Τα Έντεκα Δευτερόλεπτα

Page 1



Τα Έντεκα Δευτερόλεπτα Η αυτοβιογραφία ενός άσημου, που συνάντησε στον δρόμο του πολλούς διάσημους

ΘΑ ΗΣ .

ΥΤ Υ ΗΣ


Copyright Τα Έντεκα Δευτερόλεπτα Η αυτοβιογραφία ενός άσημου, που συνάντησε στον δρόμο του πολλούς διάσημους ΘΑ ΗΣ .

ΥΤ Υ ΗΣ

© 2015 Θαλής . ουτούπης Εξώφυλλο: © 2015 ώστας ητρόπουλος ISBN: 978-1-910370-69-8 (assigned to Stergiou Limited) ISBN: 978-1-518764-92-9 (assigned to Createspece) ePub ISBN: 978-1-910370-68-1 (assigned to Stergiou Limited) Εκδοση: Θαλής . ουτούπης Αθήνα, 2015 All rights reserved


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

Θαλής . ουτούπης; Π ς είναι αυτός και γιατί μπορεί να με ενδιαφέρει εμένα η αυτοβιογραφία ενός άσημου; Ε Ε ΔΗ η ζωή του ήταν πολυκύμαντη (συναντήθηκε έξι φορές με τον θάνατο!) και οικογενειακά και επαγγελματικά και πολιτικά και ερωτικά ! Α Ε Ε ΔΗ στη διαδρομή του συνάντησε πολλούς διάσημους, από τους χώρους της πολιτικής, των επιχειρήσεων, του πολιτισμού και του θεάματος, που διαδραμάτισαν σημαντικούς ρόλους στη ζωή του. Αναφέρονται εδώ μόνο μερικοί, τιμητικά, ενδεικτικά και αλφαβητικά: Αβραμόπουλος Δημήτρης – Αγγελοπούλου Γιάννα – Ανδριανόπουλος Ανδρέας – Βαρδινογιάννης ίκος – Βλάχου Ελένη – Γεωργακάς Γιάννης – Γιάνναρος Γρηγόρης – Γόντικας ωστής - Έβερτ ιλτιάδης – ανελλόπουλος αναγιώτης – αραμανλής ωνσταντίνος – οντομηνάς Δημήτρης - ουβέλης Φώτης - υριακόπουλος Γιάννης ( Υ ) – υριακόπουλος δυσσέας – υριακού ίνως – ωνσταντίνος, Βασιλιάς πρώην Ελλάδος – αζάνης Γιώργος – αμπράκης Χρήστος – υκουρέζος Αλέξανδρος - άνος Στέφανος – αρίνος Γιάννης - αρίνος Γιώργος – ητρόπουλος ώστας - ητσοτάκης ώστας – πακογιάννη τόρα – πακογιάννης αύλος – πενάκη Άνναπένος Σταύρος – πότσης Σάκης – πουτάρης Γιάννης – τενίση ιμή άγκαλος Θεόδωρος – απαγιαννάκης ιχάλης- απαλεξόπουλος Θεόδωρος – απανδρόπουλος Αθανάσιος – απα-Γώργης υρουνάκης – άλλης Γιώργος - έππας Δημήτρης – οκόφυλλος Χρήστος - Σαμαράς Αντώνης - Στεφανόπουλος ωστής – Στράτος Χριστόφορος – Συνοδινού Άννα –Τσεκλένης Γιάννης - Τσοπέη ορίννα – Φυντανίδης Σεραφείμ - Χατζιδάκις άνος κ.ά.π. Αυτός ο κατάλογος θα μπορούσε να καταλάβει αρκετές σελίδες, αλλά θα ήταν εξαιρετικά κουραστικός. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι πολλά πρόσωπα, 3


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

που δεν αναφέρονται εδώ, έπαιξαν μικρότερο ρόλο στη ζωή του! Τα «Έντεκα δευτερόλεπτα» υπόσχονται, περιπέτειες, ίντριγκες, ιστορικά άγνωστα και αποκαλυπτικά πολιτικά παρασκήνια, σπαρταριστά επαγγελματικά στιγμιότυπα από μια σημαντική σταδιοδρομία στον χώρο της επικοινωνίας, έρωτες και πάθη και πολλές ανατροπές! ~•~

4


πατέρας πέθανε πικραμένος και αδικαίωτος. Δεν τού έκανα ποτέ μνημόσυνο. Ας γίνει τούτο το βιβλίο...



Ενα μεγάλο ευχαριστώ στον κορυφαίο γελοιογράφο μας ώστα

ητρόπουλο,

που χάρισε σ’ αυτό το βιβλίο μου το σπαρταριστό εξώφυλλό του!



εριεχόμενα Θαλής . ουτούπης; ρόλογος

3

Η πρώτη «αιμομιξία»…

162

11

«Αιμομιξιών» συνέχεια…

173

Εν αρχή ην η αυτοκριτική!

13

Η «Interpress»

183

Το παιδί ή τη γυναίκα;

23 26

Το πρώτο «κανονικό» σπίτι μου και το πρώτο ατύχημα

186

Το εξώγαμο κι ο παππούς Θαλής

Η πρώτη «σύγκρουση» με τον αρσέλ

190

Εφευρίσκω «μουσική» γραφομηχανή κι απολύω τον… πατέρα και την αδελφή μου!!!

193

πόλεμος κι η κατοχή

35

Εμφύλιος και το

44

εταξουργείο

«Άσε με να πιάσω το βυζάκι σου»!

47

Η δεύτερη ανήλικη «παρτούζα»…

51

Η δεύτερη συνάντηση με τον θάνατο

59

Η «ένωση» στο ονδίνο, ο γάμος στην ηφισιά

201

Τα γκαράζ της «Ford» στεγάζουν τους γιους του Θαλή

68

Ήμουν παρών στη γέννηση της ολιτικής Επικοινωνίας

206

«Δώσε πάσα, ρε Υψηλότατε»!

72 84

Το πρώτο βιβλίο μου κι η δεύτερη σύγκρουση με τον αρσέλ

214

Γιατί δεν έγινα πολιτικός… Η αδελφή μου

92

Η Carrier, το διαζύγιο, τα πιθηκάκια κι ο Γιώργος

219

αριλένα

Αλλαγή «επιπέδου» και «περιοδεία» στην υψέλη

97

αρίνος

Ερωτικό γαϊτανάκι

229

ι πρώτες δουλειές κι οι πρώτες 150 δημοσιογραφικές δραχμές

103

Το χιόνι φέρνει ένα… πελάτη και μετά φίλο

235

ώς έχασα και πώς… δεν έχασα μια χρονιά στο ανεπιστήμιο

109

ωνσταντίνος αραμανλής καλεί Θαλή . ουτούπη

238

Το πρώτο σεξ

112

Το έργο μου στη .Δ. κι η παραίτησή μου

245

Τα επίσημα κείμενα της παραίτησής μου από τη .Δ.

252

πρώτος έρωτας

116

Η δολοφονία του έννεντυ και η «κλοπή»

122

«Ταχυδρόμος» κι οι Δημόσιες Σχέσεις

127

ι Δίδυμες, υρτώ και Χριστίνα: αράδεισος και όλαση μαζί!

260

Η ωραιότερη γυναίκα του κόσμου κι ο «γορίλλας» της

134

Η καταστροφή του « ινιόν» οδηγεί στη Leo Burnett

276

Τα αλλιστεία κι η «Ακρόπολις»

138

283

Το «Cocktail», ο « αναγιώτης» κι η «Σουβλίτσα»

141

Η 3η σύγκρουση με τον αρσέλ οδηγεί σε οριστικό «διαζύγιο»

292

«Άντρα, ξύπνα! Έχουμε δικτατορία»!

145

Τρία τραγικά «χτυπήματα» αλλάζουν για πάντα τη ζωή μου

300

Η λογοκρισία σκοτώνει τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία μου

150

Το είδωλο ξαναστήνεται ατόφιο στο βάθρο του «Θεέ μου, μη μού δώσεις όσα μπορώ ν’ αντέξω»!

304

«Ανάσταση», εν μέσω ουνίου

156

Η μεγάλη απουσία

309


εριεχόμενα Δυο ορφανά βιβλία αποκαθιστούν πρόσφατα ιστορικά γεγονότα

315

Η Leo Burnett

331

. Έβερτ, η Γιάννα Αγγελοπούλου κι ο… βασιλικός!

340

Ευτυχώς, δεν ήταν ο κ. Αλτσχάιμερ, που κτύπησε την πόρτα μου

441

Η μάνα μπαίνει στον δρόμο της αναχώρησης…

444

ιθανότερο να μείνεις… έγκυος!!!

446

έα Δημοκρατία ξανακαλεί Θαλή . ουτούπη: 1987- 88

346 355

αλώς όρισες, ρίση! Αντίο γαλήνη κι ηρεμία

449

οναχικός καβαλάρης νευμονικές και… καρδιακές εμβολές

360

Επίλογος

463

372

Διαχρονική πινακοθήκη - Ήμουνα νιος και γέρασα!...

465

Η πρώτη «Τηλεαγορά» στην ελληνική τηλεόραση « ια φωνή απ’ τον τάφο» γεννάει ένα μυθιστόρημα

374

Αγώνας, με πολυμέτωπες μάχες για τη χορηγία και το κάπνισμα

379

Η μεγαλύτερη πολιτισμική ανταλλαγή

385

ωνσταντίνος ητσοτάκης: « ια τετραετία θέλω μόνο»

387

Φάνη άλλη- ετραλιά καλεί Θαλή . ουτούπη

Α Α ΤΗ Α

466

II Α Α ΤΗ Α

472

III Α Α ΤΗ Α

474

Α Α ΤΗ Α

492

V Α Α ΤΗ Α

494

V Α Α ΤΗ Α

497

VI Α Α ΤΗ Α

501

390

VII Α Α ΤΗ Α

503

άχη για ένα έντιμο, ειλικρινή πολιτικό λόγο: 1992- 2015

392

Β

505

Ένας εννιάχρονος, συναρπαστικός και πολυτάραχος δεσμός

396

Εικοσαετής μάχη για τη χορηγία και τον πολιτισμό

405

ΑΣ καλεί Θαλή ουτούπη, το 1996 και το 1997

410

ια τρομοκρατική ενέργεια «αγγίζει» τη ζωή μου

415

Τα «μάγια» κι η «μάγισσα»

419

αι ξαφνικά… γίνομαι μυθιστοριογράφος!

426

Η τελευταία των συντρόφων μου

431

Γ ΑΦ

ΣΗ Ε Ω Α


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ρόλογος Παταω το πρώτο πλήκτρο. ετά το δεύτερο. Το τρίτο. Γράμμα- γράμμα, σχηματίζω την πρώτη λέξη. Αρχίζω να γράφω. Η αφήγησή μου άλλοτε ακολουθεί μια συνεπή χρονικά αλληλουχία κι άλλοτε κάνει άλματα μέσα στον χρόνο, μπροστά ή πίσω, ανάλογα με τις μνήμες και τους συνειρμούς, που κάνει το μυαλό μου με τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Θέλω να γράψω τη ζωή μου. Δεν ξέρω όμως, τι ακριβώς θα γράψω. Δεν ξέρω, πόσα και ποια θα γράψω. Δεν ξέρω, τι αξίζει και τι δεν αξίζει για τον υποψήφιο αναγνώστη, που σίγουρα έχει διαφορετικά κριτήρια από μένα για όσα έκανα, έπαθα, έμαθα, γέλασα κι έκλαψα… Επειδή αυτό το αφήγημα καταγράφει ουσιαστικά τη ζωή μου - όσο πιο πιστά μου επιτρέπουν οι μνήμες μου- πρόκειται φυσικά για μια εντελώς «προσωπική υπόθεση». Αυτό αποτελούσε κι επί αρκετά χρόνια τη μεγάλη αναστολή μου. Επειδή είχα αποφασίσει να μιλήσω την «αλήθεια», δίσταζα να «εκθέσω» εντελώς προσωπικά, έως ανομολόγητα στοιχεία του εαυτού μου, αλλά και αγαπημένων μου πρόσωπων, συνεργατών, φίλων και απλών γνωστών μου, στο άγνωστο, «ανθρωποφάγο» κοινό. ι αυτό, γιατί η απόφασή μου ήταν στέρεη κι αδιαπραγμάτευτη: αν γράψω τη ζωή μου, θα γράψω την αλήθεια, ολόκληρη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια! Φυσικά, τη δική μου Α ΗΘΕ Α! Άλλωστε ποτέ δεν υπάρχει Α, απόλυτη αλήθεια. Η αλήθεια του καθενός μας στοιχειοθετείται και διαμορφώνεται απ’ το DNA του, την αγωγή του, τη μόρφωσή του, την εμπειρία του, τα βιώματά του, την αισθητική του, τις αρχές και τις αξίες του. Αυτό λοιπόν που εννοώ, είναι ότι ο αναγνώστης δεν θα βρει ούτε Α ψεύτικη λέξη, που να την έγραψα συνειδητά και σκόπιμα. Τα μοναδικά «ψεύτικα» στοιχεία είναι τα ονόματα κάποιων κυριών, που είχαν την… ατυχία να συνδεθούν μαζί μου (εκτός από αυτές, που μού έδωσαν την άδειά τους να τις αναφέρω), για λόγους αυτονόητου κι επιβεβλημένου 11


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

τακτ και προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων τους. αράλληλα με βασάνιζε μια δικαιολογημένη ανησυχία. Γιατί ν’ αποφασίσει κάποιος να διαβάσει την αυτοβιογραφία ενός άγνωστου, άσημου ανθρώπου; Ενός ανθρώπου, που δεν υπήρξε ούτε μεγάλος πολιτικός ούτε μεγάλος καλλιτέχνης, πετυχημένος επιχειρηματίας, διακεκριμένος αθλητής ή επιστήμονας, ούτε δημοφιλής τηλεοπτική περσόνα ούτε καν μεγάλος απατεώνας ή τρομοκράτης!... Στη διαδρομή του όμως, αυτός ο άσημος άνθρωπος συνάντησε, γνώρισε, συνεργάσθηκε με αρκετές μεγάλες και σημαντικές προσωπικότητες, απ’ όλους σχεδόν τους χώρους. ροσωπικότητες, απ’ τις οποίες πολλά έμαθε και διδάχθηκε, ενώ και με κάποιες απ’ αυτές τον έδεσε στενή φιλία. Ίσως οι αναφορές σ’ αυτές να αποτελέσουν ένα πρόσθετο ενδιαφέρον του αναγνώστη γι’ αυτό το αφήγημα, που δεν διεκδικεί καθόλου δάφνες «μυθιστορήματος», γιατί απλούστατα δεν περιέχει κανένα μύθο! ια καλή φίλη με ρώτησε κριτικά «Γιατί έγραψες την αυτοβιογραφία σου; Γιατί αποφάσισες να καταθέσεις προσωπικά, ευαίσθητα, δεδομένα και μάλιστα τις ερωτικές εμπειρίες σου και να εκτεθείς στο παμφάγο κοινό»; Της απάντησα, πως το αποφάσισα, γιατί, εκτός απ’ την υποβόσκουσα ματαιοδοξία μου, πιστεύω ότι είναι μια γεμάτη, ενδιαφέρουσα ζωή. Γιατί καταγράφονται μερικά πράγματι ιστορικά στοιχεία. αι γιατί, όπως ανέφερα ήδη, όταν αποφάσισα να γράψω τη ζωή μου, αποφάσισα να γράψω την αλήθεια. ι η έντονη συναισθηματική και ερωτική ζωή μου αποτελούν σημαντικό κομμάτι του βίου μου και –κυρίως- αναπόσπαστο τμήμα της αλήθειας! Δεν καταγράφεται ολόκληρο φυσικά, αλλά εκείνο που με σημάδεψε περισσότερο. Επομένως, δεν θα ήταν έντιμο να το αποσιωπήσω. Τέλος, δεν ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων, που φοβούνται την «έκθεση», χωρίς να τους ψέγω φυσικά γι’ αυτή την επιλογή τους! Σημείωση: Αναγνώστες αυτού του βιβλίου μπορεί να νομίσουν ότι κάποια τμήματά του τα έχουν ξαναδιαβάσει! Δίκιο θα έχουν, αν έχουν διαβάσει δυο προηγούμενα καθαρά βιωματικά βιβλία μου! Αυτό το βιβλίο περιγράφει ολόκληρη τη ζωή μου κι επειδή κι εκείνα τα βιβλία μου περιείχαν, όπως είναι φυσικό, σημαντικά κομμάτια της, δεν θα μπορούσα να τ’ αφήσω έξω απ’ αυτό το βιβλίο… ~•~

12


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

Εν αρχή ην η αυτοκριτική! Πρ

α ρετ

κεφάλαιο, αλλά αποκαλυπτικό και… χρήσιμο για τον αναγνώστη!

