Τεχνολογία Τεύχος 7 (1994)

Page 1



«Ξεκινούμε πολυμήχανοι και καταλήγουμε αμήχανοι» (Ομιλητής του Συνεδρίου) Η πραγματοποίηση από το Υπουργείο Πολιτισμού του 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Μουσείων και Πινακοθηκών στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, από 29 Οκτωβρίου ως 1 Νοεμβρίου 1993, αποτελεί ένα γεγονός άξιο ιδιαίτερης προσοχής για πολλούς λόγους. Χαρακτηρίστηκε ως πρώτο, πράγμα που υποδηλώνει τη διάθεση συνέχειας και την αρχόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης δημιουργίας αποτελεσματικών θεσμών. Οργανώθηκε υπό την αιγίδα πολυμελούς Επιστημονικής Επιτροπής, ένδειξη των προθέσεων σοβαρότητας που διακατείχαν τους οργανωτές του. Διήρκεσε 4 ημέρες, που περιέλαβαν, προγραμματικά, περισσότερες από είκοσι οκτώ ώρες ανακοινώσεων και συζητήσεων. Συγκέντρωσε 57 ομιλητές και ένα, μεταβαλλόμενο αριθμητικά, πολυπληθές ακροατήριο. Πέτυχε μία εκπροσώπηση της περιφέρειας επαρκή, αν και όχι πάντα τη βέλτιστη δυνατή. Επεδίωξε -και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο- στόχους κεντρικής σημασίας, που δηλώθηκαν σαφώς από τον υπότιτλο του, «Πραγματικότητα και προοπτικές», και εξειδίκευσε προγραμματικά τις αναζητήσεις του στα κεφαλαιώδους σημασίας θέματα της συγκρότησης «Εθνικού Συμβουλίου Μουσείων και Πινακοθηκών Ελλάδος» και της χάραξης εθνικής μουσειακής πολιτικής. Ας προσθέσουμε στα θετικά του και τη ζεστή ατμόσφαιρα γνωριμίας που ανέπτυξαν οι σύνεδροι. Οι ομιλητές Η επιλογή των ομιλητών και ο προγραμματισμός των συγγενών ανακοινώσεων σε ενότητες αποτελούν δύο από τις προϋποθέσεις επιτυχίας ενός συνεδρίου και εξαρτώνται άμεσα από τη σαφή περιγραφή του θέματος, το επίπεδο των ομιλητών και από την εργώδη προετοιμασία του πλαισίου, δηλαδή του προγράμματος του, από την Επιστημονική Επιτροπή. Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε, αξιέπαινος για τον ενθουσιασμό και το έργο του, κάτοχος κάποιας συλλογής, όπως και ένας κάτοχος διπλώματος μουσειολογίας δεν είναι αυτόματα και ώριμος για να συμβάλει στο σχεδιασμό της εθνικής μουσειακής πολιτικής. Μπορεί -στην καλύτερη των περιπτώσεωννα την εφαρμόσει επιτυχώς, όταν θα υπάρξει. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να διακριθούν τα επίπεδα των, αναγκαίων πάντα, επιστημονικών συναντήσεων, και να γίνει η αντίστοιχη επιλογή ομιλητών. Εάν θέλουμε να προκύπτει αποτέλεσμα ανάλογο της σοβαρότητας των θεμάτων... Έλειψε, δυστυχώς, η επιλογή και ο συντονισμός των ομιλητών σε ορισμένο επίπεδο και κατεύθυνση, έλειψε η εργώδης προετοιμασία, που συνεπάγεται βέβαια τριβές και δυσαρέσκειες, αλλά τελικά διασφαλίζει ομοιογένεια, ποιότητα και αποτέλεσμα. «Ού παντός πλεīν ές Κόρινθον»... Ένας μικρότερος (γιατί όχι

ο μισός;) αριθμός ομιλητών θα επέτρεπε στις εξαιρέσεις όχι μόνο να ακουστούν, αλλά και να διαμορφώσουν ίσως τον κανόνα, και στους ακροατές να παρακολουθήσουν πιο άνετα ανακοινώσεις ουσιαστικές. Οι ομιλητές του συνεδρίου για τα μουσεία είχαν ανομοιογένεια γενικής σύγχρονης παιδείας, ειδικότητας (ή, έστω, σχετικών ειδικών γνώσεων), πείρας και -το σημαντικότεροθεωρητικής συγκρότησης. Οι διαδοχικές -σημαντικά διαφορετικές- ανακοινώσεις δημιουργούσαν δυσκολίες σε όποιον επεδίωκε να τις παρακολουθήσει κριτικά και πρόβλημα (ή και τη διάθεση φυγής όπως, έμμεσα τουλάχιστον, τεκμηρίωνε η αδιάκοπη είσοδος-έξοδος των ακροατών) στους ελαχίστους που, παρά ταύτα, διατηρούσαν την πρόθεση να συνθέσουν συμπεράσματα. Προέκυψε μια ενημέρωση ετερογενής (άρα, μη συνθέσιμη), μια προβληματική σποραδική, μερική, περιορισμένη συχνά σε προσωπικό επίπεδο και, τελικά, ελάχιστα χρήσιμη. Η διαπραγμάτευση -ή και απλή επισήμανση- των θεμάτων της στρατηγικής, που ήταν και τα κύρια ζητούμενα του συνεδρίου (Εθνικό Συμβούλιο, νομικό πλαίσιο), έμειναν (με εξαίρεση ελάχιστες συγκροτημένες τοποθετήσεις και κάποιες άλλες σημειακές αναφορές) εκτός του πεδίου έρευνας και του τελικού αποτελέσματος του συνεδρίου. Ανάμεσα στους ομιλητές σημαντική υπήρξε η παρουσία των νέων, γεγονός ιδιαίτερα ευχάριστο σε μια χώρα όπου η γεροντοκρατία αποτελεί διαπιστωμένο από καιρό αρνητικό, δομικά, στοιχείο. Η συμμετοχή τους επέτρεψε την αυξημένη διατύπωση νεότερων, αλλά όχι πάντα νέων, απόψεων και κατέστησε οδυνηρά αισθητή (για όσους τουλάχιστον παρακολουθούν συστηματικά τα μουσειακά πράγματα από καιρό) τη γεωμετρική αύξηση των αποστάσεων μεταξύ των παλαιών, δηλαδή παλαιότατων, πρακτικών, που μακροβιώνουν αδιατάρακτες στον τόπο μας, και των σχετικά νέων, που εισάγονται, με ικανή χρονική υστέρηση, από τους (μετεκπαιδευομένους στο εξωτερικό. Αυτοί, οι νέοι επιστήμονες, συνέβαλαν στη μερική ανανέωση του κλίματος. Οι διαφορές όμως της ποιοτικής προσφοράς τους ήταν έντονες. Οι ασχολούμενοι με τους υπολογιστές, λ.χ., ήταν σφαιρικοί, συγκροτημένοι, προσγειωμένοι, με μια λέξη: ελπιδοφόροι. Η «σύγκρουση» των ηλεκτρονικών εγκεφάλων με τις εμπειρικές πρακτικές, που ισχύουν ως σήμερα, θα επιβάλει, εάν λήξει θετικά υπέρ των ηλεκτρονικών, ριζικές αναθεωρήσεις στον όλο εθνικό σχεδιασμό του μουσειακού τομέα, και ο ρόλος των ειδικών στους υπολογιστές και στις νέες τεχνολογίες (θα πρέπει να) είναι σημαντικός στην υλοποίηση τους (είναι ίσως η μόνη ρεαλιστική ελπίδα για ανανέωση). Οι εξ Εσπερίας νέοι διπλωματούχοι μουσειολόγοι αποτέλεσαν μία δεύτερη ομάδα και ένα δεύτερο ευχάριστο ξέφωτο. Χειρίστηκαν με άνεση τη μεθοδολογία και ορολογία της μουσειολογίας. Άφησαν όμως να διαφανεί συχνά και μία μεγάλη έλλειψη στη γενική παιδεία τους: η γνώση, από πρώτο χέρι, των αρ-

νητικών ελληνικών συνθηκών και ειδικά στην επαρχία. Η εκ μέρους τους ρέουσα διατύπωση των θέσεων, που περιέχονται στα βασικά εγχειρίδια της μουσειολογίας, έκανε ακόμη πιο έντονη την απουσία μιας, έστω πρωτοβάθμιας, γνώσης των ελληνικών πραγμάτων και, για ορισμένους, τον κίνδυνο του αυτοεγκλεισμού τους σε κάποια κυκλώματα της υδροκέφαλης Αθήνας. Ενδεικτική των κινδύνων ήταν μία περίπτωση παροχής οδηγιών προς τους «ιθαγενείς» «από τα εν Εσπερία και Αμερική συντελούμενα θαυμαστά», που θύμισε έντονα τη γνωστή ιστορία της Μαρίας Αντουανέτας (για το παντεσπάνι ως αναπληρώματος του ανύπαρκτου ψωμιού) και προκάλεσε δύσκολα συγκροτούμενη θυμηδία. Οι οικονομολόγοι και νομικοί είχαν μικρή, ενδιαφέρουσα, συμβολή, ενώ αυτοί θα έπρεπε να έχουν έναν πρώτο λόγο. Η απουσία συγκροτημένης συμμετοχής τους υπήρξε μοιραία για τον αυτοπεριορισμό του συνεδρίου στον εντεύθεν του στόχου χώρο. Διέλαθε απ' όσους ασχολήθηκαν με το θέμα, ή τουλάχιστον δεν τονίστηκε αρκετά για να έλθει στην επιφάνεια των διατυπούμενων απόψεων, η ανάγκη της καινοτομικής αναθεώρησης, της συνεχούς προσαρμογής στις ταχύρρυθμες εξελίξεις αντιλήψεων και πρακτικής των προηγμένων χωρών, της αξιοποίησης και της νομικής πείρας τους στον προβληματισμό μας για την επείγουσα αλλαγή δομών και αντιλήψεων. Δεν αναφέρθηκαν οι μεγάλες πληγές της αρχαιοκαπηλίας (οι εκπρόσωποι των αρχαιολογικών μουσείων απουσίασαν, όπως τεκμηρίωσε η σιωπή τους, και από το ακροατήριο) αλλά και της καταστροφής ή απώλειας των έργων τέχνης έξω και μέσα στα μουσεία μας. Είναι και αυτά θέματα σοβαρά, που χρήζουν και νομικής αντιμετώπισης. Αντίθετα, οι εκπρόσωποι των επιστημονικών μουσείων και συλλογών πρόσφεραν ανακοινώσεις ενδιαφέρουσες και το άρωμα μιας νέας αντίληψης για τα μουσεία. Υπήρχε η δυνατότητα, εάν είχαν συντονιστεί κατάλληλα, να δηλώσουν εντονότερα την παρουσία τους, ως μια νέα πραγματικότητα στο χώρο των μουσείων - νέα στις αντιλήψεις και τις απαντήσεις, νέα στις μεθόδους και τους στόχους. Τα μουσεία των φυσικών επιστημών είναι εξίσου αναγκαία με τα ιστορικά και τα μουσεία τέχνης και, στις προηγμένες χώρες, βρίσκονται σήμερα στη μουσειολογική πρωτοπορία. Η ταχεία ανάπτυξη τους, και εδώ, επείγει, όχι μόνο για την περιβαλλοντική και τεχνολογική εκπαίδευση αλλά και για τη βαθιά αλλαγή νοοτροπιών που έχουμε ανάγκη. Μία πέμπτη, και την πολυπληθέστερη, ομάδα (ορθότερα ένα σύνολο ομάδων) αποτέλεσαν όσοι είχαν άμεση σχέση με συγκεκριμένη συλλογή, οι κάτοχοι ή υπεύθυνοι συλλογών υπό οιοδήποτε νομικό, εθιμικό ή άλλο σχήμα. Εδώ οι αποκλίσεις παιδείας και τοποθετήσεων ήταν τόσο μεγάλες (όπως τεκμηριώθηκαν από ερωτήσεις ή παρεμβάσεις και από τις ανακοινώσεις όσων ήταν στο πρόγραμμα), ώστε κατέστη τελικά αδύνατη η διαμόρφωση ενός επιπέδου συζήτησης και η διατύπωση


κάποιων, ελάχιστων έστω, αφετηριακών θέσεων γενικής αποδοχής. Οι ανακοινώσεις Παρά τις δυσκολίες αυτές, είναι αναγκαία μία απόπειρα σύνθεσης για το τι τελικά πρόσφερε η τετραήμερη προσπάθεια, από άποψη ιδεών αλλά και των μεθόδων παραγωγής τους. Μοναδικός τρόπος η κριτική επισκόπηση του περιεχομένου των ανακοινώσεων άσχετα από τους τίτλους των «κύκλων του προγράμματος», που ελάχιστα υπηρετήθηκαν και εξυπηρέτησαν (με εξαίρεση τον Δ'), από τους τίτλους των ανακοινώσεων και τους (επιστημονικούς ή επαγγελματικούς) τίτλους των ομιλητών (που δεν κοινοποιήθηκαν πάντοτε) και από την εσωτερική σχέση των ομιλητών με το αντικείμενο, που ήταν άνιση, και αρκετές φορές προβληματική. Η συντριπτική πλειοψηφία των ομιλητών αγνόησε το θέμα του συνεδρίου, τουλάχιστον κατά το ήμισυ. Οι «πραγματικότητες» περιορίστηκαν στην ενημερωτική περιγραφή και, πολύ λιγότερο, στη γόνιμη διατύπωση προβλημάτων γενικότερης σημασίας. Οι «προοπτικές» ελάχιστα απασχόλησαν, με τέσσερις ως πέντε εξαιρέσεις, προφανούς ποιοτικής διαφοράς, αυτές ακριβώς που θα έπρεπε να είχαν αξιοποιηθεί για ένα διαφορετικό σχεδιασμό του συνεδρίου. Η πλειοψηφία των ομιλητών και ακροατών (έννοιες μερικώς επικαλυπτόμενες στο συνέδριο αυτό) το θεώρησε ευκαιρία ενημέρωσης των υπολοίπων, συχνά παρουσίασης του προσωπικού έργου της. Έργο αναγκαίο, εφόσον συνεχίζει να απουσιάζει ένας συστηματικός επιστημονικός κατάλογος των ελληνικών μουσείων και συλλογών που, με την ευκαιρία του συνεδρίου, μπορούσε (και έπρεπε) να είχε γίνει, έστω και σε φωτοαντιγραφική έκδοση. Το πλούσια εικονογραφημένο λεύκωμα που κυκλοφόρησε δεν αναπλήρωσε το κενό, που παραμένει μέγα, με τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Η ενημέρωση ήταν άνιση: συχνά μπερδεύονταν η περιγραφική παρουσίαση, που επικράτησε υπηρετώντας νοσταλγία, αυτοπροβολή κ.ά., με την κριτική, που σπάνια φώτισε το χώρο, και με τη στρατηγική τοποθέτηση, που σημειακά υπέμνησε την κατεύθυνση προς την οποία θα έπρεπε να είχε κινηθεί το συνέδριο. Κοινά στοιχεία όλων σχεδόν των ενημερώσεων ο αρνητικός σχολιασμός του φιλοξενούντος Υπουργείου Πολιτισμού και η δημοσθένεια τυπική επωδός «δεī δή χρημάτων...», τεκμήριο της επιβίωσης κάποιων ψηγμάτων έστω της κλασικής μας παίδευσης. Ο αρνητικός σχολιασμός ήταν, αντίστροφα, πλουσιότατος σε ευρηματικότητα: «αντιλειτουργική», «απαράδεκτη», «απελπιστική», «βλαπτική», «ερασιτεχνική», «κατάσταση μουσείων από κακή έως ανυπόφορη», «ξεχείλισμα πικρίας και αγανάκτησης για τους σχεδιασμούς του ποδαριού», «κατάσταση ασυδοσίας και ασυναρτησίας στα μουσεία», «όνειδος για την πολιτιστική φυσιογνωμία της Χώρας», «συνθήκες καθημερινής τρέλας και μόνιμης υποβάθμισης», «η εξουσία ούτε μπορεί, ούτε προλαβαίνει, ούτε θέλει να μάθει»... Η δημοσθένεια επωδός, έγκυρη καθ' εαυ-

τήν, παραγνώριζε συχνά τις αναγκαίες προϋποθέσεις και τα επίσης αναγκαία επακόλουθα κάθε χρηματοδότησης. Ως προς τις προϋποθέσεις, δεν μνημονεύτηκε η ανάγκη κατάθεσης (και εφαρμογής) από τους αιτούντος μιας τεκμηριωμένης, με σύγχρονες προδιαγραφές, μελέτης-πρότασης, ενταγμένης σε ένα μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον επιστημονικό πρόγραμμα του φορέα (η απουσία του οποίου θα μπορούσε να στηρίξει έναν βάσιμο ίσως αντίλογο για αυτοσχεδιάζοντες και ερασιτεχνισμούς). Ως προς τα επακόλουθα, δεν έγινε μνεία της ανάγκης απόδοσης λογαριασμού και αυστηρού ελέγχου του τρόπου χρήσης του αιτούμενου δημόσιου χρήματος με έμφαση, τουλάχιστον ανάλογη του τρόπου που διατυπώθηκαν οι μύδροι για αδιαφάνεια περί την διαχείριση των κονδυλίων. Οι λίγες εξαιρέσεις παρουσιάσεων, που ήταν αξιόλογες για τη σαφήνεια διατύπωσης και την πληρότητα τους, τεκμηρίωσαν τους τρόπους που πρέπει να ακολουθούνται όταν προβάλλεται, ήπια και αντικειμενικά, ένα σεβαστό αφ' εαυτού επιστημονικό έργο. Η εμπλοκή ερασιτεχνικών ή έντονα υποκειμενικών τοποθετήσεων, που ήταν οι πολυπληθέστερες, δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση μιας σύμμετρης εικόνας της πραγματικότητας. Διογκώθηκαν προσωπικά ή τοπικά θέματα, μεγιστοποιήθηκαν θέματα δευτερεύουσας ή και τριτεύουσας σημασίας, χάθηκε στην πλημμυρίδα των ανακοινώσεων και το ασυντόνιστο των συζητήσεων η έννοια των μεγεθών, των σχέσεων και των προτεραιοτήτων. Μέσα σ' αυτό το κλίμα, ακούστηκαν επίσης δυσερμήνευτες απόψεις για την «ανεξαρτησία» και «αυτοδυναμία» των μουσείων. Δεν ήταν, λ.χ., σαφές αν εζητείτο ανεξαρτησία έναντι της γραφειοκρατίας (που στην περίπτωση των μουσείων και πινακοθηκών θα πρέπει καταρχήν να υπάρξει) ή έναντι του θεσμικού πλαισίου, που είναι το ζητούμενο για την εύρυθμη λειτουργία του χώρου (υπάρχουν κάποιοι τους οποίους η συζητούμενη δημιουργία του ανησυχεί; !...). Δεν ήταν επίσης, μερικές φορές, σαφές αν η (οικονομική) αυτοδυναμία εζητείτο αντί της επαιτείας επιχορηγήσεων, ή η (λειτουργική) αυτοδυναμία εζητείτο για την αποφυγή του ελέγχου και της κριτικής. Ο αριθμός πάντως των μέτριων παρουσιάσεων ήταν μεγάλος. Ακούστηκαν πολλά για «πάθη» και «ήρωες» (είναι καιρός κάποτε να κλείσει η μυθική περίοδος στους τρόπους θεώρησης της πραγματικότητας) και πάμπολλοι κοινοί τόποι αρνητικών διαπιστώσεων, εκτονωτικού χαρακτήρα. Επί μισό, τουλάχιστον, αιώνα ξαναγυρνάμε στα ίδια και τα ίδια. θα πρέπει, επιτέλους, να μας απασχολήσει μία αλλαγή τρόπων διαπίστωσης, συζήτησης, σχεδιασμού. Η διεξαγωγή του συνεδρίου Η διεξαγωγή του συνεδρίου ήταν κάτω από τον μέσο όρο που οι επιστημονικές συναντήσεις έχουν από καιρό επιτύχει στον τόπο μας. Δεν υπήρξε κανένας σεβασμός στο χρόνο: οι καθυστερήσεις έναρξης των «κύκλων» έφτασαν τα 45 ' και 50' προς τιμωρίαν των συνεπών ακροατών, οι διάρκειες των ανακοινώσεων ποίκιλαν ανεξέλεγκτα προς τιμωρίαν

των συνεπών ομιλητών. Απουσίασαν ομιλητές, που είχαν μάλιστα αναλάβει και την ευθύνη των συμπερασμάτων, αλλά ακόμη και συντονιστές. Έλειψε η αναγκαία οργάνωση, που θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Οι συζητήσεις κινήθηκαν σε προσωπικό-περιπτωσιακό επίπεδο, σπάνια σε γενικού ενδιαφέροντος θέματα ή τα στρατηγικής σημασίας θέματα, δηλ. ΤΟ ΘΕΜΑ του συνεδρίου. Οι αναφορές στο Εθνικό Συμβούλιο ήταν σποραδικές και, βέβαια, ασυντόνιστες, και το νομοθετικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των μουσείων αναφέρθηκε επίσης αρκετές φορές, δεν προσδιορίστηκε όμως συνολικά, έστω και αφετηριακά, από κανέναν. Μάταια η πιο επιτυχής ίσως συντονίστρια υπογράμμιζε ότι θα πρέπει οι ομιλητές «να θίγουν καίρια και νευραλγικά προβλήματα [και ότι], το περιεχόμενο των μουσείων δεν είναι το ζητούμενο». Το σταματημένο ρολόι της αίθουσας της Παλαιάς Βουλής ρύθμισε τη ροή του χρόνου (και, σχετικά συχνά, των ιδεών). Το ακροατήριο ήταν, όπως και οι ομιλητές (που αποτελούσαν και ένα μεγάλο μέρος του), ανομοιογενές και υπερκινητικό. Μικρό μόνο τμήμα του παρακολούθησε συστηματικά το σύνολο, ή σχεδόν, των εργασιών. Αρκετοί μάλιστα ομιλητές απουσίασαν για μεγάλες περιόδους, συμπεριφορά ελάχιστα αβρή, από δεοντολογική τουλάχιστον άποψη, προς τους συνομιλητές τους, των οποίων είχαν καρπωθεί εν τω μεταξύ τα χειροκροτήματα. Για αρκετούς άλλους το συνέδριο αποτέλεσε κοσμικό γεγονός, στο οποίο έκριναν σκόπιμο να δηλώσουν, με ένα πολύ διακριτικό πέρασμα, την παρουσία τους, αφήνοντας στους «ιθαγενείς» την κοπιώδη προσπάθεια της αξιοποίησης του... Μεγέθη και συναρτήσεις του θέματος Από την επισκόπηση των ενημερώσεων, αλλά και των όποιων προτάσεων διατυπώθηκαν, προκύπτει η αδυναμία της πλειονότητας των ομιλητών, αλλά και του συνεδρίου γενικά, να συλλάβουν αποτελεσματικά τα μεγέθη (αναγκών, αδρανειών, σημασίας, δαπανών, χρονικής διάρκειας, αναγκαίου ανθρώπινου δυναμικού) του θέματος που τους απασχόλησε και τις καθοριστικές συναρτήσεις του. Η χάραξη πολιτισμικής πολιτικής για τα μουσεία και τις πινακοθήκες είναι ένα τμήμα αλλά μόνο τμήμα- της συνολικής μουσειακής πολιτικής, ανύπαρκτης και αυτής, που θα πρέπει να καλύπτει τα αρχαιολογικά μουσεία, αριθμητικώς περισσότερα, και τα μοναστηριακά και εκκλησιαστικά σκευοφυλάκια, ιδιαίτερα σημαντικά για το περιεχόμενο τους, ιδίως τα αγιορείτικα. Παρά τις διαφορές αντιμετώπισης, που υπαγορεύουν η ιστορία και η φύση των συλλογών τους, η μουσειολογική αντιμετώπιση τους, θεωρητική και πρακτική, είναι διεθνώς μία (καταγραφή, ταξινόμηση, συντήρηση, κοινοποίηση με εκδόσεις και εκθέσεις, έρευνα των αναγκών του κοινού, αξιολόγηση των αποτελεσμάτων), και η πολιτική για την επιστημονική, παιδευτική και εθνική αξιοποίηση τους δεν μπορεί παρά να είναι ενιαία (ο τεμαχισμός του πολιτισμικού φαινομένου σε αρμοδιότητες υπουργείων, διευθύνσεων κ.λπ. είναι συμβατικός και ανά επο-


χές και χώρες διαφορετικός και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για τη μελέτη του θέματος). Αλλά και η συνολική μουσειακή πολιτική και πράξη μιας χώρας είναι τμήμα του όλου πνευματικού βίου της χώρας, όπου, καλώς εχόντων των πραγμάτων (δηλ. κατά τα ισχύοντα σε προηγμένες χώρες), η επιστημονική έρευνα, η καλλιτεχνική δημιουργία, η παιδεία και η βιομηχανία πολιτισμικών προϊόντων συλλειτουργούν, με διαφορετικά βέβαια ποσοστά (θετικής) συμμετοχής και αποτελεσματικότητας. Την άποψη αυτή, τη σφαιρική δηλαδή θεώρηση του πολιτισμικού φαινομένου, το συνέδριο, ως πρόγραμμα και ως συμμετοχές (παραπληρωματικές και γνωμοδοτικές από τους άλλους τομείς), και οι ομιλητές, σχεδόν στην ολότητα τους, την αγνόησαν. Αποτέλεσμα ήταν να χαθούν αναλογίες και σχέσεις του θέματος στα πλαίσια της γενικής μουσειακής πολιτικής και του πολιτισμικού φαινομένου. Μία τρίτη έλλειψη, που εχείμασε το συνέδριο, ήταν η απουσία κριτικής αναφοράς στη διεθνή πρακτική και βιβλιογραφία (μουσεία, χρήση ελεύθερου χρόνου, μοντέρνα εκπαίδευση, βιομηχανία παραγωγής πολιτισμικών προϊόντων κ.λπ.). Η ανακάλυψη της πυρίτιδας πραγματοποιήθηκε από αρκετούς συνέδρους, που τεκμηρίωσαν άγνοια των ευρωπαϊκών πραγμάτων. Το κενό, δυστυχώς, δεν αναπλήρωσαν οι νέοι μουσειολόγοι, που εξέθεσαν, συχνά με γλαφυρότητα, περιλήψεις εγχειριδίων ή μετέφεραν σκέψεις ή προτάσεις από καταστάσεις πολύ διαφορετικές των δικών μας. Η απόσταση από τη διεθνή επιστημονική παράδοση έμεινε αγεφύρωτη και κινδυνεύει να επαυξηθεί ταχύρρυθμα -και καταστροφικά- , αν συνεχιστεί η ίδια τακτική, δηλαδή η απουσία δυναμικής θεώρησης που θα προσαρμόσει τη διεθνή έγκυρη πείρα στις διεγνωσμένες βασικές δικές μας ανάγκες. Οι αδυναμίες αυτές καθόρισαν σε μεγάλο ποσοστό και το πρωτοβάθμιο του προβληματισμού. Οι συστηματοποιημένες προτάσεις αποτέλεσαν την εξαίρεση, η ιδέα συνολικού μακροπρόθεσμου εθνικού προβληματισμού, ως πλαισίου συζήτησης, ως ανάγκη και επιδίωξη, αχνοδιαγράφηκε, αλλά τελικά «διέλαθε»...

Από την εθνική απογραφή στον εθνικό σχεδιασμό «Να τελειώνουμε με όλα τα πανηγύρια, τους αυτοσχεδιασμούς και τις χαμηλού επιπέδου εκδηλώσεις, οριστικά και αμετάκλητα [...]. Το πολιτιστικό κύκλωμα θα ανακυκλώνει την μιζέρια του, όσο δεν θα υπάρχουν θεσμοί». Θ. Μικρούτσικος, Υπουργός Πολιτισμού Εφημ. «Τα Νέα», 04.12.93 Αν τώρα ξεκινούσαμε αντίστροφα, σταχυολογώντας τα όσα κρίσιμα και χρήσιμα ειπώ-

θηκαν και τελικά διέλαθαν στην πλημμυρίδα της κοινοτοπίας;... Το αιτούμενο ήταν και παραμένει η βέλτιστη συμβολή των μουσείων και πινακοθηκών στην ποιότητα της ζωής μας. Και αυτή προϋποθέτει, και ήταν το ειδικό ζητούμενο του συνεδρίου, τη βέλτιστη ένταξη τους στον μακροπρόθεσμο εθνικό σχεδιασμό του πολιτισμικού μας γίγνεσθαι. Πράγμα που συνεπάγεται σφαιρική αντίληψη μεγεθών (διάρκειας, κόστους, σημασίας) και καθοριστικών παραμέτρων (διεθνών, εθνικών, επαγγελματικών). Και αυτή, η έγκυρη αντίληψη, με τη σειρά της, συνεπάγεται την αυτοψία (και όχι την από καθέδρας μακρηγορία), την απογραφή (και όχι περιγραφή), την αξιολόγηση των σημερινών καταστάσεων, αναγκών και δυνάμεων - και τον καημό της Ρωμιοσύνης. Για όσους τον είχαν, και τόλμησαν να καταθέσουν τη μαρτυρία τους, πρώτη διαπίστωση της αυτοψίας ήταν η καθυστέρηση, της απογραφής, το νεφέλωμα, της αξιολόγησης, το αδιέξοδο. Και πρώτο τους αίτημα ο εκσυχρονισμός, ως κεντρικός στόχος μιας εθνικής πολιτικής, στηριγμένης σε μιαν αταλάντευτη πολιτική βούληση και μέσα από μακροπρόθεσμες μεθοδευμένες διαδικασίες. Η ποιότητα της ζωής ως αιτούμενο, η μακροπρόθεσμη επένδυση στην παιδεία, τον τουρισμό, την εθνική μας εικόνα (ως βίωση αξιών προς τα μέσα και προβολή κύρους προς τα έξω) δεν υπογραμμίστηκε όσο θα έπρεπε. (Το δέντρο, και πολύ συχνά οι θάμνοι, κάλυψαν το δάσος.) Πρώτη και κατεπείγουσα από τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού είναι η επιστημονική απογραφή ανθρώπινου δυναμικού σε σαφώς διακρινόμενες κατηγορίες (κρατικοί υπάλληλοι, ειδικοί, ερασιτέχνες), του κτιριακού και τεχνικού εξοπλισμού (κρατικού, ιδιωτικού), των συλλογών (μουσείων, συλλογών, σκευοφυλακίων), των οικονομικών μέσων (κρατικός προϋπολογισμός, οργανισμοί, χορηγίες), των νομικών πλαισίων (με τα κενά και τις καθυστερήσεις τους), των εκπαιδευτικών μηχανισμών παραγωγής στελεχών (σχολές, υποτροφίες, μετεκπαιδεύσεις), των όποιων μηχανισμών προγραμματισμού και ελέγχου (κρατική μηχανή) και της δημόσιας και διεθνούς εικόνας του τομέα (δηλαδή όλων όσοι καθ' οιονδήποτε τρόπο εμπλέκονται με τα μουσειακά μας πράγματα) και της Χώρας μας, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις δραστηριότητες των μουσείων, πινακοθηκών κ.λπ. θα ήταν επίσης σκόπιμο και χρήσιμο η εξαντλητική αυτή απογραφή να περιλάβει αναλυτικά και τις δραστηριότητες μουσείων και πινακοθηκών (πόσες, πόσο διαρκούν, πότε και πού γίνονται, με πόσους επισκέπτες, ποιο το ανά κεφαλή κόστος κ.λπ.) και τις παράλληλες προσπάθειες του σχολείου, της τηλεόρασης, του τύπου σε σχέση με τα μουσεία. Χωρίς την απογραφή αυτή, που πρέπει να γίνει συστηματική και εξαντλητική καιπου θα πρέπει να συμπληρώνεται με ταδιαρκώς νεότερα στοιχεία, η δημόσια μηχανή εργάζεται στο κενό, ο προγραμματισμός στοιχειοθετείται in vacuo (ή περίπου) και η όποια προσπάθεια για νομοθετικό πλαίσιο είναι, προκαταβολικά, καταδικασμένη, θα πρέπει αυτό να γί-

νει κοινή συνείδηση - και αρκετοί σύνεδροι παρατήρησαν με διαφορετικούς τρόπους ότι η απουσία της εθνικής αυτής απογραφής είναι παραλυτική. Από αυτήν πρέπει να ξεκινήσουμε! Η απογραφή θα επιτρέψει αξιολογήσεις και ιεραρχήσεις των πραγματικών αναγκών και την κάθαρση από ναρκισισμούς, ερασιτεχνισμούς, αυτοσχεδιασμούς και άλλα παρόμοια, των οποίων το συνέδριο μάς έδωσε αρκετά (μακρόβια) δείγματα. Η διαπίστωση των πραγματικών αναγκών σε εθνική κλίμακα, και σε συνάρτηση με τις ταχύρρυθμα εξελισσόμενες διεθνείς απαιτήσεις, είναι η μόνη βάση για τη διατύπωση στρατηγικής (δηλαδή στόχων και μέσων) και του αντίστοιχου νομοθετικού πλαισίου που θα κατοχυρώσει τη διαδικασία διαμόρφωσης (απογραφή > ανάγκες > στόχοι) και την αποτελεσματική εφαρμογή της (μηχανισμός, πρόγραμμα, αναθεωρήσεις). Κρίσιμα και χρήσιμα σπαράγματα Οι όποιες θετικές προτάσεις διατυπώθηκαν έμειναν τελικά στον αέρα, γιατί δεν ήταν δυνατό να αναχθούν σε μια στρατηγική, να απογραφούν σε ένα πρόγραμμα, να χρεωθούν σε ένα μηχανισμό. Η σύντομη αναφορά σ' αυτά, που ακολουθεί, δεν επιχειρεί να τα συνθέσει σε πρόταση (η οικοδόμηση στην άμμο παραμένει αλυσιτελής), επιδιώκει μόνο να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν οι σποραδικές σωστές προσεγγίσεις για πολλά επιμέρους θέματα (και οι μεμονωμένες, σημειακές, επιτυχείς εφαρμογές τους), που προσδοκούν όμως (δεκαετίες) την πολιτική βούληση και τη μεθοδευμένη (σε εθνικό επίπεδο) αξιοποίηση τους. Στον διοικητικό λ.χ. τομέα επισημάνθηκε ο στρατηγικός-συντονιστικός και ελεγκτικός χαρακτήρας που πρέπει να έχει η κεντρική διοίκηση, αλλά και η σημασία ισοδύναμης ανάπτυξης της περιφερειακής, που μπορεί, πολύ αποτελεσματικότερα από την πρώτη, να εξακτινώσει κονδύλια, συμβουλές και υπηρεσίες (αξιοποιώντας τους ειδικούς που αυξάνουν), να συμβάλει στη μετεκπαίδευση του προσωπικού (σεμινάρια), στην αποτελεσματικότερη παιδεία του κοινού (κινητές εκθέσεις), στην ανάπτυξη δημοσίων σχέσεων (χορηγία), να συντελέσει στην αναδιάταξη των δυνάμεων που σπαταλιούνται σε δεκάδες θνησιγενών συλλογών κ.λπ. Υπογραμμίστηκε επίσης η κατεπείγουσα ανάγκη να στελεχωθεί η διοίκηση αλλά και τα μουσεία με ειδικούς (μουσειολόγους, συντηρητές κ.λπ.), αλλά και να οργανωθεί ο εθνικός παιδευτικός μηχανισμός παραγωγής τους. Προτάθηκαν η δημιουργία σχολής Μουσειολογίας, η εισαγωγή της στα πανεπιστήμια, σεμινάρια και υποτροφίες μετεκπαίδευσης, ειδικές βιβλιοθήκες στα μεγάλα κέντρα, μεταφράσεις βασικών εγχειριδίων και άρθρων, έκδοση μουσειολογικού περιοδικού. Διαγράφηκε μία, σποραδική και σπασμωδική ακόμη, προσπάθεια ανάπτυξης επαγγελματικής συνείδησης και συντονισμού, που δεν φαίνεται να βρήκε συνέχεια την επαύριο. Για το νομοθετικό πλαίσιο υποδείχτηκε ως αναγκαία «η σύσταση ομάδας εργασίας από εκπροσώπους περισσοτέρων ειδικοτήτων για τη σύνταξη νομοπαρασκευαστικού σχεδίου..., για να υπάρξουν ένα ανεκτό επίπεδο υλικο-


τεχνικής υποδομής και προσωπικού και περιφερειακά εποπτικά όργανα..., να ξεπεραστούν εφησυχασμός, αδιαφορία, σπατάλες». Διαφάνηκε έντονα η ανάγκη επιστημονικού και νομικού προσδιορισμού των εννοιών συλλογή, μουσείο, ειδικότητα, περιφερειακή ανάπτυξη, σύγχρονη οργάνωση, προσωπικό με ειδικά ανά τομέα προσόντα, πόροι και διαχείριση τους, αλλά και απλών εννοιών, όπως πρόγραμμα, οργανισμός, εσωτερικός κανονισμός... Διαφάνηκε επίσης η επιφυλακτικότητα προς το νομοθετικό πλαίσιο-πανάκεια, προς τη σχηματικότητα και το αργόσυρτο των νόμων στη χώρα μας. Επαρχιωτισμός ή εκσυγχρονισμός Τελικά υπερίσχυσε ο μακρόβιος επαρχιωτισμός μας: λόγια, κοινοί τόποι, αναγωγή του δευτερεύοντος, πεπαλαιωμένου, προσωπικού σε πρωτεύον, υποκατάσταση της αυτοψίας, αξιολόγησης και στρατηγικής από ευχές, παράπονα και κατακρίσεις, της επιστημονικής προοπτικής από ελπίδες και επικλήσεις. Οι έγκυρες, αλλά μεμονωμένες και ποσοτικά μειοψηφούσες προτάσεις -απόηχοι ευρωπαϊκών παιδεύσεων-, υπερκεράστηκαν. Φοβούμαι ότι συνεχίζουμε τον περί ελληνικού πολιτισμού λόγο αναβάλλοντας την πράξη, για ένα άλλο, μετά από ένα ή δύο ή δέκα χρόνια, συνέδριο με έτοιμο το σενάριο του αδιεξόδου από το προηγούμενο, για νά αντιμετωπίσουμε, όσοι και τότε θα τολμήσουμε, μία καθυστέρηση που εν τω μεταξύ θα έχει ακολουθήσει τους ακατάσχετους ρυθμούς αύξησης του εξωτερικού εθνικού μας χρέους. Θα πρέπει, όσοι έχουμε τον καημό της Ρωμιοσύνης, να κατανοήσουμε το μεγάλο βηματισμό της Ιστορίας: νεολιθική επανάσταση, βιομηχανική επανάσταση, επανάσταση της πληροφορικής και επίκειται η της πλασματικής πραγματικότητας (virtual reality). Έχουμε μείνει, ως έθνος και ως εθνική πολιτισμική πολιτική, σε μιαν ανολοκλήρωτη βιομηχανική επανάσταση, ενώ οι προηγμένες χώρες κλείνουν, στα μουσεία τους, την περίοδο της πληροφορικής με εντυπωσιακές επιτεύξεις. Μία επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε αμερικανικό μουσείο επιστημών (science museum) ή στο Μουσείο του Πολιτισμού του Κεμπέκ αρκεί για να συνειδητοποιηθεί η απόσταση μας από το σήμερα. Το συνέδριο δεν αντελήφθη, δεν υποψιάστηκε καν ότι από τη δική μας επαναπαυτική επαρχιακή «πλασματική» πραγματικότητα (μύθο) στην επαναστατική «πλασματική πραγματικότητα» (virtual reality) των άλλων υπάρχει μία συνεχώς αυξανόμενη χρονική υστέρηση και ότι η ταχύρρυθμη δημιουργία νέων κόσμων απειλεί να μας προχρονολογήσει χωρίς πια ελπίδα εκσυγχρονισμού. Η απειλή αυτή υπαγορεύει, επιτάσσει διαφορετική αντιμετώπιση της διαχείρισης των πολιτισμικών μας πραγμάτων και, βέβαια, διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης και διεξαγωγής των συνεδρίων.

ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Έναν αιώνα μετά τη σύσταση της πρώτης έδρας Οικονομικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Harvard -το 1892- απονέμεται στους Αμερικανούς ιστορικούς οικονομολόγους, εκπροσώπους της New Economic History, τον Rodert Fogel και τον Douglas North, το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας. Η απονομή υποδηλώνει την αξιόλογη μεταβολή στη στάση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας έναντι της Οικονομικής Ιστορίας και τη βαθμιαία, όχι χωρίς αντιστάσεις, αποδοχή της από την ακαδημαϊκή σκέψη. Οι επιρροές της ανιχνεύονται, εκτός άλλων, στην επικέντρωση αξιοπρόσεκτου έργου νέων κυρίως ιστορικών, οι οποίοι, από διαφορετικές επιστημονικές οπτικές, ενισχύουν όσους συμβάλλουν στην ανανέωση της Οικονομικής Επιστήμης, ενώ ταυτόχρονα ναρκοθετούν διά του επεξεργασμένου τεκμηρίου τις βεβαιότητες άλλων κοινωνικών επιστημών. Είναι αξιοσημείωτη, από την άποψη αυτή, η αναγνώριση του ρόλου της Οικονομικής Ιστορίας στη νεοελληνική παιδεία ακόμη όταν οι φροντίδες των «καθαρών» ιστορικών της οικονομίας δεν συμπίπτουν με τις ευρύτερες προτεραιότητες των άλλων κοινωνικών επιστημόνων. Πολύ πρόσφατες είναι οι προτροπές διακεκριμένων νεοελληνιστών για τη συμβολή της ιστορικής έρευνας στην Οικονομική Ιστορία και την ανάγκη να διερευνηθεί δι' αυτής η οικονομική σκέψη στο χώρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Η Οικονομική Ιστορία υποστηρίζεται επίσης από την ενεργητική παρέμβαση -ακόμη όταν οι αναστολές είναι έντονες- θεσμικών μηχανισμών της οικονομίας, οι οποίοι υποκινούνται τόσο στην κατεύθυνση της καταγραφής του οικονομικού βίου τους όσο και στην κατεύθυνση της πρόβλεψης, σε συνθήκες αβεβαιότητας, διά των τεκμηρίων τους. Ο ρόλος της καταξιώνεται, τέλος, από την ποιότητα του έργου που παράγουν, χωρίς διατοιχισμούς, οι επώνυμοι της επιστημονικής αυτής πειθαρχίας, ενώ η λανθάνουσα πολιτισμική συμβολή τους συντελεί στην ενίσχυση της εθνικής αυτογνωσίας. Η Οικονομική Ιστορία, υποκείμενη στις «πειθαρχίες» της και ελεγχόμενη από την «επιστημονική κοινότητα» της, μας αποτρέπει να συσχετίσουμε τα δύο αυτά στοιχεία με τη «μικρή» ηλικία της. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, στο «Dictionnaire Economique» (1709) του Noel Chomel ανευρίσκουμε λήμματα που αποδίδονται με τη μορφή του οικονομικού ιστορικού γεγονότος. Η χρονολόγηση της Οικονομικής Ιστορίας ως επιστήμης, οι θεσμοί προάσπισης της και τα πεδία άντλησης της δύναμης της συνιστούν αντικείμενα αναζητήσεων. Η πορεία της ως πεδίο νέας γνώσης τις παραμονές του Διαφωτισμού, η υπόσχεση του F. List, την αυγή του 19ου αιώνα, για την παραγωγή όχι μιας νέας θεωρίας που ακουμπά στην ιστορία, αλλά του τεχνίτη μιας νέας οικονομίας με τις αναγκαίες αρχές της στην ιστορία, η προώθηση των προγραμμάτων διδασκαλίας της Οικονομικής Ιστορίας, τέλος του 19ου αιώνα, στα αγγλοσαξωνικά πανεπιστημιακά προγράμματα δι-

δασκαλίας και η γόνιμη ιδιοτυπία της οικονομικής σκέψης, την ίδια περίοδο, στη γερμανική ακαδημαϊκή κοινωνία, καθιστούν αναμενόμενη την αναταραχή των κοινωνικών επιστημών εν όψει των νέων οριοθετήσεων τους. Η Οικονομική Ιστορία, εγγραφόμενη στους κύκλους της επιθεώρησης των Annales, τη χρονιά της μεγάλης οικονομικής κρίσης, θα γνωρίσει επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις στην «ακαδημαϊκή πορεία» της αλλά και στις εστίες εκκόλαψης της, καθιστώντας αναγκαστική την υπεράσπιση του αντικειμένου της από εκείνους που, συνειδητά, τη βιώνουν. Στην ελληνική ακαδημαϊκή σκέψη η Οικονομική Ιστορία, όταν δεν απουσίαζε από τα πανεπιστημιακά προγράμματα, συνήθως συγκαλυπτόταν, τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ιδίως στα οικονομικά τμήματα των πανεπιστημίων, από την Ιστορία των Οικονομικών Θεωριών. Κλασικές συμβολές, όπως αυτή του Α. Δ. Σίδερη, απαιτούν συστηματικότερη ανάλυση: ο «οικονομικός βίος» προσεγγίζεται διά της ιστορίας και της κοινωνιολογίας. «Ο οικονομικός βίος», σημείωνε ο έξοχος ιόνιος διανοητής του 1950, «δέον να αντιμετωπίσθη ως κοινωνικός βίος εν τη κοινωνική διαμορφώσει του, αναλόγως προς την οποία και ο οικονομικός βίος λαμβάνει ορισμένην μορφήν, απλουστέραν ή συνθετωτέραν (ομαδική ιδιοκτησία εις την φυλήν, οικογενειακή ιδιοκτησία, ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής)». Ως διάθλαση της Ιστορίας των Οικονομικών Θεωριών αποτυπώνεται στην Οικονομική Ιστορία η ανάλυση των οικονομικών συστημάτων ως «τύπων οικονομίας». Η συνδρομή του έργου των Bûcher, Phillipovich, Hildebrand κ.ά. στη διάκριση των οικονομικών συστημάτων επιδιώχτηκε, όπως δείχνει το παράδειγμα του Α.Δ. Σίδερη και των διαδόχων του, στην ακαδημαϊκή «σταδιοδρομία» της Οικονομικής Ιστορίας, με την υιοθέτηση των κριτηρίων «καταμερισμός των έργων» και «κοινωνική σύνθεση», παραπέμποντας σε ευθετότερο χρόνο την προσέγγιση διά του τεκμηρίου που παρήγαγε η επιχειρηματική πράξη. Η ανάλυση των «σταδίων» θα εξακολουθήσει να αποτελεί αντικείμενο των θεωριών της Οικονομικής Ανάπτυξης, και τη θέση της στην Οικονομική Ιστορία θα εκχωρήσει σε άλλες προσεγγίσεις, περισσότερο ικανές να χειριστούν τα ασταθή πεδία των θεσμών, των νοοτροπιών, των συλλογικών συμπεριφορών κ.λπ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η ακαδημαϊκή διδασκαλία για τη «Νεοελληνική Κοινωνία» εμπεριέχεται σε ορισμένα πανεπιστημιακά προγράμματα κοινωνιολογικής κατεύθυνσης. Θα ανοίξει με τον τρόπο αυτό η δίοδος για τη σύνδεση των εξωθεσμικών πυρήνων οικονομικής ιστοριογραφίας και των τμημάτων κοινωνικών επιστημών. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, η Οικονομική Ιστορία κατοχυρώνει τη θέση της στην ακαδημαϊκή κοινότητα των παραδοσιακών πανεπιστημίων, ανατροφοδοτούμενη, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, από τη συγκρότηση πλέον κορμού μαθημάτων για την Οικονομι-


κή Ιστορία, στα νεότερα πανεπιστήμια, τα λεγόμενα περιφερειακά. Η αποφασιστική ώθηση θα δοθεί από την έρευνα και την υποστήριξη των αποτελεσμάτων της ως διδακτορικών διατριβών σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια. Η πορεία της Οικονομικής Ιστορίας στα δύο πεδία (έρευνα, διδασκαλία) δεν είναι αυτονόητη, ενώ η σταθερότητα της γίνεται πολλές φορές δυσκολότερη από τη χάραξη της τόσο στη διεύρυνση της έρευνας, όσο και στη διατήρηση ή ενίσχυση της στα προγράμματα πανεπιστημιακής διδασκαλίας. Θα πρέπει, δηλαδή, ένας μελλοντικός απολογισμός για την «προϊστορία» της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας και τα πρόσωπα που τη συγκρότησαν, να συμπεριλάβει τις εξελίξεις στο αντικείμενο και τις εδράσεις της θεωρίας της Οικονομικής Ιστορίας. Η δεκαετία του 1950 μας εισάγει στις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση θεωρίας της Οικονομικής Ιστορίας. Τα στοιχεία της αντλούνται από τις εξελίξεις στο β' μισό του 20ού αιώνα και ειδικότερα από: (α) τη διαμόρφωση σχολών Οικονομικής Ιστορίας και την καταγραφή των συμβολών από τους πρωταγωνιστές της (β) τη συντήρηση και τη διεύρυνση των αρχείων στα οποία εναποτίθεται η επιχειρηματική πράξη- (γ) τη θεσμική αναγνώριση της οικονομικής ιστορικής έρευνας από πανεπιστημιακά ερευνητικά κέντρα και τους φορείς παραγωγής οικονομικών τεκμηρίων, όπως απέδειξε η επιτυχημένη πραγμάτωση της έρευνας στα τραπεζικά αρχεία (δ) την ακαδημαϊκή διδασκαλία της Οικονομικής Ιστορίας, καθώς διαμορφώνεται μέσα από τον πλουραλισμό των τάσεων, τις θεματολογικές διακλαδώσεις, την πολυγλωσσία της ανάμεσα στην καθημερινή και τη λόγια γλώσσα, την υψηλή αφομοιωτική ικανότητα της από τις γειτονικές επιστήμες και (ε) την υπεράσπιση όλων των προηγουμένων από την επιστημονική κοινότητα, και ο ρόλος αυτός ανατίθεται στις επιστημονικές εταιρείες οικονομικής ιστορίας εθνικού και διεθνούς επιπέδου. Το στοιχείο του νεωτερισμού στην ανάπτυξη της επιστήμης της Οικονομικής Ιστορίας στην ελληνική ερευνητική και πανεπιστημιακή κοινότητα, συγκριτικά προς τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, υποστηρίχτηκε από τη δημιουργία πυρήνων εθνικής ιστοριογραφίας, όπου καλλιεργήθηκε ο νέος τύπος οικονομικού ιστορικού. Ημερομηνία αναφοράς αποτελεί το 1977: το έτος αυτό η Εθνική Τράπεζα ενεργοποιεί ένα θεσμό, το Ιστορικό Αρχείο ήδη γεννημένο από το 1938. Η εκκίνηση ενός θεματολογικού πολυπλέγματος, με καίρια αναφορά την Εθνική Τράπεζα, στοιχειοθετεί τους ορίζοντες τους οποίους μέχρι προ ολίγου χάραζε η οικονομική θεωρία: η συμπεριφορά των κεφαλαίων, η οικονομία του ελληνικού κράτους, ο τύπος του επιχειρηματία, η αποδέσμευση μηχανισμών γενικής εμβέλειας μέσα από τη συγκριτική ανάλυση της αγροτικής κοινωνίας, οι συμπεριφορές του τραπεζικού κεφαλαίου έναντι του βιομηχανικού, το ζήτημα του νομίσματος, η εμπλοκή των θεσμικών οικονομικών κ.λπ. Η «υποκίνηση ιστοριογραφικών ενδιαφερόντων στο πεδίο της Οικονομικής Ιστορίας», σημείωνε ο διευθυντής του προγράμματος ερευνών, καθηγη-

τής Σ. Ασδραχάς, υποστηριζόταν από τη διατύπωση με γενικό τρόπο των προβλημάτων εκείνων «στα οποία θα πρέπει να δώσει λύσεις, ενόψει των οποίων θα πρέπει να διατυπώσει υποθέσεις, ο ιστορικός της ελληνικής οικονομίας». Η γονιμοποίηση των σκέψεων αυτών θα δώσει ένα ευρύ ερευνητικό πρόγραμμα με δύο συμπληρωματικές όψεις: την ερευνητική και την εκδοτική. Δύο ακόμη τραπεζικά ιδρύματα θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την οικονομική ιστοριογραφική παραγωγή: η Εμπορική Τράπεζα και η Αγροτική Τράπεζα - η πρώτη μετά από μία σημαντική εκδοτική παρουσία θα διακόψει τη λειτουργία της, ενώ η δεύτερη επιχειρεί με την πρόσφατη θεσμοθέτηση και ενεργοποίηση των Αρχείων της να συντηρήσει την παράδοση αρχειακής έρευνας και παραγωγής ιστορικής οικονομικής γνώσης. Στον κύκλο της παραγωγής αυτής εντάσσεται και η χορηγία για την ενίσχυση ενός ευρύτερου κύκλου από το θεματολόγιο της Οικονομικής Ιστορίας από άλλα τραπεζικά ιδρύματα, όπως λ.χ. η αποφασιστική και σταθερή συμβολή του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ. Η δεκαπεντία της πρωτογενούς οικονομικής ιστοριογραφικής έρευνας και παραγωγής, περίπου επτά δεκάδες εκδόσεων, αποτυπώνει τη μορφή κύματος με πρωταγωνιστές κυρίως εξωθεσμικούς συντελεστές και ανάλογα που παραπέμπουν στο ιστορικό παράδειγμα της Verein fur Sozialpolitik στα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ωριμάζουν πλέον οι συνθήκες μέσα από τις οποίες μία εταιρεία Οικονομικής Ιστορίας έρχεται ως προϊόν πολύχρονης μεθοδικής προσπάθειας. Στη διεθνή επιστημονική κοινότητα των οικονομικών ιστορικών, παράλληλα, σημειώνονται αξιόλογες μεταβολές για την υπεράσπιση του αντικειμένου της Οικονομικής Ιστορίας: η «επιστημονική κοινότητα» τους αναπτύσσεται αυτόνομα, έξω από τους μεγάλους θεσμικούς φορείς έρευνας και διδασκαλίας. Εκατό χρόνια μετά τη διδασκαλία ορισμένων μαθημάτων Οικονομικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge από τον Canninghon, λαμβάνεται, το 1978, μία σημαντική απόφαση: η ανάγκη να διασφαλιστούν και να αναπτυχθούν οι σχέσεις των οικονομικών ιστορικών στις διάφορες χώρες, η περιοδική οργάνωση συναντήσεων τους και η στήριξη της κυκλοφορίας των προϊόντων της Οικονομικής Ιστορίας. Τα αιτήματα αυτά προσλαμβάνουν τη μορφή κατασταστικού της Διεθνούς Ένωσης Οικονομικής Ιστορίας στη συνάντηση του Εδιμβούργου, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1986, στη σύνοδο της Βέρνης, θα οριστεί η Γενεύη έδρα της Ένωσης. Στην προεδρία της αναδείχτηκαν διακεκριμένα ονόματα της διεθνούς Οικονομικής Ιστοριογραφίας, όπως λ.χ. ο Βέλγος ιστορικός της οικονομίας, γνωστός για τις συμβολές του στην ιστορία των τραπεζών, Η. Van der Wee ή ο Α. De Maddalena του Ινστιτούτου Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Bocconi (Μιλάνο), ενώ τη γενική γραμματεία ανέλαβε ο J. Goy του κέντρου ερευνών της Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Όπως προβλέπει το καταστατικό (άρθρο 4), στην Ένωση συμμετέχουν εθνικές επιτροπές ή εθνικές εταιρείες οικονομικής ι-

στορίας ή ιστορίας της πολιτικής οικονομίας, και για την είσοδο τους αποφασίζει η Ένωση. Ένα από τα μέλη της Ένωσης είναι η Εταιρεία Ελληνικής Οικονομικής Ιστορίας. Η Εταιρεία δημιουργήθηκε μέσα στο πνευματικό κλίμα που είχε καλλιεργηθεί στη δεκαετία του'80 και της ανάγκης για τη δημιουργία μιας επιστημονικής εταιρείας η οποία να συσπειρώνει όσους συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομικής ιστορίας την αυγή της δεκαετίας του '90. Η επικείμενη σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης της Διεθνούς Ένωσης Οικονομικής Ιστορίας και το μεγάλο συνέδριο της Louvain του Βελγίου έδωσαν την αποφασιστική ώθηση για τη σύσταση της Εταιρείας: μία μικρή ομάδα από εκείνους οι οποίοι θήτευσαν στην εξωθεσμική έρευνα, αυτή του πυρήνα του Ιστορικού Αρχείου της ETE, και έφεραν σε πέρας αντικείμενα μη αποδεκτά μέχρι τότε από την επίσημη ιστορική οικονομική σκέψη, ενισχύθηκε από πρόσωπα τα οποία είχαν ήδη συνδεθεί με τις ευρύτερες εξελίξεις στην ακαδημαϊκή διδασκαλία και την έρευνα της Οικονομικής Ιστορίας. Συγκροτήθηκε έτσι η προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή της Εταιρείας. Μέλη της αποτέλεσαν οι Χ. Αγριαντώνη, Σ. Ασδραχάς, Γ. Δερτιλής, Β. Κρεμμυδάς, Β. Παναγιωτόπουλος, Π. Πιζάνιαςκαι Σ. Τσοτσορός, ενώ γραμματέας αναλαμβάνει η Μ. Δρίτσα και ταμίας η Ι. Μίνογλου. Τον Οκτώβριο του 1990 εγκρίνεται το κατασταστικό της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας, και τον Ιούνιο του 1991 συνέρχεται η πρώτη Γενική Συνέλευση των μελών, από την οποία θα προκύψει το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο: πρόεδρος αναδεικνύεται ο Γ. Δερτιλής, αντιπρόεδρος ο Ε. Πρόντζας, γραμματέας η X. Αγριαντώνη, ταμίας η Ι. Μίνογλου και μέλη οι Σ. Ασδραχάς, Γ. Μητροφάνης και Σ. Τσοτσορός. Το δεύτερο Διοικητικό Συμβούλιο θα προκύψει από τις αρχαιρεσίες του Μαΐου 1993, και πρόεδρος αναδεικνύεται ο Σ. Ασδραχάς, αντιπρόεδρος ο Γ. Μητροφάνης, γραμματέας ο Ε. Πρόντζας, ταμίας η Ι. Μίνογλου και μέλη οι X. Αγριαντώνη, Β. Κρεμμυδάς και Β. Παναγιωτόπουλος. Όπως ήδη σημειώσαμε, τη δεκαετία του '80, περίοδο συσσώρευσης μεγάλου αριθμού έργων, τα περισσότερα των οποίων τιμήθηκαν με υψηλούς πανεπιστημιακούς τίτλους, γίνεται όλο και πιο αισθητή η ανάγκη για την παρέμβαση των οικονομικών ιστορικών σε θέματα της επικαιρότητας. Η Ελληνική Εταιρεία Οικονομικής Ιστορίας (ΕΕΟΙ) συστήνεται τη στιγμή που κλυδωνίζονται οι εξωθεσμικοί πυρήνες της ιστορικής οικονομικής έρευνας (ραγδαία περιστολή των ερευνητικών προγραμμάτων, αποδυνάμωση των σεμιναριακών συναντήσεων, φθίνουσα εκδοτική παραγωγή) και εμφανίζεται η διαπήδηση των μελών της προς τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, μοιραία εμπεριέχουσα στοιχεία ανταγωνισμού και αντιστάσεων υποδοχής. Πρόκειται για την κλασική πλέον άμιλλα που αναπτύσσεται ανάμεσα στους υπερασπιστές ενός αντικειμένου και την ελεγχόμενη θεσμική κατοχύρωση γνωστικού αντικειμένου και ερευνητή. Είναι η περίπτωση που η Οικονομική Ιστορία δεν μένει αλώβητη: διακυβεύονται ισορροπίες στην ακαδημαϊκή κοινότητα, η νεαρή Οικονο-


μική Ιστορία παρακάμπτεται από λιγότερο ανταγωνιστικά αντικείμενα. Η ενεργοποίηση της Εταιρείας προς διαφορετικές κατευθύνσεις είναι προφανής. Η πρώτη παρέμβαση της εκδηλώνεται για το ζήτημα των κέντρων των Τραπεζών που κλείνουν, στις αρχές της δεκαετίας του '90: οργανώνεται η πρώτη μεγάλη εκδήλωση της Εταιρείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με θέμα «Η Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία στην Ελλάδα: Ζητήματα ερευνητικής πολιτικής» (23 Οκτ. 1991). Η συζήτηση πραγματοποιείται υπό την προεδρία του ακαδημαϊκού Μ. Σακελλαρίου και σ' αυτή εισηγούνται οι Γ. Β. Δερτιλής, Σ. Ασδραχάς, Γ. Λεονταρίτης και Β. Παναγιωτόπουλος, ενώ παρεμβαίνουν στη συζήτηση οι Κ. Θ. Δημαράς ( + ), Κ. Κριμπάς και Α. Πεπελάσης. Η Εταιρεία ενεργοποιείται ταυτόχρονα προς τη διατήρηση ενός μηχανισμού επικοινωνίας των μελών της και προχωρεί στη διοργάνωση του πρώτου κύκλου συναντήσεων, μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 1993 στο κτίριο Παλαμά του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφιερωμένες στο γενικό θέμα «Η Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία σήμερα: Θέματα, Προβλήματα, Κατευθύνσεις». Τον κύκλο εγκαινιάζει ο Γ. Β. Δερτιλής με θέμα «"Σταθερές" και "μοναδικότητες" στην νεοελληνική ιστορία» και ακολουθούν στις επόμενες συναντήσεις οι εισηγήσεις των Σ. Ασδραχά («Θέματα Οικονομικής Ιστορίας της Τουρκοκρατίας»), Σ. Θωμαδάκη - Ευ. Μπουρνόβα («Ένας οικογενεια-

κός προϋπολογισμός στην οικονομία της Κατοχής»), Μ. Δρίτσα («Νέες κατευθύνσεις και προβλήματα στην Ιστορία των Επιχειρήσεων»), Β. Κρεμμυδά(«Γεωγραφία και "έκταση" των ελληνικών εμπορικών δραστηριοτήτων στο τέλος της Τουρκοκρατίας») και Τζ. Χαρλαύτη («Ναυτιλιακή Οικονομική Ιστορία»). Η δραστηριότητα της Εταιρείας επεκτείνεται ακόμη περισσότερο. Η συμμετοχή της, το 1994, στο Διεθνές Συνέδριο Οικονομικής Ιστορίας, που θα πραγματοποιηθεί στο Μιλάνο, και η ευθύνη οργάνωσης του αντικειμένου της Seccions C 20 «Capital flows and entrepreneurial strategies in Southern Europe and the Balkans» από τον Γ. Β. Δερτιλή, προβάλλει τους γόνιμους ορίζοντες μέσα στους οποίους κινείται. Η συνέχιση του προγράμματος των συναντήσεων και η διοργάνωση Συνεδρίου το 1994 αποτελεί πρόσθετη επιβεβαίωση της προηγούμενης παρατήρησης. Συνοψίζοντας, η Εταιρεία δεν παραπέμπει απλά στη συνύπαρξη όσων διατηρούν το ενδιαφέρον τους για την Οικονομική Ιστορία. Η πορεία της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας εγγράφεται σε μια δυναμική της νεοελληνικής επιστημονικής κοινωνίας, όπου η Οικονομική Ιστορία τείνει να υπερβεί τον διαπιστωτικό ρόλο της για την καθημερινότητα του οικονομικού στοιχείου ή τη θέση του στη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους ή/και την έρευνα των οικονομικών συστημάτων. Επιδιώκει να κατοχυρώσει τη θέση της ως δο-

κιμαστήριο και ατμομηχανή της οικονομικής σκέψης αφομοιώνοντας περισσότερα από εκείνα που προσφέρει στις γειτονικές επιστήμες. Ως κλάδος των επιστημών του ανθρώπου και «επιστημονική κοινότητα» η Οικονομική Ιστορία (α) ενισχύεται από την Εταιρεία, διαθέτοντας εβδομήντα και πλέον ακαδημαϊκά μέλη, ερευνητές και νέους υπερασπιστές της, κυρίως υποψήφιους διδάκτορες ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων (β) εμφανίζεται δυναμικά σε δύο δεκάδες ακαδημαϊκών προγραμμάτων κεντρικών και περιφερειακών πανεπιστημίων, προπτυχιακού και μεταπτυχιακού επιπέδου, καλλιεργείται δε σε αντίστοιχα προγράμματα θεσμοθετημένων ερευνητικών κέντρων (γ) το θεματολόγιο της καταλαμβάνει τις σελίδες φερέγγυων επιστημονικών εκδόσεων, περιοδικών ή όχι, και προβάλλει έντονα το έργο της σε συνέδρια που δεν χάνονται στο χρόνο (δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν το Σεπτέμβριο για το Συνέδριο Οικονομικής Ιστορίας «Μεσογειακές οικονομίες, ισορροπίες και διασυνδέσεις, 13ος - 19ος αι.» και εξακολουθεί ζωντανή η παρουσία του) και (δ) μετασχηματίζει την πρόσφατη νομοθετική υποστήριξη διατήρησης των αρχείων, ιδίως των τραπεζικών, σε μηχανισμό περιοπής για την κρυστάλλωση της θεωρίας της Οικονομικής Ιστορίας στη νεοελληνική κοινωνία.

Το 1984, ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συγκροτήματος Τραπέζης Κύπρου, υπεγράφη η ιδρυτική πράξη για τη σύσταση του πρώτου μη κερδοσκοπικού ιδρύματος που έχει δημιουργηθεί ποτέ στο νησί από Τραπεζικό Οργανισμό. Η δημιουργία του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου υλοποιεί την πρόθεση του Συγκροτήματος να συμβάλει προγραμματισμένα και αποφασιστικά στην προώθηση των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών στον κυπριακό χώρο. Το Πολιτιστικό Ίδρυμα διέπεται από ιδιαίτερο καταστατικό και διοικείται από ανεξάρτητο συμβούλιο, του οποίου προεδρεύει ο εκάστοτε διοικητής της Τραπέζης Κύπρου. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος, από το έτος της σύστασης του (1984), είναι ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Κύπρου, διοικητής κ. Ανδρέας Πατσαλίδης, και

μέλη η κα Στέλλα Σουλιώτη και οι κ.κ. Βάσος Καραγιώργης, Κωστής Κολώτας, Ιωάννης Κυπρή, Θεόδωρος Παπαδόπουλος, Παναγιώτης Σέργης, Ανδρέας Φιλίππου, Γεώργιος Χαραλάμπους, Ανδρέας Χριστοφίδης. Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου υλοποιεί ένα αυστηρά συγκροτημένο κυπρολογικό και καθαρά ελληνοκεντρικό πρόγραμμα με καθορισμένους τομείς δράσης, οι οποίοι συνοψίζονται σε μία έγκυρη και πολύπλευρη εκδοτική παραγωγή, στη σύντομη εξέλιξη μιας συλλογής σύγχρονης κυπριακής τέχνης, στην ανάπτυξη των συλλογών παλαιών βιβλίων, χαρτών και νομισμάτων της Κύπρου και στην πραγματοποίηση συναφών ετήσιων εκδηλώσεων (εκθέσεις, διαλέξεις) υψηλού επιστημονικού και εκπαιδευτικού επιπέδου.

