Λεύγα 11: Καλοκαίρι 2013

Page 1

λεύγα 11 ● καλοκαίρι 2013

Ψωμί και σταφύλια | Δέκα ημέρες προτέστο στο Ταξίμ | Συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Μπερδεμένα χωροχρονικά καλώδια | Ένα, δύο, τρία, γ...ται η διαιτησία! | Αργεντινή: 12 χρόνια μετά | H κυρία Άρτεμις | Γευστικές διαδρομές και γλωσσικές επιτελέσεις | Ο «πολιτικός» Λευτέρης Βογιατζής | 17…+ 3 στιγμές της άνοιξης | Η παρέκκλιση από το Σύνταγμα | Ποίηση σαν μαγνητόφωνο | Γυναίκες και η αραβική άνοιξη | Ο παράγων «αηδία» | Σαράντα χρόνια φασισμός | Τα άνθη του κακού | Ερωτευμένα φαντάσματα | Σωλήνες | Η αίγλη των βουνών


Η λεύγα 10 βούτηξε γκρι-νιάζοντας σε ροζ ανοιξιάτικα νερά, τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 6 Απριλίου του 2013. Επιχείρησε να οργανωθεί τρώγοντας σε αυλή εσωτερική, μεθώντας από οίστρο και ρακί, καίγοντας αργά το βράδυ τη ζακέτα και τις μαύρες σκέψεις της σε sci-fi μηχανοκίνητες τροχαλίες. Άπλωσε τα πλοκάμια της σε παιδικά πάρτυ και παιδότοπους, ήπιε πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό παρέα με γονείς και σέρβιρε τεκίλα με πάγο στους αμετανόητους πότες που τη στηρίζουν με τις εμπνεύσεις τους. Διακινήθηκε ως πρωταπριλιάτικη φάρσα, είδε το πρώτο της εξώφυλλο να διακοσμεί ριζοσπαστικά έντυπα της αλλοδαπής, δωρίστηκε στους πιστούς της Νotre Dame, τσούγκρισε αυγά εννέα και πλέον αποχρώσεων, περιπλανήθηκε στα πέρατα της οικουμένης, αλλά έκανε τα πρώτα της μπάνια στην Πάρο και στη Νάξο. Οι συντάκτες της, ακολουθώντας τις εντολές των αδιαφανών κέντρων που την κατευθύνουν, ανέβασαν πυρετό παίζοντας μουσική σε στέκια, σφουγγάρισαν και σκούπισαν με πειθαρχία, βάδισαν ξημερώματα ψάχνοντας για νέους ηγεμόνες και τρελούς. Καλό καλοκαίρι..

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Μόρφω Μπεληγιάννη, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης, Έλια Χαρίδη

λεύγα 11 (Καλοκαίρι 2013) Σχέδιο εξωφύλλου: Στέλιος Σταματιάδης Φωτογραφίες: Άρης Γκότζιος, Μάχη Μαρούδα, Χρήστος Χρυσανθόπουλος Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Η λεύγα εκδίδεται και διανέμεται υπό την αιγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εργαστήρι Κοινωνικών, Πολιτιστικών, Φιλοσοφικών, Οικολογικών Ερευνών» (Καλλιδρομίου 57-59, 106 81 Αθήνα) Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr


11

3 2013 levga.gr 2

levgamag@gmail.com Αλέκος Λούντζης, Ψωμί και σταφύλια

4 13 20 25 31

Άρης Γκότζιος, Δέκα ημέρες προτέστο στο Ταξίμ Στέφανος Βαμιεδάκης, Συλλογικές συμβάσεις εργασίας: επιστροφή στο μέλλον Κωστής Καρπόζηλος, Μπερδεμένα χωροχρονικά καλώδια Χλόη Πετρίδου, Ένα, δύο, τρία, γ...ται η διαιτησία! Robert Spittlehouse, Anomie de l’esprit

32 Αλμπέρτο Μπόνετ, Τιμωρία και ανταμοιβή. Αργεντινή: 12 χρόνια μετά 40 44 47 50 52 56 61

Κώστας Σπαθαράκης, H κυρία Άρτεμις Έλια Χαρίδη, Γευστικές διαδρομές και γλωσσικές επιτελέσεις: μεταξύ πρωτόγονου και πολιτισμένου Κώστας Περούλης, Ο «πολιτικός» Λευτέρης Βογιατζής: μια σπουδή στα χίλια πρόσωπα της εξουσίας Μόρφω Μπεληγιάννη, 17…+ 3 στιγμές της άνοιξης Καίτη Πάπαρη, Η παρέκκλιση από το Σύνταγμα Κωνσταντίνα Γεωργαντά, Ποίηση σαν μαγνητόφωνο Nof Nasser Eddin, Μεταξύ πατριαρχίας και νεοπατριαρχίας: οι γυναίκες και η αραβική άνοιξη

64

67 70 71 72

Όλγα Καρυώτη, Ερωτευμένα φαντάσματα Στράτος Φυντανίδης, Σωλήνες Φωτεινή Βακιτσίδου, Η αίγλη των βουνών Γιώργος Μανουσέλης, Ψιλή κουβέντα


[ ]

Ψωμί και σταφύλια Η τήξη των υλικών ολοκληρώνεται στη θερινή κουφόβραση. Η πολιτική σαπουνόπερα δεν αντέχεται ούτε από τον πιο σκληρό εθισμό∙ τόσες επαναλήψεις χωρίς διαφημιστικά έσοδα, τόση κινητικότητα στην κεντρική σκηνή, τόση φάρσα στα θεωρεία και στην πλατεία να μην κουνιέται φύλλο. Αν κάποιος είχε ένα σχέδιο, όλα θα βάδιζαν βάσει αυτού… Οι εξαγνισμένοι και οι απωθημένοι ακροδεξιοί, αφού ξεπήδησαν από τη βιβλιογραφία σαν ολόγραμμα, τρέφονται από την ανεργία και την παρακμή και κάθε μέρα που περνάει γίνονται πιο πραγματικοί από τις πιο νοσηρές φαντασιώσεις τους. Οι αριστεροδημοκράτες των ορθών γεύσεων και των καλών τρόπων πασχίζουν να τους βάλουν πιπέρι στο στόμα, μήπως φταρνιστούν απότομα και σωπάσουν για πάντα (η ευθυγράμμιση, ακόμα και αν δεν αποδώσει εν προκειμένω, μπορεί πάντοτε να δοκιμαστεί στα υπόλοιπα διαθέσιμα «άκρα»). Στην άλλη όχθη, το Κόμμα άλλαξε γραμματέα χωρίς να αλλάξει ούτε κόμμα στα γραμμένα και το κίνημα προσχώρησε μαζικά στο κόμμα της εποχής το οποίο έχει ρίξει το βάρος του στη θερινή προετοιμασία διακυβέρνησης στα 3-5 Πηγάδια Ναούσης και σε εντατικές δημόσιες σχέσεις ανά την υφήλιο. Σε όσες νησίδες της παραμένουν ακόμα ελεύθερες, ή απλώς εγκαταλελειμμένες, οι αυτοδιαχειριζόμενοι ανοίγουν μαγαζιά με φαντεζί ονόματα και συλλογικές παραγγελίες γιατί ο ετεροδιαχειριζόμενος κόσμος δεν αντέχεται άλλο. Στο τέλος, όλα συνοψίζονται στο ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του διαρκώς ανατέλλοντος ηλίου της ευλογημένης χώρας, το οποίο αντί να τα δώσει όλα, όπως παλιά, για να ξεπεράσει τις κακοτοπιές, αναγκάζεται σε μίζερο ρεφενέ για να πληρώσει το νοίκι του μηνός. Εδώ, όμως, εκτυλίσσεται το αληθινό, ενωμένο και δυνατό δράμα. Πρέπει να ’ναι μεγάλη πίκρα, ρε γαμώτο, να ’σαι απλήρωτος εργαζόμενος στο ΠΑΣΟΚ∙ με μπλοκάκι, επισφάλεια, με κανέναν μαλάκα προϊστάμενο να εκτονώνει πάνω σου τα ματαιωμένα του μεγαλεία, ενώ χαζεύει χαιρέκακα τη δίκη του Άκη στα πρωινάδικα, με χίλια δυο δικά σου ζόρια και εντελώς άφραγκος, αλλά… πασόκος. Και μάλιστα πασόκος κατ’ επάγγελμα, στην πιο λάθος, ρε γαμώτο, εποχή. Εσένα, άραγε, ποια μάνα θα βρεθεί να σε παρηγορήσει, πού θα βρεις έστω μία αλληλέγγυα αγκαλιά, τι θα απογίνεις; Τώρα είσαι αναγκασμένος να κουρνιάσεις, να υπομείνεις τον χλευασμό για ανδραγαθήματα των προηγούμενων, να περιμένεις στωικά στη γωνιά σου και την κατάλληλη στιγμή να ξεπλυθείς συμμετέχοντας σε κάτι πολύ προωθημένο. Κάτι τόσο προωθημένο, για παράδειγμα, όσο «ένα τεράστιο πάρτι μαθητών, καθηγητών και εργαζομένων για να τελειώσουμε με την Τρόικα» (Α. Χατζηστεφάνου, «Η επιστράτευση θα ρίξει το μνημόνιο. Αν το πιστέψουμε», info-war.gr, 11.5.2013). Με στολή παραλλαγής και αποστολή ανατροπής εδώ και τώρα, με δευτεροβάθμια σωματεία από τα βάθη των δημοκρατικών μας παραδόσεων, με νέα θεωρία για τις νέες συνθήκες, νέα κινήματα για τον νέο ανταγωνισμό, νέο εαυτό για τον άλλο κόσμο (που είναι εφικτός)… και λοιπά άφθαρτα και υπερμοντέρνα εργαλεία. Καμιά φορά είτε σε απεργία είτε σε στίβο μάχης, όση ζημιά δεν κάνει ο αντίπαλος, την κάνει η αφέλεια και ο τυχοδιωκτισμός. Ευτυχώς, ακόμα και όταν δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, υπάρχει πάντα το καλοκαίρι που χωράει κάθε αυτοσχεδιασμό. Η γαλάζια όαση στρώ-


[ ]

νει τραπεζομάντιλα και το διακομιστικό κέντρο λανσάρει τα εποχιακά είδη ανάλογα με τη μόδα και τη στρατηγική του ΕΟΤ. Έτσι κι αλλιώς, οι θερινές μετατοπίσεις στην ανθρωπογεωγραφία γίνονται πάντα για τους «τουρίστες» και τυπώνονται σε καρτ ποστάλ. Το νέο σύμβολο του αντιφασιστικού αγώνα, αφού πρότεινε την απαγόρευση των διαδηλώσεων και μερίμνησε για το ξερίζωμα των καταλήψεων στέγης ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της πόλης ως κέντρου εμπορικής δραστηριότητας, υψώθηκε στο δημαρχιακό μέγαρο και ατενίζει αγέρωχο τον μητροπολιτικό παράδεισο. Πιο χαμηλά, στο ύψος του ματιού, εντοπίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν άμεσα τα τελευταία σταγονίδια του πιο επικίνδυνου και διαβρωτικού ρατσισμού∙ τα ξετρύπωσαν στην Κυψέλη, στο νοτισμένο οπισθόφυλλο μιας ποιητικής συλλογής που μύριζε πολυκαιρία. Κανείς πια δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο ευαίσθητος ακτιβιστής του αιώνα γυρνάει με την κάντιντ κάμερα και τα καταγράφει όλα, φωτογραφίζει και ανεβάζει, τρέφεται απ’ το ποντίκι του και ο νους του κατεβάζει, διανθίζει το δικό του και αμαυρώνει τα προφίλ των αντιπάλων του, δεν χαρίζεται σε καμιά εξουσία, ίσως μόνο, όταν με το καλό σημάνει η ώρα, στη δική του. Μέχρι τότε… ο καθείς μπορεί να παρηγορείται με το σίριαλ της αρεσκείας του, αν και ακόμα και αυτή η επιλογή δυσκόλεψε με την τηλεοπτική «ανάκαμψη» της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μέχρι και τα (αντι)αμερικάνικα, που έβλεπε κανείς για να ξεσκάσει ή φώναζε δυνατά για να ξεχαρμανιάσει, έγιναν και αυτά σύνθετα, γέμισαν συμβολισμούς και σημαινόμενα, απέκτησαν δυσνόητη πλοκή. Δεν είναι πλέον σίγουρο ούτε αν ξέρεις τι έκανες πέρσι το καλοκαίρι. Θα ’ταν πάνω κάτω τέτοιος καιρός που τραμπαλιζόμασταν μέσα στο ροζ σύννεφο, σε μια αιθάλη προσδοκίας μοναδικών στιγμών και γλυκιάς 80’s νοσταλγίας, συνάμα, σε μια πρωτοφανή για τα κυβικά μας συνεύρεση, με πραγματική αγωνία για τα πραγματικά αποτελέσματα (και όχι για την τιτανομαχία των υποδιαιρέσεων της μονάδας), με μια πρωτόγνωρη γεύση της ζωής των άλλων ή έστω των γονιών μας. Τελικώς, τα περσινά σταφύλια ξίνισαν πιο γρήγορα κι από φρέσκο γάλα. Οι πιο εύπιστοι δοκιμαστές τους βαρυστομάχιασαν απότομα κι άρχισαν να το παίρνουν απόφαση πως πρέπει να αναζητήσουν αλλού τη δροσιά. Η θερμοκρασία, όμως, τηγανίζει τις απορίες και η απορία σφιχταγκαλιάζει τους κληρωτούς. Μέσα στη ζέστη, ένα φθινοπωρινό ερώτημα πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τη σαραβαλιασμένη πόλη. Άραγε, ποιο φρούτο θα προσπαθήσει να κόψει το χέρι που πραγματικά στερήθηκε το ψωμί; Αλέκος Λούντζης Υ.Γ. Υπό ορισμένες συνθήκες, η πιο καλοσχεδιασμένη μηχανορραφία ισούται με την πιο αδέξια γκάφα, οι ακραιφνείς χουνταίοι με τους επαγγελματίες παράγοντες, το καμένο χαρτί στο αριστερό χέρι με τον μπαλαντέρ της τράπουλας. Στο ραδιομέγαρο της Μεσογείων άρχισε πάλι να πέφτει ψιλό-ψιλό χιονάκι, όπως όταν ήμασταν παιδιά. Είναι Ιούνιος μήνας, όμως, και όπως είπαμε το ελληνικό καλοκαίρι κάνει θαύματα. Πριν προλάβει να το στρώσει, μαύρισε ο τόπος. Υπό ορισμένες συνθήκες, ακόμα και αυτό, το καλοκαίρι ή το θαύμα, μπορεί να αναβληθεί. Καμιά φορά, μέσα στην πιο μαύρη οθόνη μπορεί να κάνει ξαστεριά, κάποτε ακόμα και να ξημερώσει. Στο φως της ημέρας, όλοι θα αναγκαστούν να δείξουν το πρόσωπό τους...


