λιτέρα #1

Page 1


ειλικρινείς ευχαριστίες σε όσους μας υποστήριξαν, μας εμπιστεύτηκαν με τα κείμενα τους, τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί μας για το Banaliser, τους χορηγούς, τους φίλους . η λιτέρα είναι μια μια πλατφόρμα δημιουργικής έκφρασης, oldschool απτής επικοινωνίας και θα συνεχίσει να λειτουργεί έτσι, υπόγεια μελαγχολική, συλλέγοντας σκόνη σε βιβλιοθήκες, με στάμπες απο φλυτζάνια στο εξώφυλλο και με καμμιά λάθρα κάφτρα να αποτυπώνει το ελάχιστοτην στιγμή, στις σελίδες της. έτσι πρέπει να δείς αυτό το εγχείρημα. αναζητούμε φίλους. l i t e r a f a n z i n e @ g m a i l . c o m


λιτέρα 1 - 2012 Τι είναι επίκαιρο σήμερα; Η κρίση, το τέλος του καπιταλισμού, η ανεργία, η μετανάστευση για δουλειά, η αύξηση της εγκληματικότητας, η κρίση των ανθρώπινων σχέσεων, ή ο Lou Reed που πίνει κόκα-κόλα μπροστά μου τόσο επιδεκτικά, δείχνοντάς μου, χρόνια τώρα ότι, υπάρχει κι’ άλλος δρόμος; Οργώνω επιδεκτικά το χωράφι για ν’ ακολουθήσει ο σπαρμός και η καρποφορία. Ποτέ όμως δεν κάθισα να μαζέψω τη σοδιά, να καρπωθώ το αίσθημα της απολαβής. Κάθε πρωί αλλάζω το κεφάλι μου νομίζοντας ότι αυτό που κάνω δεν έχει νόημα και ότι θ΄άπρεπε να κάνω αυτό που κάνουν οι άλλοι, που μάλλον ξέρουν καλλίτερα. Ζηλεύω τον τύπο που παίζει ακορντεόν στη γωνία, γιατί αυτό ξέρει να κάνει. Χαζεύω το σερβιτόρο που μαζεύει στο δίσκο του τις σπαρμένες κουβέντες, τα μισοτελειωμένα ποτήρια και τα αποτσίγαρα της προηγούμενης παρέας, λες και ρουφάει όλες τις σκέψεις τους που έριξαν πάνω στο τραπέζι. Πόσο τυχερός είναι κάποιος που μπορεί να μεταμορφώσει τα συναισθήματά του σε μουσική. Να μπορεί να παίξει κιθάρα, να κατανοήσει τον τρόπο που τιθασεύονται οι έξι χορδές, δίχως να στραμπουλίξει τα πέντε του δάχτυλα, να σπάσει τον καρπό του και να βρεθεί απογοητευμένος ξανά στον υπολογιστή του, χαζεύοντας τα “λάικ” στην ανούσια δημοσίευσή του. Πόσο ηθικό είναι για τα περιστέρια να κουτσουλάνε το άγαλμα του Λένιν στον Περισσό; Διαισθάνονται άραγε την ταξική τους καταγωγή; Τι σκέπτονται οι Θεσσαλονικείς όταν αντικρίζουν τους μαυρισμένους γιακάδες του Βενιζέλου στην πλατεία αριστοτέλους; Ήταν καρμικό που κατέληξε το άγαλμα του Καραμανλή δίπλα στα μπάζα; Έχει υπολογίσει η Opel την αντοχή των αναρτήσεων στον μονίμως ξηλωμένο δρόμο της γειτονιά μου; Το μετρό! Που είναι το μετρό; Οι σκέψεις εκτινάζονται νευρικά σαν την μπίλια στο φλιπεράκι καθώς η υπενθύμιση της επόμενης στάσης ηχεί στ΄αυτιά μου. Ξυπνώ απότομα μισόγυμνος απ τον καναπέ μου ελπίζοντας ότι ο θερμοσίφωνας που άναψα πριν καμιά ώρα δεν έχει εκτιναχθεί στο νομιμοποιημένο ημιυπαίθριο του γείτονα. Διασχίζοντας το χολ, ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στην οθόνη του υπολογιστή που παρέμεινε κι΄ αυτός σε λειτουργία. Ο Lou Reed συνεχίζει να πίνει αμέριμνος την κοκα-κόλα του. π.καβαρτίνας

Lou Reed - Street Hassle (complete music video) a video by Andy Warhol

λιτέρα ονόμαζε ο Πετρόπουλος το ‘δημοτικό νεκροκρέβατο’, τον τάφο που φτιάχνει ο δήμος δηλαδή, για όσους ψοφάνε. Κάποιοι ‘φεύγουν’, άλλοι ψοφάνε. Έτσι έχουν τα πράματα. Δεν κάνω εγώ τους κανόνες. Ξεχωρίζουν αυτοί οι τάφοι. Δέν είναι μνήματα, αλλά τάφοι. Ξεχωρίζουν. Είναι πάντα οι πιό όμορφοτερότεροι . ά.καράνος

επιμέλεια ύλης: π.καβαρτίνας στήσιμο -γραφιστικά - εξώφυλλο -banaliser: ά.καράνος επικοινωνία: literafanzine@gmail.com blog: literazine.tumblr.com



ειλικρινείς ευχαριστίες σε όσους μας υποστήριξαν, μας εμπιστεύτηκαν με τα κείμενα τους, τους καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί μας για το Banaliser,την good omen στο πλαγιάρι, τους χορηγούς, τους φίλους,. η λιτέρα είναι μια μια πλατφόρμα δημιουργικής έκφρασης, oldschool απτής επικοινωνίας και θα συνεχίσει να λειτουργεί έτσι, υπόγεια μελαγχολική, συλλέγοντας σκόνη σε βιβλιοθήκες, με στάμπες απο φλυτζάνια στο εξώφυλλο και με καμμιά λάθρα κάφτρα να αποτυπώνει το ελάχιστο- την στιγμή, στις σελίδες της. έτσι πρέπει να δείς αυτό το εγχείρημα. αναζητούμε φίλους. λιτέρα #1

5

Εισαγωγικό__________________________________________________________3 Περιεχόμενα________________________________________________________4 Χορηγοί____________________________________________________________6 Αχιλλέας Νασιάδης_____________________________________________________10 Γιάννης Αγιάννης______________________________________________________14 Εύα Ματσίγκου_______________________________________________________16 Παναγιώτης Καβαρτίνας________________________________________________20 Γιάννης Αγγελάκας ____________________________________________________28 Άκης Καράνος________________________________________________________36 Παντελής Καρασαχνίδης________________________________________________42 Έλλη Καραμπέτση_____________________________________________________48 Γιάννης Στύλος________________________________________________________50 Γιόρκ Βάσερ_________________________________________________________54 Μαίρη Δέλλιου________________________________________________________56 Θαλής ο περιπατητής___________________________________________________60 Βιργινία Μαστρογιαννάκη________________________________________________64 Βanalisεr___________________________________________________________68





zeu

xido

s7



λιτέρα

11

Οι ιστορίες του Αχιλλέα Νασιάδη είναι μέρος του “Συρταρταρα” που κυκλοφορεί απο την createanaccident .com

Αχιλλέας Νασιάδης Παιδιαρίσματα «Τώρα πλήρωσε με να τελειώνουμε μιά για πάντα», ούρλιαξε ο πιτσιρικάς στον γεράκο ο οποίος τον κοιτούσε αμίλητος, κρατώντας στο ρυτιδιασμένο αριστερό του χέρι τον σπάγκο από ένα μπαλόνι γεμάτο ίλιον, που θα μπορούσε να έχει το σχήμα βηματοδότη, Στο κέντρο του άδειου πάρκου, ανάμεσα σε μια κούνια και μια τραμπάλα, οι δυο φιγούρες έμοιαζαν σαν να έδιναν παράσταση για ένα κοινό που δεν ήρθε ποτέ. Ο μικρός δεν πρέπει να ήταν πάνω από 10 ετών.Ο μεγάλος δεν πρέπει να ήταν πάνω από 80 ετών, ούτε όμως και πολύ παρακάτω. Με το μπαλόνι πάντα στο χέρι και έτοιμος να κλάψει, ο ηλικιωμένος άνθρωπος έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του φθαρμένου του πανοφοριού ένα μικρό μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι και τρέμοντας σχεδόν, έβγαλε και έτεινε προς το παιδί ένα χαρτονόμισμα. Εκείνο, με μια βίαη κίνηση, το άρπαξε από το χέρι του και μανιασμένο γύρισε την πλάτη του για να φύγει. Έκανε μερικά βήματα, σταμάτησε και γύρισε προς τα πίσω. Κοιτούσε τον γέρο μέσα στα μάτια με τέτοιο μίσος, που θα μπορούσε να κάνει το μπαλόνι κομμάτια απο στιγμή σε στιγμή. «Η συμφωνία είναι συμφωνία, αλλά δεν θα ξεφτιλιστώ τελείως για τα λεφτά σου! Εντάξει, πληρώνεις για να κάνω πως είμαι το εγγόνι σου. Για να με πηγαίνεις στο Λούνα Παρκ, να μου αγοράζεις παγωτό και να με δείχνεις στον κόσμο. Όχι όμως και αυτό! Έχω συνηθίσει το ότι, όποτε περνάμε μπροστά από έναν πάγκο με παιχνίδια όπως τη λίμνη με τις ψεύτικες πάπιες, ή τους κρίκους που δίνουν για έπαθλο αρκούδες και λαγούς, πρέπει να κρέμομαι από το μανίκι σου και να σε παρακαλώ να παίξεις και να μου κερδίσεις κάτι, παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που θα ήθελα λιγότερο από ένα γαλάζιο, ή ροζ, ηλίθιο, παραγεμισμένο με βαμβάκι, χνουδωτό ζώο.» «Μπορώ να ανέχομαι τη μυρωδιά της ναφθαλίνης από τα ρούχα σου και την μυρωδιά του θανάτου στην ανάσσα σου. Κάνω υπομονή, υπομένω τις συμβουλές σου και τα χάδια στο κεφάλι μου από τα σκελετωμένα σου δάκτυλα, αλλά δεν μπορώ να ανεχτώ τα πάντα!» «Δέχομαι να καθόμαστε στο πάρκο σε ένα παγκάκι, να σε έχω να μου διαβάζεις παραμύθια και εγώ να κάνω ότι έχω αγωνία και να γουρλώνω τα μάτια όποτε ακούω τις λέξεις δράκος, σπαθί, μάγισσα και νάνος. Ακόμη και το να πηγαίνουμε στις πλατείες και να ταίζουμε αυτά τα ψωριάρικα περιστέρια, το αντέχω, αν και σιχαίνομαι ακόμη και τον τρόπο που περπατούν. Μου βάζεις στο χέρι καλαμπόκι και γω τους το πετάω δείχνοντας ενθουσιασμό, τη στιγμή που θα ‘θελα στα αλήθεια να τους πετάξω πέτρες, ή ποντικοφάρμακο. Όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά για εσένα! Όχι, φυσικά όχι! Θέλεις να σου πω ότι σε αγαπώ κιόλας, για να νιώσεις καλύτερα, ή για να μου πείς και σύ ότι με αγαπάς! Για να πιστέψεις ότι είσαι


12

λιτέρα

ο αγαπημένος φανταστικός παππούς ενός φανταστικού εγγονιού! Ε, λοιπόν, όχι! Ως εδώ ήταν! Είσαι άρρωστος κύριος! Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου. Τέλος!» Αυτά είπε ο μικρός και άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορο βηματισμό, με τα χέρια του στις τσέπες του παιδικού του μπουφάν, μακριά από τον ακίνητο γέροντα. Συνέχισε να περπατά μέχρι που βγήκε έξω από το πάρκο. Έπειτα, χάθηκε μέσα στο πλήθος κέτω από τον μολυσμένο ουρανό της πόλης. Λίγο αργότερα, συνέλαβε τα δάκτυλα του να περιεργάζονται, σχεδόν με τρυφερότητα, έναν σπυρί καλαμποκιού, που είχε ξεμείνει σε μια γωνία της δεξιάς του τσέπης...

Ηλιοβασιλέματα και άλλα πολιτεύματα που οδεύουν προς το τέλος τους (Σπουδή στην Τέχνη της διακυβέρνησης) Μια μαύρη αγριομέλισσα προσγειώθηκε πάνω στην ράχη ενός ελέφαντα. Έξυσε το γυαλιστερό κεφάλι της με το δεξί μπροστινό της πόδι και πριν πετάξει προς την κοντινότερη Αφρικανική Βιολέτα (γνωστή και ως Σαιντπώλια) σκέφτηκε μεγαλόφωνα: «Παράξενο αυτό το βουνό από γρανίτη». Την στιγμή που η προβοσκίδα της αγριομέλισσας βούτηξε λαίμαργα, σχεδόν λάγνα, στο εσωτερικό του μωβ άνθους, το παχύδερμο ξεφόρτωσε μιά τεράστια ποσότητα από καλά επεξεργασμένη και περιττή πια τροφή, η οποία προσγειώθηκε πάνω στην είσοδο μιας μυρμηγκοφωλιάς, σφραγίζοντας την για πάντα. Ένα κόκκινο μυρμήγκι που ερχόταν από μακριά κουβαλώντας ένα κομμάτι τροφής είδε την καταστροφή και άρχισε να αναρρωτιέται που θα περάσει τη νύχτα. Μέσα στην μυρμηγκοφωλιά, σε ένα σκοτάδι απόλυτο και δύσωσμο, χιλιάδες μυρμήγκια καταριόντουσαν την μοίρα τους και ρωτούσαν την Βασίλισσα τους «τι συνέβη». Εκείνη, προσπαθώντας ματαια να ξεκολλήσει μια έκφραση αηδίας από το πρόσωπο της, ίσιωσε το στέμμα στο κεφάλι της, άλλαξε πλευρό επειδή είχε πιαστεί και με ύφος επίσημο είπε: «Το φταίξιμο είναι δικό σας! Δεν δουλεύετε αρκετά! Ελπίζω τουλάχιστον αυτο να σας έγινε μάθημα!» Τα μυρμήγκια – υπήκοοι έσκυψαν το κεφάλι και στρώθηκαν στην δουλειά, το δικαίωμα στην οποία κατάφεραν τουλάχιστον να περισώσουν. Ο ελέφαντας απλώς συνέχισε να περπατα. Το κόκκινο μυρμήγκι που έμεινε έξω από την φωλιά χάθηκε προς το ηλιοβασίλεμα σφυρίζοντας έναν παράξενο σκοπό, προσπαθώντας να αποφασίσει αν μετά τις πρόσφατες εξελίξεις είναι άνεργο ή ελεύθερο. Η αγριομέλισσα, πάντα διψασμένη, πέταξε προς ένα άλλο λουλούδι.


Ηλιοβασιλέματα και άλλα πολιτεύματα που οδεύουν προς το τέλος τους

Αχιλλέας Νασιάδης

Φλογικά συμπεράσματα Aφού περιέλουσε τον εαυτό του με βενζίνη, μπήκε στο αυτοκίνητο του και οδήγησε προς την πιο πολυσύχναστη περιοχή της πόλης όπου ζούσε. Μπήκε στο πρώτο μπαρ που συνάντησε και την ώρα που άνοιξε την γυάλινη πόρτα έφτασε στα αυτιά του η μεγαλύτερη επιτυχία του Arthur Brown. Προχώρησε στο εσωτερικό του μπαρ, σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος που, γεμίζοντας κάθε διαθέσιμο τετραγωνικό εκατοστό του χώρου, διασκέδαζε με ανεπαίσθητες περιστροφικές κινήσεις του κορμού αριστερά - δεξιά. Πρόλαβε να ακούσει περίπου δυο στροφές απο το παραπάνω κομμάτι, πριν το εσωτερικό του μαγαζιού φωτιστεί απο το φλεγόμενο σώμα του. Ήταν ο δύσκολος τρόπος που εκείνος είχε επιλέξει για να διαπιστώσει εαν ο νέος Νόμος για την απαγόρευση του καπνίσματος εφαρμοζόταν στην πράξη. Ήταν ο λάθος τρόπος και ταυτόχρονα η απόδειξη ότι όλα αυτά τα χρόνια ελάχιστα του είχαν διδάξει. Από την άλλη, ωστόσο, ίσως η ενέργεια του αυτή να ήταν η απόδειξη ότι,

αντιθέτως με όσα νομίσαμε αρχικά, όλα αυτά τα χρόνια κάτι του είχαν διδάξει. Μπορούσε πλέον να βασιστεί στην συνέπεια των ανθρώπων στο να είναι ασυνεπείς, προκειμένου να δώσει τέλος στη ζωή του. Ο τρόπος που επέλεξε ήταν, κατά πάσα πιθανότητα τυχαίος και μπορεί να τον επέλεξε διαβάζοντας στην πρωινή εφημερίδα κάποιο άρθρο για τον νεοψηφησθέντα αντικαπνιστικό Νόμο. Το γεγονός ότι στις καμμένες τσέπες των ρούχων του δεν βρέθηκε ίχνος απο αναπτήρα ή σπίρτα ενισχύει την άποψη περί αυτοκτονίας. Κάποιος που θα γνώριζε ότι εκείνος δεν κάπνιζε θα έβρισκε την απουσία αυτή φυσιολογική, ενώ κάποιος που θα γνώριζε ότι ήταν αποφασισμένος να πυρποληθεί, αλλά θα αγνοούσε ότι ο άνθρωπος μας ήταν πεπεισμένος για την συνέπεια των συμπολιτών του στην ασυνέπεια, θα διαφωνούσε για την φυσιολογικότητα της παράλειψης αυτής. Κάποιος άλλος δεν θα ασχολούνταν καθόλου με την περίπτωση του, ενώ ένας κάποιος άλλος θα είχε ήδη σταματήσει να διαβάζει αυτές τις γραμμές... Αποφεύγοντας δραματικές επισημάνσεις περι τραγικής ειρωνίας που σχετιζεται με το γεγονός ότι αυτή μπορεί να ήταν η πρώτη φορά που ο άνθρωπός μας περίμενενε κάτι από τους άλλους ανθρώπους και εκείνοι δεν τον απογοήτευσαν, ή τέλοσπάντων αποφεύγοντας να τις αποφύγουμε, τώρα που είναι πια αργά για αυτό, βγαίνουμε στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο. Απέναντι, στο βενζινάδικο, παρατηρούμε την ουρά από ανθρώπους που κρατούν άδεια μπιτόνια στα χέρια και περιμένουν να έρθει η σειρά τους για να εξυπηρετηθούν. Ανάμεσα τους προσπαθούμε να εντοπίσουμε κάποιο γνωστό μέλος του Αντικαπνιστικού Συλλόγου της περιοχής μας, ενώι ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε αν εχει εξαγγελθεί νέα απεργία των βενζινοπωλών...



λιτέρα

Κάθισα κάτω από μια ιτιά Άναψα τσιγάρο και περίμενα Την ανατολή για να καθαριστούν Τα εσώψυχα μου, να εξατμιστεί Η σαπίλα του παράλογου εαυτού μου Η ώρα πλησίαζε κι εγώ ήμουν Ακόμα στην αρχή Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου Έχουν αρχίσει να γλύφουν το πρόσωπο μου Χαμογελώ…. Παρατηρώ τα μυρμήγκια να ακολουθούν Μια πορεία που προσπαθώ με την άκρη Του ματιού μου να δω μέχρι που φτάνει Χάνεται στα βρεγμένα από την χθεσινή Νεροποντή χορτάρια. Όλα ήταν σε μια Διαρκή ζωντανή κίνηση όλα εκτός Από εμένα . Ένιωθα σαν ένα στοιχειό Του δάσους δεν ξεχώριζα από ένα Κοινό σκουλήκι γιατί κι εγώ σερνόμουνα Με ποδοπατούσαν για πλάκα , μα όχι , Όχι σήμερα . οι στιγμές όλο και Λιγόστευαν για να βγω από το κουκούλι μου Τα σημάδια στην πλάτη μου ήταν όλο και Πιο έντονα . χρώματα πολλά χρώματα Ντύνανε την ζεστή μου παρουσία , η φωνή Μου έγινε τραγούδι , τα χνάρια μου έγιναν Μονοπάτι , γέλια , ενέργεια, χαρά, αγάπη Ξεφυτρώνουν από κάθε γωνιά του δάσους Με χαϊδεύουν με καλύπτουν με το πέπλο τους Με φιλούν και με δίνουν πνοή. Μεταμόρφωση Σηκώνομαι στέκω γερά , κοιτώ με ικανοποίηση Τον νέο μου εαυτό , Εμπρός προς τα πάνω λοιπόν

15

γιάννης αγιάννης

Ένας τρελός καθόταν στην στέγη του πύργου Και έλεγε και έκανε πράγματα φοβερά Τραγουδούσε και ερωτοτροπούσε Κάτω από την σκιά του φεγγαριού Ήταν ένας κλόουν Καθισμένος σύρριζα με την θλίψη του Κι έδινε ρυθμό…. Οι άγγελοι που χτυπούν και σιγομουρμουρίζουν είναι άραγε οι νεκροί που σίγουρα την πίνουν ο κόσμος τρελάθηκε ο κόσμος πήγε πίσω κι εσύ με ρώτησες πως θα σε αγαπήσω λίγο;



λιτέρα

17

Εύα Ματσίγκου

Can you pass me the love please?

