Ό,τι μας στοιχειώνει

Page 1


Αν σας αρέσει αυτό το βιβλίο, ενισχύστε τον συγγραφέα αγοράζοντάς το σε έντυπη μορφή από τον ίδιο, μόνο με 3€.


…σε όλα όσα δε μπορώ να αφήσω πίσω μου…



Ό,τι μας στοιχειώνει



Καββαδίας Γιώργος

Ό,τι μας στοιχειώνει

Αθήνα 2012


Καββαδίας Γιώργος “Ό,τι μας στοιχειώνει” 1η Έκδοση Ιούνιος 2012 www.nyxteridas.gr e-mail: info@nyxteridas.gr, georgekavvadias@gmail.com facebook.com/gkavvadias Φωτογράφιση, δημιουργικό: Μαριέττα Τούτση (mar13tta@yahoo.gr) Επιμέλεια ποιημάτων: Δημήτρης Μπερέκος Εκτύπωση-Βιβλιοδεσία: Γραφικές τέχνες Λυχνία Α.Ε Copyright © Ιούνιος 2012 ISBN: 978-960-93-3851-6


Περιεχόμενα επιστροφή.................................................................................11 διλήμματα.................................................................................13 film noir................................................................................... 16 μαντήλια, ανάσες, χρώματα.....................................................17 κύκλοι ......................................................................................20 η ζωή μιας πεταλούδας............................................................ 22 κοίτα τώρα................................................................................24 ονειροπόλος............................................................................. 26 “χαμένος”.................................................................................27 γκρίζο.......................................................................................28 πτώση στο “Άουσβιτς”............................................................ 29 πώς σε λένε;............................................................................. 30 να θυμάσαι...............................................................................31 “τυφλοί… κωφάλαλοι”............................................................32 μετανόηση................................................................................34 κρύβομαι… ως την ανατολή....................................................36 σύγχρονη κοινωνία...................................................................37 στοιχειό....................................................................................38 νύχτες μοναχικές......................................................................40 αξιωματικός..............................................................................42 σαπουνόπερα............................................................................44 σιωπηλές διαπιστώσεις............................................................ 45 Αφροδίτη..................................................................................46 το άρωμά σου...........................................................................48 μουσκεμένη παρτίδα................................................................ 50 …στις κήρες.............................................................................52 σειρήνα ξωτικό.........................................................................54 ιστορία......................................................................................55 ταξιδεμένη ομηρία................................................................... 56 φαντασία.................................................................................. 58 ληστής......................................................................................60 ~9~


παραμύθι της βροχής............................................................... 62 φυλαχτό....................................................................................64 καμβάς......................................................................................66 σημειώσεις............................................................................... 68 λιώνεις .....................................................................................69 η “τρελή”..................................................................................70 απουσία.................................................................................... 72 δράστης.................................................................................... 73 η ζωή........................................................................................74 γρίφος η σιωπή.........................................................................76 χειμώνας...................................................................................78 μέδουσα....................................................................................80 θα ‘θελα....................................................................................81 άκου..........................................................................................82 λήθη..........................................................................................84 παρατηρήτρια...........................................................................86 περαστικός............................................................................... 87 ξημέρωσε στη γη......................................................................88 κελί στην άβυσσο.....................................................................89 διάθλαση.................................................................................. 90 κεραυνός.................................................................................. 92 φιγούρες περιπλάνησης............................................................94 πίνακας.....................................................................................96 ηλιαχτίδα..................................................................................98 σκιά.......................................................................................... 99 βροχή......................................................................................100

~ 10 ~


επιστροφή Ήρθα σαν μία σταγόνα απ’ τη βροχή. Ήρθα φώλιασα στη χούφτα σου μ’ ορμή. Κάλυψα του χρόνου την πληγή, μόνο αυτή, κι έκρυψα το φυλαχτό στη γη, μην το βρεις. Ήρθα άναψα το φως σου βιαστικά. Ήρθα πέταξα του πόνου τα κλειδιά. Γύρισα ν’ ανάψω τη “φωτιά”, σοβαρά, μα τα “βλέφαρά” σου ήταν κλειστά, τώρα πια. Και τώρα εγώ πώς να σε βρω, που έφυγες και μου ’σβησες το φως. Και τώρα πες μου τι να πω, ο χρόνος λεν πως είναι ο γιατρός. Μέσα απ’ τα μάτια σου εγώ, έβλεπα κόσμο γελαστό.

~ 11 ~


Πήρα το δρόμο που μακριά σου μ’ οδηγεί. Τώρα βαφτίστηκα ξανά μες στη σιωπή. Μα ο νους μου μένει πάντα εκεί, μια στιγμή, όλα πώς αλλάζουν στη ζωή, δεν είσαι εκεί. Και τώρα εγώ πώς να σε βρω, που έφυγες και μου ’σβησες το φως. Και τώρα πες μου τι να πω, ο χρόνος λεν πως είναι ο γιατρός. Μέσα απ’ τα μάτια σου εγώ, έβλεπα κόσμο γελαστό. Και τώρα πίσω όλα γυρνούν, στην πόρτα μου θαρρώ πως είσαι εσύ. Τ’ αστέρια πάνω τραγουδούν, και σπάνε του αέρα τη σιωπή. “Ίσως να έλειψα καιρό, μα τώρα πια θα μείνω εδώ”.

~ 12 ~


διλήμματα Καληνύχτα, κι ίσως καλημέρα… Κι ίσως μια διαφορετική αρχή, κάπου στη μισοσκότεινη σκηνή, κάπου στο βεστιάριο της θλίψης σου… Εκείνης της μοναδικής χαρμολύπης του χαμόγελού σου… Καταχωνιασμένη και πάλι, ανάμεσα σε φορέματα και ψεύτικα μαλλιά… Καταχωνιασμένη και πάλι, ανάμεσα σε παρελθόν και σε μέλλον… Δίχως απάντηση καμιά σε μια ερώτηση αιώνια… Τρομαγμένη, μαζεμένη στη γωνία, σαν μια γάτα που αναρωτιέται αν πρέπει να επιτεθεί… Άγνοια κι απελπισία… Φόβος και οικειότητα… Έλξη και αμαρτία… Λόγια μεγάλα, σημαντικά, ίσως και ψεύτικα… Λόγια σαν μαστίγια στ’ αυτιά μας… Επαγρύπνηση… και πόνος…

~ 13 ~


σαν σε παραμύθι Άνοιξες τα μάτια σου ποτέ να δεις την ομορφιά που σε τυλίγει; Τα πουλιά που κελαηδούν στο καταπράσινο τοπίο… Ο χαλαρωτικός ήχος του νερού που κυλάει μέσα σε ρυάκια δίπλα στα δέντρα, όπου οι φυλλωσιές τους αγγίζουν το νερό… Μέσα στην πυκνή βλάστηση, πολύχρωμες τουλίπες, ιτιές και πανύψηλα πεύκα. Και απ’ τα κλαριά τους να μην περνά ο ήλιος, και ίσα-ίσα, που και που, να βλέπεις σκόρπιες αχτίδες να διασχίζουν τον αέρα και να παιχνιδίζουν με το νερό… Ξαπλωμένοι στο έδαφος νιώθοντας την πλήρη δροσιά και στοργή του δάσους. Χαρούμενοι κι ονειροπόλοι, ξέγνοιαστοι και σκεπτόμενοι… Ένα απαλό χάδι στο γόνατο, κι ένα αλογάκι της παναγίας σε κοιτά μέσα απ’ τα “γυαλιά” του. Ένα ζουζούνισμα στ’ αυτί που επαναλαμβάνεται, μα πάντα σταματά, κι ένας βάτραχος που ανυπομονεί να γίνει πρίγκιπας μα κανείς δεν τον φιλά. Κάπου εδώ, κάποτε κρύβονταν τα τελώνια και τα ξωτικά… Τα θυμάμαι σαν τώρα εικονογραφημένα με ένα τσουκάλι γεμάτο χρυσά κέρματα, και τον κόκκινο σκούφο ίσα-ίσα να καλύπτει τ’ αυτιά τους.

~ 14 ~


Λίγο παρακάτω έμενε και η Χιονάτη με τους νάνους. Κι έχει ξεκινήσει ένα ανελέητο κυνηγητό εικόνων, αναμνήσεων και νοσταλγίας… Υπό την επήρεια του καθαρού αέρα, που σε ζαλίζει, σε φουντώνει, σε ξεκουράζει και σε ταξιδεύει μακριά από την πολυσύχναστη καθημερινότητα… Στο τέλος του μονοπατιού υπάρχει και μια λίμνη με νούφαρα, μικρές χελωνίτσες και δυο νερόφιδα που λίγο πριν σε νιώσουν δίπλα τους, κουλουριάζονται και κρύβονται στην κύτη. Μονοπάτια που όλοι μας βαδίσαμε μικροί, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούμε τι είναι αλήθεια και τι ψέμα… Αθωότητα που κλειδώσαμε για πάντα στον φωριαμό. Που και που, στα κλεφτά, ρίχνουμε μια ματιά στο εσωτερικό… Σκόνη κι ησυχία… Σκονισμένη παραμένει κι η ζωή μας…

~ 15 ~


film noir Θέλω να γράψω κάτι, μα δεν ξέρω πώς να μοιάζει… Να πω πράγματα, χωρίς βαθύ νόημα… Να γίνω και πάλι άνθρωπος, γιατί μάλλον ξέχασα… Μη με κοιτάς, δεν είμαι εγώ… Με ακούς; Δε μιλώ! Άφησέ με να βυθίζομαι σε σκέψεις κάθε που νυχτώνει, κι ύστερα πάλι να σηκώνω το βλέμμα να σε κοιτώ σαν θα με ξυπνάς για να πέσω στο κρεβάτι… Πρόσωπα απρόσωπα γύρω μου, ανέκφραστα, αγέλαστα… Συμμορίες και ζητιάνοι… Πρεζάκια και φορείς… Άσπρο μαύρο στην παλέτα σου, και ζωγράφιζες ζωγράφιζες και δε σταματούσες… Νιώθεις; Κρατάς; Γεύεσαι; Οσφραίνεσαι; Και στην άκρη, οι εραστές σου… Οι σκιές τους, με λεπτομέρεια περιγράφονται κάτω από την λάμπα… Ένα φορτηγό που πέρασε γρήγορα από δίπλα τους, δεν πρόλαβε να αντικρίσει τους ατμούς… Δεν πρόλαβε να νιώσει τη θέρμη της γλυκιάς παρανομίας… Άσπρο και μαύρο στην παλέτα σου, κι όλο ζωγράφιζες, ζωγράφιζες…

~ 16 ~


μαντήλια, ανάσες, χρώματα Δρόμοι δίχως φως, σκοτεινοί και ήσυχοι… Δρόμοι που βάδιζα πριν χρόνια και πλέον έχω ξεχάσει… Στην έρημη οδό, κάπου εκεί στο φανάρι που αναβοσβήνει ακούραστο, πέταξα κάποτε ένα εισιτήριο… Ο αέρας το πήρε, το ταξίδεψε σε μέρη γι’ αυτό άγνωστα… Το τσαλαπάτησαν, βράχηκε, ξεθώριασε… Μα δεν έπαψε να είναι ένα εισιτήριο… Χρησιμοποιημένο, καινούριο, δεν έχει σημασία… Ένα καπέλο που ξεχάστηκε σε κάποια στάση λεωφορείου… Ένας σκύλος το δάγκωσε, το ξέσκισε στη προσπάθειά του να το κουβαλήσει στην ατέλειωτη διαδρομή του… Το παράτησε ύστερα, κάπου στη μέση του δρόμου, ποτέ δεν ξέσφιξε το σαγόνι του… ποτέ… Κι ύστερα… Όλο αναρωτιέμαι… Κακή συνήθεια, μπορεί κάποτε να σε σκοτώσει… Όλο αναρωτιέμαι… Φθορά… Παντού και πάντα… Πουθενά και ποτέ… Έννοιες… Λέξεις με νοήματα που τους δώσαμε κάποτε εμείς, το γένος μας… Τόσο δίπλα, τόσο φιλικές, τόσο περίπλοκες…

~ 17 ~


Αγγίζεις, μα δεν αγγίζεσαι… και το αντίθετο… Καθένας για την κοσμοθεωρία του… Καθένας για την ιδεολογία που είθισται να κουβαλάει στην πλάτη του… Ένα βαρύ φορτίο… Ένα χρέος στους προγόνους, στον εαυτό σου, στον δικό σου Θεό… Κι η αγάπη, από τις γρίλιες κοιτάζει… Κρυμμένη, πάντα φοβισμένη και δειλή… Με ένα μανδύα, κρατά τα μακριά της μαλλιά μαζεμένα, κι ένα μαντήλι που αφήνει ίσα-ίσα τα μάτια να κοιτούν… Σαν μια μοιραία γυναίκα της Ανατολής, ποιος ξέρει από που μας ήρθε… Ποιος να ξέρει άραγε ποιος είναι ο σκοπός κι αυτής μας της αναζήτησης… Μέσα στο μέλλον, το παρελθόν… κι ακόμα ακόμα, το παρόν, το μικρό μας “τώρα”… Αθροιζόμενο, ένα μεγάλο “μέλλον”… Το κατακτήσαμε ποτέ; Έγινε ο χρόνος μας στιγμή; Κι αν έγινε, πόσο καλά θυμόμαστε; Πόσο είμαστε διατεθειμένοι να ξαναπροσπαθήσουμε;