[ ]

Άρης Γκότζιος

Δέκα ημέρες προτέστο στο Ταξίμ

Π

ροτέστο (protesto) στα τουρκικά σημαίνει διαδήλωση, έρχεται από το πλήθος των γαλλικών λέξεων που ενσωματώθηκαν στην τουρκική γλώσσα κατά την ατελή προσπάθεια εκσυγχρονισμού τις τελευταίες δεκαετίες της σουλτανικής οθωμανικής εξουσίας. Η σύγχρονη Τουρκία συγκλονίστηκε συχνά από μεγάλα προτέστα: το κίνημα για την εθνική ολοκλήρωση αρχικά, το εργατικό κίνημα, το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κίνημα για την αυτοδιάθεση των μειονοτήτων μπόρεσαν κατά καιρούς να φέρουν στους δρόμους δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους πολίτες έτοιμους να συγκρουστούν με την εκάστοτε κυβέρνηση, ενίοτε να την ανατρέψουν, αλλά και άλλοτε να προκαλέσουν τη φοβισμένη αντίδραση ενός πολιτικού συστήματος που ήταν συνηθισμένο να απαντάει με δικτατορίες και αναστολή της αστικής δημοκρατίας. Στις 30 Μαΐου του 2013 ξεκίνησε από το κεντρικό σταυροδρόμι και την ομώνυμη πλατεία του Ταξίμ και το πάρκο Γκεζί που βρίσκεται ακριβώς δίπλα ένα από τα μεγαλύτερα προτέστο που γνώρισε ποτέ η Τουρκία· στις επόμενες σελίδες συναντιούνται σκέψεις, εικόνες και πρόσωπα αυτών των ημερών, από τη ματιά ενός συνεργάτη της λεύγας που τα έζησε από κοντά. Η Σ. γεννήθηκε το 1974 στην Άγκυρα και ο πατέρας της υπήρξε γραμματέας διεύθυνσης υπουργείου στις αρχές του ’90. Επέστρεψε πρόσφατα στην Τουρκία μετά από διδακτορικές σπουδές και μερικά χρόνια εργασίας στην Αμερική και αναζητά τώρα τον επόμενο σταθμό στην πατρίδα της. Όλα της φαίνονται αλλαγμένα προς το χειρότερο. Δύσκολα κάποια από τις δουλειές που έχει βρει μέχρι τώρα θα μπορούσαν να τη συντηρήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Από τη μέρα που ξεκίνησαν τα γεγονότα του Ταξίμ είναι κολλημένη συνέχεια στο άι-φον της, και όποτε το επιτρέπουν οι δουλειές της περνάει πολλές ώρες στο Ταξίμ, διαδηλώνοντας το πραγματικό της μίσος για την κυβέρνηση

Ερντογάν και τον φόβο της ότι όλα εκείνα με τα οποία μεγάλωσε θα χαθούν για πάντα. Ανάμεσα σε εκατοντάδες φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ από τις μαζικές διαδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Τουρκίας υπάρχει μία που απεικονίζει μια νεαρή κοπέλα να κρατά ένα χειρόγραφο πλακάτ με τις λέξεις «Tahrir-SyntagmaTaksim», υπογραμμίζοντας την προφανή σχέση. Μελετώντας κανείς την ιστορία, είναι δύσκολο να ξεπεράσει την παρατήρηση ότι οι επαναστάσεις κατά τη νεωτερική εποχή έχουν μια πύκνωση στο χρόνο. Οι ξεσηκωμοί του 19ου και 20ου αιώνα μοιάζουν να ανθίζουν σαν διαφορετικά λουλούδια σε ένα πολύχρωμο μπουκέτο με μεγάλη ποικιλία, όλοι μαζί αλλά και αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Μαρξ το κατάλαβε νωρίς, έχοντας μπροστά του το πρόσφατο παράδειγμα του 1848, όταν οι επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διαδέχονταν η μία την άλλη με ρυθμό καταιγιστικό (Ιταλία, Γαλλία, γερμανικά κράτη, Αυστρία, Ουγγαρία και άλλες μικρότερες χώρες). Αυτές ήταν οι πρώτες εξεγέρσεις που πήραν το προσωνύμιο Άνοιξη, τότε ήταν η Άνοιξη των Ευρωπαϊκών Λαών, πολύ πριν οι πλατείες και οι δρόμοι της Βόρειας Άφρικης σημάνουν μια νέα Άνοιξη, αυτήν τη φορά την Αραβική Άνοιξη. Τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, ο Λένιν ήταν εκείνος που μπόρεσε να κατανοήσει καλύτερα και να εκφράσει την επόμενη δέσμη επαναστάσεων, αυτή τη φορά αποφασισμένων να αλλάξουν τα πάντα: η σοβιετική Ουγγαρία του Μπέλα Κουν, η Γερμανική Επανάσταση του ’18-’19 και πάνω απ’ όλες η μοναδική επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία. Τα χρόνια γύρω από το 1968 επεφύλαξαν ένα νέο κύμα εξεγέρσεων που σάρωσε ξανά την Ευρώπη και σε κάποια αναλογία ολόκληρον τον κόσμο, αυτή τη φορά με νέα αιτήματα, πιο ουτοπικά και λιγότερο ανατρεπτικά. Μικρή αμφιβολία μπορεί να υπάρξει λοιπόν


[ ]

ότι το προτέστο του Ταξίμ έχει σχέση με τις αραβικές εξεγέρσεις των προηγούμενων χρόνων, και ακόμη περισσότερο με το Κίνημα των Πλατειών στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό νότο, αλλά και με το κίνημα Occupy, που ανακίνησε πέρσι τις ΗΠΑ από τον αιώνιο κινηματικό ύπνο. Ο ορισμός και η περιγραφή αυτής της σχέσης βέβαια είναι ζητήματα πολύ πιο δύσκολα από τη διάγνωσή της, και σίγουρα είναι πολύ νωρίς ακόμη για κάτι τέτοιο. Ίσως το μόνο που μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχτεί σε συνάρτηση και με το παρελθόν είναι ότι οι νέου τύπου εξεγέρσεις δεν είναι απλό παράγωγο των νέων μέσων και της δικτύωσης, ούτε εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτά για να θεριέψουν και να εξαπλωθούν, αντιθέτως έχουν βαθιές ρίζες στο ανατρεπτικό παρελθόν, παρόν και μέλλον της ανθρωπότητας. Ο Ν. είναι 34 ετών, γεννημένος στο Βαν στις όχθες της ομώνυμης λίμνης και το πιο σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του είναι ότι έχει κουρδική καταγωγή. Θυμάμαι ότι πριν από κάποια χρόνια μου είχε δώσει ένα κουρδικό μαντίλι για τις πορείες στην Αθήνα, για να μου δείξει την αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους. Συχνά αφηγείται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικογένειά του αλλά και ο ίδιος προσωπικά, εξαιτίας της καταγωγής του· θυμάμαι πάντοτε την αφήγηση για τα δύο πρώτα του ξαδέρφια, που ο ένας είναι στο βουνό με το αντάρτικο, και ο άλλος λοχίας στη στρατοχωροφυλακή. Ζορίστηκε να τελειώσει το μεταπτυχιακό του σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο της ανατολικής Τουρκίας και τα καλοκαίρια συνήθως δουλεύει στην οικοδομή για να μαζέψει τα αναγκαία χρήματα. Αυτήν την εβδομάδα ετοιμάζει τον γάμο του και έτσι δεν βρέθηκε σε καμία από τις συγκεντρώσεις. Μου είπε ότι κατανοεί τους διαδηλωτές, αλλά φοβάται μήπως όλα αυτά τελικά καταστρέψουν τη μεγαλύτερη ευκαιρία που είχε ποτέ μέχρι τώρα ο κουρδικός λαός. Δεν γνωρίζω αν τελικά κατέβηκε μετά τον γάμο του, όταν και το κουρδικό κόμμα αποφάσισε, έστω και με κάποια επιφύλαξη, να συμμετάσχει στο Ταξίμ. Από πού ήρθε όμως ένα τόσο μεγάλο και δυναμικό προτέστο που συντάραξε την Κωνσταντινούπολη και πολλές άλλες πόλεις της Τουρκίας; Η Τουρκία υπήρξε τα τελευταία χρόνια το θαύμα

της γωνιάς αυτής του κόσμου. Ενώ η κρίση χτυπούσε παντού, η Τουρκία παρουσίαζε μια ανθηρή ανάπτυξη στηριγμένη στη σχεδόν ατελείωτη ενδοχώρα της, στον μεγάλο πληθυσμό, στη μη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον έντονο προστατευτισμό και σε μια μοναδική ευελιξία στην αγορά εργασίας, που συνοψίζεται εύκολα σε δύο φράσεις: απόλυτη εργοδοτική ασυδοσία και ανυπαρξία πλαισίου για οποιαδήποτε διεκδίκηση από την πλευρά των εργαζομένων. Έτσι, και με βασικό μοχλό τις μεγάλες πόλεις, η Τουρκία μεταμορφώθηκε σε έναν παράξενο συνδυασμό ατμομηχανής της φιλελεύθερης οικονομίας με έντονες νότες ενός ανατολίτικου μοντερνισμού. Στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην Άγκυρα, την Αντάλυα, τη Σμύρνη και αλλού, οι ευρωπαίοι που ζουν και εργάζονται είναι πλέον χιλιάδες και κάθε χρόνο ο αριθμός τους αυξάνεται – μεταξύ αυτών είμαι και εγώ. Εταιρείες και πανεπιστήμια προσλαμβάνουν κόσμο από τη διεθνή αγορά πληρώνοντας μισθούς που στην Ευρώπη ούτε καν τους ονειρεύονται πλέον. Υπάρχουν απίθανοι προορισμοί, όπως λ.χ. το μακρινό Μάρντιν κοντά στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ (γνωστό στο ελληνικό κοινό αποκλειστικά από την τηλεοπτική σειρά Σιλά), που διαθέτει ένα ολοκαίνουργιο πανεπιστήμιο, το Αρτουκλού (Artuklu Üniversitesi), όπου πολλοί από τους διδάσκοντες είναι Βρετανοί, Γερμανοί, Ιταλοί κ.ά. Ευρωπαίοι με τίτλους επιπέδου Οξφόρδης και Χάρβαρντ. Και άλλοι πολλοί θα πήγαιναν με την πρώτη ευκαιρία σε αυτήν τη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, αν προσφέρονταν και άλλες θέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πανεπιστήμιο του Μάρντιν αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν, καθώς για πρώτη φορά σε τουρκικό πανεπιστήμιο μέρος των μαθημάτων διδάσκεται και στα κουρδικά. Ο Χ. γεννήθηκε το 1976 στην Πόλη και είναι μισός Ρωμιός, σπούδασε σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια και συνέχισε στο εξωτερικό, ενώ σήμερα ασχολείται με τα εκδοτικά. Πάντοτε υπήρξε οργανωμένος πολιτικά σε κόμμα της αριστεράς, όποιο τίμημα και αν είχε αυτό στην αυταρχική τουρκική κοινωνία. Ακόμη βρίσκεται στο μετερίζι του αγώνα και στα μπλοκ της οργάνωσής του, όλη μέρα σχε-


Άρης Γκότζιος

[ ]

δόν, στο Ταξίμ και στο πάρκο Γκεζί. Γράφει συχνά στο ίντερνετ και σε εφημερίδες για τα γεγονότα, αλλά παντού είναι μετρημένος και προσεκτικός για το πού θα βγει η κατάσταση. Η δυναμική της εξέγερσης υπήρξε μοναδική στα χρονικά, αλλά επίσης μοναδική είναι και η ευκαιρία για το κόμμα του, που ανήκει στο σύμπαν της πολυδιασπασμένης κομμουνιστογενούς αριστεράς στην Τουρκία, να έρθει σε επαφή με ευρύτερες μάζες και να ζυμωθεί, και ίσως να περάσει το μήνυμά του ευρύτερα. Η οικονομική ανάπτυξη, όσο και αν στηρίχτηκε σε στρεβλώσεις και ανισότητες, βοήθησε εκατομμύρια Τούρκους να βελτιώσουν το επίπεδο της ζωής τους αισθητά τα τελευταία δέκα χρόνια. Η σταθερή αστική ανάπτυξη, τόσο στην οικοδομή όσο και στη δευτερογενή παραγωγή, προσέλκυσε πληθυσμούς από την ύπαιθρο σε μια διαδικασία προλεταριοποιήσης, που μεταφράζεται σε εντυπωσιακή βελτίωση των συνθηκών ζωής τους: από τα αγροτικά χωριά της Ανατολίας (συνήθως χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό), βρέθηκαν στις παρυφές έστω των πόλεων, σε σύγχρονες πολυκατοικίες με πρόσβαση σε μια σειρά από άγνωστες μέχρι χθες υπηρεσίες. Τα πολυπληθή αυτά στρώματα, συντηρητικά από τη φύση τους, τόσο κοινωνικά όσο και θρησκευτικά, αναγνώρισαν στην κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkιnma Partisi, AKP) την πολιτική δύναμη στην

