Ρούλα Τριανταφύλλου, Πληγές που θρέψαμε

Page 1



ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ


ISBN: 978-618-81901-5-3 Σειρά: Διανυσματικά ποιήματα -10Επιμέλεια: Δημήτριος Γκόγκας © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ & Ρούλα Τριανταφύλλου, 2015 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΝΥΣΜΑ ekdoseisdianisma.blogspot.gr ekdoseisdianisma@gmail.com


ΡΟΥΛΑ

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΥΣΜΑ



Εισαγωγικό Οι Πληγές που θρέψαμε της ποιήτριας Ρούλας Τριανταφύλλου, είναι οι πληγές όλων μας. Είναι οι πληγές που στιγμάτισαν τις ζωές μας, από την μικρή ηλικία μέχρι και τον χρόνο που ζούμε. Μέσα από τους στίχους της συλλογής, συμπάσχουμε με τις αγωνίες, τους πόνους, την αστείρευτη μοναξιά, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, στο παρελθόν και στο παρόν. Οι πληγές της είναι βαθειά ριζωμένες στη ψυχή, στο κορμί, στη ζωή της. Δεν έχουν επουλωθεί και η αναζήτηση της ίασης ακολουθεί τους δρόμους που έχουν χαρακτεί ανάμεσα στους στίχους και τα ποιήματά της. Οι πληγές που θρέψαμε είναι μια ολοκληρωμένη συλλογή που δείχνει πολλές φορές ότι η ποιήτρια κουβαλώντας τον δικό της σταυρό έχει εγκλωβιστεί μέσα σε συγγενείς εξαρτήσεις. Υπάρχουν προσπάθειες λύτρωσης όμως η σημαντικότερη προσπάθεια είναι αυτή που προσδιορίζεται και επισημαίνεται μέσα από την γραφή, μέσα από το παιχνίδι των λέξεων. Η Ρούλα Τριανταφύλλου συνεχώς βυθίζεται μέσα σε θάλασσες και ποτάμια θλίψης και πονά γιατί άφησε στο περιθώριο ανεκπλήρωτα όνειρα και υποσχέσεις που έδωσε σε εύλογους χρόνους στον εαυτό της. Ο πόνος είναι εμφανής στο σύνολο της ποίησής της και ο αναγνώστης ίσως δεν θα μπορέσει να δει ίχνος αισιοδοξίας. Θαρρώ όμως, πως μέσα από τις νωπές ή ξεραμένες στάχτες, η καταφυγή στη ποίηση αποτελεί και την μόνη διέξοδο, να υψώσει το ανάστημά της σε ένα κόσμο που την αποδέχεται, σε ένα 7


κόσμο που την αποδέχεται, σε ένα κόσμο που έμαθε να ζει με τον δικό της ευαίσθητο τρόπο. Τελειώνοντας την σύντομη αναφορά στην Ποιητική Συλλογή της κας Ρούλας Τριανταφύλλου, δεν μπορώ παρά να πως η ποιήτρια στέκεται επάξια και με σιγουριά στο μετερίζι της ποίησης. Δημήτριος Γκόγκας Ποιητής

8


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΤΟΠΙΟ Κραυγή μαρμαρωμένη η σιωπή και ο γαρμπής αμείλικτος στα μερομήνια του Αυγούστου. Με τρύπια χέρια κράτησα σοδειά της Άνοιξης, κίτρινα φύλλα. Κι εσύ, ουρανέ, θύμωσες! Τόσα χρόνια ποια γλώσσα μιλάς; Ο χρόνος μου στενεύει. Το ανοιχτό παράθυρο κορνίζα το τοπίο νεκρή φύση. Ψυχή μου, θάρρεψες να ονειρευτείς… Πάλι θα κάνει κατακλυσμό.

9


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ Η παράσταση στήθηκε. Απαίτησαν τους ρόλους σωστά να παίξουν. Πρωταγωνιστές; Κομπάρσοι. Θεατές; Θεατρίνοι. Εν απουσία ο σκηνοθέτης.

10


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

«Μαύρο μου κύμα η ελπίδα κι ο έρωτας μετέωρος καλπασμός. Καράβι χάρτινο η ψυχή με το κατάρτι μεσίστιο. Στο βάθος ένας άνεμος, μέτοικος μεσημβρινός».

