γνωρίζεται που είναι η Φράγκων, τους ρώτησε, αλλά αν το είχε αποφασίσει νωρίτερα θα μπορούσε να κανονίσει ίσως να πάει με την Τόνια. Πρώτος του απάντησε ο Αντώνης, που δεν είχε καμία διάθεση να συνεχίσει τη λογομαχία με την Ναταλία. - Την Βασιλέως Ηρακλείου την ξέρεις, τον ρώτησε και ο Άλκης έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι του. Ωραία, παίρνεις την Βασιλέως Ηρακλείου και πηγαίνεις όλο ευθεία με κατεύθυνση δυτικά. Μετά από λίγα μέτρα ο ίδιος δρόμος ονομάζεται Φράγκων. Ο Άλκης τους ευχαρίστησε και απομακρύνθηκε. Ωστόσο η συζήτηση που προηγήθηκε τον έβαλε σε σκέψεις. Σεξ ή έρωτας; Η πράξη η ίδια, το συναίσθημα μάλλον διαφορετικό. Όπως και να έχει είτε το ένα είτε το άλλο είχε καιρό να το κάνει. Και σε ένα πάρτι όλα είναι πιθανά. Αν και δεν είχε διάθεση για νέες γνωριμίες, τουλάχιστον θα υπήρχε αλκοόλ στο χώρο. Να γύριζε σπίτι του να έκανε τι; *** Ξόδεψε αρκετή ώρα στη βόλτα του, καθώς το πάρτι ήταν μετά τις οχτώ. Και σίγουρα δεν ήθελε να είναι από τους πρώτους που θα έφταναν εκεί. Τελικά δεν ήταν η Θεσσαλονίκη που τον έπνιγε, καθώς η πόλη αν και μελαγχολική, πάντα πρόσφερε τις καλύτερες στιγμές απόδρασης στους νέους. Αν και η δική του φοιτητική ζωή


Μίλα μου, γρήγορα

77

ήταν περιορισμένη, δεν θα μπορούσε να πει πως πέρασε και άσχημα. Ο Αντώνης είχε δίκιο. Όντως η Βασιλέως Ηρακλείου γινόταν Φράγκων. Και ο Άλκης δεν άργησε να εντοπίσει τον αριθμό “14”. Έφτασε έξω από την πολυκατοικία. Προσπάθησε

να

θυμηθεί

ηλεκτρονικό

μήνυμα.

τις

λεπτομέρειες

Φράγκων

14.

από

Ισόγειο.

το

Ψυχή

Κικκίδου. Αν και άρχισε να ψάχνει στα θυροτηλέφωνα, τελικά διαπίστωσε πως η κεντρική εξώπορτα ήταν ανοιχτή, καθώς ένα ζευγάρι ηλικιωμένων έμπαινε μέσα. Μπήκε στην πολυκατοικία, ευθεία είδε τη σκάλα και δίπλα στη βάση της τον ανελκυστήρα, αλλά η μουσική ακουγόταν από κάπου κοντά. Έστριψε αριστερά στο διάδρομο

και

βρήκε

ανοιχτή

την

πόρτα

ενός

διαμερίσματος. Η μουσική ερχόταν από εκεί, επομένως ήταν στο σωστό μέρος. Τώρα ευχόταν να είχε έρθει με την Τόνια, να μην χρειαζόταν να μπει μόνος του σε ένα μέρος γεμάτο αγνώστους. Πήρε μια ανάσα, μάζεψε μέσα του όσο μπορούσε έναν πολιτισμένο τσαμπουκά και μπήκε στο διαμέρισμα. *** Δεν ήταν κανένα τεράστιο σπίτι, ούτε όμως και απλή φοιτητική

γκαρσονιέρα.

Οι

μωβ

τοίχοι

έμοιαζαν

εκκεντρικοί, ενώ τα έπιπλα καλόγουστα. Υπήρχε αρκετός κόσμος μέσα. Άτομα που δεν αναγνώριζε ο Άλκης. Πήγε μέχρι τον μπουφέ για μπύρα. Ένας χαμαιλέοντας τον


78

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

κοίταξε μέσα από το γυάλινο κλουβί του που έστεκε ακριβώς δίπλα. Ο Άλκης όμως ούτε που παρατήρησε την ύπαρξη του κατοικίδιου. Περπάτησε μέχρι την άλλη μεριά του σαλονιού, και στάθηκε έξω από μία κλειστή πόρτα. Δεν είχε καμία όρεξη να «ψάξει» τους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού. Έτσι έμεινε στην άκρη αναζητώντας με το βλέμμα του την Τόνια. Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν παρατήρησε δίπλα σε μία κοκκινομάλλα την Τόνια. Κι έπειτα με μεγάλη του έκπληξη συνειδητοποίησε πως στην παρέα της ήταν και η μελαχρινή κοπέλα που τόσες μέρες πριν είχε δει να πουλάει περιοδικά για φιλανθρωπικό σκοπό. Ίσως να τον θυμόταν; Έστω θα τον αναγνώριζε; Πώς να την έλεγαν; Να είχε δεσμό; Πώς να την προσέγγιζε μέσα στην τόση πολυκοσμία; Η μουσική έπαιζε αρκετά δυνατά. Κατέβασε και την υπόλοιπη μπύρα, όταν ήρθε η Τόνια προς το μέρος του. - Ω, γεια σου Άλκη! Χαίρομαι που ήρθες, του είπε. - Καλησπέρα, πως περνάμε, την ρώτησε εκείνος. - Τέλεια! Έλα να σε γνωρίσω στους υπόλοιπους, του πρότεινε η Τόνια. - Μπα, όχι μωρέ δεν χρειάζεται, καλά είμαι κι εδώ, της είπε. - Σε πάρτι ήρθες, δεν θες να κάνεις νέες γνωριμίες, τον ρώτησε εκείνη. - Ειλικρινά, εδώ είμαι μια χαρά, μόνο, δίστασε για λίγο, αλλά δεν θα έχανε και τίποτα αν την ρωτούσε. Εκείνη η


Μίλα μου, γρήγορα

79

μελαχρινή κοπέλα, έδειξε προς την μεριά της. Την γνωρίζεις, ρώτησε. - Χα! Ενδιαφέρεσαι για την Έφη, τον ρώτησε πονηρά. - Ναι θα μπορούσες να το πεις κι έτσι, της αποκρίθηκε. - Ελπίζω πως όχι! Καλή κοπέλα δεν λέω, ελεύθερη από ό,τι γνωρίζω, αλλά πίστεψέ με δεν είναι για σένα, δεν είναι για σχέσεις. - Τι εννοείς, θέλησε να μάθει ο Άλκης. Η Τόνια απλώς ανασήκωσε τους ώμους της και ξεκίνησε να κατευθύνεται προς τον ακάλυπτο. - Κοίτα μόνο να περάσεις καλά, του είπε πριν εξαφανιστεί μέσα στο πλήθος. *** Στις ώρες που ακολούθησαν ο Άλκης δεν ξαναείδε την Τόνια.

