Μορφές του ξένου στη νεανική λογοτεχνία

Page 1

1


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή

2

Ευχαριστίες

3

Βιβλιοπαρουσιάσεις

4

Μπόιν Τζ., Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα

4

Τι λέει ο ίδιος ο συγγραφέας για το βιβλίο του

8

Κλιάφα Μ., Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες

9

Μανδηλαρά Φ., (κείμ.), Βασιλακάκη Α. (εικ.), Ο μεγάλος ίσκιος και οι τσιγγάνοι 12 Σωτηράκου Π., Το φουστάνι της Κλεοπάτρας

13

Σαραντίτη Ελ., Κάποτε ο κυνηγός

16

Κλιάφα Μ., Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς

19

Κοντολέων Μ., Μια ιστορία του Φιοντόρ

21

Ψαραύτη Λ., Το Διπλό Ταξίδι

23

Οικονόμουυ Ρ. Μπ. (κείμ.) και Μακ Κίννα Τ.(εικονογράφηση), Εγώ και ο κύριος Γορίλας

25

Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου Λ., Λάθος, κύριε Νόιγκερ

27

Ψαραύτη Λ., Όνειρα από μετάξι

30

Ρις Σίλια, Η μικρή μάγισσα

31

Ψαραύτη Λ. Τα δάκρυα της Περσεφόνης

33

Ψαραύτη Λ., Το χαμόγελο της Εκάτης

35

Ψαραύτη Λ., Επικίνδυνα Παιχνίδια

38

Η επίσκεψη της συγγραφέως Λ. Ψαραύτη στο σχολείο μας

40

2


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Λέσχη Ανάγνωσης του Σχολείου συζήτηση πάνω σ’ αυτό. Αποτέλεσμα μας λειτούργησε φέτος για πρώτη φορά αυτής της δραστηριότητας είναι το έντυπο στο χώρο της Σχολικής Βιβλιοθήκης. Οι Μιλώντας για βιβλία στο οποίο συναντήσεις μας γίνονταν κάθε Πέμπτη παρουσιάζουμε τις εργασίες μας. μεσημέρι και διαρκούσαν δύο διδακτικές Αρχικά διαβάσαμε το βιβλίο των ώρες περίπου. Στη λέσχη συμμετείχαν Κέιβ Κάθριν και Κρις Ρίντελ, To κάτι άλλο, παιδιά από όλες τις τάξεις, η συμμετοχή μτφρ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, ήταν προαιρετική και ο τρόπος με τον Αθήνα 1997, το οποίο αν και απευθύνεται οποίο λειτουργούσε η ομάδα αρκετά σε μικρότερες ηλικίες μας βοήθησε στην ευέλικτος. Το κοινό μας στοιχείο ήταν η κατανόηση της διαφορετικότητας. αγάπη για τη Λογοτεχνία. Ασχοληθήκαμε με την εικόνα του Κατά τις πρώτες μας συναντήσεις Ξένου σε διωγμό, μέσα από το παράδειγμα αναζητήσαμε τις σημασίες που έχει για μας των Εβραίων που οδηγήθηκαν στο η έννοια του Ξένου, μέσα από παιχνίδια και ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια του Β΄ δραστηριότητες, που σχετίζονταν με την Παγκ. Πολέμου και διαβάσαμε τα ιστορία του ονόματος μας, το οικογενειακό πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου «Εν μας δέντρο, την ιδιαίτερη πατρίδα, τη δική ταις ημέραις εκείναις», στο Η πρωτεύουσα μας και των γονιών μας. Και των προσφύγων. Κέδρος, Αθήνα 1971 και διαπιστώσαμε ότι με κάποιο τρόπο και σε του ίδιου «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων», κάποιο διάστημα της ζωής μας, όλοι στο Το δικό μας αίμα, Ερμής, Αθήνα 1978 είμαστε ή νιώθουμε Ξένοι. σ. 45-62 και το διήγημα του Νίκου Στη συνέχεια αφού διερευνήσαμε Κοκάντζη, Τζιοκόντα, Κέδρος, Αθήνα τις έννοιες που έχει η λέξη Ξένος σε 1976. λεξικά, περιοδικά, εφημερίδες, Πάνω στο ίδιο θέμα ήταν και το φωτογραφίες, με τη βοήθεια των μυθιστόρημα του Τζον Μπόιν, Το αγόρι με καθηγητών μας, επιλέξαμε να διαβάσουμε τη ριγέ πιτζάμα, μτφρ. Α. Μοσχονά, βιβλία στα οποία εμφανίζεται ο Ξένος με Κέδρος, Αθήνα 2006 [τίτλος πρωτοτύπου J. τις ποικίλες μορφές του: ως πρόσφυγας, ως Boyne, The boy in the Striped Pyjamas], το μετανάστης, ως διαφορετικός από τους οποίο διαβάζαμε στις συναντήσεις μας όλη υπόλοιπους, ως τσιγγάνος (Ρομά). Τα τη χρονιά. βιβλία τα οποία διαβάσαμε επιλέχτηκαν με Για τη μορφή του Ξένου ως βάση διάφορα κριτήρια, κυρίως όμως τσιγγάνου διαβάσαμε τα βιβλία: της επειδή διερευνούν το θέμα του Ξένου. Μαρούλας Κλιάφα, Ο κόσμος βαριέται να Από τις πρώτες μας συναντήσεις διαβάζει θλιβερές ιστορίες, Κέδρος, Αθήνα καθορίσαμε τον τρόπο με τον οποίο θα 1986, του Φ. Μανδηλαρά (κείμενο), Α. λειτουργούσαμε. Αποφασίσαμε να υπάρχει Βασιλακάκη (εικονογράφηση), Ο μεγάλος ένα βιβλίο το οποίο θα αποτελεί ίσκιος και οι τσιγγάνοι: η ιστορία της αντικείμενο ανάγνωσης σε κάθε τσιγγάνικης φυλής για παιδιά, Δίκτυο συνάντηση, ενώ παράλληλα ο καθένας από Drom-Γιατροί του Κόσμου και εκδόσεις μας διάλεγε ένα βιβλίο από τα Πατάκη, Αθήνα 1999 και της Πίτσας προτεινόμενα για να το διαβάσει, να το Σωτηράκου, Το φουστάνι της Κλεοπάτρας, παρουσιάσει στην ομάδα και να γίνει Πατάκης, Αθήνα 2005 (α΄ έκδ. 1991).

3


Για τη μορφή του Ξένου ως μετανάστη διαβάσαμε τα βιβλία της Ελένης Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός, Καστανιώτης, Αθήνα έκτη έκδοση 2004 (α΄ έκδ. 1996), της Μαρούλας Κλιάφα, Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς, Κέδρος, Αθήνα 2003 και του Μάνου Κοντολέων, Μια ιστορία του Φιοντόρ, Πατάκης, Αθήνα 2005 Για τη μορφή του Ξένου ως πρόσφυγα το βιβλίο της Λίτσας Ψαραύτη, Το διπλό ταξίδι, Πατάκης, Αθήνα 1987. Άλλες μορφές του Ξένου εντοπίσαμε στα βιβλία: των Οικονόμου Ρόζεν Μπίλι (κείμενο) και Τέρρυ Μακ Κίννα (εικονογράφηση), Γούσης Σπ. (εικον. εξωφύλλου για την ελληνική έκδοση) Εγώ και ο κύριος Γορίλας, μτφρ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, Αθήνα 2007 [τίτλος πρωτοτύπου Billi Rosen, Catch me a Godzilla, τόπος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου, Hamish Hamilton, Λονδίνο 1994], της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Λάθος, κύριε Νόιγκερ, Πατάκης, Αθήνα 2006, της Λίτσας Ψαραύτη, Όνειρα από μετάξι, Πατάκης, Αθήνα 2001 και στο βιβλίο της Σίλια Ρις, Η μικρή μάγισσα, μτφρ. Π. Εμμανουηλίδου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001 [τίτλος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου Celia Rees, Witch Child, 2000] Με αφορμή τη συνάντησή μας με τη συγγραφέα Λίτσα Ψαραύτη, βραβευμένη με το Κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας Παιδικού βιβλίου 2008 για το έργο της Η σπηλιά της γοργόνας, Πατάκης, Αθήνα 2007 (Στο βιβλίο περιγράφεται η ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας που έζησε το διωγμό από τη Σμύρνη το 1922 και εγκαταστάθηκε στο απέναντι νησί, έτσι όπως την αφηγήθηκε στην έφηβη ηρωίδα η προγιαγιά της) διαβάσαμε τα

βιβλία της : Ανδρικόπουλος Ν. (εικονογράφηση),Τα δάκρυα της Περσεφόνης, Πατάκης, Αθήνα 2005, Το χαμόγελο της Εκάτης, Πατάκης, Αθήνα 2007, και τα Επικίνδυνα Παιχνίδια, Πατάκης, Αθήνα 2007 Ελπίζουμε την επόμενη χρονιά να συμμετέχουν στην ομάδα μας περισσότερα παιδιά που αγαπούν τα βιβλία και τη λογοτεχνία και θέλουν να μοιραστούν την αγάπη τους αυτή με τους υπόλοιπους. Η ομάδα: Στη Λέσχη Ανάγνωσης συμμετείχαν ανελλιπώς οι μαθήτριες: Άννα Μαρία Βολτατζή, Ελισάβετ Κάτρη, Μαργαρίτα Κυπραίου, Κωστούλα Κωνσταντινίδη, Χριστίνα Λίτση, Αναστασία Ρούσσου, Μαρία Ρούσσου και Χριστίνα Σπυροπούλου αλλά και άλλοι περιστασιακά όπως οι: Σουάτ Αμπντούλ Σαλάμ, Άννα Γιουρτσένκο, Θοδωρής Ζωγράφος, Βασούλα Καντίνου, Μύρινα Κατσουλάκου, Ισιδώρα Κιαουρτζή, Κική Κουρδουνάκη, Μάρθα Κυριακάκη, Εύη

Μαϊλακάκη και Εμινέ Μεχμέτ Υπεύθυνες καθηγήτριες: Μέλπα Μαυριδή, Λουκία Μαρίζα Χατζηλία

Ορφανού,

Ευχαριστίες Το πρόγραμμα της Λέσχης Ανάγνωσης εκπονήθηκε στα πλαίσια των Πολιτιστικών Προγραμμάτων της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης Δωδ/σου. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τις υπεύθυνες των Πολιτιστικών Προγραμμάτων κυρίες Εύη Καλλιγά και Μαρία Σύρμου, το δ/ντή του σχολείου κύριο Χρήστο Μαμμά για τη βοήθεια και τη στήριξή τους και το Δ.Κ.Σ.Μ. Ρόδου για τη συνεργασία τους στην επίσκεψη της συγγραφέως Λ. Ψαραύτη.

4


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ μικρό, παντού μπαινοβγαίνουν στρατιώτες και ο Μπρούνο δεν έχει κανέναν για να παίξει. Από ένα ψηλό παράθυρο του δωματίου του ανακαλύπτει μια ολόκληρη κοινότητα έγκλειστων ανθρώπων που φοράνε ριγέ πιτζάμες έχουν ξυρισμένα κεφάλια και ζούνε κάπως μακρύτερα, σε ένα χώρο περιφραγμένο από Μπόιν Τζ., Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα, συρματόπλεγμα. Δεν καταλαβαίνει όμως μτφρ. Α. Μοσχονά, Κέδρος, Αθήνα 2006 περί τίνος πρόκειται και όταν ρωτάει τον [τίτλος πρωτοτύπου John Boyne, The πατέρα του εκείνος του απαντάει ότι δεν boy in the Striped Pyjamas] είναι κανονικοί άνθρωποι και του απαγορεύει να ασχοληθεί περισσότερο. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Όμως ο Μπρούνο βαριέται και Κωστούλα Κωνσταντινίδη στην απέραντη μοναξιά αυτού του τόπου Ο Μπρούνο είναι ένα εννιάχρονο βρίσκει διέξοδο στις εξερευνήσεις έξω από αγόρι που μεγαλώνει στο Βερολίνο κατά τη το νέο σπίτι του, οι οποίες τον οδηγούν σε διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου ένα σημείο του στρατοπέδου όπου η Πολέμου. Ζει σε ένα πενταόροφο σπίτι επιτήρηση είναι χαλαρή. Εκεί συναντά μαζί με τους υπηρέτες, τη μητέρα του, τη έναν κρατούμενο, ένα Εβραιόπουλο, το μεγάλη του αδερφή, Γκρέτελ (την Σμούελ, που έχει γεννηθεί, κατά Καταδικασμένη Περίπτωση, κατά το σύμπτωση, την ίδια ακριβώς μέρα μ’ Μπρούνο), και τον πατέρα του, που είναι αυτόν και είχε μεταφερθεί εκεί ένας αυστηρός και προσηλωμένος στο οικογενειακώς από ένα γκέτο της καθήκον και τη φασιστική ιδεολογία Πολωνίας. Ο Μπρούνο ενθουσιάζεται με υψηλόβαθμος αξιωματικός του Γ΄ Ράιχ. την ιδέα ενός φίλου και μια δυνατή και Όμως μια μέρα του 1943 ο Χίτλερ κρυφή φιλία αναπτύσσεται ανάμεσα στα (Φύρης, κατά το Μπρούνο) εκτιμώντας την δυο αγόρια, που συναντιούνται καθημερινά αφοσίωση και τα προσόντα του πατέρα τον στο ίδιο σημείο με το συρματόπλεγμα διορίζει διοικητή στο μεγαλύτερο χιτλερικό πάντα ανάμεσά τους. Σε αυτό το σημείο το στρατόπεδο, το Άουσβιτς (Ουστ Βιτς, κατά συρματόπλεγμα είναι λίγο χαλαρά το Μπρούνο). Η οικογένεια αναγκάζεται να στερεωμένο στη γη και από μια μικρή μετακομίσει σε ένα σπίτι που βρίσκεται τρύπα ο Μπρούνο φέρνει στο φίλο του δίπλα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ο συχνά κάτι για να φάει. Κατά τη διάρκεια Μπρούνο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί των συναντήσεών τους τα δυο αγόρια στις καινούριες συνθήκες. Του λείπει το συζητάνε τα θέματα που τους απασχολούν, Βερολίνο με την πολυκοσμία και τα χωρίς όμως να αντιλαμβάνονται τι ακριβώς μαγαζιά του, η γιαγιά και ο παππούς του, συμβαίνει. και οι κολλητοί του φίλοι από το σχολείο Μια μέρα πριν ο Μπρούνο με τη (οι Φίλοι για Πάντα, κατά τον Μπρούνο). μητέρα του και την αδερφή του Το καινούριο σπίτι βρίσκεται σε μια επιστρέψουν στο Βερολίνο, θέλοντας να περιοχή που δεν έχει άλλα σπίτια, είναι βοηθήσει το φίλο του να βρει τον πατέρα

5


του που έχει χαθεί, δέχεται την πρόσκληση του να μπει μέσα από το φράχτη για να ψάξουν μαζί. Ο Σμούελ του φέρνει μια ριγέ πιτζάμα και ξεκινάν την αναζήτηση μέσα στο στρατόπεδο. Όμως οι δυο φίλοι θα οδηγηθούν βίαια με μια άλλη ομάδα κρατουμένων σε ένα θάλαμο αερίων και θα εκτελεστούν πιασμένοι από το χέρι και μένοντας Φίλοι για Πάντα. Η οικογένεια του Μπρούνο μάταια θα τον αναζητήσει σε όλη την περιοχή. Μετά από ένα χρόνο στη διάρκεια του οποίου θεωρείται αγνοούμενος, ο πατέρας θα βρει τα ρούχα του παιδιού του εκεί όπου τα είχε αφήσει όταν άλλαξε, θα συνειδητοποιήσει τη φριχτή αλήθεια και θα καταρρεύσει.

περιπέτειες και οι εξερευνήσεις, κάτι που συνήθιζε να κάνει στο μεγάλο του σπίτι στο Βερολίνο μαζί με τους παλιούς του φίλους, αλλά κι εδώ στο Άουσβιτς, κρυφά από τους μεγάλους. Είναι έξυπνος και επινοητικός, γιατί βρίσκει διάφορους τρόπους να διαφεύγει της προσοχής των μεγάλων και να συναντά το Σμούελ κρυφά. Είναι πολύ αθώος και δεν μπορεί να αντιληφθεί το έγκλημα που συντελείται πίσω από το φράχτη, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει το ρόλο του πατέρα του σ’ αυτό. Είναι ευαίσθητος και γεμάτος αγάπη για το Σμούελ, τον οποίο συμπονά πολύ και θέλει να τον βοηθήσει να βρει τον πατέρα του, για να βρει τελικά τραγικό θάνατο μαζί του μέσα στο θάλαμο αερίων μαζί με τους άλλους κρατούμενους.

ΘΕΜΑΤΑ Μαργαρίτα Κυπραίου Το θέμα που θίγεται κυρίως στο βιβλίο είναι η γενοκτονία των Εβραίων από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδιαίτερα οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως το Άουσβιτς, μέχρι την τελική εξόντωσή τους. Ένα άλλο θέμα είναι αυτό της φιλίας, που μπορεί να αναπτυχθεί κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες και να ξεπεράσει εμπόδια, γεωγραφικά, εθνικά, ταξικά. Η φιλία των δύο αγοριών αναπτύσσεται από τις δυο μεριές του συρματοπλέγματος του στρατοπέδου, είναι όμως τόσο δυνατή και αληθινή, που φτάνει μέχρι το θάνατο.

Άννα Μαρία Βολτατζή: Για τον Σμούελ Ο Σμούελ είναι και αυτός ένα «αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα». Μικρόσωμος, με αδύνατο και βασανισμένο κορμί απ’ την έλλειψη τροφής και την κακομεταχείριση, με κεφάλι ξυρισμένο, όπως όλοι οι Εβραίοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο Σμούελ ωρίμασε απότομα, παρ’ ό,τι είναι ακόμη πολύ μικρός, μόλις εννέα ετών. Ενώ το μυαλό του συνομήλικού του, Μπρούνο, δε μπορεί να συνειδητοποιήσει πόσο άσχημη είναι η σχέση μεταξύ Ναζί και Εβραίων, και τι βάσανα περνούν οι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ο Σμούελ το γνωρίζει καλά. Καταλαβαίνει, έστω και στο περίπου, γιατί είναι φυλακισμένος με την οικογένειά του εκεί, και γιατί εξαφανίστηκε εντελώς αναπάντεχα ο πατέρας του. Ωστόσο, μέσα του η ελπίδα φέγγει και ο μικρός Σμούελ ελπίζει πως μια μέρα ο πατέρας του θα επιστρέψει και η οικογένειά του θα γυρίσει πίσω στο σπίτι του «πάνω απ’ το ρολογάδικο» στην Πολωνία.

ΟΙ ΗΡΩΕΣ Μαρία Ρούσσου: Για τον Μπρούνο Ο κεντρικός ήρωας, ο Μπρούνο, είναι ένα εννιάχρονο παιδί, δραστήριο, με πολλά ενδιαφέροντα, που του αρέσουν οι

6


Ο Σμούελ δεν είχε σχέσεις με κανέναν στο στρατόπεδο. Όταν γνώρισε τον Μπρούνο, μιλούσε ελάχιστα και δεν έμοιαζε να ενδιαφέρεται για τα λεγόμενα του Μπρούνο, αφού ο ίδιος είχε τα δικά του προβλήματα να σκεφτεί. Οι συναντήσεις του και οι συζητήσεις του με το Μπρούνο, όμως, φώτισαν τη ζωή του, και ένιωσε άνετα με το νέο του φίλο. Είχε αποκτήσει κάποιον με τον οποίο μπορούσε να μοιραστεί τους φόβους του, τις ανησυχίες του, τις αναμνήσεις του, ακόμη και στο τέλος τον ίδιο τον θάνατο. Όταν ο Μπρούνο μπροστά στους δικούς του αρνήθηκε ότι τον γνώριζε για να μην τιμωρηθεί, πρέπει να ένιωσε μεγάλη πικρία… Απέραντη χαρά όμως ένοιωσε όταν ο Μπρούνο ντύθηκε σαν κι αυτόν και πέρασε το συρματόπλεγμα για να τον βοηθήσει να βρουν τον πατέρα του. Ο Μπρούνο και ο Σμούελ είναι τόσο ίδιοι μα ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί. Ο Σμούελ είχε γνωρίσει τη σκληρή πραγματικότητα και τους άγριους Ναζί, ενώ ο Μπρούνο δεν ήξερε τίποτε για την καταδίωξη των Εβραίων και είχε την εντύπωση πως οι ριγέ στολές των φυλακισμένων ήταν άνετες πιτζάμες. Αν και τα δυο αγόρια είχαν διαφορές όσον αφορά την καταγωγή τους, είχαν και πολλές ομοιότητες και στην προσωπικότητά τους, αλλά και στα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά. Είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα, ήσαν και οι δυο μικρόσωμοι για την ηλικία τους. Όταν μάλιστα ο Μπρούνο ξύρισε το κεφάλι του, ο Σμούελ παρατήρησε ότι «ήταν ακριβώς σαν κι αυτόν …μόνο λίγο παχύτερος» Η φιλική σχέση του Μπρούνο με τον Σμούελ είναι μια σχέση που δείχνει εκτός των άλλων ότι, όταν οι άνθρωποι είναι απαλλαγμένοι από προκαταλήψεις σχετικά με την καταγωγή κάποιου, τη

φυλή, τη θρησκεία μπορούν να βρουν διαύλους επικοινωνίας. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ, ΓΛΩΣΣΑ Χριστίνα Λίτση Στο βιβλίο αυτό ο αφηγητής δε συμμετέχει στην ιστορία, όμως η παρουσίαση γίνεται με την παιδική και αφελή πολλές φορές ματιά του πρωταγωνιστή Μπρούνο. Οι πιο σκληρές αλήθειες υπονοούνται και διαγράφονται μέσα από την οπτική του εννιάχρονου ήρωα. Μια οπτική γνήσια παιδική, έως και αφελής. Ο μικρός βλέπει τα πάντα μέσα από την προσωπική του ματιά και τις ανησυχίες της ηλικίας του. Είναι αυτός ο αφηγηματικός τρόπος που δίνει την πρωτοτυπία στο μυθιστόρημα. Δεν υπάρχει η συνηθισμένη ορολογία για την ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα, δεν αναφέρονται ποτέ οι λέξεις στρατόπεδο, εθνικοσοσιαλισμός, πόλεμος, ολοκαύτωμα. Όλα υπονοούνται και αναδεικνύονται ακόμα πιο έντονα μέσα από την άγνοια και το ανυποψίαστο βλέμμα του Μπρούνο. Στο βιβλίο υπάρχουν πολλοί διάλογοι λόγω των πολλών συζητήσεων μεταξύ των ηρώων. Σε καθένα απ’ αυτούς αποκαλύπτονται πτυχές του ήθους των ηρώων, διαφαίνεται η ψυχική τους κατάσταση, φωτίζονται απόψεις τους και πτυχές της προσωπικότητάς τους. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και η εστίαση μηδενική, όμως μας δημιουργείται η εντύπωση λόγω του τρόπου που περιγράφονται τα γεγονότα ότι την ιστορία μας την αφηγείται ο Μπρούνο. Ακόμα, στο μυθιστόρημα μπορούμε να εντοπίσουμε πολλές αντιθέσεις π.χ., όταν ο Μπρούνο κάνει κούνια ξένοιαστος στο βάθος υπάρχει μαύρος καπνός από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, αντίθεση η οποία

7


υποδηλώνει την πλήρη αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου. Βέβαια η μεγαλύτερη αντίθεση του βιβλίου, μετά την αντίθεση ανάμεσα στη ζωή στο σπίτι του Μπρούνο στο Βερολίνο και τη νέα του ζωή στο Άουσβιτς, είναι η αντίθεση ανάμεσα στη ζωή του Μπρούνο ως μέλους μιας οικογένειας Ναζί και του φίλου του Σμούελ, ο οποίος είναι Πολωνοεβραίος και ζει στο στρατόπεδο Συγκέντρωσης. Ακόμα, την προσοχή μας τραβούν κάποιες λέξεις που επαναλαμβάνονται συνεχώς και οι οποίες, αν και δεν είναι κύρια ονόματα, είναι γραμμένες με κεφαλαία γράμματα. Αν και χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν άτομα ή χώρους, όπως την αδελφή του Μπρούνο ως «Καταδικασμένη Περίπτωση» και το γραφείο του πατέρα ως «Χώρο Απαγορευμένης Διέλευσης Κάθε Ώρα και σε Κάθε Περίσταση» προκαλώντας μας θυμηδία με την ειρωνική τους χρήση, φαίνεται να υπονοούν και άλλα πράγματα και σε μια δεύτερη ανάγνωση μοιάζει πιθανό να μας είχαν προειδοποιήσει για το ολοκαύτωμα.

