Λεύγα 04: Νοέμβριος 2011

Page 1

χÁ· 04

ñ ÓԤ̂ÚÈÔ˜ 2011


Η λεύγα 3 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 19.9.2011, διευρύνοντας τη συντακτική της ομάδα αλλά και τον κύκλο των φίλων και συνεργατών της. Διακινήθηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους, με αποτέλεσμα, ξεκινώντας από την Αθήνα, να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Δράμα, στα Γιάννενα, στην Κομοτηνή, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Ζάκυνθο, στο Αίγιο, στη Λάρισα, στην Πάτρα, στην Κέρκυρα, αλλά και στο Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον. Στη διάδοσή της συντέλεσαν φίλοι, συνεργάτες και συνοδοιπόροι, οι εκδόσεις futura που ανέλαβαν τη διάθεση στα βιβλιοπωλεία, οι πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι που ζήτησαν αντίτυπα για διακίνηση, οι ηλεκτρονικές λίστες, οι εφημερίδες και τα ιστολόγια που αναφέρθηκαν σε αυτήν. Τα αδιαφανή κέντρα που την κατευθύνουν είδαν με τρόμο την επικαιρότητα να τρέχει με ταχύτητα φωτός και το έντυπό τους να διανύει μια λεύγα κάθε δύο μήνες. Πιεσμένα από τις εξελίξεις, σκέφτηκαν να λάβουν έκτακτα μέτρα, όμως οι ενορατικές ικανότητες των συντακτών απέτρεψαν οποιαδήποτε σκέψη για αλλαγές, ενώ η ομαλοποίηση της δίμηνης κυκλοφορίας δημιούργησε συναισθήματα συγκρατημένης αισιοδοξίας.

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr

Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης Λεύγα 4 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011) Φωτογραφίες: Γιάννης Βαμιεδάκης, Αχιλλέας Βογιατζής, Κωστής Καλαντζής Σχέδιο εξωφύλλου: Κωνσταντίνα Ψωμαδάκη Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr


4ú ÓԤ̂ÚÈÔ˜

Î·È ¿ÏϘ 19.996 ˘fi ÙË ı¿Ï·ÛÛ·

levga.gr 2

levgamag@gmail.com Κώστας Περούλης, Ούτε πρόοδος ούτε επανάσταση

4 Χρήστος Τσάκας, Η χιλιαστική ουτοπία της χιλιανής «Μεταπολίτευσης» 8 Νίκος Τσιβίκης, «Αιμορραγία Εγκεφάλων»: Πουλώντας ελπίδα σε απελπισμένους 13 Κωστής Καρπόζηλος, Τι να μας πουν και τα αμερικανάκια… 15 Ηρακλής Οικονόμου, Το διαστημικό πρόγραμμα Galileo και η δημιουργική λογιστική της Ευρωπαϊκής Ένωσης 21 Γιώργος Βασσάλος, Η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης 25 Όλγα Καρυώτη, Τύπατε; Ορίστε; Συγγνώμη, κύριε… 31 Σου ᾽παν να βάλεις το χακί 40 44 46 49 52 56

Κώστας Σπαθαράκης, Οι κατά φαντασίαν αστοί Θοδωρής Δρίτσας, Σοβαρότητα Στέφανος Βαμιεδάκης, Πρωτογενές πλεόνασμα Χρήστος Χρυσανθόπουλος, ΕΘΕΛΟΝΤistas Τζον Χόλογουεη, Συνέντευξη στην Κατερίνα Νασιώκα Γιώργος Καράμπελας, Η νέα Λολίτα

60

63 67 70 72

Αλέκος Λούντζης, Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τέταρτο: Μιλιγκράμ Ελένη Κυραμαργιού, Το χαρτί και η τρύπα Βασίλης Κόκκοτας, Το άλογο του Τορίνο Γιώργος Μανουσέλης: Ψιλή κουβέντα


[ ]

Ούτε πρόοδος ούτε επανάσταση Το ερώτημα που έθεσε κάποτε ο Καντ για να εξετάσει την εποχή του, που διακήρυττε για πρώτη φορά την πρόοδο της ανθρωπότητας, ήταν το εξής: «Είναι δυνατή η αέναη πρόοδος;» Η απάντηση βρισκόταν στην αναζήτηση ενός συμβάντος που θα λειτουργούσε ως ιστορικό σημάδι της διαχρονικής της ύπαρξης. Επέλεξε ως τέτοιο μια ρήξη, τη Γαλλική Επανάσταση στη μεταρρυθμιστική της στόχευση. Για τον Καντ δεν είχε σημασία η Επανάσταση καθ’ εαυτήν, που γίνεται από λίγους και μπορεί να πετύχει ή να αποτύχει μέσα σε φρικαλεότητες, αλλά ο ενθουσιασμός με τον οποίον την παρακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι «θεατές» που δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν, τα άλλα έθνη, και που εγγράφει στον χρόνο την προδιάθεση της ανθρωπότητας για πρόοδο. Πολύ αργότερα, ο Φουκώ είδε δίπλα στο καντιανό ερώτημα της προόδου κι ένα άλλο ερώτημα που είχε απαντηθεί χωρίς να διατυπωθεί. Και συνόψισε άρρητα τη νεωτερικότητα βάζοντας το ένα δίπλα στο άλλο: «Τι είναι Διαφωτισμός;» – «Τι είναι Επανάσταση;» Η Μεταπολίτευση πραγμάτωσε ακριβώς αυτό το με πρώτη ματιά αντιφατικό δίπολο της νεωτερικότητας: κινήθηκε μέσα από ένα πνεύμα ενθουσιασμού, που σημείωσε η φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου, προς μια πρόοδο της χώρας. Οι πολλοί, που δεν συμμετείχαν στο Πολυτεχνείο, διαπνεύστηκαν από τον μεταρρυθμιστικό ενθουσιασμό του, που μετουσιώθηκε στην πασοκική «αλλαγή» του ’81 και τη συνολική αριστερή πολιτισμική ηγεμονία που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο ενθουσιασμός αυτός, με την κορύφωση της προόδου –αυτής που κατέστη δυνατή με όρους όχι πολύ διαφορετικούς από μια πληθώρα ευρωπαϊκών κρατών–, «ακούστηκε» τελευταία φορά στην «ισχυρή Ελλάδα» του σημιτικού οράματος, για να σβήσει άδοξα στις ρητορικές καραμανλικές «επανιδρύσεις» της χώρας. Ήταν η ίδια η πραγμάτωση της γενικής προόδου ως ανόδου ατομικών βιοτικών επιπέδων όλον αυτόν τον καιρό που μετασχημάτιζε τον χαρακτήρα του ενθουσιασμού από δημόσιο σε ιδιωτικό. Αποτέλεσμα όμως ήταν, όταν αυτός χρειάστηκε πάλι στον δημόσιο χώρο, να ανακαλύψουμε «έκπληκτοι» την καθήλωσή του στο παρελθόν αντί της συνεχιζόμενης διάχυσής του στο παρόν μας. Ο ενθουσιασμός μοιάζει να έλειψε ακόμα και από τα μικρογεγονότα της πολιτικής σφαίρας που παραδοσιακά τον υπενθυμίζουν και τον ανατροφοδοτούν: τις απεργίες, που δεν είναι ποτέ πια επ’ αόριστον, τις κινητοποιήσεις· την ίδια την «αγανάκτησή» μας. Γιατί η Μεταπολίτευση πάγωσε τώρα ανάμεσα σ’ αυτά που μας φαίνονται αυτή τη στιγμή αδύνατα: ούτε ο βίαιος εξευρωπαϊσμός –που σημαίνει πια απροσχημάτιστα τον νεοφιλελευθερισμό– ούτε η «εθνική» (δι)έξοδος από την Ένωση φαίνονται σήμερα δυνατά. Η σύνθεση των δύο αδυνάτων σε μια θεσμική κατάσταση που θα μας διακρατήσει «εντός-εκτός» της «Ευρώπης», δεν θα αποτελέσει τον επίλογο, αλλά τη μακρά επαναδιατύπωση όρων όπως αυτής της προόδου. Η ρητορική των υπουργών, που πάντα


[ ]

προηγείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συγχέει την εθνική σωτηρία με την ευκαιρία μιας Νέας Μεταπολίτευσης, υπονοώντας μια μελλοντική «πρόοδο» που ουδέποτε –μαθαίνουμε τελικά– συντελέστηκε στη Μεταπολίτευση. Η ξαφνική αναβίωση του εθνικού –από εκείνους που το απαξίωσαν συστηματικά– σε καθεστώς απώλειάς του, δεν σημαίνει παρά αυτόν τον επανακαθορισμό των όρων της προόδου. Η νέα πρόοδος της «ανάπτυξης» και των «πλεονασμάτων» της χώρας και των εταιρειών της, που επιβάλλεται απ’ τη λογική της μακροχρόνιας βιοτικής δυστοπίας μας, δεν χρειάζεται ούτε στα χαρτιά τον ενθουσιασμό μας. Στη θέση του, αντίστροφα, διακινεί πρώτα την εργαλειακή συναίνεση, για να την υφαρπάξει όπως όπως μετά. Ο λόγος είναι ότι αυτή η νέα «πρόοδος» δεν αναφέρεται σ’ εμάς. Δεν μας περιλαμβάνει. Και μεις; Τι κάνουμε εμείς; Αυτή τη στιγμή ούτε στην «πρόοδο» μπορούμε να πιστέψουμε ούτε στην «επανάσταση» – ακόμα και την ύστατη ώρα που μοιάζει να μας περιμένει μια μακροχρόνια «προνεωτερική» ακινησία, δεν μας είναι δυνατόν να διανοηθούμε το παρόν μας παρά ως ένα διαρκές τέλος της Μεταπολίτευσης, ως ένα διαρκές παρελθόν. Ας υποθέσουμε όμως για μια στιγμή ότι είμαστε ακόμα στη νεωτερικότητα. Ότι δεν θα χρειαστεί να βρούμε καινούργια δίπολα για να τα αποδομήσουμε. Ότι για να ξαναπιστέψουμε στην «πρόοδο» πρέπει να ξαναπιστέψουμε στην «επανάσταση», να ξαναβρούμε «κάπου» τον ενθουσιασμό της μιας ως σημάδι της άλλης. Ας υποθέσουμε τέλος ότι είναι αλήθεια όσα μας λένε οι υπουργοί. Ότι υπάρχει γενικευμένη ανομία. Ακραίες συμπεριφορές. Επιθέσεις κατά της «δημοκρατίας» – καταλήψεις, γιαουρτώματα και «δεν πληρώνω» από εγωιστικές μειοψηφίες που δεν είμαστε εμείς αλλά στόχο έχουν εμάς, τη μυαλωμένη πλειοψηφία πολιτών, το έθνος που σώζουν. «Γίνονται επεισόδια;» Γιατί όλο και πιο πολύ δεν μπορούμε να αποστρέψουμε τα φοβισμένα βλέμματά μας από τα «επεισόδια»; Γιατί τα κοιτάμε μέσα μας με μια νευρική αναμονή, την ίδια στιγμή που σιχτιρίζουμε τους απονενοημένους δράστες; Ποιος φόβος μας είναι αυτός ο μέγας αντιφατικός, ο πολιτικός; Παλιά υλικά σε καινούργια χέρια. Ακόμα και αν η αποτυχία και το κόστος της ήταν τέτοιο που θα απέτρεπαν τον άνθρωπο που έκανε την επανάσταση να την ξανακάνει, λέει ο Καντ, τίποτα δεν μπορεί να σβήσει μέσα απ’ την καρδιά μας, σε νέες κρίσεις τίποτα δεν μπορεί να σβήσει μέσα απ’ τη μνήμη μας, την παρακινδυνευμένη επιθυμία της, που γέννησε κάποτε εκείνος ο ενθουσιασμός. Κώστας Περούλης


[ ]

Χρήστος Τσάκας

Η χιλιαστική ουτοπία της χιλιανής «Μεταπολίτευσης» Οι τριγμοί ενός υποδείγματος και η απωθημένη ελληνική εμπειρία Φτάσατε τη χώρα σ’ αυτό το σημείο, όχι γιατί ήσασταν ανίκανοι, όχι γιατί ήσασταν απατεώνες –εγώ δεν μπαίνω σ’ αυτές τις λογικές–, αλλά γιατί φοβηθήκατε να κυβερνήσετε. Φοβηθήκατε κοιτάζοντας προς τη μια πλευρά… [δείχνοντας προς την Αριστερά, σ.σ.] Γ. Καρατζαφέρης, από το βήμα της Βουλής, 6.5.2010

Η

παραπάνω αποστροφή του λόγου του αρχη­γού του ΛΑΟΣ, την ημέρα που επι­κυ­ ρώ­θη­κε η ληξιαρχική πράξη θανάτου της Μεταπολί­τευ­σης, πέρα από το να υπενθυμίζει για πολ­λοστή φορά τον βαθιά συστημικό χαρα­ κτήρα της ελληνικής ακροδεξιάς, και πόρ­ρω απέχοντας από το να αποτελεί ακραία εκδοχή του κυρίαρχου λόγου, παρατίθεται εδώ ακριβώς ως μια διαυγής έκφραση των πολιτικών και ιδεο­ λογικών αναστοχασμών των κυρίαρχων τά­ξεων.1 Αναστοχασμών που αφορούν όλο το εύρος των επιλογών, των πρακτικών, των πολιτικών και, σε τελική ανάλυση, των στρατηγικών εκπρο­σώ­ πησης που δοκιμάστηκαν στο πλαίσιο της μετα­ πολιτευτικής Δημοκρατίας. Στη βάση όλων αυ­ τών των προβληματισμών βρίσκεται μια ρητή ή, συνηθέστερα, υπόρρητη παραδοχή: η Μετα­ πολίτευση, «έτσι όπως έγινε», ήταν ένα «ιστορι­ κό ατύχημα». Σε τι συνίσταται το ατυχές της με­τά­ βασης από τη Δικτατορία στη Δημοκρατία; Η τελευταία προέκυψε από μια αναγκαστική όσο και ξαφνική κατάρρευση του στρατιωτικού κα­ θεστώτος, τον Ιούλιο του 1974, επιβάλλοντας σο­ βαρές πολιτικές (κατά βάση) υποχωρήσεις του αστικού πολιτικού προσωπικού προς την Αρι­ στερά και το λαϊκό κίνημα.2 Η συλλογιστική αυτή γίνεται ολοένα πιο οι­

1. Για μια πυκνή αναπαραγωγή των σχετικών φληνα­φημά­ των περί της Μεταπολίτευσης ως μείγματος σο­­­σια­λιστικής κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης, ρωμαϊκού οργίου, υπερτροφίας του κράτους και ασυδοσίας των πολιτών, βλ. εφ. Η Καθημερινή, 2.5.2010 και εφ. Τα Νέα, 30.4-2.5.2010. 2. Για μια πρόσφατη διεκτραγώδηση αυτών των υπο­ χωρήσεων, βλ. Στέφανος Κασιμάτης, «Το πρόσχημα της συναίνεσης και τα κακά του Μπίσμαρκ», εφ. Η Καθημερινή, 25.5.2011, όπου ο αρθρογράφος επισημαίνει: «Το ΚΚΕ, με τη στάση που τηρεί, επιβεβαιώνει πόσο εσφαλμένη ήταν η άνευ όρων νομιμοποίησή του το 1974».

κεία όσο πλησιάζουμε στην αποκρυστάλλωση ενός νέου μοντέλου διευθέτησης του κοινωνι­ κού ανταγωνισμού, στο πλαίσιο μιας «νέας Μετα­ πο­λί­τευσης» που βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν. Ωστό­ σο, εκείνο που συνήθως αποκρύπτεται είναι ότι αυτός ο «νέος τύπος Μεταπολίτευσης» δεν είναι και τόσο νέος. Αντίθετα, είναι η αποτυχία ενός μοντέλου περιορισμένης, αυταρχικής δημοκρα­ τίας, τον Νοέμβρη του 1973, που προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα διεργασίες: το «συμβάν» Πολυτεχνείο ακύρωσε στην πράξη το εγχείρημα της ελεγχόμενης μετάβασης από το στρατιωτικό καθεστώς σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία, που βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και συγκέντρωνε τη στήριξη των δυναμικότε­ ρων και ισχυρότερων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συσσώρευση κεφαλαίου σε κλίμα πειθαρχίας και ασφάλειας. Από τη στιγμή εκείνη, τα πιο σκληροπυρηνικά στοιχεία της χούντας αναλαμβάνουν δράση, προκαλώντας ένα βαθύ ρήγμα στο εσωτερικό του κοινωνικού συνασπι­ σμού εξουσίας και οδηγώντας, μέσα σε υπερε­ θνικιστικό παροξυσμό, στην κυπριακή τραγω­ δία που θα σημάνει και το δικό τους τέλος. Η τρέχουσα δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα περί κρίσης –στενά συνυφασμένη με τη φιλολο­ γία για τη Μεταπολίτευση–, προκειμένου να υπο­ στηρίξει τη μία ή την άλλη άποψη για το δέον γε­ νέσθαι, συχνά αξιοποιεί διεθνείς εμπειρίες, επιχειρώντας να αναδείξει ένα ισχυρό παράδειγ­ μα που θα συνηγορεί υπέρ των εκάστοτε ισχυρι­ σμών. Σε αυτή τη λίστα, τις πρώτες θέσεις κατα­ λαμβάνουν τα παραδείγματα της Αργεντινής (περί παύσης πληρωμών και αποδέσμευσης από τη σκληρή ισοτιμία με ξένο νόμισμα) και της Ιρ­ λανδίας (περί χαμηλής φορολόγησης των επιχει­


[ ]

ρήσεων). Η χώρα που λάμπει διά της απουσίας της από τη σχετική λίστα είναι η Χιλή, η οποία ωστόσο αποτελεί το αγαπημένο παράδειγμα των νεοφιλελεύθερων μίντια αναφορικά με την ομαλή μετάβαση από μια σκληρή στρατιωτική δικτατορία σε μια στέρεη δημοκρατία, χωρίς να διακυβευτεί η αναπτυξιακή δυναμική.3 Η απου­ σία αυτή, βέβαια, δεν συνιστά παράδοξο. Η πε­ ρίπτωση της Χιλής, παρόλο που συγκεντρώνει τα ιδεατά εκείνα χαρακτηριστικά που οι τιμητές της ελληνικής Μεταπολίτευσης έχουν αναγάγει σε υπέρτατες αξίες (κλίμα σταθερότητας και ασφάλειας και απουσία κοινωνικών κινημάτων κλίμακας ως προϋποθέσεις της ανάπτυξης), και πέρα από το τριτοκοσμικό της πρόσημο (σε σύ­ γκριση, ας πούμε, με το μέχρι πρόσφατα αγαπη­ μένο παράδειγμά τους, της «κέλτικης τίγρης»), φέρνει στο προσκήνιο το ερώτημα του ρόλου του στρατού σε αυτή τη διαδικασία· ερώτημα με το οποίο οι κυρίαρχες τάξεις δεν είναι σε θέση να αναμετρηθούν ανοιχτά μετά την τραυματική εμπειρία του 1973-74.4 Πολύ πρόσφατα, ωστόσο, η Χιλή βρέθηκε στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος για λόγους διαφορετικούς από τη σημασία της για την ελληνική εμπειρία. Από τον Απρίλιο του 2011, ένα πρωτόγνωρο για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα της Χιλής φοιτητικό κίνημα έχει εφορ­ μήσει βίαια στο προσκήνιο, πυροδοτώντας ευ­ ρύτερες διεργασίες στη χιλιανή κοινωνία.5 Η εμ­ φάνιση του κινήματος αυτού συναντιέται με πραγματικές αγωνίες μεγάλων μερίδων της χιλια­ νής κοινωνίας, οξύνει υπαρκτές αντιθέσεις στη χώρα και θέτει για πρώτη φορά με τέτοια ένταση ζητήματα που άπτονται της συνολικής φιλοσο­ φίας της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η 3. Βλ. εντελώς ενδεικτικά «Protests in Chile. The dis­contents of a healthy Democracy», The Economist, 23.6.2011. 4. Αν και οι πιο αποχαλινωμένοι εκφραστές τους αρέ­σκο­ νται να επισείουν την απειλή «ευρώ ή τανκς» όταν τα πράγ­ ματα ζορίζουν επικίνδυνα, όπως τον περασμένο Ιούνιο... 5. Με πιο πρόσφατα παραδείγματα τη λαϊκή κινητο­ποίη­ ση για την υπεράσπιση των φοιτητών μετά την άγρια κα­­­τα­στολή της 4ης Αυγούστου, αλλά και τη 48ωρη πα­­ νεργατική απεργία στις 24-25 του ίδιου μήνα. Για μια συνεκτική παρουσίαση των γεγονότων και της σημασίας τους, βλ. Βικτόρ ντε λα Φουέντε, «Το φοιτητικό κίνημα και η κληρονομιά του Αλιέντε», εφ. Η Αυγή – «Ενθέματα», 2.10.2011.

οποία –με διαφορές μόνο στη δο­σο­λο­γία– έλκει την καταγωγή της απευθείας από την περίοδο του Πινοσέτ. Η Χιλή αποτελεί το πρώτο και αρτιότερο πα­ ράδειγμα στρατιωτικής επέμβασης στην υπηρε­ σία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών αρχών και των συνακόλουθων πολιτικών και ιδεολογι­ κών προτεραιοτήτων.6 Η παρατεταμένη ανάμιξη του στρατού στην πολιτική, μάλιστα, δεν εξα­ ντλήθηκε στη 17ετή δικτατορία, αλλά η στρατιω­ ­τική μηχανή ήταν επιπλέον αυτή που δρομολόγη­ σε, επέβλεψε και εγγυήθηκε την ομαλή με­τάβαση σε μια κηδεμονευόμενη δημοκρατία χωρίς να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι επιτεύξεις της νεο­ φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής.7 Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα ανέλαβε η θεσμική θωρά­ κιση, με όργανα απρόσβλητα από τον λαϊκό έλεγχο, και οι διεθνείς οργανισμοί της οικονομι­

6. Από την αχανή βιβλιογραφία για το θέμα, βλ. Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, μτφρ. Α. Φιλιππάτος, Λιβάνης, Αθήνα 2010, σ. 102-177. 7. Και οι συνακόλουθες κοινωνικές επιπτώσεις της: η Χιλή παραμένει ακόμη και σήμερα μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες (8η θέση στη σχετική κατάταξη του ΟΗΕ). Στοιχεία για την υπερχρέωση των νοικοκυριών σε αυτή τη χώραπρότυπο της δημοσιονομικής πειθαρχίας δίνει η Marta Harnecker, Πραγματοποιώντας το αδύνατο, μτφρ. Δ. Κου­ φο­ντίνας, επιμ. Β. Πισσίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2007, σ. 206-207. Στοιχεία για τις ανισότητες στην εκπαίδευση δίνει ο Βικτόρ ντε λα Φουέντε, ό.π.


[ ]

κής αστυνόμευσης, με τον αποφασιστικό ρόλο τεχνοκρατών οι οποίοι κατείχαν μονοπωλιακά το «μυστικό της γνώσης» της οικονομικής ευη­ μερίας. Η πολιτική αυτή υλοποιήθηκε (με επιμέ­ ρους διαφοροποιήσεις) από όλες τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και για μεγάλο διάστημα εποπτεύ­ τηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον Πινοσέτ, ο οποίος διατήρησε την ηγετική θέση του στον στρατό μέχρι το 1998, με αξιώσεις διαιώνισης του νεοφιλελεύθερου παραδείσου που οικοδο­ μήθηκε στα συντρίμμια του αναπτυσσόμενου προδικτατορικού κοινωνικού κράτους. Ο πρόσφατος φοιτητικός ξεσηκωμός, έχο­ ντας την αφετηρία του σε οικονομικά αιτήματα, αμφισβήτησε σταδιακά τον πυρήνα της νεοφι­ λελεύθερης λογικής, που στον χώρο της Παιδείας μεταφράζεται σε ένα σχεδόν πλήρως ιδιωτικο­ ποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα, απαιτώντας την οικοδόμηση ενός κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος και μια ορισμένη αναδιανεμητική πολιτική, προσανατολισμένη σε πλατιά κοινωνι­ κά στρώματα. Τα αιτήματα αυτά αντιμετωπίστη­ καν με την κεκτημένη κρατική αυταρχικότητα από τον δισεκατομμυριούχο πρόεδρο Πινιέρα, τον πρώτο δεξιό πολιτικό που καταλαμβάνει το προεδρικό αξίωμα μετά την πτώση του Πινοσέτ.

Απέναντι σε αυτή την κρατική αντίδραση, η χιλια­ νή κοινωνία έδειξε εντυπωσιακά αντανακλαστι­ κά αλληλεγγύης, βγαίνοντας στους δρόμους και προκαλώντας πρωτοφανείς τριγμούς στο κυβερ­ νητικό στρατόπεδο και στην εικόνα του ίδιου του Πινιέρα.8 Τι συμπεράσματα μπορεί να αντλήσει κανείς από τις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στους κόλπους της χιλιανής κοινωνίας; Ο διεθνής Τύ­ πος, που τόσο πολύ έχει γοητευθεί από τη σαγή­ νη του «χιλιανού οικονομικού θαύματος», όταν δεν εξαντλεί την αρθρογραφία του στην περι­ γραφή της χαρισματικής προσωπικότητας της προέδρου της Φοιτητικής Ένωσης Καμίλα Βαγιέ­ χο,9 επιχειρεί να ερμηνεύσει την άνοδο των κοι­ νωνικών αγώνων ως κλασική διαδικασία εμφά­ νισης στο προσκήνιο δυναμικών μεσοστρωμάτων που διεκδικούν αναβαθμισμένο ρόλο έπειτα από δεκαετίες ανάπτυξης.10 Ισχύει; Εν μέρει... Εκείνο που συσκοτίζουν οι προσεγγίσεις αυ­ τές δεν είναι τόσο το κοινωνικό υποκείμενο των κινητοποιήσεων, ο προσδιορισμός του οποίου μοιάζει με σπαζοκεφαλιά σε χώρες όπως η

8. Ο οποίος είχε την «αγαθή τύχη», λίγο μετά την εκλογή του, να πρωταγωνιστήσει στο «ριάλιτι» της διάσωσης των χιλιανών μεταλλωρύχων, που εκτόξευσε τα ποσοστά δημοτικότητάς του σε δυσθεώρητα ύψη. 9. Γι’ αυτή την αντιμετώπιση από μια έγκυρη εφημερίδα, βλ. ενδεικτικά «Chile’s Commander Camila, the student who can shut down a city», The Guardian, 24.8.2011. 10. Γι’ αυτή την προσέγγιση, βλ. «Aufstand der Mitte», Der Spiegel, 5.9.2011, και «Politics in emerging markets. The new middle classes rise up. Marx’s revolutionary bour­ geoisie finds its voice again», The Economist, 3.9.2011.


[ ]

Χιλή,11 όσο η ιστορική διεργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Γιατί σε συνθήκες μακρόχρονης οικο­ νομικής ανάπτυξης, μετά από δεκαετίες πολέμου ενάντια στην κουλτούρα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας και διάλυσης κάθε ίχνους κοινω­ νικής πολιτικής υπό το άγρυπνο βλέμμα του στρατού, επανεμφανίζεται με ορμή η κοινωνική κινητοποίηση, αμφισβητώντας τον πυρήνα των κυρίαρχων πολιτικών. Ιδιαίτερα η νεολαία, η γενιά που δεν έζησε τον τρόμο των «εξαφανίσεων», των βασανιστηρίων και των εκ­­­τε­λέσεων, έγινε όμως το πειραματόζωο της νεοφιλελεύθερης κουλτούρας του ατομικισμού και της πειθάρχη­ σης, έρχεται να συναντήσει «ανήσυχες» κοινωνι­ κές κατηγορίες συμβάλλοντας στην αφύπνιση μιας βαθιά τραυματισμένης κοινωνίας. Αυτή η στιγμή της συνάντησης υπόγειων κοινωνικών δι­ εργασιών, και η εκρηκτική της διάσταση που υπο­ γραμμίζει τον ουτοπικό χα­ρα­κτή­ρα της «αιώνιας κοινωνικής γαλήνης» που ονειρεύονταν οι χιλια­ νοί στρατοκράτες,12 είναι το νέο στοιχείο της κοι­ νωνικής πραγματικότητας στη Χιλή. Στοιχείο το οποίο καταδεικνύει την ιδεο­λογική αποτυχία ενός μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας που γεννή­ θηκε μέσα από την ωμή, αχαλίνωτη βία που απαι­ τήθηκε για τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και την καταπάτηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας, με στόχο την επιβο­ λή μιας διαρκούς ακινησίας. Το χιλιανό παράδειγμα ίσως αφήνει ανικανο­ ποίητους όσους αναζητούν εμμόνως μια πολιτι­ κή «αξία χρήσης» στις διεθνείς εμπειρίες – και

11. Στο ίδιο άρθρο του Economist (3.9.2011) σχετικο­­ποιεί­ ται αυτομάτως ο ορισμός της «μεσαίας τάξης», αφού, όπως επισημαίνεται, τα στοιχεία αντλούνται από τοπικά πα­ρατηρητήρια τα οποία συχνά ορίζουν ως «μεσαία τά­­ξη» όσους βρίσκονται απλώς πάνω από το όριο της φτώχειας. Με βάση τα ίδια στοιχεία, στις χώρες της Λα­­τινικής Αμε­­ρι­­ κής ο απόλυτος αριθμός αυτών των στρωμάτων έχει τρο­­ ποποιηθεί ελάχιστα μεταξύ 1990 και 2008, αποτελώντας πάντως τα ¾ του πληθυσμού... 12. Στη διακήρυξη αρχών του Πινοσέτ μετά την επιβολή της δικτατορίας δηλωνόταν καθαρά ότι αποστολή του ήταν «μια παρατεταμένη και εις βάθος επιχείρηση για να αλλάξει η νοοτροπία των Χιλιανών» (βλ. Klein, ό. π., σ. 145).

μάλλον όχι άδικα: οποιαδήποτε απόπειρα άμε­ σης συσχέτισης με τις τρέχουσες εξελίξεις στην Ελλάδα μοιάζει εκ των προτέρων καταδικασμέ­ νη να εγκλωβιστεί είτε σε παράτολμες αναλογίες είτε σε έναν άκρατο διδακτισμό. Δύσκολα ωστό­ σο μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι, μέσα από μια ιδιότυπη πανουργία της ιστορίας, μας υπενθυμί­ ζει μια (ελληνική) παρελθοντική σκηνή που, σε συσκευασία (χιλιανού) παρόντος, φαντάζει βγαλ­ ­μένη από ένα μέλλον που ήδη έχει τεθεί σε κίνη­ ση διεθνώς. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, το χαραγμένο σε μια από τις στήλες της πύλης του Πολυτεχνείου σύνθημα, «Κάτω η χούντα – Allende», δεν μας θυμίζει σήμερα μόνο τις μέρες της εξέγερσης του Νοέμβρη, ούτε ταράζει απλώς τον ύπνο των νοσταλγών μιας κοινωνικής ευτα­ ξίας που ακυρώθηκε εν τη γενέσει της από το φοιτητικό ξεσηκωμό· πολύ περισσότερο, είναι η συμπυκνωμένη διατύπωση μιας δυνατότητας η οποία ορίζει με σαφήνεια το διακύβευμα για το μέλλον.


[ ]

Νίκος Τσιβίκης

«Αιμορραγία Εγκεφάλων»: Πουλώντας ελπίδα σε απελπισμένους 9.9.2011. Οδός Καλλιδρομίου, Αθήνα, Κέντρο. Δύο γηραίοι κύριοι συνομιλούν, ώσπου ο ένας αναφωνεί: «ξέρεις όλη αυτή η ιστορία με το Ματαρόα και τους αριστερούς διανοούμενους που σώθηκαν το 1945 είναι παραμύθι... Δεν επρόκειτο για καμιά ανθρωπιστική ενέργεια των Γάλλων, του Ντε Γκωλ ή του Μερλιέ, αυτό που θέλαν ήταν να εξασφαλίσουν για τη Γαλλία τα καλύτερα μυαλά. Έτσι άλλωστε έκαναν την ίδια στιγμή οι Αμερικανοί και οι Σοβιετικοί με τους φυσικούς επιστήμονες του Χίτλερ, που τους φτιάξανε τη Βόμβα».

Ε

ντυπωσιάζεται κανείς με το πλήθος των αναφορών σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο, σε σελίδες ειδήσεων, αλλά και σε απλά μπλογκ, για το κύμα μετανάστευσης νέων Ελλήνων προς το εξωτερικό εξαιτίας της οικονομικής κρίσης των δύο τελευταίων χρόνων. Αν και η προβλη­ ματική αυτή σερνόταν ήδη στα ΜΜΕ από την άνοιξη του 2010 και την έναρξη της μνημονια­ κής πολιτικής από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η πραγματική έκρηξη έρχεται μόλις το καλοκαίρι του 2011. Μια στοιχειώδης έρευνα στο διαδί­ κτυο μπορεί πολύ εύκολα να καταδείξει ότι από το καλοκαίρι του ’11, και μετά την ψή­­φιση του δεύτερου μνημονίου, το κίνημα των Αγα­να­κτι­­ σμένων και όλα όσα περάσαμε αυτούς του τε­ λευταίους μήνες, υπάρχει μια εκτίναξη θεμάτων στο πεδίο του δημόσιου λόγου για τις ευκαιρίες που αναζητούν οι νέοι συμπολίτες μας στο εξω­ τερικό, καθώς τα σχετικά άρθρα σχεδόν τριπλα­ σιάζονται για κάθε μήνα αναζήτησης. Αν χρειαζόμαστε όμως ένα χρονικό ορό­­ση­ μο για την κλιμάκωση αυτή, τότε στον θερινό ορίζοντα ξεχωρίζει η πολυδιαφημισμένη συζή­ τηση-ντιμπέιτ που διοργάνωσε ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ στις 5.7.2011 για τον «αν πρέπει κανείς να μείνει ή να φύγει από την Ελλάδα της Κρίσης», με τη συμμετοχή ακαδημαϊκών και επι­ τυχημένων επιχειρηματιών από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Δεν είναι τυχαίο ότι συμπίπτει η χρονική αυτή στιγμή με τις μέρες που ο εν λόγω σταθμός ξεκινά να διαρρηγνύει τις σχέσεις του με το κίνημα των Αγανακτισμένων, που τόσο είχε υποστηρίξει ώς τότε και για δύο περίπου συνεχόμενους μήνες. Το ίδιο το ντιμπέιτ που φιλοξενήθηκε στη νεό­­­­

τευκτη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύ­­ματος Ωνάση αποτελεί, σε προσεκτικότερη εξέ­τα­­ση, μια χαρακτηριστική περίπτωση νέας εκσυγ­­χρονι­ στικής ελληνικής επιχειρηματικότητας και έμμε­ σα απαντάει στο ίδιο το δίλημμα που θέτει. Διορ­ γανωτής υπήρξε μια νέα (μη κερδοσκοπική) εταιρεία που συστήθηκε μόλις τον προηγούμε­ νο χρόνο: η IntelligenceSquared Ελλάδας (www. intelligencesquared.gr), franchise της ομώνυμης αμερικανικής εταιρείας που θεωρείται η παγκό­ σμια αυθεντία στα ντιμπέιτ, με θυγατρικές σε διάφορες χώρες στον κόσμο. Πρόκειται για χώρο συντηρητικής συνήθως κριτικής, όπου χα­ ρακτηριστικά τις ίδιες ημέρες (5.7.2011) φιλοξε­ νούσε την καίρια συζήτηση «Ζίζεκ ή Ασάντζ; Ποιος είναι πιο επικίνδυνος για την Αμερική;», ενώ η πιο επιτυχημένη εκδήλωσή της την προη­ γούμενη χρονιά είχε θέμα «Αθεΐα: ο νέος φοντα­ μενταλισμός».1 Αλλά όπως συνήθως στην περίπτωση της ελ­ ληνικής επιχειρηματικότητας, η μόνη δράση που έχει να επιδείξει από σύστασής της η νέα αυτή εταιρεία –όποια σχέση και αν διατηρεί με τον έγκριτο τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, φανατικό υπο­ στηρικτή της κατάργησης καθετί δημόσιου– εί­ ναι η παραπάνω εκδήλωση και αυτή με πλήρη χρηματοδότηση από τον κρατικό κορβανά, και συγκεκριμένα τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, όπως η ίδια μας πληροφορεί στην ιστοσελίδα της. Άλλωστε και ο πρόεδρος της Εταιρείας, Ερ­ ρίκος Αρώνες, ανήκει στη μακρά παράδοση επι­

1. Βλ. www.intelligencesquared.com/hot-topics/zizekor-assange και www.intelligencesquared.com/events/ atheism.


[ ]

Πίνακας 1: Έλληνες μετανάστες στους τρεις μεγαλύτερους προορισμούς 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2010

Αυστραλία 351 233 240 280 261 281 270 204 142 101 92 108 106 99 85 112 -

Γερμανία 18.902 20.263 18.829 16.439 15.957 17.469 17.400 16.520 15.011 12.076 10.205 8.920 8.189 -

ΗΠΑ 719 950 1.155 1.009 651 769 1.070 1.124 882 769 798 745

Επεξεργασμένα στοιχεία από: migrationinformation.org

χειρηματιών που βασικά συνεργάζονται με το κράτος, καθώς η οικογενειακή του επιχείρηση «Ερρίκος Αρώνες ΑΕ», που ειδικεύεται στην ει­ σαγωγή και διάθεση χαρτιού, υπερηφανεύεται στην ιστοσελίδα της «ότι κατέχει μέχρι και σήμε­ ρα εξέχουσα θέση στις κρατικές προμήθειες» (www.arones.gr). Και όλα αυτά εν μέσω μια συ­ νεχούς επίθεσης προς το ελληνικό κράτος κα­ θώς, κατά την κραταιά νεοφιλελεύθερη άποψη και όπως αναδείχθηκε και στη συζήτηση, αυτό ευθύνεται για τη μη αξιοποίηση του ανθρώπι­ νου δυναμικού της χώρας. Τους επόμενους μήνες και μέχρι και σήμερα ξεκινά λοιπόν ένας καταιγισμός δημοσιευμάτων για τον μονόδρομο που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην Ελλάδα να μεταναστεύσουν. Τα θέματα αυτά κινούνται συνήθως ανάμεσα στη κυνική παραδοχή του αδιεξόδου και τη συναισθηματι­ κή αναπαραγωγή μοτίβων του διαχρονικού Έλ­ ληνα μετανάστη. Το κοινό χαρακτηριστικό είναι συνήθως η υπερβολή και η ανακρίβεια. Διαβά­ ζουμε, λ.χ., την 1.8.2011 στην ηλεκτρονική εκδο­ χή της εφ. Πρώτο Θέμα εκτεταμένο άρθρο με την αποκάλυψη ότι 70.000 Έλληνες έχουν πάρει το δρόμο της ξενιτιάς στην Αμερική «αυτή την πε­ 2. www.protothema.gr/greece/article/?aid=137315.

ρίοδο» (;), χωρίς καμία ένδειξη ούτε για την πηγή των στοιχείων ούτε και για την περίοδο που πε­ ριγράφεται.2 Στις ΗΠΑ των σκληρών αντιμετανα­ στευτικών νόμων, δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε μια τέτοια μαζική εισβολή Ελλή­ νων κυνηγημένων από την κρίση, σε αριθμούς που θα ζήλευαν και οι παράνομοι μετανάστες από το Μεξικό που περνάνε με κίνδυνο της ζωής τους τα οχυρωμένα αμερικανικά σύνορα. Συγκε­ κριμένα το 2010, χρο­νιά που ήδη είχε ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα ο αριθμός Ελλήνων που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ είναι ο χαμηλότερος της τελευταίας δεκαετίας, όπως βλέπουμε στον πίνακα 1. Αλλά αξίζει να εξετάσουμε τον πίνακα αυτό λίγο πιο προσεκτικά. Παρατηρούμε τα αναλυτι­ κά αριθμητικά στοιχεία Ελλήνων πολιτών που μετανάστευσαν για εργασία στους τρεις πιο ση­ μαντικούς ιστορικά προορισμούς ελληνικής με­ τανάστευσης: την Αυστραλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Δυστυχώς για την περίπτωση της Αυστρα­ λίας και της Γερμανίας τα στοιχεία φτάνουν μέ­ χρι το 2006, ενώ αντίθετα για τις ΗΠΑ έχουμε στοιχεία ως και το 2010. Με κάθε επιφύλαξη για τέτοιου είδους στοιχεία, η πρώτη παρατήρηση είναι ότι η Γερμανία κρατάει τα ηνία, όντας μα­


[10]

Πίνακας 2: Μ.Ο. μεταναστών κατά έτος ανά χώρα προέλευσης και προορισμού

Ελλάδα (πληθ. 11 εκ.) Σουηδία (πληθ. 10 εκ.) Βουλγαρία (πληθ. 8 εκ.)

Αυστραλία (1992-2006)

Γερμανία (1994-2006)

ΗΠΑ (1999-2010)

185 168 116

15.091 3.254 9.393

887 1.222 4.024

Επεξεργασμένα στοιχεία από: migrationinformation.org

Πίνακας 3: Σύγκριση συνολικού αριθμού Ελλήνων μεταναστών

Έλληνες Μετανάστες

1971-77 (όλοι οι προορισμοί)

1999-2006 (Αυστρ.-Γερμ.-ΗΠΑ)

214.320

114.082

Επεξεργασμένα στοιχεία από: migrationinformation.org και ΕΣΥΕ, Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδας

κράν η κατεξοχήν επιλογή, σε σχέση με τους δύο άλλους εξωτικούς εργασιακούς παραδείσους. Και στις τρεις όμως περιπτώσεις παρακολουθού­ με μια κοινή σχετικά εξέλιξη των τάσεων: ο αριθ­ μός των Ελλήνων που αναζητούν εργασία στις χώρες αυτές κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αι. σταθεροποιείται και μειώνεται άλλοτε θεαμα­ τικά και άλλοτε εντός λογικού πλαισίου. Όσο και αν τα στοιχεία αυτά μπορεί να αποκρύπτουν με­ γαλύτερα νούμερα άλλων μορφών μετανάστευ­ σης, μοιάζει λογικό να δεχτούμε ότι σε κάθε πε­ ρίπτωση οι τάσεις που καταμαρτυρούνται είναι πραγματικές. Χρήσιμη ίσως για την κατανόηση των αριθμών είναι η σύγκριση με δύο άλλες χώ­ ρες αποστολής μεταναστών στους παραπάνω προορισμούς, τη Βουλγαρία και τη Σουη­δία – χώ­ ρες αρκετά διαφορετικές από την Ελλάδα, αλλά με πληθυσμό και μέγεθος αντίστοιχο με της πα­ τρίδας μας, γεγονός που δικαιολογεί τη σύγκρι­ ση. Στον πίνακα 2 λοιπόν μπορούμε να δούμε τον μέσο όρο αποστολής μεταναστών από τις τρεις χώρες κατά έτος και ανά προορισμό τα τε­ λευταία χρόνια. Αν εξαιρέσουμε τη σταθερή σχέση που έχει η ελληνική μετανάστευση με τη Γερμανία, παρατηρούμε ότι, δεδομένου του με­ γέθους του πληθυσμού της, η Ελλάδα δεν μοιά­ ζει να αποτελεί ειδική περίπτωση και εντάσσεται 3. The CIA factbook for 2011, www.cia.gov/library/publications/ the-world-factbook/.