11


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΣΤΟΧΟΣ Στο στόχαστρο ανίερων επιθέσεων ένιωσες, γεύτηκες όλες τις πικρίες της ζωής. Τα μάτια σου εικόνες -χαλάσματα- διασχίζουν. Τώρα, γυαλί θρυμματισμένο, τζάμια ερημωμένων σπιτιών. Ό,τι σε πόνεσε –θυμάσαι;- το φωνάζεις. Σε ποιον άραγε απευθύνεσαι; Δεν υπάρχεις, παρά μόνο στων ματιών σου έγκλειστος τις εικόνες. Δεν τις άντεξες κι αθόρυβα σφάλισες τα μάτια.

12


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ Τη δυστυχία έκρυψε σε ύπνο εφιαλτικό -ίδιο μ’ αυτόν που στέλνουν οι ΕρινύεςΗ μορφή του άλικο περίγραμμα νύχτας. σαν μέταλλο οξειδωμένο στάζει της καρδιάς αίμα. Τον παρασέρνουν αναμνήσεις, τραγούδια των Σειρήνων. Ο νόστος απ΄τη μια κι απ’την άλλη εσύ, Λωτοφάγος που ξέχασες. Και στη μέση αυτός να συνθλίβεται. Κούρσεψε τον χρόνο σε πεδίο μάχης. Σαν χορός μεταμφιεσμένων θεοί και δαίμονες, ρούχα και μάσκες όμοια. Συμπληγάδες που κλείνουν μέσα τους το θάνατο.

13


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΑΠΟΛΙΘΩΜΑΤΑ Βυθίζεσαι σε άναστρη νύχτα. Χάνεται η φωνή σου δίχως παρηγοριά αντίλαλου. Άπλωσες το χέρι κι έκαναν πως δεν το είδαν. Άφησες κραυγή θανάτου. Τάχα δεν την άκουσαν; Πληγή η περηφάνια πυρπόλησε το δειλινό. Έμεινες στους χειμώνες, να κουβαλάς βοριάδες. Την ερχόμενη άνοιξη -είπεςπου δε θα με δεις, μην απορήσεις. Θα ξαναγίνω άνθρωπος.

14


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΕΡΗΜΙΑ Εδώ και καιρό στις πέτρινες ώρες, μέρα καινούρια δεν χάραξε. Ακούω τα βήματά σου στα καλντερίμια. Περίμενες να φύγει η νύχτα σαν σκόνη στο παλιό τραπέζι. Είναι αργά, κι εσύ, συλλογίζεσαι τους κύκλους που έκανε η ζωή, για αιώνιες κατακτήσεις μια απατηλή ανατολή. Σκληρή εποχή. Είπες: Η γη κοιμισμένη σε θλίψεις ισόβιες. Μην απορείς πως σαν χέρσα χωράφια μάς πήραν οι μπόρες. Δέντρα, εκεί γυμνά στου ποταμού την όχθη. Ρούχο παλιό η ζωή σκίζεται μπαλώνεται. Μη νοσταλγείς τα ταξίδια που σκαρώναμε, που δεν τολμήσαμε ποτέ μας… Πήγαν χαμένες οι φωτιές με τις γαλάζιες φλόγες. Αυτός ο κόσμος, σαν κάποιου Λίβα τη φωτιά δώθε κείθε μας σκορπούσε. Δε μοιραστήκαμε τίποτα ως τώρα κι ο χρόνος ζυγώνει. Δώσ’ μου τα χέρια σου, φίλε, δώσ’ μου ό,τι έχεις, έστω δυο δάκρυα, δυο στεναγμούς, πριν τα χνάρια μας σβήσουν στο δρόμο της φυγής.

15


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΓΗ Σε ωκεανούς τραβήξαμε κεραυνούς. Κλείσαμε στους ποταμούς, τις θάλασσες. Σε δέντρο χαράξαμε τα πρόσωπά μας, στη ρίζα του, στην ηρεμία του να εξαγνιστούμε. Στο θρόισμα των φύλλων του ν’ αποκρυπτογραφήσουμε. Ζητήσαμε με τόκο την ύπαρξή μας. Λουλούδι φύτρωσε στην έρημο, μια κραυγή. Πήρε ο ορίζοντας φωτιά απ΄το δικό μας αίμα. Κι εμείς στα τείχη μιας Βαβυλώνας υπνοβάτες βαδίζουμε στην καταστροφή πάντα.

