Χάσεκ ή κάφκα

Page 1

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΒΕΪΚ; Χάσεκ και Κάφκα ήτοι ο κόσμος του αλλόκοτου*

1. Κάφκα και Χάσεκ 1 Oι Χάσεκ και ο Κάφκα γεννήθηκαν την ίδια χρονιά στην ίδια πόλη, την Πράγα, όπου και πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. Η Πράγα ήταν επίσης η πόλη αυτή όπου περίπου στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου έγραψαν τα έργα τους για τα οποία αργότερα θα γίνονταν παγκοσμίως γνωστοί. Πέθαναν με διαφορά μόλις ενός χρόνου ό ένας από τον άλλο, στις αρχές τις δεκαετίας του ‘20. Βεβαίως, αυτές είναι επιφανειακές και συμπωματικά και καθ’ αυτές δεν μας λένε και πάρα πολλά όσον αφορά στη σχέση των δύο δημιουργών. Αντιστρέφοντας την οπτική μας ματιά στο πρόβλημα μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα ποιο ήταν το περιβάλλον εκείνο το οποίο έδωσε αφορμή σε δύο τέτοια διαφορετικά φαινόμενα όπως ο Χάσεκ και ο Κάφκα; Ποιο είδος Πράγας είναι αυτή του ενός και ποια του άλλου; Και οι δυο τους μεγάλωσαν την φήμη της γενέτειράς τους ενώ το έργο τους συνδέθηκε με αυτήν και σε ένα βαθμό θα λέγαμε ότι απεικονίζεται σ’ αυτήν. Η Οδύσσεια του Σβέικ στο πασίγνωστο έργο του Χάσεκ “Τα πεπρωμένα του καλού στρατιώτη Σβέικ” ξεκινά υπό την αξιότιμη συνοδεία δύο στρατιωτών με ξιφολόγχες οι οποίοι τον παραλαμβάνουν από τη στρατιωτική φυλακή στο Χραντσάνυ και εν συνεχεία κινούμενοι κατά μήκος της οδού Νερούντα 2 στην Μάλα Στράνα και πάνω από την γέφυρα του Καρόλου οδεύουν προς το Κάρκιν. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ομάδα ανθρώπων. Δύο φρουροί συνοδεύουν ένα παραβάτη. Από την αντίθετη πλευρά, πάνω στην γέφυρα του Καρόλου και ως το Στράχοβ, ένα άλλο τρίο έχει πάρει το δικό του δρόμο. Είναι αυτό της “Δίκης” του Κάφκα: δύο φρουροί οδηγούν έναν «παραβάτη» τραπεζικό υπάλληλο, το Γιόζεφ Κ., στα λατομεία του Στράχοβ όπου εκεί ένας εξ’ αυτών θα του “μπήξει ένα μαχαίρι στην καρδιά”. Αμφότερες οι ομάδες περνούν από τα ίδια μέρη αλλά η συνάντηση μεταξύ *Το προγραμματικό αυτό όπως έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο δοκίμιο, του ανυπότακτου Τσέχου φιλοσόφου και ανθρωπιστή Κάρελ Κοσίκ (Karel Kosík, Πράγα 1926-2003), δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το έτος 1963 υπό τον τίτλο “Kdo je Svejk , Hašek a Kafka neboli groteskní svet” στο περιοδικό Πλάμεν , τεύχος 6. Εδώ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα (Σ.τ.Ε.)

Γιάροσλαβ Χάσεκ (1883-1923): O δημιουργός του κλασσικού, σατυρικού λογοτεχνικού έργου , Τα πεπρωμένα του καλού Στρατιώτη Σβέικ στον Παγκόσμιο Πόλεμο (πρώτη δημοσίευση 1921), ένα μυθιστόρημα γύρω από τον αδέξιο στρατιώτη Σβέικ, το οποίο έχει αναγνωσθεί ποικιλοτρόπως ως έκφραση του Τσέχικου χαρακτήρα παθητικής αντίστασης και ως ένα ανυπέρβλητη παρουσίαση της ασχήμιας και της ματαιότητας του πολέμου . (Σ.τ.Μ.) 1

2

Οδός που φέρει το όνομα του Τσέχου συγγραφέα Γιαν Νερούντα ( Lan Nepomuc Neruda, 18341891), το επώνυμο του οποίου χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα. (Σ.τ.Μ.)