εντός ενός πλαισίου που μοιράζονται χώρες όπως η σαφώς φτωχότερη Βουλγαρία, με την εξαγωγή εργατικού δυναμικού, αλλά και η πλου­ σιότερη Σουηδία, που πιθανότατα εξάγει επι­ στημονικό και υψηλά καταρτισμένο προσωπικό. Άλλωστε και σε ένα άλλο πλαίσιο αριθμών, στα στοιχεία για την αναλογία εισερχόμενων μετα­ ναστών προς τους απερχόμενους και σε προκα­ ταρκτικά δεδομένα για το Α΄ εξάμηνο του 2011, η Ελλάδα εμφανίζει θετική αναλογία: +2,32, παρά τη μαινόμενη κρίση, σχεδόν διπλάσια αναλογία από τη Σουηδία, που είναι μια ακόμη χώρα κυρίως υποδοχής μεταναστών με +1,65, και πολύ μα­ κριά από τη Βουλγαρία, που αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αποκομμουνιστικοποιημένης χώρας και πλέον κράτος αποστολής μεταναστών, με αρνητικό λόγο στα -2,82.3 Οι παρατηρήσεις αυτές βοηθούν να μετρια­ στούν οι κορώνες για την απώλεια της εργατικής δύναμης της χώρας. Μπορούμε επιπλέον να συ­ γκρίνουμε τον συνολικό αριθμό μεταναστών που εγκαταλείπουν τη χώρα την πρόσφατη πε­ ρίοδο 1999-2006, για την οποία έχουμε στοιχεία και για τους τρεις προορισμούς, με την επταετία 1971-1977, η οποία ακολουθεί τα χρόνια της μα­ ζικής μετανάστευσης (πίνακας 3). Παρατηρούμε λοιπόν ότι μολονότι υπάρχει μείωση –που βέ­ βαια θα ήταν πολύ μικρότερη αν συνυπολογίζα­ με όλους τους προορισμούς και την ευκολία


[11]

εγκα­τάστασης σε χώρες εντός ΕΕ– το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει σταθερά χαρακτηριστι­ κά που δεν σχετίζονται μόνο με την κρίση, καθώς το νούμερο είναι σημαντικό ακόμη και για τα χρόνια της «ισχυρής» Ελλάδας του Σημίτη και της Ολυμπιάδας. Βέβαια οι πίνακες αυτοί αναφέρονται σε νό­ μιμα εργαζόμενους, και μπορεί πίσω από τους αριθμούς να διαφεύγουν μεγάλα κομμάτια με­ τανάστευσης, πιο περιοδικής ίσως, όπως φοιτητές, ειδικευόμενοι, συνοδευτικά μέλη οικογενειών, ερ­ γαζόμενα ή μη. Δεν παύουν όμως να δίνουν μια τάξη μεγέθους, ιδίως εφόσον οι όποιες ανακρί­ βειες θα πρέπει να αναχθούν και στις άλλες χώ­ ρες προέλευσης που είδαμε. Τα στοιχεία λοιπόν αυτά είναι χρήσιμα όχι για να αρνηθούμε ότι σημαντικό κομμάτι της ελλη­ νικής κοινωνίας φλερτάρει με την ιδέα του εξω­ τερικού, ιδίως όσο συντηρείται η κρίση και η ύφεση, αλλά για να θέσουμε τα ερωτήματα σε άλλη βάση. Είναι βέβαιο ότι η δραματική αύξη­ ση της ανεργίας, αλλά και το διάχυτο κλίμα απαι­ σιοδοξίας, κάνει ολοένα και περισσότερους να αναζητούν με κάθε τρόπο μια καλύτερη τύχη, όπως άλλωστε φαίνεται στις απαντήσεις πρό­ σφατων δημοσκοπήσεων για το αν θα μετανά­ στευε κανείς προκειμένου να βελτιώσει τη ζωή του. Η εκδηλωμένη πρόθεση όμως, ή και έστω η διερώτηση, απέχει έτη φωτός από τη συντελε­ σμένη απόφαση της εγκατάλειψης της πατρίδας με μόνιμο ή ημιμόνιμο χαρακτήρα. Και ακόμη και αν αυτή η πρόθεση επιχειρηθεί να λάβει σάρκα και οστά, πρέπει να υπερβεί πρώτα τους μετανα­ στευτικούς κανόνες, που ιδίως για μη ευρωπαϊ­ κούς προορισμούς είναι εξοντωτικά αυστηροί. Ίσως αυτό που είναι άξιο ιδιαίτερου σχολια­ σμού είναι ο χειρισμός όλης αυτής της συζήτησης από τα ΜΜΕ. Μέσα στο κλίμα της κρίσης και ήδη από αρκετά νωρίς άρχισε να κυκλοφορεί η ιδέα «της Ελλάδας που δεν είναι ικανή να κρατήσει τα παιδιά της ή δεν προσφέρει τις ευκαιρίες που δί­ νει το εξωτερικό»: αρκεί να θυμηθούμε τηλεοπτι­ κές εκπομπές και δημοσιογραφικά αφιερώματα στους πετυχημένους συμπολίτες μας που αποφά­ σισαν να μη γυρίσουν ποτέ στην Ελλάδα, αλλά να ασκήσουν το επάγγελμα ή την επιστήμη τους στις χώρες που είχαν πάει για σπουδές. Η φυγή προς

Vijayaraghavan Srinivasan, Brain Drain II (Shifting Place), 2008.

το εξωτερικό, άλλοτε πιο κυνικά και άλλοτε με κα­ ζαντζίδειους συναισθηματικούς βερμπαλισμούς, παρουσιαζόταν έμμεσα ή και άμεσα ως η μοναδι­ κή δυνατότητα διαφυγής, αλλά και εκπλήρωσης των ονείρων μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία βρί­ σκεται αντιμέτωπη με μια πατρίδα και ένα ελληνι­ κό κράτος εχθρικό και αποφασισμένο να τους στερήσει κάθε ευκαιρία. Μέσα λοιπόν από την ίδια τη συζήτηση που εμφανίζεται ως προβληματισμός για το φαντα­ σιακό ή επερχόμενο μεταναστευτικό ενδεχόμε­ νο, ουσιαστικά διαφημίζεται και αποκτά καίρια θέση η λύση της φυγής. Και είναι ενδιαφέρον ότι απουσιάζει σχεδόν πλήρως κάποιας μορφής αντίλογος, πέραν του προσχηματικού, ο οποίος να υποστηρίζει μια ενσυνείδητη στάση παραμο­ νής και προσπάθειας αλλαγής, συλλογικής ή ατομικής. Η απουσία αυτή υπογραμμίζεται από τις ελάχιστες και σπασμωδικές παρεμβάσεις από τα κόμματα εξουσίας, όπως αυτή του Αντώνη Σαμαρά σε εκδήλωση της ΟΝΝΕΔ Θεσσαλονί­ κης (15.9.2011) με θέμα «Να μείνω ή να φύγω από την Ελλάδα της κρίσης;», όπου η μόνη πολι­ τική που είχε να αντιπροτείνει ήταν ότι «μπορείς να μείνεις εδώ [στην Ελλάδα] κάτω από χειρότε­ ρες συνθήκες, αρκεί να αισθάνεσαι αξιοπρεπής. Αυτό είναι που λείπει σήμερα από την πατρίδα μας» (εφ. Πρώτο Θέμα, 16.9.2011). Για άλλη μια φορά, ο πολιτικός χώρος που δείχνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ενδε­ χόμενη αποστράγγιση της Ελλάδας από τους ταλαντούχους νέους της είναι η ακροδεξιά, με συχνές παρεμβάσεις όπως, λ.χ., η εκδήλωση της Τοπικής Οργάνωσης Πειραιά της Χρυσής Αυγής στις 14 Οκτώβρη 2011 με θέμα «Μετανάστευση


[12]

Ελλήνων», όπου το κύριο μήνυμα της ομιλίας ήταν: να μην ενδώσουμε στην εύκολη λύση, «να μην γίνουμε ρίψασπεις» (sic), εγκαταλείποντας την Ελλάδα τη στιγμή που μας έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ, «Δεν σωζόμεθα διά της φυγής, παρά να αποθάνωμεν αδόξως, προτιμότερον να αποθάνωμεν ενδόξως αγωνιζόμενοι». Η βασική όμως θέση του κατεστημένου ήρθε από τα υψηλότερα δυνατά χείλη, αυτά του ίδιου του πλέον αποτυχημένου Έλληνα πρωθυπουρ­ γού Γεωργίου Α. Παπανδρέου, σε πρόσφατη συ­ νέντευξή του: «Η κρίση δεν θα διαρκέσει για πά­ ντα. Μπορούμε να αλλάξουμε την πατρίδα μας και θα την αλλάξουμε. Κατανοώ απόλυτα την ανάγκη να βρει ο νέος τον δρόμο του εκτός Ελ­ λάδος, έστω και προσωρινά τη δύσκολη αυτή περίοδο όπου τα περιθώρια στένεψαν σημαντι­ κά» (εφ. Πρώτο Θέμα, 16.10.2011). Η προτροπή αυτή του ίδιου του πρωθυπουργού προς τους Έλληνες πολίτες να μεταναστεύσουν αποκαλύ­ πτει με τον καλύτερο τρόπο ότι η μετανάστευση δεν είναι απλώς μια αντίδραση στην κρίση, αλλά μια κρατική πολιτική που καλλιεργείται με πε­ ρισσότερο ή λιγότερο συστηματικό τρόπο. Άλλωστε για το παγκοσμιοποιημένο καπιταλι­ στικό σύστημα που μέσω της οικονομικής κρίσης επιχειρεί να αναδιοργανώσει την κερδοφορία του, οι κρίσεις αποτελούν και ρητά, όπως μας πληροφορεί πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Ορ­ γανισμού Μετανάστευσης, μοναδική ευκαιρία για δημογραφικές αλλαγές σε μεγάλη κλίμακα με την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού.4 Μια κατάσταση που κάθε άλλο παρά απε­ χθής είναι για το όραμα μιας μονίμως μνημονια­ κής Ελλάδας, όπου πρέπει να υπάρξει πλήρης

απορρύθμιση και αναδιάταξη της αγοράς εργα­ σίας και της παραγωγής. Σε αυτό το περιβάλλον, η μετανάστευση αποτελεί ένα θετικό παράγο­ ντα, καθώς λειτουργεί, αφενός, σαν βαλβίδα κοι­ νωνικής ασφαλείας και, αφετέρου, σαν πηγή εν­ δεχομένων εσόδων με τη μορφή των περίφημων εμβασμάτων. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε τον οργανικό ρόλο που έπαιξε η χούντα των συ­ νταγματαρχών στην εμπέδωση και οργάνωση των μεταναστευτικών μηχανισμών, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Έτσι ζούμε το παράδοξο, που είχε περιγράψει σε μια από τις τελευταίες μελέ­ τες του ο Έρικ Χομπσμπάουμ, να έχουμε εργαζό­ μενους που αγωνιούν για τις πολιτικές εξελίξεις μιας χώρας, στην οποία δεν ζουν πια, ενώ στις κοινωνίες που πραγματικά μετέχουν, να μην έχουν κανένα δικαίωμα λόγου, ούτε καν τα στοι­ χειώδη αστικοδημοκρατικά.5 Αλλά και οποιαδήποτε σκέψη αρθρώνεται για επανάκαμψη του επιστημονικού ή εργατικού προσωπικού που φεύγει τώρα ή ζει και εργάζε­ ται ήδη στο εξωτερικό είναι ψευδεπίγραφη, κα­ θώς μια τέτοια προσπάθεια πρέπει να συνοδευ­ τεί και από όραμα που θα νοηματοδοτούσε την ανάλογη κίνηση, όραμα προσωπικό αλλά κυρί­ ως συλλογικό. Η σύγχρονη ελληνική ιστορία μας υποδεικνύει ως μόνη στιγμή μιας τέτοιας υλο­ ποίησης τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν άνθρωποι του μόχθου, της επιστήμης και των τεχνών επέλεξαν, μέσα από το προοδευτικό όραμα της αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας και την ελπίδα μιας μορφής σοσιαλιστικού μετασχη­ ματισμού, να επιστρέψουν στην πατρίδα τους από τόπους εξορίας, αυτοεξορίας, αλλά και με­ τανάστευσης.

4. Khalid Khoser, «The Impact of Financial Crises on Inter­­national Migration: Lessons Learned», International Organization for Migration, Γενεύη 2009, 33 (www.iom.ch/ jahia/webdav/shared/shared/mainsite/published_docs/ serial_publications/mrs_37_en.pdf ).

5. Έρικ Χόμπσμπάουμ, Στους ορίζοντες του 21ου αιώνα: Μετά την εποχή των άκρων: Συνομιλία με τον Antonio Polito, μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης, Θεμέλιο, Αθήνα 2000.


[13]

Κωστής Καρπόζηλος

Τι να μας πουν και τα αμερικανάκια…

Φ

όβος που κρατάει δευτερόλεπτα. Τόσο όσο να περάσει κανείς από μία στενή είσο­ δο στον περιφραγμένο με μεταλλικούς συ­­ναρ­­ μολο­γούμενους φράχτες χώρο της συγκέντρω­ σης. Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011, Times Square, Νέα Υόρκη: η κατάληψη της Wall Street μετακόμι­ σε βόρεια στην πόλη. Έξω από τη στρούγκα η ζωή συνεχίζεται: δεκάδες περιμένουν στο φανά­ ρι, εκατοντάδες περπατούν στον δρόμο, εξαφα­ νίζονται στον υπόγειο, μπαίνουν στα ανοιχτά μα­ γαζιά, θαυμάζουν τις φωτεινές επιγραφές – τις τόσο γνώριμες από τα τηλεοπτικά πλάνα για τον «εορτασμό της πρωτοχρονιάς στη Νέα Υόρκη». Ο φράχτης εξασφαλίζει τη διαίρεση των δύο κό­ σμων, τη διασφάλιση της κανονικότητας του πιο κεντρικού σημείου της πόλης, την απομόνωση των χιλιάδων συγκεντρωμένων. Τυχόν αμφισβή­ τησή του συνεπάγεται αυτόματη επέμβαση της αστυνομίας – περιοδικά, όλο και κάποιο μέλος της ομάδας νομικής βοήθειας ενημερώνει μεγα­ λόφωνα για το ενδεχόμενο αυτό και ρωτά πόσοι είναι έτοιμοι για την αντιμετώπιση των συνεπει­ ών. Δυο βδομάδες πιο πριν, σε μια συζήτηση για την «ελληνική κρίση», ένας γηραιός αφροαμερι­ κανός, φορώντας σακάκι ψαροκόκαλο με περι­ βραχιόνιο που έφερε το σύνθημα «workers of the world unite», ρωτούσε με αγωνία ποια μπορεί να είναι η απάντηση στην αστυνομική βία. Έλα ντε… Το βλέμμα ψάχνει γνώριμα σημάδια και τον δρό­ μο της διεξόδου. Αυτός είναι το στενό πέρασμα από τον χώρο της συγκέντρωσης στο σύμπαν της κανονικότητας. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. «“Τι σημασία έχει που αγωνίζεσαι; Το ίδιο κάνει”. Ποιος το ‘χει πει αυτό; Ψέμα!», παρατηρούσε η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Η τεχνική του φράχτη, μια μετεξέλιξη της γερμανικής ευρεσιτεχνίας της περικύκλωσης και συμπίεσης των διαδηλωτών, στην περίπτωση του κινήματος της Wall Street έχει ιδιαίτερη συμ­ βολική και πρακτική αξία. Αναιρεί την καταστα­ τική αρχή του κινήματος, δηλαδή την κατάληψη του δημόσιου χώρου. Αποτελεί υπόμνηση της κυριαρχίας του Κράτους και του Νόμου που ορί­

ζουν ως άλλοι χωροτάκτες μια υγειονομική ζώνη εντός της οποίας επιτρέπεται, υπό όρους, η εκ­ δήλωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ο χώρος κατακερματίζεται –οι φράχτες είναι έτσι τοποθε­ τημένοι ώστε να δημιουργούν διαδρόμους και δαιδαλώδεις διαδρομές– δημιουργώντας στην ουσία ένα «θεματικό πάρκο»: οι εκατοντάδες άν­ θρωποι που στέκονται στα όρια του φράχτη και βγάζουν φωτογραφίες θυμίζουν επισκέπτες ζωο­ λογικού κήπου, και οι αστυνομικοί τους φύλακες του πάρκου. Ένα πλέγμα νομικών διατάξεων – από αυτές που συχνά διασκεδάζουν με την πα­ ραδοξότητά τους και εκτείνονται από τους κα­ νονισμούς περί ηχορύπανσης μέχρι τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας– δημιουργούν ένα ασφυ­ κτικό κλίμα πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Η ασφυξία αυτή μεταφέρεται εντός των περιφραγ­ μένων χώρων της συγκέντρωσης. Χιλιάδες άν­ θρω­ποι στέκονται, και όσο ο αριθμός τους αυξάνε­ται τόσο περιορίζεται η δυνατότητα να με­­τα­­κινηθούν. Αν αντιδράσουν σπασμωδικά, τότε η αστυνομία θα προχωρήσει σε συλλήψεις – η προοπτική αυτή είναι κάτι παραπάνω από ορατή: μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι υπάρχουν σταθμευμένα περιπολικά και λεωφορεία, η πυκνότητα των αστυνομικών εί­ ναι ανάλογη με αυτήν των συγκεντρωμένων, ενώ τα έφιππα κατασταλτικά σώματα υπενθυμίζουν τον συντριπτικό συσχετισμό δύναμης. Η κατάσταση αυτή δεν αναιρεί τον ενθουσια­ σμό. Το σύνθημα «είμαστε το 99%» –αυτή η ευ­ φυής αριθμητική αποτύπωση που παραπέμπει στην ανάλογη του 19ου αιώνα για 8 ώρες δου­ λειάς, 8 ώρες ύπνου, 8 ώρες ελευθερίας– κυρι­ αρχεί. Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς την ύπαρξη ριζοσπαστικών τάσεων, τις διεργασίες στα δυσκίνητα συνδικάτα, την εμφάνιση μιας νέας πολιτικοποίησης που εκφράζεται καταρχήν ατομικά – το μάντρωμα όμως επιτείνει την ώσμω­ ση. Οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις των, παγίως αισιόδοξων, οργανώσεων της αμερικανικής αρι­ στεράς εξακολουθούν να παραπέμπουν σε έναν χιλιαστικό λόγο της επικείμενης επαναστατικής διαδικασίας – το ενδιαφέρον όμως δεν βρίσκεται


Κωστής Καλαντζής

[14]

εκεί. Όταν η συγκέντρωση διαλύεται, εκατοντά­ δες απομακρύνονται σε κλίμα πανηγυρικό συ­ γκροτώντας μικρές διαδηλώσεις που ακυ­ρώνουν τις πρακτικές του εγκλεισμού και της περιθωριο­ ποίησης. Κάθε βήμα αυτής της διαδήλωσης προ­ σφέρει δεκάδες ερεθίσματα· είναι δύσκολο να μην παρασυρθεί κανείς από τις προσωπικές εντυπώσεις, τους εκκεντρικούς διαδηλωτές (κο­ ρυφαίος, μεταξύ άλλων, ο πενηντάρης κύριος που έχει φορέσει ένα βαρέλι αλά Λούκυ Λουκ και κυκλοφορεί γυμνός), όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που καθιστούν την αμερικανική εμπειρία μοναδική: από τα χαρτόκουτα που χρη­ σιμοποιούνται για την αναγραφή ατομικών συν­ θημάτων μέχρι τη –διάσημη πλέον– απουσία μι­ κροφωνικής εγκατάστασης που έδωσε το έναυ­σμα στην τεχνική του «human mic». Αν όμως κάτι ξε­ χωρίζει είναι η απουσία του ρουτινιάρικου περ­ πατήματος – οι διαδηλωτές νιώθουν ότι συμμε­ τέχουν σε κάτι πρωτόγνωρο, και αυτό καθορίζει το περπάτημα, τον ρυθμό, τη δυναμική του συ­ ντελούμενου γεγονότος. Για το Occupy Wall Street γράφονται και θα γραφτούν πολλά – οι εκ του μακρόθεν ακαδημαϊ­ κές αναγνώσεις θα κατακλύσουν τα επιστημονι­ κά περιοδικά, ενώ ήδη στα αμερικανικά Μέσα οι αναφορές στους «έξαλλους μαρξιστές, λενινι­ στές και τροτσκιστές» υπενθυμίζουν τα ελάχι­ στα όρια ανοχής και τα αντανακλαστικά του κοι­ νωνικού συντηρητισμού. Η διαρκής ενασχόληση με αυτό που αρχικά είχε χαρακτηριστεί «κατα­ σκήνωση των απόκληρων» και «πάρκο των χαϊ­

δεμένων» δεν προκύπτει από το μέγεθος των δια­δηλώσεων· είναι ο βαθμός ριζοσπαστικο­ποίη­ σης των συγκεντρωμένων, η ταχεία μετάβαση από τη γενικόλογη ρητορική της αγανάκτησης στην κυριαρχία της ιδέας του κοινωνικού αντα­ γωνισμού που δημιουργεί αίσθηση. Ταυτόχρο­ να, η ικανότητα του κινήματος να ελίσσεται κερ­ δίζοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά ζωτικό χώρο –όπως στο παράδειγμα της διελκυστίνδας για το δικαίωμα κατάληψης του πάρκου δίπλα στη Wall Street– υπογραμμίζει τα ρήγματα στις κατασταλτικές πολιτικές των περιφράξεων. Η κυκλοφορία της εφημερίδας Occupied Wall Street Journal υπογραμμίζει τις παραδοσιακές μεθόδους δράσης – μια ενδιαφέρουσα επιλογή στην εποχή της υποτιθέμενης εξαφάνισης του χαρτιού. Συνολικά, οι πρακτικές της παθητικής άμυνας, οι δίαυλοι επικοινωνίας με τα εργατικά συνδικάτα, η τεχνική του «human mic», φανερώ­ νουν την ανασυγκρότηση μιας ριζοσπαστικής παράδοσης, όπου συνυπάρχουν ποικίλα μέσα, τόποι και τρόποι εκδίπλωσης της κοινωνικής δια­ μαρτυρίας. Βρισκόμαστε σε ένα νέο 1968, όπως σπεύ­ δουν πολλοί να ευχηθούν; Η διεθνική διάσταση της κοινωνικής αναστάτωσης προσφέρεται για μια τέτοια εκτίμηση, αλλά η καταφανής απόκλιση από την ευφορία του μεταπολεμικού καπιταλι­ σμού καθιστά επισφαλή κάθε είδους σύγκριση. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι κάτι που περνά απα­ ρατήρητο, αν κάτι λείπει και ακυρώνει την εικόνα της νοσταλγικής αναπόλησης είναι οι κάθε λογής Κον-Μπεντίτ: η απουσία «εμβληματικών μορ­ φών» (ποιος είναι ο αντίστοιχος Κον-Μπεντίτ της αιγυπτιακής εξέγερσης, της Wall Street Occup­ ation, των αθηναϊκών δρόμων;) μπορεί να ερμη­ νευτεί πολλαπλά. Ως απόδειξη της απουσίας δο­ μών οι οποίες θα αναδείξουν ηγετικές μορφές και της καχυποψίας έναντι της λογικής της εκπροσώ­ πησης, αλλά και ως ένδειξη της ωρίμανσης και της εμφάνισης νέων μορφών συλλογικής οργά­ νωσης όπου θα περιττεύουν οι φωτογενείς επι­ δειξίες της ταχείας κοινωνικής ανόδου και της συ­ νακόλουθης πολιτικής ενσωμάτωσης.


[15]

Ηρακλής Οικονόμου

Το διαστημικό πρόγραμμα Galileo και η δημιουργική λογιστική της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σ

ήμερα στη χώρα μας εξελίσσεται μια ιδεο­ λογική προσπάθεια απόδοσης των ευθυ­ νών για το ελληνικό πρόβλημα στην κακιά τη μοί­ ρα μας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα αναπτυγμένα κράτη-μέλη του Βορρά προβάλλονται ως ιδα­νικοί διαχειριστές των εγχωρίων πραγμάτων και ως παραδείγματα προς μίμηση. Το μόνο που χρειά­ ζεται για να περάσουμε από το στάδιο του παρα­ σίτου σε εκείνο του ανθρώπου είναι να μιμηθού­ με τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις Βρυξέλλες. Οι πρακτικές, όμως, της δημιουργικής λογιστικής, της υπέρβασης προϋπολογισμών, της ενίσχυσης φατριών και συντεχνιών, έχουν ως πρώτο διδάξα­ ντα την ίδια την ΕΕ. Όχι για λόγους γραφειοκρα­ τίας ή ανθρώπινης φύσης ή δημοσιοϋπαλληλικής λαμογιάς, αλλά για λόγους ενίσχυσης της αντα­ γωνιστικότητας του διεθνοποιημένου βιομηχανι­ κού κεφαλαίου· μια αποστολή την οποία η ΕΕ ξέ­ ρει να υπηρετεί στην εντέλεια. Το παράδειγμα του Galileo, του μεγαλύτερου διαστημικού προγράμματος που διαχειρίζεται και χρηματοδοτεί η ΕΕ, φωτίζει πτυχές λειτουρ­ γίας της Ένωσης που οι «ευρωπαϊστές» παρα­ βλέπουν. Το πρόγραμμα αποτελεί μνημείο του ταξικού προσανατολισμού της ΕΕ ως μηχανι­ σμός υπεράσπισης των συμφερόντων των διε­ θνοποιημένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Ένας μηχανισμός, ο οποίος, την ίδια στιγμή που διεκδικεί την εφαρμογή των «νόμων της ελεύθε­ ρης αγοράς» για τα κράτη-μέλη της περιφέρειας, προβαίνει σε άμεσες επιδοτήσεις προς τους με­ γάλους επιχειρηματικούς ομίλους σε πανευρω­ παϊκό επίπεδο. Το παρόν σημείωμα διηγείται την ιστορία του Galileo, με έμφαση στη σκανδαλώ­ δη ανάληψη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κο­ μισιόν) το 2007 του συνολικού χρηματικού κό­ στους ανάπτυξης και παραγωγής που υποτίθεται ότι θα αναλάμβανε μία εταιρική κοινοπραξία στα πλαίσια μιας σύμπραξης δημοσίου-ιδιωτι­ κού τομέα. Επ’ ευκαιρία της εκτόξευσης των δύο πρώτων λειτουργικών δορυφόρων του συστή­

ματος στις 20 Οκτωβρίου 2011, προσδεθείτε για ένα ταξίδι στο διάστημα και στην πολιτική οικο­ νομία της ευρωπαϊκής διαστημικής πολιτικής. Το πρόγραμμα Galileo: μία σύνοψη Μπορεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα να τρεκλίζει υπό το βάρος της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, του χρέους και της εκτίναξης των ελλειμ­ μάτων, όμως… έξω στο διάστημα πάμε καλά. Η ΕΕ έχει αναδειχτεί σε σημαντικό «παίκτη» στο πεδίο του διαστήματος, με εμπροσθοφυλακή το πρόγραμμα δορυφορικής πλοήγησης Galileo. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα αποτελεί την ευρω­ παϊκή απάντηση στο γνωστό GPS, το οποίο μέ­ σω του Ι.Χ. αυτοκινήτου και άλλων εφαρμογών έχει εισέλθει στην καθημερινή ζωή. «Ποιο είναι το πρόβλημα του GPS ώστε να απαιτείται και ένα δεύτερο ευρωπαϊκό GPS;», θα αναρωτηθεί­ τε. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι το GPS είναι αμερικανικό, έχει χρηματοδοτηθεί από το αμε­ ρικανικό κράτος και έχει ωφελήσει τις αμερικα­ νικές εταιρείες αεροδιαστημικής. Και μπορεί οι ΗΠΑ να θεωρούνται στρατηγικός σύμμαχος και εταίρος της ΕΕ, δεν θεωρούνται όμως άξιες εμπι­ στοσύνης για να μας πλοηγήσουν στο σπίτι μας! Στην πραγματικότητα, όταν κρίνονται η ανταγω­ νιστικότητα και η κερδοφορία του ευρωπαϊκού στρατιωτικο-βιομηχανικού κεφαλαίου έναντι των παγκόσμιων ανταγωνιστών του, ξεχνιούνται και συμμαχίες, και ειδικές σχέσεις, και διακηρύξεις περί υπερατλαντικής φιλίας. Το σύστημα έχει τις ρίζες του στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και σε μία πρόταση της Επι­ τροπής για τη συμμετοχή της ΕΕ στη δορυφορι­ κή πλοήγηση. Όταν ολοκληρωθεί, το Galileo θα αποτελείται από 30 δορυφόρους και από επίγειες υποδομές ελέγχου και διοίκησης. Οι εφαρμογές του συστήματος είναι πολυποίκιλες: οδικές με­ ταφορές και σιδηρόδρομοι, θαλάσσιες μεταφο­ ρές, αλιεία, διοικητική μέριμνα, τηλεπικοινωνίες, γεωργία, επιστημονική έρευνα, πολιτική προ­


[16]

στασία, άμυνα και ασφάλεια, κ.ά. Οι υπηρεσίες του διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες: υπηρεσία ανοιχτής πρόσβασης, για τον μέσο χρήστη· εμπο­ ρική υπηρεσία, για εξειδικευμένους επαγγελμα­ τίες χρήστες που απαιτούν υψηλή απόδοση· υπηρεσία ασφάλειας της ζωής, για εφαρμογές όπου απειλείται η ανθρώπινη ζωή· υπηρεσία έρευ­νας και διάσωσης, για την υποστή­ριξη επι­ χειρήσεων διάσωσης· και η «δημόσια ρυθμιζό­ μενη υπηρεσία» για στρατιωτικές εφαρμογές και εφαρμογές ασφάλειας.1 «Σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα», Galileo Statistics και δημιουργική λογιστική Αρχικά, το πρόγραμμα Galileo επρόκειτο να χρη­ ματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Διαστημική Υπηρεσία (διακυβερνητικός μη κοινοτικός οργα­ νισμός διαχείρισης των ευρωπαϊκών διαστημι­ κών θεμάτων που συμμετέχει στην ανάπτυξη του Galileo), την Επιτροπή και μία κοινοπραξία εταιρειών. Η τελευταία επρόκειτο να επιλεγεί μέ­­ σω διαγωνισμού, αλλά τελικά προήλθε μετά από 1. Για μία αναλυτική παρουσίαση των τεσσάρων πρώτων εφαρμογών, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Green Paper on Satellite Navigation Applications», COM(2006) 769 final/ 2, 12 Δεκεμβρίου 2006.

συγχώνευση των δύο διαγωνιζόμενων κοινο­ πραξιών το 2005! Ελεύθερος ανταγωνισμός αλά ευρωπαϊκά… Τον Ιανουάριο του 2006 υπογρά­ φτηκε το πρώτο συμβόλαιο, ύψους 1 δισ. ευρώ, ανάμεσα στη νέα κοινοπραξία Galileo Industries και την Ευρωπαϊκή Διαστημική Υπηρεσία για την κατασκευή των πρώτων πειραματικών δορυφό­ ρων και τη δοκιμή των υποσυστημάτων. Στην κοι­ νοπραξία συμμετείχαν οι εταιρείες Alcatel Alenia Space, EADS Astrium και Thales. Περιχαρής, ο τότε γενικός διευθυντής της Alcatel δήλωσε: «Μόνο μία ενωμένη Ευρώπη μπορούσε να κατα­ στήσει δυνατό το Galileo και, ως αντάλλαγμα, το Galileo καθιστά την Ευρώπη μία ακόμα ισχυρό­ τερη πραγματικότητα».2 Στη συνέχεια εμφανίστηκαν τα πρώτα σύννε­ φα ανάμεσα στις επιχειρήσεις και στους Ευρω­ παίους αξιωματούχους. Ώς τα μέσα του 2006, η ESA και η Κομισιόν είχαν ήδη «επενδύσει» περί­ που 1,5 δισ. ευρώ. Η συμφωνία προέβλεπε την καταβολή του υπόλοιπου ποσού των 2,4 δισ. που απαιτούνταν τότε για την ολοκλήρωση του προγράμματος ως εξής: τα 2/3 θα καταβάλλο­ νταν από την κοινοπραξία των κατασκευαστών και το 1/3 από την Επιτροπή. Οι εταιρείες όμως, έχοντας εξασφαλίσει την προηγούμενη χρημα­ τοδότηση και την εκκίνηση του προγράμματος, ανακαλύπτουν ότι η συμμετοχή τους στο Galileo είναι αδύνατον να αποβεί κερδοφόρα. Ο τότε Επίτροπος Μεταφορών προειδοποιεί με πυγμή: «Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Η Επιτροπή δεν είναι έτοιμη να πληρώσει το οποιοδήποτε τίμημα για να αποκτήσει το Galileo. Τα κόστη πρέπει να εί­ ναι λογικά και να μας επιτρέψουν να δούμε αξία για τα χρήματά μας».3 Η πυγμή επρόκειτο να πάει περίπατο, μόλις η κοινοπραξία ανακοίνωσε την αδυναμία κάλυψης του μεριδίου της επί του κόστους εξαιτίας της έλλειψης εμπορικών εφαρ­ μογών. Σχεδόν αμέσως, το 2007, η Επιτροπή έσπευ­σε να καλύψει το σύνολο του κόστους πα­ ραγωγής και λειτουργίας του προγράμματος!

2. Serge Tchuruk, στο «Alcatel Applauds the Concrete Start of the Galileo Project», Δελτίο Τύπου Alcatel Alenia Space, 19 Ιανουαρίου 2006. Οι μεταφράσεις των παραθεμάτων που ακολουθούν είναι του συγγραφέα. 3. Jacques Barrot στο «EU: ‘No Blank Check for Galileo’», Space News, 19 Ιουνίου 2006.


[17]

Η μεταφορά 2,4 δισ. ευρώ από άλλες δαπάνες στο Galileo έπρεπε να σερβιριστεί ως μία ανα­ γκαία και φυσιολογική εξέλιξη, για την οποία αρ­ κούσε απλώς μία σωστή προσθαφαίρεση. Ας θαυ­ ­μάσουμε το δελτίο τύπου της Επιτροπής που ανέλαβε να επεξηγήσει τις λογιστικές αλχημείες: Η Επιτροπή ανέλυσε διάφορες χρηματοδοτικές εκ­ δοχές για το Galileo και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τε­ χνολογίας (EIT), και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιο αποτελεσματική λύση είναι να προτείνει μία ανα­ θεώρηση του Πολυετούς Χρη­ματοοικονομικού Πλαι­ σίου 2007-2013 (MAFF) χρησιμοποιώντας διατάξεις του Δια-Θεσμικού Συμφώνου για τη δημοσιονομική πειθαρχία και την άρτια χρηματοοικονομική διαχείρι­ ση (ΙΙΑ) της 17 Μαΐου 2006, χωρίς καμία αύξηση της συνολικής οροφής.4

Για να μη στέκει ολομόναχο το Galileo και εκτίθεται στα μάτια των πολιτών, η ανάγκη εύρε­ σης πόρων συνδέθηκε και με το Ευρωπαϊκό Ιν­ στιτούτο Τεχνολογίας, αν και το ποσό ίδρυσης του Ινστιτούτου ήταν σαφώς μικρότερο. Έτσι, το Galileo έπαψε να φαίνεται ως παρέκκλιση. Το πρώτο βήμα για τη νομιμοποίηση της όλης πρω­ τοβουλίας είχε γίνει. Απέμενε η ίδια η εύρεση των πόρων. Από το συνολικό ποσό που απαιτείται, 220 εκατ. ευρώ θα μεταφερθούν από το περιθώριο που είναι διαθέσιμο για το 2007 και το 2008 υπό την επικεφαλίδα «Διοίκηση», η οποία καλύπτει τα έξοδα λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών· 2,189 δισ. ευρώ θα μεταφερθούν από το περιθώ­ ριο που είναι διαθέσιμο για το 2007 και το 2008 υπό την επικεφαλίδα 2 «Συντήρηση και Διαχείρι­ ση Φυσικών Πόρων» που δεν θα χρειαστούν και που έτσι κι αλλιώς αφήνουν ένα περιθώριο 2 δισ. ευρώ για το 2008· και 0,3 δισ. ευρώ που είναι δια­ θέσιμα για τα σχετικά με τις μεταφορές ερευνητι­ κά προγράμματα που αφορούν το Galileo υπό το 7ο Πρόγραμμα-Πλαίσιο για την Έρευνα (ό.π.). Για να αποφύγει την αντίδραση των παραδο­ σιακών ευρωσκεπτικιστικών κρατών, η Επιτροπή 4. «Revision of the EU Financial Framework 2007-2013 to Finance Galileo and EIT: No Increase of the Overall Budgetary Ceiling Is Required», Δελτίο Τύπου-Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 19 Σεπτεμβρίου 2007.

έκρινε σκόπιμο να χρηματοδοτήσει τα επιπλέον κόστη χωρίς αύξηση του συνολικού κοι­­νοτικού προϋπολογισμού. Το πολιτικό ρίσκο αποτυχίας του εγχειρήματος θα ήταν μεγάλο. Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Από το παραπάνω απόσπα­ σμα φαίνεται πόσο διακοσμητικός είναι εντέλει ο εκάστοτε κοινοτικός προϋπολογισμός: πόροι που διατίθενται αλλά δεν χρειάζονται και προϋ­ πολογισμοί εξόδων λειτουργίας που προφανώς υπερκαλύπτονται – αλλιώς δεν θα μεταφέρο­ νταν χρήματα με τέτοια ευκολία από εδώ κι από εκεί. Ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι ο συνολι­ κός προϋπολογισμός δεν επιβαρύνθηκε είναι αστείος, εφόσον δεν λαμβάνει υπόψη τη μελ­­ λοντική επιβάρυνση από τις ευθύνες που οι εται­­ ρείες μετακύλησαν στους ευρωπαϊκούς θε­ σμούς. Εντύπωση δε προκαλεί η απίστευτη ταχύτητα και ευκολία με την οποία βρέθηκαν πόροι από τον υπάρχοντα προϋπολογισμό. Το αντεπιχείρημα της Επιτροπής ήταν τα προσδοκώμενα οφέλη από το Galileo σε οικονο­ μικό επίπεδο. Και εδώ όμως, τα Galileo Statistics περισσότερο μπερδεύουν παρά εξηγούν. Οι εφαρμογές συστημάτων δορυφορικής πλο­­ ή­γησης αυξάνονται ραγδαία, και ο ετήσιος τζίρος τους παγκοσμίως αναμένεται να έχει φτάσει τα 240 δισ. ευρώ έως το 2020. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα των πλεονεκτημάτων του Galileo και του EGNOS, σε σχέση με τα άλλα ανταγωνιστικά συστήματα, αυτά αναμένεται να τροφοδοτήσουν οικονομικά και κοινωνικά οφέλη αξίας περίπου 60-90 δισ. ευρώ στα επόμενα 20 χρόνια. 5 Γενικά, υπάρχει μία ευλυγισία ως προς τα στατιστικά στοιχεία· π.χ., σε άλλα έγγραφα η πα­ γκόσμια αγορά για προϊόντα και υπηρεσίες δο­ ρυφορικής πλοήγησης υπολογίζεται ότι το 2025 θα προσεγγίσει τα 400 δισ. ευρώ.6 Παράλληλα, η ίδια νεφελώδης αντίληψη περί στατιστικών δε­ δομένων παρατηρείται και ως προς τον υπολογι­ σμό του συνολικού μακροπρόθεσμου κόστους του προγράμματος. Πλάι στα 3,4 δισ. ευρώ που έχουν ήδη καταβληθεί, την περίοδο 2014-2020 5. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Towards a space strategy for the European Union that benefits its citizens», COM(2011) 152 final, 4 Απριλίου 2011. 6. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «European Space Policy», COM(2007) 212, 26 Απριλίου 2007.


[18]

εκτιμάται ότι θα απαιτηθούν 1,9 δισ., ενώ το ετή­ σιο κόστος λειτουργίας του Galileo υπολογίζεται σε 800 εκατ.7 Με απλά μαθηματικά, το συνολικό άθροισμα όλων των παρελθόντων και μελλοντι­ κών οικονομικών ενισχύσεων εκ μέρους της ΕΕ ξεπερνάει τα 20 δισ., υπολογίζοντας 20 χρόνια λειτουργίας του συστήματος! Το ποσό αυτό θα κληθεί να το πληρώσει ο Ευρωπαίος φορολο­ γούμενος εξολοκλήρου, σε αντίθεση με το αρχι­ κό σχέδιο που προέβλεπε αφενός ένα πολύ μι­ κρότερο προϋπολογισμό και αφετέρου την κατά τα 2/3 κάλυψή του από τις εταιρείες. Μπορεί το συνολικό ποσό να παραμένει άγνωστο, αλλά οι εταιρείες-παραλήπτες των μελλοντικών παραγγελιών είναι ήδη γνωστές: η Thales Alenia Space για τις υπηρεσίες βιομηχανι­ κής υποστήριξης, ο γερμανικός κολοσσός OHB System για την πρώτη παρτίδα 14 δορυφόρων, η EADS Astrium για τους επόμενους 14 δορυφό­ ρους εναλ­λάξ με την OHB System, και η Ariane­ space για τις υπηρεσίες εκτόξευσης. «Ελεύθερη» η αγορά μεν, απολύτως ολιγοπωλιακός ο χαρα­ κτήρας της δε – και με τη βούλα της Επιτροπής. Και οι απορίες πληθαίνουν. Εάν τα οφέλη είναι αυτά που ισχυρίζεται η Κομισιόν, γιατί άραγε κα­ τέρρευσε η σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού το­ μέα με πρωτοβουλία των ιδιωτικών εταιρειών; Πώς γίνεται να προκύπτουν τέτοιοι τζίροι, όταν το ανταγωνιστικό GPS διατίθεται δωρεάν στους χρήστες του; Και πώς μπορεί να μετρηθεί το «κοινωνικό όφελος»; Ποιο είναι το κοινωνικό όφελος της αναπαραγωγής μιας ήδη υπάρχου­ σας –και δωρεάν διατιθέμενης– υπηρεσίας; Στην πραγματικότητα, τα «οφέλη» στα οποία αναφέ­ ρεται η Επιτροπή είναι εξαιρετικά γενικά και μη μετρήσιμα. Τα στοιχεία εδώ δεν υπηρετούν την ενημέρωση ή την ανάλυση, αλλά την άντληση νομιμοποίησης μέσω της επίκλησης ασαφών προβλέψεων. Ποιες διαδικασίες επιδιώκει να συ­ σκοτίσει αυτή η επίκληση; Απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας Η διαδικασία μέσω της οποίας προγράμματα όπως το Galileo προωθήθηκαν σε ευρωπαϊκό επί­ 7. Ευρωπαϊκή Διαστημική Υπηρεσία, «Factsheet - What is Galileo?», 1 Αυγούστου 2011.

πεδο είναι βαθύτατα πολιτική, έχοντας παράλλη­ λα κρίσιμες κοινωνικοοικονομικές και βιομηχανι­ κές ρίζες. Είναι αδύνατον να ερευνηθούν οι πηγές της διαστημικής πολιτικής της ΕΕ χωρίς την κατα­ νόηση της σχέσης πολιτικής και οικονομίας, η οποία εν πολλοίς έγκειται στη στενότατη σχέση και διάδραση των κρατών-μελών, των ευρωπαϊκών θεσμών και του διεθνοποιημένου βιομηχανικού κεφαλαίου. Το υπόβαθρο αυτής της διάδρασης μπο­ ρεί να εμφανίζεται με έναν μανδύα τεχνικής ανα­ γκαιότητας αλλά στην ουσία του είναι οικονομικό. Συνίσταται στη χρήση των διαστημικών εφαρμο­ γών –ή των εφαρμογών οποιουδήποτε άλλου βιο­ μηχανικού πεδίου– για την προάσπιση της διε­ θνούς ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου. Κι αν δεν με πιστεύετε, ρωτήστε και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Ζ. Μπαρόζο: Οι διαστημικές δραστηριότητες παίζουν ένα χρήσιμο ρόλο στην ενδυνάμωση της ευρωπα­ ϊκής ανταγωνιστικότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Ο λόγος είναι απλός. Το διάστημα απαιτεί και παράγει νέες τεχνολογίες, νέες υπηρεσίες έντασης γνώσης, νέα προϊόντα και νέες μορφές συνεργασίας. [...] Το διάστημα μπορεί σίγουρα να συμβάλει στην οικονομική ανάκαμψη βραχυπρόθεσμα και στη στιβαρή βιομηχανική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.8

Θεμέλιο της διαδικασίας προώθησης των βιομη­ χανικών συμφερόντων είναι η ενότητα σκοπού των ευρωπαϊκών θεσμών. Και αν τους σκοπούς της «κακής» Επιτροπής τους ξέρουμε εκ των προ­ τέρων, σημειώστε ότι και το «καλό» Ευρωκοινο­ βούλιο υπήρξε σταθερός υποστηρικτής του Galileo σε όλα τα βήματά του. Αυτό που ο ευρω­ παϊσμός ξεχνά, όταν αναφέρεται στον συγκεκρι­ μένο θεσμό ωσάν να ήταν το προπύργιο της επανάστασης στην ΕΕ, είναι ότι στα κρίσιμα ζη­ τήματα το Ευρωκοινοβούλιο στέκεται ένας ιδιαί­ τερα πιστός και μαχητικός σύμμαχος της Επιτρο­ πής. Και βέβαια το Galileo δεν αποτελεί εξαίρεση.

