Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια - Απόσπασμα

Page 1

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ


Επισκεφθείτε το site του βιβλίου:

www.margaritabooks.gr Επικοινωνήστε με τη συγγραφέα στα κοινωνικά δίκτυα και στο blog της:

/antonioumichaela @antonioumicha

Το βιβλίο αυτό είναι διαδραστικό με το κινητό σας! • Κατεβάστε δωρεάν το app CLIC2C® στο smartphone σας από το App Store ή το Google Play, σκανάρετε το εξώφυλλο, τη φωτογραφία του συγγραφέα και τα QRcodes για να μάθετε περισσότερα. • Τα QRcodes θα σας οδηγήσουν σε αποκλειστικά άρθρα του συγγραφέα και στα μυστικά του βιβλίου.

Mπείτε στο www.mamaya.gr/newsletter ή σκανάρετε και είστε ένα «κλικ» από: • Τα βιβλία μας. • Την επικοινωνία με τους συγγραφείς μας. • Τα δώρα μας. • Τις εκδηλώσεις μας. • Τα νέα για τον χώρο του βιβλίου.


ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ Μυθιστόρημα

H


Μιχαέλα Αντωνίου Η Μαργαρίτα και τα Ηλιοτρόπια ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Άννα Μαράντη ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ηλίας Μασούρης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Γιώργος Κ. Μόσχος ΕΚΤΥΠΩΣΗ: Σταμάτιος Κοτσάτος & ΣΙΑ Ο.Ε. ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ΣΙΑ Ο.Ε. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: © Shutterstock/postolit

Copyright © Μιχαέλα Αντωνίου, 2015 Copyright © Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε., 2015 Έτος 1ης έκδοσης: 2015 ISBN: 978-618-81789-5-3 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του έργου.

Mamaya Μονοπρόσωπη Ι.Κ.Ε. Κόδρου 19, 152 32 Χαλάνδρι Τηλ.: +30 210 68 96 875 Fax: +30 210 68 96 877 www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr

Facebook: www.facebook.com/mamayabooks Twitter: www.twitter.com/mamayabooks

Pinterest: www.pinterest.com/mamayabooks Instagram: instagram.com/mamaya_books


Στον Γιάννη… γιατί σημασία έχει «τ’ ὡραῖο ταξεῖδι».



G1H

Η

ΤΑΝ ΔΈΚΑ ΤΟ ΠΡΩΊ. Η ΜΈΡΑ ΤΗΣ ΚΗΔΕΊΑΣ ΜΟΥ.

Ήμουν επισήμως νεκρή εδώ και μία ημέρα. Αυτοκινητικό. Τυφλή στροφή. Το αυτοκίνητο πήρε φωτιά σχεδόν αμέσως. Όσοι ήρθαν στον τόπο του δυστυχήματος μίλησαν για θέαμα αποκρουστικό, αποτρόπαιο. Ο θάνατός μου είχε συγκλονίσει το μικρό χωριό. Όμως εγώ δεν τα είχα υπολογίσει έτσι τα πράγματα. Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία, δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόμουν μάρτυρας της ίδιας της ταφής μου. Και κοιτάξτε τώρα πού καταντήσαμε: σε κηδείες, πετραχήλια και παπάδες. Είχε σχηματιστεί μια αργή πομπή. Την οδηγούσε η μάνα μου. Απ’ τη στιγμή που έμαθε για τον θάνατό μου δεν είχε σταματήσει το κλάμα και τώρα πια έπλεε στη θάλασσα των ηρεμιστικών. Είμαι σίγουρη ότι δε θα κατάφερνε καν να περπατήσει αν δεν την υποβάσταζαν οι δύο αδελφές μου, που κι αυτές δεν ήξεραν από πού τους ήρθε. Ξοπίσω ακολουθούσε όλο το χωριό, και όλοι θρηνούσαν για τον άδικο χαμό μου εκείνο το καταθλιπτικό απριλιάτικο πρωινό. Όλοι, εκτός απ’ τη γιαγιά μου. Αυτή περπατούσε στητή, μακάρια, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν όλα να συνέβαιναν σε άλλο χρόνο. Και ο Στέφανος. Ναι, βέβαια, ο Στέφανος... Ωστόσο φοβάμαι


