Παναγιώτης Κανελλόπουλος - Δια Χειρός

Page 1

δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

1


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

2


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δια χειρός

3


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

4


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Νίκος Νικολόπουλος

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δια χειρός

Έρευνα - επιμέλεια: Ισίδωρος Σιδερόπουλος

5


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Τίτλος: «Παναγιώτης Κανελλόπουλος - δια χειρός» Συγγραφέας: Νίκος Ι. Νικολόπουλος Έρευνα - επιμέλεια: Ισίδωρος Σιδερόπουλος

Σχεδιασμός /Σελιδοποίηση: Φίλιππος Μποτώνης

Πρώτη έκδοση: Πάτρα, Μάρτιος 2012 ISBN: ................................... © copyright: ................................ Σύμφωνα με το Ν 2121/1993, απαγορεύεται η συνολική ή αποσπασματική αναδημοσίευση του βιβλίου αυτού ή η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την άδεια του εκδότη.

6


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Accus, odis quam vendi cora explia a con nonsequi quo consed

10

ex ea sequi omnis eveligni sum fugia quisimin none niet, aut earch

10

l ignatur asped magnati beatur, ut por reicill orisit excepud aessim

10

Maximus. Xeribus eos quamusdae pellor ra cumenda

10

m vendita peria volectur, quatemqui ut eici net et pliae. Elit ad quiandam harumen

10

ia qui te de optam aliquis solescia pore atiur, sequi cum labo. Ebitium rero con endae ipsunt al

10

um faccum et aut adis a verovit poriti que necae dionsequati cusapis soluptiatur mos e

10

xplacid ut aut et as sita suntempos abore consequi rendest ea quiducil estrum volorpo

10

rehenih itaquiandame nulparum que cus commolorit explab imi

10

si temque consendit laces re voluptatem nobit eos dit qui odignimodit labore

10

nossime ntiatius de nisse restrum eos int remquidellat autet es expliqu atempor ioris

10

t, unt aut omnis eati doluptate conesti qui odit hiciisquo voles elit, estiunt quam, tem ad

1

Accus, odis quam vendi cora explia a con nonsequi quo consed

10

ex ea sequi omnis eveligni sum fugia quisimin none niet, aut earch

10

l ignatur asped magnati beatur, ut por reicill orisit excepud aessim

10

Maximus. Xeribus eos quamusdae pellor ra cumenda

10

m vendita peria volectur, quatemqui ut eici net et pliae. Elit ad quiandam harumen

10

ia qui te de optam aliquis solescia pore atiur, sequi cum labo. Ebitium rero con endae ipsunt al

10

um faccum et aut adis a verovit poriti que necae dionsequati cusapis soluptiatur mos e

10

xplacid ut aut et as sita suntempos abore consequi rendest ea quiducil estrum volorpo

10

rehenih itaquiandame nulparum que cus commolorit explab imi

10

si temque consendit laces re voluptatem nobit eos dit qui odignimodit labore

10

nossime ntiatius de nisse restrum eos int remquidellat autet es expliqu atempor ioris

10

t, unt aut omnis eati doluptate conesti qui odit hiciisquo voles elit, estiunt quam, tem ad

10

7


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Πάτρα, Μάρτιος 2012 Έχουν περάσει ήδη πέντε χρόνια από την τελευταία μου προσπάθεια να προσεγγίσω το έργο του πολιτικού της σύνθεσης και του μέτρου και διαπιστώνω την ανάγκη να επιστρέψω στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, κάνοντας στην ουσία μια ανάγνωση της πολυκύμαντης πολιτικής διαδρομής του στη σύγχρονη πορεία της πατρίδας μας. Νιώθω την ανάγκη να αντλήσω από το απόσταγμα της εμπειρίας της κορυφαίας προσωπικότητας που γέννησε ο τόπος μας, ένα έξοχο ιστορικό μέγεθος, που -είτε ως πολιτικός ηγέτης είτε ως πνευματικός ταγός- ανήκει στη φαντασμαγορική χορεία των αοιδίμων ανδρών, όσοι λάμπρυναν το ελληνικό έθνος. Αποτελεί μια από τις πραγματικά εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις πολιτικών ηγετών που κατόρθωσαν στη ζωή τους να συνδυάσουν, υποδειγματικά, την πρωταγωνιστική όσο και παραδειγματική παρουσία, με τη σεμνότατη και άπεφθη φιλοσοφική σκέψη. Ο εξαίρετος αυτός άνθρωπος, με το άγρυπνο πνεύμα και το άδολο ήθος, τολμηρός φιλοσοφικός στοχαστής, από ιδιοσυγκρασία πολυδιάστατος, εσωτερικά ανήσυχος, όχι όμως ανικανοποίητος, όχι εσωτερικά διχασμένος, με μια βαθιά κατασταλαγμένη ίσως συναίσθηση ματαιότητας και με μια από ιδιοσυγκρασία και πίστη ασκητική διάθεση, διακρίνεται ως πρωτοπόρος διδάσκαλος της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο, γεραρός Ακαδημαϊκός επί χρόνια είκοσι επτά, βουλευτής με παρουσία επιβλητική στη Βουλή επί χρόνια τριάντα. Πρωθυπουργός άψογος δύο φορές. Ως στοχαστής και επιστήμονας, δεν αποκρύπτει ποτέ τον ηθικοφιλοσοφικό του προσανατολισμό. Βαθιά εμποτισμένος από τις ελληνικές αξίες και τη χριστιανική ηθική, διαλέγεται έντιμα με

τις αναζητήσεις των καιρών του και όταν οι διακυμάνσεις της εποχής του το απαίτησαν όχι μόνο δεν αποφεύγει, αλλά σπεύδει να πάρει θέση. Ξεκάθαρος στους βασικούς φιλοσοφικούς προσανατολισμούς του, αδογμάτιστος στη σκέψη του και πάντα ανοιχτός στις αναζητήσεις των καιρών του, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ουδέποτε «λιποτάκτησε» πνευματικά από τις ιδεολογικές συγκρούσεις της πυριφλεγούς εποχής του. Παίρνει πάντα θέση και προμαχεί, χωρίς προσωπική ιδιοτέλεια ή μικροπολιτική υστεροβουλία, σε κάθε αγώνα που απαιτήθηκε για την προάσπιση της δημοκρατίας και των ελεύθερων θεσμών. Αυτή η γενναία πνευματική του στάση, σφραγίζει και προσδιορίζει και την πολιτική του παρουσία όλα αυτά τα χρόνια. Διακρίνεται πάντα από την παραδειγματική αφοσίωσή του στις αρχές και τις αξίες του και την ασυμβίβαστη προσήλωσή του στην ανάγκη για την επίτευξη ευρύτερων συνθέσεων στην πολιτική ζωή της χώρας, που θα συνέβαλαν στην υπέρβαση των διχοστασιών που την ταλάνιζαν και στη γεφύρωση των διχασμών. Ως πολιτικός λειτούργησε με τη συνείδηση της ιστορίας και η συναίσθηση της προοπτικής, στοιχείο που του έδωσε το προνόμιο να δρα με έντονη την επίγνωση του χρέους της διάρκειας και με εξίσου οξεία τη διάθεση αποφυγής του συμβιβασμού με το εφήμερο, και τις δουλείες που αυτό υπαγορεύει. «Είμαι πολύ επιεικής στην κρίση μου. Και είμαι επιεικής γιατί η φορά των πραγμάτων, οι άνεμοι της ιστορίας, είναι φυσικό να σε ρίχνουν άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί. Δεν είσαι πάντοτε κύριος του εαυτού σου. Έρχονται τα γεγονότα και σε παρασύρουν», αναφέρει ο ίδιος. Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του νιώθει και

8


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αυτός «τις ώρες της ιστορίας να χτυπάνε βαθιά μέσα του» αλλά ποτέ του δεν το έδειξε και, φυσικά, ποτέ του δεν θέλησε να παραστήσει τον ωροδείχτη της ιστορίας. Γεύεται τη χαρά και πληρώνει αγόγγυστα το κόστος της σκέψης και της πράξης που θέλει να είναι ελεύθερη. Ως Πανεπιστημιακός δάσκαλος συγκεντρώνει γύρω του τη φλόγα της νεολαίας και τα καλύτερα μυαλά της εποχής του. Και αναδέχεται τη διακοπή της διδασκαλίας του και τη βίαιη αποβολή του από το Πανεπιστήμιο, όταν μόνος αυτός από τους Πανεπιστημιακούς αρνείται να ορκιστεί πίστη στη Βασιλεία. Διώκεται και από τις δύο δικτατορίες. Εξορίζεται από τη δικτατορία του Μεταξά και περιορίζεται κατ’ οίκον από τους Απριλιανούς. Αρνείται τα δεσμά της βίας και γίνεται πόλος αντίστασης. Ο συνειδητός δημοκρατικός προσανατολισμός του, του επιτρέπει να μπορεί τις ώρες κρίσης να υπερβαίνει πάθη και μνησικακίες και να απλώνει χέρι φιλίας και συνεργασίας προς όλες τις πλευρές. Το στοιχείο αυτό τον διακρίνει τα τελευταία χρόνια της πολιτικής του παρουσίας και σε -όχι λίγεςπεριπτώσεις τον οδηγεί σε οδυνηρές παρεξηγήσεις με -ως τότε- ομοϊδεάτες, χωρίς να τον απαλλάξει από τις καχυποψίες των ως τότε αντιπάλων του. Το ανά χείρας βιβλίο διατρέχει τη ζωή, το έργο και την πολιτική δράση του σα να επρόκειτο να το διαβάζουμε μέσα από το ημερολόγιό του. Η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του αναδεικνύεται στον τόμο «Πάτρα 1900» του Α. Μαρασλή, στο ιστορικό και αυτοβιογραφικό δοκίμιο «Η Πάτρα της Μπελ Επόκ», ενώ εκτός από το ημερολόγιό του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Ημερολόγιο 31 Μαρτίου 1942 - 4 Ιανουαρίου 1945), σε δύο αυτοβιογραφικά κείμενα, «Τα χρόνια

του Μεγάλου Πολέμου, 1939-1945» (1964) και τα «Ιστορικά Δοκίμια» (1975), εκθέτει τα γεγονότα με το αποστασιοποιημένο βλέμμα ενός ιστορικού παρατηρητή, παρά με την υποκειμενικότητα ενός πολιτικού που προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Το κύκνειο άσμα του, άλλωστε, έχει τον τίτλο «Η ζωή μου» και αποτελεί την εξιστόρηση σημαντικών στιγμών της ζωής του, προσωπικών αναμνήσεων που δένονται σφιχτά με τα πιο αξιομνημόνευτα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Αυτήν την προσπάθεια αποκατάστασης της ιστορικής μνήμης και της αλήθειας, όπως εκείνος την βίωσε και την έζησε από κοντά. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος προσέγγισε το ρόλο του πνευματικού ανθρώπου και του πολιτικού ηγέτη, θέλοντας να βοηθήσει τους άλλους, όχι στη μίμηση, αλλά στη δημιουργία. «Όποιος με διαβάσει», γράφει, «δεν θέλω να πεισθεί από μένα και να ακολουθήσει το δρόμο μου. Θέλω, αφού με διαβάσει, να πείσει ο ίδιος τον εαυτό του και να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Δεν θέλω νάμαι ο οδηγός των άλλων. Έχει μεγάλη σημασία να γίνει ο καθένας οδηγός του εαυτού του».

Νίκος Ι. Νικολόπουλος Βουλευτής Αχαΐας

9


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

10


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ψη. Το άθροισμα των στιγμών αυτών πρέπει να ’ναι ασύγκριτα μεγαλύτερο από το άθροισμα όλων των άλλων στιγμών της ζωής μας. Όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών, πίσω μου είχα κι έναν άλλο απροσδιόριστο χρόνο, τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ήβη. Δεν ξέρω, αν σήμερα η μετάβαση αυτή έχει το ίδιο χρονικό -ψυχικά χρονικό- μήκος, που είχε τον καιρό που την έζησα εγώ. Πολλά πράγματα έχουν τώρα αλλάξει. Δεν θ’ απαντήσω στο ερώτημα, αν έχουν αλλάξει προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Δεν μπορώ να συγκρίνω κάτι που το ’χω ζήσει με κάτι που δεν το έζησα. Τον καιρό το δικό μου, στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ήβη ήταν συνυφασμένη με μια θαυμάσια άγνοια. Δε θυμάμαι πόσους μήνες ή πόσες μέρες ή πόσες στιγμές κράτησε η άγνοια αυτή. Ακόμα και αν η χρονική της διάρκεια ήταν πολύ μικρή, έμοιαζε (αυτό το θυμάμαι καλά) πολύ μεγάλη. Η γνώση ερχόταν μέσ’ από τον ίδιο τον εαυτό μας με βήματα αθόρυβα και αργά, που τα οδηγούσε μόνο η Φύση. Και κάποια μέρα ξέραμε ότι είχαμε πάψει να ’μαστέ παιδιά. Και άρχιζε η γλυκιά, η πικρή οδύνη της ολοκληρωτικά συνειδητής ζωής.

Πιο γρήγορα φθάνει ο άνθρωπος από τα δεκαοχτώ χρόνια του στα ογδόντα παρά από το πρώτο ξύπνημα της ζωής στα δεκαοχτώ του χρόνια. Μου έγινε η χάρη να ’χω την εμπειρία και των δύο αυτών διαδρομών. Μου λείπουν, βέβαια, μερικές στιγμές ώσπου να φθάσω στα ογδόντα, κι έτσι δεν ξέρω ακόμα ποιος θα ’ναι ο χρόνος των στιγμών αυτών, τι εκπλήξεις μου έχουν επιφυλάξει, ποιο απρόοπτο βίωμα, ποιον άγνωστο ως την ώρα τούτη πόνο. Αλλά, αν έρθουν κι αυτές, όπως ήρθαν εκείνες, που με χωρίζουν από τα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής μου, θα μείνει μέσα μου η εντύπωση, ότι ήρθαν και πέρασαν τα εξηνταδύο μου χρόνια πολύ πιο γρήγορα απ’ όσα είχαν προηγηθεί. Όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών, πίσω μου είχα την αιωνιότητα της παιδικής ηλικίας, που δεν την ξαναδοκιμάζει ο άνθρωπος ποτέ πια στη ζωή του. Το παιδί, από τη στιγμή που η ζωή αρχίζει να του γίνεται συνειδητά αισθητή, ζει στον κόσμο των θαυμάτων. Όλα μέσα του και γύρω του προχωρούν από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, από την αοριστία στις αισθητές μορφές και στα συνειδητά βιώματα, με τόσο αργό βήμα, που ο χρόνος μοιάζει ατέλειωτος. Κάθε στιγμή είναι στα μάτια μας και μια αποκάλυ-

Το αληθινό μέλλον δεν έχει ανάγκη από το θάνατο του αληθινού παρελθόντος. Μονάχα τα ψέματα έχουν ανάγκη ν’ αρνηθούν παλαιότερα ψέματα. Ο Ιησούς είπε ρήματα αληθινά και καινούργια. Γι’ αυτό ακριβώς δε ζήτησε να καταλύσει και τα παλαιά». Οι τρεις αυτές φράσεις, που τις έγραψα στο 1941 (στον Πρόλογο της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»), περιέχουν μια μοναδική έννοια. Με αυτή την έννοια θάθελα να επιβιώσει σε μελλοντικούς καιρούς το έργο μου, αν επιβιώσει (πράγμα, που δεν έχει μεγάλη σημασία), και αν (αυτό έχει σημασία, και μάλιστα τεράστια) οι άνθρωποι των μελλοντικών καιρών θάχουν ιστορική μνήμη.

11


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Γεννήθηκα στην Πάτρα Γεννήθηκα στην Πάτρα. Εκεί έζησα τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Κοιτάζοντας το Ιόνιο Πέλαγος ή τα βουνά της Ρούμελης, ανακάλυπτα κάθε μέρα κι ένα νέο χρώμα ή ένα νέο νόημα. Κοιτάζοντας τους ανθρώπους, ανακάλυπτα κάθε μέρα κι ένα νέο μυστικό ή μια νέα καθημερινή αλήθεια. Κοιτάζοντας τον ουρανό, ανακάλυπτα κάθε νύχτα κι ένα νέο αστέρι ή (όταν ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος) ένα νέο βαθύτερο σκοτάδι.

υπάρχω και πριν από τη στιγμή που τρόμαξα πολύ. Και μου είπαν ότι γεννήθηκα στην Πάτρα. Αυτό τόξερα χωρίς να μου το πουν. Ήξερα πως ήταν αδύνατο να είχα γεννηθεί άλλου. Πώς μπορεί νάχει γεννηθεί ένας άνθρωπος κάπου άλλου, και όχι εκεί όπου αισθάνθηκε ο ίδιος τον εαυτό του να γεννιέται και να γίνεται; Τώρα ξέρω ότι μπορεί. Τότε όμως, δεν τόξερα. Δε θυμάμαι να μούδειξαν την Πάτρα και να μου είπαν: τούτη εδώ είν’ η Πάτρα. Η παρουσία και τ’ όνομά της ήταν για μένα τα ίδια της τα σπίτια, οι κάτοικοι, ο αέρας της. Χωρίς να μου το πει κανένας, κατάλαβα μόνος μου ότι η Πάτρα είναι μια πόλη που αρχίζει περίπου από δω και φθάνει περίπου ως εκεί. Μόνος μου κατάλαβα ότι το Γεροκομειό ή η Περιβόλα ήταν έξω από την Πάτρα.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα από τα νεόκτιστα, τότε, σπίτια της βόρειας πλευράς της πλατείας Αγίου Γεωργίου, άρα στην Άνω πόλη, αλλά στον πιο κεντρικό εξώστη της, που εδέσποζε επάνω στην περιορισμένων ακόμα διαστάσεων Κάτω πόλη, και που μου έδωσε, από τα παιδικά μου χρόνια, τη δυνατότητα να ατενίζω κάθε στιγμή της ημέρας Όταν, τον Ιούνιο του Μεγάλωσα μέσα σε μια πολιτική οι- 1908, θεμελιώθηκε τον Πατραϊκό κόλπο, τα αντικρινά βουνά της κογένεια. Γιατί ονομάζω την οικογένειά από τον βασιλέα ΓεΡούμελης, το παραλια- μου πολιτική; Δεν ήταν άμεση η σχέση ώργιο Α΄ ο νέος και κό Κρυονέρι (νοερά και μέγας Ναός του Αγίου των γονέων μου με την πολιτική. Ήταν το ιερό Μεσολόγγι), και Ανδρέου, που χρειάπέρα -προς τη Δύση, όμως έμμεση. Ο αδελφός της μητέρας σθηκε πολλές δεκαεόπου γνώρισα τα πιο μου ήταν ο Δημήτριος Γούναρης. Το τίες για να ανεγερθεί, μαγευτικά ηλιοβασιλέπαρακολουθήσαμε τη χρόνο που γεννήθηκα, εκείνος εκλεγόματα- το ανοιχτό πέλαμεγάλη εκείνη τελετή ο γος, που για τα μάτια ταν για πρώτη φορά βουλευτής. αδελφός μου Αναστάτης ψυχής μου ήταν το σης και εγώ. Η αδελφή ορατό είδωλο του Απείμου Μαρία, σύζυγος ρου. Η ανατολή του ήλιου σημειώνεται στην Πάτρα -από το 1928- του δικηγόρου (στην Αθήνα) Αλέμε αρκετή καθυστέρηση επάνω από το οροπέδιο, κου Αναστ. Ζήση, και μητέρα, από το Φεβρουάριο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις δυο υψηλότερες του 1930, της Εύης Μελά, ήταν τότε μόλις δύο μηκορυφές του Παναχαϊκού. Έτσι, ακόμα και η Αυγή νών. Στη μνήμη μου έχει χαραχθεί η στιγμή εκείχάραζε για τα μάτια μου στη Δύση και στο Βορρά, νη, που την έζησα σε ηλικία πέντε ετών και εφτά στον Πατραϊκό κόλπο και στα βουνά της Ρούμελης, μηνών, σαν το δεύτερο ορόσημο, που χώρισε την πολύ προτού προβάλει επάνω από το τείχος του «αιωνιότητα» της πρώιμης παιδικής ψυχής από το Παναχαϊκού ο ήλιος. συνειδητό «χρόνο», το μύθο από την πραγματικότητα. Το πρώτο ορόσημο ήταν, δυο μήνες πριν, η Πότε αισθάνθηκα ότι υπάρχω; Δε θυμάμαι πότε... γέννηση μέσα στο σπίτι μας (τότε οι τοκετοί δεν Μπορεί νάμουν τριών ή πέντε ετών, μπορεί νά- γίνονταν στα Μαιευτήρια) της αδελφής μου. Το γεμουν κι οχτώ. Ξέρω καλά ότι στα οχτώ μου χρόνια γονός αυτό μου έγινε συνειδητό προπάντων με τα τρόμαξα πολύ. Μπορεί, όμως, να αισθάνθηκα ότι παγωτά, που μας πρόσφεραν.

12


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ήμουν κάτι παραπάνω από πέντε χρονών, όταν βραδύτερη από την ανάπτυξη της δικής τους ψυγεννήθηκε η αδελφή μου. (Οι τοκετοί δε γίνονταν χής. Στη δική μου μνήμη το γεγονός, ότι είχα μπει τότε σε μαιευτήρια, και η κακή έκβαση του τοκετού στο σχολείο, χαράχθηκε αργότερα, στην ηλικία των για τη μητέρα και το παιδί, πριν από την πρόοδο οχτώ ετών, όταν έχασα μια μέρα ξαφνικά (ήταν διάπου σημείωσε η επιστήμη πολύ αργότερα, δεν ήταν λειμμα) τις αισθήσεις μου. Θυμάμαι πολύ καλά, ότι διόλου σπάνια. Το γεγονός ότι απέκτησα αδελφή, έπεσα πάνω στα συνεχόμενα τρία θρανία. Αλλά μου έγινε συνειδητό προπάντων με τα παγωτά που δεν θυμάμαι, ποιοι με σήκωσαν και πώς βρέθηκα μας προσφέρθηκαν. Θα είχα φάει, βέβαια, παγωτά στο κρεβάτι του σπιτιού μου. Είχα πάθει πνευμοκαι πριν από την ήμέρα εκείνη. Αλλά το παγωτό νία βαριάς μορφής. Νοσηλεύθηκα, όπως γινόταν της ημέρας εκείνης εσχημάτισε την πρώτη εστία τότε, στο σπίτι μου. Πρέπει να ’ταν η δέκατη ένατη της μνήμης, που με συνοδεύει από τότε αδιάκοπα. ή η εικοστή πρώτη ημέρα (αυτό το πληροφορήθηΛίγον καιρό αργότερα, τον Ιούνιο του 1908, θεμελι- κα αργότερα) από την εκδήλωση της αρρώστιας, ώθηκε στην Πάτρα από τον βασιλέα Γεώργιο Α΄ ο όταν -αφού πέρασα μια νύχτα πολύ ανήσυχη και νέος και μέγας ναός του πολιούχου μας, του Αγίου ξύπνησα απύρετος- είδα χαρούμενα πάνω από το Ανδρέου. Θυμάμαι καλά, ότι παρακολούθησα την κρεβάτι μου τα πρόσωπα των γονέων μου. Λίγους τελετή μαζί με τον πρεσβύτερο αδελφό μου Ανα- μήνες αργότερα, όταν ήμουν μόλις εννιά χρονών, στάσιο. Το γεγονός αυτό ήταν το δεύτερο ορόση- έγινα για πρώτη φορά νουνός. Βάφτισα το παιδί μο Δ στηH μνήμη O Γ Oμου. Σ ΔενTθυμάμαι H Σ διόλου E K τηΘμεγάλη E Σ HτηςΣ παλαιάς παραμάνας μου Αγλαΐας. Τ’ ονόμασα στιγμή, που σημειώθηκε το Σεπτέμβριο του ίδιου Δημήτρη. Από τότε χαράχθηκαν στη μνήμη μου, εκείνου έτους. Μπήκα, τότε, στο δημοτικό σχολείο. που έπαψε να ’ναι απύθμενη, πολλά πράγματα. Η Πολλοί θυμούνται -ή ισχυρίζονται ότι θυμούνται- ζωή του σχολείου, αλλά και η ζωή στο σπίτι μας, ακόμα και λεπτομέρειες των προσχολικών τους στην πλατεία Αγίου Γεωργίου, γέμισε τη μνήμη μου βημάτων και βιωμάτων. Η ανάπτυξη της ψυχής με πλήθος ασήμαντα περιστατικά ή και σημαντικά μου -του παιδικού «εγώ» μου- ήταν ίσως πολύ γεγονότα. 1. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος

σε βρεφική ηλικία με τον αδελφό τουταΑναστάση Όσα έζησα πριν από δεκαοχτώ χρόνια της ζωής στην μου μοιάζουν να ’ναι μακριά μου, Πάτρα (π. πολύ 1902).

μοιάζουν να ανήκουν στη μυθολογική φάση Φωτογραφία από τοβέβαια, Αρχείο της ζωής μου. Θα στεκόταν, η μνήμη μου σε πολλά συγκεκριμένα περιστατικά, που Αναστάση Κανελλόπουλου θα ’ταν όμως σταγόνες στον ωκεανό των παιΊδρυμα Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή δικών και εφηβικών εμπειριών μου. Θα ’ταν αδύνατο να περισυλλέξω και να περιγράψω τις εντυπώσεις, που γεννήθηκαν μέσα μου, τις 2. Σε παιδική ηλικία με την σκέψεις που είχα κάμει, τις ψυχικές αντιδράσεις μου, όταν έπιασατου με τα(1902-1909). παιδικά μου μάτια οικογένειά το πρώτο χαμόγελο ή όταν η παιδική ψυχή Φωτογραφία απόενός το Αρχείο μου ξεχώρισε το άρωμα λουλουδιού ή Αναστάση Κανελλόπουλου όταν, στη μετάβαση της παιδικής ηλικίας προς την εφηβική, το ζεστό χέρι μιας συΊδρυμα έσφιξα Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή μπαθητικής κοπέλας. Πότε και πού σημειώθηκαν οι πρώτες αυτές στιγμές; Και ποιες ήταν οι επόμενες στιγμές στο απεριόριστο πλήθος 3. Με τον αδελφό του Αναστάση των εμπειριών της παιδικής και της εφηβικής (1907). ηλικίας μου;

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος σε βρεφική ηλικία με τον αδελφό του Αναστάση στην Πάτρα (π. 1902).

1

Φωτογραφία από το Αρχείο Αναστάση Κανελλόπουλου Συλλογή Αμαλίας Μεγαπάνου 13

4. Σε παιδική ηλικία με το θείο


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Οι γονείς μου δεν είχαν άμεσα συμμερισθεί τις χαρές και τα γλέντια της «Μπελ Επόκ». Η ζωή, στο σπίτι μας, κυλούσε ήρεμα. Ήταν απλή, συγκρατημένη. Δεν θυμάμαι να είδα ποτέ τη μητέρα μου - την Αμαλία (κόρη του έμπορου Παναγιώτη Γούναρη, που δεν τον πρόλαβα)- να προετοιμάζεται να πάει στις λαμπρές χοροεσπερίδες που δίνονταν συχνά σε αρχοντικά σπίτια, ή στους δημόσιους χορούς, που από το 1900 οργανώνονταν στο μέγαρο του Δημαρχείου, λίγο αργότερα και στις αίθουσες του Εμπορικού Συλλόγου «Ερμής» ή (από το 1910) και στο «Πολυθέαμα» (στην πλατεία Όλγας). Αλλά ο αντίλαλος των «γεγονότων» αυτών έφθανε ως τ’ αυτιά μου. Παλαιά παράδοση είχαν στην Πάτρα οι χοροεσπερίδες στ’ αρχοντικά σπίτια.

Στα δώδεκα ή δεκατρία χρονάκια μου, άρχισα να μεταφράζω στη δημοτική -είχα μάθει γερμανικά και γαλλικά- την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Goethe, τη «Νύφη της Μεσσήνης» του Schiller, την «Αθαλία» του Racine, τη «Ζαΐρα» του Βολταίρου, τη «Μαριόν Ντελόρμ» του Victor Hugo. Χάθηκαν, δυστυχώς ή ευτυχώς, τα χαρτιά μου εκείνα.

Τα παιδικά μου χρόνια, τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά, τα έζησα στη γενέτειρά μου. Η παιδική και εφηβική μου ζωή ήταν πολύ περιορισμένη. Λίγες ήταν οι συντροφιές μου. Δεν έπαιξα ποτέ στους δρόμους. Από τα 7-8 μου χρόνια, αφού είχα μπει στο δημοτικό σχολείο, είχα μια τάση για μελέτη. Έστω και με την έννοια ότι μελετούσα κάτι μέσα μου. Παι-

δί, ήμουνα μάλλον μελαγχολικό. Λίγο με ενδιέφερε η ζωή έξω από το σπίτι και το σχολείο. Και ίσως να με ενδιέφερε, αν μου το επέτρεπαν οι γονείς μου. Δεν αισθάνθηκα όμως ποτέ περιορισμό και διαπιστώνω τώρα πως μου ταίριαζε αυτός ο τρόπος ζωής.

Όσοι γεννηθήκαμε στην Πάτρα, την αγαπούμε οπωσδήποτε. Δεν αρκεί, όμως, τούτο. Πρέπει να την αγαπούμε και γιατί αξίζει την αγάπη μας. Η Πάτρα αξίζει την αγάπη μας για πολλούς λόγους, άλλους ρητούς και άλλους άδηλους, θα περιορισθώ να συνοψίσω τους λόγους που μπορεί να συλληφθούν και να διατυπωθούν ρητά. Η Πάτρα έχει έναν ορίζοντα που είναι κλειστός και ανοιχτός. Ανοιχτός είναι, ειδικώτερα, προς τη δύση. Κι αυτό είναι ψυχικά σημαντικό. Όταν φεύγη η ημέρα, δεν κλείνει το φως της, τον ήλιο της, μια πόρτα ορθωμένη εμπρός μας ως σκοτεινό εδαφικό τείχος. Η ημέρα φεύγει προς το άπειρο, το θαλασσινό άπειρο και πάει κ’ η ψυχή μαζί της και ταξιδεύει. Αλλά μόνο προς τη δύση έχει η Πάτρα τον ορίζοντα ανοιχτό. Προς όλες τις άλλες κατευθύνσεις η ματιά μας σταματάει σε κάτι το «πεπερασμένο», ασκείται από τα μικρά μας χρόνια στο «συγκεκριμένο», στη μορφή, σε κάτι πλαστικά δεμένο. Η ανατολή του ήλιου σημειώνεται πάντοτε με το πρόσταγμα της αδρά χαραγμένης φυσιογνωμίας του τοπίου. Με την ανατολή πρέπει να σηκωθούμε και να δημιουργήσουμε. Με τη δύση μπορεί η ψυχή να ονειρευθεί... Ο Πατρινός -Μωραΐτης- έχει μπροστά του τη Ρούμελη. Έχει μπροστά του τα βουνά της που από τα μικρά μας χρόνια κάτι μας λέει ότι φθάνουν μακρυά, ότι διασχίζουν κυριαρχικά το νόημα της Ελληνικής γης και ότι πάνε στα Βόρεια σύνορά μας, περ’ από τα σύνορα, περ’ απ’ τις γραμμές που εχάραξε η αδικία των ισχυρών της Γης. Το αίσθημα αυτό είναι σημαντικό: κάνει τον Πατρινό να γίνεται με τρόπο αισθητικά και ηθικά ολοκληρωμένο «συνειδητός Έλλην». Ο Πατραϊκός κόλπος, μια από τις ωραιότερες συλλήψεις που έχει πραγματοποιήσει η Φύση, αγκαλιάζει τη Ρούμελη.

14


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η Πάτρα ήταν, τότε, ο κόσμος μου, ένας απέραντος κόσμος Η Πάτρα ήταν, τότε, ο κόσμος μου, ένας απέραντος κόσμος, που δεν είχε σύνορα ή που τα σύνορά του άγγιζαν το μέγα Άγνωστο. Ξανάγινε η Πάτρα ο κόσμος μου, όταν στις 2 Φεβρουαρίου του 1957, την ώρα που ξημέρωνε και άρχισαν να ξεχωρίζουν στα μάτια μου ο Πατραϊκός κόλπος και τα βουνά της Ρούμελης, έγραψα (χωρίς καμιά προμελέτη, σαν κάποια φωνή να με πρόσταξε να το κάμω) τις πρώτες λέξεις του βιβλίου μου «Γεννήθηκα στο 1402». Ως το 1919, δεν είχα επισκεφθεί την Αθήνα παρά μόνο μια φορά, στο 1915, και μόνο για λίγες μέρες. Πρωτεύουσά μου ήταν η Πάτρα με το κάστρο και τις καμάρες της, με τα καμπαναριά και τις σκάλες της, με τις μεγάλες πλατείες και το μώλο της, με τα περβόλια και τις ωραίες βίλλες γύρω της και με το Ιερό Μεσολόγγι σε κάποιο αόρατο βάθος απέναντί της.

Τα παιδικά μου χρόνια, τα εφηβικά και τα πρώτα νεανικά, τα έζησα στη γενέτειρά μου. (Στην πρώτη τάξη του δημοτικού, στον κηπο ττου σπιτιού όπου γεννηθηκε).

αισθητικά ουδέτερα. Ακόμα και στον καιρό τους, όταν ήταν όρθια και ακέραια, τα μεσαιωνικά αυτά κάστρα δε θα ’ταν, ίσως, ωραία. Ο σκοπός εκείνων που τα είχαν χτίσει δεν ήταν αιώνιος∙ ήταν στιγμιαίος, εφήμερος. Όσοι τα έχτισαν τα κάστρα αυτά, είχαν το αίσθημα ότι ήταν περαστικοί. Και το κάστρο

Υπάρχουν πολλά κάστρα στην Ελλάδα. Κανένα δεν είναι ωραίο. Είναι ρημάδια, κομμάτια της Ιστορίας

Την Πάτρα την αγαπούμε και για τις ακτές της. Είναι ωραίες όσο οι ωραιότερες ακτές της Ελλάδος. Την αγαπούμε και για το λιμάνι της, για το μώλο της, για τ’ αραγμένα και δεμένα επάνω του καράβια. Όταν είμασταν παιδιά, νομίζαμε ότι τα κρατούσαμε δεμένα με τα ίδια μας τα χέρια. Και τ’ αφίναμε υστέρα εμείς ελεύθερα. Την αγαπούμε την Πάτρα και για το κάστρο της, το ρημαγμένο, το αισθητικά ασήμαντο που είναι ωστόσο σύμβολο της μνήμης. Την αγαπούμε, τέλος, και ως πόλη. Είναι μια πόλη καλοβαλμένη, όμορφα διαρθρωμένη με την απάνω και κάτω χώρα, με τα σκαλιά της, με δρόμους καλά χαραγμένους, με πολλές μεγάλες πλατείες, με τ’ ασύγκριτα Ψηλαλώνια της, με τις εκκλησιές της, με τις καμάρες της. Την αγαπούμε όμως, τάχα, την Πάτρα και για την ιστορία της;Οι παλαιότεροι ξέρουν, βέβαια, την ιστορία που είχε η Πάτρα τον περασμένο αιώνα και στις αρχές του εικοστού. Το εμπόριο ήταν έντονο, η κίνηση του λιμανιού μεγάλη, η σταφίδα ήταν χρυσάφι, η ζωή στην πόλη γεμάτη παλμό (παλμό εργασίας την ημέρα, παλμό χαράς και κεφιού την νύχτα). Η ιστορία, όμως, αυτή είναι χθεσινή. Πριν από τη χθεσινή υπάρχει η προχθεσινή, πολύ λιγότερο χαρούμενη. Κι αν πάμε πιο πίσω, θα βρούμε πόνους, δοκιμασίες, καταστροφές και αναγεννήσεις, ερείπια και νέες προσπάθειες για ζωή, ένα αδιάκοπο δημιουργικό μαρτύριο, ένα συγκινητικό μόχθο που τον κάθε θάνατο (κ’ η Πάτρα πέθανε πολλές φορές) τον υπερνικούσε με μια νέα ανάσταση. Αυτά όλα δεν τα ξέρουμε οι Πατρινοί. Κ’ έτσι δεν εμάθαμε ν’ αγαπούμε την Πάτρα και για τους πόνους και για τις δοκιμασίες της μέσ’ τους αιώνες. Κ’ είναι ανάγκη να την αγαπήσουμε και γι’ αυτές τις άγνωστες φάσεις της που χάνονται μέσα σε χρόνους μακρυνούς. Χάνονται, όμως, για να μας υποχρεώνουν να ξαναβρίσκουμε εμείς κάθε τόσο τα χαμένα ίχνη της ζωής. Το χρέος αυτό είναι μεγάλο, ιερό, ωραίο.

15


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος της Πάτρας θα ’ταν, ίσως, εκείνο που μειονεκτούσε πιο πολύ απ’ όλα. Γι’ αυτό, όμως, τ’ αγαπώ σαν Πατρινός περισσότερο. Αγαπώ τα χόρτα που έχουν φυτρώσει επάνω του. Αγαπώ το όμορφο υπόλοιπο της δραματικής Ιστορίας του που οι πιο πολλές πτυχές της είναι μυστικές. Κανένας δεν ξέρει με απόλυτη θετικότητα ποιοι έχωσαν μέσ’ στη γη πρώτοι τα θεμέλια του κάστρου αυτού. Πέτρες και λάσπη φόρτωσαν επάνω του πολλοί, προπάντων οι Βενετσιάνοι. Και ποιος ξέρει πόσο αίμα χρειάστηκε για να στερεώνεται κάθε τόσο το κάστρο!

την τοποθεσία όπου ο Φραντζής άπλωσε το γενναίο και σφριγηλό του χέρι για να χαρίσει στην Ελληνική και την παγκόσμια ιστορία, σώζοντας την ώρα εκείνη τον Κωνσταντίνο, το μεγάλο θάνατο που επιφυλάχθηκε αργότερα στον τελευταίο αυτοκράτορα... Ο μώλος είναι για την Πάτρα η γέφυρα που ενώνει -τουλάχιστον στα μάτια του παιδιού- την πατρίδα με την πιο θολή ξενιτιά, την πραγματικότητα με το παραμύθι, τη ζωή με την πιο άγνωστη μοίρα. Όταν ήμουν παιδί, η κίνηση στο λιμάνι της Πάτρας ήταν μεγάλη. Πόσα είναι, τάχα, τα βήματα που είχα κάνει, ως παιδί και ως έφηβος, στο μώλο της Πάτρας, παρακολουθώντας την κίνηση του λιμανιού; Έχω το αίσθημα ότι ο αριθμός των βημάτων αυτών θ’ αρκούσε για να γυρίσω τη Γη ολόκληρη! Στις 17 Σεπτεμβρίου του έτους 1943, μ’ έπιασε στο Κάιρο μια μεγάλη νοσταλγία. Είχαν περάσει δεκαοχτώ μήνες από την ήμέρα που, με μια μικρή ψαρόβαρκα, είχα διαφύγει από τη σκλαβωμένη Ελλάδα και θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια... Στις 17, λοιπόν, Σεπτεμβρίου του 1943 θυμήθηκα τα παιδικά μου χρόνια και το μώλο. Κι έγραψα τους στίχους:

Δεν είχα διαβάσει ακόμα το Χρονικό του Γεωργίου Φραντζή, όταν ήμουν παιδί στην Πάτρα. (Και μια παρένθεση: Πώς δε βρέθηκε ούτε ένας δάσκαλος στο Γυμνάσιο που να μας διαβάσει τις σελίδες του Χρονικού που αναφέρονται στην Πάτρα; Πώς δε βρέθηκε ως τώρα ούτε ένας υπουργός της Παιδείας που να ορίσει ότι σ’ όλα τα Γυμνάσια της Ελλάδας θα πρέπει να διαβάζονται κείμενα -αρχαία, μεσαιωνικά και νεώτερα- σχετικά με την Ιστορία των πόλεων ή περιοχών όπου λειτουργεί το κάθε Γυμνάσιο;) Ωστόσο, χωρίς να ’χω καν υποψιασθεί ως παιδί όσα είχαν πραγματικά σημειωθεί μπροστά στο κάστρο ή μέσα του ή γενικά στην περιοχή της Πάτρας, έπλαθα με τη φαντασία μου πολλά και περίεργα γεγονότα. Ο Γεώργιος Φραντζής έμεινε αιχμάλωτος και σιδηροδέσμιος, έναν ολόκληρο μήνα, στο κάστρο. Είχε βαρειά τραυματισθεί, αφού είχε εκτελέσει το καθήκον του και σώσει τον αφέντη του∙ κι έτσι έπεσε στα χέρια του εχθρού. Ήταν γενναίος στρατιώτης ο Φραντζής∙ ήταν πιστός υπηρέτης και φίλος εκείνου που με τα χέρια του έσωσε∙ κι ήξερε να γράφει ελληνικά με τρόπο απλό και ζωντανό. Στο Χρονικό του -αν και η μόρφωσή του ήταν τέτοια που δε μας επιτρέπεται ν’ αμφιβάλλουμε ότι ήξερε την αρχαία διατύπωση- επιμένει να ονομάζει τη γενέτειρά μου «Πάτρα» και όχι «Πάτραι» (το ίδιο κάνει με τη Θήβα και την Αθήνα). Αν, όταν ήμουν παιδί στην Πάτρα, ήξερα ότι ο Γεώργιος Φραντζής, νέος ακόμα εικοσιοχτώ ετών, έσωσε εκεί -μπροστά στο κάστρο ή έστω πιο πέρα- τον σχεδόν συνομήλικο δεσπότη και αφέντη του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο από άμεσο κίνδυνο θανάτου, πόσο πλουσιώτερη θα ’ταν από τότε η ψυχική μου ζωή! Θ’ αναζητούσα, από τότε, να βρω με τη φαντασία μου

Καράβια πλήθος ήταν αραγμένα στο μώλο των Πατρών. Σαν τα μετρούσα, στον αριθμό τους το άπειρο αριθμούσα. Πεζός, μικρός ο μώλος, μα για μένα ο κόσμος όλος κάπου, από τα ξένα, ερχόταν κι άραζ’ εκεί δα. Κι η Μούσα μούδινε δίκιο που τ’ απλά αγαπούσα και τα πεζά, τ’ άγκυροβολημένα. Οι σκάλες στην Πάτρα είναι κάτι το ιδιότυπο. Χωρίζουν, τάχα, την Απάνω πόλη από την Κάτω ή ενώνουν τη μια με την άλλη; Δε μπόρεσα ως παιδί ποτέ να το εξακριβώσω. Δεξιά και αριστερά από τις δύο μεγάλες σκάλες υπάρχουν, βέβαια, δρόμοι ανηφορικοί που ενώνουν τα δυο τμήματα της Πάτρας με μιαν ομαλή ανάβαση. Ωστόσο, οι σκάλες είναι συμβολικές, είναι η ουσία και η ψυχή της Πάτρας, δηλαδή η εξωτερική έκφραση της ψυχής της. Είχα την τύχη -το χρωστάω σε μια καλή έμπνευση του μακαρίτη του πατέρα μου Κανέλλου που, σα γεννημένος στη Φτέρη, του άρεσε να σκαρφαλώνει -να ζήσω τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια στα

16


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος σκέψη εκείνων που έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, βαδίζοντας (για να πάνε στο σχολείο ή περίπατο) σε δρόμους που βρίσκονται περίπου στο ίδιο επίπεδο. Εμείς οι Πατρινοί έχουμε το αίσθημα ότι μια πόλη δεν είναι κάτι το ακέραιο, αν δεν είναι χωρισμένη στα δυο. Έτσι είναι και η ψυχή μας χωρισμένη στα δυο και μοιάζουμε πιο πολύ με τον Φάουστ απ’ ό,τι μοιάζουν οι κάτοικοι άλλων πόλεων! Έχουμε αντινομίες και διλήμματα που δεν έχουν, ίσως, άλλοι... Και μια πόλη με καμάρες είναι κάτι απόλυτα διαφορετικό από μια πόλη που δεν έχει καμάρες. Στην Πάτρα βρέχει συχνά και πολύ. Γι’ αυτό και η ψυχή μας είναι υγρή. Οι καμάρες, όμως, δε μας προστατεύουν μόνον από τη βροχή. Είχα το αίσθημα, όταν ήμουν παιδί, ότι με προστάτευαν και από άλλους κινδύνους, από κάποιον άδηλο και απροσδιόριστο κίνδυνο. Έτσι γέννησαν μέσα μου την έννοια του αφηρημένου και λογικά άπιαστου κινδύνου, αλλά και το αίσθημα ότι κάποια σκέπη υπάρχει παντού, μια σκέπη που είναι η παλάμη του Θεού∙ κι οι κολώνες είναι, ίσως, τα δάχτυλά του. Σε μια πόλη, όπου ολόκληροι δρόμοι έχουν πεζοδρόμια με καμάρες, γεννιέται μέσα σου -αν από παιδί συνήθισες στη θέα τους- μια κάπως ιδιαίτερη αντίληψη της ζωής. Η πρόσοψη (όχι μόνο των σπιτιών, αλλά και του κόσμου γενικά) διαμορφώνεται στη σκέψη σου σαν κάτι που δεν είναι πέρα για πέρα εξωτερικό, σκέτη επιφάνεια. Με τις καμάρες παίρνει η πρόσοψη και κάποιο βάθος, κάτι το εσωτερικό∙ κι ο κόσμος ολόκληρος παίρνει στα μάτια του παιδιού ένα ιδιαίτερο νόημα∙ πριν συλλάβει το παιδί τον κόσμο με τη σκέψη, τον πιάνει με τα μάτια του. Συνειδητά δεν σου γίνονται, βέβαια, όλ’ αυτά παρά μόνον αργότερα ή και ποτέ. Ωστόσο,

Σε ηλικία 9 ετών μαζί με τον αδελφό του Αναστάση και τον εξάδεφλό του Κώστα Κανελλόπουλο -στρατιώτη τότε).

όρια της Απάνω χώρας και της κάτω, σ’ ένα σπίτι που βρίσκεται απάνω, και σ’ ένα περιβόλι που αρχίζει από πάνω και φτάνει ως κάτω. Τις σκάλες τις ανεβοκατέβαινα δυο και τρεις ή και περισσότερες φορές την ημέρα. Κι αυτό έγινε ένα μεγάλο γεγονός της ψυχής μου. Και ξέρω ότι το ψυχικό αυτό γεγονός το συμμερίζονται όλοι, όσοι πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια στην απάνω πόλη και ήταν υποχρεωμένοι ν’ ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα τις σκάλες. Έχω τη γνώμη ότι όσοι έζησαν ως παιδιά σε μια πόλη, όπου ήταν υποχρεωμένοι ν’ ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα κάμποσες δεκάδες σκαλοπάτια, έχουν για ό,τι ονομάζουμε «πόλη» μιαν έννοια πολύ διαφορετική από την έννοια που διαμορφώθηκε στη

Τι να πρωτοθυμηθώ απ’ όσα είδα και με ξάφνιασαν στα χρόνια εκείνα; Η μνήμη δεν μπορεί να συλλέξει μέσα της τα’ αμέτρητα υποκειμενικά συμβάντα της ψυχής μας. Η μνήμη -ας μη φανεί αυτό που θα πω παράδοξο- είναι λιγώτερο υποκειμενική, λιγώτερο δική μας, απ’ ό,τι νομίζουμε. Για να διατηρήσει μέσα της κάτι, πρέπει σ’ αυτό το «κάτι» να διασταυρώνεται ο κόσμος της ψυχής μας με τον αντικειμενικό κόσμο γύρω μας. Θα σταθώ σε κάποια από τα εξωτερικά και ορατά στηρίγματα της παιδικής και εφηβικής μου μνήμης. Θα σταθώ στο κάστρο της Πάτρας, στο μώλο της, στην αντικρινή ακτή, στις σκάλες που χωρίζουν την Απάνω πόλη από την Κάτω πόλη, θα σταθώ και στις καμάρες και, ίσως, σε κάτι ακόμα...

17


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

την παιδική ψυχή- δεν είναι μια οποιαδήποτε ακτή. Από παιδιά μαθαίνουμε οι Πατρινοί ότι, κάπου εκεί, είναι μια ιερή γη και μια βαρύθυμη λιμνοθάλασσα. Το Μεσολόγγι, η Έξοδος, ο Λόρδος Βύρων, αλλά και «οι καημοί της λιμνοθάλασσας», είχαν γίνει για την παιδική μου ψυχή και για το εφηβικό μου, υστέρα, πνεύμα παρουσίες άμεσες. Ο Πατρινός ανήκει και στην αντικρινή ακτή. Το Παναχαϊκό και η Βαράσοβα αλληλοκοιτάζονται φιλικά και συνεννοούνται. Ο Κωστής Παλαμάς έχει ενώσει τις δυο «πατρίδες» -την Πάτρα και το Μεσολόγγι- με τα μαγικά δεσμά του πιο ιερού γάμου, με την ποίηση, με μερικούς από τους καλύτερους και πιο λιτούς στίχους του. Στο Γυμνάσιο δε μας είχε μιλήσει κανένας καθηγητής για τις «Πατρίδες» του Παλαμά που θα ’καναν «ασάλευτη» τη ζωή όλων μας. Τους βρήκα, όμως, μόνος μου, αλλά δεν εξομολογήθηκα σε κανένα καθηγητή το αμάρτημά μου. Την εποχή εκείνη ήταν αμάρτημα να διαβάζεις Παλαμά.

στην ψυχή μας μπαίνουν ως ηθικά και πνευματικά γεγονότα και χαράζουν μέσα στα πιο διαφορετικά άτομα τις κοινές εκείνες γραμμές που κάνουν τους Πατρινούς να ’ναι Πατρινοί. Μίλησα για το μώλο. Εκεί έβλεπα να δένονται καράβια που προορισμός τους ήταν να πάνε μακριά· όταν ήμουν παιδί στην Πάτρα, νόμιζα ότι πάνε στο άγνωστο, στο άπειρο, στο απροσπέλαστο. Ωστόσο, η Πάτρα -με το μώλο της και το λιμάνι της- δεν ήταν στα μάτια μου μονάχα το ορμητήριο για το απροσπέλαστο, για τη δύση που στο Ιόνιο Πέλαγος έχει μια μεγάλη ομορφιά. Η Πάτρα έχει και την αντικρινή ακτή. Και ο συνδυασμός του απροσπέλαστου κόσμου (προς το Ιόνιο Πέλαγος) με την προσιτή αντικρινή ακτή δημιουργεί κι αυτός μιαν ιδιαίτερη ψυχική και πνευματική διάθεση στους Πατρινούς. Και η αντικρινή ακτή -πράγμα επίσης σημαντικό για

Τα τρία αδέλφια με τη Γερμανίδα δασκάλα τους (π. 1910).

18


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Οι εκκλησιές στην Πάτρα έχουν καμπάνες που τον ήχο τους δεν τον άκουσα πουθενά αλλού. Υπάρχουν, χωρίς άλλο, πιο ακριβές και πιο τέλειες καμπάνες σ’ άλλα μέρη του κόσμου. Στην Πάτρα, όμως, έζησα τα παιδικά μου χρόνια. Και στην παιδική μου ακοή δίνω πίστη απόλυτη. Και μου λέει η ακοή αυτή ότι στην Πάτρα χτυπούν οι καμπάνες του όρθρου -προπάντων της Παντάνασσας- πολύ πιο καθαρά και πιο υποβλητικά απ’ ό,τι χτυπούν οι καμπάνες σε οποιαδήποτε άλλη πόλη. Την Κυριακή και τις γιορτές, με ξυπνούσε, όταν ήμουν παιδί, η προσδοκία που με κατείχε να τις ακούσω, πολύ πριν από την ώρα που έπρεπε, υπακούοντας στο νεύμα του Θεού, να σημάνουν. Και περίμενα... Μια αόριστη ευδαιμονία κυρίευε την ψυχή μου και το κορμί μου. Αλλά στο αίσθημα της ευδαιμονίας έμπαινε, χωρίς διόλου να το χαλάει, και κάτι αόριστα μελαγχολικό. Ήξερα ότι οι καμπάνες αυτές είναι και ο επίλογος της κάθε ζωής.

γκόσμιος πόλεμος, υποχρεώθηκαν σχεδόν όλοι οι Ιταλοί (όσοι παρέμειναν δεν ξεπερνούν τους εκατό) να εγκαταλείψουν την Πάτρα. Η διαγωγή τους, στις 28 Οκτωβρίου 1940, καθώς και αργότερα, όταν παρέδωσαν οι Γερμανοί την πόλη μας σε ιταλικές στρατιωτικές αρχές, ήταν δυστυχώς πολύ κακή. Το Νοέμβριο του 1945, έφυγε και η Ροζίνα Μονόπολι, που θάταν τότε παραπάνω από εβδομήντα ετών. Κάποιος με πληροφόρησε, ότι θα έφευγε (ήμουν τις μέρες εκείνες πρωθυπουργός), έσπευσα να τηλεφωνήσω στο νομάρχη Αχαΐας να την προλάβει και να την κρατήσει στην Πάτρα, αλλά το πλοίο είχε φύγει. Στα παιδικά μου χρόνια γνώρισα καλά τον Γερμανό Στόλντενχοφ, που μαζί μ’ ένα φίλο του πατέρα μου είχαν συστήσει -η φίρμα τους ήταν «Στόλντενχοφ και Λουκάς»- ένα μεγάλο παραγγελιοδοχικό γραφείο. Ένας από τους καλύτερους δασκάλους του πιάνου στην Πάτρα -και δικός μου δάσκαλος για δυο χρόνια- ήταν ο Γερμανός Κλάμμερ. Ζωηρή ήταν, στα νεανικά μου χρόνια, η παρουσία στην Πάτρα των οικογενειών Κουν (Kuhn) καί Μύλλερ (Muller), Την Έμμα Μύλλερ, ξαναβρήκα, στο 1950, στη Νέα Υόρκη παντρεμένη μ’ έναν ευπατρίδη Αμερικανό. Η νεώτερη από τις αδελφές Κουν παντρεύτηκε τον αγαπητό μου Τάση Δρούλια, που ετίμησε με το ήθος του το νομό Αχαΐας στη Βουλή και βοήθησε το Πανεπιστήμιο Πατρών στα πρώτα του βήματα. (Αδελφή του είναι η Μαρία Ν. Καρέλα).

Η παραμάνα του αδελφού μου Αναστάση, που ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, ήταν Ιταλίδα. Ονομαζόταν Ροζίνα Μονόπολι. Συνδέθηκε στενά με το σπίτι μας, όσο ζούσαμε στην Πάτρα, και την αγαπούσαμε σαν μέλος της δικής μας οικογένειας. Ο άντρας της -Ανδρέας- ήταν ψαράς. Τριάντα ολόκληρα χρόνια γεννούσε η Ροζίνα παιδιά. Θυμάμαι πάντα∙ τα τρία από τα κορίτσια της, την Κιαρίνα, την Άντζουλίνα (μια προκλητική ναπολιτάνικη ομορφιά) και τη Μανουέλα. Όταν τέλειωσε ο Β΄ πα-

Τα παιδικά και εφηβικά χρόνια διαρκούν πολύ περισσότερο από τα ισάριθμα χρόνια της ώριμης ζωής. Όταν πια ωριμάσεις κι έχεις γνωρίσει πολλές θάλασσες, πολλούς ορίζοντες και πολλές φυσιογνωμίες ανθρώπων, είναι ζήτημα αν κάθε χρόνο ή και κάθε πενταετία σημειώνεται στη ζωή σου κι ένας σταθμός. Στα δέκα χρόνια, που πραγματοποιούν τη μετάβαση του ανθρώπου από το καθεστώς του παιδιού στην ήβη και από την εφηβική ηλικία στην πρώτη ωριμότητα, σχεδόν η κάθε μέρα -καμμιά φορά και η κάθε ώρα- είναι κι ένας σταθμός. Κι όταν στο δρόμο όπου βαδίζεις, σταματάς πολλές φορές μπροστά σε κάτι πρωτόφαντο και αποκαλυπτικό, το μήκος του δρόμου μοιάζει πολύ μεγαλύτερο∙ όχι μόνο μοιάζει, αλλά είναι μεγαλύτερο, γιατί πραγματικός είναι ο χρόνος της ψυχής και όχι ο φυσικός χρόνος της γης που κι αυτός, άλλωστε, είναι σχετικός.

19


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Η παιδική μου ηλικία είναι συνυφασμένη από μια μοναξιά προσωπική. Δεν έπαιζα ποτέ στη γειτονιά αλλά ούτε και τα άλλα παιδιά που έμεναν εκεί γύρω. Παιδιά δεν έβλεπες στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου που ήταν το σπίτι μας. Η Πάτρα είχε τότε μια ιδιοτυπία. Ήταν κάτι σαν σύνδεσμος μεταξύ Δύσης και Αθήνας. Είχε άμεση υποστήριξη από τα Επτάνησα και έμμεση από την Ιταλία. Οι οικογένειες μικροαστικής οικονομικής καταστάσεως είχαν κουβερνάντες είτε Εγγλέζες, είτε Γερμανίδες, είτε Αυστριακές. Το ίδιο και η δική μας οικογένεια. Ο πατέρας καταγόταν από χωριό, γεννήθηκε σε χωριό και όλες οι αδελφές του παντρεύτηκαν σε χωριά. Ο ίδιος μαζί με τον αδελφό του σπούδασε, στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας φαρμακοποιός. Η μάνα κρατούσε από πολιτική οικογένεια. Αδελφός της ο Δημήτρης Γούναρης, θείος αγαπημένος, που όσο ζούσε δε σταμάτησε να μου μιλά ούτε λεπτό για τις αξίες της ελευθερίας.

Όταν, στην πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, ο Δημήτριος Γούναρης και ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος είχαν επιβληθεί ως δικηγόροι και νομομαθείς -ο πρώτος και ως πολιτική προσωπικότητα πανελληνίου κύρους- ο Γεώργιος Παπανδρέου, που είχε γεννηθεί στο Καλέντζι της Τριταίας στο 1888, ήταν μαθητής γυμνασίου στην Πάτρα, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά του, και ύστερα, πριν από το 1910, φοιτητής στην Αθήνα. Αλλά περνούσε τις διακοπές του στην Πάτρα. Ο πατέρας του ήταν εφημέριος στην Παντάνασσα, στην αγαπημένη μου εκκλησία (στην ενορία της υπαγόταν το σπίτι μας), όπου παρακολουθούσα, ως μαθητής του δημοτικού σχολείου (και αργότερα), τη λειτουργία της Κυριακής, και στεκόμουν ώρες όρθιος τη Μεγάλη Πέμπτη για ν’ ακούσω τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Τη Μεγάλη Παρασκευή πηγαίναμε στο μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας, όπου το επόμενο βράδυ παρακολουθούσαμε και την Ανάσταση. (Μετά την Ανάσταση πηγαίναμε συνήθως στο σπίτι του Νικολάου και της Ιουλίας Σαγιά, αδελφής της μητέρας μου, όπου -με τα παιδιά τους και, συχνά, με τον Δημήτριο Γούναρη και τον Ιωάννη Βλάχο- τρώγαμε τη μαγερίτσα και τσουγκρίζαμε τα πασχαλιάτικα αυγά. Πάντως, όπως έγραψα στο Κάιρο, στις 17 Σεπτεμβρίου 1943, στους στίχους ενός σονέττου μου, «Την Κυριακή το πρωί και τις γιορτές, / του Παντοκράτορα, της Παντανάσσης / με ξύπναγε η καμπάνα. Αρχή της Πλάσης / για μένα ο ήχος γένηκε... / Σαν νάταν χτες / ακούω, παιδί στην Πάτρα, να σημαίνουν / καμπάνες όρθρου, και βαθειά μ’ εύφραίνουν. / Πώς ξάφνου η σκέψη μου εκεί πίσω γύρισε; / Ω, γιατί απόψε σιωπηλή είν’ η εσπέρα. / Γιατ’ είναι πόλεμος, γιατί μου μύρισε / Πατρίδας γη και ο νους πάει πέρα, πέρα»). Ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης την παρένθεση. Γυρίζω πάλι στον Γεώργιο Παπανδρέου, που του άρεσε να παρεμβάλλει στις συζητήσεις με φίλους του στίχους, όχι βέβαια τους δικούς μου, αλλά του Καβάφη και του Παλαμά. Αν και καταγόταν από χωριό, ο Γεώργιος Παπανδρέου ταίριαξε τέλεια, ως μαθητής γυμνασίου και ως φοιτητής, με το παριζιάνικο πνεύμα τής «Μπελ Επόκ», που είχε επικρατήσει στην Πάτρα. «Η ωραία εποχή» αγαπούσε και τον ωραίο λόγο. Όχι μόνο το συμβατικό ή κούφιο των κοσμικών συναναστροφών, αλλά και τον ωραίο στο ύφος και στην ουσία. Ο γιος του εφημέριου δεν είχε, βέβαια, τα οικονομικά μέσα και τη δυνατότη-

Η παιδική μου ηλικία είναι συνυφασμένη από μια μοναξιά προσωπική.

20


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τα να συμμερισθεί τις ελαφρές πλευρές τής «Μπελ Επόκ», την «κοσμική» ζωή. Ξεχώρισε, όμως, στον κύκλο των συμμαθητών του και ύστερα των συμφοιτητών του, με το ωραίο ύφος και τον ωραίο του λόγο. Επιβαλλόταν με το παράστημα και τη φωνή του. Είχε -και διατήρησε στη ζωή του- κάτι το ποιητικό, χωρίς να ’ναι ποιητής.

ναρη (και του πατέρα μου), που συγκεντρώνονταν, ήταν συχνά οι γιατροί Ιωάννης Βλάχος, Κωνσταντίνος Σταμπουλόπουλος, Γεώργιος Μυλωνόπουλος, Κωνσταντίνος Αλεξάνδρου, Χρ. Κρητικός, Ανδρέας Καποτάς, ο αδελφός του τελευταίου δικηγόρος Ιωάννης Κ. (ο αγαπητός μου ανεψιός τους Χρήστος, γιος του Κώστα Κ., έχει στήσει, εδώ και χρόνια, τη σκοπιά του στο Γεροκομειό), ο δικηγόρος Δημήτριος Κατσούλης, ο χημικός -και ιδρυτής, στο 1908, ιδιωτικού μικροβιολογικού εργαστηρίου- Κωνσταντίνος Χρ. Κανελλόπουλος, που τα τέκνα του, από το γάμο του με Ιταλίδα, ο Χρήστος και η Νία, μου είναι πάντα πολύ αγαπητά πρόσωπα (η Νία παντρεύτηκε τον επί πολλά έτη διευθυντή του πολιτικού μου γραφείου Κώστα Χαβρέ, από τον Αποκόρωνα των Χανίων), ο καλός μας συγγενής Αριστείδης Οίκονομόπουλος, σταφιδέμπορος, που ήταν, νομίζω, και δικηγόρος, ο Γεώργιος Σκλαβούνος, ο Δημήτριος Σπηλιώτης, που ο γιος του, ο αγαπητός μου Γιάννης Σπηλιώτης, δεινός χειρουργός με μόρφωση και πείρα γενικού παθολόγου, στάθηκε ως φύλαξ άγγελος πλάι στη μητέρα μου στα τελευταία της χρόνια. Οι Αριστείδης Οίκονομόπουλος και Γεώργιος Σκλαβούνος ήταν σημαντικοί παράγοντες της εμπορικής ζωής της Πάτρας. Ο Γ. Σκλαβούνος, που η σύζυγός του Μαίρη (αδελφή του Μιχαλάκη Φραγκοπούλου) ήταν μια έξοχη κυρία και μητέρα, είχε δυο γιους, τον Σπύρο και τον Μανώλη, που έγιναν αργότερα καλοί μου φίλοι. Ο Σπύρος έφυγε από τον κόσμο πολύ νέος. Πνίγηκε στο Ρήνο. Ήταν ατύχημα. Ο Μανώλης, που τον είχε βαφτίσει η μητέρα μου, δεν είχε ούτε αυτός την τύχη να ζήσει πολλά χρόνια. Παντρεύτηκε την πάντα καλή μου φίλη Έλσα, κόρη του Δημητρίου Λιάλιου (αδελφού του αλευροβιομηχάνου και σημαντικού συντελεστή της αθλητικής και μουσικής ζωής στην Πάτρα Τάκη Λιάλιου), που διακρίθηκε ως μουσικοσυνθέτης και διετέλεσε πρόξενος της Ελλάδος στο Μόναχο. (Η άλλη κόρη του, η Μαρία, παντρεύτηκε τον Ανδρέα Τζίνη, δραστήριο μέλος της πατραϊκής κοινωνίας, που πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην πόλη μας).

Το πρώτο «υπερπόντιο» ταξίδι μου ήταν από την Πάτρα στο αντικρινό Κρυονέρι. Δεν θυμάμαι, ποιο χρόνο έγινε το ταξίδι εκείνο. Με πήρε ο πατέρας μου -πήρε, νομίζω, και τον αδελφό μου Αναστάση- και επιβιβασθήκαμε στο ατμόπλοιο «Καλυδών». Δεν αποβιβασθήκαμε στην ακτή της Αιτωλίας. Πήγαμε και γυρίσαμε. Τη θρυλική για τους Πατρινούς του καιρού εκείνου «Καλυδώνα» την επρακτόρευε ο Κώστας Χατζόπουλος (αδελφός του ζωγράφου Γεωργίου Χ., που συναγωνίσθηκε για λίγο καιρό με το ταλέντο του τον έξοχο Πατρινό ζωγράφο Επαμεινώνδα Θωμόπουλο, σεβαστό μου εν Ακαδημία συνάδελφο ως το θάνατό του σε βαθύ γήρας). Ο ομώνυμος γιος του Κώστας Χατζόπουλος, νεώτερος από μένα, έγινε πολύ αργότερα (μετά το 1944) αδελφικός μου φίλος. Παντρεύτηκε μιαν άξια και καλή Πατρινιά. Ως τον πρόωρο θάνατό του (1976) ετίμησε στην Αθήνα την κοινή μας γενέτειρα ως δικηγόρος υψηλού ήθους, και στάθηκε τριάντα χρόνια αδιάκοπα πλάι μου με το γαλήνιο ύφος του, το γλυκό του χαμόγελο, και τις πάντα καλά σταθμισμένες γνώμες ή συμβουλές του σε ό,τι τον ρωτούσα. Πήγαινα συχνά όταν ήμουν παιδί, αλλά και αργότερα στο φαρμακείο του πατέρα μου (γωνία των οδών Μαιζώνος και Πατρέως). Συνήθιζε να έρχεται -σχεδόν κάθε μέρα, όταν δεν έλειπε από την Πάτρα- ο Δημήτριος Γούναρης, για να πιει τον καφέ του (έπινε πολλούς καφέδες και κάπνιζε πολύ). Σ’ ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα, συγκεντρώνονταν φίλοι και θαυμαστές του, που ήξεραν, τι ώρα θα περνούσε. Και γίνονταν ωραίες συζητήσεις. Τον κύριο λόγο είχε, φυσικά, ο Γούναρης. Χαρακτηριστικές ήταν οι ερωτήσεις, που του έθετε ένας θυμόσοφος συνεργάτης του πατέρα μου, ο δεινός κατασκευαστής φαρμάκων Μιχαήλ Θεοδωρόπουλος, που βοήθησε αργότερα τον αδελφό του Αχιλλέα, φαρμακοποιό ν’ ανοίξει δικό του φαρμακείο (στη γωνία των οδών Αγίου Νικολάου και Μαιζώνος). Εγώ παρακολουθούσα τις συζητήσεις με μεγάλη περιέργεια. Ανάμεσα στους φίλους του Γού-

Ήμουν σχεδόν δέκα ετών, όταν κάποια μέρα, στα τέλη Σεπτεμβρίου (π. ημ.) του 1912, η γκουβερνάντα μας Ίντα Βίνκλερ (Ida Winkler), Αυστριακή από την Τεργέστη, μας πήγε, τον αδελφό μου και μένα, στον κεντρικό μώλο της Πάτρας, όπου ήταν αραγμένα, αλλά και έτοιμα να αποπλεύσουν, τρία ή

21


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τέσσερα ατμόπλοια, γεμάτα στρατιώτες. Είχε γίνει η επιστράτευση και άρχιζε ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος. Ακούω, ακόμα και τώρα, τα τραγούδια των στρατιωτών, «μακρόσυρτα» και «λυπητερά» (δυο χρόνια αργότερα ξεχώρισα τις δύο αυτές λέξεις, διαβάζοντας τους «Καημούς της Λιμνοθάλασας» του Κωστή Παλαμά), αλλά με αρρενωπές και ήρεμες φωνές. Λίγα πράγματα έχουν χαραχθεί τόσο βαθειά στη μνήμη μου. Στο μώλο βρισκόταν πολύς κόσμος. Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Σταθήκαμε πολλή ώρα σιωπηλοί. Δεν θυμάμαι αν εδάκρυσα. Η Ίντα Βίνκλερ εδάκρυσε. Είχε συνδεθεί με τον ταμία του φαρμακείου μας -λεγόταν, αν δεν κάνω λάθος, Γιάννης Πρεβεζάνος- που είχε επιστρατευθεί. Είχαν σκοπό

να παντρευτούν. Σκοτώθηκε, όπως και ο Νικόλαος Κοντογούρης, τον Ιούλιο του 1913, λίγες ώρες πριν ακουσθεί το πρόσταγμα: «Παύσατε πυρ»! Το πρωί της 27ης Οκτωβρίου (ν. ημ.) 1912, μπαίνει ο πατέρας μου στην κρεβατοκάμαρά μας, ανοίγει τα παράθυρα (προς την πλατεία Αγίου Γεωργίου) και, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούσαν χαρμόσυνα, φώναξε: «Πήραμε τη Θεσσαλονίκη!». Τη στιγμή εκείνη, αισθάνθηκα το πρώτο στη ζωή μου βαθύ σκίρτημα εθνικής υπερηφάνειας μέσα μου. Είχαμε μάθει, βέβαια, στο σχολείο να τραγουδάμε τις πρώτες δύο στροφές, ίσως και την τρίτη και την τέταρτη, του εθνικού μας ύμνου, χωρίς να μας πουν ότι ήταν ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», ή ποιος ήταν -και γιατί έγραφε στη γλώσσα τού λαού μας- ο Διονύσιος Σολωμός. Αλλά ο πατριωτισμός δεν είχε προκύψει μέσα μου από κανένα μάθημα του σχολείου, ούτε από το μάθημα της Ιστορίας, ούτε από τους πανηγυρικούς λόγους των δασκάλων μας στις 25 Μαρτίου. Ύστερ’ από μια φυσική και αβίαστη προετοιμασία της ψυχής μου, που έγινε μέσ’ στην ατμόσφαιρα του σπιτιού μας, γεννήθηκε ο πατριωτισμός μέσα μου, όπως γεννιέται ο έρωτας, σε μια εξαιρετική στιγμή, που δεν την περίμενα, τη στιγμή που άκουσα τον πατέρα μου να φωνάζει: «Πήραμε τη Θεσσαλονίκη».

Στο σχολείο δεν θυμάμαι να μας μίλησαν ποτέ για τους Έλληνες ποιητές του 19ου αιώνα. Δεν μας είπαν πως ο Διονύσιος Σολωμός ήταν ένας μεγάλος ποιητής, όπως και ο Κωστής Παλαμάς που ζούσε τότε και ήταν μάλιστα στην ακμή του. Γινόταν μια συστηματική αποσιώπηση του έργου και της προσφοράς των λογοτεχνών μας και δεν ξέρω αν το γεγονός εκπορευόταν από το υπουργείο Παιδείας ή από τους φανατικούς καθαρευουσιάνους καθηγητές μας. Η ομάδα των φίλων μου κι εγώ, τους είχαμε όμως ανακαλύψει. Εγώ είχα μάλιστα αρχίσει να διαβάζω και το πιο πρωτοποριακό περιοδικό της εποχής, το «Νουμά».

Ο αδελφός της μητέρας μου ήταν ο Δημήτριος Γούναρης. Το χρόνο που γεννήθηκα, εκείνος εκλεγόταν για πρώτη φορά βουλευτής.

22


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Έγραφα, από τότε, και δικά μου ποιήματα Είναι αδύνατον να θυμηθώ πότε ακριβώς αισθάνθηκα την ανάγκη ως παιδί να γράψω στοχασμούς ή ποιήματα. Πρέπει να είχα αρχίσει πολύ νωρίς. Το συνάγω από το γεγονός ότι ήδη στα 12 ή 13 μου χρόνια -στην Πάτρα όπου γεννήθηκα και όπου έβγαλα το Γυμνάσιο- διάβασα σ’ ένα κύκλο φίλων, συμμαθητών του πρεσβύτερου αδελφού μου, ένα δοκίμιο φιλοσοφικού περιεχομένου επηρεασμένο από τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε, και ότι, την ίδια περίπου εκείνη εποχή, είχα μεταφράσει σε έμμετρο λόγο την τραγωδία του Σίλλερ: «Η Νύμφη της Μεσσήνης», καθώς και από τα γαλλικά το γραμμένο σε πεζό λόγο δράμα του Βικτόρ Ουγκώ: «Λουκρητία Βοργία». Σε ηλικά 12 ετών μαζί με τον πατέρα και άλλους συγγενείς

Δεκατεσσάρων ετών, έγραψα (επηρεασμένος από τον Schopenhauer) ένα «φιλοσοφικό» δοκίμιο στη «δημοτική» με θέμα την «Αυτοκτονία».

γέλλουμε το «Ως πότε παλληκάρια» του Ρήγα, κανένας δε μας είχε μιλήσει για το δημοτικό τραγούδι, για τη γλώσσα του Σολωμού ή για την ύπαρξη του Ψυχάρη και του Παλαμά. Αυτά ήταν τότε, στη δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας, πράγματα απαγορευμένα ή «απόκρυφα». Στο σπίτι μου όμως -στην πλατεία Αγ. Γεωργίου, πάνω (και ανάμεσα) από τις δυο κεντρικές σκάλες των Πατρών, με ελεύθερη τη θέα προς το Μεσολλόγι και το Ιόνιο Πέλαγος- δε μ’ εμπόδιζαν οι γονείς μου, στα πρώτα εφηβικά χρόνια μου, να διαβάζω ποιήματα του Διον. Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τους «Καημούς της Λιμνοθάλασσας» και την «Ασάλευτη Ζωή» του Κωστή Παλαμά, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα (του Ίψεν, του Τολστόι, του Σπύρου Μελά, του Ξενόπουλου) ή και φιλοσοφικά δοκίμια γραμμένα -ή μεταφρασμένα- στη «δημοτική». (Οι εκδόσεις «Φέξη» και «Αγκύρας» με βοήθησαν πολύ).

Ήμουν δώδεκα (αν θυμάμαι καλά) ετών, όταν βεβαιώθηκα, ότι έβλεπα τον εαυτό μου καλύτερα στον κάπως ακατέργαστο, τότε, καθρέφτη της «δημοτικής» παρά στον πολύ γυαλιστερό της «καθαρεύουσας». Τη «δημοτική» δε μου τη δίδαξε κανένας, ούτε στο Δημοτικό Σχολείο, ούτε στο «Ελληνικό» (το Σχολαρχείο), ούτε στο Γυμνάσιο. Είχα καλούς δασκάλους. Τους θυμάμαι πάντοτε με συγκίνηση και με αισθήματα σεβασμού και ευγνωμοσύνης. Αλλά, ενώ μας έμαθαν να τραγουδάμε τον «Εθνικό Ύμνο» ή το «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά», και ν’ απαγ-

Ξέρω ότι δεν είμαι ποιητής. Ωστόσο, γράφω κάπου-κάπου στίχους. Άρχισα να γράφω στίχους, όταν ήμουν δώδεκα ετών. Και σκέφθηκα μια μέρα -ήμουν ακόμα στο Γυμνάσιο στην Πάτρα- ότι έπρεπε η Μούσα μου να κατακτήσει τη δημοσιότητα∙ κι είχα το θράσος να στείλω στίχους μου στο «Νουμά». Και το περίεργο είναι ότι δημοσιεύθηκαν.

23


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

βιβλιοθήκη του θείου μου Δημήτριου Γούναρη, που ήταν για μένα Ιερή σαν εκκλησία (όχι μόνον εξαιτίας των βιβλίων, αλλά και εξαιτίας εκείνου που τα είχε συλλέξει), τη «Μπαλάντα της ειρκτής του Ρέντινγκ» του Όσκαρ Ουάιλντ, μαγεύτηκα από το ρυθμό και το βαρύθυμο ανθρωπιστικό νόημα των στίχων της. Τη «Μπαλάντα» την είχα βρει επάνω σ’ ένα τραπεζάκι

Το 1918, όταν ήμουνα στο προτελευταίο έτος του γυμνασίου, έστειλα στο «Νουμά» κι ένα ποίημά μου. Δεν φαντάζεσαι τη χαρά μου όταν το είδα δημοσιευμένο! Το ότι είχα αυτή τη ροπή προς το διάβασμα, πρέπει να το αποδώσω και στο γεγονός ότι ο αδελφός της μητέρας μου, ο Δημήτριος Γούναρης, ο οποίος είχε μια τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, μας χάριζε πάντοτε -στον αδελφό μου, στην αδελφή μου και σ’ εμένα- βιβλία γραμμένα κυρίως στα γερμανικά. Δεν ξέρω αν θα είχα την πρόσβαση στη γερμανική λογοτεχνία από την γκουβερνάντα που είχαμε στο σπίτι -γιατί αυτή ήταν στοιχειώδους παιδείας- χωρίς την υποκίνηση που προκάλεσε στη σκέψη μου ο Δημ. Γούναρης.

Ήμουν στην τελευταία τάξη του Πρώτου (δημόσιου) Γυμνασίου Πατρών, όταν πρωτοείδα τ’ όνομά μου στο «Νουμά». Είχα στείλει, με χτυποκάρδι, ένα ποίημα στη διεύθυνση του περίφημου αυτού περιοδικού. Όταν δημοσιεύθηκε, συγκινήθηκα πολύ.

Θα μου επιτρέψετε και δυο-τρεις άλλες εξομολογήσεις; Δεν είχα συμπληρώσει τα δεκατρία χρόνια της ζωής μου και είχα μεταφράσει σε στίχους την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε και τη «Νύμφη της Μεσσήνης» του Σίλλερ! Και, βρίσκοντας μια μέρα στην

Με τον αδελφό του Αναστάση και τα χριστουγεννιάτικα δώρα τους (1909).

24


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πλάι στο γραφείο του Δημητρίου Γούναρη∙ την είχε κάποτε χρησιμοποιήσει για να υπερασπισθεί ένα δυστυχισμένο φονιά, και από τότε την είχε αδιάκοπα μπροστά του. Αφού τη διάβασα, έγραψα ένα μεγάλο ποίημα που αποτελούσε, στο ρυθμό και στην ατμόσφαιρα, μιαν απομίμηση της «Μπαλάντας» του Όσκαρ Ουάιλντ. Κι έπειτα οι καλοί μου δάσκαλοι στο Γυμνάσιο απορούσαν που δεν ήμουν συνήθως αρκετά προετοιμασμένος για το μάθημα! Έκανα φίλο αχώριστο το βιβλίο και από πολύ μικρός άρχισα να γράφω ποιήματα. Ήταν όλα πεσιμιστικό χωρίς να έχω τότε ως πρότυπο κάποιον Καρυωτάκη. Στα 13 -14 χρόνια μου επέτρεπαν να συνοδεύω τις εξαδέλφες μου στο μώλο της Πάτρας που γινόταν το σεργιάνι. Ιδίως μια πρώτη εξαδέλφη που δεν είχε άλλον κοντινότερο συγγενή. Εκείνο τον καιρό τα κορίτσια δε μπορούσαν να βγουν από τα σπίτια μόνα τους. Έπρεπε πάντα κάποιος να τα συνοδεύει.

Στο Μιντιλόγλι Αχαΐας με την οικογένειά του και το θείο του Δημήτριο Γούναρη (1914).

Δεν μπορώ να πω, ότι οι τρεις δεσποινίδες, που συντρόφευα, ήταν φίλες μου. Ήταν μεγαλύτερες. Στην ηλικία εκείνη η διαφορά μερικών ετών μοιάζει με απόσταση γενεών. Είχαμε, όμως, ο αδελφός μου Αναστάσης κι εγώ, κάποιες προσωπικές φίλες στα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια. Δεν ήταν διόλου άγρια τα ήθη στην Πάτρα. Ήταν αυστηρά, αλλά και ευγενικά. Φίλες μας, στην ηλικία του αδελφού μου ή στη δική μου, ήταν -θα μνημονεύσω ενδεικτικά μερικές- οι κόρες της Μαρίας Σουλτάνη, αδελφής του Λουκά Κανακάρη Ρούφου και του Βασιλείου Ρούφου, και οι κόρες Σαμίου (η οικογένεια Σαμίου έμεινε λίγα χρόνια στην Πάτρα). Η μια, η αγαπητή Ελένη, έγινε -μετά την ηφαιστειώδη Γαλάτεια- καλή μου, επίσης, φίλη αργότερα, όταν συνδέθηκε με τον γιατρό και ποιητή Μάρκο Αυγέρη -η δεύτερη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη, η θαυμάσια σύντροφός του για πολλά χρόνια, μέχρι του θανάτου του, ή ακόμα και σήμερα που εξακολουθεί να συντροφεύει την αιώνια μνήμη του.

Τις γιορτές, καθώς κάθε βραδιά το καλοκαίρι, γέμιζε ο μώλος από κόσμο. Άλλοι κάθονταν στην εξέδρα, και άλλοι -κοπέλλες, κυρίες, και νέοι ή νεάζοντες ηλικιωμένοι- έκαναν βόλτες στο μώλο. Εκεί διασταυρώνονταν ματιές, χαμόγελα. Εγώ συντρόφευα συνήθως τη Μαρία Ν. Σαγιά, πρώτη εξαδέλφη μου, σύζυγο αργότερα του ναυάρχου Κωνσταντίνου Αλφονσάτου Τυπάλδου. Έπρεπε κάποιος στενός συγγενής να τη συνοδεύει. Και ήμουν, αν και νεώτερος, σχεδόν παιδί, ο καβαλιέρος της. Οι τρεις αδελφοί της -ο Βασίλης, που έγινε αργότερα βουλευτής και υπουργός στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, ο Δημοσθένης, που είχε ρομαντική ποιητική διάθεση, και ο Σοφοκλής, μια μαθηματική ιδιοφυΐα, που ατυχώς σπαταλήθηκε, αφήνοντας βαθειά ίχνη μόνο στη μνήμη των συμφοιτητών του στο Πολυτεχνείο τής Καρλσρούης- δεν ήταν, τότε, στην Πάτρα. Αλλά και όσες φορές έρχονταν, είχαν άλλες συντροφιές. Θυμάμαι, ότι συχνά συνόδευα, μαζί με τη Μαρία Σαγιά, την Ειρήνη Ζωϊοπούλου (σύζυγο, αργότερα, του Φραγκίσκου Καψοκεφάλου, μητέρα της Μαρίας, που είναι αρχιτέκτων, και είναι τώρα παντρεμένη με τον αγαπητό μου Σταύρο Οικονόμου, πολιτικό μηχανικό, επίσης Πατρινό) και την Ειρήνη Γερούση (κόρη του γιατρού Αιμιλίου Γερούση), που πέθανε νέα ως κυρία Καμπίτση. Ξεψυχούσε, τότε, η «Μπελ Επόκ», που στην Πάτρα παρατάθηκε και λίγον καιρό ύστερα από τον μοιραίο για την Ευρώπη Αύγουστο του 1914.

Είχα φίλους και φίλες που ανταλλάσσαμε επισκέψεις. Παίζαμε στρατιωτάκια και βώλους. Όμως με τα κορίτσια στα δώδεκα χρόνια μας σταμάτησε η φιλία. Από κει και πέρα χωρίζαμε γιατί οι γονείς θεωρούσαν ότι υπάρχει κίνδυνος. Να, για παράδειγμα η Γαλατία Καζαντζάκη, μεγάλωσε μαζί μας γιατί η οικογένεια της (Σαμίου λεγόταν από πατρικό της) είχε μείνει μερικά χρόνια στην Πάτρα. Κάναμε παρέα σαν παιδιά και ξαφνικά στα δώδεκα κόψαμε. Το ίδιο και με άλλες κοπέλλες γνωστών οικογενειών. Δε με προβλημάτισε ποτέ αυτό, το έβρισκα φυσικό

25


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος όπως και τα άλλα παιδιά. Όταν τελείωσα το δημοτικό μπήκα στην παρέα του αδελφού μου που ήταν μεγαλύτερος από μένα δύο χρόνια. Πάντα μου άρεσε να συναναστρέφομαι με μεγάλους. Ο κλειστός μου χαρακτήρας δεν άφηνε περιθώρια για τρέλες. Προτιμούσα τις συζητήσεις για βιβλία, φιλοσοφία. Διαβάζαμε όλοι μαζί τον Σοπενχάουερ, τον Νίτσε, τον Λεμπάν, που ήταν τότε της μόδας και περνούσαμε ώρες αναλύοντας το κάθε κεφάλαιο. Μου άρεσε επίσης να μεταφράζω κυρίως στα Γαλλικά που τα μάθαινα παράλληλα με τη Γερμανική γλώσσα...

αδελφός μου Αναστάσης, που έγραφε τότε σατιρικούς διάλογους, σπούδασε αργότερα φαρμακευτική και χημεία, εσταδιοδρόμησε στην Αγροτική Τράπεζα, ήταν υπόδειγμα ανιδιοτέλειας, όπως το ετόνισε, μετά το θάνατό του, σ’ ένα χρονογράφημά του στο «Βήμα» ο αγαπητός μου Παύλος Παλαιολόγος, εδημιούργησε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και κατάρτισε, από το 1930 και δώθε, ένα πλουσιώτατο ιστορικό Αρχείο, που τη φροντίδα για τη διατήρησή του ανέλαβε, όταν έφυγε από κοντά μας (1971), η κόρη του Αμαλία Επαμ. Μεγαπάνου. Ο Ηλίας Κυριακόπουλος, βαρύς και πανηγυρικός, μιλούσε και έγραφε πάντα στην καθαρεύουσα, σπούδασε αργότερα νομικά, έγινε τακτικός καθηγητής του Διοικητικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, και μας λύπησε όλους, όταν δέχθηκε να γίνει «υπουργός» Δικαιοσύνης στην περίοδο τής τελευταίας Δικτατορίας. Ο Χρίστος Τσάλτας, αφάνταστα ενάρετος, ήταν πάντα χαμογελαστός και ήρεμος. Είχε μια ιδιαίτερη κλίση προς τη ζωγραφική. Σπούδασε αργότερα ιατρική και ήταν ο μόνος, που- μετά τις σπουδές του στην Αθήνα και στη Χαϊδελβέργη, όπου ξαναβρεθήκαμε μαζί οι πέντε από τους έξη -εγκαταστάθηκε στην Πάτρα. Διακρίθηκε στην πόλη μας ως μικροβιολόγος και υγιεινολόγος, και η παλαιά του κλίση προς τη ζωγραφική μετατράπηκε σε μια συστηματική -παράλληλη προς την ακατάπαυστη άσκηση της ιατρικής αποστολής του- επίδοση στη γλυπτική. Από τους άλλους τρεις, που ζούμε ακόμα και πάντα θυμόμαστε με βαθειά συγκίνηση τις παλαιές εκείνες ήμερες, θα ονομάσω, φυσικά, μόνο τους δυο. Ο ένας είναι ο Σωτήρης Μαρκέτος, ζωηρός και ανοιχτόκαρδος, που -αφού σπούδασε χημεία στην Αθήνα και στη Χαϊδελβέργη- μπήκε από το 1927, υστέρα από διαγωνισμό, στο υπουργείο της Εθνικής Οικονομίας, και διακρίθηκε, με την εργατικότητα και εντιμότητά του, ως επιθεωρητής Εργασίας στο ομώνυμο υπουργείο, που ιδρύθηκε αργότερα. Τελευταίο μνημονεύω τον Βασίλειο Κούκο, για να σταθώ ιδιαίτερα και σ’ ένα δραματικό περιστατικό της ζωής του. Ήταν από τα νεανικά του χρόνια, και είναι πάντα, θυμόσοφος και στωικός. Σπούδασε στη Γαλλία κτηνίατρος. Ετερμάτισε τη σταδιοδρομία του ως ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Γεωργίας. Ήταν νομοκτηνίατρος Ηλείας στο διάστημα της εχθρικής Κατοχής. Πριν φθάσω, στις 27 Σεπτεμβρίου 1944, στην Καλαμάτα, είχε χυθεί άφθονο αίμα στην Πελοπόννησο. Όταν αποσύρθηκαν οι Γερμανοί από

Στο γυμνάσιο μάζευα τους φίλους μου στον κήπο που χώριζε με μια χαμηλή μάντρα από ένα γκρεμό. Το σπίτι μας, που κτίστηκε λίγο πριν γεννηθώ, έβλεπε προς τη θάλασσα. Σε αυτόν τον κήπο περνούσα ώρες ολόκληρες παρέα με ένα σκυλί. Δεν ήμουν αθλητικός τύπος. Δε μου άρεσε η γυμναστική και δεν έπαιξα ποτέ ποδόσφαιρο. Εκείνο που μου άρεσε ήταν το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο όπου πήρα και δίπλωμα πιλότου. Έχω κάνει μόνος μου τριακόσιες ώρες πτήση. Το σπίτι μας το γκρέμισαν πριν δέκα πέντε χρόνια. Το έμαθα διαβάζοντας μια μέρα το «Βήμα»... Όταν ήμουνα 13 ετών, είχαμε σχηματίσει στην Πάτρα μια ομάδα νέων με τα ίδια ενδιαφέροντα. Είχα διαβάσει τότε τον «Ζαρατούστρα» του Νίτσε και μερικά έργα του Σοπενχάουερ, που ήταν άλλωστε της μόδας εκείνη την εποχή. Παράλληλα, είχα μεταφράσει έμμετρα έργα του Γκαίτε, του Σίλλερ και του Βίκτωρ Ουγκώ, γιατί είχα μάθει από παιδί γαλλικά και γερμανικά. Ευτυχώς χάθηκαν γιατί σήμερα φαντάζομαι πως θα μ’ έκαναν να τρομάξω. Όταν, όμως, η ηλικία μου έφθασε σε καμπή κρίσιμη, και κάπως επικίνδυνη για συντροφιές με κορίτσια, σχηματίσθηκε ένας κύκλος νέων, συμμαθητών προπάντων του αδελφού μου, που άνηκαν σε δυο τάξεις παραπάνω από τη δική μου στο γυμνάσιο. Έδρα του κύκλου αυτού ήταν το σπίτι μας, ένα μεγάλο ισόγειο δωμάτιο που -με κάγκελα στα παράθυρα- έβλεπε προς την πλατεία Αγίου Γεωργίου, ή ο κήπος μας, που ήταν στη βόρεια πλευρά του σπιτιού, με ορίζοντα, που αγκάλιαζε τα βουνά της Ρούμελης. Ο βασικός πυρήνας του κύκλου απαρτιζόταν από έξη. Μνημονεύω πρώτα τους τρεις, που έφυγαν από τον κόσμο τα τελευταία δέκα χρόνια. Ο ένας ήταν ο

26


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τον Πύργο, δυνάμεις του ΕΛΑΣ μπήκαν στην πόλη και -ύστερα από μια αιματηρή σύγκρουση με το εκεί τμήμα των Ταγμάτων Ασφαλείας- έριξαν στη φυλακή πολλούς πολίτες, που δεν είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ. Ένας από τους πολίτες αυτούς ήταν ο Βασίλειος Κούκος. Όταν έφθασα, μαζί με τον Άρη Βελουχιώτη -τα μεσάνυχτα της 4ης προς την 5η Οκτωβρίου 1944- στον Πύργο, πληροφορήθηκα όχι μόνο ότι είχε φυλακισθεί, αλλά και ότι, μπροστά στα μάτια του, αγριεμένα στίφη είχαν σκοτώσει μερικούς φυλακισμένους, και ανάμεσά τους τον πεθερό του. Ζήτησα από τον Άρη Βελουχιώτη, που από την ώρα που έφθασα στην Πελοπόννησο συμμορφώθηκε με όλες τις εντολές μου, ν’ αποφυλακισθούν όλοι όσοι δεν ήταν ένοχοι συνεργασίας με τον εχθρό. Έτσι έληξε η βαρειά δοκιμασία του Βασίλη Κούκου. Ήμουν κάτι παραπάνω από δεκατεσσάρων χρόνων όταν έγραψα το πρώτο μου δοκίμιο. Και το διάβασα σ’ ένα κύκλο φίλων στην Πάτρα, τη γενέτειρά μου. Δεν είχε καμιά σχέση με τη γλώσσα και με τα θέματα των «εκθέσεων», που μας έβαζαν στο σχολείο (στο πρώτο δημόσιο Γυμνάσιο Πατρών) να γράφουμε. Ήταν γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, που κανένας δάσκαλος -και είχαμε καλούς δασκάλους- δεν μας είχε πει ποτέ, δεν είχε ίσως το δικαίωμα να μας πει, ότι είχε από καιρό γίνει δόκιμος γραπτός λόγος. Έτσι, ο κύκλος μας ήταν κάτι σαν «κρυφό σχολειό». Διαβάζαμε Σολωμό -όχι μόνο τα ποιήματα, αλλά και αποσπάσματα του πεζού λόγου του- και Παλαμά. Διαβάζαμε το «Νουμά», όπου δημοσιεύθηκε το πρώτο μου ποίημα. Ανακαλύψαμε μόνοι μας την ελληνική ψυχή, που η «αρχαΐζουσα» ή και η κάπως απλούστερη «καθαρεύουσα» -παρά την καλή πρόθεση των χειριστών της, σεβάσμιων ανδρών, που είχαν πλανηθεί, πιστεύοντας ότι με γραμματικές αναστηλώσεις αποκαθιστούν τη συνέχεια και την ενότητα του Ελληνισμού, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας- είχαν άθελά τους συμπιέσει. Δεν είχαν καταλάβει, ότι πολύ πλησιέστερα στον Όμηρο βρίσκονται τα δημοτικά μας τραγούδια ή ο Σολωμός, παρά τα λόγια στιχουργικά κατασκευάσματα της «Αθηναϊκής Σχολής». Και το θέμα, εξάλλου, που διάλεξα για το πρώτο μου δοκίμιο ήταν «ανορθόδοξο», πέρα για πέρα διαφορετικό από τα θέματα, που oι δάσκαλοί μας συνήθιζαν να ορίζουν για τις «εκθέσεις». Το θέμα μου ήταν «Η αυτοκτονία». Είχα επηρεασθεί από τον Schopenhauer.

Χάθηκε το χειρόγραφο εκείνο. Στον κύκλο μας, που βασικός πυρήνας του είμασταν οι έξη, είχαν προστεθεί, γύρω στο 1915, δυο συμμαθητές μου, ο διάκος της Ευαγγελίστριας Χερουβείμ Άννινος (διάκος του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, όταν σπούδαζε Θεολογία στην Αθήνα, μητροπολίτης αργότερα Παροναξίας, που πέθανε πρόωρα ως μητροπολίτης Τρίκκης) και ο Ιωάννης Ραυτόπουλος, ο αγαπητός Γιαννάκης, που διακρίθηκε αργότερα ως φυτοπαθολόγος στο υπουργείο Γεωργίας (όπου διέπρεψε και ένας άλλος συμμαθητής μας, ο Ανδρέας Βερροιόπουλος). Συχνά βρισκόταν μαζί μας και ένας συμμαθητής του αδελφού μου, ο Νίκος Σπυρόπουλος, που είχε γεννηθεί στο Αιτωλικό, υφηγητής και έκτακτος καθηγητής (μετά το 1930) της Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένα έξοχο -αλλά πικραμένο- πνεύμα, που συνδύαζε μέσα του τον γιατρό, τον κλασικό φιλόλογο και τον ποιητή. (Στα νιάτα του έγραφε ποιήματα στην καθαρεύουσα. Αργότερα εγκολπώθηκε τη Δημοτική). Ο Βασίλης Κούκος βάφτισε τον κύκλο μας «Cenacle». Ήταν -όπως λέγαμε, με σατιρική βέβαια διάθεσητο τρίτο στην Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος. Το πρώτο είχε σχηματισθεί στο Παρίσι, γύρω στο 1823, με κεντρικό πρόσωπο τον Charles Nodier, και το δεύτερο, το ακραιφνέστατα ρομαντικό, στο 1829, στο σπίτι και πάλι του Nodier, με μέλη ποιητές και καλλιτέχνες. Ανάμεσα στους ποιητές ήταν ο Victor Hugo και ο Alfred de Vigny, και ανάμεσα στους καλλιτέχνες ο David d’ Angers. Στο γυμνάσιο δεν είχαμε ακούσει τίποτε για όλα αυτά. Ο αδελφός μου κι εγώ τα μάθαμε με τη βοήθεια του συμπαθέστατου δασκάλου μας στη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία

Με τον πατέρα και την αδελφή του Μαρία, στα 1913.

27


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Μιχαήλ Σπορίδη. Είχαμε μάθει και γερμανικά. Οι άλλοι -ιδιαίτερα ο Βασίλης Κούκος- είχαν κατατοπισθεί «άνευ διδασκάλου» στα παλαιότερα ή σύγχρονα, τότε, πνευματικά ρεύματα της Ευρώπης. Εγώ μετέφραζα, σε έμμετρο λόγο, αποσπάσματα από έργα, προπάντων δράματα, του Goethe και του Schiller, και τα διάβαζα στον κύκλο μας. Είχα ασκηθεί στη δημοτική γλώσσα. Όλοι -εκτός από τον Ηλία Κυριακόπουλο, που αναγνώριζε ως ποιητή μόνο τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο- διαβάζαμε Σολωμό και Παλαμά (τους «Καημούς της Λιμνοθάλασσας» και την «Ασάλευτη Ζωή»). Το όνομα του Κωστή Παλαμά δεν το ακούσαμε ποτέ στο γυμνάσιο. Φιλοσοφικά βιβλία -ιδιαίτερα του Schopenhauer και του Nietzsche- διαβάζαμε σε ελληνικές μεταφράσεις, στις εκδόσεις Φέξη. Διαβάζαμε -ήταν, τότε, της μόδας- και Λομπρόζο και Μαξ Νορντάου («Τα κατά συνθήκην ψεύδη»). Το Χειμώνα 1916-17, όταν τα περισσότερα μέλη του κύκλου μας ήταν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, ιδρύσαμε το περιοδικό «Ελικών». Είχε καλή εμφάνιση, ήταν καλοτυπωμένο. Κράτησε μερικούς μήνες. (Τα φύλλα του βρίσκονται στο Αρχείο του αδελφού μου). Τα περιεχόμενα -ποιήματα, διηγήμάτα, «φιλοσοφικά» ή άλλα δοκίμια- δεν μπορώ να τα κρίνω. Δεν μπορώ πια να συλλάβω, τι εσήμαιναν για μας όσα γράφαμε τότε. Είχαν τόσο μεγάλη σημασία, που δεν έχω το δικαίωμα να τα κοιτάξω με τα σημερινά μου μάτια. Στην έκδοση του περιοδικού μάς βοήθησε ένας πρεσβύτερος φίλος, που είχε εγκατασταθεί λίγον καιρό στην Πάτρα. Ήταν δημοσιογράφος. Έγραφε και μυθιστορήματα. Λεγόταν, αν θυμάμαι καλά, Γιάννης Ζήρας.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα. Τις εγκύκλιες σπουδές μου τις επεράτωσα, τον Ιούνιο του 1919, στο Α΄ Γυμνάσιο (στεγαζόταν σε ένα παλαιό σπίτι της πλατείας Όλγας), στο ένα από τα δυο μόνα δημόσια Γυμνάσια, που λειτουργούσαν τότε στην πόλη μας. Είδα και γνώρισα, λοιπόν, την Πάτρα -με τα μεγάλα μάτια του παιδιού και με τες άγρυπνες αισθήσεις της πρώτης ήβης -στην περίοδο εκείνη, που ως το 1914 ήταν η περίοδος της ακμής της ή, σωστότερα, η τελευταία και - τουλάχιστον φαινομενικά- η πιο γυαλιστερή φάση μιας εποχής, που η αφετηρία της βρισκόταν πριν από το 1900.

Ελ. Βενιζέλο. Υπήρχαν πολλοί λόγοι -περισσότερο ψυχολογικοί- που έκαναν τον ελληνικό λαό να διαιρεθεί. Ένας από αυτούς είναι και ο θαυμασμός που έτρεφε ένα μέρος του λαού για τον Κωνσταντίνο ως στρατηλάτη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε συμβάλει να δημιουργηθεί ο θρύλος του στρατηλάτη βασιλιά. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί ο Γούναρης πήρε την αντίθετη αυτή γραμμή. Πάντως, όταν έγινε η Επανάσταση στο Γουδί, το στρατιωτικό εκείνο κίνημα, ο Γούναρης βρισκόταν στην Ιταλία. Δραματικά γεγονότα έκαναν τη μνήμη μου, από τα εφηβικά μου χρόνια, να ’ναι πολύ βαριά. Δεν ξέρω αν υπάρχουν άνθρωποι που τη μνήμη τους, την παιδική ή την εφηβική, δεν τη βαραίνει κάποιος θάνατος, κάποιο ατύχημα ή -αυτό πρέπει να ’ναι το χειρότερο απ’ όλα τα βάρη- η φτώχεια. Αλλά υπάρχουν γενιές, που η παιδική ή η εφηβική τους μνήμη ήταν απαλλαγμένη από βαριά ιστορικά γεγονότα. Τέτοιες ήταν οι γενιές εκείνων, που έγιναν ώριμοι άνθρωποι πριν από τη δεκαετία 1912-22 ή μετά το 1922 και πριν από τη δεκαετία 1940-49. Στην περίπτωση τη δική μου, τα ιστορικά γεγονότα, που συγκλόνισαν τη χώρα μας από το 1915 ως το 1922, είχαν αντίκτυπο άμεσο, σκληρό και οδυνηρό, στην

Το 1919 ήταν ένα έτος πάρα πολύ δύσκολο για την οικογένειά μου Το 1919 ήταν ένα έτος πάρα πολύ δύσκολο για την οικογένεια μου. Από το 1915 είχαμε τον εθνικό διχασμό. Ο Δημ. Γούναρης, που είχε ξεκινήσει ως προοδευτικό πνεύμα με σχεδόν σοσιαλιστικές αντιλήψεις σε ορισμένους τομείς της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, είχε εμπλακεί στο διχασμό αυτό, παίρνοντας μια θέση αντίθετη προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δεν θα κρίνω αυτή τη στιγμή αν έκανε καλά ή όχι, αλλά δεν ήταν και τόσο αυτονόητο να πάνε όλοι με τον

28


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ιστορικά γεγονότα ή οικογενειακά συμβάντα που όμως προκλήθηκαν από μεγάλα Ιστορικά γεγονότα, και είχαν άμεσο αντίκτυπο στην οικογένειά μου, άρα και στην ψυχή μου, ήταν ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μεγάλος εθνικός διχασμός του 1915, η επιστολή που έστειλε στον πατέρα μου, αποχαιρετώντας μας και αναφέροντας ονομαστικά τ’ αδέρφια μου και μένα, ο αδελφός της μητέρας μου Δημήτριος Γούναρης λίγες ώρες πριν ξεκινήσει, τον Ιούνιο του 1917, για το ταξίδι τής εξορίας του στην Κορσική, η καταδίκη του πατέρα μου, στο 1918, σε εφτά ετών ειρκτή από το στρατοδικείο της Πάτρας. Όταν την ομάδα εκείνων, που καταδικάσθηκαν μαζί με τον πατέρα μου (ανάμεσά τους ήταν ο μελλοντικός δήμαρχος Πατρέων Βασίλειος Ρούφος), την οδηγούσαν πεζή από το παλαιό κτήριο, όπου είχε γίνει η δίκη, στις άθλιες φυλακές του Αγίου Διονυσίου, έκαμα κ’ εγώ, ακολουθώντας τους, την ίδια διαδρομή. (Ο αδελφός μου δεν ήταν μαζί μου, γιατί ήταν πρωτοετής φοιτητής στην Αθήνα). Ρώτησα, τάχα, τον εαυτό μου την ώρα εκείνη, τι έγκλημα είχαν διαπράξει, γιατί τους διαπόμπευαν περνώντας τους πεζή μέσ’ από τους κεντρικούς δρόμους της Πάτρας, γιατί έπρεπε η καταδίκη του πατέρα μου να συνδεθεί και με το σφράγισμα του φαρμακείου του (μοναδικής πηγής της σχετικής ως τότε οικονομικής μας ευμάρειας, που έλειψε πια για πάντα); Δεν ξέρω, αν έθεσα τότε στον εαυτό μου τα ερωτήματα αυτά. Είναι αδύνατο να θυμηθώ, τι ακριβώς σκεπτόμουν τότε. Ο φανατισμός του εθνικού διχασμού, που τον πέρασα -παρά την εκτέλεση του θείου μου ύστερ’ από μια παρωδία δίκης- λίγα χρόνια αργότερα (γύρω στο 1924) απόλυτα, δεν με είχε, ούτε τότε, κυριεύσει τόσο, (ώστε να πάψω να λέω καλημέρα -όπως το ’καναν οι πιο πολλοί- σε όσους ανήκαν στην αντίθετη παράταξη. Αυτό το συνάγω εκ των υστέρων από το αντικειμενικό γεγονός, ότι εξακολούθησα να ’χω φίλους (ανάμεσά τους τον Γιαννάκη Ραυτόπουλο, που έφθασε πολύ αργότερα, ως φυτοπαθολόγος, στις ανώτερες βαθμίδες του υπουργείου Γεωργίας, τον Όθωνα Πικραμένο και τον Ντίνο Βλ. Αντωνόπουλο), που ανήκαν σε «βενιζελικές» οικογένειες. Αλλά να θυμηθώ τώρα, τι σκέψεις είχα κάνει τότε, όταν διέτρεχα το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας μου, λίγους μάλιστα μήνες πριν στείλω στην Αθήνα ένα ποίημά μου, που δημοσιεύθηκε στο πρωτοποριακό περιοδικό «Νουμάς», μου είναι αδύνατο. Τα εξωτερικά περιστατικά τα θυμάμαι, όχι όμως και τις ψυχικές αντιδράσεις μου. Είχα έντονη ψυχική και πνευματική ζωή από τα δώδεκα περίπου χρόνια μου. Αλλά η ζωή εκείνη ήταν η ζωή ενός άλλου άνθρωπου, του «πατέρα» του μεταγενέστερου εαυτού μου, όπως θα ’λεγε ο Άγγλος ποιητής.

29

Φοιτητής στην Αθήνα (1919).

Χωρίς η οικογένειά μας να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με την πολιτική στάθηκε στο πλευρό του Γούναρη σε κάθε δύσκολη στιγμή που πέρασε πληρώνοντας το τίμημα πολύ ακριβά.


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

μοναδικός αδελφός της μητέρας μου -ο Δημήτριος Γούναρης, που ήταν, για μένα, το μέγα πρότυπο σοφίας και η ενσάρκωση της αρετής- ήταν εξόριστος στην Κορσική. Ο πατέρας μου ήταν στη φυλακή. Είχε καταδικασθεί από Έκτακτο Στρατοδικείο -όλο Στρατοδικεία έχουμε στον τόπο μας!- σε επτά ετών ειρκτή. Οι πολιτικοί αντίπαλοι, σε όποιες γραμμές κι αν βρίσκονται, δεν είναι όλοι τους -ή μόνο και κάθε ώρα της ημέρας- ιδεολόγοι. Είναι και επαγγελματικοί αντίζηλοι. Φρόντισαν να «σφραγισθεί» το φαρμακείο του πατέρα μου, του πιο πράου πολίτη των Πατρών, που δεν είχε βλάψει ποτέ κανέναν. Αλλά ένας ανεψιός του ανέλαβε να διαχειρίζεται, με το δικό του όνομα, την Αντιπροσωπεία της μοναδικής, τότε, Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Λιπασμάτων, που είχε ανατεθεί, από καιρό, στον πατέρα μου. Ο εξάδελφός μου αυτός (Αναστάσιος Π. Γιαννόπουλος ήταν το όνομά του) ήταν θιασώτης της ιδέας των γεωργικών συνεταιρισμών.

οικογένειά μου. Αυτό έκαμε πολύ βαριά τη μνήμη της εφηβικής και πρώτης ώριμης ηλικίας μου, αλλά και έκαμε τη συνείδησή μου να ’ναι προπαρασκευασμένη για όσα η Ιστορία είχε επιφυλάξει ακόμα στη χώρα μας και στην προσωπική μου ζωή. Διδάχθηκα πολλά, προπάντων την καρτερία και την ανεκτικότητα. Κατάλαβα γρήγορα, από το 1924, ότι και στις εμφύλιες έριδες καμιά πλευρά δεν έχει -μόνη αυτήδίκιο ή, αυτό είναι απόλυτα βέβαιο, ότι και στις δύο πλευρές υπάρχουν καλοί και κακοί, τίμιοι και ασυνείδητοι, ανιδιοτελείς και έμποροι των εμφύλιων παθών. Όταν οι εμφύλιες έριδες έφθασαν σε αιματηρή σύγκρουση, πήρα θέση, τάχθηκα με την μια από τις δύο πλευρές, όχι μόνο παθητικά, αλλά ενεργά και υπεύθυνα. Πριν μου το διδάξει αυτό ο Σόλων, μου το είχε επιβάλει η ίδια μου η συνείδηση. Οι καιροί δεν ήταν, τότε, διόλου ήσυχοι, διόλου ήμεροι. Την Ελλάδα εσπάραζε ο εθνικός διχασμός. Ο

Το 1919 για μας ήταν βαρύ, γιατί ο διχασμός είχε τραγικές συνέπειες στην οικογένειά μου. Το 1917 ήρθε, με τη βοήθεια των συμμάχων και ιδιαίτερα των Γάλλων, ο Βενιζέλος από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και τότε ο Δημήτριος Γούναρης με πολλούς άλλους -μεταξύ των οποίων ο Ιωάννης Μεταξάς, ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου, ο Σπυρίδων Μερκούρης (παππούς της Μελίνας και άλλοτε δήμαρχος Αθηναίων), ο Ίων Δραγούμης, μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής πολιτικής και πνευματικής ζωής- εξορίστηκαν στην Κορσική. Αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για μας, αλλά δεν ήταν και το μοναδικό. Από το 1918-1920, ενώ ο Βενιζέλος αγωνιζόταν στο Παρίσι για τα εθνικά δίκαια, εκείνοι τους οποίους είχε τοποθετήσει εδώ επικεφαλής της κυβερνήσεως, έκαναν διώξεις που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς την έκτασή τους. Τα στρατοδικεία που λειτουργούσαν, κατεδίκαζαν συνεχώς πολίτες σε φυλακίσεις και σε εξορίες στα διάφορα νησιά της Ελλάδος... Μεταξύ εκείνων που καταδικάστηκαν, ήταν τότε και ο πατέρας μου. Και δεν καταδικάστηκε μόνο σε 7 χρόνια ειρκτή, αλλά η απόφαση του Στρατοδικείου επέβαλε και το κλείσιμο του φαρμακείου του, που ήταν η μόνη πηγή συντηρήσεως της οικογένειάς του. Είμαι βέβαιος πως το Στρατοδικείο δεν θα προέβαινε στην έκδοση μιας τέτοιας αποφάσεως -να κλειστεί και το φαρμακείο- αν κάποιοι αντίζηλοι

Σε ηλικία 17 ετών, έξω από τις φυλακές Αβέρωφ που εκρατείτο ο πατέρας του

30


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ξεχαρβαλωμένο σπίτι. φαρμακοποιοί στην ΠάΗ αιτία που έκανε τον Δημ. Γού- Κράτησε δύο μέρες. τρα δεν είχαν ενεργήσει γι αυτό. Γιατί την εποχή ναρη να αντιταχθεί στον Βενιζέλο, εί- Ανάμεσα στους δεκάξι κατηγορουμένους εκείνη είχε δημιουργήσει ναι ότι ενώ ο ίδιος αρνήθηκε να γίνει ήταν και ο Βασίλειος ένα πρότυπο φαρμακείο, που φυσικά ενοχλούσε. όργανο των στρατιωτικών, εκείνος Ρούφος, ο οποίος αργότερα έγινε δήμαρΜπορείς να σκεφτείς, δέχτηκε, έστω και με τη σκέψη, να χος Πατρέων και στο λοιπόν, ποια ήταν η ψυδιάστημα της Κατοχής χική κατάσταση η δική τους υποτάξει. (1941-1944) είχε πολύ μου, αλλά και των άλλων καλή αντιστασιακή μελών της οικογένειάς δράση. μου, εκείνη την εποχή. Το Στρατοδικείο που τον κατεδίκασε (1918), είχε Όταν απαγγέλθηκε η καταδικαστική απόφαση, λειτουργήσει στην Πάτρα. Ο πατέρας μου είχε φυ- ήταν απόγευμα. Μετά, αντί να μεταφέρουν τους γοδικήσει επί ένα έτος και τον καταζητούσαν. Είχε καταδικασμένους μ’ ένα καμιόνι στις φυλακές Αγίου καταφύγει στη Ρούμελη. Αφού πέρασε ένα ολόκλη- Διονυσίου της Πάτρας, τους πέρασαν από όλους ρο έτος, σκέφτηκε ότι δεν είχε νόημα να κρύβεται τους κεντρικούς δρόμους της πόλης για να τους στα βουνά. Γύρισε και παρουσιάστηκε στις αστυ- διαπομπεύσουν. Ακολούθησα κι εγώ τους καταδινομικές Αρχές της Πάτρας. Παραβρέθηκα σ’ όλη κασμένους στη μακρινή πορεία τους έως τις φυτη διαδικασία της δίκης. Ο αδελφός μου Αναστά- λακές, που ήταν στο ανατολικό μέρος της πόλης. σης, ήταν στην Αθήνα- είχε ήδη εγγραφεί στη Φαρ- Γύρω τους ήταν ένοπλοι στρατιώτες. Αυτή η εικόνα μακευτική Σχολή Αθηνών. Η αδελφή μου Μαρία, έμεινε βαθύτατα χαραγμένη στην ψυχή μου. Δείπολύ μικρότερη στην ηλικία, δεν μπορούσε να την χνει μάλιστα το μέγεθος της κακίας που είχε αναπαρακολουθήσει. Η δίκη του έγινε σ͐ ένα παλαιό, πτυχθεί την εποχή εκείνη.

Είναι, τάχα, μοίρα του Ελληνισμού «η διχόνοια που βαστάει / ένα σκήπτρο η δολερή» και «καθενός χαμογελάει, /παρ’ το λέγοντας και συ;»- Δεν θέλω να το πιστέψω. Αλλά και αν ακόμα είναι μοίρα του Ελληνισμού η διχόνοια, όπως το φοβήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός, η θέλησή μας μπορεί να νικήσει τη μοίρα, φτάνει να καταλάβουμε όλοι, ότι καμιά πολιτική ή κοινωνική ιδεολογία δεν δικαιολογεί βίαια πάθη και φανατισμούς, αφού καμιά -μιλάω ειδικότερα για την εποχή μας, δεν μπορεί, επικρατώντας, να αποδειχθεί στην ιστορική πράξη τόσο άψογη και ωραία, όσο τη βλέπουν με τη φαντασία τους, πριν τη δουν στην πράξη, οι φανατικοί οπαδοί της.

Πορτραίτο της οικογένειας Κανέλλου Κανέλλοπουλου, 1909. Διακρίνεται όρθιος δίπλα στον πατέρα του.

31


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στα χρόνια του διχασμού Εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα

πάντα. Είχε δύσει στο 1915. Δεν ήταν -αντιγράφω μερικές λέξεις από το ωραίο δοκίμιο του Γιάννη Βασιλείου- «η ολοφώτιστη χρυσοπόρφυρη σφαίρα, ανάμεσα σε άφθονα χρυσάφια, που πήγαινε σιγά-σιγά να βουτήξει στη θάλασσα», δεν ήταν «η αξέχαστη πατρινή δύση», που μπορούμε πάντα να τη χαιρόμαστε από το Γεροκομειό ή (όσο το επιτρέπουν τα βάρβαρα κτίσματα, που περιορίζουν τη θέα) από τα Ψηλαλώνια. Ο ήλιος της «Μπελ Επόκ», την ώρα που έδυσε για πάντα, ήταν ο «μαύρος ήλιος» ενός σονέττου του Gerard de Nerval. Και έδυσε ο ήλιος αυτός μέσα σε μια θάλασσα από αίμα (το αίμα είναι πάντα εξαγνισμένο) και από μίσος (το μίσος είναι πάντα κακό).

Το καλοκαίρι του 1919, αφού πήρα κι εγώ το απολυτήριο του γυμνασίου, φύγαμε από την Πάτρα. Εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου είχε εγκλεισθεί μερικές εβδομάδες, μαζί με τον Βασίλειο Ρούφο και άλλους, στις φυλακές του Αγίου Διονυσίου. Πέρασε ύστερα, πολλούς μήνες, στις φυλακές Αιγίνης. Τώρα, στο 1919, βρισκόταν στην Αθήνα, στις φυλακές Αβέρωφ. Το φαρμακείο του, μετά την καταδίκη του από το Στρατοδικείο, το είχαν σφραγίσει. Στο Αρχείο του αδελφού μου υπάρχει η φωτογραφία μιας ομάδας καταδίκων στις φυλακές Αβέρωφ. Ανάμεσά τους είναι ο πατέρας μου και ο Αναστάσιος Παπούλας, ο αρχιστράτηγος αργότερα στη Μικρά Ασία, που -ύστερα από το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935- καταδικάσθηκε στην ποινή του θανάτου και εκτελέσθηκε, ως οργανωτής επαναστατικών δημοκρατικών ομάδων. Γεμάτη εγκλήματα και παραλογισμούς είναι η νεοελληνική πολιτική ιστορία. Όταν εγκατασταθήκαμε, στο 1919, στην Αθήνα, ο ήλιος της «Μπελ Επόκ» είχε δύσει στην Πάτρα για

Μέσα σε δύο-τρία χρόνια, γύρω στο 1919, έτος τερματισμού των γυμνασιακών μου σπουδών και εγγραφής μου στο πανεπιστήμιο Αθηνών, σημειώθηκε η στροφή εκείνη στην εσωτερική ζωή μου, που μ’ έκαμε να θυμάμαι, από τότε, και τις ψυχικές και ηθικές αντιδράσεις μου σ’ όλα τα περιστατικά της προσωπικής μου ζωής και σ’ όλα τα Ιστορικά γεγονότα. Εγκατασταθήκαμε τότε οικογενειακώς στην Αθήνα, Στα 1920. Ο Π. Κανελλόπουλος και ο πατέρας του Κανέλλος (καθιστοί). Πίσω από τον Π. Κανελλόπουλο η μητέρα του Αμαλία και πλάι της ο αδελφός του Αναστάσιος (πατέρας αργότερα της Αμαλίας πρώην συζύγου του Κων. Καραμανλή και στη συνέχεια συζύγου του γιατρού Επαμ. Μεγαπάνου), κι η αδελφή του Μαρία (σύζυγος αργότερα του δικηγόρου Αλέξανδρου Α. Ζήση και μητέρα της Εύης Μελά).

32


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αφού ο αδελφός μου κ’ εγώ σπουδάζαμε στο πανεπιστήμιο και αφού ο πατέρας μου είχε μεταφερθεί στις φυλακές Αβέρωφ, όπου ήταν συγκροτούμενος με τον μελλοντικό αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία (υπάρχει μια φωτογραφία, που εμφανίζει και τους δύο μαζί) Αναστάσιο Παπούλα, που εκτελέσθηκε μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Η αμνηστία δόθηκε μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών. Είχα δώσει, τον Ιούνιο του 1920, τις τμηματικές εξετάσεις του πρώτου έτους στη Νομική Σχολή. Ο Δημήτριος Παππούλιας έθεσε σ’ έναν από τους πέντε, που εξεταζόμασταν μαζί, το ερώτημα: «Τι εθνικότητος ήτο ο Σαβινύ;) Απάντηση: «Έλλην». Ρώτησε τότε έμένα. Και απάντησα: «Ο Φρήντριχ Καρλ φον Σαβινύ ήταν Γερμανός». Και η απάντηση αυτή άρκεσε στον βλοσυρό, αλλά και «φιλοπαίγμονα» Παππούλια, που έμοιαζε με Ρωμαίο συγκλητικό, και που αργότερα (1929) με περιέβαλε με ιδιαίτερη στοργή. Στις αρχές του 1920, όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής και είχε εγκατασταθεί η οικογένειά μου στην Αθήνα, εξέδωσα το πρώτο μου βιβλιαράκι, μια ποιητική συλλογή - φυσικά, στη δημοτική- με τον τίτλο «Ρυθμοί στα κύματα». Κανένας δεν πρόσεξε, τότε, τα ποιήματα αυτά. Ξαφνιάστηκα, όταν εδώ και λίγους μήνες, ο λαμπρός φιλόλογος, μυθιστοριογράφος και ποιητής Βασίλης Μοσκόβης- μέλος του φοιτητικού κύκλου, που είχε σχηματισθεί, στα έτη 1933-1935, γύρω από τον Ιωάννη Συκουτρή, τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και μένα- απάγγειλε στο γραφείο μου, μπροστά σε πολλούς φίλους, ένα σχετικά μεγάλο ποίημα από τη συλλογή του 1920, μια μπαλάντα μου τονισμένη στο ρυθμό της «Μπαλάδας της φυλακής του Ρέντιγγ» του Oscar Wilde, όπως -πιστός στο μέτρο και το μουσικό τόνο του αγγλικού πρωτότυπου- την είχε αποδώσει στα ελληνικά ο Καρθαίος.

Στις αρχές του 1920, ήμουν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής.

Η πάροδος του χρόνου δημιουργεί νέες προϋποθέσεις για την πολιτική στάση του καθενός. Άλλος ήταν το 1919 ο Σακελλαρίου στις φυλακές Αβέρωφ με τον πατέρα μου και τον Παπούλα, άλλος ήταν το 1935 όταν δίκαζε τους πολιτικούς αρχηγούς, άλλος ήταν ως αρχηγός του στόλου στη Μ. Ανατολή και άλλος το 1951, όταν έγινε υπουργός Εθνικής Αμύνης του στρατηγού Πλαστήρα. Μέσα στα 25 αυτά χρόνια, όπως η ιστορία έρεε και άλλαζε μορφές, έτσι και οι άνθρωποι ήταν φυσικό να αλλάζουν στάση σύμφωνα με τις περιστάσεις που εδημιουργούντο.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επιστρέφοντας από το Παρίσι, αποφάσισε να διαλύσει τη «Βουλή των Λαζάρων», να προκηρύξει εκλογές, και έδωσε αμνηστία. Αλλά τα πάθη δεν εσίγησαν. Στο μεταξύ, το γεγονός ότι ο αδελφός της μητέρας μου, ο Δημήτριος Γούναρης, είχε δραπετεύσει από την Κορσική όπου ήταν εξόριστος και είχε πάει στην Ιταλία, έκανε τους γονείς μου να σκεφτούν ότι έπρεπε να συνεχίσω τις σπουδές μου στο εξωτερικό, περνώντας και από

33


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος την Ιταλία, όπου θα δεχόμουν και τις συμβουλές του στα θέματα των σπουδών μου. Και, πράγματι, το Σεπτέμβριο του 1920 έφυγα. Δεν ήταν βέβαια και τόσο απλό. Έπρεπε να πάρω την άδεια από την Ασφάλεια. Ο πατέρας μου, έως δύο μήνες πριν, ήταν φυλακή, και ο θείος μου είχε αποδράσει από την εξορία. Φυσικό ήταν να έχει η Ασφάλεια επιφυλάξεις προκειμένου να μου δώσει την άδεια να ταξιδέψω στο εξωτερικό. Υποχρεώθηκα, λοιπόν, να παρουσιαστώ στο διοικητή Ασφαλείας. Η Διοίκηση της Ασφάλειας ήταν τότε στις αρχές της οδού Πατησίων. Παρουσιάστηκα μπροστά του και πρέπει να πω πως με εξέπληξε η καλοσύνη του. Αν και ήταν ένας φανατικός βενιζελικός, μου είπε: «Ναι. Να σας αφήσουμε να πάτε έξω, αλλά θέλω να μου υποσχεθείτε ότι δεν θα συναντήσετε τον Δημήτριο Γούναρη». Θέτοντάς μου αυτό τον όρο, χαμογελούσε. Με άλλα λόγια, με άφησε να καταλάβω ότι τυπικά ήταν υποχρεωμένος να μου θέσει αυτό τον όρο, αλλά ουσιαστικά ούτε κι αυτός ο ίδιος δεν περίμενε ότι περνώντας από την Ιταλία δεν θα τον συναντούσα.

τον Γεώργιο Πεσμαζόγλου, όταν πληροφορήθηκαν ότι η Γαλλική Κυβέρνηση είχε αποφασίσει να τους παραδώσει στις ελληνικές αρχές. Θα τους ακολουθούσε -είχε μυηθεί στο σχέδιο διαφυγής- και ο Ίων Δραγούμης. Αλλά την τελευταία στιγμή είπε στον Δημήτριο Γούναρη ότι, αφού δεν εκκρεμούσε ποινική δίωξη εναντίον του, προτιμούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Και επέστρεψε, για να εκτελεσθεί εν ψυχρώ, στις 31 Ιουλίου του 1920, όταν έφθασε η είδηση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου (στο σταθμό της Λυών του Παρισιού), από το στρατιωτικό τμήμα που τον είχε συλλάβει στους Αμπελοκήπους, κατερχόμενο από την Κηφισιά, και τον οδηγούσε στο κέντρο τής Αθήνας. Τον έστησαν ξαφνικά σ’ έναν τοίχο και τον σκότωσαν. Δεν μπορούσα να απευθυνθώ ο ίδιος στην ελληνική πρεσβεία τής Ρώμης, για να ζητήσω πληροφορίες για τον Γούναρη. Πριν μου επιτραπεί να φύγω από την Ελλάδα, είχα κληθεί από τον διοικητή Ασφαλείας Αθηνών (ένα συνταγματάρχη της Χωροφυλακής), που μου ζήτησε να τον βεβαιώσω ότι δεν θα επιδιώξω να συναντηθώ στην Ιταλία με τον θείο μου και δεν θα μεταφέρω πληροφορίες για την κατάσταση στην Ελλάδα. Δεν χρειάστηκε να τον βεβαιώσω, γιατί -θυμάμαι καλά- μου το ζήτησε χαμογελώντας. Ο σύνοικός μου βενιζελικός αξιωματικός του Ναυτικού, προθυμοποιήθηκε στη Ρώμη να πληροφορηθεί από την ελληνική πρεσβεία, πού βρίσκεται ο Γούναρης. Είχε φύγει από τη Σιέννα - προτιμούσε να ’ναι μόνος με τον εαυτό του και τα βιβλία του, μακριά από άλλους πολιτικούς εξόριστους-, αλλά ούτε η ελληνική πρεσβεία ήξερε σε ποια πόλη είχε καταφύγει.

Με την ελπίδα να συναντήσω τον Δημήτρη Γούναρη Το Σεπτέμβριο του 1920 έφυγα από την Ελλάδα, για να συνεχίσω τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Συνταξίδεψα, από τον Πειραιά στο Μπρίντιζι, στην ίδια καμπίνα μ’ έναν ανώτερο αξιωματικό του Ναυτικού (του βενιζελικού κλάδου της οικογένειας Μπούμπουλη), που ήταν νιόπαντρος. Η νεαρή σύζυγός του ήταν σε άλλη καμπίνα δύο κλινών μαζί με μια γνωστή της. Συνδέθηκα πολύ φιλικά με το νιόπαντρο ζευγάρι. Συνταξιδέψαμε μαζί, και με το τραίνο, από το Μπρίντιζι στη Ρώμη. Εμείναμε στο ίδιο ξενοδοχείο, όπου δεν ήταν διαθέσιμα παρά δύο συνεχόμενα δωμάτια, που το ένα απ’ αυτά δεν είχε έξοδο προς το διάδρομο. Το νιόπαντρο ζευγάρι έπρεπε να περνάει από το δικό μου δωμάτιο για να βγει έξω.

Εκείνη τη στιγμή είχα την έμπνευση να πάω στα γραφεία της ιταλικής εφημερίδας «Κοριέρα Ντε Λα Σέρα» και να ρωτήσω μήπως ήξεραν κάτι. Βρήκα το διευθυντή, ο οποίος μου έδωσε το όνομα ενός γερουσιαστή που συνδεόταν με τον Δημ. Γούναρη. Πήγα αμέσως και τον βρήκα. Ήταν ένας σεβάσμιος άνθρωπος με μια καλοχτενισμένη γενειάδα του 19ου αιώνα. Με άκουσε προσεκτικά και έπεσα μου είπε: «Δεν ξέρω πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο θείος σας, αλλά να πάτε να βρείτε τον κομαντατόρε προφεσόρε ντοτόρε Ραγκιάντι». Ο Ραγκιάντι ήταν μια εξέχουσα φυσιογνωμία στην κοινωνία της Ρώμης. Του τηλεφώνησα και πήγα την

Στη Ρώμη έμεινα κάμποσες μέρες. Έπρεπε να μάθω, σε ποια πόλη της Ιταλίας βρισκόταν ο Δημήτριος Γούναρης. Είχε διαφύγει μυστικά, στο 1919, από την Κορσική, μαζί με τον Ιωάννη Μεταξά και

34


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ίδια μέρα στην έπαυλή του, που βρισκόταν από την άλλη μεριά του Τίβερη -εκεί που είναι ο Άγιος Πέτρος. Αμέσως τα πράγματα γίνανε απλούστερα για μένα, γιατί τηλεφώνησε στον Γ. Πεσμαζόγλου, που έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο, κι εκείνος τηλεγράφησε στο θείο μου, που ήταν στην Πίζα.

Ο Μεταξάς και ο Γούναρης αν γύριζαν, φοβόταν ότι θα είχαν περιπέτειες και ποιος ξέρει ποια θα ήταν η έκβαση αυτών των περιπετειών. Ο Ίων Δραγούμης δεν εκινδύνευε, γιατί δεν υπήρχε δίωξη εναντίον του και ενώ συμφώνησε στην αρχή να τους ακολουθήσει και να δραπετεύσει μαζί τους, την τελευταία στιγμή είπε στον Δημ. Γούναρη: «Δεν είναι ανάγκη να έρθω και εγώ». Το αποτέλεσμα ήταν να μην αποδράσει μαζί τους, να γυρίσει στην Αθήνα, να εκτελεστεί, να πέσει θύμα των παθών της εποχής εκείνης. Και πρέπει να πω

Επισκέφθηκα τον γερουσιαστή, κι αυτός με παράπεμψε στον Κομμαντατόρε Προφεσσόρε Ντοττόρε Ραγκιάντι. Πέρασα τον Τίβερη από μια γέφυρα και έφθασα, πεζοπορώντας, στο γεμάτο βιβλία, ωραίους πίνακες και άλλα έργα τέχνης μέγαρο του ευγενικού Ιταλού, που ανάθεσε στο γραμματέα του να με οδηγήσει στο μεγάλο ξενοδοχείο όπου έμεναν οι πρίγκιπες Ανδρέας και Χριστόφορος και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου. Μια βαριά λέξη, εχρησιμοποίησε ο Χριστόφορος για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, μ’ έκαμε να μην παρατείνω τη συνομιλία μου μαζί του. Ο Ανδρέας ήταν σοβαρός και ευπρεπέστατος. Στους δύο πρίγκιπες με παρουσίασε ο πάντα αγαπητός μου και σεβαστός φίλος Γεώργιος Πεσμαζόγλου, που και τότε, στις ώρες του πιο «θερμού» διχασμού, είχε σταθεί -όπως στάθηκε σ’ ολόκληρη τη ζωή του- παραπάνω από τα διχαστικά πάθη, πατριώτης αγνός, με πάντα νηφάλια πολιτική σκέψη, πρόθυμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα. Μου είπε ότι ο Γούναρης -οι δυο τους είχαν στενό ψυχικό δεσμό- βρισκόταν στην Πίζα. Του έστειλε αμέσως ένα τηλεγράφημα, λέγοντάς του ότι το ίδιο εκείνο απόγευμα θα ξεκινούσα με το τραίνο για την πόλη (την πατρίδα του Γαλιλαίου) με τον γυρτό πύργο. Σε μια σελίδα του καρνέ του (το ημερολόγιο αυτό της τσέπης φυλάγεται στο πλούσιο αρχείο του αλησμόνητου αδελφού μου Αναστασίου), σημείωσε ο Δημήτριος Γούναρης: (22 Σεπτεμβρίου -ν. ημ.- 1920) «10 μμ. έλαβα τηλεγράφημα Πεσμαζόγλου ότι 2 της νυκτός έρχεται Παναγιώτης» - «2 της νυκτός ήλθε Παναγιώτης». Το ίδιο βράδυ έφυγα, και με αλλεπάλληλες καθυστερήσεις και ταλαιπωρίες στα τρένα της εποχής εκείνης, έφτασα τα ξημερώματα στην Πίζα. έμεινα μαζί του δυόμισι περίπου εβδομάδες. Και εδώ θέλω να πω κάτι πολύ χαρακτηριστικά: όταν ο Γούναρης στην Κορσική είχε πληροφορηθεί ότι οι Γάλλοι θα τους παρέδιδαν στην Ελλάδα, σχεδίασε την απόδρασή του. Στο σχέδιο εμύησε τον Ιωάννη Μεταξά, τον Γ. Πεσμαζόγλου και τον Ίωνα Δραγούμη.

Ήμουνα τότε στη Χαϊδελβέργη. Λίγο πριν, είχαν έρθει η μητέρα μου, ο αδελφός μου και η αδελφή μου. (Στα 1921 μαζί με την αδελφή του Μαρία).

35


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ότι περισσότερο και από τους αντιβενιζελικούς, τον έκλαψαν οι βενιζελικοί, οι προοδευτικοί στον τομέα της λογοτεχνίας και της εκπαίδευσης. Τότε έγραψε και ο Κωστής Παλαμάς ένα περίφημο ποίημα. Πολλοί ακόμη μίλησαν με αποτροπιασμό για την πράξη αυτή και ύμνησαν το ήθος και το πνεύμα του Ίωνος Δραγούμη.

Το μόνο ασφαλές κριτήριο επιτυχίας ενός πολιτικού είναι να αδιαφορεί για την επιτυχία του και να επιδιώκει να είναι συνεπής προς τις πεποιθήσεις του. Και αν ακόμα δεν ανέβει ψηλά, βέβαιο είναι ότι έτσι δεν θα πέσει χαμηλά.

Στην Πίζα έμεινα δύο εβδομάδες. Ο Δημήτριος Γούναρης έλειψε μερικές μέρες στη Βενετία. Ταξιδέψαμε, ύστερα, μαζί στη Φλωρεντία. Με εξενάγησε στα θαυμάσια πράγματα, που αποκαλύφθηκαν εκεί στα μάτια μου. Ήταν κατατοπισμένος σε όλα. Από κει με συνόδευσε με το τραίνο ως το Μιλάνο. Εφθάσαμε αργά το βράδυ. Φάγαμε στο εστιατόριο του σταθμού και ο Γούναρης μπήκε το ίδιο βράδυ στο τραίνο, επιστρέφοντας στην Πίζα. Δεν κοιμήθηκα τη νύχτα εκείνη, γιατί νωρίς το πρωί θα έμπαινα στο τραίνο που θα με οδηγούσε στην Καρλσρούη. (Από κει θα πήγαινα στη Χαϊδελβέργη). Γύριζα όλη τη νύχτα στο Μιλάνο και στάθηκα πολλή ώρα μπροστά στο θαυμάσιο καθεδρικό ναό. Στις αρχές Μαρτίου του 1921, όταν βρισκόμουν πια στη Χαϊδελβέργη, έλαβα ένα τηλεγράφημα του Γούναρη, που μου έλεγε ότι θα περνούσε από τη Βασιλεία τής Ελβετίας και ότι επιθυμούσε να με ιδεί. Ήταν, τότε, υπουργός των Στρατιωτικών και αρχηγός της πλειοψηφίας στη Βουλή των Ελλήνων. Έσπευσα στη Βασιλεία και πρόλαβα να τον υποδεχθώ στο σταθμό. Συνοδευόταν μόνο από τον Γεώργιο Α. Βλάχο, που είχε, λίγον καιρό πριν, εγκαινιάσει τη μεγάλη δημοσιογραφική σταδιοδρομία του και ήταν ήδη μια σαγηνευτική προσωπικότητα, και από ένα γραμματέα του υπουργείου των Εξωτερικών (λεγόταν Κοντουμάς). Κατευθυνόταν στο Λονδίνο, όπου ο Λόυδ Τζωρτζ και ο Λόρδος Κώρζον είχαν διαπιστώσει ότι, χωρίς την παρουσία του Γούναρη, οι διαπραγματεύσεις, που είχαν αρχίσει με το τότε Έλληνα πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο, δεν θα οδηγούσαν σε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όσο διαρκούσε η Διάσκεψη των Συμμάχων, είχαν κληθεί στο Λονδίνο, εκτός από την Ελληνική Κυβέρνηση, όχι μόνο αντιπρόσωποι του ουσιαστικά ανύπαρκτου οθωμανικού κράτους, αλλά και αντιπρόσωποι του Κεμάλ, της επαναστατικής κυβερνήσεως των Τούρκων. Ο Δημήτριος Γούναρης -στη Βασιλεία, όπου περάσαμε πολλές ώρες μαζί- ήταν μάλλον αισιόδοξος. Πίστευε ότι, αν οι Σύμμαχοι επέτρεπαν τώρα

στην Ελλάδα ό,τι δεν είχαν επιτρέψει άλλοτε, ή δεν είχε θεωρήσει σωστό ο Ελευθέριος Βενιζέλος να ζητήσει, δηλαδή να βγει ο ελληνικός στρατός από τη ζώνη που κατείχε στη Μικρά Ασία και να αναλάβει μια μεγάλη επιθετική επιχείρηση κατά των δυνάμεων του Κεμάλ, η επιχείρηση αυτή θα είχε επιτυχία και θα συντριβόταν ίσως οριστικά ο Κεμάλ. Η αισιοδοξία του σχετικά με το δεύτερο σκέλος των αποτελεσμάτων, που θα μπορούσε να ’χει η επιχείρηση αυτή, αποδείχθηκε ότι - παρά τις βεβαιώσεις ορισμένων επιτελών του αρχιστρατήγου Παπούλα, ιδιαίτερα του συνταγματάρχη Σαρρηγιάνη -δεν ήταν δικαιολογημένη. Αλλά, αν και προτιμούσε την επιθετική επιχείρηση, δεν απέκλειε ο Γούναρης -θυμάμαι καλά τη σχετική συζήτηση, που έκαμε μπροστά μου με τον Γεώργιο Βλάχο- την αποφυγή της, αν οι Σύμμαχοι κατόρθωναν να πιέσουν τον Κεμάλ να δεχθεί τους όρους της συνθήκης των Σεβρών. Ξαναείδα, τάχα, τον Δημήτριο Γούναρη μετά το ταξίδι μου στη Βασιλεία στις αρχές Μαρτίου 1921; Είπα σε μια προηγούμενη σελίδα, ότι ύστερ’ από τις δύο εβδομάδες, που περάσαμε μαζί στην Ιταλία, τον ξαναείδα δύο φορές. Τώρα, όμως, διαπιστώνω ότι στη μνήμη μου συμβαίνει κάτι περίεργο. Πίστευα ως τούτη δω τη στιγμή -το πίστευα εδώ και πολλά χρόνια-, ότι είχα λάβει στη Χαϊδελβέργη και άλλο τηλεγράφημα του Γούναρη, ότι ξαναπήγα στη Βασιλεία και ότι βρέθηκα πάλι μαζί του, όταν επέστρεφε από άλλο ταξίδι του στο Λονδίνο. Ξαναπήγε πράγματι ο Γούναρης στο Λονδίνο -αφού, ύστερ’ από το ταξίδι του του Μαρτίου 1921, είχε αναλάβει ο ίδιος την πρωθυπουργία- τον Οκτώβριο του 1921 (μετά την περιπέτεια του Σαγγαρίου), και το Φεβρουάριο του 1922. Ξαφνικά, αφού είχα αρχίσει να γράφω τις γραμμές

36


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αυτές, άρχισα και ν’ αμφιβάλλω, πρώτη φορά στις τελευταίες δεκαετίες, αν έγινε πράγματι μια δεύτερη συνάντησή μου με τον Γούναρη στη Βασιλεία, είτε τον Οκτώβριο του 1921, είτε τον Φεβρουάριο του 1922. Μήπως τη δεύτερη αυτή συνάντηση την είδα κάποτε στο όνειρό μου και η μνήμη μου μεταμόρφωσε το όνειρο σε πραγματικό γεγονός; Η μνήμη, ακόμα και στη μετεφηβική ηλικία, παίζει καμιά φορά αλλόκοτα παιχνίδια με τη συνείδησή μας. Θα μπορούσα, βέβαια, να εξακριβώσω αν ξαναπέρασε ο Δημήτριος Γούναρης, ύστερ’ από τις αρχές Μαρτίου 1921, από τη Βασιλεία. Αν ξαναπέρασε, πρέπει να πήγα κ’ εγώ πάλι στην ωραία ελβετική πόλη του Ρήνου, που η ιστορία της συνδέθηκε με πολλές ανήσυχες ώρες πριν γίνει μια από τις πιο ήσυχες γωνιές του κόσμου. Δεν θέλω, όμως, να εξακριβώσω, τη στιγμή τούτη που γράφω αυτές τις γραμμές, αν ξαναπέρασε ο Γούναρης από τη Βασιλεία. Είτε ήταν όνειρο η δεύτερη εκεί συνάντησή μου μαζί του, είτε ήταν πραγματικό γεγονός, θα την περιγράψω συνοπτικά όπως έχει χαραχθεί στη μνήμη μου. Συναντηθήκαμε μόνο για λίγη ώρα. Καθήσαμε μόνοι οι δυο μας στο ζαχαροπλαστείο του σταθμού. Βρήκα τον Δημήτριο Γούναρη πολύ καταπονημένο. Δεν έλειπε το χαμόγελο από τα χείλη του. Όταν, από τα παιδικά μου χρόνια, το συνδύαζα με τη βαθιά -κάπως μελαγχολική- έκφραση των ματιών του, το ’νιωθα να φθάνει στην ψυχή μου σαν χάδι, που την ηρεμούσε και τη στερέωνε. Ο έξοχος ρήτορας, που ήταν συχνά βίαιος, είχε μια πολύ απαλή καρδιά, που η καλοσύνη της εφώτιζε το πρόσωπό του. Στο ζαχα-

ροπλαστείο του σταθμού της Βασιλείας παράγγειλε για τους δυο μας - πρέπει να ’ταν προχωρημένο πρωινό- τσάι με γάλα και γλυκίσματα. Κάπνιζε αδιάκοπα. Ήταν η παλαιά του συνήθεια, κ’ έτσι αυτό δε μ’ έβαλε σε σκέψη. Απέφυγε, όμως, να μου μιλήσει για τα αποτελέσματα του ταξιδιού του στο Λονδίνο. Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω. Η σιωπή του πάνω στα κρίσιμα εθνικά ζητήματα μ’ έκαμε ν’ αντιληφθώ, ότι ήταν απαισιόδοξος, ίσως και απογοητευμένος. Με ρώτησε για την πρόοδο των σπουδών μου, για τη φοιτητική μου ζωή, για τις φιλίες που είχα συνάψει στη Χαϊδελβέργη. Όσα του διηγήθηκα, διανθίζοντάς τα και με τερπνά επεισόδια της φοιτητικής μου ζωής, τον έκαμαν ν’ απαλλαγεί λιγάκι από τις βαριές έγνοιες που βασάνιζαν τη σκέψη του. Όχι, αυτό δεν μπορεί να ’ταν όνειρο. Θυμάμαι καλά και τα πειράγματά του. Συνήθιζε ο Γούναρης -ήταν κι αυτό μια πλευρά της σοφίας του- να αστειεύεται, να «πειράζει» όσους αγαπούσε. Έφθασε, όμως, γρήγορα η στιγμή που έπρεπε να χωρίσουμε. Με αγκάλιασε αποχαιρετώντας με. Και έφυγε για πάντα. Όταν έφθασα στη Χαϊδελβέργη τον Σεπτέμβριο του 1920, ο Max Weber είχε πεθάνει. Μια πνευμονία, επακόλουθο γρίπης, έκοψε στο Μόναχο -στις 14 Ιουνίου 1920- το νήμα της ζωής του στην ηλικία των 56 ετών και 54 ήμερων. Αλλά το πνεύμα του έμεινε στη Χαϊδελβέργη, όπου είχε ζήσει περισσότερα από είκοσι χρόνια, ολοζώντανο. Έξοχους δασκάλους, εξαίσια πνεύματα, γνωρίσαμε στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης στην τρίτη μεγάλη εποχή του. Αλλά κανένας

Ήταν η εποχή του διχασμού. Σα συγγενείς του Γούναρη πληρώσαμε το μερτικό μας. Μόλις τέλειωσα το Γυμνάσιο στα 17 μου χρόνια ήρθαμε στην πρωτεύουσα. Ο πατέρος ήταν κλεισμένος στις φυλακές Αβέρωφ και ο αδελφός σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο. Γράφτηκα στη νομική σχολή αλλά μόλις τελείωσα το πρώτο έτος οι γονείς μου θέλησαν να με στείλουν στο εξωτερικό. Ο κυριότερος λόγος ήταν και πάλι οι πολιτικές εξελίξεις, που άρχισαν να παίρνουν δραματικές διαστάσεις ιδιαίτερα μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου το 1920. Αποχαιρέτησα τον πατέρα, που μόλις είχε αποφυλακιστεί και ξεκίνησα με πρώτο σταθμό την Ιταλία με την ελπίδα να συναντήσω τον Δημήτρη Γούναρη που κρύβονταν εκεί μετά την απόδρασή του από την εξορία. Τον συνάντησα στην Πίζα και έμεινα μαζί του δύο εβδομάδες. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα. Έμαθα για την εκτέλεσή του δύο χρόνια μετά όταν βρισκόμουν φοιτητής στη Χαϊδελβέργη.

37


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δεν μπόρεσε, ούτε θέκι αυτή γύρω στο 1910, Από την Ιταλία κατευθύνθηκα αλλά και αργότερα, η λησε, να εκτοπίσει την τεράστια σκιά του Max στη Γερμανία και γράφηκα στο Πα- ψυχή μιας πνευματικής Weber. εστίας, που θέρμανε νεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ο Ι. Ο Wilhelm Windelband, πολλούς νέους λογίους αν και δεκάξη χρόνια Θεοδωρακόπουλος, που είχε απο- και καλλιτέχνες. Όταν πρεσβύτερος, είχε τέέγινα μαθητής του Alfred φοιτήσει από το Πανεπιστήμιο Αθητοια εμπιστοσύνη στην Weber -είχα εγγρακρίση του Max Weber, νών και ήρθε στη Χαϊδελβέργη για φεί στη Νομική Σχολή, ώστε υστέρα από δική αλλά παρακολουθούσα μεταπτυχιακές σπουδές, με πρόλαβε του γνωμάτευση δέχθηκαι μαθήματα της Φιλοκε να πάρει κοντά του, εκεί το 1922, δύο μήνες πριν πάρω σοφικής Σχολής, όπου στην έδρα της φιλοσουπάγονταν και οι κοινωφίας, τον ψυχίατρο Karl το διδακτορικό μου. Ο Κωνσταντίνος νικές και πολιτικές επιJaspers, που είχε εκ- Τσάτσος ήρθε αργότερα. στήμες-, ο έξοχος αυτός δώσει ήδη τότε, τριάντα άνθρωπος είχε επιβληετών, τη «Γενική Ψυχοθεί ως εμπνευσμένος παθολογία» του, ως υφηγητή της ψυχολογίας. Την χειριστής προβλημάτων της κοινωνιολογίας και φιώρα εκείνη συνδυάσθηκαν -και έτσι εγκαινιάσθηκε λοσοφίας της ιστορίας, ειδικώτερα του πνευματικού οριστικά η τρίτη μεγάλη εποχή της Χαϊδελβέργης- πολιτισμού (της Kultur)... τα τρία ονόματα: Max Weber, Windelband, Jaspers. Την εποχή, όμως, αυτή την προετοίμασαν και άλλοι Είχα πια απόλυτη ανεξαρτησία. Εκεί έκανα και τους έξοχοι λόγιοι. Θα αρκεσθώ να μνημονεύσω τρεις. Ο πρώτους δεσμούς με κοπέλλες. Στην Ελλάδα δεν τρίτος συνέδεσε το όνομά του όχι μόνο με τα προμη- ήταν εύκολο να συνδεθείς. Βέβαια υπήρξαν δύο νύματα ή την πρώτη φάση της, αλλά και με όλα της τρεις περιπτώσεις που μου δημιούργησαν συναιτα στάδια, μέχρι του τέλους της. Πολύ πριν εμφα- σθηματική αναστάτωση μα δε μπορώ να προσδινισθεί ο Jaspers, καθηγητής στη Χαϊδελβέργη -της ορίζω αν εκείνος ο έρωτας ήταν πλατωνικός ή κάτι Πολιτικής Οικονομίας, αλλά που διακρίθηκε και ως περισσότερο. Δε μπορούσα να κάνω σχέση γιατί δε ιστορικός του πνευματικού πολιτισμού (Kultur)- ήταν δινόταν η ευκαιρία, ούτε μπορούσα να διαπιστώσω ο Eberhard Gothein, εμποτισμένος από το πνεύμα αν υπήρχε ανταπόκριση. Από φόβο, ίσως ναι. Και του Jacob Burckhardt. Είχε γεννηθεί στο 1853. Και η από προκατάληψη ότι αυτή είναι η αγωγή ενός σωσύζυγός του Marie Luise Gothein, κέντρο και εμψυ- στού νέου. Στη Γερμανία όμως τα πράγματα άλλαχώτρια ενός κύκλου λογίων και καλλιτεχνών, συνέ- ζαν. Η ζωή ήταν διαφορετική. Χορεύαμε, γλεντούβαλε αποφασιστικά στη λάμψη της τρίτης μεγάλης σαμε, πίναμε. Όμως μόνο τρεις φορές στη ζωή μου εποχής της Χαϊδελβέργης. Από το 1900 ως την ώρα έχω πιει περισσότερο από ό,τι πρέπει. Ίσως ήταν του θανάτου του (1911) εδίδαξε στη Χαϊδελβέργη, ανάγκη να περάσω από αυτό το στάδιο ζωής. Γιαως τακτικός καθηγητής ο κορυφαίος πολιτειολόγος τί όταν γύρισα το ’23 στα 21 χρόνια κάθε διάθεση του καιρού του, ο Georg Jellinek, που είχε γεννηθεί για τρέλες είχε φύγει. Ήμουν πια πολύ σοβαρός. στο 1851, και είχε διατελέσει προηγουμένως καθη- Αισθανόμουν ώριμος γιατί οι εμπειρίες μου από τη γητής στη Βιέννη και στη Βασιλεία. Η «Γενική Πο- Γερμανία ήταν πολλές. Έφυγα από εκεί σα διδάλιτειολογία» του («Allgemeine Staatslehre», πρώτη κτορας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και οι έκδοση 1900) δεν έχει επισκιασθεί από κανένα νεώ- πρώτοι μου φίλοι, που συνδέθηκα πολύ μαζί τους τερο σύγγραμμα του αυτού είδους. Από το 1907 είχε για χρόνια ήταν όλοι πολύ μεγαλύτεροι από μένα. γίνει τακτικός καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας Ανάμεσά τους ο Πέτρος Ζήσης, ο Βέης καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και ο Alfred της Βυζαντινολογίας, ο Ανδρέας Ζιάκας που αργότεWeber, τέσσερα χρόνια νεώτερος από τον αδελ- ρα έγινε γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών, φό του Max. Μια σπουδαία γυναίκα, η Else Jaffe- ο Βάρναλης, ο Αυγέρης, η Γαλάτια Καζαντάκη. Με Richthoven, που συνδέθηκε στενά μαζί του, ήταν όλη αυτή την παρέα γλεντούσαμε αλλά και συζητού-

38


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

σαμε πολύ. Οι συζητήσεις είχαν πάντοτε ένα υψηλό επίπεδο. Τότε άρχισα να συγγράφω και δημοσιεύω μελέτες στο φύλλο Οικονομικών Επιστημών| που ίδρυσε ο Παπαναστασίου και συνδέθηκα μαζί του από το ’25. Σε μια περίοδο συνδεθήκαμε και με τον Γιάννη Σοφιανόπουλο, που το ’29 είχε σκεφθεί να ιδρύσει κόμμα πιο προοδευτικό από αυτό των Φιλελευθέρων. Και για μια ορισμένη περίοδο επί ενάμιση χρόνο πηγαίναμε τα βράδια στο γραφείο του, που βρίσκονταν στο χώρο της λυρικής σκηνής στα Ολύμπια...

ήταν και άλλοι συγγενείς μας. Εγώ έμεινα στη Χαϊδελβέργη ως το Φεβρουάριο του 1923. Στις 5 Απριλίου 1942, ξύπνησα για πρώτη φορά στη ζωή μου στη Σμύρνη. Είχα διαφύγει, μαζί με τη γυναίκα μου, από την «κατεχόμενη» Ελλάδα στις 31 Μαρτίου, και -ύστερα από πολλές περιπέτειες- είχα φθάσει, στις 4 Απριλίου, Μέγα Σάββατο, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, στην ορφανή πια νύμφη της Ιωνίας. Στο «Ημερολόγιο», που άρχισα να κρατάω από την ώρα εκείνη (ως την επιστροφή μου στην Ελλάδα, και μάλιστα ως το τέλος του τραγικού Δεκεμβρίου 1944), διαβάζω: «5 Απριλίου (1942). Βγαίνω στις 9 το πρωί για να πάω στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου κάθεται με το καπελάκι του ένας λούστρος, ένας γεράκος. Τον ρωτάω εγγλέζικα να μου πει πού μπορώ να βρω σίγκαρετς. Μου απαντάει έλληνικά: — Εδώ παρακάτω. — Πώς το κατάλαβες, του λέω, πως είμαι ρωμιός; — Αμ σε κατάλαβα, μου απαντάει με θαυμάσια ελληνική προφορά. Ω, να ’ξερες, εξακολούθησε να λέει, τι ήταν η Σμύρνη άλλοτε τέτοια μέρα! Πάει πια, δε βλέπει η Σμύρνη Πάσχα! Όλοι αυτοί οι δρόμοι ήταν γιομάτοι κόσμο. Δεν έβρισκες τόπο να περάσεις! Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια μου και είδα κάτι μπρος μου. Και σκέφθηκα κάτι. Και ξέχασα κάμποσα άλλα πράματα. Έτσι γιόρτασα φέτος το Πάσχα». Ο γεράκος εκείνος, ο Τούρκος, νοσταλγούσε την αλλοτινή Σμύρνη, που ήταν και γι’ αυτόν, σε κάποιο ιδιαίτερο νόημα, «χαμένη πατρίδα». Δε φταίει ποτέ ένας ολόκληρος λαός... Εσείς, αγαπητέ μου φίλε (απευθύνεται στον Ηλία Βενέζη), όχι μόνον αποφύγατε να κηρύξετε ένοχο για τις φοβερές ωμότητες του 1922 (για την τραγική έκβαση των διώξεων, που είχαν αρχίσει στο 1908) ολόκληρο τον τουρκικό λαό, που είχε συζήσει με τους Έλληνες πολλούς αιώνες, αλλά βρήκατε την ευκαιρία να διηγηθείτε και περιστατικά, που δεν επιτρέπουν μια τέτοια γενίκευση. Αποφύγατε, μάλιστα, και κάτι άλλο. Αποφύγατε να θυμίσετε στους αναγνώστες των επιφυλλίδων σας -ή να αποκαλύψετε στους νεώτερους, που δεν έζησαν τα γεγονότα εκείνα, «προϊστορικά» για τη συνείδησή τους- όσα είχαν συμβεί στην ίδια την Ελλάδα, όταν έφθασαν εδώ οι ξεριζωμένοι. Άλλοι δεν απέφυγαν να θυμίσουν μερικά οδυνηρά περιστατικά. Διδακτικό ήταν κι αυτό, που έπραξαν εκείνοι, ανάμεσά τους και ο παλαιός μου φίλος Παύλος

Πήρα μια εφημερίδα, η οποία είχε αναγγείλει την εκτέλεση των Εξ Ήμουνα τότε στη Χαϊδελβέργη. Λίγο πριν, είχαν έρθει η μητέρα μου, ο αδελφός μου και η αδελφή μου. Όταν συγκροτήθηκε όμως το έκτακτο Στρατοδικείο για να δικάσει τον Δημήτριο Γούναρη, η μητέρα μου έφυγε από τη Χαϊδελβέργη και ήρθε στην Αθήνα. Θυμάμαι ότι ένα πρωινό, καθώς πήγαινα στο Πανεπιστήμιο, πήρα μια εφημερίδα, η οποία είχε αναγγείλει την εκτέλεση των Εξ. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι να κάνω. Ζαλίστηκα. Στάθηκα ένα λεπτό να συνέλθω. Δεν πήγα για μάθημα. Κατά σύμπτωση, εκείνη την ώρα έβγαινε από το Πανεπιστήμιο ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου και της Φιλοσοφίας του Δίκαιου, ο Αλεξάντερ Γκραφ τσου Ντόνα, ο οποίος ήταν εξ αγχιστείας συγγενής του Γ. Μπαλτατζή, που είχε επίσης εκτελεστεί. Γιατί η μητέρα του κόμη Ντόνα -αν θυμάμαι καλά- ήταν Μαυροκορδάτου. Του το ανήγγειλα, γιατί τον γνώριζα, και είχε την καλοσύνη να με πάρει μαζί του στο σπίτι του, το οποίο ήταν κοντά στο ιστορικά κάστρο. Ανεβήκαμε πεζοπορώντας στο παλιό Σλος της Χαϊδελβέργης και έμεινα μαζί του επί μία ώρα. Έπειτα, πήγα να βρω την αδελφή μου και τον αδελφό μου. Ύστερα από λίγες μέρες, ήρθε η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Τότε αποφάσισα να επισπεύσω τις σπουδές μου, γιατί και οικονομικά δεν μπορούσαμε να ανθέξουμε την παραμονή στο εξωτερικό, αλλά και η ψυχική κατάσταση όλων μας ήταν τέτοια που δεν μας επέτρεπε να εξακολουθήσουμε να μένουμε έξω. Ο αδελφός μου, Αναστάσης, και η αδελφή μου, Μαρία, πήγανε στο Μόναχο, όπου

39


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

σαν να τους εξασφαλίσουν τις νέες εστίες τους με μόνο κριτήριο την αδελφική αλληλεγγύη ή το εθνικό συμφέρον. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Πάντως, όπως και να ’χει το πράγμα, στην πίκρα της προσφυγιάς δεν έπρεπε -δεν το ’θελε ο Θεός- να προστεθεί και η πίκρα, που γέννησε στην ψυχή των «προσφύγων» η στάση ενός μεγάλου μέρους των γηγενών απέναντί τους. Η μια τραγωδία φέρνει την άλλη. Ο κύκλος δεν κλείνει μόνο με τη μια. Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι τραγικοί, που καθιέρωσαν την Τριλογία. Η τελική κάθαρση χρειάζεται πολλά στάδια. Έκαμαν μεγάλο λάθος όσοι είχαν πιστέψει (το πιστεύουν ακόμη και σήμερα πολλοί), ότι η κάθαρση σημειώθηκε στις 15 Νοεμβρίου (με το παλιό ημερολόγιο) του 1922. Η ζοφερή εκείνη ημέρα όχι μόνο δεν προκάλεσε την κάθαρση, αλλά παρενέβαλε στη μεγάλη και ανεξιλέωτη τραγωδία μιαν άλλη -επίσης ανεξιλέωτη- τραγική σκηνή, σαν κ’ εκείνες που συνήθιζε να παρεμβάλλει (κάτι ήξερε κι αυτός) ο Σαίξπηρ στα έργα του. Θα πουν, ίσως, μέσα τους πολλοί, ότι μπροστά στο ασύλληπτα μέγα κακό, που εσήμανε το οριστικό ξερίζωμα, υστέρα από τρεις περίπου χιλιάδες χρόνια, του μικρασιατικού Ελληνισμού, η εκτέλεση των Εξ ήταν ένα απλό επεισόδιο. Αυτό τερμάτισε βίαια τη ζωή ανδρών, που ούτως ή άλλως θα είχαν τώρα

Παλαιολόγος σε άλλη στήλη της ίδιας εφημερίδας. Χρήσιμο ήταν, από παιδαγωγική άποψη, να πληροφορηθούν οι νεώτεροι και κάποιες πικρές αλήθειες, που δεν απέφυγε να επισημάνει ο Παύλος Παλαιολόγος. Ο λόγος του είναι συχνά αιχμηρός. Ο δικός σας δεν είναι. Είναι λείος, «επικός». Έτσι είναι το πνεύμα σας. Αλλά χρήσιμο ήταν (αν πούμε ότι είναι πράγματι ωφέλιμη η αλήθεια) να πληροφορηθούν οι νεώτεροι, με τις αιχμηρές λέξεις του Παύλου Παλαιολόγου, ότι το πολιτικό πάθος, οι κομματικοί φανατισμοί, έκαμαν μια μεγάλη μερίδα του Ελληνικού Λαού, που είχε από το 1915 διχασθεί, να μην αντικρίσει με συμπάθεια τους «πρόσφυγες», όταν τα αδυσώπητα κύματα της Ιστορίας τούς έριξαν επάνω στα βράχια της Ελλάδος. Το θυμάμαι και ανατριχιάζω. Αν και ήμουν τοποθετημένος οικογενειακά στη μερίδα εκείνη, δε συμμερίσθηκα ούτε στιγμή -και ξέρω πολύ καλά ότι και πολλοί άλλοι της ίδιας «παρατάξεως» δε συμμερίσθηκαν- την αθέλητη αυτή διαστροφή, που έχει, ωστόσο, την Ιστορική της εξήγηση. Ποτέ δεν είναι απόλυτα αθώα η μια μερίδα ενός ολόκληρου λαού, και πέρα για πέρα ένοχη η άλλη. Όταν σημειώνεται ένα μεγάλο κακό, υπάρχει φαύλος κύκλος. Και όσοι υποδέχθηκαν τους «πρόσφυγες» σαν «αδελφούς» δεν είχαν όλοι πολιτική ανιδιοτέλεια, ούτε φρόντι-

Τραγικό ήταν το τέλος του Δημητρίου Γούναρη. Δραματικό και το τέλος του Ανδρέα Μιχαλακοπούλου. Μου είχε κάμει την τιμή, στα τέλη του 1935, να συναντηθεί δυο φορές μαζί μου, στο σπίτι του (στο Ψυχικό) και στο διαμέρισμα μου (είχα μόλις παντρευτεί τη Νίτσα, κόρη Πουλικάκου) στην οδό Λευκωσίας, για να συζητήσει μαζί μου το ενδεχόμενο κοινής καθόδου μας στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936. Άλλοτε, όσοι είχαν φθάσει ψηλά, είχαν την Αρχοντιά, που τους επέτρεπε να ανταποδίδουν επίσκεψη και στους πολύ νεώτερους που ξεκινούσαν. Τελικά, ο Μιχαλακόπουλος απέσχε από τις εκλογές εκείνες. Εγώ έλαβα μέρος και απέτυχα. Η δικτατορία τής 4ης Αύγουστου (1936) έκαμε τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο ν’ ανησυχήσει για τη στάση, που θα τηρούσε ο Ιωάννης Μεταξάς, σε περίπτωση νέου παγκόσμιου πολέμου, που τον πρόβλεπε ως σχεδόν αναπόφευκτο. Οι ανησυχίες του, καθώς και οι δικές μου, που εκδηλώθηκαν σ’ ένα μακρότατο υπόμνημά μου (από το νησί της εξορίας μου) προς τον Ιωάννη Μεταξά τον Ιούνιο του 1939. Αποδείχθηκαν ευτυχώς αδικαιολόγητες. Πάντως, οι υποδείξεις του Μιχαλακοπούλου προς τον Βασιλέα Γεώργιο Β΄ ενόχλησαν, τότε, τον Ιωάννη Μεταξά. Στις 8 Φεβρουαρίου 1938, ο Μιχαλακόπουλος αρρώστησε. Δυο μέρες αργότερα, όταν όργανα της Ασφαλείας μπήκαν στο σπίτι του, στο Ψυχικό, για να τον συλλάβουν, είχε 38 βαθμούς πυρετό. Ο Δ. Γούναρης είχε αχθεί, με 40 βαθμούς πυρετό, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Και έμεινε όρθιος -ευθυτενής σαν κυπαρίσσι- ως τη στιγμή που τον έπληξαν οι σφαίρες.

40


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος επειδή ακριβώς δεν επεζήτησα να αντλήσω δικαιώματα και ωφελήματα από το αίμα, που χύθηκε, στις 15 (28) Νοεμβρίου 1922,«εις τόπον λεγόμενον Γουδί». Νομιμοποιούμαι να το πράξω και γι’ άλλους λόγους, που σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε να σας τους πω. Είμαι -εγώ, ο ανεψιός του ενός από τους Εξ- ο πρώτος (ίσως και ο μόνος ως τα σήμερα), που από την πανεπιστημιακή έδρα, στο ακαδημαϊκό έτος 1932 1933, μίλησα αμερόληπτα και ψύχραιμα, σα να είχαν περάσει πεντακόσια χρόνια από το 1915 ή από το 1922, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Δημήτριο Γούναρη (στις παραδόσεις μου για τη «Νεοελληνική πολιτική Κοινωνία»). Χίλιοι ακροατές, στη μεγάλη αίθουσα της οδού Σίνα, παρακολούθησαν -και εχειροκρότησαν όλοι, αν και οι μισοί πρέπει να ’ταν βενιζελικοί και οι άλλοι αντιβενιζελικοί- τις παραδόσεις μου εκείνες. (Από όσους συμφιλιώθηκαν, ακούγοντάς με, προέκυψε το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα. Αλλά όσοι συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους δεν ήταν πολλοί, δυστυχώς για τον τόπο, ευτυχώς για μένα, που έτσι γνώρισα την ωφέλιμη δοκιμασία της εκλογικής αποτυχίας τον Ιανουάριο 1936). Όταν, τον Μάρτιο 1936, πέθανε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έγραψα και εδημοσίευσα στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Ελληνική Φωνή» ένα κύριο άρθρο για τον εκλιπόντα πολι-

από καιρό πεθάνει, ενώ η μικρασιατική καταστροφή έθαψε μια προαιώνια εποποιία του Ελληνικού Γένους. Επιτρέψτε μου, όμως, να σταθώ και στο «επεισόδιο» τούτο. Θα σταθώ και σ’ αυτό, όχι επειδή ο Δημήτριος Γούναρης, ο ένας από τους Εξ, ήταν αδελφός της μητέρας μου, κ’ έτσι ή εθνική τραγωδία τού 1922, συνδυάσθηκε και με μια τραγωδία της δικής μου οικογένειας. Ξέρω ν’ ανάβω το καντήλι στο οικογενειακό εικόνισμα, στο εικόνισμα εκείνου, που από παιδί είχα μάθει να λατρεύω σαν το πρότυπο της ατομικής αρετής, χωρίς η πράξη μου αυτή να επηρεάζει την ιστορική μου κρίση. Και δεν έχω ποτέ διαλαλήσει ή εκμεταλλευθεί την τυχαία ιδιότητα, που έχω, να ’μαι ανεψιός εκείνου. Όχι μόνο δεν επικαλέσθηκα ποτέ την Ιδιότητα αυτή, που θα μπορούσε -και μου το συνιστούσαν πολλοί- να μου ανοίξει διάπλατα τις πόρτες για την πιο εύκολη και πιο άνετη πολιτική σταδιοδρομία, αλλά έπραξα το ακριβώς αντίθετο. Όταν αποφάσισα, στο 1935, να εγκαταλείψω την πανεπιστημιακή έδρα και να μπω στην πολιτική, στράφηκα και κατά των δύο παρατάξεων του Διχασμού, στράφηκα και κατά του κόμματος, που είχε ιδρύσει ο Δημήτριος Γούναρης. Νομιμοποιούμαι, λοιπόν, να σταθώ στο τραγικό «επεισόδιο», που ήταν η εκτέλεση των Εξ,

Ο Μιχαλακόπουλος, παρά τις διαμαρτυρίες της συζύγου του, οδηγήθηκε με πυρετό στην Ασφάλεια και το ίδιο βράδυ σ’ ένα ατμόπλοιο, που τον πήγε στην Πάρο. Λίγες μέρες αργότερα, έπαθε πνευμονική συμφόρηση, στα τέλη Φεβρουαρίου εκδηλώθηκαν ανωμαλίες στη λειτουργία της καρδιάς του, την πρώτη ημέρα του Μαρτίου μεταφέρθηκε, επάνω σε φορείο, στην Αθήνα, αλλά ήταν πολύ αργά. Στις 28 Μαρτίου 1938 εξέπνευσε στον «Ευαγγελισμό». Στην Κύθνο, όπου είχα εκτοπισθεί από το Μάρτιο του 1937, έγραψα, όταν έμαθα το θλιβερό γεγονός, μια επιστολή, που την έστειλα στους οικείους του. «Η Ελλάς», έγραφα, «έχασε κάτι που στις δύσκολες σημερινές περιστάσεις μπορεί να στοιχίσει πολύ ακριβά. Ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος ήταν για όλους μας μια ασφάλεια. Ξέραμε ότι υπάρχει και αυτό μας καθησύχαζε. Οι φροντίδες και οι υποχρεώσεις μας είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερες. Πρέπει ν’ αναπληρώσουμε το μεγάλο κενό...». Σύζυγος του Ανδρέα Μιχαλακοπούλου ήταν η αδελφή του Κώστα Κατσίμπαλη, επιστήθιου φίλου του Περικλή Γιαννόπουλου, πατέρα του έξοχου Γιώργου Κατσίμπαλη, του «Κολοσσού του Μαρουσιου» (Henry Miller). Η μοναχοκόρη του Μιχαλακοπούλου -η Λένα- παντρεύτηκε τον Λεωνίδα Αγγέλου Κανελλόπουλο (γιο δεύτερου εξαδέλφου του πατέρα μου), που συνεχίζει το έργο του πατέρα του και προπάντων -γιατί ο πατέρας του είχε επιδοθεί και στην πολιτική δράση- του θείου του Νικολάου Κανελλοπούλου, μεγάλου πρωτοπόρου στη βιομηχανική εξέλιξη της χώρας σε υψηλή επιστημονική στάθμη.

41


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τικόν άνδρα, ένα άρθρο, στους ώμους τους (ως Στη Γερμανία έφτασαν στο με- αμνοί) τις αμαρτίες που έκαμε τον στρατηγό Αλέξανδρο Μαζαρά- ταξύ η μητέρα μου και τα αδέλφια όλων. Αυτό έγινε και με κη - Αινιάν (αξιωματικό, τους Εξ. Ακόμα και αντιμου. Τα γεγονότα όμως του ’22 και που είχε ακολουθήσει, βενιζελικοί πήγαν και στο 1916, τον Ελ. Βε- άλλα που είχαν συμβεί στο μετα- κατέθεσαν εναντίον τους νιζέλο στη Θεσσαλοστη Δίκη. Κάποιοι άλλοι ξύ, επέβαλαν να γυρίσουμε το συνίκη, και ήταν στρατι-ανάμεσά τους κορυφαίωτικός του σύμβουλος ντομότερο. Επέσπευσα λοιπόν τη οι- που είχαν δράσει, στη Συνδιάσκεψη τής στο 1915, εκ του αφασυγγραφή μιας εναισίμου διατριβής Ειρήνης) να σημειώσει νούς, όταν ο Δημήτριος στα «Απομνημονεύ- στο Συνταγματικό Δίκαιο και έδωσα Γούναρης έπαιρνε επάματά» του:«Τιμητικώς νω του (αδιάφορο αν χαρακτηριστική ήτο η εξετάσεις το Φεβρουάριο του 1923. καλώς ή κακώς) φανερά αναγνώρισις των υπη- Από κει και πέρα η ζωή μου αποτε- και αντρίκια τις ευθύνες, ρεσιών του (του Ελ. βρήκαν την ώρα κατάλΒενιζέλου) υπό του Κα- λεί ένα δίπτυχο: από τη μια μεριά, ληλη για να ξεχωρίσουν νελλοπούλου εις την η επιστημονική και συγγραφική μου τη θέση τους. Είτε είχαν εφημερίδα του, αν λάβη δίκιο, όταν υποστήρικανείς υπ’ όψει, ότι ο σταδιοδρομία και από την άλλη, ο ζαν, ότι έπρεπε να είχε ανεψιός ούτος του Γού- πολιτικός δημόσιος βίος μου. εκκενωθεί εγκαίρως η ναρη θα ήτο δικαιολογηΜικρά Ασία, είτε είχαν μένος να μη συγκινηθή άδικο, δεν ήταν πάντως, από τον θάνατον του αντιπάλου του θείου του, τον το Νοέμβριο του 1922, κατάλληλη η ώρα για να το οποίον μάλιστα πολλοί κατηγορούν, ότι δεν ηγωνί- θυμηθούν. Ας μου επιτραπεί, στο σημείο αυτό, να σθη δια να προλάβη τον τυφεκισμόν των Εξ». Και αποκαλύψω μια προσωπική μου εμπειρία. Στην μιαν εβδομάδα μετά την εμφάνιση του πρώτου άρ- Πίζα της Ιταλίας, όπου, μετά τη δραπέτευσή του θρου μου, εδημοσίευσα κ’ ένα άλλο με τον τίτλο «Βε- από την Κορσική (και μετά τη διαμονή του στη Σιένιζέλος και Γούναρης», παραβάλλοντας τον πρώτο να) είχε εγκατασταθεί ο Δημήτριος Γούναρης μόνος με το Θεμιστοκλή και τον δεύτερο με τον Αριστείδη, του, ζώντας ανάμεσα στα βιβλία του και μακριά από και εκφράζοντας την θλίψη μου, που δεν ξανάγινε πρίγκιπες και αυλικούς, άκουσα από τα χείλη του, στη νεώτερη ελληνική ιστορία, ό,τι είχε γίνει στην το Σεπτέμβριο του 1920, ότι έκαμε σωστά ο Βενιζέαρχαία πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ποιος λος, όταν δέχτηκε την ευθύνη για την απόβαση ελάλλος, τις μέρες εκείνες, μίλησε έτσι; Ούτε καν σή- ληνικού στρατού στη Σμύρνη. Ότι ο Αριστείδης δεν μερα, πενήντα ολόκληρα χρόνια μετά την τραγωδία πήγε, τότε να συναντήσει το Θεμιστοκλή, αυτό είναι του 1922, δεν άκουσα άλλον να μιλάει έτσι. Γι’ αυτό άλλο ζήτημα. Αν θα ’θελα να το εξετάσω, θα έπρεπε και «νομιμοποιούμαι» περισσότερο από κάθε άλλον να διηγηθώ όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα από το να μιλήσω και για την εκτέλεση των Εξ. Δικαιούμαι 1915 και πέρα, προπάντων στα έτη 1917 - 1920, να το πράξω σαν άνθρωπος άλλων καιρών, που όταν η νικήτρια μερίδα όχι μόνο δεν έκαμε τίποτα δεν ήρθαν ακόμα. για να απαλύνει την καρδιά της νικημένης μερίδας, Ο Ταλλεϋράνδος είπε το 1804, ότι η εκτέλεση του αλλά έπραξε το απόλυτα αντίθετο, καταδιώκοντας, δούκα ντ’ Ανγκιέν, του τελευταίου των Κοντέ, ήταν φυλακίζοντας, δέρνοντας -και πριν από τις στάσεις παραπάνω από έγκλημα -ήταν λάθος. Δεν θα πω το ορισμένων στρατιωτικών μονάδων, που ήταν εν ίδιο. Ούτε θα αντιστρέψω την περίφημη φράση. Θα ώρα πολέμου, από όποια σκοπιά και αν κοιταχτούν, πω μονάχα μερικές απλές σκέψεις, αποφεύγοντας εθνικά απαράδεκτες- τους αντιπάλους της. Η δίκαιη τα λογοπαίγνια. ιστορική κρίση οφείλει να συνδυάζει τα λογικά με τα Η ιστορία του κόσμου γνώρισε πολλούς αποδιοπο- ψυχολογικά κριτήρια. μπαίους τράγους, που η μοίρα τούς έταξε να άρουν Είπα παραπάνω δυο λέξεις για τη Δίκη των Εξ.

42


δια χειρός Πρέπει να παραδεχθώ, ότι η ιστορία, πολλές φορές, ύστερ’ από μιαν εθνική καταστροφή, συνηθίζει να βρίσκει την έκβαση του κακού σε μια δίκη. Και σε καταδίκες, σε εκτελέσεις. Αλλά ό,τι έγινε στην Αθήνα, το Νοέμβριο του 1922, δεν ήταν Δίκη. Οι δικαστές ήταν αντίδικοι των κατηγορουμένων. Δεν τηρήθηκαν ούτε τα προσχήματα της αμεροληψίας. Ας μνημονεύσω και ένα ιδιαίτερο περιστατικό. Ο Δημήτριος Γούναρης, που είχε προσβληθεί από τύφο (και στήθηκε με σαράντα βαθμούς πυρετό μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα), δεν είχε τη δυνατότητα να απολογηθεί. (Δεν έπρεπε, τάχα, να διακοπεί για μερικές μέρες η διεξαγωγή της δίκης;). Και αν η Δίκη των Εξ δεν ήταν πραγματική Δίκη, τι πρέπει να πούμε για την παραβίαση των στοιχειωδέστερων κανόνων και παραδόσεων μετά την καταδικαστική απόφαση; Ξημέρωνε η 15η (28η) Νοεμβρίου, όταν βγήκε η απόφαση. Δεν έπρεπε, τάχα, να ανατείλει η επόμενη μέρα πριν εκτελεσθεί η απόφαση; Τον Οκτώβριο του 1942, είχα πετάξει, μ’ ένα βρετανικό βομβαρδιστικό, από το Κάιρο στο Λονδίνο. Εκεί, όπου δεν έμεινα παρά λίγες μέρες, είχα την ευκαιρία να συνεργασθώ με τον Sir Gerald Talbot. Ήταν πια απόστρατος ο διάσημος, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ναυτικός ακόλουθος της αγγλικής πρεσβείας στην Αθήνα. Στο 1942, λόγω της μεγάλης πείρας του, τον χρησιμοποιούσε, για ειδικά έργα, το Φόρεϊν Όφφις. Κάποια στιγμή όταν συζητούσα μαζί του, ήρθε ο λόγος για το 1922. Ο Sir Gerald Talbot ήταν εκείνος, που -υπηρετώντας, τότε, ως ειδικός σύμβουλος της βρετανικής αντιπροσωπείας στη συνδιάσκεψη της Λωζάνης- πήρε εντολή από τον υπουργό των έξωτερικών Λόρδο Κώρζον (Curzon) να σπεύσει στην Αθήνα, για να προλάβει, αν καταδικάζονταν οι Εξ στην ποινή του θανάτου, την εκτέλεση. Δεν την πρόλαβε. Η απόφαση είχε εκδοθεί το πρωί (ώρα 6 και λεπτά 35) της ίδιας ημέρας, που έφθασε. Ύστερα από πέντε ακριβώς ώρες (παρά οκτώ λεπτά) οι Εξ είχαν εκτελεσθεί. Όταν έφθασε ο Talbot στα Γραφεία της Επαναστάσεως, του ανακοινώθηκε, ότι ήταν πια αργά. Αλλά δεν ήταν διόλου αργά, όταν πληροφορήθηκε η «Επανάστασις», ότι θα έφθανε -και για ποιο λόγο έσπευδε να φθάσει- με βρετανικό αντιτορπιλλικό. Κι όμως όταν οι φίλοι του Νικ. Πλαστήρα μου είπαν, το καλοκαίρι του 1942, στη Μέση Ανατολή, ότι ο «Αρχηγός», όπως τον ονόμαζαν, ζητούσε μάταια

Παναγιώτης Κανελλόπουλος να του χορηγηθεί διαβατήριο για να φύγει από τη Γαλλία το Βισύ, ετηλεγράφησα στον πρωθυπουργό Εμμ. Τσουδερό, που έδρα του ήταν το Λονδίνο, παρακαλώντας έντονα να ικανοποιηθεί αμέσως η επιθυμία του, και μάλιστα χωρίς περιορισμούς. (Υπάρχει στο Ιστορικό αρχείο τού αλησμόνητου αδελφού μου Αναστασίου η απαντητική επιστολή -5 Σεπτεμβρίου 1942- του Εμμ. Τσουδερού). Και όταν, στις 13 Δεκεμβρίου 1944, έφεραν οι Άγγλοι από το αεροδρόμιο του Ελληνικού, μ’ ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, το Νικ. Πλαστήρα στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας, πρώτος εγώ μεταξύ των υπουργών της Κυβερνήσεως Παπανδρέου τον καλωσόρισα και τον κατατόπισα πάνω στη φοβερή κατάσταση των ημερών εκείνων. Γιατί το ’καμα αύτό; «Πιστεύω ότι η ώρα αυτή χρειαζόταν την παρουσία του», έγραφα στο «Ημερολόγιό» μου στις 18 Δεκεμβρίου 1944. Θα αρκούσε η φράση αυτή, που την έγραψα, όταν έπεφταν στην Αθήνα όλμοι και κροτούσαν τα πολυβόλα, για να δικαιωθεί η στάση, που ετήρησα απέναντι του Αρχηγού της Επαναστάσεως του 1922. Αλλά ήξερα και κάτι άλλο. Στην αντιβενιζελική παράταξη είχε επικρατήσει, μετά το 1922, η φήμη, ότι ο «μαύρος καβαλλάρης» ήταν φυγάς. Εγώ ήξερα ότι δεν ήταν. Πολέμησε με γενναιότητα και η μονάδα του δεν διαλύθηκε στην υποχώρηση, δεν έγινε ακέφαλη αγέλη. Ότι ήταν αρχηγός της Επαναστάσεως, όταν εκτελέσθηκε ο θείος μου, δεν ήταν

Με τη μητέρα του Αμαλία και την αδελφή του,, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Δημητρίου Γούναρη

43


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος λόγος να παρασυρθώ από τυφλό πάθος, από εκδικητικό πνεύμα, και να υιοθετήσω ένα ψέμα. Πώς να το κάνουμε, τέτοια είναι η φύση μου! Και πιστεύω ότι το πνεύμα του Δημητρίου Γούναρη, του Δικαίου Αριστείδη, δεν ευλογεί όσους υιοθετούν άκριτα ένα ψέμα. Μπορεί να μην ήξερε, πριν δικασθεί και καταδικασθεί, ποια στάση είχε τηρήσει, τον Αύγουστο του 1922, ο Πλαστήρας. (Κι ας προσθέσω: όχι μόνο αυτός, αλλά και κάποιοι άλλοι στρατιωτικοί ηγήτορες, ανάμεσά τους γενναίοι βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί). Τώρα -εκεί, όπου βρίσκεται- πρέπει να το ξέρει. Ήταν και ο Δημήτριος Γούναρης άφοβος και δεν επέτρεψε ποτέ, ούτε στις ώρες των πιο μεγάλων παθών, να τον περιστοιχίζουν ή να τον παρακολουθούν σωματοφύλακες. Ανήκει και αυτός στους γενναίους, που δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους τη «φυγή». Μπορούσε, ως την ώρα που μπήκαν στην Αθήνα ο Πλαστήρας και ο Γονατάς, να γίνει «φυγάς». Είχε προπαρασκευασθεί από φίλους, εν αγνοία του, η φυγή. Οργίσθηκε, όταν τόλμησαν οι καλοπροαίρετοι φίλοι να του το πουν. Μέσα του ζούσε το πνεύμα του Σωκράτη και του Φωκίωνος. Πρέπει μάλιστα να πω, ότι και οι Εξ δεν σκέφθηκαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Στεργιάδη, του εκλεκτού του Ελευθερίου Βενιζέλου, που απέσπασε την εμπιστοσύνη (τι αλλόκοτο θέλημα της μοίρας!) και των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων. Οι Εξ, αντίθετα από το Στεργιάδη, που δεν ήρθε από τη Σμύρνη στην Αθήνα, αλλά κατέφυγε στο εξωτερικό, έμειναν στο πάτριο έδαφος, για να πέσουν, δίχως να λυγίσουν ούτε στιγμή, επάνω στο ελληνικό χώμα. Θα κάμω εδώ και μιαν άλλη παρατήρηση, που μπορεί να ’ναι διδακτική για κάποιους σημερινούς ή αυριανούς Έλληνες. Τον Πλαστήρα, που έχω το αίσθημα, ότι, αν περνούσε απόλυτα από το χέρι του, θα απέφευγε την εκτέλεση των Εξ, τον καλωσόρισα, το Δεκέμβριο του 1944, σαν άνδρα χρήσιμο, την ώρα εκείνη, στο Ελληνικό Έθνος, που είχε φθάσει στο χείλος του γκρεμού. Άλλοι -ανάμεσά τους και κάμποσοι, που είχαν μεταβάλει σε πολιτικά κερδοφόρο επάγγελμα τη διατήρηση του αντιβενιζελικού φανατισμού, και με κατηγορούσαν για τη στάση μου απέναντι του Ελευθερίου Βενιζέλου ή και του Πλαστήρα- δέχθηκαν ασμένως, όταν αυτό συνέφερε στο κόμμα τους (στο κόμμα, όχι στο Έθνος), την πολιτική συνεργασία με άνδρες, που είχαν πρωτοστατήσει στην επανάσταση του 1922 και που συνέβαλαν, στα παρασκήνια ή στο προσκήνιο, αποφα-

Γυρίσαμε στην Αθήνα στις αρχές Οκτωβρίου του 1923. Συνέπεσε μάλιστα να ταξιδεύουμε με τη μετέπειτα σύζυγο του Ιωάννη Χαραμή, την Αγγέλα, και τη μητέρα της. Τότε ήταν μικρό κοριτσάκι. Τα ταξίδια τότε διαρκούσαν πολύ. Δεν υπήρχε αεροπλάνο. Κάναμε δυο μέρες και τρεις νύχτες για να φτάσουμε από το Μόναχο στην Αθήνα. σιστικώτερα από τον Πλαστήρα, στην εκτέλεση των Εξ. Δεν τους κατηγορώ. Μιμήθηκαν τον Λουδοβίκο τον δέκατον όγδοο, που έκαμε υπουργό του, για το συμφέρον του «καθεστώτος», έναν από τους «βασιλοκτόνους», τους φονείς του αδελφού του, τον Φουσέ. Αλλά ας μη κατηγορούν εμένα. Δεν είναι αρετή ο φαρισαϊσμός. Θεώρησα αναγκαία την παρένθεση αυτή. Ξαναγυρίζω στο ζοφερό πρωινό της 15ης (28ης) Νοεμβρίου 1922. Κάποια τραγωδία σημειώθηκε και το πρωινό εκείνο. Κι αν δεν μπορεί, στις ιστορικές διαστάσεις της, να συγκριθεί με τη μεγάλη τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής, με το οριστικό ξερίζωμα του Ελληνισμού από προαιώνιες εστίες, κάποιος Πλούταρχος, αν ζούσε σήμερα, θα στεκόταν και στην τραγωδία εκείνη, και θα παραλλήλιζε τα θύματά της -τους Εξ- με αξιομνημόνευτους αρχαίους Έλληνες ή Ρωμαίους. Η ηθική ιστορία του κόσμου δεν εξετάζει, ποιος είχε δίκιο στην πολιτική του και ποιος δεν είχε, ποιος έκαμε σφάλματα (και ποιος δεν έκαμε!) περισσότερα ή λιγώτερα από τους αντιπάλους του, αλλά εξετάζει το χαρακτήρα, το ήθος, το ατομικό ανάστημα των ανθρώπων, που ευτύχησαν ή ατύχησαν στο δημόσιο βίο τους, και ιδιαίτερα τη στάση, που ετήρησαν μπροστά στο θάνατο. Όσοι είδαν τους πέντε από τους Εξ να περιστοιχίζουν το Δημήτριο Γούναρη, όταν σύρθηκε από το κρεβάτι της κλινικής στη φυλακή μετά την απόφαση του Εκτάκτου Στρατοδικείου, όσοι είδαν τους οικείους των Εξ, όταν τους δόθηκε η άδεια, να αποχαιρετούν τους μελλοθάνατους, που η στω-

44


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ική γαλήνη τους επέβαλε σε όλους να αποφύγουν θρήνους και υστερικές κραυγές, όσοι είδαν τους Εξ ολόρθους (ναι, ολόρθος και λυγερός σαν κυπαρίσσι στάθηκε και ο Δημήτριος Γούναρης, που λίγο πριν με δυσκολία είχε σηκωθεί από το κρεβάτι) μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, όσοι τέλος είδαν τους οικείους και ελάχιστους θαρραλέους φίλους των Εξ να περισυλλέγουν τα λείψανά τους στο νεκροταφείο, όπου πετάχτηκαν σα σκουπίδια, δεν μπορεί παρά να θυμούνται (και ζουν ακόμα μερικοί) τις σκηνές εκείνες, όσο φανατικοί εχθροί των Εξ κι αν ήταν τότε, με ευλαβικό δέος. Ποιοι ήταν, άλλωστε, οι άνδρες εκείνοι, που τους επιφυλάχθηκε η φοβερή αυτή μοίρα; Δεν θα επικαλεσθώ τη γνώμη οπαδών και φίλων τους. Ας θυμηθούμε τι έγραψε ο μέγιστος των αντιπάλων τους. Απαντώντας σε επιστολή του Παναγή Τσαλδάρη, διαδόχου του Δημητρίου Γούναρη στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έγραψε στις 3 Φεβρουαρίου 1929: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως» (είχε καλέσει όλους σε σύσκεψη πριν γράψει την επιστολή αυτή) «θεωρεί, ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίας κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν καταστροφήν. Δύναμαι μάλιστα να σας βεβαιώσω, ότι το επ’ εμοί πιστεύω ακραδάντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς, αν η πολιτική των οδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον». Μπορεί η επιστολή αυτή να είχε υπαγορευθεί και από πολιτική σκοπιμότητα, αλλά οι λέξεις «με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον» και «ακραδάντως» δεν μπήκαν,

νομίζω, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν έναν εφήμερο πολιτικό σκοπό της ώρας εκείνης. Αλλά όπως και να ’χουν τα πράγματα, όποια και να ’ταν η γνώμη του Ελευθερίου Βενιζέλου ή άλλων, αντιπάλων ή οπαδών των Εξ, το δράμα, που σημειώθηκε στο ζοφερό πρωινό της 15ης (28ης) Νοεμβρίου 1922, θα μπορούσε και θα ’πρεπε, στην πεντηκοστή επάνοδο της ημερομηνίας εκείνης, να προκαλέσει αυτό καθ’ αυτό, άσχετα από πολιτικές κρίσεις, άσχετα από τις ιστορικές εκτιμήσεις των γεγονότων της περιόδου 1915 - 1922, μια στιγμιαία στάση προσοχής -μια σιγή ενός λεπτού- όλων των Ελλήνων. Σε σας, τον συγγραφέα (ποιητή) των έργων «Το νούμερο 31328», «Αιολική Γη» και «Γαλήνη», που αφιερώσατε ολόκληρο το έτος 1972, με τόσο πόνο, με ιερή ευλάβεια, με χαμηλόφωνη ευγλωττία, στη συμφορά του Μικρασιατικού Ελληνισμού, σε σας τον καλό μου φίλο αισθάνθηκα την ανάγκη να πω τα λόγια αυτά, σα να τα ’λεγα στον ίδιο τον εαυτό μου. Πριν από τις εκτελέσεις, είχα καταφύγει σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο στο Μέλανα Δρυμό, για να γράψω την εναίσιμο διατριβή μου. Δηλαδή και πριν από τις εκτελέσεις, είχα αποφασίσει να επισπεύσω τις σπουδές μου, γιατί είχε ήδη γίνει η Μικρασιατική Καταστροφή και όλα έδειχναν ότι τραγική θα ήταν και η συνέχεια στην Αθήνα. Έτσι, κατόρθωσα το Φεβρουάριο του 1923, όταν ήμουν πια μόνος στη Χαϊδελβέργη, να δώσω εξετάσεις, αφού είχα καταθέσει τη διατριβή μου, και έτσι να τελειώσω τις σπουδές μου. Έπειτα πήγα στο Μόναχο και ύστερα από δύο μήνες γυρίσαμε στην Αθήνα.

Ο πολιτικός πρέπει να έχει ολοκληρωμένο χαρακτήρα και όχι μορφωτικά εφόδια ορισμένου είδους. Πράγματι πολιτικός -άσχετα με την ποιότητα και την ποσότητα των μορφωτικών εφοδίων του- είναι όποιος έχει κυρίως τα ακόλουθα γνωρίσματα: Πρώτον, όποιος ενδιαφέρεται περισσότερο για τα κοινά παρά για την ιδιωτική του ζωή ή για ορισμένη σφαίρα κοινωνικής δραστηριότητας. Δεύτερον, όποιος συνδέεται με την ψυχή του Λαού με κάποιαν «εκλεκτική συγγένεια». Τρίτον, όποιος είναι θαρραλέος, ικανός να παίρνει αποφάσεις, αλλά και να αψηφάει κινδύνους. Ο πρώτος κίνδυνος που πρέπει να είναι ικανός να αψηφάει, είναι ο κίνδυνος της αποτυχίας. Αλλά πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να αντιμετωπίσει γαλήνια και τον έσχατο των κινδύνων, εκείνον που μπορεί να στοιχίσει την ίδια του τη ζωή.

45


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Και η «αντεπανάσταση» ήρθε τον Οκτώβριο του 1923

κάτι προετοιμαζόταν, αλλά οι υπεύθυνοι φορείς της «Επαναστάσεως» δεν έδωσαν καμμιά προσοχή στις υποψίες του. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Λίγο έλειψε να καταρρεύσει, χωρίς να έχουν καν κινηθεί, στην ίδια την Αθήνα, «αντεπαναστατικές» στρατιωτικές μονάδες, το καθεστώς της «Επαναστάσεως». Τον ισχυρισμό μου, ότι την επικείμενη «αντεπανάσταση» την γνώριζαν και πολλοί πολίτες, δεν θα τον αφήσω αόριστο και αφηρημένο. Είχα επιστρέψει στην Ελλάδα από τις σπουδές μου στη Γερμανία, όπου είχα ανακηρυχθεί διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης σε ηλικία μόλις είκοσι χρονών. Μιαν ολόκληρη εβδομάδα πριν κηρυχθεί η «αντεπανάσταση», είχα μυηθεί στη συνωμοσία από τον πατέρα μου. Ζούσα, τότε, μέσα μου τη νωπή βαρειά οδύνη, που είχε προκαλέσει η εκτέλεση του Δημητρίου Γούναρη, αδελφού της μητέρας μου, που ήταν για τα μάτια μου (και εξακολουθεί να είναι) η ενσάρκωση της Αρετής. Η οδύνη αυτή, καθώς και ολόκληρη η βαρεία ατμόσφαιρα του Διχασμού, που μέσα της είχα ζήσει τα εφηβικά μου χρόνια, δεν μου είχαν ακόμα επιτρέψει -μολονότι είχα ήδη συνάψει στενούς φιλικούς δεσμούς και με βενιζελικούς συμφοιτητές μου, σβήνοντας μέσα μου λίγο-λίγο τη διαχωριστική γραμμή, που διαιρούσε τους δυο Ελληνικούς Λαούς- να εκτιμήσω τις περιστάσεις της ιστορικής εκείνης ώρας αντικειμενικά. Συμμερίσθηκα, λοιπόν, την ανάγκη για μιαν «αντεπανάσταση». Και όχι μόνο μυήθηκα, αλλά δυο μέρες πριν από την έκρηξη του «αντεπαναστατικού» κινήματος, πήγα στην Πάτρα, τη γενέτειρά μου, έλαβα μέρος σε μια σύσκεψη πολιτών, τουλάχιστον δεκαπέντε, στο σπίτι του εξαδέλφου μου Βασιλείου Σαγιά (βουλευτή αργότερα και υπουργού), και λίγη ώρα πριν φθάσει από τους στρατώνες το απόσπασμα, που θα αφόπλιζε τη φρουρά της έδρας του Σώματος Στρατού και κατοικίας του σωματάρχη, βρισκόμουν με μιαν ομάδα πολιτών (όλοι είχαμε οπλισθεί με πιστόλια) κάτω από τις καμάρες ενός γειτονικού δρόμου. Αποστολή της ομάδας αυτής ήταν να βοηθήσει το στρατιωτικό απόσπασμα, αν χρειαζόταν βοήθεια. Αλλά δεν χρειάσθηκε. Γύρω στους εκατό πολίτες γνώριζαν, στην Πάτρα, ότι θα γινόταν το κίνημα. Σκεφθείτε, πόσοι άλλοι -αξιωματικοί και πολίτες- το γνώριζαν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Κι όμως, τίποτε δεν είχαν πληροφορηθεί ή και απλώς υποψιασθεί οι έμπει-

Η Μικρασιατική καταστροφή ετροφοδότησε τον εθνικό Διχασμό με νέο υλικό. Η «Επανάσταση» του Σεπτεμβρίου 1922 ήταν, βέβαια, στρατιωτικό κίνημα. Αλλά τα πλοία, που έφεραν τους «επαναστάτες» από τη Λέσβο και τη Χίο στο Λαύριο και στην Αθήνα, βρήκαν μπροστά τους έτοιμο να τους υποδεχθεί τον έναν από τους δυο Ελληνικούς Λαούς, και έσερναν πίσω τους, αθέατους ακόμα τους πιο πολλούς, τους ξεριζωμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας, μυριάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, που ήταν τα ιερά θύματα της συμφοράς, έμμεσα -άσχετα από τις ευθύνες της μιας ή της άλλης μερίδας- του εθνικού Διχασμού. Η εκτέλεση των Εξ πρόσφερε νέα τροφή στον Διχασμό. Ο ένας από τους δυο Ελληνικούς Λαούς, ο αντιβενιζελικός, που ως τις 15/28 Νοεμβρίου 1922 είχε μουδιάσει, αναστατώθηκε, συσπειρώθηκε και ταμπουρώθηκε πάλι στο πολιτικό του μέτωπο, έτοιμος να υποστηρίξει κάθε στρατιωτική «αντεπανάσταση». Και η «αντεπανάσταση» ήρθε. Ήρθε τον Οκτώβριο του 1923. Την ηγεσία την είχαν δυο στρατηγοί, που είχαν συνταχθεί με την «Επανάσταση» του 1922. Κινητήρια, όμως, δύναμη ήταν μια ομάδα αντιβενιζελικών λοχαγών, και πίσω από αυτούς βρισκόταν ο Ιωάννης Μεταξάς, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες -ίσως, ο σημαντικώτερος- του εθνικού Διχασμού. Δεν βρισκόταν πίσω τους με την ιδιότητα του στρατηγού, αλλά ως πολιτικός ηγέτης. Και στην Πελοπόννησο, όταν κηρύχθηκε η «αντεπανάσταση», έλαβε αμέσως μέρος, πλάι στις στρατιωτικές φρουρές, που εστασίασαν, ένα μεγάλο τμήμα του Λαού, σε ορισμένους νομούς η πλειοψηφία. Ήμουν ο ίδιος εκεί και το είδα. Η απόφαση για τη στρατιωτική «αντεπανάσταση» ήταν, πολλές μέρες πριν εκραγεί, γνωστή σε μεγάλο αριθμό όχι μόνο αξιωματικών, αλλά και πολιτών. Κι όμως η «Επανάσταση», η ηγεσία και οι στρατηγοί της, άνδρες ασκημένοι στη διάγνωση κάθε κινδύνου, που κρατούσαν σφιχτά στα χέρια τους τα νήματα του ελέγχου σε ολόκληρη τη χώρα, δεν πληροφορήθηκαν τίποτε. Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, παραμερισμένος τις ώρες εκείνες, ήταν ίσως ο μόνος, που είχε οσφρανθεί, ότι

46


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ροι ηγέτες, επιτελείς, παράγοντες του «επαναστατικού» καθεστώτος. Δεν επικαλούμαι το περιστατικό αυτό σαν ελαφρυντικό για όσους, στις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967, αιφνιδιασθήκαμε. Το εμνημόνευσα μόνο σαν ένα αξιοπρόσεχτο προηγούμενο.

Ο αντιβενιζελισμός ήταν ακέφαλος. Ο Γούναρης, ο Στράτος, ο Πρωτοπαπαδάκης, ο Μπαλτατζής, ο Θεοτόκης είχαν εκτελεστεί. Από την άλλη μεριά, ο Ιω. Μεταξάς, όταν απέτυχε το Κίνημα, έφτασε κρυφά στην Πάτρα, επιβιβάστηκε σ’ ένα βαπόρι και κατέφυγε στην Ιταλία.

Επικεφαλής του Κινήματος ήταν δύο έξοχοι πολεμιστές που είχαν λάβει μέρος στην Επανάσταση του ’22. Ήταν βενιζελικής καταγωγής: οι στρατηγοί Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης. Κάμποσοι νέοι λοχαγοί που είχαν μυηθεί, είχαν σχέσεις με τον Ιωάννη Μεταξά και χωρίς να το θέλουν οι δύο στρατηγοί, έλαβε έμμεσα γνώση του σχεδιαζομένου αντεπαναστατικού Κινήματος κι ο Μεταξάς, ο οποίος άρχισε να κατευθύνει τους νεαρούς λοχαγούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μανιαδάκης, άσχετα από τις διαταγές που έπαιρναν από τους στρατηγούς. Δεν ξέρω από ποιον πληροφορήθηκε ο πατέρας μου ότι θα γίνει το Κίνημα. Φύγαμε μαζί και πήγαμε στην Πάτρα. Η εκδήλωση του αντεπαναστατικού Κινήματος θα γινόταν βέβαια από τη στρατιωτική μονάδα που βρισκόταν εκεί, αλλά ήταν σχετικά αδύνατη, γι’ αυτό είχε αποφασιστεί να συμβάλουν και ορισμένοι πολίτες. Μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι του πρώτου μου εξαδέλφου -του μετέπειτα, μετά το 1933, βουλευτή και υπουργού του Λαϊκού Κόμματος Βασιλείου Σαγιά- τριάντα περίπου άτομα οπλισμένα. Είχα κι εγώ ένα πιστόλι. Ήμασταν έτοιμοι να συμβάλουμε στην εκδήλωση του Κινήματος, αλλά την τελευταία στιγμή έρχεται η είδηση ότι αναβάλλεται για είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν μπορείς να φανταστείς τι σημαίνει κάτι τέτοιες στιγμές η αναβολή ενός Κινήματος επικίνδυνου όπως ήταν εκείνο. Αποσυρθήκαμε όλοι στα σπί-

τια μας. Εγώ με τον πατέρα μου πήγα στο σπίτι του Δημ. Γούναρη, στην παραλία της Πάτρας, το οποίο ήταν τότε αδειανό, και την επομένη το βράδυ μαζευτήκαμε πάλι στο σπίτι του Σαγιά και στις 12 ακριβώς τα μεσάνυχτα πήγαμε στην οδό Κορίνθου, η οποία έχει στοές. Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Σκορπίσαμε και περιμέναμε την κάθοδο του στρατιωτικού τμήματος απέναντι από το Διοικητήριο της Μεραρχίας. Είδαμε λοιπόν σε μια στιγμή να κατεβαίνει η δύναμη του Στρατού, διακόσιοι περίπου άντρες, και μπροστά ορισμένοι αξιωματικοί. Στο Διοικητήριο ήταν δύο φρουροί. Αν θα είχαν προβάλει αντίσταση, θα επιτιθέμεθα κι εμείς. Δεν χρειάστηκε, όμως, γιατί οι αξιωματικοί που ήταν επικεφαλής άρπαξαν τα όπλα των δύο φρουρών, έθεσαν υπό κράτησιν το διοικητή της Μεραρχίας κι έτσι επικράτησε στην πόλη το αντεπαναστατικό Κίνημα του 1923. Εμείς, οι πολίτες, πήγαμε στο κεντρικό κατάστημα των Τ.Τ.Τ. και τα καταλάβαμε με πολλή άνεση, γιατί πολλοί συμφωνούσαν με το Κίνημα. Εγώ δεν συνέβαλα ιδιαίτερα.

Όλα τα στρατιωτικά κινήματα, που σημειώθηκαν από το 1916 ως το 1935, είχαν, άμεσα ή έμμεσα, ούσιαστική σχέση με τον εθνικό Διχασμό. Από το 1915, είχαμε δυο Ελληνικούς Λαούς. Ελάχιστοι άνθρωποι στάθηκαν στην «ουδετέρα ζώνη». Θάθελαν, ίσως, περισσότεροι, ακόμα και πολιτικοί άνδρες, να σταθούν εκεί ή μάλλον να παρεμβληθούν ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Αλλά και πολιτικούς ηγέτες, που θάθελαν να το κάμουν, τους εμπόδιζαν οι οπαδοί τους, οι φανατισμένοι, που ζούσαν από το μίσος και το εμφύλιο πάθος, οι «παθόντες», που ζητούσαν να αμειφθούν ή να εκδικηθούν. Αυτή, όμως, είναι μια άλλη ιστορία.

47


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Το Κίνημα εκείνο απέτυχε τελικά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Εγώ γύρισα στην Αθήνα και η Επανάσταση αποφάσισε να προκηρύξει εκλογές για Εθνοσυνέλευση και όρισε για τη διενέργεια των εκλογών τη 12η Δεκεμβρίου 1923.

λύσουν. Δεν μας χτύπησαν. Ήταν όμως αδύνατον να διαλυθούμε. Αντίθετα, κόντεψαν να διαλυθούν αυτοί. Ο όγκος αυτού του λαού προχώρησε και γέμισε την Πλ. Συντάγματος. Ο Πιπινέλης, ο Τουρνάκης κι εγώ, φτάσαμε στο σημείο εκείνο, όπου πολύ αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου 1944, έφτασε η τεράστια διαδήλωση του ΕΑΜ. Μπροστά στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας» ήμασταν εκατοντάδες άνθρωποι, πίσω χιλιάδες και εκεί που στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 ήταν η αστυνομία, τότε ήταν παρατεταγμένος στρατός, γιατί λίγο παραπάνω ήταν τα γραφεία της Επαναστάσεως, ο Πλαστήρας και ο Γονατάς. Στην αρχή της Βασ. Σοφίας είχαν πέσει πρηνηδόν στην πρώτη σειρά στρατιώτες, στη δεύτερη σειρά ήταν γονατιστοί και στην τρίτη σειρά ορθοί με προτεταμένα τα όπλα. Οπότε, όταν φτάσαμε σ’ εκείνο το σημείο, ακούμε ξαφνικά το παράγγελμα: «Πυρ»! Γύρω μας άρχισαν να πέφτουν αρκετοί σκοτωμένοι και άλλοι τραυματισμένοι. Εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατον να αποφύγει το κράτος αυτή την αντιμετώπιση του λαού που είχε εξεγερθεί, γιατί αλλιώς θα είχαμε καταλύσει την Επανάσταση. Το ίδιο θα συνέβαινε και στις 3 Δεκεμβρίου του 1944. Αν δεν χτυπούσε η Αστυνομία, θα είχε το ΕΑΜ καταλύσει την κυβέρνηση Παπανδρέου. Το κράτος είναι αναπότρεπτο σε ορισμένες στιγμές να χτυπήσει. Ένα θαύμα μας έσωσε. Τρέξαμε αριστερά και μπήκαμε στο υπόγειο του ζαχαροπλαστείου «Γιαννάκη». Το ξενοδοχείο της «Μεγ. Βρετανίας» δεν είχε τη σημερινή έκτασή του. Δίπλα, επί της οδού Πανεπιστημίου, ήταν το ζαχαροπλαστείο «Γιαννάκη». Τα πάντα ήταν κλειστά, αλλά είχε μείνει ανοιχτή η πόρτα του υπογείου. Τρέξαμε εμείς οι τρεις και καμιά δεκαριά άλλοι, πήραμε και δυο-τρεις τραυματίες, κλείσαμε την πόρτα και μείναμε δυο ώρες περίπου, ώσπου διαπιστώσαμε ότι τα πάντα είχαν ηρεμήσει. Ο αντιβενιζελισμός ύστερα από αυτή την αιματηρή σύγκρουση, δεν έλαβε μέρος στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές αυτές μάλιστα αναβλήθηκαν για δύο εβδομάδες.

Ήμουνα 21 έτους και μέσα σε δύο χρόνια είχα ξεπεράσει όλα αυτά τα αισθήματα, τα οποία, εάν με είχαν κυριεύσει για πάντα, θα με είχαν καθηλώσει σε απολύτως ξεπερασμένες μορφές πολιτικής ιδεολογίας. Θυμάμαι όμως πάντοτε και αυτή την περίοδο της ζωής μου, η οποία -αν όχι τίποτα άλλο- με έκανε να αποκτήσω εμπειρίες πολύ σημαντικές. Εκτός από τις τραγικές εμπειρίες της φυλακίσεως του πατέρα μου και της εκτελέσεως των Εξ είχα την εμπειρία της συμμετοχής μου σ’ ένα Κίνημα τον Οκτώβριο του 1923 και είχα την εμπειρία της συμμετοχής μου σ ένα μεγάλο συλλαλητήριο, το οποίο χτυπήθηκε και το οποίο, βέβαια, είχε ως αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες. Ακέφαλοι, λοιπόν, οι αντιβενιζελικοί, δεν ήξεραν τι να κάνουν. Στην αρχή σχηματίστηκε μια επιτροπή στην Αθήνα, η οποία αποφάσισε να πάρει μέρος στις εκλογές. Τελικά δεν έλαβε μέρος, αλλά οργάνωσε ένα καταπληκτικό συλλαλητήριο στις Στήλες του Ολυμπίου Διός. Το επέτρεψε η Επανάσταση, αφού θα πηγαίναμε για εκλογές. Στο συλλαλητήριο αυτό πήγα κι εγώ με δυο φίλους μου: τον Παναγιώτη Πιπινέλη (ο οποίος έγινε διπλωμάτης, πρωθυπουργός, και, δυστυχώς, υπουργός Εξωτερικών της δικτατορίας. Δεν είχαμε ποτέ συμφωνήσει. Αυτός ήταν προσηλωμένος στις παλαιές ιδέες του μοναρχισμού) και με τον Ιωάννη Τουρνάκη, ο οποίος λίγο αργότερα έγινε καθηγητής στην Ανωτάτη Εμπορική Σχολή. Η συγκέντρωση ήταν τεράστια και βέβαια δεν μπορούσε αυτός ο όγκος του ελληνικού λαού να διαλυθεί αυτομάτως. Έπρεπε να φύγει από διάφορους δρόμους. Και φεύγοντας σχημάτιζε διαδηλώσεις. Μια από αυτές έφτασε στο Σύνταγμα. Εμείς οι τρεις ακολουθήσαμε το τμήμα εκείνο που πέρασε από την οδό Φιλελλήνων. Εκεί ήταν έφιπποι με τα ξίφη προτεταμένα και προσπαθούσαν να μας δια-

48


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Τον Αύγουστο του 1921, με φίλες του στη Γερμανία

Είχα πια απόλυτη ανεξαρτησία. Εκεί έκανα και τους πρώτους δεσμούς με κοπέλλες. Στην Ελλάδα δεν ήταν εύκολο να συνδεθείς. Βέβαια υπήρξαν δύο τρεις περιπτώσεις που μου δημιούργησαν συναισθηματική αναστάτωση μα δε μπορώ να προσδιορίζω αν εκείνος ο έρωτας ήταν πλατωνικός ή κάτι περισσότερο. Δε μπορούσα να κάνω σχέση γιατί δε δινόταν η ευκαιρία, ούτε μπορούσα να διαπιστώσω αν υπήρχε ανταπόκριση. Από φόβο, ίσως ναι. Και από προκατάληψη ότι αυτή είναι η αγωγή ενός σωστού νέου. Στη Γερμανία όμως τα πράγματα άλλαζαν.

Με συμφοιτητές του στη Χαϊδελβέργη, 1922.

49


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Νεώτατος, διάλεξα την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, όχι την πολιτική Στα τέλη του 1923, αφού είχα επιστρέψει από τη Γερμανία στην Ελλάδα, τυπώθηκε στο Μόναχο με ελληνικά γράμματα (το αμάρτημά μου αυτό το πλήρωσε ο πατέρας μου) το δεύτερο βιβλίο μου, ένα μυθιστόρημα (κράμα ρεαλισμού, ρομαντισμού και εξπρεσιονισμού) με τον τίτλο «Η λυτρωμένη από το σόι που χάθηκε». Είχα ανακηρυχθεί «διδάκτωρ» του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης τον Φεβρουάριο του 1923, και τόγραψα στο Μόναχο το καλοκαίρι του ίδιου έτους, για να ξεφύγω από κάθε λογική έννοια. Κι αυτό το βιβλίο μου, που είναι γεμάτο ορθογραφικά λάθη, γιατί έφυγα πριν τυπωθεί και δεν έκαμα τις διορθώσεις ο ίδιος, δεν το πρόσεξε στην Ελλάδα κανένας. Αλλά πρόσεξε δυο ποιήματα, που περιέχονται στο μυθιστόρημα εκείνο, ο καθηγη-

τής του Πανεπιστημίου της Λειψίας Karl Dieterich. Τα μετέφρασε θαυμάσια στα γερμανικά και τα περιέλαβε -ξαφνιάστηκα όταν τα είδα- στην ανθολογία «Νεοέλληνες Λυρικοί» («Neugriechische Lyriker»), που εκδόθηκε στο 1928 με πρόλογο του Gerhard Hauptmann. Είναι τα ποιήματα, που αρχίζουν με τους στίχους «Μεσοστρατίς το δρόμο επήραν πίσω» («Auf halbem Weg sah man sie heimwurts streben») και «Σύγνεφα μαύρα αργοκυλάνε» («Ein schwarz Gewolk walzt langsam sich daher»). Αλλά ποιητής δεν έγινα. Όμως, η άσκησή μου στον έμμετρο λόγο, που δε σταμάτησε παρά στο 1955, με βοήθησε πολύ ν’ αγαπήσω τη «δημοτική», να βρω μέσα της ό,τι θα ’ταν αδύνατο να μου δώσει η «καθαρεύουσα».

Σπούδασα νομικά και πολιτικές επιστήμες. Εδίδαξα κοινωνιολογία. Αλλά από παιδί διάβαζα ποίηση (έγραφα και ο ίδιος ποιήματα), αγαπούσα τη μουσική (έπαιζα πιάνο), μελετούσα ιστορία και φιλοσοφία, και αισθανόμουνα βαθιά συγκίνηση όταν αντίκριζα ένα ωραίο φυσικό τοπίο ή ένα έργο τέχνης. Δεν πιστεύω ότι όλα αυτά είναι απαραίτητα για ένα πολιτικό. Νομίζω, όμως, ότι δεν είναι και περιττά, δεν είναι άχρηστο βάρος.

Εγώ υπηρετούσα στρατιώτης στο 12ο Σύνταγμα της Πάτρας όταν έγινε το Δημοψήφισμα του Απριλίου. Το 12ο Σύνταγμα το διοικούσε ένας παλαιός ταγματάρχης, ο οποίος συμπεθέρευε κάπως με την οικογένειά μας. Όταν έγινε το Δημοψήφισμα κι έλαβαν μέρος και οι στρατιώτες, παρατάχθηκε όλο το Σύνταγμα κατά τριάδες. Εμένα με έβαλαν τελευταίο. Ο ταγματάρχης και τρεις-τέσσερις άλλοι αξιωματικοί στέκονταν μπροστά κι ενώ οι στρατιώτες περνούσαν τρεις-τρεις, τους έδιναν ψηφοδέλτιο μόνο της Δημοκρατίας. Όταν έφτασε η δική μου σειρά -επίτηδες με είχαν βάλει τελευταίο- χαμογελώντας ο ταγματάρχης μού δίνει και τα δύο ψηφοδέλτια και μου λέει: «Ρίξε όποιο θέλεις». Το όνομά του ήταν Αλεξάνδρου. Ήταν βενιζελικός, αλλά τα αισθήματα τα προσωπικά δεν είχαν διαταραχθεί τόσο όσο θα πίστευε κανείς. Πάντως, ύστερα από την εκτέλεση των Εξ, όχι μόνο οι αντιβενιζελικοί έβλεπαν την οικογένειά μου κι εμένα προσωπικά με μεγάλη αγάπη και στοργή, αλλά και πολλοί βενιζελικοί είχαν

50


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αισθανθεί την ανάγκη μιας ψυχικής επαφής τουλάχιστον μαζί μου, όταν μετά το 1925 άρχισα να δρω και επιστημονικά. Όταν εξεπλήρωσα τα στρατιωτικά μου καθήκοντα και πήρα το ενδεικτικό του τυφεκιοφόρου, εγκατέλειψα τη σκέψη να ασκήσω τη δικηγορία και στράφηκα προς την κοινωνιολογία. Το έκανα με την προοπτική να διδάξω κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο, όπου δεν υπήρχε ακόμη έδρα. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστοι μόνο κοινωνιολόγοι τότε στην Ελλάδα. Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες. Η κοινωνιολογία ήταν άγνωστη στο Πανεπιστήμιο, γνωστή όμως στον κύκλο που είχε δημιουργήσει ο Παπαναστασίου το 1908. Ο «Κύκλος των Κοινωνιολόγων», εκτός από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου που ήταν επικεφαλής, είχε μέλη του τον Παναγιώτη Αραβαντινό, τον Κώστα Τριανταφυλλόπουλο (μετέπειτα καθηγητή της Νομικής Σχολής), τον Θρ. Πετιμεζά (επίσης καθηγητή αργότερα της Νομικής Σχολής) και μερικούς άλλους. Εδώ πρέπει να πω πως υπήρχε κάποια αντιστοιχία κατευθύνσεων του Δημ. Γούναρη και του Αλ. Παπαναστασίου. Και οι δύο είχαν προλάβει τον Ελ. Βενιζέλο. Και ο μεν Γούναρης αντέδρασε, ενώ ο Αλ. Παπαναστασίου μπορεί να αντέδρασε μέσα του όταν είδε ότι έρχεται από την Κρήτη για να σώσει την Ελλάδα, αλλά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε ή δεν έπρεπε να αντιδράσει και προσχώρησε στον Βενιζέλο ως η άκρα Αριστερά του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Γιατί πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το Κόμμα των Φιλελευθέρων, όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλη παράταξη, είχε πτέρυγες. Ο Ελ. Βενιζέλος ανήκε στη δεξιά πτέρυγα. Και όχι μόνο τότε, αλλά και το 1928, που ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Ήταν πολύ συντηρητικός. Υπήρχαν όμως και οπαδοί του, πιο προοδευτικοί. Έφταναν μάλιστα έως τις παρυφές του σοσιαλισμού. Στράφηκα λοιπόν στην κοινωνιολογία και το 1925 με εισήγαγαν ο Δημητρός Καλιτσουνάκης και ο Αριστοτέλης Σιδερής, στην Εταιρεία Κοινωνικών Επιστημών, όπου επικρατούσε το πνεύμα του Αλ. Παπαναστασΐου. Εκεί γνώρισα και τον ίδιο τον Παπαναστασίου και συνδέθηκα ιδιαίτερα μαζί του. Χαρακτηριστικό δείγμα της ανιδιοτέλειας που είχε, είναι ότι δεν μου ζήτησε ποτέ να γίνω πολιτικός του οπαδός και δεν μειώθηκε η στοργή που έτρεφε για μένα όταν διαπίστωσε ότι δεν τον παρακολουθώ κομματικά. Βέβαια, εγώ είχα αρχίσει να απομακρύ-

νομαι από την παραδοσιακή θέση μου. Είχα παύσει να είμαι βασιλόφρων. Είχα παύσει να είμαι αντιβενιζελικός. Είχε αρχίσει μέσα μου να αναπτύσσεται η σκέψη και η ανάγκη να ξεπεραστεί ο διχασμός, αλλά όταν το 1926, μετά τη δικτατορία του Παγκάλου, σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση, δέχτηκα να αναλάβω τη γενική γραμματεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, την οποία μου πρόσφερε ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και διάδοχος του Δημ. Γούναρη, Παναγής Τσαλδάρης. Στην κυβέρνηση εκείνη ήταν υπό την προεδρία του Αλεξάνδρου Ζαΐμη οι κορυφαίοι πολιτικοί της εποχής: ο Γ. Καφαντάρης, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο Αλ. Παπαναστασΐου, ο Π. Τσαλδάρης, ο I. Μεταξάς.

Σπούδασα νομικά και πολιτικές επιστήμες. Εδίδαξα κοινωνιολογία. (Καλοκαίρι του 1925 στη Φτέρη Αιγίου).

51


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στη Χαϊδελβέργη τη δεκαετία του 1920

ου». Όσο για μένα, ετόλμησα να στείλω, 25 ετών, την πραγματεία μου «Κοινωνιολογικώς σκέπτεσθαι και κοινωνιολογική επιστήμη» σ’ ένα από τα πιο έγκυρα τριμηνιαία περιοδικά της Γερμανίας, όργανο του Ινστιτούτου Κοινωνικών επιστημών της Κολωνίας (Forschungsinstitut fur Sozialwissenschaften in Koln). Η πραγματεία μου δημοσιεύθηκε στο τρίτο τεύχος του 1928.

Όσοι σπουδάσαμε στη Χαϊδελβέργη στη δεκαετία του 1920, ζήσαμε μέσα στην ατμόσφαιρα της τρίτης μεγάλης εποχής του πανεπιστημίου της. Μικρή η ωραία πόλη, ήταν περιτυλιγμένη ολόκληρη από την ατμόσφαιρα αυτή, που ήταν παντού -σε κάθε δρόμο, σε κάθε γωνιά, ακόμα και σε κάθε σπίτι ή πανδοχείο- διάχυτη και πυκνή. Η ίδια πνευματική ατμόσφαιρα θα αραίωνε σε μια μεγάλη πόλη, στο Βερολίνο ή στο Μόναχο, στη Φραγκφούρτη ή στο Αμβούργο, στη Λειψία ή στην Κολωνία. Εδώ, στη Χαϊδελβέργη, ήταν άμεσα αισθητή και η μακρά πνευματική παράδοση αιώνων. Δεν συναντήθηκα με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στη Χαϊδελβέργη. Είχα φύγει -είχα επιστρέψει στην Ελλάδα- όταν έφθασε στην πόλη του Νέκκαρ. Αναπνεύσαμε, όμως, τον ίδιο αέρα στην ίδια δεκαετία, και η πρώτη μας συνάντηση στην Αθήνα, στο 1928, δεν θα είχε στη ζωή μας τη σημασία ενός ακατάλυτου πνευματικού δεσμού, αν του δεσμού αυτού κύριος κρίκος δεν ήταν η Χαϊδελβέργη. Μπορώ, λοιπόν, να πω ότι -αν και δεν βρεθήκαμε τις ίδιες μέρες στη Χαϊδελβέργη, αν και δεν αντίκρισε ο ένας τον άλλον εκεί- συναντηθήκαμε στην Αθήνα εν ονόματι της Χαϊδελβέργης. Και πήραμε αμέσως την απόφαση -μαζί και με τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο που είχε επιστρέψει κι αυτός, τότε, στην Αθήνα- να μεταφέρουμε και στην Ελλάδα κάτι από τη μεγάλη πνευματική παράδοση τής Χαϊδελβέργης. Όταν βρεθήκαμε στην Αθήνα και οι τρεις μαζί, είχαμε δώσει ήδη τα πρώτα δείγματα της πνευματικής εργασίας μας. Και τα είχαμε δώσει στη Γερμανία, όπου ο κίνδυνος να αποδειχθούν ανεπαρκή και να κριθούν αυστηρά ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι θα ήταν στην Ελλάδα, όπου ελάχιστοι θα μπορούσαν να κρίνουν τα θέματα, που χειρισθήκαμε, αλλά και επιεικέστερα θα ήταν ίσως τα πνεύματα των ελάχιστων αρμόδιων κριτών. Ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος εμφανίσθηκε στη Γερμανία, 27 ετών, με το πρώτο σημαντικό έργο του «Πλάτωνος Διαλεκτική του Είναι», που έγινε δεκτό και δημοσιεύθηκε στη σειρά των «Χαϊδελβεργιανών πραγματειών Φιλοσοφίας και Ιστορίας της Φιλοσοφίας». Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εμφανίσθηκε, 29 ετών, με το βαρυσήμαντο έργο του «Η έννοια του θετικού Δικαί-

Αφού ξεκινήσαμε και οι τρεις -ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, και εγώ- με πραγματείες, που δημοσιεύθηκαν, στα έτη 1927-28, στη Γερμανία, αποφασίσαμε, όταν βρεθήκαμε μαζί στην Αθήνα, να κάνουμε μια τολμηρή κοινή προσπάθεια. Βρεθήκαμε, όταν γυρίσαμε από τη Χαϊδελβέργη, σ’ ένα χώρο που, σε σχέση με τη φιλοσοφία, έμοιαζε λίγο ή πολύ με έρημο. Και η έρημος αυτή ήταν άλλοτε η κοιτίδα της φιλοσοφίας. Ο 19ος αιώνας ήταν φιλοσοφικά σχεδόν βουβός στην Ελλάδα. Ανάδειξε μεγάλους ποιητές, από τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ανδρέα Κάλβο ως τον Κωστή Παλαμά, που ξεκίνησε πριν από το 1900, έξοχα εγκυκλοπαιδικά πνεύματα, από τον Αδαμάντιο Κοραή, που ο Paul-Louis Courier είχε ονομάσει «patriarche de la Grece savante», ως τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, τον Δημήτριο Βερναρδάκη και τον Άγγελο Βλάχο, καλούς ιστοριογράφους, που ανάμεσά τους κορυφαίος ήταν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, σοφούς νομομαθείς σαν τον Βασίλειο Οικονομίδη και τον Παύλο Καλλιγά, πολιτικούς άνδρες υψηλής παιδείας, όπως ήταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Χαρίλαος Τρικούπης, και άλλες σημαντικές προσωπικότητες σε ειδικούς κλάδους των Φυσικών επιστημών και της Ιατρικής. Αλλά η φιλοσοφία, που είχε καλλιεργηθεί από έξοχους Έλληνες στον 18ο αιώνα, δεν παραστάθηκε στο λίκνο της Ελλάδος, που αναγεννήθηκε μετά το 1821. Επιχείρησε να σημειώσει την παρουσία της στο πρόσωπο του γενναίου Θεοφίλου Καΐρη, που είχε πολεμήσει ως στρατιώτης στον απελευθερωτικό αγώνα, αλλά η παρουσία αυτή ήταν εκκεντρική, ήταν η παρουσία ενός μονάχου που απομακρύνθηκε από το Χριστιανισμό για χάρη μιας ανεπίκαιρης αφηρημένης θεοσέβειας. Και πέθανε ο Θεόφιλος Καΐρης, όπως και ο Σωκράτης, στη φυλακή. Έμοιαζε με τον Σωκράτη στην ηθική γενναιότητα, καθώς και στη μεγάλη του γενειάδα, αλλά η θυσία του ήταν στο βάθος χωρίς ιστορικό νόημα. Αν έμε-

52


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

νε στη φιλοσοφία και δεν γινόταν ο προφήτης μιας άπιαστης θρησκείας, θα είχε αποθέσει τη σφραγίδα του - ήταν ισχυρό πνεύμα- στον 19ο αιώνα, κι έτσι δεν θα σημειωνόταν το κάπως ανώμαλο φαινόμενο να αναγεννηθεί το ελληνικό πνεύμα -το πνεύμα που είχε γεννήσει άλλοτε τη φιλοσοφία- χωρίς φιλοσοφία. Κάποιες δοκιμές φιλοσοφικής θεωρήσεως του κόσμου έγιναν, στον 19ο αιώνα, και από άλλους, αλλά ήταν -αν εξαιρέσουμε το αξιόλογο έργο του Πέτρου Βράιλα - Αρμένη- αδύνατες και θαμπές. Δεν εφώτισαν τη νεοελληνική ζωή στον 19ο αιώνα.Όταν αποφασίσαμε, στο 1928, να κάνουμε -οι τρεις μαςμια κοινή προσπάθεια για την αναγέννηση της φιλοσοφίας στην Ελλάδα, δεν είχαμε διόλου υποτιμήσει όσα είχαν κάμει προς την κατεύθυνση αυτή μερικοί πρεσβύτεροι θεράποντες της φιλοσοφίας, που ήταν τότε καθηγητές στο πανεπιστήμιο Αθηνών, συγκεκριμένα ο Θεόφιλος Βορέας, ο Κωνσταντίνος Λογοθέτης, ο Χρίστος Ανδρούτσος και ο γιατρός Κωνσταντίνος Μέρμηγκας. Ιδιαίτερα μάλιστα είχαμε εκτιμήσει τα πρώτα, τότε, φιλοσοφικά βήματα του καθηγητή της Θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Λούβαρι, ενός ωραίου -και πολύ συγγενικού με μας, ιδιαίτερα με μένα- πνεύματος, που αργότερα ο παλαιός του φίλος Eduard Spranger του αφιέρωσε εντύπως το μικρό, αλλά γεμάτο μεγάλες σκέψεις, βιβλίο του «Ο άγνωστος Θεός». Ούτε τη φιλοσοφική κατάρτιση είχαμε υποτιμήσει του Μαρξιστή Δημητρίου Γληνού, ενός οξύτατου πνεύματος, ή και αυτού ακόμα του προσανατολισμένου επίσης στον ιστορικό υλισμό καθηγητή της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης Χαράλαμπου Θεοδωρίδη, που αδίκησε τον εαυτό του με τις υπεραπλουστευμένες δοξασίες του. Αλλά οι συμβολές των τεσσάρων καθηγητών του πανεπιστημίου Αθηνών, που εμνημόνευσα πρώτους, στην αναγέννηση του φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα δεν ήταν συνδυασμένες μεταξύ τους, ούτε είχαν δημιουργήσει, αν και ήταν αξιόλογες, μια φιλοσοφική ατμόσφαιρα στην πνευματική, γενικώτερα, ζωή της χώρας μας. Πολύ περισσότερο από τη δική τους διδασκαλία και τα δικά τους βιβλία συνέβαλαν στην αφύπνιση φιλοσοφικοί στοχασμών στην ψυχή των γενεών του 1910 και του 1920 η υψηλή ποίηση του Κωστή Παλαμά και του Άγγελου Σικελιανού, καθώς και ο ρωμαλέος λόγος του Κώστα Βάρναλη (Το φως που καίει, 1922) και του Νίκου Καζαντζάκη (Ασκητική-Salvatores Dei, 1927). Ο Schopenhauer

Ήμουν κάτι παραπάνω από είκοσι χρονών. Παραθέτω εδώ ένα μικρό απόσπασμα από τις σελίδες εκείνες, σελίδες ενός βιβλίου μου που είχε τυπωθεί ελληνικά στο Μόναχο: «Μέσα μας είναι ο κόσμος που είναι απέραντος, που είναι πιο απέραντος από τον κόσμο ολόκληρο τον αισθητό. Έτσι είναι μέσα μας του καθενός η αποστολή, και είναι ένας κόσμος μέσα μας που αναζητάει την Απολύτρωση. Γιατί ο καθένας γεννιέται κι έρχεται στη ζωή μόνο και μόνο (μα όμως ποιος το νοιώθει!) για να γίνει ο Λυτρωτής του κόσμου, που είναι μέσα του, που με τη γέννησή του υπόταξε στον άδικο ζυγό του ανθρώπινου. Έτσι είναι μέσα μας φτωχοί που έχουν απαίτηση για το ψωμί τους, αδικημένοι που έχουν ανάγκη από τη δικαίωσή τους, παιδιά που έχουν δικαίωμα γνήσιο στην πατρότητά μας, και είναι μέσα μας ο Θεός που θα πεινάσει και στο τέλος θα πεθάνει αν λείψει η πίστη μας!».

και ο Nietzsche, που έργα τους είχαν μεταφρασθεί στην ελληνική γλώσσα και κυκλοφορούσαν σε εκδόσεις προσιτές σε πολλούς, επηρέαζαν τους νέους γύρω στο 1910 ή ακόμα γύρω στο 1920, χωρίς να τους έχει παρασχεθεί και η αναγκαία φιλοσοφική προπαιδεία, που θα τους έκανε να πάρουν θέση πνευματικά υπεύθυνη απέναντι των συγκλονιστικών μηνυμάτων τους. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον ιστορικό υλισμό. Εκείνοι, που τους εγοήτευσε το πολιτικό και κοινωνικό μήνυμα του Μαρξισμού, παραλάβαιναν τον ιστορικό υλισμό, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα υπεύθυνης επιλογής μεταξύ αυτού και άλλων κοσμοθεωριών. Ακόμα και τον Μαρξισμό, που τον είχαν ασπασθεί ο Δημήτριος Γληνός, ο Γεώργιος Σκληρός και άλλοι, και τον είχε χρησιμοποιήσει, για να ερμηνεύσει την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ο Γιάννης Κορδάτος, δεν τον είχε κανένας αναπτύξει ως φιλοσοφικό σύστημα στην ελληνική γλώσσα, και έτσι επιφυλάχθηκε σε μένα να το επι-

53


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ελλάδος. Αφού αποκρούσθηκαν πέντε ολόκληρους μήνες οι φασιστικές λεγεώνες, πλευροκοπήθηκε ο νικηφόρος ελληνικός στρατός από τις δυνάμεις του Χίτλερ. Ακολουθεί η εχθρική κατοχή, που την διαδέχθηκε, τον Δεκέμβριο του 1944 -και από το 1946 ως το 1949- ο εμφύλιος πόλεμος. Αλλά την αποστολή του την είχε εκπληρώσει το «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών» στα έντεκα χρόνια της ζωής του, και μάλιστα παρά το γεγονός, ότι στα τελευταία τέσσερα χρόνια του, όταν στην Ελλάδα είχε επικρατήσει ένα δικτατορικό καθεστώς, οι τρεις από τους πέντε κύριους συντάκτες του περιοδικού είχαμε συλληφθεί και εκτοπισθεί σε μικρά νησιά. Πρώτος εξορίστηκε, μαζί με τον καθηγητή Αλέξανδρο Σβώλο, ο Θεμιστοκλής Τσάτσος. Έμεινε μερικούς μήνες σ’ ένα νησί, αφέθηκε ελεύθερος, αλλά αργότερα εκτοπίστηκε πάλι για ορισμένο χρονικό διάστημα. Δεύτερος εξορίστηκα εγώ. Με συνέλαβαν τη νύχτα της 7ης προς την 8η Φεβρουαρίου 1937, όταν επέστρεφα στο σπίτι μου (Αρδηττού 20) από το σπίτι του Κωνσταντίνου Τσάτσου (Πλάκα, Κυδαθηναίων 9), συνοδευμένος από τη γυναίκα μου, τους αλησμόνητους φίλους μου Γιώργο Θ. Καρανικολό και Δημήτριο Καπετανάκη, τον Κώστα I. Δεσποτόπουλο, τον Παναγή Παπαληγούρα και τον Κωνστ. Θ. Χοϊδά. Έμεινα εκτοπισμένος τρία χρόνια και δέκα μήνες, δηλαδή ως την επίθεση του Μουσσολίνι κατά

χειρήσω πρώτος στις πανεπιστημιακές παραδόσεις μου του ακαδημαϊκού έτους 1930-31, που τις τιμούσε συχνά με την παρουσία του, ανάμεσα στους ακροατές μου, ο διάσημος τότε, ως μεταρρυθμιστής της Παιδείας, Δημήτριος Γληνός, που ήταν είκοσι χρόνια πρεσβύτερός μου. Η πνευματική ζωή της Ελλάδος, στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας, ήταν πολύ ζωηρή. Αλλά ήταν γεμάτη από ένα φως, που δεν ήταν αρμονικά διάχυτο. Το προκαλούσαν αστραπές ποιητικών πνευμάτων ή σκόρπιες ακτίνες θεωρητικού λόγου, που δεν αποτελούσαν πυκνές δέσμες, διαμορφωμένες ένότητες. Έτσι αποφασίσαμε στο 1928 -ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και εγώ- να εκδώσουμε ένα φιλοσοφικό περιοδικό, που σκοπός του θα ’ταν να προσφέρει στους αναγνώστες, προπάντων στους νέους, τα μέσα και τα κριτήρια για μια υπεύθυνη εκλογή του πνευματικού δρόμου, που ο καθένας τους θ’ αποφάσιζε ν’ ακολουθήσει. Την πρωτοβουλία για την έκδοση του περιοδικού την είχε ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος. Το περιοδικό ήταν τριμηνιαίο. Το ονομάσαμε «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Το πρώτο τεύχος (147 σελίδες) εκδόθηκε στις αρχές του 1929. Και έζησε το περιοδικό αυτό έντεκα ολόκληρα χρόνια. Έφθασε στις 3.436 σελίδες. Τη ζωή του την έκοψε η επίθεση του Μουσσολίνι κατά της

Νεώτατος, διάλεξα την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, όχι την πολιτική. Προέρχομαι από οικογένεια, που πλήρωσε πολύ ακριβά την πολιτική. Την πλήρωσε με φυλακίσεις (ο πατέρας μου έμεινε τρία χρόνια φυλακή και καταστράφηκε οικονομικά), με εξορίες και με αίμα. Οι δοκιμασίες όμως αυτές, που τις συμμερίσθηκα άμεσα, δεν μ’ έκαμαν ούτε στιγμή να αντιπαθήσω την πολιτική. Αλλά δεν ήθελα -ενώ μπορούσα και με επίεζαν πολλοί να το κάμω- να εκμεταλλευθώ τα πάθη του εθνικού διχασμού και να αναδειχθώ εύκολα, ως πολιτικός, στο κόμμα που ο ιδρυτής του, ο αδελφός της μητέρας μου, είχε στηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα Ελλήνων στρατιωτών. Πιστεύω ότι δεν θα το ήθελε ούτε εκείνος. Έτσι, αν και όταν θα έμπαινα στην πολιτική, δεν επιθυμούσα ούτε το δρόμο να βρω ανοιχτό, ούτε να βαδίσω σε έδαφος που ήταν σπαρμένο με πάθη, μίση και φανατισμούς. Έπρεπε, μπαίνοντας στην πολιτική, να χάσω κάτι που είχα μόνος μου κερδίσει και που αγαπούσα πολύ. Και εθυσίασα, στο 1935, την πανεπιστημιακή έδρα, όταν δραματικές περιστάσεις με έκαμαν να σκεφθώ ότι έπρεπε να ακουσθεί και μια φωνή που θα ζητούσε την υπερνίκηση των ψυχώσεων του εθνικού διχασμού, ενός διχασμού που είχε σοβαρά ιστορικά αίτια, αλλά που, αφού είχε κρατήσει ολόκληρη εικοσαετία, εμπόδιζε πια τα βλέμματα των Ελλήνων πολιτικών να ιδούν καθαρά στον ζοφερό ορίζοντα το μέλλον, τους νέους μεγάλους κινδύνους. Έτσι έγινα πολιτικός.

54


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

της Ελλάδος. Μου επέτρεψαν, τότε, να καταταγώ εθελοντής στο στρατό και έμεινα στο μέτωπο - δυο μήνες στην γραμμή των πρόσω- ως την ώρα, που μας επλευροκόπησαν οι δυνάμεις του Χίτλερ. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εκτοπίστηκε στο έτος 1939. Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι το «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών» μπόρεσε να διατηρηθεί και στο διάστημα της δικτατορίας, μετά την 4ην Αυγούστου 1936, επειδή η δικτατορία του Ιωάννου Μεταξά δεν επιχείρησε την «ολοκληρωτική» επέμβαση στην πνευματική ζωή, όπως το είχαν κάμει ο Χίτλερ στη Γερμανία και -με μικρότερη έκταση ή με μικρότερη επιτυχία- ο φασισμός του Μουσσολίνι στην Ιταλία. Το «Αρχείον» εμφανίσθηκε στην αρχή «διευθυνόμενον» από τον Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλο, και λίγο αργότερα από «Συντακτική Επιτροπή» (I. Θεοδωρακόπουλος, Π. Κανελλόπουλος, Μιχαήλ Τσαμαδός, Κωνσταντίνος Τσάτσος).

σίας. Είχε και τότε -όπως, λίγο ή πολύ, σ’ όλους τους καιρούς- διαιρεθεί η φοιτητική νεολαία σε μαχητικές μερίδες. Αλλά είχα τη μεγάλη ηθική ικανοποίηση να βλέπω να επικρατεί, ακόμα και όταν μιλούσα για καυτά θέματα, πνεύμα ομόνοιας και φιλίας. Η ανατροπή του Παγκάλου, στις αρχές Αυγούστου 1926, έγινε με στρατιωτικό κίνημα, αλλά το κίνημα αυτό είχε σκοπό την απαλλαγή της χώρας από την δικτατορία και την είσοδό της σε ομαλό δημοκρατικό βίο. Ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, πριν μεταπηδήσει από την βενιζελική και αντιδυναστική αδιαλλαξία στον αντιβενιζελισμό και στη βασιλοφροσύνη, άνοιξε -αφού ανέτρεψε τον Πάγκαλο με τα περίφημα «Δημοκρατικά Τάγματα», και αφού, στις 9 Σεπτεμβρίου, διέλυσε κι αυτά, όταν επιχείρησαν να ματαιώσουν τις ομαλές πολιτικές εξελίξεις- το δρόμο για τις αδιάβλητες εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, με παραδειγματική αμεροληψία και ανιδιοτέλεια. Και ως τις 5 Μαρτίου 1933, δηλαδή στο μεγαλύτερο διάστημα του βίου της «προεδρευομένης» Δημοκρατίας, έζησε η χώρα μια περίοδο «αστασίαστη» και δημιουργική. Και θα εξακολουθούσε πιθανώτατα να είναι ομαλή η εξέλιξη της πολιτικής μας ζωής, αν δεν συνέβαιναν γεγονότα, που -παρά την επίμονη αντίθετη προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου στα χρόνια τής τελευταίας (με δυο μικρές διακοπές) πρωθυπουργίας του, και τη συνετή, εμπνευσμένη από αίσθημα ιστορικής ευθύνης, στάση του Παναγή Τσαλδάρη- αναζωπύρωσαν τον εθνικό Διχασμό. Τα γεγονότα αυτά ήταν τέσσερα. (α) Τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαρτίου 1933, ο Νικόλαος Πλαστήρας, όταν τα αποτελέσματα των εκλογών έφερναν νικητή τον αντιβενιζελισμό, εκίνησε μερικές στρατιωτικές μονάδες, που τις διοικούσαν φίλοι του, αδιάλλακτοι βενιζελικοί («δημοκρατικοί»), για να εμποδίσει το κόμμα, που εκέρδισε τις εκλογές, να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αιφνιδιάσθηκε, δεν συμφώνησε ίσως μέσα του με την ενέργεια αυτή, αλλά εσιώπησε, δεν θέλησε να δυσαρεστήσει τον Πλαστήρα, και αποκοιμήθηκε. Δεν πέρασαν, όμως, παρά λίγες ώρες, και οι αντιστράτηγοι, βενιζελικοί, «δημοκρατικοί», με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Οθωναίο, τον άλλοτε πρόεδρο του έκτακτου Στρατοδικείου, που είχε καταδικάσει σε θάνατο τους Εξ, έσπευσαν να επανορθώσουν τη ζημιά, που ο αυθορμητισμός του Πλαστήρα είχε προκαλέσει, και παρέδωσαν την εξουσία

Είχα καταλάβει, γύρω στα 1925, ότι αποστολή δεν ήταν η «ποίηση», στην έννοια του ιδιαίτερου αυτού λογοτεχνικού είδους. Δεν αισθάνθηκα απογοήτευση. Είχα διαλέξει, άλλωστε, τότε - χωρίς να πάψει να ζει μέσα μου ο ποιητής- έναν άλλο δρόμο, την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Απέβλεψα, από το 1925, σε πανεπιστημιακή έδρα, χωρίς να αποφασίσω αμέσως, ποια θάταν η έδρα αύτή. Άρχισα να γράφω κοινωνιολογικές μελέτες. Διάλεξα τελικά την κοινωνιολογία, επειδή μου έδινε τη δυνατότητα -αφού, μάλιστα, θα εδίδασκα, πρώτος εγώ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το μάθημα αυτό- να κινηθώ ελεύθερα σ’ ένα σχετικά παρθένο έδαφος. Σαν αποστολή μου αισθάνθηκα, τότε, όχι τόσο την ίδια την κοινωνιολογία, όσο τη διδασκαλία, που η κοινωνιολογία μου έδινε την ευχέρεια να την χρησιμοποιήσω σαν μέσο της πιο ελεύθερης φιλικής επικοινωνίας με τα πνεύματα των φοιτητών. Από το 1929 ως το 1935, συναναστράφηκα, νέος ακόμα ο ίδιος, τη φοιτητική νεολαία της περιόδου εκείνης με πολύ ανοιχτό πνεύμα και με πολύ ανοιχτή καρδιά. Έτσι -αν και αφιέρωσα τις παραδόσεις μου ολόκληρου ακαδημαϊκού έτους (πρώτος εγώ στην ιστορία του Πανεπιστημίου Αθηνών) στον Κάρολο Μαρξ, ή πολλές παραδόσεις άλλου έτους στη νεοελληνική πολιτική κοινωνία, ως τον εθνικό Διχασμό του 1915- δεν ακούστηκε ποτέ, σε αίθουσα γεμάτη από πεντακόσιους ή και χίλιους ακροατές, ούτε ο παραμικρός ψίθυρος αποδοκιμα-

55


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο νόμιμο πρωθυπουργό, τον Παναγή Τσαλδάρη, τον διάδοχο του Δημητρίου Γούναρη. (β) Το περιστατικό της νύχτας εκείνης, που την περάσαμε πολλοί στους δρόμους των Αθηνών και σε γραφεία εφημερίδων, θάπρεπε -αφού, μάλιστα, βενιζελικοί στρατηγοί έδωσαν ομαλό τέρμα στην περιπέτεια- να μην είχε άλλη συνέπεια, εκτός από την αποστράτευση μερικών αξιωματικών. Κάτι παρόμοιο έγινε μια νύχτα του 1951, όταν, μετά την παραίτηση του Αλεξάνδρου Παπάγου από την αρχιστρατηγία, αξιωματικοί αφοσιωμένοι σ’ αυτόν, όπως ήταν αφοσιωμένος ο Πλαστήρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο, πήγαν να καταλάβουν τα Παλαιά Ανάκτορα, όπου ήταν η έδρα του Γενικού Επιτελείου του Στρατού. Η παρέμβαση του ίδιου του στρατάρχη Παπάγου έδωσε τέρμα στο πραξικόπημα. Και η μετριοπάθεια του τότε πρωθυπουργού Σοφοκλή Βενιζέλου, που του συμπαραστάθηκαν οι στρατηγοί Θεόδωρος Γρηγορόπουλος, Θρασύβουλος Τσακαλώτος και Στυλιανός Μανιδάκης, οδήγησε σε μιαν απαλή έκβαση της περιπέτειας, χωρίς στρατοδικεία και καταδίκες. Δεν έπρεπε, τάχα, να γίνει το ίδιο και στο 1965 με την υπόθεση «Ασπίδα», που πήρε -χωρίς να είχαν γίνει ούτε προπαρασκευαστικές πράξεις για απόπειρα κινήματος- διαστάσεις φοβερά δυσανάλογες προς την σημασία της; Αλλά ας μείνουμε στο 1933. Η αναζωπύρωση του εθνικού Διχασμού θα είχε πιθανώτατα ανασταλεί, αν στη Βουλή, που προέκυψε από τις εκλογές του 1933, δεν είχαν ο Ιωάννης Μεταξάς και μερικοί άλλοι την πολύ θλιβερή πρωτοβουλία να κατηγορήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως ηθικό αυτουργό μιας ενέργειας, που οπαδοί του είχαν επιχειρήσει, αλλά και οπαδοί του (οι αντιστράτηγοι) είχαν ματαιώσει, και να ζητήσουν την παραπομπή του σε δίκη. Σε ώρες, που πολλοί επιχειρούσαμε να καταπνίξουμε και τις τελευταίες σπίθες του Εθνικού Διχασμού -από την πανεπιστημιακή έδρα είχα πραγματευθεί, πρώτος εγώ, μπροστά σε χίλιους ακροατές, την ιστορία του Διχασμού με πνεύμα αμερόληπτο, και είχα μιλήσει, με ίση αντικειμενικότητα, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Δημήτριο Γούναρη- η επίθεση στη Βουλή κατά του Βενιζέλου, που ανέβηκε στο βήμα για τελευταία φορά στη ζωή του (15 Μαΐου 1933), χωρίς να μπορέσει να τερματίσει τον λόγο του, προκάλεσε ένα νέο φούντωμα των παθών. (γ) Και ακολούθησε (6 Ιουλίου 1933) η γκανγκστερική απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στη λε-

Ο Μαρξισμός έχει δίκιο, που λέει ότι οι τάξεις θα λείψουν. Ωστόσο, θα λείψουν όχι γιατί θα καταλάβουν την εξουσία όσοι δεν κατέχουν τίποτα, όχι γιατί η άρνηση ως άρνηση θα καταλύσει τη ζωή, αλλά γιατί πέρα από κάθε ταξικό νόημα της ζωής, θα προβάλουν στο προσκήνιο της ιστορίας οι «μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες». Ήρθε ο καιρός να γίνει και το πνεύμα βούληση και να πάψει να ’ναι μόνο θεωρία. Ως τώρα το πνεύμα ήταν μόνο θεωρία και τεχνική, και μόνο ως θεωρία και τεχνική υπηρετούσε την πολιτική βούληση, που κυρία πηγή της ήταν η άμεσα ή έμμεσα από υλικά κίνητρα προσδιορισμένη ταξική συνείδηση. Εμείς δεν έχουμε (κι αυτό μόνο η εποχή μας μπορούσε να το επιτρέψει) καμιά ταξική συνείδηση. Εμείς έχουμε μόνο συνείδηση πνευματική, μια συνείδηση που μας δίνει ακριβώς το δικαίωμα και τη δύναμη να λύσουμε και τα προβλήματα, που προκύπτουν από τις υλικές διαδικασίες, αναγκαιότητες και νομοτέλειες, αντικειμενικά, θετικά, ψύχραιμα, σωστά.

ωφόρο Κηφισίας. Ένας λήσταρχος και άνθρωποι του υποκόσμου, στρατολογημένοι και καθοδηγημένοι, χωρίς να γνωρίζει το παραμικρό ο τότε πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης, ο πράος και συνετός, από στελέχη της Αστυνομίας, ίσως και από κάποιους άλλους, τίναξαν στον αέρα κάθε γέφυρα, που θα οδηγούσε στη γαλήνευση του λαού και στην υπερνίκηση του Διχασμού. (δ) Το μεγάλο στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 ήταν η έκβαση όλων αυτών των εξελίξεων και δεν έχει καμιά ιστορική συνάφεια με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Στην ηθική ενίσχυση της προπαρασκευής του παρασύρθηκε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε αποσυρθεί, πικραμένος και αγανακτισμένος, στην Κρήτη. Το μαρτυρεί η περίφημη επιστολή του προς τον τότε πλωτάρχη Αθανάσιο Ζάγκα (πολύτιμο και γενναίο, αργότερα, συνεργάτη μου στο πρώτο έτος της γερμανικής

56


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Κατοχής εδώ στην Αθήνα και, ύστερα, στη Μέση Ανατολή). Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα, έσπευσε μάλιστα ο ΕλευΘ. Βενιζέλος να αναλάβει και φανερά την ευθύνη της πολιτικής κηδεμονίας του. Το κίνημα του 1935 τροφοδοτήθηκε και από τον φόβο, ότι προετοιμαζόταν η παλινόρθωση της Βασιλείας, που όχι μόνο δεν την απέτρεψε, αλλά την προκάλεσε. Όπως και νάχει το πράγμα, το κίνημα εκείνο ήταν ο τελευταίος φοβερός σπασμός του εθνικού Διχασμού. Τα κατάλοιπα του Διχασμού διατηρήθηκαν (διατηρούνται, λίγο ή πολύ, ως τα σήμερα), και επηρέασαν έμμεσα πολλές μεταγενέστερες ανωμαλίες, αλλά μπορούμε να πούμε, ότι με το κίνημα εκείνο, και με όσα γεγονότα επακολούθησαν, στο ίδιο έτος, μέχρι της επιστροφής του Γεωργίου Β΄, που την ευλόγησε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, έφθασε η εικοσαετία του Διχασμού στη δυναμική ολοκλήρωσή της. Από το οπλοστάσιο του Διχασμού εφοδιάσθηκε κάπως και η δικτατορία του Ιωάννου Μεταξά, αλλά νέες περιστάσεις, νέα κίνητρα και ιστορικά στοιχεία, η «ιδεολογία» του φασισμού και η αντικομουνιστική ψύχωση ή το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου, εγκαινιάζουν με την 4η Αυγούστου 1936, μια νέα εποχή. Το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου μοιάζει να φέρνει την 21η Απριλίου 1967 πολύ κοντά στην 4η Αύγούστου. Όμως, όπως θα ιδούμε, υπάρχουν μεγάλες διαφορές.

φίλος, ο Ανδρέας Ζάκκας. Αυτός μετά το 1956 έγινε βουλευτής της ΕΔΑ. Συνεργάστηκα επίσης και με τον Αλέξανδρο Σβώλο, με τον οποίο επίσης συνδέθηκα ιδιαίτερα πολύ. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε την εισήγηση στο Πανεπιστήμιο, όταν το 1929 έγινα υφηγητής, και ήταν πάλι εισηγητής όταν το 1933 έγινα καθηγητής. Τότε, στα 1926-27, με τον Ανδρέα Ζάκκα, με τον Χρήστο Αγαλλόπουλο, ένα θαυμάσιο άνθρωπο που ήταν διευθυντής του Ταμείου Καπνεργατών και ο οποίος παντρεύτηκε αργότερα την αδελφή της Μαρίας Σβώλου, όπως επίσης και με τον ίδιο τον Σβώλο, αρχίσαμε να σκεπτόμαστε την ίδρυση του ΙΚΑ. Θέλαμε να ιδρύσουμε έναν ενιαίο ασφαλιστικό φορέα, μολονότι λειτουργούσαν τουλάχιστον 40- 45 κλαδικά ταμεία επί τη βάσει νόμου (του νόμου 2868) που είχε ψηφιστεί με την υποστήριξη του Δημ. Γούναρη το 1922. Δηλαδή, ο ιδρυτής των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην Ελλάδα είναι ο Δημ. Γούναρης. Το 1926-27 σκεφτήκαμε ότι έπρεπε να γενικευτεί η ασφάλιση. Αρχίσαμε να εργαζόμαστε συστηματικά υπό τις διάφορες κυβερνήσεις, όπως της Οικουμενικής, του Συνασπισμού, που δημιουργήθηκε με την αποχώρηση του Λαϊκού Κόμματος από την Οικουμενική (και τότε έπαψα να είμαι γεν. γραμματέας, αλλά έμεινα στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Εργασίας, στο υπουργείο Εργασίας) και έπειτα υπό την κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου που γύρισε στην Ελλάδα το 1928, οπότε έγινε και συστηματικότερη δουλειά. Είχαμε επικοινωνία με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, το οποίο μας έστειλε δυο κορυφαίους ειδικούς: τον καθηγητή ασφαλιστικών μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Πράγας Σαινμπάουμ και τον Τιξιέ από τη Γαλλία, που ήταν ειδικός σε θέματα ασφαλίσεων. Το πρώτο νομοσχέδιο των Κοινωνικών Ασφαλίσεων το κατέθεσε στη Βουλή η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου το 1932. Επί της κυβερνήσεως αυτής, το 1930, είχα λάβει μέρος ως κυβερνητικός αντιπρόσωπος στη γενική συνέλευση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας με τον Ανδρέα Ζάκκα. Ήμουν ήδη υφηγητής Πανεπιστημίου.

