Τεχνολογία Τεύχος 5-6 (1993)

Page 1



Ντόρα Ν. Κόνσολα, "Πολιτιστική δραστηριότητα και κρατική πολιτική στην Ελλάδα. Η περιφερειακή διάσταση", Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990, σελ. 148, πίνακες 21, χάρτες 13, βιβλιογραφία "Μερικά έργα δεν κρίνονται. Μας κρίνουνε κείνα", έγραφε το 1907 ο Πέτρος Βλαστός για το "Δωδεκάλογο του Γύφτου" του Κωστή Παλαμά. Το βιβλίο της Ντ. Κόνσολα μας κρίνει, γιατί είναι από τις ελάχιστες ελληνικές μελέτες που στοιχειοθετούν, με ήπιο τόνο, μια συστηματική απογραφή των πολιτιστικών μας πραγμάτων, έγκυρη από άποψη προβληματικής, μεθόδευσης και τεκμηρίωσης. Προβληματική σύγχρονη, σαφής, σφαιρική' μεθόδευση συγκροτημένη' τεκμηρίωση επαρκής, όση επιτυγχάνει η οριακή προσωπική προσπάθεια που επιχειρεί να αναπληρώσει το κενό ερευνών, μελετών και στατιστικών. Το αποτέλεσμα: ένας καθρέφτης, η πραγματικότητα από την οποία αποστρέφουμε το πρόσωπο, η πολιτισμική διάσταση της εθνικής μας κρίσης. Μερικά έργα μας κρίνουνε. Αντί της συνήθους στο χώρο μεγαλόστομης κενολογίας, το πρώτο κεφάλαιο, "Η προβληματική της περιφερειακής διάστασης της πολιτιστικής πολιτικής"· παρουσιάζει τις βασικές έννοιες-κλειδιά, που είναι ταυτόχρονα όψεις και προσεγγίσεις του πολυδιάστατου θέματος. "Αρχή σοφίας ή των ονομάτων επίσκεψις": η περιφέρεια είναι "το καταλληλότερο διεθνώς χωρικό μέγεθος για την εφαρμογή της πολιτιστικής πολιτικής"' η πολιτιστική δημοκρατία λειτουργεί εκεί "όπου οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες δεν εκπορεύονται από τις κεντρικές αρχές, αλλά αποτελούν αποκεντρωμένες δραστηριότητες" με "ενεργοποίηση και άμεση συμμετοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του τοπικού πληθυσμού"' η δημιουργικότητα, βελτιωτική και καινοτομική, αναπτύσσεται "όταν υφίστανται συνθήκες δυναμικής συνέργειας συγκεκριμένων παραγόντων, όπως π.χ. η αναγκαία οικονομική βάση, η ειδικευμένη γνώση, η ελεύθερη επικοινωνία, το υψηλό πολιτιστικό επίπεδο' η αρχή της πολιτιστικής επίδρασης ελέγχει τις επιπτώσεις στον πολιτιστικό τομέα των μέτρων που εφαρμόζονται στους άλλους. Άλλες έννοιες-κλειδιά, η πολιτιστική ταυτότητα, η πολιτιστική εικόνα, το πολιτιστικό πρότυπο της περιφέρειας ("σύνολο των απόψεων και θέσεων του πληθυσμού της στην αξιολόγηση των πολιτιστικών αξιών, στην προώθηση της αναπτυξιακής ιδέας και των αναγκαίων μεταβολών και προσαρμογών για την πραγμάτωση της"), ο πολιτιστικός (ελεύθερος για ψυχαγωγία) χρόνος, η πολιτιστική υποδομή (βιβλιοθήκες, μουσεία, πινακοθήκες, πνευματικά κέντρα, θέατρα κ.λπ. και η κατανομή τους στο χώρο) και η επικοινωνία για την ενίσχυση των προαναφερομένων.

Η επισήμανση των παραπάνω προβλημάτων στρατηγικής, που τίθενται στη διερεύνηση των σχέσεων περιφερειακής και πολιτιστικής ανάπτυξης, υπογραμμίζει η συγγραφέας, δημιουργεί "το αναγκαίο καθοδηγητικό υπόβαθρο για κάθε εμπειρική ανάλυση". Όμως, ο σύγχρονος αυτός τρόπος θεώρησης, καθιερωμένος στην ευρωπαϊκή επιστήμη και πρακτική, είναι άγνωστος στους "φορείς που είναι αρμόδιοι για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής πολιτιστικής πολιτικής". Και όταν κάπου, ευκαιριακά, αναφέρονται οι βασικές αυτές έννοιες, ηχούν ως όροι κενοί, γιατί δεν έχει προηγηθεί η "μακρόχρονη μελέτη και συστηματική συγκέντρωση και αξιολόγηση πληροφοριακού υλικού" που είναι αναγκαία για να αποκτήσουν ελληνική υπόσταση. Χωρίς αυτήν τα ευρωπαϊκά μοντέλα είναι ηχηρά υποκατάστατα του γόνιμου στοχασμού, σκιάχτρα για εντυπωσιασμό, άλλοθι για παράταση του αδιεξόδου. Στο Β' κεφάλαιο η κα Ντ. Κόνσολα επιχειρεί την έξοδο. Για τη "χωρική διάρθρωση των τομέων της πολιτιστικής δράσης στην Ελλάδα" πραγματοποιεί μόνη της τη συστηματική συγκέντρωση και αξιολόγηση του πληροφοριακού υλικού, καταλήγει σε μεγέθη, τα χαρτογραφεί, εφαρμόζει δηλαδή το αναγκαίο καθοδηγητικό υπόβαθρο στην εμπειρική ανάλυση της και δίνει υπόσταση στις έννοιες-εργαλεία που χρησιμοποιεί, κύρος στη μέθοδο που εφαρμόζει, και νόημα στην εικόνα της πραγματικότητας που προσφέρει. Η χάραξη πολιτιστικής πολιτικής, γράφει, αρχίζει στην Ελλάδα πριν δέκα μόλις χρόνια, "με σοβαρές ελλείψεις", αφού "τα προγράμματα συντάχθηκαν χωρίς την αναγκαία υποδομή (...) και χωρίς να έχουν διερευνηθεί καίρια προβλήματα". "Η πολιτιστική αποκέντρωση (...) ορίζεται [τότε] ως βασική επιδίωξη και "προτείνονται" (γι' αυτήν) σειρά μέτρων, μερικά από τα οποία εφαρμόστηκαν με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία, άλλα βρίσκονται ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού και άλλα δεν ξεκίνησαν ποτέ". Ακολουθεί η επισκόπηση ανά τομείς. Η αναλυτική τεκμηρίωση και τα αρνητικά συμπεράσματα για τον καθένα δεν είναι δυνατόν να συμπτυχθούν σε μια παρουσίαση. Είναι όμως ανάγκη να παρατεθούν ορισμένα από αυτά με τις αναγκαίες συντομεύσεις που συνεπάγεται ο περιορισμένος χώρος (Τα μέσα σε παρενθέσεις παραθέματα είναι από το βιβλίο της κας Ντ. Κόνσολα). Στο θέατρο απογοητευτική η κατάσταση στις αρχές της δεκαετίας του '80, συγκρατημένη αισιοδοξία κατόπιν παρά τις σοβαρές οργανωτικές, λειτουργικές και καλλιτεχνικές αδυναμίες, τα οικονομικά προβλήματα, την έλλειψη ή ακαταλληλότητα της θεατρικής στέγης, τη συνεχή μείωση των επιχορηγήσεων στην περιφέρεια (1,8% του συνόλου το 1986). Η "ζωντανή

μουσική κίνηση στην περιφέρεια παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια συνεχή υποχώρηση με επιχορήγηση 1% του συνόλου το 1987 από το ΥΠΠΟ προς τους παραδοσιακούς μουσικούς φορείς και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, σχεδόν καμιά δραστηριότητα στην κλασική μουσική". Στο χορό υπάρχει "παντελής έλλειψη δραστηριοτήτων στην επαρχία και απουσία κρατικού ενδιαφέροντος". "Στον τομέα των εικαστικών τεχνών οι δραστηριότητες στην επαρχία είναι εξαιρετικά περιορισμένες και η κρατική παρέμβαση αμελητέα". "Το βιβλίο σημειώνει ακόμη στην επαρχία απελπιστικά μικρούς αριθμούς κυκλοφορίας, ενώ και η εκδοτική δραστηριότητα εκεί φτάνει μόλις το 1,4% της συνολικής βιβλιοπαραγωγής της χώρας". "Οι βιβλιοθήκες (...) είναι ένας θεσμός παραμελημένος στη χώρα μας (...). Οι ελλείψεις είναι τεράστιες (...)' από τις 482 επαρχιακές βιβλιοθήκες οι 201 δηλώνουν ότι δεν ταξινομούν καθόλου το υλικό τους, και οι 245 ότι δεν απασχολούν ούτε ένα βιβλιοθηκάριο. Πρόκειται δηλαδή για αποθήκες βιβλίων ...". "Από τα 365 σήμερα λαογραφικά μουσεία και συλλογές πολλά λειτουργούν ευκαιριακά (...), σε πολλά από αυτά οι ελλείψεις σε χώρο, εξοπλισμό και ειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό είναι σοβαρές". "Στην Ελλάδα η έννοια του όρου Πολιτιστικό Κέντρο είναι συγκεχυμένη (...). Συνήθως ιδρύονται χωρίς να έχει προηγηθεί μελέτη για τους σκοπούς που επιδιώκεται να εξυπηρετήσουν, για τις ανάγκες και προτιμήσεις του συγκεκριμένου κοινού, για τους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους, για την ένταξη τους στο περιβάλλον κ.λπ., γι' αυτό και τα παντός είδους προβλήματα δεν αργούν να παρουσιαστούν". Ο αριθμός τους το 1979 έχει φτάσει τα 1486, "θα ήταν όμως λάθος να θεωρηθεί ότι η αύξηση αυτή αποτελεί αναγκαστικά δείκτη προόδου, αυτή καθ' αυτήν": άσχετοι προς το αντικείμενο υπεύθυνοι, άνιση χωροκατανομή τους, ελάχιστη επιχορήγηση (100-500 χιλ. δρχ. το χρόνο)". "Ένας έστω και πρόχειρος υπολογισμός του σημερινού αριθμού των πολιτιστικών συλλόγων και σωματείων είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει" και "τα κριτήρια για την επιλογή των συλλόγων που θα ενισχυθούν είναι ασαφή και αμφισβητούμενα" (80-500 χιλ. δρχ. το χρόνο για τον καθένα και για τρέχουσες μόνο ανάγκες). Από τις λοιπές δραστηριότητες η καλλιτεχνική εκπαίδευση στην επαρχία παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις, τα ελεύθερα ανοικτά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν προβλήματα οργανωτικά, οικονομικά και άλλα, και η συνεισφορά των συνεδρίων στην πληροφόρηση του τοπικού πληθυσμού και την άνοδο της μορφωτικής του στάθμης είναι ουσιαστικά μηδαμινή. Αυτή είναι η συνοπτική αρνητική εικόνα της πολιτισμικής δραστηριότητας στην επαρχία, όπως προκύπτει από την πλούσια


τεκμηριωμένη έρευνα της κας Ντ. Κόνσολα. Και δεν έχει καμία προοπτική βελτίωσης από τις νέες νομικές ρυθμίσεις για αποκέντρωση της πολιτιστικής δραστηριότητας, γιατί "οι νομαρχιακές αρχές δεν έχουν ακόμη στη διάθεση τους τους αναγκαίους πόρους ούτε και την πρόθεση να ενισχύσουν κατά προτεραιότητα την πολιτιστική δράση (...). Εξάλλου δεν είναι στελεχωμένες με το κατάλληλο προσωπικό...". Τη σκιαγράφηση αυτής της κατάστασης ακολουθούν διαπιστώσεις και συμπεράσματα: η ευρύτερη σημασία τους δεν επιτρέπει τη συνοπτική, αλλά αντίθετα επιβάλλει τη συνολική σχεδόν παρουσίαση τους. ως προς τα κυρία τουλάχιστον σημεία τους. Αποτελούν μια πρώτη επιστημονική αφετηρία για τους αναπροσανατολισμούς που η εθνική κρίση υπαγορεύει, επιτάσσει ως αναγκαίους. Μια επιστημονική αφετηρία από την οποία θα πρέπει να ξεκινούν όλοι όσοι ανησυχούν για την αρνητική εικόνα των πολιτιστικών μας πραγμάτων. Για την υπέρβαση του αδιεξόδου η κα Ντ. Κόνσολα διατυπώνει στο τέλος του έργου τη συγκεκριμένη πρόταση ("το προτεινόμενο πρότυπο") για την αποκέντρωση της πολιτιστικής μας πολιτικής άλλα. ουσιαστικά, για την αναμόρφωση της πολιτιστικής μας πολιτικής γενικά, αφού η αποκέντρωση της συνεπάγεται και τη ριζική αλλαγή της. Η πρόταση στοχεύει στην αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων και στη συμμετοχή του πληθυσμού με τους εκπροσώπους τους στον πολιτιστικό τομέα, στη χάραξη και την εφαρμογή της πολιτιστικής πολιτικής σε περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Το προτεινόμενο μεσοπρόθεσμο πρότυπο περιλαμβάνει Διεύθυνση Πολιτισμού σε κάθε Νομαρχία. Περιφερειακό Πολιτιστικό Συμβούλιο στις 13 περιφέρειες και Εθνικό Πολιτιστικό Συμβούλιο στην πρωτεύουσα. Η κα Ντ. Κόνσολα αιτιολογεί την επιλογή της. τα αναμενόμενα πλεονεκτήματα της. την αναλύει συστηματικά. Σημειώνει την ανάγκη αξιολόγησης της μία πενταετία μετά την εφαρμογή της και τη σκοπιμότητα ενός προτύπου πιο ριζοσπαστικής σύνθεσης σε μακροπρόθεσμη προοπτική. Το βασικό ερώτημα του βιβλίου και του θέματος έχει τεθεί από την αρχή: θα αποκτήσουμε περιφερειακή (=συγχρονη) πολιτιστική πολιτική θα συνεχίσουμε να εμμένουμε σε μία πολιτιστική πολιτική περιφέρειας, υποβαθμισμένης δηλαδή επαρχίας της Ευρώπης: Η κα Ντ. Κόνσολα καταθέτει μία πλήρη επιστημονική πρόταση εξόδου από το αδιέξοδο. Η κρισιμότητα των καιρών θα ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον για τη μελέτη, την αξιολόγηση ή την έστω πειραματική εφαρμογή της: Διαπιστώσεις και συμπεράσματα Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζει τις διαπιστώσεις και συμπεράσματα της κας Ν τ. Κόνσολα στο βιβλίο της "Πολιτιστική δραστηριότητα και κρατική πολιτική. Η περιφερειακή διάσταση", το οποίο παρουσιάζεται στις προηγούμενες σελίδες (3-4). Η συ-

νολική σχεδόν παράθεση τους οφείλεται στη σημασία τους. η σύμπτυξη τους. με τις περικοπές που κρίθηκαν αναγκαίες, οφείλεται στο περιορισμένο του χώρου, και έγινε από τη Σύνταξη της Τεχνολογίας. 1. Στην Ελλάδα δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη συνεπής, συστηματική και μακροπρόθεσμη περιφερειακή πολιτιστική πολιτική, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε άλλους κρίσιμους τομείς. Οι εκθέσεις και οι εισηγήσεις, που εμφανίζονται κατά καιρούς, διακρίνονται για την προχειρότητα, την αποσπασματική παράθεση μέτρων και γενικά για την έλλειψη ολοκληρωμένης αντιμετώπισης του πολιτιστικού προβλήματος, ιδιαίτερα στην περιφερειακή του διάσταση, όπου η κρατική ενίσχυση και παρέμβαση είναι περισσότερο απαραίτητη (...) 2. Η χάραξη μιας μακροπρόθεσμης και συστηματικής περιφερειακής πολιτιστικής πολιτικής, βασισμένης στις απαιτήσεις των συγχρόνων επιστημονικών απόψεων, προϋποθέτει, κατά κύριο λόγο. πλήρη και συνθετική γνώση όλων των δεδομένων του πολιτιστικού γίγνεσθαι. Στην Ελλάδα, όμως. έκτος από ελάχιστες εξαιρέσεις δεν έχει ως τώρα επιχειρηθεί συστηματική συγκέντρωση και ανάλυση των απαραίτητων στοιχείων, στα οποία μπορεί να στηριχθεί ένα πρόγραμμα πολιτιστικής πολιτικής. (...) παραμένει σε σημαντικό βαθμό άγνωστη η σημερινή κατάσταση του πολιτιστικού χώρου στην Ελλάδα. Αισθητή είναι επίσης η έλλειψη εξειδικευμένων μελετών, που να διερευνούν σοβαρά προβλήματα πολιτιστικής ανάπτυξης, να προσδιορίζουν το ρολό του πολιτιστικού τομέα στη συνολική αναπτυξιακή πολιτική της χωράς, να προτείνουν τρόπους αξιοποίησης των πολιτιστικών πόρων των περιφερειών, να διαμορφώνουν και να προσαρμόζουν τα πορίσματα της διεθνούς εμπειρίας στις σύγχρονες ανάγκες του πολιτιστικού προγραμματισμού στη χώρα μας κλπ" 3. Ο πολιτιστικός τομέας της κρατικής διοίκησης είναι ίσως ο πιο πρόσφορος για να δοκιμαστούν και να λειτουργήσουν αποδοτικά αποκεντρωτικά πρότυπα. Μέχρι σήμερα τα ελάχιστα και διστακτικά βήματα που πραγματοποιήθηκαν δεν έχουν αλλάξει σχεδόν καθόλου τη συγκεντρωτική δομή εξουσίας του Υπουργείου Πολιτισμού. Παρόλο που επανειλημμένα έγιναν οι σχετικές εξαγγελίες, το Κράτος δεν τόλμησε ως τώρα να προχωρήσει σε αναθεώρηση του ισχύοντος Οργανισμού του ΥΠΠΟ και να μεταφέρει ουσιαστικές αρμοδιότητες και πόρους στην περιφέρεια. Οι εντελώς ασήμαντες ρυθμίσεις που έγιναν δεν εξυπηρετούν τις σύγχρονες αρχές της πολιτιστικής δημοκρατίας. Αντίθετα παγιώνουν την κυρίαρχη τάση του συγκεντρωτισμού και αναστέλλουν τις αναγκαίες ριζικές μεταρρυθμίσεις για τον εκσυγχρονισμό του κρατικού μηχανισμού στον πολιτιστικό τομέα" (...) 4. "Το χαμηλό ποσοστό δαπανών, που διατίθεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για τις πολιτιστικές δραστηριότητες.

αποδεικνύει ότι στη χωρά μας κυριαρχεί ακόμη η αναχρονιστική αντίληψη, ότι οι δαπάνες για την προαγωγή της πολιτιστικής ανάπτυξης είναι αντιπαραγωγικές. (...) Ακόμη όμως και αυτοί οι ελάχιστοι πόροι που διατίθενται για την εξυπηρέτηση πολιτιστικών σκοπών δεν αξιοποιούνται κατά τρόπο τέτοιο, που να προωθούνται συγκεκριμένοι στόχοι ορθολογικά επιλεγμένοι. (...) οι πολιτιστικά υποβαθμισμένες περιφέρειες συμμετέχουν με το μικρότερο ποσοστό στην κατανομή των συνολικών πιστώσεων του πολιτιστικού κλάδου, ενώ η ανάγκη για βελτίωση της πολιτιστικής τους υποδομής και άνοδο της πολιτιστικής τους στάθμης είναι επιτακτική και επείγουσα". 5. (...) η χωροταξική κατανομή της πολιτιστικής υποδομής είναι άνιση. (...) παρατηρούνται επίσης έντονες διαπεριφερειακές και ενδοπεριφερειακές ανισότητες". (...) 6. "Η υπολειτουργία. σε μεγάλο βαθμό, πολλών πολιτιστικών ιδρυμάτων στην περιφέρεια επιδρά σημαντικά στη μείωση της πολιτιστικής κίνησης και στην παγίωση της υποβάθμισης των πολιτιστικών υπηρεσιών στο κοινό. Τα κυρία αίτια, που συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτής της κατάστασης, είναι η ανεπάρκεια κατάλληλων χωρών, τεχνικού εξοπλισμού και πόρων, η αδυναμία τους να προσαρμοστούν στο σύγχρονο δυναμικό ρολό. που επιβάλλεται να διαδραματίσουν και. τέλος, το επιτακτικό και άμεσο πρόβλημα της έλλειψης ειδικευμένων στελεχών. Κατά συνέπεια, άλλα ιδρύματα λειτουργούν πλημμελώς, άλλα ενεργοποιούνται περιοδικά και άλλα φθάνουν ως την ολοκληρωτική αδρανοποίηση. Η αρρυθμία αυτή πολλών πολιτιστικών ιδρυμάτων ελαχιστοποιεί τη συμμέτοχη του κοινού και εκμηδενίζει την τάση για οποιαδήποτε δημιουργική προσπάθεια στον πολιτιστικό χώρο". 7. Ή ανάπτυξη και η ανάδειξη της ενδογενούς πολιτισμικής παράγωγης κινούνται σε επίπεδα που δεν μπορεί να χαρακτηριστούν ικανοποιητικά, σε ολόκληρο σχεδόν τον επαρχιακό χώρο. Οι σοβαρότατες ελλείψεις στον τομέα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και στις εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν την παρουσίαση του έργου των πολιτισμικών δημιουργών (π.χ. αίθουσες τέχνης, αίθουσες συναυλιών κ.λπ.) καθώς και η διάθεση ανεπαρκών πιστώσεων για αγορά έργων τέχνης και βιβλίων, για ανέγερση μνημείων κ.λπ. δυσχεραίνουν την αξιοποίηση και την προβολή των τοπικών πολιτισμικών δημιουργών και των επιτευγμάτων τους. Άμεση συνέπεια του "αντιδημιουργικού περιβάλλοντος", που αναπτύσσεται στην περιφέρεια, είναι η διαρροή των δραστήριων και ταλαντούχων νέων προς το κέντρο, με αποτέλεσμα η πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία στην περιφέρεια να παρουσιάζεται υποτονική ή και ανύπαρκτη". (...) Συμπεράσματα και σχόλια για ζητήματα στρατηγικής / "Το σημαντικό θέμα του μεγέθους της χωρικής μονάδας, που πρέπει να χρησιμοποιείται για την άσκηση της πολιτιστικής


πολιτικής, δεν έχει αντιμετωπισθεί στη χώρα μας με κριτήριο τις σύγχρονες αντιλήψεις, που έχουν ήδη επικρατήσει σε χώρες με παράδοση στην κρατική δραστηριότητα στον πολιτιστικό τομέα. Το μέγεθος αυτό είναι η περιφέρεια. (...) Ο ρόλος της Κεντρικής Διοίκησης πρέπει να είναι συντονιστικός κατά βάση. για να εξασφαλίζονται οι γενικές κατευθύνσεις της πολιτιστικής πολιτικής της χώρας και να προάγεται η ισόρροπη ανάπτυξη για ολόκληρο τον εθνικό χώρο και στον πολιτιστικό τομέα". 2. "Το πρόβλημα της πολιτιστικής δημοκρατίας, όπως δείξαμε πιό πάνω. δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα αποκέντρωσης της δημόσιας διοίκησης, γιατί αποτελεί στην πραγματικότητα την κύρια και βασική κατεύθυνση, που πρέπει να λάβει υπόψη του κάθε όργανο προγραμματισμού στον πολιτιστικό τομέα. Η διεύρυνση της πολιτιστικής δημοκρατίας και η στήριξη εφαρμογής των αρχών της σε όλες τις περιφέρειες της χώρας θα εδραιώσει την ανοδική τάση της πολιτιστικής ανάπτυξης και θα αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό στο δημιουργικό πεδίο. Οι δυσκολίες πάντως για τη χώρα μας είναι μεγάλες σε κάθε περίπτωση εφαρμογής μέτρων της πολιτιστικής δημοκρατίας, γιατί αναμφισβήτητα προσκρούουν στο συγκεντρωτισμό, το συντηρητισμό και την τάση ελιτισμού, που αναπτύσσεται στο κέντρο και προβάλλεται στην περιφέρεια". 3. "Πολλές περιοχές της χώρας μας έχουν σημαντικές προϋποθέσεις ανάπτυξης της δημιουργικότητας, που επικεντρώνονται σε φυσικές και πνευματικές δεξιότητες του πληθυσμού, στην παράδοση σε ορισμένους πολιτιστικούς κλάδους και στη δομή του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος. Παρατηρούμε όμως ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν λειτούργησαν θετικά προς την κατάλληλη δημιουργική κατεύθυνση, γιατί δεν έγινε συστηματική προσπάθεια για ενίσχυση της δημιουργικότητας με τα κατάλληλα μέσα". 4. "Για την Ελλάδα, που διαθέτει τόσο σημαντικά πολιτιστικά μνημεία και τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, η εφαρμογή της αρχής της "πολιτιστικής επίδρασης" έχει τεράστια πρακτική αξία. Έτσι. για κάθε μέτρο, που αφορά την οικονομική (βιομηχανική, τουριστική κ.ά.) ή την κοινωνική (νοσοκομεία, σχολεία κ.ά.) πολιτική, θα έπρεπε να σταθμίζεται η επίδραση του σ' αυτά. Βέβαια, η ισχύουσα νομοθεσία προστατεύει σε πολλές περιπτώσεις τους χώρους αυτούς από τα τυχόν δυσμενή αποτελέσματα, που προκαλούνται από άλλες δραστηριότητες. Παρατηρείται όμως μια συνεχής προσπάθεια παράκαμψης των περιορισμών, που θέτουν οι σχετικές διατάξεις, με πρόφαση την "προώθηση" της ανάπτυξης". 5. "Η πολιτιστική ταυτότητα των περιφερειών της χωράς μας συνδέεται με την ιστορία τους και την πολιτιστική τους εξέλιξη. (...) η διατήρηση της και η βαθύτερη γνώση των συστατικών στοιχείων της δεν έχει ενισχυθεί συστηματικά και προγραμματισμένα από το Κράτος στο βαθμό που χρειάζεται. Πάντως θα πρέπει εδώ να επι-

Άποψη του Μουσείου Μετάξης στο Σουφλί. σημανθεί η αξιόλογη συμβολή των Πολιτιστικών Κέντρων και Συλλόγων, των Λαογραφικών Μουσείων, των Συνεδρίων τοπικού ενδιαφέροντος και του τοπικού ημερήσιου και περιοδικού τύπου στη διάσωση και προβολή των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των διαφόρων περιφερειών". 6. "Η δημιουργία "πολιτιστικής εικόνας" στη χώρα μας μπορεί να θεωρηθεί ότι τώρα μόλις αρχίζει να διαφαίνεται για ορισμένες πόλεις. Κι αυτό γιατί η προσπάθεια που απαιτείται για να διαμορφωθεί μια τέτοια εικόνα, χρειάζεται χρόνο και σημαντικά μέσα. που συνήθως δεν είναι διαθέσιμα" (...) 7. "Τα περιφερειακά πολιτιστικά πρότυπα στη χώρα μας επηρεάζονται και αλλοιώνονται συστηματικά από το πρότυπο της Πρωτεύουσας, το οποίο προβάλλεται σε εθνικό επίπεδο, με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ως το ιδεώδες ελληνικό πολιτιστικό πρότυπο. Μοναδικός τρόπος διατήρησης των χαρακτηριστικών των πολιτιστικών προτύπων των περιφερειών θα ήταν η ανάπτυξη ενδογενούς πολιτιστικής δραστηριότητας, η ενίσχυση της δημιουργικότητας και η τόνωση της πολιτιστικής ταυτότητας. Οι διαδικασίες αυτές όμως ελάχιστα ενεργοποιήθηκαν στην Ελλάδα". 8. "Η αξιοποίηση του πολιτιστικού χρόνου στη χώρα μας είναι ευκαιριακή. Η διαφοροποίηση των ωραρίων σε τοπική βάση και η προσαρμογή των πολιτιστικών δραστηριοτήτων στις χρονικές προτεραιότητες του πληθυσμού, για να αυξηθεί η προσέλευση σ' αυτές, δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μελέτης". (...) 9. "Η πολιτιστική υποδομή (...) τονίστηκε ιδιαίτερα η σημασία της για την περιφερειακή πολιτιστική ανάπτυξη. Εκείνο που

χρειάζεται ίσως να προστεθεί εδώ είναι να επισημανθεί η ανάγκη εκπόνησης ειδικής μελέτης για κάθε περιφέρεια, στην οποία να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ανάγκες σε πολιτιστικές εγκαταστάσεις και έργα υποδομής που στηρίζουν τις πολιτιστικές δραστηριότητες". 10. "Η περιφερειακή βάση της επικοινωνίας για τη διάδοση πολιτιστικών αγαθών διευρύνθηκε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας με την ίδρυση τοπικών ραδιοσταθμών, η ποιότητα του προγράμματος των οποίων, όμως. δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για τη συμβολή τους στην πολιτιστική ανάπτυξη. Γενικά, το ζήτημα των μέσων επικοινωνίας και του ρόλου τους στην πολιτιστική διαδικασία δεν έχει μελετηθεί και δεν έχει επιδιωχθεί κανενός είδους συνεργασία μεταξύ ΕΡΤ και Υπουργείου Πολιτισμού". "Ο συνδυασμός της περιφερειακής και της πολιτιστικής πολιτικής για την προστασία και ανάδειξη των μνημείων της πολιτιστικής κληρονομιάς, αποτελεί μόνιμη επιδίωξη για τη χώρα μας". (...) "Το πρόβλημα του συντονισμού των μέσων της πολιτιστικής και της περιφερειακής πολιτικής στη χώρα μας παρουσιάζεται έντονο, όπως και σε άλλους τομείς κρατικής δραστηριότητας. Η καθιέρωση της αρχής της "εκ των κάτω ανάπτυξης" στη διαδικασία μορφοποίησης της πολιτιστικής πολιτικής, θα βοηθήσει στη βελτίωση του συστήματος συντονισμού των μέσων των δύο πολιτικών, μέσα από τη θεσμοθέτηση της συνεργασίας των φορέων, στο επίπεδο προγραμματισμού". ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Είναι πλέον γεγονός ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας ακολουθεί τόσο γοργούς ρυθμούς, ώστε τα όρια ανάμεσα στις επιστήμες, θεωρητικές και θετικές, έχουν αμβλυνθεί σε μεγάλο βαθμό, και η μια διαχέεται μέσα στην άλλη τόσο πολύ. που είναι αδύνατο να προχωρήσει ο οποιοσδήποτε ερευνητής, αν δεν διαθέτει πλατιά μόρφωση και δεν συνεργάζεται με επιστήμονες διαφορετικής προέλευσης. Οταν. για παράδειγμα, οι αρχαιολόγοι εγκαταλείψουν τα φοιτητικά θρανία, είναι βέβαιο οτι δεν διαθέτουν τις απαραίτητες εκείνες γνώσεις γύρω απο έννοιες και τεχνικούς ορούς που ωστόσο τους συναντούν από τα πρώτα τους βήματα στο μουσείο ή στην ανασκαφή. Έτσι, ενώ είναι υποχρεωμένοι να ασχολούνται με μέταλλα και κράματα, με κεραμικά, με κλίβανους, μεταλλουργικούς και κεραμικούς, με τεχνικούς εξοπλισμούς, πολλές φορές μεγάλου ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, δεν μπορούν να τα αξιολογήσουν όσο θα ήθελαν, αφού δεν έχουν τη γνώση και το κατάλληλο υπόβαθρο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν πολλές φορές να καταλήξουν σε λανθασμένες ερμηνείες, χαρακτηρισμούς η εκτιμήσεις γύρω από το αντικείμενο της έρευνας τους. Κάποτε ένας αξιόλογος αρχαιολόγος ανακοίνωσε σε αρχαιολογικό συνέδριο ότι ανακάλυψε σημαντικούς μεταλλουργικούς κλίβανους του 20ου π.Χ. αιώνα. Η ανακάλυψη ήταν πολύ σημαντική, και μάλιστα κάποιο περιοδικό ανέφερε ότι "ανακαλύφθηκε το Ρουρ της προϊστορικής Ελλάδας". Τελικά, απ' ο.τι διαπιστώσαμε, οι κλίβανοι ήταν πράγματι μεγάλης σημασίας, όχι όμως μεταλλουργικοί άλλα κεραμικοί. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Το λάθος είχε επαναληφθεί, δυστυχώς, και σε μιαν άλλη περιοχή της χωράς, οπού είχαν βρεθεί μεγάλοι μινωικοί κεραμικοί κλίβανοι. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε τόσο μεγάλους κλιβάνους, όπως αυτός της εικ. 1. δεν είναι δυνατό να αναπτυχθούν οι υψηλές θερμοκρασίες των 1200 C που απαιτούνται για την τήξη των μεταλλευμάτων και. στη συνέχεια, του απελευθερωμένου μετάλλου, όπως ο χαλκός και ο άργυρος. Επομένως, είναι αδιανόητο να είχε χρησιμοποιηθεί ένας μεγάλος κεραμικός κλίβανος για την παράγωγη μετάλλων από τα μεταλλεύματα του. Αντίθετα, οι μεταλλουργικοί κλίβανοι είχαν πάντοτε μικρή διάμετρο, πράγμα που επέτρεπε την ανάπτυξη μεγάλων θερμοκρασιών, και. το πιο σημαντικό, δεν είχαν απώλειες θερμότητας, όπως στην περίπτωση των κεραμικών κλίβανων. Στην εικ. 2 βλέπουμε έναν χαρακτηριστικό φρεατώδη μεταλλουργικό κλίβανο, που εικονίζεται στο γνωστό κύλικα του Βερολίνου, ενώ στο σκαρίφημα της εικ. 3 παρουσιάζεται ο μηχανισμός της μεταλλουργικής διαδικασίας παράγωγης χαλκού μέσα σε έναν μικρό και πάντοτε μικρής διαμέτρου φρεατώδη κλίβανο.

Αν πάλι ανοίξουμε τη γνωστή σε όλους μας Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, γραμμένη από αξιόλογους αρχαιολόγους και ιστορικούς, θα διαπιστώσουμε ότι το κράμα χαλκού και κασσίτερου αναφέρεται ως ορείχαλκος, ενώ σε παρένθεση σημειώνεται και ο ορός μπρούντζος. Με άλλα λόγια, οι δυο αυτοί οροί φαίνονται να είναι ταυτόσημοι, και ίσως πολλοί να θεωρούν ότι ο πρώτος αποτελεί τον ορθό επιστημονικό όρο. ενώ ο δεύτερος μια κοινή ονομασία Είναι, σαν να λέμε. χάλυβας ή ατσάλι. Ναι. στην τελευταία αυτή περίπτωση αποτελούν το ίδιο πράγμα. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα κράματα του χαλκού. Ο ορείχαλκος αποτελεί ένα κράμα χαλκού και ψευδάργυρου (κ. τζίγκος). που. απ' ο.τι γνωρίζουμε, ήταν άγνωστο στους προϊστορικούς άλλα και τους ιστορικούς χρόνους, έως και την κλασική εποχή. Ο ορός βέβαια υπάρχει και αναφέρεται στην αρχαία βιβλιογραφία, αλλά σημαίνει ορυκτό του χαλκού και όχι κράμα. Το τελευταίο εμφανίζεται κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και παράγεται μαζικά κατά τους ρωμαϊκούς. Ο ρωμαίος τεχνίτης, άλλα και αργότερα ο βυζαντινός συνάδελφος του. όταν μιλούσαν για ορείχαλκο σε καμία περίπτωση δεν εννοούσαν τον μπρούντζο. Είναι λοιπόν λάθος να χαρακτηρίζουμε τα χάλκινα όπλα και εργαλεία της 2ης π.Χ. χιλιετίας ως ορειχάλκινα και την εποχή αυτή ως εποχή του ορείχαλκου, όταν το κράμα αυτό δεν υπήρχε. Όπως αναφέραμε, ο μπρούντζος (ή κρατέρωμα) είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου και. πέρα από τη διαφορετική του σύνθεση, διαθέτει πολύ διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες από εκείνες του ορείχαλκου. Θα πρέπει λοιπόν, όταν αναφερόμαστε στη 2η π.Χ. χιλιετία, να μιλάμε για την εποχή του χαλκού ή μπρούντζου, που πράγματι αποτελούσε την πρώτη ύλη για την παράγωγη των όπλων και εργαλείων της ιστορικής αυτής περιόδου, και ποτέ για εποχή του ορείχαλκου. Ένας ασφαλής τρόπος για να αποφύγει κάνεις τις κακοτοπιές είναι η χρήση των όρων "εποχή του χαλκού", και "χάλκινα

όπλα", αφού και οι αρχαίοι με τον όρο χαλκός εννοούσαν και τα κράματα του. Τα παραπάνω προβλήματα δεν είναι τα μοναδικά. Υπάρχουν και πολλά άλλα. και γι' αυτό υποστηρίζουμε από χρονιά ότι θα έπρεπε να καθιερωθεί στα Α.Ε.Ι. ένα μάθημα Ιστορικής Τεχνολογίας, που θα βοηθούσε πολύ τον αρχαιολόγο να ξεκαθαρίσει βασικές τεχνικές έννοιες και ορούς, τόσο χρήσιμες στην καθημερινή του δουλειά. Και το πιο σημαντικό, η διδασκαλία αυτή θα βοηθούσε πολύ στη δημιουργία μιας κοινής γλωσσάς και μιας καλύτερης προσέγγισης ανάμεσα σε αρχαιολόγους και ερευνητές των θετικών επιστήμων, που τελικά θα οδηγούσε σε μια πιο αποτελεσματική και συστηματική μελέτη και αξιολόγηση του αρχαιολογικού μας πλούτου, τόσο αυτού που βρίσκεται στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, όσο και εκείνου που φέρνει καθημερινά στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Η πρόταση αυτή δεν έγινε δυνατό να υλοποιηθεί ως σήμερα, και αυτό γιατί το πρόβλημα δεν είναι απλό και απαιτεί πράγματι μια επαναστατική αντιμετώπιση από τους υπευθύνους των πνευματικών μας ιδρυμάτων. Ωστόσο, εδώ και λίγα χρονιά έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια σε πολλά από τα πανεπιστήμια προς την κατεύθυνση αυτή. με διαλέξεις από ειδικούς, που διδάσκουν θέματα ιστορικής τεχνολογίας. Η αρχαιολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών έχει καθιερώσει εδώ και τέσσερα χρονιά μεταπτυχιακά μαθήματα, στα οποία εντάσσεται και η αρχαία τεχνολογία. Ο συντάκτης έχει τη χαρά να διδάσκει μεταπτυχιακούς σπουδαστές σε θέματα που αφορούν την αρχαία μεταλλουργία και μεταλλοτεχνία, καθώς και το ρολό που έπαιξαν και. όπως είναι γνωστό, δεν έπαψαν να παίζουν τα μέταλλα στο ρυθμό ανέλιξης του πολιτισμού μας. Θέματα διδασκαλίας Μερικά από τα κυριότερα θέματα των μαθημάτων είναι: 1. Πως έγινε το μεγάλο θαύμα και ο άνθρωπος επινόησε τον τρόπο απελευθέρωσης των μετάλλων από τα μεταλλεύματα τους. Ποια στάδια τεχνολογίας έπρεπε να προηγηθούν για να ωριμάσει το μυαλό του πρωτογόνου τεχνίτη της λίθινης εποχής και να μπορέσει να δεχτεί το μεγάλο και αποφασιστικό μήνυμα της ανακάλυψης των μετάλλων, όταν από κάποιο λάθος του έγινε το θαύμα της απελευθέρωσης του χαλκού και είδε ξαφνικά να αστράφτει μπροστά του το όμορφο αυτό κόκκινο μέταλλο, η βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των πρώτων μεταλλικών εργαλείων και όπλων ένα θαύμα που τον οδήγησε στη νέα εποχή, την εποχή των μετάλλων. Εξετάζονται ακόμη οι επιπτώσεις που είχε η επινόηση αυτή στις κοινωνικές του σχέσεις, στον τρόπο ζωής του και. το πιο σημαντικό, στο ρυθμό ανέλιξης του πολιτι-


σμου. Μέσα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από την ανακάλυψη του χαλκού, και ιδιαίτερα του μπρούντζου, ξεπετάγονται οι μεγάλοι πολιτισμοί των κοιλάδων του Ευφράτη και του Τίγρη, της Αιγύπτου, και ακολουθούν στον ελλαδικό χώρο ο αιγαιοπελαγίτικος, ο μινωικός και ο μυκηναϊκός πολιτισμός. 2. Πότε εμφανίζεται ο χαλκός και τα κράματα του στον ελλαδικό χώρο. Ποια η μεταλλουργία και η μεταλλοτεχνία τους από τη μινωική εποχή έως και το τέλος των κλασικών χρόνων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διδασκαλία βασίζεται περισσότερο στην ερευνητική δουλειά του συγγραφέα γύρω από τα ευρήματα που μελέτησε και δημοσίευσε κατά καιρούς. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά είναι τα 45 μινωικά χυτά ειδώλια του Μουσείου Ηρακλείου, που προέρχονται από διάφορα μέρη της Κρήτης, τα μεταλλικά ευρήματα του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Περάτης και εκείνα του Ταφικού Κύκλου Β των Μυκηνών, ο κρατήρας και τα θαυμάσια χάλκινα ευρήματα του Δερβενιού. τα μπρούντζινα χυτά αγάλματα του Πειραιά. Κούρος. Άρτεμη και Αθηνά, καθώς και πολλά άλλα. Με εκατοντάδες διαφάνειες, και με υλικό που έχει προκύψει από την πειραματική εργασία του ερευνητή και των συνεργατών του. επιστημόνων και τεχνιτών, στο καμίνι. το αμόνι, αλλά και το χυτήριο, ο σπουδαστής διδάσκεται τον τρόπο και τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι προγονοί μας για την κατασκευή των εργαλείων, των οπλών, άλλα και των θαυμαστών έργων τέχνης. 3 Ποτέ εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο η μεταλλουργία του αργύρου στο Λαύριο, άλλα και στη Σίφνο, και ποιος ήταν ο ρόλος του πολύτιμου αυτού μετάλλου στην οικονομική ανάπτυξη της αθηναϊκής πολιτείας. Εδώ η διδασκαλία στηρίζεται στις μελέτες άλλων ερευνητών και ιδιαίτερα του Κ. Κονοφάγου. 4 Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα είναι η εμφάνιση του σίδηρου κατά τη μινωική και μυκηναϊκή εποχή. 17ο-14ο π.Χ αιώνα, με τη μορφή δαχτυλιδιών-σφραγίδων. Και το ερώτημα που συζητάει ο συγγραφέας στις σχετικές του εργασίες, αλλά και με τους σπουδαστές του. είναι αν ο σίδηρος αυτός ήταν μετεωρικής προέλευσης, μιας και

όπως διαπιστώσαμε περιείχε νικέλιο, που. όπως είναι γνωστό, αποτελεί βασικό συστατικό των σιδερένιων μετεωριτών. Μήπως όμως ήταν προϊόν εκκαμίνευσης νικελιούχων σιδηρομεταλλευμάτων που τόσο αφθονούν στην περιοχή της Λαρύμνας. άλλα και της Εύβοιας και Σκύρου: Αν συνέβαινε όμως το τελευταίο, γιατί εξαφανίζεται ο νικελιούχος σίδηρος μετά τον 14ο π.Χ. αιώνα, και σε όλα τα σιδερένια αντικείμενα από τότε έως και τους ιστορικούς, άλλα και τους μεταγενέστερους χρόνους, που ερευνήσαμε κατά καιρούς, δεν έτυχε να διαπιστώσουμε την παρουσία του νικελίου, παρά ως ξένη ακαθαρσία και όχι σκόπιμη προσθήκη: Ανάμεσα τους είναι τα σιδερένια μαχαιρίδια της Περάτης και της Τίρυνθας, τα γεωμετρικά πόδια των σιδερένιων τριπόδων της Ολυμπίας, τα άφθονα σιδερένια εργαλεία και όπλα της αρχαίας Υάμπολης. κοντά στο σημερινό Καλαπόδι της Αταλάντης, οι χαλύβδινες αρχαϊκές λόγχες, που βρέθηκαν από τον Γ. Μυλωνά στο χώρο των Μυκηνών, και οι σιδερένιοι σύνδεσμοι του Παρθενώνα και του Ερεχθείου, με τους οποίους ασχοληθήκαμε σε τελευταία εργασία. Στα μαθήματα τονίζεται ακόμη ότι η πραγματική εποχή του σιδήρου αρχίζει όχι από τότε που ο άνθρωπος ανακαλύπτει το μέταλλο αυτό. αλλά από τη στιγμή που βρίσκει τον τρόπο να μετατρέπει, με την ενανθράκωση και τη θερμική κατεργασία της βαφής, τον μαλακό σίδηρο στον σκληρό αλλά και ελαστικό χάλυβα. Από εκείνη τη στιγμή ο σίδηρος εκτοπίζει το χαλκό και τα κράματα του από τον τομέα της παράγωγης εργαλείων και όπλων, και ξεκινάει η νέα εποχή: η εποχή του σίδηρου. Αυτό στον ελλαδικό χώρο γίνεται στις αρχές της 1ης π.Χ. χιλιετίας, με έντονη όμως ανάπτυξη κατά τους 9ο και 8ο π.Χ. αιώνες. Στη σειρά των μαθημάτων τονίζεται η σημασία της επινόησης της θερμικής κατεργασίας της βαφής, και αυτό αποτελεί μια από τις απαντήσεις στο ερώτημα: γιατί ο σίδηρος εμφανίζεται 2000-2500 χρονιά μετά την ανακάλυψη του χαλκού και των κραμάτων του. αν και τα σιδηρομεταλλεύματα ήταν. και δεν έπαψαν να είναι, αφθονότερα από εκείνα του χαλκού. Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα είναι η μεγάλη αντοχή έναντι της διάβρωσης των σιδερένιων συνδέσμων του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και των κλασικών κτισμάτων, όταν ο κατασκευαστικός σίδηρος, που χρησιμοποιήθηκε από την ομάδα αναστήλωσης του Μπαλάνου. οξειδώθηκε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, προκαλώντας τις γνωστές καταστροφές στους παραπάνω ναούς. Το μυστικό λοιπόν της μεγάλης αυτής αντοχής δεν οφείλεται μονό στην εφαρμογή από τους αρχαίους μεταλλοτεχνίες της γνωστής τεχνικής της μολυβδοχόησης. αλλά και σε ορισμένα άλλα δεδομένα, που έχουν σχέση και με τη σύνθεση των σιδερένιων συνδέσμων. 5. Τέλος, εξετάζονται αρχαία κείμενα που αναφέρονται στα μέταλλα και το ρολό τους στην ευημερία και την ανάπτυξη των αρχαίων κοινωνιών. Ανάμεσα τους συγκαταλέγο-

νται και οι επιγραφές της Ελευσίνας, της Στοάς του Αττάλου, της Θάσου και άλλες. όπου γίνεται λόγος για την τυποποίηση, τον έλεγχο και την πιστοποίηση της ποιότητας μετάλλων, κραμάτων και τροφίμων, όπως είναι το κρασί και τα σιτηρά. Σχόλια και απόψεις Γενικά, θα πρέπει να τονιστεί ότι οι μεταπτυχιακοί σπουδαστές δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τα μαθήματα αυτά. που ουσιαστικά δεν αποτελούν μια στείρα διδασκαλία απλής μετάδοσης γνώσεων αλλά μία συνεργασία ανάμεσα σε αρχαιολόγους και έναν επιστήμονα ερευνητή από την οποία πολλά έχουν να ωφεληθούν και οι δυο πλευρές. Και είναι πολλές οι περιπτώσεις που ο δάσκαλος δεν μεταδίδει μονό. αλλά και δέχεται πολύτιμες πληροφορίες αρχαιολογικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Ο κύκλος της διδασκαλίας ολοκληρώνεται πάντοτε με τη συγγραφή εργασιών με βάση το διδακτικό υλικό και τα παραπάνω αρχαία κείμενα. Οι εργασίες είναι υψηλού επίπεδου και θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μελλοντικών διδακτορικών διατριβών, που θα ήταν πολύ χρήσιμες για πολλούς ερευνητές, τόσο αρχαιολόγους, όσο και τεχνικούς ερευνητές που ασχολούνται με την ιστορική τεχνολογία. Το δυστύχημα όμως είναι ότι το σύνολο των μεταπτυχιακών σπουδαστών δεν ξεπερνάει συνήθως τους πέντε ως οκτώ. και το μάθημα της ιστορικής τεχνολογίας το παρακολουθούν ακόμη λιγότεροι, ως μάθημα επιλογής. Έτσι, δεκάδες αρχαιολόγοι που αποφοιτούν κάθε χρόνο συνεχίζουν να αγνοούν βασικές τεχνικές γνώσεις. Λυπούμαστε βαθιά για την κατάσταση αυτή για δυο λογούς: πρώτον, γιατί οι μελλοντικοί αρχαιολόγοι θα πρέπει να έχουν, όπως συμβαίνει με τους ξένους συναδέλφους τους. μία. έστω και στοιχειώδη, τεχνική κατάρτιση, που δυστυχώς δεν διαθέτουν, και δεύτερο, γιατί θα θέλαμε, πριν κλείσει ο κύκλος της δραστηριότητας μας. να τους μεταδώσουμε τις λίγες γνώσεις, αλλά και τη σχετικά μακρόχρονη εμπειρία που διαθέτουμε γύρω από τα μέταλλα και την ιστορία τους και που πιστεύουμε ότι θα τους είναι πολύ χρήσιμη για τη δουλειά τους. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΟΥΦΑΚΗΣ Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών


Ι. Εισαγωγή Η εμφάνιση του όρου "πολιτιστική ανάπτυξη" συνδέεται με τις οικονομικές μεταβολές που σημειώθηκαν στις περισσότερες χώρες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο Κυρία επιδίωξη των οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων, τότε. ήταν η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε ότι η πρόοδος στον οικονομικό τομέα, που συνοδευόταν από την παραμέληση της ποιοτικής διάστασης της ανάπτυξης, δημιούργησε νέα προβλήματα σχετικά με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, την έλλειψη ποιότητας ζωής. την καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά. Έγινε επομένως φανερό ότι ο σχεδιασμός της ανάπτυξης έπρεπε να βασίζεται όχι μονό σε ποσοτικές μεταβλητές άλλα και σε ποιοτικές. Αναπόφευκτη εξέλιξη ήταν η εμφάνιση μια νέας πολυδιάστατης στρατηγικής στην οποία σημαίνουσα θέση έχει και η πολιτιστική ανάπτυξη, ως σκοπός της συλλογικής δράσης της κοινωνίας. Η εμπειρία άλλωστε των τελευταίων δεκαετιών έδειξε ότι η διαδικασία της πολιτιστικής ανάπτυξης και η καθιέρωση του συστήματος σκοπών, μέσων και φορέων της πολιτιστικής πολιτικής συγκροτούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μορφοποιούνται οι απόψεις του πληθυσμού και η στάση του ως προς τις τεχνολογικές μεταβολές και την πρόοδο. Αποτελεί πια "κοινό τόπο" η διαπίστωση ότι η άνοδος της πολιτιστικής στάθμης του λάου ενισχύει την κοινωνικότητα, τη δημιουργικότητα, την προσαρμοστικότητα στους συνέχεις και ραγδαίους μετασχηματισμούς της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας και. κατά συνέπεια, αυξάνει και βελτιώνει την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού . Η πολιτιστική ανάπτυξη λοιπόν πήρε οριστικά τη θέση της δίπλα στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, με τις οποίες συμπορεύεται. Αρκετές φορές μάλιστα χρειάζεται να προηγηθεί των άλλων δυο. γιατί αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση γι' αυτές. Έτσι, τα διάφορα κράτη θεώρησαν χρέος τους να παρέμβουν και στον πολιτιστικό τομέα και να εντάξουν τον πολιτιστικό προγραμματισμό στις βασικές αναπτυξιακές προσπάθειες της Πολιτείας. Τα προβλήματα επίσης της πολιτιστικής ανάπτυξης και της πολιτιστικής πολιτικής έχουν προκαλέσει το έντονο ενδιαφέρον και των Διεθνών Οργανισμών, όπως η UNESCO, το Συμβούλιο της Ευρώπης, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, η ΔΑΣΕ (Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη) κ.ά. Η δραστηριότητα των οργανισμών αυτών εξασφαλίζει την πολιτιστική συνεργασία μεταξύ των κρατών, συμβάλλει στην προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και προωθεί τη διάδοση των πανανθρώπινων πολιτιστικών άξιων. Οι παραπάνω εξελίξεις ήταν επόμενο να επιδράσουν άμεσα και στο εκπαιδευτικό σύ-

στημα. Έτσι. σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής δημιουργήθηκαν ειδικά τμήματα και προγράμματα για την κατάρτιση στελεχών ικανών να χειρίζονται θέματα πολιτιστικής ανάπτυξης, πολιτικής και διοίκησης του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα . Αναφέρουμε ενδεικτικά τα Πανεπιστήμια της Γαλλίας Pans - Dauphine και Amiens, το City University και το University of Warwick της Μεγάλης Βρετανίας, το Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου της Ιρλανδίας, το Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης κ.α. Παρατηρείται επίσης η ίδρυση ειδικών ινστιτούτων και κέντρων για τη διδασκαλία και την έρευνα σχετικών θεμάτων. Εκτός όμως από τις προωθημένες αυτές μορφές ένταξης του αντικείμενου της πολιτιστικής ανάπτυξης στο εκπαιδευτικό σύστημα, σε πολλές περιπτώσεις έγινε προσθήκη ειδικών μαθημάτων διοίκησης της πολιτιστικής λειτουργίας σε προγράμματα τμημάτων Διοίκησης. Οικονομικής Ανάπτυξης. Κοινωνικής Πολιτικής. Επικοινωνίας κ.α. Στη χωρά μας μαθήματα πολιτιστικής πολιτικής διδάσκονται από το 1986 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστήμων, το οποίο παρακολουθεί συστηματικά τις εξελίξεις στους νέους επιστημονικούς κλάδους και εμπλουτίζει τα προγράμματα σπουδών των τμημάτων του. Η διδασκαλία των πολιτιστικών μαθημάτων στοχεύει να καταστήσει ικανούς τους σπουδαστές να κατανοούν την πολιτιστική διάσταση των κοινωνικών φαινομένων και να προσανατολίζουν ανάλογα τη δράση τους. II. Το πρόγραμμα προπτυχιακών μαθημάτων Το γνωστικό αντικείμενο της πολιτιστικής ανάπτυξης διδάσκεται στο Τμήμα Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης και στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο πλαίσιο των εξής μαθημάτων: "Πολιτιστική Ανάπτυξη και Πολιτική". "Πολιτιστική Εξέλιξη Περιφερειών". "Συγκριτική Ανάλυση Πολιτιστικών Πολιτικών" και "Ελληνική Πολιτιστική Πολιτική και Διοίκηση". Η διδακτέα ύλη στα μαθήματα αυτά κατανέμεται σε δυο μέρη με τέσσερις ενότητες το καθένα. Α' Μέρος. Πολιτιστική ανάπτυξη και πολιτική στο διεθνή χώρο α. Εισαγωγή στην πολιτιστική ανάπτυξη και πολιτική Επεξηγούνται οι έννοιες "πολιτιστική ανάπτυξη" και "πολιτιστική πολιτική", αναλύεται η σημασία της πολιτιστικής ανάπτυξης για την πρόοδο και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των συγχρόνων κοινωνιών και οριοθετείται η δράση του κράτους στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτιστικής πολιτικής. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται

στα προβλήματα της έκτασης και του είδους της παρέμβασης στην πολιτιστική λειτουργία. Τονίζεται επίσης ο ρόλος των διεθνών οργανισμών στη διερεύνηση των θεμάτων της πολιτιστικής ανάπτυξης (μέσω συνεδρίων, ειδικών προγραμμάτων, εκδόσεων κλπ.) και στην καθιέρωση βασικών κοινών άρχων της πολιτιστικής πολιτικής. β. Σκοποί και μέσα της πολιτιστικής πολιτικής Προσδιορίζονται οι ιστορικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση των επιδιώξεων της πολιτιστικής πολιτικής και αναλύονται οι βασικοί της σκοποί, όπως έχουν καθιερωθεί από την πολιτιστική θεωρία και την κοινή πρακτική. Οι σκοποί αυτοί σχετίζονται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς και της πολιτιστικής ταυτότητας, την προώθηση της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας και την πραγμάτωση της "πολιτιστικής δημοκρατίας". Η αναφορά στα μέσα της πολιτιστικής πολιτικής περιλαμβάνει την ταξινόμηση τους σε θεσμικά, οργανωτικά, οικονομικά, υποδομής και διάδοσης των πολιτιστικών αγαθών και την αξιολόγηση της συνεισφοράς τους στη διαδικασία της πολιτιστικής ανάπτυξης. Η εξέταση επικεντρώνεται στα μέσα διάδοσης, που περιλαμβάνουν τα παραδοσιακά (μουσεία, βιβλιοθήκες, θέατρο κλπ.) και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Σχολιάζονται επίσης ορισμένα μέτρα πολιτιστικής πολιτικής και η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής τους. γ. Πολιτιστική διοίκηση Παρουσιάζονται οι βασικές θεωρητικές απόψεις ως προς την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πολιτιστικής διοίκησης των σχετικών με το βαθμό κρατικής παρέμβασης, την οριοθέτηση του πολιτιστικού χώρου και την κατανομή των αρμοδιοτήτων των φορέων. Παρατίθενται επίσης χαρακτηριστικά δείγματα εθνικών συστημάτων πολιτιστικής διοίκησης, και γίνεται συγκριτική ανάλυση των εναλλακτικών προτύπων. δ. Πολιτιστική δράση των διεθνών οργανισμών Δίνονται βασικά πληροφοριακά στοιχεία για τη διάρθρωση και τις αρμοδιότητες της UNESCO, του σπουδαιότερου διεθνούς πολιτιστικού οργανισμού, και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον πολιτιστικό τομέα και ειδικότερα για τους κύριους άξονες της πολιτικής της και τα σχετικά προγράμματα που προωθεί. Β' Μέρος. Ελληνική πολιτιστική πολιτική α. Πολιτιστικός προγραμματισμός Γίνεται συνοπτική επισκόπηση της εξέ-


> ιδρύματα και αρχαιολογικούς χώρους και παρουσιάζουν μελέτες για διάφορα σχετικά 1 θέματα· . Ας σημειωθεί ότι το πρόγραμμα αυτό έχει ενταχθεί πλέον στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Κέντρων για την Εκπαίδευση Στελεχών Πολιτιστικής Διοίκησης (European Network of Cultural Administration Training Centres), που ιδρύθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης για να προωθήσει τη δημιουργική συνεργασία ανάμεσα στα κέντρα αυτά.

λιξης των κρατικών παρεμβάσεων στον πολιτιστικό τομέα και διερευνάται η πορεία και οι σκοποί του πολιτιστικού προγραμματισμού στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, παρατίθενται και σχολιάζονται οι σκοποί, τα μέσα και τα μέτρα που διατυπώνονται στα πενταετή προγράμματα, αναπτύσσονται οι κυρίες κατευθύνσεις που επικράτησαν στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτιστικής πολιτικής και επισημαίνονται ορισμένα βασικά προβλήματα σχετικά με τη διαχείριση του πολιτιστικού τομέα στη χωρά μας. β. Φορείς της πολιτιστικής πολιτικής Διαπραγματεύονται τα θέματα που σχετίζονται με την ίδρυση, την οργάνωση, τη λειτουργία και την αξιολόγηση του ρολού των φορέων της πολιτιστικής πολιτικής. Εξετάζεται κυρίως ο κεντρικός φορέας, το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και οι υπόλοιποι κρατικοί φορείς (Κρατικοί Πολιτιστικοί Οργανισμοί, τα Πολιτιστικά Κέντρα των Ο.Τ.Α. κ.ά) καθώς και οι ιδιωτικοί φορείς, όπως οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα ιδιωτικά πολιτιστικά ιδρύματα και οι πολιτιστικές βιομηχανίες (εκδοτικοί οίκοι, δισκογραφικές εταιρείες κ.λπ.). γ. Πολιτιστική υποδομή Παρουσιάζονται τα σπουδαιότερα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς και ο πολιτιστικός εξοπλισμός καθεμιάς από τις 13 περιφέρειες της χωράς, και διερευνώνται τα κυρία χαρακτηριστικά της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στη σκιαγράφηση της υπάρχουσας κατάστασης στους διάφορους πολιτιστικούς τομείς στην περιφέρεια και στην επισήμανση των περιφερειακών ανισοτήτων. Εξετάζονται, τέλος, οι κατευθυντήριες γραμμές του περιφερειακού πολιτιστικού προγραμματισμού. δ. Νομικές ρυθμίσεις Γίνεται αναφορά στις βασικές ρυθμίσεις που προβλέπονται από την ισχύουσα στην Ελλάδα νομοθεσία και καθορίζουν το πλαίσιο άσκησης της πολιτιστικής πολιτικής και διοίκησης καθώς και της ανάπτυξης της πολιτιστικής δραστηριότητας (νομοθεσία για τις αρχαιότητες, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, τον κινηματογράφο, τις κρατικές επιχορηγήσεις κ.λπ.). Ένα μέρος των μαθημάτων γίνεται με τη μορφή σεμιναρίων, στα οποία οι φοιτητές παρουσιάζουν εργασίες, και γίνεται σχετική συζήτηση. Οι εργασίες αυτές αναφέρονται σε θέματα σχετικά με θεσμικές ρυθμίσεις (π.χ. οι διατάξεις του Συντάγματος για τον πολιτισμό), αναλύσεις της εξέλιξης διαφόρων πολιτιστικών μεγεθών, την οργάνωση και λειτουργία πολιτιστικών ιδρυμάτων (π.χ. Πολιτιστικά Ιδρύματα Τραπεζών), τα πολιτιστικά προγράμματα των MME. τις πολιτιστικές βιομηχανίες (π.χ. δισκογραφικές εταιρείες), τα διάφορα μουσεία κ.α. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο προπτυχιακό επίπεδο συμπληρώνεται με επισκέψεις σε πολιτιστικά ιδρύματα. Κάθε ακαδημαϊκό έτος πραγματοποιείται επίσης μια έρευνα με στόχο την άσκηση

V. Προοπτικές Στις προοπτικές μας είναι η ίδρυση "Κέντρου Πολιτιστικών Ερευνών", η συνεργασία με ξένα Πανεπιστήμια για ανταλλαγές φοιτητών, η αύξηση των εκπαιδευτικών εκδρομών και επισκέψεων και η εκπόνηση ορισμένων μελετών για βασικά ζητήματα του πολιτιστικού χώρου. των σπουδαστών. Η έρευνα αυτή αφορά τις πολιτιστικές δραστηριότητες και προτιμήσεις των φοιτητών του Παντείου Πανεπιστημίου (π.χ. η περυσινή έρευνα ήταν για τις μουσικές προτιμήσεις των φοιτητών). Με τη βοήθεια του διδάσκοντος οι φοιτητές καταρτίζουν το ερωτηματολόγιο, επιλέγουν το δείγμα, συλλέγουν τα στοιχεία, τα ταξινομούν, τα επεξεργάζονται με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρουσιάζουν τα αποτελέσματα με τα δικά τους σχόλια σε ειδικό σεμινάριο. III. Έρευνες και μεταπτυχιακό σεμινάριο Στο μεταπτυχιακό Ινστιτούτο Περιφε ρειακής Ανάπτυξης του Παντείου Πανεπι στημίου πραγματοποιείται κάθε χρόνο εξα μηνιαίο υποχρεωτικό σεμινάριο με θέμα την πολιτιστική αποκέντρωση. Παράλληλα, σε αρκετές από τις έρευνες που διεξάγονται στο Ινστιτούτο εξετάζεται και η πολιτιστική πλευρά των προβλημάτων που σχετίζονται με το αντικείμενο της έρευνας. Αναφέρουμε ενδεικτικά τις έρευνες για τους σκοπούς και τα μέσα της περιφερειακής πολιτικής τη χωροθέτηση των πανεπιστήμιων, τις τεχνοπόλεις κ.α. IV. Σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης Με την ενίσχυση του Κοινωνικού Τα μείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πραγ ματοποιείται στο Πανεπιστήμιο μας κάθε ακαδημαϊκό έτος ένα τουλάχιστον σεμινά ριο επαγγελματικής κατάρτισης στελεχών πολιτιστικής ανάπτυξης και διοίκησης (culltural managers), το οποίο παρακολου θούν άνεργοι πτυχιούχοι. Σκοπός του είναι να προετοιμάσει στελέχη για το σχεδιασμό και τη διαχείριση προγραμμάτων πολιτιστι κής δράσης κυρίως σε πολιτιστικά κέντρα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης η σε άλλους κρατικούς η ιδιωτικούς φορείς. Η διάρκεια των μαθημάτων είναι συνήθως τρίμηνη. Η θεωρητική κατάρτιση περιλαμβάνει τις εξής κυρίες θεματικές ενότητες: (α) Πολι τιστική πολιτική και διοίκηση, (β) Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, (γ) Σύγχρονος ελ ληνικός πολιτισμός, (δ) Λειτουργίες της πολιτιστικής διοίκησης, (ε) Οικονομικά και νομικά θέματα πολιτιστικού τομέα. Οι εκ παιδευόμενοι επισκέπτονται πολιτιστικά

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Η σημασία της πολιτιστικής ανάπτυ ξης και η συσχέτιση της με τη γενικότερη αναπτυξιακή διαδικασία αναλύεται στα πα ρακάτω βασικά έργα: Janne. Η. et al.. The Role of Cultural Aims in Social and Economic Development. Council of Europe. Στρασβούργο 1981. Unesco, Cultural Development. Some Regional Experiences. Παρίσι 1981. Girard. Α.. Cultural Development: Experiences and Policies. Unesco, Παρίσι 1983. Bassand M.. Partners in Regional Development: Upward and Downward Cultural Dynamics. Council of Europe. Στρασβούργο 1986. Rizzardo. R.. The Interdependence between Cultural and Economic Life at Regional Level. Council of Europe. Στρασβούργο 1986. Bassand. M.. Culture et regions d' Europe. Λωζάννη 1990. 2. Για την εκπαίδευση των διοικητικών πολιτιστικών στελεχών στην Ευρώπη βλ. και Δ. Αγραφιώτης. "Διεθνές ερευνητικό συμπόσιο για την εκπαίδευση στη διοίκηση των τεχνών και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων". Τεχνολογία 2 (1988). σ. 24-25. 3. Τα αποτελέσματα του πολιτιστικού μέρους της έρευνας αυτής δημοσιεύτηκαν στο Ντ. Κόνσολα. Πολιτιστική δραστηριότητα και κρατική πολιτική στην Ελλάδα. Αθήνα 1990. 4. Παρουσίαση του προγράμματος του Σεμιναρίου έγινε σε ειδικό συνέδριο στη Γαλλία (Chantilly). Βλ. σχετικά D. Konsola 'The Training of Cultural Administration in Greece", στο ASSEGIAC (εκδ.) Formation et mobilité des administrateurs culturels dans la perspective de 1993. Colloque Européen du 22 Avril 1989. Chantilly.

ΝΤΟΡΑ ΚΟΝΣΟΛΑ Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου


ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (ΚΕΚΜΟΚΟΠ)* Η δημιουργία ενός κέντρου ερευνών για κοινωνικά θέματα και η λειτουργία του μέσα στα πλαίσια του Πανεπιστήμιου αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί: (α) συσχετίζεται η εκπαιδευτική πρακτική με την ερευνητική και ανατροφοδοτείται η πρώτη από τη δεύτερη. (β) ενισχύονται οι μεταπτυχιακές σπουδές και αποκτούν έτσι ουσιαστικό περιεχόμενο. (γ) ανανεώνεται το διδακτικό προσωπικό επιστημονικά μέσα από την ερευνητική διαδικασία και πρακτική. (δ) αποκτούν οι σπουδαστές (προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί) εμπειρίες των ερευνητικών διαδικασιών τις οποίες μπορούν να αξιοποιήσουν στο μέλλον. (ε) συμβάλλει, γενικά, στην ανάπτυξη της κοινωνικής έρευνας στη χωρά μας. η οποία είναι τόσο καθυστερημένη. Με αυτή τη συλλογιστική ιδρύθηκε το 1989 το Κέντρο Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΕΚΜΟΚΟΠ) και αποτελεί μονάδα έρευνας και προσφοράς ευρύτερου εκπαιδευτικού έργου του τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. (Κοινωνικής) Γεωγραφίας και (Κοινωνικής) Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστήμων. Το ΚΕΚΜΟΚΟΠ διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο αποτελούμενο από τέσσερα μέλη του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού (ΔΕΠ) του τμήματος και έναν εκπρόσωπο των φοιτητών του τμήματος. Έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και τελεί υπό την εποπτεία της συγκλήτου του Πανεπιστημίου. Πόροι του ΚΕΚΜΟΚΟΠ είναι κάθε είδους επιχορηγήσεις, εισφορές, δωρεές και έσοδα από τις δραστηριότητες του. Η περιουσία και το υλικό του Κέντρου είναι περιουσία του Παντείου Πανεπιστημίου, όπως και κάθε είδους δικαιώματα που προέρχονται από τις δραστηριότητες του. Η διαχείριση της περιουσίας του Κέντρου γίνεται από την Επιτροπή Ερευνών και Τεκμηρίωσης του Παντείου Πανεπιστήμιου, μέσω της οποίας γίνονται και όλες οι καταθέσεις (λογαριασμός 540995 04 κεντρικού καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος) και πληρωμές για λογαριασμό του ΚΕΚΜΟΚΟΠ. Σκοποί του ΚΕΚΜΟΚΟΠ Σκοποί του είναι: - η συγχρονική, διαχρονική και συγκριτική κοινωνιολογική και ανθρωπολογική έρευνα της κοινωνικής μορφολογίας, της κοινωνικής δυναμικής και της κοινωνικής "ΚΕΚΜΟΚΟΠ Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστήμων Αθήνα. Καλλιρόης 97. 117 45. τηλ. (01) 923 85.35 - 923.84 73 · 923.79.25 - 923.39 92 - Fax. (01 ) 922.36.90

πολιτικής της Ελλάδας και των χωρών της Ευρώπης, των Βαλκανίων, της Μεσογείου, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής, που ενδιαφέρουν άμεσα τη χώρα μας. Η διεξαγωγή των ερευνών-μελετών μπορεί να γίνεται κατ' ανάθεση ή σε συνεργασία με άλλα εκπαιδευτικά ή επιστημονικά ιδρύματα και δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς από την Ελλάδα και το εξωτερικό, σε θέματα κοινωνικής μορφολογίας, δημογραφίας, ανθρωπολογίας, εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας και κοινωνικής πολιτικής. - Η παράγωγη κάθε είδους εκπαιδευτικού, εποπτικού και βοηθητικού υλικού για τη στήριξη και προαγωγή της αποτελεσματικής διδασκαλίας, έρευνας και ενημέρωσης, στα συναφή προς τις αρμοδιότητες του Κέντρου θέματα, του επιστημονικού προσωπικού του. - Η ανάληψη κάθε είδους επιστημονικής πρωτοβουλίας και δραστηριότητας που μπορεί: (α) να διευκολύνει το διδακτικό έργο του τμήματος της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Γεωγραφίας και Πολιτικής. (β) να προαγάγει τη σύνδεση της διδασκαλίας με την κοινωνική πραγματικότητα και τα προβλήματα της. (γ) να καταστήσει προσιτή την επιστημονική γνώση και τους προβληματισμούς στον ευρύτερο έξω-πανεπιστημιακό χώρο. Μέσα πραγματοποίησης των στόχων του Αυτά είναι: - η διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών και μελετών. - η οργάνωση σεμιναρίων, επιστημονικών συναντήσεων, συνεδρίων, διαλέξεων, ενταγμένων σε θεματικούς κύκλους. - η κατάρτιση ειδικών προγραμμάτων για μετεκπαίδευση στελεχών φορέων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα σε θέματα της επιστημονικής αρμοδιότητας του Κέντρου. - η παράγωγη κάθε είδους εκπαιδευτικού και εποπτικού υλικού (επιστημονικά αρχεία, τράπεζες δεδομένων, ταινιοθήκη, παραγωγές ραδιοφωνικών-τηλεοπτικών προγραμμάτων κ.ά.) σε θέματα της επιστημονικής αρμοδιότητας του ΚΕΚΜΟΚΟΠ για τη στήριξη του επιστημονικού, ερευνητικού και εκπαιδευτικού του έργου. - η συνεργασία με άλλα εκπαιδευτικά και επιστημονικά ιδρύματα της Ελλάδας και του εξωτερικού και με δημοσίους και ιδιωτικούς φορείς για την εκτέλεση κοινών ερευνητικών προγραμμάτων. - πραγματοποίηση επιστημονικών εκδόσεων και δημοσιεύσεων. Μέριμνα για τη δημοσίευση, με τη μορφή Τετραδίων Εργασίας η με κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο, εργασιών του επιστημονικού προσωπικού του. των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών και υποψηφίων διδακτόρων του Τμήματος σε θέματα σχετικά με το Κέντρο. Η διοικούσα επιτροπή του Κέντρου είναι πενταμελής: Διευθυντής: Καθηγήτρια Κ. Κασιμάτη Αναπληρωτής Διευθυντής: Καθηγητής Δ. Γ. Τσαούσης

Γραμματέας: Επικ. Καθηγήτρια Δ. Γκεφου-Μαδιανού Οικονομικός Επόπτης: Αναπλ. Καθηγήτρια Λ. Μουσούρου. Εκπρόσωπος των φοιτητών Τρέχοντα ερευνητικά προγράμματα Στα πλαίσια του ΚΕΚΜΟΚΟΠ λειτουργούν τα ακόλουθα ερευνητικά προγράμματα του Τμήματος: Συγγενείς αναπηρίες και οικογένεια. Διεξάγεται σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας. Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστημονικό υπεύθυνο την αναπλ. καθηγήτρια κα Λ. Μουσούρου. Εγκατάσταση Ποντίων μεταναστών στην Ελλάδα. Διεξάγεται σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού, με επιστημονικό υπεύθυνο την καθηγήτρια κα Κ. Κασιμάτη. Πολιτιστικές και κοινωνικές διαστάσεις της χρήσης οινοπνευματωδών. Διεξάγεται σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας. Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ), με επιστημονικό υπεύθυνο την επίκ. καθηγήτρια κα Δ. Γκέφου-Μαδιανού. Κοινωνική και ανθρωπολογική τεκμηρίωση (ΚΟΙΝΑΝΤΕΚ). Διεξάγεται σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή κ. Δ. Γ. Τσαούση. Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει μέχρι στιγμής: (α) Κοινωνιολογική και ανθρωπολογική αρθρογραφία του ελληνικού περιοδικού τύπου από την αρχή του αιώνα ως τις μέρες μας. (β) Διατριβές για την Ελλάδα σε θέματα κοινωνιολογικού και ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Βιβλιογραφικός οδηγός της ελληνικής μετανάστευσης και παλιννόστησης. Έρευνα που διεξάγεται σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού με συντονιστή την αναπλ. καθηγήτρια κα Λ. Μουσούρου. Εκδόσεις του ΚΕΚΜΟΚΟΠ Δ.Γ. Τσαούσης. Α. Χατζηγιάννη. Κοινωνικές και χωροταξικές προϋποθέσεις λειτουργίας των ΚΑΠΗ ως θεσμών σύνδεσης των ηλικιωμένων με την κοινότητα. Αθήνα 1990. Κοινωνιολογική και Ανθρωπολογική αρθρογραφία του ελληνικού περιοδικού τύπου (πολυγραφημένο). Τεύχος 1 1989: Αρχείο Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών (Αρχείο Δ. Καλιτσουνάκι) (1921-1971). Τεύχος 2 1989: Νέα Οικονομία (1946-1967). Τεύχος 3 1989: Ο Ήλιος (1939-1955). Τεύχος 1 1991: Διατριβές για την Ελλάδα Τεύχος 2 1991 : Διατριβές για την Ελλάδα. A.M. Μουσούρου. Συγγενείς αναπηρίες και οικογένεια. Έκθεση ευρημάτων προέρευνας. Τετράδια εργασίας ΚΕΚΜΟΚΟΠ αρ. 1 (πολυγραφημένο). Δ.Γ. Τσαούσης. Ελληνικές συνταγματικές διατάξεις σε θέματα Κοινωνικής Πολιτικής. Τετράδια εργασίας ΚΕΚΜΟΚΟΠ αρ. 2 (πολυγραφημένο).


Τα 35 χρονιά ζωής της Πολυτεχνικής Σχολής, η έντονη παρουσία της στον ελληνικό και διεθνή χώρο. και οι προοπτικές της για το μέλλον είναι δύσκολο να συνοψιστούν. Το χθες αρχίζει με την ίδρυση του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, της πνευματικής κιβωτού του βορειοελλαδικού χώρου και της Μακεδονίας ειδικότερα. Τις προσπάθειες για την ίδρυση του ξεκίνησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αμέσως μετά την απελευθέρωση των "Νέων Χωρών", όπως αποκαλούσαν τότε τις περιοχές που μόλις είχαν ελευθερωθεί η ανασυγκρότηση τους προέβαλε ως επιτακτική εθνική ανάγκη. Επί πρωθυπουργίας Αλέξανδρου Παπαναστασίου η Δ' Συντακτική Συνέλευση ψήφισε ομόφωνα, το 1925. την ίδρυση του με πέντε σχολές. Το 1926 λειτουργεί πρώτη η Φιλοσοφική, το 1927 η Φυσικομαθηματική και το 1929 η Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστήμων. Η Ιατρική και η Θεολογική θα ακολουθήσουν αργότερα, το 1942. Το 1955 είναι μια εποχή δύσκολη: η χωρά πρέπει να επουλώσει τις πληγές που άφησαν πίσω τους ο δεύτερος παγκόσμιος και ο εμφύλιος πόλεμος, για να προχωρήσει στο δρόμο της ανασυγκρότησης και της ανάπτυξης. Χρειάζεται περισσοτέρους τεχνικούς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός, ιδρύει με το προεδρικό διάταγμα 3422 1955 την Πολυτεχνική Σχολή. Την ακαδημαϊκή χρονιά 1955-56 λειτουργεί πρώτο το τμήμα Πολιτικών Μηχανικών με 29 φοιτητές και μετά δυο χρονιά το τμήμα Αρχιτεκτόνων. Πρώτοι διδάσκοντες των βασικών μαθημάτων είναι οι καθηγητές της Φυσικομαθηματικής Σχολής του ΑΠΘ Ν. Εμπειρίκος. Μαξ. Μαραβελάκης. Μαυρ. Μπρίκας. Κ. Καβασιάδης. Ι. Γρατσιάτος. Πρώτοι καθηγητές της Πολυτεχνικής εκλέγονται το 1956 οι κύριοι Π. Λαδόπουλος της Παραστατικής. Γ. Νιτσιώτας της Στατικής και. λίγο αργότερα, ο Κ. Παπαδημητρίου της Οικοδομικής. Δυσκολίες τεράστιες. Τις θυμόμαστε με συγκίνηση, εμείς των πρώτων ετών... Χώροι διδασκαλίας, δυο μικρές αίθουσες στο υπόγειο του κτιρίου της παλαιάς Φιλοσοφικής και μια αίθουσα στη Γεωπονοδασολογική. που φιλοξενούσαν ορισμένες ώρες τους πρώτους φοιτητές. Γραφεία καθηγητών, δύο αίθουσες στο υπόγειο του Χημείου που πρόσφατα είχε αποπερατωθεί. Στις αίθουσες αυτές εγκαθίσταται ο καθηγητής Γ. Νιτσιώτας που. μονός αυτός από τους τρεις πρωτοεκλεγέντες καθηγητές, επιλέγει για μόνιμη διαμονή την πόλη της Θεσσαλονίκης.

Η έλλειψη προσωπικού, χωρών, βιβλίων σημαδεύουν τις εμπειρίες των σκαπανέων φοιτητών. Το Πανεπιστήμιο, όμως. με τους διαδοχικά πρυτάνεις καθηγητές Κ. Καβασιάδη. Στ. Παξινό και Ι. Κακριδή συνδράμει αποφασιστικά την Πολυτεχνική στα πρώτα αυτά αβέβαια βήματα της. Αλλά και οι φοιτητές των πρώτων χρονών λειτουργίας της. με δουλεία, πολύ δουλειά, ξεπέρασαν με επιτυχία τις αντίξοες συνθήκες. Τεκμήριο το ότι από τις σειρές αυτές σήμερα προέρχονται υπουργοί, καθηγητές Πανεπιστήμιων, διαπρεπείς τεχνικοί και επιστήμονες μέσα και έξω από την Ελλάδα. Πολύ σύντομα, το 1958. γίνονται τα εγκαίνια των πρώτων κτιρίων της Πολυτεχνικής από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή Επί πρυτανείας Ι. Κακριδή. Οικοδομούνται το οκταώροφο κτίριο των εδρών, οι δυο τριώροφες πτέρυγες των Πολιτικών Μηχανικών και των Αρχιτεκτόνων και το κτίριο του Εργαστηρίου Αντοχής Υλικών μια συνολική ωφέλιμη επιφάνεια 16.000 τ.μ. σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Πατρ. Καραντινού, Λιάπη και Σκρούμπελου. Το 1961-62 τα δυο τμήματα των Πολιτικών Μηχανικών και των Αρχιτεκτόνων μεταστεγάζονται στις νέες εγκαταστάσεις. Το 1962-63 ιδρύεται, και αρχίζει αμέσως να λειτουργεί, το τμήμα Αγρονόμων - Τοπογράφων Μηχανικών. Το 1967 προστίθεται στο συγκρότημα της Πολυτεχνικής το τριώροφο εργαστήριο Υδραυλικής και

Υδραυλικών Έργων. 1.100 τ.μ., σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κώστα Φιλίππου. Με πολιτικούς μηχανικούς, αρχιτέκτονες και τοπογράφους λειτουργεί η Πολυτεχνική για μια δεκαετία περίπου. Οι ραγδαίες όμως εξελίξεις στον τομέα της τεχνολογίας και οι ανάγκες της χωράς κατέστησαν επιτακτική την ανάπτυξη και νέων ειδικοτήτων, δηλαδή τη λειτουργία νέων τμημάτων. Το 1972-73 λειτουργούν τα τμήματα Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Χημικών Μηχανικών. (...) Τα κτίρια της Σχολής αυξάνουν: μια νέα πτέρυγα αιθουσών διδασκαλίας, δυο νέα αμφιθέατρα χωρητικότητας 1.000 και 500 θέσεων, το εννιαώροφο κτίριο (που θα αποπερατωθεί αργότερα, το 1984) και το τετραώροφο προκατασκευασμένο για τις ανάγκες των Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων και Χημικών Μηχανικών. Το 1976-77 το τμήμα Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων διαχωρίζεται σε δυο αυτοτελή τμήματα, και το 1982 με την εφαρμογή του νόμου 1268 ιδρύεται το γενικό τμήμα. Σήμερα η Πολυτεχνική Σχολή, με επτά τμήματα. 50.000 τ.μ. ωφέλιμης επιφάνειας εγκαταστάσεων. 7.000 φοιτητές. 300 μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και τους 200 περίπου συνεργάτες που καλύπτουν τις διοικητικές ανάγκες της και την στο άμεσο μέλλον επέκταση των εγκαταστάσεων της κατά 25.000 τ.μ., παρουσιάζει πλούσια δράση τόσο στον επιστημονικό όσο και στον ερευνητικό τομέα. Τα αναβαθμισμένα προγράμματα σπουδών καλύπτουν, με σχετική επάρκεια, το ευρύ φάσμα της κλασικής επιστήμης και αυτό των νεότερων κατευθύνσεων, όπως της ανθρωποκεντρικής πολεοδομίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, της ανάπτυξης της πληροφορικής, της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, της προστασίας των κατασκευών από τους σεισμούς, των θαλάσσιων κατασκευών. Στον τομέα της έρευνας, η εντυπωσιακή δραστηριότητα της Σχολής τεκμηριώνεται από τον προϋπολογισμό των ερευνητικών της προγραμμάτων, ύψους 1 δις για το 1991. που αποτελούν το 40% του συνολικού προϋπολογισμού έρευνας του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Τα κονδύλια προέρχονται, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, από την Κοινότητα και τις χώρες της ΕΟΚ. και έχουν κερδηθεί μετά από σκληρό ανταγωνισμό του επιστημονικού προσωπικού της Σχολής με τους συναδέλφους άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Υπάρχουν όμως και προβλήματα ή και σημεία όπου η Σχολή -και γενικότερα, θα έλεγα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση- χωλαίνει. Η βαθιά κρίση των καιρών επιβάλλει την επισήμανση τους. Χρειαζόμαστε διδασκαλία με έμφαση στην ανάπτυξη της κρίσης, αριθμό εισαγόμενων φοιτητών ανά ειδικότητα σε αντιστοιχία με τις δυνατότητες εκπαίδευσης και με τις ανάγκες της


χώρας, μεγιστοποίηση της σύνδεσης πολλών προγραμμάτων σπουδών με τις ανάγκες της παραγωγής, ταχύρρυθμη ανάπτυξη των μεταπτυχιακών σπουδών, διαρκή ενημέρωση των αποφοίτων μηχανικών στις ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις, αναδιάρθρωση του Πανεπιστημίου για μία ευέλικτη, ταχεία και αποτελεσματική λειτουργία της Πολυτεχνικής Σχολής Η Πολυτεχνική Σχολή της Θεσσαλονίκης έκλεισε τα 35 χρονιά της. Σ' αυτή την τριακονταπενταετία ζωής πέρασε στιγμές ηρεμίας αλλά και έντασης. Συμμετείχε ενεργά σε όλα τα γεγονότα που έζησε η πανεπιστημιακή κοινότητα στις αγωνίες και στους αγώνες αυτού του τόπου για μια δημιουργική αναγέννηση. Διδάσκοντες και διδασκόμενοι ανέπτυξαν τη δική τους φιλοσοφία για την έρευνα και τη διδασκαλία, για τη σύνδεση της κοινωνίας με την επιστήμη. Διαφύλαξαν, σε δύσκολες συνθήκες, τη γνώμη και τη γνώση από κάθε προσπάθεια χειραγώγησης τους. Προώθησαν λύσεις στα προβλήματα της παιδείας για τον εκδημοκρατισμό και την αναμόρφωση της. Συνέβαλαν αποφασιστικό στην πολιτιστική ζωή και στην ανάπτυξη της χώρας, διοργανώνοντας, ή συμμετέχοντας, σε πλήθος εκδηλώσεων, αναπτυξιακών προγραμμάτων και στην εκτέλεση μεγάλων έργων του ελλαδικού χώρου. Στόχοι και προοπτικές της Σχολής θα πρέπει να είναι η κατάρτιση μηχανικών σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας, η σύνδεση της έρευνας με τις τεχνολογικές και κοινωνικές ανάγκες του τόπου, η συμβολή των μελών της σε καθοριστικές αποφάσεις μεγάλων αναπτυξιακών έργων της χώρας και η ισότιμη καθιέρωση των Ελλήνων τεχνικών στα ανταγωνιστικά πλαίσια ανάπτυξης και προόδου της ενωμένης Ευρώπης. Κλείνοντας πρέπει να αποτίσω φόρο τιμής στους επωνύμους και τους ανωνύμους που είναι σήμερα ανάμεσα μας ή δεν υπάρχουν πια, αυτούς που μοχθούν και μόχθησαν για την προκοπή της Σχολής. Σε μια εποχή που όλο και λιγότεροι προσφέρουν στα κοινά, τους θυμόμαστε, τους τιμούμε, τους ευχαριστούμε. (...)