Η

μουσική

είχε

χαμηλώσει

αισθητά

και

τουλάχιστον οι μισοί είχαν φύγει, μέχρι που τελικά το ηχοσύστημα έκλεισε. Κανά δυο φορές όλο το βράδυ ο Άλκης πήγε μέχρι τον μπουφέ για μπύρα και ξαναγύρισε πίσω στην κλειστή πόρτα. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε γιατί έμενε εκεί. Θα ήθελε να μιλήσει στην Έφη, αλλά η Τόνια δεν είχε λόγο να του πει ψέματα. Ούτε όμως ήθελε να γυρίσει σπίτι. Η μέρα είχε πάει στραβά, ήρθε μια παρείσακτη ήττα, και να που τώρα ήταν σε ένα πάρτι στο οποίο ήταν και η κοπέλα που τον είχε συνεπάρει. Ξαφνικά, η Έφη ερχόταν προς το μέρος του. Ο Άλκης έμεινε ψύχραιμος. Ίσως να της είχε μιλήσει η Τόνια για


80

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

εκείνον. Όπως και να έχει θα την γνώριζε επιτέλους. Εκείνη έφτασε στον Άλκη του έριξε μια ματιά και συνέχισε προς το μπάνιο. Πίσω της την ακολουθούσε ένας νεαρός. Μπήκαν μαζί στο μπάνιο και δεν έκαναν τον κόπο να κλείσουν την πόρτα, λες και ήθελαν όλοι να τους δουν. Όλα είναι πιθανά σε ένα πάρτι, σκέφτηκε. Δεν ήθελε να κοιτάει προς το μπάνιο, έτσι έστριψε το βλέμμα του προς τον μπουφέ, και τότε είδε μια όμορφη κοκκινομάλλα

να

τον

πλησιάζει.

Δεν

ήταν

ούτε

χαρούμενη, ούτε θλιμμένη. Κάτι ενδιάμεσο μάλλον. Ή ίσως αποφασισμένη για κάτι. Έμοιαζε να είναι μέσα σε φλόγες

με

το

φόρεμα

που

φορούσε,

ήταν

τόσο

εκθαμβωτική. Του έπιασε το χέρι, άνοιξε την κλειστή πόρτα και τον έβαλε μέσα. Μπήκε κι αυτή και κλείδωσε. *** Δεν του μίλησε. Λέξη δεν είπε. Μόνο τον άφησε σε ένα κρεβάτι και εκείνη άρχισε να κάνει άγαρμπα στριπτίζ. Ο Άλκης σκέφτηκε πως μάλλον ήταν η πρώτη φορά που επιχειρούσε η κοπέλα κάτι τέτοιο και τότε θυμήθηκε κάτι που είχε πει νωρίς το απόγευμα ο Αντώνης. «Αλίμονο, θα τον πιάσει μία κουκλάρα από το χέρι και θα τον ρίξει στο κρεβάτι. Πάω και στοίχημα». Ναι ακριβώς αυτό είχε συμβεί, όχι με αυτήν που θα ήθελε, αλλά και πάλι δεν θα έπρεπε να γυρίσει την πλάτη του στην εύνοια της στιγμής. Σεξ ή έρωτας τι σημασία είχε. Η πράξη ίδια δεν ήταν; Αποφάσισε να βγει από τις σκέψεις του και να δοθεί στο


Μίλα μου, γρήγορα

81

παρόν. Είδε την κοπέλα πρώτα να αφήνει το φόρεμά της να πέσει στο πάτωμα, και μετά από λίγο έβγαλε και τον στηθόδεσμό της. Μπορεί να μην ήταν το ιδανικό στριπτίζ αλλά σίγουρα την δουλειά του την έκανε. Ξαφνικά η κοπέλα ενώ ακουμπούσε τους γοφούς της σταμάτησε. Έβαλε όπως όπως τα ρούχα της, ξεκλείδωσε την πόρτα, την άνοιξε, και εξαφανίστηκε. Ο Άλκης έμεινε για λίγο στο κρεβάτι σαστισμένος. Ναι σε ένα πάρτι όλα είναι πιθανά, σκέφτηκε, αλλά ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό. Σηκώθηκε και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Στο μπάνιο ήταν ακόμη η Έφη μαζί με τον νεαρό, και η Τόνια άφαντη. Ο Άλκης βγήκε από την πολυκατοικία και επέστρεψε στο σπίτι του με τα πόδια. Δεν του πήρε περισσότερο από δεκαπέντε λεπτά. *** Θα άλλαζε τα πάντα. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να πάρει τη ζωή στα χέρια του. Δεν μπορούσε να γυρίσει ηττημένος στη μητέρα του. Ο Άλκης ήταν σίγουρος πως πλέον η χώρα του δεν

μπορούσε να του προσφέρει

τίποτα

περισσότερο από απογοητεύσεις και στεναχώριες. Δεν υπήρχε

τίποτα

για

αυτόν,

κανένα

μέλλον

καμία

προοπτική, εκτός κι αν έφευγε. Ναι, έπρεπε να φύγει. Τα σχέδιά του αυτά τα είχε πει ένα βράδυ στον Αντώνη ο οποίος είχε έρθει στο σπίτι του Άλκη για να τον δει. Εκείνος του εξήγησε πως δεν μπορεί να φύγει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ναι, καλά θα έκανε να


82

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

φύγει από τη χώρα αλλά όχι ως λαθρομετανάστης. Έτσι τελικά ο Αντώνης του είπε πως έχει κάτι γνωστούς και συγγενείς στη Γερμανία που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Ο Άλκης αν και αρχικά αρνήθηκε, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα καλύτερο κι έτσι δέχτηκε στο τέλος την πρόταση του φίλου του. Θα γινόταν μέλος στο συνεργείο καθαρισμού ενός ιατρικού ινστιτούτου. Καμία σχέση με την πληροφορική, αλλά τουλάχιστον θα ήταν μια δουλειά σε μία αξιοπρεπή χώρα. Θα ήταν ένα καλό νέο ξεκίνημα. Δεν μπορούσε να επιστρέψει ηττημένος και αυτό τον οδηγούσε στο εξωτερικό. Ο Οκτώβρης ήταν αρκετά ζεστός. Εκείνο το βράδυ είχε πάρει όλο κι όλο ένα σάκο στην πλάτη, και πήγε στο σταθμό των τραίνων. Η μητέρα του, του είχε πληρώσει το εισιτήριο. Μπήκε μέσα στο βαγόνι και κάθισε. Ήταν το στοίχημα πάνω από τον τάφο του πατέρα του που του έδινε κουράγιο, και του ατσάλωνε τη θέληση. Θα σηκωνόταν μία φορά περισσότερη από όσες φορές θα έπεφτε. Αυτό το στοίχημα το κουβαλούσε πάντα μέσα του και δεν ήταν διατεθειμένος να το χάσει ό,τι και αν γινόταν στη ζωή του.