Μετά τις εκλογές του ’26 για πρώτη φορά μπήκε στη Βουλή μια ομάδα κομουνιστών. Το Κομουνιστικό Κόμμα είχε πάρει τότε ένα 4%. Το ποσοστό αυτό έδωσε έναν ορισμένο αριθμό βουλευτών, κάπως περιορισμένο. Τότε ανέλαβα -αν και ήμουν πολύ νέος- τη γενική γραμματεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, διότι είχα ιδιαίτερο σεβασμό στο πρόσωπο του Παναγή Τσαλδάρη, ο οποίος ήταν και ήπιος και συνετός. Παρά το γεγονός ότι δεν αισθανόμουν πια τον εαυτό μου οργανικό μέλος του Λαϊκού Κόμματος, δέχτηκα. Η περίοδος αυτή των 10-11 μηνών της οικουμενικής κυβερνήσεως και της δικής μου θητείας στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας ήταν πολύτιμη για μένα, γιατί γνώρισα εκεί πώς παντρεύεται η θεωρία με την πράξη. Το είδα κυρίως σ’ έναν τομέα πολύ αγαπητό σε μένα: στον τομέα της εργασίας και της κοινωνικής πολιτικής. Στο υπουργείο αυτό υπάγονταν οι αρμοδιότητες πέντε σημερινών υπουργείων. Τη διεύθυνση της Εργασίας είχε ένας εξαίρετος άνθρωπος, που έγινε αδελφικός μου

Παρεμβλήθηκε, από το 1926 ως το 1935, μια περίοδος της ζωής μου, που μ’ έκαμε να αφιερωθώ συστηματικά -και σχεδόν αποκλειστικά- στην επιστήμη, ειδικώτερα στην κοινωνιολογία. Έγραψα, τότε, βιβλία και μικρότερες επιστημονικές πραγματείες και από το 1929 ως το 1935 προετοίμαζα τις πανεπιστημιακές παραδόσεις μου, που δημοσιεύθηκαν κι’ αυτές -όχι

57


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος όλες αλλά οι περισσότερες- σε αυτοτελή βιβλία ή στο «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών». Το «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών», με κύριο υπεύθυνο τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο και με συντακτική επιτροπή, που απαρτιζόταν από τον Θεοδωρακόπουλο, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον αδελφό του Θεμιστοκλή, τον πρέσβυ Μιχαήλ Τσαμαδό και μένα, εκδιδόταν τακτικά, κάθε τρεις μήνες, από το 1929 ως το 1940. Πολλές πραγματείες μου της περιόδου εκείνης, δημοσιεύθηκαν σε ξένα, κυρίως γερμανικά, επιστημονικά περιοδικά, καθώς και στον τιμητικό τόμο για τα ογδόντα χρόνια του έξοχου Γερμανού κοινωνιολόγου και φιλοσόφου Ferdinand Tonnies. Ήταν, ως την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμού, πρόεδρος της «Γερμανικής κοινωνιολογικής εταιρίας» (Deutsche Gesellschaft für Soziologie), που είχε ιδρυθεί στο 1909 από τον Max Weber και άλλους κορυφαίους επιστήμονες, και με πρόταση δική του, καθώς και του Werner Sombart και του Leopold von Wiese, είχα εκλεγεί αντεπιστέλλον μέλος της «Εταιρίας». Όταν ο ναζισμός κατήργησε το αιρετό προεδρείο της «Εταιρίας», εδήλωσα με επιστολή μου, ότι δεν μπορώ πια να θεωρώ τον εαυτό μου αντεπιστέλλον μέλος της. Στις πραγματείες μου και τα δοκίμια, που δημοσιεύθηκαν, από το 1930 ως το 1936, στη γερμανική γλώσσα, βρίσκονται ίσως οι πιο συμπυκνωμένες και -ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω τη λέξη αυτή στο νόημα, που έχει μια καθαρά υποκειμενική κρίση- οι πιο βαθειές πνευματικές εμπειρίες μου, της περιόδου εκείνης.

Με τη σύζυγό του Νίτσα Κανελλοπούλου, το γένος Πουλικάκου (1936).

Είμαι αδέξιος, γι’ αυτό η Νίτσα δε με άφηνε να κάνω τίποτε. Θυμάμαι και μια ιστορία. Όταν παντρευτήκαμε και πιάσαμε το μικρό διαμερισματάκι στην οδό Λευκωσίας πήγα να φτιάξω μόνος τον καφέ. Αυτό το ήξερα. Δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα. Την επομένη ο καφές μου ήταν αλμυρός. Δεν πήγε ο νους μου ότι είχε ρίξει αλάτι. Όταν τη ρώτησα μετά δυο μέρες τι συμβαίνει μου είπε ότι το έκανε επίτηδες για να μη ανακατεύομαι στην κουζίνα. Αλλά είναι αλήθεια ότι στα θέματα τα συνδεδεμένα με την καθημερινή ζωή δεν τα καταφέρνω... Μαγείρεμα δεν επιχείρησα ποτέ. Ούτε ένα αυγό δεν κατάφερα να κάνω... Μια ολόκληρη ζωή συντροφεύει ο ένας τον άλλο και θέλω να πιστεύω ότι υπήρξα για κείνη καλός σύντροφος. Το πρώτο μας σπίτι ήταν στην οδό Λευκωσίας στην πλατεία Αμερικής. Είχαμε μια συντροφιά, εκτός από τους τρεις που ανέφερα, που έρχονταν μια φορά την εβδομάδα επίσκεψη. Βασικά στελέχη ο Λίνος Πολίτης (καθηγητής στη φιλοσοφική και ακαδημαϊκός αργότερα), ο αδελφός του Άλκης, ο Γ. Οικονομόπουλος με την αδελφή του και άλλοι. Τότε ήταν πολύ της μόδας οι συγκεντρώσεις στα σπίτια. Πριν παντρευτώ συνόδευα την αδελφή μου σε πολλές τέτοιες συγκεντρώσεις. Εγώ δε χόρευα, παρακολουθούσα τους άλλους. Παρούσες ήταν και οι μητέρες. Δεν έφευγαν από το σπίτι ούτε πήγαιναν σε άλλο δωμάτιο όπως τώρα. Ο αδελφός μου ποτέ δε συνόδευσε τη Μαρία μας. Είχε απέχθεια στις κοινωνικές συναναστροφές. Κάποιος έπρεπε λοιπόν

Γνώρισα τη Νίτσα το ’28 σε ένα φιλικό σπίτι. Κατήγετο από τη Λακωνία. Ο δεσμός μας κράτησε επτά χρόνια. Παντρευτήκαμε το ’35 στο μικρό εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας χωρίς κανένα συγγενή παρά μόνο, με μερικούς φίλους. Στο σπίτι μου είχα κάποιες αντιδράσεις γιατί ήταν χωρισμένη και είχε ένα παιδί. Όμως οι αντιδράσεις των γονιών μου κράτησαν πέντε λεπτά. Μετά το δέχθηκαν γιατί τους φέραμε προ τετελεσμένου γεγονότος. Παρόντες στο γάμο ήταν ο Κ. Τσάτσος, ο πατέρας του Λιβανού, που μας πάντρεψε με την γυναίκα του και ο Γ. Θεοδωρακόπουλος, οι πιο στενοί φίλοι την εποχή εκείνη. Η παλιά συντροφιά του 1925 αντικαταστάθηκε με την ίδρυση του Αρχείου Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών...

58


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

να το κάνει μέχρι να παντρευτεί. Ήταν κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτικό. Ο γάμος συνέπεσε με τη στροφή μου στην πολιτική. Το ’35 έχασα την Πανεπιστημιακή έδρα και έπαψα να είμαι πρόεδρος του ΙΚΑ. Τότε δεν υπήρχε διοικητής, μόνο πρόεδρος και γενικός διευθυντής. Εγώ είχα επιλέξει τότε για γενικό τον Αγαθόπουλο τον σύγαμπρο του Σβώλου. Και λέω επέλεξα γιατί ήταν κυβέρνηση του Τσαλδάρη και ο τότε υπουργός, δε θέλω να πω το όνομά του, ήθελε να βάλει δικό του άνθρωπο. Ο Αγαθόπουλος ήταν ένας σπάνιος χαρακτήρας. Προοδευτικός και είχε βοηθήσει στη δημιουργία των κοινωνικών ασφαλίσεων. Ο υπουργός αρνήθηκε. Πήγα στον Τσαλδάρη και είπα «Θα παραιτηθώ από πρόεδρος αν δε γίνει ο Αγαθόπουλος διευθυντής. Και τον έκανε...

τελείωσα με την Κάρυστο. Ύστερα πήγα στο μέτωπο. Επιστρέφοντας ήρθε η κατοχή. Αναμίχθηκα αμέσως στις δραστηριότητες εναντίον των Γερμανών και όταν άρχισε η δίωξη εναντίον μου φύγαμε για τη Μέση Ανατολή. Εκεί πρώτο μας μέλημα ήταν πώς θα απαλλαγούμε από τον εχθρό. Η απελευθέρωση της Ελλάδας. Μετά τους Γερμανούς ήρθε ο εμφύλιος. Πότε να κάνουμε παιδί; Με το γιο της γυναίκας μου που μεγάλωσε στην Αμερική κοντά στον πατέρα του είχαμε και έχουμε άριστες σχέσεις. Ίσως αν υπήρχε ένα παιδί η ζωή μας να ήταν διαφορετική. Το ότι πάλι δεν υπήρξε αυτό μας ένωσε περισσότερο... Τον Γεώργιο Παπανδρέου γνώρισα για πρώτη φορά στο 1932. Είχα γνωρίσει πολλούς πολιτικούς έως τότε και με έναν από αυτούς τους πολιτικούς, τον Δημήτριο Γούναρη, ήταν άμεσα συνυφασμένη η παιδική και νεανική μου ζωή. Είχα γνωρίσει τον Παναγή Τσαλδάρη, είχα γνωρίσει τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, με τον οποίον είμαστε μαζί από το 1925 στην Εταιρία των Κοινωνικών Επιστημών, και με τον οποίον είχα πολύ συνδεθεί. Τον Γεώργιο Παπανδρέου δεν τον γνώριζα. Ήταν, λοιπόν, ο χειμώνας του 1932 - 33 και ήταν μεσάνυχτα. Βρισκόμουν στο καφενείο «Παλλάδιο» με δύο αδελφικούς μου φίλους, τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νίκο Βέη και τον καθηγητή της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής Κωνσταντίνο Σφυρή. Και οι δύο ήταν μεγαλύτεροί μου, είχαν συνδεθεί με φιλία με τον Παπανδρέου και είχαν φοιτήσει την ίδια εποχή στο Βερολίνο. Ξαφνικά βλέπουμε να μπαίνει μέσα, γιατί είχε δει απ’ έξω τους δύο φίλους του, ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ήταν ήδη ο πολύ επιτυχημένος υπουργός της Παιδείας... Περάσαμε δύο ώρες μαζί. Ήταν δύο ώρες θαυμάσιες. Δεν είναι ανάγκη να πω γιατί ήσαν θαυμάσιες. Όσοι τον είχατε γνωρίσει και τον ακούσατε να μιλάει από αυτό το βήμα (της Βουλής), δεν θα απορήσετε για την διατύπωση, την οποίαν εχρησιμοποίησα, αλλά όσοι από εσάς δεν είχατε γνωρίσει τον Γεώργιο Παπανδρέου από κοντά -διότι δεν ήταν μόνον έξοχος ρήτωρ, αλλά και θαυμάσιος συνομιλητής- είναι αδύνατο να φαντασθείτε τι θέλγητρο είχε ως συνομιλητής. Δέν θά σταθώ περισσότερο σ’ αυτή την ιδιωτική στιγμή της ζωής μου. Όχι της δικής του, διότι γι’ αυτόν δεν εσήμανε τότε σχεδόν τίποτε, αλλά για μένα ήταν η στιγμή σημαντική.

Κοινωνική ζωή δεν κάναμε. Η γυναίκα μου και εγώ δε ζήσαμε, όπως λένε, στα σαλόνια. Γιατί δεν είχαμε επικοινωνία με τους ανθρώπους αυτούς. Μόνο μερικούς καλούς φίλους. Πάνω από δέκα άτομα δε φιλοξενήσαμε ποτέ. Ούτε εκείνη ούτε γω θέλαμε να βγαίνουμε. Βέβαια υπήρξαν φορές που, περισσότερο εγώ, είμαστε αναγκασμένοι να παίρνουμε μέρος σε επίσημες συγκεντρώσεις, πρεσβείες, δεξιώσεις κ.λπ. Ή να κάνουμε εμείς γεύματα έξω σε ξένους όταν ήμουν υπουργός και πρωθυπουργός. Η διασκέδασή μας ήταν η μουσική, μια καλή συναυλία, μια παράσταση στο θέατρο. Πριν παντρευτούμε πηγαίναμε σε ταβέρνες και σε χορούς. Θυμάμαι ακόμη ένα αποκριάτικο γλέντι, το γλέντι των συντακτών παρέα με τη μητέρα της Μελίνας που έγινε στα Ολύμπια. Σπάνια κάναμε εκδρομές γιατί δεν είχαμε χρόνο. Και εξοχή δεν πήγαμε ποτέ. Μέναμε πάντα στην Αθήνα. Γιατί εγώ είχα υποχρεώσεις, συνέδρια και καθήκοντα επαγγελματικά. Η Νίτσα όμως ερχόταν μαζί μου σε μερικά ταξίδια στο εξωτερικό. Όμως δεν είχε ποτέ την αξίωση να επιβαρυνθεί το δημόσιο με τη δική της παρουσία. Είχε πάντα τις μικρό ιερές δυνατές αξιώσεις που μπορεί να έχει μια γυναίκα. Δικά μας παιδιά δεν κάναμε γιατί από το ’35 και για είκοσι χρόνια μετά δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να είχαμε την άνεση να αναθρέψουμε ένα παιδί. Οι λόγοι ήταν και οικονομικοί γιατί με έπαψαν από τη δουλειά μου και οικογενειακοί. Τον Φεβρουάριο του 36 πήγα την πρώτη μου εξορία για τη στάση μου κατά της δικτατορίας του Μεταξά. Ενάμιση χρόνο στην Κύθνο, ένα χρόνο στην Καλή Ράχη της Θάσου και

59


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το 1933 ήταν η χρονιά που με εξέλεξαν καθηγητή

τη μια μέρα στην άλλη, την καθιερωμένη στο Πανεπιστήμιο Αθηνών γλωσσική παράδοση, που το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ήταν ελεύθερο να την αγνοήσει. Ας μου επιτραπεί, όμως να προσθέσω εδώ ότι, διδάσκοντας ή γράφοντας στην καθαρεύουσα, υποστήριζα και τότε τη δημοτική.

Ο νόμος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ψηφίστηκε το 1932, ήταν πλήρης. Το 1933, όμως, όταν ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και ήρθε η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, ο Στ. Στεφανόπουλος, ως υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας που είχε την αρμοδιότητα για τις κοινωνικές ασφαλίσεις, για λόγους συνδεόμενους με το γόητρο του κόμματος, θεώρησε καλό να αναθεωρήσει το νόμο του Ελ. Βενιζέλου και να τον αντικαταστήσει με νέο. Πέρασε βέβαια και ο νέος νόμος το 1934, ο οποίος, λίγο-πολύ, ήταν αντιγραφή του προηγουμένου. Έπρεπε να φανεί όμως ότι το Λαϊκό Κόμμα έκανε το νόμο και ο τότε υφυπουργός, ήταν εκείνος που τον υπέγραψε. Εδώ πρέπει να πω ότι αυτού του είδους οι σκέψεις δεν πρέπει να επικρατούν στην πολιτική. Εγώ δεν είχα εκείνη τη στιγμή εξουσία, για να μπορώ να παρέμβω. Πάντως, σημειώθηκε έτσι μια καθυστέρηση, ενώ θα είχαμε αρχίσει την οργάνωση του ΙΚΑ από το 1932.

Στο 1932 δημοσιεύθηκε στο «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών» (Έτος Δ΄, Τεύχος Γ΄) ένα δοκίμιο με τον τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα και αι εν Ελλάδι πνευματικοί κατευθύνσεις». Στο δοκίμιο αυτό ετόνιζα, ότι τον «καθαρευουσιανισμό» χαρακτηρίζει «η άρνησις της συνεχείας της λαϊκής παραδόσεως». Και στο ακαδημαϊκό έτος 1933-34 είχα επιλέξει ως θέμα των παραδόσεών μου τη «Νεοελληνική Κοινωνία». Όταν έφθασα στο ειδικώτερο θέμα της «πνευματικής νεοελληνικής κοινωνίας», είπα από την έδρα της μεγάλης αίθουσας της Νομικής σχολής (γωνία Ακαδημίας και Σίνα): «Πολιτισμός πνευματικός, ο οποίος περιφρονεί και αγνοεί τους παλμούς -τους φυσικούς και ανεπιτήδευτους παλμούς- του λαού, επί του οποίου βασίζεται, δεν είναι δυνατόν να νοηθή (...). Δια την ύπαρξιν κοινωνίας πνευματικής, απαιτείται υψηλός γραπτός και προφορικός λόγος, χρησιμοποιών ως πρώτην πηγήν την γλώσσαν του Λαού».

Την εποχή εκείνη είμασταν όλοι έμμεσα υποχρεωμένοι, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, να διδάσκουμε και να γράφουμε στην καθαρεύουσα. Ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Νίκος Βέης, αγαπητοί μου φίλοι και οι δυο, καθώς και άλλοι καθηγητές, που είχαν ασπασθεί πνευματικά τη δημοτική, έκαναν τότε ό,τι έκαμα κι εγώ. Εδίδασκαν και έγραφαν στην καθαρεύουσα, που είχε άλλωστε κι’ αυτή -με μεγάλα έργα, όπως η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κωνσταντίνου Παραρρηγοπούλου, ή με βαρυσήμαντες πολιτικές αγορεύσεις, όπως εκείνες του Χαριλάου Τρικούπη, του Δημητρίου Γούναρη- του Ελευθερίου Βενιζέλου, καταξιωθεί στη ζωή του έθνους μας. Και από το γλωσσικό παραστράτημα, που ήταν στη πορεία τής ελληνικής λαλιάς η καθαρεύουσα, πήρε κάποια σημαντικά μαθήματα η δημοτική. Ήταν ίσως αναγκαίο και το παραστράτημα, για να εξελιχθεί η λαϊκή νεοελληνική γλώσσα σε λόγια νεοελληνική. Όταν, γύρω στο 1930, διδάσκαμε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Νίκος Βέης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος κι εγώ, δεν είχε πια η δημοτική -η νεοελληνική- γλώσσα ανάγκη να πάρει μαθήματα από την καθαρεύουσα. Τα είχε ήδη πάρει. Αλλά ήταν δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να σπάσουμε από

Το 1933 ήταν η χρονιά που με εξέλεξαν καθηγητή. Τη χρονιά αυτή συνέπεσε να δοθεί αφορμή και για νέα έξαρση των παθών. Από το ’26 που έγινε η οικουμενική κυβέρνηση και ως το 1932 είχαμε μια ήρεμη και ομαλή πολιτική ζωή. Δεν απέκρυψα, λοιπόν, ούτε στην περίοδο εκείνη της ζωής μου, που την αφιέρωσα στην πανεπιστημιακή μου δραστηριότητα, τις γνώμες μου για το γλωσσικό ζήτημα. Όταν, ύστερ’ από το στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και την ανακίνηση του «Πολιτειακού», υποχρεώθηκα να εγκαταλείψω την πανεπιστημιακή έδρα και δόθηκα στην πολιτική δράση, όλα μου τα βιβλία, καθώς και τα δοκίμια, τα έγραφα πια στη δημοτική γλώσσα. Εκτοπισμένος σ’ ένα νησί, άρχισα να γράφω, το καλοκαίρι του 1937, την «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Κατά τη νύχτα των εκλογών της 5ης Μαρτίου του 1933, ο Πλαστήρας με ορισμένους αξιωματικούς, όταν πληροφορήθηκαν ότι κερδίζει το Λαϊκό Κόμμα,

60


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αποφάσισαν, χωρίς να ρωτήσουν τον Ελ. Βενιζέλο -ο οποίος βρισκόταν τότε στην Αθήνα- στρατιωτικό κίνημα για να παρεμποδίσουν την ανάθεση της πρωθυπουργίας σ’ εκείνον τον οποίο εξέλεξε ο λαός. Ήταν μια άστοχη ενέργεια, η οποία απέβη και μάταιη, αφού ύστερα από λίγες ώρες δεν σχημάτισαν κυβέρνηση, αλλά παρέδωσαν την εξουσία σε πέντε βενιζελικούς αντιστρατήγους. Αυτοί σχημάτισαν κυβέρνηση, με πρόεδρο τον Οθωναίο, τον πρόεδρο του Στρατοδικείου που δίκασε και κατεδίκασε τους Εξ, και μέλη της κυβερνήσεως τους αντιστρατήγους Αλ. Μαζαράκη-Αινιάν, Ε. Τσιμικάλη, Θ. Μανέττα, Κ. Μανέττα και το ναύαρχο Ιωάννη Δεμέστιχα. Αυτοί, ψύχραιμοι και συνετοί βενιζελικοί, σκέφτηκαν να παραδώσουν ομαλά την εξουσία στον Παναγή Τσαλδάρη. Η κυβέρνησή τους δεν έμεινε παρά τέσσερις-πέντε μέρες. Στο μεταξύ, όμως, είχαν εξαφθεί τα πνεύματα. Η ενέργεια εκείνων που παρέσυραν τον Πλαστήρα, ήταν εντελώς αλόγιστη.

και 6ης Μαρτίου 1933, άρχισε να αναθερμαίνεται ο παλιός φανατισμός. Αποτέλεσμα αυτού του φανατισμού ήταν η δολοφονική απόπειρα που έγινε κατά του Ελ. Βενιζέλου. Κατέβαινε με τη σύζυγο του από την Κηφισιά και κάπου εκεί στον Παράδεισο, πετάχτηκαν δυο-τρία αυτοκίνητα από τους δρόμους που είναι δεξιά και αριστερά κι άρχισαν να τον κυνηγούν με πολυβόλα. Αυτή η απόπειρα ήταν πρωτοφανής στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος! Τον κατεδίωξαν έως την είσοδο της πόλης των Αθηνών, που ήταν τότε στου Θων. Για την επιχείρηση αυτή επιστρατεύτηκε από τους φανατικούς αντιβενιζελικούς ένας λήσταρχος, ονόματι Καραθανάσης. Η όλη επιχείρηση, όμως, φαίνεται πως οργανώθηκε από τον τότε διοικητή Ασφαλείας. Όλα αυτά βέβαια αναστάτωσαν την πολιτική ζωή του τόπου. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος ήταν ο πιο φανατικός αντιβενιζελικός και του οποίου η ιδιοσυγκρασία ήταν απόλυτα αντίθετη προς την ιδιοσυγκρασία του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη, μαζί με ορισμένους βουλευτές και του Λαϊκού Κόμματος, κατέστησαν αδύνατη την παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή. Στην τελευταία αγόρευσή του ο Ελ. Βενιζέλος ανέβηκε στο βήμα για να απαντήσει στις κατηγορίες που είχαν εκτοξευθεί εναντίον του. Έγιναν τότε τέτοια επεισόδια, ώστε αναγκάστηκε να διακόψει την αγόρευσή του και να φύγει από την αίθουσα, αλλά και από την Αθήνα. Εγκαταστάθηκε στα Χανιά της Κρήτης. Την εποχή εκείνη δεν ήμουνα βέβαια στη Βουλή και δεν είχα παρακολουθήσει τα γεγονότα από κοντά. Τα διάβαζα στις εφημερίδες, όπως όλος ο κόσμος. Δεν υπήρχε βέβαια τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο.

Ο Πλαστήρας ήταν ένας γενναίος στρατιώτης, αλλά δεν είχε αυξημένη πολιτική σκέψη. Οι συνέπειες του πραξικοπήματος ήταν φοβερές, γιατί ώς τότε είχαν καταπραϋνθεί κάπως τα πάθη. Θυμάμαι πως χίλιοι περίπου βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί παρακολούθησαν στο ακαδημαϊκό έτος 1932-1933 μια σειρά μαθημάτων μου στο Πανεπιστήμιο για τη νεοελληνική κοινωνία. Ο τρόπος που ανέπτυξα τα θέματα, μιλώντας για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και για τον Δημ. Γούναρη, έκανε όλους να χειροκροτήσουν. Είχε αρχίσει να υπερνικάται ο διχασμός. Ξαφνικά, μετά από αυτό το πραξικόπημα της 5ης

Αναμνηστική φωτογραφία των τελειόφοιτων της Νομικής, Αθήνα 1933. Ο Π. Κανελλόπουλος διακρίνεται πρώτος αριστερά στους καθισμένους.

61


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα λισμού και αντιβενιζελισμού ήταν φυσικό να μας κάνουν ν’ αποτύχουμε εκλογικά. Άλλωστε, στην ουσία, δεν αποτύχαμε. Ενώ δεν προλάβαμε να καταρτίσουμε συνδυασμούς παρά μόνο σε τρεις εκλογικές περιφέρειες και δεν είχαμε καν αντιπροσώπους στα πιο πολλά εκλογικά τμήματα, δέκα χιλιάδες Έλληνες (και σ’ αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι χιλιάδες νέοι που προκαλούσαν τις διαδηλώσεις μας και που δεν είχαν τότε ακόμα εκλογικά βιβλιάρια) εψήφισαν το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα. Αυτό ήταν για μας μια μεγάλη ηθική επιτυχία. Χάνοντας, έστω, εκλογικά, είχαμε κερδίσει την ηθική μάχη. Απόδειξη το γεγονός ότι ακριβώς ύστερ’ από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936 άρχισε να φουντώνει σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές της, η κίνηση του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος. Το φούντωμα βέβαια δεν έγινε αυτόματα. Δουλέψαμε έντονα για να το προκαλέσουμε. Στο εσωτερικό οργανωτικό μέρος δεν προφθάσαμε να προχωρήσουμε πολύ. Ωστόσο, οργανώσαμε τη Γενική Γραμματεία του κόμματος και αρχίσαμε να ιδρύουμε επιτροπές στην Αθήνα και σ’ όλη την Ελλάδα, καθώς κι επιτροπές μελετών στο κέντρο του κόμματος. Η εσωτερική οργάνωση δεν ήταν σωστό να γίνει με ταχύτητα και βιασύνη, γιατί ακριβώς επειδή πιστεύουμε ότι είμαστε ένα κόμμα αρχών που πρέπει να ’χει μια δημοκρατική εσωτερική διάρθρωση, γι’ αυτό έπρεπε και να μη βιαστούμε αναθέτοντας σ’ οποιανδήποτε υπεύθυνη λειτουργία, αλλά έπρεπε να προβούμε με μεγάλη προσοχή στην επιλογή των αγνών, των ιδεολόγων, των καταλλήλων. Παράλληλα με την οργάνωση των στελεχών που δεν προχώρησε πολύ, γιατί οι εφτά μήνες της ελεύθερης πολιτικής ζωής ήταν χρόνος εξαιρετικά βραχύς, οργανώσαμε σε βάσεις σταθερές την Εθνική Ενωτική Νεολαία, που την κατάλληλη συγκρότησή της την είχε προετοιμάσει κι η μακροχρόνια παιδαγωγική επαφή μου με τους νέους στο Πανεπιστήμιο. Το ότι οι βάσεις που επάνω τους οργανώθηκε η Εθνική Ενωτική Νεολαία, βάσεις ιδεολογικές και ηθικά δυναμικές, ήταν καλές και γερές, αυτό το δείχνουν τώρα εκ των υστέρων δυο γεγονότα. Πρώτο το γεγονός ότι ο θεσμός της Εθνικής Ενωτικής Νεολαίας όχι μόνο διασώθηκε, αλλά

Στις 15 Δεκεμβρίου του 1935 ιδρύθηκε το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα ύστερ’ από μια δεκάμηνη ενεργότατη συμμετοχή δική μου και των πρώτων στελεχών του κόμματος στους πολιτειακούς και ηθικούς αγώνες που διαδέχθηκαν το κίνημα του Μαρτίου του 1935. Ουσιαστικά, το καλοκαίρι ήδη του 1935 είχαμε αναλάβει μια πολιτική πρωτοβουλία που βρήκε μια σημαντική απήχηση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, κι έτσι στις 15 Δεκεμβρίου του αυτού έτους έγινε από τους χιλιάδες ενθουσιώδεις φίλους που συγκεντρώθηκαν σε τούτο ακριβώς το θέατρο, στο θέατρο «Κεντρικόν», η απλή πολιτική διαμόρφωση ενός γεγονότος που είχε ηθικά και ψυχολογικά προετοιμασθεί και σχεδόν συντελεσθεί. Η ίδρυση του κόμματός μας δεν ήταν μονάχα η απόφαση ή η ιδιοτροπία ενός ομίλου διανοουμένων ή μιας ομάδας πολιτευόμενων που αποσκίρτησαν από άλλα κόμματα, αλλά ήταν μια πράξη που επήγασε οργανικά και άμεσα από την επαφή μας με την ψυχή του λαού. Οι διστακτικοί και πολιτικά άβουλοι είπαν ότι βιαστήκαμε. Ούτε βιαστήκαμε, ούτε βραδύναμε. Μερικοί όμιλοι που είχαν προηγηθεί είχαν βιαστεί. Μερικοί άλλοι που σχηματίσθηκαν αργότερα εβράδυναν. Γι’ αυτό και την τύχη μας -τύχη δραματική βέβαια, αλλά και συνυφασμένη με αδιάκοπη δράση και με την υπεύθυνη ως τώρα διαχείριση πολλών κρισίμων στιγμών του έθνους- δεν την είχε κανένας άλλος όμιλος. Δεν την είχε, γιατί όλοι έμειναν όμιλοι, ενώ εμείς γενήκαμε από την πρώτη στιγμή κόμμα. Αν είχαν δίκιο οι διστακτικοί και αν τους ακούγαμε και δεν ιδρύαμε το κόμμα μας τον Δεκέμβριο του 1935, οι Έλληνες και προπάντων οι νέοι, δε θα είχαν στα τελευταία δέκα χρόνια άλλη πολιτική και ηθική στέγη εκτός από τη στέγη των παλαιών κομμάτων και του κομμουνισμού. Εμείς γνωρίζαμε -και έτσι εγκαινιάσαμε από τότε την ορθή ιστορική προοπτική μας- ότι ο Δεκέμβριος του 1935 ήταν η τελευταία ώρα. Κι απροετοίμαστοι από την πλευρά την τεχνική κατεβήκαμε στις εκλογές του Ιανουαρίου. Το σύνθημα και ο σπόρος έπρεπε οπωσδήποτε να ριχτούν, αδιάφορο αν η έλλειψη της αναγκαίας τεχνικής προετοιμασίας και προπάντων η ξαφνική αναζωπύρωση των παλαιών παθών μεταξύ βενιζε-

62


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

και δυνάμωσε μέσα στα χρόνια της δικτατορίας και ματος διακρίθηκαν εξαιρετικά στη διεύθυνση του προπάντων της εθνικής σκλαβιάς και προβάλλει σή- πρωτότυπου αυτού φροντιστηρίου, που ήταν δύμερα σαν μια θαυμαστή εστία συνειδητού εθνικού σκολο στη διαχείριση. κινήματος βασισμένου στις ενωτικές αρχές μας. Οι περιοδείες στις επαρχίες είχαν δύο ιδιοτυπίες. Η Δεύτερο γεγονός που θα ’θελα να επικαλεσθώ εί- μία έγκειται στο γεγονός ότι το κόμμα μας τις έκανε ναι τούτο: οι νέοι που ενσαρκώσανε το ξεκίνημα της συστηματικά όχι ως προεκλογικές, αλλά ως μετεκλοΕθνικής Ενωτικής Νεολαίας στα 1935 διακρίθηκαν γικές ακριβώς περιοδείες. Η ιδιοτυπία αυτή προκάλεστο διάστημα της κατοχής σε διάφορες εθνικές αγω- σε παντού ένα ευχάριστο ξάφνιασμα του λαού, που νιστικές οργανώσεις και προπάντων στην τιμημέ- είδε στο πρόσωπο το δικό μου και των συνεργατών νη ΠΕΑΝ που είναι σε μεγάλο βαθμό δημιούργημά μου τον πολιτευόμενο να μη πλησιάζει το λαό μόνο τους, καθώς και στην άξια Ιερή Ταξιαρχία (IT). και μόνο για να πάρει ψήφους, αλλά να πηγαίνει κοΠαράλληλα, με το εσωτερικό οργανωτικό έργο ρι- ντά του και σε ώρες που είναι ξένες προς κάθε άμεσο χτήκαμε στους πρώτους εφτά μήνες του 1936 στη εκλογικό υπολογισμό. Η δεύτερη ιδιοτυπία των περιδιαφώτιση του λαού οδειών εκείνων έγκειται ότι πηγαίνοντας στις πάνω στις αρχές μας Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα ιδρύ- στο πόλεις και στα χωριά και επιζητήσαμε την έντονη επαφή μαζί του θηκε (και η ιδρυτική πράξη του έγι- των επαρχιών μας δεν περιοριζόμουν να εκφωγια να ζήσουμε από κοντά τους πόθους του, τις νε στις 15 Δεκεμβρίου 1935) σε μιαν νώ λόγους από τα μπαλανάγκες του και τα προ- ώρα, που για την Ελλάδα και για κόνια αλλά, εγκαταλείβλήματά του. Η διαφώτιποντας την αρχή του ση έγινε με τον Τύπο και τον κόσμο ολόκληρο ήταν η τελευ- άνετου αυτού θεατρικού με τον προφορικό λόγο. ταία ώρα. Οι παλιές δυνάμεις είχαν μονόλογου, οργάνωνα σχεδόν παντού διαλοΝομίζω ότι μπορούμε να φθαρεί, και ήταν βιολογικά και ηθικά γικές συζητήσεις που, είμαστε υπερήφανοι για το εβδομαδιαίο όργανό ανίκανες να προετοιμασθούν για τα σε πολλά χωριά και σε αρκετές πόλεις και κωμας, που με διευθυντή γεγονότα που έρχονταν. μοπόλεις, έδωσαν την τον κ. Γ. Καρανικολό ευκαιρία στον ακροατή βγήκε εφτά ολόκληρους μήνες και που έκλεισε με την 4η Αυγούστου. Τ’ όνο- να παρακολουθήσει με θετικά για τη συνείδησή του μά του «Ελληνική Φωνή» ανταποκρίθηκε πραγ- αποτελέσματα, τις αντιδικίες μας με τους κομμουνιματικά στο περιεχόμενό του και έγινε αντικείμενο στικούς πυρήνες που είχαν από τότε παντού οργαστοργής, ακόμα και λατρείας, χιλιάδων Ελλήνων σ’ νωθεί και που τ’ άλλα κόμματα δεν είχαν ποτέ λάβει όλα τα μέρη, ακόμα και στις πιο απόμερες γωνιές τον κόπο ν’ αντιμετωπίσουν συστηματικά και κατά της Ελλάδας μας. Η προφορική διαφώτιση έγινε μέτωπο. Από τις εκλογές του Ιανουαρίου ως την 4η από μένα και από άλλα στελέχη, συστηματικά και Αυγούστου του 1936 έκανα περιοδείες και έντονη διαδιάκοπα στο κέντρο και στις επαρχίες. Στο κέντρο, αφωτιστική προσπάθεια στη Θράκη και στην Ανατοεκτός από τις μεγάλες συγκεντρώσεις, οργανώσαμε λική Μακεδονία, στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο και και το τακτικό πολιτικό φροντιστήριο της Παρασκευ- στην Αιτωλοακαρνανία. Είμαι βέβαιος ότι η προσπάής που, τολμώ να πω, ότι κι αυτό πρέπει να μας θεία αυτή, που με την αγνή και ενθουσιώδη ανταπόκάνει να είμαστε υπερήφανοι, γιατί για πρώτη φορά κριση του λαού μού χάρισε μια βαθιά ηθική ικανοποίέγινε συστηματική, όχι πια στο χώρο μιας κάπως ηση, θα είχε οδηγήσει, αν δεν την είχε διακόψει η βία ουδέτερης επιστημονικής εταιρίας, αλλά μέσα στο και αν προκαλούσε παράλληλα ανάλογες προσπάιδεολογικά οργανωμένο πλαίσιο ενός κόμματος, η θειες άλλων νεώτερων πολιτικών, σε μια θαυμαστή διαφώτιση πάνω στα πολιτικά και κοινωνικά προ- πολιτική και ηθική αναμόρφωση του ελληνικού λαού βλήματα, η βασισμένη σε διάλογους και αντίλογους. που θα είχε προλάβει το πολιτικό χάος των ημερών Όσες φορές έλειπα εγώ στις επαρχίες -και δεν πέ- μας και θα είχε αποτρέψει την εκμετάλλευση του χάρασε μήνας χωρίς να λείπω- άλλα στελέχη του κόμ- ους αυτού από τ’ αντεθνικά αναρχικά στοιχεία.

63


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δηλώθηκε, είχα φροντιστήριο στο Πανεπιστήμιο. Το παρακολουθούσε μια ομάδα από τελειόφοιτους και πτυχιούχους, μεταξύ των οποίων ο Παναγής Παπαληγούρας, ο Κώστας I. Δεσποτόπουλος και ο αδελφός του Αλέξανδρος, ο Νικ. Μπουρόπουλος, ο Νίκος Καράμπελας, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Δ. Κοπανίτσας, ο Κ. Χοϊδάς, ο Γ. Δ. Δασκαλάκης και ο τότε πρωτοετής φοιτητής Πάγκος Πεσμαζόγλου, δυο-τρεις κοπέλες όπως η Λίτσα Παπαντωνίου που έφτασε στην ανώτατη βαθμίδα της υπηρεσιακής ιεραρχίας του ΙΚΑ, η Αλεξάνδρα Νικολετοπούλου, που παντρεύτηκε αργότερα τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Ιωάννη Σόντη, η Αγλαΐα Παγκάλου, κόρη του αδερφού του Θεοδώρου Παγκάλου, που εξακολουθεί να είναι φίλη της γυναίκας μου και εμού, και είναι τώρα συνταξιούχος αναπληρωτής γενικός διευθυντής του υπουργείου Συντονισμού. Κι εκεί που εξετάζαμε ένα θέμα πολύ σχετικό με την περίσταση, το δεύτερο βιβλίο των «Πολιτικών» του Αριστοτέλους, όπου ο Αριστοτέλης μιλάει για τις στάσεις στις πόλεις, ακούμε -γύρω στις 4 το απόγευμα- το κανόνι του Λυκαβηττού να δίνει το σύνθημα του συναγερμού. Είχε εκδηλωθεί το Κίνημα. Αυτή ήταν η τελευταία παρουσία μου στο Πανεπιστήμιο. Διεκόψαμε, φυσικά, και μαζί με τον Κ. Δεσποτόπουλο και έναν-δυο άλλους, πήγαμε να δούμε τι συμβαίνει.

Ο Βενιζέλος, πικραμένος και απομονωμένος στην Κρήτη, αποφάσισε το 1935 το Κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου Το αποφάσισε τάχα ο ίδιος ή το επιδοκίμασε; Ένας πλωτάρχης και αργότερα πλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, συνεργάτης μου στην Κατοχή, αγαπητός μου φίλος που πέθανε προ ολίγων ετών, ο Θανάσης Ζάγκας, φανατικός οπαδός του Ελευθ. Βενιζέλου, όταν μυήθηκε στο σχεδιαζόμενο Κίνημα, έγραψε μια επιστολή στο Βενιζέλο στα Χανιά και του έλεγε πως δεν φρονούσε ότι έπρεπε να γίνει. Σκοπός του Κινήματος ήταν να αποτρέψει την παλινόρθωση της βασιλείας, αλλά τα πράγματα δεν έβαιναν προς την παλινόρθωση. Άρχισαν να πηγαίνουν προς τα εκεί μετά το Κίνημα. Ο Ζάγκας, λοιπόν, αγνός θιασώτης των Φιλελευθέρων και οπαδός του Ελευθ. Βενιζέλου, εθεώρησε αναγκαίο να του πει την άποψή του. Ο Βενιζέλος απάντησε στον πλωτάρχη - κι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό της ανοικτής σκέψης που είχε και απέναντι πολύ νεοτέρων του. Η επιστολή του, πολυσέλιδη, εξηγούσε την αναγκαιότητα του Κινήματος. Η επιστολή αυτή δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Γρ. Δαφνή «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων» και έχει πρόσφατα αναδημοσιευθεί στον τέταρτο τόμο των «Κειμένων Ελευθερίου Βενιζέλου» (Επιμέλεια Στ. I. Στεφάνου). Το Κίνημα τελικά είχε αποτέλεσμα αντίθετο απ’ ό,τι επιδίωκαν οι κινηματίες. Την 1η Μαρτίου, όταν εκ-

Οι νέες δυνάμεις (δηλαδή όσες παρουσιάζονταν τέτοιες) ήταν πολύ αρνητικές και, ενώ είχαν βιολογικά και ηθικά το δίκιο με το μέρος τους, δεν είχαν την πνευματική αντικειμενικότητα, θετικότητα και ψυχραιμία για να μορφοποιήσουν τα γεγονότα που έρχονταν. Οι φθαρμένες δυνάμεις ήταν η απόλυτη άρνηση του μέλλοντος. Οι νέες δυνάμεις η απόλυτη άρνηση του παρελθόντος. Το κόμμα μας ιδρύθηκε σαν η γέφυρα, που ήταν ταγμένη να ενώσει το παρελθόν με το μέλλον, να μεταβάλει τις δυο αρνήσεις σε μια θέση, να καλύψει ένα ιστορικό κενό. Οι παλιές δυνάμεις, καθώς και οι νέες, ήταν (όπως εξακολουθούν να είναι ακόμα) δυο ψυχολογίες, δηλαδή μονάχα ψυχικές καταστάσεις που επάνω τους έχτιζε και χτίζει ο νους μόνο και μόνο ό,τι επιτρέπουν εκείνες. Η δική μας θέση είναι αντίθετα ένα πνευματικό αίτημα, που αυτό γίνεται και η πρωταρχική πηγή της ψυχολογίας και του ήθους μας. Κίνητρο στη δική μας όραση δεν είναι το πάθος ή ο φθόνος, το μίσος ή η πικρία, δεν είναι κανένα συναίσθημα προσωπικό ή ορισμένης γενεάς ή ταξικό. Ενώ όλοι οι άλλοι παθιάζονται από κάτι, και για αυτό πιστεύουν και στο κάτι αυτό, εμείς πιστεύουμε σε κάτι, και γι’ αυτό παθιαζόμαστε για να το πραγματοποιήσουμε. Στους άλλους γίνεται το πάθος αφορμή ανισορροπίας και για τη σκέψη τους. Σε μας γίνεται η σκέψη αφορμή ισορροπίας και για το πάθος μας.

64


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

65


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο Κονδύλης, που είχε το 1923 ως δημοκρατικός και βενιζελικός καταστείλει το αντεπαναστατικό Κίνημα του Γαργαλίδη και του Λεοναρδόπουλου, ήταν ο ίδιος που κατέστειλε το Κίνημα των παλιών συνεργατών και φίλων του το 1935. Φανατικός υπέρ της επιστροφής του βασιλέως ήταν επίσης και ο Ιωάννης Μεταξάς. Θα πω μάλιστα ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: τον Ιούλιο αποφάσισα -μολονότι δεν είχα παραιτηθεί από το Πανεπιστήμιο ούτε καν από την ιδιότητα του προέδρου του ΙΚΑ όπου είχα εκλεγεί το 1934, και ενώ είχα μόλις πρόσφατα παντρευτεί και δεν είχα ούτε εγώ περιουσία ούτε η γυναίκα μου προίκα- να εκδηλωθώ κατά της επιστροφής του βασιλέως. Ήμουν βέβαια σίγουρος πως θα με απομάκρυναν αμέσως και από τις δύο θέσεις. Πήγα και βρήκα το διευθυντή της εφημερίδας «Ακρόπολις» Γεώργιο Βουτσινά και του είπα ότι έγραψα ένα άρθρο κατά της επιστροφής του βασιλέως. Εκείνος, παλαιός βενιζελικός, όταν το διάβασε, ενθουσιάστηκε. Το έβαλε στην πρώτη σελίδα. Έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνο το άρθρο, αλλά εγώ σε λίγο έχασα την ιδιότητα του καθηγητή και του προέδρου του ΙΚΑ. Κέρδισα όμως τον εαυτό μου. Έκανα εκείνο που μου υπαγόρευε η συνείδησή μου. Και να δεις τι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως έγινε εκείνο το κείμενο! Στην πρόσφατη δικτατορία, όταν προκηρύχθηκε το δημοψήφισμα, το 1973, με το ερώτημα «Βασιλεία ή Αβασίλευτη Δημοκρατία» με πρόεδρο τον Παπαδόπουλο, εμείς κάναμε αγώνα όχι υπέρ της βασιλείας, αλλά εναντίον του Παπαδόπουλου ως προέδρου της Δημοκρατίας. Τότε, ξαφνικά, έρχεται κάποιος και μου φέρνει ένα φυλλάδιο. Ο Παπαδόπουλος σκέφτηκε να ανατυπώσει το άρθρο μου, του 1935, το οποίο ήταν κατά της βασιλείας! Τα γεγονότα του 1935 με παρέσυραν και μένα στην πολιτική. Θα διορθώσω τη φράση μου: δεν με παρέσυρε ποτέ η πολιτική. Αποφάσισα να μπω στην πολιτική με σύνθημα την υπερνίκηση του διχασμού. Είχα ζήσει όλα τα γεγονότα από το 1915 ως το 1935. Έβλεπα πως δεν οδηγούμεθα παρά από το κακό στο χειρότερο με τα πάθη και τους φανατισμούς και θεώρησα καθήκον μου, αφού απέτυχε και η προσπάθειά μας να μην επιστρέψει ο βασιλιάς, να μπω στην ενεργό πολιτική δράση.

Δυο-τρεις εβδομάδες αργότερα, αφού είχε κατασταλεί το Κίνημα, άρχισαν οι δίκες. Το στρατοδικείο κατεδίκασε σε θάνατο τους στρατηγούς Αναστάσιο Παπούλα και Κοιμήση, που ο τελευταίος ήταν πάντοτε βενιζελικός, ενώ ο Παπούλας αντιβενιζελικός. Για τα αντιβενιζελικά του φρονήματα άλλωστε ήταν το 1919 με τον πατέρα μου στις φυλακές Αβέρωφ. Μετά την καταδίκη και εκτέλεση των δύο, όπως επίσης και του ταγματάρχη Βολάνη στη Μακεδονία, ο οποίος καταγόταν από μια οικογένεια Μακεδονομάχων Κρητών, λειτουργούσε το Στρατοδικείο που δίκαζε τώρα τους πολιτικούς. Κατηγορούμενοι ήταν ο Σοφούλης, ο Καφαντάρης, ο Μυλωνάς, ο Παπαναστασίου, ο Γονατάς και δυο-τρεις άλλοι. Κι εγώ που είχα συνδεθεί με τον Παπαναστασίου, πήγαινα τα βράδια στο σπίτι του, στην οδό Πινδάρου 11, και συντρόφευα την αδελφή του, την κ. Λοπρέστη και το γαμπρό του ναύαρχο Λοπρέστη. Οι περισσότεροι παλαιοί φίλοι του δεν τολμούσαν να πάνε στο σπίτι του, γιατί υπήρχε πράγματι μια ατμόσφαιρα φοβίας. Εγώ, επειδή καταγόμουν από το Λαϊκό Κόμμα και είχα δεσμό με τον Π. Τσαλδάρη, είχα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Η αδελφή του Παπαναστασίου φοβόταν πως θα καταδικαζόταν. Γι’ αυτό θεώρησε αναγκαίο να μου πει να πάω να βρω τον πρόεδρο του Στρατοδικείου, το ναύαρχο Σακελλαρίου, και να του μιλήσω σχετικά. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Είχε διακοπεί η δίκη για το τριήμερο του Πάσχα. Πήγα, τον βρήκα και με βεβαίωσε ότι αυτός δεν θα ’κανε την ανοησία να καταδικάσει, και μάλιστα σε θάνατο.

Σύνθημα της πολιτικής μου: «Υπερνίκηση του διχασμού»

Η αποτυχία και καταστολή του Κινήματος έδωσε την αφορμή στα πιο φανατικά στελέχη του αντιβενιζελισμού να κάνουν εκείνο το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να δικαιωθεί το Κίνημα: να δημιουργήσουν θέμα επιστροφής του βασιλέως. Πρέπει να πω ότι ο Παναγής Τσαλδάρης αντιδρούσε σ αυτό. Ήταν όμως άρρωστος, δεν μπορούσε σθεναρά να αντισταθεί. Έτσι, επικεφαλής της κυβερνήσεως ουσιαστικά, τις εβδομάδες που η υγεία του είχε ιδιαίτερα κλονιστεί, ήταν ο παλαιός βενιζελικός και δημοκρατικός και τώρα πια φανατικός βασιλόφρων, ο στρατηγός Κονδύλης.

Ο βασιλιάς γύρισε. Απομάκρυνε τον Κονδύλη, σχημάτισε την κυβέρνηση Δεμερτζή. Εγώ ίδρυσα το

66


δια χειρός Εθνικό Ενωτικό Κόμμα στις 15 Δεκεμβρίου του 1935. Κατέβηκα στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 με συνδυασμούς στην Αθήνα, την Πάτρα, τον Πειραιά, τη Φλώρινα και τη Ζάκυνθο. Στο συνδυασμό μου των Αθηνών δέχτηκαν να συμπαρασταθούν ως ανεξάρτητοι -κι αυτό ήταν μεγάλη τιμή για μένα- ο στρατηγός Αλ. Μαζαράκης-Αινιάν, ένας από τους κορυφαίους βενιζελικούς στρατηγούς, ο αδελφός τού Ίωνος Δραγούμη Φίλιππος Δραγούμης, και ο Νικόλαος Κολυβάς, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, γιατί, αν και αντιβενιζελικής προελεύσεως, είχε συμμεριστεί τη δική μου γραμμή, την αντιβασιλική. Από αυτές τις εκλογές δεν βγήκε κανείς μας, γιατί τα πάθη ανάμεσα στα τρία μεγάλα κόμματα (το τρίτο δημιουργήθηκε από τη διάσπαση του Λαϊκού Κόμματος) ήταν τόσο ανεπτυγμένα, που δεν επέτρεψαν σε ένα μικρό κόμμα σαν το δικό μας να επιβιώσει.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δεν ξέρω ποια πρόκειται να ’ναι η προσωπική μου τύχη. Δε μου χρειάζεται να το ξέρω. Το μόνο που μου χρειάζεται είναι να ξέρω ποιο είναι το χρέος μου. Κι αυτό το ξέρω καλά, πολύ καλά. Όποια κι αν πρόκειται να ’ναι η προσωπική μου τύχη, τυχερή θα ’ναι ακόμα κι η ατυχία μου, αν είναι γραφτό ν’ αντιμετωπίσω ατυχίες, ωραία θα ’ναι και η πιο δύσκολη και πιο φοβερή μου ημέρα, αν θέλει ο Θεός να περάσω κι από τέτοιες ημέρες.

Οι εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 προκηρύχθηκαν λίγες μέρες ύστερ’ από την απόφασή μου να κατεβώ στον πολιτικό στίβο και την ίδρυση του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος». Δεν πρόλαβα, τότε, να καταρτίσω συνδυασμούς παρά μόνο στην Αθήνα, στον Πειραιά, στην Αχαΐα, στη Ζάκυνθο (με τη βοήθεια του Νικολάου Κολυβά) και στη Φλώρινα (με τη βοήθεια του Φίλιππου Δραγμούμη). Ο Φίλιππος Δραγούμης, ο Αντιστράτηγος και ακαδημαϊκός Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν και ο Νικόλαος Κολυβάς ετίμησαν, τότε, το «Εθνικό Ενωτικό

Κόμμα» και με τη συμμετοχή τους στο συνδυασμό των Αθηνών, αλλά ως «ανεξάρτητοι» συμπαραστάτες μου. Η πρώτη μετά τις εκλογές εκείνες πολιτική εξόρμησή έγινε στη Βόρεια Ελλάδα (η δεύτερη στην Κρήτη). Βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από την Κομοτηνή και την Καβάλα, όταν, ύστερ’ από τις αιματηρές σκηνές της προηγούμενης ημέρας, συνόδευσε ο λαός -και συνόδευσα κι εγώ τους νεκρούς στην τελευταία τους κατοικία. Ήρθε, έπειτα η δικταΙανουάριος του 1936, στα εγκαίνια του εκλογικού κέντρου του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος στο Θέατρο «Αλίκη». Στο κέντρο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν. Περιστοιχίζεται από συνυποψήφιους και φίλους. Πρώτοι από αριστερά: Επαμεινώνδας Τσέλλος, Δημήτριος I. Ζέπος, Κίμων Λαζάνας. Δεξιά από τον Παν. Κανελλόπουλο διακρίνεται το πρόσωπο του Θ. Χρηστιδη.

67


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τορία της 4ης Αυγούστου, που όχι μόνο ανέστειλε τη μεγάλη εκείνη προσπάθεια για τη διαφώτιση και την ανύψωση της πολιτικής στάθμης του ελληνικού λαού, αλλά και με κράτησε εξόριστο, συντροφευμένο ευτυχώς από τη γυναίκα μου, τρία χρόνια και εννιά μήνες (ως τις 4 Νοεμβρίου 1940) σε νησιά του Αιγαίου.

πραγματικής «εκκλησίας του λαού», ξεφύγαμε από τον ηθικά στείρο μονόλογο της παλαιοκομματικής ρουτίνας που δεν τον ξεπέρασε ούτε η επανάσταση του 1909, και εγκαινιάσαμε το σύστημα του γόνιμου με το λαό διαλόγου. Το ίδιο σύστημα το είχα δοκιμάσει εγώ στο Πανεπιστήμιο, από το 1929 ως το 1935 και είχα διαπιστώσει ότι η παιδαγωγική σχέση -η πνευματική, η ηθική, η πολιτική- είναι, όπως το λέει και η λέξη, σχέση και όχι μονόπλευρη εξουσιαστική λειτουργία, σχέση ενεργητική κι από τις δυο πλευρές, και όχι μια άνετη σκηνοθεσία φλυαρίας από τη μια μονάχα πλευρά. Τραγικό ήταν για το λαό μας, αλλά και διδακτικώτατο ως δοκιμασία, το ότι ακριβώς τη στιγμή που γνώρισε τον εαυτό του ως ενεργό παράγοντα της πολιτικής «αγοράς», ήρθε η δικτατορία, που στο βάθος σα μια φυσική συνέπεια και συνέχεια, σαν φυσικός διάδοχος του συστήματος των παλαιών κομμάτων, ανέβασε τον φλύαρο και κούφιο μονόλογο στο ανώτατο επίπεδο της ξετσιπωσιάς. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου -μια υπόθεση καθαρά ελληνική, άσχετη στο βάθος από το περιεχόμενο των φασιστικών και εθνικο-σοσιαλιστικών κινημάτων- δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το άνθος του κακού, που ήταν επόμενο και ιστορικά αναγκαίο να ξεπεταχτεί μέσ’ από τα βαλτόνερα της πολιτικής μας ζωής. Άσχετα από την αξία και την πολιτική δυναμικότητα ορισμένων Ελλήνων πολιτικών, η πολιτική μας ζωή ως σύστημα, ως ομαδικό φαινόμενο, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια σκηνοθεσία. Η 4η Αυγούστου πήρε τη σκηνοθεσία από την πολιτική μας παράδοση και την έκανε νόμο του κράτους. Και το ’κανε αυτό στην πιο κρίσιμη στιγμή, που το δικό μας κόμμα είχε αρχίσει να κάνει συνειδητή στον ελληνικό λαό τη φρικτή σκηνοθεσία, που μέσα της νόμιζε (τον είχαν κάνει τα παλαιά κόμματα να νομίζει) ότι ασκεί τα κυριαρχικά του δικαιώματα. Και μονάχο του το γεγονός, ότι εμείς το σύστημα των πολιτικών περιοδειών το μετατρέψαμε από σύστημα μονάχα προεκλογικό σε σύστημα μετεκλογικό, έκανε τον ελληνικό λαό ν’ αρχίσει να τρίβει τα μάτια του, ν’ αρχίσει να βλέπει και να ξεχωρίζει το ψέμα από την αλήθεια. Έτσι το κόμμα μας, στο πρώτο στάδιο της ζωής του, στο στάδιο της αποτυχίας, δεν ανδρώθηκε μόνο το ίδιο ως πολιτικός οργανισμός, αλλά βοήθησε και το λαό να ανδρωθεί πολιτικά. Άλλωστε μόνον έτσι, δηλαδή με το να βοηθήσει το λαό μας να ανδρωθεί, μπορούσε να ανδρωθεί και το δικό μας κόμμα.

Το κόμμα μας πέρασε, στα πρώτα του κιόλας βήματα, μερικά στάδια που είναι πολύ χαρακτηριστικά. Το πρώτο στάδιο ήταν το στάδιο της εκλογικής αποτυχίας. Η αποτυχία ακριβώς μάς έκανε ν’ ανδρωθούμε ως πολιτικός οργανισμός. Το δεύτερο στάδιο ήταν ο διωγμός και η νομική απαγόρευση της ζωής και λειτουργίας του κόμματος. Ο διωγμός μάς έκανε να ωριμάσουμε ως χαρακτήρες και ως ιδεολογία. Το τρίτο στάδιο ήταν η εκστρατεία. Η εκστρατεία έδωσε στο κόμμα την ευκαιρία να ταπεινωθεί μπροστά στη φοβερή μοίρα που βρήκε την Ελλάδα, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο. Το τέταρτο στάδιο είναι το στάδιο της δουλείας, του ξενικού ζυγού. Ύστερ’ από την εκούσια ταπείνωσή του, καλείται σήμερα το κόμμα να υψώσει την κεφαλή του (να την υψώσει ακριβώς τη στιγμή, που ο κατακτητής απαιτεί να έχουμε όλοι μας το κεφάλι κατεβασμένο), καλείται το κόμμα ν’ αναλάβει ενεργά την εκπλήρωση της ιστορικής, ελληνικής και πανανθρώπινης, αποστολής του. Ας σταθώ λιγάκι στο καθένα από τα παραπάνω στάδια για να σχολιάσω το νόημά τους: Όταν αποτύχαμε στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, τότε ακριβώς πεισθήκαμε ότι είμαστε ένας γερός οργανισμός. Αν πετυχαίναμε στις εκλογές δεν θα είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε την αντοχή μας, δηλαδή το δικαίωμα της ζωής μας. Εμείς αποτύχαμε, και νικήσαμε την αποτυχία μας. Επέσαμε, κι όμως σταθήκαμε. Όλοι, όσοι πέτυχαν στις εκλογές εκείνες, πέτυχαν για ν’ αποδειχθεί με τον πιο φανερό τρόπο η ανικανότητά τους, η ιστορική ανυπαρξία τους. Εμείς, που αποτύχαμε, αποτύχαμε για ν’ αποδειχθεί η ύπαρξή μας. Και ρίξαμε ακριβώς τότε τα πιο χαρούμενα συνθήματα στον ελληνικό λαό. Ένα κύμα αισιοδοξίας, άρχισε να περνάει απάνω από την Ελλάδα μας. Ως τις 4 Αυγούστου του 1936 γυρίσαμε τη μισή Ελλάδα, μιλήσαμε, εμψυχώσαμε, ρίξαμε το σπόρο της νέας ζωής, προκαλέσαμε συγκεντρώσεις που η συνειδητή πολιτική αποστολή τους δεν είχε ως τότε κανένα προηγούμενο στον τόπο μας, προκαλέσαμε δηλαδή την αναγέννηση της

68


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το δεύτερο στάδιο της ζωής του κόμματος ήταν ο επανάσταση) και ότι δεν χωράνε αμφιταλαντεύσεις διωγμός. Τέσσερα χρόνια εξορίας μου, εξορίες, και καιροσκοπισμοί, ότι το γεγονός έρχεται και αν καταδιώξεις πολλών στελεχών και φίλων του κόμ- δεν το περιμένεις, δεν σε περιμένει ούτ’ εκείνο, ότι ματος, μυστικές συνεδριάσεις, επικίνδυνες απο- μ’ άλλα λόγια πρέπει από τώρα να δράσεις σαν να φάσεις, παράνομη δράση, κυκλοφορία απαγορευ- είχε κιόλας έρθει, γιατί αύριο θα είναι αργά. μένων εντύπων, συμμετοχή μας σε συνωμοσίες, Κανένα ελληνικό κόμμα κι ακόμα λιγώτερο η κυκαι στην προετοιμασία κινημάτων, αυτά όλα -δώρα βέρνηση της 4ης Αύγουστου, δεν είχαν προσαναΘεού που χαλυβδώνουν τους άξιους- μας έκαναν τολίσει τη σκέψη, τη βούλησή τους στον πόλεμο να ωριμάσουμε και ως χαρακτήρες και ως φορείς έτσι, όπως την είχαμε εμείς προσανατολίσει. Το ιδεολογίας. Όσο για μένα προσωπικά, από τη σκο- γράψαμε και το φωνάξαμε (όχι μόνο πριν από τις πιά της μοναξιάς και της εξορίας μου δεν είδα μόνον 28 Οκτωβρίου 1940, αλλά πολύ πριν κι από τον ακόμα πια βαθειά το τι αξίζει η ελεύθερη κοινωνία, Σεπτέμβριο του 1939), ότι ο πόλεμος έρχεται και αλλά δούλεψα μέσα μου με υπομονή και χωρίς κα- ότι έρχεται και για μας. Υποδείξαμε στον ίδιο τον νένα ψυχολογικόν αντιπερισπασμό το φαινόμενο δικτάτορα (αφού είτε το θέλαμε είτε όχι, έτυχε να της ιστορίας, είδα μπρος μου, ακόμα πιο καθαρά, διαχειρίζεται αυτός τη μοίρα της Πατρίδας μας) το τα γεγονότα που έρχονταν, ολοκλήρωσα θετικά και δρόμο που έπρεπε ν’ ακολουθήσει, τα μέτρα που αντικειμενικά την ιστορική μου προοπτική. Έτσι τα έπρεπε να λάβει, να τα λάβει όχι για να προλάβει συνθήματά μας έγιναν συγκεκριμένα, η ιδέα του μέ- και ν’ αποτρέψει τα γεγονότα, αλλά για να προετοιτρου που μας εμπνέει πήρε το κοσμοϊστορικό της μασθεί ακριβώς για την υποδοχή τους. Δυστυχώς περιεχόμενο, η θεωρητική μας συνείδηση έγινε βού- δεν εισακουσθήκαμε. Αλλά μήπως ήταν μόνο η ελληση πρακτική. ληνική κυβέρνηση που είχε τα μάτια της κλειστά; Ο θεωρητικός λέει: ο πόλεμος μπορεί να γίνει, μπο- Όλες οι Κυβερνήσεις (ίσως και όλα τα κόμματα) ρεί και να μη γίνει, γιατί υπάρχουν κι αυτά, αλλά κι των μεγάλων και μικρών χωρών, που ήταν αναεκείνα τα ενδεχόμενα. Ο πολιτικός λέει: ο πόλεμος πόφευκτο να υποστούν την επίθεση, έπαιζαν και δεν μπορεί παρά να γίνει κι έτσι τα πάντα -συνειδήσεις, διπλωματική δράση, προϋπολογισμοίπρέπει να προσανατολισθούν στη βεβαιότητα ότι ο πόλεμος θα ξεσπάσει και ότι η Ελλάς, ό,τι και να κάνει, όπως και να φερθεί, θα μπλέξει κι αυτή στον πόλεμο. Ενώ η θεωρία σημαίνει υποθέσεις, η πολιτική σημαίνει πράξη. Και η πράξη πρέπει να γίνεται πολύ πριν έρθουν τα γεγονότα. Το να προσαρμόζεσαι όπως όπως σε ό,τι προβάλλει σαν άμεσο παρόν, αυτό δείχνει μια ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία (που κι αυτή είναι βέβαια αναγκαία σ’ έναν πολιτικό, γιατί ο πολιτικός είναι και βιρτουόζος αρτίστας). Το να ’χεις προετοιμασθεί για πολλά ενδεχόμενα, αυτό δείχνει μιαν ικανότητα θεωρητικής εποπτείας (που κι αυτή είναι στην ομαλή εξέλιξη της ιστορίας αναγκαία, γιατί ο πολιτικός είναι επιστήμονας). Με την αρτίστικη όμως δεξιοτεχνία και με την επιστημονική συνείδηση δεν συμπληρώνεται το φαινόμενο του αληθινού πολιτικού, δεν γίνεται δηλαδή ο πολιτικός «πολιτικός». Πολιτικός γίνεται ο πολιτικός με την αμείλικτη εκείνη ιστορική προοπτική, που σε ώρες προπάντων μεγάλης Ο πρώτος πολιτικός λόγος του Παναγιώτη Kανελλόπουιστορικής σημασίας του λέει ότι έρχεται και είναι λου στο θέατρο «Κεντρικόν», την ημέρα της ίδρυσης του αναπόφευκτο το τάδε γεγονός (ένας πόλεμος, μια «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος» (15 Δεκεμβρίου 1935).

69


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος με την ιδέα ότι ο πόλεμος μπορούσε και ν’ αποφευχθεί. Δεν κατάλαβαν, ότι στον αιώνα που και οι ιμπεριαλισμοί βασίστηκαν σε κινήματα μαζών κι έγιναν ολοκληρωτικοί, τα διπλωματικά παρασκήνια έπαψαν να ’ναι το κέντρο της διεθνούς ιστορικής ζωής. Αν εμείς καταλάβαμε όσα καταλάβαμε, αυτό πρέπει να αποδοθεί στο απλούστατο γεγονός, ότι γεννηθήκαμε στην ιστορική εκείνη ώρα, που με το χτύπο της εσήμανε ακριβώς το προμήνυμα των νέων γεγονότων. Όσοι ζούσαν ψυχικά μέσ’ τον επίλογο μιας ιστορικής εποχής δεν μπορούσαν να μπουν στο νόημα του προλόγου της νέας εποχής. Ενώ άλλοι με έπαρση ανάλαβαν να διαχειρισθούν την ιστορική μοίρα και τα γεγονότα, που δεν προβλέψανε, εμείς όταν ήρθαν τα γεγονότα αυτά κι έγιναν (στις 28 Οκτωβρίου 1940) μια μοίρα απτή και για τον κάτοχο της πιο ανόητης αφής, εταπεινωθήκαμε σιωπηλά μπροστά στη μοίρα και στα γεγονότα που είχαμε προβλέψει. Το τρίτο στάδιο της ζωής του κόμματός μας, το στάδιο της εκστρατείας, ήταν για μας η δοκιμασία της μεγάλης αυτοπειθαρχίας, της μεγάλης υπακοής. Υπακούσαμε στο χρέος σαν ανώνυμα άτομα, σβήνοντας από πάνω μας κάθε τι που μπορούσε να μας ξεχωρίσει. Φορέσαμε το χακί του φαντάρου, σταθήκαμε σε στάση προσοχής μπροστά στον τελευταίο υπαξιωματικό. Το κάναμε όχι μόνο για να δώσουμε ένα παράδειγμα στους άλλους, αλλά και για να ζήσουμε μέσα μας την υπέροχη κάθαρση που προκαλεί η μεγάλη χαρά

της τυφλής υπακοής στο χρέος. Κι όσα από τα στελέχη του κόμματος δεν μπορούσαν να έρθουν στο αλβανικό μέτωπο, συμμερίσθηκαν ηθικά την βαθύτατα συνειδητή ταπείνωση που εν ονόματι όλων, εν ονόματι όλου του κόμματος, πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπό μου. Οι τελευταίες ώρες της εκστρατείας -οι ώρες οι τραγικές- δεν με άφησαν βέβαια να μείνω στο καθεστώς της ανωνυμίας τού φαντάρου. Ήταν μοιραίο να επικαλεσθούν την παρουσία μου όσοι διοικούσαν το στρατό που είχε δοξάσει την Ελλάδα σε μιαν ώρα, που ο ίδιος αυτός ο υπέροχος στρατός, είχε σχεδόν διαλυθεί. Και ήταν μοιραίο να βρεθώ μπροστά στον ανώτατον άρχοντα, μπροστά στην ελληνική κυβέρνηση, και μπροστά στους στρατιωτικούς και διπλωματικούς εκπροσώπους της Μεγάλης Βρετανίας τη Δευτέρα του Πάσχα (τη νύχτα της 21ης Απριλίου 1941), δηλαδή σε μια στιγμή που η ώρα ήταν τόσο κρίσιμη και φοβερή, ώστε δεν είχα το δικαίωμα ούτε κριτική ν’ ασκήσω, ούτε ευθύνες να ζητήσω. Αλλά μήπως δεν ήταν κι αυτό μια ηθικά θεμελιωτική για τη συνείδησή μου και για το κόμμα μας ταπείνωση μπροστά στη μοίρα της Ελλάδος; Ήρθε όμως και η ώρα να υψώσουμε περήφανα και βίαια την κεφαλή μας. Συνήθως σκύβουν οι λαοί σε ώρα δουλείας το κεφάλι τους. Εμείς, ο ελληνικός λαός -το κόμμα μας που πιστεύει ότι διερμηνεύει απόλυτα την ψυχή του ελληνικού λαούεμείς αποφασίζουμε να υψώσουμε το κεφάλι μας όταν οι άλλοι το σκύβουν και το κρύβουν.

14/07/1935 «Διατί πρέπει να μείνη η δημοκρατία» Όταν οι λαοί στερούνται ιδεωδών, καταφεύγουν εις τα είδωλα! Αι εθνοκτόνοι έριδες 20 ετών, αι εθνικαί συμφοραί, τα υπό στιγμιαίων σκοπιμοτήτων υπαγορευμένα πολιτικά προγράμματα, το χρηματιστήριον και το καφενείον εστέρησαν τον Ελληνικόν Λαόν παντός ιδεώδους και παρασύρουν τούτον, ελλείψει ουσιαστικής αντιστάσεως, εις το να συμπληρώση τα κενά με είδωλα, εις το να θεωρήση δηλαδή εξαρτωμένην την σωτηρίαν του από το ψεύδος! Καθήκον παντός ανθρώπου έχοντος συναίσθησιν των κινδύνων, οι οποίοι θα προκύψουν εκ της τοιαύτης πλαστογραφήσεων των εθνικών μας αναγκών, είνε να αντιπαρατάξη το ασθενές του σώμα εις το κακόν ρεύμα, το οποίον εδημιουργήθη, έστω και αν, αποτυγχανούσης της διαφωτιστικής του προσπαθείας, πρόκειται να πέση, να συντριβή! Καθήκον εκείνου, ο οποίος, εις το περιθώριον ευρισκόμενος, ζη τον επίσης εις το περιθώριον εκτοπισθέντα εθνικόν παλμόν, είνε να απευθυνθή προς τον λαόν και να του ειπή ότι πλαστογραφούνται αι ανάγκαι του, όταν υποδεικνύεται ως μέσον ικανοποιήσεως των η βασιλεία!

70


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αι ανάγκαι του λαού μας είνε εξ εκείνων, τας οποίας μόνον ουσιαστικά περιεχόμενα είνε δυνατόν να πληρώσουν. Έρχεται εντός ολίγου η νέα γενεά, η οποία, αναβαπτισθείσα εις την ιστορικήν του έθνους μας αποστολήν, θα δώση τα περιεχόμενα αυτά. Επιφυλασσόμενος να εκτελέσω και εγώ εις άλλην ευκαιρίαν το έργον μου, ως διερμηνέως των νέων ιδεωδών, θα αρκεσθώ σήμερον να εξετάσω τους λόγους, δια τους οποίους η βασιλεία όχι μόνον δεν είνε δυνατόν να ικανοποιήση τας ανάγκας μας, αλλά πρόκειται, επανερχομένη, να δημιουργήση μεγαλύτερα κενά εις την εθνικήν μας ζωήν. Τι περιμένουν από την παλινόρθωσιν της βασιλείας oι υπέρ αυτής κηρυχθέντες; Λέγουν, ότι με την παλινόρθωσιν θα εξασφαλισθούν δυο μεγάλα αγαθά: α) η εθνική μας ένότης και β) η πολιτική ομαλότης. Α. ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΣ Εάν η εθνική ενότης Λαού τίνος ή μάλλον η περί αυτής συνείδησις έχη ανάγκην ενός ψεύδους δια να συντηρηθή είνε απλούστατα περιττή η ύπαρξίς της. Δεν έχει ιστορικόν λόγον υπάρξεως η εθνική εκείνη ενότης, η οποία εξαγοράζεται με αναξιοπρέπειαν και δουλοφροσύνην. Διότι είνε βαρύτατα αναξιοπρεπές το να ομολογή ένας Λαός ενώπιον του κόσμου ολοκλήρου, ότι δεν επαρκούν αι ίδιαι αυτού δυνάμεις δια να συντηρηθή εθνικώς και ότι έχει ανάγκην ενός «λοφίου», ενός σταυλάρχου και μερικών κυριών της τιμής (με άλλας λέξεις: μερικών θαλαμηπόλων) δια να αντλήση από το άκουσμα των υπόπτων ανακτορικών ψιθύρων και σκανδάλων τον λόγον της ιστορικής του υπάρξεως, Είνε βαρυτάτης δουλοφροσύνης σύμπτωμα το να διακηρύσση ένας Λαός, ότι, δια να σταθή εις την εθνικήν του προσπάθειαν όρθιος, έχει ανάγκην να υποκλινεται και να κάμπτεται ενώπιον και του τελευταίου ακόμη ιπποκόμου ενός τυχαίου βασιλέως

71


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Οι υποδεικνύοντες εις τον Λαόν μας την παλινόρθωσιν και παραπέμποντες αυτόν εις τα παραδείγματα χωρών, όπου η βασιλεία φαίνεται πράγματι συμβολίζουσα και συγκρατούσα την εθνικήν ενότητα, πλανώνται και συγχέουν τας ιστορικάς εποχάς. Η βασιλεία ήτο αναγκαία και δεν εσυμβόλιζεν απλώς, αλλ’ ενεσάρκωνεν αυτή την εθνικήν ενότητα εις τας εποχάς εκείνας, καθ’ ας oι Λαοί, εστερημένοι και στοιχειώδους ακόμη παιδείας, ανίκανοι να εκπροσωπήσουν ως συνειδητή ολότης την εθνικήν των αποστολήν, είχον ανάγκην μονίμου και κληρονομικώς εξησφαλισμένου διερμηνέως των αναγκών των... TO ΚΑΘΗΚΟΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ Ανάξιοι ήσαν εκείνοι, εις τους οποίους είχεν εμπιστευθή ο λαός την αποστολήν του ηγέτου και πολιτικού. Αντί να αντιληφθούν ούτοι, ότι ο πολιτικός είνε κατ’ εξοχήν παιδαγωγός, ότι το έργον του πολιτικού είνε κυρίως έργον παιδείας, ησχολούντο και ασχολούνται εις το να παρεμποδίζουν την άμεσον του λαού επαφήν με ιδέα; και αρχάς, παρεμβάλλοντες μεταξύ του κράτους και των πολιτών, τους οποίους μόνον ως ψηφοφόρους αναγνωρίζουν, τον κομματικόν των προθάλαμον, τους τοπικούς κομματάρχας και εκμεταλλευτάς. Αφωσιωμένοι κατά κύριον λόγον εις την συναλλαγήν, η οποία ουδέποτε αποβαίνει υπέρ του λαού, συνδυάσαντες δε κατά την τελευταίαν εικοσαετίαν την συναλλαγήν και προς τον διχασμόν, ο οποίος κυρίως δια της συναλλαγής -των διώξεων και ευνοιών- ετράφη, αφήκαν οι πολιτικοί, οι ανάξιοι του λαού εκπρόσωποι, τον λαόν μακράν πάσης ουσιαστικής ιδεολογίας και δεν αντελήφθησαν, ότι ο λαός, ιδίως οι κατά τον πόλεμον και μετά τον πόλεμον αναπτυχθέντες νέοι, ζητούντες ιδεολογικήν τροφήν ή απεγοητεύοντο και περιέπιπτον, παρά την αντίθετον διάθεσίν των, εις κατάστασιν γενικής, ως προς όλα τα εθνικά και κοινωνικά ιδεώδη, αδιαφορίας ή έσπευδαν να καλυφθούν, υπό την εντέχνως προσφερομένην στέγην αντεθνικών και ηθικώς διαλυτικών ιδεολογιών. Διότι ο λαός, ιδία αι νέαι γενεαί έχουν ανάγκην κοσμοθεωρηρικών στηριγμάτων, ιδεολογιών, και καταφεύγουν μοιραίως, μη υπαρχούσης άλλης στέγης, εις στέγην αντεθνικήν ή εις το επικίνδυνον κενόν!

Άρθρο στην εφημερίδα Ακρόπολις, την Κυριακή 18 Αυγούστου 1935.

72


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο πρώτος εν Πάτραις λόγος του Π. Κανελλόπουλου (Κυριακή 12 Ιανουαρίου 1936) Απευθυνόμενος -και δη κατά πρώτην φοράν προς τον λαόν των Πατρών, αισθάνομαι ευθύνην βαρυτάτην, ευθύνην βαρυτέραν εκείνης, την οποίαν ησθάνθην, απευθυνθείς προς τον λαόν των άλλων πόλεων της Ελλάδος. Η πόλις των Πατρών δεν είναι απλώς η πόλις, εις την οποίαν, θεία ευδοκία, επεκοινώνησα το πρώτον με το φως της ζωής, αλλ’ είναι και η πόλις εκείνη, προς την οποίαν η οικογένειά μου συνεδέθη με στενωτάτους πολιτικούς δεσμούς. Εις τους κατοίκους των Πατρών ανεγνώρισα και εις το παρελθόν, αναγνωρίζω δε σήμερον κατ’ εξοχήν το δικαίωμα να έχουν απέναντί μου απαιτήσεις μεγαλυτέρας εκείνων, τας οποίας έχει και δικαιούται να έχη οιοσδήποτε άλλος. Είναι τόσοι οι συναισθηματικοί δεσμοί, οι οποίοι με συνδέουν προς υμάς, ώστε αισθάνομαι την υποχρέωσιν να θεωρήσω ως προηγηθέντα ένα σιωπηρόν μεταξύ μας διάλογον, ο οποίος απαιτεί συνέχισιν δημοσίαν και προσιτήν εις τα ώτα παντός ακούοντος και εις την ψυχήν παντός πονούντος. Οι δεσμοί μας καθηγιάσθησαν και με αίμα ακόμη και συχνότατα, εις όλας τας ψυχικώς κρίσιμους στιγμάς της ζωής μου, ήκουσα την φωνήν σας άπευθυνομένην προς εμέ και λέγουσαν : Τι έγινε το αίμα του μεγάλου Αθώου, του πραοτάτου εκείνου και γλυκυτάτου θύματος, του Δημητρίου Γούναρη; Κύριοι ! Πολλούς ηκούσατε μέχρι τούδε επικαλουμένους και ζητούντας δια της επικλήσεως ταύτης να επικοινωνήσουν με την ψυχήν σας! Πολλούς είδατε περιφέροντας ως εκλογικόν σήμα την εικόνα του και εκμεταλλευόμενους την σκιάν του ! Τους ηκούσατε φωνασκούντας και τους είδατε ασχημονούντας εν ονόματί του, προς τον αποκλειστικόν σκοπόν, όπως εξασφαλίσουν επιτυχίαν, εις την οποίαν δεν ήσαν μόνοι ικανοί να προχωρήσουν! Τους ηκούσατε επικαλούμενους μεν το όνομα, αποσιωπώντας όμως τας αρχάς του Δημητρίου Γούναρη. Τους είδατε περιφέροντας μεν την εικόνα και το είδωλον, αποκρύπτοντας όμως την ουσίαν και το αληθές σύμβολον του Δημητρίου Γούναρη. Εν ολόκληρον κόμμα, το κόμμα το οποίον ίδρυσεν ακριβώς ο Δημήτριος Γούναρης, έζησε και ετράφη με την σκιάν, με το όνομα και με το είδωλον, δεν επεχείρησε δε ούτε μίαν φο-

ράν να αγωνισθή χάριν ιδέας τινός και αρχής πηγαζούσης εκ της ζωής αφενός και εκ της διδασκαλίας αφ’ ετέρου, την οποίαν από του 1902 ενεσάρκωσε και εκήρυξεν ο Δημήτριος Γούναρης. Κύριοι! Το όνομα του Δημητρίου Γούναρη εχρησιμοποιήθη μέχρι τούδε δια να προκαλέση το μίσος και δια να συντηρήση δια του μίσους την δι’ αυτού μόνον δικαιολογουμένην παράταξιν των αντιβενιζελικών. Και όμως! Η ζωή του Δημητρίου Γούναρη ήτο η ενσάρκωσις της αγάπης και της θυσίας. Δεν περιορίζεται δε μόνον εις τούτο η γενομένη εκμετάλλευσις. Το όνομα του Δημητρίου Γούναρη εχρησιμοποιήθη δια να καλύψη την ιδεολογικήν ασυναρτησίαν, την αντιδραστικότητα και αυτήν ακόμη την εις πλείστας περιπτώσεις εκδηλωθείσαν ανηθικότητα της αντιβενιζελικής παρατάξεως. Και εχρησιμοποιήθη κατ’ αυτόν τον τρόπον ενώ η ιδεολογία του Δημητρίου Γούναρη ήτο κατ’ εξοχήν συγκεκροτημένη, κατ’ εξοχήν προοδευτική. κατ’ εξοχήν προσανατολισμένη εις τας αρχάς της ανιδιοτελείας και της ατομικής ηθικής. Βαθύτατοι ψυχικοί πόνοι και αγώνες εχρειάσθησαν δια να υπερνικήσουν τα επιφανειακά, τα επιπόλαια αισθήματα, τα οποία έφρασσον με τεχνητά φράγματα την ελευθέραν εκδήλωσιν της ψυχής μου. Επιτρέψατέ μου την εξομολόγησιν αυτήν. Απέναντί σας αισθάνομαι την υποχρέωσιν να εξομολογηθώ. Ενόμιζα άλλοτε και εγώ -όπως νομίζουν δυστυχώς ακόμη πολλοί- ότι το καθήκον μου απέναντι της μνήμης του Γούναρη ήτο να ανήκω εις το κόμμα, το οποίον εκείνος ίδρυσε, ν’ ανήκω μάλλον -δια να διατυπώσω το πράγμα γενικώτερον- εις την παράταξιν η οποία τρέφεται από την θυσίαν εκείνου. Παρά το γεγονός, ότι από ετών είχα διαπιστώσει την έλλειψιν παντός θετικού και ζωογόνου στοιχείου εις την παράταξιν αυτήν, ηρκέσθην εις το να σιωπήσω. Ήλθεν όμως η στιγμή, κατά την οποίαν η σιωπή απετέλει προδοσίαν απέναντι των ιδεών και της ψυχής μου! Παρά τον κίνδυνον ν’ αντιμετωπίσω τας χυδαίας ύβρεις των εμπόρων τού αντιβενιζελιομού -και εδέχθην όπως γνωρίζετε, τας ύβρεις και τους λιθοβολισμούς τωνεχειραφετήθην δημοσία από την παράταξιν του αντιβενιζελισμού, πιστεύω δε ότι η μόνη, η οποία δεν αδικείται από την χειραφέτησίν μου αυτήν, είναι η ψυχή ακριβώς του Δημητρίου Γούναρη. Αλλά και αυτή εάν ηδικείτο, προκειμένου να ορθωθώ εναντί-

73


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αυτής προκύπτουν μόνον δύο τινά: η διάλυσις αφ’ ενός του έθνους -διάλυσις, η οποία εξακολουθεί επιτεινομένη εις στιγμάς διεθνώς κρισιμωτάτας- και η ικανοποίησις αφ’ ετέρου του εν πολλοίς υλικού συμφέροντος ελαχίστων τίνων εκμεταλλευτών του διχασμού. Λαέ των Πατρών. Φεύγω αύριον και πάλιν δια να συνεχίσω τον σκληρόν και τον δύσκολον αγώνα μου έξω των ορίων του νομού, εις τον οποίον εκ γενετής ανήκω. Εμπιστεύομαι εις χείρας σου, χωρίς καθοδήγησιν άλλην εκτός εκείνης, η οποία θα προέλθη εκ της ψυχής σου, την διαχείρισιν της εθνικής εντολής, την οποίαν διετύπωσα. Εμπιστεύομαι εις χείρας σου την διαχείρισιν της εντολής, με την απόλυτον βεβαιότητα ότι θα αντισταθής κατά της προσπάθειας, η οποία θα καταβληθή, όπως σε παρασύρουν εκ νέου εις τας παρατάξεις, από τας οποίας εχειραφετήθης, θα με συκοφαντήσουν και θα είμαι εκτεθειμένος εις τας συκοφαντίας των, χωρίς να έχω την δυνατότητα να αμυνθώ, διότι θα ευρίσκωμαι μακράν. Επιτρέψατέ μου να χρησιμοποιήσω, μακράν ευρισκόμενος, προς απόκρουσιν των επιθέσεων και συκοφαντιών των, να χρησιμοποιήσω, λέγω, ως ασπίδα την ψυχήν σας. Προστατευόμενος υπό της ψυχής και του πατριωτισμού σας, θεωρώ τον εαυτόν μου ασφαλή. Δεν έχετε δικαίωμα να διαψεύσετε την προσδοκίαν μου. Δεν έχετε δικαίωμα, διότι η προσδοκία μου δεν αφορά τον εαυτόν μου, αλλ’ αφορά την Ελλάδα, η οποία έχει την αξίωσιν να υπακούσετε εις την πρόσκλησίν της. Είναι καιρός να σκεφθήτε, ότι η Ελλάς έχει ανάγκην και αυτή τέλος πάντων των υπηρεσιών σας. Αποτινάξατε τον ζυγόν των κομμάτων και προσέλθετε εις το ιερόν της δια να επικοινωνήσετε και πάλιν με το φως, το οποίον αι μαύραι χείρες του διχασμού απέκρυψάν επί έτη από την ψυχήν σας.

ον αμφοτέρων των παρατάξεων, κηρύσσων το κήρυγμα της εθνικής ενότητος και της σωτηρίας της πατρίδος, τίποτε δεν θα ελάμβανα υπ’ όψει μου, κανένα δεσμόν δεν θα εσεβόμην, εις κανένα φραγμόν δεν θα επέτρεπα να φράξη των εθνικών μου ανησυχιών την ειλικρινή εκδήλωσιν. Κύριοι. Είκοσιν ολόκληρα έτη συνεπληρώθησαν αφ’ ότου ήρχισεν εν Ελλάδι να μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Επί είκοσιν έτη αντιδικεί το ήμισυ του Ελληνικού λαού κατά του ετέρου ημίσεως. Οι μεν ονομάζουν τους άλλους προδότας και εκ της αντιδικίας

74


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο βασιλιάς γύρισε. Απομάκρυνε τον Κονδύλη, σχημάτισε την κυβέρνηση Δεμερτζή. Εγώ ίδρυσα το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα στις 15 Δεκεμβρίου του 1935. Κατέβηκα στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 με συνδυασμούς στην Αθήνα, την Πάτρα, τον Πειραιά, τη Φλώρινα και τη Ζάκυνθο. Στο συνδυασμό μου των Αθηνών δέχτηκαν να συμπαρασταθούν ως ανεξάρτητοι -κι αυτό ήταν μεγάλη τιμή για μένα- ο στρατηγός Αλ. Μαζαράκης-Αινιάν, ένας από τους κορυφαίους βενιζελικούς στρατηγούς, ο αδελ-

φός τού Ίωνος Δραγούμη Φίλιππος Δραγούμης, και ο Νικόλαος Κολυβάς, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, γιατί, αν και αντιβενιζελικής προελεύσεως, είχε συμμεριστεί τη δική μου γραμμή, την αντιβασιλική. Από αυτές τις εκλογές δεν βγήκε κανείς μας, γιατί τα πάθη ανάμεσα στα τρία μεγάλα κόμματα (το τρίτο δημιουργήθηκε από τη διάσπαση του Λαϊκού Κόμματος) ήταν τόσο ανεπτυγμένα, που δεν επέτρεψαν σε ένα μικρό κόμμα σαν το δικό μας να επιβιώσει.

Νομίζω πως είμαι εύκολος. Ποτέ δεν ήρθα σε σύγκρουση με φίλο, ποτέ δεν αξίωσα κάτι, που δεν ανταποκρίνονταν στην κανονική λειτουργία των σχέσεων, ούτε είχα απαιτήσεις που να υπερβαίνουν ορισμένα όρια. Και όσο και αν σου φανεί παράδοξο δεν είχα ποτέ έντονη φιλοδοξία. Μπήκα στην πολιτική από πολύ νέος. Και συνέχισα τη σταδιοδρομία μου από χρέος παρά την αποτυχία μου τον Ιανουάριο του ’36. Από χρέος ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά. Και από κει και πέρα οι μισοί πήραμε θέση από τη μια πλευρά και οι άλλοι μισοί από την άλλη. Ήταν η επιλογή τέτοια που δεν επέτρεπε να σκέπτεσαι για ορισμένα χρόνια τίποτε άλλο παρά μόνο τον αγώνα.το μίσος ή η πικρία, δεν είναι κανένα συναίσθημα προσωπικό ή ορισμένης γενεάς ή ταξικό. Ενώ όλοι οι άλλοι παθιάζονται από κάτι, και για αυτό πιστεύουν και στο κάτι αυτό, εμείς πιστεύουμε σε κάτι, και γι’ αυτό παθιαζόμαστε για να το πραγματοποιήσουμε. Στους άλλους γίνεται το πάθος αφορμή ανισορροπίας και για τη σκέψη τους. Σε μας γίνεται η σκέψη αφορμή ισορροπίας και για το πάθος μας.

75


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου Μετά τις εκλογές και έως ότου ο βασιλιάς και ο Μεταξάς στις 4 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς (1936) αποφασίσουν να μετατρέψουν το πολίτευμα από δημοκρατικό σε αυταρχικό, έκανα περιοδείες α ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα. Ξεκίνησα τις περιοδείες αυτές από τα δύο ακραία σημεία της χώρας, από τη Θράκη και την Κρήτη. Οι εκδηλώσεις του λαού μού έδωσαν την εντύπωση πως παρότι ο κόσμος είχε ταχθεί στις εκλογές με τα παλαιά κόμματα, διψούσε για κάτι νέο. Δεν ξέρω αν ήμουν τυχερός γιατί πήρα μόνο εγώ αυτή την πρωτοβουλία ή ικανός να ανταποκριθώ στις προσδοκίες του λαού. Πάντως, οι συγκεντρώσεις που έγιναν στη Θράκη, την Κρήτη, την Καλαμάτα, το Μεσολόγγι και αλλού, ήταν πολύ μεγάλες και έδειχναν ότι ο λαός ήθελε να ξεφύγει από το διχασμό.

ψυχολογία τέτοιων κινημάτων. Με το σχέδιο Συντάγματος που έκρινα αναγκαίο να καταρτίσω, σαν ένα νομικά υλοποιημένο πρόγραμμα του κόμματός μας που θα μπορούσε να συζητηθεί στην εθνοσυνέλευση (και η ανάγκη για μιαν εθνοσυνέλευση είχε από τότε προβλεφθεί από μας), με το σχέδιο αυτό είχα αποβλέψει να κάνω τον ανώτατον άρχοντα να ιδεί ότι τον κίνδυνο κομμουνιστικών ανωμαλιών που του είχαν οι επιτήδειοι προβάλει σαν αιτιολογία για την κατάργηση του ελεύθερου πολιτεύματος, θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει η Ελλάς με νέους συνταγματικούς θεσμούς υπαγορευμένους από την ίδια την αρχή της δημοκρατικής ελευθερίας. Στο σχέδιο Συντάγματος που είχα καταρτίσει, εμφανίζεται η δημοκρατία, σύμφωνα με τις βασικές αρχές μας που από την πρώτη στιγμή διακηρύξαμε, σαν δημοκρατία «ενεργός, και όχι άβουλη και παθητική, εμφανίζεται η ελευθερία σαν καθεστώς που ξέρει να προστατεύσει τον εαυτό του, σαν καθεστώς εξ ίσου βουλητικό και μαχητικό όπως και τα καθεστώτα των δυο αντίθετων άκρων της φασιστικής δεξιάς και της φασιστικής αριστεράς. Η μυστική συνέλευση των στελεχών του κόμματος, το Δεκέμβριο του 1936, αφού υιοθέτησε το υπόμνημα και το σχέδιο Συντάγματος, μ’ εξουσιοδότησε να υποβάλω και τα δυο στον Βασιλέα και σε περίπτωση που ο Βασιλεύς δε θ’ απαντούσε σε δεκαπέντε μέρες να τυπώσω το υπόμνημα μυστικά και να το κυκλοφορήσω σαν προκήρυξη προς το λαό σε χιλιάδες αντίτυπα. Ο Βασιλεύς δεν απάντησε και αποφασίσθηκε η εκτύπωση και η κυκλοφορία. Η Γενική Γραμματεία του Κόμματος κατάφερε να τυπώσει χιλιάδες αντίτυπα και να τα κυκλοφορήσει με μεγάλη ταχύτητα κι επιτυχία όχι μόνο στην πρωτεύουσα, αλλά και σε πολλές επαρχίες. Αν τη στιγμή εκείνη, που βρήκε τη δικτατορία αδιαμόρφωτη, έκαναν και τ’ άλλα κόμματα μια παράλληλη ενέργεια, η δικτατορία δε θα είχε σταθεί. Τρεις ολόκληρες εβδομάδες αφότου άρχισε να κυκλοφορεί η προκήρυξη, η δικτατορία προσπαθούσε ν’ απο-

Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου άρχισε το δεύτερο στάδιο της ζωής του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος. Η ελεύθερη πολιτική ζωή καταλύθηκε, χωρίς το κόμμα μας, που δεν ήταν στη Βουλή και δεν είχε τα τυπικά δικαιώματα των άλλων κομμάτων, να μπορέσει να προλάβει τη δικτατορία ή ν’ αντιδράσει επίσημα στην εγκαθίδρυσή της. Η έλλειψη ωστόσο των τυπικών τίτλων δε μας εμπόδισε να θεωρήσουμε το κόμμα μας ουσιαστικά υποχρεωμένο να εκδηλώσει, πρώτο απ’ όλα τ’ άλλα κόμματα πανηγυρικά και δημόσια, την αντίθεσή του στο δικτατορικό πραξικόπημα. Τον Δεκέμβριο του 1936 έγινε μια μυστική σύσκεψη ενός σοβαρού αριθμού στελεχών του κόμματος. Πριν από τη σύσκεψη είχα συντάξει ένα υπόμνημα προς τον ανώτατον άρχοντα, καθώς κι ένα σχέδιο νέου Συντάγματος. Με το υπόμνημα προσπαθούσα ν’ αποδείξω στον Βασιλέα ότι η εγκαθίδρυση της δικτατορίας δεν ήταν μόνο πολιτικά και ηθικά απαράδεκτη, αλλά και ότι εγκυμονεί μεγάλους εθνικούς κινδύνους, γιατί ενώ κάνει τους επιπόλαιους να νομίζουν ότι αποτρέπει τους κινδύνους αντεθνικών κινημάτων, καλλιεργεί αντίθετα και τονώνει την

76


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

φύγει να με συλλάβει, ελπίζοντας ότι η εντύπωση λάβαμε μέρος στις προετοιμασίες που οδήγησαν που προκάλεσε το έντυπό μας θα ξεθύμαινε. Αντί στο κίνημα των Χανίων και όταν ήρθε μυστικά και όμως να ξεθυμάνει η εντύπωση, έγινε το αντίθε- με βρήκε στην Κύθνο ένας σύνδεσμος της επανατο. Και τότε η δικτατορία, στις 5 Φεβρουαρίου του στατικής επιτροπής Χανίων ανταποκρίθηκα αμέ1937, διάταξε και πραγματοποίησε μια νύχτα τη σως στην παράκλησή του να ξεφύγω κρυφά από σύλληψή μου. Ύστερ’ από μερικών εβδομάδων τη Χώρα τής Κύθνου και να μπω σ’ ένα καΐκι που φυλάκιση στη Γενική Ασφάλεια, όπου τις πρώτες θα μου έστελναν για να πάω στα Χανιά. Το καΐκι μάλιστα μέρες διατάχθηκε η απόλυτη απομόνωσή δεν ήρθε, η επαναστατική επιτροπή έπεσε σε κάμου που την διασπούσε μόνο η πατριωτική σύνεση μποσα λάθη και το κίνημα που έγινε στα τέλη Ιουλίαρκετών οργάνων της Αστυνομίας, καταδικάσθηκα ου οδήγησε σε αποτυχία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η σ’ ενός έτους εκτόπιση που ανανεώθηκε αργότε- δικτατορία μ’ έστειλε ξαφνικά από την Κύθνο στην ρα αυτόματα άλλες τρεις φορές. Έμεινα, δηλαδή, Καλή Ράχη της Θάσου όπου οχτώ ολόκληρους μήεξόριστος τέσσερα σχεδόν ολόκληρα χρόνια. Λίγες νες διατάχθηκε η πιο αυστηρή απομόνωσή μου. μέρες μετά τη δική μου εκτόπιση στην Κύθνο έγινε Στο μεταξύ ο κ. Τσέλλος, κρυμμένος στην Αθήνα, η σύλληψη και η εκτόπιση στη Σίκινο του Γενικού εξακολούθησε με άλλα στελέχη έντονη τη δράση, Γραμματέα του κόμματος κ. Επαμ. Τσέλλου που αν εκδίδοντας και διάφορα έντυπα που διαφώτιζαν το δεν έμεινε όσα χρόνια έμεινα εγώ στην εξορία, αυτό λαό πάνω στους κινδύνους που έρχονταν, προπάοφείλεται στο γεγονός ότι, ύστερ’ από ενός έτους ντων τους εξωτερικούς, και που τόνιζαν ιδιαίτερα ταλαιπωρίες στην εξορία, αρρώστησε κι αφού του την ανάγκη της στρατιωτικής προπαρασκευής για δόθηκε η άδεια να ’ρθει στην Αθήνα για τη θερα- τον πόλεμο. Και παράλληλα με τη δράση αυτή, πεία του, κατάφερε να ξεφύγει δουλέψαμε όλοι μας -εγώ στο από τους συνοδούς του και νησί μου και ορισμένες επιτροΉμουν, είμαι, και δεν πές στην Αθήνα- πάνω στις να κρυφθεί ζώντας παράνομη ζωή τα υπόλοιπα ως την ιταλιιδεολογικές αρχές και στο πρόθα παύσω να είμαι πολέκή επίθεση χρόνια. Στα 1938 γραμμα του κόμματος, κι έτσι έγινε η σύλληψη και η εκτόπι- μιος κάθε δικτατορίας. μ’ όλη τη δυσκολία της επικοιση πολλών άλλων στελεχών νωνίας μεταξύ μας καταφέρακαι μελών του κόμματος, γιατί με να διατυπώσουμε στα 1938 όσο πιο επίμονη ήταν η δίωξη εναντίον μας τόσο ένα λεπτομερέστατο κείμενο των άρχων και του πιο έντονη αποδείχθηκε και η δράση, η διαφωτιστι- πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού προγράμμακή και συνωμοτική, του κόμματός μας. Σημειώθη- τος του κόμματός μας, ένα κείμενο που τυπώθηκε κε τάχα η δράση αυτή από πείσμα; Όχι. Η δράση μυστικά σ’ ένα πολυσέλιδο τεύχος και διανεμήθηκε μας στην περίοδο της δικτατορίας σημειώθηκε από στα στελέχη και σε πολλά μέλη του κόμματος. πίστη στις δημοκρατικές ελευθερίες, καθώς επίσης Είπα ότι μεγάλες ανησυχίες προκαλούσε μέσα μας από τη βαθύτερη ανησυχία που προκαλούσε μέσα η εξωτερική πολιτική της δικτατορίας και γενικά η μας η αναστολή του ελεύθερου πολιτικού βίου και διεθνής κατάσταση. Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα έχει από την άποψη των εσωτερικών περιπλοκών, που το δικαίωμα να πει, ότι βασισμένο σε μια καθαρόήταν για μας φυσικό να προκαλέσει η συσσώρευ- τατη ιστορική προοπτική προετοιμάσθηκε ψυχικά ση πικρίας στις πολιτικά πιεζόμενες μάζες, και από απόλυτα για τα μεγάλα και τραγικά γεγονότα που την άποψη της εξωτερικής πολιτικής. Στο τελευταίο έρχονταν, είδε τα γεγονότα αυτά ολοκάθαρα κάμποαυτό σημείο θα ξαναγυρίσω σε λίγο. σα χρόνια πριν σημειωθούν, και δεν τα είδε μόνο, Ενώ εγώ και άλλα στελέχη ήμασταν εκτοπισμένοι, αλλά θεώρησε χρέος του, βάζοντας κατά μέρος την η οργάνωση η εσωτερική του κόμματος δε σταμά- πικρία του απέναντι των διαχειριστών της εξωτεριτησε, αλλά δε μπορούσε βέβαια και να γίνει στην κής μας πολιτικής, ν’ απευθυνθεί πολλές φορές σ’ έκταση και ένταση που θα επιθυμούσαμε. Κύριο αυτούς τους ίδιους και να τους καταστήσει έγγραφα μέλημά μας ήταν ο αγώνας κατά της δικτατορίας, κι γνωστές τις ανησυχίες και τις σκέψεις του. Η σειρά αυτόν τον επιχειρήσαμε με όλα τα μέσα που μπο- των ενεργειών του κόμματος πάνω στα προβλήμαρούσαμε να διαθέσουμε. Από την άνοιξη του 1938 τα της εξωτερικής πολιτικής είναι η ακόλουθη:

77


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Στα τέλη του 1936, λίγο πριν από τη βαλκανική σύνοδο που έγινε στην Αθήνα, υπογράφηκε το σύμφωνο μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας που ουσιαστικά διασπούσε τη Βαλκανική Συνεννόηση. Τρεις μήνες αργότερα υπογράφηκε -και δράστης σ’ όλα αυτά ήταν ο Στογιαντίνοβιτς- το σύμφωνο μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ιταλίας. Από το νησί της εξορίας μου θεώρησα αμέσως καθήκον μου να υποβάλω στον Ανώτατο Άρχοντα ένα υπόμνημα, όπου αναλύοντας τη σημασία των δύο αυτών συμφώνων ετόνιζα τη συνάρτησή τους με την ιμπεριαλιστική πολιτική της Ιταλίας και της Γερμανίας και συνιστούσα από τότε την ανάληψη μιας πρωτοβουλίας, πρωτοβουλίας βασισμένης στη φιλία μας με την Αγγλία, για την απόκρουση των κινδύνων που είχαν σημειωθεί στον ορίζοντα. Τον Ιούνιο τού 1939, από την Κάρυστο όπου πέρασα το τρίτο στάδιο της εξορίας μου, έστειλα στον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά ως υπουργό των Εξωτερικών, το αναλυτικώτατο εκείνο υπόμνημα, που κολακεύομαι να πιστεύω ότι λίγοι άνθρωποι στον κόσμο θα ήταν διατεθειμένοι τις μέρες εκείνες να υπογράψουν και που εγκρίθηκε, πριν επιδοθεί, από τα κυριώτερα στελέχη του κόμματός μας και αποτελεί έτσι για το κόμμα μας το σημαντικώτερο πολιτικό βήμα του, την πιο υπεύθυνη πολιτική πράξη του πριν από το νέο παγκόσμιο πόλεμο. Στο υπόμνημα τούτο υποστήριζα, παρατάσσοντας αναλυτικά τα επιχειρήματά μου, α) ότι ο παγκόσμιος πόλεμος, που πολλοί ακόμα πίστευαν πως μπορούσε ν’ αποτραπεί, είναι αναπότρεπτος και συνυφασμένος με το οργανικό ξέσπασμα του ολοκληρωτικού εθνικοσοσιαλιστικού ιμπεριαλισμού, β) ότι η Ελλάς, όποια εξωτερική πολιτική κι αν ακολουθήσει, θα υποστεί αναγκαστικά με τη σειρά της την επίθεση του Άξονος, γ) ότι ο Άξων θα ηττηθεί στο τέλος οπωσδήποτε, έστω και αν (κι αυτό το τονίζω ρητά στο υπόμνημά μου) κατακτήσει παροδικά ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, και δ) ότι η Ελλάς αφού οποιαδήποτε πολιτική της δεν πρόκειται ούτε ν’ αποτρέψει, ούτε να επιβραδύνει, μα ούτε και να επισπεύσει την επίθεση που θα υποστεί με τη σειρά της, οφείλει να στραφεί διπλωματικά αποκλειστικά προς την Αγγλία, και να συνάψει συμμαχία μαζί της, ακολουθώντας το πρόσφατο παράδειγμα της Τουρκίας που με τη συμμαχία της αρύσθηκε αμέσως και σημαντικά ωφελήματα για τον εξοπλισμό της. Αυτά ήταν τα τέσσερα θεμελιακά σημεία

του υπομνήματος του Ιουνίου 1939. Μερικά από τα στελέχη του κόμματος, πριν το υπόμνημα επιδοθεί, μου παράγγειλαν ότι δεν είναι σωστό ν’ αποφαίνομαι τόσο απόλυτα, γιατί αν μερικές από τις προβλέψεις μου δεν επαληθεύσουν θα μπορούσε αυτό να χρησιμοποιηθεί από τη δικτατορία ή και από τα παλαιά κόμματα σαν επιχείρημα εναντίον μου. Στους διστακτικούς απάντησα: Τα όσα προβλέπω έχω απόλυτη πεποίθηση ότι θα γίνουν. Ο πολιτικός δεν έχει άλλωστε το δικαίωμα που έχουν οι επιστήμονες να προτείνει πολλές λύσεις και να τακτοποιείται προβλέποντας και το ένα και το άλλο, και τούτο και το αντίθετο. Στις κρίσιμες καμπές τής ιστορίας η πολιτική πρόβλεψη του πολιτικού πρέπει να σημειώνεται σαν πράξη και όχι σαν θεωρία, κι η πράξη είναι πάντα μια και αποκλείει όλες τις άλλες. Όταν έρχεται ένας πόλεμος, σαν κι αυτόν που ξέσπασε τον Σεπτέμβριο του 1939, δε μπορείς να λες ότι ο πόλεμος αυτός μπορεί να ’ρθει, αλλά μπορεί και να μην έρθει. Αν το πεις αυτό, τότε πρέπει ταυτόχρονα να πεις ότι πρέπει να εξοπλίζομαι αλλά πρέπει και να μην εξοπλίζομαι, πρέπει να συμμαχήσω με την Αγγλία αλλά πρέπει και να μη συμμαχήσω, πρέπει ν’ ακολουθήσω μια συναλλαγματική και οικονομική πολιτική προσανατολισμένη ταυτόχρονα και στο ενδεχόμενο του πολέμου και στο ενδεχόμενο της αποτροπής του πολέμου. Έτσι όμως δεν κάνεις τίποτα και δεν είσαι απλούστατα πολιτικός. Και μου είπαν οι διστακτικοί: Έστω, δεν έχεις άδικο. Αν ήσουν στην Κυβέρνηση, θα ’πρεπε να σκεφθείς έτσι. Αφού όμως δεν είσαι στην Κυβέρνηση, γιατί τάχα να εκτεθείς με απόλυτες και άκαμπτες προβλέψεις και υποδείξεις και να μην επιφυλάξεις στον εαυτό σου, σαν ανεύθυνος που είσαι, το δικαίωμα να είσαι πάντα μέσα, ό,τι κι αν συμβεί; Στην παρατήρηση αυτή απάντησα: Ο πολιτικός είναι υπεύθυνος κι όταν δεν είναι στην κυβέρνηση. Είναι υπεύθυνος κι όταν ακόμα στον τόπο του υπάρχει δικτατορία και ο ίδιος καταδιώκεται από τη δικτατορία. Πάνω στα μεγάλα εθνικά προβλήματα πρέπει ο πολιτικός να είναι βαθύτατα ειλικρινής και τίμιος κι απέναντι αυτών των διωκτών του και να τους βοηθάει μιλώντας σα να ήταν ο ίδιος στην κυβέρνηση. Έτσι απάντησα, τέτοιες ήταν οι σκέψεις μου, και τα στελέχη του κόμματος, που τα περισσότερα από την πρώτη στιγμή υιοθέτησαν την απόφασή μου, εγκρίνανε στο τέλος όλο το υπόμνημα, κι η επίδοσή του έγινε.

78


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δυόμιση μήνες μετά την Διατύπωσα τότε ένα άλλο Η δικτατορία της 4ης Αύγού- υπόμνημα, που συνυφαεπίδοση του υπομνήματος αυτού, έφτασε ο μοι- στου ήρθε από επάνω, όχι από σμένο με όσα είχα τονίσει ραίος Σεπτέμβριος του τον Ιούνιο, συνιστούσε κάτω. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός, 1939, δηλαδή σημειώθηστον τότε Πρωθυπουργό κε η πρώτη επαλήθευση που είχε λάβει όχι μόνο την ψήφο να πάει στο Βελιγράδι με των προβλέψεων που διαθέσεις όχι παθητικές, της Βουλής, αλλά και πολύμηείχαμε κάνει. Δεν ξαφαλλά ενεργητικές, και να νιαστήκαμε διόλου, δε νη «νομοθετική εξουσιοδότηση», επιδιώξει τη μεταβολή του χρειάστηκε να τα χάσουβαλκανικού συμφώνου σε κατάργησε, με την συγκατάθεση με, γιατί απλούστατα η στρατιωτική συμμαχία για ιστορική μας συνείδηση του Βασιλέως, το δημοκρατικό και την απόκρουση του Άξομας είχε προειδοποιήσει νος που οπωσδήποτε θα για όλα. Στο τέλος του κοινοβουλευτικό πολίτευμα. μας επιτεθεί. Στο υπόΣεπτεμβρίου η Κυβέρνημνημα εκείνο έλεγα ότι ο ση του Ιωάννου Μεταξά, ενώ δεν είχε κάνει καμιά Άξων θα ακολουθήσει την τακτική ν’ απομονώνει δημόσια φιλική εκδήλωση απέναντι των δυτικών κάθε μικρό κράτος και να το πιέζει ή να του ρίχνεΔημοκρατιών, Αγγλίας και Γαλλίας, που ρίχτηκαν ται σύμφωνα με προοδευτικά επιτελικά σχέδια. Αν στον τρομερώτερο, αλλά και ηθικά υπεροχώτερο έδιναν τα Βαλκάνια το σύνθημα για την αμυντική αμυντικό πόλεμο κατά της βίας, έκανε αντίθετα στρατιωτική ένωση των μικρών, θα μπορούσαν μια δημόσια φιλική εκδήλωση απέναντι της Ιταλίας -έτσι έλεγα- ν’ ανοίξουν και τα μάτια των Σκανδικαι έφτασε στο σημείο να συνάψει μάλιστα και μια ναβών, Ολλανδών και Βέλγων. Προβλέποντας με συμφωνία μαζί της σχετική με τα ελληνοαλβανικά τρόπο απόλυτο θετικό τα γεγονότα που έρχονταν, σύνορα. Ανησύχησα βαθύτατα (δεν είχα άλλωστε έλεγα ότι αφού θα υποστούμε οπωσδήποτε την λάβει καμιάν απάντηση στο υπόμνημα του Ιουνίου επίθεση, δεν είναι καμιά ανάγκη να την υποστούκαι δεν ήξερα τις σκέψεις του τότε Πρωθυπουργού) με με τη σειρά που θα διαλέξει ο εχθρός. Και το κι έστειλα στην Αθήνα στους φίλους μου ένα νέο υπόμνημά μου αυτό, που οι συνεργάτες μου στην υπόμνημα έντονα διατυπωμένο, όπου εκάκιζα τη Αθήνα το διαβίβασαν αμέσως στα χέρια τού Πρωσυμφωνία και τη φιλική εκδήλωση που έκανε η Κυ- θυπουργού, έμεινε χωρίς απάντηση. Ο πρωθυβέρνηση απέναντι της Ιταλίας, πρώτον σαν πρά- πουργός, γυρίζοντας από το Βελιγράδι, θεωρούσε, ξεις άστοχες, γιατί με τέτοιες πράξεις δεν ήταν δυ- όπως ειπώθηκε τότε, τον εαυτό του υπερήφανο νατό ν’ αλλάξει η Ιταλία τους εχθρικούς σκοπούς γιατί συγκράτησε τους θερμόαιμους συναδέλφους της απέναντί μας, και δεύτερον σαν χειρονομίες του (κι εννοούσε τους Τούρκους) από αποφάσεις άτοπες απέναντι των Δυτικών Δημοκρατιών που επικίνδυνες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τις αντί ν’ ακούσουν την Ελλάδα να εκδηλώνεται φιλικά ομαλές σχέσεις των Βαλκανίων με τον Άξονα. απέναντί τους και να τονώνει ηθικά αυτές, την έβλε- Εφτά μήνες αργότερα, αφού μπήκε και η Ιταλία παν να προβαίνει σ’ εξομολογήσεις φιλίας απέναντι φανερά στον πόλεμο, που κι από την πρώτη στιγτης Ιταλίας. Οι συνεργάτες μου στην Αθήνα, χωρίς μή ήταν και δικός της πόλεμος, γίνεται η καταβύνα με ρωτήσουν, αποφάσισαν να μην επιδώσουν θιση της «Έλλης». Τότε έστειλα κι ένα καινούργιο το υπόμνημά μου αυτό, γιατί φοβήθηκαν ότι θα επι- υπόμνημα στον Ιωάννη Μεταξά, αδιαφορώντας δείνωνε τη θέση μου στην εξορία, κι όταν εγώ έμα- αν δεν είχα λάβει απάντηση στα προηγούμενα, θα αργότερα την παράλειψη αυτή, που είχε άτοπα και στο υπόμνημα αυτό, συνεχίζοντας τις σκέψεις βασισθεί σε συναισθηματικά και όχι πολιτικά ελα- των προηγούμενων υπομνημάτων, ετόνιζα ότι η τήρια, είχε χάσει το ζήτημα την επικαιρότητά του επίθεση των Ιταλών από στιγμή σε στιγμή επίκεικαι πλησίαζε μάλιστα ένα άλλο σημαντικό γεγονός ται και ότι η υπόθεση δε θα είναι μονάχα υπόθεση που απαιτούσε αυτό μια επίκαιρη στάση. Ήταν Δε- ελληνοϊταλικής διαφοράς, αλλά θα είναι υπόθεση κέμβριος του 1939 και πλησίαζε η βαλκανική σύνο- συντονισμένου γερμανοϊταλικού σχεδίου. Στο υπόδος που θα γινόταν τον Ιανουάριο στο Βελιγράδι. μνημα αυτό έλαβα επιτέλους μιαν απάντηση από

79


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τον γραμματέα του Πρωθυπουργού, μιαν απάντηση που όσο κι αν ήταν περιορισμένη σε τυπικά ευχαριστήρια προς έναν εξόριστο πολιτικό, μ’ έκανα να ηρεμήσω κάπως -ψυχικά, γιατί γνωρίζοντας το χαρακτήρα του Ιωάννου Μεταξά ήξερα ότι δε θ’ απαντούσε αν δε συμφωνούσε με το περιεχόμενο του υπομνήματός μου. Δεν είναι η στιγμή για να κάνω την κριτική του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Την έκανα άλλωστε έμπρακτα όσο το καθεστώς ζούσε ακόμα. Δε θέλω αυτή τη στιγμή να εξετάσω, αν η συμμόρφωση του Ιωάννου Μεταξά στη διεθνή πραγματικότητα ήταν όψιμη ή όχι, αν ήταν αναγκαστική ή όχι, και αν σε περίπτωση που θα είχε υιοθετήσει τις υποδείξεις μας, που ενάμιση χρόνο πριν είχαμε κάνει, θα ήταν η θέση της Ελλάδος καλύτερη ή όχι. Μπροστά σε άλλους μεγάλους κινδύνους που θα μπορούσε να σημάνει η ύπαρξη της δικτατορίας τον Οκτώβριο του 1940, μπροστά στον κίνδυνο, σαν ανεξέλεγκτο καθεστώς που ήταν, να πει στους Ιταλούς «ναι», δέχθηκα με βαθιά ανακούφιση και εθνική ικανοποίηση το «όχι» που επρόφερε. Και το δέχθηκε έτσι ολόκληρος ο ελληνικός λαός.

Γενική Ασφάλεια- εκτοπίσθηκα. Και έμεινα εκτοπισμένος, σε τρία διαδοχικώς νησιά, τέσσερα περίπου χρόνια, ως τις αρχές Νοεμβρίου 1940, δηλαδή ως την ώρα, που ο Ιωάννης Μεταξάς ικανοποίησε την τηλεγραφική αίτησή μου να αφεθώ ελεύθερος, για να προσφέρω κι εγώ κάτι στον «υπέρ πάντων αγώνα». Η αντίθεσή μου προς την δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν θα επιτρέψω να με εμποδίσει να την αντιδιαστείλω ριζικά, σ’ ένα κρίσιμο σημείο, προς την δικτατορία της 21ης Απριλίου. Οι διαφορές είναι πολλές, αλλά θα σταθώ μόνο στο σημείο αυτό. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν ανέτρεψε την ιεραρχία των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν εξευτέλισε τους φυσικούς ηγέτες του Στρατού. Δεν έδωσε σε κανένα λοχαγό ή ταγματάρχη το δικαίωμα να καθοδηγεί ή να εκφοβίζει τους προϊσταμένους του. Και μόνο το γεγονός, ότι η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ήρθε από επάνω, όχι από κάτω, απέκλεισε εκ γενετής την ανατροπή των ιεραρχικών σχέσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις, μιαν ανατροπή, που έγινε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πρόσφατης δικτατορίας. Αλλά ας ιδούμε το νόμισμα και από την άλλη πλευρά του. Αν δεν ανέτρεψε η δικτατορία Μεταξά την ιεραρχία και δεν εκλόνισε διόλου την πειθαρχία στις Ένοπλες Δυνάμεις, ενεφύσησε όμως στους αξιωματικούς ένα πνεύμα, που εδημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη διάσπαση της ηθικής ενότητας Στρατού και Λαού. Δεν ενστερνίσθηκαν όλοι οι αξιωματικοί το πνεύμα αυτό, όπως -ευτυχώς- δεν παρασύρθηκαν, μετά την 21η Απριλίου 1967, όλοι οι αξιωματικοί από το πνεύμα της ασυδοσίας και της αντιπειθαρχικής (ανθιεραρχικής) νοοτροπίας. Αλλά πολλοί αξιωματικοί, προπάντων νεαροί, που δεν είχαν (και ήταν φυσικό να μην έχουν) διανοητικές εμπειρίες πολιτικών και ιστορικών προβληματισμών, ενστερνίσθηκαν το πνεύμα, που η δικτατορία της 4ης Αύγούστου εκαλλιέργησε μέσα τους. Ποιο ήταν το πνεύμα αυτό; Ήταν πνεύμα δυσπιστίας προς τον Λαό, προς την ικανότητά του να αποτελεί ενεργό παράγοντα της τύχης του και της ιστορίας της πατρίδας του. Η δυσπιστία αυτή, που έφθασε ως τον απλοϊκό μεταφυσικό διαχωρισμό Λαού και Έθνους, συνυφάνθηκε και με μια περιφρόνηση προς τον πολιτικό κόσμο, προς όλα τα κόμματα και όλους τους πολιτικούς άνδρες. Ποτέ, ως την ώρα εκείνη, δεν είχαν προσφερ-

Οι δημοκρατικές πεποιθήσεις μου και η «κοινωνιολογία» με είχαν συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, και -όταν, μετά την καταστολή του κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935, δικαζόταν σε ένα Έκτακτο Στρατοδικείο- του συμπαραστάθηκα ηθικά όσο μπορούσα περισσότερο. (Όταν, τον Δεκέμβριο 1935, έκαμα σε στενό κύκλο φίλων τα εγκαίνια των γραφείων του «Εθνικού Ενωτικού Κόμματος», είδα, αμέσως μετά τον αγιασμό, να φθάνει ο Αλ. Παπαναστασίου, ως πρώτος επισκέπτης, για να μου ευχηθεί καλή τύχη). Ιδιαίτερο σεβασμό έτρεφα και προς τον Παναγή Τσαλδάρη, τον αδελφικό φίλο και διάδοχο του Δημητρίου Γούναρη, του θείου μου. Αλλά είχα καλές προσωπικές σχέσεις και με τον Ιωάννη Μεταξά, που αρεσκόταν, όταν συζητούσε με τον καθηγητή Νικόλαο Λούβαρι, με μένα και με άλλους «διανοουμένους», να αναλύει και να ερμηνεύει τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Δεν επηρέασαν, όμως, οι σχέσεις μου με τον Ιωάννη Μεταξά ούτε στιγμή, στη στάση που πήρα απέναντί του, όταν κατέλυσε τις ελευθερίες του Λαού. Και έπραξα ό,τι θεώρησα καθήκον μου να πράξω. Έτσι, μια νύχτα του Φεβρουαρίου 1937, με συνέλαβαν και -αφού κρατήθηκα δυο εβδομάδες, απομονωμένος, στη

80


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

θεί στους αξιωματικούς -φυσικά, στους νέους, που μόλις τότε άνοιγαν τα μάτια τους- τέτοιες παρωπίδες. Οι παρωπίδες αυτές δεν εμπόδισαν πολλούς, που καλοπροαίρετα τις φόρεσαν, να διακριθούν ως αξιωματικοί και να τιμήσουν μάλιστα την Ελλάδα στα πεδία των μαχών. Αλλά τους εμπόδισαν να γίνουν πολίτες. Και οι αξιωματικοί, όπως και όλοι οι Έλληνες, οφείλουν να είναι πρώτα πολίτες και, κατά δεύτερο λόγο, οτιδήποτε άλλο. Δεν πρέπει να πάει χαμένο το μάθημα, που έδωσε στον κόσμο η ιστορία των αρχαίων Αθηνών στη λαμπρότερη περίοδό της. Από τη στιγμή, που ο αξιωματικός παύει να είναι πολίτης, γίνεται -χωρίς να το θέλει, χωρίς να το καταλαβαίνει- κάτι σαν μισθοφόρος, σαν πραιτοριανός. Μας το έδειξε η αρχαία Ρώμη, όταν έπαυσαν οι στρατηλάτες της και οι αξιωματικοί της να είναι πολίτες. Η φεουδαλικής, εξάλλου, καταγωγής «κάστα» των αξιωματικών είναι ένα φαινόμενο των ευρωπαϊκών χωρών, που -αφού εξαφανίσθηκαν οι κοινωνικές προϋποθέσεις του και αποκρυσταλλώθηκε η έννοια του Έθνους- ξεπεράσθηκε για πάντα. Ας μην παραλείψω εδώ να παρατηρήσω, ότι η έννοια του Έθνους γεννήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε σε άμεση συνάρτηση με την Έννοια του Λαού, του υπεύθυνου για την τύχη του. Το Έθνος είναι, βέβαια, ευρύτερη έννοια, αλλά η εκάστοτε απτή και ζωντανή παρουσία του είναι ο Λαός, και όσοι ασπάζονται μόνο την μια από τις δυο αυτές έννοιες ή μάλλον πραγματικότητες, απορρίπτοντας την άλλη, αρνούνται στο βάθος και τις δυο. Η δυσπιστία ή και περιφρόνηση προς τον πολιτικό κόσμο -έμμεσα, προς τον ίδιο τον Λαό, που, αν εξαιρέσουμε στιγμές παλλαϊκών συναγερμών ενώπιον ξένου εχθρού, δεν κινείται ιστορικά και δεν προοδεύει παρά με την διαφοροποίησή του σε πολιτικά κόμματα, με το λόγο και τον αντίλογο- έγινε στην ψυχή πολλών αξιωματικών, που ενστερνίσθηκαν το πνεύμα της 4ης Αυγούστου, κάτι σαν πρόληψη, σαν παθολογικό πλέγμα.

τες) ονόμαζαν «μαύρους». Την πρώτη οδυνηρή έκπληξη εδοκίμασα, όταν, στα μέσα Ιουνίου, στις ώρες, που ο Ρόμμελ είχε αρχίσει να επιχειρεί την αστραπιαία προέλασή του προς την Αλεξάνδρεια, επτά λοχαγοί και υπολοχαγοί του Συντάγματος Πυροβολικού της Α΄ Ταξιαρχίας μάς υπέβαλαν παραιτήσεις. Η Ταξιαρχία βρισκόταν, τότε, στην Παλαιστίνη. Προετοιμαζόταν εντατικά να γίνει ετοιμοπόλεμη. Οι επτά αξιωματικοί δεν υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους για να αποφύγουν να πολεμήσουν. Ο μέγας πόθος τους ήταν να βρεθούν, όσο γινόταν γρηγορώτερα, σε πεδίο μάχης. Μια δραματική παρεξήγηση τους είχε κάμει να πιστέψουν, ότι εγώ, ως υπουργός των Στρατιωτικών, επηρεασμένος από «δημοκρατικούς» (ή «βενιζελικούς») συμβούλους, θέλησα να τους απομακρύνω από την Α΄ Ταξιαρχία, για να μη τους δοθεί η ευκαιρία και η τιμή να λάβουν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Οι παραιτήσεις τους θεωρήθηκαν «ομαδική απείθεια». Δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν. Έτσι, δεν έλαβαν μέρος, τον Οκτώβριο του 1942, στην ιστορική μάχη του Αλαμέιν, όπου διακρίθηκε, με διοικητή τον Παυσανία Κατσώτα, η Α΄ Ταξιαρχία. Ετίμησαν, όμως, πάλι τη στολή τους (όπως την είχαν τιμήσει και στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας) λίγο αργότερα, στον «Ιερό Λόχο», όπου ο τότε συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, με το ευρύ και απροκατάληπτο πνεύμα του, καθώς και με το ηρωικό παράδειγμά του, κατάφερε να συνενώσει «μαύρους» και «δημοκρατικούς». Άλλοι από τους λεγόμενους «μαύρους», που τους είχαν, τον Μάρτιο του 1943, μετά την δική μου παραίτηση, απομακρύνει από τον Στρατό οι «δημοκρατικοί», είχαν επίσης την ευκαιρία να πολεμήσουν. Εντάχθηκαν, ύστερα από το μεγάλο στασιαστικό κίνημα του Απριλίου 1944, στην Γ΄ Ορεινή Ταξιαρχία, που, υπό την ηγεσία του Θρασυβούλου Τσακαλώτου, ετίμησε το όνομα της Ελλάδος στο Ρίμινι. Αλλά το πλέγμα δυσπιστίας προς τον πολιτικό κόσμο, έμμεσα προς τον Ελληνικό Λαό, διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Αρκετοί αξιωματικοί, εμποτισμένοι από τις «αρχές» της 4ης Αυγούστου, το απέβαλαν με την πρόοδο της ηλικίας ή και διακρίθηκαν, μάλιστα, ως αντιδικτατορικοί και «αντιστασιακοί», μετά την 21η Απριλίου 1967. Μεταβιβάσθηκε όμως το πλέγμα εκείνο από γενεά σε γενεά αξιωματικών με κύριο κανάλι την οργάνωση «ΙΔΕΑ».

Όταν διέφυγα, τον Απρίλιο 1942, από την κατεχόμενη Ελλάδα και έγινα, στη Μέση Ανατολή, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός της Εθνικής Αμύνης, αντίκρισα από την πρώτη στιγμή τα δύσπιστα βλέμματα των αξιωματικών εκείνων, που οι «δημοκρατικοί» και «αντιφασίστες» (η άλλη αυτή πολύχρωμη κατηγορία αξιωματικών, που πολλοί ανάμεσά τους έφθασαν σε άλλες ακρότη-

81


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η επιτροπή ασφαλείας απεφάσισε την εκτόπισίν μου

Η σύλληψίς μου έγινε μια νύχτα του Φεβρουαρίου 1937, περασμένα μεσάνυχτα, καθώς επέστρεφα από το σπίτι του Κωνσταντίνου Τσάτσου (οδός Κυδαθηναίων ) και κατηυθυνόμην πεζή εις το σπίτι μου (στο σπιτάκι μιας θειας της γυναίκας μου, οδός Αρδηττού 20 ). Μαζί μου ήτο η γυναίκα μου και μας συνώδευαν οι παλαιοί μαθηταί μου και φίλοι Παναγής Παπαληγούρας (ο νυν βουλευτής και τέως υπουργός), Κώστας Χοϊδάς (ο νυν διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Βασιλέως, πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας) και ο αείμνηστος Δημήτριος Καπετανάκης. Η σύλληψίς μου έγινε εις την παλαιάν γέφυραν του Μετς. Βγήκαν τρεις με καμπαρτίνες και ρεμπούμπλικες -όπως ακριβώς βλέπουμε καμιά φορά στις αστυνομικές ταινίες- με πήραν και με οδήγησαν στην Ασφάλεια. Από κει και πέρα δεν θα διηγηθώ τις δικές μου περιπέτειες, που ήταν πράγματι οδυνηρές, αλλά δεν μπορούν να συγκριθούν με τις περιπέτειες άλλων. Πάντως, έμεινα τέσσερα περίπου χρόνια στην εξορία, σε μια ηλικία που θα θελε κανείς να δράσει.

Μετά την 4η Αυγούστου, τον Φεβρουάριο του 1937, τον ίδιο μήνα, μας συνέλαβαν και τον Γεώργιο Παπανδρέου και μένα. Είχα διανείμει σε χιλιάδες αντίτυπα ένα πολύ σκληρό κείμενο που είχα στείλει στον τότε Βασιλέα και αφού περίμενα 15 ήμέρες, μήπως τυχόν θα είχα τιμηθεί με μιαν απάντηση, η οποία δεν δόθηκε, το εκυκλοφόρησα σε χιλιάδες αντίτυπα. Ήταν πολύ σκληρό, παρά το γεγονός ότι είχα προσωπικούς δεσμούς και γνωριμία μεγάλη με τον Ιωάννη Μεταξα και ήξερα και τα προσόντα του. Αλλά όποιος και αν ήταν και όποιος και αν είναι στο μέλλον εκείνος, που θα καταλαμβάνει την εξουσία δικτατορικά, όποια και αν έχει αξία, μικρή ή μεγάλη, είναι ίσος με τον χειρότερο. Η επιτροπή ασφαλείας απεφάσισε, τον Φεβρουάριον του 1937, την εκτόπισίν μου, διότι αντέδρασα δημοσία εις την δικτατορίαν της 4ης Αυγούστου, κυκλοφορήσας «παρανόμως» εις χιλιάδας αντιτύπων το κατ’ αυτής στρεφόμενον υπόμνημα που είχα υποβάλει, κατά τας αρχάς του 1937, εις τον αείμνηστον βασιλέα Γεώργιον.

Γράφτηκε όταν ήμουνα φυλακισμένος εις την Γενική Ασφάλειαν, τις 8 Φεβρουαρίου 1937.

82


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αμέσως μετά την εγκατάστασίν μου εις την Κύθνον απηύθυνα προς τον βασιλέα Γεώργιον δύο υπομνήματα επί της έξωτερικής πολιτικής, το πρώτον την 2αν Μαρτίου του 1937 και το δεύτερον την 29ην του αυτού μηνός. Τα υπομνήματα αυτά ήσαν προϊόν της ανησυχίας που μου είχεν εμπνεύσει το γεγονός, ότι η Κυβέρνησις της 4ης Αυγούστου όχι μόνον δεν είχεν αντιδράσει εις το τότε συναφθέν σύμφωνον αιωνίας φιλίας μεταξύ της Γιουγκοσλαυίας και τής Βουλγαρίας, αλλ’ εφάνη πλήρως ικανοποιημένη από τας δοθείσας, εις την συνελθούσαν εν Αθήναις σύνοδον του συμβουλίου της Βαλκανικής Συνεννοήσεως, εξηγήσεις εκ μέρους του πρωθυπουργού και υπουργού των εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Στογιαντίνοβιτς. Επέκρινα εντονώτατα, εις τα δύο υπομνήματά μου, την στάσιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως και εχαρακτήρισα, βάσει σειράς επιχειρημάτων, το σύμφωνον Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαυίας ως έχον αιχμήν κατά της Ελλάδος (και μόνον κατ’ αυτής ). Τα δύο αυτά υπομνήματα επεδόθησαν εκ μέρους εντεταλμένου προς τούτο φίλου μου εις τον διευθυντήν του πολιτικού γραφείου του Βασιλέως καθηγητήν Θεόδωρον Αγγελόπουλον, αλλά, όπως μου είπε αργότερα, εις το Κάιρον, ο αείμνηστος Γεώργιος Β΄, δεν έφθασαν ποτέ εις τα χέρια του. Ενάμιση έτος το επέρασα εις την Κύθνον. Μετά το αποτυχόν κίνημα της Κρήτης (τέλη Ιουλίου 1938 ), εις το οποίον εθεωρήθην εμμέσως αναμεμιγμένος (και πράγματι εγνώριζα, ότι προητοιμάζετο), ο σημερινός φίλος και συνεργάτης μου Κώστας Μανιαδάκης, υπουργός τότε της Ασφαλείας, διέταξε, τον Σεπτέμβριον του 1938, να μεταχθώ εις την Καλή Ράχη της Θάσου. Ύστερα από έναν ελαφρό κλονισμό της υγείας μου και αφού είχε πλέον εισβάλει ο Μουσσολίνι στην Αλβανία και την είχε κάνει προτεκτοράτο ιταλικό, με μετέφεραν στην Κάρυστο. Εκεί ήταν πιο άνετα, αλλά ίσχυε η απαγόρευση της επικοινωνίας μου με οποιονδήποτε. Μόνο κατόπιν αδείας μπόρεσαν και με είδαν ορισμένοι φίλοι μου, όπως ο Άγγελος Σικελιανός, που είχε πρόσφατα παντρευτεί την Άννα και ήθελε να τη γνωρίσει σε μένα και στη γυναίκα μου. Ήρθε και ο Κωστάκης Τσάτσος και η Ιωάννα Τσάτσου. Μια μέρα όμως εμφανίστηκε ξαφνικά και ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος. Αυτός δεν πήρε αδεία.

Εξόριστος στην Κύθνο (1937).

83


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ήρθε, με αναζήτησε, μείναμε δυο ώρες μαζί... Δεν ξέρω γιατί ήρθε. Ίσως η προσωπική του συμβολή στην εκτέλεση του Δημ. Γούναρη να τον έκανε να με αναζητήσει. Την επομένη, ο υπεύθυνος αξιωματικός της Χωροφυλακής του είπε ότι δεν έπρεπε να επικοινωνεί μαζί μου. Ο παλαιός δικτάτορας, αλλά και ο παλαιός αρχηγός του στρατού του Έβρου και παλαιός επιτελάρχης της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, το θεώρησε προσβολή ένας υπομοίραρχος να του λέει ότι πρέπει να φύγει και, θυμωμένος, αφού τον έβρισε, έφυγε... Εκεί, στην τελευταία φάση της εξορίας μου, είχε μέσα μου παγιωθεί η σκέψη ότι έρχεται ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ότι η Ελλάς δεν μπορούσε παρά να εμπλακεί. Τον Ιούνιο του 1939 έστειλα ένα μακρότατο υπόμνημα με τις σκέψεις μου αυτές στον ίδιο τον Μεταξά. Και το ’κανα, γιατί φοβόμουνα πως η φασιστική κατεύθυνση που είχε το πνεύμα του, μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια στάση που θα εξέθετε την Ελλάδα. Το υπόμνημα αυτό αναφέρει ρητά ότι ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, ότι η Ελλάδα θα εμπλακεί, και πρέπει να προετοιμαστούμε γι’ αυτή την εμπλοκή. Όταν, τον Ιούνιον του 1939, έγραφα εις την Κάρυστον το μεγάλο υπόμνημα που έστειλα εις τον Ιωάννην Μεταξά, εκτύπησε κάποιος, αργά το βράδυ, την εξώπορτα του μικρού απόμερου σπιτιού, όπου εμέναμε μόνοι, η γυναίκα μου και εγώ. Εβγήκα να ιδώ ποιος είναι. Αντελήφθην, ότι είχα ενώπιόν μου ένα Γερμανό. Ήτο πράκτωρ μυστικής υπηρεσίας του Χίτλερ. Του εδήλωσα αμέσως, ότι θα είναι ματαία κάθε προσπάθεια να με κερδίση. Επειδή δεν είχα το δικαίωμα να δέχωμαι επισκέψεις άνευ αδείας του Υπουργείου Ασφαλείας, εχρησιμοποίησα τούτο ως άνετον πρόφασιν δια να του ειπώ, ότι δεν ημπορώ να τον παρακαλέσω να εισέλθη εις το σπίτι. Αλλά δυο ολόκληρες ώρες εκάναμε βόλτες -μέσα εις το βαθύ σκοτάδι- εις το ύπαιθρον. Ήτο ευγενικός, αλλά δεν είχε το δικαίωμα να συμφωνήση μαζί μου, όταν του έλεγα -και ανέλυσα την σκέψιν μου αυτήν επιμόνως- ότι, επειδή με είχε από τα παιδικά μου χρόνια κερδίσει το γερμανικόν πνεύμα, δι’ αυτό ακριβώς είναι αδύνατον να με κερδίση ο Χίτλερ.

Εξόριστος στην Κύθνο (1937).

Δια το κείμενον αυτό του Ιουνίου του 1939 θα είμαι πάντοτε υπερήφανος. Περιέχει, βέβαια, και με-

84


δια χειρός ρικές υποθέσεις -εις επουσιώδη σημεία- που δεν επαλήθευσαν, καθώς και ωρισμένας υπερβολάς εις την φρασεολογίαν. Εις όλας, όμως, τας βασικάς του γραμμάς, το υπόμνημα εκείνο προείπε όσα συνέβησαν. Εκφράζει την βεβαιότητα, που με κατείχε, ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήτο αναπότρεπτος, την ισοδύναμον βεβαιότητα, ότι η Ελλάς θα ενεπλέκετο οπωσδήποτε, την πεποίθησίν μου, ότι έπρεπε έκτοτε να προσανατολισθώμεν πλήρως εις την Αγγλίαν και την Γαλλίαν, την πρόβλεψίν μου, ότι «εάν προσθέσωμεν εις τον Άξονα την Ιαπωνίαν, θα πρέπει να προσθέσωμεν εις τας Δυτικάς Δυνάμεις, την Ρωσίαν και αυτάς τας Ηνωμένας Πολιτείας», τέλος την πίστιν μου -και αυτό το είπα επίσης ρητώς- ότι «και ολόκληρον την ηπειρωτικήν Ευρώπην εάν κατακτήση ο Άξων, εν τέλει θα υποκύψη». Εις την φράσιν αυτήν υπάρχει και η σκοτεινή πρόβλεψις της σχεδόν πανευρωπαϊκής χιτλερικής κατοχής, αλλά και η ακράδαντος βεβαιότης μου περί της τελικής νίκης. Δεν γνωρίζω, εάν υπάρχη άλλο κείμενον -εις οιανδήποτε χώραν, γραμμένο από πολιτικόν άνδρα- που να είχε διερμηνεύσει, προ του Σεπτεμβρίου του 1939, τας ανωτέρω αληθείας πριν έλθη η ιστορική πραγματικότης να τας επικυρώση. Παρακαλώ τον αναγνώστην να μου συγχωρήση την κάπως αλαζονικήν αυτήν σκέψιν. Ας μου επιτραπή, τέλος, να προσθέσω, ότι το υπόμνημά μου του Ιουνίου 1939 διέπεται -όπως θα διαπιστώση ο αναγνώστης- και από δύο άλλας βασικάς ανησυχίας και γραμμάς σκέψεως. Πρώτον, από την ανάγκην εξασφαλίσεως, δι’ εγκαίρων τολμηρών εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών, της ικανοποιήσεως των εθνικών δικαίων μας. Και δεύτερον, από την ανησυχίαν που προεκάλει μέσα μου έκτοτε η μεγάλη διπλωματική πρωτοβουλία της Τουρκίας, πρωτοβουλία, η όποία είχεν επισκιάσει σχεδόν πλήρως την Ελλάδα. Η ανησυχία μου αυτή απεδείχθη εκ της πολεμικής και μεταπολεμικής εξελίξεως των πραγμάτων απολύτως δικαιολογημένη. Χωρίς καν να έξέλθη η Τουρκία εις τον πόλεμον, εδέσμευσεν, εις πολλά σημεία θίγοντα την Ελλάδα, την Μεγάλην Βρετανίαν... Φαντασθήτε, λοιπόν, τι θα επαθαίναμε, εάν έξήρχετο η Τουρκία εκ της ουδετερότητος παρά το πλευρόν των Συμμάχων! Εάν εξήρχετο, δεν θα μας εδίδετο ούτε και αυτή η Δωδεκάνησος. Ας μη αποδώσουν, λοιπόν, οι δήθεν σώφρονες αναγνώσται τας τολμηράς συστάσεις, που περιλαμβάνει το υπόμνημά μου, εις απλούν και άκριτον ενθουσιασμόν ενός σχετικώς νέου, τότε, πολιτικού.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Με τη σύζυγό του στην Κάρυστο, τον Ιούνιο του 1939, όταν συνέτασσε το πρώτο υπόμνημά του προς τον Ιωάννη Μεταξά.

85


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ολίγας ημέρας μετά την αποστολήν του μεγάλου υπομνήματός μου εις τας Αθήνας -κατά τας αρχάς Ιουλίου του 1939- ειδοποιήθην να μεταβώ, τηρών τας άναγκαίας προφυλάξεις, εις ένα φιλικό σπίτι. Εκεί ευρέθηκα ενώπιον δύο Βρετανών, του γενικού προξένου της Μεγάλης Βρετανίας Sebastian και του μονίμως εγκατεστημένου εις τας Αθήνας υποπροξένου Θωμά Bowman, με τον όποιον συνεδέθην έπειτα στενώτατα. Είχαν λάβει γνώσιν -πιθανώτατα, μέσω του φίλου μου ιατρού Λεων. Πολυμενάκουτου περιεχομένου του υπομνήματός μου. Αυτοί δεν ήλθαν δια να με κερδίσουν υπέρ της χώρας των. Εγνώριζαν, πώς σκέπτομαι, δηλαδή ότι σκέπτομαι ως Έλλην, άρα ως φίλος της Μεγάλης Βρετανίας κατά την ώραν εκείνην της παγκοσμίου ιστορίας. Και ήλθαν να με ευχαριστήσουν δια την στάσιν μου. Την 6ην Δεκεμβρίου του 1939 έστειλα νέον υπό-

μνημα εις τον Ιωάννην Μεταξά. Εν τω μεταξύ είχεν εκραγή ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Σοβιετική Ένωσις είχε συμπράξει με την Γερμανίαν του Χίτλερ εις τον διαμελισμόν της Πολωνίας (και αυτήν ακόμη την σύμπραξιν την είχα θεωρήσει πιθανήν εις το υπόμνημα του Ιουνίου, παρατηρήσας ρητώς, ότι δεν θα ήτο ασυμβίβαστος «ούτε προς τας αληθείς ιδεολογίας των δύο τούτων κρατών, ούτε ίσως προς τα πραγματικά των συμφέροντα»), ο Στάλιν είχεν επιτεθή κατά της Φιλανδίας, ενώ η Ιταλία του Μουσολίνι έμενεν ουδετέρα.

Επιστολές στη μητέρα του.

86


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Χειρόγραφα του Π. Κανελλόπουλου την περίοδο της εξορίας του.

87


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Στις 26 Αυγούστου 1940, δηλαδή ένδεκα ημέρες μετά την καταβύθιση της «Έλλης», έστειλα στον Ιωάννη Μεταξά -και πάλι από τον τόπο της εξορίας μου- ένα άλλο υπόμνημα. Έγραφα: «Η στιγμή, την οποίαν εφοβούμην και προέβλεπα, έφθασεν ή είναι οπωσδήποτε εγγύς, εκδηλωθέντων όλων των γνωστών συμπτωμάτων, τα οποία σημαίνουν άμεσον, αυριανήν ή έστω ολίγον απωτέραν προσβολήν της εθνικής μας αυτοτελείας και ακεραιότητος». Αφού επανέλαβα, ότι ο Άξων τελικά θα ηττηθεί, επρόσθεσα: «Αποκλείονται, όμως, άραγε και εξελίξεις ευνοϊκώτεραι εις αυτό τούτο το άμεσον αποτέλεσμα μιας ενόπλου αντιστάσεώς μας προς την Ιταλίαν; Όχι μόνον δεν αποκλείω τας τοιαύτας εξελίξεις, αλλά και δεν τας θεωρώ καν απιθάνους. Εάν δεν κατορθώση η Ιταλία να μεταφέρη εις την Αλβανίαν στρατόν πολύ υπέρτερον του ιδικού μας ή εάν λόγω των εδαφικών συνθηκών... δεν κατορθώση να κάμη εις βάρος μας χρήσιν του τελειοτέρου τεχνικού εξοπλισμού της, η αντίστασίς μας δυνατόν να προσλάβη μορφήν, η οποία θα είναι εξαιρετικά τιμητική δι ημάς... Ο Ελληνικός Λαός θέλει την αντίστασιν, θέλει να υπερασπισθη την εθνικήν του τιμήν, θέλει να προστατεύση την ιδέαν των εστιών του, έστω και με θυσίαν της παροδικής προσόψεως και της παροδικής στέγης των, θέλει να σώση την ζωήν της Ελλάδος, έστω και με θυσίαν της ζωής των σημερινών γενεών. Υπάρχουν γενεαί, εις τας οποίας αι περιστάσεις αναγνωρίζουν το προνόμιον να θυσιασθούν δια να εξασφαλίσουν την τιμήν, την ζωήν και την ελευθερίαν των επομένων γενεών...

μ’ έκαμε να γράψω δύο χαρακτηριστικά έμμετρα επιγράμματα αφιερωμένα στην πατρίδα μας την Ελλάδα (βλ. Π. Κανελλοπούλου, Ο κύκλος των σονέττων, Αθήναι 1946, σελ. 38 και 39). Φαίνεται, ότι η μοναξιά της εξορίας εντείνει την επαφήν της ψυχής με το πνεύμα της ιστορίας. Όταν, λίγες ημέρες αργότερα, μου επετράπη να επιστρέψω εις τας Αθήνας, εδιάβασα τα δύο επιγράμματα εις τους φίλους μου Κωνσταντίνον Τσάτσον και Γιώργο Σεφέρη. Και εδημοσιεύθησαν, τότε, εις το περιοδικόν «Νεοελληνικά Γράμματα » (9 Νοεμβρίου 1940). Την 28ην Οκτωβρίου του 1940 εθεώρησα καθήκον μου -το αυτό έπραξαν και άλλοι εξόριστοι- να στείλω ένα τηλεγράφημα εις τον Ιωάννην Μεταξά, του οποίου η εξόχως ελληνική στάσις κατά την νύκτα εκείνην της μεγάλης ιστορικής ευθύνης με έκαμε να παραμερίσω μέσα μου την οιανδήποτε απέναντί του ιδεολογικήν αντίθεσιν η προσωπικήν πικρίαν, παρακαλών να διατάξη, όπως επιτραπή η επιστροφή μου εις τας Αθήνας. Τέσσαρας ημέρας αργότερα μου εδόθη το δικαίωμα να επιστρέψω. Μόλις, μετά την είσοδον του ελληνικού στρατού εις την Κορυτσά, επετράπη η προσέλευσις εθελοντών, εθεώρησα καθήκον μου να σπεύσω να καταταγώ στρατιώτη. Όταν εξημέρωσε το βροχερό πρωινό της 30ής Νοεμβρίου του 1940 (της εορτής του πολιούχου της γενετείρας μου Αποστόλου Ανδρέα), ενετάχθην εις φάλαγγα 1.200 ανδρών. Προορισμός της ήτο το βόρειον αλβανικόν μέτωπον. Το τμήμα τής φάλαγγος, εις το οποίον άνηκα, ενίσχυσε την 13ην Μεραρχίαν, της οποίας διοικητής ήτο ο συμπολίτης μου στρατηγός Σωτήριος Μουτούσης.

Ας μου επιτραπή να μνημονεύσω το περίεργον γεγονός, ότι την 27ην Οκτωβρίου του 1940 -χωρίς να έχη σημειωθή τίποτε που να έδειχνε, ότι, όταν θα περνούσαν τα μεσάνυχτα, θα ητοιμάζετο ο Ιταλός πρεσβευτής να μεταβή εις την Κηφισιά, να ξυπνήση τον Μεταξά και να του επιδώση το τελεσίγραφονεκυριεύθηκα από ένα ισχυρότατο προαίσθημα, που

Τον ίδιον, επίσης, Οκτώβριον του 1940 έγραψα εις την Κάρυστον το ιδεολογικά προγραμματικό δοκίμιόν μου «Θα σας πω την αλήθεια», όπου κτυπώ ταυτόχρονα τον κομμουνισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό και διακηρύσσω την μοιραίαν αποτυχίαν της χιτλερικής κοσμοκρατορίας. Το δοκίμιον αυτό το

88


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ετύπωσαν μυστικά και το εκυκλοφόρησαν, με κίνδυνον της ζωής των, οι φίλοι μου κατά την κατοχήν και ανεδημοσιεύθη μετά την απελευθέρωσιν, κατά τας αρχάς του 1945.

να συνεργασθούμε στην υπεύθυνη διαχείριση του αγώνα, να εργασθούμε με όλες μας τις δυνάμεις για την επιτυχία του. Ζήτησα να πάω στην Πάτρα για να συμβάλω στην ανασυγκρότηση της ζωής της που είχε πληγεί από τους βομβαρδισμούς, και δε μου δόθηκε η άδεια. Έδωσα ένα άρθρο στην «Ακρόπολη» για να συμβάλω ηθικά στον αγώνα, και ο κ. Νικολούδης έθεσε ως όρο για τη δημοσίευση του άρθρου μια προσωπική εκδήλωσή μου υπέρ του Ιωάννου Μεταξά και το σβήσιμο μερικών για μένα καίριων φράσεων όπου χωρίς να μνημονεύω ρητά το όνομα της Γερμανίας έδινα στο λαό να καταλάβει ότι ο αγώνας μας δεν έχει σχέση μόνο με μια ειδική ελληνοϊταλική διαφορά, αλλά ότι είναι μια μεγάλη συμβολή σ’ έναν παγκόσμιο αγώνα. Δε δέχθηκα, φυσικά, τις υποδείξεις του Θ. Νικολούδη, και το άρθρο δε δημοσιεύθηκε. Όταν, στις 18 Νοεμ-

Δεν ξέρω, αν ο Ιωάννης Μεταξάς συμμεριζόταν -σχετικά με την δυνατότητα να αντισταθούμε αποτελεσματικά στην επίθεση του Μουσολίνι- την αισιοδοξία μου, αισιοδοξία συγκρατημένη, αλλά θετική, που την διετύπωσα κατηγορηματικά. Λένε, ότι ο Ιωάννης Μεταξάς και το Γενικό Στρατηγείο -μετά την απόρριψη του Ιταλικού τελεσιγράφου, που ήταν πράξη προσωπική του Μεταξά, ολομόναχου στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου- δεν επίστευαν στην δυνατότητα να αποκρουσθεί η Ιταλική εισβολή και να θριαμβεύσουν οι Ελληνικές δυνάμεις. Θεωρούσαν αρκετό να επιχειρηθεί η αντίσταση για την τιμή των όπλων, και ξαφνιάστηκαν, όταν είδαν να αποκρούονται και να υποχωρούν οι Ιταλοί.

Η δικτατορία δε θέλησε να μετακαλέσει στην Αθήνα τους πολιτικούς που ήμασταν ακόμη εξόριστοι. Δε θέλησε γιατί δε μπορούσε. Η δικτατορία ήταν δεμένη στο νόμο της δικτατορίας που είναι ζυγός και για την ίδια. Μεγαλόψυχοι δε μπορεί να ’ναι οι δικτάτορες. Μεγαλόψυχοι μπορεί και πρέπει να ’ναι οι δημοκρατικοί ηγέτες. Το ίδιο το πρωί της 28ης Οκτωβρίου έστειλα από την Κάρυστο ένα τηλεγράφημα στον Ιωάννη Μεταξά λέγοντάς του ότι η κυβέρνηση έχει όλους μας στο πλευρό της στον πόλεμο κατά της Ιταλίας και παρακαλώντας τον να δώσει εντολή στον αστυνομικό σταθμό που μ’ επιτηρούσε να μ’ αφήσει να γυρίσω στην Αθήνα. Η απάντηση ήρθε ύστερ’ από τέσσερες μέρες, και δεν ήρθε απάντηση του Μεταξά σε μένα, αλλά διαταγή του Μανιαδάκη προς τον αστυνομικό σταθμό που έλεγε να μ’ αφήσουν να γυρίσω στην Αθήνα με τον όρο να παρουσιασθώ αμέσως στο υπουργείο Ασφαλείας. Γυρίζοντας στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου συμμερίσθηκα σαν απλός πολίτης και σα λαός τη μεγάλη εθνική υπερηφάνεια και ηθική χαρά που ένιωθαν όλοι οι Έλληνες. Η δικτατορία δε θέλησε να συνεργασθεί με τα κόμματα στη διαχείριση του υπέρτατου εθνικού αγώνα. Δεν ήταν δουλειά της δικτατορίας να το κάνει αυτό, γιατί κάνοντάς το θα έπαυε απλούστατα να είναι δικτατορία. Εμείς, από την άλλη μεριά, οι δημοκρατικοί πολιτικοί είχαμε το χρέος, έστω και παραγκωνισμένοι και μη έχοντας τη δυνατότητα Απόσπασμα από άρθρο του Π. Κανελλόπουλου.

89


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Επιστολικό δελτάριο, ο στρατιώτης Π. Κανελλόπουλος καθ’ οδόν προς το μέτωπο

κει για την Κορυτσά, και από την ωραιότατη ελληνική Κορυτσά στο Ποτγκορίε της Αλβανίας (πέρ’ από την Βόρεια Ήπειρο). Πέντε μήνες αργότερα, συμμερίσθηκα -σαν απλός στρατιώτης, πλάι σε άλλους στρατιώτες, που έτυχε να είναι οι περισσότεροι από τη Χαλκιδική- τη δραματική σύμπτυξη του αήττητου στρατού μας στη Δυτική Μακεδονία, από τις 10 ως τις 13 Απριλίου 1941, Κυριακή των Βαΐων. Τη μεγάλη αυτή γιορτή, που δεν την ανάγγειλαν οι καμπάνες των εκκλησιών, την έζησα στους έρημους δρόμους της Καλαμπάκας, που την βομβάρδιζαν, όταν ο ουρανός καθάριζε, τα γερμανικά Στούκας.

βρίου, επιτράπηκε η κατάταξη εθελοντών, πήγα (η κλάση μου, η κλάση του 1922, δεν είχε κληθεί και κατατάχθηκα την πρώτη ημέρα απλός εθελοντής στρατιώτης. Και τ αποφάσισα αυτό, γιατί σκέφθηκα ότι μόνον αυτό μπορούσα να κάνω, δίνοντας με το παράδειγμά μου έναν τόνο που μπορούσε ίσως να βοηθήσει την καρδιά μερικών, και βρίσκοντας άλλωστε κι εγώ μέσ’ στην ψυχή μου μια διέξοδο ηθικά ευτυχισμένη. Στα τέλη Νοεμβρίου 1940 έζησα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Φλώρινας, όπου είχα φθάσει μ’ ένα τραίνο γεμάτο στρατιώτες, τον πρώτο αεροπορικό βομβαρδισμό και τους πρώτους από τον αέρα πολυβολισμούς, που γνώρισα στη ζωή μου. Σκορπίσαμε -και καλύψαμε τα κεφάλια με τα χέρια μας (δεν μας είχαν δώσει ακόμα κράνη) όλοι οι στρατιώτες. Διανυκτέρευσα στη Φλώρινα, που η γοητεία του τοπίου της και η ψυχραιμία των γενναίων κατοίκων της, αφήκαν μέσα μου βαθειά ίχνη, και την άλλη μέρα ξεκίνησα για το Πισοδέρι, από

Λέμε συχνά, ότι στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας πολεμήσαμε το φασισμό. Έτυχε, βέβαια, να εκπροσωπεί ο εχθρός το φασισμό. Αλλά πιστεύω ακράδαντα, ότι θα είχαμε κάνει το ίδιο, αν ο εχθρός, που θα μας είχε άδικα και απρόκλητα επιτεθεί, εκπροσωπούσε οποιοδήποτε άλλο πολιτικό καθεστώς. Δικτατορία, κάποιο είδος φασι-

90


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος σμός ενώνει, έστω και παροδικά, ένα λαό απόλυτα. Και μόνο η ένωση αυτή προκαλεί το «θαύμα». Δεν αρνούμαι διόλου την ύπαρξη και άλλων κινήτρων, ιδίως οικονομικών, στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών. Αλλά την πρόοδο των κοινωνιών δεν την προκαλεί μόνο, όπως εδίδαξε ο Μαρξ (βλ. το έργο του «Αθλιότητα της φιλοσοφίας»), «η κακή πλευρά» τους. Δεν την προκαλούν μόνο οι αντινομίες, που οδηγούν στους κοινωνικούς αγώνες. Τη ζωή των λαών την επηρεάζει, έστω σπάνια, αλλά σε μεγάλες στιγμές, και η «καλή πλευρά». Την επηρεάζει και το αίσθημα της ενότητας, που, σε ώρες κινδύνων, συσπειρώνει όλες τις κοινωνικές δυνάμεις. Η παγκόσμια ιστορία θα ήταν άλλη, θα ήταν φτωχότερη, αν -εκτός από τους ταξικούς αγώνες και τις κοινωνικές επαναστάσεις- δεν είχαμε κάποιους Μαραθώνες και κάποιες Θερμοπύλες. Ένας νέος Μαραθώνας ήταν η αντίσταση και η αντεπίθεση του ελληνικού στρατού, του ελληνικού λαού, από τις 28 Οκτωβρίου 1940 ως τις αρχές Απριλίου 1941. Δεν αποκρούσαμε, βέβαια, ασιατικές ορδές. Βρεθήκα-

σμού, είχαμε άλλωστε στην ίδια τη χώρα μας. Κανένας από μας -ούτε απ’ όσους είχαμε χτυπήσει τη δικτατορία- δε σκέφθηκε, ότι έπρεπε να συνδυάσει εκείνη τη στιγμή την απόκρουση του εχθρού, με την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος στη χώρα μας. Η τελική νίκη μας, αν δεν την είχε αποτρέψει η επίθεση του Χίτλερ, θα είχε βέβαια ως άμεσο αποτέλεσμα και την ανατροπή της δικτατορίας. Ο νικηφόρος στρατός μας, επιστρέφοντας από το μέτωπο, δεν θα ανεχόταν ζυγούς. Αλλά όσο πολεμούσαμε, σκεπτόμασταν μόνο και μόνο να υπερασπισθούμε τη γη μας, τους βωμούς και τις εστίες μας. Τίποτε άλλο. Ας λένε το αντίθετο όσοι δεν έζησαν την ψυχική ατμόσφαιρα του μετώπου. («Μέγας πατριωτικός πόλεμος» ονομάσθηκε επίσημα, και από αυτή τη Ρωσία του «ιστορικού υλισμού», ο πόλεμος κατά των Γερμανών). Στις καρδιές όλων των στρατιωτών μας οι παλμοί ήταν πατριωτικοί, μόνο και μόνο πατριωτικοί. Καταθέτω τη μαρτυρία αυτή ως άνθρωπος που ήταν σε άμεση επαφή με τους στρατιώτες του μετώπου. Μόνον ο πατριωτι-

Στο Πόγραδετς. Οι δυο μας πάλι: η πόλη κ΄ εγώ.

91


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος με αντιμέτωποι ενός πολύ καλλιεργημένου λαού, του ιταλικού. Αλλά ο λαός αυτός, που η ψυχή του είναι μάλιστα «τόσο της ελληνικής συγγένισσα», όπως τόπε το 1901 ο Κωστής Παλαμάς, προλογίζοντας μια έκδοση έργων του Διονυσίου Σολωμού (Βιβλιοθήκη «Μαρασλή»), είχε υποχρεωθεί από τον Μουσσολίνι, να λάβει μέρος σε μια επιδρομή, πιο βάρβαρη και από την επιδρομή των Περσών.

σαμε να βαδίζουμε μεσ’ από τα αμπέλια, έστω και αν μπερδεύονταν τα πόδια μας. Δεν πέφταμε όμως ποτέ. Κάτι -πολύ ισχυρότερο από τον εαυτό μαςμας κρατούσε πάντοτε όρθιους. Εχθρικές οβίδες είχαν προκαλέσει παντού παγίδες για μας, αλλά δεν πέφταμε μέσα τους. Ναι, ποτέ. Πώς μπορούσαμε να πέσουμε; Δεν μπορούσαμε βέβαια να ιδούμε εμείς οι ίδιοι τι βρισκόταν μπροστά μας, αλλά κάποιος άλλος έβλεπε για μας. «Τις ει;». «Κάποιος, που δεν μπορούμε να τον δούμε, ψιθυρίζει τις δύο αυτές λέξεις. Το σκοτάδι είναι βαθύ. Εδώ είναι η νότια είσοδος του Πόγραδετς. Αντιαρματικά εμπόδια. Μπαίνεις στην πόλη. Τρεις παράλληλοι δρόμοι. Όσο είναι μέρα δεν μπορείς να σταθείς στους δρόμους. Μόλις εμφανισθείς, τα εχθρικά πολυβόλα αρχίζουν να βάλλουν. Πεντακόσια μέτρα βόρεια από την πόλη είναι ο «τραπεζοειδής» λόφος. Κατέχεται από τον εχθρό. Από το πρωί ως το βράδυ οι όλμοι και τα πολυβόλα του εχθρού δρουν. Εμείς είμαστε σιωπηλοί. Τα δικά μας πολεμοφόδια είναι λίγα, πολύ λίγα. Τα φυλάμε πάντοτε για την επόμενη μέρα. Αλλά κρατάμε την πόλη χωρίς να ανταποδίδουμε τα εχθρικά πυρά. Την κρατάμε με τις καρδιές μας.

Στρατιώτης στο Πόγραδετς Από τις αρχές Δεκεμβρίου 1940 ως τις αρχές Απριλίου 1941 η μικρή πόλη και η μεγάλη λίμνη μνημονεύονταν σε ελληνικά πολεμικά ανακοινωθέντα ως Πόγραδετς και Αχρίδα. Κάθε πρωί στο χρονικό αυτό διάστημα τα ανακοινωθέντα του συντάγματός μας, που ήταν τοποθετημένο στο βορειοανατολικό τομέα του αλβανικού μετώπου, έλεγαν: «Εχθρικοί προβολείς διηρεύνησαν την λίμνην της Αχρίδος και την πεδιάδα του Πόγραδετς». Τι έψαχναν να βρουν οι προβολείς; Ίσκιοι υπήρχαν παντού. Κάθε νύχτα η πεδιάδα του Πόγραδετς ήταν γεμάτη ίσκιους. Η σιγή ήταν απόλυτη. Πώς μπορούσε κανένας ν’ ακούσει τα ανθρώπινα βήματα στην πεδιάδα του Πόγραδετς; Χρειάζεσαι γη για να περπατήσεις. Εδώ κολυμπούσες. Η λάσπη έφτανε ως τα γόνατα. Λασπωμένο χιόνι. Οι δρόμοι ήταν χειρότεροι από τα αμπέλια. Προτιμού-

Το πυροβόλο του Πόγραδετς ήταν πυροβόλο - φάντασμα. Μια νύχτα τρυπήσαμε τον τοίχο που ήταν μπροστά του και εκαλύψαμε την τρύπα. Απ’ έξω ο καθένας -άρα και ο εχθρός- θα νόμιζε ότι ήταν τοίχος. Αλλά δεν ήταν. Ήταν μια κουρτίνα που έμοια-

Ζούμε ώρες υπέροχες. Πίστις όλων μας ατράνταχτη. Η Ελλάς άφθαστη.

92


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η « Αχρίς » εξετυπούτο εις την Κορυτσά. Την σκέψιν της εκδόσεως του περιοδικού αυτού -της μοναδικής, αν δεν κάνω λάθος, «εντύπου » εφημερίδος που εξεδόθη εις την παροδικώς απελευθερωθείσαν Βόρειον Ήπειρον- συνέλαβε, μόλις με είδεν, ο συμπολίτης μου διοικητής της 13ης Μεραρχίας. Ο στρατηγός Μουτούσης μού παρεχώρησε τρεις καλούς στοιχειοθέτας και πιεστάς που υπηρετούσαν εις την Μεραρχίαν του. Οι τρεις -τα ονόματά των είναι Μιχαήλ Γιαννούλης, Παύλος Φιλιππίδης και Στυλιανός Φερεντίνος- απεσπάσθησαν μονίμως εις την Κορυτσά, ενώ εγώ -υπεύθυνος δια την έκδοσιν και συντάκτης των κυρίων άρθρων- κατέβαινα εκεί από την Γκραμποβίστα ή την κοιλάδα του Πόγραδετς κατά δεκαπενθήμερον, και συνειργαζόμην μαζί τους εις την εκτύπωσιν.

93


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ζε με τοίχο. Το πυροβόλο ήταν τοποθετημένο στη σκηνή ενός θεάτρου. Μια μέρα ο υπολοχαγός, που ήταν ο κύριος του πυροβόλου και που, μια βδομάδα αργότερα, τραυματίστηκε από όλμο στο γραφείο του διευθυντή του θεάτρου, μου είπε: «Στο απέναντι σπίτι υπάρχουν πολλά βιβλία. Αν πάμε εκεί τη νύχτα, δε θα δούμε τίποτα, γιατί δε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε φως. Λέτε να πάμε τώρα; Μπορεί να διασχίσουμε το δρόμο πριν τα πολυβόλα προλάβουν να μας χτυπήσουν». Μέσα σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε στο απέναντι σπίτι. Δεν υπήρχαν ούτε πόρτες, ούτε έπιπλα. Δεν είχε απομείνει τίποτε άλλο παρά μόνο βιβλία σκόρπια στο πάτωμα. Έσκυψα και τράβηξα ένα. Τα «Άνθη του Κακού» του Μπωντλαίρ. Μερικοί όλμοι έσκασαν κοντά στο σπίτι. Άλλοι σφύριξαν πάνω από τα κεφάλια μας. Ο προορισμός τους ήταν πιο πέρα. Παράξενα άνθη. Τα πέταλά τους είναι θραύσματα όλμων.

μένο πρωινό της δραματικής 6ης Απριλίου- εξετυπώθη και εκυκλοφόρησεν ως τελευταίον, έκτακτον, φύλλον της «Αχρίδος». Χάριν της αληθείας και της δικαιοσύνης, πρέπει να ειπώ, ότι το άρθρον μου ή μάλλον το εθνικό αυτό κήρυγμα θυσίας ανταπεκρίνετο απόλυτα εις το πνεύμα και του στρατηγού Μουτούση, διοικητού τής 13ης Μεραρχίας, της οποίας όργανον εξακολουθούσε να είναι η «Αχρίς», και του διοικητού του τμήματος Στρατιάς στρατηγού Τσολάκογλου. Μόνον μετά την 16ην Απριλίου -αφού πλέον η σύμπτυξις των μονάδων μας, μέσω Δυτικής Μακεδονίας, παρά την ηρωικήν αντίστασιν ωρισμένων σχηματισμών πεζικού και πυροβολικού της μεραρχίας του γενναίου στρατηγού Μουτούση, είχε αρχίσει, υπό τα πλήγματα των Στούκας και με την βιαίαν προώθησιν ισχυρών μηχανοκινήτων μονάδων του στρατάρχου Λιστ, να προσλαμβάνη την μορφήν μιας μοιραίας διαρροής προς την πεδιάδα της Θεσσαλίας -εκάμφθη ο στρατηγός Τσολάκογλου. Και τότε επρωτοστάτησεν εις την συνθηκολόγησιν, εν αγνοία και παρά τας αντιθέτους διαταγάς του ακλονήτου στρατηγού Πιτσίκα, εις τον οποίον, από της 16ης Απριλίου, υπήχθη.

Ως το Φεβρουάριο του 1941 υπηρέτησα στη 13η Μεραρχία, που ήταν στην πρώτη γραμμή του βορείου Μετώπου. Το Φεβρουάριο, ο αρχιστράτηγος κ. Παπάγος, υπακούοντας σε υπόδειξη του υπουργού της Ασφαλείας, διάταξε τη Μεραρχία μου να με στείλει στην Κορυτσά. Εκεί έμεινα ως τις 12 Απριλίου. Από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1941, κατόπιν διαταγής του Γ΄ Σώματος Στρατού, το όποιον μετωνομάσθη, περίπου τότε, εις Τμήμα Στρατιάς, απεμακρύνθην από την 13ην Μεραρχίαν, τοποθετηθείς εις το Γραφείον Επιχειρήσεων του Σώματος.

Την δραματικήν εκείνην σύμπτυξιν την έζησα -ως απλούς στρατιώτης μεταξύ στρατιωτών- από της 12ης Απριλίου, οπότε ανεχώρησα από την Κορυτσά, μέχρι της Καλαμπάκας. Ενώ αι περισσότεραι μονάδες, ακαθοδήγητοι πλέον, έφευγαν προς Νότον, δύο συνάδελφοί μου (ο δικηγόρος Μανώλης Μενεγάκης και ο Τάκης Χατζηϊωάννου, ανεψιός του I. Μεταξά) επέρασαν μ ένα αυτοκίνητο, μ επήραν μαζί τους, κ’ έτσι ευρέθημεν το βράδυ τής 16ης του μηνός εις Ιωάννινα. Εγώ παρουσιάσθηκα αμέσως, τη μεσολαβήσει του φίλου μου Επαμ. Τσέλλου, εις τον αρχηγόν του επιτελείου τής Στρατιάς στρατηγόν Πλάτη και, υστέρα, εις αυτόν τον αρχηγόν της Στρατιάς στρατηγόν Πίτσικα, ο οποίος και με εκράτησε πλησίον του. Εγνώρισα, έτσι, από πολύ κοντά (μετασχών, αν και απλούς στρατιώτης, ως μόνος διαθέσιμος εκεί πολιτικός και καθηγητής, μερικών κρισίμων συσκέψεων) το μέγα ηθικόν δράμα των τελευταίων ωρών του ένδοξου και ηρωικού στρατού μας, καθώς και την τραγωδίαν των βομβαρδισμών της ανυπερασπίστου έναντι αεροπορικών επιδρομών πόλεως των Ιωαννίνων. Διεπίστωσα εκεί την άκαμπτον θέλησιν προς συνέχισιν του αγώνος, η οποία διέκρινε τον στρατηγόν Πιτσίκαν, τον τότε

Από τις 15 Ιανουαρίου, κατεβαίνοντας δυο φορές το μήνα στην Κορυτσά κι ύστερα μένοντας εκεί, θεώρησα αναγκαίο να εκδώσω σαν όργανο της 1380 μονάδας (δηλαδή της 13ης Μεραρχίας) ένα δεκαπενθήμερο περιοδικό, την «Αχρίδα», τη μόνη τυπωμένη ελληνική εφημερίδα που βγήκε στα 194041 στην ελεύθερη Βόρειο Ήπειρο. Την 6ην Απριλίου εισέβαλον εις την χώραν μας αι μηχανοκίνητοι φάλαγγες του Χίτλερ. Ήμουν τόσον βέβαιος, ότι επέκειτο η εισβολή και η προσπάθεια των Γερμανών να αποκόψουν ή πλευροκοπήσουν τον νικηφόρον εις την Αλβανίαν στρατόν μας, ώστε και άρθρα προειδοποιητικά είχα δημοσιεύσει (την 15ην Μαρτίου το άρθρον «Είμαστε έτοιμοι για όλα»), και ένα μεγάλο εμψυχωτικόν άρθρον είχα ετοιμάσει, το οποίον -το ίδιο εκείνο θολό και παγω-

94


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

συνταγματάρχην Θ. Γρηγορόπουλον, τον τότε αντισυνταγματάρχην Ανδρ. Μπαλοδήμον, αλλά και τον φίλον μου Επαμεινώνδα Τσέλλον (συντάξαντα την τελευταίαν εμψυχωτικήν ημερησίαν διαταγήν του διοικητού της Στρατιάς), καθώς και συναδέλφους μου στρατιώτας, ως ο διακεκριμένος πολιτευτής και δημοσιογράφος Κωνστ. Βοβολίνης, ο εκλεγείς επανειλημμένως μετά τον πόλεμον βουλευτής Πειραιώς, και ο συμπολίτης μου (υιός αδελφικού φίλου του πατέρα μου) Πάνος Ιωάννου Παπαρροδόπουλος. Στις 18 Απριλίου -τη Μεγάλη Παρασκευή- με κάλεσε ο διοικητής της στρατιάς, που είχε βαθύτατο το αίσθημα του χρέους και της θυσίας, σε μια κρίσιμη σύσκεψη. Στη σύσκεψη αυτή είδα τον στρατηγό Πιτσίκα αποφασισμένο (αν και, όπως μου είπε, οι σωματάρχες του και κάμποσοι μέραρχοί του τον πίεζαν να συνθηκολογήσει) να μη φτάσει σε συνθηκολόγηση παρά μόνο σε ύστατη ανάγκη. Δυο μέρες αργότερα, την ημέρα του Πάσχα, η συνθηκολόγηση έγινε πραξικοπηματικά χωρίς γνώση του στρατηγού Πιτσίκα. Πριν πλησιάσουν οι Γερμανοί στα Γιάννενα είχε την καλωσύνη ο στρατηγός Πιτσίκας να με καλέσει και να με πάρει στο αυτοκίνητό του για να φύγουμε από τα Γιάννενα χωρίς να υποστούμε την ηθική μείωση που μετά το πραξικόπημα των στρατηγών ήταν αδύνατο να αποτραπεί. Πριν από τα εξημερώματα της 21ης Απριλίου, αφού (παρά την αντίθετον διαταγήν του Πιτσίκα) είχε πραγματοποιηθή η συνθηκολόγησις του Τσολάκογλου και επέκειτο η είσοδος εις τα Ιωάννινα μονάδων της περίφημου υπό τον Sepp Dietrich μεραρχίας S S - Leibstandarte «Adolf Hitler», με παρέλαβεν ο στρατηγός Πιτσίκας μαζί του, όταν ανεχώρησε, με δύο αυτοκίνητα, δια τας Αθήνας. Ο στρατηγός Πιτσίκας, ασθενήσας, παρέμεινεν εις την Κορινθίαν, ενώ εγώ (κατ’ εντολήν του) έφθασα το βράδυ της αυτής ημέρας εις Αθήνας (το αυτοκίνητον ωδήγει ο Κωνστ. Βοβολίνης), παρουσιάσθην προ του μεσονυκτίου ενώπιον του Βασιλέως Γεωργίου, εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρετανίας, και ανέφερα εις αυτόν τα γεγονότα. Παρίσταντο, όταν προέβην εις την δραματικήν αναφοράν μου, ο Πρωθυπουργός Τσουδερός, ο Βρετανός υποστράτηγος Heywood και ο Βρετανός υποναύαρχος Turle. Αυτή υπήρξεν η πρώτη μου επαφή με τον αείμνηστον Βασιλέα Γεώργιον, ο οποίος είχε την καλωσύνην να μου επιτρέψη να κα-

Στις 19 Απριλίου 1941, στα Γιάννενα.

θίσω. Όταν εζήτησα συγγνώμην δια την εμφάνισίν μου (ήμουν αξύριστος και η στολή μου ήτο εις κακήν κατάστασιν), μου είπεν ο Βασιλεύς: «Φέρετε την πιο τίμια στολή που υπάρχει». Αργότερα -ενώ είχα εξέλθει από την αίθουσαν, όπου με εδέχθη ο Βασιλεύς, και συνεζήτουν με τον παλαιόν μου φίλον Αριστείδην Δημητράτον (υπουργόν, τότε, της Εργασίας)- ήλθεν ο αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος, ο οποίος επεθύμει να πληροφορηθή και αυτός όσα εγνώριζα περί της αυθαιρέτου συνθηκολογήσεως. Συνεζήτησα, επίσης, την τραγικήν εκείνην νύκτα, με τον Κώστα Μανιαδάκη. Μόλις την 3ην πρωινήν (της 22ας Απριλίου ) έφυγα από το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρετανίας και κατηυθύνθην εις το διαμέρισμα (οδός Μηθύμνης), όπου έμεναν οι γονείς μου, ως και ο αδελφός μου Αναστάσιος, και όπου εφιλοξενείτο και η σύζυγός μου Νίτσα. Εκεί, εκτός των ανωτέρω, με

95


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέμεναν (είχα τηλεφωνήσει, άμα τη απροσδοκήτω δι’ αυτούς αφίξει μου εις τας Αθήνας, από το επί της οδού Σόλωνος διαμέρισμα του ιατρού Λεωνίδα Πολυμενάκου) και ο Γεώργιος Καρανικολός, ο Ιωάννης Κανελλόπουλος και η σύζυγός του Νάντια, ο Κυριάκος Τζαννίδης, η πιστή οικογενειακή φίλη Κλειώ Αντ. Καράμπελλα, ως και η αείμνηστη θεία της συζύγου μου -μια μορφή Αγίας- Δέσποινα Ν. Κοκολιάδου.

οι φοβερές μηχανοκίνητες φάλαγγες του Χίτλερ, ο Ελληνικός Λαός έμεινε ενωμένος στο απτόητο φρόνημά του. Οι ηττοπαθείς ή όσοι συμπαθούσαν τον ναζισμό ήταν ελάχιστοι, κάποιοι στην ίδια την δικτατορική κυβέρνηση (όχι ο Αλέξανδρος Κορυζής, που αυτοκτόνησε από εθνική φιλοτιμία) και κάποιοι άλλοι σε μερικά αθηναϊκά σαλόνια. Από την πρώτην ώρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα αποφάσισε να δράσει εναντίον τους. Ούτε για μια στιγμή δε σκέφθηκε κανένας μας ότι μπορούσαμε ν’ αρκεσθούμε στη δόξα της Αλβανίας. Όσο μεγαλύτερη είναι μια δόξα, τόσο λιγώτερο δικαιούσαι ν’ αρκεσθείς σ’ αυτήν. Η φράση που ακούστηκε από τα χείλη μερικών μελών της ελληνικής ηγεσίας: «η Ελλάς επρόσφερε ό,τι είχε να προσφέρει και τώρα πρέπει μόνο να συντηρηθεί βιολογικά ως που να την απελευθερώσουν ξανά οι μεγάλοι σύμμαχοι», η φράση αυτή δεν ακούστηκε ποτέ από τα χείλη του λαού. Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα προτίμησε να συμφωνήσει με την ψυχή του λαού, του άδολου λαού, που την ώρα μάλιστα εκείνη δεν είχε ακόμα υποστεί το δούλεμα καμιάς ιδιαίτερης μερίδας και ήταν ενιαίος, αφάνταστα ενιαίος στην ψυχική και ηθική συγκρότησή του. Αυτήν την υπέροχη στάση του λαού, που έμπαινε σε περίοδο πείνας και συμφοράς με το ηθικό ενός νικητή που ήθελε και χωρίς όπλα να συνεχίσει τις νίκες του, δεν την κατάλαβαν και δεν την συμμερίσθηκαν δυστυχώς οι περισσότεροι απ’ όσους ήταν ταγμένοι να ηγηθούν. Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα τη συμμερίσθηκε και άρχισε να ενεργεί αμέσως, από το Μάιο κιόλας του 1941, προς τρεις κατευθύνσεις: α) προς την κατεύθυνση μιας επαφής με τη Μέση Ανατολή, β) προς την κατεύθυνση της συνδυασμένης ενέργειας όλων των κομμάτων για την ανάληψη μιας υπεύθυνης πρωτοβουλίας και ηγεσίας στο μυστικό εθνικό αγώνα, και γ) προς την κατεύθυνση της συνεργασίας μερικών δυναμικών παραγόντων που να εκπροσωπούν όλες τις πολιτειακές και πολιτικές προελεύσεις, μιας συνεργασίας που αν δεν πετύχαινε η υπεύθυνη συμμετοχή των κομμάτων στην καθοδήγηση του εθνικού αγώνα, θα μπορούσε ν’ αναπληρώσει την έλλειψη αυτή.

Ο κ. Τσουδερός με κάλεσε ν’ ακολουθήσω την Κυβέρνηση στην Κρήτη κι από κει στην Αίγυπτο. Αρνήθηκα. Και αρνήθηκα όχι γιατί δε συμφωνούσα να πάει η Ελληνική Κυβέρνηση όπου μπορούσε σαν ελεύθερη Κυβέρνηση να εξακολουθήσει συμβολικά και πραγματικά τον πόλεμο, αλλά γιατί ενόμιζα ότι στην Κυβέρνηση, εκείνη ειδικά τη στιγμή, δεν είχα τίποτα να προσθέσω, ενώ μένοντας εδώ μπορούσα ίσως να συμβάλω στην οργάνωση του μυστικού πολέμου κατά των κατακτητών. Ήξερα ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν είχε προετοιμάσει τίποτε για το ενδεχόμενο της κατοχής, ότι η Κυβέρνηση Κορυξή δεν είχε οργανώσει στην Αθήνα ούτε έναν πυρήνα που να χρησιμεύσει σαν σύνδεσμος με το ελεύθερο κράτος που θα ’φευγε, ότι απόλυτο μ’ άλλα λόγια ήταν το χάος που άφηνε πίσω της μέσ’ στην ελληνική κοινωνία και πολιτική ζωή η 4η Αυγούστου ύστερ’ από τεσσεράμιση χρόνια θορυβωδέστατη δήθεν οργανωτική προσπάθεια. Ξέροντας όλ’ αυτά, και ξέροντας επίσης ότι όλα τα κόμματα στο διάστημα της δικτατορίας είχαν χάσει, όπως ήταν φυσικό, τη συγκρότηση εκείνη, την παλιά ή τη μοντέρνα, την καλή ή την κακή, που θα μπορούσε στο διάστημα της κατοχής να χρησιμεύσει ως διάρθρωση του αγωνιζόμενου έθνους, αποφάσισα να μείνω για να βοηθήσω σ’ ό,τι μέσ’ στο κενό και στο χάος μπορούσε να γίνει.

Ήταν το πιο φριχτό καλοκαίρι, που προμηνούσε τον πιο φριχτό χειμώνα της Ελληνικής Ιστορίας Στην Αντίσταση επρωτοστάτησε ο Ελληνικός Λαός. Αυτό φάνηκε καθαρά στους πέντε πρώτους μήνες της Κατοχής, όταν ο Λαός ήταν ακόμα αδιαφοροποίητος, όπως ήταν και από τις 28 Οκτωβρίου 1940 ως τον Απρίλιο 1941. Ακόμα και όταν μας χτύπησαν

Τον Ιούνιο του 1941, ένα από τα πιο διαλεχτά στελέχη του (Εθνικού Ενωτικού) Κόμματος που από την ίδρυση του πολιτικού μας οργανισμού είχε στα-

96


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

θεί αδιάκοπα στην πρώτη γραμμή των ιδεολογικών αγώνων μας, ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Περρίκος, ήρθε και με βρήκε και μου είπε ότι αποφάσισε μαζί με άλλους φίλους να οργανώσει μια δυναμική οργάνωση σαμποτάζ και αγώνα κατά των κατακτητών. Αποφασίσαμε να μην έχει η όργάνωση κανένα πολιτικό χαρακτήρα (γιατί παράλληλα δρούσα για την ένωση των κομμάτων στην εθνική προσπάθεια), και από την ημέρα εκείνη ως την ημέρα που έφυγα για τη Μέση Ανατολή ο Κωνσταντίνος Περρίκος ερχόταν κάθε τόσο και με κατατόπιζε σε όσα έκανε η οργάνωση. Τ’ όνομά της ήταν στην αρχή «Στρατιά των σκλαβωμένων νικητών». Από την οργάνωση αυτή επήγασε λίγο αργότερα κάτω από την υπέροχα φωτεινή ηγεσία του Περρίκου η ΠΕΑΝ, που το μεγαλύτερο μέρος των πρώτων μελών της απαρτιζόταν από μέλη του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος και της Εθνικής Ενωτικής Νεολαίας.

που ζητούσε τη συνέχιση του αγώνα, άδραξε την ευκαιρία για να εκμεταλλευθεί την ψυχολογία αυτή, και έσπευσε, πριν έρθει σε οποιαδήποτε επαφή με οποιοδήποτε κόμμα, να εφεύρει την ταμπέλλα του ΕΑΜ (του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), να χρησιμοποιήσει την ταμπέλλα αυτή για το καμουφλάρισμα της δικής του ηγετικής στο ΕΑΜ παρουσίας, και αφού παράδωσε όλα τα κλειδιά του ΕΑΜ στα χέρια ορθόδοξων κομμουνιστικών στοιχείων, δηλαδή αναρχικών εξτρεμιστών του παλαιού τύπου καθώς και στα χέρια τυχοδιωκτών και αλητών που δεν τους ήθελε βέβαια στο κόμμα, αλλά τους είχε στο χέρι, επρότεινε σε μας τους άλλους, δηλαδή στ’ άλλα κόμματα, να μπούμε στη βιτρίνα του ΕΑΜ. Δυο λύσεις χωρούσαν τότε. Ή έπρεπε να μπούμε όλοι στο ΕΑΜ, όλοι χωρίς εξαίρεση, για να σπάσουμε, όσο ήταν ακόμα καιρός, με τα δυναμικά στελέχη όλων των εθνικών χρωμάτων και κομμάτων το μονοπώλιο του κομμουνιστικού κόμματος πάνω σ’ όλα τα κλειδιά και καίρια πόστα του ΕΑΜ ή έπρεπε, αν δε συμφωνούσαν όλα τα κόμματα στην τέτοια τακτική, που θα εξανάγκαζε ίσως το κομμουνιστικό κόμμα να γίνει ένας τίμιος συνεργάτης στην κοινή εθνική προσπάθεια, να προτείνουμε στο ΕΑΜ όσα κόμματα ποθούσαμε τον ενεργό αγώνα την παράλληλη εθνική δράση. Το πρώτο αποκλείσθηκε, γιατί δε δέχθηκαν όλα τα κόμματα να μπουν στο ΕΑΜ. Και ηθικά δεν είχαν άδικο, αφού η παγίδα ήταν φανερή. Πρακτικά, όμως, έπρεπε να σκεφθούν ότι η παγίδα που στήθηκε για μας, μπορούσε, αν μπαίναμε όλοι από το 1941 στο ΕΑΜ, να μεταβληθεί σε παγίδα όπου θα ‘πεφτε το κομμουνιστικό ακριβώς κόμμα. Αδιάφορο. Ο πρώτος δρόμος αποκλείσθηκε από τα περισσότερα κόμματα, κι έτσι το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα μόνο του, με τα αριθμητικά ανεπαρκή δυναμικά στελέχη του, δε μπορούσε να μπει στο ΕΑΜ, γιατί αν έμπαινε θα έπεφτε θύμα του κομμουνιστικού κόμματος που τον εθνικό αγώνα τον ήθελε από την πρώτη στιγμή μόνο και μόνο για να φτάσει άνετα, περιπαίζοντας την εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία, στον εμφύλιο πόλεμο και στη φασιστική δικτατορία της άκρας αριστεράς. Όσο για τον άλλο δρόμο της παράλληλης δραστηριότητας, αυτόν τον αρνήθηκε, όσες φορές κι αν τον επρότεινα στα 1941 σε μυστηριώδεις νυχτερινές συναντήσεις μου με ανθρώπους που μου έκρυβαν το αληθινό τους όνομα, το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Στο Συνέδριο του Λιβάνου, απευθύνοντας το λόγο στους αντιπροσώπους του

Ήταν το πιο φριχτό καλοκαίρι, που προμηνούσε τον πιο φριχτό χειμώνα της Ελληνικής Ιστορίας. Η Ελλάδα είχε κατακτηθεί, αλλά είχε μείνει αδούλωτη η ψυχή του Λαού. Θα ήταν Ιούλιος, νομίζω, ή Αύγουστος, όταν αποφάσισα, αφού είχα κάνει μία προσυνεννόηση, να κατέβω από την οδό Αρδηττού όπου κατοικούσα, πεζός, γιατί δεν βρήκα κανένα άλλο μέσο, για να πάω προς την οδό Θεμιστοκλέους, όπου, αν θυμάμαι καλά, σε ένα από τα πρώτα σπίτια ήταν το γραφείο του Γεωργίου Παπανδρέου. Και μείναμε μια ώρα μαζί και μείναμε σε όλα σύμφωνοι. Δεν έχω ανάγκη να σας πω σε τι μείναμε σύμφωνοι. Είναι δυνατόν να αμφιβάλλετε, ότι θα μέναμε σύμφωνοι στην ανάγκη της ψυχικής, ηθικής και με όλα τα μέσα αντιστάσεως κατά του εχθρού; Ας ξαναγυρίσω στη συστηματική προσπάθεια του κόμματος. Και αρχίζω με την προσπάθεια της επαφής με τα’ άλλα κόμματα που έναν ολόκληρο χρόνο έγινε από μένα προσωπικά, με το σκοπό να αναλάβουμε όλοι μαζί τη διαχείριση του μυστικού πολέμου στις πόλεις και του αντάρτικου στα βουνά. Το ένα από τα κόμματα, το κομμουνιστικό, δεν είχε ανάγκη να πεισθεί από μας ότι πρέπει να διαχειρισθεί τον αγώνα. Το κομμουνιστικό κόμμα, που ήταν και το μόνο που όντας εξ ορισμού επαναστατικό και παράνομο είχε εκμεταλλευθεί το κλίμα τής δικτατορίας για την ευρύτερη και βαθύτερη οργάνωση των στελεχών του, μυρίστηκε αμέσως τον αέρα της λαϊκής ψυχής

97


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος κομμουνιστικού κόμματος, είπα: «Η απόφασή σας να ιδρύσετε το ΕΑΜ ως λαϊκό πολιτικό μέτωπο -ενώ τέτοιο μέτωπο ήταν στα 1941 ολόκληρος ο λαόςκαι χωρίς να ζητήσετε ως συνιδρυτή κανέναν άλλο ουσιώδη πολιτικό οργανισμό, ούτε το ιεραρχημένο σώμα των Ελλήνων αξιωματικών, ήταν μια πράξη τραγική και εθνικά διασπαστική. Αφού συγκροτήσατε το ΕΑΜ πάνω στο μυστικό δυναμικό οργανισμό του κομμουνιστικού κόμματος, τότε -και μόνο τότεαπευθυνθήκατε στα άλλα κόμματα και σε αξιωματικούς ως άτομα. Και διατυπώσατε, με πρόθεση εθνικά διασπαστική σε μια στιγμή που όλος ο λαός ήταν ενωμένος, το εξής δίλημμα: ή έρχεστε (είπατε) μαζί μας ή δεν είστε υπέρ του αγώνα, είστε προδότες. Αποκλείσατε και χτυπήσατε την παράλληλη δράση, το συνασπισμό, τη συμμαχία, δηλαδή τη δημοκρατία. Ενώ ο μυστικός τύπος, που είχε άμεση ή έμμεση σχέση με το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα -δηλαδή η “Μαχομένη Ελλάς”, η “Δόξα”, τα “Ελληνικά Νιάτα”, η “Αλήθεια”- είχαν υπερκομματική και εθνικά ενωτική την κατεύθυνση, ο τύπος ο δικός σας ήταν από την αρχή εθνικά διασπαστικός, ανάβοντας εσωτερικούς πολιτικούς φανατισμούς. Με την τέτοια τακτική σας η ατμόσφαιρα της εθνικής ενότητας, που το Μάιο του 1941 ήταν ολοκάθαρη, είχε σε λίγους κιόλας μήνες θολώσει». Μ’ αυτό το πνεύμα μίλησα στο συνέδριο του Λιβάνου, και τα όσα είπα βασίζονταν στην πικρή προσωπική εμπειρία που είχα αποκομίσει από το πρώτο έτος της κατοχής. Αφού η συνεργασία ή και η επιτελικά συντονισμένη παράλληλη δράση με το ΕΑΜ, δηλαδή με το κομμουνιστικό κόμμα, ήταν αδύνατη, έπρεπε όλα τ’ άλλα κόμματα, παλαιά και νέα, χωρίς εξαίρεση, να συνενωθούν αυτά στη διαχείριση του εθνικού αγώνα, έχοντας επαφή και με τη Μέση Ανατολή. Σέβομαι βαθύτατα το εθνικό φρόνημα και τον πατριωτισμό όλων των Ελλήνων πολιτικών. Ωστόσο, δε μπορώ να κρύψω, ότι με είχε οδυνηρότατα ξενίσει το γεγονός, ότι σε μια στιγμή που το μόνο ή έστω το κύριο πρόβλημα έπρεπε να είναι ο αγώνας και η οργάνωσή του, οι περισσότεροι από τους παλαιούς πολιτικούς (δε λέω όλοι, αλλά οι περισσότεροι) είχαν όχι μόνο προτάξει το πολιτειακό πρόβλημα, το πρόβλημα του Βασιλέως, αλλά υποστήριζαν ότι η ένωση του πολιτικού κόσμου έπρεπε ν’ αποβλέψει μόνο στη λύση αυτού του προβλήματος και στη συγκρότηση Οικουμενικής μετά την απελευθέρωση. Του κάκου δοκίμασα να πείσω τους αρμόδιους ότι

το πολιτειακό δεν επιτρέπεται να τεθεί σε πρώτη γραμμή, γιατί αυτό θα διασπάσει τους Έλληνες που όλοι, δημοκρατικοί και βασιλικοί, πρέπει να χτυπήσουν τον κατακτητή. Του κάκου έκανα και την υποχώρηση λέγοντας ότι και αν ακόμα στο πρωτόκολλο που θα υπογράψουμε όλα τα κόμματα, μπει ως όρος η ρύθμιση του πολιτειακού, δεν είναι εθνικά θεμιτό σε τέτοιες ώρες η συμφωνία ν’ αρκεσθεί σ’ αυτόν τον όρο, αλλά πρέπει στην κύρια βάση της να είναι συμφωνία των κομμάτων για την υπεύθυνη ανάληψη και διαχείριση του αγώνα κατά των κατακτητών. Ούτε τη Μέση Ανατολή ήθελαν ν’ ακούσουν οι περισσότεροι, ούτε των βουνών τον αγώνα να πάρουν στα χέρια τους, που έπρεπε να ξέρουν ότι αν δεν τον έπαιρναν αυτοί θα τον έπαιρναν άλλοι, ούτε το μυστικό πόλεμο στις πόλεις ήθελαν ν’ αναγνωρίσουν ως σημείο επαφής και συνεργασίας μεταξύ όλων μας. Κατά τους τελευταίους φοβερούς μήνας του 1941, είχα τρεις συναντήσεις που υπήρξαν δι’ εμέ αποφασιστικαί. Ένα βράδυ ωδηγήθην, με πολλάς και εξεζητημένας προφυλάξεις, εις έναν ανηφορικόν δρόμον της συνοικίας Γκύζη, όπου -εις ένα άγνωστο σπίτι- συνήντησα δύο αγνώστους κυρίους. Ήσαν ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. και μου επρότειναν να συνεργασθώ εις το απελευθερωτικόν μέτωπον, το οποίον ήτο τότε υπό κατασκευήν. Ως στοιχειώδη -λογικώς και ηθικώς αυτονόητον- όρον δια να δεχθώ να εισέλθω εις διαπραγμάτευσιν έθεσα τον ακόλουθον: καταστούν και εκείνοι γνωστοί εις εμέ. Ηρνήθησαν πεισμόνως να μου απεκάλυπταν τα πραγματικά ονόματά των οι δύο μυστηριώδεις κύριοι. Αφού εγώ ήμουν εις αυτούς γνωστός, έπρεπε να ικανοποιήσουν το αίτημά μου -αίτημα υπαγορευόμενον από την στοιχειώδη ιδέαν εθνικής αλληλεγγύης και ισότητος κινδύνου εν ώρα αγώνος- και έτσι κάθε επαφή μου με τους κομμουνιστάς (και δι’ άλλους λόγους που εξήγησα εις τον εκφωνηθέντα εις το συνέδριον του Λιβάνου λόγον μου) εσταμάτησε. Αι δύο άλλαι συναντήσεις υπήρξαν θετικαί. Εις το σπίτι του νεαρού, τότε, θαρραλέου πατριώτου Αλέξη Λαδά συνήντησα, ένα βράδυ, τον λοχαγόν του βρετανικού στρατού Φρανκ Μακάσκυ, ο οποίος είχε φθάσει ως κατάσκοπος εις τας Αθήνας και είχεν επαφήν, μόλις αφίχθη, και με τον Σπύρον Β. Μαρκεζίνην. Ο γενναιότατος Άγγλος, ο οποίος απέθανε νέος μετά τον πόλεμον, συνεννοήθη μαζί μου -συ-

98


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

νηντήθην και δευτέραν φοράν μετ’ αυτού εις το σπίτι του φίλου μου Κυριάκου Τζαννίδη- δια την αποστολήν ασυρμάτου, με τον οποίον η υπηρεσία, που ωργάνωνε ο συνεργάτης μου Επ. Τσέλλος, θα μετέδιδε πληροφορίας εις το στρατηγείον Μέσης Ανατολής. Εις το διαμέρισμα, τέλος, του φίλου μου ιατρού Λεωνίδα Πολυμενάκου, αποφασιστικού πατριώτου και έντιμου συνεργάτου των βρετανικών υπηρεσιών, συνήντησα τον γενναίον Βορειοηπειρώτην Ιωάννην Λέκκαν, ο οποίος είχε φθάσει, με αγγλικό υποβρύχιο, από την Μέσην Ανατολήν ως απεσταλμένος Βρετανικής υπηρεσίας, εις την οποίαν ειργάζετο ο συγγενής του και φίλος μου Μίλτος Σπυρομήλιος. Είχε την εντολήν να προτείνη εις τον Αλέξανδρον Μυλωνά και εις εμέ να μεταβώμεν εις το Κάιρον δια να μετάσχωμεν της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Αυτό συνέβη τον Νοέμβριον του 1941. Απήντησα -και η απάντησίς μου διεβιβάσθη με ασύρματον- ότι, πριν η συμπληρώσω το έργον που είχα αναλάβει εις την κατεχομένην Ελλάδα, δεν ήτο δυνατόν να σκεφθώ την μετάβασίν μου εις την Μέσην Ανατολήν.

από τας αρχάς κατοχής, να εγκαταλείψω την οδόν Αρδηττού και να κρυφθώ εις διάφορα σπίτια φίλων μου. Από ημερών είχε συλληφθή ο ιατρός Λεωνίδας Πολυμενάκος και, ένα βράδυ, κατώρθωσε να ειδοποιήση από τας φυλακάς Αβέρωφ την αδελφήν του Έμμυ, ότι, όταν ανεκρίνετο, εδέχθη από τον Ιταλόν ανακριτήν επιμόνους ερωτήσεις σχετικάς προς εμέ και είδε, επάνω εις το γραφείον του, φάκελλον που έφερε το όνομά μου. Η Έμμυ Πολυμενάκου μού·ετηλεφώνησεν αμέσως -ήτο η δεκάτη βραδυνή- και έσπευσα, μαζί με την γυναίκα μου, να απομακρυνθώ από το σπίτι τής οδού Αρδηττού, καταφυγών εις το διαμέρισμα του αδελφού της συζύγου μου ιατρού Π. Δ. Πουλικάκου, ο όποιος και συνελήφθη αργότερα, αφού είχα διαφύγει πλέον εις την Μέσην Ανατολήν, υπό των Γερμανών.

Καταζητούμενος στην Αθήνα και η μυστική διαφυγή στη Μέση Ανατολή

Αυτά είχα ήδη πράξει ή σχεδιάσει και επιχειρήσει, όταν -μετά δύο σχετικάς προς το αμέσως κατωτέρω θιγόμενον θέμα συναντήσεις μου με τον Γεώργιον Καφαντάρην (η πρώτη εγένετο εις το σπίτι του, επί παρουσία του θαρραλέου κατά την κατοχήν φίλου μου Θεμιστοκλή Τσάτσου, και η δευτέρα εις το σπίτι τής οδού Αρδηττού, όπου διέμενα) -εκλήθην από τον Θεμιστοκλή Σοφούλην να υπογράψω το πρωτόκολλον των πολιτικών αρχηγών, το οποίον εστρέφετο κατά του Βασιλέως Γεωργίου Β΄. Έσπευσα να επισκεφθώ τον σεβαστόν ηγέτην του κόμματος των Φιλελευθέρων, συνοδευόμενος από τον Επαμεινώνδα Τσέλλον. Ο Σοφούλης είχε πλησίον του τον στρατηγόν Θεόδωρον Μανέταν, στενόν συνεργάτην του, αλλά και τον στρατηγόν Αλέξανδρον Μαζαράκην, γνωρίζων, ότι ο τελευταίος, συνεργαζόμενος μαζί μου πολιτικώς από το 1935, με επηρέαζε. Η συζήτησις υπήρξε δι’ εμέ οδυνηρά, κυρίως διότι προεσήμανε την διακοπήν της πολυτίμου δι’ εμέ συνεργασίας του Μαζαράκη. Αμέσως μετά την άκαρπον συνάντησιν, έλαβα μίαν πικράν επιστολήν του στρατηγού Μαζαράκη δια της όποιας μου έδήλωνεν, ότι -εάν δεν έπαυα να είμαι ονειροπόλος και ξένος προς πάντα ρεαλισμόν- θα διέκοπτε την συνεργασίαν του μαζί μου. Πριν του απευθύνω την απάντησίν μου, υπεχρεώθην, καταζητούμενος

Εις το διαμέρισμα του Π. Πουλικάκου (οδός Θήρας 43) δεν έμεινα, φυσικά, παρά μόνον δυο-τρεις ημέρες και κατέφυγα, ύστερα, διαδοχικώς εις τα σπίτια του εξαδέλφου μου Ιωάννου Κ. Κανελλοπούλου και των φίλων μου Δημ. Πλαγιάννη και συνταγματάρχου Νικολάου Δρούγκα. Επί ολόκληρον μήνα έμεινα κρυμμένος εις το επί της οδού Αγίου Μελετίου διαμέρισμα του Δ. Πλαγιάννη, ανωτάτου υπαλλήλου τής Βουλής, ο οποίος, μετά την απελευθέρωσιν, ήσκησε τα καθήκοντα Γενικού Γραμματέως του Υπουργικού Συμβουλίου, εκλεγείς, τον Νοέμβριον του 1952, βουλευτής και αναδειχθείς αντιπρόεδρος της Βουλής. Η άφοβος στοργή του προς εμέ, κατά την περίοδον εκείνην, είναι μία από τας πολυτιμοτέρας αναμνήσεις τής ζωής μου. Εις το σπίτι του έγραψα την απάντησίν μου προς τον στρατηγόν Μαζαράκην και απ’ εκεί την έστειλα εις τον παλαιόν σεβαστόν συνεργάτην μου. Εθίγη, όπως φαίνεται, ο αείμνηστος Μαζαράκης από την απάντησίν μου -και εθίγη ακόμη περισσότερον (ίσως δικαίως) από την απόφασιν των φίλων μου να την τυπώσουν και να την κυκλοφορήσουν μυστικά, μετά την διαφυγήν μου- και έτσι ενόμισεν, ότι εδικαιούτο, χωρίς να αποκαλύψη την ουσίαν της διαφωνίας μας, να ομιλήση περί εμού, όπως ωμίλησεν, εις τα απομνημονεύματά του.

99


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Την απόφασίν μου να φύγω από την Ελλάδα και να μεταβώ εις την Μέσην Ανατολήν, την έλαβα -κατόπιν συσκέψεως με τους στενωτέρους συνεργάτας μου- τον Μάρτιον του 1942, όταν διεπιστώθη, ότι η παραμονή μου εις τας Αθήνας ως καταζητουμένου, κρυπτομένου εις διάφορα σπίτια και εκθέτοντος εις έσχατον κίνδυνον τους φίλους που με φιλοξενούσαν, ήτο ολιγώτερον χρήσιμος από την μετάβασίν μου εκεί, όπου συνεκροτούντο αι ελεύθεραι ένοπλοι δυνάμεις μας. Τα βουνά δεν προσέφερον την ώραν εκείνην -τον Μάρτιον του 1942- δυνατότητα αποφασιστικής ιδικής μου συμβολής εις τον αγώνα, ενώ αι εκ της Μέσης Ανατολής προερχόμεναι πληροφορίαι έλεγαν, ότι αι εκεί δυνάμεις μας, πλην των ναυτικών, δεν προητοιμάζοντο επαρκώς δια να δώσουν πάλιν το ηρωικόν «παρών» εις τον αγώνα. Πάντως, η απόφασις δια την αναχώρησίν μου από την Ελλάδα, ληφθείσα τον Μάρτιον του 1942, δεν είχεν άμεσον σχέσιν με την πρόσκλησιν που είχε μεταβιβάσει, πέντε περίπου μήνας προηγουμένως, ο Ιωάννης Λέκκας. Και ουδεμία εγένετο συνεννόησις με αγγλικήν υπηρεσίαν. Την φροντίδα δια την μυστικήν διαφυγήν μου ανέλαβον μόνοι οι φίλοι μου, εξασφαλίσαντες προς τούτο

μίαν μικράν ψαρόβαρκα, εις την οποίαν μόλις και μετά βίας εχωρέσαμε η γυναίκα μου, εγώ, ο καπετάνιος Κώστας Γιαγκουδάκης, ένας νεαρός βοηθός του, ο εξάδελφος της συζύγου μου αστυνόμος Π. Πουλικάκος και ο Ιωάννης Λέκκας. Ο τελευταίος είχεν επιχειρήσει δυο φορές να διαφύγη, αλλά η προσπάθειά του είχεν αποτύχει, διότι -κατά τας ώρας εκείνας των θριάμβων του Άξονος- οι όροι τής διαφυγής ήσαν δυσχερέστατοι, αι ακταί επετηρούντο αυστηρά από Γερμανούς και Ιταλούς, το δε Αιγαίον, που έπρεπε να διάσχιση ο διαφεύγων, ηλέγχετο απολύτως από τους εχθρούς. Τρεις ακριβώς ημέρας προ της διαφυγής μου, που επραγματοποιήθη την 31ην Μαρτίου του 1942, εγκατέλειψα το διαμέρισμα του Δημητρίου Πλαγιάννη και κατέφυγα εις το σπίτι του αειμνήστου φίλου μου συνταγματάρχου Νικ. Δρούγκα, από το οποίον και μας παρέλαβε, την γυναίκα μου και εμέ, μ’ ένα από τα ολίγα εν ενεργεία αυτοκίνητα των Αθηνών, ο φίλος μου Κυριάκος Τζαννίδης. Την παραμονήν της αναχωρήσεώς μου συνέταξα -χωρίς να γνωρίζω (όπως έγραψεν εις τον συγκινητικόν πρόλογον της γενομένης μυστικής εκδόσεώς των ο γενναίος μου φίλος Γιώργος Καρανικολός ) «αν θα ήσαν πολιτική διαθήκη ή πολιτικές υποθήκες»- πέντε «Επιστολές προς τους φίλους μου».

Η αναχώρησή μου δε βασίσθηκε σε πρόσκληση από κάτω (η πρόσκληση του Οκτωβρίου είχε ως αποτέλεσμα την αρνητική απάντησή μου), δε βασίσθηκε σε καμιά προηγούμενη συνεννόηση με την κυβέρνηση του κ. Τσουδερού, και προπάντων δε βασίσθηκε σε καμμιά τεχνική προετοιμασία του ταξιδιού μου από τις αρμόδιες συμμαχικές υπηρεσίες. Είν’ ένα μεγάλο ψέμα το ότι έφυγα από δω με υποβρύχιο, όπως λέει σ’ ένα υβριστικό για το πρόσωπό μου τηλεγράφημά του προς τον Βασιλέα ο κ. Νικολούδης από τη Νότιο Αφρική, σ’ ένα τηλεγράφημα που το έστειλε όταν παύθηκε από πρεσβευτής μετά τη δική μου είσοδο στην Κυβέρνηση. Αφού με μεγάλη δυσκολία κατάφεραν οι συνεργάτες μου να βρουν μερικά χρήματα, εξασφαλίσθηκε μια απλή ψαρόβαρκα ενός τόννου, που στο αμπάρι της με δυσκολία χωρούσε η γυναίκα μου, και με την ψαρόβαρκα αυτή που το μοτεράκι της χαλούσε κάθε λίγο, διαφύγαμε από τη Ραφίνα στις 31 Μαρτίου του 1942, αναγκασθήκαμε να ποδίσουμε στο Καστρί, γιατί πέσαμε σε θύελλα και φοβερή τρικυμία, κι’ αφού μείναμε εκεί κρυμμένοι δυο νύχτες και δυο μέρες, διασχίσαμε το Αιγαίο και φτάσαμε στις τουρκικές ακτές το απόγευμα της 3ης Απριλίου. Όχι μόνο δεν είχαμε συνεννόηση και δε μας περίμεναν, αλλά φτάνοντας στις τουρκικές ακτές πέσαμε σ’ ένα τουρκικό φυλάκιο, που ο διοικητής του, ένας λοχίας, χάλασε τον κόσμο για να μας αναγκάσει να γυρίσουμε πίσω, και μόνο ύστερα από μεγάλο κόπο καταφέραμε να τον πείσουμε να μας αφίσει να μείνουμε. Την άλλη μέρα μάς έστειλε με συνοδεία στον Τσεσμέ.

100


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

31 Μαρτίου. Ξεκίνημα από τη Εδώ και λίγες μέρες είχε Όταν έφυγα από την βοίας. Ραφήνα στις τρεις το απόγευμα. γίνει στο Καστρί μια επιδρομή καταδικάστηκα Ιταλών και πιάστηκαν κάμποσοι Μαζί μου η Νίτσα, ο Παντελής Ελλάδα, Πουλικάκος και ο Ιωάννης ΛέκΈλληνες αξιωματικοί. Δεν μποερήμην από ιταλικό στρακας. Οι Γερμανοί αδιαφορούν ρούμε όμως να κάνουμε αλγια τις άδειες των Ιταλικών αρ- τοδικείο σε θάνατο. λιώς. Δεν έχουμε εκλογή. Άλλος χών. Ελπίζουμε ότι θα αδιαφοόρμος εδώ γύρω, πιο απόμερος ρήσουν και σήμερα. Η Γκεστάπο έκαμε, εδώ και λί- από το Καστρί, δεν υπάρχει. Από τη Ραφήνα ως το γες μέρες, έναν αιφνιδιασμό και έπιασε στη Ραφήνα Καστρί κάναμε έξι ώρες. Αποβιβαζόμαστε. Τι γερό -τη στιγμή ακριβώς που επιβιβαζόταν να φύγει- έναν πράγμα που είναι η γη! Στο Καστρί δεν υπάρχουν αξιωματικό. Ελπίζουμε ότι σήμερα δεν θα κάμει αιφ- παρά μόνο πέντε-έξι σπίτια, δηλαδή χαλάσματα. νιδιασμό. Δείχνουμε στους Γερμανούς, που ασκούν Ύστερα από πολλές προσπάθειες και παρακλήσεις, την εποπτεία του λιμανιού, τα ψεύτικα δελτία ταυτό- μας ανοίγει κάποιος ένα έρημο χαμόσπιτο και μας τητος που μας παρουσιάζουν και τους τέσσερες ως αφήνει να μπούμε. Φάγαμε και ήπιαμε (είχαμε μαζί Μυκονιάτες. Το πλαστό όνομά μου είναι Παναγιώ- μας ένα κοφίνι με τρόφιμα) και πέσαμε να κοιμητης Παλαιολόγος. Οι Γερμανοί κοιτάζουν τα δελτία, θούμε. Πού πέσαμε; Η Νίτσα σ’ ένα τραπέζι κι εγώ χαμογελούν ικανοποιημένοι, δεν φαντάζονται ότι με σε μια βρώμικη στρωμνή. Πάλι καλά που φτάσαμε τη βάρκα που βλέπουν μπροστά τους θα μπορού- ως εδώ. Λίγο πριν μπούμε στον ορμίσκο. μέσα στο σε να επιχειρηθεί ένα ταξίδι μακρινό, μας ξαναδί- σκοτάδι, στη βροχή και στη φουρτούνα, λίγο έλειψε νουν τις ταυτότητες και μας αφήνουν να φύγουμε. να τσακιστούμε πάνω σ’ έναν ύφαλο. Πέντε μέτρα Το μεταφορικό μας μέσο είναι μια ψαρόβαρκα ενός μας χώριζαν από τον κίνδυνο, όταν τυχαία ο μούτόνου, εφοδιασμένη με ένα μοτοράκι. Κάνουμε το τσος, που είχε πάρει ο καπετάνιος μαζί του, είδε τον σταυρό μας και ξεκινάμε. Η θάλασσα φουρτουνια- ύφαλο και φώναξε. σμένη. Δεν μπορούμε όμως ν’ αναβάλουμε. Προχωρούμε. Ο καιρός χειροτερεύει. Η βάρκα μας γιομίζει 2 Απριλίου. Ο βοριάς δεν έπεσε. Δεν είναι όμως νερά και το μοτέρ σταματάει. Η τρόμπα χαλασμέ- τόσο δυνατός όσο χθες. Το μεσημέρι αρχίζει ο καινη. Τη διορθώνει ο καπετάν Κώστας Γιαγκουδάκης, ρός να διορθώνεται. Στον όρμο φθάνουν πολλά καένας τίμιος και γενναίος θαλασσινός, αδειάζουμε τη ΐκια, κι ένα μάλιστα πολύ μεγάλο. Απ’ αυτό το τεβάρκα από τα νερά και προχωρούμε. Το κύμα μας λευταίο κατεβαίνει, μαζί με δύο Έλληνες ναυτικούς, λούζει από πάνω ως κάτω. Σε λίγο αρχίζει δυνατή ένας Ιταλός στρατιώτης, οπλισμένος. Μπαίνει στο βροχή. Να διαβούμε απόψε τον Κάβο Ντόρο, αυτό σπιτάκι όπου βρισκόμαστε. Μας κοιτάζει, αλλά χωείναι οπωσδήποτε αδύνατο. Πρέπει κάπου να πε- ρίς να ζητήσει να εξακριβώσει το λόγο της εκεί παράσουμε τη νύχτα. Πού αλλού; Στο Καστρί της Ευ- ρουσίας μας φεύγει. Λέω του καπετάνιου ότι, αν δι-

Οι ψεύτικες ταυτότητες του Π. Κανελλόπουλου και της συζύγου του Νίτσας.

101


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ορθωθεί ως το βράδυ ο καιρός, πρέπει να φύγουμε σελήνη είναι υπέροχη, η σκιά της Άνδρου πίσω μας. αμέσως ύστερ’ από τη δύση του ήλιου και να μην όσο προχωρούμε, χάνεται, και γύρω μας, γύρω από περιμένουμε τα ξημερώματα. Μου λέει πως, αν ξε- το βαρκάκι μας, δεν υπάρχει παρά μόνο θάλασσα, κινήσουμε το βράδυ, θα περάσουμε μπροστά από κενό, άπειρο. Ο νους μου πάει στους γονείς μου, το νοτιότερο άκρο της Χίου -δηλαδή μπροστά από στις ανεψούλες μου, στ’ αδέρφια μου, στους φίλους το Βενετικό, όπου υπάρχει παρατηρητήριο των Γερ- μου. Κοιτάζω πλάι μου τη Νίτσα που αγωνιά. Κάπου μανών- το μεσημέρι. Όλοι περνάνε νύχτα από το κάπου καταφέρνει ν’ ανοίξει τα μάτια της. Ω, πόσο σημείο αυτό. Του λέω ότι δεν έχουμε εκλογή. Ότι με στηρίζει! η παράταση της διαμονής μας εδώ είναι πιο επικίν3 Απριλίου. ΞημερωνόμαΑξίζει να περνάει κανείς τέδυνη, ότι πρέπει να ξεκιστε στη θάλασσα. Στα μάνήσουμε οπωσδήποτε. Και τοιες στιγμές στη ζωή του για να τια μας ξανοίγουν τα Ψαρά. πραγματικά ξεκινούμε στις Χαλάει η μηχανή μας. Αν εφτάμισι το βράδυ. Ύστερα πληροφορείται κάπου κάπου δεν μπορέσουμε να τη διαπό τη δύση του ήλιου είναι ότι η ζωή είναι λιγότερο αυτο- ορθώσουμε; Μιάμιση ώρα απαγορευμένο το ξεκίνημα. αγωνίας. Ευτυχώς η μηΚαι υπάρχουν Ιταλοί στο νόητη απ’ ό,τι νομίζει. Και τότε χανή διορθώθηκε. Προμεγάλο καΐκι που εξακολου- η σκέψη πάει στον Θεό. Και ο χωρούμε. Ξεπερνάμε τα θεί να βρίσκεται αγκυροβοΨαρά. Να την μπροστά μας λημένο. Ωστόσο, οι Ιταλοί Θεός μπαίνει στη σκέψη. η Χίος. Ταξιδεύουμε τρία ως αυτοί δεν είναι λιμενικοί ή τέσσερα μίλια νότια από τη ναυτικοί και δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται. Τ’ απο- Χίο. Ω, τι ατέλειωτη που είναι η Χίος! Στο νοτιότεφασίζουμε λοιπόν και περνάμε μπροστά στη μύτη ρο άκρο της ξεχωρίζουμε -στην αρχή μάς φάνηκε τους. Δεν μας λένε τίποτα. Ενώ προχωρούμε στ’ σαν καράβι κι ανησυχήσαμε- το Βενέτικο. Εκεί είναι ανοιχτά του Κάβο Ντόρο και ενώ ο βοριάς, που έχει το παρατηρητήριο των Γερμανών. Κάνουμε λιγάκι πια πέσει, αρχίζει να παραχωρεί τη θέση του στο πιο νότια για να προσπεράσουμε το Βενέτικο σε νοτιά, βλέπουμε ξαφνικά ν’ ανάβουν μπροστά μας, απόσταση πιο μεγάλη από τα τέσσερα μίλια. Όλο σε απόσταση απροσδιόριστη, τέσσερα φώτα που λέμε ότι φτάνουμε στη γραμμή του Βενέτικου κι όλο το ένα απέχει αρκετά από το άλλο. Είναι ασφαλώς μπρος μας βρίσκεται. Τέσσερες ώρες αδημονίας. νηοπομπή. Τα φώτα μοιάζουν να συνεννοούνται Επιτέλους περνάμε. Μας βλέπουν τάχα οι Γερμαμεταξύ τους -είναι οπτικός τηλέγραφος- και σε λίγο νοί; Αν θέλουν να προσέξουν, θα μας δουν. Περισβήνουν. Εμείς κάνουμε λιγάκι πιο νότια, προς την μένουμε από στιγμή σε στιγμή να δούμε να ξεκινάει Άνδρο, ώστε τα πλοία που έρχονται προς τα εδώ να κανένα καταδιωκτικό. Κάπου κάπου νομίζουμε ότι μην πέσουν απάνω μας. Ενώ όμως τραβάμε νότια, βλέπουμε κάτι να ξεκινάει. Είναι σπιτάκια στην ακτή, ανάβει ο προβολέας του ιταλικού παρατηρητήριου που μοιάζουν με καράβια. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί της Άνδρου κι αρχίζει να «διερευνά» τη θάλασσα. Ο (είναι ακριβώς μεσημέρι) τρώνε και πίνουν ή ότι δεν νους μου πάει στην κοιλάδα του Πόγραδετς και στην έχουν στη διάθεσή τους πρόχειρα τα καταδιωκτικά. Αχρίδα. Κι εκεί αγρυπνούσε αδιάκοπα κάθε νύχτα ο Να πολυβολήσουν δεν μπορούν, γιατί είμαστε σε προβολέας των Ιταλών. Ο προβολέας της Άνδρου απόσταση τουλάχιστον τεσσάρων μιλίων. Μπροστά μάς αγγίζει δυο φορές, αλλά και τις δύο φορές (κάτι μας αρχίζουν να ξεχωρίζουν οι ακτές και τα βουνά ανάλογο μου είχε συμβεί πέρυσι στην κοιλάδα του της Μικράς Ασίας. Χρειάζονται όμως ακόμα τουλάΠόγραδετς) γύρισε πίσω, χωρίς να μας φωτίσει. Η χιστον τρεις ώρες για να φτάσουμε. Νίτσα στο μεταξύ βρίσκεται πεσμένη χάμω (έτσι Όσο καθαρότερες γίνονται οι φυσιογνωμίες των έμεινε ως το τέλος του ταξιδιού) και κατέχεται από τουρκικών βουνών τόσο θολώνει πίσω μας η φυφοβερή ναυτία. Κι όταν, ύστερ’ από τα μεσάνυχτα, σιογνωμία της Χίου. Φαίνεται ότι αποφύγαμε τον γαλήνεψε η θάλασσα απόλυτα, η ναυτία εξακολου- κίνδυνο. Αρχίζουμε πια να πιστεύουμε ότι θα φθάθεί να τη βασανίζει. Εγώ κάπου κάπου τον παίρνω, σουμε ομαλά στο τέρμα του ταξιδιού. Στις τρεισήαλλά μόνο για λίγη ώρα. Ο ουρανός καθαρίζει. Η μισι τ’ απόγευμα αγγίζουμε τις ακτές της Τουρκίας,

102


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

στη νότια πλευρά της χερσονήσου της Ερυθραίας. Από ένα λόφο ξεπροβάλλουν Τούρκοι στρατιώτες. Προτείνουν τα όπλα τους. Πέσαμε, όπως φαίνεται, πάνω σε φυλάκιο τουρκικό. Μας κάνουν νόημα -και το ύφος τους δεν είναι καθόλου φιλικό- να πλησιάσουμε και ν’ αποβιβασθούμε. Πώς όμως ν’ αποβιβασθούμε; Τα νερά, σε απόσταση είκοσι-τριάντα μέτρων από την ακτή, είναι ρηχά, και το καϊκάκι μας σκοντάφτει στο βυθό, κινδυνεύοντας ν’ ανατραπεί ή να σπάσει. Οι Τούρκοι μάς διατάζουν με νοήματα να μπούμε στη θάλασσα. Δίνω πρώτος το παράδειγμα και μπαίνω. Ακολουθούν η Νίτσα και οι άλλοι. Ώσπου να φτάσουμε στην ακτή, η θάλασσα βάθυνε κάπως κι έτσι μπαίνουμε σχεδόν ως τη μέση. Δεν πειράζει, αρκεί ότι βοήθησε ο Θεός και φτάσαμε. Φτάσαμε όμως, τάχα, για να μείνουμε; Οι δυο λοχίες που είναι επικεφαλής των Τούρκων στρατιωτών μάς λένε με ύφος απότομο «Ατίνα, Ατίνα», δηλαδή ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω στην Αθήνα. Έτσι αρχίζει μια καινούργια αγωνία. Η Νίτσα είναι έτοιμη να ξεσπάσει σε λυγμούς. Δίνω στους δυο λοχίες να καταλάβουν -φυσικά, με νοήματα- ότι προτιμάμε να μείνουμε εδώ φυλακισμένοι, παρά να γυρίσουμε, γιατί γυρίζοντας θα μας κόψουν το κεφάλι. Ο ένας από τους λοχίες συγκινείται και μαλακώνει. Ωστόσο, του κάκου προσπαθεί να πείσει τον άλλον, που φαίνεται ότι είναι ο πιο αρμόδιος, να υποχωρήσει και να μας αφήσει να μείνουμε. Από δω και μπρος παίρνει την υπόθεση ο Παντελής στα χέρια του, που με εξαιρετική επιτηδειότητα τη διαχειρίζεται, και ύστερ’ από ώρες αγωνίας τη φέρνει σε αίσιο πέρας. Στο μεταξύ, μας έχουν ανεβάσει στο λόφο και μας έχουν συγκεντρώσει μέσα σ ένα ερείπιο δίχως στέγη. Ανάβουμε φωτιά και ζεσταινόμαστε. Έχει νυχτώσει. Στις δέκα το βράδυ αποφασίζουν επιτέλους οι Τούρκοι, ύστερ’ από την επίμονη προσπάθεια του Παντελή, να διώξουν τον καπετάνιο με το καϊκάκι, δίνοντάς του μάλιστα και λίγο ψωμί, και να μας κρατήσουν εμάς τους τέσσερες στο καρακόλι τους τη νύχτα για να μας πάνε το πρωί συνοδεία στον Τσεσμέ. Μας βάζουν σε μια μικρή καμαρούλα, όπου δεν μπορούμε να ξαπλώσουμε και χωράμε μόνο καθιστοί, μας ανάβουν φωτιά, μας φέρνουν φασολάδα και ψωμί, κι έτσι καθιστοί πάνω στο χώμα περνάμε τη νύχτα μας. Η Νίτσα, αν και εξαντλημένη, δεν τα καταφέρνει να κλείσει μάτι. Εγώ κοιμήθηκα τέσσερες-πέντε ώρες. Η μέρα που πέρασε ήταν η Μεγάλη Παρασκευή...

Στη Μέση Ανατολή βρήκα τους Έλληνες, και ειδικότερα τους αξιωματικούς, χωρισμένους σε δύο στρατόπεδα. Υπήρχαν αυτοί που ήταν εν ενεργεία αξιωματικοί στη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, αλλά είχαν κάνει θαυμάσια το καθήκον τους στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, και οι άλλοι που αξίωναν να αποβληθούν οι πρώτοι ως «τεταρτοαυγουστιανοί» από το στρατό, πράγμα που ήταν ηθικά αδικαιολόγητο. Την άποψη αυτή είχε και ο Γιάννης Χιωτάκης που είχε υποβιβαστεί μαζί με τον Μπακιρτζή στη διάρκεια της δικτατορίας από αξιωματικός σε στρατιώτη. Στο βιβλίο που εξέδωσε με τον τίτλο «Πολιτικές θύελλες» και στον τόμο που αναφέρεται στη Μ. Ανατολή, γράφει ότι απογοήτευσα αυτόν και άλλους, γιατί ενώ είχα διακηρύξει δημοκρατικές αρχές, δεν έδιωξα από το στρατό εκείνους που κατά τη γνώμη του είχαν ιδέες μη δημοκρατικές. Γι’ αυτό έκαναν και το πρώτο Κίνημα εναντίον μου. 18 Απριλίου. Πρωί πρωί φτάνει στο Mena House, που απέχει είκοσι λεφτά με τ’ αυτοκίνητο από το Κάιρο, ο Τσουδερός. Μένουμε δυο ώρες μαζί. Τ απόγευμα ξαναήρθε και τον κράτησα το βράδυ για φαγητό. Από την πρώτη στιγμή μου κάνει την πρόταση να μπω στην κυβέρνηση. Του είπα ότι η πρόθεσή μου είναι να βοηθήσω με κάθε τρόπο τον αγώνα, αδιαφορώντας αν θα μπω στην κυβέρνηση ή αν θα εργασθώ ως ανεπίσημο άτομο. Του δηλώνω ότι σε ώρες πολέμου δεν ταυτίζω διόλου την έννοια του «ανεπίσημου» με την έννοια του ανεύθυνου και ότι επομένως, μένοντας κι έξω από την κυβέρνηση, θα νιώθω απόλυτη ηθική αλληλεγγύη με όσους εκπροσωπούν την εμπόλεμη και σκλαβωμένη πατρίδα μου σε ό,τι άφορα τον πόλεμο, καθώς και τις ανάγκες του υπόδουλου και πεινασμένου λαού. Ο Τσουδερός με παρακαλεί να μπω οπωσδήποτε στην κυβέρνηση. Του λέω ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνον αν ο βασιλεύς και ο ίδιος ο Τσουδερός είναι διατεθειμένοι ν’ αλλάξουν πολλά απ’ όσα παρουσιάζουν σήμερα μια μορφή ασυμβίβαστη με τη συνείδησή μου. Δεν διατυπώνω ακόμα τους συγκεκριμένους όρους μου, αλλά στις γενικές σκέψεις που διατύπωσα φαίνεται ο Τσουδερός σύμφωνος. Ναι, κατέβηκα στη Μέση Ανατολή την ώρα που ήξερα ότι όλοι θα με συκοφαντούσαν και θα έλεγαν

103


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κάτι έλειπε για να γίνει αυτό. ότι πρόδωσα τη δημοκρα20 Απριλίου. Σήμερα είχα Αυτό το κάτι -το πνεύμα του τική μου ιδεολογία. Χωρίς να προδώσω την ιδεολογία πάλι πολλών ωρών συζήτηση ενεργού και όχι μόνο συμβολικού πολέμου- έπρεπε μου θεώρησα καθήκον μου, με τον Τσουδερό. Τον στενον’ αποκατασταθεί. Όσο για καθήκον ηθικά αυτονόητο, να συμπράξω με τον Βασι- χώρησα πολύ. Του είπα ότι δεν τον αγώνα στη σκλαβωμένη γη μας, αυτός έπρεπε να λέα στον πόλεμο κατά των φανταζόμουν τόσο φοβερή και οργανωθεί από κάτω με συΓερμανών και Ιταλών. Ταυτόχρονα όμως, θεώρησα ασυνάρτητη την κατάσταση ντονισμό ενέργειας Άγγλων και Ελλήνων, πράμα που καθήκον μου να μη φτάσω που βρήκα εδώ. Επίσης του ως τότε ήταν άγνωστο. στη σύμπραξη αυτή και να μη μπω στην κυβέρνηση είπα καθαρά και ξάστερα ότι ο Ο δεύτερος όρος που έθεσα ήταν να πάψει η ελεύθερη του κ. Τσουδερού χωρίς να εξασφαλίσω, για την ελληνικός λαός δεν έχει ακόμα Κυβέρνηση του εξωτερικού αποτελεσματική συμβο- συμφιλιωθεί ψυχικά με τον βα- να έχει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό που θα μπορούλή μου στην εξυπηρέτηση σε στη συνείδηση του λαού των πολεμικών και άλλων σιλέα και την κυβέρνηση. να προκαλεί παρεξηγήσεις, εθνικών συμφερόντων, δηλαδή να προκαλεί, έστω ορισμένους όρους. Γι’ αυτό κι οι διαπραγματεύσεις διαρκέσανε τρεις εβδομά- και αδικαιολόγητα, το συσχετισμό της με την 4ην δες. Ο πρώτος όρος που έθεσα ήταν να πάρει η Αυγούστου. Ο κ. Τσουδερός είχε απομακρύνει ήδη συμβολή μας στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή και από την Κυβέρνηση τον Μανιαδάκη, τον Νικολούστην Ελλάδα, ενεργότερη μορφή. Το ναυτικό μας δη και τον Δημητράτο. Δεν αρκούσε όμως αυτό. εξακολουθούσε πραγματικά να πολεμάει και δε Έπρεπε ν’ απομακρυνθεί ο κ. Νικολούδης και από χρειαζόταν ώθηση. Η αεροπορία μας είχε αρχίσει την πρεσβεία της Πραιτωρίας, κι έπρεπε να πάν’ αναμορφώνεται. Ο στρατός μας μπορούσε να ψει ο κ. Μανιαδάκης να φέρει στην Αργεντινή τον είχε κιόλας συμβάλει στον αγώνα της ερήμου αλλά τίτλο του πληρεξούσιου υπουργού. Και ούτε αυτό

Όταν έφθασα στο Κάιρο, βρήκα εκεί τον Βασιλέα και τον κ. Τσουδερό, που είχαν φθάσει, λίγες μέρες πριν, από το Λονδίνον. Μου πρότειναν αμέσως να μπω στην Κυβέρνηση. Δε μπήκα όμως αμέσως, αλλά κάμποσες εβδομάδες αργότερα, στις 2 Μαΐου. Δε μπήκα αμέσως, γιατί δε μπορούσα να μπω όπως - όπως. Έπρεπε να μπω, αν έμπαινα, εξασφαλίζοντας τους όρους εκείνους που θα ικανοποιούσαν την εθνική και πολιτική μου συνείδηση. Πρέπει βέβαια καθαρά και ξάστερα να σας δηλώσω, ότι η ύπαρξη του Βασιλέως ως Ανωτάτου Άρχοντος, δηλαδή το γεγονός ότι θα ορκιζόμουν ενώπιόν του και θ’ ανήκα σε κυβέρνηση του Βασιλέως, δεν προκάλεσε μέσα μου ούτε για μια στιγμή δισταγμούς. Ήξερα, ότι όσοι θα μ’ έβριζαν εκείνη τη στιγμή στην Αθήνα και θα με χλεύαζαν, επειδή θάμπαινα στην Κυβέρνηση του Βασιλέως και θα επρόδινα δήθεν έτσι τη δημοκρατική μου ιδεολογία, ήξερα ότι όλοι αυτοί θα έμπαιναν αργότερα επίσης στην Κυβέρνηση του Βασιλέως, χωρίς να προδώσουν την ιδεολογία τους. Οι συκοφαντίες δε μ’ επηρέασαν ποτέ στη ζωή μου, και προτιμώ άλλωστε να κάνω πρώτος όσα οι άλλοι κάνουν αργότερα. Λυπάμαι, ωστόσο, από την άποψη του εθνικού συμφέροντος, ότι και οι άλλοι δεν έκαναν από την αρχή μαζί μου ό,τι έγινε, που έγινε, αλλά έγινε αργότερα απ’ ό,τι έπρεπε.

104


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δεν αρκούσε. Έπρεπε, μετά την είσοδό μου στην Κυβέρνηση, να προβεί ο πρωθυπουργός κ. Τσουδερός σε μια ραδιοφωνική προγραμματική δήλωση λέγοντας ότι ο ελληνικός λαός θ’ αποφανθεί πάνω σ όλα τα εθνικά του ζητήματα, άρα και πάνω στο πολιτειακό. Την απόλυτη αποκατάσταση της ψυχικής επαφής του ελεύθερου κράτους του εξωτερικού, του κράτους που ήταν χωρίς λαό, με τον ελληνικό λαό στην Ελλάδα, δηλαδή με το λαό που ήταν χωρίς κράτος, την εθεώρησα σαν μια προϋπόθεση απαραίτητη για να πάει ξανά μπροστά η πολεμική προσπάθεια. Ο τρίτος όρος που έθεσα ήταν ο έξης: επειδή ο Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός θα γύριζαν αμέσως πάλι στο Λονδίνον περνώντας προηγουμένως (όπως και πέρασαν) από την Ουασιγκτώνα, και επειδή η πραγματοποίηση του προγράμματος της έντονης πολεμικής ενέργειας χρειαζόταν ενότητα στη διεύθυνση και στη διαχείριση, ζήτησα να πάρω μέσ’ στην Κυβέρνηση τη θέση του Αντιπροέδρου και να γίνω υπουργός των τριών πολεμικών υπουργείων (στρατιωτικών, ναυτικών και αεροπορίας) έχοντας συνεργάτες στα δυο υπουργεία - των ναυτικών και της αεροπορίας- που δε θα τα διαχειριζόμουν άμεσα ο ίδιος, δυο υφυπουργούς. Οι όροι μου όλοι έγιναν δεκτοί, εκτός από έναν που μ’ όλη την έντονη προσπάθεια που έκανα για να πείσω τον κ. Τσουδερό έγινε μόνο μερικά δεκτός. Ο υποναύαρχος κ. Σακελλαρίου, που ήταν ως τότε Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου παραιτήθηκε από την Κυβέρνηση κι έγινε αρχηγός του Στόλου. Υφυπουργοί διορίστηκαν, στο υπουργείο των Ναυτικών ο υποναύαρχος κ. Καββαδίας, που ως την ήμερα εκείνη ήταν αυτός αρχηγός του Στόλου, και στο υπουργείο της Αεροπορίας ο υποστράτηγος κ. Νικολαΐδης. Εγώ ανάλαβα την Αντιπροεδρία και υπουργός των τριών πολεμικών υπουργείων έχοντας και όλες τις άλλες αρμοδιότητες της Μέσης Ανατολής, δηλαδή την επαφή με την Ελλάδα και την οργάνωση της επαφής αυτής, την προπαγάνδα στον γεωγραφικόν αυτόν τομέα, την πρόνοια για τις οικογένειες των επιστράτων του Αιγυπτιώτη Ελληνισμού και το προσφυγικό ζήτημα που είχε τότε φουντώσει με τους χιλιάδες που έφευγαν από τα νησιά του Αιγαίου κι έρχονταν κάτω γυμνοί και πεινασμένοι, τέλος και τη διαχείριση των παροικιακών προβλήματα Μέσης Ανατολής. Ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι αυτά δε μπορούσε να τα

κάνει ένας άνθρωπος μόνος του και μάλιστα χωρίς συνεργάτες που να μπορεί να τους διαλέξει. Στη Μέση Ανατολή, όμως, με οδήγησαν ξαφνικά οι περιστάσεις και δεν είχα τον καιρό να ετοιμάσω, πριν φύγω από την Αθήνα, το αναγκαίο επιτελείο συνεργατών. Ν’ αρνηθώ, από την άλλη μεριά, ν αναλάβω τις ευθύνες αυτές πριν ειδοποιήσω και φτάσουν ύστερ’ από μηνών συνεννοήσεις οι αναγκαίοι συνεργάτες, αυτό δεν το θεωρούσα σωστό, γιατί όλα ήταν επείγοντα, έβλεπα ότι σε λίγο φτάνει η πιο μεγάλη καμπή του πολέμου κι η πιο μεγάλη κρίση στη Μέση Ανατολή, μια κρίση που δεν έπρεπε να ’ρθει χωρίς να υπάρχουν κι Έλληνες στρατιώτες που να την αντιμετωπίσουν, και γενικά δε μπορούσα σε τέτοιες κρίσιμες ώρες ν’ αρνηθώ να πάρω απάνω μου μόνος ένα βάρος ευθυνών, επειδή ήταν βαρύ και καμωμένο για περισσότερους ώμους. Άλλωστε, και η συνεννόηση με την Ελλάδα για την έλευση συνεργατών προαπαιτούσε την οργάνωση της επαφής, που προϋπόθεση γι’ αυτήν ήταν επίσης η άμεση είσοδός μου στην Κυβέρνηση. Μπήκα λοιπόν το Μάιο του 1942 στην Κυβέρνηση, αφού έγιναν δεκτοί οι όροι μου, εκτός από ένα που στην πλήρη αποδοχή του οι αντιδράσεις ήταν πολλές και ανώτερες από τις δυνάμεις μου. Όπως είπα, είχα ζητήσει νέες προγραμματικές δηλώσεις του κ. Τσουδερού. Οι δηλώσεις έγιναν, αλλά όχι απόλυτα, όπως τις ζήτησα. Εγώ ζήτησα να λεχθεί, ότι ο ελληνικός λαός θ’ αποφανθεί πάνω σε όλα τα εθνικά ζητήματα, άρα και πάνω στο πολιτειακό. Ο κ. Τσουδερός είπε, ότι ο λαός θα αποφανθεί πάνω στα εθνικά προβλήματα. Η λέξη «όλα» σβύσθηκε από το κείμενο. Την εποχή εκείνη ήταν αδύνατο να πεισθούν οι αρμόδιοι ότι είναι χίλιες φορές προτιμότερο να λες ελεύθερα μόνος σου εκείνο που αύριο θα σε αναγκάσουν να πεις. Τη σκέψη αυτή, προβλέποντας θετικώτατα το μέλλον, την είπα τότε πολλές φορές στους ενδιαφερομένους και αρμόδιους. Δυστυχώς δεν εισακούσθηκα. Ωστόσο, αυτό δε μου έδινε διόλου το δικαίωμα να νίψω τας χείρας μου και ν’ αποφύγω ν’ αναλάβω τις ευθύνες. Δε συνήθισα να βρίσκω ευκαιρίες και προφάσεις για ν’ αποφεύγω τις ευθύνες και τη φθορά. Σε ώρες κρίσιμες, όταν μάλιστα ξέρω ότι τα όσα εγώ θα κάνω δε μπορεί ή και δε θέλει να τα κάνει κανένας άλλος, έχω την αρχή να παίρνω την ευθύνη απάνω μου οτιδήποτε κι’ αν πρόκειται να μου στοιχίσει η τέτοια απόφαση.

105


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Αντιπρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου 3 Μαΐου. Σήμερα στις δέκα το πρωί, ορκίσθηκα υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και Αντιπρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου. Οι δύο εβδομάδες που πέρασαν ήταν σημαντικές σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις. Ο Τσουδερός κι εγώ ανταλλάξαμε μερικές επιστολές, που έχουν κάποια ιστορική σημασία. Εδώ και πέντε μέρες, είχα μια πολύωρη συζήτηση με τον Μόνκτον και τον Χόπκινσον, που πήραν εντολή από τη βρετανική κυβέρνηση να παρεμβληθούν στις διαπραγματεύσεις. Μου είπαν ότι η βρετανική κυβέρνηση θεωρεί απαραίτητη την είσοδό μου στην ελληνική κυβέρνηση, για να δοθεί ένας καινούργιος τόνος κι ένας νέος δυναμικός παλμός. Τους μίλησα μιάμιση ώρα και τους αποκάλυψα την πραγματικότητα στην Ελλάδα κι εδώ. Με παρακάλεσαν να μην επιμείνω στον όρο των πολεμικών υπουργείων, αφού θα πάρω άλλωστε εξουσιοδότηση για την εκπροσώπηση της κυβερνήσεως (εν παντί) και με εξόρκισαν να μη σταματήσω τις διαπραγματεύσεις με τον Τσουδερό. Εγώ εξακολούθησα να επιμένω στον όρο των πολεμικών υπουργείων. Την επόμενη ημέρα ξανασυναντηθήκαμε. Η πρώτη φράση που μου είπε ο Μόνκτον ήταν η εξής: «Όσα μας είπατε χτες μας μεταπείσανε». Μου υποσχέθηκαν και οι δυο ότι θ’ ασκούσαν κάθε δυνατή επιρροή για να πείσουν τον Τσουδερό να μου δώσει τα τρία πολεμικά υπουργεία. Προχθές (Παρασκευή) το απόγευμα ήρθε ο Τσουδερός στο Mena House. Το ύφος του ήταν τσακισμένο. Μου είπε ότι το μεσημέρι είχαν υπουργικό συμβούλιο υπό την προεδρία του βασιλέως και ότι η κυβέρνηση υπέβαλε την παραίτησή της. Με εξόρκισε να τον βοηθήσω να ανασυγκροτη-

θεί. Του είπα ότι πρέπει να υποχωρήσει στο ζήτημα των πολεμικών υπουργείων. Μου απάντησε: «Είμαι σύμφωνος να γίνουν όλες οι μεταρρυθμίσεις που ζητάτε στο στρατό, θα είναι όμως μεγάλη η μείωση που θα υποστώ, αν γίνουν με την υπογραφή τη δική σας και αν πει ο κόσμος ότι έπρεπε να έρθει ο Κανελλόπουλος για να γίνουν τα σωστά». Τα επιχείρημα αυτό και η ειλικρίνεια που συνυφάνθηκε με τη

Μου απάντησε: «Είμαι σύμφωνος να γίνουν όλες οι μεταρρυθμίσεις που ζητάτε στο στρατό, θα είναι όμως μεγάλη η μείωση που θα υποστώ, αν γίνουν με την υπογραφή τη δική σας και αν πει ο κόσμος ότι έπρεπε να έρθει ο Κανελλόπουλος για να γίνουν τα σωστά». διατύπωσή του μ’ επηρέασαν. Του είπα ότι θα σκεφθώ. Χθες το απόγευμα μ’ εκάλεσε ο βασιλεύς. Τον είχα δει και δεύτερη φορά προ ημερών. Συζητήσαμε πολλή ώρα. Με παρακάλεσε να μην επιμείνω σε ό,τι πρόκειται να μειώσει τον πρωθυπουργό. Όταν βγήκα από το γραφείο του βασιλέως, με περίμενε στο χολ ο Τσουδερός. Αφού προσπάθησε μάταια να με πείσει να παραιτηθώ από την ιδέα των πολεμικών υπουργείων, μου είπε στο τέλος τα εξής: «Μπείτε στην κυβέρνηση, και αν μετά ένα μήνα, που θα φύγουμε από δω, εξακολουθείτε να θέλετε τα πολεμικά υπουργεία, σας δίνω το λόγο μου ότι θα παραιτηθώ αμέσως για να τα παραλάβετε σεις». Στη λύση αυτή συμφώνησα. Έτσι, σήμερα ορκίστηκα.

Τους είπα να έχουν υπόψη τους ότι κάθε στιγμή είμαι «υπό παραίτησιν», ότι δεν εννοώ να γίνω κι εγώ υπεύθυνος για το ψυχικό κλίμα που βρήκα στο στρατό και ότι πρέπει μια ώρα αρχύτερα ν’ αλλάξουμε την κατάσταση στο στρατό, να καταργήσουμε το αρχηγείο, να συγχωνεύσουμε τις υπηρεσίες του στο υπουργείο, να τοποθετήσουμε τον Κατσώτα διοικητή της Πρώτης Ταξιαρχίας και να πολεμήσουμε. Ο Νικολαΐδης πειράχτηκε και σε λίγο έφυγε. Το βράδυ, ύστερ’ από την ομιλία μου, συγκινήθηκε και άλλαξε στάση απέναντί μου. Φαίνεται ότι είναι καλών διαθέσεων.

106


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αμέσως ύστερ’ από την ορκωμοσία, ήρθε ο ναύαρχος Σακελλαρίου στην πρεσβεία. Μόλις τον χαιρέτησα, του είπα καθαρά και ξάστερα ότι είχα θέσει ως όρο για την είσοδό μου στην κυβέρνηση την απομάκρυνση τη δική του. Αποσυρθήκαμε ένα σαλόνι, όπου μείναμε συζητώντας δυόμισι ώρες. Του μίλησα με απόλυτη ειλικρίνεια. Μου φαίνεται ότι κι εκείνος μου μίλησε επίσης με ειλικρίνεια. Σε μια στιγμή κυριεύθηκε από μεγάλη συγκίνηση. Με βεβαίωσε ότι ως αρχηγός του στόλου θα κάμει το καθήκον του όσο μπορεί καλύτερα και ότι θα συνεργασθεί μαζί μου με απόλυτη τιμιότητα. Μου εξιστόρησε τη ζωή του των τελευταίων ετών. Του εξιστόρησα κι εγώ τη δική μου. Όταν βγήκαμε από το σαλόνι, είπε στον Λεβίδη και τον Σταθάτο: «Είχαμε μιαν ερωτική εξομολόγηση». Εύχομαι κι ελπίζω να μη διαψευσθεί η εντύπωση, που αποκόμισα σήμερα, ότι ο ναύαρχος μου μίλησε τίμια και ειλικρινά. 5 Μαΐου. Σήμερα μίλησα στις εφτά το βράδυ στους Έλληνες του Καΐρου. Η συγκέντρωση, σ έναν κινηματογράφο, ήταν μεγάλη. Κόσμος πολύς ήταν κι απόξω, κι άκουγε με το μεγάφωνο. Ενθουσιασμός ακράτητος. Συγκίνηση δική μου βαθύτατη. Είχα να

βγάλω λόγο από το 1936. Ω, πόσα γεγονότα μεσολάβησαν! Εξορία, μέτωπο, κατοχή, δραπέτευση από την υπόδουλη Ελλάδα. Πόσα γεγονότα! Όταν διέφυγα, τον Απρίλιο του 1942, από την κατεχόμενη Ελλάδα και έγινα, στη Μέση Ανατολή, αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός της Εθνικής Αμύνης, αντίκρυσα από την πρώτη στιγμή τα δύσπιστα βλέμματα των αξιωματικών εκείνων, που οι «δημοκρατικοί» και «αντιφασίστες» (η άλλη αυτή πολύχρωμη κατηγορία αξιωματικών, που πολλοί ανάμεσά τους έφθασαν σε άλλες ακρότητες) ονόμαζαν «μαύρους». Την πρώτη οδυνηρή έκπληξη εδοκίμασα, όταν, στα μέσα Ιουνίου, στις ώρες, που ο Ρόμμελ είχε αρχίσει να επιχειρεί την αστραπιαία προέλασή του προς την Αλεξάνδρεια, επτά λοχαγοί και υπολοχαγοί του Συντάγματος Πυροβολικού της Α΄ Ταξιαρχίας μας υπέβαλαν παραιτήσεις. Η Ταξιαρχία βρισκόταν, τότε, στην Παλαιστίνη. Προετοιμαζόταν εντατικά να γίνει ετοιμοπόλεμη. Οι επτά αξιωματικοί δεν υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους για να αποφύγουν να πολεμήσουν. Ο μέγας πόθος τους ήταν να βρεθούν, όσο γινόταν γρηγορότερα, σε πεδίο μάχης. Μια δραματική παρεξήγηση τους είχε κάμει να πιστέψουν, ότι εγώ, ως υπουργός των

Στις γραμμές του μετώπου της Δυτικής Ερήμου, τον Σεπτέμβριο του 1942.

107


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Στρατιωτικών, επηρεασμένος από «δημοκρατικούς» (ή «βενιζελικούς») συμβούλους, θέλησα να τους απομακρύνω από την Α΄ Ταξιαρχία, για να μη τους δοθεί η ευκαιρία και η τιμή να λάβουν μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. Οι παραιτήσεις τους θεωρήθηκαν «ομαδική απείθεια». Δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν. Έτσι, δεν έλαβαν μέρος, τον Οκτώβριο του 1942, στην ιστορική μάχη του Αλαμέιν, όπου διακρίθηκε, με διοικητή τον Παυσανία Κατσώτα, η Α΄ Ταξιαρχία. Ετίμησαν, όμως, πάλι τη στολή τους (όπως την είχαν τιμήσει και στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας) λίγο αργότερα, στον «Ιερό Λόχο», όπου ο τότε συνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, με το ευρύ και απροκατάληπτο πνεύμα του, καθώς και με το ηρωικό παράδειγμά του, κατάφερε να συνενώσει «μαύρους» και «δημοκρατικούς». Άλλοι από τους λεγόμενους «μαύρους», που τους είχαν, τον Μάρτιο του 1943, μετά την δική μου παραίτηση, απομακρύνει από τον Στρατό οι «δημοκρατικοί», είχαν επίσης την ευκαιρία να πολεμήσουν. Εντάχθηκαν, ύστερα από το μεγάλο στασιαστικό κίνημα του Απριλίου 1944, στην Γ΄ Ορεινή Ταξιαρχία, που, από την ηγεσία του Θρασυβούλου Τσακαλώτου, ετίμησε το όνομα της Ελλάδος στο Ρίμινι.

Οι επτά λοχαγοί και υπολοχαγοί του Συντάγματος Πυροβολικού, που υπέβαλαν την παραίτησή τους τον Ιούνιο του 1942, ποθούσαν διακαώς να πολεμήσουν. Δεν θα εξετάσω, αν συνιστούσαν πράγματι οι παραιτήσεις τους «ομαδική απείθεια». Αρκούμαι στη βεβαίωση του αντιστράτηγου Ανδρ. Σιαπκαρά, ότι δεν είχε προηγηθεί «συνεννόησις». Οι παραιτήσεις των επτά αξιωματικών υπαγορεύθηκαν αναμφισβήτητα από την οδυνηρή εντύπωση, ότι το υπουργείο -με τη μετάθεσή τους, που διέταξε- απέβλεψε μόνο και μόνο (ποιος ξέρει, τι ψίθυροι κυκλοφορούσαν τότε στο στρατόπεδο της Α΄ Ταξιαρχίας, και ποιοι είχαν προκαλέσει τους ψιθύρους αυτούς!) να τους κάμει να χάσουν την ευκαιρία να βρεθούν το ταχύτερο σε πεδίο μάχης. Ως αρμόδιος τότε υπουργός, εκφράζω την λύπη μου για το ψυχικό τραύμα, που προκάλεσε στους γενναίους αυτούς άνδρες η διαταγή του υπουργείου.

Ο Π. Κανελλόπουλος, ως αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός Εθνικής Αμύνης απευθύνεται για πρώτη φορά προς το λαό της κατεχόμενης Ελλάδος από το ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου στις 2 Ιουλίου 1942, όταν εθεωρείτο επικείμενη και σχεδόν αναπόφευκτη ή από στιγμής εις στιγμή είσοδος του Ρόμμελ στην Αίγυπτο. Στην ομιλία του επανέλαβε τη φράση ημερησίας διαταγής (της ιδίας ημέρας) του αρχιστρατήγου Sir Claude Auchlnleck: «Η μάχη δεν έληξε ακόμη δεν θα λήξει προτού νικήσουμε».

108


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο πόλεμος, που διεξάγεται την ώρα τούτη, είναι ο πόλεμος που οδηγεί στη δημιουργία του νέου κόσμου.

9 Ιουλίου. Σήμερα έλαβα την πρώτη απειλητική επιστολή. Μου την απευθύνει η εθνοσοσιαλιστική οργάνωση Αιγύπτου και είναι γραμμένη γαλλικά. Το περιεχόμενό της είναι το ακόλουθο: «Επειδή δεν ανεχόμαστε ανθρώπους που έχουν προδώσει την πατρίδα τους και είναι πουλημένοι στην Αγγλία, σας διατάσσουμε να εγκαταλείψετε το ταχύτερο τη φιλόξενη αύτή χώρα. Αν δεν συμμορφωθείτε θα σας εξαφανίσουμε...». Το πρωί είχαμε συμβούλιο, ο Καββαδίας, ο Νικολαΐδης κι εγώ. Ο Καββαδίας έφυγε το μεσημέρι για Αλεξάνδρεια. Επειδή ολόκληρο το προσωπικό που απάρτιζε τη Διεύθυνση Τύπου και Προπαγάνδας έφυγε εδώ και μια εβδομάδα για Παλαιστίνη, όπου και θα μείνει ώσπου να περάσει ο κίνδυνος, κατάρτισα από προχθές ένα συνεργείο Τύπου από αξιωματικούς, με διευθυντή τον Σπ. Ραυτόπουλο. Έτσι ούτε αυτή η υπηρεσία δεν θα ατονήσει. 15 Αυγούστου. Σήμερα είναι η γιορτή μου. Πώς να γιορτάσω; Τι γίνονται όλοι oι δικοί μου; Μπορούν εκείνοι να γιορτάσουν; Μπορεί ο ελληνικός λαός να γιορτάσει; Στις οχτώμισι πήγα στο υπουργείο. Στις δέκα και μισή πήρα από το ξενοδοχείο τη Νίτσα και, αφού περάσαμε από ένα εκκλησάκι κι ανάψαμε κεριά, ξεκινήσαμε για το Σουέζ με την απόφαση να είμαστε για μερικές ώρες πέρα για πέρα ιδιώτες. Είναι η πρώτη φορά που δεν πήρα μαζί μου κανέναν αξιωματικό, ούτε τον υπασπιστή μου. Στο Σουέζ φτάσαμε λίγο μετά το μεσημέρι. Κατεβήκαμε σ’ ένα παραθαλάσσιο ελληνικό κέντρο, που η επιείκεια της

φαντασίας μου το ’κανε να μοιάζει μ’ ένα κομματάκι του Φαλήρου. Πλάι μου ήταν καθισμένοι καμιά δεκαπενταριά ναύτες. Ήταν Έλληνες. Ναύτες του Ηφαίστου και της Ιωνίας. Τους μίλησα. Χάρηκαν και χάρηκα κι εγώ. Δεν μπορούσα να φαντασθώ καλύτερο περιβάλλον για τη γιορτή μου. Ήπιαμε μπίρα, φάγαμε φρέσκα ψάρια, μίλησα με τους ναύτες μια ολόκληρη ώρα και εισπνεύσαμε θαλασσινό αέρα. Η απόφασή μου ήταν, όπως λέω και παραπάνω, να περάσουμε μερικές ώρες σαν ιδιώτες. Ναι, μερικές ώρες, όχι ολόκληρη βέβαια την ήμερα. Η ημέρα η σημερινή είναι η ημέρα της Έλλης, δηλαδή μια από τις πιο ιερές ημέρες του πολεμικού μας ναυτικού. Στις τρεις τ’ απόγευμα άφησα τη Νίτσα στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου και πήγα στο προξενείο μας, στο λιμεναρχείο μας και στο φρουραρχείο, που είναι συγκεντρωμένα στο ίδιο κτίριο. Ειδοποίησα αμέσως και ήρθαν εκεί διάφοροι. Στις τέσσερες τ’ απόγευμα, αφού έγινε το αναγκαίο σήμα, παίρνω μαζί μου τον αντιπλοίαρχο Τσαγκάρη και τον λιμενάρχη Σάκαρη και ξεκινάω με μια βενζινάκατο για να επισκεφθώ τα πλοία του πολεμικού ναυτικού, όσα βρίσκονταν στο Σουέζ. Επισκέφθηκα με τη σειρά τα εξής πλοία: την Ασπίδα, τον Ήφαιστο, τον Τρίτωνα (το υποβρύχιο), την Ιωνία και τη Νίκη. Σε καθένα από τα πλοία μας έγινε συγκέντρωση των πληρωμάτων και μίλησα, εξαίροντας τη σημασία της σημερινής ημέρας. Αυτά όλα έγιναν μέσα σε δυο ώρες. Στις εννέα το βράδυ ήμουνα ξανά στο Κάιρο. Είμαι πολύ συγκινημένος από την επαφή που είχα σήμερα με την ψυχή των Ελλήνων ναυτικών.