τους είναι αδύνατη διότι ο Σβέικ αφέθηκε έξω από την φυλακή-όπως είναι το σύνηθες- νωρίς το πρωί και τόσο αυτός όσο και οι φρουροί του έκαναν την διαδρομή που περιγράφηκε πριν το μεσημέρι, ενώ ο Γιόζεφ Κ. οδηγήθηκε προς τα λατομεία τις βραδυνές ώρες, στο φεγγαρόφωτο, ενώ οι συνοδοί του φορούσαν ημίψηλα ανδρικά καπέλα. Ας φανταστούμε τώρα αυτές τις δύο ομάδες να συναντιούνται. Περνά η μια δίπλα στην άλλη χωρίς να δίνουν μεταξύ τους ιδιαίτερη προσοχή αφού ο Γιόζεφ Κ. είναι απορροφημένος σε σκέψεις παρατηρώντας και μελετώντας την φυσιογνωμία και την συμπεριφορά της μυστηριώδους συνοδείας του, ενώ ο Σβέικ είναι ολοκληρωτικά παραδομένος στην φιλική συζήτηση που διεξάγει με τους φρουρούς του. Μια άλλη δυνατότητα θα ήταν να κοιταζόντουσαν καθώς θα διασταυρώνονταν. Η ματιά θα ήταν μια ματιά που δεν βλέπει. Οι άνθρωποι συχνά αλληλοκοιτάζονται χωρίς να αναγνωρίζουν ποιοι είναι. Και πράγματι ποιοι άραγε είναι; Ο Γιόζεφ Κ. βρίσκει το τρίο του Χάσεκ υπερβολικά κωμικό και τίποτε περισσότερο, χωρίς να αντιλαμβάνεται το βαθύ απροσδόκητο νόημα που ανοίγει ο κόσμος του κωμικού. Ομοίως ο Σβέικ αντιλαμβάνεται το καφκικό τρίο σαν μια κωμική εμφάνιση, ένα αστείο γεγονός, που συσκοτίζει την πραγματική αλλόκοτα, τραγική μοίρα του πρωταγωνιστή Γιόζεφ Κ. Και οι δυο βλέπουν μόνον την εξωτερική εμφάνιση του άλλου και έτσι είναι αδιάφοροι ό ένας για τον άλλο. Πρόκειται για μια φανταστική συνάντηση του Χάσεκ και του Κάφκα που αγγίζει μάλλον μόνο την επιφάνεια των καταστάσεων. Ωστόσο είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε ένα δεύτερο επίπεδο και να περάσουμε από τους συγγραφείςπρόσωπα στο έργο τους. Είναι άραγε δυνατόν να συγκρίνουμε και να συνδέσουμε το έργο αυτών των δύο συγγραφέων; Μια πρώτη ματιά δεν αποκαλύπτει κάποια έκδηλη σχέση αφού ο Κάφκα διαβάζεται για να ερμηνευτεί ενώ ο Χάσεκ μόνο για να κάνει τους ανθρώπους να γελάνε. Για τον Κάφκα υπάρχουν ντουζίνες ή ακόμη και εκατοντάδες ερμηνείες και το έργο του έχει κατανοηθεί και προσληφθεί σαν να είναι γεμάτο από προβλήματα, ένα προβληματικό όσο και αινιγματικό έργο που προκαλεί αμηχανία και μυστικιστική ατμόσφαιρα, προσπελάσιμο μόνο μέσω αποκωδικοποίησης και ερμηνείας. Από την άλλη πλευρά το έργο του Χάσεκ φαντάζει απολύτως καθαρό, σαφές και κατανοητό στον καθένα. Ένα έργο διάφανο που προκαλεί αμέτρητο γέλιο και τίποτε περισσότερο. Μήπως, όμως, στην ουσία αυτή η βεβαιότητα και διαφάνεια είναι απατηλή και υπό αυτή την έννοια ίσως και δολίως παραπλανητική; Οι Δυτικοί ερμηνευτές έχουν εφαρμόσει στο έργο του Κάφκα ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών μεθόδων ανάλυσης μεταξύ των οποίων την ψυχανάλυση, την δομική ανάλυση, την κοινωνική και ανθρωπολογική έρευνα κ.λ.π. ενώ κατά καιρούς αναζητήθηκαν σε αυτό και διάφορες θεολογικές, θρησκευτικές και φιλοσοφικές πλευρές που το συνέδεσαν με τους ιδεολογικούς κόσμους του Ιουδαϊσμού, της Χριστιανικότητας, του Κίργκεγκωρ, του Ντοστογιέφσκι κ.ο.κ, εξαντλώντας έτσι ένα μεγάλο εύρος ερμηνευτικών δυνατοτήτων. Απεναντίας, όσον αφορά στον Χάσεκ φαίνεται ότι διαθέτουμε ένα κλειδί γενικής ισχύος κατάλληλο να ξεκλειδώσει όλο του το έργο: την προσφυγή του στην «αρχή του λαικισμού», μια αρχή πολύ διαδεδομένη στην πατρίδα του συγγραφέα. Παρόλα αυτά, η άποψη αυτή περί χασκικής προσφυγής στον “λαικισμό” δεν φωτίζει καθόλου το έργο του. Αντιθέτως υψώνοντας μπροστά μας δυσθεώρητα εμπόδια εμποδίζει την πρόσβασή μας σε αυτό και την κατανόηση της σημασίας του. Ποιο είναι το νόημα του έργου του Χάσεκ; Είναι πράγματι αλήθεια ότι Τα πεπρωμένα του καλού στρατιώτη Σβέικ υπολείπονται μια ενιαίας δομής και κατ’ ουσία αφηγηματικά αποτελεί ένα έργο κατακερματισμένο; Ποιο είναι το νόημα των


ανεκδοτικών αφηγήσεων του; Υπάρχουν στο έργο του Χάσεκ η προβληματική της εποχής, προβλήματα της ιστορίας, της κωμωδίας, της τραγωδίας, του αλλόκοτου; Και ποιος είναι ο Σβέικ; Ποιος δεν είναι ο Σβέικ; Ο Σβέικ είναι η ορντινάτσα -στρατιωτικός υπηρέτης- του δικαστικού ιερέα Κάτς και αργότερα του ανθυπολοχαγού Λούκας. Οι Κύριοι δίνουν διαταγές και οι υπηρέτες εκτελούν. Ένας Κύριος είναι η επιθυμία και ο υπηρέτης είναι η πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας. Αλλά επειδή συνήθως οι διαταγές είναι πολύ γενικές και παίρνουν μια συγκεκριμένη και οριστική μορφή όταν υλοποιούνται, είναι δυνατόν για τον υπηρέτη να στραφεί ενάντια στον κύριό του. Κατά την εκτέλεση της διαταγής πολλές απρόβλεπτες καταστάσεις μπορούν να συμβούν έτσι ώστε είναι δυνατόν στο τέλος ο κύριος να μην είναι σε θέση να αναγνωρίσει την ιδέα του στην πραγματοποίησή της από μέρους του υπηρέτη. Ο Κύριος έχει ανάγκη τον υπηρέτη , χωρίς αυτόν δεν μπορεί να διαφύγει, δεν μπορεί να βρει βοήθεια, δεν δύναται να ρυθμίσει τις πολύ προσωπικές του υποθέσεις χωρίς την επέμβασή του. Ο υπηρέτης είναι απολύτως αναγκαίος. Ο Κύριος εξαναγκάζει τον υπηρέτη του να είναι προσεκτικός και έτσι ο υπηρέτης γνωρίζει τον Κύριό του πάρα πολύ καλά. Γνωρίζει τα δυνατά του σημεία και τις αδυναμίες του. Για ένα Κύριο είναι αρκετό να είναι υψηλόβαθμος στην ιεραρχία και να διαθέτει αρκετή ισχύ αλλά ο υπηρέτης είναι ανάγκη να είναι εφευρετικός και τολμηρός. Ποιος εν τέλει σε αυτήν την σχέση εξάρτησης είναι ο Κύριος και ποιος ο Υπηρέτης; Ποιος επιβάλλει την θέλησή του στον άλλο και ποιος είναι ο ενεργός σε αυτή τη σχέση; Μέσα σε ένα συγκεκριμένο καταμερισμό της εργασίας ο υπηρέτης επιτρέπεται να έχει μόνο ένα ρόλο, να διασκεδάζει τον Κύριο. Γίνεται τότε ένα ιδιαίτερο είδος υπηρέτη, ένας γελωτοποιός. Ο γελωτοποιός δεν κάνει καμιά χειρωνακτική εργασία. Αντιθέτως εργάζεται με τον εγκέφαλό του όπως ένας διανοούμενος. Είναι άραγε ο γελωτοποιός ανεξάρτητος; Προσποιείται πως είναι. Μιλάει με θράσος μπροστά στον άρχοντα και διαθέτει στο περιβάλλον της αυλής ένα ασυνήθιστο προνόμιο: “να λέει την αλήθεια”. Ο γελωτοποιός σχολιάζει ακατάπαυστα τα γύρω του δρώμενα και συνεισφέρει με αυτόν τον τρόπο με την οξύνοιά του στην παραγωγή αστείων για την αυλή. Επειδή όμως είναι λειτουργός της αυλής και κερδίζει από αυτήν τα προς το “ζειν”, θα πρέπει να σέβεται τους κανόνες της. Η αυθάδειά του επιτρέπεται να είναι η προπέτεια του γελωτοποιού. Και η αλήθεια του επίσης η αλήθεια του γελωτοποιού. Μπορεί να λειτουργεί στον ρόλο του στον βαθμό και για όσο οι άλλοι τον αποδέχονται και τον σέβονται σ’ αυτόν. Εάν τυχόν κινηθεί πέραν του προδιαγεγραμμένου ή των αναγνωρισμένων και παραδεκτών ορίων, δεν τον παίρνουν πια στα σοβαρά. Καθίσταται βαρετός και άχρηστος ή εκτίθεται στα μάτια του δικαστηρίου σαν ένας αντάρτης, ταραξίας, ταραχοποιός και υποκριτής. Πολλοί αφέντες όπως π.χ. ο Έρασμος του Ρότερνταμ παρατήρησαν ότι “δεν μπορεί να πάρουν ούτε το πρωινό τους χωρίς τους γελωτοποιούς και προτιμούν αυτούς από τους φιλοσόφους”, οι οποίοι εμπιστευόμενοι πολύ συχνά την ευρυμάθειά τους παραβιάζουν το ευαίσθητο αυτής της ανεξαρτησίας με τη βραχνή αλήθεια. Ο Σβέικ είναι ένας υπηρέτης αλλά δεν είναι γελωτοποιός. Μερικές φορές ενεργεί σαν ένας τρελό-ηλίθιος, αλλά ένας ηλίθιος γίνεται ένας γελωτοποιός μόνο τότε όταν προσφέρει την τρέλα του στην υπηρεσία του άρχοντα. Όταν ο Σβέικ λέει ξεδιάντροπα την ηλίθιά του αλήθεια, δεν ενεργεί σαν υπηρέτης και ο ρόλος που τον συμπληρώνει δεν είναι αυτός του Κυρίου αλλά μάλλον του γραφειοκράτη. Ο