Για να διευκολύνω τον αναγνώστη να καταλάβει και να κατανοήσει καλύτερα τις δράσεις και τις αντιδράσεις μου, όσα έκανα κι όσα δεν έκανα, όσα είπα κι όσα δεν είπα, σ’ αυτά τα 75 χρόνια της ζωής μου, σκέφθηκα να παραθέσω εδώ στην αρχή, κάποια ελαττώματά μου, τουλάχιστον όσα μπόρεσα να ανιχνεύσω και να τολμήσω να εκθέσω δημόσια, ξεπερνώντας τον φυσιολογικό εγωισμό, αλλά και τη φυσιολογική αυτοάμυνα κάθε ανθρώπου… Εγώ θα περιορισθώ στα στραβά μου! Έτσι, αν έχω κάποια καλά, άλλοι είναι αρμόδιοι να τα πουν… ι όσοι έχουν την περιέργεια να δουν και την άλλη πλευρά μου, θα τη βρουν στο VI Α Α ΤΗ Α. Διανοητική «τεμπελιά». αι, ναι... έρω πως όσοι με γνωρίζουν θα δυσκολευθούν να το πιστέψουν αυτό. ι όμως είναι απόλυτα αλήθεια. Δεν μ’ αρέσει καθόλου - με την έννοια ότι βαριέμαι- να αναλύω τα πράγματα σε βάθος, να τα ξανασυνθέτω και να βγάζω πολύπλοκα συμπεράσματα. Όταν καταφέρνω να πείσω τον εαυτό μου να το κάνει, είμαι νομίζω πολύ καλός, αλλά αυτό δεν συμβαίνει συχνά. α γιατί π.χ. δεν έπαιξα ποτέ καλό σκάκι. Γιατί το σκάκι θέλει υπομονή, θέλει σκέψη σε βάθος, θέλει ανάλυση και σύνθεση, θέλει πνευματική βάσανο, όπως και το μπριτζ. Γι’ αυτό και στα 15 μου σταμάτησα να παίζω σκάκι και για τον ίδιο λόγο αρνούμαι να παίξω μπριτζ. Γιατί και τα δύο απαιτούν ακριβώς ό,τι δεν θέλω εγώ, ειδικά όταν πρόκειται απλώς για παιχνίδια, για ανέμελη διασκέδαση. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι είμαι τόσο έξυπνος, που θα γινόμουν απαραίτητα ένας καταπληκτικός παίκτης σκάκι ή μπριτζ, αν πρόσεχα, αν δεν βαριόμουνα κι αν σκεπτόμουνα περισσότερο. Όχι. Θα γινόμουνα όμως σίγουρα πολύ καλύτερος από ό,τι είμαι σήμερα... Το μυαλό μου προσομοιάζει πολύ περισσότερο σ’ ένα ραντάρ, που σαρώνει με αξιοσημείωτη ακρίβεια και θαυμαστή ταχύτητα την επιφάνεια της θάλασ13


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

σας, παρά σ’ ένα βαθυσκάφος, που καταδύεται και ανιχνεύει τα έγκατα των ωκεανών. ροσλαμβάνει κι αφομοιώνει πολύ γρήγορα τα θέματα στις βασικές, τις σημαντικότερες ίσως γραμμές τους, αλλά μερικές φορές μπορεί να τού διαφεύγουν λεπτομέρειες, που δεν είναι πάντα επουσιώδεις. Βιαστικές - έως κι επιπόλαιες- αποφάσεις και κινήσεις. Είναι αποτέλεσμα μιας βασανιστικής, σχεδόν αρρωστημένης μανίας καταδίωξης, που έχω, με διώκτη μου τον χρόνο. Το κακό είναι ότι έχω στρεβλή έννοια της οικονομίας του χρόνου. έρω πάρα πολύ καλά, πώς να εξοικονομώ χρόνο. Συνδυάζω, με μοναδικό ταλέντο και ικανότητα και μακρόχρονη εξάσκηση, κινήσεις κι ενέργειες, ακόμη και για χάρη της εξοικονόμησης μερικών δευτερολέπτων. Το κακό είναι ότι εξοικονομώ τον χρόνο, για χάρη της... εξοικονόμησης και μόνο. Έτσι, για να υπάρχει και να μην με πιέζει. Γιατί, αφού τον μαζέψω, μετά τον σπαταλάω! Όταν, για παράδειγμα ξυπνάω το πρωί, ανεξάρτητα απ’ το πόσο φορτωμένη είναι η μέρα μου - ακόμη κι αν είναι εντελώς άδεια από υποχρεώσεις- βιάζομαι να τελειώσω τις διαδικασίες του μπάνιου, λες και πρόκειται να χάσω το τελευταίο τρένο προς τη ζωή! ι όμως, μετά από λίγο, μπορεί αυτόν τον χρόνο που εξοικονόμησα, πλένοντας μισά τα δόντια μου ή «μαχαιρώνοντας» το πηγούνι μου στο ξύρισμα, να τον κατασπαταλήσω, καθαρίζοντας την τηλεφωνική συσκευή μου ή χαζεύοντας μια ανοησία στην τηλεόραση. Αυτό γίνεται καθημερινά. Όλες τις ώρες του 24ώρου, όλες τις μέρες, όλες τις εβδομάδες, όλους τους μήνες, όλα τα χρόνια, όλες τις εποχές. Γίνεται πάντα, είτε πνίγομαι στη δουλειά είτε είμαι άεργος! Δεν είναι αυτό που λέμε άγχος, γιατί δεν συνοδεύεται από ανησυχία ή φόβο. Είναι ένα μόνιμο, ασταμάτητο παιχνίδι κυνηγητού με τον χρόνο, που θα μπορούσε να είναι φοβερά παραγωγικό, αν στο δεύτερο σκέλος του - της δημιουργικής χρησιμοποίησης δηλαδή του κερδισμένου χρόνου- ήταν τόσο αποτελεσματικό όσο στο πρώτο. Χωρίς όμως τη σωστή αξιοποίηση αυτού του «περισσεύματος» του χρόνου, καταντάει «αρρώστια», κάτι σαν το μαρτύριο του Σίσυφου... Ένας αγώνας να γλιτώσω χρόνο, που όλο μού τελειώνει, γιατί αυτόν που γλιτώνω, τον χάνω πάλι, αφού δεν τον χρησιμοποιώ δημιουργικά, παραγωγικά. Έστω για να ξεκουρασθώ, να ψυχαγωγηθώ ή να γλεντήσω. ι όμως επιμένω να κυνηγάω τα δευτερόλεπτα και να σπαταλάω τις ώρες... Σ’ αυτό άλλωστε πιστεύω πως οφείλονται κι οι συχνά βιαστικές, απρόσεκτες αποφάσεις κι ενέργειές μου. Αυτή η περίεργη και δουλική εξάρτησή μου απ’ τον χρόνο, με οδηγεί συνεχώς σε λάθη, μικρά και μεγάλα. Για να μην αναφέρω τα συχνότατα μικρά και μεγάλα ατυχήματα σε βάρος του εαυτού μου, αλλά και αρκετών άψυχων, που έχουν την ατυχία να «ζουν» κοντά μου. άθη εκτίμησης των δεδομένων και - κατά συνέπεια- λάθη δράσης ή αντίδρασης. Απ’ το σκάκι και το τάβλι, έως τις σοβαρές επαγγελματικές διαπραγματεύσεις και προτάσεις - κυρίως όταν αυτές είναι προφορικές- η βιασύνη της άμεσης αντίδρασης, η μανία της ταχύτητας, για να εξοικονομήσω χρόνο, με οδηγεί 14


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

συχνά σε λάθη, άλλοτε ασήμαντα κι άλλοτε καθοριστικά για τη ζωή μου. ίσος εναντίον κάθε εκκρεμότητας: Σίγουρο απότοκο του προηγούμενου ελαττώματός μου είναι και το μίσος μου εναντίον κάθε εκκρεμότητας, σε οποιονδήποτε τομέα της ζωής μου. Ίσως αναρωτηθεί κάποιος « αι γιατί το θεωρείς αυτό ελάττωμα;». Γιατί κι αυτό μ’ έχει οδηγήσει πολλές φορές σε βιαστικές κι όχι πάντα συνετές αποφάσεις, που συχνά αποδείχθηκαν βλαβερές, κατά κανόνα για μένα μόνον! υκλοθυμικός: Όταν τύχει, καθόλου συχνά, να «τσακωθώ» με κάποιον, μόλις τελειώσει η αντιπαράθεση, επιστρέφω μέσα σε δευτερόλεπτα στην καλή μου διάθεση και στο χαμόγελο, σαν να μην είχε γίνει τίποτα! Αυτό για άλλους είναι ευλογία και γι’ άλλους κατάρα! Εγωισμός: Δεν κάνω καθόλου εύκολα πίσω, όταν πιστεύω ότι η άποψή μου –για οποιοδήποτε θέμα- είναι τεκμηριωμένα σωστή. Θα πρέπει ν’ ακούσω πολύ πειστικά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα, για να αλλάξω άποψη. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία δέκα χρόνια έχω γίνει πολύ πιο διαλλακτικός κι όταν εξαντλώ τα όποια επιχειρήματά μου, παραιτούμαι, σεβόμενος πάντοτε, έτσι κι αλλιώς, την αντίθετη άποψη. Σε θέματα ανθρωπίνων σχέσεων όμως, η στάση μου βρίσκεται στον αντίποδα του εγωισμού. Είμαι ειλικρινά ένας δοτικός ανιδιοτελής αλτρουϊστής κι υπάρχει σωρεία αποδείξεων, όχι μόνο προς αγαπημένα μου πρόσωπα και φίλους, αλλά και προς απλούς γνωστούς ή/και άγνωστους και ειδικά προς τους νέους, ακόμη και προς συλλογικές ή ατομικές πολιτικές ή/και κοινωνικές προσπάθειες, που πιστεύω ότι αξίζουν τον κόπο να αναλώσω χρόνο και κόπο (καμιά φορά και χρήματα) ,όταν πιστεύω ότι μπορώ να φανώ χρήσιμος. Ειλικρινά δεν ξέρω, αν και πόσο ο εγωισμός μου, σε συνδυασμό και με τ’ άλλα κουσούρια μου, που θα διαβάσετε παρακάτω, επηρέασαν και σε ποιο βαθμό ή κι εξηγούν συμπεριφορές της πολύχρονης μοναχικής ζωής μου. ιστεύω όμως ότι τα σημάδια της είναι εύκολα ανιχνεύσιμα και διατρέχουν ολόκληρη την 75χρονη πορεία μου. Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα 30 χρόνια, που ζούσα με τους γονείς μου και την αδελφή μου, από τα υπόλοιπα 45, μόνον 5 χρόνια συνέζησα με κάποια σύντροφο. Έμαθα σ’ αυτή τη μοναξιά, αλλά δεν την επιδίωξα ποτέ, τουλάχιστον συνειδητά. Δεν ξέρω όμως, αν ίσως την προκάλεσα και την προσκάλεσα εγώ υποσυνείδητα, γιατί είναι παράλογο να έφταιγαν πάντα και μόνον όλες οι σύντροφοί μου!... Αφελής κι επικίνδυνη εξωστρέφεια: ια εξωστρέφεια που είναι ταυτόχρονα και παράλληλα ευλογία και κατάρα. ιλάω. ιλάω πολύ, για τα επαγγελματικά μου, για τα οικογενειακά μου, για τα προσωπικά μου, για τα οικονομικά μου. Όταν αυτά τα λες σε κάποιους γκαρδιακούς και έμπιστους φίλους 15


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

είναι καλό! Σε όλους όμως; Γνωστούς και άγνωστους; αι πού ξέρεις, πότε, πού, γιατί και πώς θα χρησιμοποιήσουν όλες αυτές τις προσωπικές σου πληροφορίες; Αυτή είναι η καταραμένη πλευρά της. Η ευλογία είναι ότι λατρεύω την επικοινωνία με όλους και για όλα κι όταν «ανοίγεσαι» εσύ, ανοίγονται κι οι άλλοι! αι ποια μεγαλύτερη απόδειξη αυτού του «ελαττώματός» χρειάζεται από τη συγγραφή και έκδοση αυτού του βιβλίου! Εσωστρέφεια: Δεν ξέρω, πόσο βλαβερό είναι αυτό το ελάττωμά μου για τους γύρω μου, αλλά σίγουρα δημιουργεί προβλήματα σε μένα και σχετίζεται πιστεύω άμεσα με τον εγωισμό μου. αρά το ότι εμφανίζεται αντιφατικό χαρακτηριστικό, σε σχέση με την εξωστρέφειά μου, όταν πρόκειται για συναισθηματικά, επαγγελματικά, οικονομικά και πρακτικά προβλήματα, τα κρατάω μέσα μου κι επιμένω να πασχίζω να δώσω μόνος μου τη λύση, χωρίς να ζητήσω βοήθεια, παρά μόνον όταν τα πράγματα φθάνουν καμιά φορά στο απροχώρητο. Θεωρώ αυτή τη στάση μου, όχι απλώς εγωιστική, αλλά στα όρια της αλαζονείας! Στην πρόσφατη οικονομική κρίση όμως, όταν άγγιξα τα όρια της φτώχειας (κίνδυνος, που δεν έχει ακόμη εκλείψει), παραμέρισα τον εγωισμό μου, την «αξιοπρέπειά» μου, όπως εγώ τουλάχιστον την εννοώ και ζήτησα βοήθεια… Θέλω να ελπίζω ότι η αλλαγή αυτής της στάσης μου, απ’ το μάθημα που πήρα απ’ την κρίση, δεν θα αποτελέσει παρένθεση, αλλά κι ότι δεν θα αναγκασθώ να χαμηλώσω τον πήχυ του αυτοσεβασμού μου! Σωματική αδυναμία, οκνηρία: Υπάρχει ένα σοβαρό, αντικειμενικό άλλοθι γι’ αυτή την αδυναμία μου, γιατί έως τα 45 μου, ήμουνα εξαιρετικά δραστήριος, σε όλους τους τομείς, που απαιτούσαν σωματική βάσανο. Ακόμη και μια ολόκληρη τραπεζαρία από φορμάικα και τις έξι καρέκλες της είχα φτιάξει μόνος μου το 1961 στο τριαράκι, που μέναμε στην οδό ιπίνου. Από κάποιο χρονικό σημείο και μετά όμως, μετά τα δύο σοβαρά ατυχήματα, που είχα το 1984 και το 1985, πέρασε στις πρώτες προτεραιότητές μου το να μη φορτώνομαι όγκο σωματικής δουλειάς, πέρα απ’ τις απόλυτα απαραίτητες και ν’ απαλλάσσω το σώμα μου και τον οργανισμό μου από κόπο. Η σωματική τεμπελιά άλλωστε ήταν αυτή που με απέτρεψε κι απ’ την επιβαλλόμενη φυσικοθεραπεία μετά τα ατυχήματά μου, με αποτέλεσμα να «σπάσουν» όλοι οι μυς των ποδιών μου και να έχω προβλήματα στο περπάτημα πάνω από εκατό μέτρα ή ακόμη και σ’ ελαφρά ανώμαλα εδάφη και στην παρατεταμένη ορθοστασία. Εκτός απ’ αυτό, κι εγώ και το σώμα μου έχουμε ξεχάσει απ’ το 1984, τι θα πει χορός, τρέξιμο, γονάτισμα! Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσω και τη Χρόνια Αποφρακτική νευμονοπάθεια (ΧΑ ), που σε αγαστή συνεργασία με τα προηγούμενα, με κάνουν να λαχανιάζω, ακόμη κι όταν… δένω τα κορδόνια μου! Η ίδια αυτή σωματική τεμπελιά με οδήγησε να μπαίνω π.χ. σ’ ένα μόνο κατάστημα ρούχων και ν’ αγοράζω ό,τι βρω σ’ αυτό που να μού αρέσει, ν’ αποφεύγω τα πολλά ταξίδια, αλλά ακόμη και επαγγελματικές ή κοι16


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

νωνικές εκδηλώσεις, όταν προϋποθέτουν πολύ περπάτημα ή ορθοστασία. Από τότε δε, πριν από περίπου είκοσι χρόνια που μπήκα στον υπολογιστή, ψωνίζω διαδικτυακά, από τα χρειώδη του σούπερ- μάρκετ, έως… αυτοκίνητο! αι το χειρότερο ίσως, η ίδια αυτή σωματική οκνηρία με οδήγησε να προσπαθώ να διαχειρισθώ επαγγελματικά θέματα, με τη βοήθεια του τηλεφώνου ή του email, αντί της αναντικατάστατης προσωπικής επαφής. ε δυο λόγια, με τα χρόνια, με τα ατυχήματα και με το τσιγάρο, ο κάποτε αεικίνητος Θαλής, έγινε «βαρύς» και δύσκολος στις μετακινήσεις και σχεδόν ανίκανος για οποιοδήποτε, ακόμη και ελάχιστο σωματικό κόπο. Βέβαια, για να βρω κι ένα «ελαφρυντικό» γι’ αυτό το ελάττωμά μου, η τεμπελιά, η αποφυγή χειρωνακτικής εργασίας κι η φυγοπονία έχουν αποτελέσει ιστορικά ένα απ’ τα κίνητρα της… τεχνολογικής εξέλιξης, απ’ το πέτρινο μαχαίρι, έως το βιομηχανικό ρομπότ και το διαδίκτυο! Δούλος του «πρέπει». αρ’ όλα αυτά, υπάρχει και μια αντιφατική με τα παραπάνω διάσταση στον χαρακτήρα μου, ακόμη κι όταν απαιτείται σωματικός κόπος. Είμαι «δούλος» του «πρέπει» και του «καθήκοντος», σε βαθμό κακουργήματος, με αποτέλεσμα να έχω στερήσει τον εαυτό μου, αλλά και άλλους από πολλές χαρές… Αυτό το «πρέπει» το ενέγραψαν στο DNA μου, πρώτα ο πατέρας κι η μητέρα μου και μετά τ’ «Ανάβρυτα» και τους ευγνωμονώ! Δειλία: Ήμουνα κι είμαι πάντα και σε όλα δειλός στη ζωή μου. Τρέμω στην ιδέα να συγκρουσθώ ακόμη και φραστικά με οποιονδήποτε και πολύ περισσότερο με ανθρώπους, που εκτιμώ ή/και αγαπώ. Τρέμω στην ιδέα ότι βίαια, χωρίς τη δική μου συναίνεση και χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία μου, θα αλλάξουν γύρω μου άνθρωποι, καταστάσεις, πράγματα. Τρέμω στην ιδέα να διακινδυνεύσω κεκτημένα - όποια κι αν είναι αυτά, ακόμη κι όταν είναι ελάχιστα- για άλλα καλύτερα ή/και περισσότερα. Ζηλεύω πραγματικά τους ανθρώπους, που τολμούν και διακινδυνεύουν, γιατί εγώ δεν το έκανα ποτέ, με ελεύθερη βούληση και χωρίς να υποχρεωθώ απ’ την παρεμβολή εξωτερικών παραγόντων, όπως π.χ. οι αλλαγές στην επαγγελματική σταδιοδρομία μου! ι τρεις θέσεις, όπου νιώθω άνετα κι έχω απόλυτο έλεγχο των πραγμάτων, είναι το κρεβάτι μου, η πολυθρόνα του γραφείου μου κι αυτή πίσω απ’ το τιμόνι του αυτοκινήτου μου. Είναι τρεις θέσεις, στις οποίες νιώθω σχεδόν απόλυτα ασφαλής. αι δεν μ’ αρέσει καθόλου, όταν αναγκάζομαι για οποιοδήποτε λόγο να τις εγκαταλείψω για μεγάλο διάστημα... αταιοδοξία: Το υποψιαζόμουνα πάντα αυτό το ελάττωμά μου. Βλέπεις, οι φίλοι δεν τολμούν ποτέ να σού πουν τα πραγματικά ελαττώματά σου. Φοβούνται, μήπως σε στενοχωρήσουν, μήπως το πάρεις στραβά, μήπως... Όσο κι αν φανεί περίεργο, πάντα προσπαθούσα ν’ αποσπάσω απ’ τον κύκλο μου - συγγενικό, επαγγελματικό, φιλικό- την αλήθεια για μένα. άταια! Την εποχή που 17


