Το εμβατήριο των θεών

Page 1

Γιώργος ΓιώργοςΚιουρτίδης Κιουρτίδης

Το εµβατήριο Το εμβατήριο των θεών των θεών Διηγήματα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος Το εμβατήριο των θεών Συγγραφέας Γιώργος Κιουρτίδης g.kiourtidis@gmail.com Σειρα Λογοτεχνία [1358]0112/01 Φωτο εξωφυλλου Shutterstock photos Διορθωση Όλγα Παλαμήδη Copyright© 2011 Γιώργος Κιουρτίδης Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Ιανουἀριος 2012 ISBN 978-960-9607-25-4 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


Στη μητέρα μου



Περιεχόμενα

Η γη της επαγγελίας.................................. 7 Αγροφύλακας.............................................21 Κρεμάλες….................................................34 Το εμβατήριο των θεών...........................51 Ο «Θεός»....................................................76

Q

5

P



Η γη της επαγγελίας

Κ

αλοκαίρι του ’61. Απομεσήμερο. Στο χωριό επικρατούσε η απόλυτη αρμονία της φύσης. Το γκάρισμα κάποιου γαϊδάρου, που ακουγόταν από μακριά κατά διαστήματα, διέκοπτε ξεδιάντροπα το ακούραστο μουρμουρητό των τζιτζικιών και συνηγορούσε στο ότι «ο Θεός τα πάντα εν σοφία εποίησε». Η κίνηση στους χωματόδρομους ελάχιστη. Το καλοκαιρινό αεράκι άρπαζε από κάποιο ανοιχτό παράθυρο τους καημούς που άφηνε το ραδιόφωνο και τους ταξίδευε με κυματισμούς στον αέρα, μέχρι που χάνονταν προς τον ουρανό ή καρφώνονταν βαθιά μες στην ψυχή, και γίνονταν ένα με το δάκρυ που κουβαλούσε κάθε χαροκαμένος κάτοικος αυτού του χωριού. Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, ακουγόταν και κανένα βρισίδι από κάποια αυλή, ή το έντονο κλάμα ενός μικρού παιδιού. Όλα αυτά, μαζί με το γάβγισμα των σκύλων ήταν μέρος της αρμονίας της φύσης. Ήταν η ζωή μας! Οι μεγάλοι, όσοι είχαν κοπάδια με κατσίκια ή πρόβατα, ήδη από τα χαράματα είχαν φύγει για τη βοσκή και οι υπόλοιποι αγκομαχούσαν να τελειώσουν τα καλάθια με τον καπνό που μάζευαν από τις πρώτες πρωινές ώρες. Μαζί τους και οι μικρότεροι. Όλη η οικογένεια στο

Q

7

P


Γιώργος Κιουρτίδης

πέρασμα του καπνού· για να λυτρωθούν όλοι τους μια ώρα αρχύτερα. Ξεκινούσαν με το φεγγάρι και τέλειωναν το σπάσιμο του καπνού, με τον ήλιο ήδη να έχει κάνει τα πρώτα πρωινά του βήματα στον ουρανό και στο μέτωπό του να πετιούνται σταγόνες ιδρώτα από την κούραση, αλλά και από το ρίγος που του προκαλούσε η δυστυχία που έβλεπαν τα μάτια του. Κάποιοι από μας –ένας απ’ αυτούς και γω– είχαμε την τύχη να μην έχουμε καπνό. Είχαμε την τύχη να μην κουβαλούμε στα δάχτυλά μας τη λασπώδη γλίτσα που κολλούσε πάνω τους από το πιάσιμο των φύλλων του καπνού. Η γλίτσα γινόταν ένα με το δέρμα! Ακόμα και όταν πλενόσουν, η πίκρα και η βρόμα δεν έφευγαν! Τα χέρια άφηναν παντού την πίκρα του καπνού και την κουβαλούσαν κολλημένη σαν κατάρα πάνω τους. Και το ψωμί! Όλων αυτών των ανθρώπων ήταν πραγματικά πικρό. Και μάλιστα, δυο φορές πικρό! Μια… από την τυράγνια τους, για να το βγάλουν μέσα από το κοκκινόχωμα της γης, και άλλη μια φορά, στην προσπάθεια να το πιάσουν με τα πικρά τους δάχτυλα… για να το φάνε! Όλες οι οικογένειες κατά καιρούς είχαν δοκιμάσει την καλλιέργεια καπνού. Όλοι μας είχαμε μαζέψει και περάσει καπνό. Η καλλιέργειά του ξεκινούσε με τις φυταριές την άνοιξη. Μετά, με το φύτεμα στο χωράφι. Και κατόπιν: μάζεμα, πέρασμα, άπλωμα να ξεραθεί, ξεσκαρτάρισμα και δέματα! Και ύστερα… το μεγάλο δράμα. Η αγωνία αν θα πουληθεί. Αν θα το αγοράσουν οι έμποροι. Έφτανε το Πάσχα… και πολλές φορές, αρχές καλοκαιριού –με τη νέα παραγωγή να ξεκινάει– και τότε… μάθαιναν! Τότε μάθαιναν αν θα πουλούσαν τον ιδρώτα των περασμένων δεκατεσσάρων μηνών. Τη ζωή μιας ολό-