Λευκωσία, το Λονδίνο και την Αθήνα όλες οι συλλογές του Πολιτιστικού Ιδρύματος, στα πλαίσια ειδικών περιοδικών εκθέσεων. Και οι δύο μεγάλες εκθέσεις που πραγματοποίησε το Πολιτιστικό Ίδρυμα στην Αθήνα, φιλοξενήθηκαν στο Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Ν.Π. Γουλανδρή. Πρόκειται για τις εκθέσεις «Κυπριακή Χαρτογραφία από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο στον Kitchener» (Οκτώβριος 1989) και «Είκοσι δύο αιώνες κυπριακής νομισματοκοπίας» (Απρίλιος 1991). Οι συλλογές του Πολιτιστικού Ιδρύματος Τραπέζης Κύπρου από σπάνια βιβλία, χάρτες και νομίσματα εμπλουτίζονται συνεχώς με ένα μεθοδευμένο πρόγραμμα ετήσιων αγορών και συμμετοχής σε πλειστηριασμούς στην Ευρώπη και τις Η ΠΑ. Σήμερα, η Χαρτογραφική Συλλογή του Ιδρύματος θεωρείται η μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή έντυπων χαρτών της Κύπρου

Συλλογές και Εκθέσεις Μεταξύ 1988-1993 έχουν παρουσιαστεί στη

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΡΟΝΤΖΑΣ Γραμματέας της ΕΕΟΙ


διεθνώς. Με σκοπό την προώθηση της χαρτογραφικής έρευνας, το Πολιτιστικό Ίδρυμα προκήρυξε το 1991 διεθνή διαγωνισμό συγγραφής πρωτότυπου επιστημονικού έργου για την ιστορία της χαρτογραφίας της ανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου. Το έργο που επελέγη έχει τίτλο «Maps of the Mediterranean in British Parliamentary Papers, 1801-1921». Πρόκειται για το πρώτο ερευνητικό έργο που χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από το Πολιτιστικό Ίδρυμα και θα κυκλοφορήσει το 1995. Τιμητικές διακρίσεις Το 1990, ο Διεθνής Οργανισμός Συλλεκτών Χαρτών (International Map Collectors' Society) απένειμε στο Πολιτιστικό Ίδρυμα το ετήσιο βραβείο μέγιστης προσφοράς στη συλλογή και συντήρηση χαρτών και στην προώθηση της χαρτογραφικής έρευνας. Το 1991, τιμήθηκε, μαζί με άλλα έντεκα ελληνικά Ιδρύματα, με τα μετάλλια του γλύπτη Βάσου Καπάνταη από την Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, για την εθνικήπολιτιστική του δράση. Το 1992, ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος της Κυπριακής Νομισματικής Εταιρείας για τη συμβολή του στη νομισματική έρευνα. Η επόμενη πενταετία Με την επικείμενη συμπλήρωση δέκα χρόνων λειτουργίας του Ιδρύματος (1984-1993), το Διοικητικό Συμβούλιο έχει ήδη εγκρίνει το πρόγραμμα της προσεχούς πενταετίας (1994-98), που έχει ως στόχο τη δημιουργία πρότυπων μουσειακών χώρων για τη μόνιμη έκθεση και ασφαλή συντήρηση των συλλογών και τη λειτουργία ερευνητικής βιβλιοθήκης και βιβλιοθήκης σπάνιων εκδόσεων, σύμφωνα με το πιο κάτω χρονοδιάγραμμα: Η έκθεση Κυπριακής Νομισματοκοπίας, που θα πραγματοποιηθεί στο Cabinet des Médailles (Μάιος-Ιούλιος 1994), σε συνεργασία με την Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων, θα είναι η τελευταία εκτός Κύπρου εμφάνιση της Νομισματικής Συλλογής του Πολιτιστικού Ιδρύματος, πριν τη μόνιμη τοποθέτηση της στο υπό ανέ-

γερση «Μουσείο Ιστορίας της Κυπριακής Νομισματοκοπίας», του οποίου τα εγκαίνια θα γίνουν τον Οκτώβριο 1994. Το 1995 θα αρχίσουν να λειτουργούν στο Μουσείο Νομισματοκοπίας τα τακτικά εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές στοιχειώδους εκπαίδευσης, με γενικό τίτλο «Γνωρίζω την ιστορία της Κύπρου μέσα από τα νομίσματα». Το ίδιος έτος θα ολοκληρωθεί η στέγαση του Πολιτιστικού Ιδρύματος στο ιδιόκτητο, παλαιό διοικητικό κτίριο της Τραπέζης Κύπρου στη Φανερωμένη (εντός των τειχών της Λευκωσίας). Στο κτίριο αυτό θα γίνει η εγκατάσταση της μόνιμης έκθεσης Κυπριακής Χαρτογραφίας (1996) και θα ακολουθήσει η οργά-

νωση λειτουργίας της Ανοικτής Ερευνητικής Βιβλιοθήκης. Τελευταία αναμένεται να λειτουργήσει η Ελεγχόμενη Βιβλιοθήκη των Συλλογών (παλαιών κυπρολογικών εκδόσεων και χαρτών).

Ιδρύθηκε πρόσφατα, από 40 διακεκριμένα ιδρυτικά μέλη, η Εταιρία Μελέτης της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας. (Διευκρινίζεται ότι ο όρος «αρχαία» καλύπτει ως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους). Το γεγονός παρουσιάζει πολλαπλό, επιστημονικό και εθνικό, ενδιαφέρον. Πράγματι, η πιο διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν διέθεταν τεχνολογία - ίσως δε και να «αδιαφορούσαν» γι' αυτήν, περιορίζοντας τα επιτεύγματα τους μόνο στην Επιστήμη και τη Φιλοσοφία. Σήμερα, βέβαια, η άποψη αυτή ελέγχεται ως ανιστόρητη. Τη διαψεύδουν η προηγμένη μεταλλουργική και ναυπηγική τεχνολογία των Αθηναίων, η πολιορκητική τεχνολογία της Μεγάλης Ελλάδας και των

Μακεδόνων, τα μεγάλα τεχνικά έργα της Σάμου και της Ρόδου, και πάνω απ' όλα η βιομηχανική τεχνική της Αλεξάνδρειας. Τα αλεξανδρινά συγγράμματα συνεχίζουν να αποτελούν τη βάση της παγκόσμιας Τεχνολογίας ως τον 16ο αιώνα, απευθείας ή μέσω των Ρωμαίων και των Αράβων. Η νέα επιστημονική Εταιρία θέλει να ενθαρρύνει τη συστηματική μελέτη αυτής της κατηγορίας των δραστηριοτήτων των αρχαίων ελληνικών κοινωνιών, δραστηριοτήτων που ολοκληρώνουν τη μάλλον λειψή εικόνα που μας δίνει η συνήθης προβολή των επιτευγμάτων των προπατόρων μας στα γράμματα και τις τέχνες. (Υποστηρίζεται μάλιστα ότι αυτή η μονόπλευρη ανάγνωση της αρχαιότητας ίσως

να μην είναι άσχετη και με τα μάλλον υποβαθμισμένα τεχνολογικά ενδιαφέροντα της σύχρονης ελληνικής κοινωνίας). Η Εταιρία προετοιμάζει μια σειρά από εκδηλώσεις, όπως: προβολές ταινιών σχετικών με ποικίλα θέματα αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας, διαλέξεις, σχολικούς διαγωνισμούς, συμμετοχή σε αντίστοιχα ερευνητικά προγράμματα κ.λπ. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο της Εταιρίας αποτελούν οι Γ. Βαρουφάκης, Ε. Κακαβογιάννης (αντιπρόεδρος), Μαν. Κορρές, Χ. Λάζος (γεν. γραμματέας), Ι. Σακκάς, Α. Τανούλας, Ο. Τάσιος (πρόεδρος). Η έδρα της EMΑΕΤ είναι στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (τηλ. 362.48.40, κα Μαντά).

Εκδόσεις 1985-1993 Το Ίδρυμα έχει εγκαινιάσει τις εξής εκδοτικές ενότητες: Ετήσιες διαλέξεις Ιστορίας Αρχαιολογίας της Κύπρου, Κυπριακή λογοτεχνία, Συλλογές του Πολιτιστικού Ιδρύματος, Αρχαιολογικοί οδηγοί (σε τέσσερις γλώσσες), Λευκώματα, Κυπρολογικές μελέτες και διαλέξεις, Κύπριοι ζωγράφοι. ΜΑΡΙΑ ΙΑΚΩΒΟΥ


Το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας έχει ως κύριο έργο του τη μικροφωτογράφηση χειρογράφων κωδίκων και ιστορικών αρχείων με σκοπό τη διευκόλυνση και εξυπηρέτηση των ερευνητών. Βεβαίως, η μέθοδος της φωτογράφησης και αργότερα της μικροφωτογράφησης ούτε νέα είναι, αφού από τα τέλη του περασμένου αιώνα έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για την εφαρμογή της φωτογραφικής τεχνολογίας στην παλαιογραφία, ούτε εφαρμόζεται αποκλειστικά από το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο. Έχουν προηγηθεί προσπάθειες μαζικής μικροφωτογράφησης χειρογράφων από αρκετά επιστημονικά Ιδρύματα της χώρας μας, από τη δεκαετία του '60. όπως από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το Κέντρο Μελέτης Μέσου και Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του τότε Βασιλικού και νυν Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, την Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών και, τέλος, το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών στη Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης. Το τελευταίο αυτό Ίδρυμα είναι το μόνο που με δικό του οργανωμένο φωτογραφικό συνεργείο πραγματοποίησε αποστολές μικροφωτογραφήσεων στις βιβλιοθήκες του Αγίου Όρους και πρόσφερε στους μελετητές το προϊόν της εργασίας του. Τα άλλα ιδρύματα εκτελούσαν περιορισμένης μόνο εμβέλειας μικροφωτογραφήσεις, με κριτήριο κυρίως τις εσωτερικές ανάγκες των ερευνητικών τους προγραμμάτων. Η πρόοδος των παλαιογραφικών ερευνών και η ολοένα αυξανόμενη ανάγκη πρόσβασης σε πολλές διάσπαρτες ανά την Ελλάδα βιβλιοθήκες, μοναστηριακές και δημόσιες, ώθησε στην ανάληψη μιας νέας πρωτοβουλίας μικροφωτογραφήσεων χειρογράφων σε βιβλιοθήκες εκτός Αγίου Όρους. Την πρωτοβουλία αυτή ανέλαβε να χρηματοδοτήσει, δεδομένου του υψηλού κόστους, η Εθνική Τράπεζα, εντάσσοντας την στο πλαίσιο της συμβολής της στην πνευματική και επιστημονική ανάπτυξη του τόπου. Αρχικά, στη διετία 197374, ύστερα από εισήγηση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αθ. Κομίνη, χρηματοδότησε και πραγματοποίησε μικροφωτογραφήσεις ιστορικών αρχείων και χειρογράφων στη Δημητσάνα, τη μονή Ταξιαρχών Αιγίου, την Παραμυθιά, την Άμφισσα, την Ιθάκη και μέσα στην Αθήνα. Όταν το νέο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (που μετονομάστηκε πλέον σε Μορφωτικό), το Δεκέμβριο του 1974, ανέθεσε την εποπτεία των μικροφωτογραφήσεων στον καθηγητή Λίνο Πολίτη, τότε τέθηκαν και οι βάσεις για μια μακρόπνοη επιχείρηση μικροφωτογραφήσεων και έξω ακόμη από τα όρια της Ελλάδας. Αγοράστηκαν καινούργια φωτογραφικά μηχανήματα, και κυρίως άρχισε να εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα ετήσιας εκάστοτε δράσης σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Οι παλαιογραφικές αποστολές, εκτός των φωτογράφων, συνοδεύονταν πάντοτε από εξειδικευμένο επιστημονικά προσωπικό, το οποίο

επεξεργαζόταν το προς φωτογράφηση υλικό. Ταυτόχρονα εκτελούνταν και επιτόπιες έρευνες, πέρα από τις δεδομένες βιβλιογραφικές πληροφορίες, για τον εντοπισμό νέων συλλογών χειρογράφων ή και μεμονωμένων χειρογράφων σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Το όλο αυτό πρόγραμμα, με τις διαστάσεις που έπαιρνε, ώθησε στην ανάγκη να ιδρυθεί, μέσα στο πλαίσιο του Μορφωτικού Ιδρύματος, ένα αυτοτελές τμήμα, το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο (ΙΠΑ). Το Φεβρουάριο του 1975, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος ενέκρινε τον οργανισμό του ΙΠΑ, όπου περιγράφονται οι σκοποί και οι δραστηριότητες του. που είναι «η διάσωσις και μικροφωτογράφησις των εν Ελλάδι ιστορικών αρχείων και συλλογών χειρογράφων κωδίκων». Και στο άρθρο 4: «Σκοπός της μικροφωτογραφήσεως είναι η υποβοήθησις της Ιστορικής και γενικώτερον της επιστημονικής ερεύνης αποκλεισμένης της χρησιμοποιήσεως των μικροφωτογραφιών διά σκοπούς εμπορικούς ή διαφημιστικούς». Από το 1975 ως σήμερα, το ΙΠΑ έχει εκτελέσει 100 περίπου παλαιογραφικές αποστολές που καλύπτουν όλο σχεδόν τον ελληνικό χώρο, την Κύπρο, την Αλεξάνδρεια (Πατριαρχική Βιβλιοθήκη) και τα Ιεροσόλυμα (Αρχείο του Πατριαρχείου). Έχει μικροφωτογραφήσει 6.500 περίπου χειρόγραφα και 20 μεγάλες αρχειακές συλλογές, το όλο υλικό περιέχεται σε 2.500 ρόλους μικροταινιών. Από το έτος 1985 το ΙΠΑ διαθέτει νέα φωτογραφικά μηχανήματα και άλλα επεξεργασίας φίλμ, με αποτέλεσμα να εκτελεί το ίδιο τις μικροφω-

τογραφήσεις, με αυτονόητη συνέπεια τη μείωση του κόστους παραγωγής. Η επιχείρηση όμως αυτή καθεαυτή της μικροφωτογράφησης θα παρέμενε μόνο μία επιχείρηση εμπλουτισμού της φιλμοθήκης του ΙΠΑ, ως ενός στατικού αποθηκευτικού φορέα, αν δεν συνοδευόταν και από την κατ' ουσίαν επεξεργασία του βιβλιακού και αρχειακού υλικού, αν τα μικροφίλμ δεν διαθέτονταν στο επιστημονικό κοινό και αν δεν καταβαλλόταν προσπάθεια εκπαίδευσης νέων παλαιογράφων. Αυτές είναι οι διαστάσεις που ήθελε ο Λίνος Πολίτης να δώσει στο ΙΠΑ, ανάγοντας το σε επιστημονικό κέντρο μελέτης των αρχαίων κειμένων, ανάλογο προς το Κέντρο Ιστορίας των Κειμένων του Γαλλικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών. Και πράγματι, ως σήμερα έχουν δημοσιευτεί πέντε τεύχη του Δελτίου του ΙΠΑ, όπου αναφέρονται τα αποτελέσματα των παλαιογραφικών αποστολών και καταγράφονται με συντομία τα φωτογραφημένα χειρόγραφα ή δημοσιεύονται λεπτομερέστεροι επιμέρους κατάλογοι. Συντάσσεται παλαιογραφική βιβλιογραφία, ευρετήριο Ελλήνων κωδικογράφων (1600-1800), γίνονται παλαιογραφικό σεμινάρια σε τρεις ετήσιους κύκλους, παρουσιάζεται η ιστορία του χειρόγραφου βιβλίου μέσω διαφανειών σε μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου, λειτουργεί αναγνωστήριο με ειδικά μηχανήματα για τις μικροταινίες και, τέλος, συγκροτείται μέσω αγορών και δωρεών δική του συλλογή χειρογράφων και έντυπων βιβλίων. Οι προοπτικές για το ΙΠΑ σήμερα είναι πολλές και ευρείες. Βεβαίως, το πρόγραμμα των


μικροφωτογραφήσεων με τον παραδοσιακό τρόπο του ασπρόμαυρου ορθοχρωματικού φίλμ των 35 χιλ. δεν θα σταματήσει. Όμως ήδη διερευνάται η δυνατότητα (τεχνική, οικονομική και οργανωτική) της μεταφοράς των μικροταινιών σε οπτικό δίσκο μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι σημερινές δυνατότητες σ' αυτό τον τομέα δίνουν μεν ικανοποιητικά αποτελέσματα αλλά σε περιορισμένη έκταση φωτογραφικών λήψεων. Πιστεύουμε ότι στο εγγύς μέλλον κάποια τεχνικά προβλήματα θα ξεπεραστούν, και θα αντιγραφούν μέσω ψηφιακής τεχνολογίας όλοι οι ρόλοι των μικροταινιών. Επιπλέον, τα μαθήματα παλαιογραφίας, που ήδη φέτος γίνονται για ένατη χρονιά, άρχισαν να δίνουν καρπούς με την εξει-

δίκευση νέων φιλολόγων στην παλαιογραφία, οι οποίοι ήδη μετέχουν σε διάφορα ερευνητικά προγράμματα. Επανερχόμενοι στην πρώτη λέξη του οργανισμού του ΙΠΑ, που είναι η λέξη διάσωσις, πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1985 οργανώθηκε και λειτουργεί στο ΙΠΑ ειδικό εργαστήριο συντήρησης χειρογράφων και γενικά χάρτινου υλικού, με πλήρη εξοπλισμό. Έτσι, πέρα από τη μικροφωτογράφηση, τη μελέτη, την εσωτερική επεξεργασία των κειμένων, επιδεικνύεται και ιδιαίτερη φροντίδα για την καθαυτό διάσωση του βιβλιακού υλικού με σύγχρονες τεχνικές και επιστημονικές μεθόδους. Το θέμα όμως συντήρηση είναι τεράστιο και απαιτεί ιδιαίτερη διαπραγμάτευση που

ξεπερνά τα όρια του παρόντος άρθρου. Αρκεί πάντως να τονίσουμε ότι στον τομέα της μικροφωτογράφησης σήμερα και πείρα μεγάλη υπάρχει και γνώση της αξιοποίησης και εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών, δεδομένα που επαφίενται στη γενικότερη πολιτιστική πολιτική του κράτους να τα εντάξει στα προγράμματα του και να καρπωθεί τα πνευματικά, εθνικά και πολιτιστικά οφέλη του. Το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας και το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο προσπαθεί.

Η Εθνολογία και η Κοινωνική Ανθρωπολογία καλλιεργούνται σήμερα από μεγάλο αριθμό Ελλήνων επιστημόνων, που σπούδασαν ή συμπλήρωσαν τις σπουδές τους στο εξωτερικό, αποφοίτησαν ή σπουδάζουν στα τμήματα Εθνολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας που λειτουργούν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Εθνολογίας (ΕΛ.ΕΤ.Ε.) εκφράζει την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός χώρου σύγκλισης και αντιπαράθεσης απόψεων. Στις 18 Δεκεμβρίου 1991 έγινε η πρώτη ιδρυτική συνέλευση και εκλέχτηκε εξαμελής Προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή αποτελούμενη από τους: Ελευθ. Αλεξάκη, Ελένη Κοβάνη, Ανδρομάχη Οικονόμου, Ειρήνη Τουντασάκη, Ζωή Καζαζάκη και Γιούλη Παπαδοπούλου. Η πρώτη Τακτική Γενική Συνέλευση, που έγινε στις 29 Ιουνίου 1992, ψήφισε τον Εσωτερικό Κανονισμό της Εταιρείας και εξέλεξε το πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, που συγκροτήθηκε σε σώμα στις 3 Ιουλίου 1992 ως εξής: Ελευθ. Αλεξακης, πρόεδρος, Ελένη Κοβάνη, αντιπρόεδρος, Βαγγέλης Μαρσέλος. γενικός γραμματέας, ΑνδρομάχηΟικονόμου,

ταμίας και Ειρήνη Τουντασάκη, μέλος. Σύμφωνα με το Καταστατικό, σκοπός της ΕΛ.ΕΤ.Ε. είναι η ανάπτυξη και προαγωγή των εθνολογικών και ανθρωπολογικών επιστημών και ερευνών και κάθε άλλης συναφούς επιστήμης, όπως: Ιστορική Ανθρωπολογία, Ιστορία των Νοοτροπιών, Εθνογλωσσολογία, Ανθρωπολογική Λαογραφία, Πολιτισμική Οικολογία, Φυσική Ανθρωπολογία. Το έργο της Εταιρείας πραγματοποιείται (α) με την έκδοση του περιοδικού Εθνολογία και αυτοτελών σειρών ή άλλων δημοσιευμάτων, (β) με την οργάνωση επιστημονικών ανακοινώσεων, διαλέξεων, συνεδρίων, (γ) με την ανάληψη επιστημονικών αποστολών και γενικότερα με την έρευνα και τη μελέτη θεμάτων που αφορούν την εθνολογία και την ανθρωπολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Εταιρεία αριθμεί 38 άτομα-μέλη, που είναι επιστήμονες εθνολόγοι, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, εθνογλωσσολόγοι, ιστορικοί. Μέλη της μπορούν να γίνουν επιστήμονες που, όπως προκύπτει από τα ενδιαφέροντα και την επιστημονική τους δράση, συμφωνούν με τους σκοπούς και το πνεύμα της.

Η ΕΛ.ΕΤ.Ε. οργάνωσε δύο σειρές ομιλιωνσυζητήσεων για τη χρονική περίοδο από τον Οκτώβριο 1992 έως τον Ιούνιο 1993. Η πρώτη σειρά ομιλιών περιελάμβανε έξι εισηγήσεις με θέμα: «Εθνοπολιτισμικές ομάδες και τα δύο φύλα»· η δεύτερη περιελάμβανε επτά εισηγήσεις με θέμα: «Τρόποι παραγωγής-οργάνωση παραγωγής-κοινωνία». Οι ομιλίες πραγματοποιούνται στην αίθουσα του ΕΚΚΕ, Αριστείδου 1α, 5ος όροφος. Κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος του περιοδικού Εθνολογία, με εθνολογικές μελέτες που αφορούν τον ελληνικό χώρο. Ήδη συγκεντρώνεται η ύλη για την έκδοση του δεύτερου τόμου. Όσοι ενδιαφέρονται για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το έργο της ΕΛ.ΕΤ.Ε. μπορούν να απευθύνονται στη διεύθυνση: Ερεσσού 43, Αθήνα 106 81, τηλ. 3619.465, όπου είναι η προσωρινή έδρα της Εταιρείας.

Η προσπάθεια για την ίδρυση μιας Ελληνικής Εταιρείας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας τοποθετείται στις αρχές του 1981 και οφείλεται στην πρωτοβουλία μιας ομάδας κοινωνικών επιστημόνων που είχαν ήδη αρχίσει να ασχολούνται με το αντικείμενο, ενώ, παράλληλα, είχαν υιοθετήσει τις μεθόδους και τα ερευνητικά εργαλεία αυτής της, νέας ακόμη για την Ελλάδα, επιστήμης του ανθρώπου. Με καθυστέρηση δέκα χρόνων, η Εταιρεία πήρε, τελικά, νομική υπόσταση το 1990 και καθιερώθηκε ως επίσημος επιστημονικός οργανισμός το

Μάρτιο του 1991, με την επωνυμία ΕΚΑ «Εταιρεία Κοινωνικών Ανθρωπολόγων». Οι κύριες αρχές που επικράτησαν για την ίδρυση της Εταιρείας είναι δύο: - Η λειτουργία της ως επίσημου φορέα για την εκπροσώπηση της ανθρωπολογίας και των ανθρωπολόγων στον μη-ανθρωπολογικό επιστημονικό (και επαγγελματικό) χώρο, δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, συναφείς επιστημονικές εταιρείες καθώς και ερευνητικά ή εκπαιδευτικά ιδρύματα, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (ΕΚ, ΗΠΑ, κ.λπ.)·

- Η προαγωγή της συνεργασίας, η συστηματική επικοινωνία και η ανταλλαγή επιστημονικής πληροφόρησης ανάμεσα στους ίδιους τους ανθρωπολόγους, Έλληνες και ξένους, μέλη ή και όχι της Εταιρείας. Στις 16 Ιουνίου 1991, με την ολοκλήρωση της διαδικασίας των αρχαιρεσιών, το Δ.Σ. της Εταιρείας συγκροτήθηκε σε σώμα με την εξής σύνθεση: Σοφία Δασκαλοπούλου - Καπετανάκη, πρόεδρος, Μαρίνα Πετρονώτη, αντιπρόεδρος, Άντα Κλωνή, γραμματέας, Στέλλα Γαλάνη, ταμίας, Λίλυ Στυλιανούδη, μέλος.

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΤΣΕΛΙΚΑΣ Προϊστάμενος του Ιστορικού και Παλαιογραφικού Αρχείου του ΜΙΕΤ

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


Η Εταιρεία είναι ανοικτή στους Έλληνες και ξένους ανθρωπολόγους, που εργάζονται κυρίως στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο, και των οποίων τα ενδιαφέροντα και οι δραστηριότητες συμπίπτουν με τους στόχους της. Η αίτηση εγγραφής πρέπει να συνυπογράφεται από τρία προτείνονται μέλη. Σύμφωνα με το καταστατικό της Εταιρείας Κοινωνικών Ανθρωπολόγων, οι στόχοι της εστιάζονται στην ανάπτυξη της Ανθρωπολογίας (Κοινωνικής και Πολιτιστικής) και της Εθνολογίας στην Ελλάδα, τη θεσμική κατοχύρωση της Ανθρωπολογίας και της Εθνολογίας σε πανεπιστημιακό και ερευνητικό επίπεδο, την προστασία και προώθηση των επιστημονικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών της Εταιρείας, τη συνεργασία με άλλους συγγενείς επιστημονικούς κλάδους, την έρευνα και ανταλλαγή ιδεών σε πεδία όπου θα καλλιεργείται η επιστημονική αλληλεγγύη και συνεργασία, τη συνεργασία με συναφείς ενώσεις και εταιρείες της Ελλάδας και του εξωτερικού. Στα πλαίσια των συζητήσεων που έγιναν μεταξύ των ιδρυτικών μελών, όταν πλέον η Εταιρεία πήρε νομική υπόσταση, λήφθηκαν αποφάσεις για την ανάληψη ποικίλων δραστηριοτήτων: α) Τη δημιουργία ενός αρχείου για τις έρευνες που διεξάγονται σήμερα στον ελλαδικό χώρο, αλλά και την καταγραφή των θεματικών και γεωγραφικών περιοχών που έχουν ήδη συγκεντρώσει την προσοχή των ανθρωπολόγων. β) Τη δημιουργία μιας βιβλιοθήκης με περιοδικά και μονογραφίες ανθρωπολογικού περιεχομένου και, ακόμη, ενός καταλόγου για τα δημοσιεύματα που υπάρχουν σε ιδιωτικές, δημόσιες ή άλλες βιβλιοθήκες, ώστε να διευκολυνθεί το ερευνητικό έργο των μελών της Εταιρείας ή άλλων ερευνητών. γ) Την έκδοση ενός ενημερωτικού δελτίου για τις δραστηριότητες της Εταιρείας, τις νέες εκδόσεις Ελλήνων ή ξένων ανθρωπολόγων, τις μεταφράσεις ξένων ανθρωπολογικών έργων που κυκλοφορούν στην Ελλάδα, τα συνέδρια που αναμένεται να γίνουν και ειδήσεις για όσα έχουν ήδη διεξαχθεί κ.λπ. δ) Τη διοργάνωση σεμιναρίων, ημερίδων ή διαλέξεων, αφιερωμένων σε επίκαιρα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και τις τάσεις της σύγχρονης ανθρωπολογικής σκέψης. Οι εκδηλώσεις αυτές αποσκοπούν στην ανάδειξη του προβληματισμού των Ελλήνων ανθρωπολόγων και την προσπάθεια γεφύρωσης των αντιθέσεων που διαπνέουν τη σκέψη και τον προσανατολισμό των οπαδών διαφορετικών σχολών της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της εθνολογίας ή άλλων συναφών κλάδων. Ελπίζουμε ότι μέσα από τις δραστηριότητες αυτές θα επιτευχθεί η ένταξη των κοινωνικών ανθρωπολόγων ή εθνολόγων, οι οποίοι εργάζονται σε πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα ή φορείς άσχετους προς τους επιστημονικούς αυτούς κλάδους, στα πλαίσια ενός σωματείου που συνενώνει, με άτυπους αλλά λειτουργικούς τρόπους, τα κοινά επιστημονικά ενδιαφέροντα και τις αναζητήσεις τους. ΑΝΤΑ ΚΛΩΝΗ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ Τον Οκτώβριο του 1993 εγκρίθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών το επιστημονικό σωματείο με τίτλο: «Εταιρεία Ιστορίας της Πόλης και της Πολεοδομίας». Τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας είναι 80 και προέρχονται από διαφορετικές επιστημονικές περιοχές (πολεοδομία, αρχιτεκτονική, αρχαιολογία και τέχνη, κοινωνική και οικονομική ιστορία, γεωγραφία, κοινωνιολογία, πολιτική, νομοθεσίανομολογία-ιστορία θεσμών κ.λπ.), που ασχολούνται με τη μελέτη και την έρευνα της ιστορίας της πόλης και της πολεοδομίας. Σκοποί της Εταιρείας είναι η διερεύνηση της ιστορικής διάστασης της σύγχρονης πόλης, η προώθηση της μελέτης και της έρευνας της ιστορίας της νεοελληνικής πόλης, η μελέτη της ιστορίας της πολεοδομικής επιστήμης και πρακτικής με έμφαση στον ελληνικό χώρο, η συμβολή στη δημιουργία αρχείων της ιστορίας της νεοελληνικής πόλης και, τέλος, η ανάληψη και υποστήριξη ενεργειών για καταγραφή, διατήρηση και προστασία στοιχείων που σχετίζονται με το παρελθόν της πόλης και ιδιαίτερα της νεοελληνικής. Τακτικά μέλη της Εταιρείας μπορούν να γίνουν, μετά από πρόταση δύο τουλάχιστον μελών της, όσοι έχουν ειδική ενασχόληση σχετική με το αντικείμενο και τους σκοπούς της Εταιρείας, η οποία θα αποδεικνύεται είτε από δημοσιευμένο έργο, είτε από εμπειρία σε σχετικά θέματα. Επίτιμα μέλη ανακηρύσσονται πρόσωπα που προάγουν τους σκοπούς της Εταιρείας ή προσφέρουν δωρεές σε χρήμα ή

Ι. Ορολογία Η προστασία του περιβάλλοντος έχει συνδεθεί με τον όρο «οικολογία». Ο όρος αυτός καθώς και τα παράγωγα του χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν ένα πολύ ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, τάσεων, προϊόντων και οργανώσεων που σχετίζονται με το περιβάλλον, την προστασία του και τους νέους τρόπους διαβίωσης και αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης που προϋποθέτει η προστασία. Το εύρος όμως που έχει λάβει το περιεχόμενο των όρων αυτών στην καθημερινή χρήση, καθώς και η ιδεολογική φόρτιση τους (αποδίδεται κάποια γραφικότητα στους «οικολόγους» που φέρονται ως ρομαντικοί της επιστροφής στη φύση), έχει προκαλέσει σύγχυση ως προς τη σημασία τους. Για την ιστορία, αναφέρουμε ότι η οικολογία εμφανίστηκε ως νέος επιστημονικός κλάδος στα μεσάτου προηγούμενου αιώνα. Αντικείμενο του ήταν η μελέτη των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών καθώς και μεταξύ των οργανισμών και του περιβάλλοντος τους. Ε-

είδος, καθώς και προσωπικότητες που έχουν αναπτύξει ιδιαίτερα σημαντική δραστηριότητα για σκοπούς ανάλογους προς αυτούς της Εταιρείας. Η Γενική Συνέλευση της Εταιρείας μπορεί να ιδρύει τοπικά τμήματα σε οποιαδήποτε πόλη της χώρας ή στο γεωγραφικό διαμέρισμα όπου ανήκει, μετά από πρόταση πέντε (5) τουλάχιστον μελών της που διαμένουν στην περιοχή. Κάθε μέλος της Εταιρείας υποχρεούται, κατά την εισδοχή του, να εισφέρει το ποσό των 5.000 δρχ., ενώ η ετήσια εισφορά έχει οριστεί επίσης στο ποσό των 5.000 δρχ. Όσοι επιθυμούν να γίνουν μέλη της Εταιρείας και διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, μπορούν να στείλουν σχετική αίτηση συνοδευόμενη με σύντομο βιογραφικό σημείωμα στη διεύθυνση: Εταιρεία Ιστορίας της Πόλης και της Πολεοδομίας, Αγ. Ασωμάτων 15, Αθήνα -105 53, ή να απευθυνθούν για περισσότερες πληροφορίες σε ένα από τα μέλη του Δ.Σ. Η σύνθεση του πρώτου Δ.Σ. της Εταιρείας, που εκλέχτηκε κατά τις αρχαιρεσίες της 22 Ιανουαρίου 1994, είναι η εξής: Θαλής Αργυρόπουλος, πρόεδρος, Γιώργος Λάββας, αντιπρόεδρος, Μανόλης Μαρμαράς, γραμματέας, Ζαχαρίας Δεμαθάς, ταμίας, Γιώργος Σαρηγιάννης, μέλος, Σάββας Τσιλένης, μέλος, Βίλμα Χαστάογλου, μέλος. ΜΑΝΟΛΗΣ Β. ΜΑΡΜΑΡΑΣ

νώ, δηλαδή, η μελέτη των οργανισμών από τις παραδοσιακές επιστήμες της φύσης αφορούσε τη μονάδα σε βάθος, το αντικείμενο της οικολογίας μετατοπίζεται στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μονάδων και του περιβάλ-


λοντος. Καθώς μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αυξάνουν οι ανησυχίες για την καταστροφή του περιβάλλοντος, η οικολογία αρχίζει να γίνεται κοινωνικό κίνημα. Σήμερα, η σχέση επιστήμης και κινήματος είναι σχέση αμφίδρομη: η επιστήμη παρέχει στο κίνημα τα απαραίτητα επιχειρήματα, και το κίνημα, με τη σειρά του, επηρεάζει τον προσανατολισμό της επιστήμης. Τα όρια μεταξύ της επιστήμης και του κινήματος γίνονται πλέον δυσδιάκριτα, ιδίως στην περίπτωση μεγάλων οργανώσεων που εργάζονται για την προστασία της φύσης, τόσο σε επίπεδο επιστημονικής δουλειάς πεδίου, όσο και σε επίπεδο ευαισθητοποίησης του κοινού και δημιουργίας σώματος υποστηρικτών. Επειδή η όποια ασάφεια και σύγχυση στη χρήση του όρου «οικολογία» υφίσταται, οι σοβαρότεροι φορείς προστασίας του περιβάλλοντος οριοθετούν το χώρο δράσης τους, τους στόχους και την πρακτική τους και αποφεύγουν το χαρακτηρισμό «οικολογικό». Στο άρθρο αυτό θα χρησιμοποιηθεί ο όρος Προστασία του Περιβάλλοντος, που γράφεται με κεφαλαία, για να δηλωθεί ότι πρόκειται για το χώρο επιστημονικής έρευνας, εφαρμογής, ευαισθητοποίησης και πίεσης για την προστασία του περιβάλλοντος. Η Προστασία του Περιβάλλοντος (Conservation) είναι έννοια πιο περιορισμένη από την έννοια της οικολογίας, καθώς εμπεριέχει και τη διάσταση της αποδοχής του γεγονότος ότι η φύση απειλείται και πρέπει να προστατευτεί. Η οικολογία μπορεί να μείνει στο χώρο του λόγου, ενώ η Προστασία, ακόμη και ως επιστημονικός κλάδος που διδάσκεται στα πανεπιστήμια, οδηγεί στην πράξη, σε μεθόδους διατήρησης και διαχείρισης των οικοσυστημάτων. II. Οριοθέτηση του χώρου της Προστασίας του Περιβάλλοντος Η Προστασία του Περιβάλλοντος, όπως προκύπτει από την παραπάνω ιστορική αναδρομή στην οικολογία, είναι τόσο ένας επιστημονικός τομέας που διδάσκεται ακαδημαϊκά, όσο και το σύνολο των δραστηριοτήτων πεδίου που αναπτύσσουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις. Όσον αφορά την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει δύο τρόπους προσέγγισης του θέματος: ο ένας είναι η εισαγωγή μαθημάτων Προστασίας του Περιβάλλοντος στις ανάλογες σχολές (δασολογία, βιολογία κ.λπ.) και ο άλλος είναι η δημιουργία αυτόνομου αντικειμένου σπουδών στα Α.Ε.Ι. Θα ήταν χρήσιμη μία μελέτη για τη διδασκαλία του αντικειμένου στα ελληνικά Α.Ε.Ι., που θα εκτιμούσε τους στόχους της εκπαίδευσης μας σ' αυτό τον τομέα. Όσον αφορά την εφαρμογή της Προστασίας, ο χώρος είναι ευρύτατος. Μία πρώτη απαρίθμηση των τομέων δράσης είναι η ακόλουθη: - Προστασία ειδών (είδη χλωρίδας και πανίδας υπό απειλή). - Προστασία βιοτόπων (υγροβιότοποι, δάση, παράκτια οικοσυστήματα κ.ά.). - Μόλυνση (αέρα, θαλάσσιων, γλυκών, υπόγειων και τρεχούμενων υδάτων, διαχείριση αποβλήτων κ.λπ.).

- Εναλλακτικές μορφές οικονομικής ανάπτυξης (βιοκαλλιέργειες, οικοτουρισμός κ.ά.). - Πρότυπα συμπεριφοράς του πολίτη και των φορέων οικονομικής ανάπτυξης (χρήση φιλικών προς το περιβάλλον υλικών, εισαγωγή νέων πρακτικών στη βιομηχανία, ήπιες τουριστικές εγκαταστάσεις κ.λπ.). - Περιβαλλοντικό δίκαιο. III. Φορείς εφαρμογής προγραμμάτων Προστασίας του Περιβάλλοντος και τρόπος δράσης. Ένα παράδειγμα για τη δράση των φορέων διάσωσης πολιτιστικής κληρονομιάς Η Προστασία του Περιβάλλοντος ασκείται από τις περιβαλλοντικές μη κρατικές οργανώσεις. Είναι ευκαιρία, στο σημείο αυτό, να τονίσουμε ότι η ευρύτητα του έργου της Προστασίας επιβάλλει την ύπαρξη πολλών τέτοιων οργανώσεων. Η καθεμία έχει το δικό της αντικείμενο και το δικό της τρόπο δράσης, συνεργάζονται ωστόσο σε όσα θέματα επιβάλλουν κοινή δράση και διατύπωση ενιαίων θέσεων. Ο μη κρατικός χαρακτήρας των οργανώσεων Προστασίας φαίνεται να έλκει την καταγωγή του από την οικολογία ως κοινωνικό κίνημα. Οι οργανώσεις αυτές προσομοιάζουν, σε ορισμένες δραστηριότητες τους, με ομάδες πίεσης. Αυτό συνιστά ίσως και το σημείο δύναμης τους. Η Προστασία του Περιβάλλοντος είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα πρότυπα οικονομικής ανάπτυξης και με τις επιλογές που γίνονται σε πολιτικό επίπεδο. Είναι προφανές ότι η βαθύτερη αιτία που απειλεί το περιβάλλον είναι τα πρότυπα ανάπτυξης και αξιών του δυτικού πολιτισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο της Προστασίας που ασκείται στο πεδίο από επιστήμονες προσκρούει διαρκώς σε θέματα όπως η «άναρχη δόμηση», η ανεξέλεγκτη χρήση γης, η ανεπαρκής νομοθεσία, η αναποτελεσματική εφαρμογή της και άλλα θέματα δηλαδή που σχετίζονται με επιλογές σε επίπεδο πολιτικής, οικονομίας, θεσμών και αξιών. Το έργο της Προστασίας, επομένως, έχει εκ των πραγμάτων κοινωνική διάσταση, και αυτό είναι που εκφράζεται από το χαρα-

κτήρα των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και οι φορείς που τη θεραπεύουν θα είχαν ίσως αρκετά να διδαχτούν από τη δράση των περιβαλλοντικών οργανώσεων ως ομάδων πίεσης. Η κοινή δράση, η προσπάθεια επιρροής των κέντρων λήψης αποφάσεων (ιδίως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), η διατύπωση κοινών θέσεων και η συνεργασία στην εργασία πεδίου ενισχύουν και προωθούν τους σκοπούς της Προστασίας. Η προσπάθεια ευαισθητοποίησης του κοινού και η ευρύτερη κοινωνική διάσταση που δίνεται στο θέμα είναι τα σημεία υπεροχής της Προστασίας του Περιβάλλοντος σε σχέση με τις γενικά κατακερματισμένες προσπάθειες διάσωσης άλλων κλάδων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Στη περίπτωση των τελευταίων, ο χώρος συνδέεται περισσότερο με τον ακαδημαϊκό κόσμο, και δεν καταβάλλονται συστηματικές προσπάθειες ενημέρωσης του κοινού και προβολής της ευρύτερης διάστασης του θέματος: η διάσωση, π.χ., των αρχιτεκτονικών μνημείων είναι επίσης ένα θέμα κοινωνικό, εφόσον συνδέεται με τις χρήσεις γης και τα πρότυπα ανάπτυξης. Εάν οι ενδιαφερόμενοι φορείς διεύρυναν τη δράση τους εκτός επιστημονικής κοινότητας, το έργο τους θα ήταν αποτελεσματικότερο. Δεν μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει προβλήματα που προέρχονται από θεσμούς και αξίες, όπως είναι η απειλή της πολιτιστικής κληρονομιάς, με μόνο όπλο τον επιστημονικό λόγο και φορέα την επιστημονική κοινότητα. Πρέπει να στηριχτεί σε πληροφορημένους και ευαισθητοποιημένους πολίτες και να αντιμετωπίσει τα θεσμικά προβλήματα από τα οποία απορρέουν οι απειλές για την πολιτιστική κληρονομιά. Στην αμέσως επόμενη ενότητα θα αναπτύξουμε περισσότερο αυτή τη σχέση ανάμεσα στην Προστασία του Περιβάλλοντος και των άλλων μορφών της πολιτιστικής κληρονομιάς. IV. Προστασία του Περιβάλλοντος και προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς: δύο όψεις ενός φαινομένου Θα ήταν ενδιαφέρον να ασχοληθούμε εδώ, από το σύνολο της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, με τα βιομηχανικά κτίρια και τη βιομηχανική αρχαιολογία, που είναι και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον πολλών από τους αναγνώστες της Τεχνολογίας, για να δούμε ορισμένα κοι-. νά σημεία με το χώρο της Προστασίας του Περιβάλλοντος. Το πρώτο στοιχείο είναι ο διεπιστημονικός τους χαρακτήρας. Τόσο η Προστασία του Περιβάλλοντος όσο και η Βιομηχανική Αρχαιολογία βρίσκονται στο σταυροδρόμι των κοινωνικών και των θετικών επιστημών. Από τον τρόπο που οριοθετήθηκε ο χώρος της Προστασίας παραπάνω (στοιχείο II) καταδεικνύεται το διεπιστημονικό του χώρου. Ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα δεν είναι σχεδόν ποτέ υπόθεση μόνο του ειδικού βιολόγου. Είναι και του ανθρωπολόγου, του νομικού κ.λπ. Το ίδιο ισχύει και για το βιομηχανικό μνημείο. Η γνώση των τεχνικών παραγωγής πρέπει να συνοδεύεται από γνώσεις ιστορίας, οικονομικών, κοινωνιολογίας κ.λπ. Και στις δύο περιπτώσεις διαφαίνεται η αδυναμία του εκπαιδευτι-


)

κού συστήματος, με το διαχωρισμό θετικώνκοινωνικών επιστημών, να παράγει επιστήμονες που να μπορούν να έχουν τη συνολική θεώρηση που απαιτείται στους κλάδους αυτούς. Θα μπορούσαμε εδώ, με αφετηρία την παραπάνω διαπίστωση, να πούμε ότι είναι το ίδιο το σύστημα αξιών που υπαγορεύει τη διάκριση μεταξύ θετικών και κοινωνικών επιστημών, αυτό που θέτει σε κίνδυνο τη φυσική και αρχιτεκτονική πολιτιστική κληρονομιά. Πρόκειται για τα γνωστά διακριτικά χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού σε σχέση με άλλους πολιτισμούς. Ο ορθός λόγος, οι θετικές επιστήμες και η ανάπτυξη αντιδιαστέλλονται προς τις «επιστήμες του ανθρώπου», τις τέχνες, τη θρησκεία κ.λπ. Είναι επίσης γνωστό ότι η πρόοδος, η ανάπτυξη και οι αξίες του πολιτισμού μας βασίστηκαν στην εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο και στα επιτεύγματα του. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος (φυσικού και δομημένου) είναι μία από τις πολλές εκφάνσεις της εκδήλωσης των ορίων του συστήματος αξιών του πολιτισμού μας, που βασίστηκε στην εκμετάλλευση των επιτευγμάτων των θετικών επιστημών μέσω της τεχνολογίας και της εκβιομηχάνισης. Εάν τα παραπάνω είναι σωστά, τότε πράγματι η επιτυχία του έργου της Προστασίας του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς θα εξαρτηθεί από τη δύναμη τους ως κινημάτων ελέγχου του σύγχρονου τρόπου ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει αφενός να ενεργοποιηθεί η συμμετοχή των πολιτών και αφετέρου να ενισχυθεί η προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ θετικών και κοινωνικών επιστημών στην παιδεία. Με αυτή τη λογική, πιστεύουμε ότι η παρουσίαση του τρόπου δράσης μιας τέτοιας οργάνωσης Προστασίας, δηλαδή του WWF, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για όλους όσοι ασχολούνται με την προσπάθεια διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς. V. To WWF Το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF) είναι ο μεγαλύτερος διεθνής μη κερδοσκοπικός οργανισμός για την προστασία της φύσης, με εκατομμύρια υποστηρικτές και 28 θυγατρικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Ιδρύθηκε το 1961 και έχει έδρα την Ελβετία. Η αποστολή του WWF είναι να εξασφαλίσει τη διατήρηση της φύσης και των οικολογικών λειτουργιών της, με σκοπό την προστασία της ποικιλότητας των φυσικών πόρων, που θα εξασφαλίζει, μακροπρόθεσμα, τη συνέχεια της ζωής πάνω στον πλανήτη μας, και την προώθηση ενεργειών που θα μειώνουν στο ελάχιστο τη ρύπανση, την ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση και την αλόγιστη κατανάλωση πόρων. Τρία είναι τα συστατικά στοιχεία της αποστολής του WWF: α) Η διατήρηση της βιοποικιλότητας (γενετική πολυμορφία και ποικιλία ειδών) και των οικοσυστημάτων, σύμφωνα και με τα πορίσματα της συνάντησης UNCED (United Nations Conference on Environment and Development) στο Ρίο, τον Ιούνιο του 1992. β) Η διασφάλιση της αειφορικής εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. γ) Η προώθηση ενεργειών που θα συμβάλ-

λουν στη μείωση της μόλυνσης και της κατασπατάλησης φυσικών πόρων και ενέργειας. Ας διευκρινίσουμε τον όρο «αειφορική ανάπτυξη», που σημαίνει χρήση των φυσικών πόρων σύμφωνα με την αρχή ότι οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές τουλάχιστον τόσους πόρους όσοι μας παραδόθηκαν. Χρησιμοποιείται, εδώ, από τους ειδικούς η έννοια του κεφαλαίου και των τόκων: μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους τόκους των φυσικών πόρων, το ποσοστό δηλαδή με το οποίο μπορούν να ανανεωθούν, αλλά όχι το κεφάλαιο, περισσότερο δηλαδή από το ποσοστό ανανέωσης του πόρου. Η αρχή της αειφορίας (sustainability) είναι έννοια-κλειδί για το κίνημα της Προστασίας του Περιβάλλοντος, γιατί δεν περιορίζεται στη χρήση των φυσικών πόρων. Χρησιμοποιείται, αναλογικά, για κάθε είδους δραστηριότητα. Η οποιαδήποτε επέμβαση σε ένα οικοσύστημα, είτε για την προστασία του είτε για άλλους λόγους, πρέπει να διέπεται από την αρχή της αειφορίας, δηλαδή της συμβατότητας με το φυσικό και ανθρώπινο τοπίο. Στην Ελλάδα, οι δραστηριότητες του WWF αποτελούν την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής και ιεράρχησης στόχων. Εκπονήθηκε στην αρχή μελέτη αξιολόγησης του ελληνικού περιβάλλοντος, των κινδύνων που το απειλούν και της θεσμικής υποδομής. Με βάση αυτή τη μελέτη χαράχτηκε η στατηγική του WWF. Η παρουσίαση της σημασίας της ελληνικής φύσης και των προγραμμάτων του WWF θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο άλλου άρθρου. Εδώ επισημαίνουμε μόνο τις γενικές κατηγορίες δραστηριοτήτων του WWF, που δείχνουν τη διττή διάσταση επιστημονικής εργασίας και κοινωνικής δράσης. α) Προγράμματα πεδίου Πρόκειται για προγράμματα προστασίας και διαχείρισης οικοσυστημάτων (υγρότοποι, δάση, παράκτια οικοσυστήματα κ.λπ.), εφαρμογής βιοκαλλιεργειών, διαχείρισης αποβλήτων

κ.λπ. Ό,τι εμπίπτει, γενικά, στην αποστολή του WWF (βλ. παραπάνω) εφαρμόζεται στο πεδίο. Επιστημονική μελέτη, διαχείριση και εγκατάσταση επαρκούς υποδομής είναι πάντα συστατικά στοιχεία των προγραμμάτων αυτών. β) Συμμετοχή στη χάραξη πολιτικής για το περιβάλλον και την ανάπτυξη To WWF παρακολουθεί τη χάραξη πολιτικής από τους αρμόδιους φορείς (σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, κράτους, Ευρωπαϊκής Κοινότητας κ.λπ.), προτείνει θέσεις για υιοθέτηση πολιτικής συμβατής με την Προστασία και προσπαθεί να προλάβει και να αποτρέψει αναπτυξιακά σχέδια με αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Το δυσκολότερο σημείο σ' αυτή την προσπάθεια προέρχεται από το γεγονός ότι η υιοθέτηση μιας φιλικής προς το περιβάλλον πολιτικής δεν εξαρτάται μόνο από τον αρμόδιο φορέα (τη Διεύθυνση XI, π.χ. στην Ε.Κ.) αλλά από το σύνολο της αναπτυξιακής πολιτικής. Το διεθνές WWF έχει ήδη αποκτήσει κύρος, και η φωνή του εισακούγεται στην Ε. Κ. Το ελληνικό WWF, ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες του σ' αυτό τον τομέα, ετοίμασε ένα κείμενο με τις θέσεις του WWF για το ευρωπαϊκό περιβάλλον, προκειμένου να βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. γ) Συμβολή στην αλλαγή προτύπων συμπεριφοράς Για την ευαισθητοποίηση γύρω από το περιβάλλον και την αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης και γενικά ζωής, το WWF ετοίμασε και εφαρμόζει ήδη πιλοτικό πρόγραμμα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης σε επιλεγμένα σχολεία της Ελλάδας, προσεγγίζει το κοινό εγγράφοντας μέλη με τα οποία τηρεί διαρκή επαφή, εκπαιδεύει και απασχολεί εθελοντές και χρησιμοποιεί τα μέσα του marketing (εκστρατείες ενημέρωσης, καταχωρήσεις στον Τύπο κ.λπ.) για την ενημέρωση του κοινού. Οι επιμέρους δραστηριότητες είναι ποικίλες: στο πεδίο, εκπόνηση διαχειριστικών μελετών, εφαρμογή μέτρων προστασίας, κέντρα ενημέρωσης, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, ανάπτυξη οικοτουρισμού κ.λπ. εκδόσεις, παραγωγή ενημερωτικού υλικού, συνέδρια, συνεντεύξεις Τύπου, προαγωγή του επιστημονικού δυναμικού μέσω υποτροφιών για σπουδές και πλήθος άλλες δραστηριότητες οργανώνονται για την επίτευξη των σκοπών του WWF. Πηγές χρηματοδότησης είναι η ενίσχυση του διεθνούς WWF, η Ε.Κ. για συγκεκριμένα προγράμματα, οι ιδιώτες δωρητές, οι χορηγίες και η πολύτιμη συνδρομή των μελών. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της στρατηγικής του WWF σε όλους τους παραπάνω τομείς δραστηριότητας είναι τα παρακάτω: Συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες Η συνεργασία γίνεται στο επίπεδο των τοπικών αρχών και των κοινοτήτων. Είναι βασική αρχή του WWF ότι η Προστασία του Περιβάλλοντος πρέπει να εντάσσεται στην κοινωνία, οικονομία, αξίες και θεσμούς της τοπικής κοινότητας. Μόνο έτσι εξασφαλίζεται η επιτυχία του έργου του.


Συνεργασία με τους αρμόδιους κρατικούς φορείς Είναι αυτονόητη η σημασία αυτής της συνεργασίας. Είναι μία ακόμη θεμελιώδης αρχή του WWF να «κάθεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», να ενισχύει τις κατάλληλες υπάρχουσες υποδομές και να προτείνει μέτρα και λύσεις, όπου υπάρχει ανάγκη. Εκμετάλλευση της εμπειρίας και του επιστημονικού δυναμικού του διεθνούς WWF Το γεγονός ότι το WWF είναι μία διεθνής οργάνωση με πλούσιο έργο και πείρα στο χώρο της Προστασίας του Περιβάλλοντος αποτελεί προνόμιο για τη δουλειά του ελληνικού WWF. Δεν πρόκειται μόνο για το κύρος της οργάνωσης αλλά και για θέματα ουσίας. Παρέχεται ένα πλαίσιο καταγραφής της εμπειρίας

Η προστασία του περιβάλλοντος είναι μία σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί ταυτόχρονη δραστηριοποίηση σε πολλούς τομείς. Το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση έχει θέσει τρεις προτεραιότητες σε παγκόσμιο επίπεδο ως το έτος 2.000, επικεντρώνοντας τις προσπάθειες του στην προστασία των δασών, των συστημάτων γλυκού νερού και της θάλασσας και της παράκτιας ζώνης. Αυτή την εποχή εκτελούνται είκοσι προγράμματα προστασίας της φύσης σε όλη την Ελλάδα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι τέσσερα προγράμματα που αφορούν την περιοχή του Ιονίου, τις Πρέσπες, το Δάσος Δαδιάς Σουφλίου και τρεις ελληνικούς υγρότοπους διεθνούς σημασίας (Αμβρακικός, Αξιός και Έβρος). Πιο αναλυτικά, αυτά τα προγράμματα έχουν ως εξής:

*

Πρόγραμμα προστασίας στο Ιόνιο πέλαγος που αφορά οικοσυστήματα απειλούμενων ειδών Οι περιοχές που καλύπτονται από το πρόγραμμα είναι η Ζάκυνθος, η Κεφαλλονιά, η Κυπαρισσία (δυτική Πελοπόννησος), ο Λακωνικός κόλπος (νοτιοανατολική Πελοπόννησος) και τα νησιά των Στροφάδων. Αυτές οι περιοχές φιλοξενούν θαλάσσιες χελώνες, μεσογειακές φώκιες, αποδημητικά πουλιά και σπάνια χλωρίδα και αποτελούν οικότοπους διεθνούς σημασίας. Κύριος σκοπός αυτού του ολοκληρωμένου προγράμματος είναι η προστασία των ειδών μέσα στα πλαίσια της αειφορικής ανάπτυξης, καθώς και ο έλεγχος των τουριστικών δραστηριοτήτων που ασκούν σημαντική πίεση σ' αυτούς τους οικότοπους.

*

Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών Η Εταιρεία Προστασίας Πρεσπών (ΕΠΠ) ιδρύθηκε το 1991 με την υποστήριξη του WWF. Πρόκειται για μία μη-κερδοσκοπική αστική εταιρεία, η οποία έχει ως κύριο στόχο της την

από προγράμματα Προστασίας σε παγκόσμιο επίπεδο, αξιολόγησης της, χάραξης στρατηγικής και δράσης. Υπάρχει μία σταθερή ενεργός υποστήριξη από την «οικογένεια των WWF». Συνεργασία με άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις To WWF υποστηρίζει και συνεργάζεται με άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπου το έργο των τελευταίων κρίνεται συμβατό με τους στόχους και τη στρατηγική του WWF. Στο σημείο αυτό το WWF έχει πραγματικά μία ηθική στάση, που το κρατά προσηλωμένο στο στόχο του που είναι η Προστασία του Περιβάλλοντος. Για την εκπλήρωση του ακολουθείται πολιτική συνεργασίας και όχι ανταγωνισμού προς τις άλλες περιβαλλοντικές οργανώσεις.

προστασία και διατήρηση των πολιτιστικών και φυσικών αξιών των Πρεσπών καθώς και την προώθηση ήπιων μορφών ανάπτυξης. Η ΕΠΠ έχει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και προγραμμάτων όπως: (α) ίδρυση και λειτουργία κέντρου πληροφόρησης για την Πρέσπα και τον Άγιο Γερμανό, (β) σχεδιασμό πρότασης για το κοινοτικό πρόγραμμα LEADER, (γ) μελέτη για τη σημασία της περιοχής του Αγίου Γερμανού, (δ) έρευνα για την ορθολογική διαχείριση των υγρών λιβαδιών και των καλαμιώνων της Μικρής Πρέσπας και (ε) σχεδιασμό και διαχείριση του προγράμματος CADISPA. Το πρόγραμμα CADISPA, από τα αρ-

Συνοψίζοντας και κλείνοντας το σημείωμα αυτό, διαπιστώνουμε τα κοινά σημεία που διέπουν την προσπάθεια διάσωσης όλων των όψεων της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (φυσικό και δομημένο περιβάλλον): οι απειλές προέρχονται από το γενικότερο πρότυπο ανάπτυξης της χώρας μας, που αποτελεί ιδιόρρυθμη και στρεβλή μεταφορά του αντίστοιχου δυτικού προτύπου. Επομένως, και η στρατηγική διάσωσής της θα πρέπει να έχει μία ευρύτερη κοινωνική διάσταση. Οι μη κρατικές περιβαλλοντικές οργανώσεις έχουν προχωρήσει πολύ προς αυτή την κατεύθυνση. To WWF αποτελεί εύγλωττο παράδειγμα.

ΕΛΕΝΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ

χικά των λέξεων Conservation and Development in Sparcely Populated Areas, έχει ως στόχο του την κοινωνική και οικονομική ανόρθωση αραιοκατοικημένων περιοχών με παράλληλη προβολή των πλούσιων φυσικών και πολιτιστικών αξιών τους. Ξεκίνησε από τη Σκωτία και τώρα εφαρμόζεται στη Σκωτία, Ιταλία, Ισπανία και, στη χώρα μας, στην Πρέσπα.

* Πρόγραμμα Ταχείας Παρέμβασης

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα προστασίας και παρακολούθησης υγροτόπων, που εφαρμόζεται στο Δέλτα του ' Έβρου, στο Δέλτα του Αξιού και στον Αμβρακικό κόλπο.


Ειδικοί επιστήμονες παρακολουθούν τις δραστηριότητες που θα μπορούσαν να απειλήσουν άμεσα ή έμμεσα αυτούς τους υγρότοπους και ενημερώνουν τους πολίτες και τους αρμόδιους φορείς για τις αξίες των υγροτόπων και τους κινδύνους υποβάθμισης τους. Οι επιστήμονες του προγράμματος βρίσκονται σε επαφή με ένα δίκτυο ειδικών σε θέματα υγροτόπων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

* Πρόγραμμα διαχείρισης, φύλαξης και οι-

κοτουριστικής ανάπτυξης δάσους ΔαδιάςΣουφλίου. Το δάσος της Λαδιάς, στο νομό Έβρου, ανήκει στις περιοχές ειδικής προστασίας σύμφωνα με την Οδηγία 79/409 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην περιοχή ζουν πολλά σπάνια απειλούμενα αρπακτικά πουλιά καθώς και εξαιρετικά πλούσια ερπετοπανίδα. Κύριοι στόχοι του προγράμματος είναι: (α) η προώθηση της ολοκληρωμένης διαχείρισης, φύλαξης και παρακολούθησης της προστατευόμενης περιοχής, (β) η προώθηση του οικοτουρισμού ως εναλλακτικής αναπτυξιακής πρότασης και (γ) η πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των επισκεπτών και του τοπικού πληθυσμού. Έχει ήδη αρχίσει μία σειρά από έργα και ενέργειες που περιλαμβάνουν τη σύνταξη πλήρους διαχειριστικού σχεδίου, την απασχόληση φυλάκων και πυροφυλάκων, τον εξοπλισμό ξενώνα και κέντρου πληροφόρησης καθώς και τη διοργάνωση επιστημονικών συναντήσεων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση, με όλα τα προγράμματα του, δίνει μεγάλη σημασία στην ευαισθητοποίηση του κοινού και κυρίως στη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων, επειδή πιστεύει ότι μόνο οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται σε μια περιοχή μπορούν και να την προστατεύσουν. ΣΟΦΙΑ ΦΙΛΕΡΗ για το WWF Ελλάς

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ Το Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου Νικόλαος Δημητρίου και τα ΓΑΚ - Αρχεία νομού Σάμου συνδιοργανώνουν, την άνοιξη του 1995, στη Σάμο συνέδριο τοπικής ιστορίας με θέμα: «Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα». Στόχος του συνεδρίου είναι η διερεύνηση ορισμένων πτυχών της σαμιακής ιστορίας και η συνέχιση του διαλόγου για την τοπική ιστορία. Οι θεματικές ενότητες του συνεδρίου αφορούν την κοινωνική οργάνωση της Σάμου, τη δημογραφία, την οικονομική ζωή, τον υλικό πολιτισμό και το πολιτιστικό σύστημα. Για περισσότερες πληροφορίες: Ιστορικό Αρχείο Σάμου, Θεμ. Σοφούλη 47, Σάμος 831 00, τηλ. 0273-28.682.

Το Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου» (έδρα Πυθαγόρειο Σάμου: Σάμος 83103, Πυθαγόρειο, τηλ. 0273-61.060, fax 027361.463 / Αθήνα: «Ξενοδοχειακή και Τουριστική Αιγαίου Α.Ε.», Λεκκάκη 7,115 24 Αθήνα, τηλ. 016924.537, fax01-6914.277), Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, είναι φορέας μη κερδοσκοπικός. Με το όνομα του τιμήθηκε ο σαμιώτης δάσκαλος Νικόλαος Δημητρίου, που έχει καταξιωθεί πανελλήνια ως δάσκαλος, ως άνθρωπος και ειδικότερα ως λαογράφος με έργο σημαντικό. Το Ίδρυμα άρχισε να δραστηριοποιείται από το καλοκαίρι του 1992. Διοικείται από πενταμελές συμβούλιο, που μετά από μία διετία θα γίνει επταμελές. Ιδρυτής και χρηματοδότης του είναι η «Ξενοδοχειακή και Τουριστική Αιγαίου Α. Ε.», που έχει έδρα επίσης το Πυθαγόρειο Σάμου και διαθέτει στο παραπάνω Ίδρυμα διάφορους χώρους της (άλλους για μόνιμη στέγαση και άλλους για χρήση). Σκοπός του Ιδρύματος είναι η με κάθε δυνατό μέσο προσφορά στην καλλιέργεια και ανάπτυξη του πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου των κατοίκων της Σάμου, με εκδηλώσεις πολιτιστικού ενδιαφέροντος (π.χ. θέατρο, μουσική, κινηματογράφος κ.λπ.), που θα γίνει προσπάθεια να έχουν και εκπαιδευτικό χαρακτήρα (διδασκαλία, συζητήσεις, σεμινάρια). Ήδη, το Ίδρυμα, συνεργαζόμενο με γνωστούς και δόκιμους καλλιτεχνικούς φορείς των Αθηνών, πέτυχε να παρουσιάσει μέχρι τώρα αξιόλογα καλλιτεχνικά συγκροτήματα, ελληνικά και ξένα (μουσική, θέατρο, χορός κ.λπ.). Ειδικότερος σκοπός του Ιδρύματος είναι η ανάπτυξη τομέα «Σαμιακών Σπουδών». Αρχική σκέψη είναι το άνοιγμα προς όλες τις επιστήμες, με εκτέλεση επιστημονικών προγραμμάτων που φυσικά θα αφορούν τη Σάμο, με την έκδοση ετήσιου επιστημονικού περιοδι-

κού (βιβλίου) με τον τίτλο «Σαμιακές Μελέτες», που θα φιλοξενεί αξιόλογες επιστημονικές εργασίες, αλλά και βιβλίων (αυτοτελών τόμων) γενικά, αξιόλογων και πρωτότυπων επιστημονικών μελετών που θα αφορούν επίσης το νησί. Έχει ήδη πραγματοποιηθεί η έκδοση δύο αυτοτελών τόμων. Στον πρώτο, συγγραφέας είναι ο Σαμιώτης λέκτορας της Λαογραφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης κ. Μανόλης Βαρβούνης, ο οποίος, σε διδακτορική του διατριβή 350 σελίδων με τον τίτλο «Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου», μελετά επιστημονικά το θέμα. Στον δεύτερο, με τον τίτλο «Αντιπελάργηση», φιλοξενούνται, σε 580 σελίδες, 17 πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες που αφορούν τη Σάμο. Οι συγγραφείς είναι Σαμιώτες και μη. Άρχισε επίσης ένα πρόγραμμα έρευνας για «Τα παραμύθια της Σάμου», υπό την καθοδήγηση του καθηγητή της Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μιχάλη Μερακλή και του κ. Μανόλη Βαρβούνη (πρόβλεψη ολοκλήρωσης της έρευνας, τρία χρόνια), και οργανώνεται δεύτερο πρόγραμμα, που αφορά τη χλω-ρίδα και πανίδα της Σάμου, μεγαλύτερης διάρκειας, με συνεργασία ειδικών επιστημόνων. Μία άλλη δραστηριότητα του Ιδρύματος, που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι η δημιουργία Λαογραφικού Μουσείου. Έχουν συγκεντρωθεί, ως σήμερα, περίπου 1.000 αντικείμενα που αφορούν όλο το φάσμα του παραδοσιακού πολιτισμού της Σάμου (υλικός βίος - κοινωνική συγκρότηση - ήθη και έθιμα). Όλα αυτά γίνονται με την καθοδήγηση ειδικού μουσειολόγου και λαογράφων. Το Μουσείο θα λειτουργήσει ταυτόχρονα με στεγασμένο και με υπαίθριο τμήμα. ΑΛΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ


Ε' ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Νάουσα, 17-19 Σεπτεμβρίου 1993 Στη Νάουσα, στο αποκατεστημένο αρχοντικό της οικογένειας Μπουτάρη, πραγματοποιήθηκε με συνδιοργάνωση του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ και του Ιδρύματος Φανή Μπουτάρη, και με επιχορήγηση της Εταιρείας Μπουτάρη, το Β' Τριήμερο Εργασίας για το κρασί και το Ε 'στη σειρά αυτών των συναντήσεων. Συμμετείχαν 40 επιστήμονες με σημαντικές ανακοινώσεις για το θέμα από την προϊστορία ως τον 20ό αιώνα. Οι εργασίες διεξήχθησαν σε θερμή συναδελφική ατμόσφαιρα, οι συζητήσεις υπήρξαν γόνιμες, οι εμβόλιμες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και τα φιλικά γεύματα κοντά στο ποτάμι του Άι-Νικόλα άφησαν μοναδικές εντυπώσεις. Τα πλουσιότατα πρακτικά του συνεδρίου προετοιμάζονται για έκδοση. Προσφώνηση Κυρίες και Κύριοι, Το έργο το πιο παλιό και το πιο πλήρες για την αμπελουργία της αρχαίας Ελλάδας βρίσκεται σε μία συλλογή κειμένων που είναι γνωστή με τον τίτλο «Περί φυτών αιτίων». Είναι έργο του Θεόφραστου, μαθητή και διάδοχου του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας της Βοτανικής. Ο Θεόφραστος διέθετε ένα κτήμα στα Στάγειρα της Χαλκιδικής, όπου είναι βέβαιο ότι καλλιεργούσε διάφορες ποικιλίες αμπέλου, γιατί οι λεπτομέρειες που περιέχονται στο έργο του είναι φανερό ότι οφείλονται, κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος, σε προσωπικές του παρατηρήσεις, ως αμπελουργού με ιδιαίτερα μεγάλη καλλιεργητική πείρα. Το γεγονός ότι τα Στάγειρα ήταν πατρίδα του Αριστοτέλη δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία για την εγκατάσταση αυτού του «πειραματικού», όπως θα λέγαμε σήμερα, αμπελώνα στην περιοχή. Ένας άνθρωπος με την παρατηρητικότητα του Θεόφραστου, που γνώριζε απίστευτες, για την εποχή του, λεπτομέρειες σχετικά με τη συμπεριφορά των φυτών ανάλογα με το περιβάλλον, δεν θα εγκαθιστούσε έναν τέτοιο «κήπο», παρά μόνο σε μια περιοχή πρόσφορη για αμπελοκαλλιέργεια. Και είναι σε όλους μας γνωστό ότι η Θράκη και τα παράλια της Μακεδονίας, ειδικότερα οι ηλιόλουστες πλαγιές της Χαλκιδικής, όπου επικρατούσε, όπως και σήμερα, οικολογικό περιβάλλον ανάλογο προς τα νησιά του Αιγαίου, ήταν πάντοτε περιοχές ιδιαίτερα πρόσφορες για την αμπελοκαλλιέργεια και την παραγωγή οίνων υψηλής ποιότητας. Με τη σημερινή εννοιολογία, το έργο «Περί φυτών αιτίων» είναι πραγματεία εφαρμοσμένης βοτανικής, ενώ μία άλλη συλλογή κειμένων του, η «Περί φυτών ιστορία» πραγματεύεται θέματα γενικής βοτανικής. Η λέξηκλειδί του τριημέρου εργασίας, που έχω την τιμή να χαιρετίζω, προφέρθηκε: Ιστορία. Με τη λέξη αυτή ο Θεόφραστος εννοεί τόσο τη διερεύνηση του αντικειμένου με την παρατή-

ρηση, ως επιστημονική μεθοδολογία, όσο και τη γνώση που αποκτάται με τη βίωση της έρευνας και, επομένως, την εμπειρία. Εξάλλου, ο Θεόφραστος δεν έπαψε ποτέ να τονίζει την ανάγκη συνέχισης των παρατηρήσεων προς τελειοποίηση των αποτελεσμάτων και κατ' ακολουθία των γνώσεων, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την αριστοτέλεια φιλοσοφία, η γνώση φτάνει μόνο βαθμηδόν και κατ' ολίγον, καθώς ανερχόμαστε από την παρατήρηση, επομένως από τις αισθήσεις, διά της μνήμης στην εμπειρία και από αυτή στη γνώση. Αυτήν ακριβώς την έννοια έχει η λέξη «ιστορία» στον τίτλο του τριημέρου εργασίας που αρχίζει σήμερα. Υποδηλώνει ένα σύνολο επιστημονικών ερευνών και μελετών που έχουν ως θέμα την αμπελοοινική Μακεδονία και Θράκη, αλλά και τις γνώσεις που έχουν αποκτηθεί ως σήμερα από τις κατά καιρούς έρευνες-μελέτες, και που, πάντως, δεν θεωρούνται οριστικές και τελεσίδικες. Υπό το φως νεότερων ευρημάτων, και με τη βοήθεια τελειότερων μεθόδων, πολλές από τις παλιές μας γνώσεις βαθμιαία συμπληρώνονται ή και ανασκευάζονται, άρα τελειοποιούνται. Ένα «εργαστήρι» θα είναι το τριήμερο εργασίας, στο οποίο θα εκτεθούν γνώσεις αποκτημένες από ερευνητές διαφορετικής βασικής παιδείας ή διαφορετικού προσανατολισμού και εξειδίκευσης, οι οποίοι εργάστηκαν και εργάζονται με διαφορετική μεθοδολογία και έχουν διαφορετική θεώρηση του αντικειμένου. Θα μας δοθεί, έτσι, η ευκαιρία να γνωριστούμε μέσω ενός θέματος κοινού ενδιαφέροντος, να διαπιστώσουμε το βαθμό των γνώσεων μας, αλλά και των κενών που υπάρχουν, να αλληλοσυμπληρώσουμε τις εμπειρίες μας,

να θεμελιώσουμε κάποιες συνεργασίες, που είναι τόσο αναγκαίες μεταξύ επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων, και να καταστήσουμε, με τη δημοσίευση των Πρακτικών, κτήμα του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού θέματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, που σχετίζονται με ένα εθνικό προϊόν, το οποίο, είτε σαν νέκταρ προσφερμένο από τον άνθρωπο στους θεούς είτε από τον Θεό σαν αίμα δοσμένο στους ανθρώπους, έγινε η βάση που πάνω της στηρίχτηκαν οι δύο θρησκείες: η εθνική και η χριστιανική. Και δύο ελληνικοί κόσμοι: ο εθνικός και ο βυζαντινός. Καθώς το τριήμερο εργασίας αναφέρεται στο αμπέλι και το κρασί του βορειοελλαδικού χώρου, το Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη, που μαζί με το Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, και με χορηγία της Εταιρείας Μπουτάρη, οργάνωσαν την επιστημονική αυτή συνάντηση, θα ήθελε, ως ελάχιστο φόρο τιμής στην αμπελοοινική Μακεδονία και Θράκη, να ανακοινώσει δύο νέα έργα στα πλαίσια των προγραμματισμένων εκδόσεων του. Το ένα αποτελεί συμβολή στις εκδηλώσεις της Θεσσαλονίκης ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Όταν, το 1986, η Φλωρεντία είχε τη δίκαιη τιμή ναανακηρυχτεί Città Europea della Cultura, η Ακαδημία Αμπέλου και Οίνου της Ιταλίας, που εδρεύει στη Σιέννα, οργάνωσε μια σειρά διαλέξεων για τη συμβολή του κρασιού στον πολιτισμό της Ευρώπης, δεδομένου ότι η Φλωρεντία είναι κέντρο και πρωτεύουσα της μεγάλης αμπελοοινικής περιοχής της Τοσκάνης. Μια που η Θεσσαλονίκη είναι το κέντρο και η πρωτεύουσα της αμπελοοινικής Μακεδονίας, σκεφτήκαμε, κατ' αναλογία, να δώσουμε το παρόν στις εκδηλώ-


σεις του 1997 με μία έκδοση που θα αποτελεί την αμπελοοινική «ιστορία» της πρωτεύουσας του Βορρά, με τη θεοφραστική έννοια του όρου «ιστορία».Ένα επιστημονικό επιτελείο θα επιληφθεί του περιεχομένου του συλλογικού αυτού τόμου. Δεν θα αργήσετε να έχετε νέα μας για συνεργασία. Το δεύτερο έργο θα αφορά την έκδοση της Αμπελουργίας του Θεόφραστου, στο πρωτότυπο και σε νεοελληνική απόδοση, με σχόλια κατά περίπτωση. Μελετητές του έργου και της προσωπικότητας του φιλοσόφου, καθώς και ειδικοί σε θέματα αμπελουργίας και φυσιολοΣυμπεράσματα Θα ήθελα να αρχίσω ευχαριστώντας το Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη, την πρόεδρο του κα Στ. Κουράκου-Δραγώνα και το προσωπικό του για τη συνδιοργάνωση του τριημέρου εργασίας που κλείνει· την κα Ασπ. Λούβη, αναπληρώτρια διευθύντρια του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος, και το προσωπικό του, που είχαν την ευθύνη της οργάνωσης του και την έφεραν με επιτυχία, όπως διαπιστώσαμε, σε πέρας· την Εταιρεία Ι. Μπουτάρης & Υιός, που επιχορήγησε την προσπάθεια, και το προσωπικό της, που πλαισίωσε τις φορτωμένες με εντατική δουλειά ημέρες μας εδώ, και το εργοστάσιο· και όλους εσάς που συμβάλατε στη δημιουργία ενός γόνιμου τριημέρου. Γόνιμου αλλά και ευχάριστου, γιατί μία ατμόσφαιρα allergo ma non tropo αποτελεί παράδοση στις συναντήσεις μας, που δεν θα πρέπει να παραξενέψει τους νέους μας φίλους. Η σοβαροφάνεια δεν ήταν ποτέ το δυνατό μας σημείο. Ευχαριστούμε επίσης τους εκπροσώπους του τύπου που ήλθαν και συμπαρακάθησαν, ακούραστοι, ως συμμαθητές, για να μοιραστούν με μας το μόχθο, τις δυσκολίες της έρευνας και τις ευτυχισμένες στιγμές μας. Και υπήρξαν πολλές... Καλοδεχόμαστε, τέλος, και ευχαριστούμε τους οινοβιομήχανους, που συνταξίδεψαν μαζί μας στο χθες, για την παρουσία τους. Το χθες δεν είναι νοσταλγία, είναι κεφάλαιο προς αξιοποίηση για το αύριο, κεφάλαιο εμπορικό. Εμείς βρίσκουμε το τι, μαζί μπορούμε να βρούμε το πώς. Μπορούμε! Ο ανθρωπολογικός προσανατολισμός των τριημέρων εργασίας υπαγορεύεται καταρχήν από τις «σιωπές», τα κενά στην ιστορία του νεοελληνικού βίου για τον τρόπο που καλύπτουμε τις βασικές ανάγκες κατοικίας, ένδυσης και διατροφής, για να περιοριστούμε, για την ώρα, σ' αυτές. Οι αρχιτέκτονες, ακμαία επαγγελματική τάξη με δυνατή επιστημονική παράδοση, έχουν σημαντικά προωθήσει τη σπουδή της κατοικίας, χωρίς βέβαια να την έχουν καλύψει. Η παραδοσιακή λαογραφία έχει μελετήσει, σε μεγάλη έκταση, την ένδυση, χωρίς να έχει αναλόγως εκσυγχρονίσει τη μεθοδολογία της. Η διατροφή όμως, ως δίαιτα-είδος τροφής και δίαιτα-τρόπος ζωής, σχεδόν αγνοήθηκε, παρά την πολυδιάστατη σημασία της για την εθνική αυτογνωσία και τον εθνικό σχεδιασμό. Η εκρηκτική αντίφαση ανάμεσα στη σημασία των βασικών προϊόντων της ελληνικής γης, οικονομίας και ζωής και στην καθυστέρηση της

γίας της αμπέλου, 'Ελληνες και ξένοι, θα κληθούν να συνεργαστούν, για να καταστήσουν τους Νεοέλληνες που σπουδάζουν «αμπελοοινολογία», ή ασχολούνται με την αμπελοκαλλιέργεια, κοινωνούς ενός έργου που βρίσκεται στη βάση της ελληνικής αμπελοκομικής τεχνικής. Δυστυχώς, το «Περί οίνου και ελαίου» έργο του Θεόφραστου δεν σώθηκε· τη σπουδαιότητα του μαντεύουμε από διάφορες απόψεις του φιλοσόφου σχετικά με οινολογικής φύσεως θέματα, που παρεισφρύουν σε άλλα έργα του, μαρτυρώντας τη μεγάλη πείρα του και ως οινοποιού. Όπως είναι φυσικό, δεν

θα παραλείψουμε να τις συμπεριλάβουμε στην έκδοση.