+η κυρία που καθάριζε σκάλες

Can you pass me the love please? -Παρακαλώ. Σας ακούω. -Έχω πρόβλημα. Μου λείπει η αγάπη. -Όταν ήσασταν μικρός, σας θήλασε η μητέρα σας; Ή ο πατέρας σας, σας αγκάλιαζε συχνά ο πατέρας σας; -Ναι, δεν ξέρω, είμαι πολύ μεγάλος πια για να αναζητώ ντοκουμέντα της παιδικής μου ηλικίας, τελοσπάντων, δεν εννοώ αυτό... -Τότε τί εννοείτε; -Εννοώ πως κι εγώ σαν άνθρωπος αποζητώ την αγάπη, ερωτικά πια, συντροφικά και δεν μπορώ να την βρω. -Θεωρείτε πως είστε ικανός για κάτι τέτοιο; Για μια τέτοια σχέση “συντροφική”, με έναν άλλον άνθρωπο; -Πραγματικά δεν γνωρίζω... τί θα πει ικανός άλλωστε; Απλώς νιώθω αυτή την ανάγκη και θεωρώ πως αν μη τι άλλο, όλοι έχουμε αυτό το δικαίωμα στην αγάπη, όπως και να είμαστε. -Ίσως. Μα εσείς τί ακριβώς έχετε κάνει για να αξιώνεστε πως έχετε αυτό το δικαίωμα; -Καταρχάς έχω μείνει πολύ καιρό μόνος. Πολύ καιρό με τον εαυτό μου. Έχουμε συσκεφθεί πολλές ώρες οι δυο μας, χεχε... -Χμμμ, μάλιστα. Και τί έχετε πει; -Εμμ, τί εχουμε πει... Ναι. Γιατί όχι... Έχουμε πει πως η μοναξιά είναι σκληρή. Και πως σε βρίσκει όπου και να κρυφτείς, όπου και να φωλιάσεις. Και πως δεν αντέχεται ώρες ώρες. Σε τρελαίνει. Και πως την κοροιδεύεις με ωράριο. -Δηλαδή; -Δηλαδή σε περιμένει τις ώρες κοινής ησυχίας. Όταν πρέπει να ησυχάσεις και να πάρεις τον υπνάκο σου. Θα έλεγα πως σε πιάνει στον ύπνο, χεχε... -Δεν σας καταλαβαίνω καθόλου. -Πώς να σας το πω. Για μένα όλα δοκιμάζονται τότε. Όταν πρέπει να ησυχάσεις και δεν μπορείς. Όταν πρέπει να γυρίσεις σπίτι το βράδυ για να λήξεις τη μέρα σου κι εσύ ακόμα έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς. Όταν δεν σου φτάνει. -Τί δεν σου φτάνει; -Τίποτα δεν σου φτάνει. Δεν υπάρχει τίποτα αρκετά ικανοποιητικό, γιατί σου λείπει κάποιος. Κάποιος άλλος. Όχι εσύ. Έχεις βαρεθεί πια το εσύ. Το εγώ δηλαδή. Σου ‘χει κάτσει στο σβέρκο. Το έχεις σιχαθεί γιατί το είδες.


18

λιτέρα

-Τί εννοείτε “το είδες”; -Τί να εννοώ. Δεν θέλω άλλο από τον εαυτό μου μόνο του, χόρτασα, θέλω κάποιος να μου αποσπάσει από ‘κει την προσοχή, θέλω να δω τί έκανα, τί μου αναλογεί, θέλω κάτι μαζί, θέλω να αγαπώ κάποιον άλλον, όχι μόνο εμένα, θέλω να με αγαπάει κάποιος. Αν μπορεί. Μπορεί; -Φυσικά και μπορεί, τί θέλετε να πείτε, όλοι έχουμε την δυνατότητα αυτή και την ευκαιρία, αρκεί να κάνουμε τους σωστούς χειρισμούς. -Σωστούς. Χειρισμούς. Μπορεί. -Λίγη καλή διάθεση χρειάζεται εκ μέρους σας και καλή πίστη και όλα θα γίνουν, εν καιρώ. Κάποτε θα βρείτε κι εσείς την αγάπη. Αυτά λοιπόν. -Όχι. -Ναι. -Όχι. -Ναι. -Όχι. -Ναι. -Όχι. Όχι. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ Ο ασθενής, υπό το πρίσμα μιας χαμηλής, κατά γενική ομολογία, συναισθηματικής νοημοσύνης, βρίσκεται αντιμέτωπος επί καθημερινής βάσεως πια, με καταστάσεις απομόνωσης, ψυχικής κούρασης, απόγνωσης και πικρίας, απέναντι στην απλή και συνήθη καθημερινότητα. Το άτομο, ενεργοποιεί την εσωτερική μειονεξία ως αμυντικό μηχανισμό απέναντι στις ερωτικές συναναστροφές και επιπροσθέτως, θεωρεί τη μοναξιά ως ελάττωμα. Έχει διαγνωστεί με χρόνια αυπνία, που οφείλεται κυρίως σε εμμονικό σύνδρομο, σε συνδυασμό με ΙΨΔ (aka ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή), και εδώ δεν θα διστάσω να πω πως, ανακαλύπτω ίχνη ναρκοληψίας ή και συνδρόμου RLS ακόμα ακόμα (aka σύνδρομο ανήσυχων ποδιών). Ο ασθενής, τέλος, εμφανίζει έντονα συμπτώματα του συνδρόμου ARS (aka Adam’s rib syndrome) που δημιουργεί στο άτομο την πεποίθηση πως κάποια μέρα, αν το παλέψεις αρκετά θα βγει από τα πλευρά σου μια όμορφη γυναίκα που θα σ’αγαπάει για πάντα και δεν θα είσαι ποτέ ξανά μόνος στη ζωή, όπως και η φράση του αυτή το αποδεικνύει περίτρανα: “Δεν θέλω άλλο από τον εαυτό μου μόνο του, χόρτασα”. Συνιστώ κράτηση λόγω πολυπλοκότητας της περιπτώσεως, μέχρι νεοτέρας.


Can you pass me the love please? + η κυρία που καθάριζε σκάλες

Εύα Ματσίγκου

*Ο Dr.Soul είναι φανταστικός. Οι εκθέσεις του δεν είναι έγκυρες, απλώς φτιαγμένες με υπομονή και με τρόπο που να φαίνονται ψαρωτικές. Κάποια στοιχεία τους πηγάζουν από το διαδίκτυο, χωρίς φιλτράρισμα, γιατί ποσώς με ενδιαφέρει αν είναι ανυπόστατα ή όχι, απλώς θέλω να ακούγονται κάπως επιστημονικά. Επίσης: Ο Dr.Soul βαριέται πολύ να ακούει τους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, μόνο θέλει να τους ξεπετάει με τον πιο εύκολο τρόπο. Τους ειρωνεύεται γιατί μόνο αυτό ξέρει να κάνει και να είναι βλάκας. Ο Dr.Soul δεν δίνει εξιτήριο σε κανέναν γιατί τους ζηλεύει όλους που νιώθουν πράγματα και θέλει το κακό τους. Ο Dr.Soul είναι κακός.

η κυρία που καθάριζε σκάλες (δεν θα’ναι πάντα έτσι) Κάποτε, ζούσε μια κυρία που καθάριζε σκάλες. Σκάλες πολυκατοικιών, με πολλούς ορόφους και πολλά διαμερίσματα, πολλές πόρτες και πολλές ζωές. Αυτή η δουλειά ήταν πολύ κουραστική και επίπονη και η γυναίκα κάθε μέρα γυρνούσε στο σπίτι της πολύ κουρασμένη και καθάριζε και τη σκάλα της δικής της πολυκατοικίας με τους πολλούς ορόφους, τα πολλά διαμερίσματα, τις πολλές πόρτες και τις πολλές ζωές, γιατί μια κυρία που καθαρίζει σκάλες δεν μπορεί να βλέπει βρώμικη καμία σκάλα. Αργά το βράδυ, έπεφτε στο κρεβάτι της να κοιμηθεί και ονειρευόταν, τί άλλο, παρά σκάλες. Σκάλες ατέλειωτες που αγγίζουν τον ουρανό κι αυτή να ξεπροβάλλει από ψηλά ανάμεσα από σύννεφα σκόνης, σκουπίζοντας από πάνω προς τα κάτω, γιατί έτσι είχε μάθει να καθαρίζει σκάλες. Στο τέλος, προσγειωνόταν σαν πούπουλο με βάρος μαρμαρόπλακας στη γη και μετά ξυπνούσε γιατί έφτανε η ώρα που έπρεπε να πάει να καθαρίσει σκάλες. Η γυναίκα συνέχεια έλεγε στον εαυτό της πως δεν θα ‘ναι πάντα έτσι, σίγουρα κάποια φορά θα γλίτωνε από τις σκούπες, τα φαράσια, τα απορρυπαντικά και τη βρωμιά, γιατί μια κυρία που καθαρίζει σκάλες δεν αντέχει τη βρωμιά. Όμως η πραγματικότητα ήρθε να τη διαψεύσει, αφού μέρα με τη μέρα η βρωμιά εξαπλωνόταν όλο και περισσότερο. Έμπαινε κάτω από τις πόρτες και λέρωνε και τις ζωές κι έτσι οι διάφοροι ένοικοι των πολυκατοικιών με τους πολλούς ορόφους, τα πολλά διαμερίσματα και τις πολλές πόρτες, άρχισαν να έχουν κι άλλες απαιτήσεις από την κυρία. Ήθελαν τώρα πια εκτός από τις σκάλες να τους καθαρίζει και την “υπόλοιπη” βρωμιά. Και αυτή η καημένη, από φόβο μη χάσει τη δουλειά της, έκανε ό,τι μπορούσε. Άρχισε να σκουπίζει και μέσα από τις πόρτες. Τις ζωές τους. Ξεσκόνιζε τις καρδιές τους, σφουγγάριζε τα κορμιά τους, σκούπιζε τα δάκρυά τους και στο τέλος περνούσε κι ένα χέρι τις συνειδήσεις τους. Και η μέρα της γινόταν ολοένα και πιο κουραστική και οι απαιτήσεις γινόντουσαν όλο και περισσότερες. Και η κυρία δεν άντεχε άλλο πια. Είχε εξαντληθεί. Λες κι αυτή ήταν υπεύθυνη για όλη τη βρωμιά του κόσμου. Ένα βράδυ, γύρισε σπίτι της σκούπισε και τη δική της πολυκατοικία, με τους πολλούς ορόφους, τα πολλά διαμερίσματα και τις πολλές πόρτες, σκούπισε όλες τις ζωές, πήγε στο διαμέρισμά της, το σκούπισε κι αυτό, σκούπισε καλά καλά και τη δική της ζωή και μετά αποκοιμήθηκε. Και στον ύπνο της είδε μια γνώριμη ατέλειωτη σκάλα, που άγγιζε τον ουρανό και χανόταν μέσα σε άσπρα πεντακάθαρα σύννεφα κι αυτή να την ανεβαίνει, από κάτω προς τα πάνω, έτσι όπως δεν είχε κάνει ποτέ, χωρίς να κρατάει καμία σκούπα και στο τέλος να απογειώνεται σαν μπαλόνι και να χάνεται στον ουρανό ικανοποιημένη που δεν θα ξαναξυπνήσει να πάει να καθαρίσει σκάλες.



λιτέρα

21

Π.Καβαρτίνας Βόρεια του Νίγηρα Χάραζε ανατολικά του Νίγηρα και η Ναζίμπα έχει ήδη ξυπνήσει. Πρέπει να προλάβει να γυρίσει πριν ο ήλιος φτάσει στο απόγειο του. Η ζέστη θα ήταν τότε αποπνικτική. Η πήλινη στάμνα έχει σχεδόν αδειάσει απ΄το προηγούμενο βράδυ. Ο μικρός Οσάσκο ακόμη κοιμάται πάνω στο αυτοσχέδιο ψάθινο υπόστρωμα. Οσάσκο στη τοπική διάλεκτο σημαίνει πολύτιμος. Και για την Ναζίμπα είναι. Τον ξυπνά μ’ένα χάδι. Έχει έρθει και για αυτόν η ώρα που θα πρέπει να σηκωθεί. Το σχολείο είναι μια ώρα μακριά με τα πόδια και αν δεν ήθελε να περπατήσει μόνος του, θα έπρεπε να βιαστεί για να προλάβει τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού. Ήταν το μόνο στήριγμα που είχε σ’ αυτόν τον σκονισμένο κόσμο. Αφού τον περιμένει να σηκωθεί, του δίνει την τελευταία κούπα νερό για να πιεί. Τις τελευταίες σταγόνες τις ρίχνει στο πρόσωπο του παιδιού, που μάλλον κοιμάται όρθιο ακόμα, στα αδύνατα πόδια του. Ντύνεται γρήγορα, βάζει κάτι στη τσέπη της για να ξεγελάσει την πείνα της στο δρόμο, παίρνει τον πολύτιμο Οσάσκο απ΄το χέρι και ξεχύνονται στη στέπα της νοτίου Σαχάρας. Έχει πάνω από δύο ώρες δρόμο για το πηγάδι και στο μυαλό της δεν έχει τίποτε άλλο πέρα απ΄το παιδί της, που σε λίγο θα το αποχωριζόταν για να προλάβει τα υπόλοιπα παιδιά για το σχολείο. Το γαλαζοπράσινο λεντ φως απ΄το ψηφιακό ρολόι-ξυπνητήρι αναβοσβήνει πάνω στο σκουρόχρωμο, αποικιακού χαρακτήρα, κομοδίνο. Ο Χέλμουτ είναι ένας οξυδερκής νέος με σπουδές στη μοντέρνα τέχνη και με μια καλή δουλειά που μόλις έχει εξασφαλίσει στο μουσείο μοντέρνας τέχνης της Βιέννης, στην περιοχή του Μιουζίουμς Κουαρτιέ. Θα πρέπει σύντομα να αφήσει το πατρικό του σπίτι στο ήσυχο προάστιο του Φλόριντσντορφ, βόρεια του Δούναβη και να εγκατασταθεί μόνος του, στο κέντρο της πόλης. Έχει ξυπνήσει κι΄αυτός νωρίτερα του προβλεπόμενου για να απολαύσει το πρωινό του με τα αγαπημένα του Βιενέρ λουκάνικα, αυγά και μπέικον. Το γυμναστήριο είναι στο δρόμο του, στην Άλσερ Στράσε. Έχει ετοιμάσει ήδη το σακίδιο του απ’ το προηγούμενο βράδυ και έχει όλο το χρόνο μπροστά του να απολαύσει το αγαπημένο του γεύμα και να «σερφάρει» λίγο στο ίντερνετ διαβάζοντας τις τελευταίες ειδήσεις, την πρόβλεψη του καιρού και να τσεκάρει το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο. Η στάση του τραμ είναι ακριβώς απέναντι απ΄την έξοδο της πολυτελούς μονοκατοικίας. Σε ένα δεκάλεπτο θα ήταν στην κοντινότερη στάση του μετρό που θα τον οδηγούσε στο κέντρο της πόλης.


22

λιτέρα

Το δωμάτιο της Μαρίας είναι ακόμη σκοτεινό, αν και ο ουρανός έχει αρχίσει να γεμίζει με το ημίφως της αυγής. Η εκκλησία του Άγιου Παντελεήμονα ρίχνει ακόμη τη σκιά της στο δυάρι στους Αμπελόκηπους μέσα στο οποίο έχουν στριμωχθεί μαζί με τον αδερφό της και ένα μεσήλικο ζευγάρι που πριν χρόνια τους αποκαλούσε «μπαμπά» και «μαμά». Ο μικρότερος αδερφός της έχει απολυθεί απ΄τη δουλειά του ως οδηγός σε μια εταιρία εσωρούχων, που αποφάσισε να μετεγκατασταθεί στα κοντινά και πολύ υποσχόμενα βαλκάνια. Τις ξέρει καλά τις χώρες αυτές ο Γιωργάκης. Τις έχει προμηθεύσει με πολύ συνάλλαγμα στα χρόνια του κοντινού, «προσεχώς Βουλγάρες», ελληνικού παρελθόντος. Ποτέ όμως στην πρόσφατη ελληνική ιστορία η λέξη «παρελθόν» δεν φάνταζε τόσο κοντινά-μακρινή και τόσο απατηλή. Το κινητό της Μαρίας ήταν είδη στη δεύτερη αναβολή αφύπνισης όταν αποφάσισε να σηκωθεί απ΄το κρεβάτι της. Περνώντας απ΄το διάδρομο ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στο δωμάτιο του αδερφού της που φυσικά ακόμη κοιμόταν σε κατάσταση λιπόθυμης μπαλαρίνας, με το ένα πόδι στο κρεβάτι και το άλλο στη κοντινή καρέκλα. Πλένεται στα γρήγορα και κατευθύνεται στη κουζίνα να ετοιμάσει τον πρώτο καφέ της ημέρας. Έχει ζεστάνει πλέον ο καιρός και μπορεί να απολαύσει τον καφέ της στο μπαλκόνι, στρίβοντας το ταμπάκο της. Πρέπει να πάρει δύο λεωφορεία για τη δουλειά της και το σεμνό πρωινό της στο μπαλκόνι του τρίτου ορόφου, πρέπει να λάβει σύντομα τέλος. Κινητό, τσάντα, παπούτσια και το τρίξιμο της εξώπορτας δίνει γρήγορα τη θέση του στον ήχο του ασανσέρ που ανεβαίνει απ΄το ισόγειο. Είναι γραμματέας σε μια εταιρία εισαγωγών που ακροβατεί μεταξύ βιωσιμότητας και χρεοκοπίας. Δουλειά πλέον για όλους δεν υπάρχει, οπότε θα ‘πρεπε τουλάχιστον να είναι τυπική με το ωράριo της. Στριμωγμένη στην αβέβαιη ζώνη μεταξύ πεζοδρομίου και πόρτας λεωφορείου, προσπαθεί να ανέβει για να προλάβει τις λιγοστές κενές θέσεις για να καθίσει. Έχει επτά στάσεις μέχρι να αλλάξει λεωφορείο και δεν θέλει να κρέμεται από τους κρίκους σαν κρέας σε τσιγκέλι, παλλόμενη σε κάθε απότομη κίνηση. Ο ήλιος έχει ανέβει στον ορίζοντα και η Ναζίμπα προχωρεί καμαρωτά με τον ίδιο σταθερό ρυθμό σαν γαζέλα, αποφεύγοντας έναν-έναν τους χαμηλούς θάμνους. Το μυαλό της γυρίζει ξανά και ξανά στον πολύτιμo της Οσάσκο, που θα ‘πρεπε να είναι ήδη μέσα στην αίθουσα του σχολείου της ιεραποστολής. Κοντεύει να φτάσει στο πηγάδι. Είναι μόλις είκοσι λεπτά μακριά και αντικρίζει φιγούρες από άλλες γυναίκες να κατευθύνονται προς το ίδιο σημείο του ορίζοντα, πιστές όλες τους στο ραντεβού τους, εδώ και αιώνες. Η αναμονή είναι μεγάλη αλλά είναι και μια ευκαιρία να ξαποστάσει κάτω απ΄το πρόχειρο υπόστεγο, περιμένοντας τη σειρά της. Πρέπει να κάνει την ίδια διαδρομή απ΄την ανάποδη, να συμμαζέψει τη φτωχική της τέντα και να ζεστάνει νερό για να ετοιμάσει το πλούσιο και μοναδικό γεύμα της ημέρας, με πατάτες. Αισθάνονταν πολύ τυχερή. Πρόσφατα είχε ακούσει για τον εμφύλιο που έχει ξεσπάσει στο γειτονικό Μάλι και για τους πρόσφυγες που ήδη περνούσαν τα σύνορα, ζητώντας απεγνωσμένα ασφάλεια και μια κούπα καθαρό νερό. Χωρίς να γνωρίζει πολλά, διαισθάνεται την αβεβαιότητα που έρχεται σαν ανεμοστρόβιλος μέσα απ΄την μακρινή έρημο. Το έχει ξαναζήσει και στο παρελθόν, πολλές φορές. Τώρα όμως δεν είναι μόνη της. Είχε έρθει η σειρά της. Ένας ντόπιος από τον κοντινό καταυλισμό, της γεμίζει νερό και αυτή με μια κίνηση φέρνει το γεμάτο νερό