Q

8

P


Η γη της επαγγελίας

κληρης οικογένειας. Τότε θα έπαιρναν τα πρώτα λεφτά απ’ τον κόπο τους, ή… θα έβλεπαν την προσπάθειά τους να πετιέται στη φωτιά και να καίγεται! Κανένας τους δεν ήξερε… αν ο καπνός του θα πουληθεί! Δύσκολη… πολύ δύσκολη δουλειά. Εγώ ήμουν τότε στα έξι και δεν είχα πάει ακόμα σχολείο. Όλοι εμείς δεν είχαμε δουλειές στο σπίτι, ήμασταν αργόσχολοι, ήμασταν η «ελίτ» του χωριού. Άλλοι, βέβαια, μας αποκαλούσαν «τεμπέληδες» και πιστεύαμε ότι το ’λεγαν από ζήλια, αλλά μάλλον είχαν δίκιο. Αυτοί ήταν πιο κοντά στην αλήθεια. Το σίγουρο είναι ότι εμείς δεν κάναμε τίποτα. Αλητεύαμε στους δρόμους και στα ρέματα. Πολλές φορές, ξυπόλυτοι! Νιώθαμε μικροί θεοί! Ήμασταν μικρά παιδιά, που κουβαλούσαν μικρές ατιμίες και μεγάλα όνειρα! Η παρέα ήταν πάντοτε, ίσως με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ίδια. Όλοι μας μεγαλώναμε στην ίδια γειτονιά. Στα σπίτια που ξεφύτρωναν από την ίδια πλευρά του δρόμου. Το δεύτερο σπίτι στο «έμπα», στην αρχή του χωριού, ήταν το δικό μας και τριακόσια μέτρα πιο κάτω, στο τέλος του χωριού, τα σπίτια του Ζήση και του Κωστή. Δίπλα στο δικό μας, έμεναν και τα ξαδέρφια μου, ο Δήμος και η Αφροδίτη. Και λίγο πιο κάτω, ήταν το σπίτι του Τάκη, του πιο μικρού της παρέας. Όλα τα σπίτια της «ελίτ» ή των «τεμπέληδων» είχαν την πλάτη τους προς το δάσος και την πρόσοψή τους προς τον δρόμο και την ανατολή. Από την άλλη μεριά του δρόμου και απέναντι από τα σπίτια μας απλωνόταν το υπόλοιπο χωριό. Ο δρόμος ήταν στα πρώτα παιδικά μας χρόνια «τα σύνορα» με το υπόλοιπο χωριό. Ήταν «εμείς» και «σεις». Την ώρα που οι άλλοι ήδη ήταν αποκαμωμένοι και