έρευνας τους καθόρισε και την προτεραιότη τα επιλογής τους και τον τρόπο προσέγγισης τους: διιστορικό, γιατί κινούμεθα στο χώρο της μακράς διάρκειας (και γι' αυτό άλλωστε ξεκινούμε από την προϊστορία), διεπιστημονικό, γιατί η σημασία τους το επιβάλλει (και γι' αυτό εκπροσωπούνται εδώ τόσοι επιστημονικοί κλάδοι, όχι πάντως όσοι, όλοι μας, θα ευχόμασταν), καταγραφικό των πραγμάτων, μεγεθών, σχέσεων, συνεχειών και ασυνεχειών αλλά και απογραφικό των δυνάμεων και των αδυναμιών μας. Σημαντικότερη ίσως από αυτές η απουσία, από το τριήμερο μας, ιστορικών της οικονομίας και η ελάχιστη εκπροσώπηση των φυσικών επιστημών (οι τελευταίες, στον τόπο μας, είναι, δυστυχώς, επιστήμες χωρίς ενδιαφέρον για την ιστορία και την ιστορία τους)· εξαίρεση αποτελεί η ανακοίνωση της κας Βαρέλα. Η επιλογή του θέματος των συναντήσεων μας υπαγορεύτηκε και από άλλες, άξιες υπογράμμισης, θετικές εξελίξεις στις ημέρες μας: (α) τη συνειδητοποίηση ότι η έρευνα θα πρέπει να συνδεθεί με τη βιομηχανία, στην οποία η ανθρωπολογική σπουδή προσφέρει την ιστορική της διάσταση, το θεμελιακό στοιχείο κύρους της στο χώρο του διεθνούς ανταγωνισμού και όχι μόνο αυτό, (β) την ανάπτυξη της χορηγίας, παρά την κρίση, κινητήρα και πιλότο της πολιτισμικής μας ανάπτυξης και υπόστασης (το Μέγαρο Μουσικής και, σε άλλη κλίμακα και με άλλους στόχους, το Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη είναι δύο προσφορές της) και (γ) τη γενική ανάγκη καινοτομίας, εκσυγχρονισμού της χώρας, που επανέρχεται συνεχώς ως αίτημα επιτακτικό σε όλους σχεδόν τους τομείς του βίου της.

Τα συμπεράσματα ενός τριημέρου εργασίας δεν είναι περιλήψεις ή κρίσεις των ανακοινώσεων του. Δεν το επιτρέπει, άλλωστε, ούτε ο μεγάλος αριθμός ούτε η αναγκαστική συντομία τους ούτε η ποιότητα τους ούτε η ποικιλία υλικού και μεθόδων με τις οποίες αξιοποιείται. Τα συμπεράσματα είναι, περισσότερο, συγκρίσεις, απόπειρες συνολικών αποτιμήσεων σε αναφορά προς τα πριν (και στην περίπτωση μας: το προηγούμενο τριήμερο στη Σαντορίνη) και προς το «ιδεατό» ερευνητικό σχήμα ενός τόσο σημαντικού για την ευρωπαϊκή ιστορία κεφαλαίου διατροφής, που είναι ο πολιτισμός του οίνου στη χώρα μας. Σ' αυτή τη συνάντηση εργασίας, που καλύπτει γεωγραφικά πολύ μικρότερη έκταση από την πρώτη, ο αριθμός των ανακοινώσεων ήταν κατά 50% μεγαλύτερος. Οι αρχαιολόγοι είχαν «τη μερίδα του λέοντος», τεκμήριο της ζωτικότητας του κλάδου και της έντασης της έρευνας στο χώρο της Μακεδονίας-Θράκης. Οι «προϊστορικοί» ενορχήστρωσαν μία πρώτη, για μας, παρουσίαση ερωτημάτων για 40 αιώνες ιστορίας της αμπέλου. Οι «κλασικοί» (όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε αυτούς που εργάζονται στην ιστορική περίοδο) προσκόμισαν τους καρπούς των τελευταίων ανασκαφών τους και φώτισαν, από διαφορετικές γωνίες, όψεις της παραγωγής, εμπορίας και χρήσης του κρασιού, της θέσης της αμπέλου στην τέχνη και τη λατρεία για περισσότερες περιοχές της ΜακεδονίαςΟράκης. Η βυζαντινή περίοδος είχε, και τη φορά αυτή, μια πολύ αξιόλογη αλλά δυστυχώς μικρή εκπροσώπηση. Δέκα αιώνες ιστορίας περιμένουν ακόμη την αποκάλυψη τους. Οι αρχιτέκτονες ήταν παρόντες, όπως πάντοτε, ομαδικά, με τα ενδιαφέροντα τους εστιασμένα στις μοναστηριακές εγκαταστάσεις παραγωγής οίνου του Αγίου Όρους και της Μακεδονίας ισότιμα (4 μονές σε κάθε περίπτωση). Η ανάγκη μεγαλύτερης ανάδειξης του πυκνού δικτύου οικονομικών, κυρίως, σχέσεων γύρω από αυτές ήταν έντονα αισθητή, επειδή -ένα άλλο σημείο άξιο μνείας- η παρουσία των ιστορικών, που έχουμε ιδιαίτατη ανάγκη, ήταν πολύ περιορισμένη. Το φάσμα προσεγγίσεων της νεοελληνικής περιόδου είναι, τη φορά αυτή, ευρύ: ιστορία, εγκαταστάσεις και τεχνικές αμπελουργίας, προφορική παράδοση και έθιμα, θεραπευτική και διαιτητική, γλωσσολογία και ποίηση. Τεκμηρίωσε, δειγματοληπτικά, την πολυδιάσταση σημασία του θέματος και την αξία της πολυεπιστημονικότητας

Κυρίες και Κύριοι. Θα προσπαθήσουμε να αξιοποιήσουμε και, στο μέτρο του δυνατού, να περισώσουμε όσες μαρτυρίες ο χρόνος και οι άνθρωποι δεν έχουν ακόμη αφανίσει. Είναι και αυτό ένα χρέος της επιστημονικής μας κοινότητας αλλά και της ευαισθητοποιημένης χορηγίας. Ας το τιμήσουμε. ΣΤ. ΚΟΥΡΑΚΟΥ-ΔΡΑΓΩΝΑ


στην έρευνα, που τόσο μας λείπει, όπως μαρτυρεί η ενεργός παρουσία μιας μόνης οινολόγου, ενός πανεπιστημιακού καθηγητή δασολογίας και, επιτέλους, μιας ερευνήτριας της οργανικής χημείας. Ας κάνουμε μια ιδιαίτερη μνεία των συνεδριακών μας διαλειμμάτων, της οινολογικής παραϋμνογραφίας και της βιντεοταινίας των υποβρύχιων ανασκαφών. Από το ύψος του μέλους στο βυθό του Αιγαίου... Θα πρέπει τέτοιες δια-φυγές να τις καθιερώσουμε. Από το Α' στο Β' συνέδριο για το κρασί η ποσοτική και ποιοτική διαφορά είναι σημαντική, προφανής και, βεβαίως, ευχάριστη για όλους μας. Και ακόμη πιο ευχάριστη η δημιουργία, στο ίδιο διάστημα, του Ιδρύματος Φανή Μπουτάρη, που έχει ως έργο του την έρευνα της ιστορίας του κρασιού. Εγγράφεται στις βαθιές εκσυγχρονιστικές αλλαγές, που τόση ανάγκη έχει ο τόπος, και αποτελεί πιλότο για τις άλλες μεγάλες βιομηχανίες της χώρας μας. Η επιτυχία του συνεδρίου μας οφείλεται στη στενή συνεργασία του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ με το νέο φορέα, στον οποίο, δικαιωματικά, ανήκει και η συνέχεια. Ας έλθουμε στο δεύτερο σκέλος των συμπερασμάτων, σε ένα «ιδεατό» σχήμα θεώρησης, προσέγγισης των σημαντικών θεμάτων διατροφής, όπως ο οίνος, που μας απασχόλησαν και θα μας απασχολήσουν και στο μέλλον. Η τροφή είναι βασική φυσιολογική ανάγκη του ανθρώπου. Η ικανοποίηση της ανάγκης αυτής διαπλέκεται άμεσα με όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι αρχαιολόγοι μάς διδάσκουν πόσο η βιολογική υπόσταση του ανθρώπου διαμορφώθηκε από τους τρόπους προμήθειας και χρήσης των τροφών, την πλαστικότητα προσαρμογής και το εύρος της τροφής του: ζώον παμφάγον (:«ό έστι ζών, ύμīν έσται εις βρώσιν»). Οι ιστορικοί μάς διδάσκουν την ασταθή ισορροπία στον κύκλο της διατροφής ανάμεσα στις βιολογικές ανάγκες, τα περιβαλλοντικά αγαθά και τις πολιτισμικές προσαρμογές αλλά και τις βαθιές σχέσεις των μεγάλων πολιτισμικών αλλαγών (νεολιθική και βιομηχανική επανάσταση) με αντίστοιχες στο χώρο της διατροφής. Η διατροφή-δίαιτα καθορίζει τη δίαιτα-τρόπο ζωής. Δεν είναι τυχαία η πολυσημία του όρου. Η εξασφάλιση, μεταφορά, παρασκευή και διανομή της τροφής είναι βαθιά καθοριστική και ρυθμιστική των ανθρωπίνων σχέσεων (σύντροφος), η προσφορά τροφής (δώρα, γεύμα) δημιουργεί ή διατηρεί θετικές, αναγκαίες σχέσεις· τα βασικά είδη της τροφής, ο τρόπος παρασκευής και άρτυσής τους, με μια λέξη η «κουζίνα», στοιχειοθετούν δομικά στοιχεία της εθνοτοπικής, και εθνικής, ταυτότητας (ανακοίνωση της κας Γεωργαντά). Λήψη τροφής (ώρες, χώρος, ποσότητα, εξοπλισμός τράπεζας, συνδαιτημόνες και διάταξη τους, η εθιμοτυπία γενικά) σηματοδοτεί, έμμεσα αλλά με σαφήνεια, το status του αμφιτρύωνα, τις κοινωνικές σχέσεις του ιδίου με τους παρακαθημένους και μεταξύ τους (σχέσεις ηλικιών, φύλων, τάξεων). Τοποθετήστε σε όλο αυτό το πλέγμα το κρασί! Κύκλος της ζωής (ημερήσιος, εβδομαδιαίος, ετήσιος) και σημαντικοί σταθμοί της (γέννηση, γάμος, θάνατος, ας θυμηθούμε την ανακοίνωση της κας Τσιμπιρίδου), αλλά και σχε-

δόν κάθε άλλη επίσημη στιγμή, σηματοδοτούνται, αναδεικνύονται, επικυρώνονται από ανάλογης σημασίας γιορτές, που ενώνουν τους ανθρώπους, και τελετές, που δίνουν νόημα στη ζωή. Είναι οι ευκαιρίες για ακριβά, άφθονα φαγητά και κρασιά, για σπατάλη, δηλαδή ευκαιριακή αναδιανομή μέρους του πλούτου, αναγνώριση για τον προσφέροντα, υποχρέωση για τους αποδέκτες, ανάπαυλα και συνέχεια για την κοινότητα. Η κουζίνα, το καλό γούστο της, αναδεικνύεται εδώ σε γαστρονομία, και μπαίνει, ως κλάδος της αισθητικής, στη φιλοσοφία. Τοποθετήστε σε όλο αυτό το πλέγμα το κρασί! Με την τροφή σχετίζεται το κεντρικό μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας: «Καί έσθιόντων αυτών λαβών ό 'Ιησούς άρτον εύλογήσας έκλασε καί έδωκεν αύτοϊς καί είπε· λάβετε φάγετε τούτο εστί τό σώμα μου· καί λαβών τό ποτήριον εύχαριστήσας έδωκεν αύτοίς· καί έπιον έξ αυτού πάντες καί είπεν αύτοΐς- τούτο εστί τό αίμα μου τό τής καινής διαθήκης τό περί πολλών έκχυνόμενον». Με την τροφή γεφυρώνεται και η σχέση με το επέκεινα (προσφορά, θυσία αλλά και νηστεία). Θυμίζω ότι η συμβολική παράσταση της Αγίας Τριάδος, η Φιλοξενία του Αβραάμ, είναι μία σκηνή γεύματος. Όλη η ζωή μας, από το μητρικό μαστό ως τη μακαριά, πλέκεται γύρω από την τροφή: καθοριστικές μνήμες της σπιτικής-τοπικής κουζίνας από την παιδική ηλικία, αφροδισιακές τροφές (μύθος παρά πάθος) στη μεσαία, μακροβιοτικές (μύθος και αυτές) στη δύση, θεραπευτικό συχνά της ελονοσίας ή και του συντηρητισμού (αναφέρομαι στην εργασία του κ. Αναγνωστάκη). Τη βαθιά επίδραση της τροφής στη σκέψη μας και τον τρόπο βίου μας

γενικά μαρτυρεί και η γλώσσα: η «πιπεράτη» συζήτηση, το «μπουκιά και σχώριο» ερωτικό αντικείμενο. Να θυμίσω τη μεταφορά των μαγειρικών πρακτικών στα βασανιστήρια; ή στη λαϊκή χρηστοήθεια; (θυμίζω το κείμενο που μας διάβασε ο κ. Παπάγγελος). Η έρευνα της ιστορίας του κρασιού, σε κάθε εποχή, θα πρέπει να κινηθεί μέσα στο σύνθετο αυτό πλέγμα βιολογικών, οικολογικώνοικονομικών και πολιτισμικών σχέσεων. Αυτό είναι ένα «ιδεατό» σχήμα προσέγγισης του θέματος, που αρκετές όψεις του γνωρίσαμε τις ημέρες αυτές του συνεδρίου μας, και στο οποίο ευελπιστώ να επανέλθουμε. Είμαστε στην αρχή, είναι ανεξάντλητο. Χωρίς να λησμονούμε την άλλη, τη θεϊκή διάσταση του κρασιού, τη μέθη, τη φυγή προς τα πάνω και προς τη λήθη... Αυτήν που κάνει τον Κωνσταντίνο Δαπόντε -καλόγερο, ποιητή και bon vivant- να κατατάσσει πρώτα τα κρασιά στον «Κανόνα των πολλών εγνωσμένων εξαίρετων πραγμάτων», που συντάσσει το 1778, αυτόν που ακούσαμε χθες να ψέλνεται σε ήχο δ'! «'Ανοίξω τό στόμα μου καί διηγήσομαι πάμπολλα εξαίρετα πράγματα. Δεύτε ακούσατε,...». Όχι, δεν θα συνεχίσω. Τα πάμπολλα εξαίρετα πράγματα τα διηγηθήκαμε οι μεν στους δε τις ημέρες αυτές. Ο δικός μου ο κανόνας σε ήχο δ' (ευθύ και όχι «πλάγιο», σαφή και όχι «βαρύ») λέγει: Στρωθείτε και γράψετε τα πάμπολλα εξαίρετα πράγματα που μας ανακοινώσατε και πέμψτε μας τα κείμενα σας για τα πρακτικά. Δεύτε ακούσατε -και μην το λησμονήσετε- συνάδελφοι αγαπητοί! Αμήν! ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Δ' ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Καλαμάτα, 7-9 Μαΐου 1993 Λίγο έξω από την Καλαμάτα, στο ξενοδοχείο «Ελίτ», πραγματοποιήθηκαν, με τη συμμετοχή 34 επιστημόνων, οι εργασίες του Δ' Τριημέρου Εργασίας, που είχε ως θέμα του την «Ελιά και το Λάδι». Χορηγός και αμφιτρύων του συνεδρίου αυτού ήταν η ΕΛΑΪΣ Α.Ε. Η θέση του ξενοδοχείου πλάι στη θάλασσα, οι άνετοι χώροι συνεδρίου και συνεστιάσεων, η συγκυρία της άνοιξης, η ζεστή πλαισίωση του συνεδρίου από το προσωπικό της Χορηγού Εταιρείας, το κέφι των συνέδρων οι συναντήσεις αυτές έχουν γίνει πια θεσμός και έχουν εδραιωθεί γερές φιλίες- αλλά και οι σημαντικές ανακοινώσεις, όλα συνετέλεσαν στην επιτυχία του συνεδρίου, που επεκτάθηκε επίσης στις βραδινές εξόδους και στις άλλες εκδηλώσεις. Τα Πρακτικά του, πλουσιότατα, ετοιμάζονται και θα κυκλοφορήσουν μέσα στο 1994. Εναρκτήριος λόγος του κ. Γ. Καραγιώργου Κυρίες και Κύριοι σύνεδροι, καλημέρα σας. Η Εταιρεία ΕΛΑΪΣ, την οποία έχω την τιμή να εκπροσωπώ, θεωρεί καθήκον της να συμμετέχει στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου μας, γι' αυτό και η σχετική δραστηριότητα της είναι αρκετά έντονη και αποτελεί πια παράδοση για μας. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον μας για το περιβάλλον εκδηλώνεται έμπρακτα όχι μόνο με τη συνεχή βελτίωση των εγκαταστάσεων μας και των μεθόδων παραγωγής, με στόχο τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, τη μείωση των υγρών αποβλήτων καθώς και των ηχητικών εκπομπών, με μία επένδυση 4 δις δρχ., που ολοκληρώνεται εντός των ημερών, αλλά και με τη στενή συνεργασία και υποστήριξη οργανώσεων όπως η Φιλοδασική Ένωση Αθηνών, ο Σύλλογος Προστασίας της Θαλάσσιας Χελώνας Kareta-Kareta, η Διεθνής Οργάνωση Βιοπολιτική και πολλές άλλες. Το ενδιαφέρον μας για την παράδοση εκδηλώθηκε με τη σημαντική ενίσχυση της ίδρυσης του Ποντιακού Μουσείου και, ειδικά για την ιστορία της ελιάς και του ελαιολάδου, με την αναστήλωση-ανάδειξη ενός αρχαίου ελαιοτριβείου στην Πλάκα, καθώς και την πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για μαθητές σχολείων με θέμα «Η ελιά, η ΕΛΑΪΣ, το ελαιόλαδο». Η σημερινή εναρκτήρια συνεδρίαση αποτελεί, μπορώ να πω, σταθμό στην πολιτιστική πολιτική της Εταιρείας μας, ένα μεγάλο άνοιγμα προς τον επιστημονικό κόσμο της χώρας μας, ένα πείραμα συνεργασίας, έρευνας και βιομηχανίας· η επιτυχία του θα έχει αναμφισβήτητα ευρύτερη θετική απήχηση. Το τριήμερο εργασίας είναι για μας μία συνάντηση γνωριμίας. Είμαστε η μεγαλύτερη Εταιρεία στον τομέα του λαδιού στην Ελλάδα. Έχουμε πάνω από 70 χρόνια επιτυχούς δράσης και απασχολούμε σήμερα 550 υπαλλήλους και εργάτες. Είμαστε μέλος του ομίλου εταιρειών που αποτελούν την UNILEVER, την πρώ-

τη σε παγκόσμια κλίμακα Εταιρεία στην παραγωγή φυτικών λιπαρών και μία από τις 20 μεγαλύτερες του κόσμου. Επιχορηγήσαμε τη συνάντηση αυτή για να γνωρίσουμε όσους μελετούν την ιστορία του προϊόντος που αποτελεί το κύριο αντικείμενο εργασίας μας, για να ενημερωθούμε για τα αποτελέσματα της έρευνας στον τομέα αυτό και για να τα γνωστοποιήσουμε ευρύτερα, μέσω των Πρακτικών του Συνεδρίου σας. Θέλουμε μία εικόνα νέα, πληρέστερη, της ιστορίας της ελιάς, που έχει βαθιές ρίζες στον τόπο μας, για να την προβάλουμε διεθνώς, και θεωρούμε υποχρέωση μας να συμβάλουμε στη δημιουργία της. Αποτελεί για μας απότιση φόρου τιμής στο ιερό δένδρο, στην Καλαμάτα, με τη μακρά ελαιουργική παράδοση, και στη χώρα μας. Πριν κλείσω το σύντομο αυτόν χαιρετισμό, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και ευχαριστήσω τον εθνολόγο κ. Στ. Παπαδόπουλο, διευθυντή του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ και τη βυζαντινολόγο κα Ασπ. Λούβη για τη σημαντικότατη και πολύτιμη συμβολή τους στην οργάνωση του τριημέρου εργασίας που αρχίζει σήμερα και το οποίο θα παρακολουθήσουμε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχή. Εκ μέρους της ΕΛΑΪΣ και της UNILEVER σας εύχομαι το «καλώς ήλθατε» και κάθε επιτυχία στην προσπάθεια σας. Προσλαλιά Πίσω από την περιστερά, που φέρνει στον Νώε κλαδί ελιάς, σημάδι της ευσπλαχνίας του Θεού, και την Αθηνά, που προσφέρει την ελιά στους κατοίκους της Αττικής, σύμβολο ξέχωρης εύνοιας θεϊκής, απλώνεται η Ελλάδα με 91.000.000 ελαιόδενδρα (1967), η Μεσόγειος με το 98% της παγκόσμιας παραγωγής λαδιού, ο πολιτισμός του «οίνου και ελαίου» που σημάδεψε θεμελιακά την ευρωπαϊκή ιστορία. Ελαιόδενδρο, ελαιόκαρπος, ελαιόλαδο: τρεις έννοιες κλειδιά για την κατανόηση της καθημερινότητας, του ετήσιου παραγωγικού κύκλου και του οικονομικού βίου του τόπου, του συστήματος διατροφής μας και ό,τι πολυδιάστατο ο όρος αυτός συνεπάγεται σε συμπεριφορές και νοοτροπίες, του κοσμοθεωρητικού μας συστήματος, όπως αυτό καθορίζεται από την ιδιότητα μας ως χριστιανών (: χρισμένων με λάδι). Για την καθοριστική αυτή παράμετρο της ιστορικής μας υπόστασης η βιβλιογραφία σπανίζει, η έρευνα σιγά, το μουσείο απουσιάζει. Ζούμε, σε όλες τις έννοιες του όρου, από ένα δένδρο, έναν καρπό, ένα προϊόν που αγνοούμε. Και υπηρετεί κανείς ό,τι αγαπά, αγαπά ό,τι γνωρίζει και γνωρίζει ό,τι του έχουν διδάξει. Κάπου εδώ συναντώνται η βαθιά κρίση της παιδείας μας με την ευρύτερη των καιρών μας. «Ναι, να τις κόψουμε τις ελιές για να γίνει αεροδρόμιο, μου έλεγε ένας Έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας, αλλά πρώτα να σταθούμε εμπρός τους και να τις προσκυνήσουμε βαθιά για όσα μας προσφέρουν». Τα τριήμερα εργασίας του Ιδρύματος ξεκί-

νησαν από αυτή τη διαπίστωση, την ανάγκη να γνωρίσουμε τον τόπο μας στα θεμελιακά αυτά, καθημερινά, δομικά του στοιχεία: ψωμί, κρασί, λάδι και άλλα που ακολουθούν. Το ελαιόδενδρο καλλιεργείται σε κάθε έδαφος και κλίμα της χώρας μας, σε πολύ μικρή μόνο κλίμακα στις ανεμόδαρτες περιοχές. Αξιοποιείται πλήρως: ως ξύλο, φύλλωμα, καρπός, προϊόν και υποπροϊόντα. Ζει και προσφέρει καρπούς για αιώνες. Αποτελεί το 80% περίπου των δενδροκαλλιεργειών μας και το 11 % του αγροτικού μας προϊόντος, δίνει εποχιακή, συμπληρωματική, δουλειά σε 400.000 οικογένειες και σε μετακινούμενο εργατικό δυναμικό. Αποτελεί σταθερό περιουσιακό στοιχείο, που ορίζει την κοινωνική θέση του κυρίου του (σε «μόδια» ή «αλεσιές») και τον ετήσιο κύκλο των ασχολιών του: τέσσερις μήνες δουλειάς κάθε δύο έτη στους νεκρούς χρόνους των άλλων αγροτικών ασχολιών. Μία καλλιέργεια στενά δεμένη με τη σκληρή, συχνά, αγροτική μοίρα αλλά και με κορυφαίες στιγμές της ιστορίας (κλασικός πολιτισμός). Ο ελαιόκαρπος ήταν, και παραμένει, βασικό είδος διατροφής: 100.000 τόνοι η ελληνική παραγωγή το 1986/87. «Ψωμί και ελιά» ήταν το επιζητούμενο και, ως σύνθημα, minimum σιτηρέσιο. (Οι καταναλωτικοί ναοί των σούπερ-μάρκετ έχουν βέβαια σκεπάσει, όχι όμως και καταργήσει, την παλιά εικόνα). Το ελαιόλαδο είναι το κύριο είδος της διατροφής και της μαγειρικής μας. Λόγος σύντομος, που θα μπορούσαμε να τον αντιπαρέλ-θουμε - όπως συχνά συμβαίνει στους χειμαζόμενους, από λόγο (κενό) και εικόνα (πολύχρωμη), καιρούς μας. Γύρω όμως από τη «διατροφή» απλώνεται ένα κοινωνικόψυχολογικό πλέγμα καθοριστικό: παραγωγή, παρασκευή και κατανάλωση των τροφίμων, σχέσεις αυτών των δραστηριοτήτων με τους κύκλους της ζωής (ημερήσιο, εβδομαδιαίο, ετήσιο - γέννηση, γάμος, θάνατος), με τις διαπροσωπικές σχέσεις («του έβαλα λάδι»), με τη δομή της κοινότητας, με τις παραστάσεις-σύμβολα που έχουμε για τον κόσμο, με τη λατρεία. Και ο «ταπεινός» όρος «μαγειρική» είναι, σε τελευταία ανάλυση, ένας κώδικας επικοινωνίας, μια γλώσσα που εκφράζει τη δομή, αλλά και τις αντιθέσεις, της κοινότητας. Από τον αγρό (παραγωγή) στο λιοτρίβι (μεταποίηση) και στην αποθήκευση, διακίνηση και κατανομή, και από εκεί στην κουζίνα (μαγειρική) και στην κατανάλωση (τραπέζι) απλώνεται δίκτυο πυκνό, σαν το ριζικό σύστημα της ελιάς. Εδώ τεχνολογία, οικονομία, γλώσσα, θρησκεία συλλειτουργούν και δένουν σφικτά την κοινότητα, όπως οι ρίζες της ελιάς τα φτωχά μας εδάφη κόντρα στη διάβρωση. Στόχος της συνάντησης μας, κύριος, να κινηθούμε πάνω, να αποκαλύψουμε μέρη του τεράστιου αυτού δικτύου που πλέκει γύρω μας, μέσα μας, η ελιά, δένοντας μας με τη γη μας. « Καί λαβέτωσάν σοι έλαιον έλάϊνον (από ελιά), καθαρόν (από την πρώτη άλεση) κεκομμένον (κατασταλαγμένο) εις φώς καύσαι διά παντός», εντέλλεται ο Κύριος. (Εντολή και για μας «εις φώς καύσαι...»).


Στόχος της συνάντησης μας, εξίσου σημαντικός, η γνωριμία των ερευνητών, ο διάλογος, αλλά και η συμβίωση της επιστημονικής κοινότητας σε ένα χώρο, για ορισμένο χρόνο, γύρω από ένα κοινού ενδιαφέροντος θέμα η υπέρβαση της μοναξιάς, που υπαγορεύουν η σκληρή καθημερινότητα, οι ανεπάρκειες των θεσμών που πλαισιώνουν τη δουλειά μας, η απουσία, σε εποχές κρίσης, ενθουσιασμού. Στόχος μας επίσης η προώθηση του θέματος με ομαδική προσπάθεια και η κοινοποίηση του προς ένα ακροατήριο που μας φιλοξενεί για να ενημερωθεί, επειδή ενδιαφέρεται, μας εμπιστεύεται και έχει βαθιές τις σχέσεις με το θέμα. Στόχος, τέλος, η απογραφή δυνάμεων, επιτεύξεων και δυνατοτήτων: από κάπου πρέπει να ξεκινήσουμε. Και ο σχεδιασμός: προς κάπου πρέπει να κινηθούμε. Από κάποια σημαντικά θα πρέπει να συγκινηθούμε. Αυτές είναι οι ανάγκες της επιστημονικής μας κοινότητας που τις συζητούμε, τις ξεχνούμε, τις ξαναβρίσκουμε εμπρός μας εμπόδιο, έως ότου μετατραπούν σε στόχο, σε έργο, σε όραμα. Ας προσπαθήσουμε. Συμπεράσματα Ο πολλαπλασιασμός των επιστημονικών συναντήσεων στη χώρα μας (συνέδρια, συμπόσια, σεμινάρια) και η εδραίωση του δικού μας θεσμού, «των τριημέρων εργασίας», δεν συνεπάγονται αυτόματα και την εγκυρότητα της λειτουργίας τους. Σε μία εποχή γενικής κρίσης, η στατιστική δεν τεκμηριώνει την ποιότητα - μια ματιά στους δείκτες ακροαματικότητας και την ποιότητα των τηλεοπτικών θεαμάτων το επιβεβαιώνει. Τι προσδοκά ένας ερευνητής όταν συμμετέχει σε μία επιστημονική συνάντηση; Καινοτομία προβλημάτων, μεθόδου, υλικού, τοποθετήσεων ή και συμπερασμάτων. Διάλογο με

τους άλλους, γειτονικούς ή, φαινομενικά μακρινούς, τομείς: πολυεπιστημονικότητα. Όσμωση απόψεων: διεπιστημονικότητα. Έξοδο από την καθημερινότητα, όπου ο ερευνητής δυναστεύεται από τον επαγγελματία για λόγους πολύ γνωστούς, από τη μοναξιά, γιατί «κεραμεύς κεραμεί κοτέει», από την ανακύκλωση της επαρχιακής κοινοτοπίας, απόρροιας της καθημερινότητας, της μοναξιάς και της γενικής κρίσης, της οποίας εν μέρει αιτία και αποτέλεσμα είναι και ο μαρασμός της επιστημονικής έρευνας στη χώρα μας. Σε τι στοχεύει το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ οργανώνοντας τα «τριήμερα εργασίας». Ασφαλώς στα ίδια: καινοτομία με ανάδειξη του ως σήμερα αγνοημένου τομέα των τεχνικών και επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε βασικά προϊόντα (κρασί, ψωμί, λάδι) και άλλα κεντρικής σημασίας θέματα για τη χώρα μας. Διάλογο ανάμεσα σε περισσότερους επιστημονικούς κλάδους κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και, ίσως περισσότερο, κατά τα διαλείμματα. Η παρουσία αρχαιολόγων, ιστορικών, οικονομολόγων, εθνολόγων, αρχιτεκτόνων, μουσειολόγων και άλλων ειδικών το επιβεβαιώνει. Όσμωση απόψεων ανάμεσα στη βιομηχανία και την έρευνα, που αλλού συμπορεύονται δημιουργικά, και εδώ θα πρέπει να συνεργαστούν, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε την αμήχανη απομόνωση της πρώτης, που πολλά έχει να αντλήσει από την έρευνα, και την υποβάθμιση της δεύτερης, που από κατάσταση τείνει να γίνει κατεστημένο. Τι επιζητεί μία βιομηχανία όταν επιχορηγεί μία συνάντηση που έχει ως θέμα το κύριο προϊόν της; Την ιστορική διάσταση της προσπάθειας της, στοιχείο κύρους στο διεθνή σήμερα ανταγωνισμό, τη θετική δημόσια εικόνα με τη χορηγία εθνικής σημασίας θεμάτων, και την ευρύτερη κοινοποίηση μιας πλούσιας αλλά αγνοημένης παράδοσης. Ακολουθώντας τις πρωτοποριακές χορηγικές τάσεις του και-

ρού μας, ζητεί να κοινωνήσει με τους εκπροσώπους της έρευνας και να συμβάλει στη δημιουργία των νέων καταστάσεων που, απελπισμένα, αποζητούν οι καιροί μας. Αυτές, σε γενικές γραμμές, ήταν -και παραμένουν- οι προσδοκίες από την κοινή μας προσπάθεια. Η ανασκόπηση των ανακοινώσεων που κατατέθηκαν στην τριήμερη συνάντηση μας, μας επιτρέπει να έχουμε μια εικόνα της κατάστασης της έρευνας στη χώρα μας. Οι αρχαιολόγοι εκπροσωπήθηκαν ικανοποιητικά και ως προς τον αριθμό και την ποιότητα της παρουσίασης. Ας αναζητήσουμε, πίσω από την προσωπικότητα και το μόχθο των συνομιλητών μας, τη γερή υποδομή μιας μακράς παράδοσης (1837, ίδρυση της Αρχαιολογικής Εταιρείας) εγκατεστημένης στα πανεπιστήμια μας, στον κρατικό μηχανισμό (Αρχαιολογική Υπηρεσία), στο χώρο των κορυφαίων ιδρυμάτων (Αρχαιολογική Εταιρεία) και, συχνά, στενά δικτυωμένης με τη διεθνή επιστήμη. Τεχνική, οικονομία, κοινωνία, οικιακές χρήσεις (διατροφή, φωτισμός, υγιεινή) και λατρεία, και οι πυκνές ανάμεσα τους σχέσεις ανιχνεύτηκαν μέσα από τη γραφή Β', τα κατάλοιπα και αποκαταστάσεις κτισμάτων και μηχανισμών, κείμενα, αντικείμενα, παραστάσεις, εθνογραφικά δεδομένα και πειραματικές αρχαιοβοτανικές έρευνες. Διαπιστώσαμε για μιαν ακόμη φορά πόσο καλύτερα γνωρίζουμε τους αρχαίους από τους πλησιέστερους σε μας κατοίκους της χώρας αυτής... Οι αρχιτέκτονες αποτελούν και σ' αυτή μας τη συνάντηση την πλειοψηφία. Εύλογο, αφού συνεχίζουν μια παλιά επιστημονική παράδοση και εκπροσωπούν μια ισχυρή πανεπιστημιακή κοινότητα και ακμαία επαγγελματική τάξη. Τα κτίρια και οι εξοπλισμοί, μύλοι και αποθήκες, συγκεντρώνουν το κύριο ενδιαφέρον τους· επιγραφές και, κάποτε, προφορικές μαρτυρίες συναξιοποιούνται. Η εξαντλητική, ση-


μειακή συνήθως παρουσίαση τους, μας στέρησε συχνά τις ευρύτερες τοποθετήσεις των παρουσιαζόμενων μνημείων στο χώρο (χαρτογράφηση) και το χρόνο (εγγραφή των κτιρίων στις πυκνές ιστορικές σχέσεις). Η έλλειψη προγραμμάτων συστηματικής έρευνας των μνημείων μιας ή δύο ευρύτερων, αντιπροσωπευτικών, περιοχών (και των σχετικών με αυτές ιστορικών πηγών) γίνεται στην περίπτωση αυτή ιδιαίτερα, θα έλεγα, οδυνηρά αισθητή. Ενδεικτικό, το πόσο πιο ενδιαφέρουσες ήταν οι ανακοινώσεις που επιχείρησαν πυκνότερες ιστορικές αναφορές, που θυμήθηκαν την παρουσία του ανθρώπου, δημιουργού και χρήστη των κελυφών που παρουσίασαν. Στους αρχιτέκτονες μας πάντως οφείλουμε και έναν καλόδεχτο νεωτερισμό στη θεματολογία των τριημέρων εργασίας: τις αποκαταστάσεις των ελαιουργείων για μουσειακή αξιοποίηση. Σ' αυτό θα επανέλθουμε. Από τους λίγους ιστορικούς της συντροφιάς προήλθαν συνθετικές παρουσιάσεις, μικρές ή μεγάλες, σημαντικές όμως, γιατί μας επέτρεψαν να δούμε τη, μεταβαλλόμενη στο χρόνο, εικόνα οργάνωσης και λειτουργίας του χώρου με κύρια παράμετρο την ελαιοκαλλιέργεια και τη χρήση του λαδιού, που δεν ήταν πάντα τόσο διαδομένες όσο η σημερινή εικόνα θα μας παρέσυρε να πιστεύουμε. Στα κείμενα τους διαφάνηκε συχνά το πυκνό παιχνίδι που πλέκουν, γύρω από την ελιά, το κλίμα, στις μακρές διάρκειες το καθεστώς ιδιοκτησίας, η πολιτική εξουσία, οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, η δημογραφία, ο κανονιστικός λόγος της

εκκλησίας, της διαιτητικής και της ιατρικής, τα εισαγόμενα πρότυπα διατροφής και διαβίωσης, η τεχνική καθυστέρηση. Οι εθνολόγοι μας είναι σχετικά ελάχιστοι, και οι δύο από τους τέσσερις ξένοι. Εφαρμόζουν όλοι την εθνογραφική μέθοδο (αυτοψία, μέτρηση, τεχνικοοικονομική προσέγγιση, διαλεκτική σχέση με την ιστορία)· η εθνοαρχαιολογική προσέγγιση δήλωσε σε αρκετά σημεία την παρουσία της. Η σπανιότητα των Ελλήνων ειδικών στη σπουδή του υλικού πολιτισμού τεκμηριώνει και στην περίπτωση μας τη μεγάλη, σχεδόν καταστροφική, καθυστέρηση των νεοελληνικών σπουδών στον τομέα αυτό. Δεν είναι τυχαία. Αιτίες: η απουσία πολιτικής βούλησης, δυναμικής εθνολογικής πανεπιστημιακής κοινότητας, ερευνητικών κέντρων με σύγχρονη προβληματική, μεθοδολογία, πρακτικές. Αποτέλεσμα: η απουσία ενός ελληνικού εθνολογικού μουσείου, η απώλεια μεγάλων κεφαλαίων του πολιτισμού μας, η εμμονή, σε εποχή βαθιάς κρίσης, σε «συνέχειες». Συνέπεια τους, και η απουσία ειδικών και ανακοινώσεων για την παραδοσιακή (δηλαδή προβιομηχανική αγροτική) ελαιοκομία (ετήσιο κύκλο ελιάς), διατροφή, ιατρική, γαστρονομία που θα κάλυπτε και το κεφαλαιώδες θέμα της ελιάς και σε πολλούς άλλους τομείς που περιμένουν: φωτισμός/χρήση χρόνου νύχτας, υποκατάστατα λαδιού κ.λπ. Συνέπεια τους η σιωπή, το κενό, που θα ήταν απόλυτο αν δεν υπήρχαν οι αρχιτέκτονες και οι αρχαιολόγοι με τις εθνοαρχαιολογικές τους έρευνες. Κατά συνέπεια, ο απολογισμός είναι στο «κόκκινο», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία

των οικονομολόγων που μας φιλοξενούν. Αισιόδοξο σημείο στη Δ' αυτή συνάντηση μας η εμφάνιση της μουσειολογίας: οι αρχιτέκτονες αποκαθιστούν παλαιά κτίρια για αναχρησιμοποίησή τους σε πολιτιστικές δραστηριότητες, αρχαιολόγοι προτείνουν οργάνωση ανοιχτών μουσείων, και παιδαγωγοί παρουσιάζουν τα αποτελέσματα από σύγχρονου τύπου εκπαιδευτικά προγράμματα σε εργοστασιακούς χώρους. Στον τομέα αυτό, της παιδευτικής κοινοποίησης, οι καθυστερήσεις στη χώρα μας είναι επίσης μεγάλες. Έχουμε παραμείνει στην πριν το 1950 εποχή των συλλογών, πτωχά τεκμηριωμένων και αμεθόδευτα παρουσιασμένων. Τώρα μόλις αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να τρέξουμε πίσω από την πραγματικότητα που φεύγει, ενώ θα έπρεπε ταυτόχρονα, και κυρίως, να σχεδιάζουμε, να συμβάλλουμε στο σχεδιασμό της πραγματικότητας που έρχεται. Μας λείπει σειρά ολόκληρη από τους τύπους των μουσείων που δημιουργήθηκαν και λειτούργησαν στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική τα τελευταία 50 χρόνια: μουσεία τεχνικών, οικομουσεία, μουσεία επιστήμης, με την πολλαπλότητα στόχων και μέσων που είχαν. Μας λείπουν ακόμη και τα νέα μοντέλα επαγγελματικής εκπαίδευσης και οργάνωσης και οι πολυδιάστατες σχέσεις με τα πράγματα που τώρα δοκιμάζονται: «Εκτός από την υλική του υπόσταση, σημειώνει ο Roland Alpin, το αντικείμενο είναι φορέας πολλαπλού νοήματος. Μιλούμε εδώ για το αντικείμενο-τεκμήριο, το αντικείμενο-μήνυμα. Η παρουσίαση θεματικών εκθέσεων επιβάλλει μια διαδικασία τριπλή: σύγχρονη, γνωστική, συγκινησιακή... ενεργοποιεί μια πολλαπλότητα ανθρώπινων εμπειριών πλασμένων από τις αισθήσεις, συγκινήσεις, στοχασμούς και τα όνειρα μας». Εδώ, για μας, ο απολογισμός είναι αδύνατος: με ελάχιστες θετικές εξαιρέσεις, η χρόνια καθυστέρηση έχει εδραιωθεί σε σιωπή που επιχειρεί απεγνωσμένα να υπερβεί ο ξύλινος επίσημος λόγος. Μας λείπουν η γνώση, η πείρα, η βιβλιογραφία, η νοοτροπία που κατακτήθηκε στην πράξη, μας λείπει ένα, επικίνδυνα μεγάλο, κομμάτι ευρωπαϊκής υπόστασης. Η ανασκόπηση κλείνει με δύο, μοναδικούς, εκπροσώπους των φυσικών επιστημών. Ο ένας γεφύρωσε αποκαλυπτικά τη δασολογία με την ιστορία, με τη βοήθεια της γυρεομορφολογίας, προσέγγιση διεπιστημονική, που, ανάλογες της, θα ευχόμασταν να είναι πολύ περισσότερες, και ο γεωπόνος-τεχνολόγος τροφίμων επεσήμανε τις ποικίλες χρήσεις της ελιάς-λαδιού και ιδιαίτερα το θεραπευτικό ρόλο του δεύτερου. Η περιορισμένη εκπροσώπηση των φυσικών επιστημών διαπιστώθηκε και σε προηγούμενες συναντήσεις. Μαρτυρεί την περιορισμένη παρουσία της ιστορικής προσέγγισης στις επιστήμες αυτές και αφήνει ένα κενό και στη δυνατότητα διεπιστημονικών εργασιών, τη σημασία του οποίου όμως μας επέτρεψε να διίδουμε η ανακοίνωση για τη γυρεολογία. Εδώ η ανασκόπηση τελειώνει. Μας επιτρέπει μιαν ανακεφαλαίωση για την αρνητική κατάσταση της έρευνας, της παιδείας στη χώρα μας και κάποιο σχεδιασμό ενεργοποίησης για έξοδο από αυτήν.


Επιστημονική παράδοση και θεσμική υποδομή διασφαλίζουν θετικές προϋποθέσεις για τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες. Οι ιστορικοί, χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές, προσφέρουν ενδιαφέρουσες τομές. Οι εθνολόγοι τεκμηρίωσαν την αξία της σύγχρονης εθνογραφικής προσέγγισης για την πρόσφατη και παλαιότερη ιστορία αλλά και την περιορισμένη κλίμακα εφαρμογής της. Η μουσειολογία. άγνωστη ως χθες στον τόπο μας, έκανε δειλά την εμφάνιση της. Οι φυσικές επιστήμες εκπροσωπήθηκαν ελάχιστα. Η γλωσσολογία συνεχίζει να απουσιάζει. Συνολικά, ένα άνισο σχήμα επιστημονικής εκπροσώπησης(τομέων και εποχών) και αντίστοιχης τεκμηρίωσης του θέματος, μια σποραδικότητα προσεγγίσεων, ατομικού κυρίως χαρακτήρα. Η ανισότητα αυτή υποδηλώνει την απουσία ενός εθνικού σχεδιασμού της έρευνας σε κεντρικής σημασίας θέματα (βασικά. λ.χ., είδους διατροφής και εξαγωγικά προϊόντα, όπως το κρασί και το λάδι), την απουσία

έμπρακτου ενδιαφέροντος για τις ιστορικές σπουδές, για όσα αυτές μπορούν να προσφέρουν ως παιδεία, νόημα ζωής, εθνικό κύρος. Η σημασία, η κύρια ίσως, του τριημέρου εργασίας μας είναι ότι τεκμηρίωσε κάποιες διαπιστώσεις που πρέπει να υπογραμμίσουμε: α) Παρά τις αντιξοότητες και το υπομηδενικό επίπεδο χρηματοδότησης της έρευνας (ακριβέστερα0,52% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος), ο τόπος μας έχει ικανό και ευαισθητοποιημένο ανθρώπινο δυναμικό για την πραγματοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων των οποίων έχουμε κατεπείγουσα ανάγκη. β) 'Ενας από τους τρόπους υπέρβασης της κρίσης είναι σήμερα η χορηγία με τη δημιουργία και λειτουργία ερευνητικών προγραμμάτων, ιδρυμάτων, νέων θεσμών, σε καίριους για τη ζωή της χώρας μας τομείς. γ) Η γνωριμία και ο διάλογος ερευνητών από διαφορετικούς κλάδους δημιουργεί ένα θετικό κλίμα για όλους σε μια εποχή ιδιαίτερα αρνητική.

δ) Η γνωριμία και ο διάλογος της βιομηχανίας με την έρευνα είναι ένα σοβαρό όπλο, μια βασική προϋπόθεση για αναστροφή της σημερινής κρίσης. Θα πρέπει να προσθέσουμε, τέλος, ότι το τριήμερο εργασίας δημιούργησε την πρώτη, στην ελληνική βιβλιογραφία, πολυεπιστημονική έκδοση για την ελιά και το λάδι, τα Πρακτικά του. Και ότι μας έδωσε την ευκαιρία να περάσουμε τρεις γόνιμες και ζεστές μέρες, για τις οποίες θα πρέπει να ευχαριστήσουμε τους πρωτεργάτες τους: εσάς που σηματοδοτήσατε με τις ανακοινώσεις σας μια νέα αφετηρία στην έρευνα της ελιάς, την εταιρεία ΕΛΑΙΣ που επιχορήγησε απλόχερα τη συνάντηση, τα στελέχη της που συνεργάστηκαν άοκνα με μας για την επιτυχία της και τους φίλους της Καλαμάτας που πλαισίωσαν όλους μας εγκάρδια.

Η Διεθνής Επιτροπή για τη Διάσωση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς, το γνωστό για τους αναγνώστες της Τεχνολογίας TICCIH. οργάνωσε το 8ο Διεθνές Συνέδριο της στην Ισπανία, τό Σεπτέμβριο του 1992 (ΒαρκελώνηΜαδρίτη, 13-18 Σεπτεμβρίου 1992).

μεταφορές και (γ) ειδικά σεμινάρια με τέσσερις ενδιαφέροντες υποτίτλους. Το προσυνέδριο οργανώθηκε στη Βαρκελώνη και το Συνέδριο στη Μαδρίτη. Στα πλαίσια του Προσυνεδρίου, οι Καταλανοί, ενεργοποιώντας την οργανωτικότητα και την αγάπη για τον τόπο τους, κατάφεραν να εντυπωσιάσουν με τα επιτεύγματα της Εταιρείας των Μουσείων της Επιστήμης, της Τεχνικής και της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας της Καταλωνίας. Στη διάρκεια των τριών ημερών του προσυνεδρίου (13-15 Σεπτεμβρίου), οι σύνεδροι επισκέφθηκαν εξαιρετικά ενδιαφέροντα βιομηχανικά κτίρια στη Βαρκελώνη, όπως το κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας, το οποίο μετά από προσεκτικές επεμβάσεις διατηρεί και αναδεικνύει πολλά στοιχεία από την πρώτη χρήση του, ενώ σήμερα έχει μετατραπεί σε χώρο γραφείων της ίδιας Εταιρείας. Ακολούθησε η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επίσκεψη στην Colonia Guell, στο βιομηχανικό δηλαδή οικισμό που σχεδίασε το εργαστήριο του Gaudi, για να στεγάσει τους εργάτες του εργοστασίου του μεγαλοβιομήχανου Guell. Η σημερινή αγωνία για επιβίωση αυτής της κοινότητας οδήγησε την τοπική αυτοδιοίκηση στη λύση της ενοικίασης των χώρων του εργοστασίου σε σύγχρονες μονάδες βιομηχανικής παραγωγής. Είναι έκδηλη συνάμα η προσπάθεια για τουριστική ανάπτυξη του τόπου, δεδομένου μάλιστα ότι η εκκλησία του χωριού είναι ένα από τα πιο γνωστά και ενδιαφέροντα έργα του Gaudi. Το ίδιο ενδιαφέρουσα ήταν η επίσκεψη στο Μουσείο του Νερού και των Δερμάτων στην Ιγκουαλάντα. Το μουσείο, που στεγάζεται σε

παλιό βιομηχανικό κτίριο, δεν έχει ολοκληρωθεί. Μία μεγάλη αίθουσα, με θέμα «Ο άνθρωπος και το νερό», περιλαμβάνει μακέτες που αναδεικνύουν και διδάσκουν την υδροκίνηση. Εντυπωσιακό είναι το μικρό αλλά σύγχρονο μουσείο βυρσοδεψίας στον ίδιο οικισμό. Ένας χώρος που από τον 18ο αιώνα στέγαζε την προσπάθεια του ανθρώπου για την κατεργασία των δερμάτων, σήμερα, με σύγχρονα μουσειογραφικά μέσα, αναδεικνύει τις διάφορες φάσεις επεξεργασίας του δέρματος με εξαιρετικά διδακτικό τρόπο. Διδακτικότατη ήταν και η επίσκεψη στον μύλο με κοπάνια στις Καπελλάντες, όπου στεγάζεται το Μουσείο Χαρτιού. Ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει τον μεσαιωνικό τρόπο παρασκευής χαρτιού από κουρέλια, που πραγματοποιούν εξειδικευμένοι εργάτεςυπάλληλοι του μουσείου, και φεύγοντας να συ-

Τα διεθνή συνέδρια του TICCIH οργανώνονται κάθε δύο ή τρία χρόνια, σε διαφορετικές χώρες, με προκαθορισμένους τους γενικούς θεματικούς άξονες. Συνήθως προηγείται του συνεδρίου το προσυνέδριο, και οργανώνονται σε διαφορετικές πόλεις. Κατά τη διάρκεια του προσυνεδρίου δίνεται η δυνατότητα στους συμμετέχοντες να γνωρίσουν μερικές από τις σοβαρότερες δραστηριότητες της οργανώτριας χώρας στον τομέα της διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Πραγματοποιούνται επισκέψεις σε τεχνολογικά μουσεία, σε παλιές βιομηχανικές εγκαταστάσεις που έχουν αποδοθεί σε άλλες χρήσεις, καθώς και σε ιστορικούς βιομηχανικούς τόπους. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, εκτός από την επιστημονική ενημέρωση μέσω των ανακοινώσεων, που κινούνται στα πλαίσια των προκαθορισμένων θεματικών αξόνων, δίνεται η ευκαιρία στους συνέδρους να κοινοποιήσουν τα έργα που εκτελούνται ή σχεδιάζονται στη χώρα τους. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών είναι πολύ σημαντική, γιατί εκτός από την ευρεία δημοσιοποίηση των διαφόρων προσπαθειών, που δεν είναι πάντα εθνικές, δημιουργούνται πολλές φορές οι συνθήκες για συνεργασίες και ανταλλαγές. Στο συνέδριο της Ισπανίας οι θεματικοί άξονες ήταν τρεις: (α) η βιομηχανική αρχαιολογία τον 20ό αιώνα ως τη δεκαετία του '60, (β) θέματα που αφορούν ευρωαμερικανικές

ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ναποκομισει άρτι παρασκευασμένο χειροποίητο χαρτί. Τόσο η επίσκεψη της βιομηχανικής πόλης Terrassa, με πολλά βιομηχανικά κτίρια παραδομένα σε νέες χρήσεις (όπως το μεγάλο εργοστάσιο υφαντουργίας που φιλοδοξεί να γίνει ένα τεράστιο μουσείο τεχνολογίας), όσο και η επίσκεψη στην Colonia Sedo έδωσαν την ευκαιρία στον επισκέπτη να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα των προβλημάτων μιας πρώην βιομηχανικής πόλης και ενός βιομηχανικού οικισμού που δεν θέλουν να χάσουν το χαρακτήρα τους, αντιστεκόμενοι στη σύγχρονη συγκυρία, χωρίς πάντα να επιτυγχάνουν το στόχο τους. Το τριήμερο συνέδριο στη Μαδρίτη, που ακολούθησε (16-18 Σεπτεμβρίου '92), είχε πολλά να ζηλέψει από την οργάνωση του προσυνεδρίου. Σύμφωνα με τα ισχύοντα στα συνέδρια του TICCIH, οι τρεις θεματικοί άξονες που προαναφέραμε είχαν προγραμματιστεί να λειτουργήσουν παράλληλα σε διαφορετικές αίθουσες. Τα ειδικά σεμινάρια προέβλεπαν τις εξής

θεματικές ενότητες: (α) Αναχρησιμοποίηση των κτιρίων και των βιομηχανικών χώρων, (β) Βιομηχανική Κληρονομιά: παιδεία και διδασκαλία, (γ) Η τέχνη ως πηγή για τη βιομηχανική αρχαιολογία, (δ) Η επιτόπου εργασία για τη βιομηχανική αρχαιολογία. Δυστυχώς, η κακή οργάνωση δεν επέτρεψε την τήρηση του προγράμματος. Αυτό είχε ως συνέπεια οι σύνεδροι, που βάσει του προγράμματος είχαν επιλέξει να παρακολουθήσουν ανακοινώσεις από τους δύο θεματικούς άξονες και τα ειδικά σεμινάρια με γνώμονα τα ενδιαφέροντα τους, να αδυνατούν να πραγματοποιήσουν το στόχο τους. Ας ελπίσουμε ότι θα διαβάσουμε αυτές τις ανακοινώσεις στα Πρακτικά του Συνεδρίου. Η ελληνική παρουσία στο συνέδριο της Μαδρίτης ήταν αξιόλογη. Η Ελλάδα εκπροσωπήθηκε από πέντε επιστήμονες διαφορετικών φορέων, που κάλυψαν διάφορα θέματα: «Οι καπναποθήκες της Θεσσαλονίκης» (Β. Κολώνας, Ό. Τραγανού-Δεληγιάννη), «Ο ηλεκτρικός σταθμός του Αγ. Γεωργίου» (Χρ. Αγριαντώνη), «Μουσείο Υδροκίνησηςστην Πελοπόν-

νησο» (Ι. Κίζης), «Η βυζαντινή τέχνη ως πηγή για την παραδοσιακή τεχνολογία» (Ασπ. Λούβη), και «Η παρουσίαση των επεμβάσεων στο Γκάζι της Αθήνας» (Αλ. Πρέπης, ως εκπρόσωπος του Δήμου)- οι επεμβάσεις δεν έπεισαν τους ειδικούς για την ορθότητα τους. Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα της ελληνικής παρουσίας στη Μαδρίτη είναι ότι οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH, κυρίες Χριστίνα Αγριαντώνη και Όλγα Τραγανού-Δεληγιάννη, εξασφάλισαν τη συμφωνία της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου του TICCIH για να γίνει το 10ο Διεθνές Συνέδριο του στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο στόχο μεγάλης σημασίας για την ταυτότητα της νεότερης Ελλάδας. Το Ελληνικό Τμήμα του TICCIΗ θα πρέπει να παρουσιάσει, κατά τη διάρκεια του 9ου Διεθνούς Συνεδρίου (29 Μαΐου - 2 Ιουνίου) στον Καναδά, ολοκληρωμένη πρόταση (θεματολογία και πρόγραμμα επισκέψεων) για την οργάνωση του συνεδρίου στην Ελλάδα.

Δεύτερη Διεθνής Συνάντηση Εργασίας για τη Ναυπηγική και τα πλοία στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Στις 11 και 12 Ιουνίου 1993 πραγματοποιήθηκε, στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη της Άνδρου, η δεύτερη διεθνής συνάντηση εργασίας του

προγράμματος «Η εξέλιξη της ξυλοναυπηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα». Στη συνάντηση αυτή, εκτός από τους Έλληνες, συμμετείχαν και σύνεδροι από την Ιταλία, την Κροατία, τη Μάλτα, το Ισραήλ, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Κατά τη

διάρκεια της συνάντηση μελετήθηκε η πρόοδος των εργασιών του προγράμματος και προγραμματίστηκαν οι επόμενες δραστηριότητες. Το πρόγραμμα, που συνδιοργανώθηκε από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ και το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, χρηματο-

ΑΣΠΑΣΙΑ ΛΟΥΒΗ-ΚΙΖΗ


δοτήθηκε από το ΥΠ.ΠΟ. και ήταν υπό την αιγίδα της UNESCO. Οι ερευνητικές εργασίες του προγράμματος χωρίστηκαν σε τέσσερις ενότητες: Α1. Τεχνικά στοιχεία ναυπηγικής πλοίων που εφαρμόζονταν στα ναυπηγεία της Ανατολικής Μεσογείου κατά τον 18ο και 19ο αιώνα Α2. Τυπολογία των πλοίων που κατασκευάζονταν στην υπό εξέταση περιοχή και περίοδο. Β1. Ιστορικό και οικονομικό πλαίσιο ανάπτυξης των ναυπηγικών κέντρων της Ανατολικής Μεσογείου κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Β2. Μετακινήσεις και μεταναστεύσεις ναυπηγών στην υπό εξέταση περιοχή και περίοδο.

Στόχος του προγράμματος ήταν η διερεύνηση της κοινής ναυπηγικής παράδοσης στην Ανατολική Μεσόγειο, η συγκριτική εξέταση των τεχνικών που εφαρμόστηκαν και η τυπολογική καταγραφή των σκαφών. Για τους Έλληνεςς ερευνητές ένας επιπλέον στόχος του προγράμματος ήταν η αναζήτηση του ρόλου των Ελλήνων ναυπηγών στην εξέλιξη αυτής της παράδοσης. Άλλες δραστηριότητες του προγράμματος ήταν: Μία έκθεση (28/5-16/6/1994) με ομοιώματα πλοίων και στοιχεία ναυπηγικής της Ανατολικής Μεσογείου (18ος και 19ος αιώνας) στον

εκθεσιακό χώρο του Δήμου Αθηναίων (Πάρκο Ελευθερίας). Ένα διεθνές συνέδριο για τη ναυπηγική και τα πλοία της Ανατολικής Μεσογείου κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στη Χίο (4-8/6/1994). Μία δίγλωσση έκδοση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επικοινωνήσετε με τον κ. Κώστα Δαμιανίδη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα 116 35, τηλ.: 7210 554, fax: 7246 212.

Lorient, Βρετάνη.20-22 Ιανουαρίου 1993. Η ανοικοδόμηση πόλεων μετά από καταστροφές αποτελεί ένα προνομιακό θέμα για την πολεοδομία και, γενικότερα, την ιστορική έρευνα και τη μελέτη των κοινωνικών, οικονομικών και ιδεολογικών παραμέτρων που συνθέτουν τον ορίζοντα κάθε εποχής. Μελετώντας την πορεία που διανύεται από τις πρώτες συζητήσεις, αμέσως μετά την καταστροφή, μέχρι τη διατύπωση των γενικών στόχων και των αρχιτεκτονικών επιλογών, και εξετάζοντας στη συνέχεια τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που υλοποιούν τα σχέδια, μπορούμε να διακρίνουμε με τον πιο άμεσο τρόπο τα οράματα, τις συγκρούσεις, και τις πραγματικές δυνατότητες μιας δεδομένης κοινωνίας στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Οι ενδιάμεσες τροποποιήσεις και ο τελικά διαπιστωνόμενος βαθμός πραγματοποίησης των αρχικών εξαγγελιών και προθέσεων θέτουν σε δοκιμασία τις βασικές θεωρητικές συλλήψεις και ελέγχουν την ικανότητα ανταπόκρισης τους σε σαφώς προσδιορισμένες ανάγκες. Ακόμη, ο επανασχεδιασμός μετά από καταστροφή συνεισφέρει στην πολεοδομική θεωρία και πράξη με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι ο σχεδιασμός νέων πόλεων. Και αυτό γιατί δημιουργεί ένα καινούργιο πλαίσιο ζωής για πληθυσμούς ήδη συγκροτημένους, που μπορούν να συγκρίνουν τις παλαιότερες χωρικές αξίες και καταστάσεις με τις νέες που τις αντικαθιστούν. Η προσπάθεια και η επιθυμία των κατοίκων να οικειοποιηθούν ξανά το νέο περιβάλλον αλλάζει τις διαμορφωμένες συνήθειες και συμπεριφορές και ταυτόχρονα τροποποιεί και το ίδιο το νέο υλικό πλαίσιο ζωής. Έτσι, η μελέτη των ανοικοδομήσεων αφ' ενός συμβάλλει στη διερεύνηση της λογικής που οδήγησε σε συγκεκριμένες επιλογές, αφ' ετέρου επιτρέπει να εκτιμηθεί η επιλογή ως προς το μεταγενέστερο αποτέλεσμα. Με την έννοια αυτή, οι ανοικοδομήσεις είναι πραγματικά εργαστήρια θεωριών, μεθόδων, εργαλείων. Παράλληλα, προσφέρουν την ευκαιρία για την εισαγωγή τεχνολογικών νεωτερισμών σε πόλεις ιστορικές με απαρχαιωμένες δομές και με ανύπαρκτες ή προβληματικές υποδομές.

