Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Page 1

Γιώργος Κιουρτίδης

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς





Γιώργος Κιουρτίδης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φιλολογικη Διορθωση Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2012 Πρώτη Εκδοση ISBN

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα Γιώργος Κιουρτίδης Ελληνική Πεζογραφία [1358]1012/18 Όλγα Παλαμήδη Shutterstock photo Γιώργος Κιουρτίδης Αθήνα, Οκτώβριος 2012 978-960-9607-95-7

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Και τι θαρρείς πως είναι η ζωή; Θάλασσα! Μια θάλασσα, που άξαφνα στερεύει.   Γ.Κ.

Στον Χρήστο και στον Ορφέα



1

Α

ναρωτιόταν! Μέχρι πότε θ’ αντέχω να περπατάω στις μύτες των ποδιών; Κουράστηκα! Οι αντοχές μου άρχισαν να με προδίδουν. Και καλά όταν η απόσταση είναι μικρή. Όταν όμως είναι στο Α΄ και στην άλλη άκρη; Πώς ν’ αντέξεις τέτοια απόσταση… Πώς βγάζεις τον ανήφορο… Aμ, ο καιρός; Πού τον βάζεις τον καιρό; Ειδικά με τη ζέστη. Και όταν βρέχει; Χειρότερα! Έφτασε κοντά σαράντα. Τα μέτρησε! Τριάντα οκτώ και κάτι. Ποτέ δεν ήταν απ’ αυτούς που λένε «ο ψηλός». Με δυσκολία έπιανε το ένα και εξήντα επτά. Για την εποχή του, ήταν καλός. Μετρούσε! Το έβλεπε στα μάτια των κοριτσιών. Επιτυχίες, βέβαια, πολλές δεν είχε, αυτό όμως οφειλόταν σε άλλους λόγους. Έτσι πίστευε! Και μάλλον είχε δίκιο. Εξάλλου, όλη εκείνη η γενιά, η γενιά του ’60, δεν ήταν πολύ ψηλή. Τώρα όμως; σκεφτόταν. Τώρα που δίπλα μου στέκονται τα φιντάνια της νέας γενιάς; Ο πιο κοντός, ένα και ογδόντα! Πώς να σταθώ πλάι τους; Όλοι ντερέκια! Πώς να συγχρονιστώ

9


Γιώργος Κιουρτίδης

μαζί τους; Η διαφορά στο ύψος μετράει! Πώς να το κάνουμε, οι πόντοι είναι πόντοι. Α ρε μάνα! Δέκα. Δέκα πόντους ακόμα… Δεν μπορούσες; Άντε, έστω πέντε!… Αλλιώς είναι. Με το βλέμμα του κρεμασμένο στον καπνό του τσιγάρου του –που τιναζόταν νευρικά απ’ το στόμα του και ανέβαινε τούφες τούφες προς τον ουρανό–, συνέχισε να ταξιδεύει μέσα στις σκέψεις του, μονολογώντας βουβά. Χορό δεν έμαθα. Όπως αυτοί που χοροπηδούν στις μύτες… Στα μπαλέτα. Όμως, τα δάχτυλα των ποδιών μου σκλήρυναν, έγιναν σαν πέτρες. Και πώς να μη γίνουν; Τα τελευταία χρόνια, κουβαλώ τον θάνατο πατώντας μόνο στις μύτες των ποδιών. Και την πλάκα; Την καζούρα των άλλων –που με πήραν χαμπάρι– πού τη βάζεις; Α ρε μάνα… Καλή σου ώρα… Κοιτούσε τις κορφές των κυπαρισσιών και ζήλευε. Τα άτιμα! Κάθε χρόνο ψηλώνουν… έλεγε μέσα του χαιρέκακα. Τα περισσότερα –ήταν σίγουρος, και θυμόταν καλά!– τα βρήκε λίγο πιο ψηλά απ’ το μπόι του… Και θέριεψαν! Δες! Δες πώς ψήλωσαν. Μόνο εγώ κονταίνω. Και τώρα, κοίτα πού φτάσαμε· κοίτα να δεις· άνεργος! Στην τελευταία του σκέψη, κόμπιασε. Ένιωσε μια πίκρα ν’ ανεβαίνει στον λαιμό του. Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του. Δεν το είχε φανταστεί. Το ύψος του! Σε ποιον θα το πεις και δεν θα σκάσει στα γέλια; αναρωτήθηκε. Πώς να πιστέψει κάποιος ότι χάνεις τη δουλειά σου γι’ αυτόν τον λόγο; Για το ύψος σου! Για μια σταλιά μπόι. Επειδή ο Θεός φάνηκε μικρόψυχος και δεν σου κρέμασε άλλους δέκα πόντους.