Μέρος Τρίτο

Η υπόσχεση


Μίλα μου, γρήγορα

Π

85

ονάει ο ίδιος ο θάνατος, αναρωτήθηκε εκείνη προσπαθώντας να διατηρήσει μία φυσικότητα στον

τόνο της φωνής της. - Όχι, της αποκρίθηκε εκείνος με σιγουριά και την έσφιξε στην αγκαλιά του. - Πως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος, επέμεινε η κοπέλα. - Για να δούμε. Ο θάνατος είναι ένα φυσικό φαινόμενο, σωστά; Μπορεί από ένα τροχαίο να πονάς φρικτά από το χτύπημα, αλλά από το ίδιο το βίωμα του θανάτου, όχι. Εκείνος είναι ας το πούμε μία φυσική εξέλιξη. Ένα πέρασμα ίσως. Δεν ξέρω αν είναι το τέλος, η αρχή, ή ακόμη ένα στάδιο, αναπόφευκτο

ένα μονοπάτι. Αλλά

και

ως

τέτοιο

αποκτά

είναι κάτι

φυσιολογικές

διαστάσεις. Ίσως να είναι το άγνωστο αλλά και το μη αναστρέψιμο που ορισμένες φορές τρομάζει. Αλλά όποιος φεύγει

είναι

ένα

βήμα

πιο

κοντά

στην

Αλήθεια,

φιλοσόφησε ο νεαρός. - Μου αρέσει όταν σε ακούω να μιλάς έτσι. - Με κοροϊδεύεις τώρα, ρώτησε. - Όχι, του απάντησε εκείνη. Σε παρακαλώ συνέχισε το σκεπτικό σου. - Ωραία. Πες μου, πονάς όταν βλέπεις τη θάλασσα; Πονάς όταν βλέπεις το ηλιοβασίλεμα; Όταν ακούς τα πουλιά να κελαηδούν; Όταν νιώθεις τη βροχή να πέφτει πάνω σου; Ή μήπως πονάς όταν αναπνέεις, ή κοιμάσαι; - Ίσως να έχεις δίκιο, είπε εκείνη και μετά από λίγες στιγμές συμπλήρωσε: Αλλά τα παραδείγματά σου είναι


86

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τέτοια που δεν προσδίδουν ούτε φόβο ούτε πόνο. Όταν κοιτάς το ηλιοβασίλεμα απολαμβάνεις τον ουρανό και τα χρώματά του. Αλλά μπορείς να κοιτάξεις τον Ήλιο κατάματα το μεσημέρι; Μπορείς να μείνεις δίπλα σε κάποιον που ουρλιάζει χωρίς να πονέσουν τα αυτιά σου; Και τι γίνεται με το χαλάζι ή τους εφιάλτες; - Ενδιαφέρον, είπε εκείνος και χαμογέλασε. Ξέρεις, η ζωή είναι πέρα από θεωρίες και αμπελοφιλοσοφίες. Η ζωή θέλει μόνο πράξη και δράση, με ελάχιστες σκέψεις, απάντησε και τη φίλησε στο στόμα. Όσο περισσότερο σκέφτεσαι τη ζωή με θεωρίες τόσο περισσότερο χρόνο χάνεις από την ίδια τη ζωή σου. - Νόμιζα πως μιλούσαμε για τον θάνατο. Κι αν για να ζήσεις τη ζωή σου δεν χρειάζεσαι θεωρίες, ίσως μπροστά στο φάσμα του θανάτου να είναι επιβεβλημένες. Γιατί πιστεύεις πως δεν πονάει ο θάνατος, λοιπόν, είπε η κοπέλα. - Σε αυτό σου απάντησα ήδη. Είναι κάτι το φυσιολογικό και ως τέτοιο δεν μπορεί να πονάει. - Και ο τοκετός φυσιολογικός είναι αλλά πονάει πολύ, επέμεινε εκείνη. - Στον ύπνο σου, ακόμη και στους εφιάλτες σου δεν νιώθεις πόνο. Όσο για τα μάτια και τα αυτιά σου, αυτά έχουν δημιουργηθεί με συγκεκριμένα όρια λειτουργίας. Δεν μπορείς να κοιτάξεις το Ήλιο το μεσημέρι επειδή αυτό είναι πάνω από τις αντοχές των ματιών σου, ξεφεύγει από τα φυσιολογικά τους οπτικά ερεθίσματα.


Μίλα μου, γρήγορα

87

- Εντάξει. Αλλά τι γίνεται με τον τοκετό, επέμεινε ξανά. - Ο τοκετός, της απάντησε εκείνος, φέρνει στη ζωή μία νέα ζωή. Αυτό είναι μέγιστη ευλογία και ευτυχία. Και απλώς έχει το τίμημά της. Δεν βλέπω γιατί ο θάνατος να έχει τίμημα. - Άρα θα μπορούσε και να έχει, ρώτησε τώρα με περιέργεια. - Αν τον θεωρήσεις ευλογία, ευτυχία ή λύτρωση ίσως και να σε πονέσει πολύ, της απάντησε ήρεμα ο νεαρός. *** Πρωί Πέμπτης και η Σίσσυ μόλις που είχε ξυπνήσει. Έξω από το παράθυρό της ακουγόταν οι εργασίες του μετρό. «Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών: Το έργο έπειτα από κωλυσιεργίες της προηγούμενης κυβέρνησης ξεκινάει ξανά, πιο δυναμικά από ποτέ, στοχεύοντας….», έγραφε ο Τύπος. Η ίδια όμως ποτέ δεν πήρε τις φυλλάδες, όπως τις αποκαλούσε, στα σοβαρά. Από τα εφηβικά της χρόνια ήταν καχύποπτη έχοντας ακούσει για συμφωνίες που γίνονται κάτω από το τραπέζι. Από τότε που ο πατέρας της δούλευε για το δημοτικό ραδιόφωνο είχε αρχίσει να ακούει για την εξουσία της εκάστοτε κυβέρνησης και το πώς μπορούσε να επιβληθεί όταν το επιθυμούσε. Ανασηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι της, για λίγα δευτερόλεπτα στιγμές της προηγούμενης νύχτας πέρασαν από το μυαλό της, φόρεσε τα γυαλιά της, έβαλε τις παντόφλες της και σηκώθηκε για το συνηθισμένο της


88

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

δρομολόγιο πρώτα προς το μπάνιο, έπειτα προς την κουζίνα και τέλος επιστροφή στο δωμάτιό της. Περιέργως, η κουζίνα ήταν αρκετά τακτοποιημένη. Αναρωτήθηκε πότε ήταν η τελευταία φορά που επισκέφτηκαν εκείνη και την αδερφή της οι γονείς τους. Έπειτα από ένα φτωχικό πρωινό που περιελάμβανε μια φρυγανιά με λίγο μέλι, επέστρεψε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε στο δωμάτιό της που με το ζόρι είχαν χωρέσει μέσα ένα μονό κρεβάτι, μία δίφυλλη ντουλάπα και ένα μικρό γραφείο για ηλεκτρονικό υπολογιστή. Άνοιξε το laptop της προτού αρχίσει να βγάζει τις ροζ μακρυμάνικες πυτζάμες της. Διάλεξε προσεκτικά το τι ρούχα θα φορέσει και τα πέταξε σε μία καρέκλα. Αφού έβαλε τον δεκαψήφιο κωδικό στον υπολογιστή εκείνος άρχισε να φορτώνει αρχεία για να ανοίξει στην επιφάνεια εργασίας. Η ίδια μέχρι να ξυπνήσει ο υπολογιστής της άρχισε να ντύνεται. Θα ντυνόταν αρκετά καλά διότι έξω ακόμα ο καιρός δεν είχε ηρεμίσει. Από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη το κρύο και η βροχή δεν έλεγαν να υποχωρήσουν, ούτε τώρα τρεις βδομάδες μετά, μα ήταν κάτι το φυσιολογικό για την εποχή αν και η ίδια η Σίσσυ θα προτιμούσε να μην υπήρχε ο χειμώνας. Αφού ντύθηκε και βεβαιώθηκε πως είχε σύνδεση στο δίκτυο, μπήκε σε διάφορους ιστότοπους ελέγχοντας το ηλεκτρονικό της ταχυδρομείο, το οποίο δεν είχε κανένα καινούργιο μήνυμα. Καθώς έκανε τερματισμό λειτουργίας στο laptop, το βλέμμα της περιπλανήθηκε για λίγο στον