Προωθούν δε μαζικά νέες κατασκευαστικές μεθόδους, νέα υλικά, νέες αντιμετωπίσεις ως προς την αντισεισμική προστασία. Ωστόσο, οι διαδικασίες μετάβασης από το σχέδιο στην πραγματοποίηση του έχουν, κατά κανόνα, αγνοηθεί στις Ιστορίες της Πολεοδομίας, ή κάποτε αναφέρονται ως οι «χαμένες ευκαιρίες», υπονοώντας προφανώς το χάσμα ανάμεσα στη θεωρητική σύλληψη και την υλοποίηση της. Ως «χαμένες ευκαιρίες» έχουν ταξινομηθεί και οι περισσότερες ανοικοδομήσεις πόλεων μετά από καταστροφές. Και αν ορισμένες από αυτές έχουν γίνει διάσημες, όπως το Σεν Μαλό και η Βαρσοβία για τους τουρίστες ή το Ρότερνταμ και η Χάβρη για τους πολεοδόμους, στα βιβλία της ιστορίας της πολεοδομίας παρουσιάζεται κυρίως το σχέδιο για το Σεν Ντιε του Λε Κορμπυζιέ, μια πρόταση που ουδέποτε πραγματοποιήθηκε. Το 2ο Διεθνές Συνέδριο Ανοικοδομημένων Πόλεων, που έγινε στο Lorient της Βρετάνης 1 στις 20-22 Ιανουαρίου 1993, με 90 ομιλητές και 360 συνέδρους, έθεσε προς συζήτηση ζητήματα που εκτείνονταν σε ένα ευρύτατο φάσμα ενδιαφερόντων, θεωρητικών και επιχειρησιακών. Αν και ο χρονικός ορίζοντας ήταν πολύ διευρυμένος, ξεκινώντας από την ανοικοδόμηση της Ρώμης τον 1ο αιώνα και φτάνοντας ως τις υπό εξέλιξη επεμβάσεις στην τόσο ταλαιπωρημένη Βηρυττό, το μεγαλύτερο μέρος των ανακοινώσεων εστιάστηκε στις ανοικοδομήσεις πόλεων μετά από τις καταστροφές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Παρουσιάστηκαν έρευνες από τη Γερμανία, τις Βαλτικές χώρες, τη Δανία, Αγγλία και Ιταλία (Φλωρεντία). Όπως είναι φυσικό, ο μεγαλύτερος αριθμός θεμάτων αφορούσε την ανοικοδόμηση των γαλλικών πόλεων και δευτερευόντως των γερμανικών μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Συμπληρωματικά στα μεγάλα θέματα που είχαν εξεταστεί στο πρώτο συνέδριο, που είχε γίνει στη Βρέστη το 1983, και πλάι στα διάσημα ιστορικά παραδείγματα της πυρκαγιάς του Λονδίνου το 1666 και της καταστροφής της Λισαβόνας το 1755, δεν έλειψαν οι παρουσιάσεις των μεγάλων ανασχεδιαστικών επεμβάσεων του 20ού αιώνα στις

βελγικές πόλεις μετά το 1918, στο Ρότερνταμ, τη Βουδαπέστη, τη Βαρσοβία και άλλες πολωνικές πόλεις μετά το 1945, στα Σκόπια το 1963, στο Ελ-Ασνάμ στην Αλγερία το 1980, στο Αγαδίρτο 1981. Για μας η θεματολογία του συνεδρίου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Από γενέσεως νεοελληνικού κράτους, ελάχιστες είναι οι πόλεις που δεν χρειάστηκε να ανοικοδομηθούν σχεδόν εκ θεμελίων. Πολεμικές καταστροφές που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης, συνεχής σεισμική δραστηριότητα και εκτεταμένες πυρκαγιές ήταν οι κυριότερες αιτίες, έως και το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη ανέλαβε η μεταπολεμική ανοικοδόμηση, η κερδοσκοπία στη γη, ορισμένες τεχνοκρατικές υπερβολές και η «λατρεία του αυτοκινήτου»... Από την Ελλάδα, δύο ομιλήτριες από το ΑΠΘ (οι Β. Χαστάογλου και Α. Γερόλυμπου) παρουσιάσαμε, αντίστοιχα, την ανοικοδόμηση της Κορίνθου μετά τις δύο καταστροφές από σεισμό (το 1858 και το 1928) και τον ανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και των πόλεων της ανατολικής Μακεδονίας μεταξύ 1917 και 1920. Αν ισχύει η διαπίστωση ότι όλες οι εξάρσεις στη νεότερη πολεοδομική μας ιστορία αφορούν ιδρύσεις νέων ή κυρίως ανοικοδομήσεις κατεστραμμένων οικισμών και πολύ λιγότερο ρυθμίσεις για τη σταδιακή αναπροσαρμογή υπαρχόντων ιστών, οι δύο ανακοινώσεις κάλυψαν σχεδόν πλήρως τη μεσοπολεμική δραστηριότητα, περίοδο κατά την οποία, για τελευταία φορά, είδαν το φως ενδιαφέρουσες αναζητήσεις και φιλόδοξοι πειραματισμοί που έτειναν προς μία συνολική, ενίοτε δε και συλλογική, αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανοικοδόμησης. Τελευταία φορά επίσης που θα μπορούσε να διεκδικηθεί ακόμη και πρωτοτυπία, θεωρητική και επιχειρησιακή, σε διεθνές επίπεδο. Έκτοτε, και παρά τις συνεχιζόμενες καταστροφές, οι πρακτικές της ανοικοδόμησης φτωχαίνουν συνεχώς, η παρέμβαση της πολιτείας περιορίζεται στην παροχή χρηματικών διευκολύνσεων προς τους ιδιώτες, και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις μπορούν να καταγραφούν ειδικό-

ΚΩΣΤΑΣ ΔΑ ΜΙΑ ΝΙΔ ΗΣ


τερες αντιμετωπίσεις (Σαντορίνη, Καλαμάτα). Είναι προφανές λοιπόν το ευρύτερο ενδιαφέρον που κινητοποιεί μία διεθνής συνάντηση με αυτό το θέμα, και η συζήτηση που είχε ήδη ανοίξει από το 1983 εμπλουτίστηκε φέτος και με ένα καινούργιο ζήτημα που τίθεται εκ των πραγμάτων, όσο ο χρόνος περνά και οι εμπειρίες των ετών 1950-1960 αποτελούν ήδη ιστορία. Όπως είπαμε, κεντρικός άξονας των Γάλλων εισηγητών ήταν οι ανοικοδομήσεις πόλεων που καταστράφηκαν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η ανοικοδόμηση έγινε μαζικά, σε ποικίλες εκδοχές του μοντέρνου κινήματος, οι οποίες έχουν κριθεί ιδιαίτερα αυστηρά από τους αρχιτέκτονες, κατά την πρόσφατη περίοδο αμφισβήτησης του, αλλά (και ίσως αυτό είναι ακόμη σημαντικότερο) και από τους ίδιους τους χρήστες του. Στη συνολικά αρνητική κριτική διατυπώνονται βέβαια και ορισμένες επιφυλάξεις και θετικές εξαιρέσεις, με διασημότερο ίσως παράδειγμα την ανοικοδόμηση της Χάβρης (Le Havre) από τον Auguste Perret. Το θέμα πάντως που απασχολούσε έντονα τους πολεοδόμους αλλά και τους εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακολούθησαν συστηματικά το συνέδριο, είναι με ποιο τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί μία συνείδηση ιστορικής κληρονομιάς και ταύτισης με το χώρο ζωής τους στους κατοίκους αυτών των πόλεων, στις οποίες ο ιστορικά διαμορφωμένος χώρος έχει σχεδόν πλήρως υποκατασταθεί μετά το 1950 από κατασκευές μιας απλοποιημένης, φτωχής, συχνά απορριπτέας αρχιτεκτονικής, που μάλιστα «γερνά» εξαιρετικά άσχημα. Όπως φαίνεται, το θέμα αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για μας, καθώς οι πόλεις μας, που ανοικοδομήθηκαν μετά το 1960, παρουσιάζουν αντίστοιχα προβλήματα «ιστορικού κενού» στο χώρο τους, του οποίου η αναμφισβήτητη ιστορική συνέχεια ουδόλως πλέον διακρίνεται ως προς τη χωρική και αρχιτεκτονική της διάσταση. Παράλληλα με πρακτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση των χώρων αυτών, έντονες προσπάθειες αναλαμβάνονται ώστε να χτυπηθεί η «αμνησία», να ανασυγκροτηθεί ή να ανακτηθεί μία χωρική ταυτότητα, και συγχρόνως η μορφή της ανοικοδόμησης να ενταχθεί στην ιστορία της πόλης και να προσφέρει η ίδια ένα αποδεκτό και αναγνωρίσιμο ως τέτοιο ιστορικό πλαίσιο. Πολυάριθμες σχετικές ανακοινώσεις είχαν αυτό ακριβώς το θέμα, επιχειρώντας να αντιμετωπίσουν την ήδη σαραντάχρονη ανοικοδόμηση ως διαδικασία δημιουργίας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και να αξιοποιήσουν τα αρχιτεκτονικά και χωρικά στοιχεία της ανακατασκευασμένης πόλης μέσα από μια ευαίσθητη, ευρηματική και πολυεπίπεδη ανάγνωση του αστικού τοπίου. Μέσα σε μια συνολική ατμόσφαιρα που ζητούσε επιτακτικά από την έρευνα να συμβάλει στη διαμόρφωση θεωρητικών και επιχειρησιακών πρακτικών απέναντι σε νέες μορφές προβλημάτων, η εξιστόρηση της ανοικοδόμησης της Ρώμης μετά την πυρκαγιά «επί Νέρωνος» δεν μπορούσε παρά να αποτελεί 2 μια θεματική έκπληξη. Αντί για τις συνήθεις λακωνικές αναφορές, που περιορίζονται να αποδώσουν την καταστροφή στην εγκλημα-

τική προσωπικότητα του Νέρωνα ή στην επιθυμία του να στρέψει τους Ρωμαίους κατά των χριστιανών, η ανοικοδόμηση της πόλης παρουσιάστηκε ως μία μείζων πολεοδομική επέμβαση, ενταγμένη στις κοινωνικές, πολιτικές και ιδεολογικές ανάγκες του καιρού της. Αναλύθηκε η προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου consensus για την πόλη μέσα από τους μηχανισμούς παραγωγής του χώρου: διαπλάτυνση των δρόμων, επιβολή στοών στις όψεις των αστικών μεγάρων, χρηματοδότηση των ιδιωτών με ένα σύστημα αναλογικό προς την τάξη στην οποία ανήκαν (ordo), νέα υποδομή αναψυχής (!)... Η σχεδόν αιρετική αυτή προσέγγιση ενός πασίγνωστου ιστορικού γεγονότος, ή τουλάχιστον μιας αγνοημένης του διάστασης, δεν υπήρξε, όπως ελπίζω να έγι-

Η Ελληνική Εταιρεία Εθνολογίας διοργάνωσε τον τρίτο κύκλο ομιλιών, από τον Οκτώβριο 1993 έως το Φεβρουάριο 1994, με θέμα «Νομάδες και ημινομάδες κτηνοτρόφοι στην Ελλάδα. Κτηνοτροφική κοινότητα». Οι ομιλητές ανέπτυξαν τα παρακάτω θέματα: Λευτέρης Αλεξάκης: Μορφές και ιδιαιτερότητες του κτηνοτροφικού πολιτισμού στην Ελλάδα Εξετάστηκε το γενικό πλαίσιο των μελετών του κτηνοτροφικού νομαδισμού διεθνώς και ιδιαίτερα στη Γαλλία και έγιναν προτάσεις για τους άξονες μελέτης της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα. Ο ομιλητής αναφέρθηκε κατ' αρχάς στην οικολογία και τους τρόπους και τις σχέσεις παραγωγής μέσα στην οικογένεια και την ευρύτερη κοινότητα (στάνη, τσελιγκάτο). Στο κύριο μέρος της ομιλίας εκτέθηκαν τρία παραδείγματα κτηνοτροφικών κοινοτήτων από την επιτόπια έρευνα του: (α) Το πρώτο παράδειγμα αναφέρθηκε στην Κέα, όπου η εκμετάλλευση γίνεται σε μία κλειστή κτηνοτροφία αιγοπροβάτων και βοοειδών σταυλικού τύπου. Εξετάστηκε επίσης η οικογένεια και η συγγενειακή οργάνωση (πυρηνική οικογένεια), η απουσία ευρύτερων ομάδων συγγένειας κ.λπ. (β) Στο δεύτερο παράδειγμα εξετάστηκε η οικονομική και κοινωνική οργάνωση των αρβανιτών μεταβατικών κτηνοτρόφων του Ελικώνα. Έγινε αναφορά στη δομή της πολυπυρηνικής οικογένειας, στις πάτριες (γενιές) και στη μετακίνηση μικρών αποστάσεων, (γ) Το τελευταίο παράδειγμα αναφέρθηκε στους αρβανιτόβλαχους ημινομάδες κτηνοτρόφους του Κεφαλόβρυσου (Μετζιτιέ) Πωγωνίου. Εξετάστηκε η πολυπυρηνική διευρυμένη οικογένεια, τα πατρογραμμικά γένη, η εξωγαμία των γενών, η ενδογαμία της εθνοτικής ομάδας και η μετακίνηση μεγάλων αποστάσεων καθώς και η προσαρμογή των κτηνοτρόφων αυτών στις

νε κατανοητό, η μόνη συνεισφορά του πολύ ζωντανού αυτού συνεδρίου. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Οργανωτές, το Ινστιτούτο Γεωαρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Βρετάνης και τα υπουργεία Πολεοδομίας, Οικονομίας και Πολιτισμού της Γαλλίας, μαζί με τις τοπικές αρχές. Η Βρετάνη είναι μία από τις περιοχές της Ευρώπης που υπέστη τις περισσότερες καταστροφές κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, και οι πόλεις της έχουν ανοικοδομηθεί μαζικά. Στη γειτονική Βρέστη είχε γίνει το 1983 το 1ο συνέδριο με το ίδιο θέμα. 2. Από τον Christophe Hugoriot, επιστημονικό συνεργάτη του ναυτικού επιτελείου της περιοχής Lorient. ΑΛΕΚΑ ΚΑΡΑΔΗΜΟΥ-ΓΕΡΟΛΥΜΠΟΥ

σύγχρονες οικονομικές συνθήκες (μετανάστευση στη Γερμανία κ.λπ.). Μαρία Βελιώτη: Κτηνοτροφία και στρατηγικές χρήσεις της γης σε μία αρβανίτικη κοινότητα στη ΝΑ Πελοπόννησο Τα Δίδυμα, ένα χωριό 1.200 περίπου κατοίκων στη νότια Αργολίδα, είναι χτισμένο στη μέση μιας μικρής αλλά εύφορης κοιλάδας, περιβάλλεται από ψηλά βουνά στα βόρεια και δυτικά και από χαμηλούς λόφους στα ανατολικά και νότια, που καταλήγουν προς τα νοτιοδυτικά στη θάλασσα. Με κέντρο τα Δίδυμα οι κάτοικοι' του δημιούργησαν τέσσερα μικρότερα κοντινά χωριά, τα τρία από τα οποία, μαζί με το χωριό-πυρήνα, απαρτίζουν την Κοινότητα Διδύμων. Τα χωριό-πυρήνας, στο οποίο εντοπίζεται η έρευνα, γνωρίζει τα τελευταία χρόνια μιαν άνθηση, που οφείλεται κυρίως στο ότι η οικονομία του στηρίζεται σε τρεις προσοδοφόρες πηγές: την κτηνοτροφία, τη γεωργία και τον τουρισμό. Η αιγοπροβατοτροφία, και κυρίως η αιγοτροφία, αποτελεί την παλαιότερη και μοναδική στο παρελθόν ενασχόληση των Διδυμιωτών. Καθώς μάλιστα η εκτροφή των ζώων στηριζόταν μέχρι πρόσφατα, σχεδόν αποκλειστικά, σε φυσικούς πόρους, οι Διδυμιώτες επιδόθηκαν λίγο μετά την απελευθέρωση και για 100 περίπου χρόνια σε μια σειρά αγώνων με στόχο την απόκτηση γειτονικών βοσκοτόπων. Οι βοσκότοποι αυτοί, με την απόκτηση των οποίων συνδέεται και η ίδρυση των χωριώναποικιών, πέρα από το γεγονός ότι κάλυπταν τις ανάγκες των ζώων σε τροφή, με το να βρίσκονται σε μικρή απόσταση από το χωριόπυρήνα και, στη συνέχεια, από τα χωριάαποικίες, επέτρεπαν στους κτηνοτρόφους να συνεχίσουν τον παλαιότερο τρόπο εκτροφής των ζώων τους. Οι Διδυμιώτες δηλαδή συνέχισαν να ανεβάζουν τα κοπάδια τους στα κοντινά βουνά το καλοκαίρι και να τα κατεβάζουν


στα ριζώματα, στα πεδινά και στην παραθαλάσσια περιοχή το χειμώνα, διατηρώντας τις μόνιμες κατοικίες τους στο χωριό-πυρήνα και εξασκώντας συμπληρωματικά τη γεωργία. Οι ορεινοί βοσκότοποι, που αποτελούν τα 5/6 της συνολικής έκτασης της Κοινότητας Διδύμων, είναι κυρίως κοινοτικές γαίες και παρέχουν τη δυνατότητα εκτροφής των ζώων μέσα από ένα άτυπο σύστημα εκμετάλλευσης τους, που ακολουθείται πιστά από τους κτηνοτρόφους. Για την απόκτηση βοσκοτόπων σε καλλιεργήσιμες περιοχές, οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως για χειμερινή βοσκή, οι ζώνες αγρανάπαυσης, η ενοικίαση και ανταλλαγή χωραφιών, η συνένωση χωραφιών είτε με ενοικίαση είτε με ανταλλαγή από έναν κτηνοτρόφο και, τέλος, η σύμπραξη περισσότερων κτηνοτρόφων για ενοικίαση συνεχόμενων χωραφιών με σκοπό τη δημιουργία κοινού βοσκότοπου, αποτελούν τις κυριότερες στρατηγικές με τις οποίες επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σήμερα οι κτηνοτρόφοι, επειδή έχουν καταργηθεί οι ζώνες αγρανάπαυσης, λόγω της εντατικοποίησης της γεωργίας, χρησιμοποιούν λιγότερο τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις κοντά στο χωριό-πυρήνα. Από την άλλη πλευρά, καθώς μεταβάλλονται σε εντατικούς κτηνοτρόφους, συμπληρώνουν τη διατροφή των ζώων τους κατά τους χειμερινούς μήνες με δημητριακούς καρπούς και τροφές του εμπορίου. Επιπλέον, η διάνοιξη των αγροτικών δρόμων και η χρήση των μεταφορικών μέσων τους επιτρέπουν να εκμεταλλεύονται τις απομακρυσμένες από το χωριό-πυρήνα γαίες, είτε πρόκειται για ορεινούς κοινοτικούς βοσκότοπους είτε για μικρές ιδιόκτητες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, που έχουν εγκαταλειφθεί, κυρίως λόγω της εντατικοποίησης της γεωργίας. Κορνηλία Ζαρκιά: Οργάνωση μιας κτηνοτροφικής κοινότητας: οι σμιχτές της Σκύρου Η οργάνωση της κοινωνίας της Σκύρου έχει ως επίκεντρο την κτηνοτροφική παραγωγή. Ως τα μέσα του αιώνα μας, υπήρχαν τρεις βασικές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες με χαρακτηριστικά τάξης: οι γαιοκτήμονες, οι άρχοντες ή Μεγαλοστρατίτες, οι οποίοι ενοικίαζαν τους βοσκότοπους στους τσοπάνηδες. Στους τσοπάνηδες ανήκαν τα κοπάδια αιγών και προβάτων, όμως όχι και οι βοσκότοποι· μόνο κατά τον 19ο αιώνα άρχισαν να αποκτούν «μάντρες», μεταβάλλοντας έτσι και την οικονομική οργάνωση και την κοινωνική τους θέση. Οι εργάτες γης, η τρίτη κατηγορία, ήταν ακτήμονες γεωργοί ή αγρότες με μικρή ακίνητη περιουσία. Ασκούσαν πολυδραστηριότητα και εργάζονταν στα κτήματα των άλλων ήταν μάστορες, ρετσινάδες, καρβουνιάρηδες, μεροκαματιάρηδες. Οι μεταβολές στο γεωγραφικό χώρο του νησιού παρατηρούνται κάθε φορά ανάλογα με τις εξελίξεις στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Σ' έναν πρώτο χρόνο κυριαρχούσε η κτηνοτροφία σε βάρος της γεωργίας. Αργότερα εδραιώθηκε η θέση του γεωργικού χώρου και της γεωργίας, έστω και αν αυτή συνέχιζε να είναι περιθωριακή σε μεγέθη. Σήμερα, μετά την έλευση του τουρισμού, η γεωγραφία του νησιού αλλάζει και πάλι, καθώς

εμφανίζονται οι τουριστικές ζώνες, όπως άλλωστε μεταβάλλεται και η κοινωνική δομή. Οι τσοπάνηδες της Σκύρου συγκεντρώνονταν κατά ομάδες για να μπορέσουν να επιτύχουν όλοι μαζί την ενοικίαση των βοσκοτόπων. Οι σμιχτές, όπως λέγονταν, συγκεντρώνονταν κάτω από τη διοίκηση του τσεχαγιά, η δε οργάνωση της ομάδας ακολουθούσε κανόνες ενός είδους οικονομικού συνεταιρισμού βασισμένου στην ηθική και τις αξίες μιας διευρυμένης οικογένειας. Βασίλης Νιτσιάκος: Κοινωνική συγκρότηση και οικολογική προσαρμογή των ημινομάδων κτηνοτρόφων της Πίνδου Με βάση το παράδειγμα μιας κοινότητας, συζητήθηκε το θέμα της οικολογικής προσαρμογής σε σχέση με την κοινωνική συγκρότηση. Δόθηκε το γενικό περίγραμμα του ετήσιου ημινομαδικού κύκλου των μετακινήσεων με κάποιες καίριες αναφορές στο παρελθόν και, στη συνέχεια, παρουσιάστηκε ο τρόπος με τον οποίο η κοινότητα διαχειρίζεται τους θερινούς κοινοτικούς βοσκότοπους, διατηρώντας επί αιώνες τόσο την οικολογική όσο και την κοινωνική της ισορροπία. Υποστηρίχτηκε η άποψη ότι το φυσικό περιβάλλον προβάλλει περιορισμούς και υπαγορεύει χρήσεις, αλλά δεν είναι αυτό που καθορίζει την κοινωνική οργάνωση και τις σχέσεις με την κοινότητα. Δεδομένης της οικολογικής πραγματικότητας, είναι η κοινωνία με τη συγκεκριμένη οργάνωση και «λογική» της που αναζητεί τρόπους βέλτιστης προσαρμογής. Υπό το πρίσμα αυτό παρουσιάστηκαν οι στρατηγικές της κοινότητας και οι ειδικοί τύποι συνεργασίας που εξασφαλίζουν χρήση των κοινών πόρων τέτοια, ώστε από τη μια να μην κινδυνεύει η κοινωνική ισορροπία και από την άλλη να αξιοποιείται το φυσικό περιβάλλον με έναν τρόπο που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του. Ελένη Ψυχογιού: Ημινομάδες-μεταβατικοί κτηνοτρόφοι στη ΒΔ Ηλεία. Μία πρώτη προσέγγιση Η ομιλήτρια αναφέρθηκε γενικότερα στους μεταβατικούς κτηνοτρόφους των ορεινών όγ-

κων της επαρχίας Καλαβρύτων και στις μετακινήσεις τους προς τα χειμαδιά των περιοχών Αιγιαλείας - Δύμης (Αχαΐας) και Βουπρασίων Μυρτουντίων- Πηνείας (Ηλείας). Επικέντρωσε την ανακοίνωση στους μόνιμα εγκατεστημένους κτηνοτρόφους του χωριού Κουρτέσι (Ηλείας)· μερικοί από αυτούς εξακολουθούν να ανεβάζουν τα κοπάδια τους στους θερινούς βοσκότοπους του χωριού Σούβαρδο Καλαβρύτων, που είναι και ο τόπος καταγωγής τους. Δημήτρης Ψυχογιός: Οι μετακινήσεις των νομάδων κτηνοτρόφων στην Ελλάδα Έγινε γενικότερη αναφορά στην κτηνοτροφία της νότιας Βαλκανικής χερσονήσου. Ο ομιλητής εντόπισε τις κατηγορίες των νομάδων και ημινομάδων κτηνοτρόφων, χαρτογράφησε τα δρομολόγια που αυτοί ακολουθούν, τους τόπους των χειμαδιών και των θερινών βοσκοτόπων και ανέλυσε τους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς λόγους αυτής της κινητικότητας. Μάρκος Γκιόλιας: Αναφορές στην οργάνωση των τσελιγκάτων Ο ομιλητής έκανε διεξοδική ανάλυση των ελληνικών τσελιγκάτων. Τα στοιχεία του προέρχονταν στο μεγαλύτερο μέρος από τη διδακτορική διατριβή του, την οποία υποστήριξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αναφέρθηκε στις διάφορες μορφές τσελιγκάτων: (α) της πατριός (συνεργασία περισσότερων αδελφών παντρεμένων και άλλων πατροπλευρικών στενών συγγενών), (β) της αμφιπλευρικής συγγενικής ομάδας (συγγενείς αδιάφορα από ποια πλευρά), (γ) της ευρύτερης κοινότητας (συνεργασία συγγενών και μη συγγενών). Εξέτασε επίσης τη διοικητική και οικονομική οργάνωση τους, την ιεραρχία (τσελιγκάδες, αρχιτσέλιγκας, τσοπάνοι κ.λπ.) και τον καταμερισμό της εργασίας και έκανε ευρύτατη ανάλυση των κτηνοτροφικών όρων που συνδέονται με τα τσελιγκάτα (μαντρί, στάνη, στρούγκα κ.λπ.). Επιμ. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


Έκτη Ευρωπαϊκή Συνάντηση. 23-26 Μαΐου 1993, Αλεξανδρούπολη - Σουφλί. Για έκτη συνεχή χρονιά πραγματοποιήθηκαν οι εκδηλώσεις στα πλαίσια των ευρωπαϊκών πολιτιστικών διαδρομών με θέμα «Δρόμοι του μεταξιού - Δρόμοι του διαλόγου», που οργάνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού και το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών / ΕΙΕ υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σκοπός του προγράμματος «Δρόμοι του μεταξιού», που έχει ξεκινήσει από το 1987, είναι η πολιτιστική συνεργασία, μέσα από την εξερεύνηση των δρόμων που για αιώνες ακολουθούσαν οι έμποροι του μεταξιού, μεταξύ των λαών της Ευρώπης και η εξεύρεση νέων μορφών εναλλακτικού πολιτιστικού τουρισμού. Οι προηγούμενες συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Κόμο (Ιταλία), στη Νιμ (Γαλλία), στην Προύσα(Τουρκία), στη Βαρκελώνη (Ισπανία) και στο Μακλεσφίλντ (Μ. Βρετανία)· στις συναντήσεις αυτές συμμετέχει μία μόνιμη ομάδα ειδικών, που έχει ιδρύσει και την εταιρεία Eurosoie και εκδίδει το ενημερωτικό δελτίο Routes ilk. Η Αλεξανδρούπολη, πρωτεύουσα του ακριτικού νομού, καθώς και το Σουφλί, παραδοσιακό σηροτροφικό κέντρο, επιλέχτηκαν ως τόπος διεξαγωγής της Έκτης Ευρωπαϊκής Συνάντησης. Ήταν ένα μήνυμα αισιοδοξίας η παρουσία τόσων ευρωπαίων επιστημόνων διακεκριμένων στον τομέα μελέτης της σηροτροφίας-μεταξουργίας, σήμερα που συνεχίζονται οι προσπάθειες για ανάκαμψη της σηροτροφίας στην περιοχή και για τουριστική αξιοποίηση των ιστορικών και πολιτιστικών της μνημείων. Την πρώτη ημέρα της συνάντησης έγινε ξενάγηση των ξένων συνέδρων στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων και διάλεξη από τη Σούλα Μπόζη με θέμα: «Τα μεταξωτά της Προύσας και η συμβολή των Μικρασιατών». Στην πρωινή συνεδρία της δεύτερης ημέρας έγιναν δύο ανακοινώσεις για την αρχαία και τη βυζαντινή Θράκη (Δ. Τριαντάφυλλος Χ. Μπακιρτζής) και ακολούθησαν οι ανακοινώσεις της ερευνητικής ομάδας του ΠΤΙ. ΕΤΒΑ (Α. Λούβη, Μ. Ρηγίνος, Α. Οικονόμου) για τη σηροτροφία-μεταξουργία στο Σουφλί. Η τελευταία ανακοίνωση αφορούσε προτάσεις για αναβίωση της σηροτροφίας στο Σουφλί, θέμα καυτό και επίκαιρο (Α. Παπάζογλου). Στην πρωινή συνεδρία της τρίτης ημέρας οι ευρωπαίοι επιστήμονες παρουσίασαν τις δικές τους έρευνες και προσπάθειες στον τομέα μελέτης της σηροτροφίας-μεταξουργίας, που ενώνουν το νήμα των ευρωπαϊκών κέντρων παραγωγής και εμπορίας του μεταξιού. Ο Μ-Η. Piault αναφέρθηκε στην επανάχρηση του υφαντουργείου «Le Mazel», στη Γαλλία, η P. Chierici μίλησε για μία έκθεση-δρομολόγιο για το μετάξι στο Cuneo (Ιταλία), η Ε. Morrali Romeu παρουσίασε τις δραστηριότητες του μουσείου Terassa (Ισπανία) και ο J. Lopes Cordeiro πρόβαλε μία βιντεοταινία για τη σηρο-

τροφία στην Πορτογαλία. Πρωτότυπη ήταν η ανακοίνωση του Α. Almgren (Σουηδία) με τη συνεχή δραστηριότητα (από τον 19ο αιώνα) του μεταξοϋφαντουργείου του, που λειτουργεί και ως μουσειακός χώρος. Ο Michel Tonnas, τέλος, ανέπτυξε τις νέες κατευθύνσεις στο πρόγραμμα «Δρόμοι του μεταξιού» και στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της τουριστικής σημασίας του. Στη συνέχεια οι ομιλητές ανακοίνωσαν συγκεκριμένα προγράμματα μελέτης και αξιοποίησης των βιομηχανικών μνημείων της σηροτροφίας και της μεταξουργίας στον ελλαδικό χώρο (Χ. Αγριαντώνη, Μ.-Χ. Χατζηιωάννου και Ο. Τραγανού-Δεληγιάννη). Η απογευματινή συνεδρία της τρίτης ημέρας ήταν αφιερωμένη στις εναλλακτικές μορφές τουρισμού και στην περιφερειακή ανάπτυ-

ξη με προσεγγίσεις τόσο από την πλευρά της πολιτείας (Πανεπιστήμιο, EOT), όσο και από τοπικούς φορείς (Τοπική Αυτοδιοίκηση, αναπτυξιακές εταιρείες). Την τελευταία ημέρα της συνάντησης, οι σύνεδροι είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν τα αξιόλογα μνημεία του Έβρου, όπως ο βυζαντινός ναός της Κοσμοσώτειρας, ο υδροβιότοπος του ποταμού 'Εβρου και ο συνεταιρισμός παραγωγής μεταξωτών στο Τυχερό. Οι επόμενες ετήσιες συναντήσεις του προγράμματος «Δρόμοι του μεταξιού» έχουν προγραμματιστεί να γίνουν στην Braga (Πορτογαλία), στη Στοκχόλμη (Σουηδία) και στη Βενετία (Ιταλία).

Α 'Συνάντηση Λαογραφικών Μουσείων των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Αθήνα, 1-5 Οκτωβρίου 1992, Ίδρυμα Ευγενίδου. Ο γενικότερος προβληματισμός για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης, με την τάση για ενοποίηση από τη μια μεριά και την έξαρση των εθνικιστικών κινημάτων από την άλλη, αποτέλεσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας οργάνωσε το πρώτο Συνέδριο Λαογραφικών Μουσείων των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοι-

νότητας με θέμα «Ο ρόλος των λαογραφικών μουσείων στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης». Η θεματολογία του συνεδρίου υπήρξε εκτενής και εμπλουτίστηκε με τις εμπειρίες και τις προσπάθειες που έχουν γίνει στον τομέα των εθνολογικών μουσείων στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η πρώτη ημέρα του συνεδρίου ξεκίνησε με τον ευρύτερο προβληματισμό σε θέματα όπως: η σημασία και ο ρόλος των λαογραφι-

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


κών μουσείων στη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας και της ιστορικής μνήμης ενός λαού, συνεργασία των τοπικών ευρωπαϊκών μουσείων χωρίς την κρατική παρέμβαση, επαναπροσδιορισμός και αναπροσαρμογή του μουσείου στις σύγχρονες κοινωνίες, διατήρηση της ομοιογένειας (ομοιότητας) ή της ετερογένειας (ιδιαιτερότητας) των μουσείων, και κατ' επέκταση των λαών. Τα θέματα αυτά αναπτύχθηκαν κυρίως στις ανακοινώσεις των Γ. Καββαδία, Θ. Προβατάκη, P. Lysaght, Jean Favière. Ε. Σκουτέρη-Διδασκάλου. Ν. ΜελίδουΚεφαλά, Χ. Βαλλιάνου, Λ. Γουργιώτη, D. Watteyne, M. Leanen, Δ. Ζήβα. Κατόπιν παρουσιάστηκαν συγκεκριμένα μουσεία απ' όλη την Ενωμένη Ευρώπη, αναλύθηκαν οι προοπτικές και οι στόχοι τους, ο σύγχρονος μουσειολογικός σχεδιασμός και η προβολή και αξιοποίηση των εκθεμάτων τους. Έντονη ήταν η παρουσίαση περιφερειακών και τοπικών μουσείων (ή μόνιμων εκθέσεων), μαζί με τα κεντρικά λαογραφικά μουσεία της πρωτεύουσας, απ' όλη την Ελλάδα από τους επιστήμονες Π. Θεολόγη-Γκούτη. Α. Οικονόμου, Ι. Παπαντωνίου, Πόπη Ζώρα. Λ. Λιάβα, Ελ. Ρωμαίου-Καρασταμάτη, Μ. Μινώτου, Μπ. Ψαροπούλου. Σημαντική ήταν η παρουσίαση των επιτεύξεων στο χώρο των λαογραφικών μουσείων, τοπικών και εθνικών, από ερευνητές και επιστήμονες της Δ. Ευρώπης: J. Vibaek-Rasqualino (Σικελία), R. Gwyndaf (Ουαλία), D. Chevalier (Γαλλία), Α. De Jong (Ολλανδία), J.-M. Olivesi (Κορσική), S. Ferrari - Ο. Cavalcanti (Ιταλία), Α. Matos Reis (Πορτογαλία), Y. Yarritu, J. Ulibarrena Arellano και P. Romero de Tejada (Ισπανία), Hugh Cheape (Σκωτία). Ο εκπαιδευτικός ρόλος των λαογραφικών μουσείων και η εκπαιδευτική πρακτική τους αποτέλεσε το αντικείμενο της τρίτης θεματικής ενότητας, που αναπτύχθηκε στις ανακοινώσεις των M. Skougaard (Δανία), Α. Gailey (Β. Ιρλανδία), Ι. Μαρκαντώνη, Μ. Μιράσγεζη,

Παρίσι. 22-24 Φεβρουαρίου 1993, Musée National des Arts et Traditions Populaires. Η Ευρωπαϊκή Συνάντηση για τα Εθνογραφικά Μουσεία, που έγινε στο Παρίσι, ήταν το καταστάλαγμα των συναντήσεων που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (Ιούνιος 1991), στη Βιέννη (Νοέμβριος 1991), στις Βρυξέλλες (Απρίλιος 1992) και στη Γκρενόμπλ (Οκτώβριος 1992), με τη συμμετοχή μιας ομάδας εθνολόγων και συντηρητών μουσείων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ευρωπαϊκή αυτή Συνάντηση διοργανώθηκε από τη Διεύθυνση Μουσείων της Γαλλίας και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης (ΑΤΡ) με τη συνεργασία του ICOM και άλλων γαλλικών περιφερειακών μουσείων και εταιρειών μουσειολογίας. Με δεδομένο το πλαίσιο του προβληματισμού μετά τις πολιτικοκοινωνικές ανακατα-

Ε. Αντζουλάτου-Ρετσίλα, Μ. Βελλιώτη, Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Α. Πολυμέρου-Καμηλάκη, Νίκη Ψαρράκη-Μπελεσιώτη, Ρ. Λουτζάκη (Ελλάδα). Η εισβολή της σύγχρονης τεχνολογίας δεν ήταν δυνατόν να μείνει έξω από το χώρο των λαογραφικών μουσείων, θέμα το οποίο αναπτύχθηκε από τους F. Faeta, R. Putti, G. D. Agostino, M. DelNinno (Ιταλία). Με τις δύο τελευταίες ανακοινώσεις των Μ. JaouΙ (Γαλλία) και Κ. Κορρέ-Ζωγράφου (Ελλάδα) για την επικοινωνία (τρόποι και μέσα επικοινωνίας μεταξύ των ευρωπαϊκών λαογραφικών μουσείων) έκλεισε η Α' Συνάντηση των Λαογραφικών Μουσείων. Τα συμπεράσματα αυτού του συνεδρίου

συνοψίστηκαν στην ανάγκη ίδρυσης ενός νέου φορέα, που θα «στεγάσει» τα λαογραφικά μουσεία της Ευρώπης (πέρα από τις δραστηριότητες του ICOM), και στην έκδοση ενός δελτίου-περιοδικού με μουσειολογικά ευρωπαϊκά θέματα κάτω από το πρίσμα της διατήρησης των ιδιαιτεροτήτων κάθε χώρας στο πλαίσιο μιας Ενωμένης Ευρώπης. Ο προβληματισμός, οι απόψεις και τα συμπεράσματα αυτής της ευρωπαϊκής συνάντησης αποτέλεσαν το προοίμιο της Ευρωπαϊκής Συνάντησης για τα Εθνογραφικά Μουσεία που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 22.23 και 24 Φεβρουαρίου 1993.

τάξεις στην Ευρώπη, και στη συνέχεια των συζητήσεων-διαλόγου που ξεκίνησε στην Αθήνα στην Α' Συνάντηση των Λαογραφικών Μουσείων, τον Οκτώβριο 1992, σ' αυτή την Ευρωπαϊκή Συνάντηση αναπτύχθηκαν οι εξής θεματικές ενότητες και υποενότητες:

1. Ο ρόλος των ανθρωπιστικών επιστημών στα εθνογραφικά μουσεία. 2. Η τεκμηρίωση. 3. Δίκτυα και προγράμματα, από την έρευνα στην πολιτιστική πρακτική.

Α. Τα εθνολογικά μουσεία στην Ευρώπη του σήμερα 1. Ο ρόλος των μουσείων: περιφερειακές και εθνικές κλίμακες. 2. Προς έναν ευρωπαϊκό χάρτη των εθνογραφικών μουσείων; 3. Σύνθεση των κειμένων και γενική συζήτηση.

Γ. Τα εθνογραφικά μουσεία, τα μέσα έκφρασης και το κοινό τους 1. Η γνώση του κοινού, οι προσδοκίες του, η συμμετοχή του. 2. Μουσειολογική έκφραση. 3. Προς έναν ευρωπαϊκό χάρτη των εθνογραφικών μουσείων:

Β. Ευρωπαϊκά δίκτυα τεκμηρίωσης και ερευνητικά προγράμματα στα εθνογραφικά μουσεία

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Δ. Πώς χειριζόμαστε το σύγχρονο; 1. Σύγχρονες κοινωνικές πραγματικότητες. 2. Βιομηχανική κληρονομιά και τεχνικός πολιτισμός.


3. Οικοτεχνία (artisanat) και σύγχρονη δημιουργία. Ε. Ποια εθνογραφικό μουσεία για αύριο; 1. Ποιο το μέλλον των εξω-ευρωπαϊκών συλλογών; 2. Νέα αποκτήματα και πολιτιστική πολιτική. 3. Προτάσεις · Αποτελέσματα. Για την αποδοτικότερη διεκπεραίωση των εργασιών είχαν οργανωθεί séances plénières με εισαγωγικές ομιλίες σε κάθε θεματική ενότητα και ακολουθούσαν στρογγυλά τραπέζια με συζητήσεις σε εξειδικευμένα θέματα, που γίνονταν μετά από εισηγήσεις των ειδικών πάνω σ' αυτά. Οι απόψεις και τα συμπεράσματα από κάθε

Τα τελευταία χρόνια ο πολλαπλασιασμός των επιστημονικών συναντήσεων (συνεδρίων, σεμιναρίων, ημερίδων, τριημέρων εργασίας κ.λπ.) αποτελεί ένα πολύ ευχάριστο γεγονός. Είναι η μοναδική ίσως ευκαιρία για (α) ευρύτερη ενημέρωση στις τελευταίες εξελίξεις της έρευνας σε έναν τομέα, (β) για τη μέτρηση (και αλληλογνωριμία) του διαθέσιμου επιστημονικού δυναμικού, (γ) την αξιολόγηση της προόδου προβληματικής, μεθόδων και αποτελεσμάτων, αλλά και των καθυστερήσεων ή και των «σιωπών» της «καθ' ημάς» επιστήμης. Είναι επίσης μία μοναδική ευκαιρία τεκμηρίωσης της ωριμότητας των ομιλητών από την άποψη του τρόπου δόμησης και παρουσίασης της ανακοίνωσης τους, «λυδία λίθο» της οποίας ελάχιστοι υποπτεύονται την ιδιαίτερα δυσάρεστη αντικειμενικότητα. Η «σχέση περιεχομένου και μορφής», του «τι λέγω και του πώς το παρουσιάζω», αποτελούν συνήθως όψιμες κατακτήσεις του θεωρητικού εξοπλισμού μας (είναι γνωστή σε όλους η πλήρης απουσία σχετικών παιδεύσεων σε όλους τους κύκλους της παπαγαλικής παιδείας μας) και καθυστερούν πολύ, όταν το επιτυγχάνουν, να εγγραφούν ως αρχές στην πρακτική των ομιλητών. Γι' αυτό χαιρόμαστε ομόφωνα τις εξαιρέσεις των καλών ομιλητών και δυσανασχετούμε, σχεδόν ομόφωνα, για τις αδυναμίες των ανακοινώσεων που προκαλούν από ακαταμάχητη υπνηλία ως «αγενή» αποχώρηση, με ενδιάμεσα στάδια «συμμετοχής», ανάλογα με την περίπτωση, την πλήξη, την κουβέντα με τον διπλανό ή, ακόμη, και τα ειρωνικά σχόλια. Οι γραμμές που ακολουθούν δεν επιχειρούν να αναπληρώσουν την απουσία πολυετούς παιδείας ή να θεραπεύσουν προσωπικά προβλήματα επιστημολογικής άγνοιας (επαρχιωτισμού), φαιδρού ναρκισσισμού (κοσμοπολιτισμού) ή ακατάσχετου βερμπαλισμού (παραδοσιακά καθιερωμένου ύφους), θέλουν απλώς να επισημάνουν, για μιαν ακόμη φορά, ότι συχνά «ο βασιλιάς είναι γυμνός» και να υπογραμ-

table ronde ανακοινώνονταν σε όλους τους συνέδρους, ώστε να γίνουν «κοινωνοί» των όσων αναπτύχθηκαν στις ιδιαίτερες συζητήσεις, και έδιναν το έναυσμα για γενικότερο διάλογο και ανταλλαγή απόψεων. Το επίπεδο του προβληματισμού δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των συνέδρων, μια και πολλές εισηγήσεις ήταν «κοινά» και ήδη ειπωμένα πράγματα, υπήρχαν αλληλεπικαλύψεις, και οι γενικές συζητήσεις στο τέλος κάθε συνεδρίας δεν είχαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στις εισηγήσεις των εθνολόγων και μουσειολόγων των ανατολικών ευρωπαϊκών χωρών, που αποτελούσαν ως σήμερα τον μεγάλο άγνωστο για τους ευρωπαίους επιστήμονες και ένα νέο πεδίο έρευνας και πρακτικής στον τομέα των μου-

σείων. Έχει ήδη γίνει πολλή δουλειά στις χώρες αυτές και έχει συγκεντρωθεί σημαντικό υλικό από τον παραδοσιακό πολιτισμό τους, που αξίζει μια επιστημονική αξιοποίηση με τις σύγχρονες μουσειολογικές προδιαγραφές. Η τριήμερη αυτή Ευρωπαϊκή Συνάντηση έκλεισε με την πρόταση για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χάρτη των εθνογραφικών μουσείων και την οργάνωση μιας ευρωπαϊκής εταιρείας των μουσείων προσεταιρισμένης στο ICOM, που θα αποτελέσει το αντικείμενο επεξεργασίας ομάδων εργασίας από κάθε ευρωπαϊκή χώρα, θέματα που θα συζητηθούν στην επόμενη Ευρωπαϊκή Συνάντηση.

μίσουν ότι η επικοινωνία με τη Δύση (μετεκπαίδευση, ξένη βιβλιογραφία, συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια), η ένταξη μας σε αυτή (ΕΟΚ κ.λπ.) καθιστούν τον επιστημονικοφανή μας επαρχιωτισμό, ναρκισσισμό και βερμπαλισμό προσωπικούς και εθνικούς εχθρούς μας. Αν επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τις αιτίες που προκαλούν τα αρνητικά σχόλια στις επιστημονικές μας συναντήσεις, θα διαπιστώσουμε ότι μία, κύρια, είναι ότι, αφετηριακά, δεν έχουμε ξεκαθαρίσει, ως ομιλητές, σε ποιους αποτεινόμαστε, τη σύνθεση και το επίπεδο του ακροατηρίου μας. Και, αντίστοιχα, το είδος και το περιεχόμενο του «λόγου» που θα πρέπει να εκφωνήσουμε. Είναι άλλο το πανεπιστημιακό μάθημα, άλλο η διάλεξη, άλλο η επιστημονική ανακοίνωση και άλλο η σύντομη παρέμβαση ή η ερώτηση. Ο κοινός αυτός τόπος δεν είναι τόσος κοινός στον τόπο μας. Και είναι συχνότατο το φαινόμενο να γίνεται πανεπιστημιακό μάθημα αντί για διάλεξη και διάλεξη αντί για ανακοίνωση, παρέμβαση ή ερώτηση. Με τις γνωστές συνέπειες.

λητή, αυτά που ο ομιλητής θέλει να συγκρατήσουν οι ακροατές του (και θα τα συγκρατήσουν επειδή είναι ελάχιστα και σωστά φωτισμένα). β) Να πλέκει (ροή) τό λόγο του, εναλλάσσοντας τα ουσιώδη νέα (έννοιες-κλειδιά) με τα χαρακτηριστικά για το θέμα στοιχεία (τεκμηρίωσης τους) και τα ευχάριστα μικρά διαλείμματα (χιούμορ: συναισθηματική επικοινωνία). Χρειάζεται ένας ρυθμός εκπομπής-αφομοίωσης, όπου και οι (από/υπό/παρα) σιωπήσεις) και το απροσδόκητο έχουν την οργανική θέση τους. Αυτά (α και β) σημαίνουν ότι ο ομιλητής δεν θα πρέπει να πει όλα όσα έτυχε να γνωρίζει για το θέμα ή και για όλα τα άλλα συναφή ή μη θέματα, θα πρέπει δηλαδή να έχει οίκτο, αν δεν έχει σεβασμό, για τους ακροατές · ομήρους του. Γιατί και αυτοί σε λίγο θα μπορούν να του ανταποδώσουν τα ίσα και ίσως, χωρίς πολύ προσπάθεια, και τα χειρότερα... γ) Ο ομιλητής θα πρέπει να σέβεται τον δεδομένο για κάθε ανακοίνωση χρόνο, εκφωνώντας αργά, χρωματισμένα, με ψυχολογικής και δομικής σημασίας παύσεις ένα κείμενο μικρότερο του ζητουμένου από τους οργανωτές. Είναι γνωστό ότι η σε ρυθμό πολυβόλου ανάγνωση κειμένου δεν συντελεί στην κατανόηση ή την επιτυχή μετάφραση του. Σ' αυτές τις περιπτώσεις οι ακροατές πιάνουν κουβέντα με τον διπλανό ή βγαίνουν για τσιγάρο, και οι μεταφραστές μεταπηδούν από το βάδην στο δρόμο μετ' εμποδίων - με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται- αφού διαπιστώσουν ότι τα απελπισμένα, μέσα από το κουβούκλιο, σήματα τους δεν βρίσκουν ανταπόκριση. Είναι τέλος γνωστό, αναγκαίο όμως να λεχθεί και πάλι, ότι η υπέρβαση του ορισμένου χρόνου ανακοίνωσης αποτελεί ασέβεια προς το ακροατήριο, τον πρόεδρο και τους οργανωτές της συνάντησης, τεκμήριο βαθιάς ανωριμότητας ή απαράδεκτου «ακαδημαϊκού τσαμπουκά», που η επιστημονική μας κοινότητα μπορεί ακόμη να ανέχεται, αλλά δεν παραλείπει και να προσγράφει στους υπαίτιους, όσο ψηλά και αν βρίσκονται στην επιστημονική ιεραρχία.

Εδώ μας ενδιαφέρει η ανακοίνωση. Αυτή έχει περιεχόμενο, μορφή και διάρκεια, και αποτελεί μία δοκιμασία της επιστημονικής κατάρτισης και ωριμότητας του ομιλητή. Για το περιεχόμενο της θα πρέπει να υπενθυμίσουμε το αυτονόητο ότι το ακροατήριο είναι συνάδελφοι, ειδικοί που, εξ υποθέσεως, γνωρίζουν (ή οφείλουν να γνωρίζουν) το ABC (και πολύ περισσότερο) της επιστήμης τους. Κατά συνέπεια, ο λόγος πρέπει να υπερβαίνει τα εγχειρίδια και γνωστά άρθρα των βασικών περιοδικών και, κατάλληλα πλαισιωμένος, να εστιάζει στο ουσιώδες και αδημοσίευτο νέο, φωτισμένο από την οπτική γωνία που συνήθως υποδηλώνουν οι τίτλοι ή/και τα συνοδευτικά των προσκλήσεων έντυπα της οργανωτικής επιτροπής. Όλα τα άλλα είναι εκ του περισσού... Για να επιτύχει μία ανακοίνωση πρέπει να ακολουθεί ορισμένους χρυσούς κανόνες. α) Να χτίζει (δομή) την παρουσίαση γύρω από ελάχιστες έννοιες - κλειδιά, τα high lights, αυτά που πράγματι είναι νέα για την επιστήμη και αποτελούν προσωπική συμβολή του ομι-

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


δ) Ο ομιλητής δεν πρέπει να βρίσκεται πίσω από το κείμενο (η αδυναμία απλής ανάγνωσης του γεννά κάποτε και την απορία περί την πατρότητα/μητρότητα) αλλά πάνω από αυτό. Πρέπει να το ελέγχει απολύτως ως δομή, ροή, ύφος. Γιατί η ανακοίνωση είναι ένα show, ένα θεατρικό μονόπρακτο, όπου ο ηθοποιός πρέπει να «κλέψει την παράσταση», γνωρίζοντας ότι το κείμενο είναι ένα μόνο από τα στοιχεία της παρουσίασης του. Ο ομιλητής ως ηθοποιός,

ποιεί ήθος, στήνει έναν κόσμο. Εμφάνιση, κίνηση, τόνος και χρώμα φωνής, ρυθμός, ύφος και ήθος αποτελούν τα άλλα, εξίσου σημαντικά μέσα που έχει στη διάθεση του για να θέλξει και πείσει, για να επικοινωνήσει αποτελεσματικά. Ο ηθοποιός, ο ομιλητής, στήνει έναν κόσμο και, παράλληλα, τη δημόσια εικόνα του. Η φροντίδα γι' αυτή θα έπρεπε να είναι ίση, αν όχι μεγαλύτερη. Γιατί αυτή τεκμηριώνει άμεσα και, πολύ περισσότερο από το περιεχόμενο του κειμένου, την ποιότητα του, δηλαδή

Ο Δήμος Νάουσας, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση στη Νάουσα της πρώτης μεγάλης βιομηχανικής μονάδας της κεντρικής Μακεδονίας, οργάνωσε συνέδριο αφιερωμένο στη βιομηχανική κληρονομιά της πόλης και την οικονομική της ανάπτυξη, από το 1875 ως σήμερα. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε το τριήμερο 13-15 Μαΐου 1994, με έναρξη της συνάντησης την 12 Μαΐου 1994 το απόγευμα. Οι εργασίες του συνεδρίου έγιναν στις εγκαταστάσεις της δημοτικής τουριστικής επιχείρησης, στον Άγιο Νικόλαο. Στόχος του συνεδρίου ήταν να τεκμηριωθεί πολύπλευρα η σημαντική ιστορία της βιομηχανίας της πόλης και να αναδειχτεί ο συσχετισμός της με τις φάσεις της οικονομικής πορείας της Νάουσας και συνάμα να προωθηθεί η συζήτηση για τη διάσωση και προβολή της βιομηχανικής κληρονομιάς και για την ανάγκη δημιουργίας ειδικών θεσμών, όπως

Στο συνέδριο αναπτύχθηκαν θέματα που αναφέρονται στη συμβολή του ανθρώπινου παράγοντα στη βιομηχανική ανάπτυξη, στην οικονομική ιστορία της πόλης και της περιοχής της, στην ανάπτυξη της πόλης και της υπεραστικής υποδομής της σε σχέση με την ανάπτυξη της βιομηχανίας της, στα ιστορικά και νεότερα βιομηχανικά κτίρια και συγκροτήματα, και στη σημερινή κατάσταση και το μέλλον της βιομηχανίας και της οικονομίας της πόλης. Για τα θέματα αυτά παρουσιάστηκαν 25 περίπου ανακοινώσεις από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. Μεταξύ των εισηγητών, ενδεικτικά σημειώνουμε τους Γ. Βελένη, αρχιτέκτονα-αρχαιολόγο, αν. καθηγητή ΑΠΘ, Ντ. Δεμίρη, αρχιτέκτονα, επ. καθηγητή ΑΠΘ, Β. Δημητριάδη, αρχιτέκτονα Δήμου Νάουσας, Νίκο Καλογήρου, πολεοδόμο, επ. καθηγητή ΑΠΘ, Στ. Καραγιάννη, οικονομολόγο, επ. καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Α. Οίκο-

την ωριμότητα του. Και αυτή, κυρίως, είναι το ζητούμενο. Νεύρο στη ροή, πυκνότητα στην τεκμηρίωση, σαφήνεια στη δομή, χρώμα στην εκφορά του λόγου. Τα ζητούμενα, και εκτιμούμενα, απ' όλους, προσφερόμενα όμως από ελαχίστους. Είναι τόση η αδιαφορία για την ίδια την εικόνα μας και για το ακροατήριο μας;... ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

δρ. χωροτάκτη. Στ. Παπαδόπουλο, εθνολόγο, διευθυντή Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ, Β. Χεκίμογλου, ιστορικό Πολιτιστικού Κέντρου ETE. Σ. Χατζηγώγα, ιστορικό της τεχνολογίας. Τις εργασίες του συνεδρίου προσκλήθηκαν να παρακολουθήσουν εκπρόσωποι του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH. της ΕΕΤΑΑ, του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ. του Συνδέσμου Βιομηχάνων, του Εργατικού Κέντρου, του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου κ.λπ. Μετά το συνέδριο του Βόλου, τον περασμένο Νοέμβριο, το συνέδριο της Νάουσας υπογράμμισε το ρόλο των τοπικών αρχών / Δήμων για τη διάσωση και προβολή της βιομηχανικής κληρονομιάς και τη δημιουργία θεσμών που θα συμβάλουν αποφασιστικά στον τομέα αυτό.


Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια συνεχών επεκτάσεων, και με 250.000 και πλέον επισκέπτες από την ίδρυση του, το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το μοναδικό τεχνικό μουσείο στην Ελλάδα, ετοιμάζεται να περάσει σε ένα τέταρτο στάδιο ανάπτυξης. Αν και πολύ μικρό σε σύγκριση με τους διεθνείς γίγαντες (Exploratorium. τεχνικά μουσεία στο Λονδίνο, Σικάγο και Τορόντο, το Γερμανικό Μουσείο στο Μόναχο κ.λπ.). το μουσείο αυτό της Θεσσαλονίκης, με τις παράλληλες δραστηριότητες του, έχει γίνει πολύ μεγάλο και πολύ σημαντικό, ώστε να μην μπορεί να στηρίζεται πια στη μικρή ομάδα των ιδρυτών του. Σύντομα θα πρέπει να αναληφθεί από ένα μεγάλο οργανισμό, ο οποίος να διαθέτει το απαιτούμενο κύρος και τα οικονομικά μέσα που θα διασφαλίζουν την περαιτέρω ικανοποιητική λειτουργία και ανάπτυξη του. Ο Δήμος Θεσσαλονίκης ή το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είναι οι πιο πιθανοί υποψήφιοι. Το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης αποτελεί μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση του τι μπορεί να κάνει κανείς εφαρμόζοντας την αρχή του «κάνοντας και μαθαίνοντας» (ή «μαθαίνοντας μέσα από την πράξη»). Αποτελεί επίσης μοναδική περίπτωση μουσείου, που η οργάνωση και η πετυχημένη λειτουργία του δεν οφείλονται σε ειδικούς περί τα μουσεία αλλά σε «επισκέπτες» και θαυμαστές των μουσείων. Κανένα από τα ιδρυτικά μέλη και τους υπευθύνους του δεν έχει επίσημη σχέση με την επιστήμη της μουσειολογίας.

Ωστόσο, και οι είκοσι τέσσερις ιδρυτές του ήταν τακτικοί και συστηματικοί επισκέπτες μουσείων στην Ελλάδα και το εξωτερικό και είχαν διαμορφώσει συγκεκριμένη άποψη σχετικά με το τι είναι καλό για τους επισκέπτες και τι όχι. Ένα άλλο κοινό σημείο των ιδρυτών είναι ότι όλοι έχουν ζωηρό ενδιαφέρον για την επιστήμη και την τεχνολογία. Πολλοί από αυτούς προέρχονται από το χώρο της εκπαίδευσης: τρεις πανεπιστημιακοί καθηγητές φυσικής, δύο καθηγητές φυσικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, επτά μηχανικοί. Οι υπόλοιποι, επιχειρηματίες, δικηγόροι ή στελέχη επιχειρήσεων, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για διάφορες πτυχές της επιστήμης και της τεχνολογίας, ενώ οι περισσότεροι είχαν επισκεφθεί το Γερμανικό Μουσείο στο Μόναχο και το Τεχνικό Μουσείο στο Λονδίνο. Αυτό που τους συνένωσε, στις αρχές του 1978, ήταν η φλογερή επιθυμία -και η θέληση- να προσθέσουν το πρώτο Τεχνικό Μουσείο στα τριακόσια περίπου (δημόσια ή ιδιωτικά) ιστορικά, λαογραφικά, αρχαιολογικά κ.ά. μουσεία και πινακοθήκες που λειτουργούσαν στην Ελλάδα. Πίστευαν πως η ανάγκη ενός τέτοιου μουσείου ήταν επιτακτική, ιδίως για τη νεότερη γενιά, προκειμένου αυτή να ευαισθητοποιηθεί, να κατανοήσει και αργότερα να βοηθήσει τη χώρα μας να μετάσχει στην τεχνολογική επανάσταση που συντελείται στον δυτικό κόσμο. Μολονότι θα καταβαλλόταν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλασικού μουσείου με εκθέματα της κατηγορίας «μη αγγίζετε», συγκεντρώνοντας,

φυλάσσοντας και εκθέτοντας εργαλεία και μηχανολογικό εξοπλισμό που χαρακτηρίζουν την επιστημονική και τεχνολογική κληρονομιά της περιοχής, το μουσείο αυτό εξελίχτηκε σε κέντρο επιστημονικής πληροφόρησης και επιμόρφωσης για το ευρύτερο κοινό, κυρίως όμως για μαθητές ηλικίας 10 έως 18 χρόνων, με όσο το δυνατόν περισσότερα «προσπελάσιμα» συμμετοχικά εκθέματα και πολλαπλές ευκαιρίες μάθησης. Οι φράσεις-κλειδιά κατά τις πολυάριθμες και πολύωρες συζητήσεις ήταν «να κατανοήσει το κοινό την επιστήμη και την τεχνολογία», «προηγμένη επιστημονική παιδεία» για το μαθητικό πληθυσμό, ακόμη και «προσέλκυση περισσότερων και καλύτερα καταρτισμένων μελλοντικών επιστημόνων σε επαγγέλματα επιστημονικού και τεχνολογικού χαρακτήρα». ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΤΑΔΙΟ (Νοέμβριος 1978 · Ιούνιος 1980) Κατά την πρώτη γενική συνέλευση, εκλέχτηκε ένα πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, με πρόεδρο τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ν. Οικονόμου και αντιπρόεδρο τον σύμβουλο οργάνωσης και επιμόρφωσης Μ. Ιατρίδη. Λόγω της επαγγελματικής του εμπειρίας και της πείρας του από τη μελέτη αρκετών τεχνικών μουσείων στο εξωτερικό, ο κ. Ιατρίδης ανέλαβε επίσης τα καθήκοντα του διευθυντή του μουσείου. Γενικός γραμματέας εκλέχτηκε ο κ. Γιάννης Παπαευσταθίου, φυσικός και σύμβουλος εκπαίδευσης σε ένα μεγάλο βιομηχανικό οργανισμό. Μέσα σε έξι μήνες ήταν έτοιμη η πρώτη έκθεση-πιλότος. Ομάδες μαθητών προσκλήθηκαν να την επισκεφθούν, δίνοντας έτσι


στους υπευθύνους του μουσείου την ευκαιρία να μελετήσουν τις αντιδράσεις των επισκεπτών. Η έκθεση στεγάστηκε σε μία αίθουσα 120 τ.μ., την οποία παραχώρησε ο Όμιλος Εταιρειών Τσουκαλά, μία τεχνική κατασκευαστική εταιρεία ενός από τα ιδρυτικά μέλη του μουσείου, στο πενταώροφο κτίριο της έδρας της εταιρείας, στην είσοδο της πόλης. Τα εκτεθειμένα αντικείμενα, εικόνες και διαγράμματα ανέρχονταν σε 150 περίπου και όλα αναφέρονταν στους τομείς του ηλεκτρισμού, της ηλεκτρονικής, της ραδιοφωνίας, της τηλεόρασης και της φωτογραφίας. Δεν υπήρχαν ακόμη συμμετοχικά εκθέματα, αλλά οι μαθητές μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε μία διπλανή αίθουσα διαλέξεων πριν ή μετά τη 40λεπτη επίσκεψη στην έκθεση, για να παρακολουθήσουν προβολές διαφανειών και κινηματογραφικών ταινιών και να συμμετάσχουν σε συζητήσεις και διαγωνισμούς. Το στάδιο αυτό διήρκεσε ένα χρόνο, με περισσότερα εκθέματα να εμφανίζονται βαθμιαία στις προθήκες, με επισκέψεις περισσότερων μαθητών κάθε μήνα και με δυνατότητα επιλογής από μία πλουσιότερη συλλογή διαφανειών και κινηματογραφικών ταινιών 16 χιλ. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν δαπανήθηκαν καθόλου χρήματα για την απόκτηση των εκθεμάτων (όλα ήταν δωρεές) ή για τις εργασίες που έγιναν (όλες ήταν εθελοντικές) ή για ενοίκια, θέρμανση, καθαριότητα, ηλεκτρικό κ.λπ. (όλα παραχωρήθηκαν δωρεάν). Έτσι, το καλοκαίρι του 1980, η εκπλήρωση των στόχων φαινόταν εφικτή. Το πρώτο Τεχνικό Μουσείο δεν ήταν ακόμη ούτε μεγάλο, ούτε εντυπωσιακό, αλλά υπήρχε. Η πόλη το ήξερε, τα σχολεία το ήξεραν, ο Τύπος και η ραδιοφωνία το ήξεραν. Και κυρίως, τα μέλη και οι φίλοι του Τεχνικού Μουσείου ήξεραν ότι η απόφαση τους είχε αποδειχτεί σωστή. Οι οκτώ έως δέκα άνθρωποι που ουσιαστικά ασχολούνταν με το μουσείο θεώρησαν αυτή την περίοδο ως μία εντατική πρακτική εξάσκηση πάνω στον τρόπο οργάνωσης και διεύθυνσης ενός μουσείου. Σε μια πολύ μικρή κλίμακα, έπρεπε να αντιμετωπίσουν στην πράξη όλες τις λειτουργικές πλευρές (και τα προβλήματα) ενός μεγάλου μουσείου, με εξαίρεση την ερευνητική εργασία και την εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Με δεδομένη αυτή την εμπειρία, την τεχνογνωσία και την αυτοπεποίθηση που αποκτήθηκε, οι δυνατότητες επέκτασης ήταν τώρα πολύ ρεαλιστικές. Όμως αυτό θα απαιτούσε περισσότερο χώρο και σημαντικά χρηματικά ποσά. Επομένως, ήταν καιρός να στραφούν οι υπεύθυνοι του μουσείου στην εξεύρεση χορηγών. ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΔΙΟ (Ιούνιος 1980 · Οκτώβριος 1989) Το δεύτερο στάδιο άρχισε με ένα «κβαντικό» άλμα: το συνολικό εμβαδόν του μουσείου πενταπλασιάστηκε! Ο Όμιλος των Εταιρειών Τσουκαλά παραχώρησε έναν ολόκληρο όροφο του κτιρίου, πέραν της αρχικής αίθουσας των 120 τ.μ., που μετατράπηκε σε αίθουσα εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και συνεδριάσεων τεχνικών ομίλων, καθώς και μία αίθουσα διαλέξεων των 60 θέσεων, με τον κατάλληλο οπτικοακουστικό εξοπλισμό. Η παραχώ-

ρηση αυτών των χώρων θα ίσχυε επί ένα χρόνο. Κανένας όμως δεν εξεπλάγη όταν η προσφορά ανανεώθηκε ξανά και ξανά ως το 1989. Και πάντα με τους όρους του 1978: δωρεάν! Πριν περάσουν δύο χρόνια, αυτός ο «τεράστιος» χώρος γέμισε με νέα εκθέματα και αξιοποιήθηκε πλήρως. Τα χωρίσματα, οι πίνακες, οι βιτρίνες, οι επιγραφές, τα φωτιστικά σώματα, ακόμη και μια σειρά συμμετοχικά εκθέματα (που βασίστηκαν σε ιδέες από τον οδηγό του Exploratorium) σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν εν μέρει από εθελοντές και εν μέρει από τοπικούς κατασκευαστές. Τώρα που το μουσείο είχε ήδη γίνει γνωστό στην περιοχή, δεν ετίθετο θέμα εξασφάλισης υπό μορφήν δωρεών ιστορικής σημασίας εκθεμάτων ιδιώτες, επιχειρήσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ακόμη και κρατικές υπηρεσίες δέχονταν πρόθυμα να δωρίσουν εξοπλισμό ή μηχανήματα που δεν ήταν πλέον_σε χρήση, αλλά παρέμεναν στις εγκαταστάσεις τους. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι δωρητές ήταν διατεθειμένοι να καλύψουν και τα έξοδα αποσυναρμολόγησης και μεταφοράς, που συχνά ξεπερνούσαν τις οικονομικές δυνατότητες του μουσείου. Με αυτό τον τρόπο (και αυτό ισχύει ως σήμερα), το μουσείο απέκτησε πάνω από το 96% των τεχνολογικών ιστορικών εκθεμάτων του: μηχανήματα, εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών, ηλεκτρικής παραγωγής και μεταφοράς. Πολλά από αυτά τα εκθέματα χρονολογούνται από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, όπως το πρώτο μικρόφωνο που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική ραδιοφωνία (1928), η πιο ισχυρή λυχνία εκπομπής πομπού μεσαίων κυμάτων (500 Kw, από τον γειτονικό σταθμό της Φωνής της Αμερικής, ο πρώτος μεγάλος ηλεκτρονικός υπολογιστής που χρησιμοποιήθηκε στη βόρεια Ελλάδα(1964, IBM 162011, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), τα μαγνητόφωνα 15 καναλιών και 12ωρης διάρκειας ηχογράφησης του πύργου ελέγχου του αεροδρομίου Θεσσαλονίκης, τα οποία εξυπηρετούσαν την πόλη επί μία εικοσαετία, ο μεγαλύτερος (50.000 watt) και ο μικρότερος λαμπτήρας πυρακτώσεως, και οι δύο δωρεά της ΔΕΗ, ο πρώτος μηχανισμός αναγγελίας της ώρας που χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή από το τηλεφωνικό δίκτυο και πολλά άλλα. Δεδομένης της μικρής σε διάρκεια βιομηχανικής ιστορίας της περιοχής, η εκθεσιακή πλευρά του μουσείου -πολύ σημαντική στην αρχή για την προσέλευση επισκεπτών- υπήρξε ικανοποιητική, τόσο ως προς τον αριθμό των εκθεμάτων και τη σημασία τους, όσο και ως προς τη μοναδικότητα τους. Θα μπορούσε κανείς να δαπανήσει ώρες ολόκληρες για να δει και να διαβάσει όσα εκθέτονταν. Και τα περισσότερα εκθέματα είχαν άμεση σχέση με την πρόσφατη ιστορία και την ανάπτυξη της περιοχής. Με έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό σχολείων που ζητούσαν να επισκεφθούν το μουσείο και να παρακολουθήσουν κάποια προβολή διαφανειών ή ταινιών, οι υπεύθυνοι του μουσείου μπορούσαν πλέον να ασχοληθούν ουσιαστικά με τον τομέα των «παράλληλων δραστηριοτήτων» του μουσείου και την ανάγκη της πιο συστηματικής και αποτελεσματικής συγκέντρωσης οικονομικών πόρων.

