"Ο μαγικός βοηθός του Πάι."

Page 1

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ΢Η: ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ΢ ΙΩΑΝΝΗ΢


ΠΡΨΣΗ ΕΚΔΟ΢Η ΝΟΕΜΒΡΙΟ΢ 2014 ΢ΤΓΓΡΑΥΕΑ΢: ΖΑΥΕΙΡΙΟΤ ΕΤΑΓΓΕΛΟ΢ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΥΗ΢Η: ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ΢ ΙΨΑΝΝΗ΢

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΨΝ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ diktyoparamythia.blogspot.gr ΢ΦΕΔΙΑ΢ΜΟ΢ – ΔΙΟΡΘΨ΢ΕΙ΢-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΢ΕΛΙΔΟΠΟΙΗ΢Η: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ storytellerdome.blogspot.gr ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΨΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢ E-mail: politismos@dipe-v-thess.thess.sch.gr, mizki4@yahoo.gr

ISBN:978-618-81659-2-2


ΔΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗ΢Η: ΑΒΡΑΑΜΙΓΗ΢ ΙΩΑΝΝΗ΢



Κάποτε στα πολύ μακρινά περασμένα χρόνια, τότε που όλα ήταν διαφορετικά και παράξενα, κάπου στα βάθη της Ανατολής, στη μυθική Ινδία, ζούσαν κάποιοι άνθρωποι σε ένα μικρό χωριουδάκι από χορτοκαλύβες. Αυτοί οι άνθρωποι καταλάβαιναν τη γλώσσα των ζώων και το χωριό τους ήταν χτισμένο σε ένα μεγάλο ξέφωτο ανάμεσα σε μια πυκνή ζούγκλα και ένα μεγάλο και φαρδύ ποτάμι. ΢το ποτάμι αυτό όμως, το νερό ήταν διαφορετικό απ’ αυτό που ξέρουμε. Ήταν άσπρο, σχεδόν σαν γάλα, σα λιωμένο χιόνι που κυλούσε. Σο ποτάμι αυτό κυλάει μέχρι σήμερα και οι Ινδοί, οι σημερινοί κάτοικοι αυτής της μεγάλης χώρας, το ονομάζουν Γάγγη και το θεωρούν ιερό στην θρησκεία τους. Όσο για το νερό του δεν είναι πια ούτε άσπρο όπως τότε, ούτε και διάφανο. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία. Η ζούγκλα ήταν τόσο πυκνή, που όσο προχωρούσε κανείς, το φως του ήλιου ολοένα και λιγόστευε, μέχρι που όλα σκοτείνιαζαν και κινδύνευε να χαθεί και να μην τον ξαναβρούν ποτέ.



Σην εποχή εκείνη λοιπόν, οι άνθρωποι αυτού του χωριού είχαν μόνο μια καθημερινή ασχολία και μια ιδιαίτερη συνήθεια. Δεν έκαναν ποτέ ερωτήσεις για ότι έβλεπαν, άκουγαν, μύριζαν ή γεύονταν. Η ασχολία τους ήταν να βρίσκουν τη τροφή τους κυνηγώντας ζώα και να μαζεύουν διάφορα φρούτα και φυτά. Μόνο όμως στο μεγάλο ξέφωτο. Χάρια δεν έτρωγαν από τον Γάγγη, γιατί πίστευαν ότι δεν το επιτρέπουν κάποια μεγάλα ψάρια με ποδάρια που μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν στο ποτάμι και να μη πνίγονται ούτε στον αέρα, ούτε στο νερό. Αυτά τα παράξενα ψάρια γι’ αυτούς, ήταν οι κροκόδειλοι και τους θεωρούσαν φύλακες στο βασίλειο του ποταμού. Από τα ζώα, δεν κυνηγούσαν μόνο τις αγελάδες, που βοσκούσαν ανέμελα πέρα δώθε στο μεγάλο ποτάμι, γιατί έτσι πίστευαν ότι το γάλα τους δίνει ζωή και χρώμα σ’ αυτό. Όσο για τη ζούγκλα ούτε καν που πλησίαζαν. Άλλωστε εκεί βασίλευε ο Υόβος, μια τεράστια μονόφθαλμη σαν Κύκλωπας αρσενικιά κόμπρα, ψηλή ίσαμε με το μεγαλύτερο δέντρο. Όταν τύχαινε μερικές φορές κάποιος να τη δει, μπορεί και να μη ξαναμιλούσε απ’ τη τρομάρα του αν γλύτωνε φυσικά.