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ήμουνα Διευθύνων Σύμβουλος της Leo Burnett π.χ., ζήτησα θυμάμαι εγγράφως απ’ όλους τους συνεργάτες μου να μού γράψουν –έστω και ανώνυμα- τις τυχόν αδυναμίες μου και ελαττώματά μου. ήρα μόνον «επαίνους», πράγμα που τόνωσε ίσως τη ματαιοδοξία μου, αλλά δεν με βοήθησε καθόλου φυσικά! Έως τη στιγμή, που το 1981, παρακολούθησα ένα καταπληκτικό σεμινάριο μάνατζμεντ, το GRID. Εκεί, κλεισμένος σ’ ένα ξενοδοχείο επί μία εβδομάδα, μαζί με άλλους 23 παντελώς άγνωστούς μου ανθρώπους, που είχαμε όλοι διαβάσει ένα σχετικό βιβλίο μάνατζμεντ, χωρισθήκαμε σε τέσσερεις ομάδες των έξι. Στο σεμινάριο αυτό δεν υπήρχε ούτε μία εισήγηση ή διάλεξη. Ήταν σχεδιασμένο ολόκληρο με πρακτικές μόνον ασκήσεις, με βάση την προσομοίωση με προβλήματα κι ευκαιρίες της επιχειρηματικής καθημερινής πραγματικότητας. ι τέσσερεις ομάδες των έξι ατόμων, εκαλούντο ν’ αυτοσχεδιάσουν, για να βρουν τη λύση τους, ακόμη και στο αν θα έχουν Αρχηγό ή αν θα λειτουργούσαν συλλογικά. Στη δική μου ομάδα με εξέλεξαν Αρχηγό, με καθαίρεσαν την τρίτη μέρα και στις εκλογές που έγιναν αμέσως μετά την καθαίρεσή μου, με… ξανάβαλαν στο τιμόνι της ομάδας! Τα σημαντικά όμως δεν ήταν αυτά, αλλά αυτό που έγινε την τέταρτη μόλις μέρα! ατά τη διάρκεια προγραμματισμένης άσκησης του σεμιναρίου, καθένας από μάς σηκωνόταν στον πίνακα κι υπόλοιποι πέντε τον βομβάρδιζαν με επίθετα, που τον χαρακτήριζαν, αφ’ ενός ως μάνατζερ και αφ’ ετέρου ως άνθρωπο και τα οποία ήταν υποχρεωμένος να γράφει στον πίνακα, χωρίς να κάνει το παραμικρό σχόλιο. ι πέντε «συνάδελφοί» μου έκαναν μια αξονική τομογραφία του χαρακτήρα μου, με πληρότητα κι ακρίβεια, που μ’ άφησε με το στόμα ανοικτό, για την απόλυτη ευστοχία αυτής της κριτικής. Το ακόμη πιο αξιοθαύμαστο ήταν ότι αυτή η εύστοχη κριτική έγινε από ανθρώπους που με ήξεραν μόλις τρεις μέρες και κάτω από πολύ ειδικές, περιορισμένες συνθήκες, που κάθε άλλο, παρά έδιναν τη δυνατότητα ανίχνευσης ενός χαρακτήρα, όπως γίνεται με τη διαχρονική συνάφεια κι επαφή των ανθρώπων! Αρκεί ν’ αναφέρω ότι χρησιμοποίησαν 132 θετικά κι αρνητικά επίθετα, για να με χαρακτηρίσουν, ως μάνατζερ κι ως άνθρωπο κι ότι ούτε ένα απ’ αυτά δεν ήταν λανθασμένο, άστοχο ή ανακριβές. ατέγραψαν με εκπληκτική ακρίβεια όλα σχεδόν τα προτερήματά μου και όλα τα μειονεκτήματά μου. ι η μία, μοναδική συμβουλή, που είχαν δικαίωμα να μού δώσουν, ήταν πολύτιμη: « ην επιδεικνύεις τόσο πολύ τις όποιες ικανότητές σου»! Διάνα! όνο, που παρά τον συνειδητοποιημένο πλέον αγώνα μου εναντίον αυτού του ελαττώματός μου, δεν έχω καταφέρει να σημειώσω ιδιαίτερη πρόοδο. Ίσως επειδή ήμουνα ήδη 40 ετών κι η συνήθεια είχε γίνει δεύτερη φύση... Τέλος, απ’ όλα αυτά τα 132 επίθετα του σεμιναρίου GRID, θα ήμουν ευτυχής, αν όταν φύγω, όσοι με ξέρουν, διαλέξουν αυθόρμητα ένα μόνον: «καλός καγαθός»! 18


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ατερναλισμός: Η ειλικρινής, έντονη έγνοια μου για τους γύρω μου, τους συγγενείς μου, τις συντρόφους μου, τους συνεργάτες μου, τους φίλους μου παίρνει συχνά τη μορφή πατερναλιστικής συμπεριφοράς! ι ενώ η πρόθεσή μου, για βοήθεια, στήριξη και συμπαράσταση είναι αγαθή, φοβάμαι ότι μερικές φορές μπορεί να γίνομαι ενοχλητικά καταπιεστικός. ερόλας: Ειν’ αλήθεια πως μερικές φορές δίνω αυτή την εντύπωση, δίκαια ίσως. Η πραγματική αλήθεια όμως, είναι ότι μετά από μισό αιώνα απασχόλησης- επιμόρφωσης με εκατοντάδες διαφορετικά αντικείμενα, προϊόντα και υπηρεσίες, λόγω της δουλειάς μου, απ’ τα αρκετά βιβλία που έχω διαβάσει, απ’ τα πολλά συνέδρια, στα οποία συμμετείχα, συνήθως ως εισηγητής, απ’ τα ντοκιμαντέρ που έχω δει, από συζητήσεις με ειδικούς πάνω σε διάφορους τομείς, απ’ την καθημερινή ενημέρωσή μου για ό,τι συμβαίνει στο ευρύτερο περιβάλλον, έχω πραγματικά μάθει πολλά πράγματα (αν και αφάνταστα λιγότερα απ’ αυτά που δεν ξέρω), που άλλοι δεν είχαν τις ίδιες ευκαιρίες ίσως για να τα γνωρίσουν… Έτσι, η πλατιά αυτή εγκυκλοπαιδική γνώση κι ενημέρωσή μου, συνοδευόμενη από άποψη, πάνω στα θέματα που γνωρίζω, δημιουργεί μερικές φορές αυτή την εντύπωση. αράλληλα όμως, δεν διστάζω ποτέ να δηλώσω άγνοια, για θέματα που δεν γνωρίζω. Εκεί που αντιδρώ μερικές φορές επιθετικά –ως μη όφειλα- είναι, όταν στις συζητήσεις, κάποιοι καταθέτουν απόψεις, ατεκμηρίωτες και βασισμένες απλώς στις εμπειρίες και τις απόψεις του στενού κύκλου των 5-10 φίλων τους, με τη βεβαιότητα της απόλυτης αλήθειας. Σπατάλη… γενναιόδωρη! Δεν ξέρω αν κατατάσσεται στα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματά μου. Εγώ πάντως, το θεωρώ πλεονέκτημα, παρά το γεγονός ότι, αν δεν ήμουν τόσο σπάταλος, θα είχα μια πολύ μεγάλη περιουσία, αντί να έχω μόνον ένα αυτοκίνητο... ια «σπατάλη» γενναιόδωρη, κυρίως με δώρα και προσφορές προς τους αγαπημένους μου, τους φίλους μου και τις κοινωνικές υποχρεώσεις μου. Για τον εαυτό μου δεν έκανα σπατάλες. Απλώς φρόντιζα να περνάω καλά! «Σπαστική» οργάνωση, πειθαρχία, συνέπεια κι ακρίβεια. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί αγαπημένοι μου, συνεργάτες, γνωστοί και φίλοι μου θα με χαρακτηρίζουν «σπαστικό» και τώρα που μεγάλωσα «γεροπαράξενο»! ι ίσως έχουν δίκιο. Όλα τα πράγματα στο σπίτι μου, απ’ την κρεβατοκάμαρα και το μπάνιο, ως το σαλόνι και το γραφείο μου έχουν μια συγκεκριμένη μόνιμη θέση, που μερικές φορές ορίζεται από… χιλιοστά. Η ζωή μου είναι «στρατιωτικά» οργανωμένη και πειθαρχημένη, σε ό,τι κάνω, πώς και πότε το κάνω. Όταν λοιπόν κάτι ή κάποιος «αναστατώσει» το πρόγραμμά μου ενοχλούμαι ή όταν κάποιο απ’ όλα αυτά τα αντικείμενα μετακινηθεί, εγώ χάνω το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου, γιατί απλούστατα δεν ξέρω πού πρέπει να ψάξω για να το βρω. Ευτυχώς, η οικιακή βοηθός μου, η Ερμίνια το κατάλαβε αυτό απ’ την πρώτη μέρα των 26 χρόνων που είναι μαζί μου και τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια 19


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

κι ακρίβεια τη θέση των αντικειμένων, εκεί που τα βάζω αρχικά εγώ ή εκείνη. «Σπαστική» μπορεί να φαντάζει επίσης σε κάποιους κι η «οργανωτική μανία» μου, ιδιαίτερα όταν μού δίνουν ή παίρνω εγώ την πρωτοβουλία, είτε για μια επαγγελματική δουλειά είτε για μια εκδρομή είτε για ένα θέατρο είτε για ένα γεύμα σε ταβέρνα ή εστιατόριο. Θέλω πάντα να γίνονται όλα με τον τρόπο που σχεδιάσθηκαν στην αρχή, με συνέπεια και ακρίβεια! Η μανία της συνέπειας και της ακρίβειας βλάπτει περισσότερο εμένα, παρά τους συνεργάτες, πελάτες, συγγενείς και φίλους μου. Είναι ζήτημα αν έχω αργήσει στη ζωή μου σε καθορισμένη συνάντηση, στο σχολείο, στη δουλειά, στη διασκέδαση, οπουδήποτε περισσότερο από είκοσι φορές. αι τότε θα βρω τον τρόπο να ειδοποιήσω ότι θα καθυστερήσω. Αντίθετα, άπειρες είναι οι φορές, που περιμένω μόνος μου σε αίθουσες διασκέψεων, στο σπίτι μου ή σε σπίτια φίλων, σε εστιατόρια και ταβέρνες, τους κατά σύστημα «καθυστερημένους». αι, χωρίς να το θέλω βέβαια, υποφέρω και ψυχολογικά και σωματικά, καθώς σφίγγεται το στομάχι μου και μετά γκρινιάζω φυσικά… Εμμονές: Απότοκες των παραπάνω είναι και διάφορες εμμονές μου, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο εντείνονται. Δυο μικρά παραδείγματα. Τα πακέτα των τσιγάρων μου και τα χρήματα στο πορτοφόλι μου έχουν πάντοτε την ίδια καθορισμένη θέση και είναι πάντα τοποθετημένα όλα με την ίδια πάντα συγκεκριμένη όψη τους! Φυγοπονία: αι μ’ αυτό σίγουρα θα ξενισθούν όλοι όσοι με γνωρίζουν, που ξέρουν ότι, όταν είχα δουλειά, δεν γνώριζα τι θα πουν διακοπές, άσχα, Χριστούγεννα, γιορτές κι αργίες. Δούλευα πάντα σκληρά. αι συνεχίζω, όσο μού επιτρέπει η κρίση… Είμαι 75 ετών. Έκανα πολλά, έως σήμερα. Είναι φυσικά πολλαπλάσια περισσότερα αυτά που δεν έκανα. Δεν κατάφερα ποτέ ν’ απογειώσω το προσωπικό σκάφος μου. ολλές φορές φάνηκε να σηκώνω τη μύτη του προς τον ουρανό, αλλά τελικά ο νόμος της βαρύτητας της φυγοπονίας μου με ξανακαθήλωνε στο έδαφος. ι ο νόμος της βαρύτητας στην προκειμένη περίπτωση ήταν όλα τα ελαττώματά μου, που ανέφερα παραπάνω - ή ίσως κι άλλα, που η αυτοκριτική μου δεν έχει καταφέρει ή δεν θέλει να ανιχνεύσει- και, κυρίως, το γεγονός ότι ποτέ δεν έσπρωξα τον εαυτό μου στα όριά του ή - πολύ περισσότερο- πέρα από αυτά. οτέ, για τίποτα σχεδόν δεν εξάντλησα όλες μου τις δυνατότητες, όλες μου τις δυνάμεις, όλη την επιμονή μου, όλη την υπομονή μου, όλη την αντοχή μου, όλα τα όποια τάλαντά μου... Έκανα πάντοτε το καθήκον μου και πάνω απ’ αυτό. Ήμουνα πάντοτε συνεπής σε όλα και προς όλους. Υπήρξαν εποχές που δούλεψα σαν σκυλί, όπως όταν υπηρετούσα τη θητεία μου στο αυτικό, ενώ παράλληλα σπούδαζα στο 20


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ανεπιστήμιο και δούλευα σε ημερήσια εφημερίδα. Όμως δεν «ίδρωσα» πραγματικά, σε σχέση με τις δυνατότητές μου. πατέρας το είχε εντοπίσει πολύ νωρίς αυτό το ελάττωμά μου κι όταν στα 16 μου η Σχολή ωραΐτη ( ρότυπο ύκειο Αθηνών τότε), με τίμησε με την πρώτη στην ιστορία της καθολική υποτροφία κι ήρθαν οι καθηγητές μου να τον συγχαρούν, για τον χαρακτήρα μου, τις επιδόσεις μου και την υποτροφία, εκείνος σκληρά, αλλά σοφά, απάντησε μπροστά μου: - Τι να την κάνω εγώ την υποτροφία; Αυτός δεν διαβάζει!... Εκείνη τη στιγμή, μου ‘ρθε να τον πνίξω. ολύ αργότερα κατάλαβα, πόσο δίκιο είχε. Σε πολλές περιπτώσεις ερχόταν το αποτέλεσμα που επιδίωκα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, όπως και σ’ εκείνη την υποτροφία. Αλλά σε πολλές άλλες, δεν ήρθε ποτέ. ι αυτές φυσικά ήταν οι πιο καίριες, οι πιο σημαντικές. Ήταν ακριβώς αυτές, για τις οποίες δεν κατέθεσα όλα όσα είχα, δεν έσπρωξα τον εαυτό μου στα όριά του... Δεν έχει ιδιαίτερη αξία ο αθλητής, που η φύση τον προίκισε με γρήγορα πόδια και που με 11΄΄ δευτερόλεπτα στα 100 μ. καταφέρνει να κερδίζει, άνετα και χωρίς προσπάθεια, χιλιάδες άλλους, πιο αργούς δρομείς. Αξία έχει ο αθλητής, που έστω και χάνοντας, κατεβάζει τον δικό του χρόνο στα 10,9’’ κι ακόμη καλύτερα στα 10,5’’ δευτερόλεπτα! Εγώ όσες νίκες κέρδισα - μικρές ή μεγάλες- τις κέρδισα με πάνω από 11΄΄ δευτερόλεπτα… Στη συνέχεια της εξιστόρησης της ζωής μου, ο αναγνώστης θα βρει αρκετές περιπτώσεις των «έντεκα δευτερολέπτων»… Εξ ου και ο τίτλος αυτού του βιβλίου. Ενοχές... Ενοχές για τα ελαττώματά μου. Ενοχές για όσα θα μπορούσα να έχω κάνει και δεν έκανα. ένε ότι αυτές τις ενοχές τις έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι στην ηλικία μου... πορεί όμως να είναι και ψευδοενοχές. Ενοχές ματαιοδοξίας. Ενοχές εγωιστικές και υπερφίαλες. Επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε πολύ πιο ικανοί απ’ όσο πραγματικά είμαστε. Επειδή μάς αρέσει να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει μεγάλα πράγματα, αλλά οι συνθήκες δεν μάς το επέτρεψαν. Τα κυκλώματα, το σύστημα αποτελούν τα πιο συνηθισμένα κι αγαπημένα άλλοθί μας. ερικές φορές κάνουμε και μια ψευδοαυτοκριτική κι αποδίδουμε τη «μειωμένη» παραγωγικότητα ή απόδοσή μας σε «ψευδοελαττώματά» μας. Ελαττώματα δηλαδή, τα οποία στην κοινή αντίληψη αποτελούν προτερήματα, όπως π.χ. ειλικρίνεια, ευθύτητα, εντιμότητα, ακεραιότητα, άρνηση συμβιβασμών κ.λπ. «Δεν έκανα ποτέ πολλά λεφτά, γιατί ήμουν έντιμος», παρηγορεί κάποιος τον εαυτό του, ενώ κάποια άλλη υπογραμμίζει με υπερηφάνεια: «Δεν έκανα ποτέ μεγάλο όνομα στο θέατρο, γιατί ήμουν ασυμβίβαστη...». Έτσι καλύπτουμε με «προτερήματα» 21


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

την ανεπάρκειά μας, αυτοπαρηγοριόμαστε και τελικά είμαστε ευτυχείς και περήφανοι, που... δεν τα καταφέραμε, γιατί αλλιώς - αν τα είχαμε καταφέρει- θα είμαστε ή άτιμοι ή πουτάνες! Έτσι κι εγώ δεν ξέρω, αν οι τύψεις αυτές κι οι ενοχές μου ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή αν αποτελούν ματαιόδοξο άλλοθι εγγενούς ανεπάρκειας για περισσότερα και μεγαλύτερα έργα απ’ αυτά που έκανα. «Εγώ είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω»! Αν, μετά από όλα αυτά, δεν σας έχω αποθαρρύνει και επιμένετε να διαβάσετε τη ζωή ενός τόσο «ελαττωματικού» ανθρώπου, δική σας η ευθύνη και ο... κίνδυνος! ~•~

22


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

1

Το παιδί ή τη γυναίκα; γυ α γ ς - μαιευτήρας, ένας ψηλός, μελαχρινός πενηντάρης, απ’ τους καλύτερους της Αθήνας, άνοιξε την πόρτα του χειρουργείου, βγήκε στον χώρο αναμονής κι έκανε μια καταλυτική ερώτηση στον υποψήφιο πατέρα, που περίμενε γεμάτος αγωνία.

