Λεύγα 06: Μάρτιος 2012

Page 1


Η λεύγα 5 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 15.1.2012 παραμένοντας σταθερή στην εξαγγελία ότι «μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο». Διακινήθηκε με όλους τους γνωστούς-άγνωστους τρόπους, κατέκτησε την αμερικανική και βελγική ενδοχώρα, τις αίθουσες αναμονής συνοικιακών ιατρείων,τα φουαγιέ κατειλημμένων δημοσίων κτηρίων και τις έρημες πεδιάδες του διαδικτύου. Έχοντας αποκτήσει επιστήθιους συνοδοιπόρους, ξινότροπους αμφισβητίες και σταθερό δίκτυο συνδρομητών, ευχαριστεί φίλους και συνεργάτες, τους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους και τις ιστοσελίδες που συμβάλλουν στη διακίνησή της, τις εκδόσεις futura και τους συγκατοίκους του Εργαστηρίου της Καλλιδρομίου 57-59. Συνεχίζει να διατηρεί το δικαίωμα να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη συνωμοτικών μηχανισμών, να αποκρύπτει μέλη της συντακτικής της ομάδας και να αναβάλλει την απάντηση στο ερώτημα «τίνος είν’ τούτο;».

Μεγαλη Προσφορα

χÁ·˜

της αποκτήστε δωρεάν την κλασική ταινία «Manos, The Hands of Fate» μόνο με τρία κουπόνια

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης χÁ· 6 (Μάρτιος-Απρίλιος 2012) Φωτογραφίες: Αχιλλέας Βογιατζής, Βασίλης Κουτσούκος Σχέδιο εξωφύλλου: Γιώργος Μανουσέλης Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Η λεύγα εκδίδεται και διανέμεται υπό την αιγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εργαστήρι Κοινωνικών, Πολιτιστικών, Φιλοσοφικών, Οικολογικών Ερευνών» (Καλλιδρομίου 57-59, 106 81 Αθήνα) Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr

Κόψτε και κρατήστε το κουπόνι

Κουπόνι 1 λεύγα


6

3

levga.gr 2

levgamag@gmail.com Νίκος Τσιβίκης, Λογική και ρεαλισμός

4 Βιβή Αντωνογιάννη, Ιουλία Δημητρίου, Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο! — Το brand(y)ing, οι Ted(εξ), το όραμα 10 Γιώργος Καράμπελας, «Κάντο μόνος σου» (ή «σε φάση start-up»): Αυτοδιαχείριση και εναλλακτική επιχειρηματικότητα 16 [Παράρτημα], Ο αυτοεπιχειρηματίας 19 Κωστής Καρπόζηλος, Κάτι τρέχει με τους Μάνους 23 Όλγα Καρυώτη, Γενική Πλατεία 27 Robert Spittlehouse, Post-Industrial Anaesthesia 28 Το έθνος, η τάξη και το «καθαρό μέτωπο» της αριστεράς 38 42 47 52 54

Δημήτρης Κουσουρής, Η ιστορική αναλογία ως υπεκφυγή; Κώστας Σπαθαράκης, Δεκανίκια για τη δημοκρατία Κώστας Περούλης, Θόδωρος Αγγελόπουλος: «ήττες» και «ηγεμονίες» ή η αριστερά ως ανθρωπισμός Γιάννης Βογιατζής, Σημειώσεις για μια παράσταση Κώστας Σπαθαράκης, Εντυπώσεις

57

60 64 68 72

Ελένη Κυραμαργιού, Paris debout Athènes c’est bientôt nous! Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο έκτο: Ένα δεύτερο Ελένη Φαμελιάδου-Νάκου, Αυτοψία του χώρου του συμβάντος Γιώργος Μανουσέλης, Ψιλή κουβέντα


[ ]

Λογική και ρεαλισμός Στο σπίτι του δεν διάβαζαν βιβλία· παρά μόνο όταν έπρεπε. Έτσι, και με το ζόρι, διάβασε μικρός τον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου της Άλκης Ζέη. Δεν ήταν αριστεροί, δεν κατάλαβε πολλά, πάντως όχι λιγότερα απ’ όσα έλεγε το βιβλίο. Για χρόνια το εφηβικό μυαλό δυστυχούσε με την ιδέα ότι δεν θα έχει ποτέ την ευκαιρία να ζήσει την εποχή που όλα αλλάζουν, την εποχή που όλα είναι δύσκολα, αλλά και που ό,τι πράττεις βαραίνει δυο φορές περισσότερο, όπως το μολύβι με τον χαλκό. Η ζωή έχει άλλη αξία όταν αυτή τη ζεις για να γεννήσεις το καινούργιο, για να χτίσεις τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι και όχι όπως τον κατάντησε το άδικο. Μετά μεγάλωσε και κατάλαβε ότι τέτοιες εποχές δεν υπάρχουν ή, έστω, δεν υπάρχουν ξέχωρα από άλλες. Επίσης από παντού άκουγε ότι αυτός ο άλλος κόσμος ήταν ένα ψέμα. Ψεύτικες εξαγγελίες, χαμένα όνειρα, χρεοκοπημένες ιδεολογίες: τέτοιες φράσεις συνόψιζαν τελικά όλη την προσπάθεια της ανθρωπότητας να γυρίσει τον κόσμο τούμπα και να τον κάνει ανθρωπινό. Μπορείς να αγανακτείς, να αντιδράς, να αρνείσαι να υπακούσεις, ακόμη και να εξεγείρεσαι, αλλά όχι να ονειρεύεσαι, όχι να σχεδιάζεις μια καλύτερη και πιο δίκαιη κοινωνία. Έτσι έφτασε ο κόσμος να είναι και έτσι πρέπει να παραμείνει, αιώνια παγωμένος στη νηπιακή ανωριμότητα και την παιδική σκληρότητα. Τι κι αν η εγελιανή ατσάλινη λογική (με τη βοήθεια του Κάρολου) εξήγησε ότι ο καπιταλισμός είναι δέσμιος των ορίων του, κρατώντας πίσω την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας· και αυτό ξεπεράστηκε, απλώς αμφισβητώντας την ύπαρξη της Λογικής και της Προόδου και βάζοντας στη θέση τους πολλές και ολοστρόγγυλες λογικές και πολλές και αντιδραστικές προόδους. Ακούμπησε λοιπόν και αυτός στις πολλές λογικές και στις πολλές προόδους, έτσι και η αλλαγή έπαψε να είναι του σήμερα και έγινε σχετική· μπορούσε μόνο να συμβεί σε βαριά βιβλία ή σε ακόμη πιο βαρετά λογύδρια. Όλα είχαν χώρο και απαντήσεις στο υψηλό επίπεδο των ιδεών ισορροπημένα πάνω στη λεωφόρο που ανοίγεται στη στομωμένη πια λεπίδα της Λογικής. Ένας δρόμος με έναν τελικό προορισμό, τον ρεαλισμό, εκεί όπου πλέον όλα τα ενδεχόμενα είναι από πριν απαντημένα και η ιστορία χωρίς ενεργούς κινητές οφείλει να επισυμβεί επειδή απλά κάποιοι την ξεκλείδωσαν· ένας ρεαλισμός πρώτος ξάδερφος του κυνισμού, της διανοητικής αυτοϊκανοποίησης και της παραίτησης. Και όμως, η Λογική, κοφτερή και παλλόμενη, δεν έπαψε ποτέ να ξηλώνει το κοστούμι της συναίνεσης, ακόμη και τις πιο σκοτεινές μέρες. Εκατομμύρια νέοι και γέροι Πέτροι, πολύ όμοιοι μ’ αυτόν του εφηβικού βιβλίου, σε μέρη με ονόματα, όπως η Αθήνα, η Γένοβα, η Δυτική Βεγγάλη, το Κάιρο, το Καράκας, το Λονδίνο, το Μπουένος Άιρες, το Σηάτλ, η Σεούλ, αλλά και αλλού, εκεί που ποτέ δεν θα τους καταγράψει η ιστορία, δεν έπαψαν ούτε για μια στιγμή να σπάνε το καλούπι και να ζητούν πρώτα απ’ όλα το δικαίωμα να χαράξουν οι ίδιοι το μέλλον του κόσμου τους. Συνεχίζουν έτσι


[ ]

εκόντες άκοντες το υφάδι που δένει ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπου με αγώνες για ένα δίκαιο κόσμο και αμφισβήτηση ενάντια στον παραλογισμό της εκμετάλλευσης. Και όλα αυτά ασταμάτητα, ακόμη και όταν ο προηγούμενος αιώνας στο κλείσιμό του έριχνε ό,τι είχε και δεν είχε για να καταπνίξει την ελπίδα, ακόμη και σήμερα που κάθε διαδήλωση συναντάει πιο βίαιη καταστολή από τη προηγούμενη. Τα κοκκινοφορεμένα παιδιά που πιάνονται στις αλυσίδες για να προστατεύσουν τους ηλικιωμένους της οργάνωσής τους ή τα μαυροφορεμένα παιδιά που σπάνε τα μάρμαρα για να κατεβάσουν τη βιτρίνα του κράτους, δεν το κάνουν μόνο γιατί διάβασαν κάποτε τον Μαρξ ή τον Μπακούνιν ούτε απλώς γιατί πίστεψαν στις αναθεωρητικές αναγνώσεις του Αλτουσέρ και του Βαζιούλιν· ξεσηκώνονται γιατί ο νους τους φωτίζεται από την αχτίδα της δικαιοσύνης. Γιατί φλέγονται για έναν κόσμο όπου ο κάθε Πέτρος είναι κύριος του εαυτού του και της μοίρας του, όπου καμαρώνει για ό,τι δημιουργεί με τα χέρια και τον νου του. Εκεί που ο κάθε Πέτρος μιλά και αποφασίζει για τον εαυτό του, τους συναδέλφους του και τους ανθρώπους που αγαπάει, χωρίς να έχει ανάγκη αντιπροσώπους. Εκεί που ο κάθε Πέτρος είναι ένορκος στο δικαστήριο που δικάζονται οι αστοί πολιτικοί για τα εγκλήματά τους και οι εκμεταλλευτές των άλλων για την αδικία τους. Εκεί που οι δρόμοι, οι γέφυρες, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι τόποι της δουλειάς και οι τόποι της ξεκούρασης του ανήκουν, όσο ανήκουν και σε όλους. Εκεί που ο κάθε Πέτρος έχει τον ελεύθερο χρόνο και την ευκαιρία να δημιουργήσει, να γελάσει, να ερωτευτεί και να κλάψει ελεύθερος. Αλλά πάνω απ’ όλα να πλάσει τον κόσμο του, να τον γεμίσει με την ύπαρξή του και να του δώσει νόημα. Αυτό δεν είναι ουτοπία, είναι ο μόνος κόσμος που πραγματικά μπορεί να υπάρξει, οτιδήποτε άλλο είναι μη ζωή, απλώς το σκοτάδι πριν την Αυγή. Νίκος Τσιβίκης


[ ]

Βιβή Αντωνογιάννη, Ιουλία Δημητρίου

Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!

Το brand(y)ing, οι Ted(εξ), το όραμα

Ό

σο η χώρα «βυθίζεται στην κρίση» και ο κοινωνικός χρόνος επιταχύνεται (ενώ καταρρέουν παταγωδώς οι σταθερές, τα στεγανά και οι πεπατημένες του παρελθόντος), τόσο η κοινωνία αναζητά μετά μανίας απαντήσεις από «σοφούς», «ειδικούς» και «φωτισμένους ανθρώπους». Και ενώ, μας λένε, τα παλιά όρια αριστεράς-δεξιάς έχουν πια πάψει να υφίστανται, στη δημόσια σφαίρα μοιάζει να έχει συντελεστεί μια de facto επανενεργοποίηση των παλιών διαχωρισμών. Η αριστερά προσφεύγει στις παγκόσμιες διανοητικές αυθεντίες του «ριζοσπαστικού» λόγου, στους απανταχού (Δυτικούς) πεφωτισμένους στοχαστές που έρχονται στη χώρα κομίζοντας τα κλειδιά για την κατανόηση του παρόντος. Όλοι αυτοί (οι Ζίζεκ και οι Χαρντ και οι Μπαντιού) καλούνται να μας πουν «τι είναι αυτό που κάνουμε», δηλαδή «τι είμαστε», που πάντοτε ξεκινάει από μια αναδίφηση του πρόσφατου ελληνικού παρελθόντος και καταλήγει σε βαθυστόχαστες αναλύσεις για το (αιώνιο) παρόν μας: τι κάνουμε στις πλατείες και τους δρόμους, τι κάνουμε στις απεργίες και τις διαδηλώσεις, τι κάνουμε με την τρόικα, τα μνημόνια, την κρίση. Από την άλλη, ως εάν τα στρατόπεδα να έχουν χωρίσει αντανακλαστικά και σιωπηρά τον δημόσιο λόγο, η δεξιά προσφεύγει στους δικούς της γκουρού, στις δικές της «αυθεντίες», στους πρωτοπόρους εκπροσώπους της (επιχειρηματικής) ευδαιμονίας. Εκείνοι δεν έχουν ούτε χρόνο ούτε κέφι να ασχοληθούν με το παρόν ή το παρελθόν, what’s done is done. Οι ειδικοί της νέας επιχειρηματικότητας καλούνται να μας πουν «τι να κάνουμε», με ποιο τρόπο να «βγούμε από την κρίση», πώς να «την κάνουμε ευκαιρία», πώς να αρχίσουμε την «ανοικοδόμηση» της χώρας και τη «σωτηρία της πατρίδας». Μια ιδέα του Ρίτσαρντ Ο Ρίτσαρντ είχε τη συνήθεια να διοργανώνει στο σαλόνι του δείπνα, σε στυλ αρχαιοελληνικών συμποσίων και προσκεκλημένους εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής που πάντα θαύμαζε, με σκο-

πό την ανταλλαγή και ζύμωση πρωτότυπων ιδεών στο χώρο του πνεύματος και του επιχειρείν. Ο προικισμένος αρχιτέκτονας Ρίτσαρντ Σαούλ Γούρμαν, ζώντας στη ζηλευτή Καλιφόρνια και περιτριγυρισμένος από τους ταλαντούχους και φερέλπιδες καλεσμένους του, ανέπτυξε στα μέσα της δεκαετίας τoυ ’80 μια εξαιρετική, όπως αποδείχθηκε, ιδέα. Η υλοποίηση της ιδέας του Ρίτσαρντ ονομάστηκε TED (Technology, Entertainment, Design), γνωστή και ως «TED, η απόλυτη εμπειρία για την καρδιά και το μυαλό, ένα συναρπαστικό ταξίδι στο μέλλον». Η εξέλιξη ήταν αλματώδης: από ανεπίσημη μάζωξη κλειστού κύκλου μετατράπηκε, στη δεκαετία του ’90, σε κλειστό ετήσιο συνέδριο. Το 2001, ο εκδότης Κρις Άντερσον αγόρασε τα δικαιώματα και μετέτρεψε αυτές τις συναντήσεις σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό με την επωνυμία TED και στόχο τη Διάδοση Αξιόλογων Ιδεών. Στο ετήσιο συνέδριο της TED προσκαλούνται άνθρωποι με καινοτόμες ιδέες, πετυχημένοι επιχειρηματίες με ευαισθησία και διάθεση προσφοράς, εμπνευσμένοι καλλιτέχνες, άνθρωποι με πίστη και όραμα που ξέρουν να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα. Ο κάθε ομιλητής έχει στη διάθεσή του 18 λεπτά για να παρουσιάσει στο κοινό αυτά που σκέφτηκε. Μεταξύ των ομιλητών των συνεδρίων της διοργάνωσης περιλαμβάνονται τα ονόματα των Μπιλ Γκέητς, Αλ Γκορ, Γκόρντον Μπράουν, Ιζαμπέλ Αλιέντε, Μπιλ Κλίντον, Μπόνο. Οι δύο μεγαλύτερες διοργανώσεις του συνεδρίου γίνονται στο Λονγκ Μπιτς και στο Εδιμβούργο. Στο πλαίσιο του προγράμματος ανεξάρτητων τοπικών εκδηλώσεων με την ονομασία TEDx, αναπτύχθηκε στην Ελλάδα τον Μάιο του 2009 η οργάνωση TEDxAthens με σκοπό να μοιραστεί και το ελληνικό κοινό live την πρωτοπορία, την καινοτομία, την έμπνευση.1 Σύμβουλοι της Microsoft, θε1. Η ιδέα εξαπλώθηκε σαν πανδημία. Ήδη στα καθ’ ημάς αναπτύχθηκαν οι TEDxThessaloniki, TEDxIoannina, TEDxKifisia κ.ά.


[ ]

σμικοί οικονομολόγοι και κοινωνικοί επιχειρηματίες, καινοτόμοι επιστήμονες και νέοι καλλιτέχνες πέρασαν από τα συνέδρια της τοπικής διοργάνωσης. Η προβολή στα συστημικά media ήταν καταιγιστική, με αποκορύφωμα το ξέσπασμα έγκριτης σχολιαστού γνωστών μπλογκ η οποία, μαγεμένη από την επιτυχία του ελληνικού συνεδρίου, αναφώνησε γεμάτη περηφάνια: «Γεια σου πατρίδα!».2 Ο εύγλωττος τίτλος του τελευταίου συνεδρίου της ΤΕDxAthens 2011 ήταν «The Art of Disruption» (Η τέχνη της ανατροπής). Σε άπταιστα μανατζερίστικα αγγλοελληνικά, σε μια επίδειξη σεμνότητας και μετριοπάθειας, οι μεσαίοι ήρωες της ανταγωνιστικότητας, οι ντόπιοι πιονιέροι του κοσμοπολιτισμού και της εφευρετικότητας αυτοσυστήθηκαν κάπως απειλητικά: Το 2009 είχαμε μια λαμπρή ιδέα (Mind the Idea), να φέρουμε την εμπειρία TEDx στην Αθήνα. Το 2010 δε φοβηθήκαμε να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή (Starting from Scratch), γιατί μόνο παίρνοντας περισσότερη φόρα μπορείς να φτάσεις πιο μακριά. Το 2011 θέλουμε να ανατρέψουμε τα πάντα με το The Art of Disruption!3

Ανάμεσα στους «αντιεξουσιαστές» ομιλητές ήταν ο Τζουλιάνο Τουμπίνο, Worldwide Director της Microsoft για θέματα καινοτομίας και αναδυόμενων επιχειρήσεων, και ο Τζορτζ Κουρούνης, ένας από τους διασημότερους κυνηγούς ακραίων φαινομένων στον κόσμο, ένας adventurer και ένας τηλεοπτικός παρουσιαστής… Το συνέδριο στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και του ΔΝΤ ήταν τροπικό, περιπετειώδες και «αναδυόμενο» από τον υπόνομο. Ερωτηθέντες για το τι σημαίνει για τους ίδιους «ανατροπή», απάντησαν τα κάτωθι:

Ανατροπή για έναν ερωτηθέντα guerilla filmmaker είναι ο συγχρωτισμός και η επικοινωνία με τον απλό κόσμο στα ταξίδια του ανά τον κόσμο, η μετακίνηση με μέσα μαζικής μεταφοράς∙ εγχείρημα δύσκολο, όπως σημειώνει, αλλά σημασία έχει η επικοινωνία… Η επιτυχία ή η επιδημία του εγχειρήματος είναι σαρωτική, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο και η ενθουσιώδης υποδοχή του από τον Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό. Στην Ελλάδα της ύφεσης, της μιζέριας και της απαισιοδοξίας, η προβολή της ατομικής περίπτωσης που τα κατάφερε έγινε σημαία, παράδειγμα και οδηγός. Νέοι επιχειρηματίες-εξαγωγείς που ανακάλυψαν την τάδε σούπερ προσοδοφόρα και σπάνια καλλιέργεια ενός ειδικού σαλιγκαριού και την έκαναν για επαρχία, ο δείνα tech-freak που έστειλε ένα βιογραφικό στη Microsoft και τώρα κυκλοφορεί με Πόρσε στους δρόμους της Ουάσινγκτον, ο επίμονος κηπουρός, ο πεισματάρης καλλιτέχνης, που ζει σαν Σπαρτιάτης αλλά τρέφεται από την τέχνη του, έγιναν τα παραδείγματα της «νέας Ελλάδας», της Ελλάδας που αντιστέκεται, της Ελλάδας που επιμένει. Σύντομα αναρτήθηκαν και εξειδικευμένες ιστοσελίδες5 που εντόπιζαν και πρόβαλλαν τους πετυχη-

ανατροπή σημαίνει to think out of the box, δηλαδή πρωτότυπη σκέψη, καινοτόμες ιδέες που θα παρεισφρύσουν μέσα σε συστήματα που ήδη ισχύουν και θα δημιουργήσουν ευκαιρίες για ανάπτυξη των δυνατοτήτων, ανάπτυξη της οικονομίας.4

2. Λένα Διβάνη, «Τι είναι αυτό το TED», www.protagon.gr/ ?i=protagon.el.article&id=4188 (28.11.2010). 3. http://tedxathens.posterous.com/the-art-of-disruption. 4. http://tedxathens.com/.

5. Βλ. ενδεικτικά: kali-ellada.blogspot.com και www. repowergreece.com. Στο πρώτο μπλογκ αναφέρονται τα εξής: «Η αρχική ιδέα ήταν ένα blog που να μπαίνει κανείς το πρωί και να ανασηκώνει τα φρύδια (που λέει ο λόγος) από μια απρόσμενα ευχάριστη είδηση που θα διαβάσει. Για κάθε ληστεία, δολοφονία, απαγωγή και κατάληψη της Ακρόπολης, υπάρχει μια ανακάλυψη, μια διάκριση, ένα ιατρικό θαύμα και μια καλή πράξη. Για κάθε Κούγια, Ψωμιάδη, Θέμο και Τσοχατζόπουλο υπάρχει ένας Πύρρος Δήμας, ένας Μιχάλης Δερτούζος, μια Αμαλία Καλυβίνου, και ένας Οδυσσέας Ελύτης. Το να επιλέγει κανείς να εστιάζει στα θετικά δεν είναι ούτε στρουθοκαμηλισμός, ούτε ουτοπισμός – αλλά αισιοδοξία».


[ ]

μένους συμπολίτες μας, τα μικρά, προσωπικά γαλανόλευκα έπη της καθημερινότητας, στήθηκαν εκπομπές και tv spots που προβάλλουν το νέο πρόσωπο της νέας Ελλάδας στη νέα συνθήκη, ένα πρόσωπο που θα ανατρέψει τη στερεότυπη αρνητική εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, θα ανανεώσει το εθνικό κύρος, θα επαναφέρει τη χαμένη εθνική περηφάνια, θα φέρει επενδύσεις. Το καλοκαίρι έχει και Euro… Η ώρα των πρωταγωνιστών Τα χρόνια πέρασαν. Η εποχή της ανύψωσης του εθνικού κύρους που προσέφερε στην Ελλάδα η περίοδος του «εκσυγχρονισμού», με την ένταξη της χώρας στην ενιαία νομισματική ένωση, τις επενδύσεις και την αύξηση του ΑΕΠ ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, ανήκει πια στο παρελθόν. Παραβίαση του Συμφώνου Σταθερότητας, υπερχρέωση, έλλειμμα, ύφεση, ΔΝΤ. Η λάμψη των Ολυμπιακών Αγώνων άφησε πίσω της χρυσόσκονη στις λάσπες. Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης δίπλα στους ψυχρούς οικονομικούς δείκτες που επιβεβαίωναν την οικονομική ύφεση, δίπλα στον Παρθενώνα και τα σκονισμένα αρχαία μάρμαρα, πρόβαλλαν Έλληνες να απολαμβάνουν τον φραπέ τους σε ηλιόλουστα καφέ, νωθρούς και βολεμένους. Τα εγχώρια ΜΜΕ πρόβαλλαν τις εικόνες αυτές ξανά και ξανά. Το εθνικό αίσθημα πληγώθηκε ανεπανόρθωτα. Το αρχαίο

κλέος αυτή τη φορά δεν αρκούσε ως απάντηση… Οι μήνες περνούσαν, η χώρα βυθιζόταν στην κρίση, περικοπές και διαδηλώσεις, διαδηλώσεις και περικοπές. «Η μόνη λύση για έξοδο από την κρίση είναι η ανάπτυξη», έλεγαν και ξανάλεγαν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι, γείτονες. Κάποιοι κάτι σκέφτηκαν. Δεν είχαν τη λύση, είχαν όμως μια ιδέα. Μέσα στη σκληρή πραγματικότητα, μέσα στην ανάλγητη Ιστορία, μικρές ανθρώπινες ιστορίες ξεχώριζαν. Ήταν η ώρα των πρωταγωνιστών. Τα μέσα άρχισαν σιγά σιγά να προβάλουν τους άλλους Έλληνες, αυτούς που έκαναν την κρίση ευκαιρία, αυτούς που τόλμησαν να αλλάξουν σταδιοδρομία μετά από επιτυχημένες σπουδές, τους νέους επιχειρηματίες που είδαν στην κρίση το έδαφος για να ανοίξουν τα φτερά τους σε νέους τομείς επιχειρηματικότητας. Το μήνυμα ήταν σαφές: στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος η λύση θα δοθεί από τα υποκείμενα, τους αδιάφθορους και τους καινοτόμους, τους ίδιους τους Έλληνες. Η πλατφόρμα «Repower Greece» ανέλαβε την πρωτοβουλία 100 Seeds: «Θέλουμε δηλαδή να πάρουμε αυτές τις ιστορίες που αντανακλούν το άλλο πρόσωπο της Ελλάδας και να τις τοποθετήσουμε σε 100 εμφανίσεις σε διεθνή ΜΜΕ».6 Υποστηρικτές 6. Αλέξανδρος Κωστόπουλος στο άρθρο της Έρης Βαρδάκη, «Αναζητώντας την άλλη Ελλάδα», ΒΗMagazino, 29.1.2012, σ. 22.


[ ]

της κίνησης, μεταξύ άλλων, η Attica Bank, η Post Bank και συντονιστής το ΙΠΕΔΙΣ (Ινστιτούτο Περιφερειακού Διαλόγου και Στρατηγικής), ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που στοχεύει στην ενίσχυση της περιφερειακής συνεργασίας μέσω της παραγωγής καινοτόμων και πρακτικών προτάσεων για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των προκλήσεων της σημερινής εποχής. Από δίπλα, μεγάλος (διαδικτυακός και όχι μόνο) ντόρος έχει δημιουργηθεί τελευταία από το «σχέδιο διάσωσης» της χώρας του Πήτερ Οικονομίδη με τον εύγλωττο τίτλο «Rebranding Greece».7 Ο Οικονομίδης είναι ένας από τους Έλληνες γκουρού της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Και όχι άδικα. Είναι ο άνθρωπος που έχει συνδέσει το όνομά του με μεγάλα brands, κυρίως αυτό της Apple, όταν αυτή άλλαξε το ίματζ της και μαζί την ιστορία της, και από απαξιωμένη εταιρεία έφτασε να γίνει ο σημερινός κολοσσός. Σύμφωνα με την αφήγησή του, that’s all it takes: αν αλλάξεις την ιδέα που έχουν οι άλλοι για σένα, αλλάζεις αυτομάτως και τη μοίρα σου. Ο «μεγάλος οραματιστής», Στιβ Τζομπς, δεν χρειάστηκε πολλά, μόνο ένα απλό και βασικό σύνθημα: «Think different», μαζί με εικόνες «των τρελιάρηδων, των απροσάρμοστων, των επαναστατών και των ταραξιών» της ιστορίας, από τον Αϊνστάιν μέχρι τον Πικάσο, και από τον Χίτσκοκ μέχρι την Μαρία Κάλλας. Αυτών δηλαδή που, σύμφωνα με τη διαφήμιση της καμπάνιας, «μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, γιατί είναι τόσο τρελοί που πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει». «Γάμα την οικονομία!» Ένα πράγμα έχουμε λοιπόν να κάνουμε: να διασκεδάσουμε τις «εντυπώσεις» που έχουν οι άλλοι για εμάς. Γιατί «το brand δεν είναι τίποτα παραπάνω από το σύνολο των εντυπώσεων που ζει μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων», και «το branding η διαχείριση αυτών των εντυπώσεων».8 Και έτσι θα αλλάξουν όλα. Η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αλλά δεν είμαστε ένα χρεοκοπημένο έθνος. Είμαστε Έλληνες.

7. Βλ. http://www.youtube.com/watch?v=Chhn5oEmITs· http://www.felixbni.com/Site/greece-vision.html. 8. http://www.slideshare.net/kooboo/brand-greece.

Άνθρωποι με τη δύναμη να οραματιστούμε. Άνθρωποι με την ευφυΐα να μετατρέψουμε το όραμα σε πραγματικότητα. Οραματιστήκαμε την Δημοκρατία. Οραματιστήκαμε την Ακρόπολη. Τώρα είναι καιρός να οραματιστούμε το Μέλλον.9

Τα πάντα είναι ιδεολογία: «Γάμα την οικονομία. Οι άνθρωποι μπορούν να καταφέρουν σπουδαία πράγματα όταν αισθάνονται καλά». Πρόκειται, ασφαλώς, για την ιδεολογία του «αμερικάνικου ονείρου»: η «οικονομία» είναι δεδομένη (ίσες ευκαιρίες, ανοιχτά ενδεχόμενα, αξιοκρατία, αποθέωση της ατομικής αξίας και, βέβαια, της εργατικότητας) και συνεπώς αυτό που έχει σημασία είναι η προσωπική επιτυχία, η ευθύνη για την οποία βαραίνει αποκλειστικά το άτομο (βασίσου στις δυνάμεις σου, δούλεψε σκληρά και θα πετύχεις τα πάντα – αν δεν τα καταφέρεις, κάτι έκανες λάθος). Είναι σαφές ότι το ιδεολογικό αυτό πέπλο αποκρύπτει την πραγματική ουσία της κατάστασης, το γεγονός δηλαδή ότι, όπως διαπίστωσαν από την αμερικανική τους εμπειρία οι εξόριστοι μιας άλλης εποχής, η «ατομική επιτυχία» αποτιμάται αποκλειστικά με οικονομικούς όρους: «Όλοι αξίζουν όσα κερδίζουν και κερδίζουν όσα αξίζουν. Οι άνθρωποι κρίνουν τον εαυτό τους βάσει της αξίας τους στην αγορά και μαθαίνουν ποιοι είναι από το πώς τα καταφέρνουν στην καπιταλιστική οικονομία» (Αντόρνο, Χορκχάιμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού). «Ψάξε, νιώσε, άλλαξε!» Η νεοφιλελεύθερη απάντηση στην κρίση έρχεται ως αποτέλεσμα εσωτερικής αναζήτησης, αναβαπτισμένης οπτικής και πίστης στις δυνάμεις του Έλληνα. Από τα spot των ξένων μέσων κρατάμε την Ακρόπολη, αλλά το κάδρο αυτή τη φορά δεν συμπληρώνει ο φραπές αλλά ο εργατικός νέος επιχειρηματίας με όραμα και φιλοδοξίες. Δίπλα στην ξεφτισμένη ελληνική σημαία, ο σύγχρονος Κούρος κρατάει ipad και σημειώνει νέες ιδέες σε συνέδρια ανταλλαγής εμπειριών, επικοινωνεί, συζητάει, ονειρεύεται κέρδη. Η πρόοδος προϋποθέτει την αυτοπραγμάτωση και η αυτοπραγμάτωση θα έρθει μέσω της πίστης στη δύναμη που όλοι κρύβουμε μέσα μας. 9. http://petereconomides.posterous.com/greece-one-ofthe-greatest-brands-thats-never.


[ ]

Η ρητορική των νεόκοπων γκουρού της επιχειρηματικής επιτυχίας έχει κάτι από τις διακηρύξεις της σαϊεντολογίας και άλλων νεοφανών παραθρησκευτικών οργανώσεων που ευαγγελίζονται την προσφορά της γνώσης, την ανάπτυξη του νου, την οικονομική ανάπτυξη μέσω της ενδοσκόπησης και της θετικής σκέψης. Οι ομάδες της λεγόμενης «θετικής σκέψης» ή αλλιώς «ψυχολατρείες», υπόσχονται την αυτογνωσία, την ευημερία μέσω του ελέγχου της συνείδησης και της θετικής ενέργειας με την προσφορά καλοπληρωμένων σεμιναρίων, όπου οι πατέρες της αισιοδοξίας δίνουν λύσεις στους μπερδεμένους πολίτες των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Η οργάνωση TED και τα παρακλάδια της προκρίνουν μια προτεσταντικής έμπνευσης πειθαρχία της ανθρώπινης σκέψης, που συγκλίνει με τις καπιταλιστικές προτεραιότητες: σκέψου, νιώσε, άλλαξε, δημιούργησε, γίνε παραγωγικός!10 Στο ίδιο μήκος κύματος, οι ομιλίες του Οικονομίδη είναι μεγάλα motivational events: μπορείς να καταφέρεις τα πάντα, αν πιστέψεις στις δυνάμεις σου· όταν θες κάτι πραγματικά, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις. Το motivation έχει δύο όψεις. Η μία είναι η όψη της συλλογικής αφύπνισης, για την οποία θα δώσουμε τη μάχη από κοινού, αρκεί να αφήσουμε στην άκρη αγκυλώσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές του ένοχου παρελθόντος. Είναι η συλλογική μάχη ενάντια στα ξένα συμφέροντα που επιβουλεύονται τη χώρα μας, αλλά και στα εσωτερικά συμφέροντα που θέλουν να κρατήσουν τη χώρα δέσμια στο υπανάπτυκτο παρελθόν της. Η άλλη όψη, η ατομική, είναι η αφύπνιση των «ξεχωριστών ανθρώπων», εκείνων δηλαδή που ξεπερνούν την ελληνική μίζερη νοοτροπία και «καινοτομούν», «πρωτοπορούν», «κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα», με μόνο εφόδιο την τόλμη και τις δυνάμεις τους. Το γεγονός ότι το όλο σχήμα εικονογραφείται και πλαισιώνεται από τον θριαμβευτή Πύρρο Δήμα –που δεν είναι δα και ο πιο χαρακτηριστικός αντιπρόσωπος της «ελληνικής φυλής»– δεν 10. «Αν όλοι σκεφτόμαστε θετικά, τότε όλα θα πάνε καλά», «Η ΑΛΛΑΓΗ ξεκινάει από το άτομο», «Συγκεντρώσου!», «Το παν είναι η θέληση», στο http://tedxathens.com/ και www. repowergreece.com.

φαίνεται να πτοεί κανέναν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ρωμαλέος ατομικισμός του νεοφιλελευθερισμού έρχεται να αγκαλιάσει έναν ιδιότυπο νεοσωβινισμό. Με έναν διεστραμμένο τρόπο, ο Πύρρος Δήμας ίσως είναι το σύμβολο του καταπιεσμένου ελληνισμού που, παρ’ όλες τις εξωτερικές αντιξοότητες και την «κακία των ξένων», τα βγάζει πέρα και στο τέλος θριαμβεύει, αναδεικνύοντας από τι μέταλλο είναι φτιαγμένη η «ελληνική ψυχή», που ποτέ δεν πεθαίνει. Γιατί η Ελλάδα «έχει πλουσιότερο DNA από οποιοδήποτε άλλο έθνος στον κόσμο». Το κοινό που γεμίζει τα αμφιθέατρα για να ακούσει τον Οικονομίδη και κατακλύζει με συγκινημένα σχόλια τις αντίστοιχες σελίδες του στο ίντερνετ, εκστασιάζεται από το αράδιασμα των ίδιων κοινοτοπιών και των ίδιων συλλογικών μύθων που διαπνέουν ολόκληρη την ιστορία της Ψωροκώσταινας: είμαστε η πιο ευλογημένη χώρα του κόσμου, έχουμε το καλύτερο κλίμα και τις ωραιότερες παραλίες του πλανήτη, κανενός λαού η ιστορία δεν μπορεί να συγκριθεί με την (αιωνόβια) δική μας, δεν υπάρχει τίποτα που να μην παράγει η ελληνική γη, δεν έχουμε ανάγκη κανέναν, οι άλλοι μας έχουν ανάγκη, που αν δεν ήμασταν εμείς θα ήταν ακόμα πάνω στα δέντρα. «Αχ, να γινόμουν πρωθυπουργός για μια μέρα και θα έβλεπες τι θα πάθαιναν οι Τούρκοι που μας παίρνουν τους τουρίστες και τα πετρέλαια». Να, εντέλει, γιατί όλα αυτά δεν αρκούν. Γιατί μας λείπει ο μεγάλος ηγέτης –ο Μαντέλα της εποχής μας, όπως λέει και ο Οικονομίδης– ο οποίος θα δώσει νέα πνοή στο brand της χώρας, ενώνοντας τους πάντες κάτω από τη σημαία της μεγάλης ιδιωτικής πρωτοβουλίας που, με την Ελλάδα στην καρδιά, θα ανοικοδομήσει τα χαμένα μας όνειρα. Το λάδι μας, το καλύτερο λάδι του κόσμου, θα κατακλύσει τα σουπερμάρκετ της οικουμένης, ο ελληνικός πολιτισμός θα ξαναπάρει τη θέση που του αξίζει και καθένας από εμάς θα γίνει ο πετυχημένος μικροαστός που πάντα ονειρευόταν. Αυτά που έλειπαν από την Ελλάδα το ’60-’70, βρέθηκαν το ’80. Σ’ αυτή τη δοκιμασμένη συνταγή επιστρέφει ο νέος φιλελεύθερος λόγος: αντί για ζιβάγκο, i-phone. «Ήρθε η ώρα να φανταστούμε το μέλλον», λέει ο Πήτερ Οικονομίδης. Να το φανταστούμε όπως πάντα. Σαν παρελθόν.


[ ]

«Make jobs, make cash, make hope!»: Εμπρός για τη νέα Ελλάδα Στην Ελλάδα της κρίσης, με το καταρρακωμένο εθνικό κύρος και τον πληγωμένο εγωισμό, ένας αναβαπτισμένος πατριωτισμός αναδύεται μέσα από τις ταμπλέτες, τα smart phones και τα επικερδή ραπανάκια στην επαρχία. Αποδεχόμενοι τη συλλογική ενοχή για την παρακμή της χώρας, αλλάζουμε εμείς για να αλλάξει η Ελλάδα. «Να ανατρέψουμε τα στερεότυπα», διαβάζει κανείς στη σελίδα του Repower Greece, και πριν προλάβεις να τελειώσεις τη φράση τα έχει ήδη αντικαταστήσει με άλλα. Αντί του μουσακά έξυπνες καλλιέργειες, αντί του Ζορμπά πετυχημένοι επιχειρηματίες των νέων τεχνολογιών, αντί του φραπέ δραστήριοι εργάτες του πνεύματος. Η επίκληση ενός προτύπου επιτυχίας από τη δεξαμενή του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, οικονομικού και συμβολικού, καταλήγει, παραδόξως με μια πρώτη ματιά, σε έναν νέου τύπου εθνικισμό. Το παρόν της Ελλάδας είναι ένα παρόν που δεν της αξίζει. Οι δραστήριοι, οι εργατικοί, οι πρωτότυποι, οι τολμηροί, οι νέοι που δεν έχουν συνδέσει το όνομά τους με τις χρεοκοπημένες πολιτικές επιλογές των παλαιότερων είναι αυτοί που θα ενσαρκώσουν το

πνεύμα της νέας Ελλάδας, και αυτό είναι μια «ιδέα που αξίζει να διαδοθεί!».11 Η νέα ελληνικότητα έχει ήρωες ανώνυμους πρωταγωνιστές, hi-tech σύμβολα και ισχυρούς χρηματοδότες (τράπεζες, μεγάλες εταιρείες, ίδρυμα Λαμπράκη). Η δόξα του ελληνικού παρελθόντος θα ξανακερδηθεί εφόσον φανούμε αντάξιοί της. Όπως κάθε εθνικιστική ρητορεία, έτσι και αυτή είναι επιλεκτική. Η αφήγηση της εθνικής συνέχειας ξεκινά από τα αρχαία αγάλματα, υπερπηδά τη λαϊκή ελληνικότητα των νεότερων χρόνων, κρατώντας από αυτή τις λαμπερές στιγμές του ’21 και της Αντίστασης, και απογειώνεται στο σήμερα υπό οριοθέτηση. Η εικόνα του τεμπέλη δημόσιου υπαλλήλου, του ράθυμου καφεπότη, του γραφικού διαδηλωτή μένει εκτός. Η νέα Ελλάδα θα έχει το χαμόγελο της επιτυχίας, θα τολμά, θα επιχειρεί και θα κρατάει ipad ή έστω την επόμενη καλλιέργεια σπιρουλίνας… 11. «Εμείς ειδικά στην Ελλάδα πρέπει να είμαστε η γενιά που θα ταυτιστεί με τις λύσεις και όχι με τα προβλήματα», σημειώνει ο Αβραάμ Τσουκαλίδης, διοργανωτής του TEDxAthens, και ο Β. Τριαντόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Νέων Επιχειρηματιών Ελλάδας, Young Leaders, αποτελειώνει: «σήμερα είναι young, αύριο όμως leaders», στο Χ. Δαμουλιάνου, «Για μια καινούργια αρχή», εφ. Η Καθημερινή, 21.11.2010.