Μίλα μου, γρήγορα

89

πορτοκαλί βαμμένο τοίχο ώσπου παρατήρησε πως η υγρασία κοντά στη ντουλάπα είχε μεγαλώσει. Έσκυψε για να δέσει τα κορδόνια της, πήρε το μπουφάν της και βγήκε από το δωμάτιο. Γύρισε το πόμολο από την πόρτα που βρισκόταν στα αριστερά της και συνειδητοποίησε πως το κρεβάτι μέσα στο δωμάτιο της αδερφής της ήταν άδειο. Προφανώς ακόμα η Έφη δεν είχε γυρίσει σπίτι, τι κι αν είχε βγει την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι... Πού να είναι; Ίσως στου Χριστόφορου, σκέφτηκε. Η ώρα όμως είχε περάσει. Το ρολόι έδειχνε 5:47 πμ. *** Ακόμα υπήρχε σκοτάδι στον ουρανό όταν η Σίσσυ έπιασε βιαστικά την σάκα της, τράβηξε γοργά την εξώπορτα και αφού την κλείδωσε κατέβηκε δύο ορόφους κατευθυνόμενη προς το κόκκινο ποδήλατό της. Άνοιξε την αλυσίδα που ήταν περασμένη ανάμεσα στον σκελετό του ποδηλάτου και ενός

δέντρου,

και

στο

καλαθάκι

που

είχε

για

αποθηκευτικό χώρο άφησε ό,τι την βάραινε. Μόνο στο μπουφάν της λες και το είχε κρύψει, είχε αφήσει το κινητό της για να ακούει μουσική: ποπ, ροκ, λαϊκό... Λίγο από όλα. Από την Αγίου Δημητρίου άρχισε να κατεβαίνει την Ιασωνίδου κατευθυνόμενη προς την Εγνατία όταν ξαφνικά ένα μηχανάκι της κόρναρε. Η Σίσσυ δεν έδωσε σημασία, συνέχισε προς Εθνικής Αμύνης και από εκεί στην Τσιμισκή, συλλογιζόμενη το πόσο τυχερή είναι που για


90

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τρίτο συνεχόμενο πρωινό δεν έβρεχε, και έτσι μπορούσε να απολαύσει μία ακόμα βόλτα με το ποδήλατό της. Έστω και μέσα στο χειμώνα, κάτω από τον σκοτεινό και πολλές φορές

συννεφιασμένο

ουρανό,

ποτέ

δεν

έχανε

την

ευκαιρία για λίγο ποδήλατο. Τα καλοκαίρια ήταν η καθημερινή της πρωινή εκδρομή, μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκη. Μετά από λίγη ώρα είχε ξανανέβει στην Εγνατία, όπου και κλείδωσε το ποδήλατό της κοντά σε μία στάση του ΟΑΣΘ. Όσο περίμενε για το “27”, παρατηρούσε γύρω της ανθρώπους σκυθρωπούς και απόμακρους. Μπήκε μέσα στο λεωφορείο από την προτελευταία πόρτα, από την τσάντα της έβγαλε ένα εισιτήριο και το επικύρωσε στα αριστερά της σε ένα πορτοκαλί μηχάνημα. Το λεωφορείο ήταν

σχεδόν

άδειο

από

κόσμο.

Ελάχιστοι

είχαν

κατεύθυνση προς τις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης τις πρωινές ώρες. Η ίδια όμως είχε να πάει μέχρι το στρατόπεδο «Παύλος Μελάς». *** Δυο φορές το χρόνο επισκεπτόταν το στρατόπεδο στο οποίο κάποτε

οι

ναζί

εκτελούσαν

αντικαθεστωτικούς.

Έτσι

εκτελέστηκε και ο προπάππους της, από την μεριά της μητέρας της. Συνήθως την επίσκεψη αυτή την έκανε Γενάρη και Αύγουστο. Εκείνον τον Αύγουστο όμως μια λιποθυμία την κράτησε μακριά. Οι εξετάσεις έδειξαν χαμηλή πίεση στο αίμα, και κακοήθη καρκίνο του μαστού


Μίλα μου, γρήγορα

91

που είχε κάνει ήδη μεταστάσεις. Όσο για τον προσεχή Γενάρη... Δεν ήξερε αν θα είχε την πολυτέλεια να πάει στο στρατόπεδο. Μπήκε

στο

εγκαταλελειμμένο

στρατόπεδο,

προσπέρασε το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας κάνοντας τον

σταυρό της,

και

κατευθύνθηκε

βορειοανατολικά

ανεβαίνοντας σε ένα κατά-πράσινο λοφίσκο. Η κορυφή του ήταν από τα πιο υψηλά σημεία στην ευρύτερη περιοχή, προσφέροντας έτσι ένα μοναδικό θέαμα προς τα νοτιοδυτικά της πόλης και τη θάλασσα. Αφού έμεινε για λίγο εκεί απολαμβάνοντας την ηρεμία και τη γαλήνη των στιγμών κατηφόρισε ξανά προς την πόλη. Άλλωστε είχε να κανονίσει για ένα αεροπορικό εισιτήριο, δίχως επιστροφή. *** Το μεσημέρι ενώ η Σίσσυ χάζευε τηλεόραση η πόρτα άνοιξε

και

πρόβαλε το κεφάλι

της Έφης.

Έδειχνε

χαρούμενη, και για αυτό σκέφτηκε η Σίσσυ να αναβάλει την κατσάδα. - Καλησπέρα, είπε πρώτη και φανερά ευδιάθετα η Έφη. - Γεια, πως από ‘δω, προσπάθησε να αστειευτεί η Σίσσυ. - Πεθύμησα την μαγειρική σου, της αντιγύρισε, ξέροντας και οι δύο πως τα φαγητά της Σίσσυς ήταν επιεικώς άγευστα. Γέλασαν και η Έφη πλησίασε την αδερφή της. Ο Χριστόφορος μου ζήτησε να αρραβωνιαστούμε, της πέταξε θέλοντας να κάνει την αδιάφορη.


92

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Αυτό είναι θαυμάσιο, απάντησε ειλικρινά η Σίσσυ. Για πότε το βλέπετε; - Ααα, δεν ξέρω το άφησα στον αέρα. Δεν του είπα ούτε ναι ούτε όχι ακόμα. - Είναι καλό παιδί ο Χριστόφορος, άρχισε η Σίσσυ αλλά την διέκοψε η Έφη. - Το ξέρω! Δεν έχει να κάνει με εκείνον αλλά με εμένα. - Φοβάσαι; Δεν χρειάζεται, έχεις αλλάξει προς το καλύτερο τους τελευταίους μήνες, είπε η Σίσσυ και αφού το σκέφτηκε λίγο συμπλήρωσε: θα είσαι εντάξει. - Ναι έχω αλλάξει, από την λιποθυμία σου -τον Αύγουστοκαι με όλα εκείνα μετά... Δεν ξέρω αν είναι αρκετό, αλλά τι εννοείς θα είμαι εντάξει, ρώτησε η Έφη. - Εγώ φεύγω σε λίγες μέρες. Θα πάω στη Γερμανία για δουλειά. Είναι μεγάλη ευκαιρία δεν μπορώ να την αφήσω έτσι, της απάντησε σοβαρά. - Δουλειά; Τι δουλειά, πού και πώς την βρήκες; Πότε φεύγεις, ρώτησε ανήσυχη η Έφη. - Τι είναι αυτό; Ανάκριση, μίλησε αυστηρά η Σίσσυ. - Το ξέρεις ότι οι ζωές όλων στην οικογένεια άλλαξαν μετά τον Αύγουστο. Και όλοι σε προσέχουμε ιδιαίτερα. Πρέπει... - Δεν ήταν τίποτα. Ένα μικρό καρκίνωμα στο στήθος. Σας το είπαν και οι γιατροί είμαι μια χαρά τώρα. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Ήδη το είπα στη μαμά και στο μπαμπά ότι ανήμερα των Χριστουγέννων φεύγω. - Ούτε σε μια βδομάδα, αναλογίστηκε η Έφη.