109


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος 18 Αυγούστου. Σήμερα ήμουν όλη μέρα έξω φρενών. Μόλις μπήκα το πρωί στο αυτοκίνητο για να ’ρθω στο υπουργείο, μου δίνει ο Μεσολογγίτης, που πάντα έρχεται και με παίρνει από το ξενοδοχείο, τις πρωινές εφημερίδες... Όλες οι πρωινές εφημερίδες δημοσιεύουν σήμερα το ανακοινωθέν το σχετικό με τη διάβαση από το Κάιρο του Τσώρτσιλ. Το ’ξερα, βέβαια, ότι ήταν εδώ. Το ’ξερα ότι πήγε στη Ρωσία. Όταν μ’ επισκέφθηκε ο σερ Αλεξάντερ Κάντογκαν, ήξερα ότι ήρθε με τον Τσώρτσιλ. Ωστόσο, σήμερα δεν ανακοινώνεται μονάχα ότι ο Τσώρτσιλ πέρασε από δω, αλλά ανακοινώνεται επίσης ότι είδε τον Ντε Γκωλ, τον Κατρού, τον πρεσβευτή των Ηνωμένων Πολιτειών Αλεξάντερ Κερκ, τον στρατηγό Μάξγουελ, που διευθύνει στη Μέση Ανατολή αμερικανικές μονάδες πολύ μικρότερες από τις ελληνικές, και κάμποσους άλλους. Η Ελλάς, τάχα, δεν υπάρχει στον κόσμο; Επειδή δεν έχει την ώρα τούτη γη δική της την περιφρονούν τάχα κι οι φίλοι της; Περνώντας ο πρωθυπουργός της Αγγλίας από τη γεωγραφική και ηθική περιοχή της Ελλάδος, δεν έχει τάχα ούτε πέντε λεφτά καιρό για να ενδιαφερθεί για την Ελλάδα; Ο ελληνικός λαός, επειδή πεινάει και είναι δυστυχισμένος, δεν λογαριάζεται; Όλες αυτές οι σκέψεις μ’ έκαμαν να αναστατωθώ. Ίσως ο Τσουδερός να τους καλόμαθε τους Άγγλους, υποχωρώντας και υπογράφοντας εύκολα τα όσα επιθυμεί η Αγγλία (όπως π.χ. το άρθρο 4 της συμφωνίας του Μαρτίου, που άφορα την αεροπορία μας και που αγωνίζομαι να τροποποιήσω). Ίσως δεν φταίει ο Τσουδερός, γιατί δεν έζησε στην κατεχόμενη Ελλάδα και δεν είδε πόσο υπερήφανος και υπέροχος είναι ο ελληνικός λαός, ακόμα και την ώρα της πιο μεγάλης συμφοράς του. Εγώ ευτυχώς το είδα. Εγώ έζησα ως τα χτες πλάι

στον πεινασμένο λαό. Εμένα δεν μου επιτρέπεται να ανεχθώ κάτι που μπορεί να πικράνει ή να μειώσει αυτόν τον υπέροχο λαό. Μόλις έφτασα πρωί πρωί στο υπουργείο, παρακάλεσα τηλεφωνικώς τον Γουόρνερ να έρθει αμέσως να με ιδεί. Και ήρθε φυσικά αμέσως, γιατί η προθυμία του είναι αληθινά μεγάλη. Του ανοίγω την εφημερίδα. Του διάβασα το ανακοινωθέν. Του είπα όσα έπρεπε να του πω. Όλα με ήρεμη φωνή. Ο Γουόρνερ στενοχωρήθηκε πολύ κι έτρεξε στο αγγλικό υπουργείο. Στις έντεκα του έστειλα τον Σγουρδαίο για να τον ρωτήσει αν υπάρχει η ελπίδα να ιδώ τον Τσώρτσιλ στην επιστροφή του, γιατί, αν δεν υπάρχει, θέλω εντός της ημέρας να ιδώ τον υπουργό Κέισυ για να του μιλήσω. Ο Γουόρνερ έδειξε στον Σγουρδαίο ένα τηλεγράφημα προς το Φόρεϊν Όφφις, όπου χαρακτηρίζεται «εξαιρετικά θλιβερό» ότι έγινε η παράλειψη εις βάρος της Ελλάδος. Όλη την ήμέρα την πέρασα σήμερα νευριασμένος. Μάρτυρες ο διάδοχος, ο Σκέφερης, ο Καψάλης, ο Γιώργος Σεφεριάδης και ο Σγουρδαίος. Το βράδυ με είχε καλέσει σε γεύμα ένας σύμβουλος της έδώ αγγλικής πρεσβείας. Αρνήθηκα να πάω. Στις έξι τ’ απόγευμα μου τηλεφωνεί ο Γουόρνερ ότι θέλει να έρθει να μου πει νέα. Ήρθε και μου είπε τα έξης: «Έχω εντολή να σας πω εμπιστευτικά ότι ο κύριος Τσώρτσιλ βρίσκεται πάλι εδώ και ότι είχε οπωσδήποτε κανονισθεί να σας ιδεί. Το ανακοινωθέν που δημοσιεύθηκε σήμερα δεν επρόκειτο να δημοσιευθεί. Μόνο μετά την έπιστροφή του κυρίου Τσώρτσιλ στο Λονδίνο επρόκειτο να εκδοθεί ανακοινωθέν, όπου θα γινόταν μνεία όλων των συναντήσεων που θα είχε ο πρωθυπουργός. Δυστυχώς αναγκασθήκαμε να δημοσιεύσουμε και σήμερα ένα ανακοινωθέν, γιατί ο στρατάρχης Σματς, που γύρισε στη Νότιο Αφρική, ανάγγειλε προχθές σε δηλώσεις του ότι ει-

Όσοι, διαφεύγοντας από την Ελλάδα, άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, αναλάβαμε στη Μέση Ανατολή πολιτικές ευθύνες, εκάναμε όλοι λάθη. Αλλά δεν εκάναμε μόνο λάθη. Ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω, ότι -αν θεωρηθούμε υπεύθυνοι, άμεσα ή έμμεσα, για ό,τι κακό σημειώθηκε στη Μέση Ανατολή -δίκαιο θάταν να αναγνωρισθεί η μικρή ή μεγάλη συμβολή μας και στα γεγονότα εκείνα, που στοιχειοθετούν τις λαμπρές και ωραίες σελίδες τις περιόδου εκείνης. Όσοι αναλάβαμε πολιτικές -κυβερνητικές- ευθύνες βοηθήσαμε αποφασιστικά να δοθούν σε όσους πολέμησαν οι ευκαιρίες να τιμήσουν την Ελλάδα.

110


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δώθηκε εδώ στο Κάιρο με τον κύριο Τσώρτσιλ. Έτσι δημιουργήθηκε μια αταξία που σας παρακαλούμε να μην την παρεξηγήσετε. Ο κύριος Τσώρτσιλ θα σας παρακαλέσει να ιδωθείτε μεθαύριο». Χωρίς να πάψω να είμαι κάπως πικραμένος (όχι ως άτομο, αλλά ως Έλλην), εθεώρησα τις εξηγήσεις που μου δόθηκαν ικανοποιητικές. 21 Αυγούστου. Χθες το βράδυ είχε έρθει ο Γουόρνερ και μου είπε ότι ο Τσώρτσιλ θα με δεχόταν σήμερα στις εντεκάμισι. Σήμερα στις έντεκα ξαναήρθε ο Γουόρνερ και μου είπε ότι, αντί να πάω στις εντεκάμισι, ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας σερ Μάιλς Λάμπσον με καλεί σε πρόγευμα, για να ‘χω την ευκαιρία να βρεθώ περισσότερη ώρα με τον Τσώρτσιλ. Στη μία ακριβώς ήμουν στην αγγλική πρεσβεία. Ο πρώτος γραμματεύς Ράιτ (Wright), αφού μου ζήτησε συγγνώμη λέγοντάς μου ότι ο Τσώρτσιλ θα φθάσει στη μιάμιση, με πήγε στην ταράτσα (προς τον κήπο) όπου ήταν ο Λάμπσον και η κυρία του, ο στρατηγός σερ Άλαν Μπρουκ (Alan

Brooke), αρχηγός του Αυτοκρατορικού Βρετανικού Επιτελείου, ο στρατηγός Γουέιβελ, ο στρατηγός της αεροπορίας Τέντερ (Tedder) -που σε λίγο αποχώρησε- κι ένας άλλος στρατηγός της αεροπορίας που είναι αρχηγός της βρετανικής αεροπορίας στις Ινδίες. Η ευκαιρία ήταν κατάλληλη για να μιλήσω με όλους. Και μίλησα προπάντων αρκετά με τον στρατηγό Μπρουκ, έναν άνδρα εξαιρετικά ευγενικό. Πριν παρουσιασθεί ο Τσώρτσιλ, έφτασε κι ο στρατηγός λόρδος Γκορτ (Gort), ο διοικητής της Μάλτας. Ο Τσώρτσιλ ήρθε από τον κήπο και ανέβηκε τα σκαλοπάτια της ταράτσας όχι σαν άνθρωπος, αλλά σαν ένα «γεγονός». Ναι, η ύπαρξη του Τσώρτσιλ είν’ ένα γεγονός. Ήρθε κατευθείαν σε μένα. Όλοι είχαμε σηκωθεί κι εγώ προχώρησα για να τον χαιρετήσω. Όταν προχωρήσαμε στην τραπεζαρία ήθελε καλά και σώνει να περάσω μπρος του. Φυσικά μου ήταν αδύνατο. Ντρεπόμουνα. Ναι, ντρεπόμουνα να περάσω μπρος από ένα «γεγονός». Στο τραπέζι (και δεν ήταν άλλες κυρίες εκτός από την οικοδέσποινα) καθίσαμε ως εξής: στο κέντρο του τραπεζιού από

Από τον Αύγουστο του 1942 ως τα σήμερα «είχαμε μάχες αρκετές, μάχες αρκετές για όλους». Εμείς οι Έλληνες είμαστε συνήθως βιαστικοί και ανυπομονούμε, ενώ ο Τσώρτσιλ τις είχε με ψυχραιμία μετρήσει όλες τις μάχες που έπρεπε να δοθούν για να φθάσει η μεγάλη ημέρα της 8ης Μαΐου του 1945. Ο Τσώρτσιλ και οι δυο άλλοι Μεγάλοι, ο πρόεδρος Ρούζβελτ που τον πήρε ο Θεός κοντά Του νικητή και αθάνατο, και ο στρατάρχης Στάλιν, ήξεραν ίσως, από χρόνια, κι αυτήν ακόμη την εποχή του έτους της οριστικής Νίκης. Και δεν μπορούσε να ήταν άλλη από την Άνοιξη. Είναι θαυμαστή η ακρίβεια που έχουν οι μεγάλοι στις προβλέψεις τους. Το μέλλον δεν το προβλέπουν μονάχα, αλλά το σχεδιάζουν και το προκαθορίζουν. Ο Μοντγκόμερυ, δεκαπέντε μέρες πριν μπει στην Τρίπολη, είχε προειδοποιήσει το Λονδίνο ότι θα έμπαινε το πρωί της 23ης Ιανουαρίου του 1943, ούτε νωρίτερα ούτε αργότερα. Και τόχω ο ίδιος σημειώσει στο ημερολόγιό μου, όταν το πληροφορήθηκα στο Λονδίνον, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου. Ακόμα και την ημέρα εκείνη, ο Μοντγκόμερυ ήταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα της Τριπολίτιδος. Και βγήκε αληθινός. Και όλα βγήκαν αληθινά. Και δάκρυα πολλά χρειάσθηκαν. Και μάχες πολλές δόθηκαν. Αλλά και η Αλήθεια στο τέλος νίκησε, όπως και στις πιο φοβερές ακόμη ώρες το ήξεραν οι μεγάλοι ηγέτες του κόσμου. Αυτό, μάλιστα, δεν το ήξεραν μόνον οι Μεγάλοι, αλλά το εγνωρίζαμε θετικά όλοι οι δίκαιοι λαοί και άνθρωποι στον κόσμο. Οι άδικοι έχουν οξύ το βλέμμα τους μόνον έως ένα ωρισμένο σημείο. Απ’ εκεί και πέρα είναι τυφλοί. Αυτό ορίζει η Θεία Πρόνοια. Γι’ αυτό στο τέλος την παθαίνουν πάντοτε. Οι δίκαιοι, αντίθετα, διασχίζουν με το βλέμμα τους τα πιο βαρειά και τα πιο πηχτά σκοτάδια, και αντικρίζουν και στις πιο μαύρες ώρες τους το φως που υπάρχει στο βάθος, οσοδήποτε μακριά κι’ αν είναι το φως αυτό. Έτσι έρχεται πάντοτε η ημέρα που το φως νικάει όλα τα σκοτάδια. 8 Μαΐου 1945. Την ημέρα αυτή το φως ενίκησε.

111


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τη μια μεριά ο Λάμπσον κι από την άλλη η λαίδη Λάμπσον. Δεξιά από τη λαίδη Λάμπσον ο Τσώρτσιλ και δεξιά από τον Τσώρτσιλ εγώ. Μ’ άλλα λόγια μ’ έβαλαν επίτηδες (όπως μου είπε ο Λάμπσον) πλάι στον Τσώρτσιλ -αν και το πρωτόκολλο θα ’λεγε να καθίσω πλάι στη λαίδη Λάμπσον- για να ’χω την ευκαιρία να μιλήσω περισσότερη ώρα με τον Τσώρτσιλ... Η ατμόσφαιρα του γεύματος ανετότατη. Ο Τσώρτσιλ μιλούσε λίγο, άκουσε όμως με καλοσύνη εμένα, που του μίλησα πολύ. Του μίλησα για τον ελληνικό λαό, για τη δυστυχία και την υπέροχη αντίστασή του, για το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη της Ελλάδος προς την Αγγλία (ειδικότερα προς την Αγγλία του καλοκαιριού του 1940), για την ενότητα σχεδόν όλων των Ελλήνων στον αγώνα κατά των κατακτητών, για την ανάγκη της συμμέτοχης του στρατού μας στη μάχη της Αιγύπτου, για το ηθικό των Γερμανών, και για κάμποσα ακόμα πράγματα. Όταν του μίλησα για τις ταξιαρχίες μας, μου είπε: «Ναι, ξέρω ότι ο στρατός σας είναι πολύ καλός» και μου

Μετά το πρόγευμα βγήκαμε στην ταράτσα. Εκεί ήρθε ένας φωτογράφος και μας έβγαλε φωτογραφίες. Σηκωθήκαμε ο Τσώρτσιλ κι εγώ, μ’ επίεσε να σταθώ δεξιά του, και βγάλαμε φωτογραφίες οι δυο μας. Έπειτα μας έβγαλε ο φωτογράφος μια φωτογραφία, όταν καθόμασταν μαζί ο σερ Μάιλς και η λαίδη Λάμπσον, ο στρατηγός σερ Άλαν Μπρουκ κι εγώ.

112


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

σύστησε να συζητήσω με τον στρατηγό Μπρουκ το ζήτημα της γρήγορης συμμετοχής του στρατού μας στον αγώνα. «Θα ‘χουμε αρκετές ακόμα μάχες», μου είπε. «Μάχες αρκετές για όλους». Μιλώντας του για το θαυμασμό των Ελλήνων στη Μεγάλη Βρετανία και στο πρόσωπό του, του είπα: «Ο ελληνικός λαός ξέρει να θαυμάζει και ν’ αγαπάει -κι η γνώση αυτή είναι κάτι το ιδιαίτερο- όχι μόνον όταν είναι ευτυχισμένος, αλλά και όταν είναι δυστυχισμένος». Τα περισσότερα του τα ’λεγα γαλλικά, αλλά είπα και πολλές φράσεις αγγλικά. Ο Τσώρτσιλ μιλάει πολύ δύσκολα τα γαλλικά. Σε μια στιγμή μου λέει ο Τσώρτσιλ: «Στη Ρώμη λέω να μπουν -κι αυτό θα συμβεί πρώτη φορά στην ιστορία- κι ελληνικά στρατεύματα, όταν θα γίνει η κατάληψη και θα πιάσουμε τον Μουσσολίνι». «Δεν ξέρω», του λέω, «αν θα ’ναι σωστό. Οι μικροί λαοί δεν έχουν και δεν πρέπει να ’χουν φιλοδοξίες φαντασμαγορικές». «Μα τους νικήσατε τους Ιταλούς», μου λέει ο Τσώρτσιλ. «Ναι, αλλά τους τιμούμε και θα ‘ναι πάντα πλάι μας αριθμητικά περισσότεροι από μας. Πάντως, στο αστυνομικό έργο της κατοχής, στη Γερμανία και στην Ιταλία, δεν θα είχαμε αντίρρηση να προσφέρουμε κι εμείς τον ανάλογο κόπο. Αυτό ναι. Όχι όμως θριαμβευτικές εισόδους, αυτές δεν νομίζω ότι τις θέλει ο ελληνικός λαός». Στο τραπέζι μίλησα αρκετά και με τον στρατηγό Μπρουκ σχετικά με τους λόγους που επιβάλλουν τη συμμετοχή στρατού δικού μας στη μάχη της Αιγύπτου. Αφού ο ίδιος ο Τσώρτσιλ με παράπεμψε στον Μπρουκ, ήταν ευκαιρία που δεν έπρεπε να χαθεί... Όπως και να ’χει το πράγμα, είμαι βαθιά συγκινημένος από τη σημερινή ημέρα. Βρέθηκα σ’ έναν κύκλο που, αν και απαρτιζόταν από ανθρώπους που κρατούν την ιστορία στα χέρια τους, μου έκαμε την εντύπωση ενός κύκλου προπάντων ανθρώπινου, βαθύτατα και απλά ανθρώπινου. Ούτε ύφος, ούτε στόμφος, ούτε τίποτα το χτυπητό. Όσοι νιώθουν ότι οι ώρες της Ιστορίας χτυπάνε βαθιά μέσα τους δεν έχουν ανάγκη να το δείχνουν και να παρασταίνουν τον ωροδείκτη της Ιστορίας. Γύρω μου ένιωσα σήμερα την «αλήθεια» ενσαρκωμένη σε ανθρώπους που ξέρουν ότι η δουλειά τους είναι ιερή. Δεν ξιπάζονται. Είναι ταπεινοί. Ταπεινοί και δυνατοί. Αφού ανέλαβα τα καθήκοντα του αντιπροέδρου της «εξόριστης» Ελληνικής Κυβερνήσεως και του υπουργού της Εθνικής Αμύνης (με έδρα το Κάιρο),

Δεν υπάρχει τίποτε ωραιότερο και τιμιότερο από το να ζητάει κανείς να φτιάξει κάτι ανώτερο από τον εαυτό του. Δυστυχώς οι περισσότεροι θέλουν να φτιάξουν τους άλλους απλώς σαν τον εαυτό τους, νομίζοντας ότι έχουν το δικαίωμα να μιμηθούν το Θεό. Άλλο «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και άλλο «σαν τα μούτρα μας».

μια από τις πρώτες πράξεις μου ήταν η αναγνώριση της «Επιτροπής των Συνταγματαρχών», ως τότε προκεχωρημένου μυστικού κλιμακίου των ενόπλων ελληνικών δυνάμεων Μέσης Ανατολής. (Στις 15 Σεπτεμβρίου) απηύθυνα στις ένοπλες ελληνικές δυνάμεις «ξηράς, θαλάσσης και αέρος» την ακόλουθη ημερήσια διαταγή. «Ύστερα από δεκαπέντε μηνών απουσία του ελληνικού στρατού από κάθε μέτωπο, μια μεγάλη ελληνική μονάς αντικρίζει και πάλι τον εχθρό, αντικρίζει το θάνατο, αντικρίζει τη δόξα. Σας καλώ να μελετήσετε όλοι μέσα σας -και ο καθένας μόνος του σε μιαν ώρα βαθιάς περισυλλογής- τη σημασία του γεγονότος αυτού. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940, άρχισε ο μεγάλος και ωραίος μόχθος μας στην Ήπειρο και στην Αλβανία. Τα οχυρά της Μακεδονίας και η Κρήτη συμπλήρωσαν τις σελίδες της εποποιίας εκείνης. Τον Μάιο του 1941, ο εχθρός ενόμισε ότι είχε διαλύσει και το τελευταίο ίχνος ελληνικού στρατού. Τον Σεπτέμβριο του 1942, το ελληνικό πυροβολικό άρχισε πάλι να χτυπάει τον εχθρό, το ελληνικό πεζικό στέκεται ολόρθο απέναντί του, τα ταχυκίνητα στοιχεία μας και το ελληνικό μηχανικό οργώνουν την έρημο, οι ελληνικές διαβιβάσεις μεταβιβάζουν και πάλι πολεμικές διαταγές και αναφορές, και επιτελείο ελληνικής μεγάλης μονάδος είναι σκυμμένο επάνω σε χάρτες στρατηγικούς και έχει την ευθύνη για ένα σημαντικό τομέα της ερήμου. Οι μεγάλοι και γενναίοι μας σύμμαχοι, οι Βρετανοί, μας ετίμησαν με μιαν εμπιστοσύνη που βαθύτατα μας συγκινεί. Τους δίνουμε την ιερή υπόσχεση ότι θα τους τιμήσουμε κι εμείς. Στις 11 Σεπτεμβρίου, στήθηκαν επάνω από κορμιά

113


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ελλήνων οι πρώτοι ξύλινοι σταυροί στα βάθη της έρήμου. Εθεώρησα χρέος μου να σταθώ σε στάση προσοχής και ν’ αποκαλυφθώ εμπρός τους εν ονόματι των ενόπλων ελληνικών δυνάμεων και εν ονόματι ολοκλήρου του ελληνικού λαού. Ξέρω καλά ότι παρόντες μαζί μου την ώρα εκείνη ήσαν όλοι οι Έλληνες που υπάρχουν στον κόσμο. Στις 3 Οκτωβρίου έλαβα, μέσω μυστικού ασυρμάτου, που λειτουργούσε στην Αθήνα, το ακόλουθο μήνυμα του συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιωτοπούλου και των συνεργατών του: «Παλλόμενοι ενθουσιασμού και εθνικής υπερηφανείας, ευχόμεθα ενδόξους νίκας στρατόν μας, μαχόμενον ήδη. Άπαντες ηνωμένοι υποσχόμεθα εκτελέσωμεν καθήκον μας, με σκοπόν επιτεύξεως συμμαχικής νίκης και απελευθέρωσης αγαπητής Πατρίδος. Ζήτω Ελλάς: 1 Οκτωβρίου 1942».

Η πολιτική που ακολούθησα, είχε ως αποτέλεσμα να λάβει μέρος η πρώτη ταξιαρχία μας, τον Οκτώβριο του 1942. στη μεγάλη μάχη του Αλαμέιν, όπως επίσης να ιδρυθεί υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Λάκη Τσιγάντε, αποτάκτου του ’35, ο Ιερός Λόχος, που τίμησε την Ελλάδα στην Τύνιδα και αλλού. Όταν έφτασα στην Αίγυπτο και ανέλαβα τα καθήκοντα του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως και υπουργού Εθνικής Αμύνης -και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1942, όταν γνώρισα τον Τσώρτσιλ- ζήτησα να εμπιστευτούν οι Άγγλοι έναν τομέα στο Μέτωπο της Όγδοης Στρατιάς, στην πρώτη Ελληνική Ταξιαρχία, πράγμα που έγινε. Έτσι, στις αρχές Σεπτεμβρίου είχαν στηθεί στην έρημο οι πρώτοι ξύλινοι σταυροί πάνω σε τιμημένα κορμιά Ελλήνων στρατιωτών. Τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου η Ελληνική Ταξιαρχία διεκδικούσε ένα μεγάλο μέρος δόξας για τη νίκη στο Αλαμέιν.

Στο Ελ Αλαμέιν, 30 Σεπτεμβρίου1942, ο Π. Κανελλόπουλος ως αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβερνήσεως στο Κάιρο και υπουργός Εθνικής Αμύνης, με το διοικητή της Ταξιαρχίας Παυσανία Κατσώτα και άνδρες του ελληνικού στρατού μετά από βομβαρδισμό, πλάι σ’ ένα κατεστραμμένο πεδινό πυροβόλο. Αριστερά του, ο διοικητής της 3ης Μοίρας Πυροβολικού ταγματάρχης Γεώργιος Διαμαντόπουλος.

114


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η μεγάλη αντεπίθεση της Ογδόης Βρετανικής Στρατιάς -με συμμετοχή της Α΄ Ελληνικής Ταξιαρχίαςάρχισε στις 23 Οκτωβρίου 1942. Οι παραιτήσεις των επτά αξιωματικών (τεσσάρων λοχαγών και τριών υπολοχαγών) του Συντάγματος Πυροβολικού της Α΄ Ταξιαρχίας ήταν ένα λυπηρό επεισόδιο, που σημειώθηκε πριν από τα μέσα Ιουνίου του 1942. Η Ταξιαρχία βρισκόταν, τότε, ακόμα πολύ μακριά από το μέτωπο και εκπαιδευόταν εντατικά για να γίνει ετοιμοπόλεμη. Οι επτά αξιωματικοί, που παραπέμφθηκαν σε έκτατο στρατοδικείο για «ομαδική απείθεια», όχι μόνο δεν αρνήθηκαν να πολεμήσουν, αλλά υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, επειδή ακριβώς επιθυμούσαν να πολεμήσουν. Η υπόθεση έχει ως εξής: Το Υπουργείο των Στρατιωτικών, με υπεύθυνο πολιτικό προϊστάμενο εμένα, και με προσωρινό προσωπάρχη τον τότε αντισυνταγματάρχη Στυλ. Μανιδάκη, προετοίμαζε την ίδρυση της Β΄ Ταξιαρχίας. Το δεύτερο Σύνταγμα Πυροβολικού, που τη διοίκησή του είχα αποφασίσει να αναθέσω -και ανέθεσα- στον Στυλ. Μανιδάκη, έπρεπε να πλαισιωθεί κι’ αυτό με καλούς και έμπειρους αξιωματικούς. Διατάχθηκε, λοιπόν, στις αρχές Ιουνίου 1942, ένα περίπου μήνα πριν ιδρυθεί η Β΄ Ταξιαρχία και συγκροτηθεί στους κόλπους της ένα δεύτερο Σύνταγμα Πυροβολικού, η μετάθεση δυο ή τριών (αν θυμάμαι καλά) αξιωματικών του Συντάγματος Πυροβολικού της Α΄ Ταξιαρχίας σε θέσεις, που τις θεώρησαν, τη στιγμή εκείνη, «νεκρές». Οι άλλοι από τους επτά, που υπέβαλαν παραιτήσεις, είχαν ακούσει, ότι θα ακολουθούσε και η δική τους μετάθεση. Και οι επτά είχαν διακριθεί στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Φοβήθηκαν, ότι πολιτικοί ή άλλοι λόγοι υπαγόρευσαν την απόφαση του υπουργείου των Στρατιωτικών να τους απομακρύνει από την Ταξιαρχία, που προετοιμαζόταν εντατικά για να κριθεί από τον Βρετανό αρχιστράτηγο των δυνάμεων της Μέσης Ανατολής ικανή να σταλεί στη Δυτική Έρημο και να υπαχθεί στην Ογδόη Στρατιά. Φοβήθηκαν, μ’ άλλα λόγια, ότι δεν θα είχαν την ευκαιρία και την τιμή να πολεμήσουν στην κρίσιμη εκείνη φάση των επιχειρήσεων, όταν ο Ρόμμελ βρισκόταν ακόμα κοντά στην Αλεξάνδρεια. Δεν είχαν, βέβαια, το δικαίωμα να κρίνουν τις αποφάσεις και διαταγές του υπουργείου. Ο Στυλ. Μανιδάκης δεν έκρινε την απόφασή μου, ούτε εξέφρασε (όπως είχε το δικαίωμα) παράπονο, όταν διοικητή του Συντάγματος Πυροβολικού της Α΄ Ταξιαρχίας

ετοποθέτησα ένα νεώτερό του αντισυνταγματάρχη (τον Αθαν. Δασκαρόλη). Δέχθηκε πειθαρχικώτατα να αναλάβει την οργάνωση του δεύτερου Συντάγματος Πυροβολικού, που θα αργούσε να λάβει μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις. (Και ετίμησε, δυο χρόνια αργότερα, την Ελλάδα στο Ρίμινι). Αλλά οι επτά λοχαγοί και υπολοχαγοί, σαν αρκετά νεώτεροι, ήταν ανυπόμονοι. Ψυχολογικά, κατανοώ τους λόγους, που -μέσα στην ατμόσφαιρα, την πολύ θολή, της Μέσης Ανατολής- τους ώθησαν στην υποβολή παραιτήσεων. Για το παράπτωμά τους έπρεπε, φυσικά, να παραπεμφθούν σε δίκη...

Στην περίοδο που ήμουν αντιπρόεδρος κυβερνήσεως και υπουργός Αμύνης στη Μ. Ανατολή, δεν άφησα να περάσει έτσι, δίχως αντίδραση, η δήλωση του Ήντεν (Δεκέμβριος 1942) ότι η αγγλική κυβέρνηση «αποβλέπει μετά συμπαθείας εις τύχην αλβανικού λαού, καταλεγομένου μεταξύ των πρώτων θυμάτων φασιστικής επιθέσεως». Το έκτακτο Στρατοδικείο, που τους εδίκασε τον Ιούνιο του 1942, είχε άριστη και αδιάβλητη σύνθεση. Αλλά το παράπτωμα των επτά αξιωματικών ήταν απόρροια του ακατανίκητου πόθου τους να βρεθούν το ταχύτερο σε πεδίο μάχης. Αυτό δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί. Απόδειξη είναι και το γεγονός, ότι λίγο αργότερα εντάχθηκαν εθελουσίως στον «Ιερό Λόχο (τους πήρε με προθυμία και αγάπη κοντά του ο Χριστόδουλος Τσιγάντες) και διακρίθηκαν, με την γενναιότητά τους και με υψηλό πνεύμα αυτοθυσίας, στην Τρίπολίτιδα, στην Τυνησία και στα νησιά του Αιγαίου. Παραμονή Χριστουγέννων (1942)... Το βράδυ φάγαμε μαζί οι τρεις μας: η Νίτσα (η γυναίκα μου), ο Τσέλλος κ’ εγώ. Στις δύο μεγάλες αίθουσες του ξενοδοχείου μας χαλούσε ο κόσμος. Όλο Άγγλοι και Αμερικανοί. Εμείς είμασταν σε μια γωνιά και δεν μπορούσαμε να συμμερισθούμε το κέφι των άλλων.

115


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η Ελλάς είναι στριμωγμένη σε μια γωνιά. Θλιμμένη, φτωχούλα, παρατημένη. Σήμερα έστειλα μιαν ημερησία διαταγή στο αντιτορπιλλικό μας «Βασίλισσα Όλγα» που κατέστρεψε ένα ιταλικό υποβρύχιο. «Η Ελλάς», έτσι γράφω, «δεν απέφυγε καμμιά θυσία, καμμιά δοκιμασία, κανένα κίνδυνο. Γι’ αυτό και ο Θεός θα την αμείψει». Ναι, μόνο από το Θεό περιμένουμε την αμοιβή.

Η σύζυγός του Νίτσα, υπηρετούσε ως αδελφή νοσοκόμος στον ελληνικό στρατό.

Μονάχα αφελείς και καθυστερημένοι τύποι μπορούν να φαντάζονται ότι μια μεγαλωμένη Ελλάδα αρκεί για την ευτυχία του Ελληνικού Λαού. Άλλος ο δέκατος ένατος και άλλος ο εικοστός αιώνας. Για την ευτυχία του Ελληνικού Λαού απαραίτητο είναι ό,τι ακριβώς είναι απαραίτητο για την ευτυχία όλων των ευρωπαϊκών Λαών: μια καινούργια Ευρώπη, αληθινότερη, θεμελιωμένη σ’ ένα νέο και ενιαίο, οργανικά διαρθρωμένο, υπερεθνικό πολιτικό καθεστώς.

25 Δεκεμβρίου. Χριστούγεννα. Πόλεμος, ξενιτιά, ο Ελληνικός Λαός σκλαβωμένος, το Ελληνικό Κράτος εξόριστο. Τη γη της Ελλάδας μας την πατούν οι εχθροί. Την καρδιά της την πικραίνουν οι φίλοι. Δεν πειράζει. Πήγα με τη Νίτσα στον Άγιο Κωνσταντίνο και ανάψαμε τα κεράκια μας. Έχω απέραντη ηρεμία μέσα μου. Το μυαλό μου είναι μπλεγμένο σε άπειρες σκέψεις και έγνοιες. Η καρδιά μου, ωστόσο (και ουσιαστικά μόνο η καρδιά είναι μέσα μας όχι το μυαλό) είναι απόλυτα ήρεμη. Ξέρει ότι έχει δίκιο. Και δεν εννοεί ν’ αφίσει να πνιγεί το δίκιο της. Δεν είναι, άλλωστε, δικό της, ατομικό. Είναι το δίκιο του ελληνικού λαού. Όλων εκείνων που πεινούν, που πεθαίνουν από την πείνα, που τυφεκίζονται, που σαπίζουν στις φυλακές, που καταδιώκονται, που γυρίζουν αντάρτες στα βουνά, που κρύβονται στα υπόγεια των πόλεων, που δεν εννοούν να υποκύψουν στο ζυγό. Όποιος κρατάει ψηλά το κεφάλι του και ολόισιο το κορμί του μπροστά στον εχθρό, έχει το δικαίωμα να κάνει το ίδιο και μπρος στους φίλους. Απ’ όλες τις ελληνικές πλευρές δέχομαι ενίσχυση και συγχαρητήρια... Το πρωί μού τηλεφώνησε από την Αλεξάνδρεια ο Γενικός Πρόξενος Βαλτής. Μου είπε ότι θέτει στη διάθεσή μου την παραίτησή του. Επίσης μου είπε ότι ολόκληρος ο Ελληνισμός της Αλεξανδρείας είναι συγκινημένος κ’ είναι μαζί μου. Μια μοναδική εξαίρεση σημειώθηκε. Ο Βατιμπέλλας. Σε μια μεγάλη συζήτηση που έγινε στη Λέσχη, σηκώθηκε και είπε : «Tι θέλει τώρα να παραστήση ο Κανελλόπουλος και τα βάζει με τον Ήντεν!». Τον έστρωσε μπροστά ο Μ. Καζούλης και την έπαθε, γιατί όλοι πήραν το μέρος το δικό μου. Το δικό μου; Όχι! Δεν υπάρχει ζήτημα δικό μου. Υπάρχει ζήτημα Ελλάδος, και είμαι αποφασισμένος να το διαχειρισθώ σα να ‘ταν μέσα μου και σα να μιλούσε με τα χείλη μου ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Επειδή ακριβώς αισθάνομαι τον εαυτό μου «λαό», γι’ αυτό και δεν ετήρησα κανένα πρωτόκολλο. Δεν τηρούν πρωτόκολλα οι λαοί που είναι μάρτυρες.

116


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η τελευταία άμεσος συμβολή μου εις την διαχείρισιν των εθνικών μας ζητημάτων στο Λονδίνον Στο Λονδίνον πήγα δυο φορές. Την πρώτη φορά, στις 18 Οκτωβρίου του 1942, περνώντας νύχτα με βομβαρδιστικό αεροπλάνο πάνω από εχθροκρατούμενα εδάφη, και τη δεύτερη φορά στις 28 Δεκεμβρίου του αυτού έτους με το ίδιο μέσο. Την πρώτη φορά δεν έμεινα στο Λονδίνον παρά μόνο δυόμιση βδομάδες. Τη δεύτερη, σαράντα μέρες. Και τις δυο φορές μίλησα όπως το υπαγόρευε η εθνική μου συνείδηση που είνε γεμάτη από τις προσδοκίες και βλέψεις όλων σας. Τη δεύτερη, μάλιστα, φορά το ταξίδι μου στο Λονδίνον είχε ως μοναδική αφορμή το πρόβλημα των εθνικών μας δικαίων. Θα θυμάστε, φαντάζομαι, όλοι σας τις δηλώσεις των υπουργών των εξωτερικών των τριών μεγάλων συμμάχων μας πάνω στο πρόβλημα της Αλβανίας που έγιναν στα μέσα Δεκεμβρίου του 1942. Την αφορμή για το δεύτερο ταξίδι μου στο Λονδίνον την έδωσαν oι δηλώσεις ακριβώς αυτές. Κι έμεινα βαθιά ικανοποιημένος από το ταξίδι μου, που μου το πλήρωσαν μερικοί Έλληνες με την πτώση μου από την κυβέρνηση αμέσως ύστερ’ από την επιστροφή μου. Την νύκτα της 28ης προς την 29ην Δεκεμβρίου επετούσα -με βομβαρδιστικόν Liberator- από το Κάιρον εις το Γιβραλτάρ, συνοδευόμενος από τον Warner και τον ταγματάρχην Γ. Ιορδανίδην, πολύτιμον τότε συνεργάτην μου. Το απόγευμα της 30ής Δεκεμβρίου ήμουν εις το Λονδίνον, εις το ξενοδοχείον Ritz. Το ταξίδι αυτό έγινε μοιραίον δια μίαν από τας πρώτας φάσεις της πολιτικής μου σταδιοδρομίας. Δεν θα λησμονήσω ποτέ την ψυχικήν βοήθειαν που μου παρέσχον, τότε, οι δύο παλαιοί μαθηταί μου και αγαπητοί φίλοι: ο αείμνηστος Δημήτριος Καπετανάκης, που είχε αρχίσει να αναδεικνύεται ως Άγγλος ποιητής, και ο Παναγής Παπαληγούρας, του οποίου η μεταπολεμική εξαίρετος πολιτική σταδιοδρομία είναι γνωστή. Την παραμονήν του νέου έτους 1943 υπέστην -οικουρών εις το δωμάτιον του ξενοδοχείου λόγω γρίππης, από την οποίαν είχα προσβληθή πριν φύγω από το Κάιρον- πολλάς πιέσεις δια να μη φθάσω εις τα άκρα. Πρώτοι ήλθαν ο Αγνίδης και ο Δ. Νικολαρεΐζης (διπλωματικός γραμματεύς τότε του πρωθυπουργού Τσουδερού). Ύστερα, με επεσκέ-

φθησαν, προς τον αυτόν σκοπόν, ο Βαρβαρέσος και ο Δημητρακάκης (ο καθένας χωριστά). Ήλθε και συνεζήτησε άνετα μαζί μου το όλον θέμα και ο παλαιός μου φίλος πρεσβευτής Π. Πιπινέλης. Τέλος, μου ετηλεφώνησεν ο Λόρδος Selborne (υπουργός του οικονομικού πολέμου, υπό τον οποίον υπήγετο·και η οργάνωσις μυστικού πολέμου -σαμποτάζ κ.λπ.- εις τας κατεχομένας χώρας), λέγων ότι θα απεμακρύνετο την στιγμήν εκείνην από το Λονδίνον (ήτο παραμονή Πρωτοχρονιάς) και ότι θα ήθελε να δεχθώ εκ μέρους του τον Charles Hambro. Τον εδέχθην, φυσικά, αμέσως. Με επίεσε και ο Hambro να παραμείνω εις την Κυβέρνησιν, υποσχόμενος εκ μέρους του συμπαθεστάτου Λόρδου Selborne, με τον οποίον συνηντήθην μετά τινας ημέρας, ότι κάτι θα έκαμνεν ο Ήντεν προς εξουδετέρωσιν της δυσμενούς απηχήσεως της περί Αλβανίας δηλώσεώς του.

Στις εφτάμισι αποχαιρέτησα τη Νίτσα. Συγκινημένη κι εκείνη, βαθιά συγκινημένος κι εγώ. Είχα τ’ απόγευμα και λίγο πυρετό. Η Νίτσα προσαρμίζεται τόσο στο χρέος που δεν μου είπε ούτε λέξη που να εκδηλώνει την ανησυχία της. Έτσι, εκάμφθηκα οριστικώς. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, αφού επήγα με τον Αγνίδη και τον Μαντζαβίνο εις την Ελληνικήν Εκκλησίαν, είδα τον Βασιλέα Γεώργιον. Τον είδα κατά την δεξίωσιν που έγινεν εις την Ελληνικήν Πρεσβείαν. Την 3ην Ιανουαρίου είχα δυόμισι ωρών συζήτησιν με τον αλησμόνητον Βασιλέα, εις το ξενοδοχείον Claridge, όπου διέμενε. Μεταξύ των άλλων μου είπε (όπως διαβάζω εις το «Ημερολόγιόν» μου): «Ο Τσώρτσιλ είναι θυμωμένος μαζί σας, αλλά μου είπε ταυτοχρόνως “τον Κανελλόπουλο τον χρειαζόμαστε εκεί κάτω”»! Εκ των υστέρων απεδείχθη, ότι δεν με εχρειάζοντο. Επερίμενα δώδεκα ημέρας δια να με δεχθή ο Ήντεν. Είχα ιδή εν τω μεταξύ τον Λόρδον Selborne και είχα, επίσης, την μεγάλην και αλησμόνητον δι’ εμέ ιστορικήν ευκαιρίαν να συναντηθώ και να συζητήσω διεξοδικώς

117


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος με τον στρατηγόν De Gaulle, τον πρόεδρον της Τσεχοσλοβακίας Εδουάρδον Μπένες και τον πρωθυπουργόν της Πολωνίας στρατηγόν Wladyslav Sikorsky. Ας μου επιτραπή να παραθέσω ένα απόσπασμα από το «Ημερολόγιόν» μου που είναι, νομίζω, ενδιαφέρον δια τον Έλληνα αναγνώστην και που αποκαλύπτει, εις ποίαν κατάστασιν είχαν περιέλθει αι εξόριστοι συμμαχικαί κυβερνήσεις εις το Λονδίνον: 10 Ιανουαρίου. Είμαι μόνος, μόνος, πάρα πολύ μόνος. Νιώθω μεγάλη ερημιά γύρω μου. Όχι μόνο γύρω μου. Νιώθω ερημιά γύρω από την Ελλάδα, ίσως μάλιστα γύρω από ολόκληρη την ανθρωπότητα. Τώρα έχει περάσει το μεσημέρι, μα εδώ στο Λονδίνον η μέρα δεν είναι μόνο πολύ μικρή είναι και λίγη, πολύ λίγη. Ομίχλη, ένα παράξενο σκοτάδι ημέρας. Από το πρωί με ζήτησαν μερικοί στο τηλέφωνο. Δεν μπόρεσα να δεχθώ κανέναν... Χθες το βράδυ είχα καλέσει σε γεύμα -εδώ στο Ritzτον Τσουδερό και την εξαίρετη σύζυγό του. Μου επεβεβαίωσε ότι ο Smuts έκαμε ένα τηλεγράφημα στο Φόρεϊν Όφφις, κακίζοντας τη δήλωση περί Αλβανίας. «Του έστειλα», λέω στον Τσουδερό, «με τον πρεσβευτή Κ. Κόλλα τα αντίγραφα των δυο δικών μου τηλεγραφημάτων προς τον Eden και τον κατετόπισα»... Σε μιαν άλλη στιγμή μού λέει ο Τσουδερός : «Ξέρετε, ο Spaak μού έλεγε ότι έξη ολόκληρους μήνες ζητούσε να ιδεί τον Eden, και ο Eden έλεγε πως είναι απησχολημένος και τον παρέπεμπε σε υπαλλήλους του Φόρεϊν Όφφις». «Αυτό είναι ακατανόητο», λέω στον Τσουδερό, «τελείως ακατανόητο. Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω και κάτι άλλο. Εδώ στο Λονδίνον είσθε τόσοι πρωθυπουργοί συμμαχικών κρατών. Δεν έπρεπε, τάχα, μια φορά το μήνα ή στους τρεις έστω μήνες να σας καλεί ο Τσώρτσιλ σε μια σύσκεψη, για τα μάτια τουλάχιστον του κόσμου; Επάψαμε τάχα και γι’ αυτούς ακόμα τους Άγγλους να είμαστε κράτη, επειδή κατέχονται οι χώρες μας;». «Όσο για μας», μου λέει ο Τσουδερός, «ο Τσώρτσιλ βλέπει συχνά τον Βασιλέα». Ήτο, βέβαια, σημαντικόν ότι έβλεπεν ο Τσώρτσιλ τον Βασιλέα Γεώργιον. Πράγματι, οι Άγγλοι τον ετιμούσαν ιδιαιτέρως ως τον πιστότερον και γενναιότερον φίλον των. Δεν ήτο, όμως, διόλου αρκετόν το ότι έβλεπεν ο Τσώρτσιλ τον Βασιλέα. Έπρεπε να τιμώνται όλαι αι υπεύθυνοι συμμαχικαί Κυβερνήσεις -ιδιαιτέρως μάλιστα, διότι αι χώραι των εδοκιμάζοντο σκληρότατα από την κατοχήν- και να γίνωνται συ-

στηματικαί ιδιαίτεραι και κοιναί επαφαί των πρωθυπουργών των με τον Τσώρτσιλ και των υπουργών των εξωτερικών με τον Eden. Ίσως να εκέρδιζαν και οι Βρετανοί ηγέται κάτι -έστω και κάτι ελάχιστον που θα απέτρεπεν ωρισμένα λάθη- από την συνεργασίαν αυτήν. Εάν δεν επέμενε και δεν ηπείλει ο De Gaulle, δεν θα εκαλείτο εις την Καζαμπλάνκα, όπου συνηντήθησαν ο Πρόεδρος Ρούζβελτ και ο Τσώρτσιλ. Η οργή του, όταν εγένετο η απόβασις εις την Βόρειον Αφρικήν, χωρίς να προειδοποιηθή, έχει μείνει θρυλική. Το απόγευμα της 4ης Ιανουαρίου είχα επισκεφθή τον De Gaulle. Το πρωί είχα ιδή τον Λόρδον Selborne, ο οποίος -όπως βλέπω εις το Ημερολόγιόν μου- μου είχε ειπεί: «Τον αγαπάμε και τον θαυμάζουμε τον στρατηγό De Gauller αλλά τι να κάνουμε...!». Το δεύτερον ήμισυ της φράσεως αυτής μ’ έκαμε πολύ σκεπτικόν. Το βράδυ της ημέρας εκείνης περιέγραψα εις το «Ημερολόγιόν» μου την συζήτησιν που είχα με τον De Gaulle. Και έκλεισα την σελίδα με τας εξής παρατηρήσεις: «Μου άρεσε πολύ το αντρίκιο πείσμα του ανθρώπου αυτού που, αντί για πείσμα, μπορούμε και ίσως πρέπει να το πούμε “ίσια γραμμή”... Δεν ξέρω ποια θα είναι τα προσεχή στάδια της τύχης του. Μπορεί να περάσει δύσκολες στιγμές και να υποστεί μεγάλες πικρίες. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο Γαλλικός λαός, μετά τον πόλεμο, θα τον δικαιώσει. Του αξίζει. Στάθηκε αντρίκια και υπερήφανα επάνω σε μιαν έπαλξη». Το απόγευμα της 12ης Ιανουαρίου με εδέχθη, επιτέλους, ο Eden εις το Φόρεϊν Όφφις. Το προηγούμενο απόγευμα είχα συναντηθή με τον Sir Orme Sargent, βοηθόν μόνιμον υφυπουργόν των Εξωτερικών, και το βράδυ της αυτής ημέρας με είχε καλέσει να δειπνήσω σπίτι του ο μέγας φίλος της Ελλάδος Philip Noel-Baker, υπουργός της κυβερνήσεως Τσώρτσιλ, δια να συναντηθώ και να συζητήσω φιλικά με τον κοινοβουλευτικόν υφυπουργόν των εξωτερικών Richard Law (τον υιόν του άλλοτε πρωθυπουργού Sir Bonar Law). Έτσι, προητοιμάσθη κάπως το έδαφος δια την επαφήν μου με τον Eden. Μεταξύ των πρώτων φράσεων, που μου απηύθυνεν ο Eden, ήτο (και βασίζομαι δι’ όσα γράφω κατωτέρω εις το σχετικόν τμήμα του Ημερολογίου μου ) η εξής : «Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί έγινε τόσος θόρυβος με την δήλωσίν μου περί Αλβανίας». Όταν του απήντησα, ότι οι Έλληνες δεν θα κατανοήσουν πώς έγινε η δήλωσις δια τους Αλβανούς πριν γίνη ανάλογος δήλωσις δια τους Έλληνας, μου απήντησε: «Μα έχου-

118


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

με πη τόσες φορές φόρησαν ένα μυΗ γραπτή απάντησις του Eden ήτο στικό έντυπο στο ότι οι Έλληνες θα είναι ανεξάρτητοι». η εξής: «Thank you very much for your στρατό της Μέσης «Ναι, ναι», παρεΑνατολής -τον εαμιletter of January 18th enclosing an English τήρησα εγώ αμέκό «Αντιφασίστα»σως, «αυτό είναι translation of the broadcast which Monsieur που με κατηγόρησε αυτονόητον. Δεν γιατί ενδιαφέρθηKanellopoulos is to make to the Greek έχετε όμως ειπή τίκα για τα βόρεια ποτε δι’ όλους τους people. I warmly approve of the text». σύνορά μας. Και ελληνικούς πληόπως θα σας αποθυσμούς». Όταν καλύψω σε λίγο, με του επεξήγησα την φράσιν μου αυτήν -και έφερα τους Έλληνες αυτούς, που δε θέλουν την Ελλάδα ως παράδειγμα την Δωδεκάνησον και την Βόρει- όπως τη θέλουμε εμείς, που μισούν τη σεμνή Μεγάον Ήπειρον (αποφυγών, την στιγμήν εκείνην, να λη Ελλάδα, συνεργάσθηκαν τότε για να με ρίξουν, μνημονεύσω ρητώς την Κύπρον, την οποίαν είχα ενώ εγώ βρισκόμουν στο Λονδίνον, σχεδόν όλοι στο ήδη μνημονεύσει εις το προς αυτόν τηλεγράφημά στρατό οι «κομματιζόμενοι» εκπρόσωποι ορισμέμου, ως και κατά την συζήτησίν μου με τον Λόρδον νων παλαιών κομμάτων. Εγώ όμως στο Λονδίνον Moyne), προέβη ο Eden εις την εξής παρατήρησιν: έμεινα βαθιά ικανοποιημένος. Και θα θυμάστε, ελπί«Να σας πω κάτι. Κάθε φράσις και κάθε δήλωσις ζω, τη ραδιοφωνική ομιλία μου της 21ης Ιανουαρίμπορεί και να παρεξηγηθώ, να κριθή άσχημα, να ου του 1943, την ομιλία που περιείχε τις ακόλουθες προκαλέση δυσμενείς κρίσεις. Ο σκοπός είναι, οι φράσεις: «Θα ήθελα να σε βεβαιώσω, ελληνικέ λαέ, πολιτικοί άνδρες -κι’ αυτά τραβάμε εμείς οι φτω- ότι οι μεγάλοι μας σύμμαχοι και φίλοι γνωρίζουν και χοί!- να διαφωτίζουν τον λαόν». Έσπευσα να του έχουν καταχωρήσει στη σκέψη τους και τις ειδικώτεαπαντήσω : «Ναι, το ξέρω πολύ καλά, ποια είναι η ρες δικές μας σκέψεις και φροντίδες. Όλες οι εθνισχέσις λαών και πολιτικών άνδρών. Ξέρω, όμως, κές ελπίδες και βλέψεις μας είναι άθικτες, και ούτε επίσης πολύ καλά, ότι αυτή τη στιγμή δεν έχω κα- είναι δυνατόν να θιγούν, γιατί βασίζονται σε μεγάνένα δικαίωμα να κάνω τον δάσκαλο στον ελληνι- λους αγώνες, σε υπέροχες δοκιμασίες και θυσίες, κό λαό. Εκείνος πεινάει, ενώ εγώ τρώω. Εκείνος ζη σε απαράγραπτα ιστορικά και προπάντων ηθικά δίμιαν αφάνταστη τραγωδία, συνδέοντας την τραγική καια, σε αλήθειες ζυμωμένες με αίμα. Ενώ έχουμε μοίρα του με μιαν υπέροχη διαγωγή, και δεν έχω κα- συμβάλει με το αίμα μας σε όλους ανέκαθεν τους νένα δικαίωμα, εγώ εκ του ασφαλούς, να του δίνω απελευθερωτικούς αγώνες, ενώ εδείξαμε πάντοτε μαθήματα. Άλλως τε, τι να του πω;». «Πήτε του», την πιο μεγάλη διεθνή νομιμοφροσύνη και εκάναμε παρετήρησεν ο Eden, «ότι η δήλωσις περί Αλβανίας πάντοτε, πλάι στις θυσίες του αίματος, τις πιο μεγάδεν πρέπει διόλου να τον ανησυχή, διότι τα δίκαια λες και τις πιο οδυνηρές εθνικές συμπτύξεις για την της Ελλάδος παραμένουν άθικτα». « Μου δίνετε », εξυπηρέτηση του υψηλού ιδεώδους της ειρήνης και έσπευσα να τον ερωτήσω, «το δικαίωμα να ειπώ της διεθνούς συνεργασίας, είδαμε τους άλλους λαακριβώς την φράση αυτή;». «Α, όχι, δεν μπορώ να ούς να ολοκληρώνουν την εθνική τους ελευθερία, κι δεσμευθώ αμέσως», παρετήρησε ο Eden. εμείς υποχρεωθήκαμε όλες τις φορές να παραδεχόΤότε τον παρεκάλεσα να μου επιτρέψη να διατυπώ- μαστε ως μοιραίο το ότι δεν ήταν δυνατόν να εφαρσω ένα κείμενο, να του το στείλω και, εάν το επε- μοσθεί η στοιχειώδης αυτή αρχή και σε μας. Σήμερα δοκίμαζε, να το απευθύνω ως ιδικήν μου δήλωσιν, ήρθε η ώρα που πρέπει να παύσουμε ν’ ανησυχούαπό τον ραδιοφωνικόν σταθμόν του Λονδίνου, προς με. Μέσα στους κόλπους ενός νέου κόσμου, που θα τον ελληνικόν λαόν. Ο Eden συνεφώνησε. Η συζή- είναι δικαιότερος και αληθινώτερος από τον παλιό, τησις διήρκεσεν επί μίαν ώραν. θα πάρει η Ελλάς τη θέση εκείνη, που υπαγορεύουν η αλήθεια, η δικαιοσύνη, και η μεγάλη της θυσία. ΠιΝαι, υπήρξαν Έλληνες που δεν ήταν ευχαριστημέ- στεύω ακράδαντα, ελληνικέ λαέ, ότι αυτό θα γίνει». νοι, γι’ αυτό και φρόντισαν να με ρίξουν. Υπήρξαν Αυτά είπα από το ραδιοφωνικό σταθμό του ΛονδίΈλληνες που μόλις έφυγα για το Λονδίνον, κυκλο- νου, στις 21 Ιανουαρίου του 1943, προς τον ελληνι-

119


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος κό λαό. Και τα λόγια μου αυτά όχι μόνο τα είχε δει, πριν τα πω, ο υπουργός των εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας κ. Eden, αλλά είχε και την καλωσύνη να γράψει ο ίδιος ότι «τα επιδοκιμάζει θερμά». Γνωρίζω -εγνώριζα, μάλιστα, καλά και τότε- ότι αυτό, που είχα κάμει ή επιτύχει, ήτο το ελάχιστον. Μήπως έπρεπε να είχα παραιτηθή; Μήπως δεν έπρεπε να είχα καν δεχθή να μεταβώ εις το Λονδίνον; Ας μου επιτρέψη ο αναγνώστης να τον παρακαλέσω να κρίνη μόνος, εάν έπραξα καλά ή όχι. Πάντως, έπραξα –εφ’ όσον δεν παρητήθην- ό,τι περισσότερον ημπορούσα υπό τας συνθήκας, αι οποίαι εκράτουν τότε εις το Λονδίνον. Και δεν έφυγα αμέσως μετά την 2ην Ιανουαρίου. Εθεώρησα καθήκον μου να συμμορφωθώ -τουλάχιστον εν μέρει- με την υπόδειξιν, την οποίαν μου είχε κάμει ο θαλερός πρεσβύτης Δημήτριος Κακλαμάνος, ένας από τους έξοχους διπλωμάτας των παλαιοτέρων, επίσης κρισίμων, εθνικών ημερών που είχε τιμήσει και την δημοσιογραφίαν πριν εισέλθη εις τον διπλωματικόν κλάδον. Δεν ηρκέσθη ο Κακλαμάνος -τον έβλεπα συχνά εις το μικρόν και σεμνόν διαμέρισμά του που ήτο γεμάτο βιβλία και έγγραφα- εις προφορικάς συστάσεις, αλλά μου έστειλε και επιστολήν, εις την οποίαν μου έλεγε: «Επιτρέψατέ μοι να είπω, ότι αι πρωτοβουλίαι, τας οποίας ανελάβατε, ερχόμενος εις Λονδίνον, θα ατονήσουν -εξετέθησαν ήδη εις τους υπερδυσμενείς ψιθυρισμούς των Ελληνικών παρασκηνίωνεφ’ όσον δεν παραμείνετε εδώ, φρουρός εύελπις των εθνικών απόψεων και δια να προσδώσετε την δύναμιν του κύρους σας και την αίγλην της δημοτικότητός σας εις το κυβερνητικόν έργον». Πράγματι, έμεινα ακόμη εις το Λονδίνον μέχρι της 9ης Φεβρουαρίου 1943. Όχι όμως και περισσότερον, όπως θα επεθύμει ο αείμνηστος Κακλαμάνος. Ήρκεσεν, όμως, και η απουσία μου των σαράντα ημερών δια να προετοιμασθή εις την Μέσην Ανατολήν η πτώσις μου. Αυτά έκαμα εις το Λονδίνον. Δεν κατώρθωσα να κάμω περισσότερα. Ήτο η τελευταία άμεσος συμβολή μου εις την διαχείρισιν των εθνικών μας ζητημάτων. Και είχα έντονον μέσα μου το αίσθημα, ότι η προσπάθειά μου θα έμενε χωρίς συνέχειαν, ότι θα αντιμετώπιζα, επιστρέφων εις την Μέσην Ανατολήν, το πρώτο βαρύ φράγμα της μοίρας. Το πρωί της 11ης Φεβρουαρίου 1943 απεγειώθη το βομβαρ-

Μήπως δεν έφταιγαν μόνον οι κομμουνισταί δια το πρώτον κίνημα, το οποίον ωδήγησεν εις την παραίτησίν μου; Μήπως δεν έφταιγαν μόνον εκείνοι από τους αποτάκτους του ’35 που παρεσύρθησαν από τους κομμουνιστάς; Μήπως υπήρξε και άλλος δάκτυλος εις την δραματικήν αυτήν υπόθεσιν; Πολλαί ενδείξεις με έπεισαν, ότι ύποπτα στοιχεία των καταπληκτικώς ασυναρτήτων μυστικών βρετανικών υπηρεσιών Μέσης Ανατολής δεν ήσαν διόλου ξένα προς την συστηματικώς γενομένην διαλυτικήν προεργασίαν εις τας ενόπλους δυνάμεις μας. διστικόν τύπου Liberator, του οποίου επέβην δια να επιστρέψω εις το Κάιρον. Τα ισχυρά μέσα πυρός, τα οποία διέθετε, εδοκιμάζοντο συνήθως εις τον αέρα, όταν η απογείωσις εγίνετο -και όταν η πτήσις θα επραγματοποιείτο- υπό το φως της ημέρας. Την 20ήν Ιανουαρίου, εις μίαν των εν ώρα ημέρας γερμανικών επιδρομών κατά του Λονδίνου, κατερρίφθησαν μεν ένδεκα (όπως εγράφη ) εχθρικά αεροπλάνα, αλλά μία από τας βόμβας είχε πέσει επάνω σ’ ένα σχολείο κ’ εσκότωσε πενήντα παιδιά! Την 6ην απογευματινήν της 11ης Φεβρουαρίου προσεγειώθημεν άνευ επεισοδίων εις το Γιβραλτάρ, όπου όμως -δι’ αγνώστους λόγους- υπεχρεώθημεν να μείνωμεν έως το πρωί τής 13ης του μηνός. Το βράδυ της ήμέρας αυτής έφθασα εις το Κάιρον. Τότε έμαθα τας λεπτομερείας του ηρωικού θανάτου του Γιάννη Τσιγάντε, τον οποίον μου είχαν ήδη αναγγείλει οι Άγγλοι αξιωματικοί της αρμοδίας μυστικής υπηρεσίας εις το Λονδίνον. Και τότε, επίσης, έμαθα - την φοβεράν πληροφορίαν μου την έφεραν οι μόλις διαφυγόντες από την Ελλάδα πλοίαρχος Αλ. Λεβίδης και σμήναρχος Ι. Χατζηνικολής- ότι ο Περρίκος, ο

120


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Σκούρας και ο Κατεβάτης είχαν τυφεκισθή! Αλλά επληροφορήθηκα, τότε, και κάτι άλλο: ότι εις τας ελληνικάς ταξιαρχίας είχαν αρχίσει να σημειούνται περίεργοι κινήσεις, τας οποίας ούτε ο στρατηγός Ζυγούρης, ούτε οι δύο διοικηταί των - οι συνταγματάρχαι Κατσώτας και Μπουρδάρας- είχαν φροντίσει να παρεμποδίσουν εγκαίρως. Ο στρατηγός Ζυγούρης, εις τον οποίον είχα, προ της αναχωρήσεώς μου, αναθέσει την ηγεσίαν όλων των μονάδων του στρατού, είχε συναντήσει, όπως μου είπε, την αντίδρασιν των δύο διοικητών των ταξιαρχιών και δεν είχε, κατ’ ουσίαν, αναλάβει τα καθήκοντά του. Διατί δεν με ειδοποίησεν εις το Λονδίνον; Ο μόνος, ο όποιος εφρόντισε να με προειδοποιήσω δια τα τεκταινόμενα ήτο ο συνταγματάρχης Χρ. Τσιγάντες. Έστειλεν εις το Κάιρον, την 3ην Φεβρουαρίου 1943, από την «Τρίπολιν της Μπαρμπαριάς» (όπως έγραφε), κατευθυνόμενος εις Τύνιδα -όπου, επί κεφαλής του Ιερού Λόχου, ετίμησε το όνομα της Ελλάδοςμίαν επιστολήν, η οποία, δυστυχώς, έμεινε κλειστή επάνω εις το γραφειον μου, επί πολλάς ημέρας, και δεν την άνοιξα παρά μόνον όταν επέστρεψα από το Λονδίνον. Εις την επιστολήν του, μου έλεγεν ότι διάφοροι ανόητοι αξιωματικοί ετοιμάζουν να αναστατώσουν τον στρατόν της Μέσης Ανατολής. Ενώ εγώ ηγωνιζόμην εις το Λονδίνον δια τα Δωδεκάνησα, ο Καλύμνιος συνταγματάρχης Χατζησταυρής (διοικητής τάγματος της δευτέρας Ταξιαρχίας) εγίνετο όργανον των κομμουνιστών και προητοίμαζε κίνημα. Ο Χρ. Τσιγάντες το είχεν υποψιασθή και μου έγραφε : «Είναι ανάγκη να πάη στο Λονδίνον δια τα ζητήματα της Δωδεκανήσου ο Χατζησταυρής. Να φύγουν οι ανίκανοι Χριστιανοί του τύπου... και ..., οι εκθέτο-

ντες την ιδέαν της Δημοκρατίας και με την ύπαρξίν τους ακόμη». Η ιστορική επιστολή του γενναίου αυτού πολεμιστού, ολόκληρος ιδιόγραφος, φυλάσσεται εις τα αρχεία του αδελφού μου Αναστασίου. Εις την επιστολήν μνημονεύονται και τα ονόματα των δύο «ανικάνων Χριστιανών», τα οποία προτιμώ να αντικαταστήσω εδώ με αποσιωπητικά. Όταν, την 26ην Φεβρουαρίου, άρχισε να εκδηλούται η ανταρσία -πρώτα εις την δευτέραν Ταξιαρχίαν του Μπουρδάρα και ύστερα εις την πρώτην του Κατσώτα- έσπευσα, συνοδευόμενος από τον στρατηγόν Ζυγούρην, τον συνταγματάρχην Λάιον και τον υπασπιστήν μου υπολοχαγόν του πυροβολικού Ορέστην Βιδάλην εις την Συρίαν, όπου εστρατοπεύδευον τότε και ησκούντο και αι δύο ταξιαρχίαι, δια να επιχειρήσω να επιβάλω με τα ίδια μου τα χέρια τον νόμον, αφού οι δυο διοικηταί των, οι συνταγματάρχαι Μπουρδάρας καί Κατσώτας, δεν κατώρθωσαν (ή δεν ηθέλησαν) να το πράξουν. Αλλά η προσπάθειά μου ήτο ματαία. Επάλαισα επί δέκα ημέρας και την 8ην Μαρτίου επέστρεψα εις το Κάιρον, Είχα θεωρήσει, φυσικά, καθήκον μου να παραιτηθώ. Την παραίτησίν μου έστειλα τηλεγραφικώς εις το Λονδίνον από την Βηρυτόν, αφού είχεν αναλάβει πλέον τον έλεγχον των ταξιαρχιών μας -προς μεγάλην δόξαν των κινηματιών- ο διοικητής της Βρετανικής ενάτης στρατιάς στρατηγός Holms. Έπρεπε να πληρώσω το μέγα λάθος μου, που εις μάτην μου είχεν επισημάνει, δέκα μήνες πριν, ο παλαιός μου φίλος Π. Πιπινέλης. Το λάθος μου ήτο, ότι είχα δείξει εμπιστοσύνην εις ανθρώπους που ήσαν αδιόρθωτοι και ανάξιοι εμπιστοσύνης. Δεν εφανταζόμην, ότι και εν ώρα πολέμου -όταν ο Ελληνικός Λαός υφίστατο

Επέρασε πολλά ο τόπος αυτός. Υπέστη πλήγματα από εχθρούς και φίλους. Αλλ’ ας μη επιρρίπτωμεν όλας τας ευθύνας εις τους ξένους. Μεγάλα υπήρξαν και τα ιδικά μας λάθη. Είναι γνωστά τα έμφυτα ελαττώματα του Γένους μας που μόνον, εις ώρας μεγάλων κινδύνων, συμψηφίζονται -κατά τρόπον, μάλιστα, θαυμαστόν- με τας αρετάς μας. Έλληνες ήσαν εκείνοι που, ενώ ηγωνιζόμην εις το Λονδίνον (κατά τας αρχάς του 1943) δια τα εθνικά μας δίκαια, έδωσαν την δυνατότητα εις διάφορα στοιχεία των μυστικών βρετανικών υπηρεσιών να σκεφθούν, ότι δεν θα ήτο και άσχημο να πέση ο ενοχλητικός αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο οποίος είχε το θράσος να ανακινήση, «ακαίρως» και με τρόπον εντονώτερον του «δέοντος», το Βορειοηπειρωτικόν, το Δωδεκανησιακόν και το Κυπριακόν.

121


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Από τα χειρόγραφα “Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου 1939 - 1944”.

122


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

μαρτύρια- θα έμεναν προσκεκολλημένοι εις παλαιάς κακάς συνήθειας και θα εγίνοντο, μάλιστα, συνειδητά όργανα (άλλοι, απλώς και μόνον θύματα) κομμουνιστικών επιτροπάτων, τα οποία υπό τα όμματά των ωργανώθησαν κατά την διάρκειαν της διαμονής μου εις το Λονδίνον. Και αυτό δεν έγινε δυστυχώς μάθημα ούτε εις εκείνους, οι οποίοι με διεδέχθησαν εις τα τρία πολεμικά υπουργεία. Έτσι, εξερράγη, ένα έτος αργότερα, το μέγα κίνημα του Απριλίου του 1944, το οποίον συνεκλόνισε τον στρατόν, τον στόλον και αυτήν εν μέρει την αεροπορίαν μας. Όταν, τον Φεβρουάριο 1943, επέστρεψα από το Λονδίνο στην Αίγυπτο, εκδηλώθηκε -και πήγα ο ίδιος επί τόπου για να το αντιμετωπίσω- το πρώτο στασιαστικό κίνημα στις δυο Ταξιαρχίες μας. Προετοιμάσθηκε στις σαράντα ημέρες της απουσίας μου. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, που η ματιά τους (και ο δάκτυλός τους) έφθανε παντού, δεν είχαν, τάχα, αντιληφθεί τίποτε; Είναι κάπως δύσκολο να το παραδεχθώ. Μήπως είχα γίνει πολύ ενοχλητικός στους συμμάχους μας Βρετανούς και έπρεπε να βγω από τη μέση; Είχα αξιώσει την ακύρωση της συμφωνίας για την κατάργηση των αυτοτελών μονάδων της Αεροπορίας μας και αναγκάσθηκαν να το δεχθούν. Αυτό εσήμαινε, ότι -σε μια φάση του πολέμου, που η παραγωγή αεροπλάνων και ανταλλακτικών δεν επαρκούσε ακόμα για την ικανοποίηση των αναγκών της δικής τους αεροπορίαςδέχθηκαν να εξακολουθήσουν να ικανοποιούν τις ανάγκες τριών ελληνικών μοιρών, δυο μοιρών διώξεως και μιας ελαφρού βομβαρδισμού. Είχα απαιτήσει -γνωρίζοντας, βέβαια, ότι αυτό θάταν μόνο ένα ημίμετρο και ότι πίσω από την πλάτη μας θα εξακολουθούσαν οι Άγγλοι να παίρνουν μόνοι τους πρωτοβουλίες- να συγκροτηθεί (και συγκροτήθηκε με προσωπική συμμετοχή μου) μια κοινή αγγλοελληνική επιτροπή, αρμόδια να αποφασίζει τις μυστικές αποστολές προσώπων, όπλων και χρημάτων στην κατεχόμενη Ελλάδα. (Η επιτροπή αυτή, υπό τον Λόρδο Glenconner, που συνεργάσθηκε πολύ καλά μαζί μου, έπαψε να λειτουργεί μετά την παραίτησή μου). Είχα αντιδράσει πολύ έντονα -εντονώτερα από τον πρωθυπουργό Τσουδερό, που η πείρα του τον είχε κάμει να είναι πιο διακριτικός στις συνεχείς προσπάθειές του να διατηρηθούν άθικτα τα εθνικά μας δίκαια- στη δήλωση του Eden για την Αλβανία. Παρέδωσα, στις 17 Δεκεμβρίου 1942,

στον αρμόδιο για τη Μέση Ανατολή Βρετανό υπουργό Λόρδο Moyne, για να το διαβιβάσει στον Eden, ένα τηλεγράφημα, όπου μιλούσα όχι μόνο για την Βόρεια Ήπειρο και τα Δωδεκάνησα, αλλά και για την Κύπρο (βλ. το κείμενο του τηλεγραφήματος στο βιβλίο μου «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, 1939-1944», Αθήναι 1964, σελ. 218-219). Εδήλωσα, όταν δεν βρήκα ευνοϊκή ανταπόκριση, ότι είχα αποφασίσει να παραιτηθώ. Πιέσθηκα να αναστείλω την απόφασή μου. Προτιμούσε η Βρετανική Κυβέρνηση, αν επέμενα στη «δύστροπη» στάση μου, να πέσω παρά να παραιτηθώ εξ αφορμής των εθνικών δικαίων μας. Υπεχώρησα στην πίεση και δέχθηκα να πάω στο Λονδίνο -με συνόδευσαν ο Άγγλος διπλωμάτης Ed. Warner και ο τότε ταγματάρχης Γεώργιος Ιορδανίδης (αντιστράτηγος ε.α. σήμερα, και βουλευτής), πολύτιμος συνεργάτης μου στις δύσκολες εκείνες ώρες- για να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση. Αποτέλεσμα του συμβιβασμού ήταν το μήνυμά μου προς τον Ελληνικό Λαό της 21ης Ιανουαρίου 1943. Το μήνυμά μου εκείνο ήταν δυστυχώς φτωχό σε όσα σημεία αφορούσαν στα εθνικά μας δίκαια. Αλλά ήταν σημαντικό -και, μολονότι δέχθηκε να το επιδοκιμάσει, με την υπογραφή του, ο ίδιος ο Eden, ενοχλητικό για το Φόρεϊν Όφφις, καθώς και για τον βασιλέα Γεώργιο Β΄, που όμως απέφυγε να διατυπώσει σε μένα την παραμικρή αντίρρηση- στα σημεία εκείνα, που είχαν σχέση με τις μεταπελευθερωτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Μήπως τα πλήρωσα όλα αυτά, όταν επέστρεψα από το Λονδίνο στο Κάιρο και αναγκάσθηκα, αφού μάταια επιχείρησα να καταστείλω το στασιαστικό κίνημα στις δυο Ταξιαρχίες μας, να παραιτηθώ; Δεν έχω αποδείξεις, που θα μου επέτρεπαν να απαντήσω καταφατικά στο ερώτημα αυτό. Αλλά το ερώτημα μένει. Στις 5 Μαρτίου, πέρασα στιγμές πολύ συγκινητικές. Είχε γίνει γνωστό ότι παραιτούμαι. Δεκάδες αξιωματικοί, που έχουν μαζευτεί στη Βηρυτό, άρχισαν να εκδηλώνουν συγκινητικά την αφοσίωσή τους σε μένα. Υπάρχουν, τάχα, άνθρωποι που μου είναι αφοσιωμένοι; Δεν μπορώ πια να το πιστέψω. Ο υπασπιστής μου Ορέστης Βιδάλης με συγκίνησε βαθιά. Ήρθε μια στιγμή στο δωμάτιό μου και θέλησε να μου μιλήσει για να μου διερμηνεύσει την αφοσίωση πολλών αξιωματικών. Δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει λέξη. Τον έπιασε λυγμός... Στις 6 Μαρτίου το πρωί έρχεται στο δωμάτιο -δεν είχα ακόμη σηκωθεί από το κρεβάτι- ένας Άγγλος λοχα-

123


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

γός και μου φέρνει ένα τηδιόλου, και ενώ ο Βιδάλης Οι στασιαστές ή όσοι συμπα- και οι δυο γιατροί ήθελαν λεγράφημα. Ο στρατηγός Χολμς με παρακαλεί να θούν τους στασιαστές προσπά- να κλειδώσουν την πόρτα είμαι στις τέσσερες τ’ απόγια να μην μπουν οι στραθησαν να με πείσουν να δώσω γευμα στο στρατηγείο του τιώτες και με κακοποιήστη Βηρυτό. Ετοιμάσθηκα μια λύση ευνοϊκή για τους στασι- σουν, εγώ την άνοιξα και αμέσως για ξεκίνημα. Στο προχώρησα έξω. Βρισιές, αστές, αναλαμβάνοντας μάλιστα μεταξύ είδα τον συνταγαπειλές, πυγμές υψωμέματάρχη Κολοκοτρώνη, εγώ την άμεση ή έμμεση ηγεσία. νες, φάτσες απίστευτα που ήρθε από το ΓΚΕΣ εξαγριωμένες. Ήταν αδύΤους εξήγησα ότι αυτό δεν θα (δηλαδή από την Καφριόνατο να μιλήσω. Πώς να να) να μου μιλήσει, όταν ’ταν τίμιο. τους μιλήσω; Ο χυδαίος έμαθε ότι είμαι εδώ. Μου ή ανόητος ανθυπίατρος είπε ότι η κατάσταση στο τους είχε πει ότι είμαι φαΓΚΕΣ είναι φαινομενικά ομαλή, αλλά ότι ανησυχεί. σίστας, ότι έχω τον Μανιαδάκη στη Μέση Ανατολή Τον έβαλα λιγάκι μπροστά, εννοείται πολύ φιλικά. και συνεργάζομαι μαζί του, ότι «μάλιστα ο ΜανιαΕγώ πιστεύω ότι ο Κολοκοτρώνης είναι τίμιος. Ας εί- δάκης και η 4η Αυγούστου εξακολουθούν να κυβερναι. Δεν είναι εύκολο να καταρτίσει κανείς στατιστική νούν». «Δεν θέλουμε να σε σκοτώσουμε», φώναζε τιμιότητας. Στις δέκα και μισή ξεκίνησα από τα Ιε- ο ανθυπίατρος (και κραύγαζαν κι οι άλλοι μαζί του), ροσόλυμα. Στο δρόμο απάντησα το αυτοκίνητο που «θέλουμε μόνο να σου δείξουμε τη δύναμή μας». έφερνε τον πλοίαρχο Στέφανο Τσιριμώκο, τον σμή- Από τους εξήντα μονάχα ένας στρατιώτης ήρθε κοναρχο Δημάκη, τους ταγματάρχες Μαλασπίνα και ντά μου για να με προστατεύσει, φωνάζοντας στους Λουτεράκη και τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Γόγορα. άλλους: «Εγώ είμαι πολεμιστής και όχι σαν και σας». Τους τέσσερες πρώτους τους είχα καλέσει τηλεγρα- Πολλοί στρατιώτες είχαν στα χέρια τους ρόπαλα και φικώς να ’ρθουν από το Κάιρο στη Βηρυτό, και χθες πέτρες. Δικαιούμαι να ομολογήσω ότι η ηρεμία μου άφησα παραγγελία στη Χάιφα να τους προλάβουν ήταν απόλυτη. Ήξερα ότι είμαι αθώος, και αυτό μου στο δρόμο για να τους πουν να ’ρθουν στα Ιεροσό- έφτανε. Ύστερ’ από πολλούς κόπους, ανοίχτηκε λυμα. Τους είδα συγκινημένους, όταν τους έσφιξα το δρόμος ανάμεσα από τον μαινόμενο όχλο και πέχέρι. Προχώρησα με το αυτοκίνητο, κι εκείνοι έμει- ρασα, ενώ ένας ανόητος, που δεν ήξερε τη στιγμή ναν λιγάκι πίσω. Μαζί μου μόνον ο Βιδάλης και ο εκείνη «τι ποιεί», μ’ έφτυσε στα μούτρα. Τον κοίταξα Γόγορας. Μου λέει ο Γόγορας: «Δεν περνάμε μια στα μάτια και χαμογέλασα. Ω, ένιωσα μεγάλη μέσα ματιά από το νοσοκομείο της Χεντέρας για να πείτε μου ευδαιμονία, όταν μπόρεσα ν’ ατενίσω χαμογεδυο λόγια στον διευθυντή, τον γιατρό Αυγερινό, που λώντας εκείνον που μ’ έφτυνε! Από την έξοδο του θα μπορέσει με το κύρος του να βοηθήσει αυτές τις νοσοκομείου ως το μέρος όπου ήταν τ’ αυτοκίνητό στιγμές;». Συμφώνησα, κι έτσι, όταν φτάσαμε στη μου, η απόσταση ήταν αρκετή. Προχώρησα, ενώ Χεντέρα, κάναμε πάνω, λιγάκι απόμερα, όπου βρί- με ακολουθούσαν κραυγάζοντας και απειλώντας σκεται το στρατιωτικό μας νοσοκομείο. Ζητάμε τον οι εξήντα. Αριστερά μου, κρατώντας με απ’ το χέρι, Αυγερινό. Δεν ήταν εκεί. Μπαίνουμε στο γραφείο και ο στρατιώτης πολεμιστής. Δεξιά μου ο «αρχηγός» σε λίγο φτάνει ένας ανθυπίατρος (ύστερα ήρθαν και ανθυπίατρος που ετόνιζε ότι γλυτώνω γιατί αυτός δυο γιατροί) και μου λέει ότι «εν ονόματι του αντιφα- το θέλει. Πλησιάζοντας στο αυτοκίνητο, βλέπω τον σιστικού κόμματος και της οικονομικής δημοκρατί- καημένο τον Ξυνογαλά, τον σοφέρ μου, να καταλαμας» είναι μαζί μ’ όλους τους στρατιώτες κύριος του βάνεται από αποτροπιασμό, όταν αντίκρισε το θέανοσοκομείου και δεν αναγνωρίζει κανέναν. Φώναζε, μα του όχλου. Ήταν έτοιμος να χιμήξει απάνω τους. φώναξα κι εγώ, και σε λίγο βλέπω και μπλοκάρουν Του κάνω νόημα να μη βγάλει πιστόλι. Ευτυχώς, το γραφείο καμιά εξηνταριά μαινόμενοι στρατιώτες, δεν το είχε μαζί του. Μπαίνω στο αυτοκίνητο, ενώ δηλαδή μόνιμοι πελάτες του νοσοκομείου, που είχαν ο όχλος άρχισε να μου ρίχνει πέτρες και να εκσφενμε την εγκληματική δημαγωγία του ανθυπίατρου κα- δονίζει ρόπαλα. Ευτυχώς, ο Ξυνογαλάς είχε γυρίσει τεβεί στο οικτρό επίπεδο του όχλου. Δεν τα ’χασα τ’ αυτοκίνητο. Ενώ εγώ αμυνόμουνα με λόγια φι-

124


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

λικά κι εκφράσεις κατευναστικές απέναντι εκείνων που ήταν από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, ο Ξυνογαλάς είχε πιαστεί στα χέρια με τους άλλους που ήταν από την αριστερή πλευρά. Το πράγμα είχε φθάσει σε πολύ κρίσιμο σημείο. Τα τζάμια του αυτοκινήτου μου άνθεξαν ευτυχώς στις πέτρες, αλλά από την πόρτα τη δεξιά που την κρατούσα επίτηδες ανοιχτή για να τους λέω μερικά λόγια που θα ’πρεπε ίσως να τους κάμουν να ντραπούν, πέρασαν μέσα στ’ αυτοκίνητο μερικές πέτρες, έσπασε η λάμπα, κι έγιναν μερικές ζημιές. Απάνω μου δεν έπεσε καμιά πέτρα. Ο Βιδάλης πηδάει μέσα στ’ αυτοκίνητο, αρπάζει το τιμόνι κι υστέρα από κάποια προσπάθεια έβαλε μπρος τη μηχανή. Στο μεταξύ ήρθε κι ο Γόγορας κοντά μου. Ξεφύγαμε, ενώ πλήθος πέτρες και ρόπαλα εκσφενδονίσθηκαν απάνω στ’ αύτοκίνητο. Τι είχε γίνει ο Ξυνογαλάς; «Τον τραυμάτισαν», μου λέει ο Γόγορας. Σε απόσταση διακοσίων-διακοσίων πενήντα μέτρων σταματήσαμε. Έπρεπε να μάθουμε τι γίνεται ο Ξυνογαλάς. Ο Βιδάλης, χωρίς να μου πει τίποτα, ξεκίνησε και πήγε πάλι στο νοσοκομείο. Όταν γύρισε σε μισή ώρα, μου είπε ότι τον συλλάβανε, τον αφοπλίσανε, τον άφησαν όμως να δει τον Ξυνογαλά, που ήταν ήδη στο κρεβάτι με δεμένα τα τραύματα. Ο Ξυνογαλάς ικανοποιήθηκε όταν είδε τον Βιδάλη, και χαμογέλασε. Τα τραύματά του -τουλάχιστον όπως μου λέει ο Βιδάλης- είναι επιπόλαια. Δυο μαχαιριές από πίσω... Η παραίτησή μου έγινε δεκτή και δημοσιεύθηκε. Ο Τσουδερός ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης κι απηύθυνε μιαν ημερήσια διαταγή στις ένοπλες δυνάμεις, συνιστώντας «πίστιν εις τον βασιλέα». Υφυπουργός των Στρατιωτικών ο Νικολαΐδης. Αφού έσπευσε ο Τσουδερός ν’ απευθύνει και ημερήσια διαταγή, έπρεπε να παραδώσω αμέσως. Ο Νικολαΐδης είναι στο κρεβάτι αδιάθετος. Πήγα χθες, στις εννέα το βράδυ, στο ξενοδοχείο του με τον αντισυνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη, που είναι ο προσωπάρχης, και με τον Παπαληγούρα, και παράδωσα. Έτσι, ολόκληρη αυτή η ανόητη ιστορία, που άρχισε να εκφυλίζεται και να παίρνει τη μορφή μιας ηθικά άνοστης και εθνικά τραγικής οπερέτας, δεν αποκλείεται να έχει ως μοναδική έκβαση την αποχώρηση τη δική μου. Οι στασιαστές είναι σήμερα μουδιασμένοι. Ο Τσουδερός θα τρίβει τα χέρια του. Κέρδισε μια μάχη χωρίς να πολεμήσει. Εγώ την έχασα, αφού πολέμησα. Και θα εξακολουθήσω να πολεμάω.

Αν η συνομωσία κομμουνιστών και αρκετών δυστυχώς παλαιοκομματικών δεν οδηγούσε το Μάρτιο του 1943 στην παραίτησή μου, η φυσική συνέχεια της γραμμής που είχα αρχίσει να χαράζω και που είχε και ως τότε κιόλας αποδώσει θα ήταν η εξής: α) Η διαχείριση της εξωτερικής μας πολιτικής πάνω στα μεγάλα εθνικά μας δίκαια θα εξακολουθούσε έντονη, β) Η προπαγάνδα -τουλάχιστον όσο θα ήταν εξαρτημένη από τη δική μου φωνή- θα ήταν ζωντανή και πολύμορφη και δε θα μπαίναμε στο βουβό έτος 1943-4, γ) Ο συντονισμός του αγώνα στην Ελλάδα που τις πρώτες δυσκολίες για την επίτευξή του τις είχα υπερνικήσει, θα πετύχαινε, και πάντως γερά εθνικά συγκροτήματα του αγώνα στην Ελλάδα, όπως η οργάνωση των αξιωματικών Αθηνών (ο «Θέρος») και η οργάνωση των αξιωματικών Μακεδονίας, που εγκαταλείφθηκαν και περιφρονήθηκαν από τους διαδόχους μου, θα είχαν φουντώσει με την ενίσχυσή μου που προοδευτικά θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη. και δ) ο στρατός Μέσης Ανατολής, που τον παράλαβα περιορισμένο σε μια ταξιαρχία (και μάλιστα σε μια ταξιαρχία που δεν είχε ακόμα μπει σε μάχη), και που δίνοντάς του ευκαιρίες τιμής και δόξας τον ανέβασα σ’ ελάχιστους μήνες σε δυο μεγάλες ταξιαρχίες, στον Ιερό Λόχο και στο ανεξάρτητο Μηχανοκίνητο Σύνταγμα-, ο στρατός αυτός θα είχε αυξηθεί σε σαράντα, το λιγώτερο, χιλιάδες παραδειγματικά γυμνασμένους και οργανωμένους άνδρες που, βρίσκοντας έτοιμη και μυστικά δημιουργημένη στα πλαίσια των οργανώσεων Αθηνών και Μακεδονίας την εθνική στρατιωτική δύναμη της κατεχόμενης Ελλάδος, θα είχε αποτρέψει κάθε τραγική ανωμαλία στη χώρα μας. Ο Μάρτιος του 1943 στοίχισε ακριβά όχι μόνο σε μένα. Στοίχισε ακριβώτατα στην Ελλάδα. Ασυναρτησία, κακοήθεια, συκοφαντίες, τρικλοποδιές, χάος. Κανείς δεν ξέρει τι του γίνεται. Ποτέ η αδικία και η κακοήθεια δεν βρήκαν τις διαστάσεις που βρήκαν στη λεγόμενη Ελλάδα της Μέσης Ανατολής. Ο Τσέλλος βγήκε «αρχιφασίστας». Ο άνθρωπος που πάλεψε κατά της 4ης Αυγούστου, και που βασανίσθηκε και πόνεσε και έπαθε, συκοφαντείται από κηφήνες, καφενόβιους και λούστρους. Ο άνθρωπος που καταδιώχθηκε αμείλικτα από τους Γερμανοϊταλούς κατηγορείται ακόμα και από

125


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τους Άγγλους, που έπεμητρακάκη, στον Γύπαρη, Από την ημέρα που παραιτή- στον Ζωγράφο, στον Λουσαν στις παγίδες Ελλήνων συκοφαντών. Ο Τσουδε- θηκα μένω κλεισμένος στο δω- τεράκη και σ’ άλλους- το ρός συνεννοείται και διασύνθημα του εμφυλίου μάτιό μου, όπου όμως δεν έμειπραγματεύεται τόσες μέπολέμου. Εγώ επρότεινα: ρες με «οποιουσδήποτε», να ούτε μια στιγμή μόνος. Όταν συνένωση και συμφιλίωση όχι μόνο με τον στρατηγό με τις δυνάμεις που υπάρπέφτεις, γίνεσαι συμπαθητικότεΚαλλέργη, αλλά και μ’ επιχουν στην Ελλάδα (κόμτροπές στρατιωτών, αδια- ρος. Πλήθος αξιωματικοί έρχο- ματα, ανταρτικά σώματα φορώντας για το κύρος του και μυστικές οργανώσεις), νται και με βλέπουν. κράτους, παρουσιάζοντας δηλαδή ότι ο βασιλεύς δεν τον εαυτό του -εκείνος που θα γυρίσει πριν από το δη«έγραψε» την προσφώνηση του Πάλαιρετ προς τον μοψήφισμα, και χτύπημα απ’ την άλλη μεριά των βασιλέα- ως φιλελεύθερο. Οι δήθεν δημοκρατικοί αναρχικών στοιχείων που αναστάτωσαν το στρατό συσκέπτονται με τον Τσουδερό και καταγγέλλουν της Μέσης Ανατολής. Ο Τσουδερός διάλεξε την αντίεμένα ως «φασίστα», εμένα που τοποθέτησα τους στροφη λύση: διαζύγιο με τις δυνάμεις που δρουν δημοκρατικούς επικεφαλής του στρατού, που δια- στην Ελλάδα και συνεννόηση με τ’ αναρχικά στοιμαρτυρήθηκα για την προσφώνηση του Πάλαιρετ χεία και μερικούς αλήτες που ντρόπιασαν την Ελλάκαι δημιούργησα ζήτημα στο Φόρεϊν Όφις, που ζή- δα στη Μέση Ανατολή. τησα από τον Τσουδερό να κάμει υπουργό τον Καραπαναγιώτη κι εκείνος αρνήθηκε, που υστέρα από 1 Απριλίου. Σαν χτες ξεκίνησα από την Αθήνα (το κάμποσες αρνήσεις του Τσουδερού για την επανα- μεσημέρι από τη Ραφήνα) για να ’ρθω εδώ. Ένας φορά του ναυάρχου Βούλγαρη την επραγματοποί- ολόκληρος χρόνος πέρασε. Δεν έχω το δικαίωμα ησα στο τέλος πραξικοπηματικά, που έκαμα ό,τι να κρίνω εγώ μόνος μου τις πράξεις που έκαμα, το μπορούσα -παρά την έντονη αντίδραση του Τσου- έργο που επιτέλεσα. Ωστόσο, ένα πράγμα μπορώ δερού- για ν’ απαγκιστρώσω τον Πλαστήρα από τη να πω: δεν άφησα ολόκληρο αυτόν το χρόνο να πεΓαλλία, και που στο τέλος πέτυχα, ύστερα από έντε- ράσει ούτε στιγμή χωρίς να τη γεμίσω (γιατί κι οι κα μηνών προσπάθειες, να εξαναγκάσω τον Τσου- στιγμές έχουν χώρο) με μόχθο ψυχικό, πνευματικό δερό να συμφωνήσει με τη δήλωσή μου από τον και σωματικό. Αλλά και πριν έρθω από την Ελλάραδιοφωνικό σταθμό του Λονδίνου (21 Ιανουαρίου δα, τι έκαμα τα τελευταία χρόνια; Τέσσερα χρόνια 1943) ότι μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος θα εξορία, πέντε μήνες βουτηγμένος μέσα στη λάσπη παραιτηθεί η κυβέρνηση για να ’ρθουν στην εξουσία και τα χιόνια της Αλβανίας, ένα χρόνο στην υπόδουτα κόμματα και οι λαϊκές αγωνιστικές οργανώσεις! λη Ελλάδα εκθέτοντας τον εαυτό μου με κάθε ενέρΚαλά να την πάθουν όμως οι δήθεν δημοκρατικοί γειά μου σε κίνδυνο θανάτου. Κι η πληρωμή εφτά -τα «βενιζελικά ζώα», όπως μου τους ονομάζει σ’ χρόνια αγώνες, στερήσεις, εξορίες, ταλαιπωρίες; Η ένα τελευταίο του γράμμα ο απότακτος του 1935 και πληρωμή... α, όχι, δεν περίμενα να αμειφθώ. Περίαγνός βενιζελικός συνταγματάρχης Τσιγάντες- αφού μενα, όμως, να μην εκδηλωθεί τόσο «ομαδική» η νόμισαν ότι είχαν το ηθικό δικαίωμα να συνεννοού- αγνωμοσύνη απέναντί μου. Όμως δεν πικραίνομαι. νται με τους κομμουνιστές ή με τον Τσουδερό εις βά- Αντίθετα, μάλιστα, στερεώνομαι μέσα μου. Έχω ρος μου. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Τσουδερός τούς τόσο απέραντη ηρεμία μέσα στην ψυχή μου! Και ξετην έφερε, συνεννοήθηκε μέσω της μυστικής αγγλι- κινάω για νέους αγώνες. Έχω άλλωστε και στιγμές κής υπηρεσίας με τον Ζέρβα και σήμερα ξέσπασε μεγάλης χαράς. Γυρίζοντας από τη Βηρυτό, βρήκα στις εφημερίδες η μπόμπα! Τηλεγράφημα του Τσου- εδώ ένα τεύχος που τυπώθηκε και κυκλοφόρησε δερού προς τον Ζέρβα, όπου δηλώνεται ότι «μετά μυστικά στην Αθήνα και που περιέχει τις «Επιστοτην επιστροφή του βασιλέως στήν Ελλάδα» θ’ απο- λές προς τους φίλους μου», που είχα γράψει τις δυο φανθεί ο λαός για όλα. Κόκαλο τα δημοκρατικά ζώα! τελευταίες μέρες πριν φύγω από την Αθήνα, τη μεΟ Τσουδερός, στην πιο κρίσιμη στιγμή της εθνικής λέτη μου για το πρόβλημα της ιστορίας, που είχα μας ιστορίας, έδωσε -όπως είπα σήμερα στον Δη- γράψει στα 1937 στην Κύθνο, και το λόγο μου της

126


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

15ης Δεκεμβρίου 1935. Πόσο με συγκίνησε ο πρόλογος, που δεν μπορεί να γράφηκε παρά από τον Γιώργο Καρανικολό! Και μια άλλη χαρά: έλαβα δυο καρτούλες με τις υπογραφές της Αμαλίτσας και της Εύης. Υπάρχουν λοιπόν αμοιβές και για μένα. Ναι, υπάρχουν. Και υπάρχει η Νίτσα πλάι μου. Η συκοφαντία οργιάζει εναντίον μου. Προπάντων στη Συρία και στην Παλαιστίνη. Ας οργιάζει! Θα ξεθυμάνει. Κι ενώ οι συκοφαντίες παρασύρουν τους δημοκρατικούς εναντίον μου από την άλλη μεριά λαμβάνω επιστολές σαν την ακόλουθη, που έχει υπογραφεί φαρδιά-πλατιά από έναν Έλληνα αξιωματικό: «Επέσατε», μου γράφει ο τεταρτοαυγουστιανός αξιωματικός, «και αντί ενός τυράννου, σας διεδέχθη εν τη αρχή συμμορία ολόκληρος τυραννίσκων, εις τους οποίους σεις ηνοίξατε και προπαρασκευάσατε την οδόν, αλλά αυτοί δεν είναι επικίνδυνοι, και ταχέως θα ανατείλη η ημέρα της αληθούς δικαιοσύνης και της πραγματικής ελευθερίας. Θα υποστώμεν διώξεις, θα διέλθωμεν σκληράς ακόμη δοκιμασίας, αλλά το φοβερώτερον κακόν, υμείς, παρήλθατε ανεπιστρεπτί». Τα δέχομαι όλα αυτά χωρίς να με θίγουν. Διατηρώ μάλιστα απόλυτα την αντικειμενικότητά μου, ερμηνεύοντας και το φαινόμενο του κινήματος με τρόπο που, αν και με βλάπτει ίσως προσωπικά, ωφελεί την Ελλάδα. Ούτε Μεγάλη Εβδομάδα κατάλαβα, ούτε Ανάσταση, ούτε Πάσχα. Τέσσερα χρόνια, 1937,1938, 1939 και 1940 «γιόρτασα» το Πάσχα εξόριστος. Πρόπερσι βρέθηκα το Πάσχα (20 Απριλίου) στα Γιάννενα, και βομβαρδιζόμασταν όλη την ημέρα. Πέρυσι είχα φτάσει με τη Νίτσα στη Σμύρνη το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου και πέρασα το Πάσχα εκεί. Φέτος είναι η έβδομη χρονιά που ζω ένα Πάσχα ανώμαλο.

Προχθές το βράδυ δεν πήγαμε για Ανάσταση στην εκκλησία. Με τι καρδιά να πηγαίναμε; Καθίσαμε η Νίτσα, ο Παπαληγούρας κι εγώ και περάσαμε τη βραδιά μας σιωπώντας. Χθες ήρθε και μας πήρε -τη Νίτσα και μένα- ο Παντελής Πουλικάκος και μας πήγε στο διαμέρισμά του. Εκεί βρήκαμε τον Εμμανουήλ Φραδέλλο με μια ποδίτσα πάνω από τη στολή του αντισυνταγματάρχη. Μαγείρευε πατάτες τηγανητές. Υπήρχε κι ένα μπούτι αρνιού, και κάτσαμε οι τέσσερες και φάγαμε. Εκάναμε πως πιστέψαμε ότι είναι Πάσχα. Ενώ οι Γάλλοι ενώνονται και η Τρίτη Διεθνής διαλύεται, ενώ η μεγάλη απελευθερωτική απόβαση επίκειται, εμείς οι Έλληνες, που η δόξα της Αλβανίας θα ’πρεπε να μας κάνει να ’μαστε πιο ενωμένοι και ηθικά πιο ευτυχισμένοι από κάθε άλλο λαό, εμείς είμαστε χωρισμένοι σε χίλια δύο κομμάτια, είμαστε σμπαραλιασμένοι. Αν δεν σημειωθούν τώρα γρήγορα εξελίξεις ενωτικές, φοβάμαι ότι , έτσι όπως είναι το κράτος μας εδώ στη Μέση Ανατολή, όχι μόνο δεν θα του ανοίξει ο λαός την πόρτα για να παλιννοστήσει, αλλά δεν θα υπάρξει καν την ώρα εκείνη και κράτος για να επιχειρήσει επιστροφή. Θα αρκεσθώ να παραθέσω εδώ μερικά αποσπάσματα του «Ημερολογίου», που κράτησα από την ώρα της διαφυγής μου από την Ελλάδα (31 Μαρτίου 1942) ως τις 5 Ιανουαρίου 1945, και που δακτυλογραφήθηκε αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά (πιάνει 607 πυκνά δακτυλογραφημένες μεγάλες σελίδες). Στις 14 Αυγούστου 1943, έγραφα: «Χθες με πήρε στο τηλέφωνο ο Στέφανος Τσιριμώκος, που μόλις είχε φθάσει από τη Βηρυτό, όπου εδρεύει ως διοικητής των υποβρυχίων, και μου είπε, ότι έφθασε ξαφνικά από την Ελλάδα ο αδελφός του. Μαζί με τον

Υπάρχουν αδύνατοι χαρακτήρες σαν τον Τσουδερό, που με το να μην κάνουν τίποτε άλλο παρά να υποφέρουν νιώθοντας την αδυναμία τους, είναι φιλύποπτοι, φυλάγονται, αμύνονται αδιάκοπα, εκθέτουν όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτό τους, κι έτσι είναι απόρθητοι, ακλόνητοι, «πανίσχυροι». Υπάρχουν άλλοι, που είναι τόσο αφιερωμένοι στο σκοπό τους, στις ιδέες τους, στο χρέος τους, επαναπαύονται τόσο πολύ στην πασίδηλη τιμιότητα των προθέσεών τους, [...] κι έτσι από ηθική δύναμη και αποφασιστικότητα και βαθιά πίστη στο σκοπό τους την παθαίνουν. Μακάριοι οι αδύνατοι...

127


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος αδελφό του έφθασαν και ο Καρτάλης και ο Κώστας Δεσποτόπουλος. Ίσως να βγει σε καλό η άφιξή τους. Τώρα υπάρχουν στη Μέση Ανατολή πρόσωπα αρκετά» (είχε φθάσει, λίγες μέρες πριν, και ο Γεώργιος Εξηντάρης ως αντιπρόσωπος των δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων) «για να γίνει μια ευρύτερη ζύμωση. Θα γίνει όμως τάχα; Θα το επιτρέψουν οι Άγγλοι; ...». Στις 16 Αυγούστου, έγραφα: «Έξη ήρθαν από την Ελλάδα. Τους έφεραν οι Άγγλοι με αεροπλάνο, που τους πήρε από ένα αντάρτικο αεροδρόμιο. Ηλίας Τσιριμώκος, Κώστας Δεσποτόπουλος και δυο κομμουνιστές -ο Ανδρέας Τζήμοκ και ο Πέτρος Ρούσσος- εκπροσωπούν το ΕΑΜ. Ο Γ. Καρτάλης εκπροσωπεί τους αντάρτες του Δ. Ψαρρού, και ο Κ. Πυρομάγλου τους αντάρτες του Ζέρβα. Αν ενώσουμε όλες τις δυνάμεις μας, θα προκύψει καλό μεγάλο. Ο Ηλίας Τσιριμώκος προτείνει να κάνουμε μια κοινή ενέργεια, οι έξη, που ήρθαν ως εκπρόσωποι των

ανταρτικών οργανώσεων, ο Εξηντάρης ως εκπρόσωπος των παλαιών δημοκρατικών κομμάτων, και εγώ. Σκοπός της ενέργειας να πεισθούν οι Άγγλοι και ο βασιλεύς, ότι ο τελευταίος δεν πρέπει να γυρίσει στην Ελλάδα πριν από δημοψήφισμα, και -αν δεχθεί τούτο ο βασιλεύς- να σχηματισθεί από τώρα μια κυβέρνηση γενικού δημοκρατικού συνασπισμού, σύμφωνα με τη διακήρυξη, που είχα κάμει» (στις 21 Ιανουαρίου 1943) «από το Λονδίνο. Είπα στον Τσιριμώκο αμέσως και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, ότι είμαι απόλυτα σύμφωνος». Στις 18 Αυγούστου, έγραφα: «Χθες τ’ απόγευμα, στο διαμέρισμα του σμήναρχου Χατζηνικολή, είχε ορισθεί η πρώτη σύσκεψη μεταξύ των έξι αντιπροσώπων των οργανώσεων, του Εξηντάρη και εμού. Την πρώτη μιάμιση ώρα την έπιασε μια ομιλία δική μου. Ήταν ένα είδος λογοδοσίας μου, αλλά και κατατοπι-

Η απόφαση, που πήρα, να συνταχθώ αμέσως στην κοινή ενέργεια για το πολιτειακό δεν είναι μονάχα απόρροια των ιδεολογικών μου πεποιθήσεων και συνέχεια ενός αγώνα που χρόνια τώρα διεξάγω, αλλά είναι προσδιορισμένη και από ειδικούς λόγους, που επιβάλλουν να ασκηθεί ακριβώς σήμερα η μεγάλη πίεση. Οι λόγοι αυτοί είναι προπάντων τρεις: α) Δεν ξέρω αν θα παρουσιασθεί άλλη ευκαιρία τόσο συντονισμένης ενέργειας όσο η σημερινή, που την έκαμε δυνατή το γεγονός ότι είμαστε συγκεντρωμένοι στο Κάιρο όλοι, δηλαδή αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων και των οργανώσεων. β) Η κοινή ενέργεια όλων μας πάνω στο πολιτειακό εγκαινιάζει μια συνεργασία που τεχνικά και πρακτικά μόνο με την κοινή αυτή στάση μπορούσε να εγκαινιασθεί και που αν, όπως ελπίζω, συνεχισθεί και στο πολιτικό επίπεδο θ’ αποτρέψει την αναρχία και τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Και γ) είναι η ύστατη ώρα για να επιδιωχθεί η ματαίωση του σχεδίου των Αγγλοαμερικανών για την εγκαθίδρυση απροκάλυπτης ή καμουφλαρισμένης κατοχής στην Ελλάδα, με τον βασιλέα ως ο όργανο εκείνο που στο πρόσωπό του θα πραγματοποιούταν πέρα για πέρα ή λίγο ή πολύ από τώρα πραγματοποιημένη μείωση ή και άρση της κυριαρχίας μας και της εθνικής μας αξιοπρέπειας. Με την κοινή ενέργεια, που κάνουμε, φέρνουμε τους Αγγλοαμερικανούς -σήμερα, που είναι ακόμα καιρός- μπροστά σ’ ένα δίλημμα σωτήριο και για μας και γι’ αυτούς. Τους λέμε καθαρά και ξάστερα ότι ή θα ‘χουν τον βασιλέα χωρίς την Ελλάδα ή θα ’χουν φίλη την Ελλάδα ως σύνολο οργανικό, αλλά με ελεύθερη τη βούλησή της και με το κεφάλι της ψηλά. Το δίλημμα αυτό δεν είναι μόνο σωτήριο για μας αλλά και για τους ίδιους τους Αγγλοαμερικανούς, που θ’ ανακοπούν στον κατήφορο που πήραν τελευταία νομίζοντας ότι μπορούν να λύσουν τα ευρωπαϊκά προβλήματα και ν’ ανοίξουν τη θύρα του μέλλοντος με αντικλείδια, με τις διάφορες AMGOT, δηλαδή με τρόπο που αντιβαίνει στο νόημα του μεγάλου αυτού πολέμου. Για μια στιγμή μπορεί να στενοχωρηθούν οι Τσώρτσιλ και Ρούζβελτ, αλλά θα ’ρθει η ώρα που θ’ αντιληφθούν ότι «δύστροποι» φίλοι σαν τον Ντε Γκωλ ή τους Έλληνες δημοκρατικούς είναι προτιμότεροι από τους βολικούς εστεμμένους ή εγκάθετους πρωθυπουργούς που τους αποξενώνουν από την ψυχή των βασανισμένων ευρωπαϊκών λαών.

128


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

σμού ολωνών τους Ομολογώ ότι κι οι δυο Αυτά έγραφα τότε. Τα χειρόγραφα τους μ’ έκαναν ν’ αρστα όσα είχα κάμει και διαπιστώσει του «Ημερολογίου» μου και τα τρία από χίσω να πιστεύω ότι στο Λονδίνο και στη κάτι μπορεί να γίνει. τα τέσσερα δακτυλογραφημένα (δεμένα Μέση Ανατολή. Μου Ο Τζήμας μου είπε φαίνεται ότι ικανο- σε τρεις τόμους) σώματά τους δεν βρί- ότι, εδώ και τέσσερες ποιήθηκαν όλοι τους. μήνες, το Κομμουνισκονται στα δικά μου χέρια. Έτσι, απέΟ ένας από τους στικό Κόμμα και το δυο κομμουνιστές, κλεισα τον πειρασμό να αλλοιώσω και ΕΑΜ είχαν διατυπώο Ρούσσος, εκράτησει στους φίλους μου να νοθεύσω την αυθεντική εκείνη πηγή, σε και σημειώσεις. στην Αθήνα τη διάΟ Δεσποτόπουλος, προσαρμόζοντάς την σε μεταγενέστερες θεση συνεργασίας, που με συγκίνηση και ότι οι φίλοι μου τον είδα, φάνηκε ιδι- σκέψεις μου. Τα γνήσια «Ημερολόγια» μου τηλεγράφησαν αίτερα ευχαριστημέ- είναι ιστορική πηγή πολύ πιο αυθεντική μέσω των Άγγλων νος. Το βράδυ, μετά περιμένοντας του κάτο φαγητό, συνεχί- από τα «Απομνημονεύματα». κου απάντησή μου. σαμε τη συνεδρίαση Ποιος να ’ναι τάχα στο σπίτι του Μελισσηνού. Δυο ήταν τα προβλήμα- στη μέση; Ο Τσουδερός ή μονάχοι τους οι Άγγλοι; τα: άμεση κοινή ενέργεια για το πολιτειακό και πο- Κι ο Τζήμας κι ο Ρούσσος, όταν χωρίσαμε στις δυο λιτική, και μάλιστα κυβερνητική, συνεργασία όλων μετά τα μεσάνυχτα, μου είπαν ότι είναι βέβαιοι πως των κομμάτων και οργανώσεων. Στο πρώτο μείνα- εγκαινιάζουμε μια συνεργασία που θα ’χει απώτερα με όλοι αμέσως σύμφωνοι. Έτσι υπογράψαμε μια αποτελέσματα. Ό,τι μου είπαν, εγώ το πιστεύω. Απ’ κοινή δήλωση προς τον Τσουδερό, που επιδόθηκε αυτούς εξαρτάται να πραγματοποιηθεί». σήμερα το μεσημέρι. Ζητάμε να δηλώσει ο βασιλεύς ότι δεν θα γυρίσει στην Ελλάδα πριν ο λαός απο- Ο Εξηντάρης ήταν αναγκασμένος να επιφυλαχθεί. φανθεί πάνω στο ζήτημα της μορφής του πολιτεύ- Δεν είχε το δικαίωμα να προεξοφλήσει τις αποφάματος. Υπογράψαμε όλοι, ο Εξηντάρης “δια τα κόμ- σεις του Σοφούλη, του Καφαντάρη, του Γ. Παπανματα του Δημοκρατικού Συνασπισμού”, εγώ “δια το δρέου, του Αλ. Μυλωνά, του Ι. Σοφιανοπούλου και Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα”, ο Τσιριμώκος, ο Ρούσ- των «δημοκρατικών» του Λαϊκού Κόμματος. Αλλά η σος, ο Τζήμας και ο Δεσποτόπουλος “δια το Εθνικόν μεγάλη ευκαιρία χάθηκε. Θα χανόταν όμως -οφείλω Απελευθερωτικόν Μέτωπον (ΕΑΜ)”, ο Πυρομάγλου να προσθέσω- και αν δεν είχε διατυπώσει ο Εξη“δια τον Εθνικόν Δημοκρατικόν Ελληνικόν Σύνδε- ντάρης τη δικαιολογημένη επιφύλαξή του. Οι έντοσμον (ΕΔΕΣ)”, και ο Καρτάλης “δια την Εθνικήν και νες παρεμβάσεις του Τσώρτσιλ και του Ρούσβελτ, Κοινωνικήν Απελευθέρωσιν (ΕΚΚΑ)”. Νομίζω ότι η που εκδηλώθηκαν λίγες ημέρες αργότερα, θα εμαενέργειά μας αυτή, και η ταχύτητα της ενέργειας, εί- ταίωναν τον σχηματισμό κυβερνήσεως εθνικής ενόναι ένα ιστορικό γεγονός για την Ελλάδα. Όσο για τητας, όπως εματαίωσαν -παρά το γεγονός, ότι η το δεύτερο πρόβλημα, θα λυνόταν κι αυτό αμέσως, Κυβέρνηση Τσουδερού υιοθέτησε το αίτημά μας για αν δεν εκήρυσσε ο Εξηντάρης τον εαυτό του αναρ- το Πολιτειακό- τη δήλωση για την παραμονή του βαμόδιο να το διαπραγματευθεί χωρίς ειδική εξουσιο- σιλέως στο εξωτερικό μέχρι του δημοψηφίσματος. δότηση των παλαιών κομμάτων. Δεν τον παρεξηγώ, Όλα αυτά έγιναν αργότερα δεκτά. Αλλά γιατί να μη αλλά είναι λυπηρό ότι χάνουμε τη σημερινή ευκαιρία αποφασίζεται εγκαίρως ό,τι γίνεται αργότερα ανανα ενώσουμε υπεύθυνα σ’ έναν κυβερνητικό ή έστω πότρεπτο; Από τον Αύγουστο του 1943 ως το Συεξωκυβερνητικό πολιτικό συνασπισμό όλες τις ελ- νέδριο του Λιβάνου, χύθηκε πολύ αίμα σε εμφύλιληνικές δυνάμεις. Η αναβολή δεν ξέρω πού θα οδη- ες συγκρούσεις στα ελληνικά βουνά, σκοτώθηκε ο γήσει. Με ικανοποίησε ιδιαίτερα ότι οι κομμουνιστές συνταγματάρχης Δημ. Ψαρρός, και έγινε το μεγάλο δέχονται να συνδεθούν μαζί μας και στην υπεύθυνη κίνημα του Απριλίου 1944. Και ο ίδιος ο Τσώρτσιλ κυβερνητική διαχείριση των ελληνικών πραγμάτων. επέβαλε, ύστερα, στον βασιλέα να μη επιστρέψει

129


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος στην Ελλάδα παρά μόνο, αν ο Ελληνικός Λαός το αποφάσιζε. Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται αφότου άρχισε ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος. Μήπως σε δυο μήνες τελειώσει, όπως τελείωσε κι ο προηγούμενος; Η Ιστορία παίζει καμιά φορά το παιχνίδι των χρονολογικών επαναλήψεων, των συμμετριών και των ισοσκελίσεων. Σήμερα, στα ξημερώματα, αποβιβάσθηκε η Ογδόη Στρατιά στην ηπειρωτική Ιταλία. Δεν αποκλείεται να ‘χουμε σε λίγες μέρες συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Πολλά έχουν γραφεί για τον «ΙΔΕΑ» («Ιερό Δεσμό Ελλήνων Αξιωματικών»). Δεν θα προσθέσω τίποτε το νέο και άγνωστο, αλλά θα προσπαθήσω να ατενίσω το φαινόμενο από μιαν ιστορική σκοπιά όσο γίνεται πιο αντικειμενική. Στη Μέση Ανατολή συγκροτήθηκαν oι πρώτοι πυρήνες, που εξελίχθηκαν στον «ΙΔΕΑ». Ήμουν τότε εκεί, εγνώρισα την πνιγερή ατμόσφαιρα, που ευνόησε την συγκρότηση των πυρήνων αυτών, αλλά δεν είχα πληροφορηθεί τίποτε το συγκεκριμένο για την εκκόλαψή τους. Από τον Μάρτιο 1943 ως τον Μάιο 1944, που μπήκα, μετά το συνέδριο του Λιβάνου,

στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, δηλαδή στην περίοδο των αποφασιστικών ζυμώσεων, που κατέληξαν στον «ΙΔΕΑ» (η ονομασία αυτή είναι μεταγενέστερη), δεν είχα κυβερνητικά καθήκοντα. Ήταν, όμως, το χρονικό εκείνο διάστημα στην ίδια την κατεχόμενη Ελλάδα και στη Μέση Ανατολή, μια κρίσιμη περίοδος εμφύλιων παθών και ερίδων. Όπως είχα μάταια επιχειρήσει εγώ, ως τον Μάρτιο 1943, να κατευνάσω τα πάθη αυτά στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, έτσι μάταια το επιχείρησαν και όσοι με διαδέχθηκαν στα πολεμικά υπουργεία, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Βύρων Καραπαναγιώτης, και ο ναύαρχος Πέτρος Βούλγαρης. Λάθη μπορεί να εκάναμε, αλλά η πρόθεση όλων μας ήταν καλή. Όσοι μας κατηγορούν και πιστεύουν, ότι θα κατάφερναν ό,τι δεν καταφέραμε εμείς ή ότι θα απέτρεπαν όσα δεν αποτρέψαμε, ας είχαν κάμει τον κόπο να έρθουν, πριν από το 1944, στη Μέση Ανατολή, και ας έπαιρναν τις ιστορικές ευθύνες τους. Όπως είχαν διχασθεί στην κατεχόμενη χώρα οι Έλληνες, έτσι εδιχάσθηκαν και στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Την θαυμάσια ενότητα, που είχε οδηγήσει στην εποποιία της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας, διαδέχθηκε μια περίοδος θρυλικών αντιστασιακών αγώνων στην κατεχόμενη Ελλάδα,

Κατά την επιστροφή του από το Μέτωπο (1941).

130


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αλλά και δραματικών διαιρέσεων. Δεν θα εξετάσω εδώ, ποιοι έφταιξαν, αν έφταιξε μόνο το ΚΚΕ, που θέλησε να μονοπωλήσει, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, τον αγώνα, ή αν έφταιξαν και άλλοι (δεν εξαιρώ τον εαυτό μου). Πάντως το πνεύμα του νέου διχασμού και των εμφύλιων παθών μεταβιβάσθηκε και στη Μέση Ανατολή. Αυτό ήταν φυσικό και αναπότρεπτο. Το πρώτο ήδη κίνημα στις δυο Ταξιαρχίες μας, τον Μάρτιο 1943, που η απουσία μου (βρισκόμουν σαράντα ημέρες στο Λονδίνο) δεν μου επέτρεψε να δοκιμάσω να το προλάβω, και που το αντιμετώπισα μάταια, ακόμα και με το ίδιο μου το κορμί, στο Λίβανο και στην Παλαιστίνη, ήταν έκφραση -συγκεχυμένη ακόμα στα μυαλά πολλών «δημοκρατικών» αξιωματικών, άλλοτε «αποτάκτων»- των εμφύλιων ερίδων, που υπέβοσκαν ή είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται στην κατεχόμενη Ελλάδα. Όπως είχαν συσπειρωθεί, δρώντας συνωμοτικά, οι «αντιφασίστες» (ο όρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί με τρόπο φατριαστικό και μεροληπτικό), έτσι συσπειρώθηκαν, για να αμυνθούν, εκείνοι οι αξιωματικοί, που τους κατηγορούσαν ως «μαύρους», και που -μετά τη στάση του Μαρτίου 1943- πέρασαν από οδυνηρές δοκιμασίες. Δεν παρασύρθηκαν όλοι στον «ΙΔΕΑ», αλλά και όσοι παρασύρθηκαν, το έπραξαν βασικά και προπάντων για να αμυνθούν, και δεν νομίζω, ότι σκοπός τους ήταν η δημιουργία μιας στρατιωτικής «χούντας», που θα απέβλεπε στην κατάληψη, μετά την απελευθέρωση της χώρας μας, της εξουσίας. Δεν είχαν, οι περισσότεροι, δημοκρατική συνείδηση. Έβλεπαν στον βασιλέα όχι τον συνταγματικό ανώτατο άρχοντα, αλλά τον πραγματικό αρχηγό τους (μετά το 1951, στράφηκαν από τον βασιλέα στον στρατάρχη Παπάγο). Την εξέλιξη, όμως, εκείνη του «ΙΔΕΑ», που θα διευκρίνιζε πέρα για πέρα τις προθέσεις των μελών του, την μετέφερε σε άλλη κοίτη το μεγάλο κίνημα του Απριλίου 1944, που φάνηκε να τους δικαιώνει, και ύστερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο φοβερός Δεκέμβριος και, από το 1946 ως το 1949, ο λεγόμενος συμμοριτοπόλεμος, που -είτε το θέλουμε, είτε όχι- ήταν εμφύλιος πόλεμος. Το χρόνο που ήμουν έξω από την άμεση πολιτική ευθύνη δεν έκανα στην Κυβέρνηση καμιάν αντιπολίτευση. Αν είχα ν’ ασκήσω κριτική, έβρισκα τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και τους ίδιους τους υπουργούς και την ασκούσα. Την ασκούσα για να τους βοηθή-

σω. Και πήγαινα να τους βοηθήσω, αν και θεωρούσα τραγικά κακή την αρχή που χρησίμευε ως πηγή της εξουσίας τους και ως πρώτη γραμμή της πολιτικής τους. Η βοήθειά μου -αυτή ήταν η γραμμή που μου υπαγόρευε το ήθος του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος- ήταν σε ώρες κρίσιμες για το έθνος ειλικρινέστατη και αμέριστη, κι ας δινόταν σε ανθρώπους που έκαναν λάθη. Βοηθώντας όσους κάνουν λάθη πάνω σ’ εθνικά προβλήματα, ελπίζεις τουλάχιστον ότι θα τους κάνεις να πέσουν σε λιγώτερα λάθη. Κι ενώ έκανα καθετί που ήταν αναγκαίο για να μη προκληθούν επικίνδυνοι αντιπερισπασμοί στην Κυβέρνηση, δούλευα, όσο μπορούσα, στην προπαγάνδα, έγραψα άρθρα για την Ελλάδα μας, που δημοσιεύθηκαν σε πλήθος αμερικανικές, αγγλικές και γαλλικές εφημερίδες, έκανα σε ξένη και σ’ ελληνική γλώσσα ομιλίες για τα εθνικά μας δίκαια και για τα παγκόσμια προβλήματα, που βγήκαν και κυκλοφόρησαν σε τεύχη αυτοτελή, κατατόπιζα τους ξένους δημοσιογράφους στα ζητήματά μας. Αφού δεν είχα πια το δικαίωμα να κάνω κάτι περισσότερο, περιορίσθηκα στη διαφήμιση του ονόματος της Ελλάδας μας και στην προάσπιση των δικαίων της με λόγια. Έναν ολόκληρο χρόνο που ήμουν έξω από την Κυβέρνηση, ο στρατός μας έπαψε πάλι να πολεμάει. Μόνον ο Ιερός Λόχος που έμεινε μακριά από τα θλιβερά γεγονότα και μακριά από τη νέα κυβερνητική πολιτική δεν έπαψε να τιμάει την Ελλάδα. Και φυσικά, κι ο στόλος και η αεροπορία συνέχισαν το ωραίο τους έργο. Στις ταξιαρχίες όμως που αδρανούσαν σημειώθηκαν αλλεπάλληλες ασχημίες που ούτε κι αυτές δεν έδωσαν αφορμή για μια ριζική αλλαγή της πολιτικής που βασίσθηκε στη συνθηκολόγηση με τους στασιαστές. Κι έτσι προετοιμάσθηκε το μεγάλο κακό που ξέσπασε τον Απρίλιο του 1944. Σημαντικό πολιτικό γεγονός το χρόνο, που ήμουν έξω από την κυβέρνηση, σημειώθηκε μόνον ένα. Τον Ιούλιο του 1943 έφτασαν ξαφνικά στη Μέση Ανατολή έξη αντιπρόσωποι των ανταρτικών σωμάτων από τα ελληνικά βουνά, τέσσερες του ΕΛΑΣ, ένας του στρατηγού Ζέρβα και ένας της ΕΚΚΑ. Το αποτέλεσμα των συνεννοήσεων ήταν μηδέν. Σ’ ενάμιση μήνα γύρισαν πίσω συναποκομίζοντας και τον συνταγματάρχη Μπακιρτζή που έναν ολόκληρο χρόνο αδρανούσε στη Μέση Ανατολή ή δρούσε μυστικά. Οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ-ΕΑΜ, πριν γυρίσουν πίσω, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να με πείσουν να προσχωρήσω στην οργάνωσή τους και

131


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος να τους δώσω σημείωμα για τους φίλους μου στην Αθήνα με εντολή μου να υπαχθούν στο ΕΑΜ. Φυσικά, αρνήθηκα. Επειδή, ωστόσο, μ’ εξόρκιζαν να πιστέψω ότι το ΕΑΜ αποβλέπει στην ελεύθερη δημοκρατική εξέλιξη των πολιτικών μας πραγμάτων, και επειδή η δική μας καλή πίστη έπρεπε να εκδηλωθεί απόλυτη, τους έδωσα στο τέλος ένα σημείωμα που τόφεραν στην Αθήνα στους φίλους μου και που έλεγε ότι είναι επιθυμητή η συνεργασία με το ΕΑΜ, αλλά ότι μόνον οι συνεργάτες μου στην Αθήνα μπορούν να εξετάσουν και ν’ αποφασίσουν αν μπορεί «τεχνικά» η τέτοια συνεργασία να πραγματοποιηθεί. Όταν παρέδωσα το σημείωμα, ξεκίνησα από τη σκέψη ότι όλοι οι στενοί συνεργάτες μου στην Αθήνα γνωρίζουν τι θα πει να πραγματοποιηθεί η συνεργασία «τεχνικά». Το φθινόπωρο του 1941, όταν ήμουν ακόμα στην Αθήνα, στην τεχνική της συνεργασίας είχαν σκοντάψει όλες οι διαπραγματεύσεις με το ΕΑΜ. Το κομμουνιστικό κόμμα μάς ήθελε μόνο στη βιτρίνα. Εμείς δε μπορούσαμε να μπούμε στο ΕΑΜ χωρίς ν’ αφαιρέσουμε από τα χέρια των κομμουνιστών το μονοπώλιο των κλειδιών και καίριων πόστων. Το σημείωμα που έστειλα στα στελέχη του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος ήταν τίμιο κι απέναντι του ίδιου του ΕΑΜ. Αν το ΕΑΜ ήθελε να πάψει να είναι μόνο το καμουφλάρισμα του κομμουνιστικού κόμματος, δεν είχαμε λόγο ν’ αρνηθούμε να μπούμε στο ΕΑΜ ή να συνεργασθούμε με οποιοδήποτε τρόπο μαζί του. Πάντως, να γίνουμε απλοί κομπάρσοι και ανόητα ενεργούμενα, αυτό δε μπορούσαμε να το δεχθούμε. Τον τέτοιο τιμητικό ρόλο τον αφίσαμε σ’ άλλους, δηλαδή σ’ εκείνους, που σε μερικούς μήνες τον έπαιξαν μέσα στην ΠEEΑ. Η ίδρυση της ΠEEΑ ήταν στα τέλη Μαρτίου 1944 το σύνθημα για το μεγάλο κίνημα της Μέσης Ανατολής, για τη στάση που ξέσπασε αυτή τη φορά όχι μόνο στο στρατό, αλλά και στο στόλο μας. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1944, εκδηλώθηκε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ενώσεως για τα ελληνικά πράγματα. Με μια γραπτή διακοίνωσή της προς τον Έλληνα πρεσβευτή, η Σοβιετική Κυβέρνηση συνέστησε τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου όλων των ανταρτικών ομάδων στην Ελλάδα. Θεωρώ χρήσιμο να προσθέσω στο γνωστό αυτό περιστατικό μερικές προσωπικές εμπειρίες μου, που μπορεί να συμβάλουν κάπως στην έρευνα του

Στο Κάιρο του 1944.

132


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πάντα ακόμα σκοτεινού ιστορικού κεφαλαίου των σχέσεων της Σοβιετικής Ενώσεως με όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής στο έτος 1944. Στις 21 Μαρτίου 1944, ο πρέσβυς της Σοβιετικής Ενώσεως στο Κάιρο Βλαντιμίρ Νοβίκωφ -από τους κορυφαίους σοβιετικούς διπλωμάτες (πρέσβυς, μετά τον πόλεμο, στην Ουάσινγκτον, και υφυπουργός, αργότερα, των Εξωτερικών)- με παρακάλεσε, μέσω του κοινού φίλου Γάλλου καθηγητή Rapnouilh, να τον επισκεφθώ την ίδια εκείνη μέρα. Δεν ήμουν, τότε, μέλος της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Στο «Ημερολόγιο», που είχα την καλή σκέψη να κρατήσω από την ημέρα της διαφυγής μου από την Ελλάδα (31 Μαρτίου 1942) μέχρι και της 5ης Ιανουαρίου 1945, έχω περιγράψει λεπτομερέστατα τη συζήτηση, που είχα μαζί του. Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω εδώ παρά ένα μικρό απόσπασμα: «... Ο Νοβίκωφ μού έφερε μόνος του τη συζήτηση και πάνω στο θέμα της κυβερνητικής (πολιτικής) επιτροπής, που σχηματίσθηκε με Μπακιρτζή, Σιάντο και λοιπούς στα βουνά της Ελλάδος. Του είπα, ότι τον Σεπτέμβριο (1943), πριν φύγουν ο Μπακιρτζής και οι άλλοι για την Ελλάδα, τους παρακάλεσα και τους συμβούλευσα να αποφύγουν τη διάσπαση με τις πολιτικές δημοκρατικές δυνάμεις στην Αθήνα. Ενώ μιλούσα για τον εδώ ελληνικό στρατό και την ενδεχόμενη συμμετοχή της Α΄ Ταξιαρχίας στις επιχειρήσεις της Ιταλίας, που την θεωρώ απαραίτητη και ηθικά σκόπιμη, μου λέει ξαφνικά ο Νοβίκωφ: Μα χθες ή προχθές έμαθα, ότι νέες φασαρίες έγιναν στο στρατό, και μάλιστα στην Ταξιαρχία, που βρίσκεται κοντά στην Αλεξάνδρεια και που ετοιμαζόταν για την Ιταλία». — Ήταν το προμήνυμα του μεγάλου στασιαστικού κινήματος του Απριλίου. Ότι εγνώριζε, την ώρα εκείνη, όσα δεν εγνώριζα ακόμα εγώ, αυτό δεν σημαίνει διόλου, ότι η Σοβιετική Πρεσβεία είχε βάλει τον δάκτυλό της στη δραματική εκείνη υπόθεση. Αν είχε και την παραμικρή ανάμιξη, θα απέφευγε ο Νοβίκωφ να μου θίξει το θέμα δέκα ολόκληρες ημέρες πριν εμφανισθεί η επαναστατική επιτροπή των αξιωματικών στον Τσουδερό και στον Σ. Βενιζέλο, και πριν στασιάσει η Ταξιαρχία. Δεύτερη σοβαρή ένδειξη, ότι δεν είχε ανάμιξη η Σοβιετική Ένωση στο μεγάλο στασιαστικό κίνημα, αλλά ότι το ενδιαφέρον της, εξάλλου, είχε πράγματι αυξηθεί, είναι κάτι που κατέγραψα στο «Ημερολόγιό» μου στις 2 Απριλίου και που είχε συμβεί την προηγούμενη ημέρα: «... Ο πρεσβευτής

Νοβίκωφ με παρακάλεσε (τηλεφωνικώς) να δεχθώ τον πρώτο γραμματέα της Πρεσβείας Πάβελ Ντνιέπρωφ. Τον δέχθηκα στις 5.30 το απόγευμα στο σαλόνι του ξενοδοχείου... Ο Ντνιέπρωφ έμεινε δυο ολόκληρες ώρες κοντά μου... Όταν μπήκε στο θέμα, λέγοντάς μου, ότι ο Νοβίκωφ θάθελε να του δώσω πληροφορίες για όσα γίνονται αυτές τις εβδομάδες στην Ελλάδα και εδώ, δεν έδειξα διόλου, ότι παρεξενεύθηκα για το ενδιαφέρον αυτό... Ο Ντνιέπρωφ με ρώτησε, αν πιστεύω, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου (Τσουδερού, Γ. Ρούσσου, Σ. Βενιζέλου, Β. Καραπαναγιώτη, Πέτρου Βούλγαρη) είναι ειλικρινά αποφασισμένη να προκαλέσει συνεννόηση και ένωση. Του απάντησα, ότι το ελπίζω, και πρόσθεσα, ότι το μόνο, που φοβάμαι, είναι μήπως τα πάθη και οι πικρίες, που αναπτύχθηκαν στην Αθήνα και στην ελληνική ύπαιθρο με τις εμφύλιες συγκρούσεις των τελευταίων έξη μηνών, προκάλεσαν, ακριβώς αυτές, κάποια δυσχέρανση της ενωτικής προσπάθειας... Εθεώρησα καθήκον μου να τονίσω, αντικρούοντας μια παρατήρηση του Ντνιέπρωφ εις βάρος των παλαιών κομμάτων, ότι δεν είναι σωστό να θεωρηθούν ανύπαρκτα (έτσι μου τα είχε χαρακτηρίσει και ο Νοβίκωφ στις 21 Μαρτίου) τα παλαιά κόμματα, που μόνον ο Ελληνικός Λαός έχει το δικαίωμα να αποφανθεί -μέσα στο πλαίσιο μιας αληθινής δημοκρατίας- αν θα πρέπει να υπάρχουν στο μέλλον ή όχι. Μιλήσαμε και για το διάβημα των Εαμιτών αξιωματικών εδώ. Ο Ντνιέπρωφ μού είπε, ότι προχθές, που πήγε η επιτροπή των αξιωματικών αυτών στη Σοβιετική Πρεσβεία (είχε πάει και στις Πρεσβείες της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών) εδήλωσε στον σύμβουλο Solod (εξέχοντα, επίσης, σοβιετικό διπλωμάτη), ότι το διάβημά της γίνεται εν ονόματι δυο χιλιάδων ανδρών του Στρατού της Ξηράς και της Αεροπορίας. (Η στάση στον Στόλο δεν είχε ακόμα εκδηλωθεί). Και ο Ντνιέπρωφ, αφού μου έθιξε και το ζήτημα των κυρωτικών μέτρων, που έλαβε η Κυβέρνηση, με ρώτησε: Μήπως η κίνηση αυτή στον Στρατό πεισμώσει την Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου και δυσχεράνει το έργο των συνεννοήσεων με την Ελλάδα;... Αποχαιρετώντας με, μου επανέλαβε ο Ντνιέπρωφ, ότι είναι ανάγκη να ενωθούν οι ελληνικές δυνάμεις, γιατί και το δεύτερο μέτωπο (στη Δυτική Ευρώπη) μπορεί να ανοίξει, αλλά και τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στα Βαλκάνια. (Είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη Ρουμανία).

133


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Όλα αυτά δείχνουν, ότι η Σοβιετική Ένωση ενδιαφερόταν για τα ελληνικά πράγματα, αλλά το ενδιαφέρον της ήταν πολύ διακριτικό. Η Σοβιετική Ένωση δεν απέβλεπε -δεν θα εξετάσω εδώ, για ποιους λόγους- στην επικράτηση του κομμουνισμού στον ελλαδικό χώρο. Επιθυμούσε και συνιστούσε τη συνεργασία και την ένωση των πολιτικών και αντιστασιακών δυνάμεων. Μ’ άλλα λόγια, πολύ πριν από τη διάσκεψη του Τσώρτσιλ και του Στάλιν στη Μόσχα (10 - 20 Οκτωβρίου 1944), που ήταν αποφασιστική για την τύχη των Βαλκανίων, η Σοβιετική Ένωση παρά τις επιφυλάξεις της για τον βρετανικό χειρισμό των ελληνικών πραγμάτων («Μερικές φράσεις του Νοβίκωφ περιείχαν κάποια ελαφρά κριτική για τους Άγγλους», έγραφα στο «Ημερολόγιο» μου στις 22 Μαρτίου 1944)- είχε παραδεχθεί, ότι προτεραιότητα ενδιαφέροντος για την Ελλάδα είχε η Μεγάλη Βρετανία. Και ήταν -για τους λόγους, που συνοπτικά εμνημόνευσα παραπάνω -πολύ φυσικό να ενδιαφερθεί η Βρετανική Κυβέρνηση και για το Συνέδριο του Λιβάνου. Μήπως, όμως, δεν αρκέσθηκε στο θεμιτό ενδιαφέρον της σε μια τόσο κρίσιμη ώρα του πολέμου, αλλά θέλησε να υπαγορεύσει σε όσους συγκεντρωθήκαμε στον Λίβανο τις δικές της θελήσεις; Και ποιες ήταν, τάχα, οι προθέσεις της; Μήπως ήταν, για την Βρετανική Κυβέρνηση, το Συνέδριο του Λιβάνου μια απλή σκηνοθεσία, και ήθελε, αγνοώντας την πραγματική θέληση του Ελληνικού Λαού, να εξασφαλίσει οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο, τη δική της επιρροή, μετά την απελευθέρωση, στην Ελλάδα; Ας σταθούμε, όμως, στο πιο συγκεκριμένο ερώτημα: Ήταν η έκβαση του Συνεδρίου του Λιβάνου έργο περισσότερο των Βρετανών ή περισσότερο δικό μας; Και για όσα επακολούθησαν έφταιξαν, τάχα, οι Βρετανοί ή μήπως εφταίξαμε εμείς; Την ηθική μου βέβαια βοήθεια την έδωσα εκείνες τις μέρες απόλυτη και στην κυβέρνηση του κ. Τσουδερού και στην κυβέρνηση του κ. Σοφοκλή Βενιζέλου, αλλά πέρ’ από την ήθική αυτή συνδρομή δε μπορούσα να προσφέρω τίποτε άλλο. Η ιστορικά σημαντικώτερη ηθική συνδρομή δόθηκε στον κ. Βενιζέλο από μένα και από μερικούς άλλους πολιτικούς, όταν τη Δευτέρα του Πάσχα, 17 Απριλίου, μας κάλεσε ο κ. Βενιζέλος σε μια σύσκεψη για να μας κάνει μια δραματική ανακοίνωση σχετική με μιαν απόφαση του Άγγλου Ναυάρχου της Ανατολικής Μεσογείου.

Εξουσιοδοτήσαμε τότε τον κ. Βενιζέλο, υπογράφοντας κι ένα σχετικό πρωτόκολλο, να επιχειρήσει την κατάληψη των πλοίων, που είχαν στασιάσει, μ’ ελληνικές δυνάμεις για ν’ αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση με τους Βρεττανούς. Το πρωτόκολλο υπογράφηκε από τον κ. Γ. Παπανδρέου, που μόλις είχε φθάσει στη Μέση Ανατολή, από τους κ. κ. Μπέη Μαυρομιχάλη, Γ. Εξηντάρη, Π. Αργυρόπουλο, Γερ. Βασιλειάδη, Γ. Μπουρδάρα, και από μένα. Σε λίγες μέρες ο Ναύαρχος κ. Βούλγαρης ως αρχηγός του Στόλου, με τρεις ομάδες αξιωματικών και ναυτών, που έδειξαν υπέροχο πνεύμα αυτοθυσίας στο δύσκολο αυτό έργο, ελευθέρωσε τα πολεμικά μας πλοία, που ήταν στην Αλεξάνδρεια, από τα χέρια των αναρχικών εαμιτών. Η ενέργεια αυτή τιμά ιδιαίτερα και τον κ. Σοφοκλή Βενιζέλο και το ναύαρχο κ. Βούλγαρη. Μέσα σ’ ελάχιστες μέρες ολόκληρος ο στόλος μας είχε ξεκαθαρισθεί απόλυτα από τους κακούς ή ανόητους Έλληνες, και ξανάρχισε αμέσως τη θαυμαστή πολεμική του δράση.

Από τα χειρόγραφα του έργου του “Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου.

134


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το κίνημα του και στα τρία «πολεΟ Γεώργιος Παπανδρέου έγινε πρω- μικά» υπουργεία. Η Μαρτίου 1943 είχε συγκεχυμένα κίνη- θυπουργός, με την επίμονη παρέμβαση πρόθεση εκείνων, τρα. Επειδή είχε που με διαδέχθηκαι πίεση των Βρετανών, πριν από το Συως άμεσο πολιτικό καν, ήταν αγαθή, αποτέλεσμα τη δική νέδριο του Λιβάνου. Ο Σοφοκλής Βενιζέ- αλλά συνυφασμένη μου πτώση, δεν θα με μια πλάνη. Δεν λος, ο Γεώργιος Εξηντάρης και εγώ, είχαμε πω τίποτε περισείχαν αντιληφθεί, ότι σότερο από όσα θεωρήσει ορθότερο να μην προεξοφληθεί από την εποχή του περιέχονται στους παλαιού εθνικού η γνώμη των αντιπροσώπων του Ελληνιυπαινιγμούς, που Διχασμού είχαν αλέκαμα παραπάνω. κού Λαού (κομμάτων και οργανώσεων), λάξει πολλά πράγΑλλά για το μεγάλο ματα. Πίστευαν, ότι κίνημα του Απριλί- που θα έφθαναν από την Ελλάδα, για να όσοι ήταν άλλοτε ου 1944 πρέπει να λάβουν μέρος στο Συνέδριο. «δικοί τους», δηλαπω, ότι ήταν συνέδή βενιζελικοί, δηπεια των ιστορικών μοκρατικοί ή «απόγεγονότων, που είχαν σημειωθεί στην κατεχόμενη τακτοι» του 1935, είχαν μείνει όλοι προσκολλημένοι Ελλάδα. Το ΕΑΜ είχε φουντώσει. Ο ΕΛΑΣ είχε κα- στα παλαιά σύμβολα και θα έδειχναν πρόθυμη υπατορθώσει να ελέγχει το μέγιστο μέρος των «ελεύ- κοή και νομιμοφροσύνη απέναντί τους. θερων βουνών», με κύρια εξαίρεση την περιοχή, Θα μπορούσε, επίσης, να είχε προληφθεί το μεγάλο όπου είχαν διατηρήσει τον έλεγχο οι ανταρτικές κίνημα του Απριλίου 1944, αν οι αντιπρόσωποι των δυνάμεις του Ζέρβα. Στην έδρα του στρατηγείου αντιστασιακών οργανώσεων, που είχαν φθάσει στο του ΕΛΑΣ είχε σχηματισθεί η πολιτική -κυβερνητι- Κάιρο τον Αύγουστο του 1943, δεν ξαναγύριζαν στα κή- επιτροπή (ΠΕΕΑ) με προσωρινό πρόεδρο (πριν ελληνικά βουνά άπρακτοι. Η ιστορία αυτή είναι γνωαναλάβει την προεδρία ο Αλέξανδρος Σβώλος) τον στή. Την έχουν περιγράψει πολλοί. Ευριπίδη Μπακιρτζή. Η επιτροπή των αξιωματικών, που διερμήνευε στη Μέση Ανατολή τα αιτήματα και Το είχα πει όχι μόνο στον πρεσβευτή Λήπερ, αλλά τους σκοπούς του μεγάλου κινήματος του Απριλί- και στον ίδιο τον Γ. Παπανδρέου, καθώς και στον βαου 1944, είχε αξιώσει από τον Εμμ. Τσουδερό και σιλέα Γεώργιο. Ήμουν βέβαιος, ότι η προσωπικότητον Σοφοκλή Βενιζέλο, που τους επισκέφθηκε (τον τα του Γ. Παπανδρέου θα επικρατούσε στο Συνέδριο καθένα χωριστά) στις 31 Μαρτίου, την αναγνώριση του Λιβάνου και θα τον εξουσιοδοτούσαμε όλοι να της ΠΕΕΑ, θεωρώντας αυτήν ως τη μόνη αυθεντική σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν θάταν αυτό πολύ καλύεκπροσώπηση του Ελληνικού Λαού. Το βράδυ της τερο και για την Ελλάδα και για τον ίδιο; Αναγνωρίζω, ίδιας ημέρας διατάχθηκε η σύλληψη των αξιωματι- ότι διαχειρίσθηκε, ως πρωθυπουργός, την αποστολή κών, που έκαμαν το διάβημα αυτό, αλλά και απευ- του προέδρου του Συνεδρίου του Λιβάνου με δύναθύνθηκε ταυτόχρονα ο Σοφ. Βενιζέλος, με ένα ρα- μη και ευστροφία, που δεν θα έδειχνε, ίσως, άλλος. διοφωνικό μήνυμά του, προς όλους τους Έλληνες, Αλλά έδωσε το δικαίωμα να υποστηριχθεί, ότι, χρωκάνοντας μιαν έκκληση για εθνική ενότητα. Και οι στώντας την πρωθυπουργία στην Βρετανική Κυβέρδυο πράξεις -η διαταγή για τη σύλληψη και η έκκλη- νηση, και ειδικώτερα στον Τσώρτσιλ, συμμορφώθηκε ανεπιφύλακτα -στον Λίβανο, καθώς και αργότερα, ση- ήρθαν πολύ αργά. Μπορούσε, ίσως, να προληφθεί το μεγάλο κίνημα μέχρι και των αρχών Δεκεμβρίου 1944- με την βρετου Απριλίου 1944, αν -μετά το προειδοποιητικό τανική γραμμή. Αυτό υποστηρίχθηκε όχι μόνο από (με συγκεχυμένα, τότε, κίνητρα) κίνημα του Μαρ- τους κομμουνιστές, αλλά και από άλλους, π.χ. από τίου 1943, που οδήγησε στην παραίτησή μου- δεν τον Κομνηνό Πυρομάγλου, που διακρίθηκε στην είχαν συμβιβασθεί με τους κινηματίες πρώτοι οι Άγ- εθνική αντίσταση (ως υπαρχηγός του Ζέρβα) και γλοι (γιατί, τάχα, το έκαμαν;) και, ύστερα, όσοι με που οι εμπειρίες του είναι πολύ πλούσιες, καθώς και διαδέχθηκαν στην Αντιπροεδρία της κυβερνήσεως από τον Χάιντς Ρίχτερ στα πιο διεξοδικό σύγγραμμα,

135


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος που έχει αφιερώσει ως τώρα ξένος ερευνητής στη δραματική εκείνη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας (Heinz Richter, «Griechenland zwischen Revolution und Konterrevolution, 1936-1946», Europäische Verlagsanstalt, Frankfurt am Main, 1973). Η γνώμη μου -γνώμη, όμως, αναγκαστικά επηρεασμένη από το γεγονός, ότι συμμερίσθηκα τις ιστορικές ευθύνες του Γ. Παπανδρέου από τον Ιούνιο ως τα τέλη Δεκεμβρίου 1944- είναι κάπως διαφορετική. Διαπίστωσα κ’ εγώ (δεν μπορώ να το αποσιωπήσω), ότι ο Γ. Παπανδρέου είχε υπερβολικά κολακευθεί από την εμπιστοσύνη, που του έδειξαν οι Βρετανοί, από την εύνοια του Τσώρτσιλ, του μεγάλου Βρετανού πολέμαρχου, χωρίς να υποψιασθεί, ότι οι τέτοιες εύνοιες δεν διαρκούν πολύ. Αλλά οφείλω να πω, ότι, όσο κι’ αν ήταν πρόθυμος ν’ ακούει τις βρετανικές συμβουλές και υποδείξεις, τις άκουγε με ελληνικά αυτιά. Στις 26 Απριλίου ορκίσθηκε ο κ. Παπανδρέου πρωθυπουργός χωρίς υπουργικό συμβούλιο. Όταν ζητήθηκε τότε η συμμετοχή μου στην κυβέρνηση θεώρησα καθήκον μου ν’ αρνηθώ. Σε λίγες μέρες είχε

κανονισθεί να γίνει το συνέδριο του Λιβάνου. Δε θεωρούσα σωστό, πριν από το συνέδριο, όπου θα παρευρίσκονταν αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων, να προεξοφληθεί η κυβερνητική λύση. Πριν από το συνέδριο του Λιβάνου δεν έπρεπε να δημιουργηθεί κανένα τετελεσμένο πολιτικό γεγονός. Όσο για τον κ. Παπανδρέου, ήμουν βέβαιος ότι κι’ από το συνέδριο του Λιβάνου θα έβγαινε πρωθυπουργός. Αυτή ήταν, τότε, η φυσικότερη λύση, που ανταποκρινόταν άλλωστε και στη μεγάλη εμπιστοσύνη που έδειξαν αμέσως ο κ. Churchill και η βρεττανική κυβέρνηση στο πρόσωπο του κ. Παπανδρέου. Ωστόσο, προτιμούσα να είχε αποφύγει ο κ. Παπανδρέου να δεχθεί την πρωθυπουργία πριν από το Λίβανο, για να δοθεί ο τόνος ότι το συνέδριο εκείνο -το πιο πρωτότυπο στην ελληνική ιστορία- θα γινόταν αυτό η πηγή της νέας πολιτικής περιόδου του εθνικού μας βίου. Σοβαροί, βέβαια, λόγοι έκαναν τον κ. Παπανδρέου, παρά την αντίθετη σύστασή μου, να ορκισθεί πριν από το Λίβανο. Πάντως οι λόγοι αυτοί δεν ίσχυαν και για μένα, κι έτσι εγώ δε μπορούσα να ορκισθώ αμέσως υπουργός.

Με κατηγορούν όχι μόνον δια τα τυχόν ή και πράγματι διαπραχθέντα εκ μέρους μου λάθη -και κύριον λάθος μου υπήρξεν η εμπιστοσύνη που, όταν κατήλθον εις την Μέσην Ανατολήν, εχάρισα εις πάντα Έλληνα, θεωρήσας αυτονόητον ότι όλοι, την ώραν εκείνην, ήσαν αληθινοί Έλληνες-, αλλά και δια βαρείας ανακολουθίας που είναι εφεύρεσις των κριτών μου. Θα παύσουν, τάχα, να με αδικούν και όταν διαβάσουν τον λόγον μου εις το συνέδριον του Λιβάνου; Φοβούμαι, ότι δεν θα παύσουν. Ίσως, μάλιστα, δεν θα θελήσουν καν να διαβάσουν τον λόγον μου δια να έχουν την ψυχικώς αναγκαίαν εις αυτούς ευχέρειαν να εξακολουθούν να με αδικούν. Στην Ιερουσαλήμ, στο Όρος των Ελαιών (1942).

136


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

137


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Από το Συνέδριο του Λιβάνου έως τα φοβερά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 Το έργο του συνεδρίου του Λιβάνου, που άρχισε στις 17 Μαΐου κι έληξε στις 20, είναι γνωστό. Το Συνέδριο του Λιβάνου (17 - 20 Μαΐου 1944) ήταν μια μεγάλη -πολύ βαρειά- ώρα της νεοελληνικής ιστορίας. Όσοι ελάβαμε μέρος στο συνέδριο εκείνο, είχαμε -όλοι, χωρίς εξαίρεση- το αίσθημα, ότι η τύχη του Ελληνικού Λαού κρεμόταν από μια λεπτή κλωστή, που την κρατούσαμε στα χέρια μας, άλλοι σφιχτότερα, με τον κίνδυνο να κοπεί, και άλλοι πιο απαλά, πράγμα εξίσου επικίνδυνο, γιατί μπορούσε να μας ξεφύγει. Αυτό ήταν το αίσθημά μας. Αλλά κρατούσαμε, τάχα, μόνο εμείς την κλωστή αυτή στα χέρια μας; Γύρω από το Π που είχαν σχηματίσει τα τραπέζια, είχαμε λάβει θέσεις οι σύνεδροι με την ακόλουθον σειράν: Εις την κορυφήν ο Γ. Παπανδρέου. Δεξιά του ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Αριστερά του εγώ. Δεξιά από τον Βενιζέλον ο Κ. Ρέντης (μόλις αφιχθείς ως αντιπρόσωπος του υπό τον Θ. Σοφούλην κόμματος των Φιλελευθέρων), οι Γ. Εξηντάρης και Γερ. Βασιλειάδης (στελέχη και αυτοί του υπό τον Σοφούλην κόμματος ), ο Αλ. Μυλωνάς (αρχηγός ιδίου βενιζελογενούς κόμματος, του αγροτικού), ο Ιω. Σοφιανόπουλος (αρχηγός άλλου αγροτικού κόμματος), ο στρατηγός Κ. Βεντήρης και ο Αντ. Σταθάτος (ως αντιπρόσωποι ιδιαιτέρας εθνικής οργανώσεως), ο Κομνηνός Πυρομάγλου, ο Σταύρος Μεταξάς και ο υιός του (ως αντιπρόσωποι του ΕΔΕΣ, δηλαδή του στρατηγού Ζέρβα). Αριστερά μου είχαν καθήσει κατά σειράν ο Δημήτριος Λόντος (ως αντιπρόσωπος του Λαϊκού Κόμματος), ο Σπυρ. Ι. Θεοτόκης (ως αντιπρόσωπος του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος που είχε, κατά την κατοχήν, συγχωνευθή κατ’ ουσίαν πάλιν με το Λαϊκόν Κόμμα), ο Γεώργιος Σακκαλής (ως αντιπρόσωπος του υπό τον Γ. Καφαντάρην κόμματος των Προοδευτικών Φιλελευθέρων), ο Φί-

λιππος Δραγούμης (ανεξάρτητος), ο Πέτρος Ρούσος (ως εντεταλμένος αντιπρόσωπος του Κ.Κ.Ε.) και οι Αλ. Σβώλος, Μιλτ. Πορφυρογένης, στρατηγός Σαράφης, Άγγελος Αγγελόπουλος, Νικ. Ασκούτσης και Δημ. Στρατής (ως αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ). Αλλά κάπου πιο πέρα από το ξενοδοχείο, όπου είχαμε συγκεντρωθεί, και που ήταν στημένο ολομόναχο στο όρος Λίβανος, σε ύψος, που ξεπερνούσε τα χίλια μέτρα, βρισκόταν κάποιος άλλος. Ήταν ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας Sir Reginald Leeper. Μήπως κρατούσε κι’ αυτός στα χέρια του, περισσότερο ίσως από εμάς τους Έλληνες, την κλωστή, που από την λεπτή υφή της ήταν εξαρτημένο το μέλλον της Ελλάδος; Δεν αμφισβήτησα, τότε, μέσα μου -ούτε και σήμερα, εκ των υστέρων, μπορώ να αρνηθώ- το δικαίωμα, που είχε η Μεγάλη Βρετανία να ενδιαφέρεται για τα ελληνικά πράγματα. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που στην πιο κρίσιμη καμπή του είχαν οι Βρετανοί την τιμή να αντιμετωπίσουν ολομόναχοι τις τρομερές πολεμικές δυνάμεις του Χίτλερ, δεν είχε ακόμα μπει στην τελευταία φάση του, ούτε στη Ρωσία, ούτε στη Δυτική Ευρώπη, ούτε στον Ειρηνικό. Η στρατηγική του πολέμου, την άνοιξη του 1944, εξακολουθούσε να αποτελεί, στην περιοχή της Ελλάδος, της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, αποκλειστική ή κύρια ευθύνη -με παρεμβάσεις του Ρούζβελτ, που δεν ήταν όλες ορθές- του Λονδίνου. Ο Στάλιν, στη συνδιάσκεψη των τριών Μεγάλων στην Τεχεράνη (28 Νοεμβρίου - 3 Δεκεμβρίου 1943) δεν είχε αμφισβητήσει την ιδιαίτερη αυτή ευθύνη των Βρετανών. Είχε ενδιαφερθεί μόνον -ή προπάντων- για την ταχύτερη δυνατή απόβαση των Αγγλοαμερικανών στη Γαλλία και για τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά σύνορα της Σοβιετικής

138


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ενώσεως. Στα «ελεύθερα βουνά» της Ελλάδος, στα στρατηγεία του ΕΛΑΣ και του Ζέρβα, υπήρχαν βρετανικές στρατιωτικές αποστολές. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής -ή εκείνες, που, με ορμητήριο τη Μέση Ανατολή, εκπληρούσαν πολεμικές αποστολές αλλού- ήταν ενταγμένες (χωρίς να πάψουν ποτέ να υπάγονται διοικητικά στην «εξόριστη» Ελληνική Κυβέρνηση) σε πολύ ευρύτερους στρατιωτικούς, ναυτικούς και αεροπορικούς σχηματισμούς των Βρετανών. Και ο ανεφοδιασμός τους, σε πολεμικό υλικό, γινόταν από τους Βρετανούς. Την πρώτην ημέραν (17 Μαΐου), μετά τον Γ. Παπανδρέου, ωμιλήσαμεν κατά σειράν ο Σ. Βενιζέλος, ο Αλ. Σβώλος, ο Αλ. Μυλωνάς, ο Ι. Σοφιανόπουλος, ο Δημ. Λόντος, ο Σπύρος Θεοτόκης, εγώ, ο Σακκαλής, ο Δραγούμης, ο Π. Ρούσος και ο Ρέντης. Ο χειρισμός των προβλημάτων, όπως τον έκανε ο κ. Παπανδρέου ως πρόεδρος του Συνεδρίου, ήταν άριστος. Η δική μου ομιλία (η πρώτη, γιατί φυσικά,

Τον Μάιο του 1944, στο Συνέδριο του Λιβάνου μαζί με τους Γεώργιο Εξηντάρη, Αλέξανδρο Σβώλο, Γεώργιο Παπανδρέου, Φίλιππο Δραγούμη και Δημήτριο Λόντο.

όπως όλοι, εδευτερολόγησα κι εγώ είχε δυο μέρη. Το πρώτο ήταν η κριτική. Το δεύτερο οι θετικές προτάσεις μου. Στο κριτικό μέρος έκανα μιαν ανάλυση των τραγικών παραλείψεων και των τραγικών πράξεων που στα χρόνια της κατοχής έκαναν τον ελληνικό λαό να χάσει την ενότητά του, να μπει σ’ εμφύλιο πόλεμο. Τις τραγικές παραλείψεις τις συνύφανα με ευθύνες των παλαιών πολιτικών κομμάτων. Τις τραγικές πράξεις με ευθύνες του κομμουνιστικού κόμματος και του ΕΑΜ. Οι θετικές προτάσεις μου, που αποτελούσαν για μένα τους όρους για να συγκροτηθεί μια πανοικουμενική κυβέρνηση, ήταν οι εξής: α) Οι ένοπλες δυνάμεις Μέσης Ανατολής πρέπει να στηριχθούν από δω κι εμπρός (έτσι ετόνισα) στο καθεστώς των ψυχών και στη σύνθεση των στελεχών που προέκυψε από την καταστολή του κινήματος. Οργανώσεις πολιτικές στο στρατό δεν είναι νοητές. Χωρίς αυστηρά πειθαρχημένο στρατό δε μπορεί να υπάρχει ελεύθερος λαός. β) Ο ανταρτικός αγώνας της Ελλάδος πρέπει να υπαχθεί (αυτά ετόνισα ρητά) στον άμεσο και απεριόριστο έλεγχο του έθνους. Τα βασικώτερα από τα μέτρα για τον αποχρωματισμό του ανταρτικού αγώνα από κάθε κομματική χροιά πρέπει να αποφασισθούν εδώ πριν φθάσουμε σε κοινή κυβέρνηση. Δημοκρατία και δυναμική οργάνωση ενός κόμματος ή μιας μερίδας λαού είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Κόμματα που έχουν δυναμικές οργανώσεις συντηρούν μέσα τους τον αντιδημοκρατικό πειρασμό. γ) Πρέπει ν’ αποφασίσουμε πανηγυρικά ν’ ασκήσουμε την οικουμενική εθνική εξουσία μας με σκοπό και τέρμα την απόλυτα ελεύθερη εκδήλωση των επιθυμιών του ελληνικού λαού πάνω σ’ όλα τα μεγάλα προβλήματά του. δ) Πρέπει να συμφωνήσουμε μεταξύ μας στις βασικές εθνικές βλέψεις της Ελλάδος, και ε) Πρέπει ν’ ανεβάσουμε πάλι στο ανώτατο δυνατό σημείο την πολεμική συμβολή του λαού μας στη νίκη των συμμάχων. Αυτές ήταν οι προτάσεις μου, όπως ακριβώς τις διατύπωσα στο Λίβανο. Δυστυχώς, δεν έγιναν όλες δεκτές όπως τις εννοούσα. Κάποια υπερβολική βιασύνη είχε επικρατήσει στο Λίβανο. Οι λεπτομέρειες μερικών πραγμάτων (οι λεπτομέρειες είναι συχνά η ουσία) παραμελήθηκαν. Όχι μόνο τα βασικώτερα από τα μέτρα για τον αποχρωματισμό του ανταρτικού αγώνα δε συζητήθηκαν, αλλά ούτε το πρόβλημα αυτό στη γενικότητά του δεν προκάλεσε την προ-

139


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος σοχή των άλλων συνέδρων. Επίσης ενώ ζήτησα, προπάντων στη δευτερολογία μου, να μπούμε στη συγκεκριμένη διατύπωση των εθνικών μας δικαίων, οι περισσότεροι σύνεδροι το θεώρησαν περιττό. Ωστόσο, το συνέδριο ως ιστορικό γεγονός επέτυχε. Κι είχε πάντως βαθύτατες ηθικές συνέπειες, που ήταν θετικές κι ευεργετικές για την εθνική παράταξη και ολέθριες και αρνητικές για το κομμουνιστικό κόμμα και το ΕΑΜ. Την επομένην έλαβε πρώτος τον λόγον ο Γεώργιος Καρτάλης. Αντιγράφω από το «Ημερολόγιόν» μου την άμεσον εντύπωσιν που εδημιούργησεν ο λόγος του: «Μίλησε δυο ώρες. Κανένας μας δεν κουράστηκε ακούγοντάς τον. Ο λόγος του ήταν λεκτικά και ουσιαστικά αριστοτεχνικός. Ένα δριμύτατο κατηγορητήριο κατά του ΕΑΜ. Μερικές φράσεις του ήταν προσωπικά οδυνηρότατες για τον Σαράφη που κατακόκκινος είχε κατεβασμένο το κεφάλι, αλλά και για τον Σβώλο. Ο Καρτάλης εχρησιμοποίησε πολλά στοιχεία, γεγονότα και ονόματα. Η αίσθηση στο ακροατήριο βαθύτατη. Συγκινητικώτατη η στιγμή, όταν, μετά την αφήγηση των λεπτομερειών του φόνου του συνταγματάρχου Ψαρρού, είπε ο Καρτάλης μερικές επιγραμματικές φράσεις για τον άνθρωπο και τον στρατιώτη Ψαρρό». Η βαρυτέρα φράσις του Καρτάλη δια τον στρατηγόν Σαράφη - φράσις, την οποίαν είπε, ατενίζων τον ακριβώς απέναντί του καθήμενον αρχηγόν του

Απόσπασμα από την τοποθέτησή του στο Συνέδριο του Λιβάνου.

Ο G. Μ. Woodhouse -ο περίφημος συνταγματάρχης Chris, αρχηγός της συμμαχικής στρατιωτικής αποστολής εις τα βουνά μας, κατά την κατοχήν- γράφει εις το θεμελιώδες δια την ιστορίαν της εποχής εκείνης έργον του, ότι εις το συνέδριον του Λιβάνου, από το οποίον «το ΕΑΜ ΕΛΑΣ προέβαλε με το κεφάλι του αιματοβαμμένο, όχι όμως και σκυμμένο», «οι αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ έμαθαν από τα χείλη των Φιλελευθέρων παντός είδους, των Λαϊκών και των Εθνικών Λαϊκών, του ΕΔΕΣ, του Καρτάλη, του φαντάσματος τούτου της ΕΚΚΑ, του Κανελλοπούλου και αυτού του Παπανδρέου, τι εσκέπτοντο δι’ αυτούς οι υπεύθυνοι Έλληνες». Ναι, όλοι μας υψώσαμεν εις το συνέδριον την ελληνικήν φωνήν μας με αυστηρότητα, καυτηριάσαντες τα εγκλήματα των κομμουνιστών και, εμμέσως, την ανοχήν των εγκλημάτων τούτων εκ μέρους των μη κομμουνιστών που συνέπραξαν εις την κυβέρνησιν των εαμικών βουνών (την ΠΕΕΑ που είχε σχηματισθή την άνοιξιν του 1944 με πρόεδρον τον γλυκύτατον ως άνθρωπον και εις το βάθος τής ψυχής του καλοπροαίρετον, αλλά τραγικώς αντιφατικόν καθηγητήν Άλέξανδρον Σβώλον).

140


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ΕΛΑΣ- ήτο η εξής: φυρογένης, ο Γερ. Τα έγραψα τα λόγια αυτά κουρασμέ- Βασιλειάδης, «Ανηγορεύθης αρο χιστράτηγος του νος, ύστερα από μια πολύωρη συνεδρίαση στρατηγός ΒεντήΕΛΑΣ δι’ εμπτυρης (ωμίλησε «με της ημέρας εκείνης. Δεν θα εξετάσω αυτή σμού»! Το νόημα συντομία στρατιτης φοβεράς αυτής τη στιγμή, αν εδικαίωσε ή όχι η ιστορία την ωτική και λιτότητα φράσεως εις βάστις εκφράσεις», απόφαση εκείνη. Δεν θα εξετάσω αν ανταρος αξιωματικού, όπως γράφω εις ο οποίος υπήρξεν ποκρίθηκε ή όχι στη διάθεση που είχαμε το «Ημερολόγιόν» (όπως λέγεται) γενμου), ο Πυρομάόλοι μας, στην καθαρώς Ελληνική διάθεση ναίος εις τα πεδία γλου και ο Σαράτων μαχών πολύ που είχαμε όλοι μας. Ήρθαν πράγματα, ση- φης. Την 19ην Μαπαλαιότερα, αλλά ΐου (τρίτην ημέραν είχε και την αθε- μειώθηκαν γεγονότα, που ετάραξαν φοβε- του συνεδρίου) ράπευτον ροπήν ρά τη ζωή μας, τη ζωή του Έθνους μας. συνεπλήρωσε την προς τα κινήματα μακράν «απολογί(επρωτοστάτησεν αν» του ο Σαράφης εις το μέγα κίνημα του Μαρτίου 1935), ήτο απολύ- και ωμίλησαν ο Ασκούτσης, ο Άγγελος Αγγελόπουτως ακριβές. Ο Σαράφης, με τον οποίον είχα συνα- λος παλαιός μου φίλος και άριστος καθηγητής της ντηθή δυο φορές, κατά το πρώτον έτος της κατοχής, Δημοσίας Οικονομίας εις το Πανεπιστήμιον Αθηνών εις το σπιτάκι της οδού Αρδηττού, όπου διέμενα, που είχε, τότε, παρασυρθή εις δρόμον αντίθετον είχε προθυμομοποιηθή να αγωνισθή κατά των κα- προς το ευγενικόν του πνεύμα) και ο Στρατής. Το τακτητών. Μετά την διαφυγήν μου εξ Ελλάδος τον βράδυ της αυτής ημέρας ήρχισαν αι δευτερολογίαι προέτρεψαν μερικοί φιλελεύθεροι (όχι επισήμως το με πρώτον ομιλητήν τον Σβώλον και δεύτερον εμέ. κόμμα των Φιλελευθέρων) να ανεβή εις τα βουνά Την επομένην (20 Μαΐου) εδευτερολόγησαν όλοι οι δια να οργανώση (όπως ο Ζέρβας και ο Ψαρρός άλλοι. Αντιγράφω από το «Ημερολόγιόν» μου τας ) εθνικόν ανταρτικόν σώμα. Συνελήφθη από τους εξής φράσεις : «Σήμερα το πρωί μίλησε ο Πορφυκομμουνιστάς Ελασίτας, υπέστη εξευτελισμούς και, ρογένης με πολύ αίσθημα, ζητώντας να αρθεί κάθε αφού εκάμφθη και υπέκυψεν ηθικώς, ανηγορεύθη δυσπιστία μεταξύ μας. Το αίσθημα του Πορφυροαρχηγός του ΕΛΑΣ. Ουσιαστικός αρχηγός ήτο ο γένη φαινόταν αληθινό και θέλω να πιστέψω ότι είΆρης Βελουχιώτης, με τον οποίον με υπεχρέωσαν ναι. Ωστόσο, δεν είναι δικαίωμα του Πορφυρογένη τα πράγματα (και η συνθήκη της Καζέρτας) να συ- να παρασυρθεί από το αίσθημά του, ενώ είναι, από νεργασθώ εις την Πελοπόννησον, όταν λόγοι σκο- την άλλη μεριά, καθήκον του -κομματικό καθήκονπιμότητος, αλλά και αισθήματα φθόνου, ωδήγησαν τους ηγέτας του Κ.Κ.Ε. εις την απόφασιν να περιορίσουν την δικαιοδοσίαν του εκεί. Εχρειάζετο, όμως, και ο Σαράφης δια την προθήκην. Και εχάρισε το όνομά του εις τον ΕΛΑΣ, ο όποίος πολιτικώς κατηυθύνετο (βλ. G. Μ. Woodhouse, ε.α., σ. 62 κ.ε.) αποκλειστικά και άμεσα από την ηγεσίαν του Κ.Κ.Ε. και ειδικώτερον από τον παντοδύναμον τότε «Γέρο», τον Γεώργιον Σιάντον, τον κυρίως υπεύθυνον δια την σφαγήν του Ψαρρού, κατά δεύτερον δε λόγον από τον μεταβάντα, κατά την τελευταίαν φάσιν του αγώνος, εις την Γιουγκοσλαβίαν (εις το στρατηγείον του Τίτο) Ανδρέαν Τζήμαν και τον Πέτρον Ρούσσον. Μετά τον Καρτάλην έλαβον τον λόγον, κατά την δευτέραν ημέραν του συνεδρίου του Λιβάνου, ο Μ. Πορ- Μαζί με τον Γεώργιο Παπανδρέου, στο Κάιρο.

141


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

να παρασύρει εμάς με τη του Δημητρίου Ψαρρού, Δυστυχώς η Ελλάς πάσχει τις και το μεγάλο στασιαστισυγκινητική έκφραση των αισθημάτων του». πιο πολλές φορές από μικρά προ- κό κίνημα του Απριλίου Το βράδυ της ημέρας 1944 στη Μέση Ανατολή, βλήματα. Τα μεγάλα, όσο φοβερά εκείνης (20 Μαΐου) έληξε αλλά και η ευχή, που διτο συνέδριον με την εντύ- κι αν είναι, τα ξεπερνάει. Τα μικρά ατύπωσα -μεσάνυχταπωσιν -απατηλήν, όπως επάνω στον Λίβανο, θα είναι ακριβώς οι τρικλοποδιές που κατεδείχθη εκ των υστέείχε πολύ μεγαλύτερες ρων- ότι κατελήξαμεν εις την κάνουν και σκοντάφτει. πιθανότητες να εκπλησυμφωνίαν. Τελευταίος ρωθεί. ωμίλησεν ο Γ. ΠαπανΑλλά και τον Μάιο του δρέου, ανακεφαλαιώσας τα σημεία της συμφωνίας, 1944 δεν ήταν μάταιες οι ευχές και η ελπίδα να πάμε δια την διατύπωσιν της οποίας είχεν ορισθεί, από ομαλά στην απελευθέρωση της Ελλάδος και να εξατης προτεραίας, επιτροπή απαρτισθείσα από τους σφαλισθεί μια ομαλή μεταπελευθερωτική εξέλιξη Ρέντην, Σβώλον, Λόντον και εμέ. των ελληνικών πραγμάτων ως το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό και ως τις εκλογές, με αποτέλεσμα την Όλοι οι σύνεδροι επιθυμούσαμε ή θεωρούσαμε εγκαθίδρυση μιας Δημοκρατίας, που θα ’ταν και θα αναγκαία -με παραλλαγές αισθημάτων ή και απώτε- ’πρεπε να ’ναι μια Δημοκρατία για όλους και η ιστορων βλέψεων- την Εθνική Ενότητα. Ας μου επιτρα- ρική δικαίωση των αγώνων και θυσιών του Ελληνιπεί να πω, ότι εγώ την επιθυμούσα χωρίς καμμιάν κού Λαού. Ούτε τον Μάιο του 1944 δεν ήταν πολύ απώτερη βλέψη. Το μαρτυρεί το «Ημερολόγιό» μου. αργά. Η «ιστορία» δεν γνωρίζει την δωδέκατη ώρα Στις 20 Μαΐου έγραψα: παρά μόνο, αφού έχει σημάνει. Και, όταν συγκε«20 Μαΐου 1944. Αυτή τη στιγμή που συμπληρώ- ντρωθήκαμε στον Λίβανο, δεν είχε ακόμα σημάνει. νω τις σημειώσεις μου είναι μεσάνυχτα. Σήμερα το Ποιος έσπρωξε τον ιστορικό δείκτη στη δωδέκατη απόγευμα έληξαν οι εργασίες του Συνεδρίου. Κα- ώρα; ταλήξαμε σε συμφωνία. Μίλησε ο Παπανδρέου. Όλοι φταίξαμε, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγώτεΑνακεφαλαίωσε τα σημεία της συμφωνίας μας. Η ρο. Πρώτη, όμως, έφταιξε η τότε ηγεσία του Κ.Κ.Ε., συμφωνία ονομάσθηκε “Εθνικό Συμβόλαιο”. Η στιγ- που -κρίνοντας (όπως και αργότερα, τον Δεκέμβριο μή που αναγγέλθηκε η συμφωνία ήταν συγκινητική. του 1944) με τρόπο αντιρρεαλιστικό τις αντικειμενιΔεν ξέρω τι θα βγει από τη σημερινή ημέρα. Πά- κές ιστορικές περιστάσεις- θεώρησε υπερβολικές ντως, η ημέρα αυτή είναι ιστορική. Όλα τα κόμματα τις υποχωρήσεις, που έκαμαν οι αντιπρόσωποί της, και όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις των βουνών καθώς και οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και των πόλεων της Ελλάδας, αποφάσισαν να σχη- στο Συνέδριο του Λιβάνου, και όχι μόνο δεν τους ματίσουν την πιο πανελλήνια κυβέρνηση που έχει εξουσιοδότησε αμέσως να μπουν στην κυβέρνηση, ποτέ υπάρξει. Για πρώτη φορά μπαίνουν οι Έλλη- που εσχηματίσαμε, αλλά και τους ανεκάλεσε, υπονες κομμουνιστές σε Ελληνική Κυβέρνηση. Οι ευθύ- χρεώνοντάς τους να επιστρέψουν στα βουνά. Ότι νες που αναλάβαμε είναι μεγάλες. Ο Παπανδρέου η ενέργεια αυτή της τότε ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. ήταν διαχειρίσθηκε με ευστροφία την αποστολή του. Όλοι αντιρρεαλιστική δεν χρειάζεται να το αποδείξω. Είμας δείξαμε διάθεση ελληνική. Ας δώσει ο Θεός, η ναι κάτι το αυταπόδεικτο. Τρεις μήνες αργότερα, δηιστορία που έρχεται, να ανταποκριθεί στην διάθεσή λαδή στα τέλη Αυγούστου 1944 (λίγες μόνο μέρες μας και να δικαιώσει την απόφαση που πήραμε». ύστερα από την απόρριψη εκ μέρους μας του όρου να αντικατασταθεί ο Γ. Παπανδρέου από άλλον Αν η απόφαση αυτή είχε ληφθεί τον Αύγουστο του πρωθυπουργό), εγκατέλειψε η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. 1943, όταν ήρθαν στο Κάιρο από τα «ελεύθερα κάθε επιφύλαξη, ήρθαν οι αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ, βουνά» της Ελλάδος οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ - του ΕΑΜ και του Κ.Κ.Ε. από τα βουνά και, στις 2 ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, όχι μόνο θα είχε Σεπτεμβρίου, ορκίσθηκαν υπουργοί οι Αλ. Σβώλος, προληφθεί η επανάληψη των εμφύλιων συγκρού- Ηλίας Τσιριμώκος, Νικ. Ασκούτσης, Γιάννης Ζέβγος, σεων του ΕΛΑΣ με τις δυνάμεις του Ζέρβα, η σφαγή Μιλτιάδης Πορφυρογένης, και Άγγελος Αγγελόπου-

142


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

λος. Αλλά ο δείκτης της ιστορίας δεν απείχε, τη στιγμή εκείνη, παρά μόνο μερικά δευτερόλεπτα από τη δωδέκατη ώρα. Πολλά μπορούσαν να είχαν γίνει ή να είχαν αποφευχθεί στους τρεις μήνες, που χάθηκαν! Γιατί, τάχα, έπρεπε να φθάσω στην Πελοπόννησο (στην Καλαμάτα) στις 27 Σεπτεμβρίου και να μην είχα βρεθεί εκεί, στο στρατηγείο του Άρη Βελουχιώτη, ένα ή δυο μήνες πριν, δηλαδή πριν χυθεί τόσο αίμα στον Πύργο και στην Βαρβάσαινα, στην Καλαμάτα, στον Μελιγαλά (και σε άλλες κωμοπόλεις και χωριά της περιοχής), στον Αχλαδόκαμπο, στους Γαργαλιάνους και στην Πύλο; Δεν χρειάσθηκε παρά η απλή παρουσία μου -χωρίς ελληνικές (κυβερνητικές) ή βρετανικές δυνάμεις- και η συνεργασία μου, ως υπουργού της κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας, με τον Άρη Βελουχιώτη, για να λυθεί η πολιορκία της Τριπόλεως από τον ΕΛΑΣ και να μη χυθεί ούτε σταγόνα αίματος στην Τρίπολη. Περιορίζομαι στη μνεία της άμεσης αυτής εμπειρίας μου, για να πω, βασισμένος σ’ αυτήν, ότι η ιδέα, που από τον Αύγουστο του 1943 είχαν υποστηρίξει τα «βουνά» (και είχα εγώ υιοθετήσει), να σχηματιζόταν από τότε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, με κλιμάκια υπουργών, που θα είχαν εγκατασταθεί στα «ελεύθερα βουνά», μπορούσε -αν είχε πραγματοποιηθεί- όχι μόνο να προλάβει πολλά δεινά, που εμεσολάβησαν ως την άνοιξη του 1944, αλλά και να αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Τότε, τον Αύγουστο του 1943, δεν είχε φταίξει το Κ.Κ.Ε. Είχαν φταίξει άλλοι, Έλληνες και ξένοι. Για τη μοιραία, όμως, καθυστέρηση των τριών μηνών, από το Συνέδριο του Λιβάνου ως τις 2 Σεπτεμβρίου 1944, έφταιξε η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. Το στάδιο που διανύσαμε ως κυβέρνηση στο Κάιρο και στην Ιταλία ήταν γεμάτο αγώνες, αλλά και θετικές προετοιμασίες. Το στάδιο που υποχρεώθηκα να διανύσω μόνος μου στην Πελοπόννησο ήταν ταυτόχρονα τραγικό και ηθικά ικανοποιητικό. Το τρίτο τέλος στάδιο που διανύσαμε πάλι όλοι μαζί ως κυ-

βέρνηση στην Αθήνα ήταν το οδυνηρότερο και μαρτυρικώτερο, αλλά και το εθνικά πιο σωτήριο στάδιο που έχει ποτέ διανύσει στην ιστορία μας κυβέρνηση ελληνική. Αισθάνομαι βαθιά, βαθύτατη, υπερηφάνεια που στους εφτά τελευταίους μήνες του 1944 συμμερίσθηκα τις ευθύνες του τότε πρωθυπουργού κ. Παπανδρέου και πήρα επάνω μου και ορισμένες ειδικώτερες ευθύνες, όπως την ευθύνη του σταματήματος της σφαγής στην Πελοπόννησο. Το στάδιο που πέρασε η κυβέρνηση Παπανδρέου στο Κάιρο και στην Ιταλία συνδέεται με πολλά σπουδαιότατα βήματα, όπως η συγκρότηση της Ορεινής Ταξιαρχίας μας που δημιουργήθηκε σε λίγες μέρες μέσ’ από το χάος και που μας χάρισε τη δόξα του Ρίμινι, συνδέεται όμως προπάντων μ’ ένα γεγονός, που η σημασία του για την ιστορία μας είναι ασύλληπτα μεγάλη, με το γεγονός ότι η Ελλάς απελευθερώθηκε με άμεση και φυσιολογικά αυτόματη παλιννόστηση του Εθνικού Κράτους -έστω και ως συμβόλου, δηλαδή έστω και χωρίς ουσιαστική εξουσία- στην ελληνική γη. Οι χειρισμοί που έγιναν για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα αυτό ήταν αφάνταστα δύσκολοι και τιμούν ιδιαίτερα τον κ. Παπανδρέου. Ο κ. Παπανδρέου ήταν βέβαιος -και την τέτοια πεποίθησή του την συμμεριζόμασταν και μερικοί άλλοι υπουργοί- ότι οι αντιπρόσωποι του ΕΑΜ θα έμπαιναν οπωσδήποτε στην Κυβέρνηση και ότι κάθε υποχώρηση στα νέα αιτήματα που ύστερ’ από το Λίβανο, καταπατώντας την υπογραφή τους, διατύπωναν θα σήμαινε ένα τραγικό εθνικό λάθος. Στις 4 Αυγούστου είχαμε ένα κρίσιμο και δραματικό υπουργικό συμβούλιο. Το ΕΑΜ, αφού την έπαθε σ’ όλα τ’ άλλα αιτήματα που επρόβαλε, ζήτησε -δήθεν σαν όρο απαραίτητο για να μπει στην Κυβέρνηση- την αλλαγή του Πρωθυπουργού. Το αίτημα ήταν καθαρά αντεθνικό και αντιαγγλικό. Αντεθνικό, γιατί η πρόθεση ήταν να αχρηστευθεί η μοναδική κυβερνητική ηγεσία που ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατή. Και αντιαγγλικό, γιατί η Αγγλική Κυβέρνηση

Όταν γυρίσαμε στο Κάιρο, άρχισε αμέσως να εκδηλώνεται η ασυνέπεια και η κακοπιστία των Εαμικών. Στις 8 Ιουνίου αποφασίσθηκε να συμπληρωθεί η κυβέρνηση χωρίς τους Εαμικούς. Εγώ πήρα δύο υπουργεία, το υπουργείο των Οικονομικών και το υπουργείο της «ανασυγκροτήσεως». Την ίδρυση του τελευταίου την εισηγήθηκα ο ίδιος.

143


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος με την απομάκρυνση του Πρωθυπουργού εκείνου που είχε προκαλέσει μιαν εμπιστοσύνη της Αγγλίας πανηγυρικά διατυμπανισμένη, θα ζημιωνόταν ηθικά στα μάτια του κόσμου. Ο κ. Παπανδρέου την ημέρα εκείνη δε μπορούσε να χειρισθεί μόνος του το ζήτημα παρά μόνο θέτοντας στη διάθεση όλων μας την παραίτησή του. Τρεις από τους υπουργούς άρχισαν να τη συζητούν. Όταν ήρθε η σειρά μου να μιλήσω, αποκάλυψα έντονα την παγίδα που έστηνε εκείνη τη στιγμή το ΕΑΜ και τόνισα ότι ο κ. Παπανδρέου δεν είχε το δικαίωμα να παραιτηθεί. Κι’ ο κ. Παπανδρέου έμεινε Πρωθυπουργός. Στις 2 Σεπτεμβρίου οι έξη αντιπρόσωποι του ΕΑΜ ορκίσθηκαν υπουργοί στην κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου, και δύο μέρες αργότερα ξεκινούσαμε όλοι για την Ιταλία. Ως την ημέρα που παράδωσα το υπουργείο των οικονομικών στον κ. Σβώλο και στον κ. Αγγελόπουλο, είχα καταρτίσει και δημοσιεύσει τον προϋπολογισμό του κράτους του εξωτερικού (τον πρώτο προϋπολογισμό που αφότου το κράτος εξορίσθηκε έξω από τη γη του δημοσιεύθηκε στους τρεις πρώτους μήνες του οικονομικού έτους), έβαλα μπροστά (βασισμένος στην έξοχη πρωτοβουλία του κ. Βαρβαρέσου, που το κύρος του στους οικονομικούς αγγλοσαξωνικούς κύκλους είναι τεράστιο) ορισμένες ενέργειες για την οικονομική ενίσχυση της Ελλάδος, προετοίμασα τη σταθεροποίηση της νέας δραχμής σε βάσεις κάπως διαφορετικές από κείνες που έθεσαν οι διάδοχοι μου στο υπουργείο, σε βάσεις που αποδείχθηκε ότι συμπίπτανε με το σχέδιο που και τα οικονομολογικά στελέχη του Κόμματός μας στην Αθήνα -οι κ.κ. Ιωάννης Κανελλόπουλος, Κυρ. Τζαννίδης, Δημ. Γαλάνης και Θεόδ. Χρηστίδης -είχαν προετοιμάσει, και- όπως βγαίνει κι από μια συνέντευξή μου που δόθηκε τον Ιούλιο στον «Ταχυδρόμο» της Αλεξανδρείας- συνύφανα την προετοιμασία για τη νομισματική σταθεροποίηση με τη μελέτη μερικών μέτρων για την προστασία των μικροκαταθετών και των ομολογιούχων εσωτερικών δανείων. Όταν εισηγήθηκε εδώ στην Αθήνα ο κ. Σβώλος στο υπουργικό συμβούλιο την απόφαση που ήταν αντίθετη στην τελευταία αυτή σκέψη, βρισκόμουν στην Αίγυπτο όπου είχα πεταχτεί το Νοέμβριο για επείγοντα ζητήματα του Ναυτικού, και όταν γύρισα η απόφαση είχε ληφθεί χωρίς την ψήφο μου. Τη στιγμή εκείνη δε θεώρησα σωστό να δημιουργήσω ζήτημα. Αφού έθιξα το ταξίδι μου στην Αίγυπτο τον περασμένο Νοέμβριο, πρέπει να πω ότι το ταξίδι αυτό το συνύ-

φανα και με την υποχρέωση που είχα να εκφράσω στην Αιγυπτιακή Κυβέρνηση την ευγνωμοσύνη του Ελληνικού Έθνους για τη φιλοξενία που σε κρίσιμες ώρες παραχώρησε στο εξόριστο ελληνικό κράτος. Ως υπουργός της «Ανασυγκροτήσεως», έχοντας γενικό γραμματέα τον κ. Τσέλλο που δέχθηκε να με βοηθήσει και μ’ αυτή την ιδιότητα, διαχειρίσθηκα πριν από την απελευθέρωση τις συνεννοήσεις με τον Εμ-Ελ (M.L.) και με το βαλκανικό τμήμα της Ούνρα (U.N.R.R.A.), πράμα που μου έδωσε την ευκαιρία να χαρώ τη φιλελληνική διάθεση των Άγγλων και Αμερικανών ηγετών των δυο αυτών οργανισμών, έθεσα τις βάσεις για μια πολύ ευεργετική για μας οικονομική και ηθική συναλλαγή Ελλάδος και Αιθιοπίας, βάσεις που δε θα μπορούσαν να τεθούν χωρίς τη βοήθεια του επιτετραμμένου της Αιθιοπίας στο Κάιρο κ. Tasfai Tagnegne και την αποστολή του στελέχους του κόμματός μας κ. Πέτρου Πετρίδη στην Αδίς Αμπέμπα και προπάντων, χωρίς το δοκιμασμένο έμπρακτο φιλελληνισμό του Αύτοκράτορος Χαϊλέ Σελασιέ, και όταν πλησίαζε η απελευθέρωση της χώρας μας ανάθεσα στον κ. Παν. Παπαληγούρα, στέλεχος του κόμματός μας, που αξιωματικός τότε ήρθε κρυφά στην υπόδουλη ακόμα Αθήνα για την εκτέλεση μιας επικίνδυνης στρατιωτικής αποστολής, την πρόσθετη εντολή να προετοιμάσει την οργάνωση του επισιτισμού. Και πραγματικά ο κ. Παπαληγούρας, που βρέθηκε πριν από την απελευθέρωση στην Αθήνα, ανάλαβε αμέσως μετά την απελευθέρωση επίτροπος για τα επισιτιστικά προβλήματα, και διορίσθηκε έπειτα γενικός γραμματεύς στο υπουργείο του Εφοδιασμού. Την απόφαση να εγκαταλείψω το υπουργείο «Ανασυγκροτήσεως» την είχα πάρει ήδη στην Ιταλία, όπου διαπίστωσα ότι το σοβαρώτατο αυτό συντονιστικό υπουργείο δε μπορούσε να γίνει ανεκτό από τους υπουργούς των παραγωγικών υπουργείων, που προτιμούσαν την ασυναρτησία από την οργάνωση και το συντονισμό. Και ουσιαστικά έπαψα να είμαι υπουργός της «Ανασυγκροτήσεως» από τη στιγμή που έφυγα από την Ιταλία για να πάω στην Πελοπόννησο. Όσοι δεν ανέλαβαν ευθύνας κατά την τραγικήν εκείνην φάσιν της παγκοσμίου και εθνικής μας ιστορίας κρίνουν εύκολα εκείνους που εθεωρήσαμεν καθήκον μας να αναλάβωμεν ευθύνας. Υπάρχει, βέβαια, το μέγα ηθικόν ερώτημα, εάν έχουν το δικαίωμα να κρίνουν, να κατακρίνουν και να καταδικάζουν

144


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

όσοι έμειναν μακράν των ευθυνών, εξασφαλίσαντες ενώπιον και των κατακτητών και των κομμουνιστών ένα ανετώτατον «άλλοθι». Αλλά παραμερίζω το ερώτημα τούτο δια να έλθω εις την ουσίαν. Πιστεύω ακραδάντως, ότι, όπως είχαν εξελιχθή τα πράγματα μέχρι του έτους 1944 -ύστερ’ από τόσας παραλείψεις και εσφαλμένας ενεργείας (κυριωτέρα των εσφαλμένων ενεργειών υπήρξεν η εκ μέρους των Άγγλων ενίσχυσις του ΕΛΑΣ με όπλα, πολεμοφόδια και χρήμα)-, δεν απέμενε, δια να σωθή η Ελλάς, και δια να επιστρέψη εις την γην της το νόμιμον Κράτος, άλλη λύσις από εκείνην, την οποίαν επέλεξεν εις τον Λίβανον ο Γεώργιος Παπανδρέου. Μη επιτρέπων εις τον εαυτόν μου να επηρεασθή από την σημερινήν μου αντίθεσιν προς τον συμπολίτην (και παλαιόν προσωπικόν φίλον) αρχηγόν της Ενώσεως Κέντρου, οφείλω να επαναλάβω και εδώ -όπως το έπραξα συχνά και από το βήμα της Βουλής-, ότι ο χειρισμός του Γ. Παπανδρέου, κατά την κρίσιμον εκείνην καμπήν της ιστορίας μας, ήτο ο καλύτερος δυνατός. Δεν λέγω τούτο μόνον, διότι συνεμερίσθην και γω τας εύθύνας του από του Μαΐου του 1944 μέχρι και του τέλους του φοβερού Δεκεμβρίου του αυτού έτους. Θα ήτο δυνατόν ευκόλως να ισχυρισθώ, ότι, όταν έφυγεν αιφνιδίως ο πρωθυπουργός Παπανδρέου από το Κάιρον, την 18ην Αυγούστου 1944, δια να συναντήση εις την Ιταλίαν τον Τσώρτσιλ, δεν είχε προειδοποιήσει τους συνεργάτας του και δεν συνεζήτησε μαζί μας τι θα έπρεπε να ειπή και να ζητήση. Οι Σοφοκλής Βενιζέλος, Αλ. Μυλωνάς και Κωνστ. Ρέντης εγένοντο τότε έξω φρενών (εν πολλοίς δικαίως) και εις μάτην επεχείρησα, μετά την επιστροφήν του Παπανδρέου (27 Αυγούστου), να συμβιβάσω τα πράγματα. Την 30ήν Αύγούστου εδημοσιεύθησαν τα διατάγματα της παραιτήσεως και των τριών και μάλιστα την στιγμήν ακριβώς, κατά την οποίαν -μετά μακράς και επιμόχθους συνεννοήσεις με τα βουνά- ανεμένοντο πλέον από ώρας εις ώραν, δια να μετάσχουν εις την Κυβέρνησιν, οι αντιπρόσωποι της ΠΕΕΑ, του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ Αλ. Σβώλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Νικ. Ασκούτσης, Άγγελος Αγγελόπουλος, Μ. Πορφυρογένης και Ζεύγος, οι δύο τελευταίοι εξέχοντα στελέχη του Κ.Κ.Ε. Έπραξαν, τάχα, καλά οι τρεις κορυφαίοι πολιτικοί και φίλοι μου, ως και ο μετά τινας ημέρας επίσης παραιτηθείς αγαπητός φίλος και σημερινός πολύτιμος συνεργάτης μου Σπύρος Θεοτόκης; Ο Σπ. Θε-

οτόκης -συχνά του λέγω τώρα, αστειευόμενος, ότι έχει ρεκόρ εις τας παραιτήσεις από αξιώματα, εις τα οποία άλλοι αγγιστρώνονται- εκινήθη εις την παραίτησίν του από άλλας σκέψεις, σκέψεις σοβαράς και σεβαστάς, τας οποίας, όμως, δεν συνεμερίσθην. Αλλά οι τρεις άλλοι διατί παρητήθησαν, αφού, εις το υπουργικόν συμβούλιον της 4ης Αύγούστου, είχαν φθάσει μέχρι του σημείου να θεωρήσουν αναγκαίαν (τουλάχιστον προς στιγμήν και πριν ακούσουν τας αντιθέτους γνώμας των άλλων μελών του υπουργικού συμβουλίου, μεταξύ των οποίων και εγώ) την παραίτησιν του Παπανδρέου, την οποίαν είχαν ζητήσει τα βουνά, δηλαδή οι κομμουνισταί και οι συνεργαζόμενοι μετ’ αυτών, δια να μετάσχουν της Κυβερνήσεως; Ορθώς, βέβαια, έκριναν οι τρεις πολιτικοί άνδρες, ότι η συμμετοχή αύτη ήτο ιστορικώς μοιραία. Αλλά διατί να παραιτηθούν -συμφωνούντες με τον έξω της Κυβερνήσεως ευρισκόμενον Ιωάννην Σοφιανόπουλον, με τον οποίον, ενώπιον και των τριών άλλων, είχον έντονους τότε συζητήσεις- την ώραν που οι κομμουνισταί είχαν αποσύρει το αίτημα της απομακρύνσεως του Παπανδρέου και είχαν τηλεγραφήσει ότι έρχονται; Τους επηρέασε, τάχα, μόνον και μόνον η στάσις του Παπανδρέου απέναντί των, όταν έφυγε δια να συναντήση τον Τσώρτσιλ χωρίς να προσυνεννοηθή, και όταν, επιστρέψας, δεν ανεκοίνωσεν όλα όσα συνεζητήθησαν και απεφασίσθησαν; Δεν δικαιούμαι να ισχυρισθώ, ότι η στάσις αυτή δεν ήτο φυσικόν να τους στενοχωρήση. Επρόκειτο περί κορυφαίων πολιτικών, προς τους οποίους ωφείλετο ανεπιφύλακτος εμπιστοσύνη. Ήτο, όμως, ορθόν να εγκαταλείψουν την Κυβέρνησιν εις μίαν τόσον κρίσιμον ώραν της εθνικής μας ιστορίας; Η ψυχική των κόπωσις και η ηθική των αντίδρασις λόγω της συμπεριφοράς του πρωθυπουργού έδρασαν, ίσως, μέσα των ως κίνητρα ισχυρότερα από κάθε άλλην πολιτικήν σκέψιν. Αφήνω, λοιπόν, το ζήτημα ανεξέταστον. Εφ’ όσον εγώ έμεινα εις την Κυβέρνησιν, το υποκειμενικόν αυτό στοιχείον με εμποδίζει να επιχειρήσω μίαν πράγματι δικαίαν κρίσιν και πλήρως αντικειμενικήν εκτίμησιν της στάσεως των Βενιζέλου, Μυλωνά και Ρέντη. Ό,τι, όμως, και εάν έλεγεν ο Γ. Παπανδρέου εις τον Τσώρτσιλ, είμαι σχεδόν βέβαιος, ότι δεν θα τον έπειθε (αλλ’ αγνοώ, εάν το επεχείρησε) να στείλη δια την απελευθέρωσιν της Ελλάδος η, μετά την άνευ

145


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος πιέσεως μοιραίαν αποχώρησιν των Γερμανών, σοβαράς συμμαχικάς δυνάμεις δια την εξουδετέρωσιν οιασδήποτε πραξικοπηματικής ενεργείας του Κ.Κ.Ε. προς κατάληψιν της πανελλαδικής εξουσίας. Το μέγιστον μέρος της ελληνικής υπαίθρου ηλέγχετο ήδη υπό του ΕΛΑΣ - ΕΑΜ, ήτο δε ψυχολογικώς και ηθικώς (αλλά και από απόψεως τακτικής) αδύνατον να άφηναν οι δυτικοί σύμμαχοι τα Τάγματα Ασφαλείας να αναλάβουν (και εάν ακόμη είχαν πιθανότητα επιτυχίας) ό,τι δεν κατώρθωσαν Γερμανοί και Ιταλοί μαζί, δηλαδή την εκκαθάρισιν της υπαίθρου από τας δυνάμεις του κομμουνισμού, χωρίς να εισβάλη σοβιετικός στρατός από την Βουλγαρίαν, βοηθούμενος ενδεχομένως και από βουλγαρικάς και γιουγκοσλαυικάς δυνάμεις. Πώς θα έπειθαν ο Τσώρτσιλ και ο Ρούσβελτ (και αν ακόμη θα ήσαν διατεθειμένοι να επιχειρήσουν τούτο) τον Στάλιν, να απόσχη κάθε ενεργείας εις την Ελλάδα, εάν άφηναν τα Τάγματα Ασφαλείας να αντιπαραταχθούν εις τον ΕΛΑΣ; Η αντικειμενική, λοιπόν, κατάστασις ήτο η εξής: Το μέγιστον τμήμα του Ελληνικού εδάφους ευρίσκετο υπό τον έλεγχον του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν, κατά το θέρος και τας αρχάς του φθινοπώρου 1944, εμπλακή εις τόσον κρίσιμους επιχειρήσεις εις την Γαλλίαν και την Ιταλίαν (φυσικά, και εις τον απέραντον Είρηνικόν), ώστε -ευτυχώς δια το όνομα και την τιμήν της Ελλάδος- είχον ανάγκην (όπως απεδείχθη, ολίγας εβδομάδας μετά την συνάντησιν Τσώρτσιλ - Παπανδρέου) και αυτής της υπό τον Θρ. Τσακαλώτον Ελληνικής Ταξιαρχίας δια να εκπορθήσουν το Ρίμινι, καθώς και των ναυτικών και αεροπορικών μονάδων μας. Ούτε, λοιπόν, αι μικραί ελληνικαί δυνάμεις ήτο δυνατόν να χρησιμοποιηθούν αμέσως δια την επέμβασιν εις την Ελλάδα άμα τη ενάρξει της συμπτύξεως των Γερμανών. Μόνον ο αριθμητικώς ανεπαρκής ηρωικός Ιερός Λόχος εχρησιμοποιήθη αμέσως εις την Ελλάδα, αλλά ειδικώτερον -και τούτο ήτο απαραίτητον- εις τας νήσους του Αιγαίου. Υπήρχον, βέβαια, μικραί ακόμη ελληνικαί μονάδες εις την Αίγυπτον. Η από απόψεως ηθικού και εθνικού πείσματος αρτιωτέρα ήτο το σύνταγμα χωροφυλακής υπό τον συνταγματάρχην Κινινήν. Αλλά και εάν ακόμη εχρησιμοποιούντο αι μονάδες αυταί αμέσως (και είναι άγνωστον εις εμέ διατί δεν εστάλησαν πάραυτα, μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου, εις την Πελοπόννησον ή τουλάχιστον, μετά τα μέσα Οκτωβρίου, εις τας απελευθερωθείσας Αθήνας), είναι απολύτως βέβαιον, ότι θα ήτο

αδύνατον να εξασφαλίσουν την παράδοσιν της χώρας εις το νόμιμον Κράτος. Χίλιοι ή χίλιοι πεντακόσιοι άνδρες, με στοιχειώδη ατομικόν οπλισμόν, δεν αρκούσαν δια να επιδιώξουν καν τον στόχον αυτόν. Η άμεσος, άλλως τε, σύγκρουσις με τας δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήτο άντικρυς αντίθετος και προς την πολιτικήν γραμμήν των δυτικών συμμάχων (ιδία και κατ’ εξοχήν του Ρούζβελτ ), οι οποίοι είχον αποσπάσει την συμφωνίαν του Στάλιν να επιληφθούν αποκλειστικώς αυτοί των ελληνικών πραγμάτων υπό την αυτονόητον προϋπόθεσιν, ότι δεν θα εκτυπούσαν, άνευ προκλήσεως, τον ΕΛΑΣ ή δεν θα άφηναν ελευθέραν την εξόριστον Ελληνικήν κυβέρνησιν να επιχειρήση (πράγμα που και πρακτικώς θα ήτο αδύνατον) την αποκατάστασίν της εις την Ελλάδα εις πείσμα του ΕΛΑΣ. Δεν ισχυρίζομαι, λοιπόν, κάτι το παράδοξο ή μειωτικό για το ΚΚΕ, όταν λέω, ότι πρόθεση και ελπίδα των βασικών ιδρυτών και οργανωτών του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ ήταν η μεταπελευθερωτική επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Όσοι, όμως, πολεμούσαμε τον εχθρό, χωρίς να έχουμε κομμουνιστικές πεποιθήσεις, ήταν επίσης φυσικό να ελπίζουμε, ότι θα εγκαθιδρυόταν, μετά την απελευθέρωση, μια φιλελεύθερη Δημοκρατία (ξεπερασμένη για το πνεύμα των κομμουνιστών, όχι όμως για το δικό μας πνεύμα). Ήταν, μ’ άλλα λόγια, φυσικό να μη μπορούμε να βοηθήσουμε το ΚΚΕ στην πραγματοποίηση των δικών του μεταπελευθερωτικών βλέψεων. Δεν απεκλείσαμε όλοι, ούτε στο πρώτο έτος της Κατοχής, τη συνεργασία με το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ, όμως, δεν επιθυμούσε πραγματική συνεργασία, συντονισμένη παράλληλη δράση. Επιθυμούσε την υπαγωγή μας στην οργάνωση, που εκείνο είχε ιδρύσει, στο ΕΑΜ. Δύσκολον, σχεδόν αδύνατον, ήτο να αποφευχθή ή να διαμορφωθή καλύτερα και αυτή ακόμη η συμφωνία της Καζέρτας. Ούτε ο Γ. Παπανδρέου, ούτε ο Ναπολέων Ζέρβας, ούτε οι κορυφαίοι Βρετανοί που την υπέγραψαν ήτο δυνατόν να δώσουν εις την περίφημον εκείνην συμφωνίαν περιεχόμενον ουσιωδώς διάφορον εκείνου, το οποίον αι περιστάσεις επέβαλον να έχη. Δικαιούμαι να ισχυρισθώ τούτο με απόλυτον ελευθερίαν κρίσεως, δεδομένου ότι όχι μόνον δεν συνέβαλα, έστω και εμμέσως, εις την συμφωνίαν αυτήν, αλλά -όταν έφθασαν εις την Ιτα-

146


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

λίαν ο Ζέρβας και ο Σαράφης και εγένοντο αι διαπραγματεύσεις- είχα ήδη φύγει, κατευθυνόμενος εις την Ελλάδα. Η συμφωνία της Καζέρτας συνήφθη και υπεγράφη την 26ην Σεπτεμβρίου 1944, δηλαδή την ημέραν, κατά την οποίαν έφθανα εις τα Κύθηρα. Και φέρει η συμφωνία τας υπογραφάς αφ’ ενός μεν του στρατηγού Η. Maitland Wilson, αρχιστρατήγου των συμμαχικών δυνάμεων εις το θέατρον της Μεσογείου, και του Η. G. Macmillan, Βρετανού υπουργού δια τα θέματα της Μεσογείου (του μετά ταύτα πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας), αφ’ ετέρου δε του Γεωργίου Παπανδρέου, πρωθυπουργού της Ελλάδος, του Σ. Σαράφη και του Ναπ. Ζέρβα. Επί του περιεχομένου της συμφωνίας, κατόπιν εντολής του Βρετανού αρχιστρατήγου, με κατετόπισεν ο λοχαγός Gibson εις την Καλαμάτα. Με άλλας λέξεις, όταν εξεκίνησα δια την Πελοπόννησον -την περιοχήν της Ελλάδος, όπου κατ’ εξοχήν εσημειούντο, εις βάρος χιλιάδων, σφαγαί και απαγωγαί εκ μέρους του ΕΛΑΣ- η εντολή, την οποίαν είχα λάβει, ήτο αόριστος, άδηλος. Θα έπρεπε να κάμω ό,τι θα μου υπηγόρευεν ο Θεός. Διατί, λοιπόν, εδέχθην να αναλάβω την τοιαύτην αποστολήν; Εδέχθην, διότι, απλούστατα, κάποιος Έλλην έπρεπε να επιχειρήση ό,τι επεχείρησα εγώ. Άφθονον αίμα Ελλήνων έρρεεν εις την Πελοπόννησον. Εάν εξαρτούσα την ανάληψιν της αποστολής μου από την εξασφάλισιν των μέσων -σοβαρών βρετανικών δυνάμεων- που θα καθιστών εκ προοιμίων δυνατήν την επιτυχή εκπλήρωσίν της, δεν θα μετέβαινα ποτέ εις την Πελοπόννησον και ποιος ξέρει τι θα εγίνετο ακόμη μετά την 27ην Σεπτεμβρίου! Η συμφωνία της Καζέρτας και η ενσωματωθείσα εις αυτήν πρώτη βασική διαταγή του στρατηγού Scobie προέβλεπον εν γενικαίς γραμμαίς τα εξής: Όλαι αι ανταρτικαί δυνάμεις, αι δρώσαι επί του ελληνικού εδάφους, τίθενται υπό τας διαταγάς «της Ελληνικής Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος». Η Ελληνική Κυβέρνησις θέτει τας δυνάμεις αυτάς υπό τας διαταγάς του στρατηγού Scobie. Ειδικώς ως προς τας Αθήνας, ουδεμία ενέργεια επιτρέπεται άνευ αμέσου διαταγής του στρατηγού Scobie. Τα Τάγματα ασφαλείας χαρακτηρίζονται ως όργανα του εχθρού. Εφ’ όσον δεν θα παραδίδωνται, θα τυγχάνουν της μεταχειρίσεως εχθρικών σχηματισμών. Ο στρατηγός Ζέρβας θα εξακολουθήση να δρα εντός των εδαφικών ορίων της συμφωνίας της Πλάκας. Ο στρατη-

γός Σαράφης (δηλαδή, ο ΕΛΑΣ) θα εξακολουθή να δρα εις τα υπόλοιπα τμήματα της Ελλάδος εξαιρέσει της Αττικής, όπου άπασαι αι δυνάμεις τίθενται υπό τας διαταγάς του στρατηγού Π. Σπηλιωτοπούλου, της Πελοποννήσου, όπου αι δυνάμεις θα είναι υπό τας διαταγάς αξιωματικού υποδεικνυομένου υπό του στρατηγού Σαράφη (του αρχηγού του ΕΛΑΣ) μετά συμφωνίαν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, «εις επόμενον δε στάδιον και της Θράκης (περιλαμβανομένης της Θεσσαλονίκης)», όπου τον στρατιωτικόν διοικητήν θα ορίση η Ελληνική Κυβέρνησις. Η τελευταία αυτή εξαίρεσις -περιεχομένη, όπως και αι δύο άλλαι, εις την διαταγήν του Scobie που ενεσωματώθη εις την συμφωνίαν της Καζέρτας -ήτο πολύ ασαφής. Όχι, όμως, ολιγώτερον ασαφής ήτο και η σχετική προς την Πελοπόννησον φράσις. Ουσιαστικώς αφέθη και η Πελοπόννησος εις την δικαιοδοσίαν του ΕΛΑΣ, με την μοναδικήν διαφοράν, ότι ο αρχηγός αυτού στρατηγός Σαράφης θα έπρεπε να ορίση τοπικόν στρατιωτικόν διοικητήν, τον οποίον θα ενέκρινε και η κυβέρνησις Παπανδρέου εις την Ιταλίαν. Εγώ, όμως, είχα ήδη φθάσει εις την Πελοπόννησον την επομένην της υπογραφής της συμφωνίας της Καζέρτας και νέος διοικητής δεν είχεν ορισθή υπό του Σαράφη, ούτε ωρίσθη (δεν ειδοποιήθην πάντως εγώ, ότι ωρίσθη) κατά το διάστημα των δραματικών ημερών (27 Σεπτεμβρίου έως 17 Οκτωβρίου), τας οποιας έζησα εις την Πελοπόννησον. Αμετακίνητος ήτο, κατά το διάστημα τούτο, ως στρατιωτικός αρχηγός ο Άρης Βελουχιώτης. Σαφής και ευθέως αποτελεσματική υπήρξε κατ’ ουσίαν μόνον η παράγραφος της ενσωματωθείσης εις την συμφωνίαν της Καζέρτας διαταγής του Scobie, η οποία ανεγνώριζε τον στρατηγόν Π. Σπηλιωτόπουλον αποκλειστικώς αρμόδιον δια την Αττικήν. Η παράγραφος αυτή -μαζί με το σημείον της συμφωνίας που ώριζεν, ότι ουδεμία ενέργεια επιτρέπεται εις τας Αθήνας άνευ αμέσου διαταγής του στρατηγού Scobie- κατέστη η ουσιαστική και νομική προϋπόθεσις της σωτηρίας της Ελλάδος. Αντικειμενικώς κρίνων τας πράξεις άλλων, εις τας οποίας ουδεμίαν είχα ανάμιξιν, νομίζω, ότι πρέπει να θεωρήσω την μοιραίαν, υπό τας κρατούσας τότε περιστάσεις, συμφωνίαν της Καζέρτας -εντός του πλαισίου της όποιας υπεχρεώθην να κινηθώ κατά την διαμονήν μου εις την Πελοπόννησον- ως φωτιζομένην, έστω και κατά τρόπον θαμβόν, από τας σωτηρίους διατάξεις περί Αθηνών και Αττικής.

147


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Επιστροφή στην Ελλάδα

Wilson να στείλει μονάχο του έναν άνθρωπο, έναν Έλληνα, έναν υπουργό. Πρώτ’ απ’ όλα, και αν ήθελε Πώς πήγα στην Πελοπόννησο; Λίγο ύστερ’ από την να στείλει στρατεύματα, δεν είχε εκείνη τη στιγμή διάφιξη του Πρωθυπουργού και όλων των μελών του αθέσιμα, γιατί τον περασμένο ακριβώς Σεπτέμβριο υπουργικού Συμβουλίου στην Ιταλία -στην Cava dei σημειωνόταν η ολοκλήρωση της μεγάλης στρατιωτιTireni, πλάι στο Salerno- το Βρεττανικό Στρατηγείο κής ενέργειας στη Γαλλία, κι όσο για τις επιχειρήσεις Δυνάμεων Μεσογείου, που είχε εκεί πλάι την έδρα στην Ιταλία, αυτές περνούσαν ξαφνικά μια κρίσιμη του, μας ειδοποιεί ότι άρχισε η οριστική εκκένωση και επικίνδυνη καμπή στην περιοχή του Ρίμινι. Αλλά της Ελλάδος από τους Γερμανούς. Ο στρατηγός και αν είχε ο στρατηγός Wilson κι έστελνε στρατεύWilson, ο Έλλην Πρωθυπουργός και ο πρεσβευ- ματα στην Πελοπόννησο, αυτό δε θα σήμαινε για τής της Μεγάλης Βρεττανίας κ. Leeper σκέφθηκαν τα μάτια του παγκοσμίου κοινού και για την ιστορία πολύ σωστά ότι και πριν από την απελευθέρωση την ελεύθερη επιστροφή του ελληνικού κράτους στη των Αθηνών όπου θα πήγαινε αμέσως ολόκληρη γη του, αλλά θα σήμαινε κάτι άλλο. Άλλωστε, σωη Κυβέρνηση θα έπρεπε να σταλούν κυβερνητικοί στά σκέφθηκε ο αρχιστράτηγος Wilson ότι και ένας αντιπρόσωποι, προπάντων υπουργοί, στις διάφο- άνθρωπος μόνος του μπορούσε εκείνη τη στιγμή, ρες περιοχές που θ’ απελευθερώνονταν. Ο πρώτος αν ήξερε να κάνει το χρέος του, να πετύχει όσα θα κλήρος έλαχε σε μένα. Η ξαφνική εκκένωση ορισμέ- πετύχαιναν με την ένοπλη παρουσία τους τα στρανων τμημάτων της Πελοποννήσου είχε προκαλέσει τεύματά του. Τι έπρεπε εκείνη την ώρα να πετύχει τραγικά γεγονότα στην Καλαμάτα, στο Μελιγαλα, ο άνθρωπος που θα πήγαινε; Ποια ήταν η πολιτική στους Γαργαλιάνους, στον Πύργο. Η Πελοπόννη- των δυο κυβερνήσεων, της βρεττανικής και της ελσος, που και ολόκληρο χρόνο πριν αρχίσει η εκκέ- ληνικής, και η τακτική του Ανωτάτου Στρατηγείου; νωση, είχε παρουσιάσει τραγικά συμπτώματα εμ- Ποιες ήταν, μ’ άλλα λόγια, οι οδηγίες που πήρε ο άνθρωπος που πήγε φύλιων σπαραγμών και στην Πελοπόννησο; είχε καεί από Γερμανούς Η εντολή που πήρε ο άνθρω- Ο στρατός του ΕΛΑΣ είχε και Έλληνες, πνίγηκε κυτμήμα ριολεκτικά στο αίμα σε πος που πήγε στην Πελοπόννησο χαρακτηρισθεί του συμμαχικού στραόσα τμήματα της εγκαταλείπονταν ξαφνικά από ήταν να σταματήσει το αιματοκύλι- τού και ο Άρης Βελουτους Γερμανούς. Τα Τάγ- σμα, να πιάσει από το χέρι όσους χιώτης ως διοικητής της Μεραρχίας του ΕΛΑΣ ματα Ασφαλείας Καλαμών και Πύργου έκαναν έσφαζαν και να τους εμποδίσει να στην Πελοπόννησο δεχόταν εντολές από τον την αφροσύνη να προ- σφάζουν. αρχιστράτηγο Wilson. Τα βάλουν αντίσταση στους Τάγματα Ασφαλείας που αντάρτες του ΕΛΑΣ, κι έτσι μετά τη συντριπτική ήττα τους που σημειώθηκε είχαν πολλές φορές αποκηρυχθεί και που στο τέσε τέσσερις πόλεις της Πελοποννήσου (στην Καλα- λος τα μέλη τους είχαν κληθεί από την Ελληνική Κυμάτα, στον Πύργο, στους Γαργαλιάνους και στο Με- βέρνηση να εγκαταλείψουν τις γραμμές τους για να λιγαλά), το κακό των σφαγών, του λυντζαρίσματος βρουν διέξοδο χτυπώντας τούς Γερμανούς ή έστω και του τεμαχισμού ανθρώπων δεν ξέσπασε μόνον απέχοντας από το να τους βοηθούν, είχαν κηρυχθεί εις βάρος αυτών, αλλά ξέσπασε και εις βάρος εκατο- από τους Συμμάχους σχηματισμοί εχθρικοί που, ντάδων αθώων εθνικοφρόνων πολιτών. Οι ειδήσεις ωστόσο, επειδή απαρτίζονταν από Έλληνες, αποαυτές, που τις έλαβε το Βρεττανικό Στρατηγείο συ- φασίστηκε να κληθούν με τον ομαλότερο και απανυφασμένες με την είδηση ότι οι Γερμανοί αρχίζουν λότερο τρόπο να παραδοθούν. Η εντολή που πήρε την εκκένωση της Πελοποννήσου, έκαναν τον αρ- ο άνθρωπος που πήγε στην Πελοπόννησο ήταν να χιστράτηγο Wilson να θεωρήσει αναγκαία τη μετά- σταματήσει το αιματοκύλισμα, να πιάσει από το χέρι βαση στην Πελοπόννησο ενός υπουργού. Γιατί δεν όσους έσφαζαν και να τους εμποδίσει να σφάζουν, έστελνε στρατεύματα και πρότεινε να σταλεί μόνον να πείσει τα υπόλοιπα Τάγματα Ασφαλείας, όσα δεν ένας άνθρωπος; Σωστά σκέφθηκε ο αρχιστράτηγος είχαν ακόμη εξολοθρευθεί, να παραδοθούν ομαλά,

148


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

εξασφαλίζοντας στα μέλη τους (ως την ήμέρα που το νόμιμο κράτος θ’ αποφάσιζε ποιοι θα δικάζονταν) τη ζωή και την τιμή τους, να λάβει, τέλος, ασκώντας όχι μόνον κυβερνητικά, αλλά και νομοθετικά, ακόμα και συντακτικά δικαιώματα, όλα τα μέτρα εκείνα που αυτός μόνος του, χωρίς όργανα και υπαλλήλους, μέσα στο χάος, θα έκρινε αναγκαίο και θα μπορούσε να λάβει. Αυτά τάχθηκε να κάνει ο άνθρωπος που πήγε στην Πελοπόννησο. Και την ίδια μέρα που μερικοί Βρεττανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν στον Άραξο (κοντά στην Πάτρα, όπου ήταν ακόμα οι Γερμανοί), ο άνθρωπος, που διαλέχθηκε να πάει στην Πελοπόννησο, κατευθυνόταν στην Καλαμάτα, στην αντίθετη άκρη, εκεί όπου, λίγες μέρες πριν, είχαν σκοτωθεί και σφαγεί εκατοντάδες άνθρωποι και όπου δεν υπήρχε ούτε ίχνος αγγλικού στρατού. Στο Βρεττανικό Στρατηγείο, στην Ιταλία, με κάλεσαν ξαφνικά ένα βράδυ. Στο πρόσωπό μου είχε συμπέσει η εκλογή όλων, των αρμόδιων του αγγλικού Στρατηγείου, του Έλληνος Πρωθυπουργού και των άλλων συναδέλφων μου. Ήμουν βαθύτατα ευτυχής για την τιμή που μου γινόταν. Τάχθηκα να είμαι ο πρώτος υπουργός που θ’ άγγιζε το πόδι του στο άγιο χώμα της Ελλάδος. Το βράδυ που με κάλεσαν στο Βρεττανικό Στρατηγείο μου είπαν ότι την άλλη μέρα πρέπει να φύγω. Ρώτησα ποιοι θα ’ρθουν μαζί μου. Μου σύστησαν έναν Άγγλο ταγματάρχη, τον κ. Christie-Miller, που μου τον έδιναν ακόλουθό μου και σύνδεσμο με το Βρεττανικό Στρατηγείο, ένα σεμνότατο Ιρλανδό που με βοήθησε ψυχικά πολύ. Ρώτησα αν το μέσο μεταφοράς μου στην Ελλάδα επιτρέπει να πάρω μαζί μου δυο-τρεις Έλληνες βοηθούς. Μου είπαν ναι. Τότε διάλεξα για άμεσο συνεργάτη μου τον σμήναρχο κ. Βήλο και για βοηθούς και γραμματείς δυο άλλους αξιωματικούς. Οι τέσσερες αυτοί άνθρωποι ήταν το εκστρατευτικό σώμα που με τη βοήθειά του τάχθηκα να κάνω απόβαση στην Πελοπόννησο. Ως πολιτικός αντιπρόσωπος των δύο Κυβερνήσεων, της ελληνικής και της βρεττανικής, δεν είχα άλλη εκλογή. Ούτε, όμως, η πραγματικότητα δεν μου έδινε το δικαίωμα να διαλέξω άλλο δρόμο. Ούτε, φυσικά, η συνείδησή μου. Δυο ώρες πριν φθάσω στην Καλαμάτα έγιναν σφαγές στην Πύλο. Η Τρίπολη ήταν πολιορκημένη από μεγάλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που αφού είχαν αφανίσει τα Τάγματα Ασφα-

Στα Κύθηρα, έμεινα μόνο μια νύχτα. Οι Άγγλοι, που ήταν εκεί, με κατατόπισαν στην τραγωδία που από στιγμή σε στιγμή μπορούσε να ξεσπάσει στην Τρίπολη. Η Τρίπολη, που μέσα της ήταν οχυρωμένο το τάγμα Ασφαλείας του συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα με δυο χιλιάδες άνδρες, ήταν πολιορκημένη από τα περισσότερα τμήματα της Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, και αν άρχιζε το τουφεκίδι η πόλη θα καιγόταν και χιλιάδες θα ήταν τα θύματα. Ζήτησα να πάω στο Γύθειο κι’ από κει μέσω Σπάρτης στην Τρίπολη. Αυτό ήταν αδύνατο, γιατί ο κόλπος της Λακωνίας δεν είχε ακόμα καθαρισθεί από τις νάρκες. λείας, Καλαμών, Πύργου, Μελιγαλά, ήσαν έτοιμες να επιτεθούν και να πυρπολήσουν την καρδιά του Μωρηά. Χιλιάδες άνθρωποι - ελάχιστοι δοσίλογοι και αμέτρητοι αθώοι και γνήσιοι Έλληνες- ήσαν στις φυλακές. Άλλοι είχαν καταδικασθεί σε θάνατο και θα τυφεκίζονταν, άλλοι θα περνούσαν τις μέρες εκείνες από δίκη και ο καθένας μέσ’ στις φυλακές ήταν εκτεθειμένος στον κίνδυνο να πέση θύμα των σκηνοθετημένων λαϊκών εξεγέρσεων. Τι έπρεπε, λοιπόν, να κάνω, όταν έπεσα σ’ αυτό το χάος; Η κριτική είν’ ελεύθερη να λέη ό,τι θέλει. Η πράξη δεν ήταν ελεύθερη. Ήταν μια και μοναδική. Έπρεπε, απλούστατα, να σταματήση το κακό. Κι η πράξη αυτή, το σωτήριο σταμάτημα, σημειώθηκε. Από τις 27 Σεπτεμβρίου, τ’ απόγευμα, τα κορμιά των ανθρώπων στον κατακαημένο Μωρηά ανακτήσανε το δικαίωμα να μείνουν ακέραια. Όσοι είχαν καταδικασθεί σε θάνατο και δεν είχαν ακόμα εκτελεσθεί, εσώθηκαν. Εκατοντάδες φυλακισμένοι ελευθερώθηκαν.

149


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Η Τρίπολη, που θα καιγόταν, σώθηκε ύστερ’ από μια δραματική προσπάθεια, που έπιασε δυο ημερονύχτια. Κι’ απ’ αυτό το Τάγμα του Παπαδόγκωνα μισός δεν έπαθε τίποτα και μεταφέρθηκαν όλοι σώοι στις Σπέτσες κι από εκεί στην Αθήνα. Την 26ην Σεπτεμβρίου έφθασα εις τα Κύθηρα. Μαζί μου, εκτός του Βρετανού ταγματάρχου, ήσαν ο τότε σμήναρχος Π. Βήλος (ο μετά ταύτα υποπτέραρχος και υφυπουργός αεροπορίας ), ο τότε ίλαρχος Ανδρέας Σάνδρης ως υπασπιστής μου, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Δημ. Κωστόπουλος ως βοηθός υπασπιστής, καθώς και ο τότε λοχαγός Ταξιάρχης Μπούρας (νυν συνταγματάρχης ε.α.) επί κεφαλής επτά ανδρών! Την 27ην Σεπτεμβρίου, επιβαίνοντες βρετανικής τορπιλλακάτου, προσηγγίσαμεν, μετά φοβεράν τρικυμίαν περί τόν Μαλέαν και αφού εγλυτώσαμε από τας γερμανικάς νάρκας του Μεσσηνιακού κόλπου (λόγω ακριβώς του πλήθους των ναρκών, δεν έπρεπε το αντιτορπιλλικόν, πολύ μεγαλυτέρου εκτοπίσματος, να εκπληρώση, έως εκεί την αποστολήν του), εις την Καλαμάτα (και συνεκινήθην, όταν είδα να με υποδέχεται ο αδελφικός μου φίλος διευθυντής Τραπέζης Λάμπης Χαραλάμπης). Εκεί είχε φθάσει την προηγουμένην ημέραν -κατόπιν επειγούσης επικλήσεως που είχεν απευθύνει ραδιοτηλεγραφικώς ο βρετανός αξιωματικός πληροφοριών λοχαγός Gibson, ευρεθείς προ του χάους και του ρέοντος αφθόνου αίματος χιλιάδων Ελλήνων- ο αντισυνταγματάρχης των καταδρομών Todd (απεστρατεύθη μετά τον πόλεμον ως ταξίαρχος) με εικοσιεπτά Βρετανούς άνδρας. Η μικρά δύναμις καταδρομών που είχε φθάσει, εις τα Κύθηρα είχε τακτικήν αποστολήν να κατευθυνθή εις τας Σπέτσας και απ’ εκεί, όταν θα απεσύροντο οι Γερμανοί από την Κόρινθον (όπου, όταν έφθασα εις την Πελοπόννησον, ευρίσκοντο ακόμη ), να θέση πόδα εις την Μεγαρίδα και την Αττικήν. Έπεισα τον Todd να μη επιστρέψη, ως ώφειλεν, εις τα Κύθηρα και να έλθη μαζί μου, εις το εσωτερικόν της Πελοποννήσου, με τους 27 άνδρας του. Ο αρχιστράτηγος Wilson μού είπεν αργότερα, εις τας Αθήνας, ότι συνεχάρη τον Todd δια την πρωτοβουλίαν του, η οποία, επειδή ακριβώς αντέκειτο εις τας διαταγάς που είχε λάβει, ήτο αξία συγχαρητηρίων. Στις 27 Σεπτεμβρίου πήγα με μιαν αγγλική τορπιλλάκατο στην Καλαμάτα, όπου έπρεπε άλλωστε, ύστερ’ από το κακό που είχε γίνει, να πάω οπωσδή-

ποτε για να μειώσω λιγάκι την τραγική ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί και να πραΰνω τις καρδιές. Στην Καλαμάτα έφτασα τ’ απόγευμα της 27ης Σεπτεμβρίου. Μισή ώρα ύστερ’ από την άφιξή μου μίλησα σε μια συγκέντρωση, που είχε προετοιμασθεί για την επέτειο του ΕΑΜ, μα που μετά την είδηση ότι έφτασα τετραπλασιάσθηκε σε όγκο γιατί ήρθαν να μ’ ακούσουν όλοι οι κάτοικοι των Καλαμών. Μίλησα με συγκίνηση πατριωτική, έδωσα τον τόνο της εθνικής ενότητας και της οικουμενικότητας που ήταν άλλωστε ενσαρκωμένη στην ελληνική κυβέρνηση και προσπάθησα με κάθε τρόπο να μαλάξω τις καρδιές. Στον τόνο αυτόν τύπωσα, άλλωστε, και μια προκήρυξη που απευθύνθηκε εκ μέρους μου στον Πελοποννησιακό λαό. Μετά την ομιλία μου το πρώτο μου μέλημα ήταν, αφού δεν είχα τα μέσα να φύγω νύχτα για την Τρίπολη, να ειδοποιήσω τον Άρη Βελουχιώτη να κατεβεί αμέσως στην Καλαμάτα για ν’ αναστείλω έτσι με την απουσία του την άμεση επιθετική ενέργεια που θάκαιγε την Τρίπολη. Πριν φτάσει η ειδοποίησή μου, ο Άρης Βελουχιώτης με πρωτοβουλία δική του, μαθαίνοντας ότι είχα φτάσει στην Καλαμάτα, ξεκίνησε για να με βρει. Στις 28 Σεπτεμβρίου, τα ξημερώματα, έφτασε κοντά μου, συνοδευμένος από αξιωματούχους του ΕΑΜ Πελοποννήσου και από κάμποσους μαυροσκούφηδες σωματοφύλακες. Του είπα ότι η μάχη στην Τρίπολη δε θα γίνει. Μου απάντησε, αφού μου δήλωσε ότι υπακούει στην Εθνική Κυβέρνηση, ότι το καλύτερο είναι να πάω αμέσως μαζί του έξω από την Τρίπολη για να ιδώ μόνος μου αν μπορεί ν’ αποφευχθεί η μάχη. Του είπα, ότι οι εκτελέσεις εκείνων που τα στρατοδικεία του έχουν καταδικάσει σε θάνατο, πρέπει να σταματήσουν. Μου απάντησε, ότι μόλις άκουσε ότι φτάνω στην Πελοπόννησο έδωσε μόνος του την εντολή για το σταμάτημα. Του είπα, ότι τα στρατοδικεία του και τα Λαϊκά Δικαστήρια θα πάψουν να δικάζουν πολίτες για πολιτικά αδικήματα. Μου είπε ότι θα συμμορφωθεί στην επιθυμία μου. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Δε βρήκα στην Καλαμάτα και σε καμιάν άλλη πόλη της Πελοπονήσου, εκτός από την Πάτρα, ούτε χωροφυλακή, ούτε συγκροτημένες δημόσιες υπηρεσίες, ούτε τίποτα. Δε βρήκα παρά μόνο τον πάνοπλο ΕΛΑΣ, το οπλισμένο και οργανωμένο ΕΑΜ, που ήταν στα χέρια του κομμουνιστικού κόμματος, και τη μεγάλη πλειονότητα του Πελοποννησιακού λαού άοπλη, ανοργάνω-

150


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τη, γυμνή, πεινασμένη. Το μεσημέρι της 28ης Σεπτεμβρίου φύγαμε από την Καλαμάτα, αφού έλυσα μερικά επείγοντα ζητήματα, νομισματικά και μισθολογικά, και αφού έστειλα ραδιοτηλεγραφήματα στην Κυβέρνηση για την άμεση αποστολή τροφίμου και πετρελαίου για τα ελαιοτριβεία και για τα εκκοκιστήρια του ρυζιού, ραδιοτηλεγραφήματα που βρήκαν αμέσως στο Βρεττανικό Στρατηγείο και στο Βρεττανικό Ναυαρχείο την ανταπόκριση που έπρεπε. Το βράδυ της ίδιας μέρας έφτασα με τον Άρη Βελουχιώτη στη Μπολέττα, έξω από την Τρίπολη, όπου ήταν το προκεχωρημένο κλιμάκιο του στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Περνώντας από τα διάφορα χωριά, που μερικά ήταν πέρα για πέρα πυρπολημένα, και από τη Μεγαλόπολη, σταμάτησα παντού και απευθύνθηκα στους κατοίκους μιλώντας τους με την καρδιά μου και προσπαθώντας να τους πραΰνω. Μαζί μου είχα και τον σμήναρχο κ. Βήλο, τον ταγματάρχη κ. Christie-Miller, καθώς και είκοσι εφτά εκλεκτούς Βρεττανούς στρατιώτες του σώματος των commandos με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη κ. Tod που αν και έπρεπε να πάει από τα Κύθηρα στον Πόρο πήρε την πρωτοβουλία να ’ρθει μαζί μου για να με βοηθήσει να πείσω τον Παπαδόγκωνα, με τη συμβολική έστω παρουσία μερικών Βρεττανών, να παραδοθεί χωρίς μάχη. Και πέτυχε η αποστολή μου αυτή, ύστερ’ από δυο νύχτες και δυο μέρες προσπάθεια έντονη και αγωνία. Ο Άρης Βελουχιώτης ήθελε να κρατήσει τον Παπαδόγκωνα και τους αξιωματικούς και άνδρες του σ’ ένα στρατόπεδο μέσ’ στην Πελοπόννησο. Τον έπεισα να σταλούν στις Σπέτσες, συνοδευμένοι βέβαια ως εκεί από αντάρτες του ΕΛΑΣ και μερικούς Άγγλους, αλλά φέροντας ωστόσο ως το λιμάνι, ως τους Μύλους απ’ όπου θα επιβιβάζονταν για να πάνε στις Σπέτσες, τον ατομικό οπλισμό τους. Ο Παπαδόγκωνας μου ζήτησε να εγγυηθώ για τη ζωή και για την τιμή όλων των αξιωματικών και ανδρών του. Χωρίς να μπορώ νάχω θετική βεβαιότητα για τίποτα, μα επειδή ήξερα ότι αν δεν έδινα την τέτοια εγγύηση θα καιγόταν η Τρίπολη και θα σκοτώνονταν χιλιάδες άνθρωποι, πήρα σε μια κρισιμώτατη για τη συνείδησή μου στιγμή την απόφαση να δώσω την εγγύηση μου. Και η εγγύησή μου τηρήθηκε με τη βοήθεια του Θεού. Ούτε μύτη δε λύθηκε, κανένας δεν έπαθε τίποτα, και όλοι έφτασαν σώοι στις Σπέτσες κι’ από κει μεταφέρθηκαν αργότερα στην Αθήνα. Ο Παπαδόγκωνας μου ζήτησε να επιτρέψω να πάρουν οι αξιωματικοί

μαζί τους στις Σπέτσες τα πιστόλια τους και να τα κρατήσουν. Δέχθηκα αμέσως την αίτηση και ο Άρης Βελουχιώτης δεν έφερε αντίρρηση. Τέλος, σκέφθηκα ότι από τους αξιωματικούς και άνδρες του Τάγματος Ασφαλείας θα ήταν ίσως αρκετοί που δεν ήθελαν ν’ ακολουθήσουν τον Παπαδόγκωνα, γιατί μη έχοντας διαπράξει εγκλήματα και δημιουργήσει εχθρότητες δε θα φοβόνταν να ελευθερωθούν και να παν στα σπίτια τους. Αποφάσισα, λοιπόν, να ερωτηθούν ποιοι θέλουν να πάνε στις Σπέτσες και ποιοι θέλουν να μείνουν ελεύθεροι. Επρόσθεσα, ότι για όσους θα πάνε στις Σπέτσες, δίνω την εγγύησή μου ότι δε θα πάθουν τίποτα, ενώ για όσους θα προτιμήσουν να πάνε σπίτια τους δε μπορώ να πάρω καμιάν ευθύνη. Από τους δυο χιλιάδες, περίπου πεντακόσιοι ακολούθησαν τον Παπαδόγκωνα. Από τους υπόλοιπους, άλλοι κρύφθηκαν και άλλοι δήλωσαν ότι δε φοβούνται να μείνουν ελεύθεροι. Όσο για τα όπλα που είχαν αφίσει στον Παπαδόγκωνα οι Γερμανοί, αυτά δε μπορούσε να τα πάρει, σύμφωνα με τους νόμους του πολέμου, παρά μόνον ο στρατός που μπαίνοντας στην Τρίπολη θ’ ασκούσε εκεί τη στρατιωτική διοίκηση. Τον οπλισμό των Ταγμάτων στην Τρίπολη και στο Ναύπλιο, όπου σε λίγες μέρες έλυσα επίσης το πρόβλημα αναίμακτα και ομαλά, τον πήρε ο ΕΛΑΣ, ενώ στην Πάτρα και στην Κόρινθο τον πήραν οι Άγγλοι. Ο ΕΛΑΣ, ήταν τμήμα του συμμαχικού στρατού και μπήκε στην Τρίπολη σύμφωνα με διαταγή του Βρεττανικού Στρατηγείου βασισμένη ακριβώς στη συμφωνία της Γκαζέρτα, που έγινε μεταξύ του αρχιστρατήγου Wilson και των στρατηγών Ζέρβα και Σαράφη, όταν πια εγώ είχα φύγει από την περιοχή εκείνη και βρισκόμουν στο Bari. Δικαίωμα ν’ αλλοιώσω αποφάσεις τέτοιου βασικού στρατηγικού περιεχομένου δεν είχα. Αλλά και αν είχα το δικαίωμα αυτό, και κάτι περισσότερο και πρακτικά απτότερο: και αν ακόμα, μολονότι δεν είχα στρατό δικό μου για ν’ απλώσει να πάρει τα όπλα, μπορούσα να χώσω μέσα στις τσέπες μου τα όπλα και κανόνια του Παπαδόγκωνα, αυτό δε θα μπορούσα να το αποφασίσω χωρίς η αντίδραση του Άρη Βελουχιώτη και του ΕΛΑΣ να ματαιώσει όλη μου την ειρηνευτική προσπάθεια. Η μάχη στην περίπτωση αυτή θα ξέσπαγε, η Τρίπολη θα είχε πυρποληθεί και τιναχθεί στον αέρα με το δυναμίτη, και δε θα σφάζονταν μόνον ο Παπαδόγκωνας και οι άνδρες του, αλλά και χιλιάδες από τον άμαχο αθώο πληθυσμό θα είχαν χάσει τη ζωή τους. Όποιος βρίσκεται μπρο-

151


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος στά σε τέτοια διλήμματα, τι πρέπει τάχα να κάνει; Είναι εύκολο να κρίνουν και να χλευάζουν οι αρνητικοί και οι καφενόβιοι, που δεν παίρνουν ποτέ ευθύνες επάνω τους και που, αν πήραν το δικαίωμα να μιλούν ελεύθερα χλευάζοντας εμένα ή για τη γενικώτερη πολιτική του τον κ. Παπανδρέου, πήραν το δικαίωμα αυτό ακριβώς από μας, που περάσαμε από τις δοκιμασίες των μεγάλων ιστορικών ευθυνών και δεχθήκαμε να βρεθούμε -ενώ άλλοι χαζεύουν κοιτάζοντας την ιστορία- μπροστά στα τραγικώτερα και κρισιμώτερα ιστορικά διλήμματα. Αν δε δίναμε τις λύσεις που δώσαμε, οι κύριοι που σήμερα μας κρίνουν και μας χλευάζουν δε θα είχαν το δικαίωνα να μιλούν ελεύθερα, γιατί θα είχαν σφαγεί ή κρυφθεί ή και συμμορφωθεί ως ευτελείς υπηρέτες στο καθεστώς τού ΕΑΜ. Αν δε δίναμε τις λύσεις που δώσαμε, δε θα ξαναγύριζε η έννοια του εθνικού και δημοκρατικού ελληνικού κράτους στην Ελλάδα, δε θα σημειωνόταν η συμβολική έστω παρουσία του εδώ ώστε να μπορεί να διεκδικήσει, όπως το κατάφερε αργότερα, την προστασία του συμμαχικού στρατού και την ουσιαστική απελευθέρωση του ελληνικού λαού. Παλινόστηση ενός εξόριστου κράτους με όπλα δε

μπορούσε να γίνει. Προστασία όμως ενός κράτους, που έχει ξανά εγκατασταθεί στη γη του και που δεν έχει ακόμα προλάβει να οργανώσει κανονικό στρατό για την ασφάλεια του έθνους και του λαού, προστασία ενός τέτοιου κράτους, που δεν είναι πια εξόριστο, αλλά στηρίζεται στη γη του, έστω και σ’ ένα στενό τρίγωνο του κέντρου των Αθηνών, μια τέτοια προστασία ήταν δυνατή και γι’ αυτό σημειώθηκε, κι’ έτσι με την πολιτική μας σώζεται σήμερα η Ελλάς. Ας φωνάζουν λοιπόν όσο θέλουν οι άνθρωποι των αρνήσεων. Η ιστορία εδικαίωσε από τώρα εκείνους, που στις μεγάλες και κρίσιμες ώρες, αντί να μείνουν αδρανείς περιμένοντας να κρίνουν όσους τάχθηκαν στη δράση, προτίμησαν να δράσουν και να εκτεθούν στην κριτική. Έτσι φθάνω σ’ ένα από τα κρισιμώτερα σημεία της προσωπικής και πολιτικής μου ζωής, αλλά και της εθνικής μας ιστορίας. Στις 30 Σεπτεμβρίου μού έγινε αποθέωση στην Τρίπολη και ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας με ονόμασε σωτήρα της. Εδώ στην Αθήνα με ονομάζουν μερικές εφημερίδες δολοφόνο, γιατί παράδωσα, λένε, κανόνια στον Άρη

Μια επιστολή του Γιάννη Ζέβγου προς τον Άρη, που είχα πάρει μαζί μου, ήταν σε κλειστό φάκελο, που δεν τον άνοιξα. Είχα εμπιστοσύνη στην τιμιότητα του Ζέβγου. Αλλά και αν δεν είχα, δεν θα άνοιγα ποτέ έναν κλειστό φάκελο, που μου τον εμπιστεύθηκε κάποιος, για να τον παραδώσω σε άλλον. Και παρέδωσα την επιστολή του Ζέβγου στον Άρη στις 28 Σεπτεμβρίου, στις έξη το πρωί, όταν -όπως διαβάζω στο «Ημερολόγιό» μου- μπήκαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Καλαμάτας, όπου είχα καταλύσει, «ο Άρης Βελουχιώτης, ο Βουρνάς, ο Ακρίτας, ο Παρασκευάς, ο Ωρίων και μερικοί άλλοι». Είχα ήδη πληροφορηθεί, ότι την ήμέρα, που έφθανα στη Καλαμάτα, άφθονο αίμα είχε χυθεί στην Πύλο, αφού, δυο μέρες πριν (25 Σεπτεμβρίου), είχε παραδοθεί το εκεί Τάγμα Ασφαλείας, που ο διοικητής του αυτοκτόνησε, όταν διαπίστωσε, ότι η περαιτέρω αντίσταση στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν μάταιη. Φυσικό θάταν να είχα σκεφθεί, ότι ο Άρης Βελουχιώτης, ύστερα από εικοσιπέντε ημέρες σκληρών μαχών, αθρόων σφαγών και εκτελέσεων, θάταν τόσο αναστατωμένος και αγριεμένος, που μπορεί όχι μόνο να είχε αρνηθεί να υπακούσει στην Κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας, που εκπροσωπούσα, αλλά ακόμα και να με έδενε, όταν θα του έλεγα να σταματήσει η αιματοχυσία. Και όμως -όπως βγαίνει και από τις σελίδες του «Ημερολογίου» μου- δεν πέρασε, ούτε στιγμή, από το νου μου μια τέτοια σκέψη. Είχα, βασισμένος στη διαίσθησή μου, απόλυτη βεβαιότητα, ότι όλα θα άλλαζαν με την άφιξή μου. Εξάλλου, αν ήταν να αποβιβασθώ στην Καλαμάτα, συνοδευμένος από βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, θα είχα πει στον Γεώργιο Παπανδρέου, ότι για μια τέτοια αποστολή θάταν καταλληλότερος κάποιος άλλος, όχι εγώ. Και εξελίχθηκαν όλα, όπως τα είχα με βεβαιότητα προβλέψει.

152


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Βελουχιώτη. Στα χωριά και «Έχετε διαβάσει Γαλλική Ολόκληρος ο πληθυσμός, Επανάσταση; Όταν ο λαός στις πόλεις της Πελοποννήσου μ’ έραναν με άνθη θεωρώντας θαύμα αυτό που μεταβληθή σε όχλο, στο τέκαι με φύλλα δαφνών. Εδώ λος ξεσπάει σ’ εκείνους που έγινε, ξεχύθηκε στους δρόμους στην Αθήνα υπάρχουν άντον εξαπολύσανε». θρωποι που με χλευάζουν εκφράζοντας τη χαρά του και Ηθικά είνε τόσο μεγάλο για επειδή βγήκα σε μπαλκόνι μένα ότι στην κρισιμώτερη την ευγνωμοσύνη του σε μένα έχοντας πλάι μου τον Άρη ώρα της ζωής του Μωρηά Βελουχιώτη. Ούτε η απο- και στην Κυβέρνηση. βρέθηκα εκεί κι έκανα μέσα θέωση μ’ επηρέασε τότε, στα όρια των συμμαχικών ούτε ο χλευασμός μ’ επηεντολών το χρέος μου, ώστε ρεάζει σήμερα. Ούτε για αποθέωση ήμουν άξιος, η παροδική θύελλα των επικρίσεων και των συκοούτε όμως ο χλευασμός μού άξίζει. Δεν έκανα παρά φαντιών με κάνει να αισθάνωμαι ακόμη μεγαλύτερη μόνο το χρέος μου, το δυσκολώτερο χρέος της ζωής υπερηφάνεια. Θλίβομαι μόνο για το τραγικό επειμου, και το μόνο που επιθυμώ είναι να μάθουν οι σόδιο του Μυστρά. Αν και έκανα ό,τι περισσότερο Έλληνες την αλήθεια. μπορούσα για να προλάβω τις συνέπειες μιας κακοκεφαλιάς ενός τμήματος του Τάγματος Ασφαλείας Αφού ξαναπήγα στην Καλαμάτα, όπου ομάδες Γυθείου, που προχώρησε προς τη Σπάρτη, κι ενώ οργανωμένες από το ΕΑΜ βρίσκονταν κάθε λίγο ένα τμήμα Βρετανών στρατιωτών που με μεγάλο μπρος μου ζητώντας απειλητικά να δώσω την άδεια κόπο εξασφάλισα, κατευθυνόταν προς το Μυστρά, να ξαναρχίσουν οι εκτελέσεις (πράμα που μόνο με η σύγκρουση έγινε κι είχε οδυνηρά αποτελέσματα. τη φωνή μου και με ηθική επιβολή εμπόδισα), γύρι- Πάντως, το κακό περιορίσθηκε στο ελάχιστο, οι Άγσα ύστερα πάλι στην Τρίπολη, έλυσα ομαλά το πρό- γλοι έφθασαν, έστω και μερικές ώρες αργότερα απ’ βλημα του Ναυπλίου, και ενώ σκόπευα να κατευ- ό,τι έπρεπε, και τα πάντα ηρέμησαν. Στο Γύθειο, θυνθώ στη Σπάρτη και στο Γύθειο, μαθαίνω ξαφνικά στη Μονεμβασιά δόθηκαν οι πιο ομαλές λύσεις. ότι απελευθερώνεται η Πάτρα και αποφάσισα να σπεύσω αμέσως εκεί για να προλάβω κανένα κακό. Και αφού σταμάτησα σ’ όλες τις κωμοπόλεις και τα Για να πάω στην Πάτρα πέρασα από τον Πύργο, χωριά της Ηλείας που βρίσκονται προς την κατεύόπου επίσης συγκέντρωσα τον πληθυσμό και μίλη- θυνση της Αχαΐας, μπήκα στην Πάτρα μιαν ακριβώς σα, έχοντας μπρος μου τα ερείπια ενός ολόκληρου ημέρα μετά την αποχώρηση των Γερμανών και την πυρπολημένου τετραγώνου. είσοδο ενός μικρού αγγλικού τμήματος και των τμημάτων του ΕΛΑΣ. Σύμφωνα με την απόφαση του Η σκηνή του Πύργου ήταν η πιο χαρακτηριστική απ’ Βρεττανικού Στρατηγείου, η λωρίδα της βόρειας όλες. Όταν με είχαν κυκλώσει εκατοντάδες αγριεμέ- ακτής της Πελοποννήσου, από τον Άραξο ως την νοι άνθρωποι, με πρωταγωνίστριες γυναίκες, κραυ- Κόρινθο, χαρακτηρίσθηκε (στα πιο πολλά σημεία γάζοντας ότι θέλουν να σφάξουν και απειλώντας με, μόνο συμβολικά) συνυφασμένη με τον έλεγχο και με βλέπω πέρ’ από το πλήθος τον Άρη Βελουχιώτη στρατιωτική διοίκηση των Βρεττανών. Έτσι η απονα στέκεται αμέριμνος και ν’ απολαμβάνη το θέα- στολή μου στην Πάτρα όπου η υποδοχή που μου μα. Τον καλώ με μιαν εντονώτατη προσταγή να ’ρθη επιφύλαξε ο πληθυσμός προκάλεσε την πιο βαθιά κοντά μου. Έρχεται ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα μου συγκίνηση, ήταν κάπως λιγώτερο δύσκολη, κάαπό το πλήθος και, ενώ όλοι εσώπασαν, υψώνω τη πως λιγώτερο τραγική. Ενώ το ΕΑΜ με πίεσε να διφωνή μου και τον ρωτάω: «Πέστε καθαρά: συμφω- αλύσω την Αστυνομία Πόλεων, που δεν είχε άλλωνείτε μαζί τους ή μαζί μου;». Ο Άρης Βελουχιώτης, στε δύναμη παρά μόνον ογδόντα περίπου άοπλων στη δύσκολη θέση που βρέθηκε, συμφώνησε μαζί ανδρών, εγώ αντιστάθηκα και την διατήρησα σ’ όλα μου. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Τα εξαγριωμέ- της τα δικαιώματα. Ενώ το ΕΑΜ με πίεσε, προκαλώνα πλήθη άρχισαν ν’ απειλούν τον Άρη περισσό- ντας μάλιστα απειλητικώτατες οχλοκρατικές εκδηλώτερο απ’ ό,τι απειλούσαν εμένα. Όταν επί τέλους, σεις, να επιτρέψω τη σύλληψη εκατοντάδων δήθεν κατωρθώσαμε να ξεφύγουμε, λέω του Βελουχιώτη: ενόχων συνεργασίας με τους Γερμανούς, εγώ αντι-

153


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Οφείλω να παραδεχθώ, ότι ο αδίστακτος εις αιματηράς πράξεις Άρης Βελουχιώτης εσταμάτησεν, από της αφίξεώς μου εις την Πελοπόννησον (27 Σεπτεμβρίου 1944) και της συναντήσεώς μου μετ’ αυτού, τας εκτελέσεις και τας σφαγάς. Αι τελευταίαι σφαγαί εσημειώθησαν, εν ή δύο εικοσιτετράωρα προ της αφίξεώς μου, εις την Πύλον. Η πολιορκία της Τριπόλεως κατόπιν διημέρου αγωνιώδους παρεμβάσεώς μου, ελύθη ομαλώς δια της παραδόσεως του ισχυρού υπό τον συνταγματάρχην Παπαδόγκωνα Τάγματος Ασφαλείας. Ο αρχηγός του Τάγματος και όλοι οι αξιωματικοί εστάλησαν, φέροντες τα ατομικά των όπλα, εις τας Σπέτσας, όπου υπήρχε βρετανικόν τμήμα καταδρομών, οι δε άνδρες επέστρεψαν σώοι εις τα σπίτια των. Η Τρίπολις, εις την οποίαν εισήλθα μαζί με τον Άρην Βελουχιώτην -και με υπεδέχθη, εις την είσοδον της πόλεως, ο μητροπολίτης- δεν υπέστη το παραμικρόν. Το βαρύ αιματηρόν επεισόδιον του Μυστρά, όπου είχε καταφύγει άλλο Τάγμα Ασφαλείας, εσημειώθη, αφού πλέον, απελευθερωθείσης της πρωτευούσης, κατηυθυνόμην ή και είχα φθάσει εις τας Αθήνας. Αφορμή, άλλως τε, τούτου υπήρξε το γεγονός, ότι επεχείρησε το Τάγμα, παρά την διαταγήν που είχα εκδώσει, όπως μείνη ακίνητον όπου ευρίσκετο, να μετακινηθή, πράγμα το οποίον εξεμεταλλεύθησαν οι Ελασίται δια να μη σεβασθούν και την προς αυτούς εκδοθείσαν διαταγήν αποχής από κάθε ένοπλον ενέργειαν.

154


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τάχθηκα σ’ όλες τις πιέσεις και ανάλαβα προσωπικά την ευθύνη για τη σύλληψη τριανταεφτά πραγματικά υπόπτων συνεργασίας και μάλιστα συνεργασίας με τα S.S. Ενώ το ΕΑΜ με πίεσε να αφοπλίσω τους πεντακόσιους περίπου χωροφύλακες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί από διάφορα σημεία της Πελοποννήσου και που είναι ζήτημα αν οι μισοί είχαν τον οπλισμό τους, εγώ αρνήθηκα να υποχωρήσω και σ’ αυτό το αίτημα. Ο αφοπλισμός των χωροφυλάκων Πατρών αποφασίσθηκε από την Βρεττανική στρατιωτική Διοίκηση για ν’ αποφευχθούν ταραχές, αφού είχα ήδη έρθει εγώ στην Αθήνα. Κι ίσως δε μπορούσε να κάνει αλλιώς ο Βρεττανός διοικητής, γιατί ενώ οι δυνάμεις του στην Πάτρα ήταν ελάχιστες, μάλλον συμβολικές, η δύναμη του ΕΛΑΣ και του επίσης οπλισμένου ΕΑΜ ήταν μεγάλη και κάθε στιγμή ήταν άμεσος ο κίνδυνος ταραχών. Γι’ αυτό κι εγώ ο ίδιος, όσο ήμουν εκεί, δε μπορούσα να κάνω όλα όσα έπρεπε και να εμποδίσω όλα όσα ήθελα να εμποδίσω. 5 Οκτωβρίου. Από σήμερα τ’ απόγευμα μου έδωσε ο Θεός το δικαίωμα να βρίσκομαι στην Πάτρα, στην πόλη όπου γεννήθηκα. 6 Οκτωβρίου. Εφτά το πρωί. Ξύπνησα αυτή τη στιγμή. Ανοίγω τα παράθυρα. Μπαίνει ο ήλιος. Μπροστά μου η πλατεία Όλγας. Και τι δεν μου θυμίζει το καθετί! Άπειρα μικρά γεγονότα της παιδικής και εφηβικής ηλικίας είναι συνυφασμένα με κάθε γωνιά, με κάθε πετραδάκι, με κάθε σημείο του ορίζοντα. Ω, πόσο βαθιά είμαι συγκινημένος! Την αγαπώ την Πάτρα πολύ. Το ’νιωσα αυτό προπάντων χθες, όταν ερχόμουνα. Ναι, είχα ένα ιδιαίτερο χτυποκάρδι χθες, όταν πλησίαζα. Και ήταν ωραία ημέρα, όπως σήμερα. Και όταν έρχεσαι από τον Άραξο, και όσο προχωρείς, τα βουναλάκια της Ρούμελης, που είν’ απέναντι και που σήμαναν για μένα το πρώτο «υπερπόντιο» αντίκρισμα (υπερπόντιο στη φυσική και μεταφυσική του σημασία), παίρνουν λίγο λίγο οργανικά τη μορφή εκείνη που είναι η τελειωτική για όποιον τα κοιτάζει από την Πάτρα. Κι ο Πατραϊκός μου κόλπος. Το πέλαγός μου! Ο «Ωκεανός» μου! Λέω αυτή τη στιγμή μέσα μου τόσα λόγια! Αλλά δεν έχω καιρό να τα γράψω. Ούτε είναι ίσως ανάγκη. Φτάνει ότι ειπώθηκαν. Μέσα μου. Κάπου. Κάποτε. Σε μιαν άπειρη στιγμή του χρόνου και του εαυτού μου. Πριν από τις πέντε τ’ απόγευμα ξεκινήσαμε από τον Άραξο και περίπου στις πέντε μπήκαμε στην Πάτρα.

Ο κόσμος δεν ήξερε ότι θα ’φτανα. Αλλά με είδαν μέσα στ’ αυτοκίνητο πολλοί. Κι άρχισε να τρέχει ο κόσμος προς την πλατεία Γεωργίου του Α΄ και ιδιαίτερα στο σημείο εκείνο της οδού Μαιζώνος όπου βρίσκονται, το ένα απέναντι στ’ άλλο, τα δυο στρατηγεία, το βρετανικό και της ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ. Πλήθη κόσμου είχαν κιόλας μαζευτεί πριν φτάσει εκεί τ’ αυτοκίνητό μου. Παραλήρημα ενθουσιασμού. Με σήκωσαν στα χέρια. Μ’ ανέβασαν στο στρατηγείο του ΕΛΑΣ κι υστέρα πήγα στο βρετανικό. Ξαναγύρισα στο πρώτο, κι όταν πια η συγκέντρωση είχε μεγαλώσει, βγήκα στο μπαλκόνι και μίλησα. Άρχισα το λόγο μου ως εξής: «Ελεύθερη πάλι η πόλη των Πατρών, η πόλη όπου μου έδωσε ο θεός το δικαίωμα να πρωτοϊδώ το φως. Και το ξαναβλέπω σήμερα ως φως ελευθερίας και ξαναγεννιέμαι κοντά σου, λαέ των Πατρών, ξαναβαφτίζομαι μες στην πηγή του πόνου σου και της χαράς σου. Του πόνου σου για όσα έπαθες. Της χαράς σου για όσα μεγάλα και ωραία έρχονται». Ύστερ’ από μένα μίλησαν ο Άρης και άλλοι. Ήρθαν και μ’ αγκάλιασαν πλήθος φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, συγγενείς και ξένοι. Αποφάσισα να μείνω στο σπίτι του πρώτου εξαδέλφου μου Μιχάλη Ζερβόπουλου. Ο Μιχάλης και η Σοφία, καθώς και τα δυο κοριτσάκια τους, μου έδωσαν τη χαρά της οικογενειακής ατμόσφαιρας. Στο σπίτι τους με περίμεναν πολλοί. 8 Οκτωβρίου. Χθες το πρωί, από τις εφτά ως τις εννιά, συσκέψεις. Πέρασε ο Άρης και με πήρε, και στις εννιάμισι πήγαμε στο ξενοδοχείο Σέσιλ, όπου με περίμεναν οι Άγγλοι. Ένα τέταρτο αργότερα, ξεκινήσαμε πεζή για τη μητρόπολη. Μπροστά πήγαινα εγώ, έχοντας δεξιά μου τον ταξίαρχο Ντέιβυ και αριστερά μου τον πλοίαρχο Μπλακ και τον Άρη. Πίσω μας έρχονταν άλλοι Άγγλοι και δικοί μας αξιωματικοί. Πλήθη κόσμου, στα πεζοδρόμια και στα μπαλκόνια, με χαιρετούσαν μ’ ενθουσιασμό. Ήμουν βαθιά συγκινημένος. Στην είσοδο της Ευαγγελίστριας περίμενε ο Ρούφος ως δήμαρχος. Η φιλαρμονική έπαιζε το χαιρετιστήριο εμβατήριο, ενώ εμείς μπαίναμε στην εκκλησία. Η δοξολογία ήταν πολύ επιβλητική. Όταν τέλειωσε, παίχθηκαν οι δυο ύμνοι, ο αγγλικός και ο ελληνικός, και ύστερα φώναξα: «Ζήτω το Έθνος». Βγαίνοντας από την Ευαγγελίστρια κατευθυνθήκαμε στην πλατεία των Τριών Συμμάχων, όπου είχε στηθεί μια εξέδρα. Πήρα την κεντρική θέση και σε λίγο άρχισε η παρέλαση. Πριν αρχίσει, μου λέει ο

155


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Από τα δημοσιεύματα της εποχής

156


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Άγγλος ταξίαρχος: «Τ’ αγγλικά τμήματα το χαιρετισμό θα τον απευθύνουν σε σας και όχι σε μένα». Πρώτα πέρασαν τ’ αγγλικά τμήματα. ύστερα τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, τα άοπλα εφεδρικά τους σώματα και οι ανάπηροι και τραυματίες πολέμου. Όταν είδα ότι επίκειται παρέλαση και όλων των ατέλειωτων αντιπροσωπειών που είχε συνεγείρει το ΕΑΜ στην Πάτρα κι είχε κατεβάσει από τα χωριά, σύστησα στους Άγγλους να μην περιμένουν, γιατί κατάλαβα ότι δεν θα ’θελαν να παραστούν σε πολιτικές παρελάσεις. Εμείς οι άλλοι μείναμε άλλες δυο ώρες. Τα συνθήματα, δοσμένα από καθοδηγητές που κρατούσαν χωνιά και φώναζαν, ήταν ομοιόμορφα. Δυο μέρες ύστερ’ από τη δική μου άφιξη στην Πάτρα έφτασε από την Ιταλία και ο κ. Πέτρος Μαμόπουλος που ανάλαβε αμέσως κυβερνητικός αντιπρόσωπος για το νομό Αχαΐας. Οι Εαμικοί αντιδράσανε στα εξαιρετικά δικαιώματα που του έδωσα, αλλά τα δικαιώματα δόθηκαν και ο κ. Μαμόπουλος τα άσκησε (όσο ήμουν εκεί, αλλά και αργότερα), μέσα στα όρια του δυνατού, με μεγάλη σύνεση. Γενικά, η διοικητική ζωή στην Πάτρα ανασυγκροτήθηκε, οι δικαστικοί όλοι έμειναν στη θέση τους και τους έδωσα τις κατευθύνσεις της υπομονητικής σωφροσύνης και, με το χαρτονόμισμα που αναγκάσθηκα να εκδώσω και που αντιστοιχούσε σχεδόν στο μηδέν μπροστά σ’ εκείνο που τις ίδιες μέρες τυπωνόταν από την κυβέρνηση της κατοχής στην Αθήνα, πληρώθηκαν (και μάλιστα όχι μόνο στην Πάτρα, αλλά και αλλού) υπάλληλοι και εργάτες, που πολλοί απ’ αυτούς είχαν μήνες να πάρουν μισθό, αντιμετωπίσθηκαν για μερικές μέρες οι ανάγκες των πυροπαθών Πύργου, κρατήθηκαν σε λειτουργία οργανισμοί κοινωνικής ωφέλειας και έγινε αστραπιαία η έναρξη της εργασίας για την επιδιόρθωση του μώλου και του λιμανιού των Πατρών, που είχαν υποστεί ζημίες από ανατινάξεις των Γερμανών. Δε μπόρεσα, βέβαια, να εμποδίσω τη δημευτική διάθεση του ΕΑΜ που εκδηλώθηκε εις βάρος των βιομηχανικών επιχειρήσεων και του εμπορίου των Πατρών. Έπρεπε, όμως, κι οι βιομήχανοι και έμποροι να κάνουν μόνοι τους μερικές χειρονομίες που αν εγίνονταν σε μεγάλη έκταση (και έγιναν, πραγματικά, μερικές), θα με βοηθούσαν και μένα να αμυνθώ στις απειλητικές απαιτήσεις των οργανωμένων από το ΕΑΜ οχλοκρατικών ομάδων. Και έπρεπε, τέλος, να καταλάβουν ότι οι υλικές ζημιές δεν είναι,

«Ελεύθερη πάλι η πόλη των Πατρών, η πόλη όπου μου έδωσε ο θεός το δικαίωμα να πρωτοϊδώ το φως. Και το ξαναβλέπω σήμερα ως φως ελευθερίας και ξαναγεννιέμαι κοντά σου, λαέ των Πατρών, ξαναβαφτίζομαι μες στην πηγή του πόνου σου και της χαράς σου. Του πόνου σου για όσα έπαθες. Της χαράς σου για όσα μεγάλα και ωραία έρχονται»

157


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, τον Νοέμβριο του 1944.