~ 18 ~


Σκιά που το βράδυ αρπάζει την ανάσα σου ο πόνος… Μα αν τη Μόρα δεν νικήσεις, πώς θα προχωρήσεις παρακάτω; Πώς άραγε θα νικήσεις φόβους, πόνο και φυγή; Αγάπη… Ροζ χρώμα και καρδούλες… Όχι! Αγάπη… Αυτοθυσία, θαυμασμός και πάθος… Ναι, και πάθος…

~ 19 ~


κύκλοι Η θάλασσα απέραντη, ορίζοντας ανοιχτός… Κάπου εκεί, στην πολύ λεπτή γραμμή που χωρίζει τον ουρανό από τη γη… Έναν ουρανό, που πάντα θα μοιάζει συννεφιασμένος σαν φτάνει το δειλινό… Σαν να θύμωσε με κάτι… Σαν να κρύβει μέσα του όλη την κακία που του προσέφεραν στο ταξίδι των καιρών… Κι εσύ… πάντα η ίδια εσύ… Θα κάθεσαι στο βράχο, ήρεμη, λίγο σκεπτική, μα πάντα γοητευτική… Θα ατενίζεις τα επόμενα, τα προηγούμενα, τα σημερινά… Βράδια, νύχτες… Όλες σου οι περιπέτειες… Καλές, κακές, ώριμες, ανώριμες, παντοτινές και στιγμιαίες… Το κύμα, απαλά ίσως, να αγγίζει τα δάχτυλα των ποδιών σου, και με τα λόγια του, ίσως να φέρνει πιο κοντά εκείνους που για πάντα φύγανε περπατώντας επάνω στα αγριεμένα της νερά… Το απαλό φθινοπωρινό αεράκι, ανακατεύει τα μαλλιά σου, η μυρωδιά της αλμύρας καθαρίζει την ψυχή σου,

~ 20 ~


την ξαλαφρώνει… Έχεις μείνει να κοιτάς ώρα πολύ το απέραντο γαλάζιο, το απέραντο μωβ, το απέραντο γκρι… Μηχανικά, τα βότσαλα αγγίζουν το νερό, κι ύστερα βυθίζονται, όλο και πιο κάτω… Και το κύμα κάποια στιγμή θα τα ξεβράσει ξανά… Και τότε, κάποια άλλη -εσύ- θα καθίσει στον ίδιο βράχο, θα συλλογιστεί τις ίδιες έννοιες, θα ακούσει το ίδιο κύμα, θα κρατήσει το ίδιο χώμα, θα δακρύσει για τους ίδιους ανθρώπους… Κύκλους η ζωή… κι εμείς στο κέντρο της…

~ 21 ~


η ζωή μιας πεταλούδας Τώρα πια καταλαβαίνω γιατί παντού σχεδιάζω τη σκιά σου… Τώρα πια ακούω ξανά τα βήματά μου… Είχα χαθεί μια βραδιά σε σοκάκια στενά, υγρά και σκοτεινά… Αμμωνία έντονα παρενοχλούσε την αναπνοή μου… Κι ύστερα, κάτω από μια λάμπα, τη μόνη λάμπα στο δρόμο, μια πεταλούδα τόση δα μικρή, πολύχρωμη, άφηνε την τελευταία της πνοή στην άσφαλτο… Ήταν ο αέρας που κατανάλωσα εγώ, ή μήπως τα όνειρά μας που ασφυκτιούν μέσα σε ντους πολυτέλειας και χλιδής; Μέσα σε ρετιρέ λιμοκτονούν οι ορίζοντες που κάποτε χαράξαμε παρέα… Πάγος στο πόδι σου, να φύγει το μελάνωμα… Να φύγει το κακό το αίμα… Κι έπειτα, σουρουπώνει ξανά… Μια άλλη μέρα, μια άλλη αρχή… Με κραυγές αγωνίας και πόνου… Ο χρόνος κυλάει… Τσαλακώνει χαρτιά, σβήνει λέξεις, ζωγραφίζει πορτραίτα, φωτογραφίζει τοπία… Είναι ο ίδιος που τα σχημάτισε με το πέρασμά του… Ο ίδιος και που θα τα αφανίσει…

~ 22 ~


Ποτέ δεν έμαθα τη δική σου αλήθεια… Ακόμα αναρωτιέμαι ποια είσαι… Και στη φωτογραφία σου πια, δεν ξεχωρίζω τη μορφή σου… Μου ’χει μείνει μοναχά ένα βιβλίο με τον γραφικό σου χαρακτήρα… Θα το κρατήσω, λέω πάντα, αυτό… Θα το ’χω μαζί μου σαν κοιμάμαι… Ξέρεις, όχι δεν ξέρω… Κι ίσως να μην ήθελα ποτέ να μάθω… Τόσο πολύ σου έμοιαζε…

~ 23 ~


κοίτα τώρα Τρενάκι δίχως ράγες η ζωή, με μια θέση αδειανή, στης πόλης τη μικρή τροχιά, με τη σιωπή να ξεδιψά. Κάτω απ’ τα φώτα στις πλατείες, σκιά από άλλες εποχές, που χτίζει νέες μελωδίες, σε αμαρτίες χθεσινές. Κοίτα τώρα, το χρώμα των ματιών μας χάσαμε. Κοίτα τώρα, που όσα χρωστούσαμε ξεγράψαμε. Όλα ακόμη είν’ ίδια, στη θέση τους σαν πάντα. Όλα ακόμη είν’ ίδια, τραγούδια δίχως μπάντα.

~ 24 ~


Της νύχτας οι μικροί φυγάδες, που χάθηκαν στο χθες, ταξίδεψαν και σε κοιλάδες, που δείχναν τόσο ερωτικές. Και λίγο πριν να βρουν το δρόμο, προς τη μεγάλη χαραυγή, ακούσανε ξανά το χρόνο, κυματοθραύστη στο νησί. Κοίτα τώρα, χροιά φωνής που αλλάξαμε. Κοίτα τώρα, ονόματα ξεγράψαμε. Τα χρόνια μείναν ίδια, τις μελωδίες χάσαμε. Τα χρόνια μείναν ίδια, κιθάρες που δεν πιάσαμε.

~ 25 ~


ονειροπόλος Πριν ξημερώσει η μέρα, πολλές φορές, στέκεσαι κάπου στη μέση… Κάπου ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα… Σε ορίζοντα και ορίζοντα… Στέκεσαι και συλλογιέσαι… Συλλογιέσαι ώρα πολύ το κενό… Κι ύστερα, εικόνες… Γεμίζεις το κενό γύρω σου με στεριές, γέλια παιδιών, χαρταετούς και ποδήλατα… Ουράνια τόξα και ξωτικά… Ό,τι μας έλεγαν σαν ήμασταν παιδιά και ποτέ δεν αρνήθηκες… Μια τέτοια στιγμή, ίσως κλέψω το χαμόγελό σου να το χαρίσω στη σελήνη…

~ 26 ~


“χαμένος” Μες στη σιγή της πόλης… Είναι πράγματα οικεία και πράγματα αλλόκοτα, πράγματα δικά σου και δικά μου… Είναι ίχνη και καπνός, βροχή και κεραυνός… Βήματα στο διάδρομο και ρίγη… Τόσο καιρό κάθεσαι στο τραπέζι μας, μα ακόμα να μας πεις τις ιστορίες από τα ταξίδια σου… Οι κοπέλες… τα ξενύχτια… το μαστίγωμα της μοναξιάς ενίοτε… Χθες βράδυ, την ώρα που περπατούσαμε, θαρρώ πως κοντοστάθηκες λιγάκι… Κοίταξες ψηλά κι ύστερα συνέχισες ακάθεκτος, χωρίς να θυμάσαι το θέμα… Μα συνέχισες. Όταν έπεφτες για ύπνο τα βράδια… δεν κοιμόσουν… Στριφογύριζες ώρες στο κρεβάτι σου, μέχρι να καταλήξεις να σε πάρει ο ύπνος ξεσκέπαστο στη γωνιά του… Με τα χέρια να προεξέχουν από το κρεβάτι… Σκεφτόσουν, έλεγες, συνέχεια σκεφτόσουν… Απολογισμός της μέρας… Σχεδιασμός της επόμενης… Και εν τέλει χανόσουν στη λεπτομέρεια… Έχανες την ουσία και τη γεύση… Ήσουν όμως άψογος… Δεν έβρισκα λάθη σου… Ήμουν σίγουρος όμως πως θα ’χες κάνει… Σε γνώρισα λίγο… δεν πρόλαβα να…

~ 27 ~


γκρίζο Τα φώτα της πόλης καθρεφτίζονται στη θάλασσα. Τρεις το πρωί στα φώτα των αστραπών που σχίζουν τα σύννεφα. Στέκεται και νοσταλγεί τις στιγμές που δεν έζησε. Αυτές που κάλυψε η ομίχλη του φόβου του, ο ίσκιος των δισταγμών του. Όταν το λευκό χρώμα της ζωής σου αρχίζει να γκριζάρει, τότε πρέπει ν’ αρχίζεις ν’ ανησυχείς. Κάτι έκανες στραβά. Κάπου έχασες τη διαδρομή. Ξέρεις, δεν μπορείς να ’χεις πάντα δεύτερη ευκαιρία. Προχωράει ολομόναχος μες στη βροχή χωρίς να σκέφτεται. Βήματα στα τυφλά, μηχανικά. Τ’ αυτοκίνητα τον προσπερνούν, μα δε δίνει σημασία. Λέει πως είναι σαν τις στιγμές που θα ’ρθουν. Θα τον προσπεράσουν και θα χαθούν στα καυσαέρια των αναμνήσεων.

~ 28 ~


πτώση στο “Άουσβιτς” …κι εκεί που καθόμουν, την είδα να περνάει μπρος μου, την είδα να βαδίζει αργά με μια χούφτα “ποτισμένα” λουλούδια, μια χούφτα ψέματα. Ψευτιές που κυοφορούν τη θλίψη, το σκοτάδι της ψυχής της. Βρίσκομαι στη μέση μιας διαδρομής που ποτέ δεν μπόρεσα να τελειώσω, τρέχω να προφτάσω μα όλο κάτι πίσω με γυρνά, όλο κάτι μηδενίζει τα χρονόμετρα και με σπρώχνει στην εκκίνηση. Σα να μην είπα τίποτα, σα να μην έκανα τίποτα, όλα από την αρχή… Κλείνω την πόρτα ξωπίσω, θέλω να μείνω για λίγο μόνος να μείνω για λίγο νεκρός, να μείνω για λίγο ερπετό που δαγκώνει τον εαυτό του και διοχετεύει το δηλητήριό του στον οργανισμό του. Να μείνω να σκεφτώ, τι είπα μέσα στη βράση της ψυχής, του μυαλού, των νεύρων. Να αφουγκραστώ την αλήθεια που φωνάζει δυνατά, να νιώσω τον παλμό της νύχτας που θα με οδηγήσει ξανά μέσα στο υπόγειο του Άουσβιτς… Να θυσιαστώ, ξανά, και ξανά, και άλλη μια φορά…

~ 29 ~


πώς σε λένε; Μια λεπτή κλωστή μονάχα… Αυτό είναι το όριο που μας χωρίζει… Τα βράδια σαν φυσάει, ο αέρας ορμητικά περνάει από τα μπαλκόνια, και κάνει το νου των παιδιών να πλάθει παραμύθια κι εφιάλτες… Οι φυλλωσιές των δέντρων σχηματίζουν μορφές-σκιές στα παράθυρα των δωματίων όταν παιχνιδίζουν με τα φώτα των δρόμων… Αυτό που πιο πολύ απ’ όλα πάντα μ’ άρεσε, ήταν η μεταμεσονύχτια σιωπή… Κάπου βαθύτερα στο χρόνο που φεύγει δίχως να ρωτά, σε μια εξειδικευμένη νοθεία της καθημερινής σου διήγησης… Πίσω από φράσεις, νεύματα και βλέματα, θαρρώ πως πάντα βλέπω το μελαγχολικό σου υπόβαθρο… Δεν ήτανε απλό ποτέ… Αλήθεια, τ’ όνομά σου δε μου χάρισες… Μήπως… Μην σπαταλάς άλλες σου λέξεις, χαμένος χρόνος κι εκείνες σαν όλες σου τις φωτογραφίες στο συρτάρι… Σσσστ… Αρχίζει η ταινία… Κι αυτή τη φορά, είσαι ο δολοφόνος…

~ 30 ~


να θυμάσαι Όσο μεγαλώνεις μαθαίνεις να ζεις. Όσο ζεις μαθαίνεις να ξεχνάς. Όταν θα τα ξεχάσεις όλα, θα είναι πια αργά για σένα. Φρόντισε να θυμάσαι, θα σε “βασανίσουν”, θα σου στύψουν το μυαλό, μα εσύ να θυμάσαι…