16


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΜΕΤΡΗΣΑ Μέτρησα τους ήχους της σιωπής, κραυγές που σημάδεψαν τον ήλιο. Σ’ αρχαίο καράβι -δυο κομμάτια, δυο στίχοιχαράχτηκε η μνήμη στην πλώρη. Γεννήθηκα γη λησμονημένη, τυλιγμένη στου χρόνου τη σκόνη. Σε βιβλίο παλιό εικόνες παιδικές, Λεμονανθοι. Ζωγραφισμένος με νερομπογιές ο δικός μου ουρανός ξεθωριασμένο γαλάζιο. Κι ας αγνάντευα με μάτια αθώα των ονείρων τον κόσμο…

17


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΕΝΟΣ ΑΘΛΙΟΥ ΡΟΛΟΥ Μήνας Σεπτέμβρης Το μεγάλο ρολόι στον τοίχο δείχνει 5:48’. Πέρα στον ορίζοντα πύρινες καμπύλες διαγράφουν τα βουνά. Σε λίγο θα ξημερώσει. Το λευκό σπίτι θα λουστεί και πάλι στο φως, στα χρώματα του ήλιου. Εκείνη θ’ αφήσει κλειστά τα παράθυρα. Κανένας ήλιος δεν θα ζεστάνει τα τραύματα της νύχτας. Κανένας δεν θα επουλώσει τις πληγές. Έτσι κι αλλιώς, ψηλά στον ουρανό σύννεφα ταξιδευτές με πέπλα θα τον καλύψουν -σαν έναν παράνομο εραστή. Μπροστά στον καθρέφτη χαμογελά, χορεύει, ξεγελά τον εαυτό της χρόνια. Κατά γράμμα τηρεί σενάριο άθλιου έργου, που εκείνος σκηνοθέτησε. Ένας μονόλογος και βουβοί λυγμοί διαπερνούν τους τοίχους. Σήμερα θα συντρίψει τα είδωλα, τον καθρέφτη, το πρόσωπο δανεισμένο από τ’ αγάλματα. Στις ευθείες γωνίες σπάζουν τα συναισθήματα φτερά πεταλούδας. Τέρμα στη διαδρομή της αιώνιας αναμονής.

18


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Μήνας Σεπτέμβρης Το μεγάλο ρολόι στον τοίχο δείχνει 5:48’. Δεν την νοιάζει πια η θέση του ήλιου. Σε λίγο θα νυχτώσει. Μαζί με τη νύχτα θα ’ρθει κι ο θάνατος, φορώντας τη μάσκα σκηνοθέτη ενός άθλιου έργου.

19


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΑΝΕΜΟΔΕΙΚΤΕΣ Το άγγιγμα της μνήμης ενός λεπτού πληγή.

20


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΣΤΙΓΜΑ Αφυδατωμένη μνήμη γαντζώνεται σ’ ερείπια. Αναπνέεις με τεχνική υποστήριξη. Στο δωμάτιο βασιλεύει σιωπή. Νυχτερίδα στο διάδρομο φρουρεί όνειρα. Περιθάλπεις προσευχές συρραφές σε δέρμα. Υλοτόμος φορώντας ρούχα της τρέλας φυτεύεις φθαρμένες ελπίδες. Κόκκινος ο άνεμος στην ακινησία του χρόνου. Σύννεφο αλμυρό η μέρα. Πουθενά γλάροι, πουθενά καράβια. Μονοδρομήθηκε ο πόνος. Επιστράτευση στο πουθενά. Με αόρατα μάτια διανύεις γδαρμένα χιλιόμετρα. Σκόνη τρυπώνεις σε υδάτινες ρωγμές. Κάπου εκεί μέσα στ’ όνειρο, στην ελπίδα, στο ψέμα, στην αλήθεια… Κάπου εκεί… στο πάντα, στο τίποτα, στο χθες, στο τώρα 21


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

Κάπου εκεί… μ’ ένα μύθο εξαργυρώνεις τη λήθη, σ’ ένα ποίημα δικαιολογείς αποτυχίες και ύπαρξη. Λίγο πριν τη νύχτα…

22


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΙ Εκ γενετής αυτοεξόριστοι -πάντα χθεσινοίφυλακίζοντας για πάντα το’’ πάντα’’ γεμίσαμε τις τσέπες εμπειρίες -μαθήματα επιβίωσηςΜεθυσμένοι βαπτίζοντας κέδρους κατάρτια σαλπάραμε παρόντες απόντες σε πλοία αναζήτησης… Τρέμοντας μη ραγίσει τ’ όνειρο, κάψαμε τα χνάρια μας στην άμμο της ερήμου. Για αντιπερισπασμό ταΐζαμε μαύρα πουλιά. Άδικα… Ο θάνατος στ’ αμπάρι μην ακουστεί, με την κατηγορία ότι κλέψαμε το προνόμιο της ζωής, χτύπαγε αδιακρίτως. Τρεις μέρες μελάνιαζε τους ώμους μας. Ανέκφραστα τα πρόσωπά μας φορώντας αμαρτίες παλιών καιρών. Μέσα από δαιδαλώδεις δρόμους, νικητές και ηττημένοι, μαγεμένοι χειροκροτούσαμε. Πετύχαμε το αδιανόητο! Βρήκαμε την πόλη. Και τότε είδαμε φώτα ντροπής. Και τότε βρήκαμε σφραγισμένα ιερά. Μας είπαν: «Οι ναοί πρέπει να μείνουν αμόλυντοι». 23