8. José Barroso, «The Ambitions of Europe in Space», Ομι­ λία στο Συνέδριο Διαστημικής Πολιτικής, Βρυξέλλες, 15 Οκτωβρίου 2009.


[19]

To Κοινοβούλιο όχι μόνο διεκδίκησε τη μεγιστο­ ποίηση των διαθέσιμων πόρων, αλλά και επικρό­ τησε την ανάληψη της χρηματοδότησης και της διαχείρισης του προγράμματος αποκλειστικά από την Επιτροπή. Η επιχειρηματολογία του υπέρ του προγράμματος απλώς επικύ­ρωσε την υπάρ­ χουσα συναίνεση σε επίπεδο Κομισιόν: «το Galileo είναι ένα πρόγραμμα για ειρηνικούς σκο­ πούς, εγγυάται την ανεξαρτησία της ΕΕ ως προς τρίτες χώρες, ικανοποιεί στρατηγικά, οικονομι­ κά, βιομηχανικά, διαστημικά συμφέροντα και συμ­ φέροντα ασφαλείας καθώς και πολλά άλλα συμ­ φέροντα…».9 Αυτή η ενότητα σκοπού επικυρώνεται από την πολιτική δράση του διεθνοποιημένου κεφαλαίου σε επίπεδο ΕΕ. Η δράση αυτή τροφοδοτεί­ ται πρωτίστως από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Αεροδιαστημικής και Άμυνας (ASD), τον επίση­ μο θεσμό εκπροσώπησης των συμφερόντων του στρατιωτικο-βιομηχανικού και αεροδιαστη­ μικού κεφαλαίου στις Βρυξέλλες. Στην πραγμα­ τικότητα, οι δύο αυτές μερίδες κεφαλαίου είναι μία ενιαία πολιτικοοικονομική οντότητα· ο πολι­ τικός και ο στρατιωτικός κλάδος της αεροδια­ στημικής βιομηχανίας είναι απόλυτα συνενωμέ­ νοι μεταξύ τους. Οι δύο κύριοι βιομηχανικοί παίκτες στην Ευρώπη σήμερα είναι η γαλλο-γερ­ μανο-ισπανική EADS Astrium και η γαλλο-ιταλι­ κή Thales Alenia Space, που αποτελούν θυγατρικές της EADS αφενός, και των Thales και Fin­­mecca­ nica αφετέρου – αμφότερες βιομηχανίες όπλων. Όλες αυτές οι εταιρείες γεννήθηκαν μέσα από μία μακρά διαδικασία διεθνοποίησης, δηλαδή διεθνούς συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, η οποία κορυφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Μέσω αυτής της διεθνο­ ποίησης και μέσω της ολοένα και αυξανόμενης ανάπτυξης προϊόντων «διπλής χρήσης» (ειρηνι­ κής και στρατιωτικής), η παραγωγή για στρατιω­ τικούς σκοπούς συγχωνεύθηκε με την παραγω­ γή για πολιτικούς σκοπούς. Η ιστορία του Galileo αποδεικνύει τον τερά9. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, «Report on the amended proposal for a regulation of the European Parliament and of the Council on the further implementation of the European satellite radionavigation programmes (EGNOS and Galileo)», Α6-0144/2008, 10 Οκτωβρίου 2008.

στιο βαθμό εμπλοκής της ευρωπαϊκής διακρατικής εξουσίας με το διεθνοποιημένο βιομηχανικό κεφάλαιο. Παρά τις κορώνες των νεοφιλελεύθε­ ρων για «λιγότερο κράτος», «ελεύθερη αγορά» και «ιδιωτική επιχειρηματικότητα», ο ομφάλιος λώρος ανάμεσα στις οικονομικές λειτουργίες του κράτους (είτε του εθνικού κράτους, είτε του ημικρατικού μορφώματος της ΕΕ) και στην επι­ βίωση και επέκταση των μεγάλων κατασκευα­ στών στον τομέα της αεροδιαστημικής και άμυνας είναι ισχυρότερος από ποτέ. Ο κρατικο­μο­νοπω­ λιακός καπιταλισμός είναι ολοζώντανος, με μία μόνο διαφορά σε σχέση με παλαιότερα: διαθέτει μια ολοένα και διογκούμενη υπερεθνική διάστα­ ση, με τη δράση του μηχανισμού ταξικής επιβολής των Βρυξελλών να πλαισιώνει την παραδοσια­κή λειτουργία του αστικού κράτους. Είναι, δη­λαδή, ένας διακρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός, που αναπαράγει τη σχέση κράτους-κεφαλαίου σε επίπεδο ΕΕ. Ευρύτερα, το Galileo μαρτυρεί την τεράστια καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων που απαι­ τεί η αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλι­ σμού. Τεράστιοι και πολύτιμοι πόροι –όχι μόνο χρηματικοί, αλλά και σε επίπεδο έρευνας, αν­ θρώπινου δυναμικού, γνώσης– αφιερώνονται σε μια ήδη υπάρχουσα τεχνολογία η οποία έχει μετουσιωθεί σε ένα ήδη υπάρχον σύστημα και σε μια ήδη υπάρχουσα εφαρμογή και υπηρεσία (δορυφορική πλοήγηση)! Και όλα αυτά για να εξασφαλιστούν οι πιεζόμενες υπό το βάρος του


[20]

παγκόσμιου ανταγωνισμού και των μειούμενων στρατιωτικών προϋπολογισμών εταιρείες αερο­ διαστημικής στην Ευρώπη. Μπορεί ρητορικά ο όρος «duplication» (αλληλεπικάλυψη) να είναι «κόκκινο πανί» για τους Ευρωπαίους αξιωματού­ χους, όμως το πρόγραμμα Galileo είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα «αλληλεπικάλυψης» τεχνολογικών πόρων (GPS) στην ιστορία του ύστερου καπιταλισμού. Αυτό είναι το βαρύ τίμημα που η κοινωνία καλείται να πληρώσει, όχι μόνο εξαιτίας της ασί­ γαστης αναζήτησης της καπιταλιστικής κερδο­ φορίας, αλλά και εξαιτίας της όξυνσης των ενδο­ ϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανάμεσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Αυτοί οι ανταγωνι­ σμοί αποκτούν πλέον μια στρατιωτική διάσταση και βρίσκουν στη δορυφορική πλοήγηση μια πολύτιμη προσθήκη στην εργαλειοθήκη τους. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ ανέπτυξαν το GPS πρωτίστως για στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ η Ρωσία και η Κίνα έχουν ήδη θέσει σε λειτουργία ένα μέρος των δικών τους αντίστοιχων συστη­ μάτων, του GLONASS και του COMPASS αντί­ στοιχα. Το Galileo έχει μία αντίστοιχη στρατιωτι­ κή λειτουργία με τη «δημόσια ρυθμιζόμενη υπηρεσία», η οποία θα προσφέρεται αποκλειστι­ κά σε κυβερνητικούς φορείς και θα αφορά κωδι­ κοποιημένα σήματα για χρήση σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Συμπέρασμα Σε μία απολύτως καταδικαστική του έκθεση για το Galileo, το 2009, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συ­ νέδριο έκανε λόγο για απαράδεκτες υπερβάσεις κόστους, καθυστερήσεις και κακοδιαχείριση, συ­­ νοδευόμενες από ανεπαρκή σχεδιασμό της σύ­ μπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, ελλιπείς προ­­ϋπολογισμούς, μείωση του ήδη περιορισμέ­ νου ανταγωνισμού και έλλειψη εποπτείας των εταιρειών. Επίσης, η έκθεση εντόπισε «ανεπαρ­ κή διακυβέρνηση εκ μέρους του δημόσιου το­

μέα» και «απουσία σαφών ορίων στην υποχρέω­ ση λογοδοσίας».10 Όχι, αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν αφορούν την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος· την Κομισιόν αφορούν! Η περίπτωση Galileo δεν είναι μία παρεκκλί­ νουσα στιγμή αλλά μία υπόθεση ρουτίνας για το βασίλειο των Βρυξελλών. Αρκεί κάποιος να ξύσει την επίφαση της ρητορείας της «ανάπτυξης» και της «απασχόλησης», για να βρεθεί μπροστά σε μία καλογυαλισμένη μηχανή επιδοτήσεων και άμε­σης χρηματικής υποστήριξης προς τις μεγά­ λες ευρωπαϊκές πολυεθνικές εταιρείες. Το διάστη­ μα είναι ένα μόνο από τα πεδία αυτής της υπο­ στήριξης· η έρευνα και η τεχνολογία, η βιομηχανία όπλων, οι μεταφορές, η χημική βιομηχανία, η ενέρ­ γεια, η αγρο-βιομηχανία, είναι περιοχές όπου απο­ καλύπτεται η ίδια ακριβώς συ­­νάρ­θρωση κράτους, διακρατικών μηχανισμών και κεφαλαίου. Κά­­ποιες φορές αυτή η συνάρθρωση έχει μια επίφαση νο­ μιμότητας, ενώ κάποιες άλλες είναι τόσο σκανδα­ λώδης ώστε να βάλλεται και εκ των έσω. Είναι μία συνάρθρωση εγγεγραμμένη στην ΕΕ ως ταξικός μηχανισμός επιβολής της καπιταλιστικής πειθαρ­ χίας και όχι ένα τυχαίο αποτέλεσμα αέναα μετα­ βαλλόμενων συσχετισμών. Τέλος, σε ό,τι αφορά την προπαγάνδα των Ευρωπαίων και άλλων «εταίρων» για τη μάχη που πρέπει να δώσει η Ελλάδα απέναντι στις συ­ ντεχνίες, καθίσταται σαφές ότι αυτή η φιλολογία έχει ταξικό πρόσημο. Οι συντεχνίες είναι κακές, όταν εκπροσωπούν δημόσιους υπαλλήλους και μικρομεσαίους. Αντίθετα, όταν εκπροσωπούν τους μεγαλοκαρχαρίες της βιομηχανίας όπλων, οι συντεχνίες συνιστούν παράγοντα ανάπτυξης και ισότιμο συνομιλητή της Επιτροπής. Παρο­ μοίως, η δημιουργική λογιστική είναι κακή, όταν πάει να συγκαλύψει ελλείμματα και επιδόματα. Όταν όμως αυτή η ίδια λογιστική χρησιμοποιεί­ ται για να κάνει χώρο στις γενναιόδωρες παρο­ χές της Ένωσης προς το στρατιωτικο-βιομηχανι­ κό κεφάλαιο, είναι απλά business as usual.

10. Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, «Ειδική Έκθεση αριθ. 7/2009 - Διαχείριση της φάσης ανάπτυξης και επικύρωσης του προγράμματος Galileo».


[21]

Γιώργος Βασσάλος

Η νέα οικονομική διακυβέρνηση της Ευρώπης Λιτότητα παντού, λιτότητα για πάντα

Η

παγκόσμια οικονομική κρίση που βρίσκε­ ται σε εξέλιξη από το 2008 ξέσπασε ως τρα­ πεζική κρίση. Έχει ωστόσο τις ρίζες της στον τρόπο που «επιλύθηκε» η κρίση της δεκαετίας του 1970. Η αστική τάξη αποφάσισε τότε να αντιμετωπίσει εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήμα­ τος, όπως την πτωτική τάση του ποσοστού κέρ­ δους, με τη ριζική μείωση του μεριδίου της εργα­ τικής τάξης στον παραγόμενο πλούτο και τη δημιουργία χρηματοπιστωτικών φουσκών που επέτρεψαν στην καπιταλιστική οικονομία να επι­ δείξει και πάλι αυξανόμενη κερδοφορία. Ο ίδιος ο Ευρωπαίος Επίτροπος Κοινωνικών Υποθέσεων Λάζλο Άντορς ανέφερε το συ­νεχώς μειούμενο με­ ρίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ και την αύξηση των ανισοτήτων ως αιτίες της κρίσης. Δεν φαίνεται όμως να απασχολεί κανέναν τι λέει ο Επίτροπος Κοινωνικών Υποθέσεων. Η επίσημη εκδοχή είναι ότι η κρίση προκαλείται από τον «υπερβολικά με­ γάλο δημόσιο τομέα» και τους «υπερβολικά μεγά­ λους μισθούς». Τι κι αν επιστημονικά η θέση αυτή είναι αδύνατο να στηριχτεί; Ο πολιτικός και κοι­ νωνικός συσχετισμός επιτρέπει την επιβολή της. Αυτή η εξήγηση της κρίσης ανταποκρίνεται στην απελπισμένη ανάγκη του κεφαλαίου να αναζητή­ σει κερδοφορία σε νέους τομείς που συχνά παρα­ μένουν ακόμα δημόσιες υπηρεσίες (υγεία, παι­ δεία, κ.ά.) και να συμπιέσει κι άλλο αυτό που αποκαλεί «κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊό­ ντος»: τους εργαζόμενους. Ο Άλαν Γκρίνσπαν, πρώην διευθυντής της αμε­ ρικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED), στη μελέτη του «Η Κρίση», έγραψε: «Αν δεν υπάρξει μια επι­ λογή της κοινωνίας να εγκαταλείψει τις αγορές και να προτιμήσει κάποιο είδος κεντρικού σχεδια­ σμού, φοβάμαι ότι στο τέλος θα είναι αδύνατο να σταματήσουμε τις διάφορες φούσκες. Το να απα­ λύνουμε τις συνέπειες του σκασίματός τους φαί­

νεται να είναι το καλύτερο που μπορούμε να ελπί­ ζουμε».1 Μ’ άλλα λόγια, πέρα από τη συμπίεση των μισθών, το κεφάλαιο δεν ξέρει τι άλλο να κά­ νει για να ξεπεράσει την κρίση του, και μάλιστα βλέπει ότι η συμπίεση αυτή δεν θα είναι αρκετή. Γι’ αυτό λοιπόν φοβάται και πάλι –για πρώτη φορά μετά το 1990– την προοπτική του κε­ντρικού σχε­ διασμού. Η μεταρρύθμιση του τρόπου που κυβερ­ νώνται οι οικονομίες των κρατών-μελών της Ευ­ ρωπαϊκής Ένωσης αποσκοπεί στην οργάνωση της ενστικτώδους αυτής επίθεσης του κεφαλαίου στους εργαζόμενους και τη δημόσια περιουσία. Για τα υπόλοιπα… θα δουν αργότερα. Η μεταρρύθμιση της οικονομικής διακυβέρ­ νησης έρχεται με κύματα νομοθετικών πακέτων και αποφάσεων συνόδων. Τέσσερα κύματα έχουν ήδη ολοκληρωθεί: Το Σύμφωνο για το Ευρώ Ας αρχίσουμε από το Σύμφωνο για το Ευρώ, το έγγραφο που εκφράζει καθαρότερα τους στό­ χους των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Είναι ένα έγγραφο «δέσμευσης» που υπογράφτηκε από 23 από τις 27 κυβερνήσεις της Ε.Ε. (Αγγλία, Σουη­ δία, Τσεχία και Ουγγαρία δεν το υιοθέτησαν). «Η εκπλήρωση των δεσμεύσεων και η πρόοδος προς την επίτευξη των κοινών στόχων πολιτικής θα παρακολουθούνται κατ’ έτος (...) από τους Αρχηγούς Κρατών (...) με βάση έκθεση της Κομι­ σιόν».2 Το αρχικό έγγραφο προτάθηκε ως «Σύμ­ φωνο για την Ανταγωνιστικότητα» από τους

1. http://www.brookings.edu/~/media/Files/Programs/ ES/BPEA/2010_spring_bpea_papers/spring2010_ greenspan.pdf. 2. To κείμενο του Συμφώνου: http://www.consilium.euro­ pa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/el/ec/120306. pdf.


[22]

Μέρκελ-Σαρκοζί τον Φεβρουάριο του 2011. Τε­ λικά εγκρίθηκε στη σύνοδο της 25ης Μαρτίου 2011. Τα κύρια σημεία του είναι τα εξής: 1. Mείωση μισθών με τέσσερις τρόπους: α) κατάργηση της τιμαριθμικής προσαρμογής (ή στο­ιχείων αυτής) όπου υπάρχει (Βέλγιο, Λου­­ξεμ­­ βούρ­­γο, Κύπρος, Ισπανία), β) «αποκέντρωση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμ­­ βάσεων, γ) πάγωμα των μισθών στον δημόσιο τομέα με σκοπό να δοθεί καθαρό σήμα για μειώ­ σεις και στον ιδιωτικό, δ) αντιστοίχιση μισθών στην παραγωγικότητα (μείον τον πληθωρισμό) και την ανταγωνιστικότητα. 2. Αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδό­ τησης για όλους τους εργαζόμενους. 3. Περισσότεροι φόροι για τους φτωχούς και λιγότεροι για τους πλούσιους, με καθιέρωση πε­ ρισσότερων έμμεσων φόρων (Φ.Π.Α. κ.ά.) και μείωση των φόρων εισοδήματος. 4. Μείωση των κρατικών δαπανών (άρα και των δαπανών για παιδεία, υγεία κ.λπ.) χάριν του «φρένου στο χρέος». Το Σύμφωνο απαιτεί από τα κράτη την εισαγωγή νομικής και κατά βάση συνταγματικής απαγόρευσης των «υπερβολι­ κών» ελλειμμάτων. Όλα αυτά τα μέτρα είχαν ζητηθεί ρητά από τη συνομοσπονδία των ευρωπαϊκών συνδέσμων βιομηχάνων (BusinessEurope) ήδη από τον Μάρ­ τιο του 2010, όπως έδειξε μελέτη του Παρατη­ ρητήριου της Ευρώπης των Πολυεθνικών (Corp­ orate Europe Observatory).3 To νομοθετικό πακέτο της οικονομικής διακυβέρνησης Το Σύμφωνο για το Ευρώ δεν προβλέπει ποινές σε περίπτωση που δεν εφαρμοστεί το περιεχόμε­ νό του. Ο μηχανισμός επιβολής των παραπάνω κατευθύνσεων παρέχεται στην Ε.Ε. από το νομο­ θετικό πακέτο για την οικονομική διακυβέρνηση. Το πακέτο αποτελείται από πέντε κανονισμούς (με άμεση ισχύ στα κράτη-μέλη) και μία οδηγία (που πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο). Ψηφίστηκε στο Ευρωκοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο

3. http://www.corporateeurope.org/publications/busi­ ness-against-europe-businesseurope-celebrates-socialonslaught-europe.

του 2011 και εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 4 Οκτω­­βρίου. Οι τρεις κανονισμοί επιφέρουν την αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας που υπάρχει από το 1997 και αφορά την τιμωρία των κρατών σε περίπτωση υπερβολικού ελλείμ­ ματος. Οι κύριες αλλαγές που επιφέρουν στο Σύμ­ φωνο Σταθερότητας είναι: 1. Η Ε.Ε. μπορεί να επιβάλει «τοκοφόρο κατά­ θεση» υπέρ της στα κράτη-μέλη σε περίπτωση που κρίνει ότι αποκλίνουν γενικά από τις συστά­ σεις της, ακόμα και πριν τα κράτη παραβιάσουν το όριο του 3% στο έλλειμμά τους. 2. Όλες οι χρηματικές ποινές (τοκοφόρος κα­ τάθεση, άτοκη κατάθεση όταν παραβιαστεί το 3% και πρόστιμο όταν δεν πετύχει η διόρθωσή του) επιβάλλονται τώρα με πρόταση της Κομισιόν, εκτός αν μια ενισχυμένη πλειοψηφία (60-70% των κρατών-μελών) εναντιωθεί μέσα σε 10 ημέρες. Μέχρι τώρα, οι κυρώσεις έπρεπε να εγκριθούν από το 60-70% των κρατών-μελών. Τώρα λοιπόν οι ποι­ νές της Κομισιόν θα έχουν σχεδόν αυτόματη ισχύ. 3. Μέχρι τώρα οι κυρώσεις περιορίζονταν στο έλλειμμα. Τώρα επεκτείνονται και στην «όχι αρκετά γρήγορη» μείωση του δημοσίου χρέους όταν αυτό είναι πάνω από 60% του ΑΕΠ. Η απαγόρευση σε εθνικό επίπεδο των ελ­ λειμμάτων και χρεών που είδαμε στο Σύμφωνο για το Ευρώ λειτουργεί συμπληρωματικά με τις παραπάνω προβλέψεις. Ο πρώτος κανονισμός προβλέπει επίσης την επιτήρηση της εξέλιξης των κρατικών δαπανών, των οποίων η αύξηση δεν πρέπει ποτέ να ξεπερνά το ποσοστό αύξη­ σης του ΑΕΠ. Έτσι θα συμπιεστούν παντού οι δα­ πάνες για την υγεία, την παιδεία, τις συντάξεις. Δύο ακόμα κανονισμοί («Πρόληψη και διόρ­ θωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανι­ σορροπιών» και «Κατασταλτικά μέτρα για τη διόρ­θωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη») εισάγουν μια εντελώς νέα διαδικασία ελέγχου της μακροοικο­ νομικής πολιτικής. Πρόκειται για την παραχώρη­ ση στην Κομισιόν μιας ανεξέλεγκτης εξουσίας να επιβάλλει πολιτικές στα κράτη. Η «μακροοι­ κονομική επιτήρηση» θα γίνεται βάσει ενός πί­ νακα δεικτών που θα καταρτίζει και θα τροπο­ ποιεί κατά βούληση η Κομισιόν, συμβουλευόμενη τις κυβερνήσεις, αλλά χωρίς να είναι υποχρεω­


[23]

μένη να ακολουθήσει τη γνώμη τους. Κύριος στόχος είναι η επίβλεψη της πορείας της «αντα­ γωνιστικότητας» των οικονομιών. Γι’ αυτό θα πα­ ρακολουθούν μεγέθη όπως το χρέος του ιδιωτι­ κού τομέα, τις τρέχουσες συναλλαγές, το μερίδιο αγοράς των εξαγωγών, τον πληθωρισμό, τις επεν­ δύσεις αλλά και τη... συμβολή της εργασίας στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Το Σύμφωνο για το Ευρώ λέει ότι οι μισθοί πρέπει να αντιστοι­ χηθούν με την παραγωγικότητα μείον την τιμα­ ριθμική προσαρμογή αλλά και την ανταγωνιστι­ κότητα της εκάστοτε οικονομίας.4 Δηλαδή να πέφτουν όταν πέφτει η παραγωγικότητα και, αν αυτή ανεβαίνει, να ανεβαίνουν μόνο ονομαστικά και μόνο αν κρίνεται ότι ανεβαίνει και η ανταγω­ νιστικότητα. Και φυσικά μιλάμε στην ουσία για την ανταγωνιστικότητα των μεγάλων ιδιω­τικών ομίλων κάθε χώρας. Υπάρχουν τρεις ακόμα καθαρές ενδείξεις ότι η πορεία των μισθών θα συμπεριληφθεί στον πίνακα δεικτών της Κομισιόν για τη μέτρηση των μακροοι­ κονομικών ανισορροπιών: (1) οι τρόποι με τους οποίους μπορούν οι υποδείξεις της Κομισιόν να επηρεάσουν αποφασιστικά το πλαίσιο δια­μόρ­ φωσης των μισθών αναλύονται σε έγγραφο που διέρρευσε τον Ιούλιο του 2011·5 (2) κατά την πα­ ρουσίαση των νομοθετικών προτάσεων τον Σε­ πτέμβριο του 2010, ο εκπρόσωπος της Κομισιόν Μάριο Μπούτι δήλωσε: «Όταν οι μισθοί στον δη­ μόσιο τομέα καταστρέφουν την ανταγωνιστικότη­ τα και τη σταθερότητα των τιμών τότε η (εκάστοτε) χώρα θα πρέπει να αλλάζει πολιτική. Και η εξέλιξη των μισθών στον δημόσιο τομέα έχει φυσικά μεγά­ λη επιρροή στον ιδιωτικό»· (3) στις συστάσεις που έχουν ήδη απευθυνθεί φέτος προς όλα τα κράτημέλη, τουλάχιστον επτά χώρες καλούνται να ψαλι­ δίσουν τους μισθούς. Επομένως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Κομισιόν θα μπορεί να παραγγέλνει στις κυβερνήσεις πώς να διαμορφώσουν (βλ. μειώ­ σουν) τους μισθούς, κι αν δεν συμμορφώνονται θα 4. Άρθρο 4 του Κανονισμού για την «Πρόληψη και διόρ­­ θωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανι­­σορ­ρο­­ πιών»: http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc. do? pubRef=-//EP//TEXT+TA+P7-TA-2011-0424+0+ DOC +XML+V0//EL. 5. «Assessing the Links between Wage Setting, Competi­ tiveness, and Imbalances (Note for the Economic Policy Committee)»: http://gesd. free.fr/wagecomp11.pdf.

τους επιβάλλει –με βάση τους δικούς της δείκτες– πρόστιμα ίσα με το 0,1% του ΑΕΠ τους. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας –όπως και οι προηγούμενες συνθήκες της Ε.Ε.– λέει ρητά ότι οι μισθοί και άλλες κοινωνικές πολιτικές είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Η διάταξη αυτή είχε εισαχθεί για να κόψει τον εν­ ­θουσιασμό των ευρω-φεντεραλιστών την εποχή των παχιών υποσχέσεων για «σύγκλιση». Οι ατσί­ δες της Ε.Ε. λένε τώρα ότι η συνθήκη απαγορεύ­ ει την ανάμιξη της Ε.Ε. στους μισθούς ως κοινω­ νική πολιτική, αλλά όχι ως οικονομική πολιτική που αποσκοπεί στην προώθηση της ανταγωνι­ στικότητας. Η δε BusinessEurope περιέγραψε –σε μια εκδήλωση των σοσιαλδημοκρατών– χωρίς περιστροφές πώς βλέπει τον κοινωνικό διάλογο σήμερα: «Αν οι κοινωνικοί εταίροι επιθυμούν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, πρέπει να ενεργούν με υπεύθυνο τρόπο. Όταν ο κοινωνι­ κός διάλογος αδυνατεί να καταλήξει σε συμπε­ ράσματα, τότε θα πρέπει να επεμβαίνουν οι κυ­ βερνήσεις». Ή δέχεστε με το καλό ή δέχεστε με φάπες, δηλαδή… Στα τέλη Ιουνίου του 2011, η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων «έκρυψε» 10.000 δια­ δηλωτές στην έρημη πόλη του Λουξεμβούργου τη στιγμή που στις Βρυξέλλες το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο αποφάσιζαν για το σαρωτικό αυτό νομοθετικό πακέτο. Την ημέρα της τελικής του ψήφισης, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Οι σο­ σιαλδημοκράτες ευρωβουλευτές ανέλαβαν να περάσουν το πιο πρωτότυπο κομμάτι του (για τα μακροοικονομικά), και οι Πράσινοι ψήφισαν το μισό με το σκεπτικό ότι προωθεί την… «ιδέα» της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Το «ευρωπαϊκό εξάμηνο» Το ευρωπαϊκό εξάμηνο είναι ένα χρονοδιάγραμ­ μα πάνω στο οποίο θα βασιστεί η εφαρμογή του νομοθετικού πακέτου. Θεσπίστηκε με μια μικρή αλλαγή στο καταστατικό του Συμφώνου Σταθε­ ρότητας με απόφαση του Συμβουλίου τον Σε­ πτέμβριο του 2010 και μπήκε σε εφαρμογή φέ­ τος τον Ιανουάριο του 2011. Σύμφωνα με αυτό, η Κομισιόν θα βγάζει μια γενική έκθεση για την πορεία των οικονομιών κάθε Ιανουάριο. Τον Απρίλιο, τα κράτη θα καταθέτουν τα προγράμ­


[24]

ματά τους για μεταρρυθμίσεις και σταθερότητα. Με βάση τις εκθέσεις αυτές, θα καθορίζονται οι συστάσεις και οι ποινές στο πλαίσιο των κανονι­ σμών της οικονομικής διακυβέρνησης. Κάθε Ιούνιο, η Κομισιόν θα καταθέτει τις τροποποιή­ σεις της στα εθνικά προγράμματα και κάθε Ιού­ λιο θα τις εγκρίνει το Συμβούλιο. Το φθινόπωρο, η κυβέρνηση που θα σκεφτεί να παρακούσει τις όποιες συστάσεις θα πρέπει να αναλογιστεί την πιθανότητα να δεχτεί πρόστιμο. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) Τα παραπάνω αφορούν όλα τα κράτη-μέλη εκτός από εκείνα που πέφτουν στον Καιάδα των μακροχρόνιων ελλειμμάτων και της κατακόρυ­ φης ανόδου του χρέους – έστω κι αν η αιτία αυ­ τών των δεινών ήταν η χορήγηση δισεκατομμυ­ ρίων στις τράπεζες και η κερδοσκοπία (και) των τραπεζών εναντίον των κρατών. Τη διοίκηση των οικονομιών αυτών αναλαμβάνει η Τρόικα ως όρο για παροχή «βοήθειας» από το EFSF. Από τη μια, λοιπόν, όλες οι χώρες θα υπόκεινται στον ασφυ­ κτικό έλεγχο της Κομισιόν, ενώ, από την άλλη, σε όσες η πραγματικότητα των ίδιων των αντιφά­ σεων του καπιταλισμού αρνείται να συμμορφω­ θεί με τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, θα αναλαμ­ βάνεται πιο άμεση δράση: αποστολή ελε­­γκτών (πάλι από την Κομισιόν) στα υπουργεία, συγγρα­ φή νομοθετημάτων στα αγγλικά που έπειτα θα μεταφράζονται, ευθείες εντολές από τον εκπρό­ σωπο Τύπου του Όλι Ρεν προς τα κόμματα, και τα υπόλοιπα ωραία που βλέπουμε στην Ελλάδα αλλά και σε Ιρλανδία-Πορτογαλία. Η νομική κα­ τασκευή του EFSF είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη (κάποιοι μιλούν για ιδιότυπο hedge fund) και η νομική του βάση ανύπαρκτη. Ο μόνιμος μηχανι­ σμός που θα το αντικαταστήσει το 2013 (Ευρω­ παϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) και θα σημά­ νει τη μόνιμη θεσμική ανάμιξη των Η.Π.Α. στα οικονομικά της Ε.Ε. μέσω του Δ.Ν.Τ. απαίτησε να αναθεωρηθεί με ταχύρυθμες και αντικανονικές διαδικασίες η Συνθήκη της Λισσαβόνας, για την οποία οι εθνικές αστικές τάξεις είχαν χρειαστεί επτά ολόκληρα χρόνια για να συμφωνήσουν.

Προς μια αυταρχική-αντεργατική ομοσπονδία; Η αρχιτεκτονική αυτή αναμένεται να ολοκληρω­ θεί με την προσθήκη μιας ακόμα δομής, αποτε­ λούμενης από τα εθνικά Υπουργεία Οικονομι­ κών υπό τον πρόεδρο του Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπέι. Η πρόταση αυτή ήρθε από τη σύνο­ δο Μέρκελ-Σαρκοζί στα τέλη Αυγούστου, με σκοπό να «εξισορροπηθεί» η δύναμη της Κομι­ σιόν. Στόχος είναι να υπάρχει ένα σώμα όσο γίνε­ ται πιο ανεξάρτητο από εκλογές και εναλλαγές κομμάτων στην εξουσία, αλλά να είναι πιο άμε­ σα ελεγχόμενο από τη γερμανική και γαλλική κυβέρνηση και τις αντίστοιχες αστικές τάξεις, ώστε αυτές να έχουν το πάνω χέρι σε σχέση με την... παντός καιρού φεντεραλιστική γραφειο­ κρατία της Κομισιόν, όπου εκπροσωπείται επαρ­ κώς και η βρετανική αστική τάξη (ω, της αντίφα­ σης!). Ο Μπαρόζο δεν είναι διατεθειμένος να δει τα καινούρια προνόμια της γραφειοκρατίας του να αμφισβητούνται, γι’ αυτό την ημέρα της ψή­ φισης του νομοθετικού πακέτου επιτέθηκε με σφοδρότητα στις γαλλογερμανικές προτάσεις. Όμως οι ανταγωνισμοί αυτών των κύκλων λίγο ενδιαφέρουν τον εργαζόμενο λαό, καθότι όποιος οργανισμός κι αν έχει το πάνω χέρι, γι’ αυτόν το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: η θεωρητικά κατακτημένη στην αστική δημοκρατία αρχή της λαϊκής κυριαρχίας θάβεται, και το κοινωνικό σφα­ γείο μπαίνει σε εφαρμογή με το ξήλωμα κατα­­ κτήσεων αιώνων. Η επίθεση στην εργασία δεν αφορά μόνο τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ή της εσωτερικής περιφέρειας της ευρωζώνης. Η Κομισιόν κάνει ήδη υποδείξεις για το επίπεδο μι­ σθών σε Βέλγιο, Γαλλία και Λουξεμβούργο, ενώ αντιλαϊκά μέτρα (όπως η υπέρ του μεγάλου κε­ φαλαίου απελευθέρωση των επαγγελμάτων και η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης) προτεί­ νονται ακόμα και στις λίγες αυτές χώρες του ευ­ ρωπαϊκού πυρήνα που θεωρούνται κερδισμένες από το πείραμα της ενιαίας αγοράς και του ενιαίου νομίσματος (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, Φιν­ λανδία). Αυτό δεν θα οδηγήσει σε μια αυτόματη αλληλεγγύη μεταξύ τους, γιατί οι επιθέσεις είναι και θα είναι πολύ διαφορετικές σε ένταση και ρυθμό. Και η οικοδόμηση λοιπόν της αλληλεγ­ γύης ανάμεσα στις εργατικές τάξεις της Ευρώ­ πης παραμένει πολύ περίπλοκη υπόθεση.


[25]

Όλγα Καρυώτη

Τύπατε; Ορίστε; Συγγνώμη, κύριε…

Τ

ο ΤΥΠΑΤΕ (Ταμείο Υγείας Προσωπικού Αγρο­ τικής Τράπεζας της Ελλάδος) ιδρύθηκε το 1934, λειτουργεί ως ασφαλιστικός οργανισμός των υπαλλήλων και συνταξιούχων της Αγροτι­ κής Τράπεζας, και είναι ένα από τα τέσσερα αυ­ τοδιαχειριζόμενα ταμεία υγείας εργαζομένων που υπάρχουν στη χώρα, μαζί με το ΤΥΠΕΤ (Εθνι­ κής Τράπεζας), το ΑΤΠΣΥΤΕ (Τράπεζας της Ελλά­ δος) και τον ΕΔΟΕΑΠ (δημοσιογράφων). Αυτό ση­μαίνει ότι ανώτατο όργανο του ταμείου είναι η Γενική Συνέλευση των μελών του, εργαζομέ­ νων και συνταξιούχων. Άμεσα εκλεγμένο όργα­ νο είναι το 13μελές Διοικητικό Συμβούλιο. Το Προε­δρείο απαρτίζουν πέντε μέλη του, τα οποία υποχρεούνται να ζητήσουν από την Τράπεζα την απόσπασή τους στο Ταμείο Υγείας. Δηλαδή απο­ λαμβάνουν τις πλήρεις αποδοχές τους, μόνο που εργασιακό τους καθήκον είναι η εκπροσώπηση των εργαζομένων για τη διαχείριση του ταμείου τους και όχι οι τραπεζικές υποθέσεις. Οι εκλογές διενεργούνται ανά τριετία, και μέχρι το 2004 με πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, αναδεικνύο­ ντας κυρίαρχη την παράταξη της ΔΗΣΥΕ (ΠΑ­ ΣΟΚ). Μόλις το 2007 τέθηκε σε εφαρμογή η απλή αναλογική, με τη ΔΗΣΥΕ να καταλαμβάνει 4 έδρες, τη ΔΑΚΕ (ΝΔ) 3, τη Συσπείρωση (Συνασπι­ σμός-ΣΥΡΙΖΑ) 3 και την ΕΣΑΚ (ΚΚΕ-ΠΑΜΕ) 1. Τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών που δι­ ενεργήθηκαν τον Ιούνιο του 2010 έδωσαν 4 θέ­ σεις στη ΔΗΣΥΕ, 4 θέσεις στη Συσπείρωση, 2 θέσεις στη ΔΑΚΕ και 1 θέση στην ΕΣΑΚ. Είναι γνωστό ότι τα ασφαλιστικά ταμεία αντι­ μετωπίζουν τεράστια προβλήματα, ωστόσο τα τέσσερα αυτά ταμεία έχουν καταφέρει να βρί­ σκονται σε –σχετικά πάντα– καλύτερη οικονομι­ κή κατάσταση και να έχουν υψηλότερης ποιότη­ τας παροχές, λόγω ενός βαθμού ελέγχου που ασκείται από τους εργαζόμενους, έστω και με τους όρους του ελληνικού καχεκτικού συνδικα­ λισμού. Το ΤΥΠΑΤΕ φαίνεται να ξεκινά μια καθο­

δική πορεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, εξαιτίας αφενός της καθήλωσης των εισοδημά­ των, και κατά συνέπεια των εργατικών και εργο­ δοτικών εισφορών, με ταυτόχρονη αύξηση του κόστους της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά και της στροφής των διοικήσεων των τα­ μείων σε ριψοκίνδυνες επενδύσεις σε χρεόγρα­ φα, με τις γνωστές συνέπειες από τις φούσκες του χρηματιστηρίου, τα δομημένα ομόλογα, την οικονομική κρίση και την τρέχουσα κρίση δημό­ σιου χρέους, για την αντιμετώπιση της οποίας ενδέχεται να επιβληθεί κούρεμα των ομολόγων που θα επηρεάσει και τα αποθεματικά των τα­ μείων. Η ύφεση των εργατικών διεκ­δικήσεων, η ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού τομέα και η ηγε­ μονία της εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας, σε συν­ δυασμό με μια επικρατούσα συνδικαλιστική στρατηγική που υιοθετεί πλήρως τους κανόνες της αγοράς και έχει μοναδικό σκοπό τη γραφειο­ κρατική αναπαραγωγή της, αφόπλισαν τα συλ­ λογικά όργανα των εργαζομένων, με αποτέλε­ σμα την αδυναμία τους να παραταχθούν δυνα­ μικά απέναντι σε μια παγκόσμια, δομική καπιτα­ λιστική κρίση. Σε πείσμα των καιρών, στον απολογισμό του Δ.Σ. του ΤΥΠΑΤΕ για το 2009, τα αποτελέσματα χρήσης του έτους παρουσίασαν μετά από χρό­ νια πλεόνασμα 3.307.047,49 ευρώ. Σύμφωνα με το Δ.Σ., αυτό συνέβη λόγω της αύξησης των εσό­ δων του Ταμείου χάρη στη βελτίωση των ελέγ­ χων εκ μέρους του προσωπικού του Ταμείου Υγεί­ ας, τις αυξήσεις των εισφορών βάσει της επιχει­ ρησιακής σύμβασης του 2008 και τη διαφορά στην αποτίμηση χρεογράφων που, ενώ το 2008 είχαν απώλειες περίπου 2 εκ., το 2009 παρουσί­ ασαν αύξηση 600.000 ευρώ. Ένα χρόνο μετά, και αφού είχαν διενεργηθεί εκλογές για την ανάδει­ ξη του νέου Δ.Σ., ο απολογισμός για το 2010 ανατρέπει την προηγούμενη σταθεροποιητική εικόνα. Παρουσιάζει έλλειμμα 5.259.754,53 ευρώ


[26]

Andy Warhol, Neuschwanstein (1987), Louise Bourgeois, The Angry Cat (1999) και Feet (1999). Από τη συλλογή τέχνης της Swiss Re.