Μίλα μου, γρήγορα

93

- Αν τύχει να μιλήσεις με τον Στέφανο μη του πεις τίποτα, θέλω να βρω την ευκαιρία να του το πω εγώ με τρόπο. Πάντως θα χαρώ πολύ αν μάθω πως τελικά θα το προχωρήσεις μέχρι τέλους με τον Χριστόφορο, είπε η Σίσσυ θέλοντας να αλλάξει θέμα. - Δεν υπόσχομαι τίποτα για τον Στέφανο, όσο για τον Χριστόφορο, θα δούμε θα δούμε, απάντησε η Έφη χαμογελώντας καθώς πήγαινε προς το δωμάτιό της. *** Εκείνο το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων η Σίσσυ καθόταν στο δωμάτιό της με τους πορτοκαλί τοίχους,

συντροφιά

με

τον

Στέφανο.

Συζητούσαν

θεωρητικά περί ανέμων και υδάτων όταν ξαφνικά η Σίσσυ τον ρώτησε αν πονάει ο θάνατος. Δεν είχε βρει την ευκαιρία να το πει με άλλον τρόπο, και τώρα οι διαθέσιμες ώρες τελείωναν. Λίγες στιγμές αργότερα μπήκε στο σπίτι χωρίς να γίνει αντιληπτή η Έφη, η οποία είχε γυρίσει από τη

δουλειά

της,

το

μοίρασμα

περιοδικών

για

φιλανθρωπικούς σκοπούς. Πλησίασε αθόρυβα προς το δωμάτιο της Σίσσυς και άρχισε να κρυφακούει. - Τι σε έπιασε σήμερα; Προς τι όλα αυτά περί θανάτου, αν πονάει ή όχι, ρώτησε ο Στέφανος. - Νομίζω πως σύντομα θα χρειαστεί να φύγω, του απάντησε η Σίσσυ και εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά γεμάτος αγωνία. Στη Γερμανία. Εκεί υπάρχει ένα ιατρικό ινστιτούτο, με ειδίκευση στους όγκους. Εδώ οι γιατροί πριν


94

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

τέσσερεις μήνες μου δώσανε τρεις μήνες ζωής όπως ίσως και να έχει πάρει το αυτί σου κατά λάθος, είπε εκείνη και χαμογέλασε πλατιά. - Δεν νομίζω πως είναι η κατάλληλη ώρα για αστεία. Πες μου πότε φεύγουμε. - Πες μου η αγάπη μένει ή την παίρνει κι αυτήν ο θάνατος, ρώτησε η Σίσσυ. Όχι, μην απαντήσεις. Πρέπει και θέλω να συνεχίσεις παρακάτω, χωρίς εμένα. Ας πούμε πως ήμασταν άτυχοι. Αλλά συνέβη. Τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Το ξέρεις και το ξέρω. - Πες μου πότε φεύγουμε για Γερμανία, την παρακάλεσε ο Στέφανος. - Έχω κλείσει εισιτήρια. Για την ακρίβεια ένα και χωρίς επιστροφή. Εκεί θα είμαι τα Χριστούγεννα το απόγευμα, του απάντησε με μάτια κλειστά η Σίσσυ. - Δηλαδή αύριο πετάς, παρατήρησε απελπισμένα ο νεαρός. - Σε παρακαλώ μη το κάνεις πιο δύσκολο. Δεν γίνεται αλλιώς, είπε η κοπέλα και δάκρυα έτρεξαν λούζοντας τα ξανθά της μαλλιά. - Ναι, της απάντησε εκείνος. Φυσικά και γίνεται αλλιώς. Δεν θα σε αφήσω να το περάσεις μόνη σου αυτό! - Ο θάνατος είναι μία εμπειρία που τη ζει ο καθένας μόνος του. Διαισθάνομαι ότι αυτό θα είναι το τελευταίο μου ταξίδι. - Τότε γιατί πας, θέλησε να μάθει ο Στέφανος. Μείνε εδώ στην αγκαλιά μου όσο περισσότερο γίνεται.


Μίλα μου, γρήγορα

95

- Δεν ξέρω αν υπάρχει βάσιμη ελπίδα, αλλά δεν μπορώ να μην πάω. Δεν μπορώ και δεν θα πετάξω λευκή πετσέτα. Όχι ακόμη, απάντησε εκείνη. Κι εκείνος την έσφιξε ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά του συνειδητοποιώντας πως αύριο θα την έχανε για πάντα. *** - Θα πρέπει να σου ετοιμάσουμε βαλίτσες και τα πράγματά σου και, άρχισε να λέει ο Στέφανος αλλά τον διέκοψε η Σίσσυ. - Όλα είναι έτοιμα. Ό,τι χρειάζομαι έχει πακεταριστεί. Θέλω μόνο μία χάρη από εσένα. Δίστασε για λίγο η Σίσσυ αλλά συνέχισε. Βασικά μία υπόσχεση. Δεν μπορώ να σου ζητήσω να με ξεχάσεις. Ήμαστε για πάνω από πέντε χρόνια μαζί. Θέλω να μού υποσχεθείς πως θα συνεχίσεις. Δεν υπάρχει λόγος να πενθήσεις. Όπως ο ίδιος είπες, ο θάνατος είναι μια φυσική εξέλιξη. Είναι αναπόφευκτο. Είναι δεδομένο, όποιος γεννηθεί σίγουρα θα πεθάνει. Κι εσύ οφείλεις να συνεχίζεις τη ζωή σου. Υποσχέσου... - Μη μιλάς έτσι σε παρακαλώ. - Υποσχέσου! - Μα... - Έχω ανάγκη να μου το υποσχεθείς. - Το υπόσχομαι, είπε ο Στέφανος κι έπειτα συμπλήρωσε: Δεν θα φύγεις ποτέ από τη ψυχή μου, το ξέρεις.


96

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Το ξέρω, αρκέστηκε να πει η Σίσσυ και οι δυο τους μείνανε αγκαλιασμένοι για αρκετές ώρες προσπαθώντας να αναπληρώσουν όσες θα έχαναν. Η Έφη ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της, αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό της για χάρη της αδερφής της, να μην πει ποτέ τι είχε ακούσει. Έφυγε αθόρυβα για το δωμάτιό της, έπεσε πάνω στο κρεβάτι και δεν σηκώθηκε παρά μόνο όταν έπρεπε να αποχαιρετήσει τον Στέφανο και την Σίσσυ, που θα πηγαίνανε μαζί μέχρι το αεροδρόμιο. *** - Λοιπόν μικρή, να προσέχεις. Μη με κοιτάς έτσι, ήταν καλή ευκαιρία για δουλειά δεν μπορούσα να την αφήσω να μου φύγει, είπε η Σίσσυ. - Θα προσέχω Σίσσυ μου, θα προσέχω μην ανησυχείς. Και θέλω να το ξέρεις, με τον Χριστόφορο θα το πάω το πράγμα όσο πιο μακριά μπορώ. - Χαίρομαι πάρα πολύ που το ακούω, είπε η Σίσσυ και έσφιξε στην αγκαλιά της την μικρή της αδερφή. Ποιος να το φανταζόταν πως θα κατέληγαν τα πράγματα έτσι, μετά από εκείνο το πάρτι. - Ναι σε ένα πάρτι όλα είναι πιθανά, είπε ο Στέφανος. Για την ακρίβεια, σε ένα καλό πάρτι όλα είναι πιθανά. - Λοιπόν δεν έχουμε χρόνο πρέπει να φύγουμε. Καλά να περνάς μέχρι να σε ξαναδώ μικρή μου. Είπε η Σίσσυ, και η Έφη δεν άντεξε. Με λυγμούς άρχισε να κλαίει. Ο Στέφανος ξαφνιάστηκε, αλλά η Σίσσυ κατάλαβε πως η