-Το παιδί να σώσω ή τη γυναίκα; Η ερώτηση του μαιευτήρα ήταν κοφτή, ψύχραιμη σχεδόν ψυχρή, εξ αιτίας της επαγγελματικής διαστροφής, που στην περίπτωση των γιατρών δεν είναι αναισθησία, αλλά αναγκαία, φυσιολογική, ανθρώπινη αυτοάμυνα. ια ερώτηση, που ουσιαστικά καλούσε τον πατέρα να διαλέξει, ποιον θα «σκότωνε» ο γιατρός. πατέρας ήταν μόλις 18 χρόνων παλικαρόπουλο. οίταξε τον γιατρό με την άσπρη μπλούζα, τη μάσκα και τα χειρουργικά γάντια, χωρίς να καταλαβαίνει, τι του λέει. - Τι εννοείτε, γιατρέ; τον ρώτησε, λες κι ήταν αλλού, λες και δεν είχε ακούσει την ερώτηση ή μάλλον επειδή δεν ήθελε να την είχε ακούσει. - Εννοώ, κύριε ουτούπη, ότι το παιδί έρχεται ανάποδα και βάζει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή της μητέρας του. - Δηλαδή; ρώτησε και πάλι σαν χαμένος ο έλος ουτούπης, που τόσο πρόωρα για την ηλικία του γινόταν πατέρας ενός παιδιού, που απειλούσε τη ζωή της λατρεμένης γυναίκας του, της ούλας Ζαχαροπούλου. - Δηλαδή, κύριε ουτούπη, λυπάμαι, αλλά πρέπει να πάρετε μια απόφαση και να την πάρετε γρήγορα, αμέσως! Ήταν πέντε η ώρα, ξημερώματα, σε κάποια γυναικολογική κλινική της Αθήνας, απέναντι απ’ τους Στύλους του λυμπίου Διός, ενώ η πόλη κοιμόταν 23


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ακόμη ήρεμη κι ανυποψίαστη, γι’ αυτό που θα την εύρισκε σε λίγο και αυτήν και τη χώρα ολόκληρη. πατέρας δεν μπορούσε ή μάλλον αρνιόταν ακόμη να συνειδητοποιήσει, τι ακριβώς τού ζητούσε ο μαιευτήρας. - Δηλαδή, γιατρέ μου, μού ζητάτε να καταδικάσω σε θάνατο ή τη γυναίκα που λατρεύω ή το παιδί μου, που έχει στα σπλάχνα της; - Δυστυχώς, ναι. αυτή την απόφαση.

αι δεν μπορεί κανείς άλλος, εκτός από εσάς, να πάρει

έφηβος των 18 ετών κοίταξε τον γιατρό, σαν να ήταν εκείνος υπεύθυνος, για το τραγικό δίλημμα, μπροστά στο οποίο τον έβαζε. Έσβησε νευρικά το τσιγάρο του, άναψε αμέσως ένα άλλο, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, ψάχνοντας απελπισμένα ν’ απομακρύνει τη στιγμή της θανατικής ετυμηγορίας του κι έδωσε τελικά με σπασμένη φωνή, αλλά αποφασιστικά, τη μόνη λογική απάντηση, κοιτάζοντας τον γιατρό κατ’ ευθείαν στα μάτια: - Τη γυναίκα! Την εποχή εκείνη η παρουσία του πατέρα μέσα στο χειρουργείο κατά τον τοκετό ήταν αδιανόητη. Έτσι, ο γιατρός έφυγε βιαστικά κι έκλεισε πίσω του την πόρτα του χειρουργείου, αφήνοντας τον πατέρα σ’ ένα μαύρο, πηχτό σκοτάδι, με την αγωνία να τού δαγκώνει την ψυχή! Το γεγονός ότι διαβάζετε σήμερα αυτές τις γραμμές, φανερώνει ότι ο γιατρός έκανε πολύ καλά τη δουλειά του, αφού κι η μητέρα διέφυγε τον κίνδυνο κι εγώ, ο Θαλής ουτούπης, του έλου και της ούλας - ή του ελοπίδα και της Σταυρούλας, όπως έγραφαν οι ταυτότητές τους- επέζησα. Ας είναι καλά το κυτταρικό ένστικτο αυτοσυντήρησης! ράγματι, με βάση την «επιλογή» του πατέρα μου, ο γιατρός έβαλε τον εμβρυουλκό στη μήτρα της μητέρας μου, για να μού συντρίψει το κεφάλι και να γλιτώσει τη μητέρα μου. Τότε ακριβώς και μπροστά στον κίνδυνο μιας τόσο πρώιμης δολοφονίας μου, άφησα αμέσως τις «κόνξες» και με άκουσα μόνον εγώ να… φωνάζω: «Έι, έι. Σταμάτα τις κουταμάρες! Βγαίνω, αμέσως»! αι βγήκα σ’ ένα κόσμο, που μόλις είχε μπει στον πόλεμο! Έτσι, «δεν έχασε η Βενετιά βελόνι»!... Ήταν η πρώτη συνάντησή μου με τον θάνατο, πριν καν βγω στη ζωή. ι ήταν τόσο κοντά! ια ανάσα… άποιος ψυχολόγος θα μπορούσε να εικάσει ότι ο θανάσιμος εκείνος «τρόμος» διαχύθηκε σ’ όλα τα κύτταρά μου και τον κουβαλάω μέσα μου μια ζωή! Ήταν πέντε το πρωί της 28ης κτωβρίου του 1940! ισή ώρα αργότερα, ο Αρχιεκφωνητής της Ελληνικής αδιοφωνίας, ώ24


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

στας Σταυρόπουλος, ανήγγελλε, με τη βαθιά, δραματική φωνή του: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Β’ αγκόσμιος όλεμος είχε φθάσει και στην πατρίδα μας.

Ευτυχισμένοι η ούλα κι ο έλος κρατάνε στην αγκαλιά τους τον νεογέννητο Θαλή Β’

~•~

25


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

2

Το εξώγαμο κι ο παππούς Θαλής αυτ ήταν το πρώτο κεφάλαιο, μιας ζωής αρκετά ενδιαφέρουσας και γεμάτης για μένα, αλλά και αρκετά άδειας, σύμφωνα με τη ρήση του λαού μας, που υποστηρίζει ότι «δεν έχεις ζήσει, αν δεν έχεις κάνει παιδί, αν δεν έχεις κτίσει σπίτι κι αν δεν έχεις φυτέψει ένα δέντρο». Εγώ μόνον το τρίτο έχω κάνει... αρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι η ζωή μου ήταν κι ενδιαφέρουσα και γεμάτη. ένει να διαπιστώσει και να κρίνει κι ο αναγνώστης, αν και πόσο πραγματικά ενδιαφέρουσα ήταν. Ας αρχίσω λοιπόν να ξετυλίγω το νήμα της ζωής μου από το « ελοπίδας εγέννησεν Θάλητα ή Θαλήν ή Θαλέω». Διαλέγετε και παίρνετε, μια και τ’ όνομά μου στ’ αρχαία ελληνικά ήταν και τριτόκλιτο και πρωτόκλιτο και αττικόκλιτο! πατέρας μου ήταν ένας όμορφος άντρας, γύρω στο 1.70, με δεμένο σώμα, πλούσια καστανά μαλλιά με μεγάλους κυματισμούς, γαμψή μύτη, φιλήδονα χείλη, μουστάκι και δυο γαλανά μάτια, με διεισδυτικό, αστραφτερό βλέμμα! Ήταν εξαιρετικά γοητευτικός άντρας και βαθιά ερωτικός. Ήταν δεκαεπτά ετών όταν ερωτεύθηκε τη μητέρα μου, τη ούλα Ζαχαροπούλου, μια απ’ τις ωραιότερες τότε και πιο κομψές γυναίκες της Αθήνας! Ε, μη μου πείτε ότι δεν ήταν όμορφη η μητέρα μου!

Ψηλή για την εποχή της, λεπτή αλλά και θηλυκή, με καστανά μάτια και μαλλιά με μπούκλες, που χωρίς καμιά υιική υπερβολή, παρέπεμπε στη 26


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ίτα Χαίηγωρθ. όνο που η ούλα ήταν επτά χρόνια μεγαλύτερή του. Αυτό δεν ένοιαζε καθόλου τον έλο ούτε τη ούλα. Ένοιαζε όμως πάρα πολύ τη μητέρα του έλου, την Ελένη και τα δυο αδέλφια του, τον ιλτιάδη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό του και τον Σταύρο, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό του. Η αδελφή του πατέρα μου Αλεξάνδρα, ένα χρόνο μικρότερή του, όμορφη, μελαχρινή, με σταράτο δέρμα, στεκόταν στο πλευρό του ερωτευμένου ζευγαριού. Η οικογένεια ουτούπη είχε κάποια «παράσημα» στην πινακοθήκη της, κληρονομιά απ’ τον παππού μου Θαλή. Θαλής ουτούπης του Σταυριανού, που ξεκίνησε απ’ την ετρίνα, ένα ορεινό, μικρό και πάμπτωχο χωριό της άνης, κατάφερε να γίνει μια ιδιαίτερα εξέχουσα και σημαντικότατη επιστημονική, δημοσιογραφική και πολιτική προσωπικότητα του μεσοπολέμου. αράλληλα είχε δημιουργήσει μια τεράστια περιουσία σε ακίνητα, κυρίως κτήματα κι είχε χτίσει κι ένα ύργο στην άτω ηφισιά, γύρω στο 1910. Όταν γεννήθηκα εγώ, ο παππούς είχε ήδη σκοτωθεί σε ορειβασία, πριν από πέντε χρόνια, σε ηλικία 65 ετών (!), στον Όσιο ουκά, το 1935. Την ίδια εποχή δηλαδή που η «Εστία» έγραφε: «Άμαξα παρέσυρε και εφόνευσε τεσσαρακοντούτη γέροντα», ο παππούς έκανε ορειβασία στα 65 του! Η σύμπτωση: πέντε χρόνια αργότερα, την ίδια ημερομηνία και την ίδια ώρα 11.30 τη νύχτα, που έπεσε και σκοτώθηκε - είχαν βρει σπασμένο και σταματημένο στην ώρα του θανάτου του το ρολόι της τσέπης του, που το έχω ακόμη- έπιασαν οι πόνοι τη μητέρα μου, για τη δική μου γέννηση. πατέρας –κι όχι μόνον αυτός- είχε πάντα την υπόνοια ότι επρόκειτο για πολιτική δολοφονία, αλλά δεν είχε ούτε μπορούσε να βρει κάποιο στοιχείο για να τη στηρίξει. Το ιστορικό, όπως το διηγήθηκαν οι δυο φίλοι του παππού μου, που ήταν μαζί του εκείνη τη νύχτα, ενίσχυε όμως αυτές τις υπόνοιες. Σε κάποιο σταυροδρόμι, είπανε, η παρέα διαφώνησε ως προς το ποιο μονοπάτι έπρεπε ν’ ακολουθήσουν. Η διαφωνία κατέληξε στο να πάρει μόνος του ο παππούς μου το μονοπάτι, που εκείνος πίστευε ότι ήταν το σωστό. Σε κάποιο σημείο γλίστρησε προφανώς, έπεσε σε μια χαράδρα και σκοτώθηκε. Το ερώτημα που γεννιέται αυτόματα είναι, ποιοι «φίλοι» αφήνουν τον φίλο τους, 65 ετών, να φύγει μόνος του μεσ’ στη νύχτα, πάνω σ’ ένα κακοτράχαλο βουνό, όσο ξεροκέφαλος κι αν ήταν!... Στην ετρίνα πήγα μια μόνον φορά, το 1976, μαζί με την αδελφή μου, τον γαμπρό μου Γιώργο και την τότε κοπελιά μου Βικτωρία, για να ψηλαφίσω τις ρίζες μου. Είναι ένα ταπεινό χωριό της ακωνικής έσα άνης, περίπου 5 χλμ. απ’ τον Άγιο ικόλα, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ομορφιά. Στην κεντρική πλατεία του χωριού καμάρωνε ο ανδριάντας του παππού Θαλή κι η πινακίδα ενός κεντρικού δρόμου έγραφε « δός Θαλή ουτούπη». αι τα δύο, προς τιμή του, επειδή είχε αποξηράνει το έλος Τρινάσσου, είχε προωθήσει την κατασκευή του δρόμου, που ένωσε την ετρίνα με τον μεγάλο 27


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

ε ένα μακρυνό θείο, στην ετρίνα, κάτω από την οδική πινακίδα, προς τιμή του παππού μου. – 1976

Ε ΤΑ

δημόσιο δρόμο, την κατασκευή της γέφυρας « ολοπανά» και την ανέγερση του δημοτικού σχολείου της ετρίνας. Εκτός όμως απ’ αυτά τα δυο μαρτύρια ευγνωμοσύνης και τιμής για τον παππού μου, δεν ανακάλυψα τίποτ’ άλλο αξιόλογο. Το σπίτι, που είχε γεννηθεί ο παππούς, δεν ήταν πια παρά μόνο τρεις πέτρινοι, μισογκρεμισμένοι άσκεποι τοίχοι, ανάμεσα σε αγριόχορτα και δέντρα, που είχαν φυτρώσει μέσα στα ερείπια του σπιτιού. ύτε στενούς συγγενείς κατάφερα να εντοπίσω... Έτσι, δεν ξαναπήγα ποτέ από τότε στο ταπεινό χωριό της άνης. ι ρίζες μου έμειναν στην ηφισιά, όπου έζησα τα πρώτα ταραγμένα χρόνια της ζωής μου, μέσα στη γερμανική κατοχή... Δυστυχώς, από ασυγχώρητη αμέλεια της οικογένειας, δεν διασώθηκε τίποτα απ’ την εξαιρετικά σημαντική ζωή και το έργο του παππού, εκτός από αντίτυπα των βιβλίων του «Η οικονομία των Ελλήνων», « ικονομία» και «Δημοσιονομία», που ήταν και τα πρώτα σχετικά πανεπιστημιακά συγγράμματα και που αντίτυπά τους έχω στη βιβλιοθήκη μου.