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

Εκ γενετής αυτοεξόριστοι, σκαλίζαμε σκοτάδι να δούμε άπειρο. Αποτύπωμα μόνο αγγίξαμε της νύχτας σ’ ένα χαμόγελο ζοφερό. Στάζουν απ’ τα χείλη μας καρφιά. η ανάσα μας κρεμάστηκε σ’ αγχόνες Πώς χώρεσε τόση δυστυχία σ’ εκείνο το χαμόγελο; Πως;……

24


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΣΑΝ ΝΥΧΤΑ Έρημη πόλη, άγνωστοι δρόμοι. Και συ, σκιά περιπλανιέσαι. Τις σκέψεις αιχμαλωτίζεις, μην τύχει οι αναμνήσεις και σβηστούν. -Όπως μια κρύα νύχτα τα όνειρα σουΤίποτα δε χάθηκε εντελώς.. Κι όμως, Ποιος μπόρεσε πίσω απ΄τη θλίψη σου να δει; Ποιος μπόρεσε στη σιωπή σου, τι έκρυβες να μάθει; Ποιος σε κείνες τις μεγάλες νύχτες του καιρού έβλεπε το δάκρυ; Ποιος; Σαν έρημη πόλη η ζωή σου ,σαν άδειος ουρανός. Ανακαλύπτοντας την αλήθεια, θρυμματίζεις τα δεσμά σου. Στην έρημη πόλη νυχτώνει. Σβηστά τα φώτα, στους άγνωστους δρόμους χάθηκες. Σα νύχτα στη νύχτα έσβησε κι η σκιά σου.

25


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΣΑΝ ΚΥΜΑ ΦΕΥΓΕΙΣ Ανάμεσα σε θύελλες και κύματα σαν κύμα φεύγεις. Σαν σκιά γυρνάς στις όχθες των άστρων. Σε δρομάκια άγνωστης πόλης χάνεσαι συλλαβίζοντας τις αρνήσεις. Ερήμην ο χρόνος κυλά. Τις μέρες ξεχνάς, Κοιτώντας τους χρόνους που χάνονται. Στις ξεχασμένες γειτονιές που έπαιζες παιδί λες: Δεν με θυμάται πια κανείς…

26


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ Μη με πονάς άλλο καρδιά, κράτα ένα ψέμα για το τέλος.

27


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

Ο ΤΟΙΧΟΣ Σ’ ένα δωμάτιο υγρό, σε βρήκε κι αυτό το βράδυ. Έξω απ’ το παραθύρι, πάγωσε ο ήλιος και μια βροχή, ματώνει το περβάζι. Κοιτάς γύρω σου, ένα κουτσό τραπέζι, ένα αδειανό ποτήρι κι ο τοίχος. Ο τοίχος που χωρίζει. Γυρνάς το βλέμμα, ψάχνοντας κείνη τη χαραμάδα. Το λιγοστό φως που έφερνε και σε συντρόφευε τώρα, δίχως ήχο η φωνή και στο βλέμμα η αγωνία. Ο ίσκιος του θανάτου κυματίζοντας επτά πέπλα, στήνει ξέφρενο χορό. Και συ, κοιτάς επίμονα τον τοίχο. Το φως φαντάζεσαι, τα χέρια απλώνεις, ανάμεσα στα δάχτυλα, αχτίνες αιωρούμενες και σκόνη. Μικρό πουλί, τραυματισμένο χελιδόνι. Πέταξες ,ψάχνοντας γενέθλια πατρίδα. Η ζήση σου ένας σταυρός, στα χείλη πικρό κρασί μοναχικό μεθύσι. Τώρα, μιαν άνοιξη, καρτεράς και συ, μια Κυριακή, μια Ανάσταση προσμένεις.

28


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Ο τοίχος έπεσε. Το δωμάτιο πλημμύρισε φως.