Η Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ Πανεπιστημιακές παραδόσεις στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Η Ιστορία της Τεχνολογίας αποτελεί, τουλάχιστον για την Ελλάδα, έναν αρκετά νέο κλάδο της Ιστορίας του Πολιτισμού. Δεν θα αποπειραθούμε να αναλύσουμε εδώ είναι δουλειά έξαλλου των ειδικών στον τομέα- τους λόγους για τους οποίους έχει παραμεληθεί από ιστορικούς και εθνογράφους η έρευνα και μελέτη των τεχνικών και των προϊόντων τους. των μηχανών και των επιτευγμάτων γενικότερα της τεχνολογίας. Δεν είναι δύσκολο όμως να διαπιστωθεί ότι ένας από τους κυριότερους λόγους είναι η επιλεκτική έρευνα και μελέτη των πνευματικών προϊόντων του ανθρώπου, ενώ οι τεχνικές, τα εργαλεία και τα προϊόντα του υλικού πολιτισμού θεωρήθηκαν υποδεέστερα. Γνωρίζουμε πολλά για τα έργα των αρχαίων Ελλήνων στη Φιλοσοφία, την Τέχνη, την Πολιτική και ελάχιστα για τις προόδους της Τεχνολογίας στη χρησιμοποίηση και την εφεύρεση αξιόλογων μηχανών. Το ότι χρησιμοποίησαν το νερό, τον αέρα για να αντικαταστήσουν εν μέρει την ανθρώπινη και ζωική δύναμη, κατασκεύασαν υδρόμυλους, αντλίες, γερανούς και άλλες μηχανές για πολεμικούς σκοπούς, έκτισαν και εξόπλισαν εμπορικά και πολεμικά πλοία, μας είναι ελάχιστα γνωστό. Η σπουδή της εξέλιξης του τεχνικού πολιτισμού, από τότε που ο παλαιολιθικός άνθρωπος κατασκεύασε τα πρώτα πέτρινα εργαλεία στην προσπάθεια του να προεκτείνει τις δυνατότητες των χεριών του, περιλαμβάνει την τεχνογνωσία, δηλαδή την έρευνα, την εφεύρεση (ανακάλυψη) τεχνικών και μέσων ικανοποίησης των αναγκών του, την τεχνική για την εφαρμογή της τεχνογνωσίας (κατασκευή και χρήση των εργαλείων και μέσων) και τέλος, τη χρησιμοποίηση των προϊόντων της τεχνολογίας. Βεβαίως, στα πρώτα στάδια του πολιτισμού οι διαδικασίες ταυτίζονται, εφόσον τεχνολογία είναι απλώς η αξιοποίηση της εμπειρίας για την αντιμετώπιση άμεσων ζωτικών αναγκών. Στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας διδάσκεται για δεύτερη χρονιά η Ιστορία της Τεχνολογίας στο Τμήμα Μηχανολόγων - Μηχανικών Βιομηχανίας από τη λαογράφο - εθνολόγο κα Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη, δ.Φ. Το μάθημα περιλαμβάνεται ως επιλεγόμενο στο πρόγραμμα σπουδών του νέου Τμήματος και παρακολουθείται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τους φοιτητές. Η εισαγωγή του μαθήματος στο πρόγραμμα σπουδών του συγκεκριμένου Τμήματος έγινε με στόχο τη διεύρυνση των γνώσεων των νέων μηχανολόγων - μηχανικών και προς θέματα Ιστορίας της Τεχνολογίας, την οποία πρόκειται να υπηρετήσουν στη σύγχρονη της εξέλιξη, τη βελτίωση της αισθητικής τους ευαισθησίας και την αύξηση της τεχνογνωστικής τους ικανότητας. Δ. ΨΩΙΝΟΣ Μηχανολόγος - Καθηγητής ΑΠΘ

ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΥΣ Διήμερο συνέδριο Θεσσαλονίκη. 21-22 Οκτωβρίου 1992 Στις 21-22 Οκτωβρίου 1991 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη διήμερο συνέδριο με θέμα "Τα μουσεία και το κοινό τους". Την πρωτοβουλία της συνδιοργάνωσης του είχαν από τη Θεσσαλονίκη το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης και το Τεχνικό Μουσείο και από την Αθήνα το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Συμμετείχαν ομιλητές από τα μουσεία της πόλης (Αρχαιολογικό, Εθνολογικό, Μακεδονικού Αγώνα), τη Δημοτική Πινακοθήκη, την 9η Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων (για το Βυζαντινό Μουσείο), τον EOT, τη Μέση Εκπαίδευση, και από τα ιδρύματα των συνδιοργανωτών. Συμμετείχαν επίσης ως προσκεκλημένοι του Συνεδρίου ο καθηγητής Μ. Mass (Γερμανία), ο τότε διευθυντής του Ironbndge St. Β. Smith (Αγγλία) και η κα Εν. Lehalle της Διευθύνσεως Μουσείων (Γαλλία) Παρουσίαση Κύριε Δήμαρχε, Αγαπητοί συνάδελφοι, Η Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου μας έκρινε αναγκαίο και χρήσιμο να παρουσιαστούν εισαγωγικά οι σκέψεις που οδήγησαν στην πραγματοποίηση του. Η πρώτη διατύπωση των στόχων του είχε δοθεί στο σημείωμα που συνόδευε την πρόσκληση συμμετοχής σ' αυτό. Αναφερόταν κυρίως στις επιμέρους όψεις του θέματος: είδη μουσείων, κοινού, παιδείας σχέσεις μουσείων με σχολείο, μέσα επικοινωνίας, τουρισμό προβληματική και μέθοδοι της παιδευτικής δραστηριότητας των μουσείων Είμαστε σήμερα βέβαιοι ότι η ποικιλία της παιδείας, απασχολήσεων και τοποθετήσεων των συναδέλφων και φίλων που θα κάνουν ανακοινώσεις και θα συμμετάσχουν στις συζητήσεις θα τις καλύψουν και θα αποκαλύψουν πιθανότατα και άλλες. Ένας δεύτερος στόχος ήταν και είναι, ο μέγιστος βαθμός τεκμηρίωσης των απόψεων μας. που αποτελεί συνάρτηση των εμπειριών μας στο θέμα της ενημέρωσης στη σημερινή προβληματική και πρακτική, ελληνική και ξένη της γνώσης των δυνατοτήτων (και αδυναμιών) της διοίκησης, νομοθεσίας και εκπαίδευσης της χωράς, της κατανόησης σημαντικών όψεων της ζωής μας: παιδείας, νοοτροπιών, συμπεριφορών. Μια τρίτη επιδίωξη αποτελεί η υπογράμμιση της πίστης στις πολιτισμικές αξίες και η ανάδειξη του οράματος που ο κάθε ομιλητής, ως προσωπικότητα, και το σύνολο των συνάδελφων, ως επιστημονικός κλάδος, έχουμε για το ρόλο μας στον εκσυγχρονισμό της χωράς. Πίστη και όραμα (οι όροι έχουν πέσει σε αχρηστία στην εποχή μας) είναι ρυθμιστές των ουτοπικών - δη-


μιουργικών μας σχέσεων με την πραγματικότητα. Αυτές οι σχέσεις επηρεάζουν, αν δεν υπαγορεύουν, και την πολιτισμική πολιτική (στην οποία εγγράφονται "τα μουσεία και το κοινό τους"), καθορίζουν το βαθμό που αυτή θα είναι στραμμένη στο χθες το πολυδιάστατο σήμερα η το απαιτητικό "απειλητικό" αύριο, στον -συνήθως παραμυθιακό- λόγο ή το μακροχρόνια προγραμματισμένο έργο στα απλουστευτικά στερεότυπα ή την έρευνα (πραγμάτων, σχέσεων, αναγκών), στην αναπαραγωγή κοινοτοπιών η την παράγωγη καινοτομιών Πολυδιάστατες, τεκμηριωμένες, καινοτομικές θέσεις για τη δουλειά μας και τον τόπο μας. Αυτά ευχόμαστε ως οργανωτές του συνεδρίου. Το συνέδριο μας έχει ορισμένες ιδιομορφίες που θα πρέπει επίσης εισαγωγικά να διευκρινιστούν. Είναι ένα συνέδριο τοπικό, περιορίζεται στη Θεσσαλονίκη, κλειστό, δηλαδή μονό για όσους επαγγελματικά ασχολούνται με το θέμα μερικό, στοχεύει δηλαδή στη μελέτη ενός επιμέρους θέματος, ορθότερα ενός κεντρικής σημασίας θέματος από μια οπτική γωνία πολύ σημαντική. Είναι επίσης ένα συνέδριο πειραματικό, διερευνούμε δηλαδή την αποτελεσματικότητα ενός τρόπου επικοινωνίας και το κατά ποσό αξίζει να επαναληφθεί, όπως θα προκύψει η βελτιωμένο. Δυο λέξεις για τη σύνθεση του: προσκλήθηκαν, έκτος απ' όσους εργάζονται στα μουσεία, και εκπρόσωποι ορισμένων σημαντικών κατηγοριών της πελατείας τους (στην πλήρη έννοια του ορού): του τουρισμού και της εκπαίδευσης, και εκπρόσωποι αυτών που σε μεγάλο ποσοστό ρυθμίζουν την τύχη μας, εννοώ τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό πιστεύουμε ότι θα δούμε τις δυο όψεις του θέματος: την προσφορά και τη ζήτηση στα μουσεία. Καλέσαμε και έγκριτους ξένους συνάδελφους, για να μετρήσουμε επιτυχίες

και καθυστερήσεις μας με αυτούς που σε πολλά προπορεύονται. Θα πρέπει, τέλος, να προσθέσουμε και κάποιες άλλες σκέψεις. Το μουσείο δεν μπορεί μόνο να επιτελέσει τους σκοπούς του. Είναι ένα από τα "ταμεία" αξιοποίησης της Μνήμης και εργάζεται παράλληλα προς τα άλλα (βιβλιοθήκες, αρχεία, ηχοθήκες, εικονοθήκες). Εντάσσει τη δραστηριότητα του στην όλη πολιτισμική ζωή του τόπου (εκπαίδευση, τέχνες, επιστήμες) και εξαρτάται άμεσα από αυτές. Τα μουσεία υπόκεινται στις συνέχεις αλλαγές που υπαγορεύουν, που επιβάλλουν οι εξελίξεις στους τομείς που υπηρετούν. Η ανάπτυξη λ.χ. της τεχνολογίας ανέδειξε τα τεχνικά μουσεία και άλλαξε σημαντικά τις μουσειογραφικές πρακτικές. Η ανάπτυξη των ίδιων των μουσείων (σε αριθμό, όγκο, ακτινοβολία) οδήγησε τη μουσειολογία στα πανεπιστήμια η αύξηση των αναγκών τους. στην εφαρμογή νέων οικονομικών πρακτικών (η ετήσια εμπορική δραστηριότητα του Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης φτάνει τα 60.000.000S). Τα μουσεία είναι κόσμοι σε συνεχή εξέλιξη, όπως και ο κόσμος γύρω τους -το κοινό τους. Επιτυχία μας θα ήταν αν μπορούσαμε να δούμε το θέμα που μας απασχολεί στα πλαίσια των σημαντικών αλλαγών που επισυμβαίνουν στις μέρες μας... ξεκινώντας από την ψύχραιμη απογραφή των δικών μας συνθηκών, που είναι δύσκολες, των δικών μας αναγκών, που είναι μεγάλες, και των δικών μας εμπειριών, που θα κοινοποιήσουμε και θα επιχειρήσουμε να συνθέσουμε. Ας ευχηθούμε σε όλους: Καλή Επιτυχία Συμπεράσματα Ο απολογισμός ενός γεμάτου διημέρου αρχίζει, θα πρέπει να αρχίζει με θετικές διαπιστώσεις. Λίγο πιο κει. θα πρέπει να πιούμε "το πικρόν ποτήριον", που επανει-

λημμένα φέραμε στα χείλη μας, και προς το τέλος να αναδυθούμε και πάλι στην επιφάνεια της ελπίδας, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί να γίνει τίποτα και γιατί (όπως είπε και ο Μάνος Ιατρίδης, για να μη μας αφήσει έξοδο διαφυγής) "η τύχη των μουσείων μας είναι στα χέρια μας". Ας αρχίσουμε από τις θετικές διαπιστώσεις. Συναντηθήκαμε επιτέλους όλοι για πρώτη φορά, συζητήσαμε ήρεμα, καταθέσαμε ο.τι ο καθένας εβούλετο ή ηδύνατο. διαπιστώσαμε ότι έχουμε κοινά προβλήματα, αδιέξοδα, αναζητήσεις. Νιώσαμε, με διαφορετικό ο καθένας τρόπο, ότι ανήκουμε σε ένα "έθνος" (στην εθνολογική έννοια του ορού)... Διαπιστώσαμε ότι έχουμε όλοι λίγο ως πολύ ένα κοινό εννοιολογικό εργαλείο, τη μουσειολογία. Θα πρέπει βέβαια να το εκσυγχρονίσουμε πολύ. Τολμήσαμε, οι περισσότεροι, να πούμε τα πράγματα, τα περισσότερα πράγματα, με το όνομα τους. Πικρή, άλλα κατεπειγόντως αναγκαία, καινοτομία στους δύσκολους καιρούς μας: η μουσειολογία είναι η επιστήμη του συγκεκριμένου, είναι πραγματιστική Παράγει νέους, δημιουργικούς μύθους, δεν τρέφεται από τους γηραιούς. Βέβαια, η διάφορα των ομιλητών σε χαρακτήρα, παιδεία, εμπειρίες, ωριμότητα, και των φορέων που εκπροσώπησαν σε ιστορία και θεσμικό πλαίσιο, καθόρισαν μια μεγάλη ανομοιογένεια στις ανακοινώσεις. Αναμενόμενο... και χρήσιμο, από τεκμηριωτική άποψη, της κατάστασης μας. Δεν ήταν όμως εξίσου ευπρόσδεκτη η συχνή απόκλιση από το στόχο. Θέμα μας δεν ήταν η ιστορία η τα πεπραγμένα του μουσείου μας. ούτε οι κοινοί, γνωστοί σε όλους, τόποι, που αρκετά συχνά κάλυψαν μεγάλο μέρος των ανακοινώσεων μας. Θέμα μας ήταν στη συνάντηση αυτή. και θα παραμείνει στη ζωή μας. η σχέση μας με το κοινό. Ας προχωρήσουμε τώρα σε μια πρώτη απόπειρα σύνθεσης των βασικών αρνητικών, άλλα ιδιαίτερα χρήσιμων, συμπερασμάτων μας. Υπάρχουν παραλυτικά στεγανά, τα κατά Καβάφη τείχη που σηκώσαμε γύρω μας. δηλαδή έλλειψη επικοινωνίας - συνεργασίας μεταξύ μουσείων της ίδιας πόλης, μεταξύ ελληνικών μουσείων και ξένων, μεταξύ ελληνικής και διεθνούς μουσειολογικής πρακτικής. Αλλά και μεταξύ των παράγωγων και καταναλωτών του ίδιου πολιτιστικού κυκλώματος. Ήταν χαρακτηριστική η απουσία εκπροσώπων των πολλών μας ραδιοφώνων και των πολλών μας τηλεοράσεων άλλα και των πολιτισμικών υπευθύνων των δήμων της μείζονος περιοχής Θεσσαλονίκης. Διαπιστώσαμε την απουσία μιας γενικής στρατηγικής-προγράμματος των πολιτισμικών φορέων της πόλης στην πλατιά έννοια του όρου (επιστήμη, τέχνη, παιδεία...). Ας μην την περιμένουμε από τους "αρμοδίους καθ' ύλην φορείς". Εδώ θα πρέπει να κινήσουμε τα χέρια μας γιατί η Αθήνα μας έχει ξεχάσει. Επισημάναμε ανεπάρκεια (καλλιεπής διαπίστωση) των θεσμών που κινούνται (αργό-


σέρνονται) λόγω νομοθετικών πλαισίων ηλικίας 20 έως 50 ετών επαρχιακής έμπνευσης, που αγνοεί τις νέες ελληνικές και. πολύ σημαντικότερο, ευρωπαϊκές πραγματικότητες. Επισημάναμε επίσης μεγάλη έλλειψη συγχρόνου εξοπλισμού, σύγχρονης εξειδίκευσης του προσωπικού, συγχρόνων πρακτικών (λ.χ. marketing), επαρκών πιστώσεων και. κυρίως, νέων αντιλήψεων. Εδώ θα επαναλάβω την επιγραμματική, πικρά διατυπωμένη, παρατήρηση της Ματούλας Σκαλτσά "η ελληνική πραγματικότητα, ως γνωστόν, έχει συχνά την ικανότητα να ακυρώνει αγαθές προθέσεις, πεισματικές προσπάθειες και ενδελεχή οργανογράμματα". Διαπιστώσαμε επίσης χαμηλό επίπεδο γενικής παιδείας: βαθιά κρίση στην παιδεία. Χωλαίνουμε -και από τα δυο πόδια- σ' αυτήν: αποσύνδεση της παιδείας από το σήμερα και το αύριο, αλλά και από το χθες. δηλαδή από τους ιστορικούς χώρους, μνημεία και μουσεία. Έλλειψη αισθητικής αγωγής. Άγνοια της σημασίας της συνεχούς μετεκπαίδευσης δάσκαλων, ξεναγών, γονέων - των πολιτών γενικά, για την αλλαγή νοοτροπιών και συμπεριφορών. Διαισθανθήκαμε όλοι τον κίνδυνο περι-

θωριοποίησης του χώρου μας: την τύχη μας κρίνει το κοινό, και το κοινό, ποσοτικά και ποιοτικά, παραμένει μακριά μας. "Είμαστε τελείως στα σπάργανα", υπογραμμίζει η Ιουλία Κοτόπουλου. Η παρουσίαση της κας Λέαλ το τεκμηρίωσε. Και όμως μέσα σ' αυτές τις συνθήκες της κρίσης, η συνάντηση μας τεκμηρίωσε ότι πρακτικές ιδέες υπάρχουν, οι εμπειρίες συγκεντρώνονται, η ξένη βιβλιογραφία γίνεται αργά-αργά γνωστή. Η Φωτεινή Οικονομίδου έδειξε το δύσκολο δρόμο: "ας συνεργαστούμε", και ο Μάνος Ιατρίδης υπογράμμισε τη μεγάλη μας ευθύνη: "η τύχη των μουσείων μας είναι στα χέρια μας". Θα πρόσθετα και ένα κλάσμα της τύχης του κλάδου μας και της πόλης μας. Η αισιόδοξη πρόταση μετά από τόσες απαισιόδοξες διαπιστώσεις, κατά τη γνώμη μου. είναι: Δουλειά ομαδική, για να γκρεμίσουμε τα τείχη που υψώσαμε γύρω μας κατοχυρωτικά μαυσωλεία του ατομικισμού μας. Δουλειά σκληρή, για να συνδιαμορφώσουμε εδώ τα desiderata μιας κοινής στρατηγικής. Δουλειά καινοτομική, για να αντιπροτείνουμε σχέδια, έστω νέων θεσμικών πλαι-

σίων και να δώσουμε τη μάχη για την επιβολή τους. Δουλειά εκσυγχρονιστική εξοπλισμών του χώρου, εξειδικεύσεων του προσωπικού, των νοοτροπιών κυρίως, μέσα στις οποίες έχουμε αυτοεγκλιστεί για να διασφαλίσουμε το προνόμιο - άλλοθι της διαμαρτυρίας, προσωπικής, συνδικαλιστικής η άλλης. Δουλειά άμεση, χωρίς μετάθεση ευθυνών, αναβολή αποφάσεων, επίκληση λιμών, σεισμών, καταποντισμών. Δουλειά μακροχρόνια. Καθυστερήσεις βέβαια οικονομικές, επιστημονικές, επαγγελματικές, εγκεφαλικές δεν υπερβαίνονται ούτε απ' όλους ούτε σε όλα. Υπάρχει και ο σκουπιδοντενεκές της ιστορίας. Ανακεφαλαιώνω: δουλειά ομαδική, σκληρή, καινοτομική, εκσυγχρονιστική, άμεση, μακροχρόνια. Αν κάποιος γνωρίζει και εφαρμόζει με επιτυχία μια κάποια άλλη λύση καλείται να μας τη γνωστοποιήσει άμεσα. Θα του είμαστε, πιστεύω, όλοι ευγνώμονες και όλοι όσοι περιμένουν από εμάς θετικό έργο.

Συναντήσεις σαν τη σημερινή δίνουν την ευκαιρία ανασκοπήσεων που η καθημερινότητα δεν μας προσφέρει το χρόνο ή το ερέθισμα να πραγματοποιήσουμε, μόνοι μας ή σε συναδελφικό πλαίσιο. Ευκαιρία ανασκοπήσεων... Θα μπορούσαμε λ.χ. να αναρωτηθούμε: ποσό συχνά εξετάζουμε τις αποστάσεις των όποιων θεωρητικών μας τοποθετήσεων από τις αντίστοιχες, σε συνεχή εξέλιξη, δυτικοευρωπαϊκές, ή αυτές που μας χωρίζουν, ως ειδικούς εγκατεστημένους στα μεγάλα αστικά κέντρα, από τις συνθήκες της επαρχίας, όπου δημιουργούνται τα τοπικά μουσεία. Φοβούμαι ότι δεν έχουν γίνει ορισμένες διαπιστώσεις, καθοριστικές της αποτελεσματικότητας της δουλείας μας... Ας αξιοποιήσουμε τη σημερινή δυνατότητα ασχολούμενοι με το θέμα που μας προτείνεται.

συχνά καταχρηστική. Ας το αντιπαρέλθουμε. Η σημερινή ερώτηση είναι για τη σχέση του κοινού με τα "μουσεία" αυτά κατά τη δημιουργία τους (γιατί υπάρχει και το θέμα αυτό και θα μας απασχολήσει αμέσως) και μετά τα εγκαίνια τους. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η δημιουργία ενός τοπικού μουσείου στη χωρά μας είναι κατά κανόνα συγκυριακή, ορθότερα ευκαιριακή. Κανένας, απ' όσο γνωρίζω, νομός της χωράς δεν έχει εκπονήσει συνολικό πρόγραμμα ανάπτυξης, και εάν αυτό έχει συμβεί, πολύ φοβούμαι ότι τα πολιτιστικά θέματα εξετάζονται σε δυο-τρεις σελίδες στο τέλος της μελέτης, αυτές που δεν θα προσέξει κανείς, αν βέβαια ληφθεί υπόψη η μελέτη ως σύνολο. Δεν υπάρχει λοιπόν εξ υπαρχής μία απογραφή των τοπικών πολιτισμικών κεφαλαίων, των τοπικών (και ευρύτερων) αναγκών και των τοπικών (και ευρύτερων) δυνατοτήτων (σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και πιστώσεις) και ένα σκεπτικό για την αξιοποίηση των κεφαλαίων που έχουν απογραφεί και την κάλυψη των αναγκών που έχουν διαγνωστεί. Το κοινό, που μας απασχολεί σήμερα, καλείται στα εγκαίνια. Και μετά...: Η εικόνα των κονιορτοβριθών συλλογών με ενδυματολογικό περιεχόμενο προβληματικής εγκυρότητας, τεχνολογικά εκθέματα "αισθητικώς" διατεταγμένα και άλλα τινά τεκμηριώνει την αναποτελεσματικότητα των φορέων που τις δημιουρ-

γούν. Οι πιστώσεις όμως απορροφούνται, τα εγκαίνια πανηγυρίζονται οι ερασιτέχνες εκτονώνουν τον ενθουσιασμό τους: το χωριό, η κωμόπολη η ή πόλη αποκτά το "μουσείο" της. Αρχίζουν, βέβαια, από την επομένη να παρουσιάζονται προβλήματα λειτουργίας, συντήρησης και πολλά άλλα, αυτά που ως μαθητευόμενοι μάγοι ανακαλύπτουμε σε βάρος των πολιτισμικών κεφαλαίων, των περιορισμένων πιστώσεων και του κοινού.

Τοπικό μουσείο είναι συνήθως για μας μια μόνιμη έκθεση, με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις οπού συνυπάρχουν συλλογές, συντήρηση και έρευνα, όπως λ.χ. το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα. Άρα, η χρήση του όρου "μουσείο" είναι πολύ

ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Το κοινό της τοπικής μόνιμης έκθεσης είναι καταρχήν οι κάτοικοι της περιοχής, δηλαδή οι δημιουργοί, οι φορείς των τοπικών πολιτισμικών κεφαλαίων. Χωρίς την ενεργό συμμετοχή τους (που προϋποθέτει την ενημέρωση, τη μέθεξη τους στους στόχους και τη σημασία του έργου) είναι αδύνατες η έρευνα από τους ειδικούς, η διασωστική συλλογή των αξιόλογων, η απογραφή της προφορικής μαρτυρίας (συνεντεύξεις), η φωτογράφηση τεχνικών διαδικασιών που σβήνουν, η δωρεά εξοπλισμών που λανθάνουν. Η συμμέτοχη του κοινού στη δημιουργία της τοπικής μόνιμης έκθεσης δημιουργεί επίσης το θετικό ψυχολογικό κλίμα που βοηθά σημαντικά στην υπέρβαση της γραφειοκρατίας, των τοπικών αντιθέσεων (προσωπικών, γειτονικών, κομματικών, εργολαβικών) και της ενδημικής κακοήθειας, που συνοδεύει, ή και αναστέλλει, τις καινοτομικές προσπάθειες. Η


τοπική μόνιμη έκθεση γίνεται σε συνεργασία με το κοινό, για το κοινό. Η παραγωγή της δίνει σ' αυτό την ευκαιρία να γνωρίσει την οικονομική και κοινωνική σημασία της τεχνικής, που απογράφεται, για τη ζωή του να βιώσει την απογραφόμενη τεχνική ως ηθοποιός, ως κεντρικό πρόσωπο του έργου, να κατανοήσει τη μεταγραφή της καθημερινότητας του σε μουσειολογικό πρόγραμμα, να τιμηθεί ως δημιουργός του πολιτισμικού κεφαλαίου και ως συνδημιουργός της έκθεσης που διαμνημονεύει τη σημασία του. Στο Σουφλί, στο οποίο θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω, η μακροχρόνια επιτόπια έρευνα για τη σηροτροφία έδωσε την ευκαιρία να επιτευχθεί σε υψηλό βαθμό η συνεργασία του κοινού στην παράγωγη της έκθεσης. Η εθνολόγος, συμμετέχουσα παρατηρητής, εντάχθηκε τόσο στην τοπική κοινωνία, ώστε οι Σουφλιώτες τη ρωτούσαν για τοπικά πρόσωπα ή πράγματα που οι ίδιοι λησμονούσαν... ήταν πια μια από αυτούς. Και βέβαια για ένα δικό τους άνθρωπο οι πόρτες και οι καρδιές ήταν ανοικτές, και το κοινό έργο ήταν "το μουσείο τους", όπου οι ίδιοι έρχονται άνετα και φέρνουν τους φίλους τους και τις δωρεές τους με καμάρι. Το μουσείο αρχίζει δειλά να εγγράφεται στη συνείδηση τους ως ο τρίτος τόπος μνήμης του τόπου, μετά τον μόνιμο της εκκλησίας και τον διαβατικό του νεκροταφείου. Το κοινό όμως της μόνιμης έκθεσης δεν είναι μόνο το τοπικό. Ας εξετάσουμε τις κατηγορίες, τις συμπεριφορές, τους τρόπους προσέλκυσης του και ας προχωρήσουμε κατόπιν σε μερικά συμπεράσματα που προκύπτουν από την εμπειρία στο Σουφλί. Βασικές κατηγορίες επισκεπτών, τα σχολεία και τα τουριστικά γκρουπ, συμπληρωματικές, οι διερχόμενοι μεμονωμένοι τουρίστες. Η μόνιμη έκθεση του Σουφλίου (που εγκαινιάστηκε το Σεπτέμβριο του 1990) έχει ενταχθεί ήδη στα πολιτιστικά προγράμματα των σχολείων και αρχίζει να γίνεται γνωστή στα τουριστικά γραφεία. Ποιες είναι οι πρώτες διαπιστώσεις: η ταχεία, επιφανειακή επίσκεψη (10'-15') των τουριστικών και σχολικών ομάδων, σε αντίθεση προς τους μεμονωμένους επισκέπτες που παρατείνουν την παραμονή τους ως μία και μιάμιση ώρα. Τι συμβαίνει: Το κοινό δεν είναι ένα ομοιογενές πληθυσμικό δείγμα. Αποτελείται από κατηγορίες με διαφορές ως προς το επίπεδο παιδείας, την ποιότητα ξεναγών, την προετοιμασία, τις προσδοκίες, την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία πραγματοποιούν τις επισκέψεις τους. Ας αντιπαραβάλλουμε τις κατηγορίες. Παρακολουθώντας κανείς την εφαρμογή των σχολικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Σουφλί (και άλλου) διαπιστώνει ότι οι εκπαιδευτικοί δεν αξιοποιούν τα προσφερόμενα, δεν έχουν μελετήσει προκαταβολικά το θέμα ή το ίδιο το μουσείο, δεν ξεναγούν για το τι ή (εξίσου σημαντικό) για το πώς παρουσιάζεται το θέμα στην έκθεση. Και όμως η έκθεση στο Σουφλί προσφέρεται για πολλές ώρες μαθημάτων (τε-

χνολογίας, οικονομίας, ιστορίας, αισθητικής) τόσο στους εκπαιδευτικούς όσο και στους μαθητές. Η έκθεση, όσο καλά και αν είναι οργανωμένη, δεν μπορεί να διαβιβάσει το μήνυμα της σε κλειστούς δέκτες Μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αλλαγή των προγραμμάτων, των εγχειριδίων, του κλίματος είναι αναγκαία. Παρακολουθώντας κάνεις τις ξεναγήσεις των τουριστικών ομάδων διαπιστώνει και πάλι το ρόλο του ξεναγού που μπορεί να μεγιστοποιήσει την άνιση δεκτικότητα του ανομοιογενούς κοινού του. Και εδώ αναγκαία η ενημέρωση, η μετεκπαίδευση των εκπαιδευτών, για να είναι σε θέση να προσφέρουν το επίπεδο εκείνο οπού όλοι μπορούν να επικοινωνήσουν με το θέμα στα μέτρα των διαφορετικών δυνατοτήτων τους. Μια άλλη κατηγορία επισκεπτών είναι το δυνητικό κοινό, αυτούς που θέλουμε να προσελκύσουμε. Εδώ ο ρόλος των μέσων επικοινωνίας είναι αποφασιστικός. Στις μέρες μας οι εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση κυνηγούν το εντυπωσιακό, το επίκαιρο γεγονός, αλλά ο πολιτισμός, η παιδεία, στην περίπτωση μας μία μόνιμη έκθεση, είναι έργα υποδομής, έργα μακρού χρόνου τόσο στην παράγωγη όσο και στη χρήση τους. είναι -επιδιώκουν τουλάχιστον να είναι- στοιχεία διαρκούς ποιότητας, πηγές καινοτομίας, όψεις της εθνικής ταυτότητας. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες οι εκθέσεις έχουν πολύ περιορισμένες προϋποθέσεις να γίνουν ευρύτερα γνωστές, να μετατρέψουν το πιθανό κοινό σε πραγματικό. Αυτό τουλάχιστον τεκμηριώνει η ως σήμερα πείρα. Από τη σύντομη αυτή επισκόπηση τριών μόνο κατηγοριών κοινού βγαίνουν ορισμένα συμπεράσματα. Η έκθεση, όσο καλύτερη είναι, τόσο περισσότερο προσκρούει στις εγγενείς αδυναμίες της πελατείας της. Το επίπεδο γενικής παιδείας του λάου μας. το επίπεδο ειδικής παιδείας εκπαιδευτικών και ξεναγών αποτελούν καθοριστικές παραμέτρους της επιτυχούς επικοινωνίας της έκθεσης με το κοινό της. Ο δάσκαλος, ο ξεναγός είναι η ζεστή ανθρώπινη παρουσία που γεφυρώνει την άγνοια με τη γνώση, το χθες με το σήμερα, εμάς με τους διαφορετικούς άλλους, την καθημερινότητα με την επιστημονική της εικόνα, το κοινότοπο με το καινοτομικό. Χρειάζεται βελτίωση της παιδείας και μετεκπαίδευση των εκπαιδευτών της. Το μουσείο, η έκθεση λειτουργεί μέσα σε μία. σχεδιασμένη μεσοπρόθεσμα, πολιτισμική δραστηριότητα. Η ανυπαρξία η υπολειτουργία ενός τέτοιου δυναμικού συστήματος είναι μοιραία για όλους όσους στοιχειοθετούν με την πράξη τους την πνευματική ζωή ενός τόπου, μοιραία για την πνευματική ζωή του τόπου. Η διαπίστωση αυτή -καθημερινή και πικρή για όσους εργάζονται στο χώρο μας- δεν συνεπάγεται μονό μετάθεση μέρους των ευθυνών στους άλλους αλλά και αύξηση των δικών μας. Οι υπεύθυνοι μιας έκθεσης ή ενός μουσείου δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, μόνο ερευνητές, συντηρητές, μου-

σειογράφοι. πρέπει να είναι ικανοί για σχεδιασμό σε κλίμακα ευρύτερης περιοχής, για πλατιές δημοσιές σχέσεις με όλους τους εκπροσώπους της πελατείας τους τα μέσα επικοινωνίας και τη διοίκηση, τοπική και κεντρική. Χρειαζόμαστε εκσυγχρονισμό και των δικών μας πρακτικών, ομαδική επιτελική δουλειά με ανάπτυξη ειδικοτήτων, αναθεώρηση προβληματικής και μεθόδων. Τα μουσεία είναι ο κόσμος μας, αλλά ο κόσμος δεν είναι μόνο μουσεία. Δεν θα μπορέσουμε να κοινοποιήσουμε το μήνυμα μας σ' αυτόν αν πρώτα δεν συλλάβουμε το δικό του: το αδιέξοδο, τη βαθιά κρίση από την πλημμυρίδα της άκυρης πληροφόρησης και την αναντιστοιχία της ζωής μας με την πραγματικότητα που η άκυρη αυτή πληροφόρηση προκαλεί. Ας ανοίξουμε εδώ μια ευχάριστη παρένθεση. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, σε προσεγγίσεις δύσκολων θεμάτων όπως το σημερινό, τέτοιες παρενθέσεις είναι αναγκαίες. Ένα τοπικό τεχνικό μουσείο στο Σουφλί, σημαντικό παραδοσιακό κέντρο του μεταξιού, ήταν λογικό να είναι αφιερωμένο σ' αυτό. Το Σουφλί έχει χάσει σήμερα την παλιά δόξα του διατηρεί όμως ζωντανά τα στοιχεία της: τα μεγάλα κουκουλόσπιτα. που σημαδεύουν την αρχιτεκτονική της το διακριτικό άρωμα της παλιάς του αστικής επαρχιακής τάξης, τη μνήμη των γυναικών που ζέσταιναν τους σπόρους του μεταξοσκώληκα στον κόρφο τους και το εγκαταλελειμμένο μεγάλο του εργοστάσιο με τις σκιές των νεαρών εργατριών του που θέρισε η φυματίωση. Για μας για την Ομάδα Εργασίας του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ (η εθνολόγος κα Ανδρ. Οικονόμου, ο ιστορικός κ. Μιχ. Ρινός η αρχιτέκτων κα Τ. Γκαγκούλια, η βυζαντινολόγος κα Ασπ. Λούβη και ο ομιλητής σας), το Σουφλί ήταν η ευκαιρία μιας μακροχρόνιας έρευνας (για τη διάσωση μιας τεχνικής που σβήνει), μιας έκδοσης (για την ευρύτερη κοινοποίηση των αποτελεσμάτων της κυκλοφορεί το Δεκέμβριο) και μιας έκθεσης για την παρουσίαση των πορισμάτων της έρευνας ευρύτερα με άλλα μέσα. Έρευνα, έκδοση, έκθεση - ένα τρίπτυχο αλληλοσυμπληρούμενο και αλληλοεπικυρούμενο. Η έκθεση έχει περιεχόμενο τεχνολογικό, γιατί παρουσιάζει αναλυτικά τη σηροτροφία και μεταξουργία και ιστορικό, γιατί συνθέτει και προβάλλει τις οικονομικές, αρχιτεκτονικές - πολεοδομικές και κοινωνικές διαστάσεις της παραγωγικής αυτής δραστηριότητας για την πόλη. την περιοχή και την ελληνική οικονομία στις διεθνείς της σχέσεις. Η έκθεση έχει χαρακτήρα και στόχο διδακτικό: να διδάξει το πολυδιάστατο του τεχνικού φαινομένου (η τεχνική παντού, πουθενά μονή της), τη σημασία του για τη ζωή του συγκεκριμένου τόπου και έμμεσα, για τη ζωή μας γενικά, να αναβαθμίσει τη θέση της στη συνείδηση μας. Η αναλυτική παρουσίαση της και η κριτική αξιολόγηση της δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. Ενδιαφέρον έχει το σκεπτικό της παράγωγης της που εκθέσαμε συντο-


μα και οι εμπειρίες από τον τρόπο που το κοινό την προσέγγισε, τις οποίες αναφέραμε προηγουμένως. Πριν όμως παρουσιάσουμε, με μεγάλη δυστυχώς ταχύτητα, κάποιες όψεις της, θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ συνοπτικά, μερικά βασικά συμπεράσματα της δουλειάς μας. Το τοπικό μουσείο, και με καλές επιστημονικές και οικονομικές προϋποθέσειςσυγκυρία σπάνια στον τόπο μας- δεν μπορεί μόνο του (α) να επιτύχει τη χρήση των συγχρόνων τεχνικών μέσων (υψηλό κόστος απόκτησης μηχανημάτων, υψηλότερο των προγραμμάτων και ακόμη υψηλότερο της συντήρησης τους), αυτών ακριβώς που είναι περισσότερο αναγκαία για την παρουσίαση των τεχνικών διαδικασιών (νίβω κ.λπ.). (β) να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τα μαζικά μέσα επικοινωνίας μια μόνιμη έκθεση έχει πολύ περιορισμένο ενδιαφέρον σε σύγκριση με έναν περιηγητικό κύκλο σε περισσότερα μουσεία, χώρους και μνημεία, που εγγράφεται συστηματικά στα μόνιμα εκπαιδευτικά και τουριστικά προγράμματα και στις συνέχεις πολιτισμικές δραστηριότητες της ευρύτερης περιοχής. (γ) να υπερβεί τις γραφειοκρατικές σκληρύνσεις, τις πεπαλαιωμένες νοοτροπίες, την αδιαφορία η και την εχθρότητα που συνεπάγεται η παραγωγή, η παρουσία και η ακτινοβολία της καινοτομίας. Όλες αυτές οι αδυναμίες έχουν τις επιπτώσεις τους στη σχέση των μουσείων με το κοινό, στην ποιότητα αυτών των σχέσεων. Γιατί και ο μεγάλος αριθμός επισκεπτών δεν σημαίνει πάντα και μεγάλη αφομοίωση των μηνυμάτων της έκθεσης.

μένων, κειμένου και σταθερού παραστατικού υλικού. Η τεχνική άλλαξε τον κόσμο, τις επικοινωνίες η νέα μουσειολογία επιχειρεί να αποκαταστήσει την επικοινωνία του κοινού με το νέο κόσμο χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνικές επικοινωνίας Αν στις σημαντικές αυτές αλλαγές, που επισυμβαίνουν στις προηγμένες χώρες, προσθέσουμε τον διαρκώς αυξανόμενο ρολό των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ως μέσου πληροφόρησης για τα μουσεία και ως μέσου παίδευσης παράλληλα προς τα μουσεία) και την εισαγωγή του marketing (έρευνα αγοράς) στη στρατηγική των μουσείων, τότε το θέμα που επισκοπούμε σήμερα υπαγορεύει και μιαν άλλη γενικότερης σημασίας εξέταση: τα μουσεία μας και το κοινό μας σε σχέση με τα μουσεία και το κοινό της Ευρώπης, με την οποία πρέπει να εναρμονιστούμε εκσυγχρονιζόμενοι.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας με μιαν άλλη σειρά σκέψεων: τοπικά τ εχ νι κ ά μουσεία και το κοινό τους. Η εξειδίκευση του θέματος της ανακοι-

νωσης αυτής οφείλεται στο ότι τα τεχνικά μουσεία -και γενικότερα ο τεχνικός πολιτισμός- αποτελούν το αντικείμενο εργασίας του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ: σ' αυτόν αναφέρονται οι εκδόσεις και τα συνέδρια του. και τα μουσεία που δημιουργεί, για το μετάξι στο Σουφλί, για το νερό στη Δημητσάνα. Από τη δραστηριότητα αυτή αντλείται η εμπειρία που κατατίθεται σήμερα. Η επιλογή όμως του θέματος οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα τεχνικά μουσεία αποτελούν για τη χωρά μας μια ιδιαίτερης σημασίας καινοτομία, που εισάγεται από τη Δύση με την καθιερωμένη στα ελληνικά πράγματα καθυστέρηση μερικών δεκαετηρίδων. Η σημασία της καινοτομίας αυτής έγκειται στο ότι υπαγορεύει τη μετάβαση από το λόγο στα έργα από το μύθο του αειθαλούς "παρ' ημιν" φολκορισμού στη σύγχρονη ανθρωπολογική εθνολογική έρευνα. Η καθιέρωση της καινοτομίας αυτής, η δημιουργία δηλαδή τεχνικών μουσείων, συνεπάγεται, εάν πραγματωθεί σωστά, θεμελιακές αλλαγές όχι μόνο στη σχέση των ανθρώπων των μουσείων με το αντικείμενο τους. των ξεναγών με τις νέες μουσειακές πραγματικότητες, των τουριστικών γραφείων και με άλλες -σημαντικές- όψεις του πολιτισμού μας. άλλα και του κοινού με τις τεχνικές όψεις της πολιτισμικής του παράδοσης, με τον κόσμο της εργασίας. Η δημιουργία των τεχνικών μουσείων μπορεί μακροπρόθεσμα να συμβάλει στην αλλαγή νοοτροπιών (που την έχουμε ανάγκη) και παλαιών συμπεριφορών (που μας έχουν περιαγάγει σε αδιέξοδο). Η τεχνική, σε καλπάζουσα ανάπτυξη από τον 19ο αιώνα, έχει από καιρό αλλάξει σημαντικά τη ζωή μας. έχει ορμητικά μπει στα μουσεία των προηγμένων χωρών ως θέμα και έχει μεταβάλει, με τη χρήση των νέων τεχνικών μέσων επικοινωνίας, την παλαιά όψη τους. τη μουσειογραφική πρακτική τους που στηριζόταν στη σύνθεση αντικει-

Με ιδιαίτερη επιτυχία πραγματοποιήθηκε στην Πορταριά του Πηλίου το Γ' Τριήμερο Εργασίας του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ. που είχε ως θέμα "Ο άρτος ημών". Από τα σιτηρά στο ψωμί. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε με τη χορηγία της "Αλευρόμυλος Λούλη" (Βόλος). Συμμετείχαν 36 ομιλητές, και το παρακολούθησαν πρόεδροι των σωματείων των αρτοποιών απ' όλη την Ελλάδα, εκπρόσωποι βιομηχανιών και δημοσιογράφοι. Τα Πρακτικά του συνεδρίου θα εκδοθούν σύντομα από το Ίδρυμα. Ακολουθούν η εισαγωγική προσλαλιά και τα συμπεράσματα του συνεδρίου που οφείλονται στο διευθυντή του Ιδρύματος κ. Στ. Παπαδόπουλο.

Προσλαλιά Εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ σας καλωσορίζω στο 3ο συνέδριο μας. που πραγματοποιείται, τη φορά αυτή. με τη χορηγία της "Αλευρόμυλος Λούλη". Ευχαριστούμε όλους -χορηγό, ομάδα εργασίας, ομιλητές και ακροατές- που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση. Για το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ. την Ομάδα Εργασίας που είχε την ευθύνη οργάνωσης του συνεδρίου και πιστεύω, και τη βιομηχανία που το επιχορήγησε, οι επιστημονικές αυτές συναντήσεις έχουν πολλαπλή σημασία: πολυεπιστημονική εξέταση βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων (το

κρασί στη Σαντορίνη χθες. ο άρτος στο Πήλιο σήμερα, το λάδι αύριο ανασκόπηση επιτεύξεων και καθυστερήσεων της ελληνικής επιστήμης: αναπροσανατολισμοί σύσφιγξη δημιουργικών σχέσεων βιομηχανίας και έρευνας: γνωριμίες και διάλογος ανάταση σε εποχές δύσκολες για την έρευνα και κρίσιμες για τη χωρά. "Ουκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος..." Το σιτάρι για τη Μεσόγειο, το χριστιανισμό και την κατακτητική Ευρώπη, που το διαδίδει σε πολλές χώρες του πλανήτη, είναι πανάρχαια επιλογή, καθοριστική του υλικού και του ψυχικού βίου των ανθρώπων της. Το σιτάρι, ας πούμε ορθότερα τα σιτηρά, γιατί το ψωμί γινόταν και από άλλα δη-

Υπακούοντας στην κλεψύδρα θα ανακεφαλαίωνα τις δυο προσεγγίσεις ως έξης: 1. Τα τοπικά "μουσεία", όχι μόνο τα τεχνικά, μπορούν να επιτύχουν γενικά και στις σχέσεις τους με το κοινό, μόνο εάν προκύψουν από μιαν αναπτυξιακή μελέτη της ευρύτερης περιοχής και εάν ενταχθούν σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα πολιτισμικής δραστηριότητας σ' αυτήν, που θα περιλαμβάνει συστηματική μετεκπαίδευση των εκπαιδευτών (δασκάλων, ξεναγών). 2. Τα τεχνικά μουσεία και οι σύγχρονες τεχνικές σηματοδοτούν βαθιές αλλαγές στον προηγμένο κόσμο, θα πρέπει να τις λάβουμε σοβαρότατα και άμεσα υπόψη μας. Η έμμονη στις παλαιές πρακτικές -τις μεμονωμένες φολκλορικές συλλογές και όχι μονό σ' αυτές- σημαίνει έμμονη στην πολιτική της αυτοπεριθωριοποίησης μας ως επαγγελματιών και ως χώρας. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


μητριακά (κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, αργότερα αραποσίτι), και σε δύσκολες ώρες. και από άλλα υποκατάστατα: κάστανο, βελανίδι (η γερμανική κατοχή μας δίδαξε, σε όσους τη γνωρίσαμε, το ποσό οι μακρές διάρκειες της ιστορίας υπερβαίνουν τη βραχεία οπτική μιας ζωής και την αισιόδοξη πίστη μας στην πρόοδο). Από τον αγρό στην αγορά, την κουζίνα, το τραπέζι -και την αγία τράπεζα-, τα σιτηρά παίζουν βασικό ρόλο στην οικονομία και την πολιτική ζωή στον κοινωνικό βίο και τη λατρεία. Η παραγωγή τους που είναι γενικά χαμηλή ως τον περασμένο αιώνα και καλύπτει το 60% περίπου της διατροφής, είναι συχνά προβληματική: ο λιμός ήταν (και είναι) ένας από τους τέσσερις ιππείς της Αποκαλύψεως και η υπόμνηση του θαύματος των πέντε άρτων στην εκκλησία ανταποκρίνεται, κατασιγάζει καθημερινή σχεδόν αγωνία. Ο κύκλος της καλλιέργειας (αμειψισπορά, αγρανάπαυση), οι ανάγκες σε λιπάσματα, σε αροτριά ζώα και εποχιακούς εργάτες δένουν σφιχτά την καλλιέργεια τους με την κτηνοτροφία και τους ορεινούς πληθυσμούς. Ως και τον 18ο αιώνα η προσφορά τους είναι σπάνια πλούσια, η ζήτηση τους επιτακτική, μάλιστα στις πολυάνθρωπες πόλεις, και η διακίνηση και διανομή τους προβληματικές, γιατί δεν έχουν εδραιωθεί συστήματα αγορών, αποθηκεύσεων και διανομών. Η μεταφορά τους συχνά από μεγάλες αποστάσεις, γίνεται κυρίως με πλοία και προσκρούει σε εύλογες ανασταλτικές κρατικές παρεμβάσεις. Το ανεβοκατέβασμα των τιμών, και οι συνακόλουθες τραγικές καταστάσεις που μνημονεύουν τα βραχέα χρονικά, είναι απόρροια αυτών των συνθηκών. "Είπαμε το ψωμί ψωμάκι" δεν είναι καθόλου ένα σχήμα λόγου. Η μεταποίηση συνδέεται με το μύλο. την κατεξοχήν μηχανή της προβιομηχανικής κοινωνίας (και. αργότερα, με τους αλευρόμυλους που σήμερα μας φιλοξενούν), με τους φούρνους (οικιακούς και αστικούς), με τις αποθήκες φύλαξης (ωρεία και σιταποθήκες) και την κουζίνα, οπού οι γυναίκες εφάρμοσαν θεμελιακής σημασίας τεχνικές καινοτομίες (την εστία, τους τριπτήρες, τα γουδιά, τις ζυμώσεις υγρών, την έκθλιψη καρπών, τη συντήρηση τροφών), που παρέλαβαν και χρησιμοποίησαν αργότερα οι μυλωνάδες και οι αρτοποιοί. Από την εστία ξεκινούν οι χυλοί, το μπλιγούρι, τα ζυμαρικά, ο άζυμος, ένζυμος, επτάζυμος και διπυρίτης άρτος. Από την εστία στο τραπέζι, σταθμός τέταρτος. Εκεί γευματίζουμε δηλαδή "τρώμε ψωμί", γιατί αυτός ήταν η βασική, αν όχι η μόνη τροφή της ημέρας: "ο επιούσιος άρτος της σήμερον". Αυτός είναι το πλουσιότερο θερμιδικά, σε σχέση με την τιμή του, στοιχείο διατροφής, σύμβολο ενότητας και κοινωνίας: φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί", βασικό στοιχείο του συστήματος διατροφής που διασφαλίζει τη συνοχή των ομάδων, υπογραμμίζει τις διακρίσεις ανάμεσα σ' αυτές και μέσα σ' αυτές (ποσότητες και ποιότητες ψωμιού: άσπρο, μαύρο.

ξερό) και σηματοδοτεί σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητα, στο επίπεδο ζωής: κουλούρι (δεκαετία του '40). τυροπιτά ('60). πίτα με σουβλάκι ('70). πίτσα ('80). χάμπουργκερ ('90). "Το τραπέζι, σημειώνει ένας μεγάλος ανθρωπολόγος, είναι το θέατρο των εορτών και των στερήσεων, των προτιμήσεων και των απαγορεύσεων, των οικογενειακών γευμάτων και των ευρύτερων συνεστιάσεων, των καλών τροπών και εθίμων του φαγητού". Από το τραπέζι στην άγια τράπεζα: ο άρτος σώμα Χρίστου, ως κοινωνία, σε περισσότερες της μιας έννοιες του ορού ως σίτος (κόλυβα) σύμβολο ανάστασης. Αγρός, αγορά, μύλος, εστία, τράπεζα, αγία τράπεζα: κύκλος του άρτου και κύκλοι της ζωής. Γι' αυτούς καλείσθε να πάρετε το λόγο. Μας περιμένει ένα τριήμερο κοπιαστικό. Θα πρέπει να ξεχάσουμε την προκλητική γύρω άνοιξη. Ήρθαμε για δουλεία: "εν τω ιδρώτι του προσώπου σου φάγει τον άρτον σου"... Συμπεράσματα Ας μου επιτραπεί να μην ξεκινήσω με ευχαριστίες. Αυτές κάποτε γεφυρώνουν σχέσεις άνισες. Δεν είναι η περίπτωση μας. Γιατί στο συνέδριο εισκομίσαμε όλοι οργανωτές, χορηγός, ομιλητές, ακροατέςκαι αποκομίσαμε όλοι καρπούς ίσους. Η πανθομολογούμενη πλήρης επιτυχία του συνεδρίου το τεκμηριώνει. Οι οργανωτές (Ίδρυμα της ΕΤΒΑ και Ομάδα Εργασίας) διαθέσαμε ομόψυχα την πείρα και την αγάπη μας για την εκδήλωση η χορηγός οικογένεια τη δαπάνη φιλοξε-

νίας άλλα και τη ζεστή ανθρώπινη παρουσία της και τη συναντίληψη της σημασίας του επιδιωκόμενου υψηλού στόχου. Οι ομιλητές κατέθεσαν κατά κανόνα -που δεν είχε ίσως εξαιρέσεις- πορίσματα μακροχρόνιων εργασιών, πολύ συχνά υποδειγματικά σε πληρότητα, σε ποιότητα. Στις συζητήσεις γεφύρωσαν χρονικές και μεθοδολογικές αποστάσεις γόνιμα, και γέμισαν. ίσως πιο γόνιμα, τις ελεύθερες ώρες. που δεν ήταν ελεύθερες: τα εκτός συνεδρίου είναι συχνά εξίσου σημαντικά με όσα γίνονται μέσα σ' αυτό. Οι ακροατές, τέλος, συμμετείχαν συχνά συναισθηματικά, κάποτε κριτικά, ορισμένες μάλιστα φορές και ιδιαίτερα επαγωγικά. Είμαστε όλοι ικανοποιημένοι και ευχαριστημένοι, πράγμα για τους καιρούς μας σπάνιο. "Συμπεράσματα" ενός συνεδρίου δεν είναι οι περιλήψεις του. Αυτές θα υπάρξουν στο τέλος των Πρακτικών, και σε δυο γλώσσες. Συμπεράσματα είναι το άρωμα του συνεδρίου, ένα είδος νοσταλγίας γι' αυτά τα ωραία που έγιναν και πέρασαν, και αυτά που δεν έγιναν και θα έπρεπε να τα είχαμε παραγάγει και μοιραστεί! Ας ξεκινήσουμε από αυτά που έγιναν: Διαπίστωση πρώτη: Η υψηλή ποιότητα των ανακοινώσεων, το πρωτότυπο πολλές φορές υλικό, που τεκμηριώνει μακρά θητεία στο θέμα. αγάπη του έργου, αναζήτηση ευρύτερης εφαρμογής-αξιοποίησης των αποτελεσμάτων του: αφιέρωση. Καλό είναι να θυμίζουμε ορούς - καταστάσεις που η κοινωνία μας έχει σχεδόν ξεχάσει, με τις αρνητικές συνέπειες που σήμερα ζούμε. Η


μας). Μια νέα προσέγγιση -εδώ και είκοσι χρονιά- αρχίζει να γονιμεύει την προσπάθεια για την εθνογνωσία μας. Και παράλληλα αυξάνουν η προσοχή, το ενδιαφέρον, οι μελέτες για τα "ευτελή πράγματα", όπως παιζογελώντας ονόμασε μια συνάδελφος την κεφαλαιώδη -άλλα αγνοημένη- διάσταση της καθημερινότητας μιας καθημερινότητας που πρέπει να εξετάζεται δεμένη γέρα με το χώρο και το χρόνο. Προσωπικά είμαι ευγνώμων σε πολλούς συνάδελφους που με πήραν από το χέρι για να με περπατήσουν σε τόσα μέρη της πατρίδας μας.

υψηλή αυτή ποιότητα σηματοδοτεί δυο διαδικασίες: (α) τη διερεύνηση πραγματοποίησης του συνεδρίου μας κάθε χρόνο και όχι ανά διετία, (β) τη μελέτη έκδοσης των πρακτικών σε μια μορφή αντάξια του περιεχομένου τους: τα σχέδια, οι χάρτες, οι διαφάνειες, η τεκμηρίωση των ανακοινώσεων σας. υπαγορεύουν άλλες προδιαγραφές. Θα επανέλθουμε. Διαπίστωση δεύτερη: Η συμμέτοχη των γυναικών συνάδελφων έφτασε το 75%. και ο μέσος όρος ηλικίας των ομιλητών έκλινε αποφασιστικό προς το μέρος των νέων. Και τα δυο είναι άξια υπογράμμισης, σε μια εποχή που η ανισότητα των φυλών είναι ακόμη περισσότερο από έντονη και η γεροντοκρατία ανασταλτική πολλών, πάρα πολλών, αναγκαίων εξελίξεων. Διαπίστωση τρίτη: Η διεπιστημονική συζήτηση λειτούργησε και διαχρονικά. Δειλά κάπου πρόβαλαν και κάποιες πιεστικές ανάγκες: η εθνοαρχαιολογική έρευνα θα γεφύρωνε αναζητήσεις και θα βελτίωνε αποτελέσματα. Στον τομέα αυτό -κεντρικής σημασίας- είμαστε πολύ πίσω. Η θετική απήχηση που είχαν οι εθνογραφικές ανακοινώσεις των δυο κυρίων από τη Θεσσαλία δείχνει τη δίψα για αυτοψία, για επιτόπια συστηματική έρευνα, που την ανάγκη της συνειδητοποιούν με διαφορετικό βαθμό και τρόπο οι συνάδελφοι όλων των ειδικοτήτων. Διαπίστωση τέταρτη: Μας δόθηκε η ευκαιρία να απολαύσουμε -ας μου επιτραπεί η χρήση του ρήματος και ας κατηγορηθώ για επαγγελματική παραμόρφωσηενδιαφέρουσες για τη σφαιρικότητα τους προσπάθειες ιστορικών τοποθετήσεων, για τη συστηματικότητα αξιοποίησης παραστατικού η αρχειακού υλικού, φιλολογικών πηγών, ανθρωπωνυμιών και αναγνώσεις χώρου για την οξυδέρκεια τους. Διαπίστωση πέμπτη: Οι οικονομικές μελέτες πλήθυναν, ο τεκμηριωμένος προσιτός οικονομικός λόγος μας γοήτευσε, οι οικονομολόγοι μας "τα βρήκαν" ομαλά (πράγμα που δεν συμβαίνει στους καιρούς

Διαπίστωση έκτη: Απ' όλη αυτή την "Ελλάδος περιήγηση" δημιουργήθηκε, πιστεύω, σε όλους έντονη η ανάγκη των βαθύτερων πολυεπιστημονικών προσεγγίσεων. Βαθύτερων, θέλω να πω ομαδικών, μακροχρονίων, με αξιοποιούμενες ομαδικά τις μεθόδους που είδαμε εφαρμοζόμενες ατομικά και με περισσότερο διευκρινισμένες κάποιες ορολογίες, που χρησιμοποιούμε όλοι. Και για να επιτευχθεί αυτό χρειαζόμαστε θεσμούς που θα συνεχίσουν τις γενικού ενδιαφέροντος αναζητήσεις, όπως αυτόν των συνεδρίων, και άλλους που θα επανέρχονται σε καίρια θέματα για να τα βαθύνουν, όπως ο άρτος. Οι θεσμοί αυτοί δεν είναι μόνο έργο των ειδικών, από αυτούς ζητάμε συνήθως πάρα πολλά, ενώ τους προσφέρουμε πολύ λίγα. Οι θεσμοί είναι και έργο του κράτους, και έργο των επιστημονικών φορέων άλλα και έργο των επαγγελματικών φορέων. (Στον τόπο μας ειδικευόμαστε όλοι στη μετάθεση ευθυνών, που δημιουργεί ένα γενικό κλίμα ανευθυνότητας: ζούμε τις συνέπειες της). Οι εκδόσεις για τον άρτο. το μουσείο του ψωμιού είναι έργο και των επαγγελματικών φορέων, και μέσα στις σημερινές συνθήκες, αν ποτέ αποκτήσουμε μουσείο ψωμιού, αυτό θα είναι έργο μόνο των επαγγελματικών φορέων. Διαπίστωση έβδομη: Ακούσαμε σε αρκετές ανακοινώσεις σοβαρές επιδιώξεις εφαρμογής των επιστημονικών εργασιών μας σε έργα πλατιάς κοινωνικής απήχησης: μουσεία, πάρκα. Αξίες ιδιαίτερης τιμής οι επιδιώξεις αυτές, θα πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε εδώ τη σημασία της πρακτικής διάστασης. Σχεδιασμός, κόστος, βιωσιμότητα είναι προκαθοριστικά στοιχεία, που πρέπει να μελετηθούν πολύ προσεκτικά. Πρέπει να πείσουμε και να υπηρετήσουμε το κοινό για να βρούμε από αυτό την αναμενόμενη και αναγκαία ανταπόκριση. Όλα αυτά μας οδηγούν και πάλι στην υπέρβαση των στεγανών, στη συνεργασία, την πολυεπιστημονικότητα. Οι γνωριμίες που καλλιεργούνται μεταξύ μας στα συνέδρια, όπως το σημερινό, δεν μας βοηθούν μονό να βάλουμε τα ονόματα πάνω στα πρόσωπα ή αυτά πάνω στις βιβλιογραφικές αναφορές. Μας βοηθούν να επικοινωνήσουμε, να ανασυγκροτήσουμε την επιστημονική μας κοινότητα και να βελτιώσουμε σ' ένα ποσοστό τη συμβολή της στην -και

την αποδοχή της από την- ευρύτερη κοινότητα. Η επιτυχής συνεργασία έρευνας και βιομηχανίας, που έγινε σήμερα, ήταν ένα καλό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Μια ανακεφαλαίωση εντυπώσεων, και των πιο θετικών, για να θεωρηθεί καταρχήν αντικειμενική, θα πρέπει να εμπεριέχει και κάποια επισήμανση βελτιώσιμων σημείων. Θα είχα μία μονή παρατήρηση, αυτήν που είχα διατυπώσει και στο προηγούμενο συνέδριο. Χάσαμε πολύτιμο υλικό ιδιαίτερα αξιόλογων ανακοινώσεων η γιατί ο ομιλητής δεν είχε χρονομετρήσει το κείμενο του και έτρεχε πίσω από το ρολόι η γιατί δεν θέλησε να δώσει στο πνευματικό του παιδί το χρώμα, την ανάσα, την ομορφιά, που το υλικό του επέτρεπε να έχει. Η ανακοίνωση είναι επίσης ένα σόου όπού το νεύρο, το τέμπο, το χιούμορ παίζουν ένα σημαντικό ρολό, αν όχι τον πρώτο. Οι περικοπές ωφελούν, οι συμπυκνώσεις βελτιώνουν. Είχαμε αρκετά παραδείγματα που το τεκμηρίωσαν. Αυτό είναι ένα σημείο που θα πρέπει να προσεχτεί ιδιαίτερα: άλλο διαβάζω ένα κείμενο και άλλο μιλώ στηριγμένος σ' ένα κείμενο. Καιρός, τέλος, να έρθουμε και στα κείμενα μας. Θέρμη παράκληση να μας σταλούν καθαροδακτυλογραφημένα, τελικά, ως την 1η Ιουνίου μαζί με το παραστατικό τους υλικό, που θα επιλέγει, συζητηθεί και αποφασιστεί κατά την παράδοση του. Οι εργασίες σας στοιχειοθετούν έναν εξαιρετικό τόμο, μην τον καθυστερούμε. Κλείνοντας, θα ήθελα να προσθέσω το ποσό θα ήθελα να είναι σήμερα μαζί μας ο Κίτσος Μακρής και ο Δημήτρης Θεοχαρης. που τόσα πρόσφεραν στον τόπο αυτό και που τόσο μας λείπουν. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


Ο χρονογράφος των ελληνικών πολιτειακών πραγμάτων θα μπορούσε να σημειώσει κατά την τελευταία πενταετία και θετικά στοιχεία για τον μικρό και άκρως παραμελημένο χώρο των κρατικών αρχείων: εκλογή διευθυντή των Γενικών Αρχείων του Κράτους. Εφορεία των ΓΑΚ που γνωρίζει να χαράζει αρχειακή πολιτική, σύνταξη και ψήφιση νέου νόμου για τα Αρχεία (Ν. 1946 91) και απόσπαση επιλεγμένων νέων ανθρώπων, καθηγητών από τη Μέση Εκπαίδευση, για να υπηρετήσουν στα ΓΑΚ και. κυρίως, στα περιφερειακά αρχεία. Και για να αποδειχτεί πόσο είμαστε έτοιμοι για σχέδια και πρωτοβουλίες, ιδρύθηκε αμέσως (1990) και το επιστημονικό σωματείο Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία και γράφτηκαν μέλη του κυρίως οι άνθρωποι που υπηρετούν στα αρχεία, τα κρατικά άλλα και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και ιστορικοί ερευνητές και πανεπιστημιακοί. Η Εταιρεία εκδίδει το ενημερωτικό φυλλάδιο Αρχειακά νέα και κυκλοφόρησε το 1991 το πρώτο της βιβλιαράκι: Η φυσιογνωμία του αρχειακού, με μεταφρασμένα κείμενα οκτώ ξένων ειδικών. Το Συμπόσιο Αρχειονομίας οργανώθηκε ένα χρόνο μετά την πρώτη Συνάντηση Αρχειακών (Πρέβεζα. Σεπτέμβριος 1990), με τη φιλοδοξία να βαθύνει τον προβληματισμό στα θέματα των αρχείων και της αρχειονομίας και να αναζητήσει μεθόδους προσέγγισης των προβλημάτων που σχετίζονται με τη δημιουργία και των αρχείων που έχουμε ανάγκη άλλα και της "φυσιογνωμίας των αρχειακών" που θα τα υπηρετήσουν. Σε μια εποχή που οι πρόοδοι της πληροφορικής μάς θέτουν, με νέα ερωτήματα, τα προβλήματα κατάκτησης και διάδοσης των πληροφοριών σε ένα αδιάσπαστο δίκτυο, που όλο και θα επεκτείνεται, ο τίτλος του Συμποσίου μπορεί να θεωρηθεί και συνθηματικός. Στην πρώτη ενότητα του Συμποσίου Εθνικός ιστός αρχείων, ο συντονιστής της Νίκος Καραπιδάκης παρουσίασε την εισήγηση. Εθνικό δίκτυο αρχείων: ο σχεδιασμός. για να ακολουθήσουν η Αλίκη Νικηφότου -Testone. Η ανατομία ενός περιφερειακού αρχείου: δραστηριοποίηση και προοπτικές. και ο Δημήτρης Γεωργόπουλος. Αρχεία νομών και αρχεία: από την επισήμανση στην έρευνα. Και οι δυο ανακοινώσεις, με βάση τις εμπειρίες της Κέρκυρας και του Ναυπλίου αντίστοιχα, περιέγραψαν παραδειγματικά τα προβλήματα και τις προοπτικές της εφαρμογής του εθνικού δικτύου, του οποίου η πλήρης εξάπλωση, με τις σημερινές δυνατότητες, θα απαιτήσει 25 χρόνια προσπαθειών. Η αρχειονόμος από τη

Βενετία Claudia Salmini παρουσίασε την ιταλική εμπειρία. Η μηχανοργάνωση των ιταλικών αρχείων: σύντομες ιστορικές αναφορές και κάποιες εμπειρίες. Η δεύτερη ενότητα. Εκκλησιαστικά και μοναστηριακά αρχεία, σκόπευε στον εμπλουτισμό της προβληματικής του Συμποσίου με την έκθεση ζητημάτων των αρχείων μακράς παράδοσης, που δεν είναι κρατικά και όμως έχουν ως σήμερα παράγωγη αρχειακού υλικού. Προηγουμένως, σε μία ενδιάμεση των δυο ενοτήτων ανακοίνωση, ο Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης παρουσίασε την εισήγηση. Οι ανάγκες της ιστορικής έρευνας και τα όρια της αρχειονομίας. Ο συντονιστής της ενότητας Κρίτων Χρυσοχοΐδης παρουσίασε την ανακοίνωση. Επισκοπικά και μοναστηριακά αρχεία. Είχε προηγηθεί ο Αγαμέμνων Τσελίκας. Πατριαρχικά αρχεία: η περίπτωση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, για να ακολουθήσει ο πρωτοπρεσβύτερος Αθανάσιος Τσίτσας. Το αρχείο Πρωτοπαπάδων Κερκύρας. Η τρίτη ενότητα του Συμποσίου είχε θέμα. Η φυσιογνωμία του αρχειακού, με συντονιστή τον Σπύρο Ασδραχά. Τις γενικές εισηγήσεις του συντονιστή, της Γαλλίδας αρχειονόμου Paule René-Bazin και της Λιτσας Μπαφούνη συμπλήρωσαν οι ανακοινώσεις του Νέστορα Μπαμίδη. Απόψεις της διεθνούς αρχειακής κοινότητας για την ελληνική κατάρτιση και η ελληνική πραγματικότητα, και η συλλογική ανακοίνωση των Βαγγέλη Νίκου, Μαρίας Ιακώβου-Οικονόμου και Κάλλιας Χατζηγιάννη. Συμπληρωματικές δραστηριότητες του αρχειακού: Διοίκηση και Εκπαίδευση. Την ενότητα και το Συμπόσιο έκλεισε συζήτηση στην οποία πήραν μέρος ο Σπύρος Ασδραχας, ο Νίκος Καραπιδάκης, η Χρύσα Μαλτέζου και ο Βασίλης Παναγιωτοπουλος. Η συζήτηση συνδυάστηκε και με την πρόθεση της Πολιτείας και του Ιονίου Πανεπιστημίου να ιδρύσει στην Κέρκυρα Τμήμα Αρχειονομίας και Βιβλιοθηκονομίας, και αναπτύχθηκαν διαφοροποιημένες απόψεις, όχι αναγκαστικά αγεφύρωτες, για τη φυσιογνωμία του αρχειακού, που υπάρχει ο κίνδυνος, οριακά, να οδηγηθεί σε ταξινομικό διεκπεραιωτή του παραγόμενου από τη διοίκηση αρχειακού υλικού με τους δικούς της όρους. Αντίδοτο, σ' αυτό τον κίνδυνο, προβλήθηκε η ιστορική παιδεία του αρχειονόμου και ο συνδυασμός της με όλα τα τεχνοκρατικά εφόδια, ώστε μαζί με την απαραίτητη υποδομή, που πρέπει να δημιουργηθεί στο χώρο των αρχείων, να είναι παρούσα η γνώση και η ευαισθησία του ιστορικού σε όλες τις δραστηριότητες του αρχειακού.

Το Διεθνές Συμπόσιο Ναυπηγικής στην Αρχαιότητα, που διοργανώνεται κάθε δυο χρονιά από το Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης και τέλει υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστήμων, έγινε στο Κέντρο Μελετών της Ακροπόλεως, που προσφέρθηκε ευγενικά, από τις 29 Αυγούστου ως την 1η Σεπτεμβρίου 1991. Στο Συμπόσιο αυτό. τέταρτο στη σειρά, πήραν μέρος περισσότεροι από εκατό σύνεδροι. Έλληνες και ξένοι, και έγιναν περίπου εξήντα επιστημονικές ανακοινώσεις σχετικές με τη ναυπηγία των πλοίων από την προϊστορική ως τη βυζαντινή εποχή. Διακεκριμένοι Έλληνες και ξένοι επιστήμονες ανέπτυξαν και συζήτησαν θέματα σχετικά με τα προβλήματα και τις θεωρίες που έχουν διατυπωθεί γύρω από την κατασκευή, το ταξίδεμα και τη συμπεριφορά γενικά των αρχαίων πλοίων καθώς και τη σημασία τους και τη συνεισφορά τους στον πολιτισμό της εποχής στην οποία αναπτύχθηκαν. Οι ομιλητές εστίασαν τα θέματα τους κυρίως στα πλοία της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, και στο σημείο αυτό η συμβολή της ομάδας ομιλητών από το Ισραήλ υπήρξε αποφασιστική, καθώς και στις προεκτάσεις και τις αλληλεπιδράσεις που αυτά υπέστησαν από πλησιέστερους ή πιο απομακρυσμένους τύπους, στη διαμόρφωση των λιμανιών, των μέσων φορτοεκφορτώσεων κ.λπ. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν οι ανακοινώσεις του κ. Π. Καλλιγά για το χάλκινο έμβολο ενός μικρού πλοίου της συλλογής του Μουσείου Κανελλοπούλου, της κας Φαν. Δακορωνιά για μια σειρά από όστρακα με παραστάσεις πλοίων από την Κύνο στους Λιβανάτες της κας Χαρ. Γεωργίου σχετικά με την ιστιοφορία και ιστιοπλοΐα των αρχαίων πλοίων, η μελέτη μιας ρωμαϊκής επιτύμβιας στήλης από το Τυμπάκι της Κρήτης του κ. Χ. Κριτζά, η ανακοίνωση για τη σκευοθήκη του Φίλωνος του κ. Γ. Στεινχάουερ, η παρουσίαση από τον καθηγητή Lionel Casson ενός αιγυπτιακού παπύρου σχετικού με τη ναυπήγηση πλοίου και των διαδοχικών εργασιών πάνω σ' αυτό και πολλές άλλες ανακοινώσεις εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Στις παρασυνεδριακές εκδηλώσεις οι σύνεδροι ξεναγήθηκαν στην Ακρόπολη από τον κ. Π. Καλλιγά και ενημερώθηκαν για τις εργασίες αναστήλωσης της, επισκέφθηκαν το Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, τα Μακρά Τείχη του Πειραιά κ.α. Παράλληλα κυκλοφόρησαν και τα πρακτικά του Δευτέρου Συμποσίου Ναυπηγικής στην Αρχαιότητα με τίτλο "Τρόπις II" και ετοιμάζονται τα πρακτικά των Συμποσίων 3 και 4 (Τρόπις III και Τρόπις IV).

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ

Α. ΤΖΑΜΤΖΗΣ


Επρόκειτο για ένα κλειστό διεθνές συμπόσιο μεταξύ ειδικών για την παραγωγή των δύο σημαντικών παραδοσιακών προϊόντων του μεσογειακού χώρου, λαδιού και κρασιού, από την εποχή του χαλκού ως το τέλος του 16ου αιώνα, που διοργάνωσαν το Κέντρο Camille Jullian (CNRS) του Αιχ-enProvence και το Αρχαιολογικό Κέντρο του Var. Η ιδιαιτερότητα του συμποσίου έγκειται στο γεγονός ότι και τις δύο ήμερες που διήρκεσαν οι εργασίες του με πρωινές και απογευματινές συνεδρίες, δεν παρουσιάτηκαν οι ανακοινώσεις από τους συμμετέχοντες, άλλα έγιναν συζητήσεις πάνω στις τριάντα μια ανακοινώσεις που είχαν σταλεί εγκαίρως στους επιστήμονες που συμμετείχαν είτε με ανακοίνωση είτε ως ακροατές. Οι εργασίες του συμποσίου αναλώθηκαν σε εξειδικευμένες ερωτήσεις και αναλυτικές συζητήσεις πάνω σε θέματα που έθεταν οι ανακοινώσεις των εισηγητών, η γενικότερα ζητήματα που παραμένουν ανοικτά στην έρευνα της παράγωγης των δυο αυτών χαρακτηριστικών μεσογειακών προϊόντων. Στο συμπόσιο αυτό επιχειρήθηκε για πρώτη φορά μια διεπιστημονική και διαχρονική προσέγγιση του θέματος από εξειδικευμένους επιστήμονες (αρχαιολόγους, ιστορικούς, εθνολόγους). Οι ανακοινώσεις και οι συζητήσεις κάλυψαν τις δυο πρώτες ήμερες του συμποσίου και οργανώθηκαν γύρω από δυο βασικούς άξονες: Πρώτη ημέρα: Η συζήτηση αφορούσε τις τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως αυτές παρουσιάζονται σε όλες τις χώρες της μεσογειακής λεκάνης, τα δάνεια και τις επιδράσεις όσον αφορά την εξέλιξη των χρησιμοποιουμένων τεχνικών σε μια χωροχρονική εξέταση αυτών, εξειδικεύοντας σε θέματα όπως:

— 20

- η χρονολογία προσδιορισμού της παραγωγής. - η προέλευση των τεχνικών μεταποίησης που χρησιμοποιήθηκαν για τα δυο αυτά προϊόντα. - οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέσα στη μεγάλη αυτή χρονική περίοδο, τόσο σε ποιοτικό όσο και σε ποσοτικό επίπεδο. Δεύτερη ημέρα: Η συζήτηση αφορούσε ζητήματα εξειδικευμένα όσον αφορά τις τεχνικές και κινήθηκε στα εξής βασικά ερωτήματα: πως μπορούμε να διακρίνουμε, στους αρχαίους ιδιαίτερα, μια εγκατάσταση παράγωγης λαδιού από μια αντίστοιχη κρασιού και με ποια κριτήρια για κάθε εποχή, πως μπορούμε να εξηγήσουμε τη διάδοση των τεχνικών και τις βελτιώσεις που έχουν επέλθει και πώς αυτές έχουν επηρεάσει την παραγωγικότητα και την ποιότητα των προϊόντων αυτών, πώς οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρέασαν την οικονομικοκοινωνική εξέλιξη των μεσογειακών χωρών (σχέση τεχνικών και οικονομίας). Τρίτη ημέρα: Περιλάμβανε επίσκεψηξενάγηση στην περιοχή Entremont (λίγα χιλιόμετρα έξω από το Aix-en-Provence). οπού έχουν ανασκαφεί τα ερείπια μιας κελτο-λιγυρικής πόλης με ενδιαφέροντα εργαστήρια παράγωγης λαδιού άλλα και επεξεργασίας μετάλλων. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε επίσκεψη στον ανασκαφικό χώρο Garde (ανατολικά της Toulon), όπου υπάρχει ένα σύνολο ρωμαϊκών εγκαταστάσεων παραγωγής λαδιού. Η ήμερα έκλεισε με επίσκεψη σε ένα παραδοσιακό υδροκίνητο λιοτρίβι που λειτουργεί ως σήμερα και σε μια εγκατάσταση οινοποίησης στην περιοχή Le Luc (Domaine Colbert). Στην ανάπτυξη των θεμάτων οι συγγράφεις χρησιμοποίησαν όλες τις διαθέσιμες πήγες πληροφόρησης για την όσο το δυνατόν πληρέστερη διαφώτιση των προβλημάτων, που ξεκινάει με τα ανασκαφικά εύρημα τα, πλουτίζεται με επιγραφές και κείμενα (παλαιά και νεότερα) και συμπληρώνεται με τα δεδομένα της εθνολογικής έρευνας. Στην παρουσίαση των ανακοινώσεων ακολουθήθηκε μία χωροχρονική σειρά που κάλυψε ολόκληρο το μεσογειακό χώρο, ξεκινώντας από την Ανατολική Μεσόγειο (Αίγυπτος, Φοινίκη, Συρία, Κύπρος), και φτάνοντας ως την άλλη άκρη της μεσογειακής λεκάνης (Ισπανία, Πορτογαλία). Οι ανακοινώσεις κάλυψαν σημαντικές περιόδους, όπως η φαραωνική, η μινωική, η κλασική για την Ανατολική Μεσόγειο, η ρωμαϊκή και ο Μεσαίωνας για τη Δυτική Μεσόγειο. Η παραγωγή του κρασιού και του λαδιού ήταν γνωστές στη φαραωνική Αίγυπτο, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα (αμφορείς και επιγραφές). Η συμβολή των Συρο-Φοινικών στη μετρική του λαδιού

υπήρξε σημαντική και επηρέασε όλους τους τύπους μέτρησης λαδιού και κρασιού στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Συρία και η Κύπρος είναι ιδιαίτερα γνωστές ως μεγάλες ελαιοπαραγωγές περιοχές κατά τη ρωμαιο-βυζαντινή περίοδο. Αλλά και στην εποχή του χαλκού υπάρχουν ενδείξεις και παραδείγματα που αφορούν την προηγμένη τεχνολογία στην παράγωγη του λαδιού. Στο Ισραήλ έχουν γίνει συστηματικές έρευνες, κυρίως αρχαιολογικές, που καλύπτουν την αρχαιότητα και αφορούν τις τεχνικές και τον εργαλειακό εξοπλισμό που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του λαδιού. Αρχαιολογικά ευρήματα στην Κύπρο, εξεταζόμενα με το νέο πρίσμα της επιστήμης, έρχονται να επιβεβαιώσουν την υπόθεση ότι πρόκειται για υπαίθρια πιεστήρια λαδιού. Τα νησιά του Αιγαίου (Κρήτη. Ρόδος. Δήλος. Θάσος), με προεξάρχουσα την Κρήτη, έχουν σημαντική παρουσία στην παράγωγη και εμπορία του λαδιού και του κρασιού στην αρχαιότητα. Από τις κατά παράδοση ελαιοπαραγωγές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας παρουσιάστηκε μόνο η περιοχή τη βόρειας Αργολίδας, οπού έχουν γίνει μακροχρόνιες συστηματικές εθνοαρχαιολογικές έρευνες. Το λάδι ήταν για την περιοχή αυτή ένα εμπορεύσιμο προϊόν με το οποίο πραγματοποιούσαν εμπορικές ανταλλαγές με τη Μαύρη θάλασσα. Αλλά και στην περιοχή της Μαύρης θάλασσας τα αρχαιολογικά ευρήματα μας πληροφορούν ότι η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν γνωστή, και η παράγωγη του κρασιού ξεπερνούσε τις τοπικές ανάγκες. Στην περιοχή της Δαλματίας, κυρίως προς το εσωτερικό της χωράς, η ελιά και το αμπέλι κατείχαν σημαντική θέση. Συστηματικότερες είναι οι έρευνες και


Ελληνιστικό λιοτρίβι στη Maresha του Ισραήλ (ανασκαφή 1991).

πλούσια τα στοιχεία από τη ρωμαϊκή εποχή ως το μεσαίωνα, που αφορούν την παραγωγή και εμπορία του κρασιού και του λαδιού στην περιοχή της Ιταλίας, και ιδιαίτερα στις περιοχές της Ετρουρίας, του Λατίου, της Καμπάνιας, που υπήρξαν για μεγάλη χρονική περίοδο οι πιο σημαντικές παράγωγες περιοχές. Στη Γαλλία, που η παραγωγή αυτών των δυο προϊόντων ξεκίνησε από την περιοχή της Μασσαλίας, γνωρίζουμε ότι η τοπική παραγωγή λαδιού και κρασιού δεν άρχισε πριν τον 2ο π.Χ. αιώνα. Στην περιοχή της Προβηγκίας η αμπελοκαλλιέργεια γνώρισε άνθηση στα τέλη του 14ου αιώνα. Η Κορσική έχει να παρουσιάσει αξιόλογες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της επεξεργασίας του σταφυλιού και της ελιάς στα τέλη του 18ου αιώνα. Στη δυτική πλευρά της Μεσογείου, ερίζουν οι επιστήμονες για την ακριβή χρονολογία εισαγωγής της καλλιέργειας της ελιάς και του αμπελιού στην Ιβηρική χερσόνησο. Η ρωμαϊκή περίοδος τοποθετείται ως όριο ante quern. Η χωροχρονική εξέταση των θεμάτων αυτών έκλεισε με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων που αφορούν τους ελαιόμυλους και τα πιεστήρια λαδιού (λειτουργία, παραγωγικότητα) στις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Τέλος, το Συμπόσιο έκλεισε με ανακοινώσεις γενικότερου περιεχομένου που αφορούσαν τα υποπροϊόντα και την ποικιλία της χρήσης, τα μετρικά συστήματα και την παραγωγικότητα των ρωμαϊκών πιεστηρίων των δυο αυτών προϊόντων. Πολλά από τα θέματα του συμποσίου αυτού τέθηκαν ως ερωτήματα στην επιστήμη και στην έρευνα της παραγωγής του λαδιού και του κρασιού που προχωρεί με γρήγορο ρυθμό, ιδιαίτερα όσον αφορά την αρχαιότητα. Απομένει λοιπόν, στο επόμενο συμπόσιο, να συμπεριληφθεί και η νεότερη εποχή, που διασώζει πολλά σημαντικά τεκμήρια για τα ερωτήματα που βασάνισαν επί τριήμερο τους επιστήμονες. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Με έδρα τη Δανία και με εκατό περίπου μέλη σε δεκαεπτά χώρες, το ISPIM είναι ένας μικρός, δυναμικός, διεθνής οργανισμός που εργάζεται συστηματικά για την προσέλκυση του ενδιαφέροντος στη σημασία της καινοτομίας και τη διευκόλυνση επαφών και συνεργασίας μεταξύ εκείνων που ασχολούνται επαγγελματικά με την ανάπτυξη και το μάνατζμεντ της καινοτομίας στην εκπαίδευση, τη βιομηχανική παραγωγή και τις επιχειρήσεις. Η Διεθνής Εταιρεία για το Επαγγελματικό Μάνατζμεντ της Καινοτομίας (ISPIM) ξεκίνησε το 1974, ύστερα από μια συνάντηση δεκαοκτώ ατόμων από πέντε χώρες στο Trondheim της Νορβηγίας. Τα τρία πρώτα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ήταν οι καθηγητές Knut Holt. Heinz Hubner και Rintaro Muramatsu, από πανεπιστήμια της Νορβηγίας, της Αυστρίας και της Ιαπωνίας αντίστοιχα. Με κορυφαία εκδήλωση το ανά διετία διεθνές συνέδριο, η Εταιρεία στοχεύει στη μελέτη και διάδοση του γνωστικού υλικού και των αρχών που κατευθύνουν την καινοτομική δραστηριότητα και στη δημιουργία του κλίματος και των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την ανταλλαγή απόψεων και τη συνεργασία μεταξύ εκείνων που η επαγγελματική τους απασχόληση περιλαμβάνει ευθύνες για τη θεωρητική ανάπτυξη η την πρακτική αξιοποίηση καινοτομιών. Τα μέλη της Εταιρείας προέρχονται από

τρεις χώρους: τα πανεπιστήμια (σήμερα το 43% των μελών), τον επιχειρηματικό κόσμο (24% των μελών) και τους συμβούλους (33% των μελών). Το τελευταίο συνέδριο έγινε στο Ισραήλ, τον Οκτώβριο του 1991. Το επόμενο έχει προγραμματιστεί για το Σεπτέμβριο του 1993 στο Eindhoven της Ολλανδίας, με θέμα Ή αξιοποίηση των καινοτομιών". Την οργάνωση έχει αναλάβει ομάδα καθηγητών του Πολυτεχνείου του Eindhoven, υπό την προεδρία του καθηγητή C. Η. Botter. Για φέτος αποφασίστηκε μια άτυπη διεθνής συνάντηση, από 23 έως 25 Αυγούστου, στην Κοπεγχάγη, με θέμα "Το γεφύρωμα της θεωρίας και της πράξης στο μάνατζμεντ της καινοτομίας". Την οργάνωση έχει αναλάβει επιτροπή υπό την προεδρία του καθηγητή Tore Kristensen, του Ινστιτούτου Μάρκετινγκ, της Ανωτάτης Σχολής Εμπορικών και Βιομηχανικών Σπουδών της Κοπεγχάγης. Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στην έδρα της Εταιρείας: Mr Jens Arleth, ISPIM President, c/ο Center for Advanced Technology, Fredenksborgvej 399. DK-4000 Roskilde, Denmark, η στη διεύθυνση του τριμηνιαίου ενημερωτικού δελτίου της εταιρείας: ISPIM News. ταχ. θυρίδα 10.977. 541 10 Θεσσαλονίκη.

10-21 Νοεμβρίου 1991. Λίβερπουλ και Λονδίνο. Τριάντα οκτώ εκλεκτοί ομιλητές και οκτώ ενδιαφέροντα μουσεία η μουσειακά κέντρα ήταν για δέκα ημέρες στη διάθεση των δεκαεπτά ανωτέρων και ανωτάτων στελεχών μουσείων, από δεκατρείς χώρες, που παρακολούθησαν αυτό το διεθνές σεμινάριο. Με τη γνωστή του επιμέλεια και μεθοδικότητα, το Βρετανικό Συμβούλιο πέτυχε να οργανώσει ένα εντυπωσιακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, επιλέγοντας ως εισηγητές τους κορυφαίους του μουσειακού κόσμου της Αγγλίας και προσφέροντας για επίσκεψη και μελέτη χαρακτηριστικά η εξειδικευμένα μουσεία. Την οργάνωση και διεύθυνση του σεμιναρίου το Βρετανικό Συμβούλιο είχε αναθέσει στον κ. Richard Foster, διευθυντή των μουσείων και των πινακοθηκών στο Merseyside του Λίβερπουλ.

Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Δρ. Peter Addyman. διευθυντής του Αρχαιολογικού Ιδρύματος της πόλης York, ο Δρ. Allan Borg. γενικός διευθυντής του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου του Λονδίνου, ο Δρ. John Coiley, διευθυντής του Εθνικού Σιδηροδρομικού Μουσείου, ο Δρ. Neil Cossons, διευθυντής του Επιστημονικού και Τεχνικού Μουσείου του Λονδίνου, ο κ. Κοlin Ford, διευθυντής του Εθνικού Μουσείου Φωτογραφίας. Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, ο Δρ. Patrick Greene, διευθυντής του Επιστημονικού και Βιομηχανικού Μουσείου του Μάντσεστερ, ο κ. Max Hebditch. διευθυντής του Μουσείου του Λονδίνου, ο κ. Peter Lewis, διευθυντής του Υπαίθριου Μουσείου της Βόρειας Αγγλίας στο Beamish, ο κ. Neil MacGregor. διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης στο Λονδίνο, και η κα Helen Rees. διευθυντής του Design Museum του Λονδίνου.