Ως το 1985, το ποσό που απαιτείτο ετησίως για τα λειτουργικά έξοδα του μουσείου (υπηρεσίες, μισθοδοσία προσωπικού, υλικά και εξωτερικές δραστηριότητες, χωρίς να συμπεριλάβουμε την απόκτηση καινούργιων εκθεμάτων) δεν είχε ξεπεράσει τα 3,5 εκατ. δρχ. Ευτυχώς, μόνο το 30% αυτού του ποσού καταβαλλόταν πραγματικά. Το υπόλοιπο καλυπτόταν από εθελοντική εργασία και προσφορά υπηρεσιών. Χωρίς καμία μόνιμη ή τακτική πηγή πόρων, τα οικονομικά του μουσείου καλύπτονταν κατά ένα μικρό μόνο ποσοστό από τις συνδρομές των μελών και, κυρίως, από σποραδικές χορηγίες και δωρεές επιχειρήσεων, τραπεζών, των υπουργείων ΜακεδονίαςΘράκης, Βιομηχανίας και Ενέργειας, Πολιτισμού, και ασφαλώς του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αυτό σήμαινε ότι κάθε χρόνο το Διοικητικό Συμβούλιο έπρεπε να προχωρεί στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων με πλήρη αβεβαιότητα ως προς τα χρήματαπου θα συγκεντρώνονταν για το συγκεκριμένο έτος. Παρά την αβεβαιότητα αυτή, οι «παράλληλες δραστηριότητες» κατέληξαν να κυριαρχούν στο σύνολο των δραστηριοτήτων του μουσείου: τακτικές διαλέξεις σε επιστημονικά θέματα από διακεκριμένους ομιλητές σε αίθουσες διαλέξεων στο κέντρο της πόλης, ετήσιοι γραπτοί διαγωνισμοί για μαθητές, τεχνικοί όμιλοι για μαθητές 10-13 και 14-16 χρόνων, σεμινάρια πάνω στη χρήση των οπτικοακουστικών μέσων σε ομάδες καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και κοινά προγράμματα με άλλους σχετικούς με τη νεολαία και την εκπαίδευση φορείς (ΧΑΝΘ, Ραδιοερασιτέχνες, Βρετανικό Συμβούλιο, Αμερικανικό Κέντρο, Γαλλικό Ινστιτούτο, Αερολέσχη Θεσσαλονίκης, Κέντρο Δημιουργικότητας και Καινοτομίας). Επίσης καταβλήθηκαν προσπάθειες για το σχεδιασμό και την κατασκευή μικρών κινητών εκθέσεων. Η πιο σημαντική, με τίτλο «Ο Άνθρωπος στο Διάστημα», πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της 25ης επετείου της εκτόξευσης του Σπούτνικ, με υλικό που παραχωρήθηκε από τη NASA, την ESA και τη Ρωσική Υπηρεσία Διαστήματος. Το δείγμα σεληνιακού πετρώματος από τη NASA ήταν μία εντυπωσιακή επιτυχία, αλλά αυτό έπρεπε, για λόγους ασφαλούς φύλαξης, να μεταφέρεται καθημερινά από και προς το χρηματοκιβώτιο του Αμερικανικού Προξενείου! Μία άλλη σημαντική «πρωτιά» στις διεθνείς επαφές του μουσείου αυτής της περιόδου ήταν η τρίμηνη φιλοξενία μιας πολύ ενδιαφέρουσας κινητής έκθεσης, έκτασης 200 τ.μ., από το Εθνικό Μουσείο Τεχνολογίας της Πράγας, με τίτλο «Φώς και Ενέργεια». Κατά τα τελευταία χρόνια αυτού του σταδίου, δύο σημαντικά γεγονότα σημάδεψαν την ιστορία του: πρώτο, στους φίλους του μουσείου προστέθηκε ο δρ. Στέλιος Παπαδόπουλος, εθνολόγος και μουσειολόγος. Από τη στιγμή εκείνη, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορούσε να στηρίζεται στις συμβουλές και... την κριτική ενός ειδικού! Η δεύτερη επιτυχία ήταν η πρόσληψη, για πρώτη φορά, ενός υπαλλήλου πλήρους απασχόλησης: ενός νέου χημικού με αξιόλογη εμπειρία σε ηλεκτρολογικές, μηχανολογικές και... ξυλουργικές εργασίες! Όταν, ύστερα από δύο χρόνια, προσλήφθηκε και


ένας φυσικός, με ανάλογη, ευρείας κλίμακας, εμπειρία, όλες σχεδόν οι εργασίες συντήρησης και οι κατασκευές μπορούσαν να εκτελεστούν «εκ των έσω». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την πετυχημένη ανάπτυξη του μουσείου στη διάρκεια αυτών των χρόνων ήταν η δυνατότητα του διευθυντή του μουσείου να επισκέπτεται και να μελετά άλλα τεχνικά ή τεχνολογικά μουσεία ανά τον κόσμο. Μάλιστα, συνδυάζοντας αυτά τα επαγγελματικά ταξίδια με στάσεις σε προσεκτικά επιλεγμένες πόλεις, ο διευθυντής του μουσείου κατόρθωσε να επισκεφθεί πάνω από είκοσι μουσεία, από το Λονδίνο ως τον Άγιο Φραγκίσκο, από το Άμστερνταμ ως το Τορόντο, από τη Βουδαπέστη ως τη Βοστώνη, από την Κοπεγχάγη ως την Τύνιδα. Αν όλες αυτές οι επισκέψεις στάθηκαν πολύτιμες και πολλαπλά χρήσιμες, ως πηγές άντλησης νέων ιδεών και τρόπων επίλυσης τεχνικών και λειτουργικών προβλημάτων, οι ευκαιρίες μάθησης που προσφέρθηκαν σε πολλές περιπτώσεις, από το Τεχνικό Μουσείο στο Λονδίνο και το Κέντρο Εκθέσεων Τεχνολογίας του Πολυτεχνείου στο Ντελφτ της Ολλανδίας, ισοδυναμούσαν με ένα πραγματικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα πάνω σε μία ποικιλία θεμάτων που αφορούσαν την οργάνωση, το σχεδιασμό και το στήσιμο εκθέσεων. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλονται στον δρ. Ντέρεκ Ρόμπινσον του Τεχνικού Μουσείου του Λονδίνου και στον Ι r. Η. Makkink, διευθυντή του TTC στο Ντελφτ, οι οποίοι, υπερβαίνοντας τα τυπικά τους καθήκοντα, πρόθυμα παρείχαν ευκαιρίες μάθησης, χωρίς τις οποίες το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης θα χρειαζόταν πολύ περισσότερο χρόνο για να αποκτήσει μία επαγγελματική εμφάνιση. ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΔΙΟ (Οκτώβριος 1989 · Ιούνιος 1994) Από τις αρχές του 1988 ήταν φανερό ότι το μουσείο χρειαζόταν ένα μεγαλύτερο και πιο κατάλληλο χώρο για τις δραστηριότητες του·

κατά προτίμηση, ένα κτίριο ειδικά χτισμένο γι'αυτόν το σκοπό. Η δυνατότητα απόκτησης ενός οικοπέδου, μέσω δωρεάς προς το μουσείο από το Δήμο Θεσσαλονίκης ή την κυβέρνηση, δεν έχει αποκλειστεί και -το ελπίζουμε- πιθανόν να υλοποιηθεί στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, η συγκέντρωση των απαραίτητων πόρων για τη σχεδίαση και την κατασκευή ενός τέτοιου κτιρίου είναι μία άλλη ιστορία. Κάτω από τις πιο ευνοϊκές συνθήκες κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τουλάχιστον μια δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας το μουσείο θα έχανε κάτι από την αίγλη του ή και θα εξαφανιζόταν εντελώς. Χρειαζόταν επειγόντως μία πολύ ταχύτερη λύση, ακόμη και αν αυτό σήμαινε ότι θα μετριάζονταν κάποιες από τις απαιτήσεις μας. Ευτυχώς, ήδη από την εποχή εκείνη το μουσείο είχε αναγνωριστεί ως ένας πολύ αποτελεσματικός, μη κερδοσκοπικός φορέας ιδιωτικής πρωτοβουλίας, με στόχο την παροχή υπηρεσιών προς την κοινότητα, ενώ το κύρος του στους επιχειρηματικούς, τραπεζικούς και βιομηχανικούς κύκλους ήταν πολύ υψηλό. Έτσι, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), ορώντας ως σύγχρονος «από μηχανής θεός», συμφώνησε να παραχωρήσει στο μουσείο ένα καινούργιο βιομηχανικό κτίριο, συνολικού εμβαδού 1.500 τ.μ., στο Βιομηχανικό Πάρκο Θεσσαλονίκης, σε απόσταση 20 χλμ. από την πόλη. Αρχικά η προσφορά αυτή θα ίσχυε για δέκα χρόνια. Στις 8 Οκτωβρίου 1989 εγκαινιάστηκε η νέα αίθουσα εκθέσεων, διαστάσεων 30 χ 40 μ., παρουσία πολλών επισήμων και μελών και φίλων του μουσείου. Με επιπρόσθετα 300 τ.μ. σε μία διώροφη πτέρυγα του κτιρίου για γραφεία, εργαστήρια και βοηθητικές υπηρεσίες, ο χώρος δεν αποτελούσε πια περιοριστικό παράγοντα. Ομως, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα θεία δώρα, το καινούργιο κτίριο είχε ένα αδύνατο σημείο: δεν υπήρχαν εγκαταστάσεις θέρμανσης. Επομένως, οι επισκέψεις των μαθητών κατά τους χειμερινούς μήνες αποκλείονταν! Επίσης δεν υπήρχε κλιματισμός, γεγονός που σήμαινε ότι οι επισκέψεις απο-

κλείονταν και για τους τρεις θερινούς μήνες! Αυτό, κανονικά, θα έθετε τρομακτικά προβλήματα στην ομαλή λειτουργία του μουσείου. Στην περίπτωση αυτή, όμως, οι «παράλληλες δραστηριότητες», που θα πραγματοποιούνταν εκτός του χώρου του μουσείου, θα μπορούσαν να συνεχίζονται καθ'όλο το χρόνο. Επιπλέον, εφόσον το Τεχνικό Μουσείο είχε ταυτόχρονα εξελιχτεί σε εκπαιδευτικό κέντρο, που παρείχε ευκαιρίες ανακάλυψης και μάθησης κυρίως στους μαθητές, ήταν λογικό να μένει κλειστό στη διάρκεια των σχολικών διακοπών. Κατά συνέπεια, μειώθηκε μεν ο ετήσιος αριθμός των επισκεπτών, αλλά ο ημερήσιος αριθμός των επισκεπτών, κατά τους μήνες λειτουργίας του, σαφώς αυξήθηκε. Γι' αυτό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε για ποιο λόγο ο στόχος της συγκέντρωσης χρημάτων για ένα ενιαίο σύστημα θέρμανσης και ψύξης βρίσκεται πολύ ψηλά στον κατάλογο προτεραιοτήτων του μουσείου. Κάθε δωρεά για την επίτευξη αυτού του στόχου θα είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη! Κατά το τρίτο στάδιο πραγματοποιήθηκε μία σειρά από νέες και πολύ πετυχημένες παράλληλες δραστηριότητες. 'Eva STARLAB, το φορητό πλανητάριο που κατασκευάζεται στη Βοστώνη και το οποίο παραχωρήθηκε στο μουσείο από τον εκδοτικό οίκο ΑΣΕ, στα πλαίσια μιας εκστρατείας δημοσίων σχέσεων, πέρασε από πολλά σχολεία της Θεσσαλονίκης και άλλων κοντινών πόλεων. Μέσα σε δύο χρόνια έγιναν συνολικά 530 επιδείξεις, και 17.000 μαθητές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν μία 40λεπτη αστρονομική/διαστημική περιπέτεια. Το 1991, με την οικονομική αρωγή του Δήμου Θεσσαλονίκης, οργανώθηκε ένα τεχνοπάρκο τύπου exploratorium, με την εύλογη ονομασία ΕΥΡΗΚΑ, σε ένα περίπτερο στο κέντρο της πόλης· 34.000 μαθητές και ενήλικες επισκέφθηκαν το τεχνοπάρκο κατά τις 46 ημέρες της λειτουργίας του. Τα περισσότερα από τα 37 συμμετοχικά του εκθέματα είχαν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από το προσωπικό του μουσείου. Αρκετά από αυτά τα εκθέματα αποτελούν σήμερα το μόνιμο τεχνοπάρκο ΕΥΡΗΚΑ, έκτασης 200 τ.μ., που στεγάζεται στο κτίριο του μουσείου. Μία άλλη αξιοσημείωτη εξέλιξη είναι το ενδιαφέρον που εκδήλωσαν κάποιοι οργανισμοί για τη δημιουργία μόνιμων εκθετηρίων στο εσωτερικό του μουσείου. Τέτοια εκθετήρια έχουν ήδη δημιουργηθεί από τον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος και τους Φίλους των Σιδηροδρόμων, ενώ άλλα βρίσκονται υπό κατασκευή. Η παρουσίαση του μουσείου θα ήταν ελλιπής αν δεν αναφέραμε δύο πολύ σημαντικές ιστορικές εκθέσεις. Το κόστος της έρευνας και της πραγματοποίησης τους καλύφθηκε από χορηγίες της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως. Οι δύο εκθέσεις έγιναν αρχικά στο χώρο εκθέσεων του Γαλλικού Ινστιτούτου, το 1988 και το 1990 αντίστοιχα. Και οι δύο αναφέρονταν στη βιομηχανική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Η πρώτη έκθεση καλύπτει την περίοδο 1870-1912 και η δεύτερη την περίοδο 1912-1940. Καθεμιά έχει έκταση 80 τ.μ. περίπου, και ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει πολλά αυθεντικά ντοκουμέντα, διαγράμματα, χάρτες και φωτογραφίες. Με επίκεντρο


την πρωτογενή παραγωγή, οι εκθέσεις αυτές καλύπτουν πολλές όψεις της υποδομής της πόλης: οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, ναυτιλία, τράπεζες, το σύστημα υδροδότησης, το διεθνές εμπόριο της Θεσσαλονίκης, τη βιοτεχνία και την τότε βιομηχανία. Το μουσείο πραγματοποίησε μία ακόμη πολύ πετυχημένη έκθεση σε ένα από τα περίπτερα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για την κινητή περιβαλλοντική έκθεση «Η γη, ποια γη» της Cité des Sciences et de l'Industrie La Villette, που μεταφέρθηκε στην Ελλάδα χάρη στη συνεργασία και την οικονομική στήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου. Η εντυπωσιακή γαλλική παρουσίαση, που περιελάμβανε πολλά συμμετοχικά εκθέματα, εμπλουτίστηκε με συνεισφορές από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καθώς και από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων και Υγροβιότοπων. Υπολογίζεται ότι πάνω από 20.000 άτομα επισκέφθηκαν την έκθεση. ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΔΙΟ Ο ενθουσιασμός, το όραμα και η θέληση που διέπουν την ιδέα του μουσείου είναι πάντα εδώ: στις καρδιές και το νου των ανθρώπων που ξεκίνησαν αυτό το εγχείρημα στη δεκαετία του 1970 και εκείνων που στην πορεία ενώθηκαν μαζί τους. Ίσως όλα αυτά να είναι ακόμη πιο ζωντανά σήμερα, επειδή το όνειρο έγινε μια δυναμική και αναγνωρισμένη πραγματικότητα, που προσφέρει ποικίλες υπηρεσίες στη νεότερη γενιά της πόλης και των γύρω περιοχών. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αντιλαμβάνονται ότι το μουσείο έχει γίνει πολύ μεγάλο και πολύ σημαντικό, με έναν ετήσιο προύπολογισμό που υπερβαίνει τις δυνατότητες συγκέντρωσης χρημάτων μιας μικρής ομάδας ιδιωτών, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ζήλου και τις καλές τους προθέσεις. Κατανοούν επίσης ότι το μουσείο δεν μπορεί να εξαρτάται πλέον από την αφοσίωση, την επινοητικότητα και τη σκληρή εργασία των δύο

μόνιμων υπαλλήλων του και την πρόσθετη βοήθεια εθελοντικής εργασίας 3-4.000 ανθρωποωρών ετησίως. Το ίδιο ισχύει και για την ευθύνη του μελλοντικού σχεδιασμού και ανάπτυξης. Ήδη, από το 1990 το μουσείο έπρεπε να διαθέτει μόνιμο προσωπικό τουλάχιστον πέντε ατόμων, δύο από τα οποία με προηγούμενη πείρα σε μουσειακές εργασίες. Ευτυχώς, το Υπουργείο Πολιτισμού έχει υποσχεθεί ότι το μουσείο θα κατέχει μονίμως μια υψηλή θέση στις δραστηριότητες και τον προϋπολογισμό του, γεγονός που θα αμβλύνει τις πιέσεις, ενώ κάποιος οργανισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης ή ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, με πραγματικό ενδιαφέρον για την αποστολή του μουσείου και με τα μέσα για την άνετη στήριξη του, μπορεί να δια-

δεχτεί τα ιδρυτικά μέλη. Είναι πολύ σκληρό το να δίνει κανείς το παιδί του προς υιοθεσία, ιδίως όταν ήταν δικό του και το καθοδηγούσε και το διαμόρφωνε επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Όμως αυτό που προέχει είναι το συμφέρον του ίδιου του παιδιού και η ανάγκη διασφάλισης των μέσων για τη μελλοντική του εξέλιξη και μετά το τέλος του αιώνα. Όταν συντελεστεί αυτή η μεταβίβαση ευθυνών, το σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο και τα μέλη του μουσείου θα δημιουργήσουν ένα σωματείο «Φίλων του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης» και θα προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους στη νέα διοίκηση.

Μεγάλοι χορηγοί και δωρητές του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης είναι: η Τσουκαλάς Concern Α.Ε., ο Δήμος Θεσσαλονίκης, ο υπουργός κ. Σωτήρης Κούβελας, η Αμερικανική Γεωργική Σχολή, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο υπουργός κ. Στέλιος Παπαθεμελής, η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Βιομηχανίας, ο εθνολόγος-μουσειολόγος κ. Στέλιος Παπαδόπουλος, η ΔΕΗ, το Αμερικανικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, η ΕΤΒΑ, το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, ο υπουργός κ. Νίκος Ακριτίδης, η εταιρεία Φίλκεραμ-Johnson, το Υπουργείο Πολιτισμού, η ΕΚΟ ΑΒΕΕ, η Αερολέσχη Θεσσαλονίκης, η Αλευροβιομηχανία Κατσαβουνίδη, ο επιχειρηματίας Γιώργος Τό-

πης, οι επιχειρήσεις Φωκά, η Τράπεζα Μακεδονίας-Θράκης, ο αστροφυσικός κ. Διονύσιος Σιμόπουλος. η ΒΙΠΕΘ ΕΤΒΑ, το Ίδρυμα Ι.Σ. Κωστόπουλος, ο δικηγόρος κ. ΔημήτριοςΖάννας, η βιομηχανία Κ. Ν. Ευθυμιάδη ABE, το Βρετανικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης, η εταιρία ΑΒΕΖ- Κ. Μίκας, η εταιρεία ΕΒΙΕ-Α. Μιχαηλίδης, η βιομηχανία ΕΛΒΟ, η HELEXPO - ΔΕΘ. η Palaplast - Βιομηχανία Πλαστικών, το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, ο κ. Αεωνίδας Δ. Δημητρέλης, η Νομαρχία Θεσσαλονίκης, οΟΤΕ. (Η σειρά με την οποία επιδόθηκαν τα διπλώματα είναι η χρονολογική σειρά με την οποία οι χορηγοί πρόσφεραν τη συμπαράσταση τους στο Τεχνικό Μουσείο).

Περισσότερα από διακόσια άτομα παραβρέθηκαν στην εορταστική εκδήλωση που οργανώθηκε από το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το απόγευμα της 4ης Απριλίου 1993, προς τιμήν όλων εκείνων που παραστάθηκαν, ενίσχυσαν και υποστήριξαν τις προσπάθειες του Μουσείου κατά την πρώτη δεκαπενταετία της λειτουργίας του. Κύριος ομιλητής κατά την εκδήλωση ήταν η τ. Διοικητής της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως κα Ευτυχία Πυλαρινού. Όπως είναι γνωστό, η ΕΤΒΑ έδωσε τη δυνατότητα της ουσιαστικής ανάπτυξης του Μουσείου -ύστερα από έντεκα χρόνια λειτουργίας στο φιλόξενο κτίριο της Τσουκαλάς Concern- με την παραχώρηση του κτιρίου

ΜΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ


στο οποίο βρίσκεται σήμερα εγκατεστημένο στη Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης. Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου καθηγητής κ. Ν. Οικονόμου αναφέρθηκε σύντομα στους στόχους και τα επιτεύγματα του Μουσείου και τόνισε το μεγάλο ρόλο που έπαιξαν στην ανάπτυξη του «όλοι εκείνοι που βοήθησαν ηθικά και υλικά το έργο του Μουσείου και που σήμερα αποτελούν το κέντρο της εκδήλωσης αυτής». Στους χορηγούς και δωρητές επιδόθησαν τιμητικά διπλώματα. Στην τελετή παραβρέθηκαν εκπρόσωποι του Δήμου, της Νομαρχίας, του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, των τραπεζικών οργανισμών, του βιομηχανικού και επιχειρηματικού κόσμου και του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης. Ομιλία του καθ. κ. Ν. Οικονόμου Προέδρου του Δ.Σ. του Τεχνικού Μουσείου Η δημιουργία του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης αποτέλεσε πράξη υλοποίησης της επιθυμίας να υπάρξει στη Θεσσαλονίκη μια καταγραφή της βιομηχανικής της εξέλιξης και μια μίξη αυτής με το επιστημονικό υπόβαθρο της, αψευδές δείγμα της διαχρονικής δημιουργικής δυναμικότητας της πόλης μας. Παρόλο ότι και η βιομηχανία και η τεχνολογία στην πόλη αυτή ήταν αποτέλεσμα μεταφοράς γνώσης, εντούτοις η παράθεση της ιστορικής πορείας των κλάδων αυτών αποτελεί το μίτο της αυτογνωσίας. Στη δυναμική των εποχών, το επίπεδο κάθε φορά της τεχνολογίας, βασικής και εφαρμοσμένης, αποτελούν το κριτήριο συμμετοχής στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Επιπρόσθετα, μια ιστορική τεχνολογική συλλογή είναι υπόβαθρο μελέτης και καθοδήγησης, απαραίτητο συμπλήρωμα της εγκυκλίου μόρφωσης και πρόκληση για συμμετοχική δράση. Ευκολότερα μαθαίνεις επιστήμη και τεχνολογία ακολουθώντας τα βήματα των ερευνητών, πειραματιζόμενος και ανακαλύπτοντας τις αρχές της. Όμως, ένα Μουσείο Τεχνολογίας ήταν απαραίτητο για τη χώρα μας και για έναν ακόμη ιδιαίτερο λόγο, γιατί αποτελεί αφετηρία καταγραφής και προβολής μιας κληρονομιάς που είναι άγνωστη. Κατά κόρον μάς έχει τονιστεί πως οι προγονοί μας περιφρονούσαν το πείραμα και την κατασκευή, με ανυπέρβλητη επίδοση στην αφηρημένη σκέψη. Οι φρυκτωρίες που εκτίθενται ήδη στο Μουσείο μας αποτελούν δείγμα της τοπογραφικής αίσθησης και της μεταφοράς της νόησης στην εφαρμογή, τονίζοντας μέσα από τα ίδια τα αρχαία κείμενα τον τεχνολογικό πολιτισμό. Κατ' ανάλογο τρόπο είναι απαραίτητο να μεταφέρουμε ή να ανακαλύψουμε ό,τι είναι δυνατόν για την προβολή της τεχνολογικής μας κληρονομιάς. Και αυτό αποτελεί την πρόκληση για το Μουσείο, εν όψει της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 1997. Δεκαπέντε χρόνια ύπαρξης αυτού του Μουσείου. Σήμερα θυμόμαστε όλους εκείνους που βοήθησαν στην εξέλιξη του. Όμως εγώ, ως πρόεδρος του Μουσείου για όλα αυτά τα χρόνια, έχω την προσωπική μου μαρτυρία για τη

γέννηση, την ύπαρξη και τέλος την εξέλιξη του. Γεννήθηκε γιατί ο Μάνος Ιατρίδης θέλησε να εκφράσει τον ενδόμυχο πόθο μας και ξεκίνησε το Σωματείο. Υπήρξε γιατί ο Μάνος εξασφάλισε τη βοήθεια για την παραχώρηση χώρου στέγασης των εκθεμάτων που ο ίδιος συνέλεξε. Εξελίχτηκε γιατί πάλι ο Μάνος βρισκόταν σε συνεχή εγρήγορση και πρόσφερε ακατάβλητη προσπάθεια. Δίπλα του ο Γενικός Γραμματέας του Σωματείου, ο Γιάννης Παπαευσταθίου, δακτυλογράφος, χειρώνακτας εργάτης, συντονιστής όλων μας. Τα μέλη του Συμβουλίου, που υπήρξαν ή υπάρχουν, εκφραστές της θέλησης του Σωματείου. Στο σημείο αυτό θα αναφέρω επώνυμα τον Χριστόφορο Κολούσια, που δεν είναι πια ανάμεσα μας, και τον Γιώργο Φωκίδη, που λόγοι υγείας τον απομάκρυναν από την προσπάθεια μας. Όμως περισσότερο μερίδιο ανήκει στους φίλους του Μουσείου, που πρόσφεραν εθελοντικά τη δουλειά στο στήσιμο ή στη συντήρηση του Εκθετηρίου, στο προσωπικό, που περιβάλλει το Εκθετήριο με ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση, στα μέσα επικοινωνίας και τους λειτουργούς του, που πρόβαλαν τα επιτεύγματα, και σε όλους εκείνους που βοήθησαν ηθικά και υλικά και που σήμερα αποτελούν το κέντρο της εκδήλωσης μας, μιας εκδήλωσης που φέρνει σε θύμηση όλα τα βήματα της προσπάθειας και γι' αυτό κρύβει μέσα της ένα μεγάλο ευχαριστώ. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ ανήκει και σε όλους εσάς, που με την παρουσία σας εδώ τιμάτε αυτούς που ανέφερα και συμβάλλετε στη συνέχεια της προσπάθειας να εξελιχθεί το Μουσείο και να γίνει αντάξιο της πόλης μας, Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης του 1997. Παρακαλώ την κα Πυλαρινού, Διοικητή της Τράπεζας της ΕΤΒΑ, που αποτελεί το στηλοβάτη μας, αφού ο χώρος που βρισκόμαστε μας παραχωρήθηκε για χρήση από την Τράπεζα, να μας εκθέσει τις σκέψεις της για τη συμβολή των Μουσείων Τεχνολογίας και Επιστημών.

Ομιλία της κας Ευτ. Πυλαρινού-Πιπεργιά, τ. Διοικητού ΕΤΒΑ, για τον εορτασμό των 15 ετών του Τεχνικού Μουσείου (θεσσαλονίκη, 4 Απριλίου 1993) Η σημερινή συνάντηση είναι, πιστεύω, σημαντική όχι μόνο για όλους εμάς που συγκεντρωθήκαμε εδώ αλλά και για τη Θεσσαλονίκη και την πολιτιστική ζωή της χώρας μας. Θα πρέπει όμως να υπερβούμε τον τυπικό χαρακτήρα, που συχνά έχουν οι επετειακές συγκεντρώσεις, ώστε να εκτιμήσουμε τις θετικές της όψεις και να αντλήσουμε από αυτή την αισιοδοξία που τόσο ανάγκη έχουν οι καιροί μας. Αισιοδοξία που υπαγορεύεται από ένα συντελεσμένο, αναγνωρισμένο, καινοτομικό έργο. Τα μουσεία, είπε κάποιος από εκείνους που μοχθούν για τη δημιουργία τους, είναι «προθήκες για το χθες, καθρέφτες του σήμερα, παράθυρα στο αύριο». Το Τεχνικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης είναι πράγματι βιτρίνα του χθες. Διέσωσε, με μεθοδικό τρόπο, σημαντικά κεφάλαια της πρόσφατης βιομηχανικής-τεχνικής μας παράδοσης, και τεκμηρίωσε και δίδαξε τη σημασία της. Σημαντική επιστημονική και παιδευτική προσφορά σε εποχές δυσπιστίας απέναντι στον τεχνικό πολιτισμό (ίσως λόγω των αρνητικών επιπτώσεων της κατάχρησης του), την ίδια στιγμή που η ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη σύγχρονη τεχνολογία γίνεται ο καθοριστικός παράγοντας της ζωής του πλανήτη μας. Η θέση των μουσείων της επιστήμης στην παιδεία και τη ζωή των αναπτυγμένων χωρών είναι γνωστή, όπως όμως γνωστή είναι και η απουσία τους στη χώρα μας. Το Τεχνικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης πέτυχε να καλύψει, με πρωτοποριακό τρόπο, το κενό, την καθυστέρηση, και αποτελεί σήμερα τον πιλότο όχι μόνο για όσα διέσωσε, αλλά, κυρίως, για όσα δίδαξε ως τρόπους διαχείρισης της παράδοσης. Δίδαξε τη σημασία της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως αφετηρίας, της συλλογικής και μεθοδευμένης προσπάθειας ως μέσου, της πίστης ως κινητήριας δύναμης, της σκληρής δουλειάς ως εργαλείου και της ενεργού κοινωνικής συμπαράστασης ως αναγκαίου κλίματος κάθε προσπάθειας ευρύτερης σημασίας. Η πείρα του Τεχνικού Μουσείου είναι πολύτιμη για όλους και όχι μόνο για τους ανθρώπους που εργάζονται στον πολιτισμικό τομέα. Τα μουσεία είναι «καθρέφτες του σήμερα». Οι χώροι του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, το επίπεδο οργάνωσης των εκθέσεων του και των παράλληλων δραστηριοτήτων του καθρεφτίζουν, με εντυπωσιακό τρόπο, την ικανότητα της χώρας μας να υπερβαίνει τις δυσχέρειες των καιρών και να παρουσιάζει έργα αντάξια της παράδοσης της. Δεκαπέντε χρόνια συνεχούς ανάπτυξης και 250.000 επισκέπτες στοιχειοθετούν τους νέους αποτελεσματικούς τρόπους δράσης των Μουσείων. Τα μουσεία είναι, τέλος, «παράθυρα στο αύριο». Αν κοιτάξουμε μέσα από το παράθυρο που ανοίγει το Τεχνικό μας Μουσείο, θα δούμε ότι η Θεσσαλονίκη θα είναι αύριο το μεγάλο οικονομικό κέντρο της χώρας μας και των Βαλκανίων. Αν μάλιστα σκύψουμε πάνω στην πείρα και τις επιτυχίες του Μουσείου, θα δού-


με ανάγλυφα τα αποτελέσματα της συλλογικής και αποτελεσματικής δουλειάς. Η Θεσσαλονίκη μπορεί να δουλέψει συλλογικά, σκληρά, με πίστη και αποτελεσματικότητα. Είναι ευχάριστη η διαπίστωση αυτή σ' ένα χώρο Μουσείου. Κι ακόμα πιο ευχάριστη, είμαι βέβαιη γι' αυτό, η διάθεση μας να μεταφέρουμε την αισιοδοξία αυτή και στους δικούς μας χώρους δράσης. Η ΕΤΒΑ είναι σήμερα εδώ φιλοξενούσα και ταυτόχρονα φιλοξενούμενη. Προσφέραμε πριν 5 χρόνια στο Μουσείο το κτίριο, για να πάρει, όπως και πήρε, τη σημερινή του μορφή. Προσφέραμε το κτίριο πιστεύοντας στην ομάδα που αποτελεί την ψυχή του και στους φίλους που στηρίζουν τους οραματισμούς της ομάδας αυτής. Το προσφέραμε, γιατί πιστεύουμε στην παράλληλη ανάπτυξη του πολιτισμού και της βιομηχανίας, αλληλένδετων κεφαλαίων της εθνικής μας υπόστασης. Το έργο της ΕΤΒΑ στον βιομηχανικό τομέα σάς είναι γνωστό. Πάντοτε πρωτοπόρος, συμβάλλει εδώ και χρόνια στην ανάπτυξη της οικονομίας μας, ικανής και απαραίτητης για να ξεπεραστούν οι δύσκολες στιγμές που σήμερα αντιμετωπίζει ο ευαίσθητος αυτός χώρος της πατρίδας μας. Στην οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης, αλλά και της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα, η συμβολή της ΕΤΒΑ είναι σημαντική. Μέσω του δικτύου των Καταστημάτων της στη Θεσσαλονίκη, Καβάλα. Κομοτηνή και Κοζάνη αναπτύσσει αξιόλογη χρηματοδοτική δραστηριότητα σε επενδυτικές ιδιωτικές πρωτοβουλίες στον βιομηχανικό και τουριστικό τομέα. Ενδεικτικά και μόνο θα μπορούσε να αναφερθεί ότι η Τράπεζα, με την πιστωτική της ενίσχυση, συνέβαλε στην πραγματοποίηση άνω των 700 επενδύσεων, που αφορούν κατά 80% περίπου βιομηχανικές-βιοτεχνικές μονάδες και 20% τουριστικές. Ειδικά στον τομέα της βιομηχανικής υποδομής στη Βόρεια Ελλάδα, Μακεδονία - Θράκη οργάνωσε 11 βιομηχανικές περιοχές, δηλαδή τις μισές του συνόλου της χώρας, από τις οποίες η μεγαλύτερη είναι αυτή στην οποία βρισκόμαστε σήμερα. Εδώ έχουν ως σήμερα εγκατασταθεί 300 μονάδες, που απασχολούν 10.000 άτομα περίπου. Επίσης, στο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής προώθησης των οικονομικών σχέσεων με τις χώρες της Βαλκανικής και της Ανατολικής Ευρώπης συμβάλαμε σημαντικά στην οικονομική διείσδυση των ελληνικών επιχειρήσεων στις χώρες αυτές. Οργανώθηκαν δύο επιχειρηματικές αποστολές, οι μεγαλύτερες ποτέ από χώρα της ΕΟΚ, μία στη Ρουμανία τον Ιούλιο του '92 και μία στην Αλβανία το Νοέμβριο του '92, με συμμετοχή άνω των 250 επιχειρηματιών. Αναπτύχθηκαν οικονομικές σχέσεις και συνεργασίες με τράπεζες και αναπτυξιακούς οργανισμούς, με προτεραιότητα στη Ρουμανία, στην Αλβανία και στη Βουλγαρία. Εκατοντάδες επιχειρηματίες έχουν διευκολυνθεί στις χώρες αυτές μετά από σύσταση και διαμεσολάβηση της ΕΤΒΑ. Θα πρέπει όμως, για να συμπληρωθεί η εικόνα της προσφοράς, αλλά και να ενισχυθεί η αισιοδοξία που πηγάζει από τη σημερινή μας

Άποψη του εκθετηρίου των Τηλεπικοινωνιών.

συνάντηση, να γίνει σύντομη αναφορά και στο έργο του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ. Γιατί και εκεί συντελείται έργο άξιο μνείας. Αντικείμενο και σ' αυτό η παράδοση: η έρευνα, σπουδή και αξιοποίηση της τεχνικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Το Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ ιδρύει επίσης μουσεία. Στρέφεται όμως προς τα τοπικά τεχνολογικά μουσεία και ακολουθεί για τη δημιουργία τους μια διαφορετική διαδικασία: έρευνα, για να διασωθεί η τεχνική παράδοση που σβήνει· έκθεση, για να γίνουν γνωστά σε τοπικό επίπεδο τα αποτελέσματα της έρευνας, και έκδοση, για να απογραφούν και κατατεθούν η γνώση και η πείρα από τις δραστηριότητες αυτές. Η έκθεση για το μετάξι στο Σουφλί έγινε με τον τρόπο αυτό. Και έτσι ακριβώς θα υλοποιηθεί και η δεύτερη προσπάθεια μας, με το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα. Κεντρικό θέμα, το νερό, στην πολυδιάστατη σημασία του. Εδώ η έρευνα και η έκθεση θα επεκταθούν στο σήμερα και το αύριο: ο πλανήτης μας αρχίζει να διψά... Παράλληλα με την εκδοτική του δραστηριότητα, με 20 περίπου εκδόσεις ως σήμερα, και την οργάνωση συναντήσεων, ενισχύει την ανάπτυξη ευαισθησιών σε τομείς όπως η βιομηχανική αρχαιολογία, που μέχρι προ τίνος για τους περισσότερους παρέμεναν άγνωστοι. Ας θυμηθούμε τις συναντήσεις για την ιστορία των τεχνικών, για τα κρασί, τον «άρτο ημών» και ας προγραμματίσουμε τη συμμετοχή μας στο επιστημονικό τριήμερο, το Μάιο, στην Καλαμάτα, με θέμα: «Η ελιά και το λάδι» ή στη Νάουσα, το Σεπτέμβριο, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Φάνη Μπουτάρη, με θέμα «Αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης». Ας θυμηθούμε επίσης τη θαυμάσια έκδοση της «Σιμωνόπετρας», τον περιηγητικό Οδηγό της Θράκης με μετά-

φράσεις σε 4 γλώσσες, και τον Οδηγό της Μακεδονίας που ετοιμάζεται εντατικά. ' Εμπρακτα αποδεικνύεται, λοιπόν, το ενδιαφέρον του Ιδρύματος για τη Βόρεια Ελλάδα και ενισχύεται με τη στενή συνεργασία του με το Τεχνικό Μουσείο, που μας φιλοξενεί σήμερα. Από τη σύντομη αυτή ανασκόπηση δύο παράλληλων θετικών δραστηριοτήτων προκύπτει το αισιόδοξο συμπέρασμα και μήνυμα ότι η καινοτομική πολιτισμική δραστηριότητα είναι όχι μόνον αναγκαία, αλλά και εφικτή στη χώρα μας, και ακόμη ότι διαθέτουμε στελέχη, πείρα, πρότυπα άξια συμπαράστασης και άξια μίμησης. Η τεχνική παράδοση και παιδεία αρχίζουν να βρίσκουν στη ζωή μας τη θέση που τους ανήκει. Μπορούμε λοιπόν, πιστεύω, να αντιμετωπίσουμε με πλούσια πείρα και τον τομέα του τεχνικού πολιτισμού, στη διοργάνωση των εκδηλώσεων της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, που θα είναι η Θεσσαλονίκη το 1997. Θα επιθυμούσα, τελειώνοντας, να συγχαρώ το Διοικητικό Συμβούλιο του Τεχνικού Μουσείου, που είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη οργάνωσης αυτής της συνάντησης. Καλώντας μας, μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε, να επικοινωνήσουμε και να τιμήσουμε εκείνους που δούλεψαν πριν από εμάς για μας και να βιώσουμε, πέρα από τους αριθμούς και τα χαρτιά που αποτελούν την καθημερινότητα μας, την πολυδιάστατη σημασία του έργου μας. Το Τεχνικό Μουσείο είναι πράγματι παράθυρο στο μέλλον, με μεγάλη φωτεινή θέα. Του ευχόμαστε να συνεχίσει το έργο του με τους ίδιους ρυθμούς και την ίδια επιτυχία. Πιστεύω ότι όλοι θα το στηρίζουμε αποτελεσματικά. Το αξίζει. Σας ευχαριστώ


Νέο εντυπωσιακό εκθετήριο του ΟΤΕ στό Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Οι τηλεπικοινωνίες ήταν πάντοτε ένα σημαντικό και πολύ ενδιαφέρον τμήμα για τους επισκέπτες του Μουσείου. Άλλωστε, για τους περισσοτέρους, «τεχνολογία» σημαίνει κυρίως εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Και ποιες πιο γνωστές και καθημερινής χρήσης εφαρμογές του ηλεκτρισμού -με την εξαίρεση του φωτισμού- από το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση: δηλαδή τις «τηλεπικοινωνίες». Το Τεχνικό Μουσείο ήταν τυχερό, γιατί γρήγορα κατόρθωσε να συγκεντρώσει αξιόλογο φωτογραφικό υλικό και εκθέματα από τα πρώτα βήματα και της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης στην Ελλάδα και οι δύο, όπως είναι γνωστό, ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη. Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (πομποί, δέκτες, αεροπορία, ναυτιλία, ραδιοτηλέφωνα), σιγά σιγά συγκεντρώθηκε επίσης ένας μεγάλος αριθμός εκθεμάτων, συσκευών, μηχανημάτων και εξαρτημάτων, μέσα από τα οποία ο επισκέπτης μπορούσε να μάθει για τη λειτουργία και να παρακολουθήσει την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας στο χώρο αυτόν. Πολλά από τα εκθέματα ήταν προσφορά διαφόρων Υπηρεσιών του ΟΤΕ. Το καινούργιο όμως εκθετήριο των Τηλεπικοινωνιών, που σχεδίασε και πρόσφερε στο Μουσείο ο ΟΤΕ, είναι «το κάτι άλλο». Το Τεχνικό Μουσείο διέθεσε χώρο 50 τ.μ., και οι αρμόδιοι του ΟΤΕ, χρησιμοποιώντας και ένα μέρος του υλικού που είχε το Μουσείο, σχεδίασαν και εγκατέστησαν στο χώρο αυτόν ένα πρότυπο εκθετήριο, με πολλά καινοτομικά στοιχεία. Φωτογραφίες, διαγράμματα, μεγάλες φωτισμένες διαφάνειες και εντυπωσιακός αριθμός εξαρτημάτων και συσκευών παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες πλευρές και χαρακτηριστικά σημεία της εξέλιξης της τηλεγραφίας, της τηλεφωνίας, των τηλετύπων, της τηλεομοιοτυπίας (φαξ) και της τηλε-ειδοποίησης. Πολλές από τις συσκευές αυτές έχουν και «ιστορική» αξία, όπως μία οπτικο-μηχανική συσκευή για την αναμετάδοση της ώρας, της δεκαετίας του '30, τηλεπικοινωνιακοί δέκτες για τηλέτυπα πρακτορείων ειδήσεων, της δεκαετίας του '40, υπόγεια καλώδια 500 ζευγών, φερέσυχνα της πρώτης γενιάς (1 + 3) και η πρώτη συσκευή φαξ που χρησιμοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Τα εκθέματα όμως που «κλέβουν την παράσταση» είναι τα προπλάσματα και τα εκμαγεία που παρουσιάζουν σε λειτουργία τα συστήματα και τις τεχνικές τηλεπικοινωνιών που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα. Μπορεί κανείς να δει από κοντά και να στείλει σήματα ανάβοντας διαφορετικούς συνδυασμούς πυρσών, όπως ακριβώς γινόταν στην αρχαία Ελλάδα, όταν χρησιμοποιούσαν τις «φρυκτωρίες». Οι ηλεκτρονικές διατάξεις που κατασκευάστηκαν από τον ΟΤΕ και κάνουν τα εκθέματα «συμμετοχικά», επιτρέπουν τη γρήγορη κωδικοποίηση του σήματος και την «αφή» των πυρσών από τον επισκέπτη. Τέλος, σε μεγάλο ανάγλυφο χάρτη της Ελ-

λάδας μπορεί να δει ο επισκέπτης το φωτεινό σήμα να περνάει από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, από την Τροία στις Μυκήνες ή από την Κωνσταντινούπολη στον Μυστρά, και θαυμάζει τις γνώσεις και τις ικανότητες των αρχαίων Ελλήνων, όταν μαθαίνει ότι στις ίδιες ακριβώς βουνοκορφές, που οι αρχαίοι είχαν επιλέξει

Η βυζαντινή κεραμική αποτελεί έναν από τους πιο παραμελημένους και λιγότερο μελετημένους τομείς της βυζαντινής τέχνης έτσι μία έκθεση για τη βυζαντινή κεραμική όχι μόνο κινεί το ενδιαφέρον, αλλά και ξαφνιάζει. Η έκθεση «Βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική των Σερρών» οργανώθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού-Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και παρουσιάστηκε αρχικά τον Οκτώβριο - Νοέμβριο του 1992 στο Krannert Art Museum του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις στην Urbana Champaign, με αφορμή την οργάνωση εκεί του 18ου Annual Byzantine Studies Conference (βλ. Σερραϊκά Ανάλεκτα (1992), σ. 348-350). Η έκθεση συνοδεύτηκε από την έκδοση ενός τόμου με θέμα την εφυαλωμένη κεραμική των Σερρών, «Ceramic Art from Byzantine Serres», με αριθμό III στη σειρά Illinois Byzantine Studies. Η ίδια έκθεση, συμπληρωμένη με νεότερα ευρήματα από τις Σέρρες και τη Θεσ-

για την εγκατάσταση των φρυκτωριών, ο ΟΤΕ έχει εγκαταστήσει σήμερα τους σταθμούς αναμετάδοσης των μικροκυμάτων του σύγχρονου τηλεπικοινωνιακού δικτύου! ΜΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ


σαλονίκη, παρουσιάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών το φθινόπωρο του 1993, στα πλαίσια του διεθνούς συνεδρίου «Οι Σέρρες και η περιοχή τους», που οργάνωσε ο Δήμος Σερρών. Η έκθεση «Βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική των Σερρών» είχε ένα συγκεκριμένο ειδικό θέμα: την παρουσίαση της εφυαλωμένης κεραμικής που τα εργαστήρια των Σερρών παρήγαγαν κατά τη βυζαντινή και πιο συγκεκριμένα κατά την παλαιολόγεια περίοδο. Παλαιές αποχωματώσεις και πρόσφατες ανασκαφές στην πόλη των Σερρών έδωσαν ένα πλούσιο υλικό εφυαλωμένης κεραμικής, το οποίο, στο μεγαλύτερο του μέρος, αποτελείται από αγγεία, που ανήκουν, από άποψη διακόσμησης, στην ομάδα των εγχάρακτων με καφεκίτρινο και πράσινο χρώμα και χρονολογούνται στην παλαιολόγεια περίοδο. Πληθώρα αγγείων του είδους αυτού παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά στον πηλό, στο σχήμα και στη διακόσμηση, γεγονός που υποδεικνύει γι' αυτά τοπική σερραϊκή καταγωγή. Την άποψη αυτή επιβεβαίωσε και ενίσχυσε η ανεύρεση ημιτελών (σκάρτων) αγγείων με τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο τόπος ανεύρεσης τέτοιων ημιτελών αγγείων, που για κάποιο λόγο η κατασκευή τους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και δεν ήταν επομένως εμπορεύσιμα, είναι κατά τεκμήριο και ο τόπος κατασκευής τους. Εκτός από τα μισοτελειωμένα αυτά αγγεία, την ύπαρξη εργαστηρίων κεραμικής στις Σέρρες επιβεβαιώνει η ανεύρεση πήλινων ράβδων, που σχετίζονται με το γέμισμα του καμινιού και τη διαδικασία του ψησίματος. Οι ράβδοι αυτές έχουν μέση διάμετρο 3,5 εκ. και, πακτωμένες σε τρύπες γύρω στα τοιχώματα του καμινιού, χρησίμευαν για τη δημιουργία ραφιών, όπου κάθονταν τα αγγεία κατά τη διάρκεια του ψησίματος. Επιπλέον, εντοπίστηκαν πήλινα αντικείμενα μικρότερης διαμέτρου, κυλινδρικής επίσης διατομής, σε σχήμα S, που τοποθετούνταν μεταξύ των αγγείων για να εμποδίζουν τη συγκόλληση των εφυαλωμένων επιφανειών μεταξύ τους. Το είδος των αγγείων που, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, κατασκευάζονταν στις Σέρρες κατά τον 13ο και 14ο αιώνα, έχουν κόκκινο, μάλλον χοντρόκοκκο, πηλό και, ως προς το σχήμα, είναι στο συντριπτικό τους μέρος ανοικτά αγγεία, πολλές κούπες και λιγότερα πινάκια. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικός είναι ο διάκοσμος που, όπως ειπώθηκε, είναι εγχάρακτος με καφεκίτρινο και πράσινο χρώμα. Είναι πυκνός και επιμελημένος, αποδίδεται με λεπτή χάραξη, ενώ επιμέρους μοτίβα αναδεικνύονται συχνά με την επιπεδόγλυφη τεχνική. Τα διακοσμητικά θέματα των σερραίκών αγγείων είναι πολλά και ποικίλα: πουλιά και ζώα, φυτικά θέματα και απλά γεωμετρικά μοτίβα. Η εξωτερική επιφάνεια των αγγείων φέρει συχνά διακόσμηση από κουκκίδες, απλούς ή τεμνόμενους κύκλους καμωμένους με επίχρισμα. Η μελέτη του πλούσιου κεραμικού υλικού, και κυρίως τα ημιτελή αγγεία, έδωσαν πληροφορίες για την πορεία κατασκευής των σερραϊκών αγγείων. Αφού ο κεραμέας έπλαθε τα αγγεία πάνω στον τροχό και τα άφηνε να α-

ποκτήσουν σταθερό σχήμα, άπλωνε στην εσωτερική επιφάνεια των ανοικτών αγγείων ή στην εξωτερική των κλειστών ένα λεπτό στρώμα άσπρου επιχρίσματος, όπου, στη συνέχεια, χάρασσε το διάκοσμο. Όταν τα αγγεία στέγνωσαν καλά, έμπαιναν στο καμίνι για το πρώτο ψήσιμο. Στα ψημένα πια κεραμικά και πάνω στον εγχάρακτο διάκοσμο τοποθετούσε με πινέλο τα χρώματα, οξείδιο του σιδήρου για το καφεκίτρινο, οξείδιο του χαλκού για το πράσινο. Στο στάδιο αυτό τα αγγεία ψήνονταν για δεύτερη φορά. Τέλος, ο κεραμέας γυάλωνε τα αγγεία του με υάλωμα μολύβδου, το οποίο, μετά το τελικό τρίτο ψήσιμο, προσέδιδε σ' αυτά μιαν αδιάβροχη στιλπνή και διάφανη επιδερμίδα. Τα αγγεία των εργαστηρίων των Σερρών φαίνεται πώς γνώρισαν μεγάλη διάδοση. Ανασκαφές στο βυζαντινό Μελένικο της σημερινής Βουλγαρίας, στους Φιλίππους, στη Μαρώνεια και στη Μοσυνόπολη έδωσαν αγγεία που μπορούν να αποδοθούν στην παραγωγή των εργαστηρίων αυτών. Αγγεία με τα ίδια χαρακτηριστικά εντοπίστηκαν επίσης ανάμεσα σε ευρήματα από τη Θεσσαλονίκη, το βυζαντινό Κίτρος, τη Χαλκιδική και την Κόρινθο. Ένα σερραϊκό αγγείο βρίσκεται επίσης εντοιχισμένο στην εκκλησία της Κοιμήσεως της θε-

0 Δήμος Περάματος έχει αρχίσει να συλλέγει και να συντηρεί, από το 1983, παλιά εργαλεία, εξαρτήματα καϊκιών και άλλα αντικείμενα παραδοσιακής ναυπηγικής, σε μια προσπάθεια διάσωσης στοιχείων της ελληνικής ναυπηγικής παράδοσης. Στο Πέραμα και στην περιοχή μεταξύ Περάματος και Δραπετσώνας δημιουργήθηκαν αρκετά ξυλοναυπηγεια κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Στις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το Πέραμα είχε γίνει το σημαν-

οτόκου στη Μολυβδοσκέπαστη της Ηπείρου, ενώ κατά τον καθαρισμό της Laguna στη Βενετία, ανάμεσα στα άλλα όστρακα βυζαντινής κεραμικής που ανασύρθηκαν από εκεί, βρέθηκε και ένα δείγμα με τα χαρακτηριστικά των σερραϊκών αγγείων. Η έκθεση «Βυζαντινή εφυαλωμένη κεραμική των Σερρών» τεκμηριώνει ακριβώς την άποψη για την ύπαρξη εργαστηρίων εφυαλωμένης κεραμικής στην πόλη των Σερρών κατά την παλαιολόγεια περίοδο και επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα, όπως ποιος ήταν ο τρόπος και η διαδικασία κατασκευής τους, δηλαδή η τεχνολογία τους; ποια τα σχήματα και ο διάκοσμος τους, ποια η διάδοση τους; και γενικά να αποκαταστήσει μια εικόνα της κεραμικής που τα σερραϊκά εργαστήρια παρήγαγαν κατά την παλαιολόγεια περίοδο. Σε μια εισαγωγική προθήκη, με τη βοήθεια πέντε αγγείων, αντιγράφων, παρουσιάστηκαν πέντε στάδια στην κατασκευή ενός σερραϊκού αγγείου. Τα αγγεία αυτά έγιναν σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τη μελέτη του κεραμικού υλικού και ειδικότερα των σκάρτων ημιτελών αγγείων. Το αυθεντικό κεραμικό υλικό παρουσιάστηκε κατά θεματολογικές ενότητες διακόσμου, έτσι που να παρακολουθεί κανείς την ποικιλία και τις διαφοροποιήσεις των θεμάτων και των μοτίβων με τα οποία οι σερραίοι τεχνίτες κοσμούσαν τα αγγεία τους. Σε ξεχωριστή προθήκη παρουσιάστηκαν ευρήματα που μπορούν με βεβαιότητα να αποδοθούν στα σερραϊκά εργαστήρια και βρέθηκαν σε ανασκαφές στη Θεσσαλονίκη και στο βυζαντινό Κίτρος στην Πιερία. Τέλος, εποπτικό υλικό με σχέδια συμπλήρωσε τις πληροφορίες για τον τρόπο καμινιάσματος των σερραϊκών εργαστηρίων και επεσήμανε σε χάρτη τη διάδοση των σερραϊκών κεραμικών. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης στο Ιλλινόις οργανώθηκε εργαστήριο κεραμικής με θέμα Byzantine Sgraffito, όπου όσοι έλαβαν μέρος δοκίμασαν την εφαρμογή της εγχάρακτης τεχνικής διακοσμώντας αγγεία στα εργαστήρια κεραμικής της σχολής Art and Design. ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ-ΜΠΑΚΙΡΤΖΗ

τικότερο κέντρο ξυλοναυπηγικής, όπου μάστορες από διάφορα μέρη της Ελλάδας έρχονταν για να δουλέψουν στα ναυπηγεία. Οι πιο φημισμένοι από αυτούς προέρχονταν από τη Σύμη, τη Σάμο, τη Σύρο, τη Χίο και την Ύδρα, ενώ ένα μεγάλο μέρος των ναυπηγών και τεχνιτών ήταν Πόντιοι ή Μικρασιάτες. Το Πέραμα έγινε έτσι το σταυροδρόμι των τοπικών ναυπηγικών παραδόσεων από διάφορα μέρη του ελληνισμού. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο γερο-Ψαρρός από τη Σύ-


μη και ο Βροχίδης (« Αούτης») Πόντιος από την Οδησσό. Η τεχνική που αναβίωσε στο Πέραμα περιείχε στοιχεία τοπικής παράδοσης των περιοχών απ' όπου προέρχονταν οι ναυπηγοί. Κάποια από τα εργαλεία και τα άλλα αντικείμενα που έχει συλλέξει ο Δήμος Περάματος αποτελούν τεκμήρια των τοπικών παραδοσιακών τεχνικών που μεταφέρθηκαν και αναβίωσαν στο Πέραμα. Η συλλογή έχει γίνει κυρίως με τη φροντίδα του ξυλοναυπηγού Αλέκου Παπαδόπουλου, που με υπομονή συνεχίζει να μαζεύει, από το 1983, κάθε τεκμήριο της τέχνης αυτής, που έχει συνδεθεί απόλυτα με την ιστορία της πόλης. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί 130 εργαλεία ναυπηγικής και έχουν ταξινομηθεί σε εργαλεία σφυροκοπήματος (3), κοψίματος και σχισίματος (4), τρυπήματος (42), μετρήματος, σημαδέματος και χάραξης (14), σφιξίματος και υποστήριξης (9), λάξευσης (5), λείανσης και επεξεργασίας επιφανειών (40) και καλαφατίσματος(13). Η συλλογή περιλαμβάνει επίσης δέκα ναυπηγικά μοντέλα, δέκα μεγάλα αντικείμενα από παλιά καΐκια (λαγουδέρες, μπρατσόλια, ποδοστάματα, ανάγλυφες διακοσμήσεις) και περισσότερα από πενήντα μικρότερα αντικείμενα (μακαράδες, καρπουζάκια, τζαβέτες, καβίλιες, καρφιά). Μία άλλη ενότητα της συλλογής αποτελούν τα τέσσερα ομοιώματα καϊκιών και οι μακέτες από εργασίες στα παλιά ναυπηγεία, όπως το κόψιμο των ξύλων με το κουραστάρι, η ναυπηγική σχάρα με τα βάζα για τις ανελκύσεις και τις καθελκύσεις των καϊκιών και, τέλος, παλιές φωτογραφίες από το Δήμο. Υπάρχουν ακόμη αρκετά τεκμήρια της παράδοσης που αναβίωσε στο Πέραμα: (ναυπηγικά μοντέλα, συμβόλαια και σχέδια ναυπηγήσεων, λαϊκά σχέδια και πίνακες από τα ναυπηγεία και τα σκάφη που κατασκευάστηκαν στο Πέραμα), τα οποία ανήκουν σε ιδιώτες· ο Δήμος αγωνίζεται επίμονα να τα

συμπεριλάβει στη συλλογή για τη ναυπηγική. Με αφορμή τη συλλογή αυτή, ο Δήμος έχει προχωρήσει στη μελέτη ενός Μουσείου Ναυπηγικής, που θα δημιουργηθεί στο χώρο μεταξύ του νέου κολυμβητηρίου και της δημοτικής μαρίνας. Ο κοινωνικός ρόλος του μουσείου θα είναι πολύπλευρος, περιλαμβάνοντας, εκτός από τη μόνιμη έκθεση, μία υπαίθρια έκθεση με παλιά ελληνικά σκάφη, ένα εργαστήριο κατασκευής και συντήρησης ομοιωμάτων πλοίων, ένα εργαστήριο παραδοσιακής ναυπηγικής, μία μικρή μαρίνα για παραδοσιακά σκάφη και ένα γραφείο εκπαιδευτικών προγραμμάτων και μελετών. Το Μουσείο Ναυπηγικής στο Πέραμα είναι το κεντρικό πολιτιστικό έργο υπερτοπικής σημασίας που έχει προταθεί από το Δήμο Περάματος για να χρηματοδοτηθεί από το δεύτερο πακέτο Ντε Λορ.

Ο Δήμος, ωστόσο, έχει προχωρήσει στη σύνταξη της μελέτης για την οργάνωση του μουσείου και στην προμελέτη του αρχιτεκτονικού έργου, όπως επίσης και στην αρχική συντήρηση των εκθεμάτων με δικά του έξοδα, πιστεύοντας ότι θα έχει άμεση βοήθεια από την Πολιτεία, για να ολοκληρώσει το έργο αυτό. Η ναυπηγική είναι ένας από τους σημαντικότερους κλάδους της νεοελληνικής τεχνολογίας, και το Μουσείο Ναυπηγικής έχει αναμφίβολα πολύ υλικό να διερευνήσει και να παρουσιάσει. Το Πέραμα είναι ένας από τους λίγους φυσικούς χώρους που συνδέεται άμεσα με τη νεότερη ιστορία της τέχνης αυτής, και το Μουσείο Ναυπηγικής θα δώσει μία σημαντική πολιτιστική, οικονομική αλλά και ηθική υποστήριξη στους κατοίκους της πόλης αυτής.

Το Μάρτιο του 1990 η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσειολογίας, ' σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού και το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, ανέλαβε το έργο της επανέκθεσης της συλλογής του Μουσείου Ζυγομαλά στην Αυλώνα Αττικής. Το Μουσείο, με τη νέα του μορφή, εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 1991, υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού. Πρόκειται για τον καρπό της ζωής και του έργου της Λουκίας Ζυγομαλά (1866-1947). Ιδρύθηκε το 1937 με πρωτοβουλία της ιδίας και λειτούργησε εξαρχής στον εκθεσιακό χώρο που προστέθηκε γι' αυτόν το σκοπό στην εξοχική κατοικία της οικογένειας Ζυγομαλά. Μετά το θάνατο της οικοδέσποινας, περιήλθε, σύμφωνα με τη διαθήκη της, στο Κράτος

και έκτοτε παρέμεινε κατά περιόδους ανοικτό για το κοινό. Σήμερα, η κατοικία και ο εκθεσιακός χώρος συναποτελούν ένα Μουσείο, που φιλοξενεί την οικοσκευή και τη συλλογή κεντημάτων της ιδρύτριας. Προκειμένου να γίνει πιο εύκολα κατανοητό το σκεπτικό της πρόσφατης επανέκθεσης, παραθέτουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή, με βάση στοιχεία που προέκυψαν από έρευνα στα αρχεία του Μουσείου, στον Τύπο της εποχής και σε μεταγενέστερα άρθρα. Ιδιαίτερα σημαντικές υπήρξαν οι μαρτυρίες ανθρώπων, που είτε γνώριζαν προσωπικά τη Λουκία Ζυγομαλά είτε έζησαν τον απόηχο του έργου της. Η Λουκία Μπαλάνου, γόνος ευγενούς βορειοηπειρωτικής οικογένειας, παντρεύτηκε το

1888 τον Αντώνιο Ζυγομαλά. Το 1890 απέκτησαν ένα γιο, τον Ανδρέα. Ο Αντώνιος Ζυγομαλάς υπήρξε νομικός, βουλευτής Αττικής και Βοιωτίας καθώς και υπουργός Παιδείας επί κυβερνήσεως Θ. Δηλιγιάννη. Με δική του παρέμβαση και οικονομική αρωγή εξασφάλισε κτήματα του Ανδρέα Συγγρού προς όφελος των αγροτών της Αττικής. Το ζευγάρι έκτισε την εξοχική του κατοικία στην Αυλώνα και, εκτός από επιφανή μέλη της «καλής» αθηναϊκής κοινωνίας, έγιναν και «οι άρχοντες του χωριού». Ο Ανδρέας, έφεδρος ανθυπολοχαγός, σκοτώθηκε στον βορειοηπειρωτικό αγώνα, βυθίζοντας τους γονείς του σε αβάσταχτο πένθος. Μετά το θάνατο του γιου της, η Λουκία αφιερώνεται στην αναγέννηση και διάδοση της

ΚΩΣΤΑΣ Δ AM Ι ΑΝ ΙΔ ΗΣ


κεντητικής τέχνης. Είναι η εποχή που επώνυμοι άνθρωποι του πνεύματος αντιδρούν στη διείσδυση ξένων προτύπων ζωής στην ελληνική κοινωνία και συμβάλλουν ενεργά στη διάσωση της λαϊκής τέχνης και των παραδοσιακών επαγγελμάτων. Το 1915, ιδρύονται με δικές της δαπάνες σχολές σε διάφορα χωριά της Αττικής, «αποσκοπούσαι την ανάπτυξιν και τελειοποίησιν των χωρικών κεντημάτων και ταπήτων και παροχήν συγχρόνως εργασίας εις τας χωρικάς εν τω οίκω των, κατά τον χρόνον της διακοπής των αγροτικών εργασιών των». Η «ευγενής δέσποινα» τροφοδοτεί τις σχολές με σχέδια εμπνευσμένα από το κέντημα της φορεσιάς, προπάντων της Αττικής και της Βοιωτίας αλλά και άλλων περιοχών της χώρας. Τα καινούργια μοτίβα που δημιουργεί, συνήθως είναι απλουστευμένες παραλλαγές των παραδοσιακών εντάσσονται όμως σε ευρύτερες περίτεχνες παραστάσεις και διαμορφώνουν πρωτότυπες συνθέσεις, που αποδίδονται με πληθώρα χρωματικών τόνων. Καθώς βαθμιαία το λαϊκό κέντημα, σε νέους χρηστικούς ρόλους, από τα μανίκια (στους τράκους) και από τους ποδόγυρους (στα πουκάμισα) περνά σε κουρτίνες, μαξιλάρια, τραπεζομάντιλα και κλινοσκεπάσματα, χάνει μεν το συμβολικό του χαρακτήρα, αλλά διασώζεται σε νεότερη λειτουργικότητα ως διακοσμητικό είδος. Ως τις παραμονές του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, τα έργα των σχολών, που φέρουν σαφέστατα τη σφραγίδα της δημιουργού, διατίθενται σε ειδικό πρατήριο στην Αθήνα και παρουσιάζονται σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπου αποσπούν βραβεία και επαίνους. Οι εισπράξεις από την πώληση των κεντημάτων παραχωρούνται στις χωρικές, και έτσι δημιουργείται ένα είδος κοινοπραξίας. Όταν το 1936 δεν είναι πλέον σε θέση να διατηρήσει τις σχολές, συγκεντρώνει τα κεντήματα που δεν έχουν διατεθεί και τα εκθέτει σε ειδικό χώρο που οικοδομεί ως προέκταση της κατοικίας της. Από το 1930, έτος θανάτου του Αντώνιου Ζυγομαλά, η Λουκία εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αυλώνα. Συγκέντρωσε γύρω της αντικείμενα, είτε από το σπίτι της στην Αθήνα είτε από τη λειτουργία των σχολών, προσπαθώντας να διατηρήσει ζωντανές τις μνήμες μιας ολόκληρης ζωής. Πέθανε το 1947, σε ηλικία 81 ετών, έχοντας διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της σε κοινωφελή προσφορά. Όταν η ομάδα εργασίας, που συστάθηκε από τους προαναφερθέντες φορείς, ανέλαβε το έργο της επανέκθεσης, το Μουσείο είχε παραμείνει κλειστό για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να επισκευαστεί η στέγη του κτιρίου και να γίνει ανακαίνιση των εσωτερικών χώρων, εργασία που είχε εκτελέσει η Τεχνική Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ. Τα έπιπλα και τα αντικείμενα του σπιτιού είχαν πρόχειρα συσκευαστεί και βρίσκονταν «ατάκτως έρριμμένα» στον εκθεσιακό χώρο. Τα κεντήματα ήταν τοποθετημένα σε προθήκες, επιτοίχιες και επιδαπέδιες, που είτε η ίδια η Λουκία Ζυγομαλά είχε παραγγείλει σε τεχνίτες της εποχής, είτε είχαν κατασκευαστεί αργότερα, με πρωτοβουλία ανθρώπων που «καλή

τη πίστει» ασχολήθηκαν κατά καιρούς με το Μουσείο' το αποτέλεσμα ήταν ο χώρος να έχει χάσει την αρχική του μορφή, που ούτως ή άλλως δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός σύγχρονου ιδρύματος. Από την πρώτη στιγμή ήταν ορατή η ανάγκη δραστικής επέμβασης, ώστε τα εκθέματα: (α) να προστατευτούν από τη φθορά που τους προκαλούσαν η άμεση επαφή με την υγρασία των τοίχων και με άλλα εντελώς ακατάλληλα υλικά, ο λανθασμένος τρόπος ανάρτησης, η έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία, τόσο του φυσικού όσο και του τεχνητού φωτισμού κ.ά., (β) να παρουσιαστούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύονται και ταυτόχρονα να μαρτυρούν το ιστορικό της δημιουργίας τους. Η πληθώρα αταξινόμητων αντικειμένων δεν θα είχε καμία απήχηση στο σημερινό επισκέπτη, εφόσον πλέον η Ζυγομαλά δεν υπάρχει για να ξεναγεί, να εξηγεί, να διηγείται το έργο της. Ως εκ τούτου, και στο βαθμό που επιτρέπουν τα όρια μιας συγκεκριμένης έκθεσης, αποφασίστηκε να υπογραμμιστούν σημεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως: α) η μέθοδος μεταφοράς των μοτίβων από την παραδοσιακή ενδυμασία σε νέα είδη, είτε διακοσμητικά είτε χρηστικά, ακόμη και σε είδη ρουχισμού β) οι διαφορές ανάμεσα στο παραδοσιακό και το διασκευασμένο σχέδιο" γ) η αφθονία των αναπροσαρμοσμένων μοτίβων και των νέων ειδών, έστω και με ενδεικτική παρουσίαση· δ) οι διάφορες βελονιές και η ποικιλία των υφασμάτων ε) η καλλιτεχνική αξία των χειροποίητων δημιουργημάτων στ) η ίδρυση των σχολών, η παραγωγική διαδικασία, η διάθεση των έτοιμων κεντημάτων, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της κοινοπραξίας και η νομική κατοχύρωση των προϊόντων ζ) η συμμετοχή της εταιρείας σε εκθέσεις· η) το ιστορικό της ίδρυσης του Μουσείου·

θ) ο ιδιωτικός χώρος της οικογένειας Ζυγομαλά. Από την αρχή αποσκοπήθηκε η δημιουργία θεματικών ενοτήτων μέσα ο' ένα περιρρέον θεωρητικό πλαίσιο, που διατηρεί τη συνοχή και τη συνέχεια της έκθεσης και βοηθά στην επικοινωνία με τον επισκέπτη. Αυτό σημαίνει ότι ο τελευταίος, περιφερόμενος μέσα στο μικρό μουσείο, λαμβάνει μηνύματα όχι μόνο από την κάθε ενότητα ξεχωριστά αλλά και από τους συσχετισμούς που υποβάλλονται μεταξύ των ενοτήτων. Κατ' αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η αποσπασματική γνώση, ενώ ενισχύεται «διακριτικά» η μάθηση. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ο παρατηρητής μπορεί εύκολα να αποκωδικοποιήσει τη μουσειογραφική γλώσσα της έκθεσης και να καταλήξει σε λογικά συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, δημιουργήθηκαν πέντε εκθετικές επιφάνειες μέσα σε τρεις αυτόνομες προθήκες, όπου η ταυτόχρονη συνύπαρξη αυθεντικού εξαρτήματος της παραδοσιακής φορεσιάς, πλαισιωμένων σχεδίων και δειγμάτων και νεότερων κεντημάτων, που φέρουν πλέον το μοτίβο ειδικά τροποποιημένο -σε συνδυασμό με το συνοδευτικό εποπτικό υλικό (ανάλυση και γραφική αναπαράσταση των σχεδίων), μιλά σαφέστατα για τα στάδια αναπαραγωγής. Είναι προφανές ότι σε κάθε επιφάνεια παρουσιάζεται ένα μόνο μοτίβο και οι παραλλαγές του. Σε δύο ακόμη προθήκες εκτίθενται όσο το δυνατόν περισσότερα κεντήματα των σχολών. Εδώ η ποικιλία των μοτίβων αποδεικνύει την έκταση του έργου της ιδρύτριας. Συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ωραιότερα κομμάτια της συλλογής, τα οποία συνοδεύονται από εποπτικό υλικό σχετικό με τις βελονιές των κεντημάτων. Σε χαμηλό βάθρο, στο βάθος του εκθεσιακού χώρου, η παρουσίαση υλικών τεκμηρίων συναφών με τη λειτουργία των σχολών, όπως του λογότυπου της εταιρείας, της σφραγίδας, τετραδίων παραγγελιών, βιβλίων εσόδων-εξό-


δων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (ένα είδος «copyright» για τα σχέδια, της εποχής), εργαλείων της κεντητικής τέχνης (στάμπα, τελάρο), παραπέμπει τον επισκέπτη στο χώρο και το χρόνο της δραστηριότητας της κοινοπραξίας. Γίνεται επίσης αναφορά στη δημιουργία μουσείου από την ίδια τη Ζυγομαλά. Σε δεύτερο βάθρο, στην κάθετη προέκταση του εκθεσιακού χώρου, εκτίθενται τα τρισδιάστατα αντικείμενα, όπως έπιπλα με κεντητές στόφες, αμπαζούρ και άλλα. Εκεί, σε μία συμβολική αναπαράσταση του περιπτέρου της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών του Παρισιού, το 1925, προβάλλονται τα είδη που διακρίθηκαν και απέσπασαν βραβεία. Και στα δύο βάθρα τα εκθέματα πλαισιώνονται από μεγεθυμένα αντίγραφα φωτογραφιών του Μουσειακού Αρχείου. Στο χώρο της καθεαυτής κατοικίας στήθηκαν επιλεγμένα κομμάτια της οικοσκευής, μικροαντικείμενα, οικογενειακές φωτογραφίες και πορτραίτα, σε μία προσπάθεια παρουσίασης της κατοικίας μέσα στην οποία έζησε περισσότερα από είκοσι χρόνια η «καλή κυρά της Αυλώνας». Τέλος, προκειμένου να προβληθεί μία επιπλέον πλευρά της σύγχρονης μουσειολογικής πρακτικής, σε ειδικό πίνακα αναφέρονται συνοπτικά οι εργασίες συντήρησης μιας θαυμάσιας κεραμικής θερμάστρας, που κοσμεί το χώρο υποδοχής του κτιρίου. Η δομή της έκθεσης κατά κάποιον τρόπο υπαγορεύτηκε από τη φυσική κατανομή του χώρου και από την ανάγκη, λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου προϋπολογισμού, να χρησιμοποιηθούν παλιές προθήκες του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Καταβλήθηκε, πάντως, κάθε δυνατή προσπάθεια για τη δημιουργία ενός καλαίσθητου, φιλόξενου και φιλικού προς τα αντικείμενα περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στο φωτισμό, στην επιλογή των χρωμάτων για το χώρο και τις επιμέρους εκθετικές επιφάνειες, στην τέλεια εκμετάλλευση των διαστάσεων των προθηκών και στη δημιουργία νέων μικρο-κατασκευών. Πρέπει να σημειωθεί, τέλος, ότι ο στόχος της έκθεσης, που κατά το πλείστον συμπίπτει με τις επιδιώξεις της Λουκίας Ζυγομαλά, είναι να προκαλέσει στον επισκέπτη εύλογους συνειρμούς για: α) τη σημασία αναζωογόνησης των παραδοσιακών επαγγελμάτων και την εύρεση νέων εφαρμογών των παραδοσιακών τεχνών β) το θετικό αντίκτυπο, που συνήθως έχουν τέτοιες πρωτοβουλίες στον κοινωνικό περίγυρο, όπως, π.χ., αυξάνεται η προσφορά εργασίας και βελτιώνεται η ποιότητα ζωής, τόσο του δημιουργού όσο και του καταναλωτή των προϊόντων γ) το ρόλο που ένα μουσείο μπορεί να διαδραματίσει σ' αυτή τη διαδικασία. 1. Η Ελληνική Εταιρεία Λαογραφικής Μουσείο-λογίας ιδρύθηκε το 1987, με σκοπό την με κάθε νόμιμο μέσο ενίσχυση των Λαογραφικών Μουσείων και Συλλογών της επικράτειας.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΙΔΟΥ Μουσειολόγος

Για το σύνολο του Συμποσίου έχω να κάνω μία πρώτη διαπίστωση: η μουσειολογία, όπως μας την παρουσίασαν, δεν είναι πια η μουσειολογία όπως μου την προσδιόριζαν πριν από μερικά χρόνια. Δηλαδή, μία μουσειολογία περιοριζόμενη στην «οικονομία» του Μουσείου (με την έννοια της διαχείρισης, της οργάνωσης και της διοίκησης), ακριβέστερα μία μου· σειο-οικονομία. Ήταν τότε, καταρχήν, μία οργανωτική πρακτική, η τέχνη της οργάνωσης ενός μουσείου μάλλον παρά μια αυστηρή επιστήμη και τεχνική. Έδινε απαντήσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα: για τις συλλογές (συγκρότηση, αύξηση, ταξινόμηση, συντήρηση και παρουσίαση στο κοινό), για το ίδιο το Μουσείο ως οργανωμένη υπηρεσία (κανονισμός, προσωπικό, λογιστική, χώροι, εξοπλισμός), για τους χρήστες (αμοιβαίες υποχρεώσεις προσωπικού και κοινού, πρόσβαση στις συλλογές). Όμως αυτές οι απαντήσεις, που αφορούσαν κυρίως τις συλλογές και το Μουσείο, παρέμειναν συχνά εμπειρικές, άρα δύσκολα γενικεύσιμες. Αυτή η προσέγγιση είναι ακόμη ενεργός. 'Έχω ως απόδειξη το πρόγραμμα της εντελώς πρόσφατης Εθνικής Σχολής Πολιτισμικής Κληρονομιάς (Ecole Nationale du Partimoine) που αρθρώνεται γύρω από δύο ομάδες διδασκαλίας. Η πρώτη είναι διδασκαλία γενικού τύπου, αφιερωμένη στη μελέτη των πολιτισμικών διοικητικών θεσμών, του δικαίου για τα πολιτιστικά θέματα, της οικονομίας της πολιτισμικής κληρονομιάς, της οικονομικής διαχείρισης, της κοινωνικής διαχείρισης και των τεχνικών εργαλείων (μηχανοργάνωση, πληροφορική τεκμηριωτική, αναπαραγωγή της εικόνας...)· της διδασκαλίας αυτής προηγείται μία μαθητεία σε πολιτισμική διοίκηση. Η δεύτερη διδασκαλία είναι τεχνικού τύπου, αφιερωμένη στην πολιτισμική κληρονομιά και τη διάδοση της, στα προβλήματα τα συνδεόμενα με την κατασκευή και τη διαχείριση ενός κτιρίου, στις μεθόδους και τις τεχνικές συλλογής, συντήρησης και αποκατάστασης των έργων τέχνης, των κινητών αντικειμένων, των αρχείων..., και σε συνέχεια μια μαθητεία σε ένα ίδρυμα πολιτισμικής κληρονομιάς. Αυτό που επίσης συγκρατώ, απ' όσα μας παρουσιάστηκαν στο Συμπόσιο, είναι ότι οι απαντήσεις που δίνει η μουσειολογία το 1991 είναι, κατά πλειοψηφία, απαντήσεις στα προβλήματα που θέτει ο χρήστης, ο επισκέπτης. Αφού είχε αρχικά προσανατολιστεί στο να λειτουργήσει ως «πομπός», η μουσειολογία - και χαίρομαι γι' αυτό - προσανατολίζεται τώρα στο ρόλο του «δέκτη». Ας ελπίσουμε ότι η ακρόαση δεν θα γίνει το πιστεύω της, και η μέτρηση της ακροαματικότητας ο λόγος της ύπαρξης της! Αυτό που συγκράτησα επίσης είναι ότι οι απαντήσεις που σήμερα δίνονται είναι, οι περισσότερες, γενικεύσιμες, στηριζόμενες σε μία συστηματοποίηση, ακόμη εύθραυστη βεβαίως, που διαμορφώνεται όμως βαθμιαία.