10

ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

ότι σας μπέρδεψα· κι αυτό δεν είναι καθόλου στις προθέσεις μου. Γι’ αυτό ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ιστορία μου ξεκίνησε πριν από δύο εβδομάδες και πέντε μέρες στο σπίτι της μητέρας μου στην ορεινή Κορινθία, σ’ ένα μικρό χωριό που το λένε Τρίσβαθα. Πώς λέμε τα τρίσβαθα της ψυχής μου; Αυτό. Ήταν Δευτέρα 31 Μαρτίου 2003 και το ρολόι έδειχνε πάλι δέκα το πρωί. Ο ήλιος έμπαινε δειλά στην κουζίνα από το μεγάλο ξύλινο παράθυρο πάνω από τον μαρμάρινο νεροχύτη. Στρωμένο στο στρογγυλό μαονένιο τραπέζι ήταν το γαλάζιο, δαντελωτό τραπεζομάντιλο της γιαγιάς μου. Στο μικρό διάφανο βαζάκι είχε αγριολούλουδα. Αυτά τα μάζευε κάθε πρωί η αδελφή μου, η Έλενα, και τα στόλιζε εκεί πριν πάει για το σχολείο, όπου ήταν δασκάλα τα τελευταία πέντε χρόνια. Το ραδιόφωνο σιγόπαιζε ένα τραγούδι της Πρωτοψάλτη. «Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη...» Κι έτσι εξίσου ξαφνικά μπήκα κι εγώ στο σπίτι της μαμάς μου εκείνη την άνοιξη, έπειτα από τρία χρόνια και έξι μήνες απουσίας. Άνοιξα τη βαριά ξύλινη πόρτα της κουζίνας, που έτριξε απαλά, κι ένιωσα μια ανακούφιση. Ηρεμία. Χαμογέλασα. Άφησα στο πάτωμα κοντά στο ψυγείο τη βαλίτσα και το σακίδιό μου. Δίπλα ακούμπησα προσεκτικά την κυλινδρική, μακρόστενη θήκη. Χάιδεψα με το χέρι μου το τραπεζομάντιλο, τα πολύχρωμα ανθάκια. Άγγιξα τον μαρμάρινο νεροχύτη. Κοίταξα από το παράθυρο το υποστατικό της οικογένειάς μου. Ένας μεγάλος κήπος με μποστάνια και δέντρα από τη μια μεριά, ένα φαρδύ χωμάτινο πλάτωμα στη μέση και ο μεγάλος μας αχυρώνας, που τώρα πια ρήμαζε μια και δε χρησιμοποιούνταν. Η αλήθεια είναι ότι όλο το σπίτι μας ρήμαζε. Ήταν ένα παλιό αρχοντικό σ’ αυτό


Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

11

το απόμακρο χωριό, που κανείς δεν είχε ούτε τη διάθεση ούτε τα χρήματα να συντηρήσει. Μόνο η γιαγιά μου, η Μάντω, ασχολούνταν με τα μποστάνια της, καλλιεργούσε τα βοτάνια και τα μαντζούνια της μαζί με τις ντομάτες και τα κουνουπίδια της. Της άρεσε ο κήπος της. Νομίζω ότι ήταν και το μόνο που της άρεσε. Είχα βυθιστεί στη γαλήνη που μου πρόσφερε το πατρικό μου. Ένιωθα τη ζεστασιά της μάνας μου της Ποθούλας στον χώρο, με τα σεμεδάκια και τις δαντελένιες κουρτινίτσες της, τα πολύχρωμα φλιτζανάκια και τα πορσελάνινα μπιμπελό. Είχα σχεδόν χαλαρώσει και είχα αρχίσει να ανακτώ τη σιγουριά που μου έλειπε, όταν μακριά, πέρα από τον κήπο, είδα ανάμεσα από τις δαντέλες του παραθύρου τη νεκροφόρα· κόσμο να την ακολουθεί. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν σαν εκείνη η κηδεία την ημέρα της άφιξής μου να μου έστελνε μια προειδοποίηση· πως ο θάνατος είναι κοντά, πανταχού παρών, πως όσο κι αν τρέξω μακριά, δεν πρόκειται να ξεφύγω. Όμως το ήξερα καλά πως δεν είχα πια πού αλλού να πάω. Το χέρι μου άρχισε να τρέμει. Αισθάνθηκα τον φόβο, που πρόσκαιρα είχε κουκουλωθεί, να ξεπετιέται πάλι και να με κυριεύει. Με διαπέρασε η ησυχία του σπιτιού μου. Πάγωσα στη σκέψη πως κάποιος δικός μου αγαπημένος ήταν ξαπλωμένος στο πίσω μέρος του μαύρου αυτοκινήτου. Σκέφτηκα πως είχα τουλάχιστον τρεις μέρες να επικοινωνήσω με τους δικούς μου. Πολλά μπορούσαν να έχουν συμβεί. Ένιωσα την παρόρμηση να τρέξω στον δρόμο. Και ήμουν έτοιμη να το κάνω, μα εκείνη τη στιγμή άνοιξε απότομα η πόρτα και πρόβαλε η γιαγιά μου. Ακίνητες κι οι δύο κοιταχτήκαμε για μερικές στιγμές. Ήταν μαυροντυμένη. Στο άσπρο της κεφάλι