οποία οφείλουν την οικονομική τους άνοδο, αλλά και την πολιτική τους χειραφέτηση. Καθ’ όλη σχεδόν τη ζωή της Τουρκικής Δημοκρατίας τα αγροτικά συντηρητικά στρώματα της ενδοχώρας, και ιδίως της κεντρικής Ανατολίας, αντιμετωπίζονταν από τις αστικές εκσυγχρονιστικές (κεμαλικές) ελίτ ως πολίτες β΄ κατηγορίας, καταδικασμένοι στην άγνοια, την αμορφωσιά και την περιθωριοποίηση. Το ΑΚΡ τους έδωσε για πρώτη φορά την ευκαιρία να αρθρώσουν φωνή, έστω και αν αυτή δεν ήταν εκείνη που ήθελε να ακούσει το υπόλοιπο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η πόλωση της τουρκικής κοινωνίας είναι μοναδική. Όποιος επισκέπτης έχει την ευκαιρία να κινηθεί ή να εργαστεί έξω από τα σχετικά αποστειρωμένα αστικά κέντρα ή τις ιδιαίτερες τουριστικές παραλιακές ζώνες, εύκολα παρατηρεί τις αντιθέσεις. Στα περισσότερα προάστια των μητροπολιτικών κέντρων όπως η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα και η Σμύρνη, εξολοκλήρου σε μεγάλες πόλεις της επαρχίας όπως το Ικόνιο, το Αφιόν, το Ουσάκ, το Άκσεχιρ κ.ο.κ., αλλά και στα περισσότερα αγροτικά χωριά και κωμοπόλεις, το ΑΚΡ σαρώνει με ποσοστά πάνω από 70%. Μαζί με τα συντριπτικά εκλογικά ποσοστά πηγαίνει και η συντηρητική πολιτική, και ένας ιδιαίτερα συγκρατημένος ισλαμικός τρόπος ζωής. Αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα των μορφωμένων στρωμάτων στις


[ ]

ίδιες περιοχές (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και συνήθως πανεπιστημιακοί) είναι φανατικά εναντίον του ΑΚΡ και του αντίστοιχου τρόπου ζωής. Τα επιχειρήματα έτσι της παλιάς κεμαλικής κοσμικής φρουράς, που εκφράζεται πλέον δύσκολα λόγω της σχεδόν πλήρους διάλυσης της αστικής αντιπολίτευσης, και εκπροσωπείται τώρα κυρίως από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (Cumhuriyet Halk Partisi, CHP), αρθρώνονται συνήθως στο επίπεδο του αντιλαϊκισμού. Είναι εξαιρετικά συνηθισμένο το υποτιμητικό αστείο ότι ο Ερντογάν θα μοιράσει στους ψηφοφόρους του ψυγεία και τηλεοράσεις και έτσι θα εξαγοράσει τις ψήφους, που θα του δώσουν άνετα το αναγκαίο ποσοστό για την επόμενη νίκη. Πίσω από τη θέαση αυτή κρύβεται η βαθιά εμπεδωμένη ρατσιστική σχέση ανάμεσα στους «λευκούς Τούρκους», όπως αυτοαποκαλούνται τα μέσα και ανώτερα αστικά μορφωμένα στρώματα της Τουρκίας, και τους «μαύρους Τούρκους», όπως ονομάζουν τους πληθυσμούς που έρχονται από την Ανατολία και είναι συνήθως περισσότερο θρησκευόμενοι. Κομμάτι λοιπόν της κρίσης που οδήγησε στα πρόσφατα προτέστα είναι και η απελπισία της μειοψηφίας που νιώθει αυτό το κοινωνικό στρώμα, παράλληλα με την αδυναμία του να απευθυνθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στους υποστηρικτές του Ερντογάν. Με μια παράξενη αντιστροφή, θα μπορούσε κανείς έστω και κάπως αυθαίρετα να παρομοιάσει τη διακυβέρνηση Ερντογάν με την περίοδο του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα τόσο του ’80 όσο και του ’90 σε ένα βαθμό. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, το ΑΚΡ έφερε στο προσκήνιο ένα μεγάλο κομμάτι του τουρκικού λαού που ήταν κυνηγημένο και αποκλεισμένο, περιόρισε τον ρόλο του στρατού και της χωροφυλακής, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ παράλληλα έκανε αποφασιστικά βήματα για την περαιτέρω απορρύθμιση και φιλελευθεροποιήση της οικονομίας και περιορισμό του δημόσιου και κρατικού τομέα, όπως ο Κώστας Σημίτης. Η Ζ. είναι 32 χρονών με καταγωγή από το Ερζερούμ και εργάζεται ως καθαρίστρια στην εστία ενός μεγάλου ιδιωτικού πανεπιστημίου, ουσιαστικά είναι υπάλληλος του εργολάβου που έχει αναλάβει τον καθαρισμό. Δουλεύει έξι μέρες την εβδομάδα και

εννιά ώρες την ημέρα και έτσι ο μισθός φτάνει αρκετά πάνω από τον βασικό. Είναι ευχαριστημένη με τη δουλειά της και πληρώνεται καλά. Πολιτικά υποστηρίζει το MHP, το εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί, γνωστό στην Ελλάδα κυρίως για τη νεολαία του τους Γκρίζους Λύκους. Σχεδόν κάθε απόγευμα, όταν σχολάει από τη βάρδια της και στον λίγο χρόνο που έχει, περνάει από το Ταξίμ, όπου συναντά συναδέλφους και φίλους. Δεν σηκώνει σημαίες του κόμματός της, γιατί το πλήθος στο Ταξίμ ξεκαθάρισε ότι δεν θα ανεχτεί τους εθνικιστές ανάμεσά του, ξέρει όμως ότι υπάρχουν και αρκετοί άλλοι ομοϊδεάτες της που συνήθως κρατούν απλά το πιο συνηθισμένο λάβαρο της πλατείας, τις σημαίες με τον Κεμάλ. Υπάρχει ένα καλό παράδειγμα, σχετιζόμενο μάλιστα με την οπτική της Δύσης προς την Τουρκία, με το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε κάποιες από τις έντονες και θεσμοποιημένες διάκρισεις εντός της τουρκικής κοινωνίας. Η Τουρκία δεν είναι μια ακόμη ευρωπαϊκή χώρα με ελεύθερα σύνορα, αλλά διέπεται από αυστηρότατους όρους για την έξοδο ενός Τούρκου πολίτη από τη χώρα. Η απόκτηση διαβατηρίου αποτελεί ένα όνειρο ή εφιάλτη για πολλούς Τούρκους πολίτες προερχόμενους από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, καθώς η έκδοσή του κοστίζει γύρω στα 200 ευρώ, ποσό ίσο με έναν περίπου μισθό χωρίς να υπολογίζονται οποιαδήποτε άλλα έξοδα. Παράλληλα, ακόμη και η απλούστερη έκδοση τουριστικής βίζας για επίσκεψη σε χώρα της ΕΕ-Σέγκεν ή της Βόρειας Αμερικής συνοδεύεται από έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας, με κορυφαίο σημείο την ανάγκη συνήθως να παρουσιάσει ο υποψήφιος ταξιδιώτης αποδεικτικά σταθερού εισοδήματος και συμβόλαιο ιδιόκτητης κατοικίας στην Τουρκία. Όλα αυτά γίνονται απλές διαδικασίες και αυτονόητες παροχές για τα μέσα και ανώτερα κοινωνικά στρώματα (τους λευκούς), πρώτα απ’ όλα γιατί διαθέτουν τα αναγκαία εισοδήματα, αλλά ακόμη περισσότερο γιατί χαίρουν ειδικών προνομίων. Στο πλαίσιο της κεμαλικής παράδοσης του κρατισμού, ένα μεγάλο στρώμα δημόσιων λειτουργών, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ταυτίζεται με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, χαίρει ειδικών προνομίων, ανάλογων με αυτά των στρατιωτικών: ειδικές συντάξεις, πρόσβαση σε φτηνότερη


[ ]

Άρης Γκότζιος

φορούν μαντίλα, φοβούμενες ότι θα προπηλακιστούν από τους διαδηλωτές.

κατοικία κ.ο.κ. Από τα προνόμια αυτά, ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα στην σύγχρονη Τουρκία είναι το περίφημο πράσινο διαβατήριο, μια ειδική κατηγορία διαβατηρίου που προσφέρεται δωρεάν χωρίς καμία επιβάρυνση σε ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους, εκλεγμένους πολιτικούς και τις οικογένειές τους, και το οποίο προσφέρει ελεύθερη πρόσβαση και στους περισσότερους προορισμούς χωρίς βίζα. Η Α. είναι επίσης καθαρίστρια στην ίδια εταιρεία με τη Ζ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στο Ουσάκ και ήρθε στην Πόλη με τον άντρα της μετά τα είκοσί της για να δουλέψει αυτός στην οικοδομή. Φοράει τη μαντίλα της και στη δουλειά και είναι πιστή μουσουλμάνα. Όταν ξεκίνησε να δουλέψει στην εστία του ίδιου πανεπιστημίου και αντίκρυσε ένα περιβάλλον όπου οι φοιτητές πίνουν αλκοόλ στο δωμάτιό τους, και ακόμη περισσότερο ενίοτε αγόρια και κορίτσια δέχονται επισκέψεις από φίλους του αντίθετου φύλου, αρνήθηκε πεισματικά να αναλάβει δουλειά και ζήτησε να την αλλάξουν πόστο αμέσως, ακόμη και αν αυτό σήμαινε μια σημαντική απώλεια στα εισοδήματά της. Όλες αυτές τις μέρες αποφεύγει να περάσει από την γειτονιά του Ταξίμ, όπως και οι περισσότερες κοπέλες που

Υπάρχουν αιτίες που προκάλεσαν το μεγάλο προτέστο του Ταξίμ και υπάρχουν και αφορμές. Ο Ερντογάν τον τελευταίο καιρό, πιεσμένος τόσο από τους συντηρητικούς μικροαστούς ψηφοφόρους του, όσο και από τους νέους δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες (κυρίως εργολάβους) που έχουν δημιουργηθεί στα 10 περίπου χρόνια διακυβέρνησης του AKP, αλλά και με την άνεση των εκλογικών αποτελεσμάτων, νομοθετεί και παρεμβαίνει με εντυπωσιακά αυταρχικό τρόπο, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη τοπικές διαμαρτυρίες και ενστάσεις. Μια αλληλουχία τέτοιων αυταρχικών αποφάσεων επιβάρυναν πολύ το κλίμα τον τελευταίο χρόνο: α) τον χειμώνα στο Πολυτεχνείο της Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα συνέτριψε τους φοιτητές απλά γιατί διαμαρτύρονταν για την καταπάτηση γης ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου από τον δήμο Άγκυρας που ήθελε να φτιάξει μια νέα λεωφόρο, β) συνεχίζει απρόσκοπτα τις εργασίες για την κατασκευή μιας τρίτης γέφυρας που θα ενώνει τις δυο πλευρές του Βοσπόρου βορειότερα από τις δύο υπάρχουσες, για την κατασκευή της οποίας καταστρέφεται ένα από τα τελευταία πυκνά δάση στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, γ) αποφασίστηκε η απαγόρευση πώλησης αλκοόλ μετά τις 10 το βράδυ αλλά και η δημόσια επίδειξη ερωτικών συμπεριφορών σε χώρους όπως το μετρό ή τα λεωφορεία (αποφάσεις που ο κόσμος των πόλεων εξέλαβε ως τεράστια απειλή για την κοσμικότητα της χώρας), και κυρίως δ) εδώ και έναν χρόνο αποφάσισε μαζί με τον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης να γκρεμίσει πλήρως την κεντρικότερη πλατεία της χώρας στο Ταξίμ μαζί με το ιστορικό πάρκο Γκεζί και να φτιάξει μια σύγχρονη υπόγεια διάβαση, ένα τζαμί και ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο ενταγμένο σε ένα συγκρότημα οθωμανικών στρατώνων που κάποτε υπήρχαν στην περιοχή και θα ξαναχτίζονταν (εργολάβοι, βιομήχανοι και Ισλάμ, 3 σε 1). Ο Τ., 26 χρονών, μεγάλωσε στο Μπεσίκτας, μια παραλιακή γειτονιά της Πόλης δίπλα στο Ταξίμ, και δουλεύει γκαρσόνι σε ένα μεζεδοπωλείο στην αγορά του Μπεσίκτας. Είναι φυσικά οπαδός της


Μπεσίκτας και οργανωμένος στους Τσαρσί (Çarsý), τον ξακουστό σύλλογο φανατικών και ούλτρας της ομάδας που έχει χαρακτήρα αντικατασταλτικό και ελευθεριακό. Σχεδόν κάθε Κυριακή για να φτάσει στο γήπεδο κάνει πορεία με τους συντρόφους του και κλείνουν τον κεντρικό παραλιακό δρόμο, για να καταλήξουν συνήθως σε πετροπόλεμο και χημικά με τους μπάτσους. Από τότε που ξεκίνησε η συγκέντρωση στο Ταξίμ, ο Τ. βρίσκεται κάθε βράδυ στην αντίστοιχη του Μπεσίκτας, μερικές βραδιές μάλιστα ανέβηκε μαζί με χιλιάδες άλλους οπαδούς της Μπεσίκτας στο πάρκο Γκεζί σε εκκωφαντική πορεία με πυροτεχνήματα και οπαδικά συνθήματα για να δηλώσουν συμπαράσταση. Στις πορείες αυτές πλέον ενώνονται και με οπαδούς της Γαλατάσαραϊ και της Φενέρμπαχτσε, φωνάζοντας σε όλη τη διαδρομή «Ερντογάν παραιτήσου». Ο Τ. απεχθάνεται την κυβέρνησή του για δύο βασικά λόγους, πρώτα γιατί θέλει να απαγορεύσει το αλκοόλ και έτσι φοβάται ότι θα καταστραφεί όλη η κίνηση στην γειτονιά του, το μεροκάματό του, αλλά και ο τρόπος ζωής του, και δεύτερον γιατί με απόφαση της τρέχουσας κυβέρνησης καταπατήθηκε το θαλάσσιο μέτωπο της γειτονιάς του και στη θέση της ανοιχτής στο Βόσπορο πλατείας οικοδομήθηκε η πρωθυπουργική έδρα της Κωνσταντινούπολης. Το συγκεκριμένο κτήριο είχαν βάλει στόχο οι σύντροφοί του τη βραδιά της 3ης του Ιούνη, όταν κατά τη διάρκεια πορείας στο Μπεσίκτας έβαλαν μπροστά μια μπουλντόζα από ένα εργοτάξιο οδοποιίας και προσπάθησαν να το κατεδαφίσουν. Ο Τ. μου εξομολογείται και έναν τρίτο λόγο, όχι τόσο σημαντικό βέβαια: όλοι ξέρουν ότι ο Ερντογάν αβαντάρει χωρίς ντροπή οικονομικά και αγωνιστικά την ομάδα ποδοσφαίρου του Κασίμπασα, μιας άλλης γειτονιάς της Πόλης απ’ όπου κατάγεται ο Τούρκος πρωθυπουργός, και η οποία τείνει να πετάξει έξω από την τριπλέτα των παραδοσιακών ποδοσφαιρικών δυνάμεων την Μπεσίκτας. Η Τουρκία είναι παράξενη χώρα, αυτό το καταλαβαίνει κανείς μόνο άμα ζει εδώ. Πολλά από τα πράγματα που σε άλλες χώρες και ιδίως στην Ελλάδα έχουν μια συγκεκριμένη διάταξη στο μυαλό μας, εδώ μοιάζουν να αντιστρέφονται πλήρως. Τον τελευταίο χρόνο μου είχε προκαλέσει εντύπωση ότι μερικοί από τους Τούρκους φίλους μου στο φέισμπουκ είχαν προσθέσει μπροστά από