Δηλώσεις για τη νεολαία στο περιοδικό “Επονίτης”

158


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

σε ώρες εθνικά μεταβατικές, σχεδόν τίποτα μπροστά στο μεγάλο κακό που θα μπορούσε να σημειωθεί αν το έθνος, αντί να οδηγηθεί μεταβατικά και βαθμιαία στην ανασυγκρότησή του, χανόταν και σταματούσε να υπάρχει. Κι ας προσθέσω, ότι δεν συνόδευα εγώ τον Άρη, αλλά ο Άρης, αν και παντοδύναμος, είχε δεχθεί να συνοδεύει εμένα, τον ανυπεράσπιστο. Μου είχε, μάλιστα, εκφράσει την επιθυμία να προχωρήσουμε και να μπούμε μαζί στην Αθήνα. Αλλά δεν είχαμε το δικαίωμα, ούτε εκείνος, ούτε εγώ, να πάρουμε τέτοια απόφαση. Τι σκεπτόταν, τάχα, ο Άρης, όταν -γνωρίζοντας καλά, ότι δεν είχε το δικαίωμα να μετακινηθεί προς την Αθήνα- μου εξέφραζε την επιθυμία του εκείνη; Πρέπει (το συνάγω από τη μοίρα που του επιφυλάχθηκε) να υποψιαζόταν κάτι. Στις 14 Οκτωβρίου, αφού διατάχθηκε ξαφνικά από το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, που η έδρα του ήταν στη Στερεά Ελλάδα, να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο, μου έστειλε την ακόλουθη επιστολή (υπάρχει στο ιστορικό αρχείο του αλησμόνητου αδελφού μου Αναστασίου): Συναγωνιστή Υπουργέ, Λυπούμαι πολύ που δεν μπορώ να περάσω, φεύγοντας για τη Ρούμελη, απ’ αυτού (δηλαδή από την Πάτρα, όπου βρισκόμουν). Σας γράφω από το Αίγιο και παίρνω την ευκαιρία για να σας εκφράσω τις άπειρες και ειλικρινείς ευχές μου για την ευόδωση του έργου σας, που είναι και έργο της Εθνικής μας Κυβερνήσεως και, κατά συνέπειαν, ολοκλήρου του Λαού μας. Στο νου και στην καρδιά μου κυριαρχεί η ιδέα της απόλυτης επιβολής της λαϊκής θέλησης. Φιλοδοξία μου μοναδική να προσφέρω και τον εαυτό μου στο βωμό της ιδέας αυτής... Και θάμαι ευτυχέστερος, αν πολεμήσω -έστω και ως απλός στρατιώτης- το φασισμό, τον οποιοδήποτε φασισμό, ως την οριστική συντριβή του. Παρακαλώ να δεχθήτε την άπειρη εκίμηση και αγάπη μου. Άρης Βελουχιώτης

ισοδύναμη με το άθροισμα της Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας, του Ιερού Λόχου και ενός τμήματος του Ζέρβα. Ο Γ. Παπανδρέου το δέχθηκε αμέσως και ύστερα το δεχθήκαμε ανεπιφύλακτα και όλοι οι άλλοι υπουργοί. Δεν πέρασαν εικοσιτέσσερις ώρες και το ΚΚΕ υπαναχώρησε. Στις 28 Νοεμβρίου, στις 6 το απόγευμα, ο Ζεύγος, αφού είχε παρακαλέσει τηλεφωνικώς να αναβληθεί το υπουργικό συμβούλιο που είχε ορισθεί για την υπογραφή της βαρυσήμαντης αυτής συμφωνίας, έφτασε στο σπίτι του Γ. Παπανδρέου και αξίωσε, ήμουν παρών στη συνάντηση αυτή, να διαλυθούν, έκτος από τον ΕΛΑΣ και τις δυνάμεις του Ζέρβα, η Γ΄ Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος. Ο Γ. Παπανδρέου απέκρουσε αμέσως τη νέα αυτή αξίωση. Συμφώνησα κι εγώ ενώπιον του Ζεύγου μαζί του. Είχαμε δεχθεί να τιμηθεί ο ΕΛΑΣ σε βαθμό ισοδύναμο προς τον βαθμό της τιμής που θα απονεμόταν σε όλες τις άλλες ένοπλες δυνάμεις του Έθνους μαζί. Τι περισσότερο μπορούσαμε να κάνουμε; Μπορεί να ήθελε ο Τσόρτσιλ, ιδιαίτερα μετά την διάσκεψη της Μόσχας, 10-20 Οκτώβρη 1944, να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην Ελλάδα με δυναμική αναμέτρηση προς το ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ. Αλλά μπορώ να βεβαιώσω ότι δεν το θέλαμε αυτό ο Γ. Παπανδρέου και οι τότε στενοί συνεργάτες του, και ότι επιθυμούσαμε τη συμφιλίωση και όχι τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν ξέρω αν ο σκληρός πυρήνας του ΚΚΕ επιθυμούσε το ίδιο. Αν το επιθυμούσε, δεν θα μας έφερνε μπροστά στα διλήμματα που οι διάφορες υπαναχωρήσεις του εδημιούργησαν στο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου.

Δεν τον ξαναείδα. Η μοίρα του είχε προδιαγραφεί. Κάποιες υποψίες διαφαίνονται ανάμεσα από τις γραμμές της παραπάνω επιστολής. Στις 27 Νοεμβρίου, πρότειναν οι υπουργοί του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, αντί να αποστρατευθούν και να παραδώσουν τα όπλα στις 10 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ και ο Ζέρβας, να διατηρηθεί μια μεγάλη μονάδα του ΕΛΑΣ

Ο ήλιος της Αττικής ανέτειλε ελεύθερος στις 12 Οκτωβρίου του 1944.

159


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο φοβερός Δεκέμβριος είχε αρχίσει να μπαίνει στην Ελληνική Ιστορία Όταν πληροφορήθηκα την απελευθέρωση των Αθηνών, έσπευσα αμέσως να φτάσω στην Αθήνα. Ήξερα ότι ο Πρωθυπουργός και η Κυβέρνηση θα έφθαναν όσο μπορούσαν ταχύτερα στην Πρωτεύουσα. Η εντολή μου έληγε από τη στιγμή που θα έφτανε η Κυβέρνηση στην Αθήνα. Ωστόσο, επειδή δεν είχα περάσει προηγουμένως από την Κόρινθο, σταμάτησα κι έμεινα κι εκεί μια νύχτα και προσπάθησα να επηρεάσω ηθικά τους ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ προς την κατεύθυνση της σωφροσύνης και του πατριωτισμού. Βγαίνοντας από την Πελοπόννησο για να μπω στην Αττική ένιωσα έντονο το αίσθημα μέσα μου ότι είχα κάνει το καθήκον μου. Ενώ στις δεκαπέντε μέρες πριν φθάσω στην Πελοπόννησο είχαν σκοτωθεί χιλιάδες άνθρωποι, στις είκοσι δύο μέρες της διαμονής μου εκεί, είναι ζήτημα αν σκοτώθηκαν τυχαία δέκα ως δεκαπέντε. Ο ήλιος της Αττικής ανέτειλε ελεύθερος στις 12 Οκτωβρίου του 1944. Οι Γερμανοί είχαν φύγει. Βρισκόμουν, τότε, στην Πελοπόννησο, όπου είχα αποβιβασθεί, ως πρώτος εκπρόσωπος της υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου κυβερνήσεως «εθνικής ενότητος», στις 27 Σεπτεμβρίου. Φθάνοντας στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου, κατευθύνθηκα αμέσως στα Παλαιά Ανά-

Αφού έφτασα στην Αθήνα, παράλαβα σε λίγο το Υπουργείο των Ναυτικών στην Κυβέρνηση που ανασυγκροτήθηκε. Το θεωρώ τιμή μου ότι χρημάτισα, ύστερ’ από την απελευθέρωση της Ελλάδας μας, ο πρώτος υπουργός των Ναυτικών, ο πρώτος που τάχθηκε να διευθύνει πολιτικά από την ελευθερωμένη πια γη μας το στόλο που δόξασε την Ελλάδα.

κτορα. Εκεί αντίκρισα για πρώτη φορά τον στρατηγό Π. Σπηλιωτόπουλο (βλ. «Ημερολόγιο», σελ. 674). Είχε -με μυστική εντολή του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου- αναλάβει, από τον Αύγουστο του 1944, την βαρύτατη ευθύνη για την ομαλή μετάβαση της περιοχής της Αττικής από το καθεστώς της εχθρικής κατοχής, στο κράτος της ελευθερίας. Ως τις 18 Οκτωβρίου, που έφθασαν στην Αθήνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο στρατηγός Σκόμπυ, εξεπλήρωσε την αποστολή αυτή, αψηφώντας τους συνυφασμένους με την εκτέλεσή της μεγάλους κινδύνους, με συνείδηση υψηλής εθνικής ευθύνης. Αφού έφτασα στην Αθήνα, παράλαβα σε λίγο το Υπουργείο των Ναυτικών στην Κυβέρνηση που ανασυγκροτήθηκε. Το θεωρώ τιμή μου ότι χρημάτισα, ύστερ’ από την απελευθέρωση της Ελλάδας μας, ο πρώτος υπουργός των Ναυτικών, ο πρώτος που τάχθηκε να διευθύνει πολιτικά από την ελευθερωμένη πια γη μας το στόλο που δόξασε την Ελλάδα. Τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου δεν είναι ανάγκη να τα αφηγηθώ. Έγινε μια τεράστια πορεία και έπειτα συγκέντρωση του ΕΑΜ στο Σύνταγμα, με καθοδήγηση φυσικά του Κομουνιστικού Κόμματος. Μπροστά στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας» ακούστηκαν πυροβολισμοί. Δεν έχει επίσημα διαπιστωθεί ποιοι άρχισαν πρώτοι να πυροβολούν. Πάντως, είναι γεγονός ότι σκοτώθηκαν μερικοί διαδηλωτές. Θεωρώ όχι απλώς πιθανό, αλλά σχεδόν βέβαιο ότι θα πυροβόλησαν κατόπιν διαταγής ή χωρίς διαταγή οι αστυνομικές δυνάμεις. Αλλά το γεγονός αυτό, που μοιάζει με κάτι ανάλογο που είχε γίνει το Νοέμβριο του 1923 μετά το λεγόμενο «Συνταγματικό Συλλαλητήριο» που είχε συγκροτηθεί στις Στύλες του Ολυμπίου Διός, δεν ήταν και αναγκαίο να οδηγήσει στην τελική σύγκρουση. Τέτοια επεισόδια, ακόμη και αιματηρά -αδιάφορο ποιος είναι ο άμεσα υπεύθυνος- συμβαίνουν συχνά στη ζωή των λαών. Δεν οδηγούν όμως και σε σύγκρουση αυτής της εκτάσεως. Ήδη, το απόγευμα της ημέρας εκείνης άρχισε η κατάληψη ορισμένων αστυνομικών σταθμών από τις συγκροτημένες δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και η συνέχεια είναι γνωστή. Ολόκληρο μήνα η Αθήνα ήταν ένα πεδίο μάχης. Η κυβέρνηση για κάμποσες μέρες δεν μπορούσε να ελέγχει παρά μια μικρή περιοχή στο κέντρο της Αθήνας. Εγώ, ως υπουργός Ναυτικών και των Οικονομικών (υπουργείο που πα-

160


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ρέλαβα μετά την παραίτηνύχτα ανοίχτηκαν τρύπες Η Ελλάδα μας ραγίζει. Όλα για πολυβόλα, ίσως και για ση του Σβώλου), πήγαινα κάθε μέρα στο υπουργείο τα είχε πάθει, αλλά έμενε ακέ- όλμους. Αφού έκαμα μια Ναυτικών, όπου ήταν και σύσκεψη με τον ναύαρχο ραιο το γυαλί της ηθικής ακεραιη διαχωριστική γραμμή, το Μεζεβύρη και με άλλα μέλη σύνορο των δύο αντιμα- ότητάς της. Είχε γίνει, μάλιστα, του Ναυαρχείου (ο αρχηγός χόμενων παρατάξεων, και του Στόλου Βούλγαρης είχε κρύσταλλο το γυαλί αυτό. Τώρα στην Τράπεζα της Ελλάέδρα του το θωρηκτό Αβέδος, η οποία ήταν βέβαια ραγίζει και τούτο. Δεν λέω, ποιος ρωφ, που βρισκόταν στον κλειστή, αλλά έπρεπε να Πειραιά), μπήκα με τον είναι υπεύθυνος. Όταν η μοίρα βρούμε τρόπο ώστε να δώυπασπιστή μου πλωτάρχη σουμε τους μισθούς στους φτάνει σε τέτοια τραγικότητα, δε Σπ. Αυγέρη στο αυτοκίνηδημοσίους υπαλλήλους. τό μου, για να κατευθυνθώ Όλοι είχαν συγκεντρωθεί ρωτάς πια για ευθύνες. στο σπίτι του Παπανδρέου. στο κέντρο. Και εδώ πρέΠούθε να περάσω; πει να επισημάνω το γεΎστερα από πολλές δυγονός ότι χιλιάδες από την περιοχή που ελεγχόταν σκολίες, φτάνουμε στο Ζάππειο, κι’ από εκεί στην από τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ, διέφευγαν και έρχονταν οδό Ηρώδου του Αττικού. Στη γωνιά Ηρώδου και στο κέντρο και δεν ξέραμε πού να τους στεγάσουμε. της λεωφόρου Κηφισίας (Βασιλίσσης Σοφίας, όπως ονομάζεται σήμερα), βλέπω ομάδες αγριεμένες. Παρακαλώ τους σημερινούς αναγνώστες, ιδιαίτερα Κάνουμε δεξιά στο δρόμο, όπου είναι ο Πυροσβετους νέους, να θελήσουν να σταθούν λιγάκι στο νό- στικός Λόχος, και βγαίνουμε στην πλατεία Ρηγίλλης. ημα των τελευταίων δυο φράσεων, που τις έγραψα Εκεί σταματήσαμε για μια στιγμή, γιατί είδαμε πασε μιαν από τις πιο δραματικές ώρες της νεοελλη- νικό μπροστά στο σπίτι του Παπανδρέου, και κάνικής ιστορίας. Αμέσως ύστερα από τις παραπάνω ποιον ξαπλωμένο χάμω αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο, φράσεις, σημείωσα στο «Ημερολόγιό» μου στις 5 μπροστά στην πόρτα του. Ωστόσο, δεν μπορέσαμε Δεκεμβρίου, τα εξής: να σταματήσουμε παρά μόνο δυο δευτερόλεπτα. «Προχθές, Κυριακή, έγινε -παρά την απαγόρευση- Μας κύκλωσαν μερικοί αγριεμένοι και μας λένε: το συλλαλητήριο των Αριστερών. Ο Scobie είχε πει, «Εσείς, που έχετε τη δύναμη, δεν πάτε να δείτε μήότι θα λάβει αυτός τα μέτρα που είναι απαραίτητα πως ζει ακόμα ο άνθρωπος;». Διατάζω τον σωφέρ για να μη γίνει. Δυστυχώς, ο Παπανδρέου αρκέσθη- να προχωρήσει. Σταματάει στο πεζοδρόμιο απένακε στην διαβεβαίωση των Άγγλων και δεν εζήτησε ντι από το σπίτι του Παπανδρέου. Πηδάω από το να ελέγξει και το σχέδιο και τα μέτρα, που θα λαμ- αυτοκίνητο μαζί με τον Αυγέρη. Τρέχω απέναντι, βάνονταν. Πήγα, στις 9 το πρωί, στο σπίτι του, αλλά σκύβω και διαπιστώνω, ότι ο ξαπλωμένος, που το μου είπαν, ότι κοιμόταν... (Μόνο από το απόγευμα αίμα του είχε πλημμυρίσει το πεζοδρόμιο, ήταν πια της τραγικής εκείνης ημέρας εγκαταστάθηκε και ο νεκρός, και μπαίνω στην πολυκατοικία, όπου ήταν Γ. Παπανδρέου στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρε- το διαμέρισμα του Παπανδρέου...». τανίας). Κατευθύνθηκα, ύστερα, στο υπουργείο των Ναυτικών (στην πλατεία Κλαυθμώνος), όπου και Αυτή είναι η μαρτυρία μου, όπως την είχα καταθέέμεινα μιάμιση ώρα, παρακολουθώντας από εκεί σει τότε στις σελίδες του «Ημερολογίου» μου. Όταν τις κινήσεις, που προετοίμαζαν το συλλαλητήριο. Τα -αφού διαπίστωσα, ότι ο άνθρωπος, ο ξαπλωμένος αγγλικά θωρακισμένα αυτοκίνητα παρακολουθού- στο πεζοδρόμιο, ήταν νεκρός, ανέβηκα στο σπίτι σαν τους διαδηλωτές, χωρίς να τους εμποδίζουν να του Παπανδρέου- είχαν σημειωθεί τα αιματηρά γεπροχωρούν. Αν τους εμπόδιζαν, όσο ήταν ακόμα γονότα μπροστά στο ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρελίγοι, οι κίνδυνοι των συγκρούσεων θα ήταν πολύ τανίας. Δεν τα είδα ο ίδιος. Ο φοβερός Δεκέμβριος μικρότεροι, μηδαμινοί. Επίσης, παρακολούθησα, είχε αρχίσει να μπαίνει στην Ελληνική Ιστορία. στο μεγάλο κτίριο της οδού Κοραή, όπου είναι το Κέντρο του ΕΑΜ, τις πολεμικές προετοιμασίες. Τη Η στάση της 3ης Δεκεμβρίου του 1944 με βρήκε ηθι-

161


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος κά απόλυτα προετοιμασμένο για την αντιμετώπισή της. Παρακολούθησα από κοντά τη διαχείριση του εσωτερικού ελληνικού προβλήματος από τον κ. Παπανδρέου. Απόλυτα σύμφωνος μαζί του, επίστευα κι εγώ ότι μετά την αναίμακτη απελευθέρωση που ήταν το πρώτο μας έργο, έπρεπε να επιδιωχθεί ο ομαλός αφοπλισμός των ανταρτών. Παραμερίζοντας προσωρινά όλα τ’ άλλα, εστρέψαμε την προσοχή μας στο μεγάλο αυτό πρόβλημα. Και στη λύση αυτού του προβλήματος δειχτήκαμε ανένδοτοι. Οι κράχτες και έμποροι της εθνικής ιδέας μας φώναζαν να βιαστούμε και μας χλεύαζαν που αργούσαμε. Εμείς μέναμε στις προθεσμίες του αφοπλισμού. Και μέναμε σ’ αυτές για τρεις λόγους: α) γιατί, αν δεχόταν ο ΕΛΑΣ να αφοπλισθεί ομαλά, το κέρδος για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό θα ήταν τεράστιο (και θα ήταν άλλωστε κέρδος και για το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα που θα προκαλούσε έτσι μια παγκόσμια αναγνώριση των δημοκρατικών του προθέσεων), β) γιατί αν επρόκειτο να δείξει, όπως έδειξε, το κομμουνιστικό κόμμα την κακή του πίστη, όταν θα έφταναν οι προθεσμίες του αφοπλισμού, θα ήταν

ολέθριο για την Ελλάδα αν προλαμβάναμε εμείς και το απαλλάσσαμε από τον κόπο να δείξει αυτό την κακή του πίστη, και γ) γιατί μόνον οι μωροί μπορούσαν να νομίζουν ότι θα ήταν δυνατόν να γίνει πριν από το Δεκέμβριο εκείνο που και το Δεκέμβριο ακόμη με τόση δυσκολία έγινε, δηλαδή όχι θα ήταν δυνατόν ν’ αντισταθούμε αποτελεσματικά και πριν από το Δεκέμβριο στο ξέσπασμα ενός κινήματος που χρόνια προετοιμαζόταν. Η κυβέρνηση Παπανδρέου δικαιώθηκε πέρα για πέρα. Και αν για λόγους, που δε γνωρίζω, έπρεπε ν’ αλλάξει, αυτό ωστόσο δεν αλλάζει την αλήθεια, την αλήθεια που λέει ότι και πριν από το Δεκέμβριο έκανε η Κυβέρνηση Παπανδρέου ό,τι έπρεπε για ν’ αποφευχθεί το κακό που ξέσπασε, και μετά την 3η Δεκεμβρίου πήρε αδίστακτα την ευθύνη απάνω της για τη διαχείριση της πιο τραγικής στιγμής του Έθνους και δείχτηκε ανένδοτη απέναντι των στασιαστών. Η προσωπική μου, ειδικώτερα, στάση το μήνα Δεκέμβριο ήταν η ακόλουθη: Δεν έλειψα από το υπουργείο Ναυτικών ούτε μια

Συμμετέχοντας στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, τον Οκτώβριο του 1944. Διακρίνονται: Π. Γαρουφαλιας, Π. Κανελλόπουλος, Φ. Μανουηλίδης, Ν. Αβραάμ, Γ. Καρτάλης, Π. Ράλλης, Γ. Παπανδρέου, Κ. Βλαχοθανάσης, Αλ. Σβώλος, Ηλ. Τσιριμώκος, Φ. Δραγούμης, Ι. Ζεύγος, Ν. Ασκούτσης.

162


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

μέρα, η υπηρεσία συνεχίστηκε ομαλή, και διαπίστωσα με βαθιά εθνική υπερηφάνεια ότι ναύτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί, όλοι τους χωρίς ούτε μια μοναδική εξαίρεση στάθηκαν ήρεμοι και αποφασιστικοί στην έπαλξή τους. Επίσης, όταν είδα ότι με το να μένει το υπουργείο των Οικονομικών κενό, πολλά επείγοντα και κρίσιμα προβλήματα έμεναν άλυτα, ζήτησα να παραλάβω και το υπουργείο των Οικονομικών και το παράλαβα. Με τη βοήθεια του τότε συνδιοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Ζολώτα και των αρμοδιώτερων ηγετών του Γενικού Λογιστηρίου και του υπουργείου των Οικονομικών, έλυσα στις δραματικές εκείνες μέρες, σε άμεση επαφή με τους Άγγλους και Αμερικανούς εμπειρογνώμονες, διάφορα επείγοντα ζητήματα που στη λύση τους συμβάλανε εξαιρετικά και ο τότε υπουργός του Εφοδιασμού κ. Θεμιστοκλής Τσάτσος και ο Γενικός Γραμματεύς του υπουργείου του κ. Παπαληγούρας. Όταν απελευθερώθηκε ένα σημαντικό τμήμα του Πειραιώς, πήγα αμέσως, στις 23 Δεκεμβρίου, στον Πειραιά κ’ έμεινα και την άλλη μέρα εκεί για να δώσω κάτι στους υπαλλήλους τις παραμονές των εορτών. Τέλος, στο υπουργείο των Ναυτικών, ενώ χαλούσαν τον κόσμο γύρω μας οι όλμοι και οι πολυβολισμοί, το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο, που πρόεδρός του ήμουν εγώ, συνέχισε ομαλά την εργασία του σ’ όλο το μήνα Δεκέμβριο και συμπλήρωσε μάλιστα ένα έργο που είχε αρχίσει το Σεπτέμβριο του 1944 με το νέο νόμο για την οργάνωση του ναυτικού μας και που χρειαζόταν την επιστέγασή του. Και ενώ οι κακοί Έλληνες γκρέμιζαν στέγες, εμείς με απόλυτα ήρεμη συνείδηση χρέους επιστεγάζαμε τις μεγάλες και υπέροχες θυσίες του Στόλου μας στα τελευταία τέσσερα ένδοξα χρόνια. Κατηγορήθηκα και γι’ αυτό, αλλά θα είμαι ευτυχής αν θα έχω πάντοτε την ευκαιρία να δρω για να δίνω στόχο στις επιθέσεις εκείνων που αδρανούν. Για όσους θεωρούμε τα φοβερά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944 «εμφύλιο πόλεμο», είναι αυτονόητο -δεδομένο εξ ορισμού- ότι Έλληνες ήταν όσοι απάρτιζαν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ, ότι ελληνικό αίμα επάγωσε στα κορμιά των νεκρών των δυνάμεων αυτών. Με ποιο ιστορικό δικαίωμα θα αμφισβητηθεί η ποιότητα του αίματος εκείνων, που -υπηρετώντας στις κυβερνητικές ελληνικές δυνάμεις- σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν στα Δεκεμβριανά; Θα παραθέσω μερικούς αριθμούς. Δεν θα τους

πάρω από επίσημες ανακοινώσεις ή άλλα κείμενα, που περιέχουν τους υπολογισμούς -αυτούς θα τους πουν οι αριστεροί υπερβολικούς- του Ελληνικού Κράτους. Θα τους πάρω από ένα βιβλίο, που βασίσθηκε σε μιαν έρευνα αμερόληπτη («Ξενοκρατία. Το αποκαλυπτικό χρονικό των ξένων επεμβάσεων στην Ελλάδα, 1944-1974». Έρευνα επιτελείου συντακτών του περιοδικού «Επίκαιρα» υπό την διεύθυνσιν του Τζων Φρήμαν, Πάπυρος 1975). Οι απώλειες των κυβερνητικών δυνάμεων στα Δεκεμβριανά ήταν πολύ περισσότερες από τις απώλειες των Βρετανών. Ξεπέρασαν τους χίλιους πεντακόσιους άνδρες. Δεν περιλαμβάνονται στον αριθμό αυτόν όσοι σφαγιάσθηκαν από τον ΕΛΑΣ και την Πολιτοφυλακή του ΕΑΜ. Αυτοί ήταν τουλάχιστον 6.500. Δεν ήταν, τάχα, Έλληνες όλοι αυτοί; Οι όμηροι -παραπάνω από οκτώ χιλιάδες- που ο ΕΛΑΣ και η Πολιτοφυλακή απέσπασαν, μέσα στην ίδια την Αθήνα, από τους κόλπους του αμάχου πληθυσμού, δεν ήταν ούτε αυτοί Έλληνες ή ήταν μεν Έλληνες, αλλά ήταν όλοι τους -και οι οκτώ χιλιάδες και παραπάνω- προδότες, συνεργάτες των Γερμανών; Αυτό δεν το έχει ποτέ ισχυρισθεί ούτε το Κ.Κ.Ε. Και πόσοι από τους ομήρους αυτούς -άνδρες και γυναίκες- επέστρεψαν ζωντανοί από τα βουνά της Στερεάς Ελλάδος, όπου είχαν οδηγηθεί σε μακρές φάλαγγες; Πολλοί -πάρα πολλοί- δεν επέστρεψαν ποτέ, όχι μόνο επειδή δεν άντεξαν στις φοβερές δοκιμασίες, αλλά και επειδή τους σκότωσαν εκείνοι, που είχαν την ευθύνη της απαγωγής και της μεταγωγής τους. (Πάνω από δεκατρείς χιλιάδες ομήρους έπιασαν και οι κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτοί δοκιμάσθηκαν, επίσης, βαρειά στο στρατόπεδο Ελ - Ντάμπα τής Αφρικανικής ερήμου. Ξαναγύρισαν τρεις μήνες αργότερα, εκτός εκείνων, που δεν άντεξαν στη δοκιμασία. Αλλά κανέναν απ’ αυτούς δεν σκότωσαν, στο δραματικό ταξίδι τους προς την Αφρική, όσοι είχαν την ευθύνη για την μεταγωγή τους). Όποιοι, λοιπόν, λένε ότι τον Δεκέμβριο των 1944 πολεμούσαν οι Βρετανοί τον Ελληνικόν Λαό, χρησιμοποιούν ένα απαράδεκτο σχήμα λόγου. Πολέμησαν και οι Βρετανοί -και είχαν απώλειες τουλάχιστον χιλίων ανδρών-, αλλά πολέμησαν, παίρνοντας μέρος σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων. Και στις δυο όχθες ήταν Έλληνες. Δεν θέλω να εξετάσω, σε ποιαν όχθη ήταν οι περισσότεροι και σε ποιαν οι λιγώτεροι. Αναγνωρίζω, ότι και στην παράταξη του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ ήταν πολλοί. Το είδα στην

163


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Γύρω στις 7-8 ΔεκεμΠελοπόννησο, όταν, Μια από τις πιο δραματικές πολιτικές βρίου μου τηλεφώνηείκοσι περίπου μέρες, ήμουν μαζί με συσκέψεις, που γνώρισε η νεώτερη ελλη- σε ο Σβώλος και μου είπε: «Να κάνουμε τον Άρη Βελουχιώτη, νική ιστορία, είναι η σύσκεψη, που έγινε, μαζί με τις δυνάμεις μια προσπάθεια;». του ΕΛΑΣ. Το είδα και στην Αθήνα, στο μέγαρο του Υπουργεί- Ο Σβώλος δεν είχε στην Αθήνα, στις τεπάει από την άλλη ου των Εξωτερικών, στις 27 Δεκεμβρίου ράστιες πορείες των πλευρά. Κατοικούσε πρώτων ημερών του του 1944. Η Αθήνα πνιγόταν ακόμα στο κάπου εδώ, στο μεΔεκεμβρίου, σ’ εκείνη, ταίχμιο. Δεν είχε συμαίμα, τον τρόμο και τη φωτιά. που κατέληξε στην αιμεριστεί ούτε τη δική ματοχυσία, καθώς και μας θέση ούτε των την επόμενη ημέρα, όταν μυριάδες ακολουθούσαν άλλων. Εκείνη τη στιγμή το έβλεπα ως αδύνατον. τα φέρετρα των θυμάτων. Αλλά είδα και τα πλήθη Και του είπα: «Χύνεται τόσο αίμα αυτή τη στιγμή και των Αθηναίων, που -στο διάστημα του «φοβερού» συνεπώς δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα». Ούτε ο Δεκεμβρίου- διέφευγαν από τις περιοχές, που ελέγ- Σβώλος θα μπορούσε να επηρεάσει τους ηγέτες της χονταν από τον ΕΛΑΣ και την Πολιτοφυλακή του άλλης πλευράς, ούτε εγώ θα μπορούσα να πείσω ΕΑΜ, και ζητούσαν καταφύγιο σ’ εμάς. πλέον κανέναν ότι θα έπρεπε να συναντηθούμε στις 7 ή 10 Δεκεμβρίου, για να επιχειρήσουμε το σταμάτηΠήρα θέση τότε μαζί με τον Παπανδρέου και τους μα του κακού. Εκ των υστέρων, όμως, το βλέπω σαν άλλους. Μια μέρα όμως που έτυχε να έχω ένα έντο- παράλειψή μου το ότι δεν έδωσα συνέχεια σ’ αυτό το νο κρυολόγημα και δεν μπορούσα να βγω, έμεινα τηλεφώνημα. στο κρεβάτι και έγραψα ένα σονέτο, στο οποίο δεν Το αποτέλεσμα ήταν ότι πλήρωσε βαρύτατα ο λαός διαφαίνεται ούτε ίχνος μίσους. όλη αυτή την περιπέτεια. Αλλά την πλήρωσαν ακόμη βαρύτερα το Κ.Κ. και όσοι συνέδεσαν την τύχη τους Ποιος τάχ’ απ’ όλους μας την τέτοιαν ώρα μαζί του. Γιατί όφειλαν να ξέρουν ότι ο Στάλιν δεν τη δέχτηκε σα δώρο ή σαν καρπό; επρόκειτο να εμποδίσει τους Άγγλους να βοηθήσουν Χωρίς σπορά και ρίζα και σκοπό την ελληνική κυβέρνηση. Και όχι μόνο δεν επρόκειτο βλασταίνει το κακό στην έρμη χώρα. να τους εμποδίσει, αλλά στις αρχές Οκτωβρίου, στη Ποιος τάχ’ απ’ όλους μας την τέτοια μπόρα συνάντηση του Τσώρτσιλ με τον Στάλιν στη Μόσχα, κατάρα Θεού θα πει; Δε θα την πω. είχε χαρακτηριστεί η περιοχή η δική μας, η Ελλάδα, Στο νόημα του τρανού κακού να μπω ως περιοχή αρμοδιότητας των Άγγλων και όχι των δε θέλω. Ο νους αργεί την τέτοιαν ώρα. Ρώσων. Αργεί -και στη βαθιά σιωπή των πάντων Από την άλλη πλευρά, είχαν δεχτεί ο Τσώρτσιλ και ορθός των μυστηρίων των αχράντων ο Ρούσβελτ χώρες ολόκληρες να υπαχθούν στη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα της Μόσχας. Αν δεν της άγιας μου φυλής μεταλαμβάνω. είχαν υπαχθεί στην αρμοδιότητα της Μόσχας, ίσως Μες στο βυθό του χρόνου γαληνεύουν να μην ήταν τώρα χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. οι ρίζες της γερές, κι απάνω-απάνω Διότι, όπως δεν εμπόδισε η Μόσχα τη δράση των Άγμόνο τα φύλλα οι άνεμοι παιδεύουν. γλων εδώ, έτσι δεν εμπόδισε η Αγγλία ή η Αμερική τη Αυτή ήταν η ψυχική στάση, η δική μου. Δεν αισθάν- δράση των σοβιετικών στρατευμάτων στην Πολωνία, θηκα ποτέ μίσος, αλλά χρέος. Νομίσαμε, ο Παπαν- στη Ρουμανία και αλλού. δρέου και οι άλλοι, ότι έπρεπε να αντισταθούμε. Αλλά Δεν θέλω να κρίνω αυτού του είδους τις συμφωνίες μίσος και εμπάθεια, αισθήματα που προκαλούν οι μεταξύ των μεγάλων, διότι θα έπρεπε να τις καταεμφύλιες συγκρούσεις, δεν με κατέλαβαν ποτέ. Ούτε κρίνω βαρύτατα. Είναι μια παραβίαση της φυσικής αργότερα στον Εμφύλιο του 1946-49. Ήταν το αίσθη- εξελίξεως της ιστορίας, αλλά πάντως αυτό είναι ένα μα του χρέους υπαγορευμένο από την αντίληψη που γεγονός που βαρύνει και τους μεν και τους δε. Δεν είχα για την τύχη της Ελλάδος. έπρεπε αυτό να το ξέρει το ΚΚΕ; Υπήρχε άλλωστε

164


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

και ένα σημαντικό προηγούμενο: ο συνταγματάρχης Ποπώφ όταν πήγε στα βουνά, έπεισε τους κομουνιστές ότι έπρεπε να μπουν στην κυβέρνηση Παπανδρέου στο Κάιρο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ποπώφ, ο οποίος έκανε πού και πού μια βόλτα στην περιοχή που ήταν ελεγχόμενη από το Κ.Κ., έμενε στο ξενοδοχείο της «Μεγ. Βρετανίας» μαζί μας και όχι μαζί τους. Και όταν συζητούσαμε τα βράδια, δεν μπαίναμε στο θέμα της ευθύνης που είχαν οι μεν ή οι δε -αλλά ήταν ολοφάνερη η διάθεση αποχής του στα θέματα τα συνδεόμενα με τη σύγκρουση του Δεκεμβρίου. Όταν ωμίλησα εις το συνέδριον του Λιβάνου, δεν είχα μόνον την πείραν των κινημάτων της Μέσης Ανατολής, αλλ’ εγνώριζα πλέον και όσα φοβερά εγκλήματα είχαν διαπράξει οι κομμουνισταί εις την Ελλάδα. Εθεώρησα, επομένως, καθήκον μου να τα καταγγέλλω έκτοτε και ενώπιον των ιδίων. Εάν, εις τον Λίβανον, τα κατήγγειλα με στροφάς λόγου τοιαύτας, ώστε, παρά ταύτα, να μη αποκλείεται η συνεργασία, την οποίαν π.χ. ο Πέτρος Μαυρομιχάλης απέκλειεν εκ προοιμίων, αρνηθείς να μετάσχη του συνεδρίου, την 27ην ημέραν του φοβερού Δεκεμβρίου του 1944, όταν, μετά την αναχώρησιν του Churchill και του Eden, συνήλθομεν, εις ευρύτερον κύκλον, εις το υπουργείον των Εξωτερικών, υπό την προεδρίαν του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, όλοι οι πολιτικοί ηγέται της χώρας και αντικρύσαμεν, γύρω από το αυτό τραπέζι, τους ηγέτας του συνεχιζομένου κινήματος κομμουνιστάς Γ. Σιάντον, Παρτσαλίδην και Σιγανόν, ύψωσα την φωνήν μου και τους αντιμετώπισα με αδιάλλακτον πλέον βιαιότητα. Κατά την ημέραν εκείνην, 27ην Δεκεμβρίου, είχαμε κληθή -εκτός των Παπανδρέου, Σοφούλη, Πλαστήρα, Καφαντάρη και Δ. Μαξίμου, οι όποιοι μετέσχον και της συσκέψεως της προηγουμένης ημέρας- και οι Κωνστ. Τσαλδάρης, Στέφ. Στεφανόπουλος, Ιω. Θεοτόκης, Π. Ράλλης, Αλ. Μυλωνάς, Ιω. Σοφιανόπουλος, Στ. Γονατάς, Απ. Αλεξανδρής και εγώ. Δεν θα επικαλεσθώ το «Ημερολόγιόν» μου σχετικά με όσα συνέβησαν κατά την δραματικήν αυτήν σύσκεψιν, εις την οποίαν προσήλθον καθυστερημένοι οι ηγέται του κομμουνιστικού κινήματος, και ειδικώτερα σχετικά με όσα είπον εγώ, απευθυνόμενος προς αυτούς. Προτιμώ να επικαλεσθώ ένα κείμενον τρίτου και μάλιστα του ανωτέρου Βρετανού αξιωματικού W. Byford-Jones...

Βασιζόμενος επί πρακτικών που ετηρήθησαν και του εδόθησαν, περιγράφει (ε.α., σ. 218 -225) την δραματικήν συνεδρίασιν που ήρχισεν εις το υπουργείον των Εξωτερικών την 11ην πρωινήν της 27ης Δεκεμβρίου. Το πρώτον ήμισυ της συνεδριάσεως αφιερώθη (οι κομμουνισταί ηγέται Σιάντος, Παρτσαλίδης και Σιγανός δεν είχαν ακόμη εμφανισθή) εις το θέμα της αντιβασιλείας, κατηναλώθη όμως κυρίως εις μίαν φοβεράν επίθεσιν του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου κατά του Γεωργίου Καφαντάρη, ο οποίος είχεν ονομάσει την δοξάσασαν εις το Ρίμινι το όνομα της Ελλάδος Ταξιαρχίαν του Θ. Τσακαλώτου «Ταξιαρχίαν Πραιτοριανών»... Εις το «Ημερολόγιόν» μου έγραφα την επομένην: «Νομίζω ότι ο Καφαντάρης έζησε χθες την τραγικώτερη στιγμή του πολιτικού του βίου». Πάντως, όπως προσέθεσα αμέσως παρακάτω, «μετά την άφιξη των τριών Ελασιτών, ο αρχιεπίσκοπος άφηκε» (πριν δώση τον λόγον εις τον Σιάντον) «τον Καφαντάρη να απαντήση στον Παπανδρέου, και η απάντηση ήταν η ομιλία ενός ηττημένου που, ωστόσο, ένιωσε το εθνικό του χρέος». Πράγματι, όπως δεικνύει καθαρά και η δημοσιευομένη εις το έργον του W. Byford-Jones απάντησις του Γ. Καφαντάρη, ο γηραιός πολιτικός -υποχρεωμένος πλέον να απαντήση ενώπιον των μόλις αφιχθέντων επαναστατών – κομμουνιστών- εσκέφθη ολιγώτερον να υπερασπισθή τον εαυτόν του δι’ όσα είχε ειπή και περισσότερον να διαχώριση ριζικώς την θέσιν του από τους κομμουνιστάς, εμφανισθείς αλληλέγγυος προς όλους μας... Αντιγράφω καί μεταφράζω κατά λέξιν από το βιβλίον του (ε.α., σ. 223 κ.ε.) τας σχετικάς σελίδας: Αρχιεπίσκοπος: Οι αντιπρόσωποι της άκρας Αριστεράς είπον χθες, ότι θα κατέθετον και θα παρέδιδον τα όπλα εις νέαν Κυβέρνησιν, εις την οποίαν θα ηδύναντο να έχουν εμπιστοσύνην. Τους παρακαλούμεν να αναπτύξουν τας απόψεις των. Σιάντος: Αυτό είναι σημείον που αφορά μόνον εμάς και τους Βρετανούς. Δεν πρόκειται να παραδώσωμεν κανένα όπλον πριν σχηματισθή Κυβέρνησις που θα εκπροσωπή ολόκληρον τον Ελληνικόν Λαόν. Σεις δεν είσθε αρμόδιοι δια να μας καλήτε να καταθέσωμεν τα όπλα. Είναι ο πολιτικός κόσμος διατεθειμένος να σχηματίση νέαν Κυβέρνησιν; Εάν ναι, έχει καλώς. Καφαντάρης: Διατί όλη αυτή η φασαρία, εάν δεν

165


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

έχετε την διάθεσιν να κατακετά ευφυής δια να γνωΣτη δραματική εκείνη σύσκε- ρίζης, ότι είσαι φασίστας, θέσετε τα όπλα; Σιάντος: Ζητούμεν από ψη μίλησα, απαντώντας στον Γ. και είμαι αρκετά τίμιος δια την νέαν Κυβέρνησιν να να είμαι δημοκρατικός. Ο Σιάντο, με τόνο και τρόπο, που συμφωνήση και με το πρόκαθένας απορεί, πώς και γραμμα που προτείνομεν μοιάζει αδιάλλακτος. Είπα όσα διατί ωχυρώσατε τόσα και να έχη την σύνθεσιν, κτίρια εντός των Αθηνών, δέν είπε κανένας άλλος. που εμείς θέλομεν, και τότε ενώ, κατά το διάστημα της θα καταθέσωμεν τα όπλα. κατοχής, δεν ήτο ούτε ένα Παπανδρέου: Ουδείς θα μοναδικό ωχυρομένον. είναι περισσότερον ευτυχής από εμέ, εάν η παραί- Όταν εμείς εφροντίζαμε και ειργαζόμεθα δια την ιδιτησίς μας διευκολύνη την ειρήνευσιν της Ελλάδος. κήν σας ασφάλειαν και συνεπράτταμεν κατά τρόπον Παρτσαλίδης: Είπαμε χθες σαφώς, ότι το πρώτο άδολον μαζί σας, σεις ωχυρώνατε την Αθήνα. Άοβήμα είναι η Αντιβασιλεία. Βλέπω, ότι σήμερα την πλοι ναύται, κύριε Σιάντο, οι οποίοι επολέμησαν εις αποφεύγετε. τα πελάγη δια την δόξαν της Ελλάδος και δια την Π. Ράλλης: Αποτελεί τούτο όρον; Ελευθερίαν επί τόσα έτη, εδέχθησαν την δολοφονιΠαρτσαλίδης: Ναι. Είναι ο πρώτος και κύριος όρος κήν επίθεσίν σας εκ των νώτων. μας. Σιάντος: Είπα χθες, και επαναλαμβάνω σήμερα, ότι Κανελλόπουλος: Ο κ. Σιάντος εξεκίνησε από κάτι πρέπει να βρούμε μίαν λύσιν που θα μας βγάλη απ’ το απαράδεκτον και επιθυμώ να γνωρίζω, τι λέγει όλα αυτά. Ας μη χάνουμε τον καιρό μας με το παεπ’ αυτού ο πολιτικός κόσμος της χώρας. Είπεν (ο ρελθόν. Συλλαμβάνουμε ανθρώπους, διότι έχομεν Σιάντος ) ότι ο διεξαγόμενος πόλεμος είναι πόλε- ανάγκην να κατοχυρώσωμεν την ιδικήν μας ασφάμος μεταξύ των Βρετανών και του Ελληνικού Λαού. λειαν. Σεις κυβερνάτε μόνον από την Πλατεία του Είναι, τάχα, πόλεμος κατά των Βρετανών η σύλλη- Συντάγματος έως την Ομόνοια και όμως προβαίνετε ψις χιλιάδων γυναικών και παιδιών και η απαγω- και σεις σε συλλήψεις. Μας ρωτάτε, γιατί ωχυρώγή των εις το στρατόπεδον των Θηβών και αλλού σαμε την Αθήνα; Ενώ μας απασχολούσε ο αφοπλιυπό τρομεράς συνθήκας; Αυτό είναι γερμανική μέ- σμός, επιάσαμε πολλά αυτοκίνητα με όπλα δια την θοδος. Είναι φασισμός. Έχετε τον λαόν μαζί σας, οργάνωσιν Χ (ο Σιάντος εννοούσε τους Χίτες τού όπως λέτε, κ. Σιάντο. Πώς, όμως συμβαίνει ώστε τότε συνταγματάρχου και αργότερα αρχηγού της χιλιάδες να εισέρχωνται και να καταφεύγουν εις την ΕΟΚΑ στρατηγού Γρίβα). Δεν είμαστε κουτοί. Ωχυιδικήν μας ζώνην... και ουδείς εις την ιδικήν σας; Η ρώσαμε την Αθήνα δια να αμυνθούμε. ψευδής κυριαρχία σας επί του λαού έληξε. Όταν Κανελλόπουλος: Πού τους είδατε τους Χίτες; Παραήλθα από την Πελοπόννησον, απεσιώπησα το γε- καλώ, Μακαριώτατα, να απαγορεύσετε τα ψέμματα! γονός των χιλιάδων φόνων που είχατε διαπράξει Εις το σημείον τούτο παρενέβη ο Γ. Παπανδρέου. εκεί, καθώς και τας φυλακίσεις. Εσκέφθηκα τότε, ότι Εις το Ήμερολόγιόν μου γράφω : «Ένας πολύ επιέπρεπε να απαλλαγήτε από τας παρελθούσας ευ- τυχής χειρισμός των ζητημάτων από τον Παπανθύνας σας, και δι’ αυτό δεν ωμίλησα. Και θα είμεθα δρέου ανάγκασε τον Σιάντο, ύστερ’ από μιαν απεευτυχείς, εάν είχατε εισέλθει έκτοτε εις τον νόμιμον γνωσμένη προσπάθεια υπεκφυγής, να πει τους πολιτικόν βίον. Εμφανίζεσθε κατέχοντες τόσα όπλα όρους του. Κ’ ήταν οι όροι τέτοιοι που έμειναν όλοι και πολεμοφόδια, ώστε απορεί κανείς πώς δεν τα εμβρόντητοι. Επείσθηκαν για το μάταιο των συζηεξηντλήσατε μαχόμενοι τους Γερμανούς, αφού λέτε τήσεων και οι πιο εύπιστοι. Έτσι λύθηκε η συνεδρίότι επολεμησατε εναντίον των. Δεν υπάρχει παρά αση με τη συνείδηση όλων ότι δεν υπάρχουν δυμόνον μία λύσις: οι επαναστάται πρέπει να καταθέ- νατότητες συμβιβασμού. Πριν λυθεί η συνεδρίαση, σουν τα όπλα των. Μόνον έτσι θα λυτρωθούμε από σηκώθηκε ο Πλαστήρας, που καθόταν πλάι μου, και τόον φασισμόν. είπε σ’ όλους τους ηγέτες και αντιπροσώπους του Ο Παρτσαλίδης διακόπτει τον κ. Κανελλόπουλον, πολιτικού κόσμου : “Αν θέλετε σεις να συζητήσετε γελών δυνατά. τέτοιους όρους, εγώ παίρνω το καπέλλο μου και Κανελλόπουλος: Μη γελάς, Παρτσαλίδη. Είσαι αρ- φεύγω από την Ελλάδα”».

166


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Όσα είπα στη σύσκεψη εκείνη θα τα ‘λεγα και σήμερα, αν ήταν γραφτό μου να βρεθώ στην ίδια θέση, στην ίδια παράταξη, και κάτω από τις ίδιες φοβερές περιστάσεις. Στον πόλεμο -φυσικά, και στον εμφύλιο- δεν πολεμάς με άσφαιρα πυρά ή με μισόλογα. Στη σύσκεψη εκείνη, που ήταν μια κορυφαία φάση των Δεκεμβριανών, άλλοι προτίμησαν, όπως θα ιδεί ο αναγνώστης των πρακτικών, τη σιωπή ή τα μισόλογα. Εγώ δε μπορούσα να το κάμω. Είχα κατορθώσει -εκθέτοντας τον εαυτό μου στην οξύτατη κριτική των αφελών ή φανατικών της Δεξιάς, που ακόμα και σήμερα με κατηγορούν ή και με συκοφαντούν- να σταματήσω την αιματοχυσία στην Πελοπόννησο, όταν, από τις 27 Σεπτεμβρίου ως τις 17 Οκτωβρίου 1944, έζησα εκεί, ανάμεσα σε καπνίζοντα ακόμα ερείπια και μπροστά σε μάτια, αγριεμένα ή τρομαγμένα, μερικές από τις πιο δύσκολες ώρες της ζωής μου. Ύστερα, αφού ήρθα στην Αθήνα, είχα προσπαθήσει -πλάι στον Γεώργιο Παπανδρέου, που τις καλές προθέσεις του αμφισβητούν ή και αρνούνται (δε νομίζω, ότι έχουν δίκιο) οι φίλοι μου Κομνηνός Πυρομάγλου και Χάιντς Ρίχτερ- να αποτρέψω τον εμφύλιο πόλεμο. Η βίαιη, λοιπόν, στάση μου στη σύσκεψη της 27ης Δεκεμβρίου επήγασε όχι μόνο από το χαρακτήρα μου, που δεν μου επιτρέπει τα μισόλογα ή τη σιωπή, αλλά και από τη βαθύτατη πικρία, που προκάλεσε

μέσα μου η τραγική διάψευση των ειλικρινών ελπίδων μου, για την αποτροπή του εμφύλιου πολέμου. Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα το διαπιστώσει, ελπίζω, διαβάζοντας προσεκτικά κάποιες στροφές της ομιλίας μου, που μαρτυρούν τη βαρύτατη αυτή πικρία. Όσο για τις δικές μου προθέσεις, παρακαλώ τον αναγνώστη να σχηματίσει την κρίση του γι’ αυτές, αφού προσέξει την ακόλουθη περικοπή του «Ημερολογίου» μου: «31 Δεκεμβρίου. Τις δυο τελευταίες μέρες έγιναν επιχειρήσεις έντονες κι ελευθερώθηκαν το Παγκράτι, η Καισαριανή και άλλες περιοχές. Η οδός Αρδηττού, όπου έμεινε όλον το καιρό η πεθερά μου, για να φυλάει τη βιβλιοθήκη μου, τα χαρτιά μου και τα πράγματα της Νίτσας (της συζύγου μου) ελευθερώθηκε κι αυτή προχθές. Ενώ άλλα σπίτια γκρεμίσθηκαν, ενώ το μέγαρο του στρατηγού Κώστα Μαζαράκη πυρπολήθηκε από τους Ελασίτες και αφανίστηκε ολόκληρο, το ετοιμόρροπο σπιτάκι, όπου σαν άγγελος προστάτης έμεινε η πεθερά μου, φυλάγοντας τα φτωχά μας πράγματα, σώθηκε. Έπεσαν δυο όλμοι πλάι του, και ένας μάλιστα στην αυλή του, τα τζάμια έγιναν συντρίμια, οι σωλήνες του νερού έσπασαν, αλλά το αδύνατο κορμάκι του σπιτιού κρατήθηκε όρθιο και η πεθερά μου σώθηκε... Ας σωθούν οι άνθρωποι, όποιοι και να ’ναι. Το κακό, που γίνεται, είναι πολύ μεγάλο. Ας γίνει το καλό, και ας ισχύσει για όλους».

Η βιαιότητά μου (ή, σωστότερα, η βιαιότητα της αλήθειας που εκφράζανε τα λόγια μου) συγκίνησε όλους (...) Ήλθε η στιγμή -και δεν τη διάλεξα εγώ- που το δίλημμα έγινε απόλυτο. Δεν υπάρχει πια εκλογή. Η υπόθεση της Ελλάδος έφτασε να κρέμεται σε μια κλωστή. Δεν θα τους αφήσουμε να την κόψουν (...). Η τραγωδία θα συνεχισθή για κάμποσο καιρό, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός από τη συνέχισή της. Δοκιμάσθηκαν όλα, εξαντλήθηκαν τα πάντα, και φθάσαμε στο σημείο να προκαλέσουμε τον ερχομό του Churchill στην Αθήνα (σε μια στιγμή που οι επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο είναι κρίσιμες), για να απευθύνει λόγια αλήθειας σ’ εκείνους που δεν έχουν την ικανότητα ούτε την αλήθεια να νιώσουν ούτε τη θυσία του Churchill να σεβασθούν.

167


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Με ανοιχτές ακόμα τις πληγές του πολέμου, της κατοχής και των Δεκεμβριανών 1 Ιανουαρίου 1945. Η ώρα είναι οχτώ. Σήμερα ο ουρανός αρχίζει και ξανοίγει. Τώρα ανατέλλει ο ήλιος και ίσως μάλιστα φανεί. Ο ήλιος του 1945. Εύχομαι στον Θεό να είναι ο ήλιος της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης. Χθες τ’ απόγευμα πήγα μαζί με τη Νίτσα στην οδόν Αρδηττού. Το θέαμα των γκρεμισμένων σπιτιών φριχτό. Όσοι άνθρωποι έμειναν και σώθηκαν σε σπίτια που κρατήθηκαν όρθια έχουν αγριέψει και δεν πιστεύουν καλά καλά ότι πέρασε ο χαλασμός. Τη μητέρα της γυναίκας μου τη βρήκα ήρεμη, με θαυμάσιο ηθικό και με περήφανο αίσθημα ότι έκαμε το χρέος της. Μπήκα στο γραφειάκι όπου είναι η βιβλιοθήκη μου. Ένα θραύσμα όλμου ή βόμβας έχει τρυπήσει την πόρτα του γραφείου μου, άλλά κανένα από τα βιβλία ή τα χαρτιά μου δεν «πληγώθηκε». Χθες βράδυ την πίτα την κόψαμε στο δωμάτιο του Παπανδρέου. Η Νίτσα κι εγώ πήγαμε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Προηγουμένως ήμασταν στο δωμάτιο του Δημήτρη Πέτρου, όπου ήταν και ο Ανάργυρος Αντωνόπουλος. Η πολιτική κατάσταση δεν είχε σημειώσει χθες, μετά την ορκωμοσία του Δαμασκηνού, καμιάν εξέλιξη. Ο Δαμασκηνός κάλεσε και συμβουλεύθηκε τον Παπανδρέου, τον Σοφούλη και μερικούς άλλους, αλλά καμιά ακόμα δεν υπάρχει σοβαρή ένδειξη για τις διαθέσεις του. Εμένα δεν με κάλεσε ακόμα. Ίσως να μη με καλέσει. Δεν πειράζει. Φτάνει να πάρει καλές αποφάσεις.

Δευτέρα απογευματινή. Σήμερα η Αθήνα -η ελεύθερη Αθήνα- είχε ανακτήσει τη μορφή της. Λιακάδα αθηναϊκή, κόσμος πολύς στους δρόμους. Η Αθήνα άρχισε να ξαναπαίρνει ανάσα. Με συγκίνησε βαθιά η σημερινή θέα της Αθήνας. Γύρισα με τ’ αυτοκίνητό μου κάμποσους δρόμους, έχοντας μαζί τη Νίτσα και τον υπασπιστή μου πλωτάρχη Αυγέρη, και σκέφθηκα ότι έχω το ηθικό δικαίωμα να ’χω λιγάκι το αίσθημα της Πρωτοχρονιάς. Σε μια στιγμή βλέπω μπροστά μου και τα κανόνια του συντάγματος πυροβολικού που έφτασαν μόλις σήμερα από την Ιταλία, τα κανόνια του Ρίμινι. Περήφανοι οι πυροβολητές μας τα συνόδευαν. Κι ο κόσμος ένιωθε επίσης υπερηφάνεια και χαρά. Δυστυχισμένος και πεινασμένος ο κόσμος. Κι όμως έχει τη δύναμη -και δεν θα τη χάσει ποτέ- να νιώθει χαρά, όταν πρέπει, και υπερηφάνεια, όταν του αξίζει. Με τη γυναίκα μου έκαμα μερικές επισκέψεις. Επισκεφθήκαμε την εξαδέλφη μου Βάσω Ακριβού, όπου φιλοξενείται τώρα ο πατέρας μου, και τον Επαμ. Κυπριάδη, όπου ήταν σήμερα η αδελφή μου, η μητέρα μου, και η ανεψιά μου η Εύη. Στις 3 Ιανουαρίου έπαψα να είμαι υπουργός, γιατί άλλαξε ολόκληρη η κυβέρνηση. Δυο μέρες αργότερα είχε απελευθερωθεί, με την εύστοχη τακτική του στρατηγού Scobie που έσωσε την Ελλάδα, ολόκληρη η Αθήνα και άρχισε το κατρακύλημα των στασια-

Δεν θέλω να κάμω ειδικότερες προβλέψεις για το μέλλον. Οι δυσκολίες θα είναι τεράστιες και πολλοί νέοι -ίσως και σκληροί- αγώνες θα απαιτηθούν. Πάντως πιστεύω ακράδαντα ότι η Ελλάς θ’ ανασυγκροτηθεί και θα εδραιωθεί και πάλι σε βάσεις γερές, ηθικές και ολικές. Επικαλούμαι με βαθύτατη ευλάβεια τη βοήθεια του Θεού στην πορεία της Ελλάδος προς το μέλλον.

168


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

στών και έξω από την πρωτεύουσα. Στις 26 Δεκεμβρίου, στη σύσκεψη των ηγετών των κομμάτων και στη συνάντησή τους με τους αντιπροσώπους των στασιαστών, που την προκάλεσαν οι κ.κ. Churchill και Eden φτάνοντας επίτηδες εδώ από το Λονδίνον, παρευρέθηκα κι εγώ. Και θεώρησα καθήκον μου να πω την αλήθεια σ’ όλη την έκτασή της και με τη βιαιότητα εκείνη που πρέπει και η αλήθεια ν’ αποκτήσει για να μπορεί ν’ αφανίσει το βίαιο ψέμα. Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα αγωνίσθηκε πάντοτε τίμια πάνω στην έπαλξη των πιο μεγάλων και ωραιότερων αρχών. Αρχές του ήταν, είναι και θα είναι: α) η Ελλάδα μας -η Ελλάδα, όπως τρεις χιλιάδες χρόνια υπάρχει και όπως θα πρέπει στο άπειρο μέλλον να εξακολουθήσει να ζει, β) η ιδέα των δημοκρατικών ελευθεριών σαν ιδέα ενεργητική, και όχι παθητική, σαν ιδέα που οι φορείς της έχουν χρέος να την υπερασπίζονται εναντίον όλων των εχθρών της, του φασισμού της δεξιάς και του φασισμού της αριστεράς, των ξένων εχθρών της και των εσωτερικών εχθρών της, και γ) η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όχι σαν ένα κομμάτι σάπιο κρέας που ρίχνεται από τους τρομοκράτες αναρχικούς στους δυστυχισμένους και τους μεταβάλλει σε όχλο, προκαλώντας το ξύπνημα των πιο άγριων ενστίκτων που σε κάθε άβουλο δυστυχισμένο είν’ εύκολο να ξυπνήσουν, αλλά σαν ένα αίτημα που, βασισμένο στα ψύχραιμα κριτήρια της επιστημονικής αλήθειας, θα πραγματοποιηθεί με φορέα τον υπερήφανο ελεύθερο λαό μέσα στο πλαίσιο ενός υπερήφανου ελεύθερου εθνικού κράτους. Η κυβέρνηση Παπανδρέου υποχρεώθηκε να παραιτηθεί μετά το νέο έτος (3 Ιανουαρίου 1945) και ανέλαβε ο στρατηγός Πλαστήρας. Λίγο αργότερα υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν φανερό ότι υπογράφηκε όταν το Κομουνιστικό Κόμμα κατάλαβε ότι δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει τον αγώνα και όταν, έστω και αργά, σκέφτηκε ότι πρέπει να συμμορφωθεί με την κατάσταση. Δεν ήταν όμως όλοι σύμφωνοι. Εκ των υστέρων, πολλοί κατηγορούν τον Σιάντο. Έφτασαν ακόμη να πουν ότι ο Σιάντος ήταν όργανο των Άγγλων. Ο Σιάντος ήταν ένας γνήσιος κομουνιστής, που μπορεί να μην είχε ιδιαίτερη παιδεία, αλλά είχε θεμελιωμένες μέσα του πεποιθήσεις. Αυτή την εντύπωση είχα αποκομίσει από τη συνεργασία που είχα μαζί του, καθώς και με άλλους

που δέχτηκαν τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Το Γιάννη Ζεύγο μάλιστα -όχι μόνο τον Πορφυρογένη, που ήταν γνωστός μου από παλιά- τον ξεχωρίζω για το έξοχο ήθος του και τη μεγάλη σωφροσύνη του. Εάν μετά τη Βάρκιζα έμενε επί ένα έτος και μέχρι των εκλογών η κυβέρνηση Πλαστήρα και αν είχε τις δυνατότητες να επιβάλει την τάξη, ίσως να μην είχαμε τον εμφύλιο πόλεμο 1946-49. Τον Πλαστήρα τον γνώρισα στο ξενοδοχείο της «Μεγ. Βρετανίας», όταν για πρώτη φορά έφτασε στις 13 Δεκεμβρίου του ’44. Εκείνος έμπαινε, ενώ εγώ έβγαινα. Τον αναγνώρισα αμέσως και του μίλησα πρώτος, λησμονώντας τα γεγονότα του 1922, όταν ήταν αρχηγός της Επαναστάσεως που εξετέλεσε τους Εξ, κι ανάμεσά τους το θείο μου, Δημήτριο Γούναρη. Τον συνόδευσα στο δωμάτιο του και είχαμε μια σημαντική συνομιλία. Ο Πλαστήρας, για να ξαναγυρίσω στην κυβέρνησή του, ήταν αποφασισμένος να επιβάλει την τάξη και προς την άκρα Δεξιά. Γιατί υπήρχαν μικροσυμμορίες ακροδεξιών σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, όπως στο νομό Μαγνησίας και αλλού, οι οποίες τρομοκρατούσαν τον κόσμο. Με τη βοήθεια των συνεργατών του -που ανάμεσά τους ήταν και δυο κορυφαία στελέχη του Λαϊκού Κόμματος, ο Περικλής Ράλλης και ο Ιωάννης Μακρόπουλος- ο Πλαστήρας θέλησε να γεφυρώσει το χάσμα που είχε ως τότε δημιουργηθεί. Λίγες εβδομάδες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας του υπογράφηκε η Συμφωνία της Βάρκιζας. Το Κ.Κ. είχε ουσιαστικά συντριβεί στην περιοχή της Αττικής. Κατηγορήθηκαν οι αρχηγοί του ΚΚΕ για την απόφαση υπογραφής της Συμφωνίας, αλλά νομίζω πως η κρίση της Ιστορίας θα τους δικαιώσει. Η κυβέρνηση Πλαστήρα απέβλεπε, πράγματι, στη γεφύρωση του χάσματος, αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, έπρεπε το Κ.Κ. από τη μια μεριά να συμμορφωθεί με τους όρους της Συμφωνίας και από την άλλη οι ακροδεξιές συμμορίες να παραμεριστούν. Δεν ξέρω αν θα το κατάφερνε ο Πλαστήρας. Είναι σίγουρο όμως πως θα το προσπαθούσε και η προσπάθεια αυτή θα είχε κάποιο αποτέλεσμα. Ίσως, για να σταματήσει ακριβώς αυτή η προσπάθεια, δόθηκαν ξαφνικά στη δημοσιότητα -γύρω στις αρχές Απριλίου του 1945- κάτι επιστολές του Πλαστήρα, γραμμένες το 1941, που τον εξέθεταν σχετικά με τη

169


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος στάση του στο θέμα της Γερμανίας και του Χίτλερ. Ο Πλαστήρας δεν ήταν πολιτικός νους. Ήταν στρατιώτης. Και πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν γενναίος στρατιώτης. Αν έγραψε τούτο ή εκείνο το 1941, δεν μπορεί να του αποδοθεί με την έννοια ότι είχε δείξει συμπάθεια απέναντι στην ενθικοσοσιαλιστική Γερμανία. Εγώ αυτό δεν το πίστεψα ποτέ. Το 1942, όταν ήμουν αντιπρόεδρος στο Κάιρο και υπουργός Αμύνης, φίλοι του Πλαστήρα (ο Καραπιπέρης, εκπρόσωπος του στη Βηρυτό, και ο Οδυσσέας Παπαμαντέλος, γιος του αφοσιωμένου στον Πλαστήρα συνταγματάρχη) με παρεκάλεσαν να παρέμβω, για να δοθεί στον Πλαστήρα, που βρισκόταν στη Γαλλία του Βισύ, διαβατήριο να πάει όπου ήθελε. Ο Τσουδερός -ως πρωθυπουργός και ως υπουργός Εξωτερικών- του έθετε ορισμένους όρους. Εγώ θεώρησα αναγκαίο να παρέμβω και να ζητήσω από τον Τσουδερό να του δοθεί απόλυτη ελευθερία. Ο Τσουδερός τότε μου έστειλε από το Λονδίνο μια επιστολή, που βρίσκεται στο αρχείο του μακαρίτη αδελφού μου Αναστάση, την οποία

δεν έδωσα και δεν θα δώσω, όσο ζω, στη δημοσιότητα, όπου μου εξηγούσε για ποιους λόγους είχε αντιρρήσεις και αναφερόταν στο περιστατικό των επιστολών του 1941. Μου έλεγε περίπου το τι περιείχαν. Δεν απέδωσα όμως σημασία, γιατί δεν είχα ούτε στιγμή αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του Πλαστήρα. Και απέδιδα την όποια γνώμη του σε παροδική πλάνη. Τελικά, η απαίτηση που διατύπωσα προς τον Τσουδερό, είχε ως αποτέλεσμα να του δοθεί ό,τι ζητούσε. Ξαφνικά, το 1945, αυτό το λησμονημένο γεγονός που κι εγώ ο ίδιος είχα λησμονήσει, ήρθε στην επιφάνεια. Γιατί και πώς, κανένας δεν ξέρει. Το «γιατί» το υποπτεύομαι, το «πώς» δεν το γνωρίζω. Πάντως, εκείνοι που έφεραν στο φως τις επιστολές, είχαν αναμφισβήτητα συμφέρον να φύγει ο Πλαστήρας από πρωθυπουργός και να σταματήσει η ειρηνευτική προσπάθεια που είχε αρχίσει. Ήταν λοιπόν ένα κακό σημάδι η δημοσίευσή τους. Κακό ήταν και το αποτέλεσμα που ακολούθησε: η παραίτηση Πλαστήρα.

Κ.Κ.Ε. και ο Εμφύλιος Πόλεμος Ο αρχηγός του Κ.Κ.Ε. ζητάει να φύγουν οι Άγγλοι και να γίνει εμφύλιος πόλεμος. Δεν θ’ αρκεσθώ να εκφράσω τη θλίψη και την αγανάκτησή μου, όπως τόκανε ο κ. Καφαντάρης, ούτε θα χαρακτηρίσω τις δηλώσεις του Ζαχαριάδη «απίστευτες», όπως τις χαρακτήρισε ο κ. Τσουδερός. Θλίψη δεν μου προκαλούν διόλου οι δηλώσεις του Ζαχαριάδη, γιατί απλούστατα δεν εστήριζα καμμιά καλύτερη ελπίδα στο Κ.Κ.Ε., ώστε να θλιβώ που ξαφνικά εχάλασε και κατάντησε να κάνει τέτοιες δηλώσεις. Πριν μιλήσει όπως μιλάει σήμερα, είχε πράξει το Κ.Κ.Ε. όσα είχε πράξει χθες. Κι οι πράξεις ήταν χειρότερες από τις σημερινές κουβέντες του. Γιατί, λοιπόν, θα θλιβώ, που κατάντησε να λέει όσα λέει σήμερα; Ούτε, φυσικά, μπορεί οι δηλώσεις του Ζαχαριάδη να χαρακτηρισθούν «απίστευτες». Απίστευτο είναι το ότι δεν πιστεύαμε εμείς ότι το Κ.Κ.Ε. σκεπτόταν πάντοτε όπως μιλάει σήμερα. Το Κ.Κ.Ε. δεν μπορούσε παρά να σκέπτεται πάντοτε τον εμφύλιο πόλεμο. Χθες τον εξαπέλυσε, σήμερα τον διακηρύσσει, αύριο θα τον εξαπολύσει πάλι, αν εξακολουθήσουμε εμείς μόνο και μόνο να θλιβώμαστε και ν’ αγανακτούμε, ή να χαρακτηρίζουμε απίστευτο ό,τι είναι το πιο πιστευτό πράγμα του κόσμου. Αντί να τρίβουμε λοιπόν κάθε τόσο τα μάτια μας, πράγμα που κάνει τον κομμουνιστή να τρίβει τα χέρια του, ας εξετάσουμε σοβαρά σε τι αποβλέπει ο κομμουνισμός με τον εμφύλιο πόλεμο, ποιες παγίδες στήνει στις συνειδήσεις, εκείνων που θα χρησιμοποιήσει ως άβουλους φανατικούς στρατιώτες του εμφυλίου πολέμου, και πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Το κύριο μέτρο για την αντιμετώπιση του κινδύνου είναι η διαφώτιση, που αποβλέπει να σώσει συνειδήσεις, προ πάντων νέων, από τον πειρασμό του εμφυλίου πολέμου. Οι νοικοκυραίοι,

170


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πολιτικοί και ιδιώτες, νομίζουν ότι φθάνει να πει ο Ζαχαριάδης ότι θέλει εμφύλιο πόλεμο, για ν’ αποτροπιασθεί η συνείδηση των περισσοτέρων Ελλήνων. Όχι, οι νοικοκυραίοι πλανώνται. Υπάρχουν πολλοί Έλληνες, κυρίως νέοι, που ο εμφύλιος πόλεμος τους εμπνέει. Η επανάσταση είναι πειρασμός. Πρέπει λοιπόν να σώσουμε από τον πειρασμό, εκείνους που χωρίς την συνδρομή τους, ο κομμουνισμός δεν μπορεί να κηρύξει επανάσταση και εμφύλιο πόλεμο. Με ποιους κάνει τις επαναστάσεις του ο κομμουνισμός; Τις κάνει, τάχα, με τον εργάτη του εργοστασίου; Όχι. Αν περίμενε ο κομμουνισμός, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, να επαναστατήσει στηριγμένος σ’ εκείνους που σύμφωνα με την κοινωνική τους θέση, όπως την ερμηνεύει ο Μαρξισμός, πρέπει νάναι κομμουνισταί, δεν θα μπορούσε ποτέ να κινηθεί. Ο κομμουνισμός επαναστατεί, χρησιμοποιώντας ως επαναστάτες, προ πάντων εκείνους που δεν έχουν ούτε οικονομικά, ούτε ηθικά συμφέροντα, συνδεδεμένα με την επικράτησή του, μα που από χαζομάρα, από αφέλεια, από τυχοδιωκτισμό ή από αγνή ανάγκη δυναμισμού, τον ακολουθούν. Ποια ήσαν τα πρωτοπαλλήκαρα του ΕΛΑΣ; Μήπως ήσαν προλετάριοι; Όχι. Ήσαν παιδιά αστικών οικογενειών, ψευτοεπιστήμονες, φιλόδοξοι απόστρατοι αξιωματικοί, ακόμα και παπάδες! Ποιοι είναι οι εισπράκτορες της «Εθνικής Αλληλεγγύης», δηλαδή του επαναστατικού ταμείου του Κ.Κ.Ε.; Είναι μερικές αφελέστατες ή υστερικές ματαιόδοξες κυρίες, με μεγάλες περιουσίες, που από την τσέπη τους δεν βγάζουν ούτε μια πεντάρα για ένα φτωχό. Βέβαια, όλα αυτά τα κοινωνικά στοιχεία, δεν θα ήταν δυνατό να γίνουν τα επαναστατικά όργανα του κομμουνισμού, αν το Κ.Κ.Ε. τούς έλεγε ολοκάθαρα ότι πάει να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του προλεταριάτου ή μάλλον της κομματικής κλίκας. Γι’ αυτό και άλλαξε ο κομμουνισμός το τραγούδι του, από τα 1935 κ’ εδώθε. Ως τα 1917, ο επαναστατικός κομμουνισμός που ήθελε την κατάργηση της δημοκρατίας και την δικτατορική επικράτηση, ήταν διστακτικός και υποχωρούσε μπροστά στον δημοκρατικό και εξελικτικό σοσιαλισμό, συζούσε μάλιστα μαζί του στην Δεύτερη Διεθνή. Από τα 1917 ως τα 1935, ο κομμουνισμός χώρισε από τον δημοκρατικό σοσιαλισμό τόσο, που τον πολεμούσε πιο άγρια, απ’ ό,τι πολεμούσε κι’ αυτές τις πρώτες φασιστικές κινήσεις. Και δεν πολεμούσε μόνο τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, αλλά τού ’κανε κέφι και μέσ’ στους ίδιους του τους κόλπους να καταδικάζει την πιο μικρή, ακόμα και απλώς φρασεολογική απόκλιση, καταγγέλοντάς την ως προδοσία. Τα δεκαοχτώ εκείνα χρόνια ήταν η «ηρωική» εποχή. Ο κομμουνισμός ήθελε νάναι ολομόναχος, νάναι ένα διανοητικά ασκητικό σχολείο φανατισμένων στελεχών. Αφού όμως, με το ν’ απομονωθεί όπως απομονώθηκε, και με το να πολεμάει αλύπητα σοσιαλισμούς και ελεύθερες σκέψεις, προκάλεσε τη διάσπαση και το αδυνάτισμα των σοσιαλιστικών και δημοκρατικών παρατάξεων, κι’ αφού από το αδυνάτισμα αυτό ετράφηκαν και δυνάμωσαν οι φασισμοί, οι εθνικοσοσιαλισμοί και οι ιμπεριαλισμοί, αποφάσισε ξαφνικά ν’ αλλάξει τακτική. Αυτός, ο αμείλικτος κομμουνισμός, που δεν καταδεχόταν να συναναστραφεί ούτε τους πιο στενούς συγγενείς του, άνοιξε την αγκαλιά του, άρχισε να κηρύσσει τη γενική δημοκρατική αλληλεγγύη, την συναδέλφωση και συμπαράταξη όλων των αντιφασιστικών στοιχειών. Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία και Κυβέρνηση Μπλουμ. Παλλαϊκό Μέτωπο στις ελληνικές εκλογές του 1936, έστω και ως ταμπέλλα που δεν έπιασε. Και έπεσαν έπειτα από τον ουρανό τα μεγάλα δώρα. Εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία: ο κομμουνισμός ξελιγωμένος από τη γλύκα των δημοκρατικών ελευθεριών, που πάντοτε (στη θεωρία και στην πράξη) τις είχε χτυπήσει, κηρύσσει την πανδημοκρατική συναδέλφωση και άμυνα. Τι να κάνουν οι δημοκρατικοί; Μπροστά στον κίνδυνο του Φράνκο, έπεσαν, θέλοντας και μη στην παγίδα. Ύστερα, το δεύτερο μεγάλο δώρο: πάγκοσμιος πόλεμος. Στην αρχή, αδιαφορία. Έπρεπε ν’ αδιαφορήση ο κομμουνισμός στην αρχή, για να πιάσει η φωτιά στα καλά και για να πέσει η Γαλλία και το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης στα νύχια του εχθρού, στη δυστυχία,

171


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

στη συμφορά. Αφού συντελέσθηκε αυτό, τότε βγήκε από τα στήθη των κομμουνιστών η κραυγή του εθνικού πόνου. Και μέσ’ στα ερείπια και τον χαλασμό, πήγαν να εκμεταλλευθούν το πένθος και την πείνα. Προλεταριάτο, κομμουνισμός, ατομική ιδιοκτησία, οι λέξεις αυτές ξεγράφτηκαν. Μόνο το Έθνος μάς ενδιαφέρει, ο αγώνας, η εθνική αντίσταση, φώναζαν οι κομμουνισταί. Και ζήτησαν να συμμαχήσουν με όλους, στην Ελλάδα, και μ’ αυτούς τους μοναρχικούς, αρκεί ν’ έμπαιναν οι μοναρχικοί στο ΕΑΜ, δηλαδή να έπεφταν στη φάκα. Στο Ελ-Αλαμέιν, ο στρατός που πολεμούσε αληθινά τον εχθρό, έπρεπε να διαλυθεί, κι αν τολμούσε και μέσ’ στην κατεχόμενη Ελλάδα ένας ιδεολογικά συγγενής του κομμουνισμού, σαν τον αείμνηστο Ψαρρό, να πολεμήσει τους Γερμανούς, χωρίς να μπει στον ΕΛΑΣ και να γίνει κορόιδο των κομμουνιστών, επρεπε νά γδάρει! Τέτοιος ήταν ήδη από τότε, ο δημοκρατικός αντιφασισμός των κομμουνιστών. Κι όμως δεκάδες χιλιάδες Έλληνες όχι μόνο νέοι, επίστεψαν στη μεταστροφή του «άλλοτε» δικτατορικού και αντεθνικού κομμουνισμού σε ένα καλόκαρδο δημοκρατικό και εθνικό κόμμα. Και πολλοί, παρά τα Δεκεμβριανά και παρά τον Τίτο και τον Γεωργήεφ, εξακολουθούν να πιστεύουν στη μεταστροφή αυτή. Αυτούς τους εύπιστους πάει ο Ζαχαριάδης και με το νέο κήρυγμα του εμφυλίου πολέμου να προσελκύσει. Γιατί ζητάει, άλλωστε, τον εμφύλιο πόλεμο; Προς Θεού, όχι για την επικράτηση του κομμουνισμού. Τον ζητάει για χάρη της δημοκρατίας, για να χτυπηθεί η φασιστική αντίδραση, για ν’ αναπνεύσει δημοκρατικά ο λαός! Το ότι δεν τον ζητάει για χάρη του οικονομικού σοσιαλισμού, αυτό είνε βέβαιο. Τα κομμουνιστικά κόμματα έπαψαν προ πολλού να έχουν κύριο σκοπό την επικράτηση του σοσιαλισμού. Το κέντρον του βάρους των κομμουνιστικών κομμάτων, έφυγε από την οικονομική κοσμοθεωρία και πήγε στην πολιτική κοσμοθεωρία. Αν τους ενδιέφερε ο σοσιαλισμός, θάπρεπε να τον θεωρήσουν ευπρόσδεχτο και μέσ’ στη δημοκρατία, θάπρεπε, προ πάντων ύστερ’ από τον πόλεμο που έκανε την οικονομία της Εύρώπης tabula rasa, να αποφύγουν τους ερυθρούς φασισμούς και τα εγκλήματα για να πραγματοποιήσουν δημοκρατικώτατα με τη μεγάλη πλειοψηφία όλων των λαών τον σοσιαλισμό. Στην Ελλάδα, π.χ. αν αντί να εγκληματίσει το Κ.Κ.Ε. και να καταλήξει στα Δεκεμβριανά, έδειχνε δημοκρατική νομιμοφροσύνη και πραγματοποιούσε την αυτοδιάλυση του ΕΛΑΣ και της Πολιτοφυλακής, θα κέρδιζε, μαζί με όλα τα σοσιαλιστικά και αριστερά κόμματα, την ενθουσιώδη συμπάθεια της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας και θάχαμε σοσιαλισμό, αλλά και δημοκρατία. Τη δημοκρατία όμως δεν την θέλει το Κ.Κ.Ε., κι όσο για τον σοσιαλισμό, του έγινε σχεδόν αδιάφορος. Το Κ.Κ.Ε., που κατάντησε υπερτροφικά πολιτικό και μάλιστα ένα πολιτικό τέρας, ζητάει ολοκληρωτική επικράτηση, φασιστική εξουσία. Λέει, λοιπόν, αλήθεια όταν τονίζει ότι δεν πάει να πραγματοποιήσει τον κομμουνισμό, δηλαδή ειδικώτερα τον οικονομικό σοσιαλισμό, αλλά λέει ψέμματα όταν μιλάει για αντιφασισμό, δημοκρατία, ελευθερία του λαού. Τον εμφύλιο πόλεμο τον ζητάει, λοιπόν, για να εξασφαλίσει, αν επικρατήσει, την φασιστική παντοκρατορία του κόμματος. Άλλωστε, τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει από έναν εμφύλιο πόλεμο, που θα είχε ως έκβαση την επικράτηση του Κ.Κ.Ε.; Η δημοκρατία διαμορφώνεται ήδη με τόσο σταθερά αποτελέσματα, και όλα τα κόμματα, όλες οι ιδέες, ακόμα και η ιδέα του εμφυλίου πολέμου και της αλληλοσφαγής, έχουν τόση ελευθερία προβολής, που δεν ξέρω τι περισσότερο μπορεί να γίνει προς την κατεύθυνση αυτή. Το περισσότερο που επιδιώκει το Κ.Κ.Ε. με τον εμφύλιο πόλεμο, δεν είναι περισσότερη ελευθερία, γιατί αυτή είναι αδύνατη, αλλά το πνίξιμο της ελευθερίας. Το πνίξιμό της μέσα στο αίμα. Μήπως στο αίμα ενόχων; Καμμιά ελευθερία δεν πνίγεται στο αίμα ενόχων. Η ελευθερία πνίγεται πάντοτε μέσα στο αίμα αθώων. Ο εμφύλιος πόλεμος, όπως τον θέλει το Κ.Κ.Ε. και με την έκβαση που ονειρεύεται, σημαίνει σφαγή αθώων,

172


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κατάργηση της δημοκρατίας, της ελευθεροτυπίας και κάθε ελεύθερης αναπνοής, ματαίωση του δημοκρατικού σοσιαλισμού και εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας μιας κόκκινης κλίκας διανοητικά και ηθικά, ακόμα και βιολογικά, κατωτέρων Ελλήνων, και υποταγή, τέλος, και αυτών των μωρών εγκληματιών, κάτω από τον Τίτο και τον Γεωργήεφ, άρα ουσιαστική κατάλυση της Ελλάδας. Όποιοι από τους νέους αγαπούν τις επαναστατικές περιπέτειες, ας τις εξαγοράσουν με τα παραπάνω νομίσματα. Είμαι βέβαιος, ότι αν συστηματοποιήσουμε τη διαφώτιση και αν τα εθνικά κόμματα πάψουν να είναι μόνο παράγοντες γκρίνιας και μικρολογιών, πολύ λίγοι θα είναι οι νέοι που θα διαλέξουν το δρόμο του αρχηγού Ζαχαριάδη. Πριν από το 1939, υπήρχε ο κίνδυνος του φασισμού της δεξιάς, συνυφασμένος με μηχανοκίνητες φάλαγγες πανίσχυρων κρατών που έκανε τους δημοκρατικούς να συνεργάζονται με τους κομμουνιστές, έστω κι’ αν ήξεραν την άτιμη παγίδα που οι τελευταίοι έσταιναν. Σήμερα δεν υπάρχει πια ο κίνδυνος αυτός και τα φασιστικά υπολείμματα της δεξιάς είναι υπόθεση που εις μάτην προσπαθεί να την μεγαλοποιήσει ο κομμουνισμός. Σήμερα υπάρχει ο κομμουνισμός ενάντια στη Δημοκρατία και στην Ελευθερία. Και θέλει εμφύλιο πόλεμο, κάνοντας όνειρα ισπανικών νυκτών. Τέτοιες όμως παρατάξεις -ας το καταλάβει πια- δεν σχηματίζονται. Η Δημοκρατία, αφού έσβυσε τον φασισμό της Δεξιάς στο πρόσωπο τερατωδών δυνάμεων, σαν την Γερμανία, θα σβύσει και τον φασισμό της άκρας αριστεράς που επρόδωσε το σοσιαλιστικό ιδεώδες, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει ανώμαλες ορέξεις και να χαρεί την ωμή αιματηρή βία. Ας οργανωθούμε για τον μεγάλον αυτόν αγώνα. Ας γίνουμε στρατιώτες της Δημοκρατίας που θα καταστήσει αδύνατο τον εμφύλιο πόλεμο. «Ελληνική Φωνή», 03/09/1945

Ύστερ’ από την απελευθέρωση, με ανοιχτές ακόμα τις πληγές του πολέμου, της κατοχής και των Δεκεμβριανών στο σώμα της Ελλάδος, ήμουν ο πρώτος πολιτικός ηγέτης, που αποφάσισε να περιοδεύσει στη Μακεδονία και στη Θράκη. Συνοδευόμενος από τον αγαπητό μου φίλο και συνεργάτη Κωνσταντίνο Καλλία, που διακρίθηκε αργότερα ως υπουργός, αφιέρωσα τότε -καλοκαίρι του 1945- σαράντα ημέρες στη Βόρεια Ελλάδα, όταν, στις πιο πολλές περιοχές της, δεν είχαν ακόμα αποκατασταθεί οι συγκοινωνίες, ούτε όλες οι πολιτικές και αστυνομικές αρχές. Βάση μου για τις περιοδείες εκείνες, από τη Φλώρινα ως την Αλεξανδρούπολη, ήταν η Θεσσαλονίκη. Τότε συνδέθηκα ψυχικά και με το πανεπιστήμιο της μακεδονικής πρωτεύουσας. Όσες μέρες έμενα στη Θεσσαλονίκη, επισκεπτόμουν συχνά (το ίδιο έκανα και αργότερα) το πανεπιστήμιο -στο παλαιό μοναδικό του, τότε, μέγαρο- για να χαίρομαι τη συντροφιά καθηγητών, που έγιναν καλοί μου φίλοι. Μετά τον Πλαστήρα ανέλαβε πρωθυπουργός ο ναύαρχος Βούλγαρης. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος, αλλά δεν απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική

της ειρηνεύσεως. Δεν είχε ίσως, λόγω και των φοβερών οικονομικών προβλημάτων που η κυβέρνησή του αντιμετώπιζε, την άνεση και το χρόνο, ίσως όμως ούτε και τη διάθεση, να συνεχίσει την ειρηνευτική πολιτική του Πλαστήρα. Οι μικρές αυτές «συμμορίες» της Δεξιάς, που δεν δημιουργούσαν πανελλήνιο πρόβλημα αλλά προκαλούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος δυσκολίες στην επικοινωνία και στην κίνηση των προοδευτικών στοιχείων της εποχής εκείνης, έμειναν άθικτες. Όταν παραιτήθηκε η κυβέρνηση Βούλγαρη, ανέλαβε την πρωθυπουργία, για λίγες μέρες, ο ίδιος ο αντιβασιλεύς Δαμασκηνός και την 1η Νοεμβρίου του 1945 όρκισε εμένα ως πρωθυπουργό. Τα πράγματα είχαν μείνει εκεί που τα άφησε ο Πλαστήρας. Δεν είχε γίνει τίποτα που να οδηγήσει σε κάποια μείωση της ανωμαλίας που υπήρχε. Και μπορεί να πει κανείς ότι η κατάσταση είχε χειροτερέψει. Έτσι, δημιουργήθηκαν προφάσεις στους «σκληρούς» του Κ.Κ. να αντικρούσουν τους πιο συνετούς και να αποφασίσουν αυτό που αποφάσισαν το 1946.

173


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

174


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Σκοποί της Κυβερνήσεως είνε οι ακόλουθοι: 1) Προ παντός άλλου η απόφασις αντιμετωπίσεως του οικονομικού προβλήματος δια της λήψεως όλων των ενδεδειγμένων μέτρων μέσα εις σαφές και ολοκληρωμένον οικονομικόν πρόγραμμα, το οποίον θα τεθή ταχύτατα εις εφαρμογήν λαμβανομένης εν ταυτώ πάσης μερίμνης όπως το ορθόν του προγράμματος μη καταστραφή κατά την εκτέλεσιν. Εντός του πλαισίου του προγράμματος τούτου ιδιαιτέραν όλως θέσιν θέλουν κατέχει η έντονος ενίσχυσις της παραγωγής και η άμεσος τόνωσις των αδικαιολογήτως αναξιοπαθούντων αγροτών, εργατοϋπαλλήλων και η ισορρόπησις της κρατικής οργανώσεως με την θεμιτήν ιδιωτικήν πρωχοβουλίαν. 2) Η ανόρθωσις του ηθικού του λαού μας, λαού ο οποίος δικαιούται να είναι υπερήφανος και να διέπεται υπό βαθείας αύτοπεποιθήσεως και όχι όπως συμβαίνει σήμερον να σύρεται μοιραίως προς το μέλλον και να αμφιβάλλω δια την αύριον. 3) Η εσωτερική και διεθνής πασιφανής κατάδειξις ότι η Ελλάς διέπεται υπό τάξεως και ασφαλείας. Προς τούτο θα εφαρμοσθή πλήρης δημοκρατική ισοπολιτεία, πλησσομένης αμειλίκτως οιασδήποτε και οθενδήποτε προερχομένης δυναμικής τάσεως. Το κράτος θα οργανωθή κατά τοιούτον τρόπον ώστε να μη έχη ανάγκην προστασίας από κανέναν. Διότι το κράτος προστατεύει, δεν προστατεύεται.

4) Αρρήκτως συνυφασμέναι προς τους αμέσως ανωτέρω δύο σκοπούς είναι η ανάγκη της αμειλίκτου ασκήσεως της δικαιοσύνης με σκοπόν την ηθικήν κάθαρσιν και την αδίστακτον επιβολήν κυρώσεων εις βάρος εκείνων οίτινες εμόλυναν δια της συνεργασίας των με τον εχθρόν ή δι’ εγκλημάτων απαραδέκτων εις την Ελληνικήν συνείδησον, το ηθικώς υπέροχον σύνολον του Ελληνικού λαού. 5) Τα καθαρώς πολιτικά ζητήματα άτινα συνδέονται με την ταχίστην δυνατήν διενέργειαν εκλογών θα επιχειρήση η Κυβέρνησις να λύση εν συνεννοήσει με όλους τους συντελεστάς της πολιτικής ζωής του τόπου και εν αμέσω αναφορά προς την ψυχολογίαν του Ελληνικού λαού και προς τας διεθνείς συνθήκας. H Κυβέρνησις υπολογίζει επί της συνδρομής του Ελληνικού λαού και πιστεύει ότι υποστηριζομένη υπ’ αυτού θ’ αγάγη εις αίσιον πέρας το έργον της. Από τον λαόν ζητούμεν εργασίαν, πίστιν εις τον εαυτόν του και εις την ιδέαν τής Ελλάδος. Η επιτυχία μας θα είνε επιτυχία του. Είμεθα βέβαιοι ότι ο Ελληνικός λαός κατανοών την κρισιμότητα των περιστάσεων, αλλά και τας μεγάλας δυνατότητας ευτυχούς εκβάσεως της προσπαθείας μας θα κάμη την προσπάθειάν μας, προσπάθειαν ιδικήν του, όπως θεωρούμεν και ημείς τον μόχθον του ιδικόν μας ιερόν πόνον.

Βαθύτατα με συνεκινησεν ο τρόπος, με τον οποίον η πόλις των Πατρών υπεδέχθη την κυβέρνησίν μου. Θα·εθεώρουν πλήγμα ηθικόν μέγα, εάν εστερούμην της ηθικής ενισχύσεως του λαού τής πόλεως, εις την οποίαν εγεννήθην. Ευτυχώς η ευγενής ποιότης της ψυχής του Πατραϊκού λαού μού εξασφαλίζει μίαν ηθικήν ενίσχυσιν·η οποία αποτελεί μέγα κεφάλαιoν και βάσιν ισχυράν δια την επιτυχίαν της δυσκόλου προσπαθείας μου· Το ότι η προσπάθεια είναι δύσκολος, αυτό είναι βέβαια γνωστόν. Το ότι η προσπάθεια, αν και δυσχερής, δυσχερεστάτη, είναι δυνατόν κάλλιστα να ευοδωθή, αυτό ως γνώστης όλων των στοιχείων και δεδομένων, τα οποία, αφορώντα την oικονομικήν και ηθικήν ζωήν του τόπου, εμελέτησα και κατέχω. Ελπίζω, ότι θα μου παρασχεθή η εμπιστοσύνη εκείνη, η οποία είναι απαραίτητος, δια να τεθούν αι βάσεις, αι σταθεραί και αμετακίνητοι δια την ανόρθωσιν του τόπου. Όταν εκλήθην από τον Μ. Αντιβασιλέα, δεν είχα δικαίωμα να αρνηθώ.·Δι’·ότι εκλήθην, κατά την αυτήν στιγμήν, και από την συνείδησίν μου. Ο τόπος έπρεπε οπωσδήποτε να εξέλθη από το αδιέξοδον δια το οποίον δεν είμαι εγώ υπεύθυνος. Δέχομαι ευχαρίστως να αναλάβω την ευθύνην, αν και ανεύθυνος δια το αδιέξοδον, δια να πραγματοποιήσω την άρσιν της οικονομικές, πολιτικής και ηθικής πολιορκίας η οποία πνίγει το έθνος.

175


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ο Winston Churchill έσωσε τον κόσμον και -τον Δεκέμβριον του 1944- ειδικώτερα και την Ελλάδα. Αλλά δεν ήτο δυνατόν να ελέγχη τα πάντα. Και το κακόν είναι, ότι και οι υπ’ αυτόν τεταγμένοι να ελέγχουν τας μυστικάς βρετανικάς υπηρεσίας δεν ήσαν εις θέσιν να βλέπουν όσα συνέβαιναν πίσω από την πλάτην των. Μήπως τα έβλεπαν μερικοί εξ αυτών και τ’ άφηναν να συμβαίνουν ή και τα ενεθάρρυναν; Δεν το γνωρίζω. Θεωρώ, πάντως, αξιοσημείωτον κάποιαν σύμπτωσιν που συνδέεται με την προσωπικήν πολιτικήν σταδιοδρομίαν μου. Τον Μάρτιον του 1943 έπεσα, αφού είχα τηρήσει έντονον στάσιν επί του Βορειοηπειρωτικού και επί των άλλων εθνικών μας δικαίων. Αλλά και την 22αν Νοεμβρίου του 1945 υπεχρεώθη η βραχύβιος κυβέρνησις, την οποίαν εσχημάτισα την 1ην Νοεμβρίου, να παραιτηθή -ήλθε, τότε, εις τας Αθήνας και κατηύθυνε, μαζί με τον πρεσβευτήν Leeper, τα ελληνικά πολιτικά πράγματα ο Άγγλος κοινοβουλευτικός υφυπουργός των εξωτερικών Μακ Νηλ (Hector Mac Neil)- μετά την στάσιν, που·ετήρησα πάλιν επί του Βορειοηπειρωτικού, επιτρέψας να γίνη εις τας Αθήνας μέγα συλλαλητήριον εξ αφορμής μιας φιλικής διπλωματικής ενεργείας των μεγάλων συμμάχων έναντι της Αλβανίας, δι’ ης ηγνοήθησαν πλήρως τα ελληνικά δίκαια. Προέβην, μάλιστα, τότε ως πρωθυπουργός της Ελλάδος εις τας δημοσιευθείσας εις τον Τύπον ακολούθους δηλώσεις: «Εκφράζω την οδύνην του Ελληνικού Έθνους δια την φιλικήν ενέργειαν, η οποία εγένετο προς το εν Αλβανία διοικητικόν καθεστώς, του οποίου μόνος διεθνής τίτλος είναι αι βάρβαροι διώξεις κατά του πληθυσμού της Ελληνικής Βορείου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Λαός ελπίζει ακόμη, ότι η τελική αναγνώρισις τοιούτου καθεστώτος δεν θέλει πραγματοποιηθή. Αποτέλεσμα της τυχόν αναγνωρίσεως, η οποία εμφανίζεται εξαρτωμένη από απλάς Αλβανικάς διαβεβαιώσεις, ευκόλως αθετουμένας, δεν θα είναι ειμή η ενίσχυσις ενός από τίνος κλονιζομένου τυραννικού και ληστρικού καθεστώτος. Η Ελλάς θλίβεται, διότι, ενώ ανέμενε να πραγματοποιηθή άμα τη νίκη η απελευθέρωσις της Βορείου Ηπείρου, βλέπει αντιθέτως βραβευομένους εκείνους, οίτινες επολέμησαν εναντίον αυτής και των Συμμάχων και ενισχυομένους τους διώκτας των ακόμη υποδούλων Ελληνικών πληθυσμών. Παρά ταύτα πιστεύω, ότι και μετά τας νέας περιπετείας, τας οποίας υφίσταται η Ελλάς και ειδικώτερον η Βόρειος Ήπειρος, το Δίκαιον τελικώς θα επικρατήση».

Χαρακτηριστικόν της απηχήσεως, την οποίαν είχεν η στάσις μου έναντι των μεγάλων συμμάχων -τόσον επί του Βορειοηπειρωτικού, όσον και επί του οικονομικού θέματος -είναι το ακόλουθον άρθρον της εφημερίδος «Εστία », το οποίον εδημοσιεύθη την 21ην Νοεμβρίου 1945: «Η απάντησις, την οποίαν η Ελληνική Κυβέρνησις έδωσε χθες εις τα όσα προσφάτως ελέχθησαν περί της παρελθούσης οικονομικής ενισχύσεως προς την Ελλάδα, φέρει τον κ. Κανελλόπουλον πλησιέστερα προς τον Ελληνικόν Λαόν. Η Ελληνική Κοινή Γνώμη, διατηρούσα όλας τας επιφυλάξεις δια μερικάς ενεργείας του παρελθόντος, ως και τον τρόπον συγκροτήσεως της σημερινής Κυβερνήσεως, εξετίμησεν ήδη την ανδρικότητα, με την οποίαν ο κ. Πρωθυπουργός διεβίβασε προς τους ισχυρούς της Γης τον πόνον του Ελληνικού Λαού δια την απόφασιν περί αναγνωρίσεως της Κυβερνήσεως Εμβέρ Χότζα. Αι χθεσιναί δηλώσεις όμως τον ανυψώνουν ακόμη περισσότερον εις την κοινήν συνείδησιν. Διότι απετέλεσαν την ποθουμένην παρ’ όλων των Ελλήνων απάντησιν εις μίαν προσπάθειαν, η οποία κατεβίβαζε το όλον Ελληνικόν ζήτημα εις το ταπεινόν επίπεδον της οικονομικής ενισχύσεως μόνον. Με θετικά στοιχεία, ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απέδειξεν, ότι, αν έλαβεν η Ελλάς, κατά την διάρκειαν του πολέμου, οικονομικάς ενισχύσεις εκ μέρους των Συμμάχων της, τας εχρησιμοποίησεν όχι δια την στερέωσιν της οικονομικής της καταστάσεως, αλλά δια την μεγάλην πολεμικήν προσπάθειαν, την οποίαν κατέβαλεν υπέρ της κοινής συμμαχικής υποθέσεως. Η προσπάθεια όμως αυτή δεν εχρειάζετο μόνον χρήμα, αλλά και κάτι άλλο: αίμα, άφθονον, τίμιον Ελληνικόν αίμα. Και το αίμα αυτό δημιουργεί υποχρεώσεις, αι οποίαι δεν εξοφλούνται με χρήμα». Εάν δεν ετήρουν την στάσιν αυτήν, δυνατόν να μη υπεχρεούμην εις παραίτησιν την αυτήν ακριβώς ημέραν, κατά την οποίαν είχε την ηθικήν ευγένειαν ο αείμνηστος Αχιλλεύς Κύρου να δημοσιεύση το ανωτέρω άρθρον. Πάντως, η πτώσις της υπ’ εμέ Κυβερνήσεως και ο δραματικός τρόπος αντικαταστάσεως αυτής υπό της Κυβερνήσεως Σοφούλη την νύκτα της 21ης προ την 22αν Νοεμβρίου 1945 είχε και άλλην αιτίαν, πέραν της στάσεώς μου επί του Βορειοηπειρωτικού και του εσωτερικού οικονομικού προβλήματος. Η άλλη αιτία ήτο η πεπλανημένη γνώμη της Εργατικής Βρετανικής Κυβερνήσεως, ότι η Κυβέρνησις των γηραιών δημοκρατικών

176


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αρχηγών Σοφούλη και Καφαντάρη (ο Τσουδερός είχε, μετά την πτώσιν του εις την Μέσην Ανατολήν και την επιστροφήν του εις την Ελλάδα, στραφή και πάλιν προς αυτούς ) θα ανταπεκρίνετο περισσότερον είς τα αισθήματα του Ελληνικού Λαού. Την γνώμην αυτήν εκαλλιέργησαν -και την επέμβασιν την προεκάλεσαν- οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι αρχηγοί, βοηθούμενοι από ομάδα νέων που είχαν συνάψει, κατά την κατοχήν, στενάς σχέσεις με τας βρετανικάς μυστικάς υπηρεσίας. Η δική μου κυβέρνηση, που ήταν από την άποψη της συνθέσεώς της -μου επιτρέπεται νομίζω να πω- μία από τις καλύτερες που μπορούσαν εκείνη τη στιγμή να σχηματιστούν και που εκπροσωπούσε όλες τις τάσεις, εκτός από εκείνες της άκρας Δεξιάς και της άκρας Αριστεράς, δεν κρατήθηκε παρά 20 μέρες. Τα παλαιοδημοκρατικά κόμματα, και ιδίως το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Σοφούλη, το Κόμμα του Καφαντάρη και η ομάς Καρτάλη, Πελτέκη, Παππά, η οποία είχε κατά το διάστημα της Κατοχής συνδεθεί με τους Άγγλους, προκάλεσαν μια παρέμβαση της Εργατικής Κυβερνήσεως, που τότε ήταν στην εξουσία στην Αγγλία, με σκοπό να αντικατασταθεί η δική μου κυβέρνηση με κυβέρνηση των παλαιοδημοκρατικών κομμάτων. Θα σας πω και κάτι, το οποίο δεν με πείραξε διόλου. Δεν είναι ανέκδοτο βέβαια, γιατί εκδόθηκε, δη-

μοσιεύθηκε στις εφημερίδες της επομένης 2ας Νοεμβρίου. Όταν ρωτήθηκε, λοιπόν, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ποια είναι η εντύπωσή του για το σχηματισμό της Κυβερνήσεως του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, απάντησε: «Τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελάει». Σας βεβαιώ ότι δεν με πείραξε. Ήξερα ότι ο Σοφούλης είχε χιούμορ. Βέβαια, δεν φανταζότανε, τη στιγμή που διατύπωνε τη φράση αυτή, ότι ύστερα από 21 ακριβώς ημέρες, όχι τα μεσάνυχτα, αλλά στις 3 το πρωί, σε νύχτα ακόμα βαθύτερη, θα ορκιζόταν εκείνος. Αυτά έχει η πολιτική ζωή. Είχε φτάσει από την Αγγλία απεσταλμένος του υπουργού Μπέβιν, ο υφυπουργός των Εξωτερικών Μακνήλ, και ύστερα από συνεννοήσεις μαζί μου και από την άρνησή μου να δεχθώ ορισμένα πράγματα - αυτά έχουν γραφεί στις εφημερίδες της εποχής εκείνης- είπε στον αντιβασιλέα Δαμασκηνό ότι πρέπει να σχηματισθεί Κυβέρνηση όσο το δυνατόν ευρύτερη. Όταν μου το είπε ο Δαμασκηνός, συμφώνησα αμέσως. Είπα ότι ασυγκρίτως καλύτερη είναι μια ευρύτερη Κυβέρνηση. Και συγκεντρωθήκαμε -ήμουνα ακόμα εν ενεργεία πρωθυπουργός- στο Μέγαρο της Αντιβασιλείας στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, αλλά δυστυχώς αν και συγκεντρωθήκαμε όλοι -ήταν εκεί και ο Σοφούλης και ο Καφαντάρης και ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο οποίος ήδη είχε σχηματίσει το Κόμμα των Βενιζελικών Φιλελευθέρων και ο Ντίνος Τσαλδάρης

Ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Μπέβιν έστειλε εδώ τον υφυπουργό Εξωτερικών, τον Έκτορα Μακνίλ, ένα ανερχόμενο τότε άστρο του Εργατικού Κόμματος, έναν έξυπνο και πάρα πολύ ικανό πολιτικό, για να προκαλέσει την κυβερνητική μεταβολή στην Αθήνα. Με τι μέσο όμως θα την προκαλούσε; Απλούστατα, θα αρνιόταν η Αγγλία σε μένα και στην κυβέρνησή μου οικονομική βοήθεια, που ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, και θα υποσχόταν ότι θα δώσει τη βοήθεια αυτή στην κυβέρνηση Σοφούλη, Καφαντάρη, Τσουδερού, Σοφιανόπουλου και των άλλων. Ο Μακνίλ ήρθε σε επικοινωνία αμέσως μαζί μου και η επαφή μας τον έβαλε σε σκέψη αν θα έπρεπε την εντολή που πήρε να την εκτελέσει. Φαίνεται πως πιέστηκε κι αυτός από τα υψηλότερα κέντρα αποφάσεων κι έτσι στις 22 Νοεμβρίου υποχρεώθηκα να παραιτηθώ. Η παρέμβαση της Αγγλίας όμως ήταν τόσο ωμή, ώστε ανάγκασε τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό να παραιτηθεί. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια του πρεσβευτή της Μεγ. Βρετανίας Λήπερ, του στρατηγού Σκόμπυ και του υπουργού Μακνίλ, για να πειστεί ο Δαμασκηνός να ανακαλέσει την παραίτηση του. Δεν την ανακάλεσε, όμως, παρά μόνο μετά από δική μου έντονη παρέμβαση.

177


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ως εκπρόσωπος του που βρισκόταν στο Κλήθηκα, θυμάμαι, μετά τα μεσάνυ- Λονδίνο. Λαϊκού Κόμματος και δυο-τρεις άλλοι -δεν χτα της 21ης προς 22α Νοεμβρίου στο Το απόγευμα συναεπετεύχθη συμφωντώ τον πρεσβευτή σπίτι του Δαμασκηνού, που ήταν επί της νία και η Κυβέρνηση, της Μεγάλης Βρεταη ευρύτερη, δεν σχη- οδού που οδηγεί στο Χαλάνδρι, και αφού νίας -το διηγείται ο ματίσθηκε. ίδιος στα απομνητου εξήγησα τη σημασία της ανακλήσεως Οπότε στις 20 Νομονεύματά του- ο εμβρίου ζητήθηκε της παραιτήσεώς του στην κρίσιμη εκεί- οποίος μου προαπό τον Δαμασκηνό τείνει να ορκισθεί η νη στιγμή που έπρεπε το συντομότερο να να ορκίσει ΚυβέρΚυβέρνηση ενώπιον νηση μόνο Σοφού- ορκίσει νέα κυβέρνηση, τελικά πείστηκε εμού και του Υπουρλη, Καφαντάρη και γικού Συμβουλίου. Τσουδερού. Ο Δα- (Το περιστατικό το διηγείται και ο Λήπερ Σκεφθείτε, τι θα εσήμασκηνός, ο οποίος στα «Απομνημονεύματά» του). μαινε αυτό! Αποτεείχε δεσμευθεί απέλούσε παραβίαση ναντι όλων μας, ότι του Συντάγματος. θα σχημάτιζε Κυβέρνηση με όλους που θα ήσαν Βεβαίως αρνήθηκα. Όμως δεν αρνήθηκα, για να πρόθυμοι να συμμετάσχουν, δεν μπόρεσε να το αποτελέσω μέχρι τέλους άρνηση. Κάθε άλλο. Στις ανεχθεί. Γιατί όχι μόνον έμμεσα, αλλά άμεσα, είχαμε 10.30 το βράδυ με κάλεσαν τηλεφωνικώς ο Λήπερ αποκλεισθεί και ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σο- και ο Μακνήλ να τους βοηθήσω να μεταπείσουν τον φοκλής Βενιζέλος και εγώ. Αυτό προκάλεσε τη με- Δαμασκηνό. Τα μεσάνυχτα ήμουν στο Ψυχικό, στο γάλη κρίση της 20ής προς την 21ην Νοεμβρίου του σπίτι του Δαμασκηνού. 1945. Η κρίση αυτή, που βέβαια αποδόθηκε από τις Και ο Λήπερ στο βιβλίο του γράφει: «Μετά από τα εφημερίδες της επομένης, αλλά όχι αρκετά έντονα, επιχειρήματα που ανέπτυξε ο κύριος Κανελλόπουούτε σε όλες τις λεπτομέρειες, γιατί οι εφημερίδες λος, ο Δαμασκηνός απέσυρε την παραίτησή του». δεν εγνώριζαν όλες τις λεπτομέρειες, ήταν πράγμα- Επιτρέψτε μου να σας πω ότι είμαι υπερήφανος για τι δραματική. Επί ώρες ο Δαμασκηνός αρνιόταν να τη συμβολή μου αυτή προς κάποια ομαλοποίηση ορκίσει τη νέα Κυβέρνηση. Επέμενε στην αποδοχή της πολιτικής μας ζωής. Και κατεβήκαμε στις 3.00 το της παραιτήσεώς του. Αποδοχή εκ μέρους τίνος; Η πρωί και παρέστην ο ίδιος στην ορκωμοσία του Θεαποδοχή έπρεπε να γίνει από τον Βασιλέα Γεώργιο μιστοκλή Σοφούλη, μόνο του πρωθυπουργού. Γιατί έπειτα αποσύρθηκα. Η ορκωμοσία των υπουργών έγινε ενώπιον του Αρχιεπισκόπου και παρουσία του Σοφούλη. Πάντως το πρακτικό ορκωμοσίας του Σοφούλη στις 3.00 το πρωί της 22ας Νοεμβρίου 1945, φέρει τις υπογραφές του Δαμασκηνού, του Σοφούλη και τη δική μου. Λίγες μέρες μετά, ο Σοφούλης, ο Καφαντάρης και ο Τσουδερός με εκάλεσαν να τους συναντήσω. Διότι ενόμισαν ότι τουλάχιστον εγώ έπρεπε να μπω στην Κυβέρνηση. Θα συμφωνήσετε μαζί μου, ότι ορθώς έπραξα που δεν μπήκα. Θα έμπαινα, αν είχαν άρει τις επιφυλάξεις τους και για τον Γεώργιο Παπανδρέου και για τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Αργότερα, προς το τέλος της ζωής του Θεμιστοκλή Το 1945, την 1ην Νοεμβρίου, ύστερα από ακυβερνησία 15 ήμερων -είχε παραιτηθεί προ 15-20 ημερών η Κυβέρνηση Σοφούλη, υπήρξα υπουργός στη δεύτερη φάση Βούλγαρη και είχε αναλάβει ο ίδιος ο Δαμασκηνός και την της Κυβερνήσεως που είχε σχηματίσει. Τον Ιανουιδιότητα του πρωθυπουργού- σχημάτισα Κυβέρνηση. άριο του 1949 έγινε ο ανασχηματισμός της Κυ-

178


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

βερνήσεως και μπήκαμε ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης και εγώ. Ο Μαρκεζίνης έμεινε μόνο δυο εβδομάδες. Εμείς μείναμε μέχρι τέλους. Μείναμε και στην Κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Διομήδη, η οποία σχηματίσθηκε μετά το θάνατο του Σοφούλη. Ο αγαπητός συμπολίτης μου, κύριος Κωστής Στεφανόπουλος, ο οποίος έκαμε μια πολύ ωραία εξιστόρηση του βίου και της δράσεως του Θεμιστοκλή Σοφούλη, είπε ότι το 1949 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης είχε αναγνωρισθεί από ολόκληρο το Έθνος ως Αρχηγός.

Πρέπει να λέμε την αλήθεια, αγαπητοί φίλοι. Δεν είχε αναγνωρισθεί από ολόκληρο το Έθνος. Κατά τη γνώμη μου, είχε αναγνωρισθεί από το μέγιστο τμήμα του Έθνους. Αλλά το άλλο τμήμα τού Έθνους, ένα τμήμα πολύ μικρότερο από το ΕΑΜ του 1944, ήταν στα βουνά, ή ακολουθούσε και στις πόλεις εκείνους, που βρίσκονταν στα βουνά. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λέξεις στην κυριολεξία τους. Υπήρχε και τότε διχασμός. Γι’ αυτό εδώ και 5 χρόνια τονίζω -έστω και αν βάλλομαι γι’ αυτό το πράγμα από ορισμένες πλευρές, ή μάλλον από ορισμένη πλευρά- ότι και τότε υπήρξε εμφύλιος πό-

Ήταν εμφύλιος πόλεμος και έπρεπε να λάβουμε θέση. Και είπα και άλλοτε, ότι προτιμήσαμε να ακολουθήσουμε την εντολή του Σόλωνος. Ο Σοφούλης, όπως είπε ο κύριος Ζίγδης, έκανε πράγματι μια μεγάλη θυσία. Η πρωθυπουργία δεν είναι αντάλλαγμα για μια τέτοια θυσία, όταν πρόκειται για προσωπικότητες, όπως ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Εθυσίασε την πολιτική που ακολουθούσε ως το Σεπτέμβριο του 1947, όχι για να γίνει πρωθυπουργός, αλλά διότι ήταν τέτοιο το αδιέξοδο, ώστε έπρεπε να συμβάλει να σωθεί ο τόπος, να δοθεί τέρμα στον εμφύλιο πόλεμο. Αποσυρθήκαμε εμείς, οι οποίοι είχαμε μπει στην Κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1947 -δηλαδή ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και εγώ- και σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Πρέπει στην περίπτωση αυτή να μην λησμονούμε, ότι μεγάλη υπήρξε και η συνεισφορά τού τότε αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, ο οποίος αν και διέθετε μια τεράστια πλειοψηφία στην Βουλή, δέχθηκε να παραδώσει την πρωθυπουργία, όχι όπως την είχε παραδώσει πριν στον Δημήτριο Μάξιμο, ο οποίος ήταν ουδέτερος και επικεφαλής όλων μας, αλλά στον αρχηγό του κόμματος των Φιλελευθέρων, το οποίο από απόψεως δυνάμεως στις εκλογές είχε έλθει τρίτο. Πρώτη είχε έλθει η παράταξη του Λαϊκού Κόμματος μαζί με τον Γονατά και τον Αλεξανδρή, δεύτερη είχε έλθει η ΕΠΕ των Γεωργίου Παπανδρέου, Σοφοκλή Βενιζέλου και εμού, τρίτο είχε έλθει το κόμμα των Φιλελευθέρων. Τέταρτος είχε έλθει ο Ζέρβας με το δικό του κόμμα. Ήταν επομένως αναγκαίο να επισημανθεί και η προσφορά του Κ. Τσαλδάρη. Επαναλαμβάνω ότι πράγματι δεν δέχθηκε ο Σοφούλης να γίνει πρωθυπουργός από εχθρότητα προς εκείνους οι οποίοι ήταν αντίπαλοί μας -σε εμφύλιο πόλεμο η εχθρότητα φθάνει σε σημείο ακόμη αγριότερο απ’ ό,τι φθάνει σε πολέμους μεταξύ Εθνών-, αλλά διότι θέλησε να εξαγάγει τον τόπο από το αδιέξοδο και να ρίξει και το δικό του βάρος, το βάρος της δικής του σοφίας, συνέσεως και καρδιάς στην πλάστιγγα, για να δοθεί ένα τέρμα. Δεν πρόλαβε να δει το τέρμα. Και ίσως, αν το έβλεπε, να έπραττε αυτό το οποίο είπε ο κύριος Ζίγδης και το οποίο πρέπει να πράξουμε κάποτε εμείς. Όχι κάποτε, αλλά το ταχύτερο. Και να το πράξομε όχι μόνο έναντι εκείνων, που έπεσαν σε πεδίο μαχών ή εκτελέσθηκαν στο διάστημα της κατοχής, και δεν έχει αναγνωρισθεί ούτε και σ’ αυτούς που έπεσαν από Ιταλικά ή Γερμανικά βόλια ο αντιστασιακός τίτλος, αλλά έναντι όλων, που αγωνίσθηκαν. Πρέπει τέλος να καταλήξουμε στην απόφαση να επιστρέψουν στην Ελλάδα όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες, όλοι εκείνοι, στους οποίους ο Σόλων θα είχε δώσει το δικαίωμα να ξαναγυρίσουν στη γη τους.

179


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος λεμος. Αν ήταν μόνο το 15% ή το 20% ή το 30% ή το 35% εκείνοι που ήταν στα βουνά και είχαν στις πόλεις τους οπαδούς τους, αυτό δεν μπορώ να το εξακριβώσω. Αλλά πάντως, ήταν ένα τμήμα του Ελληνικού Λαού. Κατακρίθηκα πρόσφατα (δέχθηκα και ύβρεις), όταν ονόμασα τον «συμμοριτοπόλεμο» -την τραγωδία των ετών 1946 - 1949- εμφύλιο πόλεμο. Πήρα και τότε θέση, όπως και στα Δεκεμβριανά. Δεν συνήθισα στη ζωή μου να μένω «απόξω». Έχω, λοιπόν, όχι μόνο την υποχρέωση, ως ιστορικός, να δίνω σε κάθε γεγονός, που παρατηρώ και κρίνω, το πραγματικό του όνομα και νόημα, αλλά και το ηθικό δικαίωμα -αφού είχα πάρει, τότε, θέση στις πρώτες γραμμές

Προαναγγελία ίδρυσης νέου κόμματος, «Νεολόγος», 28 Δεκεμβρίου 1945.

των πολιτικών ευθυνών και του κινδύνου- να ονομάσω εμφύλιο τον πόλεμο με τους «κομμουνιστοσυμμορίτες» ή με τον «ξενοκίνητο κομμουνισμό», όπως συνηθίζουν ακόμα πολλοί να ονομάζουν τη μεγάλη εκείνη δοκιμασία του Έθνους. Δεν καταλαβαίνουν, τάχα, εκείνοι, που -ανήκοντας, τότε, στην ίδια παράταξη μαζί μου- εξεγείρονται για τον χαρακτηρισμό, που έδωσα στον εσωτερικό εκείνο πόλεμο, ότι θάταν πολύ μειωτικό για τους ίδιους, αν λέγαμε, ότι τρία ολόκληρα χρόνια δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να καταδιώκουν «συμμορίτες»; Είναι καιρός να επανεκτιμήσουν όλοι οι Έλληνες την τραγωδία των ετών 1946 - 1949. Οι «συμμορίες» ήταν, σε μερικές περιοχές της χώρας, ομάδες ανταρτών, αλλά σε πολλές άλλες, όχι μόνο στη Βόρεια Ελλάδα, εξελίχθηκαν σε οργανωμένους και ιεραρχικά διαρθρωμένους στρατιωτικούς σχηματισμούς. Και πίσω από τους «συμμορίτες» δεν βρίσκονταν μονάχα ξένες «κομμουνιστικές» χώρες (η Γιουγκοσλαβία μόνο ως την άνοιξη του 1948, και η Ρωσία του Στάλιν ουσιαστικά ποτέ). Πίσω τους -πλάι τους- βρισκόταν και ένα τμήμα Ελλήνων, που δεν είχαν ενταχθεί στον «Δημοκρατικό Στρατό» (η ονομασία αυτή είναι εξίσου παραπλανητική, όσο και ο χαρακτηρισμός «κομμουνιστοσυμμορίτες»), και που, ζώντας στις πόλεις, τις κωμοπόλεις και τα χωριά, βοηθούσαν κρυφά ή εύχονταν να νικηθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις και να πέσει το επίσημο Κράτος. Ο αριθμός των Ελλήνων αυτών δεν ήταν πια τόσο μεγάλος, όσο ήταν άλλοτε, ακόμα και στην αναμέτρηση του Δεκεμβρίου 1944, η δύναμη του ΕAM, αλλά εξακολουθούσε να είναι αξιόλογος. Και μόνο το γεγονός, ότι το Γενικό Επιτελείο του Στρατού έχει υπολογίσει (στην πιο πρόσφατη επανεξέταση των στοιχείων, που κατέχει) τους νεκρούς των «κομμουνιστοσυμμοριτών» σε 28.952, θα έπρεπε να αρκέσει, για να παύσουμε να μιλάμε για «συμμοριτοπόλεμο», και για να αναγνωρίσουμε όλοι, ότι ο πόλεμος εκείνος ήταν εμφύλιος. Γνωρίζω, άλλωστε, περιπτώσεις, που αδέρφια είχαν βρεθεί στα δυο αντίθετα στρατόπεδα. Ο εσωτερικός πόλεμος των ετών 1946 - 1949 ήταν μια άλλη φάση του εμφύλιου πολέμου, που σημειώθηκε τον Δεκέμβριο του 1944. Ναι, ονομάζω και τα Δεκεμβριανά εμφύλιο πόλεμο. Μερικοί, που ανήκουν στη «Δεξιά», αγανάκτησαν για τη βέβηλη σκέψη, που μ’ έκαμε να πω «τα σύκα σύκα, και τη σκάφη σκάφη», δηλαδή να ονομάσω τον πόλεμο των ετών 1946 - 1949 «εμφύλιο». (Λυπούμαι, ότι

180


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ένας παλαιός φίλος μου, πολύ έντιμος άνθρωπος, που έδειξε εξαιρετικό ηθικό θάρρος στο διάστημα της πρόσφατης επτάχρονης δικτατορίας, διεφώνησε μαζί μου και από το βήμα της Βουλής, αν και δεν έχω πια την τιμή να είμαι βουλευτής, κ’ έτσι δεν μπορούσα να του δώσω αμέσως την απάντηση). Από άλλον, που ανήκει στους αδιάλλακτους της άλλης όχθης, επαινέθηκα, επειδή ονόμασα την τραγωδία των ετών 1946 - 1949 εμφύλιο πόλεμο, αλλά τον στιγμιαίο έπαινο για την «γενναία», όπως λέει, «παραχώρηση στην Αριστερά» (εγώ δεν έκαμα καμμιά παραχώρηση, είπα απλώς την αλήθεια) τον διαδέχθηκε μια ιστορικά αβάσιμη παρατήρηση. Ο Γιάννης Κάτρης («Καθημερινή, 13 Ιουνίου 1975), μετά τον έπαινο για την «παραχώρηση», έγραψε: «Δεν τολμώ να φαντασθώ, ότι και οι επίσημες ηγεσίες της Αριστεράς θα ήσαν διατεθειμένες ν’ ανταποδώσουν την παραχώρηση, αποδεχόμενες, ότι οι αιματηρές συγκρούσεις της Κατοχής και ο φοβερός Δεκέμβριος» («φοβερό» τον είχα ονομάσει

Γ.Παπανδρέου, Π.Κανελλόπουλος και Σ.Βενιζέλος, οι τρεις ηγέτες της Ε.Π.Ε.

Είτε το θέλομεν, είτε όχι, η σκέψις μας υποχρεώνεται από τα πράγματα να συνδυάζη και όσα είναι, ίσως, τυχαία. Επέρασε πολλά ο τόπος αυτός. Υπέστη πλήγματα από εχθρούς και φίλους. Αλλ’ ας μη επιρρίπτωμεν όλας τας ευθύνας εις τους ξένους. Μεγάλα υπήρξαν και τα ιδικά μας λάθη. Είναι γνωστά τα έμφυτα ελαττώματα του Γένους μας που μόνον, εις ώρας μεγάλων κινδύνων, συμψηφίζονται -κατά τρόπον, μάλιστα, θαυμαστόν- με τας αρετάς μας. Έλληνες ήσαν εκείνοι που, ενώ ηγωνιζόμην εις το Λονδίνον (κατά τας αρχάς του 1943) δια τα εθνικά μας δίκαια, έδωσαν την δυνατότητα εις διάφορα στοιχεία των μυστικών βρετανικών υπηρεσιών να σκεφθούν, ότι δεν θα ήτο και άσχημο να πέση ο ενοχλητικός αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως, ο οποίος είχε το θράσος να ανακινήση, «ακαίρως» και με τρόπον εντονώτερον του «δέοντος», το Βορειοηπειρωτικόν, το Δωδεκανησιακόν και το Κυπριακόν. Και Έλληνες -κορυφαίοι μάλιστα πολιτικοί άνδρες- ήσαν εκείνοι που, τον Νοέμβριον του 1945, υπέβαλον εις τους Άγγλους την ιδέαν να αρνηθούν να βοηθήσουν οικονομικώς, προς αναστολήν του πληθωρισμού, την υπ’ εμέ Κυβέρνησιν. Και, ενώ επεχείρει ο αντιβασιλεύς αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός να σχηματίση Κυβέρνησιν ευρείας εθνικής συνεργασίας, οι ίδιοι αυτοί κορυφαίοι Έλληνες έπεισαν τους Άγγλους να παρέμβουν και κατ’ αυτό ακόμη το πολιτειακώς κρισιμώτατον στάδιον, δια να επιβάλουν, μέσω της Αγγλικής πρεσβείας, την ιδικήν των μονόπλευρον Κυβέρνησιν. Σχεδόν ποτέ δεν έπταισαν μόνοι οι ξένοι φίλοι μας. Εμείς οι Έλληνες εφροντίσαμεν πάντοτε να ανοίγωμεν εις τας ξένας μεγάλας δυνάμεις τας θύρας -ή και αφανή παράθυρα- δια να πραγματοποιούν τας επεμβάσεις των. Το κακό άρχισε αμέσως μετά την ανακήρυξιν της ανεξαρτησίας του νεοελληνικού κράτους. Τα πρώτα Ελληνικά κόμματα εχαρακτηρίσθησαν δημοσία με ονόματα δανεισμένα από τας ξένας δυνάμεις, με τας οποίας συνεδέοντο. Αι αίθουσαι ξένων πρεσβειών εθεωρήθησαν από Έλληνας χώροι, σχετικά με την τύχην της Ελλάδος, αποφασιστικώτεροι από το Ελληνικόν Βουλευτήριον ή τα βασιλικά Ανάκτορα ή την Πλατείαν του Συντάγματος. Έτσι, πολλοί διπλωματικοί αντιπρόσωποι μεγάλων δυνάμεων υπέκυψαν -πράγμα πολύ ανθρώπινονεις τον πειρασμόν να συγχέουν την αποστολήν των με την αποστολήν ξένων αρμοστών.

181


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος εγώ: «Καθημερινή», 18 Μαΐου 1975) «ήταν εμφύλιος πόλεμος. Οι απλοί μαχητές, που επέζησαν από την αιματηρή εκείνη λαίλαπα, ξέρουν πολύ καλά, ότι αντίπαλοί τους ήταν στα μεν κατοχικά χρόνια οι Γερμανοί και τα τάγματα ασφαλείας, στα δε Δεκεμβριανά οι Βρεταννοί (μητροπολιτικές και αποικιακές δυνάμεις) με τα τάγματα ασφαλείας (μεταμφιεσμένα αυτή τη φορά) και με την κατοχική αστυνομία και χωροφυλακή»... Στις 31 Μαρτίου του 1946 έγιναν οι εκλογές. Η άκρα Αριστερά απέσχε και νομίζω ότι ήταν λάθος. Αυτό το λένε πολλοί, αλλά το μνημονεύει και ο εγγονός του Γιάννη Πασσαλίδη, Γ. Δ. Νυσίριος, σ’ ένα βιβλίο που περιγράφει το βίο του παππού του. Διαβάζω στο βιβλίο αυτό ότι ο Πασσαλίδης θεωρούσε μεγάλο λάθος του Κ.Κ. την αποχή από τις εκλογές του 1946 και διαφώνησε τότε ρητά με το Κομουνιστικό Κόμμα, όπως γράφει και ο στενός συνεργάτης του Στ. Ηλιόπουλος. Η αποχή αυτή ήταν το προμήνυμα του Εμφυλίου 1946-1949. Από την εκλογική συνεργασία στις εκλογές του 1946: Το Εθνικό Ενωτικό Κόμμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου (στο μέσο) κατέρχεται μαζί με το Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Γ. Παπανδρέου και το συσταθέν από τον Σοφοκλή Βενιζέλο (δεξιά) Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων. Η ΕΠΕ ήλθε δεύτερη στις εκλογές με ποσοστό 19,28% και εξέλεξε 68 βουλευτές. Μετά την αναμέτρηση της 31ης Μαρτίου το σχήμα αυτό έπαψε να υπάρχει.

Μαζί με τον Γ. Μαγκάκη (τελευταίο δεξιά) κατά την προεκλογική περιοδεία, τον Φεβρουάριο του 1946.

Το Κ.Κ. δικαιολογήθηκε γι’ αυτή την αποχή, λέγοντας πως δεν υπάρχουν ομαλές συνθήκες για να μπορέσει να διεξαγάγει τον προεκλογικό αγώνα. Θυμάμαι κατά την προεκλογική περίοδο, όταν μια μέρα πήγαινα στην Πάτρα με τον τότε υποψήφιο βουλευτή Παναγή Παπαληγούρα (ο οποίος είχε δείξει και μεγάλη γενναιότητα ως έφεδρος αξιωματικός στην τελευταία φάση του πολέμου) και το αυτοκίνητο πλησίαζε στο Ρίο, δεχτήκαμε επίθεση μιας ακροδεξιάς ομάδας. Γιατί όλους εκείνους που δεν ήταν με την εθνική παράταξη, την παράταξη που είχε σχηματιστεί από το Λαϊκό Κόμμα με τον Γονατά και με τον Αλεξανδρή, τους θεωρούσαν αυτοί οι ακραίοι της Δεξιάς, και εμάς μαζί, αριστερούς. Ευτυχώς αστόχησαν εκείνοι που μας πυροβόλησαν. Μια σφαίρα τρύπησε το τζάμι του αυτοκινήτου, δεν πέτυχε κανέναν από τους δυο μας, ούτε τον οδηγό και τότε ενωματάρχη -πάντα αγαπητό μου- Κυριάκο Καλλέργη... Αυτά θα μπορούσαν να συμβούν και σε ένα αυτοκίνητο που θα μετέφερε υποψηφίους του Κομουνιστικού Κόμματος, αλλά δεν θα ήταν τα φαινόμενα αυτά τόσο γενικά, όπως ισχυρίστηκαν ότι θα ήταν και πάντως έπρεπε να δώσουν τη μάχη, και μόνο στην περίπτωση που, κατά την προεκλογική περίοδο, δεν θα τους προστάτευε το κράτος, τότε θα είχαν το ηθικό δικαίωμα να απόσχουν. Οι πρώτες μετά την δικτατορία και μετά την κατοχή εκλογές έγιναν στις 31 Μαρτίου 1946. Στις αρχές του έτους εκείνου αποφασίσαμε, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και εγώ, να συνασπισθούμε και να κατεβούμε μαζί στις εκλογές. Και κατεβήκαμε μαζί. Και για πρώτη φορά εκείνος ήταν υποψήφιος στην Πάτρα, στο Νομό Αχαΐας και μαζί υποψήφιος στον ίδιο Νομό ήμουνα και εγώ. Και είμασταν ταυτόχρονα -τότε επετρέπετο αυτό- υποψήφιοι και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Και μας εξέλεξε ο λαός και στις τρεις αυτές περιφέρειες. Παρεμβληθήκαμε τότε ως μετριοπαθείς μεταξύ της μεγάλης Εθνικής Παρατάξεως που είχε σχηματισθεί με βασική δύναμη το Λαϊκό Κόμμα -στην παράταξη αυτή είχαν προσχωρήσει ο Απόστολος Αλεξανδρής και ο Στυλιανός Γονατάς- παρεμβληθήκαμε μεταξύ αυτής της μεγάλης δυνάμεως και του κόμματος των Φιλελευθέρων, γιατί είχαμε πνεύμα μετριοπαθές. Και δεν μας συνέθλιψαν. Ήρθαμε δεύτεροι. Ήρθαμε πολύ πιο πάνω από το κόμμα των Φιλελευθέρων, το όποιο ήταν υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή Σοφούλη.

182


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το εθνικόν κήρυγμα του Παν. Κανελλόπουλου Είμαι βαθύτατα ευτυχής διότι μου δίδεται και πάλιν η ευκαιρία να επικοινωνήσω μαζί σου, Λαέ της ιδιαιτέρας μου πατρίδος. Και την φοράν αυτήν εμφανίζομαι ενώπίον σου, εις τας παραμονάς των εκλογών, ως υποψήφιος βουλευτής της γενετείρας μου, ως υποψήφιος ο οποίος πιστεύει ότι έχει το ηθικόν δικαίωμα να απευθύνη προς τους συμπολίτας του την παράκλησιν να τον τιμήσουν δια της ευνοίας της ψήφου των. Παρήλθον πλέον των δέκα ετών αφ’ ότου εθεώρησα καθήκον μου να εκθέσω δια πρώτην φοράν υποψηφιότητα εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα. Τότε, τον Ιανουάριον του 1936 απέτυχα. Αλλ’ έκτοτε αισθάνομαι πάντοτε βαθύτατην ευγνωμοσύνην απέναντι εκείνων, οι οποίοι με ετίμησαν δια της ψήφου των, όσον και αν υπήρξε ανεπαρκής ο αριθμός των. Παρά το γεγονός, ότι τότε δεν εξουσιοδοτήθην από τον Λαόν της γενετείρας μου, δια να τον εκπροσωπήσω εις την Βουλήν και δια να διερμηνεύσω την βούλησίν του, εν τούτοις εθεώρησα καθήκον μου να εκφράσω εις όλας τας πράξεις και τας ενεργείας μου ή μάλλον να προσπαθώ όλαι αι πράξεις και αι ενέργειαί μου να ανταποκρίνωνται εις την ψυχήν του. Αν και αποτυχών εθεώρησα καθήκον μου να διερμηνεύσω την θέλησίν σας. Και ενώ όλοι οι άλλοι, οι επιτυχόντες εις τας εκλογάς εκείνας, απουσίασαν κατά την διάρκειαν ολοκλήρου δεκαετίας από το προσκήνιον των ευθυνών και της ιστορίας μας, εγώ, ο οποίος δεν ετιμήθην τότε δια της ψήφου σας, εθεώρησα καθήκον μου να σας εκρποσωπήσω και να φανώ αντάξιος των ολίγων έστω ψήφων που μου εδώσατε. Και όπως εθεώρησα υποχρέωσίν μου καθ’ όλον το διάστημα της δεκαετίας να είμαι πάντοτε παρών, όπου το καθήκον επεβαλε, έτσι επίσης εθεώρησα υποχρέωσίν μου, αν και δεν εξελέγην, να λογοδοτήσω απέναντί σας όπως ελογοδότησα προ ενός και ημίσεος μηνός. Ως θα ενθυμείσθε όσοι παρηκολουθήσατε την ομιλίαν, την οποίαν έκαμα, εσταμάτησα τον λόγον μου εις το σημείον εκείνο, το οποίον αφορά την εθνικήν ένωσιν. Ενθυμείσθε ότι, μετά την Κυβέρνησιν, την οποίαν εσχημάτισα την 1ην Νοεμβρίου και μετά την δραματικήν νύκτα της 21ης προς 22αν Νοεμβρίου, όλα τα εθνικόφρονα κόμματα εθεώρησαν αναγκαί-

ον προς απόκρουσιν των παμμεγίστων κινδύνων, οι οποίοι απειλούν το Έθνος να διακηρύξουν εις το γήπεδον του Παναθηναϊκού ενώπιον του Αθηναϊκού Λαού και δι’ αυτού ενώπιον του λαού ολοκλήρου της Ελλάδος, την πίστιν των εις την ένωσιν όλων των εθνικοφρόνων Ελλήνων. Πιστεύω ακραδάντως, ότι η ένωσις, η οποία, κατά την ημέραν εκείνην διεκηρύχθη, είναι ένωσις η οποία θα αξιοποιηθή οπωσδήποτε μετά τας εκλογάς. Η εκλογική αξιοποίησις της ενώσεως όλων ανεξαιρέτως των εθνικοφρόνων κομμάτων ουδέπoτε θα ωδήγει εις εκλογάς, διότι εάν δεν εσχηματίζοντο αι δύο διάφοροι μερίδες των εθνικοφρόνων κομμάτων θα εσημειούτο αποχή αφ’ ενός μεν του κομμουνιστικού κόμματος και Αφ’ ετέρου του λεγομένου «κέντρου», η εμφάνισις δε μιας μόνον παρατάξεως θα διέψευδε τον μεγάλον υποστηρικτήν της Ελλάδος κ. Μπέβιν, τονίσαντα εις το Συμβούλιον Ασφαλείας, εις απάντησιν των συκο-

183


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

φαντιών, αι οποίαι εξετοξεύθησαν κατά της Ελλάδος, ότι οι λαοί, οι διεπόμενοι από φιλελευθέρας αρχάς, οι λαοί της Δυτικής Δημοκρατίας, δεν κάμνουν εκλογάς με εν μόνον ψηφοδέλτιον. Η εθνική πολιτική ένωσις Όταν προέκυψεν η ανάγκη του εκλογικού διαφορισμού μέσα εις το πλαίσιον της εθνικής ενώσεως, το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα, το οποίον εκπροσωπώ, δεν ήτο δυνατόν, προκειμένου να θεσπίση ειδικωττέρους δεσμούς, να συνασπισθή ε άλλα κόμματα, δεν ήτο δυνατόν, μεταξύ όλων των κομμάτων της Εθνικόφρονος Παρατάξεως να εκλέξη άλλους, εκτός του Σοφ. Βενιζέλου και του Γ. Παπανδρέου. Και δεν ήτο δυνατόν να θεσπίση στενωτέρους δεσμούς, παρά μόνον με τα δυο αυτά πρόσωπα και κόμματα, διότι μεταξύ όλων των εθνικοφρόνων ηγετών, οι μόνοι, οι οποίοι κατά το διάστημα των μεγάλων δραματικών περιστάσεων του Έθνους μας εστάθησαν εις τας επάλξεις και εξυπηρέτησαν τον τόπον είναι ο Βενιζέλος και ο Παπανδρέου. Το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα το οποίον επί δέκα ολόκληρα έτη, αγωνίζεται, δοκιμάζεται, αναλαμβάνει ευθύνας, προβαίνει εις ιστορικάς πράξεις και ουδέποτε αρνείται να επιτελέση το καθήκον του, οιαιδήποτε και αν είναι αι θυσίαι του, δεν ήτο δυνατόν να εκλέξη, ως συμμάχους, παρά μόνον τους δυο αυτούς άνδρας, οι οποίοι επίσης επετέλεσαν κατά το διάστημα των μεγάλων και δραματικών περιστάσεων του Έθνους το καθήκον των. Το νόημα της συνεργασίας Αγαπητοί φίλοι. Η ιστορία των τελευταίαν ετών είναι ιστορία συνδεδεμένη με τόσας δοκιμασίας του λαού μας, με τόσας δραματικάς συσπάσεις του εθνικού και λαϊκού οργανισμού, ώστε δεν είναι νοητόν να υπάρχουν πολιτικοί, οι οποίοι εις το διάστημα των οραματικών αυτών ετών να μη συνησθάνθησαν την υποχρέωσιν να ανταποκριθούν εις την επιταγήν του έθνους και να επιτελέσουν το καθήκον των. Και εν πάση περιπτώσει δεν είναι νοητόν εις εμέ και το Εθνικόν ενωτικόν Κόμμα να συνυφανθή και με πρόσωπα άλλα και κόμματα άλλα τα οποία ηγνόησαν κατά το διάστημα της τελευταίας δεκαετίας τους πόνους του λαού και τας περιπετείας του έθνους. Δεν είχα, ερχόμενος εις Πάτρας πρόθεσιν να προβώ εις έντονον κατά της ετέρας εθνικόφρονος μερίδος

κριτικήν,·διότι εσκεπτόμην, ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο εθνικοφρόνων μερίδων έπρεπε να κρατηθή εις υψηλόν επίπεδον ευγενούς αμίλλης. Δυστυχώς όταν έφθασα εις την γενέτειράν, μου επληροφορήθην πράγματα, τα οποία βαθύτατα με επίκραναν και ιδιαιτέρως με εξέπληξαν. Επληροδφορήθην, ότι η ετέρα εθνικόφρων μερίς χρησιμοποιεί εναντίον της Πολιτικής Ενώσεως και μου προσωπικώς μέσα αγώνος, τα οποία θεωρώ κατώτερα εθνικοφρόνων Ελλήνων. Και είμαι υποχρεωμένος, ως εκ των περιστάσεων, τας οποίας εύρον εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα, όχι μόνον να αμυνθώ, αλλά να προχωρήσω, αναγκαίως και εις αντεπίθεσιν. Το δικαίωμα της αμύνης είναι αναγκαίον συμπλήρωμα και δικαιούμαι εντόνου και δριμείας αντεπιθέσεως. Οι φυγάδες Επληροφορήθην, ότι εις ωρισμένα σημεία της πόλεως η ετέρα εθνικόφρων μερίς εθεώρησεν, ότι ήτο αναγκαία και ότι ήτο δικαιολογημένη η τοιχοκόλλησις φωτογραφιών, αι οποίαι παρουσίαζον εμέ πλησίον του Άρη Βελουχιώτη. Αγαπητοί Φίλοι, είναι λυπηρόν ότι με υποχρεώνει η ειδική αυτή ασυναρτησία της ετέρας εθνικόφρονος μερίδος να δώσω απάντησιν εις την πράξιν αυτήν. Κάτω από την φωτογραφίας, ερωρώ την ετέραν εθνικόφρονα μερίδα, η οποία ούτω νομίζει ότι εξουδετερώνει την απραξίαν της τωνν, τελευταίων δέκα ετών, διατί δεν αναγράφεται, ότι υπάρχουν μαζί με εμέ ο Άγγλος Ταξίαρχος και ο λόρδος Τζέλικο. Και νομίζω ότι έπρεπεν ο Λαός των Πατρών να ερώτηση τους κυρίους αυτούς, οι οποίοι πιάνουν, διαδίδουν και τοιχοκολλούν τας φωτογραφίας αυτάς, πού ευρισκόντο εκείνας, τας ώρας, κατά τας οποίας η Πελοπόννησος είχε παραδοθή εις τας φλόγας; Δεν έχω ανάγκην των επιδοκιμασιών των φυγάδων και των δειλών, οι οποίοι εις τας ώρας της μεγαλυτέρας κρίσεως της Πελοποννήσου έφευγον από την Πελοπόννησον, αντί να έρχωνται εις την Πελοπόννησον. Μου αρκεί το γεγονός, ότι όταν προ ενός και ημίσεως μηνός, επεσκέφθην την πόλιν μας και τας κωμοπόλεις και τα χωρία του νομού μας εδέχθην τας εκδηλώσεις και ευχαριστίας εκατοντάδων αγνών πατριωτών Ελλήνων, οι οποίοι από της ημέρας, κατά την οποίαν επάτησα το πόδι μου εις την Πελοπόννησον εσώθησαν, βασανιζόμενοι μέχρι της στιγμής εκείνης

184


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

εις τα διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Την απάντησιν εις τους κυρίους, οι οποίοι απέσχον των κινδύνων και των ευθυνών, δίδουν εκείνοι, οι οποίοι εσώθησαν από της αφίξεώς μου εις την Πελοπόννησον. Επληροφορήθην επίσης, αγαπητοί συμπολίται, ότι εις εκ των κυρίων, οι οποίοι απαρτίζουν την Διοικούσαν Επιτροπήν του Λαϊκού κόμματος εθεώρησεν σκόπιμον και ανγκαίον, αντί να ομιλήση δια τας ιδικάς του πράξεις, να ασχοληθή με τας ιδικάς μου. Και εθεώρησεν, όπως έμαθα, σκόπιμον και αναγκαίον να είπη ότι εγώ, ως αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως εις την Μέσην Ανατολήν είχον διδάξει δήθεν, ότι ο στρατός πρέπει να βουλεύεται. Χρεωστώ σε σας, αγαπητοί συμπολίται μίαν απάντησιν, εις την συκοφαντίαν, η οποία εκτοξεύεται εναντίον μου. Σας δηλώνω υπευθύνως και έχω απόλυτον αξίωσιν να δώσετε πίστιν εις την δήλωσίν μου, ότι ουδέποτε εις την ζωήν μου είπον ούτε διυνοήθην τοιούτον τι. Ο κύριος, ο οποίος ήλθον και είπεν αυτά αντέγραψεν απλώς την φράσιν, την οποίαν σας είπεν από άρθρον αποβλήτου αξιωματικού του στρατού, ο οποίος εκδικούμενος εμέ διότι απεβλήθη των τάξεων του στρατού, είπε και έγραψεν εις γνωστήν εβδομαδιαίαν εφημερίδα το ψεύδος τούτο. Έχομεν συνείδησιν της ιστορικής σοβαρότητος των στιγμών, τας οποίας διερχόμεθα και της κρισιμότητας της αποστολής των Ελληνικών κομμάτων και δεν νομίζομεν ότι έχομεν το δικαίωμα να απομιμούμεθα τον κομμουνισμόν, ο οποίος εκμεταλλεύεται την δημοκρατικήν ιδεολογίαν και χρησιμοποιεί την δημοκρατίαν ως ασπίδα δια να καλύψη όπισθέν της τα εγκλήματα, τα οποία έχει διαπράξει. Μόνον η ετέρα εθνικόφρων μερίς ενόμισεν, ότι εδικαιούτο να μιμηθή αυτήν την κομμουνιστικήν τακτικήν. Όπως ο κομμουνισμός χρησιμοποιεί την δημοκρατίαν ως ασπίδα, δια να κάλυψη τα εγκλήματά του, έτσι και η ετέρα εθνικόφρων μερίς χρησιμοποιεί ατόπως και εκμεταλλεύεται ως ασπίδα την βασιλείαν, δια να καλύψη όπισθεν αυτής, όχι προς θεού εγκλήματα, διότι εγκλήματα δεν έχει διαπράξει και έχει αγαθάς προθέσεις, αλλά την ανικανότητα και την ανυπαρξίαν της. Το χρέος των ηγετών Αγαπητοί φίλοι, υπεχρεώθην, όπως είδατε να απαντήσω εις την κριτικήν και εις τα άτοπα τεχνάσματα

της ετέρας εθνικόφρονος μερίδος. Πρέπει να ομολογήσω με κάποιαν πικρίαν, αλλά και με κάποιαν αγανάκτησιν ότι δεν ανέμενα από τον Λαόν της γενετείρας μου να επιτρέψη εις τους κυρίους αυτούς να διατυπώσουν την κριτικήν, την οποίαν ήσκησαν. Εάν διετυπούτο κριτική εκ μέρους ανδρών, οι οποίοι κατά το διάστημα των τελευταίων ετών έπραξαν το καθήκον των τότε θα είχατε δικαίωμα να τους επιτρέψετε. Αλλά όταν προ ενός και ημίσεως μηνός ετόνισα ότι πρέπει να απαιτήσετε από τους πολιτικούς άνδρας, αντί αφηρημένων υποσχέσεων δια το μέλλον, συγκεκριμένην λογοδοσίαν δια το παρελθόν, εχειροκροτήσατε ενθουσιοδώς και τα χειροκροτήματα αυτά είχα δικαίωμα να τα εκλάβω ως υπόσχεσιν, ότι, θα εκπληρώσετε εκείνα τα οποία έλεγα. Διότι αγαπητοί φίλοι, όπως εγώ είμαι υποχρεωμένος να τηρώ τας υποσχέσεις μου απέναντί σας, έτσι και σεις είσθε υποχρεωμένοι να τηρήτε τας υποσχέσεις σας απέναντί μου. Η σχέσις λαού και πολιτικών ηγετών δεν είναι δυνατόν να αποβαίνη γόνιμος αν δεν βασίζεται επί της αμοιβαιότητος αυτής. Ούτε οι πολιτικοί ηγέται είναι δυνατόν να μονολογούν, ούτε βεβαίως οι λαοί είναι επιτετραμμένον να ζητωκραυγάζουν και δια των ζητωκραυγών να οδηγούν του Έθνους την πορείαν. Χρειάζεται βαθυτέρα σχέσις λαού και ηγετών κα πάσα υπόσχεσις, διδομένη εκ μέρους του ηγέτου προς τον λαόν ή του λαού προς τον ηγέτην πρέπει από τούδε και εις το εξής να τηρήται. Αλλ’ αφού δεν ηρωτήσατε σεις τους κυρίους, οι οποίοι κατήλθον και έκριναν, είμαι υποχρεωμένος να τους θέσω αυτούς απέναντι του λαού και με μάρτυρα τον λαόν της πατρίδος μου τα ακόλουθα ερωτήματα. Απευθύνω κατηγορίαν Διατί κατά το διάστηκα παμμεγίστης δοκιμασίας του λαού, κατά το διάστημα της ενδόξου δοκιμασίας του Έθνους μας, διατί οι κύριοι αυτοί δεν εφάνησαν πουθενά, δεν ανέλαβον καμμίαν ευθύνην, διατί οι κύριοι αυτοί ενώ ημείς κατεδιωκόμεθα ενώ ανελαμβάνομεν εύθύνας, έμειναν απολύτως ακαταδίωκτοι, διατί τους εσεβάσθησαν οι κατακτηταί, διατί κατά το διάστημα του μεγάλου μαρτυρίου του λαού μας και του Έθνους μας εκάθηντο ανενόχλητοι και ουδείς τους ετάραξεν; Έχω το δικαίωμα να απευθύνω την κατηγορίαν αυτήν προς τους κυρίους, οι οποίοι έρχονται και σας ομιλούν. Και πριν φύγω αυτοί οι κύριοι, οι οποίοι ομιλούν σήμερον περί Βασιλέως, υπέγραφον το πρωτόκολον,

185


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος το οποίον έθεσε ζήτημα Βασιλέως. Είμαι ευτυχής και δικαιούμαι να διακηρύξω ενώπιον του Λαού των Πατρών, ότι αν και πιεσθείς υπό των κομμάτων, είμαι ο μόνος εγώ, όστις εσεβάσθην την θέσιν του Βασιλέως και δεν ηθέλησα να κλονίσω το κύρος του. Εάν οι διοικούντες το Λαϊκόν κόμμα αλλάζουν ονόματα από καιρού εις καιρόν δεν έχει σημασίαν και δεν εξουδετερώνει τούτο την ευθύνην των εκπροσώπων των. Συνείδησιν της ευθύνης Αγαπητοί Φίλοι, το πρόβλημα το οποίον καλούμεθα να λύσωμεν την 31ην Μαρτίου είναι πρόβλημα τόσον βαθέως συνυφασμένον με αυτήν την υπόστασιν του γένους μας, ώστε έχετε καθήκον, αναλαμβάνοντες την ευθύνην της διαχειρήσεως των υπερτάτων τυχών της χώρας έχετε καθήκον το έργον σας να το επιτελέσετε με όλην εκείνην την συνείδησιν της ευθύνης η οποία ανταποκρίνεται εις τους παμμεγίστους κινδύνους του Έθνους. Όταν ευρισκόμην προ ολίγων ημερών εις την Δυτικήν Μακεδονίαν και μάλιστα εις ένα κρισιμώτατον σημείον αυτής ήκουσα αγορεύοντα βουλευτήν της ετέρας εθνικόφρονος μερίδος ο οποίος εκλαμβάνων τον λαόν κατά τρόπον ο οποίος δεν τιμά διόλου και αυτόν και το κόμμα το οποίον εκπροσωπεί να λέγη την εξής φράσιν: «Όποιος δεν είναι βασιλικός, δεν είναι Έλλην». Θα παρακαλέσω, αγαπητοί φίλοι να αναλύσωμεν τας εγκληματικάς συνεπείας, τας οποίας είναι δυνατόν να έχη εις βάρος του Έθνους αυτή η φράσις. Και ελάχιστοι, εάν είναι οι δημοκρατικοί, οι οποίοι πιστεύουν εις το Έθνος και είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν την ερχομένην Κυριακήν δεν πρέπει τάχα να αφήσωμεν και αυτούς εις την φάλαγγαν της Ελλάδας, της οποίας ο αριθμός πρέπει να είναι όσον το δυνατόν μεγαλύτερος; Ερωτώ τους επιπόλαιους εθνικόφρονας: Δεν πρέπει άραγε ο αριθμός, τον οποίον περιμένει ανυπομόνως να ακούση η παγκόσμιος Κοινή Γνώμη να είναι όσον το δυνατόν μεγαλύτερος; Αντικειμενικός σκοπός Την ερχομένην Κυριακήν πρόκείται να παιχθή το κρισιμώτερον παιγνίδι της ιστορίας μας. Πρόκειται, δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν του γένους να μετρηθώμεν ενώπιον της ιστορίας και ενώπιον της παγκοσμίου Κοινής Γνώμης πόσοι είμεθα Έλληνες και πόσοι λεγόμεθα αλλά δεν είμεθα Έλληνες. Όχι μόνον εάν πονήτε τον τόπον δεν έχετε το δικαίω-

μα να χαρακτηρίζετε βάσει ειδικωτέρων κριτηρίων την ιδιότητα του Έλληνος, αλλά πρέπει -αυτή είνε η αποστολή μας και όχι οι πίπιζες και τα νταούλια- να αναζητήσετε όσον το δυνατόν περισσοτέρους Έλληνας. Εν ανάγκη δημιουργήσατε συνειδήσεις και εις τα στήθη εκείνα, τα οποία έχασαν την ελληνικήν συνείδησιν. Αντιληφθήτε καλώς ότι δίδομεν την κρισιμωτέραν μάχην εις την ιστορίαν του Έθνους μας. Και πρέπει εις την μάχην αυτήν να επιδείξωμεν, όχι μόνον ικανότητα επιθέσεως, αλλά και ικανότητα ελιγμών, προς πλήρην επιτυχίαν του αντικειμενικού σκοπού. Αντικειμενικός σκοπός των εκλογών είναι μία, μόνον μία μεγαλειώδης, παμμεγίστη, ασύλληπτος λέξις: Η λέξις Ελλάς! Φροντίσατε αναζητούντες ένα οιονδήποτε παρασυρθέντα, ο οποίος διατηρεί ακόμη ίχνη Ελληνικής φιλοτιμίας, φροντίσατε να τον πείσετε οτιδήποτε ειδικώτερον και αν πιστεύη, να ψηφίση την Κυριακήν την Ελλάδα. Είκοσιν ολόκληρα χρόνια παιδεύομαι εις αυτόν τον τόπον δια να διδάξω τους Έλληνας. Κατά την στιγμήν αυτήν πιστεύω ότι έχω το δικαίωμα να σας είπω: Κάμετε ό,τι μπορείτε, δια να γίνουμε περισσότεροι την Κυριακήν. Και δεν θα ησυχάσω εις την πολιτικήν μου ζωήν εάν δεν εξαντλήσω όλας τας ηθικάς και σωματικάς μου δυνάμεις, δια να εξασφαλίσω την παλιννόστησιν όλων των ασώτων υιών εις τους κόλπους της Ελλάδος, των οποίων η θέρμη είναι απεριόριστος... Στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές (1946) είχα την τιμή να εκλεγώ βουλευτής Θεσσαλονίκης. Ο εκλογικός νόμος της Αναλογικής επέτρεπε, τότε, να εκθέτει το ίδιο πρόσωπο υποψηφιότητα σε περιφέρειες περισσότερες από μια. Είχαμε σχηματίσει εκλογικό συνασπισμό (Ε.Π.Ε.) ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και εγώ. Η Θεσσαλονίκη εξέλεξε και τους τρεις μας. Παραιτηθήκαμε, όμως, από τις έδρες της Θεσσαλονίκης -ο Γ. Παπανδρέου και εγώ είχαμε εκλεγεί και στην Αθήνα και στην Πάτρα, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και στα Χανιά και στην Αθήνα και στις Σέρρες- για να παραχωρήσουμε τις θέσεις μας σε συναδέλφους του ίδιου συνδυασμού που ήταν Θεσσαλονικείς. Τη θέση του Σοφοκλή Βενιζέλου και τη δική μου τις πήραν δυο μέλη του δικού μου κόμματος, γηγενείς Μακεδόνες, ο Βασίλειος Βογιατζής, που έγινε αργότερα καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και ο Γεώργιος Θεμελής.

186


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Από το 1946 ως το 1949, όχι μόνον ο συνασπισμός της Δεξιάς, με κύριο σώμα το Λαϊκό Κόμμα, αλλά και τα «δημοκρατικά» κόμματα ή τα κεντρώα και μετριοπαθή (το κόμμα των Φιλελευθέρων υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και εγώ, που είχαμε κατεβεί μαζί στις εκλογές ως Ε.Π.Ε., καθώς και ο παλαιοδημοκρατικός Ναπολέων Ζέρβας, που είχε μετασχηματίσει το δικό του Αντάρτικο σε πολιτικό κόμμα), απαρτίσαμε όλοι, άλλοι από την αρχή και άλλοι αργότερα, κοινό μέτωπο. Το Κ.Κ.Ε. είχε απογυμνωθεί από τον μεγαλύτερο αριθμό των συμπαραστατών του. Αλλά θάταν φαρισαϊσμός, όπως έγραψα και άλλοτε, αν εξακολουθούσαμε και σήμερα να κρύβουμε από τον εαυτό μας, ότι η φοβερή περιπέτεια των ετών 1946 -1949 ήταν εμφύλιος πόλεμος. Τέκνα Ελληνίδων μανάδων πολέμησαν εναντίον μας και πολεμήθηκαν από μας στην περίοδο εκείνη. Υπάρχουν, βέβαια, σημαντικές διαφορές μεταξύ του πολέμου αυτού και του εμφύλιου πολέμου της Ισπανίας, όπου με το κομμουνιστικό κόμμα και με τις οργανώσεις των αναρχικών είχαν συνταχθεί και όλα τα δημοκρατικά και φιλελεύθερα στοιχεία, με αντιπάλους τους παραδοσιακούς ή λόγω οικονομικών συμφερόντων αντιδραστικούς και τους «φασίστες». Αλλά τον χαρακτήρα ενός εσωτερικού πολέμου δεν τον δίνουν ο αριθμός και το πολιτικό χρώμα των παρατάξεων, ούτε η προέλευση των όπλων, που χρησιμοποιούν, ή η ενίσχυση και εξάρτηση από ξένες χώρες. Τον δίνει μόνο και μόνο το αίμα, που κυλάει στις φλέβες των αντιπάλων μερών. Τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1946 έτυχε να βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη -γιατί πρέπει να πω ότι από το 1945 δεν πέρασε μήνας χωρίς να περιοδεύω σε περιοχές που δεν ελέγχονταν από το επίσημο κράτος- όταν σημειώθηκαν τα πρώτα φοβερά γεγονότα

στο Σκρα και στην Αριδαία. Έσπευσα, συνοδευόμενος και από δύο βουλευτές του κόμματος μου, τους βουλευτές Θεσσαλονίκης Θεμελή και Β. Βογιατζή, στη Νάουσα, όπου λίγες μέρες πριν είχε δολοφονηθεί ο δήμαρχος της πόλης, και βρήκα την πόλη σχεδόν νεκρή. Οι κάτοικοι είχαν όλοι κλειστεί στα σπίτια και ένα τάγμα που βρισκόταν εκεί, ήταν κλεισμένο κι αυτό και οχυρωμένο στο εργοστάσιο «Λαναρά». Από τη Νάουσα πήγα συνοδευόμενος από τους δύο φίλους μου στην Έδεσσα κι απ την Έδεσσα στην Αριδαία. Στην Αριδαία είχαν σημειωθεί αιματηρά γεγονότα δυο-τρεις μέρες πριν. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, θεώρησα καθήκον μου να ανεβώ στο βήμα της Βουλής και να πω ότι υπάρχουν μεγάλες περιοχές της Ελλάδος που δεν ελέγχονται διόλου από το κράτος. Αυτό προκάλεσε την οργή των κυβερνητικών βουλευτών και εάν δεν παρενέβαινε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ντίνος Τσαλδαρης, είναι ζήτημα αν θα μπορούσα να συνεχίσω την ομιλία μου. Ο εμφύλιος πόλεμος 1946-49, μ’ έκαμε να διαλέγω συχνά σαν έδρα μου τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί ξεκινούσα για να βρεθώ, το Νοέμβριο του 1946, διασχίζοντας έρημες περιοχές, που ήταν απόλυτα αφύλακτες, στη Νάουσα, την Έδεσσα και την Αρδέα (Αριδαία), για να βρεθώ, δυο και τρεις φορές στα έτη 1947 και 1948, στην απομονωμένη -σχεδόν πολιορκημένη- Κομοτηνή, για να αντικρύσω τα γεμάτα εθνική απορία μάτια των κατοίκων του Κάτω Νευροκοπίου ή του Σιδηροκάστρου, ή για να συμμερισθώ, την άνοιξη του 1949, στην Καστοριά τις δοκιμασίες των κατοίκων της, και στη Φλώρινα την ακόμα βαρύτερη αγωνία που, ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο είχε κυριεύσει τους κατοίκους, όταν έγινε η δεύτερη, μέσα σε λίγες εβδομάδες, μεγάλη επίθεση για την κατάληψη της πόλεως, που στοίχισε, και στις δυο

Είναι, βέβαια, δύσκολο να γραφή η ιστορία όσο είνε ακόμα ζεστή. Ωστόσο, τα στοιχεία που είνε αναγκαία για να την γράψουν όσοι θα ’ρθουν αύριο, πρέπει αναγκαστικά να τα δώσουμε εμείς, που θα έχουμε αύριο φύγει. Κι έδωσαν τόσα «στοιχεία» οι ανεύθυνοι που γέμισαν αμέτρητα έντυπα με ψέμματα και δυσφημήσεις, που είνε χρέος μας να μιλούμε κάπου-κάπου κι’ εμείς, όσοι αναλάβαμε πέρυσι την ευθύνη να δώσουμε λύση σ’ ό,τι οι περισσότεροι που μας κατηγορούν παρακολουθούσαν άβουλα και παθητικά.

187


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος πλευρές, εκατοντάδες νεκρούς και πολύ περισσότερους τραυματίες. Στα τρία χρόνια του εσωτερικού εκείνου πολέμου δεν έπαψα να περιοδεύω συχνά, ακόμα και όταν δεν ήμουν υπουργός, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Αλλά τα πράγματα στα τέλη του 1946 είχαν τόσο πολύ χειροτερέψει και από απόψεως ασφάλειας και από απόψεως οικονομικής, ώστε ο πρωθυπουργός Τσαλδάρης θεώρησε αναγκαίο να καλέσει τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και εμένα, για να συζητήσει μαζί μας το ενδεχόμενο της συμμετοχής μας σε μια κυβέρνηση συνασπισμού. Η πρώτη αυτή συνάντηση στο υπουργείο Εξωτερικών (ο Τσαλδάρης ήταν και υπουργός Εξωτερικών) δεν είχε αποτέλεσμα. Αλλά τον Ιανουάριο του 1947, όταν η κατάσταση είχε ακόμη πιο πολύ χειροτερέψει κι όταν οι Άγγλοι είχαν αποφασίσει να σταματήσουν κάθε είδους στρατιωτική βοήθεια χωρίς ακόμη να υπάρχει η παραμικρή ελπίδα ότι μπορούσε να αντικαταστήσει την Αγγλία η Αμερική, δεχτήκαμε, μπροστά στο φοβερό κενό στο οποίο βρισκόταν ο τόπος, να μπούμε στην κυβέρνηση υπό τον εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό και σε όλους μας σεβαστό, Δημήτριο Μάξιμο. Δεν μπορούσαμε παρά να δεχτούμε στην κρίσιμη εκείνη ώρα, όπου τα πάντα σχετικά με το μέλλον ήταν άγνωστα. Είπαμε πολλές φορές, ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος κι εγώ, ότι η αποχή από κάθε ευθύνη σε τέτοιες ώρες, τραγικές, της ιστορίας του τόπου δεν είναι επιτετραμμένη. Είχαμε ασκήσει κριτική εις βάρος της κυβερνήσεως Τσαλδάρη, αλλά τώρα, που ήταν ζήτημα αν θα μπορούσε να εξακολουθεί να υπάρχει το κράτος χωρίς την ανασυγκρότηση των στρατιωτικών του δυνάμεων, η οποία προϋπέθετε τη χορήγηση υλικού από τους τέως συμμάχους -δεδομένου ότι η Ελλάδα είχε χάσει όλο το υλικό πολέμου όταν ο στρατός μας πλευροκοπήθηκε από τους Γερμανούς το 1941- η χορήγηση αυτού του υλικού ήταν απαραίτητη για να ανασυγκροτηθεί ο στρατός και να αντιμετωπίσει τη χαώδη κατάσταση που υπήρχε στον τόπο. Βέβαια, θα διερωτηθεί κάποιος που ανήκει στην άλλη πλευρά, γιατί έπρεπε να δεχτούμε από ξένους το υλικό πολέμου. Είπα και πριν: είχαμε χάσει όλη την υλική υποδομή του στρατού μας το 1941, ως σύμμαχοι της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία συνεμάχησαν ύστερα και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Ήταν αυτονόητο πως ύστερα από αυτή τη μεγάλη θυσία θα έπρεπε να ανασυγκροτηθούν οι ένοπλες δυνάμεις μας με τη βοήθεια των παλαιών μεγάλων συμμάχων. Η Αγγλία αρνιόταν τότε να συνεχίσει να δίνει βοήθεια, γιατί είχε μπει σε μια περίοδο μεγάλων δυσχερειών. Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, η Εργατική κυβέρνηση της Αγγλίας, υπό τον Άτλη και με υπουργό Εξωτερικών τον Μπέβιν, δεν ήταν αντίθετη με τη χορήγηση βοήθειας προς την Ελλάδα, αλλά δεν μπορούσε πλέον να βοηθήσει. Το Λονδίνο είχε αρχίσει -αλλά αυτό δεν το ξέραμε τότε- να συζητεί το θέμα με την Ουάσιγκτον, για να μεταφερθεί η ευθύνη αυτή, η συνδεδεμένη με ένα καθήκον συμμαχικό των μεγάλων δυνάμεων, από τα χέρια της Μεγ. Βρετανίας που είχε οικονομικές δυσχέρειες, στα χέρια των ΗΠΑ. Όταν λοιπόν αποφασίσαμε εμείς να μπούμε στην κυβέρνηση, οι Άγγλοι - όπως έλεγε συχνά ο Γεώργιος Παπανδρέου- «έφευγαν, ενώ οι Αμερικανοί δεν είχαν έλθει». Μπήκαμε λοιπόν στην κυβέρνηση σε μια ώρα που τα πάντα κρίνονταν. Και εφόσον πιστεύαμε στην ανάγκη μιας πολυκομματικής δημοκρατίας για τη χώρα μας, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε τη βοήθειά μας. Αρχές του 1947, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και εγώ μπήκαμε στην Κυβέρνηση συνασπισμού, υπό την Προεδρία του Δημητρίου Μαξίμου. Ήταν ανάγκη τότε να διευρυνθεί η Κυβέρνηση. Το υπό τον Σοφούλη Κόμμα των Φιλελευθέρων δεν είχε καμιά διάθεση να το κάμει και περιοριζόταν μέχρι και του Σεπτεμβρίου του 1947, δηλαδή μέχρι της ώρας που έγινε ο Σοφούλης ο ίδιος πρωθυπουργός, περιοριζόταν σε φοβερές επιθέσεις εναντίον όλων μας. Εμείς οι τρεις βρεθήκαμε μπροστά σε ένα δίλημμα. Η χώρα είχε μπει σε μία μεγάλη τραγωδία. Είχε αρχίσει να μαίνεται ο λεγόμενος συμμοριτοπόλεμος, που είτε το θέλουμε, είτε όχι, υπήρξε εμφύλιος πόλεμος. Και τον Ιανουάριο ήταν η κρίσιμη ώρα. Οι μεν Άγγλοι είχαν δηλώσει, ότι δεν μπορούν πια να βοηθήσουν με όπλα την Ελλάδα, και η Ελλάδα, βεβαίως είχε ανάγκη από όπλα, γιατί τα είχε θυσιάσει στο βωμό του γενικού αγώνα κατά του φασισμού και του ναζισμού, οι Άγγλοι είχαν δηλώσει αυτό και οι Αμερικανοί δεν είχαν δείξει καμμία διάθεση να αντικαταστήσουν τους Άγγλους στη χορήγηση της στοιχειώδους αυτής βο-

188


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ηθείας. Δεν ζητήσαμε από ξένους να χύσουν το αίμα τους για τα εσωτερικά μας ζητήματα, αλλά βεβαίως αξιώσαμε να μας δώσουν τα όπλα, τα οποία είχαμε χάσει, πολεμώντας εν ονόματι της ανθρωπότητος ολοκλήρου. Τότε βρεθήκαμε σε ένα δίλημμα τραγικό και αποφασίσαμε να ταχθούμε με την μία από τις δύο μερίδες. Υπήρξαν πολιτικοί, οι οποίοι δεν κατέβηκαν στις εκλογές του 1946. Αυτοί εσιώπησαν. Ο ένας έφυγε στο εξωτερικό και έμεινε εκεί σε όλο το διάστημα της τραγικής εκείνης τριετίας και άλλοι έμειναν στην Αθήνα και εσιώπησαν. Εμείς θυμηθήκαμε εκείνο το οποίο κατά τον Αριστοτέλη και τον Πλούταρχο είπε ο Σόλων. Δεν θα το πω, όπως το είπε ο Σόλων. Θα το πω θετικά και όχι αρνητικά: «Ο κάθε πολίτης, σε ώρα που στασιάζει η πόλη, οφείλει να πάρει θέση». Δεν θα πω, πώς ονομάζει εκείνους που δεν παίρνουν θέση. Και πήραμε θέση. Ας κρίνει η ιστορία, αν η θέση που πήραμε ήταν σωστή ή όχι. Ας την κρίνει η ιστορία την θέση αυτή, όταν θα έχει ξεπεραστεί -και θα ξεπεραστεί κάποτε- η διάσταση μεταξύ της Φιλελεύθερης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και της Λαϊκής Δημοκρατίας, όταν οι ιστορικοί δεν θα βλέπουν ο ένας τα πράγματα υπό το πρίσμα της μιας, ούτε ο άλλος τα πράγματα υπό το πρίσμα τής άλλης. Τότε, αφού θα έχουν περάσει πολλά χρόνια και θα έχει υπερνικηθεί και αυτό το στάδιο εξελίξεως της ιστορίας -γιατί κανένα στάδιο δεν είναι οριστικό και τελειωτικό, αυτό είναι πλάνη- όταν θα έχει λοιπόν ξεπεραστεί και το στάδιο αυτό, τότε ας κρίνει η ιστορία, αν κάποιος ιστορικός θελήσει να ενδιαφερθεί για τα τρία πρόσωπά μας, αν πράξαμε σωστά ή όχι, όταν μπήκαμε στην Κυβέρνηση, η οποία έδωσε μια φοβερή και σκληρή μάχη. Ο εμφύλιος πόλεμος άφησε πίσω του ψυχώσεις και αντιθέσεις, οι οποίες και μετά το 1950 έκαναν την ελληνική δημοκρατία να μη λειτουργεί με τρόπο άψογο και απολύτως αδιάβλητο. Σκοπός μας, όμως, ήταν να εγκατασταθεί τέτοια δημοκρατία στην Ελλάδα και -εφόσον πιστεύαμε στην πολυκομματική δημοκρατία, στην οποία προσωπικά εξακολουθώ να πιστεύω- θεωρήσαμε καθήκον μας να ανταποκριθούμε στην πρόσκληση του Ντίνου Τσαλδάρη και να μπούμε υπό τον πρωθυπουργό Δημ. Μάξιμο στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε στα τέλη Ιανουαρίου του 1947. Και μείναμε ο Γ. Παπανδρέου, ο Σοφ. Βενιζέλος κι εγώ στην κυβέρνηση αυτή έως τα τέλη Αυγούστου του 1947.

Αρχές του 1947, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος και εγώ μπήκαμε στην Κυβέρνηση συνασπισμού, υπό την Προεδρία του Δημητρίου Μαξίμου.

Τι σημασία είχε η είσοδός μας στην κυβέρνηση τριών ηγετών δημοκρατικών κομμάτων, κομμάτων που είχαν εκδηλωθεί και πριν από το δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 1946 υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας; Η συμμετοχή μας στην κυβέρνηση βοήθησε τον πρόεδρο Τρούμαν των Ηνωμένων Πολιτειών να αντιμετωπίσει την αντίδραση που υπήρχε στις ΗΠΑ και να διευκολυνθεί στην προσπάθειά του να πείσει το Κογκρέσο να δεχτεί να αποφασίσει τη βοήθεια προς την Ελλάδα. Η βοήθεια -την οποία δεν θεωρούσαμε εύκολη ή πιθανή- εξασφαλίστηκε με το «Δόγμα Τρούμαν» το Μάιο του 1947. Ύστερα από αυτό, η παρουσία μας στην κυβέρνηση δεν ήταν απολύτως αναγκαία. Δεν μπορούσαμε όμως να φύγουμε και αμέσως. Τον Αύγουστο του 1947, ο Γεώργιος Παπανδρέου είπε στον Σοφ. Βενιζέλο και σε μένα ότι σκόπιμο και φρόνιμο θα ήταν να φύγουμε από την κυβέρνηση. Τον ρωτήσαμε «γιατί;» και επιπλέον του είπαμε πως δεν ήταν σωστό, τη στιγμή που η παρουσία μας διευκόλυνε την κυβέρνηση Μαξίμου και ειδικότερα το Λαϊκό Κόμμα να δεχτεί τη βοήθεια των ΗΠΑ, να αποχωρήσουμε τόσο γρήγορα.

189


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε πληροφορηθεί, ότι ο αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης, είχε αποφασίσει να μπει αυτός στην κυβέρνηση, και μάλιστα να γίνει πρωθυπουργός. Πρέπει να σου πω πως η πράξη αυτή του Σοφούλη ήταν πατριωτική και ήταν συνδεδεμένη -αν θέλεις- και με την πρόθεση να επιχειρήσει και κάποια ειρηνική έκβαση του εμφυλίου πολέμου. Δεν είμαι βέβαιος γι αυτό. Το υποθέτω όμως, γιατί το πνεύμα του ήταν πάντα ειρηνευτικό, συμφιλιωτικό. Είχε κάνει ο ίδιος στη Βουλή δριμύτατη επίθεση εναντίον μας. Και μάλιστα είχε ονομάσει αυτούς που είχαν ανεβεί στα βουνά «ελεύθερους Έλληνες» οι οποίοι είχαν αναγκαστεί ν’ ανεβούν υπό την πίεση των περιστάσεων. Δεν θέλω να κρίνω αυτή τη ραγδαία μεταβολή της στάσεως του Σοφούλη και του Κόμματος των Φιλελευθέρων εκείνη τη στιγμή. Πάντως, ο Παπανδρέου είχε βάσιμη πληροφορία. Μας είπε λοιπόν ότι αφού πρόκειται να μπει το Κόμμα των Φιλελευθέρων στην κυβέρνηση, τι χρειαζόμαστε εμείς; Για τις ΗΠΑ θα ήταν ένας λόγος παραπάνω να ενισχύσουν τη βοήθειά τους προς την Ελλάδα. «Και, εκτός τούτου», μας είπε χαμογελώντας, «δεν θα μας χρειάζονται άλλο. Αντί να μας διώξουν, καλύτερα να φύγουμε μόνοι μας. Ας παραιτηθούμε». Και πράγματι παραιτηθήκαμε στις 29 Αυγούστου του 1947. Στο διάστημα του εμφύλιου πολέμου, ο «ΙΔΕΑ» που τα μέλη του πολεμούσαν, ως αξιωματικοί, και είχαν πολλά θύματα, έκαμε μια στιγμιαία εμφάνιση και παρέμβαση. Μερικοί αξιωματικοί, χωρίς να πουν, ότι εκπροσωπούν τον «ΙΔΕΑ», ζήτησαν να συναντηθούν -και συναντήθηκαν- με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και με μένα, χωριστά με τον καθένα μας, ίσως και με άλλους. Αυτό έγινε -αν δεν κάνει λάθος η μνήμη μου- στο πολύ κρίσιμο έτος 1947, αλλά μετά τον Σεπτέμβριο. Δεν μετείχαμε, τότε, στην κυβέρνηση. Πρωθυπουργός ήταν ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και αντιπρόεδρος ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, που -αν και αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας- είχε παραχωρήσει στον αρχηγό των Φιλελευθέρων την πρωτοκαθεδρία. Οι αξιωματικοί, που συναντήθηκαν με τον Γ. Παπανδρέου, τον Σοφ. Βενιζέλο και μένα, και που μας είχαν παρακαλέσει να μείνει μυστική η συνάντησή μας, δεν εμφανίσθηκαν μπροστά μας με

την πρόθεση να υπαγορεύσουν τις θελήσεις τους. Ούτε θα το είχαμε δεχθεί, αν το έκαναν, αλλά ούτε σκέφθηκαν να το κάμουν. Εγώ εγνώριζα τους δυο αξιωματικούς που συναντήθηκαν μαζί μου. Με σεμνότητα και αυτοσυγκράτηση, μας μίλησαν για τις ανησυχίες, που στα διάφορα εσωτερικά μέτωπα, όπου οι διαχωριστικές γραμμές ήταν σχεδόν απροσδιόριστες, είχαν οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες σχετικά με το πνεύμα, που επικρατούσε στην Αθήνα. Είχαν το αίσθημα, ότι εκινδύνευαν να μείνουν ακάλυπτοι. Και μας παρακάλεσαν να συμβάλουμε στην ανόρθωση του ηθικού του αστράτευτου πληθυσμού, ώστε η κάποια φοβία και κόπωση, που είχαν αρχίσει πράγματι να κυριεύουν πολλούς από όσους ζούσαν ασφαλείς στην Αθήνα, να μη μεταδοθούν στις μαχόμενες μονάδες, που βρίσκονταν σε αδιάκοπο κίνδυνο, με τον εχθρό όχι μόνο μπροστά τους, αλλά και πίσω τους, με διάσπαρτες παντού τις νάρκες, με απρόβλεπτες τις ενέδρες. Αν και η παράκληση των αξιωματικών ήταν περιττή, γιατί εγνωρίζαμε πολύ καλά, ποιο ήταν το καθήκον μας, δεν παρεξηγήσαμε την παρέμβασή τους, και τους εβεβαιώσαμε, ότι -και χωρίς να μετέχουμε στην κυβέρνηση- θα εκάναμε, στη Βουλή και σε όλες τις εκδηλώσεις μας, ό,τι απαιτούσε η ώρα εκείνη, η πιο κρίσιμη, πιο θολή και πιο ρευστή του εμφύλιου πολέμου. Είχαμε μετάσχει και οι τρεις στην κυβέρνηση του Δημητρίου Μαξίμου, στο 1947. Και τον Ιανουάριο 1949 μπήκαμε, ο Βενιζέλος κ’ εγώ (για βραχύ διάστημα και ο Σπ. Μαρκεζίνης) στην κυβέρνηση Σοφούλη. Αλλά και μετά τον Σεπτέμβριο του 1948, όταν οι ανησυχίες για την έκβαση του πολέμου είχαν κορυφωθεί, εκάναμε -χωρίς να μετέχουμε στην κυβέρνηση- ό,τι περισσότερο μπορούσαμε για να βοηθήσουμε ηθικά τον αγώνα. Ας μου επιτραπεί να πω, ότι εγώ προσωπικά, από τον Νοέμβριο του 1946 ως το τέλος του εμφύλιου πολέμου, δεν έπαυσα, είτε ήμουν υπουργός, είτε όχι, να περιοδεύω στις πιο ταραγμένες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στη Βόρειο Ελλάδα. Και απέφευγα κάθε προφυλακτικό μέτρο, για να με αισθάνονται οι στρατιώτες σαν συστρατιώτη τους και οι κατά καιρούς ακάλυπτοι ή ανεπαρκέστατα προστατευμένοι κάτοικοι απόμερων χωριών και πόλεων σαν έστω και για λίγες ώρες συμμέτοχο της τύχης τους. Δεν εγνωρίσαμε αργότερα, ούτε ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ούτε εγώ, άλλη ενέργεια, ας πούμε «παρέμβαση», αντιπροσωπείας

190


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

του «ΙΔΕΑ». Στη συνάντηση, που είχαμε στο 1947, δεν μας είπαν οι αξιωματικοί, ότι άνηκαν στην οργάνωση, αλλά δεν είχαμε και οι τρεις καμμιάν αμφιβολία, ότι ήταν μέλη της. Αν σκεφθεί ο αναγνώστης των γραμμών αυτών, πόσο δραματικές ήταν οι ώρες εκείνες, δεν θα μας κατηγορήσει, ελπίζω, ότι με τη συνάντηση, που δεχθήκαμε να έχουμε μαζί τους, αναγνωρίσαμε έμμεσα το απαράδεκτο δικαίωμα των αξιωματικών να ανήκουν σε οργάνωση άλλη εκτός από εκείνη, που ορίζουν το Σύνταγμα και οι Νόμοι του Κράτους. Η κατάσταση διαρκώς χειροτέρευε. Από την κυβερνητική πλευρά έλειπε η ενιαία στρατιωτική ηγεσία του αγώνα. Η απουσία αυτή της ενιαίας στρατιωτικής ηγεσίας έβλαψε πάρα πολύ. Βέβαια, ο υπουργός των Στρατιωτικών, Γεώργιος Στράτος, άνθρωπος γενναίος, πήγαινε αδιάκοπα στις μονάδες και εξέθετε τον εαυτό του σε κίνδυνο. Αλλά και η άμεση ανάμειξη του υπουργού Στρατιωτικών σ αυτές τις περιπτώσεις, οι συζητήσεις που γίνονταν μεταξύ αυτού, του αρχηγού του Επιτελείου (δεν υπήρχε

αρχιστράτηγος τότε), των διοικητών των Σωμάτων Στρατού και του στρατηγού Βαν Φλιτ, ως αρχηγού της στρατιωτικής αμερικανικής αποστολής, που απέβλεπαν στη χάραξη της τακτικής του αγώνα, ήταν φυσικό να έχουν ως αποτέλεσμα κάποια έλλειψη συντονισμού. Η κατάσταση έφτασε σε πολύ κρίσιμο σημείο το φθινόπωρο του 1948. Μια προσπάθεια στην περιοχή του Βίτσι είχε αποτέλεσμα όχι να ηττηθεί ο ελληνικός στρατός, αλλά πάντως να καθηλωθεί Στο μεταξύ, είχαν οργανωθεί ακόμη καλύτερα οι κομουνιστές στα βουνά είχαν μετατρέψει την τακτική του αγώνα από τακτική ανταρτοπόλεμου σε τακτική πολέμου παρατάξεων, όχι βεβαίως στην Πελοπόννησο αλλά στη Βόρειο Ελλάδα. Απέτυχε δηλαδή η προσπάθειά του. Η κοινή γνώμη, χωρίς βέβαια να πτοηθεί, πέρασε τότε από μια κρίση αβεβαιότητας για το μέλλον. Ο εμφύλιος πόλεμος παρατεινόταν. Μεγάλος ήταν ο αριθμός των θυμάτων και από τις δύο πλευρές. Πάντως, εκείνη την εποχή μαθαίναμε ιδιαίτερα τις μεγάλες απώλειες των στρατιωτικών μας δυνάμεων.

Συνοδεύοντας τον βασιλιά Παύλο, ως υπουργός των Στρατιωτικών, τον Μάιο του 1949.

191


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Μια επιστολή, ένα ντοκουμέντο 2 Μαΐου 1948 Αγαπητέ μου Κύριε Καλλία, Από προχθές βρίσκομαι στο Anderson Indianna, στο σπίτι της κουνιάδας μου, όπου σκέπτομαι να μείνω μερικές μέρες για να ξεκουρασθω. Σήμερα είναι Πάσχα. Η σκέψη κι η καρδιά μου είναι κοντά σ’ όλους Σας. Η αγωνία μου για την Ελλάδα είναι μεγάλη αλλά η πίστη μου ακόμα μεγαλύτερη. Εδώ έμαθα χθες από το ραδιόφωνο και τη δολοφονία του καημένου του Λαδά. Πήρα στο τηλέφωνο τον Αντωνακάκη στο γραφείο Τύπου της Νέας Υόρκης, αλλά δεν είχε ακόμα να μου πει λεπτομέρειες. Το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες αναγγείλανε επίσης την κήρυξη του στρατιωτικού Νόμου. Δεν μπορώ να κρίνω απ’ εδώ αν το μέτρο ήταν αναγκαίο. Πάντως ελπίζω να επικρατήσει ψυχραιμία, γιατί κανένα κακό δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με φούριες και λαχανιάσματα. Είμαι βέβαιος ότι σεις και όλοι οι φίλοι και συνεργάτες μου θα δώσετε τον τόνο της ιστορικής σοβαρότητας στις δύσκολες αυτές ώρες. Όταν αρχίσει η Βουλή (και δεν θα είμαι ακόμα στην Αθήνα) σας παρακαλώ να φροντίσετε να ακουσθεί η φωνή του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος με τον βαρύ και ψύχραιμο ήχο που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Εδώ που βρίσκομαι είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω ότι η τακτική που ακολουθήσαμε και ο τόνος που εδώσαμε κατά το τελευταίο οκτάμηνο, έχει πολύ ωφελήσει και μας και την Ελλάδα. Οι αρμόδιοι Αμερικανοί θα ’θελαν πολύ να ’βλεπαν τον δικό μας τόνο -τον αποφασιστικό, αλλά και ιστορικά μετρημένο και σοβαρό- στις πράξεις και στα λόγια των κυβερνώντων την Ελλάδα και της Βουλής. Τις δικές μου κινήσεις και ενέργειες εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες θα τις ξέρετε σε γενικές γραμμές και την λεπτομερή περιγραφή τους θα σας την κάνω όταν με τη βοήθεια του Θεού συναντηθούμε. Το «Time» είχε οργανώσει πολύ καλά την επαφή μου και με τις ευρύτατες μάζες, αλλά και με τους κύκλους των εκλεκτών. Η ανταπόκριση του κοινού μ’ έχει βαθύτατα συγκινήσει. Μεγάλες ομιλίες, αναλύοντας το Ελληνικό πρόβλημα, έκανα στη Νέα Υόρκη, στη Νέα Ορλεάνη και στο Σινσινάτι. Μίλησα όμως πολλές φορές κι’ από το ραδιόφωνο κι έδωσα πολλές συνεντεύξεις στις εφημερίδες πολλών πόλεων. Τα Αγγλικά μου ευτυχώς πάνε πολύ καλά και μίλησα

αρκετές φορές χωρίς καμμιά προετοιμασία (έδωσα ακόμα και συνεντεύξεις, έχοντας μπρος μου το μικρόφωνο του ραδιοφώνου). Η ραδιοφωνική ομιλία και συζήτηση που έκαμα μαζί με τρεις εξέχοντες Αμερικανούς (τον βουλευτή Walter Judd, τον συγγραφέα John Scott και τον Πρόεδρο της Foreign Policy Association Brooks Emeny) στην παναμερικανική εκπομπή του Town Meeting of the Air που γίνεται κάθε Τρίτη, ακούσθηκε από δέκα εκατομμύρια Αμερικανούς και έγινε άλλωστε σε μια παμμεγίστη αίθουσα ενώπιον 6.000 ακροατών. Η ομιλία μου και οι φράσεις μου στη συζήτηση που επακολούθησε, προκαλούσαν διαρκή χειροκροτήματα (όπως φαίνεται και στο εβδομαδιαίο δελτίο που τυπώνει τις ομιλίες και συζητήσεις της Τρίτης). Ο Henderson, με βάση τις εκθέσεις που έλαβε το State Department, εχαρακτήρισε την περιοδεία μου ως «μεγάλη επιτυχία». Δεν ξέρω αν έχει δίκηο. Πάντως έκαμα ό,τι μπορούσα κι έχω πολύ συγκινηθεί από την ανταπόκριση και ηθική ποιότητα του αμερικανικού κοινού που σ’ όλες τις περιπτώσεις μ’ άφησε να μιλήσω σαν να ’μουνα στην ίδια μου την πατρίδα, δηλαδή σαν να είχα μπροστά μου συμπολίτες που μπορούσα και να τους καθοδηγήσω ή ακόμα και να τους μαλώσω. Είναι παγκόσμια η Δημοκρατία εδώ στην Αμερική και ο κάθε πολίτης, οποιασδήποτε χώρας, είναι και πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών. Τι σημαίνουν όμως τα παραπάνω; Σημαίνουν τάχα ότι το Ελληνικό πρόβλημα βρίσκεται σε καλή θέση στη συνείδηση του Αμερικανικού Λαού; Στη ραδιοφωνική ομιλία μου προς τον Ελληνικό Λαό, που πρέπει να έχετε υπ’ όψιν σας ότι έγινε ύστερα από υπόδειξη του State Department, είπα ότι οι Αμερικανοί κατανοούν σήμερα πέρα για πέρα το Ελληνικό δράμα. Οι φράσεις μου περιείχαν κάποια υπερβολή που απέβλεπε να ενθαρρύνει το λαό μας. Όπου μίλησα, η ανταπόκριση κι η κατανόηση ήταν βέβαια μεγάλη. Θα υπήρχε όμως κατανόηση του Ελληνικού δράματος, αν δεν το ανέλυα; Εκείνο που διαπίστωσα είναι ότι ο αμερικανικός λαός δεν είναι διαφωτισμένος επάνω στο πρόβλημά μας. Είναι ζήτημα αν θα ήταν και τόσο ευνοϊκός απέναντί μου σε περίπτωση που δεν θα είχε προηγηθεί το Τσεχοσλαβικό. Ομολογώ πραγματικά ότι δεν φανταζόμουνα πως θα ’βρισκα τον αμερικανικό λαό τόσο ώριμο στην αντιμετώπιση των παγκοσμίων προβλημάτων και μάλιστα στην ανάληψη μιας μεγάλης ιστορικής πρωτοβουλίας. Μέσα στο πνεύμα

192


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αυτής της ιστορικής αποφασιστικότητας, παίρνει και το Ελληνικό πρόβλημα μια καλύτερη θέση. Αλλά -κι’ αυτό ακριβώς έχει ουσιώδη σημασία- το Ελληνικό πρόβλημα, το φοβερό μας δράμα, το μαρτύριό μας, δεν εβοήθησε διόλου στο άνοιγμα των ματιών και στη δημιουργία του νέου αποφασιστικού πνεύματος. Στη συνείδηση των Αμερικανών εβάρυνε πιο πολύ η αυτοκτονία του Μάζαρυκ από ολόκληρη την Ελληνική τραγωδία. Σήμερα, βέβαια, αντανακλά ευεργετικά και σε μας η εξέλιξη που δημιουργήθηκε στα πνεύματα εδώ· στην εξέλιξη όμως αυτή το αίμα και τα δάκρυα που αδιάκοπα χύνουμε δεν εβοήθησαν διόλου. Πού οφείλεται αυτό; Φταίνε τάχα οι Αμερικανοί; Όχι -φταίμε μόνο και μόνο εμείς. Ποιος ήρθε εδώ στην Αμερική για να επικοινωνήσει με την ψυχή αυτού του υπέροχα άνετου λαού; Κανένας! Οι χιλιάδες που επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό πέρασαν απ’ εδώ ή και βρίσκονται ακόμα εδώ, δεν έκαναν τίποτα ή έκαναν μάλιστα κακό. Ο Τσαλδάρης που έχει έρθει τόσες φορές στην Αμερική ήρθε –παρ’ όλη την καλή του τυχόν διάθεση- εις μάτην. Είναι 100% άγνωστος στον αμερικανικό λαό, ενώ ο Μάζαρυκ ήταν γνωστός και αγαπητός, όπως επίσης γνωστοί, σεβαστοί και αγαπητοί είναι ο Σπάακ, ο Σφόρτσα, ο Ντε Γκάσπερι και άλλοι. Ο Τσαλδάρης στους πολλούς είναι απόλυτα άγνωστος (όπως φυσικά και ο Σοφούλης), στους στενούς δε κύκλους των αρμοδίων της Washington και της Νέας Υόρκης δεν νομίζω ότι είναι συμπαθής. Πάντως διεπίστωσα τουλάχιστον μιαν αδιαφορία απέναντί του. Είναι τραγικό για μια χώρα που τόσα προσφέρει σε θυσίες να μη μπορεί να διερμηνεύσει τις θυσίες της στη γλώσσα του παγκόσμιου αισθήματος. Και φυσικά το τραγικό αυτό γεγονός δεν οφείλεται μόνο στο ότι δεν εστείλαμε τους κατάλληλους ανθρώπους για να διαφωτίσουν την Αμερική, αλλά οφείλεται και στο ότι δεν εκάναμε και τις κατάλληλες πράξεις στην Ελλάδα για να δώσουμε παγκόσμιο νόημα στην τραγωδία που ζούμε και στον αγώνα που διεξάγουμε. Διαπιστώνω ότι την περίπτωση της Ελλάδος κατά συγκατάβασιν ο αμερικανικός λαός την περιλαμβάνει στη σφαίρα του παγκόσμιου δημοκρατικού προβλήματος. Ουσιαστικά εξακολουθούν οι μεγάλες αμερικανικές μάζες να συνδέουν μέσα τους την παράσταση του Ελληνικού προβλήματος με την παράσταση του Ισπανικού. Η φοβερή αυτή αδικία οφείλεται και σε άγνοια, οφείλεται όμως και σε κάμποσες ανοησίες μας. Σε ανοησίες των Κυβερνήσεών μας που είναι ιστορικά

άψυχες, καθώς επίσης σε ανοησίες του Τύπου μας. Δεν φαντάζεσθε π.χ. πόσο κακό μας έκανε ο δημοσιογράφος Μπίγκαρτ, που θεωρείται εδώ ένας από τους πιο διακεκριμένους. Η «Εστία» και ο «Εθνικός Κήρυξ» ενόμισαν ότι τον εχαντάκωσαν με τα υβριστικά σημειώματα που του αφιέρωσαν. Ουσιαστικά εχαντάκωσαν την Ελλάδα, γιατί ο Μπίγκαρτ είναι αντικομμουνιστής κι ήρθε στη χώρα μας με τις καλύτερες διαθέσεις, αλλά μετά την πρώτη του ανταπόκριση που την επηρέασαν μερικοί επιτήδειοι και ευφυείς πράκτορες του κομμουνισμού, του ρίχτηκε -για να βγάλει το άχτι του- ο ελληνικός Τύπος κι’ ο Μπίγκαρτ επείσμωσε κι έγραψε χειρότερα. Μήπως δεν κοντέψαμε να πάθουμε το ίδιο με το «Time»; Το «Time» διεξάγει σήμερα στην Αμερική και παγκόσμια τον πιο επιτυχή αντικομμουνιστικό αγώνα. Οι ανόητοι στην Ελλάδα διαμαρτυρήθηκαν γιατί είχε βάλει στο εξώφυλλό του τον Μάρκο. Μα δεν είχε βάλει άλλοτε τον Χίτλερ και τον Χιροχίτο; Δεν είχε βάλει, εδώ κι ένα μήνα, τον Beria, τον εγκληματία αρχηγό της σοβιετικής μυστικής αστυνομίας για να προσελκύσει την προσοχή του κοινού και να το βάλει να διαβάσει το κείμενο, όπου υπήρχε η περιγραφή των εγκλημάτων της σοβιετικής αστυνομίας; Το φύλλο, που στο εξώφυλλό του υπήρχε η φωτογραφία του Μάρκου, περιείχε ένα άρθρο που όπως και τα άρθρα των αμέσως επομένων φύλλων ήταν εναντίον του Μάρκου και υπέρ της Ελλάδος. Τι ήθελαν οι ανόητοι στην Αθήνα να βάλει στο εξώφυλλό του το «Time»; Μήπως ήθελαν να βάλει τη φωτογραφία του αγνώστου Τσαλδάρη; Το όνομα του Μάρκου είναι γνωστό στην Αμερική και η φωτογραφία του ήταν ακριβώς μια πολύ καλή παγίδα για να τραβηχθεί ο αναγνώστης και για να διαβάσει το κείμενο που υπήρχε μέσα. Ευτυχώς που η Ελληνική Κυβέρνηση δεν υπεχώρησε στην απαίτηση των ηλιθίων και δεν απαγόρευσε την κυκλοφορία του «Time». Κι ευτυχώς που ήμουν κι εγώ εδώ κι εξήγησα στους διευθύνοντες το «Time» ότι υπάρχουν και στην Ελλάδα ηλίθιοι, όπως παντού, και ότι δεν πρέπει να παρεξηγούν σε μια Δημοκρατία το γεγονός ότι και των μωρών η γνώμη εκδηλώνεται δημοσία. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη προσοχή. Η σωτηρία τής Ελλάδος είναι υπόθεση αμερικανικής κοινής γνώμης. Δεν φθάνουν οι μεγάλες θυσίες μας όταν τις χαλάμε με την κακή ή άτεχνη βιτρίνα μας. Ο αμερικανικός λαός είναι αποφασισμένος, αλλά πρέπει να είναι αποφασισμένος να αποφασίσει τα αποφασιστι-

193


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος κά του βήματα όχι μόνον εξ αίτιας της Ιταλίας, της Κορέας ή ενός επεισοδίου στο Βερολίνο. Τα τέτοια αποφασιστικά βήματα μπορεί να σημειωθούν για μας κατόπιν εορτής. Είναι ανάγκη να φροντίσουμε να γίνει και η Ελλάς ένα εξ ίσου προσφιλές αντικείμενο για τη συνείδηση των Αμερικανών, όπως είναι τ’ άλλα. Πρέπει κι ένα επεισόδιο στα σύνορά μας να μπορεί να συγκινήσει την αμερικανική κοινή γνώμη, όπως θα την συγκινούσε ένα επεισόδιο στο Βερολίνον ή στην Τεργέστη. Οι αρμόδιοι στο Washington (κι είχα την ευκαιρία να μιλήσω με πολλούς) έχουν αγκαλιάσει βέβαια την Ελληνική υπόθεση και την βλέπουν ισότιμη με οποιαδήποτε άλλη στους άλλους κρίσιμους τομείς του κόσμου. Έχουν ανάγκη όμως κι αυτοί να έχουν πίσω τους τον αμερικανικό λαό για να πάρουν, αν χρειασθεί, τη μεγάλη τους απόφαση. Γι’ αυτό ακριβώς αγωνιούν τόσο για καθετί που γίνεται στην Αθήνα και γι’ αυτό επίσης ικανοποιήθηκαν για το ταξείδι μου και για την απήχηση που είχαν τα λόγια μου όπου μίλησα. Πριν επιστρέψω στην Ελλάδα θα ξαναπεράσω από το Washington. Μου έγινε σχετική υπόδειξη. Τι γνώμη έχετε σεις και οι άλλοι στενοί φίλοι για την επιστροφή μου; Πρέπει να γυρίσω σε δεκαπέντε ημέρες ή μπορώ να μείνω μια ως δυο εβδομάδες περισσότερο; Η αποστολή μου βέβαια που ήταν συνδεδεμένη με το «Time» έληξε από τις 23 Απριλίου που έκαμα την τελευταία μου ομιλία στη Νέα Υόρκη, έλαβα όμως προσκλήσεις από Ελληνοαμερικανικές κοινότητες, καθώς και από κύκλους Αμερικανών, για να επισκεφθώ το Chicago, το Detroit, το Boston, ακόμα και το Los Angeles. Σας παρακαλώ να συγκαλέσετε μια σύσκεψη της διοικούσης επιτροπής του Κόμματος και μιαν ειδικώτερη των πιο στενών συνεργατών και να μου γράψετε τη γνώμη σας και τη γνώμη τους σχετικά με τον χρόνο της επιστροφής μου. Την επίσκεψη στις πόλεις όπου μ’ εκάλεσαν για να μιλήσω θα μπορούσα βέβαια να την πραγματοποιήσω και αμέσως, αλλά οι πρώτες 25 μέρες της διαμονής μου στην Αμερική απαιτήσανε τόσους κόπους, διανοητικούς και σωματικούς, ώστε έχω ανάγκη και να ξεκουρασθώ λιγάκι εδώ στο Anderson που είναι μια πόλη 60 χιλιάδων κατοίκων και όπου τα σπίτια (όπως άλλωστε και στις μεγαλύτερες πόλεις) είναι εξοχικές βίλλες με δέντρα και πρασινάδα γύρω τους. Αυτή τη στιγμή που σας γράφω το μάτι μου ξεκουράζεται στο πράσινο. Η Αμερική ολόκληρη είναι μια απέραντη πρασινάδα.

Την απάντησή σας στο ερώτημά μου (γραπτή ή τηλεγραφική) μπορείτε να την απευθύνετε στ’ όνομά μου στη διεύθυνση του «Time», δηλαδή στην εξής διεύθυνση: Mr. Panayotis Kanellopoulos Time and Life Building Rockefeller Center New York 20, N.Y. Σας εσωκλείω κι ένα γράμμα που έφθασε για σας στο Washington. Φαίνεται ότι οι φίλοι μας του Ηθικού Επανοπλισμού νόμιζαν ότι είχατε έρθει μαζί μου στην Αμερική. Μου έγραψαν και μένα καλώντας με ξανά να επισκεφθώ το Λονδίνον. Τους απάντησα ότι δεν θα το κατορθώσω, γιατί άλλωστε σκέπτονται στις αρχές Μαΐου να έρθουν στην Αμερική και έτσι την επίσκεψή μου την ήθελαν ως τις αρχές Μαΐου. Η πρόθεσή μου είναι, κατ’ αρχήν, να γυρίσω κατ’ ευθείαν στην Αθήνα. Την επιστολή μου αυτή σας παρακαλώ να την διαβάσετε στους πιο στενούς φίλους, δηλαδή -ας τους ονομάσω σύμφωνα με την... αδέκαστη αλφαβητική σειρά- στους Βογιατζή, Βοΐλα, Γαλάνη, Ζέππο, Θεοδωρακόπουλο, Λούρο, Μαρκέτο, Παπαληγούρα, Κωστάκη Τσάτσο και Τσέλλο, καθώς επίσης στους αδελφούς μου Λάκη Πουλικακο και Αναστάση. Αν ο κ. Βογιατζής λείπει στη Θεσσαλονίκη, σας παρακαλώ να του γράψετε σχετικώς μερικά λόγια για να ξέρουν τις σκέψεις μου και να ερωτηθούν για το χρόνο της επιστροφης μου οι στενοί φίλοι της Θεσσαλονίκης, δηλαδή οι κ.κ. Καλεύρας, Γυιόκας και Νάλτσας. Νομίζω ότι σας κούρασα. - Χθες την Ανάσταση την παρακολουθήσαμε στην Indianapolis, όπου υπάρχει Ελληνική Εκκλησία και όπου μετά την Ανάσταση εμείναμε στο σπίτι ενός καλού ομογενούς ως τις πρωινές ώρες. Ήταν συγκινητική η συγκέντρωση Ελληνοαμερικανών στην Εκκλησία. Σας παρακαλώ να διαβιβάσετε τις ευχές και τους χαιρετισμούς της Νίτσας και εμού στην κυρία Χρυσούλα, καθώς και στις σεβαστές μας κυρία μητέρα σας και κυρία Στασινοπούλου. Η Νίτσα σάς στέλνει θερμούς χαιρετισμούς, Πάντα δικός σας

194

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ «Νέα Εστία» 1986α


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Εις πείσμα των καιρών Όσοι ιδρύσαμεν το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα, τον Δεκέμβριο του 1935, το ιδρύσαμεν εις πείσμα των καιρών. Τίποτε δεν μας ηυνόησε, κατά την ιδρυσίν του, και τίποτε δεν μας ηυνόησεν έκτοτε κατά τα δεκατρία έτη της ζωής του. Αλλά δεν επλανήθημεν -εις τούτο ακριβώς έγκειται η ηθική επιτυχία μας- εις τας προβλέψεις. Προεβλέπομεν δεινά και προητοιμάσθημεν δια την υποδοχήν των. Το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα ιδρύθη ακριβώς ως σχολή δοκιμασίας και θυσίας. Και σήμερον -δεκατρία ολόκληρα έτη από της ιδρύσεως του κόμματός μας- εξακολουθούμεν να προβλέπωμεν δεινά. Όσα συνέβησαν ήσαν φρικτά. Όσα συμβαίνουν σήμερον είναι φρικτότερα. Και όσα επίκεινται θα είναι ακόμη χειρότερα. Μόνον όσοι έχουν την ηθικήν τόλμην να προβλέπουν το χειρότερον και να προετοιμάζωνται δια την αντιμετώπισίν του, γίνονται ικανοί να φθάσουν εν καιρώ και εις την νίκην. Εις εποχάς μεγάλων ιστορικών κρίσεων, εις ώρας μεγάλης του Θεού οργής, τίποτε δεν είναι περισσότερον άτοπον και αμαρτωλόν, από την μακαριότητα και αμεριμνησίαν. Δυστυχώς, μέγα τμήμα της λεγομένης αρχούσης τάξεως και δη και αυτής ακόμη της προελθούσης από τας εκλογάς της 31ης Μαρτίου πολιτικής ηγεσίας, επέδειξε και εξακολουθεί εν μέρει να επιδεικνύη έλλειψιν ιστορικού πόνου και ανικανότητα ιστορικής ανησυχίας και συγκινήσεως. Εις την ανικανότητα αυτήν οφείλεται εν πολλοίς η επιδείνωσις της καταστάσεως. Εάν η ηγεσία, αντί να έχη το εγωϊστικόν αίσθημα, ότι της αξίζει ο ύπνος του δικαίου, είχεν αντιθέτως μεγαλυτέραν ανησυχίαν και προητοιμάζετο ηθικώς και τεχνικώς δια την υποδοχήν μεγαλυτέρων δεινών, η κατάστασις θα εβελτιούτο. Ας μου επιτραπή να υπενθυμίσω μίαν σκηνήν, η οποία εσημειώθη εις την Ελληνικήν Βουλήν την 19ην Νοεμβρίου 1946. Επιστρέφων από την Αρδέαν, την Εδεσσαν και την Νάουσαν, όπου είχα την ευκαιρίαν να ζήσω τα πρώτα βαρέα πλήγματα του συμμοριτισμού κατά της Ελλάδος, εθεώρησα καθήκον μου να ανέλθω εις το βήμα της Βουλής και, χωρίς καμμίαν αντιπολιτευτικήν διάθεσιν, με πνεύμα μάλιστα εθνικής προς την Κυβέρνησιν συνεργασίας, να κρούσω τον κώδωνα του κινδύνου, να αφυπνίσω τους κοιμωμένους, να ενοχλήσω τους αναισθήτους. Ποία υπήρξε τότε η αντίδρασις της

Κυβερνήσεως; Δύο υπουργοί ηγέρθησαν και διακόπτοντες την αγόρευσίν μου, με ύφος βίαιον και αυτάρεσκον, εδήλωσαν προς την Βουλήν, ότι η εικών της καταστάσεως, την οποίαν έδωσα, δεν ήτο η πραγματική, ότι συγκεκριμένως ο ισχυρισμός μου, κατά τον οποίον η ύπαιθρος της Δυτικής Μακεδονίας είχε παύσει να ελέγχεται υπό του Κράτους, ήτο ψευδής. Πολλοί, τότε, ανίδεοι βουλευταί, μη γνωρίζοντες τα εν Βορείω Ελλάδι συμβαίνοντα, εχειροκρότησαν τους υπουργούς, οι οποίοι επανηγύριζαν ακόμη την εκλογικήν των νίκην και απελάμβανον την «εξουσίαν»... Εγκατέλειψα το βήμα, αποδοκιμασθείς και με βαρύ προαίσθημα δια το μέλλον. Και με διεδέχθη εις το βήμα αυτός ούτος ο τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως δια να «καυτηριάση», όπως είπε, τα υπ’ εμού λεχθέντα και δια να τα χαρακτηρίση ως υπερβολικά και μάλιστα ως «αντεθνικά»! Αυτά συνέβησαν προ δύο ακριβώς ετών. Αλλά και προ ολίγων μόλις μηνών, τον παρελθόντα συγκεκριμένως Αύγουστον, η Κυβέρνησις ενόμιζεν, ότι εδικαιούτο να θριαμβολογή, και ανίκανος να συλλάβη την τραγικήν δυσαναλογίαν μεταξύ των απωλειών του στρατού μας εις τον Γράμμον και του επιτευχθέντος αντικειμενικού σκοπού, ανίκανος να συλλάβη κατά τρόπον υπεύθυνον το πρόβλημα της Ελλάδος έβλεπε τερματιζόμενα τά δεινά μας και συνεζήτει περί προσεχών εκλογών! Η Ελλάς δεν σώζεται με την αναισθησίαν και την μακαριότητα. Σώζεται μόνον με την γόνιμον ανησυχίαν και με την συνεχή νευρώδη αγρυπνίαν των ηγετών της. Ναι, προβλέπομεν ακόμη περισσότερα, και ίσως χειρότερα, δεινά. Η πρόβλεψις των δεινών δεν σημαίνει διόλου απαισιοδοξίαν, εφ’ όσον συνυφαίνεται με την απόφασιν του αγώνος και με την ηθικήν βούλησιν της νίκης. Ο Ούινστον Τσώρτσιλ, μετά την Δουνκέρκην, δεν ήτο διόλου απαισιόδοξος, υποσχόμενος δάκρυα και αίμα. Ήτο απλούστατα θετικός και αποφασιστικός και μάλιστα αποφασισμένος δι’ όλα. Οι αμέριμνοι, αντιθέτως, και μακάριοι, δεν είναι αποφασισμένοι δια τίποτε. Μεταπίπτουν απλούστατα από την μακαριότητα εις τον πανικόν και τανάπαλιν, εκθέτοντες και τον λαόν εις τας επικίνδυνους αυτάς μεταπτώσεις. Το Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα ιδρύθη εις πείσμα των καιρών. Και εξακολουθεί να υπάρχη και να δρα εις πείσμα των καιρών, οι οποίοι γίνονται διαρκώς σκοτεινότεροι δια την Ελλάδα και δια τον κόσμον ολόκληρον. Εμπνεόμενοι -ας μου επιτραπή να μεταχει-

195


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ρισθώ την μεγάλην αυτήν λέξιν- από το χριστιανικόν ήθος της αντιστάσεως κατά του κακού, αδιαφορούντες επομένως δια το μέγεθος και την δύναμιν του κακού και καθιστάμενοι τοσούτω μάλλον αποφασιστικοί, όσον μεγαλύτερον εμφανίζεται εκείνο, συνεχίζομεν την Ελληνικήν πορείαν προς την θυσίαν και προς το δυσδιάκριτον ακόμη φως του μέλλοντος, με την ηθικήν ηρεμίαν των αποφασισμένων δι’ όλα. «Ελληνική Πορεία», Δεκέμβριος 1948 Στα τέλη του 1948 ο Σοφούλης θεώρησε αναγκαίο να αλλάξει την ηγεσία του στρατού και να την αναλάβει ένας αρχιστράτηγος. Για τη θέση αυτή -και υπό την επίδραση του βασιλέως Παύλου- ο νους του πήγε στον Παπάγο, ο οποίος ήταν πολύ αρχαιότερος από τους υπηρετούντες αντιστράτηγους. Υπήρξε βέβαια κάποια αντίδραση εκ μέρους στελεχών του Λαϊκού Κόμματος. Επίσης, δημιουργήθηκαν και άλλα προβλήματα και έτσι τον Ιανουάριο του 1949 έγινε υπό τον Σοφούλη ανασχηματισμός της κυβερνήσεως. Ο ανασχηματισμός αυτός είχε κύριο χαρακτηριστικό ότι μπήκαμε στην κυβέρνηση ο Σοφ. Βενιζελος κι εγώ. Η κυβέρνηση Σοφούλη ανασχηματίστηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1949. Εγώ ανέλαβα το υπουργείο των Στρατιωτικών, κυρίως για να διευκολύνω τον

Αλ. Παπάγο μετά την ανάληψη της αρχιστρατηγιας. Εξεχώρησα δηλαδή δικαιώματα που είχα ως υπουργός Στρατιωτικών στον αρχιστράτηγο, γιατί του ήταν αναγκαία για την άσκηση των καθηκόντων του. Ανέλαβε λοιπόν την ώρα αυτή -την κρίσιμη- την αρχιστρατηγία ο Παπάγος. Λίγες μέρες αργότερα έγινε η επιδρομή στο Καρπενήσι και λίγες εβδομάδες αργότερα η πρώτη επιδρομή και η εισβολή στη Φλώρινα. Και λέω η πρώτη, γιατί τη δεύτερη, που έγινε τον Απρίλιο, την έζησα από κοντά ως υπουργός ΣτρατιωτικΠάντως, από την ώρα που ανέλαβε ο Παπάγος, η πειθαρχία στο στρατό αποκαταστάθηκε πλήρως. Οι πρωτοβουλίες των διαφόρων αντιστρατήγων έπαυσαν να εκδηλώνονται με τρόπο που ήταν δυνατόν να διαταράξουν την ενότητα της τακτικής του αγώνα και έτσι φτάσαμε στον Αύγουστο του 1949, ο οποίος ήταν αποφασιστικός και τελεσίδικος για τον εμφύλιο πόλεμο της εποχής εκείνης. Βρέθηκα τον Απρίλιο στη Φλώρινα, όταν έγινε η δεύτερη επίθεση κατά της πόλης. Έφυγα από τη Φλώρινα ένα πρωινό και πήγα με ένα μικρό αεροπλάνο στην Καστοριά, όπου πήρα τηλεφώνημα από το διοικητή της μεραρχίας που ήταν στη Φλώρινα, το γενναιότατο υποστράτηγο Παπαδόπουλο, τον επιλεγόμενο «παππού», ότι από το μεσημέρι άρχισε πάλι επίθεση.

Σε συνεδρίαση της Βουλής.

196


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αντί να μείνω στην Καστοριά δόθηκε ένα διάταγμα που Γίναν λάθη και από τις δύο απέβλεπε στη διάσπαση της ή να επιστρέψω στην Αθήνα, έσπευσα με το αεροπλα- πλευρές, τα οποία θα μπο- δικής μας ενότητας. Έδινε νάκι σ’ ένα πρόχειρο αεροαμνηστία σε όλους, εκτός ρούσαν να αποφευχθούν. δρόμιο που ήταν έξω από τη από 20-30, ανάμεσα στους Φλώρινα, το οποίο εβάλλετο οποίους ήμασταν ο Γ. Πασυνεχώς από τους όλμους και το πυροβολικό των πανδρέου, εγώ, ο στρατηγός Τσακαλώτος κ.ά., οι βουνών. Έμεινα στη Φλώρινα ολόκληρη τη νύχτα, οποίοι είχαμε καταδικαστεί από τα ανταρτοδικεία ωσότου ήρθαν το επόμενο μεσημέρι οι ενισχύσεις στην ποινή του θανάτου. από την Κοζάνη. Η διάσπαση βέβαια δεν έγινε και ήταν μάταιη αυτή η Ας μου επιτρέψουν οι αναγνώστες να πω πως η ενέργεια. Γιατί, όπως ήταν αρραγές και το δικό τους στάση μου αυτή σε όλο το διάστημα του εμφυλίου στενότερο μέτωπο, που απαρτιζόταν κυρίως από πολέμου -όπως και μια ανάλογη στάση μου στη κομουνιστές, έτσι ήταν αρραγής και η ενότητα όλων Μέση Ανατολή, όταν ήμουν υπουργός και πήγαινα εκείνων οι οποίοι ζήσαμε απ’ τη δική μας πλευρά στην έρημο όπου αγωνιζόταν η Α΄ Ταξιαρχία μας- την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου. ήταν υπαγορευμένη από την υποχρέωση την οποία Η κυβέρνηση Σοφούλη και μετά το θάνατο του Σοαισθανόμουνα να συμμερίζομαι, έστω και μερικές φούλη έμεινε ίδια. Την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Αλ. μέρες το μήνα, τους κινδύνους τους οποίους αντι- Διομήδης. Η κυβέρνηση αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις μετώπιζαν οι αξιωματικοί και οι άντρες του στρατού αρχές Ιανουαρίου του 1950. Η Βουλή του 1946 δεν μας. συμπλήρωσε επομένως ολόκληρη τετραετία. Είναι χρέος το οποίο πάντα στη ζωή μου αισθάν- Προκηρύχτηκαν εκλογές πέντε μήνες πριν. Ο λόγος θηκα. για τον οποίο σημειώθηκε η παραίτηση της κυβερνήσεως Διομήδη και η προκήρυξη εκλογών, ήταν ο Το 1949 που ανέλαβα το Υπουργείο Στρατιωτικών, ακόλουθος: μια μέρα που ήμουν στο σπίτι του πρωαγνοούσα την ύπαρξη της Μακρονήσου. Και σίγου- θυπουργού Διομήδη, πήραμε την πληροφορία ότι ρα αγνοούσα τα βασανιστήρια που είχαν γίνει εκεί. ο Αλ. Παπάγος παραιτείται από την αρχιστρατηγία. Φαίνεται πως μια νύχτα συνέβησαν φοβερά πράγ- Βέβαια, είχε λήξει ο εμφύλιος πολεμος, αλλά δεν ματα. Εξ ου και το ποίημα του Ρίτσου για τους κου- μπορούσαμε να δεχτούμε και την παραίτηση του λούς, τους κουτσούς και τους νεκρούς… Το σίγουρο αρχιστρατήγου. Την παραίτηση την είχε προκαλέσει είναι πως έπρεπε, τότε, να λειτουργήσει ένα στρα- η ευθιξία του τόπεδο, ειδικά για αριστερούς που δεν ήθελαν να Άνθρωπος ηγεμονικής αξιοπρέπειας ο Παπάγος, πολεμήσουν εναντίον των συντρόφων τους. Στρατι- όταν ο ΝτίνοςΤσαλδαρης, σε μια περιοδεία που έκαώτες ήσαν και όφειλαν να υπηρετήσουν. Άλλο όμως νε στην Πελοπόννησο, προέβη σε κάποια δήλωση στρατόπεδο και άλλο τόπος βασανιστηρίων. Φαίνε- η οποία περιείχε μια μικρή αιχμή εναντίον του. Ορται πως μερικοί θα προκαλούσαν. Και φαίνεται, επί- γίστηκε και υπέβαλε παραίτηση. Εμείς, βέβαια, δεν σης, πως μερικοί από την άλλη μεριά, σαν τον Ιωαν- μπορούσαμε να την κάνουμε δεκτή, αλλά ούτε μπονίδη, θα βασάνιζαν χωρίς λόγο. Όλα αυτά τα έμαθα ρούσε να στερηθεί η κυβέρνηση τη συμμετοχή του πολύ αργότερα. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια… Λαϊκού Κόμματος, που ήταν το μεγαλύτερο μέσα Πάντως, τώρα που με ξαναρωτάτε, δεν θυμάμαι να στη Βουλή. Άλλωστε, η πρόθεση του Τσαλδάρη δεν είπα ποτέ τη φράση που μου αποδίδουν. Θυμάμαι, ήταν να τον θίξει. αντίθετα, ότι, όταν ένας στρατηγός έκανε εκτεταμέ- Αποφασίσαμε τότε να παραιτηθούμε ως κυβέρνηνες προληπτικές συλλήψεις στην Πελοπόννησο κι ση, πράγμα που είχε αποτέλεσμα να παραμείνει αρέστειλε τους συλληφθέντες στη Μακρόνησο, πήγα ο χιστράτηγος ο Παπάγος, και σχηματίστηκε νέα κυίδιος στο νησί, τους μίλησα, διέταξα να απολυθούν βέρνηση για τη διεξαγωγή εκλογών, η οποία όμως και έβαλα και την μπάντα της Μεραρχίας να παιανί- έμεινε για δυο-τρεις μήνες υπό τον Τζων Θεοτόκη, ζει στον Ισθμό καθώς περνούσαν. που έπαυσε από εκείνη τη στιγμή να είναι μέλος του Λαϊκού Κόμματος, για να εξασφαλίσει τη διεξαγωγή Όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση των βουνών, εκ- ομαλών εκλογών.

197


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στην πρώτη γραμμή της μάχης για την ανασυγκρότηση της χώρας Οι εκλογές που έγιναν με την ευθύνη της κυβερνήσεως Θεοτόκη στις 5 Μαρτίου του 1950, ήταν άψογες. Οι εκλογές του 1950 και 51 -είχαμε συχνά τότε εκλογές- δεν απέδωσαν ισχυρή κυβέρνηση. Στο μεταξύ, ιδρύθηκε και η ΕΔΑ με την πρωτοβουλία δύο κυρίως προσωπικοτήτων υψηλής ηθικής στάθμης, του Γιάννη Πασαλίδη και του Ηλία Ηλιού. Μέσα στην ΕΔΑ μπήκαν οι κομουνιστές χωρίς να έχει αναγνωριστεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, πράγμα που έγινε το ’74. Το Κ.Κ. βρήκε έναν τρόπο να εκπροσωπηθεί στη Βουλή υπό το κάλυμμα της ΕΔΑ. Στις 6 Ιανουαρίου 1950 ιδρύει μαζί με τον Στ. Στεφανόπουλο το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (ΛΕΚ).

Στην ηγεσία της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1950 σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που ήταν αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και με αντιπροέδρους τον Κων. Τσαλδάρη, που ήταν αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, και το Γεώργιο Παπανδρέου, που ήταν αρχηγός του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος. Ο Βενιζέλος, ως πρωθυπουργός είχε και το υπουργείο Εξωτερικών και επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε να λείψει, συνεννοήθηκε με τους δύο αντιπροέδρους της κυβερνήσεώς του και αποφάσισαν να στείλουν εμένα. Σημειωτέον ότι εγώ με τους βουλευτές του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος είχαμε δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση αυτή. Πρότειναν λοιπόν σε μένα να αναλάβω την ηγεσία της ελλη-

Στις 23 Μαρτίου 1950, μαζί με τον Ιωάννη Γκλαβάνη, τον υπουργό Παιδείας Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, τον υπουργό Μεταφορών Ευστάθιο Μαλαμίδα, τον υπουργό Τύπου και Πληροφοριών Γρηγόρη Κασιμάτη.

198


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

νικής αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που θα συνερχόταν λίγες μέρες αργότερα. Το δέχτηκα. Οι γενικές συνελεύσεις του ΟΗΕ τις πρώτες δυοτρεις μέρες αφιερώνονται σε κάτι λίγο-πολύ συμβατικό: ο κάθε αρχηγός αντιπροσωπείας κάνει μια ομιλία και προβαίνει στην ανάπτυξη είτε ενός γενικού είτε ενός ειδικότερου θέματος. Όταν ήρθε η σειρά της Ελλάδος, μίλησα εγώ. Η ομιλία μου δεν κράτησε παραπάνω από είκοσι λεπτά. Δεν είχε κανέναν εριστικό τόνο. Έκανα μια γενικότερη επισκόπηση της διεθνούς καταστάσεως. Είχα γράψει ο ίδιος το κείμενο -γιατί δεν άφησα ποτέ στη ζωή μου να γράφουν άλλοι τα κείμενα τα οποία επρόκειτο να διαβάσω. Το είχα γράψει ελληνικά και είχε γίνει μια πολύ καλή μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά. Οι επίσημες γλώσσες ήταν η αγγλική, η ρωσική, η γαλλική και η ισπανική. Ταυτόχρονα, ενώ μιλούσε κάποιος στις γλώσσες αυτές, γινόταν αυτοστιγμεί η μετάφραση, και με τα ακουστικά -όσοι δεν ήξεραν τη γλώσσα του ομιλητή- άκουγαν τη μετάφραση, που ήταν συνήθως αρτιοτάτη.

Η ομιλία αυτή δεν έκανε καμιά ιδιαίτερη εντύπωση, όπως οι περισσότερες ανάλογες ομιλίες των αρχηγών των εθνικών αντιπροσωπειών που τα θέματά τους δεν είναι προκαθορισμένα από τη γενική συνέλευση. Μιλάνε κάνα-δυο μέρες σ’ αυτό το κλίμα, γι’ αυτό και τα περισσότερα μέλη των εθνικών αντιπροσωπειών, απομακρύνονται, πάνε στις καφετέριες, στα αναπαυτήρια και ξαναγυρίζουν όταν προκύπτει κάποιο θέμα που μπορεί να τους ενδιαφέρει. Αφού έγιναν αυτές οι ομιλίες, η Γενική Συνέλευση μπήκε στο θέμα της ημερησίας διατάξεως. Προηγείται πάντοτε η κατάρτιση της ημερησίας διατάξεως από μια επιτροπή της συνελεύσεως και η επιτροπή υποβάλλει τις προτάσεις της στη Γενική Συνέλευση, στη γενική συζήτηση η οποία είχε προηγηθεί. Ανέβηκα στο βήμα και μίλησα περίπου σαράντα λεπτά. Μέσα σε πέντε λεπτά αφ’ ότου άρχισε η ομιλία μου, η αίθουσα γέμισε -υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν πόσο αδειανή ήταν η αίθουσα όταν άρχισα να μιλάω και πόσο γέμισε όταν ο λόγος μου άρχισε να προκαλεί το ενδιαφέρον. Ειδοποιήθηκαν φαίνεται όλοι και μόνο η σοβιετική αντιπροσωπεία, με επικε-

Ανέβηκα στο βήμα και μίλησα περίπου σαράντα λεπτά.

199


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος φαλής τον Βισίνσκυ, απεχώρησε από την αίθουσα ύστερα από κάποια έντονη παρατήρηση που αναγκάστηκα να κάνω κατά του ιδίου του Βισίνσκυ. Η φράση που είπα και που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στην αίθουσα, όπως επίσης και την αποχώρηση των Σοβιετικών, ήταν η ακόλουθη. Τη διαβάζω από μια μετάφραση που έκανε ο ανταποκριτής του «Έθνους» και δημοσιεύτηκε την επομένη: «Τα μέλη της αντιπροσωπείας της Σοβιετικής Ενώσεως, που δεν στερούνται διόλου ευφυΐας, γνωρίζουν πολύ καλά ότι βρίσκονται εν αδικώ. Ιδίως ο ηγέτης της σοβιετικής αντιπροσωπείας υπουργός των Εξωτερικών Βισίνσκυ γνωρίζει άριστα, όταν επιτίθεται κατά της Ελλάδος, ότι επιτίθεται εναντίον ενός θύματος, πράγμα που είναι συνηθισμένος να πράττει από τον καιρό που είχε αναλάβει το βαρύ έργο του γενικού εισαγγελέα της χώρας του. Λυπάμαι πολύ που αναγκάζομαι να του υπενθυμίσω μια θλιβερή σελίδα της ιστορίας του». Το τέλος της ομιλίας μου προκάλεσε επευφημίες που σπάνια και στην ελληνική Βουλή έχω ζήσει στις αγορεύσεις μου. Βέβαια λυπήθηκα, και λυπάμαι και τώρα, όπως είπα τότε, όταν ακόμη ήταν παρών ο Βισίνσκυ, που του υπενθύμισα μια θλιβερή σελίδα της ζωής του, σελίδα συνδεδεμένη με το σταλινικό καθεστώς Αλλά, από την άλλη πλευρά, εθεώρησα ότι ήταν εθνικό καθήκον μου να υπερασπιστώ τη χώρα μου και να μην επιτρέψω σε μια διεθνή αρένα να γίνει αυτού του είδους η επίθεση κατά της Ελλάδος. Βέβαια, εμφύλιος πόλεμος ήταν το 1946-49, αλλά κερδήθηκε από το ελληνικό κράτος. Μετά το ’49

Στο γάμο του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπάγο, στις 31 Μαιου 1952.

μπήκαμε σε μια περίοδο σχετικά ομαλή. Έγιναν εκλογές, σχηματίστηκε -πριν από την κυβέρνηση που με εξουσιοδότησε να πάω στον ΟΗΕ- κυβέρνηση Πλαστήρα. Πάντως, μπορεί σήμερα να κρίνουμε εμείς και τις θλιβερές ιστορίες που είχαν γίνει την εποχή εκείνη με υπαιτιότητα και των δύο μερίδων, αλλά δεν μπορούσα να δεχτώ την επίθεση που γινόταν εναντίον της Ελλάδος. Η απήχηση που είχε ο λόγος μου ήταν τέτοια, που την επόμενη ακριβώς ημέρα, δηλαδή στις 27 Σεπτεμβρίου, οι «Τάιμς της Ν. Υόρκης» δημοσίευσαν μια μεγάλη φωτογραφία μου την ώρα που μιλούσα και σημείωσαν -αφού περιέλαβαν στο κείμενο που συνοδεύει τη φωτογραφία μερικές φράσεις μου- ότι στην περίπτωση αυτή, όπως και σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, οι Ρώσοι είχαν ηττηθεί.

Από τον Αλέξανδρο Παπάγο ως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή Το 1951 και 1952 σχηματίστηκαν διάφορες κυβερνήσεις που ήταν όλες κεντρώες. Η κυβέρνηση Πλαστήρα μάλιστα -αλλά και ο ίδιος προσωπικά-μπορεί να είχε τη διάθεση να καταργήσει τη συντακτική πράξη η οποία απαγόρευε τη λειτουργία του Κομουνιστικού Κόμματος, αλλά οι ψυχολογικές παρενέργειες που είχε προκαλέσει ο Εμφύλιος Πόλεμος ήταν τέτοιες, που αυτό δεν μπορούσε να γίνει την ώρα εκείνη. Κι όχι μόνο τότε, αλλά και αργότερα, το πράγμα ήταν πολύ δύσκολο. Οι κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν ως το 1952 ήταν ασταθείς. Πριν από τις εκλογές του ’51, ο Παπάγος είχε παραιτηθεί από την αρχιστρατηγία οριστικά και έθεσε τον εαυτό του επικεφαλής ενός μεγάλου κόμματος, του «Ελληνικού Συναγερμού». Τότε προσχωρήσαμε στο κόμμα αυτό όσοι απαρτίζαμε και μικρότερα κόμματα στη Βουλή. Προσχωρήσαμε ο Στέφανος Στεφανόπουλος, ο Σπύρος Μαρκεζίνης και εγώ, όπως επίσης και ο Εμμ. Τσουδερός, ο οποίος το 1950 ήταν μαζί με τον Πλαστήρα στην ΕΠΕΚ. Οι ψυχώσεις, που εκληροδότησε η τραγωδία του εμφύλιου πολέμου, και που δεν αφήκαν άθικτο

200


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

-οφείλω να το ομολογήσω- ούτε μένα, έκαμαν τους αξιωματικούς του «ΙΔΕΑ» να πιστέψουν, ότι είναι ταγμένοι να αγρυπνούν σε μια δική τους κρυφή έπαλξη, που βρισκόταν έξω από τον έλεγχο του επίσημου Κράτους, της πολιτικής ηγεσίας ή και αυτής ακόμα της στρατιωτικής ηγεσίας, που οι κυβερνήσεις του Κέντρου, στα έτη 1951 - 1952, είχαν επιλέξει. Και πρέπει να τονίσω, ότι η ανωτάτη ηγεσία του Στρατού, που είχαν επιλέξει οι κυβερνήσεις εκείνες, απαρτιζόταν από εξαίρετους αντιστρατήγους, που είχαν δοκιμασθεί και τιμήσει την πατρίδα. Δεν ήταν η στρατιωτική εκείνη ηγεσία «αναξία», όπως -σε μια στιγμή οργής- την εχαρακτήρισε ο στρατάρχης Παπάγος, αφού είχε απομακρυνθεί από την αρχιστρατηγία και είχε γίνει αρχηγός κόμματος. Βρέθηκα, τότε, ως πολιτικός συνεργάτης του Παπάγου, σε πολύ δύσκολη θέση, και αναγκάσθηκα, τιμώντας τις υπηρεσίες, που είχε προσφέρει δυο φορές ως αρχιστράτηγος, και υπολογίζοντας στις νέες υπηρεσίες, που θα μπορούσε ακόμα να προσφέρει ως αρχηγός κόμματος, να καλύψω στη Βουλή την άδικη κρίση του για παλαιούς πολύτιμους συνεργάτες του (και δικούς μου συνεργάτες). Αλλά δεν δέχθηκα, μετά τις εκλογές του 1952, να αναλάβω το υπουργείο της Εθνικής Αμύνης παρά μόνο, αφού ο ίδιος ο στρατάρχης, ως πρωθυπουργός και προσωρινός προϊστάμενος του υπουργείου αυτού, πήρε την ευθύνη να απομακρύνει τους στρατηγούς, που εγώ τιμούσα. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτό με απάλλαξε από την πολιτική ευθύνη για την απομάκρυνσή τους. Απέφυγα απλώς να μετάσχω άμεσα σε μια πράξη, που θα μου ήταν προσωπικά οδυνηρή. Έχω σχεδόν τη βεβαιότητα, ότι -μολονότι ο στρατάρχης Παπάγος δεν ανεχόταν την ύπαρξη «παρακράτους» και οργανώσεων μέσα στο Στρατό -την στρατιωτική ήγεσία, που κατηγόρησε και απεμάκρυνε, την είχαν έντεχνα υπονομεύσει στη συνείδησή του αξιωματικοί, ακόμα και ανώτατοι, που τους συμπαθούσε και τους είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Πολλοί από αυτούς άνηκαν στον «ΙΔΕΑ». Είχε εμφιλοχωρήσει -και είχε θολώσει την ατμόσφαιρα- και η «διένεξη» του Παπάγου με το Στέμμα, κ’ έτσι σημειώθηκε, στα έτη 1951 - 1952, πριν γίνει ο Παπάγος πρωθυπουργός, το παράδοξο φαινόμενο να συμπαρασταθεί στον βασιλέα όο Νικόλαος Πλαστήρας, ο παλαιός αδιάλλακτος πολέμιος της δυναστείας και του βασιλικού θεσμού, ο αρχηγός της Επαναστάσεως του 1922, και να βρεθεί σε απόσταση

από τον βασιλέα ο αφοσιωμένος στη δυναστεία και στον θεσμό στρατάρχης. Οι αξιωματικοί του «ΙΔΕΑ» είχαν ταχθεί με το μέρος του Παπάγου, και είχε αρχίσει να κλονίζεται μέσα τους -χωρίς να γίνουν και αντιδυναστικοί- ή άλλοτε ανεπιφύλακτη πίστη στο Στέμμα. Ο «ΙΔΕΑ» διατηρήθηκε και αφού έγινε ο στρατάρχης Παπάγος πρωθυπουργός, καθώς και αργότερα, όταν μπήκε η χώρα στην περίοδο των κυβερνήσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και έγινε ο μυστικός αυτός σύνδεσμος το κύριο κανάλι, που διοχέτευσε σε νεώτερες τάξεις αξιωματικών το πλέγμα δυσπιστίας προς τον πολιτικό κόσμο, έμμεσα προς τον Λαό. Δεν διατήρησαν μέσα τους το πλέγμα αυτό όλοι, όσοι -στη Μέση Ανατολή ή, μετά την απελευθέρωση, στην Ελλάδα- είχαν μετάσχει στην οργάνωση. Αλλά πολλοί το διατήρησαν και το μετεβίβασαν σε νεώτερους αξιωματικούς. Έτσι -χωρίς να μπορούμε να πούμε, ότι ο «ΙΔΕΑ» εξέθρεψε προγραμματικά και σκόπιμα τη χούντα του 1967 -έγινε το σκοτεινό παρασκήνιο, όπου ή ομάδα των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου οργανώθηκε συνωμοτικά και προετοίμασε το πραξικόπημά της. Κάποιοι από τους παλαιότερους αξιωματικούς του «ΙΔΕΑ» πρόσφεραν και το αναγκαίο κάλυμμα για τη συνωμοτική αυτή προετοιμασία. Δεν θάταν, τάχα, φυσικώτερο να είχε διαλυθεί ο «ΙΔΕΑ» μετά τη νίκη του Παπάγου στις εκλογές του 1952 και την άνοδό του στην εξουσία; Η δυσπιστία προς τον πολιτικό κόσμο -προς τον Λαό και τη Δημοκρατία- δεν θα ’πρεπε, τάχα, να είχε διαλυθεί, όταν πρωθυπουργός έγινε ο στρατάρχης, το τρίτο, μετά τον Ιωάννη Μεταξά και τον Γεώργιο Β΄, ίνδαλμα μιας κατηγορίας αξιωματικών; Η δυσπιστία προς τις κυβερνήσεις του Κέντρου, στην περίοδο 1950 - 1952, ήταν κι’ αυτή αβάσιμη. Ούτε είναι έργο των αξιωματικών να ελέγχουν τη θέληση του Λαού, ξεχωρίζοντας τον Λαό από το Έθνος και θεωρώντας τον εαυτό τους προνομιούχο ωτακουστή της μεταφυσικής φωνής του Έθνους. Εξάλλου -ας το προσθέσω κι’ αυτό- οι κυβερνήσεις του Κέντρου, ακόμα και του Νικολάου Πλαστήρα, δεν είχαν διόλου εξασθενήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις, και -αν δεν σημειωνόταν, μετά την παραίτηση του Παπάγου από την αρχιστρατηγία, το νυκτερινό εκείνο πραξικόπημα οπαδών του, που θυμίζει κάπως το πολύ πιο σοβαρό πραξικόπημα του Νικολάου Πλαστήρα τα μεσάνυχτα της 5ης προς την 6η

201


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Σε σύσκεψη του ΝΑΤΟ, το 1953.

Μαρτίου 1933- θα ήταν η περίοδος εκείνη πέρα για πέρα ομαλή στον Στρατό. Οι ψυχώσεις, που άφηκε πίσω του ο εμφύλιος πόλεμος, μπορεί να δικαιολογήσουν κάπως την ανησυχία, που γεννήθηκε, μετά τις εκλογές του 1950, σε πολλούς αξιωματικούς, και σε άλλους Έλληνες, ακόμα και σε μένα. Δεν είπα ποτέ, ότι ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν «εθνικώς απαράδεκτος». Διαστράφηκε, τότε, σκόπιμα (ή αθέλητα) μια φράση μου. Είχα, όμως, πράγματι πει (και έτσι δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες η δήλωσή μου), ότι εισηγήθηκα στον Βασιλέα, μετά τις εκλογές του 1950, να μη δοθεί η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον Ν. Πλαστήρα, επειδή η σύνθεση του κόμματός του έκανε, την επαύριον του εμφύλιου πολέμου, μια τέτοια κυβέρνηση «εθνικώς απαράδεκτη». Εσφαλμένη -προϊόν των ψυχώσεων, που δεν με είχαν αφήσει τότε άθικτο- ήταν και η γνώμη μου εκείνη. Ο Πλαστήρας και το κόμμα του εδημιούργησαν πολύ ωφέλιμες, από εθνική ακριβώς άποψη, διεξόδους. Αλλά το διαπίστωσα αργότερα. Ο ίδιος ο Πλαστήρας δεν είχε παρερμηνεύσει -ή προτίμησε να παραβλέψει- την αβάσιμη εκείνη δήλωσή μου, και οι προσωπικές σχέσεις μας, που (με παραμέριση των αναμνήσεων του 1922) είχαν συναφθεί, όταν, στις δραματικές ώρες του Δεκεμβρίου 1944, έφθασε στην Αθήνα, διατηρή-

θηκαν μέχρι του θανάτου του αμείωτα φιλικές. Ας μη παραλείψω να πω, ότι και μεταξύ Παπάγου και Πλαστήρα είχε εκδηλωθεί, παρά τις πολιτικές αντιδικίες τους, μια ιδιαίτερα θερμή αμοιβαία συμπάθεια, που απώτερη πηγή της ήταν, πιθανώτατα, κάποιες κοινές εμπειρίες της μικρασιατικής εκστρατείας και, ειδικώτερα, μια κρίσιμη συνάντηση και συνεργασία των δύο ανδρών στις τραγικώτερες ώρες του Αυγούστου 1922, όταν κατέρρεε το ελληνικό μέτωπο. Η είσοδος της Ελλάδος στο NATO έγινε πριν από τις εκλογές του 1952, όταν η κυβέρνηση ήταν κεντρώα. Οι εκλογές του ’52 έγιναν με το πλειοψηφικό σύστημα στις 16 Νοέμβριου. Το σύστημα το είχε προτείνει η κυβέρνηση Πλαστήρα. Το πλειοψηφικό δίνει παράδοξα αποτελέσματα. Μπορεί να δημιουργεί σταθερές κυβερνήσεις, αλλά δεν είναι δίκαιο. Έτσι, στις εκλογές του ’52 ο «Ελληνικός Συναγερμός» πήρε 49,22% των ψήφων και από τις 300 έδρες, τις 247. Δηλαδή, οι περισσότεροι Έλληνες εκπροσωπήθηκαν από 53 έδρες. Βέβαια, πλειοψηφία είναι και το 49%, κάνεις δεν το αμφισβητούσε, αλλά το σύστημα αυτό δίνει ισχυρή κυβέρνηση και μικρή εκπροσώπηση όλων των άλλων κομμάτων στη Βουλή.

202


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η κυβέρνηση Παπάγου σχηματίστηκε στις 19 Νοέμβριου. Δηλαδή τρεις μέρες μετά τις εκλογές. Το πρωί της ίδιας εκείνης ημέρας δήλωσα τηλεφωνικώς στο στρατάρχη Παπάγο ότι δεν είμαι διατεθειμένος να ορκιστώ υπουργός, γιατί η συγκρότηση της κυβερνήσεως ήταν τέτοια που έδειχνε ότι τη σύνθεσή της είχε ουσιαστικά υπαγορεύσει ο Σπ. Μαρκεζίνης. Ο Μαρκεζίνης, ο οποίος πληροφορήθηκε από τον Παπάγο την άρνησή μου, με πήρε στο τηλέφωνο κατά τις 8 το πρωί και μου είπε ότι θα πρέπει οπωσδήποτε να μπω στην κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας μάλιστα την αντιπροεδρία. Είχε συνεννοηθεί σχετικά με τον Παπάγο. Φυσικά, δεν το δέχτηκα και του είπα απολύτως ειλικρινώς -διότι οι σχέσεις μου μαζί του ήταν πολύ καλές- ότι θα έπρεπε την κυβέρνηση να την κάνει ο Παπάγος σε συνεννόηση με εμάς τους τέσσερις που αποτελούσαμε και την επιτροπή που είχε καταρτίσει και τους συνδυασμούς. και όπου μετείχαμε ο Μαρκε-

ζίνης, ο Στεφανόπουλος. ο Τσουδερος κι εγώ. Μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Παπάγο, του είπα ότι «την κυβέρνηση δεν τη σχηματίζετε ουσιαστικά εσείς, αλλά ο κατά τα άλλα αγαπητός μου φίλος Σπ. Μαρκεζίνης». Ο Παπάγος, που δεν αρεσκόταν σε τέτοιου είδους παρατηρήσεις, έδειξε μεγάλη υπομονή και κατανόηση την ώρα εκείνη και με παρακάλεσε να συναντηθούμε την ίδια μέρα να τα πούμε. Στη συνάντηση αυτή με έκαμψε. Μου πρότεινε να αναλάβω το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, το οποίο δεν δέχτηκα όμως αμέσως, γιατί ο Παπάγος είχε αποφασίσει να αποστρατεύσει δυο έξοχους κατά τη γνώμη μου στρατηγούς: τον αρχηγό του Επιτελείου Εθνικής Αμύνης αντιστράτηγο Γρηγορόπουλο και τον αρχηγό του Επιτελείου Στρατού αντιστράτηγο Θ. Τσακαλώτο. Την απομάκρυνση αυτών των δύο, τους οποίους τιμούσα και με τους οποίους είχα και προσωπικά συνδεθεί σε κρίσιμες ώρες, τη θεωρούσα άδικη.

1952. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνεργάσθηκε ως ανεξάρτητος με τον Ελληνικό Συναγερμό. Πρέπει να σας πω, ότι δεν ξέρω αν ο στρατάρχης Παπάγος έκανε την πρόταση, ή αν ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε διατυπώσει την επιθυμία να συνεργασθεί. Δεν το πληροφορήθηκα ποτέ και δεν ρώτησα ποτέ τον ίδιο τον Γεώργιο Παπανδρέου. Και βρεθήκαμε και οι δύο μαζί στην Πάτρα υποψήφιοι και ήταν η μοναδική φορά, που ήταν υποψήφιος και δεν άνοιξε το στόμα του καθόλου. Αλλά -και γι’ αυτό μνημονεύω αυτό το περιστατικό- μου έκαμε μια μεγάλη τιμή, για την οποία του είμαι βαθύτατα υπόχρεος. Όταν την Παρασκευή, προ των εκλογών, κατέβηκα στην Πάτρα για να εκφωνήσω τον τελευταίο λόγο μου προς τον Λαό της γενέτειράς μου, στην Πλατεία Γεωργίου του Α΄, από τον εξώστη του Δημοτικού Θεάτρου, χωρίς να του το ζητήσω, μου είπε: «Θα έλθω να σταθώ πλάι σου, αλλά θα είμαι βουβός». Και ήρθε και στάθηκε πλάι μου, καθ’ όλο το διάστημα του λόγου που εξεφώνησα.

203


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Βεβαίως, είχε δικαίωμα ο Παπάγος, ως πρωθυπουργός και ως αρχιστράτηγος ένα χρόνο πριν, να προβεί στην αντικατάστασή τους. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να πάρω την ευθύνη να εισηγηθώ ως υπουργός Εθνικής Αμύνης την αποστρατεία τους. Τότε ο Παπάγος με παρεκάλεσε να ορκιστώ υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου, να προεδρεύσει ο ίδιος - όπως προβλεπόταν τότε στο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης που προβαίνει σ’ αυτές τις αλλαγές- και την εισήγηση να κάνει ο υφυπουργός Στρατιωτικών στρατηγός Δημάρατος. Αφού έγινε η αντικατάσταση χωρίς τη δική μου εισήγηση, ορκίστηκα υπουργός Εθνικής Αμύνης στις 4 Δεκεμβρίου του 1952. Στο μεταξύ, είχε ήδη ανατεθεί το υπουργείο Εξωτερικών στον Στεφανόπουλο, το υπουργείο Συντονισμού στον Μαρκεζίνη, ενώ ο Τσουδερός έγινε υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου. Η κυβέρνηση Παπάγου έμεινε στην εξουσία μέχρι και του θανάτου του.

Εγώ όμως, ως υπουργός Εθνικής Αμύνης, έτυχε να χειριστώ δύο πολύ κρίσιμα θέματα: το ένα από αυτά είναι η Δίκη των Αεροπόρων, που το κληρονόμησα από την κυβέρνηση Πλαστήρα. Είχαν καταδικαστεί αξιωματικοί της Αεροπορίας -δύο μάλιστα στην ποινή του θανάτου- με την κατηγορία ότι είχαν προβεί σε συνωμοτικές ενέργειες ή ότι μετείχαν σε δολιοφθορές. Η καταγγελία μάλιστα ότι είχαν γίνει βασανιστήρια κατά την προανάκριση, την οποία έκαναν αξιωματικοί της Αεροπορίας, αναφερόταν σε γεγονότα του Απριλίου του 1952, όταν ο «Συναγερμός» ήταν στην αντιπολίτευση κι όταν εγώ δεν ήμουν υπουργός. Η δίκη, η οποία είχε αποτέλεσμα την καταδίκη πολλών, και δύο μάλιστα ή ενός στην ποινή του θανάτου, ποινή που ευτυχώς δεν εκτελέστηκε, έγινε τον Αύγουστο του 1952. Εγώ ανέλαβα το υπουργείο Εθνικής Αμύνης το Δεκέμβριο αυτού του έτους.

Ως υπουργός Εθνικής Άμύνας στην κυβέρνηση Παπάγου καταθέτει τον θεμέλιο λίθο του γηπέδου της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια 1953.

Ως υπουργός Εθνικής Άμυνας στην κυβέρνηση Παπάγου, κατά τη διάρκεια τελετής για τους 170 πεσόντες Έλληνες στον πόλεμο της Κορέας, μαζί με τον βασιλιά Παύλος Α΄, 1953.

Στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Βασίλειου Μαραγκόπουλου στην Πάτρα υποδέχεται τη Βασίλισσα Φρειδερίκη, 18 Μαιου 1953.

Παρών στους ποδηλατικούς αγώνες Αθηνών – Πατρών, 1954.

204


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το δεύτερο σημαντικό θέμα το οποίο έπρεπε επίσης να χειριστώ ως υπουργός Εθνικής Αμύνης, ήταν το θέμα των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Γιατί εγώ διαπραγματεύτηκα και υπέγραψα την πρώτη συμφωνία για την εγκατάσταση των βάσεων. Εξήγησα στη Βουλή, ύστερα από τον εμφύλιο πόλεμο και τον πόλεμο της Κορέας -στον οποίο μετείχαν και ελληνικές δυνάμεις Στρατού και Αεροπορίας- δεν ήταν δυνατόν να απορρίψουμε το αίτημα των ΗΠΑ. Ο Παπάγος, μάλιστα, και όλοι μας πιστεύαμε πως οι βάσεις θα ήταν χρήσιμες και για την άμυνα της χώρας μας. Η εποχή εκείνη ήταν εποχή ενός έντονου ψυχρού πολέμου, αλλά και θερμού στην Κορέα. Στη Βουλή της εποχής εκείνης είχα ασκήσει ουσιαστικά και τα καθήκοντα του εκπροσώπου της κυβερνήσεως. Γιατί ο Παπάγος ερχόταν σπάνια, αλλά και ο Στεφανόπουλος και ο Μαρκεζίνης δεν έρχονταν τόσο συχνά στη Βουλή όσο εγώ. Κι έτσι είχε σιωπηρώς αναγνωριστεί να εκπροσωπώ την κυβέρνηση στη Βουλή. Γι’ αυτό υπεράσπισα και θέματα άσχετα προς τη δική μου αρμοδιότητα. Μια μέρα του 1953, σε μια συνεδρίαση του στενού Συντονιστικού Συμβουλίου υπό την προεδρία του Παπάγου, στην οποία είχαμε λάβει μέρος ο Τσουδερός, ο Στεφανόπουλος, ο Μαρκεζίνης κι εγώ, είπε ο Μαρκεζίνης ότι είναι ανάγκη να κάνει μια περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα και να εξετάσει ορισμένα οικονομικά θέματα εκεί, και παρεκάλεσε να υποστηρίξω εγώ στη Βουλή το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει για την ένωση των Τραπεζών Εθνικής και Εμπορικής (για τη μεταβολή που έγινε τότε στο τραπεζικό σύστημα). Επίσης, να συνεχίσω τις διαπραγματεύσεις που θα γίνονταν για την εξαγορά της Κωπαΐδας από το ελληνικό κράτος. Οι διαπραγματεύσεις, είπε, ήταν στην τελική φάση τους, η οποία όμως κράτησε άλλους τρεις μήνες. Ο Μαρκεζίνης γύρισε από τη Μακεδονία και ζήτησε από τον Παπάγο να χειριστώ εγώ το θέμα μέχρι το τέλος. Οι συζητήσεις έγιναν μεταξύ εμού και του Σερ Τσαρλς Πικ, του πρέσβη της Μεγάλης Βρετανίας, που εκπροσωπούσε την αγγλική κυβέρνηση Τελικά, η Κωπαΐδα με όλη την υποδομή της δόθηκε σχεδόν δωρεάν στο ελληνικό κράτος. Ήταν πολύ μικρό το τίμημα που δώσαμε ύστερα από τις διαπραγματεύσεις, στις οποίες με βοήθησε πάρα πολύ ο ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και διακεκριμένος νομομαθής Νίκος Γαζής.

Ο Στ. Στεφανόπουλος διαχειριζόταν τότε το Κυπριακό. Εγώ εκπροσωπούσα στη Βουλή το στρατάρχη Παπάγο. Στα τέλη του 1954, αφού είχε απομακρυνθεί πλέον ο Μαρκεζίνης -είχε αποσπάσει έναν ουσιώδη αριθμό βουλευτών και συγκρότησε ένα άλλο κόμμα - ορκιστήκαμε αντιπρόεδροι της κυβερνήσεως εγώ και ο Στ. Στεφανόπουλος, με ισότιμες δικαιοδοσίες. Μνημονεύω πρώτα τον εαυτό μου, γιατί αυτή ήταν και η σειρά στο σχετικό διάταγμα. Πάντως και οι δύο ήμασταν ισότιμοι. Όταν το Δεκέμβριο του 1954 ορκισθήκαμε αντιπρόεδροι ο κ. Στεφανόπουλος και εγώ, στο διάταγμα που εκδόθηκε κανένας από τους δύο δεν ορίσθηκε πρώτος ή δεύτερος αντιπρόεδρος. Τοποθετήθηκε, όμως, πρώτο το δικό μου όνομα και δεύτερο το όνομα του κ. Στεφανόπουλου, επειδή αυτό ανταποκρινόταν στην αλφαβητική σειρά των ονομάτων μας, καθώς και στη σειρά που, βάσει του νόμου περί υπουργικού συμβουλίου, είχαν τα υπουργεία που κατείχαμε. Ότι κανένας από τους δυο μας δεν είχε ορισθεί πρώτος αντιπρόεδρος είχε δημιουργήσει δυσκολίες όχι μόνο στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, αλλά και στη γενικώτερη λειτουργία της κυβερνήσεως από τον καιρό που ο πρωθυπουργός είχε ουσιαστικά παύσει να εκτελεί τα καθήκοντά του.

