Η καθημερινή ζωή, η «κανονική» συνηθισμένη ζωή, δεν είναι πια κανονική. Απορυθμίστηκε έντεχνα από τον αρχιτέκτονά της. Τον θριαμβευτή των συνειδήσεων. Εκείνον που τράβηξε τις γραμμές, και ύστερα μοίρασε χίλια ηθικά μαξιλάρια ώστε να ψελλίζω μέσα μου «εγώ είμαι καλά». Ήταν η μεγάλη εποχή των εκπτώσεων. Τότε ήταν που έμαθα να βλέπω με τα μάτια του. Το πρώτο μάθημα ήταν η υπακοή, η απόσταση και η οριοθέτηση. Μπήκα στην ουρά. «Ο επόμενος παρακαλώ» να νιώθει καλύτερα που δεν είναι ο μεθεπόμενος. Κοίταγα την εικόνα και της αφαιρούσα την αιτία, τον πόνο. Αποτραβιόμουν. Εντρύφησα στο γυαλί, το διάφανο περιτύλιγμα κάθε μου επιθυμίας και υποχρέωσης. Η γλώσσα μου έγινε αμφίστομη, ένα γελοίο εργαλείο ανακύκλωσης του τέρατος που συντηρούσα μέσα μου. Πότε πότε γλίστραγα στα όρια του, αλλά δεν τα ξεπέρναγα. Και αυτό το ονόμαζα ελευθερία. Και έχυσα αλάτι στις πληγές των προγόνων μου. Έφτυσα στους τάφους τους και κήρυξα τη λήθη - ήταν μια σημαντική αρχή για να πάψω να ελπίζω. Είπα, θα γίνω δούλος σας. Και άρχισα να χτίζω με αντίτιμο το αίμα τις φυλακές της ακηδίας. Εγώ! ο συντηρητής της πανούκλας και των ναυαγίων. Είδα το μικρό κορίτσι που ξέβρασε η θάλασσα. Τον γιο μιας μάνας αλυσοδεμένο σε δέντρο. Τείχη και πρόσωπα να γίνονται ένα. Είδα τελικά ξανά τον άνθρωπο, αυτόν που δεν γνώρισα ποτέ, να καταριέται τα χρώματα, τη γλώσσα, τον εαυτό του. Εμένα τον ίδιο. Φοβήθηκα Σιώπησα Συνήθισα Και έτσι θάφτηκα κάτω από συνθήματα, τα σκαλισμένα στα χέρια και στους τοίχους των φτωχών. Ως η δικαίωση της ζωής πάνω στην σάπια ύπαρξή μου.
Όταν ξεσυνηθίσουμε το θάνατο του άλλου τότε θα εμποδίσουμε και τον δικό μας
Turi