ιστορία την κάνει πιο ανάλαφρη και ευχάριστη. Καμία από τις λέξεις που σχετίζονται με το αντικείμενο δεν αναφέρεται, είτε αυτή είναι «στρατόπεδο», είτε είναι «Ναζί». Ακόμη και τα ονόματα που σχετίζονται με τη δίωξη των Εβραίων δεν αναφέρονται ευθέως· ο Χίτλερ αποκαλείται «Φύρης» (μια παραφθορά του τίτλου Φύρερ) και το γνωστό στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς αποκαλείται Ουστ-Βιτς. Τέτοιες λέξεις υπάρχουν στο λεξιλόγιο του μικρού Μπρούνο, αφού είναι μικρός, αθώος και αγαθός. Χριστίνα Λίτση Το βιβλίο αυτό σου προσφέρει πολλούς λόγους για να σου αρέσει. Από τα αγαπημένα μου σ’ αυτό είναι η οπτική για τα πράγματα. Όλα τα θέματα παρουσιάζονται με μια παιδική αφέλεια. Ακόμα, πουθενά δεν αναφέρονται οι λέξεις πόλεμος, εθνικοσοσιαλισμός, ολοκαύτωμα, στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αντιθέτως αυτές οι λέξεις φαίνεται να έχουν αντικατασταθεί από τις λέξεις: «Καταδικασμένη Περίπτωση», «Χώρος Απαγορευμένης Διέλευσης» που αναφέρονται με ειρωνεία σε άλλα πρόσωπα και χώρους. Ο υπαινιγμός, το χιούμορ και η παιδική οπτική είναι οι λόγοι για τους οποίους αυτό το βιβλίο μου αρέσει.

Γιατί μου άρεσε το βιβλίο. Άννα Μαρία Βολτατζή Το «Αγόρι με τη Ριγέ Πιτζάμα» είναι ένα βιβλίο συγκινητικό, γραμμένο με μαεστρία. Ο Τζον Μπόιν, ο συγγραφέας, αποτυπώνει στο χαρτί τη φιλία δύο αντίθετων πλευρών και τη σκληρή αλήθεια που κρύβεται πίσω από δεκάδες συρματοπλέγματα σε ολόκληρο τον κόσμο, ίδια με αυτό που χωρίζει τους δυο φίλους Το πιο ενδιαφέρον με αυτό το βιβλίο είναι το πώς ο συγγραφέας μπορεί να εκφράσει όλη αυτήν τη σκληρότητα μέσα απ’ την άγνοια, την αθωότητα και την παιδική αφέλεια του ήρωα Μπρούνο. Αν και το σύνολο είναι θλιβερό, το χιούμορ του μικρού που υπάρχει διάχυτο στην

Ελισάβετ Κάτρη Το βιβλίο αυτό μιλάει για τη φιλία δύο αγοριών μέσα στις αντιξοότητες του πολέμου, του Μπρούνο που ήταν γιος αξιωματικού των Ναζί, διοικητή του στρατοπέδου του Άουσβιτς και του Σμούελ που ήταν ένας από τους χιλιάδες κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Και οι δυο ένιωθαν μόνοι . Και όταν ανακάλυψαν ο ένας τον άλλον κατάλαβαν πόσοι όμοιοι ήσαν παρά τις

8


διαφορές που τους χώριζαν. Μου άρεσε ιδιαίτερα η περιγραφή της ανακάλυψης αυτού του φίλου από τον Μπρούνο, πίσω από το φράχτη που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του. Μοιάζει σαν να είναι εστίαση με κινηματογραφική κάμερα: «Η τελεία που έγινε κουκίδα, που έγινε κηλίδα, που έγινε μορφή, που έγινε αγόρι.»

κάποιο λόγο, ήξερα ότι θα υπήρχε κάποια συνάντηση σε ένα φράχτη με ένα άλλο αγόρι και ήξερα και πώς θα τελείωνε το βιβλίο. Δηλαδή δεν είχατε οικογενειακές μνήμες από το ολοκαύτωμα; Ευτυχώς όχι! Δεν είχα κανένα μέλος της οικογένειάς μου που να υπέφερε τότε. Δεν είχα καμία προσωπική ιστορία να καταγράψω και πρέπει επίσης να σας πω ότι δεν είμαι Εβραίος.

Χριστίνα Σπυροπούλου Το βιβλίο μου αρέσει επειδή δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ένα μικρό παιδί βιώνει το έγκλημα του ολοκαυτώματος των Εβραίων. Επίσης μου αρέσει, γιατί δείχνει πώς η φιλία και η αγάπη ρίχνουν όλα τα εμπόδια, όλα τα συρματοπλέγματα που ορθώνονται ανάμεσα στους ανθρώπους.

Στη σελίδα τίτλου, το βιβλίο χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα. Γιατί; Αυτό έγινε διότι έλαβα υπόψη τη σοβαρότητα του θέματος καθώς και το γεγονός ότι χρησιμοποίησα κάποια στοιχεία ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης τα οποία όμως άλλαξα για τις ανάγκες της ιστορίας. Ένιωσα λοιπόν ότι ήταν σημαντικό να μην προσποιηθώ ότι μια τέτοια ιστορία βασίζεται στην αλήθεια γι’ αυτό το λόγο και δεν ανέφερα ποτέ καθαρά στο βιβλίο τη λέξη Άουσβιτς. Εξάλλου θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε στρατόπεδο κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εκατομμύρια αθώοι άνθρωποι πέθαναν ή θανατώθηκαν, όπως το Μπέλσεν ή το Νταχάου.

ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ (Απαντήσεις στα ερωτήματά μας αναζητήσαμε σε συνεντεύξεις που έχει δώσει κατά καιρούς ο συγγραφέας και δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του www.johnboyne.com) Πότε ξεκίνησε η ιδέα του βιβλίου; Ποτέ δεν ξέρεις πότε ακριβώς έρχονται οι ιδέες για να γράψεις ένα βιβλίο. Για χρόνια όμως διάβαζα βιβλία για το ολοκαύτωμα, γιατί ένιωθα συνεπαρμένος από αυτό και πράγματι είχα αποκτήσει πολλές γνώσεις για το συγκεκριμένο θέμα. Κάποιο απόγευμα Τετάρτης λοιπόν, τον Απρίλιο του 2004 άρχισα να γράφω ασταμάτητα και μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι είχα τα πρώτα χειρόγραφα. Η αρχική ιδέα σχετιζόταν με μια ιστορία αγοριών σε ένα φράχτη και γνώριζα από την αρχή τα τρία σημεία της. Ήξερα δηλαδή ότι ένα παιδί υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το ασφαλές σπίτι του για

Ο Σμούελ και ο Μπρούνο είναι συνομήλικοι και μάλιστα γεννημένοι την ίδια ημερομηνία. Θεωρούμε ότι αυτό το γεγονός είναι σύμπτωση, αλλά και μια σημαντική λεπτομέρεια ταυτόχρονα. Θα μας εξηγήσετε γιατί διαλέξατε να το περιλάβετε στην υπόθεση; Ήταν σπουδαίο για μένα ο Μπρούνο και ο Σμούελ να έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Είναι και οι δύο μικροκαμωμένοι για την ηλικία τους, καλά και ευγενικά παιδιά και έχουν έρθει και οι δύο σε ένα απαίσιο

9


μέρος χωρίς τη θέλησή τους, αν και η κατάσταση του Σμούελ είναι σαφώς χειρότερη απ’ αυτή του Μπρούνο. Έχουν κοινές σκέψεις και καθώς κάθονται ο ένας απέναντι από τον άλλο, ο φράχτης λειτουργεί ως καθρέφτης.

μεσημέρι της 30 Απριλίου. Ποτέ δε φαντάστηκα άλλο τέλος και δε θα μπορούσα να το κάνω. Το βιβλίο θα έχανε όλο το νόημα και τη σημασία του. Ποιο είναι τελικά το δίδαγμα από την ιστορία του Μπρούνο; Είμαι λίγο επιφυλακτικός για το τι πρέπει να μάθει κανείς. Αντί να πω εγώ στο αναγνωστικό κοινό τι πρέπει να μάθει, με ενδιαφέρει περισσότερο να αποκομίσει ο καθένας το δικό του μάθημα και να μάθει από αυτό. Και νομίζω ότι το μυθιστόρημα δεν έχει διδακτικό ρόλο. Η δύναμη και το συναίσθημα της ιστορίας είναι αυτό που μας οδηγεί να κατανοήσουμε, να αναρωτηθούμε και να θελήσουμε να μάθουμε. Διαφορετικά θα ήταν ανιαρό, δε θα ήταν;

Γιατί επιλέξατε να παρουσιάσετε το θέμα από την οπτική γωνία ενός παιδιού Γερμανικής- Ναζιστικής οικογένειας και όχι από την πλευρά των θυμάτων – Εβραίων; Πίστευα ότι έτσι έπρεπε να κάνω. Να πω την ιστορία από την έξω μεριά του φράχτη και να μην βάλω τον εαυτό μου ως αφηγητή μέσα στο στρατόπεδο. Τα περισσότερα βιβλία για το Ολοκαύτωμα είναι γραμμένα από την πλευρά των Εβραίων, όμως εγώ δεν πίστευα ότι έπρεπε να το κάνω. Δεν ήταν σωστό! Αυτό που ήθελα να κάνω όμως ήταν να δημιουργήσω ένα χαρακτήρα που τυχαίνει να είναι Γερμανός, που περπατάει κάθε μέρα προς το φράχτη και που κάνει ερωτήσεις για το τι συμβαίνει από την άλλη μεριά σαν να μην έχει καταλάβει τίποτα από όλα αυτά. Εξάλλου πολύς κόσμος δεν ήξερε τι πραγματικά συνέβαινε. Πώς ήταν δυνατόν να έχουν δολοφονηθεί τόσα εκατομμύρια ανθρώπων κάτω από τη μύτη μας και να υπάρχουν πολλοί που να μην έχουν καταλάβει τίποτα; Κι όμως!!

Κλιάφα Μ., Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1986.

Πριν δώσετε το συγκεκριμένο τέλος στο βιβλίο, είχατε στο μυαλό σας κι άλλα σενάρια; Κι αν ναι γιατί διαλέξατε αυτό: Όχι! Και παρόλο που έκανα πολλές αλλαγές από την αρχική έως την τελική μορφή της ιστορίας, τροποποίησα μερικούς χαρακτήρες ή διαφοροποίησα διάφορες σκηνές, τα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου παρέμειναν ίδια, λέξη προς λέξη με τις αρχικές μου σημειώσεις που είχα το

Παρουσίαση: Κάτρη Ελισάβετ ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο βιβλίο παρουσιάζεται η ιστορία μιας οικογένειας τσιγγάνων που ζουν σε έναν καταυλισμό στις παρυφές της πόλης των Τρικάλων τη δεκαετία του ΄80. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο : «Εκείνο που θυμάμαι»,

10


παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειας μέσα από την αφήγηση της μικρής κόρης, της Ελπίδας ή Σοκολατένιας, όπως την αποκαλεί ο πατέρας της. Η ιστορία ξεκινάει μια Κυριακή με λιακάδα όπου η ηρωίδα περνάει ευτυχισμένες στιγμές με την οικογένειά της. Ο δυνατός ήλιος μοιάζει να σκεπάζει τα προβλήματά τους, τον αλκοολισμό του πατέρα, την έλλειψη φαγητού και ζεστασιάς. Η μάνα τραγουδάει, και τα αγόρια παίζουν. Η Σοκολατένια είναι χαρούμενη με το καινούριο κόκκινο φουστάνι κι έτσι ευτυχισμένη αποκοιμιέται. Στη συνέχεια, η ηρωίδα περιγράφει τις εμπειρίες της από την επαφή με τους κατοίκους της πόλης και τονίζει τη ρατσιστική συμπεριφορά τους που απέκλειε κάθε επικοινωνία μαζί τους. Αναφέρεται στις προσβολές που δέχονται, καθώς οι έμποροι τους διώχνουν από τα μαγαζιά τους, όταν πάνε να ψωνίσουν, τα παιδία της γειτονιάς δεν καταδέχονται να παίξουν μαζί και οι ένοικοι των πολυκατοικιών δεν ανέχονται να συγκατοικούν με τα νιόπαντρα ζευγάρια τσιγγάνων. Μιλά για τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς της. Όλοι μαζί αναγκάζονται να μετακινούνται συνεχώς για να πουλήσουν πατάτες, ενώ τα παιδιά καθαρίζουν τζάμια αυτοκινήτων και ζητιανεύουν. Θεωρούνται οι πρώτοι ύποπτοι για όποια παρανομία συμβαίνει στην πόλη γι αυτό συχνά δέχονται εφόδους από τους αστυνομικούς που τους εξευτελίζουν. «Εμείς οι τσιγγάνοι πληρώνουμε πάντα τα σπασμένα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Δεν έλειπαν όμως από τον καταυλισμό τους και πολλοί που ζούσαν κάνοντας παρανομίες. Μια μέρα δέχτηκαν τη επίσκεψη μιας συγγραφέως που τους φωτογράφισε για να φτιάξει ένα βιβλίο για τους τσιγγάνους.

Όλοι έβαλαν τα καλά τους και έστησαν γιορτή γύρω της. Η ηρωίδα μας νοιώθει πολύ χαρούμενη όταν επιτέλους θα πάει σχολείο. Στηρίζει σ’ αυτό όλα τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή.!! Βέβαια θα επιθυμούσε να υπάρχει αλφαβητάρι στη γλώσσα τους, αλλά αφού είναι και Ελληνίδα, με χαρά θα μάθει ελληνικά.: «… Θα ζήσω καλύτερες μέρες, θα μάθω γράμματα κι ύστερα άμα μεγαλώσω θα παντρευτώ το Σταύρο.. Θα έρθει κι αυτός στο σχολείο για να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Θα αγοράσουμε τροχόσπιτο –κανείς άλλος στο μαχαλά δεν έχει τροχόσπιτο… Θα πηγαίνουμε στα πανηγύρια, στις γιορτές. Και κανείς δε θα μπορεί να μας διώξει. Ούτε η αστυνομία. Γιατί εμείς θα ξέρουμε γράμματα. Και άμα ξέρεις γράμματα οι άλλοι σε λογαριάζουν..». Όμως το σχολείο δε σεβόταν τις ιδιαιτερότητες των τσιγγάνων και την παράδοσή τους. Η δασκάλα τους προέτρεψε να πάψουν να μιλάνε μεταξύ τους τσιγγάνικα για να βελτιώσουν το λεξιλόγιό τους στα ελληνικά. Απέκλειαν τα κορίτσια από τη γυμναστική, επειδή φορούσαν μακριά τσιγγάνικα φορέματα, αλλά τα κορίτσια δε θα αισθάνονταν τσιγγάνες, αν φορούσαν παντελόνια. Στο μάθημα έπρεπε να μένουν ακίνητοι κι αμίλητοι να γράφουν, να διαβάζουν, ενώ τα παιδιά της φυλής των τσιγγάνων είχαν συνηθίσει να κινούνται και να παίζουν συνεχώς. Γι αυτό και το διάλειμμα της άρεσε περισσότερο. Χορούς μάθαιναν τους ελληνικούς παραδοσιακούς και όχι τους τσιγγάνικους που τόσο αγαπούσε και χόρευε. Ωστόσο ήταν πολλή καλή στη Γλώσσα και ιδίως στο «σκέφτομαι και γράφω». Γρήγορα όμως, ο αγαπημένος της ο Σταύρος που ήταν ο καλύτερος στα μαθηματικά εγκατέλειψε το σχολείο, γιατί έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα του, που

11


ήταν παλιατζής και γύριζε με το κάρο σε όλες τις συνοικίες για να ζήσει την οικογένειά του. Φαίνεται πως κι εκείνη σύντομα θα διακόψει το σχολείο. Τα όνειρά της είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Δεν μπορεί να σταματήσει τη ζητιανιά και τα αδέλφια το πλύσιμο των τζαμιών, γιατί ο μπαμπάς δε δουλεύει, είναι μέθυσος και δε θα μπορέσουν διαφορετικά να ζήσουν. Επιπλέον, οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης θέλουν να τους διώξουν γιατί τους θεωρούν αίτιους για ό, τι κακό συμβαίνει στην πόλη τους. Μοναδικό της καταφύγιο είναι οι ιστορίες που επινοεί όταν μένει μόνη της ή τις βλέπει στο όνειρό της. Οι ιστορίες αυτές άλλες φορές είναι χαρούμενες και κρύβουν τις ελπίδες της για μια καλύτερη ζωή, που δυστυχώς τις περισσότερες φορές διαψεύδονται κι άλλες φορές μιλάνε για το φόβο που νοιώθει καθώς την καταδιώκουν οι άνθρωποι που δεν είναι της φυλής της. Ένα όνειρό της ή κομμάτια από όνειρά της ήταν και η ιστορία που μας διηγήθηκε; Όπως ομολογεί η ηρωίδα, η Ελπίδα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου απευθυνόμενη προς τη συγγραφέα δημιουργό της : «Αυτή η ιστορία έτσι όπως εξελίχθηκε είναι θλιβερή . Και να το ξέρεις, ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες».. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «κάτι τρέχει στα γύφτικα» η συγγραφέας που συναντήσαμε στην πρώτη ιστορία και συγγραφέας της ιστορίας του πρώτου μέρους, αφηγείται γεγονότα και συμβάντα από τη ζωή του καταυλισμού των τσιγγάνων κοντά στα Τρίκαλα, κάνοντας ένα ρεπορτάζ που συνοδεύεται και από φωτογραφίες. Αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου της έδωσαν

δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, όπου οι αγανακτισμένοι περίοικοι του καταυλισμού απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση των τσιγγάνων από την περιοχή τους. Το μόνο που ήξερε για τους τσιγγάνους μέχρι τότε ήταν ιστορίες για κακές γύφτισσες που παίρνουν τα παιδιά και γύφτους που σκοτώνουν, ιστορίες που ενίσχυαν τις προκαταλήψεις της εναντίον τους. Για να μάθει περισσότερα γι αυτούς επισκέφθηκε τον καταυλισμό που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος . Εκεί γνώρισε από κοντά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους, με τις παράγκες φτιαγμένες από χοντρό νάυλον να στάζουν με την πρώτη βροχή, χωρίς νερό, χωρίς αποχετεύσεις και τουαλέτες. Παρόλο που δεν υπήρχε ηλεκτρικό οι τσιγγάνοι είχαν αγοράσει γεννήτριες για βλέπουν στην τηλεόραση τη «Δυναστεία» και το «Ντάλας». Αν και ήταν αναλφάβητοι και δεν καταλάβαιναν το περιεχόμενο των ιστοριών, γοητεύονταν από αυτές τις σειρές. Απολάμβαναν τη χλιδή, την πολυτέλεια των άλλων. Και τα παιδιά έβλεπαν μανιωδώς διαφημίσεις. Οι περισσότεροι τσιγγάνοι ασχολούνταν με το εμπόριο. Ελάχιστοι έπλεκαν ακόμα καλάθια. Την προσοχή της τράβηξε ένας αρκουδιάρης που είχε κληρονομήσει την αρκούδα από τον πατέρα του και παρόλο που δεν έβγαζε πια πολλά χρήματα από το επάγγελμα αυτό επέμενε να κάνει αυτή τη δουλεία για να μην εγκαταλείψει την αρκούδα. Οι τσιγγάνοι, αν και δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο μυστήριο της βάφτισης αν και δύσκολα βρίσκουν κουμπάρους. Καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η έρευνά της φτιάχτηκε και σχολείο για τους τσιγγάνους μέσα στον καταυλισμό. Το σχολείο ήταν μια προχειροφτιαγμένη παράγκα και η δασκάλα έπρεπε να διδάξει πρώτα απ’ όλα στα παιδιά κανόνες υγιεινής… Τα παιδιά

12


παρουσίαζαν αργή αλλά σταθερή πρόοδο και κατάφεραν μάλιστα να οργανώσουν και γιορτή για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Όλοι, γονείς και μαθητές άρχισαν να κάνουν όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως στη γειτονική πόλη η αντίδραση των ντόπιων εναντίον των τσιγγάνων φούντωνε, και το δημοτικό συμβούλιο πήρε την απόφαση να τους διώξει από τον καταυλισμό «με την ελπίδα ότι θα δυναμώσει τον αγώνα των τσιγγάνων με στόχο την οριστική λύση του προβλήματός τους..» Την παραμονή της οριστικής αναχώρησής τους από τον καταυλισμό κάποιοι βάνδαλοι γκρέμισαν με τσεκουριές το σχολείο. Ο βανδαλισμός όμως του τσιγγάνικου σχολείου δεν απασχόλησε κανέναν.