Μ. ΙΑΤΡΙΔΗΣ


Μεταξύ των "ειδικών" ήταν η Δρ. Deborah Swallow, υπεύθυνη της πτέρυγας των Ινδιών στο Μουσείο Victoria and Albert του Λονδίνου, ο υπεύθυνος εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Πινακοθήκης Tate στο Λίβερπουλ, η σύμβουλος για θέματα επισκεπτών με ειδικές ανάγκες του Εθνικού Συμβουλίου Μουσείων, ο διευθυντής Μάρκετιγκ του Επιστημονικού και Τεχνικού Μουσείου του Λονδίνου και -μόνη μη βρετανική προσωπικότητα- η κα Marieke Burgers, διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων του Ναυτικού Μουσείου του Ρόττερνταμ. Τέλος, πήρε μέρος στο σεμινάριο ο κ. Kenneth Hudson, διευθυντής του Οργανισμού "European Museum of the Year", από το Bath της Αγγλίας. Οι χώρες προέλευσης όσων παρακολούθησαν το σεμινάριο ήταν: Αιθιοπία, Αυστραλία (3 άτομα), Βενεζουέλα, Γιουγκοσλαβία, Γερμανία, Ιορδανία, Ισπανία, Μαλαισία (2), Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία (2), Πορτογαλία, Χιλή. Από την Ελλάδα το παρακολούθησε ο διευθυντής του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης κ. Μ. Ιατρίδης. Αν και οι συζητήσεις περιέλαβαν και θέματα η προβλήματα που απασχολούσαν

τους μετέχοντες, ο κύριος άξονας των παρουσιάσεων και συζητήσεων ήταν αυτό ακριβώς που δηλώνει ο τίτλος του σεμιναρίου: η ανάγκη -και ο τρόπος υπεύθυνης αντιμετώπισης- για αύξηση και διευκόλυνση της πρόσβασης του κοινού στα μουσεία. Τα μουσεία συνειδητοποιούν ότι περισσότερα άτομα -πολλά με ειδικές ανάγκεςενδιαφέρονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε μεγαλύτερο μέρος των συλλογών και των άλλων δραστηριοτήτων τους. Και αυτό το αίτημα πιστεύουν ότι κατά κύριο λόγο. πρέπει να απασχολήσει τα μουσεία, στη δεκαετία του 1990. Στο πλαίσιο αυτό. οι ομιλητές παρουσίασαν, και οι επισκέψεις κατέδειξαν, τι έχουν κάνει τα μουσεία στην Αγγλία στον τομέα αυτό και. το σημαντικότερο, τι σχεδιάζουν να κάνουν στην επόμενη δεκαετία. Αν και όλα τα μουσεία δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο εξέλιξης, δεν έχουν την ίδια φιλοσοφία, ούτε την ίδια οικονομική άνεση, έντονη είναι η παραδοχή ότι τα μουσεία κύριο προορισμό έχουν την εξυπηρέτηση του ενδιαφερόμενου επισκέπτη. Επενδύουν, συνεπώς, χρόνο και χρήμα για να επισημάνουν τα χαρακτηριστικά των νέων ομάδων

επισκεπτών, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους. Σήμανση προς τα μουσεία, είσοδοι, κλιμακοστάσια, μέγεθος γραμμάτων και θέση επιγραφών, απόσταση εκθεμάτων από το δάπεδο, τουαλέτες, φωτισμός, εκπαίδευση ξεναγών, βοηθήματα οπτικά, ακουστικά και αφής για ειδικές ομάδες (παιδιά ηλικίας 5-7 ετών, ηλικιωμένοι, βαρήκοοι, τυφλοί, ξενόγλωσσοι), αναψυκτήρια, καταστήματα πώλησης αναμνηστικών και πολλές άλλες πλευρές της δομής και της υποδομής των μουσείων βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των υπευθύνων για τη συνέχιση και αύξηση της παρουσίας των μουσείων στην κοινωνία, που σε παγκόσμια κλίμακα υφίσταται σήμερα κοσμογονικές αλλαγές. Διαφορετικά, τόνισαν οι εισηγητές, και συμφώνησαν οι μετέχοντες στο σεμινάριο η παρέμβαση των μουσείων στο πολιτιστικό γίγνεσθαι του τόπου, και ο σημερινός ψυχαγωγικός, ενημερωτικός και επιμορφωτικός τους ρόλος, σύντομα θα υποβαθμιστεί.

Να μίλα κάνεις για τα Σεμινάρια της Ερμούπολης την ώρα που η πόλη αυτή περνά κρίσιμες στιγμές μπορεί να μοιάζει ασέβεια. Η ζωηρή, ευρηματική και παραγωγική μικροκοινωνία, που αγάπησαν όσοι τη γνώρισαν από κοντά και τη μελέτησαν, καταδικάζεται σε μαρασμό -ή πάντως, σε σοβαρή αλλοίωση. Οι εφήμερες ιδεοληψίες της μόδας οδηγούν σε κλείσιμο το Νεώριο, την πιο σημαντική παραγωγική μονάδα του νησιού, εξανεμίζοντας έτσι μια συσσώρευση, που έχει πραγματοποιηθεί επί έναν αιώνα και περισσότερο, σε επενδεδυμένο κεφάλαιο, τεχνογνωσία και υψηλά ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Και τούτο χωρίς καμία πρόταση, κανένα σχέδιο για την αναδιάταξη του ναυπηγοεπισκευαστικού τομέα σε εθνικό επίπεδο. Λογαριάζει άραγε κανείς το διαφυγόν κέρδος που προκύπτει για την εθνική οικονομία από την επικείμενη μετατροπή στελεχών της παράγωγης σε γκαρσόνια: Ωστόσο, τα Σεμινάρια αυτά είναι ακριβώς η εκδήλωση της αγάπης και της δημιουργικότητας που εμπνέει η νησιωτική πολιτεία με την πλούσια ιστορία. Οι οργανωτές, οι φίλοι και οι τακτικοί συνεργάτες των Σεμιναρίων είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν την εκδήλωση αυτή που έχει γίνει πια θεσμός, αφού ετοιμάζει εφέτος την όγδοη ετήσια παρουσία του στην Ερμούπολη. Η έβδομη συνάντηση, τον Ιούλιο 1991. ήταν ίσως μία από τις καλύτερες στιγμές των Σεμιναρίων. Ο πλούτος των θεμάτων.

η ποικιλία των συμμέτοχων, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, η ποιότητα των συζητήσεων, οι νέες άριστες συνθήκες στέγασης των Σεμιναρίων στο ανακαινισμένο κτίριο που απέκτησαν τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, άφησαν σε όλους τις καλύτερες εντυπώσεις. Οι συναντήσεις άνοιξαν με μια ελληνοβουλγαρική συνάντηση με θέμα "Εκλογές

και πολιτικά κόμματα. Δυνατότητες και μέθοδοι συγκριτικής ανάλυσης". Οι οργανωτές, ερευνητές του ΕΚΚΕ Γ. Βούλγαρης. Τ. Καφετζής. Η. Νικολακόπουλος και Γ. Σιακαντάρης. αντάλλαξαν τις εμπειρίες τους στα θέματα της λειτουργίας των εκλογικών θεσμών, της οργάνωσης δημοσκοπήσεων και της ανάλυσης των αποτελεσμάτων με τους Βουλγάρους συναδελ-

Μ. ΙΑΤΡΙΔΗΣ


ψους τους Α. losifov, Ε. Todorova. Κ. Gerov, S. Vehtskova, St. Nikolov. Β. Stavrov, και M. Frenkeva από το Ινστιτούτο Κοινωνιολογίας της Ακαδημίας της Σόφιας, που άρχισαν πολύ πρόσφατα να "ανακαλύπτουν" τα ζητήματα αυτά. έχουν ήδη αποκαταστήσει συνεργασία με το ΕΚΚΕ και επιζητούν τη συνέχιση της. Στην επομένη συνάντηση, αφιερωμένη στις "Αφηγηματικές στρατηγικές στην ιστοριογραφία", μία ομάδα 10 μεταπτυχιακών φοιτητών της Φιλοσοφικής Αθηνών, με τον καθηγητή τους Α. Λιάκο. παρουσίασαν τα πρώτα πορίσματα της μελέτης τους πάνω σε τέσσερα ιστορικά περιοδικά (Annales. Past and Present. Τα Ιστορικά. Μνήμων). Σταθεροί συμμέτοχοι των Σεμιναρίων της Ερμούπολης τα τελευταία χρόνια, οι νέοι αυτοί ιστορικοί ζωογόνησαν για άλλη μια φορά. με το γόνιμο προβληματισμό τους. τις συναντήσεις. Η τρίτη ενότητα, με θέμα "Η ύπαιθρος: ένα αγαθό που εκλείπει:", συγκέντρωσε μία σειρά ανακοινώσεων με ποικίλη θεματική. Ο Χρ. Κασίμης ανέλυσε το φαινόμενο της πολυαπασχόλησης στην ύπαιθρο στη σύγχρονη εποχή. Η Κική Καυκούλα παρουσίασε τη μελέτη για τις προσφυγικές αγροτικές εγκαταστάσεις στην Ανατολική Μακεδονία, που είχε χρηματοδοτήσει το Μορφωτικό Ινστιτούτο της ΑΤΕ. Ο Κ. Κριμπάς μίλησε για τις δημογραφικές μεταβολές στην ύπαιθρο και για τη μετανάστευση στις δεκαετίες 1950 και 1960. Ο Λ. Λουλούδης ανέλυσε την εξέλιξη της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΟΚ. Ο Ν. Μάργαρης αναφέρθηκε στην κατάσταση του πρωτογενούς τομέα στα ελληνικά νησιά, ενώ ο Ν. Μπεόπουλος ανέλυσε το ζήτημα της χρήσης λιπασμάτων στη γεωργία, την πολιτική τιμών και τις οικολογικές επιπτώσεις τους. Όλες οι ανακοινώσεις προσέγγιζαν και αναδείκνυαν τελικά το ίδιο πρόβλημα: τις ραγδαίες αλλαγές που γνώρισε η ελληνική ύπαιθρος τις τελευταίες δεκαετίες. Η επόμενη συνάντηση ήταν ένα διεθνές τριήμερο εργασίας με θέμα "Τεχνικές όψεις της εκβιομηχάνισης. Η φυσιογνωμία της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ευρωπαϊκής Μεσογείου", που οργάνωσε το πρόγραμμα "Ιστορία Επιχειρήσεων και Βιομηχανική Αρχαιολογία" του ΚΝΕ ΕΙΕ. Οι κοινές καταβολές του τεχνικού πολιτισμού στο μεσογειακό χώρο και οι διαδικασίες αφομοίωσης των βιομηχανικών τεχνικών, βασικά ζητήματα της βιομηχανικής αρχαιολογίας, αποτέλεσαν τον κοινό προβληματισμό της συνάντησης, στην οποία μίλησαν οι ιστορικοί Louis Bergeron (EHESS). για τη βιομηχανική αρχαιολογία στη Γαλλία και την Ιταλία. Jordi Nadal (Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης), για την εκβιομηχάνιση των μηηγετικών βιομηχανικών κλάδων στην Ισπανία. G. Chastagnaret (Πανεπιστήμιο Aix-enProvence), για τον μεταλλευτικό τομέα στην Ισπανία, και ο πολεοδόμος Fr. Mancuso (Ινστιτούτο Πολεοδομίας της Βενετίας), που παρουσίασε τα αποτελέσματα της πενταετούς έρευνας που έγινε από πολυμελή ομάδα, με χρηματοδότηση της περιφέρειας, για τις παλαιές βιομηχανικές εγκα-

ταστάσεις και τα τεχνικά έργα στην ευρύτερη περιοχή και την πόλη της Βενετίας. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν τα μέλη και συνεργάτες του προγράμματος: η Τ. Καλόγρη ανακοίνωσε τα πορίσματα της μελέτης της για την ιστορία της Ελληνικής Εταιρείας του Λαυρίου ο Γ. Μαχαίρας παρουσίασε τις πρώτες καταγραφές του αρχείου μηχανικών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα η Α. Φενερλή παρουσίασε τη βιογραφία ενός από τους πρώτους Έλληνες επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τον ηλεκτρισμό, του Εμμ. Ψύχα. ενώ με σύντομες παρεμβάσεις η Ε. Αβδελά αναφέρθηκε στον καταμερισμό εργασίας στην επεξεργασία του καπνού, και η Χρ. Αγριαντώνη στα προβλήματα αφομοίωσης της νέας τεχνολογίας κατά την εκβιομηχάνιση της Ελλάδας. Ο υπεύθυνος του προγράμματος (και "ψυχή" των Σεμιναρίων) Β. Παναγιωτόπουλος αναφέρθηκε στο περιεχόμενο της βιομηχανικής αρχαιολογίας και στα σχέδια για τη διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ερμούπολη. Τις διαστάσεις της ανθρώπινης εμπειρίας και τα όρια της αποτύπωσης της στο λόγο διερεύνησε, στην επόμενη συνάντηση, πυκνή σε προβληματισμούς και υποβλητική, ο Τίτος Πατρίκιος, που συζήτησε για τον ποιητικό λόγο με τους M. Guérin (διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου) και Π. Μουλλά (ΑΠΘ). Τέλος, το πρόγραμμα έκλεισε με τη συνάντηση μελών της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ. με θέμα "Νεωτέρες έρευνες για τη νεοελληνική πόλη". Η Α. ΓερόλυμπουΚαραδήμου παρουσίασε τα πλούσια ευρήματα των μελετών της για τον οθωμανικό πολεοδομικό σχεδιασμό στη Βόρεια Ελλάδα τον 19ο αιώνα, και ο Ν. Καλογήρου, τις προτάσεις ομάδας μελετητών για την ανάπλαση των ιστορικών αστικών συνόλων στη Βέροια, τη Νάουσα, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη ο Δ. Φατούρος μίλησε για την τυπολογία των πόλεων και τα προβλήματα επανάχρησης ιστορικών συνόλων και η Β. Χαστάογλου παρουσίασε τη μελέτη της για την εξέλιξη του σχεδιασμού και του οικιστικού χώρου στην πόλη της Κορίνθου τον 19ο αιώνα. Είναι φανερός, από την παραπάνω απλή παράθεση, ο διεπιστημονικός χαρακτήρας των Σεμιναρίων. Η συνεύρεση, επί δεκαπέντε ήμερες, επιστημόνων από τόσο ποικίλους ορίζοντες, ευνοεί τις γνωριμίες και τις ανταλλαγές εμπειριών, ιδεών και απόψεων, που συνεχίζονται φυσικά και εκτός του χώρου των συναντήσεων, μέσα στο ζεστό περιβάλλον της ανεπανάληπτης αυτής πόλης. Τα Σεμινάρια της Ερμούπολης είναι μια πολύτιμη εμπειρία, που πρέπει να συνεχιστεί, ανανεώνοντας διαρκώς το περιεχόμενο τους και διευρύνοντας τους ορίζοντες τους. Και η Ερμούπολη αξίζει, φυσικά, καλύτερη μεταχείριση και καλύτερη τύχη. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ

Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνητης στη Δημητσάνα προχωρεί. Το εξώφυλλο του δελτίου αυτού δίνει μια εικόνα του έργου. Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάζει συνοπτικά τους στόχους του. Σκοπός της κοινοποίησης αυτής είναι να ενημερώσει τους αποδέκτες της "Τεχνολογίας" και. ευρύτερα, όσους ενδιαφέρονται και μπορούν να συμβάλουν στην ταχύρρυθμη και σύμφωνη με τις σύγχρονες μουσειολογικές απαιτήσεις ολοκλήρωση του. Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης: απάντηση σε βασικά αιτήματα Η δημιουργία του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης (ΥΜΥ) κοντά στη Δημητσάνα της Αρκαδίας, ανταποκρίνεται σε πιεστικά αιτήματα του καιρού μας. γενικά και τοπικά. Τα γενικού χαρακτήρα αιτήματα είναι: (α) η αποκέντρωση της πολιτιστικής πολιτικής για την αναβάθμιση της υπαίθρου με τη δημιουργία πολιτισμικών φορέων περιφερειακής εμβέλειας και εθνικής ακτινοβολίας, φορέων καινοτομικών, με βαθιές εκσυγχρονιστικές επιπτώσεις, και προτύπων για ανάλογα έργα. (β) η δημιουργία πολιτιστικών φορέων, στην περίπτωση αυτή υπαίθριου μουσείου, για την άσκηση πολυδιάστατης παιδευσιακής πολιτικής όχι μόνο ιστορικής αλλά και οικολογικής και ενεργειακής. Η δημιουργία του μουσείου ανταποκρίνεται και σε πιεστικές τοπικές ανάγκες, που προκύπτουν από τη δημογραφική ερήμωση, την οικονομική καθυστέρηση, την πολιτιστική-τουριστική περιθωριοποίηση. Σκοπός του μουσείου είναι να αναβαθμίσει τη "δημόσια εικόνα" της περιοχής και την οικονομική και πολιτισμική ζωή της περιφέρειας (Γορτυνίας), να συντελέσει στην εκ νέου "ανακάλυψη" της Αρκαδίας. Σε εποχή τουριστικής πολιτικής επικέντρωσης στη θάλασσα και στα σημαντικά αρχαιολογικά μόνο κέντρα, η ορεινή Γορτυνία, άλλα και ολόκληρη η Αρκαδία, έχουν λησμονηθεί μεταξύ Επιδαύρου, Μυστρά και Ολυμπίας. Το ΥΜΥ στοχεύει στο να ενεργοποιήσει το ενδιαφέρον για τα εγκαταλελειμμένα πολιτισμικά κεφάλαια της Αρκαδίας γενικά και της Γορτυνίας ειδικά, με κατάλληλη προβολή τους στον εκθεσιακό χώρο και σε όλα τα έντυπα του. Χαρακτήρας και περιεχόμενο του ΥΜΥ Το ΥΜΥ είναι ένα μουσείο υπαίθριο, με ιστορικό, τεχνολογικό και οικολογικό περιεχόμενο και στόχους. Το ΥΜΥ ως μουσείο προωθεί και αξιοποιεί την έρευνα, απογράφει, διασώζει πολιτισμικά τεκμήρια της περιφέρειας και κοινοποιεί συμπεράσματα του στο ευρύτερο κοινό, ελληνικό και ξένο. με τις εκθέσεις και τις εκδόσεις του. Το ΥΜΥ ως υπαίθριο μουσείο αξιοποιεί.


παράλληλα προς τις ιστορικές μνήμες και μνημεία της περιοχής, και τα φυσικά της κεφάλαια: τοπίο και νερό. Προσφέρει στον επισκέπτη τη δυνατότητα και την ευκαιρία να καρπωθεί όσα η φύση. η ιστορία και η τεχνική κατέθεσαν στο χώρο. Το μουσείο, ως ιστορικό, εισάγει συνοπτικά στην πολιτισμική παράδοση της Αρκαδίας και της Γορτυνίας ειδικά, και αναλυτικά στη σημασία της τοπικής ιστορίας: γύρω οικισμοί, μοναστήρια, εργαστήρια, μπαρουτόμυλοι. Αγώνας του 21. Το μουσείο, ως τεχνολογικό, παρουσιάζει την πλουσιότατη τεχνική παράδοση της επαρχίας και της περιοχής γενικά (βυρσοδεψία, μεταλλοτεχνία) και ειδικά την υδροκίνηση και τις ποικίλες μορφές εφαρμογής της (80 υδροκίνητες εγκαταστάσεις μόνο γύρω από τη Δημητσάνα). Υπενθυμίζει, συνδέει, συσχετίζει τη σημαντική προβιομηχανική παράδοση της περιφέρειας με την προσφορά της στη βιομηχανία και την εθνική οικονομία γενικά (μεγάλοι Αρκάδες βιομήχανοι κ.α). Διδάσκει συστηματικά την άξια της τεχνικής και τη σημασία της εργασίας. Το μουσείο, ως οικολογικό, υπηρετεί ένα διπλό στόχο: (α) την ανάδειξη της σημασίας του νερού για τη ζωή γενικά, και ως ήπιας μορφής ενέργειας ειδικά, στην προβιομηχανική περίοδο (μύλοι) και τη βιομηχανική (υδροηλεκτρικά έργα). (β) την παράλληλη προβολή της σημασίας του φυσικού στοιχείου (χλωρίδας, πανίδας) που πλαισιώνει τα κτίσματα του μουσείου. Διαδικασία παράγωγης και μέγεθος του έργου Η δημιουργία του έργου βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά την πρώτη φάση των εργασιών έχουν απαλλοτριωθεί οι ελάχιστοι αναγκαίοι χώροι, ανοικοδομηθεί τα παλαιά κτίσματα (αλευρόμυλοι-νεροτριβή και μπαρουτόμυλος), οικοδομηθεί οι αναγκαίοι, μουσειολογικά, υπόστεγοι χώροι, διαμορφωθεί ο περί αυτά χώρος. Κατά τη δεύτερη φάση προβλέπεται να αποκατασταθούν οι τεχνικοί εξοπλισμοί των υδροκίνητων εγκαταστάσεων, θα ανοικοδομηθεί το κέλυφος του γκρεμισμένου παλαιού βυρσοδεψείου που πρόσφατα απαλλοτριώθηκε και θα διαμορφωθεί, συμπληρωματικά, ο περί αυτό ελεύθερος χώρος. Παράλληλα, θα ολοκληρωθούν οι αναγκαίες έρευνες και θα συνταχτούν σχετικές μουσειολογικές μελέτες (1992). Στην τρίτη φάση θα εφαρμοστούν οι μελέτες, θα παραχθούν τα αναγκαία εκπαιδευτικά προγράμματα για την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων που θα στεγάσει το κεντρικό κτίριο (παλαιό βυρσοδεψείο) και θα αξιολογηθεί η πρώτη, πειραματική, περίοδος λειτουργίας του (1993) Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, την προκαταρκτική μελέτη και τα μέχρι στιγμής υπάρχοντα σχέδια του, το ΥΜΥ, ως μέγεθος, κόστος και διάρκεια άλλα και ως επιπτώσεις και ακτινοβολία, είναι έργο σημαντικό για την Αρκαδία και πρότυπο για την Ελλάδα. Για την πραγματοποίηση του.

24

εφόσον διασφαλιστεί η κανονική ροή χρηματοδότησης, θα απαιτηθούν ακόμη δυο τουλάχιστον έτη. και η ενεργοποίηση επίλεκτων ειδικών. Κρατική και χορηγική συμπαράσταση Το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ έχει την επιτελική δυνατότητα να φέρει σε πέρας το έργο θα πρέπει όμως να υπογραμμιστεί ότι η δαπάνη της ολοκλήρωσης του Μουσείου και της εν συνεχεία ομαλής λειτουργίας του υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες του. Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. για να ολοκληρωθεί έγκαιρα και να λειτουργήσει αποτελεσματικά, έχει ανάγκη συμπαράστασης και χορηγών ανάλογων προς το μέγεθος και τη σημασία του. Η κρατική συμπαράσταση θα πρέπει να εκδηλωθεί από τους πολιτικούς και βουλευτές της Αρκαδίας και τους επιφορτισμένους με την ανάπτυξη της περιοχής φορείς (περιφερειάρχης, νομάρχης, ένωση δήμων και κοινοτήτων). Η συμπαράσταση θα πρέπει να εκφραστεί με έγγραφη του έργου στους προϋπολογισμούς των φορέων και τα οικονομικά προγράμματα που στοχεύουν στην ανάπτυξη της. Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης αφορά όλη την Αρκαδία, είναι έργο μακράς πνοής και μακράς εμβέλειας και ως τέτοιο θα πρέπει να υποστηριχτεί και αξιοποιηθεί απ' όλους όσοι ενδιαφέρονται άμεσα και μακροπρόθεσμα για την Αρκαδία. Εξίσου, αν όχι περισσότερο, αναγκαία

Η "Τεχνολογία" δημοσιεύει στις σελίδες αυτές τον απολογισμό έργου του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης για το 1991. όπως τον παρουσίασε στη Γενική Συνέλευση των μελών του. που έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1992. ο διευθυντής του Μουσείου κ. Μάνος Ιατρίδης. Για μιαν ακόμη χρονιά, όλοι οι σημαντικοί δείκτες των δραστηριοτήτων του Μουσείου διατήρησαν την παραδοσιακή ανοδική τους πορεία. Μάλιστα, σε πολλές δραστηριότητες τη χρονιά αυτή ξεπεράσαμε κάθε προηγούμενο ρεκόρ, όπως π.χ. στο ύψος των εσόδων, στον αριθμό των μηνών εργασίας προσωπικού απασχολουμένου πλήρως και στο συνολικό αριθμό των ατόμων που επισκέφθηκαν τις εκδηλώσεις του Μουσείου. Από τις μη ικανοποιητικές πλευρές της χρονιάς αυτής πρέπει να σημειώσουμε τη στασιμότητα στις διαπραγματεύσεις με το Δήμο Θεσσαλονίκης για μια στενότερη σύνδεση του Μουσείου με το Δήμο. τη συνεχιζόμενη έλλειψη θέρμανσης στο Μουσείο και την αδυναμία να ενεργοποιήσουμε μεγαλύτερο ποσοστό των μελών του Μου-

είναι η χορηγική συμπαράσταση του έργου, γιατί το κύριο αιτούμενο δεν είναι μόνο η έγκαιρη ολοκλήρωση του άλλα και η επιτυχής λειτουργία του και η μεγιστοποίηση των θετικών επιπτώσεων του στους επισκέπτες και την περιφέρεια. Το Μουσείο είναι ένα όπλο ανάπτυξης και ως τέτοιο θα πρέπει να αναπτυχθεί και να αξιοποιηθεί. Σωματεία τοπικά και αρκαδικά, της Ελλάδας και του εξωτερικού, και οι ισχυροί οικονομικά Αρκάδες θα πρέπει να αγκαλιάσουν το έργο: η αναβάθμιση, οικονομική και. κυρίως, πολιτισμική, έχει ανάγκη τέτοιων έργων, ξεκινά και ενεργοποιείται από τέτοια έργα. γίνεται με έργα. για τα έργα. Το Ίδρυμα δεν μπορεί να αναπληρώσει το ενεργό ενδιαφέρον όλων όσοι οφείλουν να συμπαρασταθούν στην προσπάθεια του. Μπορεί μονό να κινήσει ευαισθησίες και να αξιοποιήσει αποτελέσματα. Και να μοιραστεί τις ευθύνες. Ο προϋπολογισμός συνέχισης του έργου Ως σήμερα το Ίδρυμα έχει δαπανήσει για το έργο 74.329.629 δρχ. Για να ολοκληρωθεί το έργο ως το 1994. έχει ανάγκη 100.000.000 δρχ.. ανά 50.000.000 δρχ. για το 1992 και το 1993. Αναλυτικός συνολικός και επιμέρους προϋπολογισμός, καθώς και οι υπεύθυνοι για την πορεία του έργου ειδικοί του Ιδρύματος, είναι στη διάθεση όσων ενδιαφέρονται για την ολοκλήρωση του. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

σείου. για συμμετοχή στις δραστηριότητες του. Λειτουργία του Μουσείου την άνοιξη του 1991 Κατά το 1991. το Μουσείο ήταν ανοικτό για το κοινό από 14 Απριλίου έως 14 Μαΐου (το φθινόπωρο το Μουσείο λειτούργησε σε χώρο της ΔΕΘ. όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο κάτω. παρ. αρ. 4). Κατά την περίοδο αυτή. έκτος από την παρουσίαση των μονίμων και βασικών εκθεμάτων, οργανώθηκε έκθεση με αντικείμενα που διέθεσε η Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων. Κύριο θέμα ήταν η διαδικασία κατασκευής πετρελαιοκίνητων jeep για τις ένοπλες δυνάμεις Κατά το διάστημα αυτό οι επισκέπτες έφτασαν τα 5.400 άτομα, από τα οποία 90% ήταν μαθητές σχολείων. Λειτουργία του πλανηταρίου σε άλλες πόλεις Υστέρα από πρόσκληση τοπικών άρχων, το πλανητάριο Starlab εγκαταστάθηκε και λειτούργησε στην Ξάνθη από 4.2.91 έως 12.2.91 και στην Κοζάνη από 20.2.91 έως 22.2.91. Στην πρώτη μετακίνηση πραγμα-


ποιηθήκαν 28 παρουσιάσεις με συνολικά 800 θεατές, στη δεύτερη 33 παρουσιάσεις με 1.320 θεατές. Τέλος, το πλανητάριο εγκαταστάθηκε στην έκθεση της ΔΕΘ INTREPID. από 28.2.91 έως 4.3.91 τις παρουσιάσεις παρακολούθησαν 820 άτομα. Διήμερο διεθνές συνέδριο "Τα μουσεία και το κοινό τους" Πρόκειται για μια εκδήλωση που διοργανώθηκε σε συνεργασία με το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης και το Πολιτιστικό και Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του Κέντρου Διεθνούς Ευρωπαϊκού και Οικονομικού Δικαίου, στη Θεσσαλονίκη 21 και 22 Οκτωβρίου 1991 Χάρη στη συμπαράσταση του Βρετανικού Συμβουλίου, του Γαλλικού Πολιτιστικού Ιδρύματος και του Ιδρύματος Γκαίτε, συμμετείχαν στο Συνέδριο με ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις τρεις πεπειραμένοι μουσειολόγοι. από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το Πρόγραμμα του Συνεδρίου περιελάμβανε 13 ομιλίες εκπροσώπων των Μουσείων της Θεσσαλονίκης και άλλων φορέων (EOT, Υπουργείο Παιδείας). Τις εργασίες και συζητήσεις παρακολούθησαν 100 άτομα. Την έναρξη των εργασιών κήρυξε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης κ. Κ. Κοσμόπουλος. Το τεχνοπάρκο ΕΥΡΗΚΑ Το κύριο έργο της χρονιάς ήταν ο σχεδιασμός, η κατασκευή και λειτουργία του Τεχνοπάρκου ΕΥΡΗΚΑ. στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων των Δημητρίων Ο Δήμος κάλυψε μέρος των δαπανών κατασκευής και λειτουργίας του εκθετηρίου, καθώς και τις απαιτήσεις της ΔΕΘ για τη χρήση χώρου περίπου 800 τ.μ. στο 5ο Περίπτερο του Εκθεσιακού χώρου της ΔΕΘ όπου λειτούργησε το Τεχνοπάρκο. Κύριος χρηματοδότης της εκδήλωσης αυτής ήταν το Υπουργείο Πολιτισμού. Το Τεχνοπάρκο ΕΥΡΗΚΑ. μια εντυπωσιακή και πρωτοποριακή εκδήλωση, με κατευθυντήριο μήνυμα "Η ψυχαγωγία προσφέρει γνώσεις και η μάθηση είναι ψυχαγωγία" λειτούργησε, για πρώτη φορά στη χωρά μας. ένα εκθετήριο που περιελάμβανε μονό συμμετοχικά εκθέματα, συσκευές και πειραματικές διατάξεις (hands on ή interactive exhibits) καθεμία από αυτές ο επισκέπτης μπορούσε όχι μονό να την παρατηρήσει, άλλα και να τη λειτουργήσει και να πειραματιστεί πάνω σ' αυτήν. Η επιλογή των εκθεμάτων και η συγκέντρωση των κατασκευαστικών πληροφοριών έγινε τον Απρίλιο και το Μάιο. Για το σκοπό αυτόν ο διευθυντής του Μουσείου επισκέφθηκε τον Απρίλιο τα Τεχνικά Μουσεία του Λονδίνου και του Άμστερνταμ, με τα οποία το Μουσείο έχει στενή επαφή και συνεργασία από πολλά χρόνια, και στα οποία λειτουργούν προχωρημένης τεχνολογίας τεχνοπάρκο (exploratonum, launch pad κ.λ.π). Εκτός από τα 25 συμμετοχικά εκθέματα που κατασκευάστηκαν από το προσωπικό

του Μουσείου, το Τεχνοπάρκο περιελάμβανε το πλανητάριο Starlab, τη συλλογή των ολογραμμάτων του Μουσείου και πειραματικές διατάξεις που διέθεσε το Εργαστήριο Εργαλειομηχανών και Δυναμικής Μηχανών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΟ (βραχίονας ρομπότ), και ο Τομέας Φυσικής Στέρεας Κατάστασης του ΑΠΘ (τράπεζα κατασκευής ολογραμμάτων, αεροδιάδρομος και συσκευή προσομοίωσης βολών). Τα εγκαίνια του Τεχνοπάρκου έγιναν το βράδυ της 25 Οκτωβρίου από τον επί των πολιτιστικών θεμάτων αντιδήμαρχο Θεσσαλονίκης κ. Β. Καλφόπουλο. παρουσία του σημερινού υπουργού Προεδρίας κ. Σ. Κούβελα, πολλών επίσημων και 150 περίπου προσκεκλημένων. Αρχικά είχε συμφωνηθεί ότι το Τεχνοπάρκο θα λειτουργούσε από 25 Οκτωβρίου έως 10 Δεκεμβρίου. Λόγω. όμως. του μεγάλου αριθμού σχολείων που ζήτησαν να το επισκεφθούν, η λειτουργία παρατάθηκε έως τις 18 Δεκεμβρίου. Παρ' όλα αυτά, 80 τουλάχιστον σχολεία, από αυτά που ζήτησαν να επισκεφθούν το Τεχνοπάρκο δεν μπόρεσαν να περιληφθούν στο πρόγραμμα επισκέψεων. Στις 46 ημέρες λειτουργίας του επισκέ1 φθηκαν το Τεχνοπάρκο 33.920 άτομα Τουλάχιστον 12.000 περισσότερα από τις καλύτερες προσδοκίες μας. Από αυτά. τα 17.480 ήρθαν σε 237 οργανωμένες σχολικές ομάδες, υστέρα από προσυνεννόηση. Το ημερήσιο ρεκόρ επισκεπτών σημειώθηκε την Κυριακή 17.11.91. όταν επισκέφθηκαν το Τεχνοπάρκο 1.380 άτομα. Σεμινάριο: Το Μάνατζμεντ των μουσείων στη δεκαετία του '90" Ο διευθυντής του Μουσείου παρακολούθησε σεμινάριο με το παραπάνω θέμα. που διοργανώθηκε από το Βρετανικό Συμβού-

λιο, στο Λίβερπουλ και το Λονδίνο, από 10 έως 21 Νοέμβριου 1991. Στο σεμινάριο πήραν μέρος 17 διευθυντές η ανώτερα στελέχη μουσείων από 13 χώρες. Το πρόγραμμα του σεμιναρίου περιελάμβανε 37 ομιλίες και επισκέψεις σε 12 μουσεία. Κατασκευή υπόστεγου/ Νέα εκθέματα Με την οικονομική ενίσχυση του Ιδρύματος Ι. Φ. Κωστόπουλου κατασκευάστηκε στην αυλή του Μουσείου υπόστεγο που χρησιμοποιείται για την προσωρινή αποθήκευση αλλά και τη μόνιμη τοποθέτηση εκθεμάτων Μεταξύ των νέων εκθεμάτων που αποκτήθηκαν κατά το 1991 είναι ένα τηλεφωνικό κέντρο, το οποίο πιθανώς θα χρησιμοποιηθεί και για τις ανάγκες του Μουσείου, ένα συγκρότημα ηλεκτρονικού υπολογιστή και τερματικών (από την ΕΚΟ ΑΒΕΕ). τα οποία θα τεθούν σε λειτουργία, και μία ιατρική συσκευή βόμβας κοβαλτίου (από το Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ). Διάφορες δραστηριότητες Εκπρόσωποι του Μουσείου πήραν μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις. Από αυτές οι περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι: Συμμέτοχη στο πρόγραμμα επιμόρφωσης πτυχιούχων φυσικών και μαθηματικών, που οργάνωσε το Τμήμα Φυσικής του ΑΠΟ. με θέμα: Εκπαιδευτική τεχνολογία και νέες τεχνολογίες στην Εκπαίδευση. Συνολική συμμέτοχη στο πρόγραμμα 20 διδακτικές ώρες. θέματα: Ο ρόλος των μουσείων στη σύγχρονη εκπαίδευση και Η ανάπτυξη της δημιουργικότητας στο χώρο της εκπαίδευσης. Συμμέτοχη σε πρόγραμμα που οργάνωσε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο για μαθητές του Γυμνασίου, με γενικό θέμα: Η ομορφιά των θετικών Επιστήμων. Τα θέματα που ανέπτυξαν τρία μέλη του διοικητι-


κου συμβουλίου του Μουσείου είναι: Γνωριμία με τους κομπιούτερς και την πληροφορική. Γνωριμία με τις ομορφιές του διαστήματος και Δημιουργία μέσα από τα πειράματα φυσικής. Κάθε θέμα καλύφθηκε σε τρεις δίωρες παρουσιάσεις. Συμμετοχή σε διεθνή έρευνα που οργανώθηκε σε συνεργασία με το ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, με την ευθύνη του κ. Σταύρου Αν-

Πραγματοποίηση του ονείρου και των προσπαθειών μιας δεκαετίας ήταν για το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης η κατασκευή και λειτουργία του Τεχνοπάρκου ΕΥΡΗΚΑ στο χώρο της ΔΕΘ. Στον απολογισμό του έργου του Τεχνικού Μουσείου κατά το 1991 (σ. 24-26) μπορούν να βρεθούν στοιχεία και λεπτομέρειες για την οργανωτική πλευρά και την κίνηση του Τεχνοπάρκου ΕΥΡΗΚΑ. Εδώ θα παρουσιαστούν η φιλοσοφία και οι επιδιώξεις ενός "συμμετοχικού" εκθετηρίου, στο χώρο των θετικών επιστήμων και της τεχνολογίας. Σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο, λειτουργούν περισσότερα από 100 "τεχνικά" μουσεία, μεγάλα, πολύ μεγάλα και πολύ μικρά, με ιστορία πάνω από 75 χρόνια, ή με πρόσφατα ακόμη τα ίχνη από τα εγκαίνια. Είναι κρατικά, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ή ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για μουσεία ειδικά, που καλύπτουν λίγους ή και έναν μονό τομέα (π.χ. υφαντουργία, ωρολογοποιία, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, πολεμικά αεροσκάφη κλπ), η και ολόκληρο το φάσμα των φυσικών επιστήμων και της τεχνολογίας. Σε πρώτη προσέγγιση ίσως θεωρηθεί ότι οι διαφορές μεταξύ των τεχνικών μουσείων είναι περισσότερες από τις ομοιότητες που έχουν. Υπάρχει όμως ένα κοινό σημείο και μια ισχυρή κεντρική κατεύθυνση που τα συνδέει: τα τεχνικά μουσεία έχουν έναν έντονο και συνεχώς επεκτεινόμενο επιμορφωτικό

δρουλιδάκη. με θέμα: Η στάση των μαθητών απέναντι στην τεχνολογία. Προβολή του Μουσείου Πραγματοποιήθηκαν 10 τηλεοπτικές παρουσιάσεις του Μουσείου. 30 ραδιοφωνικές συνεντεύξεις και περίπου 80 δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο.

και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, με πολύπλευρες και σοβαρές δραστηριότητες, ανεξάρτητες ή σε στενή συνεργασία με τα σχολεία της περιοχής τους. Ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαπενταετία, τα τεχνικά μουσεία αισθάνονται όλο και περισσότερο ότι αποτελούν μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας, μέχρι του σημείου να αποφεύγουν τη χρησιμοποίηση του ορού "μουσείο", που πολλές φορές προκαλεί αρνητικές αντιδράσεις στους μαθητές. Την αρχή την έκανε το μεγάλο τεχνικό "μουσείο" του Αγίου Φραγκίσκου, που ονομάστηκε Exploratonum. Άλλα χρησιμοποιούν την ονομασία Science Center. Στην Ελβετία ονομάστηκε Technorama και στη Φινλανδία Eureka Center. Κύριος στόχος των χωρών αυτών πληροφόρησης και μάθησης είναι η προσφορά της δυνατότητας να έρθει ο επισκέπτης σε άμεση επαφή με τα "εκθέματα" και να τα χρησιμοποιήσει για να παίξει, να ανακαλύψει, να λύσει προβλήματα. Πρόκειται για χαρούμενους χώρους με "συμμετοχικά" εκθέματα, που δεν τα χωρίζουν από τον επισκέπτη κρυστάλλινες βιτρίνες και δεν τον απομακρύνουν επιγραφές ΜΗ ΕΓΓΙΖΕΤΕ, όπως αναγκαστικά γίνεται στην περίπτωση μοναδικών και πολύτιμων αντικείμενων, που ασφαλώς υπάρχουν και στα τεχνικά μουσεία. Το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης ξεκίνησε με πρώτο στόχο να συγκεντρώσει και να διαφυλάξει αντικείμενα, στο χώρο της

Απασχόληση Για τις δραστηριότητες του Μουσείου απασχολήθηκαν έμμισθα 6 άτομα - σε μόνιμη βάση ή κατά διαστήματα. Τα άτομα αυτά συνολικά πραγματοποίησαν 6.000 ώρες εργασίας. Η μη αμειβόμενη απασχόληση το 1991 έφτασε τις 3.000 ώρες. Μ. ΙΑΤΡΙΔΗΣ

τεχνολογίας, που η συμβολή τους στη ζωή και την ανάπτυξη της περιοχής τα έκαναν μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς: ο πρώτος ηλεκτροεγκεφαλογράφος που χρησιμοποιήθηκε στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ. ο πρώτος ηλεκτρονικός υπολογιστής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μια βόμβα κοβαλτίου για ιατρικές εφαρμογές, τα μηχανήματα επικοινωνίας με τους πιλότους των αεροσκαφών, που χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν για 20 χρόνια από τον Πύργο Ελέγχου του αεροδρομίου Θεσσαλονίκης, μηχανήματα νηματουργείου από την Εδεσσα. της περιόδου 1920-1930. το μικρόφωνο του πρώτου ραδιοφωνικού σταθμού στη χωρά, πειραματικές συσκευές του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης που χρησιμοποιήθηκαν από τους φοιτητές της Φυσικομαθηματικής Σχολής από το 1930 έως το 1960. Όλα αυτά είναι πολύτιμα και μοναδικά εκθέματα, που ασφαλώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πειραματισμών από τους επισκέπτες. Ο δεύτερος στόχος του Μουσείου ήταν η απόκτηση εμπειρίας και κατασκευαστικής ικανότητας για το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία συμμετοχικών εκθεμάτων, που προσελκύουν το ενδιαφέρον των μαθητών και τους επιτρέπουν να εξοικειωθούν, να γνωρίσουν και να μάθουν, με δική τους βέβαια πρωτοβουλία και επιλογή. Να γιατί το σύνθημα του Τεχνοπάρκου. άλλα και ο πυρήνας της φιλοσοφίας του. είναι "Η ψυχαγωγία προσφέρει γνώσεις και η μάθηση είναι ψυχαγωγία". Το Τεχνοπάρκο ΕΥΡΗΚΑ λειτούργησε στα πλαίσια των Δημητρίων από 25 Οκτωβρίου έως 18 Δεκεμβρίου 1991. Ο πρωτοφανής αριθμός επισκεπτών -διπλάσιος από αυτόν που είχε υπολογιστεί- η διάρκεια της παραμονής των επισκεπτών στο χώρο του Τεχνοπάρκου και τα προφορικά και γραπτά τους σχόλια είναι η απόδειξη του ενδιαφέροντος που προκαλεί και της σημασίας που έχει ένα "συμμετοχικό" εκθετήριο. Από το Φεβρουάριο του 1992. λειτουργεί, σε χώρο 200 τ.μ., στις εγκαταστάσεις του Τεχνικού Μουσείου -στη Βιομηχανική Περιοχή της ΕΤΒΑ. στη Σινδο- ένα υποδειγματικό μίνι - τεχνοπάρκο. Όσοι ενδιαφέρονται να το επισκεφθούν, και πολύ περισσότερο οι πολιτιστικοί φορείς που θα ήθελαν να προσφέρουν κάτι ανάλογο στο κοινό τους. μπορούν να έρθουν σε επαφή με τη Διεύθυνση του Τεχνικού Μουσείου: ΤΟ. 10.977. 541 10 Θεσσαλονίκη, τηλ. (031) 799.773 και (031) 760.786. Μ. ΙΑΤΡΙΔΗΣ


Ένα σημαντικότατο πολιτιστικό γεγονός για τη Λάρισα, και όλη τη Θεσσαλία, υλοποιείται φέτος: η δημοπράτηση για την οικοδόμηση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου της πόλης. Μακρά η προσπάθεια της Λαογραφικής Εταιρείας Λαρίσης, που ιδρύθηκε πριν 20 χρονιά. Σκοπός της. σκοπός φιλόδοξος και μεγάλης εμβέλειας, η περισυλλογή παραδοσιακού υλικού του ευρέως θεσσαλικού χώρου, η μελέτη του γεωργικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού σε όλες τις εκφάνσεις του βίου τους. καθώς και της αστικής ιστορίας της πόλης. Με την άοκνη δραστηριότητα που επέδειξε, η Εταιρεία κατόρθωσε στο διάστημα αυτό να συγκεντρώσει σημαντικά σε αριθμό, και υψηλής ποιότητας, λαογραφικού και ιστορικού ενδιαφέροντος αντικείμενα και να προωθήσει τη μελέτη τους. Η επιβράβευση από την πολιτεία υπήρξε η παραχώρηση χώρου 6.200 τ.μ., εντός του σχεδίου πόλεως, και η επαρκής χρηματοδότηση για την απρόσκοπτη υλοποίηση του έργου με την ένταξη του στα ΠΕΠ Θεσσαλίας Τη μελέτη του έργου ανέλαβε η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Λάρισας, και την ανέθεσε, μετά από τις σχετικές διαδικασίες, στην ομάδα τεχνικών του Λαρισαίου αρχιτέκτονα Χρήστου Γρουσόπουλου. Το κτίριο έχει εμβαδόν 2.250 τ.μ. και είναι έτσι τοποθετημένο στο οικόπεδο, ώστε αφήνει ευρύχωρη ακάλυπτη έκταση για στάθμευση αυτοκίνητων, υπαίθρια έκθεση κλπ. διαθέτει άνετες αίθουσες για τα εκθέματα, εργαστήρια συντήρησης των αντικείμενων, χημικό εργαστήριο, γραφεία, βιβλιοθήκη και χώρους αποθήκευσης πλεονάζοντος υλικού. Γενική περιγραφή του έργου Ως στόχοι και αρχές οργάνωσης του συγκροτήματος ορίστηκαν:

(α) η σαφής και ευκολονόητη λειτουργική διάταξη του κτίσματος με την επιμέρους εσωτερική του διαρρύθμιση, καθώς και των ελευθέρων χωρών, έτσι ώστε να μην υπάρχουν κυκλοφοριακές και λειτουργικές συγχύσεις και να δίνεται η δυνατότητα στους επισκέπτες να πληροφορούνται άμεσα για όλες τις δραστηριότητες. (β) η αυτοτέλεια των διάφορων και διαφορετικών λειτουργιών και ταυτόχρονα η ενότητα του συνόλου. (γ) η υποδιαίρεση του συνόλου σε μικρές κτιριολογικές ενότητες (σε έκταση και ύψος). χωρίς να εμποδίζεται, σε καμιά περίπτωση, η προβολή του κτιρίου ως ενιαίου μορφολογικά συνόλου. (δ) ο καθορισμός ενός μετρικού νομού (καννάβου). ώστε το λειτουργικό και οργανωτικό σχήμα να υπάρχει σε ενιαίο διαστασιακό σύστημα. (ε) η σωστή διαμόρφωση και ιεράρχηση των κοινόχρηστων χωρών, στοιχεία από τα οποία εξαρτάται ο χαρακτήρας του συγκροτήματος, η ποιότητα και η ποσότητα των ανθρωπίνων επαφών. (στ) η ομαδοποίηση των βασικών λειτουργιών και η τυποποίηση των βασικών λειτουργικών στοιχείων. Ως προς τη μορφή, καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή της μορφολογικής έκφρασης των όγκων του κτιρίου είναι η επικάλυψη των δωμάτων με κεραμοσκεπή. Η άντληση στοιχείων από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του θεσσαλικού χώρου στηρίζεται στην ιστορία, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τις σύγχρονες απαιτήσεις. Η λειτουργική σχεδίαση του κτιρίου έγινε με βάση το πρόγραμμα που διαμορφώθηκε από τις ανάγκες του Μουσείου, με κύριο στοιχείο την αμεσότητα των σχέσεων μεταξύ των χωρών.

Προέκυψε η λύση ενός καννάβου αξόνων κυκλοφορίας: είσοδος κεντρική - εκθεσιακός χώρος, εκθεσιακός χώρος - χώροι εργαστηρίων, αποθηκών, διοίκησης και κεντρική είσοδος - διοίκηση. Ο κυκλοφοριακός αυτός κάνναβος χωρίζει το κτίριο σε επιμέρους λειτουργικές ενότητες. Έτσι ο επισκέπτης, περνώντας την κυρία είσοδο, εισέρχεται στο χώρο της εισόδου (χωλ), όπου και εκδίδει το εισιτήριο του. Δίπλα από το εκδοτήριο των εισιτηρίων βρίσκονται το βεστιάριο και οι πληροφορίες. Απέναντι από την είσοδο, πάνω στην πορεία του. βρίσκει το κυρίως κλιμακοστάσιο, που λειτουργεί ως κατακόρυφος άξονας επικοινωνίας και ενώνει τους εκθεσιακούς χώρους. Επιστρέφοντας στο χωλ έχει τη δυνατότητα να κατευθυνθεί είτε προς την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, οπού μπορεί να λαμβάνει χωρά κάποια εκδήλωση, είτε προς το αναψυκτήριο. Το τμήμα του υπαίθριου χώρου που διαμορφώνεται ανατολικά, προορίζεται για τους επισκέπτες. Είναι διαμορφωμένο με φυτεύσεις, πλακοστρώσεις και εκθέματα ανοικτού χώρου. Όλες αυτές οι διαδρομές μπορούν να ακολουθηθούν και από άτομα με ειδικές ανάγκες. Επειδή θα ήταν πολύπλοκη, και πιθανόν άσκοπη, μία λεπτομερής περιγραφή όλων των δυνατών διάδρομων των υπάλληλων του Μουσείου, με το διαχωρισμό των χωρών σε δυο γενικές κατηγορίες προκύπτουν οι διαδρομές κάθε υπάλληλου, αναλόγως της εργασίας που εκτελεί. Ο προϋπολογισμός του έργου είναι 300 εκατ. δρχ. ΛΕΝΑ ΓΟΥΡΓΙΩΤΗ


Το Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο ΟΤΕ (Πρωτέως 25. Ν. Κηφισιά), είναι ο καρπός της οκταετούς προσπάθειας πέντε υπαλλήλων του Οργανισμού, που έχουν ευαισθητοποιηθεί στο θέμα της διάσωσης της παλαιάς τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας. Ο χώρος αυτός αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, και το ενδιαφέρον όλων των φορέων είναι τεράστιο, γιατί οι τηλεπικοινωνίες είναι η επιστήμη όχι μονό του παρόντος άλλα κυρίως του μέλλοντος. Στην καλή λειτουργία τους μάλιστα βασίζεται η εξέλιξη του πολιτισμού κάθε χωράς και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των λαών. Περισσότερα από είκοσι χρόνια, το ζήτημα απασχόλησε κατά καιρούς διάφορες υπηρεσίες η. ακριβέστερα, κάποιους εργαζομένους ευαισθητοποιημένους για τις "υπέροχες σακαράκες" που χάνονταν, αφού. μετά την αντικατάσταση τους κάθε φορά με νεότερου τύπου συστήματα επικοινωνιών, "έπαιρναν την άγουσα" για κάποια αποθήκη του ΟΤΕ. για κάποιο μη στεγασμένο και ακατάλληλο τις περισσότερες φορές χώρο. Έτσι αυτά τα σπάνια και αντιπροσωπευτικά είδη της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας και μοναδικά κομψοτεχνήματα, όπως διαπιστώνει κάνεις καθώς τα περιεργάζεται σήμερα στις ασφαλείς προθήκες, κινδύνευαν να πουληθούν σαν παλιοσίδερα. Εδώ και μερικά χρονιά οι εξελίξεις για τη δημιουργία του Τηλεπικοινωνιακού Μουσείου σημείωσαν μία εντυπωσιακή πρόοδο. Με ενέργειες της διοίκησης, της Υποδιεύθυνσης Συντηρήσεως Συστημάτων Πολυπλεξίας και μιας μικρής ομάδας τεχνικών που αποτελείται από τους Ευκλ. Θεοδωρίδη. Ανδρέα Μπίλλη, Αντώνη Σπυρόπουλο. Δημ. Ζούρμπα και επικεφαλής τον Στέλιο Πολυκράτη, που είναι ο εμνευστής αυτής της προσπάθειας, ιδρύθηκε το Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο ΟΤΕ Η ομάδα των πέντε τεχνικών αποτελεί σήμερα ένα αξιόλογο και καλά ενημερωμένο στελεχιακό δυναμικό, έτοιμο να προωθήσει το Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο ΟΤΕ σε υψηλότερες βαθμίδες λειτουργικότητας. Στον πρώτο όροφο του Μουσείου έχει οργανωθεί αίθουσα προβολών, και οι επισκέπτες, με σύγχρονα εποπτικά μέσα. ενημερώνονται για το πώς πρέπει να χρησιμοποιούν την τηλεφωνική τους συσκευή και ποιες είναι οι επιπτώσεις της κακής χρήσης στις εγκαταστάσεις του ΟΤΕ και κατ' επέκταση στους ίδιους. Μετά τη σχετική προβολή ακολουθεί διάλογος και λύνονται όλες οι απορίες των επισκεπτών για τον ευαίσθητο και στρατηγικό αυτό τομέα που τόσο σημαντικά επηρεάζει τη ζωή μας. γιατί μέσα στους στόχους μας είναι το να αποκτήσει ο κόσμος, και κυρίως οι νέοι, τηλεπικοινωνιακή συνείδηση, στοιχείο απαραίτητο για να αρχίσει να αξιολογείται το σημαντικό έργο που προσφέρει ο ΟΤΕ.

Μετά την ενημέρωση αρχίζει η ξενάγηση των επισκεπτών. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις τηλεπικοινωνίες που είχαν αναπτυχθεί κατά την αρχαιότητα, και για πρώτη φορά γίνεται γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πρωτοπόροι στις οργανωμένες τηλεπικοινωνίες στην Ευρώπη και ότι πολλές σύγχρονες επινοήσεις στηρίχτηκαν στα επιτεύγματα τους. Ο Παλαμήδης και ο Σίνωνας, τον 13ο αιώνα π.Χ., μετέδιδαν πληροφορίες από την Τροία στις Μυκήνες, μέσω οργανωμένου δικτύου φρυκτωριών σε όλη τη διαδρομή (Ίδης, Λήμνος, Ακράθω, Καντήλι, Εύριπος, Κιθαιρώνας και Αιγίπλαγκτος). Οι Κλεοξένης και Δημόκλειτος. το 500 π.Χ., κατασκεύασαν το πρώτο σύστημα αποστολής κωδικοποιημένων σημάτων με φωτιές και καπνό και ήταν οι πρωτοπόροι της μετέπειτα ανάπτυξης της τηλεγραφίας Το 362 π.Χ., ο Αινείας ο Τακτικός με ειδική συσκευή έστελνε σήματα και πληροφορίες σε δίκτυα που είχαν αναπτυχθεί κυρίως στο Αιγαίο και μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Με την ενότητα αυτή επιδιώκεται να προβληθεί η ελληνικότητα του Αιγαίου και από την ενδιαφέρουσα πλευρά των τηλεπικοινωνιών, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη για τα εθνικά μας θέματα εποχή. Στη συνέχεια οι επισκέπτες ξεναγούνται

στους χώρους όπου έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν οι εξής τηλεπικοινωνιακές ενότητες: 1. Οι πρώτες συσκευές fax που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα το 1939. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη απαιτούνταν χρόνος 34 λεπτών για την αποστολή η λήψη ενός κείμενου, ενώ σήμερα απαιτούνται μόλις 30". Η ίδια συσκευή χρησιμοποιόταν και για την αποστολή και λήψη φωτογραφίας. Σε ειδικό άλμπουμ, ο επισκέπτης μπορεί να έχει μία εικόνα των σημαντικότερων γεγονότων α\/α τον κόσμο από το 1939 ως σήμερα. 2. Πλήρες δίκτυο μορσικων συσκευών μεταξύ δύο πόλεων και η ανταλλαγή πληροφοριών από τους χειριστές με τη χρήση μορσικού κώδικα. 3. Μικρό κέντρο ραβδεπαφικού τύπου, με συνδεδεμένους συνδρομητές σε πλήρη ανάπτυξη και λειτουργία. Ο επισκέπτης, μέσω τηλεφωνικής συσκευής, μπορεί να παρατηρήσει όλες τις φάσεις από την επιλογή, σύνδεση, χρέωση ως το πέρας της συνδιάλεξης. 4. Μεγάλος εποπτικός πίνακας, στον οποίο, μέσω φωτιστικών δεικτών, ο επισκέπτης μπορεί να δει πώς αναπτύσσονται στη χωρά μας όλες οι τηλεπικοινωνιακές δραστηριότητες μεταξύ των πιο σημαντικών πόλεων. 5. Ηλεκτρονικά όργανα, σε λειτουργία μέσω οθόνης, δίνουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα να παρατηρήσει πώς εμφανίζονται και αξιολογούνται από το ειδικευμένο προσωπικό του ΟΤΕ όλα τα τηλεπικοινωνιακά φαινόμενα. 6. Σειρά προθηκών με εποπτικά μέσα. συσκευές, κείμενα, οπού ο επισκέπτης ενημερώνεται για την εξέλιξη της τηλεφωνίας από το 1876. με την εφεύρεση της τηλεφωνικής συσκευής από τον Γκράχαμ Μπελ ως σήμερα. 7. Οι πρώτες τηλεφωνικές συσκευές, από το 1881. όπου εμφανίζεται η εξέλιξη από το 1881 ως σήμερα. 8. Όλες οι διατάξεις της μορσικής τηλεγραφίας που χρονολογούνται από το 1859. όταν εγκαταστάθηκε η πρώτη τηλεγραφική επικοινωνία μεταξύ Σύρου - Πειραιά Αθηνών - Αιγίου - Πάτρας. Στο Μουσείο υπάρχουν ακόμη και τα όργανα μετρήσεων που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή και ως το 1930. όργανα μεγάλης ακρίβειας και αληθινά έργα τέχνης στην εμφάνιση. 9. Η υποβρύχια ζεύξη με τη Μάλτα, που εγκαταστάθηκε το 1945. και ειδικές τηλεγραφικές συσκευές που κατέγραφαν τα τηλεγραφικά σήματα σε ταινία με μελάνι. 10. Όλα τα είδη των τηλετύπων καθώς και αρκετά είδη μεταλλακτών όπου ο επισκέπτης μπορεί να κάνει χειρισμό και συνδέσεις μεταξύ συνδρομητών. 11. Όλες οι συσκευές που χρησιμοποιούνται για ασυρματικές επικοινωνίες και τα πιο σημαντικά εξαρτήματα τους. όπως λυχνίες εκπομπής - λήψης.


12. Όλα τα είδη καλωδίων που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση συνδρομητών με τις εγκαταστάσεις του ΟΤΕ. για υπεραστικές και υποβρύχιες επικοινωνίες, καθώς και οπτικές ίνες οι οποίες, μέσω οπτικών καλωδίων, μεταφέρουν σήμερα πληροφορίες σε πολύ μεγάλες αποστάσεις με μικρότερο κόστος και υψηλή αξιοπιστία χάρη στις ιδιότητες πηγών που εκπέμπουν φως. όπως είναι τα led ή τα laser. 13. Σε ειδικό χώρο έχει αναπτυχθεί ένα πλήρες τηλεπικοινωνιακό σύστημα, δηλαδή ένα σύστημα μεταξύ δυο πόλεων, των οποίων οι χείριστες παρατηρούν Όλα τα φαινόμενα, καθώς και οι ηλεκτρονικές συνδέσεις που απαιτούνται για την επικοινωνία μεταξύ δυο συνδρομητών. Μεταξύ των δύο υποθετικών πόλεων έχει εγκατασταθεί πλήρης σειρά μηχανημάτων - συσκευών, και πολύ παραστατικά οι χειριστές, βήμα -βήμα. μέσω της συσκευής τους. παρατηρούν όλα όσα συμβαίνουν στις εγκαταστάσεις του ΟΤΕ. όπως είναι το σήμα επιλογής, το σήμα κατειλημμένου, η τελική σύνδεση, η χρέωση, η αδυναμία για ελεύθερη γραμμή, η απόλυση, το τι συμβαίνει όταν απασχολούμε τη συσκευή πολύ χρόνο, η όταν την αφήνουμε ανοικτή κ.λπ. 14. Οι εγκαταστάσεις μετάδοσης της ώρας. το 141. και το πως δίνεται η πληροφορία στο συνδρομητή βήμα - βήμα. 15. Ο πιο συναρπαστικός χώρος, τέλος, είναι αυτός όπου έχει εγκατασταθεί το πρώτο πλήρες τηλεοπτικό studio που λειτούργησε στην Ελλάδα το 1964 από τον ΟΤΕ. Όλες οι εγκαταστάσεις στο τηλεοπτικό studio λειτουργούν, και τα παιδιά οργανώνουν κανονικό πρόγραμμα, χρησιμοποιούν, μετά από κάποιες υποδείξεις, τις κονσόλες, τα μικρόφωνα και τις κάμερες, βλέπουν τον εαυτό τους σε ειδικές οθόνες, "βγαίνουν στον αέρα", όπως λέμε. Στον όροφο οπού βρίσκεται το Μουσείο έχει αρχίσει και η εγκατάσταση του ψηφιακού κέντρου της Ν. Κηφισιάς. Οι επισκέπτες, μέσω υαλόφρακτων χωρισμάτων, θα έχουν σε λίγο μία πλήρη εικόνα του πώς λειτουργούν τα ψηφιακά κέντρα που άρχισαν να εγκαθίστανται σε όλη τη χώρα. Ύστερα από συνεννόηση με το Υπουργείο Παιδείας, το Μουσείο δέχεται επισκέψεις οργανωμένων εκπαιδευτικών ομάδων (μαθητών, άλλων φορέων, στρατιωτικών υπηρεσιών κλπ.) μέχρι 80 ατόμων, για την καλύτερη εξυπηρέτηση ξενάγησης και ενημέρωσης. Στους επισκέπτες γίνονται διαλέξεις για γενικά θέματα εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας από εκπροσώπους της διοίκησης του Οργανισμού ή από τα στελέχη αρμόδιων υπηρεσιών. Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 5.000 άτομα επισκέφθηκαν το Μουσείο από την έναρξη λειτουργίας του. Πρόσφατα ο ΟΤΕ αγόρασε τη μελέτη του ειδικού μουσειολόγου κ. Κ. Π. Ζαμπέλη. καλλιτεχνικού διευθυντή του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας, που αφορά την καλλιτεχνική διευθέτηση των εκθεμάτων, τη βελτίωση της αισθητικής των χωρών και τη στρατηγική που θα του δώσει

Άποψη του Τηλεπικοινωνιακού Μουσείου ΟΤΕ.

το προφίλ και θα το καθιερώσει μεταξύ των διακεκριμένων μουσείων στο είδος του. Είναι γεγονός ότι το Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο ΟΤΕ είναι το μοναδικό τεχνολογικό μουσείο στη χωρά μας που έρχεται αρωγός στα προγράμματα όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, αφού αποτελεί το ίδιο ένα τεράστιο εποπτικό μέσο διδασκαλίας για την κατανόηση των τηλεπικοινωνιακών φαινομένων και εξελίξεων, που αναμφίβολα συμβάλλουν στην τεχνολογική και πολιτιστική εξέλιξη της χωράς μας. δημιουργώντας, στη δεκαετία που διανύουμε, τις περισσότερες από κάθε άλλον τομέα θέσεις εργασίας.

Με παρέμβαση των αρμοδίων του Μουσείου αποφασίστηκε, μετά την αποξήλωση του τηλεφωνικού κέντρου συμβατικής τεχνολογίας και την αντικατάσταση του με το νέο ψηφιακό, που είναι σημαντικά μικρότερο σε όγκο. ο χώρος που θα απελευθερωθεί στον πρώτο όροφο του Α.Τ.Κ. Κηφισίας να παραχωρηθεί για την περαιτέρω ανάπτυξη του Μουσείου. Μετά τη διαμόρφωση και των εξωτερικών του χωρών, το Μουσείο θα παραμείνει οριστικά εκεί οπού στεγάζεται σήμερα.

Εδώ και δέκα περίπου χρόνια, η Πορτογαλία γνωρίζει όχι μονό μια περίοδο ανακαίνισης των ήδη υπαρχόντων, μερικές φορές από πολύ παλιά, μουσείων της. αλλά και μία σημαντική κίνηση δημιουργίας νέων μουσείων. Η κίνηση αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από: - ένα ευρύτερο "άνοιγμα" σε θέματα που έχουν λίγο η καθόλου ερευνηθεί, και που αφορούν κυρίως τη βιομηχανική και οικονομική παράδοση. - μια ιδιαίτερη βούληση ανοίγματος σε ένα διευρυμένο κοινό, μεταξύ άλλων σε λιγότερο ευνοημένες από πολιτισμική άποψη κατηγορίες, όπως άτομα με ειδικές ανάγκες, και μια προσπάθεια προσέγγισης του κοινού των σχολείων. - μία πολιτική προσωρινών εκθέσεων, που να ανανεώνουν συστηματικά το ενδιαφέρον του κοινού. Τα κυριότερα πορτογαλικά μουσεία ήταν

μέχρι εντελώς πρόσφατα υπό τη διοικητική εποπτεία του Πορτογαλικού Ινστιτούτου Πολιτισμικής Κληρονομιάς, εξαρτωμένου από το Υπουργείο Πολιτισμού. Το Ινστιτούτο αυτό κάλυπτε επίσης την εποπτεία και τη μουσειολογική κατεύθυνση και για τα μουσεία εκείνα που εξαρτιόνταν από άλλους δημοσίους η ιδιωτικούς οργανισμούς (ιδρύματα, σωματεία). Ήταν επίσης επιφορτισμένο με τη μόρφωση του προσωπικού τους (συντηρητές, τεχνικοί) καθώς και με την επιμόρφωση τους. Με ένα πρόσφατο διάταγμα τα μουσεία εντάχθηκαν υπό την εποπτεία ενός Πορτογαλικού Ινστιτούτου των Μουσείων, που θα διαθέτει αυτονομία ως προς τις πρωτοβουλίες και τις δραστηριότητες του στα πλαίσια του Πορτογαλικού Ινστιτούτου Πολιτισμικής Κληρονομιάς. Έχω ήδη αναφερθεί από τις ίδιες αυτές στήλες στο Μουσείο των Νέρων, που αφηγείται την ιστορία του ανεφοδιασμού σε

ΣΤ. ΠΟΛΥΚΡΑΤΗΣ


νερό και τη διανομή του στην πόλη της Λισαβώνας. φροντίζοντας να διατηρηθούν μνημεία κεφαλαιώδους σημασίας, όπως "η Μητέρα των Νέρων", μια μνημειακή και εντυπωσιακή δεξαμενή που δέχεται τα νερά του υδραγωγείου, που κατασκευάστηκε τον 18ο αιώνα από το βασιλιά Ιωάννη τον Ε', καθώς και τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου άντλησης του 19ου αιώνα. Στην ίδια τη Λισαβώνα η τεχνολογική κληρονομιά εμπλουτίστηκε το 1989 με το Μουσείο Ηλεκτρικής Ενέργειας, που βρίσκεται εγκατεστημένο στο ηλεκτρεργοστάσιο που λειτούργησε από το 1919 ως το 1972. ένα απέραντο κτίριο στις όχθες του ποταμού Τάγη, για να είναι ευκολότερος ο ανεφοδιασμός του σε κάρβουνο. Το κτίριο ανακηρύχθηκε εθνικό βιομηχανικό μνημείο. Ολόκληρο το ηλεκτρεργοστάσιο παρέμεινε ανέπαφο με τον λέβητα και τις γεννήτριες του. Μια από τις γεννήτριες συνεχίζει να λειτουργεί για τους επισκέπτες. Εκτός από τις τεχνικές επεξηγήσεις, ένα μέρος των εκθεμάτων είναι αφιερωμένο στην ιστορία ενός αιώνα παράγωγης και διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος στην Πορτογαλία. Ένα τμήμα αφορά τις συνθήκες εργασίας των μισθωτών της Εταιρείας, και ένα άλλο το ρόλο που έπαιξε ο ηλεκτρισμός στην καθημερινή ζωή. Μέσα σε μια επιχείρηση σε πλήρη δραστηριότητα, Ένα εργοστάσιο τσιμέντου, άνοιξε τις πύλες του. το 1991. το Μουσείο Τσιμέντου. Το ίδιο το εργοστάσιο λειτουργεί από το 1923 και έχει παίξει σημαντικό ρολό στο ξεκίνημα και την ανάπτυξη της τσιμεντοβιομηχανίας στην Πορτογαλία και τις πορτογαλικές αποικίες. Και το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί το μουσείο, εγκατεστημένο στο παλαιό εργαστήριο και το γραφείο, πραγματεύεται και τα δυο αυτά. στενά συνδεδεμένα, θέματα. Επιπλέον, στην πρώτη αυτή φάση του Μουσείου, εντάχθηκαν η παλαιά ηλεκτρική στροβιλογεννήτρια. που παρήγαγε την απαραίτητη για το εργοστάσιο ηλεκτρική ενέργεια, καθώς και η πρώτη ατμομηχανή, που το συνέδεε με το εθνικό σιδηροδρομικό δίκτυο μέσω μιας ιδιαίτερης διακλάδωσης. Το μουσείο χρηματοδοτήθηκε εξ ολοκλήρου από την επιχείρηση.

— 30

Λισαβώνα. Το Μουσείο Ηλεκτρισμού.

Στην Πορτογαλία αναπτύχθηκαν, πρόσφατα, μουσεία και ιδρύματα που αφορούν ουσιαστικές δραστηριότητες της οικονομικής της ζωής. κυρίως τη γεωργία και την αλιεία. Σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές η γεωργία άρχισε να εξελίσσεται ταχύτατα, υστέρα από την είσοδο της Πορτογαλίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Οι μεταβολές που προκύπτουν από το γεγονός αυτό ώθησαν στη δημιουργία, στη Βίλλα ντι Κοντέ, κοντά στο Πόρτο, ενός Αγροτικού Μουσείου, αφιερωμένου στην παραδοσιακή γεωργία της περιοχής που βρίσκεται ανάμεσα στους ποταμούς Ντούρο και Μινχο. Το Μουσείο είναι εγκατεστημένο σε ένα παλαιό μεγάλο υποστατικό και εξαρτάται από μια Αγροτική Σχολή. Ο υπεύθυνος του Μουσείου είναι εξειδικευμένος και έχει αναλάβει τη γεωργική μετεκπαίδευση της περιοχής. Οι συλλογές καλύπτουν τις διάφορες αγροτικές τεχνικές που εφαρμόζονταν άλλοτε, και που εφαρμόζονται μερικές φορές ακόμη και σήμερα. Προέρχονται από δωρεές των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι πρόσφεραν επίσης και τη βασική τεκμηρίωση ως προς την προέλευση και τη χρησιμοποίηση τους. Η διατήρηση της τεκμηρίωσης αυτής σε ζωντανή μορφή διευκολύνεται από την ύπαρξη στο Μουσείο ενός κέντρου παράγωγης βιντεοκασετών, που παράγει έγγραφες για διάφορους τύπους παραδοσιακών δραστηριοτήτων. Οι Πορτογάλοι ψαράδες και οι δραστηριότητες τους κατανέμονται σε πολλά μουσεία. Στο αρχιπέλαγος των Αζόρων, στο χωρίο Λάζες ντο Πίκο που οι κάτοικοι του ασχολούνταν άλλοι με τη γεωργία και άλλοι με το ψάρεμα, δημιουργήθηκε πρόσφατα Ένα Μουσείο Φαλαινοθηρων. Είναι εγκατεστημένο σε μια σειρά σπιτιών ψαράδων, και περιλαμβάνει τρεις αίθουσες, μία αίθουσα οπτικοακουστικών θεαμάτων και μια βιβλιοθήκη. Γύρω από το χωρίο, ο δρόμος των φαλαινοθηρών οριοθετείται από χώρους που σχετίζονται με την ιστορία της

αλιείας της φάλαινας, όπως π.χ., απέναντι στο Μουσείο, οι εγκαταστάσεις εκχύλισης του ελαίου από τη σάρκα της φάλαινας. Ένα αγρόκτημα που πρόσφατα αποκτήθηκε θα μας επιτρέψει να παρουσιάσουμε τον ετήσιο κύκλο εργασιών του φαλαινοθήρα και της οικογένειας του. Στην Αλκοσέτε. μια μικρή πολιτεία στις εκβολές του Ταγή. το κεντρικό Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο δημιούργησε δυο σημαντικά παραρτήματα. Ένα Μουσείο Αλυκών, εγκατεστημένο στις αλυκές που βρίσκονται κοντά στην πόλη. περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και μια αναπαλαιωμένη καλύβα αλατοπαραγωγού. Μνημονεύονται εκεί οι συνθήκες ζωής των εργαζομένων και οι τεχνικές που εφαρμόζονταν. Το δεύτερο παράρτημα είναι Ένα Μουσείο του Πλοίου. Μία από τις δραστηριότητες της Αλκοσέτε είναι και η παραδοσιακή ναυπηγική. Κοντά σε Ένα ναυπηγείο σκαφών, το Μουσείο έχει στην κατοχή του Ένα αλιευτικό, τύπου τοπικού, που. αφού έχει προσεκτικά επισκευαστεί, χρησιμοποιείται τακτικά από ομάδες μαθητών και άλλους επισκέπτες. Τη σημερινή εξέλιξη των πορτογαλικών μουσείων, τόσο ως προς την ποικιλία των θεμάτων που προβάλλουν, όσο και ως προς το πλήθος και την ποιότητα των νέων τους πρωτοβουλιών, τη θεώρησα ικανή να προσελκύσει την προσοχή των Ελλήνων ιθυνόντων σε όλα τα επίπεδα, είτε πρόκειται για την κεντρική διοίκηση, τους περιφερειακούς η τοπικούς πολιτισμικούς εμψυχωτές είτε για οργανισμούς που. όπως το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ. έχουν ορίσει, μεταξύ άλλων, ως αποστολή τους να υποστηρίζουν τις πρωτοβουλίες εκείνες που είναι ικανές να ανοίξουν και να διευρύνουν τις στενές προοπτικές μέσα στις οποίες είναι ακόμη εγκλωβισμένα πολλά ελληνικά μουσεία. JEANFAVIERE Με τ. Γιώργος Σπανός


Το ΠΤΙ ETBA άρχισε μια έρευνα με θέμα τη βυρσοδεψία για το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα. Η προέρευνα, της οποίας τα πρώτα συμπεράσματα εκθέτονται συνοπτικά σ' αυτό το σημείωμα, έδειξε ότι η κατεργασία του δέρματος ήταν ένας σημαντικός κλάδος της ελληνικής οικονομίας τις περασμένες δεκαετίες. Ξεκινώντας από τη Δημητσάνα και τη Ζάτουνα, διάσημη στον καιρό της (μέχρι και τη δεκαετία του '50 περίπου) για τα λεπτά "σαν μετάξια" δέρματα της. ο επόμενος αναγκαίος σταθμός για την έρευνα ήταν η Αναβρυτή. ένα χωριό στον Ταΰγετο, κοντά στη Σπάρτη. Ένας τόπος που και αυτός ανθούσε και ευημερούσε ως το '40. Οι προφορικές μαρτυρίες μας τον περιγράψουν ως έναν τόπο που έσφυζε από ζωή και κίνηση, ενώ οργασμός εργασιών και παράγωγης προϊόντων σχετικών με το δέρμα και το μαλλί απασχολούσε τους 1000 κατοίκους του: τριβείο πρώτων υλών και εκχυλισμάτων για τη βυρσοδεψία (βελανίδι και φλοιός πεύκων), εριουργοί-σχοινοπλόκοι. τσαγκάρηδες. αγωγιάτες που μετέφεραν από και προς τη Σπάρτη, τη Μάνη. το Γύθειο δέρματα και πρώτες ύλες. έμποροι Εβραίοι. Αρμένιοι και Έλληνες που συνέδεαν με τις διαδρομές τους το χωρίο του Ταϋγέτου με τα κέντρα της Πελοποννήσου και αργότερα με την Αθήνα, την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, απ' οπού προμηθεύονταν χοιρινά δέρματα. Το χωρίο είχε τότε δική του εφορία και σφραγίδα ("Δήμος Βρυσεών"). ανταποκριτή της Τράπεζας Λακωνίας, μέχρι και από τους πρώτους βωβούς κινηματογράφους. Η Αναβρυτή ζούσε, ανθούσε και πρόκοβε με μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες, οπού όλοι. από μικρά παιδιά, μάθαιναν την τέχνη του ταμπάκη (βυρσοδέψη), του σχοινοπλόκου, του τσαγκάρη. Τα προϊόντα τους, δέρματα για σαγή και παπούτσια κυρίως, είδη εριουργίας. κιλίμια και σαΐσματα, φάκελοι για τις ελιές, είδη υποδηματοποιίας, τρίχες για βούρτσες, μέχρι και λίπος για σαπούνια από τα χοιρινά, διαθέτονταν στις αγορές της Σπάρτης και της Αθήνας. Ένα χωρίο με άφθονο νερό. απαραίτητο για την κατεργασία του δέρματος αλλά και του μαλλιού. Η παρουσία του νερού, προαιώνια και αδιάκοπη, είναι σήμερα η μόνη απτή και ζωντανή συνέχεια του παρελθόντος, που άντεξε στην κρίση και συνδέει τις μνήμες με το παρόν. Τα περήφανα πέτρινα σπίτια και εργαστήρια στέκουν έρημα και ερειπωμένα, μάρτυρες της φθίνουσας πορείας ενός ακόμη ελληνικού χωρίου. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ο εμφύλιος, το δέλεαρ της Αμερικής (δέλεαρ άραγε ή απελπισμένη επιλογή:) και η μαζική μετανάστευση, οι γνωστές δυσκολίες της επαρχίας της δεκαετίας του '50. και. αργότερα, ο αβάσταχτος ανταγωνισμός της Αθήνας, ερήμωσαν το χωρίο. Έως τη δεκαετία του '60-70 άντεξαν οι τελευταίοι.

Ήδη από τη δεκαετία του '40 οι ταμπάκηδες άρχισαν να φεύγουν στις πόλεις για να συνεχίσουν την τέχνη τους: στην Καλαμάτα, στην Τρίπολη, στη Σπάρτη. Ένας από αυτούς που διάλεξαν τη Σπάρτη για να συνεχίσουν την επιχείρηση τους ήταν ο βυρσοδέψης Σαράντος Γάββαρης. Δούλευε στην Αναβρυτή από το 1908. και το 1947 αγόρασε μια έκταση 2.5 στρεμμάτων στη Σπάρτη και έκτισε το εργοστάσιο του. το οποίο σήμερα, με τις κατά καιρούς προσθήκες, καταλαμβάνει 500 τ.μ. Το έστησε όσο πιο εκσυγχρονισμένο γινόταν για την εποχή. Βαρέλες κατεργασίας και πλυσίματος, μεγάλες στέρνες (τα μποντόνια) που χωρούσαν 80-100 δέρματα από τα "χοντρά" -γιατί δούλευε κυρίως μοσχάρια και αγελαδινά-, μηχανές και καμιά δεκαριά εργάτες. Οι βαρέλες δούλευαν με πετρελαιοκίνηση: μια μηχανή που αγοράστηκε από την Αγγλία. Στην αρχή προμηθευόταν ντόπια δέρματα και ντόπιες πρώτες ύλες. Αργότερα (γύρω στο '60) τα ντόπια άρχισαν να σπανίζουν -άλλο ένα δείγμα της εποχής ήταν η μείωση της κτηνοτροφίας- και άρχισαν οι εισαγωγές από ξένους οίκους μέσω αντιπροσώπων στην Αθήνα. Δέρματα από τη Γαλλία, την Αργεντινή και τη Β. Αφρική, πρώτες ύλες από τη Μυτιλήνη και τη Γερμανία, και πάντα μέσω Αθηνών, τροφοδοτούσαν το βυρσοδεψείο. Το 1955 56 ήρθε το ηλεκτρικό. Οι ίδιες μηχανές δούλευαν πια με ρεύμα. Μάλιστα αγοράστηκαν και καινούργιες ηλεκτροκίνητες, που απλοποιούσαν κατά πολύ σε χρόνο και κόπο ορισμένα στάδια της τελικής επεξεργασίας που απαιτούσαν προσοχή και τεχνική γνώση. Έτσι, έως τη δεκα-

ετία του '60 όλες οι τεχνικές δουλειές, τοπολύτιμο know-how των τεχνιτών, αντικαταστάθηκαν από τα σύγχρονα μέσα. Την ίδια εποχή οι τεχνίτες άρχισαν να φεύγουν ως μετανάστες. Παράλληλα εξελίχθηκε και η χημική μέθοδος κατεργασίας. Αντί για τις παραδοσιακές φυσικές πρώτες ύλες (βελανίδι, ακαθαρσίες σκύλων, ασβέστης), σιγά σίγα κυκλοφορούσαν στην αγορά χημικά προϊόντα που συντόμευαν θεαματικά το χρόνο κατεργασίας και. βέβαια, επιδρούσαν στην ποιότητα. Οι δύο γιοι του Σαράντου είχαν μπει από μικροί στη δουλεία. Γύρω στο 1968 ανέλαβαν πλέον αυτοί το βυρσοδεψείο, χωρίς να προβούν σε μεγάλες αλλαγές όσον αφορά τη μέθοδο, που είχε ήδη εκσυγχρονιστεί μέχρι το '60. Τα δύο αδέλφια χρησιμοποίησαν τη χημεία σε μερικά στάδια, διατηρώντας όμως τα βελανίδια στην τελική φάση. γιατί τα δέρματα που βγαίνουν με αυτή την παλιά παραδοσιακή πρώτη ύλη είναι μεγαλύτερης αντοχής. Ακολούθησαν αυτή τη στρατηγική με το επιχείρημα πως "ως επαρχία έπρεπε να ανταγωνιστούμε την Αθήνα με την ποιότητα". Μπορεί μεν η παράγωγη να ήταν μικρότερη, όμως αυτή η αργή μέθοδος του βελανιδιού (έξι μήνες τουλάχιστον ως το τελικό προϊόν. αντί 72 ώρες με τη χημική μέθοδο) "έψηνε" τα δέρματα και τα έκανε αντοχής. Αυτή η σωστή, καταρχήν, στρατηγική μετά από λίγο καιρό έφτασε σε αδιέξοδο. Η 1 αγορά δεν ήθελε πια δέρματα αντοχής Οι πελάτες άρχισαν να παραπονιούνται: "Τα παπούτσια δεν πρέπει να αντέχουν πολύ. Ο σκοπός είναι να ξαναδούμε τον


πελάτη μετά από πέντε-έξι μήνες. Αλλάζει και η μόδα". Δεν αποφασίστηκε όμως άλλη αλλαγή στη μέθοδο. Ούτως η άλλως το εργοστάσιο ήταν μοιραίο να κλείσει μετά από τα δυο αδέλφια, γιατί κανένας διάδοχος δεν υπήρχε. Τα παιδιά τους σπούδασαν και δεν υπήρχε άλλος ενδιαφερόμενος που να έχει και τη γνώση του δέρματος. "Τεχνίτης μπορείς να γίνεις. Αφεντικό όμως για να γίνεις θέλει να μπεις από μικρός, να αποχτήσεις την πείρα και το μάτι για το δέρμα. Αυτό δεν μαθαίνεται πάρα με τα χρονιά". Έτσι το εργοστάσιο σταμάτησε την παραγωγή πριν από δυο χρονιά και σήμερα μένει μνημείο αμήχανο- θα πουληθεί: θα γκρεμιστεί-, γεμάτο μηχανές και αναμνήσεις, ένα ακόμη δείγμα των άρχων της βιομηχανίας στην Ελλάδα. Θα ήταν ευχής έργο το κεφάλαιο της βυρσοδεψίας, αυτού του τόσο σημαντικού κρίκου της ελληνικής οικονομίας, να ερευνηθεί και να καταγράφει συστηματικά. Είναι αναγκαία η διατήρηση της μνήμης -και όχι μονό των μνημείων-, είναι ζωτικής σημασίας η διαδοχή της γνώσης και της ιστορίας αυτού του κλάδου. ΚΟΡΝΗΛΙΑ Ι. ΖΑΡΚΙΑ

Οι αλλαγές που επέρχονται στο χώρο των βορειοελλαδικών πόλεων", στα τελευταία χρόνια που αυτές τελούν υπό την οθωμανική κυριαρχία και μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, είναι το θέμα της παρούσας μελέτης. Το διάστημα αυτό συμπίπτει σε γενικές γραμμές με την περίοδο των μεταρρυθμίσεων, κατά την οποία η οθωμανική αυτοκρατορία αναλαμβάνει μια μεγάλη προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό και τη μετατροπή της από θεοκρατικό καθεστώς σε σύγχρονο κράτος δυτικού τύπου. Στην προσπάθεια αυτή η πόλη και η μορφή της αποτελούν προνομιακό αντικείμενο μέριμνας και χειρισμών από πλευράς της πολιτείας, επιβάλλοντας έτσι τη δημιουργία νέων θεσμών και μηχανισμών πολεοδομικής παρέμβασης. Ταυτόχρονα παρατηρείται μία έντονη κινητοποίηση των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων, που αγωνίζονται δυναμικά να προωθήσουν την εφαρμογή των νεοαποκτημένων δικαιωμάτων τους και να υπογραμμίσουν την παρουσία τους στους εκσυγχρονιζόμενους αστικούς χώρους.