~ 31 ~


“τυφλοί… κωφάλαλοι” Ταξίδι με τσέπες αδειανές, με μάτια ορθάνοιχτα που λαμποκοπούσαν. Ήχοι από μακρινές σπηλιές στην κορυφή βουνών. Παιδιά… Ουρλιάζουν… Μαθαίνουν ανάγνωση από φυλλάδες και εκπομπές… Φίλοι, χαμένοι… Εξαφανίστηκαν σε βόλτες πάνω σε ράγες γλιστερές… Μικρές ανούσιες αμαρτίες ενοχοποιούν τους έρωτές σου, τους λυγίζουν, τους λιώνουν. Μικρή οπτασία κάλυψε για λίγο τη λύπη, μα σαν έφυγε σε έχωσε ακόμα πιο βαθιά στο χώμα… Κόσμος γεμάτος ερωτηματικά που με θαυμασμό κοιτάει την κάθε αποκάλυψη κουτιών!!! Ακουστικά βουλώνουνε τ’ αυτιά μας, τα πιέζουν μέχρι που ματώνουν. Ακουστικά που με νότες καταπνίγουν τη φωνή μας, γινόμαστε τεχνητοί κωφάλαλοι. Μικρές, ανεπαίσθητες σπασμωδικές κινήσεις μας απομακρύνουν από στόχους που είχαμε μικροί. Από όνειρα που μας έκλεισαν το μάτι και γίναμε φίλοι τους καλοί…

~ 32 ~


Μικρή μου αυταπάτη, σε λίγο θα πάψεις, θα εξαφανιστείς, δώσε μας μία ευκαιρία ακόμα… Θα βρούμε το δρόμο… Θα ανακάμψουμε… Είμαστε δυνατοί…

~ 33 ~


μετανόηση Είναι φορές που το στόμα θέλει να μιλήσει, μα ο νους σωπαίνει. Σωπαίνει μπρος στο φόβο ίδιων λέξεων και νοημάτων, ίδιων, μετέπειτα παραχθέντων, συναισθημάτων… Και ποιος άραγε να μη φοβάται; Και ποιος άραγε να μη γεννά την αμφιβολία που σαν παράσιτο ακολουθεί την ύπαρξή του; Δεν ξέρω πώς να σε γιατρέψω, παλιά πληγή μου δροσερή… Δεν ξέρω πώς να ανταμώσω πάλι την αρχαία σου αυτή υφή και να της χαϊδέψω το μέτωπο. Όλα γύρω μας σαν άνθρωποι γεμάτοι ζήση και χαρά, γεμάτοι θάνατο κι αγρύπνια… Αγρύπνια για την μέρα που μόλις άφησαν να φύγει χωρίς να αγγίξει ένα κύτταρό τους ζωντανό… Σαν μια σχεδία που επιπλέει σε απόνερα, από κάτω η τιμωρία, και επάνω η επιβράβευση… Πάντα τα άσχημα κάτω και τα όμορφα επάνω… Γιατί; Και όλοι μας αγναντεύουμε ψηλά, κι ίσως, μόνο όταν βρισκόμαστε σε θέση υπεροπτική, θωρούμε και τον “κάτω κόσμο”. Είναι φορές που η καρδιά θέλει να ταξιδέψει, και ο νους δεν την αφήνει… Και ποιος άραγε δε φοβάται τα μάτια σου, μάτια μου;

~ 34 ~


Που όταν κοιτάζεις μέσα τους, σαν κύματα σε πνίγουν οι κόμποι στον λαιμό σου… Στοίβες χαρταετών στην αποθήκη οι σκέψεις… Στοίβες και τα γράμματα που δεν έμελλε ποτέ τους να σταλθούν…

~ 35 ~


κρύβομαι… ως την ανατολή Μην ψάξεις να με βρεις, κρύβομαι κάτω από σεντόνια διάφανα. Σκαλίζω στο δέρμα μου σχέδια αλλοτινών εποχών προσπαθώντας να νιώσω τον αγέρα να διαπερνάει το κορμί μου, τη βροχή να ποτίζει τα σωθικά μου. Αυτό που αποζητώ, είσαι εσύ μοναδική μου ευκαιρία, εσύ, που με τόσο ζήλο κάλυψες τις πληγές μου από την θάλασσα, να μην τις κάψει. Εσύ που πάντοτε με περίσσιο θάρρος θυσιάζεσαι μπροστά μου, πριν χρειαστεί εγώ να πέσω στο λάκκο με τα σκυλιά. Αποζητούσα λίγη γαλήνη να με λούσει και το φεγγάρι να στεγνώσει μέχρι και την τελευταία σταγόνα περασμένου λαβυρίνθου. Και καθώς πλησιάζει η ώρα να δύσεις, να σου πω με απλά ελληνικά, ότι μόνο σαν τα δάκρυά σου αγγίξουν το πάτωμα, μόνο τότε θα με δεις να ανατέλλω ξανά, να έρχομαι κοντά σου και να καλύπτω τις πληγές σου, να θυσιάζομαι…

~ 36 ~


σύγχρονη κοινωνία Γιατί να κλεινόμαστε στη μοναχικότητα του εαυτού μας; Μέσα σ’ αυτό το κτήριο αποκλεισμού; Κι όταν βρίσκουμε μια τρύπα πιθανής διαφυγής, την κλείνουμε με ένα πλαστικό κουτί… Γιατί να μην σπάσουμε τα γυάλινα τοιχία με ένα σφυρί αλλιώτικο από τ’ άλλα; Με ένα σφυρί που θα φωνάζει “είμαι ελεύθερος, δεν είμαι μόνος, είμαστε όλοι ένα”… Για ποιο λόγο να μην φωνάξουμε παρέα για κάθε μας δικαίωμα, κάθετί που μας ανήκει και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μας κρύβουν, μας κλέβουν; Για ποιο λόγο να μην έχουμε άποψη για το τι συμβαίνει γύρω μας, να αδρανούμε, αλλά να έχουμε απαιτήσεις; Κι όταν σιγά-σιγά πας να ξυπνήσεις, τσακ, γίνεται ένα blackout και το ασανσέρ σταματάει… Κι έτσι μένεις μετέωρος μέσα σε ένα κουτί, περιμένοντας κάποιος “κουφός” να σ’ ακούσει. Μέσα στην ξηρασία της “πολιτείας” μας, ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ανθίζει, κι αν δε το προσέξεις, θα μαραθεί και τα πέταλα του θα σκορπίσουν στον λυσσασμένο αέρα… Πρέπει να βγει γρασίδι, πρέπει να ’ρθει χαρά, πρέπει να ζήσεις…

~ 37 ~


στοιχειό Πόσες ώρες μακριά από την άβυσσο κρύβεται η χίμαιρα του νου σου; Μέσα σε λεωφορεία στριμωγμένος… Μέσα σε νύχτες ξεχασμένος… Μπλεγμένη η μέρα με τα μάτια σου, η νύχτα με το σεντόνι σου… Μια πλεξούδα καταστάσεων… Μια μαχαιριά ονείρων… Είσαι εσύ που το βράδυ με χαμόγελα τη θλίψη έδιωχνες, και να που τώρα λιωμένη στην καρέκλα σου διαβάζεις μια άδεια οθόνη… Μια μελωδία από παλιά, μια κιθάρα που κλαίει, μια φωνή που ουρλιάζει χαμηλόφωνα… Είναι εκεί… Πίσω από τοίχους, πίσω από αφίσες, πίσω από πατζούρια… Είναι εκεί… Στη μέση του δρόμου, πάνω στις ράγες, στη θάλασσα πνιγμένος…

~ 38 ~


Χέρια ανοιχτά… Πήγαν να πιάσουν το φεγγάρι μα κουνήθηκε το σύννεφο, κι έπεσε στα μαλακά, στο γρασίδι της φυλακής του. Μετακινώντας τη πέτρα του τάφου σου, την έσπασες, δε μπόρεσες να κλειστείς μέσα του… Κι έτσι πάλι σε λεωφορεία θα τριγυρνάς… Πάλι σε θηλιές θα ψάχνεις το νούμερό σου… Πάλι σε υπονόμους θα μιλάς με τη ζωή σου… Πάλι θα κυνηγάς την αλήθεια σε χωματερές ψεμάτων… Αυτό ήταν το σινάφι σου… Μάζεψες τα κέρματα, έσπασες το γουρουνάκι…

~ 39 ~


νύχτες μοναχικές Τότε ήταν που κάλυψε με αίμα η νύχτα τη φωτιά, και γύρισε ο άνεμος και σήκωσε μια συννεφιά. Γυρνώντας σε αγάπησε ξανά ο κεραυνός, και γύρισε και τύλιξε το παρελθόν με φως. Νύχτες μοναδικές, σε ορίζοντες γυρνούν. Νύχτες μοναχικές, ποτά που σ’ οδηγούν. Μα ξύπνησε ο νους, και πια δεν τραγουδά, αν θες τη λησμονιά, ψάξε για τη φωτιά.

~ 40 ~


Μάθε το όνειρο πάντα να κυνηγάς, σε τεντωμένα νήματα πάνω να περπατάς. Κι αν πέσεις, πάντα στρώματα θα είναι κάτω εκεί. Και θα μαζέψουν του έρωτα αγιάτρευτη οργή. Νύχτες μοναδικές, σε ορίζοντες γυρνούν. Νύχτες μοναχικές, ελπίδες επιζητούν. Κοιμήθηκε ο νους, δε βρήκε τη φωτιά. Στο όνειρο ζωγράφισε ξανά την ομορφιά.

~ 41 ~


αξιωματικός Ακόμη και με φώτα κλειστά, τα μάτια βλέπουν… Μεθυσμένο πρόσωπο που ξεκίνησε να τρέμει… Ανατριχίλα που σαρώνει την υφή σου… Μέσα σε αυτό το σκοτάδι τα μάτια σου, ακόμα λάμπουν και καθοδηγούν το νέφος… Όσα παιχνίδια κι αν κερδίσω στο σκάκι, η Βασίλισσα πάντα θα πεθαίνει κι ο αξιωματικός θα ρίχνει το τελευταίο τριαντάφυλλο… Μαγευτική οδύνη που με πολύχρωμο ραβδάκι κρύβει το ουράνιο τόξο και φέρνει χιόνι… Διαβιβαζόμενη αισιοδοξία προσπαθεί να ξεβάψει το μαύρο της αλήθειας… Μέσα από μια γυάλα, βλέπεις τον κόσμο διαφορετικό, πιο μεγάλο… Αλλά πού να κρύψεις τα βήματα της περισυλλογής; Πού να κρύψεις το πλοίο της αγχόνης; Μεταμοντερνισμοί, μεγάλα κεφάλια αδειανά… Είναι όμορφη η σιωπή, ειδικά όταν μιλάει ψιθυριστά…

~ 42 ~


Μα και σαν τραγουδά, πάλι θυμίζει το βιολί του δάσους που με δοξάρι από θάμνους χαϊδεύει τις φυλλωσιές… Δες ψηλά μια φωτιά, τη πιο δυνατή απ’ όλες, είναι αυτή που ανάψαμε τότε… Άκου τον αγέρα που σφυρά μια μελωδία… Είναι το τραγούδι που έγραψα με το χέρι σου…

~ 43 ~


σαπουνόπερα Μερικές φορές περιμένεις ένα μόνο μήνυμα… Δυο λέξεις… Και κοιτάς νευρικά το ρολόι σου, και κοιτάς την κενή οθόνη του κινητού σου τηλεφώνου… Και τριγυρνάς με τις ώρες μέσα στο σπίτι… Λίγο κρασί, λίγη μουσική… Σκηνή από σίριαλ εισαγωγής με άθλια σκηνοθεσία… Λίγο πριν το φινάλε… Λίγο πριν τους τίτλους τέλους και την επιγραφή “to be continued”, ένας ξέμπαρκος υπότιτλος…“ Αυτό που έψαχνα, είσαι εσύ!”

~ 44 ~


σιωπηλές διαπιστώσεις Η σιωπή μερικές φορές κρύβεται στις πιο θορυβώδεις περιοχές… Εκεί, μέσα στο θόρυβο και τη δίνη του πιοτού, εμφανίζεται αυτή… Η νεράιδα της πόλης, που άλλοτε σκεπάζει με στοργή τη νύχτα, και άλλοτε μεταμορφώνεται σε ένα πελώριο τέρας που καταβροχθίζει την κάθε μου στιγμή… Είναι που όσο κι αν μεγαλώσω, πάλι θα είμαι εγώ… Είναι που όσο κι αν πιω, πάλι μπροστά μου θα βλέπω… Είναι που όσο κι αν φωνάξω, κανείς δε θα με ακούσει… Είναι που εσύ είσαι στην πλώρη του καραβιού που μας οδηγεί στην τρίτη γωνιά των βερμούδων… Είναι που όσο κι αν σ’ αγαπώ, ποτέ δε θα καταφέρω να στο δείξω… Είναι που χρόνια σε περίμενα, και τελικά χάθηκες σε φουρτούνες… Μέσα από το φεγγάρι που χάθηκε, ανέτειλε ο φάρος των ματιών σου… Μέσα από την άγκυρα που βούλιαξε, σηκώθηκε η μέρα που αγαπάς…

~ 45 ~


Αφροδίτη Κάλυψες με χρώμα τη μουντή φωνή της ύπαρξης, γέμισες με ήχο την σιωπηλή ηχώ του νου… Κάθισες κοντά στο σκιάχτρο κι αμέσως απέκτησε σώμα… Άγγιξες το ρομπότ, κι αμέσως λιπάνθηκε από το ίδιο του το δάκρυ… Με τα γοβάκια σου μετέφερες τον έλεγχο σε άλλο τόπο, δίχως χρόνο να μετρά, δίχως πόνο να χτυπά… Μιλώντας για τον άνθρωπο, μορφή θεού κατέλαβες για να ξεφύγεις απ’ τη θλίψη… Σε πλοιάριο δίχως πανιά, τράβηξες κουπί στην όχθη της καρδιάς σου για να φτάσεις, μα τα νερόφιδα σε εμπόδισαν να βουτήξεις μέσα της, να γλυκαθείς από τη γλύκα της, να αναστηθείς από την αμβροσία της… Για μια φορά ακόμη ένιωσε πως έχανε τη γη από τα πόδια του, για μια φορά ακόμη πρόλαβε στο τσακ να μη βυθιστεί στο τρίγωνο της νύχτας… Πνίγεται κάθε βράδυ στον ωκεανό του ουρανού, στα κύματα της συννεφιάς… Την ώρα που ετοιμάζεται την τελευταία του ανάσα να αρπάξει, ακούγεται το έλκηθρο της μεταμφιεσμένης Αφροδίτης…