πρώτου μέρους. Ακόμα αξίζει να αναφερθεί ότι είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τον τρόπο συγγραφής ενός βιβλίου καθώς η συγγραφέας κάνει διάλογο με την ηρωίδα του πρώτου μέρους που είναι κατασκεύασμά της αλλά και ταυτόχρονα αυτόνομο πρόσωπο πια από τη στιγμή που γράφτηκε η ιστορία. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Στο αφήγημα του πρώτου μέρους ο/το ξένος/ο παίρνει τη μορφή των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνοι μας καλούν να σεβαστούμε τη διαφορετικότητά τους . Δεν επιζητούν την ελεημοσύνη μας. Θέλουν να τους βοηθήσουμε να λύσουν τα προβλήματά τους, να ζήσουν με τις ανέσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, χωρίς όμως να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα ήθη και τα έθιμά τους. Επιθυμούν να ενταχθούν στην κοινωνία μας διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Δεν θέλουν να είναι οι αναλφάβητοι ταπεινοί ζητιάνοι, θέλουν να τους βοηθήσουμε να μορφωθούν και να έχουν αξιοπρεπείς δουλειές. Είναι Έλληνες. Όμοιοι με μας, αλλά και διαφορετικοί.

ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο είναι ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους, τα έθιμα και ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, η εκπαίδευση των τσιγγάνων. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση του πρώτου μέρους γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά μιας μικρής τσιγγάνας. Έχει μερικές φορές τη μορφή εσωτερικού μονολόγου ή σκέψεων με φανταστικό αποδέκτη κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, ενώ το δεύτερο μέρος είναι ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ για τη ζωή των τσιγγάνων του καταυλισμού κοντά στα Τρίκαλα τη δεκαετία του 80 διανθισμένο από σχόλια της συγγραφέως. Ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε όσα καταγράφονται αντικειμενικά στο δημοσιογραφικό κείμενο του δεύτερου μέρους και σε όσα αφηγείται μέσα από τη δική της οπτική η μικρή τσιγγάνα του

Μανδηλαρά Φ. (κείμενο), Βασιλακάκη Α. (εικονογράφηση), Ο μεγάλος ίσκιος και οι τσιγγάνοι: η ιστορία της τσιγγάνικης φυλής για παιδιά, Δίκτυο

13


Drom-Γιατροί του Κόσμου και εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1999

για να συμβιώσουμε και να σχεδιάσουμε τη ζωή μας μαζί με αυτούς είναι να τους κατανοήσουμε», όπως τονίζουν και οι εκδότες του βιβλίου. Και η μορφή των παραμυθιών είναι ένα εξαιρετικά ελκυστικό όχημα για το ταξίδι αυτής της κατανόησης.

Παρουσίαση: Μύρινα Κατσουλάκου ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας της τσιγγάνικης φυλής για παιδιά με τη μορφή δώδεκα εικονογραφημένων «παραμυθιών» (ή καλύτερα «φανταστικών» ιστοριών). Οι ιστορίες των παραμυθιών, βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα έτσι όπως παραδίδονται από ιστορικές πηγές και μαρτυρίες. Στα «παραμύθια» αυτά υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα συνδιαλέγονται με φανταστικά έτσι ώστε να φανεί καλύτερα ο τρόπος σκέψης, η νοοτροπία και οι πολιτισμικές αναζητήσεις των τσιγγάνων στη χρονική περίοδο στην οποία εκτυλίσσεται κάθε ιστορία. Παράλληλα, με τη βοήθεια του χρονολογίου που υπάρχει στο δεύτερο μέρος γίνεται μια προσπάθεια να ενταχθεί κάθε παραμύθι-ιστορία στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, αλλά και στην ιστορική πορεία της τσιγγάνικης φυλής από τον 5ο μ.Χ. ως τις μέρες μας, από την Ινδία και την Περσία μέχρι τη άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Το βιβλίο αυτό, σύμφωνα και με τις προθέσεις του συγγραφέα και των εκδοτών του θα μπορούσε να αποτελέσει εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ιστορίας των τσιγγάνων στους τσιγγανόπαιδες, αλλά και με τη μορφή διδακτικών παρεμβάσεων να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας στα γυμνάσια για τη γνωριμία όλων των Ελλήνων με την ιστορία και την πολιτισμική προσφορά των τσιγγάνων. «Στην Ευρώπη ζουν πάνω από 10.000.000 τσιγγάνοι και σχεδόν πάνω από 300.000 στην Ελλάδα. Ο μόνος τρόπος

Σωτηράκου Π., Το φουστάνι της Κλεοπάτρας, Πατάκης, Αθήνα 2005 Παρουσίαση: Βολτατζή Άννα Μαρία ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας Τσιγγάνων κατά τη διάρκεια μιας ανοιξιάτικης και θερινής περιπλάνησής τους στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Ναύπλιο, Τσακωνιά, Κρεμμύδι, Λεωνίδιο, χωριά της Τρίπολης, Βάτικα, Δεσποτικό). Την παρατηρούμε μέσα από τα μάτια του Βαλάντη ή Χαμπίμπη (όπως είναι το όνομα του στα τσιγγάνικα), ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Για να επιβιώσουν κάνουν διάφορες δουλειές, μαζεύουν και πουλάνε άδεια κουτάκια αλουμινίου (για ανακύκλωση), εμπορεύονται άλογα, πουλάνε κεράσια και άλλα φρούτα, μαζεύουν σταφύλια στον τρύγο, πλέκουν καλάθια. Οι δουλειές τους ήσαν οι περισσότερες παράνομες και γι αυτό βρίσκονταν σε ένα συνεχές κυνηγητό με

14


την αστυνομία. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούσαν και όταν έφταιγαν, αλλά και τους θεωρούσαν τους πρώτους ύποπτους για ό,τι παράνομο συνέβαινε στην ευρύτερη περιοχή του καταυλισμού τους. Ζέστη, βροχή, καταιγίδες, πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί, κουνούπια, αρουραίοι έκαναν τη ζωή στους καταυλισμούς πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Εκτός από τους αστυνομικούς τους απειλούσαν οι αντίπαλοι πωλητές και άλλες οικογένειες με τις οποίες έχουν παλιούς λογαριασμούς (βεντέτα). Πολλές φορές ζητιανεύουν ή δέχονται δώρα από τους λευκούς. Αγαπημένο τους φαγητό είναι οι σκαντζόχοιροι. Αρχηγός της μεγάλης οικογένειας ήταν η γιαγιά (μπάμπω) «όμορφη, θάναι δε θάναι σαράντα χρονών, δυναμική, αλλά και αλκοολική» και μετά από αυτήν η θεία του η Κλη, δυναμική, φιλάργυρη, σκληρή με όλους. Μαζί τους ήταν και ο μεγάλος παππούς (προπάππους) που κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού πέθανε. Η μητέρα του, η Ευταλία ήταν στη φυλακή, στις ανοιχτές φυλακές της Τίρυνθας και εκείνος προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τη δίκη. Στη φυλακή βρισκόταν επίσης και ο αδελφός της μητέρας του Μιχάλης, άντρας της Κλης και ο παππούς του. Σύντροφοί του ήταν τα αγόρια της οικογένειας, το φλάουτο και το τραγούδι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη για κάποιον ψαρά από την Τσακωνιά που του έμαθε να γράφει και να διαβάζει, παρόλο που στο σχολείο αρνιόταν να πάει και στις ερωτήσεις κάποιων λευκών απαντούσε: «Δεν πάμε σχολείο …Γιατί με τον καταυλισμό του Νώε χάθηκε το τσιγγάνικο αλφάβητο · άμα ξαναβρεθεί θα πάμε». Η αφήγηση της κύριας ιστορίας διακόπτεται από θρύλους και παραδόσεις των τσιγγάνων που εγκιβωτίζονται και

αιτιολογούν το νομαδικό τρόπο ζωής τους, τη φτώχεια τους και κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους (όπως η τάση να λένε ψέματα, να υπερβάλουν, να λένε παραμύθια). Χαρακτηριστική είναι η παράδοση για την κατάρα που ξεστόμισε η Παναγία εναντίον του Πρωτόγυφτου που έφτιαξε στο σιδεράδικό του τα καρφιά για τη Σταύρωση του Ιησού: « Άντε μωρέ ατσίγγανε, ποτέ αχιλιά να μην κάνεις. Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο μη βάλει .Και σε παλιοστρατί να γυρίζεις, πάντοτε σε ξένη χώρα, χωρίς να μπορείς να πεθάνεις.» Αναφέρεται ακόμα ένας θρύλος για μια γύφτισσα που σκότωσε ένα δράκοντα και ο αρχιδικαστής την επιβράβευσε γι αυτήν της την πράξη και για το ότι είπε αλήθεια απελευθερώνοντας τον μελλοθάνατο βαρυποινίτη άντρα της και επιτρέποντας στους τσιγγάνους να κατοικούν στις πόλεις: «Κι οι χωριάτες διηγούνται ότι οι γύφτοι μπορούν πια να ζουν στα χωριά και στις πολιτείες, φτάνει να μη λένε ψέματα τόσα πολλά, που τα λόγια τους να μοιάζουν με παραμύθια.» Οι θρύλοι αυτοί και οι παραδόσεις της φυλής τους τον έχουν επηρεάσει τόσο πολύ που πιστεύει πως στα αμπέλια ακούγεται η φωνή του δράκου. Ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ιδιαίτερο είναι το δέσιμό του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Συμπονά τα άλογα που τα μεταφέρουν σαν φυλακισμένους για να τα πωλήσουν. Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι η αγάπη που αισθάνεται για ένα φίδι με το όνομα Κλεοπάτρα, που είχε στην κατοχή κάποιος λευκός. Η έλξη που αισθάνεται γι αυτό μοιάζει με ερωτική: «Ανασήκωνε το κεφάλι της και με κοίταζε εκστατικά, πράσινη, πράσινη, με κάτι στίγματα καφετιά, όμορφη, γουρλομάτα, να τη φιλήσεις σου’ ρχότανε…». Γι αυτό και

15


αποφάσισε να την κλέψει. Της έριξε ένα υπνωτικό σπρέι και την άρπαξε . Όταν αργότερα όμως στάθηκε να την κοιτάξει διαπίστωσε με απογοήτευση πως δεν είχε κλέψει παρά το φιδοτόμαρο, το «φουστάνι» της. Η ιστορία αυτή, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, κινείται στα όρια του παραμυθιού και της αλήθειας, όπως και όλη η ζωή των τσιγγάνων. Ίσως ο έρωτάς του για το φίδι να υποκαθιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Πάκω μια νεαρή τσιγγάνα, ίσως να δείχνει την ανάγκη του να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί, μέσα από μια σπουδαία και επικίνδυνη πράξη σαν κι αυτή και να κατακτήσει τα όνειρά του, ακολουθώντας τους κανόνες της φυλής του. Ακόμα ισχυρό είναι το δέσιμό του με ένα νεαρό αρκούδι που έμεινε χωρίς αφεντικό, όταν εκείνος πέθανε. Ήταν τρυφερός μαζί του και ο μόνος από την παρέα που το έπεισε να φάει για να ζήσει. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι είχε κοινή μοίρα μ’ αυτό. «Έχεις χάσει τα νερά σου καημενούλι. Σ’ αισθάνομαι, θέλεις το δάσος σου .. Και σένα θα ΄ λειψε η μάνα σου, γι αυτό κατάφεραν και σε πιάσαν,ε; και τώρα σου λείπει γι αυτό δεν τρως … Τα ίδια έκανα και λόγου μου όταν πιάστηκε η μάνα μου, έννοια σου. Είχα τρεις μέρες να φάω, δεν κατέβαζα τίποτα, μέχρι που αναγκάστηκαν να με πάνε στη φυλακή. Εκεί άρχισα να ξανατρώγω… γυρνώντας στο τσαντήρι, χρειάστηκε να κουβαλήσουν και τη φουστάνα της, κι έτσι τυλιγμένος έτρωγα, κοιμόμουνα, λέει η μπάμπω μου.» Ίσως το φουστάνι της Κλεοπάτρας να υποκαθιστούσε τη φουστάνα της μάνας του, τη φουστάνα της μπάμπως του ή της Κλης, που συμβόλιζε την ανάγκη του για τρυφερότητα και ηρεμία. Κατά τη διάρκεια μιας πλημμύρας που ξεθεμέλιωσε τον καταυλισμό, έχασε το αρκούδι. Ήταν πια μήνας Νοέμβριος και

πήραν το τρένο με τη γιαγιά του και τον αδελφό του για την πόλη όπου θα δικαζόταν η μητέρα του. Και η περιπλάνησή τους συνεχίζεται… Όπως έλεγε ο μεγάλος παππούς (ο προπάππους του) λίγο πριν πεθάνει : «-Να μη στεκόμαστε σε ένα μέρος πολύ. Γιατί ο θάνατος κυνηγάει τον καθένα μας από πίσω, όπως ο ίσκιος του, δω να τον φτάσει, κει να τον φτάσει. Άμα σταματήσεις πολύ στο ίδιο μέρος, θα γίνει κι αυτό να σε φτάσει. Ενώ άμα βαδίζεις…» ΘΕΜΑΤΑ Ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, οι παραδόσεις των τσιγγάνων, η ενηλικίωση του έφηβου, ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Την αφήγηση κάνει ο Βαλάντης ή Χαμπίμπης στα τσιγγάνικα,. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα απ’ τα μάτια του αγοριού, καθώς ζει τα γεγονότα. Υπάρχουν επίσης περιγραφές και διάλογοι.. Κάποιες φορές οι διάλογοι μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Στις εγκιβωτισμένες ιστορίες η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. ΓΛΩΣΣΑ Το λεξιλόγιο περιλαμβάνει πολλούς ιδιωματισμούς από την τσιγγάνικη διάλεκτο και ανταποκρίνεται στο ήθος του νεαρού τσιγγανόπουλου. Επίσης παρατίθενται αποσπάσματα από τσιγγάνικα τραγούδια στη γλώσσα των ρομά και μεταφρασμένα στα ελληνικά. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Στο μυθιστόρημα αυτό ο/το ξένος/ο έχει τη μορφή του τσιγγάνου. Ανακαλύπτουμε τις ιδιαιτερότητες της

16


ζωής του, τη διαφορετικότητα τους και πόσο και εμείς στα μάτια τους μοιάζουμε ξένοι, διαφορετικοί. Γι αυτούς οι λευκοί είναι άσχημοι. Ο Χαμπίμπης παρατηρεί πόσο άσχημη έγινε η γιαγιά του όταν κάποτε «άσπρισε από το φόβο της», ενώ η αγαπημένη του Πάκω «ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια… για τη μαυρίλα της, που ήταν τόση, ώστε όταν κρέμαγε πίσω στη μαντίλα της κεράσια κόκκινα, έμοιαζε με κάτι κάρβουνα μισοαναμμένα.» Ο Χαμπίμπης και τα υπόλοιπα τσιγγανόπουλα ειρωνεύονται «τα μπαλαμάκια» (τα παιδιά των μη τσιγγάνων Ελλήνων), επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν ποδήλατο στους χώρους του καταυλισμού μετά το σεισμό, γιατί ήσαν μαθημένα στην άσφαλτο. Καταλαβαίνουμε ότι η περιπλάνηση ταιριάζει με το χαρακτήρα τους. Ζουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι. Έτσι το ψέμα είναι μια άλλη πραγματικότητα γι αυτούς . Έχουν πλούσια παράδοση. Παρά το ότι αναγκάζονται να ζουν επικίνδυνα έχουν μεγάλες ευαισθησίες, όπως φαίνεται από το δέσιμο του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Οι υπόλοιποι πρέπει τους βοηθήσουμε να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους με σεβασμό στη διαφορετικότητά τους.

Σαραντίτη Ελ.,Κάποτε ο Καστανιώτης, Αθήνα 1996

κυνηγός,

Παρουσίαση: Λίτση Χριστίνα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στις δύο πρώτες σελίδες η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Ευριδίκη, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου κάνοντας μια εισαγωγή μας εξομολογείται την πικρία της και τον πόνο της για έναν ματαιωμένο έρωτά της λόγω της κοινωνικής απόστασης που τη χώριζε από το νέο που αγάπησε. Αυτός ο πρόλογος μας προειδοποιεί για όσα θα συμβούν αργότερα και με τα ίδια λόγια θα αποτελέσει κομμάτι ενός κεφαλαίου. Στη συνέχεια ξετυλίγει την αφήγηση για να μας μυήσει στην ιστορία της. Βρίσκεται στα Τρίκαλα με την οικογένειά της, τους γονείς, τα αδέλφια της και τη γιαγιά της από τη πλευρά του πατέρα της, την Ανάστα, μετανάστες στη χώρα καταγωγής τους, παλιννοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες από την Τασκένδη της Ρωσίας. Ο πατέρας της εργάζεται ως επιστάτης σε ένα μεγάλο αγρόκτημα έξω από τα Τρίκαλα και κατοικούν σε μια αποθήκη που τους έχει παραχωρηθεί. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, θύματα της οικονομικής κρίσης μετά τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας τους. Κάνοντας μια

17


σύγκριση μεταξύ του παλαιού τους πανέμορφου σπιτιού στην Τασκένδη με το νέο της χαμόσπιτο στα Τρίκαλα, συγκρίνοντας τη ζωή στα Τρίκαλα με τη ζωή στην Τασκένδη, μέσα από αφηγήσεις που παρεμβάλλονται στην κύρια αφήγηση, η Ευριδίκη μιλάει για την ιστορία της οικογένειάς της. Οι παππούδες της λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου (1949), είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν στη Ρωσία όπου τα πράγματα γι αυτούς θα ήσαν αρκετά καλύτερα. Η γιαγιά της, χήρα στα είκοσι πέντε της χρόνια με τον πατέρα της εξάχρονο αγόρι στην αγκαλιά είχε φύγει από τα χωριά της Σπάρτης και μέσω της Αλβανίας και της Ουγγαρίας εγκαταστάθηκε τελικά στην Τασκένδη. Οι γονείς της μητέρας της είχαν φθάσει εκεί από τα χωριά του Βόλου. Στην Τασκένδη, ο πατέρας της Πάνος δίδασκε ηλεκτρονική φυσική στο Πανεπιστήμιο και παράλληλα ήταν ποιητής, ενώ η μάνα της η Όκτια /Οκτωβρία ήταν δασκάλα. Η πατρίδα τούς είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια, αλλά η επιθυμία τους για την πατρίδα δεν έλειψε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα πράγματα θα ήσαν καλά γι αυτούς και ότι θα έβρισκαν εύκολα δουλειά ανάλογη με τα προσόντα τους. Επιστρέφουν για να κάνουν μια νέα αρχή, γι αυτό και η γιαγιά δε διεκδίκησε ό,τι της ανήκε από την παλιά της περιουσία. για να κάνουν μια νέα αρχή. Πιστεύουν στις παρήγορες ειδήσεις πως «έφυγε πια και πάει η καχυποψία απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες». Ο πατέρας τον πρώτο καιρό μετά την επιστροφή τους έτρεφε ελπίδες ότι θα τον προσλάμβαναν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καμιά από τις ελπίδες του δεν πραγματοποιήθηκε.

Ακόμα και ο φίλος του ο Λευτέρης που είχε υποσχεθεί πως θα τον βοηθούσε στην Ελλάδα, όταν έφθασαν στα Τρίκαλα έγινε άφαντος. Τα αδέλφια της που πηγαίνουν στο Δημοτικό αναγκάζονται να αλλάξουν σχολείο, γιατί τα υπόλοιπα παιδιά τα απέφευγαν και οι δάσκαλοι δεν τα υποστήριξαν όσο έπρεπε. Εκείνη δε συναντά δυσκολίες, καθώς μιλούσε ήδη ελληνικά στο σπίτι της. Δεν παύει όμως να μην έχει φίλες στο σχολείο. Τις ελπίδες της αλλά και τις απογοητεύσεις της τις εξομολογείται με γράμματα στην καρδιακή της φίλη, τη Ρεγγίνα που βρισκόταν στην Τασκένδη. Η ζωή της φωτίζεται όταν γνωρίζει το Σωτήρη Χατζηιωάννου, το γιο των αφεντικών τους, φοιτητή σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας, που βρίσκεται για διακοπές στην Ελλάδα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται. Η Ευριδίκη διαπιστώνει πως χάρη σ’ αυτόν τον έρωτα «μπορεί να υποφέρει και να αντέξει πολλά και να σχεδιάσει καλύτερες μέρες». Και τότε συμβαίνει το εξής «παράδοξο». Ενώ η οικογένεια Χατζηιωάννου, αρχικά στέκεται στοργικά και συμπονετικά απέναντι στην οικογένεια της Ευριδίκης, όταν πληροφορείται για το ειδύλλιο των δύο νέων, αλλάζει στάση και φαίνεται πόσο επιφανειακή ήταν η αποδοχή των ξένων. Οι γονείς του Σωτήρη τους κηρύσσουν τον πόλεμο και εξευτελίζουν την οικογένεια της Ευριδίκης. Οι κοινωνικές διαφορές τους είναι τεράστιες. Εκείνος φοιτητής ο οποίος σπουδάζει στο Λονδίνο από μια πλούσια οικογένεια κι εκείνη πρόσφυγας που τώρα ξεκινάει η νέα της ζωή. Όπως είναι φυσικό, η κυρία Ερασμία προσπαθεί να δώσει στο γιο της να καταλάβει πως η κοπέλα δεν είναι του κύκλου τους, πράγμα το οποίο αρχικά δεν καταφέρνει. Αλλά κι στις εξόδους με το Σωτήρη αντιμετωπίζει το χλευασμό των φίλων του: «Γιατί τι

18


έχουν οι πρόσφυγες; Απ’ ό,τι βλέπω μερικές είναι μανούλια..» . Και ο ίδιος ο Σωτήρης δύσκολα υπερασπίζεται τα σχέση τους: «Πού να φανταζόταν ο φίλος μου ότι εμείς οι δύο …Τελοσπάντων ότι είσαι το κορίτσι μου. Πως σ’ έχω αγαπήσει …».Τελικά αναγκάζεται να υποταχτεί στη θέληση των γονιών του και να μην ξαναεπικοινωνήσει με την αγαπημένη του. Η οικογένεια της Ευριδίκης αναγκάζεται για μια ακόμα φορά να εγκαταλείψει τον τόπο όπου είχε εγκατασταθεί. «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε / να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·/ κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά/ κάποτε δεν τα βρίσκει· Μη μου μιλάς για τ’αηδόνι μήτε για τον κορυδαλό/ μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα/ που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.» Το ποίημα αυτό του Γ. Σεφέρη με τον τίτλο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δανείζει τον τίτλο στο μυθιστόρημά μας. Συντέθηκε μετά από τον πόλεμο σε μια ανοιξιάτικη μέρα. Ο ποιητής αναφέρεται στη διαφορετικότητα μιας ημέρας πολέμου από μια ημέρα ειρήνης. Από τη μια έχει μπροστά του αηδόνια, κορυδαλλούς και σουσουράδες και από την άλλη πίσω του απλώνεται το απόλυτο χάος – άνθρωποι που αναγκάζονται να ξενιτευτούν, να χάσουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους. Όπως και η Ευριδίκη της ιστορίας μας.