Θαλής ουτούπης του Σταυριανού

Ως ελάχιστη οφειλόμενη τιμή στον προγενήτορά μου, δημοσιεύω εδώ ένα σύντομο βιογραφικό του:1

( ετρίνα ακεδαίμονος,1870 – Αθήνα, 1935). ικονομολόγος, δημοσιογράφος, εκδότης, πολιτικός. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Σπάρτη και μπήκε στη Φιλολογική Σχολή του ανεπιστημίου της Αθήνας, την οποία εγκατέλειψε και μετεγγράφηκε στη ομική, από την οποία πήρε το πτυχίο του το 1894. Το 1895, μετά από επιτυχείς εισαγωγικές εξετάσεις, γίνεται ικονομικός Αξιω1 ΒΒ Γ ΑΦ Α: Αλέξ. Ωρολογάς: «Σαράντα ετών κομματικοί αγώνες στη Θεσσαλονίκη», εφ. Το Φως, από 4 Σεπτεμβρίου 1951 έως 9 οεμβρίου 1951 του ίδιου: « Τύπος της Θεσσαλονίκης», στο λεύκωμα «Θεσσαλονίκη 1912- 1962» ΕΕ, τ. Ε΄, λ/α « ουτούπης, Θαλής Σ.» Αλέξ. Ωρολογάς, «Σαράντα ετών κομματικοί αγώνες στη Θεσσαλονίκη», εφ. Το Φως, (4 Σεπτ. 1951 - 9 οε. 1951)? άγερ, στορία, τ. Β΄, σ. 104- 105 Αλέξ. Ωρολογάς, « Τύπος της Θεσσαλονίκης», στο λεύκωμα «Θεσσαλονίκη 1912- 1962», τ. Β΄ ητρώο ληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822- 1935, Αθήνα 1986. 28


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ματικός του ολεμικού αυτικού. Το 1896 παίρνει υποτροφία και σπουδάζει στο ονδίνο, όπου ασχολείται εμπεριστατωμένα με την οικονομική επιστήμη, στο University College και στο King’s College του ανεπιστημίου του ονδίνου, ενώ παράλληλα μαθαίνει ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά). Εργάζεται στα Υπουργεία αυτικών και Εμπορίου της Αγγλίας και γίνεται Γραμματέας αυτικού Ακολούθου στην εκεί Ελληνική ρεσβεία και ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας «Άστυ». Το 1904 φεύγει από το ονδίνο και μετά από μερικούς μήνες στο αρίσι, το Βέλγιο και την λλανδία, πηγαίνει στο Βερολίνο, όπου συνεχίζει τις κοινωνικοιοικονομικές σπουδές και μελέτες του. Εκεί πρωτοσυναντά τον Αλέξανδρο απαναστασίου - μετέπειτα ρωθυπουργό- στην « μάδα των Εννέα» ( οινωνιολόγων) του οποίου και εντάχθηκε, ως συνιδρυτής, μαζί με τους . Αραβαντινό, . υμπερόπουλο, Σ. ελά, Α. υλωνά, Α. άγκο, Θ. ετιμεζά και . Τριανταφυλλόπουλο, που υποστήριξαν τις νέες ιδέες του επιστημονικού σοσιαλισμού και προετοίμασαν το έδαφος για την «Επανάσταση του 1909». Έτσι, στις 15.8.1909 ο Θ. ουτούπης (που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα το 1906), πρωτοστατεί, ως μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στο « ίνημα στο Γουδή». Το 1908 αναγορεύεται Υφηγητής ολιτικής ικονομίας στο ανεπιστήμιο της Αθήνας και εκδίδει το βιβλίο του «Η οικονομία των Ελλήνων». Το 1911 εκλέγεται βουλευτής ακωνίας και το 1913 εκδίδει την ημερήσια πρωινή εφημερίδα « έα Ελλάς», μαζί με τους Α. απαναστασίου, . Αραβαντινό και Γ. Σταμάτη, η οποία αργότερα περνάει στην ιδιοκτησία του. Το 1917 μεταφέρει την εφημερίδα του στη Θεσσαλονίκη? η έκδοσή της εκεί υπήρξε βραχύβια, είτε διότι η κυβέρνηση Βενιζέλου τον ούλιο του ίδιου χρόνου έφυγε για την Αθήνα, είτε γιατί οι εγκαταστάσεις της καταστράφηκαν λίγο αργότερα από τη μεγάλη πυρκαγιά (5. 8. 1917). Η έκδοσή της συνεχίστηκε στην Αθήνα, έως το 1921. Το 1915 πρωτοστατεί στην έξοδο της Ελλάδας στον αγκόσμιο όλεμο στο πλευρό των Συμμάχων και στο « ίνημα της Θεσσαλονίκης», υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1916 γίνεται Υπουργός Εθνικής ικονομίας και Γεωργίας στην προσωρινή κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, με τον οποίο συνεργάζεται στενά και καθιερώνει για πρώτη φορά το 8ωρο εργασίας. Το 1920 πηγαίνει στην Αμερική, όπου εκλέγεται Αντιπρόεδρος του αγκοσμίου Συνεδρίου Τύπου στη Χονολουλού και μετά κάνει τον γύρο του κόσμου. Το 1923 εκλέγεται και πάλι βουλευτής ακωνίας, υπό τη σημαία της «Δη29


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

μοκρατικής Ένωσης» του Α. απαναστασίου, οποίος το 1924 σχηματίζει κυβέρνηση. ατά τη σταδιοδρομία του συνέβαλε στην κατασκευή μεγάλων έργων, όπως η αποξήρανση του έλους Τρινάσσου, η κατασκευή του δρόμου, που ένωσε την ετρίνα με τον μεγάλο δημόσιο δρόμο, η κατασκευή της γέφυρας « ολοπανά» και η ανέγερση του σημερινού δημοτικού σχολείου της ετρίνας. Στην ετρίνα υπάρχει προτομή του στην κεντρική λατεία καθώς και δρόμος με το όνομά του. Το 1932 γίνεται αθηγητής ολιτικής ικονομίας στην άντειο Σχολή, ενώ έχει συγγράψει εν τω μεταξύ τα συγγράμματα «Η ικονομία των Ελλήνων», και τα δίτομα « ολιτική ικονομία» και «Δημοσιονομία». Θ. ουτούπης παντρεύτηκε την Ελένη απασταμάτη και έκανε τέσσερα παιδιά, τον Σταύρο, λοίαρχο ιμενικού (1902- 1966), τον ιλτιάδη, δημοσιογράφο (1912- 2001), τον έλο, δημοσιογράφο (1922- 1985) και την Αλεξάνδρα (1923- 1944), που πέθανε από φυματίωση, έξι μήνες, πριν βγει η πενικιλίνη... Φανατικός ορειβάτης, σκοτώθηκε σε ηλικία 65 ετών στον Όσιο ουκά του Ελικώνα, το 1935, κατά τη διάρκεια νυχτερινής αναρριχητικής πορείας. Θέλω, δεν θέλω, το όνομα «Θαλής» βαραίνει αφάνταστα στους ώμους μου. έρω ότι είναι λάθος, αλλά δεν μπορώ να το αποτινάξω! Η οικογένεια Ζαχαροπούλου, απ’ την άλλη πλευρά, ήταν μια άψογη αστική οικογένεια, χωρίς όμως τους «δανεικούς» απ’ τον πατριάρχη Θαλή «τίτλους» των ουτούπηδων. πατέρας της μητέρας μου, Διονύσης Ζαχαρόπουλος καταγόταν απ’ την ορώνη και κατάφερε να γίνει ένας εξαιρετικά επιτυχημένος οδοντίατρος στη έα Υόρκη, όπου είχε μεταναστεύσει κι όπου γεννήθηκαν

θείος Ευριπίδης κι ο θείος γυναίκα του Άνη

έτρος κι η μητέρα με τον αδελφό της Τάκη και τη

30


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

τα πέντε παιδιά του, απ’ τα οποία επιβίωσαν τα τέσσερα, ο Τάκης (1912), η μητέρα μου (1915), ο έτρος (1918) κι ο Ευριπίδης (1920). πρωτότοκος ολυχρόνης πέθανε, πριν συμπληρώσει τα τέσσερα χρόνια του. Η γιαγιά μου αρί ( αρίνα) ήταν βέρα Αθηναία, μια γλυκύτατη μορφή, που καθόλου άδικα τη λέγαμε «άγια». Διονύσης Ζαχαρόπουλος γύρισε στην Αθήνα απ’ τη έα Υόρκη, με μια αξιολογότατη περιουσία κι άνοιξε στην οδό Φιλελλήνων ένα πρότυπο για την εποχή του οδοντιατρείο. Η δουλειά του αυξανόταν γεωμετρικά κι η οικογένεια Ζαχαροπούλου έζησε τότε τα πιο άνετα οικονομικά, όμορφα κι ευτυχισμένα χρόνια της ιστορίας της. πατέρας του παππού Διονύση όμως, είχε μεγαλομανία και παράλληλα ασκούσε μεγάλη επιρροή πάνω στον γιο του. Έτσι, εκτός του ότι τού είχε φάει πολλά λεφτά υπό τύπον «δανεικών», τον παρέσυρε σε κάποιες μεγαλεπήβολες και πολύ επικίνδυνες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να χάσει όλη την περιουσία του και να καταστραφεί τελείως οικονομικά. Η καταστροφή ήταν τόσο μεγάλη, που η οικογένεια των Ζαχαροπουλαίων αναγκάσθηκε να γίνει εσωτερική μετανάστρια αυτή τη φορά. Έτσι, για τέσσερα χρόνια αυτοεξορίσθηκαν στα Σέρβια, ένα μικρό χωριό έξω απ’ την οζάνη, για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν. Αυτό διέκοψε βίαια τις σπουδές όλων των παιδιών, στη ομική (Τάκης) στην τότε ΑΣ ΕΕ ( έτρος κι Ευριπίδης) και στο Εθνικό Ωδείο ( ούλα), ενώ τ’ αγόρια μπήκαν στη βιοπάλη, για να στηρίξουν τη χειμαζόμενη οικογένεια. Η μητέρα μου, που ήταν εξαιρετικό ταλέντο στο πιάνο, είχε πολύ καλή φωνή κι είχε βγει πρώτη στην τάξη της, εγκατέλειψε κι αυτή με πολλή πίκρα και παράπονο το Ωδείο. Ακόμη και στα 80 της, όταν ακούμπαγε τα δάχτυλά της στα ασπρόμαυρα πλήκτρα, απογειωνόταν κι εκείνη κι οι συγγενείς και φίλοι ακροατές της. Η Ελένη ουτούπη λοιπόν αποφάσισε ότι η ούλα Ζαχαροπούλου, μια γυναίκα, επτά χρόνια μεγαλύτερη απ’ τον έφηβο γιο της κι από μια οικογένεια, χωρίς κοινωνικούς τίτλους και κατεστραμμένη οικονομικά, δεν ταίριαζε στον κανακάρη της, ο οποίος δεν είχε καν τελειώσει ακόμη το σχολείο! Σ’ αυτή την αντίληψή της βρήκε εύκολα συμμάχους και τους άλλους δυο γιους της, τον Σταύρο, που είχε σπουδάσει ομικά, γαλλικά και πιάνο και ήταν Αξιωματικός του ιμενικού και τον ιλτιάδη, που δούλευε ως διορθωτής στην « αθημερινή». Αντίθετα, η μικρή Σάσα - χαϊδευτικό της Αλεξάνδρας- ήταν, όπως ανέφερα, με το μέρος του νεαρού ερωτευμένου ζευγαριού, αλλά η δική της φωνή δεν είχε καμιά δύναμη φυσικά μέσα στην οικογένεια. Έτσι βγήκε «απαγορευτικό» για τον γάμο του έλου με τη ούλα. Ίσως όχι εντελώς άδικα απ’ την πλευρά τους, πολύ περισσότερο για τα ήθη, τα έθι31


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

μα και τη νοοτροπία εκείνης της εποχής. Αυτό που ήταν όμως πολύ άδικο, ήταν ο τρόπος, με τον οποίο προσπάθησε η Ελένη ν’ αποτρέψει αυτόν τον γάμο. Είχε τόσο διεστραμμένη άποψη για την προστασία του γιου της και του οικογενειακού ονόματος, ώστε κατάγγειλε τον πατέρα μου στο δικτατορικό καθεστώς του . εταξά, «ως κομμουνιστή», για να τον αποτρέψει πρακτικά απ’ το διάβημα του γάμου του. Για το συγκεκριμένο περιστατικό υπάρχει Θαλής ιππεύων αμνόν. παρακάτω η μαρτυρία του ίδιου του πατέΔεξιά η θεία Σάσα ρα μου, μέσα σ’ ένα «βιβλίο» που άρχισε να γράφει το 1972, αλλά δεν το τελείωσε δυστυχώς ποτέ. πατέρας, από έφηβος ήδη, ήταν σκληρό καρύδι. Δεν έπαιρνε από εντολές, διαταγές κι απαγορεύσεις. ολύ περισσότερο, όταν αυτές προέρχονταν απ’ την Ελένη, για την οποία έτρεφε τον απαραίτητο σεβασμό, αλλά λίγη αγάπη και καμία εκτίμηση. αι όχι αδίκως. Η Ελένη απασταμάτη ήταν επίσης βέρα Αθηναία και στα νιάτα της ήταν μια πανέμορφη, κοντή γυναίκα, με δυο γαλανά μάτια, τα οποία έλαμπαν ακόμη και λίγες στιγμές πριν απ’ τον θάνατό της, το 1961. πατέρας μου τής καταμαρτυρούσε ότι αποτέλεσε, με την οικογενειακή και κοινωνική στάση και συμπεριφορά της, καταστρεπτική τροχοπέδη για την ακόμη μεγαλύτερη πολιτική ανέλιξη του παππού μου. Της καταμαρτυρούσε επίσης -γεγονός που βίωσα κι εγώ- ότι διέλυσε ουσιαστικά την οικογένεια, μετά τον θάνατο του παππού μου κι ότι ήταν μια απ’ τις αιτίες, που εξανεμίσθηκε κυριολεκτικά ολόκληρη αυτή η τεράστια περιουσία, που είχε δημιουργήσει ο παππούς, ο οποίος είχε κάνει όμως το λάθος να μην αφήσει διαθήκη. αι πράγματι, με συνεχείς ίντριγκες και με περιστασιακές, διαφορετικές κάθε φορά, συμμαχίες με τους γιους της Σταύρο και ιλτιάδη, οδηγούσε συνεχώς την οικογένεια στα δικαστήρια, μ’ ένα και μοναδικό στόχο πάντα: τη διεκδίκηση του μεγαλύτερου τμήματος της περιουσίας, σε βάρος του «βενιαμίν» έλου και της αφεντιάς μου, ως μοναδικού κληρονόμου της Σάσας, σύμφωνα με τη διαθήκη της. Τελικά, η έλλειψη οικογενειακής συνεννόησης κι ομόνοιας κι οι συνεχείς δικαστικοί αγώνες είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση ολόκληρης της περιουσίας, που πέρασε στα χέρια επιδέξιων καταπατητών και ανελέητων τοκογλύφων. Φθάνει να αναφερθεί ότι από 50 στρέμματα στη σημερινή Εθνική δό, στο ύψος του κόμβου της Βαρυμπόμπης, 4 στην Εκάλη, 25 στη Βουλιαγμένη, 25 στην ηφισιά και 150 στον οκκιναρά, τη σημερινή ολιτεία, στην κατοχή της οικογένειας έμειναν μόνο δύο στρέμματα της μερίδας του πιο 32


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ύργος πριν και μετά την αποκατάστασή του

συνετού απ’ τ’ αδέλφια, ιλτιάδη κι ο ύργος στην ηφισιά, ο οποίος αφού ερείπωσε εγκαταλελειμμένος, παραχωρήθηκε στον Δήμο ηφισιάς, που τον ανακαίνισε και τον εγκαινίασε το 2013 ως μουσείο. ικρή λεπτομέρεια: ο Δήμαρχος δεν φρόντισε να με καλέσει στα εγκαίνια, παρά το γεγονός ότι η δημοσιογράφος ίνα Βλάχου που ήταν μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου, όχι απλώς είναι πολλά χρόνια φίλη μου, αλλά μού είχε μιλήσει και για την αποκατάσταση του ύργου κι επομένως η ύπαρξη του συνονόματου εγγονού ήταν γνωστή! Γυρίζοντας στον γάμο των γονιών μου, όταν ο πατέρας είδε ότι δεν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα να εγκρίνει αυτόν τον γάμο η οικογένειά του, πεισματωμένος κι οργισμένος απ’ την αδιανόητη για μάνα στάση της Ελένης, αποφάσισε να κλέψει τη μητέρα μου, με τη συμπαράσταση των αδελφών της και κυρίως του μικρότερου, του Ευριπίδη, που ήταν ήδη φίλος του απ’ το Βαρβάκειο και από τον οποίο είχε γνωρίσει και τη ούλα, σε κοινές, φιλικές κοινωνικές εξόδους. αντρεύθηκαν τελικά, μετά τη γέννησή μου, γι’ αυτό κι η ταυτότητά μου, με εμφανίζει εννέα μήνες μικρότερο. Γράφει ότι γεννήθηκα στις 9 ουλίου του 1941!... Το τολμηρό αυτό από κάθε άποψη γαμήλιο διάβημα και ακόμη περισσότερο, το «εξώγαμο τέκνο» φανερώνουν τρία πράγματα: τον μεγάλο, παθιασμένο έρωτα του πατέρα για τη μητέρα μου, τη γενναιότητα και τη λεβεντιά του, 33


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

αλλά και την «άγνοια του κινδύνου», που χαρακτηρίζει συνήθως τους εφήβους. Ήταν ένα παιδί, που χωρίς καν να έχει τελειώσει ακόμη το σχολείο, χωρίς πόρους οικονομικούς και σε μια εποχή, που είχε αρχίσει να μυρίζει μπαρούτι, αποφάσισε να δημιουργήσει οικογένεια ή απλώς δεν… πρόσεξε! υσιαστικά έκανε ένα άλμα στο κενό είτε από αποκοτιά είτε από επιπολαιότητα, χαρακτηριστικά και τα δύο της εφηβείας.

Το πλαστό πιστοποιητικό της γέννησής μου

~•~

34


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

3

πόλεμος κι η κατοχή α το «μπαρούτι» ανεφλέγη μισή ώρα μετά τη γέννησή μου. Η Ελλάδα, δια στόματος του Δικτάτορα, ωάννη εταξά, είπε το μεγάλο « Χ » στην απρόκλητη επίθεση της φασιστικής ταλίας, απαντώντας με τη φράση « οιπόν έχουμε πόλεμο», στο ιταμό τελεσίγραφο, που του παρέδωσε ο ταλός ρέσβης.