το οποίο, σύμφωνα με τον απολογισμό, οφείλε­ ται κατά βάση σε έξοδα προηγούμενων χρήσε­ ων ύψους 9.841.722,85 ευρώ, ενώ ο απολογι­ σμός του 2009 ανέφερε ως έξοδα προηγούμε­ νων χρήσεων μόνο 15.697,52 ευρώ. Αυτή η δια­ πίστωση θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την ακύρωση των απολογισμών πολλών προηγού­ μενων ετών και την απόδοση ηθικών και ποινι­ κών ευθυνών στις παρελθούσες Διοικήσεις, οι οποίες δεν εμφάνιζαν τα πραγματικά στοιχεία στους ετήσιους ισολογισμούς. Οι πλειοψηφού­ σες παρατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της Συ­ σπείρωσης, αποφάσισαν, όπως φάνηκε, να μη χαλάσουν τις καρδιές τους και, βάσει του απολο­ γισμού που εξέδωσαν για το 2010, απέδωσαν αυτό το έλλειμμα στη μη καταχώριση όλων των τιμολογίων περίθαλψης νοσοκομείων, κλινικών και εργαστηρίων (περίπου 4.000) και στη διαφο­ ρά αποτίμησης χρεογράφων, με απώλειες περί­ που 1 εκ. για το 2010. Πέρα από την προφανή… κακοδιαχείριση, η μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων στην Αγροτική Τράπεζα τον Δεκέμβριο του 2010, ένεκα Μνημονίου, είχε ως συνέπεια και τη μείω­ ση των εισφορών στο Ταμείο Υγείας, η οποία κατά ετήσια βάση θα ανέρχεται, σύμφωνα με τον απολογισμό του Ταμείου για το 2010, στα 4 εκ. ευρώ περίπου. Αν ληφθεί υπόψη και η συ­ μπερίληψη πλέον της Αγροτικής Τράπεζας στις διατάξεις του άρθρου 31 για τις ΔΕΚΟ, που ση­ μαίνει επιπλέον μείωση του μισθού των εργαζο­

μένων κατά 16%, θα στερήσει ακόμα περισσό­ τερα έσοδα για το ΤΥΠΑΤΕ. Προεξοφλώντας μια μοιρολατρική αντιμετώπιση της κατάστασης από την πλευρά των εργαζομένων, όπως την καλλιεργεί η στάση των συνδικαλιστικών ηγεσι­ ών στους περισσότερους εργασιακούς χώρους εδώ και δεκαετίες, το Ταμείο φαίνεται να οδηγεί­ ται με μαθηματικό τρόπο σε διάλυση. Στις 4.5.2011 το Δ.Σ. του ΤΥΠΑΤΕ καλεί με ανακοίνωσή του τους εργαζόμενους σε έκτακτη Γενική Συνέλευση για να αποφασίσει τη διά­ σωση του ταμείου, και μάλιστα την αύξηση των παροχών του, εγκρίνοντας την υπογραφή σύμ­ βασης με μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες αντασφαλίσεων στον κόσμο, τη Swiss Re. Η ανα­ κοίνωση περιορίζεται στη διαφήμιση των παρο­ χών της Swiss Re, που εμφανίζονται ως από κοι­ νού έργο με τη Διοίκηση, χωρίς να κάνει τον κόπο να ενημερώσει τα μέλη του ταμείου για τους πραγματικούς όρους της σύμβασης. Η σύμβαση εγκρίνεται χωρίς τη δέουσα ενημέρω­ ση και με συνοπτικές διαδικασίες, η εφαρμογή της, όμως, απαιτεί τροποποίηση του Καταστατικού του ΤΥΠΑΤΕ. Αποφασίζεται η σύγκληση καταστα­ τικής συνέλευσης, η οποία «πραγματοποιείται» στις 14.7.2011 με τη συμμετοχή… 80 μελών του ταμείου από 700 που απαιτούνται για να θεωρη­ θεί έγκυρη. Η ενημερωτική επιστολή που απέστειλε στις 18.07.2011 το Δ.Σ. στα μέλη του ξεκινούσε με τα εξής ελπιδοφόρα λόγια, που προσιδιάζουν πε­


[27]

ρισσότερο σε διαφημιστικό σποτ: «Αγαπητοί συ­ νάδελφοι, στην εποχή των Μνημονίων και των περικοπών σε κοινωνικές παροχές και καλύψεις υγείας, το ΤΥΠΑΤΕ προχωρά μπροστά, καινοτο­ μεί και απαντά με αύξηση των παροχών στους Ασφαλισμένους του, με ταυτόχρονο εξορθολο­ γισμό των αντίστοιχων δαπανών. Σε συνερ­γασία με τη Swiss Re, έναν από τους μεγαλύτερους ασφαλιστικούς φορείς, παγκοσμίως, σχε­διά­σαμε το Πρόγραμμα «ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ ΤΥΠΑΤΕ», που αποτελεί ό,τι πιο σύγχρονο και ολοκληρω­ μένο στο χώρο της παροχής υπηρεσιών υγείας». Αυτή η επιλογή της διάσωσης ενός αυτοδιαχειρι­ ζόμενου ταμείου δεν θα εξέπληττε κανέναν αν την υιοθετούσε μόνο η ΔΑΚΕ και η ΔΗΣΥΕ. Το παράδοξο είναι ότι την ασπάστηκε και την υπο­ στηρίζει με σθένος και η παράταξη της Συσπεί­ ρωσης, που από την άλλη πλευρά δεν χάνει ευ­ καιρία να κατακεραυνώνει μέσα από τις ανακοι­ νώσεις της τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και την εμπορευματοποίηση της υγείας. Εξετάζοντας τη σύμ­βαση, με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι συμφέρουσα, καθώς το 2010 το κόστος των υπηρεσιών που από εδώ και πέρα θα καλύπτει η Swiss Re αναρχόταν στο ποσό των 23.150.410,06 ευρώ πλέον τη συμμε­ τοχή του ασφαλισμένου. Ωστόσο, με μια προσε­ κτική ματιά στους όρους που θέτει η Swiss Re, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι πα­ ρουσιάζονται… Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που παρέ­ χονται στον απολογισμό του 2010 για την κατά­ σταση του Ταμείου Υγείας και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την υπογραφείσα σύμβα­ ση, συνάγονται τα ακόλουθα: Η Swiss Re, για κάθε ασφαλισμένο του Ταμείου, θα λαμβάνει από το Ταμείο το ποσό των 65,80 ευρώ κάθε μή­ να ως αντασφάλιστρα (μόνο τον πρώτο χρόνο του συμβολαίου, καθώς διασφαλίζεται ότι κάθε χρόνο αυτό το ποσό θα αναπροσαρμόζεται προς τα πάνω). Ο αριθμός των ασφαλισμένων ανέρχε­ ται στους 25.460. Άρα, το πρώτο έτος θα εισπρά­ ξει 20.103.216 ευρώ. Από την πλευρά της, οφεί­ λει να καλύπτει το 75% του κόστους των συντα­ γογραφούμενων φαρμάκων κι εξετάσεων και της νοσοκομειακής περίθαλψης βάσει τιμολογίων ΤΥΠΑΤΕ (και όχι πραγματικού κόστους), ωστόσο

η αποζημίωση που θα καταβάλλει για κάθε περί­ πτωση ασφαλισμένου δεν δύναται να ξεπερνά τα… 50.000 ευρώ. Η Swiss Re θα συνεπικουρεί­ ται από μια εταιρεία διαχείρισης ιατρικών απο­ ζημιώσεων, τη Healthwatch S.A., η οποία ανα­ λαμβάνει τη συγκρότηση του πανελλαδικού δι­ κτύου γιατρών-διαγνωστικών κέντρων-κλινικών και το τηλεφωνικό κέντρο 24ωρης εξυπηρέτη­ σης που διαφημίζεται από το ΔΣ του Ταμείου Υγείας ως Πρόγραμμα «ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ ΤΥΠΑΤΕ» Η Health­watch και η Swiss Re έχουν υπογράψει μια σύμβαση που αποτελεί παράρτημα της σύμβα­ σης μεταξύ Ταμείου Υγείας και Swiss Re. Βάσει αυτής, η Health­watch, έναντι 5.590.000 ευρώ τον χρόνο, από τα οποία το 75% θα καλύπτει η Swiss Re και το 25% το Ταμείο Υγείας, θα παρέχει κέντρο 24ωρης εξυπηρέτησης και 110.000 επι­ σκέψεις κατ’ έτος στο δίκτυό της για τους 25.460 ασφαλισμένους του Ταμείου Υγείας. Αυτό σημαί­ νει ότι σε κάθε ασφαλισμένο αναλογούν περί­ που 4 ιατρικές επισκέψεις τον χρόνο κατά μέσο όρο, και ότι κάθε επίσκεψη κοστολογείται 40 ευρώ. Κατόπιν ανάρτησης στο διαδίκτυο προ­ σφοράς συνεργασίας που στάλθηκε σε γιατρό


[28]

από εταιρεία με την επωνυμία Ανάλυση Δίκτυο Υγείας Α.Ε., και όχι επίσημης ενημέρωσης από του ΔΣ του ΤΥΠΑΤΕ, γίνεται αντιληπτό ότι η Health­watch θα αποτελεί πάροχο δευτεροβάθ­ μιας περίθαλψης. Σύμφωνα με την προσφορά, ο γιατρός θα αμείβεται με... 15 ευρώ ανά ιατρική πράξη, δηλαδή 25 ευρώ λιγότερα από το κόστος ανά επίσκεψη, βάσει της εν λόγω σύμβασης, για τους ασφαλισμένους του ΤΥΠΑΤΕ, χωρίς να απαι­ τείται η τήρηση κάποιου ιατρικού πρωτοκόλλου εκ μέρους του. Σε περίπτωση που ένας ασφαλι­ σμένος δεν επιθυμεί να εξυπηρετηθεί από το δί­ κτυο της Healthwatch και προτιμήσει άλλον για­ τρό, το Ταμείο Υγείας δικαιούται από τη Swiss Re απο­ζημίωση 7 ευρώ για κάθε επίσκεψη. Το Τα­ μείο Υγείας, πέρα από την κάλυψη της ιατρο­ φαρμακευτικής περίθαλψης, διαθέτει δικά του πολυϊατρεία σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, και παρέχει ως σήμερα επιδόματα ασθενείας, λουτροθεραπείας, κηδείας, ανώδυνου τοκετού, μητρότητας, παιδικής μέριμνας, βρεφονηπιακού σταθμού και πολυτέκνων, τα οποία φυσικά δεν υπάγονται στη σύμβαση με τη Swiss Re. Αν οι ερ­ γαζόμενοι δεν καταφέρουν να διεκδικήσουν τα απαιτούμενα, αυτές οι παροχές θα χαθούν, και το μόνο που θα τους μείνει θα είναι το ομαδικό ασφαλιστήριο με τη Swiss Re. Βάσει της σύμβασης, το κέρδος θα μοιράζε­ ται 50-50 μεταξύ Swiss Re και Ταμείου Υγείας, αλλά, σε περίπτωση ζημίας, αυτή θα μεταφέρε­ ται και θα συνυπολογίζεται με τα έσοδα, τα έξο­ δα και τις δαπάνες του επόμενου χρόνου. Το κέρ­ δος ή η ζημία (για το πρώτο έτος) υπολογίζεται ως εξής: Αντασφάλιστρο (20.103.216 ευρώ), μεί­ ον καταβληθείσες αποζημιώσεις (μαζί με δικα­ στικά έξοδα, κ.λπ.), μείον το μερίδιο του Αντα­ σφαλιστή προς τη Healthwatch, μείον την ετήσια αναπροσαρμογή των αντασφαλίστρων ύψους – μετά τη συμπλήρωση του πρώτου έτους– 10% (2.010.321,6 ευρώ), η οποία σωρευτικά, με τη συ­ μπλήρωση της συνολικής περιόδου ισχύος της σύμβασης (5 χρόνια), θα φτάσει το 28%. Σύμφω­ να με τις βεβαιώσεις του Δ.Σ., τα συμβαλλόμενα μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν από τη σύμβαση όποτε θελήσουν. Σύμφωνα με την ίδια τη σύμβαση, αυτό ισχύει στην πραγματικότητα μόνο για τη Swiss Re.

Αν δεχτούμε ότι οι 110.000 επισκέψεις κατ’ έτος στη Healthwatch επαρκούν για 25.460 ασφαλισμένους, και ότι το δίκτυο πράγματι θα καλύπτει τις ανάγκες τους ώστε να μην καταφεύ­ γουν σε γιατρούς και εργαστήρια εκτός δικτύου, με ποιον τρόπο θεωρεί η Διοίκηση του ΤΥΠΑΤΕ και η Swiss Re ότι θα έχουν κέρδος από αυτή τη σύμβαση; Φυσικά, πιέζοντας για τη μείωση των δαπανών περίθαλψης του Ταμείου όσο το δυνα­ τόν πιο κάτω από το όριο του αντασφαλίστρου. Ο τρόπος επίτευξης αυτού του στόχου περιγρά­ φεται στο Παράρτημα 1 της σύμβασης, και χρη­ σιμοποιείται μάλιστα από τις ιθύνουσες παρατά­ ξεις ως πρωτοβουλία για το νοικοκύρεμα του Ταμείου, καθώς, σύμφωνα με την παγκάλεια λο­ γική τού «μαζί τα φάγαμε», το έλλειμμα του Τα­ μείου αποδίδεται στην κατάχρηση των παροχών εκ μέρους των υπαλλήλων. Η Γενική Γραμματέας του Ταμείου Υγείας, μέλος της Συσπείρωσης, σε άρθρο της στο Τραπεζικό Βήμα του Ιουλίου-Αυ­ γούστου 2011, ισχυρίζεται ότι «στον τομέα των δαπανών ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εκτός Πολυϊατρείων –που αποτελεί και τον κύριο όγκο των εξόδων του Ταμείο – είναι κοινή διαπίστωση ότι υπάρχει σπατάλη πόρων, που πηγάζει από την παθογένεια του συστήματος. Η πολυφαρμα­ κία, η υπερσυνταγογράφηση, η στρεβλή εκμε­ τάλλευση των ιατρικών υπηρεσιών, όχι μόνο δεν αποτελούν αναβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας, αλλά πολλές φορές εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία των ασφαλισμένων. Υπάρχει η δυνατό­ τητα πολύ μεγάλης εξοικονόμησης πόρων. Για τούτο απαιτείται διαρκής έλεγχος σε πολλά επί­ πεδα (π.χ. συνταγογράφησης φαρμάκων και εξε­ τάσεων, τιμολογίων κλινικών και νοσοκομείων, κ.λπ.), που με τη σειρά του προϋποθέτει τεχνο­ γνωσία (ως προς τη διαχείριση αποζημιώσεων) που σε μεγάλο βαθμό λείπει σήμερα από τις υπηρεσίες του Ταμείου». Αυτή η επιχειρηματο­ λογία απλώς συνοψίζει την κυρίαρχη ιδεολογία που επικρατεί αυτόν τον καιρό σε μακροεπίπε­ δο, και αναιρεί κάθε έννοια εργατικής αυτοδια­ χείρισης. Οι εργαζόμενοι όχι μόνο δεν είναι ώρι­ μοι να διαφυλάξουν τον πλούτο τους, όχι μόνο οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους δεν έχουν τις δυ­ νατότητες… ελέγχου τους, αλλά οι αγοραίοι τε­ χνοκράτες είναι οι μόνοι που μπορούν να διασώ­


[29]

σουν τον εργαζόμενο… από τον εαυτό του. Απαι­ τείται, δη­λαδή, όχι μόνο έλεγχος από τα πάνω προς τα κάτω, αλλά και έλεγχος έξωθεν, από την αγορά, απρόσβλητος από συλλογικές διαδικασίες. Στο Παράρτημα 1 της σύμβασης, η Swiss Re θέτει ως όρους την τοποθέτηση στο Ταμείο Υγείας δικών της υπαλλήλων και γιατρών, και της Healthwatch, για την παρακολούθηση των αποζημιώσεων και την εφαρμογή των ενεργειών βελτίωσης των διαδικασιών, τη συλλογή και ανά­ λυση λεπτομερών δεδομένων για τα μέλη και τις αποζημιώσεις, την επιμόρφωση του προσωπι­ κού και τον έλεγχο των γιατρών του ΤΥΠΑΤΕ. Οι ελεγκτές γιατροί του ΤΥΠΑΤΕ θα υπόκεινται στον έλεγχο γιατρών που θα έχουν εγκριθεί από τη Swiss Re και τη Healthwatch. Βασικά εργαλεία θα είναι η ανάπτυξη ιατρικών πρωτοκόλλων για την οριοθέτηση στη συνταγογράφηση φαρμά­ κων και εξετάσεων, κατευθυντήριων γραμμών για παθήσεις/διαγνώσεις και πλαισίων αναφο­ ράς για τη διάρκεια της νοσηλείας και το κόστος της θεραπείας που θα διέπουν τις διαδικασίες προέγκρισης θεραπειών και εξετάσεων και τη διαχείριση των αποζημιώσεων, σε ένα αναδιαρ­ θρωμένο περιβάλλον όπου θα αλληλοελέγχο­ νται διοικητικοί υπάλληλοι και γιατροί. Κάθε απόκλιση από το ιατρικό πρωτόκολλο θα πρέπει να αιτιολογείται. Ο ιατρικός έλεγχος θα πρέπει να επεκταθεί και στα δημόσια νοσοκομεία και τα ιατρεία του ΤΥΠΑΤΕ, και να μειωθούν οι μη ανα­ γκαίες παραπομπές για ακτινογραφίες και μα­ γνητικές τομογραφίες εντός των νοσοκομείων, καθώς και η μη αναγκαία νοσηλεία. Δρομολογεί­ ται μια προσπάθεια να κατευθύνονται οι ασθε­ νείς σε δημόσια νοσοκομεία με αντικίνητρα (εφαρ­ μογή συνασφάλισης υψηλού βαθμού, εκτός αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή) ή κίνητρα (παροχή αποκλειστικής νοσοκόμας, ανάληψη γραφειο­ κρατικών διαδικασιών από το ΤΥΠΑΤΕ ή τη Health­watch). Οι διοικητικοί υπάλληλοι και οι γι­ ατροί του ΤΥΠΑΤΕ αντιμετωπίζονται από τη σύμ­ βαση ευθέως ως ένοχοι, στην καλύτερη περί­ πτωση, για ολιγωρία και, στη χειρότερη, ως λα­ μόγια χρηματιζόμενα από ιδιωτικές κλινικές και εργαστήρια. Η επιστήμη της ιατρικής οφείλει να αυτοπεριορίζεται στα φειδωλά μέτρα του ιατρι­ κού πρωτοκόλλου που έχει ως προτεραιότητα

την εξασφάλιση κέρδους για τον αντασφαλιστή. Μάλιστα εισάγονται δείκτες αποδοτικότητας ώστε να δοθούν κίνητρα σε γιατρούς και υπαλ­ λήλους για υπερωρίες, για να απορρίπτουν απο­ ζημιώσεις και να αποφεύγουν επαναληπτικές επισκέψεις ανά διάγνωση. Σε δεύτερο επίπεδο, ενοχοποιούνται τα ίδια τα μέλη του Ταμείου, καθώς η σύμβαση θεωρεί ότι οι υπάλληλοι πιέζονται από τους ασφαλισμέ­ νους για να δίνουν αποζημιώσεις χωρίς να κά­ νουν τους απαιτούμενους ελέγχους. Το όριο για τον έλεγχο των φαρμακευτικών δαπανών περιο­ ρίζεται από τα 150 στα 75 ευρώ. Το σύστημα πρέπει να αναβαθμιστεί για τον εντοπισμό δια­ δοχικών επισκέψεων στον ίδιο γιατρό και για τη μέτρηση των δόσεων των φαρμάκων. Χαρακτη­ ριστικά αναφέρεται στη σύμβαση ότι πρέπει να γίνει σχεδιασμός αναφορών για την αρνητική σήμανση… ασθενών ανάλογα με το ιστορικό της συμπεριφοράς τους. Τα μέλη του Ταμείου, που είναι στην ουσία οι ιδιοκτήτες του, δεν είναι παρά κουτοπόνηροι χωριάτες που θα προσπα­ θήσουν σε κάθε περίπτωση να εξαπατήσουν το Ταμείο που χτίστηκε με τον ίδιο τους τον μισθό. Αφήνοντας κατά μέρος πολλά άλλα σκοτεινά στοιχεία της σύμβασης, όπως την υπόνοια και άλλων συμφωνιών μεταξύ του Δ.Σ. του ΤΥΠΑΤΕ και της Swiss Re οι οποίες δεν έχουν δημοσιο­ ποιηθεί, έχει γίνει εμφανές μέχρι εδώ ότι αυτή η απόφαση δεν αποτελεί πραγματικό μέτρο δια­ σφάλισης της βιωσιμότητας του Ταμείου Υγείας. Δεν είναι παρά ένα ακριβό ομαδικό ασφαλιστή­ ριο που λειτουργεί σε βάρος των πολυϊατρείων του ΤΥΠΑΤΕ και εισάγει ιδιωτικοοικονομικά κρι­


[30]

τήρια σε έναν συλλογικό φορέα αλληλοβοήθειας εργαζομένων. Είναι ένα όχημα διείσδυσης του κεφαλαίου στις δημόσιου και συλλογικού χαρα­ κτήρα κατακτήσεις των εργαζομένων και ένας τρόπος διεύρυνσης της αγοράς ασφάλισης και αντασφάλισης στη χώρα. Η Swiss Re είναι ένας καπιταλιστικός κολοσ­ σός που από το 1863, ποντάροντας στον φόβο ενδεχόμενων περιβαλλοντικών καταστροφών και κοινωνικών αναταραχών, αλλά και στο σοκ που επέρχεται μετά την καταστροφή, λειτουργεί ως εγγυητής δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσε­ ων και δανειακών προγραμμάτων, ως ασφαλι­ στής των ασφαλιστών (συμπεριλαμβανομένης και της δημόσιας ασφάλισης) και ως παράγοντας στη διεύρυνση πλασματικών χρηματοπιστωτι­ κών αγορών, όπως αυτή των καιρικών προβλέ­ ψεων ή των εκπομπών ρύπων. Ο κίνδυνος ξηρα­ σίας σε χώρες της Αφρικής, σεισμών και τσουνά­ μι στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας και η προσπάθεια ανοικοδόμησης και ο έλεγχος της χολέρας στην Αϊτή είναι κάποιες από τις ευκαιρί­ ες της Swiss Re για να αυξήσει τα κέρδη της σε συνεργασία με κυβερνήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και φιλανθρωπικά ιδρύματα, όπως το Clinton Global Initiative, του πρώην Προέ­ δρου των Η.Π.Α. Διαθέτει δικό της ινστιτούτο ερευνών, το Center for Global Dialogue, το οποίο προβαίνει σε μελέτες ακόμα και για την παγκό­ σμια άνοδο του αντικαπιταλιστικού αισθήματος με την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης το 2008, τα δε στελέχη της συμμετέχουν σε όλες τις συναντήσεις κορυφής εκπροσώπων του κεφα­ λαίου και των κυβερνήσεων, όπως στο Παγκό­ σμιο Οικονομικό Φόρουμ. Είναι επίσης μέλος του European Policy Center, ενός ισχυρού think tank με μεγάλη επιρροή στα όργανα της Ευρω­ παϊκής Ένωσης, στο οποίο συμμετέχουν μεγάλες

εταιρείες, διακυβερνητικοί, κυβερνητικοί και μη οργανισμοί, θρησκευτικές οργανώσεις, διπλω­ ματικές αντιπροσωπείες, εργοδοτικές ενώσεις και επιμελητήρια. Η Swiss Re δέχτηκε γερό πλήγμα όταν έσκασε η φούσκα των ακινήτων, αλλά, με μια ενίσχυση 2,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τον Warren Buffet μέσω της Berkshire Hathaway και την από­ λυση του 10% του ανθρώπινου δυναμικού της, ξαναμπήκε σε ανοδική πορεία. Η Swiss Re σημεί­ ωσε το περασμένο τρίμηνο καθαρά κέρδη 960 εκατομμυρίων δολαρίων. Μπορεί οι πρόσφατες καταστροφές στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και την Ιαπωνία να της κόστισαν, ωστόσο αποζη­ μιώθηκε και με το παραπάνω, καθώς της ήρθε ένα κερδοφόρο… τσουνάμι ανανέωσης συμβο­ λαίων, με αυξημένο φυσικά αντίτιμο για τους πε­ λάτες της. Το τσουνάμι της κρίσης χρέους και των μέτρων διάσωσης της Ελλάδας αποτέλεσε την καλύτερη ευκαιρία για τη Swiss Re ώστε να διεισ­ δύσει στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, και μά­ λιστα με πρωτοβουλία των ίδιων των εκπροσώ­ πων των εργαζομένων. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ γράφει ότι το κεφά­ λαιο είναι νεκρή εργασία που, σαν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας το αίμα της ζωντανής εργα­ σίας. Κατά τον Μπραμ Στόουκερ, ο βρικόλακας δεν μπορεί ποτέ να μπει στο σπίτι σου απρό­ σκλητος. Σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδι­ κασίες, η καταστατική τροποποίηση, που αποτε­ λεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της ισχύος, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κατόπιν πανελ­ λαδικής ψηφοφορίας που διεξήχθη στις 1 και 2 Νοεμ­βρίου και για την οποία απαιτείται η υπερ­ ψήφισή της από τα 3/4 του 75% των εργαζομέ­ νων στην Αγροτική Τράπεζα. Τα αποτελέσματα θα γνωστοποιηθούν όταν η λεύγα θα βρίσκεται ήδη στο τυπογραφείο. Οψόμεθα.


[31]

Σου ‘παν να βάλεις το χακί

Η στήλη Κοντραπούντο φιλοξενεί διαφορετικές απόψεις για ένα επίμαχο ζήτημα ευρύτερου πολι­ τικού ενδιαφέροντος. Στο τεύχος αυτό επιλέξαμε ως θέμα τη στάση απέναντι στη στράτευση και τη θητεία, καθώς και απέναντι σε μια ενδεχόμενη επιστράτευση. Τα κείμενα που ακολουθούν τοπο­ θετούνται επί του «ανοιχτού» αυτού θέματος. Η ζωή μου στον στρατό, ο στρατός στη ζωή μου Ανώνυμος, λοχαγός Ελληνικού Στρατού «Ο στρατός έφτιαξε δρόμους και πλατείες», «Στον στρατό υπάρχει αξιοκρατία», «Πάμε στην παρέ­ λαση να καμαρώσουμε τα παλικάρια μας», «Ο στρατός θα αντιμετωπίσει τους εχθρούς που μας περιβάλλουν», κ.ά. Μύθοι ή πραγματικότητα; Κατάγομαι από τη βόρεια Ελλάδα. Δεν υπάρ­ χει οικογενειακή στρατιωτική παράδοση. Με­ γάλωσα σε κοινωνική δομή με βαθιά πίστη και σεβασμό στα ιδεώδη και τις ικανότητες του στρα­ τ­εύματος και, κατά εποχές, εθνικιστική έξαρση και φανατισμό. Αγάπησα τον στρατό. Τη μισή μου ζωή υπηρετώ στον Ελληνικό Στρατό Ξηράς. Από πολύ νωρίς διαπίστωσα ότι η πραγ­­ματικότητα δι­ αφέρει από το μύθο που με ανάθρεψε. ΜΥΘΟΣ: Ο στρατός σε μορφώνει/εκπαιδεύει δωρεάν. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Στις παραγωγικές σχολές σού παρέχεται υποτυπώδης μισθός. Τον επιστρέφεις ως μόνιμος με κρατήσεις και με την επιβολή δυ­ σθεώρητου πρόστιμου-αποζημίωσης σε περί­ πτωση παραίτησης. Οι εγκεκριμένες από την υπη­ ­ρεσία μετεκπαιδεύσεις/εξειδικεύσεις συνήθως χο­­ρηγούνται φωτογραφικά. Εναλλακτικά εκπαι­ δεύεσαι με ατομικά μέσα, χωρίς διευκολύνσεις από την υπηρεσία, ενίοτε τιμωρείσαι. Η εκπαίδευ­ ση των οπλιτών στα αντικείμενα τους είναι κατά κανόνα ελλιπής και τα προγράμματα εκπαίδευ­ σης παραμένουν στα χαρτιά. Ενδιαφέρει απλά η φυσική τους παρουσία, για να «βγαίνουν» οι υπη­

ρεσίες. Η υπηρεσία φαίνεται να βολεύεται με προ­ σωπικό χωρίς μόρφωση, άποψη, κρίση, προσω­ πικό εύκολα χειραγωγήσιμο. ΜΥΘΟΣ: Στον στρατό υπάρχει αξιοκρατία. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Πλήθος υποκειμενικών κρι­ τηρίων υπερτερούν των αντικειμενικών κατά την αξιολόγηση των στελεχών από την αρχή της καριέρας τους και κατά την ετήσια αξιολόγηση. Ικανά στελέχη παραγκωνίζονται σε θέσεις όπου καθίστανται ανενεργοί, ενώ τα κέντρα λήψεις αποφάσεων επανδρώνονται κατά κανόνα κλικα­ δόρικα, με ημέτερους (ενίοτε πολιτικά). Η επίφα­ ση των «αναγκών της υπηρεσίας» προσδίδει την απαραίτητη σοβαροφάνεια και νομιμότητα. Ανάλογη αξιοκρατία και αντικειμενικότητα χα­ ρακτηρίζει και τις τοποθετήσεις και μεταθέσεις οπλιτών. ΜΥΘΟΣ: Οι διαδικασίες υπόκεινται σε κανονισμούς και συνεχείς επιθεωρήσεις. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Υφίσταται πλήθος κανονι­ σμών, απαρχαιωμένων μεν, ικανών δε να δια­ σφαλίσουν την ικανοποιητική λειτουργία των στρατιωτικών υπηρεσιών. Η πρόσβαση σε αυ­ τούς δεν είναι πάντα εύκολη ή άμεση. Ερμηνεύ­ ονται και εφαρμόζονται κατά το δοκούν, με τις οδηγίες της εκάστοτε ιεραρχίας. Μεγάλη πλειο­ ψηφία των στελεχών δεν γνωρίζει τους κανονι­ σμούς, διευκολύνοντας την αυθαιρεσία. Οι επι­ θεωρήσεις καταντούν τις περισσότερες φορές, τραγικές φαρσοκωμωδίες: Να ντυθούμε κατάλ­ ληλα, να πάμε στην επιθεώρηση, να μπουν οι υπογραφές, να βγουν οι φωτογραφίες, να ανα­ φερθεί «καλώς». ΜΥΘΟΣ: Οι στρατιωτικοί αμείβονται ικανοποιητικά. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Οι στρατιωτικοί καλούνται να μετακομίσουν κάθε 2-3 χρόνια. Θα μετακομί­ σει και ο/η σύζυγος/σύντροφος με την πιθανό­ τητα ανεργίας ιδιαίτερα αυξημένη ή θα παραμεί­ νει διατηρώντας δεύτερο σπίτι (ενοίκια, έξοδα


[32]

μετακομίσεων και συνεχών μετακινήσεων); Τα διαθέσιμα οικήματα της υπηρεσίας είναι κατά κανόνα λίγα, με κακοτεχνίες ή κακοσυντηρημέ­ να. Τοπικές κοινωνίες στηρίζουν την ευημερία τους στους υπηρετούντες στον τόπο τους. Οι στρατιωτικοί είναι οι πιο χαμηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι. Πανεπιστημιακή εκπαίδευση, μετα­ πτυχιακά και εξειδικεύσεις δεν έχουν οικονομι­ κό αντίκρισμα. Ικανοποιημένοι με το μισθό τους είναι οι νέοι, άγαμοι, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, στρατιωτικοί που υπηρετούν στον τόπο τους, καθώς και όσοι έχουν εξασφαλίσει μονιμότητα στη θέση που υπηρετούν ή/και συνυπηρέτηση – ομολογώ ότι αρκετοί τελικά ανήκουν στις κα­ τηγορίες αυτές. Είναι ευκολότερο να ελέγχεις κά­ ποιον ρυθμίζοντας τις απολαβές του. ΜΥΘΟΣ: Πραγματοποιούνται συνεχώς ασκήσεις, έχουμε τον πιο άξιο στρατό. «Ηθικόν: Ακμαιότατον». ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: Δεν θα πραγματευτώ στο παρόν κείμενο το αξιόμαχο του στρατεύματος. Δεν θα κρίνω την αρτιότητα/καταλληλότητα εξοπλισμού και εγκαταστάσεων. Δεν θα αμφι­ σβητήσω τη συνεχή στρατιωτική εκπαίδευση και την ετοιμότητα μάχης των στρατιωτικών – μόνιμων ή κληρωτών. Προβληματίζομαι επί αυ­ τών. Και, χωρίς επιφύλαξη, καταθέτω ότι το ηθι­ κό έχει καμφθεί. Συνεχίζω να αγαπώ τον στρατό. Έναν άλλο στρατό, δίκαιο και αξιοκρατικό – σε

εφαρμογή των κανονισμών του, που στηρίζει και αξιοποιεί τα στελέχη του, με προσήλωση στην ουσία και αρτιότητα των υπηρεσιών που καλεί­ ται να προσφέρει. Ο στρατός που υπηρετώ εθε­ λοτυφλεί στην παραβίαση των κανονισμών του, κακοδιαχειρίζεται το προσωπικό του, κωφεύει σε εμπεριστατωμένες προτάσεις βελτίωσης, πα­ ραμένει προσκολλημένος σε αγκυλώσεις και εθνικιστικά συνθήματα εσωτερικής κατανάλω­ σης, αυτοδιατίθεται ως υποχείριο πολιτικών επι­ διώξεων. Κρατώ κάποιες ειλικρινείς, ανθρώπινες σχέσεις. Δεν αγαπώ πια τον Στρατό. Έθνος, Στρατός, Κράτος Λεωνίδας Κυριακόπουλος, μεταφραστής Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να ανα­ γνωρίσει κανείς ότι ο εθνικισμός είναι όντως το τελευταίο καταφύγιο των καθαρμάτων και των απατεώνων, οι οποίοι προσπαθούν έντεχνα να κρύψουν τα προσωπικά τους μίση, απωθημένα και συμφέροντα κάτω από τον μανδύα της συλ­ λογικής αποχαύνωσης που μόνο αυτός μπορεί να προσφέρει. Αν ωστόσο αυτή η αλήθεια είναι δύσκολο πλέον να αναγνωριστεί μέσα στις πο­ λυκαταναλωτικές κοινωνίες μας, δεκαοχτώ μήνες στρατιωτικής εκπαίδευσης είναι υπεραρκετοί για να κάνουν τον οποιονδήποτε να κατα­λά­βει ότι η ηθελημένη διόγκωση της κοινωνικής μη­ χανής που ονομάζεται στρατιωτική θητεία και η


[33]

αγάπη για το έθνος που απαιτείται προκειμένου αυτή να πραγματοποιηθεί, δεν κρύβουν τίποτα περισσότερο στα σπλάχνα τους από μια καλο­ στημένη απάτη. Είτε μιλάμε, λοιπόν, για τον κλασικό επιθετι­ κό εθνικισμό της νεωτερικότητας (των δικτατο­ ριών, των στρατιωτικών παρελάσεων και της στρατιωτικής επιβολής) είτε για τη νεόκοπη με­ ταμοντέρνα εκδοχή του (των Ολυμπιακών Αγώ­ νων, της Eurovision και της οικονομικής επέκτα­ σης) ένα πράγμα είναι σίγουρο: η εθνικιστική έξαρση, που σχεδόν πάντα οδηγεί τις αλλοπρό­ σαλλες μάζες στην ίδια τους την αυτοκαταστρο­ φή, δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς τη δημιουρ­ γία εχθρών και τη συστηματική αποδοχή αυτού του θεάτρου του παραλόγου από την πλευρά των μαζών. Ωστόσο, αν και η δαιμονοποίηση του άλλου είναι αναγκαία προκειμένου να υπάρξει μια κά­ ποια κοινωνική και εθνική συνοχή, αυτή δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την ιδεολογική και στρατιωτική θωράκιση απέναντί του. Έτσι, ο ρόλος της στρατιωτικής μηχανής για το ελληνι­ κό κράτος είναι πιθανότατα σημαντικότερος σε καιρό ειρήνης απ’ ό,τι σε καιρό πολέμου. Αποτε­ λούσε πάντα ένα ρυθμιστή των πολιτικών ισορ­ ροπιών, χάρη στις άμεσες παρεμβάσεις του (δι­ κτατορίες, πιέσεις προς τα πολιτικά σχήματα ή την κυβέρνηση, δολοπλοκίες και κινήματα) ή την έμμεση επιρροή του στον πληθυσμό (εθνικι­ στική κατήχηση των στρατευμένων, γνωριμία τους με ένα εξουσιαστικό μοντέλο ιεράρχησης που θα ακολουθήσουν και στην πολιτική τους ζωή, συμμετοχή του σε όλες τις μικρές και μεγά­ λες θρησκευτικές και εθνικές εορτές για την τό­ νωση του εθνικού φρονήματος). Μέσα σ’ αυτό το κοινωνικό και πολιτικό πλαί­ σιο, η μετεξέλιξη, ή αλλιώς η φιλελευθεροποίηση, της στρατιωτικής μηχανής που συνέβη τα τελευ­ ταία χρόνια στην Ελλάδα ήταν πιθανότατα κατα­ δικασμένη να αποτύχει. Πρώτα απ’ όλα, γιατί όλα τα κράτη με μισθοφορικά στρατεύματα απαιτούν μια καλά οργανωμένη και κερδοφόρα στρατιωτι­ κή βιομηχανία ή δυναμικές επεμβάσεις σε ξένα εδάφη προκειμένου να συντηρηθούν. Και, δεύτε­ ρον, γιατί ο ρόλος του στρατού στη σύγχρονη ελ­ ληνική ιστορία ήταν συνδεδεμένος περισσότερο

με την υπεράσπιση του έθνους απ’ τους εσωτερι­ κούς, παρά απ’ τους εξωτερικούς εχθρούς, και τη στήριξη του εθνικού ιδεολογήματος με θεσμοθε­ τημένες δράσεις. Αν και στις ημέρες μας η φύλαξη του έθνους απ’ τον εσωτερικό εχθρό έχει πλέον μετατεθεί στις διάφορες υπηρεσίες ασφαλείας, και το εθνι­ κό φρόνημα στηρίζεται από άλλους θεσμούς όπως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και η βιο­ μηχανία του θεάματος και του αθλητισμού, οι συνεχείς επικλήσεις από επιχειρηματίες και πο­ λιτικούς προς την κυβέρνηση να κινητοποιήσει τον στρατό εναντίον των διαδηλωτών κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 2008, και η παραδο­ χή από μέρους της κυβέρνησης ότι αυτό το σχέ­ διο συζητήθηκε όντως, αποδεικνύουν πως η χρησιμότητά του ως οργάνου εσωτερικής χειρα­ γώγησης και καταστολής δεν έχει ακόμα εξα­ ντληθεί, αλλά απλώς παραμένει ανενεργή. Εξάλ­ λου, όταν όλα τα άλλα αποτύχουν, μπορούμε πάντα να εμπλακούμε σε μια σύρραξη. «Σαν θα με καλέσει η πατρίδα» Χρίστος Μάης, έφεδρος ανθυπολοχαγός της κυπριακής Εθνικής Φρουράς «Εάν ακούσεις στο ραδιόφωνο ότι γίνεται επι­ στράτευση... μην επιστρέψεις!». Τη συμβουλή αυτή, την πιο χρήσιμη που μου έδωσε κανείς κατά την 26μηνη θητεία μου στην Κυπριακή Εθνοφρουρά, την πήρα την ύστατη στιγμή από τον μόνιμο υπαξιωματικό ο οποίος μου έδωσε


[34]

το απολυτήριο. Οπότε, ως προς την επιστράτευ­ ση, δέκα χρόνια μετά από εκείνη τη μέρα, παρα­ μένω αποφασισμένος να ακολουθήσω τη συμ­ βουλή αυτή. Εάν δεν ήταν ο στρατός, ο υποφαινόμενος σήμερα πιθανόν να ήταν ένας φέρελπις πολιτι­ κός επιστήμων. Για να γίνει αυτό όμως θα έπρεπε στις εισαγωγικές (για το πανεπιστήμιο) εξετάσεις να εξεταστώ στο μάθημα της Ιστορίας το οποίο δινόταν μόλις μια βδομάδα πριν μπω στρατό και μια βδομάδα μετά το αμέσως προηγούμενο μά­ θημα που έδινα. Έτσι, στο ερώτημα πολιτικές επιστήμες και μια βδομάδα διακοπές ή οικονο­ μικά και δυο βδομάδες διακοπές μετά από 18 χρόνια εντατικοποίησης, το δεύτερο κέρδισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η επιλογή μπορεί να φαί­ νεται βεβιασμένη, αλλά η ψυχολογική πίεση που δέχεσαι όταν γνωρίζεις πως τα επόμενα δυο χρόνια δεν θα ελέγχεις τη ζωή σου, όπως δεν έκανες επί της ουσίας ούτε τα 18 προηγούμενα, αυτή η μια εβδομάδα «ελευθερίας» όχι μόνο φα­ ντάζει αλλά και είναι σημαντική για την ψυχική σου υγεία. Ως προς τη στρατιωτική θητεία, η «εμπειρία»

αυτής στην Κύπρο διαφέρει πολλαπλώς από την αντίστοιχη στην Ελλάδα. Αφενός, ο στρατός στην περίπτωση αυτή μπορεί και παίζει τον ιδε­ ολογικό του ρόλο. Οι εύπλαστοι δεκαοχτάχρο­ νοι στρατεύσιμοι προέρχονται από μια κλειστή κοινωνία χωρίς ιδιαίτερες προσλαμβάνουσες και από ένα αγγλοσαξονικό σύστημα εκπαίδευ­ σης με παρόμοιους κανονισμούς και πειθαρχία (στολή, κουρεμένοι-ξυρισμένοι, κ.λπ.). Αφετέ­ ρου, η ιδιαίτερη περίπτωση της Κύπρου (εισβο­ λή-κατοχή, πρόσφυγες κ.λπ.) αφήνουν περιθώ­ ρια για εθνικιστική προπαγάνδα. Ως εκ τούτου, ο εθνικισμός, αλλά και το διαλεκτικά δεμένο δίδυ­ μο ρουφιανιάς και υποταγής, ενυπάρχουν στην καθημερινότητα του φαντάρου. Το ερώτημα «τι γυρεύω εγώ εδώ» ξεκινάει τη μέρα που τελειώνουν οι πάσης φύσεως εκπαι­ δεύσεις και εσύ απλώς μετράς ουκ ολίγους μή­ νες για να απολυθείς κάνοντας... απολύτως τίποτα. Δεν φυλάς Θερμοπύλες, όπως ίσως θεω­­ρού­­σες ότι θα έκανες ή σου έλεγαν ότι θα έκανες, δεν κάνεις τίποτα χρήσιμο για την πατρίδα και σί­ γουρα δεν κάνεις τίποτα χρήσιμο για σένα. Την ίδια στιγμή που θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει η


[35]

φοιτητική σου ζωή, εσύ ντυνόσουν στα χακί άνευ λόγου και αιτίας. Το να πω ότι ο στρατός υπήρξε χρήσιμος διότι εκεί ήρθα, διαβάζοντας, σε επαφή με τις αριστε­ ρές ιδέες και ότι μέσα από τις γραπτές μαρτυρίες αγωνιστών έσβησε μέσα μου κάθε εθνική-εθνικι­ στική σκέψη, ξεγυμνώνοντας το ποιόν των κάθε λογής «εθνικοφρόνων», και το οποίο υπήρξε το μοναδικό πράγμα άξιο λόγου που έχω να θυμά­ μαι από τις περίπου 780 μέρες θητείας, είναι υπερβολή. Θεωρώ πως το ίδιο θα γινόταν εάν, το 1999, αντί να υποχρεωθώ να υπηρετήσω, πήγαι­ να για σπουδές στη σχολή στην οποία είχα ήδη περάσει. Αντιθέτως, έχασα δύο χρόνια για τα οποία δεν πήρα κανένα απολύτως αντάλλαγμα και τα οποία δεν θα επαναλάμβανα σήμερα εάν με κάποιο μαγικό τρόπο γυρνούσε το ρολόι πίσω στον χρόνο. Το σύστημα, με φόντο την κρίση, μας προσφέ­ ρει τον αργό θάνατο με την καθημερινή μας (οικο­ νομική και όχι μόνο) αφαίμαξη. Το να του προσφέ­ ρεις εθελοντικά και την ίδια σου τη ζωή, σε ένα ενδεχόμενο πόλεμο που δεν σε αφορά, είναι του­ λάχιστον εξωφρενικό. Με βάση το παιχνίδι που γί­ νεται στις πλάτες του ελληνικού, κυπριακού και τουρκικού λαού στα πλαίσια της κυρίως τουρκοισραηλινής (και όχι μόνο) κόντρας με αφορμή και την ΑΟΖ Κύπρου-Ισραήλ το ενδεχόμενο, τουλάχι­ στον, ενός θερμού επεισοδίου είναι παραπάνω από ορατό. Όλα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό σκηνικό όπου, για να χρησιμοποιήσω και ολίγον από ξύλινη γλώσσα, οι συστημικές δυνάμεις της ανατολικής Μεσογείου πιθανόν να θελήσουν σχε­ τικά σύντομα να χρησιμοποιήσουν την νεολαία ως κρέας για τα κανόνια τους, κάτι που πιά γίνεται αντιληπτό και από τον πλέον αφελή. Στράτευση, Θητεία, Επιστράτευση Α. Κακαράς, τέως αρχιπλοίαρχος1 Οι ένοπλες δυνάμεις, άρα και η στράτευση –είτε «εθελοντική» εκ του νόμου και απλήρωτη είτε τελείως εθελοντική επί πληρωμή (στρατευμένοι

1. Ο γράφων είναι ακατάλληλος για τέτοια ερωτήματα, καθόσον τέως στρατιωτικός, αλλά υποχωρεί στον πειρα­ σμό και τοποθετείται, με το συμπάθειο κιόλας.

διαρκείας που μεταλλάσσονται ταχύτατα σε μι­ σθοφόρους)– αποτελούν, μαζί με τους λοιπούς ενόπλους (αστυνομία κ.ο.κ.), τον ένα πυλώνα στον οποίο στηρίζεται η άρχουσα τάξη ως κατε­ στημένη. Επομένως αποκλείεται να χρησιμοποι­ ηθούν, όπως φερειπείν στις πρώτες δεκαετίες του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους, για την αντιμετώπιση μιας από τις πραγματικά «ασύμ­ μετρες» απειλές στη χώρα μας, της ασύδοτης δηλαδή ληστείας του άλλου πυλώνα, ήτοι των εργαζομένων και των συμφερόντων τους. Για να μη μας αποκαλέσουν μεμψίμοιρους, συμπληρώνουμε πως οι ένοπλες δυνάμεις θεω­ ρούνται ανέκαθεν απαραίτητες και για τη στήρι­ ξη της εξωτερικής πολιτικής των κυβερνώντων, οι οποίοι διατηρούν και με αυτό το πρόσχημα τη στράτευση απλήρωτων νέων και τη θητεία τους. Είναι άλλο ζήτημα πόσο περήφανοι είμαστε γι’ αυτήν την πολιτική και δη όταν ασυστόλως υπο­ στηρίζεται πως η χρήση του στρατού σε αποστο­ λές εκτός συνόρων είναι υποχρεωτική ως εκ των διεθνών συμφωνιών της χώρας μας (sic) και μάλι­ στα έρχεται αρωγός στα εθνικά μας συμφέροντα (διπλό sic, αφού οι παλιότεροι δεν θυμόμαστε ούτε τη χούντα να λέει τέτοια!). Αποστολές στις οποίες απαιτούνται ταχύτατες μονάδες, ευέλικτες κ.λπ. για αντιμετώπιση δήθεν των «ασύμ­­μετρων απειλών» (πόσο εξυπηρετικές πράγματι). Γι’ αυτές ακριβώς τις αποστολές κρίθηκε από το ΝΑΤΟ, το 1999 στην Ουάσινγκτον, απαραίτητη η μετάλλαξη του στρατού των κρατών-μελών από ημιεπαγγελματικό σε επαγγελματικό, δηλα­


[36]

Έκθεση του FBI για την απαλλαγή του κληρωτού Τσαρλς Μπουκόφσκι από την υποχρέωση στράτευσης.