Στο μυθιστόρημα ο έρωτας είναι μια πηγή δυστυχίας στην οικογένεια των μεταναστών, επειδή η Ευρυδίκη, η νεαρή ηρωίδα που γεννήθηκε στην Τασκένδη από Έλληνες γονείς, πολιτικούς πρόσφυγες και ο γιος της Ερασμίας, που σπουδάζει στο Λονδίνο, είναι το αταίριαστο- σύμφωνα με τους άλλους- ερωτικό ζευγάρι. Στην ουσία υπάρχουν διαφορές καταγωγής και κοινωνικής θέσης. Δεν είναι όμως ο έρωτας το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος. Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η ανοχή απέναντι στο ξένο το διαφορετικό. Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι ξένοι είναι οι παλλινοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, χώρα υποδοχής μεταναστών. Πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω ενός πολέμου ή μιας δίωξης. Η επανένταξη τους στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν καθόλου αυτή που περίμεναν. Το φάσμα της ανεργίας τους οδήγησε τους ενήλικες σε απόλυτα άσχετα επαγγέλματα χωρίς να μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους. Ούτε και τα παιδιά μπόρεσαν να ενταχθούν στη νέα κοινωνία. Απέκτησαν τη βεβαιότητα ότι «εδώ σε τούτον τον τόπο, η δική μας οικογένεια περισσεύει.». Η ηρωίδα του βιβλίου μας δίνει ακόμα μία εντελώς διαφορετική έννοια στη λέξη «Πρόσφυγας». Γι’ αυτήν «Πρόσφυγας» σημαίνει Πόνος, Πίστη, Περηφάνια, Πατέρας, Παρών, Πατριώτης, Προαιώνιος και κάμποσα άλλα…

ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα τα οποία θίγονται στο βιβλίο είναι: η ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, η μετανάστευση, ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, η ενηλικίωση,.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά της Ευριδίκης που μετέχει στην ιστορία. Στην κύρια

19


αφήγηση παρεμβάλλονται ιστορίες με αυτοτέλεια.

εμβόλιμες

μεγαλύτερος στην ηλικία, φοιτά στο λύκειο, είναι εξαίρετος αθλητής, αλλά αποκλείεται από τη συμμετοχή στο πανελλήνιο σχολικό πρωτάθλημα εξαιτίας της καταγωγής του. Μια πρόσφατη μετακόμιση της οικογένειας τους φέρνει αντιμέτωπους με το ρατσισμό και την ξενοφοβία των κατοίκων στην πολυκατοικία. Η ίδια η Βερόνικα, παρά τα όσα προβλήματα, αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία, ονειρεύεται κάποτε να σπουδάσει, είναι καλή μαθήτρια, ιδιαίτερα στη γλώσσα και της αρέσει η λογοτεχνία. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, καθώς ο πατέρας, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, δεν μπορεί να εργαστεί, η Βερόνικα εργάζεται τα απογεύματα, κρατώντας συντροφιά σε μια ευγενική, καλλιεργημένη ηλικιωμένη κυρία, η οποία της διηγείται ιστορίες από τα νιάτα της, όταν πολεμούσε στο πλευρό των ανταρτών στον εμφύλιο, και της ζητά να της διαβάζει έργα της κλασικής λογοτεχνίας. Η Ελένη είναι ένα κορίτσι από την Αθήνα, από μια ευκατάστατη οικογένεια και κανένα πρόβλημα δε φαίνεται να την κλονίζει. Ζει σε μια ακριβή συνοικία των Αθηνών, φοιτά σε καλό σχολείο, έχει πάρα πολλούς φίλους, ασχολείται με το χορό και τον αθλητισμό, συμμετέχοντας μάλιστα και σε πρωταθλήματα. Οι γονείς της που την αγαπούν και την προσέχουν πολύ, καθώς μάλιστα είναι μοναχοπαίδι, δε της χαλάν κανένα χατίρι, της κάνουν ακριβά δώρα (π.χ. στερεοφωνικό για τα γενέθλιά της) και της επιτρέπουν να βγαίνει να διασκεδάζει και να κάνει πάρτι στο σπίτι με τους φίλους της. Τα μόνα προβλήματα που φαίνεται να απασχολούν την Ελένη είναι αυτά των σχέσεων με το άλλο φύλο, τα αγόρια που τη φλερτάρουν και το πώς να τα αντιμετωπίσει.

Κλιάφα Μ., Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς, Πατάκης, Αθήνα Παρουσίαση: Κωστούλα Κωνσταντινίδη ΠΕΡΙΛΗΨΗ Μια αγγελία σε ένα περιοδικό, δημοσιευμένη από ένα κορίτσι που ζητά φίλες για να αλληλογραφεί, γίνεται αφορμή για τη δημιουργία μιας φιλίας ανάμεσα σε δυο δεκαπεντάχρονα κορίτσια, την Ελένη και τη Βερόνικα. Τα κορίτσια που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους και δεν έχουν ειδωθεί ποτέ αρχίζουν να αλληλογραφούν. Μέσα από την αλληλογραφία, η οποία κρατάει αρκετούς μήνες, ξετυλίγεται η ιστορία τους. Η Βερόνικα είναι από την Αλβανία, ζει στα Τρίκαλα και βιώνει πολλά προβλήματα καθώς η οικογένεια της προσπαθεί να εγκατασταθεί και να προσαρμοστεί σε ένα μάλλον αρνητικό κοινωνικό περιβάλλον, που τους θεωρεί ξένους, άρα ύποπτους και επικίνδυνους. Ο πατέρας της δυσκολεύεται πολύ με διάφορες περιστασιακές δουλειές σε οικοδομές. Η μητέρα της καθαρίζει σπίτια συμπληρώνοντας το οικογενειακό εισόδημα. Ο αδερφός της που είναι

20


Επί οκτώ μήνες τα κορίτσια αλληλογραφούν λέγοντας η μια στην άλλη τα μυστικά της, τις σκέψεις, τα όνειρά της. Σχολιάζουν αγαπημένα τους πρόσωπα, στιγμιότυπα από τη ζωή που τους έχουν εντυπωσιάσει, περιγράφουν τη ζωή στο σχολείο, όσα παράξενα συμβαίνουν γύρω τους. Όμως όλα αυτά ανατρέπονται ξαφνικά από διάφορα ψέματα κι ένα τραγικό μυστικό, η αποκάλυψη του οποίου έρχεται να κλονίσει την σχέση τους. Όταν η Βερόνικα αποφασίζει να πάει στο Βόλο όπου γίνονται οι πανελλήνιοι σχολικοί αγώνες, για να συναντήσει επιτέλους την Ελένη, ελπίζοντας να κάνει έκπληξη στη φίλη της που συμμετέχει σ’ αυτούς, μαθαίνει την αλήθεια. Η Ελένη δεν είναι στο Βόλο, γιατί δεν είναι πια αθλήτρια, ούτε συμμετέχει σε αγώνες. Πριν από ένα χρόνο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα είχε χάσει τον πατέρα της και η ίδια είχε μείνει ανάπηρη, κι από τότε είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό κάθισμα. Η Ελένη ζητά από τη Βερόνικα να τη συγχωρέσει για τα ψέματα που της έλεγε τόσον καιρό, και της ζητά να την καταλάβει. Αποφάσισε να της κρύψει την αλήθεια, γιατί η πραγματικότητα που βιώνει είναι φρικτή και δεν μπορεί να την αποδεχτεί. Όλους αυτούς τους μήνες υποδυόταν το ρόλο κάποιας άλλης, επειδή είχε ανάγκη να είναι αυτή η άλλη. Η Βερόνικα μετά την πρώτη αντίδραση του θυμού της, επειδή η Ελένη δεν είχε πει την αλήθεια, ζητά συγγνώμη και ζητά από τη φίλη της να συνεχίσουν να αλληλογραφούν. Το μυστικό δε στάθηκε ικανό να χαλάσει τη φιλία τους, αντίθετα η

αποκάλυψή του την έκανε πιο στέρεη και δυνατή. ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ Αγαπημένο μου σημείο είναι εκείνο στο οποίο η Βερόνικα θυμίζει στην Ελένη ότι η ίδια είχε πει κάποτε πως «ο δρόμος για το Παράδεισο είναι μακρύς» και τη διαβεβαιώνει ότι αυτόν τον δρόμο θα τον διανύσουν μαζί ξεπερνώντας τις δυσκολίες και τα προβλήματα με τη δύναμη της αγάπης και της φιλίας τους. ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα που θίγονται στο μυθιστόρημα είναι η διαφορετικότητα, ο κοινωνικός ρατσισμός και αποκλεισμός, η δύναμη της θέλησης και της ελπίδας, η φιλία. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται στο ότι η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τις επιστολές που ανταλλάσσουν τα δύο κορίτσια. Δεν υπάρχει καθόλου αφήγηση να συνδέσει τις επιστολές, να τις σχολιάσει. Ο αναγνώστης καλείται ο ίδιος να υποθέσει, να φανταστεί, να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται μέσα από αυτά που λένε τα κορίτσια στα γράμματά τους ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΕΛΟΣ Η οικογένεια της Βερόνικας αντιμετωπίζει με επιτυχία τις δυσκολίες και τα προβλήματα, έτσι ώστε καταφέρνει να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση.

21


κανείς να γνωρίζει που βρίσκεται. Η υγειά της μητέρας χειροτέρευε. Μετά από καιρό, ένας συγχωριανός βρήκε την Λιούμπα στη στάνη του, όμως δεν ήταν όπως πριν. Ήταν βρώμικη και είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους, ακόμα και στον Μήτια. Η μητέρα της πέθανε και οι συγχωριανοί της έριξαν όλες τις κατηγορίες στη Λιούμπα. Όμως ο Μήτια είχε αποφασίσει να τα αλλάξει όλα. Διηγήθηκε στα παιδιά μια ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η οποία δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Τα παιδιά στενοχωρέθηκαν συνειδητοποιώντας το λάθος που έκαναν απέναντι στη Λιούμπα, της ζήτησαν συγνώμη και μαζί με τον Μήτια την βοήθησαν να ξεπεράσει ό,τι άσχημο της είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και να ξαναβρεί την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους. Η ιστορία του βιβλίου μας τελειώνει με τον Μήτια και την Λιούμπα να μπαίνουν στο σπίτι τους.

Κοντολέων Μ., Μια ιστορία του Φιοντόρ, Πατάκης, Αθήνα 2005 Παρουσίαση : Σπυροπούλου Χριστίνα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Λιούμπα είναι ένα κορίτσι από τη Ρωσία, που εξαιτίας της ανεργίας στη χώρα της, αναγκάστηκε να έρθει και να μείνει σε ένα χωριό στην Ελλάδα μαζί με την μητέρα της, την Ελόνα, Ελένη όπως τη λεν οι ντόπιοι. Όμως η Λιούμπα δεν μπορούσε και αρνιόταν να ξεχάσει το όνομα, τη γλώσσα και την πατρίδα της. Στο χωριό τα πράγματα ήταν άσχημα, καθώς τα παιδιά την πείραζαν και την κορόιδευαν, ενώ οι μεγάλοι έκαναν συνεχώς κριτική για την συμπεριφορά και την πατρίδα της. Η Λιούμπα απελπίστηκε ακόμα περισσότερο όταν έμαθε ότι ο πατέρας και ο παππούς της στη Ρωσία πέθαναν. Η μητέρα της τότε παντρέφτηκε έναν γέρο, τον κυρ-Θανάση ο οποίος θα τους άφηνε κληρονομιά, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε ποτέ. Έτσι η Λιούμπα αναγκάστηκε να δουλεύει σκληρά. Σε ένα σπίτι που δούλευε γνώρισε τον Μήτια, ένα αγόρι με μητέρα Ρωσίδα και πατέρα Έλληνα. Ανάμεσα στα δύο παιδιά δημιουργήθηκε μια έλξη, μέχρι που στο χωριό ήρθε ένας ρωσικός θίασος, με τον οποίο η Λιούμπα έφυγε χωρίς

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ Η στάση και η συμπεριφορά της Λιούμπα, δείχνει ότι είναι υπομονετική και ότι δεν ξεχνά την πατρίδα της. Είναι πολύ πεισματάρα σχετικά με τη γλώσσα που πρέπει να μιλάει, με αποτέλεσμα να φαίνεται ψυχρή και απόμακρη και οι κάτοικοι του χωριού να την έχουν στο περιθώριο. Το ρόλο του ξένου στο μυθιστόρημα ενσαρκώνει η Λιούμπα, η οποία νιώθει η ίδια ξένη καθώς δε μπορεί να προσαρμοστεί. ΘΕΜΑΤΑ Το θέμα που θίγεται στο βιβλίο είναι ο ρατσισμός, οι δυσκολίες των

22


οικονομικών μεταναστών, η δύναμη της αγάπης, η λειτουργία της λογοτεχνίας.

αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα της την Ρωσία και να έρθει στην Ελλάδα για οικονομικούς λόγους. Στην Ελλάδα ήρθε η Λιούμπα μόνο με την μητέρα της, την Ελένη, η οποία βρήκε δουλειά σε ένα μικρό χωριό. Ο παππούς και ο πατέρας της Λιούμπα έμειναν στην Ρωσία, και εκεί μετά από καιρό πέθαναν. Ο πατέρας της Λιούμπα παλιά δούλευε ως οδηγός σε σιδηροδρομικό σταθμό. Στην Ελλάδα που ζούσε τώρα πια η Λιούμπα δεν ήταν όλα και τόσο καλά για εκείνη. Όλοι, μικροί και μεγάλοι που ζούσαν στο χωριό την κορόιδευαν και δε σέβονταν τη διαφορετικότητά της. Η μητέρα της της φώναζε και την κλείδωνε στο σπίτι για να μην την κάνει ρεζίλι. Κάποια στιγμή, η μητέρα της Λιούμπα παντρεύτηκε έναν ευκατάστατο ηλικιωμένο, τον κυρ Θανάση, με την ελπίδα ότι θα τους εξασφάλιζε οικονομικά. Η Λιούμπα δεν συμπαθούσε καθόλου τον κυρ Θανάση και αυτός την θεωρούσε απροσάρμοστη. Όταν πέθανε ο κυρ Θανάσης δεν άφησε τίποτα από την περιουσία του στην Ελένη. Η Λιούμπα και η μητέρα της αναγκάστηκαν να δουλεύουν ως καθαρίστριες σε σπίτια. Μια μέρα καθώς η Λιούμπα καθάριζε σε ένα σπίτι γνώρισε ένα παιδί, τον Μήτια, ο οποίος μόλις την είδε την ερωτεύτηκε. Ο Μήτια ήταν γιος Ρωσίδας μάνας και Έλληνα πατέρα. Μια μέρα η Λιούμπα έμαθε πως στο χωριό έρχεται ένας ρώσικος θίασος. Φόρεσε τα καλά της και πήγε στον θίασο. Εκεί ενθουσιάστηκε, καθώς όλα της θύμιζαν την πατρίδα της, ερωτεύτηκε έναν ρώσο τσιγγάνο που δούλευε στο θίασο και τον ακολούθησε στην περιοδεία τους. Μετά από καιρό, η Λιούμπα επέστρεψε απογοητευμένη, και έμαθε ότι η μητέρα της είναι άρρωστη. Μόλις έφτασε

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ Το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν τα παιδιά ζητάνε συγνώμη από τη Λιούμπα και την βοηθούν να ζήσει και να κάνει μια καινούρια αρχή. Μου αρέσει επίσης το τέλος του βιβλίου γιατί είναι πολύ καλό, ευτυχισμένο και αισιόδοξο. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Ο αφηγητής δεν συμμετέχει στην ιστορία και μιλάει σε γ΄ πρόσωπο. Επίσης αφηγείται από τρεις οπτικές γωνίες πρώτα από την μεριά της Λιούμπα, μετά του Μήτια και τέλος των παιδιών. Έτσι αποκτούμε μια σφαιρική αντίληψη σχετικά με τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ο κάθε ήρωας ξεχωριστά και κατανοούμε καλύτερα το χαρακτήρα του. ΓΛΩΣΣΑ Η γλώσσα είναι απλή και λιτή με πολλές ρωσικές εκφράσεις και προτάσεις. ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ Ο τίτλος οφείλεται στο γεγονός ότι μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, την οποία διαβάζει ο Μήτια στα παιδιά, έχει ως αποτέλεσμα αυτά να αλλάξουν γνώμη και συμπεριφορά απέναντι στη Λιούμπα και να κατανοήσουν ότι πρέπει να σέβονται τη διαφορετικότητα και ότι μόνο η αγάπη μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να πάνε μπροστά. Παρουσίαση: Κυπραίου Μαργαρίτα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το βιβλίο αναφέρεται σε ένα κορίτσι την Λιούμπα, η οποία

23


στο σπίτι η μητέρα της είχε πεθάνει και όλες οι κατηγορίες έπεσαν πάνω της. Η Λιούμπα μετά από αυτό έπαθε μελαγχολία και απομονώθηκε ακόμα περισσότερο από τους υπόλοιπους. Ο Μήτια τότε μάζεψε τα παιδιά του χωριού που ενοχλούσαν τη Λιούμπα με τα πειράγματά τους και τους διηγήθηκε μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, που δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Μετά από αυτήν την ιστορία τα παιδιά κατάλαβαν το λάθος τους, σταμάτησαν να την κοροϊδεύουν και της ζήτησαν συγνώμη. Μετά από αυτό ο Μήτια και η Λιούμπα έμειναν στο μεγάλο σπίτι του Μήτια και έκαναν μια καινούρια αρχή βασισμένη στην αγάπη.

και την εχθρότητα της κοινωνίας για τους ξένους και από το δικό της πείσμα. ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ Το αγαπημένο μου σημείο ήταν όταν ο Μήτια διηγήθηκε την ιστορία του Ντοστογιέφσκι στα παιδιά και μετά αυτά της ζήτησαν συγνώμη. Βλέπουμε δηλαδή πώς μέσα από τη λογοτεχνία μπορεί να μάθουμε και να γίνουμε πιο ώριμοι, πώς η λογοτεχνία μπορεί να είναι το καταφύγιο και το στήριγμά μας στα δύσκολα. Και τέλος μου άρεσε πως στο τέλος με την αγάπη λύνονται και ξεπερνιούνται τα προβλήματα.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση είναι απλή, λιτή, στο γ' ενικό με διαλόγους και με ρώσικες εκφράσεις. Στην αρχή η αφήγηση γίνεται από την μεριά της Λιούμπα, μετά από τη μεριά του Μήτια και τέλος από την μεριά των παιδιών. Δηλαδή σε κάθε κεφάλαιο βλέπουμε την ιστορία από διαφορετική οπτική γωνία και μας αποκαλύπτεται η αλήθεια του κάθε ήρωα, ο τρόπος με τον οποίο βλέπει εκείνος τα πράγματα.

Ψαραύτη Λ., Το Διπλό Ταξίδι, Πατάκης, Αθήνα 1987 Παρουσίαση: Λίτση Χριστίνα ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Βαγγελίτσα θυμάται με πίκρα το δράμα της διπλής κατοχής που έζησε στο νησί της, τη Σάμο, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμάται την αδελφή της Ισμήνη που ερωτεύτηκε τον Ιταλό ανθυπολοχαγό Βιτόριο, αλλά και το θείο της Λεωνίδα που συμμετείχε στον αγώνα απελευθέρωσης της Ελλάδας. Μετά το βομβαρδισμό των Γερμανών εγκαταλείπει με την οικογένειά της το νησί και πηγαίνουν πρόσφυγες στην Παλαιστίνη. Εκεί γνωρίζει ένα κορίτσι

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Στην ιστορία μας η Λιούμπα είναι ο Ξένος. Νιώθει αποκομμένη από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει, είναι πολύ πεισματάρα και δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να προσαρμοστεί στις καινούριες συνθήκες της ζωής της. Μένει προσκολλημένη στο παρελθόν. Όλα της τα προβλήματα ξεκινάν από την καχυποψία

24


αραβικής καταγωγής, τη Ρασμίγια η οποία ζωγραφίζοντας εκφράζει τις απόψεις και τα ιδανικά της. Σαράντα χρόνια αργότερα, η Βαγγελίτσα θα ξαναβρεθεί στα μέρη εκείνα που έζησε την προσφυγιά και θα βιώσει το δράμα των Παλαιστινίων που εκδιώκονται από τον ίδιο τον τόπο τους. Μαθαίνει πως η Ρασμίγια φυλακίστηκε για τις «ανατρεπτικές» ζωγραφιές της. Με χαρά αλλά και προβληματισμό συναντά στα Ιεροσόλυμα την εβραιοπούλα Σάρα, παιδική της φίλη από τη Σάμο, η οποία μετά τον κατατρεγμό της από τους Γερμανούς αναζητά εκεί μια νέα πατρίδα.