Μολονότι οι μεταβολές που καταγράφονται είναι ενδιαφέρουσες και σημαντικές, καθώς σηματοδοτούν το πέρασμα των πόλεων από την προβιομηχανική εσωστρέφεια σε μια διευρυμένη και ανοικτή σύγχρονη κοινωνία, εντούτοις δεν έχουν απασχολήσει ως σήμερα την ιστορική έρευνα. Οι ραγδαίες ανακατατάξεις που επήλθαν μετά το τέλος του 19ου αιώνα -μεταβολές κυριαρχίας, ανθρωπίνου δυναμικού, τεχνολογικών δυνατοτήτων, πολιτικών και οικονομικών επίλογων- έχουν μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των ερευνητών, και οι διαδικασίες κατασκευής και εξέλιξης του χώρου της πόλης αγνοούνται. Ωστόσο, η διερεύνηση τους αποδεικνύεται συχνά συναρπαστική, καθώς πρόκειται για μία περίοδο-μεταίχμιο. βυθισμένη στο σκοτάδι και αρκετά δυσπρόσιτη... και σίγουρα δεν στερούνται ενδιαφέροντος: τόσο για τις συγκρίσεις που μπορούν να γίνουν με τις αντίστοιχες διεργασίες που παρατηρούνται στις ελλαδικές πόλεις της ίδιας περιόδου, όσο και για τη διερεύνηση της ίδιας της έννοιας του εκσυγχρονισμού και της σχέσης του με την πολεοδομία. Ακόμη, καθώς η σημερινή μορφή των βορειοελλαδικών πόλεων χρωστά πολλά στις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες αυτής της περιόδου, η παρούσα εργασία μπορεί να παράσχει στοιχεία για το πρόσφατο παρελθόν των

αστικών μας χωρών, συμβάλλοντας στη διάλυση και ορισμένων παρανοήσεων σχετικά με το τι κληρονομήσαμε από τους Τούρκους. Ο βορειοελλαδικός χώρος προσφέρει αρκετά δείγματα πολεοδομικών επεμβάσεων κατά την περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να μπορεί να μελετηθεί και ως γενικότερο παράδειγμα της οθωμανικής πολεοδομίας του 19ου αιώνα. Ο λόγος είναι ότι αποτελεί τη δυτική επαρχία της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κίτρινα τρόπον τινά της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, η οποία συνδυάζεται με σημαντικά γεγονότα στην ίδια περιοχή, όπως η εγκατάσταση της σιδηροδρομικής σύνδεσης με την Ευρώπη, η ανάπτυξη της ατμοπλοΐας, η βιομηχανική αφύπνιση της Μακεδονίας, η τραπεζική διείσδυση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, η διοικητική αναδιοργάνωση... Στη μελέτη αυτή το ενδιαφέρον εστιάζεται στις αλλαγές που επέρχονται στον τρόπο οργάνωσης του αστικού χώρου και στις διαδικασίες διαχείρισης του. Το θέμα δηλαδή προσεγγίζεται κυρίως μέσα από τη διερεύνηση των πολεοδομικών πρακτικών και της φιλοσοφίας που τις συγκροτεί, και δευτερευόντως μέσα από εκτιμήσεις για τους μεταβαλλόμενους ρόλους των αστικών κέντρων. Βασικές πηγές της έρευνας είναι το σύνολο των κειμένων της πολεοδομικής νομοθεσίας, άγνωστο χαρτογραφικό υλικό, εκθέσεις των Ελλήνων, Γάλλων και Άγγλων προξένων ή των προξενικών πρακτόρων της Θεσσαλονίκης, Σερρών, Καβάλας, Βόλου και Ιωαννίνων, ποικίλα δημόσια, δη-


μοτικά και ιδιωτικά αρχεία, η παρακολούθηση των ελληνοφώνων εφημερίδων της εποχής. Επίσης έχει ερευνηθεί ελληνική, αγγλοαμερικανική. γαλλική και τουρκική βιβλιογραφία. Η μελέτη περιλαμβάνει δυο μέρη. Στο πρώτο ερευνώνται οι θεσμοί και η διοικητική οργάνωση του οθωμανικού κράτους που διέπουν το γίγνεσθαι των αστικών χωρών. Παρουσιάζονται και συγκρίνονται μεταξύ τους τόσο οι γενικές ρυθμίσεις πριν και μετά την επίσημη έναρξη των μεταρρυθμίσεων το 1839. όσο και συγκεκριμένες μεγάλης κλίμακας πολεοδομικές επεμβάσεις στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται χρονολογικά οι εφαρμογές της νέας αντίληψης για το σχεδιασμό του χώρου, σε μικρές και μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Ανασχεδιασμοί εμπορικών συνοικιών μετά από πυρκαγιές, επεκτάσεις υπαρχουσών πόλεων, διανοίξεις δρόμων και μεγάλες ανα-

Α. Αντικείμενο έρευνας Ο μεσοπόλεμος θεωρείται περίοδος σημαντικών κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, που σηματοδοτείται από τη γρήγορη εκβιομηχάνιση, την αγροτική μεταρρύθμιση και τη συγκρότηση θεσμών και μηχανισμών παρέμβασης του κράτους στην οικονομία. Οι μεταβολές αυτές, που καταγράφονται ως διαδικασίες επιτάχυνσης της ανάπτυξης, αποδίδονται στην "ευνοϊκή συγκυρία που διαμόρφωσαν η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κατάρρευση του διεθνούς εμπορίου, η πολιτική ενοποίηση της ελληνικής επικράτειας, η άφιξη των προσφυγών και το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα των πολιτικών παραγόντων της περιόδου. Η εθνική αγορά αποτέλεσε το οικονομικό πεδίο όπου ενεργοποιήθηκαν οι διαδικασίες εμπορευματοποίησης της παράγωγης, διεύρυνσης του καταμερισμού της εργασίας, άνθησης νέων μορφών επιχειρηματικής δράσης. Ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της περιόδου καταγράφεται η παράλληλη ανάπτυξη μεσαίων και μεγάλων αστικών κέντρων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι νέες οικονομικές δραστηριότητες εμφανίζονται στο γεωγραφικό επίπεδο ως ενδογενείς διαδικασίες, που μεταμορφώνουν σε τοπικό επίπεδο τις κληρονομημένες δομές και ταυτόχρονα τις ενσωματώνουν σε ευρύτερα κοινωνικά και οικονομικά σύνολα. Η δομή της οικονομίας των αστικών κέντρων, πέρα από τον παραδοσιακό της χαρακτήρα (διοίκηση - εμπόριο), εμπλουτίζεται με πολύμορφες οργανωτικές, χρηματοδοτικές και εμπορικές δραστηριότητες που συνδέονται με τις αλλαγές στον αγρο-

διαρθρωτικές επεμβάσεις, όπως και ιδρύσεις νέων πόλεων, είναι αντικείμενα της νέας πρακτικής. Συγχρόνως εξετάζονται οι διαδικασίες με τις οποίες η διοίκηση και η κοινωνία παρεμβαίνουν και διαχειρίζονται τους αστικούς χώρους. Μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τις πολεοδομικές επεμβάσεις στο βορειοελλαδικό χώρο σε δύο μεγάλες ενότητες: η πρώτη καλύπτει την περίοδο 1839-1869. κατά την οποία οι νόμοι άλλοτε εφαρμόζονται από τις τοπικές αρχές συναντώντας την καθολική αντίδραση των πολιτών, άλλοτε αντίθετα η εφαρμογή τους διεκδικείται από τις κοινότητες και τους πολίτες απέναντι στην ολιγωρία ή την εχθρότητα των άρχων. Η δεύτερη εκτείνεται από το 1870 ως το τέλος περίπου του αιώνα, διάστημα κατά το οποίο η νομοθεσία λειτουργεί, αποδεικνύοντας τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της. Στη δεύτερη αυτή ενότητα μπορούμε ενδεχομένως να κάνουμε ορισμένες

τικό χώρο καθώς και με τη μεταποίηση και τις κατασκευές που έρχονται να καλύψουν τις αυξημένες τοπικές ανάγκες σε ενδιάμεσα και καταναλωτικά αγαθά. Το θεσμικό πλαίσιο και η κρατική πολιτική ενισχύουν παράλληλα την ενδυνάμωση των διακλαδικών διασυνδέσεων της τοπικής οικονομίας και την ανάπτυξη του διαπεριφερειακού εμπορίου. Η έρευνα φιλοδοξεί να διερευνήσει τις μεταβολές αυτές όπως εκφράζονται σε τοπικό επίπεδο και συγκεκριμένα στην περίπτωση των δυο αστικών κέντρων της δυτικής Κρήτης. Η προσέγγιση σε τοπικό επίπεδο επιδιώκει να συμβάλει, μέσω μιας διαφορετικής οπτικής, στη μελέτη της περιόδου. Μέχρι στιγμής οι μελέτες για την περίοδο προσεγγίζουν τις διάφορες θεματικές μέσω της ανάλυσης των εθνικών δεδομένων. Στην περίπτωση της "τοπικής" έρευνας η δυναμική της αναπτυξιακής διαδικασίας γίνεται δυνατό να διερευνηθεί σε πιο λεπτομερειακό επίπεδο και διευκολύνει τόσο την αναλυτική αποσαφήνιση σχέσεων και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε διάφορους οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες όσο και τη συνθετική παρουσίαση συμπερασμάτων για το χαρακτήρα και τη διαδικασία των μεταβολών. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη επικεντρώνεται στα παρακάτω θέματα-ερωτήματα: - ποιες είναι οι κυρίες μορφές οικονομικών δραστηριοτήτων (μεταποιητικές, εμπορικές, υπηρεσίες, κατασκευές) που αναπτύσσονται στον αστικό χώρο: - ποια είναι τα κυρία χαρακτηριστικά, σε όρους κεφαλαίου, εργασίας, οργανωτικής

διαφοροποιήσεις χρονολογικές, σχετικές με το χαρακτήρα των επεμβάσεων και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι διάφορες καινοτομίες. Έτσι. η πρώτη δεκαετία (1870-1880) μπορεί να θεωρηθεί ως η περίοδος κατά την οποία, αργόσυρτα άλλα σταθερά, συνειδητοποιούνται οι νέες δυνατότητες και εκφράζονται τα αιτήματα. Κατά τη δεύτερη δεκαετία (1880-1890) γίνεται αποδεκτή η λειτουργία των νέων θεσμών και ζητείται η επέκταση τους. Τέλος, μετά το 1890. αρχίζουν να είναι ορατά πλέον στο χώρο της πόλης τα αποτελέσματα, θετικά και αρνητικά, του εκσυγχρονισμού, ο οποίος ωστόσο θα μείνει ανολοκλήρωτος, μέσα στη δίνη των γεγονότων που θα αλλάξουν ριζικά την τροπή της ιστορίας στην περιοχή αυτή των Βαλκανίων. ΑΛΕΚΑ Κ ΑΡΑΔΗ ΜΟΥ - ΓΕΡΟ Α Υ Μ ΠΟΥ Επικ. καθηγήτρια. Τομέας Πολεοδομίας. Τμήμα Αρχιτεκτόνων. ΑΠΟ

διαδικασίας (μέγεθος, δομή. ειδίκευση) των επιχειρήσεων που συγκροτούνται - αναπτύσσονται στους τομείς αυτούς: - ποιες είναι οι πήγες του κεφαλαίου και ποιος είναι τελικά ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος στην αναπτυξιακή διαδικασία την περίοδο αυτή: - πως προσαρμόζονται οι παραδοσιακές μορφές των παραγωγικών - χρηματιστικών δικτύων στις νέες συνθήκες και ιδιαίτερα έναντι του ανταγωνισμού του τραπεζικού συστήματος: - ποια είναι η αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου που εισάγει το κράτος και τι πλέγμα σχέσεων αναπτύσσεται ανάμεσα στην ιδιωτική σφαίρα της οικονομίας και τους κρατικούς φορείς: - ποιες αλλαγές καταγράφονται στο επίπεδο των κοινωνικό-επαγγελματικών κατηγοριών και ποιους κοινωνικούς προσδιορισμούς σηματοδοτούν αυτές: - ποια είναι η προέλευση και ποιος είναι ο τρόπος συγκρότησης των επιχειρηματικών ομάδων: Β. Μεθοδολογία Για να προσεγγίσουμε τον τελικό στόχο της έρευνας -να αναλύσουμε δηλαδή τη δυναμική των κοινωνικό-επαγγελματικών δομών, το μετασχηματισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων και το ρόλο του κράτους στην ενσωμάτωση της τοπικής οικονομίας- επιλέξαμε τη μελέτη δύο τοπικών αστικών κοινωνιών. Ο σκοπός αυτός θα εξυπηρετηθεί με το εξής αρχειακό υλικό: - Αρχείο των υποθηκοφυλακείων Χανίων και Ρεθύμνου (1899-1940). - Δημοτικά αρχεία των δύο δήμων (δημοτολόγια, ληξιαρχικές πράξεις, μητρώα αρρένων), - Ημερήσιος και εβδομαδιαίος τοπικός τύπος: 1900-1940.


- Αρχείο της Τράπεζας Κρήτης (18991918). - Ιδιωτικά αρχεία και ειδικότερα αυτό του εμπόρου-βιοτέχνη Π. Γαγάνη. - Προξενικές εκθέσεις του F.O. (F.O. Commercial Reports from Η.M. Consuls "Turkey, Reports on Trade of Island of Crete", 1865-1886. σειρά A1. F.Ο.. Diplomatic and Consular Trade Reports, Annual Series. "Report on Trade of Crete". 1903-1912, σειρά A2). Οι προξενικές εκθέσεις του Foreign Office θα μας επιτρέψουν να αποκτήσουμε μία εικόνα σαφέστερη για την οικονομία και ειδικότερα για το εμπόριο της Κρήτης από αυτήν που μας επιτρέπει η υπάρχουσα βιβλιογραφία. Το παραπάνω αρχειακό υλικό θα αποδελτιωθεί και θα γίνει στατιστική επεξεργασία του -όπου κριθεί απαραίτητο- μέσω Η/Υ. Το αρχείο του υποθηκοφυλακείου Ρεθύμνου που αφορά τη χρονική περίοδο 18991940 αποτελείται από 40.000 συμβόλαια, ενώ αυτό των Χανίων από 60.000 συμβόλαια. Η αποδελτίωση αυτών των αρχείων γίνεται με μοναδικό κριτήριο τον τόπο κατοικίας: επιλέγεται κάθε συμβόλαιο στο οποίο τουλάχιστον ένας από τους συμβαλλομένους είναι κάτοικος των υπό μελέτη πόλεων, εφόσον στα υποθηκοφυλακεία φυλάσσονται συμβόλαια που αφορούν την ευρύτερη περιοχή. Η ποικιλία των συμβολαιογραφικών πράξεων -προικοσύμφωνα.

αγοραπωλησίες, δωρεές, πλειστηριασμοί, χρεωστικά συμβόλαια- και ο όγκος τους επιτρέπουν την ανάδειξη οικογενειακών στρατηγικών σε θέματα μεταβίβασης αγαθών. Παράλληλα, το αρχείο αυτό μας βοηθάει να διερευνήσουμε την εξέλιξη της τιμής της αστικής γης. την οικονομική συμπεριφορά των διαφόρων κοινωνικό-έπαγεγελματικών ομάδων και τη δυναμική των δομών αυτών των ομάδων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χρεωστικά συμβόλαια και οι πλειστηριασμοί, επειδή θέτουν, ανάμεσα σε άλλα. το βασικό ερώτημα της δανειοδότησης και της πιστωτικής πολιτικής των χρηματιστών, των εμπόρων και των τραπεζών, τόσο πριν όσο και μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα (1912). Σ' ένα δεύτερο επίπεδο η συστηματική επεξεργασία αυτού του αρχείου μάς φαίνεται εξίσου ενδιαφέρουσα σχετικά με ζητήματα κοινωνικής ιστορίας. Η συχνότητα π.χ. με την οποία επανέρχεται κάποιος συμβαλλόμενος στα βιβλία μεταγραφών μάς διευκολύνει να παρακολουθήσουμε, όχι πια το αφηρημένο υποκείμενο, αλλά τον πελάτη, το συγκεκριμένο άτομο και το είδος των σχέσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα σ' αυτό και τους δανειστές του, και να προσεγγίσουμε τον τρόπο με τον οποίο περνάει η πληροφορία ανάμεσα σε δανειστές και δανειζόμενους. Καθίσταται λοιπόν απαραίτητο να ανακα-

τασκευάσουμε την ταυτότητα όλων των συμβαλλομένων, να τους εντάξουμε σε δίκτυα συγγένειας, να μελετήσουμε την οικογενειακή δομή της εποχής. Οδηγούμαστε με αυτό τον τρόπο στην ανάγκη της διασταύρωσης στοιχείων από τα Δημοτικά Αρχεία (Δημοτολόγια, Μητρώα αρρένων. Ληξιαρχικές πράξεις), μία διαδικασία απαραίτητη για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τη μεταβίβαση αγαθών από τη μία γενιά στην άλλη. με την οικογενειακή και τη γαμήλια στρατηγική των διαφόρων ομάδων και με την κοινωνικόεπαγγελματική κινητικότητα. Σε ό.τι αφορά τη μελέτη του αρχείου της Τράπεζας Κρήτης (1899-1919). αυτή θα επικεντρωθεί στην τραπεζική πολιτική αναφορικά με τη χρηματοδότηση της παραγωγής. Συγχρόνως, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το προηγούμενο από την Τράπεζα Κρήτης σύστημα δανειστικών σχέσεων (έμποροι-άλλοι πιστωτικοί οργανισμοί), τη διαπλοκή του στην τοπική οικονομία και τις αντιστάσεις που πρόβαλε στον καινούργιο πιστωτικό οργανισμό. Η ίδια προβληματική θα μας απασχολήσει και για την περίοδο που ακολούθησε την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα. ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΥΡΝΟΒΑ Ιστορικός ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

Οικονομολόγος

ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΟΙΚΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ ΑΘΗΝΩΝ - ΛΑΥΡΙΟΥ Γενικά - Ιστορικά Η χρήση του σιδηροδρόμου απασχόλησε τους παράγοντες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους πολύ νωρίς (1835). παρά τη δεισιδαιμονία πολλών για το "θηρίο", την εναντίωση αρκετών στις "ιδέες της Δύσης", τις κομματικές αντιζηλίες και, βέβαια, την έλλειψη ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού ανάπτυξης της χώρας, που θα προϋπέθετε ένα σωστό δίκτυο μεταφοράς

προϊόντων και επιβατών, το οποίο θα συνέδεε πόλεις, λιμάνια και τόπους εγκατάστασης του ανθρώπινου δυναμικού με τους τόπους εργασίας του. Το 1855 άρχισε η κατασκευή της γραμμής Αθηνών - Πειραιώς, και στις 4.5.1882 υπογράφηκε η πρώτη σύμβαση για την κατασκευή μέσα σε τρία χρόνια και την εκμετάλλευση για ενενήντα εννέα χρόνια της γραμμής Αθηνών-Λαυρίου με διακλάδωση

στο Ηράκλειο για Κηφισιά. Η σύμβαση υπογράφηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη, το Υπουργείο Εσωτερικών και την Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ΕΜΛ). με δικαίωμα εξαγοράς του δημοσίου μετά τη δεκαπενταετία. Η γραμμή Λαυρίου Το Δεκέμβριο του 1882 ιδρύεται η "Εται-


ρεια των Σιδηροδρόμων Αττικής" (ΣΑ) με κεφάλαιο της ΕΜΛ. Τη διεύθυνση των εργασιών της γραμμής Λαυρίου είχε ο μηχανικός Νικόλαος Ξ. Γαζής που κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση για τη σχετική υπηρεσία των Δημοσίων Έργων, μετά τις σπουδές του ως υπότροφος στη Σχολή Des Ponts et Chaussées. Στις 4.2.1885 εγκαινιάστηκε πανηγυρικά το πρώτο τμήμα της γραμμής, από την πλατεία Αττικής (αφετηρία) έως την Κηφισιά, και στις 20.6.1885 το δεύτερο τμήμα έως το Λαύριο. Οι επιβάτες μπορούσαν να παίρνουν τα λεωφορεία της Εταιρείας ΣΑ από την αρχή της Γ' Σεπτεμβρίου, στην πλατεία Ομονοίας, για την πλατεία Αττικής. Το 1889 η αφετηρία μεταφέρθηκε στην ομώνυμη πλατεία Λαυρίου. Το 1925 αναλαμβάνει την εκμετάλλευση της γραμμής Κηφισίας η Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών (HEM), και το 1929 εξαγοράζεται η γραμμή Ηρακλείου-Λαυρίου από την Εταιρεία Σιδηροδρόμων ΠειραιώςΑθηνών-Πελοποννήσου. ενώ μεταφέρεται η αφετηρία στο Σταθμό Πελοποννήσου της ΣΠΑΠ Στις 8.8.1938 πραγματοποιήθηκε το τελευταίο δρομολόγιο του "θηρίου" στην Κηφισιά, ενώ το 1956 διακόπτεται η λειτουργία της γραμμής Λαυρίου, που περιέρχεται στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Οικονομικών, σήμερα στην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου. Σταθμοί και βοηθητικά οικήματα της γραμμής Λαυρίου Οι σιδηρόδρομοι Αττικής (γραμμή Λαυρίου) εκτελούσαν τη διαδρομή Αθήνας Λαυρίου (διακλάδωση Κηφισίας) με σταθμούς: 1) πλατεία Λαυρίου (αφετηρία). 2) πλατεία Αττικής. 3) Ηράκλειο (γραμμή για Μαρούσι-Κηφισιά). 4) Χαλάνδρι. 5) Γέρακας. 6) Κάντζα. 7) Λιόπεσι (σημ. Παιανία). 8) Κορωπί. 9) Μαρκόπουλο. 10) Καλύβια. 11) Κερατέα. 12) Δασκαλειό. 13) Θορικό. 14) Λαύριο. Οι σταθμοί που σώζονται σήμερα, άλλοι σε κακή κατάσταση (Κάντζα. Κερατέα. Δασκαλειό). άλλοι αγνώριστοι από μεταγενέστερες μετατροπές - επεμβάσεις (Λιόπεσι Κορωπί) και άλλοι σε νέα χρήση (Θορικό Λαύριο), αποτελούν ενδιαφέροντα κτίσματα με μορφολογικά στοιχεία μοναδικά.

εφόσον πρόκειται για ειδικής χρήσης κτίσματα του 19ου αιώνα, με έντονες τις επιρροές τόσο της ευρωπαϊκής παιδείας των σχεδιαστών τους όσο και της γενικής τάσης των πρώτων χρονών χρήσης του σιδηροδρόμου και σχεδιασμού σταθμών να αποτελούν αυτοί ιστορικές αναφορές στις κλασικές εποχές, συμφωνά με το συρμό στην Ευρώπη. Πράγματι, παράλληλα με τη χρήση των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα στα κτίρια της νέας εποχής (σίδηρος, γυαλί), οι αρχιτέκτονες προσπάθησαν να εντάξουν και στοιχεία της "συμβατικής αρχιτεκτονικής". (Παράδειγμα οι σταθμοί του Λονδίνου με τμήματα προσόψεων "ιταλικού τύπου"). Ιδιαίτερα ο νεοπαλλαντιανισμός. όπως διαμορφώθηκε με πρότυπο ρωμαϊκά μορφολογικά στοιχεία (αψίδα Villa) και τις αντιλήψεις των αρχιτεκτόνων του 15ου-16ου αιώνα (Alberti. Andrea Palladio κ.ά). για την κλασική αρχιτεκτονική, προσαρμοσμένη στις ιδέες και τον ιταλικό χώρο (Τοσκάνη. Φλωρεντία), έγινε το κυρίαρχο στυλ σε πολλά κτίσματα στην Ευρώπη από τον 18ο αιώνα και. βέβαια, σε κτίσματα σιδηροδρομικών σταθμών. Το πνεύμα αυτό φαίνεται να ακολουθούν οι λιθόκτιστοι σταθμοί των πρώτων χρόνων του σιδηροδρόμου στην Ελλάδα, στοιχείο αξιόλογο για τη σπανιότητα του στην ιστορία της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής, εφόσον ο παλλαντιανισμός σε ελάχιστα δείγματα παρουσιάστηκε στην Ελλάδα (βλ. Αρ. Φιλιππίδης, περίπτωση Λυσάνδρου Καυταντζόγλου) και σ' αυτά. όπως στην περίπτωση του Οφθαλμιατρείου στην Αθήνα, όχι καθαρά (εμπλοκή του φλωρεντινού μοντέλου με βυζαντινές αναφορές). Αντίθετα, στα κτίσματα των σταθμών Λαυρίου, χάρη στη μικρή κλίμακα, έχουμε σαφή δείγματα, και αυτά. μέσα στη γενίκευση του νεοκλασικισμού, έχουν ιδιαίτερη αξία. Περιγραφή - Τυπολογία Οι σταθμοί και τα βοηθητικά κτίσματα της σιδηροδρομικής γραμμής διακρίνονται, με βάση την κάτοψη, σε δυο τύπους: (α) με ορθογώνια κάτοψη, δίκλινη στέγη και είσοδο στη στενή πλευρά (Κάντζα. Δασκαλειό. Γέρακας. Θορικό). με εμφανές το παλλαντιανό μοτίβο της αψίδας (τοξωτά συμμετρικά ανοίγματα, ψεύτικος στρογγυλός φεγγίτης (οφθαλμός) - κεντρικά) ή με

είσοδο στη μακρά πλευρά (Κορωπί. Λιόπεσι, Λαύριο,Υπνωτήριο (σήμ. καφενείο Λαυρίου) με μάλλον κλασικιστικά στοιχεία (ορθογώνιες παραστάδες ανοιγμάτων, μίμηση κιόνων στις γωνίες). (β) με ελαφρώς σταυροειδή κάτοψη και τεμνόμενες στέγες (Μαρκόπουλο, καφενείο Λαυρίου, σήμ. εστιατόριο), μορφολογικά στοιχεία της ιταλικής αναγέννησης (δίχρωμες γωνίες, συμμετρικά ανοίγματα με παραστάδες. στρογγυλοί φεγγίτες) που παραπέμπουν στη ρωμανική Villa (βλ. Villa Rojanna του Palladio στη Vicenza ως τη ρωμαϊκή Villa Julia). Ήδη έχει γίνει πρόταση από το Υπουργείο Πολιτισμού, τα κτίσματα της σιδηροδρομικής γραμμής Λαυρίου, όσα σώζονται, να συντηρηθούν σωστά και να αποκτήσουν κάποια χρήση (π.χ. μουσείο - καφενείο κλπ). Σωστότερο θα ήταν να λειτουργήσει ξανά η γραμμή Λαυρίου, πράγμα που θα διόρθωνε το λάθος της κατάργησης της και θα διευκόλυνε τη δημιουργία ημιαστικών κέντρων (με σωστό σχεδιασμό και υποδομή), όπως έχει γίνει σε μεγαλουπόλεις (π.χ. Παρίσι), για σωστή αποκέντρωση, χωρίς να καταστραφεί το εξαίρετο αττικό τοπίο. Μ. ΓΡΥΠΑΡΗ Αρχιτέκτων


Η συμβολή του παριανού μαρμάρου στην αρχιτεκτονική και, κυρίως, στη γλυπτική έκφραση των κλασικών χρόνων της ελληνικής αρχαιότητας είναι σημαντικότατη. Για να γίνει αντιληπτή η καλλιτεχνική αξία και η ιστορική σημασία των έργων που φιλοτεχνήθηκαν από αυτό, αρκεί να αναφερθούν ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, ο Ερμής του Πραξιτέλη και η Αφροδίτη της Μήλου ή να ανατρέξει κανείς στην Περιήγηση του Παυσανία, όπου θα συναντήσει σειρά αρχαίων ναών και αγαλμάτων κατασκευασμένων από τον περίφημο πάριο λίθο. Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να καταδείξει το μέγεθος αυτής της συμβολής, αλλά να προσπαθήσει να προβάλει το γεγονός ότι αυτός καθαυτός ο χώρος των αρχαίων λατομείων αποτελεί τοποθεσία ιδιαίτερης σημασίας και ως τέτοιος αξίζει και πρέπει να τύχει του άμεσου ενδιαφέροντος του κράτους και των ανθρώπων του πνεύματος. Στόχος είναι να προστατευτεί ο χώρος των αρχαίων λατομείων από τις καταστροφές που προκαλούν οι ανεξέλεγκτες επισκέψεις των αλλοδαπών, κυρίως, τουριστών καθημερινά, κατά δεκάδες, τους θερινούς μήνες με αποτέλεσμα να προξενούν πολλές φορές ανεπανόρθωτες ζημιές, όπως αναγραφές ονομάτων στα αρχαία τοιχώματα, ή ακόμη να επιχειρούν να αποσπάσουν τεμάχια μαρμάρου. Αποτέλεσμα μιας τέτοιας ενέργειας ήταν η καταστροφή τμήματος του αρχαίου ανάγλυφου της εισόδου ενός λατομείου. Παράλληλα, στόχος είναι να αναδειχτεί η ευρύτερη τοποθεσία όπου περιέχονται τα αρχαία λατομεία σε πολυσήμαντο πολιτιστικό χώρο του νησιού, καθώς συνιστούν ένα διασωζόμενο μνημείο της κλασικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής δημιουργίας, της ιστορίας της

λατομευτικής τεχνολογίας και, γενικότερα, του εργαζόμενου ανθρώπου, μια και στο χώρο αυτόν εργάστηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες εκατοντάδες λατόμοι, κυρίως δούλοι, αποσπώντας με αρχαίους εγκοπείς όγκους μαρμάρου και αφήνοντας πολλές φορές εκεί την τελευταία τους πνοή, όπως έχουν αποδείξει πρόσφατες έρευνες (Σκιλάρντι, σ. 265). Μία έμμεση απόδειξη της αναγνώρισης που έχουν τύχει τα αρχαία λατομεία της Πάρου θα μπορούσε να θεωρηθεί το γεγονός ότι από πολύ παλιά έγιναν αντικείμενο επίσκεψης σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως λ.χ. ο Γερμανός αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος με τους αρχιτέκτονες Χάνσεν και Σάουμπερτ το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου 1835 (Ρούσσος-Μηλιδώνης, σ. 155) και λίγο αργότερα, στις 11 Οκτωβρίου 1840, το βασιλικό ζεύγος Όθων και Αμαλία (Αλιπράντης, σ. 117). Πού βρίσκονται όμως και σε τι συνίσταται ο χώρος των αρχαίων λατομείων της Πάρου; Στο κέντρο της Πάρου, ο κύριος ορεινός όγκος του νησιού, το όρος Μάρπησσα, υποδηλώνει τη μαρμαροφόρο ιδιότητα του και τη χρησιμοποίηση του για την παραγωγή μαρμάρου από αρχαιοτάτων χρόνων. Πράγματι, το βουνό αυτό είναι ο φυσικός χώρος των αρχαίων λατομείων του παριανού μαρμάρου. Η εξόρυξη του γινόταν με δύο τρόπους, με υπαίθρια μέτωπα και υπόγειες στοές. Η υπαίθρια λατόμευση γινόταν σε πολλά σημεία του βουνού, και το μάρμαρο που εξαγόταν με αυτό τον τρόπο, γνωστό ως λευκός λίθος, προοριζόταν να εξυπηρετήσει κτιριακές ανάγκες. Αντίθετα,

η υπόγεια λατόμευση γινόταν σε μία συγκεκριμένη τοποθεσία κοντά στην επαρχιακή οδό Παροικίας-Κώστου, κοντά στο 5,5 χλμ. από την πρώτη και σε απόσταση περίπου 500 μ. από το μικρό οικισμό Μαράθι. Το μάρμαρο της υπόγειας λατόμευσης, γνωστό ως λυχνίτης ή λυχνεύς ή λυχνίας μάρμαρος, λόγω των ιδιαίτερων φυσικών ιδιοτήτων του ήταν ιδανικό για την αγαλματοποιία. Κατά τον Πλίνιο, η ονομασία που του δόθηκε οφείλεται στο γεγονός ότι εξορυσσόταν από τις βαθιές στοές υπό το φως των λύχνων. Ο λυχνίτης πολύ σύντομα έγινε περιζήτητος στις αγορές των ελληνικών πόλεων της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί εντατική εξόρυξη του κυρίως μεταξύ 500 και 300 π.Χ. (Αναστόπουλος, σ.2). Κατά τον γεωλόγο Ι. Αναστόπουλο, που πραγματοποίησε έρευνες κοιτασματολογικής αναγνώρισης λυχνίτη στην Πάρο, τον Αύγουστο του 1962, το μάρμαρο αυτό είναι χιονόλευκο, με μαργαριτώδη λάμψη και σημαντική διαφάνεια, εντελώς καθαρό, με σπάνιες μόνο τοπικές φακοειδείς ανοικτότεφρες ταινιώσεις. Η καταπληκτική διαφάνεια του οφείλεται στην καθαρότητα του αρχικού ιζηματογενούς υλικού, στο μέγεθος των κρυσταλλικών κόκκων και στον προσανατολισμό τους κατά παράλληλα επίπεδα. Μάλιστα, τεμάχια λυχνίτη σε πάχος έως 35 χιλ. μπορούν να είναι διαφώτιστα (Αναστόπουλος, σ. 9-10). Η εξόρυξη του λυχνίτη γινόταν υπόγεια, γιατί το γεωλογικό του στρώμα, πάχους 3 έως 5 μ. δεν εμφανίζεται επιφανειακά και έχει κλίση 10 έως 60 μοίρες με κατεύθυνση προς ανατο-


λάς, βυθιζόμενο στο εσωτερικό της ορεινής πλαγιάς (Παπαγεωργάκης, σ. 220). Κατά τον Ι. Αναστόπουλο, αφορμή για την ανακάλυψη του λυχνίτη στην αρχαιότητα υπήρξε το Σπήλαιο των Νυμφών η ονομασία του οφείλεται στην ανάγλυφη παράσταση με την επιγραφή ΑΔΑΜΑΣ Ο ΔΡΥΣΗΣ ΝΥΜΦΑΙΣ, που χρονολογείται στο 350 π.Χ. Σ' αυτό κατέληγαν επιφανειακά τα στρώματα του μαρμάρου, αποτελώντας έτσι την αφετηρία διάνοιξης των υπόγειων στοών (Αναστόπουλος, σ. 8). Η τοποθεσία όπου βρίσκονται τα λατομεία λυχνίτη περιορίζεται στις δύο πλαγιές μιας ρεματιάς κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά. Έως το 1962, οπότε ο Ι. Αναστόπουλος επισκέφθηκε την περιοχή, ήταν γνωστό μόνο το λατομείο της βορεινής πλαγιάς, όπου και το Σπήλαιο των Νυμφών. Η διάρθρωση του λατομευτικού χώρου χαρακτηρίζεται από δύο κεκλιμένες στοές, υπό γωνία 25 έως 30 μοιρών, που ακολουθούν την κατεύθυνση του στρώματος και συνδέονται μεταξύ τους στο βάθος. Η μία στοά, που συνιστά την είσοδο του λατομείου, ξεκινά από το Σπήλαιο των Νυμφών, ενώ η άλλη, η έξοδος, καταλήγει προς τα δυτικά της πρώτης και σε απόσταση από αυτή περίπου 20 μ. Το υψόμετρο και των δύο ανοιγμάτων του λατομείου βρίσκεται στα 170 μ., ενώ το τέλος τους στα 105 μ. Υπολογίζεται ότι ο όγκος του λυχνίτη που εξορύχθηκε από αυτό ανέρχεται στα 250.000 κ.μ. (Αναστόπουλος, σ. 11). Νεότερες έρευνες έφεραν στο φως και δεύτερο λατομείο λυχνίτη, προς τη μεσημβρινή πλαγιά της ρεματιάς. Η εσωτερική του διάρθρωση δεν έχει αποτυπωθεί, όμως η εικόνα που δημιουργεί στον επισκέπτη του είναι κατά πολύ εντυπωσιακότερη από του λατομείου της βορεινής πλαγιάς. Δυστυχώς, η προσπέλαση σ' αυτό είναι δυσχερής, λόγω της συνήθειας των νεότερων ιδιοκτητών των λατομείων, που το εκμεταλλεύτηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, να απορρίπτουν τα άχρηστα προϊόντα εξόρυξης του μαρμάρου, όπως λατύπες κ.λπ., στα παλαιότερα ορύγματα (Σκιλάρντι, σ. 265), με αποτέλεσμα να έχουν αποφραχθεί οι δύο είσοδοι του. Μετά από προσπάθειες, κυρίως ερασιτεχνών σπηλαιολόγων, αποκαλύφθηκε μία δυνατότητα προσπέλασης στο λατομευτικό χώρο με τη βοήθεια φορητής σκάλας. Η πορεία στο εσωτερικό του λατομείου είναι σχετικά εύκολη, πάντοτε όμως με τη βοήθεια φακών. Οπωσδήποτε, το θέμα των αρχαίων λατομείων μαρμάρου στην Πάρο είναι πολύ δύσκολο να καλυφθεί σε ένα σύντομο άρθρο. Απαιτείται άλλωστε να προηγηθεί μία συστηματική ερευνητική εργασία, που θα καλύπτει την αρχαιολογική πλευρά του και μία αναλυτική τοπογράφηση της πορείας των στοών των λατομευτικών χώρων. Κατά τη γνώμη μας, η προσπάθεια για την προστασία και ανάδειξη των αρχαίων λατομείων μαρμάρου της Πάρου θα πρέπει να τύχει της θερμής συμπαράστασης και αρωγής τόσο των τοπικών παραγόντων, όσο και του πνευματικού κόσμου της χώ-

ρας μας αλλά και διεθνώς. Μία τέτοια προσπάθεια δεν θα πρέπει να περιοριστεί απλώς στους δύο παραπάνω λατομευτικούς χώρους λυχνίτη, αλλά θα πρέπει να περιλάβει την ευρύτερη περιοχή της ρεματιάς, αναδεικνύοντας έτσι και αξιοποιώντας και άλλα στοιχεία της περιοχής, όπως το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, ορισμένους ανοικτούς λατομευτικούς χώρους και, οπωσδήποτε, τις εγκαταλελειμμένες κτιριακές εγκαταστάσεις από τις νεότερες εκμεταλλεύσεις των λατομείων. Μάλιστα, τα κτίρια αυτά θα έδιναν τη δυνατότητα για τη δημιουργία ενός πρότυπου εργαστηρίου γλυπτικής, που θα βρίσκεται υπό την εποπτεία πιθανόν της Σχολής Καλών Τεχνών και του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου και θα τροφοδοτείται με υλικό που θα εξορύσσεται με υποδειγματικές μεθόδους σε μικρές ποσότητες από τις υπάρχουσες στοές. Παράλληλα, θα μπορούσε να ιδρυθεί ένας εκθεσιακός χώρος που θα περιέχει αντίγραφα των σωζόμενων γλυπτών και αρχιτεκτονικών έργων σε φυσικό μέγεθος, υπό κλίμακα, ή και σε μορφή μακέτας, και θα δίνει μία ολοκληρωμένη εικόνα της προσφοράς του παριανού μαρμάρου στον ανθρώπινο πολιτισμό. Είναι γεγονός ότι μία τέτοια προσπάθεια απαιτεί πόρους αλλά και την κινητοποίηση σημαντικών προσωπικοτήτων του πνεύματος, με στόχο να καλυφθεί το κόστος των αναγκαίων επεμβάσεων, να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη και να διαμορφωθεί το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του πολιτισμικού χώρου γύρω από τα αρχαία λατομεία. Η προσπάθεια αυτή έχει ήδη αρχίσει με πρωτοβουλία του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου ΜΕΑΣ Αρχίλοχος. Απομένει να γίνει όμως πολλή δουλειά ακόμη, και

να συμμετάσχουν προς την κατεύθυνση αυτή άτομα και φορείς που θα μπορέσουν να συμβάλουν με την οικονομική τους ισχύ αλλά και με τις επιστημονικές τους γνώσεις. Παρήγορο στοιχείο θα μπορούσε να θεωρηθεί το γεγονός ότι, όπως έχουν αποδείξει σχετικές γεωλογικές έρευνες, τα λατομεία λυχνίτη είναι ασύμφορο να τα εκμεταλλευτεί κανείς επιχειρηματικά, πράγμα που σημαίνει ότι μία προσπάθεια προστασίας και ανάδειξης τους δεν θα προσκρούσει σε οικονομικά συμφέροντα, αλλά αντίθετα θα έχει να προσφέρει στον πολιτισμό και την οικονομία του νησιού με τον προσανατολισμό της προς την τουριστική αγορά. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Αλιπράντης, Ν., "Ο Σταμάτης Κλεάνθης και η Πάρος". Παριανά 19 (1985), σ. 116122. 2. Αναστόπουλος, Ι., "Έκθεσις περί της γεωλογικής και κοιτασματολογικής αναγνωρίσεως του "λυχνίτου" Πάρου". Δακτυλογραφημένη έκθεση για την Εταιρεία "Ελληνικά Μάρμαρα Α.Ε.", 12.9.1962. 3. Παπαγεωργάκης, Ι., Τα εις την μαρμαρικήν τέχνην χρήσιμα πετρώματα της Ελλάδος, Αθήνα 1966. 4. Ρούσσος-Μηλιδώνης, Μ., "Η Πάρος στο "Οδοιπορικό των Νήσων" του Λουδοβίκου Ρος (1835)", Παριανά 30 (1988), σ. 152157. 5. Σκιλάρντι, Δ., "Ανασκαφικές και επιφανειακές έρευνες στην Πάρο", Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας του έτους 1980, Αθήνα 1982, σ. 263-286. ΜΑΝΟΛΗΣ Β. ΜΑΡΜΑΡΑΣ


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ Ερευνητικό πρόγραμμα Ο Δήμος Έδεσσας ανέθεσε, τον Ιούνιο 1991, στον αναπληρωτή καθηγητή του ΑΠΘ Γεώργιο Βελένη την εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος με θέμα: "Μελέτη επανάχρησης ιστορικών κτιρίων στη ζώνη καταρρακτών της Έδεσσας". Το πρόγραμμα, που θα ολοκληρωθεί σε τρεις φάσεις, θα διαρκέσει συνολικά τρία χρόνια. Στην πρώτη φάση η ερευνητική ομάδα αποτελείται από τους αρχιτέκτονες Αθανάσιο Πιστιόλη, Δανάη Βλάχου, Αναστασία Βαλαβανίδου, Ευσταθία Βόρη, Σαμίρ Μπαγιούκ, την αρχαιολόγο Ουρανία Μπάνου και τη φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής Ελένη Παπακωνσταντίνου. Ως ειδικοί συνεργάτες συμμετέχουν η αρχιτέκτων Χριστίνα Ζαρκάδα και ο Γιώργος Κατσάγγελος, λέκτορας της Σχολής Καλών Τεχνών, που έχει αναλάβει τη φωτογραφική τεκμηρίωση του θέματος. Τα πρώτα υδροκίνητα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας στην Εδεσσα ιδρύονται, το 1874-1912, από Ναουσαίους Ελληνες επιχειρηματίες, στα πλαίσια μιας πρώτης προσπάθειας για βιομηχανική ανάπτυξη στο χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας. Τα εργοστάσια αυτά κτίζονται κοντά στο χώρο των καταρρακτών, γιατί η τουρκική κυβέρνηση δεν επέτρεπε την παραγωγή και μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος μακριά από τους καταρράκτες. Η εκμετάλλευση του νερού ως κινητήριας δύναμης στον ίδιο χώρο είχε αρχίσει παλαιότερα, με παραδοσιακούς τρόπους (νερόμυλοι, βιοτεχνικά εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων και μάλλινων υφασμάτων). Στην έρευνα περιλαμβάνονται: (α) το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας "Άνω Εστία", (β) η περιοχή των "Μύλων" και (γ) το κανναβουργείο. Τα βιομηχανικά αυτά μνημεία, μέσα σε ένα έντονο φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μία ενότητα με τον διαμορφωμένο σήμερα χώρο των καταρρακτών και βρίσκονται στη συνέχεια της διατηρητέας συνοικίας Βαρόσι. Είναι τα μόνα βιομηχανικά κτίρια του παρελθόντος που σώζονται στην πόλη της Εδεσσας, αν εξαιρέσουμε το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας "ΣΕ.ΦΕ. KO", που διατηρεί ελάχιστα τμήματα από το αρχικό συγκρότημα, και το βαμβακοκλω-στήριο "Κάτω Εστία", που βρίσκεται έξω από την πόλη, στον κάμπο. Στόχος του προγράμματος, στα πλαίσια

Το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας "Άνω Εστία" (σχ. Κ. Δεμίρη).

ανάδειξης της παλαιάς βιομηχανικής ζώνης της πόλης, είναι η δημιουργία ενός ανοικτού τεχνικού μουσείου με πολλαπλές δυνατότητες, όπου θα κυριαρχούν τα βιομηχανικά κτίρια, το νερό και η φύση. Η έρευνα άρχισε με το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας "Άνω Εστία". Για το συγκρότημα του εργοστασίου αυτού, το οποίο διατηρεί μόνο τους περιμετρικούς πέτρινους τοίχους, προβλέπεται αποκατάσταση του κελύφους και αλλαγή της αρχικής χρήσης. Προτείνονται δύο εναλλακτικές λύσεις (με τελική επιλογή του Δήμου): (α) ξενοδοχείο, (β) καλλιτεχνικό κέντρο (το κέλυφος χρησιμοποιείται ως χώρος διδασκαλίας θεάτρου, χορού ή μουσικής, ενώ παράλληλα μπορεί να φιλοξενήσει θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, ομιλίες, συνέδρια). Και στις δύο εναλλακτικές λύσεις ο χώρος της "κολλαρίστρας" χρησιμοποιείται ως εστιατόριο. Στο άμεσο περιβάλλον του εργοστασίου προβλέπεται το κέντρο πληροφόρησης και η είσοδος στο ανοικτό βιομηχανικό μουσείο της Εδεσσας, το οποίο αναπτύσσεται γραμμικά ως την περιοχή των "Μύλων". Η περιοχή αυτή, που θα αποτελέσει αντικείμενο εργασίας της επόμενης φάσης, εμφανίζεται σήμερα αλλοιωμένη. Διατηρούνται δύο νερόμυλοι, ενώ ένας σημαντικός αριθμός μύλων που υπήρχε εκεί σώζεται σε μορφή ερειπίων ή κάτω από τη σημερινή στάθμη του εδάφους, εξαιτίας αλλεπάλληλων επιχωματώσεων. Προγραμματίζεται ο καθαρισμός του χώρου, ώστε να αποκα-

λυφθούν τα κτίρια αυτά στο σύνολο τους. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται επίσης, σε ερειπιώδη κατάσταση, ένα μαντάνι και ένα βυρσοδεψείο ή σησαμοτριβείο. Η περιοχή των "Μύλων" συνδέεται με το εργοστάσιο " Άνω Εστία" μέσα από το διαμορφωμένο πάρκο των καταρρακτών σε όλη αυτή την έκταση προβλέπονται ζώνες εκθεμάτων του ανοικτού τεχνικού μουσείου με κυρίαρχα θέματα την υδροκίνηση και την κλωστοϋφαντουργική τέχνη. Τα κλειστά και ημιϋπαίθρια τμήματα του μουσείου οργανώνονται υπόσκαψα στις κλίσεις του εδάφους, ώστε να κυριαρχούν πάντοτε το φυσικό τοπίο και τα υπάρχοντα βιομηχανικά μνημεία. Βασικό τμήμα του τε-χνοπάρκου αποτελεί το μουσείο νερού και κλωστοϋφαντουργίας για παιδιά, όπου μηχανήματα σχηματοποιημένα σε μικροκλίμακα μπορούν να χρησιμοποιούνται ("συμμετοχικά εκθέματα") για την καλύτερη κατανόηση της χρήσης του νερού ως πηγής ενέργειας και τη γνωριμία με την κλωστοϋφαντουργία. Το ανοικτό αυτό βιομηχανικό μουσείο της Εδεσσας ολοκληρώνεται με το συγκρότημα του κανναβουργείου, που βρίσκεται στη συνέχεια της περιοχής των "Μύλων" και διατηρεί όλον το μηχανολογικό του εξοπλισμό καθώς και τις εγκαταστάσεις λειτουργίας. Ετσι αντιμετωπίζεται ως μουσείο αυτό καθαυτό, όπου μετά από την πλήρη αποκατάσταση και συντήρηση μιας σειράς μηχανημάτων θα μπορεί να επαναλειτουργήσει για καθαρά εκπαιδευτικούς σκοπούς. Γ. ΒΕΛΕΝΗΣ Αναπληρωτής Καθηγητής ΑΠΘ


Το Βελεστίνο, κωμόπολη του νομού Μαγνησίας με πληθυσμό 3.500 κατοίκους, κέντρο μιας εύφορης και από φυσική άποψη ευνοημένης περιοχής, σε μικρή απόσταση από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της ανατολικής Θεσσαλίας, το Βόλο και τη Λάρισα, κτισμένο στο χώρο των αρχαίων Φερών, συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις για αξιόλογη οικονομική, τουριστική και πολιτιστική ανάπτυξη. Σ' αυτό υπάρχει σειρά υδροκίνητων εργαστηριακών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μικρός αριθμός των οποίων λειτουργεί και σήμερα. Το σύνολο των εγκαταστάσεων αυτών λειτούργησε με κινητήρια δύναμη το νερό που προέρχεται από την Υπέρεια Κρήνη (σήμ. Κεφαλόβρυσο), σημαντική υδάτινη δεξαμενή, γνωστή από την αρχαιότητα. Η Υπέρεια Κρήνη, στα βορειοανατολικά του οικισμού, με την παροχή του νερού της, που υπολογίζεται σε 1.000 περίπου κυβικά μέτρα ανά ώρα, αρδεύει μεγάλες εκτάσεις κηπευτικών, για τα οποία είναι γνωστή η περιοχή. Παράλληλα, το νερό κατά τη διαδρομή του κινούσε αριθμό επάλληλων εργαστηρίων (μύλοι, νεροτριβές). Το νερό από την Υπέρεια παροχεύεται με δύο αγωγούς, που ακολουθούν αρχικά ανεξάρτητη πορεία και στη συνέχεια ενώνονται. Ο αριστερός αγωγός κατευθύνεται προς το συγκρότημα Μπαλαμότη, που περιλαμβάνει υδρόμυλο και υπολείμματα υδροτριβείου (μαντάνι). Παράπλευρα λειτουργεί σύγχρονος κυλινδρόμυλος. Τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις του μύλου βρίσκονται σε αρκετά καλή κατάσταση. Στην πορεία του το νερό περνάει από το συγκρότημα που είναι γνωστό ως "Αραπόμυλος", από το οποίο ελάχιστα στοιχεία διασώζονται. Το ενδιαφέρον του συγκροτήματος αυτού επικεντρώνεται στις εγκαταστάσεις παλαιού παγοποιείου, που διασώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Ο δεξιός αγωγός περνάει από τα ερείπια του ιστορικού Ταμπακόμυλου και κατευθύνεται προς το συγκρότημα Παπαστεργίου, το οποίο διέθετε μύλο και νεροτριβή (ντριστέλα). Οι εγκαταστάσεις των εν λόγω εργαστηρίων έχουν υποστεί αλλοιώσεις, και το κτίριο έχει δοθεί σε άλλη χρήση. Λίγο μετά τη σιδηροδρομική γραμμή Βόλου-Καλαμπάκας, οι δύο αγωγοί ενώνονται. Κατόπιν το νερό κινούσε το κοινοτικό συγκρότημα μύλων και νεροτριβών, από το οποίο σήμερα διασώζονται ελάχιστα τμήματα. Πρόκειται για υδροκίνητα εργαστήρια με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον λειτούργησαν στην ίδια θέση τουλάχιστον από τη βυζαντινή περίοδο, όπως δείχνουν τα τμήματα των αγωγών του νερού που σώθηκαν. Στη συνέχεια το νερό κατευθύνεται, μέσα από πλατάνια, στο μύλο του Πάντου, ή Κατάστημα, όπως είναι κυρίως γνωστό το συγκρότημα νερόμυλου - ατμόμυλουκυλινδρόμυλου, που λειτούργησε έως το 1972.

Ο ατμόμυλος στεγάζεται σε κτίριο που έχει κτιστεί και εξοπλιστεί αμέσως μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας (1881) στη θέση προϋπάρχοντος υδρόμυλου. Σήμερα σώζεται ο εργαλειακός και ο μηχανολογικός εξοπλισμός του σε κατάσταση "έκτακτης ανάγκης". Η διάσωση του είναι εφικτή μόνο με άμεση επέμβαση. Σώζεται ακόμη, σε κακή κατάσταση, ο βιομηχανικός αλευρόμυλος. Ο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτισε ο μύλος του Πάντου, στα 100 περίπου χρόνια συνεχούς λειτουργίας του, στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Βελεστίνου και της ευρύτερης περιοχής του επιβάλλει τη διάσωση του, πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί και σημαντικό δείγμα εξέλιξης της παραδοσιακής τεχνολογίας. Ο αγωγός του νερού μετά το μύλο του Πάντου κατευθύνεται προς τα εργαστήρια Πα-παγιώτου, σημαντικό κέντρο κοινωνικής επικοινωνίας των κατοίκων της περιοχής. Σήμερα λειτουργεί στο χώρο νεροτριβή (ντριστέλα) για την επεξεργασία και τον καθαρισμό ειδών οικοσκευής. Το συγκρότημα διέθετε μαντάνι και λαναριστήριο του

οποίου σώζονται τα μηχανήματα. Το νερό, φεύγοντας από το λαναριστήριο του Παπαγιώτου, έφτανε σ' ένα συγκρότημα δύο μύλων, οι οποίοι λειτουργούσαν ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο (δυό-φθαλμος, μύλος με δύο μάτια), και νεροτριβή (ντριστέλα). Το κτίριο και ο εργαλειακός εξοπλισμός βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Η αλυσίδα των υδροκίνητων εργαστηρίων κλείνει με το μύλο του Τσουμπέκου, στα σύνορα Βελεστίνου - Ριζόμυλου, ο οποίος βρίσκεται σε πολύ κακή κατάσταση. Η αποκατάσταση των κτιριακών εγκαταστάσεων των υδροκίνητων εργαστηρίωνβιομηχανιών και του εργαλειακού εξοπλισμού θα αποδώσει σε λειτουργία σειρά αξιόλογων δειγμάτων της παραδοσιακής τεχνολογίας και μνημείων της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Επιπλέον, τα συγκροτήματα αυτά έχουν τη δυνατότητα να αποδώσουν παραγωγικό και πολιτιστικό έργο που θα συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του Δήμου Βελεστίνου και στην πολλαπλή αξιοποίηση της περιοχής. Βεβαίως η αναζήτηση μοντέλου αξιοποίησης είναι μια σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. Θεμελιώδης απαίτηση πρέπει να είναι η όχι μουσειακή διατήρηση του συνόλου των υδροκίνητων εγκαταστάσεων. Αυτό θεωρούμε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή στην Ελλάδα η έννοια της προστασίας μνημείων είναι συνήθως συνδεδεμένη με τα μνημεία της αρχαιότητας. Η πρόταση για αξιοποίηση αφορά τη δημιουργία ενός νέου χώρου με δική του ταυτότητα όπου, πέρα από την πιθανή παραγωγική επαναλειτουργία ορισμένων υδροκίνητων εργαστηρίων, θα αναβιώνουν η ιστορία και η κοινωνική ζωή της περιοχής των περασμένων χρόνων και θα συγκεντρώνονται εύρωστες επιχειρηματικές δραστηριότητες, που θα εξασφαλίζουν την οικονομική του αυτοδυναμία. ΑΙΚ. ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ-ΚΑΜΗΛΑΚΗ


ο ΥΔΡΟΜΥΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΧΕΛΑΝΔΑΡΙΟΥ Οι υδρόμυλοι ήταν συγκροτήματα απαραίτητα για την επιβίωση των αγιορείτικων μονών. Το σιτάρι, που προερχόταν από τα μοναστηριακά μετόχια, μεταφερόταν με πλοία, και η άλεση του έπρεπε να γίνεται μέσα ή πολύ κοντά στο μοναστηριακό συγκρότημα. Ο όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ιδρυτής της Μεγίστης Λαύρας, μετά την ολοκλήρωση των βασικών κτισμάτων της Μονής (ναός και κελιά), ασχολήθηκε με την υδροδότηση της, μεταφέροντας το νερό από τον Άθω με σωλήνες. Από το νερό αυτό, ένα μέρος διανεμήθηκε μέσα στη Μονή, "το δε δια σωλήνων εν πύργω εγχορήγω επεισρέον, δύο μύλους κινεί υφ' ενί πέτωνι". Έχουμε λοιπόν την πρώτη σχετική γνωστή αναφορά, ότι δηλαδή, γύρω στο 964, λειτούργησε υδρόμυλος στο Άγιον Όρος. Για τον υδρόμυλο της μονής Χελανδαρίου οι πληροφορίες που έχουμε είναι πολύ όψιμες, αν και πρέπει να είναι βέβαιο ότι είχε μύλο, τουλάχιστον από τα τέλη του 12ου αιώνα, όταν επανιδρύθηκε από τους Σέρβους ως βασιλική μονή. Σε τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι δίπλα από τη Μονή περνάει χείμαρρος, η παροχή του οποίου σταματάει μόνο κατά τους μήνες της ξηρασίας, και όχι πάντα. Στο αρχείο της Μονής υπάρχουν δύο έγγραφα που αναφέρονται σε κάποιον υδρόμυλο της· νομίζουμε ότι πρόκειται για το μύλο που βρίσκεται βορειοδυτικά της Μονής, κοντά στο δημοσιευμένο από τον Αν. Ορλάνδο πλυντήριο. Το πρώτο έγγραφο, που συντάχτηκε το 1764, φαίνεται να αφορά μόνο την ανακατασκευή του αυλακιού και της "δέσης". Το παραθέτουμε: f δια του παρώντος γράματος διλωποιουμεν και φανε/ρώνομεν οτι εκάμαμεν παζάρι εμοις ότε μαστωρογιάνεις και μαστορωαντρώνεις να φτιάσωμεν το μήλων εις το μο/ναστήρι το χιλλαντάρι το αυλάκυ με την δέσην ομού δια γρό/σια -260- ήγουν διακόσια εξήντα δια τα οποία έ/ξωδα υποσχέθημεν να βάλομε τον ασβέστη όλων ταις πέτρες / τα ξύλα μοναχά το λάδι να είναι του μωναστηρίου και ει θροφή / να είναι του μοναστηρίου έως την λαμπράν να μας δίδων / απο δίω κούπες κρασί και ε'ί-στερα από τρις και ο τίχως του αυλα/κύου να είναι το φάρδως του τέσαρες πιθαμές καί να γένει / σίγουρω και ανίσως και γένει τζουρούκυκω καί τήχει εις του κερό / μας καί χαλάσι να έχωμεν να το φτιασωμεν χωρίς πλε/ρωμήν καί ο γέρωμουσοίς κυλη-ώτης μας κυφίλεις επι έτους-1764-μαρτίου-18μαστωρωγιάνεις υπόσχωμε με όλην μας την/συντρωφίαν: Βλέπουμε ότι το συνεργείο αποτελούνταν από δύο μαστόρους και τους βοηθούς τους, δηλαδή τουλάχιστον έξι άτομα συνολικά. Αυτοί, έναντι αμοιβής 260 γροσίων, θα έπρεπε να κατασκευάσουν ασβέστη (λα-

τόμευση, μεταφορά, καμίνευση, "σβύσιμο"), να συγκεντρώσουν τις πέτρες (λατόμευση, μεταφορά), να ξυλεύσουν και επεξεργαστούν την απαραίτητη ξυλεία. Όσο για την τοιχοποιία, αναφέρεται μόνον ότι έπρεπε να έχει πάχος ενός μέτρου περίπου (4 πιθαμές), γιατί το ύψος καθοριζόταν από τις κατά περίπτωση κλίσεις του εδάφους. Είχαν όμως και την ευθύνη της επισκευής, εάν γινόταν "τζουκρούκικο", δηλαδή ελαττωματικό (από το τουρκικό çuruk). Εκτός από την αμοιβή σε γρόσια, η Μονή ανέλαβε και τη διατροφή της "συντροφιάς", αλλά κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής ("έως την Λαμπράν") θα τους παραχωρούσε μόνο από δύο κούπες κρασί. Η τελευταία δυσνόητη φράση του εγγράφου πιθανόν να σημαίνει ότι ο γέρο-Μωυσής εγγυήθηκε την τήρηση των όρων εκ μέρους των μαστόρων. Για να αντιληφθούμε την αξία των 260 γροσίων, χρησιμοποιούμε ένα άλλο έγγραφο του ίδιου αρχείου, όπου αναφέρονται οι τιμές των δημητριακών κατά το 1770, δηλαδή έξι μόλις χρόνια μετά το συμφωνητικό που μας απασχολεί. Η τιμή του σίτου ήταν τότε 2,5 γρόσια το μουζούρι (=50 οκάδες), επομένως η αμοιβή της συντροφιάς αντιστοιχούσε προς 104 μουζούρια (5.200 οκάδες), δηλαδή 6.656 κιλά σίτου. Γνωρίζοντας ότι μία συνήθης πενταμελής οικογένεια χρειαζόταν 1.000 οκάδες τουλάχιστον για να βγάλει τη χρονιά, συμπεραίνουμε ότι με τα 104 μουζούρια δεν μπορούσαν να ζήσουν οι έξι (;) οικογένειες της συντροφιάς, εάν λάβουμε μάλιστα υπόψη ότι οι μάστορες είχαν τη μερίδα του λέοντος από την αμοιβή. Η φύλαξη του συμφωνητικού στο αρχείο της Μονής νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει την εκτέλεση του έργου, που θα πρέπει να ολοκληρώθηκε πριν από το φθινόπωρο του ίδιου έτους.

Το δεύτερο έγγραφο αφορά τον ίδιο (;) μύλο και συντάχτηκε στις 20 Ιουλίου 1792. f διά τοϋ παρόντος μου υπόσχομαι εγώ ό μανόλης ντατιουζουδης (;) από/τόν ίσβουρον νά φέρω εις τήν ίεράν βασιλικήν, καί πα(τρι)/αρχικήν μονήν του χιλανταρίου

η

έως ιε : αύγούστου / τέσσερης μηλόπετρες μαρονίτικαις ταίς πλέον έκλε/κτότεραις, από εκείνες, όπου ήθελα φέρη νά δια/ λέξωσι. τάς όποιας αν δέν ε'ίθελα τάς φέρη νά έχω / τήν κατάραν τοϋ (χριστού), καί τοϋ αγίου θεσσαλονίκης, καί των / λοιπών, αγίων πατέρων τής αυτής μονής, όθεν εις ένδειξιν έγένετο καί τό παρόν γράμμα, καί εδόθη το'ις / άγίοις προεστώσι τής ρηθείσης μονής τοϋ χιλαντα/ρίου. αψζβω ίουλίου κη: να πάρη μέτρω απο τάς πα/λιαίς μηλόπετρες καί να φέρο όμιες ό θεσσαλονίκης (Γεράσιμος) έπιβεβαιοί

Από το γραφικό χαρακτήρα συμπεραίνουμε ότι το έγγραφο συντάχτηκε από το μητροπολίτη θεσσαλονίκης, Γεράσιμο (1788-1815), ο οποίος το "έπιβεβαιοί" με τη δυσανάγνωστη υπογραφή του. Η τελευταία ανορθόγραφη φράση είναι γραμμένη από άλλο χέρι (του Μανώλη;) και προστέθηκε εκ των υστέρων. Ο Ίσβουρος, απ' όπου καταγόταν ο Μανώλης, είναι η σημερινή Στρατονίκη της βόρειας Χαλκιδικής. Ο προσδιορισμός "μυλόπετρες μαρονίτικες" δείχνει ότι οι γρανίτες της θρακικής Μαρώνειας ήταν αναγνωρισμένοι ως πέτρωμα κατάλληλο για ειδικές κατασκευές. Ενδιαφέρουσα είναι και η σπουδή για την προμήθεια, γιατί το συμφωνητικό υπογράφηκε στις 20 Ιουλίου, και η παράδοση θα έπρεπε να γίνει ως τις 15 Αυγούστου, δηλαδή σε 26 μέρες. Επιπλέον, δεν έγινε κάποια αναφορά στην αποζημίωση, ενώ παρατίθενται επιτίμια για την περίπτωση που ο παραγγελιοδόχος αθετούσε την υποχρέωση του, και η Μονή κρατά το δικαίωμα της επιλογής από τις μυλόπετρες που θα έφερνε. Να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια μαζική παραγγελία από πολλές ενδιαφερόμενες μονές, και παρέχεται εκδούλευση προτεραιότητας στο Χελανδάρι; Η έρευνα σε αρχεία άλλων μονών ίσως μας δώσει την απάντηση. /. Π ΑΠ ΑΓΓΕΛΟ Σ


Εισαγωγή Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι συντονισμένες ενέργειες της επιστημονικής κοινότητας και των μεγάλων περιβαλλοντικών οργανώσεων τεκμηρίωσαν και μετέδωσαν ανησυχητικές ειδήσεις για την κατάσταση της φύσης του πλανήτη. Οι απειλές που έχουν επισημανθεί αφορούν τα οικοσυστήματα στο σύνολο τους: κάποτε περιορισμένο στις κλειστές θάλασσες, όπως η Μεσόγειος, και τα ποτάμια και λίμνες που δέχονταν βιομηχανικά λύματα, σήμερα το πρόβλημα εντοπίζεται και στον αέρα των πόλεων, στους ωκεανούς και τους πόλους και, τέλος, στα δάση και τα βουνά. Η όξινη βροχή, η εξαφάνιση πολλών ειδών από μικρά ή μεγαλύτερα κομμάτια της εξάπλωσης τους, η διαρκής συρρίκνωση των πληθυσμών πολλών άλλων ειδών ήρθαν να διαμηνύσουν ότι τα δασικά και ορεινά οικοσυστήματα δεν είναι πια εξασφαλισμένα. Στην Πίνδο, τη μόνη ενιαία φυσική γραμμή στον ελληνικό χώρο που εξακολουθεί να διατηρεί την ορεογραφική και οικολογική της συνέχεια και την επικοινωνία της με το αλπικό τόξο, διατηρείται σήμερα ένας μεγάλος αριθμός από τα σημαντικότερα καταφύγια άγριας ζωής της χώρας. Στο βορειότερο κομμάτι της οροσειράς, τη Βόρεια Πίνδο, θα βρούμε συγκεντρωμένα τα περισσότερα από αυτά. Μόνο το 2% της ορεινής αυτής περιοχής καλύπτεται από κάποιο καθεστώς προστασίας, ενώ, ως προς την υπόλοιπη έκταση, μία σειρά από δραστηριότητες και έργα φθείρουν σιγά σιγά την ικανότητα των οικοσυστημάτων να προσφέρουν τροφή και καταφύγιο στα είδη που τα απαρτίζουν. Στα πλαίσια μιας "στρατηγικής προστασίας στη Βόρεια Πίνδο", ξεκίνησε το 1989 ένα ερευνητικό πρόγραμμα που υποστηρίχτηκε από το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF) και εστίασε στον εντοπισμό των σημαντικότερων φυσικών περιοχών για την πανίδα και στη διαμόρφωση κατευθυντηρίων για τη

βέλτιστη χρήση των περιοχών αυτών. Κύρια θέματα ήταν τα τέσσερα μεγάλα θηλαστικά του αγροτικού/δασικού περιβάλλοντος (αρκούδα, λύκος, αγριογούρουνο και ζαρκάδι), αλλά δόθηκε σαφής προτεραιότητα στην αρκούδα, το μεγαλύτερο και περισσότερο απειλούμενο είδος της περιοχής. Η αρκούδα μέσα στο αγροτικό/δασικό τοπίο Η εξάπλωση της αρκούδας στην Ελλάδα περιλαμβάνει δύο ενότητες που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η ανατολική ενότητα αποτελείται από τον σημαντικό πληθυσμό της Ροδόπης και έναν πολύ μικρό και απομονωμένο πληθυσμό στα όρη Βρόντους. Η δυτική ενότητα αποτελείται από δύο πυρήνες με αμφίβολη επικοινωνία μεταξύ τους που βρίσκονται στις οροσειρές της Πίνδου και του Περιστερίου, αντίστοιχα. Το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού αρκούδων εκτιμάται από 80 έως 170 άτομα. Στα πλαίσια του προγράμματος του WWF ερευνήθηκε συστηματικά μία περιοχή που καλύπτει μεγάλο μέρος του πυρήνα εξάπλωσης του είδους στην Πίνδο. Την πρώτη χρονιά η έρευνα εστίασε σε μία περιοχή έκτασης 53.000 εκταρίων, που περιέκλειε τον εθνικό δρυμό Πίνδου και τα δάση και τις καλλιέργειες γύρω από τα χωριά Μηλιά, Κηπουριό, Μοναχίτι, Καλλιθέα, Τρίκωμο, Σπήλιο και Ζιάκας. Η περιοχή αυτή, με το πυκνότατο δίκτυο χρήσεων μέσα στο ορεινό τοπίο, και το μωσαϊκό χωραφιών και καλλιεργειών μέσα στο δρυοδάσος, συνθέτει ένα τυπικό αγροτικό/δασικό περιβάλλον. Το 1991 η έρευνα επεκτάθηκε προς τα δυτικά και περιέλαβε επιπλέον 52.000 εκτάρια από τα μεγάλα δάση της περιοχής Μετσόβου / Ανατολικού Ζαγορίου, και πιο συγκεκριμένα τις δημόσιες και κοινοτικές εκτάσεις γύρω από το Μέτσοβο και τα χωριά Γρεβενίτι, Χρυσοβίτσα, Φλαμπουράρι, Μακρινό, Ελατοχώρι, Βοβούσα, Καστανώνα και Δόλιανη. Για να μελετήσουμε τη χρήση του χώρου και των πόρων από το είδος, οργανώσαμε ένα δίκτυο δειγματοληπτικών σταθερών πορειών, όπου καταγράφαμε την παρουσία της αρκούδας με βάση τα σημάδια που αφήνει στο έδαφος. Χρησιμοποιώντας μία ζώνωση κατά ενότητες ομοιογενών περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών, αναλύσαμε τη μηνιαία δραστηριότητα της αρκούδας ανά υψομετρικές ζώνες και τύπους δάσους. Με βάση τα στοιχεία δύο ετών συμπεράναμε ότι η αρκούδα ελαχιστοποιεί τη δραστηριότητα της το χειμώνα, ενώ την άνοιξη βρίσκεται στους βιότοπους όπου βρίσκει χόρτα και βολβούς, δηλαδή στα μεσαία / ανώτερα υψόμετρα. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, που είναι και οι σημαντικότερες περίοδοι για την αρκούδα, γιατί συγκεντρώνει αποθέματα λίπους για το διά-

στημα της χειμερινής αδράνειας, εγκαθίσταται εκεί όπου υπάρχει αφθονία καρπών (γύρω από τα χωριά, μέσα στα δάση των δρυών ή τα χαμηλά του δάσους κωνοφόρων). Τις εποχές αυτές οι κατώτερες υψομετρικές ζώνες χρησιμοποιούνται σε αναλογία μεγαλύτερη από τη διαθεσιμότητα τους στο χώρο. Το μοντέλο αυτό συμφωνεί με την ανά εποχές σύνθεση της διατροφής του ζώου, όπως αυτή ανιχνεύτηκε στις τροφικές της συνήθειες, που περιελάμβαναν κυρίως φυτά, στο βαθμό που τα διάφορα είδη ήταν διαθέσιμα ανά εποχή. Στην κατηγορία των φυτικών ειδών αναγνωρίστηκαν ποώδη (κυρίως αγροστώδη) φυτά, βολβοί, καρποί οξυάς, βελανίδια, άγρια φουντούκια, βατόμουρα, αγριοφράουλες, και καρποί αγριοτριανταφυλλιάς, άγριας κορομηλιάς, γκορτσιάς, σορβιάς και κρανιάς, και διάφορα καλλιεργούμενα είδη, όπως σιτηρά, σταφύλια, κεράσια, μήλα, αχλάδια, κορόμηλα και καρύδια. Τα ευρήματα ζωικής προέλευσης περιελάμβαναν εξωσκελετούς εντόμων (κυρίως μυρμήγκια, κολεόπτερα, σφήκες και μέλισσες), τρίχες θηλαστικών και υπολείμματα από χελώνες. Σε σχέση με την προέλευση των πηγών διατροφής, συμπεράναμε την παρακάτω σύνθεση στις δύο περιοχές όπου έγινε η έρευνα (Πίνακας 1).

Απειλές Οι πληθυσμοί της αρκούδας στην Ευρώπη μειώθηκαν ή εξαφανίστηκαν ήδη σε πολλά κράτη τον τελευταίο αιώνα: από τα 12 κράτη-μέλη της ΕΟΚ, αρκούδες ζουν μόνο στη Γαλλία (10 περίπου άτομα), Ισπανία (50), Ιταλία (85) και Ελλάδα 120 (περίπου άτομα, IRSNB 1992). Οι λόγοι που οδήγησαν στη μεγάλη αυτή πληθυσμιακή συρρίκνωση μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες: υπερβολική πίεση πάνω στο βιότοπο και υπερβολική πίεση πάνω στο ίδιο το είδος. Ουσιαστικά, και σήμερα η αρκούδα εξακολουθεί να απειλείται από τους ίδιους παράγοντες, σε διαφορετικό, βέβαια, βαθμό. Μέσα από την όλο και αυξανόμενη ευαισθη-


τοποίηση του κοινωνικού σώματος για τα προβλήματα του περιβάλλοντος, πολλοί από τους παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά τους πληθυσμούς των άγριων ζώων, όπως το υπερβολικό ή λαθραίο κυνήγι και η αιχμαλωσία ζώων για επίδειξη, περνούν στο παρελθόν, συχνά χωρίς να έχει εφαρμοστεί κάποια συγκεκριμένη λύση ή πολιτική. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τις πιέσεις πάνω στο βιότοπο, που δεν σταμάτησαν να εντείνονται. Οι κυριότερες απειλές για το είδος, όπως τις καταγράψαμε κατά τη διάρκεια της έρευνας μας στη Βόρεια Πίνδο, είναι: - Η μείωση της φέρουσας ικανότητας του βιότοπου, που μπορεί να παρουσιάζεται είτε ως κατάτμηση σε μικρότερα και συχνά απομονωμένα τμήματα (διάνοιξη χωραφιών, πυρκαγιές κ.λπ.), είτε ως υποβάθμιση του αρχικού βιότοπου (εξαιτίας της υπερβόσκησης και των λαθροϋλοτομιών), που υφίσταται σαν φυσική ενότητα, αλλά όπου έχουν μειωθεί η τροφή/λεία, οι θέσεις φωλιάσματος, οι ζώνες καταφυγίου κ.λπ. - Η 'διατάραξη των κρίσιμων ζωνών/ περιόδων από οργανωμένες ή τυχαίες πηγές ενόχλησης. Στις οργανωμένες δραστηριότητες κατατάσσονται οι γεωργικές εργασίες, η κτηνοτροφία, οι υλοτομίες, οι εργασίες κατασκευής έργων υποδομής. Η δραστηριότητα που έχει την περισσότερο τυχαία και απρόβλεπτη παρουσία στο ορεινό δάσος είναι η αναψυχή, που στην περίπτωση της Βόρειας Πίνδου παίρνει μαζικές διαστάσεις με τη μορφή του κυνηγιού και των διοργανώσεων αγώνων για εκτός δρόμου οχήματα. - Η παρεμπόδιση της δυνατότητας διασποράς και επικοινωνίας με τους άλλους πληθυσμούς, μηχανισμοί που αποτελούν τις βάσεις για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση των μεγάλων θηλαστικών. Τελικά, ο περιοριστικός παράγοντας στην επιβίωση της αρκούδας σήμερα είναι η διαθεσιμότητα ήσυχων δασωμένων περιοχών υψηλής ποιότητας στη ζώνη 7001300 μ. Γιατί η αρκούδα δεν είναι ζώο των ψηλών βουνών. Πολύ παλιά ζούσε και αυτή, όπως πολλά άλλα θηλαστικά που τώρα τα συναντάμε στο ορεινό δάσος, στα πεδινά και ημιορεινά δάση. Ακόμη και σήμερα, η ζώνη 700-1300 μ. είναι η σημαντικότερη ζώνη για την επιβίωση του είδους, τουλάχιστον όπως μπορούμε να το εκτιμήσουμε μέσα από τη δραστηριότητα (ποσοτική προσέγγιση) και τη διατροφή (ποιοτική προσέγγιση). Η ζώνη αυτή είναι ταυτόχρονα η κύρια ζώνη συσπείρωσης των χρήσεων της ορεινής οικονομίας, εκεί όπου εγκαταστάθηκαν και άνθησαν οι ορεινοί οικισμοί, και κατά μήκος της οποίας αναπτύχθηκαν οι άξονες επικοινωνίας και έγιναν τα μεγαλύτερα έργα υποδομής στον ορεινό χώρο. Στρατηγική για την προστασία της αρκούδας Παίρνοντας υπόψη μας τις απαιτήσεις για ζωτικό χώρο του κάθε ατόμου αρκούδας (περίπου 50τ. χλμ. στη Βόρεια Πίνδο,

Adamakopoulos 1992) και το μέγεθος του ελάχιστου βιώσιμου πληθυσμού (περίπου 100 άτομα, Shaffer 1983), γίνεται φανερό ότι η διατήρηση της αρκούδας στην Πίνδο είναι μία υπόθεση που αφορά την προστασία μεγάλων περιοχών και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στα στενά πλαίσια των υφιστάμενων προστατευόμενων περιοχών. Μία αποτελεσματική προσέγγιση πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση ενός μεγάλου εύρους φυσικών στοιχείων αλλά και στην εύρεση και εφαρμογή των κατάλληλων ρυθμίσεων που θα εξασφαλίσουν τη διαθεσιμότητα των σημαντικών για την άγρια ζωή περιοχών. Η οπτική αυτή, δηλαδή το να προωθηθούν χωρικές και χρονικές ρυθμίσεις στη χρήση των ζωνών που θεωρούνται κρίσιμες για ορισμένα είδη και για συγκεκριμένες περιόδους, είναι αυτή που έχει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας μέσα σε ένα πεδίο σαν το αγροτικό/δασικό περιβάλλον, όπου ένα μεγάλο εύρος σύγχρονων δραστηριοτήτων με τυχαία κατανομή και απρόβλεπτες επιπτώσεις (τουρισμός) έρχεται να προστεθεί σε ένα χώρο ήδη κατειλημμένο από τις παραδοσιακές χρήσεις. Οι χρήσεις που είτε ακολουθούν κάποιο σχέδιο, όπως η υλοτομία, είτε έχουν κάποιο γνωστό πρότυπο κατάληψης του χώρου, μπορούν να ρυθμιστούν συνολικά με βάση ένα ενιαίο διαχειριστικό πλάνο, που θα αφήνει ελεύθερες όσο το δυνατόν περισσότερες από τις κρίσιμες ζώνες/ περιόδους. Στα πλαίσια της διερεύνησης για βέλτιστο χρονισμό των εργασιών, είχαμε στενή συνεργασία με τα τοπικά δασαρχεία και άλλους φορείς. Όσο για τις δραστηριότητες που ανακύπτουν με τυχαίο και απρόβλεπτο τρόπο μέσα στις ζώνες της αρκούδας, και ειδικότερα μέσα στις κρίσιμες περιοχές, η αντιμετώπιση είναι μάλλον μόνο μία: αν οι χρήσεις αυτές πρέπει για κάποιους λόγους να

εξακολουθήσουν και να αναπτυχθούν, πρέπει να πάψουν να είναι τυχαίες και απρόβλεπτες. Μία σχετική απόπειρα ολοκληρώθηκε με επιτυχία στη Βόρεια Πίνδο, σε συνεργασία με τον Μοτοσυκλετιστικό Όμιλο Γρεβενών, για τη μείωση της ενόχλησης των ζωνών της αρκούδας από τους αγώνες enduro, με βάση το σχεδιασμό μιας διαδρομής που απέφευγε τις κρίσιμες ζώνες/περιόδους. Στη διάρκεια του προγράμματος έγινε φανερό ότι η συνεργασία με τους τοπικούς φορείς είναι βασικό συστατικό κάθε προσπάθειας για την προστασία της φύσης. Ουσιώδης παράγοντας είναι επίσης και η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των κατοίκων, που μπορούν να συμβάλλουν με πολλούς τρόπους στην προστασία των ειδών. Μέσα από το πρόγραμμα, προχωρήσαμε σε σεμινάρια και ομιλίες, πολλά άρθρα στον τοπικό τύπο, εκπομπές από την εθνική ραδιοφωνία και, τέλος, στη δημιουργία του "Κέντρου Πληροφόρησης για τη Φύση της Βόρειας Πίνδου" στα Γρεβενά, με συγχρηματοδότηση του Δήμου Γρεβενών και του Ελβετικού Συνδέσμου για την Προστασία της Φύσης (LSPN). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adamakopoulos, T., Conservation strategy for the brown bear in the N. Pindus. WWF-4519 project, unp. report, 1992. IRSNB, The status and conservation perspectives of the brown bear. Proc. of the meeting held in Brussels on June 24th 1901. Shaffer, M.L., Determining minimum viable population size for the grizzly bear. Int. Conf. Bear Res. and Manage 5 (1983), σ. 133-39. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ! ΑΔΑΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Πολιτικός μηχανικός / Περιβαλλοντολόγος


Η Διεθνής Επιτροπή για τη Διάσωση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς, το TICCIH, είναι γνωστή στους αναγνώστες της Τεχνολογίας (βλ. τχ. 1 (1987), σ. 18, τχ. 2 (1988), σ. 25, και τχ. 4(1991), σ. 31). Στο διεθνή αυτόν οργανισμό, που συντονίζει τη δράση των εθνικών φορέων-μελών του με στόχο τη μελέτη, προστασία και αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς, και που αριθμεί σήμερα 45 χώρες-μέλη, η Ελλάδα συμμετείχε από το 1987 άτυπα, κυρίως χάρη σε ατομικές πρωτοβουλίες από το χώρο του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ καθώς και της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού και των Εφορειών Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ. Κατά την επίσκεψη στην Ελλάδα του προέδρου του TICCIH Louis Bergeron, με αφορμή τη συμμετοχή του στα Σεμινάρια της Ερμούπολης που οργανώνει το ΚΝΕ/ ΕΙΕ, και του γραμματέα του TICCIH Stuart Smith, προσκεκλημένου του ΠΤΙ ΕΤΒΑ, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, οι προσωπικές επαφές ολοκληρώθηκαν σε θεσμικό επίπεδο και στάθηκαν αφορμή για την επίσπευση των διαδικασιών για την ίδρυση του εθνικού ελληνικού φορέα του TICCIH. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 1991, με πρόσκληση του προγράμματος "Ιστορία επιχειρήσεων και βιομηχανική αρχαιολογία" του ΚΝΕ/ ΕΙΕ, έγινε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών μία πρώτη συνέλευση, στην οποία πήραν μέρος 40 περίπου εκπρόσωποι φορέων και μεμονωμένα άτομα που με ποικίλους τρόπους ασχολούνται με τον τομέα της βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Η συνέλευση συμφώνησε στην ίδρυση του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH και εξέλεξε πενταμελή προσωρινή γραμματεία που ανέλαβε να προωθήσει τις σχετικές νομικές διαδικασίες. Μετά τις σχετικές προετοιμασίες, η νέα καταστατική συνέλευση που έγινε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών το Μάρτιο του 1992, ψήφισε ομόφωνα το Καταστατικό, σύμφωνα με το οποίο ιδρύεται Σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την επωνυμία "Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Επιτροπής για τη Διάσωση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς", και προσωρινή έδρα το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Λεωφ. Βασ. Κων/νου 48, Αθήνα 116 35). Οι σκοποί του σωματείου, που ταυτίζονται με αυτούς του TICCIH, αφορούν την καταγραφή, μελέτη, διάσωση και αξιοποίηση κάθε είδους καταλοίπων της βιομηχανικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας στη χώρα μας (βιομηχανικών κτιρίων, εργαλείων και εξοπλισμών, γραπτών και προφορικών μαρτυριών). Έτσι, το TICCIH προωθεί τη συνεργασία και την ανταλλαγή γνώσεων και ιδεών ανάμεσα σε όλους όσοι εργάζονται και ενδιαφέρονται για τα θέματα αυτά, οργανώνοντας εκθέσεις, συνέδρια, εκδόσεις κ.λπ., υποστηρίζει ανάλογες ενέργειες της πολιτείας, προωθεί την εκπαίδευση σε θέματα προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς, εργάζεται για την τεκμηρίωση της (αρχεία, κατάλογοι ιστορικών τόπων και μνημείων) και γενικό-

τερα επιδιώκει την ευαισθητοποίηση του κοινού για την αντιμετώπιση της βιομηχανικής κληρονομιάς ως πολιτιστικού αγαθού. Οι σκοποί είναι φιλόδοξοι, αλλά αντιστοιχούν στο μέγεθος και τη σημασία του αντικειμένου. Ένας μεγάλος αριθμός από παλαιά βιομηχανικά κτίρια, σε πλήθος ελληνικές πόλεις, λιγότερο ή περισσότερο αξιόλογα από αισθητική άποψη, αλλά οπωσδήποτε αναγνωριστικά σημεία και σύμβολα της ταυτότητας τους, κομμάτια αναπόσπαστα της ιστορίας τους και πολύτιμες μαρτυρίες αυτού του τόσο περιφρονημένου βιομηχανικού παρελθόντος της χώρας μας, κινδυνεύουν σήμερα από την εγκατάλειψη και τη φθορά, την αδιαφορία ή την κερδοσκοπική επιβουλή των κατεδαφιστούν. Από την άλλη μεριά, η τεχνική παιδεία, η επαφή με τον τεχνικό πολιτισμό και την ιστορία του, η αγάπη για τη "μαστοριά", την τεχνική αρτιότητα με την αισθητική και λειτουργική της έννοια είναι πράγματα που λείπουν αισθητά στη χώρα μας. Το ευρύτατο πεδίο της βιομηχανικής αρχαιολογίας, με τη διπλή αυτή διάσταση -βιομηχανικές εγκαταστάσεις, τεχνικός πολιτισμός- έχει πολλά να προσφέρει και στην ιστορική και στην τεχνική παιδεία. Το πλήθος των πρωτοβουλιών που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια μαρτυρεί ότι ο τομέας προκαλεί ευρύτερο ενδιαφέρον: αυτή τη στιγμή στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στο Λαύριο, στην Ερμούπολη, στην Πάτρα, στην Καλαμάτα και αλλού βρίσκονται σε εξέλιξη σχέδια αξιοποίησης παλαιών βιομηχανικών εγκαταστάσεων, με μετατροπή τους σε μουσεία ή απόδοση τους σε νέες χρήσεις. Τα προβλήματα είναι παντού πολλά και ποικίλα. Η συνεργασία, η ενημέρωση, η κινητοποίηση ίσως προωθήσουν λύσεις σε πολλά από αυτά. Η προσφορά του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ, να αποτελέσει η Τεχνολογία ένα βήμα για την επικοινωνία των μελών του TICCIH και την ευρύτερη προβολή της δράσης και των προτάσεων του, είναι πολύτιμη. Στο μεταξύ, το Ελληνικό Τμήμα του TICCIH ξεκίνησε τις δραστηριότητες του. Οργάνωσε δύο διαλέξεις για τα μέλη του στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (με ομιλητές, αντίστοιχα, τους Stuart Smith, γραμματέα του TICCIH και διευθυντή του Ironbridge, και Joël de Rosnay, διευθυντή δημοσίων σχέσεων της Cité des Sciences La Vilette). Έστειλε στο προεδρείο του TICCIH την ετήσια αναφορά για τις εξελίξεις στον τομέα της βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Ελλάδα, που θα δημοσιευτεί στη σχετική περιοδική έκδοση, και συμμετείχε στην κινητοποίηση των αρμόδιων φορέων (ΥΠΠΟ, Δήμος Λαυρίου, Εταιρεία Μελετών Λαυρεωτικής, ΕΜΠ κ.λπ.) που απέτρεψαν, τελικά, την καταστροφή του εξοπλισμού των εγκαταστάσεων της Γαλλικής Εταιρείας στο Λαύριο. Σε επόμενο τεύχος της Τεχνολογίας θα δημοσιευτεί το Καταστατικό του Ελληνικού Τμήματος, μόλις εγκριθεί από το Πρωτοδικείο στην οριστική μορφή του. Μέχρι στιγ-

μής, μέλη του Ελληνικού Τμήματος είναι οι εξής: Φορείς-μέλη: Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (Δ/νση Επιστημονικής Πολιτικής Τεχνολογικών Εφαρμογών), ΔΕΗ (Δ/νση Δημοσίων Σχέσεων), Επιστημονικό και Μορφωτικό Ίδρυμα Κυκλάδων, Εταιρεία Μελετών Λαυρεωτικής, ICOM-Ελληνικό Τμήμα, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/ΕΙΕ, Ομάδα Πρωτοβουλίας για την Προστασία της Τεχνολογικής και Βιομηχανικής Κληρονομιάς της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας του ΠεριβάλλοντοςΠαραρτήματος Θεσ/νίκης, ΟΤΕ, Πολιτιστικό Κέντρο Πάτρας, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Σιδηροδρομικό Μουσείο ΟΣΕ, Σύλλογος Σιδηροδρόμου ΒόλουΠηλίου, Σύλλογος Φίλων Σιδηροδρόμου (Αθήνα), Σύλλογος Φίλων Σιδηροδρόμου (Θεσ/νίκη), Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών ΤΕΙ Πάτρας, Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Άτομα-μέλη: Χριστίνα Αγριαντώνη, ιστορικός, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Κων/νος Ανδρουλιδάκης, μηχανολόγος, Αναστασία Βαλαβανίδου, αρχιτέκτων, Λουδοβίκος Βασενχόβεν, πολεοδόμος, ΕΜΠ, Δανάη Βλάχου, αρχιτέκτων, Ελεάννα Βλάχου, ιστορικός-μουσειογράφος, Αλέκα Γερόλυμπου, πολεοδόμος, ΑΠΘ, Βασίλης Γκανιάτσας, αρχιτέκτων, Μαρία Γρυπάρη, αρχιτέκτων, Ανδρέας Δεληγιάννης, μηχανολόγος, Κων/να Δεμίρη, αρχιτέκτων, ΑΠΘ, Γιώργος Δερμάτης, φιλόλογος - ιστορικός, Κων/νος Δημητριάδης, δικηγόρος, Ανδρέας Δρούλιας, βιομήχανος, Νίκη Ζαμενοπούλου-Χρονοπούλου, αρχιτέκτων, 1η Εφ. Νεωτ. Μνημείων ΥΠΠΟ, Χριστίνα Ζαρκάδα, αρχιτέκτων, 4η Εφ. Νεωτ. Μνημείων ΥΠΠΟ, Πέννη Θεο-λόγηΓκούτη, αρχιτέκτων-εθνολόγος, Πολιτιστικό Κέντρο Πατρών, Ευάγγελος Κακαβογιάννης, επιμελητής αρχαιοτήτων, ΥΠΠΟ, Ελένη Καλαφάτη, αρχιτέκτων, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, ιστορικός, ΚΝΕ/ ΕΙΕ, Νίκος Καλογήρου, αρχιτέκτων, ΑΠΘ, Τίτσα Καλόγρη, ιστορικός-οικονομολόγος, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Γιώργος Καλοκαιρινός, ΙΤΕ Κρήτης, Αριστείδης Κανατούρης, ιδιωτ. υπάλληλος, Αλέξανδρος Καπόπουλος, αρχιτέκτων-πολεοδόμος, Μάρω ΚαρδαμίτσηΑδάμη, αρχιτέκτων, ΕΜΠ, Κυριακή Κουκούλα, αρχιτέκτων-πολεοδόμος, ΑΠΘ, Βασίλης Κολώνας, αρχιτέκτων-ιστορικός, Δημήτριος Κωνστάντιος, αρχαιολόγος, Άννα Κωτσοβίλη-Χατζημπαλόγλου, αρχιτέκτων, 1η Εφ. Νεωτ. Μνημείων ΥΠΠΟ, Αλέξανδρος Λιτσαρδάκης, ΟΣΕ, Γιώργος Μάν-θος, μηχανικός, Κώστας Μάνθος, αρχιτέκτων, Ουρανία Μάρη, αρχιτέκτων, Δ/νση Λαϊκού Πολιτισμού ΥΠΠΟ, Γιώργος Μαχαίρας, αρχιτέκτων, Νικόλαος Μπόγδανος, αρχιτέκτων, Παρασκευή Μποζινέκη-Διδώνη, αρχιτέκτων, EOT, Γιώργος Νάθενας, συγκοινωνιολόγος, Στέφανος Νομικός, αρχιτέκτων, Μαρία Οικονομάκου, αρχαιολόγος, ΥΠΠΟ, Μάχη Οικονόμου, εθνολόγος, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Νικόλαος Οικονόμου, φυσικός,


ΚΝΕ/ΕΙΕ, Βασιλική Παναγιωτοπούλου, φιλόλογος, Πολιτιστικό Κέντρο Πατρών, Εύη Παπαγιαννοπούλου, ιστορικός, Δημήτρης Παπαδημητρίου, ΟΣΕ, Λόης Παπαδόπουλος, αρχιτέκτων, ΑΠΘ, Στέλιος Παπαδόπουλος, εθνολόγος-μουσειολόγος, ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Γιώργος Παπακώστας, αρχιτέκτων, ΑΠΘ, Κων/να Παπασωτηροπούλου, εκπαιδευτικός, Νίκος Παπαμίχος, αρχιτέκτων, ΑΠΘ, Κων/νος Πάγκας, Δήμαρχος Λαυρίου, Στέλιος Πολυκράτης, τεχνικός ΟΤΕ, Γιάννης Σαίτας, αρχιτέκτων-εθνολόγος, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Δήμητρα Σαμίου, ιστορικός, ΚΝΕ/ ΕΙΕ, Νίκος Σηφουνάκης, αρχιτέκτων, Νικόλαος Σμπαρούνης, πολιτικός μηχανικός, Νίκος Στρατογιαννάκης, μηχανικός, Αλεξάνδρα Σωτηροπούλου, ιστορικός-αρχαιο-λόγος, Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Πατρών, Ιωάννης Ταμιωλάκης, τεχνικός ΟΥΘ, Ολγα

Τραγανού - Δεληγιάννη, αρχιτέκτων, 4η Εφ. Νεωτ. Μνημείων ΥΠΠΟ, Σάββας Τσιλένης, αρχιτέκτων, ΓΓΕΤ, Σοφία Τσονάκα, φιλόλογος, Πολιτιστικό Κέντρο Πατρών, Στάθης Τσοτσορός, μηχανολόγοςιστορικός, Μιχάλης Τυλιανάκης, αρχιτέκτων, Αγγελική Φενερλή, ιστορικός, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αντώνης Φιλιποπολίτης, Μαρία Φινέ, αρχιτέκτων, Εύη Χαριτίδου-Μαυρουδή, αρχιτέκτων, 4η Εφ. Νεωτ. Μνημείων ΥΠΠΟ, Βίλμα Χαστάογλου, πολεοδόμος, ΑΠΘ, Αλέξης Χατζηδάκης, αρχιτέκτων, EOT, Κώστας Χατζημιχάλης, αρχιτέκτων, ΑΠΘ, Τέτη Χατζηνικολάου, ICOM, Νίκος Χατζητρύφων, πολιτικός μηχανικός. Το προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο του Ελληνικού Τμήματος TICCIH απαρτίζεται από τους: Γιώργο Μαχαίρα, πρόεδρο, Χριστίνα Αγριαντώνη, αντιπρόεδρο, Άννα Κω-

τσοβίλη, γραμματέα, Ολγα ΤραγανούΔεληγιάννη, γραμματέα Θεσ/νίκης, Κώστα Μάνθο, ταμία, Πέννη ΘεολόγηΤκούτη και Γιάννη Σαίτα. Ο παραπάνω κατάλογος είναι φυσικά ανοικτός σε νέες συμμετοχές. Οσοι ενδιαφέρονται να γίνουν μέλη του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH, μπορούν να απευθύνονται στην προσωρινή έδρα (ΕΙΕ, τηλ. 722.98.11,εσωτ. 219), ή στην Άννα Κωτσοβίλη (τηλ. 324.32.89), ή, για την περιοχή Θεσσαλονίκης, στην Ολγα ΤραγανούΔεληγιάννη (τηλ. 031-214.497) και για την περιοχή Πάτρας, στην Πέννη θεολόγηΓκούτη (061-334.713). Το δικαίωμα εγγραφής έχει οριστεί σε 3.000 δρχ. και η ετήσια συνδρομή σε 5.000 δρχ.