Δεν το «είπε ο λαός» το « Χ » , όπως προπαγανδίζουν ανιστόρητα κι ασύστατα αριστερές φωνές, γιατί απλούστατα δεν υπήρξε χρόνος και συνθήκες για να ρωτηθεί. . εταξάς το είπε, χωρίς να ρωτήσει, αλλά ερμηνεύοντας σωστά τον ελληνικό λαό. αι δεν υπηρετεί την αλήθεια και το εθνικό συμφέρον αυτή η αριστερή προπαγάνδα. Άλλο η επονείδιστη επιβολή της δικτατορίας κι άλλο η υπερήφανη, εθνική στάση του . εταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο, που έδινε στην Ελλάδα περιθώριο δύο μόλις ωρών για ν’ απαντήσει. Το « Χ » του εταξά, όπως πέρασε στην ιστορία, επικυρώθηκε έμπρακτα απ’ ολόκληρο τον Ελληνικό λαό, ο οποίος έσπευσε στον πόλεμο, ενωμένος, σαν

Η γιαγιά Ελένη με τον εγγονό της δίπλα η μητέρα με τον θείο και νονό

35

ιλτιάδη


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Θαλής Β’, στον θρόνο του, έξω από τον

μια γροθιά (εκτός του

Ε ΤΑ

ύργο «του» και δίπλα μα τον πατέρα του

Ε), λες και πήγαινε σε γιορτή!

έσα λοιπόν στον πόλεμο, ένα παλικάρι 18 ετών, βρίσκεται ξαφνικά με μια γυναίκα κι ένα παιδί, χωρίς σπίτι και χωρίς δουλειά. εριουσία υπάρχει τεράστια απ’ τον πατέρα του, αλλά μετρητά ούτε δραχμή, αφού δεν είναι αξιοποιήσιμη. ιάνει δουλειά στο Α και καταφέρνει να στεγάσει τη φαμίλια του στον ύργο, που είχε κτίσει ο παππούς στην άτω ηφισιά, μέσα σ’ ένα αγρόκτημα 25 στρεμμάτων. Η γέννησή μου είχε μαλακώσει κάπως τη γιαγιά μου Ελένη, που «επέτρεψε» στον «άσωτο υιό» τη χρήση του ύργου, που ανήκε σ’ εκείνη και στον ιλτιάδη. ε βάση μια πρόχειρη και άτυπη διανομή που είχαν κάνει για το κτήμα της ηφισιάς, η Ελένη κι ο ιλτιάδης πήραν από μισό ύργο και 2 στρέμματα ο καθένας, ο Σταύρος 15 στρέμματα κι ο πατέρας κι εγώ 6 στρέμματα, μαζί με τον οικίσκο γκαράζ και κατοικία του οδηγού του παππού. Η αδικία σε βάρος του πατέρα και σε βάρος μου (που είχα κληρονομήσει ολόκληρο το 1/5 της περιουσίας απ’ τη θεία Αλεξάνδρα), είναι οφθαλμοφανής απ’ αυτή τη «διανομή», αλλά επειδή είχαμε απόλυτη ανάγκη να βάλουμε «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας», ο πατέρας συμβιβάσθηκε, για ν’ αποφύγει τους μακρόχρονους δικαστικούς αγώνες.

ύργος ύργος ήταν μια μεγάλη έπαυλη, πολύ ωραία και καλαίσθητη απομίμηση μεσαιωνικού κεντροευρωπαϊκού πύργου, που είχε κτίσει ο παππούς, στις αρχές της δεκαετίας του 1910. Ήταν ένα επιβλητικό, μεγάλο και στέρεο, τετράγωνο διώροφο κτίσμα, μ’ ένα στρογγυλό πύργο στη νοτιοδυτική γωνιά του, που εξείχε απ’ το κυρίως οικοδόμημα οκτώ περίπου μέτρα. Ήταν κτισμένος με σκαλισμένη πέτρα, σ’ ένα περίεργο μπλε- γκρι χρώμα, και δέσποζε στην περιοχή, καθώς ήταν θεμελιωμένος πάνω σ’ ένα βραχώδες ύψωμα, τεσσάρων 36


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

περίπου μέτρων. Στον πρώτο όροφο είχε μια τεράστια σαλοτραπεζαρία με τζάκι, δυο ακόμη μεγάλα δωμάτια επίσης με τζάκι, όπως άλλωστε όλα τα δωμάτια του ύργου, ένα γραφείο και μια κρεβατοκάμαρα, μια πελώρια κουζίνα, μ’ ένα μεγάλο μαντεμένιο μαγειρείο και φούρνο που δούλευε με κάρβουνα, μια αποθήκη, το μπάνιο με κανονική εμαγιέ μπανιέρα και δυο μεγάλες σκεπαστές βεράντες, μια νοτιοδυτική και μια βορειοανατολική. Σ’ αυτή τη δεύτερη, που απείχε απ’ το έδαφος τέσσερα περίπου μέτρα, μου ‘δωσε η μητέρα μου το πρώτο μάθημα για την αξία της αλήθειας. ρέπει να ήμουνα 3- 4 χρονών κι είχα ακουμπήσει το ποτήρι μου με το γάλα πάνω στο πρεβάζι της βεράντας. ε κάποια απρόσεκτη κίνηση του χεριού μου όμως, πέταξα το ποτήρι κάτω, στο χώμα. Έτρεξα και το είπα στη μητέρα μου. ε πήρε απ’ το χέρι, κατεβήκαμε μαζί κάτω και βρήκαμε το ποτήρι άθικτο, επειδή είχε προσγειωθεί πάνω σ’ ένα παχύ στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων. αι τότε μου είπε η μητέρα μου ότι το ποτήρι δεν είχε σπάσει, επειδή είχα πει την αλήθεια. Απλοϊκή ίσως, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική αγωγή. Στον επάνω όροφο ο ύργος είχε άλλα πέντε δωμάτια, ένα μπάνιο και δυο βεράντες, ίδιες σε μέγεθος και θέση με τις κάτω, αλλά ξέσκεπες. Στο τεράστιο υπόγειο υπήρχε ένα κελάρι, αποθήκη κι ένα μεγάλο δωμάτιο. Στο μοναδικό μικρό, διακοσμητικό, ημικυκλικό μπαλκόνι στην πρόσοψη της έπαυλης, με σιδερένια κάγκελα, πρόβαλλε περήφανο το σύμπλεγμα των αρχικών του παππού μου «ΘΣ »: Θαλής ουτούπης, του Σταυριανού. στρογγυλός ύργος υψωνόταν σε συνολικό ύψος δεκαπέντε περίπου μέτρων κι είχε πάνω- πάνω ένα ολοστρόγγυλο δωμάτιο, όλο παράθυρα γύρωγύρω, που το έλεγα «γυάλινο» και τέλειωνε σε μια μικρή ταρατσούλα, με πολεμίστρες. Το παιδικό όνειρό μου ήταν να μείνω κάποτε σ’ αυτό το γυάλινο δωμάτιο. Όνειρο, που δεν ευτύχησα ποτέ να ζήσω. Ίσως γι’ αυτό, επί εικοσπέντε χρόνια (1978- 2003) νοίκιαζα και ζούσα σε «γυάλινα» σπίτια. Σπίτια, οι χώροι υποδοχής των οποίων ήταν διαμπερείς, με μεγάλες γυάλινες επιφάνειες και ανεμπόδιστη θέα στον ορίζοντα.Στην ταράτσα είχε επίσης κανονικές πολεμίστρες γύρω- γύρω και τρία βοηθητικά δωμάτια στην ακρινή βόρεια πλευρά της, προφανώς για το βοηθητικό προσωπικό. Τα πατώματα του ύργου ήταν παντού μωσαϊκά, οι τοίχοι είχαν περίπου 30 εκ. πάχος και τα κουφώματα ήταν δρύινα. προστά, αριστερά απ’ τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, που οδηγούσε στη βαριά δρύινη είσοδο του ύργου, ήταν το Θυρωρείο και είκοσι μέτρα πιο αριστερά, ένας διώροφος οικίσκος. Στο ισόγειό του ήταν το γκαράζ για την ανοιχτή, πολυτελή, πρώην πρωθυπουργική Ford του παππού μου, μοντέλο του 1932, μια κουζινίτσα και μια τουρκική τουαλέτα και στον πρώτο όροφο τρία δωμάτια, περίπου 3 Χ 4 μ. το καθένα, για την οικογένεια του οδηγού. 37


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

ύργος ήταν ολόκληρος πνιγμένος στο πράσινο, καθώς τον περικύκλωναν, μια μεγάλη βελανιδιά στη νότια πρόσοψη, πεύκα στη βόρεια πλευρά και ακακίες στην ανατολική, ενώ τα παρτέρια του ήταν γεμάτα από αγγελικές, σκίνα και λουλούδια, ζουμπούλια βιολέτες, πανσέδες και μεγάλες τριανταφυλλιές. Τέλος, ένα θεόρατο γιασεμί αγκάλιαζε τον στρογγυλό ύργο. Ακόμη και τ’ απαραίτητα «φαντάσματα» είχε ο ύργος, όπως έλεγαν οι κάτοικοι της περιοχής. Το εκπληκτικό είναι ότι, όταν έγιναν κάποιες σοβαρές εργασίες ανακαίνισής του, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, στα θεμέλια του ύργου - που ανασκάφηκαν, για να τον στηρίξουν με μια χοντρή τσιμεντένια κεντρική κολώνα, που έδεσε τα τοιχώματά του με μια επίσης, τσιμεντένια στριφογυριστή σκάλα, αντί της μέχρι τότε ξύλινης- βρέθηκαν δώδεκα κάσες με ανθρώπινους σκελετούς! ανείς δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά να μάθει, πώς βρέθηκαν αυτοί οι σκελετοί εκεί και σε ποιους ανήκαν.

Τα « ατσαβουρέικα» Είναι όμορφο να μένεις σ’ ένα τέτοιο ύργο, με τη φύση παρθένα γύρω σου. Η ζωή όμως ήταν δύσκολη. Τα χρήματα, που κέρδιζε ο πατέρας μου ήταν ελάχιστα. Αυτοκίνητο, τηλέφωνο, ηλεκτρικές συσκευές δεν υπήρχαν φυσικά ούτε καν ένα ραδιόφωνο. ύργος απείχε περίπου 15’ λεπτά με τα πόδια, σε χωματόδρομο, απ’ το τέρμα του λεωφορείου της άτω ηφισιάς. Η περιοχή ήταν σχεδόν ακατοίκητη, με τρία χαμόσπιτα όλα κι όλα, σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων περιμετρικά απ’ τον ύργο. Η πιο κοντινή σοβαρή αγορά βρισκόταν στον λάτανο της ηφισιάς, μισή ώρα μακριά, με τα πόδια, ενώ για πρόχειρες αγορές υπήρχαν κάποια μαγαζάκια στο τέρμα του λεωφορείου, στα « ατσαβουρέικα». Η περιοχή είχε πάρει αυτό το όνομα απ’ το μαγαζί του « ατσαβούρα», που σήμερα είναι το πολυτελές εστιατόριο, «Τηλέμαχος». Τηλέμαχος είναι γιος του « ατσαβούρα», που είχε αποκτήσει αυτό το παρατσούκλι, απ’ τη μανία του για καθαριότητα. Είχε ένα μπακάλικο, που έπαιζε τον ρόλο και του καφενείου και του ουζάδικου κι όλη τη μέρα ήταν με μια πατσαβούρα στο χέρι, καθαρίζοντας τα λιγοστά τσίγκινα τραπεζάκια του. Τη νύχτα, το τοπίο ήταν κατασκότεινο κι απειλητικό, ειδικά την εποχή του πολέμου και μετά της κατοχής. Η οικονομική ανέχεια όμως καλυπτόταν ικανοποιητικά στον τομέα της διατροφής απ’ το «κτήμα» μας των έξι στρεμμάτων, το οποίο είχε νοικιάσει σε αγρότες καλλιεργητές ο πατέρας μου. Η οικογένεια εξισορροπούσε έτσι τα γλίσχρα εισοδήματα του πατέρα, εξασφαλίζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα στον πόλεμο και την κατοχή, αρκετά ζαρζαβατικά, πουλερικά, αρνιά και κατσίκια, γάλα, αυγά και μεγάλη ποικιλία φρούτων, όπως καρπούζια, πεπόνια, ροδάκινα, μήλα, αχλάδια, σύκα, σταφύλια, βερίκοκα, κεράσια, μούρα και πορτοκάλια. Έτσι, μεγάλωνα μέσα σε μια οξύμωρη αντίθεση: σ’ ένα τεράστιο, κλασικό 38


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

μεγαλοαστικό σπίτι, επιπλωμένο με πανάκριβα, βαριά έπιπλα και με πολυτελή σερβίτσια, στη μέση μιας κατ’ εξοχήν αγροτικής περιοχής και σε μια εποχή ανέχειας φτώχειας πείνας και δυστυχίας.

νήμες γερμανικές και άλλες Τα χρόνια περνάνε, χωρίς η μνήμη μου να έχει καταγράψει πολλά από κείνη την εποχή. Θυμάμαι ολοζώντανα όμως μερικά περιστατικά, όπως τα βαφτίσια μου, όταν ήμουν πέντε χρόνων και τέσσερεις εικόνες, που συνδέονται με τον πόλεμο, την κατοχή και τους Γερμανούς, που είχαν επιτάξει, απ’ το 1941 έως το 1944 που έφυγαν απ’ την Ελλάδα, τον επάνω όροφο του ύργου και το κτήμα, στερώντας μας απ’ τη διατροφή μας, που εξασφαλίζαμε απ’ αυτό. Η πρώτη ανάμνηση φέρνει στον νου μου ένα βράδυ, που τρώγαμε στη μεγάλη τραπεζαρία, με τα βαριά, σκαλιστά έπιπλα, εποχής 1910- 1930. Το μεγάλο, τετράγωνο, δρύινο τραπέζι μ’ ένα βαρύ, σκαλισμένο κεντρικό πόδι, ήταν στρωμένο με λινό τραπεζομάντηλο, πορσελάνινα πιάτα απ’ την ίνα με θαυμάσια σχέδια, ασημένια μαχαιροπήρουνα και κρυστάλλινα ποτήρια - όλα «προίκα» της γιαγιάς απ’ τον παππού- και γύρω του καθόμαστε η μητέρα μου, ο πατέρας μου, η θεία μου Σάσα κι εγώ. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, αυτή ακριβώς η πολυτέλεια αποτελούσε απόδειξη φτώχιας και ανέχειας. Το σπίτι απλούστατα δεν είχε άλλα σκεύη, πρόχειρα, καθημερινά, παρά μόνον αυτά, που συνήθιζε να φέρνει ο παππούς μου απ’ τα ταξίδια του σ’ ολόκληρο τον κόσμο. ι ήταν κωμικοτραγική η θέα της φτωχικής φασολάδας, με «γαρνιτούρα» πράσινες, τσακιστές ελιές, ρέγκα ψημένη σε εφημερίδα, λαχανίδα και μπομπότα, μέσα σ’ αυτό το επιβλητικό, πολυτελές περιβάλλον. άποια στιγμή κτύπησε συναγερμός. Ήταν άλλη μια επιδρομή των συμμαχικών απελευθερωτικών αγγλικών αεροπλάνων. πατέρας μου κι η μητέρα μου σηκώθηκαν αμέσως απ’ το τραπέζι, έσβησαν τα φώτα και τράβηξαν τα χράμια, που ήταν κρεμασμένα στα παράθυρα, ακριβώς για τις ώρες που χρειαζόταν συσκότιση, πήραν δυο κεριά κι εμένα απ’ το χέρι και τρέξαμε όλοι, μαζί με τη Σάσα, στο καταφύγιο. Το «καταφύγιο» ήταν ένα αυτοσχέδιο όρυγμα βάθους περίπου δύο μέτρων, στο κομμάτι του κτήματος, που ήταν μπροστά απ’ τον ύργο, σε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων. άνω απ’ το όρυγμα είχαν τοποθετήσει κορμούς δέντρων, κλαδιά, πέτρες, χώμα και πάνω-πάνω το ξεκοιλιασμένο απ’ την έκρηξή της σιδερένιο κουφάρι μια μεγάλης βόμβας μήκους περίπου τριών μέτρων. Δεν είχαμε προλάβει καλά- καλά να μπούμε στο καταφύγιο, όταν σήμανε λήξη του συναγερμού. Γυρίσαμε στον ύργο και συνεχίσαμε να τρώμε την κρύα πια φασολάδα μας. Γεύμα «βασιλικό» για πολλούς Έλληνες εκείνη την εποχή. Σε τρία λεπτά περίπου όμως, ο συναγερμός ξανακτύπησε και «ξαναπαί39