Άρης Γκότζιος

[ ]

το μικρό τους όνομα δύο γράμματα: «TC». Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω ότι αυτά ήταν ουσιαστικά τα αρχικά της Τουρκικής Δημοκρατίας (Türkiye Cumhuriyeti), και ουσιαστικά ήταν ένας τρόπος για να δηλώσουν την πίστη τους στον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας, που πιστεύουν ότι απειλείται. Προσπαθούσα να φανταστώ τί θα μπορούσε να κάνει αύριο μερικές χιλιάδες Έλληνες χρήστες του φέισμπουκ να υπογράφουν π.χ. ως ΕΔ Γιώργος Αντωνίου, δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι. Αντίστοιχα παράδοξη μοιάζει και η παρουσία στις διαδηλώσεις του Ταξίμ αλλά και των άλλων πόλεων χιλιάδων ανθρώπων με ποδοσφαιρικά κασκόλ και εμφανίσεις. Αν μπορούσε κάποιος να μετρήσει σε πραγματικά νούμερα τα διάφορα σύμβολα που φέρουν οι διαδηλωτές στο Ταξίμ κάθε δεδομένη στιγμή, το πιο πιθανό είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα έχει κάποιο οπαδικό σύμβολο πάνω της. Μολονότι σχεδόν ακατανόητο για μένα, παρά μόνο με ανθρωπολογικά κριτήρια, φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι όσων κατέβηκαν στις πορείες αντιλαμβάνονται την οπαδική αμφίεση ως την «ορθή» αγωνιστική, ίσως γιατί συνδέεται με μαζικές εκδηλώσεις, είτε γιατί ανάμεσα σε άλλα φέρει το εθνόσημο, είτε γιατί αυτή η αμφίε-


[10]

ση αποτελεί εγγύηση ότι δεν θα ταυτιστεί κάποιος αυστηρά με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ο Λ. είναι 29 χρονών από την Πόλη, μεγάλωσε στο Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά, σπουδάζει με υποτροφία ανθρωπιστικές επιστήμες σε ένα καλό αγγλόφωνο τουρκικό πανεπιστήμιο και είναι ήδη παντρεμένος με τη Ζ., 27 ετών από τη Σμύρνη. Ήταν από μικρός προοδευτικός, και στο σχολείο μετείχε σε αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση, τώρα πια είναι ανένταχτος. Βρέθηκε στο Ταξίμ από τη βραδιά πριν ξεσπάσουν τα πρώτα γεγονότα, και ήταν μαζί με τους μερικές δεκάδες διαδηλωτές που έστησαν αρχικά τις σκηνές τους στο πάρκο Γκεζί, προκειμένου να παλέψουν για τη διάσωσή του από τις μπουλντόζες των εργολάβων. Δικιά του ήταν μια από τις σκηνές που έκαψε η αστυνομία στις 30 Μάη, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση και τη μεγαλειώδη διαδήλωση της επόμενης μέρας. Από εκείνη τη βραδιά κοιμάται κάθε βράδυ στο πάρκο και δραστηριοποιείται μαζί με τη Ζ. σε κάθε λογής πρωτοβουλίες, με βασικότερη τη γενική συνέλευση, τη γνωστή πια «Αλληλεγγύη Ταξίμ» (Taksιm Dayanιşmasι.) Πριν από μερικές μέρες έγραψε στο τουίτερ του: «Αναγκάστηκα τελικά να πάρω ένα έξυπνο κινητό, πάντοτε κορόιδευα τους φίλους που όλη μέρα σερφάραν στο ίντερνετ με το κινητό, αποδείχτηκε όμως εξαιρετικά δύσκολο να είσαι στο κίνημα και στους δρόμους χωρίς δαύτο». Μου λέει ότι δεν ξέρει που ακριβώς θα βγάλει το όλο πράγμα, κανείς άλλωστε δεν ξέρει, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι συμβαίνει, και όσο συνεχίζει αυτός θα είναι κάθε μέρα εκεί δίνοντας όλες του τις δυνάμεις για να ενισχύσει την απόφαση των συμπολιτών του να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που στα προτέστα των πόλεων της Τουρκίας ξεκίνησαν να διαβάζουν θεωρίες συνωμοσίας και σχέδια αποσταθεροποίησης, ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα όπου ακμάζει το είδος του γεωστρατηγικού αναλυτή σε διάφορες αποχρώσεις, γαλάζιες, κόκκινες, ή μαύρες. Τέτοιες αναλύσεις σπάνια καταφέρνουν να εξέλθουν από τον κανόνα των απλοϊκών γενικεύσεων. Θυμίζουν άλλωστε, ενώ άλλες φορές συνοδεύουν, παιδαριώδη σχέδια εθνικιστών και παπάδων που έχουν στόχο: να πάρουνε την Πόλη, Παναγιά τους, και την Αγιά Σοφιά. Ευτυχώς τέτοια σχέδια, πέρα από τα επιχειρή-

ματα της λογικής ή του διεθνισμού, καταρρέουν με το πιο απλό τουριστικό ταξίδι στη σύγχρονη Ισταμπούλ των 15 περίπου εκατομμυρίων κατοίκων. Η διαπίστωση αυτή βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η στάση των μεγάλων διεθνών ΜΜΕ και πρακτορείων τύπου υπήρξε ανοιχτά εχθρική προς την κυβέρνηση Ερντογάν, προσφέροντας συνεχή κάλυψη στα γεγονότα και ανάλυση που ούτε κατά διάνοια δεν είδαμε για άλλα ευρωπαϊκά κινήματα. Σ’ αυτό το τελευταίο νομίζω ότι τελικά η απάντηση δεν βρίσκεται κάπου σε σκοτεινά γραφεία μυστικών υπηρεσιών, αλλά περισσότερο σε νεοαποικιακά συναισθήματα συμπαράστασης, ίσως και σε κάποιας μορφής ταξική αλληλεγγύη. Οι εξεγερμένοι των πλατειών της Τουρκίας εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό μέσα από πρόσωπα που αποτελούν και τους προνομιακούς συνομιλητές Ευρωπαίων και Βορειοαμερικανών: στρώματα με σπουδές στο εξωτερικό ή στα ακριβά αγγλόφωνα πανεπιστήμια της Τουρκίας, καλλιτέχνες και διανοούμενοι που ταξιδεύουν συχνά και έχουν σημαντική παρουσία εντός και εκτός της χώρας, δημόσιοι λειτουργοί και πανεπιστημιακοί με βαρύνοντα ρόλο στις επαφές με τον έξω κόσμο. Στο πρόσωπο αυτών, ο «μέσος» δυτικός πολίτης/τηλεθεατής βλέπει το καθρέφτισμά του, τον δυτικό άνθρωπο. Και ακόμη περισσότερο έναν δυτικό που απειλείται από τα φαντάσματα της βαρβαρότητας της Ανατολής και της οπισθοδρόμησης του Ισλάμ. Ο Κ., 31 ετών, αυτοκαθορίζεται ως αριστερός, θαυμάζει την εκσυγχρονιστική διάσταση των κεμαλιστών, και πιστεύει ότι όλα πρέπει να ρυθμίζονται από την ελεύθερη αγορά. Ο πατέρας του ήταν διορισμένος πρόεδρος ενός από τα μεγάλα συνδικάτα τη δεκαετία του ’70, και ο ίδιος πασχίζει να τελειώσει τη διατριβή του στο εξωτερικό. Στη συζήτηση ομολογεί ανερυθρίαστα ότι μέχρι χθες θα επικαλούνταν τον στρατό για να διασφαλίσει τη «δημοκρατία», σήμερα όμως εκτιμά ότι η μεγαλύτερη αλλαγή είναι πως δεν υπάρχει ευτυχώς ή δυστυχώς Στρατός. Έτσι, μου λέει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας που μέχρι χθες θα κρυβόταν για κάθε πρόβλημά του πίσω από τον Στρατό, τώρα αναγκάζεται το ίδιο να πάρει τους δρόμους και να διεκδικήσει άμεσα τη διατήρηση του κοσμικού χαρακτήρα της δημοκρατίας. Μου δείχνει στο ίντερνετ τα σχόλια


Άρης Γκότζιος

[11]

ενός διάσημου Τούρκου παλαιστή ο οποίος υποστηρίζει τον Ερντογάν, και αναρωτιέται πώς γίνεται η ψήφος του «ισλαμιστή» παλαιστή να ισούται με τη δική του που είναι ενεργός πολίτης, μορφωμένος και έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό. Είναι και αυτός μαζί με τους εξεγερμένους στο Ταξίμ, όχι κάθε μέρα, όχι με το ίδιο κέφι, το κάνει έστω και αν το νιώθει παράξενο και έξω από την αισθητική του. Δεν είναι λίγες οι φορές που στο Ταξίμ ακούς συζητήσεις σε διάφορες πλευρές των διαδηλωτών για την αναγκαιότητα του στρατού, σίγουρα πολύ περισσότερους από εκείνους που αντιστοιχούσαν στην ελληνική εμπειρία της πάνω πλατείας που περίμεναν μια χούντα να τους σώσει. Ο στρατός, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έπρεπε να είχε επέμβει υπέρ των διαδηλωτών που έχουν το δίκιο με το μέρος τους, παραβλέποντας ότι σε κάθε περίπτωση αποτελούν ένα μειοψηφικό σε απόλυτους αριθμούς ρεύμα. Οι σκέψεις αυτές αποδεικνύουν εκ των υστέρων το ορθό της προσπάθειας του κυβερνώντος κόμματος τα τελευταία πέντε χρόνια να εξουδετερώσει πλήρως τον κάποτε παντοδύναμο τουρκικό στρατό. Σήμερα που όλοι σχεδόν οι κατέχοντες τον βαθμό του στρατηγού βρίσκονται είτε εκτός στρατεύματος, είτε στην φυλακή, είτε σε κατ’ οίκον περιορισμό και οι υπόλοιποι με κατηγορίες που εκκρεμούν για σχεδιασμό πραξικοπήματος, η Τουρκία για πρώτη σχεδόν φορά

καλείται να βγει από αυτό το τούνελ αξιοποιώντας μόνο τις πολιτικές δυνάμεις της (έστω και αν αυτές έχουν πολύ αστυνομία και παρακράτος). Η Φ., 38 ετών από το Εσκίσεχιρ, ζει στην Φρανκφούρτη και είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. Μετά τις σπουδές της στην Άγκυρα έφυγε στη Γερμανία, όπου τελικά εργάστηκε στο εστιατόριο του συζύγου της, μακριά απ’ ό,τι σπούδασε. Ασχολείται και με τη ζωγραφική, και έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα στη Γερμανία δύο παιδικά βιβλία με δικά της σχέδια. Βλέποντας τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη από τα ΜΜΕ και μαθαίνοντας λεπτομέρειες από φίλους, ήρθε εσπευσμένα στις 7 Ιουνίου προκειμένου να μη χάσει την ευκαιρία να αποτελέσει μέρος της προσπάθειας. Άφησε τα παιδιά της στην πεθερά, και χρησιμοποίησε τις αποταμιεύσεις που είχαν για τις φετινές διακοπές, όπως μου είπε. Από την ώρα που πάτησε το πόδι της στην Πόλη περνάει γύρω στις 20 ώρες την ημέρα στο πάρκο Γκεζί, όπου ανέλαβε πόστο στον καθαρισμό της κουζίνας. «Έτσι κι αλλιώς», λέει η ίδια, «μπορώ να μείνω μόνο για λίγες μέρες, καθώς πρέπει να γυρίσω στην οικογένεια, οπότε θέλω να ζήσω πλήρως το αίσθημα της εξέγερσης και της ελευθερίας». Την τελευταία μέρα της στην Πόλη πριν επιστρέψει στην Φρανκφούρτη, μου εξομολογείται ότι πρώτη φορά στη ζωή της κατάλαβε πόσα διαφορετικά κόμματα της αριστεράς υπάρχουν στη Τουρκία, και ότι ιδίως το TKP (Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας), που


[12]

είχε τα πιο συμπαθητικά και εργατικά παιδιά, απορεί γιατί δεν είναι στο κοινοβούλιο. Ήταν όμως πολύ ενοχλημένη και φοβισμένη από την παρουσία ενός τεράστιου μπλοκ Κούρδων με σημαίες και φωτογραφίες του Οτσαλάν, όχι γιατί δεν θέλει τους Κούρδους, αλλά γιατί στο κάτω κάτω ο Οτσαλάν και το PKK είναι τρομοκράτες και δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μπλοκ στο Ταξίμ που υποστηρίζουν ανοιχτά τους τρομοκράτες, κατά την άποψή της.