10


Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Ήταν άδικο. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Για μερικούς πόντους; Όχι! Όχι. Θα έβρισκε λύση. Όμως και τι μπορούσε να κάνει; Τι άλλο έμαθε στη ζωή του; Ποια άλλη δουλειά ήξερε; Το σπίτι του, τα τελευταία δεκαοκτώ χρόνια, από την πρώτη μέρα που ήρθε από το χωριό, ήταν τα νεκροταφεία! Ζούσε από τον θάνατο των άλλων. Νεκροθάφτης! Μόνο αυτό ήξερε. Έπρεπε να βρει λύση. Και θα έβρισκε! Ο Υάκινθος άναβε τα τσιγάρα το ένα πίσω από το άλλο, ντουμανιάζοντας τον τόπο. Λύση όμως δεν έβρισκε. Ωστόσο, ήταν απόλυτα σίγουρος ότι λύση υπήρχε. Και όχι μόνο μία. Τουλάχιστον δύο. «Υάκινθε, να το ξέρεις! Σε κάθε πρόβλημα υπάρχουν τουλάχιστον δύο λύσεις». Έτσι του έλεγε κάποτε η γιαγιά του. Το θυμόταν! «Άκου “Υάκινθος”! Όνομα κι αυτό», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Πού, στο καλό, το βρήκαν και μου το φόρτωσαν; Κι αυτό εναντίον μου είναι!» Του είχε μείνει όμως και τίποτα άλλο; Όχι. Μόνο αυτό… Το όνομα! Έτσι, φεύγοντας από το χωριό, μόνο αυτό πήρε μαζί του. Α! Και τις μνήμες του. Ήξερε πολύ καλά ότι από τρία πράγματα δεν θα γλίτωνε ποτέ στη ζωή του. Θα τα κουβαλούσε πάντα μαζί του. Ήθελε, δεν ήθελε! Απ’ τη σκιά του, από το όνομά του και από τις μνήμες του. Αυτά τα τρία πράγματα, τα πήρε;… Τον ακολούθησαν; Πάντως μ’ αυτά έφυγε! Η σκιά του δεν τον ενόχλησε ποτέ. Ίσα ίσα! Του θύμιζε ότι ήταν ζωντανός. Το όνομα, τον πείραζε! Αυτή η περίεργη προσφώνηση: «Υάκινθε!» Αν και κατά βάθος ήξερε ότι το όνομά του είχε μια κρυμμένη γοητεία. Όσο για τις μνήμες

11


Γιώργος Κιουρτίδης

του; Πήρε μαζί του τις τελευταίες στιγμές της γιαγιάς του. Τη μάνα του δεν τη θυμόταν. Μόνο από φωτογραφίες την ήξερε. Τον πατέρα του καθόλου. Σαν να μην υπήρξε ποτέ! Φύτρωσε! Έτσι ένιωθε. Ότι δεν γεννήθηκε όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, μα φύτρωσε σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι άλλες φορές πάλι, βγάζοντας από μέσα του ακόμα μεγαλύτερη πίκρα, σκεφτόταν ότι ούτε καν φύτρωσε, μα περίσσεψε στα χέρια του Θεού και κείνος, τελευταία στιγμή τον λυπήθηκε και δεν θέλησε να τον χαλάσει – να τον ξανακάνει μια χούφτα λάσπη! Τον κοίταξε που σάλευε μέσα στην παλάμη του και κάτι σκίρτησε μέσα του. «Άσ’ το το φουκαριάρικο να ζήσει!» είπε. Κι έτσι απρόθυμα τον πέταξε μέσα στον κήπο της γιαγιάς του. Ένιωθε ότι εκεί τον βρήκε η γιαγιά του. Ότι από κει τον πήρε και τον μεγάλωσε. Όποια ερμηνεία και να έδινε, είχε μέσα της πάντοτε τον κήπο! Μετά τον θάνατό της, δεν τον κρατούσε πλέον τίποτα στον τόπο του. Δεν του έμενε τίποτα. Φορτώθηκε τη φτώχεια του και όση δυστυχία άντεχε η ψυχή του και έφυγε! Έριξε μαύρη πέτρα. Σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Λες και ήταν χθες! Έτσι του φαινόταν. Κι όμως, πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, από κείνη την ημέρα που πάτησε το πόδι του στην Αθήνα. Δεν θέλησε να πλησιάσει κανέναν γνωστό. Κανέναν χωριανό. Προτίμησε να μείνει μόνος. Κατάμονος! Εξάλλου, τι να τους έκανε; Το χαΐρι τους το είδε! Τους έζησε. Τίποτα καλό δεν θυμάται απ’ αυτούς. Στ’ αφτιά του αντηχούν ακόμα οι κατάρες τους. Δεν τον ήθελαν και το ήξερε! Ούτε και ο ίδιος τους ήθελε· τους χόρτασε! Δεν ήθελε να τους ξαναδεί ούτε στον ύπνο του. Κι αυτούς... και τον τόπο του!