[10]

Γιώργος Καράμπελας

«Κάντο μόνος σου» (ή «σε φάση start-up»)

Αυτοδιαχείριση και εναλλακτική επιχειρηματικότητα Διότι προοιωνίζεται ουσιώδεις διαρθρωτικές αλλαγές στον δημόσιο βίο, διότι θέτει επί τάπητος το μέγα αίτημα της ελευθερίας, διότι προβιβάζει την Επιχείρηση σε Λειτούργημα… Χρήστος Θεοχαράτος, περιοδικό Ελευθεροτυπία, Νοέμβριος 1975.1

Ε

ίναι ένα ισχυρό αντεπιχείρημα στη δημοφιλέστερη ελληνική κοινοτοπία των τελευταίων ετών, ότι «Μεταπολίτευση τέλος»: αν όντως τέλειωσε, τότε πώς και συνεχίζει να παρέχει τα οργανωτικά και ιδεολογικά μοντέλα του σήμερα, και μάλιστα παρουσιασμένα συχνά-πυκνά ως «πρωτοποριακές» προτάσεις εξόδου από την κρίση (την ύφεση, την ανεργία, την παρακμή του πολιτικού συστήματος, την «ξενοκρατία»); Εμμονή στην ιδιάζουσα καθυστέρηση της χώρας, ίσως σπεύσει να αντιτάξει η χορεία των καθεστωτικών μεταρρυθμιστών της Ψωροκώσταινας· τότε, όμως, πώς και (φαίνεται να) «ψαρώνουν» με κάτι τέτοια απολιθώματα του μεταπολιτευτικού ελληνικού παρελθόντος ποικίλοι διεθνείς μεταρρυθμιστές του καπιταλιστικού παρόντος, από αυτούς που συνηθίζουν να προβάλλουν τον εαυτό τους ως πρότυπο ήπιας προσαρμογής για παραστρατημένα PIGS; Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί, μισοαστεία-μισοσοβαρά, ότι το φερόμενο ως όνειδος κρατισμού, λαϊκισμού, διαφθοράς και πελατειακών σχέσεων της ελληνικής Μεταπολίτευσης φαντάζει σήμερα ελπιδοφόρα πρόταση για ένα βιώσιμο καπιταλιστικό μέλλον διεθνώς, λες και ήρθε ξαφνικά ο κόσμος ανάποδα και οι άξεστοι ιθαγενείς βάζουν πλέον τα (ιδεολογικά) γυαλιά στους πολιτισμένους Δυτικούς. Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να κάνει κι άλλο ένα άλμα πίστης στον υπαρκτό σουρεαλισμό και να ξεστομίσει ότι μπορεί εντέλει να μην ήταν και τόσο κακή η Μεταπολίτευσή μας, αν βέβαια δεν ήταν ακατανίκητη η ρεαλιστική παρόρμηση να αποδεχτεί το μοιραίο: ότι ο διεθνής καπιταλισμός έχει χάσει κάθε μπούσουλα αναφορικά με την ίδια τη μελλοντι-

κή του ύπαρξη και ψάχνει να πιαστεί από κάθε διαθέσιμο παρακατιανό της ιστορίας του. Το «πείραμα της αυτοδιαχείρισης» αποτελεί μια ιδανική άσκηση στην ψύχραιμη αποτίμηση ενός ολόκληρου συστήματος που τρεκλίζει τόσο άσχημα σήμερα ώστε να κάνει τα μαύρα και μπάσταρδα πρόβατα του πρόσφατου παρελθόντος του να μοιάζουν με πιθανά –ακόμα κι επιθυμητά– μοντέλα του άδηλου μέλλοντός του. Είναι ευνόητο ότι, διαβάζοντας κανείς τη φαινομενικά βαρυσήμαντη αυτή λέξη, αυτοδιαχείριση, σπεύδει να ξεσκονίσει τα γνωστά ντουλάπια της ιστορίας για να θυμηθεί ξανά τον στρατάρχη Τίτο ή τουλάχιστον τον στρατάρχη Ανδρέα, του οποίου το Συμβόλαιο με το Λαό θα «απελευθέρωνε» και θα «κινητοποιούσε» εκείνο το αλήστου μνήμης «τεράστιο δυναμικό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, τους μικρομεσαίους, προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης» (και πάντα «στην πορεία προς τον Σοσιαλιστικό Μετασχηματισμό»), υποσχόμενο ότι «η ανάπτυξη της συνεταιριστικής οργάνωσης μεταβάλλει τις σχέσεις παραγωγής, καταργώντας την αποξένωση του παραγωγού από το προϊόν του μόχθου του, ενώ ταυτόχρονα μειώνει το κόστος παραγωγής, εξαλείφει τους μεσάζοντες, συμβάλλοντας στην ελάφρυνση του καταναλωτή αλλά και στην αντιπληθωρική [sic] πολιτική».2

1. Για το παράθεμα, βλ. «Καθυστερημένο, πολύ καθυστερημένο ρΕκβιεμ», περ. Sarajevo #59, Φεβρουάριος 2012, σ. 16. 2. «Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση – Ο Λαός στην Εξουσία (1981)», Διακήρυξη της κυβερνητικής πολιτικής (4.10.1981), http://www.pasok.gr/portal/resource/section/ sumvolaioMenu.


[11]

Βαρύ πέφτει το Πεπόνι της Ιστορίας στους μελετητές των Εννοιών Της· ευτυχώς, όμως, υπάρχει το κατάλληλο χωνευτικό, υπό την up-to-date μορφή των σκέψεων ενός Ρίτσαρντ Γουλφ: Στη Σίλικον Βάλεϊ, στη χερσόνησο κάτω από το Σαν Φρανσίσκο, ομάδες μηχανικών λογισμικού για υπολογιστές σε μεγάλες καπιταλιστικές εταιρείες (IBM, Cisco, Oracle, κ.ο.κ.) παραιτούνται από τις δουλειές τους. Εγκαταλείπουν καλοπληρωμένες θέσεις μισθωτών εργαζομένων. Εξηγούν ότι δεν τους αρέσει να τους λένε επιβλέποντες και διευθυντές πάνω σε τι να δουλεύουν και πώς να δουλεύουν. Απορρίπτουν τη δουλειά με κοστούμι και γραβάτα, σε άχαρα εταιρικά κτίρια, κ.ο.κ. Επιμένουν ότι τέτοιες συνθήκες καταπνίγουν τη δημιουργικότητά τους, την παραγωγικότητά τους και τη σωματική και πνευματική τους ευεξία. Αφού παραιτηθούν, μικρές ομάδες μαζεύονται συχνά με τα λάπτοπ τους στο γκαράζ κάποιου. Φτιάχνουν μια νέα επιχείρηση με κανόνες αυστηρής ισότητας. Όλες οι αποφάσεις σχετικά με το πάνω σε τι θα δουλεύουν και πώς θα δουλεύουν παίρνονται συλλογικά. Όλα τα έσοδα από την πώληση του λογισμικού που δημιουργούν εισπράττονται και κατανέμονται συλλογικά (εν μέρει στους ίδιους, ως ατομικά εισοδήματα). Σε τέτοιες επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι έχουν γίνει οι ίδιοι το συλλογικό σώμα των διευθυντών και έχουν καταργήσει την εκμεταλλευτική σχέση εργαζόμενου-

Έχει ο καιρός γυρίσματα: από την «αυτοδιαχείριση»/συνδιαχείριση των εργοστασίων της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας και τους νεοελληνικούς παπανδρεϊκούς συνεταιρισμούς, μέχρι τον hi-tech νεοπαπανδρεϊκό «μη καπιταλισμό» της Σίλικον Βάλεϊ, ένα τσιγάρο δρόμος. Κι ωστόσο, οι λίγες αυτές δεκαετίες που πέρασαν από τότε μέχρι τώρα έφεραν, σχεδόν ανεπαίσθητα, μια ριζική μετάλλαξη στους «δρώντες» –ας υιοθετήσουμε κι εμείς την αμερικανική παρλάτα και ας μην κάνουμε ακόμα λόγο για τα «ταξικά υποκείμενα»– τέτοιων μετασχηματιστικών οικονομικών πειραμάτων, αν και όχι απαραιτήτως στους όρους της περιγραφής τους από δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς, όπως πιστοποιεί ο καθηγητής Γουλφ (διαψεύδοντας με τα λεγόμενά του τους ισχυρισμούς του και δείχνοντας, εις βάρος του, ότι η μαρξίζουσα παρλάτα χαίρει άκρας υγείας και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού). Στη βάση πάντως, όπως και να το κάνουμε, υπάρχει σημαντική διαφορά ανάμεσα στον κομμουνιστή Γιουγκοσλάβο εργάτη, τον παπανδρεϊκό «μικρομεσαίο» και τον ατίθασο Καλιφορνέζο κομπιουτερά: από τη μια υπαρκτός σοσιαλισμός, από την άλλη βαλκανική μικροαστικοποίηση σε εθνική κλίμακα, από την τρίτη το «αμερικανικό όνειρο» στα καλύτερά του. Πόσο ευκταία θα ήταν μια απόπειρα συνένωσης όλων αυτών σε ένα εναλλακτικό όραμα για το παγκόσμιο χωριό μας…

καπιταλιστή. Με τους όρους του Μαρξ, έχουν αντικαταστήσει την καπιταλιστική ταξική δομή της επιχείρησής τους με μια κοινοτική (ή κομμουνιστική) δομή. Επειδή οι ιδέες του Μαρξ δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν πολύ και να διδάσκονται στις ΗΠΑ, αυτοί οι μηχανικοί και οι δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί που τους περιγράφουν δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τους ταξικούς όρους του Μαρξ. Αντ’ αυτού, αναφέρονται στην «καινοτόμο επιχειρηματικότητα» για να εξηγήσουν τις πολλές προόδους στην τεχνολογία του λογισμικού και των υπολογιστών που έχουν επιφέρει τέτοιες μη καπιταλιστικές (με τους όρους του Μαρξ) επιχειρήσεις.3

3. Richard D. Wolff, «Beginnings for the “reform plus” strategy», Economic Crisis from a Socialist Perspective (29.6.2009), http://rdwolff.com/content/economic-crisissocialist-perspective.

Η άλλη όψη του «ελληνικού πειράματος» «Η Ελλάδα πειραματόζωο σχιζο-ειδημόνων της οικονομίας», κραύγασαν πρόσφατα δυο δημοσιογράφοι από το αυστριακό περιοδικό Profil,4 οι τελευταίοι (μέχρι τους επόμενους) σε μια σειρά ψυχοπονιάρηδων δημοσιολόγων που έχουν χρίσει εδώ και καιρό τη χώρα «παγκόσμιο πείραμα». Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι ορθός (και γενικεύσιμος εξάλλου σε όλη τη μεσογειακή ακτή της Ευρώπης, τουλάχιστον για την ώρα), δεν παύει να βλέπει μόνο τη μία, την παθητική, όψη του νομίσματος· η άλλη, αυτή που μας αφορά περισσότερο εδώ, είναι η ενεργητική: η κρίση δεν θα μπορούσε παρά να 4. http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=12336&subid= 2&pubid=112814832.


[12]

γίνει ευκαιρία στα καθ’ ημάς για περισσότερους από έναν (ή μίας λογής) ενδιαφερόμενους, και το «πείραμα της αυτοδιαχείρισης» είναι ό,τι πρέπει για «ριζοσπαστικά», «αντικαθεστωτικά» πνεύματα, από αυτά που ο τράχηλός τους ζυγό δεν υπομένει. Θα είναι, άραγε, η ταπεινή Ψωροκώσταινα ο γενέθλιος τόπος ενός μέλλοντος για τη μη καπιταλιστική επιχειρηματικότητα (με τους όρους του Γουλφ); Θ’ αποκτήσουν οι Έλληνες κι άλλον έναν λόγο –πέρα από τα γονίδια και την ψυχοπαθολογία τους– να νιώθουν εθνικά υπερήφανοι; Κύριος οίδε. Αυτό που ξέρουμε στα σίγουρα εμείς οι κοινοί θνητοί είναι ότι οι ημέτεροι αντικαπιταλιστές επιχειρηματίες δανείζονται αφειδώς σε ιδεολογία από το διασημότερο σύγχρονο παράδειγμα αυτοδιαχείρισης σε συνθήκες οξύτατης οικονομικής και πολιτικής κρίσης: το Argentinazo των αρχών της περασμένης δεκαετίας. Ο κρίκος που έλειπε από την τριάδα υπαρκτού-Ανδρέα-Σίλικον Βάλεϊ, δηλαδή η τρέχουσα πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης, αποκαθιστάται βολικά με μια παραπομπή σε έναν αγαπημένο προορισμό της «εναλλακτικής» σκέψης, που τυγχάνει να έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι έβαλε σε εφαρμογή τους οικονομικούς πειραματισμούς του εν καιρώ κρίσης, ΔΝΤ κ.ο.κ., όταν το κράτος και το κεφάλαιο (το ενιαίο κόμμα των αφεντικών, για να το θέσουμε αλλιώς) είχαν ήδη εγκαταλείψει, τότε, προσωρινά, τον στίβο της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας, τα αξιώματα, τις εταιρείες τους, τη χώρα γενικώς. Έκτοτε, βέβαια, τα πράγματα σκούρυναν κι εκεί. Θα ήταν μήπως δυνατόν να επιβιώσουν για πολύ τέτοιες προσπάθειες αυτοδιαχείρισης μέσα στον παγκοσμιοποιημένο σύγχρονο καπιταλισμό; Κι όμως! Ο Έλληνας που έχετε συνηθίσει, για κάθε σας πρόβλημα έχει και μια λύση: εν προκειμένω, ένα πρότυπο διαρκούς επιβίωσης αυτοδιαχειριζόμενων οικονομικών, αλλά και κοινωνικών και πολιτικών, δομών εν μέσω καπιταλο-κρατισμού προσφέρει η πιο κοντινή μας, και ακόμα πιο φημισμένη στα media, κοινότητα της Μαριναλέδα στην Ανδαλουσία – «η γη της Ουτοπίας», όπως την έχουν αποκαλέσει, μεταξύ άλλων, η ελληνική κρατική τηλεόραση και ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. Βέβαια, αυτή η ιβηρικής κοπής αυτοδιαχείριση, σε αντίθεση με το εξ Αργε-

ντινής αδελφό μοντελάκι της, δεν εκτείνεται πέρα από τα δομικά όρια μιας αγροτικής κολεκτίβας – μιας μόνιμης νησίδας (αξιαγάπητου) κοινωνικού αγροτουρισμού, θα έλεγαν οι κακές γλώσσες. Κανένας λόγος ανησυχίας, αφ’ ης στιγμής ένα ακόμα κομμάτι του παζλ μπαίνει στη θέση του. Το «άλλο» ελληνικό πείραμα έχει τον εκλεκτικισμό κορόνα στο κεφάλι του· δεν διστάζει να επιτελεί τις «διαλεκτικές συνθέσεις» τη μία μετά την άλλη – και, όπως βλέπουμε, η αρχική τριάδα έγινε, πριν καλάκαλά το καταλάβουμε, ήδη πεντάδα. Στην πραγματικότητα, ιδεολογικά ψιχία από διαφορετικά γεωγραφικά και ιστορικά μήκη και πλάτη, όσο κι αν συσσωρεύονται, μετά βίας αρκούν για να συγκαλύψουν την πολιτική ένδεια του προγράμματος της αυτοδιαχείρισης α λα ελληνικά. Η διαλεκτική που βρίσκεται σε δράση εδώ αψηφά τις αφηρημένες διακηρύξεις, αντιπαραθέτοντάς τους πρώτα απ’ όλα μερικές εγχώριες σταθερές: τη μακρά κι εδραία παράδοση του Έλληνα μαγαζάτορα, του περήφανου εθνικού μας «αυτοαπασχολούμενου» που υποθάλπει και υφίσταται συγχρόνως την παροιμιώδη καχεξία της μισθωτής εργασίας στη χώρα· την εξίσου μακρά –αν και διόλου εδραία από το 1981 και μετά– παράδοση της αριστερής δραστηριοποίησης στον ιδιωτικό τομέα, συνεπεία δεκαετιών φρονηματικών διώξεων που απέκλειαν για καιρό την πρόσβαση πλήθους κόσμου στα τσιφλίκια του δημοσίου· τέλος, τη μεγάλη αύξηση στη δυσαναλογία ανάμεσα στον πρωτογενή, τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα της ελληνικής οικονομίας από τη δεκαετία του 1980 και μετά – υπέρ του τριτογενούς, ασφαλώς, όπως σε όλη την Ευρώπη (βλ. σχετικά τον διαφωτιστικό Πίνακα 1), με τη διαφορά ότι στην Ελλάδα επικρατούσε μια σχετική ισορροπία μέχρι το 1980, λόγω και της ισχύος του αγροτικού τομέα, αυτής της βέβαιης ένδειξης «υπανάπτυξης», κατά τις (μαρξιστικές και φιλελεύθερες) Γραφές. Ξεκινώντας από το τελευταίο αυτό στοιχείο, την «έκρηξη» του τριτογενούς τομέα στη χώρα, που συνοδεύτηκε από την αθρόα είσοδο φτηνών μεταναστών εργατών στη γεωργία και τη βιομηχανία/ βιοτεχνία, συμπεραίνει κανείς –πρόχειρα μεν, λογικά δε– ότι δημιουργείται σταδιακά, και ολοένα εντονότερα τα τελευταία χρόνια, μια πλεονάζουσα


[13]

ΑΥΣΤΡΙΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής ΓΑΛΛΙΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής ΓΕΡΜΑΝΙΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής ΕΛΛΑΔΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής ΑΓΓΛΙΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής ΙΣΠΑΝΙΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής ΙΤΑΛΙΑ πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής

1975 12,5 40,9 46,6 1975 10,3 38,6 51,1 1975 6,8 45,4 42 1975 35,2 27,9 36,8 1975 2,8 40,4 56,8 1975 22,1 38,4 39,6 1975 16,7 39,2 44,1

1980 10,5 40,3 49,3 1980 8,7 35,9 55,4 1980 5,3 43,7 51 1980 30,3 30,2 39,5 1980 2,6 37,7 59,7 1980 19,3 36,1 44,6 1980 14,3 37,9 47,8

1985 9 38,1 52,9 1985 7,6 32 60,4 1985 4,6 41 54,4 1985 28,9 27,4 43,7 1985 2,5 31,6 65,8 1985 18,3 31,7 49,9 1985 11,2 33,6 55,2

1990 7,9 36,8 55,3 1990 5,9 27,5 66,5 1990 4 36,7 59,2 1990 22,8 27 50,2 1990 2,2 32,3 65,5 1990 10,5 30,6 58,9 1990 7,5 32,4 60,2

1995 7,4 30,3 62,3 1995 5 24,6 70,4 1995 3 32,7 64,3 1995 19,6 24,5 55,9 1995 2 27,4 70,6 1995 7,9 28,2 64 1995 6 31 63

2000 6,2 29,8 64 2000 4,3 22,8 72,9 2000 2,4 28,6 68,9 2000 16,7 24,1 59,1 2000 1,5 25,3 73,2 2000 6,6 29,7 63,7 2000 4,8 29,6 65,6

Πίνακας 1: Ποσοστά επί του συνόλου των μισθωτών στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα5 διαθεσιμότητα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης στον τομέα των υπηρεσιών του ιδιωτικού τομέα, μια κίνηση μάλιστα που έχει παλαιόθεν τόσο κοινωνική («να ’χεις το δικό σου μαγαζί») όσο και ιδεολογική νομιμοποίηση, στη γραμμή των καταδιωγμένων αριστερών του «ιδιωτικού» πριν από τη Μεταπολίτευση, που δεν βολεύτηκαν στο παπανδρεϊκό «δημόσιο» και μπορούν τώρα, εν μέσω κρίσης, να εκπληρώσουν επιτέλους τα ιδανικά του παρελθόντος, μπολιάζοντας τα ιδιωτικά δικαιώματα με δημόσιες αρετές. …Και με δημόσιο χρήμα; Η ηθική αντίληψη της αυτοδιαχείρισης, αυτή η ιδιάζουσα ακριβοδικία ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό, αποκλείει φυσικά τέτοιες μεροληπτικές εκτροπές – μόνο που το νέο πνεύμα του καπιταλισμού είναι γεμάτο πειρασμούς. Όπως το περίφημο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) 20072013, όπου προβλέπονται, για παράδειγμα, τριάντα έξι εκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις πρώην ανέργων-μελλοντικών «νέων επιχειρηματι-

ών» (σε μια «δράση» για την οποία οι προθεσμίες υποβολής εξέπνευσαν μόλις πριν από μερικές ημέρες).6 Όπως επίσης ο Νόμος 4019/ΦΕΚ 216/ Α/30.9.2011, «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις», όπου προάγεται με τις ευλογίες του κράτους το ιδεώδες της «Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης».7 Ή όπως, τέλος, το λιγότερο γνωστό 5. Πηγή του Πίνακα 1: Υπάρχει εργατική τάξη; Κι αν «ναι» τι κάνει;, Τέταρτο τετράδιο για εργατική χρήση, BLOCK, Σεπτέμβριος 2011, http://sarajevomag.gr/vivliothiki/block_ tetradio_4.html. Ο πίνακας αυτός έχει ακόμα μία αρετή: διαλύει μονομιάς τον καφενειακό μύθο σύμφωνα με τον οποίο «η Ελλάδα δεν παράγει» (προϊόντα, εννοείται), ενώ «στην Ευρώπη παράγουν» (προϊόντα, πάντα). 6. Βλ. τη Δράση 1: «Σχέδιο στήριξης επιχειρηματικών πρωτοβουλιών ανέργων και νέων επιχειρηματιών (σε φάση start-up)», στο http://www.espa.gr/el/Pages/ Proclamationsfs.aspx?item=1823. 7. Βλ. σχετικά http://www.dsanet.gr/Epikairothta/ Nomothesia/n4019_2011.htm και, για όλα τα κοινοβουλευτικά έγγραφα και τεκμήρια, http://www. hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/AnazitisiNomothetikou-Ergou?law_id=7daab675-950f-436b-8b82bc5eedb70d40.


[14]

τερο σκοπό την προλεταριακή (ποια;) επανάσταση; Μήπως δεν αναγνωρίζουμε όλοι –καίτοι άλλοι φανερά και άλλοι εντελώς στα κρυφά– ότι, εδώ που φτάσαμε, αυτό που προέχει είναι η επιβίωση; Η επιβίωση και οι ιδέες…

αλλά πολύ πιο διασκεδαστικό Startup Greece, «ένα κίνημα πληροφόρησης, δικτύωσης και συνεργασίας με στόχο τη δημιουργία μιας νέας γενιάς επιχειρηματιών στην Ελλάδα», που «υποστηρίζεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και την ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με κοινότητες νέων επιχειρηματιών».8 Όταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου Jr. δηλώνει εκεί ότι «το ζητούμενο πια είναι να απελευθερώσουμε όλες τις δημιουργικές δυνάμεις της πατρίδας μας. Μια Ελλάδα, που παίρνει την τύχη της στα χέρια της, με την αλλαγή, τη δημιουργία, την καινοτομία, την έξυπνη προσαρμογή», ποιο μοντέλο αυτοδιαχείρισης μπορεί στα σοβαρά να του αντιτάξει ότι το δέον είναι να τα κάνεις μεν όλα αυτά, κίνημα, πληροφόρηση, δικτύωση, συνεργασία, αλλαγή, δημιουργία, καινοτομία, ακόμα κι έξυπνη προσαρμογή, αλλά με γνώμονα την κοινωνική αλληλεγγύη και απώ-

8. Βλ. http://www.startupgreece.gov.gr/el/node/160. Αξιομνημόνευτη επίσης η σχετική παραίνεση του Μ. Χρυσοχοΐδη: «Αν κάνει κάτι ιδιαίτερη αυτή τη χώρα, είναι ο κοιμώμενος γίγαντας της νέας γενιάς. Ο πραγματικός θησαυρός των νέων ανθρώπων, η μεγάλη δεξαμενή των εκατοντάδων χιλιάδων καταρτισμένων νέων που ψάχνουν παράθυρο ευκαιρίας μέσα στην κρίση».

Άνεργοι, επιχειρηματίες, προλετάριοι Αν, όπως είδαμε παραπάνω και ξέρουμε άλλωστε πολύ καλά, οι «ιδέες» έχουν την τάση να επιβιώνουν στον χρόνο, συνήθως πακεταρισμένες φύρδην μίγδην σε νέες συσκευασίες, άλλο τόσο αληθεύει ότι η νέτη σκέτη επιβίωση έχει την τάση να ιδεολογικοποιείται, φορώντας το κατάλληλο ένδυμα ανάλογα με τον καιρό. Όταν ακούμε (να μιλούν) για αυτοδιαχείριση σήμερα στην Ελλάδα, ακούμε σχεδόν απαρέγκλιτα (να μιλούν) για την ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι ζωής κι εργασίας μέσα σε ένα περιβάλλον όπου οι απολύσεις μαίνονται ανεξέλεγκτες, οι δουλειές χάνονται με ραγδαίους ρυθμούς και η ανεργία χτυπάει κόκκινο. Οι άνθρωποι που καλούνται κατά κόρον να (πειστούν να) βρουν τα προς το ζην με αυτοδιαχειριζόμενα επιχειρηματικά μοντέλα είναι εντελώς αναγνωρίσιμοι: απολυμένοι και μακροχρόνια άνεργοι διαφόρων κλάδων του τριτογενούς, με πρώτο και καλύτερο τον Τύπο και τα ΜΜΕ (προπύργια της επισφάλειας στη χώρα την τελευταία δεκαπενταετία, αλλά και πυλώνες της «σοσιαλιστικής» αυτοδιαχείρισης α λα ελληνικά από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όπως μας υπενθυμίζει η μακαρίτισσα η Ελευθεροτυπία), χωρίς να παραγνωρίζουμε την εστίαση, τις μεταφορές, το λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες εκπαίδευσης, περίθαλψης και πρόνοιας, και φυσικά το Διαδίκτυο – την κοιτίδα των λεγόμενων startup companies, στην Αμερική της δεκαετίας του 1990. Αν το δούμε αριστερόστροφα, κάπως έτσι συμπυκνώνονται δυο κλασικά ριζοσπαστικά αιτήματα: «θέλουμε δουλειά και όχι ανεργία», «τρομοκρατία είναι η μισθωτή σκλαβιά». Ως αυτοδιαχειριζόμενοι επιχειρηματίες, μέλη κολεκτίβων, κοοπερατίβων κ.ο.κ., οι τέως απολυμένοι και νυν άνεργοι μπορούν να ελπίζουν ότι και τα προς το ζην θα εξασφαλίσουν και την ταξική ταυτότητα του «προλεταριακού» και


[15]

«αλληλέγγυου» επαναστατικού υποκειμένου θα διατηρήσουν. Το προλεταριάτο είναι εξ ορισμού αυτοαναιρούμενο, κάλλιο λοιπόν να αυτοαναιρεθεί και στην πράξη μια ώρα αρχύτερα. Γιατί, πέρα από επιχειρηματικές ιδέες, πολιτικές ιδεολογίες και ιστορικές ιδιαιτερότητες, αν κάτι επιτελεί όντως το «πρόταγμα» της αυτοδιαχείρισης σήμερα είναι ότι συμβάλλει έμπρακτα στο γενικό, διεθνές και από δεκαετίες τρέχον πρόγραμμα εξαφάνισης της εργατικής τάξης από το προσκήνιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (το τριτοκοσμικό παρασκήνιο ελάχιστα ενδιαφέρει γιατί ελάχιστα φαίνεται). Με τις «εναλλακτικές» αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις του εγχώριου παρόντος μας, η ταξική πάλη απωθείται και μετουσιώνεται συγχρόνως: λες αυτό που θες, κάνεις αυτό που λες, κι αίφνης αυτό που κάνεις δεν είναι αυτό που θες, αλλά αυτό που ούτως ή άλλως είσαι. Όταν ο μισθός σου (ή, έστω, το υποτυπώδες επίδομα ανεργίας που ίσως λαμβάνεις ακόμα) γίνεται εισόδημα, όταν η θέση σου στην παραγωγή μετατρέπεται από πωλητή της εργατικής σου δύναμης σε πωλητή προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά, γίνεσαι μοιραία… καπιταλιστής του εαυτού σου, καθώς λέει κάπου ο Κάρολος: βάζεις κι εσύ ένα μικρό λιθαράκι στην επανεκκίνηση του συστήματος, προτιμώντας να το δεις να ανασταίνεται παρά να παρασέρνει κι εσένα στην πτώση του. Και αν είσαι κι άνεργος χωρίς επίδομα και προοπτική να βρεις ποτέ δουλειά, ποιος μπορεί να σε κατηγορήσει; «Τι να κάνουμε στην τελική, κλέφτες να γίνουμε;»… Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα μπορεί να ποικίλλουν σημαντικά (μια τέτοια επιχειρεί να δώσει το αμέσως επόμενο κείμενο, «Ο αυτοεπιχερηματίας», στο ανά χείρας τεύχος). Μπορεί κανείς να καταφάσκει τον εαυτό του, ή να τον

αρνείται, ή να τον αλλάζει, ή να μην τον αναγνωρίζει έτσι όπως του παρουσιάζεται, από άλλους ή από τον καθρέφτη του. Υπάρχει μια «άβυσσος κοινή» (έγραφε κάπου ένας άλλος Κάρολος) για εργαζόμενους, ανέργους κι επισφαλείς, που όμως επιστρέφει το βλέμμα σε ένα σύστημα υπό κατάρρευση – και με αυτή την έννοια γεννά άπειρες δυνατότητες συλλογικού μετασχηματισμού, μέσα στα ερείπια της καπιταλιστικής ευημερίας, της σταθερής μισθωτής εργασίας και της κοινωνικής ειρήνης. Όπως υπάρχει πάντα και η αυταπάτη των λίγων Ροβινσώνων που προσδοκούν ότι θα «τα καταφέρουν» σε πείσμα των καιρών, σαν καουμπόηδες στην Άγρια Δύση, αμετανόητοι free-riders ενός αενάως εκσυγχρονιζόμενου τριτοκοσμισμού, που επιμένουν να τρέχουν μπροστά, ακόμα κι όταν δρόμοι δεν υπάρχουν πια. Η επιλογή είναι σχετικά απλή: στην έρημο, όσοι κινούνται ακατάπαυστα χάνουν σύντομα τον προσανατολισμό τους – και μετά χάνονται για πάντα.


[16]

[Παράρτημα]

Ο αυτοεπιχειρηματίας

Η

κοινωνική εργασία είναι ο τόπος εκτύλιξης μιας υβριδικής παραγωγικής υποκειμενικότητας η οποία δανείζεται αξίες (αυτονομία, δημιουργικότητα, αντιεμπορευματικότητα, κινητικότητα, άνθιση του εαυτού) που αντιστέκονται ιστορικά στις πιο συντηρητικές όψεις της μισθωτής εργασίας, συγχρόνως όμως έχει ενσωματώσει στην ίδια τη ζωή τον κόσμο της επιχείρησης και τις ποικίλες προσταγές του: παραγωγικότητα, προσαρμοστικότητα, συσσώρευση κεφαλαίουδεξιοτήτων. Η μορφή που την ενσαρκώνει είναι ο αυτοεπιχειρηματίας. Μια τέτοια μορφή, ωστόσο, απαιτεί για την ανάπτυξή της μια επέκταση του κοινωνικού μισθού, κι επομένως τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου αυτονομίας απέναντι στη μισθωτή εργασία. Δεν είναι λοιπόν, μονοσήμαντα, ο μετασχηματισμός των ευρισκόμενων υπό εκμετάλλευση σε ατομικούς επιχειρηματίες, αλλά επίσης η εξασθένιση του μοντέλου της επιχείρησης και των ιεραρχικών δομών στις εργασιακές σχέσεις. Για την κοινωνία, είναι επιτακτικό να συντηρηθούν, από μια ιδιωτικοποίηση που ευνοεί αποκλειστικά τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, οι «θετικές εξωτερικότητες» που προκαλούνται από τις τεχνολογικές μεταλλάξεις του καπιταλισμού. Αυτές μπορούν να οριστούν ως το γίγνεσθαι-κοινό, το γίγνεσθαι-δωρεάν ενός μεγάλου αριθμού «αγαθών-γνώσεων» υπό την επίδραση της μαζικής ιδιοποίησης των νέων τεχνολογιών της πληροφορίας και της επικοινωνίας (υπολογιστές, Διαδίκτυο, τηλεόραση και κινητό τηλέφωνο) και της σύστοιχης ανάπτυξης μιας «διάχυτης διανοητικότητας» μεταξύ των σύγχρονων Πηγή: Thèses sur la grève des chômeurs et précaires, 9.4.2010 (Θέσεις 16-22), http://www.cip-idf.org/ article.php3?id_article=4997. Για μια μετάφραση της Εισαγωγής αυτού του κειμένου, βλ. «Θέσεις για την απεργία των ανέργων και επισφαλών», Λεύγα 1, σ. 32-35.

παραγωγικών υποκειμένων. Έχει σημασία για μια καπιταλιστική κοινωνία που επιδιώκει να διατηρηθεί αιώνια να τις αναπτύξει, μέσω παραγωγικών κοινωνικών δικτύων πέρα από την επιχείρηση και την αγορά. Πράγματι, ο αυτοεπιχειρηματίας έχει ως οικονομική λειτουργία να πραγματοποιήσει την ανανέωση των παραγωγικών μοντέλων στη βάση, ξεκινώντας από την απονομιμοποίηση των παραδοσιακών, ιεραρχικών παραγωγικών μοντέλων, και να μετατρέψει την άρνηση της τεϋλοριστικής βιομηχανικής εργασίας σε μια εναλλακτική θετικότητα μορφών ανάπτυξης (αυτόνομη, τοπικοποιημένη, συνεργατική) των παραγωγικών δυνάμεων. Η οικονομική κατηγορία του αυτοεπιχειρηματία, που πρόσφατα επισημοποιήθηκε1 για να δηλώσει μια ιδιαίτερη κατηγορία ατομικού freelancer επιχειρηματία, του οποίου η ανάδυση επιδιώκεται να ευνοηθεί μέσω φοροαπαλλαγών, ώστε να παρακινηθούν οι άνεργοι κι επισφαλείς να «βγουν από το καθεστώς της πρόνοιας» και να «δημιουργήσουν τη δική τους δραστηριότητα», είναι το ορατό τμήμα μιας μορφής πολύ πιο διάχυτης. Η αυτοεπιχειρηματικότητα δεν αντίκειται σε μια δραστηριότητα συνεργασίας, την οποία αντιθέτως απαιτεί. Αφαιρεί τη συνεργασία από τη μορφή-επιχείρηση και την αντικαθιστά με μια κοινωνική συνεργασία όπου όλα τα υποκείμενα της οικονομίας αλληλεπιδρούν. Μόνο που δεν πρόκειται για μια κοινωνική συνεργασία που αντιστοιχεί αποκλειστικά στον τομέα της «κοινωνικής οικονομίας», ή ακόμα για μια πολιτική συνεργασία με όρους ισότητας, αλλά για την επέκταση του επιχειρηματικού μοντέλου στους πρώην μισθωτούς, 1. Το ειδικό καθεστώς του «αυτοεπιχειρηματία» θεσμοθετήθηκε στη Γαλλία την 1.1.2009 για τις ατομικές επιχειρήσεις εμπόρων, τεχνιτών και ελευθέρων επαγγελματιών που υπάγονται στην κατηγορία της «μικρής επιχείρησης». Ουσιαστικά απλοποιεί την ίδρυση και τη φορολόγηση τέτοιων επιχειρήσεων. Επίσημη ιστοσελίδα: http://www.lautoentrepreneur.fr/index.htm (στα γαλλικά).