ΕΙΚΟΝΑ Ι Κυκλοφορούν λίστες εκτυπωμένες αλλά και στο ίντερνετ, κυρίως όμως στόμα με το στόμα, για τα μαγαζιά της πλατείας Ταξίμ που δεν βοήθησαν τους διαδηλωτές. Τα πιο προκλητικά από αυτά καταστράφηκαν πλήρως, με πιο ξακουστό το περίφημο ζαχαροπλαστείο Σαράι, ιδιοκτησίας του δημάρχου Κωνσταντινούπολης. Τα υπόλοιπα μαγαζιά, που είναι και τα περισσότερα, κάνουν δουλειές με φούντες. Οι καθημερινές μοιάζουν με Σαββατοκύριακα και η κίνηση

Είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε στις λαϊκές κινητοποιήσεις την ελπίδα και την ανατολή του νέου. Δεν ήταν λίγες οι φορές όμως που στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης υπήρχε η αίσθηση ότι η κινητήρια δύναμη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ο φόβος ότι χάνεται ένας κόσμος που κάποτε υπήρξε για κάποιους προνομιούχους, ο φόβος ότι θα χαθεί μια ευκαιρία που κάποια στιγμή γεννήθηκε για τους αποκλεισμένους, ο φόβος ότι στους νεότερους δεν θα δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να αλλάξουν τα πράγματα, ο φόβος της αριστεράς ότι θα χάσει τη μια και μοναδική ευκαιρία, ίσως τελικά συνολικότερα ο φόβος μιας ολόκληρης κοινωνίας να παραδεχθεί ότι αλλάζει και ότι μεταμορφώνεται σε κάτι που ποτέ δεν ήθελε.

στην αγορά υπολογίζεται 100% πάνω. Η εξέγερση έρχεται -αντίθετα με τις συνήθεις πορτοσάλτιες προβλέψεις- να φέρει αναζωογονητική πνοή στην αγορά, και να αφήσει μερικούς από τους διαδηλωτές τρώγοντας ντονέρ από τη γωνία να σπάνε το κεφάλι τους για τον κεντρικό σχεδιασμό, ή την ελευθεριακή παραγωγή. ΕΙΚΟΝΑ ΙΙ Πριν από πέντε περίπου χρόνια ο δήμος Μπέιογλου, όπου βρίσκεται και το Ταξίμ, αλλά και ο μεγάλος εμπορικός πεζόδρομος της λεωφόρου Ιστικλάλ, έθεσε σε εφαρμογή κανονισμό που απαγόρευε στους μικροπωλητές που πουλάνε τρόφιμα στο δρόμο να διαθέτουν οτιδήποτε άλλο, εκτός από κάστανα, κουλούρια (Θεσσαλονίκης) και καλαμπόκι. Η εξέγερση έφερε και πάλι στον δρόμο έναν κόσμο που είχε εξαφανιστεί: ταψιά

Επίλογος, η 11η μέρα Εδώ και μέρες λεγόταν σε πηγαδάκια ότι τα ξημερώματα της Τρίτης 11 Ιουνίου θα επέμβει η αστυνομία στο Ταξίμ, και η ιστορία αυτή μου ακουγόταν ίδια και απαράλλακτη με τις ατέλειωτες φημολογίες, την παραπληροφόρηση και το συνεχές ράδιοαρβύλα των ελληνικών συγκεντρώσεων. Τελικά όμως η τουρκική αστυνομία όπως και οι τούρκοι διαδηλωτές δεν αστειεύονται και είναι πολύ πιο συνεπής στα ραντεβού τους. Το χάραμα της 11ης του Ιούνη βρήκε το Ταξίμ από ένα πολύχρωμο πανηγύρι ανθρώπων με υψωμένα αγωνιστικά μπαϊράκια, να έχει μεταμορφωθεί σε μια θάλασσα από ομοιόμορφες μαύρες αστυνομικές μορφές μέσα στην οποία έπλεαν μόνο λευκά ΤΟΜΑ (το τουρκικό όνομα για τις αύρες), οι διαδηλωτές περιορίστηκαν μόνο εντός του πάρκου Γκεζί, και μόνο μερικοί αγωνιστές/προβοκάτορες βγαίνουν να αντιμετωπίσουν μοναχικοί ολόκληρες διμοιρίες. Το επόμενο βήμα εξαντλείται στο να αναμένουμε τη 12η μέρα.

με μύδια με πιλάφι, καρότσια με φακοκεφτέδες, συκώτι αρβανίτικο στα κάρβουνα και κοκορέτσι, μπιφτέκια στα κάρβουνα, μανάβηδες με κούμπλα και μούσμουλα και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου αποτελούν πλέον τη βασική δίαιτα των επαναστατών του Ταξίμ. ΕΙΚΟΝΑ ΙΙΙ Σε έναν τοίχο δίπλα στην είσοδο του Γαλλικού Ινστιτούτου είναι γραμμένο ένα σύνθημα με άκομψη λατινική γραφή Nitimur in Vetitum (Αγωνιούμε για το Απαγορευμένο). Σπεύδουμε όλοι να φωτογραφίσουμε τον σκοτεινό φιλόσοφο του δρόμου που αντιγράφει τον Νίτσε, ο οποίος με τη σειρά του αντέγραψε τον Οβίδιο· νά η απόδειξη της επανάστασης νέου τύπου. Ή μήπως ο εξεγερμένος με το σπρέι απλά αντέγραψε το αγαπημένο τατουάζ γκοθάδων και νταρκάδων, που με τη σειρά τους το ξεπατικώνουν από πηγές όπως το ομώνυμο σουηδικό ντεθ μέταλ συγκρότημα, που ίσως κάποιο μέλος του κάποτε στο σχολείο να άκουσε περί Νίτσε. Εντέλει λίγη σημασία έχει, ο καθένας μας βλέπει στις εικόνες γύρω του αυτά που ξέρει και αυτά που θέλει.


[13]

Στέφανος Βαμιεδάκης

Συλλογικές συμβάσεις εργασίας: επιστροφή στο μέλλον

Μ

ε δεδομένη την έλλειψη ελευθερίας στις διαπραγματεύσεις, καθώς υπάρχει ένα απαγορευτικό και αντεργατικό θεσμικό πλαίσιο, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση που υπέγραψε η ΓΣΕΕ ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί, καθώς διασφαλίζει με τον καθολικό χαρακτήρα της το επίδομα γάμου για όλους τους εργαζόμενους: με τον τρόπο αυτό ξεκινάει η μάλλον αμήχανη ανακοίνωση του προέδρου της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλου, λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας στα μέσα Μαΐου. Στη συνέχεια της ανακοίνωσής του, προχωράει σε μια καταγγελία κατά του προέδρου του ΣΕΒ, εξαιτίας της άρνησης του τελευταίου να συνυπογράψει η ένωση της οποίας ηγείται την παραπάνω ΕΓΣΣΕ: «Η λυσσαλέα επίθεση του Προέδρου του ΣΕΒ και η μη υπογραφή της ΕΓΣΣΕ ουσιαστικά δείχνει τη δική τους επιθυμία να καταργηθούν πλήρως οι συλλογικές συμβάσεις και να οχυρωθούν πίσω από τον νόμο». Η ανακοίνωση καταλήγει με μια τυπική αγωνιστική υπόσχεση, με διπλό αποδέκτη: «Εμείς μαζί με αυτούς που υπέγραψαν τη Συλλογική Σύμβαση, τους μικρούς εργοδότες, θα απευθυνθούμε και στον Πρωθυπουργό και στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και θα απαιτήσουμε να επανέλθει η μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων και κυρίως η επεκτασιμότητά τους σε όλους τους εργαζόμενους» (http://goo.gl/ 7KO1Z). Αν ήμασταν στο δημοτικό και κάναμε ανάλυση κειμένου, δεν θα δυσκολευόμασταν να εντοπίσουμε τα καλολογικά στοιχεία στα παραπάνω αποσπάσματα: «επίδομα γάμου», «μετενέργεια», «επεκτασιμότητα». Το δραματικό στοιχείο ωστόσο βρίσκεται αλλού, και δεν είναι άλλο από την απουσία της μεγαλύτερης τριτοβάθμιας εργοδοτικής οργάνωσης. Η απάντηση του προέδρου του ΣΕΒ στις παραπάνω δηλώσεις υπήρξε άμεση και με πολύ πλουσιότερο φιλολογικό ενδιαφέρον, γεγονός που οφείλεται αν μη τι άλλο στη γνωστή αγάπη

που τρέφει ο κ. Δασκαλόπουλος για τις τέχνες και τα γράμματα: «Μάταια η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ προσπαθεί να γεμίσει το αδειανό πουκάμισο μιας ΕΓΣΣΕ χωρίς νομική υπόσταση ούτε ουσιαστικό περιεχόμενο, για να διασώσει το φύλλο συκής του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού των ΔΕΚΟ που η ίδια εκπροσωπεί και που δεν έχει καμία σχέση με τα προβλήματα και τις αγωνίες των εργαζομένων». Στη συνέχεια μάλιστα της ανακοίνωσης-απάντησης, ο ΣΕΒ «τη βγαίνει» στη ΓΣΕΕ από τα αριστερά, αφού προβάλλει τον εαυτό του ως τον πραγματικό υπερασπιστή της εργατικής τάξης ενάντια στη λαίλαπα της τρόικας: «Ο ΣΕΒ εκπροσωπεί την πραγματικότητα των χιλιάδων εργαζομένων στις επιχειρήσειςμέλη του, οι οποίοι απολαμβάνουν τις καλύτερες συνθήκες εργασίας και τις καλύτερες αμοιβές. Γι αυτό και είμαστε οι μόνοι που εξασφαλίζουμε στην πράξη το επίδομα γάμου. Ο ΣΕΒ έχει επανειλημμένα καλέσει τη ΓΣΕΕ να συζητήσουμε για ένα νέο πρότυπο μιας σύγχρονης και ισχυρής Συλλογικής Σύμβασης. Με τις κόκκινες γραμμές και τους δήθεν ανένδοτους αγώνες, η ΓΣΕΕ άφησε ελεύθερο το πεδίο στις εργασιακές συνταγές της Τρόικας, στις οποίες μόνο ο ΣΕΒ έχει αντιπαραθέσει ουσιαστικό αντίλογο. Με την νοοτροπία και τη στάση της, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ υπονομεύει στην πράξη τον θεσμό της ΕΓΣΣΕ, στρέφει την πλάτη της στα συμφέροντα των εργαζόμενων και αδιαφορεί για τους ανέργους. Ο ΣΕΒ δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο θέατρο σκιών ενός στημένου κοινωνικού διαλόγου. Θα είναι παρών όταν ο κοινωνικός διάλογος αγκαλιάσει την ουσία και αντιμετωπίσει τις αγωνίες των εργαζομένων» (http://goo.gl/5Omep). Περί των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ) λοιπόν η συζήτηση. Ο πόλεμος ανακοινώσεων μεταξύ των δύο παραπάνω «κοινωνικών εταίρων» έγινε με αφορμή την άρνηση υπογραφής της ΕΓΣΣΕ από την πλευρά του ΣΕΒ, με αποτέλεσμα το κύρος και το εύρος εφαρμογής της να υπο-


Χρήστος Χρυσανθόπουλος

[14]

νομεύονται ήδη σε μεγάλο βαθμό. Η «ρήξη» αυτή συνιστά το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας που έχει ξεκινήσει εδώ και λίγο καιρό στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στην ουσία πρόκειται για ένα «τέλος εποχής», αφού ισχυρές ενδείξεις και τάσεις υποδεικνύουν ότι η περίοδος που εγκαινιάστηκε το 1990 με την εισαγωγή του λεγόμενου συστήματος των «ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων» (ν. 1876/90) φτάνει στο τέλος της. Η προοπτική αυτή δεν προκαλεί μόνο τριγμούς στην πλευρά του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος και τις υπάρχουσες εργατοϋπαλληλικές οργανώσεις, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται πως οδηγεί και τους συλλογικούς φορείς εκπροσώπησης της εργοδοσίας σε άγνωστα νερά. Κρατικές ρυθμίσεις και τομές Το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην Ελλάδα αντανακλούσε ιστορικά και αναπαρήγαγε τον ευρύτερο παρεμβατικό χαρακτήρα του κράτους στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Μεταπολεμικά, το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για τις ΣΣΕ ρυθμιζόταν με τον νόμο 3239/1955.1 Ο νόμος 1. Ν. 3239/55: «Περί τρόπου ρυθμίσεως των συλλογικών διαφορών εργασίας, συστάσεως Εθνικού Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Κοινωνικής Πολιτικής και τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων εργατικών νόμων», ΦΕΚ 125/ Α/20-5-55.