12


Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

Οι οικονομίες του λίγες, μετρημένες. Ίσα που έφτασαν για τα εισιτήρια και το ταξίδι. Άφραγκος! Πανί με πανί ήταν όταν έφτασε στον σταθμό Λαρίσης. Εκεί τον ξεφόρτωσε ένα απόγευμα το τρένο, ιδρωμένο και με το στομάχι σφιγμένο σαν γροθιά. Μέσα σε μια κόλαση από καυτές ανάσες και κτίρια, που έμοιαζαν πιο πολύ με ποντικοφωλιές παρά με σπίτια. Κατακαλόκαιρο! Με τον ήλιο να ζεματάει διαβολεμένα και τα τσιμέντα να πετούν φωτιές! Ο Υάκινθος, χαϊδεύοντας με το αριστερό του χέρι τη γάτα του, τη Ζωή! –όπως τη φώναζε–, που είχε κουρνιάσει τεμπέλικα πάνω στους μηρούς του, ξεφύσησε τον καπνό του τσιγάρου του βγάζοντας έναν μικρό αναστεναγμό. Με το βλέμμα του ακολούθησε και πάλι, όπως έκανε εδώ και ώρα, τις στρογγυλές τούφες καπνού που έβγαιναν από το στόμα του. Τις έβλεπε που μεγάλωναν στον αέρα πριν διαλυθούν και ασυναίσθητα, κάθε φορά που μια τούφα καπνού διαλυόταν και γινόταν ένα τίποτα, εκείνος κάνοντας μια ανεπαίσθητη γκριμάτσα, γούρλωνε τα μάτια του, λες και διαλυόταν ο ίδιος! Και η αλήθεια ήταν ότι έτσι ένιωθε. Να διαλύεται! Όπως ο καπνός! Σκεφτόταν ότι και τότε που κατέβηκε στην Αθήνα, το ’80, διαλυμένος ήταν. Κι όμως τα κατάφερε. Και τώρα! Ήταν σίγουρος ότι πάλι θα τα καταφέρει… Απέναντί του, απέναντι από το μπαλκόνι του… το Α΄! Όλη η ανηφοριά γεμάτη σταυρούς και μνήματα. Έμπαινε ο Σεπτέμβρης. Σε λίγους μήνες θα άφηναν πίσω το 1998. Η ματιά του σταμάτησε για λίγο πάνω από τα μνήματα. Δεκαοκτώ χρόνια μαζί τους, συλλογίστηκε. Με ζέστες και βροχές! Δεν είχε άδικο. Έτσι ήταν! Ακόμα και στον ελεύθερο χρόνο του μαζί τους ήταν. Και αν κάποιο βραδάκι –όπως,

13


Γιώργος Κιουρτίδης

καλή ώρα, τώρα– έκανε να κάτσει στο μπαλκόνι, πάλι σταυγ΄ έκδοση, Οκτώβριος 2010 ρούς έβλεπε. Περισσότερα ήταν τα• ονόματα των πεθαμένων Όρβηλος, που ήξερε, παρά των ζωντανών! Ήθελε, δενΟσελότος ήθελε, τόσα εκδόσεις 2012 χρόνια μ’ αυτούς συναναστρεφόταν. Περνούσε δίπλα τους. Πεζογραφία Ανάμεσά τους! Κάθε μέρα. Σιμπολέτ Του φάνηκε Κοίταξε προς την είσοδο του• κοιμητηρίου. Μυθιστόρημα, πολύ μεγάλη. Μοιάζει με αψίδα θριάμβου! σκέφτηκε σαρκαεκδόσεις Ίαμβος · στικά. Μισογέλασε θυμήθηκε ότι έτσια΄του είχε φανεί και την έκδοση Νοέμβριος 2010 πρώτη φορά που την είδε. β΄ έκδοση Νοέμβριος 2010 «Κοίτα να δεις!» ψιθύρισε. «Πότε πέρασαν τόσα χρόγ΄ έκδοση Δεκέμβριος 2010 νια… Σαν αστραπή. Τι πείνα και κείνη... Ψωμόλυσσα!» • Το εμβατήριο των θεών Διηγήματα, εκδόσεις Οσελότος 2012 g.kiourtidis@gmail.com

14


«Αναστέναξε… Για κάτσε, ρε Υάκινθε, σκέφτηκε, φυσώντας τον καπνό. Για σένα ο Θεός βρήκε. Έδωσε! Δεν πρέπει να έχεις παράπονο. Και γι’ αυτούς! Πού ξέρεις πως δεν κρατάει και γι’ αυτούς κάτι στην κωλότσεπη; Λες;... Μπα! Όποιος προλάβει είναι. Κωλοζωή! Ό,τι πάρουν οι πρώτοι. Οι επόμενοι βλέπουν το χέρι να βγαίνει απ’ 2 καμιά αρρώστια να περίστην κωλότσεπη άδειο. Το πολύ πολύ, σεψε γι’ αυτούς!»