~ 46 ~


Θα τον πλύνει για μια φορά ακόμη με το μελάνι της φωτιάς, θα τον ξεπλύνει με το νέκταρ της λησμονιάς… Έλα να μάθεις πώς μικραίνει η πόλη όταν μπροστά της αφήνεσαι… Έλα να μάθεις πώς πνίγεται η ώρα όταν τα ρολόγια ανάποδα γυρνάς… Μείνε εκεί που είσαι, μπορεί να προφτάσει να γυρίσει πριν δώδεκα ώρες…

~ 47 ~


το άρωμά σου Μια σταγόνα από το άρωμά σου… Μια σταγόνα που χαρακτηρίζει πλήρως την σκέψη σου… Κι ένα αντικείμενο λίγο παραπέρα… Φέρνει στο νου εικόνες, νέες… παλιές… ανύπαρκτες… Ήχους και μελωδίες που το μυαλό γεννά σε μια προσπάθεια να ακούσει την ίδια φωνή με τότε… Η φωνή όμως χτυπάει στον τοίχο και γυρίζει και πάλι πίσω… Αντιλαλεί στο χώρο κι ύστερα εξασθενεί… Σαν τα φώτα στο κελάρι των αναμνήσεων… Ο δαίμονας όμως είναι ξάγρυπνος στο δωμάτιο της φωτιάς… Ξάγρυπνος σε μια διαδρομή που ποτέ της δεν είχε τέλος και πάντα η αρχή του ήμασταν εμείς… Δε θέλω άλλο πια να βλέπω στον καθρέφτη το προσωπείο της σκέψης… Τα κρυμένα νοήματα από παντού σ’ οδηγούν παντού κι ύστερα σου αφήνουν στις χούφτες τις καραμέλες της νιότης σου… Με γεύσεις πετροκέρασου, κι ανανά… Στο κατώφλι σου, μια χούφτα τριαντάφυλλα… Μονά στον αριθμό… γκρίζα… Ξεχασμένα, αποξηραμένα, γεμάτα φως και δύναμη αρχέγονη… Το άρωμά τους… ακόμα στολιζε τα χέρια σου…

~ 48 ~


Στης βροχής το άπειρο, μια ανάσα δώσε. Και σαν βρει παράθυρο, το θυμό της διώξε. Σαν νεράιδα πέταξε, στον κόσμο των ονείρων. Στο κατώφλι γύρισε, αλήθεια των δακρύων. Η νεράιδα που έκλεψε, τα ρόδα απ’ τ’ αγκάθια. Στο κατώφλι γύρισε, αφήνοντας σημάδια.

~ 49 ~


μουσκεμένη παρτίδα Βαθυστόχαστη νύχτα κοντοζυγώνει. Μεθυσμένος για άλλη μια φορά από τον ήχο της βροχής, τσαλαβουτώ στην πλημμυρισμένη σου ομπρέλα… Με τις λάμψεις αστραπών περιμένω να διαβάσω αυτά που ήταν γραφτά να γίνουν… Τον άνεμο στα μάτια θα κοιτάξω, και ανεμοστρόβιλο θα ζητήσω για να ανακατέψω την τράπουλα που μου δώρισαν σαν γεννήθηκα… Να μοιράσει ο χαρτοκλέφτης ξανά… Να αρχίσει η παρτίδα… Σε μια αιωνιότητα, φυλακισμένος σε λευκά κελιά… Κομματιασμένος…Βυθισμένος στην πολυπλοκότητα μιας νεκραναστημένης μάγισσας… Μιας μάγισσας που με ένα σκουπόξυλο θα εξαγνίσει τα χέρια και με ένα ξόρκι θα μαγέψει ξανά τον τύμβο… Χέρια ποτισμένα με αίμα… Ποτισμένα μελάνι και χολή… Μαστιγωμένη παρέλαση μπρος στο άρμα της ουσίας… Ουσία παραισθησιογόνος, έτοιμη με μια ζάλη να σε καρφώσει σε ένα σταυρό ολότελα ξένο…

~ 50 ~


Τα καρφιά θα ‘ναι από τις γλώσσες που τα κόκαλά σου τσάκισαν! Και μια επιγραφή… κενή… Με ξύδι και βροχή, να ταράζουν το κορμί που να σιωπήσει ξέχασε, και θυμήθηκε να γεννηθεί… Ο σεισμός φέρνει βοή… Βοή αλλιώτικη, μιξαρισμένη με το κύμα που πάνω σου πέρασε κι έπνιξε την συνείδησή σου… Είσαι σε μια βάρκα τρύπια και σιγά-σιγά όλο και πιο βαθιά βουλιάζεις… Θυμήσου να ξυπνήσεις… Μα και πάλι, μούσκεμα θα ουρλιάζεις…

~ 51 ~


…στις κήρες Μέσα στη νύχτα, μέσα στον καπνό του νου, σ’ είδα να ξεπροβάλεις… Να στέκεσαι και το φως μου να καλύπτεις… Έτοιμη τη σάρκα μου να αφανίσεις και να με οδηγήσεις στα Τάρταρα… Σαν μια Κήρα που τα θύματά της αποτελειώνει… Σαν μια Κήρα που βασανιστικά στον έρωτά της σε λυτρώνει… Και τώρα στις όχθες της Αχερουσίας, την αμβροσία απολαμβάνεις… Αμβροσία που σαν λήσταρχος επιδέξιος από τον Άδη έκλεψες… Ο βαρκάρης μόλις έφτασε, και τον οβολό του πέταξε στον Αχέροντα μια ευχή κάνοντας. Μα πριν προλάβει στην κύτη να φτάσει, το άρπαξε η ψυχή της όασης… Μιας όασης που κάποτε κι εσύ γνώρισες… Μιας όασης που στα καθάρια νερά της ξεδίψασες, και στους ίσκιους της έμεινες να ξαποστάσεις… Σε σένα όμως ξανά τα βήματα μ’ οδήγησαν. Εκεί θα στέκεσαι και τις μοίρες με υπεροψία θα κοιτάς… Εκεί θα παραμονεύεις και τον χρόνο θα ορίζεις. Με τον μανδύα σου τον μεγαλόπρεπο να καλύπτει τα νύχια σου…

~ 52 ~


Με το μαλλί σου να ανεμίζει στο δροσερό αεράκι της πολιτείας… Πάντα έτοιμη να επιτεθείς… Έτοιμη με κάθε τρόπο την ζωή να εκδικηθείς… Και με μια θυσία στις όχθες κάτω από το σεληνόφως, να αναστήσεις τη σκιά σου…

~ 53 ~


σειρήνα ξωτικό Ακούει τον ήχο σου τα βράδια, θαρρείς και θες να τον μαγέψεις… Στη μελωδία σου ξεχνιέται και ηρωικά στο πάτωμα σωριάζεται μέχρι την ώρα που θα γνέψεις… Μην προσπαθείς πλέον να καλύψεις το προσωπείο σου, γιατί το έχει δει νομίζω… Έχω την εντύπωση πως πάλι όμως μπρός σου θα ξαποστάσει… Είναι κάτι που δεν μπορεί να αποφύγει, κάτι που δε μπορεί να αρνηθεί… Η φύση του που τον καλεί συνεχώς μαζί της έρωτα να κάνει… Μια έκφραση που πάντα τον ανατρίχιαζε και του προκαλούσε δέος. Μια φορά ξέρεις τον είδα να καλύπτει με σκιές τα ίχνη της ανιδιοτελούς του θυσίας. Μα εσύ παραμένεις ένα ξωτικό… Τα ξωτικά τον ταξίδευαν πάντοτε σε έναν κόσμο άλλο, αλλιώτικο από τον δικό μας, μόνο που από το τελευταίο του ταξίδι δε γύρισε ακόμα… Πόσο μπορεί να αργήσει ο χρόνος να γυρίσει τον λεπτοδείκτη; Πόσο μπορεί να καθυστερήσει η φλόγα του κεριού να σβήσει μπρός στον άνεμο της αύρας σου; Όταν τον δεις, θυμήσου να του πεις πως χάθηκα κι εγώ στο δρόμο που δε χάραξα ποτέ μα πάντα ακολουθούσα…

~ 54 ~


ιστορία Αναρωτιέμαι αν θα ήθελες να ακούσεις την ιστορία μου αυτό το βράδυ… Αναρωτιέμαι αν ποτέ θα έσκυβες πάνω από τη μορφή που με στοιχειώνει… Σαν αγκάθι που πονάει καθώς βγαίνει παρακαλάω να μοιάζει ο εξορκισμός μου… Νόμιζα ότι πέρασε η μπόρα, μα ποτέ δεν είχα νιώσει τη βροχή… Δεν είναι λίγες οι φορές, που τα βράδια ακούω τη φωνή σου και θαρρώ πως πέθανα ξανά… Δεν είναι λίγες οι φορές, που ταξιδεύοντας στον ποταμό της θλίψης μου βουλιάζω και ακουμπάω τον πάτο του… Μα αν δε βουλιάξεις, πώς άραγε θα νιώσεις την υφή των αισθημάτων σου; Σου ‘χα πει, θυμάμαι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων είμαστε… Μα αυτό ποτέ δε σε εμπόδισε την πόρτα να χτυπήσεις… Μια γυάλα γεμάτη αλκοόλη είναι ο κόσμος, κι εμείς τα ψάρια που μεθυσμένα θα ξεψυχήσουν… Μα ούτε αυτό σε εμπόδισε να πνίξεις τις ελπίδες σου σε ένα ποτήρι ουίσκι… Φτάσαμε ως εδώ, κι ακόμα να μου πεις αν θες να ακούσεις εκείνη την ιστορία… “1986, 12 Δεκεμβρίου, 9:00 π.μ. …”

~ 55 ~


ταξιδεμένη ομηρία Άκουσα προχτές τα βήματά σου, κι απ’ τον διάδρομο μάζεψα τα κλειδιά σου. Ο χρόνος πέρασε και ξέχασες πολλά, όλα όσα είδαμε σε όνειρα λευκά. Ταξιδεμένη ομηρία στα ρηχά με ένα σου νεύμα ζήτησέ μου πιο πολλά. Η νοσταλγία σε σκοτώνει πιο γλυκά, ό,τι κι αν είναι, μη σε πάρει μακριά. Όλα όσα τρέξαμε σε μάρμαρα υγρά, με κεραυνούς θεόρατους να σχίζουν το βοριά. Μελάνωσαν τα μάτια μας για άλλη μια φορά, και κάλυψαν τα σώματα με πέπλα αόρατα.

~ 56 ~


Ταξιδεμένη ομηρία στα ρηχά, με μια σου κίνηση ρίξε με στη φωτιά. Οι θύμισες δολοφονούνε τα παιδιά, να ξέρεις, τώρα σ’ έχουν πάρει μακριά. Σα μεθυσμένοι ενοχή με τριγυρνάς, τάχα δεν ξέρεις πού και πώς και τι ζητάς. Για τόσα βράδια σαν αγκάθι με πονάς, πες μου τι θέλεις, φύγε, μη μ’ αναζητάς. Σα βουλιαγμένη παρωδία ξεκινάς, κι όλα όσα γκρέμισες με μιας παντού σκορπάς. Ανέστησες ξανά τη νύχτα αυτή, όπου κι αν ξύπνησες, εδώ είναι φυλακή.

~ 57 ~


φαντασία Είδα μπροστά μου τη φιγούρα που με έσπρωξε στα βράχια της ανύπαρκτης συνείδησης… Ένιωσα το άγγιγμα της αληθινής αύρας που αποπνέει από το ζευγάρωμα της Αριάδνης και του Θησέα. Μίλησα ξανά με τη φωνή της πεταλούδας που γεννιέται μόνο για να πεθάνει. Επάνω σε ένα μαγικό χαλί δοκίμασα το νέκταρ των θνητών, και ο Διόνυσος με έσπρωξε στη δίνη του κυκλώνα… Του κυκλώνα που από νερό κι αλάτι χόρτασε και τώρα αναζητά τη γεύση του… Φυλαχτό φοράς στη μνήμη σου, μην και ξεχάσεις την ψυχή σου… Σε γνώρισα στη κορυφή της δίνης κι είχες χρώμα από λεβάντα… Μου πέρασε απ’ το νου πως δεν υπάρχεις, παιχνίδι της φαντασίας μοναχά πως είσαι… Σ’ άκουσα να μιλάς για Θεό, όμως δε μου πες τι είναι ο Θεός… Σ’ άκουσα να φωνάζεις για τη νύχτα, μα δε μίλησες ποτέ σου για τη μέρα… Πες μου αλήθεια, πώς θα παρουσίαζες το φως, τον ήλιο, τη σιωπή, το δάκρυ; Πώς θα φανταζόσουν τον Παράδεισο;

~ 58 ~


Πώς θα ήταν η υφή του έρωτα και πώς της προδοσίας αν η αγάπη έμοιαζε με μήλο; Η λογική ξεπερνιέται εύκολα… γίνεται φαντασία!!!