Ι. Ο κύκλος σπουδών Το Ινστιτούτο Ironbridge δημιουργήθηκε το 1978, στα πλαίσια ενός κοινού προγράμματος του Πανεπιστημίου του Μπίρμινχαμ (Τομέας Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας) και του Μουσείου Iron-bridge Gorge, για να αρχίσουν (metle en place) οι έρευνες και οι κύκλοι εκπαίδευσης στη βιομηχανική αρχαιολογία και στη διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Το Ινστιτούτο βρίσκεται υπό την κοινή διεύθυνση των δύο φορέων. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν οργανωθεί από το 1992 μέσα στην πανεπιστημιούπολη που βρίσκεται στο κέντρο της ιστορικής περιοχής του Ironbndge, και επιτρέπουν την απόκτηση σε μεταπτυχιακό επίπεδο του πανεπιστημιακού διπλώματος βιομηχανικής αρχαιολογίας, ή του master των κοινωνικών επιστημών, που είναι σήμερα τα μοναδικά του είδους στη Μ. Βρετανία. Οι σπουδές μπορούν να παραταθούν με διδακτορικές έρευνες, ιδιαίτερα χάρη στα μέσα που έχουν συγκεντρωθεί επί τόπου (βιβλιοθήκη, εξοπλισμός υποδοχής, συλλογές). Τα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα παρέχουν ευρύτατες γνώσεις στον τομέα της αρχαιολογίας και της βιομηχανικής κληρονομιάς, κυρίως με τη μελέτη των τοπίων, των κτιρίων, των μηχανών και των αντικειμένων της βιομηχανικής κοινωνίας. Στις μελλοντικές επαγγελματικές δυνατότητες εγγράφονται θέσεις σε πολυάριθμα μουσεία. Οι φοιτητές πρέπει να έχουν ένα πτυχίο ή ισοδύναμα του για να μπορέσουν να αποκτήσουν το δίπλωμα. Για την προετοιμασία του master, αυτό το πτυχίο είναι απαραίτητο να έχει έναν ανώτερο βαθμό. Οι φοιτη-

τές εγγράφονται στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμινχαμ και επωφελούνται από όλες τις ευκολίες που αυτό προσφέρει. Θεωρούνται ταυτόχρονα υπάλληλοι του Μουσείου του 1 Ironbndge. Είναι περίπου είκοσι το χρόνο σ' αυτούς συμπεριλαμβάνονται και ξένοι. Οι φοιτητές που είναι εγγεγραμμένοι για το δίπλωμα και αυτοί που ετοιμάζουν το master ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα και υπόκεινται στις ίδιες εξετάσεις. Οι τελευταίοι πρέπει να ετοιμάσουν μία σχετικά μεγάλη εργασία. Τα μαθήματα αυτά προσφέρονται παράλληλα για συνεχή εκπαίδευση (πρακτική

εξάσκηση, εκπαίδευση σε κύκλους, εκπαίδευση δι' αλληλογραφίας).

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ

II. Το πρόγραμμα Το πρόγραμμα έχει διάρκεια ενός έτους και περιλαμβάνει τέσσερις κύκλους των τριών εβδομάδων ο καθένας. Η βασική εβδομάδα είναι αφιερωμένη σε εργασίες πεδίου ή σε ιδιαίτερες μελέτες. Σεμινάρια και εργασίες υπό την άμεση παρακολούθηση καθηγητών εξασφαλίζουν τη συνέχεια της εκπαίδευσης. Τέλος, κατά τη διάρκεια του κύκλου της εκπαίδευσης προσφέρονται και διαλέξεις.


Κύκλος 1: Ανάλυση κτιρίων και ιστορικών τοπίων (Οκτώβριος). Εκπαίδευση αφιερωμένη στη μελέτη και στη συντήρηση των δομών και χώρων της βιομηχανίας, με έμφαση στις αναλυτικές τεχνικές. Κύκλος 2: Η βιομηχανική επανάσταση και η αρχαιολογία της (Νοέμβριος-Δεκέμβριος). Εμπεριστατωμένη μελέτη της ιστορίας των βιομηχανιών από τον 18ο αιώνα, στη συνέχεια του προηγούμενου κύκλου. Τα θέματα είναι: η ενέργεια, οι τεχνικές της βιομηχανίας, η οργάνωση της παραγωγής, η εξέλιξη των βιομηχανικών χώρων. Οι τομείς που μελετούνται είναι η σιδηρουργία, η κεραμική, τα μη σιδηρούχα μέταλλα, τα υφαντά και τα μέσα μεταφοράς. Κύκλος 3: Οι εξελίξεις της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας και η αρχαιολογία τους (Φεβρουάριος). Μελέτη των βασικών βιομηχανικών τεχνικών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι σύνθετες μηχανές και οι εφευρέσεις που είχαν επιπτώσεις στην κοινωνία. Έμφαση δίνεται στις πάσης φύσεως πηγές (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, σχέδια, έντυπα...). Οι τεχνικές που ενδιαφέρουν είναι η εξόρυξη του άνθρακα, η βιομηχανία των τροχήλατων και των αυτοκινήτων, ο ηλεκτρισμός, τα αστικά μέσα μεταφοράς, οι αγροτικές βιομηχανίες τροφίμων, οι χημικές και οι βιομηχανίες πλαστικών. Κύκλος 4: Τα μουσεία, αρχές και πρακτικές (Φεβρουάριος-Μάρτιος). Εκπαίδευση που πραγματεύεται τα βασικά προβλήματα της μουσειολογίας, με ιδιαίτερη έμφαση στις συλλογές που αφορούν τη βιομηχανική και κοινωνική ιστορία και τα νέα σχήματα ερμηνείας τους. Τα βασικά θέματα είναι: φιλοσοφία των μουσείων, εικόνες, τεχνήματα, γλώσσα και άλλα μουσειολογικά μέσα, οδηγοί και διαφήμιση, χρηματοδοτήσεις και προϋπολογισμοί, προσωπικό και εθελοντές. Εξετάζονται επίσης οι τοπικές κοινότητες, οι τουρίστες, οι σχολικές και άλλες ομάδες που δέχονται τα μουσεία. Καθένας από αυτούς τους κύκλους αποτελεί αντικείμενο για μια εξέταση γνώσεων και μια πραγματεία. Η υποστήριξη, στο τέλος του κύκλου, μιας εργασίας οδηγεί στην απόκτηση του διπλώματος ή του master. IV. Οι διδάσκοντες Η ομάδα που είναι άμεσα υπεύθυνη γι' αυτή την εκπαίδευση αποτελείται από τρεις μόνιμους διδάσκοντες (Dr. Μ. Stratton, Dr. Β. Trinder και Mrs. Κ. Clark, διευθυντής). Επιπλέον σε κάθε κύκλο συνεργάζονται πανεπιστημιακοί, υπεύθυνοι μουσείων και άλλοι εξωτερικοί ειδικοί (περίπου είκοσι). Τέλος, καλούνται ομιλητές Άγγλοι ή ξένοι για να συμβάλλουν σε συγκεκριμένα θέματα στη διάρκεια της εκπαιδευτικής χρονιάς. GERARD ΕΜΡΤΟΖ Μετ. Ανδρ. Οικονόμου (Μετάφραση από το περιοδικό La Lettre de I'lcom, No 19 (Ιαν.-Φεβρ. 1992, σ. 31-32).

Α. Σύντομη ιστορική αναδρομή Με τον όρο heritage εννοούμε το σύνολο της πολιτιστικής κληρονομιάς, που περιλαμβάνει (α) τα μνημεία του υλικού και τεχνολογικού πολιτισμού (man made heritage) και (β) το φυσικό περιβάλλον, τη χλωρίδα και πανίδα (environmental heritage). Μετά την καταστροφή που προκλήθηκε στο κτισμένο και φυσικό περιβάλλον, ως συνέπεια της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της μεταπολεμικής περιόδου, και ιδίως στη δεκαετία του 1960, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ και στην περιφέρεια, άρχισε να γίνεται μία προσπάθεια σε διεθνές επίπεδο για την προστασία του περιβάλλοντος και τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα έθετε τις βάσεις για το σκοπό αυτόν. Έτσι, το 1972, συντάχθηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών καταστατικός χάρτης για την προστασία του περιβάλλοντος (UNEP: UN Environmental Programme). Παράλληλα εκδηλώνεται και η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης με την εμφάνιση των σχετικών κινημάτων (Green Movements). Την ίδια εποχή, στη δεκαετία του 1970, και στα πλαίσια αυτού του κλίματος προστασίας του περιβάλλοντος και εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας, οι κυβερνήσεις των περισσότερων δυτικών κρατών αναθεώρησαν τη νομοθεσία τους που αφορούσε τη συντήρηση των αρχαιοτήτων. Οι ανάγκες που γέννησε αυτή η πρωτοβουλία απαιτούσαν την εκ νέου καταγραφή και ανασκαφή των μνημείων. Οι απαιτήσεις επίσης του πλήθους των τουριστών, που άρχισαν να τα επισκέπτονται ως συνέπεια της εξάπλωσης του οργανωμένου τουρισμού, οδήγησαν σε επαναπροσδιορισμό του ρόλου της ερμηνείας και της παρουσίασης του ιστορικού υλικού στο κοινό. Όλες αυτές τις δραστηριότητες τις ανέλαβαν οι άνθρωποι που είχαν ακαδημαϊκή παιδεία (αρχαιολόγοι, ιστορικοί της τέχνης κ.λπ.), και μόνο στις ΗΠΑ διαπιστώθηκε η ανάγκη δημιουργίας ενός νέου επαγγέλματος που έπρεπε να θέσει τους ηθικούς και φιλοσοφικούς κώδικες του. Η κατεύθυνση λοιπόν που χάραξαν, και προς την οποία εργάζονται τόσο οι διεθνείς όσο και οι κρατικοί φορείς είναι προς μία συνολική προσέγγιση του περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει την κληρονομιά του κτισμένου και φυσικού τοπίου, και της νομοθεσίας που διέπει την προστασία του. Ιδανική θεωρείται, από αυτή την άποψη, η περίπτωση της Δανίας, όπου ένας ενιαίος φορέας είναι αρμόδιος για την προστασία και συντήρηση του περιβάλλοντος (ιστορικά μνημεία, προστασία χλωρίδας και πανίδας, προστασία των ακτών κ.λπ.). Ας σημειώσουμε εδώ ότι συχνά στα ερείπια ιστορικών μνημείων βρίσκουν καταφύγιο πολλά υπό εξαφάνιση είδη πανίδας και χλωρίδας. Η συντήρηση των τόπων αυτών και η διοίκηση τους πρέπει να λάβει υπόψη

τα διαφορετικά "επίπεδα ανάγνωσης" του περιβάλλοντος και τις συχνά συγκρουόμενες λύσεις που επιβάλλουν. Η προσέγγιση αυτών των θεμάτων σε διεθνές και διεπιστημονικό επίπεδο κρίνεται πολύ θετική για την πρόοδο στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, μολονότι υπάρχει ισχυρή παράδοση στη σχετική νομοθεσία και πρακτική στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη που θέτει δυσκολίες στην υιοθέτηση υπερεθνικής πολιτικής σε πολλά σημαντικά ζητήματα. Β. Οι λόγοι που επιβάλλουν τη συστηματοποίηση και διάκριση του heritage management ως αυτόνομου επαγγελματικού κλάδου Το ενδιαφέρον για την ιστορική πολιτιστική κληρονομιά είναι συνδεδεμένο με τις διαφορετικές, κατά εποχές και τόπους, προσεγγίσεις του ιστορικού παρελθόντος. Ιδιαίτερη σημασία για το θέμα που εξετάζουμε έχει η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης στους σύγχρονους ευρωπαϊκούς λαούς και ο ρόλος της στην αντίληψη και εκτίμηση για τα μνημεία του παρελθόντος. Ένα παράδειγμα από την ελληνική περίπτωση είναι ο ρόλος που αποδόθηκε στην αρχαία κληρονομιά ως τεκμήριο της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Πλήθος άλλα παραδείγματα σε διεθνές επίπεδο (η προσπάθεια, π.χ., των εθνών που βρίσκονται υπό αποικιακό καθεστώς για μακρό χρονικό διάστημα να καταδείξουν, μετά την αποαποικιοποίησή τους, την ιστορική και πολιτιστική τους συνέχεια, μέσω της έμφασης στα ιστορικά μνημεία τους) δηλώνουν τον ιδεολογικό ρόλο της πολιτιστικής κληρονομιάς στην εδραίωση εθνικής ταυτότητας. Αυτή ακριβώς η ιδεολογική φόρτιση, και οι κίνδυνοι που συνεπάγεται για τη χρήση της πολιτιστικής κληρονομιάς, δικαιώνουν τη συστηματοποίηση των μεθόδων διοίκησης της. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να προσδιορίσει κανείς τις ιδεολογικές φορτίσεις που σήμερα υπάρχουν στη στάση μας απέναντι στο παρελθόν και τα μνημεία του. Ένα είδος αποστροφής προς το σύγχρονο "υπερ-τεχνολογικό" πολιτισμό φαίνεται να εκτρέφει μία νοσταλγική στροφή προς ένα εξιδανικευμένο (και ασφαλώς απομακρυσμένο) παρελθόν. Η απήχηση των μουσείων που αναπαριστούν λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής περασμένων εποχών και η ρομαντική στάση απέναντι σ' αυτές είναι χαρακτηριστική. Ανάλογη διάθεση υπάρχει και προς το φυσικό περιβάλλον, με την τάση επιστροφής στη φύση και στο χωριό (του οποίου οι σύγχρονες οικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες παραβλέπονται). Τρεις ακόμη παράγοντες δικαιώνουν την αναγνώριση του heritage management ως αυτόνομου επαγγελματικού χώρου: (α) Ο ρόλος της πολιτιστικής κληρονο-


μιας στην εκπαίδευση, ιδίως για τη διαπαιδαγώγηση των μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέσω των επισκέψεων στους σχετικούς χώρους. (β) Ο ρόλος της πολιτιστικής κληρονομιάς στο χώρο του τουρισμού (παράγοντας ιδιαίτερα σημαντικός για μια χώρα σαν την Ελλάδα). Εδώ εμπίπτουν θέματα όπως: - Ο ρόλος των μνημείων στη μόρφωση του ευρύτερου κοινού και η επιλογή μεθόδων προσέγγισης, μέσω της κατάλληλης παρουσίασης του υλικού, του μη ειδικού κοινού, χωρίς όμως αυτό να γίνεται σε βάρος της επιστημονικής ακρίβειας. - Η σημασία του τουρισμού ως πηγής εσόδων για τους φορείς διοίκησης του χώρου, σε περίοδο μάλιστα που αυτοί οι χώροι αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις της γενικής οικονομικής κρίσης και της ανεπάρκειας πόρων. - Οι κίνδυνοι που θέτει η αυξημένη προσέλευση τουριστών για τη συντήρηση του χώρου, κ.λπ. (γ) Ο ρόλος της πολιτιστικής κληρονομιάς ως πηγής επιστημονικής έρευνας. Από αυτόν απορρέουν μία σειρά θεμάτων όπως: - Με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή των μνημείων που κρίνονται άξια διάσωσης, δε1 δομένου ότι οι οικονομικοί και άλλοι λόγοι καθιστούν αδύνατη τη συντήρηση όλων των μνημείων. Αυτή η επιλογή είναι αναπόφευκτα υποκειμενική' κάθε κράτος έχει διαφορετική νομοθεσία ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες και άλλους ιδεολογικούς, πολιτικούς και διοικητικούς παράγοντες. - Πολεοδομικός σχεδιασμός και ανάγκη συμμετοχής ανθρώπων από το χώρο του heritage management, και μάλιστα σε πρώιμο στάδιο, ώστε να προλαμβάνεται, όσο είναι δυνατόν, η πρόσκρουση του έργου της πολεοδομικής ανάπτυξης στο έργο της διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι το έργο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς πρέπει να ανταποκριθεί σε πολλαπλούς ρόλους, και για το σκοπό αυτόν απαιτούνται γνώσεις και εξοικείωση με ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως (α) γνώση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου, (β) γενικές γνώσεις διοίκησης επιχειρήσεων (management, marketing, στοιχεία διαχείρισης οικονομικών κ.λπ.), (γ) γνώσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των κρατικών φορέων, των τοπικών αρχών, των οργανισμών γενικά που επηρεάζουν το χώρο της πολιτιστικής κληρονομιάς, (δ) γνώση της αγοράς και του επιχειρηματικού κόσμου, (ε) στοιχεία για τη συντήρηση μνημείων και, κυρίως, (στ) γνώσεις του συγκεκριμένου επιστημονικού τομέα όπου ανήκει το μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς. Δεν είναι δυνατό βέβαια να είναι κανείς πλήρως κατατοπισμένος σε όλους αυτούς τους τομείς που συνιστούν αυτόνομους

επιστημονικούς χώρους. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα παράσχει τη σχετική κατάρτιση πρέπει, εκ των πραγμάτων, να προσφέρεται ως μεταπτυχιακό σε ανθρώπους που έχουν ήδη εκπαιδευτεί σε ένα σχετικό επιστημονικό τομέα. Το περιεχόμενο του πρέπει να έχει στόχο να εξοικειώσει το σπουδαστή με τους παραπάνω χώρους στο βαθμό που, τουλάχιστον, να είναι σε θέση να ελέγξει, εάν χρειαστεί, τη γνώμη του ειδικού, πάντως όμως να μπορεί να διατηρεί μία συνολική προσέγγιση όλων των ζητημάτων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Γ. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Heritage Management στο Ironbridge Institute της Αγγλίας. Το μεταπτυχιακό αυτό εκπαιδευτικό πρόγραμμα έχει στόχο να παράσχει την εκπαίδευση που περιγράψαμε παραπάνω. Η έμφαση δίνεται στις τεχνικές διοίκησης επιχειρήσεων (management, marketing, κ.λπ.), προσαρμοσμένων όμως στις ανάγκες του κλάδου. Ωστόσο, όλο το φάσμα των θεμάτων που περιλαμβάνεται στο περιεχόμενο των σπουδών του περιλαμβάνει τις παρακάτω τέσσερις ενότητες: (α) The Management of Heritage, όπου εξετάζονται θέματα όπως διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, καθορισμός και ιεράρχηση των στόχων του οργανισμού, στρατηγική επίτευξης τους, κατανομή της εργασίας στο προσωπικό, μέθοδοι ελέγχου της αποτελεσματικότητας της διοίκησης, εκτίμηση του εξωτερικού και εσωτερικού (του οργανισμού) περιβάλλοντος για τον προσδιορισμό των αδυναμιών και των ευκαιριών που παρέχει κ.ά. (β) The Marketing of Heritage, όπου

Θα σκέπτεται ίσως κανείς, διαβάζοντας τον παραπάνω τίτλο, ότι το θέμα είναι πολυσυζητημένο και εξαντλημένο. Ενώ όμως έχει πράγματι γίνει πολύς λόγος για την υποβάθμιση των αρχαιολογικών χώρων από τη συρροή τουριστών, τα μαγαζιά, τους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, και όσα άλλα αυτή συνεπάγεται, δεν είναι εξίσου αυτονόητες ορισμένες άλλες πτυχές του θέματος που αφορούν το ρόλο της τουριστικής ανάπτυξης στη χρήση και ερμηνεία των μνημείων, τις επιπτώσεις της στην περιοχή στην οποία ανήκουν και την αλληλεξάρτηση όλων αυτών των συνιστωσών. Στόχος αυτού του σημειώματος είναι να προσδιορίσει βασικά ερωτήματα γύρω από το θέμα, αντλώντας από ορισμένες περιπτώσεις τουριστικής εκμετάλλευσης της ιστορικής κληρονομιάς στην Αγγλία.

εξετάζονται θέματα όπως προσδιορισμός του κοινού στο οποίο απευθύνεται ο οργανισμός και κατηγοροποίησή του για την καλύτερη κατανόηση των αναγκών του και ανταπόκριση της διοίκησης σ' αυτές, η εικόνα του οργανισμού στο κοινό, τους πιθανούς χρηματοδότες, το κράτος κ.λπ., δημοσιότητα και προβολή στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέθοδοι εκτίμησης της αποτελεσματικότητας του marketing κ.λπ. (γ) Finance for Heritage: μέθοδοι οικονομικού προγραμματισμού, στοιχεία λογιστικής, προσδιορισμός μελλοντικών πηγών χρηματοδότησης στον τομέα του πολιτισμού κ.ά. (δ) Interpretation: μέθοδοι ερμηνείας και παρουσίασης στο κοινό της σημασίας του συγκεκριμένου πολιτιστικού αγαθού, κριτήρια και πολιτική αγορών και επαύξησης των αποκτημάτων του οργανισμού (π.χ. συλλογές στα μουσεία), η χρήση της κατάλληλης γλώσσας στο σχετικό έντυπο υλικό (μπροσούρες κ.λπ.), ο ρόλος των κέντρων πολιτιστικής κληρονομιάς στην κοινότητα στην οποία ανήκει, οι επιπτώσεις σ' αυτήν από την προσέλευση τουριστών κ.λπ. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Hermann, J., "World Archaeology - The World's Cultural Heritage", In H.F. Cleere, (εκδ.), Archaeological Heritage Management in the Modern World: 30-36 London: Unwin Human, 1989. Torkildsen, G., Leisure and Recreation Management. London: Ε & FN Spon, 1992. Urry, J., The Tourist Gaze. London: Sage. 1990. ΕΛΕΝΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ

Α. Ο τουρισμός ως μέσο οικονομικής ανάπτυξης υποβαθμισμένων περιοχών Η οικονομική κρίση που πλήττει τις χώρες του δυτικού κόσμου, και ειδικότερα το δευτερογενή τομέα, καθιστά την τουριστική ανάπτυξη σημαντική, μοναδική, αν και δεν θα έπρεπε, διέξοδο για περιοχές που πλήττονται από αυτήν. Τουριστική ανάπτυξη δεν σημαίνει απαραίτητα υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Εάν γίνει με σωστό σχεδιασμό, σεβασμό στο ιστορικό και φυσικό περιβάλλον, αλλά και σεβασμό στις απαιτήσεις των κατοίκων της περιοχής μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα, τόσο στην τοπική οικονομία όσο και στην ποιότητα ζωής. Θα πρέπει βέβαια να υπάρξει μία συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία της κατάλληλης υποδομής (ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα,


έλεγχος στην ποιότητα υπηρεσιών που προσφέρουν, στην αισθητική τους κ.λπ.), την οποία μπορεί να αναλάβουν οι τοπικές αρχές. Ένας τέτοιος σχεδιασμός, αναλυτικότερα, θα πρέπει να προβλέψει ώστε η μεθόδευση της δημιουργίας των έργων υποδομής να εξασφαλίζει: (α) ορισμένες ευκαιρίες οικονομικής δραστηριότητας για τον τοπικό πληθυσμό (συχνά τα έργα υποδομής τα αναλαμβάνουν εξ ολοκλήρου εξωγενείς φορείς, και το οικονομικό όφελος είναι ανύπαρκτο για την ντόπια οικονομία), (β) ευκαιρίες χρήσης των έργων υποδομής από τους κατοίκους της κοινότητας σε περιόδους μη τουριστικής αιχμής (χώροι άθλησης και ψυχαγωγίας κ.λπ.), (γ) τον καθορισμό της ποσότητας του τουρισμού που μπορεί να δεχτεί ο τόπος, χωρίς να υποστεί υποβάθμιση (κυκλοφοριακό πρόβλημα, στέγη κ.λπ.) και εν γένει όλους τους παράγοντες που θα συντελούν στην ποιότητα της προσφερόμενης εμπειρίας στο τουριστικό κοινό και της καθημερινής ζωής των κατοίκων. Η αξιοποίηση των ιστορικών μνημείων, σ' αυτά τα πλαίσια, μπορεί να ιδωθεί ως πόλος έλξης, ως αξιοθέατο που, μαζί με τα άλλα πλεονεκτήματα του τόπου (φυσικές ομορφιές, κλίμα, πολιτιστικές δραστηριότητες κ.λπ.) θα αποτελέσει συστατικό στοιχείο του συνολικού προσφερόμενου "προϊόντος". Και σ' αυτό το σημείο η συνολική προσέγγιση της ανάπτυξης του τόπου είναι σημαντική. Τα μνημεία ενός τόπου, το αρχιτεκτονικό και φυσικό περιβάλλον, η υποδομή κ.λπ. μπορούν να προσφέρουν μία συνολική και συνεπή εικόνα, που θα πλεονεκτεί τόσο από την άποψη του marketing (στο τουριστικό κοινό) όσο και της δημιουργίας συνείδησης στους κατοίκους για τη σημασία της τοπικής ιστορίας, της σύνδεσης της με το περιβάλλον, και των επιταγών που αυτή θέτει στη σύγχρονη ανάπτυξη. Σεβασμός στο περιβάλλον (ιστορικό και σύγχρονο, φυσικό και κτισμένο) μπορεί να προέλθει από συνολική, ως προς τους όρους ανάπτυξης, και κοινή, ως προς τους μετέχοντες (τοπικές αρχές, επιχειρηματίες, πολιτιστικοί φορείς κ.λπ.), προσπάθεια. Στο Ironbridge, λίγο έξω από το Birm ingham της Αγγλίας, μια τέτοια προσπάθεια έδωσε ζωή σε έναν τόπο που βρισκόταν σε παρακμή. Πρόκειται για έναν τόπο που πρωτοστάτησε στην εξέλιξη της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία. Το πλούσιο σε γαιάνθρακα υπέδαφος, η στρατηγική του τοποθεσία κοντά στο πλωτό δίκτυο που τον συνέδεε με τα αστικά κέντρα της γύρω περιοχής, η παράδοση στην τεχνογνωσία και το πνεύμα καινοτομίας και πειραματισμού των "βιομηχάνων" της εποχής συντέλεσαν ώστε να αποτελέσει κέντρο βιομηχανικής, εμπορικής και τεχνολογικής ανάπτυξης στον 19ο αιώνα. Στον 20ό αιώνα το Ironbridge δεν διατηρούσε τίποτε από την παλιά του αίγλη, δεν υπήρχε καμιά πηγή οικονομικής ανάπτυξης, και οι κάτοικοι της περιοχής δεν είχαν συνείδηση

του παρελθόντος του τόπου, μιας και τα βιομηχανικά κτίρια, (υψικάμινοι, αποθήκες εμπορευμάτων, εργοστάσια) και γενικά το βιομηχανικό τοπίο (η ομώνυμη γέφυρα, η πρώτη σιδερένια γέφυρα στον κόσμο, κεκλιμένα επίπεδα για τη μεταφορά εμπορευμάτων και γαιάνθρακα από τα ορυχεία στον ποταμό, αντλίες άντλησης νερού από τα ορυχεία, κ.ά.) είχαν περιπέσει σε αχρησία και φθείρονταν εγκαταλελειμμένα. Χάρη σε μια ομάδα ανθρώπων που έτρεφαν ενθουσιασμό για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία, σε εποχή που δεν υπήρχε ακόμη ούτε ο όρος αυτός (μέσα δεκαετίας του 1960), και που συνέστησαν μια εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ("The Ironbridge Gorge Museum Trust") με σκοπό την αναστήλωση των βιομηχανικών κτιρίων της περιοχής, καθώς και χάρη στην υποστήριξη των τοπικών αρχών και τη συνεργασία των κατοίκων η περιοχή αναβαθμίστηκε ως προς: (α) το περιβάλλον, με τη συντήρηση και αξιοποίηση των βιομηχανικών κτιρίων, που μετατράπηκαν σε μουσεία, σε εκπαιδευτικούς χώρους (Ινστιτούτο Βιομηχανικής Αρχαιολογίας κ.λπ.) και την προστασία του συνόλου του αρχιτεκτονικού τοπίου (με νομοθεσία ανάλογη αυτής που αφορούσε τα διατηρητέα κτίρια), (β) τον αυτοσεβασμό των κατοίκων με τη δημιουργία συνείδησης για το παρελθόν και τη σημασία του τόπου. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τη σημασία που απέδωσε η ομάδα επιστημόνων που εργάστηκε για την αναστήλωση και ερμηνεία των μνημείων στην απόδοση της συνολικής ιστορίας της οικονομίας και κοινωνίας της εποχής (στα πλαίσια των σύγχρονων τάσεων να συντηρείται και να ερμηνεύεται το ιστορικό και φυσικό τοπίο ως σύνολο: έμφαση στο σύνολο του ιστορικού τοπίου, και όχι στο μεμονωμένο κτίριο, και, στον τομέα της προστασίας της φύσης, έμφαση στους οικισμούς της χλωρίδας και πανίδας παρά στα μεμονωμένα είδη τους (sites-landscapes, species-habitats), (γ) την οικονομία, μέσω της τουριστικής ανάπτυξης. Εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, εκτός από τις ευκαιρίες που παρέχονται στους κατοίκους (νέες θέσεις εργασίας κ.λπ.), τη σημασία των προσόδων που προέρχονται από τον τουρισμό για τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς οι κρατικές επιχορηγήσεις στον τομέα αυτόν περιορίζονται όλο και περισσότερο και θέτουν κινδύνους για τη συντήρηση των μνημείων και την επιβίωση των διοικητικών φορέων τους. Σήμερα το Ironbridge "ζει" από τον τουρισμό, που τον προσελκύει το σύνολο των μουσείων, των βιομηχανικών μνημείων, το φυσικό τοπίο και, κυρίως, η σωστή διαχείριση όλων αυτών των πόλων έλξης του τουρισμού ως συνόλου. Η προβολή του τόπου ως τουριστικού αξιοθέατου βασίζεται στη συνολική εικόνα που προσφέρει: ο 19ος αιώνας, η οικονομική και κοινωνική διάσταση του, όπως παρουσιάζεται μέσα από το τοπίο και τα μουσεία, χωρίς να υποσκάπτε-

ται από "παραφωνίες", συνέπειες της σύγχρονης ανεξέλεγκτης ανάπτυξης. Β. Οι κίνδυνοι της τουριστικής ανάπτυξης για την ερμηνεία του παρελθόντος και για την τοπική κοινότητα Οι επιπτώσεις της λειτουργίας των μνημείων στην αγορά της τουριστικής βιομηχανίας θέτουν μια σειρά από ζητήματα που αφορούν την ερμηνευτική προσέγγιση των μνημείων. Δεδομένου ότι οικονομικοί συνήθως (αλλά και διοικητικοί και άλλοι) λόγοι δεν επιτρέπουν τη διάσωση όλων των μνημείων του παρελθόντος, πρέπει να γίνει επιλογή ανάμεσα τους, ως προς το ποια θα κριθούν άξια διάσωσης, και να εξασφαλιστεί η καταγραφή (αποτύπωση, δημιουργία βάσης δεδομένων κ.λπ.) αυτών που δεν θα διασωθούν. Εφόσον πρόκειται για μνημεία του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος (π.χ. βιομηχανικά κτίρια), τα θέματα της επιλογής αυτής καθώς και της επιλογής του τρόπου επαναχρησιμοποίησης τους (μετατροπή σε μουσείο, βιβλιοθήκη, χώρο αναπαράστασης των μεθόδων παραγωγής κατά την εποχή της λειτουργίας τους κ.λπ.) και ενσωμάτωσης στον γεωγραφικό και κοινωνικό περίγυρο είναι κρίσιμα στο βαθμό που δεν έχουν καθιερωθεί συγκεκριμένα κριτήρια γι' αυτές τις επιλογές: αξιολογούμε το μνημείο με κριτήριο τη σημασία του για την τοπική οικονομία ή την εθνική: την αρχιτεκτονική του αξία; τη σημασία του σε σχέση με τα άλλα κτίρια που πιθανόν υπάρχουν από την ίδια περίοδο στην περιοχή, την πιθανή σύνδεση του με πρωτοποριακές μεθόδους παραγωγής, τη σπανιότητα του είδους του σε κρατική κλίμακα κ.ο.κ.; Οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες που παρέχει ένα ή σύνολα ιστορικών κτιρίων για τη συντήρηση και τη μετατροπή τους σε μνημεία που προορίζονται, ανάμεσα σε άλλα, να συνδεθούν με την τουριστική αγορά και την οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής (ιδίως υποβαθμισμένης) είναι μεν ελκυστικές, αλλά υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσουν τα κριτήρια των επιλογών που προαναφέραμε. Η δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου, που θα συστηματοποιούσε και θα ιεραρχούσε αυτά τα κριτήρια, θα βοηθούσε να αποφευχθεί η περιπτωσιολογική και ευκαιριακή αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων. (Στο θέμα της επιλογής τρόπου συντήρησης και επαναχρησιμοποίησης των μνημείων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας αρμονικής συνύπαρξης μορφής και λειτουργίας του.) Το θέμα της παρουσίασης της ιστορίας μέσω των μνημείων στο τουριστικό κοινό είναι ένα άλλο επίμαχο ζήτημα, που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους ιστορικούς, κοινωνιολόγους, αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες, περιβαλλοντολόγους και τους υπευθύνους της διοίκησης των χώρων αυτών. Η ανάγκη της προσέλκυσης του "αγοραστικού κοινού" (των τουριστών) για τη μεγιστοποίηση του οικονομικού οφέλους, έχει εισαγάγει στον τομέα της ερμηνείας του ιστορικού παρελθόντος


τις αναπαραστάσεις της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του παρελθόντος εξαιτίας της επιτυχίας που έχουν. Προσφέρουν "θέαμα" κατά έναν τρόπο ριζικά διαφορετικό από τις κλασικές μουσειακές εκθέσεις. Στο York της Αγγλίας έχει δημιουργηθεί ένα κέντρο αναπαράστασης του πολιτισμού των Βίκιγκς, όπου ένα τρενάκι ανάλογο με αυτό της Disneyland μεταφέρει τον επισκέπτη σε ένα χώρο ιστορικών αναπαραστάσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει καν μνημείο-αφετηρία του πολιτιστικού κέντρου. Αναπαραστάσεις μεσαιωνικών μονομαχιών, δημιουργία "theme parks" με επίκεντρο ένα μνημείο (π.χ. το υπό συζήτηση σχέδιο αναβίωσης πτυχών του ρωμαϊκού πολιτισμού στο χώρο των ρωμαϊκών ερειπίων στο Chester) και άλλες τέτοιες πρωτοβουλίες θέτουν εύλογα ερωτήματα σχετικά με τη σκοπιμότητα, ποιότητα και επιστημονική συνέπεια τους. Τα μέρη αυτά είναι εξαιρετικά επιτυχημένα εμπορικά. Ωστόσο, η έμφαση που δίνουν στο θέαμα και στην ψυχαγωγία ενός κοινού, που είναι πλέον όλο και λιγότερο διατεθει-

μένο να επικοινωνεί μέσω του γραπτού λόγου (άρα και να διαβάζει τις λεζάντες στις προθήκες των μουσείων), θέτει το ερώτημα των ορίων αυτής της τάσης της διοίκησης των ιστορικών χώρων να προσεγγίσουν το ευρύ κοινό. (Ο όρος heritage industry είναι περιεκτικός και ενδεικτικός αυτών των φαινομένων.) Από την πλευρά του τόπου, τώρα, που θα δεχτεί τον τουρισμό, ένας κίνδυνος που ελλοχεύει από την ανάπτυξη μέσω της τουριστικής αξιοποίησης των μνημείων του και την έλλειψη άλλων πηγών οικονομικής δραστηριότητας είναι η εξάρτηση του τόπου αυτού από τις διακυμάνσεις του τουρισμού και του απρόβλεπτου παράγοντα που τον επηρεάζει (διεθνείς συγκυρίες, τρομοκρατικές ενέργειες, ταξιδιωτικές οδηγίες κ.λπ.). Το ζήτημα των επιπτώσεων της τουριστικής ανάπτυξης στην πολιτιστική και κοινωνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού είναι επίσης ένα ευρύ θέμα, που μας είναι οικείο από τις περιπτώσεις των περισσότερο τουριστικών τμημάτων της Ελλάδας. Η

αλλοτρίωση και η αλλοίωση της κοινωνικής ταυτότητας των κατοίκων τους δεν είναι απαραίτητα αναπόφευκτη. Ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης και αξιοποίησης των μνημείων τους, με τις κατευθύνσεις που δηλώθηκαν παραπάνω, ίσως είναι η λύση, ή αφετηρία για λύσεις, σε περιοχές που απειλούνται από την οικονομική κρίση. Όσο για τις περιοχές που είναι ήδη πολύ τουριστικές και υποφέρουν από την έλλειψη του συνολικού σχεδιασμού, θα μπορούσαμε ίσως να σκεφτούμε την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους ξεκινώντας από την αναβάθμιση του ρόλου της πολιτιστικής κληρονομιάς, τη συνολική της προσέγγιση (κτισμένο και φυσικό περιβάλλον) και τη βελτίωση της εμπειρίας που προσφέρεται στους τουρίστες και στους κατοίκους της περιοχής, τόσο εντός όσο και εκτός των ιστορικών μνημείων.

... Διατηρούμε τα βιομηχανικά μας μνημεία γιατί αντιπροσωπεύουν πολιτιστικές αξίες. J AN PAZDUR

Αποφάσεις διατήρησης Στον τομέα των αποφάσεων διατήρησης βιομηχανικών κτισμάτων και συνόλων ως νεότερων μνημείων, πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα ο ρόλος της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού. Εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια έχουν ενταθεί οι προσπάθειες της για τη σύνταξη προτάσεων χαρακτηρισμού της ξεχωριστής αυτής κατηγορίας οικοδομημάτων. Ας προστεθεί ότι ήταν αποφασιστικός ο ρόλος της αρχικής καταγραφής που προέκυψε από την παρουσίαση των δύο εκθέσεων τις οποίες οργάνωσε η ΕΤΒΑ για την ιστορία της βιομηχανίας της Θεσσαλονίκης. Ήδη κατά το 1991 προστέθηκαν στον κατάλογο των διατηρητέων μνημείων της περιοχής Θεσσαλονίκης δύο πολύ σημαντικά συγκροτήματα: ο αλευρόμυλος ΑΛΛΑΤΙΝΗ στην ανατολική πλευρά της πόλης και το Μεταξο-ύφαντουργείο ΗΛΙΟΣ στην οδό Λαγκαδά του Δήμου Νεάπολης. Αν και καθαυτή η απόφαση διατήρησης δεν εξασφαλίζει αυτομάτως και την προστασία των συνόλων, η διαδικασία των σημαντικών μελετών επανάχρησης, που έχει ξεκινήσει, προδιαγράφει μία αίσια έκβαση για την προστασία τους.

σημαντικότερο πρόβλημα για τη διατήρηση του. Τις περισσότερες φορές η νέα χρήση δεν επιτρέπει τη διατήρηση του μηχανολογικού εξοπλισμού- αποφασιστικής σημασίας για την τεχνολογική αξία του συνό-

...Έχει αποδειχθεί ότι είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν οι φυσικές μαρτυρίες των περασμένων φάσεων εκβιομηχάνισης για να κατανοηθούν οι οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές και να δοθεί η φυσική διάσταση στην κατανόηση της ιστορίας. ROBERT-ANGUS BUCHANAN To 1991 υπήρξε χρονιά ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα. Η ιδρυτική συνέλευση του Ελληνικού Τμήματος του διεθνούς TICCIH, το Σεπτέμβριο, τη χαρακτήρισε αποφασιστικά. Είδαμε επίσης για πρώτη φορά να βραβεύονται από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ελληνικά πειραματικά σχέδια αποκατάστασης βιομηχανικών κτισμάτων και συνόλων. Ιδιαίτερα για τη βιομηχανική κληρονομιά της Θεσσαλονίκης δόθηκε ένα αισιόδοξο μήνυμα από μερικές ιδιαίτερα σημαντικές επεμβάσεις επανάχρησης και κάποιες ιστορικές αποφάσεις διατήρησης παλαιών εργοστασίων. Τα γεγονότα αυτά, συνδυασμένα με την εμφανή αύξηση του γενικότερου ενδιαφέροντος για το τόσο άγνωστο αλλά σημαντικό τμήμα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αποτέλεσαν υποδείγματα στα οποία μπορεί κανείς πλέον να αναφέρεται.

Παράδειγμα εφαρμογής επανάχρησης: η περίπτωση του μύλου Χατζηγιαννάκη Πρέπει καταρχήν να τονιστεί ότι η εξεύρεση νέας χρήσης για ένα παλαιό εργοστάσιο εκτός λειτουργίας αποτελεί και το

ΕΛΕΝΗ ΣΒΟΡΩΝΟΥ


λου-, και εκείνο που διασώζεται είναι μόνο το κέλυφος -και αυτό ούτε καν ολόκληρο. Θύματα της επανάχρησης πέφτουν πολύ συχνά τα βοηθητικά κτίσματα, για τα οποία δύσκολα μπορεί να εξευρεθεί νέα κατάλληλη χρήση. Εξάλλου, προγράμματα "αναπτυξιακά" σε περιοχές επέκτασης των ιστορικών κέντρων -όπου και συνηθέστερα βρίσκονται ιστορικά σύνολα της βιομηχανίας και των μεταφορών-, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το σημαντικό αυτό απόθεμα της τεχνολογικής μας κληρονομιάς και θυσιάζουν μεγάλα τμήματα τους (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ιστορικού συνόλου του Παλαιού Σιδηροδρομικού Σταθμού). Για όλους τους παραπάνω λόγους το παράδειγμα της διατήρησης και επανάχρησης του συγκροτήματος του Μύλου Χατζηγιαννάκη, στην οδό Ανδρέου Γεωργίου (περιοχή ΦΙΞ), καταλαμβάνει σημαντική θέση. Αποτελεί ένα υπόδειγμα διατήρησης συνόλου με τις μικρότερες δυνατές επεμβάσεις και με σεβασμό στην αυθεντικότητα της κατασκευής και στον υπάρχοντα μηχανολογικό εξοπλισμό. Από την εποχή του μεσοπολέμου, όταν σταμάτησε σταδιακά η λειτουργία των κέντρων αναψυχής της δυτικής πόλης στο Μπεχτσινάρ και στου Χατζή Μπαχτσέ, είχαν να μετακινηθούν οι κάτοικοι της πόλης μαζικά προς τα δυτικά για αναψυχή. Η αποκατάσταση και επανάχρηση ενός μεσοπολεμικού αλευρόμυλου ως κέντρου πολιτισμού και αναψυχής κατάφερε να αλλάξει αυτή την εικόνα μέσα σ' ένα χρόνο. Εδώ και τρία χρόνια είχε διαφανεί μία προσπάθεια εγκατάστασης νέων λειτουργιών σε παλαιά κτίσματα βιομηχανιών και δημόσιας ωφέλειας: η λειτουργία τμήματος του βυρσοδεψείου των Αδελφών Γεωργίου ως αποθηκευτικού χώρου εμπορικού οίκου, η μετατροπή του κτιρίου των παλαιών Σφαγείων σε αθλητικό κέντρο και η λειτουργία δύο κτιρίων του παλαιού συγκροτήματος των Ψυγείων Χαριλάου ως διοικητικού κέντρου εταιρείας αυτοκινήτων αποτέλεσαν τα αρχικά παραδείγματα. Ανατολικότερα, δίπλα στις γραμμές των σιδηροδρόμων, υπήρχε το εγκαταλελειμμένο κτιριακό σύνολο του Μύλου Χατζηγιαννάκη. Είχε ιδρυθεί το 1924 από τους Γ. Χατζηγιαννάκη και Μ. Αλτιναλμάζη, που

είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, εγκαταλείποντας τον αλευρόμυλο που είχαν στις Σαράντα Εκκλησιές της Ανατολικής Θράκης. Το νέο εργοστάσιο που κτίζουν στη Θεσσαλονίκη κινείται με πετρελαιομηχανή και απασχολεί 60 εργάτες. Μετά το 1934 η παραγωγή της επιχείρησης σημειώνει κάμψη, και ο μύλος ενοικιάζεται κατά το διάστημα 1958-1983 στην Εταιρεία ΑΛΛΑΤΙΝΗ. Η μείωση των εξαγωγών οδηγεί στην τελική αναστολή των εργασιών του Μύλου το 1987. Νέοι επιχειρηματίες, με εμπειρία στη διαχείριση μονάδων αναψυχής στη Θεσσαλονίκη, ανέλαβαν τη δημιουργία ενός χώρου στέγασης ποικίλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων στο ήδη νεκρό κέλυφος. Οι δυναμικές δράσεις αποκατάστασης με παρόμοιες χρήσεις στην ιστορική περιοχή των Λαδάδικων, κοντά στο λιμάνι, αποτέλεσαν τη "γέφυρα" για το πέρασμα της αναζήτησης κατάλληλου τόπου εγκατάστασης

στους άνετους χώρους των παλαιών βιομηχανικών συγκροτημάτων της δυτικής πόλης. Με την υποστήριξη της δημιουργικής φαντασίας τεσσάρων Θεσσαλονικιών αρχιτεκτόνων, οι νέοι επιχειρηματίες κατόρθωσαν να υπερβούν τις επιφυλάξεις των ιδιοκτητών για το είδος της επανάχρησης και διακινδύνευσαν το εγχείρημα. Εννέα μήνες και ικανά ιδιωτικά κονδύλια, κυρίως όμως έντονη διάθεση για δημιουργική δουλειά με φαντασία και μεράκι, απαιτήθηκαν για να φανούν, τον Ιούνιο του 1991, τα πρώτα αποτελέσματα: (α) στους χώρους παραγωγής και αποθήκευσης του παλαιού Μύλου εγκαταστάθηκαν σταδιακά χώροι αναψυχής και στέγασης ποικίλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων (ζωγραφική, φωτογραφία, μουσική, λόγος και θέατρο), (β) Ο κυρίως χώρος του Μύλου, όπου διατηρήθηκε πλήρως ο μηχανολογικός εξοπλισμός, αποτέλεσε ένα "Μουσείο" του εαυτού του. Οι αρχιτεκτονικές επεμβάσεις διατήρησαν προσεκτικά, συμπλήρωσαν δημιουργικά, αποκατέστησαν και ανέδειξαν ιδιαίτερα σεμνά ένα σύνολο του οποίου η αυθεντικότητα αποτελεί και την κυριότερη αρετή. Η παρουσία τμημάτων του αρχικού μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού σε όλους τους χώρους επιτρέπει στον επισκέπτη τη διαρκή αναδρομή στην αρχική λειτουργία του συνόλου. Πέρα όμως από τις αρετές του συγκεκριμένου έργου, η μεγαλύτερη ίσως συμβολή του στηρίζεται στη λειτουργία του ως παραδείγματος για όσους δεν μπορούν ακόμη να αντιληφθούν την ανυπολόγιστη υπεραξία της διατήρησης και προσεκτικής ένταξης νέων χρήσεων σε ένα κέλυφος φορτωμένο με ιστορικές μνήμες. Η γενική αναγνώριση του τολμήματος ελπίζεται να προσφέρει στη μελλοντική πρωτεύουσα της Ευρώπης την ανάκτηση και άλλων παρόμοιων πολιτιστικών της αγαθών. Παράδειγμα ιστορικής απόφασης επανάχρησης: Η εγκατάσταση δημοτικού σχολείου στο μεταξοϋφαντουργείο Ήλιος του δήμου Νεάπολης Όταν το 12θέσιο 7ο Δημοτικό Σχολείο του Δήμου Νεάπολης εγκατασταθεί στο παλαιό μεταξοϋφαντουργείο ΗΛΙΟΣ της οδού Λαγκαδά -και, σύμφωνα με τον προγραμματισμό, αυτό θα πραγματοποιηθεί σε λιγότερο από ένα χρόνο-, τότε θα έχει ολοκληρωθεί ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα επανάχρησης βιομηχανικού συγκροτήματος στην Ελλάδα. Το όλο εγχείρημα έγινε δυνατό με την ιστορική από κάθε άποψη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Νεάπολης, στις 20.5.1991, για τη διατήρηση και επανάχρηση τμημάτων του εργοστασίου της Μακεδόνικης Μεταξοΰφαντουργίας "ΗΛΙΟΣ" Κ.Σ. Κωνσταντινίδη. Το Μεταξοϋφαντουργείο ΗΛΙΟΣ ιδρύθηκε το 1931 από τον πρόσφυγα επιχειρηματία Κωνσταντίνο Σ. Κωνσταντινίδη, που είχε έρθει από την Προύσα της Μικράς Ασίας μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το εργοστάσιο υπήρξε στην εποχή του το


πρώτο βιομηχανικά οργανωμένο μεταξούφαντουργείο στη Μακεδονία και χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τα ονομαστά κουκούλια Έδεσσας, Σουφλίου, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας, Αξιουπόλεως, Τυρνάβου και Ελασσόνας. Μετά την προσθήκη εργοστασίου "αναπηνίσεως μετάξης" (μεταξουργείου), το συγκρότημα επεκτάθηκε σημαντικά το 1937 με την ίδρυση του τμήματος βελούδων και πλουσών, που αποτέλεσε μοναδική στο είδος της παραγωγική μονάδα στην Ελλάδα. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, στα τέλη της δεκαετίας του '60, και αφού ο ιδρυτής της επιχείρησης είχε πεθάνει, οι εγκαταστάσεις της μεταφέρθηκαν σε σύγχρονο συγκρότημα στην περιοχή Ωραιοκάστρου, και οι χώροι του παλαιού εργοστασίου μετατράπηκαν σε αποθηκευτικούς. Το 1986 σταμάτησε κάθε είδους χρήση του συγκροτήματος. Σήμερα, σε σύνολο οικοπεδικής έκτασης 2.500 τ.μ. περιλαμβάνονται πέντε κύριοι κτιριακοί όγκοι, που καλύπτουν περί τα 3.800 τ.μ. στεγασμένου χώρου. Το παλαιό βιομηχανικό σύνολο περιήλθε στα τέλη του 1990 στην ιδιοκτησία του Δήμου Νεάπολης, μετά από απαλλοτρίωση που κίνησε η Νομαρχία Θεσσαλονίκης, για τη στέγαση του νέου διδακτηρίου του 7ου Δημοτικού Σχολείου. Η απόφαση του Δήμου ήταν ιδιαίτερα γενναία, αν υπολογίσει κανείς την πίεση της δημοτικής αρχής να στεγάσει το συντομότερο τους μικρούς μαθητές που μέχρι σήμερα χρησιμοποιούν ως αίθουσες διδασκαλίας εντελώς ακατάλληλους χώρους. Η αποδοχή από το Δήμο της πρότασης της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων να χαρακτηριστεί διατηρητέο το μεγαλύτερο τμήμα του εργοστασίου και στους χώρους του να στεγαστεί το 7ο Δημοτικό Σχολείο -εφόσον είχε ήδη αποδειχτεί ότι η κατάσταση διατήρησης του επέτρεπε χωρίς ιδιαίτερες επεμβάσεις την επανάχρηση- είναι ιστορική από πολλές απόψεις. 1. Αποδεικνύει ότι είναι δυνατή η δημιουργική συνεργασία υπηρεσιών και φορέων προς την κατεύθυνση της διατήρησης. Απομένει στη συνέχεια να αποδείξει το Υπουργείο Πολιτισμού ότι ο χαρακτηρισμός σημαίνει και τη βούληση του να υποστηρίξει έμπρακτα και ενεργά το εγχείρημα. 2. Αποδεικνύει ότι είναι δυνατή η ταχεία προώθηση των διαδικασιών επανάχρησης, όταν οι φορείς που εμπλέκονται ενδιαφέρονται σοβαρά για το θέμα. Ας σημειωθεί ότι παράλληλα με τη διαδικασία χαρακτηρισμού του ως διατηρητέου μνημείου, προωθήθηκε η σύνταξη των προδιαγραφών επανάχρησης και η διάθεση των απαραίτητων πιστώσεων για την ανάθεση της μελέτης και της αποκατάστασης, έτσι ώστε τελικά η σχετική μελέτη να είναι έτοιμη πριν καν περάσει ένας χρόνος από την απόφαση διατήρησης. 3. Αποδεικνύει ότι το συνολικό όφελος από τη διατήρηση και την επανάχρηση βιομηχανικών κτισμάτων είναι πολλαπλό.

Υπογραμμίζεται ότι, ενώ οικονομικά η αποκατάσταση θα ανέλθει περίπου στο ίδιο ύψος με μία νέα κατασκευή (περί τα 250.000.000 δρχ.), το σύνολο του νέου συγκροτήματος θα περιλαμβάνει πρόσθετους χώρους πολιτισμού πέραν των προκαθορισμένων χώρων ενός κοινού διδακτηρίου. Στους χώρους αυτούς, που έχουν εξοικονομηθεί, προτείνεται από την 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων -και έχει γίνει αποδεκτό από το Δήμο- να στεγαστούν αίθουσες πολιτιστικών λειτουργιών και εκθετήριο μεταξοΰφαντουργίας. Ο Δήμος Νεάπολης ελπίζει ότι φορείς όπως το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων, το Τεχνικό Επιμελητήριο και η ΕΤΒΑ θα θελήσουν να συνδράμουν στην οργάνωση αυτού του πολιτιστικού πυρήνα, μοναδικού άλλωστε για τη Δυτική Θεσσαλονίκη. Η τόνωση του ενδιαφέροντος για τη βιομηχανική κληρονομιά: η σύσταση της Ομάδας Πρωτοβουλίας για την Προστασία της Τεχνολογικής και Βιομηχανικής Κληρονομιάς Στις 20 Σεπτεμβρίου 1991 έγινε στη Θεσσαλονίκη -και, όχι τυχαία, στο χώρο του Μύλου Χατζηγιαννάκη- η πρώτη συνάντηση της Ομάδας Πρωτοβουλίας για την Προστασία της Τεχνολογικής και Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Από μέλη της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας Περιβάλλοντος και Πολιτιστικής Κληρονομιάς (Παράρτημα Θεσσαλονίκης) κλήθηκαν ερευνητές και εθελοντές-λάτρεις του αντικειμένου σε μία συνάντηση γνωριμίας. Κύριος στόχος της συνάντησης υπήρξε η προώθηση της συνεργασίας μεταξύ όλων όσοι εργάζονται για τη διάσωση και προστασία της τεχνολογικής και βιομη-

χανικής κληρονομιάς στη Μακεδονία και τη Θράκη, καθώς και η ενίσχυση και δημοσιοποίηση του έργου τους. Ο στόχος αυτός αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους και του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH, του οποίου ιδρυτικά μέλη είναι και τα μέλη της Ομάδας Πρωτοβουλίας. Από την Ομάδα έχει αρχίσει μία προσπάθεια πολλαπλής ενημέρωσης της κοινής γνώμης και των φορέων, με δημοσιεύσεις άρθρων, διοργάνωση διαλέξεων και περιηγήσεων, συμμετοχή σε εκπομπές των MME, δράση που αποσκοπεί στην προβολή της ανάγκης διάσωσης της ειδικής αυτής κατηγορίας μνημείων και στην ενίσχυση της πεποίθησης ότι οι βιομηχανικοί ιστορικοί τόποι και τα μεμονωμένα κτίρια, εξοπλισμοί και τεχνικά έργα αποτελούν πολιτιστικά αγαθά. Επιδιώκεται επίσης η προβολή της βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου μας σε διεθνές επίπεδο. Η απειλή καταστροφής ιστορικών συνόλων, όπως αυτά του Παλαιού Σιδηροδρομικού Σταθμού και του Ζυθοποιείου ΦΙΞ, προκάλεσαν τον έντονο προβληματισμό της Ομάδας για την εξεύρεση τρόπων αποτελεσματικής παρέμβασης για διάσωση, αλλά και ενδυνάμωσαν την αποφασιστικότητα των μελών της για την εντατικοποίηση των προσπαθειών ενημέρωσης της κοινής γνώμης και προβολής των σχετικών θεμάτων. Πιστεύεται γενικά ότι η υπάρχουσα δυναμική και δραστηριότητα θα ενταθεί ενόψει και των δυνατοτήτων που δημιουργούνται από τη μελλοντική ανακήρυξη της Θεσσαλονίκης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997. ΟΛΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟ Υ- ΔΕΛΗΓ ΙΑΝΝΗ


"Κατά τη διάρκεια των οκτώ τελευταίων ετών, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συνέχισε και διεύρυνε τη δράση της και τη βοήθεια της υπέρ της κοινοτικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η δράση αυτή, που ξεκίνησε μετά από πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εντάσσεται στα πλαίσια της Απόφασης του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 1986, βασίζεται στο γεγονός πως κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς είναι σημαντική, όχι μόνο στο πολιτιστικό επίπεδο, αλλά αποτελεί, ταυτόχρονα, επένδυση για την οικονομική, κοινωνική και περιφερειακή ανάπτυξη της Ευρώπης. Στα πλαίσια της προσπάθειας να τονιστούν ορισμένες πλευρές της συντήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς καθώς και να βελτιστοποιηθεί η χρήση των σχετικών κονδυλίων, η Επιτροπή οργάνωσε από το 1988 τη συγκεκριμένη δράση γύρω από ετήσια θέματα. Τα πρώτα θέματα που είχαν ήδη εξαιρετική επιτυχία είναι: 1989: Σημαντικά αστικά και θρησκευτικά μνημεία / χώροι.

Από τα 822 προγράμματα που υποβλήθηκαν τα 24 ενισχύθηκαν με το συνολικό ποσό των 2.400.000 ΕΝΜ. 1990: Ιστορικά κτίρια και σύνολα που συνθέτουν τον αγροτικό ή αστικό ιστό. Από τα 1138 προγράμματα που παρουσιάστηκαν ενισχύθηκαν 26 σχέδια συντήρησης με συνολική επιχορήγηση 2.600.000 ΕΝΜ. 1991: Μαρτυρίες των βιομηχανικών, γεωργικών, βιοτεχνικών και άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων της ανθρωπότητας. 433 φάκελοι υποβλήθηκαν από τους οποίους επιλέγησαν 37 πειραματικά σχέδια που έλαβαν συνολική χρηματική υποστήριξη 2.600.000 ΕΝΜ". Στα 37 σχέδια που προκρίθηκαν περιλαμβάνονται και 5 ελληνικά: Εργοστάσιο Παραγωγής Φωταερίου, Γκάζι, 19ος αιώνας, Αθήνα' Εργαστήρια Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών Μουσείο Σιδηροδρό1 μων Δήμου Καλαμάτας, 19ος αιώνας Σταφιδαποθήκη Μπάρρυ - Καραμανδάνη, Πάτρα' Πέτρινα γεφύρια και υδρόμυλοι (18ος αιώνας), Ήπειρος. Η Τεχνολογία φιλοξενεί μία σύντομη παρουσίαση τους (σ. 51-62).

Ο απόηχος της βιομηχανικής επανάστασης φτάνει στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα με την ανέγερση εργοστασιακών συγκροτημάτων που ιδρύθηκαν από Έλληνες μεγαλοκεφαλαιούχους, εκπροσώπους ξένων κεφαλαίων, για την πλουτοπαραγωγική εκμετάλλευση του ελλαδικού χώρου. Η εγκατάσταση της σύγχρονης τεχνολογίας θέτει ως προϋπόθεση τη δημιουργία κτιριακού δυναμικού (εργοστάσια, κατοικίες, εγκαταστάσεις μεταφορών κ.λπ.), που ο σχεδιασμός του, σε μεγάλο βαθμό, γίνεται στα σχεδιαστήρια των ευρωπαϊκών εταιρειών και εισάγεται για να υλοποιηθεί στη χώρα μας ως βιομηχανική αρχιτεκτονική. Το Αθηναϊκό Εργοστάσιο της Γαλλικής Εταιρείας Αεριόφωτος ιδρύθηκε το 1857, με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα, μετά από σύμφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης. Με το διάταγμα παραχωρήθηκε στον Φραγκίσκο Φεράλδη το δικαίωμα σύστασης και εκμετάλλευσης του εργοστασίου παραγωγής αεριόφωτος (γκαζιού) για το φωτισμό της πόλης. Η ανέγερση του βιομηχανικού αυτού συγκροτήματος έγινε πάνω στον ειδικό άξονα για τον Πειραιά, σε κεντροβαρικό σημείο -στην τρίτη κορυφή του γνωστού "πολεοδομικού τριγώνου" της τότε Αθήνας -, εκεί όπου αρχικά η λύση των Κλεάνθη - Σάουμπερτ (1833) προέβλεπε τη διαμόρφωση της πλατείας Κέκροπος, ενώ η πρόταση του Κλέντζε (1834) τοποθετούσε τα Ανάκτορα. Το γεγονός αυτό ήταν χαρακτηριστικό μιας βιομηχανικής επιλογής που υπαγορεύτηκε όχι μόνο από λόγους οικονομικούς, αλλά και τεχνικούς, σημάδεψε τη μεταγενέστερη ανάπτυξη όλης της γύρω από το συγκρότημα περιοχής, αλλά και όρισε ένα από τα κέντρα της βιομηχανικής περιφέρειας που μόλις γεννιόταν. Με βάση τα ως σήμερα στοιχεία, που έγινε δυνατό να συλλέγουν και να αξιοποιηθούν, είναι δυνατό να σχηματίσουμε μία κατά μεγάλο μέρος εναργή εικόνα τόσο των κατά καιρούς οικοδομικών - μηχανολογικών ανακαινίσεων στα επιμέρους κτίρια, όσο και, γενικότερα, των κύριων φάσεων εξέλιξης του συγκροτήματος της ΔΕΦΑ. Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από: - προσωπικές παρατηρήσεις και έρευνα κατά τη διάρκεια των εργασιών αποτύπωσης και μελέτης, κατεδάφισης, ανακαίνισης και αποκατάστασης των επιμέρους κτιρίων, - έρευνα στο αρχείο των παλαιών μηχανολογικών - κατασκευαστικών σχεδίων της ΔΕΦΑ, - παλαιές συμβολαιογραφικές πράξεις, που περιλαμβάνουν αλλεπάλληλες μεταβιβάσεις, αγοραπωλησίες οικοπέδων, καταγραφές για πλειστηριασμούς κ.λπ., - όλες τις γνωστές, αποσπασματικές δημοσιεύσεις σχετικά με την ιστορία του εργοστασίου.


Α'. Φάση Στο αρχικό σχέδιο λειτουργίας του εργοστασίου (1862) ασφαλώς περιλαμβάνονται ο πρώτος πυρήνας των κλιβάνων απόσταξης με την καμινάδα Κ1, ενδεχομένως οι αντλίες για τη διακίνηση του αερίου, τα ψυχραντήρια, οι αίθουσες χημικού και μηχανικού καθαρισμού (η δεύτερη στην αρχική της μορφή), τα δύο πρώτα αεριοφυλάκια, η αίθουσα ρύθμισης της πίεσης, οι υδατοδεξαμενές, τα συνεργεία στο μέτωπο κατά μήκος της οδού Πειραιώς, καθώς και το επίμηκες κτίριο των αποθηκών στο σύνορο με την οδό Βουτάδων -και δίπλα του η διώροφη κατοικία του διευθυντή. 1 Κατά πάσα πιθανότητα σ αυτή την περίοδο η οδός Ιεροφαντών διέσχιζε το σημερινό γήπεδο και, τέμνοντας την οδό Βουτάδων, κατέληγε στην οδό Περσεφόνης, περιορίζοντας έτσι σημαντικά την έκταση του εργοστασίου. Αυτή η αρχική εικόνα συνιστά ένα σύνολο κτιρίων και μηχανημάτων "κλειστό", αυστηρά οργανωμένο στη βάση της ικανοποίησης των αναγκών της παραγωγής και εξασφάλισης ομαλής παροχής αερίου για τις ανάγκες φωτισμού της πόλης. Β' φάση (τέλη 19ου αιώνα - 1920) Η χαμηλή ποιότητα του παραγόμενου αερίου και οι συνεχώς διευρυνόμενες ανάγκες όχι μόνο για δημοτικό φωτισμό αλλά και για οικιακή ή βιομηχανική χρήση επέβαλαν την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων. Οικονομικοί όμως λόγοι, που σχετίζονται με διαδοχικές μεταβιβάσεις των μετοχών της εταιρείας, καθυστέρησαν τις αναγκαίες αυτές αλλαγές. Το 1887 οι Ζ. Σερπιέρης και Fulon den Vol αναλαμβάνουν όλα τα δικαιώματα στο εργοστάσιο, αρχικά ως το 1908, και τελικά καταφέρνουν να παρατείνουν το συμβόλαιο με το Δήμο Αθηναίων ως το 1930. Την περίοδο αυτή, και μάλιστα πριν το 1896, και εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, επεκτείνεται ο φωτισμός της πόλης και αρχίζει ουσιαστικά η Β' φάση εξέλιξης του εργοστασίου, που θα ολοκληρωθεί γύρω στο 1920. Ανεγέρθηκε νέα σειρά φούρνων, δίπλα στους παλαιούς, υψώθηκε η καμινάδα Κ2, προστέθηκαν δύο νέα μεγάλα "διπλά" αεριοφυλάκια (1906-1909), διευρύνθηκαν τα καθαρτήρια, οργανώθηκε το μικρό χημείο και ανασυγκροτήθηκαν τα συνεργεία επισκευών και τα κτίρια των εργαζομένων (αποδυτήρια - λουτρά, κουρείο κ.λπ.), διανοίχτηκε ο υπόγειος χώρος απόθεσης πίσσας και έγινε πρόβλεψη για άμεση σύνδεση του εργοστασίου με τη σιδηροδρομική γραμμή Αθηνών - Πειραιώς, μέσω του σταθμού του θησείου. Στη φάση αυτή το εργοστάσιο αποκτά σε μεγάλο βαθμό την τελική του μορφή: ενοποιείται ο σημερινός του χώρος, επεκτείνονται σημαντικά οι εγκαταστάσεις του σχηματίζοντας μία επιπλέον "κλειστή γειτονιά" δίπλα στον αρχικό πυρήνα, που επίσης γίνεται πολυπλοκότερος. Γ'φάση (1920- 1952) Αυτή χαρακτηρίζεται από την εισδοχή της γερμανικής τεχνολογίας για την ποσο-

τική και ποιοτική βελτίωση της παραγωγής. Προστίθενται η γ' μονάδα παραγωγής αερίου (φούρνοι "Stein'') και ανεγείρεται η καμινάδα Κ3, γίνεται πρόβλεψη για την εγκατάσταση της νέας τεχνολογίας παραγωγής υδαταερίου (που πραγματοποιήθηκε μόλις το 1952 με την ανέγερση του ψηλού κτιρίου του "Νέου υδαταερίου") και έγινε ορθολογικότερη οργάνωση των διαφόρων παραγωγικών δραστηριοτήτων που επέφεραν επιμέρους προσθαφαιρέσεις στα κτίρια. Πρέπει να σημειώσουμε ότι μόλις το 1938, με την εκπνοή του συμβολαίου με τη Γαλλική Εταιρεία, η επιχείρηση περιήλθε στη δικαιοδοσία του Δήμου και συνεχίζει πλέον να λειτουργεί ως Δημοτική Επιχείρηση Φωταερίου Αθηνών (ΔΕΦΑ). Δ'φάση (1952-1983) Παρά τον "οικοδομικό οργασμό" της δεκαετίας του '60, η παραγωγική σημασία του εργοστασίου παραμένει περιορισμένη, γιατί δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα για νέες παροχές αερίου στις νεοανεγειρόμενες οικοδομές, αφού αυτή η μορφή ενέργειας θεωρείται "ξεπερασμένη". Έτσι, ουσιαστικά το εργοστάσιο παραμένει αναλλοίωτο, εξακολουθώντας να τροφοδοτεί μόνο τις παλαιές οικιακές παροχές και (όσες από) τις νέες βιομηχανίες εγκαθίστανται στην ευρύτερη βιομηχανική ζώνη. Η ουσιαστική αλλαγή συντελείται το 1983, όταν σταματά οριστικά η διαδικασία παραγωγής γκαζιού από κάρβουνο, και το δίκτυο ενώνεται με τις νέες εγκαταστάσεις στα Ελληνικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου, όπου γίνεται η παραγωγή με την τεχνολογία της σχάσης της νάφθας. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των κτιρίων έχει αποσυνδεθεί από τη χρήση και έχει αποδοθεί στο Δήμο Αθηναίων για τα έργα ανάπλασης, που από το 1988 βρίσκονται σε εξέλιξη. Στο σημερινό πολεοδομικό ιστό της δυ-

τικής Αθήνας, οι εγκαταστάσεις της ΔΕΦΑ περιβάλλονται από περιοχές αστικών και βιομηχανικών - βιοτεχνικών χρήσεων (Γκαζοχώρι, Μεταξουργείο) που δέχονται έντονες τις πιέσεις του κέντρου της πόλης και υφίστανται οξυμμένα πολλά από τα προβλήματα του (κυκλοφοριακό, ρύπανση, χαμηλή ποιότητα συνθηκών διαβίωσης και εργασίας κ.λπ.). Οι πολεοδομικές λειτουργίες είναι ποιοτικά υποβαθμισμένες, ενώ τα αξιόλογα στοιχεία του περιβάλλοντος, φυσικού (όσου έχει διατηρηθεί) και ανθρωπογενούς, καθημερινά καταστρέφονται. Μέσα σ' αυτή τη γενική εικόνα πολεοδομικού χάους οι εγκαταστάσεις της ΔΕΦΑ, δίπλα στους αρχαιολογικούς χώρους του Κεραμεικού, της Ιεράς Οδού, κοντά στο νεοκλασικό κέντρο της Αθήνας, την παλαιά εγκαταλελειμμένη αγορά και τις παραδοσιακές συνοικίες της πόλης, φορτίζονται ιδιαίτερα ως σημείο αναφοράς όχι μόνο της γύρω περιοχής, αλλά και του κέντρου της πόλης. Η παρέμβαση του Δήμου Αθηναίων στην περιοχή αυτή εκφράζεται: (α) Ειδικότερα, με τη διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου Γκαζιού, που σήμερα καλύπτει χώρο περίπου 25.000 τ.μ. Συντηρούνται και ανακαινίζονται όλα τα αξιόλογα (διατηρητέα και μη) κτίρια του συγκροτήματος που, σύμφωνα με τον ορισμό της νέας του χρήσης από το ΥΠΠΟ θα λειτουργήσει ως βιομηχανικό αρχαιολογικό πάρκο σε τρία επίπεδα: - ως κέντρο τεχνολογικής και επιστημονικής πληροφόρησης, - ως πολύπλευρο πρόγραμμα πολιτιστικών εκδηλώσεων, - ως μουσείο του εργοστασίου γκαζιού. Συγκεκριμένα, τα διατηρούμενα βιομηχανικά κτίρια του εργοστασίου γκαζιού θα στεγάσουν λειτουργίες βιομηχανικού μου-


σείου, κέντρου σύγχρονης μουσικής και πολλαπλών χρήσεων, θεάτρου, σχολής χορού, εργαστηρίων καλλιτεχνικής δημιουργίας, εκθέσεων, εστιατορίου, bar - αναψυκτηρίου, γραφείων. Ως προς τον υπαίθριο χώρο προβλέπονται επιφάνειες περιπάτου -θέασης, στάσης, συγκέντρωσης- παιδικής χαράς, προέκτασης των εσωτερικών λειτουργιών (εκθέσεων, πολλαπλών χρήσεων) (β) Γενικότερα, με το συντονισμό της μελέτης του συγκροτήματος αυτού με άλλες παράλληλες μελέτες που σκοπεύουν: - στο να αναβαθμίσουν και αναπλάσσουν τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο και συγκεκριμένα παραδοσιακές γειτονιές της Αθήνας - Γκαζοχώρι, Μεταξουργείο, Ψυρρή, Πλατεία Κουμουνδούρου, Νέα Πλατεία Κεραμεικού, - σε μεγάλα έργα που συντονίζονται από το ΥΠΠΟ - ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων (και Κεραμεικού), αποκάλυψη Ιεράς Οδού και Δημοσίου Σήματος, - σε μεγάλα έργα που συντονίζονται από το ΥΠΕΧΩΔΕ - άξονες οδικοί και σιδηροδρομικοί, σταθμός μετρό Ιεράς Οδού. Η αρχιτεκτονική ανάλυση γίνεται σε τρία επίπεδα: 1. Δύο είναι οι κύριες συνιστώσες της πολεοδομικής εξέλιξης του συγκροτήματος. Σκελετός της δομής του συγκροτήματος είναι η διαδικασία παραγωγής. Το συγκρότημα έχει τη δομή ενός αυστηρά και καλά οργανωμένου κλειστού συνόλου, για να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες της παραγωγής. Βασική αρχή στην εξέλιξη της δομής του συγκροτήματος είναι η ανανέωση των διά-

φορων προτύπων παραγωγής και η προσαρμογή τους στις αυξανόμενες ανάγκες και νέες τεχνολογίες, που συνεπάγεται την άμεση αλλαγή και προσαρμογή των κτιριακών εγκαταστάσεων. 2. Η κτιριολογική ανάλυση διαπιστώνει τις παρακάτω αρχές: Τα κτίρια είναι κελύφη των μηχανημάτων των φάσεων παραγωγής, που διατηρούν τον αυτόνομο χαρακτήρα τους, ενώ ταυτόχρονα εντάσσονται απολύτως στη γενικότερη οργάνωση του συγκροτήματος. Υπάρχει "διάλογος" ανάμεσα στο κέλυφος και στο περιεχόμενο μηχάνημα, που βασίζεται στη λειτουργικότητα αλλά και στη σχετική αυτοτέλεια. Οι επιμέρους αλλαγές και προσθαφαιρέσεις υπαγορεύονται απολύτως από τις ανάγκες της εξέλιξης της παραγωγής και συμπορεύονται χρονικά με αυτές. 3. Μορφολογική και οικοδομική έρευνα των επιμέρους στοιχείων. Η οικοδομική ανάλυση αποκαλύπτει τη χρήση και συνεργασία των υλικών (πέτρα, τούβλο, ξύλο, σίδερο σφυρήλατο), που εκφράζει τις ανάγκες δομής, αλλά υλοποιημένες με έντονη διάθεση διακοσμητικής μορφολογίας, που αντανακλά τις κυρίαρχες μορφολογικές τάσεις στην αρχιτεκτονική της περιόδου του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Είναι αξιοσημείωτο ότι πρωτογενή οικοδομικά υλικά έχουν έρθει απευθείας από το εξωτερικό. Συγκεκριμένες οικοδομικές λεπτομέρειες αντιγράφουν κατασκευές τρέχουσες της περιόδου, όπως απαντώνται στα μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα. Η διακοσμητική διάθεση, η εξωστρέφεια και η φλυαρία εκφράζονται στη μορφή, όχι

μόνο του κτιρίου και των επιμέρους στοιχείων του, αλλά και των ίδιων των μηχανημάτων. Ακόμη επεκτείνεται στα εργαλεία παραγωγής, καθώς και στα αντικείμενα καθημερινής χρήσης των καταναλωτών του γκαζιού: η λειτουργικότητα συνδυάζεται με την έντονη διακοσμητικότητα, που προσδίδει σήμερα μία μουσειακή οντότητα στα αντικείμενα. Σημαντικό παράγοντα για έρευνα συνιστά η προσαρμοστικότητα κατά την υλοποίηση των αρχικών γαλλικών κατασκευαστικών σχεδίων, αλλά και κατά την πορεία εξέλιξης του συγκροτήματος, στις τοπικές ανάγκες και δυνατότητες, ο βαθμός συνέργειας και αυτενέργειας των Ελλήνων 1 μαστόρων, τεχνιτών και μηχανικών σ αυτή τη διαδικασία προσαρμογής. Διαπιστώνεται σαφώς η επίδραση της μορφολογίας του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, στο γύρισμα του αιώνα, στις μεταγενέστερες κτιριακές αλλαγές. Ειδικότερα, το κτίριο Δ6-Δ6(1), το οποίο έχει επιλεγεί από το Πρόγραμμα Δράσης για τη συντήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του έτους 1991, συνιστά ένα από τα αξιολογότερα κτίσματα του συγκροτήματος, αφού στέγασε από την αρχή λειτουργίας του εργοστασίου, και για διάστημα μεγαλύτερο του αιώνα, τον πρώτο πυρήνα των κλιβάνων απόσταξης (φούρνων παραγωγής αερίου). Το αρχικό κτίριο, που διατηρήθηκε σε με-, γάλο βαθμό αναλλοίωτο ως τις ημέρες μας, συνιστά ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο από αργολιθοδομή, στεγαζόμενο από δίρριχτη στέγη με γαλλικού τύπου κεραμίδια, πάνω σε σιδερένια ζευκτά. Τα ανοίγματα


του, που έχουν διαταχθεί σε κανονικές μεταξύ τους αποστάσεις, ακολουθώντας το λειτουργικό διάγραμμα παραγωγής, περιβάλλονται από επιμελημένη οπτοπλινθοδομή, ενώ οι γωνίες μορφώνονται από ορθογωνισμένους γωνιόλιθους. Το κτίριο διασώζει ακέραιους τους δύο αρχικούς πυρήνες των φούρνων και των μηχανημάτων απόσταξης, που συνδέονται, μέσω υπόγειου δικτύου, με την καμινάδα Κ1. Ήδη κατά την αρχική εγκατάσταση των φούρνων έγινε διεύρυνση των ανοιγμάτων του κτιρίου και, για λόγους στατικής επάρκειας, το συνολικό άνοιγμα γεφυρώθηκε με διπλά ταυ και σιδερένιες υψίκορμες κολόνες, ενώ η λιθοδομή ενισχύθηκε με σιδερένιους εντατήρες. Κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης και αποκατάστασης του εξωτερικού κελύφους (μελέτη που εκπονήθηκε από τον γράφοντα και εγκρίθηκε από το ΥΠΠΟ) ήρθαν σε φως σημαντικές οικοδομικές λεπτομέρειες που αφορούν τις κατασκευαστικές φάσεις του κτιρίου. Διαπιστώθηκε ότι οι αρχικοί τοίχοι των μεγάλων πλευρών του ορθογωνίου έφταναν ως τον εξωτερικό τοίχο της οδού Πειραιώς, με την οποία υπήρχε επικοινωνία μέσω πέντε μεγάλων ανοιγμάτων. Όταν, προς το τέλος του αιώνα, εγκαταστάθηκε το συγκρότημα των τριών ατμολεβητών, στο αρχικό ορθογώνιο προστέθηκε ένα δεύτερο, σε σχήμα ταυ, περιλαμβάνοντας ως σήμερα τις ατμομηχανές και την καμινάδα Κ2. Τότε στην πλευρά της οδού Πειραιώς φράχτηκαν τα αρχικά ανοίγματα, ανοίχτηκαν ψηλότερα τα σημερινά παράθυρα, ημικυκλικής μορφής, και η στέγη στηρίχτηκε σε ξύλινα ζευκτά και καλύφθηκε με βυζαντινά κεραμίδια. Το κτίριο Δ6-Δ6(1) προορίζεται να μετατραπεί σε βιομηχανικό μουσείο του συγκροτήματος, στεγάζοντας τα μόνιμα in situ, αλλά και άλλα, κινητά μηχανήματα, εργαλεία, συσκευές οικιακής χρήσης κ.λπ.,

ώστε να παρέχεται μία κατά το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του τρόπου λειτουργίας του συγκροτήματος και του κυκλώματος παροχής και χρήσης του αερίου. Τα κύρια στοιχεία προβληματισμού, που αφορούν τις επεμβάσεις επαναλειτουργίας των κτιρίων, προκύπτουν από την ανάγκη εξασφάλισης της αρτιότητας των νέων χρήσεων στα παλαιά κτίρια του εργοστασίου και στον περιβάλλοντα χώρο. Θεωρούμε, ότι η επισκευή - αποκατάσταση και επαναχρησιμοποίηση των παλαιών κτιρίων μαζί με την οργάνωση του ελεύθερου χώρου του συγκροτήματος συνιστούν μία σύνθετη διαδικασία που οφείλει να βασίζεται στη συνεργασία δύο αρχών: της αυθεντικότητας και της χρηστικότητας. Η σύνθετη αυτή διαδικασία ακολουθεί στην πράξη δύο βασικές φάσεις, που αλληλοσυμπληρώνονται: (α) Φάση των επεμβάσεων στερέωσης και επισκευής των κτιρίων, συντήρησης των μηχανημάτων και του περιβάλλοντος χώρου και αποκατάστασης της αρχικής μορφής στα τμήματα που κρίνεται σκόπιμο να διατηρήσουν την αυθεντικότητα τους. (β) Φάση των προσθηκών, συμπληρώσεων, εκσυγχρονισμού στοιχείων και τμημάτων του κελύφους και του οργανισμού των κτιρίων, που αποσκοπούν στο να τα προσαρμόσουν στις νέες τους χρήσεις. Όσον αφορά το συγκεκριμένο κτίριο Δ6Δ6(1) - κτίριο κλιβάνων, η πρώτη διάσταση της επέμβασης (επισκευή και αποκατάσταση) στα διατηρούμενα τμήματα γίνεται με βάση ασφαλή στοιχεία τεκμηρίωσης που προέκυψαν από την επιτόπια έρευνα κατά την αποτύπωση και κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης του κτιρίου και στοχεύει στην αυθεντική παρουσίαση των χώρων, εργαλείων και μηχανημάτων παρασκευής του φωταερίου. Στα πλαίσια αυτών των εργασιών περιλαμβάνεται η απομάκρυνση άχρηστων