ανθυπολοχαγός Ντουμπ, ο οποίος είναι ένας ασήμαντος αξιωματούχος, δεν αντιλαμβάνεται τα αστεία και δεν μπορεί καν να γελάσει. Η μοναδική του φιλοδοξία είναι να οδηγήσει τον Σβέικ σε δάκρυα και κλάματα. Ένας μηδαμινός και ασήμαντος γραφειοκράτης κινείται σ’ έναν χώρο που είναι ιερός, απαραβίαστος, στενά οχυρωμένος. Είναι εξαιρετικά φιλύποπτος στο γέλιο. Όποιος γελά, γελά εις βάρος του. Είναι εγωκεντρικός και δύστροπος. Θέλει να επιτηρεί τα πάντα και να τα έχει όλα υπό τον έλεγχό του. Λέει στους ανθρώπους ποιο είναι αυτό στο οποίο μπορούν να γελάσουν και τι τους επιτρέπεται να κοιτούν. «Τι συμβαίνει εδώ;¨» παρατηρεί η βλοσυρή φωνή του ανθυπολοχαγού Ντουμπ καθώς πετάγεται ξαφνικά μπροστά στο Σβέικ . «Ευπειθώς αναφέρω κύριε ανθυπολοχαγέ», αποκρίνεται ο Σβέικ για λογαριασμό όλων, «πως κοιτάζουμε». «Και τι κοιτάζεται» φωνάζει ο ανθυπολοχαγός. «Ευπειθώς αναφέρω πως κοιτάζουμε κάτω την πλαγιά» ανταπαντά και πάλι ο Σβέικ. « Και ποιος σας έδωσε την άδεια να κάνετε κάτι τέτοιο!» λέει εξοργισμένος ο ανθυπολοχαγός. *

Ο Σβέικ δεν είναι στην υπηρεσία αυτού του γραφειοκράτη. Η σχέση του προς τον ανθυπολοχαγό Ντουμπ δεν βασίζεται σε μια άμεση προσωπική εξάρτηση όπως αυτή του γελωτοποιού και του άρχοντα , αντιθέτως καθορίζεται από ένα πολύ σύνθετο σύστημα κανόνων. Ο Σβέικ είναι διαχωρισμένος από τον ανθυπολοχαγό Ντουμπ χάριν μιας περιπλοκής της στρατιωτικής ιεραρχίας, που καθιστά αδύνατο στον αξιωματικό να μεταχειριστεί τον στρατιώτη Σβέικ σαν υπηρέτη. Ο Σβέικ και ο αξιωματικός είναι από δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν ανέχονται ο ένας τον άλλον. O Σβέικ, απλά δια της ύπαρξής του και της φυσικής του παρουσίας, προκαλεί τους αξιωματικούς διότι δεν κοιτάζει εκεί που έπρεπε να κοιτάζει, επειδή δεν στέκεται όπως θα έπρεπε να στέκεται, επειδή δεν λέει αυτό που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να λέει. Ο Σβέικ δεν παίρνει μέρος στο παιχνίδι. Δεν επιθυμεί προαγωγή ή καριέρα και ως εκ τούτου δεν ακολουθεί τους κανόνες του παιχνιδιού. Επειδή δεν είναι στο παιχνίδι, χαλάει το παιχνίδι χωρίς να το γνωρίζει. Είναι επικίνδυνος και δύσπιστος απέναντι στην ίδια του την επιθυμία και βούληση. Ποιο άραγε είδος σχέσης υπάρχει ανάμεσα στον Σβέικ και το πρόσωπο που παίζει το παιχνίδι εναντίον του και που ακριβώς είναι ο ρόλος που την συμπληρώνει; Ποιοι βρίσκονται απέναντι; O υπηρέτης και ο Κύριος, ο γελωτοποιός και ο Άρχοντας, ο ηλίθιος και ο ασήμαντος γραφειοκράτης; Η μήπως ο Σβέικ είναι ένας σύγχρονος Σάντσο Πάντζα, δηλαδή ένας υπηρέτης χωρίς Κύριο; Ένας αλλόκοτος κόσμος Στην περιφερειακή φυλακή ο Σβέικ αφηγείται σε έναν συγκρατούμενό του μια ιστορία: «…δεν πρέπει όμως να χάνεις την ελπίδα σου διότι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο όπως έλεγε ο τσιγγάνος Γιάνετσεκ από το Πίλσεν, όταν το 1878 του πέρασαν τη θηλιά στον λαιμό για διπλή ληστεία και φόνο. Ήταν σωστός στην εκτίμησή του διότι την τελευταία στιγμή τον πήραν μακριά από το ικρίωμα καθώς δεν μπορούσαν να τον κρεμάσουν επειδή ήταν τα γενέθλια της αυτού Μεγαλειότητας του Αυτοκράτορα.....Έτσι τον κρέμασαν την επόμενη μέρα αφότου πέρασαν τα γενέθλια. Αλλά φανταστείτε την τύχη που είχε ο μπάσταρδος που μια μέρα μετά από αυτό του δόθηκε από τις αρχές χάρη εφόσον θα έπρεπε να διεξαχθεί μια δεύτερη δίκη αφού όλα έδειχναν ότι όχι αυτός αλλά ένας άλλος Γιάνετσεκ διέπραξε το έγκλημα. Αναγκάστηκαν λοιπόν να τον ξεθάψουν από το κοιμητήριο των καταδίκων και να τον ξαναθάψουν στο καθολικό κοιμητήριο στο Πίλσεν. Αλλά τότε ξαφνικά αντιλήφθηκαν ότι ήταν Ευαγγελιστής, έτσι τον πήγαν στο κοιμητήριο των Ευαγγελιστών, και ύστερα....» **