~ 59 ~


ληστής Στο πέπλο της φωτιάς, πίσω από το άρωμα του χειμώνα, κοιτώ τα μάτια σου και για άλλη μια φορά πέφτω στην παγίδα σου… Στα χρώματα του ήλιου φάνηκε το φόρεμά σου… Χθες το βράδυ σαν το έβγαλες, το άφησες στο χέρι του Αυγερινού… Ήσουν πάντα το φως στο δρόμο των νεκρών και το σκότος στον ύπνο των ζώντων… Πότε πρόλαβες φωτιά να γίνεις; Πότε πρόλαβες στη στάχτη να δώσεις τ’ όνομά σου; Κάτι βράδια σαν αυτό, νιώθω το είδος μας να απειλείται. Νιώθω τις μοίρες να ακονίζουν τα ψαλίδια τους… Μα σαν ξημερώνει, βλέπω ξανά τα μάτια σου, νιώθω την παρουσία σου και όλα ζωντανεύουν μπρος στα μάτια μου. Σαν μια παράσταση κινουμένων σχεδίων, άριστα σχεδιασμένη και σκηνοθετημένη από τον πιο ανορθόδοξο σκηνοθέτη. Αν σου ζητούσα να μείνεις, άραγε θα έκρυβες τα χνάρια του ληστή; Δεν έχω την ποιητική αδεία, δεν έχω καν την ιδιότητα…

~ 60 ~


Δεν είμαι εδώ, όμως ακούω τη βροχή… Δεν είμαι εδώ, μα ο αέρας παίρνει τα ρούχα μου… Είμαι εκεί, και όλη τη νύχτα σβήνω τα κεριά σου…

~ 61 ~


παραμύθι της βροχής Μικρές ριπές αέρα χτυπάνε τα μάτια μου… Κάποιες φορές νόμιζα πως θα ‘φτανε το τέλος, μα πριν προφτάσω τα μάτια μου να κλείσω, άκουγα την καμπάνα… Η καμπάνα εκείνη ηχούσε κάθε μεσημέρι… Θύμιζε παράσταση στα Βόρεια της Αγγλίας, με μπόλικο χιόνι, και κρύο που πάγωνε τις σταγόνες πριν τη λίμνη προλάβουν να ταράξουν… Θυμάσαι; Θυμάσαι εκείνο το βράδυ στο καταφύγιο; Νόμιζα θα σ’ έχανα… Ούτε για μια στιγμή δεν άφησα το χέρι σου… Το επόμενο πρωί θα ερχόταν ο γιατρός… Μικρή μου, πάντα η ανάσα σου σαν νανούρισμα έφτανε στα αυτιά μου… Πάντοτε τα μάτια σου γυάλιζαν στο σκοτάδι όταν σου διάβαζα… Ένα βράδυ χάθηκες μες στην ομίχλη και ποτέ ξανά δεν είδα το χαμόγελο σου… Έχουν περάσει χρόνια από τότε που ξαγρύπνησα στο πλάι σου, μόνο για να σε δω να κοιμάσαι… Αναρωτιέμαι κάτι βράδια σαν αυτό, αν χάθηκες μονάχη σου, ή σε έσπρωξα στη πόρτα…

~ 62 ~


Δεν είσαι εδώ να μ’ απαντήσεις, δεν είσαι εδώ να μου εξηγήσεις. Μερικές βραδιές, όταν έβρεχε, τραγουδούσες… Σε μελαγχολούσε η βροχή, θυμάσαι; Έδιωχνες μακριά τον φόβο, την αβεβαιότητα με μια σου μοναχά μπαλάντα… Θαρρώ πως ο ήχος της φωνής σου ακόμα στοιχειώνει τη βροχή… Κάθε που βρέχει, το κορμί μου με το άρωμά σου ποτίζεις… Ο δρόμος, έχει γεμίσει με λάσπες τώρα πια… Μικρή μου, δεν ήσουν ποτέ εδώ…

~ 63 ~


φυλαχτό Το φως καθρεφτίζεται στο βλέμμα σου… Κι είναι τότε που θυμάμαι τη φωτιά… Μάζεψες για άλλη μια φορά τα μαλλιά σου και κάθισες στο σκαμπό δίπλα στο παράθυρο… Κοιτούσες έξω με νοσταλγία… Αλήθεια, τι κοιτούσες; Ίσως ποτέ να μη μάθω… Η βροχή ζωγράφιζε στο τζάμι, πάντα μπορώ να διακρίνω τις ζωγραφιές της… Και πάντα έχουν μια ευχάριστη θλίψη… Κι ύστερα από τη βροχή, ο ουρανός καθαρίζει, και πλέον μπορείς να ξεχωρίζεις τα σύννεφα… Τα σύννεφα που ταξιδεύοντας αλλάζουν μορφή, και μοιάζουν με γλυπτά που ο όποιος Θεός σμιλεύει με τέχνη και παραπλανά τα μάτια μας, που από παιδιά τα έχουμε μάθει να ονειρεύονται ανοιχτά και να φαντάζονται την ευτυχία… Πώς να μοιάζει άραγε η ευτυχία; Είμαι σίγουρος πως κάτι τέτοιο θα σκεφτόσουν… Μερικές φορές νιώθω κι εγώ την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον, κάποιον που ξέρω πως θα με καταλάβει και δε θα είναι ακριβώς άνθρωπος…

~ 64 ~


Μάλλον αυτό είναι που οι άνθρωποι λένε “αδελφή ψυχή”… Έπειτα σηκώθηκες, έκανες μια γύρα στο δωμάτιο και με κοίταξες, μα δε μ’ έβλεπες… Κάποιες βραδιές αναρωτιέμαι πώς θα ήταν το αύριο χωρίς το χθες… Άλλες πάλι ξυπνάω μέσα στη νύχτα και βλέπω το δαιμόνιο να πατάει το λαιμό μου… Δεν ξέρω ποιος είμαι, το καταλαβαίνεις; Οι άνθρωποι αυτό το λένε “απώλεια ταυτότητας”… Φύλαξες το φυλαχτό που σου είχα δώσει; Η βροχή δυνάμωσε… Μικρός φοβόμουν τις αστραπές, τώρα βαδίζω χωρίς ομπρέλα… Είναι όμορφη η βροχή… Μέσα της ξαναβαπτίζομαι, μου δίνω όποιο όνομα θέλω και παίζω έναν ρόλο που ίσως να ήθελα να κρύψω στη λιακάδα… “Να το φοράς το φυλαχτό, και που και που να με θυμάσαι”, είπα, κι έμεινες να κοιτάς το παράθυρο και πάλι… Φεύγοντας έκλεισες την πόρτα κι έσβησες το φως… Δεν πειράζει, δίνουν φως οι αστραπές, δε τις φοβάμαι πια, αφού σου το ‘πα…

~ 65 ~


καμβάς Σαν ψίθυροι στ’ αυτιά σου… Σαν μικρές νιφάδες χιονιού στον ώμο σου… Οι στιγμές που έζησες, περνάνε και χάνονται, λιώνουν… Είναι απλά το παρελθόν… Τώρα, όταν νοσταλγείς, φυσάς ανθούς μέσα από τις χούφτες σου, μυρίζεις το χαμομήλι στο απέραντο πράσινο, χαϊδεύεις το γρασίδι ενώ επάνω του κυλιέσαι… Όταν ο ουρανός είναι καθαρός, τα άστρα σχηματίζουν κοιλάδες, βουνά, νέους ουρανούς… Και μέσα σε αυτούς τους πίνακες αφηρημένης τέχνης, τρέχεις εσύ… Τρέχεις και δε σε νοιάζει αν στην επόμενη στροφή έχω ζωγραφίσει έναν καταρράκτη ή έναν γκρεμό… Χωρίς φόβο, παίρνεις το πινέλο σου, και φτιάχνεις γέφυρες, ρυάκια, βελανιδιές… Ολοκληρώνεις έτσι απλά τον πίνακά μου. Και κάπου εκεί στο βάθος, ένα σπίτι, μια φωτιά, ένα ηλιοβασίλεμα… Ο καμβάς μου όμως διαλύεται κάθε αυγή… Και κάθε βράδυ τον γεμίζω ξανά, τον γεμίζω διαφορετικά… Εσύ όμως, πάντα είσαι εκεί, να τρέχεις, να περνάς γέφυρες, να ξεδιψάς από τα ρυάκια, να ξαποσταίνεις στις βελανιδιές…

~ 66 ~


Όταν θα ολοκληρώσω αυτόν τον πίνακα, μάλλον θα έχεις πια γεράσει… Και μάλλον δε θα μπορείς πλέον να τρέχεις… Και τότε ίσως έρθω να σου πω, πως κι εγώ δεν μπορώ να ζωγραφίσω πια… Κι ίσως να γίνω εγώ τα πόδια σου, κι εσύ το χέρι και το μυαλό μου…

~ 67 ~


σημειώσεις Μοιάζεις με ήχο που έχει γεράσει… Με οφθαλμαπάτη που έχει θολώσει… Ένα γιατί χαραγμένο στο κατάρτι της επιβίωσης, κι ένα επειδή βουβό, βυθισμένο στο νόημα κάποιας σημείωσης… Νοιάστηκα για οτιδήποτε κύκλωνε την ύπαρξή σου και είδα να χάνεται το όραμα στο σκούρο της πληγής σου… Τα κύματα που φούσκωναν, πάντα μούσκευαν τα πόδια σου… Σ’ άρεσε να προχωράς σε βράχια στην ακρογιαλιά και να ακροβατείς σε υποθαλάσσιους κόσμους… Μια πλημμύρα από αναμνήσεις και υπεκφυγές… Μια πλημμύρα από όχι και “ποινές”… Φύγε από εδώ… Ήσουν πάντα ένα ξωτικό… Ένα σεντόνι που κυμάτιζε στον άνεμο… Ένα σεντόνι γεμισμένο νερό θαλασσινό… Έτοιμο να ξεχειλίσει οργή και πίκρα πλεγμένη με σιωπηρή απώλεια, και αγάπη σκοτεινή… Έμαθα να γράφω στις όχθες σου… Έμαθα να σκέφτομαι στην επιφάνειά σου… Έμαθα να φαντάζομαι στο βυθό σου… Κολύμπι όμως δε μ’ άφησες ποτέ να μάθω…

~ 68 ~


λιώνεις Λιώνεις, σαν πάγος όταν το νερό στάζει επάνω του, σαν κερί που δεν αντέχει τη θέρμη της φωτιάς… Μέσα στη φλόγα μια γυναικεία μορφή λικνίζεται, πετάει από πάνω της ό,τι αθώο έχει απομείνει… Και το νερό να λιμνάζει στο κηροπήγιο που ο χρόνος σκούριασε… Καθώς το φιτίλι τελειώνει, ζωή πλημμυρίζει το τοπίο που λίγο πριν θύμιζε έρημο με τον ήχο του νερού που κυλάει να αντηχεί στον ορίζοντα… Τώρα σαν καταρράκτης με ορμή που πέφτει στο ποτάμι, μοιάζει ο ήχος της δικής σου Ιθάκης. Και στέκεσαι θλιμμένη στις όχθες, αναλογιζόμενη τη σοφία που δεν απέκτησες καθώς μεγάλωνες, τη σπουδαιότητα της ωμής θυσίας σου στο βωμό της απελπισμένης σου μικρότητας… Κι όμως ακόμα λικνίζεσαι στο ρυθμό του ανέμου που παλεύει να σβήσει το κερί που άναψες εσύ προτού σηκώσεις το φουστάνι σου… Τα πόδια σου βραχήκανε, και τα σανδάλια σου τα παρέσυρε το ρεύμα… Οι ιδέες σου, γίνανε αέρας δυνατός και σε ωθούν όλο και περισσότερο στο νερό. Κι εσύ που ποτέ σου κολύμπι δεν έμαθες βυθίζεσαι στους ήχους κυμβάλων και φλάουτο… Άναψε το κερί να σε φωτίσει…

~ 69 ~


η “τρελή” Φωνές στο βάθος της ντουλάπας σου… Από τα παιδικά σου χρόνια που κύλησαν και έφυγαν πριν ακόμη μεγαλώσεις… Φωνές κι από τους εραστές σου, νικημένοι και γονατιστοί να κρέμονται από τα κατακόκκινα χείλη σου… Ήταν σαν βάλσαμο στις πληγές σου, μα και σαν ιώδιο από μια θάλασσα που δεν άκουσες ποτέ σου… Το βραδάκι, στο μπαλκόνι σου έφτανε ο νοτιάς… ζεστός αέρας… Και τύλιγε το σώμα σου… και στροβύλιζε τη λογική σου… και έσπαγε την κάθε σου αντίσταση… Κι όταν πια το φεγγάρι, σου προσέφερε απλόχερα το μήλο, εσύ γύριζες στην κάμαρά σου, πιστή στα ιδανικά που μικρή ακόμα “πάτησες”… Πίσω από ένα πρόσωπο ενοχής και αμφιβολίας, ανοχής και προκατάληψης, έκρυβες καλά για χρόνια τη φωνή σου… Εκείνη που δεν έβγαλες ποτέ από το στόμα σου… Θαρρείς και δεν υπέκυψες ποτέ σου… Θαρρείς και δεν σε “άγγιξε” κανείς… Αγέρωχη, ατάραχη… και ταπεινή… Ναυαγός που δεν ανέβηκε ποτέ του σε καράβι…

~ 70 ~


Πλοίο στο βυθό που δε γνώρισε στεριά… Φωτιά, που σιγοκαίει κόντρα στη βροχή, και την αυγή ζεσταίνει γλυκά τα παγερά σου δάκρυα… Έτσι ήσουν… νόμιζε…

~ 71 ~


απουσία Θα γύριζα πίσω, να σε δω, να σε κοιτάξω, νομίζω τ’ άρωμά σου δεν μπορώ να το ξεχάσω. Ήσουνα πάντα στη ζωή μου ο ήχος και το χρώμα, μα τώρα στην τηλεόραση ακούω μόνο χιόνια. Έφυγες κι έφυγα μακριά σε τούτο το ρυθμό, που με στοιχειά και ξωτικά μ’ αφήνει πια και ζω. Τα μάτια σου σαν θάλασσα, τα χείλη σου κενό, που λίγη ώρα πριν πνιγώ, βουτάω κι αντηχώ. Δεν ήξερα τον όρκο σου, δεν είχα ορκιστεί, και είδα πλάι στον τόπο σου την όγδοη πληγή. Βάλθηκα να κυνηγώ στον κόσμο μία πλάνη, μα η φωτιά μου έσβησε σαν έπιασα λιμάνι. Τόσες στεριές, τόσες φυλές, καμιά τους δε σε φτάνει, σαν νοσταλγώ τις ξαστεριές που βγαίναμε σεργιάνι.