ως τουρίστρια που έτυχε να βρεθεί στο ίδιο μέρος λόγω ενός συμβουλίου. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Ο τρόπος της αφήγησης δεν είναι γραμμικός. Ξεκινάει από το σήμερα, σταματάει και θυμάται το παρελθόν χρησιμοποιώντας αναδρομές. Παρουσίαση: Ζωγράφος Θεόδωρος ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο Διπλό Ταξίδι, η Λ. Ψαραύτη περιγράφει τον πόλεμο και τον ξεριζωμό των Ελλήνων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πρωταγωνίστρια, από την Ιερουσαλήμ του σήμερα, ξαναζεί τα γεγονότα του πολέμου, σαράντα χρόνια πριν. Η Βαγγελίτσα ζούσε με την οικογένειά της στη Σάμο. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, η κατάσταση για εκείνους και τους συμπατριώτες τους έγινε πολύ δύσκολη. Η στέρηση και ο φόβος κυριαρχούσαν στην καθημερινότητά τους. Ο θείος της Λεωνίδας, που άνηκε στο σώμα των ανταρτών, μετέφερε νέα από το μέτωπο. Μόλις ξεκίνησαν οι γερμανικοί βομβαρδισμοί, οι οικογένεια της Βαγγελίτσας, μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες, πέρασαν στην Τουρκία και από εκεί στην Παλαιστίνη. Ξανά στο ίδιο μέρος, η πρωταγωνίστρια –αφηγήτρια θυμάται τις δυσκολίες της προσφυγιάς, την πείνα και την εξαθλίωση, αλλά και τις λίγες όμορφες στιγμές που έζησε στη δική της ‘Γη της Επαγγελίας. Σαράντα χρόνια μετά, ψάχνει για γνωστούς, βλέπει οικεία μέρη και διαπιστώνει το δράμα ενός άλλου λαού, των Παλαιστινίων, που είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα! Μέσα από το βιβλίο της η συγγραφέας προσπαθεί να

ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο θεματικές ενότητες, του τότε, όταν η Βαγγελίτσα ήταν παιδί με τη δική της παιδική ματιά και του τώρα, της ενήλικης πλέον Βαγγελίτσας η οποία επιστρέφει στον τόπο όπου είχε περάσει τα δύσκολα εκείνα χρόνια… Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Η λέξη «Ξένος» στο βιβλίο έχει την έννοια του πρόσφυγα που λόγω ενός πολέμου είναι αναγκασμένος να εγκαταλείψει την πατρίδα του για τα ιδανικά του και περισσότερο από όλα για την ίδια του τη ζωή. Αναφέρεται στους Έλληνες πρόσφυγες από τη Σάμο προς την Παλαιστίνη, στους Εβραίους της Σάμου (Σάρα), στους Παλαιστίνιους που είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα (Ρασμίγια), στους Ιταλούς μετά την ήττα τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από ένα ταξίδι που κάνει η Βαγγελίτσα την πρώτη φορά ως πρόσφυγας και τη δεύτερη

25


περιγράψει τα δύσκολα χρόνια που πέρασε η γενιά της και το συνδέει με το δράμα που ζει ένας λαός, κάτω από τις ίδιες με τότε συνθήκες, στη γη που κάποτε ήταν για εκείνη παράδεισος. Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ Ένα από τα πρόσωπα που αν και παρουσιάζονται λίγο στο βιβλίο προκαλούν αίσθηση με τη δύναμη του χαρακτήρα τους είναι η Ρασμίγια. Όταν τη γνωρίζει η πρωταγωνίστρια, προσφυγόπουλο στην Παλαιστίνη, η ζωή της γεμίζει με χρώματα. Εκείνη είναι Παλαιστίνια, κόρη ενός κτηματία και γεμάτη αγάπη για τη ζωγραφική. Συνδέονται με μια βαθιά φιλία και δεν σταματούν να επικοινωνούν, μέσω ζωγραφιών που στέλνει η Ρασμίγια, για πολλά χρόνια. Όταν η Βαγγελίτσα πηγαίνει, σαράντα χρόνια μετά, στα ίδια μέρη, μαθαίνει τι απέγινε η φίλη της: μέσω των έργων της έκανε αντίσταση εναντίον των Ισραηλιτών και βρίσκεται για πολλοστή φορά στη φυλακή. Σαν προσωπικότητα τη χαρακτηρίζουν δύο πράγματα, η αγάπη της για την πατρίδα της και εκείνη για τη ζωγραφική. Έτσι παρουσιάζεται και μια άλλη μορφή αγώνα, η στρατευμένη τέχνη. Πολλοί άνθρωποι αντιμάχονται τη φρικαλεότητα του πολέμου, όχι με όπλα, αλλά ειρηνικά, μέσω της δικής τους δύναμης, της τέχνης. Αυτό όμως δεν τους κάνει λιγότερο αγωνιστές, αντίθετα δείχνει πως μπορεί να διαμαρτυρηθεί κανείς για τη βία και την αδικία, όχι με αντίπραξη, αλλά ειρηνικά, με όπλο τον πολιτισμό!

Οικονόμουυ Ρόζεν Μπ. (κείμενο) και Τέρρυ Μακ Κίννα (εικονογράφηση), Γούσης Σπ. (εικον. εξωφύλλου για την ελληνική έκδοση) Εγώ και ο κύριος Γορίλας, μετ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, Αθήνα 2007 [τίτλος πρωτοτύπου Billi Rosen, Catch me a Godzilla, τόπος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου, Hamish Hamilton, Λονδίνο 1994] Παρουσίαση Άννα Γιουρτσένκο ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αυτό το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, περιέχει δηλαδή δύο διαφορετικές ιστορίες. Και στις δύο ιστορίες κεντρικός ήρωας είναι ο μικρός Τζέικ, έγχρωμος, (μαύρος), γιος μετανάστη, γεννημένος στην Αγγλία. Στην πρώτη ιστορία με τίτλο «Εγώ κι ο κύριος γορίλας» μέσα από τα μάτια και τα λόγια του Τζέικ παρακολουθούμε τη σύγκρουσή του με τον θυρωρό της πολυώροφης πολυκατοικίας όπου μένουν. Ο Τζέικ επέμενε να προσπαθεί να παίρνει το ασανσέρ παρόλο που γνώριζε ότι απαγορεύεται να το χρησιμοποιούν παιδιά κάτω των 10 ετών, ενώ ο θυρωρός, ο κύριος Γκόρντον, που όλοι τον αποκαλούσαν Γορίλα εξαιτίας των τεράστιων διαστάσεών του και του κακού του χαρακτήρα, με άσχημο τρόπο

26


και με βρισιές όπως «αραπάκι» και «αλητάκο» του το αρνείτο. Ενώ θα μπορούσε να τον συνοδεύσει κάποιες φορές που είναι κουρασμένος, δεν το έκανε. Μάλιστα μια μέρα για να τον εκδικηθεί τον συνόδευσε μέχρι κάποιο όροφο και μετά τον πέταξε έξω από το ασανσέρ, πράγμα που προκάλεσε την οργή του πατέρα του, ο οποίος τον κτύπησε σαν παλιός πυγμάχος που ήταν. Ο πατέρας όπως κάθε φορά συμβούλεψε τον Τζέικ να είναι ήρεμος, γιατί η θέση τους ως μεταναστών ήταν δύσκολη και μπορεί να είχαν άσχημα ξεμπερδέματα. Για κάποιο διάστημα ο Τζέικ σταμάτησε τις προκλήσεις στο κ. Γορίλα. Μια μέρα όμως συνέβη κάτι που άλλαξε εντελώς τη στάση του ενός απέναντι στον άλλο. Καθώς ο Τζέικ γύριζε από το σχολείο και ήταν πολύ κουρασμένος, είδε τον κύριο Γορίλα να μπαίνει στο ασανσέρ και θύμωσε γιατί, ενώ τον είδε κουρασμένο, δεν του πρότεινε να μπει μέσα. Το αγόρι τότε έβγαλε τη γλώσσα για να τον κοροϊδέψει και ο θυρωρός θύμωσε και βρόντηξε την πόρτα πίσω του. Τότε ο Τζέικ του φώναξε «μακάρι να κλειστείς μέσα» και άρχισε να ανεβαίνει θυμωμένος τα σκαλιά. Ξαφνικά το ασανσέρ σταμάτησε ανάμεσα στους ορόφους και ο θυρωρός φώναζε απελπισμένος για βοήθεια. Στην αρχή ο Τζέικ χάρηκε, όμως μετά σκέφτηκε πως ήδη είχε τιμωρηθεί με το φόβο που πήρε και τελικά φώναξε την Πυροσβεστική, η οποία τον απεγκλώβισε. Όταν τον έβγαλαν ήταν πολύ τρομαγμένος και τότε ο Τζέικ τον κάλεσε να πιουν τσάι μαζί. Ο κ. Γκόρντον εκτίμησε πολύ την πράξη του Τζέικ και ο Τζέικ κατάλαβε πως ο κ. Γορίλας δεν ήταν και τόσο κακός. Και οι δυο κατάλαβαν ότι είχαν κάνει λάθος ο ένας για τον άλλον. Από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.

Στη δεύτερη ιστορία που ονομάζεται «μυαλό έχεις, βάλτο να δουλέψει», η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη αφηγητή. Ο Τζέικ τη νέα σχολική χρονιά γνωρίζει έναν καινούριο συμμαθητή, τον Ασσίμ, παιδί με κινητική αναπηρία, θύμα τροχαίου ατυχήματος, γιο μεταναστών, όπως φαίνεται από την εικονογράφηση. Ο Τζέικ προσπαθεί να πιάσει φιλίες μαζί του· προσφέρεται μάλιστα να τον βοηθά στις μετακινήσεις του με το καροτσάκι, αλλά ο Ασσίμ αρνείται με αγένεια και τον αποφεύγει. Συζητώντας τη συμπεριφορά του Ασσίμ με το θυρωρό, με τον οποίο είναι πια φίλοι, ο Τζέικ καταλαβαίνει πως ο Ασσίμ είναι πολύ ευαίσθητος και δεν ήθελε να τον κάνουν παρέα επειδή τον λυπούνται, από ελεημοσύνη. Καταλάβαινε αμέσως πότε τον κοιτούσαν από περιέργεια και τον πλησίαζαν από οίκτο. Ο θυρωρός του προτείνει να προσπαθήσει να τον γνωρίσει καλύτερα πριν γίνει φίλος του. Την επομένη έμαθε από τον Ασσίμ πολλά πράγματα για τη ζωή του και τις δυσκολίες που είχε ήδη αντιμετωπίσει ως ανάπηρος, προέτρεψε μάλιστα και τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης να κάνουν βόλτα με το αναπηρικό καροτσάκι για να καταλάβουν όλοι τι σημαίνει να είσαι ανάπηρος. Κατάλαβε πόσο απροστάτευτος ήταν όταν του έκαναν επίθεση κάποιοι νταήδες της περιοχής. Για να τον βοηθήσει, τον προσκάλεσε στο σπίτι του όπου ο πατέρας του, πυγμάχος τους δίδαξε τεχνικές άμυνας για να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις επιθέσεις από τους άγριους της περιοχής. Μαζί κατόρθωσαν να τα βγάλουν πέρα με τους νταήδες της περιοχής, να κερδίσουν το σεβασμό τους και να γίνουν φίλοι.

27


ΘΕΜΑΤΑ Ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, παιδιά με αναπηρίες, εκπαίδευση παιδιών με αναπηρίες, ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες, ενδοσχολική βία, ρατσισμός απέναντι στους «δύσμορφους» ανθρώπους.

προσωπικότητας και των αναγκών του άλλου είναι το κλειδί για μια σωστή επικοινωνία.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Στο βιβλίο αυτό, στην πρώτη ιστορία βλέπουμε να δημιουργείται ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον κ. Γορίλα και τον Τζέικ. Και οι δύο έχουν προκαταλήψεις ο ένας για τον άλλο. Ο Τζέικ επιμένει να προκαλεί το γιγαντόσωμο και αγενή Γορίλα χωρίς να προσπαθεί να καταλάβει ότι έχει δίκιο όταν του απαγορεύει να μπει στο ασανσέρ μόνος του. Είναι επηρεασμένος από την τρομακτική εμφάνισή του και πιστεύει πως έχει σε όλα άδικο. Από την άλλη ο κ. Γορίλας δεν μπορεί να συμπεριφερθεί με ευγένεια και να πείσει τον Τζέικ χωρίς να τον βρίζει και να τον εξευτελίζει. Η άσχημη συμπεριφορά προκαλεί ακόμα πιο άσχημη συμπεριφορά που μπορεί να έχει πολύ κακό τέλος. Μόνο όταν ο Τζέικ βοηθά τον κ. Γορίλα, εκείνος καταλαβαίνει πως με τη συνεργασία και το διάλογο μπορεί να δοθεί λύση. Μόνο όταν αποφασίζουν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλο χωρίς προκαταλήψεις κατανοούν τις καλές πλευρές του εαυτού και των δύο Στη δεύτερη ιστορία ο Ασσίμ είναι ο ξένος, ο διαφορετικός. Είναι επιθετικός και αγενής γιατί δε θέλει να τον πλησιάζουν οι άλλοι επειδή τον λυπούνται για την αναπηρία του ή για να του προσφέρουν ελεημοσύνη. Μόνο όταν κατανοεί ότι ο Τζέικ του συμπεριφέρεται σαν να ήταν ένα παιδί χωρίς αναπηρία και τον βοηθά να γίνει αυτόνομος δέχεται να γίνει φίλος του. Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, η κατανόηση της

Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου Λ., Λάθος, κύριε Νόιγκερ, Πατάκης, Αθήνα 2006 Παρουσίαση: Μαρία Ρούσσου ΠΕΡΙΛΗΨΗ O Φίλιππος αποφασίζει να πάει διακοπές μαζί με τον αρχαιολόγο και δάσκαλο των γερμανικών, τον ελληνοαυστριακό κ. Νόιγκερ, σε ένα χωριό της Πελοποννήσου που ονομαζόταν Τράπεζα. Εκεί συναντάει τον παππού και την γιαγιά του καθώς και τα αδερφάκια του από την Γερμανία (από την καινούρια οικογένεια του πατέρα του μετά το γάμο του με Γερμανίδα). Παρόλο που ο δεκατριάχρονος Φίλιππος βρίσκεται μακριά από τον πατέρα του και τη μητέρα του, επειδή οι γονείς του χώρισαν, παραβλέπει τις συχνές ανασφάλειες του, και προσπαθεί να ζει ανεξάρτητος. Στην Τράπεζα λοιπόν αποφασίζει με τον Αλέξη Νόιγκερ να μάθει γερμανικά οργανώνοντας γραπτές αναφορές για το πώς περνάει καθημερινά τις διακοπές του. Μέσα από αυτές παρακολουθούμε τη ροή της ιστορίας. Οι

28


αναγνώστες του βιβλίου παράλληλα με τις αναφορές αυτές διαβάζουν και ένα σημειωματάριο του Αλέξη που έχει σημαντικές πληροφορίες για εκείνον, την εργασία του ως αρχαιολόγου, για τον πατέρα του, Αυστριακό σημαντικό μουσικό, τη μητέρα του Ελληνίδα μουσικό επίσης, αλλά και για την μεγάλη του αγάπη, την Δάφνη, γιατρό που ζει στη Μακεδονία και η οποία δε φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πρόταση γάμου που της έχει κάνει. Μέσα από τα γράμματα που αφήνει στον Αλέξη πληροφορούμαστε και τις δικές της προθέσεις. Ο Αλέξης σύμφωνα με τις σημειώσεις του εκείνο το καλοκαίρι έχει να εκπληρώσει μια σημαντική αποστολή που του ανέθεσε ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει. Από τα πρώτα ενδιαφέροντα στοιχεία που συνέλεξε γι αυτήν την αποστολή ήταν ο εντοπισμός του σπιτιού και η γνώση για τον τρόπο θανάτου μιας γηραιάς Γερμανίδας που κατοικούσε στην περιοχή. Ο Φίλιππος οργίζεται όταν ο κ. Αλέξης τον αποκλείει από μερικές εξορμήσεις του. Μυστήριο, σύμφωνα με το Φίλιππο, καλύπτει τις συναντήσεις του κ. Αλέξη με τον χωρικό Καβαντή στο αρχαίο υδραγωγείο. Περίεργη του φαίνεται η συμπεριφορά του, όταν στην επίσκεψή τους στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου δε θέλει να επισκεφτούν τον τόπο όπου εκτελέστηκαν οι μοναχοί από τους Γερμανούς, αλλά σπεύδει μόνος του να συναντήσει τον ηγούμενο στη βιβλιοθήκη. Όταν ανακαλύπτει ότι ο κ. Αλέξης τους εγκατέλειψε ξαφνικά, χωρίς καμία ειδοποίηση εξοργίζεται τόσο πολύ, που μετά την επίσκεψή τους στον τόπο της σφαγής των Καλαβρυτινών από τους Γερμανούς (13 Δεκεμβρίου 1943) δηλώνει πως δε θα ξανακάνει μάθημα γερμανικών και αισθάνεται μίσος και απέχθεια τόσο

για τον κ. Νόιγκερ όσο και για τα ετεροθαλή αδελφάκια του από τη Γερμανία, επειδή οι πρόγονοί τους είχαν συμπεριφερθεί με τόση αγριότητα στους Έλληνες. Όταν μάλιστα έμαθε πως ο Καβαντής ο οδηγός του κ. Νόιγκερ δολοφονήθηκε διαστρεβλώνει τα πράγματα, αφού μέσα από τις αναφορές του τον ενοχοποιεί για το θάνατό του. Πιθανή αιτία τού φαίνεται ότι είναι η αρχαιοκαπηλία, αφού έγινε γνωστό ότι ο Καβαντής ήταν συνεργάτης αρχαιοκαπήλων. Επιπλέον, υποθέτει πως ο κ. Αλέξης πρόδωσε την αγαπημένη του Δάφνη και έφυγε με μια άλλη με την οποία είχε την εντύπωση ότι φλέρταρε τον τελευταίο καιρό. Ένα φως που είχε δει στο σπίτι του κ. Νόιγκερ και το οποίο οφειλόταν στην επίσκεψη της Δάφνης, υποθέτει ότι οφειλόταν στο σύντομο πέρασμα του κ. Νόιγκερ από κει πριν εξαφανιστεί για πάντα. Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Φίλιππου είχε ως συνέπεια να του συμβεί ένα ατύχημα που παραλίγο θα του κόστιζε τη ζωή. Ψάχνοντας μέσα στο δάσος για τα αδελφάκια του που είχαν εξαφανιστεί προσπαθώντας να ξεφύγουν από αυτόν που τους συμπεριφερόταν πια άσχημα κτυπήθηκε από κάποιον άγνωστο ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο δολοφόνος του Καβαντή και φοβόταν μην αποκαλυφθεί. Τον έσωσε ένας χωρικός ο Δουρέκας, παλιός φίλος του Καβαντή, ο οποίος στη συνέχεια αποκάλυψε στο Φίλιππο μια ιστορία από τη γερμανική κατοχή που τον έκανε να κατανοήσει το μέγεθος της παρεξήγησης σχετικά με τον κ. Νόιγκερ και να παραδεχτεί το λάθος που είχε διαπράξει απέναντί του. Η Γερμανίδα γιατρίνα που κατοικούσε σε ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της έναν Αυστριακό στρατιώτη φυγάδα μετά τη

29


σφαγή των Καλαβρύτων. Ο στρατιώτης αυτός είχε απεγκλωβίσει από την εκκλησία τα γυναικόπαιδα του χωριού τα οποία επρόκειτο να κάψουν οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση των ανδρών του χωριού. Όταν τον αντιλήφθηκαν και τον πυροβόλησαν προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρός και στη συνέχεια με τη βοήθεια των αντιστασιακών Ελλήνων κατέφυγε στο σπίτι της Γερμανίδας όπου δε θα κινούσε τις υποψίες των κατακτητών. Ο Καβαντής όμως μια μέρα τον πρόδωσε, αλλά κατά τη διάρκεια της εφόδου που έκαναν οι Γερμανοί, η γιατρίνα με το συνθηματικό γερμανικό τραγουδάκι για παιδιά : αχ μικρό τριαντάφυλλο … τον ειδοποίησε εγκαίρως και έτσι κατέφερε να διαφύγει. Ο στρατιώτης αυτός που έσωσε από το θάνατο τα γυναικόπαιδα των Καλαβρύτων ήταν ο πατέρας του κ. Νόιγκερ. Στο μεταξύ επέστρεψε και ο κ. Νόιγκερ. Είχε φύγει ξαφνικά για τις Σέρρες για να προλάβει να δει από κοντά τον παππού του λίγο πριν πεθάνει. Διάβασε τις αναφορές του Φίλιππου και πληροφορήθηκε για τις εξελίξεις. Εκ μέρους του πατέρα του, όπως είχε υποσχεθεί απέθεσε στον τάφο της γιατρίνας ένα μικρό τριαντάφυλλο. Στη συνέχεια, επέστρεψε με τον αρραβωνιαστικό της και η κοπέλα με την οποία ο Φίλιππος υπέθετε ότι ο κ. Νόιγκερ είχε φύγει. Απέμενε να διορθώσει το τελευταίο τραγικό του λάθος.Τις αναφορές του για το υποτιθέμενο φλερτ του κ. Νόιγκερ με την άλλη γυναίκα τις είχε διαβάσει η Δάφνη, η οποία εγκατέλειψε το χωριό γράφοντας στον Αλέξη ότι δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ. Προσποιούμενος τον άρρωστο κάλεσε σε βοήθεια τη Δάφνη, που έμενε για λίγο στη γειτονική πόλη και έτσι ο Αλέξης ξαναβρήκε την αγαπημένη του και η παρεξήγηση διαλύθηκε. Έτσι

τέλειωσε ένα καλοκαίρι «παρεξηγήσεων», αλλά και ειλικρινούς μεταμέλειας για το Φίλιππο. Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ Ο Φίλιππος φαίνεται να είναι συμβιβασμένος με τις διαφορετικές οικογένειες που ζουν οι γονείς του. Είναι αρκετά έξυπνος αν και μερικές φορές παρεξηγεί καταστάσεις. Είναι αρκετά ανυπόμονος κι αυτό τον βάζει σε μπελάδες Φαίνεται καλός και δεν το βάζει κάτω. Έχει όμως τη γενναιότητα να ζητάει συγγνώμη από τους άλλους κα να παραδέχεται τα σφάλματά του. ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΗΜΕΙΟ Το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν ο Φίλιππος εξηγεί την οικογενειακή του κατάσταση: «Ο Άρης (ένα θηρίο δέκα χρονών) είναι ο γιος του πατριού μου (που η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει και που παντρεύτηκε πριν δύο χρόνια την μαμά μου).Ύστερα έχω το μωρό μας, ένα κοριτσάκι που μόλις περπάτησε (μπαμπάς της είναι ο πατριός μου και μαμά η δική μου. Κι έχω ακόμα και τα γερμανάκια την Γκέρντα και τον Χανς, εφτά και πέντε χρονών (παιδιά του πατέρα μου και της δεύτερης γυναίκας του της Γερμανίδας)». Βλέπουμε πως ο Φίλιππος μιλά για την οικογένειά του και για όποια τυχόν προβλήματα υπάρχουν με χιούμορ και ανάλαφρο ύφος. ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα που θίγονται είναι σχετικά με την φιλία π.χ. μεταξύ του κ. Νόιγκερ και του Φίλιππου. Μαθαίνουμε ότι πάντα πρέπει να ερευνούμε κάτι και μετά να επιβεβαίωνουμε τις απόψεις μας για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Θίγεται επίσης το θέμα της ξενοφοβίας που

30


καταβάλλει τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος οδηγείται στο να πιστεύει ότι ο κ. Νόιγκερ λόγω της γερμανικής του καταγωγής έχει κάνει ένα φόνο. Μερικές φορές δηλαδή, παρασυρόμαστε από στερεότυπα και κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση αυτά, φορτώνουμε πάνω στον ξένο όλα τα αρνητικά και τον θεωρούμε υπεύθυνο για ό,τι κακό συμβαίνει. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση γίνεται στο α΄ πρόσωπο μέσα από τις αναφορές του Φίλιππου, από το σημειωματάριο του Αλέξη και τα γράμματα της Δάφνης. Αυτός ο τρόπος είναι πολύ ενδιαφέρων, γιατί βλέπουμε τα γεγονότα να ξετυλίγονται από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μέσα από την αλήθεια του καθενός πλησιάζουμε και κατανοούμε καλύτερα την πραγματική αλήθεια. Η γλώσσα είναι απλή, κατανοητή δημοτική με εύκολο λεξιλόγιο κάποιες γερμανικές λέξεις.