Βόρεια του Νίγηρα

Παναγιώτης Καβαρτίνας

πήλινο σκεύος στο κεφάλι της, σε τέλεια ισορροπία και αρμονία με το σώμα της. Έχει είδη ξαναγίνει μια κινούμενη σκιά στη μέση της στέπας. Ο δρόμος του γυρισμού έχει αρχίσει. Στην αρχή δεν περπατά μόνη της. Υπάρχουν πολλές γυναίκες γύρω της. Σιγά-σιγά όμως, η καθεμία της χαράζει τη δική της πορεία στην καυτή άμμο. Η στάση του μετρό που πρέπει να κατέβει ηχεί στ΄αυτιά του. Αρπάζει το σακίδιό του και σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκεται στις κυλιόμενες σκάλες που θα τον οδηγήσουν στην έξοδο της Άλσερ Στράσε. Ο καιρός είναι μουντός και υπόσχεται απογευματινές ψιχάλες. Το γυμναστήριο είναι σχεδόν άδειο και γρήγορα βρίσκεται να τρέχει ακίνητος σ’ έναν ιμάντα κοιτάζοντας έξω απ΄ τη μεγάλη τζαμαρία. Η ματιά του πέφτει σ΄ένα ζευγάρι έγχρωμων μεταναστών που περπατούσαν πρός την είσοδο του μετρό. Του φαίνεται τόσο αταίριαστη η εικόνα των δύο σκουρόχρωμων φιγούρων μπροστά απ΄το νεοκλασικό κτίριο που στέγαζε την τράπεζα της Αυστρίας. Δεν έχει ρατσιστικά αισθήματα, το κάθε άλλο. Οι σπουδές και η ανατροφή του, υποσυνείδητα, δεν του το επιτρέπουν. Απλά η εικόνα και μόνο τον κάνει να σκεφτεί το τι έχουν περάσει μέχρι να βρεθούν εκεί. Ένα περίεργο συναίσθημα φουντώνει μέσα του. Αισθάνεται περίεργα. Θα ‘πρεπε να τους συμπονεί αλλά κατά βάθος, ίσως τους ζηλεύει κιόλας. Έχουν ο ένας τον άλλο. Δεν μπορεί να κατανοήσει το συναίσθημά του. Σε σαράντα λεπτά θα πρέπει να είναι στη δουλειά του. Η στάση του μετρό στο Μιουζίουμς Κουαρτιέ είναι γεμάτη κόσμο. Καθώς περπατά γοργά, ξαφνικά σταματάει σε ένα μπάνερ στο υπόστεγο, μπροστά απ΄την είσοδο των μουσείων. Καλή ιδέα, σκέφτηκε, κοιτάζοντας την αφίσα με το αφρικάνικο συγκρότημα που θα έπαιζε στην πόλη την ερχόμενη εβδομάδα. Οι γονείς του είχαν ταξιδέψει αρκετά στη ζωή τους και τον είχαν μυήσει από νωρίς στην εμπειρία της διαφορετικής κουλτούρας. Αυτοί έμειναν με τις αναμνήσεις και τα έπιπλα αποικιακού χαρακτήρα και αυτός με την περιέργεια για το διαφορετικό και την κλίση προς τις τέχνες, σαν μέσω εξερεύνησης. Ο φύλακας της εισόδου τον χαιρετά ευγενικά ανοίγοντας του την πόρτα. Κίνηση και σήμερα! Μποτιλιαρισμένη η Εγνατίας. Μα πότε θα τελειώσει επιτέλους αυτό το μετρό, σκέφτηκε. Σε λίγο έπρεπε να αλλάξει λεωφορείο. Οι πόρτες ανοίγουν και αυτή βρίσκεται στο ξηλωμένο πεζοδρόμιο. Βήματα γοργά και ξανά στην ουρά για το επόμενο λεωφορείο. Είναι περασμένες οχτώ αλλά η ζέστη είναι ήδη αισθητή. Ξαφνικά μια λέξη περνά απ΄το μυαλό της κάνοντας την αμέσως να μελαγχολήσει. Διακοπές, σκέφτεται. Είναι πολύ νωρίς ακόμα αλλά είναι σχεδόν σίγουρη ότι φέτος δεν θα πάει. Εύχεται τουλάχιστον μέχρι τότε να έχει δουλειά. Τώρα δεν έχει ελπίδα να βρει να καθίσει. Στέκεται υπομονετικά ψαχουλεύοντας το κινητό της μέσα στη τσάντα, σκεπτόμενη τους ληγμένους λογαριασμούς και μετρώντας τις μέρες που απομένουν μέχρι να ξαναπάρει ο αδερφός της λεφτά απ΄το ταμείο ανεργίας. Βγάζει το κινητό της και στέλνει μήνυμα στον αδερφό της, υπενθυμίζοντάς του να της πάρει τηλέφωνο μόλις ξυπνήσει. Το πετάει ξανά μέσα στη τσάντα της και ελίσσεται μεταξύ των άλλων επιβατών για να κατέβει. Σε λίγα λεπτά είναι ήδη στο γραφείο της. Χαιρετά τους λιγοστούς πλέον συναδέλφους της και ανοίγει τον υπολογιστή της. Τακτοποιεί την τσάντα της και τη ζακέτα της στην απέναντι κρεμάστρα και τηλεφωνεί στο κυλικείο του ισογείου για κουλούρι και καφέ. Το τηλέφωνο έχει αρχίσει να χτυπά από νωρίς, κάτι που της κάνει εντύπωση. Είναι


24

λιτέρα

απ΄την τράπεζα και ρωτούν για την επόμενη δόση του δανείου. Τους συνδέει με το γραφείο του διευθυντή και κάνει χώρο για την κούπα του καφέ που μόλις ήρθε. Ο γνωστός ήχος έναρξης του υπολογιστή αντηχεί στο χώρο του γραφείου. Πληκτρολογεί τον κωδικό εισόδου και μπαίνει στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της εταιρίας. Με το ένα χέρι τικάρει τα μηνύματα και με το άλλο τσιμπολογά το κουλούρι. Σύντομα έχει διαβάσει τη λιγοστή αλληλογραφία. Χωρίς δεύτερη σκέψη, ελαχιστοποιεί το παράθυρο με τα μηνύματα και μπαίνει στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης. Έχει μια ολόκληρη φάρμα να φροντίσει. Τραβάει τον καφέ μπροστά της και ανοίγει τη δερμάτινη θήκη του καπνού της. Σε δέκα λεπτά έχει ταΐσει και είχε ποτίσει το μισό ζωικό βασίλειο, έχει κάνει πέντε «like» σε αναρτήσεις φίλων, δίχως να δίνει και πολύ σημασία στο περιεχόμενό τους. Με αργά αλλά σταθερά βήματα, η Ναζίμπα συνεχίζει την πορεία της προς το χωριό. Έχει εξασφαλίσει για ακόμα μια μέρα πόσιμο νερό γι΄αυτή και το παιδί της, χωρίς δυσκολία. Τα κοπάδια των ζώων που εννίοτε συναντά, μάλλον έχουν εξοικειωθεί με την παρουσία των ανθρώπων. Η σκιά της έχει μικρύνει σε σημείο που να προηγείται απ΄αυτήν μόλις δύο πόδια. Μεσημέριαζε όταν άρχισε να διακρίνει τις πρώτες καλαμένιες στέγες. Έφτασε εξουθενωμένη. Παραμερίζει με το ένα χέρι το σκονισμένο ύφασμα που καλύπτει την είσοδο και με το άλλο κατεβάζει προσεκτικά το πολύτιμο φορτίο της. Ξαπλώνει χάμω να ξεκουραστεί. Σε μία ώρα θα επιστρέψει ο Οσάσκο και θα πεινάει. Η ιεραποστολή τάιζε τα παιδιά το πρωί και μεριές φορές τους έδινε να πάρουν μαζί τους, ότι μπορούσε να φαγωθεί. Πατάτες, λίγα λαχανικά και μερικές φορές, ψωμί. Έχει φτάσει, πλέον, κουρασμένος και πολύ πεινασμένος. Οι σκέτες βραστές πατάτες τον περιμένουν στο χαμηλό ξύλινο πάγκο, στο μέσον της καλύβας. Δεν λένε πολλά. Απλά βουτάν τα χέρια τους στο ξύλινο πιάτο, φέρνοντας μια πολτοποιημένη ποσότητα πατάτας στο στόμα τους. Φαίνονται και οι δύο ευχαριστημένοι. Μόλις τελείωσε το φαγητό, ο μικρός Οσάσκο πετάχτηκε έξω απ΄τη σκηνή να βρει τα υπόλοιπα παιδία για παιχνίδι αφήνοντας τη μητέρα του να συμμαζέψει τη φτωχική τους στέγη. Είναι πια απόγευμα και ο ήλιος έχει αρχίσει να μεγαλώνει χαμηλά στον ορίζοντα. Η ώρα περνά ευχάριστα γ΄αυτόν στη δουλειά. Τυχεροί όσοι έχουν κάνει το ενδιαφέρον τους επάγγελμα. Και ο Χέλμουτ το ξέρει αυτό. Καιρό τώρα ασχολείται με την οργάνωση μιας συλλογικής έκθεσης από σύγχρονους Αφρικάνους καλλιτέχνες. Γνωρίζοντας το παρελθόν του και την αγάπη του για την Αφρικάνικη ήπειρο, ο διευθυντής του, αν και δεν είχε πολύ καιρό που ήρθε στο μουσείο, του έχει εμπιστευτεί τη δουλειά. Η έκθεση είναι για το ερχόμενο Αύγουστο και θα διαρκέσει έξι μήνες. Μεγιστοποίηση σελίδας, «like» σε κατάστημα υπολογιστών, «like» σε προϊόν διατροφής, «like» σε νέο μοντέλο κινητού. Πρέπει κάπως να απασχοληθεί στα λίγα λεπτά που της απομένουν μέχρι να φύγει απ΄ τη δουλειά της. Τα ζώα της φάρμας έχουν ταϊστεί, οι φίλοι της έχουν εισπράξει την αποδοχή της για τις αναρτήσεις τους και η ενημέρωσή της για τη νέα σειρά προϊόντος αισθητικής έχει τελειώσει. Ο υπολογιστής κλείνει το ίδιο και τα φώτα του


Βόρεια του Νίγηρα

Παναγιώτης Καβαρτίνας

γραφείου της. Οι λιγοστές παραγγελίες έχουν διεκπεραιωθεί. Η κοινωνική της δικτύωση έχει ολοκληρωθεί. Αναφέρει στον προϊστάμενο της και αποχωρεί. Πρέπει να βγει έξω να βρει το παιδί της που παίζει στη γειτονιά. Ο κόσμος του χωριού έχει μαζευτεί για να ενημερωθεί για τις δύσκολες μέρες που έρχονται. Ο εμφύλιος στο γειτονικό Μάλι έχει αναζωπυρωθεί και αυτό θα έχει επιπτώσεις σε όλους. Η ιεραποστολή καθώς και οι υπόλοιπες φιλανθρωπικές οργανώσεις της περιοχής, που τόσο καιρό τους στηρίζουν, έχουν να επωμιστούν τώρα ένα επιπρόσθετο βάρος. Ο φύλαρχος του χωριού έχει τελειώσει με τις σοφές του κουβέντες και το πλήθος αρχίζει να διαλύεται με μια δόση ανασφάλειας και ανησυχίας. Τα παιχνίδι των παιδιών διακόπτετε απότομα. Το σούρουπο έχει βρει τον Χέλμουτ στο Αλτ Βίεν καφέ. Εκεί σύχναζε σαν φοιτητής εκεί συχνάζει και τώρα . Μόνο η παρέα του είχε αλλάξει. Τώρα δεν περιτριγυρίζεται από ανέμελους φοιτητές και φίλους, αλλά περισσότερο από συναδέλφους και ανθρώπους του επαγγέλματός του. Μόνο τα σαββατοκύριακα μπορούσε να τους δει, μιας και ο καθένας τους έχει διαγράψει τη δική του επαγγελματική πορεία. Έξω βρέχει. Παραγγέλνει δεύτερο πάιντ μπίρας και κατευθύνεται προς τον αυτόματο πωλητή τσιγάρων. Η μάρκα τσιγάρων του πάντως, παρέμενε η ίδια. Είναι ήδη βράδυ αλλά ξέρει ότι το μετρό λειτουργεί μέχρι αργά. Δεν έχει διάθεση να ανέβει στο λεωφορείο και αποφασίζει να διανύσει την απόσταση μέχρι το κέντρο με τα πόδια. Έχει τόσα στο μυαλό της και θέλει να περπατήσει. Έκανα άραγε ο αδερφός της αυτό που της είχε υποσχεθεί; Δεν έχει πολλές πιθανότητες αλλά στη σημερινή εποχή θα πρέπει κανείς να εξαντλεί κάθε ευκαιρία για μια θέση εργασίας. Θα μπορούσε από τη μια μέρα στην άλλη να βρεθεί και η ίδια χωρίς δουλειά. Κάποιος στην οικογένεια θα ‘πρεπε να δουλεύει. Πολλά έχουν αλλάξει στη ζωή της, αλλά το μεσημεριανό φαγητό την περιμένει πάντα στο γυρισμό της. Μολονότι οι σκέψεις της δεν βοηθούν στην καλή της διάθεση, θέλει να βγει το βράδυ με κάποια φίλη της. Αν και έχει 367 φίλους στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης, μ’ αυτούς που μπορεί να βγει παρέα, μετριούνται στα πέντε της δάχτυλα. Οι φωτιές στο χωριό έχουν ανάψει. Τα βράδια κάνει κρύο στην έρημο. Κάποιοι μαζεύονται γύρο απ΄τις φωτιές, κάποιοι μένουν στις τέντες τους. Η Ναζίμπα καθαρίζει τον Οσάσκο με ένα βρεγμένο πανί και τον βάζει να κοιμηθεί. Ο αέρας κουνάει την τέντα τους, υπενθυμίζοντάς τους, το πόσο ευάλωτοι είναι. Ξαπλώνει μαζί του. Έχει κρύο αυτή τη νύχτα. Τον σφίγγει στην αγκαλιά της. Οι γονείς του έχουν κοιμηθεί ήδη. Είναι περασμένες δώδεκα και το μόνο που θέλει είναι να πέσει για ύπνο. Ανεβαίνει στο δωμάτιό του. Βγάζει τα περιττά του ρούχα και κάθεται για λίγο στον υπολογιστή. Τσεκάρει το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, διαβάζει τους τίτλους των


26

λιτέρα

ειδήσεων, βλέπει την πρόγνωση του καιρού. Θα πρέπει να αισθάνεται ευτυχισμένος. Δεν είναι όμως και το ξέρει. Τι είναι αυτό που του λείπει όμως; Νιώθει μια ανασφάλεια μέσα του αλλά δεν μπορεί να την εξηγήσει με τη λογική του. Δεν υπάρχει λογική στο συναίσθημα όμως και αυτό το είχε ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του. Αισθάνεται μόνος του. Προσπαθεί να μην σκέφτεται τίποτα και να κοιμηθεί. Δεν πειράζει, απαντά η Μαρία, θα τα πούμε το σαββατοκύριακο, αν είναι. Μάλλον θα μείνει μέσα και αυτό το βράδυ. Ο αδερφός της δεν έχει επιστρέψει ακόμα. Ελπίζει να έχουν πάει όλα καλά. Κάνει ένα γρήγορο μπάνιο και πέφτει για ύπνο. Ξημερώνει και ο αέρας έχει δυναμώσει στην έρημο. Ένα γαλαζοπράσινο φως αναβοσβήνει σε ένα δωμάτιο. Η δεύτερη αναβολή αφύπνισης είναι ήδη σε λειτουργία.



ένα απόγευμα με τον Γιάννη Αγγελάκα π.καβαρτίνας/π.μπαμπάλας Μεσημέρι Μαΐου τριάντα χιλιόμετρα έξω απ΄τη Θεσσαλονίκη. Με τον Πέτρο βρεθήκαμε λίγο νωρίτερα στην Επανομή για να πάμε μαζί στο ραντεβού μας. Η Ρούλα (το σκυλί του Γιάννη) ήταν η πρώτη που μας υποδέχθηκε. Δεν έβλεπε συχνά επισκέπτες οπότε η παρουσία μας μάλλον την ενθουσίασε. Διασχίσαμε τον καταπράσινο κήπο του σπιτιού μέχρι να φτάσουμε στη εξώπορτα όπου μας περίμενε ο οικοδεσπότης. Χαιρετηθήκαμε θερμά και περάσαμε μέσα. Ο Γιάννης κατευθύνθηκε προς την κουζίνα για να μας ετοιμάσει τσάι και εμείς βρήκαμε τις θέσεις μας στον καναπέ. Ο μεταλλικός μελωδός ακούγονταν καθαρά απ΄το μπαλκόνι όπως και η μουσική απ΄τον υπολογιστή του γραφείου. Η εξώπορτα παρέμεινε ανοιχτή και μας επέτρεπε να ακούμε το κελάηδισμα των πουλιών. Ο αλλοπρόσαλλος καιρός του Μάη δεν μας άφησε να συνειδητοποιήσουμε την παρουσία της Άνοιξης και σε κάθε άνοιγμα του καιρού τα σημάδια της έδειχνα έντονα. Σύντομα οι κούπες μας γέμισαν με ζεστό τσάι και η κουβέντα μας είχε κιόλας αρχίσει. Το πρώτο πράγμα που αναφέραμε ήταν κι΄ αυτό που απασχολούσε περισσότερο, τον τελευταίο καιρό, το Γιάννη.

«Η alltogethernow από τη στιγμή που αυτονομήθηκε, απλά επιζεί. Αλλά δεν είναι και λίγο. Δηλαδή πληρώνει μισθούς, φόρους, κάποιους ανθρώπους που τρέχουνε, έχει λεφτά να βγάλει τις επόμενες εκδόσεις.