~ 72 ~


δράστης Φύσηξε νοτιάς, και τα φύλλα στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων έλιωσαν. Καλύφτηκαν και τα ίχνη των φονιάδων που χρόνια ολόκληρα στραγγαλίζουν την Άνοιξη και καίνε τους καρπούς της. Βαρέθηκες κι εσύ να κοιτάζεις τοπία ολότελα μουντά, σαν τις ασπρόμαυρες ταινίες του ’50. Βαρέθηκες κι έτσι τα μάτια σου έβγαλες, και την ίδια νύχτα τα χάρισες σε έναν τυφλό. Μα εκείνος δεν τα κράτησε, τα ’ριξε στον υπόνομο. Ξημερώματα με ξόρκια και περίεργους καπνούς, προσεύχεσαι σ’ αγίους κι άγνωστους Θεούς. Προσεύχεσαι να σώσεις τη ζωή που εδώ και χρόνια κείτεται νεκρή. Νοτιάς δυνατός, λιώνουν σιγά-σιγά τα μάρμαρα, προβάλει λίγο φως, και επάνω σου… Tα ίχνη…

~ 73 ~


η ζωή Πίσω απ’ το λόφο, σαν φλας από φωτογραφία οι αστραπές που τη θλιμμένη πόλη μας φωτίζουν… Κι εμείς όπως όταν ήμασταν παιδιά, κοιτάζουμε τα αεροπλάνα που περνούν… Τότε τα λέγαμε κομήτες, νομίζαμε θα πέσουν πάνω μας… Μπροστά μας, το αύριο, και μια σιδηροδρομική γραμμή που οδηγεί σε άλλα μέρη… Πίσω μας, το παρελθόν και οι φωνές που επιμένουν να θυμάσαι… Σύννεφα που με τον αέρα παίρνουν σχήματα φανταστικά, ένας δράκος κι ύστερα ένας καθρέφτης στρογγυλός. Γέλια παντού στη γειτονιά, γέλια άγνωστα, αθώα, και το ψέμα σου κατρακυλάει, παίρνει φόρα και βουτάει στη λίμνη με τ’ απόνερα. Ένα τρένο, τόσοι συνειρμοί… Η διέξοδος, η αλλαγή, το ταξίδι, το ατύχημα, ο θάνατος κι η προσμονή… Μεγάλωσα στα πόδια της ουσίας, με ανέθρεψαν λέξεις και νοήματα… Έγινα άντρας ανάμεσα στα σκέλια της βάναυσης κοινωνίας… Ωρίμασα στον ήχο της σάλπιγγας που ηχούσε τις νυχτιές που το φεγγάρι ήταν ολόγιομο στον ύπνο μου…

~ 74 ~


Κάθε που σουρούπωνε, με νανούριζε μ’ αγγελική φωνή η θύελλα… Αγάπησα μες στη βροχή τα πρόσωπα που πιο πολύ με πλήγωσαν… Κι ύστερα τα είδα στα παράθυρα των τρένων να επιστρέφουν… Κι εγώ έτρεχα, όλο έτρεχα, κι οι ράγες τελειωμό δεν είχαν… Το τρένο πίσω μου… Και κάπου θα σκοντάψεις, κάπου θα ξαποστάσεις, κι οι μούμιες του παρελθόντος θα πλησιάζουν να σ’ αγγίξουν… Κι ο ουρανός θα σκοτεινιάζει, τα αεροπλάνα στο παρασκήνιο κι οι αστραπές κοντοζυγώνουν… Και θα ’ναι τ’ όνειρο που ζύμωσες, ο ολέθριος έρωτας της θλίψης και της απουσίας… Η απουσία που έπνιξε την ευαισθησία της γαλήνης σου… Ο κύκλωπας που τυφλώθηκε…

~ 75 ~


γρίφος η σιωπή Μίλα, πες κάτι. Μη με κοιτάς με αυτό το απλανές βλέμμα, λες και περιμένεις εγώ να σπάσω τη σιωπή και πάλι. Ρίξε μια πέτρα στη λίμνη που τόση ώρα στέκει ατάραχη. Σαν το σύννεφο που τόση ώρα μαζεύει το νερό του, μα δεν το ρίχνει. Σαν το σεισμό που μαίνεται στα έγκατα της γης, και περιμένει την κατάλληλη στιγμή να ξεσπάσει. Μίλα, άνοιξε τα μάτια σου και μαζί με αυτά, τα φύλλα της καρδιάς σου. Πες οτιδήποτε, δεν έχει σημασία τι. Μίλα για τον καιρό, μίλα για τα μαλλιά σου, μίλα για την αστείρευτη ομορφιά που πηγάζει από τα μάτια σου και καταλήγει στη θάλασσα. Άσε τον άνεμο και πάλι να κινήσει την σχεδία μας, άσ’ τον να την πάει εκεί που ξέρει, εκεί που κανένας σεισμός δε θα ταράξει τα νερά. Εκεί που ο ουρανός θα είναι ξάστερος και το φεγγάρι, σαν εικόνα παραμυθιού, ολόγιομο θα πλέκει στα μαλλιά σου εικόνες αλλοτινών μύθων. Και από εκεί σκιές θα χορεύουν όλη τη νύχτα μες στην αγκαλιά σου. Πες κάτι, άνοιξε το στόμα σου και βγάλε ένα στεναγμό.

~ 76 ~


Πες ένα τίποτα, ένα κανείς, ένα οποιοσδήποτε, και όταν όλα θα αγγίξουν το έδαφος, θα δεις, σαν ένα πάζλ θα μοιάζουν, και τα υπόλοιπα κομμάτια θα είναι τα δικά σου…

~ 77 ~


χειμώνας Το μυαλό μου έχει κολλήσει, σαν παλιό γραμμόφωνο σε ένα ερειπωμένο σπίτι… Επαναλαμβάνοντας τις δύο πρώτες νότες ενός βαλς. Και γύρω μου οι σκιές, χορεύουν μπρος σε πολύχρωμα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια. Το χιόνι έχει αρχίσει από ώρα να περνάει από τις χαραμάδες της στέγης, και το πάτωμα ασπρίζει λίγο-λίγο… Μπάζει από το παράθυρο το μπουρίνι, υγρό, κρύο, μελαγχολικό… Ασπρόμαυρες εικόνες, θύμησες, Καζαμίας και Κομφούκιος… Το παρελθόν και το μέλλον… Τα ξύλα τρίζουν σε κάθε μου βηματισμό, κι ο ουρανός σκοτεινιάζει, πέφτει ομίχλη. Σε λίγο δε θα βλέπουμε μπροστά μας, τα μάτια της καρδιάς θα μας οδηγούν σε δρομάκια που μπορεί να περπατήσαμε ξανά, κι ίσως να αλλάξαμε κάποτε πορεία… Λουλούδια στο πάτωμα ριγμένα, ξερά… Καθρέφτες σκονισμένοι, παραμορφωμένη πραγματικότητα, σκουριασμένη… Θέλει κούρδισμα πάλι το γραμμόφωνο, κι η φωνή σου φλερτάρει επικίνδυνα με τις αισθήσεις μου…

~ 78 ~


Μην γυρίζεις γύρω μου άλλο, ζαλίστηκα. Άνοιξε το παράθυρο να αφήσουμε τον χειμώνα να αγγίξει τα κύτταρά μας, να μας δείξει τον ερωτισμό που κρύβει βαθιά μέσα του… Άσ’ τον να μας χαρίσει το μοναχοπαίδι του…

~ 79 ~


μέδουσα Δεν μπορώ πια να γράψω τ’ όνομά σου σε φύλλα κιτρινισμένα… Κάθε στιγμή μπορώ να βρω σε σένα τον έρωτα που έχασα… Κι εσύ μαρμαρωμένη να κοιτάς τον ορίζοντα, τα φώτα της ακτής, την πανσέληνο… Πόσο ακόμα κάποιος πίσω από το δάχτυλό του να κρυφτεί; Πόσο ακόμα η ντροπή θα χρωματίζει κόκκινα τα μάγουλά σου, ενώ το χρώμα των ματιών σου θα στιγματίζει καίγοντας, ολόκληρο το “είναι” μου; Δεν ζητάω να σε κοιτώ, ίσως να χάσω το φως μου… Δεν ζητάω να σου μιλώ, ίσως οι λέξεις χαθούν απ’ το μυαλό μου… Δεν ζητάω να σε κρατώ, ίσως τα χέρια μου λυγίσουν… Ζητάω μόνο να σε ζήσω, να μείνει ανεξίτηλο στο νου μου τ’ άρωμά σου… Να σε ζήσω έστω και για λίγο… Να, όσο ένα φιλί μονάχα διαρκεί… Μην κρύβεις την φωτιά, πλάσε μαζί της τα πιο χαρούμενα πουλιά και στείλ’ τα στην παραδεισένια κόλαση της αρπαγής… Μη μου λες άλλο “δεν πρέπει”, και δείξε μου επιτέλους τι είναι σωστό και τι λάθος σε έναν κόσμο που το συναίσθημα καθοδηγεί… Μη μου φωνάζεις να χαθώ, δεν έμαθα ακόμα να οπισθοχωρώ…

~ 80 ~


θα ‘θελα Φυσάς καπνό, μέσα στο σκοτεινό σου δωμάτιο όλα χωράνε… Αναμνήσεις, αριθμοί, φόβοι, όνειρα και πάθη… Πίσω από τις κουρτίνες πάντοτε θυμάσαι τον εαυτό σου να κοιτάζει. Σαν ένα μικρό παιδάκι, μια γυναίκα που την αθωότητά της ακόμα δεν άφησε… Κουρασμένη, με σκέψεις που σε κάνουν τον καπνό όλο και πιο νευρικά να ρουφάς… Τα μάτια σου λάμπουν, κι η σιωπή σου διαπερνά το στενό διάδρομο του σπιτιού, περνά από χαραμάδες και σηκώνει τη γειτονιά στο πόδι… Θα ήθελα να είμαι ένας κόκκος άμμου που θα γλιστρήσει από το χέρι σου, μια στάλα βροχής που θα διασχίσει το μέτωπό σου, ή ακόμη ένα χέρι που θα παραμερίσει το μαλλί από το πρόσωπό σου… Θα ‘θελα…

~ 81 ~


άκου Γύρω μου φωτιές… σπίθες τρόφιμες, ζωντανές… Έτοιμες να λαμπαδιάσουν και να κάψουν τα πάντα γύρω μου… Κι είναι θαρρείς αστείο… Ένα ανέκδοτο ακόμη, μια ιστοριούλα από την κρύπτη… Ξεχασμένη για καιρό, σε κιτρινισμένα φύλλα, κολλημένα μεταξύ τους… Σκόνη στο εξώφυλλο, με ένα “α” κάπου να ξεχωρίζει, κάπου αλλού έναν τόνο… Ένα αστείο ακόμη… Μια παγίδα του μυαλού… Ιδέα και συνάμα ελπίδα… Ιδέα κι όχι όνειρο… Δεν σε είδα να χαμογελάς προχθές, δεν σε είδα… Δε θέλω θλίψη… με σκοτώνει… Σου ‘χα πει θυμάμαι… “Χαμογέλα μου, θα πετύχουμε… χαμογέλα μου, μη με φοβάσαι…” Ακούς άραγε απόψε τις σκέψεις μου; Ήρθες ποτέ να καθίσεις δίπλα μου; Να μιλήσουμε… Ήρεμα… Χωρίς φωνές… Χωρίς παράπονα και ουτοπίες…