[37]

δή σε μισθοφορικό. Ακόμα και η περίφημη «απει­ λή» (ο καθορισμός από ποιον κινδυνεύει η χώρα που θεσμικά είναι αποκλειστικό προνόμιο της εκάστοτε κυβέρνησης) αλλάζει τα τελευταία χρό­ νια στη χώρα μας μετά από την απόφαση του ίδιου αμαρτωλού Συμφώνου. Παρομοίως ορίζε­ ται το περίφημο Δόγμα, το μέγεθος του στρατού (θητεία), η διάρθρωση (ορισμός στρατηγών κ.λπ.), ο προσανατολισμός (προς Βορράν ή Ανατολάς κ.ο.κ.), ο οπλισμός (μίζες), η οργάνωση, το σχέδιο αντιμετώπισής της κ.λπ. Ήταν όντως απαραίτητες πολλές αλλαγές, αλλά εκτίθεται όποιος υποστηρί­ ζει πως τούτες εξυπηρετούν και το κοινό καλό! Ο νέος στρατευμένος έχει αποδειχτεί πως δεν είναι τόσο εύπιστος για αξιοποίησή του ως μισθο­ φόρου, επομένως ιδού η ανάγκη του επαγγελμα­ τία. Κανείς δεν ισχυρίζεται βέβαια με σοβαρότητα πως ο χρόνος θητείας του ήταν ή είναι αξιοποιή­ σιμος· μακάρι να ερχόταν ο στρατεύσιμος αρω­ γός στις ανάγκες της κοινωνίας, μακάρι να εκπαι­ δευόταν σωστά και στη χρήση των κατάλληλων για την άμυνά μας όπλων και συστημάτων, μακά­ ρι να μάθαινε τώρα φερειπείν τι σημαίνει Απο­ κλειστική Οικονομική Ζώνη, υφαλοκρηπίδα, αδι­ απραγμάτευτα κυριαρχικά δικαιώματα που θα κληθεί να υπερασπιστεί, και τότε είναι βέβαιο πως θα δικαιώσει τον χρόνο που «χάνει» στον στρατό. Δεν έχουμε όμως πειστεί πως καλύπτονται. Αντ’ αυτών μας προέκυψαν οι «πολυετούς στράτευσης», η σταδιακή βολική μείωση της θη­ τείας και η μετεξέλιξή τους σε επαγγελματίες εύ­ κολα διαχειρίσιμους, ενώ με τη χρήση εκτός συ­ νόρων επιδιώκεται μετά μανίας η μετακύλισή τους σε μισθοφόρους με προφανή τον κίνδυνο απώλειας πατριωτικής (πώς αλλιώς να την απο­ καλέσουμε;) συνείδησης, αφού το μόνο που θα τους θέλγει είναι το οικονομικό. Η διαπίστωση δεν άργησε και έντρομοι προσφάτως (εν όψει της υποβόσκουσας απειλής) συζητούν να αυξή­ σουν πάλι τη θητεία των στρατευσίμων. Δεν έχει ο τόπος μας πείρα από επιστρατεύ­ σεις, πλην του 1940 και το φιάσκο του 1974 που δεν γελοιοποίησε μόνο τη χούντα αλλά αποκάλυ­ ψε και τις σαθρές δομές του συστήματος. Σοβαροί κίνδυνοι (πρέπει να) οδηγούν σε μέτρα επιστρά­ τευσης. Δεν πρέπει να αποκλείονται και τυχοδιω­ κτικές πρακτικές, κάτι που ασυνείδητοι κυβερνή­

τες μπορούν πάντα να χρησιμοποιήσουν για να διασώσουν την πολιτική και το τομά­ρι τους. Να θυ­ μόμαστε πως περίοδοι εσωτερικών κρίσεων προ­ σφέρονται για ηλίθιες κινητο­­ποιή­­σεις ενόπλων δυ­ νάμεων για δήθεν «εξωτερικούς κινδύνους». Πίκρα βγάζει το κείμενο τούτο, γιατί έτσι λει­ τούργησε η γενιά μου σε πολλούς τομείς και τί­ ποτα δεν μπορεί αυτό να το εξωραΐσει. «Πήγαινε στον στρατό να γίνεις άντρας» Μις Απρίλιος Γιωτάς (Ι5) Με αυτή την ατάκα μεγαλώσαμε κατά τη διάρ­ κεια των σχολικών μας χρόνων. Μας την έλεγαν –απευθυνόμενοι στους άλλους λες και δεν ήμα­ σταν εκεί– οι συγγενείς και οι φίλοι των γονιών όταν ερχόντουσαν επίσκεψη. «Κοίτα πώς μεγά­ λωσε, σε λίγο θα πάει στρατό να γίνει άντρας». Αργότερα ήρθαν και άλλες λέξεις και φράσεις να διεγείρουν την φαντασία. «Καλλιόπες», «γερμα­ νικό νούμερο», «σκοπέτο», «ΚΨΜ», το λεξιλόγιο στις παρέες των πρώην και νυν φαντάρων και εγώ να νιώθω τόσο ξένος σαν να είχα χάσει κάτι, κάτι που οι περισσότεροι το είχαν. Σε αντίθεση με πολλούς φίλους και γνωστούς από το σχολείο, η είσοδός μου στο πανεπιστή­ μιο έδιωξε μακριά –έτσι νόμιζα τότε– την προ­ οπτική της στρατιωτικής θητείας. Ωστόσο, αντι­ λήφθηκα από μικρός ότι για πολλούς ο στρατός αποτελεί το πρώτο κοινωνικό βίωμα μακριά από το σχολείο και την οικογένεια. Την πρώτη τους ένταξη και υποχρεωτική μάλιστα, σε ένα κοινω­ νικό υποσύνολο με δοσμένα χαρακτηριστικά και με ελάχιστες δυνατότητες παρέκβασης. Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα. Οι σπουδές τε­


[38]

λείωσαν, οι πρώτες τουλάχιστον. Παρόλο που δεν είχα αξιόλογες επιδόσεις ούτε και ισχυρό ακαδημαϊκό κίνητρο, αποφάσισα να τις συνεχί­ σω. Εξάλλου, δεν είχα και πολλές επιλογές – ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Στρατός ή κι άλλες σπου­δές; Η απάντηση ήταν αυτονόητη. Μερικά χρόνια φυγοπονίας ακόμη από το απειλητικό φάσμα της υποχρεωτικής στράτευσης. Ο χρόνος όμως τρέχει και κάποτε τελειώνουν οι «δικαιολο­ γίες». Δεν είχα δυνατότητα για άλλη αναβολή. Και τώρα τι κάνω; Ήρθε η ώρα να ντυθώ στο χακί; Αποκλείεται! Είχα πλέον πεισμώσει με την κοινωνία. Εγώ στρατό δεν υπάρχει περίπτωση να πάω. Δεν υπάρχει περίπτωση να χάσω ούτε μια ώρα από τη ζωή μου εκεί μέσα. Ξαφνικά ανα­ κάλυψα όλα αυτά που μπορείς να κάνεις όταν δεν είσαι στον στρατό, ακόμα και αν δεν τα έκα­ να τόσο καιρό. Αρχίζω και ρωτάω, δεξιά και αριστερά, προ­ σπαθώ να μάθω τι μπορώ να κάνω, τι εναλλακτικές έχω. Οι περισσότερες απαντήσεις είναι αποκαρδι­ ωτικές. «Πρέπει να πας, δεν μπορείς να το αποφύ­ γεις, θα έχεις προβλήματα με τη δουλειά, παιδί μου, και τι θα κάνεις μετά, θα σε κυνηγήσουν...». Ψάχνω να δω τι λένε κι άλλοι πέρα από το στενό μου κύκλο. Ακούω διάφορους καυλωμέ­ νους να υπερασπίζονται τη χώρα, τις ένοπλες δυνάμεις, το έθνος και παρόμοιες παπαριές. «Τι λέτε, ρε παιδιά, τι είναι αυτά που μου αραδιάζε­ τε, δεν σας καταλαβαίνω, εγώ σας είπα δεν θέλω

να περάσω ούτε απ’ έξω από το στρατόπεδο». Ψάχνω ακόμα περισσότερο και ακούω για ιμπε­ ριαλιστικούς στρατούς και μαζική ανυπακοή, αλλά στον στρατό πρέπει να πας και να αρνηθείς να πολεμήσεις και να σηκώσεις όπλο, να φτιά­ ξεις κίνημα ανυπακοής, λέει, μέσα στο στράτευ­ μα. «Ρε, πάτε καλά; Εγώ δεν θέλω να πάω στον στρατό ούτε λεπτό και εσείς μου λέτε να βάλω τα χεράκια μου να βγάλω τα ματάκια μου; Συγ­ γνώμη, δεν θα πάρω». Ρωτάω και παρακάτω και μου λένε στείλε ένα χαρτί ότι είσαι αντιρρησίας και για μια δεκαετία θα σε τρέχουν στα δικαστή­ ρια, στρατό όμως δεν θα πας. Αρχίζω και συνει­ δητοποιώ ότι οι εναλλακτικές τελικά δεν είναι και τόσο εναλλακτικές. Απελπισμένος και βυθισμένος στις σκέψεις μου, πέφτω πάνω σε ένα παλιό γνωστό και του μι­ λάω για την «περιπέτειά» μου. «Είσαι χαζός», μου λέει. «Πήγαινε σε κανένα ψυχίατρο και πες ότι έχεις πρόβλημα και δεν μπορείς να πας στρατό, ψυχολογικά προβλήματα και τέτοια πράγματα». Δεν είναι και μακριά από την αλήθεια, του λέω. «Πάρε ένα χαρτί και ζήτα από τον στρατό να σου δώσει απαλλαγή λόγω ψυχολογικών προβλημά­ των». «Έτσι εύκολα;», τον ρωτάω. «Καλά και εσύ μην τα θέλεις όλα δικά σου. Τίποτα δεν είναι εύκο­ λο, αν το θέλεις όμως όλα γίνονται. Θα σου πάρει περίπου δύο χρόνια για να ξεμπερδέψεις, αλλά μετά τελειώνεις οριστικά». «Πες μου κι άλλα», του λέω. Ευτυχώς άντρας δεν έγινα ποτέ!


[39]

Η πιο αντιπαραγωγική περίοδος της ζωής σας Άγγελος Νικολόπουλος, αρνητής στράτευσης Υπουργοί και κυβερνήσεις επενδύουν στον φό­ βο και συνεχίζουν να κατασκευάζουν τα εθνικι­ στικά παραμύθια περί του εξ Ανατολών εχθρού για να μπορούν να προωθούν τις μπίζνες με τα όπλα. Ο ελληνικός στρατός, ο πιο αντιπαραγωγι­ κός εργοδότης, συντηρεί χιλιάδες υψηλόμισθους. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως στον ελληνικό στρατό υπηρετούν 55 διοικητές ταξιαρ­­­χιών για στρατό 90.000 ατόμων, τη στιγμή που οι ΗΠΑ, με 600.000 στρατό, έχουν 58 διοικητές. Την ίδια στιγμή και εν μέσω οικονομικής κρίσης, παίρ­ νουν μέρισμα από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού 2.760 απόστρατοι ως «αρχηγοί» ΓΕΣ και 16.250 ως «στρατηγοί» (άρθρο του Διονύση Γουσέτη στην Καθημερινή, 5.10.2011). Το θέμα της στρατιωτικής θητείας και του μι­ λιταρισμού γενικότερα για μένα δεν μπορεί πλέ­ ον να τίθεται μέσω του διλήμματος «ναι ή όχι». Το θέμα που πρέπει πλέον να συζητηθεί είναι πότε και με ποιο τρόπο θα απαλλαγούμε από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Το ερώτημα είναι πλέον τι οφείλουμε να κάνουμε έτσι ώστε να καταργήσουμε τη θητεία. Μέχρι τώρα, η πλειο­ ψηφία των στρατεύσιμων απλώς χαίρεται κάθε φορά που μειώνεται η διάρκειά της και αγωνιά κάθε φορά που φημολογείται η αύξησή της. Κα­ νείς δεν αναρωτήθηκε πόσες χώρες έχουν απο­ μείνει στην Ευρώπη που εξαναγκάζουν τους νέ­ ους να μαντρώνονται για να γίνουν άντρες, για να γίνουν σωστοί πολίτες, για να «υπερασπιστούν τα σύνορα», για να έχει ο πατέρας το κούτελο κα­

θαρό στο καφενείο. Κανείς δεν αναρωτήθηκε ποια είναι η χρησιμότητα της στρατιωτικής θη­ τείας, τόσο ως προς το άτομο, όσο και ως προς την κοινωνία. Αρκεί το γεγονός πως οι στρατιώ­ τες συντηρούν τις τοπικές κοινωνίες και κρατούν τα ποσοστά ανεργίας σε χαμηλότερα επίπεδα. Η στρατιωτική θητεία είναι η πιο αντιπαραγω­ γική περίοδος στη ζωή του ατόμου. Η περίοδος όπου όλες οι δημιουργικές του δυνάμεις είτε ανα­ στέλλονται είτε καταστέλλονται. Αυτό το ομολο­ γούν –ή μάλλον, τους ξεφεύγει– και αυτοί που πο­ ντάρουν και επενδύουν πολιτικά στον μιλιταρισμό. Η ΟΝΝΕΔ αναφέρει στις προτάσεις της για τη με­ ταρρύθμιση της στρατιωτικής θητείας πως ένας από τους τρεις στόχους της είναι η γρήγορη απο­ δέσμευση των νέων από τις στρατιωτικές υπο­ χρεώσεις και η απελευθέρωση (μετά την απόλυ­ ση από τον στρατό) των δημιουργικών τους δυ­νά­μεων (http://onned.gr/files/metari thmisi_ stratiotikis_thiteias.pdf). Στο σημείο αυτό θα γίνω πικρόχολος και κουτσομπόλης αναφέροντας πως ευτυχώς ο γιος του κ. Ζαγορίτη απελευθέρωσε τις δημιουργικές του δυνάμεις όταν υπηρετούσε στην παραμεθόριο του Πολεμικού Μουσείου, δί­ πλα ακριβώς από τα σύνορα με το Κολωνάκι. Τρόποι να αποφύγει κανείς τον στρατό υπάρ­ χουν. Το σημαντικότερο όμως είναι η συνειδητή εναντίωση και όχι η αποφυγή. Μέχρι τότε η διά­ κριση από τον στρατιωτικό ποινικό κώδικα θα γίνεται ανάμεσα σε υποταγμένους και ανυπότα­ κτους. Εμείς θα αρκεστούμε στον χαρακτηρισμό «ιδεολογικοί αρνητές στράτευσης». Επιμέλεια: Ελένη Κυραμαργιού, Νίκος Τσιβίκης


[40]

Κώστας Σπαθαράκης

Οι κατά φαντασίαν αστοί Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού

Ο

ι ταξικές αναλύσεις δεν ήταν πολύ της μό­ δας στα χρόνια της αφθονίας. Οι δύο αρι­ στερές αποφάσισαν να τις κρύψουν πίσω από παραπλανητικά σχήματα: οι μεν τους μη προνο­ μιούχους που μας κληροδότησε ο Αντρέας και την «κοινωνία» ή τη «νεολαία» εν γένει, χωρίς άλ­ λους προσδιορισμούς, απέναντι στα «μεγάλα συμφέροντα», τη «διαπλοκή» και το «σύστημα»· οι δε την αμφιβόλου περιγραφικής ακρίβειας «λαϊ­ κή οικογένεια» και τα «λαϊκά στρώματα», απένα­ ντι στην ύποπτων καταβολών «πλουτοκρατία» και τα «μονοπώλια», διατηρώ­ντας τα περί αστών και αστισμού για εσωτερική, «επιστημονική», κα­ τανάλωση. Η κρίση και η αποσύνθεση των παρα­ δοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων έφερε όμως στην επιφάνεια μια καινούργια (περσινή) ρητορι­ κή περί αστών, αστικής τάξης, αστικών κομμάτων και πάει λέ­­γο­ντας, η οποία δεν προέρχεται από τις αρι­­στερές αναλύσεις αλλά από κεντρικούς παρά­ γοντες του δημόσιου λόγου, ιδίως από την Καθημερινή, αλλά και από κομμάτια του πάλαι ποτέ συμπαγούς ΔΟΛ, καθώς επίσης και από την ακρο­ δεξιά, με βασικό θεωρητικό τον μεγάλο μαθητή του Γκράμσι, Μάκη Βορίδη. Ακούμε ξαφνικά να γίνεται λόγος για τον «αστικό κόσμο» που ενω­ μένος κέρδισε τον Εμφύλιο, για την ανάγκη να καλ­λιεργείται στο πανεπιστήμιο η «αστική ιδεο­ λογία» και όχι η ιδεολογία της αριστεράς, για μια «ιθύνουσα τάξη» που είναι λέει μια «ομάδα “χορ­ τασμένων” πολιτών», η οποία «κρύφτηκε» φοβι­ σμένη από το «τσουνάμι του λαϊκισμού μετά τη Μεταπολίτευση», και άλλα αντίστοιχα.1 Η προβληματική ιστορία της «αστικής τάξης» της Ελλάδας είναι πολύ παλιά, πιο παλιά από τις ευγενικές περγαμηνές που έχουν να παρουσιάσουν τα «τζάκια» και οι «δέκα μεγάλες οικογένειες». Περνάει μέσα από τις αναλύσεις (και της αριστε­ ράς) για τη «μεταπρατική» ή «νόθα» αστική τάξη, 1. Βλ. αντί πολλών Αλέξης Παπαχελάς, «Η “ιθύνουσα τάξη”», εφ. Η Καθημερινή, 2.10.2011.

και φτάνει ως τις θεωρίες της εξάρτησης. Στη δεξιά εκδοχή της δεν είναι παρά μια θρηνωδία για την ισχνότητα του «αστικού στοιχείου», για την απου­ σία του «αστού»: το μενού περιλαμβάνει απέ­χθεια για τον νεοπλουτισμό (το Κολωνάκι πριν την άλω­ ση), νοσταλγία για τους εθνικούς ευεργέτες αλλά και την κονδυλική σχηματο­ποίη­ση για την «καχε­ ξία του αστικού στοιχείου». Δεν πρόκειται βέβαια για μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα: σε ολόκλη­ ρη την Ευρώπη υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια μια στροφή προς τις παραδοσιακές αξίες της τά­ ξης, της αριστείας και της «εθνικής αυτογνωσίας»· απλώς, όπως συχνά στα καθ’ ημάς, η ρητορική αυτή αποκτά έναν εντελώς φαρσικό χαρακτήρα. Κι αυτό γιατί το σύνθημα για την ανασυγκρό­ τηση του «αστικού κόσμου» δεν απευθύνεται στην πραγματικότητα στην καθ’ αυτό αστική τάξη (επι­ χειρηματίες, εργοδότες, εφοπλιστές, τραπεζίτες) αλλά μάλλον σε ένα πολιτισμικό μόρφωμα χο­ ντρόπετσου συντηρητισμού παλαιάς κοπής, που βρωμάει χούντα, Κολωνάκι και βιζόν στη ναφθα­ λίνη. Θα μπορούσαμε να το τοποθετήσουμε κοι­ νωνικά: μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, δικηγόροι, δικαστικοί, ακα­ δημαϊκοί κ.ά., οι οποίοι δεν έχουν, ή δεν έχουν πια, κομβική θέση στην παραγωγική διαδικασία αλλά συγκροτούν ένα ραντιέρικο στρώμα που εισπράτ­ τει νοίκια, μερίσματα, παχυλές συντάξεις. Πιο απλά θα μπορούσε κανείς να δει ποιοι εξαιρέθη­ καν από το ενιαίο μισθολόγιο (ένστολοι, δικα­ στικοί, διπλωμάτες, ανώτατοι κληρικοί, πανεπι­ στημιακοί, διευθυντές δημόσιων υπηρεσιών)2 ή να σκεφτεί την εντελώς στοχευμένη και ταξικά φορτισμένη αποστροφή του Βενιζέλου ότι το τέ­ λος ακινήτων θα λειτουργήσει ως «ασφάλιστρο» για την αξία της ακίνητης περιουσίας. Αλλά δεν έχει τόση σημασία· ούτε τώρα είναι της μόδας οι 2. Τελικώς βέβαια εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο και οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ΔΕΚΟ· υπάρχουν και εκεί νομοταγείς πολίτες που πρέπει να ανταμειφθούν.


[41]

ταξικές αναλύσεις, οπότε ας περιοριστούμε στην πολιτισμική καταγραφή. Μπαλ μασκέ Όταν οι εκπρόσωποι της νέας νομιμότητας μι­ λούν για «αστούς», στην πραγματικότητα λει­ τουργούν ως κατάστημα εποχιακών ειδών: και καθώς έχουμε μονίμως καρνάβαλο, έρχονται δι­ άφοροι τέτοιοι κύριοι και κυρίες του παλιού και­ ρού, για να ντυθούν «αστοί» και να αναλάβουν επιτέλους ρόλο. «Μα εσείς είστε οι πραγματικοί αστοί, όχι οι άλλοι με τα καράβια, τα εργοστάσια και τις ποδοσφαιρικές ομάδες», επιμένουν οι πωλητές του καταστήματος, κολακεύοντας την κυρία με το σκυλάκι και με τον τέως στο μπρε­ λόκ, που νοσταλγεί τις εσπερίδες πέριξ των ανα­ κτόρων, τον θείο της, διορισμένο νομάρχη επί χούντας, και τον πατέρα της γενικό γραμματέα υπουργείου από το 1975 ως το επάρατο 1981. Το πιο ωραίο είναι ότι την καλοπιάνουν τη στιγμή που, αν δεν βάλει η κυρία το χεράκι στο ντεμο­ ντέ τσαντάκι της για να πληρώσει για πρώτη φορά έστω λίγο φόρο, το αγαπημένο της κράτος θα καταρρεύσει εις τα εξ ων συνετέθη. Όπως όμως κάθε πραγματική κυρία, έτσι και η κυρία με το ψεύτικο γουναρικό είναι υπεράνω χρημά­ των· της αρκεί μια συμβολική ανταμοιβή: να κραυγάζει μεταμφιεσμένη σε αστή στο μασκέ πάρτι του τέλους της Μεταπολίτευσης, περιστοι­ χισμένη από κομψούς κυρίους με ανάλογα κο­ στούμια, όπως ο Βορίδης και ο Παπαχελάς, που της ψιθυρίζουν ότι ήρθε η ώρα να αναλάβει τις ιστορικές της ευθύνες. Και αφού οι οδοκαθαριστές με τις λιβρέες καθαρίσουν τον χαρτοπόλεμο από πρωτοσέλιδα της Καθημερινής, θα φορέσει το καλό της φόρε­ μα και θα βγει επιτέλους από το salon της στον μεγάλο κόσμο: θα καταλάβει μια θέση στη διοί­ κηση του πανεπιστημίου, θα οργανώσει μια συ­ ζήτηση με ιστορικούς για την κρίση και την Ευ­ ρώπη στον κήπο κάποιου μουσείου, θα διευθύνει μια ΜΚΟ με κρατικό χρήμα, θα «δουλέψει με τους άνεργους και τους άστεγους», θα καθαρίσει την Αθήνα με τους Ατενίστας, θα «κάνει πολιτι­ σμό» και φιλανθρωπία πάλι με κρατικό χρήμα, θα χαριεντιστεί με τον Πάσχο Μανδραβέλη για τους φριχτούς συνδικαλιστές αλλά και με τον

σερ Μπάζιλ Μαρκεζίνη για τα εθνικά μας ζητή­ ματα, παίρνοντας το πρωινό της στο GB Corner και το απεριτίφ της στην Αθηναϊκή Λέσχη. Θα αναδειχθεί σε κριτή της «αριστείας» και της «ελ­ ληνικότητας», θα σφίξει το χέρι κάποιου διαπρε­ πούς Έλληνα του εξωτερικού, καλώντας τον στο σπιτάκι της στην Ύδρα. Αυτή ακριβώς η κυρία, που μισεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη Μεταπολίτευση και τον φαύλο παπανδρεϊσμό, γιατί εξαιτίας τους έχασε την αίγλη και τη συμ­ βολική εξουσία και αναγνώριση που κατείχε τα παλιά καλά χρόνια, μπορεί σήμερα να κάνει τη δουλειά, αν της τη δώσουν, καλύτερα από τα πα­ σοκικά νέα τζάκια που προέρχονται από τα κατα­ γώγια των κλαδικών: θα αποκαταστήσει τις πα­λιές ιεραρχίες, θα εγγυηθεί την τάξη, την ασφάλεια και την καθαριότητα. Και είναι έτοιμη να στηρί­


[42]

ξει ακόμη και μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να σωθεί η «χώρα». Θα κάνει δηλαδή ό,τι δεν την άφηναν να κάνει τόσο καιρό η «ψευτο-επα­ ναστατικότητα», η «κουλτούρα της βίας» και τα λοιπά μεταπολιτευτικά σύνδρομα. Δεν εννοώ βέβαια ότι υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, «κανονικοί αστοί», που είναι φιλοπρόοδοι, φιλελεύθεροι, υπέρ της ανάπτυξης και της αναδια­ νομής, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό συντη­ ρητικό κόσμο κάποιου φανταστικού Κολωνα­κίου. Εννοώ ότι η όποια (εργοδοτική, επιχειρη­ματική) αστική τάξη κρύβεται πίσω από τους «ενεργούς πολίτες» που μεταμφιέζονται σήμερα σε «αστούς», σε φορείς της ορθολογικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει ή όχι στην Ελλάδα ισχυρή αστική τάξη που να επι­ βάλλει τις πολιτικές της κατευθύνσεις: η ελληνι­ κή αστική τάξη ήταν και υπέρ της δικτατορίας και υπέρ της Μεταπολίτευσης και υπέρ του ΠΑΣΟΚ και υπέρ του Μνημονίου, διαδοχικά και με το ίδιο πάθος· γιατί είναι το ίδιο το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η πολιτική. Αυτό που αλλά­ ζει είναι η στρατηγική της απόκρυψης του πλαι­ σίου. Κοντολογίς, τόσο το σχήμα της «ανύπαρ­ κτης αστικής τάξης» όσο και το κάλεσμα για την ανασυγκρότησή της είναι μορφές μυστικοποίη­ σης της κοινωνικής πραγ­ματικότητας: ο εργοδό­ της δεν έχει παρά να κάνει τις απολύσεις, να μην πληρώσει μισθούς και εισφορές, χωρίς να εμφα­ νιστεί στον δημόσιο χώρο ως εργοδοτική τάξη. Ο μαρκήσιος ντε Σαντ μ’ έναν χίπη κι ο Κουβέλης με τον Γιανναρά Έπρεπε να έχουμε καταλάβει ήδη από την εποχή της αρχοντιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά κυρίως με τη νίκη του Καμίνη και του Μπουτά­ ρη τη μεγάλη ανατροπή που υποδηλώνει αυτή η νέα ρητορική περί «αστισμού» και «αστών»: η παλιά αντιπαράθεση προοδευτικών και συντη­ ρητικών δυνάμεων αποσύρθηκε από το θέατρο του δημοσίου λόγου προς όφελος μιας καινούρ­ γιας, λίγο παράταιρης, σύνθεσης. Ως ενδείξεις αυτής της νέας σύνθεσης θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τις κυρίες του Κολωνακίου που πά­ ντοτε ψήφιζαν δεξιά αλλά στήριξαν με πάθος τον Καμίνη ή πόσο μελάνι χύθηκε για τις αστι­ κές αρετές του ευπατρίδη Λεωνίδα Κύρκου. Ή

ακόμα τις γραφικές εκκλήσεις διανοουμένων, όπου παρήλασαν νοσταλγοί του Μεταξά μαζί με τους προοδευτικότερους συνταγματολόγους μας. Ίσως έχουμε μπροστά μας σήμερα τις πρώ­ τες μορφές μιας συμφιλίωσης των δύο πόλων που καθόρισαν τη μεταπολιτευτική κουλτούρα. Ο κατεξοχήν εχθρός των πάσης φύσεως ανανε­ ωτών και προοδευτικών, ο πολιτισμικός και κοι­ νωνικός συντηρητισμός, γίνεται ξαφνικά ένας καλοπροαίρετος αδικημένος συγγενής, δυνάμει σύμμαχος στη μάχη ενάντια στη δυσώδη κουλ­ τούρα της Μεταπολίτευσης. Δύο είναι οι βασικοί ιδεολογικοί τόποι όπου συντελείται αυτή η συνάντηση των τέως αντιπά­ λων. Ο πρώτος είναι, όπως είδαμε, η αντιστροφή της Μεταπολίτευσης: και οι δύο πλευρές συμφω­ νούν πλέον ότι Μεταπολίτευση δεν σημαίνει το τέ­ λος του μετεμφυλιακού κράτους, την αποκατάστα­ ση της δημοκρατίας, τη διάλυση των παρακρατικών μηχανισμών και τη συμμόρφωση του ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού βίου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά μάλλον την επικράτηση της ανο­ μίας και του λαϊκισμού, το κράτος των συνδικαλι­ στών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομά­ δες συμφερόντων κ.λπ. Μαζί με το αρχέγονο μίσος για τον συνδικαλισμό, δίπλα στην αταλάντευτη καταγγελία του λαϊκισμού, του προπατορικού αμαρ­τήματος της Μεταπολίτευσης, κεντρικό είναι βέβαια εδώ το πρόβλημα της νομιμότητας: η Με­ ταπολίτευση κρίνεται σήμερα ένοχη από προοδευ­ τικούς και συντηρητικούς γιατί ευνόησε δήθεν την ανομία, την κουλτούρα της βίας. Πρέπει να υπερ­ βούμε επιτέλους το τραύμα του Πολυτεχνείου, πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε το κράτος ως εχθρό ή ως αντικείμενο της κοινωνικής ανάλυ­ σης: όλη η σκέψη της ανανεωτικής αριστεράς περί δημοσίου χώρου στριμώχνεται πλέον στην έκκλη­ ση για επιβολή της κρατικής νομιμότητας. Περιττό να τονί­σουμε τη σημασία που είχε σε συμβολικό επίπεδο η κατάργηση του ασύλου και η πανεπι­ στημιακή μεταρρύθμιση – δεν υπήρξε τυχαία εδώ η εκδήλωση μιας πλατιάς συναίνεσης. Ο δεύτερος ιδεολογικός κοινός τόπος είναι γενικότερος και αφορά την απάντηση που δόθη­ κε στο γιατί μας συμβαίνει ό,τι μας συμβαίνει, για­ τί η κρίση χτύπησε την Ελλάδα πιο βίαια από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Εδώ αναδεικνύεται η


βαθιά συντηρητική και μικροαστική φύση της νε­ ότευκτης συμμαχίας προοδευτικών και συντηρη­ τικών, εδώ συναντιούνται οι αντιλαϊκιστές του Πολίτη και οι παλιές καραβάνες των προωθημέ­ νων μαρξιστικών σχημάτων, για να ανταλλάξουν μια θερμή χειραψία με τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους ηθικολόγους της ελληνικής ιδιοπρο­ σωπίας. Γιατί το δίδαγμα που αντλήσαμε από τα νάματα της παράδοσής μας (μαρξιστικής ή θεο­ λογικής) είναι τόσο παλιό όσο και το ερώτημα της θεοδικίας: το κακό είναι η τιμωρία του Κυρίου (ή των αγορών ή ό,τι άλλο πιο εκσυγχρονιστικό) διά τας αμαρτίας ημών. Αφήνοντας στην άκρη τις αμέτρητες φραστικές παραλλαγές της ελληνικής ασωτίας (ζήσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας, ζή­ σαμε με δανεικά, σπαταλήσαμε, καταναλωτική βουλιμία, επίπλαστη ευμάρεια, ατομικισμός του Έλληνα κ.ο.κ.,), το σημαντικό είναι πως τα δεινά της χρεοκοπίας και της φτώχειας έρχονται ως δί­ καιη τιμωρία γιατί αμαρτήσαμε πολλαπλώς και δεν είμαστε άξιοι να αποκαλούμαστε Ευρωπαίοι: όλα τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών, όλο το οπλοστάσιο του ακραιφνούς ορθολογισμού, όλες οι προοδευτικές αναλύσεις για τον ανοιχτό και αμφίσημο χαρακτήρα των κοινωνικών γεγο­ νότων κατέληξαν κατά ένα περίεργο τρόπο στο ίδιο ηθικολογικό συμπέρασμα με τις θεόπνευστες οιμωγές των οπαδών του Finis Greciae: αυτό που μας έλειπε ήταν τελικά η πνευματικότητα, η απάρ­ νηση του ιδιωτικού προς όφελος του κοινού και του δημόσιου, και κυρίως η αυτογνωσία.3 Και αυτό που πρέπει να γίνει είναι να συγκροτηθεί επιτέλους ένα κράτος αντάξιο του ονόματός του. Είναι τα αποκαΐδια του κούφιου ευρωπαϊσμού που ενστερνίστηκε χωρίς δεύτερη σκέψη ένα μεγάλο κομμάτι της «προοδευτικής» παράταξης: χωρίς ιδέα για το πού πηγαίνουμε, με μόνη έγνοια να υπερβούμε την ελληνική «ιδιαιτερό­ τητα» και τον εθνοκεντρικό λαϊκισμό, ξεπέσαμε πολύ γρήγορα από τα υψίπεδα της ευρωπαϊκής

3. Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος κ.ά, «Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία», περ. the books’ journal, τχ. 6, Απρίλιος 2011.

Sprukununuy

[43]

αριστερής πολιτικής στην παραδοσιακή συντη­ ρητική εκδοχή του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ο ευρωπαϊσμός αντί να αποτελέσει έναν άξονα πολιτικού προσανατολισμού, αποδείχθηκε κενό σχήμα, ικανό να γεμίσει με οποιοδήποτε περιε­ χόμενο επιβάλλει η στιγμή και η πολιτική συ­ γκυρία. Σήμερα αποτελεί την ιδεολογική βάση της αναπάντεχης για αμφοτέρους σύμπνοιας «προοδευτικών» και «συντηρητικών». Η δήλω­ ση μετανοίας για τα μεταπολιτευτικά ανομήμα­ τα και την έλλειψη (εθνικής) αυτογνωσίας ανοί­ γει και στους δύο την πόρτα του φιλόξενου σαλονιού της γνωστής μας πλέον κυρίας: εκεί, θαυμάζοντας το μοναδικό γούστο της οικοδέ­ σποινας, θα αμιλλώνται εφεξής χαριτόβρυτα για την πνευματική της καθοδήγηση, κι εκείνη θα μοιραστεί μαζί τους με απλοχεριά τα υλικά βε­ βαίως πλεονεκτήματα της καινούργιας κοινωνι­ κής και πολιτικής θέσης που της επιφύλαξε το περιπόθητο τέλος της Μεταπολίτευσης.


[44]

Θοδωρής Δρίτσας

Σοβαρότητα

Ο

ι νουθεσίες και οι προτροπές των οργανι­ κών «διανοουμένων» της εποχής μας έχουν αλλάξει τόνο και ύφος. Ενώ μέχρι πριν δυο μή­ νες διάβαζε κανείς κείμενα που κινούνταν στα όρια της σατιρικής ευθυμίας, η σκωπτική περι­ γραφή της πραγματικότητας έχει δώσει τη θέση της σε μια υποτίθεται τεχνική και προσγειωμένη στους αριθμούς ανάλυση, αλλά και στις ριψοκίν­ δυνες, στην ουσία όμως τρομοκρατικές, προβλέ­ ψεις ενός ζοφερού μέλλοντος. Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι η επίκληση της πρώτης τη τάξει αξίας της μεταβατικής εποχής μας, της σοβαρό­ τητας, παρότι ομολογουμένως ο τρόπος που χρη­­σιμοποιείται έχει αλλάξει πολύ. Συναντούσε και συναντά ίσως κανείς ακόμα αναλύσεις για τις «χρόνιες παθογένειες», που καθυστερούν τις μεταρρυθμίσεις, και γλαφυρές περιγραφές μιας παράλογης αντινομικής κατάστασης, που ερμη­ νεύεται από το θεωρητικό σχήμα της κατακερ­ ματισμένης κοινωνίας και την πολιτισμική κυρι­ αρχία της αριστεράς. Ξαφνικά, με μια ρητορική μεταστροφή που εκδηλώνεται μετά την πρώτη παράγραφο του κειμένου, ο τόνος αλλάζει: το χα­μόγελο που αποσπάται εκβιαστικά από τον αναγνώστη, αξιοποιώντας τη φυσική μεταρρυθ­ μιστική του ροπή, παγώνει, γιατί το κείμενο τον προσγειώνει απότομα και πλήρη ενοχών σε μια δυσαρμονική πραγματικότητα: «ας σοβαρευτού­ με», «κακά τα ψέματα», «έτσι έχει η κατάσταση» κ.ο.κ. Η ρητορική αυτή φιλοδοξεί να επικαλε­ στεί το παράδειγμα των «σοβαρών χωρών», δη­ λαδή εκείνων που διαθέτουν «σοβαρή ιθύνουσα τάξη», αναφέρεται σε «σοβαρούς επενδυτές», ακόμα και σε «σοβαρούς Έλληνες του εξωτερι­ κού», που, μέσα στα πράγματα καθώς είναι, γνω­ ρίζουν και κρίνουν πολύ καλύτερα. Αυτή η νοοτροπία από καιρό εκδηλώνεται (αλλά και πάντοτε εκδηλωνόταν) με διάφορους τρόπους, που ποικίλλουν ανάλογα με το εκάστο­ τε πλαίσιο: όσοι την υιοθετούν μπορεί να μυκτη­ ρίζουν το «Ελλαδιστάν», ή ακόμα το «Ελλά­­ντα» ή, αν ανήκουν σε ανώτερο επίπεδο της κοινωνι­ κής και πολιτισμικής ιεραρχίας, πιστεύουν πως

«δεν αξίζει πια να έχεις περιουσία στην Ελλάδα» (αν και αξίζει να δημιουργείς περιουσία εδώ). Σε κάθε περίπτωση νιώθουν μεμονωμένες φωνές σε ένα παράλογο βασίλειο, μια μυστική κοινότητα φωτισμένων. Σε μια άλλη τους, υβριδική, εκδοχή περηφανεύονται για το παρθένο Ε9 τους, έχο­ ντας ξεπεράσει την μικροαστική εμμονή του ιδιό­ κτητου διαμερίσματος, ακριβώς επειδή έχουν πρόσβαση σε ασφαλιστικές δικλείδες πολύ πιο αποτελεσματικές και πολύ λιγότερο φετιχιστι­ κές. Γιατί εκεί ακριβώς επικεντρώνεται η κριτική τους, στον αταβιστικό φετιχισμό της μικροαστι­ κής λογικής. Μεταμφιεσμένη και παραλλαγμένη, η ίδια νοοτροπία υποδεικνύει την ανάγκη για ένα πο­ λι­τικό κόμμα της σοβαρότητας, και μάλιστα αριστερό, όπως αντίστοιχα υπήρξε παλιότερα η τάση για ένα πολιτικό κόμμα που θα συγκέ­ ντρωνε όλες τις συνιστώσες του εκσυγχρονι­ σμού. Η στάση του δεν μπορεί παρά να είναι –και αποδείχτηκε και στην πράξη– καταστατικά αλλοπρόσαλλη, γιατί το να υποδύεσαι τον σο­ βαρό, μέσα στη γενικευμένη ασοβαρότητα που καταγγέλλεις, σε οδηγεί πολύ γρήγορα στον κυνισμό ή σε κάνει άθυρμα της περίστασης. Το αίτημα ενός πολιτικού ορθολογισμού, και κυρί­ ως ο τρόπος που τίθεται από αυτή τη νοοτροπία της σοβαρότητας, επιτείνει τη δυσαρμονία που καταγγέλλει. Καθώς κινείται σε αφηρημένο επί­ πεδο προκειμένου να αποστασιοποιηθεί από τις αιτίες που δημιούργησαν μια κληροδοτημένη στρεβλή κατάσταση, επιλέγει να μη νομιμοποιεί καθόλου έναν λόγο που στηρίζεται στα επιμέ­ ρους συμφέροντα και τη σύγκρουσή τους. Έτσι η σύγκρουση συμφερόντων συρρικνώνεται σε σύ­γκρουση νοοτροπιών, και, στο εσωτερικό της συζήτησης αυτής, μετατρέπεται σε σύγκρου­ ση μεταξύ διαφορετικών εκδοχών ή, σε τελική ανάλυση, μεταξύ διαφορετικών φορέων της σο­ βαρότητας. Προσφέρει έτσι το έδαφος για μια πλήρως διαστρεβλωμένη αναπαράσταση της πολιτικής ζωής: δεν συγκρούεται πια ούτε το ένα συμφέρον με το άλλο ούτε ένας αφηρημένος λό­


[45]

γος με το ιδιοτελές συμφέρον (πώς θα μπορούσε άλλωστε το συμφέρον να μιλάει στο ίδιο επίπεδο με τον λόγο, πώς θα γινόταν να συνομιλούν ως ισότιμοι σε μια σοβαρή συζήτηση;), ούτε καν μία εκδοχή ορθού λόγου με την άλλη, αλλά ο ένας φορέας του ορθού λόγου με τον άλλον. Έτσι, η «ιθύνουσα τάξη», που είναι η δεξιά εκ­ δοχή της σοβαρότητας, βρίσκει την αντίστοιχή της αριστερή εκδοχή στις πολιτικές αυθεντίες (λέμε, «είναι οικονομολόγος, τα λέει “αριστερά”, αλλά είναι σοβαρός»), που κατεβάζουν γραμμή με βάση δεδομένα που μέχρι πριν λίγο οι υπόλοι­ ποι αγνοούσαμε και τα οποία πολύ πιθανόν να παραμείνουν σε ισχύ για ελάχιστο χρόνο, χωρίς αυτό να ενδιαφέρει κανέναν. Προσπαθώντας να συγκροτήσει μια ορθολογική απόκριση στην τυρ­ βώδη κατάσταση που καλείται να αντιμετωπίσει, προτιμά να στηριχτεί σε ένα στιγμιότυπό της. Ενώ στην περίπτωση της «ιθύνουσας» τάξης, η αξία κρίνεται από την υποτιθέμενη προσήλωσή της στον στόχο, προσήλωση που αποτελεί οπωσδή­ ποτε εγγύηση σοβαρότητας όσο ξένος και αν μας είναι ο στόχος, στη δεύτερη, την αριστερή εκ­­­δοχή, στηρίζεται σε μια επιδειξιομανή γνώση στοιχείων, αλλά κυρίως στο ήθος του ρήτορα, που συνήθως εξασφαλίζεται με μια αφηρημένη αναφορά στο πολιτικό (λένε, «το ζήτημα είναι βα­­­θύτατα πολι­ τικό», χωρίς να εννοούν τίποτα). Το αίτημα της σοβαρότητας, που μπορεί να ταυτιστεί με το αίτημα ενός επείγοντος εξορθο­ λογισμού, ανάγει εντέλει το πολιτικό πρόβλημα είτε στον φετιχισμό του μέσου (αδιαφορώντας ή ακυρώνοντας τον σκοπό, ή ακόμα παραβλέ­