[17]

επισφαλείς και ανέργους, που καλούνται να εκμεταλλευτούν εαυτούς και συγχρόνως να τεθούν υπό εκμετάλλευση από την κοινωνία, εννοούμενη ως συλλογικό καπιταλιστή. Κοινωνική συνεργασία, λοιπόν, στον βαθμό που θεσπίζει μια σχετική εξίσωση των οικονομικών υποκειμένων, τα οποία δεν εκμεταλλεύονται το ένα το άλλο, τουλάχιστον υπό τη μονοσήμαντη μορφή του κλασικού μισθού, δηλαδή υπό τη μορφή της εργασίας έναντι μισθού. Κοινωνική συνεργασία –ή και αμφίδρομη συν-εκμετάλλευση– που βέβαια δεν αποκλείει τις σχέσεις κυριαρχίας: ο αυτοεπιχειρηματίας παραμένει συνήθως ένας επισφαλής, ένας υποτελής οικονομικός δρων που παραμένει ως εκ τούτου αντικείμενο στενού θεσμικού ελέγχου. Η μορφή του αυτοεπιχειρηματία, πόρρω απέχοντας απ’ το να συντηρεί τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, παρεισάγεται υπό τη μορφή του αυτόνομου εργαζόμενου ο οποίος αμείβεται βάσει της υπηρεσίας ή του έργου που παρέχει, όντας εξίσου απείθαρχος απέναντι στην παράδοση των διεκδικητικών αγώνων όσο και απέναντι στη σχέση της ιεραρχικής υποταγής. Η έλευση του αυτοεπιχειρηματία είναι αποτέλεσμα αντιφατικών διαδικασιών. Κατ’ αρχάς, είναι αποτέλεσμα της συναίνεσης που επιβλήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 σχετικά με το μοτίβο της επιχείρησης ως χώρου άρσης των πολιτικών συγκρούσεων – μια συναίνεση που έγινε δυνατή λόγω των εργατικών ηττών, της απομάκρυνσης από την επαναστατική προοπτική, της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αλλά και της έντονης προώθησης της συνεργασίας, της πολυμορφίας της εργατικής πρωτοβουλίας στις διαδικασίες παραγωγής. Μια τέτοια συναίνεση επέτρεψε, κι εξακολουθεί να επιτρέπει, τη νεοφιλελεύθερη επίθεση της ιδιωτικοποίησης και του ανοίγματος των πρώην δημόσιων υπηρεσιών στον ανταγωνισμό. Είναι όμως επίσης αποτέλεσμα μιας μαζικής διάδοσης των κριτικών ενάντια στις ιεραρχικές σχέσεις εντός των θεσμών, και ιδίως εντός των επιχειρήσεων. Έτσι, ο αυτοεπιχειρηματίας είναι εκείνος που δεν δέχεται άλλη αυθεντία εκτός από την αυθεντία της «αντικειμενικής» οικονομικής ανάγκης και την απαίτηση να ζει από τη δραστηριότητά του. Πρέπει επίσης ν’ αναφέ-

Barbara Loftus, Snatch (2004)

ρουμε, στο ίδιο πνεύμα, τον αντίκτυπο της κριτικής του διαχωρισμού ανάμεσα σε ζωή κι εργασία: ο αυτοεπιχειρηματίας είναι όντως εκείνος που δεν παύει να εργάζεται, σύμφωνα με κανόνες που επινοεί ο ίδιος· μια εργασία που είναι εργασία πάνω στον εαυτό, παραγωγή του εαυτού, πριν γίνει παραγωγή συγκεκριμένων αντικειμένων. Τέλος, ο αυτοεπιχειρηματίας ενσαρκώνει, αν όχι την πραγματικότητα, τουλάχιστον την αξίωση της άνθησης του εαυτού μέσω της εργασίας. Ως προς αυτό, στοιχειώνεται από δύο ασυμφιλίωτα ιστορικά φαντάσματα, δύο μορφές «απορρόφησης» στην εργασία: τον εθνολαϊκισμό, με τη λατρεία του για τον μόχθο, και την «ουτοπική» σοσιαλιστική σύλληψη της εργασίας ως παθιασμένης έλξης. Η αναδυόμενη μορφή του αυτοεπιχειρηματία εμπλέκεται στην ίδια ένταση με την οικονομία, που αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του. Η ήττα του σοσιαλισμού, εκτός του ότι αποθάρρυνε τις λαϊκές τάξεις, συγχρόνως επέτρεψε στο σύνολο των επιχειρηματιών να θέσουν χωρίς αναστολές ως στόχο την απόσπαση κέρδους. Όπως και όλοι οι άλλοι επιχειρηματίες, έτσι και ο αυτοεπιχειρηματίας δεν ανέχεται επ’ αυτού ηθικολογίες. Όμως


[18]

η αδυνατότητα να συγκαλυφθούν περαιτέρω οι οικολογικές καταστροφές ξαναφέρνει επιτακτικά στο προσκήνιο την ανεξάλειπτη ανάγκη ενός ηθικού συμβιβασμού από τον οποίο οι επιχειρηματίες νόμιζαν ότι είχαν απαλλαγεί. Η μεταμόρφωση σε πρωτοπορία της οικολογικής μετάλλαξης του καπιταλισμού είναι αυτό που επιτρέπει τη συμφιλίωση των δύο απαιτήσεων (δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρότυπο του κυρίαρχου οικολογισμού σήμερα είναι η αυτοεπιχειρηματικότητα). Αλλά αυτή η διεργασία θέτει ξανά τον αυτοεπιχειρηματία υπό τον ζυγό της κοινωνίας, που έχει άμεσο συμφέρον οι οικονομικές δραστηριότητες να παράγουν θετικές εξωτερικότητες, μέχρι σημείου να πληρώνει αυτή το τίμημα για την εξασφάλισή τους από τον αυτοεπιχειρηματία, παρέχοντάς του ιδίως ένα βασικό εισόδημα υπό τη μορφή κοινωνικού μισθού. Ο αυτοεπιχειρηματίας, μορφή που ενσαρκώνει ταυτόχρονα τη φιλελεύθερη ανεξαρτησία και τη συνεργασία, τον αμοραλισμό όσον αφορά το χρήμα και μια διαθεσιμότητα σε πολιτικοηθικές σκέψεις, την περίκλειση της ζωής στην οικονομία και την περίκλειση της οικονομίας στη ζωή, είναι μια μορφή σχετικά ενοποιημένη, ως αναδυόμενο οικονομικό υποκείμενο, κι ωστόσο υποβαλλόμενη συγχρόνως σε βαθιές ηθικές εντάσεις, ικανές να μεταφραστούν σε πολιτικές διαιρέσεις. Πράγματι, ένα όχι αμελητέο τμήμα των αυτοεπιχειρηματιών απαρτίζει αυτό που δηλώνεται θεσμικά με τον όρο «τριτογενής τομέας», όπου τα οικονομικά υποκείμενα που ταξινομούνται ως δρώντες της «κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας» αποτελούν μόνο το πιο ορατό και αναγνωρισμένο τμήμα του. Οι ρίζες ενός τέτοιου «τομέα» ανάγονται στο σοσιαλιστικό συνεργατικό ρεύμα και την προμαρξιστική εργατική αυτονομία. Ένας τέτοιος «τομέας», πότε σε σύμπραξη και πότε σε αντίθεση, συνόδευε ανέκαθεν το εργατικό κίνημα και αυτό που είθισται σήμερα να ονομάζεται «κοινωνικό κίνημα». Οι δρώντες του τριτογενούς τομέα, όπως και το «κοινωνικό κίνημα», επιδιώκουν σήμερα ν’ αρθρώσουν τις θεματικές της «αλληλεγγύης» και της οικολογίας. Όπως και το κοινωνικό κίνημα, κατασκευάζουν ό,τι θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε «οάσεις», δηλαδή νησίδες απέναντι στους ιεραρ-

χικούς πειθαρχικούς μηχανισμούς, ιδίως της μισθωτής εργασίας, οάσεις που επιτρέπουν στα υποκείμενα να δοκιμάσουν στην πράξη την επιθυμία τους να θεσπίσουν σχέσεις ισότητας. Αλλά αυτή η κατασκευή οάσεων, που παρουσιάζεται εν γένει ως το αποκορύφωμα της πολιτικής συνοχής και του πολιτικού ριζοσπαστισμού, ελλείψει υπαρκτού επαναστατικού κινήματος, κινδυνεύει πάντα να αυτοϋπονομευτεί υπερασπιζόμενη έναν συντηρητικό ρόλο, λόγω της διάκρισης που κάνει ανάμεσα σε εναλλακτική (κατασκευή) και σύγκρουση (καταστροφή) και της υποτιθέμενης ανωτερότητας του πρώτου όρου. Για να συνοψίσουμε αυτό το αδιέξοδο, αρκεί να πούμε ότι τείνει να συγχέει την αυτονομία της ζωντανής εργασίας και την αυτονομία της κοινωνικής εργασίας, την πολιτική της ισότητας και την ανάπτυξη νέων παραγωγικών εδαφών. Μόνο η διάζευξή τους μπορεί να κάνει τους αυτοεπιχειρηματίες της νέας «αλληλέγγυας και οικολογικής» αριστεράς να συλλάβουν την αναγκαιότητα μιας πολιτικής ρήξης με το παράδειγμα της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων». Αυτή η διάζευξη συνεπάγεται την απόδοση πολιτικής πρωτοκαθεδρίας στο στοιχείο της συγκρουσιακότητας. Έτσι η συγκρουσιακότητα εννοείται όχι ως προδιαγεγραμμένη αντιξοότητα, αλλά ως ο αληθινός μοχλός της κοινωνικοποίησης με όρους ισότητας. Η μορφή του αυτοεπιχειρηματία, του οποίου η ανάπτυξη είναι διαταξική, πρέπει να εκτίθεται ως αυτό που περιέχει, και αποτρέπει ακατάπαυστα, τις δυνατότητες ανάδυσης ενός κινήματος ανέργων κι επισφαλών. Η έλευση του αυτοεπιχειρηματία καλεί στη ριζοσπαστικοποίηση, από τους ανέργους κι επισφαλείς, του μοτίβου της ζωντανής εργασίας, που πρέπει ν’ αποσπαστεί από την παραγωγική μήτρα της. Η εναλλακτική βρίσκεται, κι εδώ, στην άμεση πολιτική πάλη. Το ότι περιγράφουμε αυτή τη μορφή του αυτοεπιχειρηματία σημαίνει ότι θέλουμε να την εξολοθρεύσουμε, να την αντικαταστήσουμε με την πολιτικο-ηθική υποκειμενοποίηση των ανέργων κι επισφαλών, αρθρώνοντας τη μάχη τους με αφετηρία τις βλέψεις αμοιβαίου πράττειν που υποθάλπονται και συγχρόνως ακυρώνονται, καταστέλλονται από αυτή τη μορφή.


[19]

Κωστής Καρπόζηλος

Κάτι τρέχει με τους Μάνους

«[Δεν έχουμε] την πολυτέλεια να στερούμαστε τις ικανότητες, τις ιδέες και την παρουσία στο πολιτικό προσκήνιο ενός ανθρώπου μοναδικής ευθύτητας, ενός σπάνιου πολιτικού ταλέντου».1

Η

υμνητική, σε βαθμό που θυμίζει σοφιστικέ ανάλυση αθλητικής εφημερίδας, κατακλείδα του κειμένου του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου αναφέρεται στον Στέφανο Μάνο. Θα μπορούσε να εκληφθεί ως ειρωνεία· αν μη τι άλλο, το «σπάνιο πολιτικό ταλέντο» εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής το 1977, το 2007 συμπλήρωσε τριάντα χρόνια αδιάλειπτης βουλευτικής παρουσίας και σήμερα αισίως έχει ξεπεράσει τα εβδομήντα. Δεν είναι όμως. Το εν λόγω δημοσίευμα εγγράφεται στην αξιοσημείωτη πύκνωση των αναφορών στον Στέφανο Μάνο και στις ιδεολογικές του θέσεις το τελευταίο τετράμηνο – χοντρικά, από όταν η οριστική δύση της κυβέρνησης Παπανδρέου έχει εγκαινιάσει ποικίλες, αλληλοδιαπλεκόμενες και συχνά αντιφατικές διεργασίες. Υπερκομματικές εκδηλώσεις όπου περισσεύει ο προβληματισμός για τα πεπερασμένα όρια της υπάρχουσας διάταξης των πολιτικών δυνάμεων, περιφερειακά φόρουμ και εφήμερες πρωτοβουλίες –κατά τις παλιές καλές συνήθειες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς της «πρωτοβουλίας για τη συγκρότηση μιας πρωτοβουλίας»–, παρεμβάσεις εφημερίδων και αρθρογράφων, εκκλήσεις για την κρισιμότητα των στιγμών και την ανάγκη υπέρβασης των αγκυλώσεων του παρελθόντος, σκιαγραφούν το πλαίσιο αυτών των διεργασιών. Πρόκειται για μία ενδιαφέρουσα κινητικότητα στις παρυφές του επίσημου πολιτικού συστήματος, αλλά στο επίκεντρο εκδοτικών και ιδεολογικών μηχανισμών. Το ζητούμενό τους δεν είναι καταρχήν η εμφάνιση ενός νέου πολιτικού φορέα, αν και αυτό

1. Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, «Ο πολιτικός, ο εσμός, η πρόκληση και η αλήθεια», περ. The Athens Review of Books, Δεκέμβριος 2011, σ. 14.

δεν αποκλείεται από τη συζήτηση εκ προοιμίου, αλλά η ανάδυση του Κόμματος της Κοινής Λογικής, το οποίο θα διαφωτίσει την ελληνική κοινωνία, θα διατρέχει τα υπάρχοντα ή μελλούμενα κόμματα και θα εμπεδώσει την ιδεολογική και κοινωνική ηγεμονία του «μεταρρυθμιστικού μετώπου». Το τελευταίο εμφανίζεται ως το σημείο συνάντησης ποικίλων παραδόσεων, από τους παλαίμαχους του εκσυγχρονισμού και τους εραστές των μεταρρυθμίσεων –αυτής της αγαπημένης κοινοτοπίας ανεξαρτήτως περιεχομένου–, έως τις ασθματικές –αλλά πάντα δυναμικές– κινήσεις του ελληνικού φιλελευθερισμού και τις δημιουργικές συνιστώσες της «μη παλαβής» αριστεράς. Στο επικείμενο ανακάτεμα της τράπουλας, το ζητούμενο είναι η περαιτέρω ισχυροποίησης των δυνάμεων του συνταγματικού τόξου, οι οποίες μπορεί να εμφανίζονται κατακερματισμένες σε διάφορους σχηματισμούς, αλλά συμμερίζονται κοινές στρατηγικές επιδιώξεις και, κυρίως, την απέχθειά τους για τα κάθε λογής «άκρα». Η πρωτοβουλία «για την Ελλάδα, τώρα!» που οργάνωσε τη συζήτηση στις 22 Ιανουαρίου στην Παλιά Βουλή με προσκεκλημένους την Άννα Διαμαντοπούλου, τον Γιάννη Μπουτάρη, τον Κωστή Χατζηδάκη και τον Λουκά Τσούκαλη υπήρξε η πιο προβεβλημένη στιγμή αυτών των πρόσφατων διεργασιών. Οι –ήδη προσανατολισμένοι προς την εκδήλωση– προβολείς της δημοσιότητας στράφηκαν προς τον Στέφανο Μάνο, ο οποίος παρενέβη εγκαλώντας τους πολιτικούς και ζητώντας ως τεκμήριο της αξιοπιστίας τους να εγκαταλείψουν τους παρηκμασμένους κομματικούς σχηματισμούς. Την εκδήλωση ακολούθησε σειρά δημοσιευμάτων γύρω από την κεντρική ιδέα του οριστικού τέλους της Μεταπολίτευσης, της ανάγκης υπέρβασης των παλαιών διαχωριστικών γραμμών και τη συγκρότηση νέων –έναντι του λαϊκισμού και των λοιπών ασθενειών της ελληνικής κοινωνίας–, τη δυνατότητα ανασύνθεσης της πολιτικής και κοινωνικής διάταξης δυνά-


Βασίλης Κουτσούκος

[20]

μεων προς όφελος των δυνάμεων της μεταρρύθμισης. Η Ντόρα Μπακογιάννη ζήτησε «μεταρρυθμιστικό μέτωπο […] τώρα», ο Αντώνης Παπαγιαννίδης αναρωτιόταν, στο protagon, «γιατί δεν του βγαίνει του Στέφανου Μάνου», οι βασικοί συντελεστές της εκδήλωσης Λουκάς Τσούκαλης και Νίκος Αλιβιζάτος περιέγραψαν τη «δημιουργία ενός νέου πολιτικού φορέα που θα συσπειρώσει μεταρρυθμιστικές και φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και την ανανεωτική αριστερά», πριν ο Στέφανος Μάνος τους απαντήσει ότι ο πολιτικός φορέας αυτός υπάρχει – είναι η Δράση στην οποία ο ίδιος προΐσταται.2 Οι λεπτομέρειες του δημόσιου διαλόγου δεν θα μας απασχολήσουν εδώ· εύκολα θα μπορούσε κανείς να σταθεί στον βολονταρισμό –ή και στη μεγαλομανία– εκείνων που εκτιμούν ότι η ανασύνθεση της αστικής πολιτικής θα ξεκινήσει από την αφεντιά τους ή την ξαφνική ανάδυση του Στέφανου Μάνου ως του εθνικού «εγώ σας τα ‘λεγα, αλλά εσείς κάνατε 2. Ντόρα Μπακογιάννη, «Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός για όλους», εφ. Καθημερινή, 29.1.2012, Αντώνης Παπαγιαννίδης, «Γιατί δεν του βγαίνει του Στέφανου Μάνου;», www.protagon.gr (28.1.2012), Νίκος Αλιβιζάτος και Λουκάς Τσούκαλης, «Για ένα ανατρεπτικό πλειοψηφικό ρεύμα», εφ. Καθημερινή, 5.12.2012, Στέφανος Μάνος, «Το νέο κόμμα υπάρχει», www.protagon.gr (6.2.2012).

του κεφαλιού σας» – κάτι ανάμεσα σε καφενειακή επωδό και εξοργιστική μητρική υπόμνηση. Άλλωστε, όπως συνήθως, οι πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις είναι αυτές που δεν ανακοινώνονται ως τέτοιες: στο άρθρο της στις 2 Φεβρουαρίου, η Ντόρα Μπακογιάννη έκανε λόγο για ένα «μέτωπο λογικής υπευθυνότητας»· δέκα μέρες μετά, η Δράση γνωστοποιούσε ότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται για «τη συγκρότηση ενός μεγάλου μετώπου λογικής και υπευθυνότητας» συμμετέχοντας «στις συζητήσεις για την δημιουργία του μετώπου αυτού».3 Ανεξάρτητα από τις εκλογικές καταγραφές και τις εκλογικίστικες συμμαχίες, οι διεργασίες γύρω από τις ιδέες της «κοινής λογικής» αποτυπώνουν τη μετατόπιση του δημοσίου διαλόγου, εκφράζουν τις αναζητήσεις σημαντικών τμημάτων της παραδοσιακής διανόησης, υπογραμμίζουν την επιτυχία εντέλει του πολιτικού παραδείγματος των αυτοδιοικητικών εκλογών του 2010 – τότε που για πρώτη φορά συμπορεύτηκαν τόσοι πολλοί και τόσο φαινομενικά διαφορετικοί πίσω από το όνομα για παράδειγμα του Γιάννη Μπουτάρη, ιδρυτικού στελέχους της Δράσης. Δεν θα πρέπει να αναζητήσουμε εδώ ηχηρά ποσοστά ή δημοσκοπικούς θριάμβους, αλλά τη συγκρότηση μίας ιδεολογικής δεξαμενής, τη λειτουργία δικτύων και μηχανισμών, το ρόλο εκδοτικών συγκροτημάτων και τη σημασία εντέλει περιφερειακών εκδόσεων, όπως το Athens Review of Books, στην ορατή πλέον εμφάνιση ιδεολογικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής στόχευσης που αμφισβητούν το υπάρχον πολιτικό σύστημα ως ανεπαρκές για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων και την εφαρμογή των μνημονιακών στόχων. Οι φυγόκεντρες τάσεις του εκσυγχρονιστικού χώρου –αν για παράδειγμα ανατρέξει κανείς στην ιστοσελίδα του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας μας, του γνωστότατου ΟΠΕΚ, θα διαπιστώσει ότι οι τελευταίοι δημόσιοι απολογισμοί χρονολογούνται από το 2008–, η εμφάνιση και διάσπαση της Δημοκρατικής Αριστεράς, η καταγραφή του μεταρρυθμιστικού μετώπου στις δημοτικές εκλογές και στις αρχαιρεσίες επαγγελματικών σωματείων, με κύριο αυτό της 3. Δράση, Δελτίο Τύπου «Η ΔΡΑΣΗ και το μέτωπο λογικής και υπευθυνότητας», 12.2.2012.


ΕΣΗΕΑ, οι δημόσιες διακηρύξεις των «επιθεωρήσεων του βιβλίου» για την «Τρόικα που μας αξίζει» και οι κάθε λογής ανοιχτές επιστολές4 συνιστούν επιμέρους εξελίξεις που περιγράφουν τις διεργασίες και τις δραστηριότητες γύρω από το μεταρρυθμιστικό μέτωπο. Το παράδειγμα του κειμένου του Νίκου Αλιβιζάτου «Στέφανος Μάνος: ο πολιτικός, ο εσμός, η πρόκληση και η αλήθεια» εξυπηρετεί εν μέρει τη σκιαγράφηση των μπερδεμένων καλωδιώσεων που συγκροτούν το μεταρρυθμιστικό κύκλωμα. Ας τα πάρουμε από την αρχή. Το 2010 κυκλοφόρησαν τα Αντιστρουθοκαμηλικά του Στέφανου Μάνου· εκδότης η Καθημερινή, η οποία διένειμε το βιβλίο στους συνδρομητές της – σύμφωνα πάντα με το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα.5 Το εκδοτικό πρόγραμμα της Καθημερινής δεν περιλαμβάνει πολιτικά κείμενα: μία αντίστοιχη συλλογή του Αντώνη Καρκαγιάννη ίσως αποτελεί το μοναδικό άλλο παράδειγμα παρόμοιου προσανατολισμού. Ενάμιση χρόνο ύστερα από την κυκλοφορία του βιβλίου, τον Δεκέμβριο του 2011, ο Νίκος Αλιβιζάτος, στο Athens Review of Books παρουσίασε τα Αντιστρουθοκαμηλικά, χρησιμοποιώντας τα ως αφορμή για τη συνολικότερη εξύμνηση του συγγραφέα. Στο κείμενο, κεντρική θέση κατέχει η έννοια του «εσμού», την οποία ο Αλιβιζάτος αποδίδει στον Αλέξη Παπαχελά, διευθυντή της Καθημερινής – αν ανατρέξει κανείς στα γραπτά του τελευταίου εκείνες τις ίδιες μέρες διαβάζει ότι «πράγματι αυτή η χώρα αφέθηκε, με ευθύνη όλων μας, έρμαιο ενός εσμού ανίκανων και διεφθαρμένων πολιτικών, μιας ομάδας νεόπλουτων και κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και μιντιαρχών, διαφόρων συντεχνιών και επαγγελματιών συνδικαλιστών που την πήγαν στα βράχια».6 Ο «εσμός» περιγράφει τους συνήθεις υπόπτους της μεταρρυθμιστικής ρητορικής: το πολι4. «Προς Τρόικα Ανοικτή Επιστολή», περ. The Athens Review of Books, Μάιος 2011. Στο οπισθόφυλλο ομοίως αγγλιστί, ήτοι «Open Letter to the Troika». «Κάνουμε έκκληση στην Τρόικα να βοηθήσει να αφαιρεθούν σημαντικά εμπόδια στην οικονομική ανάκαμψη και την απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης, τα οποία το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο συστηματικά αποφεύγει να διευθετήσει». 5. Στέφανος Μάνος, Αντιστρουθοκαμηλικά, Καθημερινή, Αθήνα 2010. 6. Αλέξης Παπαχελάς, «Στο καμίνι της πολιτικής», εφ. Καθημερινή, 21.12.2011.

Βασίλης Κουτσούκος

[21]

τικό σύστημα, τις συντεχνίες, το υπερτροφικό κράτος, τις μεταπολιτευτικές αγκυλώσεις – όλα «αυτά» που μας έφεραν σε μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία επιτρέπει και επιβάλλει να επιστρέψουμε στις λησμονημένες και συκοφαντημένες «αλήθειες». Στο ερμηνευτικό αυτό σχήμα δεν υπάρχει χώρος για τη διεθνή διάσταση της οικονομικής κρίσης, τους συνολικότερους μετασχηματισμούς στην ευμάρεια και το επίπεδο ζωής του δυτικού κόσμου, τις αναδυόμενες νέες παγκόσμιες αντιθέσεις. Ανατρέχοντας στον Στέφανο Μάνο καταλαβαίνει κανείς ότι η πολυδιαφημισμένη «κοινή λογική» εξαντλεί τις νοητικές της δυνατότητες σε διατυπώσεις όπως «το μεγαλύτερο κεφάλαιο που διαθέτει η χώρα είναι η φυσική ομορφιά της και το περιβάλλον. Όποιον και να ρωτήσεις θα συμφωνήσει. Γιατί δεν τα προστατεύουμε;», καθιστώντας αναδρομικά τις μαθητικές εκθέσεις μνημεία ορθού λόγου και οξυδέρκειας.7 Αυτό είναι άλλωστε το γνώρισμα της «κοινής λογικής»: τα πράγματα είναι απλά και οι λύσεις αντίστοιχα απλές. Η έκδοση της υμνητικής βιβλιοκρισίας, στην οποία συνέβαλε με τον συνήθη αγιογραφικό της 7. http://www.drassi.gr/index.php?id=141&title=ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ.


[22]

τόνο η εικονογράφηση και οι σχοινοτενείς λεζάντες του Athens Review of Books, συνέπεσε με τις διεργασίες της «επιτροπής πρωτοβουλίας» που οργάνωσε την εκδήλωση «για την Ελλάδα, τώρα!» στην Παλιά Βουλή. Τα πρόσωπα που την απαρτίζουν είχαν κατά καιρούς συμπορευτεί σε επιμέρους κείμενα υπογραφών και άλλες μεταρρυθμιστικές κινήσεις, ενώ σημαντικό τμήμα τους φιλοξενείται στις στήλες των δύο ανταγωνιστικών επιθεωρήσεων του βιβλίου, του Athens Review of Books και του The Books’ Journal. Η συμπόρευσή τους φανερώνει τις ταυτίσεις που υπερβαίνουν τις εκδοτικές αποκλίσεις, αλλά υπογραμμίζει τη συστηματική αρθρογραφία και των δύο εντύπων στην κατεύθυνση ενός κριτικού, δίχως αυταπάτες, λόγου υποστήριξης των μέτρων του Μνημονίου ως αναγκαίων μεταρρυθμιστικών τομών. Η τάση αυτή αποτυπώνεται στις δημόσιες παρεμβάσεις της σύνταξης του Athens Review of Books και στο μαχητικό απολογιστικό σημείωμα για τον ένα χρόνο της έκδοσης του The Books’ Journal εκεί όπου ανάμεσα σε αναφορές στην «κληρονομιά του χυδαίου κρατικισμού», την «εθνολαϊκιστική αριστερά» και τις «οργανωμένες συνδικαλιστικές σέχτες», διατυπωνόταν το συμπέρασμα ότι «μια χώρα υπό επιτροπεία δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά […] ήταν μια ευκαιρία για την επίτευξη ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων – έστω και διά του εξαναγκασμού».8 Έστω και διά του εξαναγκασμού – το επαναλαμβάνουμε για την πληρέστερη εμπέδωση του φιλελεύθερου πνεύματος. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος των αρθρογράφων της Καθημερινής και των δύο επιθεωρήσεων του βιβλίου στη συγκρότηση της πρωτοβουλίας «για την Ελλάδα, τώρα!» δεν αποκαλύ-

8. «Ένας χρόνος Books’ Journal», περ. The Books’ Journal, Νοέμβριος 2011, σ. 3.

πτει κάποιου είδους σκοτεινή συνομωσία, αλλά τη διαμόρφωση ενός πεδίου ταυτίσεων γύρω από το τοτέμ της μεταρρύθμισης. Οι ειδικότερες λεπτομέρειες υπογραμμίζουν το πόσο στενό, αλλά όχι στενάχωρο, φαντάζει μερικές φορές το πεδίο των ιδεών στην Ελλάδα: ο Νίκος Αλιβιζάτος και ο Λουκάς Τσούκαλης συνυπέγραψαν στην Καθημερινή ύστερα από την εκδήλωση στην Παλιά Βουλή το μανιφέστο «για ένα ανατρεπτικό πλειοψηφικό ρεύμα». Ο Τσούκαλης, τακτικός αρθρογράφος της Καθημερινής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής, εκεί που γενικός γραμματέας είναι ο Αλέξης Παπαχελάς. Οι δραστηριότητες του μοναδικού ίσως αξιόλογου ελληνικού think tank, το οποίο απασχόλησε πρόσφατα την επικαιρότητα με την ημερίδα που οργάνωσε υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών για τα 60 χρόνια του ΝΑΤΟ παρόντος του γενικού γραμματέα του οργανισμού, Άντερς Ράσμουσεν, αποτελεί ίσως την καλύτερη απάντηση στις μελαγχολικές διαπιστώσεις για την κυριαρχία του «εσμού» στην ελληνική καθημερινότητα. Η εξωστρέφεια και οι δημόσιες τοποθετήσεις μελών του ΕΛΙΑΜΕΠ στο εξωτερικό, εκεί που παρουσιάζουν την «ελληνική κρίση» συνώνυμη των αγκυλώσεων της Μεταπολίτευσης, οι υποτροφίες και οι ερευνητικές δράσεις, η συστηματική προετοιμασία για τις προκλήσεις του μέλλοντος εγγυώνται ότι «έστω και διά του εξαναγκασμού» θα βρεθεί μία λύση – άλλωστε τα «σπάνια πολιτικά ταλέντα», ή έστω οι εκκολαπτόμενοι διάδοχοί τους, μπορούν να σκοράρουν και στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού.


[23]

Όλγα Καρυώτη

Γενική Πλατεία

Όταν μια γενική απεργία διοργανώνεται εκ των προτέρων και εντός των περιορισμών της νομιμότητας είναι σαν επίδειξη πολέμου με τα κανόνια πεταμένα σ’ ένα ποτάμι μπροστά στα μάτια του εχθρού. Ρόζα Λούξεμπουργκ

Η

απόφαση της ΓΣΕΕ για ξαφνική γενική απεργία την Τρίτη 7 Φλεβάρη, ενόψει ψήφισης στη Βουλή του Μνημονίου 2, λίγο καιρό μετά τον «κοινωνικό διάλογο» με τις εργοδοτικές οργανώσεις, βρήκε τους ταξικούς αγωνιστές κάπως απροετοίμαστους, συνηθισμένοι όπως είναι σε γενικές απεργίες που ανακοινώνονται ακόμα και δυο μήνες νωρίτερα. Το ΠΑΜΕ, ενώ αρχικά είχε επιχειρήσει να στρώσει το πεδίο για γενική απεργία την Πέμπτη 9 Φλεβάρη, είχε ήδη επιδείξει σημάδια υπαναχώρησης πριν την κήρυξη της απεργίας της Τρίτης, έχοντας αντιληφθεί είτε τις αρνητικές διαθέσεις των εργαζόμενων είτε τις προθέσεις του Παναγόπουλου. Μια μέρα πριν την κήρυξη της γενικής απεργίας της Τρίτης, ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων –ένα εγχείρημα που, ενώ ξεκίνησε με ενθουσιασμό από το 2009, αντί να ισχυροποιηθεί μέσα από την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων έχει πλέον περιοριστεί κυρίως στους συνδικαλιστές των συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακολουθώντας την πεπατημένη των σωματείων-εκλογικών τερέν στην Ελλάδα– συνεδρίαζε στο Πολυτεχνείο. Εκεί, ένα ισχυρό ρεύμα νοσταλγίας της καλοκαιρινής πλατείας Συντάγματος φάνηκε να επενδύει περισσότερο στις λαϊκές συνελεύσεις των γειτονιών και λιγότερο στους εργαζόμενους και τα σωματεία τους. Η γενική απεργία στην πράξη ερχόταν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τη διάθεση για διοργάνωση απογευματινών συγκεντρώσεων και την προσπάθεια για αναβίωση της μυθικής εκείνης πλατείας που λειτουργούσε ως ένα παράδοξο διαταξικό κέντρο αγώνα για την ανατροφοδότηση του αγωνιστικού φρονήματος των πάσης φύσεως αγανακτισμένων.

Η γενική απεργία της 7ης Φλεβάρη, όπως και η 48ωρη γενική απεργία που ακολούθησε στις 10 και 11 Φλεβάρη, κατέδειξαν τη γύμνια του εργατικού κινήματος της χώρας. Τη στιγμή που οι μισθοί ενδέχεται να καταλήξουν τίποτα άλλο παρά χλεύη και η ανεργία αυξάνεται αλματωδώς, η πλειοψηφία των εργαζομένων στρουθοκαμηλίζει και οι άνεργοι λουφάζουν στον καναπέ τους. Η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων προσπαθεί να σώσει το τομάρι της σιωπώντας μπροστά στο κλείσιμο δημόσιων οργανισμών και στην κοινωνική εκτέλεση των συναδέλφων τους. Συν τοις άλλοις, εάν έχουμε να παρατηρήσουμε κάτι για όλες τις γενικές απεργίες του καιρού της κρίσης, διακρίνεται άνετα ότι η συμμετοχή –κάποιες φορές ικανοποιητική αλλά τις περισσότερες φορές απογοητευτική– είχε χαρακτήρα συμβολικό και ψυχολογικό και όχι χαρακτήρα πολέμου μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ούτε η άγρια καταστολή ούτε οι συγκρούσεις κατάφεραν να αναιρέσουν το κλίμα αυτό έως τώρα. Αντιθέτως, συνέβαλαν, από τη μια πλευρά, στην απόγνωση και την απώλεια κάθε ελπίδας για δικαίωση και, από την άλλη, στην καλλιέργεια της ψευδαίσθησης ότι η συμμετοχή ή και η απλή παρουσία σε αυτές συνιστά μια μορφή αγώνα που εξαγνίζει τις μέρες παγώματος και αναμονής για το επόμενο κάλεσμα διαμαρτυρίας, το οποίο παραδόξως τίθεται πάντα από τα πάνω. Ακόμα και η μυθική πλατεία, θα μπορούσε άραγε να δημιουργηθεί, εάν δεν την είχε προμοτάρει με τέτοια ζέση τις πρώτες μέρες της ο ΣΚΑΪ; Πέρα από τη γενική απεργία, οργανώθηκε κάλεσμα για συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 12 Φλεβάρη κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του Μνημονίου 2. Σε αντίθεση


[24]

με τις γενικές απεργίες, η συμμετοχή στη συγκέντρωση ήταν μεγαλειώδης. Το αγωνιστικό «παρών» έδωσαν εκατοντάδες χιλιάδες, τους οποίους θα αποτολμούσα, κάνοντας κάποιες απαραίτητες αφαιρέσεις, να τους εντάξω σε ένα φάσμα διαμαρτυρίας που εκτείνεται από το ΠΑΜΕ, τους ανανεωτικούς αριστερούς, τους επαναστατικούς αριστερούς, τους αναρχικούς και τους πατριώτες, οι οποίοι περιλαμβάνουν έναν συρφετό που εκτείνεται από το ΕΠΑΜ μέχρι τους διάσπαρτους σημαιοφόρους ακροδεξιών πεποιθήσεων και αισθητικής της παραλλαγής. Το πνεύμα αυτής της συγκέντρωσης, με τη βοήθεια κυρίαρχων και κάποιων «εναλλακτικών» μέσων ενημέρωσης, δόθηκε εντέλει από τις δηλώσεις του Μίκη Θεοδωράκη και του Μανώλη Γλέζου, οι οποίες επισκιάζοντας, σε τελική ανάλυση, κάθε ταξική διάσταση καλούσαν στον ξεσηκωμό ενάντια στην προδοσία. Τα εναπομείναντα ζωντανά σύμβολα της αντίστασης και των κοινωνικών αγώνων του ’60 δημιούργησαν με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο ένα ενιαίο επιφανειακά τόξο αντιφατικών μεταξύ τους προσλήψεων της πραγματικότητας. Όταν όλοι στρέφουν τα μάτια τους αποκλειστικά στην Κυριακή, μια μέρα που χωράει τους πάντες και μάλιστα την τελευταία μέρα δυνατότητας δράσης κατά της ψήφισης του Μνημονίου 2, κάθε ταξική απαίτηση

πολτοποιείται στη μέγγενη του ετερόκλητου πλήθους. Ιδίως όταν το ΠΑΜΕ εστιάζει στη λαϊκή εξουσία, η ανανεωτική αριστερά στη δημοκρατία, η επαναστατική αριστερά δεν ξέρει τι θέλει και οι αναρχικοί στην κοινωνική επανάσταση. Τα εργασιακά δικαιώματα γίνονται ψιλά γράμματα και η λύση βρίσκεται από τη μια στις εκλογές και από την άλλη στις καταδικασμένες συγκρούσεις αγανάκτησης με τις δυνάμεις καταστολής, οι οποίες φρόντισαν να λειτουργήσουν αυτή τη φορά προληπτικά όπως το ΝΑΤΟ. Τα σκηνικά της Κυριακής θύμισαν έντονα τον Δεκέμβρη του ’08, όμως μέχρι τα μεσάνυχτα όλα είχαν τελειώσει. Και την επόμενη ημέρα, όλοι πήγαν κανονικά στις δουλειές τους, αναμένοντας μιαν άλλη Κυριακή. Οι αγώνες μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό με εκδηλώσεις συμπαράστασης τύπου We are all Greeks, τροφοδοτώντας ακόμα περισσότερο τη διαταξική σύγχυση που κάνει τις γενικές απεργίες μειοψηφική παρέλαση. Είναι πιο εύκολη η απόδοση ευθυνών στους 300 προδότες που είναι κλεισμένοι στο κτίριο της Βουλής και δεν τους βλέπουμε ποτέ, παρά η καθημερινή σύγκρουση με την εργοδοσία. Είναι πιο εύκολη η λύση της πέτρας, παρά του λουκέτου στον χώρο εργασίας. Ίσως βέβαια να είναι και ο μόνος τρόπος περάσματος από μια περίοδο πλήρους ιδιώτευσης σε μια κατάσταση που φωνάζει για την αναγκαιότητα της συλλογικής δράσης. Ίσως να είναι τα πρώτα βήματα μπροστά στο ισχυρό σοκ της ματαίωσης των μικροαστικών ονείρων, έως ότου αυτά ξεχαστούν ώστε να γίνει δυνατή η συγκρότηση μιας συλλογικής συνείδησης νέου τύπου. Ο φάρος όσων επιμένουν στην κεντρικότητα των εργατικών αγώνων για την ανατροπή της παρούσας κατάστασης, ή ακόμα και κοινωνίας, είναι η απεργία των εργατών της Ελληνικής Χαλυβουργίας που έχει ξεπεράσει τις 100 μέρες. Από την άλλη πλευρά, έχει αποτελέσει και παράδειγμα του αδιεξόδου των απεργιών, καθώς δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί του Μάνεση, ακόμα και μετά από τόσο καιρό και ακόμα και μετά την επίδειξη ενός ισχυρού κύματος αλληλεγγύης. Είναι όμως η φιλανθρωπία αλληλεγγύη; Όλες οι εκδηλώσεις, με εξαίρεση μία 24ωρη απεργία στο Θριάσιο Πεδίο στις 13 Δεκέμβρη 2011 και μία αποτυχημένη παναττική απεργία στις 17 Γενάρη, είχαν


[25]

ως περιεχόμενο την ψυχολογική συμπαράσταση και την οικονομική και υλική στήριξη. Χωρίς να είναι αμελητέα μια τέτοια προσφορά δεν ξεφεύγει από την κουλτούρα του «πληρώνω και εξιλεώνομαι», χωρίς όμως να διακόπτω τη ροή της καθημερινότητάς μου και χωρίς να θέτω σε κίνδυνο την ασφάλειά μου προχωρώντας σε απεργία αλληλεγγύης, η οποία φυσικά θα έφερνε άλλα αποτελέσματα για τον αγώνα των εργαζομένων στη Χαλυβουργία, αλλά και άλλων, όπως οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε επίσχεση εργασίας στη Λουκίσσα, οι δημόσιοι υπάλληλοι που βλέπουν τους οργανισμούς στους οποίους δούλευαν να κλείνουν και όπως οι εργαζόμενοι στον κλάδο των ΜΜΕ, εάν απλωνόταν σε κλαδικό, τοπικό και τελικά ακόμα και εθνικό επίπεδο. Οι εργάτες του Βόλου συνεχίζουν ακάθεκτοι να λειτουργούν ως απεργοσπαστικός μηχανισμός με μοναδική δημόσια εκδήλωση κατακραυγής τους μία πορεία στον Βόλο στις 28 Γενάρη. Η απεργοσπασία είναι εδώ και χρόνια απενοχοποιημένη και ακόμα και εν μέσω τέτοιων εξελίξεων γίνεται κοινωνικά αποδεκτή στη βάση της προτεραιότητας της διατήρησης της ατομικής φούσκας έναντι της συλλογικής επιβίωσης. Η γενική απεργία που ξεπερνά τα περιθώρια του κλάδου ή της επιχείρησης μπορεί να αποτελεί τακτική με στόχο τη συλλογική διαπραγμάτευση αλλά και, σε πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, εργαλείο κοινωνικής επανάστασης. Γενικές απεργίες που έχουν επηρεάσει την εξέλιξη της ιστορίας έγιναν στη Ρωσία το 1905, στη Βρετανία το 1926 και στη Γαλλία το 1968, με την καθεμία να έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, να ξεκινά υπό διαφορετικές συνθήκες, σε διαφορετικές συγκυρίες και με διαφορετικά αποτελέσματα. Το 2011, οι γενικές απεργίες και οι αγώνες διαρκείας των εργαζομένων στο Ουισκόνσιν αποτέλεσαν το έναυσμα για το κίνημα Occupy. Η αραβική άνοιξη είχε ως αποτέλεσμα την αναδιάταξη των συνδικαλιστικών δυνάμεων και τη δημιουργία νέων οργανώσεων εργαζομένων, όπως συνέβη στην Αίγυπτο, με τον σχηματισμό συνδικάτων αποκαθαρμένων από τους πράκτορες του Μουμπάρακ. Η πολιτική μαζική απεργία έχει υπάρξει εργαλείο διεκδίκησης πολιτικών δικαιωμάτων, όπως το εκλογικό δικαίω-

μα, επαναστατική δράση για κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά και μοχλός πίεσης για την παύση εθνικών πολέμων. Σκοπός της γενικής απεργίας είναι η διακοπή της παραγωγής, των επικοινωνιών, της δυνατότητας κατανάλωσης. Είναι σε τελική ανάλυση η αποδιοργάνωση της καπιταλιστικής κοινωνίας και στην πιο επιτυχημένη μορφή της η κατάληψη των μέσων παραγωγής από τους εργαζόμενους προς όφελος των ίδιων και με σκοπό εντέλει την κατάληψη της εξουσίας. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα μέρος μιας στρατηγικής, σχεδιασμένης ή προκύπτουσας. Οι γενικές απεργίες που έχουμε δει τον καιρό της κρίσης δεν έχουν μία στρατηγική, αλλά πολλές. Κάθε ρεύμα της εκπροσώπησης του εργατικού κινήματος προβάλλει και επιτελεί την απεργία βάσει της στρατηγικής του. Επειδή όμως οι συσχετισμοί είναι ακόμα υπέρ του συντεχνιακού, γραφειοκρατικού και πολιτικά σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού, η στρατηγική που επικαθορίζει και όλες τις υπόλοιπες είναι αυτή του Παναγόπουλου: της απεργίας αποτυχίας που θα λειτουργήσει ως κυματοθραύστης κάθε διάθεσης διεκδίκησης. Όλοι οι υπόλοιποι περιορίζονται στη χρήση της γενικής απεργίας ως «επαναστατικής άσκησης» με αποτέλεσμα να στρέφονται στο πλήθος και να ξεχνούν την τάξη.


[26]

Όσο η γενική απεργία θα είναι η εντολή του Παναγόπουλου που θα αναγκάζει τους απεργούς να πορεύονται πλάι στα μεγάφωνα που εδώ και δεκαετίες παίζουν την κασέτα με το «Ελλάς» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τις επιτυχίες του μεγάλου βάρδου του ελληνικού λαού Γιώργου Νταλάρα, και δεν θα αποτελεί συσσωμάτωση οικονομικών αγώνων που θα έχουν τη δυναμική μετεξέλιξης σε έναν ενιαίο ταξικό πολιτικό αγώνα χωρίς προγραμματισμό και εκτός του νομικού πλαισίου, η πλατεία θα βρίσκεται στο προσκήνιο και θα αποτελεί το μήλον της έριδος για όσους δεν έχουν το κουράγιο να επικεντρωθούν στο χτίσιμο κοινωνικών οργανώσεων και προσβλέπουν είτε στην εκλογική προβολή είτε στην ικανοποίηση κάποιου φαντασιακού – της πέτρας ή της εθνικής δικαίωσης. Αν εξαιρείται κάποιος από τη γενική πλατεία είναι το ΠΑΜΕ, το οποίο φυσικά έχει φροντίσει να διοργανώσει τη δική του αποκλειστική πλατεία, με αποτέλεσμα να χάνει τα επιθυμητά ταξικά αντανακλαστικά του μπροστά στην επίσκεψη των μαχαιροβγαλτών χρυσαυγιτών στους απεργούς της Χαλυβουργίας, λίγο καιρό μετά την επιθετική τους ανακοίνωση ενάντια στην απεργία. Η προσέγγιση που ερμηνεύει την κατάσταση αποκλειστικά βάσει των δομικών χαρακτηριστι-

κών της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, εκκινώντας από μια εξελικτική ανάγνωση της ιστορίας του καπιταλισμού και μη λαμβάνοντας υπόψη τους ξεχωριστούς και διαφορετικούς κοινωνικούς και οικονομικούς σχηματισμούς, τείνει να αφαιρεί κάθε δυνατότητα επέμβασης των δρώντων σε αυτή, με αποτέλεσμα τη μοιρολατρική εντέλει αποδοχή όσων συμβαίνουν και την απεμπλοκή από κάθε ιστορική ευθύνη. Όσο οι οργανώσεις της αριστεράς και οι συλλογικότητες της αναρχίας θα ψάχνουν να βρουν το συλλογικό επαναστατικό υποκείμενο ή κάποιο ομοίωμά του, χωρίς να έχουν την υπομονή να χτίσουν και χωρίς να θέλουν να αναλάβουν ευθύνες, οι πλατείες (των πόλεων και των θεάτρων) και οι πλατειασμοί θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ώστε να επικαλύπτουν τις κοινωνικές αντιθέσεις και να συντηρούν τις ατομικές μεθόδους πάλης οι οποίες απαντούν όχι μόνο στα άτομα και τις παρέες που κραδαίνουν τη γαλανόλευκη περήφανα βολτάροντας πάνω κάτω στην Ερμού, αλλά και στις απομονωμένες πολιτικές οργανώσεις –όλων των μεγεθών– που θεωρούν ότι μέσα από το χειροκρότημα της πλειοψηφίας μπροστά στην επίδειξη ισχύος, είτε μέσω της στιβαρής περιφρούρησης είτε μέσω της πέτρας, θα μπορέσει να αναδυθεί μια κουλτούρα που θα ανατρέψει τους τρέχοντες συσχετισμούς.