Αυτό τον καιρό θα ανατυπώσουμε τους «Επισκέπτες» και τους «Λύκους» που είχαμε ξεμείνει και τον Ψαρογιώργη. Είμαστε τέσσερα άτομα που την τρέχουμε. Στην αρχή έβαλα πάρα πολλά λεφτά να ξεκινήσει και η εταιρία και το site, μετά από αυτό όμως δεν γινόταν άλλο και από τη στιγμή που ξεκίνησε την αφήσαμε τώρα να δούμε τι μπορεί αν κάνει μόνη της. Εδώ και ένα χρόνο βγάζει παραγωγές και πληρώνει τους ανθρώπους που πρέπει. Κέρδος προς το παρόν δεν υπάρχει αλλά δεν είναι το ζητούμενο αυτό τώρα. Μόνο που δεν βάζουμε απ΄την τσέπη μας είναι σημαντικό. Είχαμε κάνει δουλειά όμως όλα αυτά τα χρόνια, ο κόσμος ήξερε για την εταιρία. Επίσης κοιτάμε και τις τιμές να είναι χαμηλές γιατί οι τιμές απ΄τις εταιρίες είχαν ξεφύγει και αυτά που πήγαιναν στους καλλιτέχνες ήταν ελάχιστα. Ο κόσμος έχει μάθει πλέον να αγοράζει και απ΄το ίντερνετ. Χρειαζόμαστε και τα δισκοπωλεία αλλά κάποια λίγα, να μπορεί ο κόσμος να τα προμηθευτεί και από εκεί σε λογικές τιμές, δέκα με οχτώ ευρώ το cd. Το «πότε θα φτάσουμε εδώ» για παράδειγμα πωλείτε 5 ευρώ, γιατί υπάρχει απόθεμα. Τη σελίδα μας στο ίντερνετ είχα όνειρο να φτιάξω, από την εποχή με τις «Τρύπες» ακόμα. Ήταν μια εμμονή μου. Το χειρότερο είναι να ξέρεις ότι τους δίσκους σου τους έχουν άλλες εταιρίες και δεν τους βγάζουν. Έψαχνες τη μουσική της ταινία «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» για παράδειγμα και δεν την έβρισκες. Τώρα θα την κάνουμε επανεκτύπωση μιας και την έχουμε στη δική μας εταιρία πλέον». Θα βγούνε κάποια απ΄αυτά σε βινύλιο; «Οι «Λύκοι» και οι «Επισκέπτες» είχαν βγει σε βινύλιο, αλλά εξαντλήθηκαν. Οι «Επισκέπτες» είχαν μεγάλο κόστος γιατί είχαν κυκλοφορήσει σε τριπλό βινύλιο, οπότε είναι λίγο δύσκολο. Τους λύκους όμως μπορεί να τους βγάλουμε κάποια στιγμή. Αλλά αν δούμε κάποια στιγμή ότι είμαστε πιο ανθηρά

θα το βγάλουμε και αυτό. Έστω και διακόσια κομμάτια. Αλά όχι προς το παρόν γιατί υπάρχουν άλλες προτεραιότητες. Θα πρέπει να βγάλουμε και το καινούριο δισκάκι». (Η κουβέντα μας πήγε στο «έντεχνο» τραγούδι) «Ναι ήταν πολύ δήθεν. Ήταν η μουσική του δημόσιου υπαλλήλου που δεν ήθελε να ακούει σκυλάδικα… Βασικά ήταν ένα πράγμα ανέμπνευστο. Ήταν σαν να κάνουν ασκήσεις ήθους. H ροκ ελληνόφωνη μουσική είναι στην ουσία λαϊκή μουσική. Έχει μια αμεσότητα. Να ακούς τη μουσική και τις λέξεις να έρχονται κατευθείαν, χωρίς να χρειάζεται ένας μεταφραστικός κώδικας μέσα σου. Νομίζω ότι πιο πολύ λαϊκή μουσική είναι η Ελληνόφωνη ροκ μουσική παρά τα δήθεν λαϊκά. Στην Αγγλόφωνη ελληνική σκηνή γίνονται καλές δουλειές αλλά πιστεύω για να δημιουργηθεί μια σκηνή χρειάζεται η Ελληνική γλώσσα. Την εποχή τουλάχιστον που υπήρχαν οι «Τρύπες», τα «Ξύλινα Σπαθιά» οι «Στέρεο Νόβα», τα «Διάφανα Κρίνα», «Η Γενιά του Χάους», ακόμα και οι «Active Member», είχαν μια υπόσταση». (Η κουβέντα μας διακόπτετε απ ένα τηλεφώνημα. Ήταν Ο Βλαστούρ, ερχόταν στη Θεσσαλονίκη απ΄την Αθήνα με τρένο. Ήταν στο Δομοκό). Αν άρχιζες να παίζει τώρα μουσική, πάλι ρόκ θα έπαιζες; «Κάτι τέτοιο που κάνω τώρα θα έπαιζα και θα μπέρδευα όλους τους ήχους, ίσως πιο εφηβικά! Δηλαδή ρυθμικά ίσως θα έπαιζα πιο χιπ χοπ ή τριπ χοπ, νταμπ, νοις, λαικά όργανα, νομίζω το ίδιο θα έκανα. Όσο το τι εννοούμε ροκ μουσική πλέον σηκώνει πολύ κουβέντα. Μπορούμε να ακούσουμε, απ το εξωτερικό κυρίως, συγκροτήματα που παίζουν ηλεκτρονική μουσική, ξεφεύγοντας απ΄το βασικό μοτίβο κιθάρα, μπάσο, ντραμς. Αυτό που θα άλλαζε στη ουσία στη μουσική μου αν άρχιζα τώρα, ήταν η γνώση μου πάνω στην την τεχνολογία, αν και σ΄αυτό ακόμα,


δεν έχω παράπονο. Στη μουσική συντροφιά μου υπάρχουν άτομα που την κατέχουν, αλλά θα ήταν καλό να καθόμουν σπίτι μου και να έκανα μόνος μου τις παραγωγές. Φαντάζομαι ότι θα ήμουν πιο αυτόνομος αλλά έτσι κι αλλιώς οι συντροφιές μου αρέσουν. Δεν ξέρω τι θα έκανα, ξέρω τι κάνω όμως τώρα». Ενθουσιασμός υπάρχει ακόμα; «Αν ήταν να μην υπήρχε ενθουσιασμός, υπάρχει και η Κρήτη και πάμε και αράζουμε. Συνταξιοδοτούμαστε. Δεν έχει νόημα να κάνεις κάτι χωρίς ενθουσιασμό. Υπάρχει και μάλιστα πιο δυνατά από παλιότερα. Είναι τόσα πολλά τα ανοίγματα που έχει κάνει η μουσική τα τελευταία χρόνια σε ακούσματα σε πληροφορίες απ΄το εξωτερικό, απ΄τις νέες μουσικές σκηνές, είναι μεγαλειώδης η στιγμή για έναν άνθρωπο να είναι μουσικός και να έχει ιδέες. Όλα είναι πιο εύκολα. Στις «Τρύπες» θυμάμαι κάναμε ντέμο με κασέτες. Τα καταφέρναμε πάντως. Ανάλογα σε πια εποχή υπάρχεις ανάλογα κινείσαι. Τώρα είναι ακόμα πιο εύκολα τα πράγματα. Αν πληροίς την πιο βασική προϋπόθεση φυσικά, να έχεις δηλαδή ιδέα το που θέλεις να πας και τι θέλεις να κάνεις. Η τεχνολογία πάντως βοηθάει». (Τη στιγμή αυτή μπαίνει στο σπίτι ο Μιχάλης. Γνώριζε ότι θα ήμασταν εκεί και πέρασε να μας συναντήσει. Γρήγορα βρήκε και αυτός τη θέση του δίπλα μας. Ο Γιάννης αναγκάζεται να ξανασηκωθεί. Στο τηλέφωνο ήταν ο Σαδίκης. Γρήγορα οι ρακές ακολούθησαν το τσάι. Η κουβέντα μας πάει, αναπόφευκτα, στην πολιτική). Πως κρίνεις το σημερινό πολιτικό σκηνικό; «Μπορείς να το δεις και αισιόδοξα αλλά δεν νομίζω να αλλάξει στην ουσία κάτι. Ίσως να είναι μια καλή ευκαιρία να πάμε μπροστά αλλά δεν βλέπω να γίνετε κάτι. Μπορεί να είναι ένα μικρό βηματάκι στην ιστορία, να τελειώσει ο δικομματισμός. Έτσι κι αλλιώς όμως, η αληθινή ιστορία προχωράει με μικρές αδιόρατες κινήσεις μέσα στο επίπεδο μιας γενιά ή και στο επίπεδο πολλών γενιών. Μακροχρόνια

είμαι αισιόδοξος ότι η ανθρωπότητα θα βρει καλλίτερες άκρες να αυτόδιαχειριστεί, μέσα από νέες διαδρομές. Δεν νομίζω στη γενιά μας να δούμε μεγάλες αλλαγές. Γίνονται μικρά βήματα. Πάντως έχει πλάκα. Αυτές τις εκλογές τις διασκέδασα. Ήταν οι πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές. Γενικά τα πράγματα στην Ελλάδα είναι λίγο χαοτικά. Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί που δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους αλλά και εμείς μεταξύ μας έχουμε ένα θέμα». Βλέπεις οι νέοι άνθρωποι να έχουν αλλάξει νοοτροπία; «Κάθε γενιά καθορίζεται απ΄το περιβάλλον που έχει μεγαλώσει. Η δική μας η γενιά που μεγάλωσε στη δεκαετία του 60 μεγαλώσαμε σε άλλο κόσμο, τώρα υπάρχει άλλος κόσμος και μετά απ αυτόν έρχεται ένας άλλος. Απ την άλλη κουβαλάμε όμως πράγματα. Ξέρουμε για παράδειγμα τι θα πει φτώχια και τι θα πει γειτονιά, επικοινωνία και ανθρωπιά. Μετά το είδαμε αυτό να χάνετε όταν ήρθε το ΠΑΣΟΚ να τη διαλύει την κοινωνία ηθικά και ψυχολογικά. Τώρα αρχίζει ξανά ο κόσμος να αναρωτιέται, φυσιολογικά αφού έφαγε τα μούτρα του, τι δεν κάναμε καλά. Κάθεσαι μπροστά στον καθρέπτη και κοιτάς τα χάλια σου. Ίσως μπορεί κάτι να γίνει. Είναι μια καλή ευκαιρία πάντως. Θα αρπάξουμε την ευκαιρία ή όλοι αυτοί που νιώθουν επαναστατημένοι το μόνο που νοσταλγούν τη χρυσή εποχή του εγκλήματος, την εποχή που ο καθένας προσπαθούσε να δει μόνο την πάρτη του να βολευτεί στο δημόσιο; Μέσα σε αυτή την παραζάλη, έχουμε καταλάβει ότι φταίμε και εμείς, ή απλά νομίζουμε ότι φταίει η Ευρώπη ή οι πολιτικοί μας μιας και δεν ήμασταν εμείς που τους βγάζαμε;» Και άλλοτε ο κόσμος πέρασε δύσκολα αλλά υπήρχε ελπίδα. Τώρα υπάρχει φόβος. «Ναι γιατί όλη αυτή η καλοπέραση, το τελευταίο γλέντι της τελευταίας εικοσαετίας, τους έκανε νωθρούς τους ανθρώπου, πιστεύοντας ότι έχουν πιάσει την καλή. Όταν για παράδειγμα


βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία η Επανομή είχε τρία χρηματιστηριακά γραφεία ενώ τώρα έρχονται εταιρίες να ανταλλάξουν λεφτά με χρυσό. Στη διπλανή χώρα υπήρχε πόλεμος και εμείς εδώ ασχολιόμασταν με το χρηματιστήριο. Πριν είχαμε γίνει χρηματιστές τώρα εκπαιδευόμαστε σαν άτυποι οικονομολόγοι. Το καλαμπούρι πάντως είναι το ίδιο. Πάντα λειτουργούσαμε σαν θύματα και στα δύσκολα αλλά και όταν νομίζαμε ότι πήγαινα τα πράγματα καλά. Όταν ήθελαν να πάρουν πιο σκληρά μέτρα υπήρχε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση για να τα εφαρμόσει. Μου φαίνετε πολύ γελοίο να χωριζόμαστε σε αριστερούς και δεξιούς θαρρείς και όταν ερχότανε οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις δεν εφάρμοζαν φιλελεύθερες πολιτικές. Λειτουργούσαν σαν άλλοθι. Αν δεν αλλάξουν τα μυαλά μας δεν θα αλλάξει τίποτα. Οι πιο πολλοί λειτουργούν συναισθηματικά. Δεν ξέρω αν υπάρχει καμιά ψύχραιμη σκέψη πίσω απ΄αυτό. Νιώθουμε πληγωμένοι ξεχνώντας ότι πριν δέκα χρόνια ήμασταν οι Ελληνάρες των Βαλκανίων, ζώντας στο οικονομικά θαύμα. Κατά καιρούς έχουμε ακούσει γελοίους χαρακτηρισμούς για την κοινωνία μας και το κράτος. Τώρα έχουν καταρρεύσει όλα. Φοβάμαι ότι δεν θα αρπάξουμε την ευκαιρία ν’ αλλάξουμε. Πάντως παρόλα αυτά μου αρέσει το χάος. Αν ζοριστούμε μπορεί να βγάλουμε άκρη. Σε κάθε γενιά πάντα ήταν λίγοι οι άνθρωποι που τραβούσαν μπροστά τα πράγματα. Από τη σημερινή γενιά των πιτσιρικάδων θα βρεθούν σίγουρα μερικές δεκάδες μυαλά να φανούν τα επόμενα χρόνια. Δημιουργούνται κάποιες προσωπικότητες που αργότερα σίγουρα θα μιλήσουν. Και αν έχεις κάτι να πεις ακούγεσαι, όσο και να σε πολεμάνε. Οπότε φαντάζομαι ότι είναι μια εποχή εκγύμνασης για νέους. Κάτι καλό θα φέρει η ιστορία. Μια μικρή φλόγα μεταφέρετε πάντα από γενιά σε γενιά

γιατί αν δεν γίνει αυτό καήκαμε. Η βλακεία πάντως, είναι παντού. Νομίζω ότι όλες οι αντιδράσεις που βλέπουμε τώρα προέρχονται από μια συναισθηματική ανωριμότητα». Έχει κάποιο νόημα που έχει κατέβει στους ο κόσμος στους δρόμους; Πάντα έχει νόημα να βγαίνεις στο δρόμο. Κατέβηκαν είπαν τα προβλήματά τους, φωνάξανε, συγκρουστήκανε. Το θέμα είναι κατά πόσο ήταν διαθέσιμοι πραγματικά να αποδεχθούν και τη δική τους ευθύνη. Θέλουμε πραγματικά να προχωρήσουμε σαν άνθρωποι, σαν κράτος, σαν κοινωνία ή βγαίνουμε επειδή μας έκοψαν τα επιδόματα και την πολυτέλεια. Δηλαδή αν άλλαζαν ξανά τα πράγματα θα συνεχίζανε την πολυτέλεια και τα σκυλάδικα, συνεχίζοντας το έγκλημα θα συνεχίζανε να διαμαρτύρονται ή θα επιστρέφανε; Δεν λέω όλοι αλλά οι περισσότεροι. Μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος. Όλοι αυτοί είναι διαθέσιμοι για επαναστατικές αλλαγές ή απλά φωνάζουν σαν παιδάκια που τους έκοψες το γάλα; Το πλήθος ήταν ετερόκλητο πάντως και ηλικιακά και ταξικά ίσως. «Ναι, βγήκαν όλοι. Κατάλαβαν ότι ο κόσμος κάτω απ΄τα πόδια τους κατέρρεε. Αλά όλη αυτή η δυναμική τι ήταν; Υπάρχει μια ορμή, μια επαναστατική διάθεση να αλλάξουμε; Προσπαθεί να αντιδράσει όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι και η πείνα του χτυπά την πόρτα, αλλά τότε ότι και να προσπαθήσεις είναι σε επίπεδο εκτόνωσης. Η εκτόνωση είναι τοίχος, γίνετε κυνισμός στο τέλος. Έχει αλλάξει πραγματικά κάτι μέσα τους;» (Ο Μιχάλης επισημάνει ότι πρώτη φορά ουσιαστικά βγήκαν μετά το θάνατο του Γρηγορόπουλου) «Αυτό ήταν πιο δυναμικό και δραστικό γιατί βγήκαν μόνο τα πιτσιρίκια τα οποία τα έχουμε γαμήσει στα σχολεία με τις συνεχείς εξετάσει, χωρίς μέλλον». Δεν είχαν ένα συγκεκριμένο αίτημα πάντως. «Γιατί όλοι αυτοί που κατέβηκαν είχαν κάποιο συγκεκριμένο αίτημα; Ο θυμός


των πιτσιρικάδων ήταν πιο τίμιος. Οι «αγανακτισμένοι» με την αγωνία τους τι ήθελαν; Και μόνο τους αποκαλείς «αγανακτισμένους»… Δηλαδή αγανάκτηση γιατί σου πήραν το παιχνίδι. Αγανακτισμένοι υπήρχαν και πριν απλώς δεν έβρισκαν τρόπο και χώρο για να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους. Τώρα που μαζεύτηκε πολύ πλήθος βγήκαν όλοι. Νομίζω όμως ότι ήταν καπελωμένο απ’ τους οικονομικά αγανακτισμένους και όχι απ΄τους κοινωνικά ή πολιτικά αγανακτισμένους. Και μόνο που τους αποκαλείς «αγανακτισμένους» μένουν στο θυμικό επίπεδο. Το είχα πει και παλιότερα νομίζω, θα προτιμούσα να είναι αποφασισμένοι όχι αγανακτισμένοι. Αλλά δεν ήταν αποφασισμένοι γι΄αυτό δεν έγινε και τίποτα». Το περίεργο ήταν ότι, ενώ το ΚΚΕ πρωτοστατεί σε αγώνες και πορείες, δεν τους στήριξε καθόλου. «Καλά το ΚΚΕ είναι αστεία περίπτωση. Προεκλογικά άκουσα να λένε στον κόσμο να τους ψηφίσουν γιατί είναι οι μόνοι που θα μας ψηφίσετε και δεν θα αλλάξουμε. Να ψηφίσω έναν νεκρό; Για ποιο λόγο; Έχουμε ένα μαγαζάκι αντιπολίτευσης να λέμε ότι είναι να ειπωθεί και τίποτα άλλο. Έχουν μπει σε επικίνδυνα σημεία γραφικότητας. Πάντα έτσι ήταν». Επίγνωση υπάρχει; «Το θέμα της επίγνωσης γενικά πάντα υπήρχε. Απλά σε μάς τώρα φαίνετε πιο τραγικά. Το θέμα πάντως είναι να προσπαθήσουμε να συνεννοηθούμε. Και μεταξύ μας τώρα να καθίσουμε να μιλήσουμε τι πραγματικά θέλουμε απ΄την Ελλάδα θα διαφωνήσουμε σε πολλά πράγματα. Και οι διαφωνίες πάλι θα είναι σε θυμικό επίπεδο. Θαρρείς ότι έχει καμιά διαφορά αν μιλήσεις με οποιονδήποτε. Δηλαδή ποιος δεν θέλει μια κοινωνία να είναι δημιουργική; Στα επιμέρους θέματα όμως, θα φάμε τα μούτρα μας. Προχθές έβλεπα

τον Στέλιο Ράμφο στην τηλεόραση οποίος δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσει και πολύ, αλλά είπε ότι είμαστε ένα βρέφος 2500 ετών. Είμαστε πραγματικά ανώριμοι. Σ΄αυτό είχε δίκαιο στα υπόλοιπα διαφώνησα. Δεν έχουμε διανοούμενους στην Ελλάδα. Διαβάζεις Γκαλεάνο και λες θεέ μου! Και απ΄την άλλη είναι ο Ράμφος που υποστηρίζει ότι μέσα απ΄την οδύνη θα έρθει η ανάσταση. Ο πόνος δεν μας μαθαίνει τίποτα πάντως. Χιλιάδες χρόνια ανθρώπινου πολιτισμού αν μαθαίναμε απ΄τον πόνο τώρα θα ήμασταν στα ουράνια. Θα ήμασταν μια κοινωνία αγγέλων. Το αντίθετο γίνετε θα έλεγα. Ο πόνος μας τρομάζει, μας φοβίζει, μας πολιορκούν με το φόβο και την οδύνη και στο τέλος γινόμαστε μαζοχιστές. Ο πολιτισμός μας είναι πολιτισμός μαζοχισμού. Πάντα πίστευα ότι η χαρά είναι δημιουργική και μέσα απ΄αυτήν μπορούμε να απελευθερωθούμε. Θυμίζει χριστιανική ρητορεία όλο αυτό. Ενώ όλοι αυτοί έχουν μια ρητορεία και κάπου μπορεί ν’ ακούσεις μια σωστή σκέψη, θα πρέπει να είσαι έτοιμος όμως να φιλτράρεις για να αποφασίσεις τι θα κρατήσεις και τι θα πετάξεις απ΄όλα αυτά. Που ήταν όλοι αυτοί οι διανοούμενοι όταν η ελλαδάρα και οι νεοελληνάρες καλοπερνούσαν με τον πιο χυδαίο τρόπο, ξεπέφτοντας στο χρηματισμό. Γιατί δεν έβγαιναν να μιλήσουν τότε;» Μήπως δεν τους δινόταν βήμα τότε; Και οι καλλιτέχνες; «Σιγά που δεν είχαν βήμα. Αλλά είχαν όλοι αυτό το χριστιανικό ύφος, που λέγαμε πιο πριν, περί οδύνης και ανάστασης. Τώρα έβλεπα τον Κραουνάκη οποίος κάνει μια παράσταση και λέει ότι δεν μασάμε και έχει μασήσει και από τη Δεξιά και από ΠΑΣΟΚ. Αφού διέλυσαν τα πάντα μας διέλυσαν και αισθητικά. Και αφού τόσα χρόνια τρώγανε τώρα κάνουν παραστάσεις λέγοντας ότι εμείς δεν μασάμε». Ο κόσμος ψάχνει από κάπου να κρατηθεί αισθάνεται χαμένος.