Π

Έτσι ήταν. Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. εριπλανιόταν δυο μέρες. Άπλυτος! Ένιωθε Ένιωθε ευτυχισμένος! Μέχρι που άξαφναΆυπνος. βρέθηκε μπροτ’ αδέσποτα! Στο πρόσωπό του, άξαφνα τώρα, στά σε δύο όπως προβλήματα. η πίκρα και στοκινδύνευε μάτι του κούρνιασε Το ύψοςξεπετάχτηκε του! Για λίγους πόντους να χάσει τη κάποιος δουλειά του.κρυμμένος φόβος. Η αρχική του αισιοδοξία για δουλειά άρχισεΠου σιγάδεν σιγάερχόταν. να υποχωρεί και να γίνεται Και ένα παιδί! Η σύντροφός τουαπογοτο ήθελε ήτευση. Η πείνα του δυνάμωνε! Σχεδόν την ένιωθε να έχει τόσο πολύ… κατοικήσει μέσα του. Και να πεις ότι δεν έψαχνε; Δεν άφησε δρόμο δρόμο ρωτώντας δουλειά. Τίποτα! Χύθηκαν Άραγε,για στα εφιαλτικά τουγιααδιέξοδα, ποιες απαντήσεις τα μάτια του πάνω στις πόρτες των μαγαζιών και στους στύέκρυβε η ζωή; λους της ΔΕΗ, ψάχνοντας τα «Ζητείται». Μικροί τούς έλειπαν! Μικροί για θελήματα… Και πωλήτριες! Αυτός δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είχε αγανακτήσει. Περπατούσε και του ερχόταν να βάλει τα κλάματα για την κατάντια του. Με δυσκολία κρατιόταν. Ούτε που θυμάται πώς βρέθηκε έξω από το Α΄ Νεκροταφείο. Ένας Θεός ξέρει. Εκεί, βλέποντας τον πόνο να ξεχειISBN 978-960-9607-95-7 λίζει από τα μάτια τόσων ανθρώπων, δεν άντεξε! Τον πήρε ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ το παράπονο. Κι έσμιξε με το κλάμα τους. Δίχως ο σ έτσι ε λ ότ οεύκολα, ς να το καταλάβει, παρασύρθηκε και στο τελευταίο ταξίδι του Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

15


Γιώργος Κιουρτίδης

αγαπημένου τους. Δεν το πίστευε! Βρέθηκε –ξένος αυτός!– να θρηνεί απρόσκλητος σε μια κηδεία. Μήπως όμως είχε να κάνει και τίποτα καλύτερο; Μόνο αυτό του έμενε. Να θρηνεί! Να κλαίει τη μοίρα του και υποταγμένος… να την ακολουθεί. Αφέθηκε, λοιπόν, χωρίς καμιά ιδιαίτερη αντίσταση και αναστολή στη μοίρα του. Την ακολούθησε. Σαν υπνωτισμένος! Πίσω πίσω... Δειλά. Πίσω από τους συγγενείς και τους φίλους. Στο κλείσιμο της πομπής. Τελευταίος! Τον πεθαμένο τον ξαπόστειλαν σχετικά γρήγορα. Χύνοντας, οι περισσότεροι, κάποιο τελευταίο υποκριτικό δάκρυ και πετώντας πάνω του μια χούφτα χώμα. «Να είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει!» τους άκουγε που μουρμούριζαν. Τώρα, πόσο ελαφρύ μπορεί να είναι, καλύτερα να μην το σκέφτεται κανείς! Αφού τελείωσαν τις διαδικασίες αποχαιρετισμού, πότε αφήνοντας σιγανούς αναστεναγμούς και πότε βυθισμένοι σε πένθιμη σιωπή, οι συγγενείς κατηφόρισαν αργά προς την έξοδο για τον καφέ της παρηγοριάς. Τους ακολούθησε και κάθισε μαζί τους. Πάντοτε, σε κάθε γάμο και σε κάθε κηδεία, υπάρχει ένας χωρατατζής. Ένας που τα ξέρει όλα και αναλαμβάνει, χωρίς να τον ορίσει κανένας, να τα κοινοποιήσει και στους άλλους. Με το που κάθισαν, τον άκουσε! Καθόταν στο διπλανό τραπέζι και δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Τραβώντας τη μύξα του, διηγιόταν με τέτοια γλαφυρότητα τα κατορθώματα του νεκρού, που ακόμα και ο ίδιος ο πεθαμένος αν

16


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.