[27]


[28]

Το έθνος, η τάξη και το «καθαρό μέτωπο» της αριστεράς

Η στήλη Κοντραπούντο φιλοξενεί στο ανά χείρας τεύχος μια συζήτηση για το ζήτημα της αναβίωσης και της εκ νέου πολιτικής πρόταξης της έννοιας «έθνος», στο πλαίσιο των αριστερών στρατηγικών εξόδου από την κρίση. Η Λεύγα επιλέγει να διατηρήσει την ανωνυμία των συντακτών αυτής της στήλης, θεωρώντας ότι, με τον τρόπο αυτό, στα επιχειρήματα που εκτίθενται ο αναγνώστης μπορεί να συναντηθεί ή και να συγκρουστεί γονιμότερα, όχι με άτομα-φορείς προσωπικών γνωμών, αλλά με απόψεις καθ’ αυτές, που αποτελούν, όπως πιστεύουμε, τμήματα ενός αναγνωρίσιμου, ευρύτερου προβληματισμού πάνω στο θέμα.

1. Σ* Γράφω δυο λόγια για το θέμα της φασιστο-ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, που είχα θίξει και παλιότερα και για το οποίο φαίνεται ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές απόψεις μεταξύ μας. Προφανώς και δεν ζούμε μέρες του 1917 για να πει κανείς πως η σωστή γραμμή είναι μη συμμετοχή στις ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες και τους καπιταλιστικούς ανταγωνισμούς, και συγκρότηση μετώπου εργατών ενάντια σε όλα, παρά την παραδοχή ότι Ευρωπαίοι και Έλληνες καπιταλιστές ομού τεμαχίζουν τη χώρα με ή και χωρίς EΟΖ ή τέλος πάντων τα διαλύουν όλα για να απομυζήσουν το ελάχιστο κεφάλαιο των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Προφανώς επίσης δεν ζούμε και μέρες Εθνικού Αντιφασιστικού Μετώπου του ’40, για να έχουμε τους Τροτσκιστές να σφυράνε κλέφτικα την ώρα που η μισή Ελλάδα, αλλά και η μισή Ευρώπη, είχε πάρει τα όπλα και αναζητούσε να χτίσει ένα σοσιαλιστικό μέλλον, λαοκρατία ή όπως αλλιώς το είπαν. Για μένα είναι σαφές ότι ένα κομμάτι του ανεπτυγμένου καπιταλισμού σήμερα, κυρίως ευρωπαϊκό και άρα κατά συντριπτική πλειοψηφία γερμανικό, έχει φάει τα μούτρα του, έχει εισέλθει σε

βαθύτατη κρίση και αναζητεί τρόπους να εξέλθει. Αφού δεν μπορεί τόσο εύκολα να κάνει πόλεμο (αλήθεια και με ποιόν να κάνει;) προκειμένου να διοχετεύσει το συσσωρευμένο κεφάλαιο και μετά να του δοθεί η ευκαιρία να ξαναχτίσει/επενδύσει πάνω στα συντρίμμια, η μόνη επιλογή που του απομένει είναι να καταστρέψει τον πλούτο όποιων κοινωνικών στρωμάτων μπορεί. Το ενδιαφέρον είναι όμως ότι αυτό μοιάζει να συμβαίνει εντός συγκεκριμένων εθνικών συνόρων περισσότερο απ’ ό,τι εντός άλλων. Η δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πτωχεύει χώρες κατ’ επιλογή είναι μοναδικό απ’ όσο ξέρω και καινοφανές εργαλείο οικονομικής πολιτικής. Επομένως, δίνεται η ευκαιρία η λιτότητα να περιοριστεί και να χτυπήσει συγκεκριμένες χώρες. Κατ’ επέκταση, τα κριτήρια επεκτείνονται από απλά οικονομικοτεχνικά σε εθνοφυλετικά, καθώς οι χώρεςμέλη της ΕΕ είναι εντέλει εθνικά κράτη παλαιού τύπου. Εδώ τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει η ιδεολογία. Πώς θα μπορέσεις από μια θέση για Ενωμένη Ευρώπη και την κοινή Ευρωπαϊκή μας ταυτότητα (που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπαινισσόταν και εξίσωση σε βάθος χρόνου) να μετακινηθείς σε μια θέση όπου κάποιοι είναι καταδικασμένοι να είναι Ευρωπαίοι πολίτες β΄ κατηγορίας, με περιορισμένα δικαιώματα και αυξημένες υποχρεώσεις; Υπάρχει στο σημείο αυτό συστηματική οικοδόμηση του ιδεολογικού μετώπου της νέας –ή και πολύ παλιάς– ρατσιστικής διάκρισης ανάμεσα σε λαούς/πληθυσμούς που χαίρουν δικαιωμάτων στη ζωή και στην εργασία, και λαούς/πληθυσμούς που επίσης δικαιωματικά υποφέρουν και δεν απολαμβάνουν ούτε τα μισά απ’ όσα παίρνουν οι άλλοι. Ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη θα φτάσει σε ρατσιστικές εκκαθαρίσεις τύπου Ολοκαυτώματος, αλλά θα μπορούσα να φανταστώ μια έμμεση νομοθετική διάκριση ανάμεσα σε πληθυσμούς α΄ και β΄ διαλογής, σε


[29]

στυλ Νοτιοαφρικανικού Απαρτχάιντ και Παλαιστίνης, όπου άλλωστε η διάκριση είναι κυρίως οικονομική. Δυο πρόσφατα και ακόμη ενεργά μοντέλα χειρισμού και επίλυσης κρίσεων (οικονομικών, εθνικών, κοινωνικών κ.λπ.) είναι η Γιουγκοσλαβία και η Παλαιστίνη. Για τη μεν Γιουγκοσλαβία τα πράγματα ήταν πιο άμεσα και ξεκάθαρα: αφορμή, διάλυση, δαιμονοποίηση, πόλεμος, εξαθλίωση, συμμόρφωση, και στη συνέχεια μια χώρα που στην ευρωπαϊκή και αμερικανική κοινή γνώμη παρουσιάζεται ότι κατοικείται από εγκληματίες πολέμου, ανάξιους οποιουδήποτε δικαιώματος μέχρι να συνετιστούν. Στη Παλαιστίνη τα πράγματα είναι ακόμη πιο ενδιαφέροντα. Εκεί, πέρα από το εθνικό και χωρικό ή και μαζί με αυτά, έχουμε τη τέλεια εφαρμογή της ρατσιστικής διάκρισης ανάμεσα σε ικανούς/χρήσιμους/αποτελεσματικούς και ανίκανους/αδιόρθωτους/άχρηστους, μια διάκριση που είναι δομημένη πάνω σε πολύ στέρεο καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό πλαίσιο της μίας ομάδας επί της άλλης και διατρέχει όλες τις πιθανές εκφράσεις της ζωής και του θανάτου. Επί Χούντας στην Ελλάδα, ακόμη και οι πιο αντιδραστικοί Βορειοαμερικανοί και Δυτικοευρωπαίοι, δεν τολμούσαν να αρνηθούν το αίτημα για ανθρώπινα δικαιώματα, έστω αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα. Έτσι, ο αντιδικτατορικός αγώνας είχε το βασικό χαρακτηριστικό ότι εμφανιζόταν ως (αντικειμενικά) δίκαιος. Ας φανταστούμε όμως, αύριο-μεθαύριο, μια αντίστοιχη κατάσταση ανελευθερίας, όπου παντού η συζήτηση θα είναι: «είναι μεν άσχημο, αλλά το άξιζαν οι Έλληνες γιατί μας κορόιδευαν και δεν είναι ικανοί να ρυθμίσουν τα του οίκου τους». Η μετακίνηση θέσης από το να αντιλαμβάνεσαι μια χώρα και τους κατοίκους της ως ισότιμους πολίτες μιας ευρύτερης ένωσης, στο να πιστεύεις ότι είναι από τη φύση τους ανίκανοι να κυβερνηθούν μόνοι τους και χρειάζονται βούρδουλα, προσωπικά μου φαντάζει ως κίνδυνος πρώτου μεγέθους. Το κατά πόσο αυτό το ζήτημα τώρα το εκμεταλλεύονται πολιτικά οι Καζάκηδες και κάθε λογής εθνικιστές είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Το πρόβλημα είναι ότι η δική μας αριστερά τοποθετείται στο ζήτημα αυτό κατ’ ομολογία και δεν

μπορεί να περιγράψει σε καμία μορφή ένα σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό μέλλον για τη χώρα. Παρά την δυσκολία της αριστεράς, το εθνικό δεν μπορεί παρά να είναι ισχυρό όπλο για οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής ή ακόμη και οργανωμένης αντίστασης. Τόσο τακτικά, καθώς παρουσιάζονται μπροστά μας στοιχεία ξενικής κυριαρχίας στην Ελλάδα (όπως στο παρελθόν υπήρξαν, όχι μόνο η Κατοχή, αλλά και το Σχέδιο Μάρσαλ, η Αντάντ κ.ο.κ.), οπότε ο στόχος για τη σύγκρουση είναι πιο καθαρός και νομιμοποιημένος, αλλά και στρατηγικά, καθώς δεν βλέπω πώς αλλιώς θα μπορούσε να κάνει κάποιος μια κίνηση ρήξης στη παρούσα διεθνή συγκυρία παρά μόνο εντός των εθνικών συνόρων.

2. Α* Ο προβληματισμός του Σ*, ουσιαστικά μια αναδιατύπωση του πατροπαράδοτου διλήμματος ανάμεσα σε έθνος και τάξη, δίνει γεωστρατηγική προοπτική στην εξής απλή σκέψη: αν έχει νόημα ένα «μέτωπο» σήμερα, δεν είναι ασφαλώς με τις «αριστερές δυνάμεις του αντιφασισμού», αλλά με όλο αυτό το ανυπόφορο μίγμα κοσμάκη που εκτείνεται από το ΚΚΕ μέχρι τη λαϊκή (ου μην αλλά και άκρα) δεξιά και που σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με την ατζέντα του λαϊκού ΠΑΣΟΚ, είτε το ψηφίζει είτε όχι. Εκεί θα χρειαστεί να γίνουν οι συμμαχίες, εκεί και το όποιο ταξικό ξεσκαρτάρισμα ή η όποια καλλιέργεια ταξικής (ή έστω πολιτικής) συνείδησης. Μακάρι βέβαια να ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Ακόμα κι αν δεχτούμε το σχήμα ενός (ενδεχόμενου) παγκόσμιου καπιταλο-ρατσιστικού καταμερισμού εργασίας, αν η απάντησή μας επικαλείται τις κατηγορίες του «έθνους» και του «λαού» που μας φοριούνται καπέλο άνωθεν, ζήτω που καήκαμε. Η μαύρη (αλλά μεγάλη) αλήθεια είναι ότι το «έθνος» και ο «λαός» δεν είναι ταξινομήσεις οι οποίες διαχωρίζουν ήδη σχηματισμένα, και λίγο πολύ ομοιογενή, σύνολα, αλλά όροι οι οποίοι σχηματίζουν εξαρχής διαχωρισμένα σύνολα. Στρέφονται, με άλλα λόγια, πάντα και πρώτα στο εσωτερικό των ασχημάτιστων συνόλων στα οποία καλούνται να δώσουν μορφή, λειτουργώντας ως ριζοσπαστικές διακρίσεις «φίλων» κι


[30]

«εχθρών», στο πλαίσιο της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής διαχείρισης ενός συνολικού πληθυσμού από το εκάστοτε καθεστώς. Ελπίζω ότι δεν θα προβληθεί εδώ καμιά ένσταση τύπου «ναι, αλλά η ενιαία και αδιαίρετη εθνική αντίσταση επί Κατοχής;…»: φαντάζομαι ότι όλοι ξέρουμε πως τέτοιο πράγμα δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο ως στρατηγική στιγμή μιας ταξικής και πολιτικής πάλης για την εξουσία. Λοιπόν, το ότι δεν τα παίρνουμε, πάντα κι αμέσως, χαμπάρι όλα αυτά σήμερα σαφώς έχει να κάνει με τη γενικευμένη μικροαστική ομογενοποίηση της σύγχρονης ελληνικής (αλλά όχι μόνο) κοινωνίας. Έχουμε στο μυαλό μας μια φλου εικόνα περί «εθνο-ταξικού μετώπου» και ξεχνάμε όχι μόνο κάθε (ντροπιαστική) έννοια «εθνομπολσεβικισμού» από το παρελθόν και το παρόν μας, αλλά και τους μόνιμους πρώτους υποψήφιους να πέσουν θύματα των μετωπικών μοντέλων μας. Μετανάστες τους λέμε αυτούς τους πρώτους υποψήφιους, και ας μην ξεχνάμε ότι το διαβόητο «μεταναστευτικό» εγείρεται απαρέγκλιτα κάθε φορά που η νεοελληνική μικροαστική πλέμπα απειλεί/κινδυνεύει να βρεθεί έξω από το μαντρί και να κάνει αταξίες. Μην πάμε μακριά: την άνοιξη του 2011, τα πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας έφτιαξαν για μερικές βδομάδες μια εξαίρετη και όλως «μιντιακή» μικροαστική συναίνεση, πριν

πάρουν τη σκυτάλη οι Αγανακτισμένοι, που ναι μεν γλίτωσαν ανθρώπους (μετανάστες) άμα τη εμφανίσει τους, έδειξαν όμως και πόσο εύκολα μετατίθεται στα δύσκολα η μικροαστική συναίνεση, από τα πιο φρικαλέα στα πιο «προοδευτικά» πράγματα. Και βάσει κυκλικής διαδοχής αν το δούμε, σειρά έχει τώρα άλλη μια φρικαλεότητα. Ενόσω εμείς φανταζόμαστε νέα στρατόπεδα εργασίας ανά την υφήλιο και εξετάζουμε τις πιθανότητες συλλογικής αντίστασης των Εβραίων της εποχής μας, το καθεστώς μπορεί ανά πάσα στιγμή να υποβάλει δύο τρία απλά πραγματάκια στον διαχωρισμένα ενοποιημένο πληθυσμό της Ψωροκώσταινας: θέλετε μισθούς, θέσεις εργασίας, επιδοτήσεις, «εθνική κυριαρχία», «κοινωνική δικαιοσύνη», αγαπητοί μικροαστοί; Πάρτε τα ξεροκόμματά σας, αρκεί να βάλετε πλάτη για να επιστρέψει «η Ελλάδα στους Έλληνες». Δεν θα χρειαστούν απαραιτήτως πογκρόμ τώρα (χωρίς ν’ αποκλείονται κιόλας). Φτάνει (για όσο φτάσει) η συμμόρφωση στο δόγμα «λίγοι και καλοί θα φάνε, υπό τον όρο ότι θα φάνε τους Άλλους πρώτα». Ο συνδυασμός κοινωνικού κανιβαλισμού και εθνικής ομοψυχίας, το καθεστωτικό ζητούμενο δηλαδή σήμερα σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, μόνο ένα θύμα μπορεί να έχει – τον μετανάστη. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι στεκόμαστε πάνω από τη μαύρη τρύπα όπου ο ολικός εκφασισμός συμπίπτει με τον ολικό καπιταλισμό. Και όσο ακόμα στεκόμαστε και δεν πέφτουμε μέσα στη μαύρη τρύπα, έχουμε τουλάχιστον την πολυτέλεια να αναρωτιόμαστε αν θα στήσουμε ανάχωμα με διαταξικές συμμαχίες ή διαμορφώνοντας την ταξική συνείδηση των υπό προλεταριοποίηση μικροαστών. Ώρα όμως να το αποφασίσουμε επιτέλους, δεν βρίσκετε;

3. Κ* Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα είναι πολιτικό Κίνημα που αγωνίζεται για τους ακόλουθους στόχους: ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΛΑΪΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. [...] Επιδιώκεται η κοινωνική απελευθέρωση του εργαζόμενου Ελληνικού Λαού, που μακροπρόθεσμα ταυτί-


[31]

ζεται με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αυτή η πορεία προϋποθέτει για το σήμερα ορατό μέλλον: α. Την κοινωνικοποίηση του χρηματοδοτικού συστήματος στο σύνολό του, των βασικών μονάδων παραγωγής, καθώς και του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου. Από τη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη1

Τοποθετούμαι απευθείας στο ζήτημα των αναγνωρίσιμων πολιτικών στρατηγικών της εγχώριας αριστεράς, που προτάσσουν, μέσω της επίκλησης ενός «αντιμνημονιακού μετώπου», μια εν πολλοίς «εθνική» διέξοδο από την κρίση: Υπάρχει σήμερα μια μαχητική, «πατριωτική» εκδοχή ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας, η οποία καλοβλέπει την έξοδο από την ΟΝΕ και γοητεύεται από το ενδεχόμενο πραγμάτωσης μιας «εθνικής στρατηγικής», «παραγωγικής ανασυγκρότησης» και «αναδιανομής του εισοδήματος», στη βάση μιας πλατιάς κοινωνικής συμμαχίας εαμικού τύπου. Η άποψη αυτή εκφράζεται σήμερα κυρίως από ένα ορισμένο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η εθνικοποίηση πρώην ΔΕΚΟ και τραπεζών είναι το σημείο στο οποίο σταματά το «προοδευτικό» αυτό πολιτικό πρόγραμμα, προσφέροντας ωστόσο και μια οραματική υπόσχεση αόριστης «κατεύθυνσης» προς τον σοσιαλισμό. Θα ήταν χρήσιμο να αντιπαρατεθεί αυτού του είδους ο προοδευτικός πατριωτισμός με το πρόγραμμα και τις διακηρύξεις του πρώιμου ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970 και 1980. Θα βρούμε στις πρώιμες πασοκικές διακηρύξεις προγραμματικές ιδέες πολύ πιο ριζοσπαστικές. Ασφαλώς, η διερεύνηση των δυνατοτήτων ενός «νέου σοσιαλισμού» μπολιάζεται τώρα και από «φρέσκιες» ιδέες (του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα») όπου διερευνάται, πλάι στις μορφές δημόσιας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας και μια τρίτη μορφή κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής, «έξω από την αγορά», προσανατολισμένη στην ικανοποίηση «των αναγκών», με προχωρημένες μορφές πειραματισμών αυτοδιαχείρισης. Στη «φρεσκάδα» των 1. Ομιλία Α. Παπανδρέου στην Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου, εφ. Ελεύθερη Γνώμη, 9.2.1984, παρατίθεται σε Σπύρος Μαγκλιβέρας, Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σ. 429.

απόψεων αυτών, προσφέρουμε αντίδωρο το οραματικό αστραποβόλημα του μεγάλου Γητευτή, στο μεσουράνημά του: «Η στρατηγική μας για αυτή τη μετάβαση [ενν. στον σοσιαλισμό] είναι η ανάπτυξη τριών τομέων της οικονομίας από πλευράς σχέσεων παραγωγής. Έχουμε τον ιδιωτικό τομέα, το δημόσιο τομέα και τον κοινωνικό πειραματισμό, τις νέες μορφές […] ουαί και αλλοίμονο αν σ’ αυτούς τους πειραματισμούς δεν τα βγάλουμε πέρα». Στην παραπάνω στρατηγική φαίνεται να έχει προσχωρήσει η εγχώρια εξωκοινοβουλευτική αριστερά. Η μονότονη κριτική που ο χώρος αυτός ασκούσε στη θεωρία των σταδίων του αείποτε «ρεφορμιστικού» ΚΚΕ, στη θεωρία της «εξάρτησης», και τη μονόπλευρη «αντιμονοπωλιακή πάλη», μοιάζει σήμερα αυτοειρωνική. Ένα προστάδιο μετωπικής, προοδευτικής «ρήξης» κρίνεται, από αυτόν τον πολιτικό χώρο, ως αναγκαίο. Ουδείς λόγος, στα διακηρυκτικά κείμενα της εκτός κοινοβουλίου αριστεράς, για «κοινωνικοποίηση» έστω των βασικών μέσων παραγωγής (οι τράπεζες, οι πρώην και νυν ΔΕΚΟ και η διαγραφή του δημοσίου χρέους φαίνονται να αρκούν, για την ώρα), ως εάν να ήταν αυτό ένα πολύ τολμηρό, πολύ «σεχταριστικό», διάβημα, που θα ματαίωνε την πληθυντική, μετωπική συμπάγεια ενός «λαϊκού» ριζοσπαστισμού με «άμεση» ανατρεπτι-


[32]

κή δυναμική. Οι απαραίτητες αντικαπιταλιστικές εξάρσεις που συμπληρώνουν αυτή την παράξενη ώσμωση σοσιαλδημοκρατίας και αριστερισμού, εντάσσονται κι αυτές σε ένα διαρκές στάδιο πάλης, εντός του επιδιωκόμενου μεταβατικού σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, όπου οι μάζες, αντιλαμβανόμενες ενδεχομένως τις πιέσεις που θα ασκεί συνεχώς το (μη κοινωνικοποιημένο) μεγάλο κεφάλαιο, θα κληθούν να υπερασπιστούν τις κατακτήσεις τους με προωθημένα αιτήματα, τα οποία θα λαμβάνουν ολοένα και πιο ριζοσπαστικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο μέχρι «την τελική νίκη». Το αν η εξέλιξη της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας δεν κατέληξε ποτέ, ιστορικά, σε ένα τέτοιο σταδιακό αλλά εν τέλει νικηφόρο αντικαπιταλισμό (το παράδειγμα της κυβέρνησης Αλιέντε, η παράξενη ισορροπία του σύγχρονου μπολιβαριανού ριζοσπαστικού πατριωτισμού) δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους υποστηρικτές του παραπάνω πολιτικού προγράμματος. Ο σύγχρονος «αντιμνημονιακός», πατριωτικός, αριστερός λόγος, στην πραγματικότητα αναπαράγει μια άδηλη πολιτική γραμμή εθνικής ταξικής συμμαχίας. Προτείνεται ένα «πλατύ», «λαϊκό» μέτωπο, στο οποίο είναι άγνωστο ποιες τάξεις συμμετέχουν και τι ακριβώς επιδιώκουν, τόσο αυτές όσο και τα πολιτικά υποκείμενα που δεσμεύονται να εκφράσουν, σε πολιτικό επίπεδο, τα συμφέροντά τους. Όταν κανείς επιδιώκει μια αναβίωση της «πατριωτικής» σοσιαλδημοκρατίας, όταν δηλαδή αντιμάχεται τον «ολέθριο σεχταρισμό» ενός πολιτικού προγράμματος που θέτει ως πολιτικό στόχο την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, είναι προφανές ότι επιδιώκει κάποιου τύπου δυνητική, έστω πρόσκαιρη, συμμαχία με τα ταξικά υποκείμενα των οποίων τα συμφέροντα διακηρύσσει ότι θα αφήσει (έστω προσώρας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την πανταχού παρούσα «οραματική» κατεύθυνση «προς τον σοσιαλισμό») άθικτα. Θα ήταν φυσικά άδικο να αποδώσουμε στο αντιμνημονιακό μέτωπο κάποια πρόθεση συμμαχίας με το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Συνεπώς, το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί κανείς να εξαγάγει, είναι ότι ακόμη και η πιο «αριστερή» εκδοχή του αντιμνημονιακού μέτωπου επιδιώκει τη συμμαχία με κά-

ποιες από τις μερίδες της αστικής τάξης, που έχουν υποτιθέμενο συμφέρον να συνεισφέρουν σε μια «προοδευτική» λύση του ελληνικού προβλήματος. Υπάρχουν άραγε σήμερα τέτοιες ισχυρές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου που είναι δεκτικές σε μια επιστροφή σε ένα εθνικό, δραχμικό παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης; Κανένα στοιχείο, κανένα δεδομένο, καμία πολιτική εκδήλωση μιας τέτοιας μερίδας του κεφαλαίου (παρά μόνο ίσως ενός τμήματός του που συγγενεύει άμεσα, περισσότερο με τη μικροαστική παρά με την αστική τάξη) δεν μας δείχνει ότι θεωρεί εαυτήν «εξαρτημένη», έτοιμη να σπάσει «τα δεσμά» που της επιβάλει το «διεθνές τοκογλυφικό κεφάλαιο» και οι «ιμπεριαλιστές της ΕΕ». Αν η συμμαχία με ένα «εθνικό» τμήμα του κεφαλαίου είναι ανέφικτη, τότε σε τι έγκειται η παλαιο-σοσιαλδημοκρατικής κοπής, αντιμνημονιακή συμμαχία; Σε μια επιδιωκόμενη συμμαχία της εργατικής τάξης με την παραδοσιακή και τη νέα μικροαστική τάξη (που πράγματι κατακρημνίζονται υπό το βάρος των μνημονιακών αναδιαρθρώσεων). Φτάσαμε στην ουσία του προβλήματος. Όταν κάποιος προτείνει ένα «πλατύ» αντιμνημονιακό μέτωπο, στο οποίο όμως θα συμμετέχουν μονάχα η εργατική και η μικροαστική τάξη (μια τάξη διαρκώς συμμαχική και διαρκώς εχθρική προς την εργατική τάξη, ο αστάθμητος, επαμφοτερίζων άγνωστος Χ της πολιτικής εξίσωσης), και παρ’ όλα αυτά εμμένει στη «ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατική» προοπτική, τότε απλούστατα διατάσσει τις κοινωνικές τάξεις με τις οποίες υποτίθεται ότι καταρτίζει «μέτωπο», σε μια παράξενη σχέση υποταγής: αντί να υποτάσσει την (υπό όρους συμμαχική) μικροαστική μάζα στην πολιτική γραμμή της εργατικής τάξης, πράττει το ακριβώς αντίστροφο: αντιστρέφει τους όρους της δυνητικής κοινωνικής συμμαχίας, διατηρεί ενεργή τη διαρκή φιλοδοξία της μικροαστικής τάξης να εκτοπίσει υπέρ αυτής, την παλαιά, μονοπωλιακή, «φιλοϊμπεριαλιστική» αστική τάξη (μέσω μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης στην οποία θα ρέει προς αυτήν μπόλικο προστατευτικό και πληθωριστικό χρήμα, διά του κρατικά ελεγχόμενου τραπεζικού τομέα) και δημιουργεί όλους εκείνους τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς όρους για την αναπαραγωγή της


Βασίλης Κουτσούκος

[33]

σε ανώτερη βαθμίδα. Και μάλιστα όλα τούτα λαμβάνουν χώρα υπό τα έκπληκτα όμματα μιας ενδεχομένως πληγείσας αλλά πάντως μη συντριβείσας παλιάς, καλής, μονοπωλιακής αστικής τάξης (για την οποία, το αντιμνημονιακό πρόγραμμα, σε όλες τις παραλλαγές του, δεν επιφυλάσσει τίποτε πιο ριζοσπαστικό από μια «αναδιανομή εισοδήματος» και ενδεχομένως «βαριά φορολόγηση»), η οποία με σταυρωμένα χέρια παρακολουθεί την πορεία της «πατρίδας» προς μια νέα ταξική ανακατανομή ρόλων: την πρόσκαιρη παρακώλυση της κερδοφορίας της, το τύπωμα χρήματος, τη γραφειοκρατική διαπλοκή κρατικού τομέα και φιλόδοξης μικροαστικής τάξης η οποία καραδοκεί να αναλάβει ρόλο νέας, κρατικά ελεγχόμενης, φιλολαϊκής, «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Και τότε, αυτή η τάξη, έχει δύο επιλογές: είτε οπλίζεται, αν τα πράγματα ξεφύγουν από τον έλεγχο, είτε, συνηθέστερα, αλώνει τον κρατικό μηχανισμό, «γλυκαίνει» με «κεράσματα» την κρατική γραφειοκρατία, γίνεται κερδοφόρος παραγγελιοδόχος του «φιλολαϊκού», «αναπτυξιακού» κράτους, αφήνει τη μικροαστική τάξη να καταλάβει πρόσκαιρα κάποιους πυργίσκους του καπιταλιστικού φρουρίου ικανοποιώντας τον πτωχαλα-

ζονικό φετιχισμό της, και έπειτα, όταν κατακάτσει ο «επαναστατικός» κουρνιαχτός, επιβάλλει «σταθεροποιητικά προγράμματα» και «αναγκαίες οικονομικές αναδιαρθρώσεις» (ξυπνά άραγε τούτο το σενάριο κάποιες εγχώριες σοσιαλιστικές μνήμες ή μήπως όχι;).

4. Φ* Κατά τη γνώμη μου το «εθνικό» πρόβλημα με τον τρόπο που μπαίνει σήμερα στη δημόσια συζήτηση σχετίζεται περισσότερο με το πρόβλημα της ΕΕ, είναι δηλαδή ετεροκαθορισμένο, και μάλιστα διπλά: πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και πώς μας βλέπουν οι Ευρωπαίοι. Η αλλαγή στάσης του πυρήνα της Ευρώπης απέναντι στην περιφέρειά της και ιδίως απέναντι στην Ελλάδα, που είναι και το πείραμα/υπόδειγμα της όλης ιστορίας, παράγει και τον εντός Ελλάδας λόγο περί κέντρου-περιφέρειας· και αντίστροφα, η αναζήτηση του εθνικού δρόμου μπροστά στο ευρωπαϊκό αδιέξοδο εντείνει έξω την εικόνα της χώρας ως τριτοκοσμικής, βαλκανικής, ανατολίτικης κ.λπ. Ο εθνικός-πατριωτικός λόγος της Μεταπολίτευσης (που περιγράφει ο Κ* από τα πασοκικά


[34]

γεννοφάσκια του μέχρι το νέο ΕΑΜ) λειτουργεί εξαρχής και μέχρι σήμερα ως εναλλακτική στρατηγική έναντι της ΕΕ και της ΟΝΕ. Ούτε ο παλιός τριτοκοσμισμός του Αντρέα ούτε οι τωρινές κολιγιές με τον Πούτιν υπάρχουν χωρίς την ιδέα ενός γενικότερου παιχνιδιού «συμμαχιών», ισορροπιών κ.λπ. Η ιδέα είναι ότι αφού είμαστε προνομιακή χώρα, με γεωστρατηγικά πλεονεκτήματα, να το εκμεταλλευτούμε παίζοντας με πολλούς παίκτες, στον πολυπολικό κόσμο. Η «τριτοκοσμική» λογική (τη λέω έτσι συμβατικά), που ηττήθηκε στο παρελθόν ως πολιτικό σχέδιο, αναφαίνεται τώρα επειδή η στρατηγική της ΟΝΕ κατέρρευσε. Όμως, η απήχησή της στα λαϊκά στρώματα δεν αφορά μόνο τα εθνικοπατριωτικά συναισθήματα κόντρα στην οικονομική λογική, αλλά εκδηλώνει την αδυναμία να ενσωματωθούν στις νέες οικονομικές στρατηγικές που απαιτούσε η εποχή του ευρώ, τα μεγάλα στρώματα αυτοαπασχολούμενων και ραντιέρηδων. Πρόκειται για μια υπόκωφη ιδεολογική-ταξική αντιπαλότητα με τον κυρίαρχο εκσυγχρονιστικό λόγο που δεν σταμάτησε ποτέ. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε δυο βασικές έννοιες του εκσυγχρονι-

στικού λεξιλογίου, τον «λαϊκισμό» και τις «πελατειακές σχέσεις». Ο λαϊκισμός δεν είναι απλώς μια ηθικού τύπου χειρονομία που απευθύνεται σε συναισθήματα των μαζών, αλλά η προσπάθεια να σκεφτεί κανείς και να χαράξει πολιτική χωρίς το Μάαστριχτ και το σύμφωνο σταθερότητας. Αντίστοιχα, οι πελατειακές σχέσεις ήταν η διαχείριση του κοινοτικού χρήματος και του δανεισμού από τις κυρίαρχες ελίτ, με σκοπό την ενσωμάτωση στις καινούργιες οικονομικές συνθήκες επιλεγμένων στρωμάτων και επαγγελμάτων, με αντικείμενο όχι απλώς την ψήφο και το διορισμό, αλλά τη βελτίωση της σχετικής θέσης τους στην ταξική ιεραρχία. Η λογική αυτή δεν άφησε ποτέ αδιάφορο το ΚΚΕ, που τη χρησιμοποίησε αντίστροφα (με το αντιιμπεριαλιστικό/αντινατοϊκό της ένδυμα) όποτε χρειάστηκε να απευθυνθεί στα μεσαία στρώματα και στο ευρύτερο ακροατήριο που δεν έφτανε ο άμεσος συνδικαλιάρικος λόγος. Άρα, το πρόβλημα της προσέγγισης του Κ* είναι ότι χάνοντας τη συνιστώσα ΚΚΕ από το πρόβλημα της εξάρτησης/μη εξάρτησης, ιμπεριαλισμού/αντιιμπεριαλισμού κ.ο.κ. κάνει την όλη στρατηγική της υπόλοιπης αριστεράς να φαίνεται μια αστεία προσπάθεια να μαζέψει με διάφορους τρόπους εντός της ένα ιδεολογικό ρεύμα και μια κοινωνική τάξη, από την οποία η κομμουνιστική στρατηγική την οποία υπαινίσσεται, παραμένει αμόλυντη. Η αλήθεια είναι ότι το αριστερό Πασόκ και το ΚΚΕ διεκδίκησαν πολύ συχνά με τους ίδιους όρους και με την ίδια εθνική ρητορική τα ίδια ακροατήρια. Συνεπώς, αν υπάρχει σήμερα ζήτημα εθνικής στρατηγικής και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αυτό δεν γίνεται και με τόσο «εθνικούς» όρους, σε τελική ανάλυση. Η εθνική ενότητα δεν μπορεί να γίνει τόσο αρραγής ώστε να επιτεθεί και σε άλλους πέρα από τους «προδότες» και τους «δωσίλογους». Απλώς, για μια ακόμα φορά, ένα πραγματικό προλεταριακό στρώμα, οι μετανάστες, δεν θα χωρέσουν εύκολα στο καλούπι. Συν τοις άλλοις έχει και ένα «προοδευτικό» παρελθόν που δεν την εμποδίζει να ακούει τα αντιμνημονιακά του Σαμαρά με χαρά, αλλά θα τη στείλει τελικά στην αγκαλιά του Τσίπρα που περιμένει στη γωνία, έχοντας εξαφανίσει εντωμεταξύ όλη τη χαλαρή ρητορική της Γένοβας και του Ευρωπαϊκού


Κοινωνικού Φόρουμ. Δεν είμαι λοιπόν σίγουρος ότι οι μετανάστες θα αποτελέσουν το πρώτο θύμα μιας τέτοιας ενοποιητικής διαδικασίας: στο κάτωκάτω, στη Μεταπολίτευση άρκεσαν οι χουντικοί και οι παλαιοδεξιοί για να παίξουν το σάκο του μποξ του νέου λαού, που ψήφιζε Καραμανλή για να φύγουν τα τανκς. Κλείνω με μια ωραία σκέψη που υπονοείται στο κείμενο του Σ*: πως η ιστορία της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε από ό,τι φαίνεται κομβική για την αλλαγή του μοντέλου αντιμετώπισης των «εθνικών» προβλημάτων και τελικά για την τωρινή αντιμετώπιση της Ελλάδας (ο Κον Μπεντίτ είπε πρόσφατα ότι βρέθηκε στην Ελλάδα όταν 80% των Ελλήνων ήταν υπέρ της Σερβίας και της Ορθοδοξίας, για να υποστηρίξει ότι είναι συνυπεύθυνοι για την κρίση, λόγω συντηρητισμού, εθνικισμού κ.λπ. επειδή σε τελική ανάλυση δεν είναι «Ευρωπαίοι»). Όλο το ιδεολογικό παιχνίδι γύρω από την ανθρωπιστική επέμβαση συνέβαλε τα μέγιστα στην οικοδόμηση της Ευρώπης των αξιών, ταυτότητας που η Ευρώπη του Μάαστριχτ δεν μπορούσε να προσφέρει. Όπως σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους, στη Γιουγκοσλαβία φάνηκε ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο αυτό που είναι «ευρωπαϊκό» να γίνει ξένο, βαλκάνιο, ανατολικό και πάει λέγοντας. Θυμήθηκα προ ημερών πώς μου περιέγραφε μια Σερβίδα φίλη μου τους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου: ανέβαιναν όλοι παρέα στις ταράτσες με μπύρες να χαζέψουν τον χαμό και να γίνουν τύφλα για να τον ξεχάσουν, παρά τον κίνδυνο να φάνε την μπόμπα κατακέφαλα, μην μπορώντας να πιστέψουν ότι συμβαίνει στ’ αλήθεια. Παρά τη Βοσνία, τον Μιλόσεβιτς κ.λπ. οι ίδιοι ένοιωθαν πολύ «Ευρωπαίοι», πολύ Δυτικοί για να τους έρθει το κακό, ενώ από την άλλη ένοιωθαν τελείως ανήμποροι να κάνουν οτιδήποτε για να το αποτρέψουν.