Μίλα μου, γρήγορα

97

μικρή με κάποιον τρόπο είχε μάθει, σίγουρα γνώριζε και ήξερε πως αυτή θα ήταν η τελευταία τους αγκαλιά. Κι όμως δεν ειπώθηκε λέξη. Η αγκαλιά τελείωσε και η Έφη έμεινε μόνη μέσα σε ένα σπίτι που πάντα θα περίμενε τη μεγάλη της αδερφή. Ώστε με κάποιον τρόπο η Έφη γνώριζε. Και δεν είπε τίποτα... Η διαδρομή προς το αεροδρόμιο φάνηκε στη Σίσσυ πολύ σύντομη. Ο αποχαιρετισμός με τον Στέφανο είχε κράτηση ώρες το προηγούμενο βράδυ και αυτό διευκόλυνε κατά πολύ την κατάσταση. Το αεροπλάνο απογειώθηκε και άφησε πίσω του μία μουντή Θεσσαλονίκη. *** «Αγαπημένε μου Στέφανε, όπως θα παρατήρησες δεν απαντάω στις κλήσεις σου, ούτε στα μηνύματά σου. Κι ούτε πρόκειται να το κάνω. Νόμιζα πως κατάλαβες ότι η σχέση μας τελείωσε στο αεροδρόμιο. Εδώ και τρεις μέρες που είμαι στη Γερμανία, είσαι ελεύθερος να πας παρακάτω, μην χάνεις τον χρόνο σου λοιπόν. Η ζωή είναι μία πρόκληση, ένα μεγάλο στοίχημα, που σε περιμένει να το κερδίσεις. Μην αρνηθείς την πρόκληση για χάρη μου. Αποδέξου την και προσπάθησε να βγεις νικητής. Ο χρόνος είναι το μόνο πράγμα που μας δίνεται στη ζωή, κι αυτός με το δικό του τίμημα βέβαια. Μην χάνεις άλλο τον χρόνο σου λοιπόν, όχι απλώς δεν υπάρχει λόγος, αλλά πρέπει να τηρήσεις και την υπόσχεση που μου έδωσες.


98

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

Τα ωραιότερα είναι αυτά που δεν έχουν έρθει ακόμα. Ψάξε την νέα αυγή στην επόμενη μέρα που ο Ήλιος θα συνεχίσει να ανατέλλει ακόμη κι αν πεθάνουν όλοι όσοι αγαπάς. Ίσως να μην είναι εύκολο, αλλά σίγουρα είναι αναγκαίο. Εδώ, στο τέλος, δεν φοβάμαι πλέον. Κατάλαβα ότι η αγάπη δεν χάνεται. Όχι όσο υπάρχει έστω κι ένας άνθρωπος που ζει και συνεχίζει να πιστεύει σε αυτήν. Μόνο ένας μπορεί να συντηρήσει την αγάπη όλου του κόσμου, όσων ήρθαν και όσων θα έρθουν. Και ξέρεις γιατί έστω και ένας μπορεί; Διότι θα κοιτάξει την επόμενη μέρα. Δεν θα μείνει στάσιμος. Θα δεχτεί την πρόκληση και μάλιστα θα την επιστρέψει στη ζωή! Θα συνεχίσει να ονειρεύεται την ευτυχία και να ελπίζει σε καλύτερες μέρες. Θα μετουσιώσει την αγάπη σε πείσμα και θέληση. Κι εμείς οι δύο ήμασταν ευτυχισμένοι για άπειρες στιγμές. Μόνο που αυτό που μου δόθηκε εξαντλήθηκε. Ο χρόνος μου κάπου εδώ τελειώνει. Σε φιλώ, η Σίσσυ σου». Μόλις ο Στέφανος ολοκλήρωσε την ανάγνωση του ηλεκτρονικού μηνύματος, έσπρωξε βίαια όποιο έπιπλο μπήκε μπροστά στα πόδια του. Πήρε από το ψυγείο μία μπύρα, βγήκε στο μπαλκόνι, και άναψε τσιγάρο. Αν και η θερμοκρασία ήταν αρκετά χαμηλή, δεν είχε καμία διάθεση να γυρίσει μέσα. Ήθελε να απαντήσει σε αυτό το μήνυμα, ήθελε να πάρει το πρώτο αεροπλάνο και να πάει στη Γερμανία, αλλά δεν θα το ήθελε η Σίσσυ!


Μίλα μου, γρήγορα

99

Η νύχτα είχε πέσει στη Θεσσαλονίκη, και ο δημόσιος φωτισμός

ήταν

ενεργοποιημένος.

Το

ένα

τσιγάρο

διαδεχόταν το άλλο, όταν κάτω στο δρόμο βρέθηκε μια νεαρή γυναίκα μαζί με τον σκύλο της. Ξαφνικά, το ζώο άρχισε να κυνηγάει την ουρά του. Όσο ο Στέφανος έβλεπε από ψηλά το θέαμα, η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της, τον κοίταξε και του χαμογέλασε. «Γιατί όχι λοιπόν» σκέφτηκε, κι αμέσως ένα άλλο κομμάτι του εαυτού του τού απάντησε «όχι σήμερα». Χωρίς να χαμογελάσει έστρεψε το κεφάλι του αλλού, και συνέχισε το κάπνισμα. *** Μία βδομάδα στη Γερμανία, καμία από τις ακέφαλες ελπίδες της Σίσσυς δεν αναπτερώθηκε. Ούτε εκείνο το ινστιτούτο δεν είχε την λύση που γύρευε. Λίγο χρόνο περισσότερο. Αυτό μονάχα. Τι ήταν τάχα δέκα ή είκοσι χρόνια μπροστά στην αιωνιότητα; Σε αυτόν τον χρόνο θα μπορούσε να φτιάξει μια οικογένεια. Λίγο χρόνο ακόμα, αυτό ήθελε με όλη της τη ψυχή. Μα τα θαύματα δεν ήταν υποχρεωμένα να ‘ρθουν. Ούτε και ο Θεός υποχρεωμένος να αποδείξει ότι υπάρχει. Και όμως όλα γύρω της φανέρωναν την παρουσία Του. Σίγουρα η πίστη δεν μπορούσε να τη βγάλει από τον μονόδρομο που είχε μπει, αλλά της πρόσφερε δύναμη. Έκανε αυτό που έπρεπε και αυτό ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Διάλεξε να απομονωθεί από όλους και από όλα. Το ένιωθε πως οι μέρες της ήταν μετρημένες και ήθελε να μείνει μόνη. Τι θα γινόταν άραγε