Ο Αλέξανδρος Παπάγος με μέλη της κυβέρνησής του που προέκυψε μετά τις εκλογές του 1952. Δεξιά, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

205


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Τα θλιβερά γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1955, όταν ο Παπάγος ήταν βαρύτατα ασθενής και όταν εγώ έκανα δύο μήνες να τον δω, δημιουργήθηκαν τα θλιβερά γεγονότα της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης. Ο Παπάγος ήταν σε κατάσταση τέτοια που δεν μπορούσε να ασχοληθεί με κανένα θέμα. Ο Στεφανόπουλος βρισκόταν στο Λονδίνο. Είχε κληθεί από τον Μακ Μίλαν για να μετάσχει μαζί με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας σε μια συνάντηση που δεν μπορούσε η κυβέρνησή μας να αρνηθεί και η οποία άλλωστε δεν απέτρεψε τη νέα προσφυγή της κυβερνήσεως στον ΟΗΕ για το Κυπριακό. Έτσι, ήμουνα μόνος στην Αθήνα, ασκώντας τα καθήκοντα του πρωθυπουργού, του υπουργού Εξωτερικών και του υπουργού Εθνικής Αμύνης. Ξαφνικά, ένα βράδυ με ειδοποιούν από το υπουργείο Εξωτερικών ότι κόπηκαν οι επικοινωνίες μας με την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Έσπευσα στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου έμεινα από το βράδυ εκείνο έως το μεσημέρι της άλλης μέρας. Με την Κωνσταντινούπολη δεν μπορέσαμε να έρθουμε σε επαφή. Με τη Σμύρνη, όμως, δεδομένου ότι υπήρχε εκεί Στρατηγείο του NATO και εμείς μετείχαμε σ’ αυτό, ήρθα σε επικοινωνία και πληροφορήθηκα τα όσα συνέβησαν εκεί. Ήταν η εποχή της Διεθνούς Εκθέσεως στη Σμύρνη. Οι Τούρκοι έκαψαν στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1955 το Ελληνικό Περίπτερο, κακομεταχειρίστηκαν τους Έλληνες και τις οικογένειες των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στο Στρατηγείο της Σμύρνης. Για την Κωνσταντινούπολη δεν είχα καμιά είδηση. Μου έφτανε όμως το γεγονός ότι είχαν διακοπεί οι επικοινωνίες. Τη νύχτα εκείνη έστειλα ένα ανοιχτό τηλεγράφημα στον Στεφανόπουλο στο Λονδίνο και τον ειδοποιούσα ότι πρέπει να περιμένει ένα άλλο, κρυπτογραφημένο. Σ αυτό το κρυπτογραφημένο, του έλεγα τα όσα είχα πληροφορηθεί και προσέθετα ότι έστειλα μια διακοίνωση στην τουρκική κυβέρνηση, της οποίας το περιεχόμενο του εκοινοποιούσα εν περιλήψει. Τη διακοίνωση αυτή την είχα συντάξει μόνος μου. Ήταν αυστηρότατη και επέρριπτα την ευθύνη για τα γεγονότα στην ίδια την τουρκική κυβέρνηση. Το τηλεγράφημα αυτό που έστειλα κρυπτογραφημένο στην Άγκυρα, μεταβιβάστηκε και τηλεφωνικώς στον

εκεί επιτετραμμένο μας, γιατί ο πρέσβης απουσίαζε. Το πρωί, κατά τις 7, αφού είχα συνεννοηθεί με τη Διεύθυνση της Αστυνομίας και είχαν ληφθεί όλα τα μέτρα ασφαλείας για την τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα -γιατί είχε αρχίσει να διαδίδεται το γεγονός και θα μπορούσε να προκαλέσει αντιδράσεις- κάλεσα στο γραφείο μου τον Τούρκο πρέσβη. Δεν ήταν ο πρέσβης εδώ, ήταν όμως ο επιτετραμμένος. Και του μίλησα με τέτοιο τρόπο, παρουσία και δύο ανωτάτων στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών, που δεν μπόρεσε καν να απαντήσει. Και να δεις ποια ήταν η συνέχεια. Το κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα που έστειλα στον Στ. Στεφανόπουλο δεν το διάβασε πριν πάει στις 11 το πρωί στο Φόρεϊν Όφις, όπου είχε συνάντηση με τον Μακ Μίλαν και τον Ζορλού, τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας. Πώς συνέβη και δεν το είχε διαβάσει; Εγώ το είχα στείλει τις 3 τα ξημερώματα. Όταν πληροφορήθηκα ότι πήγε στη συνάντηση αυτή, στην οποία δεν έπρεπε να πάει αν ήξερε τι συνέβαινε στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη, έκανα μια δήλωση, η οποία δεν έπρεπε φυσικά να γίνει χωρίς να εξακριβώσω τι ακριβώς είχε συμβεί. Φαντάστηκα -κακώς- ότι κράτησαν το τηλεγράφημα οι Άγγλοι στο Λονδίνο και δεν το έδωσαν εγκαίρως στον υπουργό. Κι έκανα μια δήλωση, η οποία περιείχε την αμφιβολία μου για τη στάση του αγγλικού τηλεγραφείου. Την επομένη δέχτηκα μια απάντηση αρκετά πικρή από τον πρέσβη της Μεγ. Βρετανίας, ο οποίος, με στοιχεία, μου έλεγε ότι το τηλεγράφημα είχε επιδοθεί στην ελληνική πρεσβεία στις 6 το πρωί. Δεν μπορούσα βέβαια εγώ να φανταστώ ότι είχε δοθεί τόσες ώρες πριν από τις 11 και δεν το είχε δει όχι μόνο ο υπουργός, αλλά ούτε ο πρέσβης μας εκεί. Δεν θέλω να σχολιάσω το πράγμα, αλλά ήταν μια οδυνηρή εμπειρία για μένα. Ο Στ. Στεφανόπουλος, λοιπόν, αγνοώντας τα γεγονότα, που και οι αγγλικές εφημερίδες δεν είχαν προλάβει να δημοσιεύσουν, πήγε στη συνάντηση και συζήτησε με τον Ζορλού, τη στιγμή που δεν έπρεπε να γίνει καμιά συζήτηση με τους Τούρκους. Έχει και μια άλλη συνέχεια το θέμα αυτό: επέστρεψε ο Στ. Στεφανόπουλος, αφού το ίδιο απόγευμα πληροφορήθηκε τα γεγονότα και από τις αγγλικές εφημερίδες. Γύρισε και ανέλαβε πάλι τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών. Και έρχεται στο πρωθυπουργικό γραφείο, όπου συναντιόμασταν πάντοτε

206


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

λεσα κανένα φίλο βουλευτή. Με επισκέφθηκε τυχαία μόνο ο κ. Κ. Καλλίας, που δεν έμεινε μαζί μου παρά μόνο λίγα λεπτά. Δεν είχα, σε ολόκληρο το διάστημα της αρρώστιας του στρατάρχη Παπάγου, επιχειρήσει την παραμικρή βολιδοσκόπηση βουλευτών, ούτε καν των πιο στενών φίλων μου ανάμεσά τους, σχετικά με τη διαδοχή του στρατάρχη στην ηγεσία του κόμματος. Είχα αποφύγει κάθε συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό. Ενώ εγώ βρισκόμουν μόνος, με τη γυναίκα μου, στο σπίτι μου, ο κ. Στεφανόπουλος είχε συγκεντρώσει στο υπουργείο Εξωτερικών μεγάλον αριθμό βουλευτών και, όπως πληροφορήθηκα εκ των υστέρων, είχαν συλλεγεί και υπογραφές για την ανάδειξή του στη θέση του αρχηγού. Το ίδιο βράδυ, γύρω στις 9.30, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο κ. Στεφανόπουλος. Μου είπε ότι είναι ανάγκη να με δει αμέσως. Τον δέχθηκα. Συνοδευόταν από Η διαδοχή του Παπάγου τον αείμνηστο Αριστείδη Πρωτοπαπαδάκη και τον κ. Παναγή Παπαληγούρα. Μου είπε, ότι θεωρεί την Το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου συνοδεύσαμε, ο κ. ανάθεση της εντολής στον κ. Καραμανλή όχι μόνο Στεφανόπουλος κι εγώ, καθώς και τα άλλα μέλη του ως αντίθετη με τα κοινοβουλευτικά έθιμα, αλλά ίσως υπουργικού συμβουλίου, τη σορό του στρατάρχη και ως αντισυνταγματική. Οι άλλοι δύο τηρούσαν Παπάγου από την Εκάλη στο Μητροπολιτικό Ναό, μια σιωπή, που μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν όπου εφθάσαμε γύρω στις 8 το βράδυ. Είχαν αρ- συμφωνούσαν μαζί του. Ο κ. Στεφανόπουλος μου χίσει να στέκονται ανά ημίωρο, τέσσερα μέλη του είπε ότι θα προβεί, το ίδιο εκείνο βράδυ, σε σχετικές υπουργικού συμβουλίου πλάι στο φέρετρο του νε- δηλώσεις και μου ζήτησε να κάνω κι εγώ το ίδιο. Το κρού πρωθυπουργού σύμφωνα με τη σειρά των αρνήθηκα, λέγοντας, ότι μπορεί να ξενίζει και μένα η υπουργείων, που ορίζει απόφαση του βασιλέως, ο σχετικός νόμος. Όταν η αλλά -αφού δεν είχε συπρώτη τετράδα επρόκειΣε λίγες εβδομάδες πέθανε ο νέλθει η κοινοβουλευτική το να αντικατασταθεί, τη ομάδα για να εκλέξει το θέση μου την πήρε ο κ. Παπάγος και ανέλαβε την πρωθυ- νέο αρχηγό - η επιλογή Καραμανλής. Πριν απο- πουργία ο Κων. Καραμανλής. εκ μέρους του ενός διακεμακρυνθώ, μου είπε ότι κριμένου και επιτυχόντος επιθυμούσε να με επιυπουργού ως νέου πρωσκεφθεί στο γραφείο μου αμέσως μόλις θα έπαιρνε θυπουργού ούτε στις κοινοβουλευτικές παραδόσεις τη θέση του άλλος. Πράγματι, γύρω στις οχτώ το αντίκειται, ούτε βέβαια αντισυνταγματική μπορεί να βράδυ, ήρθε στο γραφείο μου (στα Παλαιά Ανάκτο- θεωρηθεί. Στις φυσιογνωμίες του Πρωτοπαπαδάκη ρα) και -επειδή εκεί βρίσκονταν και δυο-τρεις άλλοι και του Παπαληγούρα διέκρινα την πλήρη συμφωμε παρακάλεσε να αποσυρθούμε κάπου μόνοι. Πή- νία τους με τις απόψεις μου. Ο κ. Στεφανόπουλος με γαμε σ’ ένα γειτονικό δωμάτιο, όπου μου ανακοίνω- ρώτησε, αν θεωρώ σκόπιμο να συγκληθεί το πρωί σε, ότι ο βασιλεύς του έδωσε την εντολή να σχηματί- της επομένης -πριν από το μεσημέρι, που θα ορκισει τη νέα κυβέρνηση. Ομολογώ, ότι απόρησα. Δεν ζόταν η νέα κυβέρνηση- η κοινοβουλευτική ομάδα. είχα καμιά ως τότε ένδειξη, ότι μπορούσε να συμβεί Του είπα ότι δεν έχω αντίρρηση, αλλά ας φρόντιζε ο κάτι τέτοιο. Του είπα ότι δεν ξέρω ποια στάση θα τη- ίδιος να καλέσει τους βουλευτές. ρήσουν οι βουλευτές του Συναγερμού, αλλά ότι εγώ προσωπικά, δεν θα προκαλέσω καμιά δυσκολία. Πράγματι στις 9.30 το πρωί της 7ης Οκτωβρίου έγιΑποσύρθηκα, ύστερα, στο σπίτι μου όπου δεν εκά- νε η συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του γιατί αναπληρώναμε και οι δύο τον ετοιμοθάνατο πρωθυπουργό, και μου λέει ότι η τουρκική κυβέρνηση δεν δέχτηκε τη διακοίνωσή μου. Τη θεώρησε απαράδεκτη, δεδομένου ότι στο κείμενο επέρριπτα την ευθύνη στην ίδια την κυβέρνηση, δηλαδή, στον τότε πρωθυπουργό Μεντερές. Είπε ακόμη ότι θεώρησε αναγκαίο να σβήσει τη φράση η οποία επέρριπτε την ευθύνη στην τουρκική κυβέρνηση, για να γίνει η διακοίνωση κανονικά δεκτή. Πιθανόν, η σωφροσύνη να επέβαλλε αυτή την απόφαση του Στ. Στεφανόπουλου, αλλά δεν νομίζω ότι έπρεπε να γίνει αυτό χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μαζί μου.

207


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Συναγερμού στη μεγάλη ορκωμοσία των άλλων Τι είδα τότε; Χειροκρότησαν μελών του υπουργικού αίθουσα του κόμματος στα Παλαιά Ανάκτορα. όλοι, πλην του Στ. Στεφανόπουλου, συμβουλίου. Ο κ. Κ. Καραμανλής δεν Αξιομνημόνευτο θεωρώ κ’ του αδελφού του, που ήταν επίσης εμφανίσθηκε. Αλλά πολένα άλλο περιστατικό. Την λοί βουλευτές, που είχαν βουλευτής, και του Ν. Κοντογιαννό- Πρωτοχρονιά του 1955 κληθεί το μεσημέρι για -το πρωί, πριν κατευθυνπουλου, ο οποίος ήταν βουλευτής να ορκισθούν υπουργοί, θούμε στη Μητρόποληανάμεσά τους ο Ανδρέας Ηλείας και γι’ αυτό άμεσα συνδεδε- ο στρατάρχης Παπάγος Αποστολίδης, ήταν παρόμου είπε, φανερά στενομένος με τον Στεφανόπουλο. ντες. Ο κ. Στεφανόπουλος χωρημένος, ότι αποκλείκαι εγώ παρακαλέσαμε εται να γίνει αρχηγός του τον αείμνηστο Εμμανουήλ Επιτελείου της ΑεροπορίΤσουδερό να προεδρεύσει. Πρώτος έλαβε το λόγο ας ο υποπτέραχος Γεώργιος Δούκας, που ο ίδιος ο κ. Στεφανόπουλος. Κατέκρινε δριμύτατα το σχη- τον είχε, την προηγούμενη ακριβώς ημέρα, θερμά ματισμό κυβερνήσεως υπό τον κ. Καραμανλή. Το συγχαρεί ως βέβαιο διάδοχο εκείνου (του αντιπτετέλος του λόγου του το εκάλυψαν ζωηρά χειροκρο- ράρχου Εμμανουήλ Κελαϊδή), που είχε, ύστερα από τήματα που -όπως διαπίστωσα- προέρχονταν από μια μακρά σταδιοδρομία, που την εκόσμησαν γεντο μεγαλύτερο μέρος των βουλευτών. Ύστερα, ο ναίες πράξεις, καταληφθεί από το όριο ηλικίας. Και αείμνηστος Τσουδερός έδωσε το λόγο σε μένα. Δεν με παρακάλεσε να επιλέξω για τη θέση του αρχηγού μίλησα παραπάνω από δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά. έναν από τους νεώτερους ταξιάρχους της ΑεροποΕίπα ότι, όπως και ο κ. Στεφανόπουλος είχε τη θεμι- ρίας, ώστε να μην αποστρατευθεί μόνον ο Δούκας τή φιλοδοξία και την ελπίδα να εκλεγεί αρχηγός και (θέλησε, έτσι, να μειώσει το πλήγμα, που του είχε να ορκισθεί πρωθυπουργός, έτσι και εγώ -χωρίς να επιφυλαχθεί), αλλά να αποστρατευθούν -εκτός, φυέχω κάνει καμιά προετοιμασία, που θα μου έδινε με- σικά, από τον υποπτέραρχο Ηλία Κουτσούκο, που γάλες ελπίδες να εκλεγώ αρχηγός- είχα το δικαίωμα ήταν αρχαιότερος- και κάποιοι νεώτεροι, πράγμα να διεκδικήσω το βάρος αυτής της ευθύνης πριν ο που θα εδειχνε, ότι γίνεται μια γενικώτερη ανανέωβασιλεύς επιλέξει ως πρωθυπουργό τον κ. Καρα- ση της ηγεσίας. Την ευθύνη την πήρα, με πολύ βαμανλή. Όσο κι αν με στενοχωρεί -πρόσθεσα- ότι δεν ρειά καρδιά, επάνω μου. Δεν μπορούσα, τη στιγμή επέλεξε εμένα ή ότι δεν επρόλαβε η κοινοβουλευ- εκείνη, να κάμω διαφορετικά, εκτός αν αποφάσιζα τική ομάδα, που έπρεπε να είχε συγκληθεί νωρίτε- (και, καλώς ή κακώς, δεν το αποφάσισα) να απορα, να εκλέξει το νέο αρχηγό, θεωρώ την ανάθεση συρθώ από την κυβέρνηση. της εντολής στον κ. Καραμανλή ως γεγονός που δεν πρέπει να προκαλέσει την αντίδραση της κοι- Δυο μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά, είχα καλένοβουλευτικής ομάδας και ότι πρέπει μάλιστα να σει τον τότε αρχηγό του Επιτελείου Εθνική Αμύνης δώσουμε τη συγκατάθεσή μας. Η ατμόσφαιρα στην αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Δόβα και του είπα να αίθουσα άλλαξε απότομα. Το τέλος της ομιλίας μου ιδούμε αμέσως μαζί τον στρατάρχη και να του εισητο διαδέχθηκαν χειροκροτήματα ακόμα ζωηρότε- γηθούμε να τοποθετηθεί ο Γ. Δούκας αρχηγός της ρα από εκείνα που είχαν καλύψει το τέλος του λό- Τακτικής Αεροπορίας και να διορισθεί, για λίγον καιγου του κ. Στεφανόπουλου. Το μάτι μου συνέλαβε ρό, αρχηγός του Επιτελείου ο υποπτέραρχος Κουμόνο δύο που δε χειροκρότησαν. Επειδή κρατούσε τσούκος. Ο Αντιστράτηγος Δόβας συμφώνησε αμέη συνήθεια να παρίσταται ο επί κεφαλής της κυ- σως μαζί μου. Είχαμε και οι δυο -η συνεργασία μας, βερνήσεως, που έχει παραιτηθεί, στην ορκωμοσία συνέχεια παλαιότερης πολεμικής συνεργασίας, του νέου πρωθυπουργού, πήγα εγώ στ’ ανάκτορα ήταν εξαιρετικά ομαλή και αδιατάρακτη- σοβαρές (ο κ. Στεφανόπουλος, λέγοντάς μου ότι δεν ισχύει ενδείξεις, ότι κάποιες κρυφές δυνάμεις θα εματαίπια, μετά το θάνατο του Παπάγου, η πράξη που τον ωναν τελικά την ανάθεση της αρχηγίας του Επιτεείχε ορίσει αναπληρωτή, δεν έφερε αντίρρηση στην λείου της Αεροπορίας στον Γ. Δούκα. Αν και ήταν ενέργειά μου αυτή) και πρόλαβα να παραστώ στην μέλος του Αεροδικείου, που -πριν από τις εκλογές

208


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

συνδυασμό Αχαΐας της του 1952- είχε καταδικάΔεν μπήκα στην ΕΡΕ όταν ιδρύ- Ε.Ρ.Ε., όπως είχε μεσει τους αεροπόρους, ο Δούκας είχε καταλήξει θηκε τον Ιανουάριο του 1956. Έμει- τάσχει ο Γεώργιος Πααργότερα στην πεποίθηπανδρέου, ύστερα από να ανεξάρτητος και, όταν έγιναν οι ση, ότι ήταν αθώοι (μου πρόταση του Παπάγου το είχε εκμυστηρευθεί, εκλογές της 26ης Φεβρουαρίου του και παράκληση δική μου αλλά χωρίς να μου παδιατηρώντας την πολιτι1956, ο Καραμανλής δέχτηκε να ρουσιάσει συγκεκριμέκή ανεξαρτησία του, στον να στοιχεία). Όταν έγινε κατεβώ ως ανεξάρτητος -χωρίς κα- συνδυασμό Αχαΐας του γνωστό, ότι θα γινόταν Ελληνικού Συναγερμού μιά δέσμευσηστο νομό Αχαΐας της αρχηγός του Επιτελείου στις εκλογές του 1952. της Αεροπορίας, εξα- ΕΡΕ, όπως είχε δεχτεί το 1952 ο Πα- Αντίθετα, όμως, από τον πολύθηκε από κάποια Γ. Παπανδρέου, που όχι εφημερίδα μια καμπά- πάγος να είναι ανεξάρτητος ο Γεώρ- μόνο δεν προσχώρησε νια εναντίον του (ότι είχε γιος Παπανδρέου στο συνδυασμό στον Συναγερμό, όπως συνεργασθεί με το ΕΑΜ κακώς έχει λεχθεί, αλλά πριν διαφύγει στη Μέση Πατρών του «Συναγερμού». απέφυγε επιδεικτικά κάθε Ανατολή, όπου -το βεπροεκλογική εκδήλωση βαιώνω υπεύθυνα- η και ενέργεια (δέχθηκε πολεμική δράση του ήταν εξαίρετη). Επειδή και μόνο να εμφανισθεί πλάι μου, αμίλητος, όταν απευο Δόβας και εγώ τον θεωρούσαμε κατάλληλο για θύνθηκα σε μια μεγάλη συγκέντρωση του λαού των αρχηγό του Επιτελείου, αλλά και είχαμε σοβαρούς Πατρών), εγώ υπεστήριξα την Ε.Ρ.Ε. και προεκλογιφόβους, ότι η άμεση προαγωγή του στη θέση αυτή κά και, ύστερα από τις εκλογές του 1956, όσες φορές θα ματαιωνόταν, πήγαμε στον στρατάρχη Παπάγο το έκρινα ο ίδιος αναγκαίο, στη Βουλή. και του είπαμε να δοθεί η άλλη προσωρινή λύση, για να εξασφαλισθεί, σε μερικούς μήνες, η ανάθεση Η πρώτη περίοδος της κυβερνήσεως Καραμανλή της αρχηγίας του Επιτελείου σ’ αυτόν. Ο Παπάγος μού έδωσε την ευκαιρία, αφού δεν ήμουν ούτε στο απάντησε, ότι το είχε αποφασίσει και δεν αλλάζει κόμμα ούτε στην κυβέρνηση -χωρίς να απουσιάζω αποφάσεις. Τι συνέβη όμως, μεταξύ της παραμονής από τη Βουλή, γιατί την αγαπώ και είμαι τακτικός- να της Πρωτοχρονιάς, όταν συγχάρηκε ο στρατάρχης ανασάνω λιγάκι, ύστερα από τόσες ευθύνες και γεγοθερμά τον Δούκα, και της ίδιας της Πρωτοχρονιάς; νότα, και ως συγγραφέας. Δεν το γνωρίζω. Αλλά κάτι πρέπει να είχε συμβεί. Από το 1956 έως το 1959 που μπήκα στην ΕΡΕ και Υποψιάζομαι, ότι κάποιοι παράγοντες, όχι της Αε- έγινα αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Καραμανλή, ροπορίας (αυτοί δεν είχαν δυνατότητα άμεσης επα- έγραψα μερικά βιβλία, τα οποία ιδιαίτερα αγαπώ. φής μαζί του), αλλά του Στρατού της Ξηράς, έκαμαν Είναι τα: «Πέντε αθηναϊκοί διάλογοι», «Το τέλος του τον στρατάρχη, ποιος ξέρει με ποια επιχειρήματα, Ζαρατούστρα» και «Γεννήθηκα στο 1402». να αλλάξει ξαφνικά απόφαση. Οι παράγοντες αυ- Από τα νεανικά μου χρόνια είχα αρχίσει να γράφω τοί πρέπει να είχαν σχέση με τον «ΙΔΕΑ». Και στον ποιήματα και βιβλία. Είχα εκδώσει πολλές κοινωνιο«ΙΔΕΑ», που διατηρήθηκε και μετά το θάνατο του λογικές μελέτες πριν γίνω καθηγητής, φυσικά και ως Παπάγου, βρήκαν στέγη -και εκμεταλλεύθηκαν τη καθηγητής, αλλά και ως το 1936. Πρώτη φορά όμως στο διάστημα της εξορίας μου επί «4ης Αυγούστου» στέγη αυτή- οι «σωτήρες» του 1967. είχα σκεφτεί να ξεφύγω ως συγγραφέας από ορισμέΑπό τις αρχές Οκτωβρίου 1955, που ανέλαβε την να επιστημονικά όρια και να γράψω κάτι πολύ ευρύπρωθυπουργία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως τερο. Άρχισα στην Κύθνο την «Ιστορία του Ευρωπατον Ιανουάριο 1959 που έγινα αντιπρόεδρος της ϊκού Πνεύματος» στην πρώτη της μορφή, που ήταν κυβερνήσεως, δεν είχα κυβερνητικές ευθύνες. Δεν μόνο δύο τόμοι. Στην εξορία μου, λοιπόν, και λόγω ήμουν, μάλιστα, ούτε μέλος της Ε. Ρ. Ε. Στις εκλο- μιας παραγωγικής ερημιάς η οποία χαρακτήριζε τη γές του 1956, είχα μετάσχει, ως ανεξάρτητος, στον διαμονή μου στα νησιά - ερημιάς που συμμεριζόταν

209


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δεν αισθάνθηκα ποτέ πως η μια μου απασχόληση, η πολιτική μου δράση, συναγωνιζόταν ή εμπόδιζε την άλλη, τη συγγραφική. Ο χρόνος, όταν ξέρεις να τον χρησιμοποιείς, δεν εμποδίζει την ταυτόχρονη απασχόληση και με τα δύο. Αρκεί να ξέρει κανείς να κατανέμει τις ασχολίες του αυτές έτσι ώστε να μη λείπει ούτε από τη μία ούτε από την άλλη ο απαιτούμενος χρόνος για την εκπλήρωση του σκοπού τους. Θα έλεγα μάλιστα ότι προσωπικά εμένα με ωφελούσε το ότι δεν ήμουνα μονόπλευρα δοσμένος στην πολιτική ή στο συγγραφικό έργο. Θυμάμαι ότι σε προεκλογικές περιόδους ξυπνούσα στις 4 το πρωί και άρχιζα να συγγράφω έως τις 8 και έπειτα παραδινόμουνα στην πολιτική δράση, και μάλιστα σε μια δράση εξαντλητική, με αλλεπάλληλες μετακινήσεις και λόγους που είναι κανείς υποχρεωμένος να εκφωνεί πέντε-έξι την ημέρα σε προεκλογικές περιόδους. Η μεγάλη προσδοκία μου ήταν, όταν ήμουν δοσμένος στην πολιτική δράση ότι στις 4 το πρωί της επόμενης θα μπορούσα ολομόναχος, σε κάποιο ξενοδοχείο της Καβάλας, της Πάτρας, των Ιωαννίνων ή του Ηράκλειου, να λησμονήσω όλα τα άλλα και να αφοσιωθώ στη συγγραφική μου εργασία. Και η αντίστροφη προσδοκία μου ήταν πως υστέρα από τρεις-τέσσερις ώρες γράψιμο, θα παραδινόμουνα στον άλλον έρωτά μου, στον έρωτα της πολιτικής, έρωτα που σημαίνει κατά βάθος έρωτα προς το λαό, έρωτα προς τη δράση χάριν του λαού. Η προσδοκία αυτή ενίσχυε και τη μία προσπάθεια μου και την άλλη. Βέβαια, άλλος θα κρίνει κι όχι εγώ ο ίδιος, εάν το ένα έβλαψε το άλλο. Εγώ πιστεύω πως δεν έβλαψε. Και θα έλεγα σ’ όλους τους πολιτικούς που είναι αφοσιωμένοι στη δράση, αντί να συζητούν απ’ το πρωί ως το βράδυ και ως αργά τη νύχτα θέματα πολιτικά ή κομματικά, να ξεφεύγουν από αυτή την κάπως μονότονη και πάντως συνδεδεμένη με προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες απασχόληση, για να κάνουν και κάτι άλλο. Αυτό το κάτι άλλο δροσίζει το πνεύμα, διακόπτει τη μονοτονία και κάνει τον πολιτικό να μην είναι και τόσο εξαρτημένος από την ικανοποίηση της φιλοδοξίας του. Γίνεται πιο αντικειμενικός, πιο αμερόληπτος και πιο ελεύθερος από προσωπικές φιλοδοξίες, όταν κάνει και κάτι άλλο, το οποίο να μην είναι ένα απλό χόμπι, αλλά μια εξίσου σημαντική απασχόληση όπως είναι και η πολιτικήΜια τέτοια απασχόληση δεν μπορεί να είναι παρά η απασχόληση πολιτικού σε έργο συγγραφικό. Και βλέπουμε, ιδιαίτερα παλαιότερα πολύ συχνά, σε άλλες χώρες να έχει συνδυαστεί η δράση των πολιτικών με έξοχη συγγραφική δράση. Σε προεκλογική ομιλία του στην Πάτρα, 26 Απριλίου 1958.

210


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

εξίσου έντονα η γυναίκα μου- άρχισα να γράφω. Στην περίοδο 1956-59 έγραψα τα τρία βιβλία που ανέφερα. Το «Γεννήθηκα στο 1402» αναφέρεται στο Βυζάντιο και αποτελεί μια λεπτομερή αφήγηση της δραματικής μοίρας του Ελληνισμού στο 15ο αιώνα όχι μόνο μέχρι της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και μέχρι της πτώσεως της Τραπεζούντος. Οι «Πέντε αθηναϊκοί διάλογοι», που αναφέρονται στους πέντε πρώτους χριστιανικούς αιώνες, μεταφράστηκαν στα γερμανικά και στα ιταλικά και έχουν βγει σε πολύ ωραίες εκδόσεις. Βέβαια και όταν από το 1959 ανέλαβα και πάλι κυβερνητικές ευθύνες, η κεκτημένη ταχύτητα του συγγραφέα μ’ έκανε να μπορώ να συνδυάζω τον πολιτικό στίβο με το ερημητήριο του συγγραφέα και του στοχαστή. Να συνδυάζω τη δράση με το στοχασμό και με την ενατένιση όχι από μια σκοπιά παροδική, αλλά, ας μου επιτραπεί να πω, από μια σκοπιά υπεριστορική, τα ιστορικά ή άλλα γεγονότα του παρελθόντος. Κι έτσι, ενώ είχα βαρύτατες ευθύνες μετά το 1959, έγραψα το τρίτομο έργο «Από το Μαραθώνα στην Πύδνα», που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τον εκδοτικό οίκο «Διον. Γιαλλελής», υπό τον τίτλο «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος». Και αμέσως μετά τη συγγραφή αυτού του τρίτομου έργου, άρχισα να ξαναγραφώ την «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος».

Από την τελετή ορκωμοσίας της κυβερνήσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το 1956.

Αλλά την άνοιξη του 1958 διεφώνησα με τον Κ. Καραμανλή, όταν εισηγήθηκε στον βασιλέα τη διάλυση της Βουλής. Είχε σημειωθεί, τότε, η ξαφνική παραίτηση δυο κορυφαίων μελών της κυβερνήσεως (του Παναγή Παπαληγούρα και του Γεωργίου Ράλλη) και η «αποστασία» αυτών και άλλων βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. Με την ενέργεια αυτή δεν είχα καμμιά σχέση, ούτε την είχα καν υποψιασθεί σαν κάτι το επικείμενο. Όταν, όμως, ο Κ. Καραμανλής -ως πρωθυπουργός, που είχε χάσει, με την «αποστασία», την κοινοβουλευτική πλειοψηφία- εισηγήθηκε στον βασιλέα Παύλο τη διάλυση της Βουλής (αφού προηγουμένως μια υπηρεσιακή Κυβέρνηση θα εφρόντιζε να ψηφισθεί ένας νέος εκλογικός νόμος), αισθάνθηκα την υποχρέωση να διαφωνήσω. Επίστευα, ότι έπρεπε να δοκιμασθεί, στα πλαίσια της Βουλής του 1956, ένα άλλο κυβερνητικό σχήμα. Και υπήρχαν πιθανότητες, αλλά καμμιά δεν συνδεόταν (ας μου επιτραπεί να το τονίσω) με το πρόσωπό μου. Έδωσα, λοιπόν, στον βασιλέα την συμβουλή να αρνηθεί τη διάλυση. Αμέσως μετά την κάθοδό μου από τα Ανάκτορα, έκρινα ορθό -αν και δεν είχα πολιτική υποχρέωση να το πράξω, γιατί δεν είχα έως τότε προσχωρήσει στην Ε.Ρ.Ε.- να κατευθυνθώ στην κατοικία του Κ. Καραμανλή και να του επαναλάβω, με απόλυτη ειλικρίνεια, όσα είχα πει στον βασιλέα. Στενοχωρήθηκε. Λυπήθηκα κ’ εγώ, που δεν θέλησε να συζητήσει διόλου την άποψή μου. Η άποψή μου βασιζόταν σε δυο κύρια επιχειρήματα. Το δεύτερο το ανέπτυξα και στη Βουλή, όταν εμφανίσθηκε ενώπιόν της η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Κ. Γεωργακοπούλου. Το πρώτο επιχείρημα ήταν, ότι -ύστερα από έξη περίπου ετών διακυβέρνηση της χώρας από τον Συναγερμό και την Ε.Ρ.Ε.- θάταν ωφέλιμο για τον τόπο, ιδιαίτερα για την πρόληψη μελλοντικών φανατισμών, και για την ίδια την Ε.Ρ.Ε., που θα ξαναγύριζε πιθανώτατα στην εξουσία λίγο αργότερα, να παρεμβληθεί ένα διάλειμμα, να δοθεί σε κόμματα ή ομάδες του Κέντρου (το Κέντρο δεν ήταν ακόμα ενιαίο) η ευκαιρία συμμετοχής σε μια κυβέρνηση. Το δεύτερο επιχείρημά μου -εκείνο, που ανέπτυξα και στη Βουλή- ήταν, ότι η χώρα, για την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλευτισμού, έχει ανάγκη λιγώτερο (ή εξ ίσου) σταθερών κυβερνήσεων και περισσότερο (ή άλλο τόσο) σταθερών κοινοβουλίων. Με τις νέες εκλογές, που εισηγήθηκε τότε ο Κ. Καραμανλής, και που έγιναν τον Μάιο 1958, είχαμε, μέσα σε οκτώ χρόνια, πέντε διαλύσεις Βουλών και εκλογές.

211


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ξεχώρισα, λοιπόν, τότε τη θέση μου από την Ε.Ρ.Ε. και βγήκα βουλευτής στο νομό Αχαΐας έξω από όλα τα μεγάλα ή σχετικώς ισχυρά κόμματα. Τα αποτελέσματα των εκλογών του 1958 προκάλεσαν έκπληξη. Με μειωμένη τη δύναμη ψήφων της Ε.Ρ.Ε., που ωστόσο εξασφάλισε (με το νέο εκλογικό νόμο της πολύ ενισχυμένης Αναλογικής) την πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών, δεύτερο κόμμα (συνασπισμός κομμάτων) ήρθε η ΕΔΑ. Πήρε τα 24% των ψήφων του Λαού

Ανεξάρτητος βουλευτής μαζί με τον υπουργό Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Γεώργιο Ράλλη, τον υπουργό Βορείου Ελλάδος Βασίλειο Παπαρρηγόπουλο, και τον βουλευτή Αχιλλέα Γεροκωστόπουλο τον Νοέμβριο του 1956.

και εμφανίσθηκε στη Βουλή με την επιβλητική δύναμη σχεδόν ογδόντα βουλευτών. Πολλοί εκλογείς, που ούτε άλλοτε είχαν ψηφίσει ΕΔΑ, ούτε την ψήφισαν στις επόμενες εκλογές, εξεδήλωσαν τότε, με την ψήφο τους, μια έντονη διαμαρτυρία. Στράφηκαν, φυσικά, και κατά της Ε.Ρ.Ε. (έχασε κι’ αυτή ψήφους), αλλά προ πάντων κατά των κομμάτων του Κέντρου, που δεν είχαν κατορθώσει να υπερνικήσουν προσωπικές αντιθέσεις και να ενωθούν. Ένα από τα κόμματα του Κέντρου είχε συμπράξει, μάλιστα, παρασκηνιακά με την Ε.Ρ.Ε. στην κατάρτιση του νέου εκλογικού νόμου. Όταν δεν δίνουν οι πολιτικοί ηγέτες μαθήματα στους Λαούς, δίνουν οι Λαοί μαθήματα στους ηγέτες. Στις αρχές ή στα μέσα Σεπτεμβρίου 1958, ζήτησε να με επισκεφθεί -και με επισκέφθηκε- ο στρατηγός Πέτρος Νικολόπουλος. Είχα προσωπικούς δεσμούς μαζί του (και με τη σύζυγό του) και ήταν φυσικό να απευθυνθεί σε μένα για κάτι, που ήταν γι’ αυτόν σημαντικό. Έληγε, σε λίγο, με βάση το νόμο περί οκταετίας στους ανώτατους βαθμούς, η αποστολή του ως αρχηγού του Επιτελείου. Με παρακάλεσε να συστήσω στον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή, που οι σχέσεις μου μαζί του είχαν, μετά τις εκλογές του 1958, ξαναγίνει φιλικές, να παραταθεί για ένα έτος η παραμονή του επί κεφαλής του Γενικού Επιτελείου του Στρατού. Μου είπε, ότι είχε σοβαρούς λόγους να

Αλλά εδώ, στην Ελλάδα, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι, που καιροφυλακτούσαν. Αυτοί οι άλλοι, όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων, πολύ αργά, ήταν εκείνοι, που απάρτισαν τη «χούντα» του 1967. Μπορεί νάταν μέλη -όργανα παρακατιανά- του «ΙΔΕΑ». Σκοπός τους ήταν, όμως, από τότε να χρησιμοποιήσουν τον «ΙΔΕΑ» μόνον ως προσωρινό διάδρομο, για να φθάσουν κάποτε εκεί, όπου θα ικανοποιούσαν τη δική τους άμετρη ματαιοδοξία. Η νίκη της «ΕΔΑ» στις εκλογές του 1958 (η «ΕΔΑ» ήταν, ουσιαστικά, η μόνη νικήτρια) τους έδωσε ένα πρόσχημα για να βεβαιωθούν, ότι είναι ταγμένοι να «σώσουν» τον τόπο. Λέγεται, ότι ήταν οργανωμένοι και έτοιμοι να κινηθούν και πριν από τις εκλογές του 1956, με το πρόσχημα, τότε, ότι οι αντίπαλοι της Ε.Ρ.Ε. είχαν σχηματίσει «Λαϊκό Μέτωπο». Άσχετα από το γεγονός, ότι ήταν απαράδεκτο να θέλουν να εξαρτήσουν τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών από τη δική τους αντιδημοκρατική κρίση, ο συνασπισμός των αντιπάλων της Ε.Ρ.Ε. στις εκλογές του 1956 δεν ήταν, στην ουσία του και στον ιεραρχικό συσχετισμό των κομματικών δυνάμεων, «Λαϊκό Μέτωπο». Η «ΕΔΑ» -το κομμουνιστικό κόμμα, που στα «Λαϊκά Μέτωπα» συνασπίζεται, παίζοντας πρωτεύοντα ρόλο, με τα σοσιαλιστικά κόμματα- είχε απλώς φιλοξενηθεί στον συνασπισμό του 1956, όπου, εκτός από τα κεντρώα κόμματα και τις συντηρητικές (δεξιές) πτέρυγές τους, είχε μετάσχει και ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης με υπολείμματα του Λαϊκού Κόμματος.

212


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

το επιθυμεί, άσχετους με το πρόσωπό του. Αλλά -αν θυμάμαι καλά- δεν μου εξέθεσε τους λόγους αυτούς. Επισκέφθηκα, τότε, τον πρωθυπουργό και του είπα, σαν δική μου σκέψη, ότι θα έπρεπε να μείνει άλλο ένα έτος ο στρατηγός Νικολόπουλος. Ο πρωθυπουργός, μολονότι τον συμπαθούσε και τον εκτιμούσε, δεν εθεώρησε σωστό να λάβει το έκτακτο μέτρο, που απαιτούσε η παράταση της θητείας του ως αρχηγού του Επιτελείου, αφού κατείχε ήδη δυο χρόνια τη θέση αυτή. Ποιοι ήταν οι σοβαροί λόγοι, που έκαμαν τον Π. Νικολόπουλο να επιθυμεί να μείνει ακόμα ένα έτος αρχηγός του Επιτελείου; Το πληροφορήθηκα πολύ αργότερα, «κατόπιν εορτής», όταν είχε γίνει το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Ο στρατηγός Νικολόπουλος επιχείρησε, πριν αποστρατευθεί, να πείσει το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο να απομακρύνει από τον Στρατό ορισμένους αξιωματικούς, και πρώτο τον μελλοντικό δικτάτορα. Αλλά δεν είχε ακόμα αρκετά στοιχεία, ή όσα είχε τα αντλούσε από ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του, μάλλον πράκτορα παρά υπηρεσιακό παράγοντα, που τα μέλη του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου δεν εθεώρησαν πηγή υπεύθυνη, δηλαδή τέτοια, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μιαν «ητιολογημένη», σύμφωνα με τους νόμους, απόφαση. Αυτά μου είπε στα χρόνια της δικτατορίας -όταν τα πράγματα, που επαλήθευσαν τους φόβους του Π. Νικολόπουλου, τον έκαμαν να τα αναπολήσει- ο στρατηγός Αθανάσιος Φροντιστής, Έλλην υψηλής στρατιωτικής και ανθρώπινης αρετής, μέλος τότε (στο 1958) του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, αρχηγός αργότερα του Επιτελείου Εθνικής Αμύνης και, μετά την αποστράτευσή του, βουλευτής της Ε.Ρ.Ε. και υπουργός στην κυβέρνηση, που εσχημάτισα στις 3 Απριλίου 1967. Όταν μπήκα στην κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1959, είχε ωριμάσει -χωρίς να το ξέρω εγώ- η ιδέα της λύσεως του Κυπριακού, με την εγκατάλειψη της ιδέας της Ενώσεως και με την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος. Κατατοπίστηκα από τον πρωθυπουργό Καραμανλή και από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ. Στις προετοιμασίες αυτής της λύσεως δεν έλαβα άμεσο μέρος, ούτε στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν στη Ζυρίχη μεταξύ Καραμανλή και του πρωθυπουργού της Τουρκίας Μεντερές. Δεν έλαβα επίσης μέρος στη Διάσκεψη του Λονδίνου, η οποία οδήγησε στην υπογραφή της Συμφωνίας με-

Η παράλειψη μικρών βημάτων στην πορεία της ιστορίας -τόσο μικρών, που, αν είχαν γίνει, δεν θα τα διέκρινε καν ο ιστορικός και δεν θα τα εσημείωνε η γραφίδα του- αφήνει συχνά ελεύθερο το δρόμο για να γίνει αργότερα ένα μεγάλο βήμα, κακό και βαρύ. ταξύ Μεγ. Βρετανίας, Ελλάδος και Τουρκίας από τη μια μεριά, και του Μακαρίου από την άλλη. Πρέπει να πω ότι όπως είχαν εξελιχθεί τότε τα πράγματα, υπό τις συνθήκες που κρατούσαν, η λύση αυτή ήταν ωφέλιμη και για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Το 1956 είχαμε χάσει μια καλύτερη ευκαιρία. Την ευκαιρία που είχε παρουσιαστεί με τις προτάσεις του στρατάρχη Χάρντινγκ προς τον Μακάριο. Προτάσεις, οι οποίες, αν είχαν γίνει δεκτές, ίσως μετά 10-15 χρόνια από τότε θα είχε ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα. Ο ίδιος ο Μακάριος, όταν το 1966 με είχε καλέσει στην Κύπρο, μου ομολόγησε την πρώτη νύχτα που ήμασταν μαζί -φάγαμε κατά τις 8 το βράδυ και μείναμε ως τις 4 το πρωί συζητώντας οι δυο μας μόνοι- ότι, πράγματι, αυτή η λύση θα ήταν η καλύτερη, αλλά ότι, κατά τη συνήθεια του, ζήτησε κάτι ακόμη από τον Χάρντινγκ και αντί οι συζητήσεις τους να συνεχιστούν, τον έστειλαν στις Σεϋχέλλες.

Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, τον Ιανουάριο του 1959.

213


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Στην περίοδο 1959-1961 έγιναν και ευοδώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη σύνδεση της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Τις διαπραγματεύσεις αυτές τις διηύθυνε κυρίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός Καραμανλής, αλλά και ο τότε υπουργός Συντονισμού Αριστείδης Πρωτοπαπαδάκης. Με την καθοδήγηση αυτών των δύο συνέβαλαν στις επιτυχείς εκείνες διαπραγματεύσεις ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου και ο Ν. Κυριαζίδης. Το καλοκαίρι του 1961 υπογράφηκε, εδώ στην Αθήνα, η συμφωνία συνδέσεως της Ελλάδος με την ΕΟΚ και αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας ήμουν εγώ. Μέλη της αντιπροσωπείας, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ και ο τότε υπουργός Συντονισμού Αρ. Πρωτοπαπαδάκης. Η επίσημη τελετή της υπογραφής της Συμφωνίας έγινε στα Παλαιά Ανάκτορα και είχαν συγκεντρωθεί τότε στην Αθήνα μερικές από τις κορυφαίες προσωπικότητες πολιτικών ανδρών της εποχής εκείνης. Τη Γερμανία εκπροσώπησε ο δρ Έρχαρτ, το Βέλγιο ο Σπάακ και τη Γαλλία ο Κουβ ντε Μυρβίλ. Νομίζω ότι η πράξη αυτή είχε μεγάλη σημασία για το μέλλον του τόπου και ότι θα οδηγούσε μάλιστα πολύ ταχύτερα και στην οριστική ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ως ισοτίμου μέλους, αν δεν είχε παρεμβληθεί η δικτατορία της 21ης Απριλίου. Η σύνδεση πρόβλεπε μελλοντικά την οριστική ένταξή μας στην ΕΟΚ και ήταν αναγκαία για να υπάρξει ένα μεταβατικό στάδιο για την ελληνική οικονομία, ώσπου να γίνει η οριστική ένταξή μας.

Λίγο μετά την υπογραφή αυτής της Συμφωνίας, το Σεπτέμβριο του 1961, έγιναν νέες εκλογές. Οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν την απαρχή μεγάλων δεινών για τη χώρα. Ο Καραμανλής παραιτήθηκε και ανέλαβε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό το στρατηγό Δόβα. Λίγο πριν, είχε σχηματιστεί η Ένωση Κέντρου, η οποία απαρτίστηκε από διάφορα κόμματα, αλλά δεν εμφανίστηκε ως συνασπισμός κομμάτων, μολονότι, κατ’ ουσίαν τουλάχιστον, την εποχή εκείνη που έγινε η συμφωνία της συνεργασίας των κομμάτων, ήταν ουσιαστικά συνασπισμός. Βέβαια, κορυφαίες προσωπικότητες της Ενώσεως Κέντρου την εποχή εκείνη ήταν ο Γ. Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος. Η Ένωση Κέντρου δεν είχε προλάβει να δημιουργήσει στο λαό την εντύπωση ότι όλα αυτά τα κόμματα κι

Το καλοκαίρι του 1961 υπογράφηκε, εδώ στην Αθήνα, η συμφωνία συνδέσεως της Ελλάδος με την ΕΟΚ και αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας ήμουν εγώ.

214


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

όλες αυτές τις προσωδόση υπερβολής. Δεν Πρέπει να βεβαιώσω τους ανα- είναι σωστό να ταυτίπικότητες -μεταξύ των οποίων ήταν και ο Σάβ- γνώστες ότι και ο Καραμανλής και ζουμε ή να συγχέουμε βας Παπαπολίτης, ο Α. την δικτατορία της 4ης εγώ και όσοι απαρτίζαμε την Ε.Ρ.Ε., Μπαλτατζής, ο Ηλίας Αυγούστου με την ποΤσιριμώκος- θα διατη- δεν σκεφτήκαμε ούτε στιγμή να προ- λιτική παράταξη, που ρούσαν την ενότητα και από τους κόλπους της βούμε σε ενέργειες οι οποίες ήταν δυπως η Ένωση Κέντρου είχε προκύψει ο Ιωάνθα ήταν πράγματι ένα νατόν να νοθεύσουν το αποτέλεσμα νης Μεταξάς. Ούτε οι κόμμα που μπορούκυβερνήσεις του Εξωτων εκλογών. Δεν είχαμε και τη δυνασε να διεκδικήσει την τερικού, στο διάστημα εξουσία στον τόπο. της εχθρικής Κατοχής, τότητα. Δεν ήμασταν κυβέρνηση. Δεν είχε περάσει αρείχαν σχέση με την ποκετό χρονικό διάστημα λιτική εκείνη παράταγια να πειστεί ο λαός ότι αυτή η συμφωνία δεν ήταν ξη, ούτε η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, που προεκλογικό τέχνασμα, αλλά πραγματική απόφα- έφθασε στην απελευθερωμένη ‘Ελλάδα, και που ση των ηγετικών στελεχών της Ενώσεως Κέντρου προπομποί της υπήρξαμε ο Θεμιστοκλής Τσάτσος να μείνουν ενωμένοι και να δώσουν στον τόπο μια και ο κομμουνιστής Γιάννης Ζέβγος στη Στερεά Ελισχυρή και ενιαία ιδεολογικά κυβέρνηση. λάδα, και εγώ στην Πελοπόννησο. Από την κυβέρΑς μου επιτραπεί να πω, χωρίς να θέλω να μπω σε νηση Πλαστήρα του Ιανουαρίου 1945 μέχρι και του ειδικότερη εξέταση των περιστατικών που σημειώ- φθινοπώρου του έτους 1952, είχαμε μιαν ιστορική θηκαν στις εκλογές εκείνες, ότι αυτός ήταν ο κύριος περίοδο, που - παρά την επικράτηση του Λαϊκού λόγος για τον οποίο δεν μπορούσε να βγει πρώτη η Κόμματος (συνασπισμένου με τον Στυλιανό Γονατά Ένωση Κέντρου τότε. και τον Απόστολο Αλεξανδρή, κορυφαίους «βενιζελικούς») στις εκλογές του 1946- έδωσε πολλές ευκαιΈρχομαι τώρα σ’ ένα πολύ καυτό θέμα, στις εκλο- ρίες στον «παλαιοδημοκρατικό» κόσμο να μετάσχει γές του 1961. Την πορεία της ιστορίας προς την 21η στην εξουσία ή και να την διαχειρισθεί μόνος του. Απριλίου 1967 την υποβοήθησαν, θετικά ή αρνη- Εξάλλου, τόσο ο Ελληνικός Συναγερμός, όσο και η τικά, πολλά γεγονότα. Ένα από τα γεγονότα αυτά Ε.Ρ.Ε., που εκυβέρνησαν από τα τέλη του 1952 ως ήταν ο «Ανένδοτος Αγών», που εξαπολύθηκε από τα μέσα του 1963, είχαν περιλάβει στους κόλπους τον Γεώργιο Παπανδρέου αμέσως μετά τις εκλογές του 1961. Είχε ποικίλα αίτια ο «Ανένδοτος Αγών», και στην εξέλιξή του, στη δεύτερη φάση του, τα αίτια διαφοροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο. Το κύριο, όμως, αίτιο ήταν, ότι ένας ολόκληρος πολιτικός κόσμος -και το μεγάλο τμήμα Λαού, που βρισκόταν πίσω του- δεν ήταν ψυχολογικά και ηθικά εύκολο να ανθέξει να μένει πολλά χρόνια στην Αντιπολίτευση και να βλέπει στην εξουσία τον αντίπαλο κόσμο. Ο Γεώργιος Μαύρος, που η συνεργασία μου μαζί του στον αγώνα κατά της πρόσφατης δικτατορίας θα μου μείνει αλησμόνητη, έφθασε στο σημείο να πει, ως αρχηγός της Ε.Κ. - Ν.Δ., σε προεκλογικούς λόγους του, ότι ουσιαστικά, με μικρές διακοπές, η ίδια πολιτική παράταξη (η «Δεξιά», όπως την ονόμασε) βρισκόταν στην εξουσία, αλλάζοντας ονόματα, από το 1933. Η παρατήρηση αυτή περιέχει κάποια Στη Βουλή κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση 1961.

215


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τους εξέχοντα «παλαιοδημοκρατικά» (κεντρώα) στελέχη, καθώς και πολλά νεώτερα στοιχεία, ξένα προς την παράδοση του Λαϊκού Κόμματος ή τη νοοτροπία της «Δεξιάς». Ας μη σταθώ, όμως, περισσότερο στο σημείο τούτο. Γνωρίζω, ότι μπορεί να υπάρξουν και ευλογοφανείς ή ακόμα και εύλογες αντιρρήσεις στις παρατηρήσεις μου αυτές. Υπεραπλουστευμένες είναι και οι παρατηρήσεις μου, όπως ήταν και η παρατήρηση του Γεωργίου Μαύρου, που περιέχει, ωστόσο, πλάι σε κάποια δόση υπερβολής, μια σημαντική δόση αλήθειας. Μου αρκεί εδώ να παραδεχθώ -και οφείλω να παραδεχθώ- ότι, από το 1952 ως το 1961, με την προοπτική μάλιστα μιας νέας, μετά τις εκλογές του έτους εκείνου, βουλευτικής περιόδου, ένας ολόκληρος πολιτικός κόσμος έβλεπε τον εαυτό του εξοστρακισμένο από τη σφαίρα, όπου θα μπορούσε να διαχειρισθεί υπεύθυνα τις τύχες της χώρας. Και ο κόσμος αυτός είχε τώρα, στις εκλογές του 1961, συνενωθεί, ελπίζοντας ή έχοντας και τη βεβαιότητα (πράγμα, που κάνει την διάψευση των «βέβαιων» υπολογισμών ακόμα πιο πικρή), ότι με την ένωση θα εξασφάλιζε την εκλογική νίκη. Αλλά δεν την εξασφάλισε. Και μόνη η απογοήτευση αυτή θα αρκούσε για να αποτελέσει την πηγή αντιπολιτευτικού πάθους. Για να γίνει, όμως, το πάθος αυτό «Ανένδοτος Αγών» -ένα κίνημα φανατισμούχρειαζόταν, εκτός από την αιτία, που ανέφερα και που είναι ψυχολογικά ή και ηθικά νοητή, κάποια ειδικώτερη αφορμή. Την αφορμή - την «πρόφαση» θα πουν άλλοι- την βρήκαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο κόσμος, που συσπειρώθηκε γύρω του, στις συνθήκες διενέργειας των εκλογών του 1961. Την ίδια νύχτα, που τα αποτελέσματα έφερναν νικήτρια την Ε.Ρ.Ε., και μάλιστα με 51 %, ο Γεώργιος Παπανδρέου έριξε το σύνθημα, ότι η νίκη αυτή ήταν προϊόν «βίας και νοθείας». Οι λέξεις αυτές είναι πολύ βαρείες. Θα μπορούσα να ειπώ κ’ εγώ, ως αρχηγός της Ε.Ρ.Ε., τη νύχτα της 16ης προς την 17η Φεβρουαρίου 1964, ότι το απότομο πήδημα του 42% των ψήφων, που είχε λάβει η Ένωση Κέντρου στις 3 Νοεμβρίου 1963, σε 53% μέσα σε τρεις μήνες και δεκατρείς ημέρες, δεν ήταν κάτι το φυσιολογικό, και ότι το πήδημα αυτό δεν θα μπορούσε να είχε σημειωθεί, αν ο βασιλεύς Παύλος, που το περιβάλλον του είχε τότε εκδηλωθεί απροκάλυπτα υπέρ του Γεωργίου Παπανδρέου, δεν είχε παραδώσει την κυβέρνηση, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, σε κόμμα, που είχε

έρθει πρώτο, αλλά ως μειοψηφία, αφήνοντας μάλιστα την Κυβέρνηση Παπανδρέου, που θα έπρεπε να περιορισθεί στην διαχείριση τρεχουσών υποθέσεων ή επειγόντων προβλημάτων, ελεύθερη στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και οικονομικών μέτρων (π.χ. μισθολογικών αυξήσεων), θα μπορούσα να το είχα κάμει, αλλά δεν το έκαμα. Απογοήτευσα, μάλιστα, τους αδιάλλακτους της Ε.Ρ.Ε. (τι κακό κάνουν πάντοτε οι αδιάλλακτοι!), όταν στις πρωινές ώρες της 17ης Φεβρουαρίου 1964, εκάλεσα τους αντιπροσώπους του Τύπου και τους εδήλωσα, ότι ο Ελληνικός Λαός απεφάσισε να δώσει την Κυβέρνηση στην Ένωση του Κέντρου και να τάξει την Ε.Ρ.Ε. στο έργο της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, που κι’ αυτό είναι σπουδαιότατο και πολύ υπεύθυνο. Οι λόγοι, βέβαια, που έκαμαν τον Γεώργιο Παπανδρέου να κηρύξει, τη νύχτα των εκλογών του 1961 τον «Ανένδοτο Αγώνα», μοιάζουν πιο σοβαροί από όσους θα εδικαιολογούσαν μια δική μου οργή τη νύχτα των εκλογών του 1964. Η «νοθεία» και η «βία» είναι, όπως είπα, λέξεις πολύ βαρειές, αλλά και γεγονότα βαρύτατα, όταν σημειώνονται σε εκλογές. Σημειώθηκαν, όμως, στο 1961; Θα είμαι -και οφείλω να είμαι- αντικειμενικός και δίκαιος. Θα δυσαρεστήσω, ίσως, με την αντικειμενικότητά μου και τη μια και την άλλη παράταξη. Δεν ανήκω σήμερα σε καμμιάν από τις δυο και τιμώ, νιώθοντας ηθική αλληλεγγύη μαζί τους, όλα τα κόμματα ή πρόσωπα, που συνέβαλαν στον αγώνα κατά της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Τις εκλογές του 1961 θα τις εκέρδιζε η Ε.Ρ.Ε. - θα είχε οπωσδήποτε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλήκαι αν δεν είχε σημειωθεί τίποτε από όσα, με υπερβολικά φραστικά σχήματα, κατάγγειλε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Το δείχνει καθαρά η σύγκριση μεταξύ των αποτελεσμάτων σε περιοχές, όπου μπορούσε ίσως να σημειωθεί «βία» και «νοθεία», και των αποτελεσμάτων σε περιοχές, όπως η πρωτεύουσα και άλλες μεγάλες πόλεις. Η Ε.Ρ.Ε. θα εκέρδιζε -δηλαδή, εκέρδισε πράγματι- τις εκλογές εκείνες, πρώτον γιατί η δύναμη της ΕΔΑ στο 1958 είχε φοβίσει πολλούς συντηρητικούς κεντρώους, και ο φόβος αυτός τους οδήγησε στην ενίσχυση της Ε.Ρ.Ε., δεύτερον γιατί είχαν πράγματι οι κυβερνήσεις Καραμανλή αποδώσει, σε πολλούς τομείς, έργο σημαντικό (πρόσφατη ήταν και η υπογραφή, στην ίδια την Αθήνα, της συμφωνίας «συνδέσεως» της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα), και τρίτον γιατί δεν είχαν ακόμα

216


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πεισθεί οι εκλογείς, που θα προτιμούσαν το Κέντρο, ότι η μόλις πρόσφατη, τότε, συγκρότηση της «Ενώσεως του Κέντρου» επήγαζε από πραγματικό πνεύμα ενότητας και ήταν βιώσιμη ως ενιαία και μεγάλη πολιτική δύναμη, ικανή να κυβερνήσει, με αδιατάρακτη την εσωτερική της ομόνοια, τη χώρα. Η συνύπαρξη Γεωργίου Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλου, αλλά και η ποικιλία των τάσεων και προσωπικών φιλοδοξιών μέσα στην νεότευκτη «Ένωση του Κέντρου», έκαμαν χωρίς άλλο πολλούς εκλογείς σκεπτικούς. Δεν είχε, εξάλλου, προβάλει ακόμα στο προσκήνιο ή κατά του «κατεστημένου» στραμμένη μερίδα εκείνη της νέας γενεάς εκλογέων, που έδωσε αργότερα στην «Ένωση του Κέντρου» -με δέκτη της φωνής και των πόθων της ως ένα σημείο τον ίδιο τον Γεώργιο Παπανδρέου και προπάντων τον πρεσβύτερο γιο του- μια σημαντική ώθηση. Χαρακτηριστικό είναι, ότι ο καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου δεν έκρινε ούτε στις εκλογές τού Νοεμβρίου 1963, ότι είχε φθάσει η ώρα να πολιτευθεί. Ας γυρίσω, όμως, τώρα τη σελίδα. Θα εκέρδιζε, βέβαια, τις εκλογές του 1961 η Ε.Ρ.Ε., αλλά θα της έλειπαν κάποια εκατοστά ψήφων (που όμως δεν τα χρειαζόταν), αν δεν είχαν σημειωθεί ορισμένες ανωμαλίες, που εμεγαλοποιήθηκαν από τον Γεώργιο Παπανδρέου, όταν απέδωσε το γενικό αποτέλεσμα των εκλογών σε «βία» και σε «νοθεία». Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε κ’ εγώ, είχαμε πολιτικό συμφέρον ή την ηθική προδιάθεση να ενθαρρύνουμε τις ανωμαλίες εκείνες, όσες τυχόν σημειώθηκαν. Βε-

βαιώνω τον αναγνώστη, ότι δεν τις είχαμε καν πληροφορηθεί. Υπάρχουν όργανα του Κράτους, ειδικώτερα των Σωμάτων Ασφαλείας, που, όταν ένα κόμμα βρίσκεται πολύν καιρό στην εξουσία, συνδέουν τόσο πολύ τη νοοτροπία τους με το κόμμα τούτο, ώστε συγχέουν μέσα τους μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση με την έννοια του «καθεστώτος», θεωρώντας το κόμμα, που κυβερνάει πολλά χρόνια, σαν «καθεστώς», που οφείλουν να προστατεύουν. Έτσι, με την παρότρυνση και ανεξέλεγκτων, ασύδοτων κομματικών παραγόντων (ακόμα και υποψηφίων καμμιά φορά βουλευτών), παραβαίνουν τους κανόνες της αμερο-

Ορκωμοσία των μελών της Βουλής που προέκυψε από τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961.

Βέβαια, είναι πάρα πολύ πιθανόν, αν όχι βέβαιο, ότι ορισμένα στοιχεία στο στρατό -που όπως αποκαλύφθηκε αργότερα ήταν εκείνα που οδήγησαν στη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος, και ιδιαίτερα της Βορείου Ελλάδος, όπου ο στρατός είχε τη δυνατότητα να ασκήσει κάποια πίεση, προέβησαν σε ενέργειες επιμεμπτές, που πρόσθεσαν ενδεχομένως ένα ποσοστό ψήφων στην ΕΡΕ, η οποία αναδείχτηκε νικήτρια με 50%. Και αν ακόμη παραδεχτώ ότι έγιναν αυτά τα πράγματα -και οφείλω να το παραδεχτώ, διότι εκ των υστέρων έχουν διαπιστωθεί- δεν μπορεί να προστέθηκε ένα ποσοστό παραπάνω από δύο ή τρία ή και τέσσερα τα εκατό. Ήταν δηλαδή αδύνατον να κερδίσει εκείνες τις εκλογές η Ένωση Κέντρου. Δεν είχε προκαλέσει εμπιστοσύνη στο λαό ότι είναι ενιαίο κόμμα. Δεν είχαν οι ίδιοι, οι οποίοι συνασπίστηκαν, αποδείξει επαρκώς ότι ήταν διατεθειμένοι να συνεργαστούν αρμονικά. Άλλωστε, ούτε στις μεγάλες πόλεις Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, αλλά ούτε και σε διάφορες άλλες περιοχές, δεν καταγγέλθηκε ότι έγιναν αθέμιτες πράξεις. Και βλέπουμε την ΕΡΕ και εκεί να έρχεται πρώτη με μεγάλη διαφορά από την Ένωση Κέντρου.

217


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ληψίας, που είναι καθήΤρεις - τέσσερις μέρες Ακόμα και στα επεισόδια, που πριν, μια σύμπτωση κον τους να τηρούν, και προβαίνουν σε πιέσεις, οδήγησαν, στις 22 Μαΐου 1963, στον το είχε φέρει να με έχει όπου αυτές πιάνουν. Ας επισκεφθεί στο γραθανάσιμο τραυματισμό του βουλευτή μην υποτιμούμε, όμως, φείο μου. Είχα πάρα τους Έλληνες. Δεν πιά- Γρηγόρη Λαμπράκη, μπορεί να είχε πολλά χρόνια να τον νουν εύκολα. Εκτός από δω και μου θύμισε πως βάλει τον δάκτυλό της η ομάδα των τα κρατικά αυτά όργανα, ήταν τακτικός ακροαθεωρώ πολύ πιθανό, ότι αξιωματικών, που έκαμε το πραξικό- τής μου -αν και αυτός μια μάλλον ολιγάριθμη σπούδαζε ιατρική- στα πημα του Απριλίου 1967. κατηγορία αξιωματικών μαθήματά μου στο πατού Στρατού είχε επίσης νεπιστήμιο και ιδίως σε επιχειρήσει -στις περιοχές και σφαίρες, όπου μπο- εκείνα που έκανα κάθε Τετάρτη από τις 7 ως τις 8 ρούσε να το κάμει- να ενισχύσει την Ε.Ρ.Ε. στις εκλο- το βράδυ. γές του 1961. Μέλη της «χούντας» της 21ης Απριλίου Η είδηση ότι χτυπήθηκε ο Λαμπράκης στη Θεσσαέλεγαν συχνά, όπως πληροφορήθηκα στο διάστημα λονίκη, μου ανακοινώθηκε τηλεφωνικά από τον ανιτης δικτατορίας, ότι είχαν συνδράμει την Ε.Ρ.Ε. Δεν ψιό της γυναίκας μου Διον. Λιβανό, ο οποίος εξέδιδε ήταν μόνο περιττή η συνδρομή τους, αφού η Ε.Ρ.Ε. τότε την εφημερίδα «Νίκη» και είναι τώρα βουλευθα εκέρδιζε οπωσδήποτε τις εκλογές εκείνες, αλλά τής. της έκαμαν κακό, αν πράγματι, οργισμένοι για τις δη- Λίγο αργότερα έφτασε στο σπίτι μου ο ταξίαρχος λώσεις του Κ. Καραμανλή, έλεγαν την αλήθεια. Και Διον. Βέρρος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός σύμβουέκαμαν κακό προπάντων στην Ελλάδα. Αν έλεγαν λος του Καραμανλή. Μου είπε ότι θεώρησε ανατην αλήθεια, μπορεί οι αξιωματικοί αυτοί να είχαν λά- γκαίο να μην ξυπνήσει τον πρωθυπουργό, παρακαβει οδηγίες από τον τότε αρχηγό του Επιτελείου Β. λώντας με να αναλάβω εγώ την ευθύνη της λήψεως Καρδαμάκη, που τους περιέθαλπε και που τον έκα- ορισμένων μέτρων μέχρι το πρωί που θα το μάθαιμαν αργότερα διοικητή της ΔΕΗ. Αλλά αποκλείεται να νε και ο Καραμανλής. είχε την παραμικρή γνώση αυτών των ανοησιών και Η πρώτη σκέψη μου ήταν να επικοινωνήσω με την ατοπημάτων ο Κ. Καραμανλής. Θεωρώ αναγκαίο να ΕΔΑ, και συγκεκριμένα με την «Αυγή». Να ζητήσω προσθέσω, ότι είναι επίσης αδύνατο να ενέπνευσε πληροφορίες πιο συγκεκριμένες από το κόμμα στο οποιεσδήποτε αυθαιρεσίες και ανωμαλίες στις εκλο- οποίο ανήκε ο Λαμπράκης και να πω ότι θα δώσω γές του 1961 ο τότε υπηρεσιακός πρωθυπουργός. εντολή αμέσως να πάει μια ντακότα της Αεροπορίας Υποσχέθηκα, ότι θα ξαναμιλούσα για τον στρατηγό στη Θεσσαλονίκη το νευροχειρουργό ΓρυπονησιώΚωνσταντίνο Δόβα. Αυτός ήταν πρόεδρος της υπηρε- τη. Κι αυτό γιατί, όπως μου είπαν, είχε χτυπηθεί στο σιακής κυβερνήσεως στις εκλογές του 1961. Δέχθη- κεφάλι. Με ευχαρίστησαν, αλλά μου απάντησαν ότι κε πολλές επιθέσεις από τότε. Κρίθηκε αυστηρά και έχουν ήδη απευθυνθεί σε δικό τους νευροχειρουρύστερ’ από το λεγόμενο «αντικίνημα» του βασιλέως γό. Εγώ έδωσα εντολή στην Αεροπορία να διευκοΚωνσταντίνου της 13ης Δεκεμβρίου 1967. Δεν γνω- λύνει το γιατρό και οποιονδήποτε άλλον θα ήθελε να ρίζω, ποια ήταν η ευθύνη του για τον σχεδιασμό της πάει στη Θεσσαλονίκη. άτυχης αυτής ενέργειας ή για όσα, όποιο και νάταν Όταν το πρωί πληροφορήθηκε ο Καραμανλής το το σχέδιο, έγιναν την ημέρα εκείνη. Υπήρξε, πάντως, γεγονός -και έσπευσα κι εγώ να είμαι κοντά του- κυσυρροή άτυχων περιστατικών ή και παραλείψεων, ριεύτηκε από μεγάλη αγανάκτηση. Έδωσε εντολή που δεν είναι λογικό και δίκαιο να πούμε, ότι βαρύ- στον υπουργό Δικαιοσύνης να φροντίσει να σταλεί νουν -ή βαρύνουν αποκλειστικά- τον στρατηγό Δόβα. αμέσως στη Θεσσαλονίκη αρεοπαγίτης, για να εποπτεύσει στις ανακρίσεις. Και η συνέχεια είναι γνωΣτις 22 Μαΐου 1963 και μόλις είχα πάει στο σπίτι μου στή. -κατά τα μεσάνυχτα- ειδοποιούμαι ότι χτυπήθηκε Η υπόθεση αυτή προκάλεσε μια αναστάτωση πολύ στη Θεσσαλονίκη ο βουλευτής της ΕΔΑ Γρηγόρης μεγαλύτερη από αυτή του «Ανένδοτου». ΣυναντήΛαμπράκης. θηκαν τα δύο ρεύματα: ο «Ανένδοτος Αγών» και η

218


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

οργή εκείνων οι οποίοι θεώρησαν ότι ο Λαμπράκης -ο οποίος τελικά υπέκυψε στο τραύμα του- ήταν θύμα ακροδεξιών (που ήταν πράγματι) και δημιουργήθηκε μια εκρηκτική ατμόσφαιρα και ένα κλίμα βαρύτερης κρίσεως στην εθνική μας ζωή. Όσο για την ευθύνη της ομάδας αυτής στα δραματικά επεισόδια της Θεσσαλονίκης στις 22 Μαΐου 1963, δεν υπάρχει παρά μια ένδειξη, που -όσο κι’ αν είναι αμυδρή- θεωρώ αναγκαίο να την αναφέρω. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου εκδικήθηκε τον Χρήστο Σαρτζετάκη, τον ακέραιο -απτόητο στις απειλές, που δέχθηκε- δικαστή, που είχε αναλάβει την ανάκριση για τον βίαιο θάνατο του βουλευτή Λαμπράκη, και που θέλησε να ανακαλύψει την αλήθεια και μόνη την αλήθεια στη σκοτεινή εκείνη και τραγική υπόθεση. Χωρίς να διατυπώσει καμμιάν ιδιαίτερη κατηγορία εναντίον του, σχετική με αντιδικτατορική δράση, η δικτατορία τον έκλεισε ολόκληρο έτος στη φυλακή, αφού μάλιστα τον κράτησε πολλές μέρες σ’ ένα κελλί της ΕΣΑ, όπου του επιφυλάχθηκαν πολύ οδυνηρές δοκιμασίες. Τον Ιανουάριο του 1966, υπέβαλα στον βασιλέα Κωνσταντίνο ένα μακρό υπόμνημα (σαραντατριών πυκνά δακτυλογραφημένων μεγάλων σελίδων). Δεν θα δώσω στη δημοσιότητα ολόκληρο το υπόμνημα εκείνο, που διαιρείται, μετά την εισαγωγή, σε τρία μέρη: «Το πρόσφατον παρελθόν», «Η παρούσα κατάστασις», «Σκέψεις ως προς το μέλλον». Θα αποσπάσω, όμως, μερικά κομμάτια -όσα πιστεύω, ότι είναι σήμερα ανάγκη να γίνουν γνωστά- και θα τα παρεμβάλω, από εδώ και πέρα, στα δοκίμια αυτά. Όταν έγραφα το υπόμνημα εκείνο, δεν ήμουν ανεπηρέαστος, ως αρχηγός τότε της Ε.Ρ.Ε., από την ατμόσφαιρα της έντονης πολιτικής αντιδικίας με την Ένωση του Κέντρου και με τον αρχηγό της, τον Γεώργιο Παπανδρέου, που η προσωπική, όμως, φιλία μου μαζί του (πηγή της υπήρξαν κοινές σκληρές εμπειρίες σε δραματικές ώρες της ιστορίας) είχε πάντα διατηρηθεί. Αλλά, όπως θα ιδεί ο αναγνώστης σε όσα αποσπάσματα του υπομνήματος θα παραθέσω εδώ και στα επόμενα κεφάλαια, είχα και την δυνατότητα -δύναμη ή αδυναμία- να είμαι και αμερόληπτος κριτής πράξεων ή καταστάσεων, για τις οποίες ήμουν και εγώ, άμεσα ή έμμεσα, τότε ή παλαιότερα, υπεύθυνος. Στη σελίδα 7 του υπομνήματός μου έγραφα: «Αι εκλογαί του 1961, Μεγα-

λειότατε, υπήρξαν ατύχημα. Ναι, μέγα ατύχημα. Το αιφνίδιον 51% υπέρ της Ε.Ρ.Ε., ύστερα από τόσα χρόνια διακυβερνήσεως της χώρας από μίαν και την αυτήν παράταξιν, δηλαδή την Ε.Ρ.Ε. που υπήρξε συνέχεια του Ελληνικού Συναγερμού, προεκάλεσεν ως αντίδρασιν απελπισίας τον Ανένδοτον Αγώνα της Ενώσεως του Κέντρου, με συμπαράταξιν της ΕΔΑ, και εγέννησεν, εξ άλλου, εις πολλά στελέχη της Ε.Ρ.Ε. ή και εις όργανα του Κράτους, προσκείμενα εις αυτήν, το κακόν αίσθημα της παντοδυναμίας... Αποτέλεσμα, ακριβώς, του αισθήματος της παντοδυναμίας -δηλαδή της ασυδοσίας- υπήρξεν η χρησιμοποίησις, εν Θεσσαλονίκη, υπό ανοήτων οργάνων του κόμματος ή του κράτους, ακόμη και αλητών δια τον αντιπερισπασμόν κομμουνιστικών εκδηλώσεων. Δεν αντιμετωπίζεται με πληρωμένους αλήτας ο κομμουνισμός, που είναι παγκόσμιον κίνημα, και έχει σοβαρά ιστορικά αίτια, που προκαλούν σχεδόν θρησκευτικόν φανατισμόν. Όχι αλήται, αλλά μόνον πιστοί της αντιθέτου ιδεολογίας -της μόνης μεγάλης ιδεολογίας, που την εμπνέει η αιωνία και ελληνική ιδέα της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας- είναι επιτετραμμένον και δυνατόν να αντιμετωπίζουν, στήθος με στήθος, τίμια και με γενναιότητα, τους πιστούς του κομμουνισμού. Η χρησιμοποίηση αλητών ωδήγησεν -εάν τυχαίως ή όχι, αυτό θα το ειπή η Δικαιοσύνη- εις τον βίαιον θάνατον του βουλευτού της ΕΔΑ Λαμπράκη, με αποτέλεσμα όχι μόνον να πληγωθή διεθνώς η υπόληψις της Ελλάδος, αλλά και να δοθή εις τον κομμουνισμόν το δώρον ενός μάρτυρος, που συνεκίνησε πολλούς νέους και τους έκαμε να παρασυρθούν εύκολα εις την υπό το όνο-

219


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος μα του φονευθέντος συγκροτηθείσαν οργάνωσιν». Όταν έγραφα, ότι οι εκλογές του 1961 υπήρξαν «μέγα ατύχημα» (τις δυο αυτές λέξεις είχα υπογραμμίσει στο υπόμνημά μου), δεν εννοούσα απλώς, ότι με τις ανωμαλίες, που έθιξα στο προηγούμενο κεφάλαιο, και που ο Γεώργιος Παπανδρέου εμεγαλοποίησε, δόθηκε η αφορμή (ή η πρόφαση, όπως θα πουν άλλοι) για να χρησιμοποιήσει ο «Ανένδοτος Αγών» το σύνθημα της «βίας» και της «νοθείας». Εννοούσα ότι -και χωρίς τις ανωμαλίες εκείνες, άρα και χωρίς το εμπρηστικό σύνθημα- η νίκη της Ε.Ρ.Ε. στις εκλογές του 1961, που με κάποια, έστω, ποσοστά ψήφων λιγώτερα, ήταν (για όσους λόγους επεσήμανα στο προηγούμενο κεφάλαιο) αναπόφευκτη, αποτελούσε -αυτή καθαυτή- ιστορικό ατύχημα. Το έδειξαν τα ίδια τα πράγματα. Η κυβέρνηση Καραμανλή, από τις εκλογές του 1961 έως τον Ιούνιο του 1963, υπήρξε -συνεχίζοντας το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων της Ε.Ρ.Ε.- αποδοτική σε σημαντικούς τομείς τής οικονομίας ή και σε άλλους. Ας κρίνει ο καθένας τις αποδόσεις αυτές από την σκοπιά του. Καμμιά σκοπιά δεν βρίσκεται υπεράνω της ιστορίας. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι αυτό. Το πρόβλημα είναι πρώτον, πού κατέληξε η Ε.Ρ.Ε. μετά τη νίκη της στις εκλογές του 1961, και από ποιες δοκιμασίες πέρασαν η Δημοκρατία και ο Κοινοβουλευτισμός από τότε. Η νίκη της Ε.Ρ.Ε. στο 1961 κατέληξε -λίγο ύστερα από το συγκλονιστικό γεγονός του θανάσιμου τραυματισμού (22 Μαΐου 1963) του Γρηγόρη Λαμπρά-

Στην Κυβέρνηση, τον Οκτώβριο του 1961.

κη- στη διαφωνία του πρωθυπουργού Καραμανλή με τον βασιλέα Παύλο, στην πρόωρη αποχώρηση της Ε.Ρ.Ε. από την εξουσία, καθώς και στην πρώτη αναχώρηση του Κ. Καραμανλή στο εξωτερικό, προμήνυμα σαφέστατο της δεύτερης, που τον έκαμε να λείψει από την Ελλάδα σχεδόν ένδεκα χρόνια. Υπάρχουν νίκες, που είναι ατυχείς. Δεν θάταν, τάχα, πολύ καλύτερα, αν δεν έφερνε ο Λαός νικήτρια την Ε.Ρ.Ε. στις εκλογές του 1961 και αν είχαμε, τότε, μια βουλευτική περίοδο, που θα έδινε στη χώρα είτε κυβέρνηση Κέντρου, είτε κάποια κυβέρνηση συνασπισμού; Αν συνέβαινε αυτό, όχι μόνο για την Ε.Ρ.Ε. θα ήταν ίσως καλύτερα, γιατί θα είχε σοβαρές ελπίδες να κερδίσει, «φρεσκαρισμένη», τις επόμενες εκλογές, αλλά η ίδια η Δημοκρατία -ο Κοινοβουλευτισμός- θα είχε λειτουργήσει πολύ πιο ομαλά. Δεν θα είχαμε τον «Ανένδοτο Αγώνα». Σε λαούς σαν τον Ελληνικό -μεσογειακό κατ’ εξοχήν- η μακρά παραμονή στην εξουσία του ίδιου κόμματος προκαλεί (πράγμα, που δεν συμβαίνει π.χ. στη Σουηδία) ψυχώσεις παντοδυναμίας σε οπαδούς ή και σημαντικά στελέχη του κόμματος αυτού και εκρηκτικής πικρίας στην αντίθετη πολιτική παράταξη. Οι ψυχώσεις αυτές -και η μια και η άλλη- είναι συμπτώματα αντιδημοκρατικά, κλονίζουν τα βάθρα της Δημοκρατίας. Ας προσθέσω εδώ, ότι, αν επικρατούσε στο 1961 η Ένωση του Κέντρου, δεν θα είχαν δημιουργηθεί και οι προϋποθέσεις για την «αποστασία» του 1965, ή η διαφοροποίηση στους κόλπους της, αναγκαίο ιστορικό αποτέλεσμα κοινωνικών και ψυχολογικών αιτίων, θα γινόταν αργότερα με τρόπο ομαλό, όπως έγινε τελικά -αλλά αφού εγνώρισε η χώρα τον σεισμό της «αποστασίας» και την δοκιμασία της δικτατορίας, και αφού η δικτατορία στοίχισε στον Ελληνισμό την φοβερή τραγωδία της Κύπρου- ύστερα από τον Ιούλιο του 1974 με την ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Εξήγησα, σε γενικές γραμμές, γιατί εχαρακτήρισα, στο υπόμνημα του Ιανουαρίου 1966, τις εκλογές του 1961 -δηλαδή, το αποτέλεσμα των εκλογών εκείνων- «μέγα ατύχημα». Αλλά το ατύχημα αυτό ήταν αναπότρεπτο. Το προκάλεσε ο ίδιος ο Λαός με την ψήφο του, ακόμα και αν παραδεχθούμε, ότι οι ανωμαλίες, που μπορεί να σημειώθηκαν, έδωσαν στην Ε.Ρ.Ε. κάποιο ποσοστό ψήφων μεγαλύτερο από εκείνο, που θα της εξασφάλιζε οπωσδήποτε την πλειοψηφία στη Βουλή.

220


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Όταν παραιτήθηανώτατος άρχων Τον Ιούλιο του 1963 η κυβέρνηση πα- να φθάσει και στην κε, το καλοκαίρι του 1963, η κυβέρνηση ραιτήθηκε. Δεν παραιτήθηκε μόνο υπό οριστική απόκρουτης Ε.Ρ.Ε., την διαση των απόψεων την πίεση αυτών των γεγονότων. Παράλδέχθηκε μια κυβέρτου πρωθυπουργού, νηση, που δύσκολο ληλα μ’ αυτά, σημειώθηκε και μια υπόκω- ακόμα και αν βασίείναι να ονομασθεί ζεται η κυβέρνηση φη διάσταση, η οποία είχε αρχίσει λίγα «υπηρεσιακή». Την σε κοινοβουλευτική εσχημάτισε ο Πανα- χρόνια πριν, μεταξύ του πρωθυπουργού πλειοψηφία, αλλά γιώτης Πιπινέλης, αυτό δεν είναι νοηπου ήταν στέλεχος Καραμανλή και των ανακτόρων. Η υπό- τό να συμβεί παρά της Ε.Ρ.Ε. και μέλος, κωφη αυτή διάσταση βρήκε την έκφρα- όταν η διαφωνία έχει μάλιστα, της κυβεραντικείμενο ένα μενήσεως Καραμανλή, σή της στη διαφωνία του Καραμανλή ως γάλο εθνικό ή ζωτικό που παραιτήθηκε. πρωθυπουργού για το ταξίδι του Παύλου θέμα για τη χώρα, Αυτό ήταν λάθος. και όχι ένα ταξίδι, και Πριν εξηγήσω, γιατί και της Φρειδερίκης στο Λονδίνο. -αν συμβεί- οφείλει πιστεύω ότι ήταν λάο ανώτατος άρχων, θος, οφείλω να πω, μετά την οριστική διότι ο Π. Πιπινέλης, στον στενό κύκλο των «επιτε- αφωνία, να καλέσει τους αρχηγούς των άλλων κομλών» της κυβερνήσεως Καραμανλή, όχι μόνο δεν μάτων, πρώτο τον αρχηγό της αξιωματικής (ή μείείχε υποστηρίξει, ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να ζονος) αντιπολιτεύσεως, οπότε εισέρχεται η χώρα γίνει το επίσημο ταξίδι των βασιλέων στο Λονδίνο, σε διαδικασίες, που καλείται να χειρισθεί, ως ρυθαλλά είχε πλειοδοτήσει στην άποψη του πρωθυ- μιστής του πολιτεύματος, πάντοτε όμως -και μόνοπουργού Κ. Καραμανλή, ότι το ταξίδι έπρεπε να με βάση τους γραπτούς ή άγραφους κανόνες της ματαιωθεί. Μόνος εγώ δεν πήρα, τότε, κατηγορη- κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. ματική αρνητική θέση και πήγα, μάλιστα, ένα πρω- Αυτά δεν έγιναν το καλοκαίρι του 1963. Δεν έγιναν, ινό στην κατοικία του Κ. Καραμανλή, πριν ανεβεί επειδή ο βασιλεύς διεφώνησε, τότε, με τον πρωστο Τατόι, όπου θα είχε την τελική, επάνω στο κρί- θυπουργό επάνω σ’ ένα θέμα, που, ακόμα και αν σιμο θέμα, συζήτηση με τον βασιλέα Παύλο, για να είχε δίκιο, δεν δικαιολογούσε την επιμονή του στη τον παρακαλέσω -ήταν παρών και ο Κωνσταντί- διαφωνία. Γι’ αυτό και δόθηκε μια λύση «κατ’ οικονος Τσάτσος- να μην παραιτηθεί, αν ο βασιλεύς θα νομίαν». επέμενε στην πραγματοποίηση του ταξιδιού. Επίστευα, ότι, αν ένα ταξίδι ανωτάτου άρχοντος μαται- Η άποψη του Καραμανλή ήταν ότι έπρεπε να αναωνόταν, επειδή υπήρχε το ενδεχόμενο μιας λαϊκής βάλουν το ταξίδι στη βρετανική πρωτεύουσα όπου αποδοκιμασίας, θάταν στο χέρι μερικών ομάδων τους είχε καλέσει επίσημα η βασίλισσα της Αγγλίας, λαού σε ξένες πρωτεύουσες να ματαιώνουν, με την ύστερα από το επεισόδιο που είχε γίνει λίγο καιρό προκαταβολική απειλή αποδοκιμασίας, κάθε μελ- πριν, όταν η βασίλισσα Φρειδερίκη ήταν ανεπίσημα λοντική εμφάνισή του στο εξωτερικό. Αλλά οφείλω στο Λονδίνο και έγινε ένα επεισόδιο εις βάρος της να πω, ότι -άσχετα από το θέμα της διαφωνίας με- εκ μέρους της κ. Αμπατιέλου και ορισμένων άλλων. ταξύ βασιλέως και πρωθυπουργού- ο Κ. Καραμαν- Είτε είχε δίκιο ο Καραμανλής είτε όχι, έπρεπε ο λής είχε πέρα για πέρα δίκιο, υποστηρίζοντας, ότι ο Παύλος να συμμορφωθεί, γιατί όταν δεν συμφωβασιλεύς, σε μια «βασιλευομένη» κοινοβουλευτική νεί ο υπεύθυνος πρωθυπουργός, ο οποίος βασίΔημοκρατία, πρέπει να συμμορφώνεται με την ει- ζεται και σε πλειοψηφία μέσα στη Βουλή, για μια σήγηση του υπεύθυνου πρωθυπουργού, αν -αφού ενέργεια των βασιλέων, δεν δικαιούται ο βασιλιάς πει τη γνώμη του και επιμείνει, έστω, στην υποστή- να φέρει αντίρρηση. Αν όμως φέρει αντίρρηση και ριξη της γνώμης του σε ιδιαίτερες συνομιλίες- δεν επιμείνει στην άποψή του, η φυσική έκβαση της διμεταπείσει τον πρωθυπουργό. Μπορεί, βέβαια, ο αφωνίας είναι η παραίτηση του πρωθυπουργού.

221


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ο Κ. Καραμανλής, αφού υπέβαλε την παραίτησή του, διευκόλυνε τον βασιλέα στη λύση, που δόθηκε στην κυβερνητική κρίση. Δεν ήθελε -στις ώρες, που ο «Ανένδοτος Αγών» της Ενώσεως του Κέντρου δεν είχε αφήσει άθικτο τον βασιλέα- να δοθεί στη διαφωνία του με το Στέμμα γενικώτερη πολιτική σημασία. Έφυγε από την Ελλάδα και δέχθηκε να στηριχθεί από την Ε.Ρ.Ε. η κυβέρνηση, που -με πρωθυπουργό ένα στέλεχος του κόμματος και χθεσινό υπουργό- θα εκάλυπτε, με την ευθύνη της, το ταξίδι των βασιλέων. Ο νέος πρωθυπουργός, ο Π. Πιπινέλης, όχι μόνο εκάλυψε το ταξίδι, που ως μέλος της κυβερνήσεως Καραμανλή είχε κρίνει, ότι θα έπρεπε να ματαιωθεί, αλλά και συνόδευσε τους βασιλείς στο Λονδίνο. Η σκέψη να ανατεθεί η προεδρία μιας κυβερνήσεως, που τελικός στόχος της ήταν η διενέργεια εκλογών, στον Π. Πιπινέλη ήταν -άσχετα και από όσα είπα παραπάνω- λάθος. Έπρεπε να θεωρηθεί εκ των προτέρων βέβαιο, ότι η κυβέρνηση αυτή ήταν πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές. Το έδειξε η εξέλιξη των γεγονότων. Ο βασιλεύς Παύλος έπρεπε -ήταν υποχρεωμένος, αν ήθελε να είναι πραγματικός και δίκαιος ρυθμιστής του πολιτεύματος- να ικανοποιήσει τον μόνον από τους όρους του αρχηγού του Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου για την αμερόληπτη διενέργεια εκλογών, που η ικανοποίησή του ήταν εξαρτημένη από τη βασιλική θέληση. Όλους τους άλλους όρους του Γ. Παπανδρέου τους απερρίψαμε -σε μια οδυνηρή σύσκεψη, που

έγινε υπό την προεδρία του βασιλέως- οι τρεις (Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, Παναγής Παπαληγούρας και εγώ), που απαρτίζαμε, κατά την απουσία του Κ. Καραμανλή, την προσωρινή διοικούσα επιτροπή της Ε.Ρ.Ε. Δεν ήταν διόλου παράλογοι και οι όροι αυτοί. Αλλά ήταν αντίθετοι προς το συμφέρον -το καλώς ή κακώς εννοούμενο συμφέρον- της Ε.Ρ.Ε., που αποτελούσε την πλειοψηφία της Βουλής. Ο Πιπινέλης και ο Ροδόπουλος οργίσθηκαν για την παραχώρηση, που έκαμε ο βασιλεύς στον Γεώργιο Παπανδρέου, όταν δέχθηκε να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Πιπινέλη με μια προεκλογική κυβέρνηση, που ο πρόεδρός της θα ήταν ξένος προς την πολιτική, ένας ανώτατος δικαστικός. Μειώθηκε, βέβαια, η Ε.Ρ.Ε. με την αλλαγή αυτή. Δεν θα είχε, όμως, μειωθεί, αν εξ αρχής ήταν πράγματι υπηρεσιακός ο πρωθυπουργός που θα οδηγούσε την χώρα στις εκλογές. Η κυβερνητική εκείνη αλλαγή έβλαψε την Ε.Ρ.Ε. στη σκέψη του κυμαινόμενου τμήματος εκλογέων, που δεν είχε διαμορφώσει οριστικά τον κομματικό προσανατολισμό του. Αλλά εγώ εθεώρησα ορθή την απόφαση του βασιλέως. Όταν, στη σύσκεψη, που έγινε στα Ανάκτορα, επρόβαλε ο Γ. Παπανδρέου τον ύστατο όρο του, που ήταν η κυβερνητική αλλαγή, δεν διετύπωσα σοβαρές αντιρρήσεις (είχαμε προσυνεννοηθει οι τρεις, που απαρτίζαμε την Διοικούσα Επιτροπή της Ε.Ρ.Ε., ότι θα ήμουν ο κύριος ομιλητής), και έδειξα μάλιστα, με τη στάση μου, κατανόηση. Πιστεύω, ότι έπραξα σωστά. Όταν οι πολιτικοί σκέπτονται μόνο -και πάντοτε- το συμφέρον του κόμματος, παραμελούν (κι’

222


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αυτό, σε τελευταία ανάλυση, δεν γίνεται ούτε για το ίδιο το κόμμα τους ατιμωρητί) το συμφέρον των θεσμών. Ο Πιπινέλης και ο Ροδόπουλος (και μερικοί άλλοι) δεν συμφωνούσαν ούτε αργότερα, όταν ανέλαβα την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε., με τις απόψεις μου και

με τη στάση μου, ιδιαίτερα από τον Δεκέμβριο 1966 και πέρα. Ο πρώτος πολέμησε τις απόψεις μου και φανερά στις συνεδριάσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ε.Ρ.Ε., που την συγκαλούσα συχνά, δίνοντας πλήρη δημοκρατική ελευθερία γνώμης στα μέλη της.

Θα αποκαλύψω τώρα κάτι που συνέβη πριν ορκιστεί ο Πιπινέλης πρωθυπουργός. Μου τηλεφωνεί στο γραφείο του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως, που ήταν τότε στα Παλαιά Ανάκτορα, ο Σοφ. Βενιζέλος και μου λέει ότι πρέπει να μπούμε σε μια περίοδο υφέσεως, πρέπει να σταματήσει αυτή η ανωμαλία που υπάρχει στον τόπο. Με τη μεσολάβηση μάλιστα κάποιων κοινών φίλων, έγιναν συνεννοήσεις μεταξύ μας να σχηματιστεί μια κυβέρνηση υπό τον Σοφ. Βενιζέλο με τη συμμετοχή τη δική μου και της Ε.Ρ.Ε. Ο Σοφ. Βενιζέλος θα επιχειρούσε να έχει τη σύμφωνη γνώμη του Γ. Παπανδρέου ή και αν δεν συμφωνούσε, εκείνος θα προχωρούσε, γιατί τον κατείχε μεγάλη ανησυχία για την εξέλιξη των πραγμάτων στον τόπο. Διέβλεπε ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αγαθό αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, εγώ δεν μπορούσα -και το διεμήνυσα στον Σοφ. Βενιζέλο- να πάρω την απόφαση αυτή, παρά μόνο αν συμφωνούσε ο Καραμανλής ως αρχηγός του κόμματος. Είχα δεχτεί να είναι ο Σοφ. Βενιζέλος πρωθυπουργός -μολονότι αν δεν δεχόταν την πρόταση ο Παπανδρέου, η κυβέρνηση θα απαρτιζόταν κυρίως από στελέχη της ΕΡΕ- και εγώ να γίνω αντιπρόεδρος. Δεν συνεζήτησα το θέμα με τον Καραμανλή. Αλλά πληροφορήθηκα ότι αντέδρασε όταν του είπαν σχετικά μ αυτό το ενδεχόμενο. Δεν ευοδώθηκε, λοιπόν, η προσπάθεια αυτή, για την οποία είχε ενημερωθεί και ο βασιλεύς Παύλος και είχε δηλώσει ότι συμφωνεί. Πελοπόννησος, Κυριακή 13 Οκτωβρίου 1963.

223


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ κ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ Εγκαινιάζομεν σήμερον, με την βοήθειαν του Θεού, το κέντρον του αγώνος της ΕΡΕ εις τον νομόν Αχαΐας και ειδικώτερον είς την πρωτεύουσαν αυτού, την αγαπητήν μου γενέτειραν. Είμαι ευτυχής και υπερήμανος, διότι μου επεφυλάχθη και πάλιν η τιμή να απευθύνω προς τους συμπολίτας μου το προσκλητήριον του αγώνος. Το προσκλητήριον έχει, εις την προκειμένην περίπτωσιν, νόημα ιδιαιτέρως βαρύ. Ο αγών, ο οποίος αρχίζει, δεν είναι συνήθης εκλογικός αγών. Το πανελλήνιον σύνθημα το έδωσεν ήδη, κατά την παρελθούσαν Κυριακήν, εν Θεσσαλονίκη ο αρχηγός της ΕΡΕ. Ομίλησε, βεβαίως, περί του επιτελεσθέντος κατά τα τελευταία έτη έργου, έργου μεγάλου και πολυμόρφου, δι’ ου ετέθησαν αι βάσεις μιας νέας ελληνικής πραγματικότητος. Δεν ετέθησαν μάλιστα μόνον αι βάσεις. Ήρχισεν ήδη ανεγειρόμενον το οικοδόμημα του ελληνικού μέλλοντος.

224


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Και είπεν ο αρχηγός της ΕΡΕ πώς βλέπει την συνέχειαν της μεγάλης δημιουργικής προσπαθείας, στρέψας ιδιαιτέρως το βλέμμα του προς το ωραιότερον τοπίον της ελληνικής ζωής, προς την Παιδείαν. Και κατ’ αυτήν ακριβώς την στιγμήν ομιλεί ο αρχηγός της ΕΡΕ εις τας Σέρρας, αναπτύσσων ειδικώτερον όσα έπραξε και όσα σκέπτεται να πράξη εις το μέλλον δια τον αγρότην και τον γεωργόν και δη εν συναρτήσει προς το πρόβλημα της οργανικής μετακινήσεως του πληθυσμού από την πιεζομένην ύπαιθρον προς τα εντατικώς οργανούμενα κέντρα βιομηχανικής αναπτύξεως. Είναι μεγάλα τα προβλήματα του μέλλοντος, αλλά δι’ αυτό και αι λύσεις, επιτυγχανόμεναι βαθμιαίως, θα είναι ριζικαί. Και έχομεν δια πρώτην φοράν αποκτήσει όλοι μας -οι πολιτικοί, οι τεχνικοί και οι καθ’ οιονδήποτε τρόπον υπεύθυνοι- την πείραν των μεγάλων και αποφασιστικών βημάτων εις την ζωήν της οικονομίας. Αλλά ο αρχηγός της ΕΡΕ υπεχρεώθη υπό των πραγμάτων να επισημάνη εν Θεσσαλονίκη το βαρύ γεγονός, ότι εισήλθομεν εις στάδιον αγώνος, ο οποίος δεν ανήκει εις τους συνήθεις εκλογικούς αγώνας. Ενώ η χώρα έβαινε προς την ολοκλήρωσιν της επί έτη καταβληθείσης, με την άμεσον συνδρομήν και τον σκληρόν μόχθον του λαού, αναδημιουργικής προσπαθείας, ανέκυψεν από διετίας μέγα πολιτικόν θέμα. Εάν δεν αντιμετωπισθή το θέμα τούτο αποφασιστικώς υπό του λαού κατά τας επικειμένας εκλογάς, θα διακυβευθή ολόκληρον το επιτελεσθέν μέχρι τούδε έργον, αλλά και αυτή η υπόστασις της Δημοκρατίας, ως και η γαλήνη και η ασφάλεια της χώρας. Κατά τα δύο τελευταία έτη εκλονίσθησαν τα βάθρα του πολιτεύματος. Η μειοψηψία, ανίκανος να συλλάβη την αποστολήν, την οποίαν καλείται να εκπληρώση εις τα πλαίσια της Δημοκρατίας, έθεσεν εις εφαρμογήν την τακτικήν εκβιασμών έναντι όλων των παραγόντων της πολιτείας. Η Δημοκρατία -εξ ορισμού ευαίσθητος, όπως είναι ευαίσθητον παν ό,τι είναι πολύτιμον- υπέστη, κατ’ ανάγκην ιστορικήν, αφ’ ης ενεφανίσθη ο κομμουνισμός, κίνημα εκ πεποιθήσεως αντιδημοκρατικόν, δοκιμασίαν σκληράν. Αλλ’ ενεφανίσθη ήδη και εθνικόφρων μειοψηφία συναγωνιζόμενη τον κομμουνισμόν εις ανωμάλους και εκβιαστικάς ενεργείας. Αυτό είναι το μέγα πολιτικόν πρόβλημα, το οποίον καλείται ο Ελληνικός λαός να λύση δια της ψήφου του την 3ην Νοεμβρίου. Καλείται όχι μόνον να δώση πλειοψηψίαν εις την ΕΡΕ, εγκρίνων το έργον, το οποίον επετέλεσε, ως και το πρόγραμμα της συνεχίσεως αυτού εις το μέλλον. Καλείται να δώση πλειοψηφίαν εις την ΕΡΕ εξαιρετικώς μεγάλην και συντριπτικήν εις βάρος εκείνων, οι οποίοι, αδιαφορούντες δια την γαλήνην και την ασφάλειαν της χώρας, ετόλμησαν να εξέλθουν από τα δημοκρατικά πλαίσια της κριτικής και του έλεγχου. Ημείς είμεθα βέβαιοι, ότι θα έχωμεν απόλυτον πλειοψηφίαν. Αυτό αρκεί εις την ΕΡΕ ως κόμμα, αλλά δεν αρκεί προς αποτροπήν των κινδύνων, οι οποίοι απειλούν το πολίτευμα και την γαλήνην της χώρας. Εφιστώ ιδιαιτέρως την προσοχήν σας, αγαπητοί συμπολίται, επί του σημείου αυτού. Το μέγα πολιτικόν πρόβλημα δεν είναι, εάν θα κληθή αύριον και πάλιν εις την διακυβέρνησιν της χώρας η ΕΡΕ. Το μέγα πρόβλημα είναι το ακόλουθον: Εάν θα επανέλθη η μειοψηφία εις τον δημοκρατικώς καθωρισμένον χώρον της αντιπολιτεύσεως ή θα εξακολουθήση κλονίζουσα, με την τακτικήν των εκβιασμών, το πολίτευμα. Δια να επανέλθη εις τον χώρον, ο οποίος ανήκει εις αυτήν, δεν αρκεί δυστυχώς η συνείδησις του δημοκρατικού καθήκοντος, αλλά πρέπει να υποστή συντριπτικήν ήτταν. Και θα την υποστή. Ο Ελληνικός λαός ζητεί γαλήνην, ασφάλειαν και συνέχισιν της σημειουμένης από ετών προόδου. Καλώ τον λαόν των Πατρών και ολοκλήρου του νομού Αχαΐας να πρωτοστατήση εις την απόφασιν, όπως επιβληθή η δημοκρατική τάξις και το πνεύμα της ομαλότητος. Η Δημοκρατία θα νικήση. Θα νικήση, όπως το ζητεί το αληθές πνεύμα της. Η Δημοκρατία δεν είναι «άναρκτος βίος». Είναι Νόμος. Και ο Νόμος της Δημοκρατίας θα επιβληθή.

225


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Τη νύχτα των αποτελεσμάΤο αποτέλεσμα των εκλοΣτις εκλογές, λοιπόν, της των ήμουνα στο σπίτι του (Κ. γών είναι γνωστό. Στις 3 Νοεμβρίου 1963 η Ε.Ρ.Ε. ήρθε 3ης Νοεμβρίου 1963 δεν κέρ- Καραμανλή). Κατά τις 3-4 το πρωί, όταν είχαμε μείνει ο δεύτερη. Η Ένωση Κέντρου δισε κανένα κόμμα. Η Ένωση δεν πήρε απόλυτη πλειοψηεπί του Τύπου γραμματέας φία ούτε στο λαό ούτε στη Κέντρου πήρε 42%, η Ε.Ρ.Ε. του Ζαχαράκης, ο μακαρίτης Αντωνακάκης, εξαίρετος Βουλή, αλλά ήρθε πρώτο 39%, η ΕΔΑ 14% και έτσι καδημοσιογράφος της «Καθηκόμμα. Ο Καραμανλής, ο οποίος νένα από τα κόμματα δεν είχε μερινής», η κ. Ρολλάνδου είχε επιστρέψει, παρά τη και εγώ, και όταν εθεωρείτο πλειοψηφία στη Βουλή. πια βέβαιο ότι η Ε.Ρ.Ε. ερχόδιάθεση που επέδειξε να αποσυρθεί, διεξήγαγε τον ταν δεύτερο κόμμα, ο Καρααγώνα στην προεκλογική εκείνη περίοδο με μεγάλη μανλής μάς είπε ότι παραιτείται και έδωσε εντολή συγκράτηση. Είναι, άλλωστε, πάντα πολύ συγκρα- μπροστά μας στον Ζαχαράκη να τηλεφωνήσει και τημένος. Απέφυγε να δώσει στο λαό οποιεσδήπο- να ανακοινώσει την απόφασή του στις εφημερίδες. τε υποσχέσεις. Θυμάμαι ότι όταν πήγε στο Βόλο, Ριχτήκαμε όλοι επάνω του και κατά τις 5 το πρωί τον παρακάλεσαν οι τοπικοί παράγοντες να πει τον μεταπείσαμε. Θύμωσε λιγάκι που του είπα να στο λόγο του ότι θα ικανοποιούσε ένα αίτημα των το ξανασκεφτεί και μου είπε: «Αφού θέλεις να το κατοίκων. Εκείνος όμως θύμωσε και στη διάρκεια ξανασκεφτούμε, έλα στις 10 το πρωί να πάμε στην της ομιλίας του είπε το αντίθετο. Δεν ήθελε βέβαια Κηφισιά και να το συζητήσουμε». να χάσει τις εκλογές, αλλά πρέπει να πω εδώ ότι η Μόλις πρόλαβα να κοιμηθώ 2-3 ώρες και πράγματι φύση του Καραμανλή ήταν πάντα αντιδημαγωγική. συναντηθήκαμε το πρωί, κάναμε βόλτες στην ΚηφιΑπό την άλλη μεριά, δεν ήθελε να δώσει υποσχέσεις σιά επί δύο ώρες και τελικά πείστηκε να μείνει. για οικονομικές παροχές, γιατί έκρινε πως δεν έπρε- Εγώ όμως καταλάβαινα πως η απόφασή του ήταν πε να εξουδετερώσει ένα μεγάλο κέρδος που είχε η ακλόνητη. Υποχώρησε εκείνη τη στιγμή προσωριπολιτεία του στη διάρκεια των τελευταίων ετών: το νά, αλλά είχε αποφασίσει οπωσδήποτε να παραιτηκέρδος ενός προϋπολογισμού, ο οποίος είχε αφήσει θεί. Μέσα του, βέβαια, δεν μπορεί κανένας να μπει, φαντάζομαι όμως ότι υπήρχαν και τα δύο κίνητρα. περίσσευμα. Πράγμα σπανιότατο στην Ελλάδα. Δηλαδή, το κίνητρο να αποφύγει περαιτέρω συνέχεια στη διάστασή του με το βασιλιά, αλλά και η πικρία του για το ότι ο ελληνικός λαός του αφαίρεσε τη δυνατότητα να συνεχίσει το έργο του, ύστερα από τόσες υπηρεσίες που πρόσφερε στον τόπο. Η αναστολή της αποφάσεώς του είχε ως αποτέλεσμα και ένα άλλο γεγονός που ενισχύει την πρώτη εκδοχή. Ανέβηκαν στο βασιλιά πρώτος ο Παπανδρέου, δεύτερος ο Καραμανλής. Στη συζήτηση που είχε, ενώπιον και του διάδοχου τότε Κωνσταντίνου, ο Καραμανλής -όπως τουλάχιστον μου διηγηθηκε ο ίδιος- παρακάλεσε το βασιλιά να μην καταλήξει στην ανάθεση της εντολής στον Παπανδρέου που δεν είχε απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, πριν συνεννοηθεί εκ νέου μαζί του. Την επομένη, ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε το σχηματισμό κυβερνήσεως στον Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτό το περιστατικό, όπως τουλάχιστον μου το διηγήθηκε ο Καραμανλής, συνέβαλε στο να οριστικοΕγώ όμως καταλάβαινα πως η απόφασή του ήταν ακλόνητη. ποιηθεί η απόφασή του να αποχωρήσει.

226


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Την ικανοποίηση του αιτήματος του Γεωργίου Παπανδρέου, τον Σεπτέμβριο 1963, για την αντικατάσταση της κυβερνήσεως Πιπινέλη με μιαν άλλη προεκλογική κυβέρνηση, την είχα θεωρήσει ως ορθή και αναγκαία παραχώρηση του βασιλέως Παύλου και για να κοπάσει κάπως ο «Ανένδοτος Αγών», που -όποια και αν υπήρξαν τα αίτια και οι αφορμές του- εκλόνιζε τα βάθρα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η φροντίδα μου για την Δημοκρατία, που κλονιζόταν, ήταν -και πιστεύω, ότι έπρεπε να είναι- μεγαλύτερη από την φροντίδα για ένα παροδικό και περιστασιακό συμφέρον της Ε.Ρ.Ε. Αν είχε, άλλωστε, φθάσει η ώρα -και είχε, για πολλούς άλλους λόγους, φθάσει- να μειωθεί σοβαρά το υπέρ της Ε.Ρ.Ε. λαϊκό ρεύμα, η προεκλογική εκείνη κυβερνητική αλλαγή πρόσθεσε απλώς μιαν αφορμή για τη μείωση αυτή, που -χωρίς τους άλλους λόγους, που την προκάλεσαν- θάταν ανεπαίσθητη. Αλλά ο βασιλεύς Παύλος προχώρησε, μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, σε παραχωρήσεις προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, προς την Ένωση του Κέντρου, που ξεπέρασαν τα όρια της αμεροληψίας και επηρέασαν σοβαρά το αποτέλεσμα των εκλογών της 16ης Φεβρουαρίου 1964. Στο μεγάλο υπόμνημα, που υπέβαλα στον βασιλέα Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο 1966, έγραφα (σελ. 3): «Ήτο, τάχα, υποχρεωμένος ο βασιλεύς (Παύλος) να αναθέση την κυβέρνησιν, μετά την 3ην Νοεμβρίου 1963, εις τον κ. Παπανδρέου; Όχι. Εδικαιούτο όμως να το πράξη. Αλλ’ εδικαιούτο να το πράξη υπό μίαν μοναδικήν προϋπόθεσιν: ότι ο κ. Παπανδρέου θα εδέχετο να αναλάβη προκαταβολικά την υποχρέωσιν, εάν δεν ελάμβανε, ως πρωθυπουργός μονοκομματικής κυβερνήσεως, ψήφον εμπιστοσύνης, να βοηθήση εις τον σχηματισμόν κυβερνήσεως συνασπισμού. Ο κ. Παπανδρέου όμως... εδήλωσεν εις τον βασιλέα -και εδήλωσεν, ολίγας ημέρας αργότερον, και δημοσία- ότι, εάν δεν θα κατώρθωνε να σταθή εις την Βουλήν, αποσπών τον αναγκαίον αριθμόν βουλευτών από την Ε.Ρ.Ε.» (ή από την ΕΔΑ, από οποιοδήποτε κόμμα)-, «ήτο αποφασισμένος, αποκλείων κάθε συνεργασίαν με άλλο κόμμα, να εκβιάση νέας εκλογάς. Με τας προθέσεις αυτάς, που είχε την ειλικρίνειαν να διακηρύξη προς τα άνω και προς τα κάτω, δεν επετρέπετο να λάβη την εντολήν σχηματισμού κυβερνήσεως και να κυβέρνηση επί οκτώ εβδομάδας την χώραν. Έπρεπε να του είχε λεχθή, ότι -αφού σκοπός του δεν ήτο να σεβασθή την Βου-

λήν» (μη λησμονούμε ότι η Βουλή εκείνη διερμήνευε την πιο νωπή ετυμηγορία του Λαού) «και εζήτει, εάν δεν έφευγαν μερικοί βουλευταί από την Ε.Ρ.Ε., να την διαλύση- δεν ήτο δυνατόν να σχηματίση κυβέρνησιν. Δικαίωμά του ήτο να μη θέλη να σεβασθή την Βουλήν και να θέλη να την διαλύση πριν καν λειτουργήση. Αλλά δεν επρεπε, εν τοιαύτη περιπτώσει, να σχηματίση κυβέρνησιν. Έπρεπε να ανατεθή, μετά την δήλωσίν του αυτήν, η κυβέρνησις εις το δεύτερον κατά σειράν κόμμα -κόμματα μειοψηφίας ήσαν, άλλως τε, και το πρώτον και το δεύτερον-, που ήτο πρόθυμον να δηλώση ότι θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν δια να διατηρήση, με συμβιβασμούς προς άλλα κόμματα, τον βίον της Βουλής, ή έπρεπε να διοικήση την χώραν, μέχρι της συγκλήσεως της Βουλής, υπηρεσιακή κυβέρνησις...». Υπάρχει κάποια ασάφεια σ’ ένα σημείο της περικοπής αυτής. Έγραψα, ότι η Ε.Ρ.Ε., που είχε αναδειχθεί δεύτερο κόμμα (με σχετικά μικρή διαφορά ψήφων από το πρώτο), ήταν «πρόθυμη» να καταβάλει προσπάθεια για την διατήρηση εν ζωή της Βουλής, που μόλις είχε προκύψει από τις εκλογές και δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί σε σώμα. Η προσπάθεια αυτή μπορούσε να γίνει -αυτό δεν το διευκρίνισα στο υπόμνημά μου- είτε όταν θα ελάμβανε την εντολή, είτε αφού θα εσχημάτιζε κυβέρνηση και εμφανιζόταν στη Βουλή. Το πρώτο θα ήταν ορθότερο, αλλά και το δεύτερο δεν θα ήταν ίσως αντίθετο προς το πνεύμα τού κοινοβουλευτισμού. Μια άλλη διευκρίνιση είναι, επίσης, αναγκαία. Θα ήταν, τάχα, πρόθυμη η Ε.Ρ.Ε., όσο ήταν ακόμα αρχηγός της ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, να δηλώσει (όπως

Ο αρχηγός της ΕΡΕ απευθύνεται στους βουλευτές του κόμματος.

227


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

έγραψα στο υπόμνηΑύγουστο του 1963, Αν και μου ήταν συνειδητό, ότι η όταν βρισκόταν στην μα), ότι «θα καταβάλη κάθε προσπάθειαν δια ικανοποίηση του αιτήματος του Γ. Πα- Ελβετία, και χρειάσθηκε τότε μεγάλη να διατηρήση, με συμπανδρέου για την αλλαγή της προβιβασμούς προς άλλα πίεση για να μεταπεικόμματα, τον βίον της εκλογικής κυβερνήσεως θα είχε δυ- σθεί, και ακόμα εντονώτερα εκδηλώθηκε Βουλής»; Δεν είμαι βέσάρεστες επιπτώσεις για την Ε.Ρ.Ε., βαιος. Το πιο πιθανό η αποκρυσταλλωμένη είναι, ότι -αν προέκυ- συμφώνησα μέσα μου με τη στάση του μέσα του πρόθεση τη πτε η ανάγκη να γίνει νύχτα των εκλογών βασιλέως, επειδή θεωρούσα το αίτημα μια τέτοια δήλωση- ο της 3ης Νοεμβρίου, Κ. Καραμανλής θα δι- του Γ. Παπανδρέου λογικό και την ικα- όταν τα αποτελέσματα έφερναν δεύτερο κόμευκόλυνε τις εξελίξεις, αποχωρώντας από νοποίησή του επιβεβλημένη. μα την Ε.Ρ.Ε. Δεν θα την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε., εξετάσω εδώ ή, σωόπως και το έπραξε, όταν εσχημάτισε κυβέρνηση στότερα, δεν θα επιχειρήσω να διαγνώσω όλους ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η πρόθεσή του να απο- τους λόγους, που έκαμαν τον Κ. Καραμανλή να χωρήσει -και να ξενιτευθεί- είχε εκδηλωθεί και τον επιθυμεί να εγκαταλείψει την ηγεσία του κόμματος

1959 - 1966. Αυτή είναι η περίοδος, η οποία μας χώρισε. Μας χώρισε και μας έκανε αντιπάλους. Εγώ ασκούσα επί ορισμένα έτη τα καθήκοντα του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως της Ε.Ρ.Ε., με πρόεδρο της Κυβερνήσεως τον κ. Καραμανλή, και έπειτα, μετά το 1963, μετά τον Νοέμβριο του 1963, είχα διαδεχθεί τον κ. Καραμανλή στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. Είχαν διεξαχθεί τότε σκληροί αγώνες στην αίθουσα αυτή (της Βουλής). Υπήρξαμε πολλές φορές βίαιοι ο ένας ή ο άλλος ή και οι δύο μαζί το ίδιο βράδυ. Γιατί τότε συνηθιζόταν οι απαντήσεις να δίνονται αμέσως. Τότε δεν ανεβάλλετο η συνεδρίαση, επειδή είχε φθάσει η ώρα 11 ή μεσάνυχτα. Και δεν ζητούσε ο κάθε αρχηγός να είναι η ώρα κατάλληλη, για να δημοσιευθούν οι λόγοι στις εφημερίδες. Τότε ανεβαίναμε στο Βήμα αμέσως. Ο Παπανδρέου, ως πρωθυπουργός της πρώτης Κυβερνήσεως που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963, εμφανίστηκε ενώπιον της Βουλής, για να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Μόλις τέλειωσε -και φυσικά ήταν υποχρεωμένος να διαβάσει το κείμενο, γιατί αυτό είναι μακρά παράδοση, που οφείλεται στο γεγονός ότι υποτίθεται, πως πρέπει να ξέρουν όλα τα μέλη τού Υπουργικού Συμβουλίου το κείμενο που θα διαβάσει- αφού τέλειωσε, ανέβηκα εγώ στο Βήμα. Δεν ζήτησα αναβολή για την επομένη και απάντησα το ίδιο βράδυ επί 3/4 περίπου της ώρας και αρκετά βίαια. Τότε, ευχαριστημένος ο Γεώργιος Παπανδρέου, γύρω στα μεσάνυχτα, ανέβηκε στο Βήμα. Ευχαριστημένος, γιατί ήταν βέβαιος -είχε αυτή τη μεγάλη αυτοπεποίθηση- ότι θα με κεραυνοβολούσε. Αλλά, άσχετα απ’ αυτό, ήταν ευχαριστημένος, γιατί δεν ήταν υποχρεωμένος να διαβάσει ένα κείμενο και εξεφώνησε ένα έξοχο λόγο. Έτσι γινόταν τότε και εύχομαι να ξαναρχίσει αυτή η τακτική, να μη γίνεται διαρκώς η αναβολή και να επιλέγουμε τις ώρες. Έχω μιλήσει πολλές φορές ως αρχηγός της Αντιπολιτεύσεως τα μεσάνυχτα και μετά τα μεσάνυχτα και, επίσης, ως αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, εκπροσωπώντας τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Αυτή ήταν, λοιπόν, η περίοδος, κατά την οποία είμασταν αντίπαλοι. Σας παρακαλώ να πιστέψετε ότι, παρά το γεγονός ότι είμασταν αντίπαλοι, ούτε μια στιγμή δεν επαύσαμε να είμαστε φίλοι. Δεν επαύσαμε ούτε μια στιγμή, εγώ μεν να είμαι αγαπητός του φίλος, εκείνος δε να είναι σεβαστός και αγαπητός μου φίλος.

228


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

και την Ελλάδα. Δεν θεωρώ ορθό να το πράξω. Ό,τι ενόμισε ο ίδιος, ότι έπρεπε να πει, το είπε στην επιστολή, που -φεύγοντας από την Ελλάδα- έδωσε στη δημοσιότητα. Στην ίδια επιστολή υπέδειξε στην κοινοβουλευτική ομάδα εμένα ως διάδοχό του, πράγμα που και απεφάσισε η κοινοβουλευτική ομάδα παμψηφεί. Δεν νομίζω, ότι έχω το δικαίωμα να προσθέσω ούτε την παραμικρή λέξη σε όσα εθεώρησε ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής αναγκαίο να πει δημοσία. Ούτε θέλω να εξετάσω, ποιες θα ήταν οι εξελίξεις της πολιτικής μας ζωής στα επόμενα χρόνια, αν ο Κ. Καραμανλής δεν αποχωρούσε από την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. και δεν έφευγε από την Ελλάδα. Είναι σχεδόν αδύνατο να εξετάσω το θέμα αυτό αντικειμενικά, αφού τη θέση του στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. -και το βάρος της ευθύνης, σε μιαν από τις δυσκολώτερες περιόδους της πολιτικής ιστορίας μας- ανέλαβα εγώ.

Στη συνέχεια του υπομνήματός μου του Ιανουαρίου 1966, έλεγα στον βασιλέα Κωνσταντίνο, ότι -αφού δόθηκε, μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, η εντολή στον Γεώργιο Παπανδρέου, παρά την δεδηλωμένη πρόθεσή του να προκαλέσει τη διάλυση της Βουλής, που δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί σε σώμα- έπρεπε ο βασιλεύς Παύλος να είχε συστήσει στον αρχηγό της Ενώσεως του Κέντρου να διαχειρισθεί την εξουσία, μέχρι της στιγμής που θα εμφανιζόταν στη Βουλή, ως «υπηρεσιακή» κυβέρνηση. Παραθέτω δυο φράσεις, που περιέχονται στο υπόμνημα εκείνο (σελ. 4): «Αφού εσχημάτισε κυβέρνησιν (ο Γ. Παπανδρέου), έπρεπε τουλάχιστον να παρεμποδισθή, πριν η εμφανισθή εις την Βουλήν, να διαθέση κατά την ελευθέραν κρίσιν του τα περισσεύματα, που είχεν αφήσει η κυβέρνησις της Ε.Ρ.Ε., και που μόνον κυβέρνησις πλειοψηφίας επετρέπετο να διαθέση, έπρεπε να παρεμποδισθη

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος με το Γεώργιο Παπανδρέου στην κατοικία του τελευταίου στο Καστρί

229


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος να θεσπίση και παγίας μάλιστα επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού». Αμέσως μετά τις εκλογές έγινε και κάτι άλλο. Όταν συνήλθε η Βουλή και ο Παπανδρέου ως πρωθυπουργός υπέδειξε τον Νόβα ως πρόεδρο της Βουλής, σημειώθηκε μια μυστική και αθέατη αποστασία: δεν ψηφίστηκε ο υποψήφιος που υπέδειξε. Ο Παπανδρέου εξοργίστηκε. Έκανε μια δήλωση θαυμάσια τη στιγμή εκείνη. Η ψηφοφορία επαναλήφθηκε και τελικά βγήκε ο Νόβας. Αλλά τι ήταν αυτό; Ήταν μια επισήμανση από τους βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου ότι δεν είναι άρρηκτα ενωμένο κόμμα. Αυτό που υποψιαζόταν το 1961 ο ελληνικός λαός και δεν έφερε την Ένωση Κέντρου πρώτο κόμμα, βγήκε αληθινό. Υπήρχαν μερίδες μέσα στην Ένωση Κέντρου, πράγμα εξάλλου αναπόφευκτο όταν ένα κόμμα είναι μεγάλη παράταξη, δηλαδή όταν υπερβαίνει το 10 ή το 20% του ελληνικού λαού. Και σήμερα υπάρχουν πτέρυγες στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ. Το ίδιο συνέβη και με το «Συναγερμό» το 1952. Υπήρχαν διάφορες πτέρυγες, και στη δεδομένη στιγμή ο Σπ. Μαρκεζίνης με παραπάνω από 30 βουλευτές ίδρυσε άλλο κόμμα. Έκανε αποστασία. Αυτά έχουν συμβεί πολύ συχνά όχι μόνο στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αλλά και σε κοινοβούλια πολλών άλλων χωρών. Το 1931, αν θυμάμαι καλά, ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος Μακ Ντόναλντ αποστάτησε από το ίδιο το κόμμα του και έμεινε πρόεδρος Συντηρητικής κυβερνήσεως και τον ακολούθησαν κορυφαία στελέχη, όπως ο Σνόουντεν. Αυτή ήταν η πρώτη εκδήλωση αποστασίας στην Ένωση Κέντρου. Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν εκείνοι που υποκινούσαν την αποστασία. Μπορεί ο Γ. Παπανδρέου να ήξερε, αλλά εγώ δεν θέλησα ποτέ να τον ρωτήσω. Το καλοκαίρι του 1964 ήταν ένα πάρα πολύ θερμό καλοκαίρι από απόψεως κυπριακού προβλήματος. Οι Τούρκοι βομβάρδισαν ένα χωριό της Κύπρου. Τα πράγματα έφτασαν σε σημείο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση Ελλάδος-Τουρκίας. Από την άλλη μεριά, στην Ελβετία βρισκόταν ο τέως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άτσεσσον, ο οποίος έκανε προτάσεις για τη λύση του Κυπριακού. Και, παρά το γεγονός της αντιθέσεως που υπήρχε μεταξύ της ΕΡΕ και της κυβερνήσεως, ο Παπανδρέου

είχε δώσει εντολή στο υπουργείο Εξωτερικών να κατατοπίζομαι λεπτομερώς. Στην πιο κρίσιμη ώρα έγινε μια σύσκεψη στα Ανάκτορα υπό την προεδρία του βασιλέως Κωνσταντίνου, στην οποία ζήτησε ο Παπανδρέου να κληθώ και εγώ ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Στη σύσκεψη αυτή έλαβαν μέρος ο τότε υπουργός Εξωτερικών και ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης. Παρίστατο ακόμη ο πρέσβης Μπίτσιος, ο οποίος κρατούσε σημειώσεις. Εκεί ο Παπανδρέου εξέθεσε τις απόψεις του για τη λύση του Κυπριακού. Πρότεινε μια εναλλακτική λύση. Έσπευσα να πω ότι συμφωνώ μαζί του. Ότι θα υιοθετήσω την άποψή του, έστω κι αν θα έχω αντιδράσεις στην ΕΡΕ. Έτσι τον ενεθάρρυνα να προχωρήσει. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να προχωρήσει, γιατί τη μία λύση την απέκλειε ο Μακάριος, και κυρίως γιατί την απέκλειε η Άγκυρα, και η άλλη δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Μνημονεύω αυτό το γεγονός, για να δείξω πως σε περιόδους που υπάρχει μεγάλη αντίθεση μεταξύ των κομμάτων, πρέπει η αντίθεση να παραμερίζεται μπροστά στο εθνικό συμφέρον και να μη γίνεται δημαγωγική αντιπολίτευση. Θα μπορούσα να επιφυλαχθώ τότε, και σε περίπτωση που ο Παπανδρέου θα επέλεγε τη μία ή την άλλη λύση να κάνω δριμύτατη επίθεση στη Βουλή. Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Δεν θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες σχετικά με την περίοδο εκείνη. Η άσκηση από μένα της ηγεσίας της ΕΡΕ ήταν τέτοια καθ’ όλο εκείνο το διάστημα μέχρι το 1967, ώστε η ΕΡΕ είχε μια συνεχή και έντονη παρουσία. Κέρδισε τις εκλογές στις μισές φοιτητικές οργανώσεις. Αύξησε αναμφισβήτητα τη δύναμή της. Η κριτική, που εθεώρησα αναγκαίο, στο υπόμνημα του Ιανουαρίου 1966, να διατυπώσω για τη στάση του βασιλέως Παύλου μετά τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963, ενόχλησε πολύ τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Οφείλω, όμως, αμέσως να προσθέσω, ότι οι πολύ πιο αυστηρές κρίσεις, που διετύπωσα για τη στάση και τις πρωτοβουλίες του ίδιου του βασιλέως Κωνσταντίνου το καλοκαίρι του 1965, δεν τον επείραξαν ή δεν μου έδειξε, ότι τον είχαν πειράξει. Η λατρεία, που έτρεφε για τον πατέρα του, άνδρα πράγματι αξιαγάπητο και προικισμένο με πολλές ανθρώπινες αρετές, τον έκανε να μη θέλει να ξεχωρίσει τον βασιλέα από τον πατέρα, και έβλεπε αλάθητο τον βασιλέα, επειδή ως πατέρας -γενικά ως

230


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

οικογενειάρχης- ήταν με κατετόπιζε, ως αρΌλα αυτά συνετέλεσαν στο να χηγό της «μείζονος» πράγματι υποδειγματικός. Για τις δικές του, ανεβεί η Ένωση Κέντρου το 1964 στο αντιπολιτεύσεως, συαντίθετα, πράξεις και στηματικά -μέσω του 52% και να πέσει η ΕΡΕ από 38% σε πρωτοβουλίες, που υπουργού των Εξωτεστις 15 Ιουλίου 1965 35%. Τη νύχτα των εκλογών της 16ης ρικών Σταύρου Κωστοοδήγησαν σε μια μεπούλου- στις εξελίξεις Φεβρουαρίου του 1964 κάλεσα στις γάλη πολιτική περιτου Κυπριακού, αλλά πέτεια, δέχθηκε ο βα- 3-4 το πρωί τους δημοσιογράφους και σε μια σύσκεψη, που σιλεύς Κωνσταντίνος έγινε, υπό την προείπα ότι οι εκλογές έγιναν κατά τρόπο την κριτική μου, χωρίς εδρία του βασιλέως, να δείξει διόλου, ότι άμεμπτο και ότι η ΕΡΕ υπό την ηγε- με συμμετοχή και των είχε ενοχληθεί. υπουργών Εξωτερικών Η 15η Ιουλίου 1965 σία μου θα ασκήσει μια αντιπολίτευ- (Στ. Κωστοπούλου) αιφνιδίασε και μένα. ση μέσα στα όρια της συνταγματικής και Εθνικής Αμύνης Ο σημερινός αρχηγός (Πέτρου Γαρουφαλιά), του ΠΑΣΟΚ καθηγητής και κοινοβουλευτικής τάξεως. μου αποκάλυψε όλες Ανδρέας Παπανδρέου τις σκέψεις του -και τα -σ’ ένα αγγλικά γραμεναλλακτικά σχέδια για μένο βιβλίο του, που εκυκλοφόρησε στο εξωτερικό την αντιμετώπιση του μεγάλου εθνικού προβλήμαστο διάστημα της δικτατορίας, όταν εγώ αγωνιζό- τος- με ανεπιφύλακτη ειλικρίνεια, γνωρίζοντας, ότι μουν εναντίον της- με εθεώρησε «παρασκηνιακό» δεν θα έλεγα λέξη σε κανέναν, ούτε στους πιο στεσυντελεστή των γεγονότων της δραματικής εκείνης νούς συνεργάτες μου. Και εμείναμε, τότε, σύμφωνοι ημέρας. Το είχε πιστέψει για λίγον καιρό και ο ίδιος σε όλα. Θα είναι πάντα προς τιμήν της κυβερνήσεως ο Γεώργιος Παπανδρέου, θα ξαναγυρίσω στο ση- Παπανδρέου, ότι αποφάσισε (στην απόφαση αυτή μείο αυτό, αποκαλύπτοντας όσα έγραψα, σχετικά δεν είχα συμβάλει εγώ διόλου, αλλά την επεδοκίμε την 15η Ιουλίου, στον βασιλέα Κωνσταντίνο στο μασα) να αποστείλει στρατιωτικές δυνάμεις στην υπόμνημα του Ιανουαρίου 1966. Αλλά - άσχετα Κύπρο, ικανές να καταστήσουν δυσχερέστατη ή από τους χειρισμούς που έκαμε τότε ο βασιλεύς, και να ματαιώσουν τουρκική απόβαση και εισβολή, άγνωστο ακόμα και σήμερα, με την βοήθεια τίνων και ότι το κατάφερε με τόση προσοχή και με τέτοια συμβούλων -δεν έφθασε η 15η Ιουλίου 1965, χωρίς προηγηθούν γεγονότα, που έκαμαν ανώμαλη την πολιτική ζωή της χώρας. Η Ένωση του Κέντρου, που είχε κερδίσει τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 με μεγάλη πλειοψηφία, δεν μπορούσε να ξεσυνηθίσει να είναι «αντιπολίτευση». Ο εκλογικός της θρίαμβος δεν την έκαμε να ξεχάσει τον «Ανένδοτον Αγώνα». Η μεγάλη κρίση του Κυπριακού, που η πρώτη δραματική φάση της είχε σημειωθεί ήδη τον Δεκέμβριο του 1963, και είχε υποχρεώσει, λίγο αργότερα, τον Γ. Παπανδρέου και μένα να διακόπτουμε τις προεκλογικές περιοδείες μας και να σπεύδουμε, για έκτακτες συσκέψεις, στο γραφείο του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Ιωάννη Παρασκευοπούλου, είχε ενταθεί το καλοκαίρι του 1964. Έτσι, για λίγον καιρό, ξεχάστηκε ο «Ανένδο- Στα εγκαίνια εργοστασίου πολυστερίνης στο Λαύριο από τος Αγών». Οφείλω να πω, ότι ο πρωθυπουργός Γ. τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη ΚανελλόπουΠαπανδρέου, στις κρίσιμες εκείνες ώρες, όχι μόνο λο, 19 Σεπτεμβρίου 1962.

231


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κλιμάκωση των στραο πρωθυπουργός Γ. Η άνοδος αυτή δεν με εμπόδισε να Παπανδρέου είπε, τιωτικών ενισχύσεων, ώστε να βρεθούν οι διαφωνήσω με εφημερίδες που υπο- αφού αγόρευσα επί ξένες κυβερνήσεις του νομοσχεδίου, στήριζαν την ΕΡΕ, όταν έκαναν αθέμιτη, προ τετελεσμένου ότι θα μελετούσε τις γεγονότος. Και θα κατά τη γνώμη μου, επίθεση κατά της κυ- παρατηρήσεις μουμείνει στην ιστορία δεν έκαμε την παβερνήσεως ή εναντίον μελών της κυβερσαν ένα από τα αίσχη ραμικρή, ούτε την της δικτατορίας της νήσεως... Δεν λογάριασα ποτέ στη ζωή πιο ανώδυνη για το 21ης Απριλίου, που πνεύμα του νομομου τι είναι «σκόπιμο» και «ωφέλιμο» δήθεν ενεσάρκωνε σχεδίου, παραχώρητο πνεύμα του Στρα- για μένα, υπό την έννοια του προσωρι- ση. τού και την τιμή του Έθνους, ότι εστέρησε νού αθέμιτου κέρδους. Θεώρησα πάντα Στα τέλη του 1964, την Κύπρο, στα τέλη καθήκον μου να παίρνω τη θέση εκείνη, είχε προβληθεί ως του 1967, από τον «σκάνδαλο» από ισχυρό θώρακα, που η οποία ανταποκρινόταν στις υπαγορεύ- εφημερίδα, που υπεοι «φαύλοι» πολιτι- σεις της συνειδήσεώς μου. στήριζε την Ε.Ρ.Ε., κοί είχαν προσφέρει μια πράξη του στη μαρτυρική μεγαυπουργού Ανδρέα λόνησο. Δεν υπάρχει η παραμικρή δικαιολογία για Παπανδρέου. Εγέρθηκε μέγας θόρυβος, που είχε την πράξη αυτή, που συνδυάσθηκε μάλιστα με μια τελικά ως αποτέλεσμα -και λόγω ενδοκυβερνητικών φοβερή ταπείνωση των Ελλήνων αξιωματικών και αντιδράσεων προς το πρόσωπό του- να απομαστρατιωτών, που απεχώρησαν τότε από την Κύ- κρυνθεί προσωρινά ο καθηγητής Ανδρέας Παπανπρο. δρέου από την κυβέρνηση του πατέρα του. Δεν συμμερίσθηκα, τότε, την άποψη, ότι η πράξη του Αφού πέρασε -ή φάνηκε, ότι πέρασε- η μεγάλη εθνι- ήταν «σκάνδαλο». Είχε αναθέσει, ως υπουργός του κή κρίση του καλοκαιριού του 1964, η κυβέρνηση Συντονισμού, μερικές προμελέτες σε διάφορα τεχνιΠαπανδρέου και η Ένωση του Κέντρου ξαναθυμή- κά γραφεία (με σχετικά μικρές αμοιβές, δυσανάλοθηκαν τον «Ανένδοτον Αγώνα». Δεν είχαν, την ώρα γες, μάλιστα, προς τον κόπο και τις δαπάνες που εκείνη, κανένα λόγο να τον στρέψουν κατά του Στέμ- απαιτούσε η κατάρτισή τους). Μεταξύ των τεχνικών ματος. Τον έστρεψαν κατά της Ε.Ρ.Ε. και ιδιαίτερα αυτών γραφείων αναγνωρισμένου κύρους ήταν και κατά του πρώην αρχηγού της, του Κ. Καραμανλή. ένα γραφείο προσωπικού φίλου του. Έπρεπε, τάχα, Αυτή ήταν μια από τις πιο θλιβερές σελίδες της πο- να αποκλεισθεί το τεχνικό αυτό γραφείο, επειδή λιτικής ιστορίας μας. Ανάγκασαν και μένα, που είχα έτυχε να το διευθύνει ένας φίλος του υπουργού, ευδείξει, ως τις αρχές Ιανουαρίου 1965, την διάθεση συνείδητος και πολύ ικανός στη δουλειά του, όπως θετικής και δημιουργικής συμβολής της αντιπολιτεύ- διεπίστωσα αργότερα, στο διάστημα της δικτατορίσεως στο κυβερνητικό έργο, να καταλήξω σε βίαιη ας, όταν είδα την προμελέτη, που κατάρτισε; Και αν αντεπίθεση. Την διάθεσή μου για θετική συμβολή στο ακόμα πούμε, χρησιμοποιώντας τα πιο υπερβολικά κυβερνητικό έργο την είχα δείξει έμπρακτα, και μάλι- και άδικα στην αυστηρότητά τους κριτήρια πολιτικής στα με τρόπο, που παρεξηγήθηκε από εφημερίδες συμπεριφοράς, ότι έπρεπε να αποκλεισθεί, δεν είχα προσκείμενες στην Ε.Ρ.Ε. και από μερίδα των βου- το ηθικό δικαίωμα να εκμεταλλευθώ το περιστατικό λευτών της. Η στάση μου στη συζήτηση του νομο- εκείνο, να πω ότι ήταν «σκάνδαλο», και να ρίψω λίσχεδίου για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έδωσε θον. Αφού επίστευα, ότι δεν ήταν «σκάνδαλο», προτην δυνατότητα, με μικρές αλλαγές στο νομοσχέδιο τίμησα να εκτεθώ στην οργή των φανατικών της Ε. εκείνο, να θεμελιωθεί μια διακομματική -εθνική- εκ- Ρ. Ε. (οι φανατικοί δεν βλέπουν ποτέ καθαρά μπροπαιδευτική πολιτική. Η κυβέρνηση δεν ανταποκρί- στά τους) παρά να διαπράξω συνειδητά μιαν αδικία. θηκε, όμως, διόλου στη διάθεσή μου και -μολονότι

232


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αλλά η Ένωση του Κέντρου ήθελε καλά και σώνει, αν και βρισκόταν στην κυβέρνηση, να εξακολουθήσει να είναι «αντιπολίτευση». Και έθεσε σε κίνηση, υιοθετώντας μια πρόταση της ΕΔΑ, την διαδικασία για την δίωξη του Κ. Καραμανλή και ορισμένων υπουργών των κυβερνήσεων της Ε.Ρ.Ε. για πράξεις, που θα μπορούσαν, βέβαια, να κριθούν από την άποψη της ορθής ή όχι πολιτικής, αλλά που καμμιά λογική ή ηθική δεν επέτρεπε να χαρακτηρισθούν ως ποινικώς κολάσιμες. Και το χειρότερο είναι, ότι εκίνησε την διαδικασία αυτή, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι οι πράξεις εκείνες, ακόμα και αν ήταν κολάσιμες, δεν

μπορούσαν πια να ερευνηθούν με βάση το νόμο περί ευθύνης υπουργών, γιατί είχε εμφιλοχωρήσει παραγραφή. Και την θυμήθηκε η κυβέρνηση του Κέντρου την παραγραφή, αφού είχε επιχειρηθεί -μάταια, βέβαια- ο διασυρμός των αντιπάλων της. Όταν η ίδια η κυβέρνηση έφερε στη Βουλή το θέμα της παραγραφής και επρότεινε να γίνει, επάνω στο αυταπόδεικτο αυτό γεγονός, ψηφοφορία, εγέρθηκα και εδήλωσα με αυστηρότητα, αλλά και ήρεμα (ομολογώ, ότι δεν ήμουν πάντοτε ήρεμος), ότι η Ε.Ρ.Ε. αποχωρεί από την Βουλή και δεν θα λάβει μέρος στην ψηφοφορία. Και αποχωρήσαμε. Ο Κ. Ροδόπουλος

Αντιμετωπίζοντας και την... κριτική του Τύπου, με κατηγορίες όπως «Ο Κανελλόπουλος έπινε τον καφέ του στο Βυζάντιον, στην πλατεία Κολωνακίου», τον Σεπτέμβριο του 1964 Αλλά η Ένωση του Κέντρου ήθελε καλά και σώνει, αν και βρισκόταν στην κυβέρνηση, να εξακολουθήσει να είναι «αντιπολίτευση».

233


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

και ο Π. Πιπινέλης τις μεμψιμοιρίες ή Τον ίδιο περίπου καιρό, που η Ένωση και φανερές αντιφοβήθηκαν, μήπως η κυβερνητική πα- του Κέντρου, ως κυβερνητική παράταξη, δράσεις των φαναράταξη, μετά την τικών της Ε.Ρ.Ε., αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το πλεοαποχώρησή μας, τόνο ήπιο και πεδεν αναγνωρίσει, νέκτημα της πλειοψηφίας της στη Βουλή ριεχόμενο εποικομε την ψήφο της, δομητικό. Ακόμα -παροδικό στις Δημοκρατίες, δρα ανεπίτην παραγραφή. και τον Νοέμβριο Προσπάθησαν να δεκτο κακών χειρισμών- για να σπιλώσει του 1964, που ήρθε με πείσουν να ξαστη Βουλή το θέμα την Ε.Ρ.Ε. στο πρόσωπο του πρώην αρχηναγυρίσουμε στην των απερίγραπτων αίθουσα των συνε- γού της και άλλων ηγετικών στελεχών της, ασχημιών, που σηδριάσεων. Σκεφθήμειώθηκαν στον τε, τι θα σήμαινε μια σατανική μηχανή παραγωγής ψευδών Γοργοπόταμο, όταν αυτό για το κύρος πληροφοριών άρχισε να λειτουργεί. για πρώτη φορά της Ε.Ρ.Ε. και ειαποφασίσθηκε δικώτερα εκείνων πάνδημος εορταπου είχαν κατηγορηθεί! Δεν ήταν νοητό να επικα- σμός της επετείου του θαυμαστού κατορθώματος λεσθούμε εμείς, με την ψήφο μας, την παραγραφή. της νύχτας της 25ης προς την 26η Νοεμβρίου 1942, Δεν υπεχώρησα, φυσικά, στην πίεση των τρομαγ- υποδέχθηκα τις δηλώσεις του πρωθυπουργού Γεμένων δυο συναδέλφων μου, που ήταν σχεδόν πά- ωργίου Παπανδρέου με κατανόηση και δεν έκαμα ντοτε -μέσα τους ή και φανερά- αντίθετοι προς τις βίαιη επίθεση. Θα μπορούσα να πω -αν ήθελα να απόψεις μου και σε άλλα θέματα. Το αποτέλεσμα δημαγωγήσω προς την κατεύθυνση της άκρας Δεήταν, ότι υποχρεώθηκε μόνη της η κυβερνητική πα- ξιάς-, ότι τα έκτροπα που σημειώθηκαν, το στραπαράταξη να αναγνωρίσει, με την ψήφο της, την πα- τσάρισμα του διοικητή της Α΄ Στρατιάς και άλλων ραγραφή. αξιωματικών, καθώς και πολιτικών οργάνων του Πώς μπορούσα, όμως, να μην παρασυρθώ και εγώ Κράτους, τα είχε ενθαρρύνει το πνεύμα, που εκποσε βίαιες αντεπιθέσεις; Δεν με εβόηθησε διόλου η ρευόταν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Αλλά δεν κυβέρνηση της Ενώσεως του Κέντρου στη διάθε- το είπα, πρώτον γιατί δεν το επίστευα, και δεύτερον σή μου να περιορισθώ σε εποικοδομητική αντιπολί- γιατί ήταν αντίθετο προς τις πεποιθήσεις μου (και τευση. Αλλά συνέβησαν και άλλα πράγματα που με θεωρούσα, εξ άλλου επικίνδυνο) να ενισχύσω με τη παρέσυραν σε βίαιες αντιπολιτευτικές ενέργειες. Γι’ φωνή μου την αντιδημοκρατική άκρα Δεξιά. Φυσικά, αυτά δεν ήταν υπεύθυνη η κυβέρνηση Παπανδρέ- οι ασχημίες και ή αναρχία, που σημειώθηκαν στον ου, η Ένωση του Κέντρου. Κρυφές σατανικές δυ- Γοργοπόταμο, θα έκαμαν εκ των υστέρων και την νάμεις, που στρέφονταν τελικά εναντίον όλων μας, Άκρα Αριστερά, που τις οργάνωσε και τις προκάλεεναντίον της Δημοκρατίας, είχαν βρει την ευκαιρία σε, να μετανοήσει και να σκεφθεί, ότι δεν εκέρδισε να δράσουν. τίποτε και έδωσε μόνον όπλα σε όσους δούλευαν ήδη για την υπονόμευση της Δημοκρατίας. Εξ άλΟφείλω να ομολογήσω, ότι έπεσα κ’ εγώ θύμα των λου, δεν είχε η Άκρα Αριστερά το ιστορικό δικαίωμα ψευδών πληροφοριών, αλλά μόνο για σχετικά μικρό να εκμεταλλευθεί μονοπωλιακά την επέτειο της ένχρονικό διάστημα. Στην ανεξέλεγκτη αποδοχή των δοξης δολιοφθοράς, της καταστροφής της γέφυρας πληροφοριών εκείνων συνέβαλε πολύ η ηθική ανα- του Γοργοπόταμου, που για αρκετές εβδομάδες -και στάτωση, που προκάλεσε μέσα μου η παραγνώ- μάλιστα στην πιο αποφασιστική ώρα των επιχειρήριση εκ μέρους της Ενώσεως του Κέντρου και της σεων στην Αφρική, αμέσως ύστερ’ από τη μάχη του κυβερνήσεως Παπανδρέου της γραμμής, που είχα Αλαμέιν- είχε δυσχεράνει τον ανεφοδιασμό των γερχαράξει ως αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. ως τις αρχές του μανικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν μάταια να 1965, η κάπως ωμή απόκρουση της προθυμίας μου αναχαιτίσουν την προέλαση των Βρετανών και να να δώσω στην αντιπολιτευτική αποστολή μου, παρά κρατηθούν σε μιαν άλλη γραμμή. Η ανατίναξη της

234


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

γέφυρας του Γοργοπόταμου ήταν αποτέλεσμα αξιόλογης, βέβαια, συμβολής και του ΕΛΑΣ, μιας ομάδας ανταρτών του υπό την άμεση ηγεσία του Άρη Βελουχιώτη, αλλά την ιδέα συνέλαβαν οι Βρετανοί, και στην εκτέλεση του τολμηρού εγχειρήματος συνεργάσθηκε μια βρετανική ομάδα καταδρομών με δυο μεγαλύτερες όμάδες ανταρτών του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, με τον ίδιο τον Ναπολέοντα Ζέρβα επί κεφαλής της τελευταίας. Ήταν μια ώρα μεγάλη, που ενεφάνισε -δυστυχώς, μόνο για λίγο- την εθνική αντίσταση, στα βουνά, συντονισμένη. Μήπως, όμως, έκτος από την ευθύνη της Άκρας Αριστεράς (ή κάποιων, λίγο ή πολύ χειραφετημένων από την υπεύθυνη ηγεσία της ΕΔΑ, οργανώσεων), συνέβαλαν στις ασχημίες, που σημειώθηκαν στην επέτειο του Γοργοπόταμου, και «προβοκάτορες»; Η εξέλιξη των γεγονότων ως τις 21 Απριλίου 1967 με κάνει σήμερα να μη το αποκλείω. Αλλά δεν μπορώ και να το ισχυρισθώ. Πάντως, η σατανική μηχανή δούλευε ήδη. Και δούλευε από καιρό. Γύρω στις αρχές του 1965, συστηματικά έφθαναν σε μένα -όχι μόνο σε μένα, αλλά και στον βασιλέα Κωνσταντίνο και σε άλλους- πληροφορίες, δήθεν υπεύθυνες, ότι το κομμουνιστικό κόμμα, εκμεταλλευόμενο την χαλάρωση των προφυλακτικών μέτρων του Κράτους και την φοβία, που είχαν προκαλέσει, με ανοχή παραγόντων της Ενώσεως του Κέντρου, στα όργανα ασφαλείας, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, η οργάνωση «Λαμπράκη» και άλλα στοιχεία, άρχισε να εφοδιάζεται με όπλα, να προπαρασκευάζεται, συγκροτώντας μυστικά οπλοστάσια, για να επιχειρήσει, όταν θα έκρινε κατάλληλη την ώρα, μια βίαιη κατάληψη της εξουσίας ή μια μεγάλη αναταραχή. Η ιστορία αυτή είχε και την ευτράπελη πλευρά της. Έγινε λόγος για την προμήθεια μεγάλου αριθμού κυνηγετικών όπλων! Αλλά οι ιδιαίτερες πληροφορίες, που έφθαναν σε μένα (όπως και σε άλλους) με τρόπο κατάλληλο να προκαλέσουν την προσοχή μου, παρουσίαζαν σοβαρό τον κίνδυνο. Ποιοι είχαν συμφέρον να κατασκευάζουν τις ψευδείς αυτές πληροφορίες, το γνωρίζουμε σήμερα πολύ καλά. Είναι εκείνοι, που -αφού κατέλαβαν την εξουσία στις 21 Απριλίου 1967- δεν ανακάλυψαν ούτε ίχνος όπλων στα χέρια των κομμουνιστών ή άλλων οργανώσεων. Κανένας από όσους απάρτισαν την «χούντα» του 1967 δεν είχε επικοινωνήσει προσωπικά μαζί μου. Δεν εγνώριζα καν τα ονόματά τους. Αλλά εί-

χαν προστάτες, που είτε είχαν και αυτοί εξαπατηθεί και πιστέψει στις ψευδείς πληροφορίες, είτε είχαν συνεργήσει στην παραχάραξη της αλήθειας, στην κατασκευή και την κυκλοφορία των κάλπικων νομισμάτων, ελπίζοντας, ότι θα αποκόμιζαν οι ίδιοι το κέρδος, που οι προστατευόμενοί τους είχαν αποφασίσει να το κρατήσουν αποκλειστικά για τον εαυτό τους. Κάποιοι από τους αφελείς αυτούς προστάτες ή δόλιους προαγωγούς της «χούντας» του 1967 επικοινωνούσαν μαζί μου, και δεν είχα, τότε, κανένα λόγο να θεωρώ ύποπτες τις πληροφορίες, που μου έδιναν. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1965, αποφάσισα να προκαλέσω μια λαϊκή συγκέντρωση και να καταγγείλω τους κινδύνους, που εγκυμονούσε για τη χώρα -στον τομέα της εθνικής ασφαλείας, αλλά και στον τομέα της οικονομίας, που παρουσίαζε σοβαρές αρρυθμίες- η παραμονή της κυβερνήσεως Παπανδρέου στην εξουσία. Η συγκέντρωση έγινε στις 19 Φεβρουαρίου στην πλατεία Κλαυθμώνος και, μολονότι την ημέρα εκείνη είχε ξεσπάσει μια μεγάλη καταιγίδα και είχε πέσει ένα πρωτοφανές χαλάζι, ήταν τεράστια. Και ο ενθουσιασμός του πλήθους ήταν μεγάλος. Στον λόγο, που εξεφώνησα, διεκήρυξα και υποσχέθηκα, ότι η Ε.Ρ.Ε. θα υποστήριζε στη Βουλή, με την ψήφο της, μια κυβέρνηση της μερίδας εκείνης του Κέντρου, που θα ξεχώριζε τις ευθύνες της από την Κυβέρνηση Παπανδρέου. Δεν είχα κάμει καμμιά προσυνεννόηση με υπουργούς ή βουλευτές του Κέντρου, και δεν είχα ούτε αργότερα, ως τις 15 Ιουλίου 1965, άμεσες ή έμμεσες επαφές με όσους εχαρακτηρίσθηκαν «αποστάτες». Είχα, βέβαια, πληροφορίες, ότι στην Ένωση του Κέντρου -στους ίδιους τους κόλπους του υπουργικού συμβουλίου- είχαν εκδη-

235


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος λωθεί ή υπέβοσκαν σοβαρές αντιθέσεις. Και είχα, ως αντιπολίτευση, το θεμιτό πολιτικό συμφέρον και δικαίωμα να τις ενισχύσω, αφού μάλιστα η έως τότε στάση μου -μια στάση δημιουργικού διαλόγου με την κυβέρνηση- δεν είχε βρει καμμιάν ανταπόκριση, και αφού, επί πλέον, την ώρα εκείνη, είχα πιστέψει στις ψευδείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους, που απειλούσαν τη γαλήνη του Λαού και την εσωτερική ασφάλεια της χώρας. Την ημέρα εκείνη -19 Φεβρουαρίου 1965- είχε ξεσπάσει μια φοβερή καταιγίδα. Ξέσπασε το πρωί και συνεχιζόταν ως τις πρώτες απογευματινές ώρες, με πρωτοφανή στην Αθήνα στρώματα χαλάζης στους δρόμους, και με πλημμύρες, που είχαν καταστήσει σχεδόν αδύνατη ή εξαιρετικά δύσκολη τη συγκοινωνία, ως αργά το βράδυ, όχι μόνο με τις κωμοπόλεις των Μεσογείων της Αττικής, αλλά και με αυτά ακόμα τα προάστια της πρωτεύουσας, καθώς και με πολλές απόμερες αθηναϊκές συνοικίες ή και με τον Πειραιά. Δεδομένου, μάλιστα, ότι ο καιρός εξακολουθούσε, ως τη βραδινή ώρα, που είχε ορισθεί για την εκφώνιση του λόγου μου, να είναι απειλητικός, και έπεφτε, σχεδόν αδιάκοπα, ψιλή βροχή, θάταν φυσικό να θεωρήσουν πολλοί, που είχαν την πρόθεση να με ακούσουν, παράτολμο να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ή σχεδόν βέβαιο, ότι θα αποφάσιζα να αναβάλω τη συγκέντρωση για άλλη ημέρα. Δεν αποφάσισα την αναβολή, αν και μου την συνέστησαν επίμονα πολλοί συνεργάτες και φίλοι μου το μεσημέρι της ημέρας εκείνης. Είχα διαισθητικά την βεβαιότητα, ότι και η Φύση θα συμμάζευε τα ατίθασα στοιχεία της, αλλά ότι και εκείνοι, που είχαν την επιθυμία να συγκεντρωθούν, θα αψηφούσαν τον κίνδυνο να ξεσπάσει επάνω τους μια νέα καταιγίδα. Έπρεπε, όμως, να καταστήσω γνωστή σε όλους την απόφασή μου να πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση, διαλύοντας την εύλογη σκέψη, που θα είχαν κάμει ασφαλώς πολλοί, ότι η συγκέντρωση θα ματαιωνόταν. Επεκοινώνησα τηλεφωνικώς -γύρω στο μεσημέριμε τον τότε Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Αναστάσιο Ι. Πεπονή. Τον παρακάλεσα να αναγγελθεί -επί πληρωμή- από τον ραδιοφωνικό σταθμό, δυο-τρεις φορές, ότι η συγκέντρώση δεν θα ματαιωνόταν και ότι θα εκφωνούσα το λόγο μου. Ο Αν. Πεπονής προθυμοποιήθηκε, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, να ικανοποιήσει το αίτημά μου,

δεν δέχθηκε να γίνει η αναγγελία επί πληρωμή, και έδωσε εντολή να μεταδοθεί από το κύριο κανάλι -το κανάλι των κανονικών ειδήσεων- και όχι από το προορισμένο για τις επί πληρωμή ανακοινώσεις. Η πράξη αύτη, που -όπως πληροφορήθηκα αργότερα από τον ίδιο τον Αν. Πεπονή- εγκρίθηκε ανεπιφύλακτα από τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, είναι άξια ιδιαίτερης μνείας, αν σκεφθούμε μάλιστα, πόσο βαρειά και ηλεκτρισμένη ήταν, τότε, η πολιτική ατμόσφαιρα. Αλλά δεν μπορούσε παρά να δείξει τη στάση αυτή ο Αναστάσιος Πεπονής. Δείγματα του γενναίου πνεύματός του είχε δώσει στα νεανικά του ήδη χρόνια, στο διάστημα της εχθρικής Κατοχής, πριν γίνει ακόμα είκοσι χρονών. (Βλ. το βιβλίο του «Προσωπική Μαρτυρία». Κέδρος 1970). Και η επτάχρονη δικτατορία της 21ης Απριλίου επιβεβαίωσε, με τον πιο δραματικό τρόπο, τη γενναία προσήλωσή του στη Δημοκρατία. Ήταν από τους πρώτους, που παραπέμφθηκαν σε δίκη και καταδικάσθηκαν από έκτακτο στρατοδικείο σε βαρύτατη ποινή. Ύστερα από την αμνηστία του Δεκεμβρίου 1967, αποφυλακίσθηκε, αλλά για να συλληφθεί πάλι -και μάλιστα πολλές φορές, όσες ίσως κανένας άλλος- στο διάστημα της δικτατορίας. Του επιφυλάχθηκαν όχι μόνο φυλακίσεις, και εκτοπίσεις, αλλά -στην τελευταία φάση των δοκιμασιών του- και μια πολύ σκληρή εμπειρία στα κρατητήρια της ΕΣΑ. Ανήκει, μάλιστα, ο Αναστάσιος Ι. Πεπονης (ας μη παραλείψω να το πω κι’ αυτό) στην ηθικά επίλεκτη ομάδα επώνυμων αγωνιστών, που συμμερίσθηκαν, μετά την 23η Ιουλίου 1974, την τύχη του ανώνυμου πλήθους εκείνων, προπάντων νέων, που δεν βρήκαν την ανταμοιβή των αγώνων και των δοκιμασιών τους παρά μόνο μέσα στην ίδια τους την συνείδηση. Είναι κι’ αυτό ένα προνόμιο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά το λόγο μου στην πλατεία Κλαυθμώνος, εδήλωσε οργισμένος, ότι όσα είπα θα έπρεπε να τα είχα πει -αλλά ότι, τάχα, δεν είχα τολμήσει να το κάμω- στη Βουλή, όπου θα ακουγόταν αμέσως και ο αντίλογος. Δεν είχε δίκιο. Πρώτον, ήταν δικαίωμά μου να επιλέξω τα μέσα και τον τόπο της πολιτικής μάχης, που θα μεταφερόταν ύστερα και στη Βουλή. Και επέλεξα ένα πεδίο μάχης, που δεν είναι διόλου ακίνδυνο. Η πρόσκληση του Λαού σε περίοδο, που δεν είναι προεκλογική, στο κέντρο των Αθηνών, είναι πράξη που συνδέεται με μεγάλο κίνδυνο αποτυχίας. Και τον κίνδυνο αυτόν τον έκαμε, την ημέρα εκείνη, ακόμα μεγαλύτερο

236


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο λόγος εις την πλτείαν Κλαυθμώνος Πολίται των Αθηνών, σας εκάλεσα εις το κέντρον του άστεος δια να σας προετοιμάσω δια τον μέγαν αγώνα, τον οποίον κακαί περιστάσεις επιβάλλουν εις εμέ και εις όλους σας. Η άμεσος αφορμή, που μου υπηγόρευσε την απόφασιν να σας καλέσω, είναι απλούν σύμπτωμα των κακών περιστάσεων. Αλλά είναι ηθικώς βαρύτατον σύμπτωμα. Μεγάλη οργή κατέχει όλους μας δια την πραξιν, η οποία εσημειώθη εις την Βουλήν κατά την νύκτα της 5ης προς την 6ην Φεβρουαρίου. Κατώρθωσαν όμως οι αντίπαλοί μας να εφοδιάσουν τον αγώνα μας με το όπλον της οργής, που, όταν παραδίδεται εις τα χέρια του λαού, δεν γνωρίζει εμπόδια. Και το παρέδωσαν εν τη αφροσύνη των οι ίδιοι. Τι προεκάλεσε την οργήν μας; Δεν την προεκάλεσεν η πρότασις της ΕΔΑ. Ο κομμουνισμός έχει διαπράξει ασυγκρίτως χειρότερα. Ελοιδώρησε -δεχόμενος εντολάς από τους τότε συμμάχους του Χίτλερ- το Αλβανικόν Έπος. Διέσπασεν, αργότερα, την υπερήφανον ενότητα ηθικής αντιστάσεως του λαού μας κατά των κατακτητών, βεβηλώσας τας ιεράς νύκτας της πείνης και της σκλαβιάς. Μετέβαλε, μετά τον Σεπτέμβριον του 1944, την ώραν της Αναστάσεως εις ώραν αγωνιώδους τραγωδίας. Και εποδοπάτησε, μέχρι και του 1949, την ψυχήν και την γην της Ελλάδος, με τρόπον που δεν έχει προηγούμενου, παρά μόνον εις τας χειροτέρας επιδρομάς αλλοφύλων. ΤΗΝ ΟΡΓΗΝ ΜΑΣ ΠΡΟΕΚΑΛΕΣΕΝ Η ΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ Η πρότασις, λοιπόν, της ΕΔΑ δεν μας εξένισε. Την οργήν μας προεκάλεσεν η στάσις του Πρωθυπουργού. Δεν υπάρχει εις την πολιτικήν ιστορίαν του κόσμου περίπτωσις υπευθύνου ηγέτου, λαβόντος στάσιν ανάλογον με αυτήν, Δεν είχε καν το θάρρος να είπη ο κ. Παπανδρέου ότι συμφωνεί με την πρότασιν της ΕΔΑ, Όποιος δεν λέγει ότι συμφωνεί, οφείλει να λέγη ότι διαφωνεί. Δεν υπάρχει συγγνωστή διέξοδος ουδετερότητος εις τοιαύτας περιπτώσεις. Και το χειρότερον είναι, ότι, χρησιμοποιούν το προσωπείον τής ουδετερότητος, που και αυτό καθ’ εαυτό είναι ασυμβίβαστον προς την ιδιότητα του πρωθυπουργού, όταν ζητήται η δίωξις των αντιπάλων του, έδωσεν οδηγίας εις τους βουλευτάς του να συμφωνήσουν με την ΕΔΑ, δηλαδή να αναγορεύσουν τον αντιδημοκρατικόν και αντεθνικόν κομμουνισμόν ρυθμιστήν των πολιτικών και ηθικών πραγμάτων της χώρας. Με πλειοψηφίαν, που επετεύχθη μόνον με τας ψήφους των κομμουνιστών, προήγαγε την μεγαλυτέραν ασχημίαν της πολιτικής μας ιστορίας. Εγκλήματα, εις ώρας πάθους και παραφροσύνης, εσημειώθησαν και εις το παρελθόν, τοιαύτη όμως εν ψυχρώ ασχημία ποτέ! Πρέπει κάποτε να αισθανθούν εντροπήν όλοι εκείνοι που εκίνησαν ποινικήν δίωξιν κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των συνεργατών του. Διατί, τάχα, το έπραξαν; Το έπραξαν, διότι δεν ησυχάζουν, σκεπτόμενοι ότι ο Καραμανλής ως πρωτεργάτης καθ’ όλην την οκταετίαν, οι άλλοι κατά καιρούς ως πολύτιμοι βοηθοί του, εξησφάλισαν την γαλήνην του τόπου και την καταπληκτικωτέραν δημιουργίαν που έχει σημειωθή εν Ελλάδι, καταστήσαντες περιζήτητον εις το εξωτερικόν, ακόμη και εις το πρώτον τυχαίον ιδιωτικόν κατάστημα, την άλλοτε -αλλά και πάλιν, δυστυχώς, σήμερον- αγνοουμένην ή δυσπίστως προσβλεπομένην δραχμήν, το συμβολικόν τούτο δελτίον ταυτότητος του λαού μας. Δεν ησυχάζουν, σκεπτόμενοι ότι ακόμη και εις το Κυπριακόν έδωσεν ο Καραμανλής την πρώτην λύσιν. Και η ιστορία ζητεί λύσεις και όχι φράσεις. Οφείλω, όμως, να γυρίσω την σελίδα. Σημαντικός αριθμός βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου εδήλωσεν εμπράκτως, δια της ψήφου του, ότι δεν εννοεί να παρακολούθηση την ΕΔΑ. Η αμιγώς εθνική και ακραιφνώς δημοκρατική πλειοψηφία της Βουλής αντετάχθη εις την σύστασιν ανακριτικής επιτροπής. Δι’ αυτό εθεωρήσαμεν και χρέος μας,σεβασθέντες ιδιαιτέρως τους αντιπάλους

237


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

238


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

βουλευτάς που συνέβαλον εις τον σχηματισμόν της πλειοψηφίας αυτής ή και απέσχον επιδεικτικώς της ψηφοφορίας, να μείνωμεν εις την Βουλήν. Η χώρα θα σωθή και με την βοήθειαν αυτών και μάλιστα όχι μόνον των συγκεκριμένων βουλευτών του Κέντρου, που κατεψήφισαν την πρότασιν της ΕΔΑ, αλλά και του ασφαλώς πολύ μεγαλυτέρου ποσοστού κεντρώων εκλογέων, που είναι βέβαιον, ότι συνεμερίσθησαν την στάσιν των εντίμων αυτών βουλευτών του Κέντρου. ΟΦΕΙΛΟΜΕΝ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΩΜΕΝ ΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ Είναι ανάγκη να κατανοήσωμεν, ότι, εκεί όπου έφθασαν τα πράγματα, κύριον μέλημά μας δεν πρέπει να είναι η επικράτησις της ΕΡΕ ως κόμματος. Οφείλομεν, υπερνικώντες μέσα μας την στενώς κομματικήν νοοτροπίαν, να συμβάλωμεν εις την σωτηρίαν του τόπου ως δύναμις υπερκομματική, εθνική, πανελλήνιος. Θεωρώ καθήκον μου να χαράξω μίαν γραμμήν, η οποία με βάσιν την ιστορικήν μου διαίσθησιν και πρόβλεψιν, είναι η μόνη που ημπορεί να σώση τον τόπον. Δεν υπάρχει, όπως διεμορφώθησαν τα πράγματα, απλούν θέμα επικρατήσεως της ΕΡΕ ή της παρατάξεως, όπως κακώς μας έχουν βαπτίσει ο κομμουνισμός και ο κ. Παπανδρέου, της Δεξιάς. Υπάρχει ανάγκη συσπειρώσεως των δυνάμεων και εξεγέρσεως όλων των εις οιονδήποτε κόμμα ανηκοντών πολιτών, που πιστεύουν ανεπιφυλάκτως εις το Έθνος και την Δημοκρατίαν και που θεωρούν την ασφάλειαν της χώρας, την κοινωνικήν γαλήνην και την σωτηρίαν του Γένος εξασφαλιζομένας μόνον με την τελεσίδικον απαλλαγήν της πολιτικής και ηθικής μας ζωής από τους συνοδοιπόρους του κομμουνισμού. Διότι αυτοί, οι συνοδοιπόροι, αποτελούν τον μέγαν κίνδυνον και όχι ο ίδιος ο κομμουνισμός, που μόνος του δεν θα ετόλμα να διεκδική σοβαράν πολιτικήν παρουσίαν δια της ΕΔΑ. Θέτω τον εαυτόν μου εις την υπηρεσίαν του μεγάλου σκοπού που έγκειται εις την απολύτρωσιν του τόπου από τον ύπουλον ζυγόν των συνοδοιπόρων, αδιαφορών δια την προσωπικήν μου τύχην, αδιαφορών αν θα εκτεθώ εις κινδύνους και δοκιμασίας ή αν θα ικανοποιηθούν αι μετά την νικηφόρον έκβασιν του αγώνος φιλοδοξίαι μου. Μου αρκεί, ότι είμαι σήμερα, ως αρχηγός του αγώνος, ο τεταγμένος να εξαγάγω τον τόπον από το φοβερόν αδιέξοδον, εις το οποίον περιήχθη. Εάν το επιτρέψη ο Θεός και με βοηθήσετε σεις, θα το επιτύχω. ΕΠΙΣΗΜΑΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΕΝΟΧΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟΝ Σας είπα, ότι η ασχημία που εσημειώθη εις την Βουλήν προ ημερών, ήτο απλούν σύμπτωμα γενικωτέρων κακών περιστάσεων. Ποίαι είναι αι περιστάσεις αυταί και ποίοι οι υπεύθυνοι δι’ αυτάς, το γνωρίζετε. Πρέπει, όμως, δι’ ολίγων να επισημάνω και το κακόν και τους ένοχους. Η χώρα, αφ’ ότου ανήλθεν εις την εξουσίαν ο κ. Γ. Παπανδρέου, άγεται υπό πάσαν έννοιαν εις το χείλος του κρημνού. Πρώτον. Διεθνώς απεμονώθημεν ή περιεπέσαμεν είς ανυποληψίαν. Η «Ελληνική εξωτερική πολιτική», όπως ονομάζει αυταρέσκως την πολιτικήν του ο σημερινός πρωθυπουργός, αποβαίνει ανθελληνική, διότι προεκάλεσε τας ανθελληνικός διαθέσεις όλων των άλλων χωρών. Δεν ημπορεί να ονομάζη ο κ, Παπανδρέου «Ελληνικόν» ό,τι προκαλεί την αντίδρασιν ή την υποψίαν όλων, ακόμη και την υποψίαν των αδελφών μας της Κύπρου. Όπως και εις την εσωτερικήν του πολιτικήν, με την περίφημον φράσιν ότι διαχωρίζει τον εαυτόν του από την Δεξιάν και από την Αριστεράν, έτσι και εις την εξωτερικήν του πολιτικήν ανήγαγε την διπροσωπίαν εις υπέρτατον, δηλαδή χαμηλότατον, κανόνα συμπεριφοράς. Η Ελλάς δεν υπήρξε ποτέ διπρόσωπος. Ούτε είναι νοητή η κλασσικώς αδρή μορφή της ως διπρόσωπον τέρας...

239


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

η παρατεταμένη καταιγίδα, που -όταν βγήκα στο μπαλκόνι για να μιλήσω- είχε ξεθυμάνει, αλλά χωρίς νάχει σταματήσει απόλυτα η βροχή. Βεβαιώνω, εξ άλλου, τον αναγνώστη, ότι η Ε.Ρ.Ε. δεν διέθετε, τότε, παρά ελάχιστα χρήματα και δεν είχε οργανώσει ομαδικές μεταφορές λαού από τα προάστια και τις ακραίες συνοικίες των Αθηνών, ούτε από τον Πειραιά ή τις κωμοπόλεις της Αττικής, που τις είχαν, άλλωστε, αποκλείσει οι πρωτοφανείς πλημμύρες της ημέρας εκείνης. Ακόμα και η σχετική επιτυχία σε τέτοιες συγκεντρώσεις ισοδυναμεί με αποτυχία. Η συγκέντρωση, όμως, εκείνη όχι μόνο δεν απέτυχε, αλλά είχε τη μορφή παλλαϊκού συλλαλητηρίου. Δεύτερον, δεν ανήκω -και το εγνώριζε πολύ καλά ο Γεώργιος Παπανδρέου- σε όσους αποφεύγουν τη Βουλή. Κανένας άλλος πολιτικός ηγέτης δεν έζησε, από το 1946 κ’ εδώθε, τόσες ημέρες και νύχτες στη Βουλή, και δεν έδωσε τόσες μάχες εκεί μέσα, όσες εγώ. Αυτόν τον τίτλο -τον τίτλο του ανθρώπου, που του ταιριάζει ο διάλογος- τον κατέχω. Ακόμα και σε συνεδριάσεις κομματικών κοινοβουλευτικών ομάδων δεν γνωρίζω, αν υπάρχει άλλος πολιτικός ηγέ-

της, που να έχει επιτρέψει τον διάλογο, δηλαδή και τον αντίλογο, όσο το έχω πράξει εγώ, που όχι μόνο τον επέτρεπα πάντοτε, αλλά και τον ενεθάρρυνα. Ήταν, εξ άλλου, βέβαιο -και το ανέμενα- ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου θα έφερνε το κύριο θέμα, που έθιξα στο λόγο μου της πλατείας Κλαυθμώνος, στη Βουλή. Συνεδύασε, όμως, την αντεπίθεσή του μ’ έναν αντιπερισπασμό, που είχε ως αποτέλεσμα, από δικό μου λάθος, να μεταφερθεί η προσοχή της Βουλής και της κοινής γνώμης αλλού. Εχρησιμοποίησε, στις 24 Φεβρουαρίου 1965, ως πολιτική βόμβα, την αποκάλυψη ενός παλαιού σχεδίου, που είχε καταρτισθεί στην ΚΥΠ ή στο Γενικό Επιτελείο του Στρατού, όταν στην εξουσία βρισκόταν ακόμα η Ε.Ρ.Ε., του σχεδίου «Περικλής». Δεν εγνώριζα τίποτε, απολύτως τίποτε, για το σχέδιο αυτό. Αντί, όμως, να αρκεσθώ στη δήλωση, ότι μου ήταν πέρα για πέρα άγνωστο το σχέδιο, και να επιμείνω, παρακάμπτοντάς το, στο κύριο θέμα, που είχα ανακινήσει στο λόγο μου της πλατείας Κλαυθμώνος, έκαμα το λάθος, βασισμένος σε μια πρόχειρη κατατόπιση, που μου έκαμε πρόσωπο της εμπιστοσύνης μου, να αποκρούσω την ερμηνεία, που έδωσε στο σχέδιο «Περικλής» ο Γεώργιος Παπανδρέου. Σήμερα, νομίζω, ότι είχα μάλλον άδικο εγώ και ότι η ερμηνεία του Γ. Παπανδρέου ήταν ίσως η ορθή. Οφείλω να παραδεχθώ (έχω μεγάλα περιθώρια αυτοκριτικής μέσα μου), ότι στην κοινοβουλευτική εκείνη μάχη ήμουν, από κάθε άποψη, ο ηττημένος, ακόμα και στο ύφος και στο περιεχόμενο των λόγων μου, όχι επειδή αντίπαλός μου ήταν ένας έξοχος και εύστροφος χειριστής του λόγου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά επειδή έπεσα στην παγίδα του αντιπερισπασμού και συνεδύασα δυο θέματα που δεν έπρεπε να συνδυάσω. Και για την υποστήριξη, όμως, του κύριου θέματος, που είχα ανακινήσει στο λόγο μου της πλατείας Κλαυθμώνος, δεν είχα συγκεκριμένα και πειστικά στοιχεία. Οι κίνδυνοι, που, λόγω της ανεκτικής κυβερνητικής πολιτικής, απειλούσαν -με τη συγκέντρωση όπλων στα χέρια ανατρεπτικών οργανώσεων- την εσωτερική γαλήνη και ασφάλεια, ήταν μια διάχυτη εντύπωση στον κόσμο των λεγομένων «εθνικοφρόνων», αλλά ούτε η εντύπωση αυτή μπορούσε να είναι στερεό επιχείρημα, ούτε τις πληροφορίες, που μου είχαν κατάλληλα διαβιβασθεί, και που τις είχα τότε πιστέψει ως ακριβείς, μπορούσα να τις χρησιμοποιήσω σε μια κοινοβουλευτική μάχη. Όμως, η στάση μου την εποχή εκείνη συνέβαλε στη δημιουργία του κλίματος, που επιζητούσαν να δημι-

240


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ουργήσουν όσοι εσχεδίκά, ότι δεν ζητούν μόνον Στις 15 Ιουλίου του 1965 βρισκό- οι πρωθυπουργοί τους αζαν, χωρίς να το γνωρίζω ή να το υποψιασθώ, μουνα στο σπίτι του αγαπητού φίλου Βασιλείς, αλλά και οι Βατην κατάλυση του δημοσιλείς τους πρωθυπουρμου ακαδημαϊκού Ν. Λούρου, όταν κρατικού πολιτεύματος γούς. Με τας συχνάς και μάλιστα για δικούς ξαφνικά μου τηλεφώνησαν από τα επαφάς και συνεργασίας τους ιδιοτελείς σκοπούς. θα εξεκαθάριζαν πολλά γραφεία της ΕΡΕ, για να μου πουν Αναγνωρίζω αυτή την πράγματα. Θα εγνώριζε έμμεση, αθέλητη, αλλά ότι ο Παπανδρέου ανέβηκε στα Ανά- και ο... πρωθυπουργός μόνο παροδική, συμβοτι σκέπτεσθε και τι θέλεκτορα και μετά από δέκα λεπτά, όταν λή μου στο κακό, που τε, θα εγνωρίζατε δε και προετοιμαζόταν. Θα κατέβηκε, είχε παραιτηθεί. Σεις, εάν είναι διατεθειέπρεπε, όμως, να αναμένος... να υποχωρήση. γνωρίσει και η Ένωση Είναι δυστυχώς γεγονός, του Κέντρου, ότι είχε δημιουργηθεί, την εποχή εκείνη, ότι μέχρι της τελευταίας στιγμής δεν το εγνωρίζατε. μια κάπως ανώμαλη κατάσταση, ιδιαίτερα στην ύπαι- Εάν, π.χ., Σας έλεγε και την τελευταίαν ώραν -το απόθρο, με την έντονη δραστηριότητα πολλών στοιχεί- γευμα της 15ας Ιουλίου- ότι υποχωρεί εις το ζήτημα ων, που είχαν προκαλέσει μιαν ασυμβίβαστη προς του υπουργείου της Εθνικής Αμύνης και ότι δέχεται την ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας φοβία σε ένα να τοποθετήση άλλον υπουργόν, δεν θα προέκυπτε τμήμα του πληθυσμού και ένα επικίνδυνο μούδιασμα θέμα παραιτήσεως του κ. Παπανδρέου... Μη γνωρίτων οργάνων της Ασφαλείας. Ήταν κι’ αυτό ένα κλί- ζοντες θετικά, ποία θα ήτο η έκβασις της ακροάσεως μα, που ευνοούσε τους συνωμότες, τους μελλοντι- της 15ης Ιουλίου, δεν είχατε επαρκώς προετοιμασθή κούς «σωτήρες» του Έθνους. Φταίξαμε, λοιπόν, όλοι. δια την λύσιν της κυβερνητικής κρίσεως, εάν προέκυΦταίξαμε και η Ε.Ρ.Ε. και η Ένωση του Κέντρου. Και πτε, όπως και προέκυψε. Δεν είχατε ούτε καν συζημέγα λάθος τακτικής διέπραξε -παρά τα τόσα προη- τήσει επί ενός τόσον επικινδύνου θέματος με τον αργούμενα λάθη, που την είχαν κάμει να βρίσκει εκά- χηγόν του δευτέρου μεγάλου κόμματος, δηλαδή της στοτε έναν αποδιοπομπαίο τράγο- η Άκρα Αριστερά. αξιωματικής αντιπολιτεύσεως. Είχα και εγώ να Σας ιδώ πολλούς μήνες. Δεν εγνώριζα τίποτε. ΕπιχειρούΓια την 15η Ιουλίου 1965 δεν θα πω όσα σκέπτο- σα να μαντεύσω από τας εφημερίδας, τι συμβαίνει, μαι σήμερα. Θα αποκαλύψω όσα σκεπτόμουν τότε, ως εάν ήμουν εκτός του πολιτεύματος. Και θα ήτο όσα έγραψα στο μεγάλο υπόμνημα, που υπέβαλα ίσως δυνατόν να Σας βοηθήσω με κάποιον συμβουστον βασιλέα Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο του 1966... λήν. Ακόμη και το βράδυ της 15ης Ιουλίου δεν κατεΈγραψα, λοιπόν, τότε (σελίδες 9 έως 14): «Υπήρ- τοπίσθην, προ της ορκωμοσίας του κ. Αθανασιάδη ξε, τάχα, η προετοιμασία της κυβερνητικής αλλαγής, Νόβα, επί του σημαντικού αυτού γεγονότος. Και δια που εσημειώθη την 15ην Ιουλίου 1965, η πρέπου- να καλύψω την παράλειψιν, είπα... εις τον Ελληνικόν σα, και εδημιουργήθη εις τον Λαόν η εντύπωσις, ότι Λαόν δια του Τύπου... ότι -προ της ορκωμοσίας του η αλλαγή ήτο αναγκαία και φυσιολογική; Επειδή η κ. Νόβα- μου ετηλεφώνησε κατ’ εντολήν Σας ο κ. Χοϊαντικειμενική ερευνά του παρελθόντος είναι ωφέλι- δάς και εζήτησε την γνώμην μου. Όταν εκλήθην εις τα μος δια το μέλλον, και επειδή έργον μου δεν είναι Ανάκτορα, είχαν ορκισθή ο Πρωθυπουργός και δύο να κολακεύω, αλλά να λέγω την αλήθειαν, οφείλω να μόνον υπουργοί, και μου εξωμολογήθητε τον κόπον, σας είπω, ότι η θαρραλέα πράξις Σας ηδικήθη πολύ που κατεβάλατε, δια να πείσετε τον ένα εξ αυτών να από την ελλιπεστάτην προετοιμασίαν και από άλλα ορκισθή. Δεν εγνώριζε καν, ότι τον είχατε καλέσει δια συμβάντα, που συνεδέθησαν μαζί της ή επηκολού- να τον ορκίσετε. Είδα, ότι είχατε ανησυχίας. Και Σας θησαν. Ας σταθώ, πρώτον, εις την προετοιμασίαν. ενεθάρρυνα. Ήτο καθήκον μου να το πράξω, διότι είΕπί τρεις τουλάχιστον μήνας δεν υπηρξε επαφή Βα- χατε εκτεθή εις μίαν επικίνδυνον ενέργειαν και έπρεσιλέως και πρωθυπουργού. Δημοσία επέρριψα και πε να επιτύχετε. Αλλά είναι και καθήκον μου σήμερα εγώ την αποκλειστικήν ευθύνην εις τον πρωθυπουρ- να Σας είπω την αλήθειαν. Όσοι προετοίμασαν την γόν. Επιτρέψατέ μου, όμως, να Σας είπω εμπιστευτι- κυβερνητικήν αλλαγήν, εφ’ όσον ο κ. Παπανδρέου

241


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν θα υποχωρούσε εις την ορθήν σύστασίν Σας να μη αναλάβη ο ίδιος το υπουργείον Εθνικής Αμύνης, έπρεπε να είχαν πείσει τους μελλοντικούς πρωθυπουργούς και υπουργούς να εκδηλώσουν δημοσία την διαφωνίαν των προς τον έως τότε αρχηγόν των πριν γίνουν πρωθυπουργοί και υπουργοί των μεταπαπανδρεϊκών κυβερνήσεων. Είναι πρωτοφανές αυτό που έγινε εδώ, δηλαδή να εγκαταλείπουν το κόμμα των και τον αρχηγόν των κορυφαία στελέχη μόνον και μόνον την ώραν που τους καλεί ο Ανώτατος Άρχων δια να τους κάμη πρωθυπουργούς ή υπουργούς. Τουλάχιστον ο κ. Αθανασιάδης Νόβας και οι δύο πρώτοι υπουργοί κ.κ. Κωστόπουλος και Τούμπας εξετέθησαν εις τον κίνδυνον να μη δεχθούν άλλοι να συμπληρώσουν την κυβέρνησίν των. Και αυτό, κατά το κρίσιμον πρώτον εικοσιτετράωρον, απαιτούσε κάποιο θάρρος... Επί τέλους ωρκίσθησαν και μερικοί άλλοι. Αλλά όχι αρκετοί δια να σταθή εις την Βουλήν η Κυβέρνησις. Και εχρειάσθη, μετά τα μεσάνυχτα, να κατεβώ εγώ εις το πεζοδρόμιον και να διασχίσω τους μαινομένους Λαμπράκηδες, δια να εξουδετερώσω κάπως με την εικόνα αυτήν την ήτταν της Κυβερνήσεως Νόβα εις την Βουλήν. Και επέρασαν άλλες δύο εβδομάδες (άρα, τέσσαρες, χωρίς κυβέρνησιν στηριζομένην εις την Βουλήν) δια να γίνη το πείραμα Τσιριμώκου. Σας παρεκάλεσα όταν είχατε την καλωσύνην να επικοινωνήσετε μαζί μου τηλεφωνικώς, να μη προβήτε εις τον σχηματισμών τοιαύτης κυβερνήσεως... και Σας συνέστησα να προχωρήσετε τότε εις το Συμβούλιον του Στέμματος. Το βράδυ μου ανεκοινώσατε -και πάλιν τηλεφωνικώς- ότι εδώσατε την εντολήν εις τον κ. Τσιριμώκον. Νέα περιπέτεια ολοκλήρου μηνός... Αλλά και η κυβέρνησις Τσιριμώκου δεν εστάθη εις την Βουλήν. Και εφθάσαμεν -πολύ αργότερα από ό,τι έπρεπε, ενάμισυ μήνα μετά την εκδήλωσιν της κρίσεως και χωρίς να έχωμεν εν τω μεταξύ κυβέρνησιν συνταγματικώς κανονικήν -εις το Συμβούλιον του Στέμματος. Διατί λέγω, ότι δεν είχαμε εν τω μεταξύ κυβέρνησιν συσταγματικώς κανονικήν; Επιτρέψατέ μου, Μεγαλειότατε, να ανοίξω εδώ μίαν χρήσιμον μεγάλην παρένθεσιν Συνταγματικού Δικαίου. Εφ’ όσον δίδει το Σύνταγμα εις τον Βασιλέα, με την ευθύνην οιασδήποτε κυβερνήσεως, το δικαίωμα της διαλύσεως της Βουλής, είναι λογικώς αυτονόητον, ότι δίδει και το δικαίωμα της διαφωνίας του προς την πλειοψηφίαν της Βουλής. Την διάλυσιν είναι δυνατόν να την εισηγηθή και η κυβέρνησις της πλειο-

ψηφίας αλλά είναι δυνατόν κάλλιστα να την αποφασίση ο Ρυθμιστής του Πολιτεύματος και κατ’ αντίθεσιν προς την θέλησιν της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με την ευθύνην κυβερνήσεως προερχομένης εκ της μειοψηφίας της Βουλής όπως έπραξεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος κατά το 1915» -εννοούσα την κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη και την πρώτη διάλυση του 1915, που το κύρος της δεν αμφισβήτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος- «ή κυβερνήσεως υπηρεσιακής... Από το δικαίωμα που έχει ο Βασιλεύς να διαλύη την Βουλήν παρά την αντίθετον γνώμην της πλειοψηφίας προκύπτει λογικά και το δικαίωμα να αρνηθή να την διαλύση και όταν εισηγήται την διάλυσιν η πλειοψηφία. Ο κ. Παπανδρέου δεν την εισηγήθη μεν το απόγευμα της 15ης Ιουλίου, αλλά την εζήτησεν αμέσως μετά ταύτα. Το πράγμα δεν έχει ουσιώδη σημασίαν, διότι και αν ακόμη εισηγείτο την διάλυσιν, όταν το απόγευμα της 15ης Ιουλίου ήτο ακόμη αρχηγός της απολύτου εν τη Βουλή πλειοψηφίας, ουδεμίαν υποχρέωσιν θα είχατε να αποδεχθήτε την εισήγησίν του, όπως δεν είχε και ο αείμνηστος Βασιλεύς Παύλος, την άνοιξιν του 1958, την υποχρέωσιν να δεχθή την περί διαλύσεως εισήγησιν του κ. Καραμανλή... Αι στιγμαί αυταί είναι ακριβώς εκείναι, κατά τας οποίας ο Ανώτατος Άρχων, αν και ανεύθυνος, καλείται ιστορικώς, ως Ρυθμιστής του Πολιτεύματος, να αναλάβη μίαν των σπανίων και σπουδαιοτάτων ρυθμιστικών ευθυνών του. Δικαιούται να αποφασίση την διάλυσιν της Βουλής, δικαιούται όμως και να την αρνηθή, επιχειρών τον σχηματισμόν κυβερνήσεως -οιασδήποτε και από οιουσδήποτε- με τον σκοπόν να δοκιμάση την δυνατότητα παρατάσεως του βίου της Βουλής, έστω και εάν η πλειοψηφία εμφανίζεται τυχόν δια του αρχηγού της αντιτιθεμένη εις τούτο. Με άλλας λέξεις, δικαιούται να ορκίση κυβέρνησιν, η οποία όμως οφείλει -εντός δεκαπέντε ημερών, εάν η τακτική σύνοδος έχει λήξει, ή εντός οπωσδήποτε ολιγωτέρων ήμερων, εάν λειτουργή εις τακτικήν ή έκτακτον σύνοδον η Βουλή- να εμφανισθή ενώπιον αυτής και να ζητήση ψήφον εμπιστοσύνης. Εάν η πρώτη κυβέρνησις, που θα σχηματισθή κατ’ αυτόν τον τρόπον δεν λάβη ψήφον εμπιστοσύνης, πόσες φορές είναι δυνατόν και επιτετραμμένον να γίνη το πείραμα αυτό; Πριν απαντήσω εις το ερώτημα τούτο, οφείλω να ειπώ, ότι η μη λαβούσα ψήφον εμπιστοσύνης κυβέρνησις πρέπει -αντιθέτως προς ό,τι έγινε δυο φορές το περασμένο καλοκαίρι- να αντικαθίσταται ει δυνατόν την επομένην (ή, έστω, μετά δύο ή τρεις ημέρας)

242


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

από άλλην. Διατί; Δεν υπάρχουν, τάχα, εις άλλας χώρας, διεπομένας από το κοινοβουλευτικόν σύστημα παραδείγματα κυβερνήσεων που, αφού έχασαν την εμπιστοσύνην της Βουλής, παρέμειναν εις την αρχήν και επί ολόκληρον μήνα, διότι δεν καθίστατο δυνατός ο σχηματισμός άλλης κυβερνήσεως; Βεβαίως υπάρχουν πολλά (όχι καλά και αξιομίμητα, αλλά πάντως μη προσβάλλοντα το Σύνταγμα ή τους άγραφους κοινοβουλευτικούς κανόνας) παραδείγματα. Πρόκειται, όμως, εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις περί κυβερνήσεων, που είχαν λάβει ψήφον εμπιστοσύνης, και εν συνεχεία την έχασαν. Και παρατείνεται, μετά την απώλειαν της εμπιστοσύνης, ο βίος των επί εβδομάδας, διότι ο Ρυθμιστής του Πολιτεύματος διεξάγει μακράς συνεννοήσεις με τα κόμματα, που δεν ζητούν διάλυσιν, δια την εξεύρεσιν κοινοβουλευτικώς βιωσίμου κυβερνητικού σχήματος. Εδώ, όμως, το περασμένο καλοκαίρι, τα πράγματα είχαν ουσιωδώς διάφορον μορφήν. Αι κυβερνήσεις και του κ. Νόβα και του κ. Τσιριμώκου δεν έχασαν την εμπιστοσύνην που είχαν άλλοτε λάβει, αλλά δεν έλαβαν ποτέ ψήφον εμπιστοσύνης. Δι’ αυτό και καμμία από τας δύο δεν έπρεπε να κυβερνά την χώραν επί δύο ολοκλήρους εβδομάδας μετά την καταψήφισίν της. Επαναλαμβάνω τώρα το άλλο βασικόν ερώτημα: Πόσες φορές είναι επιτετραμμένον να επιχειρήται ο σχηματισμός κυβερνήσεων, που εμφανίζονται εις την Βουλήν και πέφτουν; Το Σύνταγμα, ως γράμμα, σιωπά επί του σημείου τούτου. Αλλά δεν σιωπά το πνεύμα του Συντάγματος. Εάν είπωμεν, ότι τα πειράματα σχηματισμού κυβερνήσεων, που εμφανίζονται εις την Βουλήν και πέφτουν, είναι επιτετραμμένον να γίνωνται τρεις και τέσσερες ή και πέντε φορές και να διαρκούν επί μήνας, τότε αναγνωρίζομεν την δυνατότητα της παραβιάσεως του Συντάγματος και της καταπατήσεως της ρητής επιταγής του, που λέγει, ότι η κυβέρνησις πρέπει να στηρίζεται εις την εμπιστοσύνην της Βουλής και ότι -ακόμη και ύστερα από εκλογάς- οφείλει να εμφανισθή ενώπιον της Βουλής και να ζητήση την ψήφον της το αργότερον σαρανταπέντε ημέρας μετά την λαϊκήν ετυμηγορίαν. Το περασμένο καλοκαίρι εκυβέρνησαν την χώραν δύο κυβερνήσεις, επί δύο σχεδόν μήνας, χωρίς την έγκρισιν της Βουλής. Ο χρόνος υπήρξε μακρός και ήγγισε τα όρια της παραβιάσεως του πνεύματος του Συντάγματος. Ερχόμεθα, λοιπόν, εις το Συμβούλιον του Στέμματος της 1ης και της 2ας Σεπτεμβρίου του 1965. Εκφράζω τον θαυμασμόν μου δια τον τρόπον, με τον οποίον δι-

ηυθύνατε τας συνεδριάσεις του κρισιμωτάτου αυτού Συμβουλίου, δια τας πολύ ευστόχους παρεμβάσεις Σας και, γενικώς, δια την ευτυχή εις τους τρόπους Σας διασταύρωσιν υψηλού βασιλικού ύφους και ωραίας ανθρωπίνης απλότητος. Έχει πράγματι ιστορικήν σημασίαν το Συμβούλιον εκείνο. Θα ήτο ακόμη καλύτερα, εάν είχε συγκληθή αμέσως μετά την καταψήφισιν της πρώτης κυβερνήσεως, που ωρκίσατε και έπεσεν εις την Βουλήν, δηλαδή της κυβερνήσεως Νόβα. Πάντως, αναγνωρίζω ευχαρίστως, ότι η επιτυχής εκ μέρους Σας διαχείρισις της λεπτοτάτης αποστολής της διευθύνσεως ενός τοιούτου Συμβουλίου, καθώς και η στάσις και οι λόγοι σχεδόν όλων των μετασχόντων αυτού, ακόμη και του κ. Παπανδρέου, που εχρησιμοποίησε γλώσσαν προσεκτικήν ή και ανεγνώρισεν εμμέσως, με την σιωπήν του, ωρισμένα πράγματα, εκάλυψαν κάπως το αμφίβολον από απόψεως συνταγματικής τάξεως καθεστώς της επί σαρανταεπτά ημέρας διατηρήσεως εις την εξουσίαν κυβερνήσεων, που δεν είχαν την εμπιστοσύνην της Βουλής. Διατί έφθασα, περί το τέλος της δευτέρας και τελευταίας συνεδριάσεως του Συμβουλίου του Στέμματος, εις την απόφασιν να ειπώ, ότι -εάν δοθή η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως εις την Ε.Ρ.Ε.- θα εδεχόμην να προχωρήσωμεν εις εκλογάς; Το είπα πρώτον διότι εφοβούμην, ότι και η τρίτη κυβέρνησις, που θα ωρκίζετο και θα ενεφανίζετο εις την Βουλήν, ήτο λίαν ενδεχόμενον να μη λάβη ούτε αυτή ψήφον εμπιστοσύνης. Και λίγο έλειψε να αποδειχθή ο φόβος μου βάσιμος. Μόνον με δύο ψήφους εστάθη η κυβέρνησις Στεφανοπούλου. Εάν δεν εφθάναμεν εις τους 152, είτε δια τον ένα, είτε δια τον άλλον λόγον (ακόμα και λόγω ασθενείας ενός ή δύο βουλευτών), τι θα εγίνετο; Θα εσυρόμεθα πλέον εις εκλογάς λόγω τρίτης αποτυχίας της βασιλικής πρωτοβουλίας. Ήθελα, λοιπόν, να προλάβω το φοβερόν τούτο πλήγμα, που θα υφίστατο το Στέμμα, και να δώσω την διέξοδον, αντί να συρθώμεν εις εκλογάς, να προχωρήσωμεν εις αυτάς με την θέλησιν και αυτής της Ε.Ρ.Ε. (όχι μόνον του κ. Παπανδρέου) και με κυβέρνησιν του αντιθέτου προς την Ένωσιν του Κέντρου κόμματος. Η κυβέρνησις Στεφανοπούλου εστάθη. Έτσι, μετά δύο μηνών συνταγματικώς αμφίβολον κατάστασιν, έγινε εκ των υστέρων η νομιμοποίησις της καταστάσεως αυτής ή μάλλον η κάλυψις της αντικανονικής εκείνης περιόδου. Αλλά πώς επετεύχθη ο αριθμός των 152 βουλευτών;... Το χειρότερον -πολύ

243


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος κακό μάθημα προς την νέαν ελληνικήν γενεάν, που η διαπαιδαγώγησίς της γίνεται κυρίως με το παράδειγμα της ηγέτιδος τάξεως -είναι, ότι η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών από τον κ. Παπανδρέου, δια να φθάση η πλειοψηφία εις τον αριθμόν 152, έγινε με εξαγοράν συνειδήσεων, με υπουργοποίησιν ανθρώπων, που δεν θα εγίνοντο ποτέ, υπό άλλας συνθήκας, υπουργοί, ακόμη και με άλλα απαράδεκτα μέσα, που τα επληροφορήθην εξωδίκως αργότερα. Εάν εγνώριζα, ότι είχαν χρησιμοποιηθή και τοιαύτα μέσα, που προτιμώ να μη τα ονομάσω, θα έφευγα από την αίθουσαν της Βουλής και ας εψήφιζε όποιος ήθελε... Δεν σώζεται ο τόπος -ούτε αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος, που απειλεί την Ελλάδα από τον κομμουνισμόν- με τα μέσα αυτά. Χαλασμένες συνειδήσεις δεν στηρίζουν καθεστώτα, δεν σώζουν έθνη, δεν ανορθώνουν κράτη. Αντί να δοθούν παραδείγματα ανωτερότητος, ανιδιοτελείας, αυστηρότητος ήθους, λιτότητος βίου, προθυμίας εις θυσίαν υλικών αγαθών ή και της ζωής, που μόνον και μόνον αυτά σώζουν τα έθνη και τα καθεστώτα από την παρακμήν και από την επίθεσιν των επαναστατικών δυνάμεων, εδόθη εις τον Λαόν μας και ιδίως εις την κατά φυσικού λόγον ταλαντευομένην και δύσπιστον απέναντι όλων μας νεολαίαν το φοβερόν παράδειγμα της εξαγορας βουλευτών με τον υπουργικόν θώκον ή και με άλλα ακατονόμαστα μέσα... Αλλά ας αφήσω την ηθικήν πλευράν του ζητήματος. Οι περισσότεροι από τους ανήκοντας εις την λεγομένην ηγέτιδα κοινωνικήν τάξιν δεν καταδέχονται δυστυχώς ή δεν έχουν καιρό να προσέξουν την πλευράν αυτήν, και θα χαμογελούσαν με ύφος ηλιθίας ανωτερότητος, εάν με άκουγαν να την αναπτύσσω. Έρχομαι, λοιπόν, εις τους άλλους λόγους, οι οποίοι με έκαμαν να σκεφθώ, τον Σεπτέμβριον, ότι έπρεπε να προχωρήσωμεν εις εκλογάς. Μεγαλειότατε, εχάσαμε τον Σεπτέμβριον -μετά την ματαίωσιν της γνωστής πρωτοβουλίας μου, που απεδέχθη ο κ. Παπανδρέου, να σχηματίσω κυβέρνησιν της Ε.Ρ.Ε. και να διενεργήσω εκλογάς -την μόνην ασφαλή ευκαιρίαν ομαλής εξόδου από μίαν των δυσκολωτέρων εμπλοκών, που εγνώρισε η χώρα. Διεψεύσθη ο φόβος μου, ότι ήτο δυνατόν να μη επιτευχθή ούτε δια τρίτην φοράν πλειοψηφία εις την Βουλήν. Επετεύχθη με τα πρωτοφανή μέσα, που ανέφερα ανωτέρω. Αλλά μένει, παρά ταύτα, ανοικτόν το θέμα: Πότε και υπό ποίας συνθήκας θα φθάσωμεν εις εκλογάς; Δεν ισχυρίζομαι, ότι αποκλεί-

εται να υπάρξουν και εις το μέλλον ευκαιρίαι ομαλής, δι’ εκλογών, εξόδου από την εμπλοκήν. Τον Σεπτέμβριον, όμως, η δυνατότης ήτο ασφαλής, ενώ εις το μέλλον δεν είναι». Παρακαλώ τον αναγνώστη να προσέξει ολόκληρο το μεγάλο αυτό κομμάτι του υπομνήματός μου του Ιανουαρίου 1966, που μετέφερα εδώ, και ιδιαίτερα δυο σημεία. Το πρώτο σημείο είναι, ότι -όπως έγραψα στον βασιλέα Κωνσταντίνο (και υπεγράμμισα στο υπόμνημα)- «δεν εγνώριζα τίποτε» ως τις 15 Ιουλίου 1965 για την κυβερνητική αλλαγή, που προετοιμαζόταν. Ήξερε, φυσικά, ο βασιλεύς, ότι δεν εγνώριζα τίποτε, αλλά εθεώρησα αναγκαίο να το τονίσω. Δεν είχα λάβει μέρος σε καμμιά παρασκηνιακή ενέργεια, ούτε γνωρίζω και σήμερα, ποιος ήταν ο συντάκτης των θλιβερών επιστολών του βασιλέως προς τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Έσπευσαν και ο καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου (στο αγγλικά γραμμένο βιβλίο του) και άλλοι, χωρίς καμμιά απόδειξη, ούτε καν ένδειξη, να υποθέσουν σχετικά με μένα ενέργειες άκρως ασυμβίβαστες προς τον χαρακτήρα μου. Ό,τι είχα να πω, το είπα, στις 19 Φεβρουαρίου 1965, στη λαϊκή συγκέντρωση της πλατείας Κλαυθμώνος. Εκεί, ανοιχτά και απροκάλυπτα, εδήλωσα και υποσχέθηκα -αν καλώς ή κακώς, αυτό μπορεί, φυσικά, να κριθεί- ότι θα υποστηρίξει η Ε.Ρ.Ε. στη Βουλή κυβέρνηση κεντρώων βουλευτών, που θα διαφωνούσαν με τη γραμμή της Κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου. Μήπως δεν είχε ενθαρρύνει και ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον Νοέμβριο του 1963, την αποσκίρτηση βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. ή και της ΕΔΑ, και μάλιστα με την απειλή, ότι -αν δεν συνέβαινε αυτό (και δεν συνέβη)- θα διέλυε τη Βουλή, που μόλις είχε συγκροτηθεί σε σώμα; Αλλά, μετά την δήλωσή μου στη λαϊκή συγκέντρωση της πλατείας Κλαυθμώνος, δεν έλαβα μέρος σε καμμιά παρασκηνιακή προσπάθεια για την δημιουργία ρήγματος στην Ένωση Κέντρου. Πέρα από τον δημόσιο χώρο δεν εγνώρισα στη ζωή μου, ως «δημόσιος ανήρ», άλλους τόπους πολιτικών ενεργειών. Οι σκοτεινοί θάλαμοι μου είναι πέρα για πέρα ξένοι. Τους απεχθάνομαι. Μόνο σε ώρες δικτατοριών ή κατοχής της χώρας από ξένους εχθρούς εγνώρισα κρυφούς θαλάμους. Αλλά οι θάλαμοι αυτοί δεν είναι σκοτεινοί. Είναι ηθικά φωτεινοί. Το δεύτερο σημείο, που παρακαλώ τον αναγνώστη να προσέξει ιδιαίτερα, βρίσκεται στις τελευταίες φράσεις της μακράς περικοπής, που μετέφερα εδώ από το υπόμνημά μου του Ιανουαρίου 1966. Κάποια

244


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ιστορική διαίσθηση με έκαμε να θεωρήσω την προκήρυξη των εκλογών τον Σεπτέμβριο του 1965 ως «την μόνην ασφαλή ευκαιρίαν ομαλής εξόδου από μίαν των δυσκολωτέρων εμπλοκών που εγνώρισε η χώρα». Και πρόσθεσα ότι «η δυνατότης», τότε, μιας τέτοιας ομαλής εξόδου «ήτο ασφαλής, ενώ εις το μέλλον δεν είναι». Η ιστορία απέδειξε ότι είχα δίκιο. Γιατί δεν επέμεινα, στις αρχές Σεπτεμβρίου 1965, στη διενέργεια εκλογών με κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., που ήταν (όπως έγραψα στο υπόμνημά μου προς

τον βασιλέα τον Ιανουάριο του 1966) «η μόνη ασφαλής ευκαιρία ομαλής εξόδου από μίαν των δυσκολωτέρων εμπλοκών, που εγνώρισε η χώρα»; Όταν έκαμα την πρόταση στη δεύτερη (και τελευταία) συνεδρίαση του Συμβουλίου του Στέμματος, δηλαδή το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν έδειξε την διάθεση να αποδεχθεί την πρότασή μου. Ο δισταγμός του αποδείχθηκε μοιραίος. Φοβήθηκε, ίσως, ότι η Ένωση Κέντρου ή σημαντικά στελέχη της θα αντιδρούσαν

Στην επιστολή, που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της «Καθημερινής» της 13ης Ιουνίου 1975, και που αποτελεί ένα εκτενέστατο κριτικό δοκίμιο με στόχο τα δικά μου δοκίμια, ο Γιάννης Κάτρης παρατηρεί: «Σχετικά με τη γνωστή βασιλική ενέργεια της 15ης Ιουλίου 1965, ο κ. Π.Κ. γράφει ότι ο Κωνσταντίνος “ορθώς συνέστησε” στον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου να μη αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Αλλ’ αυτό το ανέλπιστο “συγχωροχάρτι” για την αιτία, ή την πρόφαση, του Ιουλιανού πραξικοπήματος, ούτε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος (που έχει παραδεχτεί στη Ρώμη το “λάθος” του) δεν θα τολμούσε να ονειρευτεί. Πρέπει, δηλαδή, να δεχτούμε -και να διδάξουμε και τα παιδιά μας- ότι ένας πολιτικός αρχηγός που κρίνεται από τον κυρίαρχο λαό (και μάλιστα με απόλυτη πλειοψηφία) άξιος για να γίνει πρωθυπουργός, μπορεί να κρίνεται από τον ανεύθυνο βασιλιά ανάξιος για ν’ αναλάβει ένα υπουργείο; Αυτό αφορά το “ορθώς”. Αλλά και η λέξη “συνέστησε”, που χρησιμοποιεί ο κ. Π. Κ., δεν αποδίδει ακριβολογικά την ιστορική πραγματικότητα. Ο πρωθυπουργός μπορεί να δεχτεί μια βασιλική “σύσταση”. Αλλά δεν είναι υποχρεωμένος να την δεχτεί. Εδώ, όμως, στην περίπτωση του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, ο Κωνσταντίνος απέλυσε -στην ουσία- τον πρωθυπουργό. Δεν “συνέστησε” επομένως ο τότε βασιλιάς. Διάταξε...». Ομολογώ, ότι δεν περίμενα τις παρατηρήσεις αυτές, και μάλιστα την παρατήρηση, ότι με όσα περιέχονται στις παραπάνω φράσεις μου δίνω ένα κακό μάθημα στα παιδιά μας! Περίμενα, ότι ο Γιάννης Κάτρης -έστω και διαφωνώντας με μερικές φράσεις μου- θα αναγνώριζε, ότι σπάνια πολιτικός αρχηγός σε ώρες βίαιων πολιτικών ανταγωνισμών και τόσο θολής ατμόσφαιρας, όπως ήταν εκείνη της περιόδου 1965-1966, έχει πει σ’ ένα βασιλέα (όχι ως αντίδικός του, όπως ήταν τότε ο Γ. Παπανδρέου, αλλά ως συμπαραστάτης του, όπως ήταν τότε ο αρχηγός της Ε.Ρ.Ε.) τόσες πικρές αλήθειες, όσες του είπα εγώ. Είχα -μέχρι της στιγμής, που διάβασα την κριτική του Γιάννη Κάτρη- την προσδοκία, ότι όλοι θα θεωρούσαν τα αποσπάσματα του υπομνήματός μου προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο, που περιέλαβα στα ιστορικά μου δοκίμια, σαν ένα καλό μάθημα «για τα παιδιά μας». Ας έρθουμε όμως στην ουσία της διαφωνίας του Γιάννη Κάτρη. Πρώτον, η παρατήρησή μου, ότι ήταν «ορθή» η σύσταση του βασιλέως Κωνσταντίνου να μη αναλάβη το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου, περιέχεται σε κείμενο του Ιανουαρίου του 1966, και όχι σε σημερινό κείμενό μου. Δεύτερον, πρέπει η λέξη εκείνη -«ορθή σύσταση»- να εκτιμηθεί σαν μια μικρή παρεμβολή σε τόσες άλλες -πολύ πικρές για τον αποδέκτη, δηλαδή τον βασιλέα- φράσεις μου, μια παρεμβολή, που θα μπορούσε να είναι και κάποια παραχώρηση, αναγκαία τότε για να διευκολύνει ψυχικά και ηθικά: τον αποδέκτη του υπομνήματος να κατανοήσει τις τόσες άλλες πικρές αλήθειες, που του έγραψα. Τρίτον, θα μπορούσε να είναι μια παιδαγωγικά σκόπιμη παραχώρηση, αλλά οφείλω να ομολογήσω, ότι δεν ήταν τέτοια η πρόθεσή μου. Γράφοντας, τότε, ότι η βασιλική «σύσταση» ήταν «ορθή», έγραψα ό,τι πράγματι επίστευα. Εξακολουθώ μάλιστα

245


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

και σήμερα να πιστεύω, ότι η «σύσταση» εκείνη ήταν ορθή. Ο Γιάννης Κάτρης γενικεύει το πρόβλημα, το τοποθετεί επάνω σε γενική θεωρητική βάση, αποκόπτοντάς το από την ειδική - ίσως μοναδική στην ιστορία των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών- περίσταση, που είχε κάμει τον βασιλέα να «συστήσει» στον πρωθυπουργό να μη αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Όπως το εμφανίζει το θέμα, στη γενική του μορφή, ο Γιάννης Κάτρης έχει πέρα για πέρα δίκιο. Αλλά ας θυμηθούμε και την ειδική -μοναδική στην ιστορία- περίσταση. Καλώς ή κακώς, είχε συνδυασθεί τότε το όνομα του γιου του πρωθυπουργού, του υπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, με την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Όσοι διάβασαν στην «Καθημερινή» ή όσοι θα διαβάσουν στις σελίδες του βιβλίου μου τούτου, ποια είναι η δική μου γνώμη για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και για τον συνδυασμό του ονόματος του Ανδρέα Παπανδρέου με την υπόθεση αυτή, είδαν ή θα ιδούν, ότι και όταν είχα κληθεί, ως μάρτυς κατηγορίας, στη δίκη των αξιωματικών του «ΑΣΠΙΔΑ», η κατάθεσή μου δεν ήτο επιβαρυντική για τους κατηγορουμένους, και ότι -σε επιστολή, που έστειλα στον Κ. Καραλανλή, στις 17 Μαρτίου του 1967- είπα κατηγορηματικά, ότι δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη εις βάρος του Ανδρέα Παπανδρέου. Οφείλω, όμως, να πω, ότι τον Ιούλιο του 1965, όταν το θέμα εκκρεμούσε ακόμα και έπρεπε να αποφασισθεί, αν θα έπαιρνε το δρόμο της δικαστικής έρευνας ή θα περιοριζόταν (όπως είχε εισηγηθεί, ύστερ’ από μια πολύ ευσυνείδητη διοικητική εξέταση – προανάκριση ο τότε πρόεδρος του Αναθεωρητικού Στρατιωτικού Δικαστηρίου αντιστράτηγος Ι. Σίμος) σε πειθαρχικές κυρώσεις, θάταν ορθότερο να μη αναλάβει άμεσα, ακόμα και για τα μάτια του κόσμου, το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ο πατέρας εκείνου, που τ’ όνομά του είχε συσχετισθεί με την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Τέταρτον, ο Γιάννης Κάτρης λησμονεί, ότι ο βασιλεύς Κωνσταντίνος είχε πει στον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, ότι θα μπορούσε, στη θέση του Πέτρου Γαρουφαλια, να ορίσει όποιο άλλο στέλεχος της Ενώσεως του Κέντρου θα επέλεγε ο ίδιος ως αρχηγός του κόμματος. Είχαν μεσολαβήσει, βέβαια, οι φοβερές επιστολές του βασιλέως προς τον πρωθυπουργό. Αυτό δικαιολογεί -αλλά μόνο ψυχολογικά- την επιμονή του Γ. Παπανδρέου να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης, θα ήταν όμως ορθότερο να είχε επιστρέψει ο πρωθυπουργός τις επιστολές αυτές και να προκαλούσε τότε, όταν τις έλαβε, ζήτημα διαφωνίας με το Στέμμα, δίνοντας μάλιστα τις επιστολές, αν ο βασιλεύς, όταν θα του τις είχε επιστρέψει ο Γ. Παπανδρέου ως απαράδεκτες, δεν αναγνώριζε το μέγα λάθος του, στη δημοσιότητα. Αφού δέχθηκε τις επιστολές εκείνες, που κανένας βασιλεύς δεν δικαιούται να απευθύνει στον πρωθυπουργό και αρχηγό της πλειοψηφίας, ακόμα και σε οποιονδήποτε πληρεξούσιο του κυρίαρχου Λαού, και αφού όχι μόνο τις δέχθηκε, αλλά έδωσε και γραπτές απαντήσεις, θα μπορούσε ή και θα έπρεπε ο Γ. Παπανδρέου να δεχθεί τη «σύσταση» του βασιλέως σχετικά με το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Δεν «διέταξε», τότε, ο βασιλεύς. «Συνέστησε». Αν δεχόταν τη «σύσταση» -την «ορθή» στην όλως εξαιρετική εκείνη περίπτωση- και τοποθετούσε υπουργό Εθνικής Αμύνης ένα βουλευτή της απόλυτης εμπιστοσύνης του, θα έφερνε τον βασιλέα, που, όπως είναι πολύ πιθανό, είχε οπωσδήποτε αποφασίσει την κυβερνητική αλλαγή και προετοιμάσει, με παρασκηνιακή δραστηριότητα κακών συμβούλων, τη διάσπαση της Ενώσεως του Κέντρου, σε πολύ δύσκολη θέση. Και παρά την πίεση των κακών συμβούλων, μπορεί να μη προχωρούσε ο βασιλεύς σε ό,τι έπραξε τις βραδινές ώρες της μοιραίας 15ης Ιουλίου 1965. Οι παρατηρήσεις του Γιάννη Κάτρη με ανάγκασαν να αναπτύξω -σε έκταση μεγαλύτερη από ό,τι θα επιθυμούσα να το πράξω- τις σκέψεις μου για τα γεγονότα του καλοκαιριού 1965. Όσο για τη στάση, που ετήρησα τότε εγώ, ως αρχηγός της Ε.Ρ.Ε., την εξήγησα στις σελίδες των δοκιμίων μου. Η στάση αυτή μπορεί να κριθεί και να κατακριθεί. Αλλά δεν νομίζω, ότι είναι υπεράνω κριτικής και ο χειρισμός, που επέλεξε ο Γεώργιος Παπανδρέου στην αντιμετώπιση των περιστάσεων, που δημιουργήθηκαν στις αρχές του μοιραίου εκείνου καλοκαιριού.

246


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

στον σχηματισμό από μένα κυβερνήσεως, που θα οδηγούσε στις εκλογές. Την άλλη ημέρα, η αντίδραση ελάχιστων στελεχών της νικήθηκε (πληροφορήθηκα τις συζητήσεις, που έγιναν στο Καστρί) από την στάση των περισσότερων στελεχών, που δέχθηκαν την πρότασή μου, και από την ενδόμυχη επιθυμία του ίδιου του Γεωργίου Παπανδρέου. Όταν, όμως, με πήρε στο τηλέφωνο, το μεσημέρι της 3ης Σεπτεμβρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου, και μου είπε, ότι είναι σύμφωνος, ήταν πια αργά. Αν η κυβέρνηση, που θα εσχημάτιζα, παρουσιαζόταν ως τετελεσμένο γεγονός -ως απόφαση των δυο μεγάλων κομμάτων με σύμφωνο τον βασιλέα- τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου, ο προσκείμενος στην Ε.Ρ.Ε. Τύπος και τα πολιτικά στελέχη του κόμματος, είτε τόθελαν, είτε όχι, θα είχαν αναγκασθεί να αναγνωρίσουν το τετελεσμένο γεγονός. Η 3η Σεπτεμβρίου ξημέρωσε, όμως, σε ορίζοντα θολό, γεμάτο ασάφεια. Καμμιά από τις προσκείμενες στην Ε.Ρ.Ε. εφημερίδες, πρωινές ή απογευματινές, δεν υποδέχθηκε ευνοϊκά την πρότασή μου. Έδειξαν, μάλιστα, την αντίθεσή τους. Έδωσαν το σύνθημα της ηττοπάθειας, που ήταν από κάθε άποψη αδικαιολόγητη. Ύστερα από τις διαδηλώσεις των σαράντα ημερών, που είχαν αναστατώσει το κέντρο των Αθηνών, άλλοι -οι περισσότεροι- οπαδοί της Ενώσεως του Κέντρου είχαν φανατισθεί, αλλά πολλοί άλλοι είχαν φοβηθεί, κ’ έτσι η Ε.Ρ.Ε. είχε την πιθανότητα, αν όχι να πάρει στις εκλογές πλειοψηφία, έστω σχετική, τουλάχιστον να αυξήσει σοβαρά, σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 1964, τη δύναμή της. Αλλά, άσχετα και από το ενδεχόμενο αυτό, τις εκλογές πρέπει να τις αποφασίζει ένα κόμμα, όταν πρέπει να γίνονται, δηλαδή όταν γενικώτεροι λόγοι το επιβάλλουν, και όχι μόνον όταν υπολογίζει, ότι θα τις κερδίσει. Δυστυχώς ούτε οι προσκείμενες στην Ε.Ρ.Ε. εφημερίδες, ούτε τα περισσότερα κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματος, σκέφθηκαν έτσι. Είχαν αρχίσει μάλιστα -πολλές εφημερίδες και πολλά πολιτικά στελέχη- να συνδυάζουν την πρότασή μου να προχωρήσουμε σε εκλογές με την δήθεν πρόθεσή μου να αποτρέψω με τις πρόωρες εκλογές (ήταν, τάχα, πρόωρες υστέρα από την καταψήφιση δυο κυβερνήσεων;) την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. Το γελοίο αυτό παραμύθι το δούλεψαν, από τότε και ως τον Απρίλιο του 1967, συστηματικά. Και το πίστεψαν όσοι δεν με είχαν πραγματικά γνωρίσει

Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν έδειξε την διάθεση να αποδεχθεί την πρότασή μου.

ή ήταν ανίκανοι, αν και με είχαν συναναστραφεί, να κατανοήσουν τον χαρακτήρα μου. Το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου συγκεντρώθηκαν γύρω μου οι πολιτικοί «επιτελείς» του κόμματος, εκείνοι, που ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής είχε ξεχωρίσει ως «επιτελείς». Είχα σεβασθεί την επιλογή, που είχε κάμει, όχι μόνο επειδή τα πρόσωπα, που είχε επιλέξει ως «επιτελείς» είχαν πράγματι διακριθεί με την κοινοβουλευτική ή κυβερνητική δράση τους, αλλά και επειδή δεν ήθελα να δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι επιζητούσα να δημιουργήσω δικό μου κύκλο. Εγνώριζα, ότι μερικά από τα πρόσωπα αυτά δυστροπούσαν μέσα τους, βλέποντας εμένα ως αρχηγό της Ε.Ρ.Ε., αλλά απέφυγα να προσθέσω στους «επιτελείς» και μερικά άλλα πρόσωπα, που θα άξιζε να ανεβούν στην (ανεπίσημη) ιεραρχία του κόμματος, για να μη παρερμηνευθεί η πράξη μου αυτή και θεωρηθεί σαν ενέργεια, που θα απέβλεπε δήθεν στη νόθευση του «καραμανλικού» κύκλου

247


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος των «επιτελών». Είχα δώσει, εξ άλλου, σε ολόκληρο το σώμα των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε., με τις συχνές συνεδριάσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας, τη δυνατότητα άμεσης συμμετοχής στη ζωή και στις σημαντικές αποφάσεις του κόμματος. Αλλά την ημέρα εκείνη -στις 3 Σεπτεμβρίου- δεν προλάβαινα να συγκαλέσω την κοινοβουλευτική ομάδα. Η συγκέντρωση των «επιτελών» έγινε στο Στροφύλι της Κηφισίας, στον κήπο της κατοικίας του Διονύση Λιβανού, ανεψιού της συζύγου μου. (Στον κήπο αυτόν υπάρχει και το ειδικό καταφύγιο, όπου, εδώ και είκοσι χρόνια ή και περισσότερα, αποσύρομαι και συγγράφω τα βιβλία μου. Εδώ γράφω και τώρα τις γραμμές αυτές, με μόνους ευχάριστους αντιπερισπασμούς τις στιγμιαίες επιδρομές των δυο μικρών γιων του ζεύγους Λιβανού). Η συζήτηση με τους «επιτελείς» του κόμματος, το πρωινό εκείνο, ήταν για μένα οδυνηρή. Σχεδόν όλοι διεφώνησαν με την πρότασή μου να προχωρήσουμε σε εκλογές. Μόνον ένας, ο Γρηγόριος Κασιμάτης, συμφώνησε μαζί μου, και δυο άλλοι, ο Παναγής Παπαληγούρας και ο Γεώργιος Ράλλης, ήταν λιγώτερο κατηγορηματικοί στις αντιρρήσεις τους, και εδήλωσαν, ότι, μολονότι είχαν σοβαρές επιφυλάξεις, θα με βοηθούσαν ανεπιφύλακτα, αν έπαιρνα οριστικά την απόφαση να σχηματίσω την κυβέρνηση, που θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές. Ένας από τους «επιτελείς» -από τους πιο συμπαθείς σε μένα, επειδή τιμούσα (και τιμώ) την παρρησία του, καθώς και την στάση και τις δοκιμασίες του στην περίοδο της εχθρικής Κατοχής- έφθασε μέχρι του σημείου να κάμει μια πολύ σκληρή παρατήρηση. Όταν είπα, ότι υπάρχουν στιγμές, που ένας αρχηγός στρατιάς οφείλει να πάρει μόνος την απόφαση «να ρίψη τον κύβον», παρατήρησε: «Ναι, αλλά ο αρχηγός αυτός θα περάσει τώρα τον Ρουβίκωνα μόνος, άνευ στρατιάς»! Αρκέσθηκα, όταν άκουσα τις λέξεις αυτές, σ’ ένα πικρό χαμόγελο. Ήξερα πια, ότι η ευκαιρία -η «μόνη ασφαλής», όπως έγραψα, λίγους μήνες αργότερα, στον βασιλέα Κωνσταντίνο- είχε χαθεί. Όταν συζητούσα με τους «επιτελείς» του κόμματος, με «κάλεσαν δυο φορές στο τηλέφωνο. Την πρώτη φορά ήταν ο βασιλεύς. Στο υπόμνημά μου του Ιανουαρίου 1966 (σελ. 18) του έγραψα: «Αντελήφθην, ότι και Σεις, Μεγαλειότατε, που εσπεύσατε ανήσυχος να με πάρετε εις το τηλέφωνον, δεν είχατε την διάθεσιν να ανταποκριθήτε ευχαρίστως εις την πρωτοβουλίαν μου». Λίγο αργότερα, με εζήτησε στο τηλέφωνο ο

Γεώργιος Παπανδρέου. Μου είπε, ότι συμφωνεί να σχηματίσω εγώ κυβέρνηση και να προχωρήσουμε, με κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. στις εκλογές. Με παρακάλεσε να συναντηθούμε το γρηγορώτερο, όπου εγώ θα αποφάσιζα. Του είπα, ότι θα τον επισκεφθώ, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, στο Καστρί. Θα σκεφθούν μερικοί, ακόμα και σήμερα: Για να συμφωνήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου με την πρότασή μου, αυτό δείχνει καθαρά, ότι τον συνέφερε η πρόταση αυτή. Μοιάζει σωστή η σκέψη, αλλά δεν δείχνει ιστορική διαύγεια. Αν συνέφερε στον Γεώργιο Παπανδρέου η υιοθέτηση της πρωτοβουλίας μου, συνέφερε χίλιες φορές περισσότερο -και το απέδειξαν τα γεγονότα- στη Δημοκρατία, στην Ελλάδα. Όταν επισκέφθηκα τον Γεώργιο Παπανδρέου, η πρώτη φράση του ήταν: «Είμαι βέβαιος, ότι στην διεξαγωγή των εκλογών θα είσαι δεύτερος Χαρίλαος Τρικούπης»! Του άρεσαν οι μεγάλοι λόγοι. Και του ταίριαζαν. Απάντησα, ότι θα ήταν τιμή μου -και ήταν η πρόθεσή μου- να ακολουθήσω το παράδειγμα του Χαριλάου Τρικούπη, αλλά ότι δεν θα έχω την ευκαιρία να το κάμω. Απόρησε. Του εξήγησα με ειλικρίνεια τους λόγους, που καθιστούσαν αδύνατη την συνέχεια της πρωτοβουλίας, που είχα πάρει την προηγούμενη βραδιά, και που εκείνος έκαμε το λάθος να μη την υιοθετήσει αμέσως. Εμείναμε μαζί ολόκληρη ώρα και είπαμε, ανοίγοντας την καρδιά μας, πολλά που, αν τα εμάθαιναν οι οπαδοί και του ενός και του άλλου κόμματος, θα απορούσαν. Έπρεπε, τάχα, να παραιτηθώ, τότε, από την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. και να ξεχωρίσω τις ευθύνες μου από το κόμμα, που, σε σημαντικό αριθμό και βαθμό, δεν ακολουθούσε τις δικές μου ιδέες, δεν συμφωνούσε με τη νοοτροπία μου και με την τακτική μου; Ενόμισα, ότι δεν είχα το δικαίωμα να εγκαταλείψω έναν ολόκληρο κόσμο, που είχε και αξιόλογες αρετές, και που, αν ένα τμήμα του δεν με θεωρούσε πράγματι κεφαλή του, θα έμενε, σε μια πολύ κρίσιμη ώρα, ακέφαλος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν είχε δείξει καμμιά διάθεση να επιστρέψει, ούτε ήταν βουλευτής, για να αναλάβει στη Βουλή την ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. και τον κοινοβουλευτικό αγώνα. Εσκέφθηκα, εξ άλλου, ότι έπρεπε να μείνω αρχηγός του κόμματος, για να συγκρατήσω τον αγώνα -παρά τις αντιδράσεις των πιο πολλών προσκείμενων στην Ε.Ρ.Ε. εφημερίδων, ακόμα και τις προσωπικές εναντίον μου επιθέσεις, και παρά τις υπονομευτικές ενέργειες μερικών κορυφαίων κοινοβουλευτικών στελεχών

248


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

του κόμματος- στα όρια, που θεωρούσα εγώ, με κριτήριο το συμφέρον του Έθνους και της Δημοκρατίας, ορθά. Εσκέφθηκα, επίσης, ότι θα μπορούσε να παρουσιασθεί, όσο ήμουν επί κεφαλής της Ε.Ρ.Ε., μια άλλη ευκαιρία για τη μετάβαση της χώρας σε πιο ομαλές πολιτικές συνθήκες. Εστήριξα, λοιπόν, την κυβέρνηση Στεφάνου Στεφανοπούλου, για να εξασφαλισθεί -αφού απέτυχε, τότε, η πρωτοβουλία μου για την διενέργεια εκλογών- ο αναγκαίος χρόνος, που θα επέτρεπε να προχωρήσουμε αργότερα σε άλλες εξελίξεις. Είχα και την ελπίδα, ότι η κυβέρνηση αυτή -παρά το γεγονός, ότι έφθασε στον αριθμό των ψήφων, που πήρε στη Βουλή, με τα απαράδεκτα μέσα, που επεσήμανα στο υπόμνημά μου προς το βασιλέα Κωνσταντίνο, και προκαλούσε, εξ άλλου, το μίσος και τις βίαιες επιθέσεις της Ενώσεως του Κέντρου- θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μερικά επείγοντα προβλήματα, που ο χειρισμός τους δεν ήταν επιδεκτικός αναβολών. Αν χρειάσθηκε ο Στέφανος Στεφανόπουλος να προσλάβει ως υπουργούς, για να φθάσει στην πλειοψηφία των 152 βουλευτών, και μερικά πρόσωπα, που κανονικές πολιτικές συνθήκες δεν θα έπρεπε ποτέ να τα ανεβάσουν στον υπουργικό θώκο, η κυβέρνηση εκείνη είχε και αξιόλογα μέλη. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός ήταν παλαιός έμπειρος πολιτικός με δοκιμασμένες ικανότητες, και τα κύρια στελέχη του υπουργικού συμβουλίου ήταν κορυφαίοι έως χθες επιτελείς της Ενώσεως του Κέντρου ή, παλαιότερα, του κόμματος των Φιλελευθέρων, και είχαν τέτοια ονόματα και τέτοιες ικανότητες, που δεν τους ήταν διόλου απαραίτητη η «αποστασία» για να γίνουν υπουργοί και να διακριθούν εκ νέου. Αν εμεθόδευσαν άσχημα -πολύ άσχημα- την διαφωνία τους προς τον Γεώργιο Παπανδρέου και την αποσκίρτησή τους από την Ένωση του Κέντρου, αυτό δεν αποκλείει την εκδοχή να είχαν σοβαρούς λόγους διαχωρισμού των ευθυνών τους από τον πρώην αρχηγό τους. Η ίδια η Ένωση του Κέντρου, στη σημερινή της σύνθεση, με αρχηγό τον Γεώργιο Μαύρο, και με την συμμετοχή των «Νέων Δυνάμεων», καθώς και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου, που ήταν, από τον Ιούλιο του 1965, επί κεφαλής των πιο ζωηρών κατηγόρων της «αποστασίας», επέμειναν -και επέτυχαν- να διαγραφούν από το Σχέδιο του Συντάγματος, που επρότεινε στη Βουλή της 17ης Νοεμβρίου 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή, οι περιορισμοί της ελευθερίας των βου-

λευτών, που είχαν προβλεφθεί από τους συντάκτες του Σχεδίου. Η κυβέρνηση Στεφανοπούλου κρατήθηκε κάτι παραπάνω από δεκαπέντε μήνες. Ο χρόνος ήταν μακρός. Ήδη στον τέταρτο μήνα του βίου της, έγραφα στο υπόμνημά μου προς τον βασιλέα Κωνσταντίνο (σελ. 21), ότι «είναι πραγματικά αφύσικο» να στηρίζει η Ε.Ρ.Ε. «παθητικά, με σταυρωμένα τα χέρια, πέραν περιωρισμένου μεταβατικού χρόνου δύο ή τριών μηνών» -και μάλιστα «ως πλειοψηφία της πλειοψηφίας»- μια κυβέρνηση, που την φέρνει «συχνά ενώπιον τετελεσμένων γεγονότων» και «αδιαφορεί καμμιά φορά επιδεικτικώς δια τας απόψεις και τα αισθήματά της». Δεν εισηγήθηκα, όμως, στο υπόμνημα του Ιανουαρίου 1966, κυβερνητική αλλαγή, γιατί δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν εδημιουργήθηκαν παρά ένδεκα μήνες αργότερα. Αφού μετέφερα εδώ τις φράσεις του υπομνήματός μου, που εξέφραζαν την δυσφορία μου -και διερμήνευαν μάλιστα την αγανάκτηση πολλών βουλευτώνγια την στάση της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου απέναντι της Ε.Ρ.Ε., που ήταν το κύριο κοινοβουλευτικό στήριγμά της, οφείλω να πω, ότι υπήρξε και μια σημαντική περίπτωση, όπου η κυβέρνηση Στεφανοπούλου δεν έφερε την Ε.Ρ.Ε., ειδικώτερα εμένα, προ τετελεσμένου γεγονότος. Την περίπτωση αυτή -μιαν από τις ελάχιστες περιπτώσεις, που η κυβέρνηση με ερώτησε πριν λάβει τις αποφάσεις της -οφείλω να την μνημονεύσω και για τον ειδικώτερο λόγο, ότι με την συγκατάθεσή μου έγινε ένα σημαντικό λάθος. Και είμαι συνυπεύθυνος με τον τότε πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Σταύρο Κωστόπουλο για το λάθος αυτό. Όταν η κυβέρνηση αποφάσισε, λίγο ύστερα από την ψήφο εμπιστοσύνης, που έλαβε στη Βουλή, να τοποθετήσει νέο αρχηγό του Επιτελείου της Εθνικής Αμύνης και νέο αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του Στρατού, ερωτήθηκα, αν συμφωνούσα με τα πρόσωπα, που είχε επιλέξει. Και συμφώνησα. Τον ένα από τους δυο αντιστρατήγους -τον Κωνσταντίνο Τσολάκα, που τοποθετήθηκε αρχηγός του Επιτελείου της Εθνικής Αμύνης- τον εγνώριζα. Και δεν λυπούμαι διόλου, που συμφώνησα να καταλάβει τη θέση, που κατέλαβε. Τον άλλον -τον αντιστράτηγο Γρηγόριο Σπαντιδάκη- δεν τον εγνώριζα προσωπικά ή μάλλον δεν θυμόμουνα, ότι τον είχα κάποτε συναντήσει. Μου το θύμισε ο ίδιος, όταν και

249


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος οι δυο νεοδιορισμένοι αρχηγοί ήρθαν να με επισκεφθούν (με άδεια η υπόδειξη του υπουργού Εθνικής Αμύνης Σταύρου Κωστοπούλου), ότι τον είχα συναντήσει συχνά, ως υπουργός των Στρατιωτικών, στο 1949. Υπηρετούσε, τότε, με τον βαθμό του ταγματάρχη, ως υπασπιστής του αρχιστρατήγου Παπάγου. Η τοποθέτηση του στρατηγού Σπαντιδάκη επί κεφαλής του Γενικού Επιτελείου του Στρατού αποδείχθηκε εκ των υστέρων μοιραία. Ολόκληρο το έτος 1966 ήταν, στην πολιτική μας ιστορία, πολύ μουντό. Τα πάντα ήταν άδηλα. Πού πηγαίναμε; Πότε και πώς θα εφθάναμε σε εκλογές; Θα εξαντλούσαμε -δηλαδή, θα έπρεπε, τάχα, να εξαντλήσουμε- την τετραετία της βουλευτικής περιόδου, που έληγε στις αρχές του 1968, με την κυβέρνηση Στεφανοπούλου ή με άλλες κυβερνήσεις, αδιαφορώντας για την αξίωση της Ενώσεως του Κέντρου, δηλαδή ενός μεγάλου τμήματος του Ελληνικού Λαού, να διενεργηθούν το ταχύτερο εκλογές; Η Ε.Ρ.Ε., το δεύτερο από τα δυο μεγάλα κόμματα της χώρας, θα έπρεπε ή θα μπορούσε, τάχα, να εξακολουθήσει να έχει σταυρωμένα τα χέρια στη Βουλή, χωρίς να μπορεί να είναι ούτε σωστή συμπολίτευση, ούτε Αντιπολίτευση; Η Ένωση του Κέντρου είχε εξαπολύσει, από τον Ιούλιο του 1965, τον δεύτερο «Ανένδοτον Αγώνα». Μετά τις πρώτες σαράντα ήμέρες, είχαν ανασταλεί οι σχεδόν καθημερινές οχλοκρατικές εκδηλώσεις στο κέντρο των Αθηνών, που -αν εξαιρέσουμε την πράγματι τεράστια λαϊκή συμμετοχή στην «θριαμβική» κάθοδο του Γεωργίου Παπανδρέου από το Καστρί στα γραφεία του κόμματός του -ήταν έργο των ίδιων πάντοτε πέντε ή δεκαπέντε χιλιάδων προσώπων. Οι νυχτερινές φωτιές γύρω από την πλατεία Ομονοίας και η πυρπόληση κάποιων αυτοκινήτων εκεί ή σε απόμερες συνοικίες των Αθηνών, έκλεισαν την τελευταία -αρκετά μεγάλη και πιο βίαιη- εξόρμηση των «ανένδοτων» διαδηλωτών, που σημειώθηκε μετά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Ηλία Τσιριμώκου. Η Ένωση του Κέντρου κατάλαβε, ότι αυτή η «θερμή» φάση του δεύτερου «Ανενδότου Αγώνος», που ουσιαστικά είχε ξεφύγει από τα δικά της χέρια, έπρεπε να λήξει, επειδή έδιωχνε τους συντηρητικώτερους και φιλήσυχους οπαδούς της και τους έστελνε στην Ε.Ρ.Ε., ή και επειδή υποψιάσθηκε, ότι το βράδυ εκείνο, που άναψαν οι φωτιές, μπορεί να είχαν δράσει και «προβοκάτορες». Η υποψία αυτή

πέρασε και από το δικό μου μυαλό. Όταν, πριν από τα μεσάνυχτα, πληροφορήθηκα τα επεισόδια, πήρα το αυτοκίνητο μου και, οδηγώντας το μόνος μου, κατευθύνθηκα (χωρίς κανένα συνοδό) στην Ομόνοια, διέσπασα τον κλοιό των αστυνομικών οργάνων, που με παρακάλεσαν να μη προχωρήσω, αλλά που πρόφτασαν να φορτώσουν στο αυτοκίνητό μου, για την άχρηστη σε μένα προσωπική μου ασφάλεια, δυο αστυφύλακες, είδα με τα ίδια μου τα μάτια τις φωτιές, ένα πυρπολημένο φορτηγό σε μιαν απόμερη συνοικία, και επισκέφθηκα τον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και δυο νοσοκομεία, όπου είχαν μεταφερθεί τραυματίες. Οι εικόνες, που έπιασε η ματιά μου, μου φάνηκαν περίεργες. Δεν επείσθηκα, ότι όσα είχαν συμβεί την βραδιά εκείνη ήταν έργο μόνο των διαδηλωτών. Μετά το Συμβούλιο του Στέμματος, τον σχηματισμό της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου και την εμφάνισή της στη Βουλή, ο δεύτερος «Ανένδοτος Αγών» δεν έπαψε να είναι έντονος, αλλά κύριο πεδίο μάχης ήταν τώρα η αίθουσα του Κοινοβουλίου. Δεν ήταν, όμως, δουλειά μου ή ιστορική αποστολή μου -ύστερα μάλιστα, από όσα έγραψα στον βασιλέα Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο του 1966- να είμαι στο έτος εκείνο ο συνήγορος της κυβερνήσεως. Είχε, άλλωστε, η ίδια, μεταξύ των κύριων στελεχών της, πρόσωπα ικανά να την υπερασπισθούν. Έβλεπα, εξ άλλου, ότι ήταν καιρός, μετά την ματαίωση της πρωτοβουλίας μου της 2ας Σεπτεμβρίου 1965, να βρεθεί άλλος τρόπος εξόδου της χώρας από τη μεγάλη εμπλοκή, να επιχειρηθεί μάλιστα, ακόμα και με μικρές ελπίδες επιτυχίας, ο κατευνασμός των πνευμάτων. Με την παράταση του βίου της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου, η προσπάθεια κατευνασμού δεν ήταν δυνατή. Και επίστευα πάντοτε, ότι ο φανατισμός είναι ασυμβίβαστος με το συμφέρον -και με το πνεύμα- της Δημοκρατίας. Επειδή πιστεύω αληθινά στην Δημοκρατία, είμαι αντιφανατικός. Κατηγορήθηκα -από τους φανατικούς της Ε.Ρ.Ε., από την «Δεξιά» του κόμματος, και από όσους δεν μπορούσαν να με ανεχθούν ως διάδοχο του Κ. Καραμανλή- ότι δεν ήμουν αδιάλλακτος και όσο έπρεπε μαχητικός. Λησμονούσαν ή, σωστότερα, ήθελαν να λησμονούν τους αγώνες, που είχα κάμει στη Βουλή, καθώς και σε μετεκλογικές λαϊκές συγκεντρώσεις (στην πλατεία Κλαυθμώνος, στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, στις πόλεις και στα χωριά του νομού Έβρου, στην Αιτωλοακαρνανία και αλλού). Δεν έδι-

250


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ναν προσοχή στο γεγονός -ή μάλλον τους ενοχλούσε το γεγονός- ότι η νεολαία της Ε.Ρ.Ε. (ή ΕΡΕΝ) είχε κατορθώσει, με τις ουσιαστικές δημοκρατικές ιδέες, που είχα αναπτύξει σε πολλές συγκεντρώσεις των νέων, και όχι με ανόητες αδιαλλαξίες και βλαβερές αρνητικότητες, να ξαναπάρει στα χέρια της την διοίκηση πολλών σπουδαστικών σωματείων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που είχε χάσει σε παλαιότερες αρχαιρεσίες. Τους φανατικούς δεν ενδιέφερε ό,τι ήταν θετικό κέρδος και για το κόμμα και για την χώρα. Τους ενδιέφερε μόνον η αδιαλλαξία, που οδηγεί στην άρνηση της Δημοκρατίας. Μια πρωινή εφημερίδα είχε βγει μια μέρα, μ’ ένα κύριο άρθρο, που τίτλος του ήταν «Το χαμομήλι». Το «χαμομήλι» ήμουν εγώ, που δεν εγνώρισα στη ζωή μου παρά αγώνες και -ας μου επιτραπεί να προσθέσω- διόλου ακίνδυνους. Άλλες εφημερίδες, προσκείμενες στην Ε.Ρ.Ε., με πολέμησαν επίσης ανοιχτά, και μια απ’ αυτές -πρωινή κι αυτή- έκλεισε αργότερα, λέγοντας στο τελευταίο κύριο άρθρο της, ότι αποφάσισε να κλείσει, για να μην προχωρήσει, αφού ούτως ή άλλως η μοίρα το θέλησε να είμαι εγώ αρχηγός της Ε.Ρ.Ε., σε βιαιότερες επιθέσεις εναντίον μου! Και κάποια σημαίνοντα κοινοβουλευτικά στελέχη της Ε.Ρ.Ε. αντιδρούσαν, φανερά ή κρυφά, σε κάθε γραμμή και ενέργειά μου. Τα στελέχη αυτά είχαν μεγαλύτερη πολιτική επαφή με τον πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο παρά με μένα. Τι επεδίωκαν; Γιατί θεωρούσαν ωφέλιμη για τη χώρα την παράταση και μάλιστα επιδείνωση του κλίματος της αδιαλλαξίας, του φανατισμού, και την δημιουργία ακόμα μεγαλύτερων αδιεξόδων; Μήπως ονειρεύονταν «εκτροπές» από την συνταγματική τάξη; Μήπως είχαν ή επιζητούσαν και επαφές με αξιωματικούς του Στρατού; Έργο και καθήκον δικό μου εθεώρησα, στο διάστημα του έτους 1966, αφού είχα αρχίσει, μάλιστα, να πείθομαι, ότι οι έντεχνα μεταδιδόμενες στο βασιλέα, σε μένα και σε άλλους πληροφορίες για την συγκέντρωση όπλων στα χέρια των κομμουνιστών ήταν κατασκευάσματα αόρατων «συνωμοτών της άκρας Δεξιάς», να συμβάλω στον κατευνασμό των πολιτικών παθών, σε κάποιον, έστω και παροδική, ύφεση και στην αναζήτηση νέας ευκαιρίας για εκλογές με σύμφωνη γνώμη των δυο μεγάλων κομμάτων. Έτσι εφθάσαμε, χωρίς καν να χρειασθεί δική μου πρωτοβουλία, στις εξελίξεις, που σημειώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1966.

Έφθασα στην Λευκωσία, ύστερα από πρόσκληση του Μακαρίου, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1966. Ήμουν τότε, αρχηγός κόμματος, του ενός από τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της Ελλάδος. Αλλά, όταν αντίκρυσα τη γη της Κύπρου, αισθάνθηκα την ανάγκη να αποβάλω την ιδιότητα αυτή. Το ετόνισα στο λόγο, που είχα την τιμή να απευθύνω σε όσους συγκεντρώθηκαν μπροστά στο Δημαρχείο. Και έγινα πιστευτός. Αυτό με συγκίνησε βαθύτατα. Όλες οι εφημερίδες της Λευκωσίας εδημοσίευσαν, την άλλη μέρα, το λόγο μου. Καμμιά δεν αμφισβήτησε, ούτε μ’ έναν ελάχιστο υπαινιγμό, το υπερκομματικό πνεύμα, που -σαν ιερό ρίγος- με εκυρίευσε στην πρώτη εκείνη άμεση επικοινωνία μου με τον Ελληνο-Κυπριακό Λαό. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω, ότι πάντοτε ζούσε μέσα μου -αλλά συμπιεσμένο και κάπως υπόδουλο- το υπερκομματικό πνεύμα. Όταν, όμως, έφθασα στην Κύπρο, το αισθάνθηκα να απελευθερώνεται, όπως είχε απελευθερωθεί άλλοτε (από το Νοέμβριο 1940 ως τον Απρίλιο 1941) στα βορειοηπειρωτικά και αλβανικά βουνά. Αλλά ήταν και ηθικό χρέος μου, όταν έφθασα στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 1966, να λησμονήσω, ότι εκπροσωπούσα ένα από τα ελλαδικά κόμματα. Με είχε προσκαλέσει ο Μακάριος. Έπρεπε να σεβασθώ το γεγονός αυτό. Δεν με είχε προσκαλέσει ως αντίπαλο άλλων κομμάτων. Μου είχε κάμει, προσκαλώντας με, μια μεγάλη τιμή. Θα δειχνόμουν ανάξιος της τιμής αυτής, αν επιχειρούσα να αντλήσω κομματικά οφέλη από την πρόσκλησή του και από την εγκάρδια υποδοχή που μου επιφύλαξε. Με εφιλοξένησε στο Προεδρικό Μέγαρο, που ήταν τότε όρθιο και δεν το είχαν ακόμη γκρεμίσει -πράγμα ηθικά και λογικά ασύλληπτο- χέρια σταλμένα από την Ελλάδα. Ύστερα από το λόγο, που εξεφώνησα, με υποδέχθηκε ο Μακάριος στην είσοδο του Προεδρικού Μεγάρου. Είχε βραδιάσει. Το βράδυ εκείνο εμείναμε μόνοι. Εδειπνήσαμε. Πέρασαν τα μεσάνυχτα και εξακολουθούσαμε να συζητούμε. Οι ώρες εκείνες ήταν για μένα αποκαλυπτικές. Είχα γνωρίσει τον Μακάριο για πρώτη φορά γύρω στο 1953. Και είχαμε, από τότε, συναντηθεί και συνομιλήσει πολλές φορές. Αλλά μόνο την πρώτη εκείνη νύχτα της διαμονής μου στην Κύπρο αποκαλύφθηκε στα μάτια μου ο Μακάριος σε ολόκληρο το γαλήνιο μεγαλείο του. Μου μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, για τις σκληρές εμπειρίες της νεανικής του ζωής, για τις τραχύ-

251


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τατες ώρες των σπουδών του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η αναδρομή στο παρελθόν τον οδήγησε και στην πρόσφατη, τότε, δεκαπενταετία των μεγάλων εθνικών ευθυνών του. Ανασκοπήσαμε μαζί την περίοδο αυτή, που είχε συνδεθεί και με κάποιες δικές μου ευθύνες, αλλά τον άφηκα να μιλάει προπάντων εκείνος. Στάθηκε ιδιαίτερα στις διαπραγματεύσεις του με τον στρατάρχη Χάρντινγκ. Πολλοί λένε σήμερα, ότι χάθηκε τότε η ευκαιρία για μια ομαλή -πολυχρόνια, αλλά βέβαιη- μετάβαση από το αποικιακό καθεστώς στην αυτοδιάθεση του Κυπριακού Λαού. Αν συμφωνούσε, όμως ο Μακάριος με το σχέδιο Χάρντινγκ, οι περισσότεροι στην Κύπρο και στην Ελλάδα, θα εκραύγαζαν, από το άνετο και ανεύθυνο θεωρείο του υπερπατριώτη, ότι προδόθηκε η μεγάλη ιδέα, η αυτοδιάθεση, η Ένωση. Ο Ελληνισμός είναι, από την αρχαιότητα ως τα σήμερα, τραγικός ιστορικός στίβος για όσους τάσσονται να διαχειρισθούν τις τύχες του. Κινδυνεύουν αδιάκοπα να ονομασθούν προδότες. Μπορεί, βέβαια, το σχέδιο Χάρντινγκ νάταν παγίδα. Η Μεγάλη Βρετανία ήταν ακόμα αγκιστρωμένη -με πείσμα, που δεν έδειχνε παρά την αδυναμία της- στη δική της μεγάλη ιδέα, στην αποικιακή αυτοκρατορία της, που είχε ουσιαστικά διαλυθεί. Αλλά παγιδεύονται συχνά και όσοι στήνουν παγίδες. Μάταιο και αχάριστο είναι το έργο της ανακατασκευής -ή μετασκευής- τετελεσμένων ιστορικών εξελίξεων με θεωρητικές υποθέσεις που μας κάνουν να αλλάζουμε εκ των υστέρων έναν από τους κρίκους της αλυσίδας των αιτίων και αιτιατών. Δεν ξέρουμε, λοιπόν, αν χάθηκε πραγματικά μια ευκαιρία στους πρώτους μήνες του 1956. Γνωρίζουμε όσα έγιναν. Ο Μακάριος δεν συμφώνησε τελικά με το σχέδιο Χάρντινγκ και πήρε το δρόμο προς τις Σεϋχέλλες, ενώ στην Κύπρο φούντωσε ο επικός αγώνας της ΕΟΚΑ, της γνήσιας, μοναδικής και ανεπανάληπτης, που δεν χρειάζεται την ένδειξη «Α». Μου μίλησε πολύ ο Μακάριος, την αλησμόνητη πρώτη νύχτα της διαμονής μου στη Λευκωσία, για τα γεγονότα αυτά και για όσα επακολούθησαν. Μπορούσαν ή δεν μπορούσαν να αποφευχθούν οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου; Ήταν, τάχα, δυνατή στις αρχές του 1959 η συνέχιση του αγώνα της ΕΟΚΑ, δηλαδή μπορούσε να συνεχισθεί ο ανεφοδιασμός της σε πολεμικό υλικό; Και ποια θάταν, αν μπορούσε να συνεχισθεί ο αγώνας, η τελική έκβασή του; Τι θα μπορούσε να είχε κάμει στην Ελλάδα μια κυβέρνηση, που θα την απάρτιζαν

όσοι κατέκριναν την κυβέρνηση Καραμανλή; Τι θα έκαναν οι επικριτές -και ειδικώτερα οι υβριστές- του Μακαρίου, αν ήταν αυτοί στη θέση του; Όλα αυτά τα ερωτήματα τα εξετάσαμε τη νύχτα εκείνη του φθινοπώρου 1966, αλλά κάθε απάντηση, που επιχειρήσαμε να δώσουμε και που αλλοίωνε εκ των υστέρων την πορεία των τετελεσμένων ιστορικών γεγονότων, κινήθηκε στη θολή σφαίρα ανεδαφικών υποθέσεων. Και προχωρήσαμε και σε άλλα ερωτήματα. Ήταν, τάχα, ο Δεκέμβριος του 1963 αποτέλεσμα αναγκαίο και αναπόφευκτο της λειτουργίας ενός δυσεφάρμοστου Συντάγματος; Και το «θερμό» καλοκαίρι του 1964 μπορούσε, τάχα, να οδηγήσει σε μια ριζική λύση; Το πρόβλημα αυτό το είχαμε εξετάσει ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ, ως αρχηγός της «μείζονος αντιπολιτεύσεως», σε μια πολύωρη δραματική σύσκεψη, που με πρόεδρο τον βασιλέα Κωνσταντίνο έγινε στα Ανάκτορα των Αθηνών μέσα σε ατμόσφαιρα -παρά τις κομματικές αντιθέσεις μας- εθνικής αρμονίας και αλληλεγγύης. Η ριζική λύση ήταν αδύνατη αλλά η Κύπρος, το καλοκαίρι εκείνο, θωρακίσθηκε με ισχυρές ελλαδικές δυνάμεις, που θα καθιστούσαν αδύνατη την πραγματοποίηση μιας τουρκικής εισβολής. Όταν συζητούσαμε όλα αυτά το φθινόπωρο του 1966, δεν μπορούσαμε, ούτε ο Μακάριος, ούτε κ’ εγώ, να προβλέψουμε όσα δεινά σημειώθηκαν στην Ελλάδα και στην Κύπρο ύστερα από τις 21 Απριλίου του 1967. Στα τέλη Νοεμβρίου και στις αρχές Δεκεμβρίου του ίδιου εκείνου ζοφερού έτους, η Αθήνα των «συνταγματαρχών» δέχθηκε να αποσύρει, κάτω από συνθήκες ταπεινωτικές, τις ελλαδικές (εκτός από την ολιγάριθμη ΕΑΔΥΚ) στρατιωτικές δυνάμεις. Θα δεχόταν, μάλιστα, ακόμα και τη διάλυση της Ελληνοκυπριακής Εθνοφρουράς, αν δεν είχε προβάλει ο Μακάριος επίμονη και υπερήφανη άρνηση στον Αμερικανό μεσολαβητή, τον σημερινό υπουργό των Εξωτερικών των Η.Π.Α. Από τότε ως τις 15 και ως τις 20 Ιουλίου 1974, η Κύπρος υπήρξε το τραγικό θύμα της παρανοϊκής πολιτικής εκείνων, που είχαν σφετερισθεί βίαια την εξουσία στην Ελλάδα. Στα χέρια τους, η Μητέρα Ελλάς έγινε Μήδεια. Πότε θα μας το συγχωρήσουν αυτό οι αδελφοί μας της Κύπρου, που -όσο και αν θέλουν και προσπαθούν να διαχωρίσουν τις ευθύνες του λαού της Ελλάδος από τους «συνταγματάρχες»- δεν είναι εύκολο να λησμονήσουν, ότι το μεγάλο κακό ήρθε από την Αθήνα;

252


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ας ξαναγυρίσω, όμως, στη νύχτα του Σεπτεμβρίου 1966. Ο Μακάριος, αν και ήξερε, ότι ο αγώνας θάταν μακρός και πολύ δύσκολος έκλεισε τη συνομιλία μας με το γαλήνιο χαμόγελο μιας συγκρατημένης αισιοδοξίας. Το χαμόγελο αυτό -ποτέ πικρό- χάραζε στα χείλη του σαν την χαραυγή μιας μελλοντικής καλής ημέρας. Ας το συγκρατήσουμε στη μνήμη μας σαν πηγή ελπίδας για το μέλλον. Η επίσκεψή μου στην Κύπρο το φθινόπωρο του 1966 δεν κράτησε παρά λίγες ημέρες. Αλλά είχε φροντίσει ο Μακάριος να πολλαπλασιασθούν βιωματικά οι ώρες των λίγων εκείνων ημερών. Ήρθα σε επικοινωνία με όλα τα πολιτικά κόμματα, με επαγ-

γελματικές οργανώσεις, με τον πνευματικό κόσμο της Λευκωσίας, με τη νεολαία των σχολείων, με την ψυχή του λαού. Επισκέφθηκα την Αμμόχωστο, τη Λάρνακα, τη Λεμεσό, την Πάφο, την Κυρήνεια. Σταματούσαν κάθε τόσο το αυτοκίνητό μου οι κάτοικοι και οι μαθητές των σχολείων των ενδιάμεσων κωμοπόλεων και χωριών. Όταν κατευθυνόμουν από τη Λεμεσό στην Πάφο, σταματήσαμε στον όρμο της Αφροδίτης. Ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε. Ήταν ο Μακάριος, που ήθελε να με οδηγήσει ο ίδιος στην Πάφο, στο ορμητήριο της ιστορικής πορείας του. Στο κτήμα είχαν συγκεντρωθεί οι κάτοικοι. Με παρουσίασε ο Μακάριος, εκφωνώντας ένα σύντομο

Έφθασα στην Λευκωσία, ύστερα από πρόσκληση του Μακαρίου, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1966.

Με τον Πρέσβη Μ. Αλεξανδράκη

Επίσκεψη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.