~ 82 ~


Δεν ήρθες… Καημός μου ήταν… Ίσως, ίσως να μην είχες το θάρρος να το κάνεις… Πολλές φορές, θέλησα να σ’ αγκαλιάσω… Δίστασα… Κι ύστερα, κι ύστερα το ξέχασα… Ο θερμός αέρας… Δυναμώνει τις αναμνήσεις… Τις λιώνει… όλο τις λιώνει… Μέσα στη νύχτα… ένας κούκος… συνεχίζει στον ίδιο ρυθμό… Τραγουδάει… Ελπίζει; Δε ξέρω… Δε σταματάει όμως… Επίμονος… Τροβαδούρος της στιγμής… Σου κρατάει συντροφιά όταν ο ύπνος δεν έρχεται στα σεντόνια σου… Πράσινα… Κίτρινα… Λευκά… Σχήματα, ζωγραφιές… Σεντόνια με άρωμα λεβάντας… Και ενδιάμεσα σε όλα αυτά… το δικό σου στίγμα… Μην γράφεις άλλο… ξημέρωσε πια… Όλα έξω δείχνουν όμορφα… Κι ο κούκος σταμάτησε… Εσύ όμως… χαμογελάς;

~ 83 ~


λήθη Ένα νησάκι στη μέση του πουθενά, ένα φορτηγάκι σαν φάντασμα μέσα στη νύχτα φέρνει κύκλους το νησί… Φωτίζει κάθε του πλευρά σαν κάτι να ψάχνει, σαν κάτι να θέλει να παραδώσει, κι ύστερα εξαφανίζεται όπως μυστήρια εμφανίστηκε…. Κι ύστερα η παλίρροια, η θάλασσα, το κύμα που αγριεύει και το σεληνόφως που φωνάζει να κοπάσει η ηρεμία… Ένα σκηνικό που βγήκε από film noir και φοβίζει τον θεατή… Η σελήνη, που όπως μικροί την ζωγραφίζαμε σου χαμογελάει… Η ευωδιά του νυχτολούλουδου που όσο η νύχτα πυκνώνει, όλο και πιο έντονα αγκαλιάζει το σώμα σου και χαλαρώνει ο σφυγμός… Και κάπου στο βάθος του ορίζοντα, ένας φάρος, σαν εκείνους τους στοιχειωμένους απ’ τους μύθους, που περνώντας τα χρόνια από στόμα σε στόμα η ιστορία παίρνει άλλη τροπή… Με την λάμπα του να ανάβει από κάποιον καπετάνιο που το κύμα ξέβρασε νεκρό στην βραχώδη ακτή…

~ 84 ~


Κι ενώ η θάλασσα μαυρίζει, και τα προβατάκια στην επιφάνεια της ταλαιπωρούν το πλοίο που χαροπαλεύει για να φτάσει πρώτο στην όχθη, μια νεράιδα που από παραμύθι του Άντερσεν δραπέτευσε, ψιθυρίζει στ’ αυτί σου ένα τραγούδι ξεχασμένο… Με στίχους από θλίψη κεντημένους και μουσική πλεγμένη πάνω στην μπλούζα κάποιου περαστικού ζητιάνου… Βασανισμένα στοιχειά που αιωρούνται πάνω απ’ τα προσκεφάλια μας, περιμένοντας με αγωνία την ώρα που τα μάτια μας θα κλείσουν και άλλοτε γεμάτα φαντασία, άλλοτε γεμάτα παρελθόν, θα γεμίσουν το νου μας τον αδειανό με εικόνες, ήχους και αισθήματα, σαν να ’ταν όλα αληθινά, σαν να ’ταν όλα ζωντανά… Κι ίσως αύριο να γεννηθείς ξανά στον κόσμο που σε σκότωσε χθες νύχτα στην ακτή…

~ 85 ~


παρατηρήτρια Πίσω από το χαμόγελό σου, ο σκεπτικισμός ενός βλέμματος… Η μελαγχολία της σκέψης που βυθίζει το τώρα και σε ταξιδεύει σε παρελθόν και μέλλον… Μια ιδιάζουσα μορφή χαρμολύπης, ένα μυαλό ολότελα αλλού… Είναι η έκφρασή σου που γεννάει τις εικόνες στο νου μου… Είναι η έκφρασή σου που δημιουργεί ερωτηματικά και θαυμαστικά… Μείνε λίγο να τα πούμε, ίσως τίποτα εν τέλει να μην έχουμε να συζητήσουμε… Ανθρώπινες επαφές… χωρίς ανθρώπους… Θα περπατήσουμε, κι ύστερα θα ξαποστάσουμε στο πρώτο πεζούλι που θα βρεθεί μπροστά μας… Και θα συνεχίζεις να κοιτάς με αμφιβολία, κι ίσως φόβο, όλα εκείνα που γύρω σου συμβαίνουν… Προσπαθώντας πάντα να καταλάβεις, να μπεις στο πετσί του ρόλου… Πρωταγωνίστρια δίχως ρόλο… Σκηνοθέτης χωρίς φαντασία… Μικρό παραμύθι… Αύρα ασυνήθιστη στο πρόσωπό μου…

~ 86 ~


περαστικός Δεν πρόλαβα ούτε το όνομά σου να ακούσω καθαρά… Σε ένα βαγόνι σιωπηλό, στοιχειωμένο από ανθρώπους… Σε μια διαδρομή ρουτίνας, καθημερινότητας… Μπήκες και έκλεισες την πόρτα… Πίσω από τα σκούρα σου γυαλιά, διέκρινα τη λάμψη των ματιών σου… Δεν είπα κουβέντα… Σαν υπνωτισμένος περίμενα να ακούσω τα δάχτυλα να χτυπούν, και το δάσκαλο να φωνάζει το όνομά μου… “Επόμενη στάση…” η δική μου! Γύρισα την πλάτη και χάθηκα στο πλήθος… Δε γύρισα πίσω να κοιτάξω, μα ο νους μου συνέχιζε να κοιτά τα μάτια σου… Σαν το ναυαγό, που φτάνοντας στην πατρίδα του μετά από πολλά χρόνια, φοβάται να αντικρύσει τον κόσμο, φοβάται να πατήσει στο χώμα που τον έθρεψε! Η φωνή μου, ακόμα αδύνατη, δεν μπόρεσε να αγγίξει την ψυχή σου! Ίσως σε κάποια διαδρομή να δω και πάλι τα σκούρα σου γυαλιά… Ίσως σε κάποιο βαγόνι να νιώσω και πάλι την έλξη του προσώπου σου…

~ 87 ~


ξημέρωσε στη γη Ήμουν στο ηλιοβασίλεμα μα τα άστρα δεν είχαν βγει, ξάφνου μια μελωδία άκουσα που σε σένα με οδηγεί. Ήσουν στο μπαλκόνι και καθόσουν σιωπηλή, να παίζεις με την κιθάρα σου, ήταν η βουβή σκηνή… Με τη φωνή συνόδευσα την κάθε σου κραυγή και σε ένα δρόμο βάδισα με φως την απειλή. Τα χέρια σου τα κράτησα και σου έδωσα φιλί, μα όλα πια τελειώσανε, ξημέρωσε στη γη. Και κάθε βράδυ σε ζητάω, με ένα ποίημα τριγυρνάω, να τραγουδήσω τη φωνή, που κρύβει χρόνια η ψυχή… Και κάθε βράδυ περπατάω, με ένα μπουκάλι και πετάω, να βρω αυτό που έχω χάσει, πριν η φωτιά σου να με κάψει. (Συνεργασία με την Ευγενία Παπά)

~ 88 ~


κελί στην άβυσσο Όταν ακούω τη φωνή της λογικής σου, θαρρώ πως μοιάζει με το ολόμαυρο κελί της τιμωρίας σου. Μερικές φορές, μέσα από τα μάτια σου μπορώ να δω τον πόνο της καταστροφής σου… Καταστροφή που στο κελί σου δε χωράει, κι από τα κάγκελα ξεχειλίζει και κυλάει στα προαύλια των βασανισμένων πρωινών σου… Μελοδραματικοί εραστές που την πλάτη σου όργωσαν και έσπειραν σ’ αυτή πεύκο και θυμάρι. Τώρα πια το δάσος σου καίγεται μερόνυχτα ολόκληρα κι αυτή η φωτιά δε σβήνει… Κι όταν τελικά ανοίξουν οι ουρανοί, με νερό θαλασσινό ποτίζουν τις πληγές σου. Κι εσύ σαν βράχος που τον τρώει η αλμύρα, λυγίζεις… Και κανείς από τους εραστές σου δεν τολμά να πλησιάσει… Και τα κάγκελα του κελιού σου, δεν αντέχουν άλλο τις κραυγές σου, κι υποχωρεί το έδαφος, κι υποχωρούν οι σκάλες, και βρίσκεσαι γυμνή μπροστά στο δημιουργό σου… Δεν έχεις λόγο ν’ αμφιβάλλεις, βρέχει ξανά…

~ 89 ~


διάθλαση Σαν τις σταγόνες που απέμειναν στο τζάμι μετά την μπόρα και περιμένουν τον ήλιο να τις πάρει… Σαν τους γλάρους που ξεκουράζουν τα φτερά τους κι ύστερα πάλι πετούν σε γνώριμα λημέρια, αναζητώντας τη λεία τους… Σαν όλα αυτά που πέρασαν και προσπέρασαν δίχως να κοντοσταθούν. Όλα με έναν απώτερο σκοπό, όλα με ένα απώτερο “θέλω” και ένα όνειρο κάπου κρυμμένο στα μπαγκάζια… Κάπου εκεί στο βάθος κρύβεται και η απόγνωση που μας διακρίνει… Κάπου εκεί στο βάθος αχνοφαίνεται η φιγούρα του φόβου, της ηδονής, του πόνου, της ευχαρίστησης, και ενδιάμεσα το ψυγείο πριν την τελευταία μας κατοικία… Ενδιάμεσα το ψυγείο του μυαλού μας… Των αναμνήσεων γκρεμός… Των αγγέλων μας δραπέτες, με το κλειδί των χειροπέδων μας στο στέρνο κρεμασμένα. Έναν όροφο πιο πάνω, η ουτοπία μας, ο κόσμος που φτιάξαμε και μέσα του ζούμε νοητά… Έναν όροφο πιο κάτω, οι άσχημές μας σκέψεις, ο νους που κάνει παιχνίδια άλλοτε με τη μοίρα,

~ 90 ~


κι άλλοτε με την ωμή πραγματικότητα… Ένα μήλο κομμένο και μοιρασμένο… Μια πίτα σε πολλά κομμάτια χωρισμένη, και κανείς δεν ξέρει αν θα προλάβει να μασήσει… Ένα παραμύθι, ένα παραμύθι λίγο πικρό, λίγο γλυκό, λίγο προβλέψιμο, λίγο αναπόφευκτο… Από αυτό το παραμύθι, σαν ένας μικρός ήρωας θα ξεπηδήσω, και το μέτωπό σου θα φιλήσω… Ύστερα με αστρόσκονη θα καλύψω τα απαλά μαλλιά σου, και θα σιγοψιθυρίσω τη μελωδία που λάτρεψες… Θα ευχηθώ βαθιά, να ’χεις όνειρα κι ας μην ονειρεύεσαι ποτέ εμένα… Θα ευχηθώ βαθιά, να ζεις την αλήθεια, να παράγεις την χαρά, κι η ευτυχία να γεμίζει τις ελεύθερες ώρες σου με οξυγόνο… Γιατί τι είναι ένας ζωντανός οργανισμός χωρίς οξυγόνο; Γιατί τι είναι ο άνθρωπος χωρίς ευτυχία; Μια μηχανή δίχως καύσιμο… Ένα μπαλόνι δίχως ήλιον… Ένα ημιτελές μουσικό κομμάτι… Ένας στίχος που δεν πρόλαβε ποτέ να ολοκληρωθεί… Ένα σύνθημα που δεν πρόφτασε να γραφτεί… Μια αγάπη που δεν πρόλαβε να αρχίσει…

~ 91 ~


κεραυνός Νοσταλγώντας τις νύχτες που ο ουρανός σχιζόταν στα δύο, μούσκεψα τα ρούχα μου… Σε έκρυψα καλά στα νύχια του μυαλού μου… Μα αυτά κάποτε ξέσκισαν το παραβάν… Πίσω του στέκονταν οι δυνάστες της ζωής σου… Ένα-έναν τους έστησες στον τοίχο και τους έσκισες τα ρούχα… Ταπεινοί να μοιάζουν, ταπεινοί και αδαείς… Κι έπειτα ένα μαχαίρι θα καρφώσεις στην καρδιά τους και θα μαζέψεις όλο το κόκκινο… Θα το μαζέψεις και θα το σκορπίσεις στη βροχή… Κι οι δυνάστες σωριασμένοι στο πάτωμα θα εκλιπαρούν για σωτηρία… Μα δε θα γυρνάς να τους κοιτάξεις, δε θα κοιτάς για να ξεχάσεις… Να ξεχάσεις τη νύχτα εκείνη που κατακεραυνώθηκε η φωνή σου και δεν κατάφερες ποτέ να ψιθυρίσεις ξανά… Ο βιολιστής, κάπου στη στέγη νιαουρίζει, νιαουρίζει στη δική του μοναδική Ιουλιέτα και μ’ ένα βιολί στα σύννεφα σμιλεύει τη μορφή της… Στον καπνό σκαλίζει την ομορφιά της… Στη βροχή σχηματίζει το χαμόγελό της…

~ 92 ~


Και σ’ έναν κεραυνό χαρίζει την ψυχή του για να δει το κλάμα της, να ακούσει τους λυγμούς της… Το πρωί, πίσω από το παραβάν θα τον βρουν κι αυτόν να ζωγραφίζει…