Ψαραύτη Λ., Όνειρα από μετάξι, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001 Παρουσίαση: Κάτρη Ελισάβετ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Δανάη, μια έφηβη, ζει με την οικογένειά της, τη μητέρα της, τον πατέρα της και τον αδελφό της σε ένα νησί του Αιγαίου. Η ιστορία ξεκινάει από το καλοκαίρι που η οικογένεια δέχεται την επίσκεψη ενός Ιταλού, που έρχεται στο σπίτι τους για να τους επιστρέψει ένα αρχαίο αγαλματίδιο με τη μορφή γρύπα που το είχε κλέψει ο πατέρας του, στρατιώτης την περίοδο της Ιταλικής κατοχής του νησιού (1941-1943). Ο Ιταλός αυτός έμεινε στο νησί αρκετά και προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στην οικογένεια Καψάλη. Η μητέρα της Δανάης, που ήταν από τη Δανία, ερωτεύτηκε τον Ιταλό. Αυτό η Δανάη το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Η μητέρα της έβγαινε με τον Ιταλό βόλτες, επισκεπτόντουσαν μοναστήρια και κάθονταν μόνοι τους. Παράλληλα με την αφήγηση της Δανάης παρακολουθούμε και την αφήγηση της Θέκλας, μιας ηλικιωμένης κυρίας, που ήταν από παλιά οικιακή βοηθός της οικογένειας. Η Θέκλα θυμάται και εξιστορεί όλη την

31


προηγούμενη ζωή της οικογένειας και τις δικές της ταλαιπωρίες, όταν μωρό ακόμα έφτασε στο νησί πρόσφυγας μετά την καταστροφή της Σμύρνης (1922). Πιστεύει ότι ο γρύπας είναι ένα πουλί που φέρνει γρουσουζιά. Όταν ήρθε η γιορτή της Αγίας Ζώνης όλο το νησί πήγε στο πανηγύρι. Σ’ αυτό το πανηγύρι χόρεψαν και διασκέδασαν μαζί ο πατέρας και η μητέρα της Δανάης, αλλά το ίδιο βράδυ η μητέρα έφυγε με τον Ιταλό. Όταν το έμαθε η Δανάη και ο αδελφός της ο Μάνθος έκλαιγαν συνεχώς και ο πατέρας τους ήταν στενοχωρημένος. Μετά από αρκετούς μήνες, η μητέρα έστειλε ένα γράμμα στη Δανάη και της εξηγούσε για ποιο λόγο έφυγε. Αργότερα η Δανάη, επηρεασμένη από τη γνωριμία του αδελφού του φίλου της, που ήταν παιδί με ειδικές ανάγκες, έφυγε από το νησί για να σπουδάσει δασκάλα για παιδιά με ειδικές ανάγκες. «Τα όνειρά μας δε γίνονται πάντα πραγματικότητα και ούτε ακολουθούμε το δρόμο που διαλέγουμε. Μερικά όνειρα είναι ντελικάτα όπως το μετάξι.», έλεγε η μαμά της Δανάης. Θα πραγματοποιηθούν άραγε τα όνειρα της Δανάης στην καινούρια της ζωή, που ξεκινά με το τέλος του μυθιστορήματος;

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Η μητέρα, αλλοδαπή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του νησιού.Η Θέκλα πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Ο Ιταλός που αναστατώνει τη ζωή της οικογένειας.Οι Ιταλοί κατακτητές του νησιού κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο Θέμης που ως ομοφυλόφιλος νοιώθει διαφορετικός Ο αδελφός του Νίκου, παιδί με ειδικές ανάγκες. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση πραγματοποιείται σε πρώτο πρόσωπο μέσα από τα μάτια της Δανάης και της ηλικιωμένης Θέκλας. Ο χρόνος της αφήγησης διακόπτεται από αναδρομικές αφηγήσεις. Η αλλαγή της οπτικής γωνίας σημειώνεται με διαφορετικούς χαρακτήρες.

Ρις Σίλια, Η μικρή μάγισσα, μτφρ. Π. Εμμανουηλίδου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001 [τίτλος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου Celia Rees, Witch Child, 2000]

ΘΕΜΑΤΑ Διαζύγιο, ομοφυλοφιλία, αρχαιοκαπηλία, προσφυγιά, ενηλικίωση, παιδιά με ειδικές ανάγκες, έρωτας, λαϊκές παραδόσεις.

Παρουσίαση: Λίτση Χριστίνα ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ Θα ήθελα τελειώνοντας, η μητέρα να γυρίζει πίσω στην οικογένειά της, γιατί έχει μετανιώσει που τους εγκατέλειψε και της έλειψαν τα παιδιά και ο άντρας της.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το βιβλίο αυτό πήρε τον τίτλο του από την κεντρική ηρωίδα, την οποία οι σύγχρονοί της αποκαλούσαν «μαγισσοπαίδι». Ήταν ένα κορίτσι που δεν

32


είχε ακόμα ενηλικιωθεί, μια μικρή «μάγισσα». Έζησε το 17ο στην Αγγλία και, μετά τη θανάτωση της γιαγιάς της με την κατηγορία της μάγισσας, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει μια ομάδα Πουριτανών που ίδρυσε αποικία στη Β. Αμερική. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος της αφήγησης. Έχει τη μορφή φύλλων ημερολογίου που κρατούσε η μικρή μάγισσα (Μαίρη Νιούμπερυ) και το οποίο βρέθηκε μετά από αιώνες κρυμμένο μέσα σε ένα πάπλωμα. Σε πρώτο πρόσωπο, λοιπόν, η ενδο/ομοδιηγηματική αφηγήτρια ξεδιπλώνει την ιστορία της, η οποία διαρκεί λίγο περισσότερο από ένα ημερολογιακό έτος (αρχές Μαρτίου 1659 έως τον Ιούλιο του 1660). Τα τελευταία φύλλα του ημερολογίου συμπληρώνονται από μια φίλη της που τη βοηθά να διαφύγει και από το νέο τόπο εγκατάστασής της. Η αφήγηση ξεκινά με το μαρτύριο και την εκτέλεση της γιαγιάς από τους «μαγισσοκυνηγούς». Μια πλούσια κυρία, η οποία φαίνεται ότι ήταν η μητέρα της, της οποίας η «γιαγιά» ήταν «τροφός» και στην οποία την είχε εμπιστευτεί μη μπορώντας να την κρατήσει κοντά της για κοινωνικούς προφανώς λόγους, τη διασώζει και της εξασφαλίζει τα απαραίτητα για να φύγει με μια ομάδα Πουριτανών, που για πολιτικούς λόγους και για να διασώσουν την πίστη τους (θάνατος Κρόμγουελ, επάνοδος της βασιλείας (Κάρολος), μεταναστεύουν με πλοίο από το λιμάνι του Σαουθάμπτον για την Αμερική. Κουβαλώντας μια πλαστή ιστορία για την καταγωγή της και με το όνομα Μαίρη Νιούμπερυ η μικρή μάγισσα, δεκατριών ετών τότε επιβιβάζεται στο πλοίο κοντά σε μια οικογένεια. Το ταξίδι με το πλοίο ήταν δύσκολο. Οι Πουριτανοί είχαν αυστηρά ήθη, αλλά ευτυχώς κατορθώνει να επικοινωνήσει με κάποιες

γυναίκες και έναν νεαρό. Έχει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο να βοηθά στη θεραπεία αρρώστων, πράγμα που της είχε μάθει η γιαγιά της, βοηθά μάλιστα με επιτυχία να ξεγεννήσουν μια γυναίκα. Επειδή γνωρίζει να γράφει, ο αρχηγός της αποστολής την καλεί να τον βοηθά στην καταγραφή των «θαυμάτων» που συμβαίνουν στη διάρκεια του ταξιδιού. Σ’ αυτό το ταξίδι μάλιστα συνειδητοποιεί για πρώτη φορά τις ικανότητες της να βλέπει το μέλλον. Μέσα από τις αφηγήσεις διαφόρων για μάγισσες, που μπορεί να υπάρχουν στο πλοίο, ζωντανεύουν οι φόβοι της μην την ανακαλύψουν. Ένα καταφύγιο που την ανακουφίζει είναι το γράψιμο του ημερολογίου. Η Μαίρη νοιώθει διαφορετική, αλλά είναι αναγκασμένη να υποτάσσεται στη ζωή που της επιβάλλεται. Στην Αμερική κατέπλευσαν στο λιμάνι του Σάλεμ, αλλά δεν εγκαταστάθηκαν εκεί. Μετακινήθηκαν χιλιόμετρα μακριά, στην έρημο και εγκαταστάθηκαν στη Μπιούλα. Ασφυκτιά στη νέα της ζωή, βοηθώντας στις δουλειές του νοικοκυριού και περιμένοντας να την επιλέξει κάποιος για σύζυγο. Νοιώθει να επικοινωνεί με λίγους. Σε μια της εξόρμηση στο δάσος για να αναζητήσει θεραπευτικά βότανα και για να ξεφύγει από την καθημερινή ρουτίνα γνωρίζεται με τους Ινδιάνους. Όλη η κοινότητα θεωρεί ύποπτη τη συμπεριφορά της και δεν αργούν να της φορτώσουν τις κακοτυχίες τους. Κατηγορείται ότι οργανώνει μαγικές τελετές και ετοιμάζονται να την καταδικάσουν, αλλά ευτυχώς κατορθώνει να διαφύγει με τη βοήθεια της οικογένειας με την οποία συγκατοικούσε. Και αυτοί τελικά θα φύγουν για μέρη «όπου έχουν ακούσει ότι ο κόσμος είναι πιο ελεύθερος να ακολουθήσει τη δική του συνείδηση».

33


Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Η μικρή μάγισσα στο μυθιστόρημα είναι διαφορετική από τους άλλους. Έχει μια οικογενειακή ιστορία που δεν είναι συνηθισμένη. Μικρή ζει τη θανάτωση της γιαγιάς της που την κατηγορούν ως μάγισσα. Είναι ένα κορίτσι που δε μοιάζει με τα άλλα. Ξέρει να γράφει και να διαβάζει, να θεραπεύει ασθένειες με βότανα, να σκέπτεται λογικά. Αυτά σε μια εποχή όπου οι γυναίκες είχαν ως μοναδική αποστολή να γεννούν παιδιά και να ασχολούνται με το νοικοκυριό θεωρούνταν ύποπτα και «έργα του διαβόλου». Η διαφορετικότητά της την κάνει επικίνδυνη, η τάση της για ανεξαρτησία και να διαχειρίζεται η ίδια τον εαυτό της την βάζει σε περιπέτειες. Είναι θύμα των προκαταλήψεων και της αμάθειας της εποχής, που κατασκεύαζε μάγισσες. Ακόμα στο μυθιστόρημα ξένοι είναι και οι Ινδιάνοι, με διαφορετική νοοτροπία και διαφορετικό πολιτισμό από τους λευκούς αποίκους. Είναι και αυτοί θύματα των προκαταλήψεών τους.

Ψαραύτη Λ. Τα δάκρυα της Περσεφόνης, Πατάκης, Αθήνα 2005 Παρουσίαση: Άννα Μαρία Βολτατζή ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Περσεφόνη της ιστορίας μας ήταν ένα άγαλμα, για την ακρίβεια το άγαλμα που αναπαριστούσε την κόρη της θεάς Δήμητρας. Την Περσεφόνη τη βρήκε ο Παντελής, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, στα λασπωμένα χαντάκια τα οποία δημιουργήθηκαν για τη διάνοιξη του δρόμου του χωριού. Ξέθαψε το άγαλμα μαζί με τη φίλη του, την Αγγέλα με τη βοήθεια του γαϊδάρου Διαμαντή, κι από τότε η ζωή του αγοριού άλλαξε – προς το καλύτερο όπως πίστευε, αν και στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Ο Παντελής είχε «ερωτευτεί» την Περσεφόνη. Το έκρυψε στην αποθήκη του και μάταια η Αγγέλα τον πίεζε να παραδώσουν το κρυμμένο άγαλμα. Ο Παντελής, ανένδοτος, επισκεπτόταν συνεχώς την Περσεφόνη και την σκεφτόταν όποτε δεν ήταν μαζί της. Διάβασε μάλιστα από τη μυθολογία το μύθο της Δήμητρας και της κόρης. Απομακρύνθηκε από φίλους και συγγενείς, και αφιερώθηκε στο άγαλμα. Αυτά, μέχρι τη στιγμή που περίεργα γεγονότα συνέβησαν. Τα χωράφια στο

ΘΕΜΑΤΑ Ανεξαρτησία του ατόμου, γυναικεία χειραφέτηση, εξουσία και η σχέση της με τα θρησκευτικά δόγματα, φανατισμός, μισαλλοδοξία, ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, προλήψεις δεισιδαιμονίες, αποικιοκρατία, σχέσεις λευκών - Ινδιάνων την εποχή της αποικιοκρατίας.

34


χωριό δεν καρποφόρησαν. Ο Παντελής και η Αγγέλα συνάντησαν μια γυναίκα η οποία τους μίλησε για το χαμό της κόρης της, Περσεφόνης, η οποία είχε και τα ίδια χαρακτηριστικά με την Περσεφόνη της θεάς Δήμητρας. Το άγαλμα της θεάς Δήμητρας στο μουσείο δάκρυσε, ενώ το γοργόνειο ζωντάνεψε. Τέλος, το κρασί που έφτιαχνε ο παππούς του Παντελή για τη θεία Κοινωνία χάλασε. Ο Παντελής λοιπόν, έπειτα και από πίεση της Αγγέλας, αποφάσισε να παραδώσει την Περσεφόνη, αν και το καθυστερούσε συνεχώς λόγω των αισθημάτων που έτρεφε για το άγαλμα. Η αδερφή του η Βασούλα ανακάλυψε ωστόσο τι έκρυβε ο Παντελής, και το μαρτύρησε στους γονείς τους, οι οποίοι κάλεσαν την αστυνομία. Το αγόρι αποχωρίζεται το άγαλμα έχοντας πια ωριμάσει και αντικαταστήσει την αγάπη του για την άψυχη Περσεφόνη με την πραγματική αγάπη για τη φίλη του. Λίγο καιρό αφότου πήραν το άγαλμα της Περσεφόνης οι αρχαιολόγοι, ένα πρωί του Γενάρη, στον κάμπο φύτρωσαν κόκκινα τριφύλλια. Ήταν τα δάκρυα της Περσεφόνης, δάκρυα χαράς και συγκίνησης επειδή η θεά Δήμητρα έσμιξε επιτέλους με την κόρη της.

ιστορία της Σάμου, η οποία είναι η πατρίδα της συγγραφέως. Η ιστορία ξεκινά απ’ το τέλος, τη στιγμή που η Περσεφόνη μεταφέρεται στο μουσείο. Στη συνέχεια, με αναδρομική αφήγηση ο αφηγητής μας μιλά για τη σχέση του με την Περσεφόνη. Στο χρόνο της ιστορίας υπάρχουν αναδρομικές αφηγήσεις, όπως και ολόκληρα εγκιβωτισμένα αποσπάσματα από το μύθο της Δήμητρας και της κόρης. ΓΛΩΣΣΑ Η γλώσσα είναι σχετικά απλή και κατανοητή και εμπλουτίζεται με λέξεις από τη Μυθολογία, την Ιστορία της Τέχνης και από διάφορες περιόδους της Ιστορίας. ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα που θίγει το βιβλίο είναι η αρχαιοκαπηλία, η αρχαία και νεότερη ιστορία, ο μύθος της Δήμητρας και της κόρης, ο έρωτας, η ενηλικίωση, προλήψεις από το λαϊκό πολιτισμό, παιδικές φοβίες, συνέχεια του Ελληνισμού (έκφραση του αρχαιοελληνικού και του βυζαντινού πολιτισμού) ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο εικονογραφείται με τα σύμβολα της Περσεφόνης και της Δήμητρας, ρόδια και στάχυα (Σύμφωνα με το μύθο ο θεός του Κάτω Κόσμου έδωσε στην Περσεφόνη να φάει ένα σπυρί ροδιού για να την έχει κοντά του για έξι μήνες, ενώ τα στάχυα συμβολίζουν τη θεά Δήμητρα επειδή είναι θεά της γεωργίας). Ακόμα αποτυπώνονται σημαντικές σκηνές της ιστορίας σε ολοσέλιδες εικόνες. Όλες οι εικόνες είναι ασπρόμαυρες.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα απ’ τα μάτια του Παντελή, ο οποίος διηγείται αυτά που του συνέβησαν. Στο εγκιβωτισμένο απόσπασμα με το μύθο της Περσεφόνης η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη. Η κύρια ιστορία έχει αναλογίες με το μύθο της Δήμητρας και της κόρης. Παράλληλα όμως με την ιστορία του βιβλίου, υπάρχουν πολλά στοιχεία για την

35


Στο βιβλίο αυτό λοιπόν βλέπουμε τις ιστορίες τεσσάρων κοριτσιών, που έζησαν σε τέσσερις διαφορετικές εποχές, τη Θεανώ, τη Θεονίκη, την Αρετή και την Τέτη. Μέσα από αυτές τις τέσσερις ερωτικές τους ιστορίες ξετυλίγεται η αρχαία, η μεσαιωνική, η νεότερη και η σύγχρονη ιστορία της Σάμου. Στην πρώτη ιστορία, όπου πρωταγωνίστρια είναι η Θεανώ, κόρη του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη, βλέπουμε τη «γέννηση» του περιδέραιου το 522 π.Χ.. Το κατασκεύασε ο γλύπτης Ροίκος για να το δωρήσει στην αγαπημένη του Θεανώ. Η Θεανώ περήφανη για το εξαίρετο κόσμημα το φορά στα Ήραια και τολμά μάλιστα να σταθεί με περηφάνια (ύβρι) μπροστά στο άγαλμα της θεάς Ήρας προκαλώντας την μήνι της ζηλόφθονης θεάς. Η θεά την εκδικείται σκοτώνοντάς την με κεραυνό, καθώς σε μια σπηλιά περίμενε να συναντήσει τον αγαπημένο της Ροίκο. Στη δεύτερη ιστορία, πρωταγωνίστρια είναι η Θεονίκη, δόκιμη μοναχή κατά τη βυζαντινή περίοδο, στα μέσα του 11ου αιώνα στο νησί της Σάμου. Η Θεονίκη ερωτεύεται τον Κωνσταντίνο εξόριστο στρατηγό από την Κων/πολη, που φιλοξενείτο σε ένα καλύβι κοντά στο μοναστήρι . Σε μια από τις καθημερινές περιπλανήσεις στα βοσκοτόπια του νησιού για να τραφεί το κοπάδι της ανακάλυψε μια σπηλιά. Μέσα στη σπηλιά είχε σχηματιστεί μια λιμνούλα στο βυθό της οποίας βρήκε το περιδέραιο της Θεανώς. Το περιδέραιο άλλαξε τη ζωή της . Της τόνωσε την απαγορευμένη γι αυτήν γυναικεία φιλαρέσκεια και την οδήγησε να εμφανιστεί μ’ αυτό μπροστά στον Κων/ντίνο. Εκείνος τότε ζωγράφισε την εικόνα της Παναγίας με τα χαρακτηριστικά της και με το περιδέραιο αυτό στο λαιμό

Ψαραύτη Λ., Το χαμόγελο της Εκάτης, Πατάκης, Αθήνα 1996 Παρουσίαση: Βολτατζή Άννα –Μαρία ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο βιβλίο αυτό δεν παρακολουθούμε μια ενιαία ιστορία, αλλά τέσσερις μικρές ερωτικές ιστορίες με πρωταγωνίστριες νεαρές κοπέλες που ζουν στο νησί της Σάμου. Καθεμία από αυτές εκτυλίσσεται σε διαφορετική χρονική περίοδο, αλλά όλες έχουν ένα κοινό σημείο: Είναι όλες σφραγισμένες τραγικά από το «χαμόγελο της Εκάτης». Το «χαμόγελο της Εκάτης» είναι ένα ιερό κειμήλιο, ένα περιδέραιο που ταξιδεύει από γενιά σε γενιά από το 522 π.Χ. ως τις μέρες μας. Έμοιαζε με μισοφέγγαρο, το «χαμόγελο της Εκάτης.. που λένε οι ποιητές», όπως μας πληροφορεί η Αρετή, η γιαγιά της Τέτης, που ζει στη σύγχρονη εποχή, στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου. Σ’ αυτήν την εισαγωγή η Αρετή μιλώντας για το περιδέραιο που της έκλεψε η εγγονή της μας προειδοποιεί για την κακή τύχη που φέρνει στις κατόχους του. Η θεά Εκάτη γνωστή και ως Σελήνη ήταν γνωστή για την κακοτυχία που έφερνε, γι’ αυτό το λόγο οι κάτοχοι του περιδεραίου έχαναν αγαπημένα πρόσωπα ή είχαν άσχημο τέλος και οι ίδιοι.