29


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΑΙΜΑΤΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ Επτά μέρες κι επτά νύχτες. Ανοιξε ο ουρανός. Αίμα βροχή. Μουδιασμένη η γη το κόκκινο πώς να ρουφήξει. Οι αγέρηδες αντάμωσαν αλύπητα χτύπησαν τη στέγη. Εμείς βρήκαμε καταφύγιο στου παρελθόντος την κουβέρτα. Στην πονηρή φενάκη κλείσαμε τα μάτια μας. Ευχή για να περάσουμε καλά. Ξεπουλημένες συνειδήσεις, πλασματικές αξίες, ευημερούντες αριθμοί, στο αιμάτινο ποτάμι.

30


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ Η ελπίδα με το θάνατο μετριέται σε μια μάχης της φωτιάς.

31


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ Κουρνιάζω σε λέξεις. Φτιάχνω ποιήματα. Μέσα μου κήποι αυθαίρετοι. Υποβόσκει ανεκπλήρωτη παραίσθηση Μια φωνή, μια βροχή αλλάζει το πλάνο. Σε λίμνη καθρεπτίζεται νάρκισσος. Ω με τι ωραίο πλάσμα εξισώνεις το χαμένο χρόνο στοχασμοί, φιλοσοφίες. Διαμελίζεις ιμάτια σαν ιερόδουλη. Με μύρο ξεπλένεις την αυθαιρεσία. Μαινάδα σκέψη καταμεσής το ρήμα βρέχει. Κρυώνω στη μοναξιά των στίχων. Πιο πέρα καθρεπτίζεται νάρκισσος. Σε γνωρίζω. Άδοξος ποιητής, πρώτη τάξη, θρανίο δεύτερο. Εγωισμός ο δάσκαλος επί παντός επιστητού.

32


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΙΜΜΕΝΟ Σε συρτάρι παλιό , το συναίσθημα κλείδωσα. Φιλί του Ιούδα. Με τ’ όνειρο θαμμένο και το «θυμάμαι» Ζώη πουθενά και συ πάτωμα ψηλό με άδειο βλέμμα Τα πιόνια κινείς, μισόν αιώνα κρυψώνα περίγελου. Χαρά στην ήττα μου. Τι κέρδισες; Στ’ χνάρια σου οι παρτίδες μου κλεμμένες.

33


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΣΤΗΝ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ Κι έγιναν οι άνθρωποι θεοί. Ακονίζουν σίδερα, καυτά σπαθιά. Μαύρισε ο ουρανός, καμπάνες πένθιμες τραγούδια των πουλιών. Αλίμενη η νύχτα δυο σύννεφα ναύλωσε δίχως βροχή. Κι εγώ,σε έρμη γη, ανάδελφη, με πανωφόρι παλιό, τρύπια παπούτσια, ξυπόλυτο μυαλό. Έσκυψαν πάνω μου πολλοί-κάτι να πάρουν. Στην τσέπη ένα χαρτί: Κρατώ στα δόντια την ψυχή. Φαντάσματα γλιστρούν απ’ τις γωνιές . Κρύβομαι από πειρατές. Με πλάγιο ήχο θα στο πω: «Κοίτα, μας πρόδωσαν οι καιροί» Γίνετε αντίλαλος η φωνή: «Σαν από θαύμα επιζώ» Πνίγομαι, πρέπει να φύγω. Νιώθω ένα τράνταγμα. Ξημέρωσε. Με τρόμαξες… όνειρο ήταν. Ο εφιάλτης είναι δω. Κομμάτια του καιρού.

34


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Στις εκβολές του τίποτα Χάραξε η θάλασσα ταξίδια αλαργινά, μα ούτε δέντρο ούτε πουλί. Στην τσέπη το χαρτί να μου θυμίζει το κενό Στην ανυπαρξία των καιρών.

35


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΟΥΤΟΠΙΑ Στα αθεμέλιωτα σπίτια, δε ριζώνουν ελπίδες.

36


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΖΩΗ Νύχτα που αργεί να ξημερώσει η ζωή. Στο πουθενά κι εσύ ταξιδευτής με εισιτήριο ληγμένο στην τσέπη. Δύση που ξέχασε να γίνει ανατολή η ζωή. Μέρα τη μέρα, κάθε μέρα και λιγοστεύει.

37


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΧΡΟΝΟΣ Αμείλικτος χρόνος, Αλίμενη θάλασσα, Μοίρα ορίζει,

ξέφρενος καβαλάρης. αθώρητος βαρκάρης. πέτρινη ανάσα.

Άγνωρη γη άμορφη όψη,

θανάτου ανερμήνευτη.