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

χθηκε» η ίδια ακριβώς σκηνή. Θυμάμαι ότι, την τρίτη φορά που επαναλήφθηκε ο συναγερμός, η Σάσα, πήρε μαζί της στο «καταφύγιο» το πιάτο της με τη φασολάδα. ι είχε κάνει πολύ καλά, γιατί ο τρίτος συναγερμός κράτησε πάνω από μισή ώρα. Η Σάσα ήταν μια πανέμορφη μελαχρινή κοπέλα, που με λάτρευε. έθανε δυστυχώς στα 23 χρόνια της, από μηνιγγίτιδα, έξη μόλις μήνες, πριν έρθει η πενικιλίνη. Στη διαθήκη της, με άφησε μοναδικό κι αποκλειστικό κληρονόμο της, πράγμα, που δεν τής συγχώρεσε ποτέ η γιαγιά μου Ελένη, η μάνα της, που την καταριόταν πάνω απ’ τον φρέσκο τάφο της. Η δεύτερη εικόνα είναι «κυνική». ι Γερμανοί δεν είχαν επιτάξει μόνον τον επάνω όροφο του ύργου, αλλά κι ολόκληρο το κτήμα, με τις καλλιέργειες σε πατάτες, ντομάτες και λαχανικά, τα ζώα, πρόβατα, κατσίκια, κότες, κουνέλια, καθώς και τα δεκάδες οπωροφόρα δέντρα. ι συκιές μάλιστα είχαν κάνει “αντίσταση”, σε βάρος των Γερμανών, επειδή, καθώς δεν είχαν ξαναδεί σύκα στη ζωή τους, τα έτρωγαν άγουρα, με αποτέλεσμα να πρήζονται τα χείλια τους απ’ το «γάλα» τους, ενώ τα ώριμα τα πετούσαν, γιατί νόμιζαν ότι είχαν σαπίσει! πρώτος επικεφαλής Γερμανός οχαγός ήταν πολύ καλός, ευγενικός και φιλικός κι επέτρεπε να «σιτιζόμαστε» κι εμείς απ’ τα προϊόντα του κτήματος και μερικές φορές μάλιστα έφερνε μαρμελάδες και σοκολάτα για τον μικρό «Ταλής». Αυτός, που τον διαδέχθηκε όμως, ήταν σκέτος αζί και δεν μάς άφηνε να πάρουμε ούτε μια ντομάτα απ’ το κτήμα. Θυμάμαι λοιπόν ακόμη με πόνο, τη σκληρή όσο και παράλογη άρνησή του, να ικανοποιήσει μια θερμή και εντελώς ανώδυνη γι’ αυτόν παράκληση ενός παιδιού τεσσάρων ετών. Ήταν μια μουντή φθινοπωρινή μέρα, που οι Γερμανοί του ύργου άρχισαν να τα μαζεύουν, για να φύγουν. Είχαν ένα πανέμορφο θηλυκό λυκόσκυλο, την Ίρμα, που είχε γεννήσει πριν από λίγες μέρες τέσσερα τρισχαριτωμένα κουτάβια, μέσα σ’ ένα κάρο, που ήταν ακουμπισμένο όρθιο στην κουκουναριά, έξω απ’ την είσοδο της «αυλής» του ύργου. Ζήτησα λοιπόν ένα απ’ αυτά τα κουτάβια, την ώρα που οι Γερμανοί φόρτωναν τα τελευταία πράγματά τους σ’ ένα φορτηγό. αζί οχαγός άρχισε να μού «γαβγίζει»! ίγο έλειψε να με «δαγκώσει» κι εγώ, κατατρομαγμένος άρχισα να κλαίω σπαρακτικά απ’ την άκαρδη άρνηση του Γερμανού, αλλά κι από φόβο. Η τρίτη εικόνα, της οποίας έζησα μόνον την πρώτη φάση, ήταν κωμικοτραγική. Ήταν αργά ένα βράδυ, γύρω στα μεσάνυχτα. Εγώ ήμουνα κατ’ εξαίρεση ξύπνιος, γιατί «γιορτάζαμε» την ενηλικίωση του πατέρα μου, 17 οεμβρίου του 1943. Στη μεγάλη σάλα του ύργου, μετά την αποχώρηση κάποιων φίλων του πατέρα, είχαν μείνει οι γονείς μου, η Σάσα και τα δυο αδέλφια της μητέρας μου, οι πολυαγαπημένοι θείοι μου, Ευριπίδης και έτρος. 40


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

άποια στιγμή ακούσθηκαν δυνατές φωνές και γερμανικά τραγούδια. ι Γερμανοί γύριζαν από κάποιο γλέντι τους, προφανώς μεθυσμένοι. Ακούσαμε πρώτα από μακριά, τα φάλτσα τραγούδια τους, τα χαχανητά τους και τις άναρθρες κραυγές τους, μετά την εξώπορτα του ύργου ν’ ανοίγει κι ύστερα τα βαριά βήματα απ’ τις αρβύλες τους πάνω στο μωσαϊκό του διαδρόμου και στην ξύλινη σκάλα, που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο και, τέλος, την επάνω πόρτα να κλείνει με δύναμη. Το κέφι της μικρής παρέας χάλασε και σύννεφα ανησυχίας απλώθηκαν στη σάλα, ενώ η μητέρα μου με πήρε και μ’ έβαλε να κοιμηθώ. Τα παρακάτω τα έμαθα την επομένη, από δική της διήγηση. Δεν είχαν περάσει λοιπό ούτε πέντε λεπτά απ’ την επιστροφή των Γερμανών, όταν ακούσθηκαν πάλι βαριά βήματα, αυτή τη φορά να κατεβαίνουν τη σκάλα κι αμέσως μετά έντονα κτυπήματα στην πόρτα της σάλας του ισογείου. πατέρας μου σηκώθηκε ν’ ανοίξει και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ ένα λούγκερ και τον Γερμανό που το κράταγε να λέει κάποιες ακατάληπτες γερμανικές φυσικά φράσεις, να δείχνει τη Σάσα και να κάνει νόημα προς τον επάνω όροφο. Δεν χρειαζόταν να ξέρει κανείς γερμανικά, για να καταλάβει, τι ζητούσε ο οχαγός. Ήθελαν τη Σάσα, για να συνεχίσουν το γλέντι τους. Δεν έμαθα με ποιο τρόπο, ο πατέρας μου τον έπεισε να του δώσει λίγο χρόνο κι ο Γερμανός έφυγε. όλις έκλεισε η πόρτα, παγωμάρα και φόβος γέμισαν τη σάλα. Όχι όμως πανικός. ρώτος μίλησε ο έτρος, που ήταν ένας εξαιρετικά ήπιος χαρακτήρας, που δεν μάλωσε ποτέ, με κανένα στη ζωή του. Δεν τον θυμάμαι ούτε μια φορά να είχε καν υψώσει τη φωνή του. Ωραίος άντρας, ψηλός για την εποχή του, ξανθός, με καστανά μάτια και μια μάλλινη ξανθή… γούνα, που κάλυπτε ολόκληρο το κορμί του. Το κυριότερο χαρακτηριστικό του όμως ήταν το χιούμορ, το οποίο δεν έχασε ποτέ, ακόμη κι όταν - πολλά χρόνια αργότερα- ήξερε ότι πεθαίνει. - Θα πάω εγώ, είπε ο έτρος. ι υπόλοιποι τον κοίταξαν έντρομοι, σαν τρελό. αρά ταύτα, τους έπεισε ότι αυτή ήταν η μοναδική λύση. ήγε με τη μητέρα μου στην κρεβατοκάμαρά της και γύρισε σε λίγο βαμμένος και ντυμένος γυναίκα, με μια έξωμη τουαλέτα της μητέρας μου. Το θέαμα αυτής της «γυναίκας», με τα τριχωτά χέρια και πόδια και κυρίως την τριχωτή πλάτη και το δασύτριχο στήθος, ήταν ξεκαρδιστικό, αλλά και συνάμα τραγικό, αν σκεφτόταν κανείς, τι ήταν έτοιμος να κάνει. Το πιθανότερο ήταν ότι οι μεθυσμένοι κατακτητές δεν θα εκτιμούσαν καθόλου αυτό το είδος του χιούμορ του έτρου, με απρόβλεπτες κι ίσως τραγικές συνέπειες. - Αν αργήσω, μην ανησυχήσετε! Θα πει ότι περνάω καλά, είπε, κλείνοντας 41


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

το μάτι του και την πόρτα πίσω του. ι υπόλοιποι έμειναν στις θέσεις τους μαγκωμένοι, με κομμένη την ανάσα και τεντωμένα τ’ αυτιά τους. Ευτυχώς, η παλικαρίσια αποκοτιά του έτρου είχε αίσιο τέλος, αφού κατέβηκε μετά από λίγη ώρα «νικητής», χαμογελαστός και κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι, που τού είχαν προσφέρει οι Γερμανοί. ώς συνεννοήθηκε μαζί τους, πώς δεν θεώρησαν την «κοροϊδία» του θανάσιμη προσβολή για τη στολή τους και τον ανδρισμό τους, πώς τους έπεισε όχι μόνον να παραιτηθούν απ’ τις συγκεκριμένες σεξουαλικές ορέξεις τους για τη Σάσα, αλλά και να τού προσφέρουν κρασί, χωρίς να ξέρει ούτε μία γερμανική λέξη, έμεινε για πάντα ένα μεγάλο μυστήριο. Η τέταρτη πολεμική μνήμη μου, είναι η εικόνα ενός Γερμανού στρατιώτη, ο οποίος είχε ανέβει στην ταράτσα του ύργου και χρησιμοποιώντας ως φυσικό οχυρό του τις πολεμίστρες - πού να το φανταζόταν ο παππούς μου ότι οι διακοσμητικές πολεμίστρες που έκτισε θα εύρισκαν πραγματικό πολεμικό ρόλο ύπαρξης!- και προσπαθούσε να κτυπήσει και να ρίξει τα συμμαχικά αεροπλάνα, που προσγειώνονταν ή απογειώνονταν απ’ το κοντινό αεροδρόμιο του Τατοΐου. Το τελευταίο που θυμάμαι, έως τα πέντε χρόνια μου, είναι η βάφτισή μου. Βαφτίσθηκα μεγάλος, πράγμα μάλλον φυσικό για κείνες τις ταραγμένες εποχές του πολέμου και της κατοχής. Βαφτίσθηκα στη μεγάλη σάλα του ύργου, ακριβώς στα πέντε μου. Θυμάμαι την τεράστια, όπως μου φαινόταν τότε, κολυμπήθρα και τους τρεις νονούς μου, τον αδελφό του πατέρα μου ιλτιάδη και δυο φίλους του, ένα ηφισιώτη χασάπη, φίλο της οικογένειας, που συχνά μού έφερνε σπλήνα για την αδενοπάθειά μου και τον . αντζαβελάκη. Η βάφτισή μου ήταν επίσης επεισοδιακή, όπως κι η γέννησή μου. Εκείνη την εποχή οι ιερείς ήταν εξαιρετικά αυστηροί στην εφαρμογή του ερού ανόνα ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να βαφτίζονται με αρχαία ελληνικά ονόματα. Έτσι, ο παπάς αρνήθηκε να μου δώσει το όνομα του παππού μου, όπως τού είπε ο πρώτος νονός μου και θείος μου ιλτιάδης. Τότε, ο αντζαβελάκης πέταξε το όνομα «Σταύρος», με το οποίο καταδύθηκα στην κολυμπήθρα την πρώτη φορά. πατέρας, για κάποιο λόγο είχε βγει κείνη τη στιγμή απ’ τη σάλα. Έτρεξε η μητέρα μου και τον φώναξε, ενώ ο παπάς με είχε ήδη βαφτίσει και « ικόλαο» στη δεύτερη κατάδυσή μου, σύμφωνα με την πρόταση του φίλου χασάπη. Τότε ακριβώς ήταν, που ο πατέρας μου όρμησε στη σάλα, μ’ άρπαξε απ’ τα χέρια του παπά, βρεγμένο, λαδωμένο και κλαίοντα και του είπε: - Ή τον βγάζετε Θαλή ή δεν το βαφτίζω το παιδί! Την ανάγκη φιλοτιμία κάνοντας ο ιερέας, με βούτηξε την τρίτη φορά στην 42


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

κολυμπήθρα, ψάλλοντας «βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Θαλής»... ίγα λεπτά αργότερα, ντυμένος με τα βαφτιστικά μου κι ανεβασμένος στο τραπέζι της τραπεζαρίας, μοίραζα μόνος μου τα κουφέτα στους καλεσμένους. Όσο για την ταυτότητά μου, γράφει «Σταύρος- Θαλής», αλλά αυτό, εκτός απ’ τις δημόσιες αρχές κι υπηρεσίες, δεν το ξέρουν πάνω από δέκα άνθρωποι. ~•~

43


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

4

Εμφύλιος και το

Ε ΤΑ

εταξουργείο

τα χρ α περνάνε με δυσκολία στην ηφισιά. Το κακό είναι η οικονομική ανέχεια. Το καλό είναι ότι εγώ ζω μια καθαρά αγροτική - «οικολογική», όπως θα τη λέγανε σήμερα- ζωή. Τριγυρίζω στο κτήμα, κυρίως τα καλοκαίρια, αλλά και τον χειμώνα και μαθαίνω να σκαλίζω, να σπέρνω, να φυτεύω, να ποτίζω, να κόβω ξύλα, να περιποιούμαι τα ζωντανά, να μαζεύω φασόλια, ντομάτες, πατάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες απ’ το χωράφι και φρούτα απ’ τα δέντρα. υκλοφορώ συνήθως ξυπόλητος, μ’ ένα κοντό παντελονάκι, κάνω μπάνιο στη στέρνα- πισίνα, ακόμη και τον οέμβριο, με το νερό να βγαίνει παγωμένο από τα 130 μέτρα βάθος του αρτεσιανού πηγαδιού και γίνομαι ένα με τη φύση. Τα δραματικά Δεκεμβριανά δεν έφθασαν φυσικά στο κτήμα της ηφισιάς και καθώς δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε εφημερίδα στο σπίτι κι οι γονείς μου δεν με ενημέρωναν βέβαια, δεν με άγγιξαν! Βέβαια και να μ’ ενημέρωναν, τι θα καταλάβαινα;…

Το Φύλλο ορείας του πατέρα για τον εμφύλιο

ι έρχεται ο εμφύλιος του 1947. πατέρας επιστρατεύεται και πάει στο «προκεχωρημένο» μέτωπο της οζάνης, όπου θα υπηρετήσει έως το 1950, συνεργαζόμενος παράλληλα με την « αθημερινή», ως πολεμικός ανταποκριτής. Τα χρήματα όμως είναι ουσιαστικά ανύπαρκτα πλέον κι η μητέρα μου δεν μπορεί φυσικά να μένει απομονωμένη στον ύργο της ηφισιάς, μ’ ένα παιδί επτά ετών. Έτσι, μετακομίζουμε στο σπίτι του παππού Διονύση και της γιαγιάς αρί, όπου έμεναν επίσης 44


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

εκείνη την εποχή τ’ αδέλφια της μητέρας μου, ο έτρος κι ο Ευριπίδης. μεγάλος αδελφός της, ο Τάκης είχε φύγει το 1946 για την Αμερική, όπου δούλευε στο εφοπλιστικό γραφείο του ιχάλη Γουλανδρή, που είχε το υπερωκεάνειο «Ελλάς». Η οικογένεια Ζαχαροπούλου είχε κληρονομήσει απ’ τον παππού Διονύση βαρηκοΐα. ρώτο μεγάλο θύμα ήταν ο Τάκης, ο οποίος τόλμησε μια «πειραματική» τότε επέμβαση στις Η Α το 1946, με αποτέλεσμα να χάσει το 100% της ακοής του κι απ’ τα δύο αυτιά. Ακολούθησε ο έτρος, ο Ευριπίδης, η μητέρα μου κι εγώ, που ζήσαμε με ακουστικά στ’ αυτιά μας! Το σπίτι όπου μετακομίσαμε ήταν μια μικρή ισόγεια μονοκατοικία, σχετικά καλοφτιαγμένη για την εποχή της και τη θέση της, με τρία δωμάτια όλα κι όλα, που έβλεπε σε μια κλασσική μεταξουργιώτικη αυλή, με άλλα δυο σπίτια, με είσοδο απ’ την οδό Αχιλλέως 51, ενώ είχε έξοδο και σ’ ένα μικρό χωμάτινο, αδιέξοδο δρομάκι 50 περίπου μέτρων, την οδό ολκού, κάθετη στη εγάλου Αλεξάνδρου. Σ’ αυτό το χωμάτινο σοκάκι έκανα όλα τα παιχνίδια μου, με τα γειτονόπουλα. Στο ένα δωμάτιο κοιμόταν ο παππούς κι η γιαγιά, στο άλλο, όπου υπήρχε κι ένα μικρό γραφείο, ο έτρος κι ο Ευριπίδης και στην «τραπεζαρία» η μητέρα μου κι εγώ. Στην κατ’ όνομα αυτή τραπεζαρία, εκτός απ’ το τραπέζι και τις καρέκλες φυσικά κι ένα ντουλάπι για τα σερβίτσια, υπήρχε στη μια γωνιά ένας γιούκος, με στρώματα και κλινοσκεπάσματα, που τα στρώναμε το βράδυ στο πάτωμα, για να κοιμηθούμε και τα ξεστρώναμε το πρωί και στην άλλη γωνιά ένα μικρό παραδοσιακό εικονοστάσι, όπου, με τη φροντίδα της γιαγιάς, έκαιγε μόνιμα το καντήλι με το λάδι και το λούπινο. Τα καλοκαίρια, κάπως «ανασαίναμε», γιατί ο έτρος κι ο Ευριπίδης κοιμόντουσαν στην ταράτσα. Υπήρχε φυσικά κι η κουζίνα με τα κάρβουνα και τη γκαζιέρα κι ένα υποτυπώδες αποχωρητήριο, με είσοδο απ’ την αυλή, με μια λεκάνη κι ένα τσίγκινο βρυσάκι για το «μπάνιο» μας. άποια στιγμή πάντως ανοίχθηκε μια εσωτερική πόρτα στην κατ’ ευφημισμό αυτή τουαλέτα, απ’ την κουζίνα. Τον ρόλο του ψυγείου έπαιζαν αιγινήτικα κανάτια για το νερό κι ένα «φανάρι» για τα τρόφιμα, ένα τετράγωνο, πράσινο «κουτί» με σίτα γύρω- γύρω, κρεμασμένο ψηλά, για να «παίρνει αέρα», και να προφυλάσσει τα λιγοστά φαγώσιμα απ’ τα ποντίκια, τις μύγες και τα ζωύφια. Για ανεμιστήρες ή –αδιανόητο τότε- κλιματισμό ούτε λόγος. Στις ζεστές μέρες του καλοκαιριού μόνο τ’ ανοικτά παράθυρα αναλάμβαναν να μάς δροσίσουν… Η πρώτη φροντίδα ήταν να γραφτώ στο σχολείο. Ήμουν πια επτά ετών. Βέβαια ο πατέρας μου δεν με είχε αφήσει εντελώς «αγράμματο». Είχε αρχίσει να με «διδάσκει» με τα «μεγάλα γράμματα» των εφημερίδων και μετά προχώρησε στα μικρά και στα βιβλία, ενώ παράλληλα μου μάθαινε κι αριθμητική. 45