36


της. «Ιερόσυλη και ανήκουστη πράξη». Σημάδια κακά φάνηκαν αμέσως. Από τα μάτια της Παναγίας έτρεχε αίμα. Και η Θεονίκη για να εξιλεωθεί αφιέρωσε το κόσμημα στην Παναγία .Η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη. Ο πατέρας της πέθανε από δάγκωμα οχιάς. Πειρατές κούρσεψαν το νησί, έκλεψαν όλα τα ιερά κειμήλια του μοναστηριού και σκότωσαν τον Κων/ντίνο που προσπάθησε να τους αντισταθεί. Όταν έφυγαν, ξέσπασε τρικυμία που διέλυσε το καράβι τους. Ανάμεσα στα συντρίμια που ξέβρασε η θάλασσα στην παραλία ήταν και η εικόνα της Παναγίας που ξαναγύρισε στο Μοναστήρι. Ο θάνατος βρίσκει την άρρωστη μοναχή Θεονίκη στα σαράντα της χρόνια. Στην τρίτη ιστορία που ο εκτυλίσσεται το 19 αιώνα, πρωταγωνίστρια είναι η Αρετή, κόρη πλούσιου προεστού του νησιού, που ήταν ερωτευμένη με το Γιακουμή, γιο καπετάνιου, ναυτικό. Σε μία από τις καταδύσεις του ανάμεσα στα συντρίμμια από ναυάγιο πειρατικού πλοίου βρήκε το περιδέραιο της Θεανώς. Όταν ζήτησε την Αρετή σε γάμο αυτό το περιδέραιο της πρόσφερε. Αλλά ο πατέρας της αρνήθηκε και το δώρο και να δώσει τη συγκατάθεσή του για το γάμο. Ο έρωτάς των δύο νέων ήταν απαγορευμένος λόγω της κοινωνικής διαφοράς που χώριζε τις δύο οικογένειες κι έτσι η Αρετή αποφάσισε να κλεφτεί με τον αγαπημένο της. Το περιδέραιο το ζήτησε ο Αγάς ως αντάλλαγμα για τα χρέη της οικογένειας του Γιακουμή προς αυτόν. Επειδή όμως μόνο κακοτυχία του έφερε το επέστρεψε. Έτσι το φόρεσε η Αρετή την ημέρα του γάμου της με του Γιακουμή. Στη σφαγή της Χίου το 1822, σκοτώθηκε ο Γιακουμής και η Αρετή έμεινε μόνη της χήρα στα είκοσι εννέα της χρόνια με πέντε παιδιά. Στη διαθήκη της που συντάχθηκε

το 1888, όταν η Αρετή ήταν πια 95 χρονών-λίγο πριν πεθάνει - κληροδότησε το οικογενειακό αυτό κειμήλιο στην εγγονή της Αρετή. Στην τέταρτη ιστορία βρισκόμαστε στο σήμερα (1995) και συνδεόμαστε με την εισαγωγική αφήγηση. Μέσα από τέσσερις διαφορετικές αφηγήσεις, της γιαγιάς Αρετής, της εγγονής Τέτης, της αδελφής της Τέτης, Σοφίας και της φίλης της Τέτης Ασημίνας στο νοσοκομείο όπου βρίσκεται βαριά τραυματισμένη η Τέτη ξετυλίγεται ο επίλογος της ιστορίας. Η Τέτη, που ζούσε με την αδελφή της μαζί με τη γιαγιά της, γιατί οι γονείς της ήταν μετανάστες στη Γερμανία, ερωτεύτηκε τον Τέλη, ένα «παλιόπαιδο». Ο Τέλης την έπεισε να λάβει μέρος στα καλλιστεία και ότι έπρεπε εκείνη τη βραδιά να φορά το πολύτιμο περιδέραιο. Έτσι έκλεψαν το περιδέραιο και με τη μηχανή χωρίς να ενημερώσουν τη γιαγιά έφευγαν για να πάρουν το πλοίο για τον Πειραιά. Εκείνο το πρωί όμως είχαν το ατύχημα που ευτυχώς για την Τέτη δεν ήταν θανατηφόρο. Μέσα από την αφήγηση της γιαγιάς Αρετής παρακολουθούμε επίσης και όλη τη σύγχρονη ιστορία της Σάμου, την κατοχή, την προσφυγιά στη Μ. Ανατολή, την αντίσταση και μετά την απελευθέρωση τη μετανάστευση κατοίκων για οικονομικούς λόγους σε χώρες της Δ. Ευρώπης ως την εισβολή του τουρισμού στο νησί. Μέσα από την αφήγηση των νεαρών κοριτσιών συμπληρώνεται το παζλ για την προσωπικότητα του Τέλη και φωτίζονται πτυχές από τη ζωή και τις απόψεις των νέων σήμερα. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση ξεκινάει από το παρόν, στρέφεται στο παρελθόν και επιστρέφει στο παρόν. Στην ιστορία της Θεανώς και

37


στην τρίτη ιστορία, αυτή της Αρετής, η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και η οπτική γωνία είναι μηδενική. Αντίθετα, στην ιστορία της Θεονίκης, η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και η αφηγήτρια μετέχει στην ιστορία, γίνεται δηλαδή αυτοβιογραφική. Η αφήγηση της Τέτης στην τέταρτη ιστορία διασπάται σε τέσσερα πρόσωπα και γίνεται μέσα από τέσσερις διαφορετικούς μονολόγους.

με μηχανή που οδηγεί ο φίλος της. Αυτό που συνδέει τις ιστορίες είναι το γεγονός ότι το περιδέραιο φέρνει δυστυχία σ’ αυτόν που το φοράει. ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ Αγαπημένο μου σημείο είναι από την πρώτη ιστορία, όταν ο Ροίκος έφτιαξε το περιδέραιο και είπε στη Θεανώ: «Θέλω η βασιλοπούλα μου να φορέσει το πιο όμορφο στολίδι στη γιορτή της Ήρας. Εγώ ο ίδιος θα φτιάξω ένα περιδέραιο για το λαιμό σου που όμοιό του καμιά γυναίκα, θεά ή θνητή δε φόρεσε ποτέ...»

ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο είναι: η ιστορία του νησιού της Σάμου (αρχαία, μεσαιωνική, νεότερη και σύγχρονη), ύβρις - τίσις, οι προλήψεις, ο έρωτας, η ενηλικίωση

ΑΛΛΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ Θα ήθελα να δώσω ένα άλλο τέλος στην ιστορία της Θεανώς. Δε μου άρεσε που η Ήρα ήθελε να πάρει εκδίκηση και γι αυτό έκλεψε τους κεραυνούς και τους έριξε στη σπηλιά που βρισκόταν η Θεανώ σκοτώνοντάς την. Θα ήθελα να είχε προλάβει να βρει το Ροίκο, να περάσει μαζί του τη νύχτα, να τον αποχαιρετήσει και μετά να συμβεί αυτό.

Παρουσίαση: Αναστασία Ρούσσου ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν τέσσερις ιστορίες, με τέσσερα κορίτσια, που έχουν ένα στοιχείο που τις συνδέει, ένα περιδέραιο. Η πρώτη ιστορία ξεκινά στα 522 π.Χ., όταν η Θεανώ, κόρη του βασιλιά Πολυκράτη, δέχεται το περιδέραιο ως δώρο από τον αγαπημένο της Ροίκο. Μετά το φοράει η Θεονίκη, δόκιμη καλόγρια σε ένα βυζαντινό μοναστήρι, το 1042 μ.Χ., η οποία το βρίσκει μέσα στη σπηλιά στην οποία είχε βρει τραγικό θάνατο η Θεονίκη εξαιτίας της θεάς Ήρας. Στο μοναστήρι γνώρισε τον έρωτα στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου. Στα 1808 το περιδέραιο βρίσκεται στο λαιμό της Αρετής, κόρης ενός προεστού της Σάμου. Της το έχει χαρίσει ο αγαπημένος της που το βρήκε στο βυθό της θάλασσας. Μαζί του θα περάσει δυσκολίες επειδή οι οικογένειές τους δεν εγκρίνουν τη σχέση τους. Τέλος το περιδέραιο καταλήγει στην Τέτη, η οποία σκοτώνεται σε τροχαίο δυστύχημα

ΘΕΜΑΤΑ Ένα θέμα είναι ο έρωτας, αφού σε όλες τις ιστορίες υπάρχουν ζευγάρια ερωτευμένα. Ένα άλλο είναι ο πόλεμος, θύματα του οποίου είναι η Θεονίκη και η Αρετή. Βασικό όμως θέμα είναι η ιστορία του νησιού της Σάμου. ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση περιλαμβάνει τέσσερις σπονδυλωτές ιστορίες, των οποίων το συνεκτικό στοιχείο είναι το περιδέραιο, κάτι που προκαλεί αγωνία και προσδοκίες στον αναγνώστη.

38


ΓΛΩΣΣΑ

αντιμετωπίζει καθημερινά, δεν έχει τη δύναμη να αντισταθεί όταν ο Μάρκος την παρακινεί να καπνίσει ένα διαφορετικό τσιγάρο, με «χόρτο». Μαζί με τη φίλη της την Αλέκα παρασύρονται στα ναρκωτικά. Η Μαρία στην αρχή ήταν ερωτευμένη με το Μάρκο, αργότερα όμως κατάλαβε ότι τίποτα παραπάνω δεν την ένοιαζε εκτός από το πώς θα εξασφαλίσει τα «τρυπάκια» και το χόρτο που της έδινε ο Μάρκος. Η Μαρία, όσο και να την προειδοποίησε η φίλη της Βιβή ότι η κατάσταση της χειροτέρευε κι έπαιζε επικίνδυνα παιχνίδια στη ζωή της, αδιαφορούσε καθώς πίστευε ότι μπορούσε να το ελέγξει. Περνάει όλα τα στάδια εξευτελισμού και ταπείνωσης όπως ελεημοσύνη, κλοπή κ. ά. για να έχει τα χρήματα που χρειάζονται για τη δόση της. Συχνά σκέφτεται τον πατέρα της που τους άφησε, ενοχοποιώντας τον εαυτό της. Μια μέρα, ο Μάρκος με τη Μαρία αποφάσισαν να κλέψουν ένα πλούσιο μαθητή. Ο Μάρκος θα έκλεβε το ρολόι κι εκείνη θα κρατούσε τσίλιες. Για κακή τους τύχη από τις φωνές μαζεύτηκε η αστυνομία και η Μαρία βρέθηκε κλέφτρα. Πέρασε από το τμήμα και η μητέρα της κατάλαβε ότι κάτι κακό συνέβαινε στην κόρη της τελικά. Όταν η Μαρία βγήκε από το κρατητήριο, κατάλαβε πόσο ανόητος, δειλός και διπρόσωπος ήταν ο Μάρκος. Ήταν πεπεισμένη πια ότι τα ναρκωτικά δε σώζουν κανένα. Η Μαρία προσπάθησε να βοηθήσει την Αλέκα. Όταν όμως ο Μάρκος εμφανίστηκε πάλι και τους πρότεινε να πάνε βόλτα με το αμάξι, εκείνες δέχτηκαν. Ο Μάρκος οδηγούσε επιπόλαια και έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, με αποτέλεσμα να συμβεί ατύχημα και να οδηγηθούν στο νοσοκομείο η Μαρία και η Αλέκα, ενώ ο Μάρκος έγινε άφαντος. Ο πατέρας της Μαρίας που

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι ανάλογη κάθε φορά με την εποχή. Χρησιμοποιούνται λέξεις που σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να δυσκολέψουν το νέο αναγνώστη και να τον προκαλέσουν να ανατρέξει σε λεξικά για να λύσει τις απορίες του.

Ψαραύτη Λ., Επικίνδυνα Παιχνίδια, Πατάκης, Αθήνα 2007 Παρουσίαση: Ρούσσου Μαρία ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η Μαρία, μια μαθήτρια γυμνασίου ζει με τη μητέρα της, που εργάζεται πολύ σκληρά για να τα βγάλουν πέρα, καθώς ο πατέρας, τους εγκατέλειψε μετά την απόλυση από τη δουλειά του και τα οικονομικά αδιέξοδα που αντιμετώπισε. Η ηρωίδα του βιβλίου είναι δυστυχισμένη και απογοητευμένη από τον πατέρα της. Κάποια μέρα η Μαρία με τις φίλες της, Αλέκα και Βιβή, δέχτηκαν την πρόσκληση του Μάρκου, ενός μαθητή της Β΄ Λυκείου, στο πάρτι που θα διοργάνωνε σπίτι του. Δεν είχαν καταλάβει όμως ότι ο Μάρκος εκτός από «ωραίος του σχολείου» ήταν και βαποράκι. Στο πάρτι η Μαρία, απογοητευμένη από τη ζωή της και απελπισμένη από τις δυσκολίες που

39


διάβασε την είδηση στις εφημερίδες, γύρισε. Άργησε, αλλά επέστρεψε στην οικογένεια και ιδιαίτερα στην κόρη του που τον χρειαζόταν τόσο πολύ τώρα πια. Η Αλέκα έχασε το πόδι της, αλλά αυτό έπρεπε να είναι το τίμημα για να καταλάβουν τι έκαναν.

φέρουν πολλά προβλήματα, και να κάμψουν τις αντιστάσεις των παιδιών, ιδιαίτερα των εφήβων, που γίνονται ευάλωτοι και είναι εύκολο να παρασυρθούν, σαν τη Μαρία, που στην αρχή θεωρούσε τη χρήση ουσιών διασκέδαση, απόδραση από τη βαρετή ζωή της, μετά όμως όλα έγιναν εφιάλτης, ένα άσχημο όνειρο από το οποίο ευχόταν να μπορούσε να ξυπνήσει

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ Η κεντρική ηρωίδα είναι η Μαρία, μια έφηβη απογοητευμένη από τη ζωή της και ειδικά από τον πατέρα της, πληγωμένη και στενοχωρημένη. Αναζήτησε μια διαφυγή από τη ζωή της κι ο Μάρκος της την έδωσε. Είναι ευαίσθητη και συναισθηματική. Όταν κύλησε στα ναρκωτικά ήταν αδιάφορη και ακατάδεκτη ν’ ακούσει τη φίλη της τη Βιβή. Ένιωθε μοναξιά και δυσφορία. Όταν νίκησε τα ναρκωτικά ήταν ευχαριστημένη αλλά και αρκετά πληγωμένη.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Το λεξιλόγιο είναι απλό και κατανοητό. Στο βιβλίο μιλάει η Μαρία στο α΄ πρόσωπο και μας αφηγείται αυτά που πέρασε. Το βιβλίο περιέχει πολλές αναδρομές στο παρελθόν που αναφέρονται συνήθως στις στιγμές που έζησε με τον πατέρα της. Η συγγραφέας με πολλή επιτυχία δίνει στους αναγνώστες να καταλάβουν ακριβώς ποια είναι τα συναισθήματα της Μαρίας αυτές τις δύσκολες στιγμές.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ Μάρκος: «Δε βαρέθηκες τη μιζέρια και την ασκήμια που μας πνίγει καθημερινά; Δε θέλεις να νιώσεις κάτι καινούριο, δυνατό, πρωτόγνωρο; Έλα να φύγουμε από τον κόσμο που δε μας αρέσει, ν’ αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι μεγαλώσαμε κι είμαστε ανεξάρτητοι. Θα τα δούμε όλα αλλιώτικα, θα μοιραστούμε το ίδιο όνειρο. Θα χαλαρώσουμε, κι όλα θα γίνουν πιο όμορφα και λαμπερά….» Σ’ αυτό το σημείο, η Μαρία βρίσκεται στην αγκαλιά του Μάρκου κι είναι έτοιμη να καπνίσει χόρτο. Φαίνεται με πόση ευκολία μπορεί να παρασυρθεί ένας έφηβος. Τόσο εύκολα και χωρίς να νιώθει τον αληθινό κίνδυνο που καραδοκεί.

Παρουσίαση: Αναστασία Ρούσσου ΠΕΡΙΛΗΨΗ Όλα αρχίζουν από τη στιγμή που ο πατέρας της Μαρίας φεύγει από το σπίτι, απελπισμένος, επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα, μετά την απόλυσή του από τη δουλειά. Η Μαρία κλείνεται στον εαυτό της, στεναχωριέται πάρα πολύ για την φυγή του πατέρα της, ενοχοποιώντας συχνά τον εαυτό της γι αυτό. Όταν ένα βράδυ βρίσκονται στο σπίτι της αγαπημένης της φίλης, Αλέκας, όπου θα διανυκτερεύσουν μαζί την άλλη της παρέας, τη Βιβή, δέχονται μια πρόσκληση για ένα πάρτι από τον Μάρκο, το πιο όμορφο αγόρι του σχολείου και πρόεδρο του δεκαπενταμελούς. Αποδέχονται με τρελή χαρά την πρόσκληση και πάνε στο πάρτι.

ΘΕΜΑΤΑ Τα θέματα που θίγονται είναι τα οικογενειακά προβλήματα που μπορούν να

40


Εκεί τρώνε, διασκεδάζουν, αλλά κάποια στιγμή η παρέα σε κύκλο μοιράζεται ένα τσιγάρο με «χόρτο». Η Μαρία διστάζει, αλλά ο Μάριος την αγκαλιάζει και της μιλάει για το πόσο όμορφα θα νιώσει δοκιμάζοντας και πόσο θα απομακρυνθεί από τα προβλήματά της. Αυτό το βράδυ η Μαρία και η Αλέκα άρχισαν τη χρήση και οδηγήθηκαν σε ακραίες καταστάσεις: αναγκάστηκαν να ζητάν ελεημοσύνη από ξένους στο δρόμο, να κλέβουν από μαγαζιά. Η Μαρία άργησε να καταλάβει πως ο Μάρκος ήταν «βαποράκι» και πως την εκμεταλλευόταν. Όταν το κατάλαβε, η φίλη της Αλέκα, είχε μείνει ανάπηρη σε τροχαίο με ευθύνη του Μάρκου και η ίδια τραυματίστηκε σοβαρά. Αυτό έγινε η αιτία να εμφανιστεί η πατέρας της επιχειρώντας μια καινούρια αρχή με την οικογένειά του.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από τη Μαρία και έτσι παρακολουθούμε καλύτερα τον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά, τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις ελπίδες της. Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ Λ. ΨΑΡΑΥΤΗ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ Η κ. Ψαραύτη επισκέφτηκε το σχολείο μας την 1/4/09, μετά από πρόσκληση της Λέσχης Ανάγνωσης και σε συνεργασία με το Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ. Τη συγγραφέα καλωσόρισε ο διευθυντής του σχολείου, κ. Χρ. Μαμμάς και την ευχαρίστησε που αποδέχτηκε την πρόσκλησή και μας τίμησε με την παρουσία της. Στη συνέχεια στο χώρο της Βιβλιοθήκης του σχολείου μας τα παιδιά της Λέσχης Ανάγνωσης συζήτησαν μαζί της και της ζήτησαν να απαντήσει σε ερωτήματα που είχαν προκύψει από τη μελέτη του έργου της κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Καταρχήν ενημερώσαμε τη συγγραφέα για το ότι το θέμα της Λέσχης μας ήταν ο Ξένος. Ανάμεσα στα βιβλία που επιλέξαμε για να διαβάσουμε ήταν και το Το διπλό ταξίδι, το οποίο διαπιστώσαμε πόσο επίκαιρο είναι. Παρακάτω με πλάγια στοιχεία σημειώνονται τα όσα μας είπε η συγγραφέας: Είναι πολύ τραγικό το γεγονός αυτό. Ο πόλεμος αυτός κρατάει εξήντα χρόνια. Είναι ο μόνος λαός που πολεμάει τόσα χρόνια και δεν έχει πατρίδα. Τόσα χρονιά χωρίς πατρίδα… Σε παρατήρησή μας για το ότι στο τελευταίο βραβευμένο βιβλίο της Η σπηλιά της Γοργόνας μας έκανε εντύπωση η

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ Η Μαρία από τη στιγμή που έφυγε ο πατέρας της έγινε εξαιρετικά ευάλωτη και ευαίσθητη. Δεν άντεχε τη απουσία του και συνεχώς φανταζόταν πως ήταν μαζί της. Στεναχωριόταν επίσης που έβλεπε τη μητέρα της να υποφέρει. Πίστεψε πως τα ναρκωτικά θα έδιναν λύση στα προβλήματά της. Στην πραγματικότητα όμως ήταν ένας εφιάλτης. ΘΕΜΑΤΑ Το βασικό θέμα είναι τα ναρκωτικά, το πόσο εύκολα μπορεί να παρασυρθεί κανείς και σε τι επικίνδυνους δρόμους μπορεί να οδηγηθεί. Επίσης εξετάζονται και οι οικογενειακές σχέσεις, οι οποίες όταν είναι προβληματικές, οδηγούν σε αδιέξοδο τα παιδιά και δεν τα προστατεύουν από τους κινδύνους και τους πειρασμούς.