«Μπα τι χαμένος είναι; Ο κοσμάκης δεν ήταν που τους έκανε όλους αυτούς ανθρώπους; Όσο έχω και τρώω και πίνω και έχω τις άκρες μου και το δημόσιο και ψηφίζω και ΠΑΣΟΚ, ψηφίζω και Νέα Δημοκρατία και πάω και στον Κραουνάκη και πάω και στην Άλκηστης και στη Χαρούλα. Και μη με ζορίζετε και πολύ πολύ. Δεν μιλούσανε ποτέ. Δεν είχαμε διανοούμενους να χτυπήσουν κάνα καμπανάκι. Αυτοί που δανείζουν λεφτά πάντως έχουν την ευθύνη τους. Αν πάμε στις απαρχές του προβλήματος θα δούμε ότι μια χώρα δεν δανείζεται γιατί δεν έχει παραγωγή ή δεν έχει οργανωμένο κράτος. Γιατί μας έδιναν επιδοτήσεις ούτως ώστε οι βοσκοί να μην είναι βοσκοί, ή οι γεωργοί να μην είναι γεωργοί, να μην παράγει πραγματικά κανένας τίποτα δηλαδή, απλά να περιμένει την επιδότηση. Φροντίζουν να δημιουργούν κράτη εξαρτώμενα απ΄αυτούς και μετά τους δανείζουν για να ζήσουν. Και έρχεται η μέρα που έρχονται και μας αγοράζουν γιατί είμαστε ανίκανοι, αφού μας έκαναν έτσι. Αυτές δεν είναι οι δυνάμεις που τους έθρεφαν τόσο χρόνια; Και βγαίνουν τώρα οι Γερμανοί και λένε για τις πολιτικές δυνάμεις και το δικομματισμό, ενώ την ίδια στιγμή η Ζίμενς ήταν αυτή που τόσα χρόνια τους έθρεφε. Χρειάζεσαι δηλαδή να είσαι μεγάλος συνομωσιολόγος για να καταλάβεις ότι έτσι σε ελέγχουν. Δεν είχαμε κυριαρχία ποτέ εμείς. Φτάνουν τώρα να λένε κάποιοι τεχνοκράτες ότι δεν φταίνε οι δανειστές αλλά απ΄την άλλη, οι δανειστές είναι αυτοί που μας έχουν δημιουργήσει την ανάγκη να παίρνουμε δάνεια; Το ίδιο γίνετε και με τους εξοπλισμούς. Γιατί πρέπει δηλαδή να πληρώνουμε όλα αυτά τα δάνεια; Αλλά τι να πεις τώρα; Ας μηδενίσουμε. Μπορεί να είναι μια καλή αρχή. Απ την άλλη όμως, δεν νομίζω να υπάρξει τέτοια περίπτωση. Δεν υπάρχει πολιτικός να αναλάβει τέτοια ευθύνη. Και αν υπάρξει σε μερικούς μήνες δεν θα υπάρχει. Δεν θ’αναι στη ζωή δηλαδή. Ας μηδενίσουμε.

Έχουμε μια τεράστια και υπέροχη χώρα που μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε. Τουρισμό, γεωργία, απλά να οργανωθούμε λίγο. Μπορούμε άνετα να σταθούμε μόνοι μας απλά δεν μας το επιτρέπουν». Ήταν θέμα των πολιτικών μας; «Δεν ήταν μόνο θέμα των πολιτικών μας. Τις περισσότερες φορές ήταν υπάλληλοι ξένων κέντρων, έτσι κι αλλιώς. Διατηρείς μια ένταση σε μια χώρα, δημιουργείς εμφύλιο, εντάσεις, δημιουργείς κοινωνική διάσπαση, και συνεχίζει να δουλεύεις. Πιστεύω λίγο πολύ σε μια συνομωσία. Κάποτε ήταν γραφικό να το πιστεύεις. Τώρα είναι ολοφάνερο. Αν διαβάσει τη «Κωμικοτραγική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους» του Ραφαηλίδη θα δεις ότι απ΄την αρχή το πράγμα ήταν χαμένο. Χρηματοδοτούσαν την ανοησία, ποντάροντας πάνω στα ελαττώματα μας». (Η κουβέντα πάει στη εμφάνιση της άκρας δεξιάς) «Πολύ φυσιολογικό μου ακούγετε. Σε τέτοιες εποχές οι ακραίες ιδέες πιάνουν τόπο. Απ΄τη στιγμή που υπάρχει όλος αυτός ο φόβος, ο κόσμος εκεί θα στραφεί. Παλιά υπήρχε το ΛΑΟΣ που ήταν πιο γραφικό γιατί ήταν και πιο γραφικά τα πράγματα. Όταν χειροτέρεψε η κατάσταση με τους μετανάστες πήγαμε σε πιο ακραία λύση. Ο φόβος είναι πάντα που οδηγεί προς τα εκεί. Όσο πιο ακραία γίνεται η πραγματικότητα τόσο πιο ακραίες είναι οι λύσεις που επιλέγει ο κόσμος. Όσο το θέμα με τους μετανάστες φαινόταν ελεγχόμενο υπήρχε το ΛΑΟΣ. Όταν αγρίεψαν το πράγμα εμφανίστηκαν αυτοί. Και να φανταστείς ότι, πριν μια τετραετία ,μας φαινόταν το ΛΑΟΣ ότι ήταν το ακραίο εθνικιστικό κόμμα γιατί τότε στην Αθήνα ακόμα μπορούσες και κυκλοφορούσες. Τώρα δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις. Έτσι είναι, θα βγει η Χρυσή Αυγή». Υπάρχει ένα κομμάτι των clash «Safe European home». Υπάρχει σαν όραμα ακόμη;


«Κατά καιρούς οι πολιτικοί φτιάχνουν οράματα για να ψηνόμαστε, αλλά στο μυαλό τους έχουν άλλα πράγματα. Και αυτό συνέβη και σ’ αυτή την περίπτωση. Μπορεί εμείς ακόμα να γοητευόμαστε στο όνομα της Ευρώπης αλλά γι΄αυτούς ο στόχος πάντα ήταν ένας και ήταν πάντα οικονομικός. Απλά μας πετάν ένα παραμύθι για να γοητευθούμε και όταν έρθει η ώρα να το πληρώσουμε αρχίζουμε και αμφισβητούμε τη Ευρώπη. Θαρρείς και υπήρχε ποτέ αυτή η Ευρώπη που ονειρευόμασταν». Να πάμε στα μουσικά ξανά. Ηχογραφείτε; «Ναι το πάμε σιγά σιγά. Με το υπάρχον σχήμα και με τον Χαρμπίλα. Θα χρησιμοποιήσουμε και το πολυφωνικό γκρουπ των κοριτσιών που είχαμε συνεργαστεί στη «ψυχή βαθιά», σε κάποια κομμάτια θα παίξουν και τα χάλκινα της Κοζάνης. Μέσα στο καλοκαίρι θα εκδώσουμε ένα σινγκλάκι 45 στροφών σε βινύλιο και download με δύο τραγούδια. Μετά μέχρι να αρχίσουμε την περιοδεία θα έχουμε τελειώσει άλλα τρία ή τέσσερα κομμάτια και μετά μένουν άλλα οχτώ από Οκτώβρη μέχρι Νοέμβρη. Μέσα στο καλοκαίρι θα βγουν οι ανατυπώσεις από «Επισκέπτες», και από «Λύκους», ο δίσκος του Ψαρογιώργη, επιτέλους, και το σιγκλάκι που λέγαμε και από χειμώνα θα βγάλουμε και το νέο μας δίσκο». (Η κουβέντα μας στρέφεται στα πνευματικά δικαιώματα) «Έχουν αλλάξει οι σταθερές. Και εγώ κατεβάζω κάποιοι πράγματα, δυστυχώς. Και το λέω εγώ που έχω δημιουργήσει τη δική μου εταιρία και περιμένουμε να επιβιώσουμε απ΄ αυτό. Αποδέχεσαι τις εποχές όπως έρχονται, τι να κινούμε τώρα. Και εμείς που θα βγάλουμε έναν δίσκο μπορεί να φτάσει σε τριάντα χιλιάδες αποδέκτες εκ των οποίων θα έχουν πληρώσει κάποιο αντίτιμο, στην καλλίτερη περίπτωση, μόνο οι δύο χιλιάδες απ΄ αυτούς. Η «ψυχή βαθειά» πάντως, πούλησε γύρο στα 4500 αντίτυπα, δεδομένου των περιστάσεων, αλλά είναι συνειδητή η αγορά

πλέον, δηλαδή αγοράζει αυτός που θέλει να ενισχύσει την προσπάθεια». (Μιλήσαμε για τον μιμητισμό και την έλλειψη πρωτοτυπίας που μας χαρακτηρίζει) «Πάντα συνέβαινε αυτό. Και παλιότερα δεν θυμάστε που έβγαιναν σκυλάδικα που ήταν Αιγυπτιακά, Ινδικά, Τούρκικα και δεν έγραφε κανένας από που ήταν, ήταν όλα Ελληνικά. Απ΄ αυτό ακριβώς υποφέρουμε σαν λαός. Δεν είναι καν μιμητισμός. Είναι κλέψιμο. Δεν κάθομαι ούτε δέκα λεπτά δηλαδή για να κάνω μια αφίσα. Το βρήκα κάπου και το παίρνω. Το ίδιο πράγμα γίνετε και στη μουσική. Η εύκολη λύση. Ποιος είναι ο πιο εύκολος τρόπος να κάνω τη δουλειά μου, να πάρω τα λεφτά μου και να σηκωθώ και να φύγω. Δεν είμαι εδώ για να φτιάξω κάτι. Είμαι εδώ μόνο για να πληρωθώ. Απ΄ αυτό υποφέρουμε γενικώς. Δημιουργικότητα είναι η ένταση που έχεις μέσα σου. Από κει και πέρα και επιρροές έχεις και επιλογές έχεις αφού έχεις όραμα. Είναι το φίλτρο σου». Απ την πόλη έφυγες πολλά χρόνια πριν. «Στην Επανομή είμαι απ΄το 1993. Πάντα μου άρεζε να ζω εκτός πόλης αλλά δεν είχα τη δυνατότητα. Από πιτσιρικάς θυμάμαι που ζούσα σε μια γκαρσονιέρα στη Ροτόντα, όταν μπορούσα έφυγα, σε ερημονήσια, στην Κρήτη... Τώρα περιμένω να τελειώσω με το δίσκο που ετοιμάζουμε για να τραβηχτώ στην Κρήτη. Για μένα εκεί είναι το σπίτι μου. Εδώ πέρα είναι το εργαστήρι. Εδώ πιο πολύ είμαι όταν έχω δουλειά. Και εδώ όμορφα είναι αλλά συναισθηματικά εκεί ανήκω. Δεν με ενδιαφέρει πλέον η πόλη εκτός και αν γίνετε κάτι καλό. Στη Θεσσαλονίκη τώρα δεν γίνετε και κάτι φοβερό. Στην Αθήνα παλιότερα μπορούσες να πας να δεις κάποιες συναυλίες κάποιες ταινίες. Δεν υπάρχει η πόλη σε επίπεδο καθημερινότητας γιατί δεν υπάρχει και ο χρόνος. Έζησα όμορφα σε πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη απ΄το 1975 μέχρι το 1985, αυτή η δεκαετία δηλαδή δεν παίζεται. Ήταν ονειρική.


Τότε άξιζε να ζεις στην πόλη. Οι δρόμοι ήταν ζωντανοί κάθε μέρα. Ήταν Μαγική». Πως ταίριαξε ο Βούδας με το Χριστό πάνω στο τζάκι; (Σχολιάζουμε το μικρό βούδα πάνω στο τζάκι, δίπλα από ένα γλυπτό που απεικονίζει το Χριστό). «Είχα πάει πριν τέσσερα χρόνια στη Νίσυρο και έμενα σε ένα χωριουδάκι, πάντα τέτοια εποχή πήγαινα. Φεύγοντας καθώς ήμουν στο λιμάνι και περίμενα το πλοίο, βλέπω έναν λιμενοφύλακας να έρχεται κατά πάνω μου και λέω: «όχι πάλι, δεν βλέπω να έρχεται για καλό». Με πλησιάζει και μου λέει: «Γιάννη ήξερα ότι ήσουν εδώ, χαίρομαι πολύ σε γνωρίζω» και μου δίνει αυτό. Μετά τα γεγονότα με τον Αλέξη (Γρηγορόπουλο) το 2008, έχω κατέβει Αθήνα ακριβώς μετά και βλέπω την πόλη σε κατάσταση επιστημονικής φαντασίας. Γκρεμισμένα και καμένα παντού στο κέντρο. Είχαν τελειώσει όλα αλλά η πόλη παρέμεινε ερειπωμένη και ταλαιπωρημένη. Ήμουν με φίλη και καθώς περπατούσαμε στο Σύνταγμα μπαίνει μέσα στο Μεγάλη Βρετανία να δει έναν φίλο της και εγώ περιμένω απ΄ έξω. Ερημιά το Σύνταγμα. Έξω έχει φύλακες, αστυνόμους. Καθώς περίμενα σε μια άκρη μόνος, κάποιος στιγμή βλέπω έναν απ΄ αυτούς να έρχεται προς το μέρος μου. Μπορεί αν φαινόμουν και ύποπτος έτσι πως κάθομαι απ΄ έξω. Και έρχεται ο τύπος και με ρωτάει αν ήμουν ο Γιάννης Αγγελάκας. Και πιάνουμε κουβέντα τώρα με έναν μπάτσο, μέσα στην κατεστραμμένη Αθήνα με όσα έχουν γίνει και αρχίζει να μου λέει για το πώς άκουγε τη μουσική μας. Τι έγινε τώρα, σκέφτηκα. Δηλαδή εσύ ακούς αυτή τη μουσική; Είχα πάθει… Μας μοιράζουν ρόλους τελικά. Με την επιβίωση και με τα φράγκα μοιράζουν ρόλους. Είναι παράνοια όλο αυτό το πράγμα. Δεν είναι θέμα του να ανήκεις κάπου αλλά η αναγκαιότητα του να ξυπνάς και να έχει δουλειά για να φας». Ισχύει ακόμα αυτό που είχατε πει με τους επισκέπτες, «από δω και πάνω;» «Άμα σταματήσει τελειώσαμε. Το λέω γενικά, όχι μόνο καλλιτεχνικά. Αν δηλαδή ένας άνθρωπος πιστεύει ότι τέλειωσε η εξέλιξή του, έχει πεθάνει». Τι θα μπορούσε να είναι επαναστατικό σήμερα; «Το επαναστατικό ήταν πάντα ένα πράγμα. Να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του εαυτού του και της θέσης του μέσα στον κόσμο. Αυτό που υποτίθεται είναι η επανάσταση είναι το να φτιάξουμε μια κοινωνία υπεύθυνων ανθρώπων. Οι άνθρωποι πάντα έριχναν την ευθύνη αλλού. Πάντα φταίνε οι άλλοι άνθρωποι, οι άλλοι πολιτικοί, οι άλλοι καλλιτέχνες. Εμείς ποτέ. Φταίνε οι υπόλοιποι. Πάντα ρίχνουμε αλλού την ευθύνη και δεν αναλαμβάνουμε τη δική μας προσωπική εσωτερική εξέλιξη. Αν δεν συμβεί αυτό θα μείνει πάντα σε επίπεδο μικρό. Πάντως οι εποχές του χάους είναι δημιουργικές εποχές. Και σε εσωτερικό επίπεδο. Κάποιοι νέοι άνθρωποι θα στροφάρουν καλλίτερα. Χωρίς συντροφιές δεν γίνετε τίποτα. Για μένα το σημαντικό είναι οι δημιουργικές συντροφιές. Να μαζευτούν δηλαδή δέκα είκοσι άτομο που να έχουν το ίδιο όραμα. Έχει μεγάλη δυναμική όταν συναντιούνται μαζί τόσα μυαλά που συντονίζονται σε ένα όραμα. Μπορούμε να κάνουμε θαύματα. Μια ζωή ψάχνουμε να βρούμε τις κατευθύνσεις, προς τα που να πάμε». (Χτυπά το τηλέφωνο. Ο Βλαστούρ έχει φτάσει ήδη στην Κατερίνη. Θα πρέπει να κατέβει στην πόλη ο Γιάννης να τον παραλάβει απ΄τον σταθμό). Οι ρακές μας έχουν τελειώσει και εμείς έχουμε συμπληρώσει σχεδόν ένα δίωρο κουβεντιάζοντας. Έχει έρθει η ώρα να σταματήσουμε. Μαζεύουμε τα πράγματά μας και ετοιμαζόμαστε, όλοι μαζί, να αποχωρήσουμε. Αναπολώντας τη στιγμή που είχαμε γνωριστεί πριν πολλά χρόνια και συλλογιζόμενος την όλη του πορεία, σκέπτομαι πόσο ειλικρινές και αξιοπρεπές ήταν το ταξίδι του όλα αυτά τα χρόνια. Το ραντεβού μας ανανεώνεται πλέον, για την επόμενη εμφάνισή του στη Θεσσαλονίκη.



γραμμένος

στο μαλακό υπογάστριο της σαφήνειας

Άκης Καράνος

τράτζικο Δέν τους καταλάβαινε. Αυτοί του μιλάγανε, αυτό μπορούσε να το δει, αν και δεν τον κοιτούσαν κατάματα, ούτε κάν προς το μέρος του. Διαγώνια δεξιά κοιτούσαν, πιο μακριά απο δίπλα και ελαφρώς πίσω του, αλλά σ’αυτόν μίλαγαν. Ήταν λίγο σαν απο άλλη εποχή, αυτός με ενα κουστούμι γκρι και άσπρο πουκάμισο με πολύ μεγάλα πέτα, σαν φτερά και μια γραβάτα πετρελαιοκηλιδί καφέ, με κατι λαχούρια -μοιάζαν με διπλωμένες κάμπιες, μέσα κίτρινα γύρω πρασινο και στο σχήμα 6 . Το κούρεμα του καθώς πρέπει ,στύλ παιδί απο χωριό χωρίς τηλεόραση που μόλις πέρασε στην νομική. Εκείνη αρκετά μεγαλύτερη του, οχι τόσο για να’ναι μάνα του. Θειά του ίσως? Κούρεμα βιντάζ, σαν παρθένα, ρολά πατικωμένα στο κρανίο, μέικ απ ελάχιστο, κοκκινάδι στα μάγουλα και στο στόμα, λεπτά χείλη αδιόρατα, πρέπει να μίλαγε πολύ -γενικότερα εννοώ, όχι μόνο τώρααλλά δύσκολα την παρατηρούσες, πρώτα απ’όλα και κυρίως έβλεπες το καπέλο. Λευκό, σε σχήμα μπερέ, με ζωντανά λευκά λουλούδια πάνω του να αργοσαπίζουν. Δε ξέρω τι λουλούδια, δεν είχε ξαναδεί τέτοια, είχαν μακριούς δυνατούς μίσχους, σα ζαρζαβάτια και κροκί στο κέντρο τους, κάπως σαν κρίνοι.Το φόρεμα της έκλεινε στο λαιμό με αραχνούφαντη δαντέλα διαφανή και έκανε τεράστια λαιμόκοψη, ροζ απαλό ήταν, δεν είχε μανίκια, έκλεινε με κουμπιά. Στήθος ουτε για δείγμα. Και όλο του μιλάγανε, αλλά ήχος δεν έβγαινε. Αυτός συγκρατημένα ενθουσιώδης, το πάλευε αλλα προδονόταν - εκείνη σαν κουρασμένη με τα μικρά μάτια της μονίμως μισόκλειστα. Λέγανε λέγανε, φορές φορές σταμάταγαν σαν να ρωτούσαν αλλά μιας και δεν έπαιρναν απάντηση -τι απάντηση αφού δεν ακουγε τίποτα- το θεωρούσαν πρέπων να συνεχίσουν, να μη τον φέρουν σε άβολη θέση. Κι αυτός δεν έλεγε τίποτα. Θα βαρεθούν, σκεφτόταν, θα μ’αφήσουν ήσυχο. Μετά έβγαλε αέρα ή ίσως μόλις τότε να το αντιλήφθηκε - τον χαιρέτισαν, τράβηξε το σκοινί αυτή κράταγε ένα σκοινί, λουρί στον λαιμό ενός μικρού τράγου που έβοσκε παραδίπλα, στα τρία μέτρα. Ήταν καφέ, γλυκό καφέ , οχι σκατί ούτε σα τη γραβάτα του νεαρού, φαντεζί. Τα μάτια του χρυσαφιά ,αν και τα κρατούσε σφαλισμένα και κόντρα στον αέρα το κεφάλι, οπότε μπορεί και να το φαντάστηκε. Τα κέρατα κολλημένα στο κεφάλι, πατικωμένα στο κρανίο, διόλου απειλητικά. Ίσως άμα μεγάλωνε να αλλάζανε. Εκείνη υποκλίθηκε σεμνά, εκείνος έτεινε το χέρι οχι σ’αυτόν - ούτε κάν προς το μέρος του. Διαγώνια δεξιά πιο μακριά απο δίπλα και ελαφρώς πίσω του, αλλά σ’αυτόν. Δεν αντέδρασε ούτε τώρα. Έγνεψαν και συνέχισαν την βόλτα τους στο πάρκο.