100

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

στην οικογένειά της μετά το μοιραίο, πώς θα αντιδρούσαν οι δικοί της; Δεν ήθελε να το σκέφτεται. Ήταν πλέον μόνο η ίδια πάνω στον πλανήτη μαζί με τον απειροελάχιστο χρόνο της. *** Εκείνο το απόγευμα η Σίσσυ καθόταν σε ένα παγκάκι στον προαύλιο χώρο του ινστιτούτου, χαμένη στις σκέψεις της. Όσο κι αν προσπαθούσε, στιγμές από τη ζωή της πλημμύριζαν το κεφάλι της. Πόσα είχαν γίνει, τι άλλες εναλλακτικές υπήρχαν, και πόσα άλλα που δεν θα γινόντουσαν ποτέ... Οι γονείς της, η αδερφή της, ο Στέφανος, οι φίλοι της, η ίδια της η ζωή. Ήταν πρωτοχρονιά και ο ουρανός ήταν γεμάτος με λευκά σύννεφα. Το προαύλιο ήταν πολύ όμορφο με δέντρα, χιονισμένες πρασινάδες, μέχρι και παγωμένη λιμνούλα είχε με γέφυρες και ένα σιντριβάνι στη μέση. Δειλά – δειλά την πλησίασε ένας νεαρός και άρχισε να της μιλάει στα αγγλικά. Είπε πως του θύμισε κάποια, και την ρώτησε αν θα μπορούσε να καθίσει μαζί της. Η Σίσσυ δεν είχε καλή διάθεση, αλλά έγνεψε θετικά. Στην αρχή η συζήτηση δεν έμοιαζε και τόσο με διάλογο καθώς ο νεαρός προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τα φτωχά του αγγλικά. Μέχρι που ανέφερε πως είναι από την Ελλάδα και δεν έχει και πολλούς μήνες στη Γερμανία.


Μίλα μου, γρήγορα

101

- Εγώ δεν έχω ούτε δέκα μέρες που έφυγα από την πατρίδα, πέταξε κάπως αδιάφορα η Σίσσυ, εκπλήσσοντας τον νεαρό. - Από την Ελλάδα, ε; Ωραία, είπε εκείνος με μελαγχολικό τόνο, κάτι που δεν διέφυγε από τη Σίσσυ. - Ωραία; - Ναι, θέλω να πω... Οκ ξέχνα το. Ακόμη δεν μου είπες το όνομά σου όμως. - Ούτε εσύ το δικό σου. - Αλκιβιάδης. - Αναστασία. Χαίρω πολύ, είπε η Σίσσυ και έσφιξε το προτεταμένο χέρι του Αλκιβιάδη. - Παρομοίως. Μπορείς να με λες σκέτο Άλκη. Εσένα σε φωνάζουν….; - Απλώς... Αναστασία, αποκρίθηκε η Σίσσυ. - Λοιπόν… Αναστασία πως σου φαίνεται ο καιρός εδώ πάνω; Η Σίσσυ αναρωτήθηκε ποια δύναμη

ωθεί τους

ανθρώπους όταν δεν έχουν κάτι να πούνε, ή τέλος πάντων όταν θέλουν να σπάσουν τον πάγο να μιλούν για τα καιρικά φαινόμενα. Ωστόσο, παρατήρησε και κάτι άλλο. Στα μάτια του Άλκη υπήρχε αποτυπωμένη η ανάγκη για επαφή και επικοινωνία. - Περισσότερο κρύο από ό,τι στην Ελλάδα, σίγουρα. Αλλά αυτό το λευκό τοπίο μού δίνει περιέργως μια αίσθηση γαλήνης και ηρεμίας.


102

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Μπα δεν έχει τίποτα το ωραίο. Σε έναν δύο μήνες θα έχεις συνηθίσει, θα μπεις σε μια ρουτίνα. - Δεν νομίζω πως θα υπάρξει τέτοιος χρόνος στη διάθεσή μου, τού απάντησε εκείνη. - Θα κάνεις σύντομα το ταξίδι της επιστροφής; Θα γυρίσεις πίσω, την ρώτησε ο Άλκης. - Ναι... Ας πούμε κάτι τέτοιο. Αρκετά σύντομα δεν θα υπάρχει κάτι που να με κρατάει εδώ, οπότε θα αναγκαστώ να φύγω. Σχεδόν χαμογελούσε η Σίσσυ. - Εμένα πάλι δεν υπάρχει τίποτα που να με κρατάει στην πατρίδα, όλη μου η ζωή τώρα είναι εδώ, είπε αρκετά στενάχωρα ο Άλκης, προσθέτοντας: Ούτε ένα άτομο δεν με περιμένει να γυρίσω πίσω. - Δεν μπορεί. Μαύρη πέτρα έριξες φεύγοντας; Η Σίσσυ ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση. Να κάνει τον Άλκη να νιώσει οικειότητα μαζί της, και να βγάλει από μέσα του αυτό

που

τον

πλάκωνε,

κάτι

που

φαινόταν

τόσο

παραστατικά στα μάτια του. Ο Άλκης την κοίταξε καλά, λες και ζύγιζε τη ψυχή της. - Εδώ στην πόλη υπάρχει ελληνική κοινότητα. Αρκετά «ελληνική» αλλά και αρκετά μακριά από την Ελλάδα. Έχουν χάσει τη ζεστασιά τους σαν άνθρωποι τόσα χρόνια εδώ πάνω. Η Σίσσυ μετακινήθηκε λίγο και πλησίασε προς τον Άλκη δείχνοντάς του πως εκείνη είχε μια ζεστή αγκαλιά. Ο Άλκης πλησίασε και αυτός με την σειρά του, και μία


Μίλα μου, γρήγορα

103

υποψία δακρύων υπήρχε στο βλέμμα του, όταν άρχισε να μιλάει σχεδόν ψιθυριστά μετά από μία μικρή παύση. -

Οφείλουμε

να

κερδίσουμε

το

στοίχημα,

όποιες

δυσκολίες κι αν συναντήσουμε. Μία φορά περισσότερη όρθιοι από όσες θα πέσουμε, αποκρίθηκε ο Άλκης και η Σίσσυ δεν τον διέκοψε. Αλλά γιατί πάντα η ζωή να έχει τον τρόπο να σε ρίχνει; Γιατί πάντα να αγωνίζεσαι να σηκωθείς; - Κοίταξε, ό,τι έχεις να πεις πες το μου σύντομα. - Εεε, ψέλλισε ο Άλκης. Συγνώμη αν σε πρήζω, αν σε καθυστερώ, ή κι αν σε ενοχλώ. - Όχι δεν κατάλαβες, του είπε η Σίσσυ. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να σε ακούσω. Κανένα ειλικρινά. Αλλά θα πρέπει να ξέρεις πως όσο κι αν μας πονάνε κάποια πράγματα, πάντα θα έχουμε δύο επιλογές. Ή θα κλαίμε τη μοίρα μας, ή θα την αποδεχτούμε ορίζοντάς την! Για αυτό λοιπόν ό,τι έχεις να πεις, πες το σύντομα και μην χαραμίσεις πολύ από τον χρόνο σου για αυτά που έχουνε συμβεί. Δες πως θα μπορέσεις να τα βελτιώσεις, να τα τροποποιήσεις υπέρ σου. Ποτέ δεν θα πίστευε η Σίσσυ πως θα ήταν η ίδια που τέτοιες ώρες θα έδινε τέτοιες συμβουλές. Συμβουλές που θα ήθελε να ακούσει αυτή από κάποιον άλλον. Κάποιος να της έλεγε πως αν προσπαθούσε σκληρά όλα θα πήγαιναν καλά... - Πριν από καιρό πέθανε ο πατέρας μου και τώρα πριν από έναν μήνα πέθανε και η μητέρα μου. Αδέρφια δεν