ποντας τη σχέση των μέσων που χρησιμοποιεί προς τον σκοπό που διακηρύσσει) είτε στη λε­ πτομερή, αλλά αποσπασματική, ανάλυση, που, προκειμένου να διαφυλάξει τη δική της σοβα­ ρότητα, δεν θα έλεγε όχι (και πολύ συχνά το ομολογεί ανοιχτά) στη συμμαχία με έναν ηγέτη εθνικής κλίμακας, τον οποίον στερείται η ίδια. Χρειάζεται έναν λαϊκισμό τον οποίον, είτε τον αναλαμβάνει η ίδια με αδέξιο και μη στοχευμένο τρόπο (δεν μπορεί ασφαλώς να κερδίσει κάτι η αριστερά προασπιζόμενη συμφέροντα που εί­ ναι εξαρχής ταγμένα σε άλλο στρατόπεδο), είτε δεν τολμά και δεν διανοείται να τον επωμιστεί με όλες του τις συνέπειες, αλλά τον αναθέτει σε άλλους. Αυτή η απομονωμένη στα δικά της σο­ βαρότητα δημιουργεί και στις δύο περιπτώσεις την πιο κωμική εικόνα. Πού βρίσκει κανείς τη διάκριση έτσι ώστε να μη γελοιοποιείται την ώρα ακριβώς που βαδίζει ευθυτενής και σοβαρός προς αυτό που δείχνει «λογικό»; Αυτή η ασθένεια της σοβαρότητας έχει πλήξει ακόμα και τις μη θεσμικές μορφές της άρ­ νησης, τόσο αυτή της σάτιρας όσο και εκείνη της ριζοσπαστικής κριτικής. Η σάτιρα γίνεται μελο­ δραματική, προτάσσοντας τη θυμική αντί­δραση της γιαγιάς ή του «λαού», ενώ η ριζο­­σπαστική κριτική, επιχειρώντας να διαρρήξει την αφόρητα ρεαλιστική πραγματικότητα των αριθμών εγκα­ ταλείπεται σε μια αυτοαναφορική ρητορική «για τη ζωή μας» και αυτό που είναι πραγματικά σημα­ ντικό σε αυτήν. Πώς να είναι λοι­πόν κανείς σοβα­ ρός με τα σοβαρά και ελαφρός με τα υπόλοιπα;


[46]

Στέφανος Βαμιεδάκης

Πρωτογενές πλεόνασμα

Ο

ι ανθρώπινες κοινωνίες οργανώνονται γύ­ ρω από θεσμούς και τελετουργίες μέσω των οποίων εκφράζονται, σφυρηλατούνται και επι­­ βεβαιώνονται με συλλογικό τρόπο οι κοινωνι­­κοί τους δεσμοί. Το αίσθημα της κοινότητας, του συ­ νανήκειν, πρέπει να εξωτερικεύεται με πράξεις και με σύμβολα, ενώ παράλληλα χρειάζεται να υποδη­ λώνεται συνεχώς μέσα από την επανάληψη. Είναι γνωστό ότι εδώ και πολλούς αιώνες το συλλογικό φαγοπότι εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο, αυτή την τελετουργία. Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινότητα. Τι κάνει ένα ζευγάρι όταν παντρεύεται; Μα, φυσικά, «τρα­ πέζι»· η γέννηση ενός παιδιού συνοδεύεται από την ίδια πρακτική· κι όταν ο κανακάρης φεύγει φαντάρος, τι άλλο παρά φαγοπότι συνοδεύει αυ­ τήν την ιδιότυπη, και ελληνοπρεπέστατη, τελετή ενηλικίωσης. Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Σε κάποιες περιστάσεις, το στοιχείο της χα­ ράς και της ευθυμίας δεν είναι τόσο προφανές, αν και σε τελική ανάλυση πρόκειται και πάλι γι’ αυτό: σε πολλά μέρη η κηδεία φτάνει στην κορύφωσή της όχι με την κάθοδο της κάσας στη γη και τον θρήνο, αλλά με την ευφορία από τη συλλογική κατανάλωση ψαρόσουπας και κρασιού, ενώ αρ­ γότερα η αναβίωση της κηδείας, το μνημόσυνο, καταλήγει επίσης σε ομαδική βρώση. Θέση στα τραπεζώματα αυτά δεν έχουν όλοι. Η πρόσκληση κάποιου να συμμετάσχει σε κά­ ποια από τις παραπάνω εκδηλώσεις συνιστά αυ­ τόματα το διαβατήριό του στην επικράτεια της οικογένειας, της φυλής κ.ο.κ. Σημαίνει ότι λογί­ ζεται μέρος ισότιμο της κοινότητας και ότι αυτο­ μάτως αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις και τα δι­ καιώματα που απορρέουν από αυτή τη συνθήκη. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα περισσότερο στην περίπτωση των δημόσιων γευμάτων. Στα χωριά, η κοινωνική ζωή δομείται γύρω από φαγοπότια με αφορμή είτε τον αγροτικό κύκλο (σπορά, θε­ ρισμός, τρύγος, απόσταξη κ.λπ.) είτε τον εορτα­ σμό του προστάτη αγίου της κοινότητας. Ακόμα

και στο μικρό γαλατικό χωριό, η ευτυχής κατά­ ληξη της περιπέτειας των ηρώων διατυμπανίζε­ ται με ένα μεγαλοπρεπές τσιμπούσι. Τα παραπά­ νω δείχνουν ότι αυτό που βαραίνει φαντασιακά και συμβολικά δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το γεύμα. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, στη μελέτη του Τοτέμ και ταμπού, πολύ σωστά υποστηρίζει ότι, «αν τρώ­ γεις και πίνεις με κάποιον άλλο μαζί, είναι συγ­ χρόνως ένα σύμβολο και μια επιβεβαίωση του κοινωνικού πνεύματος και της διάθεσης για ανάληψη κοινωνικών υποχρεώσεων».1 Μέχρι εδώ όλα καλά. Το μοίρασμα του φαγητού με κάποιον άλλο είναι έκφραση και επιβεβαίωση ενός δε­ σμού, και η πρακτική αυτή είναι πανάρχαια. Στην αρχική της μορφή, ωστόσο, η τελετουργία αυτή συνοδευόταν και από κάτι άλλο εξίσου σημαντι­ κό – τη θυσία ζώων και την προσφορά του αίμα­ τος στον θεό: «Μια τέτοια θυσία ήταν μια δημό­ σια τελετή, μια γιορτή για όλη τη φυλή. […] Θυσία και γιορτή συμπίπτουν σε όλους τους λα­ ούς, κάθε θυσία συνυπάρχει με μια γιορτή και δεν μπορεί να γίνει γιορτή χωρίς θυσία».2 Η θυσία γί­ νεται προς τον θεό, τον συλλογικό πατέρα-πατριάρ­ ­χη, όχι για την εξασφάλιση της εύνοιάς του, αλλά με στόχο τη συμβολική και κυριολεκτι­κή «κοινω­ νία» με αυτόν. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Φρόιντ, για «μια πράξη κοινωνικής συ­ντροφι­κό­τητας με­ ταξύ της θεότητας και των πιστών της», «μια πρά­ξη κοινωνικότητας, μια επικοινωνία των πι­ στών με τον θεό τους». Γιατί όμως πρόσφεραν ως θυσία φαΐ και ποτό; Γιατί αυτά ήταν τα βασικά στοιχεία της ανθρώπινης απόλαυσης, το θεμελιώ­ δες που ένωνε τη φυλή ως συλλογικότητα. Γι’ αυτό και οι προσφορές καταναλώνονταν στη συ­ νέχεια από όλους, θεό και μέλη της φυλής. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος, διατυπώνοντας τον περίφημο αφορισμό «όλοι μαζί τα φάγαμε», ει­ σήλθε άθελά του στο πεδίο της ανθρωπολογίας 1. Σίγκμουντ Φρόιντ, Τοτέμ και ταμπού, μτφρ. Χρήστος Αντωνίου, Επίκουρος, Αθήνα 1978, σ. 170. 2. Ό.π., σ. 169.


[47]

μειώνει με νόημα πως «όποιος μοιράστηκε με έναν Βεδουίνο και την πιο μικρή μπουκιά ή ήπιε μια γουλιά από το γάλα του, δεν χρειάζεται πια να τον φοβάται σαν εχθρό του, αλλά πρέπει να είναι βέβαιος ότι θα τον προστατεύσει και θα τον βοηθήσει. Όχι βέβαια για απεριόριστο χρο­ νικό διάστημα· για την ακρίβεια για τόσο χρόνο, όσο υποτίθεται ότι μένει μέσα στο σώμα το πράγμα που έφαγαν μαζί. Σε τέτοια ρεαλιστική βάση τοποθετείται ο κοινός δεσμός· χρειάζεται την επανάληψη, για να δυναμώσει και να είναι διαρκής».5 Ο Θεόδωρος Πάγκαλος δεν φαίνεται να συ­ νειδητοποιεί ότι διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο. Ενερ­ γώντας ως συλλογικός πατέρας, αποσκοπεί να συνετίσει τα άτακτα παιδιά· αλλά η καλλιέρ­γεια ενοχής σε πρώην ομοτράπεζους για την πράξη τους μπορεί εύκολα να μετατραπεί από ένα εσω­ τερικευμένο αίσθημα απογοήτευσης και αμηχα­ νίας σε ανοικτή εκδήλωση εχθρότητας απέναντι στον καλλιεργητή της ενοχής. Ο πατέρας δεν επι­ τρέπεται να προβεί δημόσια σε αυτοκριτική, γιατί έτσι υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια του κύρους του απέναντι στα παιδιά του. Χάνει την αξιοπι­ στία του, δεν μπορεί πια να υπάρξει ως προστά­ της και συλλογικός εκφραστής της κοινότητας. Ο κατήγορος αυτόματα μετατρέπεται σε κατηγο­ ρούμενο, ακόμα κι αν είναι η ίδια η θεότητα, αφού «στο γεύμα της θυσίας εκφράζεται άμεσα ότι ο θεός και οι πιστοί του είναι ομοτράπεζοι, αλλά και κάθε άλλη σχέση, που υποτίθεται ότι υπάρχει με­ ταξύ τους περιλαμβάνεται σε αυτό».6

3. Ό.π. 4. Ό.π., σ. 170.

5. Ό.π. 6. Ό.π.

Γιάννης Βαμιεδάκης

και της ψυχανάλυσης. Δεν είναι τυχαίο ότι από το πλήθος των κατά καιρούς «προκλητικών» του δηλώσεων (ο κατάλογος είναι μακρύς), η πα­ ραπάνω φράση ήταν αυτή που ενόχλησε, εξόρ­ γισε και συζητήθηκε πιο πολύ. Αυτό οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι, ενδόμυχα, ερέθισε αυτήν ακριβώς την αταβιστική διάσταση του συλλογι­ κού γεύματος. Στην αντίληψη των πιστών-με­ λών της φυλής, πρόκειται για καθαρή προδοσία: ο θεός-κοινωνός των προσφορών, αφού χόρτα­ σε με τις θυσίες της φυλής, την κατηγορεί για συνενοχή και συμμετοχή σε ένα αμαρτωλό φα­ γοπότι. Έτσι, διαρρηγνύει τα άγια των αγίων, το φαντασιακό του κοινοτικού δεσμού, και απειλεί να αφήσει τα παιδιά του χωρίς «σύντροφο». Ταυ­ τόχρονα, αντιστρέφει το νόημα του συλλογικού γεύματος: το τελευταίο δεν σηματοδοτεί πλέον μια κατάσταση απόλαυσης και ευφορίας, αλλά μια ένοχη πράξη (αμαρτία), που βιώνεται πια όχι μόνο συλλογικά («όλοι μαζί»), αλλά και ατομικά («όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης»). Αυτή η ηθική απαξίωση ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε κοινωνική καταστροφή: «Η γιορτή της θυσίας ήταν μια ευκαιρία για να σηκωθούν τα άτομα πάνω από τα προσωπικά τους συμφέροντα μέσα σε ένα κλίμα χαράς και ευθυμίας και να τονίσουν τους δεσμούς που έχουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τη θεότητα».3 Η περίοδος π.χ. των Ολυ­ μπιακών Αγώνων του 2004 αναμφίβολα βιώθη­ κε από πολλούς ως μια τέτοια «γιορτή». Η ενοχοποίηση αυτή του συλλογικού γεύμα­ τος στην πραγματικότητα επικυρώνει τη διάρ­ ρηξη του κοινωνικού ιστού, αφού «η ηθική αξία του δημόσιου γεύματος της θυσίας απορρέει από τις πανάρχαιες ιδέες για τη σημασία που έχει για τους ανθρώπους να τρώνε και να πίνουν μαζί».4 Από την άλλη, ενυπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος για τον συλλογικό πατέρα. Η ρήξη αυτή απειλεί όχι μόνο το εσωτερικό της κοινό­ τητας-φυλής, αλλά και την εξουσία της θεότη­ τας απέναντι στην τελευταία. Αν αποσυρθεί από το κοινό τραπέζι, η θεότητα υπονομεύει και τις υλικές προϋποθέσεις του δεσμού της με την κοι­ νότητα. Η απόσταση από τη συντροφικότητα στην εχθρότητα δεν είναι μεγάλη. Ο Φρόιντ ση­


[48]

Το συλλογικό γεύμα είναι λοιπόν μια πράξη ταύτισης και συμπόρευσης, μια «κοινωνία» με πανίσχυρους υλικούς και συμβολικούς αρμούς. Στο κοινό φαγοπότι, θεός και φυλή επιβεβαιώ­ νουν αμοιβαίους δεσμούς: «όταν κάποιος μοιρά­ ζεται το φαΐ με τον θεό του, εκφράζει την πεποί­ θησή του ότι αυτός και ο θεός είναι από την ίδια ποιότητα, γιατί φυσικά κανείς δεν μοιράζεται φαΐ με αυτόν που θεωρεί ξένο του».7 Όμως αυτή η διάρρηξη θεού-κοινότητας, όπως σημειώσαμε, μεταφέρεται και στο εσωτερικό της δεύτερης. Εδώ κάνει πανηγυρικά την εμφάνισή της η ιστο­ ρικότητα, φωτίζεται το εσωτερικό της και οι αντιθέσεις της. Όταν αποσύρεται η θεότητα, η κοινότητα έρχεται αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της. Χωρίς την κάλυψη πια του θεού-πατέρα, ανα­δύεται η ιστορία. Ο Σπύρος Ασδραχάς σημειώνει: «Οι αρχαίοι θεοί αρκούνταν στην τσίκνα των θυσιών και οι βροτοί απολάμβαναν τη σάρκα των αμνών της θυσίας. Τώρα ενοχοποιούνται όλοι για τη συμ­ μετοχή τους στην πρόσκαιρη ευμάρεια του υπερ­ δανεισμού».8 Τώρα όλοι κοιτούν τον διπλανό

τους και βλέπουν όχι μια κοινότητα, μια φυλή, αλλά ένα συγκροτημένο σε κοινωνικές τάξεις έθνος. Αυτό που ενοχοποιείται, που κατηγορείται και απαξιώνεται είναι το «έθνος των αδυνάτων», τα φτωχά λαϊκά στρώματα: «φταίει αυτό το δύ­ σμοιρο έθνος, αυτή η τραγική συλλογικότητα που ενσωμάτωσε όλες τις μεταμορφώσεις της ιστορικότητάς του, έθνος τραγικό και όχι μόνο ρομαντικό».9 Τελικά το φαγοπότι δεν ήταν μόνο γιορτή, αλλά και διαμάχη: «είμαστε όλοι ένοχοι και υπό κατάργηση γιατί ο φτωχός Λάζαρος κάτι πήρε από τα αποφάγια του πλούσιου».10 Πρόκει­ ται για τον κλασικό μηχανισμό που επιχειρεί να παρουσιάσει το έθνος ως μια εσωτερικά αδιαφο­ ροποίητη κοινότητα-φυλή (το «Γένος»). Αν η ευ­ θύνη είναι συλλογική, το έγκλημα δεν έχει δρά­ στη: «η ευθύνη όμως, ακλιμάκωτη, πέφτει σε όλους και απενοχοποιούνται οι ένοχοι».11 Ο Θεό­­ δωρος Πάγκαλος το είπε ξεκάθαρα. Στο σχήμα του Φρόιντ, οι γιοι, ζηλεύοντας την υπέρτατη πατρική εξουσία, προβαίνουν σε μια επαναστατική πράξη: συνωμοτούν εναντίον του για να του πάρουν την εξουσία, τον σκοτώ­ νουν και τον τρώνε συλλογικά. Στη συνέχεια όμως συνειδητοποιούν ότι το κενό εξουσίας μοι­ ράζεται σε ατέρμονες διαμάχες μεταξύ τους και, μετανιωμένοι, τον αποκαθιστούν συμβολικά. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος τελικά ίσως δεν μιλάει ως ο συλλογικός πατέρας, αλλά ως ο μεγάλος αδελ­ φός. Μας προειδοποιεί υπενθυμίζοντας το άσκο­ πο της πράξης των γιων: είναι μια ένοχη πράξη που δεν οδηγεί στην απελευθέρωση. Οι παρα­ γωγοί του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν έχουν θέση στο τραπέζι και, όπως ο Κακοφωνίξ, θα πρέ­ πει να περιμένουν να τελειώσει το τσιμπούσι για να λυθούν από τα δεσμά τους.

7. Ό.π., σ. 171. 8. Σπύρος Ασδραχάς, «Η αμαρτία και η συλλογική ενοχή», εφ. Καθημερινή, 2.10.2011.

9. Ό.π. 10. Ό.π. 11. Ό.π.


[49]

Χρήστος Χρυσανθόπουλος

ΕΘΕΛΟΝΤistas Εθελοντισμός, ΜΜΕ, ηλεκτρονικοί χώροι κοινωνικής δικτύωσης και μια απολιτική κοινωνία των πολιτών

Τ

α τελευταία δύο χρόνια ξεπετάγονται συνε­ χώς, τόσο στην Αθήνα όσο και σε επαρχια­ κά αστικά κέντρα, εθελοντικές οργανώσεις τύ­ που «Atenistas, Αθηναίοι στη πράξη» (για όσους δεν τους γνωρίζουν (βλ. www.atenistas.gr). Αυτο­ προσ­­δ­ιορίζονται ως «μια ανοιχτή κοινότητα πολι­ τών […] που αγαπάνε την πόλη τους και πιστεύ­ ουν ότι ο συμβιβασμός με τις πιο προβλη­ματικές της πλευρές διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο ανορ­ θολογισμού, στασιμότητας, δυσφήμησης, υπανά­ πτυξης και τελικά αυτοϋπονόμευσης των προοπτι­ κών της». Υποστηρίζουν πως αντλούνε «δύ­να­μη και ενέργεια από την κοινωνία των πολιτών, τους χιλιάδες ανυπεράσπιστους πολίτες που θέλουν να κάνουν κάτι για την πόλη τους και μέχρι σήμερα δεν έβρισκαν ένα κανάλι δημιουργικής συμμετοχής στις ανοιχτές υποθέσεις της». Δεν είναι κομμα­­τι­­ κός οργανισμός ούτε δημοτική παράταξη, απε­­χθά­ ­νονται την πολιτική και σίγουρα έχουν κουραστεί να ακούνε ότι «μας φταίνε πάντα οι άλλοι ή το κράτος», όπως δηλώνουν. Οι ίδιοι θεωρούν την υπεράσπιση της προσβα­ σιμότητας στον δημόσιο χώρο στρατηγικό στό­ χο, πιστεύουν στη δύναμη της μικρής κλίμακας, οι δράσεις τους δεν «είναι μια και έξω», επικα­ λούνται τη νομιμότητα, έχουν μανία με την κα­ θαριότητα, είναι δίπλα στους τουρίστες, αγαπάνε τα μέσα μεταφοράς και το ποδήλατο, συγκε­ ντρώνουν χρήματα για καλό σκοπό, βλέπουν τις θετικές πλευρές της πόλης και έχουν πίστη στις μικρές νίκες που καταφέρνουν. Η δράση τους προ­βάλλεται θετικά από τα ΜΜΕ, σε αντίθεση με τις δράσεις συνδικαλιστικών ή πολιτικών χώ­ ρων. Αξιοσημείωτη δε είναι και η θετική προβολή τους στο διαδίκτυο και στον ελεύθερο τύπο (free press) της Αθήνας και των επαρχιακών πόλεων. Το 2011 είναι ευρωπαϊκό έτος εθελοντισμού. Ο εθελοντισμός αναλύεται από τους ειδικούς ως μια διαδικασία αλτρουιστική και ελπιδοφόρα ενό­

ψει της ανυπαρξίας ενός στοιχειώδους κράτους πρόνοιας, και ειδικά στη σημερινή εποχή η συνε­ χώς αυξανόμενη τάση δραστηριοποίησης εθελο­ ντικών ομάδων είναι αποτέλεσμα της αδυναμίας τόσο του κράτους όσο και των μηχανισμών της αγοράς να αντιμετωπίσουν ικανοποιητικά τα ολοένα και πιο σύνθετα κοινωνικά, οικο­νομικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Στην Ελλάδα η μεγαλύτερη καμπάνια για προσέλκυση εθελο­ ντών έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όταν 7.000 άνθρωποι συμμετείχαν αφιλοκερδώς στην προετοιμασία και διεξαγωγή των αγώνων, ενώ δίπλα τους είχε στηθεί χορός δισεκατομμυ­ ρίων ευρώ. Ήταν σαφέστατα, και αυτό είναι γνω­ στό, μια καμπάνια από το κεφάλαιο και τους κα­ ταχραστές του δημοσίου χρήματος με σκοπό να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Ας επιστρέψουμε όμως στον εθελοντισμό από «τα κάτω». Όλες αυτές οι ομάδες με κατάληξη istas, που νοητά παραπέμπουν σε επαναστατικές ταυτότητες της νοτίου Αμερικής –με τις οποίες μάλλον δεν θα ήθελαν να είχαν καμία σχέση– αγωνίζονται για πιο όμορφες και πράσινες πόλεις. Οι Atenistas, Thessalonistas, Kantu­nistas, Ar­­ cadistas, Komotinistas, Omiristas, Minoi­stas, Sar­­pi­ ­donistas, Aeolistas κ.ά., χρησιμοποιώντας στο όνομά τους τη διαδικτυακή, μοντέρνα greek­lish γραφή, οργανώνονται αποκλειστικά μέσα από δη­ μοφιλείς ηλεκτρονικούς χώρους κοινωνικής δι­ κτύωσης και ιστότοπους. Οι δράσεις τους περιο­ ρίζονται κυρίως στον καθαρισμό πεζοδρομίων, ζαρντινιέρων, οικοπέδων, παιδικών χαρών με ή χωρίς τη βοήθεια χορηγών ή του δήμου. Όλα αυτά χωρίς κανένα τόνο κριτικής απέναντι στις δημοτικές αρχές που δεν κάνουν σωστά τη δου­ λειά τους, άλλα υπερτονίζοντας μερικές φορές την ευθύνη των πολιτών, τη μιζέρια τους και την ανύπαρκτη δράση τους, ίσως πολύ κοντά στην «παγκαλίστικη» λογική της συλλογικής ευθύνης.


[50]

Ο «ηλεκτρονικός» κόσμος μας είναι γεμάτος με οικολόγους εθελοντές, που η προέκτασή του χεριού τους είναι το ποντίκι του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Συμμετέχουν «ενεργά» από το σπίτι τους σε όλες τις δράσεις πατώντας «like», δηλώ­ νοντας έτσι τη συμπάθειά τους σε κάθε ανάρτη­ ση που σχετίζεται με αυτές, και βιάζονται να σβήσουν από τους ηλεκτρονικούς χώρους που δια­χειρίζονται οποιαδήποτε «άσχετη» ανάρτηση για πολιτική δράση τονίζοντας ότι «δεν επιτρέ­ πονται οι πολιτικές αναρτήσεις, εμείς εδώ δεν κάνουμε τέτοιου είδους δράσεις… απλά θέλου­ με να ομορφαίνουμε την πόλη μας» (ανάρτηση στη διαδικτυακή ομάδα Αrcadistas από τον διαχει­ ριστή της). Οι αντίστοιχες ομάδες στις επαρχιακές πόλεις δεν έχουν έντονη δράση αλλά κυρίως λει­ τουργούν διαδικτυακά. Οι τοπικές κοινωνίες συ­ νήθως δεν τους γνωρίζουν ή αδιαφορούν για τις δραστηριότητές τους. Βέβαια για να είμαι δίκαιος, ανάλογα με την περιοχή διαφέρει και η στάση απέναντι σε διάφορα ζητήματα. Για παράδειγμα η ομάδα της Θεσσαλονίκης προέτρεπε τους συμ­ μετέχοντες να πάνε στις συνελεύσεις του Λευ­ κού Πύργου τον Ιούνιο, με το ίδιο απολιτικό σκεπτικό, ενώ στην Αθήνα ούτε λόγος για ό,τι συνέβαινε και συμβαίνει στις πλατείες, στους δρόμους, στα σωματεία και στις συνελεύσεις. Φαίνεται πως οι ομάδες της επαρχίας, παρότι επι­ μένουν στις αρχικές θέσεις των Atenistas, παράλλη­ λα, ανάλογα με τα άτομα που δραστηριοποιούνται κατά τόπους, αλλάζουν και λίγο τη φυσιογνωμία τους. Γι’ αυτό το λόγο παρουσιάζονται ως ανεξάρ­

τητες σε σχέση με την ομάδα της Αθήνας. Επί το πλείστον οι επαρχιακές ομάδες, όμως, είναι ανύ­ παρκτες στην καθημερινότητα και στο επίπεδο του λόγου αλλά και της δράσης. Οι «Αθηναίοι στην πράξη» είναι δίπλα στους τουρίστες, όπως τονίζουν στις θέσεις τους, αλλά κανένας λόγος για τους μετανάστες που βρίσκο­ νται δίπλα τους. Το «τουριστικό ζήτημα» βέβαια, χρησιμοποιείται στον πολιτικό και δημοσιογρα­ φικό λόγο σε κάθε αντίδραση πληττόμενων κοι­ νωνικών ομάδων, καθώς με τις έντονες εκδηλώ­ σεις τους η τουριστική κίνηση κάνει «κοιλιά». Οι εμπνευστές του «κινήματος», τόσο στα ΜΜΕ όσο και στο διαδίκτυο, μέσα από συνεντεύξεις και άρθρα τους έχουν δώσει το στίγμα για την πόλη που θέλουν. Μια πόλη βασίλειο καταναλω­ τισμού, με τεράστια αλλά καλαίσθητα πολυκα­ ταστήματα τύπου «mall». Φτάνει βέβαια κάποιος να έχει τη δυνατότητα να τα προσεγγίσει με το ποδήλατό του μέσα από υπέροχα καταπράσινα, πεντακάθαρα πάρκα(;). Εκτός από τη στήριξη των ΜΜΕ, φαίνεται να μην αντιμετωπίζουν προ­ βλήματα ούτε με άλλους μηχανισμούς καταστο­ λής. Ένας εκ των εμπνευστών των Atenistas δή­ λωσε σε γνωστό γυναικείο περιοδικό: «Ακόμα και η ίδια η Αστυνομία! [μας βοηθά] Παραβιά­ ζουμε ένα οικόπεδο για να το καθαρίσουμε, π.χ., και μας λένε ό,τι χρειαστείτε, πείτε μας» (από συ­ νέντευξη του Τ. Χαλικιόπουλου και του Δ. Ρηγό­ πουλου, εμπνευστών των Atenistas, στο Madame Figaro, 21.2.11). Τον τελευταίο χρόνο, το διαδίκτυο ως μέσο επι­ κοινωνίας μαζικής χρήσης και ο απολιτικός λόγος ως κοινωνική κριτική φαίνεται να συνυπάρχουν, και το ένα να προωθεί το άλλο, διαμορφώνοντας έτσι μια νέα «δομή της αίσθησης» για την παρακ­ μάζουσα κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Διαφαίνεται μια νέα κουλτούρα απολι­ τικής σκέψης, με μια υποβόσκουσα διάθεση απο­ προσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα με­ γάλα και σοβαρά προβλήματα, αντικαθιστώντας τα με μικρές κινήσεις εντυπωσιασμού, επενδυ­ μένες με τα λαμπερά φώτα των ΜΜΕ, χωρίς κα­ νένα απολύτως περιεχόμενο. Μια κοινωνία των πολιτών που την ενδιαφέρει το καθαρό πεζο­ δρόμιο αλλά όχι πόσοι άστεγοι κοιμούνται σε αυτό, και παρατηρεί τις αφίσες και τα συνθήμα­


[51]

τα στους τοίχους ως βρωμιές, ξηλώνοντας ή κα­ θαρίζοντάς τα, μη σκεπτόμενη τα σημαινόμενα αυτής της κοινωνικής και πολιτικής παρέμβα­ σης. Ομάδες πολιτών με «πιασάρικους» τίτλους και οικολογική διάθεση που αναλώνονται σε δράσεις καθαρισμού, χωρίς βέβαια να είναι αυτό κακό, αλλά από μόνο του μάλλον δεν έχει να πει τίποτα. Σκεπτόμενος τη δράση και το λόγο που πα­ράγουν αυτές οι ομάδες, η παρέμβασή τους καταλήγει να είναι πολιτική, καθώς διαμορφώνει σιγά σιγά νέες πολυσυλ­λεκτικές πολιτικές ταυ­­ τότητες, χωρίς ιδεολογία, ικανές να αντιδράσουν μόνο «στα μικρά», που δεν είναι ικανές να δουν πέ­­ρα από τη γειτονιά τους. Ο εθελοντισμός από την άλλη προβάλλεται και ως μια νέα μορφή εργασίας, απλήρωτης, φυ­ σικά ανασφάλιστης και βολικής για ποικίλους εργασιακούς φορείς. Οι νέοι που επιθυμούν να μπουν για πρώτη φορά στην αγορά, στην ανά­ γκη εξασφάλισης προϋπηρεσίας αλλά και δημιουρ­ γίας ενός δικτύου επαγγελματικών γνωριμιών, αναγκάζονται να εργαστούν εθελοντικά άμισθοι, εξυπηρετώντας τις ανάγκες θέσεων μερικής απασχόλησης ή ακόμα και οργανικών θέσεων εργασίας. Πολλές φορές ακόμα και η ανεργία καθώς και η ανάγκη να παραγάγουν και να δη­ μιουργήσουν κάτι δικό τους, τους οδηγεί σε τέ­ τοιες μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης. Μή­ πως τελικά το πολιτικό σύστημα έχει ανάγκη αυτούς τους πολίτες τη δεδομένη στιγμή; Εντέλει, όσο επικίνδυνη παρουσιάζεται η ενα­ σχόληση με την πολιτική άλλο τόσο επικίνδυνη μοιάζει να είναι και η απαξίωσή της. Μια κοινωνία πολιτών που δρα χωρίς να νοιάζεται για οτιδήποτε πολιτικό συμβαίνει, ενώ παράλληλα υλοποιεί δρά­ σεις που αυτονόητα έπρεπε να πραγματώνει η κρατική διοίκηση, μάλλον απο­τελεί έναν εξαίρετο μηχανισμό για μια κοινωνία με διεφθαρμένους ανεξέλεγκτους πολιτικούς. Το πρόβλημα δεν εί­ ναι σίγουρα η δράση τέτοιων ομάδων. Η κριτική μου ξεκινάει όταν αυτή η δράση προβάλλεται ως απάντηση στην υποβάθμιση του αστικού τρόπου ζωής μας ή ως απάντηση στην ανυπαρ­ξία του

κράτους. Η προσπάθεια να εξωραΐσουμε το πρό­ βλημα, καθαρίζοντας και βάφοντας γωνιές, δεν σημαίνει την οριστική απαλλαγή από αυτό αλλά αντίθετα την παροδική κάλυψή του και μια ένεση στη συνείδηση συμμετοχής μας στον δημόσιο χώρο και λόγο. Ο εθελοντισμός έρχεται σταδιακά να υπερκαλύψει άλλες έννοιες και πρακτικές κοι­ νωνικά αναγκαίες, όπως η αλληλεγγύη και η ερ­ γασία. Είναι τουλάχιστον εντυπωσιακό στις μέρες μας να υπάρχουν ομάδες που δραστηριοποιούνται κοινωνικά σε διάφορους τομείς, οι οποίες αντιλαμ­ βάνονται τον εαυτό τους έξω από τα όρια του πο­ λιτικού προβληματισμού. Με μια άλλη ματιά μπο­ ρεί κάποιος να υποθέσει πως είναι σημαντικό τα υποκείμενα να δρουν συλλογικά ακόμα και έτσι, καθώς μέσα σε συλλογικότητες δίνονται ερεθί­ σματα ώστε η σκέψη να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Αλλά πώς θα γίνει αυτό, όταν εξ ορι­ σμού έχουν εξοστρακιστεί από τον λόγο και τη δράση της όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθι­ στούσαν μια ομάδα ριζοσπαστική και επιθετική απέναντι στα προβλήματα που έχουν προκαλέσει τη δημιουργία και ύπαρξή της; Ίσως το πιο επίκαι­ ρο ερώτημα δεν είναι πώς θα κάνουμε πιο όμορ­ φο το αστικό περιβάλλον που ζούμε, αλλά αν και πώς θα καταφέρουμε, με όλα αυτά που συμβαί­ νουν, να επιβιώσουμε σε αυτό.


[52]

Τζον Χόλογουεη

Ο καλύτερος τρόπος να σκεφτούμε την πάλη είναι ως κίνηση κοινοτικοποίησης Συνέντευξη στην Κατερίνα Νασιώκα

Ο

ιρλανδός κοινωνιολόγος Τζον Χόλογουεη ζει από το 1991 στο Μεξικό – γεγονός που του επέτρεψε να παρακολουθήσει το κίνημα των Ζαπατίστας σε όλα του τα στάδια. Στα πρόσφα­ τα έργα του, Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να κα­ταλάβουμε την εξουσία. Το νόημα της επανάστασης σήμερα (Σαββάλας, 2006) και Ρωγμές στον καπιταλισμό (Σαββάλας, 2011), συζητά τα ζητήματα της κρίσης και του κοινωνικού μετα­ σχηματισμού, αντλώντας παραδείγματα από την καθημερινότητα των κοινωνικών αντιστάσεων. Οι επεξεργασίες του έχουν αποτελέσει αντι­­ κείμενο έντονων αντιπαραθέσεων, ενώ οι πρό­ σφατες τοποθετήσεις του για την ελληνική κρί­ ση στάθηκαν η αφορμή για την παρακάτω συζή­ τηση με την Κατερίνα Νασιώκα, τον Ιούλιο του 2011, στην Πουέμπλα του Μεξικού. Κ. Ν.: Σκέφτομαι τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα. Θυμάμαι πως είπες πρόσφατα ότι ο καπιταλισμός προχωρά την καταστροφική του πορεία δημιουργώντας νέες κοινότητες ανθρώπων. Πιστεύεις ότι μπορούμε να σκεφτούμε κάτι τέτοιο και για τις κινητοποιήσεις που συμβαίνουν στην Ελλάδα; Τι είδους υποκειμενοποίηση αναδύεται αυτή τη στιγμή στις κατειλημμένες πλατείες; Τζ. Χ.: Η αλήθεια είναι ότι δεν είπα ακριβώς αυτό. Αλλά είναι κάτι που σκέφτομαι αρκετά τον τελευ­ ταίο καιρό. Πιστεύω πως ένας σημαντικός τρόπος να σκεφτούμε την πάλη είναι ως κίνηση κοινοτι­ κοποίησης (communizing), και είναι φανερό ότι πρόκειται για μια πάλη ενάντια στο χρήμα, ενά­ ντια στο κεφάλαιο. Αλλά για να σπάσουμε την εξουσία του χρήματος και την εξουσία του κεφα­ λαίου, πρέπει να δημιουργήσουμε κάτι άλλο, έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, έναν διαφορετικό τρό­ πο να πλησιάζει ο ένας τον άλλο, να σχετιζόμαστε μεταξύ μας. Και αυτό είναι κάτι που ήδη γίνεται ποικιλοτρόπως. Μερικές φορές οι άνθρωποι μι­ λούν για τη σημασία της κοινότητας, ειδικά όταν

αναφέρονται στους αγώνες στη Λατινική Αμερι­ κή, αλλά ίσως είναι σημαντικότερο να σκεφτού­ με ότι η κοινότητα είναι κάτι που δημιουργούμε κάθε φορά, όχι απλώς κάτι που υπάρχει εκεί. Αυτό που έχετε στην Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία κοινοτικοποί­ ησης, μια διαδικασία δημιουργίας, μέσω της πά­ λης, μιας κομμούνας ή μιας κοινότητας, όχι με τη θεσμική έννοια, αλλά ως τρόπου συνύπαρξης και αλληλοσυσχέτισης. Έτσι, αυτό που κάνουν λ.χ. οι συνελεύσεις στο Σύ­­νταγμα είναι να κοινοτικοποιούν, να δια­­­μορ­ φώνουν μια κοινότητα συζήτησης, προ­­βλημα­τι­ σμού και πρακτικής, να δημιουργούν ένα βαθύ αίσθημα ανάμεσα στους ανθρώπους ότι μοιράζο­ νται ένα σχέδιο, έναν αγώνα. Όχι μόνο στις λαϊκές συνελεύσεις, αλλά σε όλες τις στιγμές του αγώνα στο Σύνταγμα και στους άλ­λους κατειλημμένους χώρους, οι άνθρωποι αναπτύσσουν γρήγορα μορ­­ φές σχέσεων που βασίζονται στην αμοιβαία υπο­ στήριξη, την αμοιβαία αναγνώριση, την αγάπη και την αλληλεγγύη. Νομίζω ότι αυτός είναι ο μό­ νος τρόπος να σκεφτούμε μια εναλλακτική στον καπιταλισμό, μέσω αυτής της συγκεκριμένης δια­ δικασίας δημιουργίας άλλων μορφών σχέσεων, που ωστόσο δεν θα αποκρυσταλλωθούν στ’ αλή­ θεια σε έναν «κομμουνισμό», επειδή αποτελούν μια συνεχή διαδικασία εφεύρεσης και επανεφεύ­ ρεσης του τρόπου συσχέτισης με τους άλλους, του τρόπου αναγνώρισης των άλλων. Και αν σκε­ φτούμε τον κομμουνισμό λ.χ. ως μια κοινωνία που βασίζεται στην αμοιβαία αναγνώριση, είναι φανερό ότι η αμοιβαία αναγνώριση μπορεί να εί­ ναι μόνο αυτή η διαδικασία δημιουργίας σχέσεων αξιοπρέπειας ξανά και ξανά. Κ. Ν.: Στο βιβλίο σου Ρωγμές στον καπιταλισμό (μτφρ. Α. Χόλογουεη, Σαββάλας, Αθήνα 2011) αναφέρεσαι ακριβώς σε αυτές τις ρωγμές που, ενώ είναι διάσπαρτες, ωστόσο με κάποιον τρόπο έχουν μια συνέχεια ή μια ενότητα. Ποια θέση πι-


[53]

Τζ. Χ.: Νομίζω ότι το κάνουν συνέχεια. Αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα, μια τέ­ τοια έκρηξη, όπου οι διαχωριστικές γραμμές κα­­­ ταρρέουν και αρχίζεις να βλέπεις τους ανθρώπους διαφορετικά. Διαφορετικοί άνθρωποι συμμετέ­ χουν στις πορείες διαμαρτυρίας, αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Άρα δεν θα μιλούσα για μια ενο­ ποίηση των ρωγμών, αλλά για μια σύγκλισή τους. Σε αυτή τη συρροή των ρωγμών, οι άνθρωποι κατα­­νοούν ότι και άλλοι εξεγείρονται ενάντια στο ίδιο σύστημα, και καταλήγουν να σέβονται αυτές τις άλλες μορφές εξεγερτικότητας. Πιστεύω ότι στην παρούσα συγκυρία είναι πολύ σημαντικό να μη σκεφτόμαστε με όρους ενοποιήσεων, ούτε το πώς μπορούμε να κατασκευάσουμε μια μοναδική μορφή οργάνωσης μέσα από αυτό που συμβαίνει, αλλά πώς στ’ αλήθεια μπορούμε να δουλέψουμε συλλογικά μέσα από διαφορετικές κατευθύνσεις, πώς φτάνουμε να σεβόμαστε διαφορετικές από­ ψεις και να αναγνωρίζουμε τους διαφορετικούς τρόπους εξεγερτικότητας των άλλων. Κ. Ν.: Έχεις ασχοληθεί σε διάφορα άρθρα σου με το ζήτημα της αυτονομίας στον αστικό χώρο, βασικό εμπόδιο για την οποία αποτελεί το δόγμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.1 Λες ότι ένας πιθανός δρόμος προς την αυτονομία και τον αυτοκαθορισμό, πέρα από τη σύγκρουση, μπορεί να είναι μια διαδικασία αποφετιχοποίησης, διεκδίκησης δηλαδή του να δρούμε με τον δικό μας τρόπο. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Τζ. Χ.: Πάλι νομίζω ότι η καλύτερη απάντηση είναι να δούμε αυτό που συμβαίνει τώρα. Η σύ­ 1. John Holloway, «Zapatismo Urbano», Humboldt Journal of Social Relations, 29:1 (2005), σ. 168-178. Όλα αυτά τα άρθρα είναι διαθέσιμα στο: http://www.johnholloway. com.mx/. Στα ελληνικά: http://ratnet-blog2.blogspot.com/ 2010/10/zapatismo-urbano.html.

Eric Drooker

στεύεις ότι έχουν οι συγκεκριμένες κινητοποιήσεις στην Ελλάδα στην ιστορία και την πρακτική των κοινωνικών κινημάτων, αν σκεφτούμε την πολυμορφία όσων συμμετέχουν ή την έλλειψη συγκεκριμένης πολιτικής ταυτότητας ή πολιτικού σχεδίου; Μπορούν να δημιουργήσουν αυτή τη λογική της κοινότητας;

γκρουση μπορεί να είναι σημαντική σε συγκεκρι­ μένες συνθήκες, αλλά πιστεύω επίσης ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από αυτή. Ένα μήνυμα που έλαβα από την Ελλάδα πρόσφατα λέει ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται έτσι, να δημιουργούν συλλογικές κουζίνες, αστικές καλ­ λιέργειες, να εφαρμόζουν τρόπους πέρα από την ατομική ιδιοκτησία και τον καπιταλισμό. Αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας και να προχωρήσου­ με όσο πιο μακριά μπορούμε αναπτύσσοντας εναλλακτικούς τρόπους ζωής. Με άλλα λόγια, να σκεφτούμε με όρους του τι εμείς θέλουμε να κάνουμε και τι μπορούμε να κάνουμε ανεξάρ­ τητα από την ιδιοκτησία και τους νόμους του κεφαλαίου, κι επίσης να σκεφτούμε ότι, αν και προφανώς θα μας επιτεθούν, πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την επίθεση, πώς μπορούμε να αμυνθούμε, αντί να αντιδρούμε κάθε φορά σε αυτό που κάνουν εκείνοι. Αυτό είναι πολύ σημα­ ντικό σήμερα· μάλλον και τα δύο επίπεδα είναι σημαντικά. Είναι εξίσου σημαντικό το να λέμε «όχι, δεν αποδεχόμαστε αυτό που προσπαθεί να επιβάλει η κυβέρνηση». Αλλά ο πιο ισχυρός τρό­ πος να πούμε στ’ αλήθεια «όχι» είναι δημιουρ­ γώντας εναλλακτικές πρακτικές. Κ. Ν.: Έχεις πει ότι αυτός ο πόλεμος ενάντια στο κεφάλαιο δεν μπορεί να είναι συμμετρικός, ότι ίσως χρειαζόμαστε νέα εργαλεία και νέο λεξιλόγιο. Ωστόσο, οι μέρες των απεργιών στην Ελλάδα συνοδεύτηκαν από έναν ασύλληπτο βαθμό αστυνομικής καταστολής. Ακόμη και η υποδομή που είχε δημιουργηθεί από τις ομάδες εργασίας στο Σύνταγμα καταστράφηκε, και οι βάρβαρες σωματικές επιθέσεις ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.