άτιτλο (χτικιό) το σχεδιάζανε καιρό, πριν κοιμηθούν, με τον πρωινό καφέ, στη δουλειά, οδηγώντας στην επιστροφή. Κανένας τους δε το μολόγαγε, αλλά ο καθένας είχε και απο ένα σχέδιο, πολλές φορές παραπάνω απο ένα. Όσο ζυγώνανε οι μέρες τόσο αλλάζανε τα σχέδια, τόσο πλούτιζαν σε λεπτομέρειες, ή αντικαθίσταντo απο άλλα, πιο μεγαλοφυή, πιο χορταστικά. Όταν όμως έφτασε η πανσέληνος, τα ξεχάσανε όλα, δε συννενοήθηκαν τίποτα, μόνο άρπαξαν ο καθένας οτι είχε, άλλος το δίκανο, άλλος ενα κουζινομάχαιρο, μια βαριοπούλα, ένα κατσαβίδι, ενα κομματι σύρμα -ότι τους γυάλισε στο φώς της και βγήκαν έξω. Συναντήθηκαν στο σταυροδρόμι κάτω απο τη βελανιδιά. Εκεί που το χώμα ασήμιζε παραπάνω. Η σκια της τους σκέπαζε, δεν έβλεπες το ασπράδι στα ματια. ούτε καν τρύπες έβλεπες. Μόνο ίσκιους. φτιαγμένοι απο φρέσκο , αχώνευτο χώμα και νύχτα. ούτε Ιησούς, ούτε ληστής. (Αυτούς ποιός τους λυπήθηκε τάχα?) Μια για πάντα, τώρα. Ένα σημείο. Ολοι μαζι, ένα. Χτικιό. Ολοι, ένα. Μαζί.

ξημέρωμα στην Βαλχάλα Απο μικρή έτρωγε τα νύχια της, είχε δει την μάνα της που το ‘κανε, άρχισε και αυτή, της κόλλησε το συνήθειο μέχρι τώρα, κοντεύει τριαντα τρία. Tην μαλώνανε οι δικοί της: -Mην τρως τα νύχια σου ! -Δε τα τρώω, τα φτύνω μετά’ ή ‘-Τα πετσάκια κόβω!’ ‘-Είχα μια παρονυχίδα!’, αντιρρήσεις που φαινόταν να έχουν κάποια εσωτερική λογική μιας και οι δικοί της σταματούσαν προσωρινά. Και πιο μετά στο σχολείο, στα ραντεβού, στο κρεβάτι με τους πρώην. ‘Μην τρώς τα νύχια σου’ ‘Μην φτύνεις τα νύχια σου’. Πριν δυο χρόνια, εκεί που έτρωγε τα νύχια της, της την βάρεσε. Είχε ένα σημείο που έφτυνε τα κομμένα νύχια, στην γωνία του σαλονιού που περνούσε την μέρα της χαζεύοντας τηλεόραση ή κάνα βιβλίο, δίπλα στην πολυθρόνα της και έτσι μπορούσε απλά με το γύρσιμο του κεφαλιού να τα στείλει σε εκείνη την σχεδόν πάντα σκοτεινή γωνία και άμα ήταν να έρθει κανείς τα σκούπιζε. Εκεί που καθόταν και μασούλαγε τα νύχια της λοιπόν της την βάρεσε. Άναψε το λαμπατέρ και το έστρεψε προς την γωνία που έφτυνε τα νύχια, γονάτισε και άρχισε να γεμίζει τις χούφτες τις. Σήκωσε την πολυθρόνα δίπλα, βρήκε κι άλλα. Την άλλη παραδίπλα, λίγα ακόμα. Ήταν πολύ περισσότερα απ’ότι περίμενε αλλά όχι αρκετά. Πήγε και κάθισε στο τραπέζι στο ίδιο δωμάτιο, άναψε το προβολάκι και μασούλησε προσεκτικά τα δάχτυλα που είχαν


μαζέψει άσπρο νυχιού. Δύο νύχια ακόμα. Όχι αρκετά. Άπλωσε τα χέρια της στο τραπέζι, τα άνοιξε σαν δυο μούτζες και έμεινε να τα κοιτάει. Πίεζε που και που, τα δάχτυλα πότε ασπρίζαν απο την πίεση, πότε αιματώνοταν. Θυμήθηκε ένα κόλπο με μαχαίρι που της είχε δείξει ο θείος της, απο το χωριό, άνοιγες έτσι τα χέρια και χτυπούσες με το μαχαίρι τα κενά ενδιάμεσα των δαχτύλων όλο και πιο γρήγορα. Το’χε κάνει μικρή στην γιαγιά της και της είχε κόψει λίγο το δάχτυλο. Ένιωθε ήρεμη. Όταν νύσταξε έπεσε για ύπνο. Την άλλη μέρα έκλεισε τα στόρια, τράβηξε τις κουρτίνες ,άναψε το προβολάκι, μούτζωσε με ανοιχτά δάχτυλα το τραπέζι και παρατήρησε τα ακροδάχτυλα. Ήρεμη. Πλήρης. Όταν νύσταξε έπεσε για ύπνο. Δεν βιαζόταν. Mήνες ανομονής και συλλογής. Ασκητικής παράλυσης. Με τον νού κενό και μια εικόνα καρφιτσωμένη πίσω απ’τα μάτια της. Το κάστρο της τελειωμένο. Με σταθερό χέρι αρχισε να μεταφέρει στο χαρτί της όσα ως τώρα έβλεπε μόνο εκείνη. Δεν είχε ποτέ καλλιτεχνικές ανησυχίες, η εικασία παραμένει εικασία της έλεγε ένας πρώην που το ‘παιζε ζωγράφος, αλλά που ήταν πολύ έξυπνος για να’ναι όντως ένας. Ξεκίνησε με την πόρτα, καμαρωτή με αψίδα, θα την άφηνε ξεσκέπαστη, να μπορείς να δεις στο εσωτερικό - το κάστρο της δεν θα είχε πόρτα, αμπάρες. Αμα θες μπές. Μετά σχεδίασε οχτώ πύργους και στην μέση το κεντρικό κτίσμα ψηλότερο και φαρδύτερο των πύργων με ένα παράθυρο, ανοιχτό και πάλι, στην κορυφή. Βρήκε ένα τετράδιο με γραμμές, έσκισε πολλές σελίδες τις κόλλησε μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα μεγάλο χαρτί, έφερε τους χάρακες της και σχεδίασε το κάστρο σε φυσική κλίμακα. Το χάραμα έπεσε για ύπνο. Δούλευε τις νύχτες, προτιμούσε την ησυχία και τον μακρινό βόμβο απο τον αυτοκινητόδρομο, μερικές φορές μάλιστα, έτσι όπως ήταν αφοσιωμένη, μπέρδευε τον ήχο απο τα λάστιχα στην άσφαλτο με αυτόν της βροχής. Δέν ήθελε να χρησιμοποιήσει κόλλες, κλωστές ή οτιδήποτε θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν συνδετικό υλικό μεταξύ των νυχιών, παρά μόνο σάλιο. Τοποθετούσε το ένα νύχι πάνω στο άλλο, μερικές φορές πλεχτά, άλλες ελάχιστα εφαπτόμενα, το ένα πάνω, δίπλα στο άλλο και σχημάτιζε επιφάνειες. Το σάλιο την βοήθαγε εκείνη τη στιγμή -τα σταθεροποιούσε, μετά χανόταν και έπρεπε να κρατάει την ανάσα της για να μη τα γκρεμίσει όλα. Την γούσταρε αυτή την χειρουργική ακρίβεια. Ενέτεινε τη σημαντικότητα του σκοπού. Ακόμη δε το ‘χει τελειώσει ,δυο χρόνια μετά, αλλά δε βιάζεται. Για την ακρίβεια δεν έχει φτάσει κάν στην μέση. Το κάστρο είναι εντυπωσιακότατο. Φτιαγμένο απο φιλντισι, χρόνο και dna. Φαντάζεται τα κύτταρα της να τρέχουν μέσα στους τοίχους, στους ζωντανούς διάφανους δικούς της τοίχους, μια δεύτερη ζωή. Καμμιά φορά φέρνει το λαμπατέρ κοντά του και οι τοίχοι γίνονται χρυσοί, η σκιά στο δωμάτιο διάφανη. Αλλά δε το ‘χει τελειώσει ακόμη, δυο χρόνια μετά. Θα περιμένει. Ήρεμη.Πλήρης. Θα παραμένει. Και κάποια στιγμή θα το τελειώσει.


40

λιτέρα

Ούμπιρο Γουατανάμπε Δεν τον άκουσα, αυτό το θυμάμαι, μπορώ να πω πως ένιωσα την παρουσία του πίσω απο την πόρτα. Ήξερα πως ήταν εκεί. Και μη με παρεξηγήσετε δεν είμαι απο κείνους που φαντάζονται τέρατα κάτω απο το κρεβάτι, συνομωσίες στο γραφείο, επίτηδες λάθος ρέστα στο σούπερ μάρκετ. Πήγα στην εξώπορτα και την άνοιξα, δε κοίταξα απο το ματάκι πριν, πράγμα κάπως περίεργο τώρα που το σκέφτομαι, θέλω να πω , άν υποψιάζεσαι πως ένας κάποιος ξένος είναι στην εξώπορτα σου, το πιο νορμάλ είναι να τσεκάρεις πρώτα απο το ματάκι. Αλλά δεν είχα την αίσθηση οτι απειλούμουν. Άνοιξα την εξώπορτα λοιπόν και τότε τον συνάντησα πρώτη φορά. Ούμπιρο Γουατανάμπε. Αυτό είπε. Αυτό που θυμάμαι πιό έντονα, ήταν το χαμόγελο του, φαινόταν να ‘ναι χαραγμένο στο πρόσωπο, σαν μόνιμη έκφραση. Μια μάσκα, δέν τρεμούλιαζε δεν υπήρχε η παραμικρή μεταβολή σε ένταση ,στο σχήμα. Τίποτα. Περνούσαν νεύρα απο ‘κει κάτω άραγε? Το μαλλί αψεγάδιαστο , γλυμένο, πατικωμένο με το χέρι πάνω στο στρογγυλό κρανίο με φράτζα. Εκνευριστικό. Και κατράμι μάυρο. Ούμπιρο Γουατανάμπε. Το ξαναείπε. ¨Ετσι. Σαν αυτό να τα εξηγούσε όλα. -Τι? Καμμία αντίδραση. Καθόταν εκεί, με αυτό το απαράλλαχτο χαμόγελο και την φράτζα του και με κοιτούσε. Ούμπιρο Γουατανάμπε. -Τι θές ρε? Ούμπιρο Γουατανάμπε. Βρόντηξα την πόρτα στα μούτρα του και πήγα στην κουζίνα. Έβαλα ένα ποτήρι νερό, ήπια δυό γουλιές και το χυσα πίσω στον νιπτήρα. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Λες να πούλαγε κάτι? Αλλά δε κρατούσε τίποτα, ούτε κάν ένα ντοσιέ -τίποτα. Απο την άλλη ήταν ντυμένος σαν κάποιος που προσπαθούσε να σε πείσει. Με ένα μαύρο κουστουμάκι σαν ιατρικός επισκέπτης, εφοριακός ελεγκτής ή πλασιέ. Ή νεκρός. Τι πειστικότερο? Πήγα πάλι στην πόρτα, ναι εκεί στεκόταν. Ούμπιρο Γουατανάμπε. Κανονικά, θα ‘πρεπε να το διασκέδαζα. Αλλά δε το διασκέδαζα. Αυτή η πρώτη συνάντηση ήταν και η χειρότερη. Δε μίλησα αυτή την φορά. Τον περιεργάστικα με το βλέμμα. Περίμενα.Κάποιος θα μου κάνει πλάκα σκέφτηκα. Ζήλεψα λίγο στην ιδέα. Κάποιος απο τους φίλους μου βρήκε έναν γιάπωνα, τον έντυσε νεκροθάφτη και τον έστειλε να μου λέει Ούμπιρο Γουατανάμπε. Αλλά δεν είχα φίλους. Δεν είχα καν εχθρούς, δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον να πετάγεται απο πίσω του απ’τα σκαλιά γελώντας και ουρλιάζοντας ‘την πάτησες αυτή την φορά’. Κανέναν που να είχε την διάθεση να ασχοληθεί και να μου στήσει όλο αυτό. Και είχα δουλέψει χρόνια για να φτάσω σ’αυτό το σημείο. Τότε εξαγριώθηκα.


γραμμένος στο μαλακό υπογάστριο της σαφήνειας

Άκης Καράνος

Τον έπιασα απο τα πέτα του πουκάμισου και τον ταρακούνησα. -ΤΙ ΘΕΣ ΡΕ? ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ? Το ίδιο χαμόγελο. Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά μα την Παναγία ήθελα να τον σκίσω τον Γιάπωνα. Γιατί γιάπωνας ? Αυτό μου την έδινε πιο πολύ απ’όλα εκείνη την στιγμή. Δεν είμαι ρατσιστής, ή πριν απο εκείνη την στιγμή δεν το’χα καταλάβει. Τα πρησμένα μογγόλικα χαρακτηριστικά , το κερωμένο λείο και λιπαρό δέρμα, το γλυμμένο κορακί μαλλί και όλα αυτα αλειωμένα απ’αυτό το γκροτέσκο χαμόγελο. Του άστραψα δυο χαστούκια, πρώτα με την κανονική και μετά με την ανάστροφη του δεξιού χεριού. Και σχεδόν αμέσως το μετάνιωσα. Ούμπιρο Γουατανάμπε, τον άκουσα να λέει, χωρίς το βλέμμα ή το χαμόγελο να δείχνουν πως έχουν καταλάβει τα σκαμπίλια. Ξέρω οτι το παρατήρησα εκείνη την στιγμή, αλλά δεν το δέχτηκα.Ίσως να το απέδωσα σε χίλιους δυό άλλους λόγους, την ένταση της στιγμής, το αλλόκοτα μπερδευτικό της κατάστασης, το οτι έβραζα απο τα νεύρα μου, τελοσπάντων το δικαιολόγησα – αλλά δεν το παραδέχτηκα. Ήταν αφύσικα κρύος. Ούμπιρο Γουατανάμπε. Ένιωσα καταβεβλημένος. Ηττημένος. Ανίκανος και αδιάφορος. Δεν είμαι ο τύπος που πιστέυει στους μπάτσους. Ηθικά δηλαδή, αρνούμαι την ιδέα να βάλω κάποιους μαλάκες να με γλυτώσουν απο τα δικά μου προβλήματα. Δε θα’παιρνα ποτέ τους μπάτσους. Αλλά ο λόγος που δεν έκανα τίποτα ήταν άλλος. Θυμάμαι την κούραση που ένιωσα. Μέσα μου ήξερα, όπως σε ένα όνειρο ξέρεις, το νιώθεις όταν βλέπεις εφιάλτη ,όπως στα θρίλερ ακούς τον χαρακτηριστικό βόμβο που σηματοδοτεί την ύπαρξη της απειλής και στις κωμωδίες για ηλίθιους τα γέλια κονσέρβα που σου επιβάλλουν κάποιο αστείο – μέσα μου ήξερα πως δεν μπορούσα να γλιτώσω απο τον Γιάπωνα που έλεγε Ούμπιρο Γουατανάμπε χαμογελώντας ακούραστα, άκοπα, φυσικά παράδοξα. Ήξερα πως δεν μπορούσα, πως δεν έπρεπε και δεν ήθελα να κάνω κάτι. Έκλεισα απαλά την πόρτα, σύρθηκα ως το δωμάτιο μου και χώθηκα κάτω απο τα σεντόνια. Κοιμήθηκα σαν τούβλο, δεν είδα κανένα όνειρο και μάλιστα όταν ξύπνησα δεν σκέφτηκα καν τον γιάπωνα που έλεγε Ούμπιρο Γουατανάμπε. Σύρθηκα ως την κουζίνα να χτυπήσω έναν φραπέ. Χάραζε, είχαν αρχίσει να ξυπνάνε οι δεκαοχτούρες και τα σπουργίτια. Η αγαπημένη μου ώρα της μέρας. Ήταν δεκατρείς Ιούνη και είχε υπερβολική ζέστη για την εποχή, καύσωνα απο τα τέλη Μάη. Κοιμόμουν με το μποξεράκι μόνο και ξύπναγα μπαϊλντισμένος απο την ζέστη πάραυτα. Πήρα τον καφέ μου και βγήκα στο μπαλκόνι.



λιτέρα

43

Εικονοpraxis_Π. Καρασαχινίδης

Η Παρθένος και το Θείο Βρέφος με την Αγία Άννα (Λεονάρντο, 1508) Αν θες να δεις τον εαυτό σου ή τελοσπάντων ό,τι εκπροσωπείς Αν θες να επιβεβαιωθείς όλα μπροστά σου θα τα βρεις Για Ίντιες αν ξεκινήσεις δεν θέλεις χάρτη να τις βρεις Θα τις βρεις κ ας πατείς, σε κάτι αμερικές σε αναλύσεις πολύ φροϋδικές Αν

ψάχνεις

μίσος στην θανάτους στη μέση της γιορτής Κ αν ψάχνεις γύπες σε εικόνες κ αυτούς ακόμα θα τους βρεις «Όταν βρισκόμουν ακόμα στην κούνια, με πλησίασε ένας γύπας, μου άνοιξε το στόμα με την ουρά του και με αυτήν με χτύπησε πολλές φορές στα χείλη» Λεονάρντο

αγάπη


44

λιτέρα

Γκαμπριέλε Μύντερ (Καντίνσκι, 1905) Ήσουν το σκουπίδι του Καντίνσκι Γκαμπριέλε Μύντερ γι αυτό και σε κανε πραγματική λευκή, θλιμμένη και χλωμή τόσο πολύ γερμανική Μη με κοιτάς στα μάτια Γκαμπριέλε Μύντερ ο γρίφος έχει πια λυθεί Ο γαλάζιος καβαλάρης σου τρέχει μακρά από σένα να σωθεί Κεφάλι του Χριστού (Σάλμαν, 1940) “Και είπεν ο Θεός: Ας κάμωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημών και καθ’ ομοίωσιν ημών...

Και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον κατ’ εικόνα εαυτού.” Αν δεν υπήρχε τούτη η εικόνα Μπορεί να μην υπήρχε και θεός Είμαστε εικόνα του θεού Φτιάχνουμε εικόνα του θεού Κρεμάμε, κοιτάμε, προσκυνάμε Την εικόνα του θεού Που είμαστε εμείς Πόσο πιο απλά να το πεις…. Αν δεν υπήρχε τούτη η εικόνα Μπορεί να μην υπήρχαμε και μεις

Η

μαριονέτα

(Γκόγια,

1792)

Όπως διατάξουνε τα κέφια σου θα σηκωθώ ψηλά από τη γη και στη διαδρομή θα κάνω ό,τι μπορώ για να γελάσεις Φορώ την μάσκα που μου βαλες εσύ είμ από πανί, δεν έχω δέρμα, δεν έχω αίμα η μαριονέτα που θα την κουρελιάσεις Αν καθαρά όμως με κοιτάξεις ………………...............……………. … … … … … … . ……………………..…....…………….