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

Στην ταράτσα της Αχιλλέως 51, η γιαγιά αρί, ο θείος έτρος, η μητέρα κι εγώ, και δίπλα ο θείος Ευριπίδης, αγκαλιά με τη γυναίκα του Τατή, που πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, η αδελφή της Άννα, η γιαγιά αρί, ο θείος έτρος, η μητέρα κι εγώ

ήγαμε με τη μητέρα μου στο Ε’ Δημόσιο Δημοτικό Σχολείο του εταξουργείου, επί της οδού Αχιλλέως, δίπλα σχεδόν στο θέατρο « εροκέ» και διακόσια περίπου μέτρα μακριά απ’ το σπίτι. Διευθυντής - ύδης νομίζω λεγόταν, αν θυμάμαι καλά- μού έκανε μερικές ερωτήσεις και μετά είπε στη μητέρα μου: - ρίμα είναι να τον βάλω στη δεύτερη τάξη. Θα τον βάλω κατ’ ευθείαν στην τρίτη. Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει. Έτσι κι έγινε και σύμφωνα με την ταυτότητά μου, κέρδισα μια χρονιά, αφού τέλειωσα το Γυμνάσιο στα 17 μου... ταυτοτικώς! Αυτό το ταπεινό σχολείο, σ’ εκείνες τις τραχιές εποχές του εμφυλίου, όπου φοίτησα έως και την 5η Δημοτικού, μου έδωσε τις πρώτες γερές βάσεις. αι θα θυμάμαι πάντα μ’ ευγνωμοσύνη τον ήδη «γέρο» τότε στα μάτια μου δάσκαλό μου- ωνσταντινίδη μού φαίνεται ότι τον έλεγαν- ένα ψηλό, ξερακιανό, άντρα, με φαλάκρα, χοντρά γυαλιά μυωπίας και με τον χαρακτηριστικό τότε μαύρο, τετράγωνο χάρακα πάντα στο δεξί χέρι του, με τον οποίο έδειχνε στον πίνακα ή… έδερνε! Θυμάμαι κυρίως την τελευταία μου εκεί χρονιά της 5ης Δημοτικού, σ’ ένα δωμάτιο στην ταράτσα του σχολείου, που μάλλον ήταν πλυσταριό στην προηγούμενη ζωή του, στην οποία κάναμε και «σουηδική γυμναστική», ο Θεός να την κάνει γυμναστική!... Θυμάμαι τον ωνσταντινίδη να με γοητεύει με τις γνώσεις του, τη μεταδοτικότητά του, την αφοσίωση στο έργο του, τη γλυκύτητα, αλλά και την αυστηρότητά του, παρά το ότι ήταν ο πρώτος και τελευταίος δάσκαλος, που με έδειρε! Σ’ ένα απ’ τα διαλείμματα, που με είχε ορίσει «επιμελητή» της τάξης, ένας συμμαθητής μου έγραψε κάτι άπρεπο στον πίνακα, που δεν θυμάμαι πια ακριβώς τι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι, όταν μπήκαμε στην τάξη, ο δάσκαλος ρώτησε, ποιος το είχε κάνει κι επειδή ο ένοχος σιώπησε, όπως κι όλοι οι συμμαθητές μου κι εγώ, εισέπραξα από τρεις «ξυλιές» με τον μαύρο χάρακα σε κάθε παλάμη μου, ως υπεύθυνος για την… τάξη και την ευπρέπεια… ~•~ 46


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

5

«Άσε με να πιάσω το βυζάκι σου»! αςς ή, παραδοσιακή, μεταπολεμική γειτονιά της Αθήνας ήταν το εταξουργείο, που έμεινα απ’ τα επτά μου ως τα έντεκα. Εκεί μεγάλωσα ουσιαστικά. αι λίγο αργότερα, απ’ το 1954, έως το 1955, πάλι στο εταξουργείο, στο σπίτι της γιαγιάς Ελένης. Ακολούθησε άλλη μια περίοδος ενός περίπου έτους στην ηφισιά και μετά, από το τέλος του 1956 έως το 1969, σε πέντε διαφορετικά σπίτια στην υψέλη, αλλά αυτά θα τα πούμε αργότερα. Άρα, όλα τα βιώματά μου, ως παιδιού, προέρχονται απ’ την ηφισιά και το εταξουργείο, όπου και διαμορφώθηκαν τα περισσότερα στοιχεία του χαρακτήρα μου, αν και κάποιοι παιδοψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι ο χαρακτήρας μας έχει διαμορφωθεί στο σημαντικότερο τμήμα του στα έξη χρόνια μας.

Τα σημεία αναφοράς της μνήμης μου στο εταξουργείο, εκτός απ’ το σπίτι και το σχολείο, είναι το περίπτερο της Αχιλλέως, απέναντι απ’ το σπίτι, απ’ όπου αγόραζα εφημερίδες και τσιγάρα «Έθνος» χύμα για τους μεγάλους και φιγούρες του αραγκιόζη, χωμάτινους βόλους και «χάπα- χούπες» - καραμέλες με φωτογραφίες ποδοσφαιριστών- για μένα. Το συνεργείο ποδηλάτων στην οδό εγάλου Αλεξάνδρου, όπου πήγαινα κάθε λίγο και λιγάκι για να μού επισκευάσει το πατίνι μου. μπακάλης στη γωνία, που μ’ έστελναν για θελήματα. Το καφενείο του παππού μου « λάτανος», στην πλατεία του εταξουργείου. Το πράσινο τραμ κι οι ράγες του, τα μαύρα, προπολεμικά ταξί κι αργότερα τα επιβλητικά, πολυτελή αμερικάνικα. ι πανύψηλοι ευκάλυπτοι της Αχιλλέως, το συντριβάνι της πλατείας και το αρχοντικό των Βαρβαρέσων στη εγάλου Αλεξάνδρου. Ευριπίδης είχε παντρευθεί την κόρη του μεγάλου οικονομολόγου, Ακαδημαϊκού και Υπουργού, υριάκου Βαρβαρέσου, Τατή, που πέθανε όμως το 1953, μόλις στα τριαντατρία της από καρκίνο, αφήνοντας στον Ευριπίδη ένα αξεπέραστο κενό κι ένα γιο, τον ξάδελφό μου τένη, ενός μόλις έτους. Θυμάμαι επίσης την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα «Δάφνη», που ήταν η δεύτερη οπαδική επιλογή μου, μετά τον αναθηναϊκό, μα περισσότερο απ’ όλα, θυμάμαι το χωμάτινο αδιέξοδο δρομάκι της ολκού, που αποτελούσε 47


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

το δικό μου κέντρο ενδιαφέροντος, παιχνιδιού και διασκέδασης κι εκπροσωπούσε τη «γειτονιά μου». Όταν δεν διάβαζα κι έγραφα τα μαθήματά μου, βουτώντας στο μπουκάλι με το μελάνι την πέννα μου «χι» ή iridinoid, σ’ αυτό το δρομάκι πέρναγα τις ώρες μου, παίζοντας με τους φίλους μου τα γειτονόπουλα. Θυμάμαι ακόμη τον ώστα, ένα μελαχρινό, αδύνατο παιδί και τον Τάσο, ένα ξανθό, στρουμπουλό αγόρι, 2- 3 χρόνια μεγαλύτερούς μου. Αυτοί αποτελούσαν τον πυρήνα της παρέας κι έμεναν κι οι δυο απέναντι απ’ το σπίτι μας, επί της ολκού, μέσα σε μια παραδοσιακή αυλή, στην οποία έβλεπαν οι πόρτες έξη χαμόσπιτων. αίζαμε μαζί όλα τα παιχνίδια της εποχής μας, από κυνηγητό και κρυφτό, έως σβούρες, στρατιωτάκια, βόλους, χάπα- χούπες, τσέρκι, πατίνι, μπάλα με πάνινο τόπι από παλιές κάλτσες και φυσικά αραγκιόζη. ια φορά, παίξαμε κι ένα «πονηρό παιχνίδι». ι φίλοι μου ήταν σαφώς πιο «περπατημένοι» από μένα, που τα προηγούμενα χρόνια μου τα είχα ζήσει μόνος, χωρίς παρέες, σ’ ένα αγροτικό ουσιαστικά περιβάλλον. Ήμουν επτάμισι ετών, όταν ο ώστας κι ο Τάσος με φώναξαν ένα δειλινό να λάβω μέρος σ’ ένα πρωτόγνωρο κι ακαταλαβίστικο για μένα τότε «παιχνίδι». Βάλανε ένα γειτονόπουλο, μελαχρινό, λεπτό κοριτσάκι στην ηλικία μου να κάτσει στα σκαλιά της πόρτας του σπιτιού μας και καθώς το φως της μέρας έφευγε, τού είπαν να βγάλει το βρακάκι του, πράγμα που έκανε αμέσως, χωρίς την παραμικρή αντίρρηση και πολύ φυσικά, σαν να το είχε κάνει πολλές φορές… Στη συνέχεια πρώτος ο ώστας, μετά ο Τάσος και μετά εγώ, περνάγαμε ένας- ένας κι ακουμπάγαμε το πουλάκι μας στο δικό της πραγματάκι. Ήταν η πρώτη σεξουαλική εμπειρία μου, ενώ κι οι τέσσερεις γελάγαμε, χωρίς να ξέρω γιατί... θείος μου ο Τάκης μού ‘χε στείλει απ’ την Αμερική μια μεγάλη σακούλα, γεμάτη με μικρές και μεγάλες γυάλινες γκαζές με φανταστικά σχέδια και χρώματα κι ένα πατίνι, πραγματική « άντιλλακ», που ήταν το όνειρο κάθε παιδιού εκείνη την εποχή. Τα πατίνια μας τότε ήταν αυτοσχέδια. Τα φτιάχναμε μόνοι μας με δυο σανίδες, ή επίπεδα σε σχήμα «ταυ» ή όρθια σε σχήμα ανάποδου «γάμμα» με προσθήκη μιας σανίδας για «τιμόνι», μια καβίλια και δύο-τρία ρουλεμάν. Αυτό όμως είχε πραγματικές ακτινωτές ρόδες και λάστιχα από καουτσούκ, μεταλλικό τιμόνι, με κόκκινες, λαστιχένιες χειρολαβές και μεταλλικά, χρωμιωμένα φτερά. Αληθινή κούρσα! εριττό να λεχθεί ότι όλα τα παιδιά της γειτονιάς ζήλευαν την «κούρσα» μου. Το μόνο κακό ήταν ότι έσπαγε συχνά το τιμόνι κι έτρωγα όλο το έτσι κι αλλιώς πενιχρότατο χαρτζιλίκι μου στον ποδηλατά της γειτονιάς, για να το φτιάχνει με οξυγονοκόλληση. Το ίδιο σπάνιες και φανταχτερές ήταν οι γκαζές μου, που επίσης προκαλούσαν τη ζήλια των φίλων μου. Ζήλια όμως χωρίς κακία! Άλλωστε εγώ δεν αρνήθηκα ποτέ σε κανένα να δώσω ούτε το πατίνι μου, για «να κάνει μία» ούτε τις γκαζές 48


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

μου, για να παίζουμε μαζί. Το μεγάλο πανηγύρι όμως ήταν ο αραγκιόζης. Αγοράζαμε απ’ το περίπτερο τα μικρά βιβλιαράκια με τα «σενάρια» και τις χάρτινες πολύχρωμες φιγούρες των ηρώων και των «σκηνικών» - κυρίως της καλύβας του αραγκιόζη και του αλατιού του Βεζύρη- και τις κολλάγαμε με χειροποίητη αλευρόκολλα πάνω σε χαρτόνια από κούτες του μπακάλη. ετά παίρναμε μεγάλες πρόκες, τις βάζαμε πάνω στις γραμμές του τραμ κι όπως πέρναγε από πάνω το βαρύ βαγόνι, τις διαπλάταινε και τις έκανε πρόχειρα, αλλά πολύ πρακτικά κοπίδια. ’ αυτά κόβαμε ξεγυριστά τις φιγούρες, που είχαμε κολλήσει πάνω στα χαρτόνια κι είχαμε σχεδόν έτοιμους τους πρωταγωνιστές και τα σκηνικά. ερικά απλά μεταλλικά πριτσίνια, λίγα κομμάτια ξύλο, κολλημένα στον κορμό της κάθε φιγούρας απ’ το πίσω μέρος ή κομμάτια σύρμα, για να τις κινούμε κι ο θίασος ήταν έτοιμος, όπως και το σενάριο και τα σκηνικά. Η «οθόνη» ήταν το ίδιο απλή. Ένα παλιό, άσπρο σεντόνι, απλωμένο πάνω σε δυο πασσάλους και δυο λάμπες πετρελαίου στο «παρασκήνιο». ι θεατές κάθονταν σε καρέκλες, που παίρναμε απ’ τα σπίτια μας και τα «εισιτήρια» (γιατί χρειαζόμαστε «κεφάλαια» για την ανάπτυξη της «επιχείρησης» και τον εμπλουτισμό του ρεπερτορίου) ήταν τα χρησιμοποιημένα αποκόμματα των εισιτηρίων του τραμ. Όπως βλέπετε, χωρίς τραμ, δεν γινόταν παράσταση αραγκιόζη! ι μεγάλες επιτυχίες ήταν « αραγκιόζης γιατρός», « αραγκιόζης φούρναρης» κι « αραγκιόζης κι ο εγαλέξαντρος». Η στέγη του δικού μας «Θεάτρου Σκιών» ήταν πάντα η ευρύχωρη αυλή του απέναντι σπιτιού. Η επόμενη σεξουαλική δραστηριότητά μου, με πρωτοβουλία της «ερωμένης» μου, με βρήκε εκπαιδευμένο και προπονημένο πια απ’ τους φίλους μου, μετά από εκείνο το «πονηρό παιχνίδι» μας. Στο διπλανό σπίτι, επί της ολκού, ζούσε ένα ζευγάρι άτεκνο, που είχε ένα κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα, που δεν έμαθα ποτέ αν ήταν ψυχοπαίδι ή υιοθετημένο. Ήταν ένα πανέμορφο μελαχρινό κορίτσι, με πρώιμα σχηματισμένους καρπούς, που οι «γονείς» του το άφηναν πολύ συχνά μόνο του, κλειδώνοντας μάλιστα την εξωτερική καγκελόπορτα του σπιτιού. άποιο απόβραδο, ξέχασαν την πόρτα ξεκλείδωτη κι η ούλα -έτσι την έλεγαν- με κάλεσε μέσα στο σπίτι και μ’ οδήγησε στην τούρκικη τουαλέτα του σπιτιού. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε την τουαλέτα, για να επιδοθούμε στα… όργιά μας. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι - αντιγράφοντας προφανώς πράγματα που είχε δει απ’ τους «γονείς» της- ξάπλωσε πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα, έβγαλε το βρακάκι της και με κάλεσε να το βγάλω κι εγώ και να ξαπλώσω πάνω της. ι εγώ υπάκουσα... Δεν ξέρω, αν η ούλα χάρηκε, εγώ πάντως πάλι δεν κατάλαβα, τι νόημα είχε αυτή η άσκηση επί τσιμέντου… Το επόμενο σούρουπο, η πόρτα ήταν πάλι κλειδωμένη. Εγώ έξω απ’ την καγκελόπορτα κι η «ερωμένη» μου φυλακισμένη από μέσα. αθώς έπιασε να βραδιάζει και στο αδιέξοδο της ολκού δεν υπήρχε ποτέ σχεδόν κίνηση και 49


TA Ε ΤΕ Α ΔΕΥΤΕ

Ε ΤΑ

κανένα φως, ξεθάρρεψα και περνώντας το χέρι μου μέσα απ’ τα κάγκελα προσπαθούσα, παρακαλώντας τη, να χαϊδέψω το μικρό στήθος της. Εκείνη, περιέργως, αντιστεκόταν. Εκείνη την ώρα, γύριζε στο σπίτι ο θείος μου ο Ευριπίδης, που έφθασε δίπλα μου, τη στιγμή ακριβώς, που της έλεγα παρακλητικά: «Άσε με να πιάσω το βυζάκι σου». ε πήρε απ’ το χέρι, με οδήγησε στο σπίτι και μου τα ‘ψαλε, αλλά με αγάπη και τρυφερότητα. Έμεινα με την εντύπωση πως δεν ήταν κακό αυτό που έκανα, αλλά δεν ήταν σωστός ο τρόπος, ο τόπος κι η ηλικία που το έκανα. Απ’ τη διαμονή μου στην Αχιλλέως θυμάμαι ακόμη το μουρνέλαιο, που μου ‘διναν φυσικά με το ζόρι, ένα ξύλινο όπλο, που μού είχε κάνει δώρο κάποια Χριστούγεννα ο παππούς μου, το σπάσιμο ενός μπροστινού δοντιού μου και το σακάτεμα των χειλιών και της μύτης μου, όταν έπεσα απ’ τη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα, τον πρώτο αυνανισμό μου μέσα στην κατ’ ευφημισμό τουαλέτα, αφού είχα βουλώσει με χαρτί την κλειδαρότρυπα και τη ζεστή, όμορφη οικογενειακή ατμόσφαιρα έξη αγαπημένων ανθρώπων, μέσα σε πενήντα περίπου τετραγωνικά μέτρα όλα κι όλα... ~•~

50


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.