[54]

Τι συμβαίνει εδώ; Επειδή έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση στην Ελλάδα, μέσα στο κίνημα, για το θέμα της βίας… Τζ. Χ.: Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει τις τε­ λευταίες εβδομάδες στην Ελλάδα είναι η ανά­ πτυξη νέων μορφών αγώνα και η διάρρηξη των παλιών μοντέλων. Αρκεί να δούμε την ίδια την κατάληψη της πλατείας Συντάγματος, την οργά­ νωση λαϊκών συνελεύσεων, την πραγματοποίη­ ση διαφορετικών δραστηριοτήτων καθημερινά, τις μουσικές, τις συναυλίες κ.ο.κ. Είναι ένα πα­ ράδειγμα αυτού που εννοώ ως «ασυμμετρία»: η συνέλευση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην άλλη πλευρά του δρό­ μου, με αυτούς που βρίσκονται απέναντι, την αστυνομία, με τον τρόπο που αντιδρούν, που συ­ μπεριφέρονται, που ντύνονται, που σκέφτονται κ.ο.κ. Εκεί βρίσκεται στ’ αλήθεια μια δραματική αντίθεση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές λογικές, δυο διαφορετικούς τρόπους ομιλίας και σκέψης, δυο διαφορετικούς τρόπους να σκεφτόμαστε το μέλλον. Αλλά αυτό που κάνει πάντα η αστυνομι­ κή και η στρατιωτική βία, επειδή έτσι λειτουργεί, είναι να προσπαθεί να μας σπρώξει σε μια συμ­ μετρική απάντηση. Χτυπάει, και αυτό που λέει στ’ αλήθεια είναι: «χτύπα με κι εσύ». Γιατί από τη στιγμή που τους χτυπάμε κι εμείς, μετά μπορούν να το αντιμετωπίσουν, μπορούν να νικήσουν, να σκεφτούν ότι αυτό το παιχνίδι είναι δικό τους. Ίσως αυτός είναι ο κίνδυνος του να σκεφτόμα­ στε μόνο με όρους σύγκρουσης: μας χτυπούν, τους χτυπάμε και πάλι το ίδιο. Αυτό που έχω κα­ ταλάβει από τις μάχες στο Σύνταγμα είναι ότι σί­

γουρα η σύγκρουση ήταν κεντρική, αλλά υπήρ­ χε κι ένα άλλο ισχυρό στοιχείο, από τον κόσμο που έλεγε: όχι, δεν θα απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο, θα μείνουμε εδώ, θα συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε, τις συνελεύσεις, μια άρνηση δηλα­ δή να συρθεί σε αυτή τη συμμετρική αντίδραση, Αναπτύχθηκαν τρόποι αμοιβαίας υποστήριξης, ξαναφτιαχνόταν από την αρχή ό,τι κατέστρεφε η αστυνομία, συν όλες αυτές οι απίστευτες κα­ ταστάσεις αλληλεγγύης που δημιουργήθηκαν, με τους εργαζόμενους του μετρό να κρατούν ανοιχτό τον σταθμό στο Σύνταγμα ή με το ξενο­ δοχείο «Αμαλία» να κρατά τις πόρτες του ανοι­ χτές για τους διαδηλωτές… Αυτό μου φαίνεται απίστευτα σημαντικό· αυτή πιστεύω ότι είναι η πραγματική δύναμη της πάλης σήμερα. Κ. Ν.: Υπάρχουν δύο κριτικές σχετικά με τις κινητοποιήσεις στο Σύνταγμα τις οποίες θα ήθελα να σχολιάσεις. Η πρώτη είναι αν όλο αυτό το πλήθος που συγκεντρώνεται καθημερινά στο Σύνταγμα προσβλέπει στην πραγματικότητα σε περισσότερη αστική δημοκρατία, σε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του καπιταλισμού. Η δεύτερη, λαμβάνοντας υπόψη και την κρατική προπαγάνδα περί ειρηνικών και βίαιων ομάδων, λέει ότι οι συγκεντρώσεις στο Σύνταγμα μοιάζουν περισσότερο με πανηγύρι και ότι η μορφή τους δεν φαίνεται να είναι στ’ αλήθεια επαναστατική. Τζ. Χ.: Όλοι οι αγώνες είναι αντιφατικοί· πάντα θα είναι αντιφατικοί και πρέπει να είναι αντι­ φατικοί. Αλλά αν σκεφτείς π.χ. το ερώτημα της πραγματικής δημοκρατίας, αυτή μπορεί να ερμη­­ νευτεί με πολλούς τρόπους. Ωστόσο, αν αρχί­­ σεις από το ότι ζητάς πραγματική δημοκρατία και μετά ρωτήσεις τι σημαίνει στ’ αλήθεια αυτό, απαντάς ξεκάθαρα ότι σημαίνει την κατάργηση του χρήματος και την κατάργηση του κεφαλαί­ ου, την κατάργηση του καπιταλισμού. Δεν υπάρ­ χει άλλος τρόπος να σκεφτείς την πραγματική δημοκρατία. Είναι προφανώς πολύ σημαντικό να υπάρχουν συνθήματα ή έννοιες σαν αυτή: οι άνθρωποι μπορούν να τις ερμηνεύσουν με δια­ φορετικούς τρόπους, που ανοίγουν χώρους για διάλογο, για συζήτηση, για σκέψη γύρω από τι


[55]

σημαίνει στ’ αλήθεια πραγματική δημοκρατία. Το κράτος πάντα θα προσπαθεί να διαχωρίσει τα κινήματα σε καλά και κακά· είναι σημαντικό να αντιστεκόμαστε σε αυτό, να είμαστε όλοι εδώ για να πούμε όχι σε αυτό που επιβάλλει η κυ­ βέρνηση, όχι στον νόμο του χρήματος, όχι στον νόμο του κεφαλαίου. Κι έχουμε διαφορετικούς τρόπους να το εκφράζουμε: άλλοι υιοθετούμε πιο βίαιους τρόπους, άλλοι πιο ειρηνικούς, και πρέπει σε κάποια έκταση να επιτρέψουμε αυτές τις διαφορετικές εκφράσεις. Να αναγνωρίσουμε δηλαδή ότι έχουμε διαφορετικές προσωπικότη­ τες, προτιμήσεις, ηλικίες, φυσικές αντοχές, κ.ο.κ. Αυτό που πρέπει να ειπωθεί είναι πόσο σημαντι­ κός είναι αυτός ο αγώνας που γίνεται εδώ σήμε­ ρα, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλον τον κόσμο. Όπως το βλέπω, είναι ίσως μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία της ανθρωπότητας, επειδή το ζήτημα είναι η τρομερή επίθεση που δεχόμα­ στε από το χρήμα, από το κεφάλαιο· και, για τον καπιταλισμό, το επίκεντρο της σημερινής κρίσης είναι το πώς θα το επιλύσει για να συνεχίσει να υπάρχει. Για να το πετύχει, πρέπει να επιβάλει δια­ φορετικούς τρόπους ζωής κι εργασίας και διαφο­ ρετικές μορφές πειθαρχίας. Ο πρώτος τρόπος για να το πετύχει είναι επιβάλλοντας την πειθαρχία του χρήματος. Η όλη ύπαρξη του ευρώ, ο τρόπος με τον οποίο έγινε αντιληπτό, είναι ένα στοιχείοκλειδί για την επιβολή αυτής της πειθαρχίας. Αν υπάρχει μια ελπίδα για την ανθρωπότητα, είναι να διαλύσει αυτή τη βίαιη επίθεση από το κεφά­ λαιο. Νομίζω ότι αυτό ακριβώς αφορά ο αγώνας στην Ελλάδα σήμερα: δεν αφορά μόνο την Ελ­ λάδα, αλλά πιθανές μεταδοτικές μορφές που θα εξαπλωθούν και στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, τη Βρετανία, την Ιταλία, τη Γερμα­

νία κ.ο.κ. Αλλά επίσης προχωρά ακόμα μακρύ­ τερα, επειδή αφορά την παγκόσμια νομισματική σταθερότητα, σε σχέση με το ευρώ αρχικά, κι έπειτα σε σχέση με τον τρόπο που μαθαίνουμε να ερχόμαστε σε σύγκρουση με τη λογική του χρήματος σε όλο τον κόσμο. Κι αυτό είναι το ση­ μαντικότερο. Κ. Ν.: Αυτό δηλαδή που λέγεται από αρκετούς, ότι είναι προτιμότερη μια χρεοκοπία από τον συνε­χή δανεισμό, επειδή μπορούμε να κάνουμε τα πράγματα αλλιώς… Τζ. Χ.: Αυτό ακριβώς: πρέπει να σκεφτούμε πέ­ ρα από τη χρεοκοπία. Τώρα είναι που πρέπει να απωθήσουμε τον νόμο του χρήματος, να αναπτύ­ ξουμε άλλους τρόπους για να δρούμε, να αρνη­ θούμε ότι το χρήμα πρέπει να ελέγχει την εκ­ παίδευση και όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπι­ νης ζωής, να αρνηθούμε τις ιδιωτικοποιήσεις. Το κεφάλαιο –όπως βλέπουμε στην περίπτωση της Ελλάδας– πιστεύει ότι μπορεί να επιβάλει αυτή την κυριαρχία. Ελπίζουμε ότι δεν θα το πετύχει.


[56]

Γιώργος Καράμπελας

Η νέα Λολίτα Ή το τέλος της εκπαίδευσης Ήταν πιο αδύνατη και πιο ψηλή τώρα, και για ένα δευτερόλεπτο μου φάνηκε ότι το πρόσωπό της ήταν λιγότερο όμορφο από το νοερό εγχάραγμα που είχα λατρέψει για περισσότερο από ένα μήνα… κι εκείνη η πρώτη εντύπωση (ένα πολύ σύντομο ανθρώπινο διάλειμμα ανάμεσα σε δύο χτυποκάρδια τίγρη) έφερε την καθαρή νύξη ότι το μόνο που είχε να κάνει, ήθελε να κάνει ή θα έκανε ο χήρος Χάμπερτ ήταν να προσφέρει σ’ αυτό το κάπως χλωμό αν και ηλιοκαμένο μικρό ορφανό aux yeux battus (…), ναι, να της προσφέρει μια καλή εκπαίδευση, μια υγιή και ευτυχισμένη κοριτσίστικη ζωή, ένα καθαρό σπιτικό, χαριτωμένες φίλες της ηλικίας της… Αλλά «μεμιάς», καθώς λένε οι Γερμανοί, αυτή η αγαθοεργός και αγγελική αντιμετώπιση εξαλείφθηκε και πρόφτασα και ξανάπιασα τη λεία μου (ο χρόνος είναι πιο γρήγορος από τις φαντασιώσεις μας!), και ήταν και πάλι η δική μου Λολίτα – και μάλιστα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά η Λολίτα μου, η δική μου Λολίτα.1

Η

Λολίτα του Ναμπόκοφ διαβάζεται συνήθως ως μια περίτεχνη αλληγορία όπου η λογο­ τεχνική αφήγηση είναι αυστηρά, και σκοπίμως παραπλανητικά για τον αναγνώστη, το αντε­στραμ­ μένο είδωλο μιας αληθινής, ηθικής πραγματικότη­ τας: ο εστέτ πρωταγωνιστής του μυθιστο­­ρήματος, ο Χάμπερτ Χάμπερτ, βρίσκεται σταθερά στο προ­ σκήνιο, ως αφηγητής άλλωστε, ενώ η ηρωίδα του τίτλου, η μικρή Ντολόρες Χέιζ, κατασκευάζεται «αισθητικά» ως ένα πρότυπο νυμφίδιο που πλάθε­ ται και κυριαρχείται πλήρως από τον πατριό-ερα­ στή της. Μέσα από ένα ακατάπαυστο παιχνίδι αντικατοπτρισμών και δια­­κειμενικών αναφορών, ο συγγραφέας (υποτίθεται ότι) παρασύρει τον ανα­ γνώστη σε μια ηθική λήθη μέσα στην οποία μια ούτε καν έφηβη κοπελίτσα μετατρέπεται σε διαβο­ λικό σεξουαλικό αντικείμενο, η σταθερά πα­ρούσα οδύνη της περνά απαρατήρητη, το σθένος της και η ίδια η τελική λύτρωσή της γίνονται αντι­ληπτά ως προδοσία και πτώση.2 Ωστόσο, απ’ όλα αυτά τα «αληθινά», «ηθικά» πράγματα που (υποτίθεται ότι) χάνονται στους

κατοπτρικούς μαιάνδρους της Λολίτας, η εκπαί­ δευση μοιάζει να ξεχωρίζει δυσοίωνα, καθώς πε­ ριβάλλεται από μια πολύ υπονομευ­τική αμφιση­ μία. Αν ακριβώς παραπάνω διαβάζουμε τον Χά­ μπερτ να ταξινομεί την «καλή εκ­­παί­­δευση», σε «ένα πολύ σύντομο ανθρώπινο διά­­λειμ­μα» του μυθιστορηματικού χρόνου (το οποίο εξοβελίζεται στο πεδίο της «φαντασίωσης»), ανάμεσα σε αξίες όπως η παιδικότητα, η θαλπωρή, η οικογένεια και οι φίλοι, λίγο αργότερα τον βλέπουμε να εκμε­ ταλλεύεται με όλη τη δέουσα περιφρόνηση την εκπαιδευτική δυστοπία που του παραχωρεί ο Να­ μπόκοφ για να εκπληρώσει τον παιδεραστικό του παράδεισο. Διαβάζουμε τη διευθύντρια του γυ­ μνασίου Θηλέων του Μπίρντσλυ, τόπου εγκατά­ στασης του Χάμπερτ και της Λολίτας: Εδώ δεν μας ενδιαφέρει και τόσο, κύριε Χάμπερντ, να κάνουμε τις μαθήτριές μας βιβλιομανείς ή ικανές να πούνε απνευστί τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, τις οποίες κανείς δεν ξέρει ούτε ή άλλως, ή να απο­ στηθίσουν τις ημερομηνίες λησμονημένων μαχών. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η εξοικείωση του παι­

1. Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Λολίτα, μτφρ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης (εδώ ελαφρά τροποποιημένη), επιμ. Ε. Λαμπάκη, Πατάκης, Αθήνα 2002, σ. 270-271. 2. Υποδειγματική από αυτή την άποψη είναι η ερμηνεία του Ρίτσαρντ Ρόρτι, «Επίμετρο» στο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Χλομή φωτιά, μτφρ. Κ. Γκούμα-Μεταξά, επιμ. Ε. Λαμπάκη, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 391-409, ιδίως σ. 396-397.

διού με την ομαδική ζωή. […] Κοντολογίς, ενώ υιο­ θετούμε ορισμένες διδακτικές μεθόδους, ενδιαφερό­ μαστε πολύ περισσότερο για την επικοινωνία παρά για την έκθεση ιδεών. Αυτό σημαίνει ότι, με όλον το δέοντα σεβασμό προς τον Σαίξπηρ και τους λοιπούς,


[57]

«Αυτό το πρόγραμμα μου προκάλεσε φρίκη», δη­ λώνει παγερά ο Χάμπερτ, δεν δυσκολεύεται όμως να εξακριβώσει «ότι αυτή η ιστορία περί “επικοι­ νωνίας” ήταν λίγο πολύ ένα διαφημιστικό τέχνα­ σμα με σκοπό να αποκτήσει το παλιομοδίτικο σχολείο Μπίρντσλυ μια οικονομικά συμφέρουσα

επίφαση εκσυγχρονισμού, αν και παρέμενε σε­ μνότυφο σαν γεροντοκόρη».4 Η ανθρωπιστική φαντασίωση της «καλής εκπαίδευσης» αντανα­ κλάται στο εκσυγχρονιστικό προκάλυμμα του «ορ­­γανωσιακού» (organissmal!) σχολείου, και η εκπαίδευση παρασύρεται κι αυτή στο σολιψιστι­ κό κρεσέντο του αισθητή-παιδεραστή. Μαζί της θα πάρει και όλα τα υπόλοιπα «ανθρώπινα» πράγματα. Η «ηθική» πραγματικότητα του μυθι­ στορήματος κλονίζεται πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελαν να παραδεχτούν οι πραγματιστι­ κές ερμηνείες του: δεν ξεφεύγει κανείς από το δί­ χτυ του Ναμπόκοφ επικαλούμενος τις πατροπα­ ράδοτες αξίες του «μέσου ανθρώπου» – παίρνο­ ντας δηλαδή κατά γράμμα το κλείσιμο του βιβλί­ ου, όπου ο Χάμπερτ συντρίβεται αναγνωρίζοντας το «καλό» που του διέφευγε όλη του τη ζωή στις φωνές των παιδιών που παίζουν, στη νέα, φτωχι­ κή οικογένεια της Λο, στη σπιτική ατμόσφαιρα του επαρχιώτικου αμερικανικού Βορρά. Η αλήθεια είναι, όπως πάντα, πιο μαύρη. Η μέλλουσα μικροαστική ζωή της μαμάς-συζύγου

3. Λολίτα, ό.π., σ. 371-373.

4. Ό.π., σ. 373 (μετάφραση ελαφρά τροποποιημένη).

θέλουμε τα κορίτσια μας να επικοινωνούν ελεύθερα με το ζωντανό κόσμο ολόγυρά τους και όχι να βυθί­ ζονται σε παλιά μουχλιασμένα βιβλία. […] Σκεφτό­ μαστε, δρα Χούμπουργκ, με οργανωσιακούς και ορ­ γανωτικούς όρους. […] Κύριε Χάμερσον, ας το θέσω ως εξής: …Λέτε ότι αυτό που περιμένετε να αποκομί­ σει ένα παιδί από το σχολείο είναι μια αξιόλογη παι­ δεία. Αλλά τι εννοούμε λέγοντας παιδεία; Τον παλιό καιρό επρόκειτο κυρίως για λεκτικό φαινόμενο… Δρα Χάμμερ, αντιλαμβάνεσθε ότι για ένα σύγχρονο προεφηβικό παιδί οι ημερομηνίες του Μεσαίωνα έχουν μικρότερη ζωτική σημασία απ’ ό,τι έχουν τα Σαββα­ τοκύριακά του; …Δε ζούμε μόνο σ’ έναν κόσμο κει­ μένων αλλά και σ’ έναν κόσμο αντικειμένων. Οι λέ­ ξεις δίχως την εμπειρία είναι άνευ νοήματος.3


[58]

Ντολόρες ολοκληρώνει σαρδόνια την υπερσε­ ξουαλική παιδική ηλικία της Λολίτας, την ώρα που η εκπαίδευση, ιδεατή και πραγματική, πετιέ­ ται συνολικά εκτός σκηνής. Το βιβλίο είναι από αυτή την άποψη μια ακραία παρωδία του μυθι­ στορήματος μαθητείας, του περίφημου Bildungs­ roman πάνω στο οποίο χτίστηκε όλη η ανθρωπι­ στική παράδοση της Ευρώπης. Για να το θέσουμε διαφορετικά: ένας ανθρωπιστής λόγιος παραδο­ σιακής καλλιέργειας εκπληρώνει ηδονικά το «μορφωτικό» του όραμα στην απατηλή, εκσυγ­ χρονιστική Αμερική – μόνο και μόνο για να το δει να καταρρέει, μαζί με όλους τους εμπλεκόμενους, σε μια κρύα επαρχιακή κωμόπολη, ανά­­μεσα σε σωρούς από white trash. Η ίδια αμοιβαία αντανά­ κλαση, με τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα, επιτε­ λείται και ανάμεσα στον πρωταγωνιστή Χά­μπερτ Χάμπερτ (που, με το όνομά του και μόνο, αντανα­ κλάται ήδη εις εαυτόν) και τον λογοτεχνικό σω­ σία του, τον διεστραμμένο σκηνοθέτη-κυνηγό νυμφιδίων Κλερ Κίλτυ. Ο χαρακτήρας του τελευ­ ταίου αντιστρέφει σχεδόν σημείο προς σημείο τα αισθητικά γνωρίσματα του «πρωτοτύπου» του, επιφυλάσσοντας τελικά στην –τρελά ερωτευμένη μαζί του– Λολίτα την ανελέητη, οργιώδη μοίρα που ένας Χάμπερτ πολύ θα ήθελε να πραγματο­ ποιήσει ο ίδιος, ουδέποτε όμως θα το παραδεχό­ ταν στον εαυτό του ή στον «αναγνώστη του». Ας επιστρέψουμε στο φάντασμα της εκπαί­ δευσης. Αν η θεσμική παιδεία εξαφανίζεται ολο­ κληρωτικά μέσα στις αντανακλάσεις των δύο βασικών εκδοχών της, της ανθρωπιστικής και της εκσυγχρονιστικής (που, όπως είδαμε, αμφό­ τερες οδηγούν στον σκουπιδοτενεκέ του «απλού βίου»), η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία, αυτή που παρωδείται ακούραστα στη σεξουαλική δια­ παιδαγώγηση της Λολίτας, πλανιέται εμμόνως πάνω από τα είδωλα των θεσμών. Γιατί τι θα ήταν μια «αγωγή» που δεν θα υποστηριζόταν από εκ­ παιδευτικούς θεσμούς, είτε σχολικούς είτε επαγ­ γελματικούς ή ευρύτερα κοινωνικούς, από αυ­ τούς που σήμερα θα τους αποκαλούσαμε μάλ­ λον «μιντιακούς» (σκεπτόμενοι τις σύγχρονές μας τηλεοπτικές «ακαδημίες ταλέντων», ας θυ­ μηθούμε επίσης ότι ο Κίλτυ «παρασύρει» τη Λο­ λίτα δημιουργώντας της ελπίδες –και ούτε καν φρούδες– ανέλιξης στη show business);

Η «απάντηση» του μυθιστορήματος δεν αφήνει περιθώρια δισταγμού: θα ήταν μια διδασκαλία/ μαθητεία «ζωής», όπου και τα δύο μέρη της εκπαι­ ­­δευτικής σχέσης θα απορροφούνταν και θα απο­ βάλλονταν ολοσχερώς από την ίδια τη «ζωή», χω­­ρίς άλλους καθορισμούς. Οροθετήσεις όπως «παιδική ηλικία» και «ενηλικιότητα», «οικογένεια» και «σχολείο», «δάσκαλος» και «μαθητής», «θεω­ ρία» και «πρακτική», «εγγραφή» και «απο­φοί­τη­­ ση», «ιδιωτικό» και «δημόσιο», «σεξουαλικότη­τα» και «κοινωνικότητα», κ.ο.κ., χάνουν το νόη­μά τους, καθώς αυτό που εκτυλίσσεται αμιγώς μη θεσμικά προβάλλει ως μια αρραγής, «φυσική» συνέχεια που δεν χρειάζεται κατηγοριοποιήσεις και τις αντί­­­ στοιχες απαγορεύσεις, δεσμεύσεις ή υποχρεώσεις. Η «καρδιά του τίγρη» που επικαλείται ο Χάμπερτ, αυτή η ζωώδης ύπαρξη που η ροή της διακόπτεται από το αστραποβόλημα μιας ανθρώπινης φαντασί­ ωσης, δεν τελεσφορεί σε καμιά ηθική αποκατάστα­ ση και σε καμιά «πολιτισμένη» πραγματικότητα. Μπορούμε πάντως να αναγνωρίσουμε ένα δίκιο στους πραγματιστές θεωρητικούς, όσο κι αν νομιμοποιούμαστε να αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο θα τους χαροποιούσε μια τέτοια ανα­ γνώριση. Μέσα σε όλη τη διαβρωτική της «ενέ­ λιξη»,5 η Λολίτα εξακολουθεί να λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, αλληγορικά. Ο παντός καιρού αναγνώστης της είναι σε θέση να αντλήσει από το μυθιστόρημα τα «διδάγματά» του, με μόνη δια­ φορά (σε σχέση με τις πραγματιστικές ερμηνείες) ότι καλά θα έκανε τα διδάγματα αυτά να τα θεω­ ρήσει όχι ηθικά, αλλά πολιτικά. Με έναν από τους τρόπους του Β. Ν.: Για ρίξε μια ματιά τριγύρω, σύντροφε. Δώσε όλη σου την προσοχή στους καθρέφτες. Όσο θα σου εκσυγ­ χρονίζουν την παιδεία κι εσύ θα τους απαντάς προτάσσοντας τις αρχές του ανθρωπισμού, έχε υπόψη σου ότι επιστρέφεις μια αντανάκλαση στην αντανάκλαση, ότι κλείνεις το μάτι σ’ ένα κλείσιμο ματιού, ότι η (έστω, μία) φύση επεκτεί­ νεται ολοένα σε βάρος του (έστω, ενός) πολιτι­ σμού ενόσω εσύ κι «αυτοί» σκιαμαχείτε. Πάρε το

5. Άλφρεντ Άπελ (νεότ.), «Εισαγωγή», στο Β. Ναμπόκοφ, Λολίτα, ό.π., σ. 37 κ. ε.


στα σοβαρά αυτό, πριν σπεύσεις να πεις το βολι­ κό σου «εμείς ή αυτοί». Προσπάθησε τώρα να δεις πέρα απ’ τους κα­ θρέφτες. Κάνε μια βόλτα μέσα στη χλωρίδα και την πανίδα που σε κατακλύζουν, άνοιξε τ’ αυτιά σου και άκουσε το χτυποκάρδι της. Η παιδεία που σε νοιάζει εξελίσσεται απρόσκοπτα δίπλα σου, μέσα σου: καταργεί τα στεγανά σου και τα στεγανά τους, περιφρονεί τις συμβάσεις σου και τις συμβάσεις τους, αδιαφορεί προκλητικά για τα αναχώματά σου και για τις επιθέσεις τους, γελά κατάμουτρα στα κινήματά σου και στις νο­ μοθεσίες τους. Αν είχε μιλιά το Κτήνος που επι­ μένεις να κάνεις πως δεν βλέπεις, ασφαλώς θα σου έλεγε (και θα τους έλεγε) κάτι σαν: «Θαυμά­ σιες διαφημίσεις! Πραγματικά, θαυμάσιες!».6 Γιατί το Κτήνος ξέρει μόνο από εικόνες, είναι εικόνες, η φύση του είναι να εικονίζει και να ει­ κονίζεται. Όταν εσύ, σύντροφε, του αντιπαραθέ­ τεις αντανακλάσεις, και αντανακλάσεις αντανα­ κλάσεων, Αυτό θα αναζητήσει καλύτερη, αυθε­ ντικότερη τροφή αλλού: στα (νέα ή παλιότερα) Μέσα του, στο «απολίτιστο», «εγκληματικό», «παθολογικό» Έξω του, πότε εδώ και πότε εκεί, συνήθως και εδώ και εκεί – παντού, οπουδήποτε. Μη σπαζοκεφαλιάζεις και μην αναστενάζεις άλλο για τις «άμαζες» συλλογικές διαδικασίες, για τους «αναιμικούς» αγώνες, για την «παθητι­ κότητα» και τη «συντηρητικοποίηση». Μην κου­ νάς με περίσκεψη το κεφάλι για την «αντικοινω­ νικότητα», τις «παραβατικές συμπεριφορές», τις «καταθλίψεις». De te fabula narratur (σου το είπε και ο Μαρξ, αν θυμάσαι): ο χρόνος είναι πιο γρή­ γορος από τις φαντασιώσεις σου. Στα δίδυμα είδωλα του εκσυγχρονισμού και του ανθρωπισμού στην εκπαίδευση, αυτό που αντιπαρατίθεται δεν χωρά στις επισήμως αντιμα­ χόμενες αναπαραστάσεις ούτε στις ομοιοπαθείς τους πολιτικές. Η εκπαίδευση ως αμνημόνευτη και ζητούμενη διαδικασία ενσωματώνει μέχρι τέ­ λους τη θεσμική «κρίση» της – μάλιστα, την παράγει ως τέτοια, σε έναν αγώνα ζωής ή θανάτου

6. Παρατίθεται από τον Άλφρεντ Άπελ (νεότ.), «Εισαγω­ γή», Λολίτα, ό.π., σ. 71.

Corinne Day

[59]

ενάντια σε κάθε παραδοσιακή ή μοντερνιστική παγίωσή της. Μεταξύ κειμένων και αντικειμένων, λέξεων και εμπειρίας, απωθείται και αναζητείται μια γραφή που έχει χάσει πρόθυμα τα «κλειδιά» της και έχει γίνει ζωή (για να παραφράσουμε τον Κάφκα). Πώς θα ήταν, άραγε, η μικρή Λο χωρίς το φάντασμα της εκπαίδευσης να τη στοιχειώνει; Ίσως, comrade, να σου φαινόταν άλλο ένα αγρίμι (και, παρεμπιπτόντως, μια τραγική απώλεια για την ιστορία της λογοτεχνίας). Ίσως, πάλι, μόνο τότε να «γινόταν» ο συγγραφέας «της» και να έγραφε στ’ αλήθεια τη ζωή της, κατά πάσα βεβαι­ ότητα με τρόπο απεριόριστα «λάθος» και λαίμαρ­ γα εικονικό. Αλλά, όπως θα το έθετε κανείς θυμο­ σοφικά, το τέλος της εκπαίδευσης δεν είναι παρά μόνο η αρχή της.


[60]

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ Επισκέπτομαι συχνά την κα Κρα*, μια αξιαγάπητη, ηλικιωμένη κυρία που με τιμά με τη φιλία της. Η κυρία Κρα* είναι κυρία ενός πελώριου οροφοδιαμερίσματος, στην κομψότερη συνοικία των Αθηνών· κι ακόμη, είναι ιδιοκτήτρια όλων των διαμερισμά­ των των κατώτερων ορόφων της πολυκατοικίας κι ενός παλιού αρχοντικού στην Άνδρο, το οποίο νοικιάζει τα καλοκαίρια στην ίδια πάντα οικογένεια ευκατάστατων Γάλλων. Εκείνο το σούρουπο του Σεπτέμβρη καθόμουν απέναντί της, στο ευρύχωρο καθιστικό της. Πίσω από την πολυθρόνα της, δέσποζε μια ανεκτίμητη θαλασσογραφία του Βολανάκη, που δεν χόρταινα να παρατηρώ. Την είχε αποκτήσει ύστερα από μια περιπετειώδη δημοπρασία στους Sotheby’s, η οποία χαρακτηρίστηκε στους κύκλους των συλλεκτών ως ο «πλειοδοτικός θρίαμβος της κυρίας Κρα*». Οι διακριτικές πέρλες στ’ αυτιά της, τα σχολαστικά φορμαρισμένα ξανθοκόκκινα μαλλιά της, το κόκκινο κραγιόν στα λεπτά της χείλη, της προσέδιδαν μια όψη αγαλμάτινης αξιοπρέπειας. Η κυρία Κρα* μιλούσε περί ανέμων και υδάτων: μου διηγήθηκε το πώς ο γιος της (διευθυντής μιας μεγάλης τράπεζας, της μόνης που αρίστευσε στα πρόσφατα stress tests) είχε αποποιηθεί το επίδομα πολυτέκνου που δικαιούνταν, για να συνει­ σφέρει στην προσπάθεια συμμαζέματος των οικονομικών της χώρας· και πώς, έπει­ τα από μια συνέντευξη που εκείνος έδωσε, εκφράζοντας την ευχή ο παραδοσιακός και ο νεότερος αστικός κόσμος, συσπειρωμένος, να αναλάβει επιτέλους τα ηνία της χώρας, είχε καταστεί στόχος κάμποσων λαϊκιστών δημοσιογράφων. Έξαφνα, η κυρία Κρα*, έπιασε το φύλλο της Καθημερινής από το τραπεζάκι πλάι στην πολυθρόνα της και μου απεύθυνε μια παράξενη ερώτηση: «Αλήθεια, αγαπητέ μου, πόσον καιρό έχετε να ακούσετε τη φράση “ό,τι προαιρείσθε” από έναν ζητιάνο;» «Πολύ καιρό, πράγματι», παρατήρησα. «Στον καιρό μου, ξέρετε, ακουγόταν συχνά αυτή η εύηχη φράση από τα χείλη τους. Σημάδι κάποιας παιδείας, δεν νομίζετε; Δεν ψήφισα ποτέ τους σοσιαλδημο­ κράτες, φυσικά», συνέχισε, «μα η υπουργός παιδείας έχει ανέβει πολύ στην εκτίμησή μου. Στα χρόνια μου, κύριε Δ*, η Αριστεία ήταν μια γενική αξία της παιδείας μας, που δεν ωφελούσε μόνο τους αρίστους. Ιδού γιατί τότε ακόμη μπορούσες να ακού­ σεις από έναν ζητιάνο τη φράση “ό,τι προαιρείσθε”, ενώ τώρα ακούς από το στόμα τους γογγυσμούς ή αχρείαστες επεξηγήσεις του ύφους “για να πάρω ένα σάντουιτς, κυρία”. Δεν θα δίνατε κι εσείς ευχαρίστως ελεημοσύνη σε κάποιον που χρησιμοποιεί την ωραία λέξη “προαίρεση”; Δεν νομίζετε πως θα αναγνωρίζατε στη χρήση αυτής της λέξης μια εγγραματοσύνη άξια να την επιβραβεύσεις; Δεν θα αποκομίζατε την αισιόδοξη εντύπωση πως, για να χρησιμοποιεί ένας ζητιάνος τούτη τη φράση, κάτι επιτέλους –εννοώ το σύστημα παιδείας μας– δουλεύει σωστά σ’ αυτή τη χώρα; Η Αριστεία επιστρέφει! Ω, κύριε Δ*, είμαι τόσο αισιόδοξη… Πιστεύω πως σύντομα θ’ ακούσουμε πάλι μια ωραία, σωστά συνταγμένη φράση από έναν ζητιάνο.» Θαύμασα την οξυδέρκεια της κας Κρα*. Στα λόγια της αναγνώρισα ότι αργά ή γρήγορα οι κοινωνίες επιστρέφουν, όπως εγώ επιστρέφω πάντοτε σε εκείνο το σα­ λόνι, στις αξίες που ενσαρκώνει η κα Κρα*: στις αναλλοίωτες αξίες του κλασικού. Άγης Πετάλας


[61]

ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΗΝ TΡΟΪΚΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ! Η Ελλάδα, δύο χρόνια μετά τη συμφωνία του μνημονίου βρί­ σκεται σήμερα πιο κοντά στη χρεοκοπία παρά ποτέ, ενώ την ίδια στιγμή έχει παγώσει κυριολεκτικά κάθε οικονομική πρω­ τοβουλία. Είναι προφανείς τόσο οι ευθύνες της κυβέρνησης, που επί μήνες δεν έκανε αυτό που έπρεπε και κωλυσιεργούσε, όσο και της αντιπολίτευσης, που υπονόμευσε με κάθε δυνα­ τό τρόπο τη δημοσιονομική προσπάθεια και τις διαρθρωτικές αλλαγές. Για όσα συνέβησαν έχει όμως σοβαρές ευθύνες και η τρόικα. […] Στο οικονομικό επίπεδο τα θεμελιώδη λάθη του προγράμματος ήταν η διάρ­ κειά του, η αναλογία φόρων και δαπανών και η χρησιμοποίηση των χρημάτων των Ευρωπαίων για κατανάλωση αντί για επενδύσεις. […] Από πού κι ως πού η χρεο­ κοπημένη Ελλάδα θα μπορούσε να δικαιολογήσει πρωτογενές έλλειμμα για νέες καταναλωτικές δαπάνες του κράτους ύψους σχεδόν 20 δισ. το 2010 και το 2011; Και με δεδομένο ότι ο κεντρικός στόχος του προγράμματος ήταν η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, γιατί έπρεπε να τεθεί ο στόχος να συμβεί αυτό το 2012 και όχι το 2010; […] Ταυτόχρονα –παρά το γεγονός ότι και η ίδια η τρόικα διακήρυσσε ότι προτεραιότητα στη μείωση του ελλείμματος έχει η περικοπή των δαπανών και όχι η αύξηση των φόρων– αποδέχθηκε την αντίθετη πολιτική την οποία ακολούθησε η κυβέρνηση. […] Τέλος, παράλογο από οικονομικής πλευράς και εξαιρετικά επιπό­ λαιο είναι και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που προωθείται. […] Τα σοβαρό­ τερα λάθη εντούτοις της τρόικας αφορούν την πλήρη αδυναμία της να κατανοήσει την πολιτική και κοινωνική διάσταση του εγχειρήματος που ανέλαβε. Παρά το γε­ γονός ότι στο ίδιο το αρχικό μνημόνιο αναγράφεται ότι «η κυβέρνηση δεσμεύευεται σε δίκαι κατανομή του κόστους προσαρμογής», η τρόικα ανέχθηκε την βαθιά άδικη κατανομή που είχε ως στόχο τη διατήρηση των προνομίων του πολιτικού και κομ­ ματικού συστήματος εξουσίας και την προστασία των φαύλων και διεφθαρμένων πελατειακών σχέσεων που είχε αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες. […] Αντίστοιχα υπέρ των προνομιούχων του Δημοσίου και του κομματικού συστήματος λειτούρ­ γησε η τρόικα σε ό,τι αφορά τις συντάξεις. […] Στο πολιτικό μέρος τώρα, η τρόικα θεώρησε ότι οι δραστηριότητές της ήταν καθαρά τεχνοκρατικές και όχι πολιτικές. Στην πραγματικότητα όμως λειτούργησε πολιτικά εις βάρος των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων και προς όφελος των χειρότερων αντιπάλων τους. […] Πώς μπορεί κανείς να ερμηνεύσει αυτές τις συμπεριφορές; Ασφαλώς δεν πρόκει­ ται για κακή πρόθεση. Οι Ευρωπαίοι και άλλοι αρμόδιοι δεν έχουν λόγο να αποτύχει το πρόγραμμα. Για να ερμηνεύσει κανείς τη συμπεριφορά τους θα πρέπει να ανα­ ζητήσει ψυχολογικές και θεσμολαγνικές ερμηνείες. Λίγο η γαλατική ευγένεια και η βορειοευρωπαϊκή αυτοσυγκράτηση, λίγο η δημοσιοϋπαλληλική ευθυνοφοβία, λίγο οι κανόνες περί ownership του προγράμματος, που προωθεί το ΔΝΤ (ότι πρέπει δηλαδή όσοι εφαρμόζουν το πρόγραμμα να αισθάνονται ότι είναι «δικό τους»). […] Έτσι η τρόικα αντί να συμμαχήσει με τον ελληνικό λαό, την ώρα που του προσφέρει τεράστια ποσά βοήθειας, κατέληξε να βλάπτει όσους θα έπρεπε να τη στηρίζουν, να υπονομεύει τους φίλους των μεταρρυθμίσεων και να βοηθά τους αντιπάλους τους. Τόσο που να αναρωτιέται κανείς αν έχουμε τελικά και την τρόικα που μας αξίζει! The Athens Review of Books, τεύχος 22, Οκτώβριος 2011


[62]

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Σ’ ένα απόσπασμα της Φαινομενολογίας του Πνεύματος, που ελάχιστοι διανοούμενοί μας το γνωρίζουν και που αναφέρεται στην τρομοκρατία των κυβερνήσεων, ο Χέγκελ λέει: «Ώστε η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται σαν φατρία. Αυτό που ονομάζουμε κυβέρνηση είναι απλώς η νικηφόρα φατρία, και στο γεγονός ακριβώς ότι είναι φατρία βρίσκεται αμέσως η αναγκαιότητα της παρακμής της· και, αντίστροφα, το γεγονός ότι βρίσκεται στην κυβέρνηση την καθιστά φατρία και ένοχη... Το να είσαι ύποπτος παίρνει τη θέση του να είσαι ένοχος, ή τουλάχιστον έχει την ίδια έννοια και το ίδιο αποτέλεσμα». Όταν η αυθαιρεσία δεν φοβάται πια να φανεί τέτοια που ήταν πάντα, όταν η ενοχή ή η αθωότητα δεν έχουν πια καμία σημασία, αφού η καταδίκη γίνεται η μόνη βεβαιότητα, τότε εκείνος που πολεμάει την αυθαιρεσία δεν έχει πια να φοβηθεί μήπως είναι ένοχος: μια που θα καταδικαστεί, τουλάχιστον ας καταδικαστεί για ένα έγκλημα που να τον τιμάει. Δεν μπορούμε ν’ αφήνουμε αθώα να μας κυβερνούν. Και μέχρι να καταστρέψουμε όλες τις φυλακές, ας δώσουμε του εχθρού καλές αφορμές για να τις γεμίσει, όχι βέβαια πέφτοντας στην καλοστημένη παγίδα της τρομοκρατίας, παρά μάλλον πολεμώντας ανοιχτά και με κάθε τρόπο όλους όσους τη χρησιμοποιούν και την ασκούν σήμερα, τους υπουργούς, τους πολιτικούς, τα αφεντικά και τους αστυ­ νομικούς. Στην εποχή μας, ο διανοητικός ιησουϊτισμός ονομάζει «δημοκρατία» την αυθαι­ ρεσία, «ελευθερία» την ελευθερία να λες ψέματα και «μαρτυρία» τη συστηματική και υποχρεωτική κατάδοση: «Έτσι τώρα προσελκύουν με ανταμοιβές τους καταδότες, φάρα που φτιάχτηκε για τον δημόσιο χαλασμό και που ούτε η τιμωρία δεν τους συ­ γκρατεί ποτέ αρκετά», έλεγε ο Τάκιτος, που αντίθετα από τους διανοούμενούς μας όμως, ομολογούσε πως προτιμούσε τους κινδύνους της ελευθερίας από την ηρεμία της σκλαβιάς. Οι ίδιοι αυτοί διανοούμενοι, αφού εξέτασαν το ζήτημα του θάρρους απ’ όλες τις μεριές, συμπέραναν περήφανα πως σήμερα πρέπει κανείς να έχει το θάρρος να είναι δειλός. Ο συλλογισμός που είναι περισσότερο της μόδας αυτόν τον καιρό εί­ ναι απλός: αν αγαπάτε τη δημοκρατία, πρέπει να την υπερασπιστείτε· για να την υπε­ ρασπιστείτε πρέπει να πολεμήσετε τους εχθρούς της· καμιά θυσία δεν είναι μεγάλη, αν είναι να πολεμήσετε τους εχθρούς της δημοκρατίας: ο ευγενής σκοπός αγιάζει όλα τα μέσα· καμιά δημοκρατία για τους εχθρούς της δημοκρατίας! Αυτό που ουσιαστικά δεν ήταν δημοκρατία, τώρα έπαψε εμφανώς να ’ναι δημοκρατία. Και ποιοι είναι δηλαδή αυτοί οι εχθροί της δημοκρατίας; Εχθροί της δημοκρατίας είναι όλοι όσοι αντικειμενικά τη βάζουν σε κίνδυνο, υπερασπίζοντας ιδέες πού είναι ασυμβίβαστες μ’ αυτήν, και επίσης όλοι όσοι, με το να μην υποστηρίζουν αυτό το Κράτος, υποστηρίζουν αντικειμενικά τους εχθρούς του. Με μια λέξη, εχθροί αυτής της δημοκρατίας είναι όλοι όσοι εφαρμόζουν τη δημοκρατία. Τζανφράνκο Σανγκουινέτι, «Πρόλογος στη γαλλική έκδοση», Περί της τρομοκρατίας και του κράτους, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1980, σ. 19-21


[63]

Αλέκος Λούντζης

Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τέταρτο: Μιλιγκράμ …οι διακοπές στον τρίτο κόσμο είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος να επανεκτιμά κανείς τις αξίες του κόσμου που προπορεύεται.1

Τ

ην 7η εβδομάδα ο πρώτος θόρυβος χάραξε ανεπαίσθητα τη σιλικόνη. Την 8η, η μικρή διαρροή λόγου επέβαλε την κώφωση με στρατιωτικό νόμο. Την 9η εβδομάδα της μεγάλης ησυχίας,2 πετάξαμε για Κάιρο. Με τό­ση σπέκουλα τον τελευταίο μήνα, η έμφυτη αισιοδοξία μου έμοιαζε με ληγ­­­­μένο αντιβιοτικό. Τι «αυτό είναι το τε­ λευταίο σου ταξιδάκι», τι «βάλε μερικά ψυχοφάρμακα στην κωλότσεπη να φέρεις και στους φίλους σου», τι «καλύτερα να κάτσεις εκεί για λίγα χρόνια». Ο αστοιχείωτος περίγυρος προσπαθούσε να νοθεύσει το εταιρικό μου γαμήλιο ταξίδι με γενόσημα3 παράσιτα. Οι ριπές λόγου εν μέσω σιωπής ήταν τόσο φοβικές και μνησίκακες που σκεφτόσουν ότι αυτή η βουβαμάρα ήταν εντέλει μια κάποια λύση· προσωρινή έστω. Ευτυχώς, οι συμπαίκτες μου στον όμιλο αντισφαίρισης ήταν απολύτως καθησυχαστι­ κοί και πιο σίγουροι από ποτέ στο παιχνίδι τους. Οι καθημερινές μου αφηγήσεις για τη νοερή υστερία των σιωπηλών με είχαν κάνει περιζήτητο, ίσως και λίγο γραφικό τώρα που το σκέφτομαι. Μειδιούσαν και σημείωναν με νόημα πως κάθε ασθένεια έχει το φάρμακο της και το αντίστροφο. Με κάποιους πετάγαμε μαζί σε λίγες ημέρες. Οι άλλοι μισοί χρηματοδοτούσαν τον ιερό σκοπό. Αυτή τη φορά πετούσα business με το κλιμάκιο των καθηγητών, ως δια­πιστευμένος αποκλειστικός «επισκέπτης»4 των δύο φαρμακευτικών κολοσσών που αποφάσισαν προσωρινή ανακωχή στο πρόσωπό μου. Η μια παρήγαγε το χρυσό σκεύασμα και η άλλη το αντίδοτο. Συνήθως αυτές οι δουλειές γίνονται παστρικά από έναν οίκο, όπως με την ολανζαπίνη και τα αντιδιαβητικά,5 αλ­λά ο επιταχυντής της σιωπής δεν άφηνε πε­ ριθώρια· η ανοχή στέρευε και οι οίκοι έπαιζαν τα ρέστα τους. Αυτή τη φορά δεν πηγαί­ ναμε σε ένα στάνταρ επιστημονικό συνέδριο «θεωρητικής τεκμηρίωσης και διασφάλι­ σης πωλήσεων», πετάγαμε σε εθνική αποστολή. Μας πλήρωναν διπλά λούσα και «τρελά» bonus αλλά κανείς δεν μιλούσε για τα λύτρα σε περίπτωση αποτυχίας. Όταν θα ρίχναμε στο τραπέζι το τελευταίο μας χάπι δεν αρκούσε μόνο να Τους κάνουμε να 1. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο δεύτερο: Κάτοικοι εξωτερικού», Λεύγα 2, Μάιος 2011, σ. 65. 2. «Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τρίτο: Αφωνία», Λεύγα 3, Σεπτέμβριος 2011, σ. 60-64. 3. Όταν μια φαρμακευτική εταιρεία φτιάχνει ένα φάρμακο, διατηρεί την αποκλειστικότητα της πώλησής του για δέκα χρόνια. Αυτό είναι το «πρωτότυπο σκεύασμα». Στη συνέχεια, μετά τα δέκα χρόνια, όλες οι υπόλοιπες εταιρείες μπορούν να αντιγράψουν το πρωτότυπο, να του δώσουν όποιο όνομα θέλουν, και να το πουλήσουν και αυτές, με τιμή όμως μικρότερη από το πρωτότυπο κατά 25 με 30%. Όταν μια εταιρεία αντιγράφει ένα πρωτότυπο φάρμακο έχει δύο επιλογές: Ή να το αντιγράψει ακριβώς όπως είναι (τη δραστική ουσία και τα υπόλοιπα συστατικά, τα λεγόμενα έκδοχα) ή να αντιγράψει μόνο τη δραστική ουσία και να βάλει δικά της έκδοχα. Στην πρώτη περίπτωση παράγονται «γενόσημα φάρμακα» –ο διεθνής όρος είναι generics– και στη δεύτερη τα λεγόμενα «φασόν» – όρος της αγοράς. Τα γενόσημα υποτίθεται πως είναι ακριβώς ίδια με τα πρωτότυπα και πως το μόνο που αλλάζει είναι η εμπορική ονομασία του σκευάσματος. 4. «Ο ιατρικός επισκέπτης είναι υπάλληλος φαρμακευτικής βιομηχανίας ή εταιρείας που επισκέ­ πτεται γιατρούς, οδοντογιατρούς, φαρμακοποιούς, κλινικές, νοσοκομεία, κέντρα υγείας και ασφα­ λιστικά ταμεία για την ενημέρωση/προώθηση των προϊόντων της εταιρείας με σκοπό να πείσει τον ιατρό να συνταγογραφήσει το φάρμακο της εταιρείας», Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης, Οδηγός Κατάρτισης Ειδικότητας: Ιατρικού Επισκέπτη, σ. 2 (η επισήμανση δική μου). 5. Η υπόθεση της Φαρμακευτικής Lilly (Zyprexa) στις ΗΠΑ το 2003. Βλ. σχετικά το εξαιρετικό άρ­ θρο του Θ. Μεγαλοοικονόμου, «Φαρμακευτικές Εταιρείες, Κράτος και Ψυχιατρική» (http://www. psyspirosi.gr/2009-02-22-18-34-08/347-2010-09-06-39-34.html).