Εικονοpraxis

Π.Καρασαχινίδης

Η Νυχτερινή Περίπολος (Ρέμπραντ, 1642) Ξαστεριά Οι δύο πρόστυχοι στην κορυφή του λόφου, στην άκρη του γκρεμού Μέσα στην ανοιχτή Πόρσε spider, στο χείλος του γκρεμού Στα πόδια τους η τρεμάμενη πόλη Στο ράδιο παίζει το I cant help in falling to love with you Μυρίζει χύσι παντού Πριν λίγο εγκαταλείψαν τον θεό Πάνω στο ασημί καπό Η μυρωδιά απλώθηκε σ όλη την πολιτεία Οκνηρία Αυτός, Αυτή,

κοιτά

κοιτά

την

πόλη αυτόν

Η πολιτοφυλακή τους ψάχνει Πάνοπλοι με τουφέκια, δόρια και σπαθιά Με γυαλισμένα ρούχα, καπέλα με φτερά Πολίτες όμορφοι με μπάτσων ομορφιά Με τύμπανα, σάλπιγγες, σφυρίχτρες και σκυλιά Η πολιτοφυλακή τους ψάχνει Αν τους βρει θα τους κρεμάσει -όπως τον κόκορα στη ζώνη κοριτσιούΗ μυρωδιά τους έχει σεληνιάσει Τους έχει σεληνιάσει η μυρωδιά Από

τα

ψωλοχύματα

και

τα

μουνοϋγρά

Αυτός, κοιτά την πόλη Αυτή, κοιτά αυτόν Αυτός, ατάραχος καπνίζει Αυτή, κοιτά αυτόν Ακούγονται γαυγίσματα, ταμπούρλα, κρότοι πανικού Ο θόρυβος όλο και πλησιάζει, σσσσσσσσσσου take my hand, take my whole life too Αυτός, κατεβάζει το χειρόφρενο τραβώντας από το φρένο την άκρη του ποδιού Κατρακυλάν τη ράχη του γκρεμού for I cant help falling in love with you


46

λιτέρα

Νάρκισσος (Καραβάτζο, 1599) Όχι ο Νάρκισσος δεν εξαπατήθει Δεν ήταν η σαγήνη της εικόνας Ο Νάρκισσος ήξερε τι βλέπει Μπορεί να ήταν φόβος ή μπορεί και θάρρος αλλά σίγουρα δεν ήταν πλάνη Ναι Η τιμωρία του Μαρσύα (Τιτσιάνο, 1570-76) Μάζεψαν το πτώμα μου απ το ακρωτήρι της μυθοπλασίας και μου γδαραν το δέρμα να το στεγνώσουν στον αφρό της παρακμής Κ ενώ με είχαν για νεκρό Εγώ τους φώναζα πως ήμουν υγιής Χάραξαν στο σώμα μου σχήματα εικονικής λεηλασίας και το κουφάρι μου θελαν να θάψουν κάτω από χώματα ντροπής Κ ενώ με ήθελαν νεκρό Εγώ τους θύμιζα πως ήμουν υγιής

parapraxis.gr




λιτέρα

49

Έλλη Αύριο Οι σκιές της νύχτας κινούμενα φαντάσματα όλο υπονοούμενα σου γεμίζουν την ψυχή με αμφιβολίες τα νεύρα τεντωμένες χορδές μουσικών οργάνων παραμονεύουν μην απλωθεί κάποιο κερί και τα αγγίξει. Ένα φύλλο μοναδική ασπρίλα μέσα στην νύχτα σκίζει το σκοτάδι , σκίζει την μονοτονία. Ένα μολύβι χαράζει λίγες γραμμές Τα μάτια ανοίγουν πελώρια για να διαβάσουν μια λέξη ΑΥΡΙΟ Να χα φακούς να μεγεθύνουν ένα σπίρτο, ένα φανάρι, έστω ένα κάρβουνο μονάχα αναμμένο Μια αστραπή σκίζει το σκοτάδι τα μάτια ανοίγουν διάπλατα η καρδιά φτερουγίζει μια λέξη ΑΥΡΙΟ και ύστερα σκοτάδι πάλι Κανείς δεν ήξερε, ποτέ κανείς δεν θα μάθει

Καραμπέτση

Α ύ ρ ιο

Η νύχτα έφυγε Τα άστρα έσβησαν και είπα πάλι ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Πάντα έτσι θα αναζητάμε το αληθινό πάντα έτσι θα κάνουμε λάθος Κι όμως ήταν τόσο κοντά η νίκη. Ποιος ξέρει να κερδίζει Και εκείνοι που ήξεραν; και εκείνοι που νίκησαν; Που είναι τώρα; Κάτι άλλο αναζητούν... Ίσως κάτι άλλο ζητούσαν να βρούν .. Ίσως κάτι άλλο ήθελαν να κερδίσουν...



λιτέρα

Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, η Αυστραλιανή ενδοχώρα, ο θεοπρόσωπος Τηλέμαχος και οι 26 αθίγγανοι. Γ.Στύλος

Η ιστορία αυτή ξεκινά τις μέρες του Απρίλη του 1897, όταν η Ελλάδα, επωφελούμενη απ’ τη Ρωσοτουρκική διένεξη, επιτίθεται στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Σουλτάνος κηρύττει αμέσως τον πόλεμο στη χώρα μας και τα στρατεύματά του εισβάλουν με χαρακτηριστική άνεση στη Θεσσαλία. Μέσα σ’ ένα μήνα ο ελληνικός στρατός υπόκειται σε πανωλεθρία. Παρά την ανακωχή που υπογράφεται το Μάη του 1898 στη Λαμία, στο νεοσύστατο και εξαιρετικά αδύναμο σε οικονομικές και οργανωτικές δομές ελληνικό κράτος δημιουργείται κύμα χιλιάδων προσφύγων. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς προωθούνται απ’ το λιμάνι του Βόλου στον Πειραιά και, εν συνεχεία, στις Η.Π.Α.. Μέσα στο πλήθος των προσφύγων, που ξημεροβραδιάζονται στην προκυμαία για μια θέση στον παράδεισο, βρίσκονται και 26 τσιγγάνοι από διάφορα χωριά της Θεσσαλίας. Ακούνε απ’ τους εμπόρους για μια ξέγνοιαστη ήσυχη χώρα, με παράξενα ζώα, όπου όλα είναι τέλεια. Το όνομα αυτής Αυστραλία. Πληρώνουν, λοιπόν, ό,τι έχουν και δεν έχουν, επιβιβάζονται στο Γαλλικό ατμόπλοιο «Ville de la Giotat» κι αναχωρούν στις 20 Ιούνη του 1898 απ’ το λιμάνι του Βόλου με προορισμό το Σίδνει. Μέχρι εδώ όλα θυμίζουν μια τυπική ιστορία μετανάστευσης. Η ιδιαιτερότητα της ιστορίας έγκειται στο ότι αυτοί οι 26 τσιγγάνοι γίνονται (φυσικά άθελά τους) η αφορμή για να ψηφιστούν οι πρώτοι ρατσιστικοί νόμοι εναντίον των εγχρώμων στη χώρα των καγκουρό και να προκληθεί το πρώτο διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ της Ελλάδας και της μακρινής χώρας των κοάλα. Οι 26, αντί να φτάσουν στο Σίδνει, αποβιβάζονται τελικά κατά λάθος στο λιμάνι της Αδελαίδας. Με το που κατεβαίνουν απ’ το καράβι, συγκεντρώνουν πάνω τους όλα τα καχύποπτα βλέμματα. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης, με επικεφαλής το δήμαρχο, αντιδρούν. Στέλνουν, καταρχήν, το υγειονομικό να απολυμάνει το χώρο στον οποίο έχουν κατασκηνώσει οι ανεπιθύμητοι επισκέπτες και ετοιμάζουν πυρετωδώς την εκδίωξή τους. Η άφιξή τους γίνεται θέμα σ’ όλες τις εφημερίδες και, στη συνέχεια, στη βουλή της

51


52

λιτέρα

Νότιας Αυστραλίας. Έπειτα από πρόταση βουλευτή ψηφίζεται ο πρώτος νόμος που απαγορεύει την αποβίβαση στο λιμάνι σ’ όσους δεν πληρούν τις απαραίτητες χρωματικές προδιαγραφές. Εν τω μεταξύ κόσμος πολύς επισκέπτεται τους ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες. Οι περισσότεροι τους περιγελούν. Κάποιοι, ελάχιστοι, τους προσφέρουν φαγητό και ρούχα. Οι τσιγγάνοι, συνειδητοποιώντας ότι τραβούν την προσοχή των πάντων, αρχίζουν να ταχυδακτυλουργούν και να δίνουν μουσικοχορευτικές παραστάσεις, για να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον. Αυτή η μορφή τέχνης δεν εκτιμάται καθόλου απ’ τους κύκλους της αγγλοσαξονικής αποικιακής αριστοκρατίας. Στις 27 Ιουλίου του 1898 η ελεγχόμενη έγκριτη εφημερίδα “Advertiser”, σε μια ατυχή προσπάθεια να τους συνδέσει με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, σχολιάζει με ειρωνικό τόνο: «έχουν κατασκηνώσει σε κάτι παμπάλαιες σκηνές σαν κι αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες στον Τρωικό πόλεμο». Πάντως, οι αντιδράσεις γίνονται όλο και πιο έντονες. Ο αρχηγός της τοπικής αστυνομίας δίνει ρητή εντολή να τους μαζέψουν αμέσως και να μην τους αφήσουν να παραμείνουν πουθενά … Στις 29 του ίδιου μήνα τους φορτώνουν με το ζόρι σ’ ένα τρένο και τους ξεφορτώνουν στο Νόργουντ της Νότιας Αυστραλίας. Οι κάτοικοι της πόλης συγκεντρώνονται αμέσως στο σταθμό, κινούνται απειλητικά εναντίον τους και τους αναγκάζουν να αναχωρήσουν με το επόμενο τρένο. Η αποβίβασή τους στα διάφορα χωριά συναντά εξαιρετικές δυσκολίες. Πολλοί τους πετροβολούν και δεν τους αφήνουν καν να κατέβουν απ’ το τρένο. Όπου η αποβίβαση είναι εφικτή, κατασκηνώνουν για λίγες μέρες μακριά από τον οικισμό. Το κυριότερο πρόβλημα η εξεύρεση τροφής, την οποία εξασφαλίζουν περιφερόμενοι στις αυστραλιανές φάρμες. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση της Νότιας Ουαλίας δίνει εντολή στα αστυνομικά τμήματα να αποτραπεί η είσοδός τους στο έδαφος της πολιτείας με κάθε τρόπο... «Πρώτος ο θεοπρόσωπος Τηλέμαχος τον είδε…Στην πόρτα ολόισια έτρεξε, γιατί του φάνηκε βαρύ να στέκει ώρα εκεί ο ξένος. Κοντά του πήγε, στάθηκε και του ‘πιασε το χέρι, του πήρε και το χάλκινο κοντάρι που κρατούσε, και με τέτοια λόγια του μίλησε:«Ξένε καλώς όρισες. Το σπίτι μας δικό σου. Κι αφού δειπνήσεις , έπειτα λες την ανάγκη που ‘χεις». Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία Α’,στιχ. 125-130. Οι τσιγγάνοι απελπισμένοι αποφασίζουν να απευθυνθούν στην ισχυρή ελληνική παροικία της Μελβούρνης, ζητώντας τη βοήθειά της για να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ξεκινούν λοιπόν με τα πόδια για την αυστραλιανή πρωτεύουσα. Στις 17 Αυγούστου φτάνουν στην πόλη Μπάλαρατ, ένα από τα ελάχιστα μέρη όπου τους συμπεριφέρονται ανθρώπινα. Εκεί μένουν μια εβδομάδα και συνεχίζουν την πορεία τους για τη Μελβούρνη, δίνοντας παραστάσεις στα χωριά που συναντούν στη διαδρομή. Στο μεταξύ οι αρχές της Μελβούρνης έχουν πληροφορηθεί την άφιξή τους κι ετοιμάζονται


Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του ...και οι 26 αθίγγανοι

Γ.Στύλος

πυρετωδώς. Οι εφημερίδες της πόλης αναγγέλλουν με τα μελανότερα χρώματα το γεγονός της επικείμενης άφιξής τους, αποκαλώντας τούς Έλληνες πρόσφυγες ή απλά γύφτους. Οι Έλληνες της Μελβούρνης εξοργίζονται με τον πρώτο χαρακτηρισμό και δηλώνουν ότι οι αναμενόμενοι εισβολείς δεν είναι Έλληνες, αλλά τσιγγάνοι απ’ τη Σερβία, που μιλούν απλώς ελληνικά(!). Όμως, ο υπουργός Δικαιοσύνης της Βικτώρια τονίζει πως οι άνθρωποι αυτοί κατέχουν ελληνικά διαβατήρια, τα οποία τους χορηγήθηκαν απ΄ το ελληνικό προξενείο του Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου. Ο Αυστραλός(!) πρόξενος της Ελλάδος σπεύδει αμέσως να διευκρινίσει ότι “οι άνθρωποι αυτοί δε μπορεί να είναι Έλληνες, γιατί η ελληνική κυβέρνηση έχει αποκαταστήσει όλους τους πρόσφυγες του ελληνοτουρκικού πολέμου στο ελλαδικό έδαφος”(!)… Εν συνεχεία ο πρόξενος δηλώνει πως, αφού δεν είναι Έλληνες, το ελληνικό προξενείο και η παροικία δεν ενδιαφέρονται διόλου για την τύχη τους. Η τοπική κυβέρνηση της Μελβούρνης επιβεβαιώνει τελικά τις δηλώσεις του προξένου, όταν συνομιλεί μ’ έναν ιερέα που ταξίδευε μαζί τους, ο οποίος δηλώνει πλέον κατηγορηματικά και τελεσίδικα ότι οι «26 δεν είναι Έλληνες, αλλά γύφτοι». Η ελληνική κοινότητα συνεδριάζει και από φόβο μη δυσαρεστήσει το αγγλοσαξωνικό κατεστημένο δεν παίρνει καμία απόφαση. Εν τω μεταξύ η βουλή της Βικτώρια ακολουθεί το “λαμπρό” παράδειγμα της Νότιας Αυστραλίας και ψηφίζει νόμο που απαγορεύει την είσοδο σε εγχρώμους… Κάπου εδώ χάνονται τα ίχνη των 26 τσιγγάνων. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, αφού περιπλανήθηκαν αρκετά στα χωριά της Βικτώρια, τράβηξαν για τη νότια Ουαλία, όπου, φυσικά, δεν έγιναν δεκτοί. Από εδώ και στο εξής ο εντοπισμός τους γίνεται μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Σύμφωνα με μια εκδοχή κατέφυγαν τελικά στο Περθ της δυτικής Αυστραλίας κι από εκεί προωθήθηκαν στις Η.Π.Α. Υπάρχουν όμως και κάποιες πηγές που αναφέρουν ότι η ομάδα αυτή των 26 ελληνόφωνων τσιγγάνων έζησε στη Βικτώρια για αρκετά χρόνια και άφησε απογόνους. Ίσως έτσι να εξηγείται το γεγονός ότι, μέχρι πρόσφατα, αρκετοί Έλληνες τσιγγάνοι επισκέπτονταν συχνά τη Lonsdale street, όπου και το ελληνικό κέντρο της Μελβούρνης. Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο προέκυψαν από έρευνα του ελληνοαυστραλού δημοσιογράφου James Sotros.



The Land of dead Dogs ή ο αποχαιρετισμός του τελευταίου J.Wascher Ευρωπαίου Ένιωσε αυτό τον πόνο στις αρθρώσεις του να ξαναγυρνά. Ο καιρός θα άλλαζε σε λίγο. Κοίταξε έξω απ’ το πανοραμικό παράθυρο και θυμήθηκε την κόρη του που τώρα θα τον προέτρεπε να πάρει το φάρμακό του. Θα του μιλούσε ήπια, συγκαταβατικά, μ’ ένα χαμόγελο κι ένα ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού. “Όπως στα παιδιά της” είπε στον εαυτό του, “όπως σ’ ένα μικρό καταραμένο παιδί”. Ένα πικρό χαμόγελο μόλις και μετά βίας διαφάνηκε στα χείλη του, ένα χαμόγελο εσωτερικό, που μόνο ο ίδιος καταλάβαινε. Κοίταξε το ρολόι του και παρήγγειλε ένα κονιάκ. Είχε καιρό ακόμα. Το καφενείο ορθωνόταν λοξά απέναντι απ’ την αποβάθρα, η οποία βρισκόταν σε απόσταση δύο λεπτών περίπου με τα πόδια, στην άλλη άκρη του λιμανιού. Διάλεξε αυτό το μέρος εξαιτίας της πρόσοψής του, η οποία με το σκούρο ξύλο, με τα παράθυρα χωρισμένα σε πολλά τετραγωνάκια και με την είσοδο που κουβαλούσε τη φθορά απ’ τα ανοιγοκλεισίματα δεκαετιών, έδινε την εντύπωση ότι είχε δικαιωματικά πάρει τα παράσημα και τη γοητεία μιας ώριμης κοντέσσας. Όταν η σερβιτόρα του έφερε το ποτό, την ευχαρίστησε με ένα ανεπαίσθητο σήκωμα του καπέλου του. Έστριψε ένα τσιγάρο και ανακεφαλαίωσε για να βεβαιωθεί ότι είχε τακτοποιήσει τα πάντα. Τα κλειδιά του σπιτιού, τα χαρτιά, τη διαθήκη, το αμάξι και όλα τα αντικείμενα που άπτονταν της ζωής του. Εδώ και χρόνια (από τότε που υποβλήθηκε σ’ αυτή την ενοχλητική εγχείρηση στο στομάχι) κρατούσε στο σπίτι του μόνο τα αντικείμενα εκείνα, τα οποία σε περίπτωση ξαφνικής αποβίωσής του θα φαίνονταν λογικά στα μάτια των κοντινών του. Η μετά θάνατον έκθεση ήταν ένα ζήτημα που τον ταλαιπώρησε πολύ σ’ όλη του τη ζωή. Δεν μπορούσε βέβαια να εξηγήσει, ούτε καν στον εαυτό του, πώς προέκυψαν όλα αυτά. Είχε περάσει τα εξηνταεννέα του χρόνια, έκανε δύο παιδιά (η άλλη του κόρη ζούσε στη Μαδρίτη κι αρνούνταν οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του), έχτισε ένα σπίτι για την οικογένειά του και δούλεψε αδιάλειπτα για πάνω από πενήντα χρόνια. Απ’ αυτόν χρηματοδοτήθηκαν σπουδές, πληρώθηκαν αυτοκίνητα που μετατράπηκαν σε παλιοσίδερα, ένιωσε πολλές φορές ένοχος και ακόμα περισσότερες έπρεπε να συγχωρέσει. Είχε δεσμούς και όνειρα που δεν έζησε, χόρεψε σε γάμους και βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να θάψει τη γυναίκα του. Ο ηρωισμός δεν ήταν ποτέ στοιχείο του χαρακτήρα του, αλλά ποτέ δεν απέφυγε τις συνέπειες των πράξεών του. Και τώρα, απ’ τη συνταξιοδότησή του και μετά, όλα φαίνονταν να κινούνται με ιλλιγγιώδη ταχύτητα ή μήπως τώρα είχε το χρόνο ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται τις αλλαγές; Πάντως, σταδιακά, ο ρυθμός του όλο και απομακρυνόταν απ’ το ρυθμό του κόσμου. Ολόκληρες ήπειροι απαγόρευαν το κάπνισμα σε εστιατόρια και μπαρ, η χρήση μετρητών έδινε σχεδόν την εντύπωση της αφερεγγυότητας και στο ραδιόφωνο δεν έβρισκε ούτε μια εκπομπή που να τον αγγίζει πραγματικά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο περίγυρός του του συμπεριφερόταν σα να μην υπήρξε ποτέ ο άντρας που ήταν, ο άντρας που καταλάβαινε τη ζωή, που είχε περισυλλέξει εμπειρίες κι είχε καταφέρει να κρατήσει ζωντανή την περιέργειά του. Του ερχόταν αηδία μ’ αυτό το αίσθημα του αναχρονισμού που τον κυρίευε. Αηδίαζε εξίσου με το γεγονός ότι η χυδαιότητα του κόσμου τον έκανε να φαντάζει κυνικός. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φύγει απ’ τη ζωή του. Πλήρωσε το λογαριασμό και τράβηξε το δρόμο του. Υπήρχε χρόνος για να προλάβει το πλοίο, χρόνος

αρκετός για ν’ ανακαλύψει τι τον περίμενε στην άλλη μεριά, υπήρχε χρόνος για μια νέα ζωή.



λιτέρα

57

(A face page. Δέλλιου Μαίρη) Update please. USER UPDATED TO CREATOR QUESTION Building character signs. Body building. They feel strong, but they ‘re a balloon. Command error. Take the problems away. Doesn’t matter. It’s a fake. Almost by force, like a doctor’s recipe, “you have to live also”. Found by a reality view. [the most real] Today’s painting problem isn’t concerning painting, we are able to make and interpret anything. The problem is painter’s inability to stop painting. Resistance and observation. Science should be trusted more than a person’s eyeball. Representation then. Visual. What has left. Common sense convention under basis supposing rift. Consecutive. When it effects, can give in, when it flows, its fun. An answer, sort of honest. A stupid tone. Maybe an exact definition. A stupid tone. I won’t ask anything again. Censorship. Beep.

The face. Which bin for recycling history. Littering and then comments. No comments nor traces. A face bin. Wasted anger for throwing a going up thread in a ground of threshers out of order whose bins aren’t aware of use and historicize going together near moments and faces of logic and bins. Thought, kid displaying no more availability. Pressing answers that come after of their grand erase. Fable wear and tear. Preorder the fact of accepted disorder, preferred to be there. Sight can’t speak about form. When moments are optimistic, this mess, is because we can recognize it.


58

λιτέρα

Need the key. No getting to harass for scientifically finding where you belong.-Existence failed in terminal. Command error. Dead by OD the damned, dead by low dose u and m. Threw it all. The face bin. Mixed reality growth is a result; easy to use or handle under moving without baggage, stuff can’t afford color space; uprooting themes under a face, data constructing an identity, without having one, used meeting debt. Applicable picks out a sign, enough. I tried. There is no reason to consider self in personal, anyway. Unification accord and nothing wrong about concern. Cared. Exchanged. Composition. AGREE AND AGREE. SELF RESISTANCE. BULLSHIT CAN BE FORGIVEN WHEN YOU BECOME DEAF. [EXEPT]: NO MORE DEAF SELF PORTRAITS. 100% P O E T S A B A N D O N C U R I O S I T Y Human’s theories are not exactly with the best critique, we sure know it, but remain to modulate the normalcy. Dichotomy fallacy. By now I see the olden oddity you ‘ll get. Without the quilt. Every time one eye is bigger than the other. Maybe, eyes follow the separation. Double portrait is better with two pairs of different eyes combined. Integrity damaged the same from lines to lines. Because if they aren’t, they will be, and if they won’t be, nor are, they don’t know what’s about, and that’s easy to know. Exact like, they will both do anything for their use. They are not there. I need a professional gamer for the definition. Lost a chance to be mine being.