Q

9

P


Γιώργος Κιουρτίδης

αγωνίζονταν να τελειώσουν τις δουλειές τους, εμείς ανοίγαμε τα μάτια μας. Αρπάζαμε μια φέτα ψωμί με βούτυρο ή μαρμελάδα βύσσινο, φορούσαμε στα γρήγορα ένα σορτσάκι και ένα μακό μπλουζάκι και βγαίναμε για παιχνίδι. Συνήθως ξυπόλυτοι και στην καλύτερη περίπτωση φορώντας τα πλαστικά μας πέδιλα, ή άλλοι –ας ήταν κατακαλόκαιρο– λαστιχένιες μπότες! Που, φυσικά, δεν μας βοηθούσαν στο παιχνίδι και ειδικά στο ποδόσφαιρο. Γι’ αυτό και προτιμούσαμε να είμαστε τις περισσότερες φορές ξυπόλυτοι. Παπούτσια πάνινα αργήσαμε να δούμε. Μέχρι τότε, πληγώναμε τα πόδια μας πατώντας γυαλιά, πέτρες, αγκάθια ή ό,τι άλλο αφήνουν οι άνθρωποι πεταμένο στο χώμα και ό,τι ο Θεός δημιούργησε να σέρνεται πάνω στη γη. Ένιωθα ότι ο Θεός, τελειώνοντας τη δημιουργία του κόσμου, κάποια στιγμή κουράστηκε, βαρέθηκε! Και ό,τι ξέμεινε στα χέρια του, το πέταξε για να κάνει χάζι με τα δημιουργήματά του. Να δει τι θα κάνουν με τα περισσεύματα που τους άφησε. Ένα μέρος απ’ αυτά τα περισσεύματα πρέπει να έπεσε και στο δικό μας το χωριό, τον Κόρυμβο. Ίσως και να ήταν όλο το χωριό! Με τα σπίτια του και τους ανθρώπους του. Θα μπορούσε όλο το χωριό να είχε ξεπέσει λίγο πιο πέρα, τρία χιλιόμετρα απόσταση. Όχι πολύ μακριά, δυο ανάσες δρόμο από κει που ήταν τώρα καρφωμένο, και θα ανήκε στη Βουλγαρία. Η τύχη, όμως, μας ήθελε να ανήκουμε στην από δω μεριά, στην Ελλάδα. Στην Αθήνα είχαν σχεδιάσει να δώσουν κίνητρα σε ζευγάρια νέων ανθρώπων που δεν είχαν μοίρα στον τόπο τους και στα χωριά τους, δημιουργώντας ένα καινούργιο χωριό στα σύνορα με τη Βουλγαρία. «Να μας βλέπουν οι κομουνιστές και να τρελαίνο-

Q

10

P


Η γη της επαγγελίας

νται με την πρόοδό μας!» έτσι έλεγαν μεταξύ τους κρυφογελώντας οι κυβερνήτες. Έδωσαν, λοιπόν, κίνητρο στα όνειρα όλων αυτών που η ζωή δεν τους είχε χαρίσει μέχρι τότε τον «παράδεισο» και έφτιαξαν ένα νέο χωριό. Τον Κόρυμβο! Το κίνητρο ήταν: ένα ζευγάρι βόδια, ένα άροτρο, τριάντα στρέμματα χωράφια και μια κατσίκα. Επίσης, ένα οικόπεδο ενός στρέμματος και σπίτι με δάνειο. Νέοι άνθρωποι, ζευγάρια που έπιαναν στη χούφτα τη φωτιά και την έσβηναν, από τουλάχιστον έξι διαφορετικά χωριά, φόρτωσαν στα κάρα, στις αρχές του ’60, τα λίγα υπάρχοντά τους και ξεκίνησαν για το μεγάλο τους όνειρο! Να βρουν τον δικό τους παράδεισο στον επίγειο κόσμο. Αυτός ο τόπος ήταν ο Κόρυμβος! Εκεί, ήταν ήδη εγκαταστημένες περίπου είκοσι οικογένειες ντόπιων Ελλήνων χριστιανών και άλλες είκοσι μουσουλμάνων τουρκικής καταγωγής, που ξέμειναν στην ανταλλαγή πληθυσμών. Απ’ τον τόπο αυτόν είχαν περάσει τον προηγούμενο αιώνα και κατά τη διάρκεια των τελευταίων πολέμων Τούρκοι αλλά και Βούλγαροι. Φεύγοντας με τη λήξη των πολέμων άφησαν πίσω τους τη δική τους ονομασία του χωριού: «Χατζηαλί» στα τουρκικά και «Κρούσεβο» στα βουλγαρικά. Με τη δημιουργία του νέου χωριού άλλαξε και το όνομά του: «Κόρυμβος»! Τα άλλα ονόματα θα έμεναν μόνο στη μνήμη των λίγων ντόπιων κατοίκων και στις σελίδες της Ιστορίας. Μαζί με όλους εμάς, ο Κόρυμβος στα τέλη του ’60, κατέγραφε εκατόν είκοσι σπίτια, περισσότερους από τριακόσιους πενήντα κατοίκους και πολλά όνειρα. Το σχολείο ήταν μονοθέσιο και είχε έξι μαθητές. Σε μερικά χρόνια και πριν το τελειώσω εγώ –το ’67– ήταν ήδη εξαθέσιο και αριθμούσε εκατόν είκοσι παιδιά. Ήταν το από-