Αυτό το χωρίο το οποίο δεν είναι μοναδικό και μη χαρακτηριστικό, προκαλεί στον αναγνώστη σύνθετα και ανάμικτα συναισθήματα. Προκαλεί γέλιο αλλά την ίδια


στιγμή προκαλεί και ρίγος. Είναι ταυτοχρόνως αστείο αλλά και ενοχλητικό. Προκαλεί συναισθήματα που οι άνθρωποι προτιμούν να αποφεύγουν, συναισθήματα τα οποία οι άνθρωποι προτιμούν να αγνοούν, στα οποία δεν αποδίδουν καμία βαρύτητα και για τα οποία κάνουν εκπτώσεις χαρακτηρίζοντάς τα έκτακτα και συμπτωματικά και τυχαία. Ο αναγνώστης θέλει ως επί το πλείστον να διασκεδάσει και έτσι δεν αφήνεται να ενοχληθεί από τις υπερβολές ή παραξενιές της αφήγησης του συγγραφέα. Στο παραπάνω μικρό επεισόδιο δεν είναι απλά η εκτέλεση και ο θάνατος που παγώνει αλλά κυρίως ο ανόητος τρόπος του θανάτου και η παραδοξότητα της εκτέλεσης. Αυτό από το οποίο οι άνθρωποι θέλουν να προστατευτούν, αυτό που αποφεύγουν, αυτό από το οποίο επιθυμούν πάσει θυσία να απαλλαγούν δεν είναι κάποιες τελευταίες ιεροτελεστίες, η λύπη ή ο θάνατος, αλλά το παράλογο. Δεν μπορούν να προσανατολίσουν σωστά τον εαυτό μας σε σχέση με το παράλογο. Χάνουν την αυτοπεποίθησή τους. Γίνονται ανίκανοι να αναγνωρίσουν τις αιτιακές σχέσεις στα γεγονότα, στην ίδια την ζωή. Δεν βρίσκουν για το παράλογο καμιά αιτιολόγηση. To παραπάνω επεισόδιο όμως την ίδια στιγμή επιδρά και προς μια άλλη κατεύθυνση. Προβοκάρει υπερβολικά το γέλιο, την ευθυμία και το κέφι. Από την αφήγηση αρχικά προκαλούνται τα συναισθήματα της ευθυμίας, του χιούμορ και της χαράς. Ένας άνθρωπος γελάει αλλά ξαφνικά το γέλιο του περνά. Το γέλιο του παγώνει, μετατρέπεται σε γκριμάτσα που φαντάζει πάνω του αταίριαστη (το παγωμένο γέλιο είναι το αντίθετο του ζεστού). Γελούσε και μέσα σε μια στιγμή απέκτησε επίγνωση ότι τίποτε δεν είναι αστείο. Αυτό που προκαλούσε το γέλιο και έδινε τη διάσταση του κωμικού φωτίστηκε αποκαλύφθηκε-στο άμεσο τρεβόσβημα του ρέοντος χρόνου που ονομάζουμε ξαφνικότητα-με ένα άλλο φως και ο άνθρωπος μοιάζει πιασμένος σε ενέδρα στημένη από το ίδιο του το γέλιο. Αισθάνεται αμηχανία από το ίδιο του το γέλιο. Στρέφεται προς τα έσω του, αποσύρεται και απομονώνεται στον εαυτό του, δεν κοιτάζει ποια τι βρίσκεται γύρω του και μπροστά του αλλά κάλιο κοιτάζει μέσα του και αναρωτιέται: τι άραγε πήγε στραβά; Τι ανάρμοστο έπραξε; Γέλασε με κάτι κωμικό αλλά ξαφνικά το γέλιο του μοιάζει ακατάλληλο για την περίσταση και αρχίζει να ξεθωριάζει, να μαραίνεται, να φυλλοβολεί. Καταβεβλημένος και ταραγμένος από την ίδια του την συμπεριφορά, αναζητεί το λάθος εντός του και όχι στο αντικείμενο το οποίο αρχικά του προκάλεσε το γέλιο του και κατόπιν μεταλλάχθηκε σε ρίγος. Η ανάλυση αυτού του υποκειμενικού συναισθήματος μας φέρνει κοντά στην ίδια την ουσία των πραγμάτων: το φαινόμενο το ίδιο ενεργεί σαν χρονική βόμβα. Αυτό το οποίο το φαινόμενο αποκάλυψε για τον άνθρωπο και τον επηρέασε σαν άνθρωπο (σαν θεατή, σαν αναγνώστη, σαν ακροατή) ξαφνικά μεταλλάσετε, αντιστρέφεται πλήρως και γίνεται η ίδια του η αντίθεση. Το γέλιο εξαφανίζεται και μετασχηματίζεται σε ρίγος και τρόμο. Ο άνθρωπος τρέχει να φύγει μακριά από το αντικείμενο και να πλησιάσει τον εαυτό του. Πως είναι δυνατόν να μπορεί να γελά από κάτι που δεν είναι αστείο αλλά παράξενο, ξένο και πολύ περισσότερο τρομακτικό; Είναι αυτός το τρομακτικό, το ψυχρό, το αλλότριο και ασυνήθιστο ένα μέρος του κόσμου του Χάσεκ; Εάν ναι με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό ; Είναι μόνο ένα επεισόδιο, μια εξαίρεση, μια περιθωριακή του πλευρά ή μήπως είναι κάτι πολύ περισσότερο, κάτι αναπόσπαστα συνυφασμένο με το έργο του; Ακόμη και σήμερα ο Σβέικ του Χάσεκ διαβάζεται και συζητιέται υπό το φως πάντα μιας συγκεκριμένης ερμηνείας. Οι άνθρωποι αποδέχθηκαν τον Σβέικ μετά το Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο την δεκαετία του ‘20 και του ‘30 σαν ένα βίωμα του παρελθόντος, μιας περιόδου που δεν θα επέστρεφε ποτέ, σαν το γέλιο ενάντια στον τρόμο, σαν το χιούμορ και τη σάτιρα περισσότερο παρά το αλλόκοτο . Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο δημιουργός του θεωρείται περισσότερο σατυρικός συγγραφέας παρά τραγικός, εξιδανικευμένος παρά


δραματοποιημένος. Αυτήν την πλευρά των βιβλίων του Σβέικ την απεικόνισε πολύ ευχάριστα ο Τσέχος εικονογράφος Γιόζεφ Λάντα και οι εικονογραφήσεις του είναι αναλόγως κωμικές σύμφωνα με τη σατυρική και ποιητική διάθεση του Σβέικ. Εντούτοις, το γεγονός ότι ο Χάσεκ θα μπορούσε και εντέλει αναγνώστηκε διαφορετικά , πιστοποιείται από τα σκίτσα ενός άλλου καλλιτέχνη του Τζορτζ Γκρότζ: είναι και αυτά στον ίδιο βαθμό μονόπλευρα όπως και οι απεικονίσεις του Λάντα , δίνουν όμως έμφαση ακριβώς σ’ αυτές τις πλευρές του έργου του Χάσεκ που ο Λάντα παρέλειψε να δει: την φρίκη, τον τρόμο, την αλλοκοτιά, την γκριμάτσα.3 Κάτω από τη σκιά των κυρίαρχων, εξιδανικευμένων ερμηνειών, μερικά σημαντικά εδάφια στον Σβέικ είναι ξεχασμένα. Ένα από αυτά, ίσως από τα πιο αστεία κεφάλαια στο βιβλίο και το οποίο περιγράφει ένα κήρυγμα του μεθυσμένου στρατιωτικού ιερέα Κατς στο παρεκκλήσι της φυλακής, αρχίζει ως εξής: «Όταν κάποιος αρνείται τις εντολές τον αποσύρουμε στην απομόνωση όπου του σπάμε όλα τα πλευρά και τον αφήνουμε να κείτεται εκεί μόνος του έως ότου να πεθάνει. Έχουμε το δικαίωμα να το κάνουμε αυτό» ***