προσθηκών που αλλοιώνουν την αρχική μορφή, καθώς και η αποκάλυψη και ένταξη στη νέα χρήση αρχικών στοιχείων αποκρυμμένων ή παραποιημένων. Όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο, διατηρούνται και επισκευάζονται οι επιφάνειες των κυβόλιθων (αρχικό καλντερίμι) που καλύπτουν μεγάλο τμήμα του ελεύθερου χώρου, ή ακόμη και του εσωτερικού του κτιρίου. Η ίδια αρχή πρυτανεύει και στη συντήρηση και επανατοποθέτηση στην αρχική τους θέση, ακόμη και ελεύθερα μέσα στο χώρο, μηχανημάτων που αποτελούν ουσιαστικά τμήματα των αρχικών μηχανολογικών εγκαταστάσεων του εργοστασίου. Τέτοια είναι: - η αποκάλυψη, συμπλήρωση και συντήρηση των σιδηροδρομικών γραμμών του εσωτερικού δικτύου μεταφοράς κωκ που έφταναν ως τα στόμια των κλιβάνων, - ο καθαρισμός και η συντήρηση του συγκροτήματος των ψυχραντήρων, - η επανατοποθέτηση των αρχικών μετρητών του δικτύου της πόλης, - η συντήρηση όλων των υφισταμένων εναέριων σωληνώσεων. Η δεύτερη διάσταση της επέμβασης (επαναχρησιμοποίηση) περιλαμβάνει τόσο την εκμετάλλευση αρχικών στοιχείων, όσο και την ένταξη σύγχρονων κατασκευών αναγκαίων για τις νέες λειτουργίες των κτιρίων. Γίνεται χρήση νέων αλλά και παραδοσιακών υλικών, είτε στην αρχική τους μορφή, είτε -εντελώς αντιθετικά- με σύγχρονη μεθοδολογία και τεχνολογία. Δεν υπάρχει πρόθεση απόκρυψης του νέου υλικού αλλά μάλλον αντιθετικής συνεργασίας (υλικών, χρωμάτων, υφής κ.λπ.) του παλιού και του καινούργιου, κατά τρόπο που να "αναζωογονείται" το παλιό μέσα από το καινούργιο. Στα πλαίσια αυτής της κατηγορίας εργασιών εντάσσονται: - η απομάκρυνση του πυρήνα ενός φούρνου και η δημιουργία ημικυλινδρικού περάσματος μέσα από τα μηχανήματα, για τη λειτουργική σύνδεση των επιμερισμένων χώρων του κτιρίου, - η απομάκρυνση ενός από τους ατμολέβητες, ώστε να αποκαλυφθεί και επαναχρησιμοποιηθεί το αρχικό πέρασμα ανάμεσα στα δύο κτίρια, - η κατασκευή νέου σιδερένιου παταριού, που θα περιτρέχει εσωτερικά τις πλευρές του κτιρίου, επιτρέποντας την εκ των άνω θέαση των μηχανημάτων και την επικοινωνία με νέο πατάρι, σε αντίστοιχη στάθμη, στο δεύτερο κτίριο. Στην παρούσα φάση το συγκεκριμένο κτίριο έχει αποπερατωθεί κατά 50% και έχουν δαπανηθεί περίπου 125.000.000 δρχ. Για την ολοκλήρωση των εργασιών θα απαιτηθούν ακόμη περίπου 175.000.000 δρχ. Η επιχορήγηση του Προγράμματος Πολιτιστικής Δράσης της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανέρχεται σε 100.000 ECU ή σε 25.000.000 δρχ. περίπου. ΑΛΚΗΣ ΠΡΕΠΗΣ Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός


Στον πλούτο των βυζαντινών μνημείων της σημαντικότατης και ιστορικής πόλης των Σερρών προστίθεται, κατά τον 13ο αιώνα, η περίφημη μονή του Τιμίου Ιωάννου του Προδρόμου. Κτισμένη σε μια βαθιά χαράδρα του Μενοικίου όρους, σε απόσταση δέκα περίπου χιλιομέτρων από την πόλη, δίπλα σε ένα χείμαρρο που περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση και εκτεταμένους ελαιώνες, αποτελεί πράγματι έναν ιδανικό χώρο για άσκηση και πνευματικότητα. Αυτό τον πλούσιο σε φυσική ομορφιά χώρο επέλεξε ο Σερραίος μοναχός Ιωαννίκιος, όταν αποφάσισε να ιδρύσει το μοναστήρι. Προηγουμένως, το 1250, είχε καρεί μοναχός στο Αγιον Όρος. Ο θάνατος όμως του αδελφού του, και η υποχρέωση κηδεμονίας του μικρού ανιψιού του, αποτέλεσε βασική αιτία επιστροφής στην πατρίδα του. Καταρχήν εγκαταστάθηκε σε ερημητήριο που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Μενοικίου όρους. Αργότερα, γύρω στο 1270, αποφάσισε την ίδρυση της μονής του Τιμίου Προδρόμου, όπου και πέθανε, αφού διετέλεσε επί δεκαετία (12901300) επίσκοπος Εζεβών (περιφέρεια Νιγρίτας Σερρών). Το έργο του συνέχισε ο ανιψιός του Ιωακείμ, που είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ιωάννης. Ο Ιωάννης δίκαια θεωρήθηκε δεύτερος κτίτορας, γιατί στις μέρες του η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Με το όνομα του συνδέεται η ανέγερση του καθολικού και η επέκταση του μοναστηριού για την κάλυψη των αναγκών λόγω της αύξησης του αριθμού των μοναχών. Στα χρόνια της ηγουμενίας του η μονή έγινε σταυροπηγιακή και πατριαρχική. Το κύρος της μαρτυρείται από σημαντικό αριθμό αυτοκρατορικών εγγράφων στο αρχείο της. Ο

Ιωακείμ πέτυχε επίσης πλούσιες χορηγίες από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες και εξασφάλισε κτήματα απαραίτητα για τη συντήρηση των μοναχών. Την ίδια αγάπη προς το μοναστήρι έδειξαν και οι Σέρβοι ηγεμόνες Στέφανος Δουσάν με τη σύζυγο του Ελένη και ο δεσπότης Ιωάννης Ούγγλεσης. Τη μονή του Τιμίου Προδρόμου επέλεξε και ο πρώτος, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος για να μονάσει (1457-1462 και 14651472). Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο μεσονυκτικό του καθολικού. Η τουρκοκρατία, σε σχέση με την ιστορία της μονής του Προδρόμου, μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα το μοναστήρι αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Στη διάρκεια όμως της δεύτερης περιόδου αυτά ξεπεράστηκαν με την παρέμβαση της μητροπόλεως Σερρών, και τότε έγινε η μετατροπή του από κοινοβιακό σε ιδιόρρυθμο. Από τη βυζαντινή περίοδο σώζονται το καθολικό και το παρεκκλήσι του Προδρόμου (Προδρομούδι), ενώ όλα τα υπόλοιπα κτίρια του οικοδομικού συγκροτήματος ανάγονται στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Μπορούμε να πούμε ότι η σημερινή αρχιτεκτονική φυσιογνωμία των κτιρίων της μονής σφραγίζεται από τα χαρακτηριστικά του 18ου και 19ου αιώνα. Η γενική οργάνωση του συγκροτήματος παρουσιάζει ομοιότητα με αυτή των μονών του Αγίου Όρους, που πιθανότατα αποτέλεσαν το πρότυπο (βλ. σχ.). Ενας οχυρός περίβολος περικλείει με τα κτίρια του την αυλή στο κέντρο της οποίας στέκει το καθολικό. Στην αυλή υπάρχουν επίσης το περεκκλήσι του Προδρόμου και η φιάλη, ενώ περιμετρικά τοποθετούνται ο πύργος-

βιβλιοθήκη, το πρόπυλο, το νοσοκομείο, η τράπεζα, το συνοδικό, το αρχονταρίκι, τα κελλιά, η εστία (μαγειρείο), το μαγκιπείο (αρτοποιείο), το δοχείο (αποθήκη λαδιού), το ελαιοτριβείο, ο νερόμυλος, το τυροκομείο, το βαγεναρείο, οι αποθήκες και οι κρήνες. Τη βόρεια πτέρυγα, κατά κύριο λόγο, καταλαμβάνουν τα εργαστήρια και οι αποθήκες. Αρχίζοντας από τα δυτικά συναντούμε πρώτα το νερόμυλο με τη σιταποθήκη (σχ., αρ. 1). Την πιο παλιά μαρτυρία για την ύπαρξη του νερόμυλου αποτελεί μία εντοιχισμένη πλάκα, τοποθετημένη στον υδραγωγό πάνω από τοξωτό άνοιγμα, που φέρει την επιγραφή: ΚΑΤΑ ΤΟ 1779 ΤΟ ΠΑ/ ΡΟΝ ΚΥΜΕΡΙ ΜΕ ΤΟΝ Ε/ΠΑΥΤΩ ΥΔΡΑΓΩΓΩΝ / ΤΟΥ ΜΥΛΟΥ ΕΚΤΙΣΟΗ ΔΑΠΑ/ΝΗ ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ ΑΝΔΡΟΣ / ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙ/ ΤΟΥ ΠΕΡΙΦΗΜΟΥ ΘΕΟΚΛΗ/ΤΟΥ ΣΥΓΓΕΛΟΥ. Από την επιγραφή αυτή έχουμε τη σημαντική πληροφορία ότι ο νερόμυλος που σώζεται μέχρι σήμερα είναι κατασκευή του τέλους του 18ου αιώνα, χωρίς αυτό να αποκλείει την ύπαρξη παλαιότερης φάσης, που μαρτυρείται κυρίως από υπολείμματα τοιχοποιιών στη θέση του πύργου πτώσης του νερού. Το νερό έθετε σε κίνηση μεταλλική φτερωτή, που συνδεόταν με κατακόρυφο άξονα με την κινητή οριζόντια μυλόπετρα. Με τον τρόπο αυτό γινόταν η άλεση. Πάνω από το νερόμυλο υπάρχει χώρος κατανομής των σιτηρών, καθαρισμού και προετοιμασίας πριν από το άλεσμα. Από το ξύλινο δάπεδο της σιταποθήκης με ειδική καταπακτή διοχετεύονταν τα σιτηρά στο μύλο. Στο κτίριο αυτό, που μετασκευάστηκε αργότερα σε ξενώνα, είναι εντοιχισμένη η επιγραφή: ΑΥΤΗ Η ΕΥΡΥΧΩΡΟΣ / ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΜΕΤΑ ΤΗΣ / ΣΙΤΟΘΗΚΗΣ ΑΝΕΚΑΙ/ΝΙΣΘΗ ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕ/ΝΙΑΣ Χ(ΑΤΖΗ) ΧΡΥΣΑΝ/ΟΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ /ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ / ΕΠΙΣΤΑΤΟΥ 1858. Το όνομα του Δικαίου Θεοδοσίου συνδέεται με την ανέγερση και άλλων σημαντικών κτιρίων της μονής, όπως της τράπεζας, στη βόρεια όψη της οποίας διαβάζουμε την κεραμοπλασική επιγραφή: 1837 ΙΟΥΛΙΟΥ 17 ΕΠΙ ΣΑΒΒΑ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Στην ίδια θέση με το μύλο, αλλά εξωτερικά του συγκροτήματος, υπάρχουν υπολείμματα ενός ακόμη νερόμυλου μεταγενέστερου. Στην ανατολική πλευρά του μύλου, όπου είναι και η είσοδος στο χώρο άλεσης, κατασκευάστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα το μαγκιπείο, που περιλαμβάνει το ζυμωτήριο και το φούρνο (σχ., αρ. 2). Σε επαφή με το φούρνο βρίσκεται ο χώρος του ελαιοτριβείου (σχ., αρ. 3). Η κατασκευή του θα μπορούσε να τοποθετηθεί χρονικά στα μέσα του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα μετά την πυρκαγιά του 1820 που προξένησε μεγάλες ζημιές στην πτέρυγα αυτή. Βέβαια, στην ανατολική πλευρά του διακρίνονται λιθοδομές από προηγούμενες κατασκευές,


> τη χρήση των οποίων δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε με βεβαιότητα από τα στοιχεία που έχουμε ως σήμερα. Το ελαιοτριβείο καταλαμβάνει έκταση 160 τ.μ. περίπου και έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές στην ανωδομή του. Μέσα στο χώρο υπάρχει ο μύλος άλεσης του ελαιοκάρπου, η δεξαμενή λαδιού και το σιδερένιο πιεστήριο, που προμηθεύτηκε η μονή το 1894, επί ηγουμενίας του Χριστόφορου, που είχε φροντίσει ιδιαίτερα για την αύξηση των λιοστασίων του μοναστηριού. Αρχικά η κίνηση του μύλου γινόταν με ζώα, ενώ το πιεστήριο ήταν χειροκίνητο. Μετά το 1920, και τη δημιουργία της Ηλεκτρικής Εταιρείας, χρησιμοποιήθηκε ηλεκτροκίνηση στο μηχανισμό του ελαιοτριβείου. Ολόκληρος ο εξοπλισμός του διατηρείται σε καλή κατάσταση. Στη βορειοδυτική γωνία του χώρου υπάρχει επίσης ένας ηλεκτροκίνητος μύλος άλεσης σίτου, που συνδέεται με τη σιταποθήκη με σωλήνα παροχής. Προφανώς η μείωση του αριθμού των μοναχών στον 20ό αιώνα είχε αντίκτυπο και στις διάφορες λειτουργίες, που συρρικνώθηκαν. Μία κρήνη, που εφάπτεται στον ανατολικό τοίχο του ελαιοτριβείου (σχ., αρ. 4), χρονολογείται από το 1754, σύμφωνα με την επιγραφή: Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΚΑΦΗ / ΣΥΝΔΡΟΜΗ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΤΟΣ / ΕΞΟΔΟΥ ΤΟΥ ΟΣΙΟΤΑΤΟΥ / ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ ΧΑ/ΤΖΗΚΥΡΙΛΛΟΥ: ζΣΞΒ ( = 1754) ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝ/ΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΙΩΑ/ΣΑΦ IEPOMONA/XOY 1754 / ΕΚ ΧΕΙΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ. Η λειτουργία της δεν αποκλείεται να συνδέεται με αυτήν του ελαιοτριβείου, οπότε δημιουργείται η υπόθεση ύπαρξης εργαστηρίου στον ίδιο χώρο από το 1754. Στο κτίριο που ακολουθεί (σχ., αρ. 5) σώζεται η παλαιότερη επιγραφική μαρτυρία ανέγερσης κτιρίου. Παραθέτουμε το κείμενο της επιγραφής: ΕΡΓΟΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ Κ(ΑΙ) ΠΑΝΤΙ(ΟΥ) ΕΞΟΔΟΥ ΣΕΡΡΩΝ ΑΡΣΕ/ΝΙΟΥ TE ΤΟΥ ΠΑΝΙΕΡΩΤ(Α) Τ(ΟΥ) ΕΝ ΕΤΕΙ ΔΕζ / ΕΞΗΚΟΣΤΟΥ TE ΤΡΙΤΟΥ (=1555). Το κτίριο, μετά την καταστροφή του από την πυρκαγιά που ήδη αναφέρθηκε, ανοικοδομήθηκε από τον ηγούμενο Σάββα και τον Δικαίο Θεοδόσιο, το 1838. Περιλαμβάνει στον ισόγειο

χώρο την τράπεζα (σχ., αρ. 7), την εστία (σχ., αρ. 6) και τις αποθήκες στον όροφο, το κελλί του μάγειρα και την ιερατική σχολή που λειτουργούσε στη μονή κατά τον 19ο αιώνα. Ο υπόγειος χώρος, κάτω από την τράπεζα, χρησιμοποιήθηκε ως βαγεναρείο. Εκεί βρίσκονται ακόμη στη θέση τους τρία μεγάλα ξύλινα βαένια κρασιού και ένα μικρότερο για ρακί. Το μεγαλύτερο από αυτά έχει χωρητικότητα 7.500 λίτρων κρασιού. Σε ένα άλλο βαένι υπάρχει χαραγμένο το μονόγραμμα της μονής και το έτος κατασκευής του: 1837. Στον υπόγειο χώρο του εφαπτόμενου κτιρίου διαμορφώνεται ο χώρος παραγωγής του κρασιού (σχ., αρ. 8). Δύο ξύλινα πατητήρια, διαστάσεων 2,4χ2,7μ. και 2,54χ1,8μ., δίνουν το μέγεθος της παραγωγής. Στο δεύτερο από αυτά είναι χαραγμένη η επιγραφή: ΕΝ ΕΤΕΙΙΣΙΝ 1826 ΜΗΝΙ ΜΑΡΤΙΟΥ 16 ΑΠΟ ΧΩΡΙΟΝ ΒΡΩΝΤΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ. Στους υπόγειους αυτούς χώρους διακρίνουμε λείψανα τοιχοποιιών του κτιρίου της φάσης του 1555. Πάνω από το χώρο παραγωγής του κρασιού είναι διαμορφωμένο το τυροκομείο (σχ. αρ. 9). Το μέγεθος και ο εξοπλισμός του (πάγκοι, λεκάνες τελικής πήξης τυριού) μας δίνουν μια εικόνα της παραγωγής, που φυσικά προϋπέθετε σημαντικό αριθμό ζώων στην κατοχή της μονής. Γνωρίζουμε ότι το 1913 τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής φεύγοντας πήραν μαζί τους 1.200 γιδοπρόβατα και 120 γελάδια. Δίπλα στο τυροκομείο συναντούμε το δοχείο (σχ., αρ. 10) στο οποίο υπάρχουν τρία μαρμάρινα και τέσσερα πήλινα πιθάρια, δύο σιδερένιες και μία μαρμάρινη δεξαμενή. Στην όψη του κτιρίου αυτού, προς την εσωτερική αυλή, είναι εντοιχισμένη πλάκα με την επιγραφή: Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΑΥΤΗ ΤΟΥ / ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΟΥ ΑΝΕΚΑΙΝΙΣΟΗ / ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟΥ) ΔΙΟ/ΝΥΣΙΟΥ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΔΕ ΤΟΥ ΠΡΟ/ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ Κ(ΥΡΙ)ΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ 1868. Οι εργασίες θα πρέπει να είχαν διαρκέσει δύο χρόνια, εφόσον στη λιθοδομή αναγράφεται με πλίνθους το έτος 1867. Η όψη του κτιρίου διακοσμείται με το μονόγραμμα της μονής και με εντοιχισμένα τετράγωνα εφυαλωμένα πλακίδια που φέρουν φυτική διακόσμηση. Ως προς τα υλικά δομής οι ισόγειοι και υπόγειοι χώροι είναι κατασκευασμένοι με λιθοδομές, ενώ οι όροφοι με τοιχοποιίες από μπαγδατί και ξύλινο φέροντα σκελετό. Η ερήμωση της μονής τα τελευταία χρόνια αποτελεί σημαντική αιτία της φθοράς και της εγκατάλειψης που παρατηρείται στους χώρους της. Ευτυχώς, η πρόσφατη εγκατάσταση, και οι φροντίδες μιας γυναικείας αδελφότητας, σταμάτησε τον επερχόμενο αφανισμό. Η μονή αποκτά και πάλι ζωντάνια με τη σταδιακή συντήρηση και αναστήλωση των κτιρίων της. Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών στην ανατολική πτέρυγα με τα κελλιά θα ακολουθήσουν οι εργασίες αποκατάστασης της βόρειας πτέρυγας των εργαστηρίων. Κάποιοι από τους χώρους αυτούς θα βρουν την αρχική τους χρήση (μαγειρεία, τράπεζα), ενώ άλλοι θα

αποκτήσουν μουσειακό χαρακτήρα (ελαιοτριβείο, νερόμυλος, τυροκομείο, βαγεναρείο), χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η μελλοντική επανάχρησή τους με τις ίδιες ακριβώς χρήσεις. Η συστηματική μελέτη των εργαστηρίων της μονής Προδρόμου άρχισε πρόσφατα, στα πλαίσια σύνταξης μιας μελέτης στερέωσης και αποκατάστασης τους. Δεν έχει όμως ολοκληρωθεί, γι' αυτό τα στοιχεία που παρουσιάζουμε αποτελούν τις παρατηρήσεις που είναι δυνατές χωρίς τον προηγούμενο καθαρισμό των χώρων και τη συστηματική λεπτομερή αποτύπωση τους. Πιστεύουμε ότι η μελέτη αυτή, σε συνδυασμό με τη μελέτη των διαθέσιμων πηγών, θα καταστήσει δυνατή τη σύνθεση της οικονομικής ιστορίας της μονής, τουλάχιστον στα χρόνια της τουρκοκρατίας, τμήμα της οποίας αποτελεί και η παραγωγή των εργαστηρίων που παρουσιάσαμε. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Προσκυνητάριον της εν Μακεδονία παρά τη πόλει Σερρών σταυροπηγιακής ιεράς μονής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου συνταχθέν παρά Χριστόφορου ιεροδιδασκάλου και ηγουμένου αυτής, Λειψία 1904. 2. Guillou, Α., Les archives de Saint-JeanProdrome sur le Mont Ménécée, Παρίσι 1955. 3. Ορλάνδος, Α., Μοναστηριακή αρχιτεκτονική, Αθήνα 1958. 4. Ξυγγόπουλος, Α., Αι τοιχογραφίαι του καθολικού της μονής Προδρόμου παρά τας Σέρρας, Θεσσαλονίκη 1970. 5. Παπαγεωργίου, Π., Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί τας Σέρρας και η μονή Ιωάννου του Προδρόμου, Β' έκδοση, Θεσσαλονίκη 1988. 6. Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, τ. 8, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1991. ΞΑΝΘΗ ΣΑΒΒΟΠΟ ΥΛ Ο Υ-ΚΑ ΤΣΙΚΗ Αρχιτέκτων


Το Μουσείο Σιδηροδρόμων του Δήμου Καλαμάτας έχει εγκατασταθεί στο νότιο άκρο του Δημοτικού Πάρκου ΟΣΕ, που με πρόταση του ΚΕΠΑΜΕ δημιουργήθηκε στο τέλος της οδού Αριστομένους και ενσωματώθηκε στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο της πόλης. Βρίσκεται συνεπώς στην τομή του κύριου άξονα εμπορίου (Αριστομένους) και αναψυχής (πάρκο) με την παραδοσιακή ζώνη βιομηχανικών και λιμενικών δραστηριοτήτων της πόλης. Πράγματι, μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μεγάλος όγκος εμπορευμάτων παραγόταν, αποθηκευόταν και διακινούνταν στην περιοχή, η οποία, εκτός από το παλαιό σταθμαρχείο και τις σιδηροδρομικές γραμμές, χαρακτηρίζεται από ένα ενδιαφέρον σύνολο βιομηχανικών εγκαταστάσεων και κτιρίων (μύλος, αποθήκες, σαπωνωποιείο, καπνεργοστάσιο, βιοτεχνίες, μηχανουργεία) καθώς και λιμενικών υπηρεσιών (ζυγιστήριο, τελωνείο), που συγκροτούν, κατά μήκος της κύριας γραμμής, ένα ενιαίο ιστορικό τοπίο. Η επιλογή της θέσης αυτής για την εγκατάσταση του Μουσείου δεν οφείλεται μόνο στον κομβικό ρόλο που η περιοχή διαδραμάτισε στην οικονομική γεωγραφία της Καλαμάτας και της μεσσηνιακής ενδοχώρας αλλά και, κυρίως, στο γεγονός ότι μία αρχιτεκτονική επέμβαση θα μπορούσε να την αναδείξει σε αυθεντικό τοπίο του σιδηροδρομικού πολιτισμού, αντιπροσωπευτικό της πρώτης σιδηροδρομικής προσπάθειας του νεοελληνικού κράτους (18801909). Η αρχιτεκτονική μελέτη αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση του κύριου παιδαγωγικού στόχου του Μουσείου, δηλαδή αφενός στην αποκατάσταση μιας αυθεντικής εικόνας του σιδηροδρομικού τοπίου της Πελοποννήσου και αφετέρου στη συγκέντρωση και την αποκατάσταση μιας, κατά το δυνατόν εξαντλητικής, τυπολογίας τροχαίου υλικού της μετρικής γραμμής. Κρίνεται σ' αυτό το σημείο σκόπιμο να θυμίσουμε ότι η μετρική γραμμή, που επιτρέπει πιο ευέλικτες διαδρομές μέσα στο δύσβατο πελοποννησιακό τοπίο και προσφέρει στα τραίνα μία κομψή μορφολογία, για την Ελλάδα του 1880 δεν συνιστά μία αθώα αισθητική ή συμπτωματική επιλογή τεχνολογίας τρένου, αλλά αντίθετα είναι το αποτέλεσμα μιας κρίσιμης σύγκρουσης ανάμεσα στο μεγαλοϊδεατισμό των βιαστικών ευρωπαϊστών της περιόδου και στο ρεαλισμό του Χαρ. Τρικούπη. Ο τελευταίος υποστήριξε και εφάρμοσε τη "στενή" μετρική γραμμή, ως "δίκτυο φθηνό, εύκολα και γρήγορα πραγματοποιήσιμο, ... τοπικού χαρακτήρα, ... δίκτυο προώθησης, όργανο πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης της γεωργικής Ελλάδας" (Λ. Παπαγιαννάκη, Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, Μορφωτικό Ιδρυ-

μα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1982). Γι' αυτό και ένα Μουσείο της Μετρικής Γραμμής εικονογραφεί και εν δυνάμει τεκμηριώνει μία κρίσιμη στιγμή της ιστορίας του ελληνικού σιδηροδρόμου αλλά και της νεότερης οικονομικής ιστορίας της χώρας. Σημειώνονται παρακάτω μερικές από τις προϋποθέσεις που ευνόησαν την ίδρυση του υπαίθριου Μουσείου Σιδηροδρόμων: (α) Η μη αλλοίωση του ιστορικού χαρακτήρα της περιοχής γύρω από το παλαιό σταθμαρχείο, δεδομένου ότι η οικιστική ανάπτυξη της Καλαμάτας άφησε ανέπαφη τη νοτιοδυτική ίνα της πόλης, (β) η σχετικά καλή κατάσταση του κτιρίου του παλαιού σταθμαρχείου, παρά τις όποιες αυθαίρετες ανακατασκευές και προσθήκες (πρόσκτισμα WC στο ισόγειο, ευθύγραμμο υπέρθυρο στην πλάγια όψη, πρσθήκη εξώστη, εμφανείς παροχές ΔΕΗ, ΔΕΥΑΚ,ΟΤΕ, κεραία TV), (γ) η αναστολή χρήσης του τελευταίου τμήματος της κύριας γραμμής από τον εντός πόλεως τερματικό ως το λιμάνι άφησε το γήπεδο των 54 στρεμμάτων ανενόχλητο, για να αναπτυχθούν ήρεμες χρήσεις πολιτισμού και αναψυχής. Σύμφωνα με την πρόταση του ΚΕΠΑΜΕ, και με την αρχιτεκτονική επίβλεψη του Στ. Αγγελόπουλου, αρχιτέκτονα της Δημοτικής Τεχνικής Υπηρεσίας και της μελετητικής ομάδας του ΚΕΠΑΜΕ (Γρ. Διαμαντόπουλος, Χ. Γούτης, Λ. Μπέλλου), ήδη από το 1985 άρχισε η συγκέντρωση τροχαίου υλικού. Δύο εβδομάδες πριν το μεγάλο σεισμό του 1986 έγιναν τα εγκαίνια του "Δημοτικού Πάρκου Σιδηροδρόμων", που έμελλε αμέσως να μεταβληθεί στον μεγαλύτερο εντός πόλεως καταυλισμό σεισμοπλήκτων. Το τροχαίο υλικό που είχε συγκεντρωθεί χρησίμευσε αρχικά ως βολικό κατάλυμα, που όμως στην παρατεταμένη του χρήση καταστράφηκε και συχνά υπέστη βανδαλισμούς. Τη συνέχιση της εφαρμογής και τις προσαρμογές της αρχικής μελέτης ανέλαβε ο Γ. Παπαμανώλης, αρχιτέκτονας της Νομαρχίας, σε συνεργασία πάντα με τον Στ. Αγγελόπουλο. Η προϊούσα καταστροφή του πρωτογενούς υλικού αφενός και η ωρίμανση της συνείδησης για τη διαφύλαξη των τεκμηρίων της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας της χώρας αφετέρου, παράλληλα προς τον αναδυόμενο λόγο για τη βιομηχανική αρχαιολογία, οδήγησαν στη σταδιακή μετακίνηση των αρχιτεκτονικών επιλογών του Δήμου (1989) από τη σχεδίαση ενός Δημοτικού Πάρκου Σιδηροδρόμων στη δημιουργία του πρώτου υπαίθριου Μουσείου Σιδηροδρόμων στην Ελλάδα. Η διαμόρφωση της εκθεσιακής φιλοσοφίας της μελέτης προσδιορίστηκε από το σπάνιο πλεονέκτημα της ένταξης του μουσειακού σιδηροδρομικού υλικού στο φυσικό

του τοπίο. Εκτιμήθηκε ότι η ένταξη του γηπέδου των 54 στρεμμάτων στό καθημερινό πρόγραμμα των δημοτών και των τουριστών αίρει τα αλλοτριωτικά αποτελέσματα που συνήθως επιφέρει η απόσπαση ενός εκθέματος από την ιστορική του θέση και αποδραματοποιεί τη σχέση Μουσείου-επισκέπτη. Τέλος, η αποκατάσταση των σταθερών στοιχείων του χώρου υποστηρίζει τη συνέχεια της πολεοδομικής φυσιογνωμίας και της ιδιαιτερότητας του χώρου αναδεικνύει το genius loci και δεν ενδίδει στη σαγήνη βίαιων εκσυγχρονισμών. Η αρχιτεκτονική μελέτη για το Μουσείο Σιδηροδρόμων προσανατολίστηκε στον τυπολογικό εμπλουτισμό και τη σχολαστική τυπο-μορφολογική διερεύνηση και αποκατάσταση του προς έκθεση υλικού. 1. Ατμάμαξες Η σταδιακή εγκατάλειψη των ατμαμαξών, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του '50, δυσχέρανε τόσο την έρευνα στα γνωστά νεκροταφεία τραίνων του ΣΠΑΠ (Μύλοι, Βαρθολομιό, Σύρτης Αχλαδόκαμπου) και σε άλλες θέσεις του δικτύου της μετρικής γραμμής (Μεσολόγγι, Καλαμπάκα) όσο και, κυρίως, την αποκατάσταση του αυθεντικού υλικού. Η αποψίλωση των οχημάτων από ελκυστικά αντικείμενα (ωρολόγια ατμού, μετρητές, μπρούντζινα μέρη, πλάκες ταυτότητας οχημάτων, κουζινέτα) όσο και από βαριά μεταλλικά μέλη (μπιέλες, άξονες) και κυρίως η πρακτική του επίσημου ΟΣΕ να εκποιεί σε χυτήρια το απαρχαιωμένο τροχαίο υλικό κατέστησαν δύσκολη, και κάποτε ακατόρθωτη, ακόμη και την αμοιβαία μεταξύ των οχημάτων συμπλήρωση των ελλείψεων σε ανταλλακτικά. Έτσι, παρά τη συστηματική αντιμετώπιση των αλλοιώσεων και των κακώσεων των ατμαμαξών με αμμοβολή, φανοποιία και βαφή, οι επτά μέχρι στιγμής αποκατεστημένες ατμάμαξες του Μουσείου έχουν σοβαρές ελλείψεις, ιδίως στον εξοπλισμό του θαλάμου τους. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται, στο μέτρο του δυνατού, με τη συνεχιζόμενη έρευνα πεδίου, σε κάθε δυνατή θέση του δικτύου της μετρικής γραμμής, με περιορισμένες ανακατασκευές, καθώς και με αλληλογραφία με τις κατασκευάστριες εταιρείες, τα ευρωπαϊκά μουσεία σιδηροδρόμων και τις ενώσεις φίλων του τραίνου. 2. Επιβατηγά και φορτηγά (fourgons) οχήματα Το πρόβλημα στα οχήματα αυτής της κατηγορίας εντοπίζεται στην ολοσχερή, μέχρι καταρρεύσεως, διάβρωση του ξύλινου φέροντος οργανισμού, που είναι στερεωμένος πάνω σε μεταλλικό φορείο. Η αρχιτεκτονική επέμβαση αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της τυπομορφολογίας των οχημάτων, ώστε να αποτελέσουν μουσειακό έκθεμα, όχι όμως και στην ανάκτηση της δυναμικής τους συμπεριφοράς (ακαμψία, ελαστικότητα, συστήματα έλξης, πέδης κ.λπ.) που θα επέτρεπε τη δρομολόγηση των οχημάτων σε κινητούς συρμούς. Ο εξοπλισμός του εσωτερικού των βαγονιών μελετήθηκε με κριτήριο τη διατήρηση


74

όσο το δυνατόν περισσότερων στοιχείων από τον αυθεντικό εξοπλισμό τους. Παρ' όλα αυτά πρέπει να τονιστεί ότι αν το αρχιτεκτονικό πρόβλημα των ατμαμαξών ήταν ένα καθαρό πρόβλημα αποκατάστασης της αρχικής μορφής, το πρόβλημα των επιβατηγών και των εμπορικών οχημάτων έθετε ευθέως ένα δύσκολο θέμα αποκατάστασης και επανάχρησης, γιατί παράλληλα προς τον παιδαγωγικό-μουσειακό τους προορισμό, τα βαγόνια μελετήθηκαν έτσι ώστε να φιλοξενούν και κάποιες συγκεκριμένες δημοτικές λειτουργίες και δραστηριότητες φορέων της πόλης. Γενικά, οι αρχιτεκτονικές επεμβάσεις έχουν κλιμακωθεί από την απόλυτη προστασία (π.χ. θάλαμοι μηχανοδήγησης, γερανός) στη μερική αποκατάσταση (π.χ. De Dietrich, φανοί ατμαμαξών) έως και στην πλήρη ανακατασκευή (π.χ. συρμός "φίλοι του τραίνου"). Οι διαφοροποιήσεις στα υλικά και η αφαιρετική στάση στο design των νέων στοιχείων απομακρύνουν την πιθανότητα σύγχυσης τους με τα αυθεντικά στοιχεία. Τέλος, σε ειδικές στιγμές του σχεδιασμού του Μουσείου, το high tech έχει προκριθεί ως μία εύληπτη αναφορά στην τεχνολογική φύση του σιδηροδρόμου. Στη σημερινή φάση εφαρμογής της μελέτης, το Μουσείο ήδη διαθέτει τα παρακάτω εκθέματα. Α. Ο σταθμός και η περιοχή του 1. Διώροφος οικισμός σταθμαρχείου (φέρουσα λιθοδομή από λαξευμένη πολυγωνική πέτρα στο ισόγειο, επιχρισμένη πλινθοδομή στον όροφο, ξύλινο πάτωμα και κλιμακοστάσιο, δίρριχτη στέγη, μεταλλικό κεραμιδοσκεπές στέγαστρο αναμονής). 2. Τέσσερις πλατφόρμες επιβίβασης (καλυμμένες με το τυπικό για τους σταθμούς του ΣΠΑΠ λευκό-κόκκινο πλακάκι Αργούς), με περίπτερο εισόδου και σταθερούς πάγκους αναμονής. 3. Υδατόπυργος με λίθινη κυλινδρική βάση. 4. Τρεις κρουνοί ατμαμαξών με τιμονιέρες. 5. Μεταλλική πεζογέφυρα μήκους 28 μ. κατά τον άξονα του σταθμαρχείου.

6. Μικροστοιχεία οργάνωσης του σιδηροδρομικού τοπίου (κλειδιά αλλαγής, φανοί, στάντζες, stoppers). Β. Τροχαίο υλικό 1. Επτά ατμάμαξες τύπων Α,Δ,Ζ και Zs, κατασκευασμένες σε μία ευρεία χρονική περίοδο (1888-1951) σε ευρωπαϊκά, και αμερικανικά εργοστάσια (Krauss Maffei, Breda, VIW) καθώς και μία ντηζελάμαξα (De Dietrich, 1952). 2. Δύο δραιζίνες, μία ποδηλάτη (Nivelles, 1884) και μία χειροκίνητη οκτώ ατόμων (Nivelles, 1894) με τα σύστοιχα φορεία (USA, 1947). 3. Ενας χειροκίνητος γερανός της γραμμής Μεσολόγγι-Αγρίνιο (Breda, 1890). 4. Τρία επιβατηγά οχήματα Α θέσης και πέντε Α-Β θέσης (Nivelles, 1885). 5. Οκτώ φορτηγά οχήματα (fourgons) διαφόρων τύπων (1885-1947).

Με κριτήρια ιστορικά (ηλικία οχημάτων) και μορφολογικά, που επεξηγούνται αναλυτικά στις ειδικές πινακίδες του Μουσείου, το σύνολο του τροχαίου υλικού έχει διαταχθεί στο χώρο του Μουσείου σε οκτώ συρμούς. Η εγκατάσταση ενός συνεχούς κυκλώματος γραμμών, αναρτημένου από την κύρια γραμμή Καλαμάτα-Λιμάνι, επιτρέπει τη μετακίνηση των συρμών μέσα στο Μουσείο σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της εκθεσιακής λογικής. Η ολοκλήρωση της αρχιτεκτονικής μελέτης προβλέπει σε γενικές γραμμές την αποκατάσταση των συρμών 4 (De Ditriech) και 6 (εμπορικός συρμός), την αποκατάσταση της ατμάμαξας Α003 (1888) της γραμμής Μεσολογγίου (ΣΒΔΕ, Σιδηρόδρομοι Βορειοδυτικής Ελλάδος), καθώς και τον τυπολογικό εμπλουτισμό του Μουσείου με μία σειρά ευρημάτων που έχουν εντοπιστεί και για τα οποία έχει συνταχτεί ειδικός κατάλογος. Ένα ζωτικό μέρος της μελέτης, που θα λειτουργούσε "διαφημιστικά" για το Μουσείο, αποτελεί η δρομολόγηση στη γραμμή Καλαμάτα-Μεσσήνη ενός μικρού μουσειακού συρμού, του οποίου η σύνθεση προτείνεται από την αρχιτεκτονική μελέτη. Καθώς όμως το πρόβλημα εμπλέκεται με το γενικότερο ζήτημα της κίνησης πάνω σε ένα ιδιαίτερα συντονισμένο και απαρχαιωμένο δίκτυο γραμμών, η λύση του, τεχνική και οικονομική, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΟΣΕ. Βεβαίως η κύρια εκκρεμότητα του Μουσείου Σιδηροδρόμων του Δήμου Καλαμάτας, ενός μουσείου που δημιουργήθηκε ad hoc, χάρη στην αφοπλιστική γοητεία των σιδηροδρομικών ευρημάτων αλλά και στη γενναιοφροσύνη και τη διορατικότητα της τότε διοίκησης της ΑΕΠΑΚ (πρόεδρος: Γ. Κουτσούλης) είναι η ανάληψη της εποπτείας του από το ΥΠΠΟ, η συνεργασία με τον ΟΣΕ και το Μουσείο Σιδηροδρόμων


της Αθήνας (ιδρυτής: Γ. Χριστοδούλου), η ενθάρρυνση του υπαρκτού τοπικού ενδιαφέροντος για τα τραίνα, η εγκατάσταση στο Σταθμαρχείο μιας μόνιμης έκθεσης τεκμηρίων της νεοελληνικής σιδηροδρομικής ιστορίας, ίσως η προώθηση της ιδέας για την ανάδειξη της Καλαμάτας σε κέντρο σιδηροδρομικού τουρισμού της Πελοποννήσου. Αν όμως το Μουσείο εξακολουθήσει να παραμένει όχι μόνο χωρίς επιστημονική εποπτεία αλλά και αφύλακτο, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να περιγράψουμε την ανορθόδοξη μοίρα του: σιγά σιγά θα καταρρέει, ενώ την ίδια ώρα θα το δοξολογούν οι κατατοπιστικοί διεθνείς οδηγοί ση-

μαντικών μνημείων της ευρωπαϊκής βιομηχανικής κληρονομιάς (του Ironbridge Institute, του Centro Universitario Europeo Per i Beni Culturalli κ.ά.). Για τη μελέτη συνεργάστηκαν: Λόης Παπαδόπουλος, αρχιτέκτων, Γιώργος Παπακώστας, αρχιτέκτων, Γιάννης Βλάχος, αρχιτέκτων (στη δεύτερη φάση), Ανδρέας Δεληγιάννης, χημικός μηχανικός, σύμβουλος, Δ. Κατσαμάκας, φωτογράφος, Γ. Τσαούσης, φωτογράφος. ΛΟΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΣΤΑΦΙΔΑΠΟΘΗΚΗ ΜΠΑΡΡΥ-ΚΑΡΑΜΑΝΔΑΝΗ Αποκατάσταση και διαμόρφωση σε πολιτιστικό κέντρο Εισαγωγή Ο Δήμος Πάτρας, η Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Πάτρας (ΔΕΠΑΠ) και το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας (ΔΦΠ) προτείνουν την ανακαίνιση και διαμόρφωση σε Πολιτιστικό Κέντρο της "Σταφιδαποθήκης Μπάρρυ-Καραμανδάνη", στην οδό Οθωνος - Αμαλίας 6, στο λιμάνι. Η πρόταση για το συγκεκριμένο χώρο στηρίζεται σε δύο λόγους: (α) Αποτελεί τμήμα ενός συγκροτήματος βιομηχανικής αρχιτεκτονικής που συνδέθηκε ιστορικά με την κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης, ιδιαίτερα κατά την περίοδο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. (β) Από το 1986, το κτίριο, παρά την κακή κατάσταση του, άρχισε να χρησιμοποιείται από το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας ως εκθεσιακός χώρος, απόλυτα αναγκαίος στην ολοένα διευρυνόμενη πολιτιστική ζωή της πόλης. Με την εφαρμογή της πρότασης, ο χώρος θα γίνει και πάλι τόπος συνάθροισης των κατοίκων σε ένα περιβάλλον όπου έχει έντονα αποτυπωθεί η ανθρώπινη δραστηριότητα και όπου οι αναμνήσεις θα σμίγουν με τα βιώματα και τις προσωπικές μνήμες των» καλλιτεχνών που εκθέτουν. Ιστορική αναδρομή Η Πάτρα, μεγάλο εμπορικό-εξαγωγικό κέντρο, στραμμένη γεωγραφικά, οικονομικά και πολιτιστικά προς την Ευρώπη, οφείλει τη μεγάλη άνθηση που γνώρισε, ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε ένα προϊόν, τη σταφίδα. Από τους αμπελώνες της Αχαΐας (όπου παράγονται εκτός των άλλων και περίφημα κρασιά) αλλά και αυτούς της Ηλείας, Αιτωλοακαρνανίας, Μεσσηνίας και Κορινθίας έφτανε στην Πάτρα το "μαύρο χρυσάφι" της εποχής, υποβαλλόταν σε επεξεργασία και, στη συνέχεια, διακινούνταν σε όλο τον κόσμο, και κυρίως στην Αγγλία. Γύρω από το προϊόν αυτό στρέφεται ολόκληρη η οικονομική και εμπορική, αλλά και η κοινωνική ζωή της πόλης. Οι ελληνικοί και ξένοι εμπορικοί οίκοι, δρώντας ενίοτε και ως τράπεζες ή χρηματιστηριακοί οργανισμοί, ενισχύουν, επιδοτούν, δανείζουν αγρότες, μικροεμπόρους, βιοτέχνες που ασχολούνται αποκλειστικά με τη σταφίδα. Στην περίοδο 1850-1870 υπάρχουν επίσημα 150 περίπου σταφιδέμποροι και πάνω από 25 εργοστάσια - βιοτεχνίες που απασχολούσαν μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Μόνο στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου της Πάτρας καλλιεργούνται 35.000 στρέμματα σταφιδαμπέλων. Οι εμπορικοί οίκοι έχουν πολυεθνική απόχρωση -ελληνικοί, αγγλικοί, γαλλικοί-, ενώ λειτουργούν και με υποκαταστήματα στο εξωτερικό, κυρίως στο Λονδίνο. Ολόκληρη η περιοχή του λιμανιού της

Πάτρας στα τέλη του 19ου αιώνα καλύπτεται από κτίρια που έχουν ως κύρια δραστηριότητα την παραγωγή - επεξεργασία - συσκευασία και το εξαγωγικό εμπόριο της σταφίδας. Το 1860 από το λιμάνι της Πάτρας εξάγονται 22.000 τόννοι σταφίδας. Είναι η εποχή που αρχίζει να κάνει την εμφάνιση του και ο σιδηρόδρομος. Με την πάροδο του χρόνου μία έντονη επιστημονική κίνηση αναπτύσσεται γύρω από το προϊόν διοργανώνονται συνέδρια, εκδίδονται βιβλία με γεωπονικό και οικονομικό περιεχόμενο. Η οικονομική άνθηση οδηγεί στην πολιτιστική: το Δημοτικό θέατρο Πάτρας (έργο Τσίλερ, 1871, κτισμένο με οικονομική ενίσχυση πλούσιων εμπόρων), πρωτοπόρο στον ελληνικό χώρο, φιλοξενεί ιταλική όπερα. Σταφιδαποθήκη Μπάρρυ-Καραμανδάνη Το τρίδυμο συγκρότημα, τμήμα του οποίου είναι και η σταφιδαποθήκη, κτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στο συγκρότημα αυτό λειτούργησε το 1857 η πρώτη ατμοκίνητη μηχανή επεξεργασίας "γιάμπελης", ενώ από το 1871 χρησιμοποιόταν από τον Γερ. Κόγκο και τους Αδελφούς Τριάντη ως εργοστάσιο νηματοποιίας, κλωστικής και αλευροποιίας. Από το 1922 το κτίριο όπου σήμερα βρίσκονται οι αποθήκες Μπάρρυ, μισθώνεται από τον Φ. Μπάρρυ ως χώρος αποθήκευσης και συσκευασίας σταφίδας. Από το 1986 το κτίριο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους σκοπούς του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας. Στην περίοδο της λειτουργίας του, από το 1986 έως το 1990, φιλοξενήθηκαν οι εξής εκθέσεις: 1986 "Η μάσκα στην Τέχνη" Εικαστική έκθεση σε συνεργασία με το "L' Autre Musée" του Βελγίου.

1987 Πινακοθήκη Πιερίδη Εκθεση ζωγραφικής - γλυπτικής - χαρακτικής Έκθεση Mail-Art Έκθεση οπτικής ποίησης Έκθεση φωτογραφίας Στέλιου Σκοπελίτη 1988 "Η Ελλάδα ακουμπάει στη θάλασσα" (σε συνεργασία με το ΥΠ Π Ο) Έκθεση φωτογραφίας, βιβλίου, βίντεο Έκθεση ζωγραφικής Κώστα Τσόκλη Έκθεση ζωγραφικής σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Γκαίτε 1989 Νίκος Κεσσανλής: Έκθεση ζωγραφικής και περιβάλλοντος Έκθεση βίντεο-τέχνης Στάθης Χρυσικόπουλος: Έκθεση ζωγραφικής και περιβάλλοντος 1990 Έκθεση ελληνικής δισκογραφίας, βιβλιογραφίας, αφίσας και φωτογραφίας με θέμα τη μουσική τζαζ Έκθεση ζωγραφικής "Ελευθερία και Τέχνη", σε συνεργασία με το Μουσείο Ι.Γ. Κατσίγρα Έκθεση καρναβαλικών στοιχείων, σε συνεργασία με το Δήμο Πάτρας. Από τα δύο άλλα κτίρια του συγκροτήματος, το ένα χρησιμοποιείται ως χώρος γραφείων, ενώ το άλλο εξυπηρετεί ανάγκες του παρακείμενου εργοστασίου Μύλοι Αγ. Γεωργίου. Βασικές αρχές της αρχιτεκτονικής παρέμβασης Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Η αρχιτεκτονική θεωρείται εδώ όχι μόνο με την έννοια της κατασκευής ενός κτίσματος αλλά και με την έννοια της οργάνωσης του χώρου, του σχεδιασμού του, και βρίσκεται στη λεπτομέρεια ενός γείσου, σε ένα τζάκι, σε μια πλατεία, σε ένα δρόμο, σε ένα σύνολο τόπων, στο τοπίο. Η αρχιτεκτονική αυτή δεν μπορεί να έχει μία μονά-


5. Αποθήκη: 70 τ.μ. 6. Χώροι υγιεινής Προτείνονται δύο συγκροτήματα χώρων υγιεινής: • Χώρος υγιεινής για τους εργαζομένους στο κτίριο: 28 τ.μ. • Χώρος υγιεινής για το κοινό: 33 τ.μ.

δική μορφολογική έκφραση. Η δική μας προσπάθεια είναι η αναζήτηση μιας αρχιτεκτονικής που αποκαλύπτει, αλλά συνθέτει και υλικά, τα ίχνη του παρελθόντος. "...Πως με τα σύνολα τούτα θα μπορούσε να συντεθεί μία καινούργια αρχιτεκτονική, αρκεί να'χε τις αρετές εκείνες που θα την έδεναν με των παλιών τις αρετές, αυτό το πιστεύω. ...Μία τέτοια αρχιτεκτονική, χρησιμοποιώντας εδώ κι εκεί ένα παλιό σώμα οικοδομής, κι έτσι συντιθέμενη υλικά με το παλιό κι υψώνοντας με τόλμη την αλήθεια της καινούργιας μορφής της, την μολοντούτο ταυτόσημη με του παλιού την ουσία, θα μπορούσε να συμμείξει σε μία αντίθετη αρμονία το χτες και το σήμερα". Δ. Πικιώνης Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Αν μιλάμε γενικά, κανείς βέβαια δεν θα διαφωνήσει για το ρόλο της Ιστορίας. Το ζήτημα όμως είναι τι καθορίζεται ως ιστορικό και τι όχι. Εμείς θεωρούμε ότι η ιστορία είναι μία αδιάπτωτη συνέχεια γεγονότων απεικόνισης 1 ζωής που φτάνουν μέχρι και το σήμερα γεγονότων μεγάλων και σημαντικών, γεγονότων μικρών και ασήμαντων. Η ιστορία ενός χώρου είναι και η αρχιτεκτονική του ιστορία αλλά παράλληλα και η ιστορία των ανθρώπων που πέρασαν (έζησαν - δούλεψαν) σ' αυτόν. Δεν επιθυμούμε να εξωραίσουμε την ιστορία, επιθυμούμε όμως να την κατανοήσουμε. Η "ΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ" Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την άποψη της "μη παρέμβασης", ή πιο απλά, της ελάχιστης παρέμβασης. Αν σε πολεοδομικές παρεμβάσεις απομονώσουμε ένα κτίριο, ίσως αυτό καθαυτό δεν είναι αξιόλογο να διατηρηθεί. Αλλά είναι το αστικό τοπίο, έτσι όπως απεικονίζεται σήμερα, με τις επεμβάσεις που έχει υποστεί, που αποτελεί εικόνα της πόλης 1 συνδεδεμένη με την ιστορική μνήμη και αυτό είναι που πρέπει να διατηρηθεί. ΤΑ ΔΥΟ ΤΡΙΠΤΥΧΑ Να γνωρίσουμε το παρελθόν, να κατανοήσουμε το παρόν, να οραματιστούμε το μέλλον: αυτό είναι, κατά τον Γιώργο Κανδύλη, το τρίπτυχο-κλειδί του σχεδιασμού.

Το τρίπτυχο αυτό μπορεί να εμπλουτιστεί, κατά τη γνώμη μας, και με ένα άλλο. Πόλη: ως χωρική έκφραση σύνθετων στοιχείων και συμβάντων καθημερινής ζωής. Σχεδιασμός: αρχιτεκτονικός-πολεοδομικός, όχι ως ένα τεχνικό ή επιστημονικό πρόβλημα διευθέτησης λειτουργιών, αλλά ως διαδικασία διαχείρισης της καθημερινής ζωής των κατοίκων μιας πόλης. Δήμος: όχι ως θεσμός διοικητικής αποκέντρωσης και μόνο, αλλά και ως θεσμός άμεσης δημοκρατίας, άμεσης εμπλοκής των πολιτών στα τεκταινόμενα. Πέρα λοιπόν από τον επαναπροσδιορισμό του τι σημαίνει πόλη, σχεδιασμός, Δήμος, η σχέση ανάμεσα στους πολίτες μιας πόλης, στο σχεδιασμό και το χώρο θα καθορίσει και τις απαντήσεις σε ένα βασικό ερώτημα: ποιος αποφασίζει, ποιος σχεδιάζει, για ποιον και με ποιους στόχους. Τα ζητήματα που τίθενται με αυτά τα δύο τρίπτυχα δεν είναι βεβαίως απλά ή μονοσήμαντα, αλλά προϋποθέτουν απόψεις και θέσεις για τα γενικότερα και για τα ειδικότερα. Πρόταση - Νέες χρήσεις Η Σταφιδαποθήκη του Μπάρρυ αποτελείται από το ΚΤΙΡΙΟ Α', τη μεταγενέστερη προσθήκη (ΚΤΙΡΙΟ Β') και τη γέφυρα σύνδεσης (ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡΟΣ, ασκέπαστος σήμερα) μεταξύ των δύο κτιρίων. Το κάθε κτίριο έχει τη δική του είσοδο, πέραν της εσωτερικής σύνδεσης. • ΚΤΙΡΙΟ Α: κύριος εκθεσιακός χώρος • ΚΤΙΡΙΟ Β: χώρος εκδηλώσεων • ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡΟΣ: εξυπηρετήσεις του κοινού. ΚΤΙΡΙΟ Α'-ΙΣΟΓΕΙΟ 1. Κύρια είσοδος - Κλιμακοστάσιο προς το χώρο των εκθέσεων: 22 τ.μ. 2. Πληροφορίες - εκδοτήριο εισιτηρίων: 30 τ.μ.

3. Βιβλιοπωλείο: 52 τ.μ.

Ο κάθε χώρος μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα σε περίπτωση που δεν λειτουργεί όλο το κτίριο, λόγω της ύπαρξης ανεξάρτητης εισόδου στον καθένα. 4. Χώρος πολλαπλών χρήσεων (εκθέ σεις, εργαστήρια, επιμορφωτικά σεμινά ρια): 170 τ.μ. Η επικοινωνία με το ισόγειο γίνεται μέσω των δύο ξύλινων κλιμακοστασίων στα δύο άκρα της αίθουσας.

ΚΤΙΡΙΟ Α'-ΟΡΟΦΟΣ 1. Γραφεία: 82 τ.μ. Όλο το εμπρός υπερυψωμένο μέρος του ισογείου συμπληρώνεται με χώρους γραφείων κατά τον ίδιο κατασκευαστικό τρόπο που υπάρχει και σήμερα (ξύλινα διαχωριστικά). Υπάρχει κατευθείαν σύνδεση μέσω της υπάρχουσας σκάλας με το ισόγειο (γραφείο πληροφοριών, W.C.) Η πρόσβαση προς τα γραφεία γίνεται ανεξάρτητα από την κύρια είσοδο του κοινού. 2. Εκθεσιακός χώρος: 345 τ.μ. 3. Πατάρι: 85 τ.μ. Προτείνεται η διατήρηση του μηχανήματος επεξεργασίας της σταφίδας που βρίσκεται ακόμη σήμερα στο πατάρι. Το μηχάνημα είναι ορατό από τον εκθεσιακό χώρο και αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο που διατηρεί την ιστορική μνήμη του κτιρίου. ΚΤΙΡΙΟ Β' 4. Χώρος εκδηλώσεων (προβολές, παρα στάσεις, συνέδρια κ.λπ.): 235 τ.μ. Αριθμός θέσεων: 160. Προτείνεται η δημιουργία λυόμενης κατασκευής (σκαλωσιά). ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΣ ΧΩΡΟΣ: 75 τ.μ. 5. Προτείνεται η κάλυψη του αστέγαστου χώρου με ελαφριά μεταλλική κατασκευή (σίδερο, τζάμι). Στο σκεπασμένο πια χώρο μπορούν να χωροθετηθούν κοινόχρηστες λειτουργίες, όπως bar, καθιστικός χώρος, κήπος κ.λπ. Άμεσα συνδεδεμένοι με τον ενδιάμεσο χώρο είναι οι χώροι υγιεινής για το κοινό. Για τη μελέτη συνεργάστηκαν: Ορέστης Σκαλτσάς, πρόεδρος ΔΕΠΑΠ, Λ. Φιλιππάτος, αρχιτέκτων, καλλιτεχνικός διευθυντής Φεστιβάλ Πάτρας, Δ. Ραυτόπουλος, πολιτικός μηχανικός Δήμου Πάτρας, Γ. Σπηλιωτόπουλος, πολιτικός μηχανικός Δήμου Πάτρας, Σ. Φιλιππόπουλος, στέλεχος ΔΕΠΑΠ, Β. Σταύρου, στέλεχος Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας, Ν. Μπακουνάκης, δημοσιογράφος, Δ. Ζάρλας, αρχιτέκτων Δήμου Πάτρας. Την αρχιτεκτονική προμελέτη εκπόνησε το Γραφείο Μελετών ΠΕΝΤΕ ΣΥΝ: Πέτρος Συναδινός, αρχιτέκτων-πολεοδό-μος, Τάκης Φραγκούλης, αρχιτέκτων-πολεοδόμος, Ελένη Χατζηνικολάου, αρχιτέκτων, Σωτήρης Ζώτος, γενική επιμέλειασχεδίαση, Τζίνα Γεωργιακάκη, έρευνα - κείμενα.

Από το Τεχνικό Γραφείο ΠΕΝΤΕ ΣΥΝ


Η 6η Εφορεία Νεώτερων Μνημείων, που εδρεύει στα Γιάννινα, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της εντόπισε τους σοβαρούς κινδύνους που διατρέχει μία κατηγορία μνημείων, τα πέτρινα γεφύρια. Με ελάχιστο προσωπικό (από την ίδρυση της υπηρεσίας αυτής ως σήμερα υπηρετεί ένας μόνον αρχιτέκτονας), μηδαμινές πιστώσεις και κυρίως τερατώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες, εδώ και πέντε περίπου χρόνια άρχισε δειλά-δειλά ένα πρόγραμμα διάσωσης και συντήρησης, με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το πρόγραμμα αυτό, που περιλαμβάνει τον εντοπισμό και καταγραφή, την εκπόνηση μελέτης επισκευής, συντήρησης, ανάδειξης, καθώς και το στάδιο της επέμβασης, της υλοποίησης δηλαδή της μελέτης, εξελίσσεται παράλληλα σε όλα του τα στάδια για το σύνολο των μνημείων, με γνώμονα-καταλύτη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κάθε γεφύρι, ή το ενδιαφέρον και τη βοήθεια των τοπικών φορέων (ΤΑ ή πολιτιστικοί σύλλογοι) σε φαγητό και ύπνο. Για τρεις συνεχείς χρονιές είχε υποβληθεί στην ΕΟΚ ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα για ένα μεγάλο αριθμό γεφυριών, το οποίο δυστυχώς δεν χρηματοδοτήθηκε. Μόλις πέρυσι ένα μικρό υποσύνολο του, αποτελούμενο από έξι μνημεία (τέσσερα γεφύρια και δύο νερόμυλοι), χρηματοδοτήθηκε από την ΕΟΚ. Η υλοποίηση του βρίσκεται σε εξέλιξη αυτή την εποχή. ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ Αναγκαιότητα κατασκευής Η Ήπειρος αποτελεί την πιο ορεινή περιοχή της χώρας. Τα πολλά και ψηλά βουνά σχηματίζουν πανέμορφες κοιλάδες, άγρια φαράγγια και θρυλικά ποτάμια. Ορισμένα δεν στερεύουν χειμώνα-καλοκαίρι και, πότε ορμητικά, πότε ήσυχα, αποτελούσαν και αποτελούν εμπόδιο στις μετακινήσεις του ανθρώπου: μετακινήσεις από οικισμό σε οικισμό, από τον οικισμό στο νερόμυλο ή στο μοναστήρι, από τους οικισμούς στα 1 μεγάλα αστικά κέντρα μετακινήσεις τέλος από γεωγραφικό διαμέρισμα (Ήπειρος) σε άλλη περιοχή (Μακεδονία) ή και σε άλλη χώρα (Ρουμανία), όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και των ζώων, αφού η κτηνοτροφία στην περιοχή ήταν ανέκαθεν ανεπτυγμένη. Τα εμπόδια που δημιουργούσαν τα ποτάμια στη διακίνηση των ανθρώπων ξεπεράστηκαν με την κατασκευή αυτών των άρτιων αισθητικά και τέλεια κατασκευασμένων ιστορικών μνημείων, που στην πλειονότητα τους σώζονται ως σήμερα, των πέτρινων γεφυριών. Φορείς χρηματοδότησης - τεχνίτες Την απόφαση για την κατασκευή των γεφυριών την έπαιρνε το χωριό (κάτοικοι) ή ένας μόνο πλούσιος κάτοικος του, ο ηγούμενος του μοναστηριού ή κάποιος Τούρκος αξιωματούχος ή αγάς. Οι ίδιοι χρηματοδο-

τούσαν και τις εργασίες κατασκευής, που τις αναλάμβαναν οι μαστόροι, άφθονοι στην περιοχή. Αυτοί, οργανωμένοι σε ομάδες μπουλούκια- δοκιμασμένες σε αρχοντικά, καμπαναριά και εκκλησίες, κρατούσαν από γενιά σε γενιά μυστικούς τους τρόπους κατασκευής. Ο πρωτομάστορας, που "υπέβαλλε" το σχέδιο με τη μορφή του γεφυριού, καθόριζε και την αμοιβή του, το κόστος και τη θέση του γεφυριού. Θέση κατασκευής - όνομα Η επιλογή της θέσης όπου θα κτιζόταν το γεφύρι γινόταν με αυστηρά κριτήρια: εκεί που στενεύει το ποτάμι, εκεί που η θεμελίωση γίνεται σε βράχο, ή εκεί που το νερό δεν έρχεται με ορμή. Οι θέσεις στα περισσότερα γεφύρια είναι έτσι επιλεγμένες που νομίζει κανείς ότι αυτά αποτελούν φυσικές προεκτάσεις των βράχων. Το όνομα που δίνεται στο γεφύρι είναι του δωρητή - κατασκευαστή, της περιοχής, του σκοπού για τον οποίο γίνεται (μύλος, μοναστήρι), του χωριού. Ορισμένα διατηρούν ως σήμερα το όνομα του πρωτομάστορα, ενώ άλλα έχασαν το αρχικό τους όνομα και "βαφτίστηκαν" μεταγενέτερα με άλλο. Τρόποι και υλικά κατασκευής Ο τρόπος κατασκευής αποτελούσε μυστικό του μπουλουκιού (συνεργείο). Υλικό ήταν ο σχιστόλιθος, και συνδετικά υλικά ο σβησμένος ασβέτης με τριμμένο κεραμίδι και νερό. Κτίρια συνοδείας Δίπλα στα περισσότερα γεφύρια υπάρχει νερόμυλος ή εκκλησία, φυλάκιο (κούλα) ή χάνι. Όλα αυτά τα κτίρια υποδηλώνουν και

το σκοπό για τον οποίο γινόταν το γεφύρι ή τη στρατηγική σημασία της θέσης του. Τα πέτρινα γεφύρια λοιπόν, ως οργανικά τμήματα ή επιμέρους στοιχεία μεγαλύτερων μονάδων, των μονοπατιών ή πεζόδρομων που ένωναν οικισμούς, γεωγραφικά διαμερίσματα, πόλεις ή χώρες, αποτελούν τους ζωντανούς και χειροπιαστούς μάρτυρες της γεωγραφικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής διάρθρωσης της περιοχής. ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ - ΝΕΡΟΤΡΙΒΕΣ ΜΑΝΤΑΝΙΑ Τα κτίρια αυτά ως πρόσφατα, πιθανόν και σήμερα ακόμη, δεν συγκαταλέγονταν στα μνημεία. Ίσως γιατί χρησιμοποιούνται ακόμη από τον άνθρωπο, παρέχοντας του τις υπηρεσίες τους, ή γιατί δυστυχώς δεν διασαφηνίστηκε ακόμη ή έννοια του μνημείου. Κτίρια και χώροι καθαρά βιομηχανικοί αποτελούν χαρακτηριστική έκφραση ολοκληρωμένης εκμετάλλευσης της δυναμικής του νερού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που συνυπάρχουν και οι τρεις χρήσεις. Με τελείως ξεχωριστό ρόλο το καθένα, διαθέτουν ένα κοινό στοιχείο, το νερό. Ο νερόμυλος, για να μετατρέψει το σιτάρι, το καλαμπόκι, τη βρίζα, σε αλεύρι, η νεροτριβή για να "φτιάξει" τις φλοκάτες, τις καραμελωτές κουβέρτες και χράμια, ενώ το μαντάνι για να "χτυπήσει" το σκουτί -το ύφασμα- με το οποίο θα ραφτούν στη συνέχεια τα ρούχα, από την πλουμιστή φούστα ως την τριχωτή κάπα. Στην προσπάθεια μας να καταγράψουμε, και κυρίως να διασώσουμε από τον αφανισμό, τα κτίρια αυτά δεν ασχοληθήκαμε, δυστυχώς, με την επιστημονική τεκμηρίωση και τη μελέτη της ιστορίας τους. Βρισκόμαστε στην αποτύπωση τους και στη συγκέντρωση στοιχείων, η επεξεργασία των οποίων δεν θα αργήσει.


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ - ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ Από τα διακόσια και πλέον γεφύρια που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή, έγιναν, την τελευταία πενταετία, εργασίες σε πενήντα περίπου, ενώ οι προσπάθειες θα συνεχιστούν, με την προϋπόθεση βέβαια ότι το Υπουργείο Πολιτισμού θα στηρίξει περισσότερο την προσπάθεια αυτή. Τα προβλήματα που παρουσιάζονται στον αγώνα για τη συντήρηση τους είναι σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα: 1. η θέση τους, συνήθως απομακρυσμένη: ορισμένα είναι προσπελάσιμα μετά από πορεία δύο και πλέον ωρών, 2. η μεταφορά υλικών, που στα περισσότερα γίνεται με τα μουλάρια ή τα χέρια, 3. η εποχή εκτέλεσης των εργασιών, γιατί το χειμώνα και την άνοιξη οι επεμβάσεις είναι δύσκολες, λόγω της ορμητικότητας των νερών, ενώ το καλοκαίρι, που στερεύουν τα ποτάμια, δεν υπάρχει νερό για την κατασκευή των τσιμεντοκονιαμάτων, 4. η αδιαφορία της πολιτείας, εκφρασμένη είτε με την παροχή πιστώσεων με το σταγονόμετρο, είτε με την έλλειψη συντονισμού κατά τη διάθεση αυτών των πιστώσεων, είτε με την αδυναμία στελέχωσης των υπηρεσιών. Οι ζημιές που έχουν υποστεί, και συνεχίζουν να υφίστανται, τα μνημεία αυτά, επιγραμματικά κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες: 1. η φυσιολογική φθορά, που την επιβάλλει το πέρασμα του χρόνου, 2. η ορμητικότητα των νερών του ποταμού, που προσβάλλει τα βάθρα, 3. ο άνθρωπος' εδώ διακρίνονται τρεις υποπεριπτώσεις: 3α. τα μικρά παιδιά (και όχι μόνο) που παίζοντας ρίχνουν τις πέτρες, 3β. οι "σχεδιαστές" των νέων ασφαλτοστρωμένων δρόμων και η κατασκευή νέων (τσιμεντένιων) ή σιδερένιων γεφυριών, που με μαθηματική ακρίβεια κατασκευάστηκαν δίπλα ή σε επαφή με τα πέτρινα γεφύρια, αλλοιώνοντας και καταστρέφοντας το φυσικό τους περιβάλλον, 3γ. οι νεοέλληνες (όχι λίγοι) που έχουν καταληφθεί από το αμόκ του εύκολου 1 πλουτισμού και ψάχνουν για θησαυρούς τα περισσότερα γεφύρια της περιοχής έχουν κατατρυπηθεί κατ' επανάληψη από τέτοια άτομα, 4. τα δένδρα' η χρόνια εγκατάλειψη των γεφυριών ή η ελάχιστη χρησιμοποίηση τους είχε ως αποτέλεσμα να φυτρώνουν δένδρα, όχι μόνο δίπλα αλλά και πάνω στα γεφύρια, οι ρίζες των οποίων διαλύουν, κυριολεκτικά, τη στατική τους επάρκεια, τα ρηγματώνουν, με αποτέλεσμα να εισέρχονται τα νερά της βροχής στον πυρήνα τους και να επέρχεται πλέον η διάβρωση τους, 5. οι σεισμοί, που ολοκληρώνουν και επικαλύπτουν όλες τις προηγούμενες φθορές. Πρέπει, τέλος, να αναφερθεί ότι ένα σύνολο γεφυριών εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια των πολέμων, από βομβαρδισμούς ή σκόπιμες ανατινάξεις. ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Αρχιτέκτων - μηχανικός

Με θέμα "Χορηγία και Τοπική Αυτοδιοίκηση" ο ΟΜΕπΟ, έλαβε την πρωτοβουλία να εισηγηθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) τη διοργάνωση προγράμματος κατάρτισης στελεχών πολιτιστικών φορέων και πνευματικών κέντρων, καθώς επίσης και επιχειρήσεων πολιτιστικής ανάπτυξης των δήμων και κοινοτήτων του νομού Αττικής. Στόχος του προγράμματος ήταν η ενημέρωση των στελεχών για το θεσμό της χορηγίας, δηλαδή τις δυνατότητες αξιοποίησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, οικονομικά, για την εξυπηρέτηση των πολιτιστικών αναγκών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στόχος του σεμιναρίου ήταν η επιμόρφωση των στελεχών σε βασικά θέματα πολιτιστικής ανάπτυξης μέσα από τη δημιουργία ενός ανθρώπινου δικτύου επικοινωνίας και ανταλλαγής σχετικών πληροφοριών. Ουσιαστικά η όλη αυτή πρωτοβουλία επικεντρώθηκε γύρω από δύο βασικά ερωτήματα: 1. Με ποια μεθοδολογία μπορούν να ευδοκιμήσουν οι προτάσεις των ΟΤΑ για χρηματοδοτική υποστήριξη του πολιτιστικού τους έργου από την ιδιωτική πρωτοβουλία. 2. Αντίστροφα, πώς ο ιδιωτικός τομέας θα μπορούσε να καταστεί αρωγός στις προσπάθειες των ΟΤΑ για την αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου της χώρας. Για το σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος αυτού, ο ΟΜΕπΟ εξασφάλισε την εθνική συμμετοχή από την ΚΕΔΚΕ, δεδομένου ότι το κεντρικό όργανο στο οποίο ανήκαν οι καταρτιζόμενοι ήταν ο συγκεκριμένος φορέας. Εκτός αυτού, η συγκεκριμένη θεματολογία ήταν σχετική με τα ενδιαφέροντα του κεντρικού αυτού οργάνου των δήμων και κοινοτήτων. Πράγματι, το ΕΚΤ, μέσω της περιφέρειας Αττικής, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και την όλη θετική πορεία που διακρίνει τον ΟΜΕπΟ σε ό,τι αφορά το θεσμό της χορηγίας για τις τέχνες και τα πολιτιστικά, ενέκρινε το πρόγραμμα. Κατόπιν τούτου, και με την επιστημονική υποστήριξη της ΕΕΤΑΑ, άρχισε η διαδικασία οργάνωσης του προγράμματος. Τα παραπάνω αποτελούν εν συντομία το ιστορικό του σεμιναρίου που πραγματοποιήθηκε από 16-27 Σεπτεμβρίου 1991 στο ξενοδοχείο "Αμαλία" της Αθήνας. Να υπενθυμίσουμε ακόμη τη χρονική συγκυρία της διοργάνωσης από τον ΟΜΕπΟ του Α' Διεθνούς Συνεδρίου με θέμα: "Ο σύγχρονος χορηγός και οι τέχνες" - Συμπόσιο για τις επιχειρήσεις, τις τέχνες και το κοινωνικό σύνολο, που πραγματοποιήθηκε στο Ευγενίδειο Ίδρυμα στις 27-28 Σεπτεμβρίου 1990. Η κήρυξη της έναρξης του σεμιναρίου έγινε από τον Αντώνη Τρίτση και τον πρόεδρο του ΟΜΕπΟ πρέσβυ ε.τ. Αχιλλέα Εξαρχο. Ακολούθησε χαιρετισμός της υπουργού πολιτισμού κας Αννας Ψαρούδα-Μπενάκη, του προέδρου της συνδιοργανώτριας Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής

Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης κ. Δημήτρη Καλίρη και του διευθυντή της ΚΕΔΚΕ κ. Στέλιου Γιανναράκη. Παραθέτουμε τα συμπεράσματα του συνεδρίου, που συγκεφαλαίωσε στο τέλος του η κα Μ. Γεωργιάδη, γενική γραμματέας του ΟΜΕπΟ. "Το σεμινάριο που παρακολουθήσατε φιλοδοξήσαμε να σας προσφέρει μία όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση για τις διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται ή μπορούν να πραγματοποιηθούν στους δήμους, για μερικά από τα πολιτιστικά προγράμματα που έχουν δοκιμαστεί και έχουν επιτύχει, για τις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές τάσεις που έχουν βρει απήχηση και πληρούν εθνικές ή απλώς τοπικές ανάγκες. Φιλοδοξήσαμε να σας ενημερώσουμε για το τι συμβαίνει στην Ευρώπη, ποια είναι τα προγράμματα που προωθούνται τόσο από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσο και την Unesco, και ακόμη τι πρέπει να έχετε υπόψη σας προκειμένου να ζητήσετε την οικονομική υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την υλοποίηση των στόχων σας. Στη διαδρομή αυτή επισημάναμε αρκετές ελλείψεις (όπως π.χ. την ανεπαρκή ενημέρωση για τα προγράμματα της ΕΟΚ, παραλείψεις του Νόμου για τη χορηγία προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση κ.ά), που η διοίκηση της ΚΕΔΚΕ, με τη συνεργασία του ΟΜΕπΟ, θα κάνει ό,τι μπορεί για να ξεπεραστούν το συντομότερο και με τον καλύτερο τρόπο. Σε μία σύντομη ανασκόπηση των όσων ειπώθηκαν στο σεμινάριο αυτό, θα θέλαμε να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις που πιστεύουμε ότι θα βοηθήσουν, και να υπογραμμίσουμε ορισμένες βασικές αρχές που θα πρέπει να λαμβάνονται πάντα υπόψη όταν υποβάλλετε μία αίτηση για χορηγία: Οι επιχειρήσεις διευθύνονται από τεχνοκράτες. Γι' αυτό οι προτάσεις που τους υποβάλλονται πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένες και τεκμηριωμένες, με σωστούς προϋπολογισμούς, χρονοδιάγραμμα κ.λπ. Και κυρίως, μην το ξεχνάτε αυτό, όχι πολυσέλιδες! Ο χρόνος του επιχειρηματία είναι πολύτιμος. Ο προϋπολογισμός σας δεν θα πρέπει να εμφανίζει μόνο τις δαπάνες αλλά και τα προβλεπόμενα έσοδα. Γι' αυτό πιστεύουμε ότι στις εκδηλώσεις που οργανώνετε είναι και σωστό και ηθικό να υπάρχει εισιτήριο. Η Τέχνη δεν μπορεί και ούτε πρέπει να είναι δωρεάν, γιατί τότε περιφρονείται. Με ένα συμβολικό, έστω, εισιτήριο διαπαιδαγωγείτε το κοινό σας στη χορηγία. Γίνονται, δηλαδή, όλοι μικροί χορηγοί της Τέχνης και συγχρόνως θα είναι πιο ικανοποιημένοι με τη συνεισφορά τους στην πολιτιστική αναβάθμιση της περιοχής τους.


Αλλωστε, η χορηγία δεν καλύπτει ποτέ ολόκληρο το ποσό των προβλεπόμενων δαπανών αλλά ένα μέρος μόνο, που συνήθως κυμαίνεται στο 30-40% περίπου. Όχι προγράμματα που εξυπηρετούν κομματικά συμφέροντα. Ο σχεδιασμός των προγραμμάτων θα πρέπει να γίνεται με καθαρά ποιοτικά, καλλιτεχνικά και πολιτιστικά κριτήρια, και να αποφεύγονται οι λαϊκισμοί. Οι μεγάλες και σοβαρές εταιρείες (αυτές που διαθέτουν και τα μεγαλύτερα κονδύλια για χορηγίες) δεν επιθυμούν να ενισχύουν πολιτικές παρατάξεις αλλά πολιτιστικά έργα με ευρύτερη κοινωνική απήχηση. Προγράμματα συνεργασίας. Ο ΟΜΕπΟ θα προωθήσει προς χορηγία, κατά προτίμηση, προτάσεις για πολιτιστικά προγράμματα που αφορούν συνεργασία δύο ή περισσότερων δήμων. Τα προγράμματα αυτά (α) απευθύνονται σε ένα πλατύτερο κοινό και, επομένως, προσφέρουν περισσότερα κίνητρα για τον χορηγό, (β) Τα ποσά της χορηγίας δεν εξατμίζονται και πιάνουν περισσότερο τόπο. (γ) Δίνουν έμφαση στο πνεύμα συνεργασίας, ενώ συγχρόνως αποφεύγεται η εκμετάλλευση τους για ψηφοθηρία. Κάνετε τις δικές σας επιλογές και συγκεντρώστε εκεί τις δυνάμεις σας. Μην αντιγράφετε ο ένας δήμος τον άλλον. Όχι άλλα φεστιβάλ και φανφάρες! Εκατομμύρια ξοδεύονται κάθε χρόνο με μετριότατα αποτελέσματα. Είναι αδύνατο να οργανώνουν όλοι οι δήμοι φεστιβάλ, ούτε όλοι μπορούν αμέσως να αποκτήσουν τα κατάλληλα θέατρα. Μπορεί ένας δήμος να συντηρήσει μία σωστή χορωδία και ένας άλλος μία μικρή ορχήστρα ή ένα χορευτικό συγκρότημα, ή ένα θεατρικό σχήμα, ή μία πρότυπη βιβλιοθήκη κ.λπ. Αντί να σκορπίζονται τα κονδύλια σε μεγαλεπήβολες αλλά αμφιβόλου ποιότητας και διάρκειας ζωής εκδηλώσεις, επιλέξτε εκείνο που ταιριάζει καλύτερα στη δική σας περίπτωση και συγκεντρώστε εκεί τις δυνάμεις σας. Σε έναδύο χρόνια ο δήμος σας θα μπορεί να είναι περήφανος για την επιλογή του, γιατί θα ξεχωρίζει για τη χορωδία του ή το θεατρικό του σχήμα! Και σύντομα όλα αυτά τα καλλιτεχνικά σχήματα θα αποτελέσουν τον πυρήνα για την οργάνωση, ας πούμε, ενός '10ήμερου Συνεργασίας των Δήμων". Κοιτάξτε γύρω σας και ανακαλύψτε! Γίνετε κυνηγοί ταλέντων και ενεργοποιήστε τη συμμετοχή των δημοτών σας! Κάντε τους να νιώσουν πως τα πολιτιστικά σας προγράμματα είναι, πρώτ' απ' όλα, δικά τους. Αν δεν μπορούν να παίξουν θέατρο, σίγουρα κάποιοι θα ξέρουν να βοηθήσουν στα σκηνικά και θα μπορούν γα ράψουν ένα κοστούμι για την παράσταση! Ψάξτε γύρω σας για χώρους που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τις εκδηλώσεις σας. Παλαιές αποθήκες, εργοστάσια κ.λπ. (Δεν ξέρω γιατί ήρθε στο νου μου ένα παλαιό τούρκικο χαμάμ στην Καλλιθέα. Πάνε χρόνια που έκλεισε. Τι να έχει απογίνει; Θα ήταν κρίμα αν έχει γκρεμιστεί...).

Συνεργασία και αλληλο-ενημέρωση. Η ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών είναι πολύτιμη για το σωστό προγραμματισμό σας. Προτείνω στο τέλος κάθε χρονιάς να κάνετε μία έκθεση των πολιτιστικών σας πεπραγμένων, με συπεράσματα και σκεπτικό για τον προγραμματισμό της επόμενης χρονιάς. Την έκθεση αυτή να την κοινοποιείτε, μέσω της ΚΕΔΚΕ, στους υπόλοιπους δήμους. Σκεφθείτε πόσα λάθη θα μπορούσατε ίσως να είχατε αποφύγει, αν γνωρίζατε τις εμπειρίες των άλλων, ή τι οικονομίες μπορείτε να κάνετε αν συνεργαστείτε με ένα γειτονικό σας δήμο.

Τέλος, σχετικά με τις πρακτικές ασκήσεις, θα θέλαμε να σας προτείνουμε άλλη μία, πολύ ουσιαστική, που παραβλέψαμε: Συντάξτε μία ολοκληρωμένη πρόταση για τη χορηγία μιας εκδήλωσης ή ενός έργου υποδομής στο δήμο σας. Αν αυτή τη στιγμή δεν έχετε κάτι συγκεκριμένο υπόψη σας, σκεφθείτε κάτι που θα το θέλατε πολύ και που θα είναι όμως μέσα στα όρια του εφικτού. Μπορείτε να φέρετε την πρόταση σας στα γραφεία του ΟΜΕπΟ και θα τη συζητήσουμε μαζί.

Ο θεσμός της σύγχρονης χορηγίας, και ειδικότερα της χορηγίας τεχνών, έχει μικρό παρελθόν στην Ελλάδα. Ο ΟΜΕπΟ (Όμιλος για την Ενίσχυση Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων), ο οποίος προωθεί τη διάδοση του θεσμού, ιδρύθηκε το 1986, ενώ η σχετική νομοθεσία που επιδαψιλεύει φορολογικές απαλλαγές ως κίνητρο για τις χορηγούς-εταιρείες δημοσιεύτηκε μόλις 1 πριν ενάμιση χρόνο, τον Ιούνιο του 1990 . Κατά συνέπεια, η βιωμένη ελληνική εμπειρία δεν μπορεί παρά να είναι, και πράγματι είναι, ελάχιστη. Ο αντίστοιχος βρετανικός οργανισμός, ABSA (Association for Business Sponsorship of the Arts), ιδρυμένος από το 1976 και στα πρότυπα του αμερικανικού BCA (Business Committe for the Arts), είναι ο 2 παλαιότερος στην Ευρώπη . Με τον ABSA συνεργάζεται στενά ο ελληνικός ΟΜΕπΟ. Έτσι, αν θα ήθελε κανείς να προτείνει τρόπους ανάπτυξης της χορηγίας στην Ελλάδα, η γνώση του βρετανικού υπερδεκαπενταετούς παραδείγματος δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον. Βέβαια, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς τις γενικότερες συνθήκες στη Βρετανία, που διαμόρφωσαν το συγκεκριμένο χαρακτήρα της χορηγίας εκεί, αλλά ούτε και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πραγματικότητας. Οι στόχοι της σχετικής με το αντικείμενο 3 διατριβής μου , σύνοψη της οποίας αποτελεί το κείμενο αυτό, ήταν: (α) να μελετηθεί η ανάπτυξη της χορηγίας των τεχνών στη Μ. Βρετανία, με έμφαση στις επιπτώσεις της στη λειτουργία μουσείων και πινακοθηκών, (β) να δοθεί το πλαίσιο εξέλιξης της μέχρι τώρα ελληνικής εμπειρίας από την εφαρμογή του θεσμού, με παράλληλη αναφορά στην παράδοση της χορηγίας στην αρχαία Ελλάδα και του ευεργετισμού στον 19ο αιώνα και, τελικά, (γ) να οριστούν τα πλαίσια της διαφαινόμενης ανάπτυξης της χορηγίας στην Ελλάδα.