αυτός επέτρεπε τις διαπραγματεύσεις μόνο σε κλαδικό, ομοιοεπαγγελματικό ή ομοσπονδιακό επίπεδο. Ο συγκεντρωτισμός αυτός εξυπηρετούσε μια συγκεκριμένη τακτική, που δεν είχε άλλο σκοπό από τον πλήρη κρατικό έλεγχο στην τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης: η κρατική διαιτησία είχε υποχρεωτική ισχύ, κάτι που οδηγούσε το σύστημα των εργασιακών σχέσεων υποχρεωτικά υπό τη σκέπη και «φροντίδα» του κράτους, φαινόμενο που στη σχετική βιβλιογραφία έχει κωδικοποιηθεί ως «κρατικός πατερναλισμός». Με την υποχρεωτική διαιτησία, τα συνδικάτα είχαν μετατραπεί σε «ομάδες πίεσης» προς την εκάστοτε κυβέρνηση. Δεδομένου όμως ότι ρητή πρόθεση όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων ήταν η προσέλκυση επενδύσεων, η προώθηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, η διατήρηση του εργατικού κόστους σε χαμηλά επίπεδα, με άλλα λόγια η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για τη συσσώρευση κεφαλαίου, ο κρατικός παρεμβατισμός μέσω της υποχρεωτικής διαιτησίας ευνοούσε την εργοδοτική πλευρά. Η κύρια ασφαλιστική δικλείδα για τη στόχευση αυτή προερχόταν από το περιβόητο άρθρο 20§2 του ν. 3239/55 που προέβλεπε πως «εν η περιπτώσει συλλογική σύμβασις ή απόφασις διαιτησίας αντιτίθεται εις την γενικήν ή ειδικήν οικονομικήν ή κοινωνικήν πολιτικήν της Κυβερνήσεως, οι Υπουργοί Συντονισμού και Εργασίας […] δύνανται να τροποποιούν


[15]

ή να μην εγκρίνουν εν όλω ή εν μέρει την συλλογικήν ταύτην σύμβασιν εργασίας ή απόφασιν διαιτησίας». Η υποχρεωτική διαιτησία οδηγούσε λοιπόν σε αποφάσεις που απέρρεαν άμεσα από την κυβερνητική εισοδηματική πολιτική, οδηγώντας στην ουσία σε ένα σύστημα κρατικής διατίμησης της εργατικής δύναμης. Παράλληλα, ο ασφυκτικός κρατικός παρεμβατισμός, που πήγαζε από τις διατάξεις του ν.3239/55, είχε οδηγήσει σε μια υπέρμετρη διόγκωση του νομικού πλαισίου που διέπει τις εργασιακές σχέσεις. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν ότι οι αποφάσεις λαμβάνονταν από την κορυφή του συστήματος εργασιακών σχέσεων, η υποχρεωτική διαιτησία έκλινε προς την πλευρά του κεφαλαίου και γενικά είχε διαμορφωθεί μια κατάσταση όπου οι σχέσεις μεταξύ συνδικάτων-εργοδοτών-κράτους ήταν περισσότερο πελατειακές, ενώ η ΓΣΕΕ λειτουργούσε από χρόνια έξω από κάθε λογική ταξικής σύγκρουσης και πάλης, καθώς στην ουσία από την περίοδο του Εμφυλίου είχε ανοιχτά μετατραπεί σε αντικομμουνιστικό μηχανισμό. Το μετεμφυλιακό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων αρχίζει να κλονίζεται εν μέρει μετά το 1974. Στο διάστημα αυτό, και μέχρι το 1989, η άνοδος της μαχητικότητας των συνδικάτων και οι αλλαγές στον συσχετισμό δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας δημιούργησαν τις συνθήκες που θα οδηγήσουν τελικά στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, εξέλιξη ωστόσο που κάθε άλλο παρά γραμμική υπήρξε. Κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο η διαμάχη γύρω από το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων υπήρξε συνεχής και αδιάλειπτη. Φαινομενικά προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι ο ν. 3239/55 κατάφερε να επιβιώσει, δεδομένης της απαξίωσής του, σε ρητορικό τουλάχιστον επίπεδο, από συνδικάτα, εργοδότες και πολιτική εξουσία. Ωστόσο, γύρω από το θεσμικό πλαίσιο του ν. 3239/55 τα στοιχεία συνέχειας και ασυνέχειας συνυπήρξαν και οδήγησαν σε μια ιδιότυπη κατάσταση που συνετέλεσαν στην επιβίωσή του. Το «ξεδόντιασμα» του ν. 3239, με την κατάργηση του άρθρου 20, συνδυάστηκε με την ανάδυση μορφών συλλογικών διαπραγματεύσεων που ξεπερνούσαν de facto το ασφυκτικό του πλαίσιο και οι οποίες απέκτησαν μια σταθερή και

νομιμοποιημένη παρουσία. Νέες μορφές συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όπως οι «άτυπες συμβάσεις», τα «πρωτόκολλα τριμερούς συνεργασίας», οι επιχειρησιακές ΣΣΕ, άρχισαν να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, οπότε τέτοιου είδους συμφωνίες ήταν ήδη καθεστώς σε πλήθος παραγωγικών μονάδων. Η κατάκτηση του δικαιώματος αυτού μετά από σκληρούς εργατικούς αγώνες κατά τη Μεταπολίτευση δημιούργησαν νέα δεδομένα, καθώς αναδύθηκε μια ισχυρή τάση ελαχιστοποίησης των κλαδικών ΣΣΕ στις επιχειρήσεις και αντικατάστασής τους από τις επιχειρησιακές «άτυπες συμβάσεις». Η δυναμική που αναπτύχθηκε την περίοδο αυτή οδήγησε σε μια «χαλάρωση» του μεταπολεμικού συστήματος διατίμησης της εργατικής δύναμης (ν. 3239/55), έδωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στις οργανωμένες εργατικές δυνάμεις και έφερε μια τάση μείωσης της παρεμβατικής (μεσολαβητικής-διαιτητικής) παρουσίας του κράτους: την περίοδο 1974-1981, οι μεσολαβήσεις του υπουργείου Εργασίας ήταν 234, ενώ στο τότε Τμήμα Μεσολάβησης απασχολούνταν ελάχιστοι εργαζόμενοι. Η μερική αυτή «απελευθέρωση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων τελούσε ωστόσο υπό συνεχή αίρεση. Η χαλάρωση της υποχρεωτικής διαιτησίας δεν σήμαινε την πλήρη της απόσυρση. Οι ΕΓΣΣΕ των ετών 1975, 1976 και 1977 υπήρξαν προϊόν ελεύθερης διαπραγμάτευσης και το περιεχόμενό τους διευρύνθηκε σημαντικά. Αλλά οι αντίστοιχες των ετών 1978, 1979 και 1980 επιβλήθηκαν με Διαιτητικές Αποφάσεις του κράτους. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, αφενός νομιμοποιήθηκε η ύπαρξη των επιχειρησιακών σωματείων (ν. 1264/82), άρα και οι ΣΣΕ που αυτά υπέγραφαν, αφετέρου η κρατική παρεμβατικότητα απέκτησε άλλο περιεχόμενο, αφού τώρα πια οι όροι είχαν αντιστραφεί εις βάρος του εργοδοτικού πόλου. Κατά ειρωνικό τρόπο λοιπόν, η θετική αρχικά ανταπόκριση του υπουργείου στα εργατικά αιτήματα λειτούργησε προσωρινά ως τροχοπέδη στο αίτημα κατάργησης της υποχρεωτικής διαιτησίας υπέρ ενός συστήματος «ελεύθερων» συλλογικών διαπραγματεύσεων. Στη χρονική αυτή συγκυρία, φαινόταν ότι καμία πλευρά δεν ήθελε στην πραγματικότητα την απόσυρ-


[16]

ση του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό πως την περίοδο 1981-1984 οι μεσολαβήσεις του Υπουργείου Εργασίας πολλαπλασιάστηκαν και το οικείο Τμήμα Μεσολαβήσεων αναβαθμίστηκε σε Διεύθυνση, ενώ η συντριπτική πλειονότητα των μεσολαβήσεων κατέληξαν υπέρ των εργαζομένων. Φυσικά, μακροπρόθεσμα η κατάσταση αυτή λειτούργησε ως μπούμερανγκ για την εργατική πλευρά, αφού, με αφορμή τη συγκυρία του 19851986 και την εφαρμογή του Προγράμματος Σταθεροποίησης, το σύστημα άρχισε να «ισορροπεί»: μεταξύ 1985 και 1986 οι συλλογικές διαφορές αυξήθηκαν κατά 40% περίπου (από 544 σε 772). Ταυτόχρονα, η επαναφορά της κρατικής διατίμησης, μέσω της μονομερούς επιβολής της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής, οδήγησε σε απότομη μείωση των ΣΣΕ και των Διαιτητικών Αποφάσεων (ΔΑ): από 300 ΣΣΕ και 282 ΔΑ το 1982 και 252 ΣΣΕ και 264 ΔΑ το 1984, σε μόλις 44 ΣΣΕ και 82 ΔΑ το 1986, και 76 ΣΣΕ και 84 ΔΑ το 1987. Η συνολική εικόνα της περιόδου 1975-1989 μας δίνει μια πληρέστερη αποτύπωση των δομικών χαρακτηριστικών του συστήματος: σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το ποσοστό των ΣΣΕ επί των συλλογικών ρυθμίσεων την περίοδο 1975-1989 ξεπερνούσε το 42%. Κατά την περίοδο της δεξιάς διακυβέρνησης (1975-1981), το ποσοστό αυτό ανέρχεται περίπου σε 51%. Αυτό δείχνει ότι κατά την περίοδο του ΠΑΣΟΚ υπήρξε μείωση των συλλογικών συμβάσεων σε σχέση με τις διαιτητικές αποφάσεις. Σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία από το Υπουργείο Εργασίας, την περίοδο 1975-1989 οι ΣΣΕ έφτασαν συνολικά τις 2.604 και οι ΔΑ τις 2.635, γεγονός που υποδεικνύει την ύπαρξη μιας ισορροπίας μεταξύ τους και κυρίως την τεράστια σημασία της υποχρεωτικής διαιτησίας. Την ίδια περίοδο, η ΕΓΣΣΕ επιβλήθηκε 7 φορές μέσω ΔΑ και 9 φορές υπογράφηκε συλλογική συμφωνία. Η εικόνα παραμένει ίδια αν δούμε συνολικά την περίοδο εφαρμογής του ν. 3239/55: μεταξύ 1961 και 1989 ο ετήσιος μέσος όρος των ΣΣΕ που υπογράφονταν ήταν περίπου 130 και των διαιτητικών αποφάσεων σχεδόν 127, που σημαίνει ότι στη «μακρά διάρκεια» διατηρήθηκε μια ισορροπία μεταξύ των ΣΣΕ και των ΔΑ.

Οι συζητήσεις ωστόσο για μεταρρύθμιση του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων προς μια «φιλελεύθερη» κατεύθυνση συνεχίζονται και κλιμακώνονται στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Μετά από πολλές παλινωδίες, η κυβερνητική αλλαγή που έρχεται μετά το ναυάγιο του ΠΑΣΟΚ θα δώσει το σύνθημα για τον «εκσυγχρονισμό», αφού ο νόμος που αντικατέστησε τον 3239/55 ψηφίστηκε επί Οικουμενικής στις αρχές του 1990. Με τον νέο νόμο 1876/90 («Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ 27/Α/8-3-1990), επιχειρήθηκε να αυτονομηθεί η διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης μέσω του περιορισμού του κρατικού ρόλου σε αυτήν. Στόχος ήταν, σύμφωνα με τις επίσημες διακηρύξεις, η δημιουργία και στην Ελλάδα ενός σύγχρονου πλαισίου «ελεύθερων διαπραγματεύσεων», σε αντιστοιχία με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα και τις διεθνείς τάσεις. Με τον ν. 1876/90 αναγνωρίζονταν, πέρα από τις εθνικές και τις ομοιοεπαγγελματικές (εθνικές και τοπικές), και οι επιχειρησιακές ΣΣΕ. Έτσι, το περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων επεκτεινόταν σε όλο το πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Η κατάργηση της υποχρεωτικής διαιτησίας συνοδεύτηκε από τη δημιουργία ενός νέου ειδικού ανεξάρτητου σώματος με τίτλο «Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας» (ΟΜΕΔ), επιφορτισμένου ακριβώς με καθήκοντα μεσολάβησης και διαιτησίας για την επίτευξη της συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών. Παρά τη θεσμοθέτηση όμως μιας σειράς σταδίων ελεύθερης διαπραγμάτευσης, δεν έλειψαν και σημεία όπου αυτή η δυνατότητα περιοριζόταν σημαντικά.2 Κατά την πρώτη περίοδο, το νέο σύστημα κάθε άλλο παρά λειτούργησε ομαλά, καθώς η δύσκολη οικονομική κατάσταση που βίωνε η χώρα στη συγκυρία 1990-1993, έδωσε το άλλοθι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη να επιδείξει με τη σειρά της τη φιλελεύθερη εκδοχή της παρεμβατικότητας («old habits die hard»): με βάση τον νόμο 2025/92 «περί ανωτάτων ορίων των πάσης φύσεως δαπανών προσωπικού», τα δικαστήρια ανέτρε2. Σε περιπτώσεις π.χ. που αφορούσαν τη συλλογική διαπραγμάτευση στις ΔΕΚΟ και τις επιχειρησιακές συμβάσεις, ο νόμος άφηνε περιθώρια που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μορφές υποχρεωτικής διαιτησίας.


Μάχη Μαρούδα

[17]

ψαν μέρος της ΕΓΣΣΕ του 1990, ενώ το 1991 η κυβέρνηση αποφάσισε την αναστολή της λειτουργίας του ΟΜΕΔ για εκείνο το έτος. Οι τριτοβάθμιες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ έλαβαν το μήνυμα και δείχνοντας καλή θέληση προς κράτος και εργοδότες –για το καλό της εθνικής οικονομίας φυσικά– υπέγραψαν το 1991 μια ΕΓΣΣΕ «διετούς εργασιακής ειρήνης»: η ΕΓΣΣΕ αυτή προέβλεπε μερικό πάγωμα των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων για το 1991, ολικό για το 1992 και μάλιστα σε μια κατεύθυνση διατήρησης του παγώματος και για τα 1993-1994, ενώ και στον ιδιωτικό τομέα προβλέπονταν αυξήσεις πολύ κάτω του πληθωρισμού, δηλαδή μείωση των αποδοχών. Οι συλλογικές συμβάσεις στην εποχή των μνημονίων Η «χρυσή εποχή» που ξεκίνησε το 1990 (συναινετικό μοντέλο, «ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις» κ.λπ.) έκλεισε με πάταγο τα τελευταία χρόνια. Οι εξελίξεις της περιόδου 2010-2013 όσον αφορά την πρακτική των εργοδοτών και το ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις πιστοποιούν αφενός την πλήρη κατάρρευση του συναινετικού μοντέλου και αφετέρου μια διάχυτη αίσθηση επικράτησης της εργοδοτικής ατζέντας, με άγνωστες ακόμη συνέπειες για το

μέλλον των εργασιακών σχέσεων. Τα χαρακτηριστικά της νέας κατάστασης είναι σε ένα βαθμό ερμαφρόδιτα: από τη μία έχουμε μια κλασικού τύπου αναίρεση βασικών πτυχών του «φιλελεύθερου» μοντέλου από την πλευρά του κράτους, σε συνθήκες διάχυτης οικονομικής και πολιτικής κρίσης, και την επαναφορά μορφών κρατικής διατίμησης της εργασίας («ελάχιστος νόμιμος μισθός»)· από την άλλη, παρατηρείται η πλήρης αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων («απελευθέρωση»), φαινόμενο που δυνητικά επηρεάζει όπως θα φανεί παρακάτω και τις ίδιες τις εργοδοτικές οργανώσεις, ως οργανωμένους φορείς συλλογικής εκπροσώπησης της εργοδοσίας. Την περίοδο 2010-2011 το σύστημα αρχίζει να δέχεται τα πρώτα χτυπήματα, ενώ τότε διαμορφώνονται οι τάσεις που θα επικρατήσουν καθολικά στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέχρι σήμερα.3 Ο νόμος Κατσέλη (ν. 3899/2010: «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης 3. Τα στοιχεία που ακολουθούν προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις δύο εξαιρετικές μελέτες του Α. Καψάλη, «Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο καθορισμός των αποδοχών των εργαζομένων στο περιβάλλον της ύφεσης και της κρίσης», που καλύπτουν τις περιόδους 20102011 και 2012.