Υπό το φως των συζητήσεων στις οποίες αντιπαρατέθηκαν θεωρητικοί και πρακτικοί, έχω την εντύπωση ότι το ενδιαφέρον της εισαγωγής αυτής της συστηματοποίησης δεν το συμμερίζονταν οι «επαγγελματίες». Υπήρχαν ακόμη πράγματι κάποιες αναθυμιάσεις εμπειρισμού. Στο τμήμα βασικές έννοιες, μου έκανε λ.χ. εντύπωση η εμμονή αυτού του πραγματισμού σε ορισμένους παλιούς ή καινούργιους μεγάλους σχεδιασμούς, που δεν φαίνονται να στηρίζονται σε σημαντική διερεύνηση. Βιομηχανίες πολιτισμικές, επιστημονικές και τεχνικές, οι μεγάλοι αυτοί σχεδιασμοί αφιερώνουν άραγε το 3% ως 5% του προϋπολογισμού τους σε δραστηριότητες έρευνας-ανάπτυξης, όπως κάνουν γενικά οι μεγάλες επιχειρήσεις; Παρ' όλα αυτά έχουν διατυπωθεί κανόνες (όπως π.χ. ο κανόνας της συνέχειας), έχουν προταθεί έννοιες-κλειδιά (όπως το κεφάλαιο γνωριμίας). Οδηγήθηκα στην ίδια διαπίστωση στο τμήμα των πολυμέσων. Εγκαθιδρύεται μία καλπάζουσα χρήση σύγχρονων μέσων επικοινωνίας, που φέρνει μαζί της ένα σκεπτικό ακόμη εύθραυστο. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει τις δυσκολίες ελέγχου αυτών των νέων μέσων, όπως ο σταθμός ενημέρωσης, ή παλαιών, όπως η ετικέτα. Όμως, παρ' όλα αυτά, πήγαμε από την τεχνική έννοια, το κείμενο, στη συναισθηματική έννοια, τη συγκίνηση (την αισθητική του σόκ), την οποία ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι πλήρως, ή μάλλον δεν βλέπω πώς μπορεί να εναρμονιστεί με την πληροφόρηση: είναι υπέρ της πληροφόρησης ή εναντίον της πληροφόρησης: Έννοιες επιστημονικές αλλά και μεθοδολογίες επιστημονικές. Το τμήμα για το κοινό μού απέδειξε πόσο ενδιαφέρον έχει να χρησιμοποιούνται, για τη μελέτη των διαφόρων ομάδων κοινού, οι μέθοδοι και οι τεχνικές των κοινωνικών επιστημών, όπως η δημοσκόπηση, το ερωτηματολόγιο. Μου φαίνεται ότι πρέπει να ενταχθούν, όλο και περισσότερο, στις τεχνικές διαχείρισης των μουσείων. Όσον αφορά το τμήμα Ιστορία - Επιστημολογία, που μας πρόσφερε την έννοια του αχρονικού μουσείου, ως διασταύρωση δύο χρονικοτήτων (μνήμης και δυναμικής), επιβεβαίωσε τον πρωτεύοντα ρόλο του σε σχέση με τις συλλογές και τα πρώτα του ενδιαφέροντα για τον επιστημονικό και τεχνικό πολιτισμό. Τέλος, αυτό που συγκράτησα είναι ότι οι απαντήσεις που δίνει η μουσειολογια του 1991 είναι, κατά πλειοψηφία, απαντήσεις διεπιστημονικές. Άκουσα να μιλούν για κοινωνιολογία, για ψυχολογία, για ανθρωπολογία, για γλωσσολογία, για ιστορία, για φιλοσοφία, για επιστήμες της παιδείας, για επιστημολογία, για φυσικές και βιολογικές επιστήμες, όμως κυρίως για πληροφόρηση και για επικοινωνία: το Μουσείο γίνεται προϊόν πληροφόρησης, υπηρεσία πληροφόρησης, βιομηχανία πληροφόρησης, πολιτισμική βιομηχανία... Η πληροφοριακή και επικοινωνιακή συμπεριφορά είναι όλο και περισσότερο παρούσα στο επίπεδο: α) της μελέτης των επισκεπτών, του χρή-


στη, των προσδοκιών του, των παραστάσεων του, των διαδρομών του..." β) της επιλογής των μουσειολογικών εξοπλισμών, όλο και περισσότερο πληροφοριακών και επικοινωνιακών. Διαπιστώνω επίσης ότι η αλληλουχία των μουσειολογικών προϊόντων, αντικείμενο (της συλλογής), έκθεμα (της έκθεσης), αντικείμενο έρευνας (plore, νέα έννοια προερχόμενη από το exploratorium = εξερευνητήριο), χαρακτηρίζεται από διαδοχικούς πληροφοριακούς εμπλουτισμούς. Περνούμε από την «όραση», στην «όραση-ακοή» και στην «όραση-ακοή-αφή». Επόμενο στάδιο: η «όραση-ακοή-αφή-όσφρηση»· γ) της εσωτερικής σημειωτικής του κειμένου και της εικόνας, και της εξωτερικής δημοσιοποίησης δ) και, τέλος και κυρίως, των ηλεκτρονικών και φωτονιακών (photoniques) τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας.

Εισάγουμε λοιπόν έννοιες και μεθοδολογίες, όμως δημιουργούμε, όπως είδαμε, και νέες. Έτσι, μπορούμε να μιλήσουμε για μία επιστήμη των μουσείων των επιστημών και των τεχνικών, για ένα νέο πεδίο γνώσεων, εφοδιασμένο με το επιστημονικό και κοινωνικό του θεσμικό πλαίσιο. Έχουν όμως συγκεντρωθεί, αυτή τη στιγμή, όλα του τα συστατικά; Επειδή αμφιβάλλω, ας μιλήσω μάλλον για ένα νέο εργοτάξιο γνώσεων... ένα μικρό εργοτάξιο... μία μικρή επιχείρηση με μερικούς υπαλλήλους... Τί κάνουμε με αυτό; - Μελετούμε τη φύση και τη γένεση των επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών, που προορίζονται για μη-εξειδικευμένες ομάδες κοινού. - Αναλύουμε τις διαδικασίες παραγωγής, επικοινωνίας και χρήσης αυτών των επιστημονικών και τεχνικών πληροφοριών, που προορίζονται για τις συγκεκριμένες ομάδες κοινού.

- Επινοούμε τα συστήματα (συλλογές, εκθέσεις, εξερευνήσεις), που επιτρέπουν τη μετάδοση τους, τη χρήση τους και την εναποθήκευση τους. Το πρόγραμμα αυτό είναι, στην πραγματικότητα, παράγωγο της επιστήμης τηςπληροφόρησης, που για το λόγο αυτόν μου φαίνεται ως η επιστήμη-κλειδί της νέας μουσειολογίας. Ωστόσο, η πραγμάτωση του προγράμματος δεν μπορεί να συντελεστεί χωρίς τη συνεργασία των αδελφών επιστημών, που είναι οι επιστήμες της παιδείας και η ιστορία-επιστημολογία των επιστημών και των τεχνικών.

Η σημασία της προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς και ο ρόλος της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας είναι θέματα που έχουν παρουσιαστεί διεξοδικά τόσο από την Τεχνολογία όσο και από άλλες εκδόσεις του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ αλλά και άλλων φορέων. Το σημείωμα αυτό έχει ως στόχο να συμβάλει στην ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών στο θέμα της δημιουργίας ενός νομοθετικού πλαισίου για την προστασία αυτής της κληρονομιάς. Το Υπουργείο Πολιτισμού έχει ήδη ξεκινήσει την καταγραφή των βιομηχανικών κτιρίων και συγκροτημάτων και τη σύνταξη Αρχείου Βιομηχανικής Αρχαιολογίας που περιλαμβάνει τα κτίρια «που έχουν χαρακτηριστεί άλλα ως έργα τέχνης και άλλα ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία» (Υπουργείο Πολιτισμού, 1989, σ. 20).' Εδώ θα αναφερθούμε στο στάδιο που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο αυτές φάσεις (α) της καταγραφής και (β) της σύνταξης αρχείου των αξιόλογων μνημείων, δηλαδή στην ίδια τη διαδικασία επιλογής των μνημείων που θα κριθούν διατηρητέα. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η διάσωση όλων των βιομηχανικών (και όχι μόνο) μνημείων μιας χώρας είναι ανέφικτη, προκύπτει η ανάγκη εκλογίκευσης των κριτηρίων βάσει των οποίων προβαίνουμε στην κατάρτιση ενός εθνικού αρχείου προστατευόμενων μνημείων. Θα παρουσιάσουμε το παράδειγμα της Αγγλίας, που πρόσφατα ανανέωσε αυτή τη διαδικασία επιλογής. Πρόκειται για ένα σύστημα που αφορά την αξιολόγηση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο σύνολο της και όχι αποκλειστικά τη βιομηχανική κληρονομιά. Αυτή η σφαιρική και ενιαία θεώρηση φαίνεται να βοηθάει στη σωστή και ισόρροπη εκπροσώ-

πηση όλων των ιστορικών περιόδων στο δίκτυο των διατηρητέων μνημείων. Μία διευκρίνιση χρειάζεται εδώ, για να τεθεί σε σωστή βάση ένας διάλογος γύρω από το θέμα. Η νομική προστασία που παρέχει η κήρυξη του μνημείου ως διατηρητέου είναι ένας μόνο τρόπος διατήρησης του, και όχι πάντα ο καταλληλότερος: κτίρια που είναι δύσκολο να διατηρηθούν in situ μπορούν να μελετηθούν και καταγραφούν από τους ειδικούς, οπότε μιλούμε για διάσωση διά αποτύπωσης (preservation by record). Δεν ταυτίζεται λοιπόν απαραίτητα η διατήρηση in situ με την καταλληλότερη μέθοδο προστασίας. Γι' αυτό κρίνεται χρήσιμο να θεσπιστεί μία σειρά κριτηρίων που δίνουν επιστημονικά ερείσματα στη διαδικασία κήρυξης διατηρητέων μνημείων. Το σύστημα που θα περιγράψουμε σχεδιάστηκε με στόχο την επανακαταγραφή των πολιτιστικών μνημείων της Αγγλίας και την επανεξέταση της απόδοσης του νομικού τίτλου προστασίας «διατηρητέο» μετά από τη διαπίστωση αδυναμιών του προϋπάρχοντος συστήματος. Άνιση κατανομή του τίτλου προστασίας στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, αναντιστοιχία ανάμεσα στη γενική αντίληψη του κοινού σχετικά με τη σημασία ενός κτιρίου και τη νομική του προστασία ως μνημείου, άνιση εκπροσώπηση των διαφόρων ιστορικών περιόδων μέσω των διατηρητέων, και άλλα, ήταν από τα προβλήματα που ζητούσε να λύσει η αναθεώρηση του συστήματος. Η κεντρική ιδέα του νέου συστήματος συνίσταται στη διάκριση των εννοιών «μνημεία εθνικής σημασίας» και «μνημεία σημαντικά για την τοπική ιστορία». Ο τίτλος του διατηρητέου φυλάσσεται για την πρώτη κατηγορία,

ενώ για τα μνημεία της δεύτερης κατηγορίας ενθαρρύνονται όλο και περισσότερο οι τοπικές αρχές να ακολουθήσουν πολιτική προστασίας τους, ασκώντας το έργο τους στους τομείς της πολεοδομίας, παιδείας και ψυχαγωγίας. Ο έλεγχος της ποιότητας του έργου των τοπικών αρχών εξασφαλίζεται με την υποχρέωση τους να καταγράφουν την πολιτική που ακολουθούν στην πολεοδομική ανάπτυξη, να τηρούν αρχεία ιστορικών κτιρίων και να αποδεικνύουν την ευστοχία της πρακτικής τους. Βασική επίσης διάκριση είναι εκείνη της κατηγορίας μνημείων από τα μεμονωμένα μνημεία. Στο πρώτο στάδιο αξιολογείται η σημασία μιας κατηγορίας μνημείων (π.χ. εκκλησίες) με βάση τα υπάρχοντα ανασκαφικά και αρχειακά δεδομένα. Στη δεύτερη φάση αξιολογούνται τα συγκεκριμένα μνημεία (μία συγκεκριμένη εκκλησία), των οποίων η ποιότητα κρίνεται με βάση τον «μέσο όρο ποιότητας» μνημείων ομοειδούς κατηγορίας. Χρησιμοποιούνται, δηλαδή, τα συμπεράσματα του πρώτου σταδίου και κρίνεται αν το μνημείο είναι εθνικής ή τοπικής σημασίας. Στο τρίτο στάδιο αξιολογείται το μνημείο από την άποψη της διαχείρισης του (δυνατότητες σύγχρονων χρήσεων, συντήρηση κ.λπ.), αξιολόγηση που λαμβάνεται υπόψη, υπό ορισμένες συνθήκες, στην απονομή του τίτλου του διατηρητέου.

1. REMUS, Η Μουσειολογία των Επιστημών και των Τεχνικών. Πρακτικά του Συμποσίου (12-13 Δεκεμβρίου 1991), Μέγαρο των Ανακαλύψεων OCIM, 1993. Μετ. Γ. ΣΠΑΝΟΣ

Πώς ορίζεται το μνημείο Με τον όρο μνημείο νοείται κάθε κτίριο ή κατασκευή επί της γης ή υπό αυτήν και κάθε τοποθεσία όπου σώζονται ερείπια από τέτοιες κατασκευές ή από κινητά αντικείμενα και κατασκευές που είτε αποτελούν τμήμα κάποιου μνημείου είτε όχι (π.χ. πλοία, αεροπλάνα, άλλα οχήματα).


Επειδή στην τάξη των μνημείων ανήκουν και κατηγορίες που δεν είναι εύκολα κατατάξιμες και ξεφεύγουν από την έννοια του μεμονωμένου μνημείου, διακρίθηκαν τρεις μορφές υπό τις οποίες σώζονται τα μνημεία. Το σύστημα αξιολόγησης εφαρμόζεται σε καθεμία από αυτές τις κατηγορίες οι οποίες είναι: Μεμονωμένα μνημεία, που αξιολογούνται βάσει της κατηγορίας στην οποία ανήκουν (π.χ. ρωμαϊκά φρούρια, σιδηρουργεία. εγκαταλελειμμένα χωριά). Η έκταση και το μέγεθος δεν παίζουν ρόλο στο χαρακτηρισμό τους ως μεμονωμένων μνημείων. Αγροτική περιοχή που έχει περιπέσει σε αχρησία (Relict landscape). Πρόκειται για περιοχή που περιλαμβάνει μνημεία με συνοχή στο χρόνο και το χώρο. Αξιολογούνται ως σύνολα αντιπροσωπευτικά μιας περιόδου. Αστική περιοχή. Περιλαμβάνει σύνολα μνημείων αντιπροσωπευτικών διαδοχικών χρονικών περιόδων. Η λειτουργία του συστήματος Υπάρχουν τρία επίπεδα αξιολόγησης, που λειτουργούν με βάση ένα σύνολο, ιδιαίτερο για το κάθε επίπεδο, κριτηρίων: 1. Χαρακτηρισμός και αξιολόγηση κάθε κατηγορίας μνημείων ως ιστορικού τεκμηρίου για την ιστορία του έθνους Κάθε τύπος μνημείου εκπροσωπείται από ένα συγκεκριμένο ποσοστό δειγμάτων αναλόγως της διάρκειας της εμφάνισης του στο χρόνο και της ποικιλίας των μορφών που παρουσιάζει. Όσο μεγαλύτερες τιμές παίρνουν αυτά τα μεγέθη, τόσο περισσότερα δείγματα επιβάλλεται να διατηρήσουμε για την ισόρροπη εκπροσώπηση τους στο «αρχείο διατηρητέων». Σταθμίζονται λοιπόν αυτά τα μεγέθη για κάθε κατηγορία, βάσει των οποίων θα δοθεί μία εικόνα του ποσοστού των διατηρητέων δειγμάτων. Δεν αποκλείονται βέβαια και οι περιπτώσεις διάσωσης όλων των δειγμάτων ενός τύπου, λόγω της μοναδικότητας τους. Δεν πρόκειται για παιχνίδι αριθμών αλλά για αξιολόγηση βάσει δεδομένων. Τα τέσσερα κριτήρια με τα οποία γίνεται ο χαρακτηρισμός αυτός είναι: α) Χρονολογικά όρια εμφάνισης του μνημείου β) Σπανιότητα των διασωζόμενων δειγμάτων του Ανεξάρτητα από τη χρονική διάρκεια εμφάνισης ενός τύπου ιστορικά, τα σωζόμενα σήμερα δείγματα μπορεί να αφθονούν ή να σπανίζουν. Αναλόγως αλλάζει και η σημασία της διάσωσης τους. γ) Ποικιλία μορφής (πρέπει να είναι ανάλογη η δειγματοληπτική διάσωση). δ) Αντιπροσωπευτικότητα του μνημειακού τύπου για την εποχή του Ορισμένες εποχές εκπροσωπούνται από πολλαπλούς τύπους μνημείων, άλλες από περιορισμένους. Αυτό μεταβάλλει τη σημασία των μνημείων. Για όλη αυτή τη διαδικασία του πρώτου σταδίου προβλέπεται η σχετική τεκμηρίωση για κάθε τύπο μνημείων.

2. Διάκριση των συγκεκριμένων μνημείων σε εθνικής και τοπικής σημασίας μνημεία Μετά την αξιολόγηση κάθε κατηγορίας μνημείων περνάμε στην αξιολόγηση των μεμονωμένων περιπτώσεων, προκειμένου να γίνει η διάκριση μνημείων εθνικής/τοπικής σημασίας. Τα επτά κριτήρια που χρησιμοποιούνται είναι: α) Μορφές επιβίωσης του μνημείου Από έναν τύπο μνημείων μπορεί να διασώζονται δείγματα υπό πολλαπλές μορφές, π.χ. υπέργειες και όρθιες κατασκευές, ερείπια επί ή υπό το έδαφος, κ.λπ., αναλόγως της παλαιότητας τους και της κατοπινής χρήσης γης. Για κάθε κατηγορία μνημείων αναζητάται η συνηθέστερη μορφή διάσωσης, διαμορφώνεται ένας μέσος όρος και βάσει αυτού κρίνονται και αξιολογούνται τα συγκεκριμένα μνημεία. β) Σημασία του μνημείου ως μέρους συνόλου μνημείων (συσχέτιση με διαφορετικής κατηγορίας μνημεία). Η συσχέτιση γίνεται με μνημεία είτε της ίδιας εποχής είτε άλλων εποχών. Σε περιπτώσεις στενής σύνδεσης τους, το όλο αποκτά μεγαλύτερη αξία από τα μέρη του και προστατεύεται ως σύνολο. γ) Σημασία του μνημείου με βάση τα αρχαιολογικά και παλαιοντολογικά συμφραζόμενα που διασώζει Πρόκειται για το επίπεδο επιβίωσης των αρχαιολογικών συμφραζομένων. Πάλι αναζητάται η συνηθέστερη μορφή επιβίωσης τους για κάθε κατηγορία μνημείων (π.χ. επιχωματώσεις, πλημμύρες κ.λπ. διασώζουν διαφορετικής ποιότητας συμφραζόμενα), για να εκτιμηθεί η αξία του συγκεκριμένου μνημείου. δ) Ποιότητα τεκμηρίωσης Είναι ανάλογη της ποιότητας της έρευνας που έχει γίνει στο ίδιο το μνημείο. Πρόκειται για τρία βασικά είδη έρευνας: ανασκαφή, αποτύπωση του μνημείου (έρευνα πεδίου, αεροφωτογραφίες, σχέδιο βασισμένο σε συγκεκριμένο σύστημα μετρήσεων κ.λπ.) και έρευνα αρχείων. Η ποιότητα της έρευνας και των

τριών κατηγοριών κρίνεται με βάση το επίπεδο πληροφοριών και έρευνας των ομοειδών μνημείων. ε) Σημασία του μνημείου ως μέρους συνόλου (συσχέτιση με ομοειδή μνημεία). Χρονολογικά ή πολιτιστικά δεδομένα μπορεί να οδηγήσουν στην ομαδοποίηση ομοειδών μνημείων, προκειμένου να αξιολογηθεί η σημασία τους σε σύγκριση με άλλα συγκροτήματα της ίδιας τάξης μνημείων. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προσδιορίζονται σαφώς οι παράγοντες που αιτιολογούν την έννοια του συγκροτήματος. στ) Ποικιλομορφία επιμέρους χαρακτηριστικών του μνημείου Κάθε ομάδα μνημείων χαρακτηρίζεται από σύνολο επιμέρους στοιχείων από τα οποία άλλα μπορεί να σώζονται σε άριστη κατάσταση και άλλα όχι. Εάν δεν υπάρχει ένα ιδιαίτερης σημασίας σωζόμενο στοιχείο (π.χ. υψηλής καλλιτεχνικής αξίας ξυλόγλυπτο τέμπλο εκκλησίας), τότε το μνημείο κρίνεται με βάση την ποικιλία των επιμέρους χαρακτηριστικών του που διασώζονται. Οι συγκρίσεις γίνονται με βάση τα δεδομένα διάσωσης μνημείων της ίδιας κατηγορίας. ζ) Το γόητρο που περιβάλλει το μνημείο στα πλαίσια της κοινότητας στην οποία ανήκει Πρόκειται για την αξία που αποδίδεται στο μνημείο για έναν από τους εξής λόγους: - σύνδεση του με κάποια προσωπικότητα ή κοινωνική τάξη, - παιδαγωγική του σημασία ως αντιπροσωπευτικού δείγματος ενός τύπου μνημείων, δυνατότητα λειτουργίας του ως εκθεσιακού χώρου, - εύκολη προσέγγιση του μνημείου από το κοινό. Αυτό το δεύτερο στάδιο αξιολόγησης αναλαμβάνεται από τις τοπικές αρχές, που υποχρεώνονται στην καταγραφή αυτής της τεκμηρίωσης έτσι, ώστε να εξασφαλιστεί η συνοχή και η συνέπεια στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η διαδικασία κατά περιφέρειες.


3. Εκτίμηση της προσφορότερης λύσης για τη διαχείριση των εθνικής σημασίας μνημείων Αυτό το στάδιο αφορά τα μνημεία που έχουν πια κριθεί ως εθνικής σημασίας διατηρητέα και την προσφορότερη μέθοδο διαχείρισης τους. Αυτό το ζήτημα είναι ευρύτατο: - περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μνημείων και - ξεφεύγει από τα όρια της συζήτησης για τα κριτήρια κήρυξης διατηρητέων μνημείων. Επηρεάζει όμως, ως ένα βαθμό, και την ίδια διαδικασία αξιολόγησης, στο βαθμό που προκύπτει επιλογή ανάμεσα σε όμοιας κατά τα άλλα σημασίας μνημεία με διαφορετικές απαιτήσεις διαχείρισης. Τα κριτήρια αυτής της αξιολόγησης είναι τέσσερα, οι συνθήκες υπό τις οποίες σώζεται το μνημείο, η ανθεκτικότητα των υλικών κατασκευής, οι απειλές που προκύπτουν από τον αστικό ή αγροτικό χώρο στον οποίο ανήκει και η σημασία του ως εστίας διατήρησης άλλου τύπου πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως σπάνιας χλωρίδας και πανίδας. Αφετηρία γι' αυτή την εργασία είναι οι υπάρχουσες βάσεις δεδομένων των διατηρη-

τέων κτιρίων που τηρούνται στις αρμόδιες εθνικές υπηρεσίες. Έμφαση δίνεται στη σαφήνεια και καταγραφή της αξιολόγησης των μνημείων, ώστε οι σχετικές πληροφορίες να είναι προσιτές στο κοινό. Από τα σπουδαιότερα μειονεκτήματα του συστήματος αυτού για την προστασία των βιομηχανικών μνημείων είναι η απουσία προστασίας του κινητού μηχανικού εξοπλισμού καθώς και των προ- ή πρωτο-βιομηχανικών μεθόδων παραγωγής. Ο μόνος τρόπος για την ενίσχυση και διατήρηση των τελευταίων είναι η χρηματοδότηση τους από κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει, κατά τη γνώμη μας, η πρωτοβουλία αυτή συνίστανται: - Στην εισαγωγή ενός ενιαίου συστήματος αξιολόγησης όλων των μνημείων, ώστε κάθε τύπος μνημείου να εξασφαλίσει ανάλογη προς τη σημασία του για την τοπική και εθνική ιστορία εκπροσώπηση στους καταλόγους των διατηρητέων μνημείων. - Στην εισαγωγή και αξιοποίηση της ευρύτερης έννοιας του μνημείου, δηλαδή της αγροτικής και αστικής περιοχής που είναι πρόσφορη για τη διατήρηση της βιομηχανικής

κληρονομιάς αλλά και γενικότερα των περασμένων οικονομικών και παραγωγικών δομών. - Στη διάκριση εθνικής-τοπικής σημασίας μνημείων, που αφήνει περιθώρια στις τοπικές κοινότητες να διατηρήσουν και αξιοποιήσουν την ιστορική τους ταυτότητα. Ο ρόλος της τοπικής διοίκησης είναι καίριος. - Στη σημασία που δίνεται στην πληροφόρηση του κοινού για την ορθότητα των κριτηρίων και των επιλογών. Θα κλείσουμε επισημαίνοντας την ανάγκη πληροφόρησης του κοινού για το σύστημα διατήρησης και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η πληροφόρηση είναι το πρώτο βήμα για τη συμμετοχή και ευαισθητοποίηση όλων των πολιτών.

Φαίνεται ότι είναι η μοίρα των ιστορικών τόπων και μνημείων στη χώρα μας να γίνονται γνωστά όταν απειλούνται. Μια τέτοια απειλή έχει πυκνώσει τα τελευταία τρία χρόνια τις δημοσιεύσεις στον Τύπο και τις αναφορές των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών της Θεσσαλονίκης σχετικά με το στρατιωτικό αεροδόμιο του ΣΕΔΕΣ. Η όλη κινητοποίηση για τη διάσωση του αεροδρομίου αποτέλεσε και αποτελεί μία ευκαιρία αναφοράς σ' έναν τομέα, όχι πολύ γνωστό, της ιστορίας της τεχνολογίας στην Ελλάδα, που όμως δραστηριοποιεί τελευταία όλο και περισσότερους «μανιακούς» του είδους: την ιστορία της ελληνικής αεροπορίας. Μία πρώτη έρευνα και αναφορά στη σημασία του αεροδρομίου έγινε από τη γράφουσα και τον αρχιτέκτονα Β. Κολώνα το 1989, με αφορμή τη διοργάνωση από την ΕΤΒΑ της Έκθεσης «Θεσσαλονίκη 1912 -1940. Βιομηχανία και Πόλη». Τα στοιχεία που καταρχήν συγκεντρώθηκαν στόχευαν στην ανάδειξη της σημασίας του αεροδρομίου για την ιστορία της πολιτικής αεροπορίας στη Θεσσαλονίκη. Το ΣΕΔΕΣ εξυπηρέτησε τις ανάγκες κίνησης των πολιτικών αεροσκαφών σε όλον το μεσοπόλεμο, ως το πρώτο πολιτικό αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης και του βορειοελλαδικού χώρου γενικότερα. Όμως, το αεροδρόμιο του ΣΕΔΕΣ έχει δοξαστεί κυρίως για το ρόλο που διαδραμάτισε στην ιστορία της Ελληνικής Στρατιωτικής Αεροπορίας. Τα στοιχεία που θα αναφερθούν στη συνέχεια στηρίζονται σε εργασίες και αναφορές των μελών της Αερολέσχης Θεσσα-

λονίκης και του Ελληνικού Μοντελιστικού Ιστορικού Συλλόγου (μελών ήδη του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH) κ.κ. Αντώνη Κουτσουδάκη, Τάσου Χατζόπουλου, Θέμη Βρανά και Νίκου Ορφανουδάκη. Η Ελληνική Στρατιωτική Ιστορία αναφέρει το ΣΕΔΕΣ ως την έδρα της πρώτης Ελληνικής Αεροπορικής Σχολής. Καταλυτικό ρόλο για τη δημιουργία της έπαιξαν η εγκατάσταση, κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στη Θεσσαλονίκη του κεντρικού Στρατοπέδου Ανατολής των Συμμαχικών Δυνάμεων και η δράση δύο ιστορικών προσωπικοτήτων της ελληνικής αεροπορίας: του τότε υπολοχαγού Καμπέρου και του τότε ανθυπασπιστή του ελληνικού Στρατού Αλέξανδρου Ζάννα. Με πρωτοβουλία του πρώτου δημιουργήθηκε η πρώτη κίνηση για την ανασύσταση της Στρατιωτικής Αεροπορίας (μετά τη δράση της κατά τους βαλκανικούς πολέμους). Με εισήγηση του δευτέρου αποφασίστηκε, το 1915, από το γάλλο διοικητή των συμμαχικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και από το Γάλλο αρχηγό της Αεροπορίας στρατηγό Ντεναίν η δημιουργία ελληνικής στρατιωτικής αεροπορίας και του πρώτου της εκπαιδευτικού κέντρου στο χώρο λειτουργίας του Κέντρου Εκπαίδευσης των Συμμαχικών Δυνάμεων Ανατολής (Centre d’ Entrainement des Armées en Orient) στην περιοχή του ΣΕΔΕΣ, 15 χλμ. ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Στο Συμμαχικό Αεροπορικό Κέντρο είχε εκπαιδευτεί ο ίδιος ο ανθυπασπιστής Αλέξανδρος Ζάννας, ο μετέπειτα, το 1930, επί πρω-

θυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, πρώτος υφυπουργός Αεροπορίας. Το 1917 η Ελληνική Αεροπορία αποκτά τους πρώτους εκπαιδευθέντες σε ελληνικό κέντρο εκπαίδευσης αξιωματικούς και υπαξιωματικούς της. Στις αρχές του 1919, τη γαλλική διοίκηση του ΣΕΔΕΣ αντικαθιστά ελληνική, και το βάρος της εκπαίδευσης αναλαμβάνουν πλέον Έλληνες χειριστές. Η εκπαίδευση χειριστών σε κανονικά οργανωμένες σειρές αρχίζει το Νοέμβριο του 1924. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, το ΣΕΔΕΣ αποκτά και τον δεύτερο σημαντικό του ρόλο ως το πρώτο πολιτικό αεροδρόμιο στη βόρεια Ελλάδα. Εξυπηρετεί τις ευρωπαϊκές επιβατικές αερογραμμές των εταιρειών A LA LITTORIA (ιταλική), D. LUFTHANSA (γερμανική), IMPERIAL AIRWAYS (βρετανική) και LOT (πολωνική) ως ενδιάμεσος σταθμός στις γραμμές τους προς ανατολάς και νότο. Από το ίδιο αεροδρόμιο εξυπηρετείται από το 1930 και η Ελληνική Εταιρεία Εναέριων Συγκοινωνιών (ΕΕΕΣ) για τις γραμμές της του εσωτερικού. Το 1930 ιδρύεται το Υπουργείο Αεροπορίας. Πρώτος υπουργός αναλαμβάνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, με υφυπουργό τον Μακεδόνα παλαίμαχο πλέον αεροπόρο Αλέξανδρο Ζάννα. Η Πολεμική Αεροπορία οδηγείται σε ανασυγκρότηση ριζική: η αεροπορία Στρατού και η αεροπορία του Ναυτικού συγχωνεύονται. Το 1931 ιδρύεται η Σχολή Αξιωματικών Αεροπορίας (Σχολή Ικάρων) στο Τατόι. Στο ΣΕΔΕΣ απομένει πλέον μόνο το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Διώξεως. Εδώ η 20ή

1. Το σημείωμα βασίστηκε σε σημειώσεις από το Heritage Management Course του Ironbridge Institute of Industrial Archaeology και στο άρθρο των Darvill T., Saunders A. and Startin Β, «A Question of National Importance: Approaches to the Evaluation of Ancient Monuments for the Monuments Protection Programme in England», Antiquity 61 (1987), pp. 393-408.

ΕΛΕΝΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ


Μοίρα Διώξεως θα παραλάβει τα πρώτα σύγχρονα για την εποχή τους καταδιωκτικά PZL Κατά την ίδια χρονική περίοδο διοργανώνεται στο ΣΕΔΕΣ το πρώτο Αεροράλλυ Ελλάδος, με συμμετοχές απ' όλη την Ελλάδα. Η δεκαετία του 1930 είναι σημαντικότατη για την ανέγερση στο ΣΕΔΕΣ σύγχρονων κτιριακών εγκαταστάσεων. Η κατασκευαστική αυτή δραστηριότητα συνδέεται με τη συγκρότηση, το 1934, της Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων της Αεροπορίας. Κτίρια, όπως το αναρρωτήριο και το εστιατόριο σμηνιτών, κατασκευάζονται, σε σχέδια ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες αρχιτέκτονες, του Θ. Βαλεντή, και αποτελούν σήμερα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του μοντέρνου κινήματος στη Θεσσαλονίκη (σχετική αναφορά στον Κατάλογο της έκθεσης Θεσσαλονίκη 1912 -1992,8 Δεκαετίες Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, με κείμενα του αρχιτέκτονα Β. Κολώνα). Μία από τις πιό χαρακτηριστικές κατασκευές, που απέκτησε το ΣΕΔΕΣ κατά τη δεκαετία του 1930, είναι το μεγάλο μεταλλικό διπλό υπόστεγο αεροπλάνων, που σώζεται έως σήμερα και αποτελεί, λόγω παλαιότητας και μεγέθους, μοναδικό δείγμα στον ελλαδικό χώρο. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος προσθέτει νέες περγαμηνές στην ιστορία του αεροδρομίου. Στην αρχή του πολέμου η εδώ εγκατεστημένη αεροπορική βάση (μοναδική στη βόρεια Ελλάδα) θα διαδραματίσει σημαντική για το μέγεθος του εξοπλισμού της συμμετοχή στην προέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Στη βάση των Μοιρών Δίωξης και Στρατιωτικής Συνεργασίας ανήκουν αεροσκάφη τύπου PZL G 4 και BREGUET 19. Από το ΣΕΔΕΣ απογειώθηκε στις 2.11.1940 ο ανθυποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης, ο οποίος, αφού εξάντλησε όλα τα πυρομαχικά του, κατέρριψε ιταλικό βομβαρδιστικό εμβολίζοντας το, χαρίζοντας έτσι παγκόσμια αίγλη στην Πολεμική μας Αεροπορία. Στην περίοδο της κατοχής, το αεροδρόμιο του ΣΕΔΕΣ χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τα γερμανικά αεροσκάφη JU-52, ΜΕ-109 και FW-90. Την περίοδο αυτή βομβαρδίστηκε από τη RAF. Οι επιθέσεις αυτές στοίχισαν πολλές ζωές στους Έλληνες επιστρατευμένους, που οι Γερμανοί ανάγκαζαν να εργάζονται στο αεροδρόμιο. Μετά την απελευθέρωση, εδώ υπήρξε η βάση δύο Μοιρών Δίωξης της RAF με αεροσκάφη SPITFIRE. Ένα χρόνο μετά έρχονται στο ΣΕΔΕΣ ελληνικές Μοίρες Δίωξης και Μεταφορών, από τις οποίες το 1 ο Σμήνος της 355 ΜΤΜ παραμένει ως τις ημέρες μας, μισό αιώνα από τότε που χρησιμοποίησε τις ίδιες εγκαταστάσεις για πρώτη φορά. Ακόμη διατηρείται στο ΣΕΔΕΣ ένας διάδρομος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, μήκους 1100 μέτρων, καλυμμένος με μεταλλικές πλάκες PSP, καθιστώντας το αεροδρόμιο μοναδικό στην Ευρώπη και γι' αυτόν ακόμη το λόγο. Σήμερα το ΣΕΔΕΣ αποτελεί για την Πολεμική αλλά και την Πολιτική μας Αεροπορία ένα ζωντανό Μουσείο. Εδώ εκτίθενται σε μόνιμη έκθεση ιστορικοί

τύποι αεροσκαφών, μερικά από τα οποία είναι σε κατάσταση ετοιμότητας πτήσης: ένα διπλανό τύπου STIERMANN, από αυτά που χρησιμοποιήθηκαν στον ανθελονοσιακό αγώνα, δεκατέσσερα DACOTA C-47, τρία Τ-33 JET από τα πρώτα αεριωθούμενα, ένα μεταγωγικό NORD - ATLAS μεταφορικό δικινητήριο κ.ά. Εκεί, έχουν διοργανωθεί πρόσφατα, σε συνεργασία με την Αερολέσχη Θεσσαλονίκης, διεθνείς αγώνες αεροπλοΐας αλλά και πτώσεις αλεξιπτωτιστών από διεθνείς οργανώσεις βετεράνων. Εκτός από την ιστορική του σημασία, ο χώρος του ιστορικού αεροδρομίου εκτιμάται ως εξαιρετικά πολύτιμος για την ανακούφιση του ήδη ιδιαίτερα επιβαρυμένου κυκλοφοριακά Κρατικού Αερολιμένα Θεσσαλονίκης «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ». Αξιολογείται από ειδικούς ότι το ΣΕΔΕΣ θα μπορούσε να εξελιχτεί σε ένα σημαντικό αεροδρόμιο Γενικής Αεροπορίας για την εξυπηρέτηση της ευρύτερης περιοχής Μακεδονίας. Σε μία περίοδο λοιπόν που η Θεσσαλονίκη κάνει προσπάθειες ανάδειξης της πολιτιστικής της κληρονομιάς, εν όψει και της διοργάνωσης της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης το 1997, σε περίοδο που εκπονούνται σχέδια προβολής της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης, το επίσημο ελληνικό κράτος εξέδωσε στις 7 Αυγούστου 1991 Κοινή Απόφαση των υπουργών Οικονομικών, ΠΕΧΩΔΕ και Άμυνας με την οποία καθορίζεται ο χώρος του ιστορικού αεροδρομίου ως «έκταση για πολεοδομική ανάπτυξη». Με την ίδια Απόφαση η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου ανέλαβε την υποχρέωση της ίδρυσης των «προβλεπόμενων Ανωνύμων Εταιρειών, στις οποίες και θα ανατεθεί η υλοποίηση του προγράμματος αξιοποίησης (sic) της προαναφερομένης έκτασης του Δημοσίου» (σημ. πρόκειται για έκταση 1360 στρεμμάτων). Ως προς την απόφαση αυτή, το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, σε απάντηση του σε επιστολές του Ελληνικού Μοντελιστικού Ιστορικού Συλλόγου και σε έγγραφα της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων υπέρ της διάσωσης και προστασίας του ιστορικού αεροδρομίου, ανακοινώνει επισήμως ότι «Η Πολεμική Αεροπορία προγραμματίζει την κατασκευή πολεμικού μουσείου στην περιοχή του Α/Δ Τατοίου, που είναι ιστορικά και συναισθηματικά δεμένο με την Π.Α. και τη Σχολή Ικάρων. Δημιουργία μουσείου της Π.Α. και σε άλλη περιοχή δεν προβλέπεται προς το παρόν κυρίως για οικονομικούς λόγους». Επίσης ανακοινώνεται ότι «καταβάλλονται προσπάθειες ώστε ορισμένες εγκαταστάσεις που βρίσκονται μέσα στον παραχωρημένο χώρο (π.χ.

το προπολεμικό υπόστεγο, το ηρώο πεσόντων) να παραμείνουν στην Πολεμική Αεροπορία, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για προβολή της ιστορίας της». Εν τω μεταξύ, στη Θεσσαλονίκη οι φορείς που αγωνίζονται για τη διατήρηση των στοιχείων της ιστορίας της αεροπορίας ιδρύουν το Αεροπορικό Πάρκο Μακεδονίας, το φθινόπωρο του 1992. Σ' αυτή τη σύγχρονη μορφή Αεροπορικού Μουσείου μετέχουν ως ιδρυτικοί φορείς η Αερολέσχη Θεσσαλονίκης, το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ο Ελληνικός Μοντελιστικός Ιστορικός Σύλλογος και η Εφορεία Προσκόπων Μακεδονίας - Θράκης. Από τα μέλη του Αεροπορικού Πάρκου έχουν διοργανωθεί ήδη εκδηλώσεις ενημέρωσης για την ιστορικότητα του αεροδρομίου του ΣΕΔΕΣ με αφορμή την ετήσια γιορτή της Αεροπορίας. Και ενώ οι βετεράνοι της ελληνικής αεροπορίας πρότειναν εναλλακτικές λύσεις για το ιστορικό αεροδρόμιο, εκτιμώντας το «ως μοναδικό αεραθλητικό κέντρο» αλλά και ως «χώρο προσκυνήματος των πολυάριθμων αεροπόρων που έπεσαν ηρωικά για την πατρίδα», νέα απόφαση του υπουργείου Οικονομικών και ΠΕΧΩΔΕ καθορίζει για το χώρο του ΣΕΔΕΣ χρήση «Πολυδύναμου Κέντρου Συναλλαγών», το οποίο «θα φιλοξενεί από χρηματιστήριο και επιμελητήριο μέχρι εκθεσιακούς χώρους και εκπαιδευτικά προγράμματα για θέματα εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων». Το γεγονός ότι το εμπορικό αυτό κέντρο θα λέγεται «Μακεδόνικο» δεν απαλλάσσει αυτούς που συνέλαβαν την ιδέα της δημιουργίας του στο χώρο του ιστορικού αεροδρομίου του ΣΕΔΕΣ από τη σοβαρή ευθύνη του προγραμματισμού της καταστροφής ενός σημαντικότατου ιστορικού τόπου για τη μακεδόνικη, τη βορειοελλαδίτικη και όλη την ελληνική ιστορία. Διασώζοντας απλώς «κάποιες εγκαταστάσεις» χωρίς τους αεροδιάδρομους, ο ιστορικός τόπος μένει κολοβός. Είναι κάτι ανάλογο με την προσπάθεια διάσωσης ενός κτιρίου Σιδηροδρομικού Σταθμού, του οποίου ξηλώνονται και καταργούνται οι σιδηροτροχιές. Εναλλακτικές λύσεις ανταποδοτικές οικονομικά για τον ιστορικό τόπο του ΣΕΔΕΣ υπάρχουν. Η εγκατάσταση εκεί του Αεροπορικού Πάρκου καί της Αερολέσχης Θεσσαλονίκης, με παράλληλη επέκταση δραστηριοτήτων του Κρατικού Αερολιμένα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, θα μετέτρεπαν το ζωντανό μουσείο του σήμερα σε έναν πνεύμονα επιχειρησιακό για την αεροπορική κίνηση της βόρειας Ελλάδας με σεβασμό στην ιστορική παράδοση της Αεροπορίας. Ο ΑΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΠΑΝΝΗ


Η κωμόπολη της Ιθάκης, στη βορειοδυτική πλευρά της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, έχει μία ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα: ο πληθυσμός της, των 30.000 κατοίκων, υπερδιπλασιάζεται κάθε χρόνο, καθώς έρχονται για να εγγραφούν και να παρακολουθήσουν τα μαθήματα οι φοιτητές του γνωστού Πανεπιστημίου Cornell και του λιγότερο, ίσως, γνωστού Πανεπιστημίου της Ιθάκης, που και αυτό έχει συμπληρώσει την πρώτη εκατονταετία της λειτουργίας του. Στην ιδιαιτερότητα αυτή προστέθηκε, από το Μάιο του 1993. και μία παγκόσμια μοναδικότητα: ένα Τεχνικό Μουσείο και Τεχνοπάρκο που φτιάχτηκε με την εθελοντική εργασία κατοίκων της πόλης. Περισσότερα από 2.700 διαφορετικά άτομα εργάστηκαν, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, για να μετατρέψουν το παλιό δημοτικό κτίριο (χτίστηκε το 1896), που στέγαζε τις αντλίες του αποχετευτικού συστήματος της πόλης, σε ένα όμορφο, πολύπλευρο και λειτουργικό κέντρο μάθησης και ψυχαγωγίας. Μέχρι και 350 άτομα βρέθηκαν συγχρόνως κάποιες ημέρες στο εργοτάξιο, δουλεύοντας με ενθουσιασμό, επιδεξιότητα και αφοσίωση που θα τη ζήλευε διευθυντής μπαλέτου. Κάποιοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους για μια μόνο ημέρα, και κάποιοι δούλεψαν περισσότερες από 500 ώρες. Άλλοι, κυρίως εταιρείες, πρόσφεραν το σύνολο των υλικών που χρειάστηκαν για την ανακατασκευή και επέκταση του κτιρίου και την κατασκευή του υπαίθριου τεχνοπάρκου. Ξυλεία, πολλή ξυλεία, μεταλλικά πλαίσια για τις πόρτες και τα παράθυρα, υλικά δαπέδου, πέτρες, τούβλα και άμμος, υλικά για τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και το πλήρες σύστημα θέρμανσης και ψύξης του κτιρίου είναι μέσα στις προσφορές σε είδος εταιρειών της περιοχής. Και ακόμη, πολλά από τα συμμετοχικά εκθέματα σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν από εθελοντές, οι οποίοι όχι μόνο διέθεσαν μαζί με την εργασία και τα υλικά, αλλά ανέλαβαν και τη συντήρηση του εκθέματος. Συνολικά, για την ολοκλήρωση του έργου χρειάστηκαν 1.000.000 δολάρια, που συγκεντρώθηκαν μέσα σε ένα χρόνο. Εδώ αξίζει να αναφερθεί η «υπό όρους» προσφορά 100.000 δολαρίων από την εταιρεία Kresge Foundation, από το Michigan. Η εταιρεία Kresge θα έδινε το ποσό αυτό, εάν ως τις 31 Αυγούστου το Μουσείο είχε συγκεντρώσει τα υπόλοιπα 900.000 δολάρια! Πράγμα που έγινε. To SCIENCENTER της Ιθάκης εγκαινιάστηκε στις 23 Μαΐου και τους δύο πρώτους μήνες είχε 12.000 επισκέπτες από 46 Πολιτείες των ΗΠΑ και πολλές χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας και τη νότιας Αμερικής. Στα 500 τ.μ. του στεγασμένου χώρου και τα 750 τ.μ. του υπαίθριου τεχνοπάρκου είναι εγκατεστημένα 70 συμμετοχικά εκθέματα που σκοπό έχουν, μας λέει η Sherri Bergman, υπεύθυνη για την ανάπτυξη του Sciencenter και για τις δημόσιες σχέσεις, «να προκαλέσουν το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό των επισκεπτών για τις θετικές επιστήμες και την τεχνο-

Από την κατασκευή του Ithaca Sciencenter.

λογία. Δεν θέλουμε να φτιάξουμε ένα τεχνικό μουσείο με τα πιο προχωρημένα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Πολλά από τα εκθέματα και τις συσκευές που βλέπετε εδώ, μπορείτε να τα φτιάξετε και στο σπίτι σας». Και εδώ ακριβώς είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα του Sciencenter. Αν μόλις τώρα απέκτησε μόνιμη και ιδιόκτητη στέγη, η προϋπηρεσία του στο χώρο της προσέλκυσης του ενδιαφέροντος στις ομορφιές και τις δυνατότητες των θετικών επιστημών, κυρίως μεταξύ μαθητών ηλικίας 10-15 ετών, ξεκινά το 1984. Από τότε μία ομάδα εθελοντών λειτουργεί ένα κέντρο που εξυπηρετεί τα σχολεία σε ολόκληρη την περιοχή γύρω από την Ιθάκη με κινητές εκθέσεις, εργαστήρια για δασκάλους, ομιλίες και παρουσιάσεις σε πολιτιστικά κέντρα και κυρίως με μικρά και μεγάλα «φορητά συμμετοχικά εκθέματα», μέσα σε ειδικά κιβώ-

τια για τη μεταφορά. Τα κιβώτια περιλαμβάνουν πειραματικές διατάξεις, πληροφορίες και οδηγίες για τους δασκάλους και αναλώσιμο υλικό για χρήση από τους μαθητές. Κάθε κιβώτιο καλύπτει ένα συγκεκριμένο θέμα: ηλεκτρισμό, μαγνητισμό, αναπαραγωγή των κυττάρων, μοχλούς, τροχαλίες, ακουστικά φαινόμενα, οπτική, θερμότητα, πετρώματα, φωτογραφία. Δεν είναι, συνεπώς, περίεργο ότι στις οδηγίες που υπάρχουν στα εκθέματα του Sciencenter κυριαρχούν ρήματα, και μάλιστα στην προστακτική, όπως: διάλεξε, ακούμπησε, πιάσε, πίεσε, σπρώξε, χάιδεψε, άφησε να πέσει, ρίξε, δοκίμασε να λυγίσεις, μετακίνησε, γύρισε, σήκωσε, μύρισε, σκάψε, μέτρησε, σύγκρινε, σκέψου προσεκτικά. ΜΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΟ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ ΤΗΣ ΟΛΛΑΝΔΙΑΣ

Το 1992 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για το Τεχνολογικό Μουσείο του Άμστερνταμ, στην οδό Τολ 129, κοντά στον ποταμό Άμστελ. Ο αριθμός των επισκεπτών έφτασε τους 114.566, ξεπερνώντας έτσι κατά 10% το μαγικό αριθμό των 100.000 ατόμων που είχαν επισκεφθεί το Μουσείο το 1991. Και το νέο εντυπωσιακό εκθετήριο της Βιοτεχνολογίας έμοιαζε να δημιουργεί μεγάλο ενδιαφέρον στους επισκέπτες για την καινούργια επιστήμη.

Όμως, το πιο σημαντικό γεγονός της χρονιάς ήταν άλλο: ήταν το πράσινο φως που δόθηκε για το ξεκίνημα ενός πραγματικά μεγαλόπνοου έργου, για την ανέγερση του Εθνικού Κέντρου Επιστημών και Τεχνολογίας. Η σχετική απόφαση και η ανάθεση της ευθύνης για την πραγματοποίηση του έργου στο Τεχνολογικό Μουσείο του Άμστερνταμ ήταν η καλύτερη αναγνώριση των προσπαθειών και του πρωτοποριακού έργου που επιτελούσε για


περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες το Τεχνολογικό Μουσείο. Με την απόφαση, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 1992 από τους υπουργούς Οικονομικών, Παιδείας και Επιστημών και από το Δήμο του Άμστερνταμ, διατέθηκε το ποσό των 36 εκατ. φιορινιών (περίπου 4,5 δις δραχμές). Οι δωρεές και οι χορηγίες του επιχειρηματικού κόσμου υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τα 14 εκατ. φιορίνια, και ο αντίστοιχος με το δικό μας Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού θα προσφέρει 5 εκατ. φιορίνια για τη δημιουργία προγραμμάτων επαγγελματικής ενημέρωσης με τη χρήση πολυμέσων. Ως το τέλος του 1995, όταν θα ανοίξει για το κοινό το Κέντρο, υπολογίζεται ότι θα έχουν δαπανηθεί περισσότερα από 7 δις δραχμές. Με την ανέγερση του Εθνικού Κέντρου Επιστημών και Τεχνολογίας, το Άμστερνταμ θα αποκτήσει μία ακόμη μοναδικότητα: αν ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του είναι χτισμένος πάνω σ' ένα τεχνητό νησί, το νέο Κέντρο θα είναι χτισμένο ακριβώς πάνω στην είσοδο του μεγάλου τούνελ, κάτω από τον ποταμό Έη, που συνδέει οδικά το νότιο με το βόρειο Άμστερνταμ. Και επειδή θα βρίσκεται στο πολυσύχναστο αυτό πέρασμα μεγάλων καραβιών, δεν μπορεί παρά να μοιάζει με... καράβι! Μη φοβάστε όμως. Τα σχέδια έχει κάνει ο Ιταλός αρχιτέκτων Renzo Piano, γνωστός, μεταξύ άλλων, από το σχεδιασμό του Κέντρου Pompidou στο Παρίσι και του διεθνούς αεροδρομίου της Osaka. Στον ίδιο έχει πρόσφατα ανατεθεί ο σχεδιασμός της πλατείας Potsdam, στο Βερολίνο. Το Κέντρο θα έχει συνολική επιφάνεια 10.000 τ.μ. και υπολογίζεται ότι ο ετήσιος α-

ριθμός επισκεπτών θα κυμαίνεται μεταξύ 500 και 600 χιλιάδων. Από αυτούς, το 15% θα είναι κάτοικοι του Άμστερνταμ, 20% μαθητές, 45% Ολλανδοί τουρίστες και 15% ξένοι τουρίστες. Τα θεματικά εκθέματα θα επιλεγούν και θα κατασκευαστούν σε στενή συνεργασία με τους αντίστοιχους κλάδους του επιχειρηματικού και βιομηχανικού κόσμου. Όπως μέχρι σήμερα του Τεχνολογικού Μουσείου του Άμστερνταμ, έτσι και του Εθνικού Κέντρου Επιστημών και Τεχνολογίας ο λόγος ύπαρξης και λειτουργίας διατυπώνεται απλά. Είναι: 1. Η αύξηση του ενδιαφέροντος του ευρύτερου κοινού και η συστηματική του ενημέρωση για τις βασικές αρχές των φυσικών επιστημών και η παρουσίαση των τελευταίων ανακαλύψεων και εξελίξεων στους τομείς αυτούς. 2. Η παρουσίαση των τρόπων με τους οποίους οι βασικές αυτές αρχές εφαρμόζονται και αξιοποιούνται από την τεχνολογία και τη βιομηχανία. 3. Η διευκρίνιση και ο τονισμός της θέσης την οποία μπορεί και πρέπει να έχει ο άνθρωπος στους χώρους αυτούς, μεταξύ άλλων με την παροχή πληροφοριών σχετικά με τις σπουδές και τον επαγγελματικό προσανατολισμό. 4. Η ενίσχυση και η υποστήριξη της εκπαιδευτικής προσπάθειας α. με τη συνεργασία και τη συμμετοχή σε διάφορα σχολικά προγράμματα και β. με την προσφορά γνώσης στους μαθητές και σπουδαστές, χρησιμοποιώντας εκπαιδευτικά μέσα και μεθόδους που η φύση τους ή το κόστος τους δεν επιτρέπει στα σχολεία να τα χρησιμοποιήσουν. ΜΑΝΟΣ ΙΑΤΡΙΔΗΣ

Αντικείμενο της έρευνας αυτής, που άρχισε το καλοκαίρι του 1992, ήταν η συγκέντρωση του κατάλληλου υλικού, πληροφοριών και αντικειμένων, σχετικών με τις προβιομηχανικές τεχνικές κατεργασίας του δέρματος. Στόχος της έρευνας είναι η οργάνωση μιας έκθεσης για τις τεχνικές αυτές στο Κεφαλάρι του ΆιΓιάννη, στο χώρο του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης στη Δημητσάνα. Εκεί, δίπλα στο νερό, τρία εγκαταλελειμμένα προβιομηχανικά κτίσματα (αλευρόμυλος - νεροτριβή, βυρσοδεψείο και μπαρουτόμυλος) αναστηλώνονται για να αξιοποιηθούν εκθετικά, για να θυμίζουν τις εποχές, πριν την αφόρητη συγκέντρωση κεφαλαίων και ανθρώπων στις πόλεις, όταν οι κωμοπόλεις και τα χωριά είχαν τη δική τους παραγωγή και τη δική τους ζωή. Η έρευνα είχε δύο κύριους στόχους: τον εντοπισμό, στην Πελοπόννησο, των τόπων όπου υπάρχουν ακόμη παλιοί τεχνίτες, οι πληροφορητές, και τον εντοπισμό εργαστηρίων εν λειτουργία, για να καταγραφούν οι τεχνικές της κατεργασίας του δέρματος. Η καταγραφή έπρεπε να γίνει βήμα προς βήμα, να εκλογικευτεί, να μετατραπεί σε κείμενο επιστημονικό και, στη συνέχεια, να αξιοποιηθεί εκπαιδευτικά. Ο αρχικός σχεδιασμός του οδοιπορικού έγινε με ορισμένες πληροφορίες που είχαμε για την Πελοπόννησο. Κατά τη διάρκεια όμως της επιτόπιας προέρευνας, διαμορφώθηκε από τις υποδείξεις των πληροφορητών, με διασταύρωση των πληροφοριών που προέκυπταν. Έτσι, η έρευνα, με σημείο αναφοράς τη Δημητσάνα εξακτινώθηκε σέ όλη την Πελοπόννησο και κατέληξε στην Άμφισσα. Από τη Δημητσάνα πρώτος σταθμός ήταν η Ζάτουνα. Εκεί ο κ. Π. Φίλης, ο τελευταίος ογδοντάχρονος βυρσοδέψης, ενθουσιασμένος από την ιδέα ενός μουσείου που θα ανιστορούσε την τέχνη του στην ιδιαίτερη πατρίδα του. συνέβαλε με τις μνήμες, τις υποδείξεις και την υπομονή του στα μαθήματα βυρσοδεψικής τέχνης που κατέγραψε το κασσετόφωνο. Δώρισε μάλιστα και αντικείμενα για την έκθεση. Στη Ζάτουνα τα ταμπάκικα ήταν στην αρχή υπαίθρια. Στέρνες σκαμμένες στη γη, «κρεμαστάρια» κάτω από τα δένδρα και ένα ημιστεγασμένο μέρος για τις εργασίες του πάγκου αποτελούσαν το εργαστήριο. Στον όροφο ήταν συνήθως το σπίτι του ταμπάκη (βυρσοδέψη). Όλα ήταν συγκεντρωμένα στις δύο γειτονιές, της Πάνω και της Πέρα Βρύσης. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα, εκτός από λίγα ερείπια, τελευταία ένδειξη της παλιάς δραστηριότητας. Επόμενος σταθμός ήταν η Τρίπολη. Η Στέρνα ή Πλατεία Βυρσοδεψών φιλοξενούσε παλιά ένα σεβαστό αριθμό εργαστηρίων, όλων σχετικών με την κατεργασία του δέρματος. Κοντά σ' αυτά ασβεστάδες, τριβεία βελανιδιών και τσαγκάρηδες. Η μικρή πλατεία της γειτονιάς αυτής ήταν ένας κοινόχρηστος χώρος εργασίας, όπου οι βυρσοδέψες στέγνωναν τα δέρματα. Γύρω από την πλατεία, τα ισόγεια των


διώροφων σπιτιών ήταν ταμπάκικα, ο όροφος ήταν κατοικία και οι ταράτσες αποθήκες. Σήμερα η γειτονιά έχει πλήρως ανοικοδομηθεί. Απ' όλες τις μονάδες μία μόνο συνεχίζει την ιστορία της στην Αθήνα. Είναι οι γιοι του Θ. Βουνανιώτη, ενός βυρσοδέψη που με συγκίνηση διηγήθηκε την πορεία του εργοστασίου του, τις δυσκολίες της παλιάς τεχνικής αλλά και τη δικαίωση των προσπαθειών του. Μας ξενάγησε στο μισοερειπωμένο εργαστήρι του, λίγες μέρες πριν την οριστική του κατεδάφιση, και δώρισε για την έκθεση της Δημητσάνας όσα εργαλεία είχαν απομείνει, εξηγώντας λεπτομερώς τη χρήση και τις διαφορές τους. Από την Τρίπολη, τρίτος σταθμός η Αναβρυτή, ένα χωριό στις υπώρειες του Ταΰγετου, πάνω από τη Σπάρτη, κατάφυτο, με άφθονα νερά. Εκεί παλιοί βυρσοδέψες, τσαγκάρηδες και σχοινοπλόκοι ζωντάνεψαν την εικόνα ενός χωριού πολυάσχολου, όπου όλες οι οικογένειες δούλευαν σε κάποιο εργαστήριο. Φαίνεται πως τα δέρματα της Αναβρυτής τροφοδοτούσαν τα πανηγύρια σε όλη την Πελοπόννησο. Οι Αναβρυτιώτες μας ξενάγησαν στα παλιά εργαστήρια και στο ποτάμι, όπου έπλεναν τα δέρματα. Σήμερα έχει πια ρουμανιάσει: κανένας δεν πηγαίνει σ' αυτό. Στην Αναβρυτή όμως δεν υπήρχε τρόπος να ξαναζωντανέψουν με ακρίβεια οι διαδικασίες αυτής της τεχνικής, αφού όλα είχαν εγκαταλειφθεί εδώ και τριάντα χρόνια. Οι πόλεμοι, η ανασφάλεια και η φτώχεια ερήμωσαν το χωριό κατά τη δεκαετία του '50. "Αλλοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό, άλλοι στις πόλεις. Κάποιοι κατέβηκαν στη Σπάρτη. Ο Σαράντος Γάββαρης ήταν ένας από τους πιο επιτυχημένους (βλ. Κ. Ζαρκιά, «Βυρσοδεψείο "Σαράντος Γάββαρης & Υιοί". Ένα ακόμη μνημείο των αρχών της βιομηχανίας», Τεχνολογία, τχ. 5/6,1992, ο. 31-32). Το μεγάλο του εργοστάσιο παρασκευής σολοδερμάτων και βακετών άνοιξε στη Σπάρτη το 1947, εξοπλισμένο με πετρελαιοκίνητες μηχανές. Συνέχισε μετά το '60 υπό την εποπτεία των γιων του, εκσυγχρονισμένο με ηλεκτροκίνητες μηχανές, για να κλείσει και αυτό λίγα χρόνια πριν, μην αντέχοντας τον ανταγωνισμό της Αθήνας. Στην Καλαμάτα, τέταρτος σταθμός, οι αδελφοί Χρυσοί είναι οι μόνοι που έχουν απομείνει να δουλεύουν στη γειτονιά της Ανάληψης, δίπλα στη θάλασσα. Η γειτονιά αυτή λένε πως παλιότερα θα είχε και τριάντα βυρσοδεψεία, που έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και είκοσι περίπου χρόνια. Σήμερα ανοικοδομείται και εξυγιαίνεται. Βυρσοδέψες της νεότερης γενιάς οι αδελφοί Χρυσοί, διατηρούν ένα εργαστήρι που ετοιμάζει τα δέρματα με σύγχρονους τρόπους ως ένα στάδιο. Ύστερα τα στέλνουν στην Αθήνα για περαιτέρω κατεργασία, εφόσον, όπως λένε, δεν συμφέρει να αγοράσουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να τα τελειοποιούν. Το εργαστήρι τους δεν διατηρεί σχεδόν τίποτε από τις παλιές τεχνικές, αλλά και οι ίδιοι, νεότεροι, δεν μπορούν να τις αναπαραστήσουν. Τα πρώτα συμπεράσματα από τα προβιομηχανικά κέντρα παραγωγής δερμάτων της Πελοποννήσου σκιαγραφούν μία πραγματικότητα κοινή και για άλλες ανάλογες δραστηριότητες. Ως τις δεκαετίες του '50 και του '60, ανάλογα με τον τόπο, η βυρσοδεψία όχι μόνο ανθούσε,

αλλά και τροφοδοτούσε μιαν αλυσίδα άλλων δραστηριοτήτων. Η προμήθεια δερμάτων, βελανιδιών και ασβέστη, η κατασκευή δερμάτινων ειδών και η διάθεση τους, η εκμετάλλευση της τρίχας και του μαλλιού δημιουργούσαν και συντηρούσαν έναν ευρύ κύκλο εργασιών και εμπορικών σχέσεων με την Κρήτη, την Αιτωλοακαρνανία και ορισμένα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Οι ανταλλαγές αυτές ήταν μάλιστα η αιτία, όπως συνήθως συμβαίνει, και για κοινωνικές και πολιτισμικές ανταλλαγές. Η εγκατάλειψη αυτών των δραστηριοτήτων προήλθε από μία συγκυρία παραγόντων: τα προϊόντα φυτικής κατεργασίας του δέρματος, που κατεξοχήν παρήγαγε η επαρχία, δεν είχαν πια ζήτηση- μειώθηκε η χρήση των ζώων στις γεωργικές εργασίες, άρα και τα είδη σαγής· σημειώθηκε έλλειψη εργατών, εξαιτίας των μεταναστεύσεων πολλά είδη αντικαταστάθηκαν από το πλαστικό και το συνθετικό δέρμα· τα σολοδέρματα πάλι ήταν τέτοιου τύπου (ανθεκτικά πολύ), που η σύγχρονη αντίληψη της αγοράς τα απέκλειε. Μία άλλη αιτία ήταν το ότι δεν υπήρχαν πια πολλά γίδινα δέρματα, που ήταν η κατεξοχήν πρώτη ύλη. Άλλωστε αυτά έπρεπε να είναι άριστης ποιότητας, για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στα καινούργια προϊόντα που ζητούσε η αγορά, τα «φορεματικά» (είδη ένδυσης). Οι βυρσοδέψες, ευκατάστατοι συνήθως, συμμερίζονταν τη γενικότερη αντίληψη της εποχής για την αξία της ανώτερης μόρφωσης

των παιδιών και διέθεταν τα μέσα για τις σπουδές τους. Οι διάδοχοι, εξάλλου, στρέφονταν σε άλλες σταδιοδρομίες, και τα ταμπάκικα έσβηναν ένα- ένα.όταν τα αφεντικά τους έβγαιναν στη σύνταξη. Τελευταία αιτία, όχι όμως και η λιγότερο σημαντική, ήταν ο ανταγωνισμός της Αθήνας. Ακόμη και ένα, λίγο ως πολύ, εκσυγχρονισμένο εργοστάσιο στην επαρχία έχει προβλήματα αγοράς και διάθεσης. Το κόστος ανεβαίνει στο επαρχιακό προϊόν, λόγω μεταφορικών, αλλά και η εργασία δυσχεραίνεται ποικιλοτρόπως, γιατί «δεν είσαι μέσα στο κύκλωμα να δεις, να ακούσεις, νά αποφασίσεις για τις εξελίξεις και την κίνηση. Στην Αθήνα, αν δεν έχεις ένα μηχάνημα, πας στο διπλανό μαγαζί, πληρώνεις και κάνεις τη δουλειά σου. Εδώ, ή πρέπει να έχεις όλα τα μηχανήματα, που σημαίνει μεγάλη επένδυση, ή πρέπει να τα πας στην Αθήνα να τα τελειοποιήσεις, που σημαίνει ότι χάνεις στα μεταφορικά» (Π. Χρυσός, Καλαμάτα). Αν η δεκαετία του '50 ήταν η αρχή της παρακμής, η περίοδος '60-70 σήμανε και το οριστικό τέλος των επαρχιακών εργαστηρίων στη Ζάτουνα, στην Τρίπολη, στην Αναβρυτή, στην Καλαμάτα. Πολλοί από τους βυρσοδέψες που εγκατέλειψαν τη δουλειά, γιατί πλέον δεν τους συνέφερε, συνεχίζουν ως δερματέμποροι. Άλλωστε, αρκετοί ήταν αυτοί που συνδύαζαν τις δύο δραστηριότητες, έχοντας μεγαλύτερα κέρδη και καλύτερο συντονισμό. Το ερευνητικό οδοιπορικό στην Πελοπόννησο κατέγραψε μαρτυρίες, αποτύπωσε φωτογραφικά και σχεδιαστικά ό,τι είχε σωθεί, ερεύνησε τα ερείπια των εργαστηρίων, αλλά δεν εντόπισε ένα εργαστήριο εν ζωή. «Αν υπάρχει ακόμη αυτό που ζητάς, θα το βρεις στην Άμφισσα. Εκεί δουλεύανε μέχρι τελευταία», έλεγαν οι ομότεχνοι τους βυρσοδέψες της Πελοποννήσου. Για την τεκμηρίωση με αυτοψία, ο τελευταίος αλλά και ο σημαντικότερος σταθμός ήταν η Άμφισσα και ειδικά η Χάρμενα, η γειτονιά των βυρσοδεψών, όπου εργάζονται ακόμη οι τελευταίοι. Σε παλιά, πλίνθινα, μισοερειπωμένο εργαστήρια, μόνοι τους, χωρίς εργάτες, με λίγες μηχανές και κυρίως με τα χέρια τους, με φυτικά υλικά και με την πείρα χρόνων, συνεχίζουν να μεταμορφώνουν το τομάρι σε «απαλό σαν μετάξι» δέρμα, κατάλληλο για βιβλιοδεσία, για τσαντάκια, για φόδρες και ζώνες. Περηφανεύονται πως «κανείς δεν έφτασε ποτέ την τέχνη τους» και με λύπη τους διαπιστώνουν πως μετά από αυτούς δεν θα υπάρχει κανείς πια που να εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο κατεργασίας. Εκεί βρέθηκαν τελικά οι τεχνίτες που είναι «μάστορες» στο είδος τους, που ξέρουν και τα παλιά και τα καινούργια μυστικά της τέχνης τους και επιθυμούν να σωθούν οι γνώσεις τους, να μιλήσουν για την τέχνη τους, για να καταγραφεί, να φωτογραφηθεί, να σχεδιαστεί βήμα προς βήμα. Η παλιά μέθοδος κατεργάζεται τα δέρματα αποκλειστικά με φυσικές και φυτικές ύλες: ασβέστης, περιττώματα σκύλων, βελανίδι ή, γενικά, φυτά πλούσια σε τανίνες. Όλα τα στάδια της δέψης, της παρασκευής των δερμάτων και της βαφής πραγματοποιούνται με τα χέρια, με απλά και εύχρηστα εργαλεία. Ο χρόνος είναι


σημαντικότατος παράγοντας. Η κατεργασία είναι αργή και χρειάζεται παρακολούθηση και υπομονή. Οι ημέρες παραμονής στις διάφορες ουσίες είναι καθοριστικές για την ποιότητα του αποτελέσματος, και η τέχνη του βυρσοδέψη φαίνεται από τη σωστή διάγνωση του αναγκαίου κάθε φορά χρόνου. Η νέα μέθοδος καταργεί τη μεγάλη αναμονή. Η επέμβαση της χημείας και η εφαρμογή σύγχρονων μηχανημάτων και εργαλείων συντομεύει ασφαλώς τους χρόνους και τροποποιεί τα αποτελέσματα. Τα δέρματα μπορούν να γίνουν πιο απαλά και πιο λεπτά, είναι όμως λιγότερο ανθεκτικά, κατάλληλα κυρίως για πολυτελή είδη ένδυσης. Η νέα μέθοδος όμως σημαίνει και σημαντικές ανακατατάξεις στον κλάδο. Χρειάζονται πλέον λιγότερα χέρια και μικρότεροι χρόνοι, και δίνονται νέες δυνατότητες στο δέρμα. Καινούργιες χρήσεις εμφανίζονται και οι παλιές σβήνουν, όπως λ.χ. τα είδη σαγής, ο κυριότερος προορισμός των δερμάτων στο παρελθόν, που έχουν πλέον καταργηθεί. Τα αποτελέσματα των δύο μεθόδων είναι διαφορετικά, διαφορετικοί και οι προορισμοί τους. Το πέρασμα από τις παλιές τεχνικές στις καινούργιες δεν έγινε απότομα, αλλά η μία δίνει τη θέση της στην άλλη σταδιακά. Σε κάθε εργαστήρι, σιγά σιγά κάποιες φάσεις αντικαθίστανται, κάποια καινούργια υλικά ή εργαλεία χρησιμοποιούνται, ανάλογα με τις δυνατότητες για εξέλιξη, τις γνώσεις και την ενημέρωση του βυρσοδέψη. Έτσι, ενώ στην πραγματικότητα οι βάσεις για τη νέα μέθοδο ήταν γνωστές από το 1930 περίπου και εξελίσσονταν συνεχώς, τα επαρχιακά εργαστήρια δεν εγκατέλειψαν ποτέ την παραδοσιακή μέθοδο, ή τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά. Ως την οριστική τους εγκατάλειψη δούλευαν με στοιχεία και των δύο μεθόδων. Οι δυσκολίες προσαρμογής και εκσυγχρονισμού, άλλωστε, ήταν και μία αιτία της παρακμής τους.