~ 93 ~


φιγούρες περιπλάνησης Πλέκω την αλήθεια σαν παλτό που θυμίζει ψέμα και την φοράω στο άγαλμα της δικής σου ελευθερίας… Μεταμορφώνω την πηγή της γνώσης σε θάλασσα απόγνωσης και βουτάω μέσα της την πρωτότοκη παλίρροια μελανιασμένης ενοχής. Λογάριασα ξανά το χρέος μου στον λήθαργο και μια κούπα με κρασί στην υγειά σου έχυσα… Την έχυσα στο πιάτο που το κεφάλι της ποταπής ανευθυνότητας πόζαρε ξελιγωμένο… Ματιάστηκα κοιτώντας στον καθρέφτη την πολλαπλή νοθεία σε ένα DNA που δανείστηκα απ’ τους προγόνους μου… Νωχελικά ψιθύρισα το μόνο που στο νου μου είχε απομείνει… Τα χρόνια καταδίκης στον κάτω κόσμο… Κόσμο γεμάτο με λουλούδια και καρπούς… Κόσμο γεμάτο αγγελούδια και νεκρούς… Τριγυρνώντας στην πλατεία ακροάσεως είδα τη φιγούρα του φωτός κεντημένη σε ένα άστρο χωμάτινης αδρανοποίησης… Μα ο αγέρας δυνάμωσε, και σκόρπισε το φως στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα… Και άναψε φωτιές στα χέρια των δειλών να κάψουν τους τολμηρούς…

~ 94 ~


Με μάσκες έντυσε τα είδωλα και τα ‘κανε φειδωλά αντίτυπα της χαράς, της αισιοδοξίας και του έρωτα. Και τότε η πλάση κρύωσε και χιόνι έπεσε παντού, ασπρίζοντας τον τόπο γύρω απ’ το βαμμένο νυφικό σου… Μαύρο ήταν και γυμνό… Σαν να επρόκειτο εσύ να παίξεις το ρόλο της σιωπής… Και το παλτό που κέντησα σκέπασε τη γύμνια σου… Και έλιωσε το χιόνι… Κι ο αγέρας έπαψε… Κι η γη σκοτείνιασε… Η νύχτα κρύφτηκε για πάντα…

~ 95 ~


πίνακας Η σιωπή που πλημμυρίζει το δωμάτιο, ξέρει καλά την ιερότητα τούτης της στιγμής… Ξέρει καλά το θόρυβο της πόλης που αποξενώνει το θύτη από το θύμα. Χθες βράδυ, στο παρκάκι, βρήκα την ματωμένη σου πιπίλα… Από παιδί ακόμα δάγκωνες με δύναμη ό,τι κατόρθωνε να διαπεράσει τα χείλη σου. Άλλαξες άραγε καθόλου από την τελευταία φορά που είδα το παλτό σου να χάνεται στη νύχτα; Νόμιζα πως θα ‘σουν πάντα εκεί, πως θα στεκόσουν όρθια γεμάτη αγωνία για τη συνέχεια της ταινίας. Μα εσύ πετάχτηκες μέχρι το μπάνιο για ένα φρεσκάρισμα που ποτέ σου δεν τελείωσες. Είχαμε καρφώσει και στον τοίχο ένα πίνακα, “οι εφτά δρόμοι προς την κόλαση”. Δεν ήξερες από ζωγραφική, μα αυτόν τον πίνακα ήθελες να το σχολιάζεις… Έλεγες πως η κόλαση είναι η τιμωρία που εμείς επιβάλλουμε στον εαυτό μας, και πως οι δρόμοι είναι οι ενοχές που μας προκαλεί ο περίγυρός μας, οι άδικες κατηγορίες που δεχόμαστε…

~ 96 ~


Και πως είναι εφτά, όσες και οι υποτιθέμενες μέρες της δημιουργίας. Δε ξέρω αν είχες δίκιο, μα όταν το περιέγραφες, νόμιζα πως είχες μπει σε ένα παιχνίδι δίχως επιστροφή… Τελευταία φορά σε είδα σε ένα φανάρι, να περιμένεις να περάσεις απέναντι. Ήμουν στο αμάξι και δε σταμάτησα στη διάβαση, “βιαζόμουν”, είπα στον εαυτό μου… Πάει καιρός από τότε, κι εγώ δε θυμάμαι καν το χρώμα των ματιών σου, μα θυμάμαι καθαρά πως όταν τα κοιτούσα, δεν μπορούσα να κρατήσω τα δικά μου ανοιχτά… Τον πίνακά σου, τον έχω ακόμα στο πατάρι, και καμιά φορά σαν καθαρίζω και τον κοιτώ, σκέφτομαι την ερμηνεία σου… Δε ξέρω αν είχες δίκιο, δεν υπάρχει επιστροφή…

~ 97 ~


ηλιαχτίδα Σαν από τρεχούμενο νερό, ο ήχος απ’ τα βήματά σου… Σαν βάλσαμο τις νύχτες η φωνή και τ’ άρωμά σου… Όσο κι αν κόπιασα να παίξω το παιχνίδι σου, όσο κι αν ζήτησα να είμαι τ’ αντικλείδι σου, έμεινα πίσω στο μονοπάτι να συλλέγω τα σημάδια σου… Στάθηκα να κοιτάω το φως που τις φυλλωσιές διαπερνούσε, και να ψιθυρίζω λόγια που μου ‘χες πει. Ακόμα το μυαλό παίζει παιχνίδια… Ακόμα αναζητώ το βλέμμα σου… Τις νύχτες είναι σαν να είσαι εδώ… Νοσταλγώ τη θέρμη των χειλιών σου… Αναμένω τη στοργή της αγκαλιάς σου… Εσένα ψάχνω με τα μάτια μου κλειστά, κι εσύ τα μάτια της ψυχής φοβάσαι να ανοίξεις… Το θέατρο σκιών, παύει σαν τα φώτα ανάψουν! Μείνε λίγο να μου εξηγήσεις… Πνίξε το φόβο σου μονάχα μια στιγμή…

~ 98 ~


σκιά Ένα ρολόι που ολοένα προς τα πίσω γυρνάει… Ένα ρολόι που συνέχεια σου θυμίζει το παρελθόν και τελικά σε ξερνάει στο πάτωμα… Ένα πάτωμα πολύ οικείο. Είναι το σημείο που δολοφόνησες την σκιά σου, την τεμάχισες κι έπειτα στο φως τη σκόρπισες… Τώρα η τάξη της πόλης ψάχνει τα ίχνη σου… Να σε δικάσει… Να σε καταδικάσει να ζεις στο σκοτάδι για άλλη μια ζωή… Δανείστηκες τη μάσκα του λυτρωτή, του νεκρού σου γητευτή. Δε τη φόρεσες, την άγγιξες στο δέρμα σου και στάχτη έμεινε στο χώμα… Άκουσες κάπου να λένε για τον τυφλό κύκλωπα, εκείνον που δεν ακούει και με μια μονάχα ρουφηξιά μπορεί να καταπιεί τη σκέψη που κυβερνά το νου… Είσαι πλέον βυθισμένος σε ένα πηγάδι… Κρυμμένος από το φως… Απέμεινες σκιά… Αναγκασμένος να ακούς το ξυπνητήρι να χτυπά… Μουσκεμένος από τα στάσιμα νερά που αρώματα από άλλη εποχή μυρίζουν… Γύρισε ο καιρός κι ο άνεμος φουρτούνιασε τη θάλασσα… Τα ίχνη σου βράχηκαν, ένα με την άμμο γίνηκαν… Δε θα βρεις το δρόμο του γυρισμού…

~ 99 ~


βροχή Σταγόνα που στάζει σε ποτήρι αδειανό… Ήχος που μέσα στην απόλυτη ησυχία φαντάζει σαν βήμα σε προβλήτα… Μια προβλήτα που λίγο παραέξω, κάπου στη μέση του Ατλαντικού οδηγεί, και αρχίζει να καταρρέει… Σε μια βάρκα λίγο παρακάτω στέκει η σιωπή που έσπασε με μια μονάχα σου κραυγή… Στέκει και κοιτά… Το σκοτάδι λάμπει φωτεινό απόψε, πιο φωτεινό από ποτέ… Είναι που το πρόσωπό σου έτρεξε πιο γρήγορα από την ταχύτητα του φωτός και κατατρόπωσε τον ήλιο… Η βροχή που έπιασε απόψε, δε με φοβίζει, με γεμίζει δύναμη και θάρρος… Θάρρος για να δακρύσω χωρίς να φανεί, να λυγίσω χωρίς να το καταλάβει κανείς… Και με μια αστραπή, θα λάμψω κι εγώ… Θα ανάψω σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο και θα σβήσω μια για πάντα… Κάλυψε εσύ τους ώμους σου, μην κρυώσεις τούτη την νυχτιά… Αύριο, θα είναι μια νέα μέρα…

~ 100 ~


Μπορεί η σταγόνα στο ποτήρι να στάζει ακόμα, αλλά ίσως αύριο το φως να είναι σβηστό… Ίσως αύριο τα πόδια σου να μην λυγίζουν… Ίσως αύριο να τολμήσεις να ξεστομίσεις την πιο λαθραία σου κουβέντα… Αυτή που έκλεψες μια νυχτιά από την τσέπη ενός αλήτη… Ίδιος κι απαράλλαχτος με την ελπίδα… Όμοιος κι αγέρωχος με τη φωτιά… Θα σας κάψω, είπε και χάθηκε στη μέρα που ξημέρωνε… Άκου, τα κύματα ακόμα αγριεμένα την πρύμνη βασανίζουν… Δες το φεγγάρι, είναι σαν τη ματιά εκείνου του παιδιού που συναντήσαμε στην άκρη του δρόμου εχθές… Θυμάσαι;;

~ 101 ~


…Για τον συγγραφέα… Γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα και συγκεκριμένα στον Κορυδαλλό. Σπούδασε Πληροφορική στο Αλεξάνδρειο Τ.Ε.Ι Θεσσαλονίκης, ένα επάγγελμα που είχε αποφασίσει από μικρός πως ήθελε να ακολουθήσει και φυσικά ακολουθεί μέχρι και σήμερα ως προγραμματιστής. Την κλίση του στην ποίηση, και γενικότερα στην συγγραφή, ανακάλυψε στα 16 του, όταν κατάλαβε πως αυτό που είχε ξεκινήσει σαν παιχνίδι στο Γυμνάσιο για τα μάτια μιας Μαρίας, συνέχιζε να βγαίνει από μέσα του σε διάφορες φάσεις της ζωής του. Γράφει στίχους, ποιήματα, πεζά και άρθρα, και κατά καιρούς κείμενά του έχουν φιλοξενηθεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά, ιστοσελίδες και forums. Επίσης, από τον Οκτώβρη του 2010 μέχρι και το καλοκαίρι του 2011, διετέλεσε αρχισυντάκτης της στήλης που σχετιζόταν με το Ελληνικό Ροκ στο ηλεκτρονικό περιοδικό SouthernRock.gr του Σάββα Συνοδινού.

Ταυτόχρονα με την συγγραφή ωστόσο, ασχολείται και με το ραδιόφωνο από το 2009. Ξεκίνησε από έναν ερασιτεχνικό διαδικτυακό σταθμό που φιλοξενούσε στο σπίτι του σαν φοιτητής, και συνέχισε σε μεγάλους, κυρίως διαδικτυακούς, σταθμούς (DriverFM, RadioMora, XorisOria, RockJukeBox) αλλά και στα FM μέσω του Atlantis FM. Οι επιρροές του, ποικίλουν… Ξεκινάνε από την Κατερίνα Γώγου, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Κωνσταντίνο Καρυωτάκη, τον Νίκο Καββαδία, αλλά και πολλούς


αγαπημένους του στιχουργούς, που δεν φτάνει μια παράγραφος για να αναφέρουμε. Επίσης δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα η επιρροή που έχουν πάνω του μελωδίες γνωστών συνθετών Ελλήνων και μη, αλλά και ανθρώπων εκτός της μουσικής βιομηχανίας, όπως ο πατέρας του, αλλά και οι κατά καιρούς καθηγητές του (Δημήτρης Μπερέκος, Γιώργος Κονταξής, Αντώνης Βαφειάδης, Δημοσθένης Σταμάτης κ.α).

Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει δύο ποιητικές συλλογές. Το 2007, κυκλοφόρησε η συλλογή με τίτλο “Περπάτησα Στο Δρόμο Που Σκέπασε Η Στάχτη”, και το 2009, η συλλογή με τίτλο “…Από Τις Ερινύες Στις Κήρες…”, σε επιμέλεια Ελευθερίας Κόκκοβα. Όλα τα εξώφυλλα των μέχρι στιγμής συλλογών του, έχει αναλάβει η φωτογράφος Μαριέττα Τούτση.


…Άλλα βιβλία από τον ίδιο…

Περπάτησα Στο Δρόμο Που Σκέπασε Η Στάχτη (2007), εκτός κυκλοφορίας.

…Από Τις Ερινύες Στις Κήρες… (2009), εκτός κυκλοφορίας.


Είναι που όλα μες στο νου μου κύκλους κάνουν…

Είναι που μέσα στο θολό των αναμνήσεων, όλα διακρίνονται ξεκάθαρα…

Θες η βροχή που σε θυμίζει…

Θες οι δρόμοι που στραβώνουν

και πλέκονται σε μια διαδρομή άγνωστη…

Είναι όλα όσα δεν αφήσαμε να μας αφήσουν…

Όλα όσα αφήσαμε ως το “ξημέρωμα”

κι ύστερα γυρίσαμε κοντά τους…



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.