104

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

έχω. Δεν υπάρχει κάποιος να με περιμένει να γυρίσω πίσω. Τα λόγια βγήκαν από τον Άλκη λες και μιλούσε κάποιος άλλος. - Συλλυπητήρια, λυπάμαι, είπε ειλικρινά η Σίσσυ. - Τι σημασία έχει; Λίγα πράγματα είναι δεδομένα σε αυτό το σύμπαν. Ό,τι γεννιέται είναι αναγκασμένο και να πεθάνει. Αργά ή γρήγορα. Απλώς... Μένει ένα γιατί που με κατατρώει. Πλέον η συζήτηση είχε αποκτήσει νέο ενδιαφέρον για την Σίσσυ. - Μη ψάχνεις το γιατί. Όχι μόνο στον θάνατο, αλλά ούτε στη ζωή. Κάποια πράγματα απλώς συμβαίνουν κάποτε και κάποια άλλα ποτέ, όσες προσευχές κι αν κάνεις. - Πιστεύεις στη μοίρα; Στο πεπρωμένο; Στον Θεό; - Πιστεύω στη δύναμη και το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν ξέρω αν η ίδια η ύπαρξη αυτή οφείλεται σε κάποιον Θεό, αλλά σίγουρα Αυτός δεν χρωστάει τίποτα και σε κανέναν μας. Εσύ έχεις τις επιλογές, εσύ χαράζεις τα μονοπάτια σου στους χάρτες της ζωής, κανένας άλλος. - Ίσως, απάντησε ο Άλκης χωρίς να πείθεται από το σκεπτικό της Σίσσυς. Κι έτσι έσπευσε να αλλάξει θέμα. *** - Και σε ποιο τμήμα του ινστιτούτου είπαμε ότι δουλεύεις Αναστασία; Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ τριγύρω. - Δεν δουλεύω εδώ.


Μίλα μου, γρήγορα

105

- Κατάλαβα, κάποιον γνωστό ήρθες να ... αποχαιρετίσεις. Αρκετά δύσκολη κατάσταση να ξέρεις ότι ο άλλος είναι στις τελευταίες του μέρες. - Ναι, δύσκολη κατάσταση. Εσύ αν ήξερες πως πεθαίνεις πώς θα περνούσες την τελευταία σου μέρα, τον ρώτησε η Σίσσυ. - Δεν ξέρω. Νομίζω δεν θα ήθελα να δω άνθρωπο! Μόνο να σκεφτώ... Να σκεφτώ τα καλά, τα αρνητικά, τα λάθη, τις χαρές, το τί θα μπορούσε να πάει αλλιώς, όσα είχα, όσα έχασα, όσα ποτέ μου δεν θα αποκτούσα. - Μόνο που αυτό δεν θα βοηθούσε σε κάτι, δεν θα το έκανε πιο εύκολο, παρατήρησε εύστοχα εκείνη. - Εσύ δηλαδή πως θα περνούσες την τελευταία σου μέρα; - Ποιος ξέρει. Ίσως να ήμουν σε μία ξένη χώρα, κάπου με χιόνα, ολομόναχη. Αλλά επειδή αυτό δεν θα μου άρεσε, να μού έστελνε η ζωή έναν άγνωστο συμπατριώτη για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα, είπε η Σίσσυ και ο Άλκης δεν μπορούσε να καταλάβει αν του έκανε πλάκα ή όχι. Εκείνη συνέχισε: Ίσως οι πολλές σκέψεις να με είχαν μαυρίσει και να είχα ανάγκη να σκεφτώ αισιόδοξα για κάποιον, για να κρατήσω λίγη αισιοδοξία και για μένα. Ίσως να του ζητούσα να μου μιλήσει γρήγορα, ακριβώς επειδή θα ήξερα ότι ο χρόνος μου είναι αυστηρά περιορισμένος. Ίσως! - Και πιστεύεις πως σήμερα είναι αυτή η μέρα, Αναστασία, ρώτησε κάπως ανήσυχα ο Άλκης.


106

Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης

- Και γιατί πιστεύεις ότι δεν είναι η δική σου τελευταία μέρα, του απάντησε γελώντας εκείνη. Παρεμπιπτόντως... Μπορείς να με λες Σίσσυ. - Παρεμπιπτόντως, Σίσσυ, μεθαύριο οι συνάδελφοι εδώ θα έχουν ένα παρτάκι. Μη φανταστείς τίποτα το τρομερό, αλλά σίγουρα θα έχει πολλή και αυθεντική μπύρα! Αν σήμερα δεν είναι η τελευταία μας μέρα και είμαστε ζωντανοί μέχρι τότε θα ήθελα να σε δω εκεί, είπε χαμογελώντας ο Άλκης. - Σίγουρα σε ένα πάρτι όλα είναι πιθανά... Αλλά κι αν σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα, επέμεινε εκείνη. Οι πρώτες νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν, κάνοντας το λευκό τοπίο λευκότερο. - Τότε φαντάζομαι πως δεν θα έχεις πολλή ώρα στη διάθεσή σου, για αυτό μίλα μου, γρήγορα. Ίσα που πρόλαβε να το ακούσει αυτό η Σίσσυ, και τότε χάθηκαν όλα. Δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο τα μάτια της ανοιχτά. *** Όταν τα άνοιξε μετά από λίγο, όλα είχαν πάρει ένα φωτεινό άσπρο χρώμα. Πότε χιόνισε τόσο; Όλα ήταν στα λευκά ντυμένα. Όμως η Σίσσυ δεν κρύωνε, και ούτε ήταν χιόνι αυτό. Κάτι απόκοσμο την πλησίαζε γοργά, κάτι που την γέμιζε ταυτόχρονα με γαλήνη κι ηρεμία.


Μίλα μου, γρήγορα

107

. . : : ΤΕΛΟΣ : : . .


Ο Σωκράτης Α. Τσελεγκαρίδης γεννήθηκε το 1989 στη Μυτιλήνη Λέσβου και από το 1996 ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι αριστούχος απόφοιτος του τμήματος Ηλεκτρονικής του ΑΤΕΙΘ

και

κάτοχος

ενός

Διπλώματος

Ευρεσιτεχνίας. Λατρεύει το διάβασμα, τη μαγειρική, τον προγραμματισμό και τις κατασκευές. Από τα εφηβικά του χρόνια βρήκε καταφύγιο στη λογοτεχνία, ενώ μεγάλο σεβασμό τρέφει προς τον Κώστα Καρυωτάκη. Ελπίζει κάποια μέρα ο κόσμος να αγνοήσει τις ταμπέλες και να δεχτεί τη γυμνή, γνήσια ανθρωπιά στο ακέραιο.

Δωρεάν e-books του ιδίου: 

5τομη σειρά: Μνημονίων συναισθήματα

Το Μανιφέστο του ... Σχετικού!

Συμμετοχή σε συλλογικά e-books: 

120 Flash Fiction Ιστορίες [120 Λέξεις, 2015]

Καλλιτεχνικό ημερολόγιο 2015 [τοβιβλίο.net, 2014]


Φωτογραφία Εξώφυλλου - Οπισθόφυλλου Jnj » [πηγή: flickr] (CC BY-NC-SA 2.0)



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.