5. Ι* Αυτή τη στιγμή φαίνεται σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε δύο κύριες εκδοχές διαχείρισης του «εθνικού» από την αριστερά. Όντως συντελείται μια ιστορική τομή στη σχέση της κομμουνιστικής αριστεράς, του ΚΚΕ για να συνεννοούμαστε, με το

Βασίλης Κουτσούκος

[35]

«εθνικό ζήτημα». Η τομή αυτή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν πλαισιωθεί από την αντίρροπη μετατόπιση τμημάτων της φιλοευρωπαϊκής και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προς αναζήτηση είτε «εθνικών» δρόμων για τον σοσιαλισμό είτε συμμαχιών που θα παραπέμπουν στο «νέο ΕΑΜ». Ας γίνω πιο συγκεκριμένος: αν αγόραζε κανείς μια εφημερίδα από τις πολλές της αριστεράς το 2004, τι θα διάβαζε; Για το ελληνικό κεφάλαιο που κυριαρχεί στα Βαλκάνια, κάνει Ολυμπιάδα για να εκτινάξει την κερδοφορία του, επιβάλλει όρους εκμετάλλευσης εντός και εκτός συνόρων, αναβαθμίζεται στο πλαίσιο της Ευρώπης και κατοχυρώνει την Ισχυρή Ελλάδα. Από εκείνες τις αναλύσεις δεν έχει μείνει σήμερα τίποτα: προτεκτοράτο και κατοχή, γερμανικές φάπες στους φτωχούς συγγενείς, ανίκανη και προδοτική ελληνική αστική τάξη. Και πάλι δηλαδή μια αναπαραγωγή του κυρίαρχου σχήματος ανάλυσης, αυτή τη φορά ούτε καν με αντιστροφή του πρόσημου, αλλά με εκθετική ενίσχυσή του. Εκείνα τα ρεύματα σκέψης που διατηρούσαν την πιο μαχητική στάση έναντι των ιμπεριαλιστικών τάσεων του ελληνικού κεφαλαίου, αρνούνταν τα σχήματα της εξάρ-


Alex Majoli

[36]

τησης και της υποτέλειας και προέκριναν τον αντιεθνικισμό ως αντίρροπο στην Ισχυρή Ελλάδα, επιστρέφουν με γοργά βήματα στην αγκαλιά των παραδοσιακών αναλύσεων. Στον άλλον πόλο, το ΚΚΕ, ο για δεκαετίες φορέας της εθνικοανεξαρτησιακής ανάλυσης και παράδοσης, έχει εξοβελίσει από το λόγο του κάθε στοιχείο που παρέπεμπε σε αυτή την ιδεολογική αποσκευή, προς όφελος μίας «ντούρας» ταξικής ανάλυσης, όπου δεν υπάρχει περιθώριο για εθνικοπατριωτικές συμμαχίες. Μια συγκριτική ανάγνωση του Ριζοσπάστη του 1999, με τα «προτεκτοράτα» και τους «ιμπεριαλιστές», και του 2012, όπου όλα τα θέματα ανάγονται στο ζήτημα της εξουσίας και η καταγγελία της Τρόικας υποτάσσεται στην καταδίκη της ελληνικής αστικής τάξης και των αστικών κομμάτων, αποτυπώνει αυτήν την αλλαγή. Πρόκειται για μια αμοιβαία μετακίνηση η οποία συχνά προκαλεί αμηχανία στους φορείς της. Άλλωστε, το εθνικό –το οποίο εκτείνεται από την εκτίμηση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές πλέγμα έως την αναζήτηση πολιτικής συμμαχιών– έχει αποτελέσει βασικό

στοιχείο συγκρότησης της ελληνικής αριστεράς. Η παράδοση του ΕΑΜ που κληροδότησε την ιδέα ενός πετυχημένου σχήματος συνδυασμού εθνικού και ταξικού, τροφοδότησε για έξι δεκαετίες τουλάχιστον την εκλογική και κοινωνική αναπαραγωγή της αριστεράς και της προσέδωσε ένα εσαεί ηθικό πλεονέκτημα που εξαργυρώθηκε μετά το 1974. Η παράδοση αυτή βρίσκεται σε δοκιμασία σήμερα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να αρνηθούμε το εξής: από το 1935 και μετά, με ορισμένες αποκλίνουσες εξαιρέσεις, τα δυτικά κομμουνιστικά κόμματα, αλλά και οι διασπάσεις τους, αντιλαμβάνονταν τον ρόλο τους ως εκφραστή μιας αρμονικής συμμαχίας του εθνικού και του ταξικού: από τον ευρωκομμουνισμό –που προγραμματικά είχε την ιταλική σημαία στο έμβλημα– έως τους μαρξιστολενινιστές του αντιιμπεριαλισμού, και από τη «Νέα Δημοκρατία» του δικτατορικού ΚΚΕ έως τους κάθε λογής «αριστερούς πατριώτες». Νομίζω ότι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για το βαθύ ίχνος αυτής της οπτικής, ιδίως στην ελληνική περίπτωση, είναι αυτό της εσωτερικής αντιπαράθεσης στο φαινομενικά αρραγές ΚΚΕ γύρω από τη θέση της Ελλάδας στο


[37]

διεθνές πλέγμα. Στο 17ο συνέδριο, η τροποποίηση της «θέσης 9» για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού προς όφελος μιας διατύπωσης που διέκρινε τον αναβαθμισμένο ρόλο του στην περιοχή προκάλεσε ισχυρές εντάσεις, που έληξαν με έναν συμβιβασμό. Ο τελευταίος στάθηκε η αφετηρία για τις σημερινές θέσεις του ΚΚΕ. Στο δικό μου κεφάλι το πρόβλημα και με τις δύο θεωρήσεις είναι κοινό: δεν πείθουν. Η εθνικοανεξαρτησιακή είναι πολύ πλησιέστερη στις εμπειρίες, τις προαιρέσεις και τις αυθόρμητες αντιδράσεις στις εξελίξεις, αλλά αδυνατεί να περιγράψει μια πειστική διέξοδο κοινωνικού μετασχηματισμού. Η ταξική –την ονομάζω έτσι για να συνεννοούμαστε μεταξύ μας– είναι πολύ πιο συνεπής, κοντά στην εργατική καθημερινότητα, επαρκής στη σκιαγράφηση της στρατηγικής, αλλά εύκολα μετατρέπεται σε αφηρημένο σύνθημα, αδυνατεί να προχωρήσει σε πολιτικές –όχι κοινωνικές– συμμαχίες και κυρίως να συζητήσει τους τρόπους και τους αρμούς της μετάβασης στη «λαϊκή εξουσία», ένας όρος που έτσι και αλλιώς κλείνει το μάτι σε μια ευρύτερη κοινωνική συμμαχία. Πόσοι από όλους όσοι θα ψηφίσουν ή θέλουν να ψηφίσουν το «ταξικό» ΚΚΕ ή τον «εθνικοαντιμνημονιακό» ΣΥΡΙΖΑ (τζάμπα τόσα χρόνια αντιεθνικισμός και αντιλαϊκισμός από τη λόγια αριστερά…) συμφωνούν επί της ουσίας με τη διέξοδο που προτείνουν οι δύο σχηματισμοί ; Σκεφτόμουν το εξής: από το 1944 και μετά, η παράδοση της εθνικοανεξαρτησιακής θεώρησης βασιζόταν στην ανάγνωση της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού, στην ύπαρξη εθνικών δρόμων ανάπτυξης και φυσικά στην παρουσία, είτε αυτό γινόταν φανερά είτε υπόρρητα, του ανατολικού μπλοκ. Σήμερα δεν έχουμε πολλά από αυτά τα στοιχεία. Το μόνο συζητήσιμο θα ήταν αυτό της εξάρτησης, υποτέλειας και κατοχής – ακόμα όμως και αυτό μένει απλά ένα σύνθημα δίχως τεκμηρίωση. Αν η αριστερά τη δεκαετία του ’60 φανταζόταν αυτόκεντρη εθνική ανάπτυξη και αναδημιουργία, έβαζε και κανέναν

άνθρωπο να γράψει μελέτη για το πώς θα πραγματωθεί αυτή: στη βιβλιοθήκη δίπλα στον Μπάτση μπορεί κανείς να βρει το Φαράκειο πόνημα –καθότι του Πολυτεχνείου– για τον εξηλεκτρισμό της Ελλάδας. Όπως φανταζόμαστε είναι από εκείνα τα αφόρητα βαρετά βιβλία με πίνακες και διαγράμματα, λιγνίτες και ιπποδύναμη. Σήμερα; Τα ερευνητικά κέντρα της αριστεράς είτε απλά έκλεισαν (βλ. Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών – μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη που πέρασε παντελώς ασχολίαστη) είτε ασχολούνται με άλλα ζητήματα (Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς). Κατά συνέπεια, οι διαβεβαιώσεις –κοινές και στις δύο εκδοχές της αριστεράς– ότι η Ελλάδα διαθέτει πλουτοπαραγωγικές δυνάμεις και δυνατότητες αυτάρκειας, παραμένουν διακηρύξεις και συνθήματα. Όταν ο Βενιζέλος και το αλαφουζέικο λένε ότι η αριστερά θέλει να μας κάνει Αλβανία, αυτό φωτογραφίζουν μέσα στη χυδαιότητά τους. Ότι η αριστερή πρόταση της διεξόδου από την κρίση παραπέμπει σε μια περιπέτεια δίχως επεξεργασία, σχέδιο και στόχο. Η αμηχανία είναι ενδεικτική και θα επαναληφθεί στην επόμενη στροφή που θα τεθεί το «έθνικό» ζήτημα ακέραιο στο τραπέζι: είτε με τη μορφή οικονομικού διλήμματος (παραμονή στην ΕΕ ή αυτοδύναμη ανάπτυξη) είτε στην ακόμα χειρότερη μορφή του πολεμικού επεισοδίου. Για τον λόγο αυτό, «ο λαός», όσο και αν εκλογικά μπορεί να προχωρήσει στο όποιο τερτίπι τιμωρίας των μέχρι χτες κυρίαρχων, δεν φαίνεται να ενθουσιάζεται με την έξοδο από την ΕΕ, την επιστροφή στη δραχμή, την ίδια την ιδέα της χρεοκοπίας. Αλλιώς η ιδέα ενός «νέου ΕΑΜ» δεν θα έμενε υπόθεση συσκέψεων και διακηρύξεων, αλλά θα την βλέπαμε να πραγματώνεται στην καθημερινότητα – εκεί που προς το παρόν βαθαίνει η καφρίλα του μικροαστού, η φοβία και ο ανθρωποφαγισμός, η επίγνωση ότι, ναι μεν οι προλετάριοι έχουνε πατρίδα, αλλά το κύριο πρόβλημα έγκειται στο ότι για να χάσουνε κάτι παραπάνω από τις αλυσίδες τους, θα πρέπει τουλάχιστον να ξέρουν τον λόγο.


[38]

Δημήτρης Κουσουρής

Η ιστορική αναλογία ως υπεκφυγή;

Ο κίνδυνος των καταχρήσεων, τόσο στην ιστορική γραφή όσο και στην πολιτική, εμφανίζεται όταν οι αναλογίες χρησιμοποιούνται για να σπείρουν την ανησυχία, να πείσουν, να παροτρύνουν, να συκοφαντήσουν ή να δοξάσουν, κι όχι για να προσανατολίσουν, να διασαφηνίσουν, να παρακινήσουν τον κριτικό στοχασμό.1

Μ

ολονότι το μοντέλο της ιστορίας ως magistra vitae –παραδειγματικής αφήγησης που καθοδηγεί τις πράξεις μας στο παρόν και στο μέλλον– εγκαταλείφθηκε στους καιρούς των βίαιων μετασχηματισμών και των κοινωνικών επαναστάσεων που συνόδευσαν τον θρίαμβο του καπιταλισμού, η κατανόηση του παρόντος μέσα από τις ιστορικές αναλογίες παρέμεινε χρηστική, στον βαθμό που αυτές μας παρέχουν μιαν αναγκαία απόσταση και προοπτική «ούτως ώστε τα προβλήματα οποιασδήποτε χώρας να γίνονται αντιληπτά παράλληλα και σε σχέση με τις παγκόσμιες ιστορικές εξελίξεις, ως μέρος της παγκόσμιας ιστορίας». Όπως συμβαίνει συχνά σε περιόδους κρίσης κι αβεβαιότητας, μετά την εκδήλωση της χρηματιστικής κρίσης το 2008, αλλά και της καθ’ ημάς δημοσιονομικής κρίσης ένα χρόνο αργότερα, πολλοί έσπευσαν να χρησιμοποιήσουν ιστορικές αναλογίες για να κατανοήσουν τη ρευστότητα και την πολυπλοκότητα της συγκυρίας. Η κουβέντα στράφηκε συχνά στις παλαιότερες χρεοκοπίες της χώρας, με πιο δημοφιλή στη δημόσια συζήτηση την πτώχευση που κήρυξε η τελευταία κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου το 1932, στις συνθήκες της τότε παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και ύφεσης. Από διαφορετικές θέσεις κι αφετηρίες, δημοσιογράφοι, ιστορικοί και πολιτικοί, απομόνωσαν διαφορετικές πλευρές της εμπειρίας για να υπογραμμίσουν –κατά περίπτωση– το οικονομικό και κοινωνικό χάος που ακολούθησε, την ενίσχυση των αντιδραστικών-ακροδεξιών δυνάμεων και την προετοιμασία της συνταγματικής εκτροπής ή τη γρήγορη ανάκαμψη της εθνικής οικονομίας.

Όπως σε κάθε ιστορική αναλογία ωστόσο, οι ομοιότητες που παρουσιάζουν διαδικασίες ή γεγονότα που εκτυλίχθηκαν σε διαφορετικό χώρο και χρόνο είναι ασφαλώς λιγότερες από τις εν γένει διαφορές. Οι επαγγελματίες ιστορικοί έσπευσαν ήδη να επισημάνουν τους κινδύνους που ενέχει η χρήση αυτής ή άλλων ιστορικών αναλογιών σε ό,τι αφορά π.χ. τη διαφορετική κατάσταση της οικονομίας ή τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό.2 Με αυτήν την έννοια, σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να επεκταθεί στις επιμέρους πλευρές και στις ατέρμονες διακλαδώσεις μιας ακαδημαϊκής συζήτησης, όσο το να εντοπίσει την πολιτική λειτουργία των χρήσεων και των καταχρήσεων της ιστορικής αναλογίας, καθώς και τα όριά τους, από δυνάμεις και διανοούμενους της αριστεράς που την ανέσυραν για να αντιστρατευτούν το κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας και τον πολιτικό εκβιασμό που συνοψίζεται στο δίλημμα «σκληρή λιτότητα εντός του ευρώ ή χρεοκοπία και οικονομικοκοινωνικό χάος;». Σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές χρήσεις της αναλογίας λίγο μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στον διεθνή έλεγχο ΕΕΕΚΤ-ΔΝΤ (Το Βήμα, 21.2.2010), ο Σπ. Μαρκέτος

1. Arno Mayer, «Uses and Abuses of Historical Analogies: Not Munich But Greece», Annals of International Studies, 1, 1970, σ. 224–232: σ. 225. 2. Βλ. π.χ. τις παρεμβάσεις στην ημερίδα του περ. Ιστορείν (http://historein-historein.blogspot.com/2010/04/blogpost.html) ή την επιστημονική συνάντηση του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 4-5 Νοέμβρη 2011.


[39]

διακήρυττε, από τον τίτλο κιόλας, τη «στάση πληρωμών τώρα» και προέτρεπε την κυβέρνηση να το «κάνει όπως ο Βενιζέλος» το 1932. Bασικό του επιχείρημα ήταν πως, παρά τον πρόσκαιρο αποκλεισμό από τις διεθνείς χρηματαγορές, μια χρεοκοπία θα οδηγούσε σύντομα σε ανάκαμψη, όπως μετά το 1932, όταν «η ελληνική οικονομία, διαψεύδοντας τους τότε γκουρού των αγορών, σημείωσε πρωτοφανείς ρυθμούς ανόδου. Η πτώχευση ξαναζωντάνεψε την αγορά, μεταφέροντας πόρους από τα θησαυροφυλάκια των τραπεζών στην πραγματική οικονομία, από το εξωτερικό στο εσωτερικό». «Μια ιστορία που την περιγράφει ωραία ο Μαρκ Μαζάουερ», συνέχιζε ο Μαρκέτος. Όντως μπορεί κανείς να εντοπίσει αναλογίες με τη σύγχρονη εμπειρία, όπως στην περιγραφή π.χ. από τον Μαζάουερ του χρόνου έλευσης της κρίσης του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα:

Δεν είναι όμως επίσης αλήθεια πως μια τέτοια περιγραφή θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην ανάλογη εμπειρία χωρών της «περιφέρειας» σε συνθήκες διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης; Κι όπως στην ανάγνωση της τότε χρεοκοπίας εξετάζονται βασικά οι επιλογές της κυβέρνησης και της οικονομικής ολιγαρχίας, έτσι και οι προτάσεις χρεοκοπίας που αρθρώνονται σήμερα, απευθύνονται (και βασικά αφορούν) στα υπαρκτά και ήδη κυρίαρχα πολιτικά υποκείμενα, όπως η κυβέρνηση ή οι μηχανισμοί της ΕΕ. Ακολουθώντας σε γενικές γραμμές ένα σχήμα υπεράσπισης της «πολιτικής» ή της «δημοκρατίας» έναντι των

πανίσχυρων και απρόσωπων διεθνών μηχανισμών της «οικονομίας», οι σχετικές αναλύσεις συνεχίζουν να θεωρούν, ρητά ή άρρητα, τα εθνικά κράτη ως (έστω έμμεσους) φορείς των εργατικών συμφερόντων – μέσα από την πίεση που ασκεί το εργατικό κίνημα στο πλαίσιο των δημοκρατικών (republican) καθεστώτων. Ωστόσο αυτή η συζήτηση φαίνεται να παραθεωρεί το ζήτημα των πραγματικών κοινωνικών υποκειμένων που αποτελούν αναπόσπαστη παράμετρο του ιστορικού προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα, η κουβέντα δεν φαίνεται να αναζωογονεί ή να συνδέεται με προβληματισμούς σχετικά με την κατάσταση της εργατικής τάξης και του κινήματός της σήμερα, μετά από τρεις δεκαετίες διάλυσης και ενσωμάτωσης που ακολούθησαν την ήττα των επαναστατικών ρευμάτων των δεκαετιών του 1960 και 1970. Η σύντομη συνάντηση των προσπαθειών δημιουργίας και συντονισμού σωματείων βάσης με το ελληνικό «κίνημα των πλατειών» δεν απέδωσε ασφαλώς άμεσους καρπούς, συγκρότησε όμως ένα δημόσιο χώρο στον οποίο δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά ριζοσπαστικά εργατικά αιτήματα με όρους μαζικής πολιτικής δράσης. Και μια εμπειρία που δείχνει πως ο άδικος κι εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού δεν αποτελεί μυστικό που διαφυλάττουν οι μυημένοι στο μαρξισμό, αλλά κοινό τόπο πια σε ευρέα κομμάτια των εργαζομένων. Το ίδιο συμβαίνει και με την επιθυμία υπέρβασης των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων. Ασφαλώς, η αντικαπιταλιστική κριτική που αρθρώνεται στη δημόσια σφαίρα μπορεί να είναι κάθε λογής, κομμουνιστική, προοδευτική, αντιδραστική κ.ο.κ. Μέσα από αυτή την πολυμορφία, όμως, φαίνεται να εδραιώνεται μια νέα αίσθηση ιστορικότητας της περιόδου, ενός «τέλους εποχής» που παίρνει διαφορετικά ονόματα ανάλογα με το πρίσμα και την προοπτική που υιοθετείται, που περιγράφεται καλύτερα από ό,τι η Άρεντ ονόμαζε «ενδιάμεση στιγμή ανάμεσα σε ό,τι δεν υπάρχει πια κι ό,τι δεν έχει υπάρξει ακόμα».4 Εξάλλου, είναι φανερό πια πως, με την εθνική οικονομία να οδηγείται στο οριστικό ναυάγιο και τους εργαζόμενους να βρίσκονται απέναντι στο

3. M. Mazower, Greece and the Inter-War Economic Crisis, Oxford University Press, Οξφόρδη 1991, σ. 115-116.

4. H. Arendt, Between Past and Future, Faber & Faber, Λονδίνο 1961, σ. 8-9.

Αν κι είναι δύσκολο να ορίσουμε την ακριβή στιγμή κατά την οποία η παγκόσμια ύφεση χτύπησε την Ελλάδα, [...] η χρονιά του κραχ της Γουόλ Στριτ σηματοδότησε μια αλλαγή της διάθεσης. Το ίδιο το κραχ δεν έγινε αισθητό για παραπάνω από ένα χρόνο, έσπειρε όμως ανησυχία για τη γενική κατάσταση: το φθινόπωρο γράφτηκε μια σειρά από άρθρα για τη χρηματιστική κρίση, που πραγματεύονταν τα αίτια της, ή ακόμα, στο κυβερνητικό στρατόπεδο, και το αν η κρίση πράγματι υπήρχε.3


Jacques Tardi

[40]

φάσμα μιας βίαιης και παρατεταμένης «πτωχοποίησης», η ανάγκη ριζικού μετασχηματισμού της σημερινής πραγματικότητας έρχεται στην ημερήσια διάταξη. Ακόμα και οι ιεροκήρυκες των μνημονιακών πολιτικών προετοιμάζονται για τη διάδοχη κατάσταση. Ο Λ. Τσούκαλης, λ.χ., φαίνεται να ξεχνά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό προσωπικό και την αισιοδοξία πως η οικονομία θα ορθοποδήσει όταν ο τελευταίος δημόσιος υπάλληλος απολυθεί από τον τελευταίο κρατικό γραφειοκράτη, κι ανακαλύπτει πως η χώρα είναι ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης και πως θα είναι το πρώτο τραγικό θύμα «αν δε βρεθούν άνθρωποι να μιλήσουν στην καρδιά και στο μυαλό του Έλληνα και της Ελληνίδας»· ταυτόχρονα ο «Ι.Γ.» Πρετεντέρης, αναφερόμενος στην «Τρόικα», συστήνει να μαζευτούν οι «στόκοι με τους χαρτοφύλακες». Το ερώτημα που καλείται λοιπόν να απαντήσει η πολιτική αριστερά δεν είναι αν οι νεοφιλελεύθερες λύσεις της Ευρωζώνης είναι καλές ή κακές, αλλά αν μπορούν οι δυνάμεις της εργασίας να τις ανατρέψουν και να οργανώσουν εκ νέου την παραγωγική διαδικασία και την επανένταξη της χώρας στο διεθνές σύστημα. Η ανάγνωση μιας τέτοιας στροφής της ιστορίας από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού δεν αρκεί να απομονώνει τη μία ή την άλλη πλευρά του παρελθόντος για να ονομάσει το παρόν, ούτε να περιγράφει ασύνδετα και μεσσιανικά έναν κοινό ορίζοντα προσδοκίας, χρειάζεται συνάμα να συνδέει άμεσα το παρόν και το μέλλον προτείνοντας και δοκιμάζοντας στην πράξη συγκεκριμένες τακτικές στις οποίες, καταπώς έλεγε ο Κ. Τζιαντζής, επί της λογικής του εφικτού θα ηγεμονεύει η στρατηγική στόχευση της υπέρβασης του αστικού κράτους και των καπι-

ταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όχι αφηρημένα ή γενικόλογα. Απέναντι στην απειλή μιας πλήρους καταστροφής ή στις αφηρημένες προοπτικές «ανάπτυξης» που υπόσχονται οι θιασώτες των νεοφιλελεύθερων μακροοικονομικών μοντέλων, χρειάζεται να αντιτάξουμε τόσο μια συγκεκριμένη κριτική του χαρακτήρα και των κοινωνικών συνεπειών αυτής της ανάπτυξης, όσο και τις γραμμές ενός συγκεκριμένου σχεδίου αναδιοργάνωσης της παραγωγής και αναπροσδιορισμού των διεθνών συμμαχιών της χώρας υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας. Αντ’ αυτού όμως, απηχώντας και τις επίσημες γραμμές των κομμάτων της κοινοβουλευτικής αριστεράς, τόσο η διατύπωση του αιτήματος χρεοκοπίας, όσο και οι λογής ιστορικές «αναδρομές», συνοδεύονται συχνά από τη διαβεβαίωση πως, όσο ριζοσπαστικές κι αν φαίνονται οι θέσεις τους, δεν σημαίνουν απαραίτητα «έξοδο από το ευρώ» ή υπέρβαση των καπιταλιστικών σχέσεων. Με άλλα λόγια, ακόμα και σε συνθήκες δομικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, οι δυνάμεις της αριστεράς στην πλειοψηφία τους παραμένουν αιχμάλωτες της τυραννίας του παρόντος, δίνοντας συχνά την εντύπωση πως, στον βαθμό που αδυνατούν να γίνουν φορείς κοινωνικής επανάστασης και ριζικής πολιτικής μεταβολής, ευελπιστούν σιωπηρά σε μια ανάκαμψη του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και καθώς η ματιά μας στο παρόν καθορίζει τα ερωτήματα που απευθύνουμε στο παρελθόν και την αντίληψη που διαμορφώνουμε για αυτό, οι ιστορικές αναλογίες που επιχειρούνται δεν εντάσσονται σε μια ιστορική προοπτική, μα αποτελούν απλές επικλήσεις της μιας ή της άλλης στατικής εικόνας του παρελθόντος, χωρίς σύνδεση με το πριν και το μετά.


[41]

Έτσι οι ιστορικές αναλογίες της δεκαετίας του 1930 αποφεύγουν να συζητήσουν τον χαρακτήρα της τότε κρίσης και τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό, με τον ίδιο τρόπο που οι γενικόλογες επικλήσεις για ένα «νέο ΕΑΜ» απέναντι στην «οικονομική κατοχή» και τη «γερμανική μπότα», αποτελούν μάλλον εύκολη διέξοδο προς εκείνα τα στοιχεία με τα οποία η αριστερά επανεντάχθηκε στο μεταπολεμικό εθνικό αφήγημα, οδηγώντας, μεταξύ άλλων, σε εκκλήσεις για Εκλογικά Μέτωπα Εθνικής Ανεξαρτησίας κ.τ.ό. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μία ή περισσότερες χρήσεις της ιστορικής αναλογίας που εντέλει λειτουργούν μάλλον ως υπεκφυγή από επείγοντα πολιτικά ερωτήματα για τις μορφές, τα προγραμματικά στοιχεία και τα υποκείμενα που συνθέτουν εν δυνάμει μια πολιτική χειραφέτησης των δυνάμεων της εργασίας σε συνθήκες διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Έτσι σε ό,τι αφορά το διά ταύτα, αν και ο καθείς αντιλαμβάνεται πως μια επαναστατική μεταβολή των συνθηκών στην εποχή μας ή θα είναι διεθνής ή δεν θα υπάρξει, είναι ευκολότερο –σαν να λέμε πιο βολικό– να ανασύρουμε από τη μνήμη νησίδες του ιστορικού παρελθόντος που μοιάζουν (για καλό ή για κακό) με τη συγκυρία που διανύουμε, παρά να αναγνωρίζουμε τις διαδικασίες και τις δυνάμεις που οδήγησαν στην υπέρβασή τους. Εφαρμόζοντας μια εκδοχή της θεωρίας των μακρών κυμάτων τύπου Κοντράτιεφ, οι Ντιμενίλ και Λεβί θεωρούν την παρούσα διεθνή οικονομική κρίση ως την τέταρτη κατά σειρά δομική κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού:5 η πρώτη και η δεύτερη (δεκαετίες του 1890 και του 1930) οδήγησαν σε δυο παγκοσμίους πολέμους, η τρίτη (δεκαετία του 1970) οδήγησε στην ανατροπή του κεϋνσιανού κοινωνικού συμβολαίου. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, η σημερινή «κρίση του νεοφιλελευθερισμού», όπως κι εκείνη του 1930, αποτελεί μια κρίση ηγεμονίας που εκδηλώνεται στους κόλπους της οικονομικής ολιγαρχίας, ανάμεσα στην παραδοσιακή μπουρζουαζία και την «τάξη» των μάνατζερ. Συμπερασματικά, οι συγγραφείς σημειώνουν πως, αν η πίεση ενός ισχυρού εργατικού κινήματος ανάγκασε τις αστι5. G. Duménil & D. Lévy, The Crisis of Neoliberalism, Harvard University Press, 2011.

κές τάξεις να επιδιώξουν μια «συμμαχία» μαζί του, συνάπτοντας ένα «κεντροαριστερό» κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση την αδυναμία του εργατικού κινήματος, ανεξάρτητα από τις λογής «ανωμαλίες» της μετάβασης που διανύουμε, μπορούμε με ασφάλεια να προβλέψουμε πως η κρίση θα επιλυθεί με ένα νέο «κεντροδεξιό» κοινωνικό συμβόλαιο εις βάρος των εργαζομένων. Αν και μπορεί κανείς να εγείρει διάφορες αντιρρήσεις σε αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, αξίζει ωστόσο να συγκρατήσει πως ο κρίσιμος παράγοντας για την έκβαση της κρίσης, τότε και τώρα, είναι η ισχύς και η διαπραγματευτική δύναμη του εργατικού κινήματος. Ένα πρώτο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν από αυτό, επιστρέφοντας για μια τελευταία φορά στην καθ’ ημάς συζήτηση, είναι γιατί, όταν μιλάμε για χρεοκοπία, να μιλάμε τόσο πολύ για τη χρεοκοπία του Βενιζέλου και τους ελιγμούς της οικονομικής ολιγαρχίας και τόσο λίγο για την άρνηση πληρωμής-κατάργηση του χρέους της αυτοκρατορικής Γαλλίας και της τσαρικής Ρωσίας από τα αντίστοιχα επαναστατικά καθεστώτα, τη σημασία ενός ή και περισσοτέρων επαναστατικών παραδειγμάτων για τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τη σχέση και τη σύνδεση των τοπικών αγώνων με ένα διεθνές σχέδιο κοινωνικής χειραφέτησης. Απευθύνοντας στο παρελθόν τέτοια ερωτήματα, μπορούμε ίσως να διακρίνουμε καλύτερα τα νήματα που συνδέουν σήμερα, π.χ., τις απεργίες στα ΜΜΕ και τη Χαλυβουργία με εκείνες του Όκλαντ στην Αμερική και της Γκουανγκντόνγκ στη Νότιο Κίνα, να εντοπίζουμε τους μετασχηματισμούς και τις νέες συναρθρώσεις ανάμεσα σε έννοιες όπως «τάξη» και «έθνος», να αναγνωρίζουμε και να θέτουμε σε εφαρμογή το νέο περιεχόμενο της «δημοκρατίας». Όλα αυτά όμως δεν είναι υποθέσεις εργασίας προς συζήτηση ή, αν θέλετε, μια πρόσκληση να αρνηθούμε να εφαρμόζουμε τις απαντήσεις που είχαμε ήδη επεξεργαστεί στα νέα ερωτήματα, αλλά να θέσουμε ξανά από κοινού στο τραπέζι την Επανάσταση: ως ερώτημα καταρχήν, αφού αν είναι να βρούμε τις απαντήσεις, τούτο μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την κοινή πράξη και αναζήτηση.


[42]

Κώστας Σπαθαράκης

Δεκανίκια για τη δημοκρατία

Η

ανάπηρη δημοκρατία, η ασθενική δημοκρατία, η άτυχη δημοκρατία· η Βαϊμάρη παραμένει το αδιαμφισβήτητο σύμβολο της δυνατότητας της δημοκρατίας να αυτοκτονήσει, να αυτοκαταργηθεί, να παραδοθεί δημοκρατικότατα στις ορδές του φασισμού, να επιτρέψει τον σταδιακό εκφασισμό πρώτα της κοινωνικής και έπειτα της πολιτικής ζωής. Παραμένει το τυφλό σημείο των σχέσεων δημοκρατίας και καπιταλιστικής κρίσης, γεμάτο υπερβολές και αντιφάσεις: από την ακρότητα των εξπρεσσιονιστών, μέχρι τη γοητεία του Καρλ Σμιτ στην αριστερή σκέψη, από την πρώτη μορφή ενός κράτους πρόνοιας με το επίδομα ανεργίας, μέχρι τις οδομαχίες κομμουνιστών και ναζί έξω από τα καμπαρέ του μεσοπολεμικού Βερολίνου, η Βαϊμάρη λειτούργησε μετά τον πόλεμο ως ανάμνηση μιας φευγαλέας αλλά σημαντικής στιγμής, ενός πολιτικού και κοινωνικού μορφώματος που κατέρρευσε δίνοντας τη θέση του στο χάος. Αυτή η εσωτερική, οργανική αδυναμία της «δημοκρατίας» εν γένει, η αδυναμία της να υπερασπιστεί τον εαυτό της από τους κακόβουλους και σκοτεινούς παράγοντες των «άκρων», προβάλλεται κατά κόρον τον τελευταίο καιρό ως μια διδακτική αναλογία με τη σημερινή Ελλάδα.1 Ο προοδευτικός εκσυγχρονιστικός λόγος, βλέποντας να καταρρέει το καθησυχαστικό όραμα της Ενωμένης Ευρώπης (που υπήρξε η βάση νομιμοποίησης και η επαγγελία του), αναζητά στο παρελθόν μια αναλογία για να μπορέσει να συλλάβει το ακατανόητο: πώς είναι δυνατόν ο τροχός της ιστορίας να κινείται αντίστροφα. 1. Τρεις εκδόσεις μετράει ήδη το βιβλίο του Heinrich A. Winkler, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933, μτφρ. Άντζη Σαλταμπάση, Πόλις, Αθήνα 2011, καθώς και αμέτρητες βιβλιοκρισίες· βλ. ακόμη Peter Gay, Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1919-1933), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2010· Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον, Αθήνα 2011· αλλά και Sergio Bologna, Ναζισμός και εργατική τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική βία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, Antifa Scripta, Αθήνα 2011.

Τι μας διδάσκει αυτή η αναλογία; Πρώτον, ότι η δημοκρατία είναι το πεδίο δόξης των «μετριοπαθών», των διαλλακτικών και συμβιβαστικών, των υμνητών της ταξικής συμφιλίωσης, όχι των οραματιστών, των ουτοπιστών και των επαναστατών (αφού, όπως όλοι ξέρουμε, κάθε σκέψη που υπερβαίνει τον ορίζοντα της «δημοκρατίας» είναι συγχρόνως ουτοπική και ολοκληρωτική, δηλαδή όχι μόνο πρακτικά ανεφάρμοστη αλλά και επικίνδυνη). Τη Βαϊμάρη, το σύνταγμά της, την πολιτική της ζωή, τη δημιούργησαν –λέει ο μάλλον ρηχός μύθος– οι μετριοπαθείς πολιτικές δυνάμεις (σοσιαλδημοκράτες, δημοκρατικό κέντρο και οι καλοί συντηρητικοί), ενώ την πολέμησαν τα άκρα, οι φασίστες και οι κομμουνιστές, με φυσικό αποτέλεσμα να επικρατήσουν οι πρώτοι και να οδηγηθούμε στη μαύρη τρύπα της ευρωπαϊκής ιστορίας, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Αυτή η συνεκφορά των άκρων, ναζί και κομμουνιστών, είναι το κεντρικό δίδαγμα της αναλογίας: γύρω από το φωτεινό κέντρο της δημοκρατικής ομαλότητας και του Λόγου, καραδοκούν σε αγαστή συνεργασία οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού. Το φασματικό «φαιοκόκκινο μέτωπο», που κραδαίνουν και σήμερα οι γραφίδες του προοδευτικού τύπου, φαίνεται να δικαιώνεται από την εθνικοπατριωτική αντιμνημονιακή γραμμή, αυτή την ανίερη συμμαχία δεξιών και αριστερών, που λειτουργεί, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, ως τεκμήριο ότι οι μάζες δεν αγαπούν τη δημοκρατία και αρκεί ένας λαϊκιστής δημαγωγός για να τις ρίξει στη φωτιά, προς μεγάλη θλίψη των φιλελεύθερων διανοουμένων και των κοινοβουλευτικών συντακτών. Υπάρχουν βέβαια ομοιότητες που κάνουν πολύ δύσκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό της αναλογίας. Ιδίως οι οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία μετά το Κραχ του 1929, οι παραποιήσεις των δημοσιονομικών στοιχείων, τα αλλεπάλληλα πακέτα μέτρων, τα διαδοχικά μνημόνια για την αποπληρωμή των πολεμικών επανορθώσε-


[43]

ων που στραγγάλισαν τη γερμανική οικονομία, η αδυναμία πολιτικής διαχείρισης της κρίσης δανεισμού, οδήγησαν σε ένα αδιέξοδο που ταιριάζει γάντι με την ειδησεογραφία των ημερών μας: Το Ράιχ δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να εξασφαλίσει δάνεια από το εξωτερικό. [...] Το Ράιχσταγκ συμφώνησε [...] σε ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα το οποίο προέβλεπε την αύξηση των εισφορών στο ταμείο ανεργίας [...], την αύξηση της φορολόγησης του καπνού, τη μείωση των άμεσων φόρων με σκοπό την ενίσχυση της συσσώρευσης κεφαλαίου και την εξαγγελία ενός νόμου για τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους. Δύο ημέρες αργότερα όμως ο Schlacht [επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας] χαρακτήρισε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα του υπουργικού συμβουλίου ανεπαρκή [...]. Στις 22 Δεκεμβρίου [1929] το Ράιχσταγκ ενέκρινε το τροποποιημένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Schlacht νομοσχέδιο.2

Η συνέχεια είναι πάνω κάτω γνωστή: η κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας και η αλματώδης αύξηση της ανεργίας (3 εκατομμύρια άνεργοι το 1929, 3,5 το 1930, 4,5 το 1931, 6 εκατομμύρια το 1932), η διάλυση του πολιτικού συνασπισμού της Βαϊμάρης (σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι, μετριοπαθής δεξιά), η εκρηκτική εκλογική άνοδος του εθνικοσοσιαλισμού (2,8% στις εκλογές του Μαΐου 1928, 18,3% τον Σεπτέμβριο του 1930, 37,4% τον Ιούλιο 1932, 43,9% τον Μάρτιο του 1933), αποτελούν τον μόνιμο εφιάλτη όλης της μεταπολεμικής πολιτικής. Η αποφυγή αυτής της διπλής, οικονομικής και πολιτικής, κατάρρευσης υπήρξε ο πυρήνας της τάξης πραγμάτων που διαμορφώθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο, η οποία άλλωστε είδε στο κράτος πρόνοιας που σε εμβρυώδη κατάσταση υπήρξε στη Βαϊμάρη, κυρίως με τη μορφή του επιδόματος ανεργίας και των πρώτων κοινωνικών υπηρεσιών, μια προδρομική μορφή της. Η αποσύνθεση της ελληνικής πολιτικής σκηνής, η πλήρης νομιμοποίηση της ακροδεξιάς, η εξαφάνιση των προνοιακών δομών, η διάχυση της πολιτικής βίας, μοιάζουν να μας οδηγούν αναπόφευκτα στην αναλογία. Ένα ακόμα βασικό στοιχείο που, αρνητικά αυτή 2. H. A. Winkler, Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία, ό.π., σ. 215-216.