Σε μια άλλη πρόταση η ατμόσφαιρα της περιόδου ζωντανεύει μοναδικά ως εξής : «Μια πομπή θα περνούσε οδηγούμενη από έναν άνδρα κάτω από στρατιωτική συνοδεία με τα χέρια του δεμένα με χειροπέδες και ακολουθούμενο από ένα κάρο μ’ ένα φέρετρο σε αυτό». Ο αλυσοδεμένος άνδρας βαδίζει πεζός διότι είναι απόβλητο. Ένα μόνο πράγμα αναπαριστά το μεγαλείο, τη λαμπρότητα, τη μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο του μηχανισμού. Το φέρετρο. Ακολουθεί τον κρατούμενο σ’ ένα κάρο. Μήπως λοιπόν το μαύρο χιούμορ είναι διάσπαρτο στο έργο του Χάσεκ, μήπως η φρίκη τίθεται δίπλα στο γέλιο και τη χαρά και τα αστεία εναλλάσσονται με λύπη και πίκρα; Μήπως το παράλογο αποκαλύπτεται σαν φόβος και τρόμος αλλά και σαν κωμωδία και χιούμορ; Η φρίκη δεν μπορεί να τοποθετηθεί δίπλα στο γέλιο. Μάλλον και τα δύο πηγάζουν από την ίδια πηγή, από τον κόσμο του αλλόκοτου. Στο έργο του Χάσεκ το αλλόκοτο φανερώνεται:  Στις αντιδράσεις μέσω των οποίων οι άνθρωποι εξορκίζουν τον τρόμο, αντιστέκονται στον θάνατο, δραπετεύουν από την ανία και αψηφούν τον παραλογισμό.  Στην μαγεία των λέξεων (ύβρεις, αισχρόλογα, αστεία, ικεσίες, προσευχές): η λέξη είναι μαγική και μια δυνατή λέξη πνίγει τις αδυναμίες ή την εξασθένηση της ψυχής. Ο αστεϊσμός διασκορπίζει τον φόβο);  Στην μαγεία της στάσης, της πόζας: μια πόζα είναι μια μάσκα ή μια προσποίηση. Ο άνθρωπος παίρνει την στάση του κυνικού διότι χωρίς κυνισμό, χωρίς την προστασία της μεταμφίεσης, η πραγματικότητα θα τον συνέτριβε.  Στην μαγεία του παιχνιδιού: tο παιχνίδι σκοτώνει το χρόνο και δημιουργεί για τον άνθρωπο ένα νέο, ενδιαφέροντα κόσμο. «Υπήρχε τόση ικανοποίηση στο 3

Η ειδυλλιακή και εξιδανικευμένη παρουσίαση του Σβέικ από το Λάντα δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα όπου η παρουσίαση σε μια εικόνα διαστρεβλώνει το λογοτεχνικό μοντέλο. Στην πραγματικότητα αυτός ο τρόπος εξιδανίκευσης και ευδυλλιοποίησης αποτελεί ισχυρή παράδοση της Τσέχικης κουλτούρας. Αρκεί να αναφέρει κάποιος το παράδειγμα του αγάλματος του Μύσλμπεκ για τον ποιητή Μαχ στον λόφο Πέτριν στην Πράγα, το οποίο αν και δεν έχει καμία σχέση με το έργο του ιδιοφυούς αυτού Τσέχου ποιητή για δεκαετίες έχει δώσει στο κοινό μια απατηλή εντύπωση για τον Μαχ.


πρόσωπο καθενός που φαινόταν σαν να μην γινόταν πόλεμος και λες και δεν βρίσκονταν πάνω στο τραίνο το οποίο τους μετέφερε σε τοποθεσίες όπου διεξάγονταν μεγάλες αιματηρές μάχες και σφαγές, αλλά σαν μάλλον να κάθονταν πίσω από ένα τραπέζι παιχνιδιού σε κάποιο καφέ της Πράγα».  Στην μαγεία της δράσης: απελπισμένη, παράλογη, ξαφνική δράση, η οποία προστατεύει απέναντι στον τρόμο ή ενάντια στον θάνατο ( «ένας στρατιώτης αρπάζει την πόρτα του χοιροστασίου για να προστατευτεί από τις χειροβομβίδες»). Ποιoς είναι ο πραγματικός αντίπαλος παίχτης του Σβέικ; Υπάρχει μόνο ένας τέτοιος αντίπαλος ή μήπως υπάρχουν περισσότεροι; 4 Αυτό το ερώτημα είναι συνδεδεμένη με άλλες ερωτήσεις: Ποιό είναι το είδος της δομής που εκπροσωπεί το Χασκικό έργο; Αν ανακαλυφθεί ή αποκαλυφθεί αυτήν η δομή θα είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε ποιος είναι πράγματι ο Σβέικ; Η αρχή του έργου του Χάσεκ “Τα πεπρωμένα του καλού στρατιώτη Σβέικ”, «και έτσι σκότωσαν τον Φερδινάνδο μας» δεν είναι μόνο η αφετηρία μιας αφήγησης αλλά και η αναγγελία ενός σύγχρονου γεγονότος που έχει προκαλέσει το έναυσμα μιας διαδικασίας. “Κάτι” έχει τεθεί σε κίνηση. Αυτό το “κάτι” αρχικά ονομάζεται Αρχιδούκας Φερδινάνδος.5 Αργότερα το ίδιο δρα μέσω του προσώπου του πληροφοριοδότη Μπρετσνάιντερ, κατόπιν του ανακριτή-δικαστή και αργότερα, όσο το μυθιστόρημα προχωρά, μεταμορφώνεται σε στρατιωτικό ιερέα Κατ, ανθυπολοχαγό Ντουμπ. Αυτό το “κάτι” φιγουράρει σαν την φυλακή και την στρατιωτική τάξη, σαν την «παρέλαση των στρατιωτών με τις ξιφολόγχες έχοντας μαζί με έναν άνθρωπο που φέρει αλυσίδες βαδίζοντας έμπροσθεν του αγήματος και που μεταφέρει ένα φέρετρο που το ακολουθεί», ως ο ηλίθιος στρατηγός επιθεώρησης των τουαλετών του αποχωρητηρίου, ως η αργή κίνηση του τραίνου προς το μέτωπο που ολοκληρώνεται με ένα λερωμένο Αυστριακό καπέλο να κυματίζει πάνω σε έναν άσπρο σταυρό”. Αυτό το “κάτι” θέτει τους ανθρώπους σε κίνηση και οι άνθρωποι φέρουν σε πέρας τις διαταγές του και αφήνονται να οδηγηθούν από αυτό προς τον θάνατο. Αυτό το “κάτι” είναι κρυμμένο, ανώνυμο, απροσπέλαστο και μερικές φορές μεταμφιεσμένο με το προσωπείο του επιθεωρητή στρατηγού που επιθεωρεί, ο οποίος ερμηνεύει για τους θνητούς την βαθειά σοφία του Μεγάλου Μηχανισμού: “Σιδερένια πειθαρχία… Οργανωτικότητα… Schwarmweise unter Kommando… Latrinenscheissen, dann partienweise… schlafen gehen.”. O Σβέικ χωρίς το μηχανισμό δεν είναι ο Σβέικ αλλά μόνο ένας καλαμπουρτζής , ένα πειραχτήρι, μια σουσουράδα. Γίνεται Σβέικ αμέσως μόλις εμφανίζεται ο αντίπαλος παίχτης, ο Μεγάλος Μηχανισμός. Οποτεδήποτε ο μηχανισμός τίθεται σε κίνηση (όπως αυτό αναγγέλλεται στην πρώτη πρόταση, «και έτσι σκότωσαν Φερδινάρδο μας») ο Χάσεκ εμφανίζεται στην σκηνή. Αρχίζει το παιχνίδι μεταξύ ανθρώπου και μηχανισμού, μεταξύ μηχανισμού και ανθρώπου. Ο μηχανισμός 4