41


νηφαλιότητα με την οποία παρουσιάζεται η πολύ πρόσφατη νεοελληνική ιστορία είπε: Πρέπει να λέμε αλήθειες πια. Μετά από τόσα χρόνια η αλήθεια έχει βγει στην επιφάνεια και πρέπει να είμαστε μακριά από δογματισμούς, από εθνικισμούς και να βλέπουμε με καθαρό μάτι τα πράγματα και να μπορούμε να τα αξιολογούμε. Γιατί δυστυχώς τα σχολικά βιβλία δε λένε όλη την αλήθεια. Κι εμείς πρέπει να μεγαλώσουμε για να αποστασιοποιηθούμε και να τα κρίνουμε. Δεν ξέρω αν συμβαίνει με άλλους λαούς αυτό. Πιστεύω ότι οι Γερμανοί έχουν ασχοληθεί πολύ και το έχουν αναλύσει πολύ το θέμα του ολοκαυτώματος, μέχρι που έχουν φτάσει και στο άλλο άκρο, να δημιουργούν ενοχές στα νέα παιδιά, που δεν είχαν καμιά ευθύνη για το έγκλημα που συντελέστηκε από την προηγούμενη γενιά. Προσπάθησα λοιπόν στο έργο μου να πω αλήθειες και να πω ότι φταίγαμε και μεις (στο μικρασιατικό πόλεμο), είχαμε και μεις ευθύνες. Όπως φταίγαμε και στην Κύπρο, δηλαδή. Κάποιοι συγγραφείς έχουν αρχίσει να το λένε κάπως διακριτικά, άλλοι δεν το λένε καθόλου. Ίσως γιατί είναι πιο πρόσφατη ιστορία και μας πονάει πιο πολύ και δεν τολμούμε να το πούμε ακόμα. Στη συνέχεια υποβάλαμε στη συγγραφέα κάποιες ερωτήσεις: Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με τη νεανική λογοτεχνία; Ήθελα να ασχοληθώ με την παιδική και τη νεανική λογοτεχνία, γιατί για το συγγραφέα είναι μια μεγάλη πρόκληση. Για να γράψεις για παιδιά και νέους είναι πολύ δύσκολο. Ο συγγραφέας πρέπει να έχει ένα μεγάλο προσόν, να μπορεί να γίνεται παιδί, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο. Για σκεφτείτε για παράδειγμα εγώ, με όλες αυτές τις συσσωρευμένες εμπειρίες, τα προβλήματα που έχω, να πρέπει να τα αποβάλω και να μπορώ να βλέπω τον

κόσμο με τον τρόπο που τον βλέπει ένα παιδί και να ξέρω μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ικανότητά του να κατανοήσει στην ηλικία που βρίσκεται και να γράφω πράγματα κατανοητά γι αυτό. Και οι λέξεις πρέπει να είναι προσεγμένες . Όχι ότι θα πρέπει να φτωχύνουμε το λεξιλόγιο, αλλά θα πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να αποτελεί πρόκληση για μελέτη. Ώστε να καλλιεργείται η γλώσσα και να αναπτύσσεται το γλωσσικό αίσθημα του παιδιού. Γιατί όλοι βλέπουμε πόσο έχει φτωχύνει η γλώσσα μας σήμερα. Και μεις δεν πρέπει να τα δίνουμε όλα έτοιμα, θα πρέπει το παιδί να προβληματιστεί, να ψάξει και στα λεξικά. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός και το καλό σχολείο αυτό πρέπει να μαθαίνει στα παιδιά: πώς να ψάχνουν για να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Και μάλιστα σήμερα με τα μέσα που υπάρχουν αυτή η έρευνα μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πλούσια. Εμείς τότε μετά βίας να βρίσκαμε καμιά εγκυκλοπαίδεια, δανειζόμαστε, ψάχναμε, αποκομμένοι εκεί στο νησί, μετεμφυλιακά, να μας λείπουν τα απαραίτητα… κι όμως ψάχναμε, προσπαθούσαμε δημιουργούσαμε. Και ξέρετε τότε είχαμε και χρόνο. Δε μαθαίναμε τόσα πολλά, όσο εσείς τώρα, ούτε τα μισά. Δεν ξέρω όμως αν πράγματι σας μένει και κάτι από όλα αυτά που συσσωρεύετε στο κεφάλι σας. Μαθαίναμε πολύ λιγότερα σε όλα τα αντικείμενα. Αλλά οι καθηγητές μας είχανε τον καιρό να ασχοληθούν προσωπικά με τους μαθητές, να προσπαθήσουν να μας κάνουν και καλύτερους ανθρώπους. Θυμάμαι το μαθηματικό να μπαίνει στην τάξη και να προσπαθεί να μας εξηγήσει κάποιο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί εκεί στο νησί, να ακούει τη γνώμη μας, να προσπαθεί να μας δείξει το σωστό και τι το λάθος. Και στο τέλος, την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι, έγραφε στο πίνακα μια άσκηση

42


και έλεγε λύστε κι αυτή την άσκηση. Σας τα λέω αυτά για να δείτε τη διαφορά, πραγματικά δεν ξέρω τι ήταν καλύτερο. Θα φανεί εκ του αποτελέσματος… Ποιες είναι οι πηγές πληροφόρησής σας για τα θέματα που απασχολούν τους σημερινούς νέους; Η προσωπική σας εμπειρία; Σε μερικά βιβλία είμαι κι εγώ μέσα, άλλοτε μικρή άλλοτε μεγαλύτερη, που εσείς βέβαια δεν το καταλαβαίνετε. Μια συνηθισμένη ηρωίδα, που έχει στοιχεία από μένα. Αλλά ξέρετε μερικές φορές τα θέματα έρχονται τα ίδια και μας ανταμώνουν, δε χρειάζεται να ψάξεις πολύ. Οι πηγές έμπνευσης του συγγραφέα είναι οι προσωπικές του εμπειρίες, αυτά που άκουσε από τους γονείς, τους παππούδες, τα παραμύθια που ακούγαμε από αυτούς. Έπειτα υπάρχουν τα ερεθίσματα από την καθημερινή πραγματικότητα, αυτά που βλέπουμε και ακούμε κάθε μέρα ή αυτά που διαβάζουμε. Μπορεί μια μικρή είδηση στις εφημερίδες που για άλλους θα περάσει απαρατήρητη για το συγγραφέα να είναι ένα ερέθισμα για ένα βιβλίο. Επίσης τα ταξίδια είναι σπουδαία πηγή έμπνευσης για το συγγραφέα, σήμερα ειδικά που ταξιδεύουμε πιο εύκολα πιο πολύ. Αυτά που βλέπουμε οι άγνωστοι, διαφορετικοί πολιτισμοί, τα ήθη, τα έθιμα. Όλα αυτά προσπαθούμε να σας τα γνωρίσουμε. Κι είναι σπουδαίο αυτό, να μην είμαστε αποκομμένοι από τους άλλους και να νομίζουμε ότι εμείς είμαστε και κανένας άλλος, ότι εμείς είμαστε ο περιούσιος λαός. Υπάρχουν πολύ σπουδαίοι πολιτισμοί, που μάλιστα επηρέασαν τον ελληνικό, όπως π.χ. ο αιγυπτιακός. Πήραμε στοιχεία, αρκετά. Αλλά αυτή ήταν η μεγαλοσύνη των Ελλήνων, ότι αυτά τα στοιχεία τα αφομοίωναν και τα παρουσίαζαν διαφορετικά, πιο άρτια πιο τέλεια. Και τώρα πιστεύω ότι τα βιβλία γίνονται γέφυρα

ανάμεσα στους λαούς, τους ενώνουν. Βλέπουμε ότι οι άνθρωποι παντού δημιουργούν, έχουν τα ίδια προβλήματα, τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες ανάγκες, επομένως δεν είναι τα άγρια θηρία που έρχονται να μας απειλήσουν. Κι έτσι σκεφτόμαστε πιο πολύ, γιατί υπάρχει η μετανάστευση, τι ψάχνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Όπως γινόταν και στην Ελλάδα παλιότερα. Μερικές δεκαετίες παλιότερα έφευγαν τα νιάτα της Ελλάδας προς τις χώρες εκείνες που έψαχναν εργατικό δυναμικό, Αμερική Αυστραλία και Γερμανία κυρίως. Τώρα γίνεται το αντίθετο, η Ελλάδα είναι τόπος υποδοχής μεταναστών, έρχονται εδώ άνθρωποι αναζητώντας μια καλύτερη ζωή για αυτούς και τα παιδιά τους .Μάλιστα διαπιστώνω ότι τα νέα παιδιά των μεταναστών που σπουδάζουν και προκόβουν στην Ελλάδα, επιθυμούν να γυρίσουν κάποια στιγμή στην πατρίδα τους για να συμβάλλουν όσο μπορούν στην ανάπτυξή της. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, να επιστρέφουν οι άνθρωποι στις πατρίδες τους. Όπως και πολλοί από τους Έλληνες που έφυγαν τότε, γύρισαν πίσω, κυρίως όσοι είχαν πάει στη Ευρώπη. Στη συνέχεια παρατηρήσαμε ότι σε πολλά βιβλία της ο χρόνος της αφήγησής δεν είναι γραμμικός, και πολλές φορές το αφηγηματικό παρόν είναι με πλάγια στοιχεία (όπως π.χ. στο Διπλό ταξίδι, το Χαμόγελο της Εκάτης). Για ποιους λόγους γίνεται αυτή η επιλογή; Και γιατί υπάρχει προτιμά την πρωτοπρόσωπη αφήγηση; Πάντα ο συγγραφέας πειραματίζεται με καινούριες τεχνικές για να μετράει και τις δυνάμεις του. Αυτές τις τεχνικές τις χρησιμοποιούν πολλοί και μάλιστα με πολύ καλύτερο τρόπο. Ο Όμηρος πρώτος σπάει τη γραμμική αφήγηση. Και με την ευκαιρία να πω ότι όσο μεγαλώνω τόσο συνειδητοποιώ

43


το μεγαλείο του μεγάλου αυτού ποιητή. Τώρα μάλιστα γράφω ένα βιβλίο για την Κασσάνδρα και την Ιλιάδα την έχω μάθει σχεδόν απέξω. Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Χρησιμοποιώ πολύ την πρωτοπρόσωπη αφήγηση που είναι πολύ πιο δύσκολη. Στην τριτοπρόσωπη είσαι εκεί ψηλά, τα βλέπεις όλα, τα ξέρεις όλα, ξέρεις όλων τις πράξεις, τα συναισθήματα και δεν έχεις παρά να τα εκφράσεις. Στην πρωτοπρόσωπη όμως αφήγηση πρέπει να βρεις πολλά τεχνάσματα για να πεις αυτά που θέλεις. Αυτό το πρόβλημα το αντιμετώπισα πολύ στο τελευταίο μου βιβλίο, στην Κασσάνδρα, γιατί έπρεπε να εφεύρω πρόσωπα που ήταν στο στρατόπεδο των Αχαιών, ένα είδος κατασκόπου, που έρχεται και λέει πράγματα, γιατί δεν ήταν δυνατό να τα γνωρίζει όλα η Κασσάνδρα. Ήταν μια πρόκληση για μένα. Όπως επίσης τα πολλά πρόσωπα που μιλάν, κι ο καθένας συμπληρώνει την ιστορία. Βέβαια, αυτό είναι λίγο δύσκολο για τα μικρά παιδιά, γι αυτό και βάζουμε και τους πλάγιους χαρακτήρες, ώστε να φαίνεται και οπτικά η αλλαγή του προσώπου. Όταν αρχίζετε να γράφετε ένα βιβλίο, έχετε στο μυαλό σας ένα θέμα π.χ. ο ξένος, η αρχαιοκαπηλία και πάνω σ’ αυτό δημιουργείτε τους χαρακτήρες και την πλοκή ή έχετε στο μυαλό σας μια ενδιαφέρουσα πλοκή, κάποιους χαρακτήρες και με αφορμή αυτά ξεκινάτε; Ναι υπάρχει ένα ερέθισμα πάντα, ένα επίκαιρο θέμα, που συγκινεί. Πρέπει να είμαστε πάντα στο πλευρό και να προβάλλουμε πάντα τα προβλήματα των ανθρώπων που είναι χωρίς πατρίδα, που είναι οι παρίες της κοινωνίας, οι απόκληροι, αυτοί που χρειάζονται βοήθεια. Οι αδύνατοι άνθρωποι πρέπει να μας συγκινούν. Εμένα δε μου έρχεται ποτέ τίποτα να γράψω για

ανθρώπους βολεμένους. Με συγκινεί ιδιαίτερα η διαφορετικότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, η διαφορά στη θρησκεία, στον πολιτισμό. Δεν μπορώ να πω ότι είναι εύκολα θέματα, αλλά αυτά, ξέρετε, είναι μια επιλογή και μια πολιτική πράξη, όχι κομματική, πολιτική. Πρέπει να γράφεις για κάτι που σε συγκινεί βαθιά και να είναι και αληθινό. Και με μεγάλη μου χαρά διαπιστώνω ότι πολλοί συγγραφείς καταπιάνονται με τέτοια θέματα ακόμα και για πολύ μικρά παιδιά. Σε αρκετά βιβλία σας αντλείτε το υλικό σας από τον αρχαιοελληνικό μύθο π.χ. Χαμόγελο της Εκάτης, Τα δάκρυα της Περσεφόνης, και από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Γιατί; Ναι σε πολλά, την έχουμε ξεπατώσει τη μυθολογία! Αλλά αυτή είναι η ομορφιά του μύθου. Μπορεί να έχουνε γράψει χίλιοι για τον Ηρακλή, είναι όμως χίλιοι διαφορετικοί, υπάρχει η διαφορετική ματιά, η διαφορετική προσέγγιση που κάνει ο καθένας. Βέβαια τα περισσότερα από αυτά είναι σχετικά με την πατρίδα μου, τη Σάμο, κι έχω ένα κόλλημα με την πατρίδα μου. Ήθελα να γράψω για την πατρίδα μου, που έχει πλούσια ιστορία. Σκέφτηκα λοιπόν να επιλέξω περιόδους που με συγκινούσαν και τις θεωρούσα εγώ σημαντικές: την αρχαία, δηλαδή γύρω στο 500 π.Χ., μετά τη βυζαντινή, για την οποία δεν υπάρχουν πολλές πηγές, κι αυτό είναι ευλογία για το συγγραφέα, γιατί αφήνει τη φαντασία του να δημιουργήσει, τον δεσμεύουν ελάχιστα πράγματα. Χρησιμοποιείτε αρκετές φορές σε βιβλία που αναφέρονται στο ιστορικό παρελθόν φράσεις, γλωσσικούς τύπους και όρους, που απαιτούν από τον αναγνώστη πολύ καλή γνώση της αντίστοιχης ιστορικής περιόδου (π.χ.

44


σύμβολα όπως ο γρύπας, η Εκάτη και το χαμόγελό της, το γοργόνειο). Σε τι στοχεύετε; Είπαμε και παραπάνω για τη γλώσσα, είναι το εργαλείο και η πρώτη ύλη για το συγγραφέα. Αλίμονο αν δεν έχει ένα πλούσιο λεξιλόγιο ο συγγραφέας. Πολλές φορές αποφεύγω να βάζω υποσημειώσεις για να κεντρίζω το ενδιαφέρον του παιδιού, να ψάχνει να βρίσκει, να ρωτάει. Αν μάλιστα γίνονται και τέτοιες εργασίες στα σχολεία, όπως εδώ, δίνεται μια παραπάνω ευκαιρία για έρευνα. Παιδιά, τη γλώσσα και τα μάτια μας, η γλώσσα είμαστε εμείς, είναι ο κόσμος μας, ο πολιτισμός μας. Ξέρετε πόσοι μικροί λαοί, μικρές φυλές κάθε χρόνο χάνονται, εξαφανίζονται γιατί χάνεται η γλώσσα τους; Το θέμα του Ξένου, το οποίο διαπιστώσαμε ότι είτε αποτελεί κεντρικό θέμα στα έργα σας π.χ. στο Διπλό ταξίδι είτε παρεμβάλλεται π.χ. στην Εξαφάνιση, πιστεύετε ότι είναι επίκαιρο και ενδιαφέρει τους σύγχρονους νέους; Οπωσδήποτε είναι επίκαιρο, με μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον. Και μάλιστα εγώ που είμαι από τη Σάμο, αλλά φαντάζομαι ότι κι εσείς εδώ θα το ζείτε, μαθαίνω ότι καθημερινά οι δουλέμποροι με βάρκες αφήνουν ανθρώπους σε απόμερες ακρογιαλιές του νησιού, μισοπνιγμένους, εξαθλιωμένους, πεινασμένους. Σε ένα βιβλίο μου για τα παιδιά του Δημοτικού, το «Πέταγμα στην Ελευθερία», ασχολούμαι ακριβώς σ’ αυτό το θέμα. Με απασχολεί πολύ το θέμα, ίσως γιατί κι εγώ έχω ζήσει την προσφυγιά, όταν φύγαμε από τη Σάμο ως πρόσφυγες το ’43, και πήγαμε στην Παλαιστίνη, το Διπλό ταξίδι είναι απολύτως αυτοβιογραφικό. Περάσαμε εκεί, ζήσαμε δυο χρόνια στα στρατόπεδα της Παλαιστίνης, στη Γάζα, όπου εκεί γνώρισα του Παλαιστίνιους, τους οποίους έχω μέσα

στην καρδιά μου. Μας βοήθησαν τότε πάρα πολύ, με τα φρούτα που μας έδιναν από τους κήπους τους, με την καλοσύνη τους. Θυμάμαι πηγαίναμε να αγοράσουμε πράγματα από τα περιβόλια τους κι όταν μας έλειπε κανένα γρόσι μας έλεγαν «μπούκρα, μπούκρα», αύριο δηλαδή, δεν πειράζει, μας τα δίνετε όποτε έχετε. Διότι αυτά που μας έδιναν στο συσσίτιο ήταν ελεεινά, ούτε τα σκυλιά δεν τα έτρωγαν. Μετά πήγαμε στα Ιεροσόλυμα, κάμποσο καιρό, όπου υπήρχες μεγάλη ελληνική παροικία. Οι κυρίες εκεί έκαναν μικρές γιορτές για μας τα παιδιά, μας έδιναν ρούχα. Θυμάμαι ότι σε έναν τέτοιο έρανο, εμένα μου έτυχε ένα ωραίο φουστανάκι. Το έβαλα και πήγαμε σε μια γιορτή, όλα τα παιδάκια με τα καλά τους, ευχαριστημένα και χορεύαμε και τραγουδούσαμε. Ήρθε τότε ένα κορίτσι και μου λέει «α, αυτό το φουστάνι ήταν δικό μου», εγώ δεν ήθελα να πω ότι φορούσα ένα ξένο φουστάνι, γιατί εμείς στην πατρίδα μας ήμαστε άρχοντες, δε μας έλειπε τίποτα, με τα κτήματά μας, την περιουσία μας, τα σπίτια μας… «λες ψέματα» της είπα και τότε μου είπε «σήκωσε τότε το μανίκι να δεις το μπάλωμα» και σηκώνω το χέρι μου και βλέπω το μπάλωμα και καταλαβαίνετε πώς ένιωσα, γύρισα στο σπίτι και το κομμάτιασα το ρούχο κι από τότε, σας λέω αλήθεια, δεν έδωσα ποτέ σε άνθρωπο ρούχο ελαττωματικό ή παλιό, ποτέ στη ζωή μου, νομίζω ότι είναι πολύ προσβλητικό αυτό. Θα θέλαμε ένα σχόλιο για το υπερφυσικό στοιχείο στο έργο σας π.χ. στο Διπλό ταξίδι το δελφίνι στο κάδρο βυθίζεται και ξαναβγαίνει, στα Δάκρυα της Περσεφόνης δακρύζει η εικόνα της Παναγίας ή ο ήρωας συναντά στο δρόμο μια μάνα που ψάχνει την κόρη της, σαφής αναφορά στη Δήμητρα.

45


Ναι αυτό το στοιχείο του υπερβολικού και του υπερφυσικού το χρησιμοποιώ, πολλοί συγγραφείς το κάνουν. Αυτά όλα είναι ιστορίες που έλεγαν οι γιαγιάδες μας, π.χ. για το δελφίνι, και θέλω να τα περάσω στις επόμενες γενιές, να μάθουν πώς σκέπτονταν, πώς αντιμετώπιζαν τον κόσμο οι παλιοί. Εμένα μου αρέσει αυτό, μου αρέσει η Παράδοση. Ενώ το θέμα των σχέσεων των νέων επανέρχεται συχνά στα βιβλία σας, έχουμε την εντύπωση ότι δεν εμβαθύνετε πολύ στο θέμα των ερωτικών σχέσεων των εφήβων. Γιατί; Κι αυτό που κάνω πολύ είναι κι ακούω τα εξ αμάξης… έχει γίνει θέμα ας πούμε για τα Όνειρα από μετάξι, για το θέμα της ομοφυλοφιλίας, ένα θέμα που δεν θίγεται στην παιδική λογοτεχνία. Όμως είναι κάτι που συμβαίνει και απασχολεί και το παιδί και την οικογένεια. Ήθελα να δω την ψυχολογία ενός νέου παιδιού, το οποίο μόλις αρχίζει και καταλαβαίνει την ιδιαιτερότητά του, ήθελα να δω εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που αρχίζει και ψάχνει, η οποία είναι και η πιο ενδιαφέρουσα για το συγγραφέα, να δει την ψυχολογική πλευρά αυτού του θέματος, του νεαρού που ακόμα δεν ξέρει τι του συμβαίνει. Σε πολλούς όμως δεν αρέσει. Εγώ το σέβομαι αυτό, ίσως κάποια παιδιά σοκάρονται, ίσως επειδή έχουν στο μυαλό τους τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει η τηλεόραση αυτούς τους ανθρώπους, ως καρικατούρες, με έναν τρόπο χυδαίο. Όμως πρέπει να σεβόμαστε τις ιδιαιτερότητες του καθένα και να μην αποτελεί αυτό κριτήριο για να αξιολογούμε τους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν μεγάλοι δημιουργοί. Έτσι λοιπόν πρέπει να μιλάμε στα παιδιά για αυτά, για να μην τα μαθαίνουν από λάθος πηγές. Γι αυτό κι ο συγγραφέας πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, γιατί μια άστοχη λέξη μπορεί

να χαλάσει όλο το κείμενο και το κάνει χυδαίο. Ποιος ήταν ο αγαπημένος σας συγγραφέας όταν ήσαστε παιδί; Ποιον συγγραφέα αγαπάτε σήμερα; Τι να σας πω έχω διαβάσει τόσα πολλά βιβλία από παιδί… δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Ξεχωρίζω ίσως τους ρώσους κλασικούς, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, τον Γκόρκι, τον Τσέχωφ, κάποιους Αμερικανούς, το Φόκνερ, το Φιτζέραλντ, τον Ροθ. Επίσης ξεχωρίζω τους Άθλιους του Ουγκώ, ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας αποτύπωσε την εποχή του και με είχε τότε πολύ συγκινήσει. Σήμερα βγαίνουν τόσα πολλά βιβλία, ποιο να πρωτοπώ; Πρόσφατα διάβαζα ένα βιβλίο, ενός γερμανού συγγραφέα, του Μάρκους Σούζακ, το οποίο αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο βίωσαν τον πόλεμο οι απλοί γερμανοί πολίτες, θύματα κι αυτοί του πολέμου. Πολλοί λίγοι έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Τι τράβηξε ο γερμανικός λαός με αυτή την τρέλα του Χίτλερ, π. χ. περιγράφει το βομβαρδισμό της Δρέσδης από τα συμμαχικά αεροπλάνα. Δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι θύματα του πολέμου…ήταν και ο απλός γερμανικός λαός. Βέβαια αυτοί δεν ήταν που τον ανέδειξαν, αυτοί δεν ήταν που γέννησαν « το αυγό του φιδιού»; Φαίνεται όμως πως δεν ήταν όλοι. Ένα βιβλίο σημαντικό. Να επιλέγετε πολύ προσεκτικά τα βιβλία που διαβάζετε. Να διαβάζετε λίγο το οπισθόφυλλο, λίγο από το κείμενο, την αρχή του βιβλίου. Ένα καλό βιβλίο θα σας συγκινήσει από την αρχή.

46


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.