τη φορά, μας φέρνει πίσω στις μέρες της Βαϊμάρης είναι ο περίφημος φόβος του πληθωρισμού και συνακόλουθα η διάλυση και προλεταριοποίηση των μεσοστρωμάτων, που λυγίζουν κάτω από το διπλό βάρος της ανεργίας και της απαξίωσης του νομίσματος. Ο φόβος αυτός εξάλλου εξηγεί, υποτίθεται, τη γερμανική στάση απέναντι στην κρίση χρέους της ευρωζώνης, αλλά και τον τρόμο που προκαλεί η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ και η επιστροφή σε μια διαρκώς υποτιμούμενη δραχμή. Το μυστικό της επιτυχίας του Χίτλερ υπήρξε άλλωστε όχι ο προσεταιρισμός των εργατικών μαζών, αλλά η σταδιακή απορρόφηση όλων των δεξιών και κεντρώων πολιτικών κομμάτων, καθώς οι μεσαίες τάξεις έχαναν τις αποταμιεύσεις μαζί με τη δουλειά τους. Η μεταπολεμική νομισματική σταθερότητα θεωρείται και εδώ το αντίδοτο στον κίνδυνο του πληθωρισμού και το θεμέλιο της πολιτικής ισορροπίας. Η δημοκρατία λοιπόν σε κάθε «εποχή κρίσης» κινδυνεύει. Αλλά δεν κινδυνεύει από όσους ζητούν παράκαμψη της νόμιμης διαδικασίας αναθεώρησης του συντάγματος, απομάκρυνση του εγκληματικού ενδεχομένου των εκλογών, απαγόρευση των απεργιών. Γιατί η δημοκρατία είναι αδύναμη και χρειάζεται δεκανίκια –και κάποτε και γύψο– για να σταθεί όρθια και να αντιμετωπίσει τα ακραία στοιχεία. Χρειάζεται συσπείρωση των ολίγων πιστών της ενάντια στον ολοκληρω-


[44]

τισμό και τη βία από όπου και αν προέρχονται, χρειάζεται καταδίκη της αριστεράς, η οποία θα χρεωθεί την προδιαγεγραμμένη επικράτηση της άκρας δεξιάς. Χρειάζεται επίσης μέτωπα των δημοκρατικών δυνάμεων μπροστά στον κίνδυνο του φασισμού, μέτωπα κάθε είδους, αντιμνημονιακά, αντιφασιστικά κ.λπ. Και εδώ η αναλογία με τη Βαϊμάρη χρησιμεύει διπλά: δικαιώνει τον μεγάλο συνασπισμό των σοσιαλδημοκρατών με το κέντρο και τη δεξιά, ενόψει του κινδύνου της φασιστικής ανόδου, αλλά και βοά για την ακρότητα των κομμουνιστών, που με το σύνθημα τάξη εναντίον τάξης και τη γραμμή του σοσιαλφασισμού, δεν επέτρεψαν τη δημιουργία ενός μεγάλου αριστερού (διάβαζε αντιμνημονιακού) μετώπου, και ουσιαστικά άνοιξαν τον δρόμο στον φασισμό. Μέτωπα παντού, αρκεί να μη μοιάζουν με το γαλλικό ή το ισπανικό λαϊκό μέτωπο, που ως θεμέλιό τους είχαν κοινούς εργατικούς αγώνες και πρώτο μέλημά τους ήταν κάτι περίεργα και αντιαναπτυξιακά μέτρα (οκτάωρο, διακοπές, απαγόρευση απολύσεων). Η Βαϊμάρη λοιπόν, η αναλογία με τη δεκαετία του ’30, ταιριάζει γάντι σε όλους, δικαιώνει όλες τις γραμμές, ακόμα και τις πιο αντιδραστικές. Άλ-

λος είναι όμως ο λόγος της πραγματικής «επικαιρότητάς» της. Γιατί η Βαϊμάρη, συμπύκνωση και απόσταγμα του Μεσοπολέμου, είναι ένας παράξενος κόσμος. Αυτό που κυριαρχεί στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της εποχής είναι οι μάζες: διαδηλώσεις, συγκεντρώσεις, απεργιακά συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες, οδομαχίες, παρελάσεις, αυτή είναι η εικόνα της δεκαετίας του ’30 (και όχι μόνο στη Γερμανία· η ίδια εικόνα στην Αμερική του Κραχ, στη Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου, στη Σοβιετική Ένωση). Ειδικά όμως η Βαϊμάρη είναι ο κόσμος των αρνητικών παθών των μαζών, της μνησικακίας και του ρεβανσισμού, της εθνικιστικής ή αντιεβραϊκής υστερίας, του μίσους ενάντια στους αστούς, του πολιτικού φανατισμού και του επαναστατικού μεσσιανισμού. Είναι ο κόσμος όπου οι μάζες μπορεί να ακολουθήσουν αύριο κάποιον αριστεριστή, κάποιον αιμοδιψή κομμουνιστή, μαριονέτα των σκοτεινών μπολσεβίκικων κέντρων ή κάποιον δεκανέα που βγήκε από τα χαρακώματα της Φλάνδρας βουτηγμένος στο μίσος για τους φιλελεύθερους, τους κομμουνιστές και τους Εβραίους. Είναι ο κόσμος όπου τα πολιτικά προτάγματα είναι απολύτως σαφή, αλλά και ο κόσμος της ακραίας ενδεχομενικότητας και του ανορθολογισμού που διέπει τη σκοτεινή κίνηση των μαζών. Η δεκαετία του ’30 είναι πρώτα από όλα ο κόσμος των μαζών. Είναι το αρνητικό της ιστορίας του 20ού αιώνα. Τι θα προκύψει αν εμφανίσουμε αυτό το αρνητικό; Ας παρακάμψουμε για μια στιγμή το μεθοδολογικό ερώτημα για τη διαδικασία της εμφάνισης. Αν εμφανίσουμε τα ασπρόμαυρα μεσοπολεμικά αρνητικά της Βαϊμάρης, θα δούμε μπροστά μας τον εύτακτο μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Οι μάζες, που στο αρνητικό αχνοφαίνονται άγριες και ανορθολογικές, έτοιμες να πιουν το αίμα των αστών ή των Εβραίων, έχουν μετατραπεί σε ευτυχισμένους εργαζόμενους, που απολαμβάνουν μια πρωτοφανή άνοδο του βιοτικού επιπέδου τους, κοινωνικό μισθό, νομισματική σταθερότητα, πολιτική και συνδικαλιστική εκπροσώπηση, χωρίς το φόβο της ανεργίας, της επισφάλειας ή της ξαφνικής προλεταριοποίησης. Η αριστερά, θεμελιώδες στοιχείο της χρυσής μεταπολεμικής τριακονταετίας, βρίσκεται παντού: στα πανίσχυρα συνδικάτα, στα μαζικά πολιτικά κόμματα, στις


[45]

μεγάλες αριστερές εφημερίδες, στο πανεπιστήμιο, στον δημόσιο λόγο, στο ειρηνιστικό κίνημα. Είναι η κινητήρια δύναμη του οπτιμισμού της δεκαετίας του ’60, που βεβαίωνε ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει ορθολογικός, ότι η επιστήμη και η λογική μπορούν να θριαμβεύσουν, ότι τίποτα δεν μπορεί να γυρίσει τον τροχό της ιστορίας πίσω στη βαρβαρότητα της δεκαετίας του ’30. Η αντιστροφή της Βαϊμάρης είναι ο προοδευτισμός, αυτός που στην Ελλάδα γνωρίσαμε καθυστερημένα πια στην πλήρη του μορφή με τη Μεταπολίτευση, αυτός που σήμερα πνέει πλέον τα λοίσθια, χτυπημένος εκ των έσω. Η κατάρρευση της τελεολογίας της προόδου (που εκφράστηκε κυρίαρχα τα τελευταία τριάντα χρόνια μέσα από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης) αφήνει πίσω της ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Το αποτέλεσμα είναι μια απαρχαίωση της προοδευτικής σκέψης: καθώς δεν υπάρχει πραγματική πρόοδος, καθώς είναι εμφανής η οπισθοδρόμηση, καθώς γύρω μας εξαφανίζονται ένα ένα τα σημεία αναγνώρισης που καθόρισαν το μεταπολεμικό σύμπαν, από την κανονικότητα των εργασιακών σχέσεων μέχρι την άνθηση των ανθρωπιστικών σπουδών, ο προοδευτικός αδυνατεί να καταλάβει τον κόσμο γύρω του. Προσκολλημένος στο παραδείσιο κοσμοείδωλο των σίξτις, χάνει τη δυνατότητα να ερμηνεύσει τον κόσμο. Αντί της σταθερής πολιτικής οργάνωσης έχει μπροστά του τη μητροπολιτική αναρχία, αντί της παραδοσιακής πολιτικής συναίνεσης τον βιοπολιτικό έλεγχο, αντί της εθνικής και λαϊκής ταυτότητας τον αχανή κόσμο της μετανάστευσης και των υπερεθνικών ελίτ· και ξαφνικά δεν βλέπει τίποτα παρά μονάχα χάος, βία και ανομία. Και αφού η επίκληση του κεϋνσιανισμού ή οι λυγμοί για επιστροφή στην «παραγωγή» ακούγονται απλώς σαν παλιό ρομαντικό τραγουδάκι, αφού η νοσταλγία για τα παλιά παραδεισένια χρόνια δεν συγκινεί τους άκαρδους «τραπεζίτες», τους «μάνατζερ», τον «διεθνοποιημένο καπιταλισμό της παγκοσμιοποίησης», ο προοδευτικός, συγχυσμένος και σε πλήρη αποπροσανατολισμό, καταφεύγει στον μπαμπούλα των άκρων, στο φάντασμα του (ανύπαρκτου σε όλη την Ευρώπη) κομμουνισμού, στο αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού (ο οποίος όμως δεν έχει τα ριζοσπα-

στικά χαρακτηριστικά που του προσέδωσαν οι παλαιοί πολεμιστές και τα λούμπεν στοιχεία που σφράγισαν τον μεσοπολεμικό χαρακτήρα του). Η αναλογία της Βαϊμάρης είναι βολική για όλους: οι μνημονιακοί εγκαλούν την αριστερά ότι με την ανένδοτη στάση της (αντίστοιχη των κομμουνιστών του ’30) καταστρέφει την πεμπτουσία της δημοκρατίας που είναι ο συμβιβασμός και η συναίνεση, οι άλλοι φωνάζουν για την ανυπαρξία ενότητας των αντιμνημονιακών δυνάμεων που στερεί από τη χώρα τη δυνατότητα να χαράξει μια «εθνική γραμμή» (όπως η γραμμή του σοσιαλφασισμού διέσπασε την εργατική τάξη), οι δυνάμεις της λογικής φορτώνουν στους αντιφασίστες και τον «φιλομεταναστευτισμό» την άνοδο της ακροδεξιάς, και όλοι μαζί εν χορώ προειδοποιούν για τα επερχόμενα ιστορικά δεινά. Γιατί αυτή είναι η ουσία της αναφοράς στη Βαϊμάρη: η αίσθηση της ιστορικότητας των στιγμών που ζούμε. Μια ψευδαίσθηση ότι ζούμε σε μια σημαντική, ιστορική εποχή, ότι ζούμε την επάνοδο της μεγάλης «ιστορίας» (του πολέμου, των μαζών, του εθνικισμού και του διεθνισμού) σε αντίθεση με την ήρεμη ζωή των μεταπολεμικών δυτικών δημοκρατιών. Το αποτέλεσμα είναι η απόλυτη αδράνεια ενώπιον του


[46]

θεάματος της «ιστορίας»: τα κοσμοϊστορικά γεγονότα είναι αναγκαία, θα επέλθουν από μόνα τους, θα συμβούν· εμείς το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να απολαύσουμε τις μεγάλες στιγμές. Γιατί η αναλογία, για να σταθεί, πρέπει να προσπεράσει δύο βασικά χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: πρώτον, ότι προέκυψε από μια εργατική επανάσταση και η ιστορία της σφραγίστηκε από τα εξεγερσιακά ξεσπάσματα της γερμανικής εργατικής τάξης, και δεύτερον, ότι η γερμανική σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, ενώ η διάσταση και η πολεμική ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και το κομμουνιστικό κόμμα εξέφραζε υπαρκτές αντιθέσεις εντός του εργατικού κινήματος, και δεν ήταν αποτέλεσμα ιδεολογικών διαφορών, εμμονών ή συμβιβασμών. Η Βαϊμάρη υπήρξε ένα πεδίο απόλυτης ιστορικής ενδεχομενικότητας, αλλά τα πολιτικά σχέδια, οι πιθανές κατευθύνσεις, ήταν από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 καθαρά και ξάστερα: φασισμός, New Deal, κομμουνισμός. Και τα τρία σχέδια προϋπέθεταν την ενεργό εμπλοκή της εργατικής τάξης, είτε θετικά είτε αρνητικά· ακόμη και το κορπορατιστικό κράτος των ναζί ξεπήδησε μέσα από το εμβρυώδες κράτος πρόνοιας της Βαϊμάρης, με τον εξατομικευμένο έλεγχο του εργατικού δυναμικού και τη διαχείριση της ανεργίας. Εξίσου σφραγισμένο από το οργανωμένο εργατικό κίνημα είναι το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Η χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία είναι αδιανόητη χωρίς τον συνδικαλισμό, χωρίς την πολιτική οργάνωση και έκφραση της εργατικής τάξης, χωρίς σαφή σχέδια, προτάγματα και οράματα που να προέρχονται από τη μεριά των εργαζόμενων μαζών. Ποια αναλογία μπορεί να υπάρξει με τη σημερινή πλήρη απουσία σχεδίων, με την ανυπαρξία πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων, με την εξαφάνιση ακόμα και της έννοιας της

τάξης, την οποία τείνουμε να υποκαθιστούμε με λέξεις ουδέτερες (στρώματα, ομάδες κ.λπ.). Είναι σήμερα εφικτή η γενική πολιτική απεργία, αυτή η ύψιστη στιγμή της ταξικής πάλης που τόσο κομβική θέση έχει στο μεσοπολεμικό και μεταπολεμικό φαντασιακό; Ή μήπως είναι εντέλει διδακτικότερη ως ιστορικό προηγούμενο η Μακρά Ύφεση, που κράτησε είκοσι χρόνια (1873-1896), στη διάρκεια των οποίων δεν εμφανίστηκε κανένα σχέδιο, καμιά λογική της ιστορίας, οι ιστορικές δυναμικές παρέμειναν αφανείς και η αναρχική τρομοκρατία ήταν το μόνο κίνημα που ανατάραζε τα στεκούμενα νερά, την ώρα που η υπερεθνική καταστολή έφτανε στο απόγειό της; Η ρητορική άλλωστε εναντίον των εκλογών ή ακόμα και υπέρ της αναβολής τους μοιάζει να μεταφέρει αυτούσια τα επιχειρήματα των συντηρητικών του 19ου αιώνα εναντίον του γενικού εκλογικού δικαιώματος, εναντίον των επικίνδυνων τάξεων. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι είμαστε εξίσου απομακρυσμένοι τόσο από το αρνητικό όσο και από το θετικό όραμα που φαινομενικά συγκροτούν τη σημερινή αντίθεση, ότι ισαπέχουμε από τη Βαϊμάρη και από το μεταπολεμικό κράτος. Και θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε την πρόβλεψη ότι η κρίση του 2008 και οι συνέπειές της θα μοιάζουν σε πενήντα χρόνια πολύ περισσότερο με τις ξεχασμένες κρίσεις του τέλους του 19ου αιώνα, μια ασήμαντη καμπύλη μέσα στους μεγάλους οικονομικούς κύκλους. Η αναλογία με τη Βαϊμάρη είναι μια αισθητικοποίηση, εξίσου παραπλανητική με τον πολιτικό στόχο της επιστροφής στο μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Είναι η «προοδευτική» αισθητικοποίηση της Κρίσης με Κ κεφαλαίο, της ανεργίας και της εξαθλίωσης, η αισθητικοποίηση της ιστορίας και της πολιτικής. Αυτή η αισθητικοποίηση μοιάζει να αποτελεί σήμερα το τελευταίο δεκανίκι της δικής μας ανάπηρης δημοκρατίας.


[47]

Κώστας Περούλης

Θόδωρος Αγγελόπουλος: «ήττες» και «ηγεμονίες» ή η αριστερά ως ανθρωπισμός

Μ

ε τον θάνατο του Αγγελόπουλου, μέσα από τον καταιγισμό των αφιερωμάτων για το έργο του, δύο τάσεις φάνηκαν αμέσως στη διαχείριση της αριστερής του κληρονομιάς. Μία, η πιο πλατιά, χωρίς να μπορέσει να εντάξει τις τροπές που πήρε του έργο του δημιουργού στις διαφορετικές περιόδους του, διατήρησε ένα χάσμα αναφερόμενη στις πολιτικές ταινίες της πρώτης περιόδου, όταν ήθελε να μιλήσει για τον αριστερό διανοούμενο, και στην ποιητικότητα των ταινιών της δεύτερης και τρίτης περιόδου, όταν ήθελε να μιλήσει για τον «ποιητή» και την ανθρώπινη απώλεια – αριστερή και μη. Και μία άλλη, σαφώς μικρότερης έκτασης αλλά ιδιαίτερα ηγεμονική, που τον αναθεωρούσε με τους όρους ενός «ποιητή της ήττας». Κατ’ αυτήν, ο Αγγελόπουλος πολιτικά συνίσταται στην περιγραφή της ήττας της αριστεράς, της μικροαστικοποίησής της, έδωσε την (αυτο)κριτική της και το άδειασμά της από την Ιστορία. Και για την τάση αυτή, η ποιητικότητα των εικόνων του Αγγελόπουλου, τα μεγάλα ανθρωπιστικοαισθητικά του επιτεύγματα, τού επιφυλάσσουν εντέλει μια εξέχουσα θέση στη νεοελληνική τέχνη. Και για τις δύο τάσεις, που δεν είχαν πάντα ξεκάθαρα όρια στις αποχρώσεις τους, οι εικόνες του Αγγελόπουλου εμπλεκόμενες με την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, υπήρξαν η ευαίσθητη «ματιά» του μεταπολιτευτικού μας κόσμου – όπως κι αν δει κανείς την αριστερά. Η πρώτη τάση, η εξ «αριστερών», καθόλου ενιαία και η ίδια εκ των πραγμάτων, παρέκαμψε τεχνηέντως το ερώτημα για ποια αριστερά μπορεί να μιλάει ένα έργο που διασκορπίζεται στα τελευταία 45 χρόνια. Παρέκαμψε δηλώσεις και συνεντεύξεις του ίδιου του δημιουργού, για το τραύμα ή το φάντασμα της επανάστασης, για το αδιέξοδο της σύγχρονης αριστεράς, όπως και κάποιες από τις ίδιες τις ταινίες του – έτσι βρήκε την ενότητά της στον κοινό τόπο της ταυτότητας του «Αριστερού» και της ποιητικότητάς του. Τι αριστερός ήταν ο Αγγελόπουλος; Η απάντηση της δεύτερης τάσης, της «εκ δεξιών», προκειμένου να τον αποκαθάρει

και να αναδιαμορφώσει ελαφρώς την είσοδό του στο πάνθεον της Τέχνης –δεδομένου ότι ο Αγγελόπουλος ουδέποτε προχώρησε αληθινά σε έναν αναθεωρητικό συμψηφισμό του Εμφυλίου με τον τρόπο του Βούλγαρη–, ήθελε τον δημιουργό να έχει αναγνωρίσει στο έργο του το τέλος της μεταπολεμικής αριστεράς. Ανάλογα πού θα πάει ο κόσμος μας, στο μέλλον ίσως τον περιμένει η τύχη του αγαπημένου του Μπρεχτ: προσπαθώντας να διασώσουν το εξαίρετο καλλιτεχνικά έργο του, και να το εντάξουν στον κανόνα σε εποχές ψυχροπολεμικές, οι δυτικοί μη μαρξιστές κριτικοί άρχισαν να εξυμνούν τα ανθρωπιστικά στοιχεία του έργου του αυτού, αποσιωπώντας την αριστερή του ραχοκοκαλιά. Σε αυτό το παιχνίδι αριστεράς και ουμανισμού, φαίνεται να συναντιούνται οι δύο τάσεις υπό τον μανδύα της ποιητικότητας, με διαφορετικά όμως επιγενόμενα. Η στάση της δεύτερης τάσης, καθώς τούτη δεν προέρχεται από την ίδια την αριστερά, στην πραγματικότητα υποκρύπτει τον αντικομμουνισμό της σημερινής «μόδας»: ο κομμουνισμός ανακαλύπτεται σήμερα εκεί όπου δεν υπάρχει (πουθενά δηλαδή), ώστε να ταυτιστεί με τον σταλινισμό, ώστε κι αυτός να ταυτιστεί με την αριστερά, προκειμένου η τελευταία να απορριφθεί συλλήβδην και το φάντασμά της να ξορκιστεί στους καιρούς του νέου προοδευτισμού. Η διαχείριση του έργου του Αγγελόπουλου δεν μπορεί να θεωρηθεί ασύνδετη με την προσπάθεια να ξανατεθούν αποδεκτές για την (νεο)φιλελεύθερη αστική δημοκρατία έννοιες της αριστεράς, όπως με το εγχείρημα της ΔΗΜΑΡ, αλλά και της ίδιας της προοδευτικότητας εν γένει. Αν οι θιασώτες της επιμένουν ότι ο Αγγελόπουλος έκανε λόγο για το τραυματικό φάντασμα της επανάστασης, το έχει περιγράψει ωστόσο σε άλλους καιρούς με πολύ πιο διφορούμενο τρόπο, πιο προφητικός παρά ποτέ: Στους Κυνηγούς (1977), κάποιοι κυνηγοί που προχωρούν στα χιόνια με τα σκυλιά τους, ανακαλύπτουν το πτώμα ενός αντάρτη. Στο θέρετρο αναψυχής που το μεταφέρουν, πα-


[48]

λιό άντρο των ανταρτών, αποκαλύπτονται όλοι ως εκπρόσωποι της αστικής τάξης: ο εργοστασιάρχης, ο νομάρχης, ο στρατιωτικός, ο εκδότης κ.λπ., οι σύζυγοι, μαζί και ο «ανανήψας» αριστερός που έγινε εργολάβος μικροαστός – στο τέλος, αφού ρωτάει τον νεκρό «πότε θα γίνει η επανάσταση», τρελαίνεται και οι αστοί τον «τρώνε» οι ίδιοι με καραμπίνα. «Αυτός δεν θα ’πρεπε να βρίσκεται εδώ. Ο εμφύλιος τέλειωσε το ’49 και σήμερα έχουμε 1976. Είναι ιστορικό λάθος», λέει ένας για τον αντάρτη. Αλλά κάθε τόσο επανέρχεται, σαν μοτίβο της ταινίας, από κάποιο πρόσωπο: «Το αίμα είναι τόσο φρέσκο, σαν να ’ναι ακόμα ζωντανό». Δίνοντας καταθέσεις για το συμβάν με τον νεκρό αντάρτη σε ένα τραπέζι συνεχώς παρόντα, από πάνω του ή γύρω του, κάθε πρόσωπο ξετυλίγει σε ενεστώτα χρόνο το δεξιοφασιστικό του παρελθόν, ταυτισμένο με κάποιο από τα βασικά γεγονότα της αμέσως προηγούμενης ελληνικής ιστορίας, από το σχέδιο Μάρσαλ έως και τη Χούντα. Απ’ έξω, στη λίμνη, σε ένα μακρινό φόντο, σαν να μαθεύτηκε η εύρεση του αντάρτη, περνούν πλήθος βάρκες με κόσμο που κρατά μεγάλες κόκκινες σημαίες. Όλα τελειώνουν με ένα ρεβεγιόν. Στην προτελευταία σκηνή της ταινίας, εισέρχονται αντάρτες και εκτελούν τους αστούς στο όνομα της Κυβέρνησης του βουνού. Ο εφιαλτικός φόβος της αστικής τάξης αίρεται στην τελευταία σκηνή: οι αστοί-κυνηγοί, εγκαταλείποντας το ρεβεγιόν, ξα-

ναφέρνουν και θάβουν το πτώμα στα χιόνια, και συνεχίζουν το κυνήγι τους στα χιονισμένα τοπία. Η (αριστερή) Ιστορία στον Αγγελόπουλο είναι ζώσα, γι’ αυτό ενεστωτική, και πάντα εκβάλλει στο μέλλον. Εκφράζεται διαλεκτικά στις ταινίες του ως καταπίεση και ηρωικός αγώνας – ήττα και τραύμα ή φόβος (ανάλογα ποια τάξη «κοιτά») – όραμα και μέλλον. Στον Μεγαλέξανδρο (1980), το πιο επικριτικό έργο του για τις πρακτικές των Καπετάνιων του Εμφυλίου, όπου ο ομώνυμος λαϊκός ληστής του 1900 φτάνει να καταπνίξει δογματικά τον ουτοπικό σοσιαλισμό των χωρικών για τους οποίους υποτίθεται μάχεται, η ταινία τελειώνει, μετά το χαμό του ήρωα και των αντρών του, με το παιδί-Αλέξανδρο να «μπαίνει στις πόλεις» – να μπαίνει σε μια σύγχρονη Αθήνα του 1980. Το ίδιο και η μεγάλη διάψευση από την Ιστορία της αριστερής πρόσφυγος Ελένης στην πολύ μεταγενέστερη Σκόνη του Χρόνου (2008), που τελειώνει με το βάδισμα ενός παιδιού-Ελένης στην πύλη του Βραδεμβούργου του ενωμένου Βερολίνου. Αυτή η ζώσα ιστορία και διαλεκτική στο έργο του Αγγελόπουλου, σε αντίθεση με την κριτική καθήλωση άλλων σημαντικών αριστερών καλλιτεχνών στον ιστορικό δογματισμό ή την ήττα της αριστεράς, το κάνει να ανθίσταται να αποσπαστεί από τα συνολικά συμφραζόμενά του και να προβληθεί από τον «προοδευτισμό» τού σήμερα ως φάρος του αντισταλινισμού ή φάρος της ήττας. Πολύ περισσότερο όμως, αυτή η διαλεκτική κίνηση σημείωσε ίσως τον ψυχισμό της Μεταπολίτευσης, που έγκειται σε μια διαλεκτική των αριστερών ψυχισμών. Η ήττα της αριστεράς υπήρξε ένα ιστορικό γεγονός που, όπως και όλα τα υπόλοιπα, ο Αγγελόπουλος χειρίστηκε χωρίς αυταπάτες. Η επιλογή του να την αποδώσει όμως μέσα από το παραπάνω σχήμα, οριοθέτησε ίσως τη μοναδική της «νίκη»: τις μεταπολιτευτικές αμετάβατες ηγεμονεύσεις της στην τέχνη, στις «αξίες», γιατί όχι και στην ιστορία (στην αποκατάστασή της). Ο τρόπος που έγινε αυτό είναι ακριβώς μια αντιστροφή της προσπάθειας για τη «συναινετική» ένταξή του στο «ανθρωπιστικό» στρατόπεδο: η ανθρωπιά των ταινιών του Αγγελόπουλου, ο ουμανισμός του, δεν είναι ένας ανθρωπισμός που αναδύεται από (και χάριν) της ήττας, δεν είναι ούτε απλώς ένας αριστερός ανθρωπισμός προς τον οποίον ανοίχτηκε ο δυτικός μαρξισμός, αλλά η αριστερά ως ανθρωπισμός.


[49]

Ο μοντερνισμός του Αγγελόπουλου και η στρατηγική του ουμανισμού: προς μια αριστερή «ηγεμονία» Ο Φ. Τζαίημσον (F. Jameson) κατατάσσει τον Αγγελόπουλο στους ύστερους μοντερνιστές, στηριζόμενος πάνω απ’ όλα στην ιδιότυπη χρονικότητά του, στον «διεσταλμένο» κινηματογραφικά χρόνο του, που –κατά τα πρότυπα του μοντερνισμού ούτως ή άλλως– αυτονομεί το ίδιο του το μέσο, τη «νοήμονα» κάμερα, όπως την ονομάζει. Ο χρόνος αυτός του Αγγελόπουλου, ωστόσο, επεκτείνεται πέρα από το πλάνο-σεκάνς του που, κατά τον Μπ. Αμενγκουάλ (B. Amengual), συχνά αρχίζει όχι απλά σε μια αυγή για να καταλήξει σε μια νύχτα, αλλά σε μια ιστορική περίοδο για να τελειώσει σε μιαν άλλη. Βρίσκει στην πραγματικότητα την ολοκλήρωσή του στον «μυθικό» χρόνο, δηλαδή στο αχρονικό. Διότι ο κινηματογραφικός μοντερνισμός του Αγγελόπουλου πέρασε μέσα από τον λογοτεχνικό, όπως ειδικότερα εκφράστηκε στην Ελλάδα από τον αγαπημένο του Σεφέρη. Ο (αγγλοσαξονικός κυρίως) λογοτεχνικός μοντερνισμός, εκείνος που κατήργησε την πλοκή και εξέτεινε τον υποκειμενικό χρόνο στο «μικροσκοπικό» επίπεδο, σήμανε πάνω απ’ όλα τη μυθική μέθοδο, τη διαστολή του χρόνου σε αχρονία στο «μακροσκοπικό» επίπεδο – υποκαθιστώντας, όπως σημειώνει ο Τ. Καγιαλής, την ιστορικότητα με τη μυθική ταυτοχρονία. Ο

σύγχρονος μικροαστός «Καθένας» στον Οδυσσέα του Τζόυς γίνεται ένας αντι-ήρωας Οδυσσέας που «ισχύει» όμως για πάντα – επικυρώνοντας έτσι τα δεδομένα ιστορικά συμφραζόμενα τα οποία αφορά, την ίδια στιγμή που τα αποϊστορικοποιεί. Όπως διαβάζει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του το «ιστορικό αίσθημα» του Τ.Σ. Έλιοτ, «το παρελθόν συνταυτίζεται με το παρόν και ίσως με το μέλλον» και, για να θυμηθούμε ολοκληρωμένη την ιστορική προοπτική του Αγγελόπουλου, «ο ποιητής πρέπει να αναπτύσσει διαρκώς τη συνείδηση του παρελθόντος ως παρόντος». Όλα αυτά, μεταφράζει ο Σεφέρης τον Έλιοτ, «είναι ένας τρόπος να ελέγξει κανείς, να ταχτοποιήσει, και να δώσει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία». Στον μοντερνισμό, οι ηθικές αξίες και τα πάθη των ηρώων του γίνονται πανανθρώπινα και αιώνια επειδή ακριβώς υπερβαίνουν την ιστορικότητά τους μέσα από την αναγωγή τους στο μύθο. Η λογοτεχνία του μοιάζει «καθαρή», έξω από το κοινωνικό γίγνεσθαι – η πάσχουσα ανθρώπινη φύση του είναι, ως αχρονική αφαίρεση, αταξική. Ο Σεφέρης, όπως αναλύει ο Γ. Γιαννουλόπουλος, δίνει μια διαφορετική τροπή στο παραπάνω σχήμα. Στο δικό του εγχείρημα, θέτει τη σύζευξη ελληνικής ιστορίας, παράδοσης, μύθου και ανθρωπιστικού ιδεώδους, παρακολουθώντας την έννοια της διπλής ελληνικής παράδοσης όπως την


[50]

Jean-Antoine Watteau, L’Embarquement pour Cythère (1717)

εισήγαγε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, που από τη μία φέρει πάντα το ουμανιστικό πνεύμα της αρχαιότητας, και από την άλλη τη λαϊκή παράδοση. Έτσι, δίπλα στον Όμηρο και τον Αισχύλο, τοποθετεί τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο, όχι απλά ως συνέχεια, αλλά ως ένα και το αυτό. Η ελληνικότητά του και οι αχρονικές αξίες που αυτή φέρει ήδη από την αρχαιότητα, δηλαδή η δικαιοσύνη, η ελευθερία κ.λπ. δεν κάνουν άλλο παρά να ορίσουν τον Έλληνα του άδολου Λαού (όχι τον αριστερό ή δεξιό, αστό ή εργάτη, αρχαίο ή νέο) ως τον Άνθρωπο. Την ίδια στιγμή που και οι δικοί του ήρωες βγαίνουν από την τραγωδία και τον μύθο, σε αντίθεση με τον ανιστορικό λαό του Σεφέρη ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί την πραγματική πολιτική ιστορία του λαού. Μυθική μέθοδος και ιστορία γίνονται τώρα αληθινά ένα. Δεν είναι απίθανο ο Αγγελόπουλος να εμπνεύστηκε από την άστοχη προσπάθεια του ίδιου του Σεφέρη να εξομοιώσει τη μυθική μέθοδο του Τζόυς με την ιστορική μέθοδο του Καβάφη. Με τη διαφορά πως εδώ η ιστορία δεν αποκτά την προσωπική ματιά του Αλεξανδρινού, αλλά την αριστερή του Αγγελόπουλου. Ο ακέραιος αριστερός αγωνιστής Ορέστης του Θιάσου, εκδικείται τον δεξιό προδότη «Αίγισθο» και τη μητέρα του. Ο «καπετάνιος του αντάρτικου» Μεγαλέξανδρος, απεικονισμένος σαν αγωνιστής του ’21 βγαλμένος από πίνακα του Θεόφιλου, εξαφανίζεται στο τέλος

μέσα στο πλήθος των χωρικών που ορμά να τον λιντσάρει, για να εμφανιστεί όταν τραβηχτούν στη θέση του μια μαρμάρινη –σαν αρχαία– προτομή. Η σεφερική Ελένη του μύθου, που γίνεται η αριστερή Ελένη του Λιβαδιού που δακρύζει ή της Σκόνης του χρόνου. Αποτέλεσμα, η ίδια η αριστερή ιστορία, στα καλά της και τα κακά της, στη διαλεκτική της, μοιάζει να γίνεται ανιστορική, αχρονική, ουσιακή, εν τέλει η Ελληνική Ιστορία. Αυτή η «επανεγγραφή» της ελληνικής παράδοσης και της ιστορίας δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αποστασιοποίηση της μπρεχτικής μεθόδου – ο Αγγελόπουλος, με την αναστολή των κινηματογραφικών αφηγηματικών συμβάσεων, καλεί τον θεατή να ξαναδεί εκείνη την εθνική σεφερική-μακρυγιαννική παράδοση του «άδολου» λαού μέσα από τον πραγματικό ιστορικό προσδιορισμό του στην σύγχρονη Ελλάδα. Και ακόμα περισσότερο – και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του έργου του Αγγελόπουλου: ταύτισε την αριστερή ματιά με τον ανθρωπιστικό πυρήνα μέσω των τεχνικών που έκαναν τον αστικό ανθρωπισμό και τις αξίες του ταυτόσημο με την υψηλή τέχνη. Έτσι, το σημαντικότερο στρατήγημα του μοντερνισμού προκειμένου να αναγάγει τις αστικές ουμανιστικές αξίες και αφηγήσεις σε πανανθρώπινες και διαχρονικές (όσο και εθνικές, στην περίπτωση του Σεφέρη) άρα «φυσικές» και αδιαμφισβήτητες, αντιστρέφεται προκειμένου η ιστορία του καταπιεσμέ-


[51]

νου, του κυνηγημένου, του εξόριστου, του αριστερού, να γίνει «μυθική», «αχρονική», άρα «πανανθρώπινη» και «φυσική». Ο ίδιος ο Αγγελόπουλος θεωρούσε το Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) υπαρξιακό έργο. Κι όμως. Είναι ο αριστερός πρόσφυγας που έγινε ο Πρόσφυγας. Ο αριστερός που επιστρέφει στον τόπο του και αρνείται να τον ξεπουλήσει, που έγινε οι πανανθρώπινες Ρίζες του ανθρώπου, ο Τόπος. Όπως η αριστερή αντίσταση και αυτοθυσία είναι η Αντίσταση και η Αυτοθυσία, η νομιμότητα της αριστερής βίας απέναντι στους καταπιεστές είναι η Νομιμότητα. Η αριστερή γυναίκα που αγωνίζεται, ερωτεύεται, υποφέρει, η Γυναίκα. Εντέλει, και αυτή η ήττα της αριστεράς ανήχθη σε Ήττα του Ανθρώπου – όπως πριν απ’ αυτήν και ο αριστερός αγώνας έγινε ο Αγώνας του, το δίκιο του Δικαιοσύνη. Μια ορισμένη παράδοση της αριστερής κριτικής στην τέχνη, προσέγγισε τις ανθρωπιστικές αξίες και προσπάθησε να τις εντάξει στην αισθητική της προοπτική, στο πλαίσιο της αποσταλινοποίησης των πολιτισμικών πρακτικών. Η παράδοση αυτή διαχύθηκε σταδιακά και στην Ελλάδα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 στην Επιθεώρηση Τέχνης και πολύ περισσότερο τη δεκαετία του ’60 και πέρα από αυτήν, με αποτέλεσμα να «διασώσει» για τον αριστερό κανόνα τα μείζονα έργα της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα που μέχρι τότε χαρακτηρίζονταν «παρακμιακά». Βγαίνοντας από αυτήν την παράδοση, που εντέλει επανεξέτασε και αγκάλιασε και τον ίδιο τον Σεφέρη, ο Αγγελόπουλος κατάφερε να διαμορφώσει την «έμφυτη» μοντερνιστική ματιά του σε εργαλείο για την πραγμάτευση της αριστερής ιδέας. Με τα μέσα του, δεν τίθεται απλά δίπλα στον Τσίρκα (της Λέσχης τουλάχιστον) και τον Αλεξάνδρου ή τη Λούλα Αναγνωστάκη, αλλά υπήρξε ακόμα πιο διεισδυτικός: εκείνοι, όσο κι αν χρησιμοποιούν την ίδια δομή σύζευξης αριστεράς και ανθρωπισμού, δεν παύουν να μιλούν για την ήττα της αριστεράς ταυτίζοντας τον ανθρωπισμό τους κυρίως με την κριτική στο Κόμμα και όχι την ηθική νίκη της· αντιθέτως, στον Αγγελόπουλο, ποτέ ο αριστερός και οι αξίες του δεν γίνονται εντελώς ηττημένοι: παραμένουν κάτι το υψηλό αλλά καθόλου υπερβατικό, μια διαχρονική ηθική νίκη που έρχεται να υπερνοηματοδοτοθεί με την οραματική εκβολή των ηρώων του στο μέλλον. Η ποιητικότητα των εικόνων του Αγγελόπουλου

εντύπωσε τα παραπάνω και τα μετουσίωσε σε μεταπολιτευτική συλλογική συνείδηση. Η αριστερά του Αγγελόπουλου έγινε περισσότερο γενικά αξιακή παρά συγκεκριμένα πολιτική. Η διεισδυτικότητά του υπήρξε γι’ αυτό ακριβώς οξύτερη. Ο ανθρωπισμός του είχε, ωστόσο, και μια παράλληλη κίνηση. Ενώ έθετε την αριστερή συνείδηση ως πολιτισμική αξία, την ανέκοπτε από την επαναστατική συνείδηση και πράξη. Οι μικροηγεμονεύσεις της αριστεράς στις οποίες συνέβαλε, εξελίχθηκαν σε έναν αυτοσκοπό, σε ένα πεδίο απλά παράλληλο με το οικονομικό και το πολιτικό. Σε κάποιους τομείς μεταπολιτευτικά απλώς «έπρεπε» να έχεις αριστερές «ευαισθησίες». «Παραμένω συναισθηματικά αριστερός, αν και δεν ξέρω πια τι θα σημαίνει αριστερά. Κάποτε ήξερα ή νόμιζα πως το ήξερα. Παραμένω όμως με ένα συναισθηματικό δέσιμο, δεν μπορώ να το προσπεράσω, έχει χάσει όμως την πολιτική έννοια και είναι πλέον μια ηθική έννοια», είναι μια τυπική αποστροφή του δημιουργού τα –όχι και τόσο– τελευταία χρόνια. Ακόμα κι έτσι όμως, το καλλιτεχνικό του έργο θα μείνει σαν αριστερό αποτύπωμα ανεξίτηλο από κάθε φιλελεύθερο νεοπροοδευτισμό που φαίνεται ότι σήμερα έχει πια ανάγκη να αλλάζει τις ισορροπίες κι αυτών των πολιτισμικών ηγεμονεύσεων – τα Κύθηρα, όπου ο «παλαιολιθικός» αριστερός της εποχής της επερχόμενης πασοκικής ευμάρειας δεν ξεπουλάει τον τόπο του στις «επενδύσεις» φαντάζουν σαν μια ειρωνεία σήμερα στη fast track ιδεολογία της επερχόμενης εποχής της εξαθλίωσης. Και, όπως όλα τα σπουδαία έργα, θα επιτελέσει την προφητική διάσταση που μέλλει να του αποδοθεί όταν θα επανέλθουν οι συνθήκες, ώστε το οραματικό του μέλλον να γίνει ξανά πεδίο πάλης του ιστορικού παρόντος.


[52]

Γιάννης Βογιατζής

Σημειώσεις για μια παράσταση


[53]

Ο Μπρεχτ έγραψε το λιμπρέτο για το μπαλέτο Τα Εφτά Θανάσιμα Αμαρτήματα της Μικροαστικής Τάξης [Die sieben Todsünden der Kleinbürger] τον Μάιο του 1933, τρεις μήνες μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Ήταν μια παραγγελία του σουρεαλιστή Έντουραντ Τζέημς, ο οποίος είχε αναθέσει –τον Δεκέμβριο της προηγούμενης χρονιάς– στον Κουρτ Βάιλ να γράψει ένα μπαλέτο για τη γυναίκα του, Τίλι Λος , η οποία ερμήνευσε τελικά τη μία Άννα (την άλλη έπαιξε η γυναίκα του Βάιλ, Λότε Λένια). Η παράσταση (σε σκηνικά Κασπάρ Νέχερ) έκανε πρεμιέρα στο Théatre des Champs-Elysées στο Παρίσι στις 7 Ιουνίου 1933. Η παρούσα απόπειρα «παράστασης» βασίζεται στην αγγλική μετάφραση των W. H. Auden και Chester Kallman. Ιδιαίτερες ευχαριστίες, για τη βοήθεια και τις υποδείξεις της, οφείλω στην Ιωάννα Μεϊτάνη, η οποία μετέφρασε το λιμπρέτο για την ελληνική παράσταση που ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή το 2007.


[54]

Κώστας Σπαθαράκης

Εντυπώσεις

Β

λέπω τη σημερινή συζήτηση σαν μια προσπάθεια να σταθούμε, ένα χρόνο μετά, και να κοιτάξουμε λίγο τον εαυτό μας: τι ακριβώς κάνουμε, και γιατί το κάνουμε; Να θέσουμε δηλαδή, εδώ, μεταξύ μας, τα ερωτήματα που προσπεράσαμε, φαντάζομαι όλοι, για να φτιάξουμε, παράλληλα ο ένας με τον άλλο, αυτά τα τρία περιοδικά που συναντιούνται σήμερα. Δεν είναι μια αυτοαναφορική, αυτιστική συζήτηση, ωραίο το κιτρινάκι σας, μου άρεσε το δεύτερο τεύχος σας κ.λπ., αλλά μια προσπάθεια να κουβεντιάσουμε λίγο όσα υπερβήκαμε για να βγάλουμε τέσσερα τεύχη η Λεύγα, έξι το HUMBA! και δύο το Κομπρεσέρ. Μας έχει εντυπωθεί πολύ βαθιά η αξία της παρέας, μιας φιλικής συντροφιάς με κοινές ιδέες, που ξεκινά να δώσει το δικό της ιδιαίτερο στίγμα, με διάφορους τρόπους, και ιδίως μέσα από ένα περιοδικό. Οι παρέες γράφουν ιστορία, αυτό είναι το σλόγκαν του κομφορμισμού, παλιού και νέου. Οι φοιτητικές παρέες, οι παρέες του στρατού, οι κοριτσοπαρέες, αυτό αξίζει στη ζωή, να πίνεις μπύρες με την παρέα σου και να σχολιάζεις τα τεκταινόμενα: πολιτική, μπάλα, τέχνη. Από την παρέα της γενιάς του ’30, μέχρι τα μυθοποιημένα περιοδικά της Μεταπολίτευσης, τα πάντα συγκροτήθηκαν, μας λένε, γύρω από τις παρέες. Και όχι μόνο αυτό: ακόμα και τα κόμματα γίνονται πλέον αντιληπτά ως διευρυμένες παρέες, η παρέα του Ρήγα, η παρέα της Β΄ Πανελλαδικής, η παρέα της ΚΝΕ, οι παρέες των Πασόκων. Ταβερνάκι, ουζάκι και κους-κους. Υπάρχει τίποτα που να σιχαινόμαστε περισσότερο; Γιατί πίσω από αυτή την παρεολαγνεία κρύΤο κείμενο αυτό διαβάστηκε εκ μέρους της Λεύγας στην εκδήλωση που οργάνωσε την Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011 το βιβλιοπωλείο Εκτός των Τειχών, με θέμα «Ο περιοδικός Τύπος ως μέσο έκφρασης και συλλογικότητας», στην οποία συμμετείχαν, εκτός από τη Λεύγα, τα περιοδικά HUMBA! και Κομπρεσέρ.