Το απρόσωπο και η ανωνυμία εμφανίζεται σε πάμπολλες μορφές. O Έμριχ χαρακτηρίζει τον υψηλόβαθμο υπάλληλο Κλαμ στον Πύργο σαν την «δύναμη που ελέγχει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις.» Είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι ένα σημαντικό γεγονός, πρόδηλο στους Τσέχους αναγνώστες έχει διαφύγει των Δυτικών κριτικών: ότι ο καφκικός γραφειοκράτης Κλάμ είναι εσωτερικά συνδεδεμένος με την τσέχικη λέξη «klam» που σημαίνει αίνιγμα, αμφισημία, πλάνη, απάτη, κατεργαριά. 5

Φερδινάνδος: Αυστριακός Αρχιδούκας του οποίου η δολοφονία στο Σεράγεβο (Βοσνία, Γιουγκοσλαβία) το 1914 έδωσε την αφορμή για το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. (Σ.τ.Μ.)


προσαρμόζει τον άνθρωπο στις ανάγκες του, τον τροποποιεί σύμφωνα με την λογική του και τον εξαναγκάζει να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ο μηχανισμός εργάζεται σαν μια ανώνυμη, υπόγεια δύναμη. Oργανώνει τους ανθρώπους σε τάγματα, συντάγματα, και στρατούς . Η θέση τους είναι διάταξη μάχης. Η σιδερένια πειθαρχία, η οργανωτικότητα και η τάξη είναι τόσο σημαντικά σύμβολα του μηχανισμού όπως το χάος και ο παραλογισμός. Το αλλόκοτο αποκαλύπτει τον εαυτό του σαν ένας μηχανικός κολοσσός και ένα ανθρώπινο θηριοτροφείο. Ή για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, η τραγικοκωμικότητα της πραγματικότητας, ο τρόμος, η γελοιοποίηση, η φρίκη και η κωμικότητα φανερώνονται συνεχώς μέσω των ατόμων αντιπροσώπων του μηχανισμού, οι οποίοι ζουν είτε κοντά στον κόσμο των ζώων είτε φέρουν τις μάσκες του: o πληροφοριοδότης της αστυνομίας Μπρετσνάϊντερ καταβροχθίζεται από τα σκυλιά του. Ο επικεφαλής ιατρός θεωρεί όλους τους ασθενείς «βόδια και κοπριά.....έτοιμα για την θηλιά της κρεμάλας». Ένας ύποπτος της αστυνομίας ανακρίνεται από έναν τζέντλεμαν (καλοαναθρεμμένο κύριο, εργένη,) με ψυχρό υπηρεσιακό πρόσωπο που δείχνει ίχνη «κτηνώδους βαρβαρότητας». Όμως παράλληλα με την κίνηση του μηχανισμού, την κίνηση του ανόητου και παράλογου και του αναίσθητου υπάρχει και μια άλλη κίνηση, αυτή των ανθρωπίνων πεπρωμένων, των ανθρωπίνων συναντήσεων, γεγονότων, περιπετειών. Καθένα από αυτά τα στοιχεία έχει το δικό του ξεχωριστό νόημα ενώ όλα μαζί συνθέτουν το περιεχόμενο της ανθρώπινης ζωής. Οι άνθρωποι κινούνται μέσα στον Μεγάλο Μηχανισμό. Η μηχανική κίνηση που οδηγεί τους ανθρώπους στην καταστροφή καθίσταται στην πραγματικότητα δυνατή και συνεχίζεται με την διαμεσολάβηση της μηχανικής κίνησης των ίδιων των ανθρώπων. Όμως μερικοί άνθρωποι έχουν την ικανότητα να λύσουν τους δεσμούς τους με τη μηχανή, να βγαίνουν έξω από τη δικαιοδοσία του μηχανισμού, να δραπετεύουν, και μπορούν ακόμα να υπάρχουν ανεξάρτητα από το μηχανισμό. Μέσα σε αυτό το σύνθετο σύνολο γραναζιών που ταιριάζουν απολύτως μεταξύ τους και κινούν το ένα το άλλο, μόνο απλές ανθρώπινες κινήσεις (μοίρες, συναντήσεις, γεγονότα) έχουν ένα νόημα, ενώ η κίνηση του μηχανισμού σαν ολότητα είναι χωρίς νόημα. Η κίνηση του μηχανισμού είναι η κίνηση του παραλόγου. Η ασυμφωνία ανάμεσα στην αξία των ανθρώπινων πεπρωμένων μέσα στον μηχανισμό και έξω από αυτόν και η αδιαφορία και στην αναισθησία του Μηχανισμού ως ολότητας είναι τόσο έντονη και εκρηκτική που δεν χρειάζεται καθόλου την κεντρική φιγούρα του Σβέικ για να φανερωθεί. Ούτε έχει ανάγκη τις συνταγές των κριτικών και μια εξιδανικευμένη και ίσως βολικότερη ερμηνεία του έργου του Χάσεκ όπως π.χ μια «θετική» θέαση του Σβέικ. Το να θεωρήσεις τον Σβέικ μια «θετική» φιγούρα σημαίνει να τον θανατώσεις. Ανάμεσα στις προϊούσες πραγματικές διαδικασίες (των ανθρώπινων πεπρωμένων και του μηχανισμού) επεμβαίνει παρεμποδίζοντας τες ένα «επιβραδυντικό» και «ανασταλτικό» στοιχείο, η αφήγηση του Σβέικ, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο διεισδύει και σχολιάζει και τις δύο κινήσεις φανερώνει την σχέση τους, τις συσχετίζει. Σε πολλά μέρη του βιβλίου του Χάσεκ, το αλλόκοτο εμφανίζεται σαν οργανικό μέρος διότι έχει συμπεριληφθεί στην ίδια τη δομή του έργου. Ποιος είναι ο Σβέικ; H φιγούρα του Σβέικ απαραιτήτως θα πρέπει να εξεταστεί μέσα σ’ ένα ευρύτερο κοσμικό πλαίσιο, αλλά δεν θα πρέπει να εξηγηθεί απλά μόνο με αναφορές σε πρωταγωνιστές του Ντιντερό, του Θερβάντες, του Ραμπελαί ή του Κόστερ.