΢’ αυτό το περίεργο μέρος ζούσε και ο Πάι. Ένα μικρό ορφανό αγόρι που θα’ ταν δε θα’ ταν γύρω στα δέκα χρονών. Αυτό το παιδί ταίριαζε απόλυτα με όλα τα παράξενα που υπήρχαν. Φύτρωνε εκεί που δεν τον έσπερναν. ΢υνέχεια ρωτούσε όλους τους συγχωριανούς του το γιατί και το πώς και γινόταν πολύ κουραστικός. ΢πάνια του απαντούσαν, όχι γιατί δεν ήθελαν, αλλά γιατί δεν ήξεραν. Έτσι δεν είχε σχεδόν καθόλου φίλους και αναγκαζόταν να παίζει με τα ζώα, μιας και απ’ αυτά έπαιρνε που και που καμιά απάντηση στις απορίες που του γέμιζαν πάντα το μυαλό. Μια μέρα, που τριγυρνούσε μόνος κοντά στο ποτάμι και βασάνιζε όπως κάθε μέρα το μυαλό του με καινούριες ερωτήσεις, γιατί αυτό, γιατί το άλλο, άκουσε μια φωνή που καλούσε σε βοήθεια..



Έηπεξε ππορ ηο μέπορ ηηρ και ανηίκπιζε ένα μικπό άζππο μοζσαπάκι μιζοβςθιζμένο ζε μια βοςπκοπαγίδα. Χωπίρ να σάζει λεπηό και με μεγάλη πποζοσή, ηο έδεζε ζηα κέπαηα μ’ ένα σοπηόζσοινο πος κπεμόηαν από ένα δένηπο. Με όζη δύναμη είσε, άπσιζε να ηο ζέπνει ππορ ηο μέπορ ηος, ενώ ηαςηόσπονα ηος μιλούζε και ηος έδινε κοςπάγιο. Μεηά από λίγο ηο μοζσαπάκι είσε ξεθύγει ηον κίνδςνο. Αςηό όμωρ ηο μοζσαπάκι, πος ηο έλεγαν Γαλ, έηςσε να είναι ηο παιδί ηηρ βαζίλιζζαρ ηων αγελάδων, ηηρ κάηαζππηρ αγελάδαρ Βοςρ. Γι’ αςηό και είσε κι ένα ιδιαίηεπο σάπιζμα. Ήξεπε, αν και νεαπό, πάπα πολλά ππάγμαηα και είσε ζσεδόν απανηήζειρ για όλα ηα επωηήμαηα ηος κόζμος. Έηζι άνοιξε η ηύση ηος Πάι, αθού μεηά ηη διάζωζή ηος οι δςο ηοςρ έγιναν ασώπιζηοι θίλοι



Ο Πάι δεν έχανε ευκαιρία να τον ρωτά, κάθε φορά που συναντιόντουσαν, ώσπου μια μέρα η κουβέντα το’ φερε για τον Φόβο, που ζούσε στη ζούγκλα και τρομοκρατούσε όλο το χωριό του Πάι μόνο και με την ιδέα του. Σότε ο Γαλ του μίλησε με ποιο τρόπο θα έφευγε ο Φόβος μακριά απ’ τη ζούγκλα και έτσι οι συγχωριανοί του θα μπορούσαν αν ήθελαν να την εξερευνήσουν και να πάψουν επιτέλους να σκιάζονται. Ο τρόπος που του εξήγησε, ήταν περίπου έτσι. Ο Πάι έπρεπε να πάει μεσάνυχτα στις καλαμιές του ποταμού και να παρατηρήσει, ποιο από τα καλάμια ασημίζει από τις ακτίνες του ολόγιομου φεγγαριού και κάνει στρογγυλή κοιλιά ο κορμός του. Ύστερα να το κόψει μια πιθαμή κάτω και δυο πάνω απ’ τη κοιλιά του ακριβώς. Σο καλαμένιο αυτό κομμάτι να το ανοίξει από μια τρύπα σε κάθε του κόμπο και έτσι να φτιάξει ένα μαγικό σουραύλι μέχρι το ξημέρωμα.