βονται δύο πράγματα: πρώτον η αυθεντία του ενός, του ιθύνοντος, του διευθυντή, της μεγάλης προσωπικότητας που συγκεντρώνει γύρω του τους άλλους, που τους αναθέτει τις δουλειές, που οργανώνει τα πάντα και είναι ο τελικός κριτής των πάντων. Δεύτερον, η αντίληψη όλου του δημόσιου χώρου ως μιας διευρυμένης παρέας: όλοι ίδιοι είμαστε πάνω κάτω, όλοι τα ίδια λέμε, όλοι τα ίδια σκεφτόμαστε, δεν υπάρχουν άνθρωποι που να σκέφτονται διαφορετικά από εμάς, κι αν υπάρχουν, δεν αξίζει τον κόπο να ασχολείσαι μαζί τους. Όταν πριν από ένα χρόνο ξεκινήσαμε να συζητάμε για ένα περιοδικό, δυο πράγματα ήταν σαφή: δεν ήμασταν παρέα – και δεν είχαμε αρχηγό. Χρειαζόμασταν όμως όλοι, και όπως φαίνεται όχι μόνο οι της Λεύγας, χώρο. Χώρο για συνομιλία, παρακίνηση για γράψιμο, για τοποθέτηση. Αλλά γιατί όχι το ίντερνετ, όπου όλα αυτά γίνονται με ευκολία, χωρίς κόπο και τρεχάλες, χωρίς πολλές πολλές κουβέντες για πρακτικά προβλήματα, όπου ο καθένας γράφει, σχολιάζει και απαντά. Όμως ο φανταστικός χώρος του δικτύου, παρά τις ευκολίες του, αποδείχθηκε, μετά το πρώτο μπουμ, ότι επιβάλλει πολύ ασφυκτικούς όρους, ότι προωθεί τις πριμαντόνες, τη λεκτική πρόκληση και την ανούσια διαφωνία. Κυρίως όμως θέτει πολύ σοβαρές δυσκολίες σε μια συλλογική προσπάθεια, αφού είναι ο προνομιακός χώρος του ακτιβιστή του πληκτρολογίου, του ατόμου με τις απόψεις του, την παρέα του, τις προτιμήσεις του. Και έτσι η άμεση διαδραστικότητα και η παρεμβατικότητα γίνονται τελικά φαινομενικές, χάνονται κάτω από τόνους απρόσωπων σχολίων. Η επιλογή του εντύπου δεν είναι αυτονόητη. Δεν κρύβει όμως μια ελιτίστικη αισθητική ή μια νοσταλγία για το κιτρινισμένο χαρτί. Αν προσφέρει κάτι η διαδικασία τού να τυπώσει κανείς και να κυκλοφορήσει ένα περιοδικό, αυτό είναι η ανάγκη της συλλογικής δουλειάς. Πόσο λίγο


[55]

αυτονόητο είναι αυτό ακόμα και στους δικούς μας χώρους, δεν χρειάζεται νομίζω να το πω. Χωρίς τη συλλογική πρακτική δουλειά, χωρίς τη διαμόρφωσή της με θυσία προσωπικού χρόνου, είναι αδύνατον να περάσουμε από το ατομικό «σκέφτομαι και γράφω» και το «πείτε μας την άποψή σας» σε μια συλλογική ιδεολογική δουλειά, είτε αυτή αφορά το ποδόσφαιρο είτε αφορά τον συνδικαλισμό είτε αφορά την αρχιτεκτονική. Το κατόρθωμά μας στη Λεύγα ήταν να λειτουργήσει μια συντακτική ομάδα χωρίς ιεραρχήσεις, με το περίσσευμα χρόνου του καθενός, όχι με όρους παρέας αλλά με όρους συλλογικότητας. Και συλλογικότητα σημαίνει διαδικασία, κριτική, και τα γνωστά μεγαλόστομα, αλλά σημαίνει κυρίως επίγνωση του γεγονότος ότι μια ατομική άποψη, όσο ριζοσπαστική και επαναστατική και αναρχική και αν είναι, δεν είναι παρά μια ακόμη εκδοχή προσωπικού ύφους, λαϊφστάιλ ή πόζας. Τι προσφέρει όμως μία ακόμα συλλογικότητα; Μήπως δεν υπάρχουν αρκετές για να ενταχθούμε, να δουλέψουμε μέσα σε αυτές και να κάνουμε εκεί το κομμάτι μας; Τι το θέλουμε το μαγαζάκι μας; Τι σημαίνει μια ριζοσπαστική ιδεολογική κριτική σήμερα και πώς μπορεί αυτή να λειτουργήσει «εκτός γραμμής»; Αλλά υπάρχει και τίποτα που να είναι «εντός γραμμής»; Υπάρχει εν γένει «γραμμή», πέρα από την κοινή διαπίστωση ότι μια γενιά ανθρώπων σκέφτεται και συζητά με τον ίδιο περίπου τρόπο τα ίδια βασικά ζητήματα, από το ποδόσφαιρο ώς τα προβλήματα του δημόσιου χώρου και του δημόσιου λόγου; Το μαγαζάκι μας δεν είναι αυτοσκοπός· το χρειαστήκαμε κάποια στιγμή, και πρέπει να μπορούμε να το καταργήσουμε και να το υπερβούμε όταν δεν θα το χρειαζόμαστε πια. Και μήπως δεν πρέπει κάποια στιγμή να αρχίσουμε να ξεπερνάμε και αυτή τη λογική μονιμότητας των σχηματισμών και των προσώπων και των εντύπων, ειδικά της αριστεράς, που μπορούν να παρακμάσουν μέχρι το έσχατο σημείο αλλά δεν εξαφανίζονται ποτέ; Ωστόσο είναι εντελώς προφανής η ανάγκη να φτιαχτούν ανοιχτοί χώροι διαλόγου και κριτικής, για να ανασυγκροτηθεί κάποτε η μία «γραμμή», για να μη γίνουν όλα ρημαδιό. Γύρω μας υπάρχουν, ειδικά σήμερα λόγω κρίσης, αμέτρητοι επαναστάτες. Ο ριζοσπαστικός

λόγος, η υπερεπαναστατική ρητορική ξεχειλίζει από παντού. Είναι όμως απόλυτα εξατομικευμένη και μελαγχολική. Συσσωματώσεις, πυρήνες, ομάδες αντικαθίστανται από ένα χυλό ατομικών απόψεων, αντιλήψεων και πρακτικών. Όλοι είναι έτοιμοι να τα κάνουν γυαλιά καρφιά, αλλά, στο τέλος, κανενός δεν του καίγεται καρφί για τίποτα. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει πια τίποτα που να είναι αρκετά προκλητικό, αποκαλυπτικό ή ριζοσπαστικό. Γύρω μας υπάρχουν αποκαλύψεις, σκάνδαλα, αυθαιρεσία, αυταρχισμός, όπως υπάρχει και πληθώρα καταγγελιών, διαμαρτυριών και επαναστατικών απόψεων. Τίποτα όμως δεν φαίνεται να τα συνέχει όλα αυτά, τίποτα δεν τα ενοποιεί και δεν τα οργανώνει, τίποτα δεν τα κάνει να λειτουργούν προς μια ριζοσπαστική κατεύθυνση. Αντίθετα χρησιμεύουν μάλλον για να εμπεδωθεί πιο βαθιά μια αίσθηση ήττας, αμνησίας, μιζέριας και εξατομίκευσης. Και πολύ συχνά ακόμη και ο υπαρκτός ριζοσπαστικός λόγος τσαλαβουτάει συνεχώς στα ίδια αυτονόητα, στα ίδια σχήματα, στην ίδια ανειλικρίνεια. Οι μορφές διαλόγου γύρω μας μοιάζουν προσχηματικές και υπονομευμένες. Χωρίς γραμμή λοιπόν, χωρίς απάντηση στο «ποιανού είστε», χωρίς εντιτόριαλ εμείς, με αντιεντιτόριαλ οι δύο μας φίλοι, χωρίς «στίγμα», όπως μας λένε όλοι, χωρίς έτοιμες απαντήσεις για όλα, που να ξεκινούν από τα σπορ και να φτάνουν στις λεπτομέρειες του πολεοδομικού σχεδιασμού μετά την επανάσταση. Χωρίς κοινό εντέλει, προδιαμορφωμένο, προαποφασισμένο, έτοιμο. Χωρίς ένα αξιοπρεπές όνομα: HUMBA!, Λεύγα, Κομπρεσέρ; Τι είναι αυτά τα περίεργα; Άρα, τι στο καλό κάνουμε; Και επειδή η απάντηση εδώ είναι δύσκολη, ας πω τι δεν κάνουμε: Πρώτον, δεν ετοιμάζουμε τα στελέχη και τις πένες που θα περάσουν στο άλλο στρατόπεδο την κατάλληλη στιγμή. Δεν είμαστε προθάλαμος για μια λαμπρή δημοσιογραφική καριέρα. Παλιότερα, οι δρόμοι από το γηπεδάκι του αριστερισμού στα μεγάλα σαλόνια του μεσαίου χώρου ήταν ορθάνοιχτοι. Τα ριζοσπαστικά έντυπα της δεκαετίας του ’80 προμήθευσαν με προσωπικό τα κυρίαρχα μήντια, τα εκδοτικά συγκροτήματα κ.λπ. Σήμερα αυτό δεν είναι μόνο απίθανο· είναι απολύτως αδύνατον, γιατί οι πόρτες έκλεισαν και μόνο τα


[56]

καλά και ήσυχα παιδιά έχουν προοπτικές και μέλλον. Οι υπόλοιποι θα μείνετε στο περιθώριο μια ζωή και πάρτε το απόφαση. Δεύτερον, δεν είμαστε η ιδεολογική και αισθητική πρωτοπορία. Αγώνα οπισθοφυλακών κάνουμε, καθυστερήσεις παίζουμε. Δεν έχουμε τις καινούργιες λαμπρές ιδέες που προορίζονται να αλλάξουν το τοπίο και να μεταμορφώσουν το χώρο των εντύπων στην Ελλάδα. Καλύτερα! Η σιωπηλή και υπόγεια δουλειά που πρέπει να γίνει στη φάση αυτή δεν έχει χώρο για ιδιοφυείς υπερμοντέρνους κριτικούς, για τα φοβερά εξώφυλλα, για την τελευταία ακαδημαϊκή μόδα που μόλις τη φέραμε φρέσκια φρέσκια από το Γουισκόνσιν. Τα περιοδικά δεν είναι άλλωστε τρόπος ιδιωτικής έκφρασης, δεν είναι λευκώματα, είναι τρόποι παρέμβασης στον δημόσιο χώρο. Τρίτον, όπως έγινε σαφές, τουλάχιστον για τη Λεύγα, τεύχος με τεύχος, μετά από ένα χρόνο αυστηρών λευγίτικων διαδικασιών, δεν έχουμε τη φιλοδοξία να καθοδηγήσουμε κανέναν. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει μία συγκεκριμένη πολιτική γραμμή και ερμηνεία της πραγματικότητας, δεν «στηρίζουμε κριτικά» τίποτα, δηλαδή δεν λέμε στους όποιους αναγνώστες μας κάνε αυτό, ψήφισε εκείνο, σκέψου αυτό. Η φιλοδοξία μας εί-

ναι να βοηθήσουμε να φτιαχτούν ξανά οι όροι με τους οποίους θα μπορεί να γίνει ένα τέτοιο κάλεσμα, γιατί αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν. Αυτό σημαίνει όμως ότι δεν παίρνουμε τον εαυτό μας και τόσο στα σοβαρά, ότι καταλαβαίνουμε πως ό,τι βγαίνει με κόπο στις σελίδες μας δεν είναι η οριστική και τελειωτική άποψη πάνω σε ένα ζήτημα ή ένα πρόβλημα. Τα περιοδικά πρέπει να είναι συνάντηση ιδεών και όχι άθροισμα ταλαντούχων ατομικοτήτων. Εκτός των τειχών, εκτός των γραμμών, εκτός του συστήματος… Είμαστε λοιπόν περιθώριο; Είμαστε κουρέλια που τραγουδάνε ακόμη, απομεινάρια και όλα τα παραπλήσια; Αν όμως αντιστρέψουμε την εικόνα τι μοιάζει πιο περιθωριακό; Τα χρεωκοπημένα συγκροτήματα του Τύπου με τα τεράστια μπάτζετ και τους ελάχιστους αναλογικά αναγνώστες, ο ριζοσπάστης μπλόγκερ με τους χιλιάδες φόλοουερς, ή ένα περιοδικό που πουλάει χίλια τεύχη από το πουθενά, σε μια αγορά βιβλίου όπου δεν κουνιέται φύλλο; Ως προς το τι κάνουμε ακριβώς, μπορούμε να πετάξουμε την μπάλα στην εξέδρα. Στην εξέδρα όμως όπως την εννοούσε το HUMBA! στο εντιτόριαλ του πρώτου τεύχους του. Στην εξέδρα σαν μέρος του παιχνιδιού.


[57]

ΣΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ «Εδώ Σταβίνσκυ. Τι κάνεις αγαπητέ μου Δ*; Επιτέλους σε βρήκα! Σύρε τα τραγοπόδαρά σου να ’ρθεις να με δεις», αλάλαξε η γνώριμη φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Α, δεν θα έχανα με τίποτε μια συνάντηση με εκείνο τον ξεχασμένο φιλαράκο. Είχαμε γνωριστεί τυχαία, σε μια μπυραρία της Πράγας τον καιρό της μεγάλης πολιτικής ανατροπής. Ταξιδεύαμε τότε κι οι δύο, ο καθένας για τους κρυφούς του λόγους, στις μόλις πρόσφατα απελευθερωμένες δημοκρατίες της κεντρικής Ευρώπης. Παρότι Έλληνας, μου είχε συστηθεί ως «Σταβίνσκυ», ταυτότητα που ταίριαζε γάντι σε έναν συμπαθή, μυστηριώδη απατεώνα όπως αυτός. Μια μέρα που χασομερούσαμε παρέα, σταθήκαμε μπροστά στο μεσαιωνικό, αστρονομικό ρολόι του δημαρχείου της Πράγας. Μπροστά τους λεπτοδείκτες έκανε εκείνη την ώρα την εμφάνισή του ένας αργοκίνητος, γλυπτός σκελετός, θανατερό σύμβολο του λειψού χρόνου, που τράβηξε το σχοινάκι της καμπάνας και την έκανε να σημάνει έξι ακριβώς. Ο κοινός μας ενθουσιασμός μπροστά στο μακάβριο κουκλοθέατρο του ρολογιού έδεσε τη φιλία μας για πάντα. Αργότερα, ο Σταβίνσκυ μού φανέρωσε πως, όταν «θα ερχόταν η ευλογημένη ώρα» (η καμπάνα είχε πια σιγήσει), σκόπευε να παρατήσει τις ανεξιχνίαστες δουλειές του, ώστε να αφιερωθεί στην ιστορία της τέχνης, στην οποία κόμπαζε πως ήταν ειδήμων. Τα στόρια του ενεχυροδανειστηρίου έκλεισαν απότομα μόλις μπήκα. Ο ιδιοκτήτης του, ο ψευτο-Σταβίνσκυ αυτοπροσώπως, με αγκάλιασε και με φίλησε με ορμή, σέρνοντας ακούσια με το φαρδύ μανίκι του σακακιού του έξι χρυσά δόντια αποθεμένα στον πάγκο του γραφείου του. «Χρυσές δουλειές βλέπω!», είπα σαρκαστικά την ώρα που τα δόντια κατρακυλούσαν κροταλίζοντας στο μωσαϊκό του ενεχυροδανειστηρίου. «Ήλιος με δόντια», αποκρίθηκε ο πανούργος Σταβίνσκυ, υπαινισσόμενος περισσότερο την άνθηση του επαγγέλματός του, παρά τον παγερό καιρό. «Ενεχυροδανειστής λοιπόν. Τι έξυπνος επαγγελματικός ελιγμός στους καιρούς της Κρίσης!», δήλωσα θαυμαστικά. «Ας μη μιλάμε για δουλειές, που να με πάρει… Ας μιλήσουμε για τέχνη», με διέκοψε ο Σταβίνσκυ. «Ξέρεις, παλιόφιλε, η Κρίση, δεν υπάρχει παρά μόνο στα μυαλά των ανθρώπων», αποφάνθηκε στακάτα. «Μα…», αντέδρασα, βλέποντας στην κλειδωμένη βιτρίνα πλάι μου να αστράφτουν κάμποσα χρυσά ρολόγια. «Βλακείες!», ξέσπασε εκείνος. «Τα περί Κρίσης τα διαψεύδει το θεώρημα Σταβίνσκυ. Πρόκειται να το παρουσιάσω σε ένα opening μιας έκθεσης του ιδρύματος Ν*. Είσαι ευπρόσδεκτος φυσικά!». Ανυπομονούσα να ακούσω το περίφημο θεώρημα Σταβίνσκυ και τον πίεσα να μου το αποκαλύψει: «Είναι απλό, διάβολε! Στους καιρούς κρίσης η τέχνη θριαμβεύει. Μα τώρα, εδώ, ποια μορφή τέχνης βλέπεις στ’ αλήθεια να φωτοβολά, να πρωτοπορεί;». «Καμία στ’ αλήθεια», είπα δειλά. «Ακριβώς!», αναφώνησε. «Συνεπώς, φίλε μου, η κρίση απλούστατα δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, θα τη βλέπαμε αποτυπωμένη σε κάποιο σπουδαίο έργο τέχνης της εποχής μας». Έφυγα από το κατάστημα του Σταβίνσκυ προβληματισμένος. Καθώς περπατούσα προς το Σύνταγμα, ανάμεσα σε μια λαοθάλασσα που άρπαζε πατάτες και κρεμμύδια από τους πάγκους μιας αυτοσχέδιας λαϊκής αγοράς, στημένης αντίκρυ στο κοινοβούλιο, άστραψε μέσα μου το θεώρημα Σταβίνσκυ: αυτά τα πειναλέα αρπακτικά είχαν πειστεί πως η χώρα βρισκόταν σε Κρίση. Προσέγγιζαν την πραγματικότητα –οι αμαθείς– ενστικτώδικα, διαισθητικά. Μα όπως μου είχε μόλις δείξει ο ιδιοφυής απατεώνας Σταβίνσκυ, την πραγματικότητα είναι σωστό να την προσεγγίζει κανείς μονάχα αισθητικά. Άγης Πετάλας


[58]

Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΟΡΘΩΣΗ «Ακόμη και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι η εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της. Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης ων στερήσεων» (Παναγιώτης Κονδύλης, 1991). Εικοσιένα χρόνια μετά και εν μέσω μιας δραματικής κρίσης, δύσκολα νομίζω πως μπορεί ένας νοήμων πολίτης, και μάλιστα πολιτικός, να θελήσει να προσθέσει ή να αφαιρέσει έστω και μία λέξη στη φράση αυτή του αείμνηστου Κονδύλη. Ευθύνη μας είναι να καταστήσουμε σαφές: τώρα που τέλειωσαν τα δανεικά, ο μόνος τρόπος για να διατηρήσουμε το υψηλό βιοτικό μας επίπεδο είναι να στραφούμε αποφασιστικά προς τις αξίες της εργασίας, της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης και γι’ αυτό της ατομικής και συλλογικής προσπάθειας. Περισσότερο από καινοτόμους νόμους και φιλόδοξα μέτρα, η χώρα έχει ανάγκη από μια στέρεη λογική της ατομικής και της συλλογικής προσπάθειας. Πρέπει να συντονιστούμε όλοι στην προσπάθεια να ξανακερδίσουμε το καλό μας όνομα στη Ευρώπη και τον κόσμο, την αξιοπιστία μας ως χώρα και να επιστρέψουμε στην ευημερία ατομικά και συλλογικά. Θα τα καταφέρουμε αν πάψουμε να χάνουμε χρόνο, αν συναισθανθούμε ότι κάθε ήμερα που περνά είναι για να δίνουμε μάχες. […] Η Νέα Ελληνική Ανόρθωση προϋποθέτει τη στήριξη του λαού, των πολιτών, ατομικά και συλλογικά. Η στήριξη αυτή υπάρχει. Οι πολίτες, στα χρόνια αυτά της κρίσης, έδειξαν δυναμικό χαρακτήρα και βούληση να βοηθήσουν την πατρίδα μας και τους εαυτούς τους. Η Νέα Ελληνική Ανόρθωση, όμως, προϋποθέτει και ριζοσπάστες, θεληματίες πολιτικούς και αντίστοιχα κόμματα και οργανώσεις. Χρειαζόμαστε δύναμη, ριζοσπαστισμό, ηρωισμό στην εφαρμογή του σχεδίου για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας. […] Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να προσφέρει στον τόπο αυτή την υπηρεσία με τη μετατροπή του σε ένα δυναμικό, ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό, σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα, ενσωματώνοντας όλες τις υγιείς δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας και της νεολαίας μας. Οι πελατειακές πολιτικές σχέσεις, ο παρασιτισμός, ο κορπορατισμός, ο νεποτισμός, που κυριαρχούν επί δεκαετίες, πρέπει αμέσως να περάσουν στο χθες. Το ΠΑΣΟΚ, ως Κίνημα λαού και νεολαίας, θα στηριχθεί έτσι στις πιο υγιείς δυνάμεις του τόπου, στους πολίτες που θα ανασκουμπωθούν και θα παλέψουν για ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης, αξιοκρατία, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη, μέσα σε συνθήκες πραγματικής Δημοκρατίας. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία θα παραχωρήσει τη θέση της, αποχωρώντας μαζί με την οικονομική κρίση, σε μια Νέα Ελλάδα, ακμαία κι αξιόπιστη, θεμελιωμένη σε ένα νέο Σύνταγμα. Ο αγώνας γι’ αυτήν την κατάκτηση θα είναι μακρύς και δύσκολος, αλλά θα τον κερδίσουμε. Ανδρέας Λοβέρδος, Θέσεις για τη Νέα Ελληνική Ανόρθωση (16.2.2012), σ. 37-38, 74-75.


[59]

«Ο ΚΥΚΛΟΣ ΚΛΕΙΝΕΙ» Εκείνοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παραγωγής επιχειρημάτων για λογαριασμό της ιδεολογίας της κρίσης είναι το δίχως άλλο οι οικονομολόγοι. […] Εδώ περιλαμβάνονται και νεαροί οικονομολόγοι που έχουν καταλάβει πανεπιστημιακές θέσεις… και πολύ συχνά διαθέτουν δεσμούς με τα συνδικάτα. Στο δίλημμα μεταξύ της πλευράς της εργατικής τάξης και της αστικής ακαδημαϊκής οικονομικής επιστήμης έχουν επιλέξει δίχως εξαίρεση τη δεύτερη. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ακριβώς μέσω μιας διαφορετικής ερμηνείας της κυρίαρχης ιδεολογίας της κρίσης, έχουν συνεισφέρει στην οικονομική επιστήμη, έχουν βοηθήσει «να κλείσει ο κύκλος». Αν λοιπόν το ιταλικό πολιτικό σύστημα κατόρθωσε να παρέμβει αυτόνομα στη διαδικασία της αναπαραγωγής των τάξεων μέσω διαφόρων ειδών κρατικών παροχών, μια από τις κεντρικότερες τέτοιες παροχές ήταν η απελευθέρωση της πρόσβασης στα πανεπιστήμια από το 1969 και μετά. […] Η απελευθέρωση της πρόσβασης στα πανεπιστήμια, τουλάχιστον στα χαρτιά, ευνοεί την κοινωνική άνοδο. Ένας νέος της εργατικής τάξης μπορεί να ξεφύγει από τον δρόμο της προηγούμενης γενιάς και να αποφύγει το εργοστάσιο ή γενικότερα τη χειρωνακτική εργασία. […] Ταυτόχρονα, βέβαια, έχουμε ανάλογη αύξηση του διδακτικού και του βοηθητικού προσωπικού. Σε αυτό το σημείο, οι αρχιερείς της οικονομίας αρχίζουν να διαμαρτύρονται. […] Διαμαρτύρονται… πως η λαμπρή προοπτική επαγγελμάτων που διαφέρουν από τη δουλειά στο εργοστάσιο δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο για να εργαστούν παραγωγικά οι νέοι απόφοιτοι. Αντιθέτως, είναι μια προοπτική που στρέφει τους απόφοιτους προς τον κόσμο του εισοδήματος που προέρχεται από τη σφαίρα της κυκλοφορίας, προς τον κόσμο της προσόδου (του χρήματος ως χρήματος, του χρήματος που έχει αποσπαστεί από το κύκλωμα του παραγωγικού κεφαλαίου). […] Και το γενικό συμπέρασμα… είναι ότι δεν ωφελεί να αναπαράγει κανείς μια μικρομεσαία μπουρζουαζία και να της αποδίδει αντεργατικό ρόλο, αν αυτή πρόκειται να εξελιχθεί σε μη παραγωγική τάξη που ζει με την πρόσοδο! Ένας αόριστος εξισωτισμός κάνει την εμφάνισή του στο πεδίο των οικονομικών ιδεών, ένα ανελέητο ψείρισμα του εισοδήματος του υπαλλήλου γραφείου, του φοιτητή και του εργάτη του τριτογενούς. Σε αυτό το ψείρισμα δεν υπάρχει φυσικά θέση για το γεγονός ότι το κεφάλαιο-που-παράγει μετατρέπεται σε κεφάλαιο-που-παράγει μερίσματα. Στις πιο αισχρές του μορφές, μάλιστα, αυτός ο εξισωτισμός αποκτά τόνους εργατίστικου σωβινισμού. Απ’ ό,τι φαίνεται, δηλαδή, δεν είναι το κεφάλαιο που εκμεταλλεύεται τον εργάτη, αλλά ο ταχυδρόμος, ο γαλατάς, ο φοιτητής. Είναι μια ιδεολογία χυδαία αλλά αποτελεσματική, έτοιμη ήδη από τα γεννοφάσκια της να φτιάξει κύρια άρθρα στις καθεστωτικές εφημερίδες. […] Κι έτσι ο κύκλος κλείνει: εκείνο που πρωτύτερα οριζόταν ως μικρομεσαία μπουρζουαζία που ζούσε από την πρόσοδο (οι προνομιούχοι, με άλλα λόγια), τώρα στιγματίζεται ως η απογοητευμένη «λούμπεν μπουρζουαζία», η «απελπισμένη νεολαία» ή ακόμη «το περιθώριο». Με άλλα λόγια, μας λένε οι οικονομολόγοι, η μηχανή που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε για να σταθεροποιήσει το σύστημα αναλαμβάνοντας αντεργατικό ρόλο (αυτό δεν το λένε) πολύ απλά τσάκισε υπό το βάρος της κρίσης – και ιδού τα στρεβλά της αποτελέσματα! Σέρτζιο Μπολόνια, «Η φυλή των τυφλοπόντικων» [1977], στο AUTONOMIA: απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων (1970-1980), Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, Αθήνα 2010, σ. 76-78.


[60]

Ελένη Κυραμαργιού

Paris debout Athènes c’est bientôt nous!

Από: Dimitris Anastasopoulos <dim.anastas@gmail.com> Προς: ggram1979@yahoo.gr Στάλθηκε: 2:07 μ.μ., Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012 Θέμα: Από Δημήτρη Αναστασόπουλο Γιώργο χαίρε, Δυσκολεύτηκα πολύ να βρω τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου, μιας και την εποχή που κάναμε παρέα το μέηλ δεν υπήρχε και δυστυχώς το σταθερό σου τηλέφωνο που είχα έχει χαθεί στις κούτες του υπογείου μαζί με τις μαθητικές μου αναμνήσεις. Είμαι ο Δημήτρης Αναστασόπουλος, ο ψηλός με τα γυαλιά που καθόμουν από πίσω σου στο λύκειο, αν δεν το κατάλαβες από το μέηλ μου – που ελπίζω να μη διέγραψες ως junk. Διάβασα για την περιπέτειά σου με τις αστυνομικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια της τελευταίας απεργίας και οργή με πλημμύρισε, οι τύποι έχουν ξεφύγει, χούντα κανονική. Η Αθήνα έχει γίνει μια αστυνομοκρατούμενη πολιτεία, όπου όμως κανείς δεν αισθάνεται ασφαλής και το δικαίωμα της διαμαρτυρίας έχει καταστρατηγηθεί. Μα να σου ρίξουν ολόκληρη τη φυσούνα πάνω σου, και μετά να σε σέρνουν για τόσα μέτρα σχεδόν αναίσθητο; Τα βίντεο με σόκαραν, ενώ η δική σου αντίδραση αργότερα βγαίνοντας από το νοσοκομείο δεν σου κρύβω ότι μου φάνηκε μετριοπαθής, η μήνυση μόνο δεν αρκεί. Αλήθεια γιατί αρνήθηκες να μιλήσεις περισσότερο στα κανάλια, άκουσα ότι σε κάλεσαν και σε μια εκπομπή, γιατί δεν πήγες; Τέλος πάντων ας μη σε ζαλίζω άλλο με απορίες και ερωτήσεις που σίγουρα πολλοί θα σου έχουν κάνει αυτές τις μέρες. Αν το μέηλ είναι σωστό, θα ήθελα πολύ να τα ξαναλέγαμε, έχω και διάφορες ιδέες που θα ήθελα να κουβεντιάσουμε Φιλικά, Δημήτρης From: Giorgos Gram <ggram1979@yahoo.gr > To: Dimitris Anastasopoulos <dim.anastas@gmail.com> Date: Thu, Feb 16, 2012 at 20:18 PM Subject: Σχετ: Από Δημήτρη Αναστασόπουλο Γεια σου Δημήτρη, Ομολογώ ότι το μέηλ σου με ξάφνιασε και με γύρισε πολλά χρόνια πίσω, σε μια εποχή που η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι με νοσταλγία. Ακόμη και να είχες κρατήσει το τηλέφωνο εκείνο δεν θα με έβρισκες, οι δικοί μου έχουν ξαναγυρίσει στο χωριό και εγώ ζω μόνος αλλού. Αλήθεια εσύ τι γίνεσαι; Δεν έμαθα ποτέ νέα σου μετά το σχολείο, άλλωστε δεν θα μπορούσα – δεν έχω κρατήσει επαφή με κανέναν και έμεινα και αρκετά χρόνια Θεσσαλονίκη. Όσον αφορά τώρα την περιπέτεια που είχα, θα κινηθώ νομικά και νομίζω ότι αυτό αρκεί, δεν θα είχα να κερδίσω τίποτα από δύο λεπτά παρουσίας στο γυαλί και δηλώσεις που πιθανότατα θα αλλοιώνονταν. Χιλιάδες δακρυγόνα ξοδεύτηκαν και σε αυτήν την απερ-


[61]

γία, απλά ένα από αυτά σπαταλήθηκε πάνω μου. Σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο, όπως και η ταλαιπωρία που ακολούθησε – ενώ χρειαζόμουν γιατρό, βρέθηκα στην ασφάλεια για αρκετές ώρες, αλλά αυτά είναι μες στο παιχνίδι. Όσο για την αστυνομοκρατούμενη Αθήνα και τη χούντα που αναφέρεις, δεν θα συμφωνήσω. Σίγουρα στο κέντρο υπάρχει πολλή αστυνομία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν φοβάσαι να κινηθείς. Εμένα πιο πολύ με ενοχλεί η αδιαφορία των φοιτητών απέναντι στις διμοιρίες που είναι στρατοπεδευμένες έξω από το Παιδαγωγικό ή τη Νομική, μου φαίνεται αδιανόητο αυτό που συμβαίνει. Τα υπόλοιπα είναι θέμα συνήθειας και οριοθέτησης του εχθρού. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου δεν είναι τα ΜΑΤ το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί. Ας σταματήσω εδώ το παραλήρημα και ελπίζω να μη μετάνιωσες που με έψαξες. Γιώργος

[Στάλθηκε: 12:45 μ.μ., Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012]

Γιώργο χαίρε Χαίρομαι πολύ που το μέηλ ήταν σωστό και ακόμη περισσότερο που μου απάντησες. Πράγματι μετά το σχολείο δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ, εγώ έμεινα στην Αθήνα, τελείωσα το Πολιτικό του Παντείου και αμέσως έφυγα για το Παρίσι, με κέρδισε η Φιλοσοφία. Αυτή τηn περίοδο κάνω διατριβή στην EHESS, στη θεωρία του κινηματογράφου και στην ανάλυση του τοπίου, ενώ σκηνοθετώ και το πρώτο μου ντοκιμαντέρ. Όμως δεν σου κρύβω πως το μυαλό μου ταξιδεύει συνέχεια στην Ελλάδα και σε όσα συμβαίνουν εκεί. Μπορεί εγώ να αναγκάστηκα να φύγω, να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου και να αναζητήσω την τύχη μου σε μια ξένη χώρα, μιας και τα όνειρά μου δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στην Ελλαδίτσα, όμως δεν ξεχνάω τις ρίζες μου και το πόσο έχει βασανιστεί αυτός ο λαός στο παρελθόν, αλλά και τώρα. Μου φαίνονται απίστευτα τα όσα γίνονται, σαν η ιστορία να επαναλαμβάνεται: γερμανική κατοχή και στρατιωτική δικτατορία την ίδια στιγμή και εμείς όλοι εδώ έξω να προσπαθούμε να αντισταθούμε και να μην μπορούμε. Συμμετέχω και σε μια ομάδα που έχουμε φτιάξει εδώ οι Έλληνες φοιτητές, κάνουμε διαμαρτυρίες στο προξενείο, διοργανώνουμε συναντήσεις και γενικά είμαστε πολύ ενεργοί όσον αφορά τα ελληνικά δρώμενα. Στην τελευταία απεργία πραγματοποιήσαμε με απόλυτη επιτυχία συγκέντρωση συμπαράστασης στο Παρίσι εναντίον του μνημονίου στην Ελλάδα, στην οποία συμμετείχαν και γαλλικές οργανώσεις. Βιώσαμε και εμείς την καταστολή αφού τα γαλλικά ΜΑΤ δεν μας επέτρεψαν να βγούμε από τον χώρο που είναι η πρεσβεία και να πάμε στη λεωφόρο του Champs Elysée όπως είχαμε προγραμματίσει με αποτέλεσμα να γυρίσουμε με πορεία προς τα πίσω. Κεντρικό μας σύνθημα ήταν «Paris debout Athènes c’est bientôt nous!» (Παρίσι στάσου όρθιο! Σε λίγο θα γίνουμε Αθήνα). Ας μη σε πρήζω άλλο με τις δικές μας δράσεις αντίστασης εδώ. Εσύ αλήθεια τι κάνεις; Στο ίντερνετ διάβασα ότι είσαι 32χρονος φοιτητής, αληθεύει; Ελπίζω να τα ξαναπούμε. Δημήτρης

[Date: Sat, Feb 18, 2012 at 02:32 AM] Δημήτρη γεια και πάλι,

Εντυπωσιακή ομολογώ η πορεία σου και αρκετά ενδιαφέροντα τα όσα κάνεις αλλά νομίζω ότι είναι λάθος φίλε μου να μπερδεύουμε τις προσωπικές μας επιλογές με τη γενικό-


[62]

τερη κοινωνικοπολιτική κατάσταση και να φτιάχνουμε κλίμα αυτοεξόριστου – συγχώρεσέ μου την ευθύτητα, αλλά νομίζω ότι η φιλία που είχαμε στο παρελθόν μου το επιτρέπει. Αποφάσισες να συνεχίσεις τις σπουδές σου έξω και καλά έκανες, αφού είχες τα φράγκα και τη δυνατότητα να το κάνεις, αλλά όλη αυτή η θεωρητικοποίηση του θέματος δεν χρειάζεται, δεν έφυγες εξάλλου και από την Ελλάδα του 1970 αλλά από την Αθήνα του 2003 – μια περίοδο όπου όλα ήταν δυνατά. Όσο για μένα η ιδιότητα «32χρονος φοιτητής» αναφέρεται σε ένα διδακτορικό που σέρνω 3 χρόνια τώρα, ανάμεσα στα ιδιαίτερα που κάνω, το σωματείο των αδιόριστων που τρέχω και σε κάτι ώρες που έχω σε ένα γυμνάσιο στην άλλη άκρη της πόλης. Μένουμε σε επαφή.

[Στάλθηκε: 18:45 μ.μ., Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012]

Γιώργο χαίρε Ομολογώ ότι βρήκα το τελευταίο σου μέηλ λίγο παραπάνω επιθετικό από όσο θα περίμενα και δεν κατάλαβα πού ακριβώς οφείλεται ο θυμός σου. Ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά τα όσα συμβαίνουν και ως δρων υποκείμενο παίρνει τις αποφάσεις του και χαράζει την πορεία του. Τέλος πάντων σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει παρεξήγηση, εξάλλου η ευθύτητα σε χαρακτήριζε από τα μαθητικά μας χρόνια. Όπως σου έγραψα και σε προηγούμενο μέηλ έχουμε δημιουργήσει μια ομάδα εδώ στο Παρίσι μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη –έχουμε επαφή και με Έλληνες σε άλλες πόλεις– και πραγματοποιούμε διαμαρτυρίες, αλλά και κουβέντες, προβολές, έχουμε επαφή και με αυτό τον σύλλογο που έχει φτιαχτεί στη Ναντ και σκεφτόμουν αν θα σε ενδιέφερε να έρθεις να μας μιλήσεις για τη περιπέτειά σου με την αστυνομία, το τι συμβαίνει στην πατρίδα και γενικά πώς βλέπεις τα πράγματα. Όταν είπα στην ομάδα ότι ήμασταν συμμαθητές, όλοι ενθουσιάστηκαν και ήταν ομόφωνη η απόφαση να σε προσκαλέσουμε. Επιπλέον, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσες να συμμετέχεις στο ντοκιμαντέρ μου, παρότι είμαι στη φάση του μοντάζ, θα μπορούσε η ιστορία σου να μπει εμβόλιμη, θα χρησιμοποιήσουμε τα βίντεο από την απεργία και τέλεια… το ’χω. Προφανώς θα σου καλύψουμε τα αεροπορικά και θα μείνεις σε μένα οπότε δεν υπάρχει ιδιαίτερη επιβάρυνση για σένα. Αν θες μπορείς να μείνεις και περισσότερο, να ψάξεις και για σχολή εδώ – να μεταφέρεις το διδακτορικό σου στο Παρίσι και να αλλάξεις τη ζωή σου. Λοιπόν τι λες; Δημήτρης

[Date: Mon, Feb 20, 2012 at 10:32 PM] Δημήτρη

Ομολογώ ότι δεν είχα καταλάβει από τα προηγούμενα μέηλ σου την ενεργή συμμετοχή σου σε μια από τις ομάδες αυτές των Ελλήνων του εξωτερικού. Για να πω την αλήθεια, πολλές φορές έχω ακούσει για αυτές, αλλά δεν έδινα και ιδιαίτερη σημασία, μιας και δεν πολυκαταλαβαίνω ούτε το λόγο που φτιάχτηκαν ούτε τη δράση τους – μου θυμίζουν λίγο τις επιτροπές των Ελλήνων αυτοεξόριστων της χούντας, αλλά χωρίς να υπάρχει το επίδικο εκείνης της εποχής. Έχω την αίσθηση ότι όλοι εσείς στο εξωτερικό που συμμετέχετε σε αυτά αγνοείτε την πραγματικότητα τόσο της χώρας καταγωγής όσο και της χώρας που ζείτε και φτιάχνετε μια ομάδα χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης. Αλήθεια αν γίνει χρεοκοπία θα πραγματοποιήσετε εράνους και θα στείλετε τρένα


[63]

με σιτάρι όπως το 1922 μετά τη μικρασιατική καταστροφή; Μάλλον έγινα αρκετά εριστικός και πίστεψέ με δεν το ήθελα, απλά νομίζω ότι η κατάσταση είναι παντού πολύ σοβαρή και χρειάζεται να την αντιμετωπίσουμε ως τέτοια. Προφανώς, καλό είναι οι άνθρωποι να βγαίνουν από το σπίτι τους, αλλά δεν χρειάζεται και να σπαταλιούνται σε ανούσιες πρωτοβουλίες έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα αλλάξουν τα πράγματα. Προφανώς η πάλη για μια αλληλέγγυα Ευρώπη είναι ουσιαστική, αλλά χρειάζεται σχέδιο και σαφείς στόχοι που νομίζω δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες χρειάζονται ακόμα πολύ δρόμο για να ωριμάσουν και να ξεβολευτούν και σοβαρές πολιτικές προτάσεις και κινήσεις είναι απαραίτητες κατά τη γνώμη μου. Οτιδήποτε άλλο, έχει, κατά τη γνώμη μου, να κάνει με το χτίσιμο του δικού μας προσωπικού μύθου ως μεγάλου επαναστάτη και εγώ δεν έχω τέτοιες βλέψεις. Σε ευχαριστώ για την πρόταση, αλλά δεν νομίζω ότι έχω κάτι να πω στην ομάδα σας ή το ντοκιμαντέρ σου, όσο για τις σπουδές μου, τα καταφέρνω και μόνος μου. Απλά θα σε συμβούλευα να ασχοληθείτε με πραγματικά προβλήματα κάνοντας κάτι σοβαρό και όχι να φτιάχνετε αντιχουντικό κλιματάκι. Η Μελίνα και ο Μίκης – όσο και αν ο τελευταίος προσπαθεί ακόμα – μας τελείωσαν.