12

ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

φορούσε ένα τσεμπέρι, μαύρο κι αυτό. Με μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω με τα σκληρά, καστανά, γερασμένα μάτια της. «Τι θες εσύ εδώ;» με ρώτησε ξερά. «Γύρισα», της είπα, ενώ η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. «Μάλιστα», κούνησε το κεφάλι της. Με προσπέρασε. Στάθηκε μπροστά στο καντήλι της. Έκανε την προσευχή της. Σταυροκοπήθηκε. Πήγε στον νεροχύτη και έπλυνε με αταίριαστη επιμέλεια τα χέρια της, τρίβοντας προσεκτικά τα ροζιασμένα δάχτυλά της. Την άκουσα ν’ αναστενάζει. Σήκωσε βασανιστικά αργά τα μάτια της προς τον ουρανό. «Ένα τίποτα είμαστε», μουρμούρισε. «Τι συμβαίνει, γιαγιά Μάντω; Είδα...» Δεν ήθελα να προφέρω τη λέξη «νεκροφόρα». Δεν απάντησε. Έβαλε το μπρίκι στη φωτιά κι άρχισε ν’ ανακατεύει τον καφέ της. Της άρεσε να τυραννάει της γιαγιάς μου. «Γιαγιά;» ψέλλισα. «Η Αργυρώ», μου απάντησε θυμωμένα. «Συνάντησε τον Δημιουργό της. Τώρα πια θα ’χει να κάνει μαζί Του», συμπλήρωσε και ακούμπησε με θόρυβο το κουταλάκι στο μάρμαρο. «Η Αργυρώ του Αργύρη;» ρώτησα δειλά, με μια ανάρμοστη ανακούφιση που ο θάνατος είχε προσπεράσει το σπίτι μου. Μου έγνεψε ναι. Η Αργυρώ. Το μαύρο πρόβατο του χωριού. Την ήξερα καλά την ιστορία της. Στοίχειωνε χρόνια τα σοκάκια του χωριού μας. Είχε φύγει από τα Τρίσβαθα όταν ήταν δεκαεφτά χρόνων· έγκυος με το παιδί του γιου ενός μεγαλογαιοκτήμο-


Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

13

να από τη Νεμέα. Πάνε σαράντα τόσα χρόνια τώρα. Ο πιτσιρικάς την είχε κουτουπώσει στον τρύγο, όταν κατέβαινε όλο το χωριό για να δουλέψει. Την είχε καταστήσει έγκυο και είχε αρνηθεί να την αποκαταστήσει. Η οικογένειά της είχε αφηνιάσει. Άλλοι οι καιροί τότε. Ξέσπασε μόνο επάνω της. Η μάνα της της έδωσε ένα σωρό καταπότια για να ρίξει το παιδί, τον μικρό Αργύρη, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Έτσι, όταν πια δεν κρυβόταν άλλο η κοιλιά της, μάνα και πατέρας την ξαπόστειλαν και την άφησαν στη μοίρα της. Κι εκείνη έκανε αυτό που θεωρούσε χρέος της. Το κράτησε το παιδί. Μα το καημένο το μωρό, από τα πολλά μαντζούνια που είχε πιει η Αργυρώ για να το ρίξει και από το ξύλο που της είχε δώσει ο πατέρας της, βγήκε ζαβό. Έτσι κανείς δεν το έπαιρνε για υιοθεσία κι εκείνη αρνήθηκε να το αφήσει να το κακομεταχειρίζονται σε κάποιο ίδρυμα. Το κράτησε και το συντηρούσε με τον μόνο τρόπο που ήξερε· περνώντας τις μέρες της, αλλά κυρίως τις νύχτες της, εκδιδόμενη επί χρήμασι. Τα χρόνια πέρασαν. Οι γονείς της Αργυρώς πέθαναν. Η Αργυρώ μεγάλωσε, το ίδιο κι ο Αργύρης. Τότε μάνα και γιος γύρισαν πίσω. Τότε γνώρισε για πρώτη φορά ο Αργύρης το μικρό χωριό του που το λάτρεψε σαν να είχε ζήσει εδώ όλη του τη ζωή. Τότε ήταν που η Αργυρώ πήγε και βρήκε τον γιο του μεγαλογαιοκτήμονα και του ζήτησε ένα μικρό μηνιαίο εισόδημα για τη συνεχή ιατρική περίθαλψη που χρειαζόταν ο Αργύρης. Και για έναν περίεργο λόγο αυτός είχε δεχθεί. Κι η Αργυρώ πίστευε ότι θα είχε τα βαθιά και ήσυχα γεράματα που πάντα ονειρευόταν. Όμως πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε, κι η Αργυρώ, πριν καν κλείσει τα εξήντα της χρόνια, αποδήμησε εις Κύριον. Την ανακούφισή μου διαδέχτηκε η στενοχώρια.


14

ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

«Πώς;» «Στον τόπο. Μια κι έξω. Ήσυχος θάνατος». «Έμφραγμα;» «Έμφραγμα ξέμφραγμα, τη βρήκε ο Αργύρης παγωμένη στο κρεβάτι της». «Κι αυτός πώς είναι;» ρώτησα γιατί ο Αργύρης ήταν από τους πιο αγαπημένους μου ανθρώπους στα Τρίσβαθα. «Δεν ξέρει τι τον χτύπησε». «Πότε έγινε;» «Καλά, κουφή είσαι, μωρέ, δεν ακούς; Μας γύρισες κουφαμένη;» ξέσπασε η γιαγιά Μάντω, που πάντα με τον καλό λόγο ήταν στο στόμα. «Τώρα μόλις γύρισα από την κηδεία. Τώρα τη θάψανε. Θεός σχωρέσ’ τηνε. Τώρα την παραχώσανε κι έχουνε πάει όλοι στον καφενέ αυτού του απατεώνα του Σταύρακα, που μια καλή κουβέντα δεν είχε πει για δαύτηνε όσο ζούσε. Πάνε να πιούνε τον καφέ για το Θεός σχωρέσ’ την. Λες και τους είχε ανάγκη, τους υποκριτές. Σου ’φτιαξα καφέ. Θα τον πιεις ή να τον εχύσω;» «Όχι, βέβαια, θα τον πιω, θα τον πιω», υπερασπίστηκα τον καφέ που μόλις μου είχε σερβίρει. «Τζαναμπέτισσα», ξεφύσησε η γιαγιά μου, κάθισε στην καρέκλα της με θόρυβο και ρούφηξε τη γουλιά της. Έφερα το φλιτζάνι στα χείλη μου. Κανένας δεν έκανε καλύτερο καφέ από τη γιαγιά μου. Μείναμε βουβές να πίνουμε τον καφέ για μερικά λεπτά. «Πώς και μας θυμήθηκες;» μου πέταξε απότομα. Δεν της αποκρίθηκα αμέσως. Την κοίταξα στα μάτια. Βρέθηκα αντιμέτωπη με το βλέμμα της. Τράβηξα τη ματιά μου και απάντησα ήρεμα: «Ήταν καιρός να γυρίσω πίσω».