253


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος λόγο. Ύστερα μίλησα εγώ. Υποσχέθηκα, σφίγγοντας μπροστά στα συγκεντρωμένα πλήθη το δεξί του χέρι, ότι θα βαδίσουμε μαζί, με πίστη και αισιοδοξία, όσο δύσβατος και αν θα είναι ο δρόμος των νέων αγώνων. Οι περιστάσεις (η εφτάχρονη δικτατορία) δεν μου επέτρεψαν να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου παρά μόνο από μακριά και σε ελάχιστο βαθμό. Αλλά όλοι μπορούμε και τώρα και στο μέλλον να συμβαδίσουμε με το πνεύμα του και να ανανεώσουμε, έτσι, την πίστη και αποφασιστικότητά μας. Στις 22 Δεκεμβρίου του ’65 ορκίστηκε η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου και δηλώσαμε ο Γ. Παπανδρέου και εγώ ότι θα τη στηρίξουμε. Λίγες μέρες μετά, εκδηλώθηκε μια αντίδραση εκ μέρους του νυν πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και ορισμένων φίλων του βουλευτών, οι οποίοι φαίνεται πως δεν ήταν σύμφωνοι με την απόφασή μας. Η αντίδραση αυτή ξεπεράστηκε, γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου θεώρησε τελικά ότι δεν έπρεπε να φέρει δυσκολία στην πολιτική γραμμή την οποία είχε χαράξει ο πατέρας του. Το Μάρτιο του 1966 δημιουργήθηκε ένα θέμα στη Βουλή, που κατέστησε δύσκολη -αν όχι αδύνατη- τη σύμπραξη των δύο κομμάτων στη στήριξη της κυβερνήσεως Παρασκευοπούλου. Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ενώσεως Κέντρου ήταν ο Νίκος Μπακόπουλος -επί δεκαετίες αγαπητός μου φίλος. Συζητούσαμε τον εκλογικό νόμο. Επρόκειτο να εισαχθεί η απλή αναλογική. Είχαμε ψηφίσει μερικά άρθρα. Δεν είχαμε ακόμη φτάσει στα τελευταία, όταν ορισμένοι βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου αξίωσαν να διακοπεί η συζήτηση των άρθρων και να προηγηθεί η συζήτηση για μια διάταξη, η οποία θα εξασφάλιζε τη βουλευτική ασυλία και μετά τη διάλυση της Βουλής, σε κάποιον ο οποίος θα εκατηγορείτο για διάφορα αδικήματα. Επρόκειτο για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ». Ήταν υπόθεση περιορισμένης σημασίας, στην οποία όμως δόθηκε -παρά την αντίθετη γνώμη του Γ. Παπανδρέου και του αντιστράτηγου της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ιωάννη Σίμου, που έκανε τη διοικητική εξέταση- μεγάλη έκταση. Στην υπόθεση αυτή είχε αναμειχθεί και το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, γιατί είχε συναντηθεί, όπως

έχουμε συναντηθεί όλοι μας κατά καιρούς, με δυοτρεις αξιωματικούς. Ο «ΑΣΠΙΔΑ» δεν πήρε σάρκα και οστά ποτέ. Ήταν μια προσυνεννόηση ορισμένων αξιωματικών που ήθελαν να εξουδετερώσουν τη δραστηριότητα εκείνων που έκαναν αργότερα την 21η Απριλίου. Είχαν, λοιπόν, θεωρήσει ορισμένοι ότι πρέπει να υπάρχει ένα αντίπαλο δέος. Και πράγματι αν υπήρχε - και αποδείχτηκε ότι υπήρχε κίνδυνος από την άλλη οργάνωση, γιατί να μην υπήρχε και ο «ΑΣΠΙΔΑ»; Παρά ταύτα, δόθηκε μια τέτοια έκταση στην υπόθεση αυτή, που αναστάτωσε ακόμη περισσότερο την πολιτική ζωή της Ελλάδος. Ζητήθηκε μάλιστα και η άρση της ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν μπορούσα όμως να δεχτώ να συζητηθεί η διάταξη για την παράταση της ασυλίας, πριν λήξει η συζήτηση όλων των άρθρων του εκλογικού νόμου. Και μάλιστα έφυγα κατά τις 2.30 -3 το απόγευμα από τη Βουλή, όταν είδα ότι και ο Μπακόπουλος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Ενώσεως Κέντρου, είχε ουσιαστικά συμφωνήσει με τη δική μου άποψη. Η συνεδρίαση συνεχίστηκε, και κατά τις 5 το απόγευμα μου τηλεφωνεί ο Σπ. Θεοτόκης, ο οποίος παρέμεινε ύστερα από δική μου παράκληση, και μου λέει ότι επιμένουν οι βουλευτές της Ενώσεως Κέντρου να περάσει η σχετική με την ασυλία προσθήκη. Αυτό βεβαίως δεν μπορούσα να το δεχτώ. Έβλεπα μια προσπάθεια να παραβιαστεί ο κανονισμός, για να εξασφαλιστεί κάτι που οπωσδήποτε θα εξασφαλιζόταν, όταν θα περνούσε ολόκληρο το νομοσχέδιο. Προσθήκες δεν συζητούνται, πριν ψηφιστούν όλα τα άρθρα ενός νομοσχεδίου. Μόνο τροποποιήσεις των άρθρων συζητούνται. Πρέπει να πω ότι εκμεταλλεύτηκα αυτή την περίσταση, γιατί υπήρχε διάχυτο το αίσθημα ότι κάτι προετοιμαζόταν στο στρατό. Από την άλλη μεριά, στις επικοινωνίες που είχα με τον τότε πρωθυπουργό Γιάννη Παρασκευόπουλο, διεπίστωσα ότι απέβλεπε -και μου το είπε ρητά- στην παράταση της θητείας του ως πρωθυπουργού και πέραν του Μαΐου, που είχαμε αποφασίσει με τον Παπανδρέου να γίνουν εκλογές. Παρά το γεγονός ότι ο Παρασκευόπουλος είχε υποδειχθεί από τον Γ. Παπανδρέου ως κατάλληλος πρωθυπουργός, δεν ξέρω γιατί μου έλεγε ότι δεν θα πρέπει να γίνουν εκλογές το Μάιο. Στα μέσα λοιπόν Μαρτίου, πριν γίνει αυτή η συνεδρίαση της Βουλής η οποία είχε ως έκβαση την πτώση της κυβερνήσε-

254


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ως Παρασκευοπού1966 - 1967. Έπρεπε Ο Στ. Στεφανόπουλος παρεξήγησε να γίνει νέα εκλογή λου, ειδοποίησα τον βασιλέα ότι πρέπει τη στάση μου. Δεν έπρεπε να την παρε- προέδρου και προνα του πω ορισμένα εδρείου της Βουλής. ξηγήσει, γιατί είχε κάνει ένα χρόνο και πράγματα. Το αποτέλεσμα της Με κάλεσε και μου τρεις μήνες πρωθυπουργός, χωρίς να μυστικής ψηφοφορίας ελέχθη από το τηγια την επανεκλογή συνεννοείται για τίποτα μαζί μου. Εκτός λέφωνο ότι σε περίτου Δημητρίου Παπαπτωση που θα απο- τούτου, μια ενέργεια που απέβλεπε στην σπύρου, του κυβερφάσιζα να σχηματίσω νητικού υποψηφίου, ομαλοποίηση της πολιτικής μας ζωής, κυβέρνηση πριν από στο αξίωμα του προτις εκλογές, θα έπρε- έπρεπε να ικανοποιήσει όλους. έδρου, προκάλεσε πε να πάρω μαζί μου έκπληξη και αίσθηση. στα Ανάκτορα τους Παραπάνω από δέκα δύο που θα προόριζα για το υπουργείο Εθνικής βουλευτές της Ε.Ρ.Ε. εψήφισαν υπέρ του Ιακώβου Αμύνης και για το υπουργείο Ασφαλείας. Και τού- Διαμαντοπούλου, που είχε εκθέσει, ως ανεξάρτητο γιατί είχα εκφράσει την άποψη, σε προηγούμενη τος, υποψηφιότητα για το αξίωμα του Προέδρου, συνάντησή μου με τον βασιλέα, ότι έπρεπε να γίνει (ή έριξαν λευκό ψηφοδέλτιο). Ο Δ. Παπασπύρου κυβέρνηση της ΕΡΕ, έτσι ώστε, οι αξιωματικοί που δεν συγκέντρωσε την αναγκαία πλειοψηφία για την σχεδίαζαν πραξικόπημα, να μην τολμήσουν να το επανεκλογή του. Δεν αποδοκιμάσθηκε ο ίδιος. Στό κάνουν. πρόσωπό του αποδοκιμάσθηκε η κυβέρνηση ΣτεΚαι πίστευα ότι δεν θα τολμούσαν να στραφούν ενα- φανοπούλου. Ήταν μια έμμεση ψήφος δυσπιστίας ντίον κυβερνήσεως την οποία θεωρούσαν «Δεξιά». προς αυτήν. Πριν επαναληφθεί η μυστική ψηφοφορία, ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, ο Π. ΠιπινέΣτις 20 Δεκεμβρίου 1966, εδήλωσα, ότι η Ε.Ρ.Ε. λης και κάποιοι άλλοι μου υπέδειξαν -και μάλιστα παύει να υποστηρίζει την κυβέρνηση Στεφανοπού- φορτικά- να επιβάλω στους βουλευτές της Ε.Ρ.Ε. να λου. Η πράξη μου εκείνη έχει την προϊστορία της. Η πάρουν το ψηφοδέλτιο, πριν προχωρήσουν προς μια φάση της προϊστορίας αυτής σημειώθηκε στον την κάλπη, από μένα ή από κάποιον «επιτελή» του δημόσιο χώρο, στην ίδια τη Βουλή. Η άλλη φάση κόμματος. Η ιδέα δεν ήταν πρωτότυπη. Η τακτική δεν ήταν φανερή, όχι όμως από δική μου υπαιτιό- αυτή ήταν δυστυχώς γνωστή. Ακόμα και την ημέρα τητα, αλλά επειδή -παρά την βαθειά μου αντιπά- εκείνη, η Ένωση του Κέντρου, χωρίς να παρίσταται θεια προς τα παρασκήνια- έπρεπε να σεβασθώ, για στη σκηνή αυτή ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου, έναν αγαθό άλλωστε σκοπό, την επιθυμία του βασι- είχε υποχρεώσει τους βουλευτές της (δεν υπέκυψαν λέως Κωνσταντίνου και του Γεωργίου Παπανδρέου. όλοι στην υποχρέωση αυτή) να παίρνουν το ψηφοΓύρω από την αφανή αυτή φάση της προϊστορίας, δέλτιο -την τελευταία στιγμή, όταν περνούσαν για να που είχε η κυβερνητική αλλαγή του Δεκεμβρίου πάνε στην κάλπη- από το μάτσο των ψηφοδελτίων, 1966, ελέχθηκαν και γράφηκαν πολλά. Άλλα είναι που είχε μπροστά του, στην πρώτη σειρά των εδωανακριβή, άλλα απλές υποθέσεις, και άλλα μισές λίων, ο εντεταλμένος για τον έλεγχο της πειθαρχίας αλήθειες. Υφάνθηκε και ένα ολόκληρο παραμύθι. των βουλευτών συνάδελφός τους. Στην επίμονη σύΘα αποκαλύψω για πρώτη φορά την αλήθεια. σταση, που μου έγινε, να μιμηθώ την τακτική αυτή, Τη φανερή φάση της προϊστορίας της κυβερνητι- αντέδρασα. Επίστευα -και πιστεύω- ότι αυτό μειώκής αλλαγής -εκείνη, που ξετυλίχθηκε στον δημόσιο νει την αξιοπρέπεια των βουλευτών του κόμματος, χώρο- θα αρκεσθώ να την υπενθυμίσω. Η δυσφο- μεταβάλλοντάς τους σε λόχο πολιτικών υποζυγίων. ρία πολλών βουλευτών της Ε.Ρ.Ε, η επιθυμία τους Πριν από την δεύτερη ψηφοφορία, ο Ιάκωβος Διανα παύσουν να υποστηρίζουν την κυβέρνηση Στε- μαντόπουλος εδήλωσε, ότι αποσύρει την υποψηφιφανοπούλου, εκδηλώθηκε με πολύ χαρακτηριστικό ότητά του. Αλλά η δήλωση αυτή δεν απέκλειε την τρόπο στις 12 Νοεμβρίου 1966, όταν μπήκε ο βίος πιθανότητα να ψηφίσουν πάλι υπέρ αυτού οι βουτης Βουλής στη νέα τακτική σύνοδο του χειμώνα λευτές της Ε.Ρ.Ε., που ήθελαν να εκδηλώσουν την

255


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος αντίθεσή τους προς την κυβέρνηση Στεφανοπούλου, ή να ρίξουν λευκά ψηφοδέλτια. Αρκέσθηκα, πριν από την επανάληψη της ψηφοφορίας, να δηλώσω: «Οι κύριοι συνάδελφοι της Ε.Ρ.Ε., κατά την ψηφοφορίαν, η οποία εγένετο, δεν επέδειξαν απόλυτον ενότητα. Ως αρχηγός του κόμματος, λυπούμαι δι’ αυτό. Αλλά δεν θα λάβω το παραμικρόν μέτρον και δεν θα προβώ εις ενέργειαν, η οποία θα ήτο δυνατόν να αποτελέση μείωσιν της προσωπικότητος των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε.». Όλοι συμμορφώθηκαν με την έμμεση παράκλησή μου και η επανεκλογή του Δημητρίου Παπασπύρου εξασφαλίσθηκε. Κι’ αυτό ήταν ευτύχημα, όχι μόνο επειδή δεν ήθελα -δεν θα ήταν διόλου προς όφελος της Ε.Ρ.Ε.- να πέσει η κυβέρνηση Στεφανοπούλου με «ανταρσία» μιας ομάδας βουλευτών του κόμματος, που αρχηγός του ήμουν εγώ, αλλά και επειδή έμεινε Πρόεδρος της Βουλής, μέχρι και του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, ένας θαρραλέος άντρας, που ετίμησε, σε ολόκληρο το διάστημα της δικτατορίας, την υψηλή θέση του τελευταίου Προέδρου της Βουλής, με την ακατάβλητη αγωνιστικότητά του. Οφείλω να προσθέσω, ότι και ο Ιάκωβος Διαμαντόπουλος, που την ίδια εκείνη ήμερα (12 Νοεμβρίου 1966) η πλειοψηφία των βουλευτών του εμπιστεύθηκε το αξίωμα του Α΄ αντιπροέδρου της Βουλής, έδειξε αξιομνημόνευτο ηθικό θάρρος στο διάστημα της δικτατορίας, όπως το είχε δείξει και στην περίοδο της εχθρικής Κατοχής (1941-1944). Αλλά το αποτέλεσμα της πρώτης ψηφοφορίας ήταν μια προειδοποίηση. Θα ήταν αδύνατο, ακόμα και αν το θεωρούσα εγώ σωστό, να εξακολουθήσει η Ε.Ρ.Ε. να στηρίζει την κυβέρνηση Στεφανοπούλου. Τον Δεκέμβριο, μου εδήλωσαν κατηγορηματικά δυο συνάδελφοι -και θα αρκούσαν οι δυο, για να πέσει η κυβέρνηση-, ότι αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους και ότι θα προέβαιναν στη σχετική δήλωση προς τον Πρόεδρο της Βουλής αμέσως ύστερα από τις εορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους. Ο ένας από τους δυο συναδέλφους (αυτός είναι σήμερα υπουργός και ο άλλος υφυπουργός στην κυβέρνηση Καραμανλή) μου εδήλωσε την αμετάκλητη απόφασή του και με επιστολή, που αντίγραφό της υπέβαλε στον βασιλέα. Κατόπιν όλων αυτών των γεγονότων, ήμουν υποχρεωμένος -ακόμα και αν δεν υπήρχαν άλλοι λόγοι- να αποφασίσω την λήξη της πολύ μακράς, άλλωστε, πε-

ριόδου παραμονής της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου στην αρχή. Δεν είχα το δικαίωμα, ως αρχηγός της Ε.Ρ.Ε., να αφήσω το κόμμα να πέσει πολιτικά και ηθικά στη Βουλή μαζί με την κυβέρνηση. Αλλά ούτε την αιφνιδιαστική πτώση της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου στην ίδια τη Βουλή έκρινα ορθή. Θα πήγαινα ο ίδιος στον πρωθυπουργό και θα του έλεγα, ότι η Ε.Ρ.Ε. δεν μπορεί να εξακολουθήσει να στηρίζει την κυβέρνηση. Κι’ αυτό το έκαμα, αλλά για λόγους ακόμα σπουδαιότερους. Ερχόμαστε, έτσι, στην φάση εκείνη της προϊστορίας της κυβερνητικής μεταβολής, που δεν ξετυλίχθηκε στον δημόσιο χώρο. Στις 30 Νοεμβρίου του 1966, βρισκόμουνα στην Πάτρα. Ήταν η εορτή του Αγίου Ανδρέου, του πολιούχου της γενέτειράς μου. Είχαν φθάσει στην Πάτρα, για την μεγάλη θρησκευτική εορτή και την πατροπαράδοτη λιτανεία, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Στέφανος Στεφανόπουλος. Ήταν παλαιά συνήθεια να οργανώνει ο δήμαρχος Πατρέων μετά τη λιτανεία, γεύμα στο δημαρχιακό μέγαρο για τον βασιλέα και τους άλλους επισήμους. Την ημέρα εκείνη, ο βασιλεύς και εγώ εγίναμε υπεύθυνοι να καθυστερήσει, τουλάχιστον μισή ώρα, το γεύμα. Στο γραφείο του δημάρχου, αφού βγήκαν όλοι οι άλλοι, ακόμα και ο πρωθυπουργός, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος με εκράτησε κοντά του. Μου ανεκοίνωσε, ότι από τις αρχές Νοεμβρίου βρισκόταν σε έμμεση επικοινωνία με τον αρχηγό της Ενώσεως του Κέντρου. Την πρωτοβουλία είχε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Αυτό προκύπτει και από ένα τετρασέλιδο δακτυλογραφημένο Μνημόνιο, που -όταν ολοκληρώθηκαν οι συνεννοήσεις και εφθάσαμε και οι τρεις (ο βασιλεύς, ο Γ. Παπανδρέου και εγώ) σε συμφωνία- διατυπώθηκε από τον τότε αρχηγό του πολιτικού γραφείου του βασιλέως πρέσβυ Δημήτριο Μπίτσιο και υπογράφηκε, στις 18 Δεκεμβρίου 1966, από τον Γ. Παπανδρέου και μένα. Το Μνημόνιο αυτό, που αντίγραφά του παραδόθηκαν σε μας τους δυο, αρχίζει με τις λέξεις: «Αρχομένου του Νοεμβρίου 1966, ο κ. Αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου διεμήνυσεν εις την A.M. τον Βασιλέα ωρισμένας απόψεις, αποσκοπούσας εις τον κατευνασμόν των πολιτικών πραγμάτων της χώρας». Ξαναγυρίζω στη συνομιλία, που είχα με τον βασιλέα στις 30 Νοεμβρίου, στην Πάτρα. Ο βασιλεύς μου είπε, ότι εθεώρησε καθήκον του να ανταπο-

256


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κριθεί ευνοϊκά στην όλες τις σφαίρες της Στο Δημαρχείο όπου συγκεντρωθή- ζωής) ακόμα και με πρωτοβουλία του Γ. Παπανδρέου, και ότι καμε μετά τη λιτανεία και όπου επρό- τον κίνδυνο της απο-με μεσολαβητή έμπιτυχίας. Τι σημαίνει, κειτο να παρακαθίσουμε σε γεύμα, μου στο πρόσωπο (τον άλλωστε, ο κίνδυνος τότε βουλευτή της είπε ο Κωνσταντίνος ότι θα ήθελε να συ- αυτός; Σημαίνει, ότι Ενώσεως Κέντρου διακινδυνεύει κανείς ζητήσουμε ιδιαιτέρως. Μου ανακοίνωκαι πρώην υπουργό να μειωθεί στα μάτια Στυλιανό Χούτα)- έλα- σε ότι βρίσκεται σε έμμεση επικοινωνία των «έξυπνων», που βε τις συγκεκριμένες προβλέπουν ή μάλμε τον Γ. Παπανδρέου και αν συμφωπροτάσεις του αρχηλον προσδοκούν την γού της Ενώσεως του νούσα κι εγώ, θα προχωρούσαμε στο αποτυχία προσπαθειΚέντρου, αλλά ότι δεν ών, που θα ήταν ωφέμπορούσε να προχω- σχηματισμό κυβερνήσεως. Του είπα ότι λιμες για τη χώρα. Για ρήσει στην αποδοχή ήμουν απολύτως σύμφωνος. την ίδια τη χώρα το τους, αν δεν συμφωκακό, αν συμβεί, είναι νούσα κ’ εγώ, πράγμα το ίδιο, είτε επιχειρηπου και ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου θεωρούσε απαραί- θεί η αποτροπή του, είτε όχι. Αυτονόητο θάπρεπε, τητο. Οι προτάσεις (πέντε σημεία) περιέχονται στο λοιπόν, να είναι, ότι πρέπει να επιχειρείται. Αλλά Μνημόνιο, που υπογράψαμε, στις 18 Δεκεμβρίου, δεν είναι για όλους αυτονόητο. Υπάρχουν πάντοτε οι αρχηγοί των δυο μεγάλων κομμάτων. Δεν νομί- και οι κερδοσκόποι της αγοράς του Κακού. ζω, ότι έχω το ηθικό δικαίωμα να παραθέσω εδώ Ο βασιλεύς, στις 30 Νοεμβρίου 1966, με παρατα πέντε σημεία των προτάσεων του Γεωργίου Πα- κάλεσε να τηρήσω απολύτως μυστικά -ακόμα και πανδρέου, που επανέλαβε ο ίδιος και προφορικά, απέναντι των πιο στενών συνεργατών μου- όσα όταν συναντηθήκαμε. Έφυγε από τον κόσμο στο μου ανεκοίνωσε και όσα θα επακολουθούσαν. Μου δεύτερο έτος της δικτατορίας, τον κατευόδωσαν μυ- είπε, ότι αυτό είναι όχι μόνο επιθυμία δική του, αλλά ριάδες Λαού -τον αποχαιρέτησα κ’ εγώ στον Μητρο- και αξίωση του Γεωργίου Παπανδρέου. Για χάρη πολιτικό Ναό-, σείσθηκαν τα μαύρα βράχια της βίας του αγαθού σκοπού, συμμορφώθηκα με την επιθυτην ημέρα εκείνη, και το έδαφος της Δημοκρατίας μία αυτή. γέμισε πρασινάδα. Μόνον ο ίδιος, αν ήταν ζωντα- Στις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου 1966, σηνός, θα μπορούσε να δώσει στη δημοσιότητα τις μειώθηκαν δυο μυστικές συναντήσεις. Και οι δυο προτάσεις, που είχε κάμει, και τις δεσμεύσεις, που στα Ανάκτορα του Τατοΐου. Η μια ήταν συνάντηση είχε προθυμοποιηθεί να αναλάβει. Κάποτε θα δη- του Γ. Παπανδρέου με μένα. Η δεύτερη ήταν μια σύμοσιευθούν όλα αυτά, αλλά δεν θεωρώ ορθό να το σκεψη του βασιλέως, του Γ. Παπανδρέου και εμού. κάμω εγώ τώρα. Βεβαιώνω, όμως, τον αναγνώστη, Η συνάντηση του Γ. Παπανδρέου με μένα οργανώότι οι προτάσεις εκείνες είχαν περιεχόμενο, που -αν θηκε από τον βασιλέα Κωνσταντίνο στο ιδιαίτερο η εξέλιξη των πραγμάτων δεν ανέτρεπε τις προϋ- οίκημα, που ονομάζεται «Υπασπιστήριο», και βρίποθέσεις για την ιστορική υλοποίησή του- θα απο- σκεται σε μικρή απόσταση από την κατοικία της βαδεικνυόταν ωφέλιμο για την Ελλάδα και τη Δημο- σιλικής οικογένειας. Η επιλογή του Τατοΐου για την κρατία. Στον βασιλέα, όταν μου έκαμε γνωστές τις συνάντησή μας θεωρήθηκε αναγκαία, επειδή οπουπροτάσεις τού Γ. Παπανδρέου, εδήλωσα αμέσως, δήποτε αλλού και αν πηγαίναμε ο Γ. Παπανδρέου ότι τις θεωρώ μια καλή βάση για διαπραγματεύσεις και εγώ, θα ήταν δυσκολώτερο να μείνει η συνάντηκαι για μιαν οριστική συμφωνία. Είπα, φυσικά, στον ση μυστική. Εδώ -στο Τατόι- είχαν ληφθεί όλα τα βασιλέα ότι θεωρώ κ’ εγώ απαραίτητο να επιχειρη- μέτρα (το ίδιο έγινε και όταν συναντηθήκαμε, λίγες θεί η δημιουργία κλίματος πολιτικού κατευνασμού, ημέρες αργότερα, οι δυο μας με τον βασιλέα) για να ακόμα και αν οι πιθανότητες για την επίτευξή του δεν μη γίνει τίποτε αντιληπτό. Οι άνδρες της φρουράς ήταν μεγάλες. Επίστευα -και πιστεύω- ότι το καλό είχαν εξαφανισθεί. Όλα τα φυλάκια ήταν αδειανά. πρέπει να επιδιώκεται στην πολιτική ζωή (και σε Είχα παρακληθεί να οδηγήσω το αυτοκίνητό μου

257


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Είπαμε ότι πρέπει να γίνουν εκλογές, ότι πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση υπηρεσιακή, του πρότεινα κάποιο πρόσωπο για την πρωθυπουργία, μου είπε πως θα ήταν καλύτερα να μην προσθέσουμε κι άλλον έναν ανάμεσα στους πρώην πρωθυπουργούς που παρουσιάζονται κάθε τόσο στη Μητρόπολη, και να βάλουμε τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο. Αστειευόμενος, μάλιστα, πρόσθεσε πως τον προτιμάει, γιατί του ήταν «γουρλής». Ο Παρασκευόπουλος ήταν υπηρεσιακός πρωθυπουργός στις εκλογές του 1964.

Ο βασιλεύς, στις 30 Νοεμβρίου 1966, με παρακάλεσε να τηρήσω απολύτως μυστικά -ακόμα και απέναντι των πιο στενών συνεργατών μου- όσα μου ανεκοίνωσε και όσα θα επακολουθούσαν.

μόνος και να μην έχω κανένα συνοδό. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε, φυσικά, οδηγό του αυτοκινήτου του, αλλά το πρόσωπο ήταν πολύ έμπιστο. Έδινε μεγάλη σημασία ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου να μείνει η συνάντησή μας απόλυτα μυστική. Συναντηθήκαμε βράδυ. Ακόμα και τα περισσότερα φώτα στο δάσος των ανακτόρων του Τατοΐου ήταν σβηστά. Εφθάσαμε στο «Υπασπιστήριο», ο Γ. Παπανδρέου και εγώ, σχεδόν ταυτόχρονα. Μας περίμεναν ο πρέσβυς Δημήτριος Μπίτσιος, και ο τότε ταγματάρχης Μιχαήλ Αρναούτης. Αφού μας πρόσφεραν οι ίδιοι -οι θαλαμηπόλοι είχαν όλοι εξαφανισθεί- αναψυκτικά, μας αφήκαν μόνους. Όσα είχαμε να πούμε θα μπορούσαν να λεχθούν μέσα σε είκοσι λεπτά. Αλλά εμείναμε μαζί παραπάνω από μια ώρα. Συμφωνήσαμε να αλλάξει η κυβέρνηση, να σχηματισθεί κυβέρνηση «τύπου Γεωργακοπούλου», δηλαδή υπηρεσιακή, αλλά που θα εμφανιζόταν (όπως είχε εμφανισθεί η κυβέρνηση Γεωργακοπούλου την άνοιξη του 1958) στη Βουλή, για να επιδιώξει την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου, να υποστηριχθεί η κυβέρνηση αυτή από τα δυο μεγάλα κόμματα, την Ένωση του Κέντρου και την Ε.Ρ.Ε., ο νέος εκλογικός νόμος να θεσπίσει την απλή αναλογική, που μειώνει τις οξύτητες των πολιτικών ανταγωνισμών, και να γίνουν οι εκλογές το αργότερο ως τα τέλη Μαΐου 1967. Συμπέσαμε και οι δυο μας στην αναγνώριση της ανάγκης του κατευνασμού των παθών. Όταν ήρθε η συζήτηση στο πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού, που θα επροτείναμε στον βασιλέα, μου λέει ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Ας είναι πάλι ο Γιάν-

258


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

νης. Δεν είναι ανάγκη να προστεθεί κι’ άλλος ένας πρώην πρωθυπουργός στις δοξολογίες, στη Μητρόπολη. Εκτός τούτου, ο Γιάννης μού είναι γουρλής!». Χαμογέλασα. Δεν ήταν πικρό χαμόγελο, αλλά φιλικό. Ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος ήταν πρόεδρος της υπηρεσιακής κυβερνήσεως που οδήγησε τη χώρα στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 και στη μεγάλη νίκη του Γ. Παπανδρέου. Συμφώνησα αμέσως να είναι ο Γιάννης, «ο γουρλής» για τον συνομιλητή μου (άρα, σύμφωνα με τη δική του αντίληψη, γρουσούζης για μένα), ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Λίγες ημέρες αργότερα, έγινε στα ανάκτορα του Τατοΐου η σύσκεψη του Γ. Παπανδρέου και εμού με τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Παρών ήταν, στη σύσκεψη αυτή, ο πρέσβυς Δημήτριος Μπίτσιος, που κρατούσε σημειώσεις και κατάρτισε το Μνημόνιο που υπογράψαμε, στις 18 Δεκεμβρίου, ο Γ. Παπανδρέου και εγώ. Νομίζω, ότι μπορώ, χωρίς την άδεια του τέως βασιλέως, να παραθέσω εδώ το ακόλουθο απόσπασμα του Μνημονίου: «Η A.M. ο Βασιλεύς, ακούσας τους Αρχηγούς της Ε.Κ. και της Ε.Ρ.Ε., ετόνισεν ότι ο κατευνασμός των πολιτικών πραγμάτων αποτελεί σταθεράν επιθυμίαν του, εν τω πνεύματι δε τούτω εδήλωσεν, ότι είναι έτοιμος να αναλάβη πρωτοβουλίαν αναθέσεως εντολής εις προσωπικότητα, ήτις θα εσχημάτιζε κυβέρνησιν τύπου Γεωργακοπούλου. Η κυβέρνησις αυτή, εμφανιζομένη ενώπιον της Βουλής, θα εδήλου, ότι θα οδηγήση την χώραν εις εκλογάς το βραδύτερον τα τέλη Μαΐου και θα συνίστα την υιοθέτησιν του συστήματος της απλής αναλογικής ως δυναμένου να συμβάλη περαιτέρω εις τον κατευνασμόν και την γαλήνευσιν». Στην τελική απάντησή του, που οδήγησε και στην οριστική συμφωνία των δυο κομμάτων, ο Γεώργιος Παπανδρέου πρόσθεσε μια παρατήρηση, που έχει περιληφθεί στο Μνημόνιο, και που αναφέρεται στο μέγα θέμα του Ελληνισμού, το Κυπριακό. Παρατήρησε -και την παρατήρηση αυτή δικαιούμαι, νομίζω, να παραθέσω εδώ- ότι «επειδή η περίοδος αυτή συμπίπτει με την διευκρίνησιν, μέσω του ελληνοτουρκικού διαλόγου, των οριστικών απόψεων της Τουρκίας επί του Κυπριακού, η ακολουθητέα γραμμή θα χαραχθή δια Συμβουλίου του Στέμματος, εις το οποίον θα κληθούν οι Αρχηγοί των Κομμάτων μόνον...». Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος κατέστησε γνωστό στον Γ. Παπανδρέου και σε μένα -και τούτο έχει περιληφθεί, επίσης, στο Μνημόνιο- ποιος θα είναι ο νέος

Και ρώτησα τότε τον Παπανδρέου και το βασιλιά, ποια ήταν η ανάγκη της μυστικότητας, αφού δεν κάναμε καμιά παρασκηνιακή ενέργεια που είχε κακό σκοπό, αλλά μια συνεννόηση για να επέλθει ένας κατευνασμός των παθών, για να προχωρήσει ο τόπος σε μια ομαλή πολιτική εξέλιξη. Ο Γ. Παπανδρέου είπε: «Άσε, πρέπει να μείνει μυστικό...». Δεν θέλω να διατυπώσω καμιά εικασία. Πάντως, ο βασιλιάς δεν είχε λόγο να το φοβάται, γιατί προς όφελός του θα απέβαινε αν φαινόταν ότι γινόταν με πρωτοβουλία του προσπάθεια συνεννοήσεως των δύο μεγάλων κομμάτων. πρωθυπουργός, δηλαδή ότι θα είναι ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος, που θα ανελάμβανε και το υπουργείο της Εθνικής Αμύνης, και ποιοι θα είναι οι υπουργοί Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως. Εμείναμε και οι δυο σύμφωνοι. «Τέλος, συνέστησεν (ο βασιλεύς), όπως το Κυπριακόν μη αποτελέση θέμα πολιτικού ανταγωνισμού και όπως, προκειμένου περί του εθνικού τούτου ζητήματος, οι Αρχηγοί των Κομμάτων συναντώνται μετά του νέου Πρωθυπουργού οσάκις παρίσταται ανάγκη». Όσα έγραψα για την «αφανή» προϊστορία της κυβερνητικής αλλαγής, που σημειώθηκε στο τρίτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 1966, είναι μόνη η αλήθεια και όλη η αλήθεια. Δεν επρόσθεσα τίποτε σε όσα πράγματι συνέβησαν, και δεν απέκρυψα τίποτε. Δεν έγινε καμμιά άλλη συνάντηση και συζήτηση δική μου με άλλους για το θέμα της κυβερνητικής αλλαγής. Ούτε ήταν δυνατό και νοητό να γίνει. Είχα δεσμευθεί απέναντι του βασιλέως Κωνσταντίνου και του Γεωργίου Παπανδρέου να μη αποκαλύψω τίποτε σε κανένα.

259


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στη συνάντησή μου με τον Γεώργιο Παπανδρέου, και εγώ, τη συμφωνία, και αφού μου είχε διαμηνύσει στο «Υπασπιστήριο» των ανακτόρων του Τατοΐου, ο βασιλεύς να ζητήσω την επομένη ημέρα να τον του είπα, ότι θα θεωρούσα ορθότερο να δώσουμε ιδώ και να του δηλώσω, ότι η Ε.Ρ.Ε. παύει να υποδημοσιότητα, χωρίς να πούμε που συναντηθήκαμε, στηρίζει την κυβέρνηση Στεφανοπούλου- επισκέστις διαπραγματεύσεις, που απέβλεπαν στην δημι- φθηκα την Ελένη Βλάχου στα γραφεία της «Καθηουργία κλίματος κατευνασμού, ή τουλάχιστον, όταν μερινής». Όταν εμείναμε μόνοι, η Ελένη Βλάχου, ο θα εφθάναμε σε συμφωνία, να την αναγγείλουμε. Ο σύζυγός της Κωνσταντίνος Λούνδρας και εγώ, είπα Γ. Παπανδρέου επέμεινε στην απόλυτη μυστικότητα στους δυο, ότι θα τους εκμυστηρευθώ κάτι, αλλά με ως αναγκαίο παράτην προϋπόθεση, γοντα επιτυχίας του ότι ούτε η «Καθησκοπού. Μου εξήγηΣτις 20 Δεκεμβρίου ανέβηκα στα Ανά- μερινή» της επόμεσε και τους ειδικώημέρας, ούτε η κτορα, αφού είχα ειδοποιηθεί ότι θα έπρε- νης τερους λόγους, που «Μεσημβρινή» που τον έκαναν να θέλει πε να εκδηλωθεί η συμφωνία αυτή και να θα εκυκλοφορούσε να αποφύγει τη δηώρες αργόδηλώσω ότι αίρει η ΕΡΕ την εμπιστοσύνη μερικές μοσιότητα. τερα, θα έκαναν τον Όσο για τον βασιλέα της στην κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Δυο παραμικρό υπαιΚωνσταντίνο, θα νιγμό σχετικά με είχε κάθε συμφέρον μέρες πριν, είχαμε υπογράψει, ο Γ. Παπαν- όσα θα τους έλεγα. -ηθικό συμφέρον- δρέου και εγώ, ένα πρωτόκολλο με τους Μου το υποσχέθηνα γίνει γνωστό, καν και ετήρησαν, ότι μεσολαβεί η και όρους της συμφωνίας. Αυτό το είχε φέρει με παραδειγματική πρωτοστατεί σε μια ο πρέσβης Μπίτσιος στον Παπανδρέου ευσυνειδησία, την προσπάθεια για την υπόσχεσή τους. Δεν και σε μένα, και έχω μάλιστα ένα αντίγραεξομάλυνση των ποτους αποκάλυψα τις λιτικών πραγμάτων φο το οποίο δεν έχει τις υπογραφές μας, διαπραγματεύσεις, και τον κατευνασμό που είχαν γίνει, μεαλλά έχει κάτι διορθώσεις με το γραφικό των παθών, αφού ταξύ του βασιλέως, μάλιστα οι δικές του χαρακτήρα του Γ. Παπανδρέου. του Γεωργίου Παπρωτοβουλίες, από πανδρέου και εμού. τις 15 Ιουλίου 1965, Αρκέσθηκα να τους είχαν προκαλέσει τον νέο «Ανένδοτον Αγώνα». Γιατί πω, πράγμα που είχα το δικαίωμα να κάμω, ότι το όμως, παρά ταύτα, απέμεινε ο βασιλεύς να γίνουν βράδυ της επόμενης ημέρας θα ανέβαινα στα Ανάκαι να μείνουν τα πάντα μυστικά; Επέμεινε, όχι κτορα και θα εδήλωνα, ότι η Ε.Ρ.Ε. παύει να στηρίζει μόνο επειδή το είχε ζητήσει ο Γεώργιος Παπανδρέ- την κυβέρνηση Στεφανοπούλου. Τόσο πολύ ακαταου, αλλά και για έναν άλλο λόγο. Η κυβέρνηση Στε- τόπιστη ήταν η Ελένη Βλάχου, πού θεωρήθηκε σαν φανοπούλου στηριζόταν, βέβαια, προ πάντων στη ένα από τα κύρια πρόσωπα της «συνωμοσίας», δύναμη των βουλευτών της Ε.Ρ.Ε. Εξ άλλου, ο Γ. ώστε όχι μόνο αιφνιδιάσθηκε, αλλά, αγνοώντας τα Παπανδρέου εκπροσωπούσε μιαν ακόμα μεγαλύτε- πάντα, μου είπε: «Θα έχουμε, λοιπόν, εσάς πρωθυρη δύναμη βουλευτών, κ’ έτσι οι συνεννοήσεις του πουργό»! Της εξήγησα, ότι αυτό δεν μπορούσε να βασιλέως με τον αρχηγό της Ενώσεως του Κέντρου γίνει στη φάση εκείνη των πολιτικών εξελίξεων. και με μένα είχαν την κάλυψη μιας τεράστιας κοινο- Το απόγευμα της 20ής Δεκεμβρίου, προσκάλεσα βουλευτικής πλειοψηφίας... τους «επιτελείς» της Ε.Ρ.Ε., όσους κατόρθωσα να βρω, να έρθουν στο γραφείο μου (όχι στα γραφεία Θα προσθέσω ακόμα κάτι. Επιθυμώ να μην κρύ- του κόμματος, στην οδό Βουκουρεστίου, αλλά στο ψω τίποτε. Είχα πολλές εβδομάδες να συναντηθώ προσωπικό γραφείο μου, Ακαδημίας 33) στις 7 το με την Ελένη Βλάχου. Στις 19 Δεκεμβρίου, αργά το βράδυ. Είχα ήδη τηλεφωνήσει στον βασιλέα και θα βράδυ -αφού είχαμε υπογράψει, ο Γ. Παπανδρέου ανέβαινα στα Ανάκτορα μισή ώρα αργότερα. Είχα

260


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

επικοινωνήσει τηλεφωνικώς και με τον πρωθυπουργό Στεφανόπουλο και τον είχα παρακαλέσει να με δεχόταν στις 8 το βράδυ. Δεν μπορούσα να συγκαλέσω ολόκληρη την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος, όπως θα επιθυμούσα. Στους «επιτελείς», που συγκεντρώθηκαν, ανεκοίνωσα -χωρίς να αποκαλύψω το παραμικρό σχετικά με την «αφανή» προϊστορία της κυβερνητικής μεταβολής- ότι αποφάσισα να λήξει η υποστήριξη της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου από την Ε.Ρ.Ε., μια υποστήριξη, που θα ήταν και αδύνατο να συνεχισθεί ύστερα από τη δήλωση δυο συναδέλφων (ο ένας ήταν παρών στη σύσκεψη), ότι αίρουν την εμπιστοσύνη τους προς την κυβέρνηση, και ότι θα ανεκοίνωνα σε λίγο την απόφασή μου στον βασιλέα. Ο Κωνσταντίνος Ροδόπουλος και ο Παν. Πιπινέλης εξέφρασαν έντονα την απορία τους για την απόφασή μου. Επίστευαν, ότι έπρεπε να συνεχισθεί η υποστήριξη της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου. Αλλά ως πότε; Και με ποια πλειοψηφία; Εγνώριζαν πολύ καλά, ότι όχι μόνο δυο συνάδελφοι θα έπαυαν -κι’ αυτό ήταν αρκετό για να πέσει η κυβέρνηση- να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά ότι και πολλοί άλλοι βουλευτές της Ε.Ρ.Ε. είχαν εκφράσει έντονα, στις συνεδριάσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας, την αντίθεσή τους προς την κυβέρνηση. Ο Ροδόπουλος και ο Πιπινέλης, και μερικοί άλλοι συνάδελφοι, που δεν ήταν παρόντες στη σύσκεψη εκείνη, καθώς και μερικές εφημερίδες, προσκείμενες στην Ε.Ρ.Ε., δεν συμφωνούσαν με την προσπάθεια κατευνασμού των πολιτικών παθών, ήθελαν να αναβληθούν επ’ αόριστον οι εκλογές, θεωρούσαν την αδιαλλαξία ωφέλιμο παράγοντα της πολιτικής ζωής. Υπάρχουν πάντοτε (και δεν έλειψαν, τότε, και στα δυο μεγάλα κόμματα) άνθρωποι, που «ποντάρουν» στον φανατισμό και στα αδιέξοδα. Στον Κωνσταντίνο Ροδόπουλο και τον Παν. Πιπινέλη απάντησα, ότι την αμετάκλητη απόφασή μου, που προκάλεσε τη δυσφορία και τη διαφωνία τους, θα καλούσα να την κρίνει -κατ’ ανάγκην εκ των υστέρων- η κοινοβουλευτική ομάδα της Ε.Ρ.Ε. Θα καλούσα, με άλλα λόγια, την κοινοβουλευτική ομάδα να κρίνει εμένα, να αποφανθεί, αν ήθελε να εξακολουθήσω να είμαι ο αρχηγός του κόμματος. Και το έπραξα. Στις 7.30 το βράδυ, αφήνοντας τους «επιτελείς» του κόμματος στο γραφείο μου, έσπευσα στα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού. Ο βασιλεύς εγνώ-

ριζε πολύ καλά τι θα του έλεγα. Έτσι, δεν έμεινα μαζί του παρά είκοσι λεπτά της ώρας. Δεν ήταν ανάγκη να μείνουμε μαζί ούτε δυο λεπτά. Τα πάντα είχαν προκαθορισθεί. Αλλά έπρεπε να δοθεί η εντύπωση, ότι θα του έλεγα κάτι, που δεν εγνώριζε. Φεύγοντας από τον βασιλέα, κατευθύνθηκα στα Παλαιά Ανάκτορα, στο γραφείο του πρωθυπουργού. Ο Στέφανος Στεφανόπουλος έμοιαζε προετοιμασμένος να ακούσει ό,τι θα έλεγα. θεωρώ σχεδόν βέβαιο, ότι κάποιος από τους «επιτελείς» της Ε.Ρ.Ε., όταν εγώ πήγα στον βασιλέα, τον είχε κατατοπίσει. Δέχθηκε, φαινομενικά ήρεμος, τη δήλωσή μου, ότι η Ε.Ρ.Ε. θα παύσει να υποστηρίζει την κυβέρνηση. Διαφανέστατη ήταν, όμως, η πικρία του. Και ήταν φυσικό να πικραθεί. Ήταν φυσικό να μη σκεφθεί, τη στιγμή εκείνη, ότι δεκαπέντε μήνες δεν ήταν διόλου λίγοι για μια κυβέρνηση, που δεν διέθετε, η ίδια μόνη της, ούτε πενήντα βουλευτές, και στηριζόταν προ πάντων στη δύναμη της Ε.Ρ.Ε. Ήταν όμως, τάχα, φυσικό να αποτελέσει η πικρία αυτή -όπως, ατυχώς, απετέλεσε- και τον κύριο γνώμονα της πολιτικής συμπεριφοράς του Στεφάνου Στεφανοπούλου και της ομάδας του απέναντί μου στους κρίσιμους μήνες, που ακολούθησαν; Θα ξαναγυρίσω στο σημείο αυτό, που είχε μοιραίες συνέπειες, ύστερα από τις 3 Απριλίου 1967, δηλαδή ύστερα από την ήμέρα, που εσχημάτισα εγώ κυβέρνηση. Δεν αρνούμαι, ότι θα ήταν ορθότερο να μην είχα αναγγείλει στον πρωθυπουργό Στεφανόπουλο ξαφνικά, ότι η Ε.Ρ.Ε. παύει να υποστηρίζει την κυβέρνησή του. Ανέμενε

Επισκέφθηκα την Ελένη Βλάχου στα γραφεία της «Καθημερινής».

261


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος -και ήταν εύλογο να αναμένει- να τον προειδοποιούσα, να συζητούσα μαζί του τους λόγους, που με έκαμαν να λάβω την απόφασή αυτή, πριν ανεβώ στα Ανάκτορα, πριν ανακοινώσω στον βασιλέα την απόφασή μου ως οριστική. Θα το επιθυμούσα αυτό και εγώ. Αλλά ήμουν δέσμιος των υποχρεώσεων, που είχα αναλάβει. Πρέπει, ωστόσο, να προσθέσω, ότι -άσχετα από τις υποχρεώσεις αυτές, που είχα αναλάβει στο διάστημα του Δεκεμβρίου απέναντι του βασιλέως και του Γεωργίου Παπανδρέου -δεν ήταν απόλυτα αναγκαίο να συζητήσω με τον πρωθυπουργό Στέφανο Στεφανόπουλο, πριν ανακοινώσω την απόφασή μου στον βασιλέα, τους λόγους, που υπαγόρευσαν την απόφασή αυτή. Είχα εκφράσει αρκετές φορές στον πρωθυπουργό τη δυσφορία μου για την στάση, που τηρούσε η κυβέρνησή του απέναντι του κόμματος, που την εστήριζε. Είχαμε ανταλλάξει και επιστολές, στο 1966, και η δική του επιστολή, απαντητική σε μια δική μου, μου έδωσε την εντύπωση, ότι η κυβέρνηση των «αποστατών» θεωρούσε τους εκατό βουλευτές της Ε.Ρ.Ε. υποχρεωμένους να τη σηκώνουν αγόγγυστα στους ώμους τους. Είχα, εξ άλλου, αποσύρει από την κυβέρνηση -πολλούς μήνες πριν από τον Δεκέμβριο 1966- τον υπουργό άνευ χαρτοφυλακίου Δημήτριο Βουρδουμπά, παλαιό έμπειρο και ακέραιου ήθους πολιτικό άνδρα και αγαπητό μου φίλο. Όταν σχηματίσθηκε η κυβέρνηση Στεφανοπούλου, ο Σπ. Μαρκεζίνης, αρχηγός του κόμματος των Προοδευτικών, που εστήριξε κι’ αυτός την κυβέρνηση, είχε επιμείνει στην συμβολική συμμετοχή στο υπουργικό συμβούλιο ως «παρατηρητή» ενός μέλους της δικής του ολιγάριθμης κοινοβουλευτικής ομάδας, και με παρακάλεσε να κάμω το ίδιο και εκ μέρους της Ε.Ρ.Ε. Αν και το θεωρούσα περιττό, το δέχθηκα. Ήρθε, όμως, η ώρα που η διαγωγή της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου απέναντι της Ε.Ρ.Ε. ήταν χτυπητά ασυμβίβαστη με την παρουσία ενός βουλευτή της στο υπουργικό συμβούλιο. Ο Δημήτριος Βουρδουμπάς παραιτήθηκε, ενώ ο εκπρόσωπος των Προοδευτικών παρέμεινε υπουργός. Δεν ήταν, τάχα, η άπόφασή μου αυτή αρκετά σαφής προειδοποίηση προς τον πρωθυπουργό; Αλλά ετήρησα και τους τύπους της πολιτικής ευπρέπειας απέναντι του πρωθυπουργού Στεφανοπούλου. Ως την ώρα, που τον επισκέφθηκα, το βράδυ της 20ής Δεκεμβρίου 1966, δεν είχα πει λέξη στους αντιπροσώπους των οργάνων της δημοσιότητας.

Την απόφασή μου την ανάγγειλα στους πολιτικούς συντάκτες των εφημερίδων, που στάθηκαν πάντοτε πολύτιμοι και άψογοι συνεργάτες των πολιτικών ανδρών της χώρας μας, αφού βγήκα από το γραφείο τού πρωθυπουργού Στεφανοπούλου. Πριν από τα Χριστούγεννα του 1966 -στις 22 Δεκεμβρίου- είχε σχηματισθεί η κυβέρνηση Ιωάννου Παρασκευοπούλου. Ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ εδηλώσαμε, ότι η Ένωση του Κέντρου και η Ε.Ρ.Ε. θα την εστήριζαν στη Βουλή, αλλά ότι οι εκλογές θα έπρεπε να γίνουν έως τα τέλη Μαΐου 1967. Ότι και τα δυο μεγάλα κόμματα, που οι μεταξύ τους αντιθέσεις είχαν, από το 1961, θολώσει και ταράξει την πολιτική ζωή της χώρας, θα έδιναν την ψήφο τους στην ίδια κυβέρνηση, αυτό ήταν-ή θα έπρεπε να είναι- ένα σάλπισμα κατευνασμού, ένα σιωπητήριο των πολιτικών παθών. Η δημοκρατία χρειάζεται όχι μόνον (όχι πάντοτε) εγερτήρια, αλλά και σιωπητήρια. Ο Γεώργιος Παπανδρέου πέρασε, ατυχώς, από μια πικρή δοκιμασία. Ο καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου διεφώνησε με τη γραμμή του πατέρα του και έδωσε δημοσιότητα στη διαφωνία του. Μερικοί -οι αδιάλλακτοι της άλλης όχθης, που στο βάθος διαφωνούσαν με την πολιτική μου- περίμεναν ή και απαιτούσαν να διαγράψει ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου τον Ανδρέα Παπανδρέου, καθώς και όσους τον ακολουθούσαν, από τον κατάλογο των κοινοβουλευτικών μελών του κόμματός του. Και αφού δεν προχώρησε ο Γεώργιος Παπανδρέου στη διαγραφή, περίμεναν ή και απαιτούσαν να καταγγείλω εγώ την παράλειψη αυτή. Ούτε ο Γ. Παπανδρέου, ούτε εγώ, επράξαμε ό,τι περίμεναν ή απαιτούσαν. Ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου αρκέσθηκε να αξιώσει από τον καθηγητή Ανδρέα Παπανδρέου να παύσει να διαφωνεί, και στην αξίωση αυτή ανταποκρίθηκε, τουλάχιστον φαινομενικά, ο γιος του. Όσο για μένα, εθεώρησα -μολονότι είδα τη διαφωνία τού Ανδρέα Παπανδρέου σαν κακό σημάδι- τη λύση αυτή ικανοποιητική. Και αν ακόμα είχε αναλάβει ο Γεώργιος Παπανδρέου -στο Μνημόνιο που υπογράψαμε στις 18 Δεκεμβρίου, δεν είχε αναλάβει- την υποχρέωση να διαγράψει από το κόμμα του όποιον θα διαφωνούσε με όσα είχαμε αποφασίσει, θα θεωρούσα πολύ λογικό να επιχειρήσει να μεταπείσει τον διαφωνούντα, πριν φθάσει

262


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

στη διαγραφή του, που (κατά την δική μου, τουλάχιστον, αντίληψη για τα δικαιώματα ενός αρχηγού κόμματος) θα έπρεπε, άλλωστε, να την αποφασίσει, ελλείψει άλλων αρμόδιων κομματικών οργάνων, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ενώσεως του Κέντρου. Εθεώρησα, εξ άλλου, φυσικό και ανθρώπινο να δείξει ο Γεώργιος Παπανδρέου, στην ειδική εκείνη περίπτωση, κάποιαν ιδιαίτερη υπομονή. Τα καθήκοντα ενός αρχηγού κόμματος δεν καταργούν τον φυσικό δεσμό πατέρα και γιου.

Παρασκευοπούλου, που θα υποστηριζόταν και από την Ένωση του Κέντρου. Τον λόγο έλαβε, αμέσως ύστερα από μένα, ο Παν. Πιπινέλης. Επιχείρησε -με πολλήν ευφράδεια και, οφείλω να προσθέσω, με κάποια λεπτότητα απέναντί μου- να ανατρέψει τα επιχειρήματα, που είχα αναπτύξει. Είδα, ότι ο λόγος του δεν αφήκε ασυγκίνητο το ακροατήριο. Αναγκάσθηκα να δευτερολογήσω. Τη μάχη, στην κοινοβουλευτική ομάδα, εκέρδισα τελικά εγώ, αφού μίλησαν και άλλοι. Οι περισσότεροι συμφώνησαν μαζί μου, αλλά υπήρξαν και κάποιοι, που διετύπωσαν συγκαΣτους κόλπους της Ε. Ρ. Ε. οι διαφωνίες ήταν σε λυμμένες επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις. Επέμεινα να μένα γνωστές από τη σύσκεψη των «επιτελών» γίνει μυστική ψηφοφορία. Η σχεδόν καθολική κραυτου κόμματος, που είχε γίνει στο γραφείο μου γή των βουλευτών απέκλεισε την ψηφοφορία και στις 20 Δεκεμβρίου. Είχαν διαφωνήσει, τότε, με τη μου έδωσε το δικαίωμα -μου επέβαλε- να εξακολουγραμμή μου ο Κωνστ. Ροδόπουλος και ο Παν. Πι- θήσω να είμαι αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. Ο Π. Πιπινέλης πινέλης. Για την λύση του προβλήματος, που προ- δεν απεχώρησε από το κόμμα, ούτε μπορούσε να κάλεσε η διαφωνία τους, ακολούθησα -όπως είχα τεθεί ζήτημα διαγραφής του. Είχε δηλώσει, ότι θα υποσχεθεί- την δημοκρατική διαδικασία. Συνεκάλε- συμμορφωνόταν με τη θέληση της πλειοψηφίας. σα αμέσως την κοινοβουλευτική ομάδα της Ε.Ρ.Ε. Οφείλω να σταθώ ιδιαίτερα σε μερικές λέξεις, που Στις 20 Δεκεμβρίου είχε γίνει, λίγο πριν ανεβώ στα εχρησιμοποίησα στην πρώτη μου ομιλία, πριν μιΑνάκτορα, η σύσκεψη των «επιτελών» του κόμμα- λήσει ο Πιπινέλης. Έκαμα νύξη για μια «δεύτερη τος και εκδηλώθηκε η φάση», που θα μποδιαφωνία τών δυο συρούσε να έχει η πολιτική Η συνεδρίαση της κοινοβουλευναδέλφων. Δυο μέρες εξέλιξη, υπονοώντας, αργότερα ορκίσθηκε τικής ομάδας της Ε.Ρ.Ε. στις 23 Δε- ότι «στη δεύτερη φάση», η κυβέρνηση Παραπρο των εκλογών, την κεμβρίου του 1966, δεκατρείς ημέρες σκευοπούλου. Και στις κυβέρνηση θα εσχημά23 Δεκεμβρίου έγινε η πριν εμφανισθεί η κυβέρνηση Παρα- τιζε ίσως η Ε.Ρ.Ε. Η σκέσυνεδρίαση της κοινοψη αυτή δεν προέκυψε σκευοπούλου στη Βουλή, είναι μια βουλευτικής ομάδας μέσα μου από την σκοτης Ε.Ρ.Ε. πιμότητα της στιγμής από τις πιο αξιομνημόνευτες. Όσα ελέχθηκαν στη εκείνης, δηλαδή από συνεδρίαση αυτή δότην ανάγκη να κερδίσω θηκαν (αφού είχαν αποτυπωθεί σε μαγνητόφωνο) ευκολώτερα τη μάχη στην κοινοβουλευτική ομάδα. στη δημοσιότητα. Δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες, Ήμουν βέβαιος, ότι θα την εκέρδιζα οπωσδήποτε. εκτενέστερα στην «Καθημερινή». Επίστευα και πι- Αλλά και αν την έχανα, θα αποχωρούσα από την στεύω, ότι και η «εσωτερική» ζωή των κομμάτων ηγεσία της Ε.Ρ.Ε. με το αίσθημα, ότι είχα πράξει το πρέπει να είναι δημόσια. Μίλησα πρώτος. Ανέπτυ- καθήκον μου. Θα ικανοποιούσα, έτσι, εκείνους, που ξα -χωρίς να αποκαλύψω (αυτό δεν είχα δικαίωμα με θεωρούσαν εμπόδιο για την επιστροφή του Κωννα το κάμω) τίποτε σχετικό με τις διαπραγματεύσεις σταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και για τη σωμεταξύ βασιλέως, Γεωργίου Παπανδρέου και εμού- τηρία, όπως επίστευαν, της χώρας με τις δικές του τους λόγους, που με είχαν κάμει να αποφασίσω πρωτοβουλίες. να λήξει η υποστήριξη της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου, μίλησα για την ανάγκη να επιχειρηθεί ο Τον υπαινιγμό μου για μιαν ενδεχόμενη «δεύτερη κατευνασμός των πολιτικών παθών, εδήλωσα, ότι φάση» είχαν υπαγορεύσει δυο σκέψεις. Τη μιαν από πρέπει να προχωρήσουμε σε εκλογές μέχρι τέλους τις σκέψεις αυτές την αφήκα στην ομιλία μου να διαΜαΐου, και επρότεινα να υποστηριχθεί η κυβέρνηση φανεί. Σκέφθηκα, ότι, αν η έμμεση συνεργασία των

263


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος δυο μεγάλων κομμάτων, που θα εκδηλωνόταν με την κοινή υποστήριξη της κυβερνήσεως Παρασκευοπούλου, δεν θα πήγαινε καλά, δηλαδή δεν θα είχε ως αποτέλεσμα, από υπαιτιότητα των αδιάλλακτων της Ενώσεως του Κέντρου, την δημιουργία κλίματος πολιτικού κατευνασμού, θα ήμουν ίσως υποχρεωμένος να εισηγηθώ στον βασιλέα να δώσει την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στην Ε.Ρ.Ε. Η άλλη σκέψη, που μου υπαγόρευσε τον υπαινιγμό για μια «δεύτερη φάση», ήταν πολύ σημαντικώτερη και βαρύτερη. Τη σκέψη αυτή δεν την απεκάλυψα. Απέφυγα και την παραμικρή νύξη. Την αποκαλύπτω εδώ σήμερα. Πολλοί επιπίλιζαν, από καιρό, την καραμέλλα της «εκτροπής» από την συνταγματική τάξη. Ήταν γλυκειά η καραμέλλα αυτή στα χείλη και στον ουρανίσκο εκείνων, που -ανήκοντας στους υψηλούς κοινωνικούς κύκλους- θεωρούν πάντοτε αυτονόητο και αυταπόδεικτο, ότι τα προσωπικά τους συμφέροντα

ή η ησυχία τους βαρύνουν στη ζυγαριά της τύχης της Ελλάδος πολύ περισσότερο από τα περιττά εκείνα πράγματα, που ονομάζονται συντάγματα, νόμοι, ελευθερίες και δικαιώματα του Λαού. Αλλά, παράλληλα με τη διάχυτη αυτή επιθυμία και προσδοκία των κύκλων αυτών, είχα λόγους να φοβούμαι, ότι και κάποιοι πιο επικίνδυνοι και αθέατοι παράγοντες, στρατιωτικοί και άλλοι, μελετούσαν - προμελετούσαν- μιαν εκτροπή από τη συνταγματική τάξη, και ότι θα επιχειρούσαν (αν δεν είχαν ήδη επιχειρήσει) να επηρεάσουν τον βασιλέα, εμφανίζοντας την εκτροπή ως τη μόνη λύση για τη σωτηρία της χώρας, και ειδικώτερα του Στέμματος, για την πρόληψη ανύπαρκτων κινδύνων ή, έστω, κινδύνων υπαρκτών ή πιθανών, αλλά που η ίδια η Δημοκρατία, χωρίς να παραβιασθεί διόλου η συνταγματική τάξη, ήταν ικανή να αντιμετωπίσει. Ήδη, από τις αρχές του 1966, είχα υποψιασθεί την ύπαρξη και την επικίνδυνη δραστηριότητα των παραγόντων αυτών...

Δεν ήξεραν, ότι ποτέ στη ζωή μου δεν εθεώρησα αναγκαίο για την ύπαρξή μου να αγκιστρωθώ στην ηγεσία ενός κόμματος ή σε οποιοδήποτε υψηλό δημόσιο αξίωμα. Έχω και άλλες διεξόδους δημιουργικής δραστηριότητας. Η συγγραφική αποστολή μου, που ακόμα και σε ώρες προεκλογικών περιοδειών δεν την εγκατέλειπα -ξυπνούσα, όπου και αν βρισκόμουν, στις 4 το πρωί, έγραφα τρεις ώρες μερικές σελίδες ενός βιβλίου μου, και παραδινόμουν ύστερα στην πολιτική δράση-, με έσωσε πάντοτε από την μονομέρεια εκείνη των πιο πολλών πολιτικών ηγετών, που τους κάνει να μη μπορούν καλά-καλά να ανασάνουν, όταν δεν βρίσκονται στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Ανασαίνω και στη μοναξιά του εργαστηρίου και στον πολιτικό στίβο. Αγαπώ και τα δυο -τη Μοναξιά και την Πνύκα (ναι, την Πνύκα, τον χώρο του Λαού, όπου κερδίζονται ή χάνονται οι πολιτικές μάχες)- εξίσου. Παρακαλώ τον αναγνώστη να με συγχωρήσει, που παρασύρθηκα από τον πειρασμό να παρεμβάλω στην ιστορική αυτή αφήγηση μια πρόχειρη, με άτεχνες ίσως πινελιές, αυτοπροσωπογραφία μου.

264


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Σκέφθηκα, ότι θα ήταν ίσως αναγκαίο να σχηματισθεί κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., να σχηματίσω εγώ ο ίδιος την κυβέρνηση, που θα οδηγούσε την χώρα σε εκλογές. Το σκέφθηκα για δυο λόγους. Πρώτον, είχα την ελπίδα, ότι όσοι προμελετούσαν την «εκτροπή» θα είχαν αφοπλισθεί ηθικά ή θα είχαν απαλλαγεί (αν δεν ήταν άλλοι οι πραγματικοί σκοποί τους) από τις ανησυχίες τους, όταν θα έβλεπαν την κυβέρνηση των εκλογών στα χέρια της Ε.Ρ.Ε., της «Δεξιάς», όπως την έλεγαν οι αντίπαλοί της και όπως την ήθελαν οι οπαδοί της των «άκρων». Δεύτερον, αν -πράγμα που θεωρούσα πάντα πιθανό- αποφάσιζαν να παρουσιασθούν ξαφνικά στον βασιλέα στρατιωτικοί παράγοντες, μέλη της ανωτάτης ηγεσίας του Στρατού, για να του ζητήσουν να εγκρίνει μιαν έστω και προσωρινή «εκτροπή» από την συνταγματική τάξη, δεν θα συζητούσε ο βασιλεύς μαζί τους (αυτό θα το αξίωνα από τον βασιλέα), χωρίς να κληθώ προηγουμένως και εγώ κοντά του ως πρώτος, κατά το Σύνταγμα, υπεύθυνος σύμβουλός του. Και θα αντιμετωπίζαμε μαζί, ο βασιλεύς και εγώ, τους στρατηγούς, που μόνοι τους, χωρίς την έγκριση του βασιλέως, ήμουν βέβαιος, ότι δεν θα προχωρούσαν. Δεν σκέφθηκα, όμως, ούτε είχα ενδείξεις για να υποψιασθώ, ότι θα υπήρχαν και «συνταγματάρχες» πίσω από τους στρατηγούς, και ότι αυτοί θα πήγαιναν στον βασιλέα, αφού θα είχαν συλλάβει εμένα, τον υπουργό της Εθνικής Αμύνης, στρατηγούς και ναυάρχους, και αφού θα είχαν κυκλώσει, με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, τα ανάκτορα του Τατοΐου.

Το τελικό συμπέρασμά μου το διετύπωσα, στο υπόμνημα του Ιανουαρίου 1966, με τα ακόλουθα λόγια (σελ. 36 και 37): «Δεν υπάρχει χειρότερον πράγμα από την φοβίαν έναντι του Λαού. Πρώτον, είναι άδικη και υποτιμητική δια τον Λαόν. Είναι ηθικά απαράδεκτον, η λεγομένη ηγέτις τάξις να ομιλή με περιφρόνησιν δια τον Λαόν ή να τον φοβάται. Δεύτερον, ο Λαός, με την έντονον διαίσθησίν του, αντιλαμβάνεται, ότι τον φοβούνται. Και τότε -ακριβώς τότε- αγριεύει. Η απέναντί του δυσπιστία των μεγάλων, των πλουσίων, των ηγετών οιασδήποτε μορφής, τον χωρίζει πλέον οριστικά και τελεσίδικα από αυτούς. Και επειδή βλέπει να ενσαρκώνουν αυτοί το Κράτος, υπάρχει ο κίνδυνος να χωρισθή από το Κράτος γενικά. Αυτό συνέβη πολλές φορές εις την ιστορίαν. Ο Λαός δεν γίνεται εκδικητικός παρά μόνον, όταν τον έχουν περιφρονήσει, αγνοήσει, και φοβηθή. Εάν, π.χ., εις περίπτωσιν, που δεν θα επιτευχθή η κανονική παράτασις του βίου της παρούσης Βουλής με κυβερνήσεις αποσπώσας την εμπιστοσύνην της, επιχειρηθή προς αποφυγήν προκηρύξεως εκλογών, έστω και με διάφορα προσχήματα, που θα εκάλυπταν ματαίως την συνταγματικήν εκτροπήν, η άνευ ψήφου της Βουλής εγκαθίδρυσις μιας μεταβατικής κυβερνήσεως δια να προετοιμάση εκλογάς εις εύθετον χρόνον, ο δήθεν εύθετος αυτός χρόνος δεν θα ήρχετο ποτέ. Ο φιλότιμος Ελληνικός Λαός θα ησθάνετο βαθύτατα την προσβολήν και το αποτέλεσμα θα ήτο το αντίθετον από το επιδιωκόμενον. Σας βεβαιώ, άλλωστε, Μεγαλειότατε, ότι, αν χρειάζεται κάποιος διαπαιδαγώγησιν, αυτός είναι πολύ ολιγώτερον ο Λαός, ο απλός και σκληρά εργαζόμενος, και πολύ περισσότερον ο εις τον τρόπον της ζωής του προκλητικός όμιλος της λεγομένης ηγέτιδος κοινωνικής τάξεως. Δεν επιτρέπονται, λοιπόν, πειράματα μεταβατικών καταστάσεων με παρέκκλισιν από το Σύνταγμα. Τα πειράματα αυτά θα απεδεικνύοντο τραγικά».

265


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Πώς εφθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967 Η εξέλιξη της πολιτικής μας ζωής μπορούσε -και έπρεπε- να οδηγήσει στις εκλογές της 28ης Μαΐου 1967, που με δική μου ευθύνη είχαν προκηρυχθεί. Όποιο και νάταν το αποτέλεσμα των εκλογών, που ματαιώθηκαν, η Δημοκρατία, όσο κι’ αν είχε θολώσει η ατμόσφαιρα από τα πάθη και τους φανατισμούς, θα άνοιγε -ίσως δύσκολα, αλλά ασφαλώς- νέους δρόμους, που οι δικτατορίες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να τους κλείνουν, συμπιέζοντας την ιστορία ενός λαού και συσσωρεύοντας νέα εκρηκτικά υλικά προβλημάτων. Το νόημα του τίτλου των ιστορικών αυτών δοκιμίων είναι άλλο. Τίποτε, βέβαια, δεν γίνεται χωρίς αίτια και αφορμές. Αλλά στην περίπτωση, που θα εξετάσουμε, τα αίτια δεν αποτελούν λογική συνάρτηση του δημοκρατικού (κοινοβουλευτικού) πολιτεύματος, όσο ελαττωματική κι αν ήταν η λειτουργία του πριν από το 1967. Αφορμές, προφάσεις ή και «καλύμματα» μπορεί να πρόσφερε στους συνωμότες η πολιτική μας ζωή. Πολιτικά λάθη μπορεί να έγιναν, λάθη που διευκόλυναν την ανάπτυξη της συνωμοσίας, καθώς και την μη έγκαιρη σύλληψη του κινδύνου. Η σχετική νηνεμία, που -με κάποια σπάνια στιγμιαία ξεσπάσματα της τρικυμίας- επικράτησε στη Βουλή, ειδικώτερα στις σχέσεις μεταξύ των δυο μεγάλων κομμάτων, δεν εσήμανε, ούτε ήταν νοητό να σημάνει, εν όψει προσεχών εκλογών, εγκατάλειψη ή αποσιώπηση των θέσεων, των αντιθέσεων, που είχαν η Ε.Ρ.Ε. και η Ένωση του Κέντρου. Ακόμα και αν ήθελα να αποσιωπηθούν οι θέσεις και αντιθέσεις μας, δεν το επέτρεψαν αυτό τα αδιάλλακτα στοιχεία του αντιπάλου μεγάλου κόμματος, που εξακολούθησαν, προ πάντων έξω από την αίθουσα της Βουλής, να ρίχνουν τα «ανένδοτα» συνθήματά τους. Έτσι, υποχρεώθηκα και εγώ, όχι μόνο να εγκαινιάσω τον προεκλογικό αγώνα στα τέλη Φεβρουαρίου 1967, πράγμα που ήταν και αναγκαίο, αφού ήμουν αποφασισμένος να φθάσουμε τον Μάιο σε εκλογές, αλλά και να αντιμετωπίσω με κάποια βιαιότητα την

αδιαλλαξία των αντιπάλων. Αυτό το έκαμα, στις 28 Φεβρουαρίου 1967, στο θέατρο «Κεντρικό», σε μια μεγάλη συγκέντρωση της νεολαίας τής Ε.Ρ.Ε., που είχε κατακλύσει όχι μόνο το θέατρο, αλλά και ολόκληρο τον χώρο έξω από το «Κεντρικό». Τον λόγο μου, που εκδόθηκε σε ιδιαίτερο φυλλάδιο λίγες μέρες αργότερα, τον άρχισα με τις λέξεις: «Νέοι της Ελλάδος, εθεώρησα καθήκον μου να ξεκινήσω από σας και με σας. Ενώπιόν σας κηρύσσω την έναρξίν του εν όψει των εκλογών πολιτικού αγώνος της Ε. Ρ. Ε.». Δεν αρκέσθηκα, όμως, στον λόγο μου αυτόν, να κτυπήσω βίαια την αδιάλλακτη πτέρυγα της Ενώσεως του Κέντρου. Το κύριο περιεχόμενο του λόγου μου ήταν θετικό, όχι αρνητικό. Αλλά, όποιο κι’ αν ήταν το περιεχόμενό του, ο λόγος μου της 28ης Φεβρουαρίου δείχνει καθαρά, ότι ήμουν ανυποχώρητος στην απόφαση, που είχα πάρει, να διενεργηθούν εκλογές μέχρι του τέλους Μαΐου. Στο σημείο αυτό συμφωνούσαμε απόλυτα ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ. Στα μέσα Μαρτίου 1967, έστειλα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ζούσε στο Παρίσι, μια μακρά επιστολή (πέντε πυκνά δακτυλογραφημένες μεγάλες σελίδες). Είχα αρχίσει να την γράφω στις 16 Μαρτίου και την συμπλήρωσα την επόμενη ημέρα. Παραθέτω εδώ μερικά χαρακτηριστικά κομμάτια της επιστολής αυτής: «Αγαπητέ Πρόεδρε. Σε ευχαριστώ θερμότατα δι’ όσα μου έγραψες. Χθες μου παρέδωσε την επιστολήν σου ο Αχιλλεύς (ο πιο νέος από τους αδελφούς του, που ήταν από τότε βουλευτής) και σπεύδω σήμερα να σε κατατοπίσω επί της καταστάσεως... Η Ε.Ρ.Ε. διετήρησε την ενότητά της εις πείσμα όλων εκείνων -δηλαδή, ωρισμένων εφημερίδων μας ή και άλλων παραγόντων- που επεχείρησαν και επιχειρούν (τώρα έτι εντονώτερον) να την κλονίσουν. Η επιχείρησις κλονισμού της ενότητος της Ε.Ρ.Ε. σημειούται κυρίως ως προσπάθεια κλονισμού του κύρους μου ως αρχηγού του κόμματος. Εις την

266


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

προσπάθειαν αυτήν συνεργάζονται οι έξαλλοι μεταξύ των φίλων μας..., οι φοβούμενοι τας εκλογάς και ονειρευόμενοι εκτροπάς... και ωρισμένοι κύριοι των σαλονιών. Διατηρώ την ηρεμίαν μου και αυτό τους κάνει να λυσσούν ακόμη περισσότερον. Θα αποτύχουν στο ανόητο παιχνίδι των. Αλλά δημιουργούν πράγματα... Ευτυχώς η ενότης της κοινοβουλευτικής ομάδος είναι έξησφαλισμένη... Με τον Βασιλέα ευρίσκομαι εις στενωτάτην και συνεχή επαφήν, είτε απ’ ευθείας, είτε εμμέσως, δηλαδή μέσω του πρεσβευτού Μπίτσιου, ανθρώπου θετικού και συνετού. Οι παράγοντες, που επιθυμούν ανωμαλίαν και εκτροπήν, επιχειρούν συστηματικά να εκφοβίσουν τον Βασιλέα. Του δίδουν στοιχεία εσφαλμένα. Του παρουσιάζουν τα πράγματα σκοτεινά. Αντιμετωπίζω τας ύπουλους αυτάς ενεργείας -τουλάχιστον, μέχρι της στιγμής αυτής- με επιτυχίαν. Είμαι, όμως, σχεδόν μόνος εις την προσπάθειαν εξουδετερώσεως των εντέχνως προκαλουμένων εις τον Βασιλέα εντυπώσεων περί επικειμένης νυκτός Αγίου Βαρθολομαίου. Δεν θα πέση εις την παγίδα των σκοτεινών εγκεφάλων ο Βασιλεύς, εφ’ όσον θα εξακολουθήση, όπως ελπίζω θετικά, να προσέχη τας εισηγήσεις μου. Η υπόθεσις ΑΣΠΙΔΑ είναι μεγάλη εμπλοκή. Έπρεπε... να είχε επιταχυνθή η ανεκδιήγητη ανάκρισις, εις την οποίαν ανεμίχθησαν και ωρισμένοι σκοτεινοί, δήθεν ιδικοί μας, παράγοντες, και να είχε λήξει η όλη υπόθεσις το αργότερον προ έτους... Πριν η παραδώσω την επιστολήν εις τον Αχιλλέα, εξεδόθη η απόφασις... Η αίτησις άρσεως της ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξεν άκαιρος... Ανέθεσα, προ δύο εβδομάδων, εις τον Κ. Παπακωνσταντίνου να μελετήση τον αποσταλέντα υπό του ανακριτού εις την Βουλήν φάκελλον. Μου υπέβαλε έγγραφον γνωμοδότησιν, λέγων ρητώς, ότι δεν υπάρχουν εις τον φάκελλον ούτε ενδείξεις εις βάρος του Ανδρέα Παπανδρέου... Είμαι βέβαιος -υπερβέβαιος- ότι αι βόμβαι των τελευταίων δέκα ημερών είναι έργον ηλιθίων εγκεφάλων της ιδικής μας παρατάξεως. Αριστεροί και Κεντρώοι ουδέν συμφέρον είχαν να ενεργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Φοβούνται, άλλωστε, εκτροπήν και δεν θέλουν να προκαλέσουν. Εάν συνεχισθή η τακτική των βομβών, πρέπει να αποκαλυφθούν οπωσδήποτε οι δράσται. Εκάλεσα χθες το βράδυ τον στρατηγόν Τζαννετή, υπουργόν της Ασφαλείας, και του επέστησα την προσοχήν επί της ανάγκης να

συλληφθούν οι ηλίθιοι ή παλαβοί... Δεν ημπορώ να ειπώ, ότι είναι βεβαία η μέχρι των εκλογών πορεία άνευ κυβερνητικής μεταβολής. Έχω ήδη επανειλημμένως ομιλήσει -και δη αμέσως μετά την 20ήν Δεκεμβρίου- περί του ενδεχομένου δευτέρας φάσεως. Εάν παραστή ανάγκη, θα πραγματοποιηθή η δευτέρα φάσις. Αλλά με αντικειμενικόν σκοπόν οπωσδήποτε την διενέργειαν των εκλογών εντός του Μαΐου. Μήπως, όμως, συμβή άλλο τι, που θα διετάρασσε βαθέως την ομαλήν πορείαν προς τας εκλογάς και θα εματαίωνε την διενέρχειαν αυτών; Εις το ερώτημα τούτο δεν είναι εύκολο να απαντήσω. Δεν είμαι απηλλαγμένος φόβων ως προς το ενδεχόμενον απροόπτων, που είναι δυνατόν να προκληθούν είτε από μη ελεγχομένους ιδικούς μας, δηλαδή δήθεν ιδικούς μας είτε από τους αντιπάλους. Πράττω ό,τι μου είναι δυνατόν δια να πληροφορηθώ εγκαίρως τα τυχόν τεκταινόμενα... Ταύτα για σήμερα. Ελπίζω να είμαι εις θέσιν να σε κατατοπίζω, από τούδε και εις το εξής, τακτικά. Εκτός εάν απεφάσιζες, αναθεωρών τας μέχρι τούδε σκέψεις σου, να έλθης και να αναλάβης την ηγεσίαν. Προσωπικώς, θα ήμουν -σε βεβαιώ ειλικρινέστατα- ευτυχής, εάν το απεφάσιζες. Έκαμα έως εδώ το χρέος μου, χωρίς καμμίαν προσωπικήν ικανοποίησιν, αντιθέτως μάλιστα με μεγάλους ψυχικούς και σωματικούς μόχθους, υφιστάμενος διαρκείς επιθέσεις και από φίλους, αγωνιζόμενος νυχθημερόν. Εάν είναι ανάγκη, θα εξακολουθήσω παλαίων, όσον το επιτρέπει ο Θεός. Αλλά θα μου ήρκει και ό,τι έπραξα μέχρι τούδε, δια να ειπώ εις τον εαυτόν μου, ότι έπραξα το καθήκον μου. Δεν ημπορώ να σου ειπώ, εάν πρέπει ή δεν πρέπει να έλθης. Είναι ζήτημα ιδικής σου διαθέσεως και ιστορικής εμπνεύσεως. Πάντως, εάν ήρχεσο να αναλάβης την ηγεσίαν, θα ήμουν προσωπικώς ευτυχέστερος από ό,τι είμαι σήμερα. Είναι μεγάλη -το κατανοώ-, άλλά και οδυνηρά η αποστολή μου. Είναι αποστολή συνδεδεμένη με διαρκές άγχος. Ψυχικώς, δεν θα καμφθώ. Αλλά ημπορώ, τάχα, να προεξοφλήσω, ότι δεν θα καμφθώ σωματικώς; Είμαι σχεδόν 65 ετών και δεν έπαυσα, ούδ’ επί μίαν ήμέραν, αγωνιζόμενος επί τριανταδύο έτη εις την πολιτικήν. Και οι μήνες, που έρχονται, θα απαιτήσουν φοβερούς κόπους. Κρίνε μόνος σου τι πρέπει να κάμης. Οι ώρες είναι εξαιρετικά κρίσιμες. Όποιος από τους δυο μας αναλάβη να τας αντιμετώπιση, πρέπει να προχωρήση, ει δυνατόν, χωρίς αντιπερισπασμούς και ταλαντεύσεις.

267


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Αλλά και τα εκατομμύρια των φίλων, που καλούνται εις τον δυσκολώτατον αγώνα, πρέπει να γνωρίζουν, ποιος είναι ο ηγέτης του αγώνος». Θα σχολιάσω τώρα μερικά σημεία των αποσπασμάτων της επιστολής μου, που παρέθεσα. Πρώτον. Επεσήμανα, ότι «οι παράγοντες, που επιθυμούν ανωμαλίαν και εκτροπήν, επιχειρούν συστηματικά να εκφοβίσουν τον Βασιλέα», και ότι «του δίδουν στοιχεία εσφαλμένα». Όπως βλέπει λοιπόν ο αναγνώστης, δεν ισχυρίζομαι σήμερα όσα ο καθένας πια γνωρίζει, αλλά είχα τότε απολύτως πεισθεί, ότι όλα ήταν ψέμματα, «παγίς των σκοτεινών εγκεφάλων». Και αισθανόμουν, όπως έγραψα στον Κ. Καραμανλή, τον εαυτό μου «σχεδόν μόνον εις την προσπάθειαν εξουδετερώσεως των εντέχνως προκαλουμένων εις τον Βασιλέα εντυπώσεων περί επικειμένης νυκτός Αγίου Βαρθολομαίου». Δεν επέκειτο η «νυξ» αυτή, αλλά προετοιμαζόταν η νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου. Δεύτερον. Έγραψα τότε, ότι στην «ανεκδιήγητη ανάκριση» για τον ΑΣΠΙΔΑ είχαν αναμιχθεί «και ωρισμένοι σκοτεινοί, δήθεν ιδικοί μας, παράγοντες». Όσο για την προσπάθεια να εξουδετερωθεί ο καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου προ των εκλογών , είτε με την άρση της ασυλίας του πριν από τη διάλυση της Βουλής, είτε με ένταλμα συλλήψεως, που θα εκδιδόταν μετά την διάλυση και θα μπορούσε να εκτελεσθεί χωρίς να αρθεί η βουλευτική ασυλία του, αφού θα είχε πάψει να είναι βουλευτής, την προσπάθεια αυτή, όπως συνάγεται καθαρά από την επιστολή μου, θα την απέκρουα. Αν παρεκάλεσα τον συνάδελφό μου Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, που είχε διατελέσει πολλά χρόνια υπουργός (Δικαιοσύνης και Οικονομικών), να μελετήσει τον φάκελλο, που είχε αποσταλεί στη Βουλή από τον ανακριτή, την επιλογή τού συναδέλφου μου αυτού την υπαγόρευσε στη σκέψη μου το γεγονός, ότι είναι εγκρατής νομικός, αλλά και άνθρωπος με αυστηρό χαρακτήρα και νου, κ’ έτσι το πόρισμα της μελέτης του θα έπειθε και τους αδιάλλακτους και άκριτους, που δεν θα μπορούσαν ή δεν θα ήθελαν να συλλάβουν, ούτε πόσο άδικη θα ήταν, ούτε τι κακό θα προκαλούσε στη χώρα η άρση της ασυλίας του Ανδρέα Παπανδρέου ή η σύλληψή του μετά την διάλυση της Βουλής. Τρίτον. Όπως έγραψα στον Κ. Καραμανλή, ήμουν «υπερβέβαιος», ότι οι βόμβες, που με πολύ επιτήδειο -αλλά και εξαιρετικά εύγλωττο, για τη δική

μου ακοή- τρόπο, είχαν τοποθετηθεί και εκραγεί τις ημέρες εκείνες, ήταν έργο ύποπτων στοιχείων της Δεξιάς. Όταν παρεκάλεσα τον αντιστράτηγο Σοφοκλή Τζαννετή, υπουργό της Δημοσίας Τάξεως στην κυβέρνηση Παρασκευοπούλου, να συναντηθούμε, ήρθε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στο σπίτι μου (Ξενοκράτους 15). Δεν ήθελε να γίνει γνωστή η επίσκεψη, που θα μου έκανε. Δεν ήθελε -προσεκτικός, όπως ήταν πάντοτε, με αυστηρό και άψογο στρατιωτικό ήθος- να δοθεί λαβή σε παρεξηγήσεις, να δημιουργηθεί η εντύπωση, ότι επικοινωνεί μόνο με μένα, και όχι και με τον Γεώργιο Παπανδρέου, τον αρχηγό του άλλου κόμματος, που εστήριζε την κυβέρνηση. Του είχα διαμηνύσει, ότι ήταν έκτακτη και επείγουσα ανάγκη να συναντηθούμε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί να ικανοποιήσει την παράκλησή μου και για τον πρόσθετο λόγο, ότι με είχε γνωρίσει ήδη στη Μέση Ανατολή, όταν ήμουν υπουργός της Εθνικής Αμύνης, και όταν υπηρετούσε, ως λοχαγός, στην Α΄ Ελληνική Ταξιαρχία. Έλαβε μέρος, τότε (Οκτώβριο - Νοέμβριο 1942), στη μεγάλη και ένδοξη μάχη του Αλαμέιν. Είχε την τιμή να διοικεί ένα από τα τάγματα της Γ΄ Ελληνικής Ταξιαρχίας στην πολυήμερη, τον Σεπτέμβριο του 1944, σκληρή μάχη του Ρίμινι, και συνέβαλε αποφασιστικά στην ήττα μιας από τις πιο επίλεκτες γερμανικές μεραρχίες. Και διακρίθηκε έκτοτε (μακριά από μυστικές οργανώσεις) σε όλες τις φάσεις της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του, που την επεσφράγισε η διοίκηση του Γ΄ Σώματος και η θέση του Γενικού Επιθεωρητού του Στρατού. Στην επιστολή μου προς τον Κ. Καραμανλή αρκέσθηκα να πω, ότι «του επέστησα την προσοχήν επί της ανάγκης να συλληφθούν οι ηλίθιοι ή παλαβοί». Οφείλω τώρα να προσθέσω, ότι ο στρατηγός Τζαννετής συμμερίσθηκε, τότε, την βεβαιότητά μου, ότι οι «βόμβες» είχαν τοποθετηθεί από στοιχεία της Δεξιάς, που προετοίμαζαν ανωμαλίες, καθώς και την πεποίθησή μου, ότι όλες οι πληροφορίες για συγκέντρωση όπλων στα χέρια ανατρεπτικών οργανώσεων ήταν ψεύδη, που είχαν χαλκευθεί για την εξυπηρέτηση σκοτεινών σκοπών. Στο διάστημα της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, ο στρατηγός Τζαννετής δέχθηκε να τεθεί επί κεφαλής των «Ελευθέρων Ελλήνων», και εγνώρισε την δοκιμασία ενός μακροχρόνιου εγκλεισμού στη φυλακή. Τέταρτον. Παρακαλώ τον αναγνώστη να προσέξει τις φράσεις εκείνες της επιστολής μου προς τον Κ. Καραμανλή, που δείχνουν, ότι στις 17 Μαρτίου δεν

268


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

εγνώριζα ακόμα, αν -ή πότε- θα θεωρούσα αναγκαίο να μπούμε σε μια «δεύτερη φάση», δηλαδή να αντικατασταθεί η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου με κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. Ετόνισα, όμως, ότι -αν θα ήταν αναγκαίο να σχηματίσω εγώ κυβέρνηση- αυτό θα γινόταν «με αντικειμενικόν σκοπόν οπωσδήποτε την διενέργειαν των εκλογών εντός του Μαΐου». Στο σημείο αυτό ήμουν άκαμπτος. Δεν ταλαντεύθηκα, στο διάστημα των κρίσιμων εκείνων μηνών, ούτε στιγμή. Η απόφασή μου να δοθεί ο λόγος στον Ελληνικό Λαό ήταν ακλόνητη. Αλλά έσπευσα και να προσθέσω τη φράση: «Δεν είμαι απηλλαγμένος φόβων ως προς το ενδεχόμενον απροόπτων», που θα εματαίωναν την διενέργεια των εκλογών. Δεν ήμουν διόλου αμέριμνος. Ανησυχούσα και διερευνούσα αδιάκοπα τον ζοφερό ορίζοντα. Πέμπτον. Ας μου επιτραπεί τώρα να σταθώ στην τελευταία παράγραφο της επιστολής μου προς τον Κ. Καραμανλή, που την παρέθεσα ολόκληρη. Έχει λεχθεί -από πρόσωπα, που την ταυτότητά τους δεν επιθυμώ να προσδιορίσω- και έχει (ή είχε) γίνει σε ευρύτερους κύκλους πιστευτό, ότι στις 2 Σεπτεμβρίου 1965 είχα προτείνει την διενέργεια εκλογών, αλλά και τον Δεκέμβριο του 1966 προχώρησα στη συμφωνία με τον Γεώργιο Παπανδρέου να φθάσουμε οπωσδήποτε σε εκλογές μέχρι τέλους Μαΐου 1967, με κύριο -ή και μοναδικό- σκοπό να στερεώσω τη θέση μου ως αρχηγού της Ε.Ρ.Ε. και να καταστήσω, έτσι, αδύνατη την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην ηγεσία του κόμματος. Αν όσοι δεν γνωρίζουν τον χαρακτήρα μου χρειάζονται μιαν απτή απόδειξη, ένα γραπτό δείγμα, που να αποκαλύπτει, πόσο αντίθετες προς το πνεύμα μου ήταν οι μικρές προθέσεις, που μου είχαν αποδώσει, δεν έχουν παρά να θελήσουν να προσέξουν ολόκληρη την τελευταία παράγραφο της επιστολής μου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή του Μαρτίου 1967. Στην παράγραφο αυτή του άνοιξα την καρδιά μου. Του είπα, ότι θα μου αρκούσαν και όσα είχα πράξει έως τότε, για να έλεγα στον εαυτό μου, ότι είχα κάμει το καθήκον μου. Δεν είχα, βέβαια, το δικαίωμα να του πω κατηγορηματικά, ότι θα έπρεπε να επιστρέψει και να αναλάβει την ηγεσία του κόμματος. «Είναι ζήτημα ιδικής σου διαθέσεως και ιστορικής εμπνεύσεως» (υπογραμμίζω τώρα τις δυο λέξεις), του έγραψα. Από τις 17 Μαρτίου, που έκλεισα την επιστολή, έως τα τέλη Μαΐου, μας εχώριζαν, τότε, παραπάνω από δυο μήνες. Αν ο Κ.

Καραμανλής, που εγνώριζε καλά τον χαρακτήρα μου και είναι αδύνατο να με θεωρούσε αγκιστρωμένο στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε., επίστευε πράγματι, ότι η γραμμή που ακολουθούσα ήταν επικίνδυνη για τη χώρα, είχε τον καιρό να επιχειρήσει, έστω και την τελευταία ή προτελευταία στιγμή, να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας, με τον κίνδυνο βέβαια να αποτύχει (ο κίνδυνος αυτός είναι συνυφασμένος με κάθε μεγάλη ιστορική πρωτοβουλία). Θα μπορούσε να είχε επιστρέψει και πολύ ενωρίτερα. Ήξερε καλά, ότι εγώ δεν ήμουν εμπόδιο. Θα του παραχωρούσα αμέσως και ευχαρίστως τη θέση μου. Στις 17 Μαρτίου 1967, έκλεισα την επιστολή μου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Έγραφα στην επιστολή εκείνη: «Δεν ημπορώ να ειπώ, ότι είναι βεβαία η μέχρι των εκλογών πορεία άνευ κυβερνητικής αλλαγής... Εάν παραστή ανάγκη, θα πραγματοποιηθή η δευτέρα φάσις. Αλλά με αντικειμενικόν σκοπόν οπωσδήποτε την διενέργειαν των εκλογών εντός του Μαΐου».

Ο αρχηγός της ΕΡΕ αγορεύοντας στη Βουλή.

269


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στις 29 Μαρτίου, είχαμε πρωινή συνεδρίαση της η κυβέρνηση Παρασκευοπούλου, θα την οδηγούΒουλής. Συζητούσαμε ένα από τα άρθρα του σε -μέσα στα χρονικά όρια, που είχαν συμφωνηεκλογικού νομοσχεδίου. Ο Γεώργιος Παπανδρέ- θεί- κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. Αλλά και το ενδεχόμενο ου δεν ήταν παρών. Τον αυτό το είχα -από τις 23 εκπροσωπούσε ο ΝικόΔεκεμβρίου, στη συνεδρίλαος Μπακόπουλος. Λίγο Ομολογώ, ότι μου είναι αλη- αση της κοινοβουλευτικής ύστερα από το μεσημέρι, ομάδας της Ε.Ρ.Ε., που τα θινά ακατανόητη η απόπειρα, διατυπώθηκε από ομάδα πρακτικά της δόθηκαν στη βουλευτών της Ενώσεως που έγινε στις 29 Μαρτίου, να δημοσιότητα- προαναγγείτου Κέντρου η αξίωση να λει. Το εγνώριζε λοιπόν, συζητηθεί με ανώμαλο τρόπο η διακόψουμε τη συζήτηση ο Γεώργιος Παπανδρέου. επάνω στο επόμενο άρ- «προσθήκη» αυτή. Το εγνώριζε η Ένωση του θρο του νομοσχεδίου και Κέντρου και ολόκληρος ο να συζητήσουμε μια προΕλληνικός Λαός. Ήθελα, σθήκη -τονίζω τη λέξη-, που είχε προταθεί από την με την κυβερνητική αλλαγή, που θα έφερνε στην Ένωση του Κέντρου. Δεν επρόκειτο για τροπολογία εξουσία την Ε.Ρ.Ε., να μειώσω -αυτός ήταν ο μοτου άρθρου, που είχε σειρά να συζητηθεί, αλλά για ναδικός σκοπός μου- τους κινδύνους της «εκτρομια προσθήκη άσχετη με όλα τα άρθρα του νομο- πής». Δεν τους εμείωσα. Αλλά έχει κι’ αυτό ιστοσχεδίου. Βασική αρχή, που έχει γίνει σεβαστή στις ρική σημασία. Οι συνωμότες, που προετοίμαζαν κατ’ άρθρον συζητήσεις των νομοσχεδίων, είναι να -πράγμα, που έχει γίνει τώρα κατάδηλο- ην εγκασυζητούνται οι «προσθήκες», που είναι άσχετες με θίδρυση δικτατορίας πολλά χρόνια πριν από τις τα άρθρα ενός νομοσχεδίου, αφού προηγουμένως 21 Απριλίου 1967, αναγκάσθηκαν να ανατρέψουν θα έχουν συζητηθεί και ψηφισθεί όλα τα άρθρα. βίαια μια κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., του συντηρητικού Η «προσθήκη», που μια ομάδα βουλευτών της κόμματος. Αυτό μπορεί να ήταν πολύ οδυνηρό για Ενώσεως του Κέντρου αξίωσε ξαφνικά να συζη- μένα, αλλά ήταν ωφέλιμο για την Ελλάδα. Έδειξε τηθεί και ψηφισθεί με τρόπο αντίθετο προς την από την πρώτη στιγμή στα συντηρητικά τμήματα καθιερωμένη τάξη, προέβλεπε την επέκταση της του Ελληνικού Λαού (τουλάχιστον στα ανιδιοτελή) ισχύος της βουλευτικής ασυλίας και πέρα από την και της παγκόσμιας κοινής γνώμης, ότι το πραξιδιάλυση της Βουλής, μέχρι και των νέων εκλογών. κόπημα των συνωμοτών εχρησιμοποίησε μόνο και Η ομάδα των βουλευτών του Κέντρου, που αξίωσε μόνον ως πρόσχημα τον κομμουνιστικό κίνδυνο. να παραβιασθεί η καθιερωμένη τάξη, απαρτιζόταν Κι’ αυτό συνέβαλε αποφασιστικά στην απομόνωση από τους ιδιαίτερους φίλους και οπαδούς του Αν- της δικτατορίας μέσα στην Ελλάδα και στις άλλες δρέα Παπανδρέου. χώρες. Την αφορμή, στις 29 Μαρτίου, την έδωσε η Ένωση του Κέντρου. Οφείλω να ομολογήσω, ότι επιθυμούσα να δοθεί μια αφορμή. Θα προτιμούσα, όμως, να μη την έδινε η Ένωση του Κέντρου, γιατί αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν αποδέσμευση των δυο μεγάλων κομμάτων από την συμφωνία, που είχαμε υπογράψει, στις 18 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ. Επιθυμώ, όμως, να διαβεβαιώσω τον αναγνώστη, ότι -μολονότι η στάση της Ενώσεως του Κέντρου στις 29 Μαρτίου έμοιαζε με σκόπιμο τορπιλισμό της συμφωνίαςδεν εθεώρησα τον εαυτό μου αποδεσμευμένο από την συμφωνία της 18ης Δεκεμβρίου παρά μόνο σ’ ένα σημείο. Αντί να οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές

Με την εντολή να σχηματίσω κυβέρνηση Στις 3 Απριλίου 1967, ο βασιλεύς Κωνσταντίνος μού έδωσε την εντολή να σχηματίσω κυβέρνηση. Την ίδια ημέρα, στις 4 το απόγευμα, η κυβέρνηση είχε συγκροτηθεί και ορκισθεί. Δεκαεφτά ημέρες και δέκα ώρες μετά την ορκωμοσία της, η κυβέρνηση εκείνη -η δεύτερη, που εσχημάτισα στη ζωή μουείχε βίαια καταλυθεί. Την κατέλυσαν, προτείνοντας στο στήθος μου τα αυτόματα όπλα τους, Έλληνες αξιωματικοί. Βραχύβια -με δραματικό τέλος- ήταν και η πρώτη

270


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κυβέρνηση, που εσχημάτισα στη ζωή μου. Η κυβέρνηση εκείνη ορκίσθηκε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 1ης Νοεμβρίου 1945. Την εντολή μου την είχε δώσει ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ως Αντιβασιλεύς. Ήμουν, τότε, σαραντατριών ετών. Τρία μέλη της κυβερνήσεως εκείνης -ο Γρηγόριος Κασιμάτης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Παναγής Παπαληγούρας (ο τελευταίος εικοσιέξη ετών τότε, αλλά κάτοχος του «Αριστείου Ανδρείας»)- έγιναν υπουργοί και στην κυβέρνηση, που εσχημάτισα στις 3 Απριλίου 1967. Άμεσο βοηθό μου, ως υπουργό «παρά τω πρωθυπουργώ», είχα τότε, τον Νοέμβριο του 1945, τον Γεώργιο Β. Μαγκάκη, τον σημερινό βουλευτή Αθηνών (της Ε.Κ. - Ν.Δ.), που διακρίθηκε στην επταετία της πρόσφατης δικτατορίας ως γενναιότατος υπερασπιστής, ενώπιον εκτάκτων Στρατοδικείων, των πιο πολλών αγωνιστών της Δημοκρατίας και θαμάτων της βίας. Δεν έζησε και η πρώτη εκείνη κυβέρνηση, που εσχημάτισα, παρά μόνο κάτι παραπάνω από την δεύτερη, εικοσιμιά ημέρες. Δεν την κατέλυσαν Έλληνες αξιωματικοί. Την ανέτρεψε η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά ο υφυπουργός των Εξωτερικών Έκτωρ Μακ-Νηλ, ένας ανατέλλων τότε αστήρ του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, που ήρθε στην Αθήνα, για να την ανατρέψει, και που λίγα χρόνια αργότερα έφυγε από τον κόσμο πρόωρα, είχε την ευγένεια, αφού εξεπλήρωσε την

Ο Π. Κανελλόπουλος ανταλλάσσει χειραψία με τον απερχόμενο πρωθυπουργό, υπουργό Συντονισμού και υπουργό Εθνικής Αμύνης Ιωάννη Παρασκευόπουλο.

Η φιλοδοξία μου δεν ήταν να γίνω πρωθυπουργός, και μάλιστα μόνο και μόνο για τη διενέργεια εκλογών. Είχα γίνει το 1945 σε ηλικία 43 χρονών. Η φιλοδοξία μου ήταν να προσφέρω -αν μπορούσα- κάτι στον τόπο. αποστολή του, να δηλώσει: «Επωφελούμαι της περιστάσεως αύτης, ίνα διαβεβαιώσω, ότι ο κ. Κανελλόπουλος, τόσον προ της παραιτήσεώς του, όσον και μετ’ αυτήν, επέδειξεν εξαιρετικήν αφοσίωσιν και ενδιαφέρον δια την Ελλάδα, και ελάχιστον δια τον εαυτόν του, εγώ δε προσωπικώς τον θεωρώ ως ένα των μάλλον αξίων εκτιμήσεως και αγάπης προσώπων, τα οποία εγνώρισα εις την ζωήν μου» (Βλ. την εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα» της 25ης Νοεμβρίου 1945). Και ο συμπολίτης μου Παναγής Βουρλούμης, ένα από τα εξέχοντα στελέχη των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, έγραψε στον «Νεολόγον Πατρών» (21 Νοεμβρίου 1945): «Η κυβέρνησις Κανελλοπούλου έζησε την ζωήν των ρόδων. Άφηκεν όμως κατά τον βραχύν της βίον ιστορίαν. Επί δώδεκα μήνας η Ελλάς εκυβερνήθη με βάσιν το ψεύδος. Η βραχύβιος Κυβέρνησις, η όποια παρητήθη σήμερον, ανέσυρεν εις την επιφάνειαν την αλήθειαν... Έπρεπε να έλθη η Κυβέρνησις Κανελλοπούλου δια να θέση την χείρα επί τον τύπον των ήλων... Η παραιτηθείσα Κυβέρνησις, ανασύρασα την κεκρυμμένην αλήθειαν, προσέφερεν υψίστην εις την Ελλάδα υπηρεσίαν... Ας έχη γαίαν ελαφράν η κυβέρνησις Κανελλοπούλου. Δεν έζησεν επί ματαίω». Η 3η Απριλίου του 1967 δεν ήταν, για μένα, ημέρα χαράς. Ήταν ημέρα βαρύτατου χρέους. Θα μπορούσε να λεχθεί και για την δεύτερη αυτή πρωθυπουργία μου ό,τι είχε γράψει η «Καθημερινή», στις 3 Νοεμβρίου 1945, για την πρώτη. Ένα ευγενικό αρθρίδιο της ημέρας εκείνης, που το ύφος του έδειχνε καθαρά, ότι είχε προκύψει από την γραφίδα του Γεωργίου Α. Βλάχου, αρχίζει με τις λέξεις: «Η πρωθυπουργία της Ελλάδος δεν είναι αυτήν την εποχήν δώρον σπουδαίον». Στις 3 Απριλίου 1967, ήταν ακόμα λιγώτερο «σπουδαίο». Δεν ήταν καν «δώρον».

271


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Την σύνθεση του υπουργιτάσχει στην κυβέρνηση. Καθρέπτης ενός λαού είναι η Η μόνη στιγμιαία αντίρρηκού συμβουλίου την απεφάσισα μόνος μου, χωρίς Κυβέρνησίς του και η Βουλή του. ση, που διετύπωσε στην να διαπραγματευθώ με τηλεφωνική επικοινωνία Δεν χρωστάει τίποτε ο μοχθών και κανέναν από τους βουμας, ήταν σχετική με το λευτές της Ε.Ρ.Ε. την συμ- βασανιζόμενος Έλλην να αντικρύ- υπουργείο, που θα έπαιρμετοχή του ή το υπουρνε. Εγώ του επρότεινα να ζη τον εαυτό του εις έναν εφθαργείο, που θα επιθυμούσε γίνει υπουργός του Συνα λάβει. Ελάχιστοι από μένον καθρέπτην και να αποβαί- ντονισμού. Είχα σκεφθεί τους συναδέλφους μου -αφού ήταν πρώην πρωνει έτσι εις βάρος του η εξ ιδικής εγνώριζαν, πριν από τις 3 θυπουργός, και αφού δεν Απριλίου, ποιο υπουργείο μας υπαιτιότητος κακή απόδοσις είχα θεωρήσει αναγκαίο, θα τους εμπιστευόμουν, σε μια βραχύβια προεαν εσχημάτιζα κυβέρνη- του προσώπου του. κλογική κυβέρνηση, τον ση. Όταν, το πρωί της 3ης διορισμό ΑντιπροέδρουΑπριλίου, είχα βεβαιωθεί, ότι ο βασιλεύς θα μου έδι- να του προσφέρω το υπουργείο του Συντονισμού, νε την εντολή να σχηματίσω κυβέρνηση, κατευθύν- επειδή σύμφωνα με τον ισχύοντα, από την εποχή θηκα στο προσωπικό γραφείο μου (Ακαδημίας 33), της κυβερνήσεως Παπάγου, Νόμο περί Υπουργικού όπου πήγαινα τότε σπανιότατα και δεν θα φανταζό- Συμβουλίου, το υπουργείο αυτό ήταν πρώτο τη τάξει. ταν κανείς, ότι θα μπορούσε την ώρα εκείνη να με Έτσι, σε περίπτωση απουσίας μου από την Αθήνα, βρει. Από εκεί επεκοινώνησα τηλεφωνικώς με τους θα με ανεπλήρωνε. Ήταν, άλλωστε, ο Π. Πιπινέλης συναδέλφους μου εκείνους, που είχα αποφασίσει να ικανός να διαχειρισθεί τα προβλήματα του Υπουρπεριλάβω στην κυβέρνηση ως υπουργούς ή υφυ- γείου Συντονισμού. Τον Παναγή Παπαληγούρα, που πουργούς. Άλλους τους εκάλεσα να με επισκεφθούν είχε μεγάλη πείρα των προβλημάτων αυτών (είχε γίαμέσως, και με άλλους συνεννοήθηκα μόνο τηλεφω- νει πρώτη φορά υπουργός Συντονισμού στο 1954, νικώς, λέγοντάς τους, ότι πρέπει να είναι έτοιμοι το σε ηλικία 37 ετών, όταν ο στρατάρχης Παπάγος τού απόγευμα να ανεβούν, όταν θα τους ειδοποιούσα, εμπιστεύθηκε το βαρύτατο αυτό υπουργείο) τον είχα στα βασιλικά Ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττι- προορίσει για υπουργό Εθνικής Αμύνης. Ο Π. Πιπικού. Περιγράφω τις λεπτομέρειες αυτές για έναν ει- νέλης με παρακάλεσε -μολονότι του είπα, ότι θα ήθεδικό λόγο. Ετηλεφώνησα στον Παν. Πιπινέλη, που λα να είναι, ως υπουργός Συντονισμού, ο πρώτος βρισκόταν στο σπίτι του, στο Παλαιό Φάληρο. Ήταν τη τάξει υπουργός- να του δώσω το υπουργείο των προσωπικός μου φίλος από το 1923, αλλά οι δρόμοι Εξωτερικών. Όταν, όμως, του είπα, ότι το υπουργείο των ιδεών μας είχαν χωρίσει. Ακόμα και στα νεανικά των Εξωτερικών θα το ανελάμβανα εγώ ο ίδιος, και μας χρόνια, δεν είχαν συμπέσει πολύ οι ιδέες μας. ότι ο Εύάγγελος Αβέρωφ θα γινόταν υπουργός της Τον τιμούσα, όμως, όπως συνηθίζω να τιμώ και πολ- Γεωργίας (πράγμα, που ανταποκρινόταν και στη λούς, που δεν συμμερίζονται τις δικές μου πολιτικές δική του επιθυμία την ώρα εκείνη, επειδή θεωρούιδέες ή τη γενικώτερη νοοτροπία μου. Ανέμενα, ότι ο σε τον εαυτό του -δικαίως, όπως το έχει αποδείξει Παν. Πιπινέλης, που είχε διατυπώσει (στη σύσκεψη στο Μέτσοβο- και άριστο «γεωργό»), ο Π. Πιπινέλης των «επιτελών» του κόμματος της 20ής Δεκεμβρί- υπεχώρησε αμέσως και δέχθηκε το υπουργείο του ου 1966, και στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής Συντονισμού. ομάδας της Ε.Ρ.Ε. της 23ης Δεκεμβρίου) τη διαφω- Ποιο είναι το «επιμύθιο»; Όποιες κι’ αν ήταν οι βαθειά νία του προς την πολιτική γραμμή μου και προς την ριζωμένες μέσα του αντιρρήσεις προς την πολιτική απόφασή μου να διενεργηθούν μέχρι τέλους Μαΐου μου γραμμή, που οδηγούσε σε εκλογές ως τα τέλη εκλογές, θα είχε - όταν θα του έλεγα τηλεφωνικώς Μαΐου, οι αντιρρήσεις αυτές δεν έκαμαν τον Π. Πινα λάβει μέρος στην κυβέρνηση, που μέσα σε λίγες πινέλη να αρνηθεί να μου συμπαρασταθεί, ως πρώώρες θα εσχημάτιζα- κάποιο δισταγμό, κάποιες επι- τος τη τάξει συνεργάτης μου, σε μια πολιτική, που φυλάξεις. Αλλά δεν διετύπωσε ούτε αντίρρηση, ούτε την θεωρούσε εσφαλμένη και μάλιστα επικίνδυνη για καν επιφύλαξη. Μου είπε αμέσως, ότι δέχεται να με- την χώρα. Δεν θα ήταν, τάχα, ορθότερο να αρνηθεί;

272


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η στάση του, όπως θα ιδούμε, στις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου, έδειξε, ότι όφειλε να είχε αρνηθεί. Μήπως ήταν δικό μου λάθος να τον καλέσω να συμμερισθεί τις ευθύνες μου στην κυβέρνηση; Θάταν μεγαλύτερο λάθος, αν τον είχα αγνοήσει. Στην κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., που ήταν ταγμένη να προχωρήσει σε εκλογές, έπρεπε να εκπροσωπούνται όλες οι πτέρυγες του κόμματος. Ο Π. Πιπινέλης ήταν, άλλωστε, ένα πρόσωπο, που -άσχετα από τις διαφορές μου μαζί του- έπρεπε να τιμήσω. Αφού δέχθηκε την προσφορά μου, εκείνος είχε σειρά να τιμήσει εμένα. Και δεν το κρύβω, ότι βασίσθηκα και στα σαραντατέσσερα χρόνια της φιλίας μας. Στις 2 το απόγευμα της ίδιας ημέρας (3 Απριλίου) μου έδωσε ο βασιλεύς την εντολή να σχηματίσω κυβέρνηση, και δυο ώρες αργότερα η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. ορκίσθηκε. Δεν απαρτιζόταν παρά από δεκαπέντε υπουργούς (εκτός από μένα) και έξη υφυπουργούς. Ύστερα από τη θλιβερή εντύπωση, που είχαν δημιουργήσει στον Ελληνικό Λαό κάποιες προηγούμενες κυβερνήσεις, που είχαν ολόκληρη διμοιρία υπουργών, ιδιαίτερα μάλιστα η κυβέρνηση Στεφανοπούλου, που είχε περιλάβει στους κόλπους της σχεδόν όλους, που είχαν αποσχισθεί από την Ένωση του Κέντρου, εθεώρησα αναγκαίο να εξουδετερώσω την εντύπωση εκείνη μ’ ένα καλό παράδειγμα. Είχα πει, άλλωστε, στο λόγο μου της 28ης Φεβρουαρίου 1967, που εκφωνήθηκε στο Θέατρο «Κεντρικό» και απευθύνθηκε στη νεολαία της Ε.Ρ.Ε.: «Την αρχήν της μεγάλης αλλαγής οφείλει να επιχειρήση ο πολιτι-

κός κόσμος κατά πρώτον λόγον εις βάρος του εαυτού του. Καθρέπτης ενός λαού είναι η Κυβέρνησίς του και η Βουλή του. Δεν χρωστάει τίποτε ο μοχθών και βασανιζόμενος Έλλην να αντικρύζη τον εαυτό του εις έναν εφθαρμένον καθρέπτην και να αποβαίνει έτσι εις βάρος του η εξ ιδικής μας υπαιτιότητος κακή απόδοσις του προσώπου του. Θα είμαι ανυποχώρητος εις την ανάγκην της υπάρξεως καλής -και σχετικώς ολιγομελούς- κυβερνήσεως». «Η ορκισθείσα χθες Κυβέρνησις», έγραφε η «Καθημερινή» (4 Απριλίου) «είναι μία των ολιγομελεστέρων, μεταπολεμικώς, και με τον σχετικώς μικρότερον μέσον όρον ηλικίας υπουργών -54 έτη». Η υποδοχή, που επιφύλαξαν στην κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. όλα τα άλλα κόμματα -όλα, χωρίς καμμιάν εξαίρεση- με ελύπησε βαθύτατα. Με ελύπησε, όχι επειδή στόχος της πρωτάκουστης αυτής ομοβροντίας ήμουν εγώ, αλλά επειδή η ομοβροντία εκείνη εκλόνιζε, σε μιαν από τις πιο κρίσιμες ώρες της πολιτικής μας ζωής, το έδαφος της Δημοκρατίας. Αν διαβάσει σήμερα (ή ξαναδιαβάσει) ο αναγνώστης τις πύρινες δηλώσεις και διακηρύξεις, που δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες της 4ης και της 5ης Απριλίου, θα τρίβει τα μάτια του. Γιατί, τάχα, η τόση οργή; Από τι απύθμενο βάθος ξεπετάχθηκαν οι φλόγες αυτές του ηφαιστείου των πολιτικών παθών; Το μήνυμα, που εθεώρησα αναγκαίο να απευθύνω στον Ελληνικό Λαό αμέσως μετά τον σχηματισμό της κυβερνήσεως, ήταν αυστηρό, άλλα διόλου εμπρηστικό.

Στις 2 το απόγευμα της ίδιας ημέρας (3 Απριλίου) μου έδωσε ο βασιλεύς την εντολή να σχηματίσω κυβέρνηση, και δυο ώρες αργότερα η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. ορκίσθηκε.

273


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το διάγγελμα της 3 Απριλίου 1967 Έλληνες και Ελληνίδες. Αποδεχθείς την εντολήν του Βασιλέως εσχημάτισα κυβέρνησιν της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως. Το ιστορικόν της κυβερνητικής κρίσεως είναι γνωστόν. Και αποτελεί πλέον παρελθόν. Τώρα προσβλέπομεν εις το μέλλον. Από της 20ης Δεκεμβρίου είχα δηλώσει ότι δεν αποκλείεται, μέχρι των εκλογών δευτέρα κυβερνητική φάσις. Δεν την επεδίωξα. Σας βεβαιώ περί τούτου. Έπραξα μάλιστα το παν δια να μη χρειασθή δευτέρα φάσις. Επεχείρησα ειλικρινώς να φθάσωμεν εις τας εκλογάς με κυβέρνησιν στηριζομένην επί των δυο μεγάλων κομμάτων. Τούτο όμως δεν προϋπέθετε μόνον την ιδικήν μου επιθυμίαν. Προϋπέθετε ότι και ο Αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου -απολύτως ελεύθερος εις οιανδήποτε και οσονδήποτε βιαίαν αντιδικίαν του προς την ΕΡΕ- θα περιωρίζετο εις καθαρώς πολιτικόν αγώνα και δεν θα επέτρεπε μάλιστα και εις υπεύθυνα πρόσωπα του κόμματός του να εξακολουθήσουν χρησιμοποιούντα τα μετά την 15ην Ιουλίου 1965 εξαπολυθέντα συνθήματα κατά βασικών θεσμών της πολιτείας. Και προϋπέθετεν επίσης ότι η Ένωσις Κέντρου δεν θα προέβαλλεν εις την Βουλήν συνταγματικώς και ηθικώς απαραδέκτους αξιώσεις. Δυστυχώς αι προϋποθέσεις αύται δεν επραγματοποιήθησαν. Ηυχόμην, πράγματι, να πραγματοποιηθούν. Έστω και αν δεν επρόκειτο να αποβούν εκλογικώς προς όφελος της ΕΡΕ: Μου ήρκει ότι θα απέβαινον προς όφελος της χώρας και θα εξησφάλιζον την γαλήνην του Λαού.

Η υποδοχή, που επιφύλαξαν στην κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. όλα τα άλλα κόμματα -όλα, χωρίς καμμιάν εξαίρεση- με ελύπησε βαθύτατα.

Η υπ’ εμέ κυβέρνησις έχει εις χείρας της την διάλυσιν της Βουλής. Αλλά, πριν ή κάμει χρήσιν του δικαιώματος τούτου το οποίον παρεχώρησεν εις αυτήν ο ρυθμιστής του πολιτεύματος, θα εμφανισθή ενώπιον των Αντιπροσώπων του Έθνους. Θα πράξη τούτο όχι διότι επιθυμεί παράτασιν της εκκρεμότητος αλλά διότι γνωρίζει ότι υπάρχουν κόμματα ή και μεμονωμένα μέλη της Βουλής τα οποία θεωρούν χρήσιμον ή και επιβεβλημένην την αλλαγήν του εκλογικού συστήματος. Δεν έχω το δικαίωμα να αγνοήσω τούτο. Οφείλω όμως εκ των προτέρων να δηλώσω ότι η κυβέρνησις δεν εξαρτά την εκπλήρωσιν της αποστολής της από την ψήφον της βουλής. Οιαδήποτε και αν θα είναι η έκβασις της εν τη Βουλή συζητήσεως, η κυβέρνησις θα εκπληρώση την αποστολήν της, η οποία θα είναι μονοσήμαντος: Θα οδηγήσωμεν την χώραν εις την ομαλότητα. Δηλώ κατηγορηματικώς -και ας προσέξουν τούτο άπαντες όσοι πονούν τον τόπον και όσοι τυχόν δεν τον πονούν- ότι η μέχρι των εκλογών περίοδος θα διανυθή υπό τον έλεγχον Κράτους ισχυρού, με τους νόμους της δημοκρατίας εν πλήρει και αυστηρά λειτουργία. Οιαδήποτε παρεκτροπή -και η ελαχίστη παράβασις νόμων και αστυνομικών διατάξεων-θα αντιμετωπισθή χωρίς δισταγμόν. Το κράτος της δημοκρατίας έχει στοιχειώδη και ιεράν υποχρέωσιν απέναντι των φιλονόμων πολιτών, να μη επιτρέπη την παραμικράν παράβασιν των νόμων. Αποτελεί ύβριν προς εκείνους οι οποίοι τηρούν τους νόμους η ανοχή ή επιείκεια έναντι των παραβατών. Επικαλούμαι την βοήθειαν όλων σας, φίλων και αντιπάλων, εις το βαρύτατον έργον το οποίον αναλαμβάνω δια το καλόν του τόπου. Άρα προς όφελος όλων σας, αντιπάλων και φίλων. Σπανίως η χώρα ευρέθη ενώπιον τόσον αγνώστου μέλλοντος. Από όλους σας εξαρτάται να αποδειχθή ότι το κατά την ώραν ταύτην άγνωστον μέλλον θα είναι η γαλήνη και η δημοκρατική εξέλιξις. Η κυβέρνησις της οποίας έχω την τιμήν και την μεγάλην ευθύνην να προΐσταμαι, είναι τεταγμένη με την βοήθειαν όλων σας να εξασφαλίση εις την πορείαν του υπερηφάνου Έθνους μας οδόν ομαλήν και στερεάν. Και είμαι βέβαιος ότι θα το επιτύχη». Η δήλωσή μου, ότι «η μέχρι των εκλογών περίοδος θα διενύετο» («θα διανυθή», έλεγα τότε) «υπό τον έλεγχον κράτους ισχυρού και με τους νόμους της Δημοκρατίας εν πλήρει και αυστηρά λειτουργία»,

274


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

έμοιαζε σαν να απευθυνόταν μόνο προς τα αντίθετα κόμματα, και ιδιαίτερα προς την Ένωση του Κέντρου και προς την ΕΔΑ. Και απευθυνόταν πράγματι προς τα κόμματα αυτά, που ασκούσαν και τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο επάνω σε ζωηρές και «φιλοπόλεμες» οργανώσεις νέων. «Οιαδήποτε παρεκτροπή -και η ελαχίστη παράβασις νόμων και αστυνομικών διατάξεων- θα αντιμετωπισθή χωρίς δισταγμόν», έλεγα στο μήνυμά μου, συμπληρώνοντας τη φράση, που παρέθεσα παραπάνω. Αν όμως, η δήθεν απειλητική αυτή δήλωσή μου απευθυνόταν πράγματι στα δυο κόμματα, απευθυνόταν σ’ αυτά για να την ακούσουν και κάποιοι άλλοι, για να την ακούσουν εκείνοι, που -προετοιμάζοντας «εκτροπή» από την συνταγματική τάξη ή και μιαν απροκάλυπτη δικτατορία- έπρεπε να αφοπλισθούν ηθικά, δηλαδή να χάσουν το πρόσχημα, που θα εχρησιμοποιούσαν για τις αντιλαϊκές και αντιδημοκρατικές προθέσεις τους. Αλλά η Ένωση του Κέντρου και τα άλλα κόμματα δεν θέλησαν να το καταλάβουν. Δεν θέλησαν να προσέξουν και το βαρύ νόημα των λέξεων: «Σπανίως ευρέθη η χώρα ενώπιον τόσον αγνώστου μέλλοντος». Ότι την δήθεν απειλητική δήλωση την είχα κάμει, για να την ακούσουν και κάποιοι άλλοι, ελπίζω ή μάλλον είμαι βέβαιος, ότι θα το πιστέψουν σήμερα όλοι οι αναγνώστες (όλων των παρατάξεων), που γνωρίζουν τώρα, τι έγραφα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον Μάρτιο του 1967 ή στον βασιλέα Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο ήδη του 1966... Μετά τις πρώτες εκρήξεις του ηφαιστείου της οργής, κάτι κατάλαβαν και οι ηγέτες ή και πολλά υπεύθυνα στελέχη της Ενώσεως του Κέντρου, της ΕΔΑ, και των οργανώσεων, που είχαν προετοιμάσει -αλλά και εματαίωσαν, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη εκ μέρους μου προσπάθεια- την πορεία Ειρήνης από τον Μαραθώνα στην Αθήνα.

Αντιδράσεις από τους «αποστάτες» και τον Γεώργιο Παπανδρέου Η κυβέρνηση, που εσχημάτισα στις 3 Απριλίου 1967, έχει χαρακτηρισθεί πια από όλους, Έλληνες και ξένους, που έχουν δημοκρατική συνείδηση, ως η τελευταία, πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, «νόμιμη» κυβέρνηση της Ελλάδος. Όταν, όμως, την εσχημάτισα, δέχθηκε η κυβέρνηση εκεί-

νη μια πρωτάκουστη ομοβροντία πυρών από όλα τα κόμματα. Πριν μιλήσω για την αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου, θα σταθώ στην πολύ πιο ακατανόητη αντίδραση της ομάδας των λεγομένων «αποστατών», που με πρόεδρο τους τον Στέφανο Στεφανόπουλο είχαν απαρτίσει το «Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» (Φ.Δ.Κ.). Στο κόμμα αυτό είχαν συγκεντρωθεί σχεδόν όλοι, όσοι είχαν αποσχισθεί από την Ένωση του Κέντρου (όλοι, εκτός ελαχίστων, του Ηλία Τσιριμώκου και δυο ή τριών άλλων). Ο πρώην πρωθυπουργός Στέφανος Στεφανόπουλος δεν επεζήτησε επικοινωνία μαζί μου. Δεν είχε, φυσικά, υποχρέωση να το κάμει. Υπήρχε, όμως, εύκολος έμμεσος τρόπος επικοινωνίας, που θα μπορούσε -χωρίς να εκτεθεί ο ίδιος στην παραμικρή μείωση του κύρους του- να αποδειχθεί ωφέλιμος για τον τόπο και για την ομάδα του. Ο πρόεδρος της Βουλής Δημήτριος Παπασπύρου, που η επανεκλογή του (ευτυχώς για την τιμή του σώματος, που τόσο ψηλά την κράτησε στο διάστημα της δικτατορίας) είχε εξασφαλισθεί με προσωπική δική μου παρέμβαση, με είδε -όπως ήταν φυσικό- αμέσως μετά την ορκωμοσία μου. Αλλά δεν είχε, φαίνεται, εξουσιοδοτηθεί να μου κάμει νύξη για τις προθέσεις εκείνων, που η Ε.Ρ.Ε. είχε στηρίξει με την ψήφο της δεκαπέντε ολόκληρους μήνες. Ξαφνικά, το βράδυ της 3ης Απριλίου, λίγες ώρες μετά την ορκωμοσία μου, πληροφορήθηκα, ότι η κοινοβουλευτική ομάδα των Φ.Δ.Κ., που είχε εκτάκτως συγκληθεί υπό την προεδρία του Στεφάνου Στεφανοπούλου, εξέδωσε μιαν ανακοίνωση. Θα παραθέσω εδώ μερικές φράσεις από την ανακοίνωση εκείνη, που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της 4ης Απριλίου: «Η κοινοβουλευτική ομάς του Φ.Δ.Κ. απεφάσισεν ομοφώνως, όπως καταψηφίση την Κυβέρνησιν του κ. Κανελλοπούλου. Το Φ.Δ.Κ. κρίνει, ότι υπό τας σημερινάς περιστάσεις η δοθείσα λύσις όχι μόνον δεν υπηρετεί τον βασικόν σκοπόν της αποκαταστάσεως της πολιτικής ομαλότητος, αλλ’ αντιθέτως κινδυνεύει να ωθήση την χώραν εις θανάσιμον πολιτικήν περιπέτειαν. Την βασικήν ευθύνην δια τα γενόμενα υπέχει ο κ. Γ. Παπανδρέου, επειδή η έξαλλος και άφρων τακτική του, το μίσος του προς τους παλαιούς του συνεργάτας και η βαθυτάτη δυσπιστία του προς τους σημερινούς φίλους του, εδημιούργησε τας προϋποθέσεις και προσέφερε τα προσχήματα δια την επαναφοράν της Ε.Ρ.Ε. εις την εξουσίαν... Δεν διεξεδίκησε δια το κόμμα του ο κ. Γ. Παπανδρέ-

275


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ου την εντολήν να κυβερνήση, και ηρνήθη και να συζητήση ακόμη το ενδεχόμενον οικουμενικής Κυβερνήσεως, η οποία, εν τούτοις, απετέλει την μόνην δικαίαν και ορθήν λύσιν. Ώθησεν ούτω τα πράγματα προς αδιέξοδον και εβοήθησεν εις το να δοθή τελικώς η εντολή εις την Ε.Ρ.Ε. Αλλά αι ευθύναι του κ. Γ. Παπανδρέου δεν εξαλείφουν τας ευθύνας, τας οποίας αναλαμβάνει ήδη η Ε.Ρ.Ε. Γνωρίζει, ότι η ανάληψις της Κυβερνήσεως την φέρει εις αντίθεσιν προς την πλειοψηφίαν του λαού και του Κοινοβουλίου. Και το γνωρίζει τόσον καλώς, ώστε η πρώτη ενέργεια του νέου πρωθυπουργού υπήρξεν η δια του διαγγέλματός του εξαπόλυσις απειλών και η δια των δηλώσεών του διαφανής διατύπωσις της προθέσεως εκλογών κατά το πρότυπον των επονειδίστων εκλογών του 1961, των οποίων την πρωτοβουλίαν και ευθύνην είχε το κόμμα της Ε.Ρ.Ε. και ο ίδιος ο κ. Κανελλόπουλος προσωπικώς... Η Κυβέρνησις του κ. Κανελλοπούλου πρέπει να πέση το ταχύτερον...». Ας μου επιτραπεί να κάμω μερικά σχόλια. Το μεγαλύτερο κακό, που έκαμε ο Γεώργιος Παπανδρέου, ήταν -όπως λέει ρητά η ανακοίνωση του Φ.Δ.Κ.- ότι «εδημιούργησε τας προϋποθέσεις και προσέφερε τα προσχήματα δια την επαναφοράν της Ε.Ρ.Ε. εις την εξουσίαν», ότι «εβοήθησεν εις το να δοθή τελικώς η εντολή εις την Ε.Ρ.Ε.», δηλαδή στο κόμμα που ως κοινοβουλευτικό βάθρο της κυβερνήσεως Στεφανοπούλου, δεκαπέντε ολόκληρους μήνες,

Στο γραφείο του στα Παλαιά ανάκτορα, 4 Απριλίου 1967.

ήταν καλό και άγιο, αλλά που δεν θα έπρεπε ποτέ να σχηματίσει το ίδιο κυβέρνηση. Δεν έπρεπε η Ε.Ρ.Ε. να έχει άλλη αποστολή παρά να σηκώνει στην πλάτη της ως ημίονος την κυβέρνηση Στεφανοπούλου! Η Ε.Ρ.Ε. «γνωρίζει», λέει η ανακοίνωση του Φ.Δ.Κ., «ότι η ανάληψις της Κυβερνήσεως την φέρει εις αντίθεσιν προς την πλειοψηφίαν του λαού και του Κοινοβουλίου». Όσο για τον Λαό, κανένας μας δεν είχε τότε το δικαίωμα να μιλήσει εν ονόματί του και να προεξοφλήσει την θέλησή του. Το μόνο δικαίωμα, που είχαμε όλοι, ήταν εκείνο, που αποτελούσε και υποχρέωση, δηλαδή να ανοίξουμε το δρόμο προς τις εκλογές. Και εγώ ήμουν ακλόνητα αποφασισμένος να δοθεί ο λόγος στον Ελληνικό Λαό μέχρι τέλους Μαΐου. Όσο για την Βουλή, πώς μπορούσα να «γνωρίζω», πριν από την βιαστική και καταπληκτική εκείνη ανακοίνωση του Φ.Δ.Κ., ή πριν από τις δηλώσεις του αρχηγού των Προοδευτικών Σπύρου Μαρκεζίνη και του Ηλία Τσιριμώκου, ότι η πλειοψηφία της ήταν εναντίον μου; Το εκλογικό νομοσχέδιο, που προέβλεπε την Απλή Αναλογική, εκκρεμούσε στη Βουλή. Το είχαμε θεωρήσει, ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ, χρήσιμο και αναγκαίο όχι για τα δυο μεγάλα κόμματα, που η ενισχυμένη Αναλογική τα ευνοούσε, αλλά «ως δυνάμενον να συμβάλη» (όπως λέει το Μνημόνιο που είχαμε υπογράψει στις 18 Δεκεμβρίου 1966) «εις τον κατευνασμόν και την γαλήνευσιν». Όταν εσχημάτισα την κυβέρνηση της 3ης Απριλίου, σκέφθηκα επί πλέον, ότι τα μικρότερα κόμματα, το Φ.Δ.Κ., οι Προοδευτικοί, ακόμα και η ΕΔΑ, που ήταν πάντοτε υπέρ της Απλής Αναλογικής, θα είχαν κάθε λόγο να επιθυμούν να λειτουργήσει ακόμα η Βουλή μια ή δυο εβδομάδες, για να ψηφισθεί το εκλογικό νομοσχέδιο. Πολλά από τα εξέχοντα στελέχη του Φ.Δ.Κ. είχαν σοβαρές ελπίδες να εκλεγούν με την Απλή Αναλογική, ο ίδιος ο πρόεδρος Στέφανος Στεφανόπουλος ακόμα και με την ενισχυμένη. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επλησίασε, στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, το πολύ υψηλό όριο της επιτυχίας, που προέκυψε από την εφαρμογή της υπερενισχυμένης Αναλογικής. Πάντως, τα περισσότερα από τα εξέχοντα στελέχη του Φ.Δ.Κ. είχαν ανάγκη από την Απλή Αναλογική. Δεν μπορούσαν, τάχα, να δώσουν μια ψήφο ανοχής (αν όχι εμπιστοσύνης) στην κυβέρνηση, που εσχημάτισα στις 3 Απριλίου, για να συμβάλουν στον κατευνασμό των παθών και για να βοηθήσουν ταυτόχρονα τον εαυτό τους;

276


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αλλά ξέχασα κάτι, το ανοιχτά, όταν τούτο δεν Αν η κυβέρνηση, που είχα σχη- αντίκειται στη συνείδησή σπουδαιότερο από όλα. Εδήλωσαν, στην ανακοί- ματίσει, δεν υποχρεωνόταν να δι- μας. Και είναι δύσκολο να νωσή τους, ότι προετοίπαραδεχθώ ότι εκείνους, αλύσει τη Βουλή στις 14 Απριλίου, μαζα εκλογές «κατά το που είχαν ευχαρίστως πρότυπον των επονειδί- και αναγκάζονταν οι «συνωμότες» δεχθεί να στηρίζεται η κυστων εκλογών του 1961, βέρνησή τους, δεκαπέντε να αναβάλουν το πραξικόπημα, η των οποίων την πρωτοολόκληρους μήνες, στην βουλίαν και ευθύνην είχε αναβολή αυτή -έστω και λίγων ημε- Ε.Ρ.Ε., τους εμπόδισε η το κόμμα της Ε.Ρ.Ε. και ο συνείδησή τους να αφήρώνμπορεί να ισοδυναμούσε με κ. Κανελλόπουλος προσουν, μετά τον σχημασωπικώς». Αφήνω ασχο- οριστική ματαίωση του κακού... τισμό της κυβερνήσεως λίαστη την φράση αυτή. της 3ης Απριλίου, μερικά Θεωρώ, όμως, αναγκαίο παράθυρα ανοιχτά. Μόνο να εξετάσω την στάση εκείνων, που εματαίωσαν, με καθαρός αέρας μπορούσε να μπει, την ώρα εκείνη, τις βιαστικές πύρινες επιθέσεις τους, την εμφάνιση από τα παράθυρα αυτά. της κυβερνήσεως της 3ης Απριλίου στη Βουλή, από Όταν λέω, ότι -αν εμφανιζόταν η κυβέρνηση της 3ης μιαν άλλη άποψη. Η στάση τους -ακόμα και η στά- Απριλίου στη Βουλή και ελάμβανε ψήφο ανοχής ως ση της Ενώσεως του Κέντρου, που όμως γι’ αυτήν την ψήφιση του εκλογικού νομοσχεδίου στο σύνολο(οφείλω να ομολογήσω) ήταν πολύ δυσκολώτερο να δεν αποκλείεται να είχε οριστικά αποτραπεί το πραδώσει ψήφο ανοχής στην κυβέρνησή μου -με υπο- ξικόπημα της 21ης Απριλίου, δεν ισχυρίζομαι τίποτε χρέωσε να προχωρήσω στη διάλυση της Βουλής, περισσότερο από ό,τι σημαίνουν οι δυο λέξεις: «δεν χωρίς να εμφανισθώ ενώπιόν της. Το διάταγμα της αποκλείεται». Όταν και ένας μοναδικός κρίκος στην διαλύσεως δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυ- αλυσίδα των ιστορικών γεγονότων θα είχε λείψει ή βερνήσεως στις 14 Απριλίου. Δεν είχα το συνταγμα- παρεμβληθεί, κανένας δεν γνωρίζει, πώς θα είχαν τικό δικαίωμα, αφού με ανάγκασαν να αποφασίσω ξετυλιχθεί τα γεγονότα αυτά. Αν η κυβέρνηση, που να μη εμφανισθεί η κυβέρνηση στη Βουλή, να κα- είχα σχηματίσει, δεν υποχρεωνόταν να διαλύσει τη θυστερήσω την έκδοσή του περισσότερο. Έξη ημέ- Βουλή στις 14 Απριλίου, και αναγκάζονταν οι «συνωρες αργότερα εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Ήταν μότες» να αναβάλουν το πραξικόπημα, η αναβολή δύσκολο να αποφασίσουν οι συνωμότες να το επι- αυτή -έστω και λίγων ημερών- μπορεί να ισοδυναχειρήσουν πριν από τη διάλυση της Βουλής. Τους μούσε με οριστική ματαίωση του κακού, που εκδηλώχρειαζόταν, εξ άλλου, και το πρόσχημα, ότι έπρεπε θηκε και κράτησε εφτά χρόνια και τέσσερες μήνες. Ο να προλάβουν το μεγάλο κακό, που θα σημειωνόταν χρόνος, που θα είχε δοθεί στην κυβέρνηση της 3ης στη Θεσσαλονίκη, όταν, στις 23 Απριλίου, θα εγκαι- Απριλίου, μπορεί να ήταν καλός αγωγός διαρροής νίαζε εκεί ο Γεώργιος Παπανδρέου τον προεκλογικό των μυστικών σχεδίων των «συνωμοτών», και να είαγώνα του. Ας μου επιτραπεί τώρα να διατυπώσω χαν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα, που θα καθιστούσαν μιαν υπόθεση. Αν τα κόμματα -όλα ή μόνο το Φ.Δ.Κ., αδύνατη την εφαρμογή των σχεδίων αυτών. οι Προοδευτικοί και η ομάδα του Ηλία Τσιριμώκου- Αλλά ο χρόνος αυτός, που μπορεί να ήταν σωτήριος δεν έσπευδαν να καταστήσουν περιττή την εμφάνιση για όλους, δεν εδόθηκε στην κυβέρνηση, που εσχητης κυβερνήσεως της Ε.Ρ.Ε. ενώπιον της Βουλής, αν μάτισα. Η κοινοβουλευτική ομάδα του Φ.Δ.Κ., που ο άφηναν, με άλλα λόγια, μερικά παράθυρα ανοιχτά, πρόεδρός της εθεώρησε αναγκαίο να την συγκαλέσει και επέτρεπαν έτσι να εμφανισθώ στη Βουλή, να γίνει εκτάκτως, αποφάνθηκε: «Η Κυβέρνησις του κ. Κασυζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεών μου νελλοπούλου πρέπει να πέση το ταχύτερον». και ενδεχομένως, ύστερα από μια ψήφο ανοχής, να Η επιθυμία του προέδρου και των μελών της κοισυνεχισθεί η συζήτηση επί του εκλογικού νομοσχε- νοβουλευτικής ομάδας του Φ.Δ.Κ. εκπληρώθηκε. Η δίου, αποκλείεται τάχα να είχε οριστικά αποτραπεί κυβέρνηση, που είχα σχηματίσει, έπεσε. Μαζί της, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου; Πάντοτε, στην όμως, έπεσε και η Ελλάς στο βάραθρο της τυρανπολιτική ζωή, πρέπει να αφήνουμε μερικά παράθυρα νίας.

277


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Με ακατανόητη σπουδή και με ακόμα πιο ακατανόητη βιαιότητα, αντέδρασε -όπως είδαμε- το υπό τον πρόεδρο Στέφανο Στεφανόπουλο «Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα» (Φ.Δ.Κ.) στην Κυβέρνηση, που εσχημάτισα στις 3 Απριλίου 1967. Συναγωνίσθηκε, σε βιαιότητα, την αντίδραση του Γεωργίου Παπανδρέου και την αντίδραση της ΕΔΑ. Από όσους είχαν διαχωρίσει τις ευθύνες τους από τον Γεώργιο Παπανδρέου, χωρίς και να ενταχθούν στο Φ.Δ.Κ., μόνον ο Πέτρος Γαρουφαλιας, έμπιστος επί πολλά χρόνια συνεργάτης και εγκάρδιος, μέχρι και των αρχών του 1965, φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου, εδήλωσε (στις 4 Απριλίου), ότι θα έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. (Επιφυλάχθηκε να πει όσα σκεπτόταν πράγματι για μένα σε ένα υπόμνημα, που υπέβαλε στον βασιλέα Κωνσταντίνο στις 2 Αύγούστου 1967. Αντίγραφο του υπομνήματος αυτού έπεσε, ατυχώς, στα χέρια μου, και το κατέχω). Ο Ηλίας Τσιριμώκος συμμερίσθηκε την αρνητική στά-

ση του Στεφάνου Στεφανοπούλου, αλλά δεν εχρησιμοποίησε -αν και ήταν δεινός σε επιθετική ευγλωττία και σε οξύτητα- βίαιες εκφράσεις. Αρνητική στάση έλαβε και ο αρχηγός των Προοδευτικών Σπύρος Μαρκεζίνης. Δεν έσπευσε να συγκαλέσει την κοινοβουλευτική ομάδα του την ίδια ημέρα της ορκωμοσίας της κυβερνήσεως, όπως το είχε πράξει ο πρόεδρος του Φ.Δ.Κ. Η σύσκεψη της ομάδας των Προοδευτικών έγινε στις 4 Απριλίου, και η ανακοίνωση, που εκδόθηκε, είναι ένα νηφάλιο κείμενο (δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της 5ης Απριλίου), που δεν περιέχει προσωπικές αιχμές εναντίον μου. Οι Προοδευτικοί αναγνώρισαν, στην ανακοίνωσή τους, ότι «η λύσις», που είχε δοθεί στην κυβερνητική κρίση, «δεν αντίκειται τυπικώς εις το Σύνταγμα», αλλά ετόνισαν, ότι «θα αποδειχθή πολιτικόν σφάλμα και επικίνδυνος». Τελικά, ο αρχηγός των Προοδευτικών αποφάσισε να μη λάβει μέρος στις εκλογές. Αφήκε, όμως, ελεύθερους τους φίλους του να πράξουν ό,τι θα έκριναν ορθό. Εγνώριζε, όταν αποφάσισε την προσωπική αποχή του από τις εκλογές, ότι ήμουν πρόθυμος να τον φιλοξενήσω στον συνδυασμό Αθηνών της Ε.Ρ.Ε., να φιλοξενήσω μάλιστα και μερικούς φίλους του σε διάφορους συνδυασμούς. Δεν θα δεχόμουνα, όμως, να επαναληφθεί -το εγνώριζε και αυτό- ό,τι είχαμε κάμει άλλοτε ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ. Στις εκλογές του 1961, ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου είχε δεχθεί τους Προοδευτικούς ως συνεργαζόμενο κόμμα. Το ίδιο είχα δεχθεί και εγώ στις εκλογές του 1964. Αλλά τώρα, στο 1967, η προεκλογική μάχη απαιτούσε ενότητα γραμμής και ένα μοναδικό ηγέτη. Δεν ήταν διόλου η πρόθεσή μου να μειώσω τον αρχηγό των Προοδευτικών, όταν σκεπτόμουν να του προσφέρω πολιτική φιλοξενία. Ούτε ο Γεώργιος Παπανδρέου

278


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

είχε μειωθεί, όταν φιλοξενήθηκε, στο 1952, στον συνδυασμό Πατρών του Ελληνικού Συναγερμού, ούτε εγώ αισθάνθηκα τον εαυτό μου μειωμένο, όταν φιλοξενήθηκα, στο 1956, στον συνδυασμό Αχαΐας της Ε.Ρ.Ε. Αλλά ο αρχηγός των Προοδευτικών επεδίωκε, στην πολιτική του ζωή, το παν ή τουλάχιστον το ήμισυ του παντός. Είχε επιτύχει σχεδόν το παν στην κυβέρνηση του στρατάρχη Παπάγου. Και το αφήκε να πέσει από τα χέρια του. Και έκρινε, ατυχώς, ότι η μεγάλη ώρα της ζωής του ήρθε τον Οκτώβριο του 1973. Την άνοιξη του 1967, προτίμησε να μείνει απ’ έξω. Μήπως είχε οσφρανθεί, ότι δεν θα εφθάναμε σε εκλογές;

νη ημέρα, αλλά έσπευσε, αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας κυβερνήσεως, να προβεί στην πρώτη του επίθεση, και το ίδιο βράδυ έκαμε νέες δηλώσεις, σε μορφή διαγγέλματος, που περιέχουν, μεταξύ άλλων, τις λέξεις: «Καταγγέλλω προς τον ελληνικόν λαόν το νέον πραξικόπημα. Ο Βασιλεύς, δυστυχώς, επροτίμησε να γίνη κομματάρχης... Δεν ανεχόμεθα το πραξικόπημα. Και καλούμεν τον δημοκρατικόν κόσμον εις πάνδημον αγωνιστικόν συναγερμόν». Δεν εκάλεσε, βέβαια, ο Γεώργιος Παπανδρέου τον «δημοκρατικόν κόσμον» σε εκδήλωση δυναμικής μορφής. Ορθότατα συνέλαβε η «Καθημερινή» (5 Απριλίου) το νόημα των λέξεων του Γεωργίου Παπανδρέου, τοποθετώντας ως πρωτοσέλιδο τίτλο του Και έρχομαι τώρα στην αντίδραση του Γεωργίου πολιτικού ρεπορτάζ τις λέξεις: «Η ηγεσία της Ε.Κ. Παπανδρέου, όταν εσχημάτισα την κυβέρνηση της δεν πρόκειται να προσδώση δυναμικήν μορφήν εις 3ης Απριλίου. Δεν ανέμενα, φυσικά, ότι η αντίδρασή τας αντιδράσεις της κατά της Κυβερνήσεως. Ομιλεί του θα ήταν ευνοϊκή. Αλλά δεν εφανταζόμουν, ότι θα περί πραξικοπήματος, αλλά θέτει ως πρώτον στόήταν τόσο βίαιη. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1965, ο Γε- χον τας εκλογάς». Η ερμηνεία αυτή του νοήματος ώργιος Παπανδρέου είχε των λόγων του Γ. Παπανδεχθεί να διενεργηθούν δρέου αποδείχθηκε ορθή Ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν από την ίδια εκείνη ημέρα. εκλογές με κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., που πρόεδρός της επερίμενε καν να ξημερώσει η Δεν οργανώθηκαν από την θα ήμουν εγώ. Και ήταν Ένωση του Κέντρου (ούτε επόμενη ημέρα, αλλά έσπευσε, τότε βέβαιος, ότι θα εφρόαπό την ΕΔΑ) λαϊκές εκδηντιζα να είναι οι εκλογές αμέσως μετά την ορκωμοσία της λώσεις εναντίον μου, όπως αδιάβλητες, ότι θα ήμουν, είχε γίνει, το καλοκαίρι του νέας κυβερνήσεως, να προβεί όπως μου είχε πει, «ένας 1965, μετά τον σχηματισμό δεύτερος» (φυσικά, μόνο των κυβερνήσεων Αθαναστην πρώτη του επίθεση. στο σημείο αυτό) «Χαρίσιάδη Νόβα και Ηλία Τσιριλαος Τρικούπης»! Τι είχε μώκου. Μερικές απόπειρες παρεμβληθεί μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 1965 και λαϊκών εκδηλώσεων εναντίον μου ήταν ασυντόνιτης 3ης Απριλίου 1967; Τι είχε, τάχα, συμβεί στο στες και ασήμαντες. Αλλά ο τόνος των δηλώσεων χρονικό εκείνο διάστημα, ώστε να υποχρεωθεί ο Γε- του αρχηγού της Ενώσεως του Κέντρου ήταν πολύ ώργιος Παπανδρέου να αλλάξει τόσο ριζικά τη γνώ- δριμύτερος από ό,τι -βασισμένος στις εξελίξεις, που μη του και τη στάση του; είχαν σημειωθεί από τον Δεκέμβριο του 1966- μποΠριν από τον Σεπτέμβριο του 1965, οι αγώνες με- ρούσα να προβλέψω. ταξύ της Ενώσεως του Κέντρου και της Ε.Ρ.Ε. ήταν Απαντώντας στο ερώτημα, τι είχε παρεμβληθεί μεβιαιότατοι. Παραταύτα, ο Γεώργιος Παπανδρέου δέ- ταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 1965 και της 3ης Απριχθηκε τότε να οδηγήσω εγώ τη χώρα σε εκλογές. λίου 1967, παρέλειψα κάτι. Και οφείλω, βέβαια, να Πριν από τον Απρίλιο του 1967, η τρικυμία στις σχέ- το πω. Είχε παρεμβληθεί η 29η Μαρτίου του 1967. σεις των δυο μεγάλων κομμάτων είχε αρκετά κοπά- Την ημέρα εκείνη, είχε συμβεί στη Βουλή κάτι το σει. Είχαν γίνει οι μυστικές συναντήσεις του Δεκεμ- απροσδόκητο που έμοιαζε με τορπιλλισμό της συμβρίου 1966, είχε υπογραφεί το Μνημόνιο της 18ης φωνίας Γεωργίου Παπανδρέου και εμού της 18ης Δεκεμβρίου από τον Γ. Παπανδρέου και μένα, είχα- Δεκεμβρίου. Αλλά ποιος ετορπίλλισε, την ημέρα με στηρίξει μαζί την κυβέρνηση Παρασκευοπούλου. εκείνη, τη συμφωνία, που για μένα, όπως είπα, Παρά ταύτα, τώρα, στις 3 Απριλίου, ο Γεώργιος Πα- εξακολουθούσε να ισχύει στο ουσιαστικό της περιπανδρέου δεν επερίμενε καν να ξημερώσει η επόμε- εχόμενο και μετά την ημέρα εκείνη, ακόμα και μετά

279


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τον σχηματισμό της κυβερνήσεως της 3ης Απριλίου; Αν και θα ήθελα -με τη διάθεση, που με κατέχει σήμερα, ύστερα από τη στενή συνεργασία μου με την Ένωση του Κέντρου στο διάστημα της επτάχρονης δικτατορίας- να συμμερισθώ το βάρος της ευθύνης για τα γεγονότα της 29ης Μαρτίου 1967, και να πω, ότι εφταίξαμε, τότε, και τα δυο μεγάλα κόμματα, μου είναι αδύνατο να ανακαλύψω και το παραμικρό ποσοστό ευθύνης μέσα μου. Δεν ετορπιλλίσθηκε, στις 29 Μαρτίου, η συμφωνία των δυο κομμάτων από μένα. Ετορπιλλίσθηκε από την ακατανόητη (ασύλληπτη, όπως έδειξα, ακόμα και στην πρακτική της σκοπιμότητα) επιμονή της ομάδας του καθηγητή Ανδρέα Παπανδρέου, που τελικά επέβαλε τη θέλησή της σε ολόκληρη την κοινοβουλευτική ομάδα της Ενώσεως του Κέντρου, να γίνει με ανώμαλο και απαράδεκτο τρόπο η συζήτηση για την «προσθήκη» εκείνη στο εκλογικό νομοσχέδιο, που προέβλεπε την παράταση της ισχύος της βουλευτικής ασυλίας και μετά την διάλυση της Βουλής, μέχρι των νέων εκλογών. Ο αναγνώστης γνωρίζει -από τα αποσπάσματα της επιστολής μου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή της 17ης Μαρτίου 1967- πρώτον, ότι δεν ήμουν βέβαιος, αν θα χρειαζόταν, μέχρι των εκλογών, κυβερνητική αλλαγή, και δεύτερον, ότι θεωρούσα την αίτηση για την άρση της ασυλίας του καθηγητή Ανδρέα Παπανδρέου και άκαιρη και αβάσιμη. Αλλά ήταν αδύνατο να δεχθώ να παραβιασθεί, για την συζήτηση της «προσθήκης», η καθιερωμένη κοινοβουλευτική τάξη. Έγραψα, σ’ ένα προηγούμενο κεφάλαιο, ότι τη δημόσια εκδήλωση της διαφωνίας του Ανδρέα Παπανδρέου προς τον πατέρα του μετά τις πολιτικές εξελίξεις, που είχαν προκύψει από τη συμφωνία του Γεωργίου Παπανδρέου και εμού για τον κατευνασμό των πολιτικών παθών, είχα θεωρήσει κακό σημάδι. Το σημάδι αυτό με είχε κάμει να φοβούμαι, ότι θα επικρατούσε τελικά η αδιαλλαξία του Ανδρέα Παπανδρέου, που -χωρίς αυτό να σημαίνει διόλου, ότι δεν αναγνωρίζω τα εξαιρετικά προσόντα του και την προσωπικότητά του- ήταν μέγα λάθος. Η αδιαλλαξία, ο φανατισμός, είναι πάντοτε, στις σχέσεις των κομμάτων μεταξύ τους, λάθος. Είναι λάθος, όταν αποτελεί γραμμή, όσες φορές δεν είναι απλώς -πράγμα, που είναι ανθρώπινο να συμβαίνει, όταν ξεφεύγει το νεύρο της οργής από τον έλεγχο του νου- στιγμιαίο φαινόμενο. Αλλά ακόμα μεγαλύτερο λάθος ήταν η αδιαλλαξία στις κρίσιμες εκείνες ώρες του 1967, όταν όλοι εί-

χαμε το αίσθημα, ότι κάποιοι «συνωμότες» καραδοκούσαν, για να χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα τους κινδύνους, που εγκυμονούσε ο φανατισμός. Η συνεδρίαση της Βουλής της 29ης Μαρτίου έδειξε, ότι είχε επικρατήσει, στην Ένωση του Κέντρου, η γραμμή της αδιαλλαξίας. Και η φανατική αντίδραση στην απόφαση του βασιλέως να αναθέσει σε μένα, στις 3 Απριλίου, τον σχηματισμό κυβερνήσεως, δεν ήταν, την ώρα εκείνη, πράξη συνετή. Οφείλω, βέβαια, να υπενθυμίσω σε όσους το έχουν τυχόν ξεχάσει, και να καταστήσω γνωστό στους νεαρούς αναγνώστες, που δεν έζησαν συνειδητά τα γεγονότα των ημερών εκείνων, ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε, πριν από τις 3 Απριλίου, προειδοποιήσει τον βασιλέα, ότι την παροχή εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως σε μένα, δηλαδή στην Ε.Ρ.Ε., θα θεωρούσε «βαρύτατον σκάνδαλον». Είχε προσθέσει ο Γ. Παπανδρέου, ότι «θα απετέλει υποτροπήν του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου». Δεν ήταν, βέβαια, ανάγκη να χρησιμοποιήσει ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου τις μεγάλες αυτές λέξεις -«βαρύτατον σκάνδαλον»-, αφού ήταν αποφασισμένος να λάβει μέρος στις εκλογές και με κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε., που θα εσχημάτιζα εγώ. Αλλά θα ήμουν πράγματι πρόθυμος να ικανοποιήσω, ως προσωπικός άλλωστε φίλος του, την επιθυμία του της ώρας εκείνης, και να εισηγηθώ στον βασιλέα να δώσει την εντολή σχηματισμού της προεκλογικής κυβερνήσεως σ’ έναν υπηρεσιακό «Χαρίλαο Τρικούπη», αν δεν είχα την ελπίδα, ότι τους κινδύνους μιας «εκτροπής» από την συνταγματική τάξη, πριν από τις εκλογές, θα τους είχε μειώσει ο σχηματισμός κυβερνήσεως από μένα, που τουλάχιστον τους στρατηγούς (οι «συνταγματάρχες» ήταν κρυμμένοι πίσω τους και δεν τους έβλεπα) θα τους έκανα διστακτικούς στην εκδήλωση του αιτήματος της «εκτροπής» ή και θα τους αντιμετώπιζα, μαζί με τον βασιλέα, ως αρχηγός ενός μεγάλου κόμματος, που ενσάρκωνε τον όγκο των συντηρητικών Ελλήνων, πολύ αποτελεσματικώτερα από ό,τι θα μπορούσε να το κάμει ένας άχρους και άοσμος υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Ο φόβος της «εκτροπής» με κατείχε -όπως συνάγεται από το υπόμνημά μου προς τον βασιλέα του Ιανουαρίου 1966 και από την επιστολή μου προς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή του Μαρτίου 1967- πολύ περισσότερο από το εκλογικό συμφέρον της Ε.Ρ.Ε. Η ελπίδα, ότι με κυβέρνηση, που θα εσχημάτιζα εγώ, θα είχε μειωθεί ή και αποτραπεί

280


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ο κίνδυνος, που προέβλεμνημονεύει ο Γεώργιος Θεωρούσα καθήκον μου, Παπανδρέου -για να επεπα, δεν διαψεύσθηκε από τα πράγματα. Δεν εδό- όποια κι’ αν ήταν η στάση του ξηγήσει τον παραπάνω θηκε καν η ευκαιρία να συλλογισμό- ότι είχε πει Γεωργίου Παπανδρέου, την ώρα αποδειχθεί, αν θα διαψευστον βασιλέα: «Μου ανήδόταν ή όχι. Δεν επρόλα- εκείνη, απέναντί μου, να σεβα- κουν τα πρωτοτόκια. Δεν βαν οι αντιστράτηγοι (δεν τα προσφέρω εις τον κ. σθώ την υπογραφή, που είχα θέεννοώ όλους, αλλά όσους Κανελλόπουλον. Είναι εσχεδίαζαν ένα τέτοιο διά- σει, πλάι στη δική του, στο Μνη- δευτερότοκος». Η διατύβημα) να παρουσιασθούν πωση αυτή είναι χαριτωμόνιο της 18ης Δεκεμβρίου. στον βασιλέα και να του μένη. Ήταν άφθαστος ο προτείνουν την «εκτροΓεώργιος Παπανδρέου πή» από την συνταγματική τάξη. σε χαριτωμένες παρατηρήσεις. Αλλά η χάρη του λόΉμουν, λοιπόν, υποχρεωμένος -με μοναδική φρο- γου δεν καταργεί το δικαίωμα να εξετάσει κανείς και ντίδα να φθάσουμε στις εκλογές- να αδιαφορήσω την ουσία των λόγων. Στις 4 Απριλίου, απαντώντας για την προειδοποίηση του Γεωργίου Παπανδρέου, στην ανταπάντηση του Γ. Παπανδρέου (οι διαξιφιότι θα θεωρούσε «βαρύτατον σκάνδαλον» τον σχη- σμοί αυτοί έχουν, νομίζω, κάποια ιστορική σημαματισμό κυβερνήσεως από μένα. Και εσχημάτισα σία), παρετήρησα: «Εις μάτην επιχειρεί να καλύψη την κυβέρνηση της 3ης Απριλίου, με την ελπίδα, ότι ο κ. Παπανδρέου την κραυγαλέαν ανακολουθίαν του θα απέτρεπα κινδύνους, που απειλούσαν την Δημο- εν σχέσει προς όσα εκήρυσσε προ τεσσάρων ετών. κρατία, ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό, και μαζί του τον Τότε, εζήτησε την Κυβέρνησιν ως δεύτερον κόμίδιο τον Γεώργιο Παπανδρέου και μένα. μα, μετά την παραίτησιν του πρώτου, το οποίον» (πράγμα, που δεν συνέβαινε με την Ένωση του ΚέΕίδαμε, ότι το διάγγελμα του Γεωργίου Παπανδρέου ντρου του Απριλίου του 1967) «διέθετε την απόλυπρος τον Ελληνικό Λαό, όταν ο βασιλεύς μου έδωσε τον εν τη Βουλή πλειοψηφίαν, και μάλιστα αφού είχε την εντολή να σχηματίσω την κυβέρνηση της 3ης σχηματισθη η Κυβέρνησις του κ. Πιπινέλη, η οποία Απριλίου 1967, ήταν δριμύτατο. Απαντώντας αμέ- είχε τύχει και της εμπιστοσύνης της Βουλής. Εζήσως στο διάγγελμα εκείνο, υπενθύμισα στον αρχη- τησε, επομένως, να ανατρέψη την συντεταγμένην γό της Ενώσεως του Κέντρου, ότι στις 21 Ιουλίου δημοκρατικήν πραγματικότητα. Τώρα, αρνείται εις 1963 είχε διακηρύξει: «Κυβέρνησις των εκλογών θα το δεύτερον κόμμα -επειδή συμβαίνει να είναι τούτο είναι, συμφώνως προς την κοινοβουλευτικην ορθο- η Ε.Ρ.Ε. και όχι η Ε.Κ.- ό,τι, υπό εντελώς διαφόρους δοξίαν, μετά την παραίτησιν της Ε.Ρ.Ε.» (δηλαδή, συνθηκας, εζήτει τότε υπέρ του εαυτού του». μετά την παραίτηση της κυβερνήσεως Καραμανλή), «η Ένωσις του Κέντρου ως αξιωματική αντιπολίτευ- Οι δεκαεφτά ημέρες της κυβερνήσεως, που εσχησις». Και παρετήρησα: «Επειδή τότε δεύτερον κόμ- μάτισα στις 3 Απριλίου 1967, ήταν γεμάτες αγωμα ήτο η Ε.Κ., δεν θα ήτο κομματάρχης ο Βασιλεύς, νία, αλλά και γεμάτες έντονη δραστηριότητα. Δεν εάν έδιδε την εντολήν εις τον κ. Γ. Παπανδρέου. θα κουράσω τον αναγνώστη, περιγράφοντας την Τώρα, όμως, δεύτερον κόμμα είναι η Ε.Ρ.Ε. και η δραστηριότητα -με άμεση δική μου συμμετοχή, όχι θεωρία του 1963 πάει περίπατο...». όμως και πιεστική καθοδήγηση- σε όλους τους κυΒρήκε, βέβαια, τρόπο ο Γ. Παπανδρέου να ανταπα- βερνητικούς τομείς. Πήγαν χαμένοι οι κόποι εκείνοι, ντήσει με ένα ευφυέστατο, αλλά πολύ ισχνό, εύρη- των συνεργατών μου και οι δικοί μου. Δεν μου δόμα. Είπε: «Εις το 1963 είχε παραιτηθη η Ε.Ρ.Ε. Εις θηκε ποτέ η ευκαιρία να δείξω στην πράξη -σ’ ένα την σημερινήν περίπτωσιν, η Ένωσις Κέντρου δεν διάστημα χρόνου, που θα επέτρεπε να φανούν τα είχε παραιτηθή». Τι εννοούσε με την φράση αυτή; αποτελέσματα- πώς αντιλαμβάνομαι την ισοδύναΕννοούσε, ότι η Ένωση του Κέντρου, τον Απρίλιο μη προώθηση των προβλημάτων σε όλους τους του 1967, δεν είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα να τομείς της κυβερνητικής ευθύνης. Δεν είχα μάλιστα διεκδικήσει τον σχηματισμό της κυβερνήσεως, που την τύχη και την τιμή να λάβω, ως πρόεδρος Κυθα διενεργούσε τις εκλογές. Στην ανταπάντησή του βερνήσεως, την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.

281


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Οι δυο κυβερνήσεις, που εσχημάτισα στη ζωή μου, δεν ήταν μόνο πολύ βραχύβιες, αλλά δεν εμφανίσθηκαν καν ενώπιον της Βουλής, που ως γνήσιος και ειλικρινής (το απέδειξα στην πράξη) θιασώτης του κοινοβουλευτισμού έχω τόσο πολύ αγαπήσει. Τον Νοέμβριο του 1945, όταν εσχημάτισα πρώτη φορά κυβέρνηση, δεν είχαν γίνει ακόμα οι πρώτες μεταδικτατορικές και μετακατοχικές εκλογές. Δεν υπήρχε, λοιπόν, τότε Βουλή. Τον Απρίλιο του 1967, έσπευσαν όλα τα κόμματα να διακηρύξουν, ότι θα κατεψήφιζαν την κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. Εκραύγασαν, ότι «πρέπει να πέσω». Δεν ενόμισα, λοιπόν, ότι είχα το δικαίωμα να παίξω θέατρο, δηλαδή να εμφανισθώ στη Βουλή, για να απαγγείλω τις προγραμματικές κυβερνητικές δηλώσεις, και να χαθούν έτσι -σε μια συζήτηση όχι μόνον άκαρπη, αλλά που θα άναβε απλώς, σε τόσο κρίσιμες ώρες, τα αίματαπέντε ημέρες. Σκέπτομαι τώρα -εκ των υστέρων- μήπως η πενθήμερη αναβολή της διαλύσεως της Βουλής (αναβολή, που δεν είχα το συνταγματικό δικαίωμα να την αποφασίσω, χωρίς να εμφανισθώ στη Βουλή) θα είχε ως αποτέλεσμα να αναβληθεί και το πραξικόπημα, που εκδηλώθηκε στις 21 Απριλίου. Δεν μπορώ να αποκλείσω, ότι θα μπορούσε να αναβληθεί κι αυτό. Αλλά η διάλυση της Βουλής, που έγινε στις 14 Απριλίου, δηλαδή την ημέρα, που είχε ορισθεί για την πρώτη, μετά την κυβερνητική κρίση, συνεδρίαση της Βουλής, θα έπρεπε οπωσδήποτε -δηλαδή, ακόμα και αν εμφανιζόμουν στη Βουλή- να πραγματοποιηθεί, σύμφωνα με τα συνταγματικά όρια, στις 19 ή το αργότερο στις 20 Απριλίου. Θα κερδίζαμε, λοιπόν, ένα πολύ βραχύ διάστημα χρόνου, που είναι πολύ αμφίβολο, αν θα προκαλούσε και την αναβολή του πραξικοπήματος ή αν θα αρκούσε - ακόμα και στην περίπτωση, που οι «συνωμότες» θα είχαν αναβάλει δυο-τρεις ημέρες το πραξικόπημα- για να διαρρεύσουν οι προθέσεις τους και να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα. Δεν μπορώ, όμως, να αποκλείσω, ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο. Αλλά κανένα από τα κόμματα δεν αφήκε περιθώρια πιθανότητας να αποδειχθεί γόνιμη η εμφάνιση της κυβερνήσεως στη Βουλή. Μόνο την τελευταία στιγμή, το μεσημέρι της 14ης Απριλίου, πριν από την συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, που είχα συγκαλέσει, για να αποφασισθεί η διάλυση, έκαμε ο πρόεδρος της Βουλής Δημήτριος Παπασπύρου, που η προσωπική του διάθεση απέναντί μου ήταν πάντοτε φιλική, μιαν έντονη προσπάθεια

να με πείσει να εμφανισθεί η κυβέρνηση, το απόγευμα της ίδιας εκείνης ημέρας, ενώπιον της Βουλής, και, μετά την ανάγνωση των προγραμματικών δηλώσεων, να λυθεί η συνεδρίαση (η ημέρα ήταν Παρασκευή) για να αρχίσει η συζήτηση το απόγευμα της Δευτέρας (17ης Απριλίου). Ένα ανάλογο διάβημα έκαμε σε μένα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Δεν γνωρίζω, αν είχαν πράγματι εξουσιοδοτηθεί από τον πρόεδρο του «Φιλελευθέρου Δημοκρατικού Κόμματος» Στέφανο Στεφανόπουλο ή αν η πρωτοβουλία ήταν δική τους. Εζήτησα και από τους δυο συναδέλφους (όλα αυτά περιέχονται στο πολιτικό ρεπορτάζ των εφημερίδων της 15ης Απριλίου) να καθορίσει το «Φ.Δ.Κ.» -ύστερα από την δήλωση που είχε κάμει, ότι η κυβέρνηση «πρέπει να πέση»- ποιες είναι οι συγκεκριμένες νεώτερες θέσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Δεν μπορούσαν να μου το πουν. Έτσι, τους εδήλωσα ότι θεωρούσα άσκοπο να αναβάλω περισσότερο τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη των εκλογών. Αλλά και αν δεχόμουνα να εμφανισθώ το απόγευμα εκείνο στη Βουλή, θα ήταν κοινοβουλευτικά ανορθόδοξο -και θα το είχε επισημάνει η Ένωση του Κέντρου, αν ελάμβανε μέρος στη συνεδρίαση- η αναβολή της συζητήσεως επί των προγραμματικών δηλώσεων για τρεις ολόκληρες ημέρες. Θα αναγκαζόμουν να προχωρήσω το ίδιο βράδυ ή την άλλη μέρα στη διάλυση της Βουλής ύστερα από επεισόδια, που θα σημειώνονταν είτε εντός, είτε έκτος της Βουλής. Τη διάλυση της Βουλής -αφού ήταν βέβαιο, ότι η Ένωση του Κέντρου θα ελάμβανε μέρος στις εκλογές, που θα διενεργούσε η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. -την έβλεπα και ως μέσο σχετικού κατευνασμού της οργής του Γεωργίου Παπανδρέου και, γενικώτερα, των πνευμάτων της Ενώσεως του Κέντρου. Και σημειώθηκε κάποιος κατευνασμός. Θεωρούσα καθήκον μου -εθνικό και δημοκρατικό καθήκον- να προσέχω ιδιαίτερα τις αντιδράσεις του μέχρι της ώρας εκείνης πρώτου και μεγαλύτερου κόμματος. Η διάλυση της Βουλής ήταν και επιθυμία δική μου - επιθυμία, που είχε εκδηλωθεί από τις 2 Σεπτεμβρίου 1965-, αλλά ήταν και απαίτηση της Ενώσεως του Κέντρου. Θεωρούσα καθήκον μου, όποια κι’ αν ήταν η στάση του Γεωργίου Παπανδρέου, την ώρα εκείνη, απέναντί μου, να σεβασθώ την υπογραφή, που είχα θέσει, πλάι στη δική του, στο Μνημόνιο της 18ης Δεκεμβρίου. Οι εκλογές έπρεπε να γίνουν μέχρι τέλους Μαΐου.

282


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το μεσημέρι της 14ης Απριλίου, συγκεντρώθηκαν στο γραφείο μου -στο πρωθυπουργικό γραφείο των Παλαιών Ανακτόρων- οι υπουργοί εκείνοι, που ήταν, από την εποχή του Κ. Καραμανλή, οι «επιτελείς» του κόμματος. Είχα, το πρωί εκείνο, πολλές τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον βασιλέα Κωνσταντίνο. Ο βασιλεύς είχε κάμει, τις τελευταίες ημέρες, αρκετές κρούσεις προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, για τον σχηματισμό Οικουμενικής Κυβερνήσεως. Είχα δώσει, φυσικά, την συγκατάθεσή μου, επειδή -αν συμφωνούσε ο Γεώργιος Παπανδρέου- δεν είχα δικαίωμα να αποκλείσω ακόμα και τον «τραγέλαφο», όπως ονόμασε ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου, μιαν Οικουμενική Κυβέρνηση την ώρα εκείνη. Λίγο πριν από το μεσημέρι της 14ης Απριλίου, ο βασιλεύς μου είπε τηλεφωνικώς, ότι η ιδέα της Οικουμενικής δεν βρήκε καμμιάν ανταπόκριση. Του εισηγήθηκα, τότε, να προχωρήσουμε αμέσως στη διάλυση της Βουλής. Και ο βασιλεύς υιοθέτησε την εισήγησή μου. Όταν συζητούσα το θέμα με τους «επιτελείς», είχα ήδη καλέσει σε έκτακτη συνεδρίαση το υπουργικό συμβούλιο για τις 2 το απόγευμα. Η συνεδρίαση δεν έπιασε παραπάνω από είκοσι λεπτά. Στις τρεις το απόγευμα θυροκολλήθηκε από τον φρούραρχο της Βουλής αντισυνταγματάρχη της Χωροφυλακής Α. Παναγιωτόπουλο, κατόπιν εντολής του υπουργού των Εσωτερικών Σπύρου Θεοτόκη, το Βασιλικό Διάταγμα, που την ίδια στιγμή δημοσιευόταν στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως»: «Έχοντες υπ’ όψει τας διατάξεις του άρθρου 37 του Συντάγματος, διαλύομεν την Βουλήν της Η΄ περιόδου και συγκαλούμεν τους εκλογείς προς εκλογήν βουλευτών την 28ην Μαΐου 1967, την δε εκ των εκλογών μέλλουσαν να προκύψη Βουλήν την 5ην Ιουλίου 1967». Το Διάταγμα αυτό ήταν, πριν από την προκήρυξη των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1974, η τελευταία συνταγματικώς άψογη φωνή της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έσπευσε να δηλώσει: «Το πραξικόπημα ωλοκληρώθη. Με πίστιν και υπερηφάνειαν βαδίζομεν προς τον λαόν. Η δημοκρατία θα νικήση». Η δήλωση αυτή περιέχει κάποιον αντινομία. Αν ο αρχηγός της Ενώσεως του Κέντρου είχε πράγματι θεωρήσει, ότι το Διάταγμα εκείνο, που είχε εκδώσει ο βασιλεύς με την ευθύνη του υπουργικού συμβουλίου της Ε.Ρ.Ε., αποτελούσε την «ολοκλήρωσιν» ενός «πραξικοπήματος», θα έπρεπε να αποφασίσει -όπως το είχε πράξει ο

Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την δεύτερη διάλυση του 1915- την αποχή από τις εκλογές και την δυναμική αντιμετώπιση του πραξικοπήματος. Όχι μόνο δεν απεφάσισε την αποχή και την δυναμική αντίσταση, αλλά την πρώτη φράση του διαδέχθηκε αμέσως η δεύτερη: «Με πίστιν και υπερηφάνειαν βαδίζομεν προς τον λαόν». Η φράση αυτή ήταν μια σαφέστατη αναγνώριση, ότι η κυβέρνησή μου είχε ανοίξει τον -τουλάχιστον τυπικά- συνταγματικώς ορθό δρόμο προς τις εκλογές, προς τον Λαό. Η αντίφαση μεταξύ των δυο φράσεων δεν είναι δυνατό να διέφυγε από την προσοχή του Γεωργίου Παπανδρέου. Αλλά του χρειαζόταν και η αντίφαση. Ήξερε, ότι δεν θα γινόταν αντιληπτή από το πλήθος των φανατισμένων οπαδών του. Η λέξη «πραξικόπημα» ήταν σύνθημα, που του ήταν αναγκαίο για τον προεκλογικό αγώνα. Η δεύτερη φράση ήταν η ουσία. Η φράση αυτή δηλούσε, ότι όλα είχαν γίνει σύμφωνα με την συνταγματική τάξη. Αλλά όταν ένα «σύνθημα» είναι επικίνδυνο, δεν θα έπρεπε, τάχα, να επιλεγεί ένα άλλο, που να μη μπορεί να παρερμηνευθεί από τους οπαδούς, που ο ενθουσιασμός τους δεν επέτρεπε να προσέξουν την σημασία, που είχε η δεύτερη φράση, ή να χρησιμοποιηθεί ως «πρόσχημα» από όσους καραδοκούσαν σε κάποια σκοτεινά παρασκήνια, από όσους περίμεναν να πιαστούν ακόμα και από λέξεις, για να δικαιολογήσουν το πραγματικό πραξικόπημα που προετοίμαζαν; Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν μέγας εφευρέτης συνθημάτων. Μπορούσε, λοιπόν, κάλλιστα να χρησιμοποιήσει άλλα συνθήματα. Και εγνώριζε -όπως εγνώριζα και εγώ-, ότι μεγάλοι κίνδυνοι απειλούσαν την δημοκρατία, τον Λαό. Δεν απειλούσα τον Λαό εγώ. Δεν τον απειλούσε, την ώρα εκείνη, ο βασιλεύς. Ο βασιλεύς και εγώ, εκαλέσαμε τον Λαό να ασκήσει τα κυριαρχικά δικαιώματά του. Και ο Γεώργιος Παπανδρέου εδέχθηκε αμέσως «να βαδίση προς τον Λαόν» επάνω στο δρόμο, που ανοίξαμε. Δεν ήταν, λοιπόν, η ώρα εκείνη κατάλληλη, για να χαρακτηρισθεί η πράξη του βασιλέως, στις 14 Απριλίου, ως «ολοκλήρωσις του πραξικοπήματος», δηλαδή για να τεθεί, στον προεκλογικό αγώνα, ζήτημα δικαιοδοσιών του Στέμματος, έμμεσα μάλιστα «καθεστωτικό». Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1965, ήταν δικαιολογημένη -το επεσήμανα εγώ ο ίδιος στο υπόμνημά μου προς τον βασιλέα του Ιανουαρίου 1966- η αμφισβήτηση της συνταγματικής ή κοινοβουλευτικής ορθοδοξίας των βασιλικών ενεργειών.

283


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Την ίδια ημέρα (14 Απριλίου), που δημοσιεύθηκε το Διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής και της προκηρύξεως των εκλογών, απευθύνθηκα -μ’ ένα «μήνυμα», που κάθε λέξη του την ζύγιασα πολύπρος τον Ελληνικό Λαό...

Τον Απρίλιο του 1967, όχι μόνο δεν ήταν δικαιολογημένη, αλλά μπορούσε να γίνει και αφορμή να καλυφθούν κάτω από το πρόσχημα, ότι εκινδύνευε ο θεσμός της Βασιλείας, οι «συνωμότες», που τελικά έδιωξαν και τον βασιλέα και ανέτρεψαν και τον θεσμό. Όταν, στις 3 το πρωί της 21ης Απριλίου, με είχαν βίαια μεταφέρει δυο λοχαγοί και τριάντα άνδρες στην έδρα των Επιτελείων, στο λεγόμενο ελληνικό «Πεντάγωνο», αντίκρυσα -μαζί μου, στο ίδιο δωμάτιο, ήταν και ο αντιστράτηγος Διονύσιος Αρμπούζης, υπαρχηγός τότε του Γενικού Επιτελείου του Στρατού, που είχε κι’ αυτός συλληφθεί, καθώς και εσμός αγριεμένων, με προτεταμένα τα αυτόματα, λοχαγών- έναν «σιδηρόφρακτο» ταξίαρχο. Δεν εγνώριζα, ως την στιγμή εκείνη, ούτε τ’ όνομά του, ούτε το πρόσωπό του. Ήταν ο ένας της τριανδρίας της χούντας. Μου είπε, σχεδόν τραυλίζοντας: «Αι ένοπλοι δυνάμεις εθεώρησαν καθήκον των να αναλάβουν πρωτοβουλίαν δια να προστατευθή ο βασιλεύς». Τι του απάντησα -και τι είπα, ύστερα, μπροστά του στους αγριεμένους λοχαγούς, που δέεν ήξεραν καλάκαλά, «τι εποίουν» -δεν είναι ανάγκη να το μνημονεύσω εδώ.

284


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το διάγγελμα της 14ης Απριλίου 1967

φοράν πρότασιν περί Οικουμενικής Κυβερνήσεως, διαβιβασθείσαν εις αυτόν μετά τον σχηματισμόν της υπ’ εμέ Κυβερνήσεως. Έλληνες και Ελληνίδες, Με βασιλικόν Διάταγμα διελύθη η Βουλή της 16ης Όταν εσχημάτισα την κυβέρνησιν, εδήλωσα ότι η Φεβρουαρίου 1964. Καλείσθε από της στιγμής αυ- αποστολή της δεν είναι εξηρτημένη από την ψήφον τής να προετοιμασθήτε δια την εκπλήρωσιν του υψί- της διαλυθείσης Βουλής. Είχεν όμως η κυβέρνησις στου των δικαιωμάτων του πολίτου, του δικαιώματος την πρόθεσιν να εμφανισθή ενώπιόν της δια να διεκείνου που αξίζει ηθικώς ολιγώτερον ως δικαίωμα ευκολύνη τα κόμματα τα οποία εθεώρουν αναγκαίαν και πολύ περισσότερον ως καθήκον. Ανήκετε όλοι την αλλαγήν του εκλογικού συστήματος. Αλλά η αρεις κόμματα ή θα ενεργήσετε κατ’ ανάγκην, κατά την νητική στάσις την οποίαν ετήρησαν τα κόμματα ταύώραν της ψηφοφορίας, ως οπαδοί κομμάτων. Παρά τα, κατέστησαν άσκοπον και περιττήν την, έστω και το αναπόφευκτον τούτο γεγονός, συνιστώ εις όλους δι’ ολίγας ημέρας παράτασιν του βίου και λειτουργίσας, φίλους και αντιπάλους, να μη χάσετε -να μη αν της διαλυθείσης Βουλής. αποβάλετε πλήρως ούτε κατά τας ομαδικός εκδηλώ- Δεν θέλω να κρίνω σήμερον την στάσιν των κομμάσεις- την ιδιότητα του ανεξαρτήτου ατόμου, του υπε- των τούτων. Είναι σεβαστή. Εξ ίσου όμως σεβαστόν πρέπει να είναι εις όλους ρηφάνου Έλληνος και το αίσθημα της ευθύνης της υπερηφάνου ΕλληΣτο «μήνυμά» μου προς τον που μου επέβαλε την νίδος, που, κατά το πρότυπον του Αριστείδου, Ελληνικό Λαό της 14ης Απριλί- υποχρέωσιν να σκεφθώ, ότι η χώρα δεν έπρεδεν ανήκει εις μερίδας ου δεν απέκρυψα τους κινδύνους, πε να χάση χρόνον με και πλήθη, αλλά βασίζει οδόν ιδίαν δια της πολι- που απειλούσαν την ομαλή εξέλιξη ακάρπους εις την Βουλήν συζητήσεις και αντεγκλήτείας. προς τις εκλογές. Εγνώριζε τους σεις. Η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις μετά την, υπαι- κινδύνους αυτούς και ο Γεώργιος Η Κυβέρνησις εισέρχεται από της στιγμής αυτιότητι της Ενώσεως Παπανδρέου. Έπρεπε και οι δυο τής εις το κύριον στάδιον Κέντρου παραίτησιν της Κυβερνήσεως Παρα- μας, την ώρα εκείνη, να προσέξου- της αποστολής της. Όλοι όσοι την απαρτίζομεν σκευοπούλου, απεδέχθη έχομεν πλήρη συνείδησιν με πολύ την κάθε φράση μας, την δι’ εμού την εντολήν του σχηματισμού κυβερ- κάθε μας χειρονομία. Ο ουρανός της βαρύτητος της αποστολής αυτής. Είμεθα κυνήσεως, μόνον όταν ο βέρνησις που δεν στηρίήταν πολύ θολός και βαρύς. αρχηγός της Ενώσεως ζεται επί συναλλαγής και Κέντρου απέκρουσε συμβιβασμών. Δεν είμεθα πρότασιν του ρυθμιστού του πολιτεύματος περί Κυδιατεθειμένοι να προβώμεν εις οιανδήποτε -ούτε βερνήσεως Οικουμενικής, την οποίαν εν τούτοις δεν την ελαχίστηνπαραχώρησιν έναντι οιουδήποτε εις είχεν αποκλείσει -έστω και αν την εχαρακτήριζεν ως δυσεφάρμοστον ιδέαν- κατά την ακρόασίν του παρά βάρος των νόμων. Οι νόμοι είναι υπεράνω της θετω βασιλεί. Επακολουθήσασα δε προσπάθεια του λήσεως όλων σας και της Κυβερνήσεως, θα τους βασιλέως να σχηματισθή κυβέρνησις συνεργασίας εφαρμόσωμεν κατά την κρίσιμον μέχρι των εκλογών της ΕΡΕ με ωρισμένα άλλα κόμματα, προσέκρουσεν περίοδον με την ιδιάζουσαν αυστηρότητα διαχειριεις υπ’ εμού διαπιστωθείσας αντικειμενικός δυσχε- στών ξένης περιουσίας, δηλαδή του μέλλοντος του ελληνικού Λαού. ρείας. Η Ένωσις Κέντρου διεκήρυξεν ότι η ΕΡΕ εσχημά- Η χώρα κατά τα τελευταία έτη εξετέθη -και εξακοτισε Κυβέρνησιν δια να βιάση το εκλογικόν αποτέ- λουθεί να είναι εκτεθειμένη- εις πολλούς κινδύνους. λεσμα. Προ του πελωρίου τούτου ψεύδους, είμαι Βαρείαι ανησυχίαι εσκίασαν την σκέψιν των Ελλήηναγκασμένος να αποκαλύψω ότι ο αρχηγός της νων και πολλαί αμφιβολίαι ως προς την ομαλήν Ενώσεως Κέντρου απέκρουσε και δια δευτέραν εξέλιξιν του πολιτικού μας βίου είχαν επικρατήσει.

285


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Εάν, ανταποκριθείς εις την εντολήν του Ανωτάτου Άρχοντος και βασιζόμενος επί μιας τεραστίας λαϊκής δυνάμεως, άνευ της οποίας θα ήτο λάθος η αποδοχή της βασιλικής εντολής, ανέλαβα την ευθύνην της διακυβερνήσεως της χώρας, το έπραξα μόνον και μόνον δια να διαλυθούν και διελύθησαν εν μέρει -αι ανησυχίαι και δια να αντικαταστήση τας αμφιβολίας ως προς το μέλλον η θετική ελπίς ομαλής εξελίξεως του εθνικού μας βίου. Εκτιμήσατε όλοι, φίλοι και αντίπαλοι, την πρόθεσίν μου αυτήν. Δεν αναμένω από τους αντιπάλους να την εκτιμήσουν μεγαλοφώνως. Ας την εκτιμήσουν, εάν έχουν σύνεσιν, κατά τας ιδιωτικός ώρας της σιωπής και της διανοητικής περισυλλογής των. Εάν, όσοι είσθε αντίπαλοι, εκτιμήσετε την αληθή πρόθεσιν της Κυβερνήσεως, θ’ αντιληφθήτε και κάτι άλλο. Θα αντιληφθήτε ότι δια να διαλυθούν οριστικώς και πλήρως αι ανησυχίαι και εξαφανισθούν αι αμφιβολίαι ως προς την ομαλήν εξάλιξιν, δεν αρκεί η πρόθεσις της κυβερνήσεως την οποία σαφώς και με βαρύ αίσθημα ευθύνης και σεβασμού απέναντι όλων σας διαδηλώ. Απαιτείται και η ανάλογος φροντίς όλων -δηλαδή και των αντιπάλων της Κυβερνήσεως- δια την εξασφάλισιν της ιστορικής πορείας του Έθνους. Αυτήν επιθυμεί και είναι αποφασισμένη η Κυβέρνησις να εγγυηθή. Συνεγγυηθείτε την και σεις όλοι. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Το Κράτος της Ελευθερίας θα σταθή εάν είναι ισχυρόν. Και επιθυμώ να είμαι ειλικρινής προς όλους σας. Θα είναι οπωσδήποτε ισχυρόν είτε προσβληθή είτε δεν προσβληθή. Αλλά πρέπει όλοι να έχετε υπόψη σας ότι, προσβάλλοντες το Κράτος της Ελευθερίας, προσβάλλετε όχι μόνον το Κράτος αλλά και την ελευθερίαν. Ελευθερία χωρίς Κράτος, δεν είναι δυνατόν να υπάρχη, παρά μόνον εις την έρημον. Κράτος, εξ άλλου, χωρίς ελευθερίαν, είναι το πτωχότερον κατασκεύασμα της ιστορίας. Φροντίσατε όλοι σας μαζί μου να διατηρήσωμεν άθικτα και το κύρος του Κράτους και το μέγα αγαθόν της ελευθερίας. Το Διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής δημοσιεύθηκε στις 14 Απριλίου. Ήταν Παρασκευή. Για την Κυριακή (16 Απριλίου) είχε προγραμματισθεί η Μαραθώνια πορεία Ειρήνης. Είχαν γίνει όλες οι προετοιμασίες. Θάταν ένας χείμαρρος, που θα κατέβαινε από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση είχε απαγορεύσει την πορεία. Είχε προειδοποιήσει, ότι θα ήταν υποχρεωμένη να την

εμποδίσει. Δεν χρειάσθηκε, όμως, καμμιά ιδιαίτερη απειλή ή άλλη προσπάθεια, για να αποφασισθεί η αναβολή της. Είχε πρωτοστατήσει άλλοτε στην Μαραθώνια πορεία Ειρήνης το τραγικό θύμα των γεγονότων, που σημειώθηκαν, στη Θεσσαλονίκη, στις 22 Μαΐου 1963, ο βουλευτής της ΕΔΑ γιατρός (υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών) Γρηγόρης Λαμπράκης, παλαιός τακτικός ακροατής των μαθημάτων μου, όταν εδίδασκα, ως το 1935, κοινωνιολογία. Με είχε επισκεφθεί, λίγες ημέρες πριν από το τραγικό τέλος του, για να μου υπενθυμίσει τον παλαιό εκείνο δεσμό του φοιτητή της Ιατρικής με τον καθηγητή της Κοινωνιολογίας. Όπως ήταν φυσικό, η κύρια δύναμη, που θα κινούσε την Μαραθώνια πορεία Ειρήνης της 16ης Απριλίου 1967, θα ήταν η οργάνωση νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης», που πρόεδρός της ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης. Αλλά πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής της πορείας ήταν ο Κομνηνός Πυρομάγλου. Ο γενναίος υπαρχηγός του ΕΔΕΣ των βουνών (του Ν. Ζέρβα) στο διάστημα της εχθρικής Κατοχής ήταν αγαπητός μου φίλος. Είχαμε συνδεθεί στο διάστημα του Μεγάλου Πολέμου. Τα βήματά μας -στην επιφάνεια της πολιτικής ζωής- είχαν χωρίσει, όχι όμως οι καρδιές μας. Δεν χωρίζουν ποτέ οι καρδιές εκείνων, που σε μεγάλες ιστορικές ώρες κινδύνων και αγώνων είχαν συνδεθεί. Στις 15 Απριλίου, την παραμονή της Μαραθώνιας πορείας, ο Κομνηνός Πυρομάγλου εζήτησε να μου μιλήσει τηλεφωνικώς. Όταν μου είπε η γραμματεύς μου (η Γιούλα Ζώνα, που μου συμπαραστάθηκε, όπως και ο διευθυντής του προσωπικού πολιτικού γραφείου μου Κώστας Χαβρές, σε πολλές δύσκολες ώρες μου), ότι με ζητούσε ο Πυρομάγλου, κατάλαβα αμέσως, τι θα μου έλεγε. Μου είπε, στο τηλέφωνο, ότι θα ήθελε να συζητήσει μαζί μου την αναβολή της πορείας. Τον παρακάλεσα να συννεννοηθεί με τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Γεώργιο Ράλλη. Η πορεία της 16ης Απριλίου -παρά τις μεγάλες προετοιμασίες, που είχαν γίνει- ματαιώθηκε. Αποφασίσθηκε να γίνει μετά τις εκλογές. Δεν θα μπορούσε, φυσικά, να αποφασίσει την αναβολή ο Πυρομάγλου μόνος του. Αλλά είμαι βέβαιος, ότι η σωφροσύνη του -ενισχυμένη από τη φιλία του για μένα- επηρέασε εκείνους, που είχαν τον αποφασιστικό λόγο. Ήταν φανερό, ότι η ΕΔΑ δεν ήθελε να δημιουργήσει πράγματα και να προκαλέσει, στην κρίσιμη εκείνη προεκλογική περίοδο, ανωμαλίες.

286


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δυο ή τρεις ημέρες αργότερα, με επισκέφθηκε ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας. Ήταν, ως τις 14 Απριλίου, βουλευτής της Ενώσεως του Κέντρου. Μου είπε, ότι ήταν εξουσιοδοτημένος από τον Γεώργιο Παπανδρέου να με παρακαλέσει να υπάρχει, στην προεκλογική περίοδο, τακτική έμμεση επικοινωνία μεταξύ εμού, ως πρωθυπουργού, και του αρχηγού της Ενώσεως του Κέντρου, ώστε κάθε θέμα, που θα μπορούσε να προκύψει, να

επιλύεται μεταξύ μας, χωρίς να αναγκάζεται ο Γεώργιος Παπανδρέου να προβαίνει σε δημόσια καταγγελία των τυχόν παραβάσεων, που θα επιχειρούσαν κρατικά όργανα. Είπα στον Π. Κατσώτα να διαβιβάσει στον αρχηγό της Ενώσεως του Κέντρου την βεβαίωσή μου, ότι πρώτος εγώ ενδιαφερόμουν για την διενέργεια αδιάβλητων εκλογών, και ότι θα ήμουν πρόθυμος να εξετάσω κάθε αίτημά του και κάθε διαμαρτυρία του.

Ο καθηγητής Ανδρέας Παπανδρέου είχε παύσει, μετά την διάλυση της Βουλής, να προστατεύεται από την βουλευτική ασυλία. Είχα την θετική πληροφορία, ότι η αρμόδια δικαστική Αρχή θα εξέδιδε σε λίγες ημέρες το ένταλμα συλλήψεώς του. Εκάλεσα τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλια να συναντηθούμε στο σπίτι του υπουργού Δικαιοσύνης και αγαπητού παλαιού φίλου μου Κωνσταντίνου Τσάτσου. Του υποδείξαμε και οι δυο να δώσει στην αρμόδια δικαστική Αρχή την συμβουλή να αποτραπεί η έκδοση του εντάλματος μέχρι των εκλογών. Μας είπε, ότι το είχε ήδη κάμει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αφού έληξε η άκαρπη συζήτηση μαζί του, παρακάλεσα τον Κ. Τσάτσο να προετοιμάσει, σύμφωνα με ισχύοντα νόμο, μια πράξη του υπουργικού συμβουλίου, που θα ανέστελλε την εκτέλεση του εντάλματος συλλήψεως του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν προλάβαμε να υπογράψουμε στο υπουργικό συμβούλιο την πράξη αυτή. Είχαμε συλληφθεί -χωρίς ένταλμα συλλήψεως- και ο Ανδρέας Παπανδρέου και εγώ. Και ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου έγινε «πρωθυπουργός»!

287


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στο βάραθρο της τυραννίας Ήταν μεσάνυχτα. Η μια ημέρα παρέδιδε στην άλλη (στην 21η Απριλίου 1967) την αόρατη σκυτάλη του ιστορικού χρόνου. Αυτό γίνεται πάντοτε στο σκοτάδι. Είχα γυρίσει στο σπίτι μου, στο ένα (το μπροστινό) από τα δυο διαμερίσματα του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας Ξενοκράτους 15. Στο πεζοδρόμιο, έξω από την σχετικά στενή πρόσοψη της πολυκατοικίας, δεν υπήρχαν παρά δυο αστυφύλακες. Και οι δυο ήταν, για μένα, πολλοί. Περισσότεροι θάταν, για την περίσταση εκείνη, λίγοι. Στο γραφειάκι του διαμερίσματος, όπου κατοικούσαμε (και εξακολουθούμε να κατοικούμε) η γυναίκα μου και εγώ, ήταν μαζί μου, την ώρα εκείνη, οι υπουργοί της Εθνικής Αμύνης και των Οικονομικών Παναγής Παπαληγούρας και Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου. Είχαμε υπουργικό συμβούλιο ως τις 10 το βράδυ. Τους εκάλεσα να με συνοδεύσουν στο σπίτι μου. Έπρεπε να συζητήσουμε μερικά εκλογικά ζητήματα. Λίγο ύστερα από τα μεσάνυχτα, έφυγαν οι δυο υπουργοί. Είχα προετοιμάσει τον πρώτο προεκλογικό

λόγο, που θα εκφωνούσα στον Πειραιά, το βράδυ της 22ας Απριλίου. Ήθελα, πριν κοιμηθώ, να ρίξω ακόμα μια ματιά -και να κάμω μερικές διορθώσειςστο κείμενο του λόγου. Ούτε πριν φύγουν από το σπίτι μου οι υπουργοί Κ. Παπακωνσταντίνου και Π. Παπαληγούρας, ούτε μετά την αναχώρησή τους, ούτε αφού έπεσα, λίγο πριν από τη δεύτερη μεταμεσονύκτια ώρα, στο κρεββάτι μου, δεν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν είχε, τάχα, αντιληφθεί κανένας -κάποιο κρατικό όργανο ή και απλός πολίτης, φίλος ή γνωστός μου- ότι κάτι συνέβαινε; Μηχανοκίνητα στρατιωτικά τμήματα είχαν αρχίσει, πριν από τα μεσάνυχτα, να περνούν από κεντρικές λεωφόρους προαστίων, όπως η Εκάλη, με κατεύθυνση την Αθήνα. Κανένας δεν ήταν ξύπνιος ή κανένας δεν σκέφθηκε, ότι οι κινήσεις αυτές μπορεί να ήταν ύποπτες; Στις έδρες μονάδων, στο λεκανοπέδιο της Αττικής, είχαν ληφθεί έκτακτα μέτρα. Είχαν ακόμα και συλληφθεί διοικητές μονάδων. Δεν επρόλαβε ούτε ένας μοναδικός αξιωματικός ή στρατιώτης να αρπάξει κρυφά το τηλέφωνο και να

Στο τελευταίο κεφάλαιο των δοκιμίων μου «Πώς εφθάσαμε στήν 21η Απριλίου 1967», όπως είχε δημοσιευθεί στην «Καθημερινή» (18 Ιουνίου 1975), έγραψα, ότι στο Γουδί -στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων- δυο άνθρωποι «σκέφθηκαν και προσπάθησαν», γύρω στα μεσάνυχτα της 20ης προς την 21η Απριλίου 1967, «να με πάρουν στο τηλέφωνο και να με προειδοποιήσουν», αλλά «δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν την πρόθεσή τους». Και εμνημόνευσα τα ονόματά τους: «Ο ένας, έφεδρος ανθυπολοχαγός, ήταν ο Σπύρος Χαζηανδρέου, ανεψιός της γυναίκας μου. Ο άλλος -στρατιώτης-γραφεύς- ήταν ο αναδεξιμιός μου Θάνος Μ. Βερέμης..., που -ανάμεσα στις ποικίλες και πολύ γόνιμες επιστημονικές εργασίες του- έχει ασχοληθεί και με την κοινωνιολογική ερμηνεία των παλαιότερων στρατιωτικών κινημάτων στην Ελλάδα ...». Στη σελίδα 195 του βιβλίου μου τούτου μνημονεύω μόνο τον Σπύρο Χατζηανδρέου. Όσο για τον Θάνο Βερέμη, η μνήμη μου -όταν έγραφα το τελευταίο κεφάλαιο των δοκιμίων μου- είχε κάμει λάθος. Ο Θάνος Βερέμης υπηρετούσε στο Κ.Ε.Τ. όχι στις 21 Απριλίου, αλλά στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Και προσπάθησε την ημέρα εκείνη, όταν εσήμανε συναγερμός στο Γουδί, να επικοινωνήση τηλεφωνκώς μαζί μου, για να μου πει, ότι τα άρματα μάχης κνητοποιούνται και πάλι. Δεν μπόρεσε να βρεθεί μόνος, και να πραγματοποιήσει την πρόθεσή του. Αλλά και αν την πραγματοποιούσε, μάταια θα περίμενε απάντηση από το διαμέρισμά μου. Είχα τεθεί, από τα τέλη Σεπτεμβρίου 1967, υπό αυστηρόν κατ’ οίκον περιορισμόν, και το τηλέφωνό μου είχε κοπεί.

288


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πει δυο λόγια σε κάποιον γνωστό του, συγγενή του ή φίλο, που θα έβρισκε τον τρόπο να είδοποιήσει εμένα ή άλλον αρμόδιο; Στο Γουδί, στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, όπου είχαν παραμείνει, ύστερα από τις 25 Μαρτίου, πολύ περισσότερα άρματα μάχης από όσα προβλέπονται για την εκπαίδευση, ο ταξίαρχος διοικητής του Κέντρου, μέλος της συνωμοτικής τριανδρίας, είχε συγκεντρώσει τους αξιωματικούς, μονίμους και εφέδρους, με στολή εκστρατείας, πολύ πριν από τα μεσάνυχτα, τους είχε πει όσα κατέβασε τη στιγμή εκείνη το μυαλό του, και τα πάντα ήταν έτοιμα για την εξόρμηση. Εδώ -στο Γουδί- σκέφθηκε και προσπάθησε ένας έφεδρος αξιωματικός να με πάρει στο τηλέφωνο και να με προειδοποιήσει. Ήταν ο Σπύρος Χατζηανδρέου, ανεψιός της γυναίκας μου. Δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την πρόθεσή του. Υποχρεώθηκε να κατευθυνθεί στον Πειραιά. Πώς εξηγείται το φαινόμενο να μη μπορέσει κανένας, στις έδρες τόσων πολλών στρατιωτικών μονάδων, να κατορθώσει ό,τι, όπως θα πω παρακάτω, κατάφερε η γυναίκα μου, για μερικά δευτερόλεπτα, μπροστά στα μάτια και τα αυτόματα όπλα των αξιωματικών και στρατιωτών, που είχαν εισβάλει στο διαμερισμό μας; Υπάρχουν πράγματα, που είναι ανεξήγητα. Ανήκουν στην κατηγορία των μοιραίων ή τυχαίων γεγονότων. Βρίθει η παγκόσμια ιστορία από τυχαίες πράξεις ή παραλείψεις. Δεν υπάγονται σε καμμιά νομοτέλεια. Το εγνώριζε αυτό ο Αριστοτέλης. Και εχαρακτήρισε την «τύχη» -ως «αίτιον»- κάτι το «παράλογον» και «αόριστον».

αμέσως, και τον βασιλέα. Και, ύστερα, θα πήγαινα στα Παλαιά Ανάκτορα, στην έδρα της Κυβερνήσεως και της Εθνικής Αντιπροσωπείας, όπου -αφού θα είχα θέσει αμέσως σε κατάσταση συναγερμού την πολυάριθμη και ισχυρά εξοπλισμένη φρουρά Χωροφυλακής- θα καλούσα, αν ο χρόνος μού το επέτρεπε, τον Πρόεδρο της Βουλής (το αξίωμά του το διατηρεί ο Πρόεδρος -και μετά την διάλυση- μέχρι των εκλογών) και τους υπουργούς. Ας έφθαναν, τότε, οι συνωμότες με τις ισχυρότερες δυνάμεις τους και τα ισχυρότερα μέσα πυρός. Είμαι βέβαιος, ότι δεν θα ήταν ικανοί να διατάξουν πυρ εναντίον του άγρυπνου και όρθιου Κράτους. Αλλά και αν υποθέσουμε, ότι θα το έκαναν, θα είχαν, τάχα, υπακούσει στην ανίερη διαταγή τους όλοι; Οι περισσότεροι είχαν παραπλανηθεί ή δεν ήξεραν, πού και εναντίον ποίων τους οδηγούσαν οι συνωμότες. Ακόμα και αν θα είχαν -πράγμα πολύ απίθανο- υπακούσει όλοι, το πραξικόπημα τελικά θα είχε αποτύχει ή θα είχε σημειώσει μια τραγική επιτυχία μόνο στα Παλαιά Ανάκτορα. Η επιτυχία αυτή θα ήταν, όμως, στιγμιαία και θα άνοιγε, με τα ίδια τα ματωμένα χέρια των συνωμοτών, τον τάφο του πραξικοπήματος.

Τι θα έκανα, όμως, αν είχα εγκαίρως ειδοποιηθεί, έστω και μια ώρα ή μισή ώρα ή και λίγα λεπτά της ώρας πριν εμφανισθούν τα πρώτα άρματα ή αυτοκίνητα των ΛΟΚ και της ΕΣΑ στην Αθήνα; Θα ήθελα να πω στον αναγνώστη, τι δεν θα έκανα. Τον βεβαιώνω, ότι δεν θα κρυβόμουνα. Αλλά θα επιχειρούσα και κάποιες πράξεις. Θα είχα τηλεφωνήσει, από το σπίτι μου, στον υπουργό της Εθνικής Αμύνης. Θα του έλεγα να επικοινωνήσει αμέσως με τον επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού (ο διοικητής του Σώματος ήταν στην Αθήνα) ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη (παλαιό υπασπιστή μου στη Μέση Ανατολή και προσωπικό φίλο, από την εποχή εκείνη, του Π. Παπαληγούρα), καθώς και με τον Ναύσταθμο και με αεροπορικές βάσεις, δίνοντας την εντολή να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Θα ειδοποιούσα, φυσικά,

Περί την 2αν πρωινήν της 21ης Απριλίου 1967 δυο λοχαγοί, συνοδευόμενοι υπό πολυπληθούς ομάδος ανδρών, διέρρηξαν την θύραν του διαμερίσματος της πολυκατοικίας όπου διέμενον και διαμένω μετά της συζύγου μου και επεχείρησαν να εισβάλουν με προτεταμένα αυτόματα εις το υπνοδωμάτιόν μου, όπου μόλις προ ολίγου είχα αποσυρθή. Τους απώθησα -εννοώ, συγκεκριμένως, τους δυο λοχαγούς- και τους είπα εν οργή με ποιον δικαίωμα εισβάλλουν εις το διαμέρισμα εμού, όχι καν ως Πρωθυπουργού της χώρας αλλά και ως απλού πολίτου. Μου απάντησαν ότι εξεδηλώθη κομμουνιστικόν κίνημα και ότι προς προστασίαν μου ήλθαν για να μεταφέρουν εις το στρατόπεδον Παπάγου. Ήμην βέβαιος ότι εψεύδοντο και είπα ότι δεν τους ακολουθώ εάν δεν επικοινωνήσω με τον Αρχηγόν

Η κατάθεση στον ανακριτή Γ. Βολτή για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967

289


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

του Επιτελείου, ο οποίος μοκρατικόν Σύνταγμα της Ήταν δέκα λεπτά ή ένα τέ- χώρας είχε εφοδιάσει την και πρώτος θα ώφειλε να με είχε κατατοπίσει. Δεν θα ταρτο μετά την δεύτερη μεταμε- εκτελεστικήν εξουσίαν με αφηγηθώ εν λεπτομερεία τα το δικαίωμα της επιβολής σονύκτια ώρα, όταν διέρρηξαν ακολουθήσαντα, αλλ’ επιστρατιωτικού νόμου, αλλά θυμώ να καταθέσω ότι εις την εξώπορτα της κατοικίας και της εντός 15νθημέρου, εκ των δυο λοχαγών είπε εάν δεν με απατά η μνήμη, μου (του διαμερίσματος του επί λέξει «ότι εάν εξακολουανακλήσεως εις την ζωήν θήσω ν’ αντιδρώ, θα έχουμε δευτέρου ορόφου) δυο λοχαγοί της διαλυθείσης Βουλής εδώ αίματα» το είπε επανειπρος εξέτασιν της ορθότητου Ελληνικού Στρατού. λημμένως και ενώπιον της τος ή μη της επιβολής του συζύγου μου. Τελικώς, μετά Στρατιωτικού Νόμου. Ούτε ημίσειαν περίπου ώραν, τους ηκολούθησα, αφού οι Αντιστράτηγοι είχον το δικαίωμα να εισηγηθούν ο έτερος λοχαγός ήρπασε το περίστροφόν μου και ή -έτι χειρότερον- να αποφασίσουν μόνοι των οιαναφού τους υπεχρέωσα να δεχθούν όπως τηλεφω- δήποτε εκ του Συντάγματος εκτροπήν, αλλά ακόνήσω εις την Άμεσον Δράσιν, η οποία όμως ευρί- μη ολιγώτερον εδικαιούντο Συντ/ρχαι ή Λοχαγοί να σκετο εν πλήρει συγχύσει. αναλάβουν πρωτοβουλίαν καταργήσεως των ελευΕν τω μεταξύ επρόλαβε και η σύζυγος μου να τηλε- θεριών του λαού και σφετερισμού της εξουσίας. Η φωνήση εις τον ανεψιόν της κ. Διονύσιον Λιβανόν, ενέργειά των κατά την νύκτα εκείνην υπήρξε στάο οποίος και έσπευσε να ειδοποιήση τον Δ/ντήν σις βασιζομένη επί συνωμοτικού σχεδίου εκπονητου Πολιτ. Γραφείου μου Αντ/ρχον κ. Αθαν. Σπανί- θέντος από μακρού χρόνου ως έχει καταδειχθή εκ δην, σπεύσαντα αμέσως ως γνωστόν εις τον Ναύ- των υστέρων. σταθμον. Πριν εισέλθω εις το στρατιωτικόν όχημα Όταν αφίχθην εις το Στρατόπεδον Παπάγου ενετο οποίον θα με μετέφερεν εις το στρατόπεδον φανίσθη ενώπιόν μου παρόντος του Υπαρχηγού Παπάγου, διεπίστωσα ότι ολόκληρος η περιοχή του Γεν. Επιτελείου Στρατού Αντ/γου κ. Αρμπούζη, είχε κυκλωθή απήτησα δε μεγαλοφώνως να μου ο οποίος είχε επίσης συλληφθή και παρόντων Λοεπιστρέψουν το περίστροφον, όπερ και έπραξαν. χαγών με προτεταμένα αυτόματα ο άγνωστος εις Πρόθεσίς μου ήτο να το χρησιμοποιήσω μόνον εμέ μέχρι της στιγμής εκείνης Ταξίαρχος Παττακός, -και δη ουχί εναντίον άλλου, αλλά του εαυτού μου- ο οποίος, όταν τον ηρώτησα τι είναι αυτά που γίνοεις περίπτωσιν καθ’ ην θα με επίεζαν εις το στρα- νται, μου απήντησεν ότι, αι ένοπλοι δυνάμεις δεν τόπεδον Παπάγου να υπογράψω υπό το κράτος είναι δυνατόν πλέον να ανέχωνται να καθυβρίζεται της βίας οιονδήποτε έγγραφον. Δεν ευρισκόμην εις ο Βασιλεύς και ανέλαβον την πρωτοβουλίαν εκκατην εξουσίαν ει μη μόνον από δέκα πέντε περίπου θαρίσεως της καταστάσεως. Δεν είπε λέξιν περί ημερών και ουδείς με είχε κατατοπίσει ή μου είχε κομμουνιστικού κινήματος ή κινδύνου. Ενώπιον κάμει έστω και υπαινιγμόν περί υπάρξεως οργα- όλων, πριν η εγκλεισθώ εις ένα δωμάτιον, είπα εις νώσεως αποβλεπούσης εις στάσιν, είχον όμως σο- τον Ταξίαρχον Παττακόν ότι όσα κατ’ εντολήν του βαρός υπονοίας, ότι ωρισμένοι εκ των Αντιστρά- έπραξαν οι Λοχαγοί κατά του παρισταμένου Αντ/ τηγων θα προέβαινον ίσως εις διάβημα προς τον γου Αρμπούζη, θα το πράξουν κάποια μέρα και κατ’ Βασιλέα υποδεικνύοντες ματαίωσιν των εκλογών αυτού. Η ενέργια της νυκτός εκείνης όχι μόνον δεν και εκτροπήν από το Σύνταγμα. Είχα συζητήσει υπήρξε επανάστασις αλλά υπήρξε στάσις ομάδος το ενδεχόμενον αυτό με τον Βασιλέα ο οποίος και συνωμοτών Συνταγματαρχών, παραπλανησάντων μου υπεσχέθη ότι εάν τοιούτον τι συνέβαινεν θα κατωτέρους Αξιωματικούς, η οποία εχρησιμοποίημε εκάλει αμέσως δια να αντιμετωπίσωμεν από σε προς επικράτησίν της ουχί μόνον την ωμήν βίαν κοινού το διάβημα. Και φυσικά η απόφασή μου δια της χρήσεως μάλιστα όπλων τα οποία τους είχε ήτο -γνωστή και εις τον Βασιαλέα και εις στενούς εμπιστευθή με όρκον τον οποίον κατεπάτησαν η συνεργάτας μου- να απορρίψω οιανδήποτε πρό- Πατρίς, αλλά και απάτην. Εχρησιμοποιήθη το όνοτασιν εκτροπής. Εάν κατά τον προεκλογικόν αγώ- μα του Ανωτάτου Άρχοντος και εξηπατήθησαν να εσημειούντο μεγάλης εκτάσεως ταραχαί, το Δη- άπασαι αι εκτός Αθηνών Μονάδες, εξεδόθη δε και

290


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πράξις, μεταδοθείσα τας πρωινός ώρας της 21ης Απριλίου από ραδιοφώνου, υπό την οποίαν πράξιν ετέθη το όνομα του Βασιλέως Κωνσταντίνου και δη με την προσθήκην -άνευ μνείας ονομάτων- των λέξεων ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου. Αι μόναι πηγαί εξουσίας η οποία έκτοτε επί έτη ησκήθη αυθαιρέτως, υπήρξεν ο δόλος και η απάτη. Δεν επιθυμώ να εξετάσω τας ημέρας και τα έργα των ούτω πως σφετερισθέντων την εξουσίαν. Εκαυτηρίασα επανειλημμένως τα έργα των κατά τα έτη της παντοδυναμίας των, με δηλώσεις με καταθέσεις ενώπιον Στρατοδικείων, με την κατάθεσίν μου, κατά Ιανουάριον 1969, ενώπιον της υποεπι-

τροπής ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, η οποία είχε έλθει και συνεδριάσει εις Αθήνας. Περιωρίσθην εις την όσον το δυνατόν αντικειμενικωτέραν και συνοπτικωτέραν εξιστόρησιν του τρόπου, καθ’ ον επεβλήθη το κακώς λεγόμενον στρατιωτικόν καθεστώς της 21ης Απριλίου, και λέγω κακώς, διότι η ομάς Αξιωματικών, η οποία επεβλήθη δια της βίας και του δόλου, όχι μόνον εσφετερίσθη τα δικαιώματα του Ελληνικού Λαού, αλλά και εξεμεταλλεύθη το όνομα των ενόπλων δυνάμεων του Έθνους, αι οποίαι εις την μεγίστην πλειονότητα των στελεχών των είναι αδύνατον να συνεμερίσθησαν όσα, εν ονόματι των, διεπράχθησαν.

Στον προθάλαμο του έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών περιστοιχισμένος από Γ. Μαύρο, Ιω. Κουτσοχέρα και Ιω. Χαραλαμπόπουλο.

291


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το κείμενο της δραματικής καταθέσεως του συλληφθέντος Πρωθυπουργού στη δίκη των Πρωταιτίων Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Πρόεδρε, κύριοι δικασταί, μέχρι των πρώτων πρωινών ωρών της 21ης Απριλίου 1967 ήμουν ο νόμιμος Πρωθυπουργός της Ελλάδος, όταν Έλληνες, δυστυχώς, λοχαγοί διέρρηξαν την θύραν του διαμερίσματος όπου κατοικώ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Ιω. Ντεγιάννης). Διέρρηξαν; Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Διέρρηξαν και εισέβαλαν με προτεταμένα τα αυτόματα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πόσοι περίπου; Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Δυο λοχαγοί και αριθμός μεγάλος αξιωματικών και στρατιωτών. Όταν, λοιπόν, διέρρηξαν την θύραν του διαμερίσματος μου και εισέβαλον, προσέβαλον με την βίαν των όπλων την νόμιμον εξουσίαν. Προσέβαλον το Δημοκρατικόν Πολίτευμα της χώρας. Όπως είμαι, κ. Πρόεδρε σήμερον πρώτος μάρτυς κατηγορίας, έτσι και την στιγμήν εκείνην μέχρι των πρώτων πρωινών ωρών της 21ης Απριλίου, 1967, ήμουν ο πρώτος, μετά τον Βασιλέα, εις την κρατικήν ιεραρχίαν, υπεύθυνος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο πρώτος πολίτης της χώρας. Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Αυτό δεν θα επεθύμουν να το επαναλάβω και θα σας παρακαλέσω να μην επιμείνετε εις την διατύπωσιν αυτήν... Ήμουν ο πρώτος υπεύθυνος δια την προστασίαν του πολιτεύματος και δεν κατώρθωσα να το προστατεύσω. Ο αιφνιδιασμός υπήρξεν απόλυτος. Δεν είχον καμμίαν προειδοποίησιν. Δεν είχον, κ. Πρόεδρε, καμμίαν ένδειξιν. Δεν υπήρχε καμμία ένδειξις ότι πίσω από τις πλάτες της ανωτάτης στρατιωτικής ιεραρχίας...

Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Θα προτιμούσα βεβαίως να μην τα αφηγηθώ. Εφόσον όμως επιμένετε... ΠΡ.: Δεν επιμένω δια ατομικούς λόγους, αλλά διότι αυτά αποτελούν την ουσίαν. Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Εφ’ όσον επιμένετε, βεβαίως όχι δια άλλους λόγους, παρά δια λόγους συνδεομένους με την ορθην διεξαγωγήν της δίκης, είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω πράγματα, τα οποία θα προτιμούσα να λησμονήσω ή εφ’ όσον μία ή δυο φορές τα έχω αφηγηθή, να μην υποχρεωθώ και πάλι να τα διηγηθώ. Οι εισβαλόντες ή μάλλον οι διαρρήξαντες την θύραν του διαμερίσματός μου, εισέβαλον χωρίς αυτό να το έχω διόλου αντιληφθή, διότι η ώρα ήτο 2 και κάτι μετά τα μεσάνυχτα, τα

Έσπασαν την πόρτα

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά θα προτιμούσα να αφηγηθείτε τα γεγονότα. Τι έκαμαν οι δυο λοχαγοί, τι εχρησιμοποίησαν, κ.λπ., και εν συνεχεία θα προχωρήσωμεν. Αυτά που λέγετε αποτελούν την προϊστορίαν, δηλαδή το ότι δεν είχατε ένδειξιν προηγουμένως. Να μας είπητε τι έκαμαν οι λοχαγοί, τι απήτησαν από σας, κ.λπ. Αυτά τα φαινομενικώς δευτερεύοντα αποτελούν την ουσίαν του αδικήματος. Στάσις είναι τρεις ηνωμένοι ένοπλοι, κ.λπ. Εσχάτη προδοσία είναι η χρήσις βίας δια να εξαναγκασθή κ.λπ. Αφηγηθείτε τα αυτά, παρακαλώ.

292


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

οποία χώριζαν την 20ήν από την 21ην Απριλίου, και ξαφνικά, ενώ μόλις ένα τέταρτο προηγουμένως είχα πέσει στο κρεβάτι μου -και εγώ και η γυναίκα μουήκουσα έναν ισχυρόν κτύπον εις την πόρταν της κρεβατοκάμαρας. Πετάχθηκα και θεώρησα ακατανόητον αυτόν τον θόρυβον. Φαντάσθηκα ότι μόνον διαρρήκται, λησταί, είναι δυνατόν να σπάσουν την πόρτα όχι του Πρωθυπουργού, του οιουδήποτε πολίτου, να εισβάλουν και να χτυπούν. Πώς δεν έσπασαν και την πόρτα της κρεβατοκάμαρας! Άρπαξα ένα περίστροφον το οποίον είχα κοντά μου, η γυναίκα μου θέλησε να με εμπόδιση να προχωρήσω, αλλά εγώ επροχώρησα και εφώναξα: «Ποίος είναι;» Και ήκουσα μιαν φωνήν: «Κύριε Πρόεδρε, είναι ανάγκη να ανοίξετε αμέσως. Εσημειώθη εξέγερσις και είναι ανάγκη να έλθετε αμέσως εις το Στρατηγείον, εις το Πεντάγωνον». Κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται περί ανωμάλου καταστάσεως, όχι της ανωμάλου καταστάσεως την οποίαν εκείνοι έλεγαν, αλλά ανωμάλου καταστάσεως την οποίαν εκείνοι επραγματοποίησαν. ΠΡ.: Εις εμέ προσωπικώς είσθε κατανοητός, αλλά θα ήθελον να είναι γενικώτερον κατανοητόν αυτό που είπατε. Π. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ευχαριστώ δια την σύστασιν. Ανοιξα την πόρταν και όταν είδα δυο αυτόματα να είναι προτεταμένα και άλλα πίσω από τους δυο λοχαγούς, οι οποίοι τα είχαν προτάξει, πέταξα το περίστροφο -διότι φυσικά δεν είχα την πρόθεσιν να σκοτώσω κανένα, παρά μόνον να αμυνθώ εναντίον ενός οιουδήποτε ληστού ή διαρρήκτου- και ενώ εκείνοι προσεπάθουν να εισβάλουν και εις την κρεβατοκάμαραν τους απώθησα και, απωθώντας τους, τους είπα ότι είναι ντροπή τους και ότι δεν είναι νοητόν να είναι Έλληνες αξιωματικοί. «Κάποιοι άλλοι είσθε, όχι Έλληνες αξιωματικοί», τους φώναξα. Δεν ηρώτησα ποτέ, κύριε Πρόεδρε, ποία είναι τα ονόματά των, αλλά επληροφορήθην προσφάτως το όνομα του ενός. Μου έδειξαν την φωτογραφίαν και μου είπον ότι λέγεται Θωμάς. Πρέπει να είπω ότι αυτός είχε συμπεριφερθή κατά τρόπον ευπρεπή, κάπως βίαιον, αλλά ευπρεπή. Είχε το αίσθημα ότι διέπραττε κάτι, το οποίον ήτο ανεπίτρεπτον. Ο άλλος, ο νεώτερος -το όνομά του δεν το γνωρίζω- υπήρξε απρεπέστατος και προς την γυναίκα μου και προς εμέ. Και όταν προσπάθησα να τους πείσω να βγουν να με αφήσουν να ντυθώ, ο λοχαγός Θωμάς έπεισε και τον άλλον να υποχωρήσουν. Έκαμαν μια επιθε-

ώρησιν στιγμιαίαν των δυνατοτήτων διαφυγής μου από την κρεβατοκάμαραν και αφού είδον ότι τοιαύτη δυνατότης φυσικά δεν υπήρχε διότι είχε κυκλωθή και ολόκληρο το τετράγωνο, εβγήκα και εβγήκε και η γυναίκα μου εκείνην την στιγμήν, ενώ εγώ εντύθηκα μέσα σε δυο, τρία λεπτά και επήγα στο μπάνιο.

Το τηλεφώνημα της συζύγου

Η γυναίκα μου πρόλαβε και άρπαξε το τηλέφωνο και ειδοποίησε τον ανεψιόν της Διονύσιον Λιβανόν. Της άρπαξαν το τηλέφωνο από το χέρι δεν ξεύρω ποίος, στρατιώται ή κάποιος από τους λοχαγούς, της το έκοψε το τηλέφωνο. Ήταν το ντούμπλεξ τηλέφωνον, το εσωτερικόν του γραφείου μου. Το άλλο ελειτουργούσε ακόμη. Και η ειδοποίησις αυτή, την οποίαν επρόλαβε με ψυχραιμίαν και με απόλυτον αυτοκυριαρχίαν η γυναίκα μου να κάμη, είχε μιαν συνέπειαν, την οποίαν δεν πρόκειται να διηγηθώ, είχεν ως συνέπειαν να ειδοποιηθή ο ναύαρχος Σπανίδης, ο οποίος ήτο γενικός διευθυντής του πολιτικού μου γραφείου, του πολιτικού γραφείου του Πρωθυπουργού, και επομένως είχε και λειτούργημα δημόσιον και ο ναύαρχος Σπανίδης είχε το θάρρος να σπεύση εις τον Ναύσταθμον και να κινητοποιήση τον Ναύσταθμον, μολονότι από 15 ετών ήτο απόστρατος. Αυτό, όμως, είναι άλλη ιστορία, που δεν έχει σχέσιν με την ιδικήν μου περιπέτειαν και δοκιμασίαν. Όταν εβγήκα από το μπάνιο επεχείρησα να αντισταθώ ηθικώς εις την πίεσιν των δυο λοχαγών και των περί εκείνους οπλιτών ή υπαξιωματικών, οι οποίοι ευρίσκοντο μέσα εις το διαμέρισμά μου. Τους είπα ότι δεν είναι νοητόν να τους ακολουθήσω, εάν δεν είχα επικοινωνίαν με τον αρχηγόν του Επιτελείου και ότι ώφειλεν ο αρχηγός του Επιτελείου να με ειδοποιήση και όχι να έλθουν δυο λοχαγοί να σπάσουν την πόρτα και να ζητήσουν να με πάνε εις το λεγόμενον Πεντάγωνον. Τους είπα πολλά άλλα. Ο θρασύς λοχαγός -όχι ο λοχαγός Θωμάς- επανελάμβανε: «Σπεύσατε, μη ανθίστασθε, διότι θα έχωμεν αίματα». ΠΡ.: Ποιος το είπεν αυτό; ΚΑΝ.: Ο δεύτερος, του οποίου το όνομα δεν επληροφορήθην ποτέ. Εγώ επέμεινα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς, -δεν είχεν ακόμη κοπή η τηλεφωνική επικοινωνία- να επικοινωνήσω ή με τον αρχηγόν του Επιτελείου ή με την Άμεσον Δράσιν, ή με τον υπουργόν Δημοσίας Τάξεως, ή με τον Διευθυντήν

293


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος της Αστυνομίας. Όταν επί τέλους έφθασα εις τον μικρόν χώρον προ της σπασμένης θύρας -εκεί ήτο το τηλέφωνον, το κύριον, εις το γραφείον μου ήτο το ντούμπλεξ- εσήκωσα το τηλέφωνον, δεν κατόρθωσαν να με εμποδίσουν, διότι υπήρξε πολύ ταχεία η ενέργειά μου, και επήρα την Άμεσον Δράσιν. Μου απήντησαν ότι δεν γνωρίζουν τίποτε, ότι έχουν πληροφορίες ότι από όλες τις πλευρές και τις προσβάσεις εισέρχονται άρματα μάχης και μονάδες στρατιωτικές, μου είπαν ότι ζητούν τον Διευθυντήν της Αστυνομίας, ο οποίος είχε φύγει από το σπίτι του, και δεν ξεύρουν πού επήγε - προφανώς επήγαινεν εις την διεύθυνσιν της Αστυνομίας- και δεν είχαν να με πληροφορήσουν τίποτε άλλο. Αφού έκλεισε το τηλέφωνο κτυπά και πάλιν αμέσως, το σηκώνω και ακούω την φωνή του κυρίου Δ. Μπίτσιου, νυν υπουργού των Εξωτερικών, ο οποίος τότε ήτο αρχηγός του πολιτικού γραφείου του Βασιλέως. Με ηρώτησε τι συμβαίνει και μου είπεν ότι δεν ξεύρει πού ευρίσκεται ο Βασιλεύς και ποία είναι η τύχη του Βασιλέως. Εκείνην την στιγμήν που ωμίλουν με τον κ. Μπίτσιον και έλεγον εις τους λοχαγούς, χωρίς να έχω κατεβάσει το ακουστικόν, ότι ο Βασιλεύς δεν ήξευρε τίποτε και επομένως αυτό το οποίον κάμνετε είναι από πάσης απόψεως, όχι μόνον έναντι της Κυβερνήσεως, αλλ’ έναντι οιασδήποτε Αρχής, στασιαστικόν, εκείνην την στιγμήν νομίζω ότι εδοκίμασα και πάλιν να ομιλήσω και είχε κοπή το τηλέφωνον. Περίπου 35-40 λεπτά εκράτησεν αυτή η κατάστασις... ΠΡ.: Δηλαδή εμεσολάβησε το τηλεφώνημα της συζύγου σας... ΚΑΝ.: Μάλιστα, κατόπιν έκαμα εγώ το πρώτο τηλεφώνημα και το άλλο, το οποίον μου έκαμε ο κ. Μπίτσιος. Τότε, πλέον, ήμην αναγκασμένος να ακολουθήσω. Δεν είχε νόημα η αντίστασις ενός αόπλου, έναντι τόσων ενόπλων. Και ημπορούσε, κ. Πρόεδρε, να ήσαν και τρεις μόνον, και δυο. Διότι δεν επιτρέπω ποτέ στον εαυτόν μου να έχω προστασίαν οιωνδήποτε φίλων ή μπράβων, είτε όταν ήμην Πρωθυπουργός δυο - τρεις φοράς σε μικρά χρονικά διαστήματα, είτε όταν είχα άλλα αξιώματα πολιτικά. Και κατέβηκα εις την είσοδον της μικράς πολυκατοικίας και εβγήκα εις τον δρόμον. Εκεί υπήρχε το αυτοκίνητόν μου. Το άφηνε εκεί πάντοτε ο οδηγός μου, μήπως χρειασθή να το χρησιμοποιήσω χωρίς τον οδηγόν και ενόμισα ότι ημπορούσα να κατευθυνθώ προς το αυτοκίνητόν μου, δια να οδηγηθώ, έστω με κάποιον από τους λοχαγούς ή στρατιώτας ή προσω-

πικόν, εκεί όπου ενόμιζαν ότι έπρεπε ή είχαν διαταχθή να με οδηγήσουν. Όταν επροχώρησα προς το αυτοκίνητον, με κάποιαν σκαιότητα και με κάποιαν ειρωνείαν, η οποία δεν συμβιβάζεται με το ήθος αξιωματικού, κάποιος από τους δυο -δεν ενθυμούμαι ποιος- μου είπε: «Δεν είσθε για το αυτοκίνητο, θα μπείτε στο καμιόνι». Πάντως, εκείνην την στιγμήν, ο λοχαγός Θωμάς με ηρώτησε με κάποιαν λεπτότητα εάν προτιμώ να καθίσω μπροστά με τον οδηγόν ή μέσα εις το αμάξι. Εγώ του είπα ότι προτιμώ να καθίσω μπροστά. Πριν συμβή αυτό ηξίωσα, διότι ξέχασα να σας είπω ότι το περίστροφον που είχα πετάξει στο κρεβάτι το είχε πάρει ο λοχαγός Θωμάς, ηξίωσα μεγαλοφώνως, διότι αντελήφθην ότι εις τα μπαλκόνια ήσαν άνθρωποι, οι οποίοι είχαν πέσει κάτω, διότι όπως επληροφορήθην τους είχαν απειλήσει ότι θα τους επυροβολούσαν και θα τους σκότωναν... ΠΡ.: Εκεί γύρω ήσαν άνθρωποι εις τα μπαλκόνια είπατε; ΚΑΝ.: Το είχα διαισθανθή, αλλά το επληροφορήθην εκ των υστέρων ότι θα εγίνετο αυτό, διότι ήτο τόσος θόρυβος και δεδομένου ότι δεν εφαίνοντο, δι’ εμέ ήτο πρόδηλον ότι αυτό ωφείλετο εις απειλήν, την οποίαν είχον δεχθή, πράγμα το οποίον επληροφορήθην εκ των υστέρων, ότι ηπειλήθησαν όλοι. Μεγαλοφώνως,

294


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

λοιπόν, είπον εις τον λοχαγόν Θωμάν, ότι αξιώ να μου δώση το περίστροφόν μου και του είπα μάλιστα μεγαλοφώνως ότι ή θα μου το δώσης αυτήν την στιγμήν, ή άλλως σκότωσέ με. Ο λοχαγός Θωμάς μου το παρέδωσε. Δεν είναι ανάγκη να σας εξηγήσω, κύριε Πρόεδρε, διατί εζήτησα να μου δοθή το περίστροφόν μου. Ήθελα, υπό πάσαν έννοιαν, να είμαι έτοιμος να πράξω εκείνο το οποίον η συνείδησίς μου θα επέβαλλε, εις περίπτωσιν που θα μ’ εξεβίαζαν να υπογράψω κάτι. Εφύγαμε, και είδα πως σε όλες τις γωνιές υπήρχαν ή μηχανοκίνητα τεθωρακισμένα, ή τμήματα στρατού. Και κατηυθύνθημεν προς το λεγόμενον Πεντάγωνον. ΠΡ.: Εν πλήρει εξαρτύσει; ΚΑΝ.: Μάλιστα, εν πλήρει εξαρτύσει. Εφθάσαμε εις το στρατόπεδον Παπάγου. Εδώ όλα τα φώτα ήταν σβηστά, εκτός των φώτων του σχετικού ισογείου. Το λέγω έτσι, διότι ανεβαίνει κανείς ορισμένα σκαλοπάτια και μετά φθάνει στο ισόγειον. Είδα επίσης συγκεντρωμένους πολλούς αξιωματικούς, νέους αξιωματικούς, ως επί το πλείστον λοχαγούς και υπολοχαγούς, όλους με τα αυτόματα, αγριεμένους εις κατάστασιν μάλλον αταξίας. ΠΡ.: Γιατί προσθέτετε το «μάλλον»; Δεν ήτο καθαρή αταξία;

Στο πεντάγωνο

ΚΑΝ.: Θα ημπορούσαν να είναι σε περισσοτέραν τάξιν. Ήτο σχετική αταξία. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια, και μου είπαν να κατευθυνθώ προς τα δεξιά. Εγώ εζήτησα τον Αρχηγόν του Επιτελείου. Φυσικά, όπως επληροφορήθην, ο αρχηγός του Επιτελείου δεν ειχε φθάσει, δεν του είχαν επιτρέψει ακόμη να φθάση. Με οδήγησαν δεξιά, εις ένα προθάλαμον, ο οποίος ήτο πιθανώς προθάλαμος ενός γραφείου. Εις τον προθάλαμον αντίκρυσα τον τότε αντιστράτηγον Αρμπούζην. Υπαρχηγόν τότε του επιτελείου Στρατού, με τον πλήρη σήμε ρα βαθμόν του Στρατηγού, του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμέων και με δυο-τρεις λοχαγούς, -αν ήσαν λοχαγοί- με ηκολούθησαν και εμπήκα μέσα εις τον προθάλαμον. Όταν τον είδα, δεν ημπορούσα να γνωρίζω αν είναι υπεύθυνος ή όχι. Βεβαίως εγνώριζα ότι ήτο ένας γενναίος αξιωματικός και ότι ένας γενναίος αξιωματικός είναι δύσκολον να διατάσση λοχαγούς να διαρρηγνύουν πόρτες και να εκβιάζουν την πολιτικήν εξουσίαν κατ’ αυτόν τον τρόπον. Αλλά δεν μπορούσα και να το αποκλεί-

σω. Δι’ αυτό με ύφος οργίλον του είπα: «Τι πράγματα είναι αυτά που γίνονται, Στρατηγέ;». Και αυτός μου απήντησε: «Με έχουν και εμένα συλλάβει, κ. Πρόεδρε». Έμεινε ορθός, ενώ εγώ εκάθησα σε μια πολυθρόνα που ήτο εκεί και είπα εις τους λοχαγούς, οι οποίοι ήσαν εξημμένοι και οι οποίοι είχον προτεταμένα τα αυτόματα, ότι είναι εντροπή να συλλάβουν έναν πολεμιστή σαν τον Αρμπούζη, ενώ εσείς, τους είπα, δεν είχατε ακόμη την ευκαιρίαν να είσθε πολεμισταί. Ένας εσηκώθη και μου είπε, ότι «εγώ επολέμησα εις την Κορέαν». Θα ήτο Υπαξιωματικός άλλοτε, ίσως. Ενώ έλεγα αυτά, ανοίγει η πόρτα του γραφείου, προθάλαμος του οποίου ήτο η αίθουσα όπου ευρισκόμουν, και παρουσιάζεται ένας ταξίαρχος. Δεν τον εγνώριζα, τον έβλεπα δια πρώτην φοράν, ήτο και αυτός εν πολεμική εξαρτύσει. ΠΡ.: Τα όπλα ενδιαφέρου

Ο Παττακός

ΚΑΝ.: Δεν νομίζω ότι έφερεν αυτόματον όπλον εκείνην την στιγμήν, ή κράνος. Πάντως το πιστόλι του το έφερε. Δεν εσηκώθηκα, παρά του είπα: «Τι συμβαίνει; Τι θέλετε;». Μου απήντησε -και πρέπει να είπω ότι εκείνην την στιγμήν που ωμίλει ήτο εις κατάστασιν κάποιας συγχύσεως και οι λόγοι έβγαιναν δύσκολα από τα χείλη του- ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις υπεχρεώθησαν να κινηθούν δια να προστατεύσουν το Πολίτευμα και τον Βασιλέα, ο οποίος βάλλεται απ’ όλες τις πλευρές, χωρίς να προστατεύεται επαρκώς από την Κυβέρνησιν και τα κόμματα. ΠΡ.: Ας ακούσωμεν και το όνομα του ταξιάρχου. ΚΑΝ.: Εκείνην την στιγμήν ακόμη δεν ήξευρα το όνομά του. Εν συνεχεία μου είπεν ότι ήτο ο ταξίαρχος Παττακός. Ξέχασα να σας είπω, ότι όταν οι λοχαγοί εμπήκαν εις το σπίτι μου επέμεναν ότι εξερράγη κομμουνιστικόν κίνημα. Ο ταξίαρχος Παττακός μου είπε ότι αι Ένοπλαι Δυνάμεις ανέλαβον την πρωτοβουλίαν, κ.ο.κ. Τότε δεν ενθυμούμαι ακριβώς τι του είπα, αλλ’ αντελήφθην ότι ήμην πλέον δέσμιος εις τας χείρας των. Και τον ηρώτησα: «Ώστε είμαι φυλακισμένος; Είμαι υπό κράτησιν;». Με κάποιαν δυσκολίαν επρόφερε την λέξιν, «όπως λέτε, κ. Πρόεδρε». Τότε σηκώθηκα, κατευθύνθηκα προς την πόρτα της εξόδου του προθαλάμου και ενώ ο ταξίαρχος Παττακός θα έδινε ασφαλώς οδηγίας που να με εγκλείσουν, εις ποίον γραφείον, απευθύνθηκα εις τον ταξίαρχον Παττακόν και του είπα: «Αυτά που κάνετε σεις εις τον στρα-

295


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τηγόν -και έδειξα τον στρατηγόν Αρμπούζην- θα τα κάνουν κάποια μέρα τούτοι εδώ, οι λοχαγοί, σε σας. Η καλή αρχή έγινε». Κατευθύνθηκα εις τον διάδρομον και με οδήγησαν εις το 2ον ή 3ον πάτωμα, δεν ενθυμούμαι ακριβώς... ΠΡ.: Υπό συνοδείαν πάντοτε; ΚΑΝ.: Υπό συνοδείαν πάντοτε ενόπλων λοχαγών. Και με ενέκλεισαν εις ένα δωμάτιον, πριν με πάνε εις το γραφείον του υπουργού, όπου έμεινα τις υπόλοιπες ώρες. Με ενέκλεισαν εις ένα δωμάτιον εσωτερικόν και ένας λοχαγός έκοψε αμέσως το τηλέφωνο και εκλείδωσε την πόρτα. Μετά πέντε λεπτά μου έφεραν ένα καφέ και εξεκλείδωσαν πάλι την πόρτα. Δεν νομίζω, κ. Πρόεδρε, ότι είναι ανάγκη να αφηγηθώ τα όσα συνέβησαν μετά ταύτα. Με οδήγησαν εις άλλο γραφείον, εις το γραφείον του υπουργού της Εθν. Αμύνης. Ήσαν πάντοτε ένοπλοι λοχαγοί και εις την μίαν και εις την άλλην θύραν, οι οποίοι ήλλαζαν ανά τρίωρον νομίζω, και εκεί έμεινα επί δυο μέρες και δυο νύκτες.

Η συνάντηση με τον Βασιλέα

ΠΡ.: Εις το σημείον της συναντήσεώς σας με τον τότε Βασιλέα Κωνσταντίνον; ΚΑΝ.: Αυτό είναι μεταγενέστερον. Κατά το διάστημα που έμεινα εκεί ήλθε αρκετές φορές ένας πολύ γνωστός μου αντιστράτηγος, έφεδρος εκ μονίμων, με πολιτικήν ενδυμασίαν, ο οποίος εφάνη αμέσως ότι ήτο συμπαθώς διακείμενος προς εκείνους, οι οποίοι είχαν πράξει ό,τι έπραξαν -θα προσπαθήσω να το χαρακτηρίσω αργότερα. ΠΡ.: Ημπορείτε να τον κατονομάσετε; ΚΑΝ.: Ήτο ο αντιστράτηγος Χριστόπουλος. Ήτο τότε αρχηγός των TEA. Αυτός μου έφερε κατά τις 4 το πρωί μυστικά ένα μικρό ραδιόφωνο δια να ημπορώ να παρακολουθώ όσα ο Ραδιοφωνικός Σταθμός έλεγε. Επίσης κατά το διάστημα αυτών των ωρών, κατά τις 9 έως 9.30 το πρωί, εμπήκε μέσα με την στολή του -οι λοχαγοί δεν ηθέλησαν ή δεν ημπόρεσαν να τον εμποδίσουν- ο Γεν. Επιθεωρητής του Στρατού, ο αντιστράτηγος κ. Μάραντος, ο οποίος εμπήκε και μου λέγει: «Πέστε μας, κ. Πρόεδρε, τι συμβαίνεΙ; Τρελλάθηκαν; Τι γίνεται;». Του λέγω: «Σεις να μου πείτε. Και εγώ δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει». Και ο αντιστράτηγος πολεμιστής του Ιερού Λοχου, σε κρίσιμες μάχες και μετά ταύτα άνθρωπος, ο οποίος είχε λαμπράν σταδιοδρομίαν,

αναγκάστηκε να βγη. Δεν ξέρω τι έκαμε. Ήτο άλλωστε Γεν. Επιθεωρητής του Στρατού, και δεν είχε δικές του μονάδες υπό τας διαταγάς του. Ήταν μεσημέρι περίπου, όταν ήλθαν ένας ή δυο λοχαγοί, -όχι εκείνοι οι οποίοι με εφύλασσαν- και μου είπαν ότι θα με οδηγήσουν εις τον Βασιλέα. Εγώ είχα αντιληφθή από το παράθυρο την άφιξιν του Βασιλέως και είχα δει πως ένα μπουλούκι αξ/ κών και στρατιωτών -διότι δεν ήσαν συντεταγμένοι, αποτελούσαν μπουλούκι, εις εμέ τουλάχιστον αυτήν την εντύπωσιν έκαναν, διότι δεν το είχα ξαναδεί αυτό το πράγμα και έχω συνδεθή επί 10 ετίας με τας Ενόπλους Δυνάμεις- εχειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν τον Βασιλέα, προφανώς κατ’ εντολήν. Εγώ δεν εγνώριζα ποίοι ήσαν επικεφαλής, παρά μόνον τον ταξίαρχον Παττακόν, ο οποίος είχε εμφανισθή κατά τας τρεις το πρωί ενώπιον μου. Όταν επροχώρουν εις τον διάδρομον, δια να με οδηγήσουν εις το δωμάτιο όπου ήτο ο Βασιλεύς, διασταυρώθηκα με τον αρχηγόν του Επιτελείου Αντιστράτηγον κ. Σπαντιδακην, τον οποίον φυσικά εγνώριζα και είχα ήδη πληροφορηθή από τον Στρατηγόν Χριστόπουλον ότι είχε συμβιβασθή. Δεν είχε ακόμη ορκισθή, δεν είχε σχηματισθή η λεγόμενη Κυθέρνησις του κ. Κόλλια, και με εχαιρέτησε. Δεν αντηλλάξαμε, όμως, σχεδόν καμμίαν λέξιν. ΠΡ.: Σεις εγνωρίζατε εκείνην την στιγμήν ότι είχε αποδεχθή; ΚΑΝ.: Με κατετόπιζε ο Στρατηγός Χριστόπουλος, ο οποίος μολονότι, όπως σας είπα, ήτο συμπαθώς διακείμενος προς την στάσιν, λόγω του παλαιού δεσμού, ενόμιζε ότι έπρεπε να με κατατοπίζη. Κατά τις 4 με 5 το πρωί, με το ραδιόφωνο το οποίον μου είχε δώσει, άκουσα ότι ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου είχαν υπογράψει το διάταγμα, το οποίον εξεδόθη, δήθεν από ημάς, επί τη βάσει του άρθρου 91 του Συντ/τος του 1952, δια την αναστολήν ορισμένων άρθρων του Συντάγματος, και δια την κήρυξιν του στρατιωτικού νόμου. Εκείνην την στιγμήν, κ. Πρόεδρε, ο Βασιλεύς ήτο κυκλωμένος εις το Τατόι και εγώ ήμουν έγκλειστος. Και εν τούτοις εγένετο χρήσις του ονόματος του Βασιλέως. Όσον αφορά δε τα ονόματα τα ιδικά μας, δεν τα έλεγαν, αλλά έλεγαν από κάτω, «ο Πρόεδρος και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου». Κύριε Πρόεδρε, εις τον Βασιλέα είπα ορισμένα πράγματα όταν μας αφήκαν μόνους, επί ημίωρον περίπου.

296


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ΠΡ.: Σας είχαν αφήσει μόνους; ΚΑΝ.: Δεν ξέρω αν μας είχαν αφήσει απολύτως μόνους υπό την έννοιαν την ακουστικήν, αλλά εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρχε τρίτος εις το δωμάτιον. Και είδα τον Βασιλέα εις κατάστασιν μεγάλης ταραχής, ο οποίος μου εδιηγήθη τα όσα είχεν υποστή, μου εδιηγήθη την περιπέτειαν την οποίαν υπέστη ο ίδιος. ΠΡ.: Δηλαδή εγένετο χρήσις βίας και εναντίον του; ΚΑΝ.: Όχι χρήσις βίας σωματικής. ΠΡ.: Ότι εκυκλώθη, κ.λπ.

Η θέσις του Βασιλέως

ΚΑΝ.: Δεν γνωρίζω τας λεπτομερείας. Ο Βασιλεύς με ηρώτησε τι νομίζω ότι πρέπει να κάμη. Και του απήντησα: «Δυο λύσεις υπάρχουν: Η μία λύσις είναι εκείνη που θα με έχετε και εμένα συμπαραστάτην μαζί σας. Η λύσις αυτή είναι να καλέσετε αμέσως εδώ εκείνους που είναι επικεφαλής, να τους ζητήσετε να συγκεντρωθούν εις την μεγάλην αίθουσαν την αμφιθεατρικήν -η οποία δεν είναι μάλλον αμφιθεατρική αλλά είναι μια μεγάλη αίθουσα θεάτρου με σκηνήν- εις το Πεντάγωνον και εκεί να ζητήσετε από μεν τους πρωταιτίους να προχωρήσουν και να τεθούν εις την διάθεσίν σας, εις δε τους άλλους, να είπετε ότι τους συγχωρείτε και να τους είπετε να πάνε εις τας μονάδας των. Σε αυτήν την περίπτωσιν θα είμαι πλάι σας και θα ασκήσω τα καθήκοντα, τα οποία έχω ως πρωθυπουργός, μέχρι της στιγμής που θα επιτύχη αυτό το οποίον σας εισηγούμαι αυτήν την στιγμή. Μετά βεβαίως θα παραιτηθώ, διότι επί των ημερών μου -αδιάφορον εάν ήμουν 17 μόνον ημέρες πρωθυπουργός- εσημειώθη αυτό το μέγα ατύχημα. «Η άλλη λύσις», του λέγω, «Μεγαλειότατε, είναι να συμβιβασθήτε. Αλλά εις την περίπτωσιν αυτήν βεβαιωθείτε ότι δεν θα είσθε Βασιλεύς και πάντως δεν θα είμαι και εγώ κοντά σας». Ο Βασιλεύς επήγε τότε εις το παράθυρον και μου λέγει: «Ελάτε και σεις». Και μου έδειξε το χάλι το οποίον ενεφανίζετο κάτω. Στρατιώτες και λοχαγοί ή υπολοχαγοί, όλοι ανακατεμένοι, με τα όπλα, να συζητούν και να ομιλούν σε μια κατάσταση εξάψεως. Και μου λέγει: «Θα υπάρξη αιματοχυσία, δεν βλέπετε σε ποία ταραχή ευρίσκονται; Ποιος τους εκίνησε;». Πράγματι και έξω από το γραφείον του Βασιλέως, το γραφείον εις το οποίον ήτο ο Βασιλεύς και όπου με επήγαν

και εμένα, ήσαν τουλάχιστον 10-15 λοχαγοί με αυτόματα, αγριεμένοι και λόγω της νύκτας την οποίαν είχαν περάσει, διότι και αυτοί δεν εγνώριζαν ίσως 24 ώρες πριν τι θα διέπρατταν. Τυπικώς ετέλουν εν αγνοία και την στιγμήν εκείνην. Και βέβαια υπήρχεν ο κίνδυνος να συμβή κάτι. Αλλά είπα εις τον Βασιλέα ότι αυτή είναι η μόνη λύσις. Η άλλη λύσις, ο συμβιβασμός, εκτός του ότι δεν θα με εύρη κοντά σας, θα σημάνη ότι θα παύσετε και σεις να είσθε Βασιλεύς. Φοβούμενος την αιματοχυσίαν, όπως άλλωστε και την 13ην Δεκεμβρίου 1967, εσκέφθη ότι έπρεπε να επιχειρήση έναν συμβιβασμόν. ΠΡ.: Τι ώρα εγίνοντο αυτά; ΚΑΝ.: Αυτά πρέπει να έγιναν το μεσημέρι, ακριβώς δεν ενθυμούμαι. Πάντως ο κύριος λόγος δια τον οποίον ο Βασιλεύς δεν απεδέχθη την πρώτην λύσιν από τας δυο, που ήσαν οι μόνες, ήτο ότι ήθελε να αποφύγη την αιματοχυσίαν. ΠΡ.: Διότι έξω υπήρχαν άλλοι... ΚΑΝ.: Με την διαφοράν ότι εις ολόκληρον το κτίριον υπήρχαν άλλοι τόσοι ή και περισσότεροι αξ/κοί, οι οποίοι δεν θα ακολουθούσαν τους σημερινούς κατηγορουμένους. Ο Βασιλεύς εκείνην την στιγμήν μου είπεν ότι: «Σκέπτομαι να αναθέσω την πρωθυπουργίαν εις τον κ. Κόλλια». Του λέγω: «Μεγαλειότατε, εφ’ όσον αποφασίσατε εκείνο που αποφασίσατε, εγώ φεύγω». Εξέφρασε την λύπην του και εγώ απεχώρησα. Και με οδήγησαν πάλι εις το γραφείον του υπουργού Εθν. Αμύνης, εις το οποίον με είχαν ήδη μεταγάγει κάμποσες ώρες πριν. Αυτά είναι σε γενικές γραμμές εκείνα τα οποία είχον να είπω σχετικώς με τα γεγονότα τα συνδεδεμένα με την προσωπικήν μου εμπειρίαν. ΠΡ.: Εκεί σας κράτησαν επί ένα χρονικόν διάστημα... ΚΑΝ.: Εκεί με εκράτησαν επί δυο ημέρες και δυο νύκτες. Την νύκτα της 21ης προς την 22αν Απριλίου και την επομένην. ΠΡ.: Χωρίς να έχετε άλλην επαφήν; ΚΑΝ.: Κατά τις 3 ή 4 το απόγευμα, εκτύπησε η πόρτα, ενώ οι λοχαγοί που με εφύλασσαν δεν εκτυπούσαν και βλέπω να μπαίνει ο λοχαγός Θωμάς -δεν εγνώριζα ότι λέγεται Θωμάς- και ο οποίος με ηρώτησε: «Μήπως ημπορώ να σας κάμω συντροφιά;». Και φυσικά του χαμογέλασα και του έκλεισα την πόρτα. ΠΡ.: Ήλθατε εις επαφήν με κανέναν από τους κατηγορουμένους;

297


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγείται αντίσταση Α. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος είπε στον κ. Σουλτσμπέργκερ: «Τότε μπήκε μέσα ο Κανελλόπουλος. Ήταν σε απελπιστική κατάστασι. Ήταν πελιδνός και έτρεμε». Η παρατήρησις, ότι ήμουν «σε απελπιστική κατάστασι», έρχεται σε αντίφασι με όσα λέει ο ίδιος ο Βασιλεύς παρακάτω, δηλαδή, ότι του επρότεινα, ως πρώτη από τις δύο δυνατές λύσεις, την αντίστασι και την σύλληψι των πραξικοπηματιών. «Πελιδνός» ήταν φυσικό να είμαι. Αλλά δεν «έτρεμα», όπως δεν έτρεμε, άλλωστε, ούτε ο Βασιλεύς, πελιδνός κι’ αυτός, όσο κι’ εγώ. Β. «Ύστερα τον ρώτησα», διηγείται ο Βασιλεύς, «τι προτείνει. Μου είπε ότι υπάρχουν δύο δυνατές λύσεις». Αυτό είναι ακριβέστατο. «Μπορούσα» -συνεχίζει ο Βασιλεύς, μιλώντας για τις δύο λύσεις, που του επρότεινα- «να καλέσω τους στρατηγούς και να ζητήσω από αυτούς που θα ήταν με το μέρος μου να αντιδράσουν και να τους διατάξω έπειτα να συλλάβουν τους πραξικοπηματίες. Είπα στον Κανελλόπουλο, ότι και μόνο το γεγονός, ότι οι πραξικοπηματίες κλήθηκαν εν αγνοία μου και τον συνέλαβαν, δείχνει ότι δεν αστειεύονται. Θα εκτελούσαν τους στρατηγούς, και οποιονδήποτε άλλον. Ο Κανελλόπουλος συμφώνησε».· Τα πράγματα έχουν κάπως διαφορετικά. Ο Βασιλεύς συγχέει -πράγμα ευεξήγητο, αφού, όπως ήταν φυσικό, βρισκόταν σε νευρική υπερδιέγερσι- μια δική του σκέψι με τη δική μου πρότασι. Εκείνος μου είπε, ότι θα καλούσε (και το έπραξε λίγο αργότερα) τους στρατηγούς, θα τους έλεγε, ότι αναλαμβάνει την αρχιστρατηγία, και θα τους ζητούσε να τον βοηθήσουν. Εγώ εγνώριζα, ότι οι στρατηγοί, τους οποίους υπονοούσε ο Βασιλεύς, ήσαν ουσιαστικά αιχμάλωτοι. Η δική μου πρότασι ήταν άλλη. Είπα στον Βασιλέα, ότι δεν υπάρχουν παρά μόνον δύο δυνατές λύσεις. Η μία είναι να αντισταθή. Η δεύτερη να υποκύψη. Την πρώτη λύσι διετύπωσα ως εξής: «Να βγούμε μαζί, Μεγαλειότατε, από το γραφείο αυτό, και να διατάξετε, με εμένα στο πλευρό σας, να συγκεντρωθούν όλοι οι αξιωματικοί (δηλ. πραξικοπηματίες και μη) στη μεγάλη αίθουσα του Στρατηγείου. Εκεί να καλέσετε τους πρωταιτίους του πραξικοπήματος (εγνωρίζαμε ήδη τα ονόματα των τριών) να τεθούν στην διάθεσί σας και να πήτε σε όλους τους άλλους, ότι αν πειθαρχήσουν σε σας, δεν θα υποστούν τίποτε, και να αναμείνουν διαταγές». Ο Βασιλεύς μού απάντησε, ότι αυτό είναι αδύνατον, διότι οι αγριεμένοι λοχαγοί, με τα αυτόματα στα χέρια τους, θα μας κτυπούσαν. Είπα στον Βασιλέα, ότι δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο αυτό, αλλά ότι υπήρχε και μεγάλη πιθανότης να βρεθούν σε δίλημμα, να τα χάσουν και να συμμορφωθούν. ΙΙροσέθεσα, μάλιστα, ότι στο πλευρό του θα είμαι μέχρι της στιγμής, που θα έχη παρέλθει ο κίνδυνος και θα έχη επιβληθή. Ετόνισα, ότι δεν θα έμενα πρωθυπουργός ούτε ένα δευτερόλεπτο μετά την πάροδο του κινδύνου, αφού επί ιδικής μου πρωθυπουργίας είχε γίνει το πραξικόπημα. Ο Βασιλεύς -επιθυμώντας, όπως είπε, να αποφύγη την αιματοχυσία- απέκρουσε την πρότασί μου. Γ. Ο Βασιλεύς διηγείται: «Η άλλη λύσις που πρότεινε» (δηλ. που πρότεινα εγώ) «ήταν κάποια μορφή αποδοχής». Πράγματι είπα στον Βασιλέα, ότι -αφού απέρριψε την πρότασί μου να αντισταθούμεδεν του απέμενε τίποτε άλλο παρά να συμμορφωθή με την κατάστασι. Αλλά πρόσθεσα: «Αν είχατε δεχθή την πρώτη λύσι, θα έμενα στο πλευρό σας, οτιδήποτε και αν συνέβαινε (δηλαδή, είτε κατώρθωνε να επιβληθή, είτε μας κτυπούσαν οι πραξικοπηματίες) . «Αφού δεν υιοθετήσατε την πρότασί μου αυτή, δεν έχετε παρά να συμβιβασθήτε με τους πραξικοπηματίες, αλλά πρέπει να γνωρίζετε ότι έτσι θα παύσετε ουσιαστικά να είσθε βασιλεύς». Τότε μου είπε ο Βασιλεύς όσα διηγήθηκε στον κ. Σουλτσμπέργκερ, δηλαδή ότι «το καλύτερο θα ήταν ίσως να μπουν ωρισμένοι μη στρατιωτικοί στην κυβέρνησι και σκέφθηκε τον Κόλλια». Η απάντησί μου ήταν, ότι δέν έχω να πω τίποτε επ’ αυτού. Σηκώθηκα και ο Βασιλεύς συγκινημένος με αποχαιρέτησε. Ομολογώ ότι δεν επρότεινα στον Βασιλέα, ως τρίτη λύσι. Να παραιτηθή. Σκέφθηκα ότι αυτό θα έπρεπε να το σταθμίση μόνος του. Επιστολή, εφημερίδα «Το Βήμα» (6 Αυγούστου 1974)

298


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο Σπαντιδάκης

ΚΑΝ.: Εφ’ όσον επιμένετε να έλθω εις άλλας λεπτομερείας, μνημονεύω ότι κατά τα μεσάνυκτα της 21ης προς την 22αν Απριλίου ενεφανίσθη ο ταξίαρχος Παττακός δια να με ερωτήση μήπως χρειάζομαι τίποτε, συνοδευόμενος από έναν συνταγματάρχην ή αντισυνταγματάρχην. Και εκείνην την στιγμήν βεβαίως χαιρετηθήκαμε και του απήντησα ότι δεν χρειάζομαι τίποτε και ότι το μόνον το οποίον δεν θα ήτο δυνατόν να στερηθώ ήτο ο καφές και τα τσιγάρα. Την επομένην 22 Απριλίου, ήλθεν ο ορκισθείς πλέον αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως, Αντιστράτηγος κ. Σπαντιδάκης και είχαμε μιαν ολιγόλεπτον συζήτησιν και έδειχνε πόσον βαθύτατα συγκλονισμένος ήτο και ο ίδιος. Του είπα δε ό,τι είπα και εις τον ταξίαρχον Παττακόν -ο οποίος και ξαναήλθε έπειτα- ότι δεν εννοώ να πάω σπίτι μου παρά μόνον εάν αφεθούν ελεύθεροι και οι υπουργοί -διότι είχα πληροφορηθή ότι είχαν συλληφθή και μέλη της Κυβερνήσεως της οποίας ήμουν Πρόεδρος, ο Παναγής Παπαληγούρας υπουργός Εθν. Αμύνης και ο Γεώργιος Ράλλης υπουργός Δημ. Τάξεως. Και πράγματι την ιδίαν ημέραν το απόγευμα επήγα εγώ εις το σπίτι μου και την επομένην νομίζω ή την μεθεπομένην ελευθερώθηκαν και οι άλλοι. Από εκεί και πέρα μπαίνομε σε άλλη περίοδο. Είναι η περίοδος της δοκιμασίας των 7 ετών και των τριών μηνών που είναι συνδεδεμένη με πολλές δοκιμασίες πολύ μικρότερες εμού, πολύ μεγαλύτερες τόσων και τόσων άλλων οι οποίοι εβασανίσθησαν ή εφυλακίσθησαν εις τα κελλιά της ΕΣΑ. Αλλά και η ιδική μου ηθική δοκιμασία υπήρξε πράγματι οδυνηρά.

Δεν είχε υποψιασθεί τίποτε

Κύριε Πρόεδρε, πρέπει να είπω, οφείλω να το είπω, δεδομένου ότι κατά κάποιον τρόπον είμαι κι εγώ έναντι της Ιστορίας υπόλογος, διότι ως Πρωθυπουργός της χώρας δεν κατώρθωσα να προλάβω αυτό το οποίον έγινε. Και δεν κατόρθωσα να το προλάβω διότι δεν υπήρχε καμία ένδειξις ότι πίσω από τις πλάτες της ανωτάτης στρατιωτικής ιεραρχίας μερικοί Συνταγματάρχαι και ο Ταξίαρχος... ΠP.: Καλύτερα αν θέλετε να τους κατονομάσωμεν ποίοι ήσαν οι κύριοι, οι οποίοι ήσαν πίσω από τις πλάτες της στρατιωτικής ηγεσίας. ΚΑΝ.: Αυτό το γνωρίζετε.

ΠΡ.: Με συγχωρείτε, αλλά η Δικαιοσύνη το απαιτεί. ΚΑΝ.: Να συμπληρώσω την φράσιν. Άλλωστε να είπω τα ονόματα τίνων; Τους γνωρίζετε, διότι ήσαν εκείνοι που κατέλαβαν την εξουσίαν. Δεν νομίζω ότι ημπορώ να υποβληθώ εις την ψυχικήν δοκιμασίαν να επαναλάβω τα ονόματα. ΠΡ.: Δεν θέλετε να επαναλάβετε ονόματα. Δηλαδή λέγετε ότι άπαντες οι καθήμενοι με την περιληπτικήν αυτήν ονομασίαν; ΚΑΝ.: Δεν νομίζω όλοι, αλλά πολλοί. ΠΡ.: Τότε μήπως ημπορείτε να εξαιρέσετε; ΚΑΝ.: Δεν ημπορώ να εξαιρέσω. Οι ίδιοι ημπορούν να μου θέσουν ερωτήματα ή οι συνήγοροί των, και τότε θα έχω την δυνατότητα να είπω εκείνα τα οποία θα προκληθώ να είπω. θα μου επιτρέψετε λοιπόν να αναπτύξω το θέμα αυτό, διότι είναι βαθύτατα συνυφασμένο με την ίδια την υπόστασίν μου. ΠΡ.: Βεβαίως. ΚΑΝ.: Και επαναλαμβάνω ότι, μολονότι ήμουν 17 ημέρας Πρωθυπουργός, είμαι τύποις υπόλογος. Και έτσι το πλήγμα δεν ήτο πλήγμα, το οποίον υπέστην προσωπικώς ως άτομον, ήτο πλήγμα το οποίον υπέστην ως φορεύς της νομίμου εξουσίας, ο οποίος φορεύς και φύλαξ της εξουσίας δεν κατώρθωσε, διότι ο αιφνιδιασμός ήτο απόλυτος, να προστατεύση το δημοκρατικόν πολίτευμα της χώρας. Αλλά θα μου επιτρέψετε, κ. Πρόεδρε, να είπω ότι αυτό δεν επηρεάζει και δεν θα με επηρεάση διόλου εις την κρίσιν επί της υποθέσεως, την οποία καλείσθε να δικάσετε. Λέγω την αλήθειαν, όπως ορκίστηκα να είπω και όπως θα την έλεγα κι αν ακόμη δεν είχα ορκισθή, αλλά προσπαθώ εφ’ όσον δεν προκαλούμαι, να είμαι όσον το δυνατόν αντικειμενικώτερος και να μην επηρεασθώ από αισθήματα πικρίας ή οργής. Άλλωστε, κ. Πρόεδρε, είναι η δευτέρα φορά στη ζωή μου -επιτρέψτε μου αυτήν τη μικράν παρέκβασιν- είμαι 45 χρόνια στον δημόσιον βίον, αλλά είναι η δευτέρα φορά στη ζωή μου, που καλούμαι ως μάρτυς κατηγορίας. Έχω συνηθίσει να είμαι μάρτυς υπερασπίσεως και αυτό ταιριάζει πολύ περισσότερον εις τον χαρακτήρα μου και το πνεύμα μου. Και υπήρξα ενώπιον των εκτάκτων στρατοδικείων, υπό τελείως διαφορετικάς συνθήκας, μάρτυς υπερασπίσεως των θυμάτων των σημερινών κατηγορουμένων, ή πολλών εκ των σημερινών κατηγορουμένων, όταν αυτοί οι σημερινοί κατηγορούμενοι ενόμισαν ότι ημπορούσαν να διαχειρίζωνται αυθαιρέτως τις τύχες της χώρας, όταν ας είπωμεν μας κουβαλούσαν στα σκοτεινά....