Q

11

P


Γιώργος Κιουρτίδης

Τη ζωή μας Μετά, τα ο αριθμός τηγειο! χάραξαν άγουράτων μαςμαθητών χρόνια˙ αλλά και των κατοίκων είχε φθίνουσα πορεία. Τη σημάδεψαν! Ένα συνονθύλευμα λεκτικών ιδιωματισμών από Ήταν, τότε πουτου ανέμελοι κουβαλούσαμε στοτηβλέμμα κάθε γειτονιά ακριτικού μας τόπου, με δική της την παιδική μπολιάστηκαν ατιμία και η ανάσα μας μύριζενα αθωότητα. κουλτούρα, και προσπάθησαν δημιουρΤότε... νιώθαμε μικροί γήσουνπου τη σύγχρονη –για τηνθεοί! εποχή– γη της επαγγελίας. Έτσι, ξεκίνησαν δρόμοι να γίνονται και ο πολιτισμός Εκείνα τα χρόνια,και στοίχειωσαν μέσα μας. ν’ ανατέλλει σιγά σιγά. Γη της επαγγελίας, όμως, δεν Γαντζώθηκαν στη ράχη της μνήμης έγινε. Έγινε η απαρχή για το ξεκίνημα της ζωής κάποιων και μας συντροφεύουν σε όλο το επίγειο ταξίδι μας· νέων ανθρώπων. οδηγούν τα βήματά μας˙ Έγιναν... το δικό εμβατήριο! ι γονείς μου μας το ’60 ήταν ήδη τριάντα χρονών. Εγώ

Ο

ήμουν πέντε και ο αδερφός μου ο Νίκος δύο. Στον τόπο τους, στο χωριό μας τη Λάδη, δεν είχαν προκοπή. Το ήξεραν! Μας φόρτωσαν ένα απόγευμα στο κάρο μαζί με τα όνειρά τους και ξεκινήσαμε για τον Κόρυμβο. Μέχρι και την ώρα που άρχισαν να φορτώνονται στο κάρο μπαούλα, σεντούκια, στρώματα και άλλα είδη σπιτιού, δεν είχα αντιληφθεί ακριβώς τι γινόταν. Ούτε βέβαια και μετά το κατάλαβα. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι αποχωριζόμασταν τον τόπο μας. Ένιωθα τη φυγή! Άκουγα τον πατέρα μου που έλεγε ότι θα φτάναμε τα χαράματα. Κάποια στιγμή, έζεψε τα βόδια και εμείς τρυπώσαμε ανάμεσα στα μπαούλα και τα στρώματα πάνω στο κάρο. Θυμάμαι μόνο ένα «όιι!» που βγήκε απ’ το στόμα του και τα βόδια ξεκίνησαν. Ο παππούς με τη γιαγιά μάς κοιτούσαν δακρυσμένοι. Τότε κανείς μας δεν το φανταζόταν ότι πολύ γρήγορα θα μας ακολουθούσαν ISBN 978-960-9607-25-4 στον νέο μας τόπο. Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ ο σ ε λ ότ ο ς Η φωνή του πατέρα μου και ο θόρυβος απ’ το απότομο ξεκίνημα του κάρου κομμάτιασαν στα δυο το απόγευμα. Από το τεράστιο δέντρο της αυλής μας, ένα καρα-

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

Q

12

P



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.