Γιώργος

[Στάλθηκε: 14:45 μ.μ. , Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2012]

Γιώργο χαίρε, Σίγουρα εσύ που ζεις στην καρδιά των γεγονότων και βιώνεις τις συνέπειες της κρίσης στη καθημερινότητά σου μπορείς να έχεις καλύτερη εικόνα, όμως αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να ειρωνεύεσαι και να απαξιώνεις τις δικές μας δράσεις. Εξάλλου δεν έχει φτιαχτεί ακόμη το κινηματόμετρο, για να μετρήσουμε ποιος είναι περισσότερο κινηματικός. Δεν συνδέω τις προσωπικές μου επιλογές με την πολιτική κατάσταση, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ πιο χρήσιμοι οι άνθρωποι που καταφέρνουν να συνδυάσουν τη δουλειά με την ενασχόληση με τα κοινά. Το ντοκιμαντέρ που σου έγραψα ότι γυρίζω αυτή την περίοδο αφορά τον ξεσηκωμό του καλοκαιριού στο Σύνταγμα. Γυρίστηκε εν θερμώ ενώ συμμετείχα στη κοινωνική έκρηξη της πλατείας, και τώρα που βρίσκομαι στη φάση του μοντάζ με νωπές ακόμη τις εντυπώσεις πιστεύω ότι μέσα από τη δουλειά μου προσφέρω στον κόσμο, μπολιάζοντας τα δικά μου ενδιαφέροντα με την εμπειρία του πλήθους. Είμαι βέβαιος ότι θα σκεφτείς μια ακόμη ειρωνική εξυπνάδα για να χλευάσεις τη απόφασή μου αυτή αλλά πραγματικά δεν με απασχολεί. Εσύ επέλεξες να μείνεις στην αφάνεια, ένας ακόμη ανώνυμος εργάτης για την επανάσταση, αλλά αλήθεια μήπως αυτή σου η απόφαση φανερώνει την αδυναμία σου (και μόνο) να πάρεις τη ζωή σου στα χέρια σου και να διεκδικήσεις όλα όσα πιστεύεις; Ανασφάλεια και αναποφασιστικότητα κρύβει η στάση σου και η άποψη «δεν βγαίνω στα κανάλια, δεν πάω στην εκδήλωση στο Παρίσι» όπως τότε στο σχολείο που αρνήθηκες να γίνεις σημαιοφόρος λέγοντας ότι θεωρείς τις παρελάσεις κατάλοιπα φασιστικών καθεστώτων. Αλήθεια πώς το σκέφτηκες; Τελικά ίσως δεν ήταν καλή η ιδέα μου να σε ψάξω. Πίστευα ότι τα χρόνια θα σε είχαν κάνει λιγότερο αντιδραστικό, εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να σου δώσω μια ευκαιρία να βγεις από τη μιζέρια σου και να ανοίξεις το μυαλό σου σε όσα γίνονται στον κόσμο, αλλά εσύ παραμένεις το ίδιο κολλημένος όπως ήσουν και στα δεκάξι σου. Αποσύρω λοιπόν όλες μου τις προτάσεις, σβήσε και εσύ τα μέηλ μου και ξαναγύρνα στο μικρόκοσμό σου. Δημήτρης


[64]

Αλέκος Λούντζης

Σάι-φάι. Στιγμιότυπο έκτο: Ένα δεύτερο Η απόλυτη εξατομίκευση – αυτός ήταν ο παράδεισος που αντικατέστησε τον χαμένο. […] Όλα τα άλλα ήταν κοινά και ανώνυμα…1

Μακρινό πλάνο με γερανό: Αργή περιφορά στο ερημωμένο αστικό τοπίο, φωτογραφίες από ερείπια, κραυγές στον ακάλυπτο που στιγμιαία διακόπτουν το τετράποδο κυνηγητό στα σκουπίδια. Στο βάθος αχνοφαίνεται ένα σπειροειδές κορδόνι που καταλήγει σε μια ορθογώνια πλάκα σαν σηκωμένη μπουκαπόρτα. Όταν το πλάνο κλείνει, διακρίνεται η φιδίσια ουρά των ανωνύμων μπροστά από τους πάγκους με τα είδη πρώτης ανάγκης, κάτω από τον ψηφιακό ίσκιο της γιγαντοοθόνης που φροντίζει για τη λαϊκή ενημέρωση και ψυχαγωγία. Δελτία σίτισης και δελτία ειδήσεων. Ο λαός βγήκε, επιτέλους, οργανωμένα στο δρόμο. Cut: μαύρη οθόνη· εσωτερικό κοντινό πλάνο σε ένα ζευγάρι που στριφογυρνάει στον μονό καναπέ. Ζουμ σε ένα σημείωμα πιασμένο με μαγνήτη πάνω στο ψυγείο. Το μελάνι στις γωνίες έχει απλώσει σε μοβ ανταύγειες από την υγρασία· ο γραφικός χαρακτήρας είναι ευανάγνωστος. …Το μπουγέλο της αφύπνισης ήταν παγωμένο αλλά δεν συγκρίνεται με την ασφυξία των επόμενων μηνών. Το νανούρισμα της έκτακτης ανάγκης ανανεωνόταν όσο υπήρχε στοκ. Όταν σωθήκαν όλες οι τροφές, ξέσπασαν οι συγκρούσεις της απελπισίας. Στην επόμενη πίστα όλα ήταν ήσυχα· χιονισμένα και ασφαλή υπό την καθολική ισχύ των ψυχοφαρμάκων. Η χημική ανύψωση ηθικού κύλησε στην ανόργανη αδράνεια. Μόλις ένα σκαλοπάτι απόσταση, αλλά πλέον τόσο χαμηλά όπου, όσο και αν φωνάζεις, δεν ακούγεται ήχος· γι’ αυτό και έχεις πάψει να κοπιάζεις. Στέκεις ακίνητος στο πλατύσκαλο, έτοιμος να διασχίσεις τη θύρα της ιδανικής αυτάρκειας ή την είσοδο ενός μπουρδέλου· ή και 2 σε 1 όπως στις παλιές διαφημίσεις. Καλύτερα να μείνετε μέσα για λίγο ακόμα, να φυλαχτείτε. Ο φίλος σας Μπε-Εν-Πε 32Α.

Ένα ζευγάρι εξουθενωμένο από τα ακροβατικά, διπλωμένο σε μονή κατάλευκη κλίνη, χωρίς οξυγόνο και ορούς, σε ύπνο εγρήγορσης, απόρροια ενός επαναλαμβανόμενου εφιάλτη. Ένα ανώνυμο ζευγάρι σε ακούσια νοσηλεία· ναρκωμένο, μονιασμένο, ελεύθερο σε 53 τετραγωνικά. Ένα ζευγάρι ανώνυμων τροφίμων που είχαν τον νου τους αλλά δεν είχαν τι να τον κάνουν. Ένα οποιοδήποτε ζευγάρι στη μοναδική συνθήκη που δεν πειράχτηκε από τα μεγάλα γεγονότα· που βουλιάζει σπιθαμή-σπιθαμή στις καθοριστικές μικρότητες. Σηκώνεται απότομα, κάνει δυο βήματα σαν να ψάχνει κάτι. Φτάνει απέναντι από την καρέκλα που κρέμονται τα ρούχα. Κοντοστέκεται και επιστρέφει, κάπως ανόρεχτα, στη μονή νησίδα από λάτεξ. Λίγα βήματα μόνος… και πίσω. Ένα δεύτερο της μονάδας που διασφαλίζει την αναπαραγωγή ακόμα και όταν κάθε παραγωγή έχει σταματήσει. Ένα ζευγάρι σε υποχρεωτική αγρανάπαυση, χωρίς ανάμνηση του αγρού, χωρίς σπόρο για καλλιέργεια, χωρίς υγρά για τροφή. Ένα ζευγάρι και ένα δεύτερο σε 1. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο πέμπτο: Ταινία εποχής», Λεύγα 5, Ιανουάριος 2012, σ. 68.


[65]

μια ατέρμονη αφήγηση της ζωής μικρού μήκους, της μόνης βεβαιωμένης συγκομιδής. – Πόσες μέρες έχουμε να βγούμε έξω; – Νομίζω είναι η ένατη. – Η ένατη από πότε; – Από την τελευταία φορά που κάποιος από τους δύο αναρωτήθηκε. – Και ακόμα να μας σωθούνε «όλες-όλες-όλες οι τροφές»; Τραγουδιστά και εύθυμα. Κάνει ένα μικρό μειδίαμα δυσανασχέτησης. – Όποτε θες μπορούμε να βγούμε μια βόλτα έξω. Ή και μόνη σου αν προτιμάς. Έξω, οι πεινασμένοι ψάχνουν για τροφή και οι υπόλοιποι ένα σημείο γενικού επικαθορισμού. Ανακατεύουν συνταγές και τσιγαρίζουν τις διαφορές τους για να δέσει το μείγμα. Καθώς ξεφορτώνονται το παρελθόν, τις ταμπέλες, την κουραστική θεωρία, αισθάνονται όλο και πιο ανάλαφροι, γίνονται όλο και περισσότεροι. Ο παλιός κόσμος δεν τους καταλαβαίνει, δεν τους χωράει πια. Κάποιοι βουτάνε σαν αλεξιπτωτιστές μέσα στη νύχτα για να καταλάβουν τις πλατείες, τον ομφαλό της πόλης. Μέσα στο μητρικό τους σχήμα και στην αναβαπτισμένη οδύνη όλα μοιάζουν εφικτά· η αυταρέσκεια του ολότελα νέου και η μεταφυσική της αιώνιας επιστροφής. Η τελευταία μαζική φαντασίωση όριζε πως αυτή η φαντασίωση ήταν η τελευταία, πως τα μεγάλα γεγονότα θα σαρώσουν όλα τα μικρά βιώματα. Πως όλα θα γυρίσουν 100 χρόνια πίσω, 180 μοίρες ανάποδα, πως οι λέξεις θα έχουν μόνο σύμφωνα και οι ημέρες μόνο γεγονότα. Η φόρα έχει μεγαλύτερη σημασία από τη φορά, η κριτική στερείται τη λάμψη της υπόσχεσης, το πιο ανυπόφορο βίωμα είναι η καθημερινότητα. Οι πρωτόγνωρες γεύσεις γεφύρωναν τις τηλεοπτικές παραγωγές υψηλής μαγειρικής με το συσσίτιο της συνοικίας. Το μουσικό διάλειμμα μαλάκωνε τις αισθήσεις, ακόμα και την αίσθηση της μιζέριας. Η πλατεία της αίθουσας γέμιζε από φερέλπιδες που διψούσαν για το νέο μανιφέστο, για την ιστορική παράσταση. Ο ύμνος για τον άλλο κόσμο ακουγόταν σαν επένδυση διαφήμισης, μια βιτρίνα με φιμέ τζάμια. «Μια δοκιμή θα σας πείσει». Έξω από τη λυρική, στις έκκεντρες συνοικίες, απλωνόταν ο κυνισμός της βουβαμάρας και της αναμονής. Πίσω από το belcanto, τα φωνητικά ήταν απαράλλακτα· οι άμουσοι ανώνυμοι κρυβόντουσαν ως συνήθως, ξεσπούσαν σε εσωτερικούς χώρους, πηδιόντουσαν όπως παλιά, τρώγανε από τα έτοιμα. Το συνταρακτικό γεγονός, τη στιγμή που γεννιέται, αλλάζει περισσότερο την εικόνα για τη ζωή παρά τη ζωή την ίδια. – Καμπάνες! Είναι καμιά γιορτή; – Είναι μια ιδέα. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές. – Οι μεσημεριανές σου ασκήσεις ύφους; Ανασηκώνεται αργά. Τραβάει μαζί της και το σεντόνι που τη σκεπάζει ως το στήθος. – Οι απογευματινές. Απαντάει χωρίς να την κοιτάει, τεντώνεται προσεκτικά σαν να κοιτιέται σε καθρέφτη. – Μεγάλη άνεση διακρίνω· φοράς πάλι τη μάσκα των επιδείξεων. Σταματάει απότομα. – Ας μην το συνεχίσουμε, έχει γίνει βαρετό, περιμένουμε και επισκέψεις. Ο «επισκέπτης» είναι οικογενειακός φίλος του ζευγαριού. Ο μόνος «κοινός φίλος». Στα γεγονότα ακολούθησε τη σειρά της σειράς του – στο βάθρο και στην καταβαράθρωση. Τα τελευταία χρόνια βγάζει το ψωμί του ως σύμβουλος ανωνύμων. Ήταν κάποτε ιατρικός επισκέπτης στας εξοχάς του κόσμου, διετέλεσε ψευδοπροφήτης –και με έναν εξατομικευμένο τρόπο παραμένει–, ιεροκήρυκας του προσωπικού (του) θριάμβου, κριτής της πτώσης όσων έπεφταν. Κάποτε πωλούσε τα φάρμακα που σήμερα καταναλώνει και ο ίδιος. Είναι μια παλιά ιστορία μπερδεμένη…2 Με τον καιρό απέμεινε η μοναδική τους επαφή με τους 2. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τέταρτο: Μιλιγκράμ», Λεύγα 4, Νοέμβριος 2011, σ. 63-66.


Αχιλλέας Βογιατζής

[66]

«έξω» και οι παρεμβάσεις του ήταν οξυγόνο για τα εσωτερικά αποθέματα του ζεύγους που λιγόστευαν. Τους επισκεπτόταν τακτικά, αλλά εκείνο το βράδυ τηλεφώνησε την τελευταία στιγμή και επικαλέστηκε ξαφνική αδιαθεσία. Φλας μπακ με παρωχημένη τεχνική (κόκκους στην οθόνη, ασπρόμαυρη φωτογραφία κ.λπ.). Ένας άνδρας περικυκλώνει ένα εξαώροφο γυαλί με επιβλητικό ατσάλινο εταιρικό λογότυπο: «BNP Pharmaceutica». Πότε ζυγώνει και πότε απομακρύνεται, κοιτάει επίμονα προς τα πάνω σαν να ψάχνει κάποιον στα παράθυρα… Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο εξακολουθούσε να πηγαίνει στο γραφείο για τουλάχιστον δυο μήνες ακόμα. Στην αρχή έφτανε μέχρι την καφετέρια της πρώτης παραλλήλου και στην επιστροφή περνούσε μια γρήγορη βόλτα απ’ έξω με σηκωμένο τον γιακά. Τη δεύτερη εβδομάδα έφθασε έως το ασανσέρ του ισογείου. Σε κάποια φωτοτυπία των ημερών βρέθηκε να καλημερίζει με απόλυτη φυσικότητα τη γραμματέα· του φάνηκε πως κράτησε την αναπνοή της μέχρι να απαντήσει. Στον στενό διάδρομο από την υποδοχή ως την τουαλέτα το βήμα του άνοιγε διώρυγες στο παρκέ και ενσωμάτωνε τους παλιούς του συναδέλφους στην ταπετσαρία. Το κολάζ ήταν διασκεδαστικό αλλά αισθάνθηκε σαν φορέας κάποιας κολλητικής ασθένειας ή τριών κιλών TNT. Όλη αυτή η ένταση του προκαλούσε συχνοουρία και σταδιακά περιόρισε τους περιπάτους. Εντός, είχε οργανώσει εποικοδομητικά τον χρόνο του γύρω από τις ημερήσιες τελετουργίες. Όσο περνούσε ο καιρός έφθιναν οι δυνατότητες αποπλάνησης, αλλά επιλογές πάντα υπήρχαν. Μπορούσε, για παράδειγμα, να διαλέξει να ψωνίσει μια τελευταία φορά σε σουπερμάρκετ ή να διακόψει τη συνδρομή στο Internet. Στη δεύτερη περίπτωση, όμως, θα έπρεπε εκτός από τον εαυτό του να βρει τρόπο να σκοτώσει και τον χρόνο του. Μόνο όταν έκλεινε 18 ώρες μπροστά από την οθόνη, αφυδατωμένος και απενεργοποιημένος, κατάφερνε στο τέλος να κοιμηθεί. Συνήθως ξυπνούσε απότομα από το ξυπνητήρι που έκλεινε τον περίπλου του 24ώρου. Πεταγόταν πάνω, το ξανακούρδιζε με μανία και ξεκινούσε την επόμενη κούρσα. Στριφογύριζε, ξεσκόνιζε, έδινε διαταγές στα καλαμάκια να μη στραβώνουν, στην οροφή να μη στάζει, στα τζάμια να μη θολώνουν και μέτραγε πυρετικά και εξακολουθητικά τους εναπομείναντες τρεις φανταστικούς συνομιλητές του, τους τελευταίους φίλους και συγγενείς. Αφρίζοντας και βρίζοντας τους έβγαζε κάθε φορά τρεις, ούρλιαζε «νέο προσκλητήριο» και ξανάρχιζε το μέτρημα των τριών, ενώ ταυτόχρονα κουβαλούσε, ξεκουβαλούσε και έφτυνε.


[67]

Μπαινόβγαινε τρέχοντας στα άδεια δωμάτια και έστρωνε το κρεβάτι, ίσιωνε τα κιλίμια, ρύθμιζε τον φωτισμό… ενώ λίγο-λίγο το νερό είχε φτάσει ως το γόνατο και το σκαρί είχε γείρει 30 μοίρες. Εκείνος, ατάραχος, μεθυσμένος με την εικόνα του ή συμβιβασμένος με τη μοίρα του, συνέχιζε, ανέβαζε ταχύτητα για να μη γλιστρήσει στο κεκλιμένο έδαφος, χαμήλωνε το κεφάλι για να μην του το πάρει ο δήμιος του πολυελαίου, πάσχιζε να κυβερνήσει ένα ναυάγιο που το ρουφούσε η στεριά. Ήταν η συνήθης πρωινή κρίση της ατελείωτης ημέρας. Κρατιόταν από την ελπίδα «να είναι η τελευταία»· η τελευταία κρίση ή ημέρα. Όταν η επανάληψη τον εξάντλησε, της πρότεινε να μείνουν μαζί. Έτσι εκπληρώθηκε και η μύχια επιθυμία της που δεν τολμούσε να συλλαβίσει στην παρούσα κατάσταση. Την ξεστόμισε εκείνος: «να μείνουν μαζί για να μη μείνει στον τόπο». Επιστροφή στο εσωτερικό παρόν. Του μιλάει με γυρισμένη την πλάτη και ατενίζει τον ακάλυπτο από το στενό παράθυρο. Εκείνος κάθεται ανάποδα στην καρέκλα με τα χέρια κρεμασμένα στο πάτωμα σαν απλωμένο ρούχο. – Δεν είναι αστείο που έχουμε αρχίσει να μιλάμε και οι δυο σαν εσένα; Ή μήπως είναι τρομακτικό; Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα οι σωματικές ασκήσεις που δίνω εγώ το κλειδί του σολ... Αλλιώς θα άρχιζα να αισθάνομαι μειονεκτικά στο πείραμά μας. – Νόμιζα ότι σου αρέσει αυτός ο καταμερισμός εργασίας. – Ίσως να φτάσαμε στο σημείο όπου οι εραστές αρχίζουν και μοιάζουν επικίνδυνα, σαν αδερφάκια. – Και ποιο να ’ναι το επόμενο σημείο; Προσπαθεί να κρύψει τον εκνευρισμό του και σκύβει να στρίψει ένα τσιγάρο. Ο μισός καπνός πέφτει στα πόδια του. – Δεν ξέρω. Ίσως η σύγχυση μπροστά στην εικόνα των γονιών μας. Όσο λιγόστευαν οι επισκέψεις και οι προμήθειες, η αυθυποβολή δοκίμαζε τα όριά της. Στους συχνούς καβγάδες, η βία δεν είχε κανένα σεβασμό στον αντίπαλο και οι αυτάρκεις έσκουζαν σαν μωρό που βυθίζεται στο νερό από το χέρι του παπά. Η τελευταία απόλαυση ήταν η θαλπωρή της εσωτερικής μελωδίας, όταν έκλειναν τα αλουμίνια και σταματούσε ο χαλασμός του κόσμου. Η μουσική δωματίου τους καθησύχαζε αλλά η τυραννία της παρατεταμένης σιωπής ήταν εξίσου ανυπόφορη. Η αγία οικογένεια που σφράγισε τις θύρες την ώρα της απειλής ετοίμαζε το εορταστικό γεύμα. Λίγο πριν φαγωθούνε μεταξύ τους χρησιμοποίησαν τις έσχατες εφεδρείες του πολιτισμού και διαλύθηκαν ησύχως σε ένα βελούδινο διαζύγιο. Αφέθηκαν να σβήσουν, αργά, μέσα σε ένα υπνωτικό ιντερμέτζο με έγχορδα και επένδυση από τρεχούμενα νερά, με εγκάρδιες προσφωνήσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις αντί των στείρων συγκρούσεων του παρελθόντος. Έσβησαν σχολαστικά κάθε ίχνος αναξιοπρέπειας, με βαθιά κατανόηση, ωριμότητα στην υποκριτική και κλεισμένες παραστάσεις σε προκαθορισμένες ημερομηνίες για τις επόμενες σαιζόν. Έσβησαν μέσα στον εσωτερικό παράδεισο, γιατί δεν ήταν ακόμα αντάξιοί του· και ξεσπιτώθηκαν. Ένα δεύτερο και ένα δεύτερο της μονάδας που διασφαλίζει την αναπαραγωγή ακόμα και όταν κάθε παραγωγή έχει σταματήσει. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εξασφαλιστούν και εξωθήθηκαν βίαια, απρόσμενα, χώρια. Όταν η αρραγής κυψέλη άδειασε, αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να βαδίσουν μαζί με τις αιφνιδιασμένες μάζες των ομοίων τους (you ’ll never walk alone). Τις πέτυχαν στην ουρά των συσσιτίων, κουβερτωμένες κάτω από τις στάσεις των λεωφορείων, βουβές. Παρηγορήθηκαν πως με λίγη τύχη και κανένα μουλωχτό τρικ θα κατάφερναν να γλιστρήσουν ως τις πρώτες σειρές.


[68]

Ελένη Φαμελιάδου-Νάκου

Αυτοψία του χώρου του συμβάντος

Η επιτόπου πρόχειρος εξέταση του πτώματος έδειξε ότι τούτο ανήκει σε άνδρα ηλικίας 45 χρόνων περίπου. Το πτώμα ανευρίσκεται σε ύπτια θέση στην κλίνη της κρεβατοκάμαρας και φέρει μόνο εσώρουχα. Η κεφαλή καλύπτεται μερικώς από αναδιπλωμένο κλινοσκέπασμα (σύνηθες σεντόνι) κηλιδωμένο από ποσότητα αίματος. Άφθονη κηλίδωση από αίμα ανευρίσκεται και στην περιοχή του προσώπου, του λαιμού και του θώρακα, καθώς επίσης και επί της κλίνης. Επί του δαπέδου και σε απόσταση 60 εκ. του μέτρου αριστερότερα της κλίνης ανευρέθη αμφίστομο μαχαίρι, φέρον άφθονες κηλίδες αίματος (παρελήφθη υπό της εντολοδότιδας αρχής). Φέρει πολλαπλά τραύματα του τραχήλου προκληθέντα διά τέμνοντος οργάνου. Τα τραύματα, εξικνούμενα σε ικανό βάθος ώστε να έχουν αποκοπεί τα αγγεία και μερικώς ο λάρυγγας, φέρονται εκ δεξιών και άνω προς τα αριστερά και κάτω, έχουν δηλαδή λοξή φορά και καταλαμβάνουν το δεξιό πλάγιο του λαιμού, τη μεσότητα του τραχήλου και το αριστερό πλάγιο του λαιμού. Τα τραύματα εμφανίζονται βαθύτερα στην αρχή (δεξιό πλάγιο του λαιμού), όσο προχωρούν γίνονται αβαθέστερα και καταλήγουν δίκην αμυχής (αριστερό πλάγιο του λαιμού). Η αιμορραγία εκ των τραυμάτων είναι έντονος, λόγω της διατομής των επιπολής και των εν τω βάθει ιστών και αγγείων. Με βάση την εξέλιξη των πτωματικών φαινομένων ο θάνατος επήλθε προ 2-3 ωρών περίπου. Παρατηρήσεις — Τα τραύματα που προκλήθηκαν στην περιοχή του λαιμού, αυτά και μόνο επέφεραν ασφαλώς τον θάνατο. — Η λεπτομερής εξέταση του υπολοίπου σώματος δεν έδειξε την παρουσία άλλων κακώσεων, γεγονός που μαρτυρεί αναφανδόν υπέρ της εκδοχής ότι δεν προηγήθηκε του φόνου πάλη. — Η τοξικολογική εξέταση των βιολογικών υγρών που θα ληφθούν κατά τη διαδικασία της νεκροψίας-νεκροτομής για την αναζήτηση υπνωτικών, ναρκωτικών κ.λπ. θα αποδείξει και το ενδεχόμενο περιαγωγής του θύματος σε κατάσταση αναισθησίας η ανικανότητας για αντίσταση.

Π

ερίμενα να αποκοιμηθεί κι έπειτα πήγα και τον έσφαξα. Πριν το κάνω, τράβηξα το σεντόνι και του σκέπασα το πρόσωπο. Δεν κουνήθηκε. Κοιμόταν γαλήνια. Ούτε που κατάλαβε τίποτα. Έβαλα όλη μου τη δύναμη για να τον κόψω με την πρώτη. Αν δεν πετύχαινα να τον αποτελειώσω, θα δείλιαζα μετά. Δε θα το άντεχα να τον τραυματίσω και να τον βλέπω να σφαδάζει ανήμπορος. Μόνο μια τούφα από τα ωραία του, τα καστανά του μαλλιά είχε ξεφύγει από την άκρη του σεντονιού, απλωμένη πάνω στο μαξιλάρι. Μούλιασε στο αίμα. Αλλά έμεινε η εικόνα εκείνων των στιλπνών μαλλιών. Φώτισαν από τη λάμψη του μέταλλου που κρατούσα στο χέρι. Το σεντόνι ανασηκώθηκε τη στιγμή που τινάχτηκε το αίμα. Σα να το σήκωσε αναπνοή. Μετά έπεσε από το βάρος, κόκκινο, κατακόκκινο, από το βάρος της ζωής που σήκωνε.


[69]

Σαν εκμαγείο άλικο πάνω στο πρόσωπό του, τσίτωνε στη μύτη, δυό γούβες εκεί που ήσαν κάποτε τα μάτια. Ανοιχτά, κλειστά κάτω από το σεντόνι, δεν έμαθα ποτέ. Δε σπαρτάρισε καθόλου. Ο ρόγχος πνίγηκε, τον έκοψε το μαχαίρι. Μόνο το αίμα μίλησε. Σα χόχλος, λέξη τελευταία, και στον αέρα ακίνητη η εικόνα εκείνων των στιλπνών μαλλιών. Φρεσκολουσμένα. Είχε περάσει από το λουτρό λίγο πριν, αν και το συνήθιζε να λούζεται ολόκληρος μια, δυό και τρεις φορές τη μέρα. Είχε όμως σηκωθεί από το κρεβάτι με τις άκρες των χειλιών του γυρισμένες προς τα κάτω. Τρίφτηκε γερά σαν να ήθελε να αποπλύνει κάτι γλοιώδες που είχε κολλήσει πάνω του, μια έκφραση αηδίας τον παραμόρφωνε σχεδόν, ή μια αμαρτία. Λέξη δεν είπα για τα βιασμένα αγκαλιάσματα με την άτυχη κατάληξη. Αμαρτία; Μαζί μου; Δεν έφυγα αμέσως από κοντά του. Δε μου ’κανε καρδιά να τον αφήσω, να τον αποχωριστώ τώρα που τον είχα κάμει πια δικό μου. Με πίεζε ο χρόνος εκείνη την ύστατη ώρα, το ήξερα, βέβαια, πως όλα θ’ άλλαζαν σύντομα, πολύ σύντομα θα βρισκόμασταν πάλι αλλού αυτός, αλλού εγώ, συμπτωματικώς ετούτη τη φορά θα μας χώριζε ένας θάνατος εκεί που λίγο πριν μας χώριζε η ζωή, και βιαζόμουνα να συνομιλήσουμε, επιτέλους, τώρα που μπορούσαμε, σαν ίσος προς ίσον. Πεθαμένος εσύ, πεθαμένη κι εγώ από πολύν καιρό πριν, με θάνατο αργό, γλιστρούσε ανάμεσά μας απαλά, ανεπαίσθητα, ύπουλα, σταθερά κι επίμονα. Από τα χρόνια που άρχισε ο ευτελισμός κάθε αξίας, κάθε αξίας μου, ώσπου ο εξευτελισμός έγινε τέλειος, ώσπου υποτάχθηκε επιτέλους το πριν στο μετά, ώστε η προδοσία ολοκληρώθηκε. Το ίδιο η άκρα ταπείνωση, η δική μου. Χρόνια… Δέκα; Δεκαπέντε; Πώς γίνηκε κι αλλάξαν όλα; Μα δεν μπορούσα, δε γινόταν να μη σ’ αγαπώ. Έτσι έμεινα εκεί, πεσμένη στα γόνατα, πάνω στην κοινή μας κλίνη, με το δεξί να κρέμεται στο πλάι σα νεκρό, σαν από πυροβολισμό, τα δάχτυλά μου είχαν μισανοίξει, στη χούφτα μου η ξύλινη λαβή, χέρι-μαχαίρι μέσα στο αίμα, κοκαλωμένα τα δάχτυλα σα χτυπημένα από το ξαφνικό κακό και να κοιτάζω μαρμαρωμένη – όχι, όχι την αποτρόπαια· την καθαρτήρια πράξη μου, τη φοβερή. Ποιος να μου το ’λεγε πως δε θα μου έμενε ψυχή ούτε για να σε μοιρολογήσω. Στάζει το αίμα στο ξύλινο παρκέτο, τακ, τακ, τακ, οι σταγόνες, το νεκρικό σου τύμπανο. Αν και ο θλιβερός τούτος ήχος δεν είναι περισσότερο σπαραξικάρδιος από το κελάρυσμα του νερού. Το καλοκαίρι, λέω, στην Ιθάκη. Για το ποταμάκι λέω, που έπεφτε στη θάλασσα, με διαδρομή φιδιού ανάμεσα στα χοχλάδια, το νερό του, παρότι κρύο, μπούζι σαν από πηγή, ήταν αλμυρό και γκρίζο. Μέταλλο με λάμψη στιλπνή. Θα το τροφοδοτούσε κυκλοτερώς η θάλασσα μέσα από υπόγεια έγκατα, εξαιτίας τους ξέβαφε από μπλε, από πράσινο, από θαλασσί, σε γκρίζο. Το βρήκα σημαδιακό, να μας ζώνει έτσι ο βρόχος του αλμυρού νερού, εν μέσω γης απολύτως άγονης· κι έπειτα, το τελευταίο βράδυ. Το φεγγάρι ανέβαινε αντίκρυ –θα το θυμάσαι ίσως– πάνω από τους εγκαταλελειμμένους πια ανεμόμυλους, φαντάσματα του παρελθόντος, όπως εμείς άλλωστε, δυσανασχέτησες από τη βαριά τούτη κουβέντα σα να σε πλάκωσαν μεμιάς όλα τα αγκωνάρια τους μαζί. Τα γκαρσόνια μάς μιλούσαν αγγλικά. «Τι τρέλα και τούτη», σχολίασα, μια κουβέντα, έτσι, καθημερινή, για να σπάσω την


[70]

αφόρητη παγωνιά, και τα δάκρυα να πλημμυρίσουν τα μάτια μου ξαφνικά. Απροειδοποίητα, «τετέλεσται», έγραψε ο νους μου. Θα ’φευγες το άλλο πρωί, πάλι βιαστικά, μα μήπως είχες έρθει και καθόλου; Άθελά μου, «τετέλεσται», είπα. «Τι λες;» ρώτησες κοφτά, σκληρό το στόμα σου, σκληρό το πρόσωπό σου όλο, τα μάτια σου κοίταζαν μακριά, άδεια από βλέμματα, όπως είχαν συνηθίσει όλα τούτα τα χρόνια της προδοσίας, της αποξένωσης. «Πού το κατάλαβαν», λέω, «πως είμαστε ξένοι;» Και μια σκοτεινιά πέρασε από το πρόσωπό σου, σαν κρυφός θυμός, προοίμιο. «Αλλοδαποί», βιάστηκα να διευκρινίσω. Με κατέλαβε πάλι ο τρόμος μιας ακόμα αιφνιδιαστικής και αναίτιας οργής σου, από αυτές που σου είχαν γίνει πια συνήθεια τα τελευταία χρόνια. «Δεν βλέπουν πως είμαστε Έλληνες;» συνέχισα, προσπαθώντας να κρύψω το τρέμουλο της φωνής μου, και τα δάκρυα να ξεχειλίσουν και ν’ αρχίσουν να τρέχουν πάνω στο αρνάκι τυλιγμένο σε ζύμη, εκείνη τη στιγμή ο σερβιτόρος το ακουμπούσε μπροστά μου. Έκαμες τότε το ύστατο λάθος. Το ύστατο και με καταφρόνησες. Έκλεψα το βλέμμα σου, το πρώτο ύστερα από χρόνια, το είχες στρέψει καταπάνω μου γεμάτο αλαζονεία, αδικαιολόγητη, βαθιά περιφρόνηση. Καλά η αναίτια οργή, είπα, μα τούτο… Έτσι, από εκείνο το βράδυ, ήξερα ότι τετέλεσται, ότι ο κύκλος είχε κλείσει, ότι ο βρόχος μ’ έπνιγε, ότι αργά ή γρήγορα… Ούτε κατάλαβες τίποτα. Μείναμε, λοιπόν, στο κελάρυσμα του νερού με τη μεταλλική λάμψη. Σε περιέβαλλε γυμνό και μαυρισμένο, τα ωραία σου, τα καστανά σου μαλλιά, με τους κυματισμούς της άπνοιας, είχαν πάρει την απόχρωση του μελιού, το άγγιγμα του θέρους. Είχες τα βλέφαρα κλειστά κι ας μην κοιμόσουν, είπες και ξαναείπες «ο ήλιος με τυφλώνει». «Γύρισε, λοιπόν, να μην έχεις τον ήλιο στα μάτια, πώς να μιλήσουμε έτσι, πάλι στα τυφλά», σου απάντησα. Στην πραγματικότητα, είχα νοσταλγήσει τα μάτια σου, χρόνια είχα να τα δω, κι ακόμα περισσότερα εκείνα εμένα. «Μίλα εσύ», είχες πει, λες και η ομιλία είναι έργο του ενός, «εγώ σ’ ακούω και με κλειστά τα μάτια», λες και η ομιλία είναι μόνο αρθρωμένος ήχος. Ένας κόμπος μου ανέβηκε στο λαιμό, δεν μπόρεσα να βγάλω άχνα. Μέχρι το νύχτωμα, ούτε που το κατάλαβες πως όλη τη μέρα την είχα περάσει αμίλητη. Μόνο το βράδυ, καθώς βαδίζαμε προς τον τελευταίο δείπνο και με τα μάτια καρφωμένα στην άκρη της προβλήτας, εκεί που φώτιζε το εστιατόριο, είπες, «Κάτι έλεγες. Προηγουμένως κάτι έλεγες…», και τάχυνες το βήμα σου. Αντιστάθηκα όταν ήρθαν. Θα τον κρατήσω έτσι, είπα, ώσπου να τα πούμε όλα, ώσπου να τα βρούμε, είπα, μπορεί και να μην είναι ακατόρθωτο, τώρα πια, αν κι εγώ… Χούφτωσα ξανά το μαχαίρι, ο αστυνομικός τράβηξε το περίστροφο από τη ζώνη. «Πέτα το μαχαίρι», φώναξε, «όλα τέλειωσαν». Όμως καλύτερα. Καλύτερα που ήρθαν και σε πήραν, που δε σε κράτησα έτσι, με το κεφάλι χωρισμένο από το σώμα, θα είχε χαθεί –με τι αίμα να τραφεί;– η στιλπνότητα των μαλλιών σου. Δίκες, δικαστήρια, δικαστές, δικαστικοί και δικηγόροι –δε μιλώ για δικαιοσύνη, πώς να απονεμηθεί μια αφηρημένη έννοια;–, μια βαβούρα, ένας κόμπος αξεδιάλυτος, αχ, ας τελειώνομε πια, έλεγα. Η απολογία μου δεν κράτησε ούτε δυό λεπτά. Μάλιστα, είπα, τον έσφαξα γιατί δε γινόταν αλλιώς, και όχι, δεν το ’καμα εν βρασμώ, το ήξερα από μήνες πριν, κι ας μην το είχα προσχεδιάσει για εκείνο ακριβώς το απομεσήμερο· στο τέλος, μάλιστα, κάτι έχω να προσθέσω, το μόνο, ότι μετά πήγα και κάρφωσα με πινέζες ένα σεντόνι μπροστά στον καθρέφτη


[71]

Barbara Loftus, Hildegard under the table (2004)

που μας είχε δει τελευταία φορά ζωντανούς. Δεν είχα λόγο να το πω αυτό σε ξένους ανθρώπους, κάπως μου ξέφυγε… κάπως μου ξέφυγε, ίσως και να τρόμαξα μήπως με θεωρήσουν τρελή, έτσι που τα έκαμα όλα χαρτί και καλαμάρι, τα παραδέχτηκα όλα, αλίμονο!, και πρόσθεσα αυτή την κουβέντα ως κορωνίδα της λογικής σε μια καθ’ όλα λογική πράξη, έτσι πληρώνεται η προδοσία στον τόπο μου, είπα, αλλά άδικα άφησα ξένους να δουν τα φύλλα της καρδιάς μου. Οι ψυχίατροι είχαν κάμει καθώς πρέπει τη δουλειά τους, με είχαν βρει πιο γερή κι από βουβάλι, είπαν. Παραλίγο να βάλω τα γέλια, θυμήθηκα τα γκαρσόνια στην Ιθάκη, «αρνί» τους έλεγες κι αυτοί «lamb» σε διόρθωναν. Ώστε ελαφρυντικά δε βρέθηκαν, ο δικηγόρος που μου διόρισε το δικαστήριο ήταν απελπισμένος. «Δεν βοηθάτε τον εαυτό σας», μου είπε, «τουναντίον», του απάντησα, «κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ». Έτσι έμεινε μόνο ο «πρότερος έντιμος βίος». Παραλίγο να βάλω πάλι τα γέλια, αλλά με πήραν τα κλάματα. «Μήπως αισθάνεστε μεταμέλεια;». «Όχι», τους απάντησα, «τα κλάματα δεν αφορούν την παρούσα πράξη μου, αλλά την προτέραν, την έντιμον», και γύρισα κλεφτά το βλέμμα προς το ακροατήριο. Ο αδερφός μου ο Σταμάτης, ο μικρός –μόνος του ήρθε; τον έστειλαν;– παρακολουθούσε σα να γλεντούσε θρίλερ στην τηλεόραση. «Μην ανησυχείτε, δε θέλω τίποτα από σας, τίποτα δε χρειάζομαι», του είπα, διασταυρωθήκαμε καθώς με βγάζαν συνοδεία. Σαν τι να χρειαζόμουν; Ο πατέρας μου, που θα καταλάβαινε, δε ζούσε πια. Το ευ ζην της μητέρας μου ουδέποτε μου χρησίμευσε. Σε τούτο το κελί, εκτίω ποινή καθείρξεως ισοβίως. Δεν θα επιδιώξω ούτε εφέσεις ούτε χάριτες. Κούραση ανείπωτη με βαραίνει. Θέλω μόνο να μονάσω –σε μοναστήρι, εννοείται, δεν θα πήγαινα ποτέ– και να τελειώσω τη ζωή μου εδωπέρα, ανάμεσα στις νεκρές ψυχές της παράξενης κοινωνίας της φυλακής.


[72]


Η λεύγα 5 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 15.1.2012 παραμένοντας σταθερή στην εξαγγελία ότι «μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο». Διακινήθηκε με όλους τους γνωστούς-άγνωστους τρόπους, κατέκτησε την αμερικανική και βελγική ενδοχώρα, τις αίθουσες αναμονής συνοικιακών ιατρείων,τα φουαγιέ κατειλημμένων δημοσίων κτηρίων και τις έρημες πεδιάδες του διαδικτύου. Έχοντας αποκτήσει επιστήθιους συνοδοιπόρους, ξινότροπους αμφισβητίες και σταθερό δίκτυο συνδρομητών, ευχαριστεί φίλους και συνεργάτες, τους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους και τις ιστοσελίδες που συμβάλλουν στη διακίνησή της, τις εκδόσεις futura και τους συγκατοίκους του Εργαστηρίου της Καλλιδρομίου 57-59. Συνεχίζει να διατηρεί το δικαίωμα να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη συνωμοτικών μηχανισμών, να αποκρύπτει μέλη της συντακτικής της ομάδας και να αναβάλλει την απάντηση στο ερώτημα «τίνος είν’ τούτο;».

Μεγαλη Προσφορα

χÁ·˜

της αποκτήστε δωρεάν την κλασική ταινία «Manos, The Hands of Fate» μόνο με τρία κουπόνια

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης χÁ· 6 (Μάρτιος-Απρίλιος 2012) Φωτογραφίες: Αχιλλέας Βογιατζής, Βασίλης Κουτσούκος Σχέδιο εξωφύλλου: Γιώργος Μανουσέλης Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Η λεύγα εκδίδεται και διανέμεται υπό την αιγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εργαστήρι Κοινωνικών, Πολιτιστικών, Φιλοσοφικών, Οικολογικών Ερευνών» (Καλλιδρομίου 57-59, 106 81 Αθήνα) Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr

Κόψτε και κρατήστε το κουπόνι

Κουπόνι 1 λεύγα



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.