χορηγία τεχνών, η οποία, όπως σήμερα ασκείται στις αγγλοσαξωνικές χώρες, ορίζεται ως "μία πράξη μεταξύ αυτού που παρέχει οικονομική υποστήριξη, αγαθά ή υπηρεσίες προς έναν καλλιτέχνη, μία καλλιτεχνική διοργάνωση ή έναν καλλιτεχνικό οργανισμό, με αντάλλαγμα δικαιώματα ή σχέσεις με αυτούς, προς άντληση επιχει4 ρηματικών ωφελημάτων" . Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, κυρίως του ημερήσιου και περιοδικού τύπου, καθώς και συγκεκριμένες περιπτώσεις καλλιτεχνικών οργανισμών με πείρα στο θεσμό, όπως Royal Academy και Victoria and Albert Museum στο κέντρο του Λονδίνου, Dulwich Picture Gallery και Camden Arts Centre στην περιφέρεια, Sainsbury Centre for Visual Arts και Norwich Festival (Visual Arts) στην επαρχία, αυτό που συμπερασματικά προκύπτει είναι ότι, παρά την ανάπτυξη της, η χορηγία των επιχειρήσεων προς τις τέχνες δεν ξεπερνά το 2,7% του ποσού με το οποίο κρατικές πηγές ενίσχυσαν τις τέχνες την περίοδο 1988-1989. Αυτό το ποσοστό είναι ακόμη μικρότερο για μουσεία και πινακοθήκες και 5 κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 1,1% . Ωστόσο η χορηγία, παρά το μικρό αυτό ποσοστό, επηρεάζει σημαντικά τη λειτουργία των καλλιτεχνικών ιδρυμάτων. 1. Ένα κύριο ερώτημα πάντα είναι το κατά πόσο το ποσό της χορηγίας καλύπτει εξ ολοκλήρου το χορηγούμενο συμβάν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επιπλέον προσωπικό, ανθρωποώρες και εν γένει πρόσθετα συμπαρομαρτούντα. 2. Η χορηγία σχεδόν ποτέ δεν παρέχεται για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων ή κεφαλαιουχικών κονδυλίων των πολιτιστικών ιδρυμάτων, που όμως, όχι σπάνια, μέρος των αναγκών αυτών μπορεί να είναι απόρροια χορηγικών διαδικασιών. 3. Ένα άλλο ερώτημα σχετικό με το νέο εξειδικευμένο προσωπικό, που οπωσδήποτε χρειάζονται πλέον όλοι οι καλλιτεχνικοί

Θα ξεκινήσω διευκρινίζοντας τη λέξη

ΜΑΡΛΕΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ


οργανισμοί, και τις νέες υπηρεσίες που προστίθενται για την εξυπηρέτηση των χορηγιών, είναι το πόσο αυτά επιβαρύνουν σε μόνιμη βάση τον προϋπολογισμό και τι ποσά τελικά εισρέουν καθαρά από χορηγίες. 4. Πρόσθετα ερωτήματα, συναφή με το προηγούμενο, δημιουργούνται από το αναγκαία διπλό προφίλ που πρέπει να έχει αυτό το εξειδικευμένο προσωπικό, με επιπτώσεις πάντα στην τελική εικόνα του καλλιτεχνικού οργανισμού: Ένα άτομο ικανό στην εξεύρεση ιδιωτικών πηγών χρηματοδότησης και με γνώσεις λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς δεν είναι πάντα και ο καταλληλότερος (εκ)τιμητής των απαραίτητων ανταλλαγμάτων της τέχνης προς τον χορηγό. Έχει αποδειχτεί ότι ένας άνθρωπος της τέχνης με γνώση των λειτουργιών της αγοράς και του καινούργιου γνωστικού πεδίου που διαμορφώνεται, και όχι ένας οικονομολόγος με αισθητικές ευαισθησίες, μπορεί να συγκροτήσει το ενδεδειγμένο προφίλ. 5. Η χορηγία είναι μία ασταθής πηγή χρηματοδότησης, η οποία επηρεάζεται τόσο από τις διακυμάνσεις της αγοράς, όσο και από την ευρωστία της χορηγού-εταιρείας. Επειδή οι χορηγικές διαδικασίες απαιτούν αρκετό χρόνο από τη διαπραγμάτευση τους ως την υλοποίηση τους, απρόβλεπτες οικονομικές συνθήκες μπορεί να οδηγήσουν είτε στην ακύρωση των συμφωνηθέντων, με συνέπεια την αμαύρωση της εικόνας του καλλιτεχνικού οργανισμού, που έτσι εμφανίζεται ασυνεπής στο κοινό, είτε στην υπερχρέωση του, όταν πρέπει να διεκπεραιώσει ανειλημμένες προς τρίτους 6 υποχρεώσεις . 6. Οι χορηγοί σπάνια "συνεργάζονται" επί συνεχή σειρά ετών με το ίδιο καλλιτεχνικό ίδρυμα, αν και υπάρχουν αρκετά θετικά σε μία τέτοια συνεργασία και για τις δύο πλευρές. Αυτό συνεπάγεται ότι οι δεύτεροι βρίσκονται συνεχώς σε αναζήτηση χορηγών. 7. Συνήθως μεγάλοι καλλιτεχνικοί οργανισμοί είναι αυτοί που ευκολότερα προσελκύουν χορηγούς, αφού οι τελευταίοι θέλουν πάντα να ταυτίζονται με τη φήμη και τη συνήθως αποδεδειγμένη ποιότητα τους. Ένας ακόμη λόγος που ευνοεί τα μεγάλα ιδρύματα της πρωτεύουσας είναι ότι τα κεντρικά γραφεία μεγάλων εταιρειών, όπου και παίρνονται οι αποφάσεις για τις σχετικές χορηγίες, βρίσκονται σχεδόν πάντα στην 7 πρωτεύουσα . 8. Αντίστοιχα, μικρότερα καλλιτεχνικά ιδρύματα με μικρότερη πείρα στη διαπραγμάτευση των παροχών και αντιπαροχών κάθε χορηγικής σχέσης είναι πιο ευάλωτα σε μία τέτοια διαδικασία. 9. Προτιμώνται για υποστήριξη ασφαλείς και μη αμφιλεγόμενες ή πρωτοποριακές μορφές τέχνης. Σ' αυτό το πλαίσιο ευνοούνται κυρίως η μουσική και ιδιαίτερα η κλασική, όπως και παραδοσιακές και καθιε8 ρωμένες εικαστικές τέχνες . 10. Προτιμώνται επίσης για υποστήριξη από τους χορηγούς κυρίως θεάματα και ακροάματα που συγκεντρώνουν "ονόματα", και αντίστοιχα στα μουσεία εντυπωσιακές περιοδικές εκθέσεις σε βάρος κάποιων

σχολαστικών και με λιγότερο ενδιαφέρον για το πλατύ κοινό εκθέσεων ή σε βάρος των μόνιμων συλλογών ενός μουσείου. 11. Οι διευθυντές των καλλιτεχνικών οργανισμών, προκειμένου να εξασφαλίσουν την οικονομική υποστήριξη των χορηγών, συχνά αυτοπεριορίζονται ως προς το είδος των εκδηλώσεων που θα προγραμματίσουν, όχι σπάνια αυτολογοκρινόμενοι ως προς το τι θα περιλάβουν ή θα παραλείψουν. Το γνωστό ως "Σύνδρομο του Ηρώδη" έχει ως αποτέλεσμα σε πολλά π.χ. μουσεία επιστημών ή βιομηχανίας να εκθειάζονται μόνο τα καλά της πυρηνικής ενέργειας, ενώ 9 οι κίνδυνοι της να αποσιωπούνται . 12. Η αναζήτηση χορηγών μπορεί να μεταστρέψει, ή και να αλλάξει, τον προγραμματισμό ενός ιδρύματος ή τις εκθεσιακές προτεραιότητες μουσείων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αλλαγή της γενικής συνολικής τους προς τα έξω εικόνας. 13. Στις περιπτώσεις των μουσείων, εντυπωσιακές περιοδικές εκθέσεις, κατάλληλες για την προσέλκυση χορηγών, απαιτούν μεγάλη ενεργητικότητα από μέρους των επιμελητών, κάτι που, στην περίπτωση ελλιπούς προσωπικού, μπορεί να οδηγήσει στο να παραμεληθούν άλλες σημαντικές λειτουργίες του μουσείου, όπως η αποδελτίωση και καταλογογράφηση των έργων, η έρευνα, η συντήρηση, η οργάνωση της βιβλιοθήκης, ή η εξυπηρέτηση των ερευνητών 10 . 14. Αυτή η ίδια η αναζήτηση χορηγίας, ακόμη και όταν υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό, είναι μία χρονοβόρα διαδικασία που απαιτεί ειδικούς χειρισμούς εκ μέρους επιμελητών και διευθυντών μουσείων και πινακοθηκών, κάτι που συνήθως αποβαίνει σε βάρος της επιστημονικής και ερευνητι-

κής τους ενημέρωσης και παραγωγής. 15. Σχεδόν πάντα, και στα πλαίσια της προσέλκυσης χορηγών, χρειάζονται πρόσθετα έξοδα από μέρους των καλλιτεχνικών ιδρυμάτων για την αισθητική αναβάθμιση των χώρων τους ή την προσθήκη άλλων λειτουργιών εξυπηρέτησης τους. 16. Τελειώνοντας με τα σημεία που θα πρέπει να λαμβάνει κανείς σοβαρά υπόψη του προτού ασχοληθεί με τη διαδικασία της χορηγίας, η επιφύλαξη, που πάντα ως επωδός διατυπώνεται, χρειάζεται μία απάντηση. Είναι αυτή που θεωρεί τα χρήματα της χορηγίας δημόσιο χρήμα, το οποίο λόγω φοροαπαλλαγής στερείται το κράτος, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον ιδιωτικό τομέα να εμφανίζεται ως υποστηρικτής των τεχνών. Η πραγματικότητα είναι ότι τα χρήματα αυτά δεν θα πήγαιναν οπωσδήποτε στο κράτος -υπάρχουν πολλές διέξοδοι φοροαπαλλαγής για το κεφάλαιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας - και βέβαια, ακόμη και αν πήγαιναν στο κράτος, το τελευταίο δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα 11 τα διέθετε στις τέχνες . Η χορηγία όμως, όπως αποδεικνύει η βρετανική εμπειρία, έχει να παρουσιάσει αρκετές θετικές πλευρές, αρκεί να τη δούμε στις πραγματικές της διαστάσεις, χωρίς ούτε να υπερεκτιμήσουμε τις δυνατότητες της αλλά ούτε και να κλείσουμε τα μάτια στις πιο πάνω επισημάνσεις. 1. Η σημαντικότερη και αυτονόητη είναι ότι η χορηγία αποτελεί παρά πολύ απλά μία πρόσθετη πηγή ενίσχυσης της τέχνης, συχνά πολύ πιο ευέλικτη από το δημόσιο λογιστικό. Βέβαια, δεν σημαίνει ότι γι' αυτό δεν χρειάζεται προγραμματισμό και οργάνωση. 2. Όσο ο ιδιωτικός τομέας, όντας από τη φύση του ριψοκίνδυνος σε μία ελεύθερη αγορά, εξοικειώνεται με το θεσμό, τόσο και συχνότερα υποστηρίζει μορφές τέχνης πρωτοποριακές, αφού η σχέση με αυτές τον εμφανίζει πρωτοπόρο και στις οικονομικές διαδικασίες. 3. Στην περίπτωση των μουσείων, η ανάγκη για καινούργιες εκθέσεις ή η επανέκθεση μόνιμων συλλογών, όπως είναι γνωστό, οδηγεί σε πληρέστερη καταλογογράφηση και έρευνα και συχνά σε καινούργια συμπεράσματα που προωθούν την έρευνα και την επιστήμη. 4. Η ανάγκη των επιχειρήσεων να προσεγγίσουν νεαρό κοινό, ως τωρινούς αλλά και μελλοντικούς υποψήφιους καταναλωτές υπηρεσιών ή προϊόντων τους, τις ωθεί να υποστηρίξουν μέσω της χορηγίας είτε σύγχρονες μορφές τέχνης είτε εκπαιδευτικά προγράμματα που σχετίζονται με την τέχνη. 5. Η τάση μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, ή εθνικών τοπικών, να δείξουν ένα είδος "προσωπικού" ενδιαφέροντος για τις τοπικές κοινότητες και τα προβλήματα τους ή την πολιτιστική τους αναβάθμιση οδηγεί ώστε παραρτήματα των πρώτων ή κεντρικά γραφεία των δεύτερων να χρηματοδοτούν εκδηλώσεις σε μεγάλα επαρχιακά κέντρα. 6. Για παρόμοιους λόγους, αλλά και για


να δημιουργήσουν ελκυστικές εστίες, όπου ανώτερα στελέχη και εργατικό δυναμικό θα παρέμενε ευχαρίστως εκτός πρωτεύουσας και μεγάλων αστικών κέντρων, οι πιο πάνω κατηγορίες επιχειρήσεων συχνά αναλαμβάνουν τη μόνιμη ή τη σε μεγάλη έκταση υποστήριξη πολιτιστικών πυρήνων. 7. Προγράμματα "αστικής ανάπλασης" ιδιωτικών οικοδομικών εταιρειών στηρίζονται επίσης σε μεγάλο βαθμό στην υποστήριξη της τέχνης. 8. Στελέχη επαρχιακών γραφείων μεγάλων εταιρειών έχουν επίσης κάθε λόγο, στα πλαίσια προσωπικών σχέσεων τους με την τοπική κοινότητα, να υποστηρίζουν την πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής εργασιών τους, μεταφέροντας μάλιστα σχετικές αρμοδιότητες από την έδρα της επιχείρησης. 9. Συνέπεια των παραπάνω, και με δεδομένο ότι η χορηγία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις προσωπικές σχέσεις και γνωριμίες, είναι να γίνεται όλο και ευκολότερη η αναζήτηση οικονομικής υποστήριξης εκτός πρωτεύουσας. 10. Η πυκνότητα αναφορών στη χορηγό εταιρεία από τον τοπικό τύπο και τα τοπικά μέσα ενημέρωσης είναι μεγαλύτερη απ' ό,τι σε εθνικό επίπεδο. 11. Τελειώνοντας θα αναφερθώ στη σημαντικότερη επίδραση που ο θεσμός της χορηγίας είχε για τους διάφορους καλλιτεχνικούς οργανισμούς, και ιδιαίτερα για τα μουσεία και τις πινακοθήκες: τα ώθησε να "βγουν από το καβούκι τους", και να αποφασίσουν ότι αν θέλουν να επιτύχουν στο ρόλο τους ως ιδρύματα εκπαίδευσης και αισθητικής απόλαυσης πρέπει να προσελκύσουν κοινό. Τα έκανε δηλαδή να δουν τον επισκέπτη και ως πελάτη που αν δυσαρεστηθεί μπορεί και να φύγει ή να μην τα επισκεφθεί ποτέ. Βέβαια, όπως σε όλα, έτσι και εδώ το μέτρο είναι απαραίτητο. Δυστυχώς, ο διατιθέμενος χώρος δεν επιτρέπει μία ανάλυση των πολιτικών και οικονομικών ιδιαιτεροτήτων της Μ. Βρετα12 νίας που οδήγησαν στη συγκεκριμένη αυτή μορφή χορηγίας εκεί. Αυτό όμως που παραμένει ακόμη και τώρα κυρίαρχο πρόβλημα και σημείο αντιπαράθεσης των μέχρι τώρα συντηρητικών κυβερνήσεων αφενός, και πολιτιστικών οργανισμών και ABSA αφετέρου, είναι ότι οι τέχνες αποτελούν αποκλειστική κρατική ευθύνη και ότι η χορηγία του ιδιωτικού τομέα θα είναι πάντα ένα μικρό πρόσθετο και ποτέ υποκατάστατο της επιβεβλημένης κρατικής φροντίδας. Ας περάσουμε τώρα στην ελληνική περίπτωση. Δυστυχώς, η ίδια έλλειψη χώρου με υποχρεώνει να μην αναφερθώ στο πρόσφατο ελληνικό οικονομικό παρελθόν, αλλά ούτε και στους θεσμούς της χορηγίας στην αρχαία Ελλάδα και του ευεργετισμού στον 19ο αιώνα. Μόνο σύντομα θα σημειώσω ότι και στις δύο τελευταίες περιπτώσεις εύποροι πολίτες "καλούνταν" να συνδράμουν σημειακά την κρατική φροντίδα για τον πολιτισμό, την εκπαίδευση, την υγεία ή τη στρατιωτική θωράκιση. Αυτή την παράδοση, που κατά τη γνώμη μου δεν

είναι, και σήμερα ακόμη, παρωχημένη, μαζί με τη διαφαινόμενη διεθνώς τάση κατά την οποία ο χορηγός αρκείται σε διακριτική προβολή (ως αποτέλεσμα νέων "κομψότερων" μεθόδων διαφήμισης), ώστε η χορηγία να φαίνεται περισσότερο ως δωρεά και οφειλή προς το κοινωνικό σύνολο παρά ως πράξη αμοιβαίων ανταλλαγμάτων, συνεκτιμώντας την και με τη μέχρι τώρα στάση του ΟΜΕπΟ, καθώς και με τη χορηγική δραστηριότητα στην Ελλάδα, θα παρατηρήσω τα ακόλουθα: 1. Ο ΟΜΕπΟ μοιάζει να ευνοεί μία άποψη στην παράδοση της αρχαίας ελλη νικής χορηγίας, του ευεργετισμού και των σύγχρονων διαφαινόμενων χορηγικών τά σεων διεθνώς. 2. Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει με τίποτα να διασκεδαστεί ο "ανταποδοτικός" χαρακτήρας της χορηγίας, δηλαδή ότι είναι μία διαδικασία όπου το κάθε μέρος δίνει για να πάρει ως αντάλλαγμα κάτι άλλο. 3. Πρέπει επίσης να μελετηθούν διεξοδικά τα υπέρ και τα κατά της λειτουργίας του θεσμού στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Παρ' ότι ο βρετανικός ABSA έχει τη μεγαλύτερη παράδοση, δεν είναι και ο μόνος. Το γερμανικό παράδειγμα, παρά τις προφανείς διαφορές μεταξύ των δύο χωρών μας, μοιάζει να είναι κοντύτερα στην ελληνική παράδοση αλλά και τη διαφαινόμενη 13 ελληνική χορηγική τάση . 4. Σ' αυτή την κατεύθυνση, και με δεδομένο την έλλειψη εμπειρίας και επαρκών οργανωτικών σχημάτων, τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στους καλλιτεχνικούς οργανισμούς, ο ΟΜΕπΟ οφείλει να επωμιστεί το ρόλο του ενδιάμεσου μεταξύ χορηγών και χορηγουμένων, περισσότερο στα βήματα του γαλλικού ADMICAL παρά του βρετανικού ABSA. 5. Για να αναλάβει τον πιο πάνω ρόλο ο ΟΜΕπΟ πρέπει να χρηματοδοτηθεί από το κράτος, ώστε να αναπτύξει τις απαραίτητες δραστηριότητες που θα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ανάληψη εκστρατείας για τη διάδοση του θεσμού, τη δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου χορηγών και καλλιτεχνικών ιδρυμάτων με τα χαρακτηριστικά τους και τα προγράμματα τους, καθώς και το συντονισμό στις διαδικασίες προσέγγισης των δύο μερών. Επίσης, κάθε χρόνο πρέπει να κυκλοφορεί ένας τόμος με όλες τις εταιρείες - μέλη και μή του ΟΜΕπΟ, με τις περιοχές τέχνης που ενίσχυσαν ή που θα ήθελαν να ενισχύσουν, τα ποσά που διέθεσαν, καθώς και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διεκπεραίωση της χορηγίας. 6. Αντίστοιχα, οι καλλιτεχνικοί οργανισμοί πρέπει να ιδρύσουν ειδικά τμήματα ανεύρεσης πόρων-"τμήματα ανάπτυξης" όπως ονομάζονται- στελεχωμένα με άτομα που θα είναι εξίσου ενήμερα για την τέχνη όσο και για την οικονομία. Η χορηγία, δυστυχώς, δεν χρειάζεται μόνο την προπαίδεια, χρειάζεται και βαθιά γνώση και εκτίμηση της τέχνης. Η χορηγία δεν είναι ούτε διαφήμιση, αλλά ούτε και φιλανθρωπία. Για να επαναλάβω τον J. Poole, διευθυντή επιχειρήσεων της Barclays: "Η χο-

ρηγία είναι ένα πολύ ντελικάτο λουλούδι, που πρέπει κανείς να το πάρει στα χέρια του με ιδιαίτερη'φροντίδα. Η χορηγία πρέπει να μην αφήνει έκθετη την τέχνη, διαφορετικά θα εκθέσει σίγουρα τη χορηγό-εταιρεία. Είναι η μοίρα της πάντα να ισορροπεί στην 14 κόψη του ξυραφιού" . 7. Στους ώμους του ΟΜΕπΟ πέφτει ο ρόλος της εκπαίδευσης και των δύο μερών χορηγών και χορηγουμένων- με δημοσιεύσεις, σεμινάρια, διαλέξεις και κώδικες "ηθικής", κάτι που, με τα περιορισμένα μέσα που διαθέτει, ήδη κάνει. 8. Λαμβάνοντας υπόψη τις αυξητικές τάσεις της χορηγίας διεθνώς και τη δεδομένη κατάσταση του ελληνικού κράτους, ο ΟΜΕπΟ και πάλι επιφορτίζεται να ενθαρρύνει εταιρείες με παράδοση στο θεσμό να συνεχίσουν και νέες να δοκιμάσουν, προβάλλοντας με έρευνες και στοιχεία τα θετικά της συμμετοχής τους. 9. Η αναφορά των χορηγών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι μία παροχή προς τους χορηγούς που παίζει σημαντικό ρόλο στη χορηγία. Τα πρώτα πρέπει με κάθε τρόπο να πειστούν πως, αν έχουν κάποια ευθύνη στην προώθηση των τεχνών, δεν μπορούν να επικαλούνται εδώ ευαισθησίες έμμεσης διαφήμισης, όταν δεν έχουν αντίρρηση, αμειβόμενα, να διαφημίζουν ποτά ή τσιγάρα. 10. Ο ΟΜΕπΟ θα πρέπει να προβάλει ευρέως τις δραστηριότητες του. Υπάρχουν ακόμη πάρα πολλοί ενδιαφερόμενοι στην Ελλάδα που τις αγνοούν ή δεν τις γνωρίζουν επακριβώς. 11. θα κλείσω την αναγκαστικά αφοριστική αυτή παράθεση με δύο κρίσιμες, κατά τη γνώμη μου, επισημάνσεις. Η μία αφορά το κράτος και η άλλη τους διστακτικούς απέναντι στο νέο θεσμό: (α) Το κράτος σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να δει τη χορηγία ως υποκατάστατο της δικής του σπασμωδικής και ανεπαρκούς υποστήριξης της τέχνης. Η χορηγία έχει ως τώρα λειτουργήσει διεθνώς μόνο ως επιπλέον, και μάλιστα μικρό πρόσθετο της κρατικής ενίσχυσης. Η τέχνη είναι ευθύνη του κράτους, και δεν υπάρχει κανένας τρόπος και καμία δικαιολογία την ευθύνη αυτή η πολιτεία να τη μεταβιβάσει σε άλλα σχήματα. Ο W. Januszcack, ο γνωστός τεχνοκριτικός του Guardian, λέει ότι "η χορηγία αποτελεί μία βραχυπρόθεσμη επέμβαση σε μακροχρόνια προβλήματα, και ότι οι κυβερνήσεις δεν μπορούν με τίποτα να "νίψουν τας χείρας τους" από την ευθύνη που έχουν για την τέχνη". (β) Η χορηγία πρέπει να θεωρηθεί πολύ απλά ως μία άλλη μορφή οικονομικής ενίσχυσης της τέχνης ανάμεσα σε περισσό15 τερες που υπάρχουν . Κάθε επιφυλακτική λοιπόν στάση απέναντι στο νέο θεσμό, όταν δεν είναι στείρα αντιπολιτευτική ή προκατειλημμένα ιδεολογική, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την πιο πάνω πραγματική συνθήκη: Ετσι, με δεδομένη τη σχέση κράτους - τέχνης, όπως διατυπώθηκε στο (α), και πριν κανείς έχει απάντηση στο ζήτημα της ανεπαρκούς στήριξης της τέχνης από την αποκλειστικά υπεύθυνη πολιτεία,


δεν μπορεί να έχει νόμιμες αντιρρήσεις για τη λειτουργία του θεσμού της χορηγίας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. "Διαρρυθμίσεις στην έμμεση φορολογία", Εφημερίς της Κυβερνήσεως, ΦΕΚ 81Α της 16-6-1990 και 679Β της 26-10-1990. 2. ABSA (εκδ.), A Celebration of Ten Years' Business Sponsorship of the Arts, ABSA, Λονδίνο 1987. 3. M. Scaltsa, Sponsorship in Museums and Galleries: UK and Greece, MA Thesis, Department of Arts Policy and Management, City University, Λονδίνο 1991. Μεταφράζεται στα ελληνικά και θα εκδοθεί μέσα στο 1992. 4. S. Sleight, Sponsorship: What it is and how to use it, Mcgraw-Hill, Λονδίνο 1989, σ. 4. 5. A. Feist and R. Hutchison (εκδ.), Funding the Arts in Seven Western Countries in Cultural Trends 1990, No 5, March 1990, Λονδίνο, PSI, σ. 49, Audit Commission, (εκδ.), Local Authorities, Entertainment and the Arts, HMSO, Λονδίνο 1991, σ. 11. J. Pick and M.H. Anderton, Industrial Support for the Arts, Rhinegold Publishing Ltd in association with Arts Management Magazine, Λονδίνο 1990,σ.22. 6. M. Allen, Sponsoring the Arts, New Business Strategies for the 1990s, The Economist Intelligence Unit, and Business International, Λονδίνο 1990, σ. 13. 7. Η. Southern, in R. Stewart (εκδ.), The Arts: Politics, Power and the Purse, (Report of an International Conference on "The Structure of Arts Funding", ACGB, London 4-5 March 1987). ACGB, Λονδίνο 1987, σ. 26, 27. 8. Sir P. Hall, "Political Involvement" in R. Stewart, ό.π., σ. 50 και S. Nairne, State of the Art, Ideas and Images in the 1980s, Chatto and Wmdus, Λονδίνο 1987, σ. 187. 9. Ν. Buchan in R. Stewart, ό.π., σ. 54 και M. Davies, "Sponsorship Threatens Museum Role", Museums Journal, Dec. 1989, o. 13,14. 10. Museums and Gallery Commission, Report 1989-90, σ. 11. 11. J.M. Davidson-Schuster, Supporting the Arts: An International Comparative Study, Cambridge, Massachusetts 1985, σ. 55. 12. A. Gamble, The Free Economy and the Strong State: The Politics of Thatcherism, London, Macmillan, Λονδίνο 1988 και P. Riddell, The Thatchente Decade, Blackwell, Λονδίνο 1989. 13. M.Allen, ό.π., σ. 6. 14. "Pan - European Sponsorship" in Arts without Frontiers, Art Council Conference held in Glasgow, March 1990, o. 9. 15. H. S. Becker, Arts Worlds, University of California Press, Μπέρκλεϋ, Λος Αντζελες, Λονδίνο 1982. ΜΑΤΟΥΛΑ ΣΚΑΛΤΣΑ Ιστορικός τέχνης

Προσφώνηση της κας Ευτ. Πυλαρινού-Πιπεργιά Στη σημερινή μου ομιλία δεν θα αναφερθώ στις δραστηριότητες της Τράπεζας που έχουν σχέση με τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Θα αναφερθώ σε μιαν άλλη δραστηριότητα που είναι λιγότερο γνωστή, την οποία όμως θέλουμε να τονίσουμε, γιατί τη θεωρούμε εξίσου σημαντική με την πρώτη, επειδή σχετίζεται με το ανεκτίμητο εθνικό κεφάλαιο που είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά. Ανάπτυξη βιομηχανίας και άνοδος παιδείας είναι αλληλένδετα. Από τη δεύτερη προέρχεται το υψηλών προδιαγραφών ανθρώπινο δυναμικό που έχει ανάγκη η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών, η συγκρότηση των νέων επιτελείων, η εκτέλεση των νέων προγραμμάτων. Η ΕΤΒΑ πιστεύει ότι η ανάπτυξη είναι συνάρτηση και της συνεχούς ενημέρωσης, και αυτήν παρέχουν οι εκδόσεις της, και της ιστορικής γνώσης, και αυτήν υπηρετεί το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα της. Κύριο έργο του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ είναι η έρευνα, σπουδή και αξιοποίηση της ιστορίας των προβιομηχανικών τεχνικών και της πρώτης περιόδου της βιομηχανίας στη χώρα μας. Το Ίδρυμα, με ελάχιστο αν-

θρώπινο δυναμικό και περιορισμένα μέσα, επιτελεί ένα έργο πολυδιάστατο στον εκδοτικό, μουσειακό και συνεδριακό τομέα. Ως σήμερα έχουν κυκλοφορήσει 20 εκδόσεις του και μέσα στο 1992 θα δουν το φως άλλες 9: περιλαμβάνονται σ' αυτές αποτελέσματα ερευνών σε θέματα σημαντικά, επανεκδόσεις παλαιών αλλά πολύτιμων ελληνικών έργων, μεταφράσεις βασικών ξένων εγχειριδίων, πολιτισμικοί οδηγοί για ακριτικές περιοχές, όπως η Θράκη, οικολογικά τεύχη και το πληροφοριακό δελτίο Τεχνολογία, που ενεργοποιεί και συντονίζει την επιστημονική κίνηση της χώρας στον τομέα αυτόν. Το Ίδρυμα της ΕΤΒΑ δημιούργησε το Μουσείο Μετάξης στο Σουφλί, πρότυπο τεχνολογικό τοπικό μουσείο, και με εντατικούς ρυθμούς προετοιμάζει το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, μία πολιτισμική προσφορά εθνικής εμβέλειας. Παράλληλα, το Ίδρυμα προωθεί την έρευνα σε θέματα κεντρικής σημασίας για την ιστορία της οικονομίας μας: η ιστορία των τεχνικών, το κρασί, ο άρτος και τα σιτηρά, είναι θέματα διαδοχικών συνεδρίων και αντίστοιχων δημοσιεύσεων του. Το Ίδρυμα επωμίστηκε παράλληλα την οργάνωση δύο σημαντικών εκθέσεων που είχαν ως θέμα την ιστορία της βιομηχανίας της Θεσσαλονίκης (το 1988 και το 1990) και τη μεγάλη έκδοση Σιμωνόπετρα, Άγιον Όρος που παρουσιάζουμε επίσημα σήμερα. Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε επειδή η ΕΤΒΑ πιστεύει ότι, στο ευρύτερο πλαίσιο της εθνικής της αποστολής, είναι εξίσου απαραίτητη και η συμβολή της στη διάσωση και αξιοποίηση σημαντικών κεφαλαίων του πολιτισμού μας. Ένα από αυτά, από τα κορυφαία για τον Ελληνισμό, την Ορθοδοξία και το χριστιανικό κόσμο γενικά, είναι το Άγιον Όρος. Το μαρτυρούν πλούτος έργων τεχνικής, καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, μοναδικό φυσικό τοπίο, ζωντανή παράδοση αιώνων. Πλούτος σημαντικός αλλά ελάχιστα γνωστός, σε σχέση με το μέγεθος και τη σημασία του. Από τη διαπίστωση αυτή και τις ανάγκες των καιρών, που έγιναν στις μέρες μας επιτακτικότερες, απέρρευσε η αρχική απόφαση για τη χρηματοδότηση της έκδοσης Σιμώνόπετρα-Αγιον Όρος και η μεταγενέστερη απόφαση της δωρεάς 6.000 αντιτύπων προς τη Μονή για την οργάνωση της βιβλιοθήκης, του αρχείου και του σκευοφυλακίου της με σύγχρονες προδιαγραφές. Η έκδοση της Σιμωνόπετρας δίνει μία σφαιρική εικόνα της Μονής και μιαν αντιπροσωπευτική του Όρους, τεκμηριώνει το ενεργό ενδιαφέρον της ΕΤΒΑ για την εθνική μας παράδοση, αποτελεί πρότυπο και πρόκληση για ανάλογα έργα. Στις δύσκολες μέρες μας είναι ανάγκη κατεπείγουσα η διάσωση και αξιοποίηση της εθνικής ιστορικής μας μνήμης. Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω ότι


η ΕΤΒΑ έχει δημιουργήσει μία παράδοση στο χώρο των αναπτυξιακών εκδόσεων, εντύπων και φυλλαδίων που αποβλέπουν στην ανάλυση, περιγραφή κ.λπ. των αναπτυξιακών κινήτρων και νόμων αλλά και του εκάστοτε επενδυτικού πλαισίου που ισχύει στην Ελλάδα. Οι εκδόσεις της ΕΤΒΑ διακρίνονται από υψηλή αισθητική-καλλιτεχνική εμφάνιση, ποιοτική εκτύπωση, βιβλιοδεσία κ.λπ. αλλά και εντυπωσιακό φωτογραφικό-εικαστικό υλικό και εύληπτα κείμενα. Η κυρίως έκδοση της ΕΤΒΑ είναι ο γνωστός Οδηγός Επενδύσεων, του οποίου η Τράπεζα έχει την ευθύνη έκδοσης τα τελευταία 30 χρόνια και ο οποίος θεωρείται ένα απαραίτητο εργαλείο για την προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα. Τέλος, η ΕΤΒΑ κυκλοφορεί βιβλία που αποτελούν επιστημονικές μελέτες, μονογραφίες, διατριβές κ.λπ. στελεχών της ή και εξωτερικών συνεργατών. Προσφώνηση του κ. Στ. Παπαδόπουλου Η Σιμωνόπετρα, ο τόμος, είναι κατάθεση μαρτυρίας για τις προτεραιότητες των καιρών και τα οράματα των χορηγών -σ' αυτά αναφέρθηκε η κα Διοικήτρια. Η Σιμωνόπετρα-το Άγιον Όρος είναι κεφάλαιο παιδείας και μήνυμα ιστορίας, γι' αυτά μίλησε ο καθηγούμενος της Μονής π. Αιμιλιανός. Η Σιμωνόπετρα είναι επίσης, για όσους εργάστηκαν στην "οικοδομή" της, πόνος και ποίημα. Πόνος για τα μεγάλα κεφάλαια της ιστορίας του ελληνισμού και το επιστημονικό δυναμικό του που παραμένουν αναξιοποίητα, πόνημα -πολυετές και πολύμοχθοτων συγγραφέων, καλλιτεχνών και τεχνικών αλλά και των αδελφών της Μονής, που μας συμπαραστάθηκαν, και των συναδέλφων της ΕΤΒΑ και του Ιδρύματος, που έφεραν το υπηρεσιακό βάρος του εγχειρήματος. Η Σιμωνόπετρα, η μονή, είναι έργο επτά αιώνων, η Σιμωνόπετρα, ο τόμος, έργο πέντε ετών. Είκοσι τρεις επιστήμονες από τρία Πανεπιστήμια (Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ρεθύμνου), το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τρεις σιμωνοπετρίτες θεολόγοι μοναχοί (ο π. Αιμιλιανός και δύο αδελφοί) και τρεις κυρίες που υπερέβησαν -νοερά- το άβατο, επιχείρησαν την πρώτη στη διεθνή βιβλιογραφία σφαιρική παρουσίαση ορθόδοξης μονής. Κλήθηκαν και κατέθεσαν συνθέσεις των συμπερασμάτων τους από μακρά θητεία στον τομέα τους και, συχνά, από μακροχρόνια εργασία στη μονή. Σε τέσσερις καθηγητές Πανεπιστημίου, τους κ.κ. Ν. Οικονομίδη, Ι. Ταρνανίδη, Χρ. Πατρινέλη και Αντ. - Αιμ. Ταχιάο, οφείλουμε την ιστορία της- την επισκόπηση του φυσικού περιβάλλοντος στον καθηγητή κ. Δ. Κωτούλα' στον αρχιτέκτονα κ. Πλ. Θεοχαρίδη την αρχιτεκτονική του μοναστηριού και την οργάνωση της γύρω από αυτό περιοχής· στον αρχιτέκτονα κ. Στέφ. Νομικό την έρευνα της ύδρευσης, άρδευσης και υδρο-κίνησης και στον βυζαντινολόγο κ. Ιωακ.

Παπάγγελο την επισκόπηση των μετοχιών της. Ο μοναχικός βίος και η λειτουργική ζωή, στο τρίτο μέρος, γράφτηκαν από τον π. Αιμιλιανό και τον καθηγητή κ. Ι. Φουντούλη. Ακολουθεί, στο τέταρτο μέρος, η συστηματική παρουσίαση των κειμηλίων, όσων διέφυγαν από τρεις μεγάλες πυρκαγιές: των αργυρών από την ιστορικό της τέχνης κα Γιώτα Οικονομάκη - Παπαδοπούλου, των εικόνων από το βυζαντινολόγο κ. Σωτ. Κίσσα, των χρυσοκέντητων αμφίων από τη βυζαντινολόγο κα Μ. Θεοχάρη, των χαλκογραφιών -της πλουσιότερης στο Όρος μοναστηριακής συλλογής-από τον π. Ιουστίνο Σιμωνοπετρίτη, των αντιμηνσίων από τον π. Νείλο Σιμωνοπετρίτη, των πινάκων και χαρακτικών της λόγιας ζωγραφικής, που έχουν ως θέμα τους τη Σιμωνόπετρα, από την ιστορικό τέχνης κα Φ.-Μ. Τσιγκάκου. Τη σημασία του αρχείου και του επιγραφικού πλούτου της μονής τεκμηρίωσαν στο πέμπτο μέρος οι ιστορικοί κ.κ. Κρ. Χρυσοχοίδης (ελληνικά έγγραφα) και Δημ. Ναστάσε (ρουμανικά έγγραφα), ο καθηγητής κ. Β. Δημητριάδης (τουρκικά έγγραφα) και ο καθηγητής κ. Αθαν. Μαρκόπουλος (επιγραφές). Τέλος, τις συλλογές της βιβλιοθήκης σχολίασαν, στο έκτο μέρος, ο καθηγητής κ. Γρηγ. Στάθης (μουσικά χειρόγραφα) και οι ιστορικοί κ.κ. Κρ. Χρυσοχοΐδης (λοιπά χειρόγραφα) και Γιάννης Καράς (έντυπα). Τον τόμο κλείνει εξαντλητική τεκμηρίωση (σημειώσεις, βιβλιογραφία) και συμπληρώνουν χάρτες και σχέδια πρωτότυπα. Η συνοπτική απαρίθμηση των συνεργασιών του τόμου ελάχιστη εικόνα δίνει της σημασίας τους, του μόχθου προετοιμασίας και συντονισμού τους. Την πλουραλιστική πάντως πολυφωνία, που επιζητούν οι καιροί μας, ο τόμος την πέτυχε. Δεν ήταν εύκολο - κάθε άλλο. Αλλά το αποτέλεσμα δι-

καίωσε την προσπάθεια, και πιστεύουμε όλοι όσοι συντελέσαμε σ' αυτό- ότι ο τόμος αποτελεί ένα πρότυπο ομαδικής εργασίας, ένα μοντέλο για την πολυεπιστημονική μελέτη των σημαντικών πολιτισμικών μας κεφαλαίων που παραμένουν, τα περισσότερα, αναξιοποίητα από παιδευτική και πολιτική άποψη. Σ' αυτά και το Άγιον Όρος, το Αιγαίο και πολλά άλλα... Πλάι στους συνεργάτες-συγγραφείς, οι καλλιτέχνες και οι τεχνικοί δούλεψαν όσο και εκείνοι και, συχνά, ας τους το αναγνωρίσουμε, περισσότερο. Στο φωτογράφο Ανδρέα Σμαραγδή οφείλουμε όλη την εικονογράφηση του τόμου (2.500 λήψεις, 80 ημέρες επιτόπιας εργασίας). Απέγραψε με βαθιά ευαισθησία, και ίση επιτυχία, φύση, κτίσματα, έργα τέχνης, ζωή (διακονήματα και λατρεία) και το διαφορετικό του χώρου, του χρόνου, του τρόπου - την υπέρβαση. Ο ζωγράφος Τ. Κατσουλίδης, ως καλλιτεχνικός επιμελητής της έκδοσης, δάμασε το υλικό, έστησε το βιβλίο και επιμελήθηκε την εκτύπωση και βιβλιοδεσία του. Η κα Χρ. Σωτηροπούλου έφερε ηρωικά σε πέρας κάτι πολύ περισσότερο από την τυπογραφική επιμέλεια: ενοποίησε κείμενα, συντόνισε εργασίες, αναπλήρωσε παραλείψεις και καθυστερήσεις όλων μας, ήταν, στην πραγματικότητα, ένας δεύτερος διευθυντής της έκδοσης. Της οφείλουμε όλοι μας, και ο τόμος, πάρα πολλά. Οι κ.κ. Cox και Sol man μετέφρασαν στα αγγλικά ένα ευρύτατο φάσμα κειμένων, γεφύρωσαν με ευαισθησία δύο εποχές και δύο πολιτισμούς. Σε πολλούς άλλους, τέλος, οφείλουμε ευχαριστίες για σχέδια, χάρτες και σπάνιες φωτογραφίες, όπως και στον π. Ιουστίνο Σιμωνοπετρίτη, που βοήθησε, διακριτικά και αποτελεσματικά, παντού όπου και όταν χρειάστηκε. Ισότιμοι και ισάξιοι συντελεστές της παραγωγής του έργου οι τεχνικοί. Η κα Ειρή-


νη Σαμίου και οι συνεργάτριες της στοιχειοθέτησαν τα κείμενα, εγκαινιάζοντας μάλιστα στα ελληνικά τη χρήση των νέων στοιχείων "Κατσουλίδης". Ο κ. Θ. Πετρουλάκης και οι εξαιρετικοί συνεργάτες του τύπωσαν τον τόμο, τεκμηριώνοντας με αυτόν τα υψηλά ποιοτικά αποτελέσματα που μπορούν να επιτύχουν οι γραφικές τέχνες στην Ελλάδα. Ας κάνουμε, τέλος, και την οφειλόμενη ευμενή μνεία των συναδέλφων της ΕΤΒΑ και του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ που είχαν την ευθύνη του έργου. Ο όγκος, το πολυδιάστατο και η διάρκεια του στοίχισαν αντίστοιχο μόχθο και υπομονή. Σήμερα, θα μπορούσαμε κι εμείς -όπως και άλλοι σε ανάλογες περιπτώσεις- να πούμε ότι "αν ξέραμε πόσο κόπο θα μας στοιχίσει το βιβλίο, ίσως δεν θα το είχαμε αναλάβει". Τώρα όμως είναι πια αργά για να αλλάξουμε γνώμη. Τώρα όλοι -συγγραφείς, καλλιτέχνες, τεχνικοί και συνάδελφοι- μπορούμε να πούμε με ανακούφιση: "τέλος". Κρατούμε το μόχθο, την πείρα και την υπέρβαση του εαυτού μας -και της εποχής μας- και σας προσφέρουμε το αποτέλεσμα: ένα κεφάλαιο της εθνικής μνήμης. Και σας ευχαριστούμε που ήρθατε σήμερα να το αναδε-χθείτε. Προσφώνηση του Αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού Η πάγκοινος σημερινή σύναξις, που με ενθουσιασμόν και επιμέλειαν πραγματοποιεί η ΕΤΒΑ, συνεγείρει αληθινήν χαράν και βαθείαν συγκίνησιν διά πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι διά μιας, έχομεν την δυνατότητα να επικοινωνήσωμεν, να ίδωμεν αλλήλους, αλλήλοις φθεγγόμενοι: ποιμενάρ-χαι, εκκλησιαστικοί, πολιτικοί ιθύνοντες, επιστήμονες και λειτουργοί, αγαπητοί και φιλάγλαοι φίλοι, εκλεκτοί συνεργάται, άξιοι και χρηστοί της κοινωνίας μας. Και όλοι, με κοινόν χαρακτηριστικόν την αγάπην Σας και την εγκάρδιον προθυμίαν Σας διά το Αγιον Όρος, ειδικώτερα μάλιστα, κατά την εύσημον αυτήν ημέραν, χάριν της καθ' ημάς παλαιφάτου Μονής της Πέτρας του Αγίου Σίμωνος. Και δεύτερον, έχομεν, αυτήν την στιγμήν, την ευκαιρίαν να κατανοήσωμεν ότι ημείς, η συνοδεία μας, αυτό το σπιτικό μας, δεν είμεθα μόνον ημείς, είμεθα μία μεγάλη οικογένεια αυτού του πολυτάλαντου και πολύπαθους γένους μας, ένα σώμα που ξεδιψά από την ιδίαν πηγήν και ιστορεί ζωντανεύοντας την πορείαν του διά των μαρτύρων και των θυσιών. Δι' αυτό, εις το επίκεντρον του ενδιαφέροντος μας είναι το Όρος το ηγαπημένον, το κατάσκιον, το Όρος του Θεού, αυτό το Ορος που παραμένει το Αγιον Όρος της Πόλεως κατ' Ανατολάς, υπερπλατύνει δε την σκιάν του προς Δυσμάς και γίνεται το Όρος της χώρας μας, επάνω εις τα της οικουμένης όρη, ως θα έλεγε το αυτοκρατορικόν Τυπι-κόν και ούτως ειπείν, η χάρις αυτού του

Όρους και ο θησαυρός του, μας συνήγα-γον σήμερα επί το αυτό. Οθεν, προχωρώντας τον χαιρετισμόν μου αυτόν προς την εντιμοτάτην υμετέραν ομήγυριν, την οποίαν κοσμεί η λαμπρά αύτη καταστολή και σεμνή ευωχία, αισθάνομαι να εκφράσω χρεωστικήν ευγνωμοσύ-νην προς όλους Υμάς, τους πολυτίμητους αδελφούς, διά την βοήθειαν και συμπαρά-στασιν, ης ετύχομεν εις ημέρας δυσχερείς, ιδιαιτέρως δε προς την ερίτιμον κυρίαν Ευ-τυχίαν Πυλαρινού, την Διοικητήν της ΕΤΒΑ, και τους πολυφιλήτους προκατόχους της, οι οποίοι περιέβαλον, με την σπουδήν και το ενδιαφέρον τους, την έκδοσιν της Σιμωνόπετρας και εδώρησαν το πλείστον μέρος των Τόμων εις την Ι. Μονήν μας. Ωσαύτως, ευχαριστούμεν και όλους τους συμβαλόντας εις το πέρας αυτής της εργώδους προσπάθειας. Δεν αναφέρομεν κατ' όνομα αυτούς, αλλά τους φέρομεν εν ταις καρδίαις ημών, και τώρα και εις το μέλλον, επαναλαμβάνοντες τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου: "αυτός, ο Θεός, μνη-μόνευσον,ο ειδώς εκάστου την ηλικίαν και την προσηγορίαν... έκαστον και το αίτημα αυτού, οίκον και την χρείαν αυτού". Λοιπόν, όπως κάθε έργον, έτσι και ο Τόμος Σιμωνόπετρα αποτελεί εν πόνημα, και ταυτοχρόνως, εν άθλημα. Εν τοιούτον έργον, δοκιμάζει τους συμμετέχοντας, αλλά και δοκιμάζεται. Χρειάζεται να διανύ-ση όλον εκείνον τον χρόνον της κυοφορίας και να αντέξη εις τας εναλλαγάς των καιρών, ώστε να έχη την υπογραφήν και την σφραγίδα του χρόνου και να φανερωθή ο ώριμος καρπός, ο έτοιμος εις κοπήν, μεστός και παραμυθητικός. Και αν ο Τόμος ως όλον, συγκεντρώνη αυτά τα χαρακτηριστικά, ο έπαινος ανήκει εις τον Διευθυντήν του Πολιτιστικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ κύριον Στυλιανόν Παπαδόπουλον, ο οποίος "σύμπονος εγένετο ημίν" επί δέκα και εννέα έτη, μη φειδόμε-νος να εργάζεται νυκτός και ημέρας. Και ήδη, ο τόμος ελοχεύθη εκ προθέσεως της αδελφότητος, ως ελαχίστη παρου-σίασις των παρελθόντων χρόνων και της παρούσης καθημερινής ζωής. Η έκδοσις δεν θα ήθελε να είναι ένας διαθρυλητής του συναρπαστικού αγιορείτικου τοπίου, της ατμοσφαίρας και των κειμηλιακών θησαυρών, αλλά επιδιώκει να είναι παιδευτική, διασωστική και, ριψοκινδυνεύω να είπω, προφητική. Παιδευτική μεν διότι η πνευματική και πολιτιστική παράδοσις του μοναχισμού και του ελληνισμού, γνωρίζομε νη, οπτανομένη και απτομένη με τρόπον έγκυρον, εύλη-πτον και σαφή, αποτελεί τον μεγάλον οδη-γόν, την επίβασιν μιας ανανεωμένης συγχρόνου και δυναμικής παιδείας, άνευ της οποίας καλαί προθέσεις, οραματισμοί, προγραμματισμοί, επιτυχίαι φθείρονται και αποθνήσκουν. Διασωστική δε, επειδή όλος αυτός ο αιδέσιμος και μοναδικός πλούτος καταστρέφεται και αφανίζεται, όταν δεν τυγχάνη της αναλόγου στοργής και προστασίας. Πολύ δε περισσότερον, προφητική, διότι το θαυμαστόν Όρος, θησαυροφυ-

λάκιον μιας αδιάλειπτου ζωής, δράσεως, πολιτισμού και ιστορίας απετέλει και αποτελεί σύμβολον της διαχρονικής ενότητος του μεσαιωνικού ελληνισμού, ως φύλαξ της παραδόσεως, η οποία, με την σειράν της, γίνεται αείβλαστος, αείβρυτος και αει-γενής τροφοδότης ζωής και συνεχείας. Η αγιορείτικη πολιτεία, απ' αρχής της (οργανωμένης παρουσίας της, απεδείχθη πολυάνθρωπος, ισχυρά, με κύρος και επιρροήν εις την Κωνσταντινούπολη, ακτινοβολίαν εις ολόκληρον την αυτοκρατορίαν και, αξιοποιούσα τας απεριόριστους δυνατότητας της, κατέστη εν πανορθόδοξον πνευματικόν κέντρον, πόλος έλξεως του ορθοδόξου χριστιανικού κόσμου. Ιστορικός του Τόμου ευστόχως παρατηρεί, ότι η συνέχεια της απολεσθείσης αυτοκρατορίας μας ουδαμού φαίνεται καλύτερα, παρά εις το Αγιον Όρος. Τούτο, κυριαρχούμενον από τον ελληνόφωνον μοναχισμόν, αγκαλιάζει όλους τους ορθοδόξους, χωρίς διακρίσεις, με μόνον γνώμονα την ορθότητα της πίστεως και την παράδοσιν της Ρωμιοσύνης, ακριβώς, όπως και κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Και σήμερα, ο Άθως, τανύρριζος και τανύπτερος, βαστάζει εμπειρίαν αιώνων, χωρίς να χάνη τον προσανατολισμό ν του, και, ανανεούμενος, συνεχίζει να επηρεάζη τον κοινωνικόν βίον της χώρας μας και των λοιπών ορθοδόξων λαών, ακόμη και των ετερογλώσσων και ετεροδόξων, να αποκαλύπτη διηνεκώς την δύναμιν των πνευματικών αξιών και συμβόλων, τα οποία διαμορφώνουν εις κάθε Τόπον ένα ιδιαίτερον τρόπον ζωής και πολιτισμού, που μας διαφοροποιεί μεν, χωρίς να μας χωρίζη, μας καταξιώνει δε, χωρίς να μας απομονώνη. Το Αγιον Όρος κατορθώνει με την θαυμαστήν σύνθεσιν της προσωπικής ασκήσεως και της κοινοβιακής συνυπάρξεως να είναι σήμερα η πιο μεγάλη "εν ερήμω" ζώσα μοναστική κοινωνία, η οποία προσφόρως υπηρετεί την οικουμένην, με ένα δυναμικό ζωής, χάριτος, πλούτου θεϊκού, ενεργού προσευχής, με μίαν ολοκληρωτικήν ανάτασιν υπέρ της του κόσμου σωτηρίας. Και ερωτώμεν: Τι πιο πολύτιμον θα ημπορούσε να έχη το Εθνος μας; Οι λόγον υπέχοντες ημπορούν να εκτιμήσουν την πνευματικήν αυτήν ακρόπολιν εις την ακρώρειαν της μακεδόνικης γης και να στρέψουν το βλέμμα τους με ενδιαφέρον, προνοούντες, ελπίζοντες, αγαπών-τες το τιμαλφές πατρώον κειμήλιον, το οποίον Αλέξανδρος ο Μέγας, ως είναι γνωστόν, προβλεπτικώς το εθαύμασε και το επροστάτευσεν από τον αλαζονικόν οραματισμόν, ειπών: "Άφες το Όρος εις την ησυχίαν του". Η Σιμωνόπετρα μας, αποτελούσα μικρόν τμήμα του αγιορείτικου κορμού, δεν αρνείται να υπηρέτη με πιστότητα, με νεανικόν παλμόν, την ζέσιν της πνευματικής παραδόσεως, της μοναχικής βιοτής και της εκκλησιαστικής συνειδήσεως εις το των Πατέρων φρόνημα, τούτ' έστι την ελπίδα της ανθρωπινής ζωής. Οι στόχοι αυτοί ηθελήσαμεν να θεραπεύ-


ωνται και με την έκδοσιν του Τόμου, ως μία κοινοποίησις των θησαυρών και διαφύλαξις αυτών, έστω ως σύσσημον των πνευματικών αγαθών, της ευρωστίας του Περιβολιού της Παναγίας, της καθ' ημέραν ανημμένης Λυχνίας- της "δυναστείας" των αγίων Πατέρων που μας τροφοδοτούν αδιαλείπτως. Τούτο είναι κάτι' εις οβολός, μία πέτρα εις την σύγχρονον οικοδόμησιν, ένα κεράκι εις τας κρίσιμους ημέρας μας. Τελικώς, το Μοναστήρι, το Άγιον Όρος είναι θησαυρός. Οι θησαυροί ημπορούν και να χαθούν, να απολεσθούν, να ταφούν. Ακόμη και ημείς. Αφού και αυτή αύτη η πηγή της Ζωής, η Παναγία μας, εν μνημείω ετέθη και κλίμαξ εγένετο προς ουρανόν. Και ο Χριστός εν τάφω κατήλθεν, ο αθάνατος. Και εν τούτοις, "αύτη η δόξα της Εκκλησίας, ούτος ο πλούτος της Βασιλείας".

Η μαζική εφαρμογή της πολυκατοικίας ως κτιριακού μοντέλου για την ανοικοδόμηση μεταπολεμικά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των άλλων αστικών κέντρων της χώρας, με τις γνωστές πολεοδομικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκάλεσε, εγείρει εύλογα προς διερεύνηση το θέμα της αναζήτησης των όρων και των συνθηκών κάτω από τις οποίες διαμορφώθηκε η πολυκατοικία και γνώρισε την πρώτη εμπορευματική της ανάπτυξη. Το βιβλίο αυτό πραγματεύεται ακριβώς το στάδιο γένεσης της πολυκατοικίας στη σύγχρονη Αθήνα, που σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε ανάγεται χρονικά στο μεσοπόλεμο. Συγκεκριμένα, τότε άρχισε να κατασκευάζεται από ιδιώτες ένας πολυώροφος κτιριακός τύπος με διαμερίσματα κατοικίας. Η κατηγορία αυτών των κτιρίων αποκλήθηκε από τον Κυπριανό Μπίρη αστική πολυκατοικία, με την έννοια ότι προοριζόταν να κατοικηθεί από τα μεσοστρώματα της πόλης κατά οικονομικότερο τρόπο. Πράγματι, εάν μελετήσει κανείς τα στατιστικά δεδομένα της ανοικοδόμησης πολυώροφων κτιρίων στην Αθήνα, δηλαδή εκείνων των κτιρίων που διέθεταν τέσσερις ορόφους και άνω, θα διαπιστώσει ότι κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η ανοικοδόμηση τέτοιων κτιρίων ήταν πολύ μικρή. Ο μέσος ετήσιος δείκτης ήταν μόλις 3,7 για την πρώτη δεκαετία και 3,2 για τη δεύτερη. Αντίθετα, στις δύο επόμενες δεκαετίες, τις "μεσοπολεμικές", ο μέσος ετήσιος δείκτης έγινε 19,9 πολυώροφες κτιριακές μονάδες κατά τη δεκαετία του 1920 και 57,7 κατά τη δεκαετία του 1930. Γεγονός που ισοδυναμεί με σύνολο περίπου 800 πολυώροφων κτιρίων σε ολόκληρη τη μεσοπολεμική περίοδο, από τα οποία το

Σιμωνόπετρα, Άγιον Όρος, Έκδοση Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως, Αθήνα 1991, σ. 396. Μία μνημειώδης, εξαίρετη και πολύτιμη έκδοση για το τολμηρότερο οικοδόμημα του Αγίου Όρους, την σεβάσμια και ιερά μονή Σίμωνος Πέτρας, που έχει εισέλθει στον όγδοο αιώνα της ιστορίας της. Πρόκειται για έναν τόμο λίαν αξιόλογο που περιέχει ό,τι το σχετικό με την ιστορία, την παράδοση και τον κειμηλιακό πλούτο της μονής. Αποτελεί μάλιστα υπόδειγμα εργασίας όχι μόνο από εκδοτικής απόψεως αλλά και δαμασμού και καταμερισμού του όλου υλικού, μεγάλο μέρος του οποίου πρωτοδη-

85% αφορούσε χρήση κατοικίας και το υπόλοιπο 15% κτίρια ειδικών χρήσεων. Παρά τα μικρά σχετικά ποσοτικά μεγέθη κατασκευής πολυώροφων κτιρίων στην Αθήνα από τον ιδιωτικό τομέα, μία εμβάθυνση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την κατανόηση των μεταπολεμικών εξελίξεων στη διαδικασία παραγωγής κατοικίας στη χώρα μας. Εξετάζοντας τα δεδομένα της ποσοτικής ανάπτυξης του φαινομένου στη μεσοπολεμική Αθήνα, διαπιστώνεται ότι εμφανίζονται τρεις χρονικές υπο-ενότητες. Η πρώτη διαρκεί από το 1919 έως το 1927 με έτος - αιχμή το 1925, η δεύτερη από το 1928 έως το 1931 με έτος - αιχμή το 1930 και η τρίτη από το 1932 έως το 1941 με έτος αιχμή το 1936. Από άποψη χωροθέτησης, τα παραπάνω κτίρια εμφανίζονται κυρίως στην κεντρική περιοχή της πρωτεύουσας, πάνω σε ένα τόξο με νοητό άξονα τις λεωφόρους Βασ. Σοφίας - Πανεπιστημίου - Πατησίων τόξο που αρχίζει στο ύψος των Αμπελοκήπων και τελειώνει στο ύψος της πλατείας Κολιάτσου. Το επίκεντρο της κτιριακής αυτής συγκέντρωσης είναι οι πλαγιές του Λυκαβητού, η πλατεία Συντάγματος και η πλατεία Κοτζιά. Παράλληλα, πρατηρείται ότι τα πολυώροφα κτίρια που είχαν ειδικές χρήσεις ήταν, κατά κανόνα, συγκεντρωμένα στο παλαιό κέντρο της πόλης, ενώ εκείνα που κάλυπταν ανάγκες κατοικίας είχαν αναπτυχθεί σε ολόκληρο το τόξο που περιγράφηκε παραπάνω. Κρίσιμα ερωτήματα που ανακύπτουν στο σημείο αυτό από την εμφάνιση των αστικών πολυκατοικιών είναι τα εξής: (α) Ποιες ήταν οι αιτίες που επέβαλαν και διευκόλυναν την ανοικοδόμηση τους;

μοσιεύεται κι ερμηνεύεται, από πατέρες της μονής και ειδικούς επιστήμονες. Βαστώντας κανείς με συγκίνηση στα χέρια του τον πολύμοχθο αυτό τόμο σκέπτεται το πόσα μπορεί να κατορθώσει η συνεργασία, η αγάπη, η πίστη κι η γνώση και πόσα παρόμοια θησαυρίσματα κρύβει το πάγκαλλο της ευσέβειας προπύργιο Άγιον Όρος. Ο τόμος της αγαπητής Σιμωνόπετρας είναι σταθμός για όλες τις σχετικές εκδόσεις. Εγκάρδιες συγχαρητήριες ευχές στους θερμά κοπιάσαντες για την σπουδαία αυτή προσφορά. Από το διμηνιαίο αγιορείτικο δελτίο Το Πρωτάτον

(β) Πώς οργανώθηκε η διαδικασία παραγωγής τους; (γ) Ποια ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παραγόμενου κτιριακού προϊόντος; Ως προς το πρώτο ερώτημα, οι αιτίες για την αυξητική τάση που παρουσίασε η ανοικοδόμηση πολυώροφων κτιρίων αποδίδονται αφενός σε επενδυτικούς λόγους, αφετέρου στη ζήτηση για κατοικία που δημιούργησαν τα ανερχόμενα μεσαία στρώματα στο κέντρο της πόλης. Ο επενδυτικός χαρακτήρας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κατά την πρώτη περίοδο ανάπτυξης του φαινομένου, 1919-1927, η μεγάλη πλειοψηφία των ιδιοκτητών των κτιρίων αυτών, το 87,71%, ήταν εύποροι Έλληνες της διασποράς που, αφού αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στον ελλαδικό χώρο και μην έχοντας εναλλακτικές δυνατότητες επένδυσης των χρηματικών κεφαλαίων που έφεραν μαζί τους, μια και η οικονομική κατάσταση της χώρας δεν επέτρεπε ασφαλείς τοποθετήσεις στο Χρηματιστήριο, στράφηκαν στην κατασκευή πολυώροφων κτιρίων. Τοποθέτηση που τους εξασφάλιζε από την αρνητική πορεία της οικονομίας και τους απέδιδε ικανοποιητική πρόσοδο. Μάλιστα, από πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν, διαπιστώθηκε ότι η ενοικίαση αυτών των διαμερισμάτων πρόσφερε στους ιδιοκτήτες τους κέρδος τριπλάσιο από τον τραπεζικό τόκο για το αντίστοιχο χρηματικό κεφάλαιο. Κατά τη δεύτερη χρονική περίοδο, 1928-1931, παρατηρείται μία μεταλλαγή της σύνθεσης των ιδιοκτητών με την εμφάνιση μεγάλου αριθμού ντόπιων κεφαλαιούχων. Συγκεκριμένα, βρέθηκε να είναι ντόπιοι κεφαλαιούχοι το 44,45%, ομογενείς των παροικιών της διασποράς το 33,33% και εφοπλιστές το υπόλοιπο 11,11%. Στην πραγματικότητα οι ντόπιοι κεφαλαιούχοι ακολούθησαν το παράδειγμα των ομογενών της προηγούμενης περιόδου, όταν βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης που διήρκεσε από το 1929 έως το 1931. Τέλος, κατά την τρίτη χρονική πε-


ρίοδο, 1932-1941, η σύνθεση των ιδιοκτητών έγινε: 49,56% ντόπιοι κεφαλαιούχοι, 19,47% ομογενείς και 4,42% εφοπλιστές. Ως διευκολυντικοί παράγοντες της ανοικοδόμησης πολυώροφων κτιρίων κατά το μεσοπόλεμο θα πρέπει να αναφερθούν οι τεχνολογικές και αρχιτεκτονικές εξελίξεις που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα. Συγκεκριμένα, θεωρείται αποφασιστική η συμβολή της εισαγωγής του οπλισμένου σκυροδέματος στην εξέλιξη της κατασκευαστικής τεχνολογίας, τόσο για τη μείωση του κόστους που πετύχαινε, όσο και για τις ασφαλέστερες κατασκευές που συνεπαγόταν. Παράλληλα, η εισαγωγή του ανελκυστήρα, του θερμοσίφωνα και της κεντρικής θέρμανσης βοήθησαν στη δημιουργία ενός πολύ ελκυστικού "μοντέλου" κατοίκησης για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Σε ιδεολογικούς όρους, το μοντέλο αυτό το είχαν καταστήσει κεντρικό όραμα της νέας κοινωνίας τα συνέδρια της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου. Απόψεις που είχαν γίνει οικείες και στην Ελλάδα, γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από τη φιλοξενία του IV CIAM στον ελλαδικό χώρο, όσο και από την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε με αφορμή τις μικρές πολεοδομικές πυκνότητες στην Αθήνα και την ανάγκη για την καθ' ύψος ανάπτυξη της. Ως προς το δεύτερο ζήτημα, δηλαδή τον τρόπο διαμόρφωσης της διαδικασίας παραγωγής, το στοιχείο που θα πρέπει από την αρχή να επισημανθεί είναι το πολύ μεγάλο ποσοστό αποκλειστικής κυριότητας ανά πολυώροφο κτίριο από έναν ιδιοκτήτη. Αυτό έφτασε κατά το μεσοπόλεμο να αντιπροσωπεύει το 84,05% της συνολικής κτιριακής παραγωγής. Οπωσδήποτε εμφανίζονται διακυμάνσεις σ' αυτό, ανάλογα με τη χρονική υπο-περίοδο του μεσοπολέμου που εξετάζεται. Γεγονός που εύκολα μπορεί να αποδοθεί στις εξελίξεις του θεσμικού πλαισίου όσον αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Έτσι, ενώ κατά την πρώτη υπο-περίοδο, 1919-1927, η αποκλειστική ιδιοκτησία διαπιστώθηκε στο 100% των πολυώροφων κτιρίων, στη δεύτερη, 1928-1931, ανήλθε στο 88,89% των κτιρίων και στην τρίτη, 19321941, σε 73,45% αυτών. Παρατηρείται, δηλαδή, ότι η εισαγωγή του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας το 1929 δεν μεταφέρθηκε εύκολα στη διαδικασία παραγωγής των αστικών πολυκατοικιών. Όμως, θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι και μόνη η δυνατότητα που προσφέρθηκε για μερική πώληση ενός μεγάλου ακινήτου ήταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα γι'αυτούς που αποφάσιζαν να επενδύσουν στην οικοδομή. Η μικρή εφαρμογή του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, που επισημάνθηκε παραπάνω, θα πρέπει να αποδοθεί τόσο στη χαμηλή αποταμιευτική ικανότητα των μεσοστρωμάτων, όσο και στην έλλειψη ανάλογης οργάνωσης της αγοράς κατοικίας. Παρ' όλα αυτά, η δεκαετία του 1930 αποτέλεσε περίοδο πειραματισμού και προβληματισμού για την επινόηση τρόπων διευκόλυνσης της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η προσπάθεια εκφράστηκε μέσα από ορι-

σμένες μορφές τρόπων κατασκευής που έκαναν την εμφάνιση τους και έλκουν την καταγωγή τους στο θεσμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ο πρώτος τρόπος ήταν η ανοικοδόμηση της πολυκατοικίας από ομάδα σύμπραξης μικροκεφαλαιούχων, που έχοντας ως κύριο σκοπό την απόκτηση ιδιόκτητης στέγης με τη μορφή διαμερίσματος προέβαιναν σε συμφωνία μεταξύ τους και προχωρούσαν στην ανοικοδόμηση. Μ' αυτό τον τρόπο βρέθηκε ότι κτίστηκε το 7,03% του συνόλου των πολυώροφων κτιρίων και εμφανίζεται κυρίως στην περίοδο 1930-1934. Η σχετικά σύντομη εγκατάλειψη του από την πρακτική της οικοδομής αποδίδεται στις δυσκολίες που ανέκυπταν στη φάση συγκρότησης της ομάδας σύμπραξης και στη διάρκεια κατασκευής. Ο δεύτερος τρόπος ήταν το σύστημα της αντιπαροχής, που κατά κάποιο τρόπο προέρχεται από τον προβληματισμό που δημιούργησε, και από τον πρώτο τρόπο. Στην προκειμένη περίπτωση όμως ο οικοπεδούχος και ο εργολάβος κατασκευής είναι οι δύο πόλοι της διαδικασίας παραγωγής, που συμπράττουν έχοντας ως κύριο στόχο ο πρώτος την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου στη νέα οικοδομή και ο δεύτερος επιχειρησιακού αντικειμένου. Και αυτός ο τρόπος ακολουθήθηκε κατά το μεσοπόλεμο σε ποσοστό επίσης 7,03% και εμφανίζεται μετά το 1932, οπότε ο αρχιτέκτων Παναγής Μανουηλίδης μελέτησε με το σύστημα της αντιπαροχής την πολυκατοικία στη συμβολή των οδών Σκουφά και Σίνα στην Αθήνα. Ως προς το τρίτο ζήτημα, δηλαδή τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του παραγόμενου κτιριακού προϊόντος, θα πρέπει να επισημανθεί ο υψηλός ποιοτικός χαρακτήρας σε αρχιτεκτονικές και κατασκευαστικές προδιαγραφές. Συγκεκριμένα,

διαπιστώθηκε ότι το μέσο μέγεθος διαμερίσματος ήταν 171,31τ.μ. και ότι διέθετε το 40,4% της επιφάνειας του σε χώρους υποδοχής, ενώ βρέθηκε ότι ανά διαμέρισμα υπήρχαν μόνο 2,37 υπνοδωμάτια, και στο 89,55% δωμάτιο υπηρεσίας. Αυτοί οι στεγαστικοί δείκτες αποδεικνύουν, κατά τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι τα διαμερίσματα που διέθεταν οι αστικές πολυκατοικίες της μεσοπολεμικής Αθήνας ήταν σχεδιασμένα για να δεχτούν νοικοκυριά υψηλού εισοδήματος. Σε κτιριολογικούς όρους, διαπιστώθηκε ένας σταδιακός μετασχηματισμός της κάτοψης του διαμερίσματος κάτω από την επίδραση των μοντερνιστικών απόψεων. Πράγματι, κατά την υπο-περίοδο 1919-1927 παρατηρείται μία ελεύθερη διάταξη των διαφόρων λειτουργικών χώρων της κατοικίας γύρω από ένα ευρύχωρο χωλ. Κατά τη δεύτερη, 1928-1931, εμφανίζεται μία διάθεση για περισσότερο διαρθρωμένη κάτοψη, και κατά την τρίτη, 1932-1941, ένας σαφής διαχωρισμός των λειτουργικών ενοτήτων της κατοικίας, δηλαδή μεταξύ της ομάδας των χώρων υποδοχής, ύπνου και προετοιμασίας φαγητού. Σε μορφολογικούς όρους, διαπιστώνεται ότι αναπτύχθηκαν διαμετρικές τάσεις στις δύο μεσοπολεμικές δεκαετίες. Έτσι, η δεκαετία του '20 χαρακτηρίζεται από την έκφραση του εκλεκτικισμού στις όψεις των πολυκατοικιών της Αθήνας. Ενός εκλεκτικισμού που θα μπορούσε να θεωρηθεί φυσική προέκταση των μορφολογικών επιλογών των προηγούμενων δεκαετιών. Όμως, με το ξεκίνημα της δεκαετίας του '30 αρχίζει να διαφαίνεται μία διάθεση για απλοποίηση των κτιριακών μορφών, χωρίς βέβαια να παύουν να υπάρχουν παράλληλα οι παλαιότερες αισθητικές αντιλήψεις. Η τάση αυτή θα πρέπει να αποδοθεί τόσο στον κορεσμό από την έντονη διακοσμητική διάθεση που εξέφραζαν οι προηγούμενες εκλεκτικιστικές μορφές, όσο και στην ανάγκη για μείωση του κατασκευαστικού κόστους που υπαγόρευε η σταδιακή είσοδος στον οικοδομικό αυτό τομέα των αστικών μεσοστρωμάτων. Η διάθεση αυτή για απλοποίηση της μορφολογικής έκφρασης πολύ γρήγορα έλαβε τη διατύπωση που καθόρισε η μοντέρνα αρχιτεκτονική. Παρά το γεγονός ότι τα πρώτα μοντέρνα αρχιτεκτονήματα άρχισαν να σχεδιάζονται στην Ελλάδα πριν το 1933, το IV CIAM, που συνήλθε στον ελλαδικό χώρο, επηρέασε βαθύτατα την ευρεία διάδοση του μοντερνισμού μεταξύ κυρίως των νεότερων αρχιτεκτόνων. Έτσι, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια πραγματοποιήθηκαν ορισμένες από τις χαρακτηριστικότερες εφαρμογές μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην αστική πολυκατοικία της Αθήνας. Ως συμπέρασμα θα μπορούσε να διατυπωθεί ότι η γένεση της αστικής πολυκατοικίας στη μεσοπολεμική Αθήνα προκλήθηκε από την αδυναμία της εγχώριας οικονομίας να απορροφήσει σε άλλους τομείς το επαναπατριζόμενο παροικιακό κεφάλαιο. Η δραστηριότητα αυτή πρόσφερε στους


επενδυτές το διπλό πλεονέκτημα, της εξασφάλισης του κεφαλαίου τους και της προσπόρισης κέρδους από τη μίσθωση των διαμερισμάτων. Η κυριότερη κριτική που μπορεί να αναπτυχθεί ξεκινά από το γεγονός ότι κατά τη μεταπολεμική εφαρμογή του πολυώροφου κτιρίου διαμερισμάτων δεν λήφθηκαν υπόψη οι νέες συνθήκες, όπως διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο της έντονης αστικοποίησης που παρουσιάστη-

Το βιβλίο Ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία: τυπολογική και ιστορική διερεύνηση της Κωνσταντίνος Δεμίρη, είναι μία νέα έκδοση του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ. Πρόκειται για έργο που παρουσιάζει τα αποτελέσματα πολύχρονης έρευνας που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και στην Ελλάδα. Στόχος της εργασίας είναι η περιγραφή και ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης των κλωστοϋφαντουργείων στον ελλαδικό χώρο από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τις αρχές της δεκαετίας του '80. Ως εργαλείο ανάλυσης χρησιμοποιείται η τυπολογική μέθοδος. Βασική άποψη της συγγραφέως είναι ότι η αρχιτεκτονική ενός τόπου ή μιας συγκεκριμένης κατηγορίας κτιρίων δεν προβάλλεται μέσα από ορισμένα κτίρια αλλά μέσα από το σύνολο του κτισμένου περιβάλλο1 ντος αυτό αποτελείται από κτίρια που ελάχιστα μπορούν να θεωρηθούν αρχιτεκτονικά πρότυπα, και η πλειοψηφία τους βασίζεται σε δανεισμένα χαρακτηριστικά. Έτσι, επικεντρώνει την έρευνα σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα κατασκευασμένων κτιρίων, ανεξάρτητα από την αρχιτεκτονική σπουδαιότητα τους και τον αρχιτέκτονα που τα σχεδίασε. Το δείγμα αποτελείται από 56 κτίρια, που αντιπροσωπεύουν το 55% του συνόλου των κλωστοϋφαντουργείων που βρισκόταν σε χρήση το 1981, τη χρονιά που άρχισε η έρευνα. Η επιλογή των κτιρίων έγινε με βάση τρία κριτήρια που δεν έχουν αρχιτεκτονικό χαρακτήρα, όπως ο τόπος όπου είναι κτισμένο το εργοστάσιο, το μέγεθος της επιχείρησης στην οποία ανήκει και η εποχή κατασκευής του. Η εργασία, ξεπερνώντας τα πλαίσια μιας συμβατικής ιστορικής προσέγγισης, προσπαθεί να διευρευνήσει και να εφαρμόσει την τυπολογική μέθοδο ανάλυσης, επειδή τη θεωρεί ως πιο ολοκληρωμένη και περισσότερο κατάλληλη για τη φύση του περιγραφικού υλικού της έρευνας. Η αρχιτεκτονική των εργοστασίων γενικά δεν μπορεί να αναλυθεί και να αξιολογηθεί με βάση τα στυλ ή τους αρχιτέκτονες - δημιουργούς, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις ο σχεδιαστής είναι άγνωστος και συνήθως δεν "λειτουργεί" μέσα στα πλαίσια καθιε-

κε αρχικά στην Αθήνα και έπειτα στη Θεσσαλονίκη και στις άλλες μεγάλες πόλεις, με αποτέλεσμα να εφαρμοστεί ως κτιριακό μοντέλο σχεδόν αυτούσια η μεσοπολεμική αστική πολυκατοικία, δηλαδή με την πραγματοποίηση υψηλών εκμεταλλεύσεων επί του αστικού εδάφους και με κτιριοδομικούς κανόνες που δεν προέβλεπαν επαρκείς κοινόχρηστους και κατάλληλα διαμορφωμένους ακάλυπτους χώρους. Κατ' αυτή

ρωμένου αρχιτεκτονικού στυλ. Ο λόγος είναι ότι στα εργοστάσια γενικά, λόγω της φύσης τους -αυστηρά λειτουργικός προσδιορισμός της μορφής τους-, είναι πολύ μικρή η συνεισφορά του αρχιτέκτονα και περιορισμένο το πεδίο της αρχιτεκτονικής παρέμβασης. Το έργο διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται η εξέλιξη των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα ως σήμερα, και δίνεται έμφαση στην επίδραση τους στην ανάπτυξη της βιομηχανίας γενικά και του κλωστοϋφαντουργικού τομέα ειδικά. Το κεφάλαιο αυτό, βασικά εισαγωγικό, στόχο έχει να δώσει στον αναγνώστη την περιγραφή του πλαισίου μέσα στο οποίο εξελίχτηκαν τα ελληνικά κλωστοϋφαντήρια και να του προσφέρει τη βάση για να εντοπίσει και να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες της έρευνας. Στο δεύτερο κεφάλαιο περιγράφονται οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν το σχεδιασμό των κλωστοϋφαντουργείων και υπάρχουν "έξωθεν" του αρχιτέκτονα-σχεδιαστή: η διαδικασία παραγωγής και τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται, οι συνθήκες περιβάλλοντος στο χώρο παραγωγής, το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τη βιομηχανία και τις συνθήκες περιβάλλοντος στο

την έννοια, ενώ η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας στεγαστικός εκσυγχρονισμός για τη χώρα μας όταν εμφανίστηκε, πολύ σύντομα μεταβλήθηκε σε πηγή πολλών από τις σύγχρονες πολεοδομικές και περιβαλλοντικές παθογένειες, λόγω της αβασάνιστης μεταπολεμικής μαζικής εφαρμογής της. Μ. ΜΑΡΜΑΡΑΣ

εργοστάσιο και, τέλος, τα δομικά υλικά και οι κατασκευαστικές μέθοδοι. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται το δείγμα των 56 εργοστασίων. Στην αρχή παρουσιάζονται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η έρευνα και αναλύονται τα χαρακτηριστικά του δείγματος. Ο κορμός του κεφαλαίου είναι η περιγραφή των εργοστασίων με βάση τη μορφή τους, το δομικό τους σύστημα και την άρθρωση των χώρων τους. Το κεφάλαιο κλείνει με έναν κριτικό σχολιασμό των δυνατοτήτων και των περιορισμών της περιγραφής που προηγήθηκε και ανοίγει τη συζήτηση για την τυπολογική προσέγγιση. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθεί η διαδικασία για την τυπολογική διερεύνηση των κτιρίων του δείγματος. Στη συνέχεια, μέσα από αυτή τη διαδικασία εντοπίζονται οι τύποι, περιγράφονται αναλυτικά και κατατάσσονται με βάση τη γεωγραφική και τη χρονική τους εμφάνιση. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο ερμηνεύονται οι τύποι του προηγούμενου κεφαλαίου. Οι τύποι "ξαναδιαβάζονται" με ερμηνευτικό μάτι και εντοπίζεται η αφετηρία τους, το νόημα και οι σχέσεις τους. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιείται υλικό από τα δύο πρώτα κεφάλαια και διερευνώνται οι συνθήκες που επικρατούν στο χώρο της αρχιτεκτονικής πρακτικής και της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η μελέτη προσπαθεί να ξεφύγει από μία ανάλυση που βασίζεται σε κριτική και σχολιασμό μόνον όψεων και φωτογραφικών απόψεων των κτιρίων και συμπεριλαμβάνει στο δείγμα μόνον εργοστάσια για τα οποία υπήρχε ολοκληρωμένη σειρά σχεδίων. Έτσι, το έργο συνοδεύεται από την πλήρη σειρά βασικών σχεδίων του κάθε κτιρίου του δείγματος με τη μορφή σκίτσων στα οποία γίνονται συνεχείς αναφορές στο κείμενο.


Jacques Pinard, Η βιομηχανική αρχαιολογία, εκδ. Πολτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 168, εικ. 40, σχ. 10. Η έκδοση αυτή του ΠΤΙ ΕΤΒΑ έρχεται σε μία εποχή όπου τα κατάλοιπα του βιομηχανικού παρελθόντος, ακόμη και του πιο πρόσφατου, εξαφανίζονται, και είναι ανάγκη πλέον να συνειδητοποιήσουμε όλοι την τεχνολογική και διδακτική αξία που αντιπροσωπεύουν αρκετά από αυτά, κτίρια, μηχανές, αρχεία, ως μαρτυρίες εξαιρετικού ενδιαφέροντος για τις συνθήκες εργασίας και παραγωγής μιας ορισμένης εποχής, για τα τεχνικά μέσα της εποχής και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που τα γνώρισαν και τα χρησιμοποίησαν. Η μελέτη των χώρων και των εργαστηρίων όπου έζησαν οι άνθρωποι κατά το παρελθόν, η σπουδή των εργαλείων και των οργάνων που κατασκεύασαν ή απλώς χρησιμοποίησαν, έχουν ανυποψίαστες διαστάσεις ως προς τα μέσα που διέθεταν, τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που η ευφυία τους έθεσε σε ενέργεια και τις σχέσεις, σε όλες τις μορφές τους, που σύναψαν με τους ομοίους τους. Τα προϊόντα που κατασκεύασαν, οι συνθήκες μέσα στις οποίες εργάστηκαν ή έζησαν, οι ανταλλαγές στις οποίες επιδόθηκαν, αποτελούν περιοχές που σήμερα προσφέρονται προς μελέτη στον βιομηχανικό αρχαιολόγο. Η βιομηχανική αρχαιολογία, κατά τον J. Pinard, επιδιώκει να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από μία ιστορία των επιστημών και των τεχνικών, να αναπλάσει, με αφετηρία συγκεκριμένα στοιχεία, όλο τον υλικό και ανθρώπινο χώρο που περιβάλλει μία κοινωνία. Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος, "Τα κατάλοιπα της βιομηχανικής κληρονομιάς", αναφέρεται σε ό,τι συνεισφέρει στη γνώση της ιστορίας των παραγωγικών δραστηριοτήτων μιας χώρας (κατασκευές, εξοπλισμός, μηχανές, γραπτά ή προφορικά αρχεία), γιατί όχι μόνο τα κτίρια παραγωγής αλλά και τα εργαλεία και οι μηχανές, οι βιομηχανικοί εξοπλισμοί και οι κατοικίες του προσωπικού παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής και εργασίας κατά το παρελθόν. Για το λόγο αυτόν, αλλά και για την τεχνική τους πλευρά, πρέπει να μελετηθούν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διατηρηθούν μαζί με τα αρχεία, τα έντυπα και την προφορική παράδοση, που αποτελούν τη βάση κάθε γνώσης για τα αντικείμενα, τα μηχανήματα, τα κτίσματα, παρέχουν τα πειστήρια στις υποθέσεις που διατυπώνονται και στηρίζουν τις ερμηνείες που δίνονται για κάθε κατάλοιπο. Πρόκειται για τα πιο δύσκολα να ανιχνευτούν κατάλοιπα της βιομηχανικής κληρονομιάς, είναι όμως τα πιο πολύτιμα, προκειμένου να συμπληρωθούν και ερμηνευτούν οι πληροφορίες που παρέχουν τα ακίνητα και τα μηχανήματα. Μπορούν, μάλιστα, να εξαφανιστούν από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος. Επειδή οι χώροι έρευνας είναι πολύ εκτε-

ταμένοι, προκύπτει ως αναγκαία η εργασία ομάδας, δηλαδή η βοήθεια ειδικών διαφόρων επιστημονικών κλάδων, ιστορικών, γεωγράφων, εθνογράφων, κοινωνιολόγων κ.ά., για να τελεσφορήσει μία τέτοια έρευνα. Στο δεύτερο μέρος, "Οι μέθοδοι και οι στόχοι της έρευνας", ο J. Pinard αναφέρεται στο θέμα της σύγκρισης των πηγών και ειδικότερα της αναγνώρισης των χώρων, της επεξεργασίας χαρτών και σχεδίων και της διερεύνησης των αρχείων. Θεωρεί ότι ο καλύτερος τρόπος για να επανατοποθετήσουμε στον αρχικό του περίγυρο ένα αντικείμενο που ανακαλύφθηκε (εργαλείο, μηχάνημα, κτίριο) είναι να αναζητήσουμε τα στοιχεία που το συγκροτούσαν, προβαίνοντας σε αυτοψία του χώρου όπου ήταν εγκατεστημένο ή όπου είχε γίνει η επεξεργασία του, και να τα μεταφέρουμε, με τις μέγιστες δυνατές πληροφορίες που αφορούν το περιβάλλον του, σε ένα χάρτη ή σχέδιο, στη διάταξη που θα πρέπει να είχαν την εποχή χρησιμοποίησης του, αντιπαραβάλλοντας τις μαρτυρίες που επέτρεψαν την αναγνώριση της ταυτότητας του. Η προσφυγή σε αρχειακές πηγές βοηθά στην προώθηση αυτών των εργασιών, επιβεβαιώνοντας ή ακυρώνοντας τις αρχικές υποθέσεις. Η επιστημονική μελέτη του βιομηχανικού "μνημείου" πρέπει να περιέχει κριτική των πηγών, περιγραφή των διαφόρων τμημάτων του και αναφορά στον κοινωνικοοικονομικό περίγυρο. Απαραίτητο θεωρείται, κατά τον J. Pinard, να επανατοποθετηθούν οι κατασκευές και ο εξοπλισμός μέσα σε μία ιστορική προοπτική και να συγκριθούν με άλλα δείγματα, ώστε να αξιολογηθεί η πρωτοτυπία τους στο τεχνικό επίπεδο και η πρόοδος που αντιπροσωπεύουν σε σχέση με ό,τι προϋπήρχε.

Βάση κάθε συνθετικής μελέτης που αφορά έναν κλάδο της βιομηχανικής δραστηριότητας σε μία εποχή αποτελούν οι μονογραφίες ενός εργοστασίου ή εργαστηρίου που πρέπει να αναφέρουν τα διάφορα στάδια του παρελθόντος τους, τις εγκαταστάσεις με τον εξοπλισμό, το ρόλο τους στην παραγωγή και τις σοβαρές μετατροπές που υπέστησαν. Η συγκριτική μελέτη των μηχανημάτων και του εξοπλισμού ακολουθεί, καθώς και η ταξινόμηση τους σε κατηγορίες, όπως υλικό εξορυκτικών και μεταλλευτικών βιομηχανιών, βαριάς μεταλλουργίας και χημείας, μεταποιητικών βιομηχανιών και ανυψωτικών και μεταφορικών μηχανημάτων. Μέσα στις εγκαταστάσεις αυτές και γύρω από τα μηχανήματα ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος εργαζομένων που η βιομηχανική αρχαιολογία πρέπει να προσπαθήσει να ανασυστήσει. Τα κατάλοιπα της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι πραγματικά χρήσιμα για τη γνώση της ιστορίας των επιστημών και των τεχνικών μόνο όταν έχουν προσεκτικά καταγραφεί, μελετηθεί και διατηρηθεί. Ως προς τη διατήρηση πρέπει να γίνει μία επιλογή τόσο αντικειμενική όσο και ορθολογική. Γι' αυτό είναι αναγκαίο να εφαρμόζονται ορισμένες απλές μέθοδοι ανάλυσης και έκθεσης που θα επιτρέπουν να διατηρούνται, για τα απειλούμενα κτίσματα και αντικείμενα, ακριβείς και τεκμηριωμένες μελέτες, ποιοτικές αναπαραστάσεις και χαρακτηριστικά ενθυμήματα των μηχανών και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λειτουργούσαν. Στο τρίτο κεφάλαιο, "Δυνατότητες και πραγματώσεις κατά χώρα", διαπιστώνεται ότι έρευνες για τη βιομηχανική κληρονομιά μπορούν να διεξαχθούν σήμερα σε όλες τις χώρες του κόσμου: τις λιγότερο εκβιομηχανισμένες, τις παλιές "νέες" χώρες και τις παλιές βιομηχανικές χώρες. Δεν έχουν όμως όλες τις ίδιες δυνατότητες να μας παράσχουν πληροφορίες για την παλιά βιοτεχνική τους ανάπτυξη. Οι χώρες οι πιο καθυστερημένες θέτουν πολύ λίγες πληροφορίες στη διάθεση μας, αν και οι μεταβολές υπήρξαν, πολλές φορές, βαθύτατες με την έλευση των πρώτων βιομηχανιών. Οι παλιές "νέες" χώρες υπέστησαν τόσο γοργές μεταβολές ώστε είναι συχνά δύσκολο να επανεύρουμε αυθεντικά ίχνη όλων των σταδίων της εξέλιξης τους. Μόνο τα παλιά βιομηχανικά έθνη έχουν πλούσια "ενθυμήματα" της βιοτεχνικής και βιομηχανικής τους ανάπτυξης, παρόλο που και εδώ πολλά πράγματα εξαφανίζονται ή υποκαθίστανται πολύ γρήγορα. Απαιτείται λοιπόν, τελειώνει ο J. Pinara, άμεση δραστηριοποίηση, γιατί ίσως σε μερικά χρόνια μετανιώσουμε πικρά που δεν πράξαμε τα αναγκαία όσο ήταν ακόμη καιρός.

ΧΡ. ΚΑΠΙΟΛΔΑΣΗ - ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ


Rainer Slotta, "Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία," εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, σελ. 320, εικ. 133, σχ. 16. Ο Rainer Slotta πραγματεύεται στο βιβλίο του αυτό, σχεδόν αποκλειστικά, θέματα των ορυχείων, συμβάλλοντας στην αποσαφήνιση και βαθύτερη κατανόηση της συγκεκριμένης κατηγορίας μνημείων. Τα παραδείγματα, ωστόσο, που επιλέγει αποτελούν πρότυπα που μπορούν να μεταφερθούν και σε οποιαδήποτε άλλη κατηγορία μνημείων, και μάλιστα παρουσιάζονται σε μεγάλη έκταση και αναλύονται σε βάθος, γιατί ως πρότυπα δεν μπορούν να δεχτούν μονοσήμαντες ερμηνείες. Έτσι, η Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία αποτελεί μόνο φαινομενικά ένα βιβλίο για την αρχαιολογία των ορυχείων. Το βιβλίο αποτελείται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο, "Βιομηχανική αρχαιολογία και τεχνικά μνημεία", παρουσιάζεται το τεχνικό μνημείο ως αποτέλεσμα και συνισταμένη των πολιτισμικών επιδράσεων και ταυτόχρονα ως φορέας πληροφοριών για την οικονομία (σε τοπικό και εθνικό επίπε-

δο), την τεχνική, την ιστορία, την τέχνη και τη θρησκεία, για τις θετικές επιστήμες, την οικολογία, την ιατρική, το κλίμα και τη βοτανική, για τη γεωλογία και, τέλος, για τις κοινωνικές συνθήκες. Τα τεχνικά μνημεία εξετάζονται επίσης ως πηγή πληροφοριών για τις τεχνικές συνθήκες και εξελίξεις, τις οικονομικές συνθήκες μιας εποχής, στα πλαίσια της τότε πολιτικής κατάστασης, για τον κόσμο της εργασίας και ειδικά τις συνθήκες εργασίας στις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας και το άμεσο περιβάλλον της, για τις σχέσεις ανάμεσα στην εργοδο-

σία και τα συνδικαλιστικά κινήματα. Σε συνάρτηση προς αυτά εξετάζονται ακόμη θέματα για το δίκαιο των ορυχείων, τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις για την προστασία του περιβάλλοντος, για το δίκαιο κατοχής και ιδιοκτησίας. Τέλος, οι σχέσεις τεχνικής και τέχνης, οι ηθικοί και θρησκευτικοί κανόνες, που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τις κοινωνικο-πολιτισμικές συνθήκες ζωής των εργατών των ορυχείων και των συγγενών βιομηχανιών, είναι χώροι που δέχονται ερμηνείες από τα τεχνικά μνημεία. Στο δεύτερο κεφάλαιο, "Ιστορία και περιεχόμενο της βιομηχανικής αρχαιολογίας", παραθέτονται απόψεις σημαντικών εκπροσώπων της βιομηχανικής αρχαιολογίας στην Αγγλία και Γερμανία, που αναφέρονται στο περιεχόμενο της και συνθέτουν την ιστορία της, ανασκοπείται ειδικά η γέννηση της αρχαιολογίας, ορίζεται η συμβολή της στην ιστορία, τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα της διεπιστημονικής προσέγγισης της. Γίνεται επίσης ιδιαίτερη αναφορά στη Γερμανία, όπου οι δραστηριότητες της βιομηχανικής αρχαιολογίας διεξάγονται από μία πλειάδα φορέων και μεμονωμένων

προσώπων: έδρες πανεπιστημίων εργάζονται παράλληλα με μουσεία, συλλόγους και ερασιτέχνες, με υπηρεσίες προστασίας των μνημείων και κρατικές αρχές, κάτι που οφείλεται στην έλλειψη ενιαίας διεύθυνσης των δραστηριοτήτων. Στο τρίτο κεφάλαιο, "Τεχνικά μνημεία και μνημεία τέχνης", ο R. Slotta διαπιστώνει τις διαφορές και τα κοινά χαρακτηριστικά τους, διατυπώνει τα προβλήματα σύνταξης αρχείων, τεκμηρίωσης και συντήρησης των τεχνικών μνημείων, απαριθμεί τα στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν σημαντικά για την τεκμηρίωση της βιομηχανικής εξέλιξης και εστιάζει στις ιστορικές φωτογραφίες, που θεωρούνται εξέχοντα και πλούσια σε πληροφορίες τεκμήρια για την έρευνα της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Οι 133 φωτογραφίες που ακολουθούν συνθέτουν ένα φωτογραφικό άλμπουμ που αποδεικνύει ότι η βιομηχανική αρχαιολογία, ως μία πραγματικά ανθρώπινη επιστήμη, δεν περιορίζεται στην έρευνα των τεχνικών του παρελθόντος, αλλά ασχολείται και με την ανασύνθεση της ανθρώπινης ζωής.