38


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΝΟΘΕΙΑ Δεν μου άρεσε να μπερδεύω τις γεύσεις κι ακόμα στο κρασί νερό δεν βάζω ούτε ζάχαρη στον καφέ. Και να με κερνά η ζωή αλήθεια στο ψέμα -λιωμένηνοθευμένες γεύσεις, άντε να τις ξεχωρίσεις.

39


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΑΤΙΤΛΟ Γερασμένοι μποέμ πίνουν την τελευταία γουλιά του κρασιού τους, καταπίνουν την μπουκιά τους. Πέφτοντας να κοιμηθούν, έφυγαν μαζί με τ’ όνειρά τους. Κι εμείς μάθαμε τους υποθετικούς λόγους «ύπνος, θάνατος δίδυμος αδελφός» Και σαν νέοι που ήμασταν, τα περνούσαμε όλα στα ψιλά. Δύσκολα ανακτώνται τα χαμένα ποιήματα. Ο προβληματισμός του ποιητή, η ανία της καθημερινότητας, φτηνές εμπνεύσεις, παραλήρημα, μακάβριοι συνειρμοί. Οι στίχοι στο χαρτί γελοιογραφίες. Όλοι και όλα φθείρονται, πεθαίνουν, γεννιούνται στον αέναο κύκλο της ζωής. Κι εσύ με ρωτάς αν κοιμήθηκα χθες ή αν έβγαλα βόλτα τον σκύλο…

40


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

«ΚΛΟΙΟΣ» Ατέλειωτη νύχτας ώρα. Βροχή θλιμμένα τραγουδά στη στέγη. Ξεχύνεται πόνος απ’ τα στήθια. Ο φόβος απλώνει παντού . Το πέρασμα του χρόνου δίχως φως, δίχως ελπίδα.. Θρηνώ ένα χαμό. Χιμαιρικά ερέβη ο χαμένος μου πλούτος. Τι να ’ναι αυτό που με πνίγει; Τι να ’ναι κείνο που βαραίνει την ψυχή κι αλυσίδα που με δένει; Τι να ’ναι αυτό και τι προσμένει; Μάης στην καρδιά της χειμωνιάς ποτέ δεν ξημερώνει Κι είναι το πέρασμα του χρόνου σκοτοδίνη που διαβαίνω –στο δρόμο με φώτα χίλια. Του χρόνου το πέρασμα κενό. Κι η παγωνιά με καίει. Ω, και βάνει ο νους μου δυο φτερά πουλί να γίνω.

41


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

«Ψυχή ,άφατό μου εσύ μυστήριο και γω, κερί που τρεμοσβήνει σε κάποιο ερημοκκλήσι»

42


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΔΙΚΑΙΩΜΑ Είμαι εδώ κι εγώ μ’ όλους τους άλλους, ανώνυμο πλήθος που δεν συγκινείται, ανερμάτιστα υπνωμένοι, και φωνάζω : «ετούτος ο τόπος ανήκει και σε μένα». «Τι φωνάζεις; Τι θέλεις;» μου απαντούν. Κι από πού η φωνή; «Έχω κι εγώ δικαίωμα σ’ αυτόν τον τόπο». Δεν υπάρχεις εδώ. Δεν ανήκεις εδώ. Δεν υπάρχεις. Κι όμως, εδώ η ανάσα μου, εδώ η ζωή μου, εδώ η λευτεριά μου, εδώ η φωνή μου Σίγουρα θ’ ακουστεί, Θα ειδωθούν τα φτερά μου.

43


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΜΙΛΩ Σ’ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ Μιλώ σ’ άλλη γλώσσα, τώρα, σ’ άλλον ορίζοντα. Ρεμβάζω χρώματα, παραλήρημα ψυχής, σχήματα αντικατοπτρισμού πιστά. Αρώματα ξυπνούν αναμνήσεις Πιάνομαι σε παραμύθια κόκκινες κλωστές. Αγάπη. Φωτιά, κρύο, αστραπή και ο καιρός κρατάει μυστικά.

44


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΠΕΤΡΙΝΑ ΟΝΕΙΡΑ Σε γκρίζο τοπίο, στο μεταίχμιο του χρόνου Σε μια στροφή , σ’ ένα στίχο ανταμώσαμε . Τη μοναξιά μας αποσκευή μόνη, αυτή. Ταξίδι έταξες , καράβι πέτρινο ναύλωσες -τα’ όνειρα μου. Άνεμος εγωιστής φύσηξε αλύπητος βοριάς. Τα πανιά ,κομμάτια της ψυχής ,δεν άντεξαν -μάτωσα στα δυο σου χέριαΚαι κει, Σε κείνη τη στροφή, χάρισμα στων ονείρων το θάνατο, μ’ άφησες.. Στη μοναξιά αυτών που ξέρουν για πάντα ν’ αγαπούν.