Ο Σβέικ είναι απλός και καπάτσος, ένας ηλίθιος και βεβαιωμένα καθυστερημένος από το κράτος, αλλά και ένας επαναστάτης που αυτό τον υποπτεύεται, ένας κοπανατζής και ένας ιδιοτελής , ένας κατάσκοπος και ένα νομοταγής πολίτης. Εάν ο Σβέικ εμφανίζεται μερικές φορές σαν ηλίθιος και άλλες σαν δαιμόνιος και πανούργος, αν άλλες ενεργεί σαν υπηρέτης και άλλες σαν επαναστάτης ενώ πάντα παραμένει αυτό που είναι, αυτή η μεταμορφωσιμότητά η απιαστότητά και το “μυστήριο” του, είναι επακόλουθα του γεγονότος ότι είναι μέρος ενός συστήματος που βασίζεται σε μια γενική προϋπόθεση: ότι οι άνθρωποι προσποιούνται ότι είναι αυτό που δεν είναι. Έτσι ο απατεώνας και ο επιθεωρητής είναι κεντρικές μορφές στο σύστημα εξ’ ανάγκης. Ένα από τα χαρακτηριστικά του συστήματος είναι η κανονική και αμοιβαία μυστικοποίηση. O Σβέικ κινείται μέσα σε έναν μηχανισμό για τον οποίο κινητήριος δύναμη είναι η αδιαφορία και η προχειρότητα. Όποιος παίρνει τα πράγματα στα σοβαρά και κυριολεκτικά , αποκαλύπτει τον παραλογισμό του συστήματος και την ίδια στιγμή κάνουν τους εαυτό του παράλογο και αξιογέλαστο. Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα οι αρχές είναι πεπεισμένες ότι τα υποκείμενά τους είναι απατεώνες, κοπανατζήδες, ταραχοποιοί και προδότες ενώ οι άνθρωποι από την άλλη πλευρά αναγνωρίζουν πίσω από τις υπηρεσιακές, κατανυκτικές και ιεροπρεπείς μάσκες τους αμήχανες και βλακώδεις φιγούρες. Είναι ένα σύστημα όπου το μασκάρεμα -φοράω τη μάσκα- και το ξεμπρόστιασμα -αφαίρεση της μάσκας-της μάσκας- αποτελούν θεμελιώδεις σχέσεις των ανθρώπων. Ποιος είναι ο Σβέικ; Η ανάλυση του Χάσεκ δείχνει ότι ο άνθρωπος πάντα υποβαθμίζεται σε κάτι, ανάγεται σε κάτι, εκφυλίζεται. Ο Σβέικ παρά ταύτα είναι μη αναγώγιμος. Κομβικής σημασίας είναι η διάσημη σκηνή από το φρενοκομείο όπου ό γιατρός γυρίζει στο Σβέικ λέγοντας: “Κάνε πέντε βήματα εμπρός και πέντε προς τα πίσω”. Αυτός έκανε 10. “Μα εγώ σου είπα να κάνεις πέντε” του λέει ο γιατρός”; “Λίγα βήματα εδώ ή εκεί δεν με ενοχλούν γιατρέ”

****

αποκρίνεται ο Σβέικ. Αυτό είναι το κλειδί στην κατανόηση του Σβέικ: Οι άνθρωποι είναι πάντα ριγμένοι μέσα σε ένα ορθολογικό και ωφελιμιστικό περιβάλλον στο οποίο μεταποιούνται, ξεκαμώνονται, σπρώχνονται ολόγυρα και μετακινούνται, υποβαθμιζόμενοι συνεχώς σε κάτι μη ανθρώπινο, έξω-ανθρώπινο, απάνθρωπο, σε κάτι που καθίσταται αντικείμενο υπολογισμού, αναλώσιμο, ποσότητα. Αλλά για τον Σβέικ λίγα βήματα εδώ ή εκεί δεν κάνουν καμία διαφορά. Ο Σβέικ δεν είναι υπολογίσιμος διότι δεν είναι προβλέψιμος. Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να αναχθεί σε πράγμα και πάντα υπερβαίνει το σύστημα των εμπράγματων σχέσεων μέσα στο οποίο και από το οποίο κινείται. Μήπως ο Σβέικ βάζοντας την μάσκα του ηλιθίου, αποκρύπτει το πρόσωπο μιας ιδανικής ανθρωπότητας και μιας ευγένειας του πνεύματος; Μήπως φοράει την μάσκα του νομοταγούς πολίτη με σκοπό να κρύψει το δικό του πραγματικό πρόσωπο, το πρόσωπο του επαναστάτη; Η ιδιοφυία του Χάσεκ συνίσταται στο γεγονός ότι απεικονίζει τον άνθρωπο και τον ήρωά του με πελώριες διαστάσεις , καλύπτοντας όλο το εύρος μεταξύ της ηλιθιότητας και της πανουργίας, μεταξύ της διαβολικής εξυπνάδας και του κυνισμού από τη μια και της μεγαλοφροσύνης και ευαισθησίας, από την άλλη , μεταξύ της νομιμοφροσύνης και πιστότητας στο κράτος αλλά και του εξεγερσιακού πνεύματος ενάντια σ’ αυτό. Στον Χασκικό κόσμο οι άνθρωποι συναντιούνται στους σταθμούς των τραίνων, στους οίκους ανοχής, στις ταβέρνες, στα νοσοκομεία ακόμη και στα φρενοκομεία. Ακόμη και για τον Σβέικ το άσυλο είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι. Το πρόβλημα είναι με ποια έννοια είναι ελεύθεροι. Μήπως


δηλαδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι για να είμαστε ελεύθεροι θα πρέπει να να απωλέσουμε τας φρένας ή το αντιστρόφο, δηλαδή κάποιος όταν είναι ή νομίζει ότι είναι ελεύθερος , είναι τρελός; Είναι το άσυλο το έσχατο καταφύγιο για την ελευθερία ή θα πρέπει η ελευθερία να κλειδωθεί στο τρελοκομείο έτσι ώστε να μην βλαφτεί κανείς από τους φορείς της; Απέναντι στην συνθετότητα, αινιγματική ποιότητα και το μυστήριο του Κάφκα δεν θα πρέπει να τοποθετείται η τετριμμένη απλότητα και κατανοησιμότητα του έργου του Χάσεκ. Με τον δικό της τρόπο, η εργασία του Χάσεκ είναι εξίσου μυστήρια και γεμάτη από γρίφους (όπως αυτή του Κάφκα) και θα πρέπει να ερμηνευτεί υπό το φως της σύγχρονης ακαδημαϊκής ανάλυσης. Η πατερναλιστική συντηρητική θεωρία της «λαικίστικης προσφυγής» αποτυγχάνει ολοκληρωτικά σ’ αυτήν την περίπτωση. Χάσεκ και Κάφκα O Σβέικ δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον σβεικισμό μήτε ο Κάφκα με το καφκισμό. Τι είναι άραγε ο καφκισμός ή ο καφκικός κόσμος; Πρόκειται για τον κόσμο της παράλογης σκέψης, της παράλογης συμπεριφοράς και των παράλογων ανθρωπίνων ονείρων. Είναι ο κόσμος που έχει την μορφή φρικτού και απαίσιου λαβυρίνθου, ένας κόσμος ανήμπορων ανθρώπων πιασμένων στο δίκτυο του γραφειοκρατικού μηχανισμού και των ιδεολογικών μαραφετιών του. Ένας κόσμος στον οποίο ό άνθρωπος είναι ανίσχυρος και παγιδευμένος μέσα σε μια τεχνικά προσανατολισμένη και αποξενωμένη πραγματικότητα. Ο Σβεικισμός είναι ένας τρόπος αντίδρασης σ’ αυτόν τον κόσμο του παραλόγου, της απανταχού παρουσίας των μηχανών και των σχέσεων μέσω υλικών κινήτρων. O σβεικισμός και ο καφκισμός είναι οικουμενικά φαινόμενα που υπάρχουν ανεξάρτητα από την εργασία του Χάσεκ και του Κάφκα. Οι δύο συγγραφείς από την Πράγα απλά έδωσαν ονόματα σ’ αυτά τα φαινόμενα και οι εργασίες τους του έδωσαν μια συγκεκριμένη μορφή. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η δουλειά του Χάσεκ μπορεί να αναχθεί στον σβεικισμό όπως το έργο του Κάφκα δεν είναι ο Καφκισμός. O Χάσεκ και ο Κάφκα περιγράφουν , εκθέτουν τους δύο κόσμους -τον σβεικισμό και τον καφκισμό- σαν δύο καθολικά φαινόμενα και ταυτοχρόνως τα υποβάλλουν σε κριτική. Ο άνθρωπος του Κάφκα είναι εντοιχισμένος μέσα σ’ έναν λαβύρινθο απολιθωμένων δυνατοτήτων, αποξενωμένων σχέσεων, και στον υλισμό της καθημερινής ζωής. Όλα αυτά αναπτύσσονται εμπρός του σε υπερφυσικές και φαντασμαγορικές διαστάσεις ενώ από την άλλη πλευρά σταθερά, με αμείλικτο τρόπο και αποφασιστικό πάθος αναζητά την αλήθεια. Ο άνθρωπος του Κάφκα είναι καταδικασμένος να ζει σ’ έναν κόσμο στον οποίο η μοναδική ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει περιοριστεί στην ερμηνεία αυτού του κόσμου ενώ άλλες δυνάμεις, που βρίσκονται πέραν της ικανότητας ελέγχου από τα άτομα, καθορίζουν την πορεία της εξέλιξης- ανάπτυξης του κόσμου και της αλλαγής. Ο Χάσεκ μέσω της εργασίας του δείχνει ότι ο άνθρωπος ακόμη και αν τον χειρίζονται σαν αντικείμενο παραμένει ακόμη άνθρωπος, δεν έχει γίνει ο άνθρωπος-αντικείμενο αλλά υφίσταται ως δημιουργός αντικειμένων και ως δημιούργημα αντικειμενικών σχέσεων. Ο άνθρωπος υπερβαίνει την αντικειμενοποίησή του, δεν ανάγεται σε αντικείμενο, δεν ανάγεται σε σύστημα. Eίναι περισσότερο από το σύστημα, το υπερβαίνει. Δεν έχουμε ακόμη στην διάθεσή μας μια κατάλληλη περιγραφή της θαυμαστής διαδικασίας δια της οποίας ο καθένας εγκολπώνεται μέσα του την κολοσσιαία, ακατάλυτη και άφθαρτη δύναμη της ανθρωπότητας.


Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα αυτοί οι δύο Πραγιανοί δημιουργοί μας προσέφεραν δύο διαφορετικές θεάσεις του σύγχρονου κόσμου. Περιέγραψαν δύο ανθρώπινους τύπους οι οποίοι εκ πρώτης όψεως φαντάζουν απομακρυσμένοι ο ένας απ’ τον άλλον. Ενώ ο Κάφκα απεικόνισε τον υλισμό του καθημερινού μας ανθρώπινου και έδειξε ότι ο μοντέρνος άνθρωπος ζει και γίνεται οικείος με τις βασικές μορφές αλλοτρίωσης με σκοπό να λειτουργεί ως άνθρωπος (θεμελιακή αποξένωση), ο Χάσεκ δείχνει ότι ό άνθρωπος υπερβαίνει τον υλισμό διότι δεν ανάγεται σ’ αντικείμενο ή στα υλικά προϊόντα των σχέσεων. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* “Co se zde stalo;” ozval se přísný hlas poručíka Duba, přičèmž . postavil se přímo před Švejka. “Poslušně hlásím, pane lajtnant,“ odpověděl Švejk za všechny, “že se díváme” “A na co se díváte; “ rozkřikl se poručík Dub. “Poslušnì hlásím, pane lajtnant, že se díváme dolù do příkopu. “ “A kdo vám dal k tomu svolení;”

** "Zkrátka a dobře", řekl Švejk , "je to s vámi vachrlatý, ale nesmíte ztrácet naději, jako říkal Cikán Janeček v Plzni, že se to ještě může vobrátit k lepšímu, když mu v roce 1879 dávali kvůli tý dvojnásobný loupežný vraždě voprátku na krk. A taky to uhád, poněvadž ho vodvedli v poslední okamžik vod šibenice, poněvadž ho nemohli pověsit kvůli narozeninám císaře pána, který připadly právě na ten samej den, kdy měl viset. Tak ho voběsili až druhej den, až bylo po narozeninách, a chlap měl je.tě takový štěstí, že třetí den nato dostal milost a mělo bejt s ním obnovený líčení, poněvadž všechno ukazovalo na to, že to vlastně udělal jinej Janeček. Tak ho museli vykopat z trestaneckýho hřbitova a rehabilitovali ho na plzňneskej katolickej hřbitov teprve přislo na to, že je evangelík , tak ho převezli na evangelickej hřbitov, a potom ... "

*** "Jestli se někdo vzpouzí, tak si ho odtáhneme do ajnclíku a tam mu přelámeme všechny řebra a necháme ho tam ležet, dokud nechcípne. Na to máme právo."

**** "Udělejte pět kroků ku předu a pět nazpátek." Švejk udělal deset. "Já vám přece říkal," pravil lékař, "abyste jich udělal pět." "Mně na pár krocích nezáleží, " řekl Švejk.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.