[64]

μιλήσουν, έπρεπε, και αυτό ήταν το πραγματικό στοίχημα της δοσολογίας, να Τους κά­ νουμε να πουν και τα σωστά. Η πτήση είχε αγαπημένη συντροφιά με παπούτσι από τον τόπο σου και γλαφυ­ ρά αποσπάσματα από την ελληνική έκδοση του αναλυτικού ταξι­διω­τικού οδηγού για κρετίνους. Η ορισμένη αρχηγός της αποστολής, με το παρατσούκλι που κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει ενώπιόν της, είχε γυ­ρίσει όλο τον άρρωστο κόσμο μας και είχε κατασταλαγμένες απόψεις. Η σύντομη εναέρια ομιλία με την οποία μας κα­ λωσόρισε η «φαρμακού» ήταν αρκούντως γραφική, αλλά ωχριούσε μπροστά στα ιδιαίτερα μαθήματα αιγυπτιακής κοινωνικής γεωγραφίας για τους εκλεκτούς της πρώτης θέσης. Η προβαρισμένη εισήγηση ήταν διάστικτη με ελεύθερους συνειρ­ μούς και λογοτεχνικές μεταφορές στοιχισμένη πίσω από συγχρονισμένα επιφωνή­ ματα επιβεβαίω­­σης της εύσωμης και φιλομαθούς ορντινάντσας της. Έτσι ειδοποιη­ θήκαμε εγκαίρως να ξεχάσουμε την αίγλη του οικείου αερολιμένος και να ανεχθούμε στωικά το «αχούρι της προσγείωσης με τις ατελείωτες ουρές και την έντονη μυρω­ διά ούρων». Ενημερωθήκαμε ότι αυτή «η μπεζ-καφέ πόλη φαίνεται εντυπωσιακή από ψηλά αλλά είναι μια πραγματική χαβούζα για φτηνοτουρίστες». Καθησυχαστή­ καμε για την απώλεια, καθώς μας διαβεβαίωσε ότι «σε τελική ανάλυση το μόνο που αξίζει στο Κάιρο είναι οι πυραμίδες οι οποίες είναι παράξενες επειδή είναι αρχαίες και τρίγωνες –ποιος ξέρει πώς τις έφτιαξαν; είναι μυστήριο!–, αλλά σε τελική ανά­ λυση δεν είναι και τίποτα, ένα νεκροταφείο είναι». Παύση. Η αρχηγός γύρισε το κε­ φάλι με χάρη, τίναξε με αέρα έμπειρου ταυρομάχου τη μεταξωτή εσάρπα προς το πλήθος, άνοιξε ικετευτικά τα χέρια και άλλαξε πολιτισμό: «Αλλά αρκετά με αυτά… Με μια σύντομη στάση στο παλιό αεροδρόμιο, σε λίγο θα φτάσουμε στον πιο exclusive παράδεισο της γης και στον βυθό των βυθών… Τι να σας πω αλή­θεια για το Σαρμ». Φυσικά μας είπε· με την οικειότητα που μαρτυρούσε η συντόμευση –το Σαρμ– και τη σιγουριά που αντανακλούσε η αυθεντία. Μας είπε για πεντάστερη χλιδή, για σπα, για ιδιωτικές πισίνες, για αστραφτερά μάρμαρα, για κλαμπ με επι­ χρυσωμένες πίστες, για σκούμπα vτάιβιvγκ, για κοράλλια, για πράσινα παπαγαλό­ ψαρα, για αποκλειστικές απολαύσεις αποκλειστικά για λίγους. Αυτή η φράση σφρά­ γισε το σεμινάριο και την προσμονή των συνδαιτυμόνων μου. Ο παράδεισος δεν είχε γη. Ήταν εσωτερικού χώρου και υποθαλάσσιος αποκλειστικά. Είχε υποκοριστι­ κό, ακουγόταν βαρετός και φορτωμένος, χωρούσε ελάχιστους και ήταν δικός μας. Ακουγόταν πειστικό! Πέρναγα κάθε μέρα ένα δίωρο από το «συνέδριο» στο υπόγειο του Royal Savoy Hotel, για το εξαίσιο πρωινό και κυρίως για να διαπραγματευτώ κάποιες τελευταίες πινελιές της μελέτης του «φαντάσματος»6 με τον υπογράφοντα καθηγητή. Πριν γυ­ ρίσω στην αβάσταχτη ερημιά της σουίτας του Hyatt Regency, για να κάνω τις τελευ­ ταίες συνεννοήσεις με το «φάντασμα» καθεαυτό, συνήθως έκανα μια βόλτα με το exclusive ταχύπλοο με τον διαφα­νή πάτο. Σε τούτους τους ισοπεδωτικούς καιρούς τα «φαντάσματα» έχουν καταντήσει πραγματικό αγκάθι. Οι περισσότεροι υπάλλη­ λοι-γραφιάδες των εταιρειών με τις οποίες συνεργάζομαι είναι πειθήνιοι και τόσο 6. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα μισά από τα άρθρα που δημοσιεύονται στα επιστημονικά ιατρικά περιοδικά είναι γραμμένα από «συγγραφείς-φαντάσματα». Γνωστοί γιατροί βάζουν το όνομά τους κάτω από το άρθρο και πληρώνονται αδρά γι’ αυτό, ενώ οι πραγματικοί συγγραφείς παραμένουν άγνωστοι. Βλ. ό.π. (η επισήμανση δική μου) και επίσης Barnett, Α., «Revealed: how drug firms “hoodwink” medical journals / Pharmaceutical giants hire ghostwriters to produce articles-then put doctors’ names on them», εφ. The Observer, 7 Δεκεμβρίου 2003.


Αχιλλέας Βογιατζής

[65]

αόρατοι όσο επιβάλλεται. Τα γράφουν, τα παίρνουν (με την ειδική σημείωση «μετά­ φραση-επιμέλεια» στο τιμολόγιο), τα ξεχνάνε και εξαφανίζονται. Δυστυχώς οι ικα­ νότεροι αποδεικνύονται στην πορεία και οι πλέον δύστροποι. Και τι δεν έχουμε αντιμετωπίσει. Από ανώνυμα mail με απειλές προς τον ανυποψίαστο υπογράφοντα μέχρι κανονικές αντιποιήσεις επαγγέλματος και ταυτότη­­τας. Ένας εκ των «φαντα­ σμάτων» έφτασε στο σημείο να εμφανίζεται δημοσίως και να δίνει συνεντεύξεις υπο­ δυόμενος τον επώνυμο καθηγητή του Καίμπριτζ για τον οποίο είχε γράψει μια κω­ λοαξιολόγηση ενός ελάσσονος αντικαταθλιπτικού. Κάπως έτσι πήρα και την καθοριστική προαγωγή από απλός «ιατρικός επισκέπτης» σε «επίσημος καλεσμέ­ νος» στον χώρο. Όταν η ματαιο­δοξία και η αφέλεια των πιτσιρίκων πυρακτώνεται και τους σπρώχνει σε υπερβολικές δόσεις, τότε παρεμβαίνω εγώ. Με τον κακό ή με τον χειρότερο τρόπο αναλαμβάνω να επιστρέψω την πατρότητα εκεί που ανήκει· να αποδώσω επωνυμία στους επώνυμους και να σβήσω τα ίχνη των διακοσμητικών· να ξεπλύνω τη χαρούμενη επιστήμη από τον ιδρώτα της αμφισβήτησης και της μελαγ­ χολίας. Θεωρείται το δυσκολότερο κομμάτι της δουλειάς και όμως για εμένα είναι το πλέον δημιουργικό και αυτονόητο. Κάνω το καθήκον μου και αμείβομαι. Μάλλον για αυτό τα κατάφερα και ως εδώ· ως εκεί. Εκεί που μπορούσα να στέκομαι με τις ώρες. Ακίνητος απέναντι στη διαφάνεια με θέα στον πολύχρωμο υπόκοσμο. Ήταν ήδη η 5η μου ηδο­νοβλεπτική εμπειρία στον βυθό των βυθών και ακόμα δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Την ώρα που οι άλλοι εκλεκτοί πολυβολούσαν τις ψηφιακές τους κάμερες για να ντύσουν με θαλασσινά τους υπολογιστές και τις μονοκατοικίες τους, εγώ βυθιζόμουν στην πυρετική αγω­ νία της παραδοξότητας. Χανόμουν στη μανία και την αίγλη εκείνου του αδιανόητου freak show, στο αρι­στούργημα του χορού των τεράτων με τα ακονισμένα ξίφη, με τα άμφια κλόουν, με τα ημισέληνα πτερύγια και τις κιτρινοπράσινες διαφανείς βεντά­ λιες. Βυθιζόμουν, τρίπαρα και έφερνα στον νου μου εκζέματα, ανοιχτές πληγές, λι­ παρά μοσχεύματα, ανατομικές δυσπλασίες. Απέναντί τους ορθώνονταν ελαστικά χάπια, υπόθετα, σουβλερά νυστέρια, κυματιστές ακτίνες, μηχανές και αντικείμενα φτιαγμένα από το στιβαρό άκρο της προόδου που ταΐζει το ατροφικό άκρο της


[66]

ανημπόριας. Εκείνη, ακριβώς, τη σπάνια στιγμή αληθινής έμπνευσης έμελλε να ακρωτηριάσει οριστικά η γαργαλιστική δόνηση χαμηλά στον καβάλο. Το τηλεφώ­ νημα δεν άφηνε κανένα περιθώριο: Δυστυχώς αργήσαμε. Η ησυχία μας τελείωσε. Τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Η κατάθλιψη έγινε μανία. Στους δρόμους γίνεται πόλεμος. Ο κόσμος τρελάθηκε και η κυβέρνηση έδω­ σε οδηγία να τα σπρώξουμε όλα αμέσως. Η συμφωνία χάλασε γιατί Το Σκεύασμά μας είναι άχρηστο. Προσωρινά αναστέλλεται κάθε περιορισμός. Η συνταγογράφηση καταρ­ γείται. Τα δίνουμε όλα! Το μπάτζετ για την αποστολή ανακλήθηκε. Τα ξενοδοχεία πλη­ ρώθηκαν από τα κεντρικά και το εισιτήριο επιστροφής άλλαξε για αύριο το πρωί. Η εται­ ρική σου κάρτα δεν ισχύει εδώ και μια ώρα. Θα λάβεις σε λίγο ένα αναλυτικό mail. Κοίτα να χειριστείς την πληροφορία προς τους δόκτορες με λεπτότητα. Θα γυρίσουν οι δυστυ­ χείς στην ανεργία. Κοίτα μην παρανοήσουν κι αυτοί και αρχίσουν τη φλυαρία. Βασιζόμα­ στε πάνω σου.

Στα βουβά πλάνα υπήρχαν στιγμιότυπα από τις αφρισμένες λαϊκές αγορές. Η κίνηση ματ είχε βάλει σε ράγες τη θλίψη και τη μανία. Το πλήθος συγκεντρώθηκε, στριμω­ χνόταν, φώναζε, ίδρωνε, βούταγε και βουτούσε στα βαθιά. Στον αέρα πετούσαν άπει­ ρες σαΐτες με μικροσκοπικά ακαταλαβίστικα γράμματα. Στους πάγκους με τα κασόνια υπήρχαν αυγοθήκες με πολύχρωμες καραμέλες, πλαστικές σερπαντίνες και μυστήριες επιγραφές σε ανεξιχνίαστους σχηματισμούς· άλλοτε με ταξινομητικά κριτήρια: Βεν­ζο­ διαζε­πίνες, Τρικυκλικά, Αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης, Εκλεκτικοί αναστολείς της επανα­πρόσληψης της σεροτονίνης, Aναστολείς της επαναπρόσληψης της σεροτο­νί­νης και νοραδρεναλίνης / αγχολυτικά – υπνωτικά, νευροληπτικά· άλλοτε χύμα από το κα­ λάθι της νοικοκυράς: αλοπεριδόλη, ολανζαπίνη, διαζεπάμη, φλουοξετίνη· και ενίοτε με διαφημιστικούς κράχτες κάθε είδους: ριταλίνη, η «κοκαΐνη των μωρών», αντιψυχωσικά χωρίς εξωπυραμιδικές παρενέργειες κ.λπ. Τώρα στη μισή τιμή· ελάτε να τελειώσω να φύγω! Η εξουσία της ουσίας έμοιαζε αδιανόητη και τρομακτική. Ήταν. Αλλά η πραγματική κατάδυ­ ση θα ξεκινούσε μαζί με τις σταδιακές παρενέργειες της κατανάλωσης. Στις ειδήσεις όλο και συχνότερα διακρινόταν ο νεότευκτος ποταμός. Ήταν το μόνο νέο που έρεε όταν όλα είχαν παγώσει. Ήταν μια απωθημένη επιστροφή της αν­ θρώπινης και ταυτόχρονα μεγαλειώδους μορφής της πόλης· ένας σύν­δεσμος με τις βό­ ρειες μητροπόλεις του Δούναβη, μια επιστροφή της ασπρό­μαυρης νοσταλγίας του Ιλι­ σού. Η διαδρομή του σχημάτιζε μια υδάτινη κρύπτη για τη φαντασία των πολλών, ένα ράμμα που διατρέχοντας από τα πλούσια προάστια έως την τενεκεδούπολη των πλη­ βείων φαινόταν κάπως να τα συμφιλιώνει, να τα ενώνει σε μια κοινή μοίρα, να θυμίζει τη ροή του νερού, των τάξεων, την προοπτική. Σιγά σιγά φτιάχτηκαν και οι πρώτες γέφυρες. Ένα σωτήριο ποτάμι διέσχιζε την πολιτεία. Ροζαλί στις εκβολές του, διάφανα γαλάζιο στην τομή, με πρασινωπές ανταύγειες στις συχνές μικροδίνες του. Ένα ποτά­ μι ευλογία για τον τόπο, παρηγοριά για τα βάρη που έσερνε μαζί του στην εξωχώρα. Ένα ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω πια, η υδρορροή της κατάθλιψης και της ακινησίας του τσιμέντου και του βίου· ένα ποτάμι που ξεκινούσε από τους κάδους απορριμμά­ των με τα ληγμένα, λιωμένα ψυχοφάρμακα και μύριζε ως το μεδούλι της άρρωστης πολιτείας.


[67]

Ελένη Κυραμαργιού

Το χαρτί και η τρύπα

Έ

να περίεργο και συνεχές βουητό μ’ έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να κατευθυνθώ προς την κουζίνα, σέρνοντας τα πόδια μου και βρίζοντας από μέσα μου τον πιθανό ένοχο αυτού του βάρβαρου ξυπνήματος. Αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε τη φαντασία μου και έκανε τον πονοκέφαλο από τα χθεσινά ποτά να με εγκαταλείψει. Το ψυγείο είχε μετακινηθεί στο κέντρο του δωματίου και οι πόρτες του ήταν ανοιχτές· δίπλα του είχε συρθεί το τραπέζι και ο ανεμιστήρας που βρισκό­ ταν πάνω του δούλευε στην πιο ψηλή σκάλα. Το κοίταζα και δεν το πίστευα: ένας ανεμιστήρας να γυρνάει μπροστά σε ένα ανοιχτό ψυγείο, γεμάτο τρόφιμα, στη μέση ενός δωματίου. Ακούμπησα στον τοίχο και προσπαθούσα να σκεφτώ αν φταίει το μεθύσι μου ή αλήθεια συμβαίνει αυτό που βλέπω. Πριν προλάβω να καταλήξω σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα, βγήκε από το μπάνιο ο ευδιάθετος και υπερκινητικός συγκάτοικος για να λύσει οποιαδήποτε απορία μού είχε δημιουργηθεί. Το ψυγείο μάλλον σταμάτησε το βράδυ να δουλεύει και σκέφτηκε ότι χρειάζεται απόψυξη, άνοιξε λοιπόν τις πόρτες κι έβαλε τον ανεμιστήρα για να μη χαλάσουν τα τρόφιμα. Τα μυαλά μου πονούσαν ενώ τον άκουγα να μου μιλάει για τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ψυγείου και την ευαισθησία των τυριών που εδώ και καιρό συγκα­ τοικούσαν με τη μούχλα. Αδυνατούσα να συνέλθω από το σοκ, και πιάστηκα απροετοίμαστος στην πρό­ τασή του για πρωινό στο καφέ της γωνίας. Αναγκάστηκα να δεχτώ και γύρισα στο δωμάτιο να ντυθώ. Στο απέναντι παράθυρο, η ένοικός του για όγδοο συνεχές εικο­ σιτετράωρο βρισκόταν εκεί ακαταπόνητη, έγραφε και διάβαζε συνεχώς, χωρίς διά­ λειμμα, χωρίς σταματημό, σαν να είχε κολλήσει στην καρέκλα της, ούτε το φως δεν έσβηνε πια τη μέρα για ν’ αποφεύγει τις άσκοπες μετακινήσεις μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου. Γιατί να μου τύχει αυτός ο υπερκινητικός τύπος και όχι αυτή η σιω­ πηλή συγκάτοικος, αναρωτήθηκα, και ο Μαξ όρμησε στο δωμάτιο για να φύγουμε. Είχαμε τόσα να συζητήσουμε, μου δήλωσε, σκοτώνοντας και τον τελευταίο ενδοια­ σμό που είχα για την αποτυχημένη επιλογή μου να σηκωθώ από το κρεβάτι. Και πραγματικά, ήταν τόσα πολλά αυτά που είχαμε να πούμε, ώστε ξεκίνησε από το ασανσέρ. Αδυνατούσα να καταλάβω το θέμα για το οποίο μιλούσε, ζούσα ένα μαρ­ τύριο που δεν έλεγε να τελειώσει, και ήταν ακόμα μόνο 9 το πρωί. Μετά τη δεύτερη κούπα καφέ προσγειώθηκα στον πλανήτη του και προσπάθησα να πιάσω το νήμα όσων έλεγε, αλλά όσα άκουγα με ξεπερνούσαν. Η οικονομική κρίση και η εργασια­ κή ανασφάλεια τον είχαν προβληματίσει πολύ αυτό το καλοκαίρι, και είχε σκεφτεί σοβαρά να πάρει ριζικές αποφάσεις για τη ζωή του. Θα έκανε δεύτερο διδακτορικό για να γίνει ανταγωνιστικός, μου είπε με αξιοζή­ λευτη αποφασιστικότητα. Χρειαζόμουν έναν τρίτο καφέ, ή καλύτερα ένα ποτό. Εί­ ναι 36 χρονών, εδώ κι έξι χρόνια προσποιείται ότι κάνει διδακτορικό στη φιλοσοφία της μουσικής, ενώ δεν έχει καταθέσει ούτε την τελική πρόταση με το θέμα του, και τώρα αποφάσισε να κάνει μια δεύτερη διατριβή και θέλει να συζητήσουμε ποιος τομέας είναι καλύτερος, η μουσική ή η φιλοσοφία. Σκεφτόμουν ότι κοιμήθηκε με τον ανεμιστήρα αγκαλιά και βραχυκύκλωσε το σύστημα ή ότι, ενώ έτρεχε χτες, έπεσε και χτύπησε σε κάποια πέτρα – αλλά έκανα λάθος, σοβαρολογούσε και ήθελε να πάρουμε την απόφαση εκείνη τη στιγμή, μαζί. Αδυνατούσα να σκεφτώ τη σωστή


[68]

απάντηση, εξάλλου με είχε βομβαρδίσει με σκέψεις κι ερωτήματα. Για πρώτη και τελευταία φορά εκείνο το πρωινό, φάνηκα τυχερός· χτύπησε το τηλέφωνό του και έπρεπε να φύγει επειγόντως. Θα συνεχίζαμε την κουβέντα μας το βράδυ στο σπίτι, μου ανακοίνωσε, καθώς έβαζε το μπουφάν του. Βρισκόμουν στην άλλη άκρη του κόσμου, 12 ώρες μακριά από το σπίτι μου, προσπαθώντας να βρω μια δουλειά για να μη χρειαστεί να γυρίσω σύντομα πίσω, σχετική ή άσχετη με το δικό μου διδακτορικό που τελείωσε μέσα σε τέσσερα χρό­ νια με ένα θέμα πρωτότυπο και ενδιαφέρον, με διεισδυτική και εύστοχη ανάλυση, όπως μου είπαν στην υποστήριξη, αλλά η οικονομική κρίση και το Διεθνές Νομι­ σματικό Ταμείο με ώθησαν να γίνω ένας ακόμη αριθμός στις στατιστικές της μετα­ νάστευσης, ή καλύτερα της αιμορραγίας εγκεφάλων προς το εξωτερικό, και ανα­ ρωτιόμουν γιατί έπρεπε να ζήσω αυτό τον πρωινό παραλογισμό με έναν άγνωστο, που γνώρισα πριν 8 μέρες από μια αγγελία για συγκατοίκηση. Τι ήταν άραγε καλύ­ τερο, να ψάξω για καινούριο σπίτι, να γυρίσω πίσω ή απλώς να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα, όπως τότε στον στρατό, που ήταν όλα παράλογα και χωρίς νόημα. Πλήρωσα τους καφέδες και έφυγα. Γύρισα σπίτι όπου ο ανεμιστήρας συνέχιζε ακαταπόνητος για να ετοιμαστώ για το ραντεβού που είχα στις 12 στο Πανεπιστήμιο. Έπρεπε να συνέλθω και να συ­ γκροτήσω τις σκέψεις και τις προτάσεις μου. Η ιδέα που επεξεργαζόμουν ήταν καλή, και σίγουρα θα ενδιέφερε τον συγκεκριμένο καθηγητή, όμως δεν αρκεί πά­ ντα μια καλή ιδέα. Στις 11.30 ήμουν έξω από την πύλη του Πανεπιστημίου, έχοντας περισσότερη αγωνία και από εκείνο το πρωινό στη Θήβα, όταν πέρασα την πύλη του στρατοπέδου. Κατευθύνθηκα προς το κουβούκλιο του φύλακα για να ζητήσω οδηγίες για το κτίριο. Μου δήλωσε κοφτά πως δεν μπορώ να μπω μέχρι τις 5 γιατί υπάρχει ορκωμοσία. Αιφνιδιάστηκα, μα είχα ραντεβού σε μισή ώρα. Το μυαλό μου σταμάτησε, έπρεπε να βρω μια λύση άμεσα. Του ζήτησα να με συνοδεύσει, αρνήθη­ κε, του αντιπρότεινα να τηλεφωνήσει στον καθηγητή: δεν ήταν η δουλειά του, μου απάντησε. Πήγαινα πάνω κάτω πανικόβλητος, δεν ήξερα τι να κάνω, να τον βρίσω, να τον δείρω ή απλώς να φύγω. Ήταν 20 πόντους ψηλότερος και 40 κιλά βαρύτε­ ρος, δεν θα είχα τύχη. Έπρεπε να σκεφτώ λογικά μα αδυνατούσα, ο ανεμιστήρας γύριζε μέσα στο κε­ φάλι μου. Άρχισα να βρίζω τον Μαξ· για κάποιον περίεργο λόγο, στο μυαλό μου αυτός έφταιγε για όλα όσα συνέβαιναν και, σα να το κατάλαβε ότι τον καταριέμαι, μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι τον ενδιέφερε και η ιστορία τέχνης ως εναλλα­ κτική καριέρα. Του έκλεισα το τηλέφωνο σχεδόν στα μούτρα, και αυτό αμέσως ξαναχτύπησε· προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να δείξω αυτοκυρι­ αρχία. Ευτυχώς, γιατί δεν ήταν ο Μαξ, αλλά ο καθηγητής, που έμαθε για την ορκω­ μοσία και υπέθεσε ότι δεν θα μου επιτραπεί η είσοδος. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το απόγευμα. Αρκετά πιο ψύχραιμος και με αναπτερωμένο το ηθικό, απο­ μακρύνθηκα από το Πανεπιστήμιο. Περπατούσα χωρίς κατεύθυνση μιας και είχα αρκετές ώρες μέχρι την απογευματινή συνάντηση. Από τις σκέψεις μου μ’ έβγαλε αρκετή ώρα αργότερα το τηλέφωνο του αδελ­ φού μου. Ήταν απροσδόκητα σοβαρός, σα να χε προβάρει αυτά που θα μου έλεγε. Το πρωί ήρθε ένα συστημένο για μένα – ήταν από τον στρατό, το απολυτήριό μου είχε γίνει πράσινο. Το ύφος του με τρόμαξε περισσότερο από τα νέα που μου είπε, αλλά δεν έδωσα σημασία. Εντάξει, θα με καλούσαν ίσως σε άσκηση ή για μετεκπαί­ δευση κάποια στιγμή – βλακεία, αλλά δεν έγινε και τίποτα, σκέφτηκα. Γυρνώντας


Eric Drooker

[69]

σπίτι, αντιλήφθηκα τους λόγους της σοβαρότητάς του. Οι επερχόμενες γεωτρήσεις στην Κύπρο για την εύρεση φυσικού αερίου ή πετρελαίου, οι απειλές της τουρκικής κυβέρνησης, η αμφισβήτηση της ΑΟΖ και ο φόβος θερμού επεισοδίου στην ανα­το­­ λική Μεσόγειο κυριαρχούσαν στα ειδησεογραφικά σάιτ. Ένα χαρτί και μια τρύπα στη μέση μιας θάλασσας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πολεμική σύρραξη που δεν θα με άφηνε αμέτοχο. Μου φαινόταν αδιανόητο, ο πόλεμος ήταν το μόνο που δεν μπορούσα ακόμα να φανταστώ. Χρειαζόμουν οπωσδήποτε ένα ποτό αυτή τη φορά. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα, όπου ο ανεμιστήρας γυρνούσε ακόμη μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο.


[70]

Βασίλης Κόκκοτας

Το Άλογο του Τορίνο ή το τέλος των Πατατοφάγων «Πατάτα» η ταινία 1885. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ολοκληρώνει τους διάσημους Πατατοφάγους. Σ’ ένα γράμμα του δηλώνει ότι προσπάθησε να αποδώσει τη συνθήκη μιας εντελώς δια­­φο­ ­ρετικής ζωής απ’ αυτήν που γνωρίζουμε. Η εικόνα κάποιων απλών και φτωχών ανθρώπων που τρώνε αυτό που παράγουν σκάβοντας τη γη θα φορτιστεί μ’ έναν πολιτικοκοινωνικό συμβολισμό και θα αποδώσει στην εντέλεια την εξαθλίωση του αγροτικού δυναμικού. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σταδιακά σ’ αυτό που παρά­ γουν και τρώνε. Είναι οι πατατάνθρωποι, τα φυτικά τέρατα που ενσαρκώνονται σε σώματα-βολβούς. 1889. Στην πόλη του Τορίνο, ο Νίτσε γίνεται μάρτυρας της κακοποίησης ενός αλόγου απ’ τον ιδιοκτήτη του. Ταραγμένος απ’ αυτή τη βίαιη σκηνή, θα αγκαλιάσει το άλογο κλαίγοντας με αναφιλητά. Επιστρέφοντας στο δωμάτιό του, θα πει: «Μη­­ τέρα, υπήρξα ανόητος», κι έκτοτε δεν θα ξαναμιλήσει. Για την τύχη του αλόγου και του ιδιοκτήτη του δεν θα μάθει ποτέ κανείς. 1889 και 2011. Ο Μπέλα Ταρ σηκώνει την αυλαία επικά, μ’ ένα μονοπλάνο του αμαξά και του αλόγου. Ο αμαξάς, ταλαιπωρημένος γέρος, με πρόβλημα αναπηρίας στο ένα του χέρι, ζει με την κόρη του σ’ ένα απομονωμένο μέρος. Η μονοτονία και ο αυτοματισμός μιας μίζερης ζωής καθορίζουν την ύπαρξή τους. Κάθε πρωί η κόρη βγαίνει απ’ το σπίτι κουβαλώντας δυο τενεκέδες για να τους γεμίσει νερό απ’ το δι­­ πλανό πηγάδι. Μπαίνοντας σπίτι, ο πατέρας ξυπνάει. Η κόρη τον ντύνει αργά και υπομονετικά. Αφού τελειώσει το ντύσιμο, ο γέρος πίνει δυο ποτήρια αλκοόλ. Βγαί­ νουν έξω. Σελώνουν το άλογο. Ο γέρος φεύγει. Για πού; Για κάπου. Για πουθενά. Επιστρέφει. Η κόρη τον γδύνει, αργά κι ευλαβικά. Το τραπέζι στρώνεται. Κάθε φορά, δυο πατάτες και λίγο χοντρό αλάτι. Ο γέρος τρώει με βουλιμία, παρόλο που καίγε­ ται. Η κόρη τρώει πάντα τη μισή. Λίγο πριν κοιμηθούν, «ψυχαγωγούνται» κοιτάζο­ ντας σιωπηλά έξω απ’ το παράθυρο. Τι; Τίποτα. Κάτι. Τον ορίζοντα. Το δέντρο. Τον λόφο. Τα πάντα. Τίποτα. Ο άνεμος λυσσομανάει συνεχώς. Χθες, σήμερα, αύριο. Σ’ αυτό το απροσδιόριστο limbo. Πότε άρχισε; Πότε θα τελειώσει; Έχει σημασία; Αρκεί να υπάρχουν πατάτες. Και νερό, για να μπορεί η κόρη να τις βράζει.

Το λυκόφως των ειδώλων Το παιχνίδι του φωτός και του σκοταδιού. Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες της κά­­μερας η οποία, πολλές φορές, είναι η μόνη που κινείται σ’ ένα περιβάλλον απο­σα­θρωμένο, φλαμανδικό (όπως το απεικόνισαν οι εκπρόσωποί του) και νεκρικά σιω­πηλό σαν απο­ λιθωμένο κοιμητήριο. Τα μεγάλα, υπέροχα μονοπλάνα που ονει­ρεύτηκε στο όνειρο του αλόγου ο Ταρκόφσκι. Ασπρόμαυρα, κατανυκτικά, ερεβώδη, κατα­­κλυ­σμιαία. Με γκριζα­ ρισμένο πάθος. Λες και ξεπλύθηκε από αρχέγονη φω­τιά, λες κι επέζησε μετά από κατα­ κλυσμό. Στεφανωμένο με στροβιλισμένα φύλλα και νεκρούς λόφους. Η θνητή φύση των υπάρξεων, όλων αυτών που είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν και νιώθουν, όπως σημειώνει και ο Ταρ, έναν βαθύ, ανεπούλωτο πόνο. Ο κόσμος που χάνεται, σβήνει. Ο άνθρωπος που χάνεται, σβήνει. Ο κόσμος που κατα­­στρέφεται. Ο άνθρωπος που κατα­ στρέφεται. Και καταστρέφει. Η έρημη χώρα του Έλιοτ. Η στέρφα και άνυδρη γη, θρέφοντας λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς, με πατάτες. Αλλά με πατάτες, εσύ, γιε του Ανθρώπου, τι και ποιον να θρέψεις; Και πώς να βρεις ανακούφιση, όχι απ’ τον ελιοτικό γρύλο


[71]

–διότι οι γρύλοι ενδημούν μόνο στα ποιήματα και όχι στη ζωή– αλλά απ’ το σαράκι που σταματάει να σε τρώει και συμμετέχει στον θάνατό σου, όταν ζεις με μια στοίβα σπασμένων εικόνων και δεν σου δίνει σκεπή το πεθαμένο δέντρο; Πώς να βρεις ελπίδα, πού να μεταβιβάσεις τη μόλυνση της σιωπής όταν η ίδια σου η ύπαρξη είναι μια διαρκής Απο­ βολή, τρομακτική και θελκτική συγ­­χρόνως, ένα λακανικό Sinthome, στο οποίο η από­ λαυση ταυτίζεται με το ένστικτο του θανάτου;

Ecce homo Ίδε, λοιπόν, ο άνθρωπος. Αυτός που κατάντησε ανδρείκελο, ένα cyborg που επιτελεί αυτοματοποιημένες λειτουργίες, κατασκευασμένο μονάχα για να υπηρετεί, δίχως το τραύμα της γέννησης, την απορία της καταγωγής, την οιμωγή της μνήμης. Ίδε, λοι­ πόν, ο άνθρωπος. Δεμένος στα βράχια της εξουσίας, λεηλατημένος απ’ τα όρνεα, με­ λετημένος ως την παραμικρή λεπτομέρεια, πειθαρχημένος ως τις φλέβες, λοβοτομη­ μένος μέχρι το βλέμμα, αποστειρωμένος ως το πάθος. Που αλλάζει κα­θημερινά ξε­ φτισμένα ρούχα για να ενδυθεί τους ρόλους του: εργάτης-φαλλός-υπνοβάτης. Υπη­ ρέτρια-υπηρέτρια-υπηρέτρια. Που αρκείται στην πατάτα, ακόμα κι αν δεν του αρέσει και την αφήνει μισή, και πίνει τον πόνο του σε δυο πρωινές δό­­σεις – συνταγή της λήθης. Ίδε, λοιπόν, ο άνθρωπος. Που δεν έκανε τίποτα για ν’ αλλάξει τη ζωή του και άφησε τους ισχυρούς να συλήσουν ακόμα και τα κουφάρια των ονείρων του, που κατέλυσε τα πάντα, που δεν σεβάστηκε τη φύση, που έφτυσε την ασχήμια του μέσα στο πηγάδι και το ξέρανε. Ίδε, λοιπόν, ο άνθρωπος. Αυτός ο εκλεκτός επίγονος μιας μεγάλης υπόσχεσης, που πείστηκε ότι η επερχόμενη κα­­ταστροφή ήταν η χαραυγή της δημιουργίας. Χωρίς ελπίδα, χωρίς προορισμό, χωρίς ελευθερία. Μονάχος ανάμε­ σα σε μονάχους, κοιτώντας μέσα απ’ τα κάγκελα της φυλακής του, σιωπηλά, αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει αλλά αδυνατεί να επινοήσει. Ζεμένος το κάρο και την ψυχή του, ανεβαίνοντας τον λόφο του Γολγοθά, περιυβρισμένος απ’ τον άνεμο και το σκο­ τάδι, μια να φεύγει και μια να επιστρέφει, χωρίς την συμπαράσταση του βλέμματος μιας κάμερας. Γιατί, και ο Μπέργκμαν το έδειξε πρώτος, αυτός που μας σέρνει πάντο­ τε σ’ ένα αιώνιο πανοραμίκ είναι ο βροτολοιγός θάνατος.

Να φέρεσθε καλά στα άλογα Ε, Βλαδίμηρε! Και συ, Σαχτούρη, με τις επιθυμίες σου σαν άλογα που γονατίσαν χάμω. Και συ, καημένε γρίβα, σύρε σκάψε με τα νύχια, με τ’ αργυροπέταλά σου, τράβηξέ με με τα δόντια, ρίξε με μέσα στο χώμα. Εσύ, που κάποτε παιδί, όταν σε βάφτιζε ο Καρούζος, φορούσες το άλογο με θάλασσα αφρισμένο και πλέοντας άνοιγες τη χαρά, τώρα στάσου απέναντί του και αντίκρισέ το στα ίσα, δόντι με δόντι. Τι βλέ­ πεις, άραγε; Βλέπεις ένα γερασμένο άλογο, εξαντλημένο και κουρασμένο; Βλέπεις πώς σε κοιτάει, κακόμοιρε Αχιλλέα, λίγο πριν ριχτείς στη μάχη της επιβίωσης και ηττηθείς; Βλέπεις καθόλου τον εαυτό σου; Αν ναι, τότε γιατί δεν κάνεις κι εσύ το ίδιο; Γιατί δεν αντιστέκεσαι; Ένα ά-λογο που σταματάει να υπακούει, ένα ά-λογο που δεν τρώει αλλά ούτε πίνει και νερό –σαν το άλογο του Γκάτσου: Αχ πού πήγες άλογό μου που δεν ήθελες να πιεις, άλογο της χαραυγής– ένα ά-λογο που επιλέγει να πεθάνει με αξιοπρέπεια αποτελεί τελικά τη μοναδική ελπίδα. Γιατί με τη θυσία του θα επανασυνδέσει τον άνθρωπο με τον εαυτό του. Μέσα απ’ τα σπλάχνα του, την ώρα που ξεψυχάει, θα γεννηθεί ο επαναστατικός Λόγος και θ’ αναβλύσει ο νέος ουμανισμός. Να φέρεσθε, λοιπόν, καλά στα άλογα…


[72]


Η λεύγα 3 τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 19.9.2011, διευρύνοντας τη συντακτική της ομάδα αλλά και τον κύκλο των φίλων και συνεργατών της. Διακινήθηκε με όλους τους δυνατούς τρόπους, με αποτέλεσμα, ξεκινώντας από την Αθήνα, να φτάσει στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Δράμα, στα Γιάννενα, στην Κομοτηνή, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στη Ζάκυνθο, στο Αίγιο, στη Λάρισα, στην Πάτρα, στην Κέρκυρα, αλλά και στο Παρίσι, το Άμστερνταμ, τη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον. Στη διάδοσή της συντέλεσαν φίλοι, συνεργάτες και συνοδοιπόροι, οι εκδόσεις futura που ανέλαβαν τη διάθεση στα βιβλιοπωλεία, οι πολιτικοί και κοινωνικοί χώροι που ζήτησαν αντίτυπα για διακίνηση, οι ηλεκτρονικές λίστες, οι εφημερίδες και τα ιστολόγια που αναφέρθηκαν σε αυτήν. Τα αδιαφανή κέντρα που την κατευθύνουν είδαν με τρόμο την επικαιρότητα να τρέχει με ταχύτητα φωτός και το έντυπό τους να διανύει μια λεύγα κάθε δύο μήνες. Πιεσμένα από τις εξελίξεις, σκέφτηκαν να λάβουν έκτακτα μέτρα, όμως οι ενορατικές ικανότητες των συντακτών απέτρεψαν οποιαδήποτε σκέψη για αλλαγές, ενώ η ομαλοποίηση της δίμηνης κυκλοφορίας δημιούργησε συναισθήματα συγκρατημένης αισιοδοξίας.

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr

Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Γιώργος Καράμπελας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Κώστας Περούλης, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης Λεύγα 4 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011) Φωτογραφίες: Γιάννης Βαμιεδάκης, Αχιλλέας Βογιατζής, Κωστής Καλαντζής Σχέδιο εξωφύλλου: Κωνσταντίνα Ψωμαδάκη Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr


χÁ· 04

ñ ÓԤ̂ÚÈÔ˜ 2011


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.