[18]

της ελληνικής οικονομίας», ΦΕΚ 212/Α/17-122010) εισήγαγε στο άρθρο 13 την έννοια των «ειδικών επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας». Πρόκειται για επιχειρησιακές ΣΣΕ με αποδοχές και όρους εργασίας που μπορούν να αποκλίνουν από αυτούς της αντίστοιχης κλαδικής. Η ρύθμιση αυτή στην ουσία καταργούσε τη λεγόμενη «συρροή» και την επέκταση των ευνοϊκότερων όρων των κλαδικών ΣΣΕ προς τις επιχειρησιακές. Νομιμοποιούσε δηλαδή την ήδη υπάρχουσα τάση, οι όποιες ΣΣΕ υπογράφονταν σε επίπεδο επιχείρησης να συγκλίνουν με τους όρους της ΕΓΣΣΕ, δηλαδή τα κατώτερα νόμιμα επίπεδα. Την ίδια περίοδο, με βάση τον «μνημονιακό» νόμο 4024/2011, εισήχθη και η δυνατότητα σύναψης επιχειρησιακής ΣΣΕ μεταξύ εργοδότη και «ένωσης προσώπων», δηλαδή μορφώματος εργαζομένων που συγκροτείται από τα 3/5 των εργαζομένων σε μια μικρή επιχείρηση που δεν έχει επιχειρησιακό σωματείο, και ο νοών νοείτω. Η επεξεργασία των ΣΣΕ κατά την πρώτη αυτή περίοδο (2010-2011) έδειξε μια σειρά από εφιαλτικές τάσεις: σημαντικός αριθμός κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ (σχεδόν το 50%) παρέπεμπαν απευθείας στα προβλεπόμενα της ΕΓΣΣΕ, στη Διαιτησία κατέληξαν κυρίως υποθέσεις κλαδικού επιπέδου (36 από τις 57), ενώ το 2011 παρατηρήθηκαν πολύ λιγότερες προσφυγές στη διαιτησία σε σχέση με το 2010 (6 έναντι 51). Το καλύτερο μας το φύλαξε η επιχειρησιακή ΣΣΕ της COSMOTE που, για τις αυξήσεις στα κατώτατα όρια των αποδοχών παρέπεμπε σε ενδεχόμενο νόμο ή τη μελλοντική ΕΓΣΣΕ, καθώς και η αντίστοιχη στην εταιρεία security Brinks, με βάση την οποία καταργούνταν η ισχύς των οικείων κλαδικών, 8 ολόκληρους μήνες πριν αυτή η δυνατότητα θεσμοθετηθεί από τον ν. 4024/2011! Σα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός… Από τα παραπάνω, διαφαίνεται ήδη από την περίοδο 2010-2011 αυτό που πάει να κυριαρχήσει συνολικά πια: η στρατηγική της «αποκέντρωσης» των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η αλλαγή εκφράζεται ειδικότερα από μια τάση υπερίσχυσης των επιχειρησιακών ΣΣΕ επί των κλαδικών, γεγονός που σημαίνει ότι πλέον οι εργαζόμενοι έχουν κλειστεί στα καρέ τους, για να χρησιμοποιήσουμε μια οικεία ποδοσφαιρική έκ-

φραση, και παίζουν συνέχεια άμυνα δίνοντας τις μάχες τους σε επίπεδο επιχείρησης ή ακόμα χειρότερα ατομικά, εκεί δηλαδή που είναι πιο αδύναμοι στην παρούσα συγκυρία. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλο και περισσότερες ΣΣΕ είναι πιστή αντιγραφή της ΕΓΣΣΕ, δηλαδή προβλέπουν τα κατώτατα νόμιμα όρια. Έτσι λοιπόν, η κατάργηση των διατάξεων του νόμου Κατσέλη περί «ειδικών επιχειρησιακών ΣΣΕ» που ακολούθησε ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει αυτό που όλοι υποψιαζόμασταν: η πλειονότητα των επιχειρησιακών ΣΣΕ είναι στην ουσία «ειδικές». Το αποτελείωμα του όλου συστήματος επήλθε την τελευταία διετία (2012-2013). Ο νόμος του «τρίτου μνημονίου» (ν. 4093/2012) ρίχνει με άκομψο τρόπο την ταφόπλακα, καθώς με αυτόν αίρεται η αυτοδίκαιη επεκτασιμότητα της ΕΓΣΣΕ στο σύνολο των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, αφού πλέον η σύναψη και η εφαρμογή της ΕΓΣΣΕ θα δεσμεύει μόνο τους εργοδότες-μέλη των τριτοβάθμιων οργανώσεων που την υπογράφουν. Ταυτόχρονα, με βάση την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 6 της 28.2.2012, πραγματοποιείται μονομερής από την πλευρά του κράτους μείωση των προβλεπόμενων από την ΕΓΣΣΕ κατώτατων ορίων μισθών/ημερομισθίων και μια σειρά από άλλες ρυθμίσεις, «χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων» όπως ρητά αναφέρεται προς άρση τυχόν παρεξηγήσεων. Η καθολική ισχύς της ΕΓΣΣΕ αφορά πλέον μόνο μη μισθολογικά ζητήματα, ενώ και επίσημα πλέον ο κατώτατος μισθός της ΕΓΣΣΕ αντικαθίσταται από έναν «νόμιμο ελάχιστο μισθό», που θα προκύπτει από ανάλογες Πράξεις Υπουργικού Συμβουλίου όσο διαρκεί η κατάσταση «έκτακτης ανάγκης». Με βάση τα παραπάνω, ο όρος «συλλογική διαπραγμάτευση» αποτελεί το νέο πιο σύντομο ανέκδοτο. Μετά τον νόμο 4024/12 οι επιχειρησιακές ΣΣΕ έχουν 13πλασιαστεί. Μεταξύ 2011 και 2012 υπογράφηκαν 813 επιχειρησιακές ΣΣΕ, από τις οποίες μόνο οι 181 (το 22,3%) υπογράφηκαν από σωματείο και οι υπόλοιπες από «ενώσεις προσώπων». Από αυτές τις 813 συνολικά επιχειρησιακές ΣΣΕ, η συντριπτική τους πλειονότητα (799) υπογράφηκε μετά τη δημοσίευση


στην Εφημερίδα της κυβέρνησης του «μνημονιακού» ν. 4024/2012. Φυσικά, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους, οι νέες αυτές ΣΣΕ προβλέπουν μειώσεις αποδοχών στα όρια του κατώτατου νόμιμου (δηλαδή της ΕΓΣΣΕ). Πολλές από αυτές μάλιστα προβλέπουν ρητά προσαρμογές αποδοχών στα όρια της «εκάστοτε ΕΓΣΣΕ». Κάτι παραπάνω θα ξέρουν τα συμβαλλόμενα μέρη… Τι μένει λοιπόν να γίνει με βάση την ιστορική εξέλιξη του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και τη νέα πραγματικότητα του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» που διαμορφώνεται; Προς το παρόν, αξίζει να περιοριστούμε σε μερικά σχόλια και διαπιστώσεις. Καταρχήν, το οργανωμένο εργατικό κίνημα θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά την έννοια της «κατάκτησης», πώς δηλαδή τη νοηματοδοτεί και την αντιλαμβάνεται. Το παράδειγμα των επιχειρησιακών συμβάσεων είναι από αυτήν την άποψη χαρακτηριστικό, με δεδομένη τη σχεδόν ακαριαία μετατροπή τους από «κατάκτηση» σε «κατάρα». Ήταν «μοιραίο» τα επιχειρησιακά σωματεία και οι επιχειρησιακές συμβάσεις να λειτουργήσουν στις σημερινές συνθήκες ως «κερκόπορτα»; Κάθε άλλο, αλλά ούτε και το αντίθετο θα περίμενε κανείς. Στις συνθήκες των δεκαετιών ’70 και ’80, η κατοχύρωση της δυνατότητας ίδρυσης επιχειρησιακών σωματείων και σύναψης αντίστοιχων ΣΣΕ θεωρήθηκε μεγάλη κατάκτηση –και δικαίως μέχρι ένα βαθμό–, στην πορεία ωστόσο αποδείχθηκε ότι το θετικό πρόσημο μπορεί να μετατραπεί στο αντίθετό του όταν αλλάξουν οι συσχετισμοί δύναμης στο μικροεπίπεδο και συνολικότερα. Παρότι είναι λάθος η σχετική συζήτηση να περιορίζεται σε μια δογματικού τύπου διαμάχη μεταξύ κλαδικού και επιχειρησιακού τρόπου οργάνωσης, οι επιφυλάξεις που είχαν εκφραστεί τη δεκαετία του ’70 από συγκεκριμένο πολιτικόσυνδικαλιστικό χώρο σχετικά με την αποθέωση του επιχειρησιακού, δείχνουν να επιβεβαιώνονται. Από την άλλη βέβαια, δεν έχουμε δει ούτε από τις μεγάλες κλαδικές οργανώσεις αξιόλογες και επιτυχημένες μάχες απόκρουσης της νέας ζοφερής κατάστασης, πολύ περισσότερο από αυτές που ελέγχουν οι σας-τα-λέγαμε-εμείς επικριτές του πάλαι ποτέ πασοκικού και εξωκοινο-

Μάχη Μαρούδα

[19]

βουλευτικού επιχειρησιακού μοντέλου. Η οχύρωση λοιπόν του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος πίσω από λογικές «κατοχύρωσης», «θεσμοποίησης», «κατάκτησης» κ.λπ. έχει πολύ συγκεκριμένα, ιστορικά προσδιορισμένα, όρια και εμπεδώνει αντιλήψεις αδράνειας, νομικισμού, ανάθεσης και τελικά ηττοπάθειας. Στο σημείο αυτό, ο παράγοντας «εργοδοσία» εμφανίζει αντίστοιχες «δυσλειτουργίες». Η ρύθμιση που προβλέπει ότι η ΕΓΣΣΕ θα δεσμεύει μόνο τους εργοδότες-μέλη των τριτοβάθμιων οργανώσεων (ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ) είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικές διαρροές στις τάξεις τους και αντίστοιχο προβληματισμό με τις εργατοϋπαλληλικές. Το παρασκήνιο γύρω από την άρνηση υπογραφής της φετινής ΕΓΣΣΕ από το ΣΕΒ ερμηνεύεται σε άμεση συσχέτιση με τις παραπάνω εξελίξεις. Από την άποψη αυτή, ίσως να εξηγείται ώς ένα βαθμό και η πρόσφατη επικοινωνιακή τακτική του Δ. Δασκαλόπουλου προσωπικά: οι νουθεσίες προς τους νέους επιχειρηματίες, η «αντιμνημονιακή» ρητορική προς πάσα κατεύθυνση, εγγράφονται ίσως σε μια προσπάθεια ανανέωσης του εργοδοτικού λόγου και πρακτικής, συγκρότησης νέων συμμαχιών και διατήρησης ενός ηγεμονικού ρόλου στο αστικό μπλοκ, ενόψει μελλοντικών εξελίξεων που θα έθεταν μορφώματα τύπου ΣΕΒ στο περιθώριο της ιστορίας, μαζί με τους μέχρι πρότινος κοινωνικούς του συνεταίρους.