Αυτό το σουραύλι θα ήταν ο μαγικός βοηθός του, γιατί μπορούσε να κάνει τα μεγάλα μικρά και τα μικρά μεγάλα, ανάλογα με τη διάθεση βέβαια που θα είχε αυτός που έπαιζε αυτή τη μυστήρια φλογέρα. Έπειτα έπρεπε παίζοντας ασταμάτητα μ’ αυτό, να περάσει νωρίς το πρωί μέσα από το χωριό και να τους ξυπνήσει όλους. Να συνεχίσει μπαίνοντας στη ζούγκλα για να ακούσει τον ήχο του ο Φόβος. Ένα πράγμα όμως θα έπρεπε να έχει κατά νου. Να είναι πάντα σταθερά, η σκέψη και τα συναισθήματά του για ότι θέλει να καταφέρει. Να μην αλλάξει γνώμη ξαφνικά και τότε πραγματικά θα δει να αλλάζουν τα πάντα προς το καλύτερο, ειδεμή … .


Πράγματι ο Πάι δεν έχασε καιρό και στη πρώτη Πανσέληνο ξεκίνησε γεμάτος περιέργεια την παράξενη αποστολή του. Αφού έπιασε στον ύπνο τους κροκόδειλους, έφτιαξε μέχρι την αυγή το σουραύλι. Με το λάλημα του πετεινού ,άρχισε να φυσάει το σουραύλι του και μια γλυκιά μουσική ξεσήκωσε στο κελάηδημα όλα τα πουλιά τριγύρω. Βλέποντας αυτό που άρχισε να συμβαίνει, γεμάτος ενθουσιασμό μπήκε στο χωριό παίζοντας τη παράξενη μουσική του και οι αγουροξυπνημένοι συγχωριανοί του άρχισαν άλλοι να τον ρωτούν, άλλοι να χορεύουν, άλλοι να τραγουδούν, μα όλοι μαγεμένοι να τον ακολουθούν καθώς πήγαινε προς τη ζούγκλα.




Χωρίς να το καταλάβει όλο το χωριό, μικροί μεγάλοι ήταν πια μέσα στο βασίλειο του Φόβου. Η θεόρατη κόμπρα που δεν άργησε να φανεί μπροστά τους, ξεδιπλώθηκε με τις πιο άγριες διαθέσεις της. Για μια στιγμή στη τρομακτική θωριά και το διαπεραστικό σφύριγμά της ο Πάι πήγε να τα χάσει, μα θυμήθηκε τα λόγια του φίλου του, έκανε κουράγιο και συνέχισε να παίζει με όσο αέρα έβγαζε από τα πνευμόνια του. Ξάφνου άρχιζε να ζει το θαύμα. Ο Φόβος, μην αντέχοντας τη μουσική του σουραυλιού, μίκραινε και μίκραινε ώσπου έγινε ένα μικρό φοβητσιάρικο φιδάκι που έτρεξε να κρυφθεί μέσα στα φυλλώματα. Σου κακόμοιρη του Φόβου έπεσαν και τα αυτιά και κουφάθηκε. Από τότε φυσικά όλα τα φίδια δεν έχουν αυτιά και δεν ακούνε κι άμα αντικρίζουν άνθρωπο πάνε γρήγορα να κρυφθούν.




ISBN:978-618-81659-2-2


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.