Πρακτικά Β Τριημέρου Εργασίας, Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, σελ 312, εικ. 129, σχ. 30.

γωγή στις μεγάλες αγορές Ε. Κάτσα-Τομαρά: Παραδοσιακοί τρόποι μέτρησης στην αγροτική οικονομία του Ακρωτηρίου Ι. Τζαχίλη: Άνθρωποι και χώρος Κ. Παλυβού: Κάναβες και βαρελοποιία στο Ακρωτήρι Α. Σαρπάκη: Παραδοσιακές τεχνικές της αμπελουργίας Α. Ντούμα: Η αμπελοκαλλιέργεια ως μεταβαλλόμενη αγροτική δραστηριότητα Δ. Φιλιππίδης: Κάναβες και ρακιδιά στη Σαντορίνη Αγ. Τσελίκας: Το αμπέλι στα δικαιοπρακτικά έγγραφα της Σαντορίνης του 16ου και 17ου αιώνα.

Ο τόμος αυτός παρουσιάζει τις εισηγήσεις και συζητήσεις του Β' Τριημέρου Εργασίας, που οργάνωσε το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ στη Σαντορίνη, το Σεπτέμβριο του 1990, με χορηγία της Εταιρείας "Ι. Μπουράρης & Υιός" Α.Α.Ο.Ε. & Ε.Ε. Θέμα του ήταν η ιστορία του ελληνικού κρασιού. Είκοσι έξι ειδικοί συμμετείχαν στην πρώτη αυτή προσπάθεια πολυεπιστη-μονικής μελέτης ενός βασικού για τη ζωή της χώρας μας γεωργικού προϊόντος. Αρχαιολόγοι, εθνολόγοι, αρχιτέκτονες, ιστορικοί, οινολόγοι, οικονομολόγοι κ.ά. ανακοίνωσαν τα πορίσματα των μελετών τους και τεκμηρίωσαν τη σημασία του θέματος και το πολυδιάστατο μιας έρευνας, που, εάν συνεχιστεί συστηματικά, θα είναι πλούσια σε καρπούς. Οι ανακοινώσεις αποτελούν πέντε βασικές ενότητες που εικονογραφούνται πλούσια με φωτογραφίες και σχέδια. Ακρωτήρι Θήρας: Τα αμπέλια στη ζωή μιας κοινότητας Ν. Γιουσουρούμ: Από την τοπική πάρα-

ΧΡ. ΚΑΠΙΟΛΔΑΣΗ-ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Αμπελουργία και οινοποιία στην αρχαιότητα Αντ. Μαραγκού: Το εμπόριο του κρασιού στην αρχαιότητα Μ. Ξαγοράρη: Αμπελουργία, οινοποιία και χρήση κρασιού στη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη αγγειογραφία Ειρ. Μαραθάκη: Οινολογικές παραστάσεις σε αρχαία ελληνικά νομίσματα Αμπελουργία και οινοποία τον 19ο αιώνα Στ. Κουράκου-Δραγώνα: Η εξέλιξη του


ελληνικού αμπελώνα από την Εθνεγερσία μέχρι το Β' Παγκόσμιο πόλεμο Χρ. Αγριαντώνη: Η ελληνική οινοβιομηχανία τον 19ο αιώνα: από την αναζήτηση της ποιότητας στο σταφιδίτη Παν. Τουρνικιώτης: Κτίσμα και κρασί στη Σάμο και στην Αρκαδία Α. Μπρούσκου - Ζ. Παπαγεωργοπούλου: Οινοποιία Αϊδαρίνη στη Γουμένισσα: από την οικοτεχνία στη βιοτεχνία Δ. Ζήβας: Η παραδοσιακή οινοποιία στη Ζάκυνθο: κτίσματα, μέτρα, εξοπλισμός Ελ. Τσενόγλου: Οι βαρελάδες του Ηρακλείου

Αμπελουργία και οινοποιία κατά την Τουρκοκρατία Α. Ματθαίου: Το κρασί ως βασικό είδος διατροφής στην Τουρκοκρατία Δ. Γ. Αποστολόπουλος: Μέρες του 1707 ή ένα εγκώμιο του κόκκινου κρασιού Κ. Μητράκος - Σ. Παπράς: Ιστορικά στοιχεία για την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοποίηση στα Αμπελάκια Θεσσαλίας Σ. Αυγερινού-Κολώνια: Η ποτοποιίαοινοποιία και η αστική εξέλιξη της Πάτρας: η περίπτωση των λαϊκών ποτοπωλείων (1830-1930)

1. ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ

2. ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Δαμιανίδης Κ., Η ελληνική παραδοσιακή ναυπηγική (Ετοιμάζεται). Δεμίρη Κ., Tα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία. Ιστορική και τυπολογική διερεύνηση, Αθήνα 1992, σελ. 248, εικ. 145, σχ. 112. Κίζης Γ., Πηλιορείτικη οικοδομία (Κυκλοφορεί μέσα στο 1992). Κουφόπουλος Π. - Μαμαλούκος Στ., Προβιομηχανικά εργαστήρια μεταλλοτεχνίας στον'Αγιον Όρος (Ετοιμάζεται). Λεοντίδου Α., Πόλεις της σιωπής. Εργατικός εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα 1990, σελ. 392, εικ. 29. Μαρμαράς Μ., Η αστική πολυκατοικία της μεσοπολεμικής Αθήνας. Η αρχή της εντατικής εκμετάλλευσης του αστικού εδάφους, Αθήνα 1991, σελ. 324, εικ. 68, χάρτ. 13, σχ. 39. Νομικός Στ. - Οικονόμου Μ., Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας. Έρευνα εντοπισμού υδροκίνητων εγκαταστάσεων, Αθήνα 1990, σελ. 81 (ειδική έκδοση εκτός εμπορίου). Οικονόμου Α. - Ρηγίνος Μ. - Παπαδόπουλος Στ. - Γκαγκούλια Π. - Λούβη Ασπ., Σηροτροφία στο Σουφλί (Κυκλοφορεί μέσα στο 1992). Παπαγιαννοπούλου Ευδ., Η Διώρυγα της Κορίνθου. Τεχνικός άθλος και οικονομικό τόλμημα, Αθήνα 1990, σελ. 168, εικ. 25. Παπαδόπουλος Στ. - Φλωρεντής Χρυσ., Το νεοελληνικό αρχείο της μονής Ιωάννου του Θεολόγου ως ιστορική πηγή για την τέχνη και την τεχνική της περιόδου 17ου19ου αι. (Τόμος Α'), Αθήνα 1991, σελ. 432. Πετρόχειλος Γ., Foreign Direct Investment and the Development Process: The Case of Greece, Εκδ. Avebury, Aldeshot Brookfield USA - Hong Kong - Singapore -Sydney, Αθήνα 1990, σελ. 200. Συναρέλλη Μ., Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα, 1830-1880, Αθήνα 1990, σελ. 264, εικ. 20. Φιλιππίδης Δ., Καυταντζόγλους. Η ζωή και το έργο του Λύσανδρου Καυταντζόγλου 1811-1885 (Ετοιμάζεται).

Cipolla Carlo Μ., Η Ευρώπη πριν από τη βιομηχανική επανάσταση: Κοινωνία και οικονομία 1000-1700 μ.Χ. (συνεπιχορήγηση με το "θεμέλιο"), Αθήνα 1988, σελ. 273. Pinard Jacques, Η βιομηχανική αρχαιολογία, Αθήνα 1992, σελ. 168 + κ', εικ. 50. Russo Francois, Εισαγωγή στην ιστορία των τεχνικών, Bibliothèque Scientifique Albert Blanchard, Παρίσι 1986 (Ετοιμάζεται). Slotta Pi., Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία, Αθήνα 1992, σελ. 236, σχ. 16, εικ. 132.

Πρακτικά Τριημέρου Εργασίας για την "Ιστορία της Νεοελληνικής Τεχνολογίας", Αθήνα 1991, σελ. 271, εικ. 34, σχ. 6. Πρακτικά Τριημέρου Εργασίας για την "Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού", Αθήνα 1992, σελ. 312, εικ. 129, σχ. 30.

3. ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

7. ΔΕΛΤΙΟ

Γεωργίου Χαριτάκη. Έργων επιτομή. Εισαγωγή και επιμέλεια Μαργ. Δρίτσα, Αθήνα 1991, σελ. 564. Moraitinis Ρ.Α., La Grèce telle qu'elle est. Εισαγωγή Χρ. Αγριαντώνη, Αθήνα 1987, σελ. 606. Παπαδόπουλος Ν., Ερμής ο Κερδώος, ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια. Εισαγωγή: Τρ. Σκλαβενίτης, Αθήνα 1990, Α' τόμος σελ. 346, Β' τόμος σελ. 412, Γ' τόμος σελ. 482, Δ' τόμος σελ. 456 και Παράρτημα ανατύπωσης (εκδιδόμενο για πρώτη φορά) σελ. 184. Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός του έτους 1861. Εισαγωγή: Γιάννης Μπαφούνης, Αθήνα 1991, σελ. 180.

"Τεχνολογία" (Ενημερωτικό Δελτίο του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ), τεύχη 1ο (1987), 2ο (1988), 3ο (1989), 4ο (1990/1991). Ετοιμάζεται το 5ο και 6ο τεύχος (1992).

Αμπελουργία και οινοποιία στο Βυζάντιο Ι. Παπάγγελος: Άμπελος και οίνος στη μεσαιωνική Χαλκιδική Αγγ. Λιβέρη: Καλλιέργεια αμπελιού και παραγωγή κρασιού στην παλαιοχριστιανική και βυζαντινή τέχνη Ι. Παπάγγελος - Στ. Μαμαλούκος: Το βαγεναρείο της μονής Ιβήρων Ζ. Παπαγεωργοπούλου - Α. Μπρούσκου: Το κουρμπάνι του αγίου Τρύφωνα στη Γουμένισσα Στ. Παπαδόπουλος: Συμπεράσματα

4. ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΑ Τα ελληνικά δάση, διεύθ. έκδ. καθ. Δ. Κωτούλας. (Κοινή έκδοση με το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας), Αθήνα 1989, σελ. 96, εικ. 62. 5. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΙ ΟΔΗΓΟΙ Ζαφειροπούλου Φωτ. - Δροσογιάννη Φαν. - Οικονόμου Ανδρ., Σάμος - Ικαρία Φούρνοι (Ετοιμάζεται).

Μπακιρτζής Χ. - Τριαντάφυλλος Δ., Θράκη, Αθήνα 1988, σελ. 80, εικ. 35. Bakirtzis Ch. - Triantaphyllos D., Thrace, Αθήνα 1988, σελ. 80, εικ. 35 (και γαλλική και γερμανική έκδοση). 6. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΩΝ


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Ελληνικές εκδόσεις Αναστασόπουλος Γ., Ιστορία της Ελληνικής Βιομηχανίας 1880-1940, τ. Α' (18401884), Β' (1885-1922), Γ' (1923-1940), εκδ. Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία Α.Ε., Αθήνα, σελ. 1634+κ'+κδ'. Ανδρεάδης Μ. Ανδρ., Έργα, τ. Ι. Ελληνική Οικονομική Ιστορία, τ. 11 Μελέται επί της συγχρόνου ελληνικής δημόσιας οικονομίας, τ. Ill Ανάλεκτα, εκδ. Νομική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, τ.Ι (1938), τ.ΙΙ (1939), τ. Ill (1940), σελ. τ. Ι 792, τ. II 652, τ. Ill 432. Από τον Γουτεμβέργιο στο DTP (Desk Top Publishing), εκδ. Γεν. Γραμ. ΙσότηταςΣύνδ. Εκδ. Βιβλίου, Αθήνα 1992, σελ. 240. ΑΡΙΑΔΝΗ, Επιστημονική επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, τ. 1ος (1983), τ. 2ος (1984), τ. 3ος (1985), τ. 4ος (1988), Ρέθυμνο. Αρκαδία - ιστορία - λαογραφία - τέχνη σύγχρονη ζωή, εκδ. Ιωάν. Ζ. Ζαχαροπούλου, Τρίπολη, σελ. 104. Αρχιτεκτονικά θέματα 25(1991), εκδ. "Ορ. Δουμάνης", Αθήνα, σελ. 204. Αφιέρωμα στον Νίκο Σβορώνο, τ. 2ος, έκδ. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 1986. Βάρδα Χρ. (επιμ.), Τα αρχεία της Γενναδίου Βιβλιοθήκης, εκδ. Γεννάδιος Βιβλ.Αμερικανική Σχολή, Αθήνα 1991, σελ. 18. Βέγλερης Φ., Δαμιανάκος Σ., Καζάκος Π., Καλαφάτης Θ. κ.ά., Κοινότητα, κοινωνία και ιδεολογία. Ο Κων/νος Καραβίδας και η προβληματική των κοινωνικών επιστημών, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1990, σελ. 376. Βερναρδάκης Α.Ν., Περί του εν Ελλάδι εμπορίου, εκδ. Δ. Καράβια, Αθήνα 1990, σελ. 380 +XXVI. Braudel F., Μεσόγειος Α. Ο ρόλος του περίγυρου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σελ. 510. Γλύστρας Νίκος, Οικονομικές σκέψεις (1986-1990), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1991. Γορτυνιακόν Ημερολόγιον, τεύχ. Γ' (1948), Δ' (1949), ΣΤ' (1951), Ζ' (1952), εκδ. Παρ. Κοντοέ - Αγγ. Γ. Ηλιοπούλου εφημ. "Η φωνή της Γορτυνίας, "Αθήνα. Δελτίο Ελληνικής Βιβλιογραφίας, αρ. 3 (Οκτ.-Δεκ. 1991), αρ. 4 (Ιαν.-Μάρτ. 1992), Αθήνα. Δεμίρη Κων., Τα ελληνικά κλωστοϋφαντουργεία, εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, σελ. 248. Δημόσια αρχεία-αρχειακές συλλογές (Ιούν. 1989 - Μάρτ. 1990), αρ. 17, εκδ. Βιβλιοθήκη ΓΑΚ, Αθήνα 1990, σελ. 80. Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος 1992, εκδ. Αποστολική Διακονία, 1992. Δρακάτος Κ., Κείμενα για την ΕΤΒΑ (1989-1991), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1991, σελ. 148. Εθνογραφικά 6(1989), εκδ. ΠΛΙ, Αθήνα 1989, σελ. 200. Ελληνικά Δάση, εκδ. Μουσείο Γουλανδρή - ΚΙ. ΕΤΒΑ, Αθήνα 1989, σελ. 96. Ενημερωτικό Δελτίο, τεύχ. 1 (Οκτ. 1990), τεύχ. 3 (Ιούν. 1991) τεύχ. 4 (Νοέμ. 1991), εκδ. ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα. Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελ-

ληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τ. Ε'(1945-49), ΙΖ' (1964), ΙΗ'-ΙΘ' (1965-66), εκδ. Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα. Επετηρίδα των Γενικών Αρχείων του Κράτους (1990), Δ/νση: Ν. Καραπιδάκης, εκδ. ΓΑΚ, Αθήνα 1991, σελ. 192. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών numéro special 1990 (74 Α), εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα, τεύχ. 74(1989), 75 (1989), ειδικό τεύχος, Καλοκαίρι 73Α, 75Α (1990). ΕΣΥΕ Πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφή της 5ης Απριλίου 1981, εκδ. ΕΣΥΕ, Αθήνα 1982, σελ. 192. ΕΣΥΕ, Λεξικό των Δήμων, Κοινοτήτων και Οικισμών της Ελλάδος, εκδ. ΕΣΥΕ, Αθήνα 1984, σελ. 344. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Εικοσαετία 1971-1991, εκδ. Περ. Μνήμων, Αθήνα 1992, σελ. 96. Ευελπίδης Χρ., Η γεωργία της Ελλάδος. Οικονομική και κοινωνική άποψις, εκδ. "Ο Λόγος", Αθήνα 1944, σελ. 192. Ιστορία της νεοελληνικής τεχνολογίας. Α' Τριήμερο Εργασίας, Πάτρα 21-23 Οκτωβρίου 1988, εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ-Νομαρχία Αχαΐας, Αθήνα 1991, σελ. 272. Ιστορία του ελληνικού κρασιού. Β' Τριήμερο Εργασίας, Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ-Εταιρεία Ι. Μπουτάρης και Υιός ΑΑΟΕ και ΕΕ, Αθήνα 1992, σελ. 312. Hobsbawn E.J., Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1990, σελ. 448. Κανδήλη Ι., "Το ψωμί στη ζωή των Ελλήνων" (ανατ. από το περ. Βιομηχανική Επιθεώρησις), Αθήνα, Οκτ. 1982, σελ. 4. Κανδήλη Ι., Ο ελληνικός άρτος. Τρόπος παρασκευής και ποιότης αυτού. Η ζύμη είναι ο κυριώτερος παράγων επιτυχούς αρτοποιήσεως, Αθήνα 1963, σελ. 16. Κανδήλη Ι., "Ο άρτος ημών ο επιούσιος...." (ανατ. από το περ. Βιομηχανική Επιθεώρησις), Αθήνα, Νοέμ.-Δεκ. 1985, σελ. 4. Κανδήλη Ι., Συμβολή διά την πρόοδον της σιτοκαλλιέργειας εις την Ελλάδα, την βελτίωσιν της ποιότητος του παραγόμενου σίτου και την παρασκευήν ποιοτικώς καλυτέρου άρτου, Αθήνα 1986, σελ. 48. Κανδήλη Ι., "Ο άρτος μετά προσμίξεως σταφιδίνης" (ανατ. από το περ. Χημικά Χρονικά, τ. 34, τεύχ. 4-5) Απρ.-Μάιος 1969, σελ. 20. Κανδήλη Ι., "Η ποιοτική βελτίωσις του ελληνικού σίτου διά της μεθόδου της υγροθερμικής κατεργασίας" (ανατ. από το περ. Χημικά Χρονικά), Αθήνα, Οκτ.-Νοέμ. 1972, σελ. 32. Κανδήλη Ι., "Ο άρτος και η τεχνική της κατασκευής του εν Ελλάδι", (ανατ. από το περ. Βιομηχανική Επιθεώρησις), Αθήνα, Ιούλ.-Αύγ. 1964, σελ. 36. Καραβίδας Κ.Δ., Γεωοικονομία και κοινοτισμός. Συλλογή κειμένων, εκδ. ΑΤΕ, Αθήνα 1980, σελ. 216. Καραβίδας Κ.Δ., Αγροτικά. Μελέτη συγκριτική, εκδ. ΑΤΕ, Αθήνα 1991, σελ. 724.

Καράγιωργας Σάκης κ.ά., Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα, τ. Α', τ. Β', εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα 1990, σελ. 887. Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλέκα, Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917. Ένα ορόσημο στην ιστορία της πόλης και την ανάπτυξη της ελληνικής πολεοδομίας, εκδ. Δήμος Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985-86, σελ. 248. Καραπιδάκης Ν. (διεύθ.), Δημόσια Αρχεία-Αρχειακές συλλογές (Οκτ. 1990-Μάρτ. 1991), εκδ. Βιβλιοθήκη ΓΑΚ, Αθήνα 1991, σελ. 96. Κουκούλα Κική, Η ιδέα της κηπούπολης στην ελληνική πολεοδομία του Μεσοπολέμου, εκδ. ΑΠΘ - Πολυτεχνική Σχολή, Παράρτημα αρ. 4 του τ. IB', Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 332 + χάρτης. Καυκούλα Κ., Παπαμίχος Ν., Χαστάογλου Β., Σχέδια πόλεων στην Ελλάδα, εκδ. ΑΠΘ-Πολυτεχνική Σχολή, Παράρτημα αρ. 15 του τ. IB, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 240. Koder J., "Επαγγέλματα σχετικά με τον επισιτισμό στο Επαρχιακό Βιβλίο" (ανατ. από τον τ. Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου "Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο", Αθήνα 15-17 Σεπτεμβρίου 1988, εκδ. ΚΒΕ/ ΕΙΕ, σελ.361-372. Κοντομίχη Π., Τα γεωργικά της Λευκάδας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1985, σελ. 248. Κρεμμυδάς Β., Συγκυρία και εμπόριο στην προεπαναστατική Πελοπόννησο (17931821), εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1980, σελ. 272. Κτενιάδη Ν.Σ., Οι πρώτοι ελληνικοί σιδηρόδρομοι. Πρωτότυπος ιστορική μελέτη, εκδ. Τυπογρ. Γ.Η. Καλλέργη, Αθήνα 1936, σελ. 184. Κόλλιας Ταξ., "Η πολεμική τεχνολογία των βυζαντινών" (ανατ. από το περ. Δωδώνη, τ. ΙΗ', τεύχ. 1 (1989), Ιωάννινα, σελ. 44. Κουμαριανού Αικ., Δρούλια Α., Layton Ento, Το ελληνικό βιβλίο 1476-1830, εκδ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σελ. 386. Κούκος Μ., "Ο πρώτος ιστορικός της Θράκης Κων/νος Γ. Κουρτίδης" (ανατ. από τον 1ο τόμο της Θρακικής Επετηρίδας), Κομοτηνή 1980, σελ. 205-218. Κωστής Κώστας, Αγροτική οικονομία και Γεωργική Τράπεζα. Όψεις της ελληνικής οικονομίας στον Μεσοπόλεμο (1919-1928), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987, σελ. 416. Λαογραφία, τ. ΛΕ' (1990), εκδ. ΕΛΕ, Αθήνα 1990, σελ. 552. Limousin Odile, Μία φέτα ψωμί, εκδ. Αστ. Δεληθανάσης (Gallimard), Αθήνα 1985, σελ. 18. Limousin Odile, Η ιστορία του χαρτιού, εκδ. Αστ. Δεληθανάσης, Αθήνα 1985, σελ. 18. Λούκος Λάμπης, Νερόμυλοι. Μελέτη ιστορική και λαογραφική, εκδ. Λούκος Λάμπης, Πάτρα 1985, σελ. 116. Λουκόπουλος Δ., Αιτωλικαί οικήσεις, σκεύη και τροφαί, εκδ. Δωδώνη, ΑθήναΓιάννινα 1984, σελ. 148. Λουκόπουλος Δ., Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα-


Γιάννινα 1985 (2η έκδ.), σελ. 158. Λουκόπουλος Δ., Θέρμος και Απόκουρο. Ιστορία-Αρχαιολογία-Λαογραφία, εκδ. Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1990 (2η έκδ.), σελ. 408. Μακρής Γ.Α., Παπαγεωργίου Στ., Το χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας στο κράτος του Αλή Πασά Τεπελενλή. Ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και απόπειρα δημιουργίας ενιαίας αγοράς, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1990, σελ. 240+χάρτες. Μανσόλας Αλέξ., Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, εκδ. Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Νότη Καράβια (επανέκδ.), α' έκδ. Αθήνα 1867, επανέκδ. 1980, σελ. 216. Μηλιαράκης Αντ., Ελλήνων Βιβλιογραφία, 1800-1884. Ιστορική, Γεωγραφική, Αρχαιολογική, Λαογραφική (επανέκδ.), εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Κουλτούρα, Αθήνα 1981, α'έκδ. 1989, σελ. 130. Μητροφάνης Γ., Η κίνηση των τιμών του σταριού στην Ελλάδα. Εξωτερικό εμπόριο και κρατική παρέμβαση (1860-1912), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σελ. 166. Μηχιώτης Χ., Τυμφρηστός και Τυμφρήστιοι. Γεωγραφική-Χωροταξική-ΙστορικήΟικονομική-Πολιτιστική προσέγγιση, εκδ. Κασταλία, Αθήνα, σελ. 296. Μουγογιάννης Γιάννης, Πτυχές του βολιώτικου πολιτισμού 1940-1990, εκδ. Ώρες, Βόλος 1992, σελ. 256. Μουσείον της πόλεως των Αθηνών. Όψεις της Αθήνας πριν και μετά το 1821, εκδ. Μουσείο Βούρου-Ευταξία, Αθήνα 1990. Μπεκιάρογλου-Εξαδακτύλου Αικ., Κώδικες Μητρόπολης Ανδριανούπολης (18891911). Περιγραφή και αναλυτικά περιεχόμενα των κωδίκων (ΓΑΚ, Κ. 213), εκδ. Βιβλιοθήκη ΓΑΚ, Αθήνα 1991, σελ. 112. Νικηφόρου-Τεστόνε Αλίκη, Αρχείο εκτελεστικής αστυνομίας (1816-1866), συνοπτικό ευρετήριο, εκδ. Ιστορικό Αρχείο Κέρκυρας, Κέρκυρα 1991, σελ. 296. Νομικός Στ. , Οικονόμου Μάχη, Ερευνα εντοπισμού υδροκίνητων εγκαταστάσεων, εκδ. ΠΤΙ. ΕΤΒΑ, Αθήνα, Οκτ. 1988 - Ιαν. 1989, σελ. 81. Οδηγός Βιβλιοθηκών Ελλάδος, εκδ. "Η βιβλιοεμπορική", Αθήνα, σελ. 180. Οικονομοπούλου Α., "Οι υδροπρίονες εν Ελλάδι. Κατασκευή, λειτουργία και σημασία αυτών διά την δασικήν εκμετάλλευσιν" (ανατ. από το περ. Μηνιαίο Δασικό Περιοδικό), εκδ. Τύποις Α. Φραντσεσκάκη και Α. Κάίτατζή, Αθήνα 1925, σελ. 93. Παγκάκη Γρ., Οργάνωση και διοίκηση του περιφερειακού προγραμματισμού, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1990, σελ. 176. Πανόραμα της Αθήνας 1812, εκδ. Κτηματική Τράπεζα, Αθήνα 1989. Παντελάκης Νίκος, Ο εξηλεκτρισμός της Ελλάδας. Από την ιδιωτική πρωτοβουλία στο κρατικό μονοπώλιο (1889-1956), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σελ. 564. Παπάιωάννου Ιωάν., "Το δάσος ως πηγή ενέργειας" (ανατ. από το περ. Μηνιαίο Δασικό Περιοδικό), Αθήνα 1928. Πρακτικά του Α' Διεθνούς Συμποσίου "Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο. Τομές και συνέχειες στην ελληνιστική και ρωμαϊκή παράδοση", εκδ. ΚΒΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1989, σελ. 769.

150 χρόνια "Παυλίδης" 1841-1991. Εκθεση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, 25 Σεπτεμβρίου - 4 Οκτωβρίου, Αθήνα. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις: Αχαϊκά, Αρκαδικά, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1980, σελ. 554. Πετρονώτης Αργύρης, Οικισμοί και αρχιτεκτονικά μνημεία στην ορεινή Γορτυνία (Αρκαδία), εκδ. TEE, Αθήνα 1975, σελ. 180. Πικιώνης Δ., Αφιέρωμα στα εκατό χρόνια από τη γέννηση του, εκδ. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1989, σελ. 275. Πικραμένου-Βάρφη Δημ., Ο Σπυρίδων Παυλίδης και το Γλυκυσματοποιείον του. Τα πρώτα χρόνια της πρώτης ελληνικής βιομηχανίας, εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα 1991, σελ. 208. Pinard Jacques, Η βιομηχανική αρχαιολογία (μετ. Γ. Σπανός), εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1991, σελ. 168. Πλουμίδης Γεώργιος, Διάγραμμα των αρχειακών πηγών της Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδ. Βιβλ. Διονυσίου Νότη Καράβια, Αθήνα 1983, σελ. 44. Πολέμη Πόπη, Η βιβλιοθήκη του ΕΛΙΑ. Ελληνικά Βιβλία 1864-1900. Πρώτη καταγραφή, εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα 1990, σελ. 512. Πεπραγμένα Δ'Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειο, 29 Αυγ. - 3 Σεπτ. 1976), εκδ. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Αθήνα 1980-81. Πρόσωπα και Τοπία. 41 Έλληνες Ζωγράφοι, εκδ. Κτηματική Τράπεζα, Αθήνα 1989. Πώς γίνεται το ψωμί, εκδ. Διακάκη, Αθήνα, σελ. 8. Πώς γίνεται το μετάξι, εκδ. Διακάκη, Αθήνα. Ρούνιος Κωνσταντίνος, Ιστορία της Στεμνίτσης ή του αρχαίου Υψούντος, Αθήνα 1971. Σακελλαρίου Μ.Β., Η Πελοπόννησος κατά την Β' Τουρκοκρατία (1712-1821), εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978, σελ. 310. Σακελλαρίου Μ.Β. (γενική επιμέλεια), Μακεδονία. 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, εκδ. Εκδοτική Αθηνών Αθήνα 1990, σελ. 578. Σιδερής Νικ., Η ελληνική βιομηχανία. Βιομηχανική παραγωγή και αξία αυτής κατά τα έτη 1953 και 1954, Αθήνα 1955, σελ. 376. Σίνος Αλέξ., Η γεωγραφική ενότης του ελληνικού μεσογειακού χώρου. Μέρος Α' Η γεωφυσική ενότης, Μέρος Β' Η οικονομική ενότης, Αθήνα, Α' (1945), Β' (1946), σελ. 96+χάρτες (Μέρος Α), σελ. 208+χάρτες (Μέρος Β'). Σούτσος Ι.Α., Πλουτολογία, εκδ. Εκ του τυπογραφείου Ν.Γ. Πάσσαρη, Αθήναι 1882 (2η έκδ.), σελ. τ. Α' (730+ιβ'), τ. Β' (784 + η'). Στατιστική της Ελλάδος. Πληθυσμός του έτους 1861, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού - ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1862 α' εκδ., 1991 ανατύπωση, σελ. 110+Κα'. Τεύχος, τεύχ. 6 (Σεπτ. 1991) Διεθνές περιοδικό αρχιτεκτονικής, τέχνης και σχεδιασμού, εκδ. Τεύχος Ε.Ε., Αθήνα 1991, σελ. 131. Το βιβλιογραφικό προσκήνιο στην Ελλάδα σήμερα. Πρακτικά πρώτου συνεδρίου ελληνικής βιβλιογραφίας, εκδ. ΕΛΙΑ-

Σύλλογος Εκπαιδευτικών Κολλεγίου Αθηνών, Αθήνα 1990, σελ. 392. The new griffon αρ. 2 (1991), εκδ. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, Αθήνα 1991, σελ. 24. Ύλη και κτίριο (Ιούλ. - Αύγ. 1991), θεσσαλονίκη. Σκλαβενίτης Τρ., Τα εμπορικά εγχειρίδια της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας και η "Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια" του Νικ. Παπαδόπουλου, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 1991, σελ. 184. Τραγανού-Δεληγιάννη Όλγα, Χάρτες και σχέδια ύδρευσης ως πηγή μελέτης της πολεοδομικής εξέλιξης της Θεσσαλονίκης (1912-1931), (ανατ. από τα πρακτικά του Συμποσίου "Η θεσσαλονίκη μετά το 1912", 1-3 Νοεμβρίου 1985), Θεσσαλονίκη 1986. Τσάρτας Πάρις, Ερευνα για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της απασχόλησης. Μελέτη. Ill Τουρισμός και αγροτική πολυδραστηριότητα, Αθήνα 1991, σελ. 192. Van Effenterre Henri, Καλπαξή Θ., Πετροπούλου Αγγ., Σταυριανοπούλου Ευτ., Ελευθέρυατ. II, 1. Επιγραφές από το Πυργί και το Νησί, εκδ. Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 1991, σελ. 80+πίν. 11. Φιγέρου Λουδοβίκου (μετ. Α. Φατσέα), Αι μεγάλαι επιστημονικοί και βιομηχανικοί ανακαλύψεις παρά τοις αρχαίοις και τοις νεωτέροις, εκδ. Τύποις Χ.Ν. Φιλαδελφέως, Αθήνα 1860, σελ. 321. Φλούδα Νικ., Βυζακιώτικα, τ. Α' (1961) ,τ. Β' (1962), τ. Γ' (1963), τ. Δ' (1964), τ. Ε' (συμπλ.) 1987, εκδ. Φλούδας Νικ., Αθήνα, σελ. τ. Α' (264), τ. Α' II (336), τ. Β' (448), τ. Γ' (424). Χουλιαράκης Μιχ., Γεωγραφική, διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξις της Ελλάδος 18211971, τ. Α' ΜΙ (1973-1974), τ. Β', (1975), τ. Γ' (1976), εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα, σελ. τ. Α' Ι (264), τ. Α' II(33), τ. Β' (448), τ. Γ' (424). Χριστοδούλου Χρ., Τα φωτογενή Βαλκάνια των αδελφών Μανάκη, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 170. Χρήστου Χρ., Η αγροτική ζωή στην τέχνη, εκδ. Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, σελ. 310.

Ξένες εκδόσεις Adas Μ., Machines as the Measure of Men. Science, Technology and Ideologies of Western Dominance, εκδ. Cornell University Press, Ιθάκη / Λονδίνο 1989, σελ. XIV-434. ΑΙΑ Bulletin,!. 18, αρ. 1, 1990. ANNALES E.S.C., 46os χρόνος, αρ. 1 (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1991), εκδ. Armand Colin. Art et Société à Byzance sous ces Paléologues Actes du Colloque organisé, par Γ association internationale des études byzantines à Venise en September 1968, εκδ. Βιβλιοθήκη Ινστιτούτου Βενετίας, Βενετία 1971, σελ. 222, πίν. I-LXXXIV. Aspe Ch., (ss la direction), Chercheurs d'eau en Méditerranée, εκδ. Ed. du Félin, Παρίσι 1991, σελ. 228.


Bakirtzis Ch., Triandaphyllos D., Thrace, εκδ. Fondation Culturelle de Γ ETBA - Office National Hellénique du Tourisme, Αθήνα 1992, σελ. 80. Basing Patricia, Trades and Crafts in Medieval Manuscripts, εκδ. The British Library, Λονδίνο 1990, σελ. 124. Baum Willa, Oral History for the Local Historical Society, εκδ. AASLH, Nashville, Tennessee 1987, σελ. 68. Bon in J., L' eau dans Γ antiquité. L' hydraulique avant notre ère, εκδ. Eyrolles, Παρίσι 1984, σελ. I-XXIX και 450. Bonté P., Izard M., Dictionnaire de Γ ethnologie et de Γ anthropologie, εκδ. PUF, Παρίσι 1991, σελ. 756. Braun R., Industrialisation and Everyday Life, εκδ. Cambridge University Press, Ed. MSH, Καίμπριτζ / Παρίσι 1990, σελ. 234. Brice R,. Από το πετρέλαιο στο πλαστικό, εκδ. Αστ. Δεληθανάσης, Αθήνα 1987, σελ. 18. Brun Jean - Pierre, L' oléiculture antique en Provence. Les huileries du département, du Var, εκδ. CNRS, Παρίσι 1986, σελ. 312. Bruno J., Une histoire de techniques, εκδ. Ed. du Seuil, Παρίσι 1990, σελ. 384. Cacérés Bénigno, Si le pain m' était conté, εκδ. Ed. la Découverte, Παρίσι 1987, σελ. 183. Camusat P., Martin M.-T., Musée du textile et de la vie sociale de Fourmies, εκδ. Presses d'Angrienne, Fourmies 1989. Castellan Georges, Histoire des Balkans XlVe - XXe siècle, εκδ. Fayard, Παρίσι 1991, σελ. 544. Choffel - Mailfert M. - J. et Romano J., (ss la direction), Vers une transition culturelle, εκδ. Presses Universitaires de Nancy, Νανσύ 1991, σελ. 184. Cité Doc αρ. 12: Aquaculture. Cultiver les eaux (1989) (σελ. 16) αρ. 13: La Mare (1989) (σελ. 20) αρ. 14: Machines à monter Γ eau (1989) (σελ. 16) αρ. 20: L' eau des villes (1990) (σελ. 10) εκδ. La cité. CHRONIQUE, 16 (Ιούν. 1990), 17 (Ιούν. 1991), εκδ. ICCROM. Coulon Α., L' Ethno-méthodologie, εκδ. P.U.F., Παρίσι 1987, σελ. 128. Crompton John, A Guide to the Industrial Archaeology of the West Midland Iron District, εκδ. MA, 1991. Cuisenier J., Ethnologie de Γ Europe, εκδ. P.U.F., Παρίσι 1990, σελ. 128. Das Μ., Shirley Kolack S., Technology, Values and Society. Social Forces in Technological Change, εκδ. Peter Lang, Νέα Υόρκη 1989, σελ. 184. Davies M., A Selection from the Writings of Joseph Needham, εκδ. The Book Guild Limited, Σάσσεξ Αγγλία 1990, σελ. 590. De Segonzac Gilbert Dunoyer, Les chemins du sel, εκδ. Découvertes Gallimard Traditions, Παρίσι 1991, σελ. 176. Der Anschnitt. Zeitschrift fur Kunst und Kultur in Bergbau 3-5/1991, 43 Jahrgang, Εσσεν.

Der Muhlstein, Periodikum fur Muhlenkunde und Muhlenerhaltung Jahrgang, 8, Màrz 1991 Heft 2, Mai 1991 Heft 3. Desjeux D., Orhant I., Taponier S., L ' édition en sciences humaines. La mise en scène des sciences de Γ Homme et de la Société, εκδ. L' Harmattan, Παρίσι 1991, σελ. 240. Discussion Document, No 1-37 και 39-45, εκδ. Nams. Dumaine G., Paris B., Le livre du fleuve, εκδ. Editions Gallimard, Παρίσι 1986, σελ. 77. Dumont L., Essays of Individualism. Modem Ideology in Anthropological Perspective, εκδ. The University of Chicago Press, Σικάγο / Λονδίνο 1986, σελ. I-X και 288. Dunaway D., Baum W. (éd.), Oral history. An Interdisciplinary Anthology, εκδ. AASLH, Nashville, Tennessee 1987, 2η εκτ., σελ. 440. Dupaigne Bernard,La pain, εκδ. Messidor, 1986, σελ. 209. Durand G., Wienin M., Merian G., (textes), photos Perin J.-M., Architecture d' une industrie en Cévennes. Au fil de la soie, Montpellier, σελ. 96. Ecomusée d'Alsace Ungersheim, εκδ. La Nuée Bleue, 1989, σελ. 32. European Community R & D en Environmental Protection Research Reviews. The Effects of Air Pollution on Historic Buildings and Monuments, 1989 (α' έκδ.), σελ. 58. Farb P., Armelagos G., Anthropologie des coutumes alimentaires, εκδ. Denoël, Παρίσι 1980, σελ. 276. Farge Ariette, Le goût de l'archive, εκδ. Ed. du Seuil, Παρίσι 1989, σελ. 160. Felt Th., Researching, Writting and Publishing Local History, εκδ. AASLH Nashville, Tennessee 1988, 3η εκτύπ. 2η έκδ., σελ. 166. Forbes R.J., Studies in Ancient Technology, τ. Ι (2η έκδ.), εκδ. E.J. Brill, Leiden 1964, σελ. 202. Gaucheron Α., Buckwheat Handmills in Brittany, εκδ. The International Molinological Society (T.I.M.S.), Αγγλία 1990, σελ. 46. Gimpel J., The Medieval Machine. The Industrial Revolution of the Middle Ages, εκδ. University Press, Καίμπριτζ 1988, 2η έκδ., σελ. 302. Goody J., Guisines, cuisine et classes, εκδ. Centre Georges Pompidou CCI, Παρίσι 1984, σελ. 416. Goubert J.-P., La conquête de Γ eau, εκδ. Robert Laffont, Παρίσι 1986, σελ. 320. A Guide to the Industrial Archaeology of Surrey, εκδ. Association for Industrial Archaeology, 1990, σελ. 52. Guide des expositions permamentes, εκδ. Cité de Sciences et de Γ Industrie, Παρίσι, σελ. 142. Guillerme Α., Les temps de Τ eau. La cité, Γ eau et les techniques, εκδ. Champ allon, Παρίσι, σελ. 263. Guilaine J., (ss la direction), Pour une archéologie agraire. A la croisée des sciences de Γ homme et de la nature, εκδ.

Armand Colin, Παρίσι 1991, σελ. 578. Haimard J., Kaehr R., Le mal et la douleur, εκδ. Musée d' Ethnographie, Neuchâtel 1986, σελ. 208. Hall P., Seemann Ch. (edited by), Folklife and Museums. Selected Readings, εκδ. AASLH, Nashville, Tennessee 1987, σελ. 198. Harverson Michael, Persian Windmills, εκδ. T.I.M.S., 1991, σελ. 66. Hubert P., Eaupuscule. Une introduction a la gestion de Γ eau, εκδ. Ellipses, 1984, σελ. 192. Industrial Archaeology Review, τ. XIII, αρ. 1, φθινόπωρο 1990. Kammen C, On Doing Local History Reflections on What Local Historians Do, Why and What it Means, εκδ. AASLH, Nashville, Tennessee 1988, σελ. 184. Karsk B., Marienstras E., Travail et loisir dans les sociétés pré-industielles, εκδ. Presses Universitaires de Nancy, Νανσύ 1991, σελ. 204. Kerisel J., "Premières compréhensions de la géotechnique aux IVe et III millénaires" (ανατ. από το συνέδριο Géologie de Γ ingénieur appliquée aux travaux anciens, monuments et sites historiques, Balkema / Rotterdam 1988. Kerisel J., "A Glimpse of Geotechnical Engineering During the Fourth and Third Millenia B.C." (ανατ. από The Engineering Géologie of Ancient Works, Monuments and Historical Sites Preservation and Protection), A.A. Balkema / Rotterdam 1988. Kerr Α., Loveday Α., Blackford M., Local Businesses, εκδ. AASLH, Nashville, Tennessee 1990, σελ. 128. Kent N.L., Technology of Cereals. An Introduction for Students of Food Science and Agriculture, εκδ. Pergamon Press, Οξφόρδη 1983 (3η έκδ.), σελ. 222. Kriedte P., MedicK Η., Schlumbohm J., Industrialization Before Industrialization, μετάφρ. από Béate Schempp, εκδ. Cambridge University Press & Editions de la Maison des Sciences de Γ Homme, Παρίσι 1981, σελ. XI-338. Kyving D., Marty M., Nearby History. Exploring the Past Around you, εκδ. AASLH, Nashville, Tennessee 1990, 4η εκδ., σελ. 304. Landels J. -C, Engineering in the Ancient World, εκδ. University of California Press, Berkeley / Los Angeles 1978, σελ. 226. Lapassade G., L' ethnosociologie. Les sources anglo-saxonnes, εκδ. Ed. des Méridiens Klincksieek, Παρίσι 1991. Launoux Bruno, Le Moyen Age à table, εκδ. Adam Biro, Παρίσι 1989, σελ. 160. La recherche spécial. L'eau (No 221 Μάιος 1990), εκδ. Société d' Editions Scientifiques, Παρίσι 1990, σελ. 533-689. L'eau dans tous ses états, εκδ. Rouge et Or, Παρίσι 1989, σελ. 126. Le grand livre de Γ eau, εκδ. La Manufacture et la Cité des Sciences et de Γ Industrie, Παρίσι 1990, σελ. 414. Lepenies W., Les trois cultures. Entre science et littérature l'avènement de la sociologie, εκδ. Ed. de la Maison des Scien-


ces de l’ Homme, Παρίσι 1990, σελ. 412. Lephay - Merlin Catherine avec la coll. d' Epinat Augnette, Les dépenses culturelles des communes. Analyse et évolution 19781987, εκδ. La Documentation Française, Παρίσι 1991, σελ. 256. Leray G., Planète eau, εκδ. Presses Pocket, Παρίσι 1990, σελ. 128. Les moulins de Γ Hérault. Arts et traditions rurales. Dossier No 6, Clermont l’ Hérault, 1986, σελ. 154.

H ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑ TA ΠΑΙΔΙΑ Στο χώρο του παιδικού βιβλίου κυκλοφορούν πολυάριθμες εικονογραφημένες εκδόσεις, που έχουν σκοπό να διδάξουν στα μικρά παιδιά τον τρόπο με τον οποίο παράγονται βασικά υλικά αγαθά (μαλλί, κρασί, ψωμί, λάδι, μετάξι, μέλι, γάλα, σαπούνι, γυαλί, βιβλία κ.ά.). Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για μεταφράσεις ξένων εκδόσεων (ιταλικών, γαλλικών) που αναπαράγονται αβασάνιστα από εκδότες που δεν μπαίνουν στον κόπο να προσαρμόσουν τα σύντομα κείμενα και την εικονογράφηση τους στην ελληνική πραγματικότητα. Έτσι, υπάρχει μία σύγχυση στις πληροφορίες που δίνονται σχετικά με τον τρόπο παραγωγής και μεταποίησης των διαφόρων προϊόντων από χώρα σε χώρα. Οι νερόμυλοι π.χ. αποκτούν στην εικονογράφηση τη, σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, όρθια φτερωτή (βλ. εικ.), και οι οριζόντιες μυλόπετρες για την άλεση των δημητριακών παρουσιάζονται κάθετες, σαν να επρόκειτο για πολτοποίηση ελιάς σε λιοτρίβι. Στις περισσότερες περιπτώσεις λείπει η χωροχρονική διάσταση στην παρουσίαση των θεμάτων (χωριό ή πόλη, προβιομηχανικό ή βιομηχανικό σύστημα), καθιστώντας

αναγκαία τη συνδρομή και άλλων πηγών για την κατανόηση των εντύπων αυτών. Το θέμα θα χρειαζόταν περισσότερη προσοχή. Το σημείωμα αυτό ίσως αποτελέσει έναυσμα για μία έγκυρη παρουσίαση σχολιασμό, τόσο των πρόσφατων όσο και παλαιότερων εκδόσεων παιδικών βιβλίων. ΑΝΔΡ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Στην Ελλάδα, το πρώτο τυπογραφείο λειτούργησε στο Άγιον Όρος το 1759 και τύπωσε ένα μόνο βιβλίο: την Εκλογή του ψαλτηρίου παντός. Το δεύτερο αγιορείτικο τυπογραφείο εγκαταστάθηκε στις Καρυές το 1930 και λειτούργησε ως το 1953. Είχε την επωνυμία "Καλλιτεχνικόν Τυπογραφείον της Ιεράς Κοινότητος" ή "Αγιορειτι-

κόν Τυπογραφείον". Ιδιοκτήτης και διευθυντής του ήταν ο μοναχός Νεκτάριος Κατσαρός, ενώ διάδοχοι κληρονόμοι του ήταν οι αυτάδελφοι μοναχός Θεοφύλακτος και ιερομόναχος Παντελεήμων Νανόπουλοι. Η Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, σε κτίριο της οποίας στεγαζόταν το τυπογραφείο από τον τελευταίο χρόνο λειτουργίας του και εξής, αποφάσισε να το διαφυλάξει στο χώρο όπου έγραψε μία σημαντική ιστορία με σειρά αξιόλογων εκδόσεων (μουσικών, υμνολογικών και λοιπών ψυχωφελών). Ήρθε σε συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες και, με την οικονομική ενίσχυση της Διοικήσεως του Αγίου Όρους, αγόρασε τις εγκαταστάσεις του. Από τις εκδόσεις του τυπογραφείου αυτού έχουν ως τώρα συγκεντρωθεί σαράντα περίπου βιβλία, φυλλάδια και μονόφυλλα, αγγελίες και άλλο υλικό. Το επίπεδο πιεστήριο του κατασκευάστηκε το 1882 και σώζεται χωρίς καμιά μεταγενέστερη μετατροπή. Είναι σήμερα μοναδικό στην Ελλάδα και, σύμφωνα με τις πληροφορίες των τυπογράφων μοναχών, ήταν το πρώτο πιεστήριο της εφημερίδας "Ακρόπολις" των Αθηνών (έτος ίδρυσης της 1883). Το πιεστήριο, τα κλισέ, τα διακοσμητικά, οι φωτογραφικές πλάκες, οι εκδόσεις του, μονόφυλλα και κάρτες αποτελούν ένα σύνολο μουσειακό, και σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης αγιορείτικης ιστορίας. Σχεδιάζεται η εκθετική παρουσίαση τους στο χώρο, μόλις διασφαλιστούν οι αναγκαίες μικρές χορηγίες. Προϋπολογισμός δαπάνης 1.000.000 δρχ.

Διεύθυνση: Αγιορειτικόν Τυπογραφείον, 630 86 Καρυές, Άγιον Όρος.


ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ ΑΝΑΤΥΠΩΜΑΤΑ Στη σειρά αυτή αναδημοσιεύονται παλαιά, δυσεύρετα πλέον, κείμενα και μελέτες που αναφέρονται στο Άγιον Όρος ή συντάχτηκαν από αγιορείτες πατέρες. Η αναδημοσίευση τους θα τα θέσει στη διάθεση των ειδικών και όσων ενδιαφέρονται για το Όρος και τη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία. Η σειρά καλύπτει ποικιλία θεμάτων σε τομείς πνευματικούς και ευρύτερα πολιτιστικούς (φυσικό περιβάλλον, ιστορία, τέχνη). Η γνώση της πλούσιας αυτής αγιορείτικης βιβλιογραφικής παρακαταθήκης θα αποτελέσει την αφετηρία για μια πληρέστερη προσέγγιση του Άθω, του οποίου η επικαιρότητα είναι διαρκής.

στημονικές συναντήσεις παρακαλούνται να γνωστοποιήσουν τηλεφωνικά στο Ίδρυμα (325.09.20 και 325.09.98, εργάσιμες ώρες) τα πλήρη στοιχεία τους (όνομα, διευθύνσεις σπιτιού και γραφείου, αντίστοιχα τηλέφωνα). Οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερωθούν με ειδικό έντυπο ή / και εγκύκλιο, μόλις συγκροτηθεί η Ομάδα Εργασίας για κάθε τριήμερο εργασίας και διαμορφωθούν οι κατευθυντήριες αρχές.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΦΩΤΟΘΗΚΗ Στο Άγιον Όρος η τέχνη της φωτογραφίας άνθησε από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες της εφεύρεσης της (1839), απογράφοντας την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής. Αφορμή για την ίδρυση της "Αγιορείτικης Φωτοθήκης" αποτέλεσε η ανεύρεση σημαντικού αριθμού γιάλινων πλακών στο Αγιορείτικο Τυπογραφείο στις Καρυές, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί από τα φωτογραφικά εργαστήρια της μοναχικής πρωτεύουσας. Στην πρώτη αυτή συλλογή απαθανατίζονται ιστορικά γεγονότα και σκηνές της καθημερινής ζωής του Όρους. Ο μεγάλος αριθμός φωτογραφικών πορτραίτων μοναχών, προσκυνητών και εργαζομένων συμπληρώνεται από οικογενειακές φωτογραφίες αγροτών και αστών της γύρω κυρίως περιοχής. Η προσπάθεια διάσωσης, συντήρησης και μελέτης του πλούσιου φωτογραφικού υλικού του Άθω επεκτάθηκε στην αποδελτίωση δημοσιευμένων φωτογραφιών και στην απόκτηση σχετικού υλικού από συλλογές και αρχεία εκτός Αγίου Όρους. Παράλληλα, προχώρησε η έρευνα για έναν πλήρη κατάλογο των φωτογράφων, μοναχών και λαϊκών, που εργάστηκαν στον Άθω, μόνιμα ή προσωρινά ή σε επίσημες αποστολές, καθώς και των εργαστηρίων που λειτούργησαν κατά καιρούς. Οι εορτές της χιλιετηρίδας (1963), γεγονός πολύ σημαντικό, έδωσαν την ευκαιρία σε πολλούς φωτογράφους να εργαστούν στο Όρος. Ο μετά την εποχή αυτή όγκος του υλικού είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Στόχος της εκδοτικής σειράς, που φέρει τον ίδιο τίτλο, είναι η παρουσίαση, σε αυτοτελή τεύχη, του σπουδαιότερου τμήματος του υπάρχοντος υλικού, κυρίως του παλαιοτέρου. Οι φωτογραφικές μαρτυρίες, με τη δημοσίευση τους στα τεύχη της "Αγιορείτικης Φωτοθήκης", πιστεύουμε ότι θα αποτελέσουν σημείο αναφοράς στη μελέτη της νεότερης αγιορείτικης, και ελλληνικής, ιστορίας. Διεύθυνση: Αγιορειτικόν Τυπογραφείον, 630 86 Καρυές, Άγιον Όρος.

Στο πλαίσιο της αναπτυσσόμενης συνεργασίας του Ιδρύματος της ΕΤΒΑ με τη βιομηχανία για την προώθηση της έρευνας σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος, το Ίδρυμα οργανώνει για το 1993 δύο τριήμερα εργασίας. Το πρώτο για την ελιά και το λάδι, με χορηγό την "ΕΛΑΙΣ", 15 Μαΐου στην Καλαμάτα και το δεύτερο για την ιστορία του αμπελιού και του οίνου στη Μακεδονία και Οράκη, με χορηγό το ΙΔΡΥΜΑ ΦΑΝΗ ΜΠΟΥΤΑΡΗ, το Σεπτέμβριο στη Νάουσα. Οι καταρχήν ενδιαφερόμενοι να συμμετάσχουν στη μία ή και στις δύο αυτές επι-

Τομή και στροφή Το Μέγαρο Μουσικής, ως τεχνικό επίτευγμα και πολιτισμικός θεσμός, αποτελεί σταθμό στην πνευματική μας ζωή, πρότυπο τρόπου υπέρβασης της βαθιάς εθνικής κρίσης και σε άλλους τομείς, μήνυμα ελπίδας. Η δημιουργία και λειτουργία του πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης.Τα έμμεσα οφέλη από αυτήν θα ήταν ίσως ίσα με τα άμεσα της καθημερινής προσφοράς του Μεγάρου. Ενημέρωση, περισσότερη ενημέρωση Οι φίλοι της Τεχνολογίας αυξάνουν: το δελτίο κυκλοφορεί από το τεύχος αυτό σε 3.000 αντίτυπα. Και το ενδιαφέρον και τα συγχαρητήρια γι' αυτήν πολλαπλασιάζονται. Σε όσους ζητούν τη συχνότερη κυκλοφορία της η απάντηση ήταν, και παραμένει η ίδια: οι οικονομικές δυνατότητες για την εκτύπωση εξαμηνιαίας έκδοσης υπάρχουν, αλλά η Τεχνολογία δεν έχει δικό της συντακτικό επιτελείο. Συγγράφεται από τους αποδέκτες της που θυμούνται ακόμη το "δωρεάν λάβετε, δωρεάν δότε", έχουν συνείδηση της σημασίας της ενημέρωσης, της ανταλλαγής πληροφοριών και αφιερώνουν τρεις ώρες για να παρουσιάσουν σε ισάριθμα δακτυλογράφο τα αποτελέσματα της δουλειάς τους που έχουν ένα ευρύτερο ενδιαφέρον. Το τι απασχολεί την Τεχνολογία και το αναγνωστικό της κοινό τεκμηριώνεται από κάθε της τεύχος. Για το πώς θα πρέπει αυτά να γράφονται, θυμίζουμε: χρειαζόμαστε κείμενα σύντομα, σαφή, πλήρη, διατυπωμένα με ενάργεια και λιτότητα. Μία έκδοση για το Λαύριο Τα λευκώματα με τις παλιές φωτογραφίες καθιερώνονται ως η πρώτη προσπάθεια διάσωσης και κοινοποίησης της ιστό-


ρικής μνήμης ενός τόπου. Προσπάθεια άξια γανωτές ζητούν εκδήλωση ενδιαφέροντος από κάθε επαίνου, γιατί διασώζει πολύτιμο ειδικούς επιστήμονες που να έχουν ασχοληθεί παραστατικό υλικό, θυμίζει λησμονημένα με την εποχή ή / και με το θέμα. κεφάλαια της πρόσφατης ιστορίας μας, δημιουργεί ή ενεργοποιεί ευαισθησίες. Στη σειρά αυτή των εκδόσεων εγγράφεται και το έργο του Γιώργου Κ. Μάνθου, Μεταλλευτικό Μεταλλουργικό Λαύριο, έκδοση Δήμου Λαυρεωτικής, Λαύριο 1930. Δουλειά ιδιαίτερα χρήσιμη. Θα πρέπει όμως να απασχολήσει τους ειδικούς και τους συλλέκτες το θέμα της συνεργασίας τους σε τέτοιου είδους προσπάθειες. Χρειάζονται κείμενα: ιστορική εισαγωγική πλαισίωση και αναλυτικό σχολιασμό των εικόνων. Για να υπερβούν τη φάση της πρωτοβάθμιας προσφοράς. Η δημιουργία του Ελληνικού Τμήματος TOU TICCIH Σε άλλες σελίδες αυτής της Τεχνολογίας (σ. 43-44) ο αναγνώστης θα βρει πληροφορίες για τη δημιουργία του Ελληνικού Τμήματος της "Διεθνούς Επιτροπής για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς". Όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το σημαντικό αυτό κεφάλαιο του πολιτισμού μας θα πρέπει να γίνουν μέλη του Τμήματος. Οι ατομικές προσπάθειες και οι μεμονωμένες ομάδες είναι πολύτιμες, συντονισμένες όμως μπορούν να αποβούν αποφασιστικής σημασίας για έναν τομέα που μόλις βγαίνει από την αφάνεια.

Επιστημονική Αποστολή του Μορέως Η Επιστημονική Αποστολή του Μορέως (1828-1833) σχεδιάζεται να αποτελέσει θέμα μιας μεγάλης έκθεσης που θα οργανωθεί από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών σε συνεργασία με το Πολιτιστικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Η επανεκτίμηση της πολλαπλής σημασίας της για την ιστορία της σπουδής του ελληνικού χώρου, η αναζήτηση και αξιοποίηση ανέκδοτου υλικού και η εγγραφή της στην πνευματική ζωή της Ελλάδας και της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης γενικά, είναι οι επιδιωκόμενοι στόχοι. Οι συνδιορ-

Σεμινάρια, συνέδρια κ.λπ. Θα πρέπει κάποτε να κατανοηθεί ότι σεμινάρια και συνέδρια αποτελούν την ευκαιρία ανταλλαγής ουσιαστικών συμπερασμάτων, καρπών μακροχρόνιας κριτικής εργασίας στο θέμα. Θα πρέπει κάποτε, επιτέλους, να κατανοηθεί ότι ο χρόνος είναι πολύτιμος (για τους μετέχοντες) και όχι ευκαιρία για ναρκισιστικού τύπου απεραντολογία - περιττολογία μερικών ομιλητών, ότι ο τόπος είναι για προωθημένο διάλογο μεταξύ ενδιαφερομένων επιστημόνων και όχι για ατελείωτα κους-κους μεταξύ αδιάφορων, δήθεν, ακροατών, ότι οι δύσκολες εποχές μας απαιτούν στοιχειώδη σοβαρότητα. Όταν αυτά δεν έχουν κατανοηθεί ούτε από κάποιους οργανωτές, ούτε από ορισμένους ομιλητές, ούτε από αρκετούς ακροατές, είναι (ίσως) προτιμότερο να αποφεύγεται η οργάνωση επιστημονικών εκδηλώσεων, που ούτε οργάνωση έχουν, ούτε, τελικά, την επιστήμη υπηρετούν. (Αυτά, με αφορμή μία πρόσφατη εκδήλωση που τεκμηρίωσε, για μιαν ακόμη φορά, τις εγγενείς αδυναμίες μας στην αξιοποίηση ενός αποτελεσματικού θεσμού).

Κυκλοφόρησε, το Μάρτιο 1992, το 4ο φύλλο του ενημερωτικού δελτίου του Συλλόγου "Φίλοι του Σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης". Το καλαίσθητο μικρό τεύχος περιέχει ενδιαφέρουσες απόψεις για τη διάνοιξη της δυτικής εισόδου της Θεσσαλονίκης και τα τελευταία νέα του υπό ίδρυση Σιδηροδρομικού Μουσείου.

NEWS FROM GREECE Technologia begins with an article by Dr Stelios Papadopoulos entitled Regional or Peripheral Cultural Policy? (p. 3). This article is devoted to the book by D. Konsola entitled Cultural Activity and State Policy: the Regional Dimension, which it describes as a study that provides the evidence for a systematic record of the cultural life of Greece. It is valid from the point of view of its line of thinking, methodology and documentation, and it attempts to fill in the gaps in research, studies and statistics. The regions are seen as "the most internationally suit-able spatial magnitude for the implementation of cultural policy". The book systematically concentrates and evaluates the data, arrives at magnitudes and maps them out. It gives substance to the concepts and tools used, validity to the method applied and meaning to the picture of reality it presents. This is followed by a review of the situation by sector (theatre, music, dance, visual arts, libraries, folklore museums and collections, cultural associations). Observations and conclusions are given on the poor state of cultural affairs and the book ends with a proposal for a way out of this impasse and for the reform of Greek cultural policy with the decentralisation of powers and the participation of the population in the cultural sector. The article closes with the observations and conclusions of the book by D. Konsola entitled Cultural Activity and State Policy: The Regional Dimension. In view of their importance, these conclusions are reproduced almost in full, their condensation into the most essential extracts being the result of pressure of space. In the unit entitled Technology and Education, G. Varoufakis refers in an article on The Teaching of Historical Technology at Athens University (p. 6) to the need for cooperation among academics of differing backgrounds, given that the boundaries between the disciplines -whether in the sciences or the arts- have now been blurred, and to the efforts in this direction which are now under way in many Greek universities, consisting of lectures by experts in the teaching of historical technology. The article concludes with material taken from Mr Varoufakis' own classes in ancient metallurgy and metalwork: how man released metals from ore and with what effects, when copper and its alloys appeared in the Greek world and when silver was first worked at Lavrio and on Sifnos, when iron made its appearance, and what role metals played in ancient society. In an article entitled Teaching Cultural Development at the Panteio University (p. 8), D. Konsola notes that the term 'cultural development' is associated with the economic changes which came about in most countries after the Second World War when it was discovered that progress in the economic sphere, when accompanied by neglect of the cultural dimension of development, created problems related to envi-


ronmental deterioration, poor quality of life and the destruction of the cultural heritage. In view of this situation, various states saw it as their duty to intervene and make cultural planning one of their basic development priorities. These developments have also had an impact on the educational system, with the opening of departments and the inauguration of courses to train practitioners capable of handling cultural development, policy and administration in the private and public sectors. In Greece, courses in cultural policy have been available since 1986 at the Panteio University. In the post-graduate course, the teaching material is divided into two parts: cultural development and policy in the international sphere, and cultural policy in Greece. The post-graduate Institute of Regional Development holds seminars on cultural development and also runs vocational training courses for cultural development and administration practitioners. Among prospects for the future is the founding of a Cultural Research Centre. The Panteio University also has a Centre for Social Morphology and Social Policy (p. 10), a unit within the Department of Social Anthropology, Geography and Politics which conducts research and carries out more general educational work. Its aim is to conduct latitudinal, longitudinal and comparative sociological and anthropological research into the social morphology, dynamics and policy of Greece and other countries. The article then deals with the means by which these goals are realised and the current research projects of the Centre, which has already published much of its work on related themes. Michalis Papadopoulos takes The 35th anniversary of the founding of the Thessaloniki Technical University (p. 11) as the occasion for a review first of the founding of Thessaloniki University itself (by Alexandres Papanastassiou in 1925) and of the Technical University (by Constantine Karamanlis in 1955). He recalls the shortages of lecture rooms, staff and books, and also the gradual increase in the number of departments and facilities, down to the present day. Today, the Technical University has seven departments, 50,000 square metres of floor space, 7,000 students, a teaching staff of 300 and 200 associates. Its research activities are impressive. He also notes the need for teaching to concentrate on developing the faculty of judgement, for the number of admissions to correspond to the countries needs and potential and for postgraduate studies to be developed rapidly. D. Psoinos refers in his article to The traditions of the University of Thessaly in the history of technology (p. 12). After noting that the importance of a knowledge of the techniques, tools and products of technical culture has been overlooked by historians and ethnologists, the author describes the teaching of technological history in the Department of Mechanical and Industrial Engineering, by the folklore expert

and ethnologist Aikaterini PolymerouKamilaki. The course is intended to expand the knowledge of mechanical engineering students in the sphere of the technology whose contemporary development they will serve. The unit entitled 'Technology and Conferences' opens with an article by Stelios Papadopoulos on the two-day conference Museums and their Public (p. 12), held in Thessaloniki on 20-21 October 1991. This was a local 'closed' conference, intended exclusively for those who are professionally involved with its topic. It was also experimental in nature. Apart from professional museologists, the invited delegates included representatives of the tourism and education sectors and of the mass media. The presentation ends with the conclusions from the conference - positive and negative. Dr Papadopoulos' proposition to the delegates was for work: collective, hard, innovative, modernising, direct and long-term. Dr Stelios Papadopoulos presented a paper at the conference on Local Technical Museums and their Public (p. 14). Having defined a 'local museum' as in -most casesa permanent exhibition, he observed that the setting up of local museums is usually a matter of circumstance, which occurs without overall development planning by prefecture and without any examination of local cultural needs, local capital and local capacity, and without any line of thinking as to the utilisation of the resources discovered or the satisfaction of the needs diagnosed. The public for such museums is, above all, the local population -that is, the vehicles of the local cultural capital- followed by schools, groups of tourists and passing visitors. The article records the reactions of visitors to the Silk Technical Museum at Soufli, set up by the ETBA Cultural Foundation, which has provided opportunities for longitudinal research, a book and an exhibition. Dr Papadopoulos concludes that local 'museums' should be the outcome of development studies in the broader area and should be part of a more general programme of cultural action. To persist with isolated 'folklore' collections is tantamount to continuing with a policy of marginalisation both for museologists and for Greece itself. Our daily bread': the process of turning grain into bread (p. 16) was the focus of the third Three-Day Workshop organised by the ETBA Foundation. In his paper, Dr Stelios Papadopoulos discussed the significance of grain crops for the economy and politics, for social life and religion. He charted the course of wheat through the crop cycle, shipping and manufacture to its destination on the table and the altar. He concluded with praise for the high quality of the papers presented, for the fact that 75% of the delegates were women, for the interdisciplinary discussion, for the global approach adopted by the interesting historical endeavours and for the many economic

studies. He called for more profound interdisciplinary approaches of a collective and long-term nature and pointed out the need for planning and assessments of costs and the viability of projects. The article by T. Sklavenitis takes as its subject the archivists' symposium held in Corfu on 11-13 October 1991 with Archives and Archivists: a Single Fabric (p. 19) as its theme. He also refers to the founding of a learned society entitled the Hellenic Association of Archivists, which publishes the information bulletin Archeiaka Nea ('Archival News'). The aim of the symposium was to examine in depth a number of issues involved in archives and the archivist's work, and to search for ways of approaching problems associated with setting up the necessary archives and with the archivists who will staff them. The article concludes with summaries of the papers presented during the three units into which the Symposium was divided and of the discussion which followed them on the figure of the archivist and the risk of his role being reduced to that of merely processing the archive material produced by the administration, on the administration's terms. As an antidote, it was proposed that archivists should receive historical training and also be equipped with technocratic facilities. A. Tzatzis summarises the international symposium on Ship-Building in Antiquity (p. 19) which was held on 29 August - 1 September 1991 and was attended by more than 100 delegates from Greece and other countries. The symposium dealt with the theories which have been formulated about how ancient ships were constructed, how they were sailed and how they behaved, as well as about the contribution they made to the culture of their age. A. Economou, in her article, refers to the international symposium The Production of Wine and Olive Oil in the Mediterranean from the Bronze Age to the End of the 16th Century (p. 20). This was an interdisciplinary and longitudinal approach to the theme, employing a spatial and chronological sequence which covered the entire Mediterranean, starting in the east (Egypt, Phoenicia, Syria, Cyprus) and working west, and dealt with important periods such as the Pharaonic, the Minoan and the Classical in the Eastern Mediterranean and the Roman and Medieval eras in the west. The article lists in detail all the papers presented. The ISPIM (International Society for Professional Innovation in Management) (p. 21), an international organisation working systematically to arouse interest in the importance of innovation and to facilitate contacts amongst those involved in the management of innovation in education, industrial production and business, is the subject of an article by M. latridis. The ISPIM was founded in 1974 and holds international conferences every two years. The next is planned for September 1993, at Eindhoven in the Netherlands, and will be on the utilisation of innovation. The article


by M. latridis also covers The British Council international conference on 'Managing Museums and Galleries in the 1990s: Public Access and Accountability' ((p. 22) London and Liverpool, 10-21 November 1991). This was an impressive training programme, whose speakers included some of the leading figures in British museology. The papers focused on the need to increase and facilitate public access to museums, and how this can be done responsibly (so as to cover, for example, individuals with special needs). The interest of practitioners today centres on issues such as signposting museums, entrances, staircases, letter sizes on signs, sign positioning, and audio-visual and tactile aids. C. Agriantoni gives an account of The 7th Ermoupoli Seminar (p. 22), held in July 1991, giving the topics of all the meetings and documenting the interdisplinary nature of the seminar. This was a valuable experience which deserves continuation: its subjectmatter is constantly being renewed and its horizons are steadily expanding. The unit devoted to Technology and Museums opens with an article by Dr Stelios Papadopoulos on The Open-Air Water Power Museum (p. 23) at Dimitsana in Arkadia, an ETBA Foundation project. The formation of the Museum is a response to the general demands of the times (the decentralisation of cultural policy in order to enhance rural areas with cultural agencies on a regional scale but of national importance and to implement a multidimensional educational policy) and also to urgent local needs. Its purpose is to improve the public 'image' of the area and upgrade the economic and cultural life of the region. This is an open-air historical, technological and economic museum, which promotes and exploits research, records, preserves cultural material and publishes its findings. This article is followed by The Report on the Technical Museum's activities in 1991 (p. 24). M. latridis describes the exhibition of items lent by the Hellenic Vehicle Industry, the Starlab planetarium displays in Kozani and Xanthi, the two-day conference on museums and their public co-organised by the Museum, and the new exhibits which the Museum has acquired. Among the activities of the Technical Museum is the Eureka Technopark (p. 25), which M. latridis sees as a place where recreation generates knowledge and where learning is recreation. Visitors to the Technopark have hands-on contact with the exhibits, using them to play, to discover and to solve problems. A model mini-technopark has been operating in the Technical Museum's facilities since February 1992. Lena Gourgioti describes an event of great importance for Larisa and the whole of Thessaly: the awarding of the contract for the construction of The Larisa Folklore Museum (p. 27). She defines the principles and organisational goals of the Museum, noting that morphological features have

been taken from the architecture of the plain of Thessaly. S. Polykratis describes The OTE Telecommunications Museum (p. 28), a centre of importance for all the levels of the educational system. Its many exhibits include the first fax machines to be installed in Greece, a complete network of Morse signalling appliances, visual aids, devices and texts on the evolution of telephone communications since 1876, and a complete system for intercity telecommunications. The museums of Portugal (p. 29) are the subject of an article by J. Favière, which concerns the moves to renovate existing museums and set up new ones. Three important museums -on water, electricity and cement- are described, as are the museums and foundations which cover important sectors of economic life, and farming and fishing in particular: the Agricultural Museum, the Saltpans Museum and the Ship Museum. The next unit, on Technology and Research, begins with an article by Kornilia Zarkia on The Sarantos Gavvaris & Sons tannery (p. 31), an early industrial monument located at Anavryti, near Sparta, during research into tanning conducted by the ETBA Foundation for the purposes of the Open-Air Water Power Museum. The article discusses Anavryti as a craft industrial centre for the production of leather and woollen goods and to the tanners, ropemakers and shoemakers who lived there. In the 1940s, these craftsmen left the village and moved to Kalamata, Tripoli and Sparta, where they continued their trade. Sarantos Gavvaris, who had worked in Anavryti since 1908, built a modern factory in Sparta; this later declined in view of the shortage of local raw materials and the owner's insistence on employing traditional techniques (valonia) in the final phase of tanning. The factory eventually closed two years ago. Town-Building during the Final Years of Turkish Rule (p. 32), by Aleka Karadimou-Yerolympou, the next article, concerns urban planning northern Greek towns in the period of Ottoman reform. It relates the changes which came about in the towns of northern Greece during this, the last period of Turkish rule, and describes the organisational background of urban space and the procedures by which it was managed. The author begins by listing her basic sources, and then gives the contents of the two parts into which her text is divided. The first investigates the institutions and administrative organisation of the Ottoman state, while the second gives a chronological account of the applications of the new concepts of spatial planning in the towns and cities of northern Greece. The article by E. Bournovas and G. Stathakis entitled Socio-Occupational Structures and Economic Reform: the Case of Chania and Rethymno, 18991940 (p. 33) describes in detail the subjectmatter of the research and its methodolo-

gy. Two local urban societies were studies through the archive material contained in the mortgage registries of Rethymno (with 40,000 contracts from the period 18991940) and Chania (with 60,000 contracts). These archives make plain the strategies which families followed when transferring the ownership of goods, show the growth in urban land prices, suggest the economic behaviour of various socio-occupational groups and demonstrate the credit policies of brokers, merchants and banks. In addition, they touch on matters of social history. M. Grypan deals with The railway stations and auxiliary buildings on the Athens-Lavrio line (p. 34), relating its history between the signing of the contract for its construction in 1882 and closure in 1956. She then discusses such stations along the line as have survived (in generally poor condition, and changed beyond recognition by subsequent intervention), which she classes in two types on the basis of their ground plans: the rectangular type with a pitched roof and the slightly cruciform type with intersecting roofs. The Ministry of Culture has already proposed ways in which the surviving buildings could be maintained. In an article on The ancient marble quarries of Paros (p. 36), N. Marmaras draws attention to the significance of Parian marble in the architecture and -above allthe sculpture of the Classical period. The ancient quarries on Mt Marpissa are particularly important, and ought to be protected and given their rightful status as one of the island's most important cultural sites. The article concludes 88 with the observation that the effort to protect the ancient quarries deserves the wholehearted support of the local authorities and the Greek and foreign academic world, and makes proposals for the conservation and utilisation of the two quarries and the valley area in general. The research project to product A plan for the re-use of historic buildings in the vicinity of the Edessa waterfalls (p. 38) is the subject of an article by Y. Velenis. The project covers the Ano Estia threadmill, the mill area and the jute factory, all of them industrial monuments which form a single unit with the waterfall area in which they are located -now landscaped- and the scheduled Varosi district of which they are a continuation. The aim of the project is to set up an open technical museum in which the main elements will be industrial buildings, water and nature. The article concludes with the restoration programme for each building. Ekaterini Polymerou-Kamilaki contributes an article dealing with the project to develop The water-powered installations of Velestino (p. 39). She gives an account of the history of Velestino and attributes its prosperity to the water power from the 'Ypereia Krini' spring which drove a series of manufacturing units such as the Balamotis group (watermill, fulling-mill, flour-mill), the Arapomylos (ice-factory, tanning-mill), the Papastergiou workshops (mill, fulling-


tank), the community milling and fulling unit, the Pantos mill (watermill, steam-powered mill, flour-mill), the Panayiotou workshops and the Tsoubekos mill. Restoration of these buildings and their machinery will allow a number of interesting examples of traditional technology and monuments of industrial archaeology to be put back in working order. This section of the periodical ends with an article by loakim Papaggelos on The watermill of Helandariou Monastery on Mt Athos (p. 40). The information we have on this mill dates from later times, but it was certainly in place as early as the 12th century. The article includes two documents from the Monastery referring to its mill: the first, of 1764, concerns the reconstruction of the race and the dam, giving deals of the team of masons, their work and their fee. The second document, of 1792, sets out the obligation on a certain Manolis to provide the Monastery with "millstones from Maroneia". A new section entitled Technology and Ecology consists of an article by T. Adamopoulos, A Strategy for the Conservatiobn of the Bears of the North Pindus (p. 41). This concerns a research project begun in 1989, with the support of the World Wildlife Fund, on the four large mammals of the Greek rural and forest environment (bears, wolves, wild boar and roe deer), with clear priority being given to the bear, which is most at risk. The area covered by the project consists of the majority of the habitat of the species in the Pindus mountains, and the way in which the bears use the area and its resources was studied. The article then describes the dangers which have caused the bear population to shrink, and the spatial and chronological arrangements for the use of the area which are seen as essential for specific species at specific times, within the framework of the strategy for their protection. An article by C. Agriantoni on The Greek Section of the TICCIH (p. 43) is the first in the unit on Technology and Cultural Management. Greece was an informal member of The International Committee for the Conservation of the Industrial Heritage (TICCIH) from 1987 to September 1991, when a meeting of 40 representatives of agencies and individuals involved in industrial archaeology was held at the National Research Foundation. The meeting resolved to set up a Greek Section of the TICCIH, and a five-member provisional secretariat was elected to proceed with the legal formalities. In March 1992 a founding assembly was held, and the Articles of Association were unanimously adopted. The article refers to the aims of the association, lists its members (agencies and individuals) and gives the names of the Board of Management. Training and Museology at the Ironbridge Institute (p. 44) is the subject of an article by Gerard Emptoz, who refers to the founding of the Institute in 1978. It em-

barked on research and training courses in industrial archaeology and the management of the industrial heritage through the study of the landscapes, buildings, machinery and other devices of the industrial society. The article gives details of the one-year curriculum (consisting of four 3-week courses) and the team which is directly responsible for the training. 'Heritage Management', a new field of studies (p. 45), is the subject of an article by Eleni Svoronou, who begins by defining the term as the sum total of the cultural heritage, including the monuments of material and technological culture and the natural environment (flora and fauna). She then gives the reasons which made it essential that heritage management should be put on a systematic basis and set up as a distinct vocational field. The ideological role of the cultural heritage in establishing national identity, the part it plays in education and tourism and its value as a source of academic research are the factors which justify the recognition of heritage management as an independent profession. The article ends with a summary of the training course in heritage management run by the Ironbridge Institute, in the UK. Another article by Eleni Svoronou, entitled The Historic Monuments of the Tourist Industry: Risks and Advantages (p. 46), looks at tourism as a medium for the economic development of backward areas and the conditions in which tourist development does not necessarily mean damage to the environment. The author believes that an overall approach to development is important since the monuments of a particular place, its architectural and natural environment and its infrastructure can provide a general and consistent picture of it. She then lists the risks which tourist development poses to interpreting the environment and for the local community: on what criteria, for instance, will the monuments be selected, which is the best manner of re-using them, how far will the locality depend on fluctuations in the tourist industry and the unforeseeable factors which influence them, and what effect will tourist development have on the cultural and social identity of the local population. Thessaloniki 1991: a year which was a landmark in the re-use of historic industrial units (p. 48). This is the subject of an article by Olga Traganou-Deliyanni, who describes the case of the Hadziyannakis mill, an example of re-use and conservation with the minimum intervention and with respect for the authenticity of the structure and for its existing mechanical equipment. The author goes on to describe an example of a historic decision to re-use a building, with the installation of a primary school in the old Helios Silk Factory in the Municipality of Neapoli. The article closes a note on the Initiative Group which has begun to inform public opinion about the need for the conservation of this special category of monument and for reinforcement of the be-

lief that historic industrial sites and buildings are cultural commodities. The following unit Technology and Awards, concerns the 37 experimental plans -five of them Greek- for restoring the industrial heritage which were awarded prizes by the EC Commission. Alkis Prepis describes the Athens gasworks (p. 51), dealing with its history and its various stages of expansion and modernisation. The Municipality of Athens is implementing a project to create an industrial archaeology park on this site, to house an industrial museum, a contemporary music and multipurpose centre, a theatre, a school of dance, artistic creation workshops, an exhibition hall, a restaurant, a refreshment room and offices. In the outdoor area, there will be walks, areas for watching, stopping and concentrating, and a children's play-park. Building Ds-Ds1, to which the Action Plan pays particular attention, is one of the most interesting structures: it houses the main gas retorts and will be converted into an industrial museum. The Monastery of John the Baptist at Serres (p. 55) was the subject of the plan by Xanthi Savvopoulou-Katsiki. The Monastery dates from the 13th century, and on its northern side are the workshops and storerooms: the watermill, the grain store, the bakery with its kneading-trough and oven, the olive press with a grinding mill, an oil tank and an iron press, the winery, the dairy and the larder. The basement and ground floors are built of masonry, while the upper storeys use lathe and plaster on a wooden frame. A systematic study of these workshops began recently, as part of an overall strengthening and restoration plan. Loes Papadopoulos dealt with The Railway Museum in the southern part of the Municipal Park of Kalamata (p. 57). He describes the exhibits in the Museum today, consisting of the station itself and a variety of rolling-stock, and refers to the dif-ficuties encountered in locating and restoring steam engines and passenger and goods vehicles. The author stresses the need for the Museum to be transferred to the Ministry of Culture, and the risks to it caused by the lack of proper care and supervision. The next prize-winning study of a historical monument concerned the BarryKaramandani Currant Warehouse (p. 59). The plan begins by reviewing the importance of the currant trade for Patra, and then moves on to the warehouse itself, built in the late 19th century and since 1986 used exclusively as an exhibition centre by the Patra International Festival. The plan proposes a series of new uses for the Currant Warehouse: Building A will be the main exhibition hall, with the currant processing machinery being retained on its upper floor, Building Î’ will be used for other events, and the intervening space will contain facilities for the public. Spyros Pantazis dealt with Stone bridges and watermills (p. 61). He refers to the


needs which fed to their construction, to the agencies which financed them, to the craftsmen who built them, to their positions, the building techniques and materials, and to the other buildings erected near stone bridges. The author then deals with watermills and fulling-mills, outlining their importance. The article ends with a programme for conserving and restoring such bridges, listing the dangers caused by natural wear and tear, the force of the water, human activity, trees and earthquakes. The unit entitled Technology and Sponsorship begins with an article by Marlena Yeorgiadi on Sponsorship and Local Government (p. 62). This refers to the programme of the same name run by the Cultural Activities Support Group (OMEPO) which trains cultural agency executives in sponsorship- that is, in the ways in which private enterprise can be utilised to provide financing for the cultural needs of local government. The article ends with the basic principles which ought to be taken into consideration when submitting applications for sponsorship: completeness of the proposals, correctly-planned and time-scheduled budgets, inclusion of revenue as well as expenditure, co-operation between a number of municipalities in such a way as not to serve party political interests alone, and exchanges of information. Matoula Skaltsa continues this unit with a text on Sponsorship: the British Experience and Greek Prospects (p. 63). This is a summary of her doctoral thesis, whose purpose was to study the development of sponsorship of the arts in Britain with special attention to its effects on the functioning of museums and art galleries, moving on to the framework within which Greek experience has operated since the introduction of the institution and outlining the framework within which sponsorship seems likely to develop in Greece. The author begins by defining the meaning of sponsorship of the arts, continues with the observation that sponsorship has had an extensive effect on the operation of artistic foundations, and noting that these effects are far from negative provided that they are seen in their true dimensions and that the potential of sponsorship is not overestimated. In the case of the United Kingdom, sponsorship has always been a minor supplement to the necessary state aid, and not a substitute for it. The article continues with comments on the attitude adopted by OMEPO and on sponsorship activities in Greece, concluding by noting that art is the responsibility of the state, which does not have the right to transfer it to other agencies, and that sponsorship is only one of the many forms of financial support for the arts. The unit on Technology and Publications deals first with the ETBA book on Simonopetra Monastery (p. 66), Mt Athos, presented to leading representatives of the Greek political, ecclesiastical and academic worlds on 12 February 1991. In her ad-

dress, Eftihia Pylarinou-Pipergia, Governor of ETBA, referred to the work done by the Cultural Foundation in the fields of publishing, museums and conferences, and then moved on to the book on Simonopetra which, as she said, is a practical demonstration of ETBA's active interest in the national tradition. Dr Stelios Papadopoulos, editor, dealt in his address with the authors of the articles which make up the book, whose texts are a synthesis of the conclusions they have drawn from their many years of service to their own academic fields and their lengthy researches in the Monastery. Dr Papadopoulos also mentioned all those who had been involved in the artistic and technical aspects of the book. Archimandrite Aimilianos, Abbot of the Simonopetra Monastery, expressed his "debt of gratitude" to all, and particularly to Ms Pylarinou, Governor of ETBA, and Dr Stelios Papadopoulos, Director of the Cultural Foundation. Archimandrite Aimilianos described the purposes of the book as education, conservation and prophecy. This section of the periodical continues with the Athonite reaction to the ETBA book on Simonopetra, as recorded in To Protaton, the two-monthly periodical published on Mt Athos. The next article concerns the book by M. Marmaras entitled The Urban Apartment Block in Inter-War Athens (p. 69), which deals with the beginnings of the intensive exploitation of urban land in the inter-War , period, which saw the birth of the modern Athenian apartment block. The book divides the quantitative development of the phenomenon into three chronological periods (1919-1927, 1928-1931, 1932-1941), and discusses the factors which necessitated or facilitated building. It also refers to the processes of production and the particular features of the buildings which resulted. Although the urban apartment blocks of interWar Athens could be seen as modernisation of the housing sector by Greek standards, they were very soon transformed into the source of much of the country's current pathogeny in urban planning and the environment. The next book discussed in this section is Greek Thread and Textile Mills: Typology and Historical Investigation (p. 71), by Konstantinas Demiris, a work which goes beyond the framework of a conventional historical approach and attempts to apply the typological method of analysis. The book is divided into five chapters and is accompanied by a complete set of basic drawings of each building in the sample, in the form of sketches. Industrial Archaeology by J. Pinard published by the ETBA Cultural Foundation is reviewed by Chrysoula Kapioldasi - Sotiropoulou (p. 72). The book deals with what has remained of the industrial heritage, that is, whatever contributes to our knowledge of the history of the productive activities of a country (constructions, equipment, machinery, written or oral records), the methods

and aims of research into the industrial heritage and the possibilities for research which exist in the less industrialised countries, in the old "new" countries and in the "old" industrial countries. Ms Kapioldasi-Sotiropoulou also reviews An Introduction to Industrial Archaeology by Rainer Slotta (p.73), also published by the ETBA Cultural Foundation which deals exclusively with issues concerned with mines and refers to technological monuments, which are seen as the result and consequence of numerous influences, to the history and content of industrial archaeology and, lastly, to the differences between and shared features of technological monuments and art monuments. The Proceedings of the three-day workshop on the history of Greek wine (p. 74) constitute another ETBA publication. The papers presented at the workshop fall into five basic units, illustrated with photographs and drawings. This is followed by a catalogue of ETBA publications (p. 74): monographs, translations, reprintings, ecological and cultural guides, the proceedings of conferences and the bulletin Technology. The unit entitled Technology and Mt Athos deals with the Athonite Printing House (1930-1953), whose important series of publications is of great historical importance. The equipment and materials of the Printing House (press, blocks, decorative motifs, photographic plates) have been purchased by Simonopetra Monastery, which intends to devote an exhibition to them. The series entitled Athonite Reprints consists of early and now rare texts and studies concerning Mt Athos and covering a wide range of spiritual or, more generally, cultural topics. The Athonite Library of Photographs is based around a nucleus of glass plates from the photographic studio at Kar-yes. A series of self-contained publications under the same title is intended to make available the most important items in this material. In the column entitled Amongst Ourselves, the ETBA Cultural Foundation announces its next two three-day workshops. One on olive oil and olives, to be held in May 1993, and one on the history of the vine and wine in Macedonia and Thrace, scheduled for September 1993. The ETBA Cultural Foundation is also interested in producing a record in photographs and drawings of tanning on the handicraft level (vegetable tanning), and in recording and photographing traditional water-powered installations whose buildings and equipment are in good condition. Technologia shares in the sorrow at the news of the deaths of leading University teachers and research workers: Manolis Andronikos, loannis Kakridis, Doula- Mouriki, and Nikolaos Platon. The column also notes the album by Yorgos K. Manthos on mining and metalworking in Lavrio, and the large exhibition planned on the subject of the Scientific Mission to the Morea. ISBN 1105-2287


© Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς Υπηρεσία Έρευνας και Προβολής To περιοδικό Τεχνολογία ψηφιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2008. Πραγματοποιήθηκε επίσης Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων για την ανακατασκευή των κειμένων. Ομάδα Εργασίας: Κωνσταντίνος Φιολάκης - Βαγγέλης Στουρνάρας - Χρύσα Νικολάου


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.