299


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Ζητήματα διαδικασίας

ΠΡ.: Με συγχωρείτε, ας επανέλθωμεν εις το κύριον θέμα. ΚΑΝ.: Λυπούμαι δια την διακοπήν σας, αλλά θα συμμορφωθώ... ΠΡ.: Πάντοτε δικονομικοί λόγοι με εξαναγκάζουν. ΚΑΝ.: ... όχι διότι αυτά τα οποία λέγω είναι εκτός της ουσίας. Π P.: Καλώς. ΚΑΝ.: Θα απαντήσω μόνον σε ερωτήσεις σας, κύριε Πρόεδρε, δεν έχω τίποτε άλλο. ΠΡ.: Η πιθανή άποψις των κατηγορουμένων, είναι η ψυχολογία του μάρτυρος. ΚΑΝ.: Είναι η ψυχολογία του μάρτυρος, κύριε Πρόεδρε, όταν είναι η δευτέρα φορά εις την ζωή μου που καταθέτω ως μάρτυς κατηγορίας. Έχει σημασία αυτό. ΠΡ.: Βεβαίως. ΚΑΝ.: Έχει σημασίαν επίσης το ότι εγώ ήμην μάρτυς υπερασπίσεως των θυμάτων. Και το ότι λέγω ότι ήμην μάρτυς υπερασπίσεως των θυμάτων είναι θέμα, είναι κάτι το οποίον πρέπει να σας κάνει να με διακόψετε; Λυπούμαι, αλλά πάντως υποχρεούμαι εις εκείνο το οποίον είπα. Αρκούμαι μόνον εις ερωτήσεις τυπικάς, τίποτε άλλο. ΠΡ.: Με συγχωρείτε, η άποψις είναι η εξής: Ότι υπάρχει το κύριον θέμα δια το αδίκημα και εν συνεχεία τα συνεπό- μενα. Δια τον λόγον αυτόν σας έκαμα την διακοπήν. Δεν είχε την έννοιαν ότι είναι τελείως άσχετον. ΚΑΝ.: Ευχαριστώ, είμαι σύμφωνος.

Δεν υπήρχε κίνδυνος

ΠP.: Η άποψις των κατηγορουμένων είναι ότι επεκράτει ένα κλίμα αναρχίας και μια αναταραχή τοιαύτη, την οποίαν κατά την άποψίν των η Κυβέρνησίς σας δεν ήτο δυνατόν να αντιμετώπιση και δι’ αυτόν τον λόγον επενέβησαν στρατιωτικώς. Επ’ αυτού θα ήθελα... ΚΑΝ.: Κύριε Πρόεδρε, όλα όσα λέγονται σχετικά με την κατάστασιν η οποία επεκράτει τότε, είναι θεμελιωμένα σε ψεύδη, ψεύδη τα οποία εκυκλοφορούσαν επί 2,5 έτη και θύμα των ψευδών πληροφοριών υπήρξα και εγώ επί 1,5 έτος, μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1965... Διετυπούντο πληροφορίες υπεύθυνες, οι οποίες εδίδοντο στον Βασιλέα και τις Κυβερνήσεις, οι

οποίες τότε επέρασαν από την εξουσίαν και σε μένα ως αρχηγό του ενός εκ των δυο κομμάτων και μάλιστα ως αρχηγό κόμματος το οποίον εστήριζε και τις δυο τελευταίες κυβερνήσεις, του κ. Στεφανοπούλου και του κ. Παρασκευοπούλου, πληροφορίες ότι είχαν συγκεντρωθή όπλα στα χέρια των κομμουνιστών ή άλλων οργανώσεων, ότι προητοιμάζετο κάποια νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου. Και όλα αυτά, -εκτός του ότι εκ των υστέρων απεκαλύφθησαν ως ψεύδη, διότι οι ίδιοι οι οποίοι τα κατασκεύαζαν- δεν κατώρθωσαν να ανακαλύψουν όπλα στα χέρια κανενός, όχι βέβαια μερικά περίστροφα ή κυνηγετικά όπλα, αλλά όπλα όπως τα έλεγαν τότε ότι είχον συγκεντρωθή σε μυστικές οπλαποθήκες, -όχι μόνον απεκαλύφθησαν εκ των υστέρων αυτά ως ψεύδη, αλλά ήδη από τα τέλη του 1965 ήμην βέβαιος ότι είναι όλα ψεύδη. Και είχα την ευκαιρίαν, σε ένα μεγάλο υπόμνημα το οποίον υπέβαλα στον βασιλέα κατά Ιανουάριον του 1966, να ομιλήσω δια τους κινδύνους οι οποίοι προήρχοντο, όχι από τους κομμουνιστάς ή από το Κέντρον, αλλά από εκείνους οι οποίοι κατεσκεύαζαν τας ψευδείς πληροφορίας. Εγώ ομιλούσα ρητώς στο υπόμνημα εκείνο -αποσπάσματα του οποίου εδημοσίευσα προσφάτως- περί πιέσεων αι οποίαι τείνουν δι’ εκτροπήν από το Σύνταγμα. Και φυσικά του έλεγα ότι αυτό δεν πρέπει ποτέ, επ’ ουδενί λόγω, να γίνη. Μετά το καλοκαίρι του 1965, το οποίον ήτο πράγματι δυσάρεστον και κάπως μοιραίον -ενθυμείσθε την κατάστασιν το καλοκαίρι του 1965- είχομεν πολλές διαδηλώσεις, σχεδόν καθημερινώς στην Αθήνα. Μολονότι αυτές δεν αποτελούσαν κίνδυνον δια το έθνος, δεν αποτελούσαν κίνδυνον δια την Δημοκρατίαν, ήσαν φαινόμενα τα οποία ήτο δυνατόν να αντιμετωπισθούν... ΠΡ.: Στην Δημοκρατία Δυτικού Τύπου εμφανίζονται συχνά. ΚΑΝ.: ... και αντιμετωπίζοντο με την Αστυνομίαν. Δεν εχρειάσθη η παρέμβασις ουδενός άλλου. Και εγώ σε ορισμένας περιπτώσεις κατέβηκα από την Βουλήν και διέσχισα το πλήθος εκείνο, που ήτο εναντίον μου και δεν με έθιξε κανείς. Απ’ εναντίας μάλιστα ηπόρησαν, άνοιξαν και επέρασα συνοδευόμενος από 5-6 βουλευτάς της ΕΡΕ. Αλλά μετά τον Σεπτέμβριον, εκτός της εντάσεως η οποία υπήρχε στην Βουλή μέσα στις σχέσεις των κομμάτων και ιδιαίτερα στις σχέσεις της Ενώσεως Κέντρου και του Τμήματος εκείνου των Βουλευτών που είχε

300


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αποσπασθή κατά το μοιραίον καλοκαίρι του 1965, εκτός αυτής της εντάσεως, η οποία εσημειούτο στην Βουλήν και στους τίτλους και τις στήλες των εφημερίδων, δεν υπήρξαν επεισόδια, άξια λόγου, καθ’ όλον το διάστημα της Κυβερνήσεως του κ. Στεφανοπούλου και καθ’ όλον το διάστημα της Κυβερνήσεως του κ. Παρασκευοπούλου, την οποίαν εστη ρίξαμε και ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ και η Ένωσις Κέντρου και η ΕΡΕ, δηλ. το 85% του ελληνικού λαού.

Οι πληροφορίες ήσαν κατασκευασμένες

Οι πληροφορίες, όμως, περί ενδεχομένης εκτροπής, ή μάλλον περί ενδεχομένης εισηγήσεως προς τον Βασιλέα δι’ εκτροπήν, ήσαν έντονες. Δεν είχα την δυνατότητα να εντοπίσω ποίοι από τους στρατηγούς θα προέβαινον σε μια τέτοια σύστασιν προς τον Βασιλέα. Δι’ αυτό είχα ειπεί στον βασιλέα, ότι στην πρώτη ευκαιρία θα πρέπει να τον παρακαλέσω να μου αναθέση την Κυβέρνησιν, ώστε να είναι στην εξουσία πολιτική κυβέρνησις, εκπροσωπούσα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού, και μάλιστα κυβέρνησις συντηρητικού κόμματος, κυβέρνησις της λεγομένης Δεξιάς. Ήλπιζα ότι κατ’ αυτόν τον τρόπον ή θα παρητούντο οι ορισμένοι αυτοί Στρατηγοί των σχεδίων των, τα οποία σχέδια θα ήσαν καθαρώς μια αντιπειθαρχική ενέργεια -θα επήγαιναν στον Βασιλέα και θα του έκαναν μια σύστασινή θα προέβαιναν εις την αντιπειθαρχικήν ενέργειαν χωρίς να συνεννοηθούν με τον Βασιλέα ο οποίος θα καλούσε αμέσως τον πρώτον σύμβουλόν του, δηλ. εμέ, και θα αντιμετωπίζαμε από κοινού την σύστασιν, οσονδήποτε έμμονος και αν ήτο, των οιωνδήποτε στρατηγών. Και δι’ αυτό, όταν ανέλαβον τον σχηματισμόν της Κυβερνήσεως στις 3 Απριλίου, τον ανέλαβον δια να μειωθή ο κίνδυνος αυτού του είδους της εκτροπής και δια να πραγματοποιήσω οπωσδήποτε τις εκλογές, διότι επίστευα και πιστεύω πάντοτε ότι όλα είναι δυνατόν να τα λύη λαός με την θέλησίν του, ενώ όμως όταν επιχειρούμεν, εν αγνοία του λαού, να προβαίνωμεν σε οιανδήποτε λύσιν, ημπορεί να θέσωμεν εν κινδύνω, πολύ περισσότερον απ’ ό,τι θα τα θέση ο λαός εν ώρα εξάψεως, τα συμφέροντα του έθνους. Κύριε Πρόεδρε, η κατάστασις τον Απρίλιον, τις πρώτες ημέρες βέβαια όταν εσχημάτισα κυβέρνησιν, ήτο οξεία. Διατί; Διότι εγίνοντο δηλώσεις βίαιαι

εναντίον της αποφάσεως του Βασιλέως να αναθέση σε εμένα την κυβέρνησιν, να αναθέση δηλ. την κυβέρνησιν στο κόμμα της ΕΡΕ. Εκτός του κ. Μαρκεζίνη, όλοι οι άλλοι επετέθησαν βιαιότατα. Αλλά όταν στις 14 Απριλίου εισηγήθην στον Βασιλέα και απεδέχθη ο Βασιλεύς και εξεδώσαμε το διάταγμα της διαλύσεως της Βουλής, όλα τα κόμματα, πλην του κ. Μαρκεζίνη και ωρισμένων εκ των βουλευτών, οι οποίοι είχαν αποσπασθή από την Ένωσιν Κέντρου, εδήλωσαν αμέσως ότι θα λάβουν μέρος στις εκλογές τις οποίες θα διενεργούσε και θα επώπτευεν η Κυβέρνησις της ΕΡΕ. Και είχαν σταματήσει οι εκδηλώσεις. Κάποιες ταραχές, ή μάλλον εκδηλώσεις, όχι ταραχές, φοιτητικές που είχαν γίνει στις 3-4-5 Απριλίου, είχαν ξεθυμάνει. Και πρέπει να σας είπω ότι στις εκδηλώσεις εκείνες έλαβον μέρος και φοιτητές του Κέντρου και της Αριστεράς και φοιτητές της ΕΡΕ και είχα δώσει εντολήν εις τον Διευθυντήν της Αστυνομίας -διότι είχον απαγορευθή οι εκδηλώσεις- με την αυτήν αυστηρότητα να αντιμετώπιση και τους μεν και τους δε. Και πρέπει να σας είπω ότι δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν της Ελλάδος αντιμετωπίσθησαν με μεγαλυτέραν αυστηρότητα οι φοιτηταί οι ανήκοντες εις την νεολαίαν του κόμματος που ευρίσκετο εις την εξουσίαν. Ήσαν τουλάχιστον 8-10 τραυματίαι, οι οποίοι εισήχθησαν στα νοσοκομεία.

Στις 14 Απριλίου 1967 είχαν κατασιγάσει οι ανησυχίες

Αυτό όμως επέρασε. Εις τας 14 του μηνός, όταν διελύθη η Βουλή ηρέμησαν τα πνεύματα σχετικά, διότι σε προεκλογικήν περίοδον εμπαίναμε και ήτο αδιανόητος η απόλυτος ηρεμία των πνευμάτων. Όταν υπάρχουν εκλογαί γίνεται αγών μεταξύ των κομμάτων. Αλλά ηρέμησε το πεζοδρόμιον. Και αυτή ακόμη η μεγάλη Μαραθώνιος πορεία, η οποία είχε προγραμματεισθή δυο-τρεις ημέρας μετά την διάλυσιν της Βουλής και δια την οποίαν είχαν καταβληθή προσπάθειες μεγάλες, ανεστάλη. Βεβαίως απηγόρευσα εγώ την πραγματοποίησίν της, αλλά δεν ήτο η απαγόρευσις η οποία ωδήγησε τους οργανωτάς της Μαραθωνίου πορείας να την αναστείλουν επ’ αόριστον. Ήτο η ιδική τους απόφασις. Επί κεφαλής της Επιτροπής ήτο ο παλαιός μου φίλος και γενναίος αγωνιστής στο βουνό με τον Ζέρβα, Κομνηνός Πυρομάγλου. Ανεστάλη διότι

301


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος πηγαίναμε στις εκλογές. Διότι ήθελαν όλοι να πάμε όσο το δυνατόν ομαλώτερον στις εκλογές. Και ξαφνικά, ενώ είχαμεν ανοίξει τον δρόμο στις εκλογές, προς τον λαόν, προς το έθνος, κύριε Πρόεδρε -διότι λαός και έθνος είναι δυο έννοιαι αι οποίαι ταυτίζονται, το έθνος ημπορεί να είναι ευρυτέρα έννοια, να περιλαμβάνη πολλές γενεές και εκείνας αι οποίαι δεν ζουν, αλλά ο λαός είναι το σώμα του έθνους- ενώ επηγαίναμεν προς το έθνος, ξαφνικά μερικοί άγνωστοι, οι οποίοι ενόμισαν ότι έπρεπε να υποκατασταθούν εις την βούλησιν του λαού, εις την βούλησιν του έθνους, πήραν την απόφασιν -δηλ. την είχαν προσχεδιάσει, είχαν συνωμοτήσει από μακρού- να ανατρέψουν την πορείαν του έθνους προς τας εκλογάς. Ποίος θα εκέρδιζε τας εκλογάς, κύριε Πρόεδρε, αυτό θα το απεφάσιζε ένας και μόνον, ο κυρίαρχος Λαός. Ουδείς είχε το δικαίωμα, ούτε εκ των κυρίων που κάθονται εις τα εδώλια των κατηγορουμένων, ούτε εσείς, ούτε εγώ να είπωμεν, ότι θα παύσωμεν να σεβώμεθα την δημοκρατίαν και να χρησιμοποιήσωμεν άλλα μέσα, εάν δεν κερδίση το Κόμμα που επιθυμούμε. Και δεν ημπορούμεν να το είπωμεν αυτό, κύριε Πρόεδρε, διότι τότε παύει να υπάρχη Δημοκρατία, η οποία προϋποθέτει και την υποταγήν μας, όχι μόνον την σιωπηλήν βεβαίως, εις την θέλησιν του Λαού, έστω και εάν η θέλησις αυτή αντίκειται εις τας ιδικάς μας πεποιθήσεις. Λέγω δε, όχι μόνον σιωπηλώς, διότι το Πολίτευμα της Δημοκρατίας προϋποθέτει την Αντιπολίτευσιν και τον διάλογον. Αυτή, κύριε Πρόεδρε, ήτο η κατάστασις και όλα τα άλλα ήσαν ψεύδη ή φαντασιώσεις. Και την κατάστασιν αυτήν, ας μου επιτροπή να σας είπω, ότι θα πρέπει να την αναλύση εκείνος ο οποίος επί 1,5 περίπου έτος είχε την άμεσον αρμοδιότητα δια την διαπίστωσιν του τι εγίνετο. Και αυτός είναι ο Στρατηγός Τζανετής, ο οποίος επί 11 μήνας, μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 1966, ήτο Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Ασφαλείας και από τα τέλη του Δεκεμβρίου 1966, μέχρι της ημέρας που εσχημάτισα Κυβέρνησιν, δηλαδή μέχρι της 3 Απριλίου 1967, ήτο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως και επομένως ήτο ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος να γνωρίζη εάν υπήρχον κίνδυνοι ή όχι. Επειδή, κύριε Πρόεδρε, δεν βλέπω να υπάρχη το όνομά του εις τον κατάλογον των μαρτύρων, δι’ αυτό σας παρακαλώ να σκεφθήτε, μήπως θα ήτο σκόπιμον να εξετασθή και ο κ. Τζανετής.

Δεν ήτο Επανάστασις

Αυτή λοιπόν ήτο η κατάστασις, όταν εξερράγη, αυτό το οποίον οι κατηγορούμενοι, ή μάλλον ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων -το λέγω αυτό διότι εδιάβασα χθες εις τας εφημερίδας ότι ένας τουλάχιστον εκ των κατηγορουμένων λέγει ότι δεν ήτο επανάστασις- το ονομάζουν επανάστασιν. Και θα παρακαλέσω, κύριε Πρόεδρε, επ’ αυτού να μου επιτρέψητε να είπω ολίγα τινά, διότι είναι συνδεδεμένα βαθύτατα με την ουσίαν της υποθέσεως. Έχω, άλλωστε, καταθέσει επ’ αυτού και μου ετέθησαν ερωτήματα. Δι’ αυτό δεν θα σας απασχολήσω επί μακρόν, αρκούμαι να είπω τούτο: Η ιστορία, δηλαδή η συνείδησις των Λαών, δεν έχει ποτέ μέχρι σήμερον απονείμει τον τίτλον της επαναστάσεως εις συνωμοσίαν μιας ολιγάριθμου ομάδος οπλοφόρων, οι οποίοι επιβάλλονται με τον δόλον και την βίαν των όπλων, καταλύουν τας ελευθερίας του Λαού και επιβάλλουν τον εαυτόν τους ως δικτατορικήν εξουσίαν. Δεν υπάρχει περίπτωσις, επαναλαμβάνω, εις την Ιστορίαν, εις την συνείδησιν των λαών, που μια τέτοια πράξις να έχει ονομασθή επανάστασις. Έχει ονομασθή στάσις, έχει ονομασθή πραξικόπημα, έχει ονομασθή κίνημα αλλά ποτέ δεν έχει ονομασθή επανάστασις. Και εφ’ όσον η Ιστορία και η συνείδησις όλων των Λαών δεν έχει δώσει ποτέ εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν τον τίτλον της επαναστάσεως, θα πρέπει και η νομική επιστήμη να ταυτισθή με αυτήν την ιστορικήν συνείδησιν, η οποία έχει διαμορφωθή σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι επανάστασις. Αλλά εις την περίπτωσιν της 21ης Απριλίου Κύριε Πρόεδρε, υπάρχει και κάτι χειρότερον. Στάσεις έχουν γίνει. Αλλά εκείνοι οι οποίοι τας έκαναν, είχαν την ειλικρίνειαν και την λεβεντιάν να βάζουν κάτω από μίαν διακήρυξιν τα ονόματά των και να λέγουν εις τας φρουράς, όπως τας ονομάζαμε άλλοτε, τας επαρχιακάς, εδώ είμεθα, ζητούμε να υπακούσετε. Εις την περίπτωσιν της 21ης Απριλίου 1967 δυστυχώς -και λέγω δυστυχώς διότι διεπράχθη και αυτό το κακόν- δεν υπάρχει αυτή η λεβεντιά. Εξηπάτησαν τον Λαόν. Εις τας 4 το πρωί, ήκουσα από το ραδιόφωνον το οποίον μου είχε δώσει ο Στρατηγός Χριστόπουλος, ότι ο Βασιλεύς και εγώ είχαμε αναστείλει τα άρθρα του Συντάγματος τα προβλέποντα τας ελευθερίας του πολίτου και ότι είχαμεν επιβάλει τον Στρατιωτικόν Νόμον. Αυτό επληροφορήθησαν και αι Μονά-

302


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δες και αυτό επληροφορήθη και ο Ελληνικός Λαός. Επρόκειτο επομένως. κύριε Πρόεδρε, όχι μόνον περί στάσεως αλλά και περί απάτης

Για ποιο λόγο το έκαναν;

ΠP.: Τα πρόσωπα αυτά τα οποία εχρησιμοποίησαν αυτά τα μέσα τι νομίζετε, ενόμισαν ότι ημπορεί να διορθώσουν αυτήν την κατάστασιν την υποθετικώς ανώμαλον; ΚΑΝ.: Ενόμισαν ότι έχουν το δικαίωμα να διαχειρίζωνται αυθαίρετα τας τύχας της χώρας. ΠΡ.: Αυτό το ενόμισαν πλανηθέντες ή αντιθέτως εν πλήρει επιγνώσει; ΚΑΝ.: Αυτό είναι το θέμα, το οποίον θα παρακαλέσω να εξετασθή εν συνδυασμώ με εκάστην περίπτωσιν κατηγορουμένου, διότι ημπορεί ο ένας να το ενόμισε πλανώμενος και ο άλλος εν επιγνώσει. Π P.: Οι παρόντες κατηγορούμενοι, αυτοί ήσαν η πηγή αυτών των φημών; Αυτοί ήσαν εκείνοι οι οποίοι εδημιούργησαν αυτό το κλίμα ανησυχίας κ.λπ. ή ήσαν άλλοι και οι κατηγορούμενοι το υιοθέτησαν; ΚΑΝ.: Δεν ημπορώ να απαντήσω, κύριε Πρόεδρε, κατά τρόπον απολύτως υπεύθυνον, διότι δεν γνωρίζω, εάν οι κατηγορούμενοι ήσαν ακριβώς αυτοί οι ίδιοι, οι οποίοι κατεσκεύαζον αυτάς τας φήμας ή ορισμένοι συνάδελφοι των. Πάντως, δυο εκ των κατηγορουμένων υπηρετούσαν τους τελευταίους μήνας εις την ΚΥΠ, ο ένας εις τας Αθήνας και ο άλλος εις τον Βόρειον Ελλάδα. Αλλά δεν ξέρω εάν είναι εκείνοι οι οποίοι κατεσκεύαζον τας φήμας ή άλλοι. ΠΡ.: Αυτοί, οι εμφανισθέντες, τέλος πάντων, ως ικανοί να διακυβερνήσουν την Ελλάδα διέθετον κάποιαν περγαμηνήν, κάποιαν ικανότητα, ώστε να εμφανισθούν ενώπιον του Ελληνικού λαού και να του ειπούν, ότι εκάμαμε ένα κίνημα, αλλά είμεθα ο α΄, ο β΄, διακριθέντες εις το τάδε πεδίον και ζητούμεν την εμπιστοσύνην σου και την συμπαράστασίν σου; ΚΑΝ.: Θα παρακαλέσω, κύριε Πρόεδρε, να μου επιτρέψητε να μη ομιλήσω δια το παρελθόν, διότι δεν το γνωρίζω. Αλλά εκτός αυτού, και εάν ακόμη είχον οιανδήποτε περγαμηνήν, εξ αυτού δεν θα προέκυπτε το δικαίωμα να παραβιάσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να επιβάλουν δικτατορίαν.

Ουδείς κατεπιέζετο

ΠΡ.: Βεβαίως. Το θέμα ετέθη επί ορθής βάσεως.

Υπάρχει και η ελαχίστη περίπτωσις να είπωμεν ότι μια μερίδα του ελληνικού Λαού, έστω και μικρά, κατεπιέζετο και ηναγκάσθη να αντιδράση κατ’ αυτόν τον βίαιον τρόπον και ότι οι ηγήτορες αυτής της μικρός μερίδος του Ελληνικού Λαού ήσαν οι παρόντες κατηγορούμενοι; ΚΑΝ.: Όπως είπον, κύριε Πρόεδρε, ορισμένοι Στρατηγοί ενόμιζον ότι υπάρχουν κίνδυνοι. Εγώ επίστευα και πιστεύω ακόμη, ότι όλα θα επήγαιναν ομαλά ή ότι εάν υπήρχαν ανωμαλίαι αυταί θα ήσαν εκείναι αι οποίοι συνδέονται με την λειτουργίαν της Δημοκρατίας. Οι κατηγορούμενοι, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, από μακρού χρόνου εσχεδίαζαν την κατάληψιν της εξουσίας. Εγνώριζον ότι ορισμένοι Στρατηγοί θα επέβαλλον εις τον Βασιλέα να δεχθή να γίνη μια εκτροπή. Διατί δεν επερίμεναν; Βεβαίως, ο Βασιλεύς δεν θα εδέχετο, εφ’ όσον θα εισηκουόμην και θα εισηκουόμην. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, διατί έκαμαν το κίνημα εκείνην την νύκτα; Το έκαμαν, κύριε Πρόεδρε, δια να επικρατήσουν οι ίδιοι, το έκαμαν δια να γίνουν οι ίδιοι κύριοι του Ελληνικού Λαού, το έκαμαν δια να ικανοποιήσουν την προσωπικήν των ματαιοδοξίαν. Είναι φανερόν αυτό και από ολόκληρον την Πολιτείαν των, των 7 ετών και τριών μηνών. ΠΡ.: Ανεξαρτήτως αυτού, εάν ήσαν άνθρωποι καλής πίστεως, θα εκρατούσαν την εξουσίαν όσον χρόνον την εκράτησαν; ΚΑΝ.: Δεν θα ήθελα να αποφανθώ εάν ήσαν καλής ή κακής πίστεως άνθρωποι. Εξ άλλου, ημπορεί ένας άνθρωπος να είναι καλής πίστεως αλλά εμπλεκόμενος και φοβούμενος τα όσα θα πάθη εάν σταματήση τον κακόν δρόμον που έχει πάρει, να μην ημπορή να γλυτώση από τον εαυτόν του. Επομένως, δεν ημπορώ να γνωρίζω τι ισχύει δια τον α΄ ή τον β΄ εκ των κατηγορουμένων. ΠΡ.: Υπάρχει η άποψις των κατηγορουμένων ότι επεκράτησαν ως Επανάστασις και επομένως εδημιούργησαν δίκαιον. Αυτό είναι νομικόν βεβαίως πρόβλημα. Ημάς μας απασχολεί το πραγματικόν πρόβλημα. Επεκράτησαν ναι ή όχι κατά την άποψίν σας;

Εξεβίασαν τον Ελληνικόν Λαόν

ΚΑΝ.: Εξεβίασαν τον Ελληνικόν Λαόν να τους ανεχθή. Άλλωστε η επικράτησις Κύριε Πρόεδρε, σημαίνει και αποδοχήν συν τω χρόνω ή αμέσως εκ μέρους

303


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος του Λαού, ενός βιαίου γεγονότος. Δεν εσημειώθη αυτό. Τουναντίον μάλιστα, είχαμε μίαν συνεχή αύξησιν της δραστηριότητος του Ελληνικού Λαού και ιδίως των νέων εναντίον των και μιαν συνεχή αύξησιν της αγανακτήσεως του ελληνικού Λαού. Εξ άλλου, ο χρόνος δεν αποτελεί συστατικόν στοιχειον της αθεμίτου πράξεως εις την περίπτωσιν αυτήν, ακόμη και αν υποτεθή ότι μια στάσις επεβλήθη δια της βίας των όπλων, είτε επί ένα μήνα, είτε επί 3 μήνας -δεν είναι ανάγκη να πάρουμε τα 7 χρόνια και τους 3 μήνας- αυτό, από νομικής απόψεως, είναι το ίδιο. Και επί 3 μήνας εάν είχαν κάμει αυτό, να συλλαμβάνουν πολίτας, να φιμώνουν τον Τύπον, να παραπέμπουν τους πολίτας εις τα Στρατοδικεία, να βασανίζουν τα θύματα των εις τα κελλιά της ΕΣΑ, και αν αυτό το έκαναν επί 3 μόνον μήνας, αυτό δεν θα εσήμαινε ότι είχαν επικρατήσει. Είτε λοιπόν 3 μήνες ήταν, είτε 7 χρόνια και 3 μήνες, δεν είχαν επικρατήσει, αλλά επεβάλλοντο κάθε ημέρα δια μιας βίας η οποία εξετελείτο κατά τρόπον ειδικόν και αμέσως. ΠΡ.: Η βία αυτή έπαυσε επί στιγμής; ΚΑΝ.: Υπάρχει μικρόν χρονικόν διάστημα, το 1973, όπου υπήρχε μια μείωσις της εντάσεως, διότι εδόθη αμνηστία. Αλλά αυτό ήτο παροδικόν. Και αυτό -δεν ξεύρω, είναι άλλο θέμα- αντί να οδηγήση εκεί που υπετίθετο ότι θα οδηγούσε, ωδήγησε εις την 25ην Νοεμβρίου 1973, η οποία αποτελεί μια ειδικήν περίπτωσιν, εις την οποίαν θα μου επιτρέψητε να μην αναφερθώ, διότι τότε θα είμαι πράγματι εκτός θέματος.

Εχρειάζετο μακρά προπαρασκευή για το πραξικόπημα

ΠΡ.: Ο κ. Εισαγγελεύς. ΕΙΣ.: Αυτή η στάσις, αυτό το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, είναι δυνατόν να έγινε εις ολίγον χρόνον ή εχρειάζετο μακρά προπαρασκευή και σχεδίασις επιτελική; ΚΑΝ.: Εχρειάζετο, κατ’ αρχήν, μακρά προπαρασκευή, αλλά όχι εις μεγάλην κλίμακα, διότι έθεσαν εις εφαρμογήν ένα σχέδιον το οποίον υπήρχε. Δεν είχον ανάγκην παρά μόνον εις το λεκανοπέδιον της Αττικής, κυρίως εδώ και εις μερικά σημεία της Ελλάδος, να προπαρασκευασθούν επί μικρόν χρονικόν διάστημα, δια να έχουν την δυνατότητα μέσα εις μιαν ατμόσφαιραν απολύτου μυστικότητος να οργανωθούν, διότι φυσικά εχρειάζετο και οργάνωσις. Τους

υπεβοήθησεν όμως εις αυτό το γεγονός και το σχέδιον το οποίον εφήρμοσαν, αλλά και το γεγονός ότι ετοποθετήθησαν εις διαφόρους μονάδας ή εις διαφόρους υπηρεσίας, αι οποίαι διηυκόλυναν τα μέτρα τα οποία επρόκειτο να λάβουν, τα προπαρασκευαστικά δηλαδή, δια την στάσιν των. Αλλά πάντως μια τοιαύτη ενέργεια χρειάζεται κάποιον χρόνον, δεν θέλω όμως να εισέλθω καν εις το θέμα, εάν ωρισμένοι εκ των κατηγορουμένων ή εις εξ αυτών ή και άλλοι είχον από δεκαπενταετίας σκεφθή να επιβληθούν εις τον ελληνικόν λαόν. Αυτό είναι άλλο θέμα, το οποίον δεν ημπορώ, ως μάρτυς, να το βεβαιώσω. Το εικάζω, το έχω διαβάσει, πρώτος το απεκάλυψεν εις αρθρογράφος τους πρώτους μήνας κατά το διάστημα της επταετίας εις μιαν πρωινήν εφημερίδα, η οποία υπεστήριζε θεωρητικώς την κατάστασιν εκείνην. Αλλά δεν είναι δυνατόν βεβαίως ως μάρτυς να δώσω στοιχεία σχετικώς με την μακράν αυτήν προπαρασκευήν ή προμελέτην, διότι ημπορεί να μη ήτο προπαρασκευή, αλλά απλή προμελέτη μαζί με δυο, τρεις, πέντε άλλους. ΕΙΣ.: Εκτός από σας είχον και άλλα μέλη της Κυβερνήσεως συλληφθή εκείνο το βράδυ; ΚΑΝ.: Ο κ. Παπαληγούρας και την πρωίαν ο κ. Γεώργιος Ράλλης. ΕΙΣ.: Άλλα μέλη της κυβερνήσεως δεν συνελήφθησαν; ΚΑΝ.: Συνελήφθησαν μερικά άλλα δια μίαν - δυο ώρας. Οι δυο αυτοί συνελήφθησαν και εκρατήθησαν επί τριήμερον, υπέστησαν δε και νέας διώξεις. ΕΙΣ.: Είπατε ότι διέρρηξαν την θύραν του διαμερίσματός σας, δηλαδή δια της βίας έσπασαν αυτήν; ΚΑΝ.: Έσπασαν με λοστό την κλειδαριά. Υπάρχουν ακόμη τα σημάδια της διαρρήξεως αυτής. ΕΙΣ.: Δεν σας εφρούρουν, ως Πρωθυπουργόν της χώρας; ΚΑΝ.: Ήσαν δυο τρεις αστυφύλακες κάτω, διότι δεν είχον επιτρέψει ποτέ να με προστατεύουν. Αυτούς τους επήραν μαζί τους όταν ανέβηκαν εις το διαμέρισμά μου, αφού αφήκαν κάτω μιαν ισχυράν δύναμιν. Είδον τότε εις τα πρόσωπα των δυο αστυφυλάκων κατάστασιν απορίας και απελπισίας. Πίσω από τους λοχαγούς υπήρχον και άλλοι οπλισμένοι.

Για την επίσκεψη Γκαντώνα

ΕΙΣ.: Σας επεσκέφθη εις εκ των κατηγορουμένων, ο κ. Γκαντώνας. Δια ποίον λόγον σας επεσκέφθη και τι ήθελε να σας μεταδώσει;

304


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ΚΑΝ.: Ο συνταγματάρχης τότε Γκαντώνας ήτο επικεφαλής του κλιμακίου της ΚΥΠ Βορείου Ελλάδος. Ήλθε -νομίζω- δυο ή τρεις ημέρας προ της 21ης Απριλίου ο αρχηγός της ΚΥΠ, αντιστράτηγος Κυριακούλης Παπαγεωργόπουλος, τον οποίον εγνώριζα από την Μέσην Ανατολήν και ο οποίος είχε διακριθή εις τον Ιερόν Λόχον και ο οποίος με παρεκάλεσε να δεχθώ τον συνάδελφόν του Γκαντώνα, τον οποίον είχε εις την υπηρεσίαν του. Ήτο 8.30 πρωινή και του είπον ότι «δεν ήτο ανάγκη να έλθη απ’ ευθείας εις εμέ και ό,τι έχει να είπη ο συνταγματάρχης Γκαντώνας να το είπη δι’ υμών». Με παρεκάλεσε εντόνως και όταν ένας αρχηγός υπηρεσίας παρακαλεί εκείνον, ο οποίος είναι προϊστάμενος της υπηρεσίας, διότι προϊστάμενος της υπηρεσίας αυτής είναι ο Πρωθυπουργός, να ίδη έναν υφιστάμενον δι’ οιονδήποτε θέμα, είτε προσωπικόν του υφισταμένου αυτού, είτε γενικώτερον υπηρεσιακόν, βεβαίως ο γενικός προϊστάμενος, εις την προκειμένην περίπτωσιν ο Πρωθυπουργός, πρέπει να ενδώση. Επεχείρησα να τον πείσω ότι δεν ήτο ανάγκη να έλθη απ’ ευθείας εις εμέ, διότι ήμην απησχολημένος, αλλά αφού επέμενεν ο κ. Παπαγεωργόπουλος, τον εδέχθην. Ο κ. Γκαντώνας ήλθε το απόγευμα 5-5.30, ήτο δε παρών και ο τότε υπουργός των Εσωτερικών κ. Θεοτόκης, και αργότερον ήλθεν ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης, κ. Παπαληγούρας. Δεν διέκρινα ποίαι ήσαν αι προθέσεις του Συνταγματάρχου Γκαντώνα, εξ όσων μου είπε. Προσεπάθησε να μου εμφάνιση την κατάστασιν εις την Βόρειον Ελλάδα ως σοβαράν, ότι η ΕΡΕ θα χάση τας εκλογάς και ότι θα κερδίσουν οι κεντροαριστεροί. Του είπον ότι αυτό δεν με ενδιέφερε. Όταν μου είπεν ότι είναι από την Δυτικήν Μακεδονίαν, αυτό πράγματι με συνεκίνησε, διότι συνδέομαι -αν και Πελοποννήσιος- με τη Βόρειον Ελλάδα. Ομολογώ ότι επί δέκα έως δεκαπέντε λεπτά της ώρας εκάμαμεν μιαν συζήτησιν, την οποίαν συνέχισεν ο κ. Θεοτόκης. Δηλαδή του είπαμεν, τότε, ότι είναι αδικαιολόγητοι αυτοί οι φόβοι, εκτός δε τούτου όποιος και αν εκέρδιζε τας εκλογάς, ο ελληνικός λαός ήτο εκείνος ο οποίος θα το απεφάσιζε. Βέβαια δεν διέκρινα την πρόθεσιν, η οποία οδήγησε τον συνταγματάρχην Γκαντώνα, να έλθη να ζητήση από τον κ. Παπαγεωργόπουλον να με ίδη. Και δι’ αυτό δεν ημπορώ να είπω, εάν ήλθε μόνο και μόνο από ενδιαφέρον να αναφέρη εις τον πολιτικόν προϊστάμενον τα όσα είχε διαπιστώσει εις την Βόρειον Ελλάδα. ΕΙΣ.: Είπατε, κ. Πρόεδρε, ότι η ιδική σας κυβέρνη-

σις της εποχής εκείνης, ήλεγχε την κατάστασιν και ότι ήσθε εις θέσιν... ΚΑΝ.: Απολύτως. ΕΙΣ.: ... να αντιμετωπίσετε την οιανδήποτε κατάστασιν;

Το ενδεχόμενο ταραχών

ΚΑΝ.: Εγώ πιστεύω, ότι δεν θα εγίνοντο μεγάλαι ταραχαί προ των εκλογών. Αλλά και αν υποθέσωμεν ότι θα εγίνοντο ταραχαί προ των εκλογών, το Σύνταγμα του ’52 έδιδε το δικαίωμα να τεθούν εις εφαρμογήν έκτακτα μέτρα και βέβαια εντός 10 ημερών θα έπρεπε να ανακληθή εις την ζωήν η διαλυθείσα Βουλή, ενώπιον της οποίας η κυβέρνησις θα ελογοδοτούσεν. ΕΙΣ.: Υφίστατο δυνατρτης, και πραγματική και νομική, εάν τυχόν ενεφανίζετο κάποιος κίνδυνος, να αντιμετωπισθή με νόμιμα μέσα; ΚΑΝ.: Βεβαίως, διότι έπρεπε να υπακούσουν εις την Κυβέρνησιν εις περίπτωσιν κατά την οποίαν θα εγίνοντο μεγάλαι ταραχαί, δια να υλοποιήσουν τα έκτακτα μέτρα, εάν τους διέτασσεν η εθνική εξουσία. Αλλά σας διαβεβαιώ ότι δεν θα εχρειάζετο. Αλλά εάν εχρειάζετο, θα ήμην εγώ, ως Πρωθυπουργός, εκτεθειμένος εις την κρίσιν του Κοινοβουλίου, το οποίον ή θα ενέκρινε την απόφασιν -δεν λέγει το Σύνταγμα θα απεδοκίμαζε- ή θα απεφάσιζε την άρσιν των εκτάκτων μέτρων. Εάν ενόμιζεν ότι εξακολουθεί η ανωμαλία, δεν θα απεφασίζετο η άρσις και η διαλυθείσα Βουλή θα εξηκολούθει να λειτουργή, δια να αποφασίση αργότερον εντός ενός μηνός ή εντός δυο μηνών -δεν ενθυμούμαι τι ακριβώς ορίζει το άρθρον 51 του Συντάγματος του ’52- εάν πρέπει να διακοπή η ισχύς του διατάγματος ή να ανανεωθή. Υπήρχον όλαι αι ασφαλιστικοί δικλείδες, κ. Εισαγγελεύ. Αι δημοκρατίαι έχουν τας ασφαλιστικός δικλείδας, αι δικτατορίαι δεν τας έχουν. ΕΙΣ.: Συνεπώς, κ. Πρόεδρε, αυτό το οποίον περιελήφθη εις το πρώτον διάγγελμα της τότε σχηματισθείσης κυβερνήσεως, ότι η σωτηρία της Πατρίδος ήτο ο υπέρτατος νόμος, είχε καμμίαν θέσιν; ΚΑΝ.: Ουδεμίαν. ΕΙΣ.: Εκάλυπτεν ηθικώς τουλάχιστον την υπόθεσιν; ΚΑΝ.: Όχι. Αλλά βέβαια αυτό πλέον δεν αναφέρεται εις τους σημερινούς κατηγορουμένους μόνον, είναι συνδεδεμένο και με άλλους. Και νομίζω ότι δεν πρέπει να επεκταθώ.

305


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Η συμφωνία με τον Γ. Παπανδρέου

ΕΙΣ.: Δια να μειώσετε τους κινδύνους, οι οποίοι προέκυπτον από τας σχέσεις μεταξύ των εν δημοκρατία λειτουργούντων κομμάτων, τας αντιθέσεις, είχε συμφωνηθή μεταξύ υμών, ως αρχηγού της ΕΡΕ, και του Γεωργίου Παπανδρέου, ως αρχηγού της Ενώσεως Κέντρου, κάποια συμφωνία και ποίον το περιεχόμενον αυτής; ΚΑΝ.: Καθ’ όλον το διάστημα, μέχρι και της 21ης Απριλίου, διέψευσα και εις την Βουλήν, όσας φοράς ειδικώτερον ο κ. Στεφανόπουλος με είχε προκαλέσει, ότι υπήρχε συμφωνία και μάλιστα γραπτή. Ήμην υποχρεωμένος να το διαψεύσω, διότι είχον δώσει τον λόγον μου και εις τον Βασιλέα και εις τον Γεώργιον Παπανδρέου. Εκείνος ο οποίος έπρεπε να μη αποκαλυφθή ήτο ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου. Δι’ αυτό διέψευδα. Είχαμεν συναντηθή τον Δεκέμβριον 1966 και κατόπιν συνηντήθημεν ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ μετά του Βασιλέως ενώπιον του σημερινού υπουργού των Εξωτερικών κ. Μπίτσιου, ο οποίος ετήρησε τα πρακτικά. Την 18ην Δεκεμβρίου, ο κ. Μπίτσιος επήγεν εις το σπίτι του κ. Παπανδρέου και κατόπιν ήλθεν εις εμέ, δια να μας δώση το κείμενον, το οποίον και υπεγράψαμεν. Ήμην, όμως, υποχρεωμένος να το διαψεύσω. Άλλωστε η πρόθεσις ήτο ο κατευνασμός και επομένως η απόκρυψις ενός γεγονότος εκ μέρους μου εθεωρήθη όχι μόνο επιβεβλημένη επειδή το εζήτει ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά και διευκολύνουσα τον κατευνασμόν, διότι ημπορούσε να υπάρξη αντίδρασις μεγάλη κατά της αποφάσεως. ΕΙΣ.: Βασικώς εις τι ανεφέρετο; ΚΑΝ.: Πρώτον εις τον σχηματισμόν της κυβερνήσεως του κ. Ιωάννου Παρασκευοπούλου, δεύτερον εις το να γίνουν αι εκλογαί εντός εξ μηνών, μέχρι τέλους Μαΐου, τρίτον εις το να επιχειρηθή ο κατευνασμός. Περιείχε και ορισμένον άρθρον, το οποίον αφεώρα εις την κοινήν αντιμετώπισιν του κρισιμωτάτου και τότε εθνικού θέματος της Κύπρου, περιείχεν επίσης ένα άρθρον, το οποίον αφεώρα εις την μετεκλογικήν περίοδον. Θα μου επιτρέψετε, κ. Εισαγγελεύ, το άρθρον αυτό να μη το αναφέρω. ΕΙΣ.: Είναι μυστικόν; ΚΑΝ.: Δεν είναι μυστικόν, αλλ’ εφ’ όσον απέθανεν ο Γ. Παπανδρέου, τον οποίον και αφορά και όχι εμέ -το άρθρον αυτό εδέσμευεν εκείνον και όχι εμέ- επομένως να μου επιτρέψετε να μη ομιλήσω περί αυτού. ΕΙΣ.: Δηλαδή η βάσις της συμφωνίας ήτο ότι υπήρ-

χον όλαι αι δυνατότητες, εάν δεν εσχηματίζετο κυβέρνησις του α΄ κόμματος, λόγω μη πλειοψηφίας, να σχηματισθή κάποια άλλη κυβέρνησις συνεργασίας; ΚΑΝ.: Η συμφωνία αύτη είχε πάψει να ισχύει, εφ’ όσον έπεσεν η κυβέρνησις Παρασκευοπούλου και εσχημάτισα εγώ κυβέρνησιν. Αλλ’ αυτό δεν το διεβίβασε ποτέ ο Γεώργιος Παπανδρέου εις εμέ, ο οποίος επεκοινώνει μαζί μου μέσω του Κατσώτα, ο οποίος ήτο βουλευτής μέχρι της 14ης Απριλίου, πολύ γνωστός μου από την Μέσην Ανατολήν και από παλαιότερον και ο οποίος μου είχεν είπει ότι ο Αρχηγός ήθελε να ευρισκόμεθα εις επαφήν. ΕΙΣ.: Και συνεπώς εθεώρει ισχύουσαν την συμφωνίαν; ΚΑΝ.: Βεβαίως. Και εζήτει και παρεκάλει να υπάρξουν εγγυήσεις δια την διενέργειαν εκλογών. ΕΙΣ.: Συνεπώς και από πλευράς κομμάτων είχε γίνει κατανοητόν...

Η λεγομένη μεγάλη Χούντα

ΚΑΝ.: Είχε κατανοηθή, κ. Εισαγγελεύ, ότι εσχημάτισα κυβέρνησιν την 3ην Απριλίου, δια να αρθή, ει δυνατόν να αποτραπή, το σχέδιον της εκτροπής. ΕΙΣ.: Τι εννοείτε; ΚΑΝ.: Την σκέψιν ωρισμένων στρατηγών, να αποφασίσουν να είπουν εις τον Βασιλέα, να αναβληθούν αι εκλογαί δι’ ένα ορισμένον χρονικόν διάστημα, μέχρις ότου κατευνασθούν τα πνεύματα. Αυτό απέκλεια και εγώ. ΕΙΣ.: Ποίοι ακριβώς; ΚΑΝ.: Η λεγομένη μεγάλη Χούντα. Η γνώμη μου είναι ότι είχον καταληφθή από κάποιαν φοβίαν. Διότι πολλοί αξιωματικοί φοβούνται τον λαόν, κ. Εισαγγελεύ. Και αυτό είναι κακόν, διότι δημιουργείται μια μεγάλη διάστασις μεταξύ λαού και στρατού όταν οι αξιωματικοί φοβούνται τον λαόν. Όχι όλοι, ευτυχώς. Πολλοί όμως, αρκετοί, τον φοβούνται. Νομίζουν ότι ο Λαός μπορεί να ανατρέψη το Έθνος. Δεν ανατρέπει ποτέ ο Λαός το Έθνος. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν, και να το κατανοήσουν οι Ανώτατοι Αξιωματικοί. Δεν υπάρχει περίπτωσις εις την Ιστορίαν μας που ο λαός να ανέτρεψε την Εθνικήν υπόστασιν. Επίσης δεν υπάρχει περίπτωσις εις οιανδήποτε άλλην χώραν, ο Λαός να ανέτρεψε την Εθνικήν της υπόστασιν. Εν πάση περιπτώσει προ-

306


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

χωρώ και λέγω ότι η σκέψις των ήτο να συστήσουν εις τον Βασιλέα να προχωρήση εις την εκτροπήν. Δι’ αυτά δεν είχον στοιχεία, τα επληροφορήθην αργότερα από τον Αντιστράτηγον X. Παπαδάτον, ο οποίος μέχρι της 21ης Απριλίου 1967 ήτο Διοικητής της ΑΣΔΕΝ και τον οποίον γνωρίζω διότι ήτο πολεμιστής των βουνών με τον Ζέρβα. Εκείνος μου διηγήθηκε τα της συναντήσεώς του εις το γραφείον του τότε Αρχηγού του Επιτελείου Αντιστρατήγου Σπαντιδάκη με τέσσαρες έως πέντε Αντιστρατήγους. Είχε συνέλθη τότε το Ανώτατον Στρατιωτικόν Συμβούλιον, μετά την λήξιν δε της συνεδριάσεως αυτού έμειναν πέντε έως εξ Αντιστράτηγοι, μεταξύ των οποίων και ο Χ. Παπαδάτος, ο οποίος και μου διηγήθηκε διάφορα πράγματα, τα οποία τα είχον πληροφορηθή την 21 ην Απριλίου 1967. ΕΙΣ.: Μήπως έχετε υπ’ όψιν σας, κ. Πρόεδρε, εάν ο Στρατηγός Ζωιτάκης είχε καμμίαν σχέσιν με τα γεγονότα αυτά; ΚΑΝ.: Ο Στρατηγός Παπαδάτος μου είπεν ότι ο μόνος ο οποίος επέμενε να γίνει η εκτροπή, χωρίς να ερωτηθή ο Βασιλεύς, ήτο ο τότε Διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού.

Τι εκπροσωπούσαν οι κινηματίες

ΕΙΣ.: Ο κ. Παπαδάτος θα γνωρίζη περισσότερες λεπτομέρειες. Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελον να σας ερωτήσω το εξής: Αυτή η κίνησης τις 21ης Απριλίου 1967, εν σχέσει με τον όγκον των Αξιωματικών της τότε εποχής και τον οργανικόν αριθμόν των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων του Κράτους, γνωρίζετε εις ποίον ποσοστόν Αξιωματικών ανέρχεται; Ας υποθέσωμεν ότι ο αριθμός των αξιωματικών ανήρχετο εις 20.000, τι ποσοστόν αντιπροσωπεύει ο αριθμός των συμμετασχόντων εις την κίνησιν εκείνην; ΚΑΝ.: Εις το ποσοστόν το οποίον αναλογούν πεντακόσιοι ή τριακόσιοι αξιωματικοί εις τας 10.000. ΕΙΣ.: Έλεγον ότι εξεπροσώπουν το σύνολον των Ενόπλων Δυνάμεων του Κράτους. Ποίαν γνώμην έχετε επ’ αυτού; ΚΑΝ.: Έχω την γνώμην ότι δεν εξεπροσώπουν άλλον παρά μόνον τον εαυτόν τους, καθώς επίσης ούτε και τους νέους Αξιωματικούς, τους οποίους και παρέσυραν. Διότι αυτοί οι νέοι Αξιωματικοί δεν εγνώριζον εναντίον ποίων εστρέφοντο. Δεν εγνώριζον μέχρι την τελευταία στιγμήν ποιους θα συνελάμ-

βανον... ΕΙΣ.: Για τον Θωμά ν και τον άλλον Λοχαγόν οι οποίοι σας συνέλαβαν ποίαν γνώμην έχετε; ΚΑΝ.: Έχω την γνώμην ότι μεταξύ των δύο υπήρχε διαφορά χαρακτήρων. ΕΙΣ.: Εγνώριζον ότι θα συνελάμβανον τον Πρωθυπουργόν; ΚΑΝ.: Ο Θωμάς ήτο μεμυημένος, αλλά είχε κάποιο αίσθημα συστολής. ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Υποθέτω ότι ασφαλώς θα εγνώριζον που οδήγουν το σκάφος της Ελληνικής Πολιτείας. Έχω μιαν απορίαν, κ. Πρόεδρε, την οποίαν θα σας είπω υπό τύπον ερωτήσεως: Οι άνθρωποι αυτοί εισήλθαν εις την Σχολήν Ευελπίδων, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι νομίζω. Σας είχε δοθή ποτέ η ευκαιρία να ελέγξητε ποίαν ουσιαστικήν παιδείαν λαμβάνουν οι μέλλοντες αξιωματικοί, ως μαθηταί της Σχολής, και αν αύτη είναι η προσήκουσα;

Η Σχολή Ευελπίδων

ΚΑΝ.: Είναι αυτονόητον ότι μου είχε δοθή μια τοιαύτη ευκαιρία, δεδομένου ότι θα ήτο παράλειψίς μου, διότι επί τόσα έτη διετέλεσα Υπουργός Στρατιωτικών, Υπουργός Εθν. Αμύνης, να μην είχον ενδιαφερθή. Ενθυμούμαι ότι, εις την Μέσην Ανατολήν δεν μου ήτο δυνατόν να ασχολούμαι με το θέμα αυτό. Εις την Μέσην Ανατολήν είχομεν όχι κλιμάκιον της Σχολής Ευελπίδων, αλλά Δοκίμων. Αργότερον όμως κατά την τριετίαν της Κυβερνήσεως Παπάγου, όταν ήμουν Υπουργός Εθν. Αμύνης, ενδιεφέρθην ιδιαιτέρως δια το θέμα αυτό και ούτω εδίδετο μια παιδεία γενικωτέρα. Εγένοντο και διαλέξεις, αλλά πάντοτε επίστευον ότι πρέπει να γίνη κάτι ριζικώτερον, δηλαδή να γίνη μια ει- δικωτέρα διαπαιδαγώγησις των νέων που εισέρχονται εις τας Στρατιωτικός Σχολάς. Αυτό το είχον συζητήσει μάλιστα, ειδικώτερα, με τον Στρατηγόν Παπαγεωργόπουλον, ότε είχε διατελέσει Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων, ο οποίος ήθελε κάποια διεύρυνσιν της Παιδείας εις την Σχολήν, αλλά υπήρχον δυσχέρειαι από απόψεως χρόνου αλλά και τόπου, διότι ως γνωστόν οι μαθηταί των Στρατιωτικών Σχολών, δεν είναι μόνον μαθηταί είναι και στρατιώται. Δεν παρακολουθούν μόνον μαθήματα αλλά πρέπει να ασκούνται και ως στρατιώται. Επομένως, η προσθήκη πολλών μαθημάτων ήτο πάντοτε δύσκολος αλλά ήτο και θέμα επιλογής αυτών.

307


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Επίσης, δεν είναι τόσον θέμα ποιότητος των μαθημάτων όσον θέμα ποιότητος διδασκάλων. Και δεν εννοώ τους αξιωματικούς που διδάσκουν στρατιωτικά μαθήματα, αλλά τους άλλους οι οποίοι είναι τεταγμένοι να διδάξουν ιστορίαν, φιλοσοφίαν και κοινωνιολογίαν και να γνωρίζη κατ’ αυτόν τον τρόπον ο αξιωματικός τι είναι ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και γιατί η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δεν καταλήγει ποτέ ή σχεδόν ποτέ εις συμφοράς, ενώ οι δικτατορίες καταλήγουν πάντοτε εις συμφοράς. ΔΙΚ.: Έχω την εντύπωσιν, κ. Πρόεδρε, ότι η κατάθεσίς σας η σημερινή, εάν υπήρχε τρόπος να ακουσθή από το ευρύτατον κοινόν και μάλιστα από μαθητάς της Σχολής Ευελπίδων, ως προς το νόημα της σχέσεως Λαού και Έθνους, θα ήτο λίαν εποικοδομητική εις το κεφάλαιον αυτό. ΚΑΝ.: Ευχαριστώ. Βεβαίως υπάρχει η εξαίρεσις της 4ης Αυγούστου. Ήμην αντίθετος προς την 4ην Αυγούστου. Ήμην τρία χρόνια και εξ μήνας εξόριστος εις τα νησιά, παρ’ όλον ότι είχον προσωπικούς δεσμούς με τον Ιωάννην Μεταξάν, αλλά τότε ήτο η μόνη περίπτωσις που δεν οδηγήθημεν εις την συμφοράν, γιατί εσημειώθησαν τέτοια παγκόσμια γεγονότα και είχε την έμπνευσιν εις τας 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο Ιωάννης Μεταξάς να πει το «ΟΧΙ», το οποίον επιθυμούσε ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός. Βεβαίως τον Ιανουάριον απέθανε και επηκολούθησε η Κατοχή. .Επομένως, είναι η μόνη περίπτωσις που μια δικτατορία δεν οδήγησεν εις καταστροφήν, διότι η Κατοχή δεν ήτο αποτέλεσμα μιας δικτατορίας. ΔΙΚ.: Τότε θα εγίνετο γνωστόν εις τους αξιωματικούς το του Σόλωνος: «ότι η τυραννία δεν έχει απόδοσιν και ότι οι τύραννοι δεν έρχονται ως σωτήρες». ΚΑΝ.: Σας ευχαριστώ που μου υπενθυμίζετε τις αρχαίες αυτές έννοιες ή μάλλον απόψεις, διότι νομίζω ότι οι μαθηταί των Στρατιωτικών Σχολών θα έπρεπε να μαθαίνουν, αν δεν ξεύρουν αρχαία ελληνικά, τουλάχιστον σε μετάφρασιν, ωρισμένα βασικά πράγματα τα οποία είπον οι αρχαίοι Έλληνες. Δεν νομίζω ότι τα μαθαίνουν αυτά διότι δεν τα διδάσκονται καλά-καλά εις το γυμνάσιον αλλά ούτε και εμείς τα εδιδάχθημε εις το Πανεπιστήμιον όταν ήμεθα εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν. Δι’ αυτό νομίζω ότι θα έπρεπε να διδάσκωνται οι αξιωματικοί τα θέματα αυτά ή να τα ακούουν, χωρίς να εξετάζωνται για να μη υποβάλλωνται οι Ευέλπιδες εις μεγαλύτερον κόπον.

Δια τον Σπαντιδάκη

ΔΙΚ.: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελον να σας ερωτήσω δια την στάσιν του κατηγορουμένου Σπαντιδάκη. Δια μέσου του συνηγόρου του είπεν ότι θεωρεί, εν αντιθέσει προς τους άλλους κατηγορουμένους οι οποίοι είπον ότι το Κίνημα ήτο Επανάστασις, ότι είναι Πραξικόπημα. Θέλω να μας είπητε, τι γνωρίζετε δια την στάσιν του κατά την 21ην Απριλίου 1967; ΚΑΝ.: Δεν γνωρίζω τίποτε πάρα πάνω από ό,τι εδιάβασα εκ των υστέρων. Δεν γνωρίζω πως συνελήφθη, εάν συνελήφθη και που τον μετέφεραν. Γνωρίζω μόνον ότι, όταν ήλθε να με ίδη εις τας 22 του μηνός ως αντιπρόεδρος της δήθεν Κυβερνήσεως η οποία είχε σχηματισθή, ήτο συντετριμμένος και ουσιαστικά δεν ημπορέσαμεν να ανταλλάξωμεν ουδεμίαν σκέψιν. ΠΡ.: Δεν σας είπεν υπό ποίας συνθήκας εδέχθη να εισέλθη εις την Κυβέρνησιν, εάν εισήλθεν εξ ιδίας πρωτοβουλίας, ή εάν επιέσθη, ή... ΚΑΝ.: Εκείνο το οποίον θέλω να σας ειπώ είναι το εξής: Ότι πριν ορκισθή ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου ως Πρωθυπουργός, οι λοχαγοί και υπολοχαγοί είχον συγκεντρωθή κάτω και εκραύγαζον. Αυτό μου το είπεν ο Στρατηγός Χριστόπουλος, ο οποίος επαναλαμβάνω ήτο με το μέρος των κινηματιών, αλλά ήλθε μέσα εις κατάστασιν άγχους και μου λέγει: πρέπει να σωθούμε. Ο στρατηγός Σπαντιδάκης απηυθύνθη, όπως μου είπε ο Χριστόπουλος, εις 100 ή 200 περίπου νέους αξιωματικούς, και είπε ότι θα γίνει Πρωθυπουργός ο Κόλλιας, και αυτοί εκραύγαζαν ότι δεν θέλουν αυτόν ως Πρωθυπουργόν, αλλά τον στρατηγόν Σπαντιδάκην. Δεν ήθελον ουσιαστικά ούτε τον στρατηγόν Σπαντιδάκην. Δεν ήξευραν τι ήθελον. Είναι τραγικόν ότι μετεβλήθησαν Έλληνες Αξιωματικοί εις μιαν μάζαν και εις ένα όχλον ο οποίος εκραύγαζεν. ΔΙΚ.: Κύριε Πρόεδρε, ας λάβωμεν ως δεδομένον ότι δεν ανήκεν εις την επαναστατικήν επιτροπήν των κατηγορουμένων και έκαμνε το αντίθετον ενημερώνοντας και σας και τον Βασιλέα, μήπως αυτό θα συντελούσε εις την... ΚΑΝ.: Αυτό όφειλε να πράξη. Εσκέφθη διαφορετικά. Ας το αναπτύξη ο ίδιος και ας αναπτύξη την άποψίν του ο συνήγορός του. Αλλά εάν δεν επήγαινε ο ίδιος, εις το διάστημα κατά το οποίον είχε δεχθή να υποταχθή, νομίζοντας ότι ενδεχομένως θα τους δαμάση, όταν ετηλεφώνησεν εις το Γ΄ ΣΣ, μόνον τότε ο Επιτελάρχης, διότι ο Διοικητής του Σώματος

308


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ευρίσκετο εις Αθήνας, έθεσεν εις εφαρμογήν το Σχέδιον, διότι επίστευεν ότι δια να το λέγη ο Αρχηγός του Επιτελείου δεν πρόκειται περί στάσεως, αλλά περί κυβερνητικής απόψεως, περί αποφάσεως του Βασιλέως και της Ανωτάτης Στρατιωτικής Ηγεσίας. Αλλά δεν γνωρίζω διατί δεν έκανε αυτό και έκανε το άλλο. Θα πρέπει ο ίδιος και ο συνήγορος του να το εξηγήσουν. ΔΙΚ.: Κύριε Πρόεδρε, ένα άλλο θέμα. Ημπορεί όσα εξεθέσατε, λαμβανόμενα ως αληθή, πιθανόν να συνιστούν τα αδικήματα δια τα οποία κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι. Μήπως τυχόν υπάρχει κανένα ελαφρυντικόν; Μήπως πράγματι από την άσκησιν της εξουσίας, ανεξαρτήτως των πράξεών των, μήπως το Έθνος το έφερον εις ανώτερον επίπεδον από εκείνο εις το οποίον το παρέλαβον; Ή μήπως το έφερον εις χαμηλότερον επίπεδον; ΚΑΝ.: Θα μου επιτρέψητε να μη απαντήσω. ΔΙΚ.: Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι είναι πραγματικόν περιστατικόν αυτό, και ότι έχει σημασίαν ως προς την βαρύτητα της κατηγορίας, διότι αν πράγματι το Έθνος το έφερον εις ανώτερον επίπεδον, δεδομένου ότι διέπραξαν αδικήματα, μήπως η θέσις τους είναι διαφορετική; ΚΑΝ.: Λυπούμαι διότι δεν είναι δυνατόν να... ΔΙΚ.: Κύριε Πρόεδρε, ήθελον να ερωτήσω το εξής: Είπον οι κατηγορούμενοι ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις απεφάσισαν την Επανάστασιν. Όταν το είπον εις τον ελληνικόν λαόν αυτό, κάθε πολίτης που ήκουσε αυτήν την λέξη τι επίστευεν, όταν ήκουεν την λέξιν Ένοπλοι Δυνάμεις; ΚΑΝ.: Νομίζω ότι όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώται. άρα εμμέσως και ο ίδιος ο λαός. Διότι, εάν όλοι οι αξιωματικοί και όλοι οι στρατιώται συναπεφάσιζον, πράγμα αδύνατον, μιαν στάσιν, αυτό θα εσήμαινε, ότι ο λαός... ΔΙΚ.: Πώς εκφράζονται αι Ένοπλοι Δυνάμεις; Με την ηγεσίαν των; ΚΑΝ.: Βεβαίως.

Περί «ΑΣΠΙΔΑ»

ΔΙΚ.: Όταν έλεγον «αι Ένοπλαι Δυνάμεις», ενόμιζεν ο ελληνικός λαός ότι είναι οι αρχηγοί των Επιτελείων και των Σωμάτων, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι εκπροσωπούν την ηγεσίαν των Ενόπλων Δυνάμεων; ΚΑΝ.: Βεβαίως. Και εάν ήσαν οι στρατηγοί, κανένα

δικαίωμα δεν έχουν και αυτοί να κάνουν στάσιν. Κανένα δικαίωμα δεν έχει κανένας στρατηγός, ούτε και κλητήρας να κάμη στάσιν. ΔΙΚ.: Εψεύδοντο όταν έλεγον: «αι Ένοπλαι Δυνάμεις», ενώ επρόκειτο περί ομάδος αξιωματικών; ΚΑΝ.: Βεβαίως. ΔΙΚ.: Και κάτι άλλο. Είχε προηγηθή η δίκη του «ΑΣΠΙΔΑ». ΚΑΝ.: Βεβαίως. ΔΙΚ.: Τι σκοπό είχε αυτή η δίκη; Είχε ως αντικείμενον την στρατιωτικήν πειθαρχίαν; ΚΑΝ.: Διατί να μπούμε εις την δίκην του «ΑΣΠΙΔΑ»; ΔΙΚ.: Το αδίκημα δια το οποίον κατηγορύνται τώρα οι κατηγορούμενοι, είναι η στάσις και η έννοια της στρατιωτικής πειθαρχίας. Είχε προηγηθή μια άλλη δίκη, δι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπόν. ΚΑΝ.: Εκείνη η υπόθεσις δεν είχε μπήκαν εις τον δρόμον της ουσιαστικής οργανώσεως. Ήτο προπαρασκευαστική ενέργεια δια κάποιον σκοπόν. Δεν νομίζω ότι πρέπει να μπούμε εις το θέμα του «ΑΣΠΙΔΑ». ΠP.: Πολύ σωστά. Οι κύριοι υπερασπισταί ημπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις τώρα.

Η αφετηρία της συνωμοσίας

ΥΠ.: Κύριε Πρόεδρε, ηρωτήθητε προηγουμένως από της έδρας, περί του χρόνου προετοιμασίας της επεμβάσεως των Ενόπλων Δυνάμεων και είπατε ότι δεν μπορέσατε να τον προσδιορίσητε επακριβώς. ΚΑΝ.: Δεν έχω στοιχεία. ΥΠ.: Μήπως τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μετά από τόσα γεγονότα, μπορείτε να μας είπητε περίπου, ποίος ήτο ο χρόνος προετοιμασίας; ΚΑΝ.: Κύριε συνήγορε, πιθανολογούνται πολλά, και υπάρχουν στοιχεία και ενδείξεις ότι το 1958 εσκέπτοντο και τα έχω γράψει διότι μου τα είπε ο στρατηγός Νικολόπουλος τότε, ή μάλλον αργότερα, και μου τα είχεν είπει και ο στρατηγός Φροντιστής, κατά το διάστημα της επταετίας. Αλλά δεν έχω άμεσον αντίληψιν του πράγματος και ως μάρτυς δεν θα ήθελα να είπω τίποτε άλλο, εκτός από εκείνα τα οποία γνωρίζω προσωπικώς. ΥΠ.: Θέλετε να πάρωμεν ως αφετηρίαν το 1958, που σας είπαν άλλοι; ΚΑΝ.: Λέγεται ότι και από το 1956 εισηγήθησαν

309


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων εις τον τότε αρχηγόν του Επιτελείου στρατηγόν Γκίκαν να προλάβουν τις εκλογές και να κάνη ορισμένες ενέργειες ο στρατός. Ο κ. Γκίκας με εβεβαίωσε, κατά το διάστημα της δικτατορίας, ότι αυτό δεν είχε γίνει ποτέ. Και βασίζομαι εις αυτά τα οποία μου είπον. Δεν ημπορώ να ισχυρισθώ κάτι το οποίον, κατά τρόπον απτόν, δεν έχω ο ίδιος ψαύσει. ΥΠ.: Εγώ μένω εις το περίπου χρονικόν διάστημα που αναφέρατε προηγουμένως. Σας ερωτώ. Όταν λέγετε εις την κατάθεσίν σας και το επαναλαμβάνετε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι αντιστράτηγοι εσκέπτοντο... ΚΑΝ.: Ορισμένοι. ΥΠ.: Ορισμένοι... να οδηγήσουν την χώραν εις μιαν εκτροπήν, εις την οποίαν δεν θα συνεφώνει και ο Βασιλεύς. Η απόφασις αυτή των αντιστρατήγων πότε ελήφθη; ΚΑΝ.: Δεν το ηξεύρω. ΠΡ.: Ξέρετε εάν ελήφθη απόφασις ή ήτο απλώς εκ των υστέρων... ΚΑΝ.: Από όσα μου είπεν ο αντιστράτηγος Χρήστος Παπαδάτος, επρόκειτο να ληφθή απόφασις την ημέραν εκείνην, δηλαδή την 20ήν Απριλίου. Δεν ηξεύρω εάν είχε γίνει προηγουμένως σύσκεψις. Δεν είχον γνώσιν εγώ αυτών των πραγμάτων. Απλώς διεδίδοντο. Δεν υπήρχον στοιχεία. Υπήρχον ενδείξεις. ΥΠ.: Πώς εξηγείτε την σύμπτωσιν να έχη αρχίσει η προετοιμασία προ τόσων ετών που λέγουν... με την τυχόν ληφθείσαν απόφασιν υπό των αντιστρατήγων, πώς συνέπεσε δηλαδή το χρονικόν διάστημα της επεμβάσεως... ΚΑΝ.. Συνδέετε δυο πράγματα άσχετα, διότι οι αντιστράτηγοι, κατ’ αρχήν, νομίζω ότι δεν είχον καμίαν σχέσιν με όσα εσκέπτοντο άλλοι αξιωματικοί νεώτεροι από το 1956, 1958, εάν εσκέπτοντο και εάν το έκαμαν. Δεν γνωρίζω. Πάντως οι αντιστράτηγοι κατείχοντο από μιαν φοβίαν, σχετικώς με την εξέλιξιν των πολιτικών πραγμάτων, φοβίαν αδικαιολόγητον, όπως είπα,· και φοβίαν η οποία οδηγεί πολλές φορές εις στραβά βήματα της Ιστορίας. Διότι δεν είναι μόνον τα στραβά βήματα των ιδίων των στρατηγών. Εάν παρασύρουν την Ιστορίαν, τότε στραβαίνει και εκείνη. Και αυτά είναι από τα πλέον επικίνδυνα πράγματα. ΥΠ.: Σας ηρώτηοα, κ. Πρόεδρε, περί της συμπτώσεως της επεμβάσεως το μεν των στρατηγών, το

δε των κατηγορουμένων. Εάν θέλετε δώσατέ μου μιαν εξήγησιν και τελείωσα εγώ. ΚΑΝ.: Πάντως οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι προέβησαν εις το κίνημα τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου, είχον τοποθετηθή εις την Αθήνα από την ανωτάτην στρατιωτικήν ηγεσίαν και κυρίως από τον αρχηγόν του Επιτελείου. Έχω την γνώμην επί τη βάσει των όσων επληροφορήθηκα εκ των υστέρων, ότι ήσαν εν γνώσει των προθέσεων ορισμένων αντιστρατήγων να προβούν σε διάβημα προς τον Βασιλέα. Αλλά δεν φαντάζομαι ότι θα ήτο δυνατόν να σκεφθούν οι αντιστράτηγοι ότι αυτοί τους οποίους είχαν οι ίδιοι επιλέξει και τοποθετήσει σε εμπιστευτικές θέσεις, θα εστρέψοντο τελικώς εναντίον τους. Διότι διαφορετικά δεν θα τους είχαν επιλέξει. Αυτό είναι καθαρά λογικός συλλογισμός. Δεν έχομεν όμως καμμίαν δυνατότητα να τον στηρίξωμεν επί πραγματικών περιστατικών. ΠΡ.: Έτερος συνήγορος υπερασπίσεως θέλει να υποβάλλει ερωτήσεις; ΥΠ.: Ελάχιστες ερωτήσεις θα υποβάλω εις τον σεβαστόν Πρόεδρον και σοφόν Ακαδημαϊκών διδάσκαλον. Κύριε Πρόεδρε, είπατε ότι επήγατε εις το λεγόμενον Πεντάγωνον περί την 3ην πρωϊνήν της 21ης Απριλίου και ότι αναχωρήσατε το απόγευμα της 22ας Απριλίου. Καθ’ όλον αυτό το διάστημα αντελήφθητε εκεί την παρουσία του στρατηγού Ζωιτάκη; ΚΑΝ.: Όχι.

Μπορούσε να ανατραπή η κατάστασις αν ο Βασιλεύς...

ΥΠ.: Είπατε προηγουμένως, κ. Πρόεδρε, ότι εις τον τότε Βασιλέα προετείνατε δυο λύσεις, την πρώτην λύσιν την οποίαν ερωτώμενος υπεστηρίξατε, κατά την οποίαν έπρεπε να αντιτάξη σθεναράν αντίστασιν εις την κίνησιν, και την δευτέραν του συμβιβασμού. Εάν ο τότε Βασιλεύς εδέχετο την ιδικήν σας γνώμην ότι έπρεπε να αντιδράση υπήρχε ελπίς επιτυχίας εις την αντίδρασιν αυτήν την οποίαν θα εφιλοτέχνει ο τότε Βασιλεύς; ΚΑΝ.: Νομίζω ναι. ΠΡ.: Έχετε την γνώμην ότι οι κατηγορούμενοι δεν ήταν τόσο αποφασισμένοι, ώστε να μην υπακούσουν και στον Βασιλέα; ΚΑΝ.: Έχω την γνώμην ότι το μεσημέρι και το απόγευμα μέχρι της ορκωμοσίας του Εισαγγελέως του

310


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Αρείου Πάγου είχαν βρεθή σε πολύ δύσκολη θέση, διότι όλη η Ανωτάτη Ηγεσία, εκτός δυο ή τριών αντιστράτηγων, είχε δείξει διάθεσιν αρνητικήν. Ένας αριθμός αξιωματικών, μέσα εις το ίδιο το Πεντάγωνο, είχε αντιδράσει ψυχικά. Εγώ είδα με τα μάτια μου, όταν με μετέφεραν στον τρίτο όροφο, ταξίαρχον με πολιτικήν περιβολήν να διαπληκτίζεται και να πιάνεται στα χέρια με κάποιον, ο οποίος τον πέταξε μέσα σε ένα κελλί. Επίσης, ο ναύαρχος Εγκολφόπουλος είχε αρνηθή να σύμπραξη. Ο ναύαρχος Αυγέρης εδέχθη τελικώς, μετά από θερμήν παράκλησιν του Βασιλέως, όπως μου διηγήθηκε ο ίδιος τουλάχιστον, δεν παρέστην κατά τις συζητήσεις αυτές, είχε πάντως αρνηθή και αυτός να συμμετάσχη της ευθύνης. Ούτε επιθυμούσαν στο βάθος κ. Πρόεδρε, εκείνοι οι οποίοι είχον αναλάβη την ευθύνην, να γίνη αντιπρόεδρος ο στρατηγός Σπαντιδάκης ή να γίνη Πρωθυπουργός ο Κόλλιας. Το θεωρούσαν ένα μεταβατικόν καθεστώς και ήθελαν να φθάσουν εις την προσωπικήν δικτατορίαν. ΠΡ.. Με συγχωρείτε, δι’ αυτό επιμένω εις την ερώτησίν μου, μήπως δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί είχαν αποφασίσει να φθάσουν σ’ αυτό που απέβλεπον, ώστε θα παραμέριζον δια της βίας και εσάς και τον Βασιλέα; ΚΑΝ.: Νομίζω ναι. Νομίζω ότι θα επετύγχανε η προσπάθεια του Βασιλέως, διότι έχω την βεβαιότητα ότι εκείνην την στιγμήν τα είχαν σχεδόν χάσει και είχαν περάσει ώρες πολλές και είχε αρχίσει να γίνεται γνωστόν και στην Αθήνα και στα Σώματα εις την Β. Ελλάδα, ότι ήταν υπόθεσις μερικών αξιωματικών. ΠΡ.: Δηλαδή εν τέλει θα υπεχώρουν οι συγκεκριμένοι μας κατηγορούμενοι; ΚΑΝ.: Νομίζω ναι, και θα ήτο προς το συμφέρον τους. ΥΠ.: Έλαβα λοιπόν την απάντησιν την οποίαν επεθύμουν κ. Πρόεδρε, και η οποία συμπορεύεται αρμονικώς με την αλήθεια. Κύριε Πρόεδρε, είπατε, ότι εις το Συμβούλων των αντιστρατήγων της 20ής Απριλίου έγινε κάποια συζήτηση περί ορισμένων σκέψεων -προσπαθώ να αντιγράψω τας φράσεις σας- διαβιβάσεων εντόνων ανησυχιών της ηγεσίας του στρατεύματος προς τον τότε Βασιλέα, δια την εξέλιξιν της πολιτικής καταστάσεως, ανησυχιών, καθ’ υμάς αδικαιολογήτων. Μήπως έχετε την πληροφορίαν εάν υπήρξε αντιγνωμία τις ορισμένων αντιστρατήγων όσον αφορά αυτό το πνεύμα το οποίο επρυτάνευε εις το Συμβού-

λιον εκείνο; ΚΑΝ.: Πρώτον, δεν ήτο κανονικόν Συμβούλιον, ήτο μια σύσκεψις ιδιωτικού χαρακτήρος. Εκράτησεν ο αρχηγός του Επιτελείου τους φίλους του αντιστρατήγους και αυτοί ήσαν πέντε αν δεν απατώμαι. Δεν εκράτησεν ούτε εκάλεσεν τον Διοικητήν της Στρατιάς, ούτε τους δυο υπαρχηγούς του Επιτελείου, ούτε τον Γενικόν Επιθεωρητήν του Στρατού. Εκεί έγινε μια συζήτησις. Βεβαίως αυτά μου τα είπε ο Χρήστος Παπαδάτος. Δεν θέλω να είπω τίποτε πέραν εκείνων τα οποία έγιναν. Δεν παρέστην. ΥΠ.: Και η τελευταία μου ερώτησις: Η εφαρμογή του σχεδίουν «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ» εις την ζώνην του Γ΄ Σώματος Στρατού, του οποίου Διοικητής ήταν μέχρι και του απογεύματος της 22ας ή 23ης Απριλίου 1967, ο κ. Ζωιτάκης, εγένετο συνεπεία διαταγής του Αρχηγού του ΓΕΣ προς τον αντικαθιστώντα τον κ. Ζωιτάκην ταξίαρχον Βιδάλην; ΚΑΝ.: Μάλιστα. ΠΡ.: Κύριε Πρόεδρε, έχετε άμεσον γνώσιν αυτού ή από πληροφορίες; ΚΑΝ.: Μου το είχε πει ο ίδιος ο Ταξίαρχος Βιδάλης, ο οποίος υπήρξε το 1942 Υπασπιστής... ΥΠ.: Αυτό είναι, κ. Πρόεδρε. Εγώ ετελείωσα με τον αξιότιμον κ. Πρόεδρον. Θα μου επιτρέψετε να κάμω μιαν διαστολήν, εν σχέσει με εκείνα τα οποία είπεν ο αξιότιμος εξ ευωνύμων κ. Εφέτης. Ο κ. Εφέτης είπεν ότι όλοι οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι έκαμαν επανάστασιν. Η θέσις του κατηγορουμένου κ. Ζωιτάκη είναι ότι δεν ανεμίχθη εις τα γεγονότα της 20ης και 21ης Απριλίου και ότι το πρώτον εκλήθη να μετάσχη της Κυβερνήσεως, ως Υφυπουργός Εθνικής Αμύνης, μετά την ορκωμοσίαν της Κυβερνήσεως Κόλια. ΥΠΕΡ.: Κύριε Πρόεδρε, ως τελική κατάληξις των ιδικών σας πληροφοριών, εάν ο εντιμότατος κ. Σπαντιδάκης δεν διέτασσε τον υποψιασθέντα κ. Βιδάλην, δεν θα εκινείτο το Γ΄ Σώμα Στρατού; ΚΑΝ.: Νομίζω, ότι δεν θα εκινείτο. Αλλά πρόκειται περί υποθέσεως. ΥΠ.: Σας το είπε αυτό ο κ. Βιδάλης. Άρα δεν πρόκειται περί υποθέσεως. ΚΑΝ.: Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ορισμένες μεραρχίες στις οποίες εξέδωσε διαταγές ο κ. Βιδάλης εξ ονόματος του διοικητού του Γ΄ Σώματος, δεν θα εκινούντο εάν δεν έπαιρναν την διαταγήν από το Γ΄ Σώμα.

311


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ΥΠΕΡ.: Οι αξιωματικοί του Γ΄ Σώματος Στρατού, κατηγορούμενοι και μη, υπήκουσαν εις την διαταγήν του φυσικού των αρχηγού, του αρχηγού του ΓΕΣ, δοθείσαν προς τον φυσικόν εκπρόσωπον του κωλυομένου και απουσιάζοντος διοικητού των. Έχω τον ταξίαρχον κ. Γκαντώνα. Βεβαίως, με την ευθυκρισίαν η οποία σας διακρίνει είπατε ότι δεν ημπορείτε να προσδιορίσετε τα κίνητρα. Εάν τα κίνητρα ήσαν όζοντα ή επιλήψιμα θα συνωδεύετο από τον κ. Παπαγεωργόπουλον, έντιμον και ευφυή; ΚΑΝ.: Δεν συνωδεύθη. Ο κ. Παπαγεωργόπουλος ήλθε το πρωί. ΥΠ.: Από πλευράς κοινής λογικής, είναι δυνατόν ένας που μετέχει προετοιμασίας ανατροπής να προσιδιάζη κατά κάποιον τρόπον ή εν πάση περιπτώσει να προφυλάσση; ΚΑΝ.: Δεν υπήρξε περίπτωσις ούτε να προσιδιάζη ούτε να προφυλάσση. Δεν είναι προφύλαξις απέναντι ενδεχομένου κινήματος. ΥΠ.: Εγώ ερωτώ, ο κληρονόμος μάχεται υπέρ της υγείας του κληρονομουμένου; Ποίαι αι προϋποθέσεις εξ αντικειμένου και εξ υποκειμένου ότι θα δημιουργήση ένα κλίμα εκτροπής; ΚΑΝ.: Αυτό να το αναπτύξετε εσείς.

Είχα πέσει θύμα ψευδών πληροφοριών

ΥΠ.: Κύριε Πρόεδρε, εις ένα Συμβούλιον του Στέμματος το οποίον εγένετο και... ΚΑΝ.: Το είπα την πρώτη ημέρα. Είπα την πρώτη ημέρα εκείνο το οποίον είπα, διότι όπως εδήλωσα, είχα πέσει θύμα ψευδών πληροφοριών. ΥΠ.: Μήπως και ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου από τις ίδιες πληροφορίες και αυτός είχε παρασυρθή να λέγει αυτά που έλεγε; ΚΑΝ.: Δεν είμαι εδώ να είπω τι έλεγε ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου. ΥΠ.: Λέγει λοιπόν «εχρησιμοποίησαν τόσα αθέμιτα μέσα. Η εξαγορά βουλευτών με τα Υπουργεία, πράγμα το οποίον έχει προκαλέσει βαθυτάτην λύπην εις όλον τον Λαόν, διότι δεν υπάρχουν ιδεολογικοί προσχωρήσεις, υπάρχει εξαγορά βουλευτών με Υπουργεία. Μόνον ως Υπουργοί φεύγουν και δεν έχει αυμβή εις το παρελθόν τοιαύτη ηθική κατάπτωσις». ΚΑΝ.: Αυτό είναι άσχετον με αυτό που ερωτήσατε εμένα. ΥΠ.: Ερωτώ και εγώ, κύριε Πρόεδρε.

ΚΑΝ.: Δεν ημπορείτε να αγορεύσετε. Πρέπει να απαντήσω και εγώ. Δεν ημπορώ να στέκομαι ως βουβός ακροατής σας, θα σας δίδω απαντήσεις εγώ. ΠΡ.: Κύριε Πρόεδρε, εγένετο η ερώτησις. Απαντήστε τώρα. ΚΑΝ.: Σε ποιο ερώτημα; ΠΡ.: Εάν ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου... ΚΑΝ.: Δεν έχει καμίαν σχέσιν αυτό με εκείνα τα οποία είπον εγώ. ΥΠ.: Είναι μια διαπίστωσις. ΚΑΝ.: Είναι μια διαπίστωσις ότι υπήρχε κάποια ανωμαλία εις την πολιτικήν ζωήν. Δεν είναι πάντοτε ο πολιτικός βίος ειδυλλιακός. Υπάρχουν και ανωμαλίες. ΠΡ.: Αυτή η διαπίστωσις απείχε χρονικώς μακριά προ της 21ης Απριλίου; ΚΑΝ.: Απείχε, κύριε Πρόεδρε. Αλλά και εάν δεν απείχε δεν θα δικαιολογούσε και πάλιν μιαν στάσιν αξιωματικών. Π P.: Μάλιστα, μάλιστα.

Δηλώσεις Καραμανλή εις την εφημερίδα «Μοντ»

ΥΠ.: Στις γνωστές δηλώσεις εις την εφημερίδα «Μοντ», που με μεγάλη χαρά τότε ψάχναμε να βρούμε για να διαβάσουμε, ο κ. Καραμανλής λέγει το εξής: «Δυο παράγοντες οδήγησαν εις το πραξικόπημα. Η ύπαρξις ορισμένου αριθμού φιλοδοξών αξιωματικών και η χρεοκοπία της Δημοκρατίας». ΚΑΝ.: Αυτή είναι η γνώμη του κ. Καραμανλή, δεν είναι ιδική μου. (χειροκροτήματα από το ακροατήριο). Π P.: Η νεαρή κοπέλλα με το μπλε η οποία εχειροκρότησε, 24 ώρες κράτηση. ΥΠ.: Θέλω να πιστεύω ότι αυτό δεν αποτελεί πολιτικήν μείωσιν του αριθμού των ακροατών του κ. Καραμανλή εις την αίθουσαν αυτήν. ΠΡ.: Απλώς τον θόρυβον θέλομεν να πατάξωμεν. Ελάτε εις τον κύριον Γραμματέα να δώσετε τα στοιχεία σας δια να εκδοθή το ανάλογον ένταλμα. ΥΠ.: Μήπως εγώ υπήρξα ο ηθικός αυτουργός με την ερώτησίν μου δια να εισηγηθώ την απαλλαγήν της; ΠΡ.: Θα τύχη ευμενούς μεταχειρίσεως εν συνεχεία. ΥΠ.: Και συνεχίζει ο κ. Καραμανλής. Εάν δεν υπήρχε ο εις εκ των δυο αυτών παραγόντων το πραξικόπημα ουδέποτε θα επραγματοποιείτο. Ουδείς δύναται να ανατρέψη ένα υγιές καθεστώς. Η μακρά

312


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

πείρα των πολιτικών μας φιλοσόφων μας εδίδαξεν ότι η τυραννία είναι αναπόφευκτος, όπου υπάρχει διαφθορά. Δύναται να λεχθή ότι η Δημοκρατία εδολοφονήθη υπό καθεστώς ελευθερίας. Οι συνταγματάρχαι απλώς έδωσαν την χαριστικήν βολήν. Υπήρχε διαφθορά εις τον πολιτικόν κόσμον της εποχής εκείνης, κύριε Πρόεδρε; Ναι ή ου;

Ο πολιτικό κόσμος της χώρας μας

ΚΑΝ.: Μη με προκαλείτε, κύριε συνήγορε. Όταν θίγεται η τιμή του πολιτικού κόσμου, κύριε Πρόεδρε, θα απαντήσω εγώ. Κύριοι, επί έτη, ορισμένοι εκ των κυρίων αυτών εκατασυκοφάντησαν τον πολιτικόν κόσμον. Είπον ότι ήτο φαύλος. Και καμμία χώρα, κύριε Πρόεδρε, δεν έχει τόσον έντιμους πολιτικούς όπως έχει η Ελλάς. Ημπορεί να υπήρξαν ορισμένοι οι οποίοι υπήρξαν διεφθαρμένοι όπως συμβαίνει εις όλας τας τάξεις. Αλλά το βασικόν ήθος των Ελλήνων πολιτικών υπήρξε πάντοτε η εντιμότης και η φτώχεια. Και μη με προκαλείτε διότι δεν ξεύρω τι έγινε στην επταετία. Αυτά θα τα ιδούμε σε άλλες δίκες. ΥΠ.: Είπατε ότι μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1965 εδημιουργείτο τεχνητώς μια ατμόσφαιρα πλάνης και... ΚΑΝ.: Εδημιουργείτο και μετά, αλλά δεν είμαι εγώ θύμα αυτών των πληροφοριών. ΥΠ.: Στις 14 Ιουλίου του 1966 είπατε στην Βουλή τα εξής: «Δια πάντα πολίτην σεβόμενον τους θεσμούς, η 15η Ιουλίου είναι επέτειος αποκρούσεως του κινδύνου υπονομεύσεως του εθνικού χαρακτήρος των Ενόπλων Δυνάμεων και ματαιώσεως της επιδιωχθείσης απαραδέκτου παρατάσεως εις την δικαστικήν διαλεύκανσιν μιας αντεθνικής αντιδημοκρατικής συνωμοσίας εις το στράτευμα. Είναι επίσης επέτειος της οικτρός διαλύσεως μιας πλειοψηφίας η οποία δεν ήτο δυνατόν...». Αυτή η ιδική σας διαπίστωσις, κύριε Πρόεδρε, εις τας 14 Ιουλίου 1966, επομένως εκτός βολής των επιτηδείων προσπαθειών, είναι διαπίστωσις μιας καταστάσεως η οποία επεκράτει εις όχι μακρόν χρόνον από την εποχήν εκείνην;

Και πάλιν περί «ΑΣΠΙΔΑ»

ΚΑΝ.: Κύριε συνήγορε θα σας πω. Επίστευα ακόμα ότι η υπόθεσις ΑΣΠΙΔΑ ήτο μια σοβαρά και μεγάλης εκτάσεως συνωμοσία. Αλλά δεν ήταν. Και όταν λίγους μήνες αργότερα πήγα ως μάρτυς εις το δικα-

στήριον, ηρκέσθην εις ελάχιστος λέξεις, διότι είχον πεισθή πλέον ότι δεν ήταν παρά μόνον μια μικρά προσπάθεια ελαχίστων αξιωματικών να κάμουν, ενδεχομένως, μιαν αντιοργάνωσιν προς τον ΙΔΕΑ. Βέβαιος δι’ αυτό κατέθεσα όταν επήγα μάρτυς. Είπα ότι δεν γνωρίζω τίποτε άλλο παρά ό,τι εδιάβασα εις τας εφημερίδας. Θα έπρεπε λοιπόν να έχετε υπ’ όψιν σας και την κατάθεσίν μου η οποία εγένετο μεταγενεστέρως. ΥΠ.: Κύριε Πρόεδρε, ο ίδιος ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου, εις το πρόσφατον βιβλίον του το οποίον έχω ανά χείρας, περί της υποθέσεως ΑΣΠΙΔΑ, είναι περισοότερον κατηγορηματικός. ΚΑΝ.: Δικαίωμά του. ΠΡ.: Δεν ξεύρει ο μάρτυς. Είπε, δικαίωμά του. Απήντησε, δεν γνωρίζει. ΥΠ.: Ο Τύπος την εποχήν εκείνην, κύριε πρόεδρε, πώς έβλεπεν την κατάστασιν; Υφίστατο και εκείνος τας ιδίας πλανεράς προσπαθείας; ΚΑΝ.: Βεβαίως. ΥΠ.: Και εάν π.χ. σας αναγνώσω μια περικοπή της κυρίας Βλάχου. ΚΑΝ.: Δεν είναι εδώ η κυρία Βλάχου. Εγώ είμαι εδώ. ΥΠ.: Θα κάμωμεν μιαν κριτικήν, κύριε Πρόεδρε. Επιτρέπετε; ΚΑΝ.: Η κα Βλάχου ημπορεί να έχει όποιες θέλει ιδέες και όποιες θέλει εντυπώσεις. Εγώ σας λέγω ποίες ήσαν οι δικές μου εντυπώσεις. Μέχρι ορισμένου χρονικού ορίου, είχα πέσει θύμα ψευδών πληροφοριών των οποίων απηλλάγην έκτοτε, διότι έμαθα και πολλά άλλα τα οποία δεν επιθυμώ να είπω και ούτε να ομιλήσω δια το τι συνέβη εις τον Έβρον. Ούτε να ομιλήσω δια το τι συνέβη τον Μάρτιον του 1967 και μάλιστα σε μια Αθηναϊκή εφημερίδα η οποία υπεστήριξε το καθεστώς. Προτιμώ να μην τα πω. Να σας πη ο τότε Υπουργός Δημοσίας Τάξεως τι επίστευε δια τας γνώμας εκείνας. Παρακαλώ, μη προχωρείτε περαιτέρω.

Από πού έρχονταν οι πληροφορίες

ΣΥΝ.: Θα είχατε την καλωσύνη να είπητε εις το Δικαστήριο δια να μη μένωμεν εις το σκότος, ποίοι σας έδωσαν τας πληροφορίας εκείνας; ΚΑΝ.: Δεν έχω καμμίαν υποχρέωσιν να σας το πω. ΣΥΝ.: Έχετε δικονομικήν υποχρέωσιν. ΚΑΝ. Δεν έχω υποχρέωσιν διότι πρόκειται περί μιας υπηρεσίας, η οποία έστελνε ορισμένα δελτία, τα

313


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος οποία προήρχοντο από ορισμένος αρμοδίας υπηρεσίας. ΣΥΝ.: Τότε, το 1965, την αρμοδίαν υπηρεσίαν, την ΓΔΕΑ, την είχε διορίσει η Κυβέρνησις Στεφανοπούλου; Ποίος προΐστατο αυτής; ΚΑΝ.: Ήτο ο Αντιστράτηγος Τζανετής της μιας υπηρεσίας, και της άλλης προΐστατο ο αντιστράτηγος Παπαγεωργόπουλος, με υπαρχηγόν τον Ταξίαρχον Ζαχαράκην. ΣΥΝ.: Μήπως εις τας συσκέψεις εκείνας μετείχε και ο Αρχηγός του ΓΕΕΘΑ Αντιστράτηγος Τσολάκας; ΚΑΝ.: Εγώ δεν μετείχον των συσκέψεων εκείνων, καμμιάς συσκέψεως, και δεν είχον επικοινωνίαν τότε με τον στρατηγόν Τσολάκαν. Δεν μου έδωσε δηλαδή εκείνος τα στοιχεία. ΣΥΝ.: Μήπως κατά συνέπειαν ήσαν αυτοί οι οποίοι σας παρεπλάνησαν; ΚΑΝ.: Τι τα θέλετε αυτά; Όλα τα αναγραφέντα περί οπλοστασίων των κομμουνιστών κ.λπ. Διατί δεν τα ανεκάλυψαν αυτοί οι κύριοι όταν εγένοντο δικτάτορες; ΣΥΝ.: Μπορεί να τα ανεκάλυψαν και να μην τα ανεκοίνωσαν (γέλια). Αυτά τα φοβερά πράγματα, τα οποία ελέγατε εις το Συμβούλιον του Στέμματος, δηλαδή την εξαφάνισιν του χωροφύλακος και λοιπά, δεν δημιουργούν γενικωτέραν φοβίαν, η οποία φοβία άρχιζε από χαμηλότερα και έφθανε εις τα ανώτερα στρώματα; Λέγατε, παραδείγματος χάριν, ότι η ύπαρξις και το κύρος του Κράτους εις την ύπαιθρον έχουν μηδενισθή. Οι χωροφύλακες κρύπτονται κ.λπ. ΚΑΝ.: Αυτό το είπα την πρώτην ημέρα του Συμβουλίου του Στέμματος. Είχα ορισμένα στοιχεία, ότι εις ορισμένα χωριά οι χωροφύλακες υφίστανται εκβιασμόν. Όφειλα να τα είπω τότε εις το Συμβούλιον του Στέμματος. Είπα ό,τι ενόμιζα ότι ήτο ορθόν.

Για τη Νεολαία Λαμπράκη

ΣΥΝ.: Εις την Βουλήν απεκαλύψατε ότι τα μέλη της Νεολαίας Λαμπράκη έφθασαν από 23 εις 65.000, επίσης ότι εις μιαν συνοικίαν της Θεσσαλονίκης η οργάνωσης Λαμπράκη απέκτησε 125 μέλη. ΚΑΝ.: Έκανα εις την Βουλήν κριτικήν πολιτικήν και είπα ότι η πολιτική η οποία ακολουθείται είχε αυτά τα αποτελέσματα. Η Πολιτεία δεν αποκλείει να προσχωρούν εις την οργάνωσιν Λαμπράκη και άλλα μέλη. Εγώ απλώς το επεσήμανα. Και επεσήμανα

επίσης και τους τρόπους με τους οποίους είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν αυτά τα ρεύματα. Πολλές φορές επισημαίνομεν ορισμένες τάσεις που υπάρχουν εις ένα τάδε ρεύμα δια να ενισχύσωμεν το ενδιαφέρον ενός ετέρου πολιτικού ρεύματος. Αυτό όμως δεν κόβει το λαιμό της Δημοκρατίας. ΣΥΝ.: Είχατε πεισθή ότι η Ελλάδα είχε κινδύνους; ΚΑΝ.: Όχι. Όχι. Επιτρέψατέ μου να είπω, ότι πάντοτε υπάρχουν εις την Δημοκρατίαν, ή όχι πάντοτε, εις ορισμένος περιόδους, υπάρχουν κίνδυνοι. Τους κινδύνους αυτούς όταν τους διαπιστώνη ένας πολιτικός κρίνοντας από την ιδικήν του σκοπιά, τους καταγγέλλει και αγωνίζεται, και λέγει ότι υπάρχουν κίνδυνοι προερχόμενοι από την πλευράν αυτήν, και φθάνει εις τον αγώνα. Αλλά ύστερα από όσα είπα την ημέραν εκείνην, να ανεύρετε όλας τας ομιλίας μου μέχρι του Φεβρουαρίου του 1967 προς την νεολαίαν της ΕΡΕ, και θα είδητε ότι τους παρώτρυνα εις έργα με τα οποία θα ηδύναντο να αντιμετωπίσουν το θέμα το οποίον εδημιουργήθη, εις τρόπον ώστε να δημιουργηθή μια ισορροπία εις την ζωήν της Δημοκρατίας. Αυτή είναι η πάλη των ιδεών και των κομμάτων εις τα πλαίσια της Δημοκρατίας. ΣΥΝ.: Μάλλον κινδύνους επεσημάνατε, εθνικούς κινδύνους και όχι ιδεολογικήν πάλην. ΚΑΝ.: Εάν επεσήμανα τοιούτους κινδύνους, ως τους εννοείτε εσείς, κινδύνους που θα επέτρεπον εκείνα που έκαναν αυτοί οι κύριοι, τότε θα προχωρούσα εις εκλογάς; Και μόνο το γεγονός ότι απεφάσισα να προχωρήσωμεν εις τας εκλογάς δεν αποκλείει την ύπαρξιν αυτών των κινδύνων; Εάν υπάρχουν κίνδυνοι, μέσα εις τα όρια της Δημοκρατίας, μέσα εις τα πλαίσια και μόνον της Δημοκρατίας, ήτο δυνατόν οι κίνδυνοι αυτοί να αντιμετωπισθούν. Και επειδή πιστεύω εις την Δημοκρατίαν και εις το ότι η Ελλάς και η Δημοκρατία είναι ταυτόσημοι, δι’ αυτό την Ελλάδα θα προσπαθούσα να την σώσω δια της Δημοκρατίας. ΣΥΝ.: Η Δημοκρατία προϋποθέτει την απόλυτον προσαρμογήν και πίστιν εις τους Συνταγματικούς Θεσμούς, ναι ή όχι; ΚΑΝ.: Δεν θα κάμω θεωρητικήν ανάπτυξιν. ΣΥΝ.: Ήτο επιτρεπτή συνταγματικώς η πτώσις του Γεωργίου Παπανδρέου; ΠΡ.: Μην απαντάτε, κύριε μάρτυς. ΣΥΝ.: Από κει ξεκινάει το κακό. Ήκουσα άλλοτε μάθημα κοινωνιολογίας από τον κύριο μάρτυρα και

314


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

έχω επ’ αυτού ορισμένος απορίας. Δι’ αυτό επιμένω εις την απάντησιν. ΚΑΝ.: Δεν είναι ανάγκη να απαντήσω διότι ανέπτυξα το θέμα και γνωρίζετε τας θέσεις μου. ΠΡ.: Μη προχωρείτε επ’ αυτού διότι η ερώτησις απηγορεύθη. ΣΥΝ.: Διατί η ΕΡΕ εστήριξε τους αποστάτας; ΠΡ.: Μην απαντάτε. Η Δικονομία απαγορεύει τας εκτός του θέματος ερωτήσεις. ΚΑΝ.: Κύριε Πρόεδρε, παρακαλώ να μου επιτρέψητε να απαντήσω διότι δεν είναι δυνατόν να αιωρείται ένα τοιούτον ερώτημα. Θίγεται η ιδική μου αξιοπρέπεια και παρακαλώ να μου δοθή η άδεια να απαντήσω. ΠΡ.: Εφ’ όσον απηγορεύθη η ερώτησις δεν αιωρείται πλέον. ΚΑΝ.: Εγένετο όμως η ερώτησις. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τας οποίας θα πρέπει Κύριε Πρόεδρε, να ερμηνεύετε ευρύτερα την δικονομίαν. Υπήρξα αρχηγός Κόμματος τότε και δεν είναι δυνατόν να μου απαγορεύσετε να απαντήσω. ΠΡ.: Η ερώτησις αυτή θεωρείται ως ουδόλως υποβληθείσα. ΚΑΝ.: Δι’ υμάς. Όχι και δια τον Ελληνικόν Λαόν.

Και πάλιν για την στάσιν του Βασιλέως

ΣΥΝ.: Εγένετο συζήτησις δια το πώς αντιμετώπισεν ο Βασιλεύς την κατάστασιν. Θα ήθελα να ερωτήσω τούτο. Ο Βασιλεύς, όταν ώρκισε την Κυβέρνησιν εκείνην, ευρίσκετο υπό καθεστώς απολύτου ψυχραιμίας, ή ετέλει υπό καθεστώς απειλών και πιέσεων; ΚΑΝ.: Ευρίσκετο υπό πίεσιν. ΣΥΝ.: Είπατε ότι επέλεξε την οδόν του συμβιβασμού. ΚΑΝ.: Είπα ότι εφοβείτο και ήθελε να αποφύγη την αιματοχυσίαν. Ευρίσκετο δε υπό την πίεσιν νεωτέρων αξιωματικών οι οποίοι τον παρηκολούθουν. ΥΠΕΡ.: Κύριε Πρόεδρε, μήπως περιήλθεν εις γνώσιν σας, διότι το αναφέρει ο κος Παπανδρέου, ότι είχε προετοιμασθή πραξικόπημα δια την 13ην Μαΐου; ΚΑΝ.: Όχι. ΥΠΕΡ.: Το αναφέρει τούτο ο κ. Παπανδρέου εις την σελίδα 322. ΠΡ.: Να το αφήσετε και να ερωτήσετε τον κ. Παπανδρέου.

ΥΠ.: Τον ερωτώ, διότι ο κ. Πρόεδρος ήτο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως και είχε ορισμένος επαφάς μετά του πατρός Παπανδρέου και επομένως θα έπρεπε να γνωρίζει. Εις μιαν περικοπήν του βιβλίου του ο κ. Παπανδρέου διευκρινίζει, ότι «ο βασιλεύς είχε λάβει αυθαίρετον απόφασιν να διαλύση την Βουλήν και να προκηρύξη εκλογάς την 13ην Μαΐου»... ΚΑΝ.: Αυτή είναι η γνώμη του κ. Ανδρέα Παπανδρέου και όχι ιδική μου. ΥΠ.: Ερωτώ, εάν την αποκηρύσσετε και, αν θέλετε, να σας την αναγνώσω και πάλιν. ΠΡ.: Δεν χρειάζεται. ΥΠ.: Θα ήθελα να μου απαντήσετε εάν την αποκηρύσσετε, ή να αναμένω τον κ. Παπανδρέου; ΚΑΝ.: Να αναμένετε τον κ. Παπανδρέου. ΥΠ.: Θα ήθελα να μου απαντήσετε εάν την αποκηρύσσετε.... ΚΑΝ.: Είσθε περίεργος. ΥΠ.: Είμαι περίεργος δια να μάθω. ΚΑΝ.: Να βεβαιωθείτε, ότι δεν θα είναι καλό δια την σταδιοδρομίαν σας αυτό. ΥΠ.: Τερματίζω την σταδιοδρομίαν μου. Ο γιος μου να είναι καλά, ο οποίος θα με διαδεχθή. ΠΡ.: Καλύτερα να τελειώνετε. ΥΠ.: Ευχαριστώ, αυτά ήθελα να ερωτήσω. ΠΡ.: Να υποβάλλη ερωτήσεις ο έτερος των κ.κ. συνηγόρων (του κ. Σπαντιδάκη).

Ο συνήγορος του Σπαντιδάκη

ΣΥΝ.: Κύριε Πρόεδρε, συνελήφθητε την 2αν πρωινήν και ωδηγήθητε εις το Πεντάγωνον. Είχε κυριαρχήσει το κίνημα εντός του λεκανοπεδίου της Αττικής; ΚΑΝ.: Νομίζω όχι. ΣΥΝ.: Γνωρίζετε περίπου πότε κυριάρχησε; ΚΑΝ.: Δεν το γνωρίζω, διότι την στιγμήν εκείνην δεν είχα την δυνατότητα να επικοινωνήσω. ΣΥΝ.:Γνωρίζετε, εάν ο τότε αρχηγός του ΓΕΣ στρατηγός Σπαντιδάκης συνελήφθη υπό δυο ενόπλων ταγματαρχών; ΚΑΝ.: Νομίζω, ότι όταν μετήχθην εγώ, δεν ευρίσκετο εκεί κανείς. ΣΥΝ.: Δεν είχε μεταχθή ακόμη; Γνωρίζετε διατί δεν είχε μεταχθή ακόμη; ΚΑΝ.: Τα ανέγνωσα εις τας εφημερίδας. ΣΥΝΗΓ.: Πολύ καλά. Επειδή γνωρίζω ποίος είσθε, και επειδή υπήρξατε πανεπιστημιακός μου διδά-

315


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος σκαλος της Κοινωνιολογίας, σας ερωτώ ευθέως: Πιστεύετε ότι ο στρατηγός Σπαντιδάκης, εγνώριζε ότι θα εκδηλωθή πραξικόπημα την νύκτα εκείνη; ΚΑΝ.: Είμαι βέβαιος ότι δεν το εγνώριζε. ΣΥΝ.: Είσθε βέβαιος ότι δεν το εγνώριζε. Διότι άλλως δεν υπήρχε λόγος να συλληφθή και να οδηγηθή εις το Πεντάγωνον. ΚΑΝ.: Αυταί ήσαν αι σκέψεις μου. ΣΥΝΗΓ.: Πολύ ορθαί αι σκέψεις σας. Αλλά σας ηρώτησε ο αξιότιμος κ. Εφέτης εάν δεν έκανε τούτο ή εκείνο. Αυτό σημαίνει, ότι ο Στρατηγός Σπαντιδάκης σκεφθείς ως εσκέφθη, μήπως ηθέλησε να συναντήση και αυτός τον Βασιλέα και να αποφευχθή το αιματοκύλισμα, διότι οι κινηματίαι είχον κυριαρχήσει εις το λεκανοπέδιον της Αττικής. ΚΑΝ.: Πιθανόν. Αλλά πάντως δεν θα ήτο η ιδική μου γνώμη και ίσως και αρκετών άλλων. Αργότερον εσκέφθην έτσι. ΣΥΝΗΓ.: Δεν θέλω τίποτε άλλο. Ευχαριστώ. ΠΡ.: Να υποβάλη ερωτήσεις έτερος συνήγορος (του Σταματελοπούλου).

Ο συνήγορος του Σταματελοπούλου

ΣΥΝΗΓ.: Κύριε Πρόεδρε, έχετε την καλωσύνην να μου είπητε το εξής. Και επειδή κατά την διάρκειαν της 7ετίας παραμείνατε εις την χώραν μας και είχατε ιδίαν αντίληψιν των πραγμάτων που συνέβαινον. Θα ζητήσω να μου είπητε κάτι, το οποίον έχει μεγάλην σημασίαν δια τον κατηγορούμενον Σταματελόπουλον, τον οποίον υποστηρίζω. Είχατε αναγνώσει τας ορθογραφίας τας οποίας έκανε εις την εφημερίδα «Βραδυνή» κατ’ επανάληψιν και επί μακράν σειράν ετών σχετικώς με το θέμα; Μ.: Βεβαίως, κύριε. ΣΥΝΗΓ.: Μήπως ημπορείτε να πληροφορήσετε το Δικαστήριον, διότι από σας και από άλλους μάρτυρες θα το πληροφορηθή, ποία ήτο η στάσις του απέναντι του καθεστώτος καθ’ όλην την διάρκειαν που σας ηρώτησα προηγουμένως; ΚΑΝ.: Κύριε συνήγορε, από ορισμένην στιγμήν και πέρα -δεν ηξεύρω ποία ήτο η προηγουμένη ανάμειξις του κ. Σταματελοπούλου εις το κίνημα της 21ης Απριλίου- διεχώρισε τας ευθύνας του και την θέσιν του κατά των κρατούντων τότε και επιβληθέντων δια της βίας. Εδημοσίευσε εις την εφημερίδα «Βραδυνή» σειράν άρθρων μέχρι και του 1974. Τα άρθρα αυτά έδειχναν την πλήρη διαφωνίαν του προς εκείνους με τους οποίους πάντως είχε προηγουμένως

δεσμούς. Δεν έδειχναν -διότι πρέπει να είπω την αλήθειαν- γνησίαν δημοκρατικήν ιδεολογίαν, πράγμα το οποίον θα ηυχόμην, διότι το εύχομαι όλοι οι αξιωματικοί να διέπωνται από δημοκρατικήν ιδεολογίαν, αλλά έδειχναν αντίθεσιν και μιαν απόφασιν να αντιμετώπιση σθεναρά εκείνους με τους οποίους άλλοτε συνειργάσθη. Και το εξήγησε ο ίδιος με τα άρθρα του. Δεν πρόκειται να επαναλάβω όσα έγραφε, ούτε είναι δυνατόν να μιμηθώ το ύφος το οποίον εχρησιμοποίησε. ΣΥΝΗΓ.: Γνωρίζετε εάν την εποχήν εκείνην υπήρξαν τέτοιοι συνθήκαι εις τας οποίας να επιτρέπεται η ανάπτυξις μεγαλυτέρας δημοκρατικής δραστηριότητος τουλάχιστον εις την αρθρογραφίαν; ΚΑΝ.: Δεν ομιλώ δια την δραστηριότητα, αλλά δια τον τρόπον του σκέπτεσθαι. ΣΥΝΗΓ.: Μάλιστα ο τρόπος του σκέπτεσθαι. Άφηνε τον δυνάμενον την εποχήν εκείνην να αναπτυχθή; ΚΑΝ.: Όχι. Ημπορούσε να διωχθή δι’ εκείνα τα οποία εδημοσίευσεν. Δεν ηξεύρω διατί δεν προέβησαν εις την δίωξίν του. ΣΥΝΗΓ.: Γνωρίζετε επίσης ότι παρηκολουθείτο με τον γνωστόν τρόπον με τον οποίον παρηκολουθούντο και άλλοι οι οποίοι έβαλλον κατά του καθεστώτος; ΚΑΝ.: Όχι. Μου το είχεν είπει κάποτε ο ιδιοκτήτης της «ΒΡΑΔΥΝΗΣ», αλλά δεν είχα καμμίαν επαφήν και δεν εγνώριζον τι συνέβαινε με τον κ. Σταματελόπουλον. ΣΥΝΗΓ.: Μήπως γνωρίζετε κανέναν άλλον αρθογράφον από αυτούς που έγραφαν κατά του καθεστώτος ή εις το εσωτερικόν ή εις το εξωτερικόν, κατά την διάρκειαν της 7ετίας; ΚΑΝ.: Υπήρξαν μερικοί, οι οποίοι κατά τρόπον έμμεσον ή άμεσον έβαλλον κατά του καθεστώτος. ΣΥΝΗΓ.: Υπήρξε, όμως, κανείς κατά τρόπον τακτικόν, καθ’ έκαστον Σάββατον, και όπως ακριβώς ο κ. Σταματελλόπουλος και όχι με παρεπόμενα και υπονοούμενα; Υπήρξεν κανείς εν Ελλάδι κατά την διάρκειαν της 7ετίας; ΚΑΝ.: Από άρσεως της λογοκρισίας, η οποία συνυφάνθη με κίνδυνον ακόμη μεγαλύτερον δια τας εφημερίδας, νομίζω ότι δεν υπήρχεν άλλος. ΣΥΝΗΓ.: Ήτο ο μοναδικός κατά την διάρκειαν του καθεστώτος της 7ετίας; ΚΑΝ.: Δεν ημπορώ να κάνω σύγκρισιν δι’ άρθρα των οποίων δεν γνωρίζω το περιεχόμενον. ΠΡ.: Δεν μας ενδιαφέρει η δράσις του κατηγορου-

316


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

μένου. ΣΥΝΗΓ.: Μας ενδιαφέρει, διότι πρέπει να ηξεύρωμεν ποία ήτο η στάσις του κατηγορουμένου. Αυτά ήθελα να ερωτήσω, τίποτε άλλο. ΠΡ.: Σας ευχαριστούμεν, κύριε Πρόεδρε, και μας συγχωρείτε. ΚΑΝ.: Και εμέ να με συγχωρείτε, επειδή εις ωρισμένας στιγμάς υπήρξα έντονος, διότι η υπόθεσις δεν αναφέρεται εις ένα μάρτυρα, αλλά εις έναν άνθρωπον ο οποίος εδοκίμασε όσα εδοκίμασε κατά το διάστημα της 7ετίας και κατά το διάστημα 45 ετών πολιτικής ζωής. ΠΡ.: Κύριε Πρόεδρε, ο κ. Σπαντιδάκης θέλει να σας υποβάλη μερικός ερωτήσεις.

Ερωτά ο ίδιος ο Σπαντιδάκης

ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Ερωτώ διότι... ΠΡ.: Ερωτάτε εσείς και ημείς θα αξιολογώμεν διατί το ερωτάτε. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: ... έκαναν χρήσιν του ονόματός μου, ότι ο Αρχηγός του ΓΕΣ τους απέστειλε δια να σας συλλάβουν; ΚΑΝ.: Ηθέλησα να επικοινωνήσω μαζί σας και με ημπόδισαν. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Μας ομιλήσατε περί. καταστάσεως κομμουνιστικού κινδύνου και ότι ήτο πλασματική και δεν υπήρχε. Είσθε γνώστης των δελτίων πληροφοριών του Δευτέρου Γραφείου του Γενικού Επιτελείου καθώς και των εκθέσεων της ΚΥΠ; Διότι εγώ δεν είμαι πομπός πληροφοριών, είμαι δέκτης και είμαι υποχρεωμένος να ενημερώνω την ιεραρχίαν, η οποία δι’ εμέ αρχίζει από τον κ. Υπουργόν Εθνικής Αμύνης και φθάνει προς υμάς και προς τον Βασιλέα. Είσθε γνώστης των Δελτίων Πληροφοριών; ΚΑΝ.: Είχον λάβει γνώσιν ορισμένων δελτίων, όχι όμως όλων. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Και πού θέλατε να ηξεύρω ότι ήσαν ψευδή; Έπρεπε να έχω άλλο γραφείον για να διασταυρώνω τας πληροφορίας τας οποίας ελάμβανα; ΚΑΝ.: Δεν ισχυρίσθην ότι κατασκευάζατε εσείς τα δελτία αυτά. Αλλά όπως και εγώ είχον αρχίσει να αμφιβάλλω ότι διεβιβάζοντο ψευδείς ειδήσεις, έπρεπε και εσείς να αρχίσετε να αμφιβάλλετε και να προσπαθήσετε να τας διασταυρώσητε. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Από πού; Το όργανον πληροφοριών ήτο το Δεύτερον Γραφείον του Γενικού Επιτελείου αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ο κύριος ΓΊαπαγεωργό-

πουλος τον οποίον επανειλημμένως είχον οχλήσει, ηρνείτο να μου δώσει πληροφορίας περί του εσωτερικού του Στρατού και μου απήντα ότι δεν είχε αρμοδιότητα. ΠΡ.: Με συγχωρείτε, αλλά τώρα πρέπει μόνον να ερωτάτε και όχι να δίδετε εξηγήσεις. Να ερωτάτε δια θέματα τα οποία είναι δυνατόν να γνωρίζη και να απαντά ο κ. Πρόεδρος. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Είσθε γνώστης της πολιτείας μου, κύριε Πρόεδρε, κατά την διάρκειαν της οκταμήνου αντιπροεδρίας μου εις την Κυβέρνησιν; ΚΑΝ.: Όχι. Δεν νομίζω όμως ότι σας κατείχε ματαιοδοξία, όπως εφάνη. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Είπατε προηγουμένως ότι όταν σας μετήγαγον από έναν προθάλαμον του Γενικού Επιτελείου, μ’ συναντήσατε καθ’ οδόν εις ένα διάδρομον. ΚΑΝ.: Κατευθυνόμην εις το γραφείον όπου ήτο ο Βασιλεύς. ΠΡ.: Θα ερωτάτε μόνον, δεν θα κάνετε συστάσεις και παρατηρήσεις. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Σας επεσκέφθην εις το γραφείον, εις το οποίον εκρατείσθο, μήπως ενθυμείσθε την συζήτησιν η οποία έγινε μεταξύ μας; ΚΑΝ.: Εγένετο μια συζήτησις υπό το Κράτος βαθείας συγκινήσεως και ιδικής σας και ιδικής μου και επομένως δεν ενθυμούμαι καλώς τα λεχθέντα. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Θα επιθυμούσατε να σας τα είπω; Αλλά ας τα αφήσωμεν. Κύριε Πρόεδρε, υπηρέτησα και υπό τας αμέσους διαταγάς σας ως μέλος της Οργανώσεως «ΟΜΗΡΟΣ»; ΚΑΝ.: Μάλιστα το 1942-1944. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Μάλιστα, και εν συνεχεία ήτο αρχηγός ο κ. Κιτριλάκης και συνέχισα εις την Μέσην Ανατολήν. Θα ήθελον να είπητε τι γνώμην έχετε περί της δομής μου ως ανθρώπου; ΚΑΝ.: Στρατηγέ, δεν είχον την ευκαιρίαν να σας γνωρίζω προσωπικώς, παρά μόνον ολίγον. Βεβαίως ο Στρατηγός μετέσχε της οργανώσεως «ΟΜΗΡΟΣ», αλλά δεν εγνωριζόμεθα τότε. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Υπήρχον και αι σημειώσεις, τα οποίας είχατε υπ’ όψιν σας. ΚΑΝ.: Λέγω ότι δεν σας εγνώριζα προσωπικώς. Αι σημειώσεις βεβαίως ήσαν πολύ ευνοϊκοί δι’ εσάς. Επίσης σας είχα συναντήσει εις το γραφείον του Αρχιστρατήγου Παπάγου, το 1949. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Μάλιστα, ήμουν υπασπιστής του.

317


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ΚΑΝ.: Ήσαστε ταγματάρχης και διευθύνατε το γραφείον του. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Όχι, ήμουν υπασπιστής του. ΚΑΝ.: Και εγώ ήμουν Υπουργός των Στρατιωτικών. Και μάλιστα σεις μου το υπενθυμίσατε, διότι δεν ήτο δυνατόν να το ενθυμούμαι, όταν με επισκεφθήκατε μαζί με τον Στρατηγόν Τσολάκαν, όταν ανέλαβεν εκείνος την αρχηγίαν του Επιτελείου Εθνικής Αμύνης, σεις δε την αρχηγίαν του Επιτελείου του στρατού. Εγώ εστήριζον την κυβέρνησιν και ασφαλώς, με άδειαν ή με υπόδειξιν του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και του Υπουργού Σταύρου Κωστοπούλου ήλθατε και με επεσκέφθητε. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Είπατε προηγουμένως ότι υπήρξε μια Χούντα Στρατηγών η οποία είχε σκοπόν να εισηγηθή εις τον Βασιλέα... ΚΑΝ.: Εγώ δεν εχρησιμοποίησα κανέναν χαρακτηρισμόν. Κάποιος εκ των κυρίων δικηγόρων εχρησιμοποίησε την λέξιν. Εγώ δεν εχρησιμοποίησα καμμίαν λέξιν, η οποία αποτελεί χαρακτηρισμόν. Εγώ είπον ότι υπήρχον ορισμένοι Αντιστράτηγοι -και περί αυτού εβεβαιώθην εκ των υστέρων, από τα όσα μου είπεν ο Χρήστος Παπαδάτος- οι οποίοι εσκέπτοντο να εισηγηθούν εις τον Βασιλέα, εκείνο το οποίον είπον. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Επιθυμώ να δηλώσω, ως Αρχηγός του Επιτελείου, ότι Αντιστράτηγοι... ΠΡ.: Λυπούμαι που σας διακόπτω, αλλά να συνεχίσετε μόνον εάν έχετε ερωτήσεις, διαφορετικά να καθίσετε. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Μάλιστα, θα ερωτήσω. ΠΡ.: Μόνον εάν έχετε ερωτήσεις. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρούμε τον κύριον Πρόεδρον δια να βεβαιώσετε κάτι, το οποίον είναι θέμα εν συνεχεία ερεύνης. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Ευρεθείς προ της καταστάσεως εις την οποίαν ευρέθην, συλληφθείς υπό των πραξικοπηματιών εις το Γενικόν Επιτελείον, νομίζετε ότι έπρεπε να υψώσω τας χείρας, ή να προσπαθήσω κατά κάποιον τρόπον να ελέγξω την κατάστασιν; ΚΑΝ.: Δεν ημπορώ να δώσω απολύτως ευθείαν απάντησιν, διότι δεν ήμουν εις την θέσιν σας. Δεν ξεύρω αν είχατε την δυνατότητα εκείνην την στιγμή να διατάξετε. Έχω την γνώμην ότι θα έπρεπε να επιχειρήσετε να διατάξετε. Υπήρχον αξιωματικοί, οι οποίοι θα υπήκουον. Βεβαίως, το πράγμα θα ήτο επικίνδυνον. Επιλέξατε την άλλην οδόν. Θα απολογηθήτε και θα υποστηρίξη την άλλην άποψιν ο συνήγορος σας. Εγώ δεν ημπορώ να έχω γνώμην

δι’ αυτό. Εγώ είχον γνώμην όταν με ηρώτησεν ο Βασιλεύς. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Αναγνωρίσατε ότι ο Βασιλεύς προτίμησε την λύσιν της οικονομίας του αίματος. Την υποχρέωσιν αυτήν την αναγνωρίζετε και εις εμέ ή όχι; ΠΡ.: Αυτό το θέμα το ορίζει κάποιο άρθρο του Στρατιωτικού Ποινικού Κωδικός. Πρέπει ο Στρατηγός να γνωρίζη τα σχετικά άρθρα του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος. Μην απαντάτε κύριε Πρόεδρε. Άλλην ερώτησιν έχετε; ΚΑΝ.: Θέλετε να είπητε ότι ώφειλε να επιχειρήση να επιβληθή. Αυτό είναι το θέμα το οποίον σας αφορά και πρέπει σεις να το εξηγήσετε, όταν απολογηθήτε. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Είπατε προηγουμένως, ότι εδόθη διαταγή εις την Θεσσαλονίκην από εμένα. Πράγματι ελέχθη εις τον κύριον Βιδάλην - αυτό όμως θα λεχθή όταν εξετασθή ο κύριος Βιδάλης. Γνωρίζετε εάν είχε δοθή και ποία; ΚΑΝ.: Ο κύριος Βιδάλης μου είπεν αργότερον ότι του είχε τηλεφωνήσει ο Ταξίαρχος Παττακός και του είπε να θέση σε εφαρμογήν το σχέδιον. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Πριν από εμένα; ΚΑΝ.: Πριν από σας. Και τον ηρώτησε: «Υπό ποίαν ιδιότητα μου τηλεφωνείτε;». Και ότι δεν θα εφήρμοζε το σχέδιον εάν δεν ήρχετο εις επικοινωνίαν μαζί σας. Αυτά μου είπεν. Δεν γνωρίζω πως έχουν τα πράγματα διότι δεν ήμουν παρών. ΠΡ.: Νομίζω ότι ο κύριος πληρεξούσιος σας εκπροσωπεί καλύτερον. Εκείνος δεν εθεώρησεν αναγκαίον να υποβάλη τας ερωτήσεις αυτάς, τας οποίας σεις υποβάλλετε. Δεν ημπορώ όμως να σας στερήσω του δικαιώματος τούτου. ΣΠΑΝΤΙΔΑΚΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, εξηγώ ότι έχει βασικήν σημασίαν δι’ εμέ το ότι, πριν διατάξω εγώ την εφαρμογήν του σχεδίου «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ», η οποία είχε άλλην πρόθεσιν, είχε δοθή ήδη η διαταγή από άλλους. Τίποτε άλλο, κύριε Πρόεδρε. ΠΡ.: (Απευθυνόμενος προς τους κατηγορουμένους): Ηκούσθη το όνομα κάποιου Θωμά λοχαγού. Μήπως είναι γνώριμος κανενός εκ των κατηγορουμένων; (Ουδείς απαντά). Τον τόπον καταγωγής του λοχαγού Θωμά των γνωρίζει κανείς; (Ουδείς απαντά). Μήπως συμπίπτει η καταγωγή του να είναι η αυτή με την καταγωγήν ενός εκ των κατηγορουμένων; ΑΓΓΕΛΗΣ: (Εγείρεται και κινεί την κεφαλήν καταφατικώς).

318


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

319


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Ο αταλάντευτος πολιτικός και ηθικός πόλεμος κατά της δικτατορίας Αναζήτησα και βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία, για να δείξω, ότι δεν είχα εγκαταλείψει τη νόμιμη εξουσία του Έθνους, και ειδικώτερα την Δημοκρατία. Πρώτος είχα συλληφθεί. Και πρώτος μεταξύ των πολιτικών ηγετών της χώρας -λίγες ή μέρες ύστερα από μια καυστική για τους δικτάτορες συνέντευξη της Ελένης Βλάχου, που βρισκόταν ακόμα στην Αθήνα, σε μια ιταλική εφημερίδα- εκήρυξα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1967, τον πολιτικό και ηθικό πόλεμο κατά της δικτατορίας. Εφρόντισα να αποτελέσει αιφνιδιασμό η πράξη μου εκείνη. Οι πραξικοπηματίες δεν επρόλαβαν να εμποδίσουν την συγκέντρωση στο διαμέρισμά μου των αντιπροσώπων του ξένου Τύπου, των ξένων ειδησεογραφικών πρακτορείων και ραδιοσταθμών. Την πρόσκλησή τους στο σπίτι μου, λίγη ώρα πριν από τη στιγμή, που θα έκανα τις δηλώσεις μου, ανέλαβαν, με προσωπικό κίνδυνο, ο φίλος μου Πάρις Τακόπουλος και η ανεψιά της γυναίκας μου, ιατρός (υφηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών) Θεοδώρα - Ντορίτα Λιβανού (αδελφή του Διονύση Λιβανού). Τις δηλώσεις μου είχε δακτυλογραφήσει -αψηφώντας κι’ αυτή κάθε κίνδυνο- η ιδιαιτέρα γραμματεύς μου Γιούλα Ζώνα. Αφού έκαμα την πρώτη εκείνη επίθεση κατά της δικτατορίας, έσπευσαν πλάι μου, πριν τεθώ υπό κατ’ οίκον περιορισμό (και αποκλεισμό), ο αδελφός μου Αναστάσιος που στάθηκε αδιάκοπα στο πλευρό μου μέχρι του θανάτου του, ο αδελφός της γυναίκας μου ιατρός Π. Πουλικάκος, που δεν με έχει ποτέ εγκαταλείψει, ο σύζυγος της αδελφής μου Αλέξανδρος Ζήσης, που έφυγε πια από τον κόσμο, και μερικοί φίλοι. Όχι, ακόμα, πολλοί. Μεταξύ των πρώτων ήταν ο παλαιός αδελφικός φίλος μου Γεώργιος Β. Μαγκάκης (βουλευτής, σήμερα, Αθηνών) που ήταν έτοιμος -αν με παρέπεμπαν στο Έκτακτο Στρατοδικείο- να εγκαινιάσει, με μένα ως κατηγορούμενο, την θαυμάσια

δράση του ως υπερασπιστή των αγωνιστών της Δημοκρατίας. Όταν, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1967, αφού χορηγήθηκε, τότε, μια ύπουλη αμνηστία, έκρινε η δικτατορία σκόπιμο να αρθεί ο περιορισμός μου, πλήθη φίλων, ακόμα και προσώπων, που μου ήταν έως τότε άγνωστα, κατέκλυζαν το διαμέρισμά μου, ως την ώρα, που -την άνοιξη του 1968- αποφασίσθηκε νέος περιορισμός του Γ. Παπανδρέου και εμού. Τα πνεύματα είχαν αναπτερωθεί. Η «αντίσταση» άρχισε να γίνεται χείμαρρος, που τίποτε δεν μπορούσε να ανακόψει.

Οι πρώτες δηλώσεις κατά της δικτατορίας Από της 21ης Απριλίου σιωπούν εις την Ελλάδα όσοι προ της ημερομηνίας αυτής ήσαν περισσότερον του δέοντος ομιλητικοί. Εννοώ τους πολιτικούς άνδρας. Υπεχρεώθησαν να σιωπήσουν. Ο Τύπος δεν δικαιούται να δημοσιεύση τας σκέψεις των, ούτε να αναφέρη καν το όνομά των. Εάν επεχείρουν να επικοινωνήσουν κατ’ άλλον τρόπον με τους Έλληνας πολίτας, θα παρεπέμποντο εις το στρατοδικείον. Υβρίζονται ως «φαύλοι» και διασύρονται ως «διεφθαρμένοι» και δεν δικαιούνται ή δεν τολμούν να απαντήσουν. Η απαράδεκτος αυτή και άδικη κατηγορία, θίγουσα εμμέσως ολόκληρον τον Ελληνικόν Λαόν, από τον οποίον προέρχονται, υπήρξε δυστυχώς, μεταξύ των αναριθμήτων διακηρύξεων του καθεστώτος της 21ης Απριλίου, η μόνη που υιοθετήθη προθύμως από ολόκληρον τον διεθνή Τύπον. Αμ-

320


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

φιβάλλω, αν η υπηρεσία αυτή της στρατιωτικής Κυβερνήσεως προς την χώραν είναι αξιέπαινος. Δεν γνωρίζω -ούτε επιθυμώ να εξετάσω- εάν οι κυβερνώντες σήμερον την χώραν είναι εντιμότεροι, σοφώτεροι και περισσότερον πατριώται από όλους ημάς που εκυβερνήσαμε προηγουμένως και είχομεν αφιερώσει την ζωήν μας εις τα κοινά υποστάντες επί πολλά έτη ταλαιπωρίας και πικρίας, και αντιμετωπίσαντες πάσης φύσεως κινδύνους. Αλλά δεν δέχομαι να είναι οι κύριοι αυτοί οι μόνοι εις την χώραν μου που έχουν το δικαίωμα να ομιλούν ελευθέρως επί των πολιτικών πραγμάτων και επί του μέλλοντος της Ελλάδος. Ούτε θεωρώ, εξ άλλου, ορθόν να ασκείται η κριτική εναντίον των μόνον από Έλληνας που, ζώντες εις το Εξωτερικόν, το πράττουν εκ του ασφαλούς. Έχουν, βεβαίως, δικαίωμα να ομιλούν και αυτοί, αλλά μεγαλύτερον ηθικόν δικαίωμα να υψώσωμεν την φωνήν έχομεν όσοι ζώμεν εις τα όρια της Ελλάδος. Εάν εδεχόμην, ότι μόνον οι σήμερον κυβερνώντες την χώραν μου δικαιούνται να ομιλούν ελευθέρως, θα έπρεπε να παραδεχθώ, ότι η ελευθερία του λόγου είναι αποκλειστικόν προνόμιον εκείνων που διαθέτουν αυτόματα όπλα και τανκς. Αλλά αυτό δεν το παραδέχομαι. Δι’ αυτό και απεφάσισα να ομιλήσω. Υπήρξαν Έλληνες πολίται, που, κατά την πρώτην στιγμήν, επεδοκίμασαν ή ηνέχθησαν ευχαρίστως την ενέργειαν της μικράς ομάδος αξιωματικών που -παραπλανήσαντες τας εκτός των Αθηνών μεγάλας μονάδας των ενόπλων ελληνικών δυνάμεων δια του γνωστού εις όλους πρώτου ανακοινωθέντος τωνεπραγματοποίησαν το στρατιωτικόν πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Δεν επιθυμώ να χαρακτηρίσω την διαδικασίαν του πραξικοπήματος, διότι η κρίσις μου θα ήτο δυνατόν να θεωρηθή -δεδομένου, ότι έπληξαν προσωπικώς εμέ, ως Πρωθυπουργόν της χώρας, βαρύτατα- προκατειλημμένη, δηλαδή επηρεασμένη από την πικράν δοκιμασίαν που υπέστην. Θεωρώ, όμως, καθήκον μου να διακηρύξω προς τον Ελληνικόν Λαόν ότι, κατά την ιδικήν μου τουλάχιστον γνώμην, όσοι επεδοκίμασαν -και γνωρίζω, ότι ο αριθμός των μειούται από ημέρας εις ημέραν περιασότερον και είναι σήμερον πολύ μικρός- το στρατιωτικόν πραξικόπημα, επλανήθησαν. Ούτε εξήλθεν η χώρα, δια του πραξικοπήματος τούτου, από το χάος, ούτε απετράπη, ως διεκηρύχθη, μέγας άμεσος κίνδυνος, ούτε εξησφαλίσθη η ομαλή μελλοντική ζωή του Ελληνικού Έθνους.

Ήμην ανέκαθεν -μου εστοίχισε τούτο φυλακίσεις και εξορίας- και θα είμαι πάντοτε θιασώτης της πολιτικής και πνευματικής ελευθερίας. Αλλά, ανεξάρτητα από την ιδεολογικήν αυτήν θέσιν μου, δια την οποίαν είμαι υπερήφανος, μη δικαιούμενος όμως και να απαιτήσω να την συμμερίζωνται όλοι, θεωρώ αβάσιμον τον ισχυρισμόν, ότι με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου εξήλθεν η χώρα από το χάος. Τούτο δεν είναι αληθές, διότι απλούστατα δεν υπήρχε χάος. Η πολιτική ζωή ήτο, βεβαίως, τεταραγμένη, ωρισμένα στοιχεία εκινούντο κατά τρόπον διαταράσσοντα την γαλήνην της χώρας και την ομαλήν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά υπήρχε κυβέρνησις αποφασισμένη κάθε ενέργειαν ταραξιών να αντιμετώπιση και την ελευθέραν εκδήλωσιν της θελήσεως του Ελληνικού Λαού να εγγυηθή και να εξασφαλίση. Δεύτερον, δεν πιστεύω ότι απετράπη, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, μέγας άμεσος κίνδυνος. Οιαδήποτε και εάν επρόκειτο να είναι η έκβασις των εκλογών που εματαιώθησαν, η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός θα εξησφάλιζον οπωσδήποτε τα μεγάλα εκείνα περιθώρια σωτηρίων εξελίξεων, τα οποία λείπουν ακριβώς μόνον από τα αυταρχικά καθεστώτα. Με αποφασιστικούς αγώνας μέσα εις τα πλαίσια του Συντάγματος, αγώνας που ούτε εγώ, ούτε άλλοι πολιτικοί άνδρες παρελείψαμεν να διεξαγάγωμεν εις το παρελθόν, και με τους πολιτικούς χειρισμούς που θα επέβαλλαν αι περιστάσεις, θα απεμακρύνοντο οι κίνδυνοι που είχον, άλλωστε, εξογκωθή από όσους εφρόντισαν επιμελώς να δημιουργήσουν την ψυχολογικήν ατμόσφαιραν δια το πραξικόπημα. Η δημοκρατία δεν είναι, βέβαια, εύκολον πολίτευμα, αλλά τας δυσκολίας της λειτουργίας του αντισταθμίζει το μέγα γεγονός, ότι εξασφαλίζει την αξιοπρέπειαν του πολίτου. Τρίτον, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου όχι μόνον δεν εξησφαλίσθη η ομαλή μελλοντική ζωή του Ελληνικού Έθνους, αλλά φοβούμαι, αντιθέτως, ότι εισήλθεν η χώρα εις περίοδον ανεξελέγκτων επεξεργασιών της κοινής γνώμης, ιδία της συνειδήσεως των νέων, επικινδύνων σπασμών, και απροβλέπτων αιφνιδιασμών. Εκείνοι, που δεν ελέγχουν διόλου την κοινήν γνώμην εις τα αυταρχικά καθεστώτα, είναι ακριβώς οι κρατούντες. Έχουν την υλικήν δύναμιν, αλλά καμμίαν ηθικήν επιρροήν. Μονολογούντες, δεν ακούονται καν. Ο μονόλογος εις την πολιτικήν ζωήν δεν είναι πράξις ωραία και δι’ αυτό κανένας δεν τον

321


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος προσέχει. Υποτιμούν τους Έλληνας ιδίως τους νέους που λέγουν ότι τους υπολογίζουν ως στρατιώτας της αύριον, εάν φαντάζωνται, ότι με συλλήψεις και καταδίκας είναι δυνατόν να τους εκφοβίσουν. Οι Έλληνες έχουν την παράδοσιν να αψηφούν και αυτούς ακόμη τους ξένους κατακτητάς. Το σημερινόν αυταρχικόν καθεστώς πρέπει να παραχωρήση το ταχύτερον την θέσιν του εις τον ελεύθερον πολιτικόν βίον που πρέπει να αναμορφωθή, βέβαια, μετά τα διδάγματα του παρελθόντος και την παρούσαν περιπέτειαν. Εάν δεν αποκατασταθή ταχέως το καθεστώς της ελευθερίας, η χώρα θα εκτεθή εις κινδύνους που θα κλονίσουν και είναι δυνατόν να ανατρέψουν τα πάντα. Ως Έλλην πολίτης και ειδικώτερον ως πολιτικός ηγέτης, αισθάνομαι, ότι έχω ευθύνας απέναντι της χώρας μου όχι μόνον υπό το καθεστώς της ελευθερίας, οπότε τα πάντα επιτρέπονται, αλλά και σήμερον, οπότε η ελευθέρα φωνή είναι απηγορευμένη. Εφ’ όσον ησθάνθην την ανάγκην να ομιλήσω, ώφειλα να το πράξω. Απεφάσισα, όμως, να μη χρησιμοποιήσω,

δια την επικοινωνίαν μου με τον Ελληνικόν Λαόν, την οδόν των μυστικών εντύπων, διότι -αν και γνωρίζω, και είμαι υπερήφανος δι’ αυτό, ότι υπάρχει πλήθος φίλων, ιδία νέων, που θα ήσαν πρόθυμοι να αναλάβουν την διανομήν των- δεν επεθύμουν να τους εκθέσω εις τον κίνδυνον να διωχθούν. Δι’ αυτό και προετίμησα να ακουσθή η φωνή μου εκ του εξωτερικού. Πιστεύω, ότι με όσα είπα δεν βλάπτω την χώραν μου.

Δακτυλογραφημένο κείμενο δηλώσεων υπογραμμίζοντας την ευθύνη των πολιτικών απέναντι στην πατρίδα τη στιγμή που η ελεύθερη φωνή είναι απαγορευμένη.

322


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Μεγάλη Εβδομάδα του 1968 Ήταν Μεγάλη Παρασκευή 19 Απριλίου 1968. Τρεις μέρες πριν, γύρω στις εννιά το βράδυ, χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου, ενός διαμερίσματος πολυκατοικίας της οδού Ξενοκράτους. Το κουδούνισμα αυτό έχει ιδιαίτερο ήχο. Ήταν ο ίδιος ήχος, που είχα ακούσει ένα βράδυ, στα τέλη Σεπτεμβρίου 1967. Τον άλλο ήχο -όταν, στις 21 Απριλίου 1967, δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, Έλληνες αξιωματικοί «διέρρηξαν» την εξώπορτα του διαμερίσματός μουδεν τον είχα ακούσει. Υπάρχουν, όμως, ακόμα τα σημάδια της «διαρρήξεως». Το βράδυ, λοιπόν, της Μεγάλης Τρίτης κατάλαβα. Όταν άνοιξα την πόρτα, μπήκε κάποιος με πολιτική ενδυμασία -τον ακολουθούσαν αστυνομικοί με τη στολή τους- και έκοψε τα σύρματα του τηλεφώνου. Μου είπε, ότι ούτε η γυναίκα μου θα είχε το δικαίωμα να βγαίνει από το σπίτι. Αλλά έπρεπε να μπει. Την ώρα εκείνη έλειπε. Ήταν στην εκκλησία. Ευχαρίστησα μ’ ένα χαμόγελο το βλοσυρό επισκέπτη μου, όταν μου είπε, ότι θα μπορούσε να μπει στο σπίτι της, στο σπίτι μας. Την άλλη μέρα, δόθηκε η εντολή στον υπαστυνόμο, που -επικεφαλής επτά αστυφυλάκων- είχε αποκλείσει το διαμέρισμά μας, να επιτρέπει στη γυναίκα μου να βγαίνει για ψώνια, αλλά μόνον αφού μια κοπέλλα της Ασφαλείας θα της έκανε κάθε φορά σωματική έρευνα. (Όταν, στις 20 Νοεμβρίου 1973, μου επιφυλάχθηκε πάλι η

εμπειρία του αυστηρού «κατ’ οίκον» περιορισμού, δεν είχε επιτραπεί ούτε στη γυναίκα μου να εγκαταλείπει το σπίτι). Το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής του έτους 1968, ρίξαμε -η γυναίκα μου κ’ εγώ- μια ματιά, από το τζάμι μιας θύρας του μπαλκονιού μας, προς την οδό Σπευσίππου, πιο κάτω από την οδό Ξενοκράτους. Είχαμε το προαίσθημα, ότι κάποιοι, τη στιγμή εκείνη, επιστρέφοντας από την έκκλησία, θα σκέφθηκαν να μας δώσουν από μακριά μια βουβή ευχή. Το προαίσθημά μας επαλήθευσε. Σε κάποια γωνιά της οδού Σπευσίππου, είχαν στηθεί ακίνητοι, με στρωμένα τα μάτια τους προς το μπαλκόνι μας, ο Διονύσης Λιβανός και η Αλίκη, η γυναίκα του. Δε φαντασθήκαμε, τι νόημα θα ‘παίρνε η στιγμή αυτή δώδεκα ώρες αργότερα. Ο Εσταυρωμένος είχε αποκαθηλωθεί. Ο Λιβανός και η γυναίκα του είχαν επιστρέψει από την εκκλησία, μαζί με μερικούς φίλους, στο σπίτι τους, στο Στροφύλι της Κηφισίας. (Εκεί -σ’ ένα μικρό καταφύγιο, στον κήπο του σπιτιού- πήγαινα κ’ εγώ κάθε πρωί, όταν ήμουν ελεύθερος, και αφιερωνόμουν στη συγγραφή των βιβλίων μου). Τι έγινε, μετά τα μεσάνυχτα της Μεγάλης Παρασκευής του 1968, το διηγείται ο ίδιος ο Διονύσης Λιβανός στο βιβλίο τούτο (το απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή στην τέταρτη έκδοση του βιβλίου του Διονύση Λιβανού «Μια νύχτα - Μια τυραννία», Αθήνα 1974 - 1975), που τη νέα του έκδοση αισθάνθηκα την ψυχική ανάγκη να προλογίσω.

Στο πνευματικό του ερημητήριο, όπου συγγράφει τα βιβλία του, σε μια γωνιά του κήπου του Διονύση και της Αλίκης Λιβανού, στο Στροφύλι Κηφισιάς.

323


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Έλληνες αξιωματικοί βασάνισαν τον Διονύση Λιβανό τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής προς το Μέγα Σάββατο του 1968. Γιατί το ‘καμαν; Σε τι πίστευαν; Γιατί, όταν τον βασάνιζαν, εμαίνονταν εναντίον μου; Τι σχέση έχει η στολή τους με τα έργα ιεροεξεταστών του Μεσαίωνα; Πώς έφθασαν στο σημείο να θεωρούν συμβιβαστό με την τίμια και ένδοξη στολή τους το να βασανίζουν κάποιον -και το ’καμαν και σε τόσους άλλους, ακόμα και σε πρεσβύτερους συναδέλφους των, γενναίους και δοκιμασμένους στα πεδία των μαχών-, που είναι ανυπεράσπιστος και δεν μπορεί να αμυνθεί; Αληθινός Έλλην αξιωματικός είναι εκείνος, που και, εν ώρα πολέμου, δεν χτυπάει τον εχθρό παρά μόνον, αν μπορεί και αυτός να ανταποδώσει το χτύπημα. Αυτό θα πρέπει να το διδάσκονται όλοι, από τούδε και στο εξής, στις στρατιωτικές σχολές. Είναι το ύψιστο δόγμα -το Άλφα και το Ωμέγα- του στρατιωτικού ήθους και της πολεμικής τακτικής. Από το νόημα του δόγματος αυτού συνάγεται, ότι ανάλογη προς τη δειλία ενώπιον του εχθρού είναι η διαγωγή του αξιωματικού, που κακοποιεί έναν ανυπεράσπιστο. Η διαγωγή αυτή είναι, επίσης, δειλία. Αλλά θα θέσω κ’ ένα άλλο ερώτημα. Γιατί, τάχα, όσοι εκακοποίησαν το Διονύση Διβανό, υβρίζοντας ταυτόχρονα εμένα, δεν πήραν να βασανίσουν εμένα τον ίδιον; Αν το είχαν κάμει, θα ήταν κάπως μικρότερη η δειλία τους. Θα ήταν -αν μπορώ να εκφρασθώ έτσι- δειλία ευθύτερη (στο ηθικό νόημα που έχει η λέξη). Τα γράφω αυτά, για να τα διαβάσουν -αν τα διαβάσουν- οι συνάδελφοι εκείνοι των βασανιστών, που, χωρίς να έχουν διαπράξει οι ίδιοι βασανισμούς, εστήριξαν -έστω και με την ανοχή και σιωπή τους- το «στρατιωτικό» καθεστώς (και στις δυο φάσεις του), που καθιέρωσε τον υποβιβασμό του Έλληνος αξιωματικού σε βασανιστή ή και σε δολοφόνο άοπλων και απροστάτευτων νέων (από τις 17 ως τις 19 Νοεμβρίου 1973).

τελευταίας φάσεις της ελληνικής κοινοβουλευτικής ζωής είχα κύριον αντίπαλον τοιούτον άνδρα. Αλλά αι σκέψεις μου στρέφονται προ πάντων προς παλαιούς κοινούς αγώνας υπέρ της ελευθερίας κατά τον δεύτερον μέγαν πόλεμον και κατά τα επακολουθήσαντα σκληρά έτη, καθώς και προς την κοινήν πικράν τύχην με την οποίαν και έκλεισεν η ζωή του.

Ο επικήδειος

Καταθέτω επί της σορού σου, Γεώργιε Παπανδρέου, στέφανον εκ μέρους της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως. Τον καταθέτω όμως, και εν ονόματι παλαιών κοινών αγώνων, εις τους οποίους μας είχε καλέσει η φωνή της Ελλάδος, εν ονόματι παλαιάς συνεργασίας και φιλίας τέλος δε -διατί τάχα να αποσιωπήσω τούτο- και εν ονόματι των πολιτικών αντιθέσεων αι οποίαι μας εχώρισαν αργότερα, αλλά εις τον στίβον της Δημοκρατίας. Θα ήτο βαρύ εις ηθικάς συνεπείας, εάν αι νεώτεραι γεννεαί εσχημάτιζον την εντύπωσιν ότι τα χάσματα μεταξύ ημών των παλαιοτέρων είναι αγεφύρωτα και ότι τα γεφυρώνει μόνον ο τάφος. Εάν ήσαν αγεφύρωτα, δεν θα είχεν από που να περάση η Ελλάς. Η Ελλάς δεν ευρίσκεται ολόκληρη -ούτε είναι δυνατόν να στηριχθή- εις καμμίαν από τας δυο αμμώδεις και συνεχώς αλλοιουμένας αντιθέτους όχθας του ρεύματος της ιστορίας. Ίσταται και στηρίζεται επί της γεφύρας. Γνωρίζω, από τον καιρόν της παλαιάς συνεργασίας μας, ότι προς την γέφυραν αυτήν ήσαν εστραμμένα τα βλέμματά σου. Και είμαι βέβαιος ότι προς αυτήν κατηυθύνοντο οι οφθαλμοί σου όταν έρριπτες την τελευταίαν ματιά εις τον μάταιον τούτον κόσμον. Μόνον ιδέαι όπως είναι η Ελλάς και η ελευθερία είναι δυνατόν να συνδέουν κάπως την ματαιότητα με το Αιώνιον. Γεώργιε Παπανδρέου, σε αποχαιρετώ.

Η «έκρηξη» της «Δημοκρατικής Άμυνας» (14 Ιουλίου 1969)

Ο θάνατος του Γ. Παπανδρέου Εκφράζω την βαθείαν θλίψιν μου δια τον θάνατον του Γεωργίου Παπανδρέου. Η προσωπικότης και η φωνή του συ- νεδέθησαν επί πενήντα έτη με την Ελληνικήν Ιστορίαν. Υπήρξε δι’ εμέ τιμή ότι κατά τας

Κύριε Πρόεδρε. Θα καταθέσω δια τους κατηγορουμένους κ. κ. Ιορδανίδη, Πρωτοπαπά και Μαγκάκη, τους οποίους γνωρίζω καλά από πολλών ετών. Ο στρατηγός Ιορδανίδης είναι ένας από τους αξιωματικούς με τους οποίους έχω συνεργασθή πολύ

324


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

στενά. Τον εγνώρισα στην Μ. Ανατολή το 1942, ως ταγματάρχη. Όταν ανέλαβα το Υπουργείο των Στρατιωτικών στην Κυβέρνηση της Μ. Ανατολής, χρειάσθηκε να ανασυγκροτήσω πολλές υπηρεσίες και ανάμεσα σ’ αυτές την υπηρεσία πληροφοριών. Στον υπεύθυνον αυτόν τομέα, ετοποθέτησα τον τότε ταγματάρχη Ιορδανίδη. Πρέπει να σας πω ότι οι υπηρεσίες που προσέφερε από την θέση αυτή ήσαν πολύτιμες. Την 5η Ιουλίου του 1942 μου δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσω και την ευψυχία του όταν μετέβην, συνοδευόμενος από αυτόν και δυο άλλους αξιωματικούς, εις την περιοχήν των πολεμικών επιχειρήσεων. Εκεί ευρέθη- μεν, ξαφνικά, μεταξύ δυο πυρών, και, παρόλον τον κίνδυνον, ο Ιορδανίδης παρέμεινε ατάραχος, δίδοντάς μας έτσι την ευχέρειαν να μιμηθούμε την στάσιν του. Ο Ιορδανίδης, εξ άλλου, εθοήθησε πολύ εις την καταστολήν της πρώτης, «μικρής» ανταρσίας του 1943. Κατόπιν, επί τινα έτη, δεν παρηκολούθησα εκ του σύνεγγυς την σταδιοδρομίαν του. Επληροφορήθην

όμως ότι ετήρησεν αρίστην στάσιν κατά την ανταρσίαν του 1944. Μετά την λήξιν του συμμοριτοπολέμου, ο Ιορδανίδης ανέλαβε στρατιωτικός ακόλουθος στην ελληνική πρεσβεία της Αγκύρας. Επί Παπάγου, όταν ήμουν Υπουργός Στρατιωτικών, ο τότε ταξίαρχος Ιορδανίδης ετοποθετήθη στο NATO, όπου και διεκρίθη για τις ικανότητές του. Απεστρατεύθη το 1960 δια τον τυπικόν λόγον ότι, μεταξύ των Αντιστρατήγων, πολλοί ήσαν εκείνοι οι οποίοι προήρχοντο από το Μηχανικό. Δεν γνωρίζω αν υπήρχαν και άλλοι λόγοι. Αλλά πόσοι είναι οι εκάστοτε Αντιστράτηγοι, εννέα, δέκα, ένδεκα; Μέχρι της εποχής εκείνης δεν εγνώριζα τα πολιτικά φρονήματα του ανδρός. Δυο έτη μετά την αποστρατείαν του ενεφανίσθη δια του Τύπου εις παράταξιν αντίθετον προς εκείνην που ανήκα εγώ. Αυτό ήταν δικαίωμά του. Είναι δικαίωμα των αξίων αποστρατευομένων αξιωματικών να εισέρχωνται κατόπιν εις την πολιτικήν. Έκτοτε συνήντησα μόνον μιαν φοράν

Με τη μητέρα του, κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας.

325


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τον Ιορδανίδην. Τον είδα στα γραφεία της ΕΡΕ, επί της οδού Βουκουρεστίου, την εποχή που είχε φύγει ο Κ. Καραμανλής. Άνοιξε ξαφνικά η πόρτα του γραφείου μου και παρουσιάστηκε ο στρατηγός Ιορδανίδης μαζί με τον στρατηγό Καρδαμάκη. Ο στρατηγός Καρδαμάκης μου εξήγησε ότι είναι στενοί φίλοι από την εποχή που ήταν συμφοιτηταί στην Σχολή Ευελπίδων και, καθώς τον συνάντησε στον δρόμο, έξω από τα γραφεία της ΕΡΕ, του πρότεινε να έλθουν μαζί να μ’ επισκεφθούν. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που ήλθε να μ’ επισκεφθή ο στρατηγός Ιορδανίδης. Έπειτα διάβαζα τα άρθρα του στις εφημερίδες. Με τα περισσότερα δεν συμφωνούσα, αλλά οπωσδήποτε τιμούσα την ελευθερία σκέψεως του ανδρός. Αυτά έχω να πω ως προς τον στρατηγό Ιορδανίδη. Εν συμπεράσματι πρόκειται περί αρίστου αξιωματικού και τιμίου ανδρός. Όσον αφορά τον κατηγορούμενο κ. Χαράλαμπο Πρωτοπαπά, ούτος υπήρξε μέλος του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος που είχα ιδρύσει το 1935. Μετέσχε του μαχητικού ομίλου της νεολαίας του κόμματος κατά τα έτη της κατοχής και συνελήφθη υπό της Γκεστάπο εις την οικίαν συγγενούς μου κατά την κρισιμωτέραν περίοδον της Κατοχής, κατά την περίοδον δηλαδή που είχεν αρχίσει η κατάρρευσις των Γερμανών και αυτοί εκτελούσαν με πολύ μεγάλη ευκολία τους κρατουμένους τους. Δεν μπόρεσαν, ωστόσο, να στηρίξουν κατηγορία εναντίον του Πρωτοπαπά και έτσι τον άφησαν ελεύθερον πριν από την Απελευθέρωση, αφού είχε παραμείνει ένα μακρό χρονικό διάστημα στην φυλακή. Όταν άκουσα στο κατηγορητήριο -δεν ξέρω αν άκουσα καλά- ότι ο Πρωτοπαπάς χαρακτηρίζεται κομμουνιστής, απόρησα. Στον τόπο μας υπάρχει βέβαια μια σύγχυση εννοιών και λέξεων αλλά, αν είναι ο Πρωτοπαπάς κομμουνιστής, τότε πέστε μου ποιος δεν είναι. Προσωπικά είμαι μη κομμουνιστής -όχι με απλοϊκό τρόπο αλλά έχοντας μελετήσει σε βάθος το ζήτημα και τις ιστορικές διαδικασίες- επειδή δεν δέχομαι το σύστημα αυτό για τον τόπο μας. Το ίδιο ακριβώς μη κομμουνιστής πιστεύω ότι είναι και ο κ. Πρωτοπαπάς. Το 1944 προσήλθε εθελοντικά στην Εθνοφυλακή παρ’ όλο που δεν είχε ακόμα κληθή η κλάση του. Αργότερα ο Πρωτοπαπάς αποχώρησε από το κόμμα μου μαζί με τον Β. Σταματόπουλο και ωρισμένους άλλους και ίδρυσαν ένα σοσιαλιστικό όμιλο

Δυτικού τύπου που δεν πρέπει να συγχέωμε με ολοκληρωτισμούς και κομμουνισμούς, γιατί, εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να δεχθούμε ότι είναι κομμουνιστικές χώρες η Αγγλία, η Γερμανία και τα άλλα κράτη τα οποία έχουν σοσιαλιστικές κυβερνήσεις. Συμπεραίνοντας καταθέτω ότι ο Χ. Πρωτοπαπάς υπήρξε γενναιότατος κατά την Κατοχή, κατόπιν έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του και μετά ακολούθησε τον δρόμο που διάλεξε ο ίδιος. Στην νεολαία του κόμματός μου ανήκε και ο τρίτος κατηγορούμενος κ. Μαγκάκης αλλά αργότερα αποχώρησε και αυτός. Κατόπιν ασχολήθηκε με την επιστήμη του ποινικού δικαίου, την επιστήμη σε βάθος και όχι απλώς την δικηγορία. Στο μπιλιέτο του μπορεί να γράψει αυτό που είχε γράψει κάποτε ο αείμνηστος Σαρίπολος: «Εκλελεγμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου». Γιατί αυτό είναι και η ουσία για ένα καθηγητή, η εκλογή και αναγνώριση από τους συναδέλφους του και όχι η τυπική επικύρωση, ο διορισμός. Τον κ. Μαγκάκη τον έβλεπα συχνά όλο αυτό το διάστημα και μάλιστα τον είχα δει δυο ή τρεις φορές -μάλλον δυο- κατά το τελευταίο εξάμηνο προ της συλλήψεώς του, στο σπίτι της μητέρας μου, την μοναδική μου έξοδο εδώ και τρία περίπου χρόνια. Στις συναντήσεις μας αυτές δεν μου είπε τίποτε περί της οργανώσεως και της δράσεώς της, όχι βέβαια διότι δεν μου είχε εμπιστοσύνη, αλλά απλώς διότι δεν ηθέλησε. Οπωσδήποτε εγνώριζε ότι οτιδήποτε και αν μου έλεγε, δεν υπήρχε κανένας φόβος γιατί ποτέ δεν θα επρόδιδα ένα μυστικό που θα μου εμπιστευόταν. Και θέλω να τονίσω στο σημείο αυτό ότι κανένα καθεστώς δεν επιτρέπεται να υποθάλπη καταδότες. Αυτό είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβή στην Ελλάδα. Εν συμπεράσματι θέλω να πω πως εκτιμώ τον άνδρα τόσο ως επιστήμονα όσο και για το ηθικό του ανάστημα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: (Ατσάλης). Ως προς τας πράξεις τώρα, Κύριε μάρτυς. Ο κ. Μαγκάκης πήρε από ένα Σουηδό δεκατρείς βόμβες, για να τις ρίξει όχι στη Σουηδία, αλλά στην Ελλάδα. Πώς το βλέπετε αυτό; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Θα εθεώρουν ορθότερο να μη μου ετίθετο το ερώτημα αυτό. Αλλά, αφού μου ετέθη θα απαντήσω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αν δυσκολεύεσθε μην απαντάτε. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, θα απαντήσω αφού ηρωτήθην. Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένετε

326


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

τόσο πολύ στο θέμα της ξένης υπηκοότητος. Πρώτον, δεν γνωρίζω τα περιστατικά αυτά. Δεύτερον, εκφράζω την απορίαν πως ενώ εγίνετο λόγος για κροτίδες, εγένετο μετάβασις στην λέξιν βόμβες, μόλις κάθησαν στο σκαμνί οι άνθρωποι αυτοί. Τρίτον και κύριον, πριν μου θέσετε το ερώτημα αυτό, λόγω της θέσεως που είχα κατά την 21ην Απριλίου, πρέπει να με ρωτήσετε αν εγκρίνω την βίαν ως μέσον επικρατήσεως. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Απαντήστε στην ερώτηση αυτή. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Την νύκτα της 21ης Απριλίου μπήκαν στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα στην κρεββατοκάμαρά μου και με συνέλαβαν. Ρωτήστε αν θεωρώ μια τέτοια πράξη σαν επιτρεπτή. Η βία μπορεί να δημιουργή δίκαιο αλλά το ηθικό πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει. Πας τις ώφειλε να γνωρίζη ότι η βία προκαλεί βίαν. Αυτά προκύπτουν από την ιστορίαν, που, ευτυχώς ή δυστυχώς, την γνωρίζω. Όσα συνέβησαν είναι ασήμαντα μπροστά σε όσα μπορούσε να συμβούν ή σε όσα μπορεί να γίνουν. Η ευθύνη συνεπώς δεν πέφτει στους ώμους των κυρίων αυτών αλλά στους ώμους άλλων. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πώς έφθασε ο Μαγκάκης, ο Μαγκάκης που όλοι γνωρίζουμε και από τα Δικαστήρια στο σημείο να παραλαμβάνη βόμβες από έναν Σουηδό; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Γιατί επιμένετε στο ζήτημα του Σουηδού; Το κατηγορητήριο εξ άλλου λέγει ότι οι βόμβες «θα ηδύναντο να προκαλέσουν». Πώς δεν «ηδυνήθησαν» επί τέλους, ούτε μια φορά; Από όσα γνωρίζω δεν εχύθη ευτυχώς αίμα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ο καθηγητής όμως να βάζει βόμβες.... ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Το πράγμα δεν είναι όπως το παρουσιάζουν πολλές εφημερίδες. «Ο καθηγητής που έβαζε βόμβες». Είναι τιμητικό για τους καθηγητές αυτούς που ανέλαβαν οι ίδιοι την ευθύνη των πράξεών τους και δεν έβαλαν διάφορους απλοϊκούς να τοποθετήσουν τις βόμβες αυτές όπως κάνουν συνήθως οι διανοούμενοι. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: (Κάποιος Λιαπής, που δικαίως αποκλήθηκε Βισίνσκυ της επταετίας). Μήπως θέλετε να καθήσετε κ. μάρτυς; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Όχι, θα μείνω όρθιος. Δεν εγήρασα ακόμη. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Θεωρήσατε υπερβολικό τον όρο βόμβες. Ο όρος αυτός δεν είναι γνωστός

από την εποχή του Κυπριακού αγώνα οπότε μιλούσαμε για «αυτοσχέδιες βόμβες»; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Εγώ αναφέρθηκα απλώς στην μετονομασία από κροτίδες σε βόμβες. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Μήπως δεν είναι παρεξηγήσιμος στην προκειμένη περίπτωση ο όρος «αυτοσχέδιος βόμβα»; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Αν δεν είχε προηγηθή η μετονομασία δεν θα ήταν παρεξηγήσιμος. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Η οργάνωσης της «Δημοκρατικής Αμύνης» απεκαλύφθη όχι λόγω αστυνομεύσεως της δημόσιας ζωής, οπότε Θα είχε καταπνιγή εν τη γενέσει της, αλλά κατόπιν της εντυπωσιακής επεμβάσεως της θείας δίκης δια της εκρήξεως της βόμβας στα χέρια του Καράγιωργα. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μην υποτιμάτε την ελληνική αστυνομία. (Παρατεταμένοι γέλωτες στο ακροατήριο). ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Στην δικτατορία Μεταξά που υπήρχε πλήρης αστυνόμευση και είσαστε και σεις ο ίδιος εκτοπισμένος, γιατί δεν ήλθατε σε επαφή με ξένους, για να τοποθετήσετε και σεις βόμβες; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Και να ήθελα, δεν θα μπορούσα, γιατί ήμουν εκτοπισμένος επί τέσσαρα έτη, τρία χρόνια και δέκα μήνες για την ακρίβεια. Ως εκ τούτου δεν θα είχα την δυνατότητα και αν ακόμα είχα την πρόθεση. (Η παραπάνω ερώτηση του Λιαπή όπως και η προηγούμενή της, αποδεικνύουν τις συγχύσεις των ανθρώπων της χούντας, φαινόμενο συνηθέστατο σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας). ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Θα το κάνατε αν μπορούσατε; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν ξέρω. Δεν ξέρω. Η χρήση βίας δεν είναι επιτρεπτή, δεν είναι νοητή όπου υπάρχουν άλλοι τρόποι εκδηλώσεως του φρονήματος. Είναι αδιανόητη η χρήση βίας στα δημοκρατικά πολιτεύματα γιατί η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από Αντίσταση. Τα καθεστώτα που δεν είναι δημοκρατικά προκαλούν αναπότρεπτες ενέργειες και μάλιστα Αντιστάσεως που δεν είναι μόνον ηθικής μορφής όπως η δική μου. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Ο Ιορδανίδης ήταν αρχηγός της Δημοκρατικής Άμυνας ή απλούν μέλος; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν μπορώ να το ξέρω. Το είδα για πρώτη φορά στις εφημερίδες. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η Δημοκρατική Άμυνα δεν είναι κομμουνιστική οργάνωση.

327


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Είπατε ότι η βία πρέπει να αντιμετωπίζεται με βία. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είπα αυτό. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Θέλω να το διευκρινίσετε. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν έχω να διευκρινίσω τίποτε. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Γνωρίζετε την επέμβασιν του Στρατού το 1922; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Μάλιστα, επλήγη και η οικογένειά μου από αυτήν. Αλλά τα πράγματα τότε ήσαν διαφορετικά. Επρόκειτο περί βαθέος διχασμού εις τους κόλπους του αστικού κόσμου πράγμα που δεν συνέβη εις τας ημέρας μας. Εξ άλλου, μέχρι σήμερον τουλάχιστον, το ΚΚΕ επισήμως δεν δείχνει διάθεση αντιστάσεως κατά του κρατούντος καθεστώτος. Αυτό ας το ακούσουν όσοι έχουν ώτα. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ: Στο Συμβούλιο του Στέμματος είχατε μιλήσει για κομμουνιστικό κίνδυνο και διείσδυση των Λαμπράκηδων. Τι θα γινόταν

αν παρατεινόταν η κατάσταση αυτή; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ·. Αυτό το είχα πει το 1965. Το 1966 άλλαξε η κατάσταση και, το 1967 που ήμουν εγώ πρωθυπουργός, άλλαξε ακόμη περισσότερο. ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: (Κάποιος Νοδάρος, ταγματάρχης). Ο πρότερος έντιμος βίος των κατηγορουμένων τους παρέχει νομίμους τίτλους να έλθουν εις σύγκρουσιν με την έννομον τάξιν; ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Άλλο έννομος τάξις όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και άλλο όταν δεν είναι. Μη με προκαλείτε, παρακαλώ. ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΗΣ: Τη στιγμή που αυτή η συμμορία, γιατί περί συμμορίας πρόκειται... (Έντονες διαμαρτυρίες από πλευράς της υπερασπίσεως). ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Την φράση αυτή που είπατε ενώ διατελείτε δικαστής αυτών των ανθρώπων, έστω και ως μέλος εξαιρετικού δικαστηρίου, σας προτρέπω να την ξανασκεφθήτε σε κάποια στιγμή περισυλλογής.

Περιμένοντας να καταθέσεις ως μάρτυρας στη δίκη της «Δημοκρατικής Άμυνας» ανάμεσα στον Παναγή Παπαληγούρα, τον Γεώργιο Μαύρο και τον Γ. Β. Μαγκάκη.

328


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δήλωση εναντίον των συνομιλητών του καθεστώτος πολιτικών (καλοκαίρι 1970) Οι πρώην βουλευταί, που εδέχθησαν να επισκεφθούν τον αρχηγόν του δικτατορικού καθεστώτος και να συζητήσουν μαζί του, συνέβαλον εις ένα θέμα που ήτο χρήσιμον μόνον εις αυτόν. Πιστεύω, ότι αυτή ήτο και η κυρία πρόθεσίς του. Επεδίωξε να δημιουργήση ψευδείς εντυπώσεις, προ πάντων έξω από την Ελλάδα. Αι σκέψεις και προθέσεις των επισκεπτών του είναι άνευ σημασίας. Όταν συζητούν μαζί του, άλλοι συνάδελφοι των, καθώς και έξοχοι αξιωματικοί και πολλοί Έλληνες πολίται ευρίσκονται εις τας φυλακάς ή εκτοπισμένοι μακράν των εστιών των, μόνον και μόνον επειδή πιστεύουν εις την Δημοκρατίαν. Ομιλούν ωρισμένοι πολιτικοί, ευτυχώς ελάχιστοι, περί ρεαλισμού. Αλλά ο ρεαλισμός των είναι ουτοπικός. Καμμία παραχώρησις απέναντι ενός αυταρχικού καθεστώτος δεν είναι βήμα προς την Δημοκρατίαν. Ενισχύει απλώς το αυταρχικόν καθεστώς. Η στάσις μου, που είναι και η στάσις του μεγίστου τμήματος τωνΕλλήνων πολιτικών, δυνατόν να θεωρηθή πολύ αρνητική. Και είναι πράγματι. Όποιος πιστεύει αληθινά εις την Δημοκρατίαν δεν είναι δυνατόν παρά να αρνείται απόλυτα τα αυταρχικά καθεστώτα. Μόνον η στάσις αυτή τα κλονίζει, αποθαρρύνει συν τω χρόνω όσους τα στηρίζουν, εμπνέει εις τον λαόν πίστιν εις τα δίκαιά του, και αποτελεί δίδαγμα δια τας νέας γενεάς. Η ανάγκη διδαγμάτων έχει δυστυχώς αγνοηθή και εις διεθνή κλίμακα. Κυβερνήσεις μερικών μεγάλων χωρών πιστεύουν, ότι ζώμεν ακόμα εις τον 19ον αιώνα και έτσι, με τον αναχρονιστικόν ρεαλισμόν των και την έλλειψιν ιδεολογικής και ηθικής συνεπείας εις την εξωτερικήν πολιτική των, αποξενώνονται από τας νέας γενεάς.

1 Ιανουαρίου 1971 Το διάγγελμα της ελπίδας Το έτος 1971 έχει ιδιαίτερον ιστορικόν βάρος δια την μνήμην των Ελλήνων. Συμπληρώνονται, κατά την

διαδρομήν του, εκατόν πενήντα χρόνια αφ’ ότου οι πρόγονοι μας ηγέρθησαν δια να αποτιξάνουν τον ζυγόν της δουλείας. Η Ελληνική Επανάστασις του 1821 είναι -μετά τον αγώνα των Βορειοαμερικανών δια την ανεξαρτησίαν των και μετά την Γαλλικήν Επανάστασιν- το τρίτον μέγα γεγονός, που έκαμε την ιστορίαν του κόσμου να εισέλθη εις νέαν εποχήν. Έχει, λοιπόν, το έτος 1821 ιδιαίτερον ιστορικόν βάρος δια την μνήμην όλων των ελευθέρων ανθρώπων επί της γΤο κοινόν γνώρισμα των τριών πρώτων μεγάλων βημάτων της νεωτέρας ιστορίας είναι, ότι συνεδυάσθη η αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας με την αρχήν της ηθικής και πολιτικής ελευθερίας του ανθρώπου και του πολίτου. Όσοι αγνοούν τον άρρηκτον δεσμόν μεταξύ των δυο τούτων αρχών μειώνουν την ιστορικήν σημασίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Άμεσος Πρόδρομος της Επαναστάσεως αυτής, -και ιερόν θύμα όχι μόνον του Οθωμανικού, αλλά και του Ευρωπαϊκού δεσποτισμού- υπήρξεν ο Ρήγας Φεραίος, τον οποίον είχον εμπνεύσει αι ιδέαι της Γαλλικής Επαναστάσεως. Και οι Έλληνες του 1821 δεν ηρκέσθηκαν εις τον ηρωικόν αγώνα των κατά του ξένου ζυγού, αλλά και έσπευσαν να καταρτίσουν, κατά την διάρκειαν του σκληρού αγώνος των, Συντάγματα, με τα οποία ηθέλησαν να κατοχυρώσουν τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματά των. Ταύτα λέγει η Ιστορία. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά τας μεγάλας εκείνας ώρας, ο Ελληνικός Λαός δεν έχει το δικαίωμα να κάμη χρήσιν των πολιτικών ελευθεριών του και έχει στερηθή των εγγυήσεων δια τα ανθρώπινα δικαιώματά του. Δια την δικαιολόγησιν του θλιβερού αυτού γεγονότος, εχρησιμοποιήθησαν και χρησιμοποιούνται διάφορα επιχειρήματα. Τα κυριώτερα είναι δυο. Το πρώτον ο κομμουνιστικός κίνδυνος. Το δεύτερον η έλλειψις πολιτικής ωριμότητος του Ελληνικού Λαού. Ο κομμουνισμός είναι το μόνον ιστορικόν φαινόμενον και καθεστώς, που στερεί τον άνθρωπον της ηθικής και πολιτικής ελευθερίας του εν ονόματι μιας άλλης -ορθής ή εσφαλμένης, παραδεκτής ή απαραδέκτου- κοσμοθεωρίας. Όσοι, προς απόκρουσιν του κινδύνου του κομμουνισμού, στερούν ένα Λαόν της ηθικής και πολιτικής ελευθερίας του, απαρνούνται την μόνην ιδέαν, η οποία δικαιώνει την απόκρουσιν του κομμουνισμού, την ιδέαν της Δημοκρατίας. Εκτός τούτου, η Ελλάς δεν διέτρεξε, ούτε προς στιγμήν, τον κίνδυνον επι-

329


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος κρατήσεως του κομμουνισμού. Βεβαιώ τούτο ως ο τελευταίος συνταγματικός πρωθυπουργός της χώρας. Το επιχείρημα, ότι ο Ελληνικός Λαός στερείται πολιτικής ωριμότητος, αποτελεί ύβριν κατ’ αυτού και ιδιαιτέρως κατ’ εκείνων, οι οποίοι ηγέρθησαν, προ εκατόν πενήντα ετών, δια να χαρίσουν με άφθονον αίμα και μεγάλας θυσίας, εις τα τέκνα των την εθνικήν και την πολιτικήν ελευθερίαν. Αλλά διατί και πως είναι ωριμότεροι από όλους τους άλλους Έλληνας εκείνοι, που κυβερνούν σήμερον την χώραν και που έθεσαν, ως λέγουν, σκοπόν των να διαπαιδαγωγήσουν τους κατοίκους της; Δεν είναι τάχα, Έλληνες και αυτοί; Δεν έχουν τα ελαττώματα όλων των άλλων Ελλήνων; Εάν δεν έχουν τα ελαττώματα του Έλληνος, δεν έχουν και τας αρετάς του. Λέγουν, ότι την διακυβέρνησιν της χώρας ανέλαβον αι ένοπλοι δυνάμεις του Έθνους. Και εάν ακόμη ήτο τούτο αληθές, δεν είναι τάχα αι ένοπλοι δυνάμεις τμήμα του Ελληνικού Λαού, σαρξ εκ της σαρκός του; Αλλά δεν είναι καν αληθές, ότι κυβερνούν αι ένοπλοι δυνάμεις του Έθνους. Κυβερνά μια μικρά ομάς ανδρών, που απεσπάσθη από τας ενόπλους δυνάμεις και επιχειρεί, προκαλούσα επικίνδυνον διαχωρισμόν μεταξύ ενόπλων δυνάμεων και Ελληνικού Λαού, να καταστήση ταύτας συνυπευθύνους δι’ όσα έπραξε και πράττει. Δεν πρέπει, άλλωστε, να λησμονώμεν ότι -όπως τονίζεται ρητά εις την «Διακήρυξιν της Ανεξαρτησίας» της 4ης Ιουλίου του 1776- ένας από τους κυρίους λόγους που οδήγησαν τους Αμερικανούς εις τον μέγα αγώνα των, υπήρξεν ότι το Στέμμα, υπό το οποίον υπήγοντο, «απέβλεψε να καταστήσει την Στρατιωτικήν Εξουσίαν ανεξάρτητον και υπερτέραν από την Πολιτικήν Εξουσίαν». Το έτος 1970 έληξε με δυο βαρυσημάντους προειδοποιήσεις. Η μία ήλθε από χώραν της δυτικής Ευρώπης, και η άλλη από ανατολικήν ευρωπαϊκήν χώραν. Οι ώτα έχοντες ας ακούσουν. Κάτι πολύ βαρύ υποβόσκει παντού, όπου δεν υπάρχει πολιτική και ηθική ελευθερία, κάτι πολύ θαρύτερον εις δραματικός ιστορικός συνεπείας, από όσα συμβαίνουν εις τας φιλελευθέρας δημοκρατίας ή εις τα δυστυχώς πάντοτε ακόμη θερμά πεδία μαχών. Ας ελπίσωμεν να σημειώση η Ιστορία του κόσμου, κατά το έτος 1971, κάποιαν πρόοδον, έστω και μικράν, προς την γενικήν αναγνώρισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προς την Ειρήνην. Ειδικώτερα προς τον Ελλη-

νικόν Λαόν απευθύνω την ευχήν να συνδυάση κατά την διαδρομήν του Νέου Έτους, την ιεράν ανάμνησιν των μεγάλων ωρών του 1821 με την ανάκτησιν της πολιτικής ελευθερίας του, που του αξίζει.

Το μήνυμα της ελευθερίας (25 Μαρτίου 1971)

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την έναρξιν του επικού αγώνος των Ελλήνων δια την εθνικήν ανεξαρτησίαν και πολιτικήν ελευθερίαν των, ο Ελληνικός Λαός δεν είναι ελεύθερος. Υπό καθεστώς, που μας έχει στερήσει επί ολόκληρον σχεδόν τετραετίαν όχι μόνον των πολιτικών ελευθεριών, αλλά και των στοιχειωδών εγγυήσεων δια τα ανθρώπινα δικαιώματα, καλούμεθα να εορτάσωμεν την εκατοστήν πεντηκοστήν επέτειον από της 25ης Μαρτίου του 1821. Και την εορτάζομεν όλοι. Δεν την εορτάζομεν εις τας δημοσίας εκδηλώσεις, που οργανώνει το καθεστώς. Την εορτάζομεν, άλλοι εις τας φυλακάς, άλλοι εξόριστοι μακράν των εστιών μας, άλλοι υπό την συνεχή παρακολούθησιν των μυστικών οργάνων του καθεστώτος και υπό την απειλήν συλλήψεως (πολλαί συλλήψεις εγένοντο κατά τους τελευταίους τρεις μήνας), και όλοι μέσα εις το απρόσβλητον και απόρθητον ιερόν της Μνήμης μας, μακράν του θορύβου των επισήμων τυμπανοκρουσιών. Είμεθα βέβαιοι, ότι διερμηνεύομεν τας σκέψεις και τα αισθήματα της μεγίστης πλειονότητος, σχεδόν της ολότητος, του Ελληνικού Λαού, διαδηλούντες την πίστιν μας εις την Δημοκρατίαν, της οποίας υπέρτατος νόμος -από των ημερών της αρχαίας Δημοκρατίας των Αθηναίων- είναι η άρνησις της μισαλλοδοξίας. Διαδηλούμεν την πίστιν αυτήν ενωμένοι και αποφασισμένοι να διατηρήσωμεν την ενότητα των πολιτικών δυνάμεων που εκπροσωπούμεν, κατά την περίοδον της ανασυγκροτήσεως της Δημοκρατίας, που θα απαιτήση σκληράν εργασίαν, σωφροσύνην και υψηλόν αίσθημα ευθύνης. Ολόκληρος ο κόσμος διέρχεται -παρά τας φοβεράς θυσίας του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εις τας οποίας είχε το προνόμιον να πρωτοστατήση και ο Ελληνικός Λαός, πιστός εις το ιδεώδες της Ελευθερίας- μεγάλην κρίσιν. Αι μορφαί της πρωτοφανούς αυτής κρίσεως, παγκοσμίων διαστάσεων, δεν είναι αι αυταί εις όλας τας Ηπείρους. Ποικίλουν ανάλογα

330


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

με τα γεωγραφικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεδομένα εκάστης Ηπείρου, ανάλογα με τας διαφόρους παραδόσεις και συνθήκας ζωής των μεγάλων εκείνων ομάδων Εθνών, τα οποία η Ιστορία αιώνων, παρά τους συχνούς μεταξύ των πολέμους, συνέδεσε κατά τρόπον χαρακτηριστικόν. Η Ελλάς ανήκει εις την Ευρώπην. Ανήκει, ειδικώτερα, εις το τμήμα εκείνο της Ευρώπης, που πρέπει, προς όφελος ολοκλήρου της Ανθρωπότητος, να έχη ιδίαν ιστορικήν προσωπικότητα και αποστολήν, αλλά που δεν ημπορεί να εξακολουθήση να την έχη παρά μόνον εάν σεβασθή και κρατήση ακεραίας τας δημοκρατικός αρχάς, την ελευθερίαν της σκέψεως και την ανεκτικότητα απέναντι οιασδήποτε πολιτι-

Καταθέτοντας στη δίκη των 15 του ΠΑΚ.

κής και κοινωνικής ιδεολογίας. Η αποστολή αυτή της Ευρώπης έγινε, από της 4ης Ιουλίου του 1776, η ιστορική αποστολή και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Η περιπέτεια, εις την οποίαν εισήλθεν η Ελλάς από του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967, θέτει εις κίνδυνον όχι μόνον τον φυσικόν δεσμόν της Ελλάδος με την Ευρώπην, αλλά εμμέσως και την ιστορικήν αποστολήν ολοκλήρου του τμήματος εκείνου της Ευρώπης, που ως μόνον λόγον ηθικής υπάρξεως έχει τον σεβασμόν της Ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Απεσπάσθη ήδη η Ελλάς από την οργάνωσιν της Ευρωπαϊκής Κοινότητος. Ο σύνδεσμός της με την Ευρωπάίκήν Κοινήν Αγοράν, που τείνει να περιλάβη και άλλας ευρωπαϊκός χώρας και να εξελιχθή εις ισχυρόν οργανισμόν οικονομικής ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, κατέστη από τετραετίας ονομαστικός, ουσιαστικά ανύπαρκτος. Ως μέλος του NATO, η Ελλάς προκαλεί τα δύσπιστα βλέμματα και τα αρνητικά αισθήματα ωρισμένων κυβερνήσεων και όλων των λαών, που απαρτίζουν την συμμαχίαν αυτήν. Αι διεθνείς συνδικαλιστικοί οργανώσεις απεκόπησαν από την ελληνικήν εργατικήν τάξιν αφ’ ότου αύτη εσιερήθη των δικαιωμάτων του ελευθέρου συνδικαλισμού. Τα πανεπιστήμια και οι ηγετικοί κύκλοι διανοουμένων και καλλιτεχνών της Ευρώπης, καθώς και των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν στραφή, άμεσα ή έμμεσα, κατά του καθεστώτος, που κρατεί εις την χώραν μας. Χαρακτηριστικόν είναι το γεγονος, ότι τα ξένα Πανεπιστήμια προσφέρουν καθηγητικός έδρας εις όσους καθηγητάς εκδιώκει και διώκει το εν Ελλάδι καθεστώς. Πού θα οδηγήση η αποξένωσις αυτή της Ελλάδος από το φυσικόν περιβάλλον της, από την Ευρώπην; Δι’ αυτήν ταύτην την Ευρώπην, την ώραν που εισέρχεται πλέον εις τον ευρύ δρόμον της ολοκληρώσεως των μορφών της ενότητός της, το φαινόμενον της Ελλάδος, υπό το σημερινόν καθεστώς, δυνατόν να αποτελέση επικίνδυνον ρωγμήν εις το ανεγειρόμενον μέγα οικοδόμημα. Θεωρούμε καθήκον μας να εκφράσωμεν δημοσία την βαθυτάτην ανησυχίαν μας. Εάν δεν απαλλαγή η Ελλάς τάχιστα από το καθεστώς, υπό το οποίον τελεί, διαβλέπομεν μεγάλους κινδύνους, που είναι δυνατόν να καταστρέψουν ό,τι εξησφάλισαν τόσαι θυσίαι του Ελληνικού Λαού υπέρ της Ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, από του 1821 μέχρι και των ημερών μας. Είναι ανάγκη να εξέλθωμεν το

331


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ταχύτερον από το αδιέξοδον, που σημειώνει πάντοτε -το έχει αποδείξει πλειστάκις η Ιστορία- η αυταρχική διακυβέρνησις μιας χώρας από μιαν ομάδα ανεξελέγκτων διαχειριστών της τύχης της, και να μεταβώμεν ομαλά προς την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας και του δεσμού μας με την Ευρώπην. Εάν δεν συμβή τούτο το ταχύτερον, δεν θα είναι δυνατόν να σημειωθή, χωρίς βαθείας αναταραχάς και επικινδύνους δι’ ολόκληρον την Ευρώπην σπασμούς. Η διακήρυξις αυτή είναι η πρώτη κοινή ενέργεια όλων μας προς επαναφοράν της Ελλάδος εις την Δημοκρατίαν και εις τους κόλπους της Ευρώπης.

Δηλώσεις για τις φοιτητικές εκλογές του 1972 Απέφυγα μέχρι της ώρας αυτής να ομιλήσω δημοσία δι’ όσα συμβαίνουν, από πολλών εβδομάδων, εις τας Ανωτάτας Σχολάς της χώρας. Εφοβούμην, ότι η παρέμβασίς μου θα ήτο δυνατόν να παρερμηνευθή από αυτήν ταύτην την σπουδάζουσαν νεολαίαν, και να αποδοθή εις την πρόθεσιν να συσχετίσω τον αγώνα και τα παθήματά της με πολιτικούς σκοπούς. Ήλπιζα, άλλωστε, ότι θα εξεδήλωναν την συμπαράστασίν των προς τους νέους οι φυσικοί οδηγοί των, οι καθηγηταί των Ανωτάτων Σχολών, και δεν θα άφηναν εκείνους που η ελληνική κοινωνία εμπιστεύεται εις τα χέρια των, απροστατεύτους και ακαλύπτους. Αφού, όμως, αυτοί σιωπούν και ορισμένοι εξ αυτών δεν περιορίζονται μάλιστα να μένουν απαθείς και αδιάφοροι αλλά συμπράττουν δυστυχώς εις όσα συμβαίνουν εις βάρος των σπουδαστών, θεωρώ καθήκον μου να διακόψω την σιωπήν μου. Εκτός από την πολιτικήν αποστολήν μου, είχα πάντοτε, από τον καιρό που ήμουν καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, την ιδιαιτέρως τιμητικήν ευθύνην να καθοδηγώ -με κάποιαν, νομίζω ανταπόκρισιν εκ μέρους των- γενεάς Ελλήνων ως ηθικός και πνευματικός σύντροφός των, χωρίς κανένα πολιτικόν υπολογισμόν. Απεφασίσθη η διενέργεια εκλογών εις τους συλλόγους των σπουδαστών των Ανωτάτων Σχολών προς ανάδειξιν των φυσικών διοικητικών συμβουλίων των. Αι εκλογαί ωρίσθησαν δια το τέλος του

τρέχοντος μηνός. Αλλά, Πρώτον, εις τας γενικάς συνελεύσεις των συλλόγων που συνεκλήθησαν προ των εκλογών, δεν έγινε έλεγχος της ταυτότητος των προσελθόντων δια την εξακρίβωσιν της φοιτητικής ιδιότητος αυτών. Δεύτερον, δεν έγινε κανονικώς η ψηφοφορία δια την έγκρισιν του απολογισμού των παλαιών διοικητικών συμβουλίων, που είχον διορισθή χωρίς την ψήφον των σπουδαστών. Τρίτον, τας επιτροπάς, που θα ελέγξουν την ιδιότητα των ψηφοφόρων κατά τας εκλογάς και θα επιβλέψουν την διενέργεια των εκλογών, κατήρτισαν τα διωρισμένα διοικητικά συμβούλια. Τέταρτον, σχεδόν όλα τα μέλη των επιτροπών που ορισμένοι Γενικαί Συνελεύσεις εις τας Αθήνας εξέλεξαν με μεγάλην πλειοψηφίαν, μετά την ματαίαν έκκλησιν πολλών σπουδαστών να αναγνωσθούν αι ενστάσεις των, εκλήθησαν να παρουσιασθούν εις την Ασφάλειαν ή και συνελήφθησαν, άνευ κανονικού εντάλματος συλλήψεως, και εκρατήθησαν επί ωρισμένων χρονικόν διάστημα. Πέμπτον, ωρισμένοι από τους συλληφθέντος, μεταξύ τούτων και δυο σπουδάστριαι, εκακοποιήθησαν βαρύτατα, και εις όλους διετυπώθη η απειλή, ότι δεν θα τους επιτραπή, αν δεν κύψουν την κεφαλήν ως δούλοι, να περατώσουν τας σπουδάς των. (Υπενθυμίζω, ότι υπάρχουν πολλά προηγούμενα σπουδαστών, που τους αφηρέθη, κατά τα τελευταία έτη, το δικαίωμα να συνεχίσουν τας σπουδάς των, μέτρον που ημπορεί να αποβή μοιραίον δια την ζωήν των). Έκτον, πολλοί σπουδασταί εκλήθησαν και εις την Θεσσαλονίκην εις την Ασφάλειαν και υπέστησαντας αυτάς δοκιμασίας. Τέσσαρες εξ αυτών, εκ των οποίων τρεις είναι υιοί τέως βουλευτών, των κυρίων Ερμείδη και Ιορδάνογλου της Ε.Ρ.Ε. και του κυρίου Γεωργίου Λαζαρίδη της Ενώσεως Κέντρου, συνελήφθησαν προ δεκαεπτά ημερών κατά τας πρωινάς ώρας εις τα σπίτια των, και κρατούνται ακόμη φυλακισμένοι, χωρίς να επιτραπή εις μέλη της οικογενείας των ή εις δικηγόρον να επικοινωνήσουν μαζί των, και χωρίς να ανακοινούται δια ποίον λόγον συνελήφθησαν. Υπό τους όρους αυτούς θα γίνουν αι εκλογαί εις τους συλλόγους των σπουδαστών των Ανωτάτων Σχολών της Ελλάδος. Επιχειρείται, με άλλας λέξεις, να καταπνιγή η αληθινή φωνή των νέων, και όχι να ακουσθή, αλλά και να δημιουργηθή έξω των ορίων της Ελλάδος η ψευδής εντύπωσις, ότι επετράπη επί τέλους, μετά πέντε έτη και εξ μήνας,

332


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

να αποκτήσουν οι σύλλογοι τους αιρετά διοικητικά συμβούλια. Θα ήτο, από ηθικής απόψεως, ασυγκρίτως προτιμότερον να συνεχισθή το από του 1967 κρατούν εις τους συλλόγους των σπουδαστών καθεστώς. Σήμερα, γίνεται κάτι πολύ χειρότερον. Γίνεται προσπάθεια να χάσουν οι νέοι, που θα κληθούν αύριον να αποτελέσουν την ηγέτιδα τάξιν της χώρας, την συνείδησιν ελευθέρων ανθρώπων, το αίσθημα τής αξιοπρέπειας, την ηθικήν ακεραιότητα του χαρακτήρος των. Είμαι βέβαιος, ότι η προσπάθεια αυτή θα αποτύχη. Αλλά η δοκιμασία, που υφίσταται η σπουδάζουσα νεολαία της χώρας είναι βαρύτατα οδυνηρά. Τίθενται οι νέοι, ενώπιον του ακολούθου διλήμματος: είτε να συνεχίσουν τας σπουδάς των με τσακισμένη την καρδιά τους και με ηθικούς συμβιβασμούς, που θα στοιχίσουν ακριβά εις τους ιδίους και εις το μέλλον της Ελλάδος, είτε να χάσουν το δικαίωμα να συνεχίσουν τας σπουδάς των. Η απόφασις δια την προκήρυξιν εκλογών εις τους συλλόγους των υπήρξε παγίς. Κάμνω έκκλησιν προς τους καθηγητάς, που θα κληθούν να συμβάλουν εις την παρωδίαν των εκλογών, να αναλογισθούν τας μεγάλας ευθύνας των. Δεν θα λησμονηθή η τυχόν σύμπραξίς των εις την παρωδίαν αυτήν. Δήλωση για το δικαίωμα αναθεωρήσεως των αποφάσεων των στρατοδικείων (1 Φεβρουαρίου 1973) «Από της 21ης Απριλίου 1967, μετά την κατάλυσιν της λαϊκής κυριαρχίας, παραβιάζονται απροκαλύπτως εις την χώραν μας τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αφού επί τόσα έτη χιλιάδες Ελλήνων και Ελληνίδων οδηγήθηκαν εις τας φυλακάς, τα επικίνδυνα κρατητήρια και τους τόπους εξορίας και ενώ συμπληρούται ολόκληρος έκτοτε εξαετία, ευρίσκονται ακόμη εις τας φυλακάς και τα κρατητήρια πολίται εκτίοντες βαρυτάτας ποινάς, επιβληθείσας από τα και σήμερον λειτουργούντα έκτακτα στρατοδικεία. Την 16ην παρελθόντος Δεκεμβρίου οι κατέχοντες την εξουσίαν ενεφάνισαν ως σπουδαίαν παραχώρησιν προς αυτούς και προς την αρχήν της αποκαταστάσεως της νομιμότητος, την παροχήν δικαιώματος αναθεωρήσεως των αποφάσεων των στρατοδικείων. Το επακολουθήσαν όμως 1310 Ν.Δ. του Δεκεμβρίου 1972 απεκάλυψεν ότι επρόκειτο περί απλής φενάκης. Διεπιστώθη ούτω ότι η σημερινή κατάστασις δεν είχε την πρόθεσιν να θέση τέρμα εις το δράμα των πολιτικών κρατου-

Καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη Μήνη – Παντελάκη.

μένων και των οικογενειών των, αλλά επεζήτει να εύρη προσχήματα δια να παραπλανήση την κοινήν γνώμην του εσωτερικού και του εξωτερικού. Το Ν.Δ. 1310 «περί αναθεωρήσεως κ.λπ.», κατά παραβίασιν θεμελιωδών αρχών του δικαίου δεν καθιεροί την αναθεώρησιν όλων των αποφάσεων των στρατοδικείων ως γενικόν και άνευ εξαιρέσεως μέτρον αλλά την περιορίζει εις ωρισμένας μόνον περιπτώσεις με τας τιθεμένας δι’ αυτού εξαιρέσεις και προϋποθέσεις. Και το πλέον σημαντικόν, το οποίον αναιρεί ουσιαστικώς την σημασίαν της προσφοράς, είναι ότι η αναθεώρησις θα κριθή και πάλιν από στρατιωτικόν δικαστήριον και όχι από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια. Αν οι κατέχοντες την εξουσίαν δεν τερματίσουν αμέσως το δράμα των απανθρώπως επί μακρόν δοκιμαζομένων πολιτικών κρατουμένων και των οικογενειών των δια γενικής αμνηστίας, οφείλουν τουλάχιστον να καθιερώσουν την γενικήν και ανεξαίρετον επανάκρισιν από τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια όλων των αποφάσεων των στρατοδικείων. Αυτή είναι επιταγή εθνικού και ανθρωπιστικού χρέους».

333


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η δήλωση για τις κρατήσεις και τις νέες συλλήψεις φοιτητών «Παρακολουθώ με βαθείαν ανησυχίαν τα μέτρα, τα οποία λαμβάνονται κατά των σπουδαστών των Πανεπιστημίων. Μέγας είναι ο αριθμός των συλληφθέντων, και άγνωστον τι συμβαίνει εκεί, όπου κρατούνται, χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας με τους οικείους των ή τους δικηγόρους των. Εξ ονόματος εκείνων, οι οποίοι, εις οιονδήποτε κόμμα και εάν ανήκουν, εξεπροσώπησαν εις το παρελθόν, κατόπιν ελευθέρων εκλογών, το Ελληνικόν Εθνος, διαμαρτύρομαι δια τα λαμβανόμενα κατά των σπουδαστών μέτρα, και ειδικώτερον δια το γεγονός, ότι -κατ’ αντίθεσιν προς τας βασικός αρχάς της Δικαιοσύνης- τηρούνται κρυφοί οι λόγοι, οι οποίοι οδήγησαν εις τας γενομένας συλλήψεις. Η μυστική ανακριτική διαδικασία, απαράδεκτος εις πολιτισμένος χώρας, θα έπρεπε τουλάχιστον -οιαιδήποτε και εάν είναι αι αποδιδόμενοι εις τους συλληφθέντος σπουδαστάς πράξεις- να είχε τερματισθή εντός ωρών ή ελαχίστων ημερών, ώστε να εδίδετο εις αυτούς το ανθρώπινον δικαίωμα της ελευθέρας και αβιάοτου υπερασπίσεωΣτοιχειώδεις λόγοι ανθρωπισμού, αλλά και ο οφειλόμενος εις το όνομα της Ελλάδος σεβασμός, επιβάλλουν να αρθή πάραυτα το σιδηρούν παραπέτασμα, που καλύπτει την τύχην των συλληφθέντων σπουδαστών, καθώς και την τύχην των δικηγόρων, πανεπιστημιακών καθηγητών και άλλων επιστημόνων, οι οποίοι από πολλών εβδομάδων κρατούνται εν απομονώσει δι’ αγνώστους λόγους και με βαρείας ενδεχομένως συνεπείας δια την υγείαν των».

Η κατάθεση στη δίκη των φοιτητών του Πολυτεχνείου Δεν υπήρξα αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων. Τα γνωρίζω από αφηγήσεις φίλων μου που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Συμμερίζομαι πλήρως τους λόγους που έκαμαν τους φοιτητές να εξεγερθούν. Τους συμμερίζομαι τόσον, ώστε, αν ήμουν εκεί, εις το Πολυτεχνείον, θα αντιδρούσα όπως οι φοιτηταί και θα μπορούσε να απαγγελθή εναντίον μου η κατηγορία επί τεντυμποϊσμώ. Η απόδοσις του χαρακτηρισμού του τεντυμποϊσμού εις τους σπουδαστής αποτελεί μέγα ολίσθημα που μπορεί να έχει πολύ οδυνηρός συνεπείας εις την ζωήν του Έθνους, διότι αποδίδεται εις τους νέους εκείνους οι οποίοι διεκδικούν ένα δικαίωμα, τον ελεύθερον διάλογον εις το Πανεπιστήμιον. Δεν είναι νοητή Ανωτάτη Παιδεία με παρεμβάσεις της Πολιτείας όπως κατά τα τελευταία έτη. Αι παρεμβάσεις του Κράτους εις τα Πανεπιστήμια ήσαν εξαιρέσεις και αποτελούν μελανά σημεία εις την ζωήν του Έθνους. Όσον αφορά εις τα επεισόδια, πρέπει να ερευνη-

334


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

θή πως προεκλήθησαν, αν έγινε επίθεσις εναντίον των σπουδαστών μέσα εις το Πολυτεχνείον, και συνεπεία τούτου εκείνοι απήντησαν με μερικάς λέξεις βαρείας ή αν στην βίαν απήντησαν με βίαν. Βρίσκω απολύτως δικαιολογημένα τα αιτήματα που προηγήθησαν. Δηλαδή τα αιτήματα για την αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου. Και αυτά είχαν ως αποτέλεσμα το μέτρο το ασύλληπτο από πλευράς ηθικής να ευρεθή ως αξία τιμωρίας η προβολή αυτών των αιτημάτων και να καταστροφή το μέλλον του νέου. Δεν είναι δυνατόν να διακόπτεται η φοίτησις ως ποινή, γιατί αυτό σημαίνει την οριστική καταστροφή του σπουδαστού. Είναι πρωτάκουστο. Διότι ο σπουδαστής αυτός θα υποστή στον στρατό νέες ποινές χωρίς να φταίη, πράγμα που σημαίνει οριστική αποκοπή από την επιστημονική του σταδιοδρομία. Το ίδιο είχε συμβή με τις αποβολές. Αλλά το Συμβούλιον της Επικρατείας ακύρωσεν ως παράνομες αυτές τις αποφάσεις. Θεωρώ ότι όχι μόνον η επιβολή της στρατεύσεως και η διακοπή της φοιτήσεως των σπουδαστών ήσαν επαρκέστατοι λόγοι για την εξέγερσή των, αλλά και όσα προηγήθησαν συνέθεταν επαρκείς λόγους δι’ αυτήν.

Η δήλωση για τα γεγονότα της 20.3.1973 στη Νομική «Αισθανόμεθα την υποχρέωσιν να εκφράσωμεν οδύνην και αγανάκτησιν δια τας σκηνάς βιαιότητας, που εξετυλίχθησαν χθες εντός του μεγάρου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εις τας πέριξ αυτού οδούς, με θύματα φοιτητάς και φοιτήτριας, διερχομένους πολίτας, δημοσιογράφους και τον συνάδελφόν μας τέως βουλευτήν κ. Κουτσοχέραν, επικινδύνως τραυματισθέντα. Η ηθική εξέγερσις των φοιτητών, με πρόσφατον έντονον εκδήλωσιν και εις το Πανεπιστήμιον των Πατρών, ματαίως επιχειρείται υπό των κρατούντων να εμφανισθή ως έχουσα περιωρισμένην έκτασιν. Εάν ήτο πράγματι περιωρισμένων διαστάσεων, δεν θα διετάσσετο, παρά την δήθεν κατάργησιν της προληπτικής λογοκρισίας, η σιωπή του Τύπου, ούτε θα εξεδηλούτο με τόσον πρωτοφανή βαρβαρότητα η προσπάθεια καταστολής της. Τους ισχυρισμούς των κρατούντων περί των διαστάσεων

της κινήσεως των φοιτητών διαψεύδει και η από πολλών ημερών κράτησις, υπό απόλυτον απομόνωσιν, νέων δικηγόρων, τινές των οποίων είχαν εκτελέσει το ιερόν καθήκον των να υπερασπισθούν τους προσαχθέντας εις δίκην σπουδαστάς του Πολυτεχνείου Αθηνών. Διαμαρτυρόμεθα εντόνως και δια την αυθαιρεσίαν αυτήν. Το πρόβλημα της ηθικής εξεγέρσεως των φοιτητών είναι μέγα και συναρτάται με τον φυσικόν πόθον της νεολαίας, της πρωτοπορίας αυτής του Έθνους, δια γνησίαν ακαδημαϊκήν ελευθερίαν, άνευ της οποίας επιστήμη και πνευματική ζωή είναι καταδικασμένοι εις μαρασμόν. Θλιβόμεθα και δια την στάσιν των πανεπιστημιακών αρχών. Επισημαίνομεν τον μέγαν κίνδυνον, που αποτελεί δια το μέλλον της Χώρας η αποξένωσις της σπουδαζούσης νεολαίας από τους φύσει και θέσει τεταγμένους να ευρίσκωνται εις το πλευρόν της και να εμπνέουν τον σεβασμόν και την αγάπην της».

Δήλωση για την δίωξη του Κ. Καραμανλή «Είναι ανεπίδεκτον αμφισβητήσεως ότι ο σκοπός εις τον οποίον απέβλεπον αι τελευταίοι δηλώσεις του κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή ήτο ο τερματισμός της κοινώς παραδεδεγμένης πολιτικής ανωμαλίας και η αποκατάστασις της ομαλότητος εν όψει των παγίων συμφερόντων του έθνους. Την άσκησιν του καθήκοντος αυτού εις κάθε πολίτην των ενόπλων δυνάμεων, η φωνή του κ. Κωνσταντίνου Καραμανλή παρέχει την τελευταίαν ευκαιρίαν μιας ομαλής εξόδου και κατά μείζονα λόγον εις πολιτικόν άνδρα που εκυβέρνησε επί μακρόν την χώραν, ουδείς έχει το δικαίωμα να αρνηθή. Η αντίληψις ότι το περιεχόμενον των δηλώσεων συνιστά οιονδήποτε ποινικόν αδίκημα είναι νομικώς απαράδεκτος, αλλά και εθνικώς επικίνδυνος. Προσβάλλει δεινώς το αναφαίρετον δικαίωμα της εκφράσεως γνώμης και της ασκήσεως κριτικής και αποστερεί τους πολίτας από το θεμελιωδέστερον μέσον συμβολής εις την αποκατάστασιν της ομαλότητος. Ο αποκλεισμός της συμμετοχής των πολιτών εις την εθνικήν ζωήν δεν καταργεί μόνον την ελευθερίαν του στοχασμού. Εξουθενώνει τον πολίτην και την έννοια της Πολιτείας».

335


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δηλώσεις για το Κίνημα του Ναυτικού

Επιστολή συμπαραστάσεως προς την εφημερίδα «Η Βραδυνή»

Γεγονότα βαρυσήμαντα εσημειώθησαν κατά το τρέχον έτος, που καταδεικνύουν σαφώς, ότι το δικτατορικόν καθεστώς εγκυμονεί, όπως επανειλημμένως ετόνισα, μεγάλους κινδύνους δια την χώραν. Τα τελευταία κρίσιμα γεγονότα εσημειώθησαν, κατά τας ημέρας αυτάς, εις ένα από τους πλέον ευαισθήτους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων. Η δικτατορική κυβέρνησις επεχείρησε, κατά την πρώτην στιγμήν, να γελοιοποιήση την δραματικήν περιπέτειαν του Βασιλικού Ναυτικού, χωρίς να σκεφθή, ότι ώφειλε να σεβασθή τουλάχιστον το γεγονός, ότι, μετά τόσας προηγουμένας εκκαθαρίσεις, το σώμα των εμπείρων αξιωματικών του Ελληνικού Στόλου, που δεν είναι διόλου πολυάριθμον, θα υποστή τώρα νέαν εκκαθάρισιν. Εξύβρισε, μάλιστα, ανυπεράσπιστους αξιωματικούς, τους οποίους η ιδία είχε προαγάγει και τοποθετήσει κυβερνήτας πολεμικών πλοίων. Εξ άλλου, η δικτατορική κυβέρνησις προ πάσης τακτικής ανακρίσεως, συνέδεσε τα σημειωθέντα εις τον Στόλον γεγονότα με δυο αποστράτους ναυάρχους. Δεν εδίστασε, μάλιστα, αφού τους συνέλαβε και τους απομόνωσε, να επιχειρήση να μειώση την προσωπικότητα και αυτών. Αλλά εις μάτην, διότι οι δυο ναύαρχοι ετίμησαν τας ενόπλους δυνάμεις της Ελλάδος, είναι σεβαστοί εις τους συναδέλφους των, και ο εις εξ αυτών ετερμάτισε την έξοχον εν πολέμω και εν ειρήνη σταδιοδρομίαν του ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Ναυτικού. Υπήρξε, μάλιστα, ο μόνος αρχηγός Επιτελείου κατά την 21ην Απριλίου 1967, που δεν εδέχθη να υποκύψη εις την βίαν του πραξικοπήματος. Τέλος, η δικτατορική κυβέρνησις επιχειρεί να καταστήση αμέσως ή εμμέσως υπεύθυνος δια τα δραματικά γεγονότα του Στόλου πάντα άλλον εντός ή και έξω της Ελλάδος, εκτός του εαυτού της. Αλλά και τούτο επιχειρείται εις μάτην και οφείλεται εις δόλον ή σύγχυσιν. Μόνη υπεύθυνος δι’ όλα είναι η ιδία η δικτατορική κυβέρνησις. Ουδείς άλλος.

Φίλε Κύριε Αθανασιάδη, Ανταποκρινόμενοι εις το έκδηλον αίσθημα του Λαού, Σας συγχαίρομεν δια το ανεπίληπτον αγωνισπκόν ήθος και την ευθύτητα μετά της οποίας η “ΒΡΑΔΥΝΗ” εχειρίσθη κάθε θέμα απτόμενον της εθνικής ευαισθησίας, υπό το καθεστώς των εκτάκτων εξουσιών. Δηλούμεν ότι θα είναι αμέριστος η συμπαράστασίς μας εις τας πιέσεις, τας οποίας αντιμετωπίζετε, ιδίως κατά τας ημέρας αυτάς. Δεν αποτελούν αύται μόνον νέον πλήγμα κατά της πλέον υποτυπώδους εννοίας της ελευθεροτυπίας, αλλά ευρίσκονται ακόμη και εις κατάφωρον αντίθεσιν προς τας συνταγματικός αρχάς, τας οποίας επικαλούνται οι κρατούντες. Όταν οι δυο αντιπρόεδροι σάς εκάλεσαν δια να κάμψουν την αρθογραφίαν της εφημερίδος και να καταπνίξουν την ειδησεογραφίαν της επί των διαστάσεων, τας οποίας προσέλαβεν ένα εθνικόν θέμα, όπως το φοιτητικόν, και εις την οποίαν απηντήσατε δι’ ενός άρθρου τιμώντος την ακαδημαϊκήν τήβεννον, εξ αφορμής του οποίου δεν ήτο νοητή κλήσις εις την Εισαγγελίαν και η επακολουθήσασα χθες έφοδος υπό αστυνομικήν συνοδείαν είκοσι εφοριακών “ελεγκτών”, διεξελθόντων και την προσωπικήν Σας ακόμη αλληλογραφίαν εις τα γραφεία της “ΒΡΑΔΥΝΗΣ”, αλλά και εις το οικογενειακόν σας άσυλον, δίδουν μίαν εικόνα των πιέσεων προς φίμωσιν της κριτικής, την οποίαν ησκήσατε ευθαρσώς και εντίμως, εντός των ασφυκτικών περιθωρίων του νέου νόμου περί Τύπου και της νομοθεσίας περί καταστάσεως πολιορκίας. Οιαδήποτε νέα δοκιμασία σας, εις την υπηρεσίαν των γνησίων και υγιών παραδόσεων της δημοσιογραφίας, θα μας εύρη ενθέρμους παραστάτας.

336


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Εκδηλώσεις υπέρ του ΟΧΙ κατά το δημοψήφισμα της 29.7.1973 Η πρώτη δήλωση μετά την μεταβολή του πολιτεύματος «Οι υπογεγραμμένοι, μετά το νέον πραξικόπημα, διακηρύσσομεν ότι, εις το δημοψήφισμα το οποίον εξήγγειλε το απολυταρχικόν καθεστώς, καλείται ο Ελληνικός λαός να εκλέξη, όχι μεταξύ βασιλευομένης και αβασιλεύτου δημοκρατίας, αλλά μεταξύ δημοκρατικής νομιμότητος και δικτατορίας. Ηνωμένοι θα αγωνισθώμεν υπερασπίζοντες τα δικαιώματα και τας ελευθερίας του Ελληνικού Λαού». 2 Ιουνίου 1973 «Διατελέσαντες επί μακρόν αιρετοί εκπρόσωποι του Ελληνικού Λαού, αισθανόμεθα την υποχρέωσιν να διακηρύξωμεν: Δια του παρασκευαζομένου Δημοψηφίσματος, οι από του Απριλίου 1967 καταλύσαντες την Λαϊκήν κυριαρχίαν, καλούν τον Ελληνικόν Λαόν να εγκρίνη νέας Συνταγματικός διατάξεις, δια των οποίων θα κατοχυρωθή η υπό νέον απατηλόν μανδύαν παράτασις της παραμονής των εις την εξουσίαν. Αι εξαγγελθείσαι σήμερον συνταγματικοί μεταρρυθμίσεις επιβεβαιώνουν τούτο απολύτως. Προτείνεται εις τον Λαόν να υποταγή δια της ψήφου του εις καθεστώς Προεδρικής ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ, καθοριζομένου εκ των προτέρων και του προσώπου του δικτάτορος. Εξ άλλου, η ταυτοχρόνως παρασχεθείσα υπόσχεσις περί δήθεν αποκαταστάσεως ατομικών ελευθεριών, μετά το Δημοψήφισμα και την προεξοφλουμένην Λαϊκήν έγκρισιν της προεδρικής δικτατορίας, αποκαλύπτει έτι μάλλον τας προθέσεις των κρατούντων. Εις την ιταμήν πρόκλησιν, η απάντησις του υπερηφάνου Ελληνικού Λαού θα είναι ασφαλέστατα το ομόθυμον και κατηγορημαντικόν «ΟΧΙ» -εάν φυσικά αφεθή ελεύθερος να εκφράση την γνώμην του. Τρέμουν οι σφετερισταί της εξουσίας προ της βεβαίας καταδίκης των. Και εξ αυτού το θέαμα το οποίον παρέχουν: Να διαφημίζουν την «Δημοκρατίαν» των ως Δυτικού τύπου και ταυτοχρόνως να επαυξάνουν τα δεσμά του Ελληνικού Λαού. Όχι μόνον δεν ήραν, αλλ’ ούτε καν εχαλάρωσαν τα μέτρα δια των οποίων κρατούν υπόδου- λον τον Λαόν μας. Αντιθέτως, μάλιστα, προσέθεσαν και άλλα δεσμά, ως αι νέαι μέ-

θοδοι προκλητικού ελέγχου του Τύπου και αι πιέσεις επί των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Τραπεζών και των μεγάλων Οργανισμών δια να ενταχθούν εις το ΕΠΟΚ. Και ενώ η τηλεόρασις, το ραδιόφωνον και αι εφημερίδες, που ελέγχονται απολύτως από το καθεστώς, εμφανίζουν ψευδώς τον Λαόν μας παραληρούντα από ενθουσιασμόν δια την επελθούσαν πολιτειακήν μεταβολήν, απηγορεύθη εις τα μέσα της μαζικής ενημερώσεως και εις τον Τύπον να αναφέρουν καν το Διάγγελμα του Βασιλέως και τας δηλώσεις των υπευθύνων πολιτικών ανδρών της Χώρας επί του μεγάλου τούτου θέματος. Υπό τας συνθήκας αυτάς, το παρασκευαζόμενον Δημοψήφισμα έχει όλα τα γνωρίσματα της τεχνικής με την οποίαν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, κατά την περίοδον του μεσοπολέμου, εφρόντιζαν να εξωραΐζουν τον βιασμόν της λαϊκής θελήσεως. Καταγγέλομεν το εγχείρημα. Γνήσιον δημοψήφισμα είναι δυνατόν να διενεργηθή μόνον υπό καθεστώς ελευθερίας. Και τούτο προϋποθέτει τον σχηματισμόν αδιαβλήτου και αμερολήπτου κυβερνήσεως. Οιονδήποτε, πάντως, Δημοψήφισμα δια να έχει κάποιον κύρος, προϋποθέτει ότι θα ληφθούν αμέσως τα κάτωθι μέτρα: Πρώτον: Κατάλυσις του καθεστώτος του τρόμου και της φοβίας. Δεύτερον: Άρσις του Στρατιωτικού Νόμου. Τρίτον: Αποκατάστασις πλήρους ελευθεροτυπίας, δια της επαναφοράς της προ του Απριλίου 1967 νομοθεσίας. Τέταρτον: Χορήγησις γενικής αμνηστίας δια τα πολιτικά αδικήματα και απελευθέρωσις των πάσης κατηγορίας πολιτικών και στρατιωτικών κρατουμένων. Αι προϋποθέσεις αυταί είναι βεβαίως αυτονόητοι, εντός δε των πλαισίων των ζητούμεν: 1. Ίσα δικαιώματα εις το ραδιόφωνον και την τηλεόρασιν. 2. Να επιτραπούν αμέσως, η οργάνωσις συγκεντρώσεων και η ανάπτυξις πολιτικής δραστηριότητος προς διαφώτισιν του Ελληνικού Λαού. 3. Να αποκατασταθή η αμεροληψία της διοικήσεως και, πάντως, να αντικατασταθούν αμέσως οι Νομάρχαι υπό δικαστικών λειτουργών. Να παύση δε ο υπό των Κρατικών Υπηρεσιών προσηλυτισμός υπέρ των κρατούντων. 4. Να διορισθούν αδιάβλητοι εφορευτικοί επιτροπαί με δικαστικός εγγυήσεις.

337


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος 5. Εις όλα γενικώς τα εκλογικά τμήματα να διορισθούν αποκλειστικώς και μόνον, ως εκπρόσωποι της δικαστικής αρχής, δικαστικοί και δικηγόροι. 6. Να αποφασισθή και να κατοχυρωθή η εκπροσώπησις και των αντιφρονούντων εις τα εκλογικά τμήματα προς έλεγχον του τρόπου διεξαγωγής της ψηφοφορίας, της διαλογής και της ανακοινώσεως των αποτελεσμάτων. Χωρίς αυτάς τας στοιχειώδεις προϋποθέσεις, το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος ουδεμίαν αξίαν θα είχε, ουδέν κύρος θα απέκτα και ουδένα θα εδέσμευε. Αλλά και ουδένα θα ηδύνατο να παραπλανήση». 8 Ιουνίου 1973 1. Το εξαγγελόμενον νέον πολίτευμα δεν έχει κανένα γνώρισμα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Είναι πολίτευμα στυγνής και απροκαλύπτου προεδρικής δικτατορίας. 2. Αι προβλεπόμενοι διαδικασίαι αποτελούν πλήρη διακωμώδησιν των καθιερωμένων εις τον δυτικόν κόσμον δημοκρατικών λειτουργιών. 3. Ζητείται δια του δημοψηφίσματος η ψήφος του Λαού, ενώ κρατείται ούτος δέσμιος. Είναι χαρακτηριστικών ότι η αποκατάστασις και αυτών ακόμη των περιορισμένων ατομικών δικαιωμάτων, που περιλαμβάνονται εις το Σύνταγμα του 1968, δεν γίνεται προ του δημοψηφίσματος, αλλά παρέχεται απλή υπόσχεσις ότι η άσκησις αυτών θα επιτραπή, μόνον μετά το προεξοφλούμενον αποτέλεσμα αυτού. 4. Η εκλογή του Αρχηγού του Κράτους γίνεται χωρίς να επιτρέπεται η ύπαρξις αντιπάλου υποψηφίου. 5. Ο Λαός υφίσταται απαράδεκτον πλύσιν εγκεφάλου με την ασύστολον προπαγάνδαν του ραδιοφώνου, της τηλεοράσεως και του Τύπου. 6. Το δημοψήφισμα θα διεξαχθή χωρίς τας στοιχειώδεις εγγυήσεις, χωρίς αδιαβλήτους εφορευτικός επιτροπάς και χωρίς αντιπροσώπους των αντιφρονούντων εις τα εκλογικά Τμήματα. 7. Αι εξουσίαι που παραχωρούνται εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας, καθιερώνουν εκ νέου, μετά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον, το Fuhrerprinzip. Αυτός ρλέγχει απολύτως την εκτελεστικήν και την νομοθετικήν εξουσίαν, αποφασίζων μόνος επί θεμάτων δημοσίας τάξεως, Εθνικής Αμύνης και εξωτερικής πολιτικής. Εις καμμίαν δημοκρατίαν δυτικού τύπου δεν αναγνωρίζεται εις τον Πρόεδρον το δικαί-

ωμα να αποφασίζη μόνος επί των θεμελιωδών αυτών θεμάτων, που αφορούν το μέλλον του Έθνους. 8. Η προβλεπομένη από το νέον Σύνταγμα Βουλή θα είναι καθαρά παρωδία κοινοβουλίου. Με σκιώδεις αρμοδιότητας η νέα Βουλή θα ελέγχεται ουσιαστικά από τον αρχηγόν της Προεδρικής Δικτατορίας, εις τον οποίον δίδεται, επί πλέον, και το δικαίωμα να διορίζη ο ίδιος βουλευτάς. 9. Αποκορύφωμα της διακωμωδήσεως των δημοκρατικών αρχών είναι η κυνική κυβερνητική δήλωσις, ότι και αν ο Λαός δια της πλειοψηφίας του απορρίψη το νέον συνταγματικόν κείμενον, τούτο ουδεμίαν θα έχη πρακτικήν αξίαν. Η δικτατορία θα συνεχισθή. 10. Ο Λαός έχει επαρκώς διδαχθή πόσον πρέπει να πιστεύη εις τας κυβερνητικός διακηρύξεις. Με το σύνταγμα του 1968 είχε καθιερωθή η Βασιλευομένη Δημοκρατία και απηγορεύετο κάθε συζήτησις περί μεταβολής της μορφής του πολιτεύματος. Εκαυχάτο η δικτατορία ότι το σύνταγμα εκείνο είχε ψηφίσει ο Λαός με πλειοψηφία 93 τοις εκατόν. Αυτό δεν την ημπόδισεν εν τούτοις, πρώτον μεν να μη το εφαρμόση, τελικώς δε και να το καταργήση με απλήν απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου. 11. Κατά κυνικήν κυβερνητικήν δήλωσιν ο Λαός με το Δημοψήφισμα δεν πρόκειται ούτε να αποφασίση δια την μορφήν του πολιτεύματος, ούτε να εκλέξη τον νέον Αρχηγόν του Κράτους. Το νέον πολίτευμα, δηλώνει η Κυβέρνησις, είναι ήδη δεδομένον. Δεδομένος είναι και ο νέος αρχηγός της προεδρικής δικτατορίας. Τι μένει λοιπόν να κρίνη ο Λαός; 12. Με το νέον πραξικόπημα της δήθεν προεδρικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, κατ’ ουσίαν όμως ασυστόλου προεδρικής δικτατορίας, καταργείται ολοσχερώς η Λαϊκή κυριαρχία. Ο Λαός οδηγείται δέσμιος εις το δημοψήφισμα, δια να κυρώση και με την ψήφον του την κατάλυσιν των ελευθεριών του. 12 Ιουνίου 1973 «Με την δημοσίευσιν του οριστικού κειμένου των νέων συνταγματικών διατάξεων και των όρων διενεργείας του δημοψηφίσματος επιβεβαιούται ότι: Πρώτον: Το νέον πολίτευμα δεν είναι προεδρική δημοκρατία, αλλά στυγνή “προεδρική ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”. Δεύτερον: Ο πρόεδρος και αντιπρόεδρος διορίζονται “δι’ εκλογών”, άνευ αντιπάλου, κατά τα ολοκληρωτικά πρότυπα.

338


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Τρίτον: Εντός των πλαισίων του νέου πολιτεύματος δεν είναι δυνατή η διενέργεια ελευθέρων εκλογών, ουδέ η ανάδειξις πραγματικής βουλής. Προς συγκάλυψιν, όμως, της καταλύσεως της Λαϊκής κυριαρχίας κατέστη απαραίτητη η εξαγγελία “περί δήθεν εκλογών” και “δήθεν βουλής”. Τούτο αποτελεί παγίαν τακτικήν των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Τέταρτον: Το δημοψήφισμα -με τα “δεδομένα”, με στρατιωτικών νόμον, με λειτουργίαν των εκτάκτων στρατοδικείων, με γεμάτα τα στρατιωτικά και αστυνομικά κρατητήρια και τας φυλακάς από αγωνιστάς της δημοκρατίας- αποτελεί απροκάλυπτον επιχείρησιν πλαστογραφήσεως του Λαϊκού φρονήματος, δια να εμφανισθή ότι ο Λαός εγκρίνει την κατάλυσιν των ελευθεριών του. Πέμπτον: Όλα αυτά είναι πρωτοφανή δια πάντα διαθέτοντα στοιχειώδη νουν και καλήν πίστιν. 16 Ιουνίου 1973 «Το καθεστώς εις την προσπάθειάν του να αποκλεισθή η ελευθέρα και γνησία εκδήλωσις του Ελληνικού Λαού δια του υπ’ αριθμ. 9/1973 Ν .Δ. “Περί προκηρύξεως και τρόπου διενεργείας Δημοψηφίσματος” μετερρύθμισε βασικάς διατάξεις του κωδικοποιηθέντος το 1962 παγίου εκλογικού νόμου, όστις είχε ψηφισθή τη συμφωνία όλων των κομμάτων υπό της τότε Βουλής. Πρώτον: Ούτω, ενώ παγίως μέχρι σήμερον ως εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας διωρίζοντο εις τα εκλογικά τμήματα Δικαστικοί, Δικηγόροι και Συμβολαιογράφοι, εθεσπίσθη ήδη ο διορισμός των διοικητικών υπαλλήλων, ως και υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, οίτινες δεν έχουν τας απαραιτήτους νομικάς και δικαστικάς γνώσεις, ουδέ διαθέτουν το απαιτούμενον κύρος και τελούν υπό τον απόλυτον έλεγχον και εξάρτησιν των κρατούντων. Σημειωτέον ότι ο αριθμός των Δικαστών, Δικηγόρων κ.λπ. είναι απολύτως επαρκής δια την κάλυψιν όλων των εκλογικών τμημάτων. Δεύτερον: Επί τα χείρω, ακόμη, διερρυθμίσθη η σύνθεσις των εφορευτικών επιτροπών. Αύται δεν κληρούνται ή έστω ορίζονται υπό του Συμβουλίου Πρωτοδικών εκ του συνόλου των εγγεγραμμένων εκλογέων, ως εγένετο μέχρι τούδε, αλλά θα διορισθούν υπό του οικείου Προέδρου, εκ καταλόγου μικρού μόνον αριθμού “καταλλήλων” εκλογέων, καταρτιζομένου από τον Νομάρχην, πειθήνιον κυβερ-

νητικόν όργανον. Σημειούται επιπροσθέτως ότι τα ούτω διοριζόμενα μέλη των εφορευτικών επιτροπών δύνανται να αναπληρώσουν τον τυχόν απουσιάζοντα δικαστικόν αντιπρόσωπον και ακόμη δικαιούνται να διορίζουν ως γραμματέα πρόσωπον της εκλογής των, εκ των εξηρτημένων απ’ ευθείας από την “κυβέρνησιν” ή τους διωρισμένους παρ’ αυτής δημάρχους και κοινοτάρχας. Τρίτον: Η πλημμελής και μη παρέχουσα στοιχειώδεις εγγυήσεις διαδικασία αδιαβλήτου διεξαγωγής της ψηφοφορίας και της διαλογής καθίσταται πλέον απαράδεκτος εκ του γεγονότος ότι, εν αντιθέσει και προς το ψημοψήφισμα του 1946, το ανωτέρω Ν.Δ. δια των άρθρων 18 και 27 αποκλείει ρητώς τον διορισμόν και την παρουσίαν αντιπροσώπων της αντιθέτου κατά του προτεινομένου ψηφίσματος γνώμης. Πράγματι, κατά το Δημοψήφισμα του 1946 παρίσταντο εις όλα τα εκλογικά τμήματα εκπρόσωποι των αντιτιθεμένων παρατάξεων. Τέταρτον: Δια του Ν.Δ. επιχειρείται να ελεγχθή όχι μόνον η ψήφος των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων Τραπεζών και Οργανισμών κοινής ωφελείας, αλλά και των μελών των οικογενειών των δια της εγγραφής των εις ειδικούς εκλογικούς καταλόγους και δια του καθορισμού ιδιαιτέρου χρώματος φακέλλου. Τούτο ουδεμίαν άλλην δικαιολογίαν έχει, παρά μόνον την παραβίασιν της μυστικότητος της ψηφοφορίας. Πέμπτον: Τα ψηφοδέλτια δεν είναι του ιδίου χρώματος, ως ο βασικός πάγιος νόμος ορίζει, αλλά καθιερούται τώρα “λευκόν” δια το ΝΑΙ και “φαιόν” δια το ΟΧΙ. Έκτον: Τα “άκυρα” ψηφοδέλτια -ως τοιαύτα δε χαρακτηρίζονται και τα “λευκά”- δεν μονογράφονται υπό του δικαστικού αντιπροσώπου, ουδέ καταγράφονται εις τον πίνακα διαλογής, ως παγίως εγίνετο μέχρι τούδε. Είναι προφανές ότι με την διάταξιν αυτήν διανοίγονται δυνατότητες απεριορίστου νοθείας του αποτελέσματος. Έβδομον: Ενστάσεις κατά την διεξαγωγήν της ψηφοφορίας και της διαλογής ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ να υποβληθούν εις την εφορευτικήν επιτροπήν, ως μέχρι τούδε ίσχυε. Αντί τούτων εφευρέθη η υποβολή ενστάσεων ΜΕΤΑ την ψηφοφορίαν και διαλογήν προς τον Άρειον Πάγον δια των κατά τόπους Εισαγγελέων, προς τους οποίους πρέπει η κοινοποίησις να γίνεται δια δικαστικών επιμελητών! Όγδοον: Τέλος, παραλειπομένων άλλων, ολιγώ-

339


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος τερον ουσιωδών αλλ’ εξόχως υπόπτων διατάξεων, επισημαίνεται ότι: Η αρμοδιότης του Αρείου Πάγου, όσον αφορά την έρευναν περί του κύρους του δημοψηφίσματος, περιορίζεται εις τον “τυπικόν” μόνον έλεγχον της τηρήσεως των διατάξεων του ειδικού δια το δημοψήφισμα Ν.Δ. του καθεστώτος. Αλλά δι’ αυτών, ως αποδεικνύεται εκ των ανωτέρω, ουδόλως διασφαλίζεται η στοιχειώδης έστω γνησιότης εκδηλώσεως του Λαϊκού φρονήματος. Θα ώφειλε, αντιθέτως, να αναγνωρισθή εις τον Άρειον Πάγον το δικαίωμα της ερεύνης όλων των πραγματικών συνθηκών της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, προς διαπίστωσιν της ελευθέρας και γνησίας εκφράσεως του Λαϊκού φρονήματος. Ενδεικτικώς αναφέρομεν μεταξύ των συνθηκών αυτών την δυνατότητα ανεμποδίστου δημοσίας συζητήσεως, ίσης χρησιμοποιήσεως του ραδιοφώνου και της τηλεοράσεως προς ανάπτυξιν των αντιτιθεμένων απόψεων, ως και την ελευθερίαν οργανώσεως δημοσίων συγκεντρώσεων.

Εις την έρευναν αυτήν ο Άρειος Πάγος θα προέβαινεν, βεβαίως, εν συσχετισμώ με την διατήρησιν του στρατιωτικού νόμου, την λειτουργίαν των εκτάκτων στρατοδικείων και την υπερπλήρωσιν των φυλακών, ως και των αστυνομικών και στρατιωτικών κρατητηρίων από αγωνιστάς της δημοκρατίας. Τα Εκλογοδικεία, τα οποία ως γνωστόν ήλεγχον το κύρος των εκλογών επί Κοινοβουλευτικού καθεστώτος, είχον την ουσιαστικήν αυτήν αρμοδιότητα, του ελέγχου όλων των τυπικών και ουσιαστικών συνθηκών της διενεργείας των. Ένατον: Υπό τας συνθήκας αυτάς το δημοψήφισμα θα διενεργηθή προφανώς άνευ των στοιχειωδών προϋποθέσεων δια την αβίαστον και ελευθέραν έκφρασιν της θελήσεως του Λαού και άνευ εγγυήσεων δια την γνησιότητα του αποτελέσματος. Θα στερείται, επομένως, οιουδήποτε ηθικού και νομικού κύρους». 18 Ιουνίου 1973

Δήλωση στις 18 Ιουλίου 1973

340

«Την 23ην Απριλίου 1973 εδημοσιεύθησαν εις την Εφημερίδα “ΒΡΑΔΥΝΗ” αι γνωσταί δηλώσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή δια των οποίων, εχαράσσετο γραμμή ειρηνικής και αβιάστου λύσεως του πολιτικού μας προβλήματος, μακράν από πάθη και αντεκδικήσεις. Εν τούτοις αι δηλώσεις αύται εκρίθησαν υπό του συνόλου σχεδόν των εν τη χώρα Εισαγγελέων Πλημμελειοδικών είτε ως στασιαστικαί, είτε ως αποβλέπουσαι εις ανατροπήν του πολιτεύματος ή του κοινωνικού καθεστώτος, δια να χαρακτηρισθούν τελικώς υπό των πλείστων Συμβουλίων Εφετών, με εξαίρεσιν του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, ως προκαλούσαι ηττοπάθειαν. Τας ημέρας αυτάς διατυπούνται απειλαί και προειδοποιήσεις των φιλοκυβερνητικών Εφημερίδων περί των συνεπειών τας οποίας θα έχει το υπεφήφανον ΟΧΙ των Ελλήνων εις το Δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου. Ομιλούν απερίφραστα περί χάους και ζούγκλας, περί επιστροφής των τανκς και επιβολής στυγνού ολοκληρωτισμού. Και όμως τα κηρύγματα ταύτα ουδένα των υπευθύνων συγκινούν και δεν θεωρούνται ούτε ως στασιαστικά, ούτε ως


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ηττοπαθή, ούτε ως κλονίζοντα την εμπιστοσύνην των πολιτών προς την έννομον τάξιν. Αντιθέτως μάλιστα υιοθετήθησαν και επανελήφθησαν υπό κυβερνητικών εκπροσώπων. Πάντα ταύτα δεν προκαλούν μόνον κατάπληξιν αλλά, το και χειρότερον όλων, αποτελούν βαρείαν ύβριν κατά του Ελληνικού Λαού και των ενόπλων δυνάμεων, αι οποίαι είναι τεταγμένοι εκ του Συντάγματος τόσον δια την υπεράσπισιν της Εθνικής ανεξαρτησίας, όσον και δια την προάσπισιν των πολιτικών και των ατομικών ελευθεριών του Ελληνικού Λαού κατά πάσης επιβουλής». 13 Ιουλίου 1973 Η προσπάθεια εκφοβισμού του Ελληνικού Λαού προσέλαβε τον χαρακτήρα ενός πρωτοφανούς εκβιασμού. Μέλη της δικτατορικής κυβερνήσεως και εφημερίδες εμπνεόμενοι υπ’ αυτής απειλούν τους Έλληνας και λέγουν ότι, εάν επικρατήσει το «Όχι» κατά το δημοψήφισμα, θα συμβούν τρομερά πράγματα και ο λόγος θα δοθή εις τα τανκς. Η απειλή αυτή αποτελεί ύβριν, που απευθύνεται όχι μόνον προς τον άοπλον Ελληνικόν Λαόν, αλλά και προς τους αξιωματικούς και άνδρας του Ελληνικού Στρατού, τον οποίον οι διατυπούντες την απειλήν εμφανίζουν ως ξένην δύναμιν, που είναι έτοιμη να εισβάλη εις την χώραν δια να υποδουλώση το Ελληνικόν Έθνος. Κυριευθέντες από πανικόν προ της εκδήλου αντιθέσεως του Ελληνικού Λαού προς αυτούς, οι εμπνέοντες τον πρωτοφανή αυτόν εκβιασμόν έφθασαν μέχρι του σημείου να λησμονούν, ότι Έλληνες είναι όχι μόνον όσοι θα ειπούν «Όχι» κατά το δημοψήφισμα, αλλά και όσοι απαρτίζουν τας ενόπλους δυνάμεις της χώρας, που ουδέποτε θα στραφούν, ακόμη και εάν διαταχθούν από ολίγους άφρονας, κατά της θελήσεως της πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, όταν αύτη θα έχη πανηγυρικώς εκδηλωθή. 14 Ιουλίου 1973

Διακήρυξη των βουλευτών της ΕΡΕ 1. Διετελέσαμεν αντιπρόσωποι του Ελληνικού Έθνους, τιμηθέντες πολλοί εξ ημών εις πολλάς εκλογάς -υπό της ψήφου των Ελλήνων. Είμεθα μέλη της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως, την οποίαν ίδρυσε και της οποίας ηγή0η επί οκταετίαν ο πρωθυπουργός της περιόδου 1955 - 1965 Κωνσταντίνος Καραμανλής.

2. Παραμερίσαντες τας παλαιάς -φυσικάς, άλλως τε, εις τα δημοκρατικά πολιτεύματα- αντιθέσεις, καθώς και τας διαφοράς γνωμών επί οιωνδήποτε προβλημάτων, που είναι όλα δευτερεύοντα ενώπιον του μεγάλου θέματος της πολιτικής και ηθικής ελευθερίας των Ελλήνων και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνεργαζόμεθα εις κοινόν αγώνα με την Ένωσιν του Κέντρου και με άλλας δημοκρατικός δυνάμεις της χώρας. 3. Αι ανακοινωθείσαι την 1ην Ιουνίου υπό του αρχηγού της δικτατορικής κυβερνήσεως αποφάσεις είναι αυθαίρετοι και συνιστούν, εξ άλλου, βαρείαν ανακολουθίαν εν σχέσει με προηγουμένας πράξεις και διακηρύξεις του δια της δυνάμεως των όπλων επιβληθέντος και επ’ αυτής στηριζομένου, από της 21ης Απριλίου 1967, καθεστώτος. Οι κρατούντες, αφού είχαν παραμείνει επί εξαετίαν θιασώται της βασιλείας, μετεβλήθησαν αιφνιδίως εις υμνητάς της αβασιλεύτου Δημοκρατίας ή μάλλον της προεδρικής δικτατορίας, όταν επείσθη- σαν οριστικώς, ότι ο Βασιλεύς δεν θα εδέχετο ποτέ να κα- ταστή όργανόν των. 4. Δια του προκηρυχθέντος δημοψηφίσματος καλείται ο Ελληνικός Λαός να κύψη τον αυχένα και να υποταγή επί οκτώ έτη εις εν πρόσωπον, παρέχων εις το πρόσωπον τούτο πρωτοφανείς εξουσίας, και μάλιστα με την κυνικήν απειλήν, ότι, εάν δεν το πράξη, θα υποστή χειρότερα. Μόνον άγνοια του υπερηφάνου χαρακτήρος των Ελλήνων και της ιστορίας της χώρας αυτής ήτο δυνατόν να οδηγήση τους κρατούντος εις τοιαύτην ιταμήν πρόκλησιν. 5. Ούτε η ελευθέρα διαφώτισις του λαού προ του δημοψηφίσματος υπό των αντιφρονούντων προς τους κρατούντος έχει επιτραπή, ούτε αι στοιχειωδέστεροι εγγυήσεις έχουν παρασχεθή δια την ελευθέραν έκφρασιν της γνώμης του Ελληνικού Λαού και δια την ανακοίνωσιν του γνησίου αποτελέσματος της λαϊκής ετυμηγορίας. Εκτός τούτου, η ύπαρξις πλήθους πολιτικών κρατουμένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται υπερήφανοι νέοι, ως και γενναίοι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων, η επί μήνας κράτησις εν απομονώσει αγωνιστών της ελευθερίας, οι οποίοι ούτε δικάζονται, ούτε δικαιούνται να επικοινωνήσουν με τους δικηγόρους των δια να υπερασπίσουν εαυτούς εναντίον κατηγοριών τηρουμένων μυστικών, και αι πρόσφατοι συλλήψεις πολιτικών ανδρών και άλλων Ελλήνων, αποτελούν ωμήν αντινομίαν προς την ιδέαν και τας συνθήκας

341


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ενός πράγματι ελευθέρου δημοψηφίσματος. 6. Παρά ταύτα είμεθα αποφασισμένοι να λάθομεν μέρος εις το δημοψήφισμα, δια να είπωμεν Όχι εις την τυραννίαν, Όχι εις το προτεινόμενον υπό των κρατούντων απαράδεκτον ψήφισμα, Όχι εις την εκβιαστικώς επιδιωκομένην και ηθικώς αδιανόητον εθελουσίαν υποδούλωσιν του Ελληνικού Λαού, και δια να εκδηλώσωμεν -με το Όχι, που θα ρίψωμεν εις την ψηφοδόχον- την πίστιν μας εις το πράγματι ελεύθερον δημοκρατικόν πολίτευμα. Το Όχι του Ελληνικού Λαού ουδείς έχει το ανάστημα να αγνοήση. Εκείνο, όμως, που προέχει, είναι να πράξωμεν, ακόμη και υπό ανελεύθερον καθεστώς, το καθήκον μας ως ελεύθεροι πολίται και αληθείς Έλληνες. Εν Αθήναις τη 19 Ιουλίου 1973

Διακήρυξη για το ΟΧΙ I. Τρεις ημέραι υπολείπονται ακόμη μέχρι της διενεργείας του «δημοψηφίσματος» της 29-7-73. Παρακολουθήσαντες επισταμένως τας μέχρι σήμερον πράξεις και παραλείψεις των κρατούντων, διατυπώσαντες συγκεκριμένος προτάσεις δια την εξασφάλισιν της ελευθέρας και αδιαβλήτου εκφράσεως της λαϊκής θελήσεως, αι οποίαι όλαι απερρίφθησαν, αισθανόμεθα επιτακτικήν υποχρέωσιν να απευθυνθώμεν εις τον μόνον κυρίαρχον, τον λαόν της Ελλάδος και να καταγγείλωμεν ότι: Πρώτον: Παρά πάσαν δημοκρατικήν αρχήν ο επιλεγείς ως «αντιπρόεδρος» στρατηγός Αγγελής παραμένει εισέτι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Τούτο, εκτός των άλλων συνεπειών, εκθέτει περαιτέρω τας ενόπλους δυνάμεις ενώπιον του λαού, ως συμμεριζομένας την ευθύνην δια την κατάλυσιν των ελευθεριών του. Δεύτερον: Το νομικόν καθεστώς της ανελευθερίας διατηρείται αδιατάρακτον. Δεν καταργείται ο στρατιωτικός νόμος. Δεν ετροποποιήθη η δρακόντειος περί Τύπου νομοθεσία. Δεν αποκατεστάθησαν τα ατομικά δικαιώματα. Εκατοντάδες πολιτικών κρατουμένων ευρίσκονται εις τας φυλακάς. Εκατοντάδες πολιτών και αξιωματικών ευρίσκονται εις τα κρατητήρια της αστυνομίας πόλεων και της ΕΣΑ. Κρατούνται άνευ των δικαστικών εγγυήσεων, χωρίς να τους επιτραπή η συμπαράστασις δικηγόρων. Κατά τας τελευταίας εβδομάδας νέαι συλλήψεις διακεκριμένων πολιτικών και πολιτών επραγματοποιήθησαν δια να επιβεβαιωθή ότι το κράτος του τρόμου

και της φοβίας διατηρείται αμετάβλητον καθ’ όλην την χώραν. Τρίτον: Άπασαι αι εγγυήσεις δια την αδιάβλητον διεξαγωγήν της ψηφοφορίας και διαλογήν των ψήφων κατηργήθησαν δια προσφάτου ειδικής νομοθεσίας. Ούτω: Το χρώμα των ψηφοδελτίων δεν είναι ενιαίον, αλλ’ είναι διαφορετικόν δια το ΝΑΙ και δια το ΟΧΙ. Άλλο επίσης είναι το χρώμα των ψηφοδελτίων και των φακέλλων που θα χρησιμοποιηθούν υπό των ψηφιζόντων, βάσει ειδικών καταστάσεων, δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτικών κ.λπ. Τοιουτρόπως υπονομεύεται η μυστικότης της ψηφοφορίας. Αι Εφορευτικοί Επιτροπαί καθωρίσθησαν βάσει καταλόγων, συνταχθέντων υπό των Νομαρχών και ουχί κατά τον προϊσχύσαντα αδιάβλητον τρόπον. Ως δικαστικοί αντιπρόσωποι διωρίσθησαν, αντί δικαστικών και Δικηγόρων, κατά συντριπτικήν πλειοψηφίαν, δημόσιοι υπάλληλοι, στερούμενοι των απαραιτήτων νομικών γνώσεων και ανεξαρτησίας. Εκ των 7.800 δικηγόρων του Πρωτοδικείου Αθηνών διωρίσθησαν μόνον ολίγαι εκατοντάδες αντί του 80% ως συνέβαινε άλλοτε. Επί 57 δικηγόρων του Πρωτοδικείου Καβάλας, διωρίσθησαν μόνον 5, εις το Αγρίνιον επί 44 μόνον 6. Τέλος, όπερ και σπουδαιότερον, ουδείς εκπρόσωπος των αντιφρονούντων θα παρίσταται εις τα εκλογικά τμήματα προς έλεγχον του τρόπου διεξαγωγής της ψηφοφορίας και διαλογής των ψήφων. Πρέπει να σημειωθή ότι δι’ επανειλημμένων διαβημάτων εζητήθη από τους υπευθύνους η τροποποίησις της νομοθεσίας, εις τρόπον ώστε να επανισχύση το προϊσχύσαν σύστημα εγγυήσεων. Το αίτημα απερρίφθη. Τέταρτον: Κατελύθη πάσα έννοια ισότητος των πολιτών. Οι κρατούντες διέθεσαν δι’ εαυτούς και τα όργανά των μονοπωλιακώς όλα τα μέσα μαζικής ενημερώσεως δια την προπαγάνδαν του ΝΑΙ. Οργάνωσαν κατ’ επιταγήν συγκεντρώσεις εν υπαίθρω και εν κλειστώ χώρω εις όλα τα χωρία και τας πόλεις της Ελλάδος. Εις αυτάς ήτο υποχρεωτική η προσέλευσις των πάσης φύσεως υπαλλήλων, αλλά και των πολιτών. Η χώρα κατεκλύσθη με διαφημίσεις και φωτεινός επιγραφάς, ως και με βιβλία και παντοειδή άλλα έντυπα διαφημίζοντα το ΝΑΙ. Πρόκειται περί ενός πραγματικού οργίου, μονοτόνου και εξοργιστικής δια την νοημοσύνην του λαού μας προπαγάν-

342


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δας, η οποία αποσκοπεί να τον πείση να εγκρίνη ο ίδιος τα δεσμά του,. Εις τους αντιφρονούντος ουδεμία δυνατότης παρεσχέθη δια να αναπτύξουν στοιχειωδώς τας απόψεις των και να διαφωτίσουν τον λαόν. Εζήτησαν οι αντιφρονούντες να χρησιμοποιήσουν το ραδιόφωνον και την τηλεόρασιν. Το αίτημα απερρίφθη. Εζήτησον να οργανώσουν δυο συγκεντρώσεις εν υπαίθρω εις Αθήνας και Θεσσαλονίκην. Το αίτημα απερρίφθη. Ουδεμία δε συγκέντρωσις εν υπαίθρω, ή εις κλειστόν χώρον επετράπη εις ολόκληρον την χώραν. Ο Τύπος τελεί υπό εντελώς απαράδεκτον καθεστώς περιορισμών. Αι δηλώσεις Επιτροπών και προσωπικοτήτων αναφέρονται απλώς ή καταχωρούνται μερικώς και κατά τρόπον μη εκφράζοντα πλήρως το πνεύμα των. Δεν επετράπη η δια του πρακτορείου Τύπου κυκλοφορία των «Πολιτικών Θεμάτων». Προχθές δε απηγορεύθη η ανάρτησίς των εις τα περίπτερα, ως και άλλων εφημερίδων και περιοδικών. Ούτω η όλη «δημοσία συζήτησις» και διαφώτισις του λαού ήτο ένας κυβερνητικός μονόλογος, μία επίμονος, αλλά αδεξία προσπάθεια πλύσεως εγκεφάλου του Λαού υπέρ του ΝΑΙ. Πέμπτον: Εις το όργιον της προπαγάνδας αυτής εδαπανήθησαν ανελέγκτως εκατοντάδες εκατομμυρίων εκ του Κρατικού Προϋπολογισμού. Έκτον: Η αμεροληψία της διοικήσεως κατελύθη πλήρως. Όχι μόνον οι κυβερνώντες αλλά και οι κρατικοί λειτουργοί, με επί κεφαλής τους Νομάρχας, τους Διοικητάς των μεγάλων Οργανισμών και την αμέσως ή εμμέσως διωρισμένην ηγεσίαν των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τους διωρισμένους Δημάρχους ή Κοινοτάρχας, μετεβλήθησαν εις πράκτορας δια την επιψήφισιν του ΝΑΙ. Έβδομον: Η άνευ προηγουμένου εκστρατεία εκφοβισμού του λαού εν τω συνόλω του και ενός εκάστου πολίτου χωριστά ανελήφθη καθ’ όλην την χώραν. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα τρομοκρατήσεως του λαού είναι η απειλή ότι εάν υπερισχύση το ΟΧΙ θα κατέλθουν και πάλιν εις τους δρόμους τα τανκς και θα επιβληθή χειροτέρα δικτατορία. Προ της γενικής αγανακτήσεως η απειλή αυτή έπαυσε να προβάλλεται, καταβάλλεται δε προσπάθεια όπως λησμονηθή παντελώς. Εις όλην την χώραν οι Νομάρχαι εκβιάζουν τους κοινοτάρχας, τους προέδρους συνεταιρισμών και άλλους να φροντίσουν να μη ευρεθή ούτε ένα ΟΧΙ εις την κάλπην, διότι θα είναι προσωπικώς υπεύθυ-

νοι. Εναντίον κάθε πολίτου χωριστά διατυπώνονται επίσης αι πρόσφοροι κατά περίπτωσιν απειλαί. Άπαντες οι τέως Βουλευταί, οι οποίοι μετέβησαν εις τας επαρχίας, ευρέθησαν προ αδιασπάστου κλοιού των οργάνων της δημοσίας τάξεως, δια να μη δυνηθούν να έλθουν εις επαφήν με τον λαόν. Αλλά και σοβαραί απειλαί εξετοξεύθησαν εναντίον των. Οι πολίται, εξ άλλου, οι οποίοι ήλθον, παρά ταύτα, εις επαφήν μαζί των, εκλήθησαν εις αστυνομικά καταστήματα προς «νουθεσίαν» και εκφοβισμόν. Ογδοον: Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν την αληθή εικόνα διενεργείας του δήθεν δημοψηφίσματος. Πρόκειται περί κλασσικού τύπου «επιχειρήσεως» ολοκληρωτικών καθεστώτων, τα οποία επιζητούν να περιβληθούν ένα ψευδή μανδύαν λαϊκής εγκρίσεως. II. Βάσει των ανωτέρω ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΩ εν ονόματι της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αγώνος δια την Αποκατάστασιν της Δημοκρατικής Νομιμότητος: 1. Πλανώνται οι κρατούντες πιστεύοντες ότι με τας μεθόδους αυτός θα επιτύχουν του σκοπού των. Ο υπερήφανος Λαός της Ελλάδος δεν θα υποκύψη εις τας απειλάς και τους εκβιασμούς. Δεν θα δεχθή να γίνη ο ίδιος συνεργός εις την χάλκευσιν των δεσμών του. Και θα ρίψη εις την κάλπην ΟΧΙ και μόνον ΟΧΙ. 2. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι, ως Έλληνες αλλά και εν επιγνώσει των ειδικών εκ του νόμου ευθυνών των, οφείλουν να περιφρουρήσουν την μυστικότητα της ψηφοφορίας και να ματαιώσουν πάσαν απόπειοαν νοθείας. Και 3. Ματαιοπονούν οι κρατούντες όταν ισχυρίζωνται ότι το ΟΧΙ που θα γεμίση τας κάλπας θα μείνει άνευ αποτελέσματος. Θα είναι η κατηγορηματική καταδίκη της δικτατορίας και η επιτακτική αξίωσις του λαού δια την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας. Ουδείς είναι τόσον ισχυρός, ώστε να αγνοήση την λαϊκήν επιταγήν. Και ελπίζομεν ότι ουδείς θα είναι τόσον άφρων, ώστε να τολμήση, να μην την σεβασθή και να την παραποιήση. Το δημοψήφισμα οπωσδήποτε θα ανοίξη τας πύλας: δια την αποκατάστασιν της λαϊκής κυριαρχίας δια τον οριστικόν τερματισμόν της δικτατορικής περιπέτειας δια την επανεδραίωσιν της Δημοκρατίας εις την χώραν μας. 25 Ιουλίου 1973

343


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Συνέντευξη Τύπου στο Hilton Επί εξ έτη και τρεις μήνας η Ελλάς τελεί υπό δικτατορικόν καθεστώς. Το καθεστώς τούτο δεν επεβλήθη με επανάστασιν μιας καταπιεζομένης μεγάλης ή μικράς μερίδος του Λαού, που ηθέλησε να αποδεσμεύση βιαίως τας ιστορικός δυνάμεις της. Επεβλήθη με ένα κοινού τύπου πραξικόπημα ύστερα από συνωμοσίαν μικρού αριθμού αξιωματικών. Είμαι εχθρός κάθε δικτατορίας. Δεν συμπαθώ εξ άλλου τάς βιαίας ανατροπάς. Κατανοώ όμως τας ιστορικός αιτίας των αληθών επαναστάσεων, ακόμη και όταν οδηγούν -πράγμα που είναι σχεδόν αναπόφευκτον- εις ακρότητας και δι’ αυτών μοιραίως εις τυραννίαν. Επιτρέψατέ μου να διατυπώσω και μιαν υπόθεσιν αντίθετον προς τας ακάμπτους φιλελευθέρας αρχάς μου. Ακόμη και ένα πραξικόπημα θα ήτο, ίσως, δυνατόν να μεταβληθή εις αληθή επανάστασιν εάν εκείνοι που κατέλαβον βιαίως την εξουσίαν ήσαν ικανοί να συλλάβουν και να ικανοποιήσουν κάποιαν βαθυτέραν ανάγκην ιστορικής μεταβολής που μέσα εις τα πλαίσια της φιλελευθέρας Δημοκρατίας θα καθυστερούσε. Αλλά οι καταλαβόντες την εξουσίαν την 21ην Απριλίου 1967 δεν κατώρθωσαν να μεταβάλουν τίποτε -απολύτως τίποτε- εις την κοινωνικήν διάρθωσιν και την οικονομικήν ζωήν της χώρας μας. Αντιθέτως, ανέστειλαν τας εξελίξεις που είχαν σημειωθή προ του Απριλίου 1967, με αποτέλεσμα να οπισθοδρομήση η χώρα και να εμποδισθή να καταλάβη εις την Ευρωπαϊκήν Κοινότητα την θέσιν την οποίαν η εργατικότης, η ευφυΐα και η προοδευτικότης των Ελλήνων θα της είχεν εξασφαλίσει υπό ελεύθερον κοινοβουλευτικόν πολίτευμα. Το μόνον που κατώρθωσαν είναι τούτο: Μετέβαλον την Ελλάδα εις χώραν όπου παραβιάζονται συστηματικώς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά πρέπει να ειπώ ότι επέτυχον και κάτι άλλο: Επέτυχον να διαψευσθούν εις μίαν από τας κυριωτέρας προσδοκίας και εξαγγελίας των. Είχαν διακηρύξει ότι τα παλαιά -όπως τα ονομάζουν- πολιτικά κόμματα δεν υπάρχουν πλέον. Επίστευαν ότι τα κόμματα καταργούνται με δικτατορικά προστάγματα. Αλλά τα κόμματα -άσχετα από τας ονομασίας των, τους αρχηγούς των και τας ειδικωτέρας υποδιαιρέσεις τωνανταποκρίνονται εις την θεμελιώδη διάκρισιν των πολιτών μιας μοντέρνας κοινωνίας εις συντηρητικούς, κεντρώους και αριστερούς. Την διάκρισιν αυτήν είναι αδύνατον να καταργήσουν τα διατάγματα δικτατόρων. Οι δικτάτορες, όταν πέσουν, έχουν πέσει δια παντός. Τα κόμματα είναι δυνάμεις ιστορικοί που έχουν την

έμφυτον ικανότητα να ανανεώνονται, και δεν αφανίζονται. Εδώ εις την Ελλάδα εσημειώθη μάλιστα, κατά τα τελευταία έτη, κάτι που διέψευσε την προσδοκίαν του δικτατορικού καθεστώτος και υπό άλλην έννοιαν. Τα δυο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, καθώς και άλλαι πολιτικοί ομάδες, απέκτησαν, υπό το καθεστώς της βίας, το αίσθημα μιας γονίμου δια το μέλλον αλληλεγγύης εις τον αγώνα προς αποκατάστασιν της Δημοκρατικής Νομιμότητας. Εν ονόματι της αλληλεγγύης αυτής εμφανιζόμεθα σήμερον ενώπιόν σας, και σας παρακαλούμεν να βοηθήσετε την χώραν αυτήν, κατατοπίζοντες την κοινήν γνώμην των ιδικών σας χωρών επί των ακολούθων σημείων: α) Οι κρατούντες προεκήρυξαν το δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου δια να αποσπάσουν την προσοχήν της ελληνικής και παγκοσμίου κοινής γνώμης από την εξέγερσιν της νεολαίας, από τα δραματικά γεγονότα του Ναυτικού, και από την ανικανότητά των να διαχειρισθούν με σωφροσύνην τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. β) Το δημοψήφισμα αποβλέπει εξ άλλου εις την διαιώνισιν, υπό νέον απατηλόν ένδυμα, του δικτατορικού καθεστώτος. Οι κρατούντες επιθυμούν να εμφανίσουν τον Ελληνικόν Λαόν ως υποτασσόμενον εθελουσίως, επί ολόκληρον οκταετίαν, εις εν μοναδικόν πρόσωπον. γ) Γνωρίζουν άριστα οι κρατούντες ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι αποφασισμένη να ψηφίση ΟΧΙ. Γνωρίζουν ότι δεν κατόρθωσαν με το άθλιον τέχνασμα της 1ης Ιουνίου, να διχάσουν τους Έλληνας, και ότι όλοι, Βασιλόφρονες και μη Βασιλόφρονες, είναι ενωμένοι εναντίον των. Δι’ αυτό και χρησιμοποιούν κάθε μέσον εκβιασμού δια να εξαναγκάσουν τους Έλληνας να ψηφίσουν ΝΑΙ, προετοιμάζοντες ταυτοχρόνως -επειδή γνωρίζουν ότι οι εκβιασμοί δεν θα κάμψουν τον ελληνικόν Λαόν- την αλλοίωσιν του αποτελέσματος της λαϊκής ετυμηγορίας κατά την νύκτας της 29ης προς την 30ήν Ιουλίου. δ) Αλλά οι κρατούντες εκρίθησαν ήδη και ηττήθησαν. Εκρίθησαν ως άνθρωποι που φοβούνται να εμφανισθούν και να αντιπαραβληθούν επί ίσοις όροις μαζί μας ενώπιον του Ελληνικού Λαού. Η Ιστορία τους βλέπει ήδη ανικάνους να μας αντιμετωπίσουν δίχως αυτόματα όπλα και τανκς. Και βλέπει ημάς προθύμους να τους αντιμετωπίσωμεν με μόνα μας εφόδια τον λόγον και την αλήθειαν.