Nature excuses the absence. A corruption which avoids the sea. Acult disavowal all around. Nudity is preferable on canvas, or on a face, you will change its condition but it will always be under the objects totality. Very close to a complete misunderstanding, voice left the poem player. Into a harmony of a flat varistor rival. BABY LIFE JACKET Back home explanation took mixing place. Insert forget eject + play


No reason for accession in any way of life. They lose their disparity when they lose their character and strengthen in waste of gifts. Commons are in interest when they difference in a point without leak. Because of them, the for good and for all passing and in position, are usually disordered. As observers they agree with each one and never listen their opinion beside the decision moment, which takes need only suggestively, like contradiction in their vocabulary, which disconfirms when they are seated above and next to the other of the completion of broken and merged repeated actions. Face is solvable in the world.

[broken mirror][after] [punch] [broken self portrait] [face] [no] Can’t afford anything but a logical stand. Hypothesis. Execute self destruction. Definite mode on. Detachment conditions among individual and environment. Points. I thought they were role-playing, but no. They exist in their structure as they exist near me. Nor a change can upset their habits. What is best in curious laws with the same terms. A reproduction and production. A reproducible strainer is here. Odds and ends without a decision spot. Applied problems. When reason doesn’t exist, should be from the understanding of where the reason leads.

One more. Angry we were for a wound. The only thing I love: blur tool. Maybe I would prefer. I saw you coming. Seeming sees when studied. Coming and going around. One more. My fine key, empty battery all I hear. Proof detected rise of surgery under human under suns of understanding at a chain to lose. Boundaries destroyed dungeon. Need the ones. Avoid the others. Can’t make up here. DRUMFIRE drumfire Face personification is needed. Someone. One more. Trust identity for further apprehension. No. Can’t fight for the inexistent. Protect the natural. Protect nature from disappointing. Protect you from disappointing by nature. These are parts. Can’t be a whole. Asking a doctor what health is. Face is. In the past when on war, wise. Give him a sword. Face to face. Have to have a face first. [Object face] Being the pig, concrete confronting start. Who cared for the agreement, complexity aggressive is complex plane. Rocky underneath Roots for plants. A face page. Self subjects. Lost coordinates is a job - question



λιτέρα

61

ημερολόγιον λεωφορείου Θαλής ο περιπατητής

Πέμπτη … Μαρτίου 2012 Άλλη μια μέρα εργασία και χαρά. Μέχρι αύριο που είναι η πιο ωραία μέρα της εβδομάδας. Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ειδικοί αφού η Παρασκευή έχει τα λιγότερα εμφράγματα. Μακάβριος τρόπος για να μετράνε την ευτυχία μιας ημέρας. Δε βαριέσαι… Το λεωφορείο προέρχεται από τα ανατολικά, είναι που λέμε «ευγενές». Και μάλιστα από τις πολύ γαλαζοαίματες περιοχές της πόλης. Και αυτό «φαίνεται». Δεν φαίνεται όμως στο λεωφορείο που κάνει το δρομολόγιο της επιστροφής. Δεκάδες επιβάτες, ασιατικής προέλευσης, παστωμένοι αγκομαχούν. Αγκομαχεί και το όχημα. Όλοι αγκομαχούν. Και βαρυγκωμούν. Σιωπηλά ίσως. Αυτή η σιωπή που κάνει κρότο, όμως. Το νιώθεις στα βλέμματα. Άδεια, ουδέτερα. Σχεδόν εχθρικά. Ο καθένας στο μικρόκοσμό του. Έτοιμος να τον υπερασπιστεί. Από αδιάκριτα μάτια. Από αδιάκριτες μύτες που θέλουν να μυρίσουν το γυναικείο άρωμα. Να το κλέψουν. Να το κάνουν δικό τους. Είναι αγαθό κοινής χρήσης. Δημόσιο. «Επόμενη στύση…». Τι; Άκουσα καλά; Τι είπε; - Τι είπε παιδί μ’, δεν άκουσα καλά η μπαταρία δεν έχει δύναμη. Ποια είναι η επόμενη στάση; - Επόμενη στάση «Φόρος». - Α, όχι εγώ κατεβαίνω πιο κάτω… Και τι να κάνουμε ρε γιαγιά που κατεβαίνεις πιο κάτω; Να χαρακωθούμε; Τι μου το λες, να σου πω μπράβο; Όλα αυτά όμως στο επίπεδο των σκέψεων. Και πράξη; Ένα βλέμμα συγκατάνευσης, συμπάθειας. Με το ζόρι. Ο κώδικας το επιβάλλει… Και γιατί το ονόμασαν «Φόρος»; Μήπως γιατί εκεί κοντά είναι η εφορία; Μπα, και γιατί δεν το ονόμασαν «Εφορία» ή «ΔΟΥ»; Και τι σόι Φόρος είναι; Φόρος εισοδήματος,


62

λιτέρα

κεφαλικός φόρος, φόρος αίματος; Ψάξε στο google μπας και το βρεις. Μπα, μέχρι να πάω στον υπολογιστή θα το έχω ξεχάσει. Στην επόμενη στάση, ανεβαίνει μια χοντρή κυρία. Και πρέπει να περάσει μέσα. Και για να περάσει μέσα θα πρέπει να τσαλαπατήσει καθόσον ευτραφής. Κάνω χώρο όσο μπορώ. Δεν το γλιτώνω. Την τρώω τη λεκανιά (χτύπημα με τη λεκάνη). Δράση-αντίδραση. - Ε κάνε λίγο πιο μέσα να περάσουμε… - Που πιο πέρα, έχει κόσμο… - Δεν βλέπεις χριστιανέ μου, άδειο είναι… Που το είδε το άδειο, τιγκαρισμένο είναι το ρημάδι. Άντε, να κάνω λίγο πιο πέρα. Δεύτερο σκούντημα, με το στήθος. - Πω ρε… - Τι πω ρε, άντε προχώρα, νυχτώσαμε… - Τι είναι αυτή ρε συ… Το τελευταίο βγήκε πιεσμένα σχεδόν ενδόμυχα. Δεν θέλω συνέχεια. Άντε πρωί πρωί πολλά μας τα κανες…. Τι σου τα κανε μωρέ κι εσύ σου πλήγωσε τον εγωισμό ή εισέβαλλε βίαια στον ιδιωτικό σου χώρο; Όχι, για πες, θα το έλεγες αν αντί για τη χοντρή ήταν μια θεογκόμενα, από αυτές που σου φτιάχνουν τη μέρα; Και βέβαια όχι, δεν θα με χαλούσε καθόλου. Θα τη δεχόμουνα την πίεση με μεγάλη ευχαρίστηση. Τέτοια τυχερά δεν έχει κάθε μέρα. Σας μιλάω εκ πείρας. Δυο γέροι κάθονται στη γαλαρία και μιλάνε αρκετά υψηλόφωνα. Αφού δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω ας τους ακούσω… - …και που λες ο Στέφανος είχε δύο αγόρια. Το ένα τελειώνει τώρα το Πολυτεχνείο. Κάτι μηχανικός μου είπε είναι. Πολιτικός μηχανικός είπε, μάλλον, δεν θυμάμαι… - Και ο άλλος; - Ο άλλος …άστα να πάνε. Είχε μπλέξει με τη νύχτα. Ένα παλικάρι ίσαμε εκεί. Δείχνει το «εκεί». Γυμναστής είχε σπουδάσει μα τα παράτησε. Τον βρήκαν δουλειά σε νυχτερινό μαγαζί. Έμπλεξε με… ξέρεις. Αυτά δεν έχουν καλό τέλος. Αλλά δεν τον έκανε ζάφτι κανείς. - Και; - Τον φάγανε με πιστόλι… - Πωωωω… Κι άλλο «Πωωω». Αυτό όμως δε συγκρίνεται με το δικό μου. Ρε γαμώ το, τι ακούω πάλι. Προχώρα πιο μπροστά, άντε μη μας μαυρίσει τη μέρα. Όρθιος μπροστά σε μια γιαγιά (κι άλλη;) και έναν νεαρό με σκουλαρίκι στο αυτί. Ακούει ένα ντανταμπαντούμπα στο ακουστικό του κινητού (Ι Pod ήτανε, δεν ξέρω, θα σε γελάσω).


ημερολόγιον λεωφορείου

Θαλής ο περιπατητής

Είναι στο διαπασών και παρόλο που έχει ακουστικά ακούγεται ενοχλητικά. Ναι ρε, θ’ ακούσεις κι εσύ, θέλεις δε θέλεις. Θα υπάρχω θες δε θες. Έτσι τραγούδαγε και η Γαλάνη. Η γιαγιά διαβάζει κάτι ψαλμούς από ένα κόκκινο βιβλιαράκι τσέπης. Μήπως είναι το κόκκινο βιβλίο του Μάο; Μπα δεν νομίζω, μαοϊκή η γιαγιά; Τι πίνεις και δεν μας δίνεις; Κάπου κάπου η γιαγιά αφήνει το διάβασμα και κοιτάει τον νεαρό. Είναι φανερό ότι ενοχλείται. Αλλά δεν μιλάει. Φοβάται άραγε; Τέλος τραγουδιού, μέχρι το επόμενο track μια όαση ηρεμίας για τη γιαγιά. Κάτι να σπάσει το γκρίζο. Σαν τον τυχερό λαγό που βγάζει ο ταχυδακτυλουργός από το καπέλο. Που ‘ντο για; Να το. Με την περιβολή της γυναίκας που ξέρει να τραβάει τα βλέμματα. Είναι η αύρα. Δεν ξέρω αν είναι έτσι ακριβώς αλλά «κάτι» υπάρχει στον αέρα. Κάτι που σε τραβάει να το δεις από την πρώτη στιγμή. Και ξέρεις ότι είναι μοιραίο να συμβεί. Στενό τζην ελαφριά ξεφτισμένο και μπότα μαύρη περίπου φλατ. Άσπρο πουκάμισο που αφήνει να φανεί πονηρά η κοιλιά και λίγο στήθος. Και ένας χείμαρρος από καλοχτενισμένα μαλλιά. Δεν ψάχνει απεγνωσμένα να καθίσει. Περιμένει μάλλον ανυπόμονα να έρθει η στάση να κατέβει. Μήπως την έχω ξαναδεί; - …παρακαλώ αγαπητοί μου συμπολίτες, ένα λεπτό να σας απασχολήσω. Είμαι εγώ που είχε δείξει το κανάλι (…) με το παιδάκι που πάσχει από καρδιοπάθεια και πρέπει να πάει στο εξωτερικό να χειρουργηθεί. Εγώ είμαι ανάπηρος, εδώ είναι η βεβαίωση του υπουργείου αν θέλετε να δείτε… την βοήθειά σας ζητώ, να είστε όλοι καλά… Ο ιδιοκτήτης της φωνής που με επαναφέρει απότομα κρατάει στη μία μεριά κάτι σαν χαρτί υπηρεσίας και στο άλλο μια εικόνα παιδιού που έχει στην μια άκρη και μια Παναγίτσα πλαστικοποιημένη. Λίγοι τον προσέχουν, ακόμη πιο λίγοι του δίνουν κάποια ελάχιστα χρήματα. Στην επόμενη στάση κατεβαίνει. Οι αφίσες στα καταστήματα πονηρές, τα συνθήματα με σπρέι το ίδιο. «Just ντου ιτ», «Φωτιά στα Σαββατόβραδα», «το μόνο πτυχίο με αξία είναι το Ι5». Υπάρχουν όμως και οι αφίσες στα άδεια καταστήματα, σε αυτά που ενοικιάζονται. Καλύπτουν συχνά όλη την πρόσοψη, σαν ένα πρόχειρο κακοφτιαγμένο σάββανο. Σαν ένα δόντι που βγήκε και βάζεις βαμβάκι να σταματήσει η αιμορραγία. Κι άλλο δόντι βγήκε κι άλλο βαμβάκι χρειάζεται… Κάποτε φτάνει και η δική μου στάση. Ο κουλουρτζής δίπλα, σε στρατηγικό σημείο, διαλαλεί την πραμάτεια του. «Έλα το φρέσκο…». Όλα κουρδισμένα ξανά και ξανά σαν έργο που βλέπεις συνέχεια και ξέρεις που βγάζει. Και το πλήθος των περαστικών που σαν αυτόματα διαγράφουν χιλιάδες νοητές γραμμές στο πεζοδρόμιο σαν τα ίχνη των καυσαερίων από τα αεροπλάνα….



λιτέρα

65

Βιργινία Μαστρογιαννάκη το λάθος

λάθος το [láθos]: ενέργεια ή παράλειψη που αποκλίνει ή που έρχεται σε αντίθεση με το ορθό, το επιθυμητό, το επιτυχημένο κτλ.• σφάλμα: Xοντρό / βαρύ / μεγάλο / σοβαρό / ασυγχώρητο / βλακώδες / μικρό / ασήμαντο ~. Kάνω / διαπράττω / διορθώνω / επανορθώνω / καλύπτω / ομολογώ / παραδέχομαι / αρνούμαι ένα ~. ~ ανθρώπινο / της φύσης. Mαθαίνει κανείς από τα λάθη του. || (έκφρ.) κατά ~, χωρίς πρόθεση, από παραδρομή: Tον έσπρωξε κατά ~. γράψε ~, όταν κάποιος παραδέχεται ότι έσφαλε. 1. ενέργεια ή παράλειψη που έρχεται σε αντίθεση προς τους ισχύοντες κανόνες της ηθικής, της κοινωνικής συμπεριφοράς: Πέφτω σε λάθη. 2. ενέργεια άστοχη, αδέξια, ανεπιτυχής ή παράλειψη: α. που οφείλεται σε κακή κρίση, εκτίμηση, απόφαση κτλ.: Λάθη στην εξωτερική πολιτική. β. που οφείλεται σε παρεξήγηση, άγνοια, ελλιπή γνώση ή κατανόηση κ.τ.λ.: Έκανα ~ στον αριθμό. Λάθη άγνοιας / απροσεξίας. γ. που συνιστά υπαιτιότητα, φταίξιμο: Tο ~ σου μου στοίχισε ακριβά. 3. ενέργεια που συνιστά παρέκκλιση: α. από έναν κανόνα (της επιστήμης, της τέχνης, της τεχνικής κτλ.): Ορθογραφικό / γραμματικό / συντακτικό / τυπογραφικό ~. Έγιναν λάθη στην υπαγόρευση. β. από έναν υπολογισμό: Λογιστικό ~. || διάσταση ανάμεσα στην ακριβή αξία ενός μεγέθους και στην υπολογισμένη: Aπόλυτο / σχετικό / συστηματικό ~. 4. (ως επίθ.) που είναι λανθασμένος, εσφαλμένος: ~ κίνηση / απάντηση / κατεύθυνση / μέθοδος / εκτίμηση / υπολογισμός / πρόβλεψη. Πήγε σε ~ διεύθυνση. ΦΡ χτυπώ ~ πόρτα. 5. (ως επίρρ.) με τρόπο που δεν είναι ορθός, κανονικός: Tο ρολόι πάει ~. λαθάκι το YΠΟKΟΡ. [ΕΤΥΜ. μτγν. αρχική σημ. «λήθη», <αρχ. λανθάνω (υποχωρητ.) βλ.λ. Η σημασία «σφάλμα» είναι μεσν. λάθος: συνώνυμα. Η παρέκκλιση από το ορθό σε όλα τα επίπεδα (πρακτικό, θεωρητικό, ηθικό, κοινωνικό κ.λ.π.) συνιστά ό,τι ονομάζουμε λάθος. Λάθος, λήθη, αληθής είναι ομόρριζα του λανθάνω «διαφεύγω την προσοχή». Αληθής είναι αυτός που δε μπορεί να διαλάθει την προσοχή, να ξεφύγει, να κρυφτεί∙ άρα ο πραγματικός, ο αληθινός. Λήθη είναι η διαφυγή από την προσοχή, το ξέχασμα, η λησμονιά. Κοντά στην κυριολ. σημ. της λ. λάθος «αυτό που διαφεύγει την προσοχή»


το λάθος

Βιργινία Μαστρογιαννάκη

είναι και οι λ. αβλεψία και αβλέπτημα (κυρ. Το τυπογραφικό λάθος που έχει ξεφύγει από την προσοχή) από το ρ. Βλέπω, καθώς και η λ. απροσεξία (προσέχω). Μια άλλη σειρά συνωνύμων της λ. λάθος συνδέονται ετυμολογικά με την έννοια του τόπου: σφάλομαι «γλιστρώ και πέφτω» > σφάλμα* «το γλίτρημα, το πέσιμο, η παρέκκλιση από την όρθια θέση», παράπτωμα (πίπτω), ατόπημα (τόπος), ολίσθημα «πέσιμο από γλίστρημα. Άλλα συνδέονται με την έννοια της περιπλάνησης και της λοξοδρόμησης από τον κανονικό δρόμο: πλανώμαι «περιπλανώμαι» > πλάνη «περιπλάνηση» - «λάθος» (π.β. λατ. errare «περιπλανώμαι» > error «πλάνη» και παραδρομή (στη φράση εκ παραδρομής). Η αποτυχία στη σκόπευση (αστοχώ) οδηγεί στο αστόχημα «λάθος» (π.β. γερμ. fehlen «αστοχώ» > Fehler «αστόχημα, λάθος»). Ολόκληρο το φάσμα των λανθασμένων παρεκκλίσεων, δηλαδή των λαθών, θα μπορούσε να παρουσιαστεί σαν ένα λεξιλογικό συνεχές από το αβλεψία μέχρι το γκάφα «χοντρό λάθος»: αβλεψία (και αβλέπτημα) – απροσεξία – παραδρομή – λάθος – σφάλμα – αστόχημα – ατόπημα – ολίσθημα – παρατυπία – πλάνη – παράπτωμα – γκάφα. *σφάλμα το αρχικό ρήμα σφάλλω σήμαινε «ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον να πέσει»

Για κάθε έργο που αποκτά υλική μορφή, υπάρχουν πολλές παραλλαγές του που δεν την αποκτούν. Κάποιες φορές, αναφορικά στην Τέχνη και δη στις χειρονακτικές πρακτικές, δεν υφίσταται η δυνατότητα λάθους, δεν υπάρχει «undo», Cntr+Z ή εν πάση περιπτώσει, τρόπος αυτό να παραγραφεί. Η έλλειψη της εν λόγω ιδιότητας, οδηγεί σε μια συνεχή απροβλεψιμότητα στην οποία είτε το λάθος δε γίνεται αντιληπτό και συνεχίζει να υπάρχει ή ακόμα και να αυξάνεται, είτε στην περίπτωση που (κανείς) το αντιλαμβάνεται, οφείλει να βρει τρόπους να το εκμεταλευτεί ως αρετή και να χρησιμοποιήσει τις ατέλειες αξιοποιώντας τες, όχι απαραίτητα με σκοπό να τελειοποιήσει, αλλά να βελτιώσει, αυτό που συνετελέσθη. Το λάθος λειτουργεί ως συμβάν• πριν από τον εαυτό του δεν υπήρξε, και γι’ αυτό μπορεί είτε να υπάρξει, είτε όχι. Αυτή είναι η γοητεία του. Τι είναι λάθος στην εκάστοτε περίπτωση, πότε είναι και πώς ορίζεται, εξαρτάται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, από την/τον υπαίτιο. Έτσι αυτή ή αυτός συμπεριφέρεται κάθε φορά με τρόπο υποκειμενικό. Ωστόσο, κάθε φορά έχει τη δυνατότητα να το επεξεργάζεται μεταβάλοντάς το τόσο, όσο να αποχαρακτηριστεί ως τέτοιο από τη ίδια ή τον ίδιο, αφού αυτή ή αυτός παρέκλινε από τους κανόνες που είχε ορίσει.

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B B%CE%AC%CE%B8%CE%BF%CF%82&dq= Γ. Μπαμπινιώτης, ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, εκδ. κέντρο λεξικολογίας, Αθήνα 2008,σελ 985 Sol LeWitt, Από τη μινιμαλιστική στην εννοιολογική τέχνη, εκδ. Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, Αθήνα 2006, σελ 216




BanalisÎľr


Al Shep





Δέλλιου



Waliszewska





Φρασιόλα





Provenzano



Καράνος





FAILE





Welch



Klein





Wascher



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.