45


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΤΟ ΡΟΛΟΙ Μπορώ να πω έμαθα τον κόσμο, πριν συλλαβίσω. Με μπέρδευαν το Ρω, το Δέλτα. Κι αν τη ζωή ονομάσω αλφαβητάρι, ακόμα με μπερδεύει στις λέξεις. Στο πριν στο μετά στο σήμερα. Το τώρα των ανθρώπων. λόγια που γίνονται καρφιά και μαχαίρια. Δεν στάθηκα πολύ στο άλφα, τα λόγια σταματούν σ’ ένα απλό ωμέγα.

46


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΡΩΓΜΕΣ Ώρες ναυαγισμένες του κόσμου οι σιωπές Μέρες κουρελιασμένες φώναζαν: «Ένα ποτάμι ακολουθεί… ένα ποτάμι». Στην όχθη του θυμήθηκα δυο ρωγμές του ήλιου χέρια που δεν πρόλαβαν. Νύχτας αλμυρό νεφέλωμα σε δέντρου εκατοχρονίτικου σκιά αποκοιμήθηκα…

47


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΜΗΝ ΑΠΟΡΕΙΣ Θυμήσου κείνα τα λόγια που έλεγα: «Η ζωή μικρή και οι χαρές της λίγες». Ίσως γιατί αν τις έδινε πολλές και μαζεμένες, να μπουκώναμε, να μην πέφταμε με τα μούτρα σε γλυκό ταψιού σιροπιαστό και λιγώσουμε. Σε χρωματιστά χαρτάκια, διπλωμένες, λίγες καραμέλες και ζαχαρωτά με επικάλυψη σοκολάτας το ψέμα… Μην απορείς για την πίκρα που νιώθεις στο στόμα.

48


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΠΕΡΑ ΑΠ’ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ Ήλιος ταξιδευτής, ντύνει τη μέρα με χρώματα. Στο περβάζι τ΄ ουρανού, δυο χελιδόνια ερωτευμένα.. -Κι όμως άνοιξη δεν έρχεται… Στο σύρμα του Μάη ένας Ιαμβικός ενδεκασύλλαβος λιάζεται Ο ρυθμός του παρασέρνει και μένα.. Και οι πληγές του κόσμου, Οι δικές μου πληγές, κλείνουν με ένα θάμα.

49


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

«Ναχα φτερά να πέταγα στα ουράνια νέφη Ψηλά απ΄της γης την περηφάνια»

50


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

TΡΑΓΟΥΔΙ Έτσι μεγάλωσα. Με μια φέτα ψωμί βρεγμένη και ζάχαρη, ένα τσαμπί σταφύλι και του ώριμου σύκου τη γεύση. Δίπλα στα πέτρινα πηγάδια έπαιξα στις χούφτες χώμα, νερό κι αρώματα. Κλείδωσα την αλμύρα της θάλασσας στο στόμα. Στα περήφανα κυπαρίσσια είδα τη ζωή. Σε λόγγους και ρεματιές, πάνω από δάση Ατίθαση, φτερά αετού άνοιξα. Και με όλους τους ήχους τα παιδικά μου χρόνια τραγούδησα στο κελάρυσμα των πηγών. Έτσι μεγάλωσα.

51


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΧΑΡΑΖΕΙ Λησμονημένο σε χάρτη νησί. Δεν το αγγίζει θάλασσα, δεν το χτυπάει κύμα. Με πυξίδα σπασμένη το καράβι και οι φίλοι μακριά. Άνεμοι γλάροι σ’ αθώρητη στεριά. Άδειασε η φωνή , αδερφέ μου. Κανείς δεν είναι εδώ να δει το δάκρυ. Θ’ ανάψω φωτιές της αστραπής μια ανάμνηση φορώντας που πολύ αγάπησα. Θα ξεδιπλώσω το χρόνο μαγικό χαλί και να, είμαι στη λασπωμένη μας αυλή… Αριστείδη, Γιώργο, Πάνο, Αδερφέ… Σε ποια γωνιά άνθιζαν τα όνειρά μας; Σε ποια σκεπή έχτιζαν φωλιά τα χελιδόνια; Σε ποια αλάνα γελούσαμε, αδερφέ; Λησμόνησα την ιστορία του γκιόνη και η μάνα δεν ζει πια να μας την πει. Σε ποια νυχτιά να κλαίει ακόμη; Ένα νησί, ένας χάρτης, εγώ… Πάνω σε στίχους χαράζει.