344


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Υπόμνημα σε ό,τι αφορά την ένσταση κατά του Δημοψιφήσματος της 29ης Ιουλίου 1973.

345


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ε) Παρά το γεγονός ότι εμονοπώλησαν όλα τα μέσα επικοινωνίας με τον Λαόν, -παρά το γεγονός, ότι ημπόδισαν ημάς να χρησιμοποιήσωμε τα μέσα αυτά και απηγόρευσαν οιανδήποτε δημοσίαν συγκέντρωσιν των αντιφρονούντων προς αυτούς, ενώ οι ίδιοι χρησιμοποιούν τηλεόρασιν, ραδιόφωνον και όλα τα μπαλκόνια της Ελλάδος δια τον ανιαρόν και στείρον μονόλογόν των- παρά το γεγονός, ότι τον ελεύθερον αντίλογον προς το δικτατορικόν καθεστώς εκφράζουν μόνον αι ελληνικοί εκπομπαί των εκτός της Ελλάδος ραδιοφωνικών σταθμών και ολίγαι θαρραλέοι εφημερίδες των Αθηνών και ωρισμένων άλλων πόλεων της χώρας, που αψηφούν κάθε κίνδυνον και τιμούν την αποστολήν του Τύπου, -παρ’ όλα αυτά, οι Έλληνες, με συντριπτικήν πλειοψηφίαν θα ειπούν ΟΧΙ την προσεχή Κυριακήν, και το ΟΧΙ αυτό, οσονδήποτε και αν παραποιηθή μετά την δύσιν του ηλίου, τελικώς θα θριαμβεύση. 27 Ιουλίου 1973

Η δήλωση της επόμενης του δημοψηφίσματος Δεν υπάρχει επί της γης λαός, που θα εψήφιζε ελευθέρως υπέρ των κρατούντων εις τοιούτον ποσοστόν. Και δεν εφανταζόμην ότι θα υπήρχον Έλληνες που θα ενεφάνιζαν τον Ελληνικόν Λαόν ως αγέλην ακολουθούσαν αυτούς βελάζουσα. Τα δοθέντα εις την δημοσιότητα αποτελέσματα του δημοψηφίσμα-

τος είναι απολύτως αντίθετα προς την πραγματικήν θέλησιν του υπερηφάνου λαού μας. Αρνούμαι την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων αυτών, διότι τιμώ τους συμπα- τριώτας μου και δεν τους θεωρώ δούλους. Ούτε είναι δυνατόν να δεχθώ, ότι ελεύθεροι εις την ψυχήν των Έλληνες είναι μόνον όσοι ζουν εις τας μεγάλας πόλεις, όπου ηναγκάσθη το καθεστώς να εμφάνιση σχετικώς, αλλά όχι πλήρως, ακριβές το ποσοστόν του ΟΧΙ, και ότι δεν είναι εξ ίσου ελεύθεροι και υπερήφανοι, ίσως μάλιστα περισσότερον από τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, οι κάτοικοι της γενναίας Ελληνικής υπαίθρου. 30 Ιουλίου 1973

Κατάθεση στην δίκη για τα επεισόδια κατά το μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου Έφθασα εις το νεκροταφείον την 11ην πρωινήν. Διασχίζοντας το συγκεντρωμένον πλήθος δια να φθάσω εις τον τάφον του Γ. Παπανδρέου, διεπίστωσα πράγματι δημοκρατικών ενθουσιασμών αλλά δεν ήκουσα εμπρηστικά συνθήματα καθ’ όλην την διαδρομήν μου. Το τρισάγιον καθυστέρησε τουλάχιστον 20 λεπτά, διότι οι δυο ιερείς δεν ήτο δυνατόν να φθάσουν μέχρι του τάφου, λόγω του πλήθους. Δηλαδή υπολογίζω ότι το τρισάγιον ετελέσθη τουλάχιστον εις τας 11 και 20’. Ηκολούθησεν ο λογος του κ. Ταλιαδούρη, λόγος βραχύς, μετά δε τον λόγον και την κατάθεσιν του στεφάνου, απεχώρησα. Διασχίζοντας και πάλιν το πλήθος διεπίστωσα ότι υπήρχεν αγνός δημοκρατικός ενθουσιασμός και μόνον σποραδικώς ηκούοντο συνθήματα εμπρηστικά ή προκλητικά. Αλλά τα συνθήματα αυτά ήσαν αναπόφευκτα και μπορώ να πω ότι περίμενα περισσότερα μετά από τόσα χρόνια σιωπής. Εις την ζωήν δεν υπάρχει το υπέρ χωρίς το κατά. Εις την πολιτικήν μου ζωήν επευφημήθην πολλάς φοράς και απεδοκιμάσθην περισσοτέρας. Ακόμη και ελιθοβολήθην, αλλά αντιμετώπισα τον λιθοβολισμόν με χαμόγελον πικρόν και όχι με οργήν. Μετά την αποχώρησίν μου εις τας 11.45’ περίπου, επεκράτει από πλευράς πλήθους ενθουσιασμός ο οποίος εδονούσε την ατμόσφαιραν αλλά δεν διεπίστωσα διάθεσιν δημιουργίας επεισοδίων. Υπήρχεν ενθουσιασμός αλλά και ψυχική ηρεμία. Δευτέρα διαπίστωσίς μου όχι ως αυτόπτου πλέον

346


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

αλλ’ ως γνώστου της περιοχής είναι ότι ήτο αδύνατον ένα τόσον μέγα και ενθουσιώδες πλήθος να μη ζητήση διέξοδον εις μιαν διαδήλωσιν. Και αυτό έπρεπε αι αρχαί να το γνωρίζουν, και να το επιτρέψουν πέραν του γεγονότος ότι η διάταξις των οδών είναι τέτοια που να μην επιτρέπη διάσπασιν του πλήθους. Εάν η αστυνομία εσκέφθη να φράξη την πορείαν του πλήθους προς την οδόν Αθανασίου Διάκου εσκέφθη κακώς και αντιθέτως προς την τεχνικήν διάταξιν των οδών. Και, δυστυχώς, το εσκέφθη με κατάληξιν την πρόκλησιν των επεισοδίων. Διότι εκείνος που φράσσει την δυνατότητα εξόδου του πλήθους, εκείνος προκαλεί. Αυτό είναι αναμφισβήτητο, ο,τιδήποτε και αν λεχθή. Δεν γνωρίζω διότι δεν θέλω να γνωρίζω ποίος είναι αρμόδιος δια την ασφάλειαν εις την χώραν αυτήν. Αν όμως δεν υπήρξε προμελέτη δια τα γεγονότα, είναι πάντως βέβαιον ότι το σχέδιον διαλύσεως του πλήθους δεν συνελήφθη καλώΑσχέτως προς το ερώτημα ποίος ήρξατο χειρών αδίκων, υποχρεούμαι να καυτηριάσω την βαρβαρότητα η οποία επεκράτησε κατά τα τελευταία έτη εις την χώραν ως σύστημα εξουσίας. Η βαρβαρότης γίνεται σύστημα εν ώρα πολέμου και εν ώρα εμφυλίου πολέμου. Τα έχομεν ζήσει αυτά όλοι και είμεθα όλοι δι’ αυτά ένοχοι ή θύματα. Αλλά εν ώρα ειρήνης, τάξεως και ασφαλείας και μάλιστα μετά την φίμωσιν του λαού επί τόσα έτη, δεν είναι ηθικώς νοητή η καταφυγή εις βαρβαρότητας. Προχθές επεσκέφθην εις την Γενικήν Κλινικήν την δημοσιογράφον κυρίαν Μαρίαν Ζήκα και την δημοσιογράφον επίσης κυρίαν Σούλα Αλεξανδροπούλου. Ευρήκα εις το κρεββάτι την κ. Ζήκα με την κόρην της, νεαρή μαθήτρια, τραυματισμένες βαρύτητα. Και ναι μεν κατανοώ ότι μπορεί κανείς να κακοποιηθή εν ώρα επεισοδίου. Το να έχη όμως τραυματισθή και να έχη υποστή διάσεισιν και να τον κτυπούν πεσμένον κάτω με τα πόδια, είναι ακατονόμαστο και αυτό πρέπει να το σταματήσετε. Το ανθρώπινο κορμί πρέπει πλέον να γίνη σεβαστόν. Δεν ξέρω αν και πότε θα γίνουν σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα στην πατρίδα μας. Ο σεβασμός όμως προς το ανθρώπινο κορμί πρέπει να επιβληθή με δικα- στικήν απόφασιν. Εκφράζω από της θέσεως αυτής την ειλικρινή λύπην μου προς τα αστυνομικά όργανα που ετραυματίσθησαν. Αλλά κανείς δεν τους έριξε κάτω και δεν τους εποδοπάτησεν. Και στιγματίζω το να ρίπτεται χάμω και να ποδοπατείται ο τραυματισμέ-

νος και να θεωρείται το ανθρώπινον κορμί κουρέλι. Αισθάνομαι ντροπή που συμβαίνουν αυτά τα πράγματα και αυτά πρέπει να καταδικάσετε και όχι τους κατηγορουμένους. Πρόεδρος: Έχετε ως δεδομένον ότι αν επετρέπετο η κάθοδος εις την Πλατείαν Συντάγματος θα διελύοντο; Κανελλόπουλος: Είμαι βέβαιος ότι θα διελύοντο. Το φαινόμενον του νέου ο οποίος καταθέτει την σημαίαν εις το Μνημείον του Αγνώστου Στρατιώτου δεν σας δείχνει την ιερότητα του πάθους; Δείτε την ψυχήν των νέων που έφθασαν ως εκεί. Εις το Σύνταγμα δεν θα εσημειώνοντο τραυματισμοί και αν ακόμα η αστυνομία ήθελε να διάλυση το πλήθος. Εκεί θα ήτο απείρως ευκολώτερον να διασκορπισθούν οι ομάδες και, επιτέλους, υπάρχουν και άλλα μέσα διαλύσεως του πλήθους, όπως συμβαίνει εις τας ευρωπαϊκός χώρας και όχι το ποδοπάτημα και ο ξυλοδαρμός. Είναι βάρβαρον φαι- νόμενον να ποδοπατείται ο συλληφθείς έστω και αν είναι ένοχος. Ο αρχηγός της αστυνομίας, αν υπάρχει, η κυθέρνησις, αν υπάρχει, πρέπει να επιβάλουν πάραυτα κυρώσεις εναντίον εκείνων που προέβησαν εις αυτάς τας ενεργείας. Αν δεν συμβή τούτο, ο τόπος αυτός θα έχει λησμονηθή ότι λέγεται Ελλάς. Συνήγορος (Απόστολος Κακλαμάνης): Ο νέος με την σημαίαν εις τον Άγνωστον είναι σήμερον κατηγορούμενος, διότι, ως κατέθεσεν ο μάρτυς αστυφύλαξ, εφώναζε «Κάτω η χούντα» και «Ξύπνα Λαέ». Αι φράσεις αυταί είναι υβριστικοί; Κανελλόπουλος: Κατηγορηματικώς όχι. Συνήγορος (Θεόδωρος Κατριβάνος). Οι νέοι αυτοί κατηγορούνται για ντεντυμποϊσμό. Είναι δυνατόν να απευθύνεται η κατηγορία αυτή εναντίον τους; Κανελλόπουλος. Το θεωρώ ακατανόητο. Επ’ αυτού ο κ. Καλλίας που ήτο εισηγητής του νόμου 4000/1959 έχει καταθέσει υπόμνημα. Παρακαλώ να το διαβάσετε κύριοι δικασταί, αν δεν το έχετε ήδη κάμει.

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου Οι νέοι της Ελλάδος ανοίγουν, ως πρωτοπορία του Έθνους, τον δρόμον της Δημοκρατίας. Αφού, επί επτά σχεδόν χρόνια, τον δρόμον αυτόν έχει φράξει η Τυραννία, επόμενον είναι να επιχειρούν οι νέοι να τον ανοίξουν με ορμητικότητα. Δεν συμμερίζομαι όλα τα συνθήματα, που έρριψαν. Δεν τα συμμερίζονται,

347


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος άλλως τε, ούτε όλοι οι εξεγερθέντες νέοι. Δι’ αυτό και τα άκρως αρνητικά συνθήματα, που δεν ταιριάζουν με το πνεύμα της Δημοκρατίας, και που δεν γνωρίζω, αν τα έρριψαν ομάδες, που ανήκουν πράγματι εις τους κόλπους των, τα παραμέρισε η υπερήφανη θέλησις και το υψηλόν φρόνημα της μεγάλης πλειονότητος των σπουδαστών. Θεωρώ καθήκον μου να δηλώσω, ότι συμπαρίσταμαι ηθικώς εις την ιεράν εξόρμησιν των νέων της Ελλάδος δια την πλήρη επικράτησιν των ακαδημαϊκών και πολιτικών ελευθεριών, και δια την επιβολήν του σεβασμού προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, που με σκαιόν κυνισμών κατεπατήθησαν κατά τα τελευταία έτη. Εκ μέρους του πολιτικού κόσμου της χώρας δηλώ: Το δράμα της επταετίας απεκορυφώθη. Άφθονον αίμα, κυρίως νέων, εχύθη κατά τας τελευταίας ημέρας και εξακολουθεί μέχρι της στιγμής αυτής να χύνεται. Αποτελεί ιστορικήν ύβριν να επιρρίπτεται η ευθύνη εις τους καταπιεσθέντας επί τόσα έτη και ποθούντας την ελευθερίαν και να καταγγέλλωνται οι εξεγερθέντες ως μικραί ομάδες αναρχικών. Αν τούτο είναι αληθές, θα ήρκουν αι δυνάμεις των σωμάτων ασφαλείας, και δεν θα εγίνετο η πρωτοφανής κινητοποίησις αρμάτων μάχης και μονάδων κρούσεως του στρατού. Αι περιστάσεις είναι τόσον τραγικαί, ώστε απαιτούν εκτάκτους αποφάσεις. Επί του αίματος των Ελλήνων δεν είναι δυνατόν να στηριχθή η γαλήνη της χώρας. Μόνη λύσις κατά την δραματικήν αυτήν ώραν είναι ο άμεσος σχηματισμός κυβερνήσεως Εθνικής Ενώσεως, η οποία, στηριζομένη εις την συντριπτικήν πλειοψηφίαν του Ελληνικού λαού, θα αποκαταστήση την γαλήνην, θα απαλλάξη τας ενόπλους δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας από το θλιβερόν έργον να αντιμετωπίζουν με φονικά πυρά τους Έλληνας, και ιδίως τους νέους, και θα προετοιμάση την χώραν δια την ομαλήν μετάβασιν εις την Δημοκρατίαν.

Η κατάθεση κατά την ανάκριση για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου Την 13ην Νοεμβρίου 1973 επληροφορήθην από φίλον μου ότι κάποια αναταραχή σημειούται εις το Πολυτεχνείον. Την επομένην, μέγας αριθμός σπουδαστών είχε συγκεντρωθή εντός του περιβόλου

του Πολυτεχνείου και το πλήθος των σπουδαστών από ώρας εις ώραν ηύξανε, τας δε βραδυνάς ώρας επληροφορήθην ότι και εκτός του περιβόλου του Πολυτεχνείου, συγκεκριμένως επί της οδού Πατησίων, προ της κεντρικής πύλης είχαν συγκεντρωθή πολλοί σπουδασταί. Περί την 10ην εσπερινήν μετέβην προσωπικώς εκεί δια να διαπιστώσω ποίον ήτο το πνεύμα, το οποίον εκράτει εις τους εκτός του Πολυτεχνείου σπουδαστάς. Μετέβην με το αυτοκίνητον του ιατρού κ. Επαμεινώνδα Μεγαπάνου, συνοδευόμενος και από την σύζυγόν του, πρώτην ανεψιάν μου. Το αυτοκίνητον οδήγει ο ίδιος ο κ. Μεγαπάνος. Όταν εφθάσαμε από την Λεωφ. Αλεξάνδρας εις τον προ του Πολυτεχνείου χώρον είδα ομάδας νέων, των οποίων τα πρόσωπα έλαμπον από αισιοδοξίαν και ηθικήν υπερηφάνειαν, δεν ήκουσα δε κανένα σύνθημα, το οποίον θα ήτο δυνατόν να χαρακτηρισθή ακραίον ή και απλώς κομματικόν. Οι εκτός του Πολυτεχνείου νέοι, οι οποίοι κατά την εσπέραν εκείνην δεν πρέπει να ήσαν περισσότεροι των πεντακοσίων, εξεδήλουν την πίστιν των εις την ελευθερίαν και σταματούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα με πολύ φιλικήν διάθεσιν και διεδήλουν την απόφασίν των να αγωνισθούν υπέρ της ελευθερίας. Επεχείρησα να κρύψω το πρόσωπόν μου δια να μη με αναγνωρίσουν, διότι δεν ήθελα επ’ ουδενί λόγω να θεωρηθώ ως αποβλέπων εις οιανδήποτε προσωπικήν πολιτικήν εκμετάλλευσιν συγκεντρώσεως, η οποία οφείλετο αποκλειστικώς εις την γενναιότητα των συγκεντρωθέντων, εις αυθόρμητον πρωτοβουλίαν αυτών, και δεν καθωδηγείτο τουλάχιστον κατά την γνώμην μου και κατά τας πληροφορίας μου, από οιονδήποτε κόμμα ή από οιανδήποτε εξωσπουδαστικήν οργάνωσιν. Αλλά παρά την προσπάθειάν μου να διέλθω απαρατήρητος, αποκομίζων απλώς τας ανωτέρω εντυπώσεις που μου ήσαν χρήσιμοι, δυο νέοι κατόρθωσαν να με αναγνωρίσουν, εφώναζον και εις τους συναδέλφους τους, ότι πρόκειται περί εμού και το αυτοκίνητον εκυκλώθη από πλήθος νέων που εζητωκραύγαζον και προσεπάθουν να εμποδίσουν την περαιτέρω πορείαν του αυτοκινήτου. Όταν όμως παρεκάλεσα επιμόνως όσους ήσαν πλησίον του αυτοκινήτου να με αφήσουν να περάσω, υπήκουσαν και μια ομάς 5-10 νέων ανέλαβε να διευκολύνη την διέλευσιν του αυτοκινήτου. Επέμεινα εις την αφήγησιν της προσωπικής αυτής εμπειρίας μου, πρώτον διότι μου έδωσεν την αφορμήν να διαπιστώσω το υψηλόν και ωραίον φρόνημα των σπουδαστών μέ-

348


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

χρι της ώρας εκείνης που, όπως φαίνεται, δεν είχαν ακόμη εισδύσει ξένα στοιχεία, ενδεχομένως προβοκάτορες, εις τους κόλπους των, δεύτερον δε διότι εκ της προσωπικής αυτής επικοινωνίας μου προέκυψε μέσα μου εντονώτερον ένα κρίσιμον ερώτημα. Διατί εδόθη εις τους σπουδαστάς η άνεσις να συγκεντρωθούν και εκτός της κεντρικής πύλης του Πολυτεχνείου; Διατί εσημειώθη πλήρης απουσία της αστυνομίας και διηυκολύνθη μάλιστα η διόγκωσις του προ της πύλης του Πολυτεχνείου πλήθους; Είναι αδύνατον να φαντασθώ, ότι δεν προέβλεπον αι αρμόδιοι Αρχαί, ότι η εξεζητημένη ανοχή των θα έκαμνε τους επί της οδού Πατησίων πεντακόσιους ή χιλίους της 14ης Νοεμβρίου να γίνουν την επομένην δέκα χιλιάδες και την μεθεπομένην πενήντα χιλιάδες. Το Υπουργείον Παιδείας δυνατόν να επεθύμει να δώση εις τους σπουδαστάς κάποιαν ελευθερίαν εκδηλώσεως, με την ελπίδα -αδικαιολόγητον και άφρονα ελπίδα- ότι με την πάροδον του χρόνου αι.εκδηλώσεις θα εξεθύμαιναν. Αλλά αι αρμόδιοι δια την ασφάλειαν Αρχαί δεν είναι δυνατόν παρά να εγνώριζον το αντίθετον, δηλαδή ότι από ημέρας εις ημέραν η εκτός του Πολυτεχνείου, συγκέντρωσις θα εγίνετο ογκωδεστέρα. Μήπως το επεδίωξαν, δια να έχουν την ευκαιρίαν μιας δυναμικής αιματηρός επεμβάσεως; Δεν έχω στοιχεία δια να το ισχυρισθώ, αλλά η εξέλιξις των γεγονότων ενισχύει την υποψίαν μου. Έρχομαι τώρα εις την 16ην Νοεμβρίου. Από τας απογευματινός ώρας είχαν αρχίσει αι συγκρούσεις της αστυνομίας με τους διαδηλωτάς, οι οποίοι, αναπτυχθέντες εις δύναμιν δεκάδων χιλιάδων, εκινήθησαν -και τούτο ήτο φυσικόν λόγω του όγκου των, που ήτο αδύνατον να μείνη ακίνητος- προς διαφόρους κατευθύνσεις. Επηκολούθησε η σύμπτυξις των διαδηλωτών εις την οδόν Πατησίων και τας παρόδους της, και η επίθεσις των αστυνομικών δυνάμεων με δακρυγόνα και με πυροβόλα όπλα. Επληροφορούμην τα καθέκαστα μέχρι της 10ης εσπερινής εις το επί της οδού Ομήρου 52 γραφείον της Επιτροπής δια την Αποκατάστασιν της Δημοκρατικής νομιμότητος, και μετά την 10ην εσπερινήν εις το επί της οδού Ξενοκράτους 15 διαμέρισμά μου, όπου είχαν έλθει ο κ. Γεώργιος Μαύρος και άλλοι φίλοι. Περί το μεσονύκτιον μας επληροφόρησαν τηλεφωνικώς διάφοροι φίλοι, ότι άρματα μάχης κατευθύνονται προς την πόλιν. Ο κ. Μαύρος και εγώ εθεωρήσαμε καθήκον μας να σπεύσωμεν εις το Πολυτεχνείον δια να εκδηλώσωμεν αφ’ ενός την αλληλεγγύην μας προς τους ήδη

πολιορκημένους σπουδαστάς, κατά των οποίων θα εστρέφοντο εντός ολίγου τα πολυβόλα των αρμάτων μάχης, ή και δια να επιχειρήσωμεν να παρέμβωμεν δια να αποτραπή η μεγάλη συμφορά. Ο κ. Μαύρος, όπως είχαμε συνεννοηθή επεχείρησε να κατευθυνθή προς το Πολυτεχνείον από της Λ. Αλεξάνδρας με το αυτοκίνητον του κ. Έβερτ νυν βουλευτού της Νέας Δημοκρατίας. Εγώ επέβην του αυτοκινήτου του ιατρού κ. Μεγαπάνου συνοδευόμενος και από την σύζυγόν του και τον αδελφόν της συζύγου μου ιατρόν κ. Π. Πουλικάκον. Κατηυθύνθημεν προς το Πολυτεχνείον δια της οδού Σόλωνος, αλλά ολίγον προ της κορυφής της οδού Στουρνάρα, παρημποδίσθη η περαιτέρω πορεία μας από δύναμιν 10 ή 12 ανδρών της αστυνομίας Πόλεων με επικεφαλής υπαστυνόμον. Ούτε και ο κ. Μαύρος κατώρθωσε να φθάσει μέχρι το Πολυτεχνείον. Ο υπαστυνόμος ο οποίος με ανεγνώρισε αμέσως ήτο πολύ ταραγμένος αλλά συμπεριεφέρθη ευπρεπώς. Όταν όμως είπα εις τον κ. Μεγαπάνον που ωδήγει το αυτοκίνητον να προχωρήση προς το Πολυτεχνείον, ο υπαστυνόμος με παρεκάλεσεν εντόνως να μη το πράξω, αντιθέτως δε προς την ιδικήν του συμπεριφοράν, 3 ή 4 από τους άνδρας του επεχείρησαν, αλλαλάζοντες, να μου επιτεθούν, οπόταν ο κ. Μεγαπάνος έκαμεν απότομον στροφήν του αυτοκινήτου και δια της οδού Σκουφά κατηυθύνθημεν εις την οικίαν μου. Θεωρώ ότι υπεύθυνοι δια την σφαγήν εις το Πολυτεχνείον και δια τους φόνους, που εσημειώθησαν κατά το επόμενον διήμερον, είναι όσοι είχαν την πραγματικήν εξουσίαν επί των σωματικών ασφαλείας και επί των ενόπλων δυνάμεων. Ποίοι, εξ αυτών, ήσαν περισσότερον ή ολιγότερον υπεύθυνοι, ποίοι εκ των εκτελεστών των διαταγών τούτων ανέλαβον φονικός πρωτοβουλίας, δεν το γνωρίζω. Όσον αφορά εις τον κ. Μαρκεζίνην και την Κυβέρνησίν του, έχω την γνώμην -βασιζομένην και επί τίνων πληροφοριών- ότι ουδέν εγνώριζον και επληροφορήθησαν την αιματηράν εξέλιξιν των γεγονότων όπως περίπου επληροφορήθημεν και ημείς οι άλλοι. Είχε στερηθή, άλλωστε, η Κυβέρνησις Μαρκεζίνη των βασικών δικαιοδοσιών επί θεμάτων στρατιωτικών και δημοσίας ασφαλείας. Δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον μου εφάνη παράδοξον και θεωρώ ακόμη ανεξήγητον ότι ο κ. Μαρκεζίνης, ολίγας ημέρας μετά τα τραγικά γεγονότα και μόλις δυο, αν ενθυμούμαι καλώς, εικοσιτετράωρα προ της 25ης Νοεμβρίου, μετέβη εις την έδραν του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων και ενώπιον

349


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος αυτού και άλλων ανωτάτων αξιωματικών διεκήρυξε -και η σκηνή μετεδόθη και δια της τηλεοράσεως- ότι αναλαμβάνει την ευθύνην δι’ όσα κατ’ εμέ δεν ήτο υπεύθυνος και ότι αυτός εισηγήθη την επιβολήν του στρατιωτικού νόμου.

Η κατάθεση του στην δίκη για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Εκλήθητε από την πολιτικώς ενάγουσα Παν. Παπακυριακού και την Θεοδ. Φαμέλου. Κατηγορούμενοι είναι οι Παπαδόπουλος, Ιωαννίδης, Ντερτιλής και άλλοι. Τι γνωρίζετε για τα επεισόδια των στρατιωτικών και του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως; ΚΑΝ.: Προσωπική γνώση των επεισοδίων δεν έχω. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Γνωρίζετε κατά ποίο τρόπο εφονεύθη ο Φαμέλλος και ετραυματίσθη η Παπακυριακού; ΚΑΝ.: Έχω πληροφορίες γι’ αυτούς όπως έχω πληροφορίες και για πάρα πολλούς άλλους. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσω αυτές ειδικά τις δυο περιπτώσεις που αναφέρατε. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποια είναι η ευθύνη των κατηγορουμένων; ΚΑΝ.: Είχα δυο άμεσες επαφές με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η μία ήταν στις 15 Νοεμβρίου και η άλλη την νύκτα της 16ης προς 17η Νοεμβρίου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για τους στρατιωτικούς κατηγορουμένους τι γνωρίζετε; ΚΑΝ.: Πριν από τον στρατό, επενέβη η αστυνομία. Στον ανακριτή κ. Τσεβά κατέθεσα ότι πέρασα την πρώτη φορά από το Πολυτεχνείο στις 10 το βράδυ της 14ης Νοεμβρίου. Πολλοί νέοι με επληροφόρησαν ότι πέρασα στις 15 Νοεμβρίου. Αυτή είναι η αλήθεια και το διευκρινίζω εδώ. Είχα πληροφορίες για την συγκέντρωση των φοιτητών και την συμπαράσταση του κόσμου και πήγα στο Πολυτεχνείο για να αποκτήσω μια άμεση προσωπική αντίληψη. Πήγα με το αυτοκίνητο του γιατρού Μεγαπάνου. Μέσα ο αυτό ήταν και η σύζυγος του και ανηψιά μου. Δεν πήγα με το δικό μου αυτοκίνητο για να μη με αντιληφθούν αλλά να αντιληφθώ εγώ ο ίδιος τι συνέβαινε. Φτάσαμε έξω από το Πολυτεχνείο στις 10 το βράδυ της Πέμπτης. Μπροστά ήταν περίπου 5001000 φοιτητές. Δυο από αυτούς με αντελήφθησαν και αμέσως οι άλλοι κύκλωσαν το αυτοκίνητο μου. Έζησα

μια εκδήλωση ενθουσιασμού και ηθικής χαράς, που διαπίστωσα στα πρόσωπα των νέων. Οι φωνές των νέων ήταν όλες συνδεδεμένες με φωνές επιδοκιμασίας εμού και αποδοκιμασίας του καθεστώτος που υπήρχε τότε. Δεν διεπίστωσα καμμιά διάθεση των φοιτητών για έκτροπα. Διαπίστωσα όμως την απουσία αστυνομικών, σε μεγάλο βαθμό. Αυτό το επισημαίνω, γιατί από αυτό πρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα. Η συγκέντρωση μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο ήταν ένα φαινόμενο που εξηλίχθη σταδιακά. Δεν εννοώ βάσει ποίου σχεδίου αφέθη να εξελιχθή και να φθάση την Παρασκευή το βράδυ να υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έξω από το Πολυτεχνείο. Και φυσικά ο κόσμος αυτός μετεκινείτο. Δεν ήταν δυνατόν να παραμένη ακίνητος. Δεν κατανοώ γιατί η αστυνομία άφησε να γίνονται οι συγκεντρώσεις έξω από το Πολυτεχνείο. Για την συγκέντρωση βεβαίως μέσα στο Πολυτεχνείο την ευθύνη είχε αναλάβη η Σύγκλητος και δεν έπρεπε να παραβιασθή το πανεπιστημιακό άσυλο. Την Τρίτη βρίσκονταν στο Πολυτεχνείο 50 άτομα, την Τετάρτη 150-200, την Πέμπτη τουλάχιστον 1.000 και την Παρασκευή δεκάδες χιλιάδες. Δεν αντελήφθην καν την ύπαρξη αστυνομικής δυνάμεως έξω από το Πολυτεχνείο και αυτό με ωδήγησε σε διάφορα συμπεράσματα. Εσείς κ. πρόεδρε θα κρίνετε. Ήταν πρόκληση. Ήταν σχέδιο να χτυπήση η αστυνομία όταν θα συγκεντρώνοντο πολλοί. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Χρησιμοποίησαν οι διαδηλωτές όπλα κατά του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως; ΚΑΝ.: Το βράδυ της Παρασκευής βρισκόμουν στα γραφεία της Επιτροπής Αγώνος Αποκαταστάσεως της Δημοκρατικής Νομιμότητος, στην οδό Ομήρου 52. Είχε έλθη εκεί και ο κ. Μαύρος. Οι πληροφορίες που έφταναν ήταν πολύ ανησυχητικές. Γίνονταν συλλήψεις φοιτητών. Δεν γνωρίζω γιατί χτύπησαν άοπλους νέους. Είχαμε καταληφθή από θαρυτάτη ανησυχία βλέποντας αόπλους νέους να χτυπιούνται από τους αστυνομικούς. Η αστυνομία είχε την δυνατότητα να αποκρούση οιανδήποτε επίθεσιν άοπλων. Ακόμη και αν, όπως κατέθεσαν εδώ αστυνομικοί, μερικοί νέοι κρατούσαν πέτρες ή ξύλα. Για να χτυπηθούν οι νέοι; Γιατί να χυθή τόσο αίμα; Στις 10 το βράδυ της Παρασκευής πήγα στο σπίτι μου. Εκεί ήρθε και ο κ. Μαύρος και ο νυν βουλευτής κ. Έβερτ. Μας έκαναν συνεχώς ανησυχητικά τηλεφω-

350


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

νήματα. Μας τηλεφώνησε και ο στρατηγός Κουρούκλης, που έμενε κοντά στο Πολυτεχνείο και μας είπε: «Βλέπω στην οδό Μάρνη, αίματα». Σε λίγο πήγε μέσα στο Πολυτεχνείο και μας τηλεφώνησε ξανά από κει λέγοντάς μας ότι οι νέοι είναι πολύ ενθουσιώδεις και δεν καταλαβαίνει γιατί γίνεται αυτό το κακό. Και όπως γνωρίζετε κ. πρόεδρε, ο στρατηγός Κουρούκλης δεν είναι αριστερός. Δεν ανήκει καν στο Κέντρο. Πήραμε και άλλα πολλά τηλεφωνήματα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μάθατε για επίθεση των διαδηλωτών κατά του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως; ΚΑΝ.: Κανείς δεν μου είπε εκείνο το βράδυ κάτι τέτοιο. Στις 7.30 το βράδυ της Παρασκευής, μου είπαν ότι στην οδό Σταδίου και προς τη Νομαρχία υπήρχαν πολλοί διαδηλωτές. Το θεώρησα πολύ φυσικό, γιατί είχε ογκωθή τόσο η συγκέντρωση και ήταν επόμενο να ξεχύνεται, σε αλλεπάλληλα κύματα, στους δρόμους. Αδιανόητο είναι για μένα γιατί δεν επενέβη νωρίτερα η αστυνομία. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Είπατε ότι η αστυνομία είχε την δυνατότητα να διαλύση την συγκέντρωση χωρίς βία. Πώς; ΚΑΝ.: Πρώτον μπορούσε να προληφθή. Έπειτα, πιστεύω ότι ο κόσμος ενεθαρρύνθη να συγκεντρώνεται κάθε μέρα και περισσότερος. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πιστεύετε ότι υπήρχε σχέδιον άνωθεν; ΚΑΝ.: Έκανα αυτή τη σκέψη. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Από την στιγμή που η συγκέντρωση ογκώθηκε τόσο, μπορούσε και πώς, να διαλυθή από την αστυνομία; ΚΑΝ.: Και πριν από το 1967 έγιναν συγκεντρώσεις. Το καλοκαίρι ιδιαίτερα του 1965 έγιναν πάρα πολλές. Ποτέ δεν υπήρξαν θύματα. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποιος διέταξε τη χρήση όπλων; ΚΑΝ.: Δεν το γνωρίζω αυτό. Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο κι ενώ βρισκόμασταν με τον κ. Μαύρο στο σπίτι μου, στην οδό Ξενοκράτους 15, πήραμε ένα τηλεφώνημα με το οποίο μας πληροφορούσαν ότι κατέβαιναν τα τανκς. Αποφασίσαμε με τον κ. Μαύρο να σπεύσουμε στο Πολυτεχνείο, από διαφορετικές κατευθύνσεις για να παρεμβληθούμε. Ο κ. Μαύρος έφυγε με το αυτοκίνητο του κ. Έβερτ. Τους σταμάτησαν στην λεωφόρο Αλεξάνδρας και δεν τους άφησαν να προχωρήσουν. Εγώ με το αυτοκίνητο του ιατρού Μεγαπάνου, την σύζυγό του και τον αδελφό της γυναίκας μου γιατρό κ. Πουλικάκο, πήγαμε από την οδό Σόλωνος.

Μας σταμάτησαν στα Εξάρχεια. Ήταν μια δύναμη 1520 αστυνομικών. Μας σταμάτησαν με κάποια βιαιότητα. Αντελήφθην στα μάτια τους ένα αίσθημα φόβου. Ίσως να είχαν δει ορισμένες σκηνές προηγουμένως. Ο επικεφαλής υπαστυνόμος ήταν ευπρεπής και μου είπε: «Σας παρακαλώ μην προχωρήσετε». Επειδή σκοπός μου ήταν όχι να εκτραχύνω την κατάσταση αλλά να αποτρέψω την αιματοχυσία, είπα στον κ. Μεγαπάνο να προχωρήση με το αυτοκίνητο. Τότε 3-4 αστυφύλακες επεχείρησαν να επιτεθούν εναντίον μου, κατά τρόπον που έδειχνε ότι είχαν χάσει τον έλεγχον των πράξεών τους. Δεν γνωρίζω αν ήταν αστυφύλακες, πάντως φορούσαν στολές. Ο κ. Μεγαπάνος κατηύθυνε το αυτοκίνητο προς την οδό Σκουφά. Όταν προχωρήσαμε πιο πάνω είδα δέκα περίπου φοιτητές σε μια στοά. Με ανεγνώρισαν. Τους παρεκάλεσα να μη προχωρήσουν προς εμάς και να φύγουν ένας- ένας. Είχα μάθει ήδη για τις δολοφονίες και τους τραυματισμούς. Οι νέοι είχαν θάρρος, τους κατείχε όμως και δέος. Έβλεπαν να χτυπιούνται νέοι άνθρωποι με πραγματικά πυρά. Γύρισα στο σπίτι μου και άκουσα τα τελευταία συνθήματα του Ραδιοφωνικού σταθμού του Πολυτεχνείου. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για την επομένη μέρα τι γνωρίζετε; ΚΑΝ.: Πήγα το πρωί στο γραφείο της οδού Ομήρου 52. Έφτασε κι ο κ. Μαύρος. Είχε αρχίσει να δημιουργείται στην Αθήνα το πρωτοφανές φαινόμενο να πυροβολούνται στους δρόμους άοπλοι άνθρωποι. Πίστεψα στην αρχή ότι πυροβολούσαν στον αέρα. Που να φανταστώ τι γινόταν; Οι πυροβολισμοί συνεχίσθηκαν. Πέρασαν και από την οδό Ακαδημίας τανκς και πυροβολούσαν. Για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση ο κ. Μαύρος και εγώ, ανεβήκαμε στον 4ο όροφο στο διαμέρισμα του νομομαθούς και βουλευτού κ. Νικ. Γαζή. Μείναμε εκεί μιάμιση ώρα συσκεπτόμενοι. Τότε πληροφορηθήκαμε ότι ρίχνουν στο ψαχνό και σκοτώνουν αόπλους ανθρώπους στους δρόμους. Ενώ την νύχτα της Παρασκευής προς το Σάββατο ο στρατός δεν πυροβολούσε και μάλιστα εμπόδιζε τους αστυνομικούς να κακοποιούν τους νέους, την επομένη το πρωί μεσολάβησε κάποια διαταγή και αξιωματικοί και οπλίτες του στρατού έβαλαν κατά του ελληνικού λαού. Πυροβολούσαν εναντίον μεμονωμένων ατόμων και εναντίον ομάδων από 3 ή 4 νεαρούς. Αυτή η αλλαγή που έγινε από τις 9 το πρωί του Σαββάτου και συνεχίσθηκε και την Κυριακή, μου είναι ακατανόηΤην Παρασκευή το πρωί όταν πέρασαν από

351


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος το Πολυτεχνείο και μου είπαν ότι μερικά συνθήματα δεν συνεβιβάζοντο με αυτά που έλεγαν οι φοιτητές, έκανα μια δήλωση, η οποία φυσικά δεν δημοσιεύθηκε στον ελληνικό Τύπο. Την μετέδωσαν οι ξένοι σταθμοί και τα ξένα πρακτορεία. Την δημοσίευσε και η «Άθενς Νιους». Δώδεκα ώρες πριν από τα γεγονότα, με την δήλωση αυτή, εξεδήλωνα ρητά την πλήρη συμπαράστασή μου και (ονόμαζα τους νέους πρωτοπορία του έθνους για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Έλεγα επίσης ότι πρέπει να προσέξουν τα ξένα στοιχεία. Την Κυριακή συνεχίσθηκαν οι φόνοι αόπλων στους δρόμους της Αθήνας. Την Δευτέρα έκανα νέα δήλωση με την οποία κατήγγειλα αυτή την επίθεση κατά του ελληνικού λαού, την 100% απρόκλητο και έλεγα ότι δεν είναι δυνατόν να πυροβολούν αόπλους. Μετά από την δήλωση αυτή ετέθην εις κράτησιν κατ’ οίκον. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Για τους κατηγορουμένους τι γνωρίζετε; ΚΑΝ.: Δεν γνωρίζω ποιος έδωσε την εντολή. Αρμόδιος ήταν αυτός που είχε θέσει τον εαυτό του επί κεφαλής του κράτους και με το Σύνταγμα που έκανε πήρε και αυτές τις εξουσίες. Μπορεί αυτός να έδωσε την εντολή, μπορεί να μη εισηκούσθη, μπορεί να παρενεβλήθησαν άλλα άτομα. ΕΙΣΑΓΓ. (Γανώσης): Αν δεν έδωσε αυτός την εντολή, δεν μπορούσε μετά τα πρώτα γεγονότα να προλάβει το κακό; ΚΑΝ.: Ασφαλώς. Αν είχε αδυναμία, αυτό μου είναι ακατανόητο. ΕΙΣΑΓΓ.: Η επέμβαση του στρατού προϋποθέτει σκότωμα αόπλων ανθρώπων; ΚΑΝ.: Όχι. ΕΙΣΑΓΓ.: Απ’ όσα αντελήφθητε εσχηματίσατε την γνώμη ότι σκοπός των φοιτητών, και ακόμη των οικοδόμων και των εργατών, υπήρξε αντίθετος αυτού που διεδήλωναν; ΚΑΝ.: Η συγκέντρωση των φοιτητών είχε στην αρχή φοιτητικό χαρακτήρα, αλλά εξειλίχθη -όπως ήταν φυσικόν και πρέπον, γιατί δεν είναι δυνατόν οι νέοι να μην αισθάνωνται το χρέος τους προς την Δημοκρατία- σε πολιτική εκδήλωση. ΕΙΣΑΓΓ.: Ήταν δυνατόν στρατιωτικοί ή αστυνομικοί κατώτεροι να κάνουν ό,τι έκαναν, χωρίς την εντολή ανωτέρων; ΚΑΝ.: Θα μπορούσα να το δεχθώ αυτό, σε μερικές μεμονωμένες περιπτώσεις. Εδώ, όμως δεν έχομε με-

μονωμένες περιπτώσεις. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Συνέβη κάτι πριν από την σφαγή του Πολυτεχνείου, που να συνδέεται με αυτό το τραγικό γεγονός; ΚΑΝ.: Τα επεισόδια στην Νομική Σχολή ήταν ένα δραματικό προοίμιο του ό,τι έγινε στο Πολυτεχνείο. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Ήταν δικαιολογημένη η εισβολή του τανκ; ΚΑΝ.: Όχι. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Είχαν εισδύσει προβοκάτορες στο Πολυτεχνείο; ΚΑΝ. Ναι. Αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω από που ακριβώς εξεπορεύθησαν. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Απεδοκιμάσατε κανένα από τα συνθήματα των νέων; ΚΑΝ.: Όχι. Αναφέρω πάντως ότι το σύνθημα «Κάτω το Κράτος» δεν ήταν των ανωνιστών του Πολυτεχνείου. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: (Στ. Αλεξανδρής): Μήπως εμάθατε αν ετραυματίσθησαν αστυνομικοί; ΚΑΝ.: Δεν έμαθα. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: (Δ. Ευαγγελάτος): Εχρησιμοποίησαν οι διαδηλωταί όπλα ή πέτρες εναντίον των αστυνομικών; ΚΑΝ.: Όχι. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: (Γ. Β. Μαγκάκης): Οι τότε υπεύθυνοι εγνώριζαν ότι φονεύονται διαδηλωταί στους δρόμους; ΚΑΝ.: Ασφαλώς πρέπει να είχαν γνώση. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: (Κ. Ασημακόπουλος): Είναι δυνατόν να επίστευαν οι υπεύθυνοι ότι η διαδήλωση θα εκτονωθή; ΚΑΝ.: Αυτό ίσως να το εφαντάζετο το υπουργείον Παιδείας. Οι άλλοι όμως που ήλεγχαν την κατάσταση είναι αδύνατο να το επίστευαν αυτό. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Από αμέλεια ή δόλο άφησαν την συγκέντρωση να ογκωθή; ΚΑΝ.: Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω. Εξ όσων συνέβησαν διεφαίνετο ότι υπήρξε δόλος ή τουλάχιστον βαρυτάτη αμέλεια. Δολία επίσης ήταν και η διαταγή να πυροβολούν στο ψαχνό τον λαό. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε όφελος να γίνη το Πολυτεχνείο; ΚΑΝ.: Δεν μπορώ να απαντήσω. Δεν είναι δυνατόν να ξέρω ποιες σκέψεις έκανε ο κατηγορούμενος. Λογικώς δεν είχε συμφέρον. Αλλά έγιναν τόσα παράλογα κατά την επταετία, που δεν ξέρω πως ελειτούργησε το μυαλό του στην συγκεκριμένη περίπτωση. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Εκτός από τους φοιτητές υπήρχαν και οι-

352


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κοδόμοι στον χώρο του Πολυτεχνείου; ΚΑΝ.: Οι έγκλειστοι μπορούσαν να δέχωνται όποιον ήθελαν. Ακόμη και για συμπαράσταση. Ο πανεπιστημιακός χώρος είναι το σπίτι του φοιτητού και επομένως γίνεται δεκτός εκείνος τον οποίον θέλει ο φοιτητής. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Αν ήσαστε πρόεδρος της κυβερνήσεως, τότε, τι θα εκάνατε; ΚΑΝ.: Αν ήμουν πρόεδρος κυβερνήσεως, θα ήμουν πρόεδρος Δημοκρατικής Κυβερνήσεως, κύριε. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Η τότε κατάσταση, το τότε καθεστώς δεν είχε κανόνες Ποινικού Δικαίου; ΚΑΝ.: Και υπό εχθρικήν κατοχήν υπάρχουν κανόνες ποινικού δικαίου. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Είχατε επαφή με τον στρατηγό Κουρούκλη; ΚΑΝ.: Βεβαίως. Μου ανέφερε ότι τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής εμπνέονται από δημοκρατικές πεποιθήσεις και μόνο ένας ήταν πολύ αντίθετος, που ασφαλώς -δικαίωμά του- θα ανήκε εις αναρχικούς. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Ενθυμείσθε τα γεγονότα του 1956; ΚΑΝ.: Ναι. Είχαμε τότε 4 νεκρούς και 110 τραυματίες. Δεν σημαίνει όμως ότι επειδή είχαμε τότε νεκρούς πρέπει να συνεχίσωμε να έχωμε και μεταγενέστερα. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Φέρει ευθύνη η κυβέρνηση Μαρκεζίνη; ΚΑΝ.: Δεν νομίζω ότι φέρει ευθύνη, διότι είχε εξαιρεθή από τις αρμοδιότητες των τομέων της Εθνικής Αμύνης και Ασφαλείας. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Πιστεύετε ότι το Πολυτεχνείο ήταν επανάσταση; ΚΑΝ.: Είπα, ότι υπήρξε ειδική επανάσταση και λόγω του σκοπού και λόγω των μέσων που εχρησιμοποίησαν οι φοιτηταί. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Επέτυχε αυτή η επανάσταση; ΚΑΝ.: Ηθικώς, επέτυχε. Και το μήνυμα «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο...». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Μη απαντάτε κ. μάρτυς. Δεν μας χρειάζονται αυτά. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Διαμαρτύρομαι κ. πρόεδρε. Να αφεθή ο μάρτυς να απαντήση. ΚΑΝ.: Το μήνυμα «Εδώ Πολυτεχνείο» θα μείνη στην Ιστορία. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Υλικώς επέτυχε η επανάσταση αυτή; ΚΑΝ.: Αυτό το ξέρετε σεις... ΥΠΕΡΑΣΠ.: Τι συνθήματα υπήρχαν στο Πολυτεχνείο; ΚΑΝ.: Είπα ότι υπήρχαν και συνθήματα ασυμβίβαστα προς τους σκοπούς των φοιτητών. Σε δήλωσή μου που έκανα την Παρασκευή το πρωί, εξέφρασα την

ολόψυχη συμπαράσταση και επεσήμανα ότι υπήρχαν συνθήματα που εγράφησαν από στοιχεία ανεξέλεγκτα, αν θυμάμαι την φράση. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Έχετε πληροφορίες και από ποιους ότι το Σάββατο και την Κυριακή ερρίπτοντο πυροβολισμοί κατ’ ευθείαν κατά μεμονωμένων ανθρώπων; ΚΑΝ.: Δεν έχω συγκεκριμένες περιπτώσεις. Υπάρχουν οι νεκροί και οι τραυματίες. Είναι ανάγκη να μαρτυρήσω εγώ; Εμαρτύρησαν εκείνοι. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Γνωρίζετε αν οι τραυματισμοί αυτοί προήλθαν από τυχαίους πυροβολισμούς; ΚΑΝ.: Οι πυροβολισμοί το Σάββατο και την Κυριακή ερρίπτοντο με συχνότητα σαν να επρόκειτο να αποκρουσθή εχθρός που είχε εισέλθη στην πόλη. Συνάγω λοιπόν εξ αυτού ότι οι πυροβολισμοί δεν ήσαν τυχαίοι. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Τότε είχατε την ίδια εντύπωση για τους πυροβολισμούς που έπεφταν με αυτή που έχετε τώρα; ΚΑΝ.: Δεν την είχα. Ευχόμουν μάλιστα να μη αποδειχθή ότι Έλληνες αξιωματικοί ή στρατιώται είχαν πυροβολήσει κατά πολιτών. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Εκάνατε καμμιά δήλωση για τους πυροβολισμούς; ΚΑΝ.. Την Δευτέρα έκανα δήλωση. Ήταν αυστηροτάτη καταδίκη και διαμαρτυρία για τα γεγονότα και επρότεινα για την αντιμετώπιση της καταστάσεως να σχηματισθή Κυβέρνησις Εθνικής Ενότητος. Η απάντηση ήτο, κατ’ οίκον κράτησίς μου. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Ομιλήσατε περί ταυτότητος σκοπού των διαδηλωτών. ΚΑΝ.: Σε ένα σημείο εταυτίζοντο οι σκοποί. Οι πολιτικές πεποιθήσεις διέφεραν. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Αναγνωρίζετε ταυτότητα σκοπού και στους διαδηλωτάς που ανήκαν στην εξτρεμιστική άκρα αριστερά; ΚΑΝ.: Ναι. Στην αντιμετώπιση της δικτατορίας. Όπως και στην Κατοχή αναγνωρίζω ταύτισιν σκοπού και όλων εκείνων που εστράφησαν εναντίον του κατακτητού. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν χρειάζονται αυτές οι ερωτήσεις. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Δέχεσθε ότι οι αναρχικοί και οι εξτρεμισταί εστρέφοντο κατά του τυραννικού καθεστώτος, αφού εκπροσωπούν άλλο τυραννικό καθεστώς; ΚΑΝ.: Ναι. Όπως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ, Μ. Βρεταννίας, Σοβ. Ενώσεως και της Ελλάδος.

353


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ΥΠΕΡΑΣΠ.: Οι κ.κ. Καρατζάς και Έβερτ ήταν σύνδεσμοί σας με τους φοιτητάς; ΚΑΝ.: Πολιτική κατεύθυνση δεν εδόθη στους φοιτητάς. Είχαν οι ίδιοι δηλώσει ότι δεν εδέχοντο κανένα κόμμα. Επικοινωνία με τους φοιτητάς είχα, μέσω των κ.κ. Έβερτ και Καρατζά και άλλων. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Σας είπαν μήπως αν υπήρχε κανείς της παρατάξεώς σας στην 28μελή Συντονιστική Επιτροπή; ΚΑΝ.: Δεν ηρώτησα, ούτε μου είπαν τίποτε σχετικώς. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Και αν ερωτούσατε κ. Πρόεδρε, πάλι δεν θα σας έλεγον. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Ποίος ο λόγος να κάνετε την παρατήρηση αυτή και δη σε τέτοιον μάρτυρα; ΥΠΕΡΑΣΠ.: Είπατε για μια επέμβαση που μπορούσε να αποτρέψη τα γεγονότα. ΚΑΝ.: Ναι θα μπορούσε να γίνει υπόδειξη προς τον κόσμο να μη συγκεντρώνεται στο Πολυτεχνείο. Και τις δυο πρώτες ημέρες να μη άφηναν τις έξω από το Πολυτεχνείο συγκεντρώσεις. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Οι κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο έλεγαν ότι αν επενέβαινε η αστυνομία θα αντιστέκοντο. ΚΑΝ.. Αντί να επιτροπή η έξοδος των φοιτητών, παρεπλανήθησαν αυτοί ώστε να συλλαμβάνωνται και να δέρνωνται εξερχόμενοι. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Οι φοιτηταί ζητούσαν να τους δοθή χρόνος μέχρι την επομένη το πρωί για να βγουν. ΚΑΝ.: Αλλά εγώ εδιάβασα ότι τους εδόθη προθεσμία 20 λεπτών και πριν περάσουν παρά 3 λεπτά παρεβιάσθη η πύλη. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Εκάνατε καμμιά δήλωση για την δράση προβοκατόρων; ΚΑΝ.: Τότε δεν έκανα χαρακτηρισμό. Είχα πει ότι ήσαν ανεξέλεγκτα ή ύποπτα στοιχεία. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Εννοούσατε αναρχικούς ή άτομα ανήκοντα σε υπηρεσίες; ΚΑΝ.: Δεν έκανα διάκριση. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Σήμερα τι λέτε; ΚΑΝ.: Ότι ήσαν προβοκάτορες ή ανεξέλεγκτα άτομα, δηλαδή μη ανήκοντα σε κόμματα. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Είναι υπεύθυνα και τα υφιστάμενα πρόσωπα; ΚΑΝ.: Εξαρτάται. Κατ’ αρχήν όχι, αλλά αν εξετέλεσαν ενέργειες αξιόποινες. Πέραν όμως αυτού η ευθύνη τους συνδυάζεται και με την συνείδησή τους, που τους επέτρεπε να υπακούουν σε βίαιο καθεστώς. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Είχαν δικαίωμα οι φοιτηταί κατά του κρά-

τους με βάση το τότε υφιστάμενο νομικό καθεστώς; ΚΑΝ.: Το νομικό καθεστώς είχε στηριχθή σε μια επαίσχυντη πράξη του Αρείου Πάγου που επεκύρωσε το αποτέλεσμα του «δημοψηφίσματος». ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Παρακαλώ... Παρακαλώ... ΚΑΝ.: Όχι. Η επικύρωση του αποτελέσματος του «δημοψηφίσματος» από τον Άρειο Πάγο, είναι πράξη επαίσχυντη. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Αληθεύει ή όχι ότι εδηλώσατε ότι το καθεστώς της 21ης Απριλίου επεκράτησε; ΚΑΝ.: Δεν είπα ποτέ αυτά τα πράγματα. Διαβάστε το κείμενο της δηλώσεώς μου. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Τις πρώτες ημέρες που απουσίαζε η αστυνομία, μήπως εμάθατε αν η απουσία της ήταν ηθελημένη νια τον κατευνασμό των πνευμάτων; ΚΑΝ.: Πιθανόν ναι. Δεν νομίζω όμως ότι η απόφαση αυτή είναι απόφαση του αρχηγού της Αστυνομίας ή του αστυνομικού διευθυντού Αθηνών. Είναι πολύ σημαντικωτέρα πολιτική απόφασις. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Είπατε ότι ερρίπτοντο πυροβολισμοί από τα τανκς. Τραυματισμούς όμως από τα όπλα των τανκς, δηλαδή πυροβόλα και πολυβόλα, δεν έχουμε. Οι στρατιώτες που είναι στα τανκς δεν φέρουν άλλο οπλισμό... ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Την ερώτηση κάντε. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Ερώτηση κάνω. Έτσι ερωτώ εγώ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τι θα πη «έτσι ερωτώ εγώ», δεν μπορούμε να μακρυγορούμε.... ΥΠΕΡΑΣΠ.: Μακρυγορώ διότι ο κ. μάρτυς είπε ανακρίβειες... ΚΑΝ.: Παρακαλώ, αυτός ο κύριος να πάψη να ομιλή στον τόνο αυτό. Δεν περιέχουν ανακρίβειες αυτά που είπα, αλλά συλλογισμούς. Η λέξη χαρακτηρίζει τον ίδιο. ΠΟΛ. ΑΓΩΓΗ: Να ανακάλεση. ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Δεν υπάρχει λόγος να ανακαλέση. ΥΠΕΡΑΣΠ.: Υπερασπίζομαι τον κ. Μαυροειδή. Πιστεύετε ότι ελάμβανε εντολές ή ότι εξέδιδε δικές του; ΚΑΝ.: Δεν γνωρίζω. Πάντως είχε καθήκον να υποδεικνύη στους ανωτέρους του την τροποποίηση εντολών. ΥΠΕΡΑΣΠ.; Πρέπει ο υφιστάμενος να υπακούη στις εντολές των ανωτέρων του; ΚΑΝ.: Πρέπει. Αλλά η συνείδησή τους τους επιβάλλει να ερευνούν αν η εντολή είναι ορθή ή όχι. Ακόμη και εν καιρώ πολέμου ο αξιωματικός οφείλει, αν έχη χρόνο, να υπόδειξη την αναθεώρηση εντολής.

354


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Το ιστορικό νόημα των γεγονότων του Πολυτεχνείου Ακόμα και εκεί, όπου η Δημοκρατία εξασφαλίζει στους πολίτες -όταν πράγματι εξασφαλίζει σε όλους- την εκδήλωση των πόθων τους και την προβολή των αιτημάτων τους, μια ομαδική εξέγερση, που παραβιάζει τους νόμους και τις αστυνομικές διατάξεις, μπορεί -σε εξαιρετικές περιπτώσεις να μην είναι αντίθετη με τον άγραφο Νόμο της Ελευθερίας. Αυτό τον άγραφο Νόμο δεν έχουν κατορθώσει ποτέ (θα κατορθώσουν, τάχα, κάποτε;) να τον περιλάβουν ολόκληρο οι νομοθέτες στα γραπτά κείμενα συνταγμάτων και νόμων. Όταν οι αδικημένοι -και δεν υπήρξε, ως τώρα, κανένα πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, που να εξαφάνισε την αδικία- φθάνουν σε απόγνωση, ή ομαδική εξέγερσή τους «νομιμοποιείται» από έναν άγραφο φυσικό Νόμο. Αλλά οι πράξεις των σπουδαστών -και εκείνων, που (σε όποιο επάγγελμα και σε όποια ηλικία και αν άνηκαν) έσπευσαν κοντά τους στο δραματικό τετραήμερο του Νοεμβρίου 1973- δεν χρειάζονται, για να εξηγηθούν ιστορικά και ηθικά, τους παραπάνω συλλογισμούς μου. Οι πράξεις αυτές σημειώθηκαν κάτω από ένα καθεστώς βίας. Όποιες και νάταν (και δεν έχω το δικαίωμα να αποκλείσω, ότι, αν και ανεδαφικές για μένα, μπορεί νάταν καλές) οι προθέσεις του παλαιού συναδέλφου μου στη Βουλή, που πίστεψε, τον Οκτώβριο του 1973, ότι εσχημάτισε πράγματι μια πολιτική κυβέρνηση, το καθεστώς δεν είχε πάψει νάχει στην κορυφή του ένα δικτάτορα, και κύρια όργανα και στηρίγματα τις ίδιες ομάδες, που παραπάνω από έξη χρόνια ήταν οι ομάδες διωγμού του Λαού, χαφιέδων (ακόμα και στους κόλπους των Ενόπλων Δυνάμεων) και βασανιστών. Ένα καθεστώς βίας γεννάει -όπως είχα τονίσει, τον Απρίλιο του 1970, ενώπιον του εκτάκτου Στρατοδικείου, που εδίκαζε τους 34- την αντίρροπη βία. Το κατηγορητήριο έλεγε, τότε, ότι όλοι ή ορισμένοι από εκείνους, που μου είχαν κάμει την τιμή να με καλέσουν ως μάρτυρα υπερασπίσεως, είχαν κατασκευάσει ή και χρησιμοποιήσει βόμβες. Στην περίπτωση των νέων του Πολυτεχνείου δεν είναι ανάγκη να επαναλάβω ό,τι είχα πει στη Δίκη των 34. Είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουνε εκρηκτικό υλικό, που βρισκόταν μέσα στο ίδιο το Πολυτεχνείο. Αλλά δεν το έπραξαν. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι -όταν πληροφορήθηκαν, ότι εξω και μακριά από το χώρο τους κάποιοι (προβοκάτορες ή ανεξέλεγκτα στοιχεία) κατασκεύαζαν βόμβες Μολότωφ- έσπευσαν να τις αχρηστεύσουν. Οι νέοι του Πολυτεχνείου δεν εχρησιμοποίησαν μέσα υλικής βίας. Δεν θέλησαν να έχουν όπλα. Αλλά και αν είχαν προμελετήσει την εξέγερσή τους, και αποφάσιζαν να χρησιμοποιήσουν όπλα, δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τόσα και τέτοιου είδους, που θάταν ικανά να παραβγούν με τα μέσα υλικής βίας της Δικτατορίας. Δεν ζούμε πια στο 1789 ή και στο 1848, όταν -σε άμεση και ανοιχτή αντιπαράταξη του Λαού με τις δυνάμεις του Κράτους- μπορούσε ακόμα ο Λαός, με ατομικά όπλα ή και με μερικά κανόνια, που, αιφνιδιάζοντας τους φρουρούς μιας στρατιωτικής αποθήκης, άρπαζε και έσερνε με τα χέρια τους, να αναμετρηθεί με κρατικές δυνάμεις ανάλογου περίπου οπλισμού. Με πιστόλια, καραμπίνες και αυτοσχέδιες βόμβες, δεν αντιμετωπίζονται άρματα μάχης και τα πολύμορφα αυτόματα όπλα καταιγιστικών πυρών, εκτός εάν υπάρχουν ενδείξεις, ότι οι χειριστές των κρατικών μέσων υλικής βίας μπορεί -όλοι ή πολλοί ανάμεσά τους- να αρνηθούν να κάμουν χρήση των μέσων αυτών κατά του Λαού. Αλλά οι νέοι του Πολυτεχνείου, το Νοέμβριο του 1973, ούτε είχαν προμελετήσει την εξέγερσή τους, ούτε θέλησαν να χρησιμοποιήσουν μέσα υλικής βίας, που -όσο και αν θα οδηγούσαν σε πολύ άνισο αγώνα- το πάθος, ο ενθουσιασμός ή και η απόγνωση θάταν ψυχολογικά νοητό να τους κάμουν να τα χρησιμοποιήσουν. Στην ιστορία των λαϊκών εξεγέρσεων, δύσκολα θα βρούμε ένα άλλο παράδειγμα τόσο θαυμαστού συνδυασμού σωφροσύνης και θάρρους. Οι

355


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

νέοι, που άρχισαν να συγκεντρώνονται, στις 13 Νοεμβρίου, στον εσωτερικό χώρο του Πολυτεχνείου, δεν είχαν ούτε προσχεδιάσει, ούτε καν προβλέψει ως πιθανές την εξέλιξη και τις συνέπειες, που θα είχε η απόφασή τους να μείνουν, την πρώτη νύχτα, στον πνευματικό οίκο τους, που -με την αξιομνημόνευτη πατρική συμπαράσταση καθηγητών, που έδειξαν υψηλό φρόνημα ελεύθερων πολιτών, αδούλωτων μελών της πνευματικής ηγεσίας της χώρας- θεωρούσαν απαραβίαστο σαν αρχαίο ελληνικό ιερό. Συγκεντρώθηκαν, την πρώτη μέρα (13 Νοεμβρίου), για να διεκδικήσουν τις ακαδημαϊκές ελευθερίες τους, την πραγματοποίηση ελεύθερων αρχαιρεσιών στα σωματεία τους. Αλλά οι ακαδημαϊκές ελευθερίες είναι άρρηκτα συνυφασμένες με τις πολιτικές ελευθερίες. Θάταν σύμπτωμα αρνητικό και απογοητευτικό, αν δεν το κατανοούσαν αυτοί οι νέοι. Όταν το ακαδημαϊκό αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε, διεύρυναν τον αγώνα τους σε αγώνα πολιτικό, και μάλιστα σε κάτι πολύ ανώτερο κι από έναν πολιτικό αγώνα, σε εθνική εξέγερσή κατά της δικτατορίας, κατά του καθεστώτος της βίας και τυραννίας. Με τι όπλα εξεγέρθηκαν; Αρκέσθηκαν, με υπερκομματική αδελφική ενότητα, να προτάξουν στην τυραννία, γυμνά και ανυπεράσπιστα, τα στήθη τους. Και κατάφεραν -αυτοί οι άοπλοι- να πραγματοποιήσουν κάτι πολύ περισσότερο από ένα «κίνημα», από μια περιστασιακή εξέγερση. Επραγματοποίησαν μια λαϊκή -εθνική- Επανάσταση, τη μόνη, που -ύστερα από κάποια προμηνύματα, ύστερα από τη θαρραλέα γενική δοκιμή (απρομελέτητη κι αύτη) του μεγάρου της Νομικής Σχολής- σημειώθηκε στο διάστημα της υπερεπτάχρονης δικτατορίας. Ναι, στο Πολυτεχνείο -και έξω από το Πολυτεχνείο- σημειώθηκε, το Νοέμβριο του 1973, μια Επανάσταση στο ακέραιο νόημα, που έχει η λέξη. Και η λέξη αυτή είναι βαρύτιμη. Δεν έχουν το δικαίωμα να σφετερίζονται το υψηλό της νόημα χείλη βέβηλα. Καταθέτοντας, ως μάρτυς κατηγορίας, ενώπιον του πενταμελούς Εφετείου, που εδίκαζε τους πρωταίτιους της 21ης Απριλίου, είπα: «Η ιστορία, δηλαδή η συνείδηση των Λαών, δεν έχει ποτέ μέχρι σήμερα απονείμει τον τίτλο της Επαναστάσεως σε συνωμοσία μιας ολιγάριθμης ομάδας οπλοφόρων, που επιβάλλονται με τον δόλο και τη βία των όπλων, καταλύουν τις ελευθερίες ενός Λαού και επιβάλλουν τον εαυτό τους ως δικτατορική εξουσία. Δεν υπάρχει, επαναλαμβάνω, καμμιά περίπτωση στην Ιστορία, που μια τέτοια πράξη νάχει ονομασθεί Επανάσταση. Έχει ονομασθεί στάση, πραξικόπημα, κίνημα, αλλά ποτέ Επανάσταση. Και αφού η Ιστορία, η συνείδηση όλων των Λαών, δεν έχει δώσει ποτέ σε μια τέτοια περίπτωση τον τίτλο της Επαναστάσεως, θα πρέπει και η νομική επιστήμη να ταυτισθεί με την ιστορική συνείδηση, που έχει διαμορφωθεί σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι Επανάσταση...». Όσα συνέβησαν στις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου 1967 δεν ήταν Επανάσταση. Όσα συνέβησαν στο Πολυτεχνείο -και έξω από το Πολυτεχνείοστο δραματικό τετραήμερο του Νοεμβρίου 1973, ήταν Επανάσταση. Ότι εκείνοι, που άρπαξαν, στις 21 Απριλίου, την εξουσία με τον δόλο και τη βία των όπλων, κράτησαν στα χέρια τους την εξουσία αυτή παραπάνω από επτά χρόνια, αυτό δεν αλλοιώνει το ιστορικό νόημα, που είχε η πράξη τους. Είτε επτά μέρες κρατήσει δέσμιο μια συμμορία έναν άνθρωπο, είτε επτά χρόνια κρατήσει δέσμιο μια ομάδα οπλοφόρων συνωμοτών έναν ολόκληρο Λαό, ο ίδιος χαρακτηρισμός ταιριάζει και στη μια και στην άλλη περίπτωση. Ούτε ο χρόνος, ούτε ο αριθμός των δεσμωτών είναι στοιχεία, που αλλοιώνουν το νόημα μιας τέτοιας αδικοπραγίας. Το γεγονός, εξάλλου, ότι οι νέοι του Πολυτεχνείου -και όσοι τους συμπαραστάθηκαν- δεν κράτησαν (άοπλοι, όπως ήταν) παραπάνω από λίγα εικοσιτετράωρα, ούτε αυτό αλλοιώνει το μέγα ιστορικό νόημα, που είχε η πράξη τους. Θα προχωρήσω ακόμα πιο πέρα. Θα διατυπώσω μερικές σκέψεις, που μπορεί να θεωρηθούν τολμηρές ή παράδοξες. Αλλά δεν είναι ούτε παράδοξες, ούτε θεωρητικά πολύ τολμηρές. Έμα-

356


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

θα να παρατηρώ τα ιστορικά γεγονότα από μια σκοπιά, που αγκαλιάζει όλες τις πλευρές τους, όχι μόνο την ιστορική τους πρόσοψη ή μόνο τις γωνιές, που βλέπουν όσοι χρησιμοποιούν αποκλειστικά τις έννοιες και τους ορισμούς της Νομικής Επιστήμης ή ακόμα και τα κριτήρια της κοινωνιολογίας. Η σκοπιά εκείνη δίνει στον παρατηρητή το δικαίωμα να εγκαινιάσει, χαρακτηρίζοντας ένα ιστορικό φαινόμενο, λέξεις και έννοιες, που ξεφεύγουν από τις συμβατικά καθιερωμένες. Η Επανάσταση του Πολυτεχνείου πνίγηκε στο αίμα. Και όμως επεκράτησε. Όσοι την κατέπνιξαν δεν επεκράτησαν. Πώς ισχυρίζομαι, ότι μια Επανάσταση που, στην επιφάνεια της Ιστορίας (και με τα συμβατικά νομικά κριτήρια), δεν κατάφερε να επιτύχει και να επιβληθεί, επεκράτησε; Το ισχυρίζομαι, επειδή -παρά την κατάπνιξή της- εδημιούργησε Δίκαιο, ενώ εκείνοι, που την κατέπνιξαν, δεν εδημιούργησαν Δίκαιο. Αυτοί οι τελευταίοι -χωρίς καν να βρεθούν μπροστά σε ένοπλη εξέγερσή, χωρίς να αντιμετωπίσουν άλλα όπλα, εκτός από τα στήθη των νέων και των συμπαραστατών τους, που εξέφραζαν την ώρα εκείνη, τη βούληση του Ελληνικού Λαού, άρα του Έθνους- επέδραμαν εναντίον τους με όλα τα υλικά μέσα της βίας, και όχι μόνο δεν εδημιούργησαν Δίκαιο, αλλά διέπραξαν μια φοβερή Αδικία, βασισμένη μόνο στο «νόμο» της απανθρωπιάς. Από την άλλη μεριά, «οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης» εδημιούργησαν Δίκαιο, και όχι για πρώτη φορά, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έγραψαν -ή, σωστότερα, εκύρωσαν ξανά- με τον διωγμό, που τους επιφυλάχθηκε, ακόμα και με το αίμα τους, το Δίκαιο της Ελευθερίας. Δεν θα εξετάσω, αν οι αγωνιστές του Πολυτεχνείου είχαν ορισμένες πολιτικές πεποιθήσεις, και ποιες ήταν αυτές, και ποιοι ή πόσοι ανάμεσά τους είχαν τη μιαν ή την άλλη ειδικώτερη ιδεολογία. Όλους τους ένωνε η αντίθεση προς την τυραννία. Ένα από τα μέλη της «Συντονιστικής Επιτροπής», απαντώντας, ενώπιον του πενταμελούς Εφετείου, στο ερώτημα της Πολιτικής Αγωγής, αν είχαν επαφή με πολιτικό κόμμα, και αν πήραν καμμιά εντολή από κάποιο κόμμα, απάντησε: «Κανένα πολιτικό κόμμα δεν μπορούσε να μας εκφράσει. Μόνοι μας αποφασίσαμε για όλα». Η απάντηση αυτή, που είμαι βέβαιος, ότι δεν αποτελούσε υπεκφυγή, μπορεί να μοιάζει μειωτική για όλα τα πολιτικά κόμματα, για όλους τους πολιτικούς άνδρες της χώρας. Αλλά δεν την αισθάνομαι μειωτική για μένα, και ελπίζω, ότι και άλλοι συνάδελφοί μου όλων των κομμάτων θα συμφωνήσουν, ότι πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για την ελληνική νεολαία του καιρού μας, που εκεί μέσα, στο Πολυτεχνείο, είχε ξεπεράσει όλα τα κόμματα, όλους μας. Θα σταθώ τώρα σε δυο σημεία, που δείχνουν, με τρόπο πιο συγκεκριμένο, ότι η Επανάσταση του Πολυτεχνείου επεκράτησε, και μάλιστα όταν την κατέπνιγαν το «Κράτος» και η «Βία», που κι αυτόν ακόμα τον Προμηθέα καθήλωσαν στον βράχο του Καυκάσου, χωρίς τελικά να νικήσουν. Όταν ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων πολιορκημένων νέων εξέπεμψε τις λέξεις «Εδώ Πολυτεχνείο - Εδώ Πολυτεχνείο», τα αυτιά μυριάδων Ελλήνων -και το αυτί της Ιστορίας- ήταν προσκολλημένα ορθάνοιχτα στη φωνή εκείνη, που έγινε, από τότε, ένας τίτλος κεφαλαίου του Δικαίου της Ελευθερίας. Και όταν οι νέοι και οι νέες του Πολυτεχνείου, αντικρίζοντας τα άρματα μάχης και άλλες στρατιωτικές δυνάμεις, αποκαλούσαν τους στρατιώτες «αδέρφια» τους, εψήφιζαν, με την κραυγή τους, τον θεμελιωδέστερο κανόνα Δικαίου ενός Έθνους, τον κανόνα, που θεσπίζει την ενότητα Λαού και Στρατού, έναν ιερό κανόνα, που η δικτατορία της 21ης Απριλίου είχε καταπατήσει. Δεν εισακούσθηκε, τη στιγμή εκείνη, η κραυγή των νέων. Αλλά δεν εδημιούργησαν Δίκαιο όσοι κατέπνιξαν την κραυγή αυτή. Η κραυγή των ελεύθερων πολιορκημένων ήταν η φωνή του Δικαίου. 29 Οκτωβρίου 1975

357


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Δηλώσεις εναντίον της δικτατορίας Ιωαννίδη Δεν έσπευσα να ομιλήσω μετά την 25ην Νοεμβρίου. Δεν συνηθίζω να κτυπώ όσους έχουν πέσει. Εξ άλλου, δεν ήτο δυνατόν να σχηματίσω αμέσως οριστικήν γνώμην δια τας προθέσεις εκείνων, που τους έρριξαν. Υπήρξαν μερικά καλά σημάδια. Πρώτον, το βραχύ, σοβαρόν και απέριττον διάγγελμα του αναλαβόντος τα καθήκοντα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεύτερον, η διακήρυξις, ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις δεν ήσαν διατεθειμένοι να χρησιμοποιηθούν, κατά την εκλογικήν σκηνοθεσίαν, που προητοιμάζετο, δια την ταπείνωσιν του Ελληνικού λαού. Τρίτον, η κάποια αλλαγή εις την όψιν των στρατιωτικών μονάδων και εις την συμπεριφοράν των έναντι των πολιτών. Και εχάρηκα, όταν είδα, ότι ο Ελληνικός Λαός ηρκέσθη εις αυτά τα ολίγα σημάδια και εξεδήλωσε αμέσως την διάθεσιν να συναδελφωθή πάλιν με τας Ενόπλους Δυνάμεις, που μόλις πριν από ολίγας ημέρας τον ηπείλουν με τας ριπάς πολυβόλων των αρμάτων μάχης. Τι καλύτερον δείγμα ευγενούς ήθους και πατριωτικού φρονήματος του Ελληνικού Λαού ανέμενον όσοι διηύθυναν την επιχείρησιν της 25ης Νοεμβρίου; Δεν επέρασε ούτε δεκαήμερον από την ώραν εκείνην και τα πάντα άλλαξαν. Δεν κατέχομαι από πάθη και προκαταλήψεις. Μοναδικοί προκαταλήψεις μου είναι η Ελλάς, η Δημοκρατία και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αδιαφορώ, εξ άλλου, δια την προσωπικήν μου τύχην. Ούτε έχω ατομικάς φιλοδοξίας. Παρακαλώ όλους τους Έλληνας, είτε φέρουν πολιτικήν ενδυμασίαν, είτε στρατιωτικήν στολήν, να το πιστεύσουν. Κατέχομαι μόνον από θλίψιν και ανησυχίαν. Θλίβομαι, διότι εχάθη η μεγάλη ιστορική ευκαιρία να εξέλθη η χώρα από το αδιέξοδον,, ενώπιον του οποίου ευρίσκεται από επτά περίπου ετών. Και ανησυχώ, διότι βλέπω να επιχειρήται πάλιν, ό,τι ακριβώς απέτυχε επί τόσα χρόνια. Δεν απέτυχαν απλώς ορισμένα πρόσωπα. Απέτυχε το σύστημα διακυβερνήσεως της χώρας ερήμην του Ελληνικού Λαού. Και τι θα συμβή όταν γίνη αισθητή η νέα αποτυχία; Αρκούμαι σήμερον εις έκκλησιν προς τους κρατούντος να σκεφθούν όλα αυτά, όσο υπάρχει ίσως ακόμη περιθώριον χρόνου. Δεν ομιλώ αυτήν την στιγμήν εξ ονόματος άλλων. Ομιλώ ως άτομον, ως Έλλην πολίτης, αλλά ως πολίτης, που επί σαρά-

ντα χρόνια δεν παρέλειψε ποτέ να λέγη ό,τι επίστευε, να πράττη, ό,τι το αίσθημα του καθήκοντος του υπαγόρευε και που υπέστη συχνότατα πικράς δοκιμασίας δι’ όσα είπε και έπραξε. 3 Δεκεμβρίου 1973 Κατηγορούμαι αορίστως και άνευ του παραμικρού αποδεικτικού στοιχείου, ότι εν μυστική συνεργασία με άλλους πολιτικούς άνδρας της χώρας, εσχεδίασα, προετοίμασα και οργάνωσα τα δραματικά γεγονότα του Νοεμβρίου. Καταγγέλλω εις τον Ελληνικόν Λαόν όσους κρύπτονται όπισθεν της ανωνύμου ανακοινώσεως, που περιέχει την κατηγορίαν, ως εκ προθέσεως ψευδομένους. Παν ό,τι έπραξα κατά την περίοδον των δραματικών γεγονότων του τελευταίου μηνός το έπραξα δημοσία. Ουδέν εν τω κρυπτώ. Είμαι βέβαιος, ότι ο Ελληνικός Λαός θα δώση πίστιν εις εμέ, που ακάλυπτος και απροστάτευτος παραδίδομαι εις την κρίσιν του, και όχι εις τους αγνώστους που -ποιος ξέρεις με ποίας μεθόδους- κατασκευάζουν ψευδή κατηγορίαν. 12 Δεκεμβρίου 1973

Δηλώσεις του για τη νεολαία. Την 3ην Δεκεμβρίου απηύθυνα έκκλησιν προς τους καταλαβόντας την εξουσίαν κατά την 25ην Νοεμβρίου να αποφύγουν να επαναλάβουν τας μεθόδους διακυβερνήσεως της χώρας, που απέτυχαν επί επτά έτη, και να σκεφθούν τας συνεπείας μιας νέας αποτυχίας. Ολίγας ημέρας μετά την έκκλησιν αυτήν, εδόθη εις την δημοσιότητα -διανεμηθέν με πρωτοφανώς ανορθόδοξον τρόπον και συνοδευθέν με υβριστικά σχόλια- ένα κείμενον, που με κατέπληξε. Το κείμενον τούτο, δείγμα βαρύτατα νοσηράς φαντασίας, δεν περιείχε παρά μόνον ψευδείς κατηγορίας εναντίον μου και εναντίον άλλων «πρώην πολιτικών», όπως εχαρακτηρίσθημεν. Υπήρξε τάχα, το κείμενον εκείνο η απάντησις εις την έκκλησιν μου; Δεν θέλω ακόμη να το πιστέψω, αν και οι στοιχειώδεις κανόνες της ηθικής τάξεως επέβαλλον είτε να αποκηρυχθή επισήμως το περιεχόμενόν του, είτε να διαταχθή πάραυτα η δικαστική δίωξίς μου. Αλλά συνέβησαν και άλλα περίεργα και ανεξήγητα. Θα μνημονεύσω -αντιπαρερχόμενος την εκδοθείσαν συντακτικήν πράξιν, που υπό τας σημερινάς συνθήκας είναι ένα απλό χαρτί- δυο βαρυσήμαντα

358


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

συμβάντα: α) Την 1ην Δεκεμβρίου απηγορεύθη -με μεθόδους επίσης πρωτοφανώς ανορθοδόξους- η περαιτέρω έκδοσις της εφημερίδος «ΒΡΑΔΥΝΗ» της οποίας μοναδικά «πταίσματα» είναι οι πατριωτικοί τίτλοι της, το ηθικόν θάρρος και το ευγενές και υψηλόν ύφος της. Επέρασαν έκτοτε τρεις εβδομάδες και ουδεμία εξήγησις δίδεται δια την ενέργειαν αυτήν. Έπαυσε, τάχα, να υπάρχη ο Ελληνικός Λαός, προς τον οποίον, ακόμη και υπό Στρατιωτικόν Νόμον, θα έπρεπε να καταδέχωνται οι κρατούντες να αιτιολογούν τας πράξεις των; Έως πότε θα ισχύση η απαγόρευσις της εκδόσεως της «ΒΡΑΔΥΝΗΣ»; Πληροφορώ τους κρατούντας, ότι και ο στρατιωτικός νόμος είναι νόμος. Ποίον είναι το περιεχόμενόν και ποίος ο εκδότης της διαταγής που έκλεισε την «ΒΡΑΔΥΝΗΝ» καθώς και το περιοδικόν φύλλον «Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ»; β) Την 13ην Δεκεμβρίου -πριν ακόμη συμπληρωθούν δυο 24ωρα από της εκτοξεύσεως της απειλής, ότι θα επιβληθούν κυρώσεις εναντίον εμού και άλλων- ανεκοινωθη υπό αναρμοδίου μέλους της Κυβερνήσεως, ότι όλοι όσοι είχαν οιανδήποτε σχέσιν με τα δραματικά γεγονότα του 2ου Δεκαημέρου του Νοεμβρίου και είχον συλληφθή, θα αφεθούν ελεύθεροι. Και αφέθησαν πράγματι ελεύθεροι πολλοί εξ αυτών. Αλλά όχι όλοι. Ποίος είναι αρμόδιος να εξηγήση διατί δεν επραγματοποιήθη -τουλάχιστον μέχρι της στιγμής που διατυπώνω το ερώτημα αυτό- η απόλυσις όλων; Αι ανησυχίαι μου δια το μέλλον της χώρας έγιναν βαρύτεροι. Έγιναν τόσον βαρείαι, ώστε προτιμώ να αποφύγω να οξύνω τον τόνον της φωνής μου. Αρκούμαι και πάλιν εις έκκλησιν προς τους κρατούντος να σκεφθούν τα ερωτήματα που θέτω, και να αναμετρήσουν τας ευθύνας των. Τους βεβαιώ, ότι γνωρίζω κάλλιστα τας ιδικάς μου ευθύνας ως «πρώην πολιτικού», που δεν έπαυσε να είναι συνειδητός Έλλην πολίτης και που ουδείς ημπορεί να τον εμπόδιση να αγαπά την χώραν του. 21 Δεκεμβρίου 1973 Προ 45 περίπου ημερών συνελήφθη ο κ. Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος και εξακολουθεί να κρατήται, χωρίς να επιτραπή μέχρι σήμερον οιαδήποτε μετ’ αυτού επικοινωνία των οικείων του ή του δικηγόρου του. Δεν γνωρίζω, εάν κρατούνται ακόμη άλλοι

-και πόσοι- εκ των συλληφθέντων εξ αφορμής των δραματικών γεγονότων του Νοεμβρίου. Πάντως, ο κ. Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος είναι ο μόνος εκ των εν τη Βουλή συναδέλφων μου, που όχι μόνον κρατείται, αλλά και έχει εξαφανισθή από τα όμματα των οικείων του. Καλώ τους οιουσδήποτε αρμοδίους να εξηγήσουν τους λόγους, δια τους οποίους κρατείται, και να δώσουν οπωσδήποτε τέρμα εις την απάνθρωπον απομόνωσιν, η οποία, παρά πάντα ηθικόν νόμον, του έχει επί τόσον μακρόν χρονικόν διάστημα επιβληθή. 29 Δεκεμβρίου 1973 Αποφεύγω, μετά την 25ην Νοεμβρίου, να προβαίνω εις συχνάς δηλώσεις. Έδωσα μάλιστα εις τας ολίγας δηλώσεις, που έκαμα, τον τόνον την προσωπικής εκκλήσεως προς όσους έχουν την πραγματικήν εξουσίαν εις τας χείρας των, γνωστούς ή αγνώστους, φανερούς ή αφανείς, να επανεξετάσουν τας ευθύνας των έναντι του Έθνους. Εχρησιμοποίησα τον τόνον αυτόν, πρώτον διότι δεν θέλω ακόμη να θεωρήσω απολύτως εξαντληθέντα τα περιθώρια χρόνου δια την αποφυγήν της επαναλήψεως του ολεθρίου πειράματος της ερήμην του Ελληνικού Λαού διαχειρίσεως των τυχών της χώρας, και δεύτερον διότι είμαι σχεδόν βέβαιος ότι διάφοροι και ποικίλοι τάσεις υπάρχουν εις τους κόλπους εκείνων, που στηρίζουν δυναμικώς το σημερινών καθεστώς, και δεν επιθυμώ να καταστήσω, με οξείας δηλώσεις, δύσκολον την υπερίσχυσιν των υγιεστέρων τάσεων. Με φοβίζει, περισσότερον παρά ποτέ, το μέλλον της χώρας. Ο φόβος αυτός είναι μέσα μου υπέρτερος οιασδήποτε άλλης πολιτικής σκέψεως. Αλλά οφείλω σήμερα να επισημάνω μερικά γεγονότα, που με οδηγούν εις τα όρια της αναμονής και υπομονής: α) Αρχίζω από κάτι το καταπληκτικώς πρωτοφανές. Δεν είναι δυστυχώς κάτι το νέον αι συλλήψεις και αι εκτοπίσεις. Αλλά είναι απολύτως πρωτοφανές και παράλογον, ό,τι συνέβη με την εφημερίδα «Βραδυνή». Απηγορεύθη η περαιτέρω έκδοσίς της και εσφραγίσθησαν τα γραφεία της την 1ην Δεκεμβρίου 1973, χωρίς να επιδειχθή -πράγμα, που και υπό Στρατιωτικόν Νόμον θα επεβάλλετο να γίνει- η διαταγή της αρμοδίας αρχής, που υπαγόρευσε την ενέργειαν αυτήν. Έπρεπε να παρέλθουν σαραντατρείς ημέραι, δια να ανακοινωθή δημοσία -μετά τας επανειλημμένος διαμαρτυρίας και αιτήσεις του κ. Γεωργίου Αθανασιάδη- ότι η διαταγή έχει εκδοθή

359


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος υπό του στρατιωτικού διοικητού Αθηνών την 1ην Δεκεμβρίου, και ότι δι’ αυτής επεβλήθη η επί εξάμηνον παύσις της εφημερίδος. Ποία είναι η εφημερίς «Βραδυνή», το γνωρίζουν πολύ καλά ο Ελληνικός Λαός και ο Ελληνικός Στρατός. Αλλά, άσχετα από το ουσιωδέστατον αυτό σημείον, πως είναι δυνατόν να εξηγηθή λογικώς και ηθικώς η επί σαραντατρείς ημέρας απόκρυψις μιας διαταγής, που περιέχει μάλιστα βαρυτάτην δι’ εφημερίδα ποινήν; Διερωτώμαι, εάν εγνώριζε, την 1ην Δεκεμβρίου, ο στρατιωτικός διοικητής Αθηνών, ότι είχε υπογράψει τοιαύτην διαταγήν! β) Η κυβέρνησις είχε δηλώσει επισήμως, ότι θα απελύοντο όλοι, όσοι είχον συλληφθή εξ αιτίας ή επ’ ευκαιρία των δραματικών γεγονότων του Νοεμβρίου. Όχι μόνον δεν απελύθησαν όλοι, αλλά πολλοί κρατούμενοι, αγνώστου μέχρι της στιγμής αυτής αριθμού, μεταξύ των οποίων ο τέως βουλευτής κ. Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, μετήχθησαν εις στρατόπεδον συγκεντρώσεως. Συνελήφθησαν εν τω μεταξύ κι άλλοι. Λέγεται, ότι και ο κ. Ψαρουδάκης, ο εκδότης της εφημερίδος «Η Χριστιανική», μετήχθη επίσης εις την νήσον Γυάρον. Διατί δεν ανακοινούται επισήμως η επαναλειτουργία του στρατοπέδου συγκεντρώσεως της ερημικής αυτής νήσου. Διατί δεν γνωστοποιούνται ο αριθμός των εκεί ή εις στρατιωτικός φυλακάς κρατουμένων, και τα ονόματα αυτών; Αντί να διαμαρτυρηθώ, όπως θα εδικαιούμην ως Ελλην πολίτης δι’ όλα αυτά, περιορίζομαι σήμερα να εκφράσω την οδυνηράν έκπληξίν μου δια την επάνοδον εις μεθόδους, που -άσχετα και από την πολύ σημαντικήν ανθρωπιστικήν πλευράν των- δεν εξυπηρέτησαν ποτέ, τουλάχιστον εν ώρα ειρήνης, το εθνικόν συμφέρον. Δια τας μεθόδους αυτάς, πριν ή τας εφαρμόση το δικτατορικόν καθεστώς της 21ης Απριλίου, υπεύθυνοι ήσαν άλλοτε και αι κοινοβουλευτικοί κυβερνήσεις. Ότι ήμουν, μεταξύ πολλών άλλων, υπεύθυνος και εγώ, τούτο μου δίδει, νομίζω, ακόμη μεγαλύτερον δικαίωμα να τονίσω, ότι αι μέθοδοι αυταί δεν έχουν άλλο αποτέλεσμα παρά να θέτουν εις κίνδυνον τα εθνικά συμφέροντα. γ) Ο περασμένος Νοέμβριος υπήρξε ο τραγικώτερος μήνας της ιστορίας της Ελλάδος μετά το 1949. Ο ακριβής εις αίμα απολογισμός της τραγωδίας, της οποίας τα θύματα -πράγμα πρωτοφανές εις τα παγκόσμια χρονικά αναλόγων σκηνών- ανήκουν όλα αποκλειστικώς εις την μίαν πλευράν, δεν εγένετο ακόμη. Διατί; Αναμένω να το πράξουν όσοι

κατέλυσαν, την 25ην Νοεμβρίου, το καθεστώς, επί των ημερών του οποίου εσημειώθη η τραγωδία. Η αλήθεια είναι πάντοτε προτιμοτέρα από την βαρείαν σκιάν, που ρίπτει επί της χώρας η απόκρυψίς της. 14 Ιανουαρίου 1974 Δεν γνωρίζω ακριβώς, ποίοι κατέχουν σήμερον την εξουσίαν εις την Ελλάδα. Όποιοι και εάν είναι, θεωρώ υποχρέωσίν μου να τους καλέσω να προσέξουν δυο απλάς αληθείας: α) Όταν αι αρχαί, που έχουν το προνόμιον να είναι οπλισμένοι δια να προστατεύουν το Έθνος και τον άοπλον Λαόν, χρησιμοποιούν άνευ λόγου βίαν και θραύουν τας θύρας των πολιτών, δεν υπάρχει πολιτισμένη κοινωνία. Τούτο, δυστυχώς, συνέβη την αυγήν του παρελθόντος Σαββάτου εις την οικίαν του συναδέλφου μου κ. Γεωργίου Μαύρου, με τον οποίον με συνδέουν κοινοί αγώνες υπέρ της αποκαταστάσεως εις την χώραν μας της Δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αφού συνέβη τούτο εις την περίπτωσιν του κ. Μαύρου, προς τον οποίον εκφράζω την βαθυτάτην συμπάθειάν μου δια την νέαν δοκιμασίαν του, έχω το δικαίωμα να φοβούμαι, ότι το αυτό θα έχη συμβή και εις την περίπτωσιν άλλων Ελλήνων πολιτών, που δεν φέρουν ονόματα γνωστά, αλλά που τους θεωρώ αξίους ίσου σεβασμού. Είναι καιρός να ενθυμηθούν όσοι κατέχουν την εξουσίαν το περίφημον απόφθεγμα του Ουίνστον Τσώρτσιλ περί του «γαλατά». β) Δεν έχω -και γνωρίζω κάλλιστα, ότι το αυτό ισχύει και δια τον κ. Γεώργιον Μαύρον- μειωμένην ευαισθησίαν εις θέματα εθνικής αξιοπρεπείας. Αλλά πιστεύω ακραδάντως, ότι ουδεμία χώρα, ανήκουσα εις τον λεγόμενον Δυτικόν Κόσμον, είναι δυνατόν να εξασφαλίση επί μακρόν την ανεξαρτησίαν της, εάν χάση την αλληλεγγύην των κυβερνήσεων και ιδίως της κοινής γνώμης των ξένων εκείνων χωρών, μεγάλων και μικρών, όπου λειτουργούν οι πολιτικοί θεσμοί της φιλελευθέρας Δημοκρατίας. Μετά σαράντα ετών υπηρεσίας προς την Πατρίδα μου, που τας ενέπνευσε πάντοτε, οιαδήποτε και εάν διέπραξα τυχόν σφάλματα, ανιδιοτελής πατριωτισμός, και αφού εννέα φορές με ετίμησε δια της ψήφου του ο Ελληνικός Λαός, έχει απαγορευθή η δημοσία έκφρασις της γνώμης μου επί των πολιτικών πραγμάτων και των εθνικών συμφερόντων

360


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

της χώρας. Δεν αναμένω ότι θα δημοσιευθή εις τον Ελληνικόν Τύπον η παρούσα δήλωσις. Αλλά δεν παύω να ελπίζω, ότι είναι δυνατόν να προσέξουν το περιεχόμενόν της εκείνοι ή τουλάχιστον τινές εξ εκείνων, που κατέχουν σήμερον την εξουσίαν. 17 Μαρτίου 1974 Φοβούμαι, ότι θα ήτο μάταιον και αφελές, εάν εκάλουν τους κατέχοντας την εξουσίαν εις την Ελλάδα να απαλλάξουν τας ενόπλους δυνάμεις από ευθύνας, που είναι ξέναι προς την μεγάλην εθνικήν αποστολήν των, και να αποδώσουν εις τον Ελληνικόν Λαόν τα δικαιώματά του. Περιορίζομαι να απευθύνω έκκλησιν προς αυτούς να παύσουν να καθιστούν τας ενόπλους δυνάμεις του Έθνους, εν ονόματι των οποίων ισχυρίζονται ότι κυβερνούν την χώραν, υπευθύνους δια πράξεις, που είναι απάνθρωποι. Η ύπαρξις του στρατοπέδου συγκεντρώσεως της Γυάρου είναι πράξις απάνθρωπος. Πριν η αποσταλή εκεί ο κ. Γεώργιος Μαύρος, προς τον οποίον εκφράζω και πάλιν την βαθυτάτην συμπάθειάν μου, είχα δηλώσει (8 Μαρτίου) ότι ουδείς άνθρωπος έχει

εκλέξει ποτέ την Γυάρον ελευθέρως και οικειοθελώς ως τόπον διαμονής του. Οι κατέχοντες την εξουσίαν έχουν ποικιλίαν μέσων διώξεως των αντιπάλων των. Δεν ήτο ανάγκη να φθονήσουν τον ιδιαίτερον τίτλον τιμής του Νέρωνος, που ηρέσκετο να αποστέλλη τους αντιπάλους του εις την Γυάρον. Πρέπει να δοθή τέρμα τόσον εις την λειτουργίαν του στρατοπέδου συγκεντρώσεως της Γυάρου, όσον και εις την τακτικήν της απομονώσεως των συλλαμβανομένων εις στρατιωτικά κρατητήρια. Εύχομαι να κατανοήσουν τούτο, επ’ ευκαιρία των εορτών της Αναστάσεως και του Πάσχα, οι κατέχοντες την εξουσίαν. 2 Απριλίου 1974

Με τη σύζυγό του Νίτσα.

361


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η πολιτική δικαίωση με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας Υπάρχουν μερικοί οι οποίοι λένε γιατί δεν ορκίστηκα Πήγα λοιπόν στο σπίτι μου και σε λίγο έφτασε και ο το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, όταν οι περισσότε- Γ. Μαύρος και μου είπε πως σκέφτηκε να μην επιροι από τους παρισταμένους θεώρησαν αναγκαίο κοινωνήσει με κανέναν γιατί ήταν δύσκολο εκείνη τη το σχηματισμό κυβερνήσεως υπό την προεδρία στιγμή να τους βρει όλους και θα εδημιουργούντο μου. Γιατί έχασα την ευκαιρία; παρεξηγήσεις αν επικοινωνούσε με τούτον και όχι Πρώτα απ’ όλα, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι η πρωθυ- με εκείνον. Μου είπε ότι δέχεται να προχωρήσουμε πουργία είναι ευκαιρία. Δεύτερον, εγώ δήλωσα ότι και αρχίσαμε να συνεννοούμεθα για τη συγκρότηση μπορώ να σχηματίσω κυβέρνηση υπό την προϋ- της κυβερνήσεως. Οπότε, μου τηλεφωνεί πρώτος πόθεση ότι θα συμμετάσχει σ’ αυτή και η Ένωση ο Ευάγγελος Αβέρωφ και έπειτα ο στρατηγός ΓκιΚέντρου. Η Ένωση Κέντρου στις εκλογές του 1964 ζικης, για να με πληροφορήσουν ότι κλήθηκε ο Καήταν το πρώτο κόμμα. Η ΕΡΕ είχε έρθει δεύτερη. ραμανλής. Έπρεπε οπωσδήποτε Πρέπει να πω ότι ο Ευνα μετάσχει στην κυβέράγγελος Αβέρωφ ετήΜετά το φοβερό πραξικόπημα ρησε -τουλάχιστον στη νηση και η Ένωση Κέντρου. Εκτός τούτου, η κατά του Μακαρίου στην Κύπρο και συνεδρίαση που έγινε συνεργασία μου με την παρουσία όλων μας- μια Ένωση Κέντρου κατά το μετά την εισβολή των Τούρκων στις στάση απολύτως ειλικριδιάστημα της δικτατορί- 20 Ιουλίου, έγινε στην Αθήνα το νή. Όταν ήρθε η σειρά ας ήταν στενότατη. Και του να μιλήσει, είπε ότι ειδικότερα η συνεργασία γνωστό συμβούλιο υπό την προε- προτείνει ως καλύτερη μου με τον Γεώργιο Μαύ- δρία του στρατηγού Γκιζίκη και το δυνατή λύση, τη λύση ρο και τον Ιωάννη Ζίγδη. Καραμανλή. Ο Γ. Μαύρος είπε κατ’ πρωί της 24ης Ιουλίου έφτασε στην Επειδή όμως ορισμέαρχήν ότι συμφωνεί, στρατηγοί είπαν ότι Αθήνα και ορκίστηκε πρωθυπουρ- νοι αλλά θα έπρεπε να συο Καραμανλής λείπει νεννοηθεί με μερικά από γός ο Κων. Καραμανλής. χρόνια και ότι, εξάλλου, τα στελέχη της Ενώσεως υπάρχει κίνδυνος από Κέντρου και ήταν φυσικό στιγμή σε στιγμή να γίνει να δεχτούμε να αναβληθεί για κάνα-δυο ώρες η ορ- εισβολή των Τούρκων στη Λευκωσία και είναι ανάκωμοσία Άλλωστε, δεν μπορούσε να γίνει η ορκω- γκη να σχηματιστεί αμέσως κυβέρνηση, ο Αβέρωφ μοσία αμέσως. Μη βλέπεις που έγινε το πρωί στις πρότεινε ως δεύτερη καλή λυση, τη λύση κυβερνή4 η ορκωμοσία του Καραμανλή ως πρωθυπουργού σεως υπό την προεδρία μου. χωρίς Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτό ήταν αναγκαίο Εκείνη την ημέρα ο Αβέρωφ παρέμεινε στο γρακαι συνέβαλα κι εγώ να γίνει. φείο του Γκιζίκη όταν εμείς οι άλλοι αποχωρήσαμε. Το πρωί εκείνο, όταν με ρώτησε ο Καραμανλής, του Μετέτρεψε τις γνώμες των στρατηγών και όταν ειείπα ότι πρέπει να δεχτεί να ορκιστεί αμέσως μόνος δοποιήθηκα ότι κλήθηκε ο Καραμανλής, είπα στον του, διότι ήταν κρισιμότατη η κατάσταση. Εμείς εί- Γκιζίκη; «Εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν είναι ανάγκη χαμε λίγο χρόνο μπροστά μας. Η νύχτα είναι πάντα να ξανάρθουμε». Εκείνος όμως με παρακάλεσε να που σε πιέζει. Δεν επιτρέπεται να φτάσεις στο ξημέ- ξαναπάμε, γιατί δεν υπήρχε κυβέρνηση και υπήρχε ρωμα χωρίς κυβέρνηση. η πληροφορία πως το πρωί οι Τούρκοι θα εισβά-

362


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

λουν στη Λευκωσία. Τότε του είπα: «Θα έρθουμε». Και πήγαμε. Ο Μαύρος, εγώ και όλοι οι άλλοι που είχαν αρχικά κληθεί στο Συμβούλιο. Υπήρχε, πράγματι, η πληροφορία ότι οι Τούρκοι επρόκειτο να εισβάλουν στη Λευκωσία. Κι αυτό μας το είπε τηλεφωνικώς ο Γλ. Κληρίδης, που ανέλαβε εκείνη την ημέρα τα καθήκοντα του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καλέσαμε αμέσως τον πρέσβη της Αμερικής στην Αθήνα Χένρυ Τάσκα για να μας φέρει σε επικοινωνία με τον αρχηγό του Σταίητ Ντηπάρτμεντ, τον Κίσσινγκερ. Ήρθε, και από το γραφείο του Γκιζίκη -το σημερινό πρωθυπουργικό γραφείο- πήρε στο τηλέφωνο τον Κίσσινγκερ, στο ιδιαίτερο νούμερο του τηλεφώνου του. Αφού του είπε δυο λόγια, τον συνέδεσε μαζί μου. Ο Κίσσινγκερ ήξερε την κατάσταση που επικρατούσε. Του εξήγησα ότι υπάρχει κίνδυνος για τη Λευκωσία. Εκείνος μου απάντησε ότι θα επικοινωνήσει με την Άγκυρα. Τον παρακάλεσα να επικοινωνήσει αμέσως τηλεφωνικώς και να μας βεβαιώσει σε μια ώρα ότι η εισβολή στη Λευκωσία δεν θα γίνει.

Μίλησε μαζί του και ο Γ. Μαύρος, ο οποίος του είπε περίπου τα ίδια. Μετά μία ώρα, ο Κίσσινγκερ, που του είχαμε δώσει το δικό μας αριθμό τηλεφώνου, μας πήρε και μας είπε ότι ο κίνδυνος είχε αποτραπεί. Ήταν λοιπόν αναγκαία η παρουσία μας τη νύχτα εκείνη, μια και η κυβέρνηση είχε πια εξαφανιστεί. Και τώρα ερχόμαστε στη δεύτερη φάση. Γιατί δεν μπήκα εγώ στην κυβέρνηση Καραμανλή; Πριν ορκιστεί πρωθυπουργός ο Καραμανλής, εμείς, οι άλλοι, φύγαμε. Με παρακάλεσε όμως να πάω κατά τις 10 το πρωί στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας» να συζητήσουμε. Πήγα και βρήκα εκεί τον Γ. Μαύρο. Μου είπε αμέσως ο Κων. Καραμανλής να μετάσχω στην κυβέρνηση. Τον παρακάλεσα να μην επιμείνει. Του είπα ότι έχω αγωνιστεί τόσα χρόνια και πριν από την 21η Απριλίου, έχω περάσει και από τη δοκιμασία της επταετίας και έχω κουραστεί. Και πρόσθεσα ότι «αν ήταν ανάγκη να σχηματίσω εγώ κυβέρνηση, θα το έκανα χτες. Αν και κουρασμένος, θα όφειλα να το κάνω. Αλλά να μπω τώρα στην κυβέρνηση ως βοηθός άλλου, αυτό θα με κούραζε πολύ».

Στη σύσκεψη στα Παλαιά Ανάκτορα, μετά την άφιξη του Κ. Καραμανλή, ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974.

363


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Όταν βγήκα από το δωμάτιο του Καραμανλή, με ακολούθησε ο Γ. Μαύρος και μου είπε ότι φέρνω κι αυτόν σε δύσκολη θέση. Του απάντησα ότι αυτός οφείλει να δεχτεί το υπουργείο Εξωτερικών που του δινόταν από τον Καραμανλή, για να πάει αμέσως στη Γενεύη, όπου κρινόταν η τύχη της Κύπρου. Εγώ έφυγα. Ο Καραμανλής μου έστειλε στο σπίτι τον αδελφικό μου φίλο Ν. Λούρο, που έγινε τότε υπουργός Παιδείας, για να με μεταπείσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ένιωθα πράγματι την ανάγκη να ξεκουραστώ ύστερα από τόσων χρόνων αγώνες και δοκιμασίες. Είχαν περάσει μερικές μέρες. Τότε πήγαινα καθημερινά στην Κηφισιά, όπου ο ανιψιός μου Διον. Λιβανός και η σύζυγός του μου έχουν εξασφαλίσει στον κήπο ένα καταφύγιο για να συγγράφω. Ο Καραμανλής είχε την καλοσύνη να έρθει δύο φορές εκεί, και να πάμε να φάμε μαζί.

Δηλώσεις κατά την κυπριακή τραγωδία του Ιουλίου 1974 Εκορυφώθη η κρίσις εις τας σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκίαν. Αλλά εκορυφώθη ταυτοχρόνως και ο κίνδυνος ρήξεως των ηθικών δεσμών μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Τον κίνδυνον αυτόν είχα επισημάνει ήδη προ τριών ετών. Η σιωπή μου επί της κρίσεως εις τας Ελληνοτουρκικός σχέσεις και εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας ωφείλετο εις την επιθυμίαν μου να αποφευχθή η μεταφορά των μεγάλων αυτών εθνικών προβλημάτων εις τον χώρον -τον τόσον πολύ, άλλως τε, βεβαρυμένον- των εσωτερικών προβλημάτων και αντιθέσεων. Δυστυχώς, δεν έχω το δικαίωμα να εξακολουθήσω να σιωπώ. Θα ειπώ την αλήθειαν, αλλά όχι όλην, πρώτον διότι δεν γνωρίζω όλην την αλήθειαν, και δεύτερον διότι σέβομαι την εξαιρετικήν κρισιμότητα των περιστάσεων. Α. Σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας: Είχαν σημειωθή επανειλημμένοι κρίσεις εις τας σχέσεις των δυο χωρών και προ του Απριλίου 1967. Οφείλω να ομολογήσω ότι όσοι διεχειρίσθημεν, κατ’ εντολήν του Ελληνικού Λαού, την εθνικήν πολιτικήν, δεν είχαμε την τύχην να ιδούμε παραμεριζομένας κατά τρόπον οριστικόν τας κρίσεις αυτάς, που ωφείλοντο προ πά-

ντων εις την αντίθετον προς την αρχήν της αυτοδιαθέσεως των λαών πολιτικήν και τας συστηματικός προκλήσεις της Αγκύρας, σπανίως δε, και μόνον εξ αντιδράσεως προς τας προκλήσεις αυτάς, εις άστοχους τινάς ενεργείας ανευθύνων ελληνικών παραγόντων εν Κύπρω. Κατωρθώσαμεν όμως, από του Δεκεμβρίου 1963 μέχρι και της 21ης Απριλίου 1967, να διατηρήσωμεν, με βάσιν την κοινήν γραμμήν Αθηνών και Λευκωσίας, και με ισχυράν παρουσίαν της Ελλάδος εις την Κύπρον, δυναμικήν ισορροπίαν μεταξύ ημών και της Τουρκίας. Τούτο ωφείλετο κατά μέγα μέρος εις το γεγονός, ότι από της μεγάλης κρίσεως του Δεκεμβρίου 1963, ουδεμία σοβαρά απόφασις των ελληνικών Κυβερνήσεων επί του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών σχέσεων είχε ληφθή, χωρίς Συμβούλιον του Στέμματος ευρείας πολιτικής συμμετοχής, ή τουλάχιστον -τούτο συνέβη επανειλημμένως κατά το θέρος του 1964- χωρίς συνεννόησιν του τότε πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και των αρμοδίων υπουργών του με εμέ ως αρχηγόν του δευτέρου μεγάλου εν τη Βουλή κόμματος. Μετά την 21 ην Απριλίου 1967, η κρίσις εις τας σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας οδήγησε -παρά την κωμωδίαν της περιφήμου συναντήσεως εις τα ελληνοτουρκικά σύνορα- εις τα γνωστά οδυνηρά γεγονότα του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου του 1967, των οποίων αποτέλεσμα υπήρξεν ο εις βάρος της Ελλάδος κλονισμός, επί των ημερών μιας δήθεν ισχυράς ελληνικής κυβερνήσεως, της δυναμικής ισορροπίας μεταξύ των δυο χωρών. Η νέα οξυτάτη κρίσις, που εξεδηλώθη, με επίκεντρον το Αιγαίον, κατά τους τελευταίους οκτώ μήνας, έχει βεβαίως αποκλειστικήν πηγήν, και αιτίαν, μίαν απαράδεκτον αξίωσιν της Αγκύρας. Εις τούτο είναι όλοι, οι Έλληνες σύμφωνοι. Αλλά δεν γνωρίζω, πως εγένετο, από του Δεκεμβρίου και εντεύθεν, ο χειρισμός του ζητήματος από ελληνικής πλευράς. Τα πάντα γίνονται εν τω κρυπτώ, ως εάν οι άνευ εξουσιοδοτήσεως του Ελληνικού λαού διαχειριζόμενοι την τύχην του Έθνους είναι υπό του Θεού τοποθετημένοι εις την εξουσίαν. Δεν δικαιούμαι να αποκρύψω την βαθείαν ανησυχίαν, που προεκάλεσεν εις εμέ και ασφαλώς εις ολόκληρον τον Ελληνικόν Λαόν, υποθέτω δε και εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, η παραίτησις, εις ώρας οξυτάτης εθνικής κρίσεως, δυο διακεκριμμένων ανωτάτων διπλωματικών υπαλλήλων, που κατείχαν μάλιστα εξόχως υπευθύνους θέσεις εις το Υπουργείον των Εξωτερικών.

364


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Β. Σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκπροσωπεί αναμφισβήτως την μεγάλην πλειοψηφίαν των Ελλήνων της Κύπρου. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν υπήρξε -ούτε προ του Απριλίου 1967- πάντοτε, και εις άλας τας περιπτώσεις, εύκολος η συνεργασία των Αθηνών μαζί του. Αλλά -με πρόθυμον συμβολήν και του ιδίου, διακρινομένου δια την μεγάλην οξυδέρκειαν και σωφροσύνην του- εξευρίσκετο πάντοτε τρόπος εναρμονίσεως των απόψεων των Αθηνών και της Λευκωσίας. Η έκκλησις, εις την οποίαν προέβην προ τριών ετών, να γίνη σεβαστή εκ μέρους των Αθηνών η ιστορική αποστολή του, δυστυχώς δεν εισηκούσθη. Και ευρισκόμεθα τώρα ενώπιον μιας τραγικής εμπλοκής. Τον Δεκέμβριον του 1967, απεχώρησαν αι στρατιωτικοί δυνάμεις (εκτός της ΕΛΔΥΚ), που είχαν σταλή εξ Ελλάδος εις την Κύπρον, κατ’ αξίωσιν της Τουρκίας. Τώρα εφθάσαμεν εις το θλιβερώτατον ση μείον να αξιώνη ο Έλλην αρχηγός του Κυπριακού Κράτους την απομάκρυνσιν μεγάλου αριθμού των πλαισιούντων των Κυπριακήν Εθνοφρουράν Ελλήνων αξιωματικών. Πταίει, τάχα, ο αρχιεπίσκοπος δια την απόφασιν, που έλαβε; Εξ όσων γνωρίζω, όχι. Εις την απόφασίν του τον οδήγησεν η πολιτική των Αθηνών. Τι επιδιώκουν εις την Κύπρον οι κατέχοντες την εξουσίαν εις την Ελλάδα; Είναι αδύνατον να απαντήσω εις το ερώτημα τούτο. Φοβούμαι να μαντεύσω τους πραγματικούς σκοπούς των. Βέβαιον είναι, ότι ο Ελληνισμός, με την απειλουμένην δραματικήν θραύσιν του ηθικού δεσμού μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, εισέρχεται εις μίαν κρίσιν απροβλέπτων και απροσμετρήτων συνεπειών, και μάλιστα καθ’ ην ώραν έχει οξυνθή και η κρίσις εις τας σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας. Αποδίδω μεγάλην σημασίαν εις την ελληνοτουρκικήν φιλίαν και συμμαχίαν, υπό την αυτονόητον προϋπόθεσιν, ότι η Άγκυρα θα απόδειξη εμπράκτως, ότι εκτιμά την επιθυμίαν αυτήν ολοκλήρου του Ελληνικού Λαού, και θα παύση προβάλλουσα απαραδέκτους εις βάρος ημών αξιώσεις. Αποδίδω, επίσης, μεγίστην σημασίαν -και τούτο εν ονόματι του Ελληνισμού ως ενιαίας και ακαταλύτου ιστορικής πραγματικότητος- εις την αποκατάστασιν αρμονικών σχέσεων μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας, αποκατάστασιν, που προϋποθέτει τον ειλικρινή εκ μέρους των Αθηνών σεβασμόν της ανεξαρτησίας του Κυπριακού Κράτους. 8 Ιουλίου 1974

Δηλώσεις μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου Την κατάπληξιν και την οργήν, που προεκάλεσαν μέσα μου τα δραματικά εν Κύπρω γεγονότα της παρελθούσης Δευτέρας, διεδέχθησαν βαθεία θλίψις και βαρυτάτη εθνική ανησυχία. Δεν ήθελα να ομιλήσω υπό την επίδρασιν της οργής. Αλλά την θλίψιν και ανηουχίαν μου δεν δικαιούμαι να αποκρύψω. Α. Θλίβομαι, διότι -χωρίς να πταίη εις τούτο ο Ελληνικός Λαός, δέσμιος από της 21ης Απριλίου 1967- η Ελλάς δικάζεται και καταδικάζεται από την παγκόσμιον σϋνείδησιν, και αι Κυβερνήσεις όλων των ξένων χωρών έχουν αναστατωθή εξ αιτίας της. Το Ελληνικόν Έθνος, που είχε δώσει πάντοτε μαθήματα ηθικής ανωτερότητος, ιστορικής υπερηφάνειας και γενναιότητος, δέχεται τώρα κολάφους και από χώρας αι οποίαι -όταν τούτο εμάχετο και εθυσιάζετο δια τα ύψιστα ανθρώπινα ιδεώδη- είχαν προτιμήσει να μείνουν έξω παντός κινδύνου και μακράν πάσης θυσίας. Β. Θλίβομαι, διότι ο Ελληνισμός, που είναι ιστορική πραγματικότης υπερβαίνουσα τα όρια του Ελληνικού Κράτους, υπέστη -ύστερα από την μεγάλην συμφοράν του 1922- το τελευταίον βαρύ πλήγμα από χέρια Ελλήνων. Εις μάτην επεσήμανε η πολιτική ηγεσία της Ελλάδος -με εκκλήσεις που προηγήθησαν του πραξικοπήματος κατά του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του μόνου νομίμου εκπροσώπου των Ελλήνων της Κύπρου- τον μέγαν κίνδυνον, που θα απετέλει οιαδήποτε βιαία εν Κύπρω ενέργεια. Γ. Βαρυτάτη είναι η ανησυχία μου και δια την τύχην της Κύπρου και δια τας διεθνείς περιπετείας, εις τας οποίας ενεπλάκη η Ελλάς. Φοβούμαι, ότι δεν απομένουν παρά μόνον στενά περιθώρια δια την αποτροπήν χειροτέρων εξελίξεων. Το μέγα κακόν συνέβη ήδη, αλλά υπάρχει πάντοτε κάτι χειρότερον και του κακού. Φοβούμαι, ότι μεταξύ των διαχειριζομένων, ερήμην του Ελληνικού λαού, την τύχην της Ελλάδος και του Ελληνισμού, δεν υπάρχουν ώτα ακουόντων. Αλλά η χώρα αυτή δεν μετετράπη –παρ’ όλα, όσα συμβαίνουν από επταετίας- εις έρημον. Υπάρχουν ώτα, που ακούουν. Υπάρχει ο Ελληνικός Λαός. Και είναι άγρυπνος. 17 Ιουλίου 1974 Το πρωί της 23ης Ιουλίου με βρήκε στην Κηφισιά, όπου συνήθως αποσύρομαι για να ασχοληθώ, κάθε

365


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Στο πλευρό του Προέδρου - αρχιεπισκόπου Μακαρίου, 30 Ιουλίου 1976.

πρωί σχεδόν, με την συγγραφική μου εργασία. Ήταν περίπου 12.30 όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Μου μίλησε ένας συνταγματάρχης. Όπως μου είπε ονομαζόταν Μπραβάκος και ήταν διευθυντής του στρατιωτικού γραφείου του στρατηγού Γκιζίκη. Ομολογώ ότι ξαφνιάσθηκα. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσα με ανθρώπους του καθεστώτος. Ζήτησα να πληροφορηθώ περί τίνος πρόκειται. Ο συνταγματάρχης Μπραθάκος μου εξήγησε αμέσως. - Κύριε Πρόεδρε είναι απόλυτος ανάγκη. Είναι εθνική ανάγκη να έλθετε εις το γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας, και μάλιστα επειγόντως. Τον ρώτησα αν έχουν κληθή και άλλοι. Μου απάντησε καταφατικά. Μου είπε ότι έχει κληθή και ο κ. Μαύρος. Τότε απήντησα ότι θα κατέλθω αμέσως στην Αθήνα. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο επεκοινώνησα με τον κ. Γ. Μαύρο για να βεβαιωθώ ότι πράγματι του απηύθυναν πρόσκληση και του είπα ότι σπεύδω αμέσως να κατέλθω και τον παρακάλεσα πριν αναχωρήσει για το γραφείο του στρατηγού Γκιζίκη να συναντηθούμε. Είχα αντιληφθή περί τίνος επρόκειτο. Ήμουν βέβαιος ότι ευρισκόμεθα προ εθνικής κρίσεως. Ήμουν βέβαιος ότι η τραγωδία της Κύπρου είχε οδηγήσει εις απόγνωσιν τους υπευθύνους. Πήρα το αυτοκίνητο μου και, οδηγώντας ο ίδιος, ανέπτυξα ιλιγγιώδη ταχύτητα στη λεωφόρο Κηφισιάς. Το τραγικό είναι ότι παρά την δραματικότητα των στιγμών μου προκάλεσε ιλαρότητα το γεγονός ότι με ακολου-

Ήταν οι πέντε ώρες ανάμεσα στις εννέα το βράδυ και στις δυο το πρωί, όταν η κρίση στην Κύπρο επιδεινώθηκε. Ο κύριος Κληρίδης, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον πρόεδρο Μακάριο κατά την απουσία του -και θέλω να το υπογραμμίσω για να το θυμόμαστε, ότι για μας πρόεδρος της Κύπρου είναι ο Μακάριος- είχε ήδη αναγγείλει πολυάριθμες παραβιάσεις της καταπαύσεως του πυρός. Είχε πει λόγου χάρη, ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το αεροδρόμιο της Λευκωσίας τρεις φορές. Στις εννέα το βράδυ της Τρίτης τηλεφώνησε πάλι για να μας πει, ότι για την επομένη στις έξι το πρωί ανεμένετο καινούργια τουρκική επίθεση εναντίον της Λευκωσίας. Τελική επίθεση αυτή την φορά. Μας παρεκάλεσε λοιπόν ο Κληρίδης να προσφύγουμε στους Αμερικανούς για να παρέμβουν και να αποτρέψουν την επίθεση καλώντας τον Τούρκο πρωθυπουργό Ετζεβίτ. Εμείς, εκείνη την ώρα, δεν είχαμε ακόμη κυβέρνηση, ούτε πολιτική, ούτε στρατιωτική. Δεν είχαμε τίποτα. Έτσι ο Μαύρος και εγώ αναλάβαμε όλες τις ευθύνες και αποφασίσαμε να τηλεφωνήσουμε στον Κίσσινγκερ. Μίλησα με τον Κίσσινγκερ κατά τις δέκα και μισή το βράδυ. Μίλησα πρώτα εγώ και ύστερα ο Μαύρος. Του ζήτησα να παρέμβει στην Ετζεβίτ. Ο Κίσσινγκερ φαινόταν ανήσυχος, πολύ ανήσυχος. Ύστερα από μια ώρα μου τηλεφώνησε αυτός. Για να μου πει καλά νέα. Μου είπε, ότι μίλησε με τον Ετζεβίτ, ο οποίος του υποσχέθηκε, ότι δεν θα εξαπολύσει επίθεση εναντίον της Λευκωσίας.

366


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

θούσε με εξ ίσου ιλιγγιώδη ταχύτητα, το αυτοκίνητο της Ασφαλείας, που επί χρόνια με παρακολουθούσε. Ανίδεοι οι άνθρωποι για το τι συνέβαινε και βλέποντάς με να αναπτύσσω ταχύτητα ετέθησαν σε... απηνή καταδίωξή μου. Τους παρακολουθούσα από τον καθρέφτη να κάνουν επικίνδυνους ελιγμούς ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα για να μη με χάσουν από τα μάτια τους. Είχαν πιστέψει προφανώς ότι ετοιμάζομαι να κάνω κάτι παράνομο. Και προσπαθούσα να ξεφύγω από την παρακολούθησή τους! Αλλά εγώ δεν ανέκοπτα ταχύτητα. Έφθασα λίγο πριν από τη 1 στο σπίτι μου κάθιδρος και καταδιωκόμενος από τους ανθρώπους της Ασφαλείας. Εκεί με περίμενε ο κ. Μαύρος. Ανταλλάξαμε αμέσως απόψεις και έφυγε. Ύστερα από μερικά λεπτά ακολούθησα κι εγώ. Έφθασα στα Παλαιά Ανάκτορα γύρω στη 1.15 μ.μ. Με οδήγησαν αμέσως στην αίθουσα υποδοχής, πλάι στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας όπου ήσαν ήδη συγκεντρωμένοι ο κ.κ. Μαύρος, Στεφανόπουλος, Νόβας, Μαρκεζίνης, Ζολώτας κ.ά. Ένοιωθα ένα περίεργο συναίσθημα καθώς βρισκόμουν μέσα στο περιβάλλον που απέπνεε ακόμη την οσμήν της δικτατορίας. Οι αίθουσες των Παλαιών Ανακτόρων, που εγνώριζα και είχα αφήσει σε κατάσταση φθοράς αλλά απέριττης μεγαλοπρέπειας, είχαν μεταβληθή σε πολυτελείς αίθουσες, με δαπανηρές διακοσμήσεις, χαλιά κ.λπ. Οι δικτάτορες είχαν φθάσει στο άλλο άκρο. Στην χλιδή της πολυτελείας. Εν πάσει περιπτώσει, με σφιγμένη την καρδιά, επροχώρησα εγώ και οι υπόλοιποι πολιτικοί ηγέτες και πρωθυπουργοί προς το γραφείο του στρατηγού Γκιζίκη. Μπήκαμε μέσα σιωπηλοί. Τον χαιρετήσαμε. Και ελάβαμε θέσεις τριγύρω του. Εγώ κάθησα στα δεξιά του. Παρ’ όλον ότι σε περιστάσεις παρόμοιες τον λόγο λαμβάνουν πρώτα οι νεώτεροι, είπα ότι θα μιλήσω πρώτος. Απέφυγα να αναφερθώ στο παρελθόν. Δεν είπα λέξη, ούτε για την 21η Απριλίου, ούτε για την 25η Νοεμβρίου. Αισθάνθηκα όμως χρέος να καυτηριάσω το πραξικόπημα. Χρησιμοποίησα δριμύτατες φράσεις για να επισημάνω τις ευθύνες εκείνων που έκαναν όσα έκαναν και οδήγησαν τελικώς σε τραγωδία την Κύπρο και το Έθνος. Ενώπιον αυτής της τραγικής καταστάσεως κατέληξα, δεν θα είχα αντίρρηση να συμμετάσχω σε μια κυβέρνηση ή να την υποστηρίξω μη συμμετέχων. Υπό ένα

μόνο όρο, ότι θα μετάσχει σε αυτήν και η Ένωση Κέντρου. Και δια της χειρός μου έδειξα εκείνη την στιγμή τον καθήμενο ακριβώς απέναντι μου κ. Γ. Μαύρο. Είπα ακόμη ότι είμαι σύμφωνος να σχηματισθή αμέσως πολιτική κυβέρνηση αλλά ότι θα εχρειάζοντο μερικές ώρες απλώς για να συνεννοηθούμε επί του καταλόγου των υπουργών κ.λπ. Προσέθεσα όμως ότι κυβέρνηση με ευρυτάτη αποδοχή μπορεί να σχηματίσει και ο Κων. Καραμανλής, την οποία εγώ τουλάχιστον θα υπεστήριζα, είτε μετέχοντας, είτε όχι. Ο Πρόεδρος Γκιζίκης παρενέβη για να πει ότι δεν ήταν εύκολο κατά την γνώμη του να βρεθή ο κ. Καραμανλής. Και μέχρι της αφίξεώς του, μεσολαβούσε αρκετός χρόνος, πράγμα που δεν θα ήταν σκόπιμο υπό τις παρούσες στιγμές. Η συζήτηση συνεχίσθηκε, τον λόγο έλαβε ο κ. Μαύρος, ο οποίος ευρέθη σύμφωνος μαζί μου, αλλά είπε ότι θα επιθυμούσε να διακόψουμε, ώστε να μπορέσει να έλθει σε επαφή και με ορισμένα στελέχη της Ε.Κ. για να τα ενημερώσει σχετικά. Μίλησαν και οι άλλοι, οι οποίοι ευρέθησαν σύμφωνοι επί της ανάγκης να υπάρξει κυβέρνηση η οποία να σχηματισθή αμέσως. Οι περισσότεροι επρότειναν την λύση Καραμανλή. Δυο πρότειναν άλλες λύσεις και τέλος ο κ. Μαρκεζίνης συνέστησε κυβέρνηση μόνον υπό τον κ. Ξανθόπουλο - Παλαμά. Στην σύσκεψη παράλειψα να πω ότι παρευρίσκοντο και οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι βεβαίωσαν ότι ο στρατός αποσύρεται στα έργα του. Ότι αποτελεί απόφαση των Ενόπλων Δυνάμεων να παραδώσουν την εξουσία σε πολιτική κυβέρνηση και ότι θα βοηθήσουν με όλα τα μέσα για να επιτύχει στο έργο της. Τελικά μείναμε σύμφωνοι να διακόψουμε για τις 8.30 το βράδυ, με την συμφωνία να σχηματίσω κυβέρνηση εν συνεργασία με την Ένωση Κέντρου. Φύγαμε γύρω στις 5.30. Ο κόσμος έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα παραληρούσε. Η νεολαία είχε ξεχυθή στους δρόμους και ξεσπούσε σε ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Για να έλθω στο Πολιτικό Γραφείο από την οδό Ξενοκράτους όπου μένω, χρειάσθηκα περίπου 45 λεπτά της ώρας. Το αυτοκίνητό μου με δυσκολία διέσχισε το κατάστρωμα της οδού Ακαδημίας. Οι νέοι ιδίως παραληρούσαν. Ήταν μια στιγμή συγκλονιστική μαζί και δραματική.

367


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η δήλωση υποστηρίξεως Καραμανλή

Τον Ιούλιο του 1974, στο γραφείο του (Ακαδημίας 33) μαζί με τον Γεώργιο Μαύρο.

Το συμφέρον της χώρας επιβάλλει όπως υποστηρίξωμεν όλοι την υπό τον κ. Καραμανλήν Κυθέρνησιν, η οποία έχει την βαρυτάτην αποστολήν να αντιμετώπιση μιαν εκτάκτως σοβαράν εθνικήν κρίσιν και να ανοίξη, εξ άλλου τον δρόμον προς τας δημοκρατικός εξελίξεις. Μετά την 23η Ιουλίου, δεν έκαμα παρά μόνον ελάχιστες δημόσιες εμφανίσεις. Εδήλωσα -και η δήλωσή μου αυτή δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουλίου- ότι θεωρώ αναγκαίο να υποστηριχθή η Κυβέρνηση, που εσχημάτισε ο κ. Καραμανλής. Έδωσα μια μακρά συνέντευξη στη διακεκριμένη Ιταλίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα Oriana Fallaci. Και δημοσίευσα στο «Βήμα» δυο επιστολές. Αλλά σε καμιά από τις περιπτώσεις αυτές δεν εμίλησα για τις μελλοντικές προθέσεις μου, ούτε

Όλες οι δικτατορίες πέφτουν. Και η καθεμιά τους χάνεται για πάντα. Η Δημοκρατία δεν πέφτει ποτέ. Καταλύονται συχνά και τα δημοκρατικά καθεστώτα. Αλλά η Δημοκρατία μένει όρθια. Μένει όρθια -ακόμα και εκεί, όπου έχει καταλυθεί ένα δημοκρατικό καθεστώς- στην ψυχή εκείνων, που καμμιά βία δεν είναι ικανή να τους εμπόδιση να έχουν στραμμένα τα βλέμματά τους προς τον ορίζοντα του μέλλοντος. Και έρχεται πάντοτε η ώρα, που ανατέλλει πάλι η Δημοκρατία. Θα μπορούσαμε, τάχα, να πούμε, ότι μια δικτατορία ανατέλλει; Θάταν πολύ οξύμωρο σχήμα λόγου. Οι δικτατορίες -ο ενικός δεν υπάρχει γι’ αυτές παρά μόνο, επειδή το θέλει ή γραμματική- προβάλλουν, χωρίς να προηγείται κανένα γλυκοχάραμα. Προβάλλουν, συνήθως, τη νύχτα. Και η πτώση τους, ακόμα και όταν υπάρχουν προμηνύματα, είναι πάντοτε κατακόρυφη. Μήπως ο Ιούλιος του 1974 διαψεύδει την τελευταία παρατήρησή μου; Δεν την διαψεύδει. Στις 23 Ιουλίου πριν ακόμα κληθούμε στη δραματική σύσκεψη -η δικτατορία της 21ης Απριλίου (δεν χρειάζεται να ξεχωρίσω εδώ τις δυο φάσεις της) είχε πέσει. Δεν υπήρχε πια παρά ένα κενό, το κενό, όπου είχε πέσει η δικτατορία και όπου μπορούσε, μάλιστα, να κινδυνεύση να πέση και η Ελλάς, αν δεν γινόταν η σύσκεψη εκείνη. Δεν έπεσε στο κενό η Ελλάς, επειδή υπήρχε όρθιος ο πολιτικός κόσμος, που είχε τόσο καθυβρισθεί και διωχθεί από τους δικτάτορες. Δεν έχει μεγάλη σημασία το ερώτημα, αν ήταν ή δεν ήταν όσο θα έπρεπε αντιπροσωπευτική η συγκέντρωση εκείνη. Βασική σημασία έχει, ότι πραγματοποιήθηκε στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν το κενό είχε ανοίξει όσο έπαιρνε περισσότερο, το φοβερό στόμα του. Λέγοντας, ότι δεν έπεσε η Ελλάς στο κενό, επειδή ήταν όρθιος ο πολιτικός κόσμος, είναι το ίδιο σαν να έλεγα -και οφείλω την επεξήγηση αυτή-, ότι δεν έπεσε, επειδή ήταν όρθιος ο Ελληνικός Λαός. Οι πολιτικοί και ηγετικοί κύκλοι των κομμάτων δεν είμαστε τίποτε χωρίς τον Λαό. Μπορεί, βέβαια, σε πολύ σπάνιες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, ένας μοναδικός άνθρωπος ή πολύ λίγοι να ενσαρκώσουν ένα Λαό, που απουσιάζει, δηλαδή που έχει ναρκωθεί και χάσει τις αισθήσεις του. Αλλά ένα τέτοιο φαινόμενο δεν εσημειώθηκε, στην ιστορία των Ελλήνων, ούτε στην μακρότατη περίοδο της Τουρκοκρατίας. Πιο λεύθερος στην ψυχή του, πιο άγρυπνος και από τα σημαντικώτερα άτομα, που αναδείχθηκαν στους αιώνες εκείνους, ήταν ο ανώνυμος Λαός. Το δημοτικό τραγούδι, οι αρματολοί και οι κλέφτες, οι ταπεινοί παπάδες με τα κρυφά σκολειά τους, οι ναυτικοί, που όργωναν τις θάλασσες, οι έμποροι, που ίδρυαν ή

368


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

δυνάμωναν κάθε τόσο με νέο αίμα ελληνικές παροικίες σε ξένες χώρες, όλα αυτά ήταν φαινόμενα, που δείχνουν ότι ο Λαός ήταν άγρυπνος. Όταν επρόβαλαν οι οδηγοί του στο ξεσήκωμα του ’21, οδηγήθηκαν ταυτόχρονα από τον ίδιο τον Λαό. Αυτή είναι η ωραιότερη σχέση οδηγών και οδηγουμένων, ηγετών και οπαδών. Στις 23 Ιουλίου 1974, όταν έλαβα μέρος στη δραματική σύσκεψη, είχα το αίσθημα, ότι με οδηγούσε, σε όσα είπα και έπραξα, ο ίδιος ο Ελληνικός Λαός. Κι’ αυτό μου έδωσε -χωρίς να έχω καμμιά ειδική εξουσιοδότηση- το δικαίωμα να πιστεύω, ότι εκπροσωπούσα, στην ιστορική εκείνη ώρα, όλους τους Έλληνες, σε όποιο κόμμα και σε όποια παράταξη και αν ανήκαν. Αλλά είχα και ένα άλλο αίσθημα την ώρα εκείνη. Είχα το αίσθημα -και είμαι βέβαιος, ότι και άλλοι συνάδελφοί μου το είχαν στη δραματική σύσκεψη- ότι εκπροσωπούσα και τους Έλληνες της Κύπρου, που ανόσια χέρια είχαν (ευτυχώς, πρόσκαιρα) απορφανίσει, ανοίγοντας τις πόρτες στους εισβολείς, που χρόνια περίμεναν ένα πρόσχημα για το κατακτητικό εγχείρημά τους. Είχα γνωρίσει την Κύπρο, στα τέλη Σεπτεμβρίου και στις αρχές Οκτωβρίου του 1966, όταν ο Πρόεδρος αρχιεπίσκοπος Μακάριος με είχε προσκαλέσει να επισκεφθώ την θαυμάσια, μαρτυρική και ηρωική νήσο. Είχα, έτσι, την δυνατότητα να την αγαπήσω όχι μόνο από μακρυά, αλλά και από κοντά, ψαύοντας το χώμα της και την ψυχή των Ελλήνων κατοίκων της. Ας ανοίξω εδώ μια μικρή -μεγάλη σε ηθική σημασία- παρένθεση. Δεν είναι ακόμα γνωστό στον Ελληνικό Λαό (η λογοκρισία δεν επέτρεψε, τότε, να το πληροφορηθή) ότι τον Αύγουστο του 1968, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου και εγώ είχαμε τεθεί, για τρίτη φορά, «υπό περιορισμό» στα σπίτια μας, και μάλιστα αυστηρότατα αποκλεισθεί, ο Πρόεδρος Μακάριος, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα, έσπασε τον αποκλεισμό και μας επισκέφθηκε. Δεν είχε ζητήσει την άδεια από τον δικτάτορα. Την προηγουμένη ημέρα -τη στιγμή, που έμπαινε στο αυτοκίνητό του και εκείνος τον είχε συνοδεύσει ως εκεί- του είπε ο Μακάριος ψυχρά και κατηγορηματικά, χωρίς να δώση χρόνο στον δικτάτορα να αρθρώση λέξη: «Αύριο το πρωί θα επισκεφθώ τον κ. Παπανδρέου και τον κ. Κανελλόπουλο, με τους οποίους έχω συνεργασθεί στο παρελθόν». Ήταν η φωνή ενός Αρχηγού Κράτους. Δεν ήταν δυνατό να παρεμποδισθή, όταν έφθασε στο Καστρί και, ύστερα, στην οδό Ξενοκράτους, για να μας επισκεφθή. Αλλά ήταν και η φωνή ενός υπερήφανου Ανθρώπου. Κλείνω την παρένθεση με την παρατήρηση, ότι ακόμα και το περιστατικό αυτό μού έδωσε, στις 23 Ιουλίου 1974, το δικαίωμα (και μάλιστα διπλό δικαίωμα, δηλαδή και εν ονόματι του Γεωργίου Παπανδρέου, που τρεις μήνες μετά το περιστατικό εκείνο έφυγε από τον κόσμο) να αισθανθώ, ότι, στις κρίσιμες ώρες του Ιουλίου 1974, εκπροσωπούσα και τους απορφανισμένους Ελληνοκυπρίους, που είχαν μείνει έκθετοι, με ευθύνη δυστυχώς των «Αθηνών», στη βία των εισβολέων. Εφοδιασμένος με τις σιωπηρές αυτές εξουσιοδοτήσεις του Λαού της Ελλάδος και των Ελλήνων της Κύπρου, κατευθύνθηκα -στις 23 Ιουλίου του 1974, στη δεύτερη απογευματινή ώρα στα Παλαιά Ανάκτορα... Τι θα έκανα, αν στις 23 Ιουλίου, γύρω στην έκτη απογευματινή ώρα, έπεφτε στους ώμους μου η ευθύνη να σχηματίσω την πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση της χώρας; Είχα αποδεχθεί την ευθύνη, με την προϋπόθεση, ότι θα συνεργαζόταν μαζί μου η Ένωση του Κέντρου, που την είχε εκπροσωπήσει, με μεγάλη ιστορική αξιοπρέπεια, ο Γεώργιος Μαύρος στη σύσκεψη εκείνη, την μοναδική (ίσως), στο είδος της, που εγνώρισε η παγκόσμια ιστορία. Στο ερώτημα, που έθεσα -και που το θέτουν πολλοί, δίνοντας μάλιστα απαντήσεις, βασισμένες σε δικές τους υποθέσεις- δεν θα απαντήσω. Δεν θα απαντήσω, όχι γιατί δεν είχα συλλάβει αμέσως -και θα το συζητούσα, φυσικά, με τον Γεώργιο Μαύρο, υστέρα και με άλλους- τι θα ώφειλα να πράξω, αν είχα αναλάβει την πρωθυπουργία, αλλά γιατί δεν θεωρώ ορθό και έντιμο να πω, εκ των υστέρων, πράγμα που είναι πολύ εύκολο και δεν θα μου εστοίχιζε τίποτε, ότι θα είχα πράξει τούτο ή εκείνο, κάτι καλύτερο ή και απλώς διαφορετικό από όσα, σε τόσο δύσκολες ώρες, έπραξε η Κυβέρνηση, που σχηματίσθηκε στις 24 Ιουλίου.

369


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος έκαμα την ελαχίστη κριτική των πράξεων της Κυβερνήσεως. Θα είχα, ίσως, λόγους να κάμω κριτική και να διατυπώσω σκέψεις, που θα διέφεραν κάπως από τη γραμμή που ακολούθησε μέχρι τούδε η Κυβέρνηση. Αλλά έχω ακόμα ισχυρότερους λόγους, που μου επιβάλλουν να τηρήσω σιγή. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτοί, οι ισχυρότεροι; Νομίζω, ότι (οι λόγοι) είναι αυτονόητοι. Η Κυβέρνηση ανέλαβε ένα τεράστιο και δυσχερέστατο έργο. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής -εκεί, όπου κρίνονται η ύπαρξη και το μέλλον του Ελληνισμού- κληρονόμησε μια συμφορά. Την αντιμετωπίζει με σύστημα, σωφροσύνη και αποφασιστικότητα, και οφείλουμε όλοι να συμπαρασταθούμε στον αγώνα της. Σπάνια η ιστορία αξίωσε με πιο επιτακτική φωνή να είμαστε όλοι οι Έλληνες στην αιματοβαμμένη Κύπρο, στην Ελλάδα, και παντού «ενωμένοι» και αλληλέγγυοι. Στο εσωτερικό της χώρας τα προβλήματα ή και ερείπια, που μας κληροδότησε η επταετία της τυραννίας και της ασυδοσίας, απαιτούν επίσης πολύ μεγάλη προσπάθεια, για να λυθούν ή να εκκαθαρισθούν. Εδώ, μολονότι πολλά έπραξε μέχρι τούδε η Κυβέρνηση, θα μπορούσε να ασκηθή κριτική από τους πονεμένους και βιαστικούς, που τον πόνο τους συμμερίζομαι και την αδημονία τους για την δικαίωση των αγώνων και παθημάτων τους -ή μάλλον για την ιστορική κάθαρση, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση μιας νέας εποχής για την δημοκρατική Ελλάδα- κατανοώ. Αλλά βρίσκομαι απ’

έξω. Θα ήταν εύκολο να ασκήσω κριτική. Δεν θα το πράξω, όμως, ακόμα. Δεν γνωρίζω, ποιες και πόσες δυσκολίες αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση, που ωστόσο έπραξε ήδη -ας το επαναλάβω- πολλά, έστω και σε τόνο μετριοπαθέστερο εκείνου, που επιθυμούσαν πολλοί. Δεν θεωρώ σωστό να κάμω εύκολες υποθέσεις σχετικά με όσα θα έπραττα εγώ, αν ήμουν ο υπεύθυνος, την ώρα αυτή, χειριστής των τυχών της χώρας. Προτιμώ να σιωπήσω. Δεν έπαυσα να μιλώ κατά τα επτά έτη της τυραννίας, όταν -εξαιρέσει μιας βραχύτατης περιόδου- η «αντεθνική» φωνή μου δεν ακουγόταν εδώ παρά μέσω των ελληνικών εκπομπών ξένων ραδιοφωνικών σταθμών, που τόσο πολύ βοήθησαν τον αγώνα μας. Δικαιούμαι, λοιπόν, τώρα να σιωπήσω, δηλαδή να αποφύγω ειδικότερα να ασκήσω εύκολη κριτική των πράξεων της Κυβερνήσεως, μέχρι της στιγμής που θα κρίνω ότι το συμφέρον του Έθνους και της Δημοκρατίας θα μου επιτρέψουν να λάβω δημόσια θέση σε κάθε κρίσιμο και φλέγον ζήτημα. Οφείλω, όμως, να ειπώ από τούδε... ότι είμαι πράγματι κηρυγμένος κατά της πολώσεως στην πολιτική μας ζωή, που πρέπει να αναγεννηθή μέσα σε κλίμα δημοκρατικής ανεκτικότητας και ανωτερότητας. Με άλλες λέξεις, ο χρόνος των εκλογών, το εκλογικό σύστημα, η διαμόρφωση των πολιτικών δυνάμεων, η λύση του Πολιτειακού, όλα αυτά πρέπει να εξετασθούν με υψηλό δημοκρατικό πνεύμα και ήθος...

Τα τανκς χρησιμοποιήθηκαν ήδη τέσσερις φορές, για δυο πραξικοπήματα: στις 21 Απριλίου 1967, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, στις 18 Νοεμβρίου 1973 και στις 25 Νοεμβρίου 1973. Και από μια μεριά σκέπτομαι: είναι άραγε σε θέση να κάνουν και τρίτο πραξικόπημα μέσα σε επτά χρόνια; Είναι άραγε οι έφεδροι αξιωματικοί και οι αξιωματικοί εν υπηρεσία διατεθειμένοι να το κάνουν; Ο Ιωαννίδης δεν έχει πια δύναμη και θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη, ότι στην μεγάλη πλειονότητα οι αξιωματικοί δεν αρέσκονται να αναμιγνύονται, σε πολιτικές ευθύνες. Από την άλλη σκέπτομαι: δεν έχει καμμιά σημασία το ότι στην μεγάλη τους πλειοψηφία οι αξιωματικοί δεν αρέσκονται να αναμιγνύονται σε πολιτικές ευθύνες, γιατί η πλειονότης αυτή δεν είναι οργανωμένη: οι αξιωματικοί που θέλουν να είναι μόνο αξιωματικοί, δεν σχηματίζουν ομάδες και χούντες. Είναι ουδέτεροι. Οι αντίθετοι τους δεν είναι ουδέτεροι. Και οι κίνδυνοι που κρέμονται ακόμη από πάνω μας είναι πολυάριθμοι. Και μεγάλοι... Οι στρατιωτικοί δήλωσαν, ότι είναι αποφασισμένοι να παραιτηθούν από κάθε πολιτική ευθύνη και να περιορισθούν αποκλειστικά στα στρατιωτικά καθήκοντα. Αλλά αν αυτό θα συμβεί πραγματικά ή όχι, δεν μπορώ να το πω. Δεν είμαι προφήτης, δεν ξέρω να διαβάζω το μέλλον. Την Τρίτη 23 Ιουλίου μου φάνηκε, ότι ο στρατηγός Γκιζίκης μιλούσε με ειλικρίνεια. Μήπως όμως τον ανάγκαζαν οι περιστάσεις οι οποίες ήταν

370


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ασφυκτικές, μήπως δηλαδή επρόκειτο για μια ειλικρίνεια προσωρινή, ή πίστευε άραγε αυτά που έλεγε; Δεν το ξέρω. Δεν ξέρω ούτε αν οι άλλοι αξιωματικοί σκέπτονται όπως αυτός και όπως οι αρχηγοί των επιτελείων. Και αποκλείω να το ξέρει κανείς. Ούτε ο στρατηγός Γκιζίκης, ούτε οι αρχηγοί των επιτελείων. Υποστηρίζουν, ότι ελέγχουν όλες τις ένοπλες δυνάμεις: την αεροπορία, το ναυτικό, το στρατό. Είναι όμως αλήθεια; Ας μου επιτραπή να αμφιβάλλω. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει, ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο τόσων και τόσων χιλιάδων στρατού... Η πείρα που απέκτησαν, πρώτα με το προσωπικό καθεστώς του Παπαδοπούλου και ύστερα με το απρόσωπο καθεστώς του Ιωαννίδη, όπως φαίνεται, σε κάτι τους χρησίμευσε. Άραγε όμως αρκεί αυτή η πείρα για να τους πείσει, ότι δεν μπορούν να κυβερνούν την χώρα όποτε τους καπνίσει; Είναι και αυτό κάτι που αγνοώ. Θέλω να πω: Απέτυχαν οικτρά, ναι: αλλά κανείς δεν μου αποδεικνύει, ότι έχουν παραιτηθεί αφού κατάλαβαν την αποτυχία τους, την ανικανότητά τους να κυβερνήσουν. Προσωπικά πιστεύω, ότι δεν θα είχαν κάνει αυτό το βήμα αν δεν είχαν διαπράξει το σφάλμα της Κύπρου, αν δεν είχαν βρεθεί με μια ανύπαρκτη κυβέρνηση όπως η κυβέρνηση Ανδρουτσόπουλου, και ύστερα χωρίς καθόλου κυβέρνηση... Δεν μπορώ να μιλήσω για έκπληξη, γιατί ήμουν σχεδόν βέβαιος, ότι δεν είχαν άλλη εκλογή. Και θα προσθέσω και τούτο: αυτή η απουσία εκπλήξεως ήταν που με βοήθησε να κρατηθώ ψύχραιμος. Καθώς επίσης και το γεγονός, ότι ήξερα, ότι η κρίση στην Κύπρο ήταν τρομερή και ότι από την μια στιγμή στην άλλη μπορούσε να εκραγεί πόλεμος. Πράγματι, αν με ρωτήσετε ποια ήταν τα αισθήματά μου την στιγμή όπου μπήκα σ’ εκείνη την αίθουσα και για πρώτη φορά αντίκρυσα το πρόσωπο εκείνων των αξιωματικών, θα σας απαντήσω: πλήρης απουσία αισθημάτων. Απέραντη ψυχραιμία. Μπήκα σ’ εκείνη την αίθουσα σα να μου ανήκε. Εξ άλλου, πράγματι μου ανήκε γιατί ανήκει στον λαό και όχι στον στρατηγό Γκιζίκη. Και προχώρησα μ’ εκείνη την απουσία αισθημάτων, απαγορεύοντας στον εαυτό μου να δοκιμάσει και την παραμικρή συγκίνηση, και κατόρθωσα ακόμη και να σφίξω το χέρι του στρατηγού Γκιζίκη. Δεν πιστεύω, ότι θα μπορούσαν και οι άλλοι να πουν το ίδιο, αν και, είναι αλήθεια, εξωτερικά φαίνονταν ήρεμοι. Και μάλιστα ψύχραιμοι... (Οι αξιωματικοί, ο στρατηγός Γκιζίκης) δεν ήταν ψύχραιμοι. Ήταν χαμογελαστοί, εγκάρδιοι. Αλλά πρέπει να καταλάβετε, ότι εκείνη την στιγμή δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να είναι ψύχραιμοι, βρίσκονταν σε θέση πολύ πιο δύσκολη από την δική μου. Ήθελαν κατανόηση, βοήθεια. Τις δέκα εκείνες ώρες όπου μείναμε μαζί, δεν επέτρεψαν ούτε στιγμή στον εαυτό τους να δείξει σκληρότητα. Δέκα ώρες μείναμε μαζί, ναι... Από τις δυο ως τις πέντε το απόγευμα και ύστερα από τις οκτώ το βράδυ, ως τις τρεις τα ξημερώματα. Το διάλειμμα μεταξύ πέντε και οκτώ οφειλόταν στο γεγονός, ότι υπήρχαν δυο λύσεις: να ζητηθεί είτε από εμένα, είτε από τον Καραμανλή να σχηματίσουμε την καινούργια κυβέρνηση.

Στην κηδεία του αδελφού του Αναστάση (1971).

Στην Ακαδημία Αθηνών, 13 Ιανουαρίου 1977.

371


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Πιστεύω, ότι μέσα στον χρόνο θα μπορέσουν να προκηρυχθούν οι εκλογές. Αλλά οι τεχνικές δυσκολίες που παρουσιάζει η οργάνωση των εκλογών σε μια χώρα που μόλις βγήκε από την δικτατορία, είναι πολλές, και έτσι μπορούμε ακόμη και να αναβάλουμε την χρονολογία. Είναι γεγονός, ότι οι συνάδελφοι μου μιλούν για αναμονή διαρκείας έξη ως εννέα μηνών. Πρόκειται για λεπτομέρεια δευτερευούσης σημασίας. Λίγη σημασία έχει αν οι εκλογές θα γίνουν τον ερχόμενο Νοέμβριο ή τον Μάρτιο του επομένου έτους. Αντιθέτως, σημασία έχει, πριν από τις εκλογές, να αλλάξουν πολλά πράγματα. Λόγου χάρη να πραγματοποιηθή η νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος. Οι κομμουνισταί έχουν δίκιο που εκφράζουν την πικρία τους επειδή είναι ακόμη εκτός νόμου και συνεπώς δεν εκλήθησαν στην κυβέρνηση. Έχουν δίκιο να λένε, ότι χωρίς αυτούς, τούτη η κυβέρνηση δεν μπορεί να χαρακτηρισθή κυβέρνηση εθνικής ενότητος. Είχα πολλές συναντήσεις με τον Ηλία Ηλιού και τον Λεωνίδα Κύρκο, τους δυο εκπροσώπους του κομμουνιστικού κόμματος εσωτερικού, και τους βρήκα πολύ συνετούς πολύ ισορροπημένους, ανθρώπους οι οποίοι στ’ αλήθεια δεν αξίζουν να αντιμετωπίζονται ως πολίται δευτέρας κατηγορίας. Το πρόβλημα αυτό λοιπόν θα ξεπερασθή. Η νομιμοποίηση του κομμουνιστικού κόμματος επίκειται ήδη, θα είναι μια από τις πρώτες πράξεις της κυβερνήσεως. Σ’ αυτό αναφερόταν ο Καραμανλής, όταν στο διάγγελμά του, είπε, ότι στην καινούργια δημοκρατία, όλοι οι Έλληνες θα είναι ίσοι... Ωστόσο, για να κάνουμε τις εκλογές, δεν μπορούμε να περιμένουμε την ημέρα όπου θα έχουμε την δημοκρατία που εννοώ εγώ. Και η δημοκρατία μαθαίνεται μόνο μέσω της δημοκρατίας... Με τον Κωνσταντίνο... Στ’ αλήθεια δεν ξέρω πως θα το λύσουμε αυτό το πρόβλημα. Με δημοψήφισμα ίσως. Αληθινό δημοψήφισμα. Ή μέσω της εθνοσυνελεύσεως. Αυτές είναι οι δυο λύσεις που μου έρχονται πρώτες στο νου, και τις αναφέρω με αυτή την σειρά, γιατί με αυτή την σειρά τις θέλω: πρώτα το δημοψήφισμα, και ύστερα, αν δεν θέλουμε το δημοψήφισμα, η εθνοσυνέλευση. Η τρίτη λύση, η οποία προτείνεται από λίγους, αλλά δεν είναι γι’ αυτόν τον λόγο λιγότερο νόμιμη, συνδέεται με την ενδεχόμενη επάνοδο του βασιλέως Κωνσταντίνου. Η βασιλεία θα αποκατασταθή επί τη βάσει του γεγονότος, ότι το τωρινό Σύνταγμα δεν έχει ισχύ και συνεπώς θα πρέπει να επανέλθει εν ισχύι το Σύνταγμα του 1952, το ποίο προβλέπει δημοκρατία υπό το στέμμα. Δεν το έχω συζητήσει ακόμη αυτό το θέμα με τον Καραμανλή. Δεν μας δόθηκε καιρός. Πρέπει να συναντηθώ μαζί του, καθώς και με τους άλλους ηγέτες, και ιδίως εκείνους της Ενώσεως Κέντρου, για να συζητήσουμε αποκλειστικά αυτό το θέμα. Για την ώρα τι μπορώ να πω; Μόνο ότι είναι και αυτό άλλο ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Διάβασα στις εφημερίδες, ότι ο Κωνσταντίνος είναι πρόθυμος να επιστρέψει. Ξέρει καλά όμως, πόσο δύσκολο πράγμα μπορεί να είναι αυτή η επιστροφή. Είναι πολύ αμφισβητούμενο πρόσωπο ο Κωνσταντίνος. Φέρθηκε άσχημα την 21 Απριλίου 1967, φέρθηκε καλύτερα στις 13 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, όταν επεχείρησε να αποκαταστήσει την δημοκρατία με ένα αντιπραξικόπημα, και κανείς δεν ξέρει να πει πόσοι είναι οι φιλομοναρχικοί στην Ελλάδα. Γεγονός είναι, ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ φιλομοναρχικοί από ιδεολογική άποψη.

372


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η διάλυση της ΕΡΕ και η ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας Μια μέρα βλέπω στις εφημερίδες ότι (ο Κωνσταντίνος Καραμανλής) ίδρυσε τη Νέα Δημοκρατία. Εγώ ήμουν αρχηγός της ΕΡΕ. Και ήμουνα 11 χρόνια αρχηγός της. Κανένας δεν μου είπε ότι η ΕΡΕ πρόκειται να διαλυθεί και να ιδρυθεί ένα άλλο κόμμα, το οποίο θα ονομαζόταν «Νέα Δημοκρατία». Πρέπει να πω ότι αυτό με εξένισε. Θεωρούσα σωστότερο να ειδοποιηθώ ότι θα υπάρξει ένα νέο κόμμα. Ορθότερο όμως θεωρούσα επίσης να διατηρηθεί η ΕΡΕ και να αναλάβει την ηγεσία ο Καραμανλής, εφόσον ήθελε να αναμειχθεί και πάλι ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας. Δεν ειδοποιήθηκα από κανέναν. Τα έμαθα όλα από τις εφημερίδες. Ας κρίνω τώρα τη μετονομασία. Τι νόημα είχε; Και αν υποθέσουμε ότι υπήρχαν πολλοί Έλληνες οι οποίοι κατέκριναν τις κυβερνήσεις της ΕΡΕ -κι αυτό δεν είναι υπόθεση μόνο, αλλά πραγματικότητα- η ΕΡΕ μετά την 21η Απριλίου είχε προκαλέσει το σεβασμό και την εμπιστοσύνη όλων, με τον αγώνα της κατά της δικτατορίας. Επίσης, είχε συνεργαστεί στενά με την Ένωση Κέντρου. Στο διάστημα της δικτατορίας είχαμε βγάλει κοινές διακηρύξεις, τις οποίες υπέγραφα εγώ ως αρχηγός της ΕΡΕ, ο Γ. Μαύρος, ενίοτε και ο Ιωάννης Ζίγδης, εκ μέρους της Ενώσεως Κέντρου και ο Δημ. Παπασπύρου ως ο τελευταίος πρόεδρος της Βουλής, που τήρησε τότε θαυμάσια στάση και κανείς δεν σχολίασε το ότι υπέγραφε μαζί μας ένας «αποστάτης» του 1965. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός αυτών, είχαν υπογράψει και οι Παναγής Παπαληγούρας, Κων. Παπακωνσταντίνου, Γεώργιος Ράλλης και Ανδρέας Κοκκέβης. Είχαμε κυκλοφορήσει και αντιδικτατορικές προκηρύξεις με τα ονόματα εκατοντάδων πρώην βουλευτών της Ενώσεως Κέντρου και της ΕΡΕ. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είχαν προκαλέσει γενική αναγνώριση και δεν υπήρχε λόγος η ΕΡΕ να εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης και να προκύψει η Νέα Δημοκρατία. Αφού μάλιστα το μέγιστο τμήμα της Ν.Δ. απαρτίστηκε από στελέχη της ΕΡΕ. Ας είναι. Δημιουργήθηκε η Ν. Δημοκρατία. Εγώ όμως δεν έπρεπε να ειδοποιηθώ γι’ αυτό; Όταν, λοιπόν, κάποια μέρα ήρθε ο Καραμανλής και πήγαμε να φάμε στο «Σέσιλ», του είπα χαμογελώ-

ντας ότι είναι περίεργο πώς χωρίς τη γνώμη μου καταργήθηκε ένα κόμμα του οποίου ήμουν αρχηγός και ιδρύθηκε ένα άλλο χωρίς κανένας να με ειδοποιήσει! Πρέπει να προσθέσω ότι δεν ήρθε ούτε ένας τέως βουλευτής της ΕΡΕ, δεν ήρθε κανένας από εκείνους που είχαν αγωνιστεί και συνεργαστεί μαζί μου, για να μου πει: «Ξέρεις, αγαπητέ πρόεδρε, ιδρύθηκε η Ν. Δημοκρατία. Σε αγαπούμε, σε τιμούμε, αλλά θα πάμε εκεί». Ούτε ένας!... Είναι ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο, το οποίο επισημαίνω γιατί είναι αρκετά διδακτικό. Βέβαια, ο Καραμανλής στενοχωρήθηκε όταν του το είπα. Πνιγμένος μέσα στις ευθύνες που είχε αναλάβει, δεν σκέφτηκε ότι έπρεπε να με προειδοποιήσει. Οι ευθύνες του ήταν πράγματι τεράστιες, γιατί υπήρχε κίνδυνος να ματαιωθεί η προσπάθειά του, και συγκεκριμένα ο κίνδυνος νεότεροι αξιωματικοί να ματαιώσουν το έργο τουΓι’ αυτό λέω ότι αποδείχτηκε πολύ ωφέλιμη η επιστροφή του στην Ελλάδα. Ίσως κι εγώ να το επιτύγχανα αυτό, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι χειρίστηκε με επιδεξιότητα αυτή την κρίσιμη μετάβαση της ελληνικής ζωής από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Την επομένη συνεννοήθηκε με τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Κων. Παπακωνσταντίνου, ο οποίος με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι έγινε μια λυπηρή παράλειψη και μου πρότεινε να γίνει μια συγκέντρωση όλων των τέως βουλευτών της ΕΡΕ, για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για την περίοδο που ήμουνα αρχηγός τους. Του λέω: «Αγαπητέ μου, κ. Παπακωνσταντίνου, αυτά δεν τα χρειάζομαι. Ευχαριστώ που το σκεφτήκατε. Ξέρω πόσο αυτό ανταποκρίνεται στα δικά σας αισθήματα και στα αισθήματα του πρωθυπουργού, αλλά δεν το χρειάζομαι». Από το 1974 κι εδώθε, δεν έχω καμιά δέσμευση και αυτό νομίζω δεν έβλαψε τον τόπο. Δεν ξέρω αν τον ωφέλησε ή αν η έντονη παρουσία μου στη Βουλή ωφέλησε τον κοινοβουλευτισμό, αν οι δηλώσεις που κάνω από καιρού εις καιρόν είναι χρήσιμες... Ένα έχω να πω: ότι και ο πιο προικισμένος αρχηγός ενός κόμματος, δεν είναι απόλυτα ελεύθερος. Είναι σε μεγάλο βαθμό οπαδός των οπαδών του. Είναι αναγκασμένος να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και καμιά φορά και στα πάθη των οπαδών του. Και αυτό βεβαίως το έζησα κυρίως στην περίοδο 19631967, όταν ήμουνα αρχηγός της ΕΡΕ.

373


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Έμεινα βέβαια αρχηγός της ΕΡΕ και μετά τη 21η Ιουλίου 1967. Αλλά τότε, σε ολόκληρο το διάστημα της δικτατορίας, δεν είχα ανάγκη να σκεφτώ τι επιθυμούσαν οι διάφορες κατηγορίες ή ομάδες οπαδών της ΕΡΕ. Τον τόνο τον έδωσα μόνος εγώ. Δεν ερώτησα κανέναν όταν στις 27 Σεπτεμβρίου 1967 κάλεσα αιφνιδιαστικά στο σπίτι μου (Ξενοκράτους 15) τους ανταποκριτές των ξένων εφημερίδων και ραδιοσταθμών και -χωρίς να προλάβει η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών να τους εμποδίσει να ’ρθούν- έκαμα, πρώτος εγώ ως αρχηγός κόμματος, δηλώσεις που εκαυτηρίαζαν το πραξικόπημα. Και πρέπει να πω ότι οι πρώην βουλευτές της ΕΡΕ, αν εξαιρέσουμε ελαχίστους, εγκολπώθηκαν τη γραμμή μου. Και το αντιδικτατορικό τους φρόνημα ενισχύθηκε, όταν το καθεστώς με έθεσε υπό «κατ οίκον κράτησιν» (και τότε και δύο φορές αργότερα). Όταν μάλιστα, μετά το 1969, αποφασίσαμε ο Γεώργιος Μαύρος και εγώ να κάνουμε αντιδικτατορικές διακηρύξεις με τις υπογραφές όλων των πρώην βουλευτών των δύο μεγάλων κομμάτων, ελάχιστοι ήταν οι βουλευτές της ΕΡΕ που με παρακάλεσαν να μη χρησιμοποιήσω το όνομά τους. Φαντάσου, αγαπητή Νινέττα, ποιες θα ήταν οι ηθικές επιπτώσεις στη μεταδιδακτορική πολιτική μας ζωή, αν η ΕΡΕ -η λεγόμενη «Δεξιά», σωστότερα η προοδευτική συντηρητική παράταξη, που έχει βέβαια και μια δεξιά πτέρυγα- δεν τηρούσε, μετά τις 21 Απριλίου 1967, τη στάση που, ας μου επιτραπεί η λέξη αυτή, της ενέπνευσα εγώ. Μπορώ λοιπόν να πω ότι απόλυτα ελεύθερο -αδέ-

σμευτο- αισθάνθηκα τον εαυτό μου όχι μόνο μετά τον Ιούλιο του 1974, όταν πια έπαψα να είμαι αρχηγός κόμματος ή να ανήκω σε κόμμα, αλλά και από τις 21 Απριλίου του 1967, όταν -αν και αρχηγός μεγάλου κόμματος- δεν είχα ανάγκη να λογαριάσω τη γνώμη ή την ψήφο κανενός στελέχους και οπαδού του κόμματος.

Η δήλωση μη συμμετοχής στις εκλογές του 1974 Απεφάσισα να μη λάβω μέρος στις προσεχείς εκλογές. Εστάθμισα πολύ τους λόγους, που επέβαλαν ή επέτρεψαν την απόφαση αυτή. Γνωρίζω, ότι θα λυπήσω τους φίλους μου, τους πολλούς ή ολίγους. Ομολογώ, ότι πρώτος εγώ λυπούμαι, διότι -ύστερα από πολιτικό βίο σαράντα ετών- με υπεχρέωσαν οι περιστάσεις να αποφασίσω κάτι, που είναι ή φαίνεται αντίθετο προς τις συνήθειες και τον χαρακτήρα μου. Συνήθισα να μάχωμαι. Δεν απουσίασα μέχρι τούδε σε κανένα προσκλητήριο. Αλλά η αποχή μου από τις προσεχείς εκλογές δεν σημαίνει, ότι αποσύρομαι στον ιδιωτικό βίο. Όσο ακόμη θα το επιτρέπουν οι φυσικές δυνάμεις μου, θα είμαι παρών στον πολιτικό χώρο. Δεν περιορίζεται ο χώρος αυτός στον εκλογικό στίβο και στην αίθουσα της Βουλής, που τόσο πολύ αγάπησα. Για την απόφαση που έλαβα, οφείλω να δώσω εξηγήσεις όχι μόνο στους φίλους μου, αλλά σε ολό-

Στην κηδεία του βουλευτή της ΕΔΗΚ Αλέξανδρου Παναγούλη στις 5 Μαΐ ου 1976

374


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

κληρο τον Ελληνικό Λαό, τον οποίον τιμώ για την πολιτική του ωριμότητα και την σχεδόν απαράμιλλη ψυχική του ευγένεια. Θα εξηγήσω, όμως, μόνο όσα είναι δυνατόν να εξηγηθούν. Α. Η αποστολή μου, στα επτά χρόνια της τυραννίας, είχε διευρυνθή πολύ. Δεν κρίνω ορθό να την στενέψω. Και θα την εστένευα, αν αποφάσιζα να ενταχθώ σε ένα από τα πολιτικά κόμματα η σχήματα, που πρόκειται να διεκδικήσουν την ψήφο του Λαού. Δεν είχα την τύχη και την ιστορική ευκαιρία να συμβάλω αποφασιστικά στην διαμόρφωση ενός των παρόντων κομμάτων. Αν οι περιστάσεις, μετά την 23η Ιουλίου, μου είχαν επιτρέψει να το πράξω, τότε θα ήμουν, φυσικά , υποχρεωμένος να ενταχθώ, ως ο πρώτος ή ο έσχατος, στο πολιτικό κόμμα, που στην διαμόρφωση του θα είχα αποφασιστικά συμβάλει. Αφού, όμως, δεν μου δόθηκε η ιστορική αυτή ευκαιρία, θεωρώ επιβεβλημένο να διαφυλάξω στο πρόσωπο μου την ιδιότητα, που στα χρόνια της τυραννίας μου είχαν αναγνωρίσει, με την εμπιστοσύνη τους, κύκλοι πολύ ευρύτεροι από μιαν ή δυο πολιτικές μερίδες. Β. Οι καιροί εξακολουθούν να είναι πολύ κρίσιμοι. Μερικοί άρχισαν, φοβάμαι, να λησμονούν, ότι ο δρόμος προς την Δημοκρατία -μολονότι τον εχάραξαν, με το αίμα τους ή με τους αγώνες και τα παθήματά τους, πολλοί γενναίοι Έλληνες, γνωστοί και άγνωστοι, προ πάντων νέοι, αλλά και άνδρες και γυναίκες όλων των ηλικιών- δεν θα άνοιγε στο τρίτο δεκαήμερο του περασμένου Ιουλίου, αν δεν είχε σημειωθή μια τραγωδία του ελληνισμού, η μεγαλυτέρα μετά το 1922. Η τραγωδία αυτή, με επίκεντρο την μαρτυρική Κύπρο, πρέπει να πράξουμε το παν για να μην καταλήξει σε συμφορά -σαν εκείνη του 1922ανέκκλητη. Απαραίτητη, όμως προϋπόθεση για την ανατροπή του ανέκκλητου κακού είναι να αποφευχθούν οι φανατισμοί και οι ακρότητες στην πολιτική μας ζωή. Οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις των ιδεών είναι κάτι το φυσικό και αναγκαίο. Και πρέπει να εκδηλώνονται ελεύθερα. Καθιστούν δυνατή την ιστορική πρόοδο, που την εξασφαλίζει ομαλά, με τον λόγο και τον αντίλογο, η Δημοκρατία. Αλλά οι πολιτικές αντιθέσεις δε πρέπει να δημιουργούν αγεφύρωτα χάσματα. Τίποτε δεν είναι περισσότερο ασυμβίβαστο προς την Δημοκρατία από τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία. Και τα ελαττώματα αυτά είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνα σε ώρες εθνικής τραγωδίας, όπως είναι εκείνη, που -μετά το εγκληματικό

πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, πρόσχημα ευπρόσδεκτο για την χώρα, που από το 1964 εσχεδίαζε την εισβολή στην Κύπρο- επεφυλάχθηκε πάλι στον Ελληνισμό. Την απόφασή μου να μείνω έξω από την εκλογική πάλη την ενίσχυσε και η σκέψη, ότι -αν εκδηλωθούν προεκλογικοί ή μετεκλογικοί φανατισμοί, πολύ επικίνδυνοι και για την τύχη του Ελληνισμού και για την εδραίωση της Δημοκρατίας- θα έχω, ως ανεξάρτητος, μεγαλύτερη δυνατότητα να επιχειρήσω κάτι για τον κατευνασμό των παθών. Γ. Αισθάνομαι την υποχρέωση να ευχαριστήσω θερμότατα όσους μου επρότειναν να περιληφθώ στον πίνακα των υποψηφίων της Επικρατείας ως «ανεξάρτητος». Σκέφθηκα, ότι δεν έπρεπε να δεχθώ την τιμητική αυτή πρόταση. Η αποδοχή της θα εξασφάλιζε αυτομάτως την εκλογή μου, και μάλιστα χωρίς κανένα προσωπικό κόπο, αφού ως φιλοξενούμενος «ανεξάρτητος» δεν θα ελάμβανα μέρος στον εκλογικό αγώνα. Μολονότι δεν συνηθίζω να κερδίζω -ή να χάνω- οτιδήποτε χωρίς κόπο, θα μπορούσα ίσως να δεχθώ την πρόταση, αν δεν με εμπόδιζε στην αποδοχή της η σκέψη, ότι η «ανεξαρτησία» μου θα ήταν, για τα μάτια του Ελληνικού Λαού, μόνο σχετική ή και εικονική. Ενώ θα τηρούσα σιγή και δεν θα εμφανιζόμουν σε προεκλογικές συγκεντρώσεις, το όνομά μου θα μιλούσε. Αλλά για τους λόγους που ανέφερα, δεν έπρεπε να γίνει ούτε αυτό. Δεν επιθυμώ να προσθέσω τίποτε άλλο. Παρακαλώ τον Ελληνικό

Γιατί δεν δέχτηκα να αναλάβω προσωρινός πρόεδρος της Δημοκρατίας Και ερχόμαστε τώρα στο επίσης λεπτό θέμα: γιατί δέχτηκα για μια στιγμή την πρόταση του Καραμανλή να αναλάβω προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας και μέσα σε δυο-τρεις ώρες ανακάλεσα αυτή την απόφασή μου. Ο Καραμανλής είχε την καλοσύνη να με καλέσει μια μέρα του Δεκεμβρίου να φάμε μαζί στο διαμέρισμα όπου καθόταν, επί της οδού Ηρώδου του Αττικού. Επί τρεις ώρες με πίεζε φιλικά να αναλάβω την προσωρινή προεδρία ώσπου να ψηφιστεί το Σύνταγμα, οπότε η απόφασή του ήταν να θέσει υποψηφιότητα στη Βουλή και να γίνει ο ίδιος οριστικός πρόεδρος για μια πενταετία.

375


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Θα ήταν πολύ τιμητικό να γίνω πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι η υψίστη τιμή για έναν πολίτη, αλλά προσωπικά δεν μου πήγαινε, ιδιαίτερα δέκα χρόνια πριν, που είχα τη σχετική νεότητα του ανθρώπου των 72 χρονών! Εκ των υστέρων βλέπω ότι είχα δίκιο που αρνήθηκα! Είχα δίκιο που δεν έγινα πρόεδρος! Μου δόθηκε έτσι η ευκαιρία, ίσως για πρώτη φορά -ή για δεύτερη- στη ζωή μου να είμαι στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής χωρίς καμία δέσμευση. Η φιλική του πίεση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κατά τις 4-5 το απόγευμα, το δέχτηκα. Πηγαίνω στο σπίτι και λέω στη γυναίκα μου: «Αδύνατον να το κάνω». Πρώτα από όλα, δεν δέχομαι αμοιβές για τον όποιο -μικρό ή μεγάλο- αγώνα που έκανα στο διάστημα της δικτατορίας. Και, δεύτερον, εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος στην άσκηση της πολιτικής μου αποστολής. Κατά τις 6 το απόγευμα έρχομαι εδώ, στο γραφείο όπου τώρα συζητούμε, και γράφω μια επιστολή προς τον Κων. Καραμανλή. Είχαμε συνεννοηθεί να μην ανακοινώσουμε τίποτα στον Τύπο, προτού κάνουμε μια τελευταία τηλεφωνική επικοινωνία. Αυτό τι σήμαινε; Ότι υπήρχε μια επιφύλαξη, όχι βέβαια από την πλευρά του, αλλά από τη δική μου. Τον παρακάλεσα κατά τις 8 το βράδυ να μη δοθεί ακόμη η είδηση στον Τύπο και του είπα ότι θα λάβει μια επιστολή. Ο Καραμανλής κατάλαβε πως δεν δέχομαι. Τελικά αποδόθηκε αυτή η παλινωδία μου, και το ‘γραψαν μερικές εφημερίδες, σε επέμβαση του Γ. Μαύρου. Αυτό είναι απολύτως ανακριβές. Ο Γ. Μαύρος ήρθε στο σπίτι μου στις 10 το βράδυ. Η επιστολή όμως είχε παραδοθεί το απόγευμα στη γραμματέα μου Γιούλα Ζώνα, για να επιδοθεί στον πρωθυπουργό. Επομένως, αυτή η πληροφορία ήταν απολύτως εσφαλμένη. Μετέπεισα εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου. Δέχτηκα κάτω από τη φιλική πίεση του Καραμανλή, αλλά μόλις βγήκα από το σπίτι του, αισθάνθηκα ότι

δεν έπρεπε να αναλάβω την προσωρινή προεδρία. Βέβαια, αν το είχα κάνει -δεδομένου ότι ο Καραμανλής άλλαξε και εκείνος γνώμη και δεν έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά τη δημοσίευση του Συντάγματος, αλλά έμεινε πρωθυπουργός μέχρι το 1980- κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ήμουν μόνο προσωρινός πρόεδρος, αλλά θα είχα επανεκλεγεί για ολόκληρη πενταετία.

Ήθελα να έχω -όπως έχω μέχρι σήμερα και όσο μου επιτρέψει ο Θεός- την ελευθερία να λέω τη γνώμη μου σε κάθε περίσταση. Να μην είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ τις συνταγές του πρωτοκόλλου, να μην ασκώ ένα λειτούργημα το οποίο θα με εμπόδιζε να έχω ελευθερία γνώμης σε ένα οποιοδήποτε θέμα.

376


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Θέλω, όμως, να πω στους αναγνώστες ότι ούτε αυτό ταίριαζε με το χαρακτήρα μου. Ήθελα να έχω -όπως έχω μέχρι σήμερα και όσο μου επιτρέψει ο Θεός- την ελευθερία να λέω τη γνώμη μου σε κάθε περίσταση. Να μην είμαι υποχρεωμένος να ακολουθώ τις συνταγές του πρωτοκόλλου, να μην ασκώ ένα λειτούργημα το οποίο θα με εμπόδιζε να έχω ελευθερία γνώμης σε ένα οποιοδήποτε θέμα. Και μάλιστα από το 1974 που ήμουν 72 ετών.

Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1977 Θεωρώ καθήκον μου να εκθέσω στον Ελληνικό Λαό τους λόγους, που έκρινα, ότι μου επιβάλλουν, πρώτον να λάβω μέρος στις προσεχείς εκλογές, και δεύτερον να συνεργασθώ με την «Νέα Δημοκρατία». Α. Περιστάσεις, που δεν είναι ανάγκη να υπομνήσω, δεν μου είχαν επιτρέψει, μετά τα γεγονότα της 23ης Ιουλίου 1974, να αναλάβω ουσιώδεις εθνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, που θα καθιστούσαν απαραίτητη και την συμμετοχή μου στις εκλογές του έτους εκείνου. Η Βουλή του Νοεμβρίου 1974 είχε κληθεί να εκπληρώσει -και εξεπλήρωσε, ως κυβερνητική πλειοψηφία και ως αντιπολίτευση, σε αξιοσημείωτο βαθμό- μια σημαντική ιστορική αποστολή. Πιστεύω, όμως, ότι η Βουλή, που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, θα επωμισθεί ακόμη βαρύτερες ιστορικές ευθύνες. Η αποστολή της θα είναι, για την ζωή του Έθνους, δηλαδή της Ελλάδος και του Ελληνισμού, καθώς και για την τύχη της Δημοκρατίας, αποφασιστική. Μεγάλα εθνικά προβλήματα διεθνών διαστάσεων εκκρεμούν και θα εισέλθουν στα αμέσως επόμενα χρόνια -με τον κίνδυνο να σημειωθούν εμπλοκές απροβλέπτων επιπτώσεων- σε κρίσιμες φάσεις. Αλλά και η τύχη της Δημοκρατίας θα κριθεί κυρίως κατά την περίοδο την νέας Βουλής. Προβλέπω, ότι η Βουλή αυτή θα είναι στίβος δυναμικών ανταγωνισμών, που πρέπει, αν θέλουμε να εδραιώσουμε τους θεσμούς της πολιτικής και πνευματικής Ελευθερίας, να κρατηθούν σε υψηλό ηθικό επίπεδο. Πρέπει να καταδειχθεί, ότι ο ελεύθερος διάλογος, όσο μεγάλες και αν είναι οι ιδεολογικές διαφορές, είναι γόνιμος και δεν κλονίζει την εθνική ενότητα, αγαθό υπέρτερο από κάθε πολιτική ιδεολογία και κάθε κομματικό συμφέρον. Νομίζω, ότι η παρουσία μου

στη νέα Βουλή μπορεί να συμβάλει στον χειρισμό ή στην καλόπιστη και γόνιμη κριτική του χειρισμού των μεγάλων εκκρεμών εθνικών προβλημάτων, και να ενισχύσει εξ άλλου -λόγω της ακλόνητης εμμονής μου στην αρχή της αμεροληψίας- στην ενίσχυση του πνεύματος εκείνου, που θα εδραιώσει την Δημοκρατία. Β. Τιμώ όλα τα κόμματα, μεγάλα και μικρά. Οι πολυχρόνιες πικρές και διδακτικές εμπειρίες μου με έκαμαν να σέβομαι και εκείνα τα κόμματα, των οποίων οι αρχές είναι βασικά διαφορετικές από τις δικές μου. Αλλά υπάρχουν, βέβαια, κόμματα, που τις αρχές τους συμμερίζομαι σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό. Την σκέψη να ιδρύσω ένα νέο κόμμα την απέκλεισε ο σεβασμός μου προς τα υπάρχοντα κόμματα, που έχουν, άλλως τε, πολλές δυνατότητες αναμορφώσεων και συνεχών αναπροσαρμογών στις εκάστοτε νέες ιστορικές περιστάσεις και κοινωνικές απαιτήσεις. Αν έθετα, εξ άλλου, «μεμονωμένην», όπως την χαρακτηρίζει ο Εκλογικός Νόμος, υποψηφιότητα, θα προκαλούσα στην συνείδηση των εκλογέων εκείνων, που με τιμούν με την αγάπη τους ή και απλώς με την ευμενή κρίση τους, σοβαρά διλήμματα. Σκέφθηκα, ότι δεν έχω το ηθικό δικαίωμα να τα προκαλέσω, και μάλιστα σε κρίσιμες ώρες της εθνικής μας ιστορίας, που απαιτούν τον προσανατολισμό κάθε Έλληνος πολίτου σε πολιτικές μερίδες και όχι σε μεμονωμένα άτομα. Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι -αφού νομίζω, ότι μπορώ ακόμη να προσφέρω κάποιες υπηρεσίες στην Πατρίδα μου ως μέλος του Κοινοβουλίου, που υπήρξε για πολλά χρόνια ο προσφιλέστερος οίκος μου- όφειλα να συνεργασθώ, διατηρώντας την ανεξαρτησία μου, με ένα από τα κόμματα, των οποίων οι αρχές δεν αντιτίθενται βασικά με τις δικές μου. Γ. Οι αγώνες κατά της επταετούς δικτατορίας με συνέδεσαν -και οι δεσμοί αυτοί ηθικής αλληλεγγύης είναι ακατάλυτοι- με ηγετικά στελέχη και μέλη πολλών κομμάτων, ομάδων και οργανώσεων. Έτσι, η επιλογή του κόμματος, με το οποίο θα απεφάσιζα να συνεργασθώ εκλογικώς, θα ήταν πολύ δύσκολη, αν η πολιτική ιστορία μου μέχρι της 21ης Απριλίου 1967, ακόμη και μέχρι του Ιουλίου 1974, δεν με διευκόλυνε να λάβω την φυσικότερη απόφαση. Ο πρόεδρος κ. Κ. Καραμανλής μου έκαμε την φιλική πρόταση να συνεργασθώ με την «Νέα Δημοκρατία». Ανταποκρίθηκα ευχαρίστως στην πρόταση και πρόσκλησή

377


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

του. Η «Νέα Δημοκραμε είχαν ανεπιφύλακτα Όταν δέχτηκα το 1977 την πρότα- εξουσιοδοτήσει να θέτω τία» προήλθε άμεσα -με διεύρυνση, βέβαια, ση του Καραμανλή να μπω ως ανε- τις υπογραφές τους των πολιτικών στόχων κάτω από θαρραλέες ξάρτητος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείτης και της λαϊκής της διακηρύξεις κατά της βάσεως- από το πολι- ας της Ν. Δημοκρατίας, όπως επίσης δικτατορίας, που ήσαν τικό εκείνο κόμμα, του συντονισμένες χρονικά την πρόταση του Γ. Ράλλη το 1981, οποίου υπήρξα άλλοτε με ομοιότυπες διακημέλος και μάλιστα επί το έκανα γιατί και οι δύο αναγνώρι- ρύξεις των βουλευτών δέκα έτη αρχηγός. Η της «Ενώσεως του Κέσαν πλήρως το δικαίωμά μου να είμαι απόφασή μου να συντρου». νεργασθώ με την «Νέα ανεξάρτητος. Αν δεν το αναγνώριζαν, Οφείλω να ανταποδώΔημοκρατία» δεν έχει, σω την εμπιστοσύνη, επομένως, καμμιά αιχ- δεν θα δεχόμουνα. Και άσκησα τα που μου έδειξαν σε μή έναντι άλλων κομ- καθήκοντα του ελεύθερου κριτή της ώρες γεμάτες κινδύμάτων, ενώ -αν απενους, και να σταθώ φάσιζα να συνεργασθώ πολιτικής μας ζωής σ όλο το διάστη- εγώ σήμερα στο πλευμε άλλο κόμμα- στην μα χωρίς κανέναν περιορισμό. ρό τους. απόφαση αυτή θα είχε Δ. Συνηθισμένος να αποδοθεί το κάθε άλλο εκλέγομαι άμεσα από παρά σύμφωνον με τις πραγματικές διαθέσεις μου το Λαό -και τούτο έχει συμβεί εννέα φορές στη ζωή νόημα, ότι κόβω κάθε δεσμό με τον αρχηγό, τα στε- μου, είχα σκεφθεί να αρνηθώ να εμφανισθεί το λέχη και την πλατειά λαϊκή βάση της μερίδας εκεί- όνομά μου στο Ψηφοδέλτιο της Επικρατείας. Αλλά νης, που ήταν επί πολλά έτη συνδεδεμένη μαζί μου. ο Εκλογικός Νόμος με στερεί, ως πρώην πρωθυΔεν θα είχα μάλιστα το δικαίωμα να αφήσω να δημι- πουργό προελθόντα από την Βουλή, του δικαιουργηθεί η εντύπωση αυτή και για έναν άλλο -ηθικά ώματος και της τιμής να ζητήσω από τον Λαό να πολύ σημαντικό- λόγο. Δεν γνωρίζει ίσως ολόκληρος με εκλέξει με σταυρούς προτιμήσεως. Έτσι, αν θα ο Ελληνικός Λαός, ότι τα κοινοβουλευτικά στελέχη ήμουν υποψήφιος οιασδήποτε εκλογικής περιφετης ΕΡΕ, που ανήκουν σήμερα στη «Νέα Δημοκρα- ρείας, θα αναδεικνυόμουν αυτομάτως -εφ’ όσον ο τία», στάθηκαν -πλην ελαχίστων- όρθια στο πλευρό αριθμός των ψηφοδελτίων θα εκάλυπτε, έστω και μου κατά το διάστημα της σκοτεινής επταετίας και άπαξ, το εκλογικό μέτρο- βουλευτής της περιφερείας αυτής. Βάσει του άρθρου 65 του Εκλογικού Νόμου, όλα τα ψηφοδέλτια, όσα θα συνεκέντρωνε ο συνδυασμός που θα περιελάμβανε και το δικό μου όνομα, θα έπρεπε να θεωρηθούν σταυροί προτιμήσεως υπέρ εμού. Αυτό θα είχε το ίδιο νόημα με την εκλογή μου ως πρώτου υποψηφίου στο ψηφοδέλτιο της Επικρατείας. Σκέφθηκα μάλιστα και κάτι άλλο. Αν είχα επιμείνει να περιληφθώ στο ψηφοδέλτιο εκλογικής περιφερείας, θα απέκλεια -χωρίς να είμαι ο αρχηγός του κόμματος, που ορθότατα θεωρείται, ότι έρχεται άνευ σταυρών πρώτος- την εκλογή ενός άλλου υποψηφίου του αυτού συνδυασμού, που οι σταυροί προτιμήσεως θα έπρεπε να του ανοίξουν τις πύλες της Βουλής. Θα αδικούσα, λοιπόν, όχι μόνον αυτόν, αλλά και τους εκλογείς, που τον ετίμησαν με Στην εορτή του Αγίου Ανδρέα, 30 Νοεμβρίου 1977. αριθμό σταυρών επαρκή για να ικανοποιηθεί η επι-

378


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

θυμία τους, αν έλειπε το όνομά μου από το ψηφοδέλτιο, να τον ιδούν εισερχόμενο στη Βουλή. Για τους λόγους αυτούς εδέχθηκα την τιμητική για μένα πρόταση του αρχηγού της «Νέας Δημοκρατίας» να εγγραφεί το όνομά μου -παρά το γεγονός, ότι είμαι ανεξάρτητος και απλώς συνεργαζόμενος- πρώτο στο ψηφοδέλτιο της Επικρατείας. Ε. Εύχομαι να επικρατήσει, κατά την προεκλογική περίοδο, πνεύμα αλληλοσεβασμού μεταξύ των μερίδων, που θα διεκδικήσουν την τιμή να εκπροσωπήσουν τον υπερήφανο Ελληνικό Λαό στη νέα Βουλή. Κάθε κόμμα οφείλει να σκέπτεται αδιάκοπα, ότι οι οπαδοί και των άλλων κομμάτων είναι Έλληνες. Η γνώμη μου ήταν ότι αφού το Εκτελεστικό Γραφείο του ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε ή, υπό την πίεση που ασκούσε η βάση του, δεν μπορούσε να προτείνει την υποψηφιότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που θα ψηφιζόταν και από τα δύο μεγάλα κόμματα, θα έπρεπε να διαλυθεί αμέσως τότε, δηλαδή από τις αρχές Μαρτίου, η Βουλή και να εκλεγεί ο νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας από το Σώμα που η σύνθεσή του θα είχε προκύψει από τη νέα ετυμηγορία του λαού. Άσχετα, λοιπόν, από το γεγονός ότι -όπως σου είπα εξηγώντας την άρνησή μου το Δεκέμβριο του 1974- δεν ταιριάζει πολύ με το χαρακτήρα μου η προεδρία της Δημοκρατίας, στη βολιδοσκόπηση που μου έγινε αν θα δεχόμουν να είμαι υποψήφιος για το ανώτατο αυτό αξίωμα, δεν μπορούσα παρά να τηρήσω στάση αρνητική, αφού πίστευα ότι ο νέος πρόεδρος θα έπρεπε να εκλεγεί από τη νέα Βουλή. Γι’ αυτό και δεν εψήφισα τον κ. Σαρτζετάκη. Αλλά, μετά την εκλογή του, δεν συμμερίσθηκα τη στάση της Νέας Δημοκρατίας και ήμουν παρών στην ορκωμοσία του ενώπιον της Βουλής, βέβαιος ότι όποια και αν θα ήταν η έκβαση των εκλογών σχετικά με τη σύνθεση της νέας Βουλής δεν μπορούσε να είναι τέτοια που να καθιστούσε δυνατή την αμφισβήτηση της εκλογής του κ. Σαρτζετάκη. Και έπρεπε όλοι, αντικρίζοντας το θέμα ρεαλιστικά, να είναι γι αυτό βέβαιοι.

Από τη συνέντευξή του στην εφημερίδα “Πελοπόννησος”, 2 Δεκεμβρίου 1977.

379


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος Όσο για τη μη συμμετοχή μου στις εκλογές της 2ας Ιουνίου, η απόφαση πάρθηκε, όπως σου είπα, πριν από τις 24 Απριλίου, δηλαδή πριν από την παροδική κρίση της υγείας μου. Δεν είχα ποτέ ζητήσει, ούτε το 1977 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ούτε το 1981 από τον Γεώργιο Ράλλη, να φιλοξενηθώ ως ανεξάρτητος στο ψηφοδέλτιο της Επικρατείας. Είχαν την καλοσύνη και ο Καραμανλής και ο Ράλλης να μου το προτείνουν. Και το δέχτηκα. Στις 24 Απριλίου, λίγη ώρα πριν υποστώ την κρίση της υγείας μου, μου δηλώθηκε, χωρίς να το έχω ζητήσει, ότι δεν μπορεί να είμαι υποψήφιος. Αυτό είναι όλο. Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο. Ανασκοπώντας τώρα ολόκληρη την πολιτική σταδιοδρομία μου από την πιο ψηλή κορυφή του βουνού,

που από τη μια πλευρά του είναι η ζωή και από την άλλη το μέγα Άγνωστο, θα μου επιτραπεί, ελπίζω, να πω ότι ποτέ -ναι, ποτέ- η προσωπική φιλοδοξία δεν επηρέασε τις πράξεις μου ή οποιαδήποτε απόφασή μου. Από το 1935, που μπήκα στην ενεργό πολιτική, δεν αφήκα πάντως να περάσει ούτε μια μοναδική μέρα -είτε είχαμε δικτατορίες είτε ήταν πόλεμος και εχθρική κατοχή είτε εμφύλια σύρραξη- χωρίς να λάβω υπεύθυνη θέση απέναντι στις δραματικές περιπέτειες που είχαν επιφυλαχθεί στην πατρίδα μας. Μου αρκεί ως αμοιβή η καλοσύνη εκείνων, που -έστω κι αν διαφωνούν με πολλά που, κατά καιρούς, μέσα σε πενήντα χρόνια, έπραξα ή είπα- αναγνωρίζουν την προσωπική μου ανιδιοτέλεια και την καλή μου πίστη.

«... Εθεώρησα αναγκαίο, να ξεκινήσω από αυτό το ηθικό θέμα, δηλαδή από το φόβο μου μήπως διατηρηθεί αυτό το κλίμα που είχε αναπτυχθεί προεκλογικά, ένα κλίμα που οδήγησε τους Έλληνες πάλι σ’ ένα νέο διχασμό. Κακία μεγάλη από τη μια μεριά εναντίον της άλλης, κακία ισοδύναμη της άλλης πλευράς απέναντι αυτής. Η κακία εκδηλώθηκε με φράσεις, με συνθήματα, με πανώ, με κραυγές που ελπίζω να μην ξανακουστούν στην Ελλάδα (...). Πρέπει και έξω να δώσουμε τον τόνο της ηρεμίας, της ομόνοιας, της ομοψυχίας. Ομοψυχία δεν σημαίνει έλλειψη αντιθέσεων. Ομοψυχία δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν και έντονες αντιθέσεις μεταξύ εκείνων που ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα, αλλά να υπάρχει σ’ όλα τα κόμματα και στα στελέχη και στη βάση όλων των κομμάτων η πεποίθηση ή μάλλον η συνείδηση ότι ανήκουν στην ίδια μερίδα, στην ίδια πατρίδα, στην Ελλάδα». Αγόρευση στη Βουλή, 23 Νοεμβρίου 1981 Ψηφίζοντας, στις 18 Οκτωβρίου 1981.

380


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Σαν επιμύθιο Διδάχθηκα πολλά, προπάντων την καρτερία και την ανεκτικότητα. Κατάλαβα γρήγορα, από το 1924, ότι και στις εμφύλιες έριδες καμμιά πλευρά δεν έχει -μόνη αυτή- δίκιο ή, αυτό είναι απόλυτα βέβαιο, ότι και στις δυο πλευρές υπάρχουν καλοί και κακοί, τίμιοι και ασυνείδητοι, ανιδιοτελείς και έμποροι των εμφύλιων παθών. Όταν οι εμφύλιες έριδες έφτασαν σε αιματηρή σύγκρουση, πήρα θέση, ταχθήκαμε την μια από τις δυο πλευρές, όχι μόνο παθητικά, αλλά ενεργά και υπεύθυνα. Πριν μου το διδάξει αυτό ο Σόλων, μου το είχε επιβάλει η ίδια μου η συνείδηση. Αλλά, βοηθημένη από τη βαριά μνήμη των εφηβικών και πρώτων ώριμων χρόνων της ζωής μου η συνείδηση μου με δίδαξε επίσης, ότι οφείλω, όταν κοπάζει η θύελλα, να ατενίζω και τους χτεσινούς αντιπάλους με κατανόηση και με πνεύμα αμεροληψίας, να σέβομαι και τις δικές τους θυσίες, να καταλογίζω λάθη ή και αδικίες όχι μόνο σε εκείνους, αλλά και στον εαυτό μου. Και τώρα, που η μνήμη μου πλησιάζει στο όριο, που -είτε το θέλω, είτε όχι- θα απαλλαγεί για πάντα από κάθε βάρος, θεωρώ χρέος μου να αγωνιστώ, όσον καιρό μου το επιτρέπει ακόμα ο Θεός για την αποτροπή ενός νέου εθνικού διχασμού, που τον αισθάνομαι να υποβόσκει στις ψυχές πολλών Ελλήνων. Είναι, τάχα, μοίρα του Ελληνισμού «η διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή» και «καθενός χαμογελάει, πάρ’ το λέγοντας και συ»;. Δεν θέλω να το πιστέψω. Αλλά και αν ακόμα είναι μοίρα του Ελληνισμού η διχόνοια, όπως το φοβήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός, η θέλησή μας μπορεί να νικήσει τη μοίρα, φτάνει να το καταλάβουμε όλοι, ότι καμμιά πολιτική ή κοινωνική ιδεολογία δεν δικαιολογεί βίαια πάθη και φανατισμούς, αφού καμμιά -μιλάω ειδικότερα για την εποχή μας- δεν μπορεί, επικρατώντας, να αποδειχθεί στην ιστορική πράξη τόσο άψογη και ωραία όσο τη βλέπουν με τη φαντασία τους πριν τη δουν στην πράξη οι φανατικοί οπαδοί της. Περνάμε, πράγματι, από τη δεκαετία του ’70 στην δεκαετία του ’80, αλλά περνάμε επίσης από την τέταρτη στην πέμπτη -και τελευταία 20ετία- του αιώνα μας. Εκείνο που έχει βέβαια κάποια σημασία για μένα -αν και ασύγκριτα μικρότερη ή καμιά για τους πολλούς αναγνώστες -είναι ότι δεν θα μπορέσω να την ζήσω ολόκληρη την 20ετία αυτή. Αλλά αυτό δεν

σημαίνει ότι με ενδιαφέρει λιγότερο. Με ενδιαφέρει σαν να επρόκειτο να την διανύσω ο ίδιος. Διότι δεν έχει σημασία ποιο άτομο την διανύει. Σημασία έχει ότι θα την διανύσει η ανθρωπότητα. Πρέπει να πω, λοιπόν, αμέσως ότι την 20ετία αυτή τη βλέπω με μεγάλη ανησυχία. Δεν υπήρξε, βέβαια, καμιά 20ετία του αιώνα μας ή ακόμη και 10ετία που να μην ήταν συνυφασμένη με φοβερές δοκιμασίες ή με προμηνύματα φοβερών δοκιμασιών. Αλλά τούτη εδώ η 20ετία που βρίσκεται μπροστά μας φαίνεται ότι πρόκειται να μας οδηγήσει σε ακόμη πιο μεγάλα αδιέξοδα. Και σε πολύ λιγότερες λύσεις απ’ ό,τι θα το ήθελε ο ανθρώπινος νους και η προσδοκία της καρδίας μας. Πρέπει να πω ότι αυτό δεν το λέω με απαισιοδοξία. Το γεγονός ότι η ανθρωπότητα θα περάσει από μεγάλες δοκιμασίες, η πρόβλεψη μάλλον του γεγονότος αυτού, δεν σημαίνει απαισιοδοξία. Σημαίνει απλούστατα μια ρεαλιστική εκτίμηση που δεν πρέπει να θεωρηθεί προφητεία. Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες και να προσδιορίσω το περιεχόμενο των κρίσεων που θα σημειωθούν. Αυτό που μου φαίνεται σίγουρο είναι, ότι τα αδιέξοδα θα είναι ακόμη μεγαλύτερα από όσα έχουν σημειωθεί μέχρι τώρα. Ποια είναι τα αδιέξοδα αυτά;... Δεν νομίζω, ότι στα 10 ή 20 χρόνια που έρχονται τα προβλήματα αυτά θα γίνει δυνατόν να λυθούν. Πιστεύω αντίθετα ότι θα αυξηθούν. Γιατί είναι δύσκολο να φανταστώ ότι μπορεί να λυθούν χωρίς συνεννόηση όλων των κρατών του κόσμου. Αυτό το είπα και στη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, σε μια ομι-

Συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις εορτασμού για την Εθνική Αντίσταση προς τιμήν των αγωνιστών, στις 25 Δεκεμβρίου 1982.

381


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος λία μου με τίτλο: «Απαισιοδοξία ή Αισιοδοξία για το μέλλον του ανθρώπινου γένους;». Τα προβλήματα, λοιπόν, αυτά και πολλά άλλα δεν νομίζω ότι μπορούν να λυθούν στα είκοσι προσεχή χρόνια. Γιατί η λύση τους δεν προϋποθέτει απλώς μια ειρήνευση του κόσμου, που την εύχομαι με όλη μου την καρδιά, χωρίς να είμαι και βέβαιος ότι θα πραγματοποιηθεί στην ερχόμενη 20ετία. Δεν προϋποθέτει απλώς μια συνύπαρξη των δύο κόσμων -που δεν είναι πια σήμερα μόνο δύο, γιατί έχουμε και την Κίνα που είναι ένας τρίτος κόσμος, καθώς και τους αδέσμευτους που είναι ένας τέταρτος-, αλλά προϋποθέτει συνεργασία. Συνεργασία σε τομείς που η σημασία τους είναι ζωτική για όλους. Φοβάμαι, λοιπόν, ότι θα πρέπει να μεγαλώσουν τα δεινά ακόμη περισσότερο για να ανανήψουν οι κυβερνήσεις και να καταλάβουν ότι κοινή είναι η μοίρα όλης της ανθρωπότητας. Ειδικώτερες προβλέψεις σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις στις διάφορες χώρες, και στη δική μας, στον κόσμο ολόκληρο, δεν μπορώ να κάνω. Πιστεύω πάντως ότι λίγο-λίγο οι δυο βασικοί κόσμοι -όχι πια υπό την έννοια του γεωγραφικού χωρισμού, αλλά του κοινωνικοπολιτικού, δηλ. ο κόσμος της λεγόμενης φιλελεύθερης οικονομίας και ο κομμουνιστικός κόσμος, ο σοσιαλιστικός- κάποτε θα συμπλησιάσουν. Πλησιάζουν και σήμερα κατά κάποιον τρόπο. Η τάση, βέβαια, είναι να εκτοπίσει ο ένας τον άλλον ή να πάρει τη θέση του άλλου. Εγώ νομίζω ότι αυτό το πράγμα δύσκολα μπορεί να γίνει παγκόσμια είτε με τη μια έννοια είτε με την άλλη. Ας πούμε π.χ. ότι γίνεται ένας παγκόσμιος πόλεμος και ότι ο παγκόσμιος αυτός πόλεμος δεν θα είναι πυρηνικός, πράγμα που θα εσήμαινε καταστροφή των πάντων. Κάνω, λοιπόν, μια υπόθεση μάλλον απίθανη. Και πέστε ότι νικάει η μια μερίδα την άλλη. Νικάει, ας πούμε, ο κόσμος που έχει επικεφαλής την Αμερική τον σοσιαλιστικό κόσμο. Σε λίγα χρόνια θα υπάρξει επανάσταση μέσα στις ίδιες τις χώρες που θα έχουν νικήσει. Δεν είναι δυνατόν να νικηθούν κοινωνικοπολιτικές ιδεολογίες. Αλλά και το αντίθετο θα κατέληγε στο ίδιο αποτέλεσμα. Πέστε ότι νικάει ενωμένος ο σοσιαλιστικός κόσμος, που η ένωσή του είναι και αυτή απίθανη, και κατακτά ολόκληρο τον κόσμο. Ε, λοιπόν, όπως στην πρώτη περίπτωση θα υπάρξουν επαναστάσεις σοσιαλιστικές και εξεγέρσεις λαϊκές -ακόμη και με ουτοπικά συνθήματα, όχι μόνο σοσιαλιστικά-, το

ίδιο και στην δεύτερη περίπτωση θα εκδηλωθούν εθνικές διαφορές. Κατ’ ανάγκην. Διότι η αρχική θεωρία του μαρξισμού μπορεί να είναι σωστή, αλλά για ένα πολύ απώτερο μέλλον. Η θεωρία, συγκεκριμένα, της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι οι πόλεμοι είναι συνυφασμένοι με το καπιταλιστικό καθεστώς μπορεί να είναι σωστή, αλλά είναι σωστή αν την προεκτείνουμε στο απώτερο μέλλον. Θα έχουμε, επομένως, εξεγέρσεις που θα στρέφονται εναντίον του Κράτους εκείνου και της εθνότητας εκείνης που θα ‘χει περισσότερο επικρατήσει, ή ακόμη και εναντίον του ίδιου του συστήματος, που ανάλογα με τις περιοχές και τη νοοτροπία ή ιδιοσυγκρασία των λαών ή των ηγετών τους θα έχει μια ποικιλία εφαρμογής. Βλέπουμε και σήμερα να υπάρχει η ποικιλία αύτή. Γιατί δεν θα υπάρξει αύριο; Και γιατί δεν θα υπάρξουν και αύριο συγκρούσεις λόγω της ποικιλίας αυτής, ποικιλίας διαρθρωτικής ή ποικιλίας εθνικής; Αυτά είχα να πω σε γενικές γραμμές. Δεν μπορώ να κάμω πρόβλεψη σχετικά με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις άλλη παρά μόνο εκείνη την οποία εύχομαι. Όχι εκείνη την οποία βλέπω. Εύχομαι να υπάρξει μια βαθμιαία συναίρεση των δύο τάσεων. Της τάσεως δηλ. εκείνης που είναι στηριγμένη στην αρχή της ατομικής ελευθερίας, που εγώ την θεωρώ άξια μόνο ή κυρίως ως πνευματική και ηθική, και όχι ως οικονομική ελευθερία, και της τάσεως εκείνης που εκφράζει την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, και πού είναι επίσης μεγάλης αξίας. Η συναίρεση των δύο αυτών αξιών, των δύο αυτών ρευμάτων -δεν μιλάω για αξίες απόλυτες, γιατί δεν ξέρω αν υπάρχουν απόλυτες αξίες, υπάρχουν όμως δύο τάσεις στην ανθρώπινη φύση- πιστεύω ότι είναι η λύση. Ειδικώτερα για τη χώρα μας προβλέπω επίσης πολλές δυσκολίες, αλλά εύχομαι οι δυσκολίες αυτές, ιδίως εκείνες που συνδέονται με τις σχέσεις μας με την Τουρκία και με το Κυπριακό, να υπερνικηθούν. Όχι βέβαια με συμβιβασμούς. Διότι, πώς θα κάμουμε συμβιβασμούς εμείς, που τίποτε δεν πήραμε από κανέναν, ώστε σε κάποιο σημείο να πούμε ότι θα συμβιβασθούμε; Οι άλλοι πήραν ή ζητούν να πάρουν. Επομένως, το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε -και να επιδιώξουμε- είναι να εφαρμοσθούν αυστηρά οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την Κύπρο. Και όσο για το Αιγαίο, να γίνει αναγνώριση μερικών γεωγραφικών και ιστορικών δεδομένων, τα οποία επί αιώνες -ακόμη και όταν δεν ήταν ελεύθερη η Ελλάς- δεν είχαν ποτέ αμφισβητηθεί.

382


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Δεν έχανε τις αγαπημένες του θεατρικές παραστάσεις.

383


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Η διαθήκη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου Τελευταίες εντολές μου: Κληρονόμος μου είναι -και επιθυμώ να είναι- η σύζυγός μου Νίτσα (Θεανώ), που στάθηκε στό πλευρό μου και με στήριξε, από το 1935, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για την πικρία και δοκιμασία, που συμμερίστηκε μαζί μου. Στοιχεία της «περιουσίας» μου είναι τα εξής: α) Τα χρήματα (μετρητά), που θα βρεθούν τυχόν στο πορτοφόλι μου ή άλλου. Όσα βρεθούν, προέρχονται αποκλειστικά από δύο πηγές: Η μια είναι τα συγγράμματά μου, που έχω εκδώσει ο ίδιος. Η άλλη είναι οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές μου, που -αφ’ ότου, ύστερα από τον Ιούλιο 1974, δέχτηκα να λαμβάνω και όσες προβλέπονται για τα τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών, που σ’ ολόκληρο το διάστημα της υπερεπτάχρονης δικτατορίας της 21ης Απριλίου είχα αποποιηθεί- είναι υψηλές και αφήνω, για πρώτη φορά στη ζωή μου, περισσεύματα. β) Τα συγγράμματά μου, που είχα εκδώσει εγώ ο ίδιος και δεν έχουν ακόμα πωληθεί, καθώς και όλα τα ανέκδοτα. γ) Τα συγγραφικά δικαιώματα, που έχω αποκτήσει ή θα αποκτήσω από βιβλία μου, που δεν έχω εκδώσει ή που θα εκδώσω, όσον καιρό θα επιτρέψει ακόμα ο Θεός να ζήσω, εγώ ο ίδιος. δ) Η βιβλιοθήκη μου, πού ένα τμήμα της βρίσκεται στο διαμέρισμα, όπου κατοικούμε, και στο πολιτικό γραφείο μου. ε) Τα αντικείμενα προσωπικής μου χρήσεως, καθώς και τα έπιπλα και άλλα αντικείμενα του πολιτικού γραφείου μου, όσα χρησιμοποιούσα προσωπικά ο ίδιος. Τη βιβλιοθήκη μου, αν δεν επιθυμεί η σύζυγός μου να την κρατήσει ολόκληρη όσο ζει, θάθελα να τη δωρίσει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Πατρών και στη Βιβλιοθήκη Μεσολογγίου. Στην Πάτρα θάθελα να δωρίσει -ή κληροδοτώ, όταν θάχει φύγει από τον κόσμο και η σύζυγός μου και θάχει ξανάρθει κοντά μου- τα ξενόγλωσσα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, και στο Μεσολόγγι τα Ελληνικά βιβλία. Όσα βιβλία περιέχουν αρχαία Ελληνικά κείμενα θάθελα να διανεμηθούν και στις δυο πόλεις. Στον διαχωρισμό -και στην επιλογήτων βιβλίων, που θα δοθούν στις Δημοτικές Βιβλιοθήκες των δύο πόλεων, παρακαλώ τον Διονύση Σπ. Λιβανό να βοηθήσει την σύζυγό μου, αν η προσφορά

γίνει όσο ζει η ίδια, ή να αναλάβει την ευθύνη να αποστείλει τα βιβλία μου, όταν θάχει φύγει από τον κόσμο η σύζυγός μου. Επιθυμώ -και απαιτώ να γίνει σεβαστή η επιθυμία μου αυτή- να μη γίνει η κηδεία μου δημοσία δαπάνη, να μη απονεμηθούν τιμές, να μη εκφωνηθούν επικήδειοι λόγοι, νεκρώσιμη ακολουθία να ψαλεί στο ναό του Α΄ Νεκροταφείου Αθηνών, και να πλαγιάσω πλάι στους γονείς μου, πλάι στον Δημήτριο Γούναρη, πλάι στον αδελφό μου Αναστάσιο και στον επ’ αδελφή γαμπρό μου Αλέξανδρο Ζήση. Εκεί θα περιμένω να πλαγιάσει ξανά κοντά μου, όταν σημάνει και η δική της ώρα, η σύζυγός μου. Αθήναι, 11 Φεβρουαρίου 1976 Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 7 Φεβρουαρίου 1987.

384


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

«Το αληθινό μέλλον δεν έχει ανάγκη από το θάνατο του αληθινού παρελθόντος. Μονάχα τα ψέματα έχουν ανάγκη ν’ αρνηθούν παλαιότερα ψέματα. Ο Ιησούς είπε ρήματα αληθινά και καινούργια. Γι αυτό ακριβώς δε ζήτησε να καταλύσει και τα παλαιά». Οι τρεις αυτές φράσεις, που τις έγραψα στο 1941

(στον Πρόλογο της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»), περιέχουν μια μοναδική έννοια. Με αυτή την έννοια θάθελα να επιβιώσει σε μελλοντικούς καιρούς το έργο μου, αν επιβιώσει (πράγμα, που δεν έχει μεγάλη σημασία), και αν (αυτό έχει σημασία, και μάλιστα τεράστια) οι άνθρωποι των μελλοντικών καιρών θα χουν ιστορική μνήμη.

385


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

386


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

387


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1902 Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Δεκεμβρίου (30 Νοεμβρίου - εορτή του Αγίου Ανδρέου, πολιούχου της Πάτρας σύμφωνα με το Ιουλιανό Ημερολόγιο). Πατέρας του ο Κανέλλος Κανελλόπουλος, φαρμακοποιός, μητέρα του η Αμαλία, αδελφή τού Δημητρίου Γούναρη. Ο πρεσβύτερος αδελφός του Αναστάσιος Κανελλόπουλος είχε γεννηθεί στις αρχές του 1900. (Η κόρη του Αμαλία παντρεύτηκε, το 1952, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και σε δεύτερο γάμο, το 1973, τον ιατρό Επαμεινώνδα Μεγαπάνο). 1908 Γεννήθηκε η αδελφή του Μαρία. (Παντρεύτηκε, το 1928, στην Αθήνα, το δικηγόρο Αλέξανδρο Ζήση. Κόρη τους η Εύη Μελά, συγγραφέας πολλών γερμανικών βιβλίων, που αναφέρονται κυρίως στην ελληνική αρχαιότητα, στο Βυζάντιο και στη νεοελληνική ζωή). Στο σπίτι της οικογένειας Κανελλόπουλου φιλοξενήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα και η Γαλάτεια Σαμίου (αργότερα Καζαντζάκη), ώστε να κατοικεί σε πόλη που διαθέτει γυμνάσιο. 1918 Δημοσιεύθηκε ποίημά του, στο πρωτοποριακό περιοδικό του δημοτικισμού, τον «Νουμά». 1919 Το 1919 βρίσκει τον ίδιο φοιτητή της Νομικής στην Αθήνα, το θείο του εξόριστο στην Κορσική και τον πατέρα του έγκλειστο στις φυλακές του Αβέρωφ (ως κυνηγημένο από τους βενιζελικούς κατά το οικογενειακό του περιβάλλον). Ολοκλήρωσε τον Ιούνιο τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών (στα θρανία του οποίου κάθισαν, συνολικά, πέντε πρωθυπουργοί. Πέραν του θείου του, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Δημήτριος Μάξιμος και ο ίδιος). Τον Σεπτέμβριο εγγράφεται ως φοιτητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 1920 Περνά τον Ιούνιο με επιτυχία τις τμηματικές εξετάσεις του πρώτου έτους. Πριν από τη διενέργεια των εκλογών που επανέφεραν τον Γούναρη και το Λαϊκό Κόμμα στην εξουσία, πείθεται από την οικογένειά του, η οποία φοβάται τα πολιτικά πάθη της εποχής, και αφήνει την Αθήνα για να συνεχίσει τις νομικές σπουδές του. Αρχές Σεπτεμβρίου αναχωρεί για την Ιταλία. Παραμένει εκεί ένα μήνα μαζί με τον θείο του Δημήτριο Γούναρη, που είχε δραπετεύσει από την Κορσική όπου

ήταν εξόριστος από το 1917. Τέλη Σεπτεμβρίου αναχωρεί από την Ιταλία και εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης ως φοιτητής του τρίτου εξαμήνου, παρακολουθώντας και μαθήματα της Φιλοσοφικής Σχολής. - «Ρυθμοί στα Κύματα» (ποιήματα).

1923 Τον Φεβρουάριο αναγορεύεται διδάκτωρ του Δικαίου του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Συνεχίζει τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Τον Οκτώβριο επιστρέφει στην Αθήνα. - «Η λυτρωμένη από το σόι που χάθηκε» (μυθιστόρημα που τυπώθηκε ελληνικά στο Μόναχο).

1923-24 Εκπληρώνει στην Πάτρα (στο 12ο Σύνταγμα και υστέρα στο στρατοδικείο Πατρών) τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Απολύεται με την ένδειξη «τυφεκιοφόρος». 1925 Δημοσιεύει την πρώτη κοινωνιολογική πραγματεία του στο «Αρχείον των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών» του Δ. Καλλιτσουνάκη και γίνεται μέλος της «Εταιρίας των Κοινωνικών Επιστημών», με πρόταση των Αλέξανδρου Παπαναστασίου, Καλλιτσουνάκη και Αριστοτέλη Σιδερή. 1925 Τον Οκτώβριο διορίζεται Γενικός Γραμματέας του υπουργείου της Εθνικής Οικονομίας στην οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη. - «Η Κοινωνία των Εθνών».

1927 Τον Αύγουστο, μετά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης, παραιτείται από τη Γενική Γραμματεία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. - «Κοινωνιολογία των ιμπεριαλιστικών φαινομένων».

1928 -«Soziologisches Denken und soziologische Wissenscliaft» (Kölner Vierteljahrshefte für Soziologie, 1. Jahrgang, Heft 3). 1929 Υφηγητής της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε από το 1929 ώς το

388


δια χειρός 1935 και το μάθημά του σύντομα είχε γίνει πνευματικός θεσμός των Aθηνών, με ακροατήριο επίλεκτο και ολοένα μεγαλύτερο. Εγκαινιάζει το διδακτικό έργο του. Εκδίδεται το «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών» (Συντακτική Επιτροπή: Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Μιχαήλ Τσαμαδός). Από το 1929 -στο διάστημα του ενδεκάχρονου βίου του «Αρχείου Φιλοσοφίας»- δημοσιεύθηκαν πολλές πραγματείες του και βιβλιοκρισίες του. - «Ιστορία και κριτική των Κοινωνιολογικών Θεωριών» (Μέρος α΄, «Auguste Comte και Herbert Spencer»).

1930 Μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στο Διεθνές Συνέδριο Εργασίας στη Γενεύη (κυβερνητικοί αντιπρόσωποι: Ανδρέας Ζάκκας και Παναγιώτης Κανελλόπουλος). 1931 - «Κάρολος Μαρξ. Συμβολή εις την Ιστορίαν των Οικονομικών και Κοινωνικών Θεωριών». - «Das Individuum als Grenze des Sozialen und der Erkenntnis: Soziologie contra Soziologismus» (Archiv für angewandte Soziologie, Band III, Heft 2).

1932 Τους τελευταίους μήνες του έτους Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Παραιτείται, όταν υπέβαλε υποψηφιότητα για την έδρα της Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. - «Η Κοινωνία της Εποχής μας». - «Die Grundrichtungen der Geselhchaftslehre Lorenz von Steins» (Archiv für Geschichte der Philosophie und Soziologie, Band 39, Heft 314).

1933 Τον Ιανουάριο εκλέγεται μόνιμος καθηγητής της εκτάκτου αυτοτελούς έδρας της Κοινωνιολογίας που ιδρύθηκε για πρώτη φορά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (Νομική Σχολή). - «Ιστορία και Πρόοδος. Εισαγωγή εις την Κοινωνιολογίαν τής Ιστορίας».

1934 Εκλέγεται από τα μέλη του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου του νεοσύστατου -τότε- Ιδρύματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων πρόεδρός του (στο διάστημα της προεδρίας του καταρτίσθηκαν οι κανονισμοί των συντάξεων και του κλάδου ασφαλίσεως της υγείας με Γενικό Διευθυντή του Ιδρύματος τον Χρήστο Αγαλλόπουλο).

Παναγιώτης Κανελλόπουλος - «Ο Άνθρωπος και αι κοινωνικαί αντιθέσεις». - «Obsenvations historiques sur l’ idée de la société» (Rivista di Sociologia, Gennaio-Marzo 1934, Paris).

1935 Με την έκρηξη του κινήματος της 1ης Μαρτίου τερματίζεται η πανεπιστημιακή του δραστηριότητα. Νυμφεύεται τη Νίτσα (Θεανώ) Πουλικάκου. Με άρθρα του στην εφημερίδα «Ακρόπολις» εκδηλώνεται υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας και κατά της επιστροφής του Βασιλέως. Απομακρύνεται από την πανεπιστημιακή έδρα του και από τη θέση του προέδρου του Ι.Κ.Α. Στις 15 Δεκεμβρίου ιδρύει το «Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα». - «Η Νεοελληνική Κοινωνία». (Σειρά μαθημάτων του πανεπιστημιακού έτους 1934-35. Δημοσιεύθηκαν συνοπτικά στον τόμο «Ελλάς» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με τον τίτλο αυτό, και ολόκληρο το τέταρτο από τα πέντε μέρη «Η πνευματική νεοελληνική κοινωνία» στο «Αρχείον Φιλοσοφίας και θεωρίας των Επιστημών», έτος έκτο, τεύχος α΄).

1936 Στις εκλογές του Ιανουαρίου, στις οποίες έλαβε μέρος με τη σύμπραξη προσωπικοτήτων, όπως ο αντιστράτηγος και ακαδημαϊκός Αλέξανδρος ΜαζαράκηςΑινιάν, ο Φίλιππος Δραγούμης και ο τέως αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας Νικόλαος Κολυβάς, το σύνθημά του για την υπερνίκηση του διχασμού μεταξύ βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού δεν υιοθετείται από το λαό. Μετά την άποτυχία του στις εκλογές συνεχίζει τον αγώνα με την εβδομαδιαία εφημερίδα του «Ελληνική Φωνή» και με περιοδείες και ομιλίες του στη Θράκη, στην Κρήτη και σ’ άλλες περιοχές της Ελλάδος. Μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου απευθύνει μακρότατο υπόμνημα στον βασιλέα Γεώργιο Β΄, καταγγέλοντας τη δικτατορία. Στα τέλη του έτους, αφού δεν είχε λάβει καμιά απάντηση από τον βασιλέα, διανέμει με τη βοήθεια φίλων του το υπόμνημα σε χιλιάδες πολυγραφημένα αντίτυπα στην Αθήνα και στις επαρχίες. - «Προβλήματα Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας της Ιστορίας». - «Die Einsamkeit in ihrer gemeinschaftlichen und gesellschaftlichen Problematik» (Reine und angewandte Soziologie. Eine Festgabe für Ferdinand Tdnnies zu seinem achtzigsten Geburtstag).

1937 Στις 7 Φεβρουαρίου συλλαμβάνεται, μένει ένα μήνα έγκλειστος στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και εκτοπίζεται στην Κύθνο.

389


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος 1938 Τον Σεπτέμβριο, μετά το κίνημα της Κρήτης, μεταφέρεται, μαζί με τη γυναίκα του, στην Καλή Ράχη της Θάσου. 1939 Τον Μάιο μεταφέρεται στην Κάρυστο, που ορίζεται τρίτος τόπος εκτοπισμού του. Τον Ιούλιο στέλνει στον Ιωάννη Μεταξά μακρότατο υπόμνημα, προλέγοντας με βεβαιότητα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εμπλοκή της Ελλάδος, την ενδεχόμενη κατάληψη της Ευρώπης από τον Άξονα, καθώς και την τελική συντριβή του. (Βλ. το υπόμνημα στο βιβλίο του «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου», 1964). - «Απλοί Φθόγγοι» (συλλογή ποιημάτων με το ψευδώνυμο Αίμος Αυρήλιος).

1940 Τον Αύγουστο, μετά την καταβύθιση της «Έλλης», απευθύνει νέο υπόμνημα στον Ιωάννη Μεταξά, λέγοντας ότι επίκειται η επίθεση της Ιταλίας. Στις 28 Οκτωβρίου τηλεγραφεί στον Ιωάννη Μεταξά και ζητεί να του επιτραπεί να επανέλθει στην Αθήνα. Στις 4 Νοεμβρίου επιστρέφει στην Αθήνα. Όταν, στα μέσα Νοεμβρίου, επιτράπηκε η προσέλευση εθελοντών, παρουσιάσθηκε αμέσως στο Γουδί (η κλάση του δεν επιστρατεύθηκε). Στα τέλη Νοεμβρίου εντάχθηκε σε τμήμα χιλίων περίπου ανδρών που στάλθηκαν να πληρώσουν κενά σε μεραρχίες που είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες. Υπηρέτησε ως απλός στρατιώτης στην 13η Μεραρχία (του Αρχιπελάγους), στο Βόρειο Μέτωπο, στην περιοχή του Πόγραδετς, και, με την έγκριση του διοικητή της μεραρχίας υποστρατήγου Σωτηρίου Μουτούση, κατέβαινε δυο μέρες το μήνα στην Κορυτσά για την εκτύπωση της δεκαπενθήμερης εφημερίδας της μεραρχίας «Αχρίς» που διανεμόταν σ όλες τις μονάδες. 1941 Στις αρχές Φεβρουαρίου, ύστερα από εντολή του Γενικού Στρατηγείου, που την προκάλεσε το υπουργείο Ασφαλείας, απομακρύνεται από τη γραμμή των πρόσω και τοποθετείται στο Β επιτελικό Γραφείο του Τμήματος Στρατιάς Βορείου Μετώπου στην Κορυτσά. Στις 11 Απριλίου, πέντε ημέρες μετά την επίθεση των Γερμανών, όταν συμπληρωνόταν η εκκένωση του Βορείου Μετώπου, που το απειλούσαν άμεσα από το γιουγκοσλαβικό έδαφος οι γερμανικές φάλαγγες, συμμερίσθηκε ως απλός στρατιώτης, επάνω σε ένα καμιόνι, τη σύμπτυξη, μέσω δυτικής Μακεδονίας, των μεραρχιών του τμήματος Στρατιάς και έφθασε, στις 13 Απριλίου, Κυριακή των Βαΐων, στην ερημωμένη και βομβαρδιζόμενη από τα γερμανικά στούκας Καλαμπάκα. Μεγάλη Τετάρτη 16 Απριλίου, όταν και οι τελευταίες μονάδες των μεραρχιών της Στρατιάς έφευγαν προς τα Τρίκαλα και τη θεσσαλική πεδιάδα, κατευθύνεται με ένα

αυτοκίνητο, που πέρασε τυχαία από την Καλαμπάκα, προς το Μέτσοβο και τα Ιωάννινα. Στα Ιωάννινα τον κράτησε κοντά του ο στρατηγός Πίτσικος, διοικητής της Στρατιάς που εξακολουθούσε να συγκρατεί τους Ιταλούς στο κεντρικό και στο δυτικό μέτωπο. Όταν, στις 20 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, συνθηκολόγησαν, χωρίς την έγκριση του Γενικού Στρατηγείου και του Πίτσικα, ο στρατηγός Τσολάκογλου και οι άλλοι διοικητές Σωμάτων Στράτου, ακολούθησε (στις πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου) τον στρατηγό Πίτσικα που αναχώρησε, μέσω Άρτας, Αγρινίου, Ναυπάκτου και Αιγίου, για την Αθήνα. Ο στρατηγός καταπονημένος έμεινε στο Βραχάτι. Παρουσιάσθηκε τα μεσάνυχτα στο βασιλέα Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Τσουδερό. Μετά την είσοδο των Γερμανών, στις 27 Απριλίου, στην Αθήνα, υιοθέτησε τον Ιούνιο την πρόταση του συνεργάτη του Κωνσταντίνου Περρίκου, που εκτελέσθηκε στις αρχές του 1943, για την ίδρυση της πρώτης αντιστασιακής οργανώσεως που ονομάσθηκε αργότερα ΠΕΑΝ. -Τον Δεκέμβριο εκδόθηκε από τον «Αετό» ο πρώτος τόμος της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» (στην πρώτη μορφή του έργου).

1942 Στις αρχές Φεβρουαρίου αναγκάζεται, καταζητούμενος από τις αρχές Κατοχής, να κρυφθεί, και στις 31 Μαρτίου κατορθώνει να διαφύγει, μαζί με τη σύζυγό του, με μια μικρή ψαρόβαρκα, από τη Ραφήνα, και -ύστερα από πολλές περιπέτειες- φθάνει στις ακτές της Μικράς Ασίας, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, στις 3 Απριλίου (καταδικάζεται ερήμην από εχθρικό στρατοδικείο στην ποινή του θανάτου). Τον Μάιο ορκίζεται στο Κάιρο Αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Τσουδερού και υπουργός Εθνικής Αμύνης. Κατά την περίοδο της υπουργίας του στην Αίγυπτο, όταν ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός είχαν έδρα τους το Λονδίνο. Ιδρύθηκε ο «Ιερός Λόχος» και η Α΄ Ελληνική Ταξιαρχία έλαβε μέρος στη μεγάλη μάχη του Αλαμέιν. 1943 Τον Μάρτιο παραιτείται μετά από την πρώτη ανταρσία στις ελληνικές ταξιαρχίες. - «Θα σας πω την Αλήθεια» και - «Επιστολές προς τους φίλους μου» (τυπώνονται ως μυστικά φυλλάδια από τους φίλους του στην Αθήνα).

1944 Συμμετέχει στο συνέδριο του Λιβάνου (17-20 Μαΐου). Τον Ιούνιο εισέρχεται στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας (πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου) ως υπουργός Ανασυγκροτήσεως και προσωρινώς -ως τα τέλη Αυγούστου- των Οικονομικών (τον διαδέχθηκε στο

390


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

υπουργείο Οικονομικών ο Αλέξανδρος Σβώλος). Αρχές Σεπτεμβρίου η έδρα της Κυβερνήσεως μεταφέρεται από το Κάιρο στην Ιταλία (Cava dei Tirenni). Στις 27 Σεπτεμβρίου φθάνει, ως γενικός πληρεξούσιος της κυβερνήσεως, στην Καλαμάτα. Σταματούν οι συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας και η αιματοχυσία. Από τις 28 ως τις 30 Σεπτεμβρίου στο στρατηγείο του Άρη Βελουχιώτη έξω από την πολιορκημένη Τρίπολη. Το βράδυ της 30ής Σεπτεμβρίου εισέρχεται στην Τρίπολη μετά αναίμακτη παράδοση και ασφαλή Αναχώρηση του Τάγματος Ασφαλείας. Στις 5 Οκτωβρίου εισέρχεται στην Πάτρα, λίγες ώρες μετά την απελευθέρωσή της από τους Γερμανούς. Στις 17 Οκτωβρίου φθάνει στην απελευθερωμένη Αθήνα, όπου την επομένη φθάνουν από την Ιταλία ο πρωθυπουργός Παπανδρέου και τα άλλα μέλη της κυβερνήσεως. Στις 24 Οκτωβρίου ορκίζεται υπουργός των Ναυτικών και προσωρινώς της Παιδείας. Στις 2 Δεκεμβρίου, μετά την παραίτηση του Σβώλου, αναλαμβάνει και το υπουργείο των Οικονομικών. - «Les causes et les butsde cette guerre» (L’ Egypte contemporaine», Revue de la Société Fouad Ier d’ Economie politique, de Statistique et de Législation, Tome XXXIV).

1945 Στις 4 Ιανουαρίου παραιτείται μαζί με ολόκληρη την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου. Την 1η Νοεμβρίου ορκίζεται πρωθυπουργός και στις 22 του ίδιου μηνός παραιτείται. - «1935-1945. Ένας Απολογισμός». - «Θα σας πω την αλήθεια» (επανέκδοση στην ελεύθερη Αθήνα). - «Ο κύκλος των Σονέττων».

1946 Στις εκλογές του Μαρτίου κατέρχεται ως αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος σε συνασπισμό με τα κόμματα Γεωργίου Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλου (Ε.Π.Ε.). Εκλέγεται βουλευτής Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Αχαΐας. Κρατάει τη βουλευτική έδρα της Αχαΐας. Από τις 4 ως τις 18 Απριλίου υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Π. Πουλίτσα. 1947 Τον Ιανουάριο εισέρχεται, μαζί με τον Γ. Παπανδρέου και τον Σ. Βενιζέλο στην υπό τον Δημήτριο Μάξιμο κυβέρνηση Συνασπισμού, ως υπουργός των Ναυτικών και προσωρινώς Δημοσίας Τάξεως, ενώ από τον Φεβρουάριο ως υπουργός Αεροπορίας. Τον Αύγουστο παραιτείται με την υπόλοιπη κυβέρνηση.

- Επανεκδίδεται ο α΄ τόμος και πρωτοεκδίδεχαι ο β΄ τόμος της Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος (στην πρώτη μορφή του έργου). - «Όλιβερ Κρόμβελ» (βιογραφικό χρονικό σε πέντε πράξεις).

1949 Τον Ιανουάριο, ορκίζεται υπουργός των Στρατιωτικών στην υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη Κυβέρνηση και παραμένει στο ίδιο υπουργείο μετά το θάνατο του Σοφούλη και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αλέξανδρο Διομήδη. 1950 Τον Ιανουάριο παραιτείται η κυβέρνηση Α. Διομήδη. Κατέρχεται στις εκλογές του Μαρτίου ως Αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος (σε συνεργασία με το ναύαρχο Αλ. Σακελλαρίου και το στρατηγό Νικ. Παπαδόπουλο) και εκλέγεται στην Αθήνα και στην Αχαΐα. Κρατάει τη βουλευτική έδρα της Αθήνας. Από 23 Μαρτίου ως τις 3 Απριλίου αντιπρόεδρος της υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο κυβερνήσεως και υπουργός της Εθνικής Αμύνης. Από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο Αρχηγός της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. (Νέα Υόρκη). 1951 Συναρχηγός (με τον Στέφανο Στεφανόπουλο) του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος, το οποίο προσχωρεί στον -υπό το στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο- Ελληνικό Συναγερμό. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου εκλέγεται στην Αθήνα και στην Πάτρα. Κρατάει την έδρα των Αθηνών. - «Ο Εικοστός Αιώνας. Η πάλη μεταξύ ανθρωπισμού και απανθρωπίας».

1952 Στις εκλογές του Νοεμβρίου εκλέγεται στην Πάτρα. Ορκίζεται υπουργός Εθνικής Αμύνης στην Κυβέρνηση Παπάγου. - «Ο Χριστιανισμός και η Εποχή μας».

1952-54 Λαμβάνει μέρος, στο Παρίσι, σε όλες τις συνόδους των υπουργών Εξωτερικών και Αμύνης του NATO. Επισκέπτεται τις Η.Π.Α. προσκεκλημένος από τον Αμερικανό υπουργό Αμύνης. Τον Δεκέμβριο του 1954 ορκίζεται Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Παπάγου, διατηρώντας το υπουργείο τής Εθνικής Αμύνης. 1955 Τον Οκτώβριο παραιτείται μαζί με ολόκληρη την κυβέρνηση μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Παπάγου.

391


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος - «Μεταφυσικής Προλεγόμενα». - «Πικροδάφνες» (ποιητική συλλογή).

Verlag, Munchen-Ahrbeck Hannover). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε ταυτόχρονα στην αγγλική γλώσσα.

1956 Στις εκλογές του Φεβρουαρίου εκλέγεται στο νομό Αχαΐας ως ανεξάρτητος στο συνδυασμό τής υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως (Ε.Ρ.Ε.).

1963 Παραιτείται στις 9 Ιουλίου, μαζί με ολόκληρη την κυβέρνηση Καραμανλή. Στις εκλογές του Νοεμβρίου εκλέγεται στο νομό Αχαΐας.· Διαδέχεται τον Κ. Καραμανλή στην ηγεσία της Ε.Ρ.Ε.

- «Πέντε Αθηναϊκοί Διάλογοι, 51 έως 529 μετά Χριστόν». Γερμανική Έκδοση: «Fünf Athener Dialoge» (Walter Verlag, Ölten und Freiburg im Breisgau, 1961). Ιταλική Έκδοση: «Cinque dialoghi ateniesi» (Cappelli Editore, Roma 1964). - «Το Τέλος του Ζαρατούστρα».

- «Από τον Μαραθώνα στην Πύδνα και ως την καταστροφή της Κορίνθου. 490-146 π.Χ.», τρεις τόμοι. (Δεύτερη έκδοση με τον τίτλο «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος» 1982).

1957 - «Γεννήθηκα στο 1402». (Το έργο αυτό τιμήθηκε με το Αριστείον Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών το 1958). Δεύτερη Έκδοση 1967. Τρίτη Έκδοση 1981.

- «Athen» (Knorr und Hirth Verlag). To βιβλίο αυτό εκδόθηκε ταυτόχρονα στη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. - «Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, 1939-1945».

1958 Ως συναρχηγός του «Λαϊκού Κόμματος» με τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, συμμετέχει στις εκλογές του Μαΐου και εκλέγεται βουλευτής Αχαΐας.

1966 Επισκέπτεται τον Σεπτέμβριο την Κύπρο προσκεκλημένος από τον Πρόεδρο Μακάριο. - «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» (στη νέα μορφή του έργου): Πρώτο μέρος (δύο τόμοι): «Από τον Αυγουστίνο στον Μιχαήλ Άγγελο». - «Ascent to Faith» (Exposition Press, New York).

1959 Αρχές Ιανουαρίου προσχωρεί στην Ε.Ρ.Ε. και ορκίζεται αντιπρόεδρος στην υπό τον Κ. Καραμανλή κυβέρνηση. Μετέχει στη σύνοδο των υπουργών του NATO στην Ουάσινγκτον. Στις 4 Ιουνίου Εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Η επίσημη υποδοχή του γίνεται στις 28 Νοεμβρίου, και η επίσημη ομιλία του έχει τον τίτλο: «Οι νέοι παράγοντες της ιστορίας και το μέλλον του ανθρώπου». Επίσημη επίσκεψη στη Γιουγκοσλαβία.

1967 Συνάπτει μυστική συμφωνία με τον Γεώργιο Παπανδρέου για άμεση διενέργεια εκλογών. Στις 3 Απριλίου ορκίζεται πρωθυπουργός. Στις 21 Απριλίου συλλαμβάνεται από ένοπλη ομάδα πραξικοπηματιών. Στις 21 Σεπτεμβρίου προβαίνει σε δριμύτατες δηλώσεις κατά του δικτατορικού καθεστώτος, που μεταδίδονται από τους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Δύο μέρες αργότερα τίθεται υπό κατ’ οίκον κράτηση, που αίρεται μετά την αμνηστία του Δεκεμβρίου. Έκτοτε, πρωτοστατεί στον αντιδικτατορικό αγώνα στην Ελλάδα.

- «Hyperion und der neugriechische Geist» (Siebenberg Verlag, Frankenau).

1960 Επίσημη επίσκεψη στη Βόννη. 1961 Στις 9 Ιουλίου υπογράφει τη συμφωνία συνδέσεως της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Στις εκλογές του Οκτωβρίου εκλέγεται στο νομό Αχαΐας και αναλαμβάνει πάλι τα καθήκοντα του αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως. 1962 - «Mistra. Das byzantinische Pompeji» (Μυστράς. Η βυζαντινή Πομπηία, Knorr und Hirth

1964 Στις εκλογές του Φεβρουαρίου εκλέγεται στο νομό Αχαΐας. Αρχηγός επί τρία χρόνια της αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως στη Βουλή.

- «Réflexions sur la Grèce et l Europe», στον τόμο «L’ héritage vivant de l’ Antiquité grecque», Mouton and Co. La Haye, Paris).

1968 Συνεχίζει τον αγώνα κατά της δικτατορίας. Από τον Απρίλιο ως τα τέλη Σεπτεμβρίου υπό αυστηρότατο κατ’ οίκον περιορισμό. - «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Δεύτερο μέρος (δύο τόμοι) : «Από τον Λούθηρο στον Μπαχ».

392


δια χειρός 1970 Συνεχίζει τον αγώνα κατά της δικτατορίας. - «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Τρίτο μέρος (τόμοι τρεις): «Από τον Βολταίρο στον Γκαίτε».

1971 Συνεχίζει τον αγώνα κατά της δικτατορίας.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανεξάρτητος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. - «Ημερολόγιο. 31 Μαρτίου 1942 - 4 Ιανουαρίου 1945».

- «Five Men-Five Centuries (Solon, Sophocles, Dion, Cydias and Diaios)» (Weidenfeld and Nicolson, London).

1978 - «Η Πάτρα της Μπελ Επόκ. Δοκίμιο Ιστορικό και αυτοβιογραφικό» (στον εικονογραφημένο μεγάλο τόμο «Πάτρα 1900» του Αλέκου Μαρασλή).

1972 Συνεχίζει τον αγώνα του κατά της δικτατορίας.

1979 Εκλέγεται ξένος εταίρος της Βουλγαρικής Ακαδημίας των Επιστημών.

1973 Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου τίθεται πάλι υπό κατ’ οίκον κράτηση, που αίρεται μετά το νέο πραξικόπημα τής 25ης Νοεμβρίου. 1974 Μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο, και μετά την εισβολή των Τούρκων στη Μεγαλόνησο, λαμβάνει μέρος στη δραματική σύσκεψη τής 23ης Ιουλίου, που κράτησε από το μεσημέρι της ημέρας αυτής ως την άφιξη του Κ. Καραμανλή στις πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου. Δεν λαμβάνει μέρος στις εκλογές του Νοεμβρίου. - «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», Τέταρτο μέρος (τόμοι δύο): «Από τον Μπετόβεν στον Κητς». (Και οι εννέα τόμοι του έργου στη νέα του μορφή επανεκδόθηκαν το 1977). 1975 - «Ιστορικά Δοκίμια» (Δεύτερη έκδοση 1979). 1976 Τον Φεβρουάριο επισκέπτεται το Λονδίνο προσκεκλημένος από την «Byron Society», και ύστερα από προσφώνηση του Earl of Lytton (απογόνου του Byron) μιλάει με θέμα «Byron. His Political beliefs and the Greek Revolution» στη μεγάλη αίθουσα τελετών της Βουλής των Λόρδων. Προσφωνεί στη Λευκωσία, στις 20 Ιουλίου, μαζί με τον Πρόεδρο Μακάριο, το Παγκύπριο Συλλαλητήριο. Τον Σεπτέμβριο επισκέπτεται τη Σόφια προσκεκλημένος από τη Βουλγαρική Ακαδημία των Επιστημών. Θέμα τής ομιλίας του: «Pessimisme et optimisme sur I’ avenir du genre humain», που δημοσιεύθηκε γαλλικά και βουλγαρικά στα πρακτικά τής Ακαδημίας. 1977 Στις εκλογές του Νοεμβρίου εκλέγεται ως

1980 - «Δοκίμια και άλλα κείμενα σαρανταπέντε ετών (1935-1980)». - «Heidelberg, ο χρυσός κρίκος του πνευματικού δεσμού μας» (Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Τσάτσο).

1981 Στις εκλογές του Οκτωβρίου εκλέγεται ως Ανεξάρτητος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας της Νέας Δημοκρατίας. 1982 Τον Μάρτιο τού απονέμεται το «Μετάλλιο Γκαίτε» (Goethe Medaille), που του το επιδίδει, εξ ονόματος του Κεντρικού Συμβουλίου των Ινστιτούτων Goethe, ο πρέσβυς της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα. - «Έλληνες και Βούλγαροι» (Ιστορική εισαγωγή στο βιβλίο του Νικολάι Τόντορωφ «Η βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821».

1983 - «Η Γαλλική Επανάσταση». 1985 - «Η ζωή μου: η αλήθεια για τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του έθνους από το 1915 - 1980» (αφήγηση στην Νινέτα Κοντράρου - Ρασσιά). - «Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας. Από την Ιστορία στην αιωνιότητα». 1986 Στις 11 Σεπτεμβρίου ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος απεβίωσε στην Αθήνα. Στις 15 Σεπτεμβρίου έγινε η κηδεία του με τιμές πρωθυπουργού εν ενεργεία.

393


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Τα κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο αυτό προέρχονται (κατά χρονολογική σειρά έκδοσης): Κάρολος Μαρξ, Συμβολή εις την Ιστορίαν των Οικονομικών και Κοινωνικών Θεωριών, Αθήνα 1931. Η κοινωνία της εποχής μας, Κριτική των συστατικών αυτής στοιχείων, Αθήνα 1932. Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, Ι, Αθήνα 1941. Η Ελλάς και ο πόλεμος, 1942. 1935-1945, Ένας απολογισμός, Αθήνα 1945. Θα σας πω την αλήθεια (μια ιδεολογική πολιτική ομολογία), Αθήνα 1945 (έκδοση Β΄). Ο πόλεμος και το μέλλον - Διδάγματα και αιτήματα, Αθήνα 1946. Εισαγωγή σε μια θεωρία της ιστορίας ως βάση του ενωτισμού, έκδοση της Εθνικής Ενωτικής Νεολαίας, Αθήνα 1947. Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, ΙΙ, Αθήνα 1947. Ο Εικοστός Αιώνας. Η πάλη μεταξύ ανθρωπισμού και απανθρωπιάς, Αθήναι 1951 Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας·- Από την Ιστορία στην αιωνιότητα, Αθήνα, 1952 Μεταφυσικής προλεγόμενα, Αθήνα 1955. Πέντε Αθηναϊκοί διάλογοι, 51 έως 529 μετά Χριστόν, Αθήνα 1956. Το τέλος του Ζαρατούστρα, Αθήνα 1956. Γεννήθηκα στο 1402, εκδ Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1957. Τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, 1939 - 1944: ιστορική αναδρομή και κείμενα, Αθήνα 1964. Υποθήκαι προς τους νέους, Αθήνα 1964. Τα χρόνια του μεγάλου πολέμου 1939-1944: Ιστορική αναδρομή και κείμενα, Αθήναι 1964. Ο λόγος του αρχηγού της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενώσεως του κ. Παναγ.Κανελλόπουλου προς τον λαόν των Αθηνών, Αθήνα 1965. Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, Ι, T. 1-2, Αθήνα 1966· ΙΙ, T. 1-2, Αθήνα 1968· ΙΙΙ, T. 1-3, Αθήνα 1970· IV, T. 1-2, Αθήνα 1974. Η Ελλάς εν όψει του μέλλοντος της ανθρωπότητος·- Ομιλία γενομένη κατά την συνεστίασιν των μελών της Εθνικής Ενώσεως Δικηγόρων, Αθήνα 1966. Ιστορικά δοκίμια Α΄: Πώς εφθάσαμε στην 21η Απριλίου 1967, Αθήνα 1975. Τα παρασκήνια της αλλαγής, Ψυχάρης Π. Σταύρος, Αθήνα (Εκδόσεις Παπαζήσης) 1975. Ημερολόγιο: 31 Μαρτίου 1942 - 4 Ιανουαρίου 1945, Αθήνα (Κέδρος) 1977 και (Εκδόσεις Εστία) 2003. Τα Ελληνικά ιστορικά ντοκουμέντα 1940-1975, Βούλτεψης Θ. Γιάννης, Ροδάκης Δ. Περικλής, Αθήνα (Εκδόσεις Δημοκρατικοί καιροί) 1978. Συνομιλίες και μελετήματα, Αρτεμάκης Ι. Στέλιος, Αθήναι (Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”) 1979. Δοκίμια και άλλα κείμενα σαρανταπέντε ετών, 1935-1980,

Θεσσαλονίκη (Εγνατία) 1980. «Heidelberg, ο χρυσός κρίκος του πνευματικού δεσμού μας», στο Αφιέρωμα στον Κ. Τσάτσο, Αθήνα 1980. Μακάριος όπως τον είδαν, επιμέλεια-εισαγωγή-παράρτημα Γιώργος Τσαλακός, Γιάννης Κρανιδιώτης, Αθήνα (Μετόπη) 1980. Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, I-IV, T. 1-9, Αθήνα, Δ. Γιαλλελής, 1976· IV, Y. 10, Αθήνα, Δ. Γιαλλελής, 1984. Η ζωή μου: Η αλήθεια για τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του έθνους απο το 1915-1980, Αφήγηση στην Νινέτα ΚουτράρουΡασσιά, Αθήνα (Γιαλλελής) 1985.

Μεταθανάτιες εκδόσεις Λουλέ-Θεοδωράκη Νίτσα, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Aποχαιρετισμός, Αθήνα (Καραμπερόπουλος) 1986. Κείμενα Παναγιώτη Κανελλόπουλου από τον αγώνα του εναντίον της Δικτατορίας 1967-1974, επιμέλεια Διονύσης Αλικανιώτης, έκδοση της Εταιρείας Φίλων του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αθήνα (Γιαλλελής) 1987. Μνήμη Παναγιώτη Κανελλόπουλου: ομιλίες, μελέτες, κείμενα, Επιμέλεια Π. Τζαμαλίκου, Αθήνα (Δ. Γιαλλελής) 1988. Παναγιώτη Κανελλόπουλου: Ομιλίες στην Ακαδημία Αθηνών, επιμέλεια Ν.Π. Σοϊλεντάκης, Αθήνα (Εταιρεία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου) 1989. Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, V, T. 11, Αθήνα (Διονύσιος Λιβανός) 1989. Επιστολές στους προγόνους μου, πρόλογος Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου, Αθήνα (Νέα Σύνορα - Αντώνης Α. Λιβάνης) 1990. Άπαντα κοινωνιολογικά Α΄-Ε΄, επιμέλεια Μελέτης Η. Μελετόπουλος, Αθήνα 1992-1996. Άπαντα κοινωνιολογικά Β΄,·επιμέλεια Μελέτης Μελετόπουλος, Αθήνα (Γιαλλελής) 1993. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Δέκα χρόνια μνήμης - Δέκα χρόνια προσφοράς, Αθήνα (Εταιρεία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου) 1996. Ιστορικά δοκίμια: Πώς εφθάσαμεν στην 21η Απριλίου 1967, 1940-1944 Εθνική Αντίσταση, Αθήνα (Βιβλιοπωλείο της Εστίας) 1997. Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, Ι-V, T. 1-12, Αθήνα (Δ. Γιαλλελής) 1998. Η ζωή με τον πρόεδρο: Κοντά στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Ζώνα Α. Γιούλα, Αθήνα (Εκδόσεις Γιαλλελής) 2001. Τα δοκίμια: φιλοσοφικά, θρησκευτικά, επιστημονικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, πολιτικά και άλλα δοκίμια και άρθρα, Αθήνα (Εταιρεία Φίλων Παν. Κανελλόπουλου) 2002. Ημερολόγιο Κατοχής: 31 Μαρτίου 1942 – 4 Ιανουαρίου 1945, εισαγωγή Θ. Βερέμης, Αθήνα (Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”) 2003.

394


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

Συνεντεύξεις Δούκαρης, Δημήτρης, «Συνομιλία με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο» , Τομές 1 (1976), 3-6. Κανελλόπουλος, Παναγιώτης Κ., «Συνέντευξη στον Μελέτη Μελετόπουλο τον Ιανουάριο του 1985 - Πνευματικές επιδράσεις και ιδεολογικές επιλογές», Νέα Κοινωνιολογία 4 (1988-1989), 78-80. Παπαδόπουλος Λεύτέρης, Ζω από περιέργεια, εκδ. Καστανιώτη.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία Αθανασιάδης Νίκος, «Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο μεγάλος ιστορικός του ευρωπαϊκού πολιτισμικού πνεύματος», Φιλολογική Πρωτοχρονιά 44 (1989), 36-44. Αθανασιάδης Τάσος, «Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μέσα από την Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 67, τχ 2 (1992), 183-197. Αθανασιάδης Τάσος, «Ο τεχνίτης του λόγου και η εσωτερική κατατομή του», Νέα Εστία 140, Χριστούγεννα 1996, 33-34. Αποστολόπουλος Ντίμης, Φιλοσοφία και Τέχνη: Δοκίμια, Αθήνα 1976. Αρτεμάκης Στέλιος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Συνομιλίες και Μελετήματα, Αθήνα 1979. Ασημακόπουλος Κώστας, «Ο θεατρικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος», Νέα Εστία 140, Χριστούγεννα 1996, αρ.1667, 135-137. Βουδούρης, Κωνσταντίνος Ι. – Μπίρου, Βασιλική, «Παναγιώτης Κανελλόπουλος», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 5 (1988), 4-6. Δεσποτόπουλος Κωνσταντίνος Ι., «Παναγιώτη Κανελλόπουλου: Γεννήθηκα στο χίλια τετρακόσια δύο», Νέα Εστία 110, ετ. ΝΕ΄ (15/10/1981), αρ.1303, 1431-1432. Δεσποτόπουλος Κ.Ι., Δοκίμια και Λόγοι, Αθήνα (Εστία) 1983. Δεσποτόπουλος Κ.Ι., «Κανελλόπουλος Παναγιώτης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών (1985), τομ. 4, 243. Δεσποτόπουλος Κ., «Παναγιώτης Κανελλόπουλος», Νέα Εστία 121, ετ. ΞΑ΄ (15/4/1987), αρ.1435, 494-505. Δεσποτόπουλος Κ.Ι., «Παναγιώτης Κανελλόπουλος (19021986)» στο Φήμη απόντων, Αθήνα (Καστανιώτης) 1995, 1542. Ελένη Κ. Δημητρίου, «Οδυνηρή πορεία: Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος μπροστά στην εμφύλια σύγκρουση μέσα από το Ημερολόγιό του, Μάρτιος 1943 – Ιούνιος 1944», Κλειώ 1 (φθινόπωρο 2004), 7-30. «Θέσεις για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο: τιμή στα ογδοντάχρονά του», Τετράδια Ευθύνης 17 (1982), Αθήνα, Γ.Κ. Παρισιάνος. Κακλαμανάκη Ρούλα, «Μια γεύση από τις Πικροδάφνες του Παν. Κανελλόπουλου», Νέα Εστία 140 (Χριστούγεννα 1996), αρ.1667, 283-286. Καλλίας Κωνσταντίνος, Ο πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Αθήνα 1987. Καραμβάλης Δημήτρης Ι., «Η πρώτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου», Νέα Εστία 122, ετ. ΞΑ΄ (15/10/1987), αρ.1447, 1356-1358.

Καραμπατζάκη-Περδίκη Ελένη, «Μαρξ και μαρξισμός στο έργο του Π. Κανελλόπουλου», Δωδώνη 18/Γ΄ (1989), 89-99. Κωνσταντινίδου Λούλα, Ο ποιητής Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Αθήνα, Νέα Σκέψη, 1990. Μαλεβίτσης Χρήστος, «Σχόλια στο “Τέλος του Ζαρατούστρα” του Π. Κανελλόπουλου», Νέα Εστία 140, 1667 (1996), 68-81. Μαρκάκης Μανώλης, «Η έννοια του τυχαίου και η μεταφυσική του Παναγιώτη Κανελλόπουλου», Φιλοσοφία 17-18 (19871988), 467-475. Μαρκάκης Μανώλης, «Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και η Ευρωπαϊκή συνείδηση», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 5 (1988), 9-15. Μελετόπουλος Η. Μελέτης, Ιδεολογία του δεξιού κράτους 1949-1967: επίσημος πολιτικός λόγος και κυρίαρχη ιδεολογία στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Αθήνα (Παπαζήσης) 1993. Μητρώον Γερουσιαστών ετών 1921-1935 και βουλευτών από της Γ΄ Αναθεωρητικής Βουλής 1935 μέχρι της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής 1974, Αθήναι, Βουλή των Ελλήνων, 1977. Μόσχος Ε.Ν., «Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Ημερολόγιο», Νέα Εστία 106, ετ. ΝΓ΄ (1/7/1979), αρ. 1248, 962-966. Μόσχος Ε.Ν., «Ο Παν. Κανελλόπουλος ως λογοτέχνης», Νέα Εστία 140 (Χριστούγεννα 1996), αρ.1667, 275-282. Μούλιας Α. Χρήστος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος 19021986: ένας ήσυχος και τίμιος διάλογος με το έργο του Αίμου Αυρηλίου, Αθήνα (Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη) 2009. Μπεκίρης Βασίλης, Η πατριωτική δράση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον εμφύλιο, Αθήνα (Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη) 2002. Πλατής Ελευθέριος Ν., «Τα Μεταφυσικής Προλεγόμενα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Απορητική μελέτη», α΄ μέρος, Φιλοσοφία 13-14 (1983-84), 39-76. Πλατής Ελευθέριος Ν., «Προσέγγιση στην ποίηση του Π. Κανελλόπουλου», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 5 (1988), 16-26. Πλατής Ελευθέριος Ν., «Η ποίηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου», στο Κριτικοί προβληματισμοί Γ΄·- Ποιήματα και πεζά, Αθήνα (Οι εκδόσεις των Φίλων) 1995, 35-125. Πολυχρονοπούλου-Κλαδά Νίκα, Ιστορικό αρχείο Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αθήνα (Εταιρεία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου) 2006. Τσεκούρα Στ., «Οι κοινωνιολογικές απόψεις του Π. Κανελλόπουλου», Σύγχρονα Θέματα 3, τχ 15 (1965), 309-322. Woodhouse C.M., «Panagiotis Kanellopoulos:The History of the European Spirit», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών 71, τχ 2 (1996), σ. 288-299. Φασουλάκης Στερ., «Ιστορικός προβληματισμός ενός διανοούμενου πολιτικού», Διαβάζω 100 (8/8/1984), 68-69. Χατζηφώτης Ι.Μ., «Βιοχρονολόγιο-Εργογραφία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου», Νέα Εστία 140, Χριστούγεννα 1996, αρ.1667, σ.3-11. Χατζίνης Γιάννης, «Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Θεωρία και πράξη)», στα Ελληνικά κείμενα Αθήνα (Οικονομίδης) χ.χ., 105117. Χριστοφιλόπουλος Αναστάσιος Π., «Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Προσωπικές αναμνήσεις και αξιολόγηση», Νέα Εστία 140 (Χριστούγεννα 1996), αρ.1667, 53-56.

395


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

396


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

397


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

398


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

399


δια χειρός

Παναγιώτης Κανελλόπουλος

400


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.