G2H

Τ

Ο ΔΩΜΆΤΙΌ ΜΟΥ ΉΤΑΝ ΣΚΟΝΙΣΜΈΝΟ ΚΑΙ ΜΎΡΙΖΕ

κλεισούρα. Όμως τα πράγματά μου ήταν στη θέση τους. Η μητέρα μου είχε κρατήσει την υπόσχεσή της, όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει. Τα εφηβικά μου σχέδια κοσμούσαν ακόμη τους τοίχους. Δίπλα τους κρεμόταν το βραβείο ζωγραφικής για την πρώτη θέση στον διεθνή διαγωνισμό Køster, που είχα κερδίσει στα δεκάξι μου. Θυμάμαι με πόση περηφάνια το είχε κορνιζάρει και το είχε κρεμάσει ο πατέρας μου. Θυμάμαι ακόμη τους χτύπους του σφυριού να αντηχούν στον κλειστό χώρο. «Τ’ ακούς αυτό; Έτσι θα βαράνε τα κανόνια όταν θα πετύχεις», και δώσ’ του έχωνε το καρφί πιο μέσα. Είχε πάντα μια τάση να ακούγεται λίγο μελό, όταν μιλούσε για μένα και τις ικανότητές μου στη ζωγραφική. «Γιατί εσύ θα τα καταφέρεις», είχε προσθέσει τότε, και η ευτυχία ξεχείλιζε από το βλέμμα του. «Έχεις μεγάλο ταλέντο και δεν πρέπει να πάει χαμένο». Αχ, ρε πατέρα, σκέφτηκα καθισμένη στο χείλος του κρεβατιού μου, ευτυχώς που πέθανες και δε βλέπεις τα χάλια μου. Δε βλέπεις πώς χρησιμοποίησα το «μεγάλο» ταλέντο μου. Ένιωσα απέραντη ντροπή. Οι αναμνήσεις λες και ξεπηδούσαν από το παλιό καβαλέτο και τους μισοτελειωμέ-


16

ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

νους πίνακες που αράχνιαζαν δίπλα στην ντουλάπα. Τον είδα όρθιο να μου μιλάει. «Τα χέρια σου είναι φτιαγμένα για να ζωγραφίζεις, Μαργαρίτα. Έχεις ένα θείο δώρο και δεν πρέπει να το αφήσεις να πάει χαμένο. Όταν κάτι σου χαρίζεται τόσο απλόχερα, πρέπει να το χρησιμοποιήσεις σωστά. Πρέπει κι εσύ να το προσφέρεις με τη σειρά σου». Και αυτό έκανες, κάγχασα από μέσα μου. Δεν ήταν όμως ώρα για σκέψη. Σηκώθηκα. Έβγαλα το συρτάρι της εντοιχισμένης ντουλάπας μου και έχωσα στο κενό μεταξύ του πατώματος και της ντουλάπας τη θήκη με τον πολύτιμο πίνακα που είχα κουβαλήσει από την άλλη άκρη της Ευρώπης. Τοποθέτησα το συρτάρι στη θέση του. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Τώρα όλα θα πάνε καλά, είπα με πεποίθηση στον εαυτό μου. Πλησίασα στο παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. Είδα τη μητέρα μου να μπαίνει από την αυλόπορτα. Πρόσεξα πως είχε πάρει μερικά κιλάκια. Είχε βάψει και τα μαλλιά της κόκκινα. Τι περίεργο, σκέφτηκα. Μα, ακόμη κι έτσι αλλαγμένη, εξακολουθούσε να αποπνέει τη γλυκύτητα και την κατανόηση, που με είχαν παρακινήσει να κρυφτώ στο σπίτι της. Πίσω της ακολουθούσαν η τρυφερή αδελφή μου, η Έλενα, και η ανιψιά μου, η Νικολέττα. Η ζωή ξεχείλιζε από την πιτσιρίκα, που είχε γίνει ένας εννιάχρονος διαβολάκος με μακριά κοτσίδια και σοσόνια. Τις είδα να περνούν το κατώφλι· σοβαρές· φανερά επηρεασμένες από το βάρος που είχε πέσει στο χωριό εκείνο το πρωινό. Γύρισα στον παλιό καθρέφτη που κρεμόταν δίπλα στην πόρτα. Προσπάθησα να συμμαζέψω τα σγουρά, καστανά μαλλιά μου. Χτύπησα με τα δάχτυλά μου τους κατάμαυ-


Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

17

ρους κύκλους κάτω από τα πράσινα μάτια μου. Τσίμπησα τα μάγουλά μου να κοκκινίσουν για να καλύψω την κούραση και την αγωνία των τελευταίων ημερών. Κατέβηκα τη σκάλα που οδηγούσε στον κάτω όροφο. Είχε έρθει η ώρα να αντιμετωπίσω και την υπόλοιπη οικογένεια. Ευτυχώς, τα πράγματα πήγαν καλύτερα απ’ ό,τι περίμενα. Οι τρεις γενιές της φαμίλιας μου με αγκάλιασαν με αγάπη. Η μητέρα με γέμισε γλυκόλογα. Με αποκάλεσε «Ρωρώ». Από το Μαργαρίτα, Μαργαρώ, Ρωρώ. Όπως με φώναζαν όλοι οι δικοί μου άνθρωποι. Η Νικολέττα κρεμάστηκε στον λαιμό μου. Ήμουν πάντα η αδυναμία της. Μόνο το ανοιχτοπράσινο βλέμμα της Έλενας και το όμορφο πρόσωπό της πρόδιδαν ανησυχία. Βλέπετε, η μεσαία μου αδελφή είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι μας στα Τρίσβαθα απ’ όταν ο Σίμος, ο άντρας της, βγήκε για να πάρει τσιγάρα και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Γι’ αυτό οι ανατροπές της καθημερινότητας της δημιουργούσαν νευρικότητα. Ο νους της πήγαινε πάντα στο κακό. «Πώς βρέθηκες εδώ πέρα; Δε μου είχες πει ότι θα ’ρχόσουν», ακούστηκε αναστατωμένη η φωνή της. Χαμογέλασα. «Όλα καλά», της έκανα άηχα και της έδωσα ένα πεταχτό φιλί. Της έσφιξα τα χέρια. Ήταν παγωμένα. Ξεροκατάπιε. «Σίγουρα;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δεν ήθελα να σας αναστατώσω. Ήθελα να σας κάνω έκπληξη». Δεν έλεγα καλά ψέματα. Και είμαι σίγουρη ότι η Έλενα σκεφτόταν πόσο μισώ τις εκπλήξεις, πόσο αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει καθόλου στον χαρακτήρα μου. Και φυσικά δεν είχε ιδέα το πόσο τρομοκρατημένη ήμουν όταν


18

ΜΙΧΑΕΛΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

εγκατέλειψα το μικροσκοπικό μου διαμέρισμα στο Λονδίνο. Δεν είχε εικόνα με πόση βιασύνη γέμισα τη βαλίτσα μου για να καταφέρω να ξεφύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν ήξερε ότι με κυνηγούσε ο Σεργκέι. Μα τι λέω; Δε γνώριζε καν για την ύπαρξη του Ρώσου μαφιόζου που απειλούσε τη ζωή μου. Ένιωσα έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου. Ένιωσα την ατμόσφαιρα γύρω μου να βαραίνει. Προσπάθησα ν’ ανοίξω το στόμα μου για να πλασάρω μια δικαιολογία. Ξαφνικά ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος. Τινάχτηκα, λες και με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Κάποιος κόρναρε σαν τρελός στην αυλή του σπιτιού μας. Άκουσα ένα παράθυρο ν’ ανοίγει βίαια. «Κακό χρόνο να ’χεις!» ούρλιαζε η γιαγιά Μάντω από τον πάνω όροφο. Μετά αφύσικη σιγή. Έπειτα: «Κλέλια!» Η Νικολέττα στρίγκλισε χαρούμενα: «Η θεία Κλέλια! Η θεία Κλέλια!» Έτρεξε προς την πόρτα της κουζίνας που έβγαζε στην αυλή. «Μην τη λες “θεία”», ψιθύρισε η Έλενα, γιατί ήξερε πόσο το μισούσε η μεγάλη μου αδελφή, η Κλέλια, το «θεία». Η μαμά μου στάθηκε για μια στιγμή. Χαμογέλασε. «Απίστευτο», ψέλλισε. Μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και κατευθύνθηκε να προϋπαντήσει μέσα σε λιγότερο από μια ώρα ακόμη μια κόρη, που, κι αυτή όπως κι εγώ, σπάνια ερχόταν στα Τρίσβαθα. Η γιαγιά μου κατέβηκε τη σκάλα γρήγορα και με προσπέρασε μουρμουρίζοντας: «Για όνομα του Θεού, μέρα που είναι!» Κι εγώ τις ακολούθησα. Βγήκα από την πόρτα και βρέθηκα στη μεγάλη πεζούλα μπρος από την κουζίνα μας. Η Κλέλια φορούσε ένα κατακόκκινο, εφαρμοστό ταγέρ


Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ

19

που τόνιζε το καμπυλωτό σώμα της και το ξανθό καλοχτενισμένο μαλλί της. Στεκόταν δίπλα στη λευκή κάμπριο Chrysler της. Τις είδα να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Δίπλα η γιαγιά τις μάλωνε. Προσπαθούσε να τις βάλει σε τάξη. Εγώ παρακολουθούσα σαν υπνωτισμένη την οικογένειά μου εκείνο το πρωινό της κηδείας της Αργυρώς, που ήμασταν και πάλι όλες μαζί έπειτα από πολλά χρόνια. Ήταν μια αίσθηση υπέροχη μετά τη φρίκη των τελευταίων ημερών. Μου δημιουργούσε ηρεμία. Αισθανόμουν πως, τώρα, αφού έτυχε και βρεθήκαμε όλες εκεί μαζεμένες, όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν είχα καταλάβει ότι, όταν κάνεις κάτι λάθος, τότε αργά ή γρήγορα θα το πληρώσεις. Κι ότι η σιγουριά του σπιτιού που τόσο επιζητούσα δεν ήταν παρά μόνο μια ψευδαίσθηση, που δυστυχώς πολύ γρήγορα θα καταστρεφόταν.


G3H

«Κι έτσι ξαφνικά, όπως θα μπαίνει η άνοιξη…» σιγόπαιζε το ραδιόφωνο την ημέρα που η Μαργαρίτα περνούσε το κατώφλι του πατρικού της, ΚΕΊΝΟ ΉΤΑΝ ΤΟ ΠΡΩΙΝΌ ΓΝΏΡΙΣΑ ΤΟΝ ΣΤΈύστερα από τρίαΚΑΙ χρόνια και έξιΠΟΥ μήνες απουσίας. Είχα απομείνει όρθια στο πεζούλι της βεράντας Γιατίφανο. έτσι ξαφνικά, η Μαργαρίτα παράτησε τη ζωή της να χαζεύω την οχλοβοή μπροστά μου. Εκείνος στεκόταν στην Αγγλία και κρύφτηκε στο ορεινό χωριό της ακίνητος με τα χέρια στις τσέπες και τα πόδια μισάνοιχτα. στην Κορινθία, προκειμένου να γλιτώσει Πόσο οικεία και επικίνδυνη μου φαίνεται τώρα αυτή του η από τους διώκτες της. στάση. Είχε βγει από το σπιτάκι του κήπου, στην άλλη άκρη Κι έτσι ακόμηΜειδιούσε πιο ξαφνικά, ανάμεσα σεπρος δολοφονίες, του κτήματος. με ενδιαφέρον τη μεριά του σούσουρου. Μελαχρινός. Ψηλός. Γεροδεμένος. Είχε κάτι κρυμμένα μυστικά και ξέφρενα ανθρωποκυνηγητά, έκοψε την έρωτα. ανάσα. η εξαιρετικά Μαργαρίταγήινο έπεσεκαι σταπραγματικό. δίχτυα ενόςΜου παθιασμένου

Ε

Είχα αφήσει το βλέμμα μου να ξεκουράζεται επάνω του. Θαύμαζα τα πυκνά του μαλλιά, τα μακριά του χέρια, τα ψηλάΜια του περιπέτεια πόδια. Ότανμε μεανατροπές, κοίταξε, ταράχτηκα και πήρα απρόοπτα, απότομα τα μάτια μου από πάνω του. Γαμώτο! Γαμώτο! αλλά και χιούμορ. Με μια αθεράπευτα Χαζομάρα, σκέφτηκα, με την αφέλεια που χαρακτήριζε ρομαντική ηρωίδα, μπλεγμένη σε μια ιστορία την προηγούμενη ζωή μου. Γι’ αυτό έστρεψα ξανά το βλέμπουτοείναι σίγουρο ότι την ξεπερνά. μα μου προς μέρος του. Εκείνος μου χαμογέλασε. Μετά έσκυψε και χάιδεψε, επιδεικτικά θα έλεγε κανείς, τη Ματούλα, την κεραμιδόγατα της γιαγιάς μας, που τριβόταν ISBN 978-618-81789-5-3 στα πόδια του. Θυμάμαι ότι αναρωτήθηκα για το ποιος www.mamaya.gr e-mail: info@mamaya.gr είναι. Γιατί μου ξυπνούσε μια πρωτόγονη αίσθηση και μου έδινε διάθεση για ζωή. Με τον ίδιο τρόπο που επιζητάς τη

www.margaritabooks.gr

ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ: 10004


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.