52


ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

ΛΑΤΡΕΙΑ Ναούς χτίζω, μύστης θείας λατρείας ακόλουθος μιας αιώνιας λιτανείας. Και αποστάτης.. τα λάβαρα μου καίω. Αρνητής και λάτρης γίνομαι.

53


ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ

ΑΥΛΑΙΑ Καιρός πια να σταματήσουν οι μουσικές να σβήσουν τα φώτα να πέσει η αυλαία να βγουν οι μάσκες… Ίσως αληθινοί φανερωθούμε στα παρασκήνια.

54


55


Βιογραφικό σημείωμα Η Ρούλα Τριανταφύλλου κατάγεται από την Δίβρη Λαμπείας (Πελοπόννησο). Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα Ηλείας, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές. Έχει ειδικευτεί πάνω στις νέες τεχνολογίες. Από το 1985 ζει μόνιμα στις Λεύκες Πάρου. Το 2013 εξέδωσε το βιβλίο ‘’Ματιές της ζωής από το κέντρο του Αιγαίου’’ Ποιήματα της και αφηγήματα έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό: ΠΑΡΙΑΝΑ του Νίκου Χ. Αλιπράντη. Επίσης ποιήματα έχουν δημοσιευτεί στο λογοτεχνικό περιοδικό: ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ Ο ΘΕΣΣΑΛΟΣ και σε ιστολόγια ποίησης στο διαδίκτυο. Τον Οκτώβριο του 2014 έλαβε το Γ’ Βραβείο στην κατηγορία (Λυρική ποίηση ανομοιοκατάληκτη) με το ποίημα «Αυλαία» Συμμετέχει στο καλλιτεχνικό ημερολόγιο2015 , ‘’το βιβλίο’’ tovivlio.net Είναι διαχειρίστρια των παρακάτω Ιστολογίων στο διαδίκτυο: • «Λόγος Και Εικόνα» και • «Αλισάχνη» όπου παρουσιάζει από το 2010 το έργο σύγχρονων ποιητών και ποιητριών.

56


57


58


Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΓΕΣ ΠΟΥ ΘΡΕΨΑΜΕ ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ & ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΉΘΗΚΕ ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ ΤΟΥ 2015


Μια κριτική προσέγγιση στο ποιητικό έργο: «Πληγές που θρέψαμε» από τον ποιητή, Χρίστο Γεωργούση Η Ρούλα Τριανταφύλου είναι αγρότισσα στη θάλασσα της ποίησης. Ψαρεύει λέξεις απ’ τη φύση της Πάρου, απ’ τη φύση που έζησε παλιότερα, απ’ τη μνήμη της, από καταχωνιασμένες πίκρες. Οι λέξεις περνούν σαν τα περιστέρια, ή τους γλάρους πάνω απ’ τα κεφάλια μας και η ποιήτρια διαλέγει να ανοίξει δρόμο έκφρασης, δρόμο μιας κοινής συναισθηματικής κατανόησης. Δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς τα όσα λέγονται, έτσι κι αλλιώς οι λέξεις είναι κύμβαλα αλαλάζοντα, χαλίκια που λάμπουν στις αμμουδιές, η ποίηση απευθύνεται στο μυαλό της ψυχής και τα λόγια είναι για να ξυπνήσουν από τη νάρκη κρυμμένες αγωνίες και φοβισμένα όνειρα. Αλλού είναι το βάθος, αλλού η ουσία. Εντυπωσιάζει με την ευρηματικότητα των φράσεων. Εξορκίζει τη θλίψη και τη μοναξιά, φωνάζοντάς τις με τα μικρά τους ονόματα, ανοίγοντας έτσι παράθυρο για τη χαρά. «Ο τοίχος έπεσε//το δωμάτιο πλημμύρισε φως». Διαρκώς ταξιδεύει, άνεμοι και κύματα έχουν συνωμοτήσει «Καράβι χάρτινο η ψυχή// με το κατάρτι μεσίστιο». Διαρκώς φεύγει «Σαν κύμα φεύγεις». Αν μιλά για το θάνατο, είναι γιατί θέλει πλημμύρα ζωής, αν μιλά για το σκότος είναι γιατί επιθυμεί φως. Μέσα στην απόγνωση ανοίγεται ουρανός αναστάσιμος.

ISBN: 978-618-81901-5-3


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.