Στο χώρο του Αιγαίου λειτούργησαν κέντρα παραγωγής αγγειοπλαστικών προϊόντων. Ως κέντρο παραγωγής νοείται «μία συγκεκριμένη, γνωστή περιοχή της χώρας -παραλιακή ή μεσόγεια-, όπου πολλά εργαστήρια κεραμικής κατασκευάζουν ταυτόχρονα έναν αυξημένο αριθμό προϊόντων. Κάθε εργαστήρι έχει ανεξάρτητη παραγωγή, όλα όμως ακολουθούν την ίδια παραδοσιακή τεχνική και κατασκευάζουν τα ίδια παραδοσιακά προϊόντα. Κοινή προέλευση βέβαια έχουν και 1 οι πρώτες ύλες». Δεν υπήρξαν πολλά τέτοια κέντρα παραγωγής. Μία στοιχειώδης τυπολογία τους θα μας οδηγούσε στις εξής παρατηρήσεις: α) Ως προς την επιλογή παράλιας ή μεσόγειας τοποθεσίας, αφενός επέδρασαν διαφορετικοί κατά περίπτωση παράγοντες, που δεν έχουν να κάνουν απλά και μόνο με την πηγή εύρεσης της πρώτης ύλης, αφετέρου η επιλο-

Σήμερα η φυτική κατεργασία τείνει να εγκαταλειφθεί, αν και οι βυρσοδέψες της Άμφισσας υποστηρίζουν πως είναι αναντικατάστατη για ορισμένες χρήσεις, όπως για τη βιβλιοδεσία. Τα επαρχιακά βιοτεχνικά εργαστήρια της Πελοποννήσου, της Κρήτης, της Ηπείρου, των νησιών, και όλων γενικά των κτηνοτροφικών περιοχών, είναι πλέον παρελθόν και έχουν δώσει τη θέση τους στα σύγχρονα εργαστήρια των μεγάλων πόλεων. ΚΟΡΝΗΛΙΑ Ι. ΖΑΡΚΙΑ Αρχιτέκτων- Εθνολόγος

γή αυτή διαμόρφωσε και διαφορετικές οδούς διοχέτευσης των προϊόντων καθώς και διαφορετικό καταναλωτικό κοινό. Αναλυτικότερα, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι στο ίδιο νησί μπορούν να συνυπάρξουν δύο διαφορετικά κέντρα παραγωγής αγγειοπλαστικών προϊόντων, με διαφορετικά ειδικά προϊόντα, όπως π.χ. στον Άγιο Στέφανο Μανταμάδου Λέσβου και στην Αγιάσο της Λέσβου. Το πρώτο κέντρο παραγωγής είναι παραθαλάσσιο, και η διακίνηση των παραγόμενων προϊόντων γινόταν διά θαλάσσης, το δεύτερο, ορεινό, διακινούσε τα προϊόντα του στην ενδοχώρα του νησιού. Οι παραπάνω παράμετροι επιδρούν και στη μορφή και χρήση των παραγόμενων προϊόντων των κέντρων αυτών: εκείνα του Αγίου Στεφάνου είναι χρηστικά και πουλιούνταν, ή και ανταλλάσσονταν ακόμη, με αγροτικά προϊόντα, στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Αντίθετα, τα προϊόντα της Αγιάσου

απευθύνονταν στους συχνούς επισκέπτες του ορεινού αυτού θέρετρου και διακινούνταν και στα διάφορα πανηγύρια του νησιού. Συνεπώς, η μορφή και λειτουργία τους ήταν τελείως διαφορετικές, δεν αποτελούσαν αντικείμενα χρήσης, είχαν μορφή πανηγυριώτικη, και γινόταν χρήση ψυχρών χρωμάτων. Ενδεχομένως στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του κέντρου παραγωγής της Αγιάσου να συνετέλεσε και η ενσωμάτωση στην κοινότητα τους αγγειοπλαστών από την ανατολική Θράκη (Χατζηγιάννηδες) ή τη Μικρασία (Κιουρτζήδες), μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι οποίοι μετέφεραν το πνεύμα των κεραμικών του Τσανάκ-Καλέ, κεραμικών που απευθύνονταν στους ταξιδιώτες που περνούσαν τα Δαρδανέλλια και τα αγόραζαν ως ενθύμια από τους αγγειοπλάστες που πλησίαζαν με βάρκες τα πλοία. Η επιλογή παράλιας ή ορεινής τοποθεσίας οφείλεται σε διαφορετικούς, για κάθε νησί, παράγοντες. Αναφέρεται ενδεικτικά το μεγάλο κέντρο παραγωγής αγγειοπλαστικών


προϊόντων, η Σίφνος, της οποίας τα παλαιότερα αγγειοπλαστεία βρίσκονταν στους ορεινούς οικισμούς του νησιού, και τούτο λόγω του φόβου των πειρατών. Η θέση τους δηλαδή εναρμονίζεται με την όλη τάση των αιγαιοπελαγίτικων νησιών να χτίζουν τη Χώρα τους σε ορεινό, μη ορατό από τα παράλια, χώρο, τάση η οποία αντιστρέφεται όταν θα αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς οι πρώτες προσπάθειες του Καποδίστρια για την πάταξη της πειρατείας. Έτσι και στη Σίφνο, από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα θα αρχίσουν δειλά δειλά να μεταφέρονται στους παράλιους όρμους τα αγγειοπλαστεία, για να εκμεταλλεύονται τις καλύτερες προϋποθέσεις που οι όρμοι αυτοί προσφέρουν στην ανάπτυξη της αγγειοπλαστικής, όπως άργιλο και υπόγεια ύδατα από τις προσχώσεις των χειμάρρων που καταλήγουν στους όρμους αυτούς και προστασία από τα μελτέμια του καλοκαιριού, τόσο κατά το πλάσιμο των αγγείων, όσο και κατά το άραγμα των καϊκιών που θα διακινήσουν τα προϊόντα στα γειτονικά νησιά. Η μετακίνηση του αγγειοπλαστικού κέντρου της Σίφνου από τους ορεινούς οικισμούς στα παράλια υπήρξε ευεργετική για τη διακίνηση των προϊόντων. Το κέντρο αυτό πήρε τέτοιες διαστάσεις και απασχόλησε τέτοιας έκτασης εργατικό δυναμικό, ώστε με την πρώτη κρίση της αγγειοπλαστικής, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, άρχισε να γνωρίζει την ανεργία, και η Σίφνος δεν έκανε πλέον εξαγωγή μόνο αγγειοπλαστικών προϊόντων αλλά και αγγειοπλαστών. Αυτοί μετακινούνταν είτε προς άλλα νησιωτικά ή ηπειρωτικά παράλια, με τη μορφή «συντροφιών» ή «τακιμιών», για να διαμορφώσουν ένα πρόχειρο αγγειοπλαστείο κατά τους καλοκαιρινούς μόνο μήνες και να ικανοποιήσουν τις χρηστικές ανάγκες και τις ανάγκες αποθήκευσης της αγροτικής ή κτηνοτροφικής παραγωγής των κατοίκων του τόπου εγκατάστασης τους, ή πάλι μετακινούνταν μεμονωμένα και σε μονιμότερη βάση προς τα μεγάλα αστικά κέντρα και, κατά προτίμηση, προς τις παρυφές της Αθήνας (Μαρούσι, Καλογρέζα, 2 Χαλάνδρι, Αγία Παρασκευή κ.α.). β) Το παραγόμενο ειδικό προϊόν αποτελεί συνάρτηση της λειτουργίας του. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι πρόκειται περί εμπορεύματος και όχι περί «λαϊκής τέχνης». Είναι πάντα χρηστικό και εξυπηρετεί ανάγκες είτε του σπιτιού είτε της αποθήκευσης προϊόντων είτε οικοδομικές είτε, τέλος, τελετουργικές (π.χ. τα κανάτια της Κοζάνης, που τοποθετούνται την ημέρα της Πεντηκοστής στους τάφους). Οι φόρμες εξυπηρετούν λοιπόν αυτές τις λειτουργίες, που υπήρξαν αμετάβλητες σε όλη την πορεία της προβιομηχανικής κοινωνίας. Έτσι, άλλωστε, εξηγείται και το αμετάβλητο της μορφής, κατά τη διάρκεια των αιώνων, στις ίδιες περιοχές όπου υπήρχε η ίδια παραγωγή και οι ίδιες συνθήκες ζωής. Τα εργαστήρια του κέντρου παραγωγής δεν επιδιώκουν την πρωτοτυπία, αντίθετα ακολουθούν τις παραδοσιακά καθιερωμένες μορφές των αγγείων. Η διακόσμηση που ενδεχομένως φέρουν δεν είναι ένδειξη τέχνης, ούτε αποσπά τα προϊόντα από το λειτουργικό τους χώρο για να τα μετατρέψει σε διακοσμητικά, όπως συμβαίνει στις σύγχρονες κοινωνίες. Είναι πολιτισμικά ση-

μαδεμένα με μία λιτή διακόσμηση -συνήθως με μπαντανά- ένδειξη της αναγκαιότητας να φέρουν το πολιτισμικό σημάδι της περιοχής, για να θεωρηθούν αποδεκτά από την κοινω3 νία που θα τα χρησιμοποιήσει. γ) Τα κέντρα παραγωγής μπορούν να συνενώνουν πολλά εργαστήρια· το καθένα, ωστόσο, από αυτά διατηρεί την αυτονομία του. Λειτουργούν, κατά κανόνα, με βάση την οικογενειακή σύνθεση, σπάνια χρησιμοποιούν και εργατικό δυναμικό, κατά προτίμηση προερχόμενο από το συγγενικό περιβάλλον, ακριβώς για να μη διαταράσσεται η οικογενειακή σύνθεση κατά την επέκταση των εργασιών του. Συνήθως το αγγειοπλαστείο αποτελεί και τη θερινή κατοικία ολόκληρης της οικογένειας. Γι' αυτό, στην περίπτωση που χρειάζεται να απασχοληθεί εργατικό δυναμικό, διαλύεται η οικογενειακή σύνθεση, και η οικογένεια παραμένει στη μόνιμη κατοικία της. Η τυπική αυτή μορφή συνδυάζεται και με το γεγονός ότι, πρωτογενώς τουλάχιστον, η αγγειοπλαστική δεν υπήρξε αποκλειστική απασχόληση αλλά συμπληρωματική προς τις αγροτικές εργασίες· γι' αυτό η οικογένεια μεταφέρεται από την «αγροικία», όπου κατοικεί κατά τις αγροτικές εργασίες, στο «τσικαλαριό» -κατά την ονομασία των Σιφνιών-, για να συνεχίσει τις εργασίες της σε άλλο τομέα που θα της συμπληρώσει τα εισοδήματα. Επομένως, ακόμη και αν τα κέντρα παραγωγής συνενώνουν πολλά εργαστήρια σε πολύ κοντινή απόσταση, τούτα δεν λειτουργούν εσωτερικά ως μία κοινότητα, με κατανομή των εργασιών μέσα στα πλαίσια της κοινότητας αυτής, κάτι το οποίο όμως συμβαίνει αρκετά συχνά στις αγροτικές εργασίες κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, όταν τα μέλη της κοινότητας συνδράμουν εναλλάξ, στα πλαίσια μιας κοινοτικής αλληλεγγύης. Εδώ, αντίθετα, παρατηρούμε ότι ο συναγωνισμός στη διάθεση των προϊόντων εί-

ναι έντονος, και όχι μόνο το κοινοτικό, αλλά ούτε και το συνεταιριστικό, πνεύμα είναι ανεπτυγμένο, για λόγους που εύκολα μπορούν να ερμηνευτούν. Εντούτοις, στον τυπικό αυτό κανόνα σύνθεσης των αγγειοπλαστικών κέντρων θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε και κάποιες εξαιρέσεις, όπως εκείνη παλιάς παραλιακής τοποθεσίας της Τήλου, στην οποία συγκεντρώνονταν σε τακτή ημερομηνία, μία φορά το χρόνο και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όλοι όσοι χρειάζονταν κάποιο αγγειοπλαστικό προϊόν, και όλοι από κοινού έφτιαχναν για το σπίτι τους τα αγγεία που χρειάζονταν κατά τη διάρκεια της χρονιάς, προφανώς λόγω έλλειψης αγγειοπλάστη στο νησί. Εκτός από τα αγγειοπλαστικά κέντρα παραγωγής, υπήρξαν βεβαίως και μεμονωμένοι αγγειοπλάστες. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα της προέλευσης τους και των επιρροών, των οποίων είναι φορείς. Έτσι, κάποιο «τακίμι» από δύο ως τρεις συνήθως αγγειοπλάστες, μετά από την εγκατάσταση του στο ίδιο μέρος αρκετά διαδοχικά καλοκαίρια, ενδεχομένως να παραμείνει μόνιμα στην τοποθεσία αυτή, φτιάχνοντας ένα καλύτερα οργανωμένο και μόνιμο αγγειοπλαστείο, όπως έγινε π.χ. στο Σιφνέικο Γιαλό της Σερίφου. Κάποιος γάμος, πάλι, σε γειτονικό νησί, και σε άσχετη προς την αγγειοπλαστική παράδοση τοποθεσία, μπορεί να γίνει η αιτία μιας μόνιμης εγκατάστασης του νιοφερμένου αγγειοπλάστη, ο οποίος θα ιδρύσει αγγειοπλαστείο, όπως π.χ. στον Δαμαλά της Νάξου. Δυστυχώς όμως, η έρευνα της αγγειοπλαστικής του Αιγαίου βρίσκεται σήμερα στο «και πέντε», με αποτέλεσμα η ενασχόληση με αυτή να αποτελεί περισσότερο αρχαιολογική αναζήτηση παρά πραγματικότητα που μας καλεί να την καταγράψουμε και να τη μελετήσουμε. Και αν η πορεία προς την τεχνολογική πρόοδο έβαλε στο περιθώριο την αγγειοπλαστική, ως παραγωγή τουλάχιστον χρηστικών ομοιόμορφων αντικειμένων με την παραδοσιακή τεχνική, τούτο δεν είναι το πιο σημαντικό: «Αν σκεφτεί κανείς ψυχρά, υπενθυμίζω τα λόγια του Claude Lévi-Strauss, λίγο ενδιαφέρει αν μια κάποια παλιά οικονομία χάνεται ή όχι μαζί με τους τελευταίους εκπροσώπους της. Είναι όμως ουσιώδες για την κοινωνία να έχει καταγραφεί η σχετική εμπειρία, γιατί σε δέκα ή είκοσι χρόνια δεν θα παραμείνουν στην ανθρώπινη συνείδηση, που επικαλύπτεται, αλλά δεν καταργείται, από τη σύγχρονη ζωή, άλλες μαρτυρίες από εκείνες που θα έχει περι4 σώσει η ανθρωπολογία». Το πιο σημαντικό είναι ακριβώς αυτό, ότι όταν λειτουργούσε αυτή η οικονομία δεν καταγράφηκε, λόγω θεωρητικών αδυναμιών που παρουσίαζε η λαογραφική έρευνα κατά την περίοδο εκείνη. Στραμμένη προς την αναζήτηση της συνέχειας, κάτω από το σύνδρομο Φαλμεράυερ, ο τομέας της αγγειοπλαστικής δεν αποτελούσε γι' αυτή πρόσφορο παράδειγμα απόδειξης της συνέχειας του ελληνικού έθνους, γιατί πράγματι, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως είναι εκείνη του Θραψανού της Κρήτης, ήταν δύσκολο να αποκατασταθεί και να παρουσιαστεί η καταγωγή και η συνέχεια της αγγειοπλαστικής παραγωγής από την αρχαία κεραμική. Αντίθετα, τα λεγόμενα «μνημεία του λό-


γου» ήταν τα προσφορότερα τεκμήρια αυτής της απόδειξης και αυτά μελετήθηκαν συστηματικότερα. Δεύτερη στρεβλή αντιμετώπιση της αγγειοπλαστικής ήταν η μελέτη της κάτω από την οπτική της «λαϊκής τέχνης», η οποία, εκτός του ότι αντιμετώπιζε λανθασμένα ένα εμπορεύσιμο και λειτουργικό προϊόν, το αποσπούσε από την κοινότητα που το παρήγαγε, για να το μελετήσει ως μεμονωμένο αντικείμενο. Προέκταση αυτής της οπτικής υπήρξε και η συγκέντρωση αντικειμένων σε συλλογές ή μουσειακούς χώρους, όπου, στην καλύτερη περίπτωση, προβάλλονταν αποσπασμένα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η οποία τα γέννησε και τα χρησιμοποίησε και, στη χειρότερη, ήταν ατεκμηρίωτα, με μόνη προσέγγιση την αισθητική απόλαυση που μπορούσαν να προσφέρουν ως εξατομικευμένες φόρμες. Η βιβλιογραφία την οποία διαθέτουμε είναι από ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Το ίδιο και οι επιτόπιες έρευνες. Μόνο κάποιοι ξένοι ανθρω-

πολόγοι, προσεγγίζοντας το θέμα όχι κάτω από το ελληνικό σύνδρομο που περιόριζε τον πληρέστερο θεωρητικό προβληματισμό, άφη5 σαν κάποιες διαφωτιστικές σελίδες. Και μόνο κατά την τελευταία δεκαπενταετία θα δουν το φως της δημοσιότητας επιτόπιες έρευνες, όταν πλέον τα αγγειοπλαστεία θα βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της φθίνουσας πο6 ρείας τους.

Ένα από τα βασικά βοηθήματα για την αρχαιολογική έρευνα μιας περιοχής είναι και ο κατάλογος των τοπωνυμίων της. Τα τοπωνύμια «παλαιόκαστρο», «παλαιόχωρα», «καστρί», «παλιοκκλησιά», «βίγλα», και όλα τα παρόμοια, οδηγούν τον ερευνητή της ιστορικής τοπογραφίας «καρφωτό» σε θέσεις όπου διατηρήθηκαν σημάδια από την οικοδομική δραστηριότητα των παλαιότερων κατοίκων. Υπάρχουν και κάποια τοπωνύμια που μπορεί να είναι «αρχαιοτήτων σημαντικά», όμως δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή η σημασία τους, είτε γιατί προέρχονται από λεξιλόγιο ιδιωμάτων, είτε γιατί είναι λέξεις ξένων γλωσσών στις οποίες δεν έχουμε και πολλές προσβάσεις. Ένα από τα τοπωνύμια αυτά είναι και το «γραμάδα» ή, με το προθεματικό άλφα, «αγραμάδα», το οποίο συναντάται και στον πληθυντικό ως «γραμάδες» ή «αγραμάδες».

Το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών γράφει: «Η αγραμάδα, στο Παγγαίο και την Χαλκιδική, εκ του Ενετικού agraman = κροσσωτόν. Σημαίνει: στο Παγγαίο, περίβολος αγρού, κήπου, οικίας κλπ., ενώ στην Χαλκιδική = σωρός μικρών λίθων». Στο βουλγαρικό ετυμολογικό λεξικό αναφέρεται: «gramada = μεγάλος σωρός αλλά και φραγμένο μέρος σε ποταμό, όπου το χειμώνα ψαρεύουν. Συναντάται και ως τοπωνύμιο. Η λέξη υπάρχει σε όλες τις σλαβικές γλώσσες, και στα ρουμανικά, αλβανικά και ελληνικά». Επειδή το τοπωνύμιο το συναντάμε, ήδη από το 1103, στην περιοχή του Ροδολίβους Σερρών (δηλαδή στην περιοχή του Παγγαίου), και η ρίζα του είναι παλαιοσλαβική, θεωρούμε απίθανο να προέρχεται από ενετική λέξη, της οποίας μάλιστα η σημασία είναι τόσο άσχετη

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Βλ. Μαρία Βογιατζόγλου, «Παραδοσιακή κε· ραμεική στη Νεώτερη Ελλάδα. Το παράδειγμα του Αγ. Στεφάνου στο Μανταμάδο της Μυτιλήνης», Εθνογραφικά, τ. 2, 1979-80, σ. 37. 2. Βλ. Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Οι αγγειοπλάστες της Σίφνου. Κοινωνική συγκρότηση - Παραγωγή - Μετακινήσεις, έκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 1992, σ. 34-35, 61. 3. Ελένη Σπαθάρη-Μπεγλίτη, ό.π., κεφ. «Η αγγειοπλαστική ως καλλιτεχνική δημιουργία», σ. 215-229.

4. Βλ. Πρόλογο του Claude Lévi-Strauss, στο Γ.Δ. Καββαδία, Σαρακατσάνοι, Μία ελληνική ποιμενική κοινωνία, Αθήνα 1991. 5. Ενδεικτικά αναφέρω τον F. Wagner, Die Torfersiedlungen de Insel Siphnos, Καλσρούη 1974 και του ιδίου «Οι οικισμοί των αγγειοπλαστών στη Σίφνο», Θέματα Χώρου-Τεχνών 8 (1977), σ. 40-48. Επίσης J. Bent, The Cyclades or Life among the Insular Greeks, Λονδίνο 1885, κεφ. II, Σίφνος, σ. 21-23 (ανάτυπο, Σικάγο 1966). St. Casson, «The Modern Pottery Trade in Aegean», Antiquity, 1938, XII, σ. 467-473. G. Moussa, Siphnos, the Potter's Island, Άμστερνταμ 1981. 6. Για τη μελέτη της αγγειοπλαστικής του Αιγαίου, είναι σκόπιμο ο ερευνητής να ανατρέξει στη βιβλιογραφία και αρθρογραφία των Β. Κυριαζόπουλου, Μαρίας Βογιατζόγλου, Μπέττυς Ψαροπούλου, Χ. Βαλλιάνου και Ελένης ΣπαθάρηΜπεγλίτη.

ΕΛΕΝΗ ΣΠΑΘΑΡΗ-ΜΠΕΓΛΙΤΗ Δρ. Λαογραφίας

με τη σημερινή κύρια έννοια του όρου, δηλαδή αυτήν του σωρού λίθων. Από τη μέχρι τώρα έρευνα, αρκετά εκτεταμένη αλλά και πολύ μικρή σε σχέση με τη βαλκανική έκταση του αντικειμένου, συναντήσαμε το τοπωνύμιο στις περιοχές: Νικήτη, Μεταγκίτσι, Πολύγυρο, Παλαιόκαστρο, Παλαιοχώρι, Μεγάλη Παναγία, Παλαιόχωρα, Στανό και Σανά Χαλκιδικής, στο Αδάμ Ζαγκλιβερίου και Περιστερά του νομού Θεσσαλονίκης, στο Ροδολίβος Παγγαίου, στην Ευκαρπία Κιλκίς, στη λίμνη των Πετρών Φλώρινας, σε δύο θέσεις της περιφέρειας του ομώνυμου χωριού, στις Λίμνες του 'Αργούς, η θέση «Γκραμαδάτσε» (πληροφορία της αρχαιολόγου κας Α. Οικονόμου)· στη Βουλγαρία: στην Κούλα και στο Κιουστεντίλ, ενώ στο Ασένογκραντ και το Γκόρνοσλαβ συναντάται ως όνομα χειμάρρου (Gramada-deresi). Επίσης στο όρος Sredna Go-


ra υπάρχει η «Sivata Gramata». Στην πρώην Γιουγκοσλαβία σε τρεις θέσεις, νότια των Σκοπίων. Αναμφίβολα, η έρευνα θα αποδείξει την ύπαρξη πάρα πολλών θέσεων ακόμη με το ίδιο τοπωνύμιο σε όλη τη Βαλκανική και ίσως και μακρύτερα. Στον ελλαδικό χώρο, η λέξη αγραμάδα χρησιμοποιείται με δύο σημασίες. Στην παρούσα φάση η σχολαστική έρευνα μας περιορίστηκε στη Χαλκιδική, όπου υπάρχει άνεση κινήσεων και επαφών. Χρησιμοποιείται λοιπόν: (α) ως όρος, με τη σημασία του λιθοσωρού. Όχι όμως παντού' μόνο σε λίγα χωριά της κεντρικής Χαλκιδικής: Μεγάλη Παναγία, Παλαιόχωρα, Παλαιόκαστρο, Αδάμ Ζαγκλιβερίου και Βραστά, αλλά και εκεί μόνο από λίγους γέροντες, (β) Ως τοπωνύμιο επισκεφθήκαμε, ως σήμερα, πολλούς χώρους με αυτό το τοπωνύμιο, τόσο στη Χαλκιδική όσο και στην υπόλοιπη Μακεδονία. Σε όλες τις ομώνυμες θέσεις συναντούσαμε αρχαιολογικούς χώρους ή, συνηθέστερα, χαρακτηριστικούς μεγάλους και δυσερμήνευτους λιθοσωρούς. Ας περιγράψουμε όμως τα πράγματα: Κατά μήκος της όχθης πολλών χειμάρρων της Χαλκιδικής υπάρχουν πολλοί μεγάλοι λιθοσωροί, οι οποίοι πολλές φορές έχουν μήκος 150 μ., πλάτος 10-15 μ. και υπολογιζόμενο ύψος 1 ως 2 μ. Είναι σαφές ότι οι πέτρες προέρχονται από την κοίτη των χειμάρρων, είναι στρογγυλεμένες και έχουν μέγεθος κυμαινόμενο περίπου στις διαστάσεις ανθρώπινης κεφαλής. Συνήθως πρόκειται για χαλαζιακά πετρώματα. Στον ποταμό της Ορμύλιας οι λιθοσωροί αυτοί είναι πολύ συχνοί σε ένα μήκος γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Στον ποταμό της Ολύνθου είναι λιγότεροι αλλά με μεγαλύτερη διασπορά. Κοντά στο Χαλκόρεμμα όμως του Στανού της βόρειας Χαλκιδικής, οι αποθέσεις είναι απροσδόκητα μεγάλες. Υπολογίζουμε ότι καλύπτουν ενιαία έκταση 300 περίπου στρεμμάτων, σε πάχος κυμαινόμενο μεταξύ 2 και 4 μ. Επιπλέον, υπάρχουν και κάποιες διάσπαρτες μικρονησίδες. Παρόμοιες αγραμάδες, αλλά πολύ μεγαλύτερες, υπάρχουν και κατά μήκος του Γαλλικού ποταμού και ιδίως στην περιοχή του χωριού Ευκαρπία του νομού Κιλκίς, του οποίου το παλαιό όνομα ήταν «Γκραμάτινα». Λίγες αγραμάδες υπάρχουν και κατά μήκος της νότιας όχθης της τέως λίμνης της Καλαμωτούς στο Αδάμ Ζαγκλιβερίου και περισσότερες στο χείμαρρο της Περιστεράς. Το πρόβλημα των λιθοσωρών αυτών με απασχολούσε από χρόνια, αλλά δεν μπορούσα να δώσω μία λογική λύση. Ώσπου στις βιβλιοθήκες του ΙΓΜΕ πληροφορήθηκα ότι στον ποταμό της Ορμύλιας υπάρχουν αξιόλογα αποθέματα προσχωματικού χρυσού. Το πράγμα είναι φυσιολογικό αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι κύριες πηγές του ποταμού βρίσκονται στο χρυσοφόρο ορεινό συγκρότημα της βορειοανατολικής Χαλκιδικής, όπου έχουμε μαρτυρημένη παραγωγή χρυσού κατά τον 16ο και 17ο αιώνα ως υποπροϊόν του αργύρου, ο οποίος ήταν το κύριο αντικείμενο της εκμετάλλευσης. Η παραγωγή αργύρου εκεί μαρτυρεί-

ται σαφώς ήδη από τον 14ο αιώνα, αλλά οι αρχαιολογικές και γλωσσολογικές ενδείξεις θα μπορούσαν να ανεβάσουν την εκμετάλλευση και στους κλασικούς χρόνους, με βεβαιότητα, προς το παρόν, για τους χρόνους της πρώιμης ρωμαιοκρατίας. Παρόμοια αποθέματα χρυσού οι ερευνητές του ΙΓΜΕ εντόπισαν και στην άμμο του ποταμού της Ολύνθου, και άλλες μελέτες μάς μιλούν για χρυσό στην κοίτη του χειμάρρου του Στανού. Όσο για τον Γαλλικό ποταμό, μέχρι πρόσφατα γινόταν εκεί η απόληψη του προσχωματικού χρυσού υπό κρατική εποπτεία. Βλέπουμε λοιπόν ότι όπου υπάρχουν αγραμάδες παραποτάμιες, εκεί συμβαίνει να εντοπίζονται και αποθέματα προσχωματικού χρυσού. Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι λιθοσωροί αυτοί σχετίζονται με τις εργασίες απολήψεως του χρυσού. Όσο για τη μέθοδο της εργασίας, μας την περιέγραψε απλά μία γερόντισσα στα Βραστά Χαλκιδικής: «Οι μαλαματάδες κοσκίνιζαν και έπλεναν στον ποταμό της Ορμύλιας την άμμο για να μάσουν το χρυσάφι. Όταν τέλειωνε η άμμος, τότε κουβαλούσαν τις πέτρες στην άκρη για να βρουν τη βαθύτερη άμμο, και έτσι έγιναν οι αγραμάδες». «Τους πρόλαβες;». «Όχι, παιδί μου, αυτές είναι παλιές δουλειές...». Πόσο «παλιές», όμως, είναι αυτές οι «δουλειές»; Σε ένα από τα πρώτα δημοσιεύματα του τότε Γεωλογικού Γραφείου (προδρόμου του ΙΓΜΕ), το 1925, αναφέρεται: «Η Οθωμανική Διεύθυνσις Μεταλλείων, γνωρίζουσα ότι από μακρού οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης διέτρεχον καθ' έκαστον έτος τας κοιλάδας της Μακεδονίας και ηγόραζον χρυσόν συλλεγόμενον υπό των εντοπίων και ότι απέστελλον τούτον εκ Θεσσαλονίκης εις Αυστρίαν ιδίως, μυστικοί) τω τρόπω... επεφόρτισε το 1838 τον κ. Παουλίνι, μηχανικόν μεταλλείων εξ Αυ-

στρίας... να ερευνήση, εάν αι χρυσοφόροι άμμοι ήσαν αρκετά πλούσιοι δι' εκμετάλλευσιν εν μεγάλη κλίμακι». Ο κ. Παουλίνι λοιπόν εξέτασε τις κοιλάδες του Γαλλικού, Ν ιγρίτας και Νευροκοπίου, αλλά αποδείχτηκε ασύμφορη η εκμετάλλευση. Υπάρχουν επίσης πληροφορίες ότι μαλαματαραίοι έρχονταν για εργασία και στη Χαλκιδική κατά την τουρκοκρατία και φαίνεται ότι σ' αυτούς αναφέρθηκε η γερόντισσα των Βραστών. Ο Avezou, ταξιδεύοντας στη Χαλκιδική το 1914, σημειώνει ότι «μέχρι τα τελευταία χρόνια οι χρυσοπλύστες εργάζονταν στους χείμαρρους του Αγίου Νικολάου (της Σιθωνίας)», ενώ η γιαγιά μου η Παγωνάρα στις διηγήσεις για τα παιδικά της χρόνια (γεννήθηκε το 1895) μας ανέφερε για μαλαματαραίους «που κοσκίνιζαν την αμμούδα στης Σμέρδας τον λάκκο» (της Νικητής). Έχω τη γνώμη ότι εργασίες που γίνονταν παράνομα, δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν τόσο πολύ, ώστε να δημιουργηθούν οι τεράστιες αγραμάδες που προαναφέρθηκαν. Πιστεύω ότι προϋπόθεση της δημιουργίας τους ήταν η μακροχρόνια, συστηματική και οργανωμένη εκμετάλλευση των χρυσοφόρων προσχώσεων. Οι ιστορικές μαρτυρίες για οργανωμένη εκμετάλλευση μάς λείπουν εντελώς. Επιπλέον η αρχαιολογική-ανασκαψική έρευνα δεν ασχολήθηκε ακόμη με το θέμα. Έτσι αναγκαζόμαστε να κάνουμε μία σειρά συλλογισμών, προκειμένου να μπορέσουμε να προτείνουμε μία. έστω και κατά προσέγγιση, χρονολόγηση της οργανωμένης χρυσοθηρικής δραστηριότητας: Η Ευκαρπία του Κιλκίς αναφέρεται ως «Γκραμάτινα» ήδη τον 15ο αιώνα. Να το θεωρήσουμε ως ένδειξη ότι οι αγραμάδες υπήρχαν ήδη εκεί: Στον ποταμό της Περιστεράς υπήρχαν λιθοσωροί ήδη κατά τον 14ο αιώνα, και στις λεπτομερείς περιγραφές της περιοχής που μας δίνουν τα αγιορείτικα έγγραφα δεν γίνεται αναφορά σε άλλη εκμετάλλευση παρά μόνο στη γεωργική. Να θεωρήσουμε ότι τα χρυσοπλύσια λειτούργησαν σε προγενέστερες εποχές; Επισημαίνουμε ότι το μεσαιωνικό όνομα αυτού του ποταμού ήταν «Γκραμουστίκεια», αν και όσοι ασχολήθηκαν το ετυμολογούν από άλλη λέξη, η οποία σημαίνει «θόρυβος βροντή», και όχι από το γραμάδα. Επιπλέον, η κα Κ. Θεοχαρίδου ανέσκαψε εκεί ένα ιδιόρρυθμο εργαστήριο, το οποίο ερμηνεύει ως εργαστήριο επεξεργασίας προσχωματικού χρυσού που λειτουργούσε κατά τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Στο Ροδολίβος, δηλαδή στη χρυσοφόρο περιοχή του Παγγαίου, το τοπωνύμιο αναφέρεται ήδη το 1103. Να θεωρήσουμε ότι οι υπάρχουσες αγραμάδες είναι παλαιότερες; Στη Χαλκιδική, παντού όπου υπάρχουν αγραμάδες χρυσοπλυσίων, κάπου πολύ κοντά υπάρχει και (τουλάχιστον) ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος. Έτσι έχουμε: Κατά μήκος του ποταμού της Ορμύλιας ένα παλαιοχριστιανικό κάστρο, εκεί όπου αρχίζουν οι αγραμάδες, και δύο πόλεις των κλασικών χρόνων κατά μήκος της κοίτης του, την Καλλίπολη, στην περιοχή του προαναφερθέν-


τος κάστρου, και μία αταύτιστη στην περιοχή της Πλανάς. Κοντά στις αγραμάδες του ποταμού της 0λύνθου έχουμε την αρχαία Απολλωνία, αλλά και μία σημαντική παλαιοχριστιανική εγκατάσταση, ενώ πιο ψηλά, στη Βατόνια, άλλη μία παλαιοχριστιανική και το μεσοβυζαντινό χωριό «της Βατονίας». Στις αγραμάδες του Στανού έχουμε μία μικρή αλλά πλούσια εγκατάσταση της όψιμης ρωμαιοκρατίας. Βρέθηκε το νεκροταφείο της, με χρυσά κοσμήματα, σε μία άγονη και δυσπρόσιτη περιοχή, η οποία από έναν επιτύμβιο βωμό ονομάστηκε «Μπάμπω».

Δίπλα στις αγραμάδες του Αδάμ Ζαγκλιβερίου ήταν «τα Καλίνδοια», πόλη των κλασικών χρόνων, που φαίνεται να άκμασε κατά τους χρόνους της ρωμαιοκρατίας και την παλαιοχριστιανική εποχή. Η περιοχή όμως αυτή είναι και εύφορος κάμπος. Συνδυάζοντας όλες αυτές τις ασήμαντες, έστω, παρατηρήσεις, μήπως θα πρέπει να θεωρήσουμε πιθανό ότι η περίοδος της οργανωμένης λειτουργίας των χρυσοπλυσίων στη Χαλκιδική θα πρέπει να αναζητηθεί σε εποχές πριν τον 6ο αιώνα μ.Χ.; Και μήπως η χρήση του παλαιοσλαβικής καταγωγής όρου «αγραμάδα» θα πρέπει να θεωρηθεί ως μία

(αχνή έστω) ένδειξη του ίδιου χρονολογικού terminus; Τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω την ανάγκη να στραφεί η προσοχή της ανασκαφικής έρευνας και στο θέμα της μελέτης των κυριότερων αγραμάδων, ώστε να γίνει γνωστό σε ποια περίοδο ο προσχωματικός χρυσός της κάθε περιοχής έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ίσως μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε με άλλο τρόπο ή να κατανοήσουμε γεγονότα και κατασκευές του παρελθόντος.

Η έρευνα Στα δεφτέρια του μεγαλοκτηνοτρόφου τσέλιγγα Αναγνώστη Βασιλάκη, από τη Βωβούσα της Ηπείρου, καταγράφονται όλες οι «συντροφιές» του, δηλαδή οι άτυποι συνεταιρισμοί που σκοπό έχουν την εκμετάλλευση συμπληρωματικών δραστηριοτήτων μέσα στο πλαίσιο του αντίστοιχου βασικού, του κτηνοτροφικού. Οι οικονομικές συναλλαγές και οι αποπληρωμές που πραγματοποιούνται βασίζονται σε ένα ιδιότυπο σύστημα αλληλοπιστώσεως αγαθών, σύνηθες όμως και αποδεκτό από τους ημινομαδικούς αυτούς πληθυσμούς ως αναγκαίο έθιμο. Ανάμεσα στις άλλες συντροφιές του Βασιλάκη, όπως αυτές για τυροκομείο, μύλους, εμπόριο φλοκάτων, κατασκευή σαμαριών, για τις οποίες παρέχονται για πρώτη φορά οικονομικά μεγέθη, εμφανίζεται και η συντροφιά για το νεροπρίονο. Τα νεροπρίονα αποτελούν πλέον μία σπάνια μορφή εκμετάλλευσης της δυναμικής του νερού και, επειδή υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες για την εγκατάσταση και τη λειτουργία τους, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1871-72 στην περιοχή της Πίνδου, έκρινα αναγκαίο να ξεκινήσω μία επιτόπια έρευνα εντοπισμού και παρουσίασης τους. Για το σκοπό αυτόν, το καλοκαίρι του 1992 επισκέφθηκα κυρίως τις περιοχές γύρω από τα χωριά Βωβούσα, Περιβόλι, Αβδέλλα, το δρυμό της Βάλια Κάλντα και, τέλος, το Μέτσοβο, με πενιχρά, οι λόγοι θα εξηγηθούν παρακάτω, αποτελέσματα. Πιστεύω όμως ότι είναι αναγκαίο να παρουσιαστούν οι ως σήμερα διαπιστώσεις, τόσο από τα δεφτέρια όσο και από την έρευνα.

λάδα, στη Μακεδονία και την Ήπειρο. Στη νότια Ελλάδα σπάνια λειτουργούσε κάποιο, κατασκευασμένο όμως από ειδικά συγκροτημένο ηπειρώτικο συνεργείο, το οποίο μετά το τέλος της συγκεκριμένης υλοτομίας διέλυε το νεροπρίονο. Αυτό το πρώτο διώροφο ξύλινο νεροπρίονο, που εγκαθιστούσαν στο ύπαιθρο, κοντά στο χώρο της υλοτομίας, που θα ήταν ίσως δόκιμο να το θεωρήσουμε ως πρώτη γενιά, πρέπει να χρησιμοποιήθηκε ως τους χρόνους του Όρθωνα. Αμέσως μετά η αστική ανάπτυξη δημιούργησε μεγάλες ανάγκες ξυλείας, ενώ η γνωριμία με την τεχνολογία επέφερε αλλαγές και στο νεροπρίονο. Έγινε μόνιμη κατασκευή με εξελιγμένης μορφής εγκατάσταση, ενώ εξαπλώθηκε και στη νότια Ελλάδα. Σήμερα συναντάμε ελάχιστα μνημεία, αν μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε έτσι, με τη

στενή έννοια του όρου, της δεύτερης και κυρίως της τρίτης γενιάς στην περιοχή της Πίνδου, από τα εκατοντάδες που λειτουργούσαν, και αυτά εγκαταλελειμμένα.

Ιστορικά Το πρώτο υδροπρίονο εμφανίστηκε, σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, όπου υπήρχαν πλούσια δάση, ήδη από το 1322, ενώ στη Βόρεια Ευρώπη από το 1530. Από εκεί, στα τέλη του 16ου αιώνα, η χρήση του εισέδυσε στις χώρες της Βαλκανικής και χρησιμοποιόταν μόνιμα στην Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία, και, στην Ελ-

ΙΩΑΚΕΙΜ Π ΑΠ ΑΓΓΕΛΟΣ

Λόγοι εγκατάστασης του νεροπρίονου Το νεροπρίονο δημιουργήθηκε από την ανάγκη εκμετάλλευσης του δασικού πλούτου με μικρό κόστος παραγωγής, αντίστοιχη αύξηση του όγκου και μείωση του απαιτούμενου χρόνου. Διαδόθηκε γιατί ήταν το μοναδικό σύστημα που μπορούσε να ανταποκριθεί σ' αυτές τις απαιτήσεις, αφού ως κινητήρια δύναμη χρησιμοποιούσε την ενέργεια του νερού. που προσφερόταν άφθονη και ανέξοδη στις περιοχές αυτές, και είχε δυνατότητα παραγωγής πριονισμένης ξυλείας σε μεγάλη κλίμακα.


Η θέση δημιουργίας Η εγκατάσταση δημιουργούνταν σε θέσεις όπου η διαμόρφωση του φυσικού εδάφους προσφερόταν για την εκμετάλλευση του νερού αλλά ταυτόχρονα και για την απρόσκοπτη ανάπτυξη και λειτουργία της. Αναζητούνταν φυσική θέση στην οποία ήταν δυνατόν να μεταφερθεί εύκολα, αλλά και να δημιουργηθεί πτώση νερού, ενώ ταυτόχρονα μπορούσε να εξυπηρετήσει και λειτουργικές ανάγκες, όπως αποθήκευση, στέγνωμα της παραγωγής, διημέρευση/διανυκτέρευση των τεχνιτών κ.ά. Ακόμη να προσφέρει κάποια, στοιχειώδη έστω, προστασία της εγκατάστασης από φυσικές κυρίως αιτίες. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο παρέμενε η απόσταση της από το χώρο της υλοτομίας της αντίστοιχης περιόδου, και βέβαια καταβαλλόταν προσπάθεια να εντοπιστεί η κοντινότερη, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η απόσταση μεταφοράς των κορμών με τα μουλάρια και τους πρόχειρους «γλίστρες», για να υπάρχει κέρδος χρόνου, κόπου και, φυσικά, μείωση του κόστους. Υλικό και μορφή της κατασκευής Το υλικό που χρησιμοποιόταν για το στήσιμο του νεροπρίονου, που οργανώνεται σε δύο ορόφους, ήταν η άγρια ξυλεία, κυρίως οι στρογγυλοί κορμοί της υλοτομίας. Στον κάτω όροφο βρίσκονταν τα συστήματα κίνησης, δηλαδή τα αναγκαία για τη μετατροπή της περιστροφικής κίνησης, που δημιουργούσε η υδατόπτωση, σε ευθύγραμμη παλινδρομική. Στο δεύτερο, ψηλότερο, επίπεδο δούλευε η ξυλοπριστική εγκατάσταση, όπου και πριονίζονταν οι κορμοί. Στις βοηθητικές εγκαταστάσεις και τα καταλύματα των τεχνιτών, που διασκορπίζονταν γύρω, χρησιμοποιούσαν τα «ακροσάνιδα», δηλαδή τα ελλειπτικά κομμάτια που περίσσευαν όταν καθάριζαν τους στρογγυλούς κορμούς, για να πάρουν πρισματική μορφή. Έχουμε λοιπόν μία εξ ολοκλήρου ξύλινη κατασκευή, αφού και η «καρούτα» μεταφοράς του νερού ήταν ξύλινη, επομένως μία μη μόνιμου χαρακτήρα εγκατάσταση, αν λάβουμε υπόψη και τον περιορισμένο χρόνο λειτουργίας της.

Τεχνίτες του νεροπρίονου Η παράδοση έχει διασώσει τα ονόματα μαστόρων κατασκευής αλλά και τεχνιτών έμπειρων στη λειτουργία του. Τρεις ή τέσσερις μόνο είναι, δυστυχώς, αυτοί που μπορούν σήμερα, και όχι απόλυτα, από προσωπικές μνήμες να στήσουν και να λειτουργήσουν νεροπρίονο.

Χρόνος λειτουργίας Ως χρόνος λειτουργίας του νεροπρίονου θεωρείται το διάστημα από 21 Απριλίου (Αγίου Γεωργίου) έως 26 Οκτωβρίου (Αγίου Δημητρίου). Είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο κινητός πληθυσμός άφηνε τα χειμαδιά και ανέβαινε στο χωριό.

Η προμήθεια της δασικής ξυλείας Για την προμήθεια της απαραίτητης δασικής στρογγυλής ξυλείας δημιουργείται μία ακόμη «συντροφιά», που διαθέτει υλοτόμους αλλά και «κεραστήδες», δηλαδή αγωγιάτες που θα τη μεταφέρουν. Στην υποχρέωση τους περιλαμβάνεται όχι μόνο η μεταφορά τους στο χώρο του πριονιού αλλά και η μεταφορά των προϊόντων, δηλαδή των «σανίδων», στους χώρους της παραγγελίας. Η δημιουργία αυτής της συντροφιάς και η εξασφάλιση της για τη συγκεκριμένη δουλειά πραγματοποιούνταν τον προηγούμενο χρόνο της λειτουργίας του πριονιού, γιατί η υλοτομία των δένδρων, κατά τα κρατούντα, γίνεται κατά το χρονικό διάστημα Οκτωβρίου - Απριλίου, ώστε οι κομμένοι κορμοί να «τραβήξουν», δηλαδή να στεγνώσουν, για να μπορέσουν πιο εύκολα να καθαριστούν από τη φλούδα.

Χρηματοδότηση του έργου Πολύτιμες είναι εδώ οι πληροφορίες που παρέχουν τα δεφτέρια. Συνήθως τη χρηματοδότηση αναλάμβανε μία «συντροφιά» που δεν ήταν απαραίτητο να εργάζεται και στο πριόνι. Το κόστος της κατασκευής, όπως αναλυτικά παραδίδεται στα δεφτέρια, φτάνει, για το 1871, στο συνολικό ποσό των 2.540 γροσιών. Τα κέρδη, που εμφανίζουν απόδοση, στο διάστημα των έξι μηνών, της τάξεως του 40%, μοιράζονται σύμφωνα με το εταιρικό κεφάλαιο, αφού αφαιρούνταν τα διάφορα έξοδα (μεταφορικά, υλικά αναλώσιμα, τροφή κ.λπ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές φορές αποπληρώνονταν με ίσης αξίας αγαθά ή γεννήματα.

Μέγεθος παραγωγής Σύμφωνα πάντοτε με τις πολύτιμες καταγραφές, το αναφερόμενο νεροπρίονο, που πιστεύω ότι αποτελούσε ένα τυπικό δείγμα εκμετάλλευσης, είχε συνολική παραγωγή 125.00 -135.00 μ' πριονισμένης ξυλείας. Βέβαια, η ακαθάριστη άγρια ξυλεία έφτανε στα 190.οο μ' τουλάχιστον. Για όλους αυτούς τους λόγους, παρουσία εγκατάστασης νεροπρίονου της πρώτης γενιάς στη περιοχή της Πίνδου δεν συνάντησα. Σώζονται στοιχεία από την παρουσία νεροπρίονων μόνιμης εγκατάστασης, χτιστών, που δημιουργήθηκαν όταν κρίθηκε αναγκαίο και επωφελές από οικονομική άποψη, κυρίως με-

τά το 1850. Στις εγκαταστάσεις αυτές έχουν προσαρμοστεί τα αντίστοιχα παραδοσιακά στοιχεία της πρώτης γενιάς. Αιτίες εξάλειψης του πριονιού α) Το ευπρόσβλητο του υλικού του. Το ξύλο, εκτεθειμένο στο ύπαιθρο και απροστάτευτο από τα φυσικά φαινόμενα, βροχή, χιόνι, φωτιά, υπόκειται σε φυσική φθορά. Ταυτόχρονα όμως βρίσκεται και στη διάθεση του κάθε ενδιαφερομένου, για οποιονδήποτε σκοπό και χρήση. β) Ο περιορισμένος χρόνος λειτουργίας του. Ελάχιστες φορές, κατά την παράδοση, επαναλειτουργούσε το ίδιο πριόνι περισσότερες από δύο ή τρεις περιόδους και σπάνια τέσσερις και πάνω. Αυτό οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στη μετατόπιση της περιοχής υλοτόμησης, οπότε αύξανε κατ' ανάγκη η απόσταση μεταφοράς της ξυλείας. Ενώ σημαντικό είναι και το ότι η συντροφιά του πριονιού δεν δημιουργούνταν από τους ίδιους πάντοτε συντρόφους. γ) Ο προσωρινός χαρακτήρας της εγκατάστασης επηρέαζε, σε μεγάλο βαθμό, την κατασκευή· γινόταν περισσότερο χαλαρή, αφού ήταν μή μόνιμου χαρακτήρα. δ) Και οι ίδιοι οι επενδυτές, μετά το τέλος της περιοδικής λειτουργίας του, ήταν φυσικό να προξενούν ζημιές, με το να μεταφέρουν αλλού για επαναχρησιμοποίηση τμήματα του, κυρίως τα ελάχιστα μεταλλικά, όπως βαγονέτο, αλυσίδες, πριόνια, καρούτα. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι το έκαναν, συχνά, και σκόπιμα, για να διαφυλάξουν το μυστικό της κατασκευής του. Διαπιστώσεις - Προτάσεις Διατηρούνται σήμερα λίγα νεροπρίονο, μόνιμης κατασκευής, της δεύτερης και τρίτης γενιάς, όπου συνυπάρχουν και πολλά από τα αντίστοιχα παραδοσιακά στοιχεία της πρώτης γενιάς, κυρίως στον τρόπο παροχής και δια-


κοπής του νερού. Υπάρχουν ακόμη ελάχιστοι τεχνίτες που έχουν τη δυνατότητα να ανασυστήσουν το παλιό νεροπρίονο. Είναι όμως απαραίτητο να ολοκληρωθεί η προσπάθεια με την πλήρη έρευνα και καταγραφή όσων υπάρχουν, ακόμη και σε ερείπια. Για την τεκμηρίωση του θέματος θα πρέπει να συγκεντρωθούν μαρτυρίες, μαγνητοφωνή-

σεις, καταγραφές, φωτογραφικό υλικό, βιβλιογραφία κ.ά., ώστε να γίνει δυνατή η μελέτη της ιστορίας και της εξέλιξης του στον ελλαδικό χώρο. Θα πρέπει να καταβληθεί επίσης προσπάθεια, ώστε με τη βοήθεια των μαστόρων να γίνει δυνατή η δημιουργία μιας μικρής πειραματικής μονάδας της πρώτης γενιάς.

Τέλος, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί πρόγραμμα διάσωσης των σωζόμενων νεροπρίονων και συντήρησης τους ως μνημείων, με την ένταξη τους αντίστοιχα στο χώρο της βιομηχανικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Στα 74 χρόνια που λειτουργεί το τυπογραφείο του Στυλιανού Ξανθουδάκη, έχει αποτελέσει έναν παράγοντα ιστορίας, ένα σημείο αναφοράς στην κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης των Χανίων. Το τυπογραφείο αυτό, που ίδρυσε αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το 1922, ο Κωστής Μαριδάκης, είχε ως πρωταρχική του δραστηριότητα την έκδοση της εφημερίδας Εφεδρικός Αγών. Ο ίδιος ήταν ένας από τους πρωτεργάτες, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον Νικόλαο Πλαστήρα, της ίδρυσης των εφεδρικών ταμείων, για την ενίσχυση και προάσπιση των συμφερόντων των χιλιάδων εφέδρων που επέστρεφαν από τη Μικρά Ασία. Εφημερίδα τοπική, με αποκλειστικότητες πανελλήνιες όμως, ήρθε να προστεθεί στις επτά εφημερίδες που ήδη εκδίδονταν στα Χανιά εκείνη την εποχή. Πολύ σύντομα το τυπογραφείο θα επεκτείνει τις δραστηριότητες του, αναλαμβάνοντας το τύπωμα της εφημερίδας Αλήθεια του Λαϊκού κόμματος (1923), ενώ από το 1924 οργανώνει τμήμα βιβλιοδεσίας και ξεκινά την έκδοση βιβλίων. Η πνευματική κίνηση στην πόλη είναι ιδιαίτερα έντονη εκείνη την εποχή, και ένας μακροσκελής κατάλογος έργων λογοτεχνικών, εκκλησιαστικών αλλά και επιστημονικών συγγραμμάτων επιβεβαιώνει το γεγονός ότι από το 1931 θεωρείται το πιο άρτια οργανωμένο τυπογραφείο στην έκδοση βιβλίων. Στο μεταξύ, το 1926-27, το πιεστήριο Γκού-

τεμπεργκ, με το οποίο ξεκίνησε τη λειτουργία της η επιχείρηση, θα αντικατασταθεί με ένα χειροκίνητο (τελάρου 58 χ 86). Το 1933, ο Εφεδρικός Αγών γίνεται εβδομαδιαίος. Στη θέση του ξεκινά η έκδοση της ημερήσιας εφημερίδας «δημοκρατικών αρχών» Το Βήμα του Λαού. Το Βήμα θα γίνει η πρώτη σε κυκλοφορία εφημερίδα, αφού είναι η μόνη που ανακοινώνει τους αριθμούς του Λαϊκού Λαχείου, ενώ με τους έξυπνους χειρισμούς του εκδότη της κοινοποιεί στην πόλη τα μεγάλα γεγονότα των Αθηνών πάντα μια μέρα πριν από τις άλλες. Και θα είναι η μόνη που ένα χρόνο μετά το κλείσιμο του Εφεδρικού Αγώνα, το Μάρτιο του 1936, θα τοιχοκολληθεί στα κεντρικά σημεία της πόλης ανακοινώνοντας επίσημα το θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1941, τα μηχανήματα του τυπογραφείου θα κατασχεθούν από τους Γερμανούς· τα αρχεία της εφημερίδας θα καταστραφούν. Το έτος 1943 βρίσκει το τυπογραφείο να λειτουργεί παράνομα, τυπώνοντας προκηρύξεις για τις ανάγκες της εθνικής αντίστασης. Τα θορυβώδη πιεστήρια προκαλούν συχνά το θυμό των γερμανικών όπλων. Έτσι, βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση, μεταφερόμενα κρυφά από υπόγειο σε υπόγειο, ένα ποδοκίνητο πιεστήριο DIAMANT και δύο μικρά χειροκίνητα (το ένα FREDERIC KREBS) του 1896. Το 1945, μία εβδομάδα μετά την ανακωχή, Το Βήμα του Λαού είναι η πρώτη εφημερίδα που επανεκδίδεται. Επίσης, λίγο αργότερα επανεκδίδεται το φιλολογικό περιοδικό Κρητική Εστία. Το 1947, η Μητρόπολη τυπώνει εδώ το περιοδικό Αναγέννησις. Από το 1948 ξεκινά η έκδοση της εφημερίδας Αλήθεια, αυτή τη φορά από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Από το 1953 το τυπογραφείο αποκτά μία κοπτική μηχανή KARL CRAUSSE του 1896 (η λεγόμενη Γκιλοτίνα, που αποτελεί σήμερα ένα σπάνιο τεκμήριο για την ιστορία της τυπογραφίας). Το 1957, ο Κωστής Μαριδάκης, που γλύτωσε έξι φορές τη ζωή του από θανατικές καταδίκες, υποκύπτει στο φυσικό θάνατο των 84 χρόνων του. Την επιχείρηση αναλαμβάνει ο εγγονός του Στέλιος Ξανθουδάκης, ο οποίος το 1960 αγοράζει από την Αθήνα ένα επίπεδο πιεστήριο JGMA ILANDER του 1901 και ξεκινάει την έκδοση της Εθνικής για λογαριασμό της ΕΡΕ, αντικαθιστώντας Το Βήμα του Λαού. Η Εθνική θα συνεχίσει ως το 1966, ενώ από το 1961 εκδίδεται δεύτερη εφημερίδα για

την ΕΡΕ, η Νέα Εποχή, που και αυτή θα σταματήσει τρία χρόνια αργότερα. Παράλληλα, το 1961 παύει η έκδοση της Κρητικής Εστίας, ενώ το τυπογραφείο εκσυγχρονίζεται με την αγορά ενός αυτόματου τσέχικου πιεστηρίου. Στο μεταξύ, από το 1964-65 τη δουλειά βοηθάει και μία λινοτυπική σε κακή κατάσταση, αφού είναι από τις πρώτες που κατασκευάστηκαν το 1886 περίπου. Το 1966 βρίσκει την επιχείρηση με υπέρογκα χρέη. Και την 21η Απριλίου του 1967, συμπληρώνοντας την ατυχία, η δικτατορία παύει την έκδοση της Αλήθειας. Μία άλλη εφημερίδα, η Ηχώ της Κρήτης, θα πάρει τη θέση της ως το 1972, ενώ από το 1970 αραιώνουν και οι εκδόσεις βιβλίων. Το προσωπικό του τυπογραφείου, που σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του αριθμούσε από 12 έως και 18 άτομα, αρχίζει να λιγοστεύει. Σήμερα λειτουργεί με τρία άτομα. Η αδυναμία του να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας σύγχρονης πόλης 80 χιλιάδων κατοίκων το καθιστά ανεπίσημα ένα μουσείο της τυπογραφίας, όπου τα ξύλινα και μεταλλικά στοιχεία των αρχών του αιώνα, τα μοναδικά κλισέ και οι κάσες δεν έχουν θέση πια παρά μόνο για τα συρτάρια, και οι μηχανές δεν λειτουργούν παρά μόνο για να αφήσουν το ρυθμικό τους αγκομαχητό σαν απόηχο στην ιστορία της πόλης των Χανίων.

ΣΤΕΛΙΟΣ Μ ΟΥΖΑΚ ΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΥΠΑΚΗΣ Δημοσιογράφος


Τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1992μελετούσα στην Αθήνα τα αρχαία ελαιοπιεστήρια που βρίσκονται στις παρυφές της Ακρόπολης. Ο πλούτος του υλικού με άφησε κατάπληκτο, όπως το ίδιο κατάπληκτο με άφησε η διαπίστωση ότι το πολυτιμότερο αγαθό της αρχαιότητας στον ελλαδικό χώρο έχει παραμείνει, ως σήμερα, εντελώς αμελέτητο. Σκοπός του σύντομου αυτού άρθρου είναι να κινήσει το ενδιαφέρον (στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της Τεχνολογίας) και να ωθήσει την έρευνα γύρω από την τεχνολογία παραγωγής λαδιού κατά την αρχαιότητα και τους νεότερους χρόνους. Η αρχαία οικονομία παραμένει ένα αμφισβητήσιμο και ανεξερεύνητο πεδίο, κυρίως λόγω έλλειψης γραπτής μαρτυρίας. Το κενό αυτό προσπαθεί, στο μέτρο του δυνατού, να συμπληρώσει η αρχαιολογία, αν και πολλές φορές ο ρόλος της ως παράγοντα για διαμόρφωση υποθέσεων υποβαθμίζεται από τους ιστορικούς. Ένας τομέας στον οποίο η αρχαιολογία προσπάθησε να δώσει απαντήσεις, εκεί όπου απέτυχαν οι μελετητές της αρχαίας γραμματείας, είναι αυτός της τεχνολογίας παραγωγής λαδιού. Μια σειρά αναπαραστάσεων που έγιναν κυρίως στην Ιταλία από τους ρομαντικούς μελετητές του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, με βάση τα κείμενα των Λατίνων κλασικών, και αφορούσαν την τεχνολογία παραγωγής λαδιού, δεν είχαν την τεκμηρίωση αυθεντικών καταλοίπων. Οι ίδιοι οι κλασικοί συγγραφείς δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στην περιγραφή των μέσων παραγωγής, γιατί απλούστατα απευθύνονταν σε αναγνώστες που τα γνώριζαν. Στον ελλαδικό χώρο, που είναι κυριολεκτικά κατάσπαρτος από κατάλοιπα ελαιοπιεστηρίων, δεν έγινε καμία έρευνα που να αφορά την τεχνολογία παραγωγής λαδιού. Παρουσιάστηκαν μελέτες, που είχαν σκοπό τη διερεύνηση της ελιάς και του λαδιού μέσα από το πρίσμα αρχαίων πηγών, ενώ μία μελέτη α-

φορούσε το λάδι από τη σκοπιά ενός χημικού. Στην Κύπρο η έρευνα διήρκεσε 15 περίπου χρόνια και συμπληρώθηκε, ως ένα βαθμό, με τη δημοσίευση των ως το 1992 αποτελεσμάτων (Χατζησάββας 1992). Παράλληλα με την ετοιμασία της δημοσίευσης αυτής, αλλά και σε μεταγενέστερο στάδιο, έχει αναληφθεί για πρώτη φορά στην Κύπρο η πειραματική αρχαιολογία. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε με την ανεύρεση και ανασκαφή ενός πιεστηρίου των βυζαντινών χρόνων (7ος-9ος αιώνας) στο χώρο κατασκευής του μεγάλου φράγματος στην κοιλάδα του ποταμού Κούρη, περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Λεμεσού. Η επικείμενη καταστροφή οδήγησε τον ανασκαφέα στη μελέτη τρόπων επανεγκατάστασης του πιεστηρίου σε εκθεσιακό χώρο. Μελετήθηκε παράλληλα και η δυνατότητα λειτουργικής αποκατάστασης με την ανακατασκευή των ξύλινων τμημάτων του πιεστηρίου. Η εισήγηση για τη λειτουργική αποκατάσταση δημοσιεύτηκε το 1990 (Χατζησάββας 1990,181-185). Αφού δεν παρουσιάστηκαν αντιδράσεις, το Τμήμα Αρχαιοτήτων προχώρησε, με βάση την αποτύπωση, στο χτίσιμο των δεξαμενών, που ήταν λαξευμένες στο φυσικό βράχο και είχαν εν τω μεταξύ καταστραφεί, και στη λειτουργική αποκατάσταση τους με βάση την εισήγηση του ανασκαφέα. Το βασικό ερώτημα στο όλο εγχείρημα ήταν η χρήση βίδας ή τροχαλίας σε συνδυασμό με το βάρος. Βέβαια το ερώτημα αυτό είχε απαντηθεί ήδη στη δημοσίευση της μελέτης αποκατάστασης. Το σχέδιο αποκατάστασης της ξύλινης κατασκευής, που συγκρατούσε τη βίδα πάνω στο πέτρινο βάρος, δόθηκε στον ξυλουργό με τη σαφή οδηγία να μη χρησιμοποιήσει μεταλλικά καρφιά, αλλά να ακολουθήσει την παραδοσιακή μέθοδο δεσίματος με ξύλινα καρφιά. Δυσκολίες παρουσιάστηκαν στην εγκοπή

που θα διαδραμάτιζε το ρόλο παξιμαδιού για τη βίδα. Το όλο εγχείρημα ήταν δύσκολο, γιατί έπρεπε η χάραξη να γίνει στο εσωτερικό του μοχλού. Κατασκευάστηκε, τελικά, καλούπι σε δύο μέρη, χρησιμοποιώντας ως πρόπλασμα την ίδια τη βίδα. Ενώθηκαν στη συνέχεια τα δύο μέρη, που ενσωματώθηκαν στο μοχλό. Η όλη κατασκευή είναι αρκετά εντυπωσιακή και προσελκύει πολλούς επισκέπτες, που δοκιμάζουν να χαμηλώσουν ή και να ανυψώσουν το μοχλό, περιστρέφοντας τη βίδα με τη βοήθεια ξύλινης λαβής που εισχωρεί στις διαμπερείς υποδοχές του κάτω μέρους της βίδας. Η δεύτερη περίπτωση λειτουργικής αναστήλωσης ελαιοπιεστηρίου αφορά μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις που βρέθηκαν στο κέντρο περίπου της Λευκωσίας. Η ανασκαφή έφερε στο φως ιερό της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου, που λειτουργούσε έως και την ελληνιστική περίοδο. Το ελαιοπιεστήριο, που συνυπήρχε με το ιερό της ελληνιστικής τουλάχιστον περιόδου, βρισκόταν σε μεγάλο ορθογώνιο δωμάτιο, ενώ σε παρακείμενο χώρο βρίσκονταν δύο δεξαμενές ορθογώνιου σχήματος. Από τα βασικά στοιχεία του πιεστηρίου διασώθηκαν στη θέση τους ένα βάρος σε σχήμα πέτρινης άγκυρας με κάθετη και οριζόντια οπή, μία πέτρινη βάση με δύο υποδοχές για ξύλινα στηρίγματα, καθώς και το αγγείο-συλλέκτης που βρέθηκε βυθισμένο στο δάπεδο. Ένα δεύτερο αγγείο βυθισμένο στο δάπεδο βρέθηκε σε πολύ μικρή απόσταση, ενώ κάτω από αυτό βρέθηκε αγγείο-διαχωριστήρας με προχόη στο κάτω μέρος. Αποκαλύφθηκε επίσης υπερυψωμένη βάση σύνθλιψης του ελαιοκάρπου. Η λεκάνη συμπίεσης, με κυκλικό αυλάκωμα και κρουνό στη μία άκρη, βρέθηκε σε μικρή απόσταση, όπου είχε μεταφερθεί πιθανότατα κατά το 1930, όταν οι Βρετανοί έχτισαν το μετεωρολογικό σταθμό πάνω στο σημερινό χώρο ανασκαφής. Τα συστατικά στοιχεία του πιεστηρίου, καθώς και ο τόπος ανεύρεσης τους, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για εγκαταστάσεις που λειτουργούν με το συνδυασμό μο-


χλού και βάρους, ενός τύπου δηλαδή γνωστού από παραστάσεις σε αττικά αγγεία (σκύφος 6ου αιώνα π.Χ. στο μουσείο της Βοστώνης). Ο μοχλός ήταν αγκιστρωμένος στο βόρειο τοίχο του δωματίου και είχε μήκος 6 μέτρων περίπου, αν κρίνουμε από την αηόσταστ] όπου βρέθηκε το κωνικό βάρος. Η βάση με τις δύο υποδοχές στήριζε δύο κάθετους στύλους, που εμπόδιζαν τυχόν πλάγιες κινήσεις του μοχλού. Πιθανότατα στο πάνω μέρος, ανάμεσα στους δύο στύλους, να βρισκόταν και μία τροχαλία (βαρούλκο) που βοηθούσε στην ανύψωση του μοχλού, που θα ήταν αρκετά βαρύς. Ο μοχλός λειτουργούσε σε ένα στενό σχετικά χώρο στα δυτικά του δωματίου, που διαχωριζόταν από το υπόλοιπο δωμάτιο με σειρά λίθων, πιθανότατα για να συγκρατούν τυχόν κατάλοιπα του πολτού. Δύο μέτρα από το σημείο αγκίστρωσης του μοχλού βρισκόταν το αγγείο συλλογής και πάνω από αυτό η λεκάνη συμπίεσης. Ο μοχλός περνούσε πάνω ακριβώς από το κέντρο του κυκλικού αυλακώματος της λεκάνης. Για την τοποθέτηση (αγκίστρωση) του μοχλού αναστηλώθηκε μερικώς η βορειοδυτική γωνία του μεγάλου δωματίου και αφέθηκε χώρος υποδοχής του μοχλού. Στην πέτρινη βάση με τις δίδυμες υποδοχές τοποθετήθηκαν ξύλινα στηρίγματα, που ενώθηκαν στο πάνω μέρος με ξύλινη δοκό που καταλαμβάνει όλο το πλάτος του δωματίου. Τα δύο άκρα της δοκού στηρίζονται σε κάθετους πασσάλους εκτός του δωματίου. Η δοκός αυτή στηριζόταν κατά την αρχαιότητα πάνω στους δύο εξωτερικούς τοίχους, ενώ στο μέσο ακριβώς στηριζόταν από ξύλινο πεσσό που ήταν τοποθετημένος σε πέτρινη βάση, η οποία και διασώζεται. Μία δεύτερη βάση στην ίδια ευθεία με την πρώτη στήριζε μία δεύτερη δοκό, που περνούσε πάνω από τη βάση συμπίεσης. Τέτοια οικοδομήματα με ξύλινα στηρίγματα διατηρούνται ως σήμερα σε αρκετά χωριά και ονομάζονται δίχωρα. Ένα μοναδικής κατασκευής δίδυμο ελαιοπιεστήριο της ελληνιστικής εποχής βρέθηκε κατά την κατασκευή του δρόμου ΛευκωσίαςΛεμεσού. Η παράκαμψη του ήταν αδύνατη· έτσι αποφασίστηκε η άμεση ανασκαφή και μετακίνηση του σε εκθεσιακό χώρο. Ο μύλος σύνθλιψης βρέθηκε σε αρκετή απόσταση, όπου είχε μετακινηθεί από τους εκσκαφείς, ενώ το καθαυτό πιεστήριο βρέθηκε στη θέση του μαζί με τις δύο πέτρινες φιάλες συλλογής. Οι εγκαταστάσεις, που ήταν περίκλειστες σε ορθογώνια κατασκευή, βρέθηκαν στη θέση «Κόπετρα» του χωριού Μαρί. Η βάση είναι περίτεχνα κατασκευασμένη, και οι διαστάσεις της άριστα μελετημένες. Το κύριο μέρος του πιεστηρίου αποτελείται από μονολιθική ασβεστολιθική πλάκα μήκους 3,70 μ. και πλάτους 1,30 μ. Στην επιφάνεια της είναι χαραγμένα τρία κυκλικά αυλακώματα με διάμετρο 85 εκ. το καθένα. Τα αυλακώματα αυτά ενώνονται με ευθύγραμμη χάραξη που εφάπτεται στο μπροστινό της άκρο. Απέναντι ακριβώς από τα κέντρα των ακραίων κύκλων υπάρχει εκροή που ενώνεται με τις δύο φιάλες συλλογής. Οι τετράγωνες φιάλες έχουν βάθος 75 εκ. και πλάτος 80 εκ. Στο βάθος υπάρχει κυκλικό κοίλωμα για τα κατακάθια. Δέκα πέτρινα βάρη βρέθηκαν μπροστά α-

πό τη μία φιάλη. Μερικά φέρουν οριζόντια οπή, ενώ άλλα φέρουν οριζόντια και κάθετη. Ο τρόπος λειτουργίας του πιεστηρίου ήταν ο ίδιος με αυτόν που έχουμε περιγράψει στην περίπτωση της Λευκωσίας· η μόνη διαφορά είναι ότι στο Μαρί πρόκειται για δίδυμο πιεστήριο. Τα στοιχεία που έχουν πιο πάνω περιγραφεί υποδηλώνουν την ύπαρξη δίδυμου πιεστηρίου του απλού τύπου του μοχλού σε συνδυασμό με βάρη. Για τη λειτουργική του αποκατάσταση αναστηλώθηκε ο δυτικός τοίχος και αφέθηκαν σ' αυτόν δύο οπές υποδοχής των μοχλών. Οι δύο μοχλοί, το μήκος των οποίων υπολογίστηκε σε 5,50 έως 6,00 μ., τοποθετήθηκαν πάνω ακριβώς από τα ακραία αυλακώματα και τις φιάλες συλλογής. Κάτω από τη δοκό που υποβαστάζει το στέγαστρο του ελαιοτριβείου τοποθετήθηκαν ανά δύο κάθετα στηρίγματα, για να εμποδίζουν τη μετακίνηση των μοχλών, και ανάμεσα τοποθετήθηκαν τροχαλίες για την ανύψωση των μοχλών. Ο μύλος σύνθλιψης απλώς τοποθετήθηκε στην υποτιθέμενη θέση του μέσα στο ορθογώνιο δωμάτιο που στέγαζε και το πιεστήριο. Ο μύλος είναι του τύπου Mola Olearia και πιθανότατα αντικατέστησε έναν παλαιότερο Trapetum, αν κρίνουμε από μία φακοειδή μυλόπετρα που βρέθηκε στο χώρο και οπωσδήποτε ανήκε σε Trapetum. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ανεύρεση πέτρινου ομοιώματος Trapetum σε μικρογραφία, που ήταν τοποθετημένο μπροστά από τη μία φιάλη συλλογής. Η λειτουργική αποκατάσταση του ελαιοτριβείου βρίσκεται σε εκθεσιακό χώρο στην αυλή του Μουσείου Λάρνακας. Πρόκειται για αρκετά εντυπωσιακή κατασκευή και προσελκύει πολλούς επισκέπτες. ΑΝΑΦΟΡΕΣ Hadjisawas, S., Windlass Vs Screw. A Case Study for the Reconstruction of an Olive Press, RDAC, 1990. Hadjisawas, S., Olive Oil Processing in Cyprus from the Bronze Age to the Byzantine period, SIMA, τόμ. XCIX, Λευκωσία 1992.

Δρ. ΣΟΦΟΚΛΗΣΧΑΤΖΗΣΑΒΒΑΣ Έφορος Αρχαίων Μνημείων Κύπρου

ΑΠΟ ΤΟΥ ΙΣΤΙΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΤΜΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑ 1858-1914 Βασίλης Καρδάσης, Από του ιστίου εις τον ατμόν. Ελληνική Εμπορική ναυτιλία 18581914, εκδ. ΠΤΙ. ΕΤΒΑ, Αθήνα 1993, 256 σελ. Το βιβλίο αυτό ασχολείται με τη μετάβαση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας από το ιστίο στον ατμό. Πρόκειται στην ουσία για την προσαρμογή της ελληνικής ναυτιλίας στα πρότυπα που έθεσε η εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής τεχνολογίας με την εφαρμογή του ατμού, γεγονός που υποβοήθησε την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής σημαίας καταρχήν στο μεσογειακό χώρο και στη συνέχεια στις υπερπόντιες μεταφορές. Μία διαδικασία που οδήγησε στη συγκρότηση της τάξης των Ελλήνωνν εφοπλιστών και στη συσσώρευση του ναυτιλιακού κεφαλαίου. Σε πρώτη φάση εξετάζονται οι συνθήκες λειτουργίας της ατμοπλοϊκής εταιρείας της Σύρου, που το 1857 ανέλαβε τις εσωτερικές θαλάσσιες συγκοινωνίες του κράτους. Στην περίπτωση αυτή αναδεικνύονται η κρατική παρεμβολή, τα πολιτικά συμφέροντα, ο ανταγωνισμός των πολιτικών παραγόντων της εποχής και, πάνω απ' όλα, οι προσανατολισμοί της εξωτερικής πολιτικής και το Ζήτημα των Αλυτρώτων. Όλα αυτά τα στοιχεία συνετέλεσαν στον ανορθολογισμό του δικτύου και στην αντιοικονομική λειτουργία της εταιρείας. Οι ειλικρινείς και μη προσπάθειες διαφόρων παραγόντων, που εκδηλώθηκαν για τη διάσωση της εταιρείας, δεν στάθηκε δυνατό να αποτρέψουν τη χρεοκοπία και διάλυση του 1892. Στην ουσία η Ελληνική Ατμοπλοΐα θυσιάστηκε στο βωμό των πολιτικών επιλογών του κράτους. Η ιδεολογική φόρτιση της εξωτερικής πολιτικής και η επιτακτική ανάγκη για την εσωτερική τάξη και συνοχή στο ελληνικό βασίλειο συναποτέλεσαν τους όρους της οικονομικής αποτυχίας του εγχειρήματος. Αντιθέτως, το ιδιωτικό κεφάλαιο, που κατευθύνθηκε στην ακτοπλοΐα μετά το 1881, έδρασε με αμιγώς ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Η χάραξη του δικτύου, η στελέχωση με ανθρώπινο δυναμικό, η συνετή διαχείρηση, όλα αυτά κατά το μεγαλύτερο μέρος σε πλαίσια οικονομικού ορθολογισμού, συνιστούσαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των ιδιωτικών ατμοπλοϊκών εταιρειών στον οξύτατο ανταγωνισμό τους με τη συριανή εταιρεία. Η δράση τους έλαβε εξαιρετική ώθηση με την εγκαινίαση της υπερωκεάνειας συγκοινωνίας στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Σ' αυτή την φάση η ελληνική ακτοπλοΐα εκμεταλλεύεται το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Βόρεια Αμερική και ανταγωνίζεται με επιτυχία τις ξένες ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι η μετάβαση από την παλαιά τεχνολογία στη νέα, η αντικατάσταση δηλαδή του ιστίου από τον ατμό, αφορά μία διαδικασία η οποία, στο μεγαλύτερο βαθμό, προήλθε από τον εξωελλαδικό χώρο. Ανάγεται κατ' ουσίαν στις επενδυτικές επιλογές των Ελλήνων ομογενών της Μαύρης θάλασσας. Μεγαλέμποροι της Νότιας Ρωσίας και του Δούναβη, ανάμεσα τους και πλοίο-


κτήτες ιστιοφόρων, τοποθετούν σημαντικά κεφάλαια σε αγορές μεταχειρισμένων ατμόπλοιων με προέλευση τη Μεγάλη Βρετανία. Η τάση αυτή πρέπει να αναζητηθεί σε μία προ-

ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ Αικατερίνη Μπεκιάρογλου - Εξαδακτύλου. Οθωμανικά ναυπηγείο στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο, εκδ. ΠΤΙ. ΕΤΒΑ, Αθήνα 1994. 176 + ιστ' σελ.

σπάθεια εναλλαγής δραστηριοτήτων μετά την οπισθοχώρηση του εμπορικού κέρδους στη διεξαγωγή του σιτεμπορίου την ίδια εποχή. Στην πραγματικότητα, παραδοσιακοί έμποροι της ομογένειας εγκαταλείπουν ή περιορίζουν την εμπορική δραστηριότητα τους και προσανατολίζονται στον τομέα των ναυτιλιακών μεταφορών σε μία περιοχή με υψηλή διακίνηση φορτίων, όπως αυτή της Μαύρης θάλασσας. Αργότερα θα κατευθυνθούν σε όλες τις εμπορικές θάλασσες του κόσμου. Έτσι λοιπόν καθίσταται προφανές ότι η εξέταση της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου των περιοχών της Νότιας Ρωσίας και του Δούναβη αποτελεί κομβικό σημείο στην όλη μελέτη, και ας μας επιτραπεί να ισχυριστούμε ότι καταξιώνει μεθοδολογικά την ερμηνεία του φαινομένου της μετάβασης. Η κατεύθυνση της έρευνας στο χώρο και τις οικονομικές λειτουργίες της Μαύρης θάλασσας επιχείρησε να αναδείξει το ομογενειακό στοιχείο και, κατά κάποιο τρόπο, να συμβάλει στη μελλοντική συγγραφή της ιστορίας της ελληνικής διασποράς. Αν θα ήταν σκόπιμη μία μικρή αναφορά στο υλικό που διερευνήθηκε και χρησιμοποιήθηκε σ' αυτή την έρευνα, είναι βέβαιο ότι αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στο προξενικό υλικό του Foreign Office. Εκθέσεις με πλήθος πληροφοριών για την εξέλιξη των οικονομικών δραστηριοτήτων στις κρίσιμες περιοχές που έδρασε το ομογενειακό στοιχείο. Επίσης αλληλογραφία και εκθέσεις, δημοσιευμένες και μή, από το Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών, που αντικειμενικά είναι περισσότερο επικεντρωμένες στη δράση των Ελλήνων ομογενών της Μαύρης θάλασσας. Επιπλέον, ο Τύπος (εφημερίδες και περιοδικά) της εποχής από τον Πειραιά, την Αθήνα και την Ερμούπολη σηματοδότησε τις κατευθύνσεις της έρευνας στους χώρους υψηλής συγκέντρωσης του ναυτιλιακού δυναμικού της χώρας.

Η μελέτη της ιστορίας του ελληνισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας θέτει το θέμα του τρόπου με τον οποίο οι Οθωμανοί, από τις αρχές του 14ου αιώνα, δημιούργησαν στόλο με τον οποίο κατόρθωσαν να επεκτείνουν και να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στον ευρωπαϊκό και νησιωτικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου, και μάλιστα να τον καταστήσουν τόσο ισχυρό, ώστε επί σειρά αιώνων να θεωρείται το φόβητρο των Δυτικών Δυνάμεων και ιδιαίτερα των Βενετών. Η Αικατερίνη Μπεκιάρογλου - Εξαδακτύλου, με τη διδακτορική της διατριβή «Οθωμανικά ναυπηγεία στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο», ερεύνησε κυρίως τουρκικές πηγές και βιβλιογραφία αλλά και περιηγητικά κείμενα της εποχής και βενετικές και ελληνικές πηγές, για να παρουσιάσει μια κατά το δυνατόν ολοκληρωμένη απάντηση στο θέμα. Παρουσιάζει τη ναυπηγική δραστηριότητα των κρατικών και ιδιωτικών ναυπηγείων με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, τις εγκαταστάσεις και το προσωπικό τους, τη διοικητική οργάνωση τους και την προέλευση των πρώτων υλών. Τεκμηριώνει ότι οι Οθωμανοί, ασιατικός νομαδικός λαός και από θρησκευτική προκατάληψη μακριά από τη ναυτική ζωή. στηρίχτηκαν για τη δημιουργία του περίφημου στόλου τους στους κατακτημένους κυρίως πληθυσμούς και στην άντληση πόρων από τις κατακτημένες χώρες. Με την εξαντλητική φορολόγηση των πληθυσμών των τιμαρίων των ναυπηγείων (τερσανέ οτζακλαρί) σε χρήμα, είδος και προσωπική εργασία (αγγαρεία) εξασφαλίζονταν τα απαραίτητα υλικά για τις ναυπηγήσεις: στις κατακτημένες περιοχές υπήρχαν απέραντα δάση που παρείχαν κατάλληλη ναυπηγική ξυλεία, μεταλλεία που εξήγαν τα απαραίτητα μέταλλα και εργαστήρια όπου κατασκευάζονταν πανιά, σχοινιά και άλλα υλικά. Οι Οθωμανοί αρχικά χρησιμοποίησαν τα πλοία των κατακτημένων παράλιων περιοχών και, στη συνέχεια, με την επαναλειτουργία κυρίως παλαιών βυζαντινών ναυπηγείων προχώρησαν σε ναυπηγήσεις πολεμικών πλοίων. Χρησιμοποίησαν Έλληνες ναυπηγοξυλουργούς. που είχαν διατηρήσει τη ναυπηγική τους παράδοση και κατασκεύαζαν πρωτοποριακά για την εποχή τους πλοία. Οι τεχνίτες αυτοί μετακινούνταν αναγκαστικά από τις πατρίδες τους σε περιφερειακά και κεντρικά ναυπηγεία και κυρίως στο ναυπηγείο της Κωνσταντινούπολης, σε περιπτώσεις εντατικών ναυπηγήσεων. Μερικοί από τους ναυπηγούς αυτούς είχαν εργαστεί σε βενετικά ναυπηγεία, όπου είχαν διακριθεί. Στα οθωμανικά ναυπηγεία, περί τα τέλη του 18ου αιώνα, ναυπηγούνται μεγάλα πλοία γραμμής, κυρίως τρίκροτα, με τη βοήθεια και τη συνεργασία δυτικών ναυπηγών. Ελλήνων και Οθωμανών. Οι τελευταίοι είχαν εκπαιδευ-

τεί στη Ναυτική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, στην οποία δίδαξαν και Έλληνες τη ναυπηγική τέχνη. Διαπιστώνεται μία αμφίδρομη μεταφορά τεχνολογίας, από τα κρατικά ναυπηγεία στα ιδιωτικά και αντίθετα. Οι Έλληνες τεχνίτες μεταφέρουν τη δική τους τεχνολογία στα κρατικά ναυπηγεία και χρησιμοποιούν την πείρα, που αποκτούν εργαζόμενοι στα μεγάλα ναυπηγεία, στα δικά τους ιδιωτικά, για να δημιουργήσουν τον ελληνικής πλοιοκτησίας εμπορικό στόλο, όταν παρουσιάστηκαν ευνοϊκές συνθήκες στα τέλη του 18ου αιώνα. Η συνεισφορά των ελληνικών πληθυσμών επεκτάθηκε και στην παροχή αναγκαστικών υπηρεσιών με την επίταξη αλλά και κατάσχεση των πλοίων τους. Σε παράρτημα της μελέτης παρουσιάζονται οι τύποι των πλοίων που κατασκευάζονταν στον παραδοσιακό ελληνικό χώρο. Η μελέτη συμπληρώνεται με εικόνες, πίνακες, χάρτες, σχέδια, διαγράμματα και πλούσια βιβλιογραφία.

ΤΟ ΛΑΥΡΙΟΝ Ανδρέας Κορδέλλας, Τό Λαύριον. Μετάφραση (από την πρώτη γαλλική έκδοση του 1869) και επιμέλεια Α.Γ. Κανατούρης, Βιβλιοθήκη της Εταιρείας Μελετών Λαυρεωτικής, αριθ. 6, Λαύριο 1993, 152 σελ. Συνεχίζοντας την πολύτιμη συμβολή της στις λαυρεωτικές σπουδές, μεταξύ άλλων και με την εκδοτική της δραστηριότητα, η Εταιρεία Μελετών Λαυρεωτικής εγκαινιάζει με το


βιβλίο αυτό την παρουσία της στο χώρο των επανεκδόσεων ιστορικών συγγραμμάτων. Και δικαιολογημένα ξεκινά με τον πραγματικό πατέρα του σύγχρονου Λαυρίου, τον άγνωστο στο πολύ κοινό αλλά ευτυχώς γνωστό στους φιλίστορες Λαυριώτες ορυκτολόγομεταλλειολόγο Ανδρέα Κορδέλλα. Δεν είναι περίεργο που η φτωχική, έτσι κι αλλιώς, σε βιογραφικές προσεγγίσεις νεότερη ιστοριογραφία μας δεν έχει ασχοληθεί με αυτόν τον Έλληνα επιστήμονα και επιχειρηματία, οραματιστή, πρωτοπόρο με φαντασία και πάνω απ' όλα ακούραστο άνθρωπο της πράξης. Η περίπτωση του είναι ασφαλώς εξαιρετική για την εποχή του: το φαινόμενο των επιστημόνων -χημικών, μηχανικών κ.λπ.που εμπλέκονται άμεσα στις παραγωγικές διαδικασίες θα αρχίσει να πυκνώνει στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα και έπειτα· εκείνος, από το 1861 κιόλας, νεαρός μεταλλειολόγος σπουδασμένος στη Γερμανία, όργωνε το Λαύριο με επίσημη κυβερνητική εξουσιοδότηση και προσπαθούσε να πείσει για το εφικτό της αξιοποίησης του. Πιο σημαντικό, η περίπτωση του αμφισβητεί πολλές από τις έμμονες, εκλαϊκευτικές ιδέες της ελληνικής ιστορίας: για τις ανασταλτικές αδράνειες του ελληνικού κράτους· για την ευκαιριακότητα και τον «μεταπρατισμό» της δράσης των Ελλήνωνν επιχειρηματιών για τον «ληστρικό» ρόλο του ξένου κεφαλαίου, και πολλές άλλες. Να λοιπόν ένας Έλληνας αστός, με παιδεία και με απόψεις, που με την υποστήριξη του κράτους βάζει σε εφαρμογή τα σχέδια του για την ανάπτυξη της Ελλάδας. Αν τα σχέδια αυτά δεν ολοκληρώθηκαν, αν το Λαύριο δεν αποτέλεσε πόλο για την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας ούτε για την οικονομική διείσδυση και κυριαρχία στην ευρύτερη Ανατολή, οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στο συνολικό πλαίσιο των συνθηκών που διαμορφώνουν το τελικό αποτέλεσμα και που είναι, όπως πάντα, ένα πλαίσιο συγκρούσεων, ένα σύνολο αντιφατικών ροπών. Καμιά τους δεν προδιαγράφει από μόνη της την τελική έκβαση - ούτε, ασφαλώς, οι ατομικές προθέσεις. Οι προθέσεις λοιπόν του Ανδρέα Κορδέλλα είναι με σαφήνεια διατυπωμένες στο έργο που εξετάζουμε εδώ: το Λαύριο μπορεί να αποτελέσει πόλο ανάπτυξης της μεταλλουργικής βιομηχανίας στην Ελλάδα (της κατεργασίας δηλαδή των μετάλλων και όχι μόνο της πρωτογενούς εξόρυξης), που θα κατεργάζεται όχι μόνο τα μεταλλεύματα του ίδιου του Λαυρίου, αλλά και άλλων μεταλλείων, τόσο της Ελλάδας όσο και της γειτονικής Τουρκίας (σ. 51-52). Η προσφυγή στα ξένα κεφάλαια για την πραγματοποίηση ενός στόχου τέτοιων διαστάσεων, μπροστά στην πανθομολογούμενη εσωτερική πενία, δεν ήταν την εποχή εκείνη τόσο αυτονόητη όσο έγινε αργότερα, και έχει σημασία να τονιστεί ότι η πρώτη μαζική εμφάνιση του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα, φυσικά μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου ρεύματος εξαγωγής πλεοναζόντων κεφαλαίων από τις αναπτυγμένες χώρες που μόλις είχε αρχίσει τότε να σχηματίζεται, έχει τη μορφή μιας παραγωγικής επένδυσης (τα δάνεια της Ανεξαρτησίας αποτελούσαν ήδη μακρινό παρελθόν, ενώ η εποχή του μαζικού εξωτερικού κρα-

τικού δανεισμού αρχίζει δύο δεκαετίες αργότερα). Με αυτά τα σχέδια κατά νου έπαιξε ο Κορδέλλας πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκατάσταση της πρώτης εταιρείας (Σερπιέρι-Ρου) στο Λαύριο, το 1864-65, και συνέχισε να συνεργάζεται με τη διάδοχο της, την ελληνική «Εταιρεία των Μεταλλουργείων Λαυρίου», της οποίας διετέλεσε για πολλά χρόνια γενικός διευθυντής. Αυτά τα σχέδια προσπάθησε με επιμονή να εξυπηρετήσει, με τις αγορές άλλων μεταλλείων, στην περιοχή του Λαυρίου, στη Μακεδονία και στη Μικρασία (τα μεταλλεία του Μπαλιά-Καραϊντίν, που αγόρασε το 1883 η Ελληνική Εταιρεία και όχι η Γαλλική, όπως αναφέρεται στο σύντομο βιογραφικό του Κορδέλλα που δημοσίευσε ο Μ.Ι. Μαραβελάκης το 1947 και που έχει συμπεριλάβει ο επιμελητής στην έκδοση του Λαυρίου), με τις συνεχείς ενημερωτικές επισκέψεις στο εξωτερικό και με τις προσπάθειες για βελτίωση των εγκαταστάσεων το 1889-92, όπως μας τις παραδίδουν τουλάχιστον τα δικά του υπομνήματα. Ας συμπληρωθεί ότι η δράση του Κορδέλλα στον οικονομικό τομέα δεν περιορίστηκε στο Λαύριο: υπήρξε, μεταξύ άλλων, και ένας από τους ιδρυτές του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου (1874). Ίσως από καθαρά επιχειρηματική άποψη οι υποδείξεις του Κορδέλλα να μην ήταν πάντα εύστοχες. Όπως επισημαίνει η ιστορικός Τίτσα Καλόγρη, που έχει μελετήσει την ιστορία της Ελληνικής Εταιρείας (βλ. «Το βιομηχανικό Λαύριο στον 19ο αιώνα», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, τχ. 3/1992, σ. 33-34), οι νέες προσκτήσεις, ενδεχομένως απαραίτητες και λόγω της εξάντλησης των σκωριών, αποτέλεσαν «κακούς χειρισμούς», και δεν έσωσαν την εταιρεία αυτή από τον τελικό μαρασμό. Στο Λαύριο πάντως απεικονίζεται με σαφήνεια η προσωπικότητα του ανθρώπου: έχουμε εδώ το έργο ενός ευρυμαθούς, καλλιεργημένου επιστήμονα και ταυτόχρονα γνήσιου τέκνου της ελληνικής αρχαιολατρευτικής ιδεολογίας του 19ου αιώνα. Η αρχαιογνωσία αποτελεί βασικό εισιτήριο για την προσπέλαση του χώρου και εργαλείο για την προβολή των δυνατοτήτων αναγέννησης της Ελλάδας. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου (πρώτο και τρίτο κεφάλαιο) είναι αφιερωμένο στην παρουσίαση των αρχαίων μεταλλευτικών εργασιών και των αρχαιολογικών ευρημάτων του Λαυρίου. Στο τρίτο μάλιστα κεφάλαιο, ο Κορδέλλας στην πραγματικότητα συγγράφει το πρώτο ελληνικό έργο βιομηχανικής αρχαιολογίας, φυσικά πολύ πριν από την εφεύρεση του όρου και τη διαμόρφωση του αντίστοιχου επιστημονικού πεδίου. Στο υπόλοιπο μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται η καθαρώς επιστημονική προσφορά του: η γεωλογική σύσταση της περιοχής της Λαυρεωτικής. Ο Κορδέλλας είναι ιδιαίτερα προσεκτικός όσον αφορά τις δυνατότητες αξιοποίησης του πλούτου αυτού: συνιστά κατ' επανάληψη νέες και πιο προχωρημένες έρευνες, και δεν ήταν φυσικά αυτός υπεύθυνος για τη «μεταλλομανία» που είχε ήδη αρχίσει να καταλαμβάνει το πανελλήνιο την εποχή που εκδόθηκε το βιβλίο. Το ότι ένα τέτοιο πρόσωπο βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των επιχειρηματικών πρωτο-

βουλιών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα αποτελεί σύμπτωμα του κοινωνικού σχηματισμού που βρέθηκε αντιμέτωπος με τις προκλήσεις της βιομηχανικής επανάστασης. Η εχθρότητα που περιέβαλε τις λαυρεωτικές επιχειρήσεις από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους, η αποσιώπηση (κυριολεκτικά: απώθηση) των αλλαγών που συντελούνταν στην πρώτη αυτή αποκλειστικά βιομηχανική πόλη της Ελλάδας, η λησμονιά που σκέπασε πρόσωπα, όπως ο Ανδρέας Κορδέλλας, σίγουρα δεν είναι πράγματα άσχετα με τη μερική αποτυχία των οραμάτων του. Ο επιμελητής και μεταφραστής της έκδοσης Α.Γ. Κανατούρης προσέγγισε το έργο με την αγάπη και τη φροντίδα του ανθρώπου που νοιάζεται για τον τόπο του και συνεπώς για την ιστορία του. 'Έχει κάνει μια σωστή και ρέουσα μετάφραση και φρόντισε να συμπεριλάβει μία χρήσιμη εργογραφία του Ανδρέα Κορδέλλα, καθώς και το σύντομο βιογραφικό σημείωμα που ανέφερα πιο πάνω. Όσον αφορά τη μετάφραση, ούτε εγώ είμαι σε θέση να ελέγξω την ακρίβεια των τεχνικών όρων σημειώνω μόνο κάποια αμφιθυμία ως προς τις τελικές επιλογές (γιατί άλλοτε «αργυροφόρος» και άλλοτε «αργυρούχος» μόλυβδος;) και μερικές, ελάχιστες πάντως, αστοχίες (για το «résumé géologique» σωστότερο θα ήταν «σύνοψη» αντί για «συμπέρασμα»). Ως προς την επιμέλεια, κάποιες ατέλειες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν είχε ζητηθεί η συμβολή ενός ειδικού - και με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να τονίσω ότι κανένα ιστορικό σύγγραμμα δεν πρέπει να επανεκδίδεται χωρίς μια τέτοια συμβολή. Θα μπορούσε έτσι να έχει καταγραφεί σωστότερα η βιβλιογραφία (διαχωρισμός άρθρων από τα βιβλία ταύτιση των επανεκδόσεων και μεταφράσεων του ίδιου έργου έλεγχος της ακρίβειας των τίτλων: το έργο με αριθμό 62 φέρει τίτλο «Υπόμνημα περί των ορυκτών...», όπως άλλωστε και η γαλλική του μετάφραση, αρ. 63 τα περιλαμβανόμενα στον αρ. 56 έχουν εκδοθεί με τον τίτλο «Εκθέσεις και υπομνήματα περί της εταιρείας...» κ.λπ. -το βιβλίο υπάρχει στη Γεννάδειο βιβλιοθήκη- και άλλα πολλά). Θα υποδεικνύονταν με σαφήνεια οι παρεμβάσεις του επιμελητή στο κείμενο: δεν ξεχωρίζονται εδώ οι δικές του υποσημειώσεις από του συγγραφέα, ενώ έχουν ενσωματωθεί στο βιβλίο, χωρίς αυτό να δηλώνεται, μερικές σημειώσεις που ο Κορδέλλας προσέθεσε στο τέλος του βιβλίου (έχω υπόψη μου την έκδοση του 1871 που υπάρχει στη Γεννάδειο και που πρέπει να είναι πανομοιότυπη με εκείνη του 1869). Τέλος, και το κυριότερο, θα μπορούσε να έχει συνταχθεί μία βιογραφία του Ανδρέα Κορδέλλα, ένα κενό που δεν καλύπτει το σημείωμα του 1947 του Μαραβελάκη. Παρά τις ατέλειες, το βιβλίο αυτό, μια φροντισμένη έκδοση στην οποία έχουν συμπεριληφθεί και οι θαυμάσιες εικονογραφήσεις του πρωτοτύπου, αποτελεί σημαντικό απόκτημα των ελληνικών ιστορικών σπουδών και ειδικότερα των σπουδών για τη βιομηχανική ιστορία της χώρας μας. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ


ΤΟ Α' «ΔΕΛΤΙΟ»» TOY TICCIH Με την έκδοση του Α' τεύχους του «Δελτίου» του. το Ελληνικό Τμήμα του TICCIH (Διεθνής Επιτροπή για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς) αποκτά την επίσημη φωνή του. και η προσπάθεια διάσωσης ενός σημαντικού, αλλά αγνοημένου, πολιτισμικού κεφαλαίου, το βήμα της. Ήταν καιρός, ύστερα από τόσες μεμονωμένες αξιόλογες προσπάθειες! Η φροντίδα για τη βιομηχανική κληρονομιά σκοπό και στόχο έχει, υπογραμμίζει εισαγωγικά ο πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος κ. Β. Παπαγιωτόπουλος, «να αξιολογήσει τις διαδικασίες και τους αγώνες που διαμόρφωσαν το νέο ελληνικό κράτος, την κοινωνία και την οικονομία του, και να διασώσει όσα από τα μνημεία του άλλου αυτού μεγάλου αγώνα των νέων Ελλήνων ξέφυγαν την φθορά του χρόνου...», να «τα μετατρέψει από βουβά ερείπια - ίχνη του παρελθόντος σε δυναμικό δίκτυο πολιτισμού μιας σύγχρονης χώρας, όπως πρέπει να ονειρευόμαστε τη χώρα μας». Το τεύχος δίνει μία πρώτη πλήρη ενημέρωση στα συμβαίνοντα εδώ και στο εξωτερικό, χρησιμότατη για όσους εργάζονται στο χώρο (και για όσους θα έπρεπε να ενδιαφερθούν γι' αυτόν). Η Τεχνολογία εύχεται από μέσης καρδίας μακροημέρευση και επιτυχίες στο Ελληνικό μας Τμήμα και το «Δελτίο» του. (Δελτίο TICCIH, ΚΝΕ7ΕΙΕ, Βασ. Κωνσταντίνου 48, Αθήνα 116 35, τηλ.: 722.98.11, εσωτ. 219, fax: 724.62.12).

Βιβλία που λάβαμε Ζαφείρης Βάος - Στέφανος Νομικός, Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, Αθήνα 1993. Αλέκος Ε. Φλωράκης, Σχέδια τηνιακής μαρμαρογλυπτικής. 19ος-20ος αιώνας, εκδ. Φιλιππότη, Τέχνη-Χειροτεχνία. 1, Αθήνα 1993. Γιάννης Ρούσκας, Τα καΐκια της Παμβώτιδας, Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης, Αθήνα 1993. Εθνολογία, Περιοδική Έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Εθνολογίας, τόμ. 1/1992, Αθήνα 1993. Μνημείο και Περιβάλλον, Περιοδική Έκδοση, τόμ. 1/1993. Θεσσαλονίκη 1993. Παρουσίαση των βιβλίων αυτών θα γίνει στο επόμενο τεύχος της Τεχνολογίας.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ETBA Σκοπός της συνοπτικής αυτής επισκόπησης είναι να δώσει μία εικόνα του Ιδρύματος (ανθρώπινο δυναμικό και δραστηριότητες). Σκοπός του Ιδρύματος, όπως έχει διαμορφωθεί από τις διαδοχικές αποφάσεις του Δ.Σ. και τη δραστηριότητα του, είναι η έρευνα, σπουδή και αξιοποίηση (με εκδόσεις, μουσεία και συνέδρια) της ιστορίας των τεχνικών στην Ελλάδα, και μάλιστα της νεοελληνικής. Η επιλογή του σκοπού προέκυψε ως συμπληρωματική της δραστηριότητας της μητέρας-τράπεζας, που ασχολείται με το παρόν και το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας, ως παραπληρωματική του έργου των αδελφών ερευνητικών τραπεζικών ιδρυμάτων και ως κατεπείγουσα, επειδή η έρευνα της ιστορίας των τεχνικών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα πριν από την ενεργοποίηση του Ιδρύματος. Το προσωπικό του Ιδρύματος (ΝΠΙΔ) περιλαμβάνει σήμερα 9 υπαλλήλους (3 διδάκτορες, 4 με πανεπιστημιακά διπλώματα, 1 επί πτυχίω ΤΕΙ και 1 με απολυτήριο γυμνασίου)· όλοι κατέχουν μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα και σημαντική πείρα στον τομέα τους. Από τους 9 οι 5 καλύπτουν την επιστημονική του δράση, οι 2 το λογιστήριο και οι 2 τη γραμματεία. Το Ίδρυμα στεγάζεται σε χώρο 150 τ.μ. ενοικιαζόμενων γραφείων, με επαρκή σύγχρονο εξοπλισμό. Οι δραστηριότητες του Ιδρύματος διακρίνονται στους εξής τομείς: Εκδόσεις, που περιλαμβάνουν πρωτότυπες μονογραφίες, κυρίως διδακτορικές διατριβές (εκδεδομένες 11, υπό έκδοση 6, υπό μελέτη 14), επανεκδόσεις παλαιών ελληνικών σημαντικών έργων (4-4-0), μεταφράσείς σημαντικών ξενόγλωσσων έργων (4-3-1), τα πρακτικά των συνεδρίων (3-2-0), το ετήσιο πληροφοριακό δελτίο του Ιδρύματος Τεχνολογία{7 ως τώρα τεύχη με 3.000 αντίτυπα), τις εκδόσεις με επιχορήγηση και για λογαριασμό της ΕΤΒΑ (2 κατάλογοι εκθέσεων, 1 ημερολόγιο και ο τόμος «Σιμωνόπετρα) και τις πολιτιστικές εκδόσεις, που επιτελούνται με επιχορήγηση τρίτων: πολιτισμικοί οδηγοί για τη «Θράκη», σε 4 γλώσσες και 50.000 αντίτυπα, ανάλογος για τη «Μακεδονία» (υπό προετοιμασία). Τοπικά τεχνολογικά μουσεία σε υποβαθμισμένες περιοχές με διασωστικόαναπτυξιακό χαρακτήρα. Στο Σουφλί, η έκθεση για τη ση-ροτροφία στο ιδιόκτητο Αρχοντικό Κουρτίδη λειτουργεί ήδη υπό την ευθύνη του Δήμου. Η σχετική έκδοση, Η σηροτροφία στο Σουφλί, τεκμηριώνει τη στρατηγική και πρακτική του Ιδρύματος στον τομέα αυτό. Στη Δημητσάνα, βρίσκεται σε εξέλιξη η δημιουργία του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης, το σημαντικότερο, σε κόπο, διάρκεια και προσδοκώμενα αποτελέσματα, έργο του Ιδρύματος. Τα Τριήμερα Εργασίας στόχευσαν στην ανάπτυξη των σχέσεων του Ιδρύματος με τη βιομηχανία ως χορηγό και στην ανάπτυξη του ερευνητικού έργου του Ιδρύματος στην ιστορία βασικών ελληνικών προϊόντων. Γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία, είχαν ευρύτατη απήχηση

και κατέληξαν στην έκδοση πρακτικών, που αποτελούν βασικό έργο για τη βιβλιογραφία του κάθε θέματος. Τα συνέδρια με τους αντίστοιχους χορηγούς είναι: 1988 Ιστορία Νεοελληνικής Τεχνολογίας. Συνεπιχορήγηση Νομαρχίας Αχαΐας (Πρακτικά: κυκλοφόρησαν). 1990 Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού. Χορηγός «Ι. Μπουτάρης και Υιός» Α.Ε. (Πρακτικά: κυκλοφόρησαν). 1992 «Ο άρτος ημών ο επιούσιος». Χορηγός «Κυλινδρόμυλος Λούλη» Α.Ε. (Πρακτικά: κυκλοφόρησαν). 1993 Ελιά και Λάδι. Χορηγός «ΕΛΑΪΣ» Α.Ε. (Πρακτικά υπό εκτύπωση). 1993 Η αμπελοοινική ιστορία στο χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης. Συνδιοργάνωση με το «Ίδρυμα Φανή Μπουτάρη» και με χορηγία της «Ι. Μπουτάρης και Υιός» Α.Ε. (Πρακτικά: προετοιμάζονται). Το Ίδρυμα αναπτύσσει συστηματικά τις δημόσιες σχέσεις του (ιδίως μέσω της Τεχνολογίας και των συνεδρίων) και έχει επιτύχει τη δημιουργία ευρύτατου δικτύου φίλων επι-στημόνων-εξωτερικών συνεργατών, άριστες σχέσεις με χορηγούς (EOMMEX, EOT. βιομηχάνους) και νομικά πρόσωπα (ιδρύματα, σωματεία κ.λπ.) που έχουν ανάλογους σκοπούς. Οι 500 θετικές αναφορές του στον ελληνικό τύπο την τελευταία τριετία τεκμηριώνουν την έκταση της απήχησης του έργου του. Αναπτύσσει παράλληλα τις διεθνείς του σχέσεις συμμετέχοντας σε διεθνή συνέδρια σχετικά με τους σκοπούς του (TICCIH. ICOM κ.λπ.). Στο ποσοστό που υπαγορεύεται από τις ανάγκες τεκμηρίωσης (κυρίως της οργάνωσης των μουσείων του προγράμματος του), πραγματοποιούνται, με τη συμμετοχή ή την άμεση εποπτεία του επιστημονικού προσωπικού του Ιδρύματος, ερευνητικά προγράμματα απογραφών διασωστικού χαρακτήρα. Η έκδοση Η σηροτροφία στο Σουφλί παρουσιάζει τα συμπεράσματα ενός τέτοιου μεγάλου προγράμματος. Ένα δεύτερο είναι σε εξέλιξη για το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Μετά από επταετή, σταθερά ανοδική, περίοδο δραστηριότητας, το Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ έχει σήμερα: α) επιτύχει να διαμορφώσει αναγνωρισμένη ιδιοπροσωπία και προσφορά στον στρατηγικής σημασίας τομέα της ιστορίας της τεχνολογίας, τον οποίο ουσιαστικά δημιούργησε β) την ωριμότητα να ασκήσει αποτελεσματικά μια πολιτική σύμμετρη προς τις δυνατότητες του (ανθρώπινες, οικονομικές)· γ) σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση καινοτομικών μορφών παρέμβασης στο χώρο που υπηρετεί με το έργο-πιλότο στον τομέα των τριημέρων εργασίας, των τοπικών τεχνολογικών μουσείων και την εκδοτική του προσφορά σε έναν, σχεδόν αγνοημένο ως χθες, σημαντικό τομέα.


ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ Η ποικιλία προέλευσης των κειμένων της Τεχνολογίας (το δελτίο μας στηρίζεται σε εθελοντική συνεργασία), η ανάγκη κάποιας σχετικής ενοποίησης τους στο πνεύμα και το γράμμα της, αλλά και το περιορισμένο των ανθρώπινων δυνάμεων που ασχολείται με την παραγωγή της, μας επιβάλλουν επεμβάσεις της συντάξεως στα αποστελλόμενα κείμενα, που δεν έχουμε πάντοτε το χρόνο να συζητούμε με τους φίλους-συνεργάτες. Ζητούμε την κατανόηση τους, επειδή οι επεμβάσεις μας υπηρετούν προφανείς ανάγκες και υπαγορεύονται από καλή πρόθεση. Είναι αυτονόητο ότι η φιλοξενία ενός κειμένου στην Τεχνολογία δεν συνεπάγεται τη σύμφωνη γνώμη του Ιδρύματος με το περιεχόμενο του. Το δελτίο αυτό είναι ένα βήμα κοινοποίησης απόψεων όσων ενδιαφέρονται για την προαγωγή της τεχνολογίας στην ευρύτατη έννοια του όρου. Η κοινοποίηση είναι μόνο μία αρχή, η συνέχεια εξαρτάται από την ποιότητα της (ρεαλισμό), την ανταπόκριση που θα βρει κ.ά.

ρο ποικίλλει επίσης, ανάλογα με το επίπεδο παιδείας και ποιότητας των ξεναγών και των δασκάλων, και κυμαίνεται από 15' έως 1 ώρα για τους μεμονωμένους επισκέπτες. Το μεγαλύτερο ποσοστό των επισκεπτών κατανέμεται τη θερινή περίοδο, από το Μάιο έως και το Σεπτέμβριο (Μάιος, 1.200 άτομα, Ιαν.-Φεβρ., 120 άτομα). Η επίσκεψη στη μόνιμη έκθεση για το μετάξι στο Αρχοντικό Κουρτίδη πρέπει να συμπεριληφθεί στα εκπαιδευτικά-πολιτιστικά προγράμματα σχολείων μιας ευρύτερης περιοχής, καθώς και στα τουριστικά προγράμματα με σκοπό τη γνωριμία και αξιοποίηση της ακριτικής, όσο και ενδιαφέρουσας, αυτής περιοχής του ελλαδικού χώρου.

Το Μουσείο Σουφλίου είναι ένα ζωντανό τοπικό μουσείο. Αν και βρίσκεται σε ακριτική περιοχή και δεν έχει περιληφθεί στα προγράμματα των τουριστικών γραφείων, εντούτοις το επισκέπτονται κάθε χρόνο 5.000 άτομα περίπου: κυρίως τα σχολεία (στοιχειώδους εκπαίδευσης), ομάδες ελλήνων τουριστών ή, σπανιότερα, αλλοδαπών, καθώς και 1 διερχόμενοι μεμονωμένοι τουρίστες. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα σχολεία του Σουφλίου και των γειτονικών κοινοτήτων έχουν εντάξει την επίσκεψη στο Μουσείο Σουφλίου στα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά τους προγράμματα. Η γεωγραφική προέλευση των ελλήνων επισκεπτών ποικίλλει, από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ελλάδας έως τους κατοίκους του Σουφλίου, που επισκέπτονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το μουσείο. Ο χρόνος παραμονής στον εκθεσιακό χώ-

Συμπληρωματικά στο σχετικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 5/6 της Τεχνολογίας, σ. 34. πρέπει να αναφερθούν οι παρακάτω βιβλιογραφικές πηγές-αναφορές: Συνοπτικό ιστορικό των Ελληνικών Σιδηροδρόμων. Συγκέντρωση στοιχείων-επιμ. Π. Ματζαρίδης, εκδ. ΟΣΕ, Αθήνα 1989. Η εκατονταετηρίς του Εθνικού Μετσόβειου

1. Για το κοινό των τοπικών μουσείων μίλησε ο διευθυντής του ΠΤΙ.ΕΤΒΑ κ. Στ. Παπαδόπουλος στο συνέδριο «Τα μουσεία και το κοινό τους», που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21-22 Οκτωβρίου 1992 (Βλ. Τεχνολογία, τ. 5/6, σ. 14-16).

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Πολυτεχνείου 1837-1937. Τεχνικά Χρονικά, 1 Ιουλίου 1939, εκδ. TEE. Risebero Bill, Ιστορία της Δυτικής Αρχιτεκτονικής, εκδ. Φόρμα, Αθήνα 1982. Α. Φιλιππίδης, Ιστορία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα. Γ. Νάθενας, «Προαστιακός σιδηρόδρομοςλύση για την Αθήνα», Νέα Οικολογία, Απρ. 1990. τ. 66. ο. 8. Επίσης, τα σχέδια του σταθμού Λιόπεσι καθώς και του καφενείου του σταθμού Λαυρίου είναι από το αρχείο, σήμερα, της 1ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων με προέλευση την ΚΕΔ.

Είναι σε κλίμακα 1:100, έχουν ημερομηνία 2.1.1928 και δυσανάγνωστη υπογραφή του μηχανικού. Απαραίτητη διόρθωση της λεζάντας της φωτογραφίας στη σελ. 35 δεν είναι ο σταθμός του Θορικού αλλά του Δασκαλειού, εξαίρετο και λόγω κλίμακας κτίσμα, χαρακτηριστικό των μορφολογικών προτύπων με τα οποία οι μηχανικοί της γραμμής σχεδίασαν τα σιδηροδρομικά κτίσματα στα τέλη του 19ου αιώνα για τον ελλαδικό χώρο. Μ. ΓΡΥΠΑΡΗ


NEWS FROM GREECE Technologia opens with an article by Stelios Papadopoutos entitled "The Greek Museums today: the Reality and the Prospects" (p. 3). which deals with the 1st Panhellenic Conference on Museums and Art Gallenes (29 October-1 November 1993), an event note-worthy from the point of view of the dawning awareness of the need to create effective institutions. The conference was marked by a lack of homogeneity (of training, specialisation, and experience) of the speakers and of their co-ordination at a specific level and in a specific direction. As to what the conference had to offer, the "realities" were confined more to informative description than to the fruitful formulation of problems of more general importance, while the "prospects" received scant attention. However, among the more useful observations made it emerged that there is an urgent need for a scientific inventory of the human resources, the buildings and technical equipment, economic means, legal framework, and educational mechanisms for the production of personnel, so as to allow the assessment and prioritising of actual needs. The need for the administration and the museums to be staffed with specialists was also stressed and attention was drawn to the necessity of prepanng a draft law. The section on Technology and Institutions begins with an article on "Economic History and the Hellenic Economic History Society" (p. 6) by Evangelos Prontzas, who discusses the place of economic history in university courses down to the formation of a basic curriculum in the subject in the mid '80s at the newer, the so-called provincial, universities. A milestone was the year 1977, when the National Bank introduced the institution of the historical archive, while support was provided for writing on the subject of economic history by the Commercial Bank and the Argicultural Bank. Finally, he focuses on the setting up of the Hellenic Economic History Society and its work. This is followed by an article on the "Cultural Foundation of the Bank of Cyprus" (p. 8), which is carrying out a strictly structured purely Hellenocentric programme dealing with Cyprus. The fields in which it is active include the production of a variety of publications, the collection of contemporary Cypriot art, the enrichment of the collections of old books, maps and coins and the holding of events of a high scholarly and educational standard. An account is also given of its projects for the next five years. "The Society for the Study of Ancient Greek Technology" (p. 9) was founded recently with the purpose of encouraging the systematic study of the technology used by ancient Greek societies. An account is given of its other activities (lectures, competitions for schools, etc.) Agamemnon Tselikas deals with the "History and Palaeography Archive of the Cultural Foundation of the National Bank" (p. 10), whose chief task is the microfilming of manuscript codices and historical archives in order to assist researchers. Tselikas concentrates on its achievements since 1975 to the present, on its prospects and on the work of a special laboratory for the conservation of manuscripts and paper materials in general. Lefteris Alexakis and Andromachi Ikonomou contribute an article on the "Hellenic Ethnology Society" (p. 11 ). The Society's purpose is the development and advancement of ethnological and anthropological

studies and research and of any other related field to study. This is achieved by the publication of the periodical Ethnologia and self-contained series, the commissioning of scholarly papers, the holding of lectures, conferences, the undertaking of field trips and. generally, research into and study of issues relating to ethnology and anthropology. "The Society of Social Anthropologists" (p. 11), which became a legal entity in 1990. has as its aims the development of (social and cultural) anthropology and ethnology and their institutional embodiment at university and research level, collaboration with related fields of scholarship, research and the exchange of ideas. Included in its activities are the creation of an archive on research carried out in Greece, the setting up of a library, the publication oi a bulletin and the holding of seminars and lectures. Manolis Marmaras contributes an account of the "Society for the History of the City and of Town Planning" (p. 12), whose aims are the investigation of the historical dimension of the modern city, the promotion of the study of and research into the history of the modern Greek city, the study of the history of the science and practice of town planning, contributing to the creation of archives on the history of the modern Greek city and support for activities aimed at the recording, conservation and protection of items relating to the past of cities, particularly modern Greek cities. Eleni Svoronou's article deals with "Protection of the Environment and the WWF" (p. 12). In this she defines Protection of the Environment and lists the fields of activity involved: the protection of species and biotopes, pollution, alternative forms of economic development, models of conduct for the citizen and of economic development agencies, and the law on the environment. She sees protection of the environment and the protection of the architectural heritage as two aspects of the same phenomenon and ends with an account of the WWF, the constituents of its mission, the general categories of its activities (field programmes, participation in the planning of policy on the environment and developing and contributing to a change in models of behaviour), and its strategy. Sofia Fileri deals with "Activities of the WWF concerniing Greece" (p. 13), and particularly the programmes for the protection of nature in the Ionian region, Prespes, the Dadia-Soufli forest and in three wetlands of international importance (the Ambracian Gulf, the Axios and the Evros). Alkis Dimitriou writes on "The Nikolaos Dimitriou Cultural Foundation of Samos" (p. 16), whose purpose is the development of studies concerned with the island. He gives an account of what has already been achieved, of the programmes now in progress, of the setting up of a folklore museum, also in progress, and of the plans for the holding of a conference. The section on Technology and Conferences opens with an account of the three-day workshop on "Vinoviticultural History in Macedonia and Thrace" (p. 17). In her opening address, Stavroula KourakouDragona spoke of the "workshop" itself, to which researchers with differing basic training, orientation and specialisations, working with different methodologies and approaches to the subject, would be contnbuting their knowledge, and of the part which the Fani Boutari Foundation is planning to play in the events of 1997, when Thessaloniki will be Cultural Capital of Europe. Stelios Papadopoulos in his conclusions drew attention to the large number of papers read, to the broad range of approaches which documented the

multidimensional importance of the subject and to the value of an interdisciplinary approach to research. He concluded by demonstrating the place held by wine within a complex of biological, ecological, economic and cultural relations. The next article is devoted to the 4th three-day workshop on "The Olive and its Oil" (p. 20). Following the opening address, in which Mr G. Karayiorgos spoke of ELAIS, the enterpnse sponsoring the workshop, and the reasons for its sponsorship, Stelios Papadopoulos in his reply descnbed the triptych of the olive tree, its fruit and its oil and the aims of the workshop. In his conclusions, Dr Papadopoulos, in the form of a review of the papers read, drew attention to the state of research in Greece and to its able and sensitive human resources capable of carrying out research programmes, in spite of the meagre level of financing for research, and to industry's acquaintance with research as a basic condition for overcoming this crisis. Aspasia Louvi-Kizi reports on the "8th International Conference on the Conservation of the Industrial Heritage" (p. 23). She gives an account of its basic axes, the three-day preliminary conference, interesting visits to industrial buildings in Barcelona and the three-day conference itself. She concludes by mentioning the important part played by Greece in the conference and the significant success achieved in Madrid in ensuring that the 10th International Conference will be held in Greece. Costas Damianidis contributes an article on the "2nd International Working Meeting on Shipbuilding and Ships in the Eastern Mediterranean in the 18th and 19th Century" (p. 24), the purposes of which were an investigation of the shared shipbuilding tradition of the Eastern Mediterranean, a comparative examination of techiques and a typological inventory of vessels. Aleka Karadimou-Yerolympou gives an account of the "2nd International Conference on Reconstructed Cities" (p. 25). Although this had a very wide horizon in chronological terms -from the rebuilding of Rome (1st century) to the interventions in Beirut, now in progress- the papers largely concentrated on reconstructions of cities after the end of the Second World War. The speakers from Greece dealt with the rebuilding of Corinth after the earthquakes (18521928) and the re-planning of Thessaloniki, Serres and cities of Eastern Macedonia between 1917 and 1920. "Nomadic and Semi-nomadic Herdsmen in Greece: the Stockbreeding Community" (p. 26) was the subject of the third cycle of talks held by the Hellenic Ethnological Society. The issues discussed were: a. Forms and particularities of stockbreeding culture in Greece: b. Stockbreeding and strategy for the use of land in an Albanian-speaking community in the southeastern PÊloponnèse; c. Organisation of a stockbreeding community: the "smichtes" of Skyros; d. Social structure and ecological adaptation of seminomadic herdsmen of the Pindus; e. Semi-nomadic transhumant herdmen in north-western lleia; f. the movements of nomad herdsmen in Greece; g. an account of the organisation of the clans (tselingata). Andromachi Ikonomou contributes articles about three meetings of scholars; a. "European Cultural Itineries: Silk Roads" (p. 28). She deals with the programme, concentrating on the programmes for the study and utilisation of the industrial monuments of sericulture and silk-making in Greece, on which papers were read by the speakers: b. '"The Role of


Folklore Museums in United Europe" (p. 28) was the subject of the 1st Folklore Museums Meeting of the countries of the European Community, at which there was a presentation of specific museums from the whole of Europe and of their educational role; c. "European Meeting on Ethnographical Museums" (p. 29), which dealt with the following subjects: 1. Ethnographical museums in Europe today; 2. European documentation programmes and research programmes at the ethnographical museums; 3. ethnographical museums, their means of expression and their public; 4. How do we handle the contemporary; 5. What ethnographical museums are needed for tomorrow. Stelios Papadopoulos, in his article entitled "In the Beginning was the Word" (p. 30), commenting on the increase in the number of meetings of scholars in recent years in Greece, focuses on the papers which are read and gives some golden rules for a paper, which should be based on some new, substantial and hitherto unpublished item, illuminated from the appropriate angle. "The Industrial Heritage of Naousa" (p. 31) was the subject of a conference with the purpose of documenting the important history of the city's industry and promoting discussion on the preservation and promotion of the industrial heritage and the need for the setting up of a technology museum. The section on Technology and Museums starts with an article by Manos latridis on the "Technical Museum of Thessaloniki" (p. 32). It narrates how it was set up and extended in four stages, bringing the story up to the present, when it has been increasing in size for 15 years and now has upward of 250,000 visitors. In its present large and important form it can no longer be supported by its small group of founders; it needs to be taken on by a large organisation such as the Municipality of Thessaloniki or the Aristotelian University. The next article deals with an "Event held to Honour the Sponsors and Major Benefactors of the Thessaloniki Technical Museum" (p. 35). The Chairman of its Board of Management, Prof. N. Ikonomou, spoke of the aims and achievements of the Museum and the role which has been played by all those who-have provided their material and moral assistance. Ms Pylahnou, former Governor of ETBA, spoke of the importance of private enterprise in the creation of the Museum, the contribution of ETBA to the economic development of the broader Thessaloniki area and the work of the ETBA Cultural Foundation. Another article by Manos latridis, entitled "Longdistance Communications in Ancient Greece" (p. 38), deals with the display of the Telecommunications Organisation at the Technical Museum, its exhibits and particularly its models and casts, which provide a presentation of techniques of longdistance communications in ancient Greece. Dimitra Papanikola-Bakirtzi describes the exhibition held in Illinois on the subject of "Byzantine Glazed Ceramics of Serres" (p. 38), which provided documentation for the view that there was a workshop for the production of glazed ceramics in the city of Serres during the Palaeologue period and sought to answer questions about the way in which these ceramics were produced, their patterns and their spread. In an article entitled "A Shipbuilding Museum at Perama" (p. 39), Costas Damianidis gives an account of the collecting and conservation by the Municipality of Perama of tools and accessories from caiques and

other objects involved in traditional shipbuilding with a view to setting up a shipbuilding museum at Peramaa crossroads for many local shipbuilding traditions. Alexandra Nikiforidou contributes an article on 'The Zygomala Museum at Avlona in Attica" (p. 40), in which she gives an account of the life and work of Loukia Zygomala, who devoted herself to reviving and disseminating the art of embroidery. The author aslo describes the structure of the exhibition and the principles followed in its remounting. The section on Technology and Industrial Archaeology opens with an article by Yves F. le Coadic on "Some Comments after the End of the Symposium" (p. 42). The comments are on museology in 1991, which is no longer museum economics and the art of organising a museum, but a science of museums of sciences and technologies. "On the Drafting of a Legislative Framework on the Protection of the Industrial Heritage as a Part of the Total of National Monuments with a Preservation Order: The Example of Britain" (p. 43) is the heading of an article by Eleni Svoronou. In this she deals with a new system of distinguishing between the concepts of "monuments of National importance" and "monuments important for local history" and between a "category of monuments" and "individual monuments". She gives the definition of a monument and describes how each category of monument is characterised and assessed as a document for the history of a nation, the criteria for distinguishing between monuments of national and of local importance and the most effective method of managing them. She ends with an account of the disadvantages, but also the interest which the system manifests. Olga Traganou-Deliyanni discusses 'The historic SEDES Aerodrome at Thessaloniki" (p. 45), which, in spite of its historical importance, is in danger of being turned into a "Multi-purpose Business Centre", even though alternatives have been proposed, such as the laying out there of an Air Park and the Flying Club of Thessaloniki, with a parallel extension of the activities of the "Macedonia" State Airport. Manos latridis contributes an account of a 'Technopark Constructed by Volunteers in Ithaca, New York" (p. 47). This is the "Sciencenter" technopark, the work of more than 2,700 people. Many of the exhibits which it contains were designed and made by volunteers. The author also gives an account of the "National Centre for Technology and Sciences in Amsterdam" (p. 47) in the Netherlands, which is to be built under the River Y and will resemble a ship. An article on "Research into Pre-industrial Tanning in the PÊloponnèse and Amfissa" (p. 48) opens the section Technology and Research. Kornilia Zarkia has concentrated her research on Zatouna, Tripoli, Anavryti, Kalamata, and Harmena at Amfissa, where craftsmen were to be found who processed skins by the old method, using natural and vegetal raw materials. The purpose of this piece of research was to collect the appropriate material, information and objects relating to pre-industrial techniques of processing leather. In "Potters of the Aegean" (p. 50), Eleni SpathariBegliti describes the centre of production and its typology, the factors which influence the choice of location, and the product manufactured. She notes that this research is now more a matter of archaeological investigation than an account of a living reality which can be recorded and studied. The article "Agramades and Alluvial Gold" (p. 52)

by loakeim Papangelos starts out from the placename "Argamada", which is encountered from the year 1103 onwards in many areas. The place-name is found in the sense of a "pile of stones" in Halkidiki and in all the places of this name there are large piles of stones whose existence is difficult to interpret. The purpose of the article is to prompt excavation for the purposes of a study of the chief agramades, in order to establish at what period the alluvial gold in each area became the object of exploitation. In "Water-powered Sawmills in the Pindus" (p. 54), Stelios Mouzakis has based his research on the ledgers of the large-scale stockbreeder Anagnostis Vasilakis from Vovousa in the Pindus. He gives a history of the sawmill, the reasons why it was set up and for the choice of location, the materials and form of its construction, the period during which it operated and details of its financing. The article also contains an account of the craftsmen who worked there and concludes with the reasons why it was abandoned and with observations and proposals. Yorgos Yipakis gives an account of the "Printing Shop of Stylianos Xanthoudakis at Chania" (p. 56), which operated for 74 years and is a point of reference for the history and cultural development of the city. An article by Sofoklis Hatzisawas deals with "Functional Restoration of Oil Presses in Cyprus" (p. 57). He gives an account of an oil press of the Byzantine period which was found in the valley of the River Kouri, another in the centre of Nicosia, where an oil press co-existed with a sanctuary of the Cypro-archaic period and functioned down to Hellenistic times, and a third, whose construction is unique - a twin press of the Hellenistic period found at Kopetra near the village of Mari. In all three cases the author describes the difficulties, the finds and the manner of restoration. The section Technology and Publications begins with notices of two publications of the Cultural Foundation of ETBA. The first is the book by V. Kardasis "From Sail to Steam: Greek Merchant Shipping, 1858-1914" (p. 58), which deals with the transition of Greek commercial shipping from sail to steam power, the adaptation, that is, of Greek shipping to the models developed by Western European technology by the use of steam. This helped the competitiveness of the Greek flag in the Mediterranean and in ocean-going freight. The second publication is "Ottoman Shipyards in Greek Tradition" (p. 59) by Aikaterini Bekiaroglou-Exadaktylou. The author examines the way in which the Ottomans created the fleet, in the early 14th century, by means of which they succeeded in extending and maintaining their rule and which they made the terror of the Western powers, and particularly the Venetians. Christina Agriantoni reviews the book "Lavrion" (p. 59) by Andreas Korella, who played a leading role in the establishment of the Serpieri-Roux company at Lavrio in 1864-65 and was Manager of the Lavrio Ore Mines Company, which succeeded it. ForKorellas, Lavrio had the potential to be a centre of development of the ore mining industry in Greece. A brief account of the "First Bulletin of the TICCIH follows" (p. 61). In the column Between Ourselves there is a summary review of the "Activities of the ETBA Cultural Foundation" (p. 61) and, an article on "Life and Movement in the Soufli Museum" (p. 62), a project of the Foundation. ISNN 1105-2287


© Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς Υπηρεσία Έρευνας και Προβολής To περιοδικό Τεχνολογία ψηφιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2008. Πραγματοποιήθηκε επίσης Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων για την ανακατασκευή των κειμένων. Ομάδα Εργασίας: Κωνσταντίνος Φιολάκης - Βαγγέλης Στουρνάρας - Χρύσα Νικολάου


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.