[20]

Κωστής Καρπόζηλος

Μπερδεμένα χωροχρονικά καλώδια

Ένα λογοπαίγνιο με ουσία H τσαπατσούλικη ιντερνετική δημοσιογραφία υποδέχτηκε με τα συνήθη ενοχλητικά σημεία στίξης την παρέμβαση του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, προέδρου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, σε μια εκδήλωση του Κύκλου Νέων Επιχειρηματιών, στις 27 Μαΐου. «Γκάφα: Ο Δασκαλόπουλος έπλεξε το εγκώμιο στην…. ΚΝΕ!!!!», τιτλοφορούνταν το, φθαρμένο μέσα στη διαδοχική αναμετάδοση, ειδησάριο των πέντε αράδων, στο οποίο ο αναγνώστης δεν πληροφορούνταν τίποτα επί της ουσίας, αλλά ανακάλυπτε ένα ευφυές λογοπαίγνιο (http://goo.gl/KJVHo). Ο Δασκαλόπουλος, απευθυνόμενους στους φιλόδοξους νέους επιχειρηματίες, παρατήρησε ότι: «η επωνυμία σας, Κύκλος Νέων Επιχειρηματιών, παραπέμπει με τα αρχικά της σε μια διόλου συγγενική οργάνωση, την ΚΝΕ! Και ξέρετε, πιστεύω, πράγματι ότι κι η επιχειρηματική τάξη χρειάζεται την Οργανωμένη Νεολαία της. Μια άλλη νεολαία βέβαια. Προοδευτική, τολμηρή, ανοιχτή στην σύγχρονη εποχή. Μια νεολαία που να διαθέτει την αγωνιστικότητα, την ενότητα δράσης και την κοινή πίστη της ΚΝΕ – χωρίς τις ιδεοληψίες της. Η νέα επιχειρηματικότητα χρειάζεται μία τέτοια δύναμη κρούσης για να μορφοποιηθεί» (ΣΕΒ: http://goo.gl/29sfn). Το εύρημα του προέδρου του ΣΕΒ εξασφάλισε στην αδιάφορη εκδήλωση τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας που της αναλογούσαν και ερέθισε τα αντανακλαστικά της αυθεντικής ΚΝΕ, η μακρόσυρτη ανακοίνωση της οποίας επιβεβαίωσε την απουσία λογοπαικτικών διαθέσεων του Περισσού (http://goo.gl/rLXhE). Μέχρις εδώ, τίποτα το πολύ συναρπαστικό, πέρα από τις κοινωνικές παραστάσεις του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, ο οποίος, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα των παιδιών της τάξης του που διακτινίστηκαν στα δεκαοχτώ στην αλλοδαπή, σπούδασε στη μεταπολιτευτική ΑΣΟΕΕ. Η αντιπαραβολή του Κύκλου Νέων Επιχειρηματιών με την Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας ενέχει όμως μία ενδιαφέρουσα

διάσταση. Στοιχειοθετεί εκ μέρους του προέδρου του ΣΕΒ μία προσεκτική, αλλά σαφή, επιτίμηση του μοντέλου των πλαδαρών συνάξεων που, υπό το τοτέμ του «διαλόγου», έχουν τροποποιήσει τους χώρους των πάλαι ποτέ επιχειρηματικών επιμελητηρίων. Ο ανύπαρκτος Κύκλος Νέων Επιχειρηματιών συγκαταλέγεται στα πληθωρικά φόρουμ που φύονται και εξαφανίζονται, εξαντλώντας τον βίο τους σε μία συνάντηση και ένα συνταγογραφημένο δελτίο τύπου, για την ανάγκη «τολμηρών» πρωτοβουλιών προς αντιστροφή του δυσμενούς επενδυτικού κλίματος, το οποίο στην ασάφειά του παραπέμπει σε κάτι ανάλογο με το μετεωρολογικό κλίμα. Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος εκπροσωπεί ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο άρθρωσης των συμφερόντων του επιχειρηματικού κόσμου οι συστηματικές παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες του ΣΕΒ αντιστοιχούν στον αναβαθμισμένο ρόλο του στη αναδιάταξη των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας. Η αναζήτηση της επιχειρηματικής ΚΝΕ καταδεικνύει την απόσταση από τις φωτογενείς πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν προϋποθέτουν τη δέσμευση των συμμετεχόντων σε ένα συνεκτικό σχέδιο για την «παραγωγικότερη διαχείριση της κρίσης».1 Στην εντυπωσιακή ιστοσελίδα του πολυδιαφημισμένου TedX, της πιο σοβαρής, συνεκτικής και μακράς διάρκειας πρωτοβουλίας γύρω από την ιδέα της νεανικής επιχειρηματικότητας κυριαρχεί το σύνθημα «The Ones Who Do», το οποίο εικονογραφεί την εστίαση στην ατομική διάνοια και επινοητικότητα.2 Στον αντίποδα, ο Δασκαλόπουλος αντιτάσσει το επιχειρηματικό συνανήκειν, το επιχειρηματικό «εμείς», την «τάξη»: «στους δημόσιους ρήτορες που διακηρύσσουν 1. Ομιλία Δημήτρη Δασκαλόπουλου στην Ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, 13.5.2013. Ιστοσελίδα ΣΕΒ: http://goo. gl/zGqy7. 2. Βιβή Αντωνογιάννη - Ιουλία Δημητρίου, «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο! Το brand(y)ing, οι Ted(εξ), το όραμα», Λεύγα 6, Μάρτιος 2012, σ. 4-9. Βλ. και το http://2012. tedxathens.com/.


[21]

στερεότυπα ότι η ιδιοτέλεια του κεφαλαίου δεν ταυτίζεται με το γενικό συμφέρον, απαντώ: είμαστε η κινητήρια δύναμη της σύγχρονης οικονομίας, είμαστε μία τάξη που παράγει υπεραξία για όλη την κοινωνία, ως αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού συνόλου» (ΣΕΒ: http://goo.gl/29sfn). Μάλλον όταν η εγχώρια ακαδημαϊκή αριστερά προσπαθούσε να αποφύγει τον ύφαλο της κοινωνικής τάξης, ορίζοντάς την με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρά σε σχέση με την έννοια της υπεραξίας, ο πρόεδρος του ΣΕΒ φυλλομετρούσε τις φοιτητικές του σημειώσεις. Ο λόγος του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στις 27 Μαΐου αντανακλά την αυτοπεποίθηση του αστικού κόσμου μετά την αντιδραστική στροφή που ακολούθησε το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου. Η δυναμική του επιχειρηματικού κόσμου, σε συνθήκες φαινομενικής οικονομικής σταθεροποίησης, συμβαδίζει με την επιστροφή σε καταχωνιασμένες έννοιες, όπως αυτή της «τάξης», για την εξυπηρέτηση των νέων διαιρετικών τομών που αντικαθιστούν τη μεταπολιτευτική συναίνεση. Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, σε πλήρη αντίθεση με την ψοφοδεή ΓΣΕΕ, αντιλαμβάνεται την ανάγκη, και δυνατότητα, συγκρότησης του επιχειρηματικού κόσμου σε «τάξη», όπως ακριβώς η επί διετία αρθρογραφία της Καθημερινής ανέσυρε τον «αστισμό» ως σημείο υπέρβασης των παραδοσιακών πολιτικών διαιρέσεων. Ο «αστισμός» επικράτησε στην ανυπαρξία ενός ανταγωνιστικού σχεδίου και στη φοβία μίας ενδεχόμενης κοινωνικής περιπέτειας με πενιχρά αποτελέσματα. Για να ολοκληρωθεί όμως ο κοινωνικός μετασχηματισμός που οραματίζεται η Καθημερινή απαιτούνται νέες κοινωνικές συμμαχίες –γύρω από την πολυθρύλητη έννοια της ανάπτυξης– αλλά και πρωτοπορίες. Η «επιχειρηματική ΚΝΕ» δεν είναι λοιπόν γκάφα είναι η προκείμενη των γκραμσιανών αναγνώσεων του Μάκη Βορίδη για την οριστική τομή με την εκχώρηση του πεδίου των ιδεών στην «αριστερά» και της αναζήτησης οργανωτικών συγκροτήσεων του ελληνικού αστισμού. Η ιστορία ενός εγκωμίου Το 1949 κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένα βιβλίο που έμελλε να περιγράψει το τέλος της

κοινωνικής δυναμικής της δεκαετίας του 1930.3 Το «Ζωτικό Κέντρο» του νεαρού Arthur M. Schlesinger δεν αναφέρεται στον πολυδιαφημισμένο δημοσκοπικά «μεσαίο χώρο», αλλά στην ανάκτηση της ηγεμονίας του αμερικανικού φιλελευθερισμού που είχε κινδυνεύσει στη σκιά της Μεγάλης Ύφεσης υπό την πίεση των «ολοκληρωτικών» ιδεών –το 1949 αυτές είχαν ήδη αποκτήσει αρκούντως ερυθρό χρώμα. Το βιβλίο του Schlesinger περιγράφει τη μεταστροφή τμημάτων της αμερικανικής διανόησης που, στα χρόνια του New Deal, είχαν γοητευτεί από τη μαρξιστική αριστερά και τις παραλληλίες μεταξύ των κορπορατιστικών επιλογών της Αμερικανικής Δημοκρατίας και του κεντρικού σχεδιασμού της Σοβιετικής Ένωσης. Στο έδαφος αυτής της μεταστροφής, μια σειρά διανοουμένων, συχνά με εμπειρίες στο κομμουνιστικό κίνημα, συγκρότησαν μετωπικές οργανώσεις –ρέπλικες της λογικής του Λαϊκού Μετώπου– στην υπεράσπιση του αναδυόμενου Ελεύθερου Κόσμου ζητήματα όπως η χρη3. Arthur M. Schlesinger, The Vital Center, the Politics of Freedom, Βοστώνη: Houghton Mifflin Company, 1949.


[22]

ματοδότηση αυτών από τις αμερικανικές υπηρεσίες ή η υποστήριξη των ΗΠΑ σε αυταρχικά καθεστώτα τοποθετούνταν σε δεύτερη μοίρα στο όνομα του στρατηγικού στόχου, δηλαδή την καταπολέμηση του ερυθρού ολοκληρωτισμού.4 Χωρίς αμφιβολία, οι οργανώσεις του Ελεύθερου Κόσμου χρηματοδότησαν, υποστήριξαν και ενθάρρυναν θαυμαστές δραστηριότητες που καθόρισαν τη μεταπολεμική διανοητική και καλλιτεχνική διαμόρφωση του δυτικού κόσμου. Αν και οι ελληνικές εκφάνσεις της κινητικότητας αυτής δεν είναι εντέλει αμελητέες, η σημαντική επιρροή της κομμουνιστικής αριστεράς στις τάξεις της διανόησης και ο περιρρέων αντιαμερικανισμός καθιστούσε δύσκολη υπόθεση την συνταύτιση με τις οργανώσεις του Ελεύθερου Κόσμου. Η οξεία αντιπαράθεση γύρω από την επιλογή προσωπικοτήτων της διανοητικής αριστεράς να αποδεχτούν τις περίφημες υποτροφίες Φορντ στα χρόνια της δικτατορίας συνιστά ένδειξη της διάχυτης επιφυλακτικότητας γύρω από το παράδειγμα που είχε θεμελιώσει το 1949 ο Arthur M. Schlesinger. Ακολούθησε, στα χρόνια της μεταπολίτευσης, η ανάδυση ενός νέου κυρίαρχου διανοητικού παραδείγματος. Στο πεδίο των περιοδικών εκδόσεων, ο Πολίτης και το Αντί αποτύπωσαν, από τη μία, την απαγκίστρωση από τη λογική του πολιτικού περιοδικού της αυστηρής κομματικής καθοδήγησης, αλλά ταυτόχρονα τη σχεδόν αυτόματη εξίσωση της διανόησης, ή μάλλον των πιο ζωντανών τμημάτων της, με την κοινωνική και πολιτική αριστερά. Τα δύο αυτά έντυπα ταυτόχρονα εξέφρασαν έναν σημαντικό μετασχηματισμό στη σχέση των αριστερών διανοουμένων με το κράτος και τους θεσμούς του, καθώς αποτέλεσαν πεδίο ανάδειξης μίας νέας γενιάς τεχνοκρατών και ακαδημαϊκών που, ούσα η ίδια ενταγμένη στην μεταπολιτευτική συναίνεση, διαμόρφωνε εκ του μακρόθεν –και σε στενή συνάφεια με τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα- το «πρόγραμμα» μιας ιδεατής αριστεράς δίχως, μετά από ένα σημείο, ιδιαίτερες δεσμεύσεις, 4. Από την εκτενή βιβλιογραφία για το θέμα, βλ. ενδεικτικά Hugh Wilford, The Mighty Wurlitzer, how the CIA Played America, Harvard University Press, 2009.

εντάξεις και λοιπές ταλαιπωρίες. Μπορεί ο Άγγελος Ελεφάντης να έλεγε «δεν θέλουμε τα άρθρα που γράφονται για να γίνουν οι συγγραφείς τους επίκουροι», αλλά μία προσεκτική αποδελτίωση του Πολίτη μάλλον θα έδειχνε ότι η επιθυμία του δεν εισακούστηκε.5 Το τέλος των δύο εντύπων στις αρχές του 21ου αιώνα –σχεδόν ταυτόχρονο και με κοινό χαρακτηριστικό το βιολογικό όριο των ιδρυτών τους– οριοθέτησε, με τον ενδεικτικότερο τρόπο, την εξάντληση αυτού του μοντέλου κοινωνικής αναπαραγωγής της ελληνικής διανόησης. Τα διάδοχα σχήματα, υπό την έννοια ότι οι αρθρογράφοι τους συχνά προέρχονται από τις τάξεις του Αντί και του Πολίτη, το κατά τι κουρασμένο Athens Review of Books και το, αρτιότερο από κάθε άποψη, Books’ Journal εκφράζουν τον συγχρονισμό τμημάτων της ελληνικής διανόησης με τη συλλογιστική του «Ζωτικού Κέντρου».6 Τα καταστατικά κείμενα των δύο εντύπων, που ακόμα και τώρα δεν έχουν προσκομίσει καμία εξήγηση για τους λόγους της διάσπασής τους, αναφέρονταν στην ανάγκη υπεράσπισης του «συνταγματικού τόξου» και την καταπολέμηση του ολοκληρωτισμού – ο τελευταίος έχει διασταλεί στα χρόνια που μεσολάβησαν για να συμπεριλάβει και την «παλαβή αριστερά». Τον Δεκέμβριο του 2012, το εντιτόριαλ του Books’ Journal ήταν αφιερωμένο στον υπουργό Οικονομίας Γιάννη Στουρνάρα.7 Το σχετικό «εγκώμιον» αποτέλεσε το επιστέγασμα της σταδιακής ιδεολογικής σκλήρυνσης του εντύπου, που από σημείο συνάντησης γύρω από την υπεράσπιση του «συνταγματικού τόξου» έχει υιοθετήσει τις επιλογές τμημάτων της τρικομματικής κυβέρνησης, ενώ επιδίδεται σε συστηματικές, όχι πάντοτε τεκμηριωμένες, επιθέσεις στην αριστερά με κύριο επιχείρημα ότι η τελευταία έχει αρνηθεί το διαφωτιστικό φωτοστέφανο. Η μα5. «Να ξανασκεφτούμε τον Άγγελο Ελεφάντη: μια συζήτηση με τον Χάρη Γολέμη και τον Αριστείδη Μπαλτά», Ενθέματα, Αυγή, 2.6.2013. 6. Για την πορεία των δίδυμων εντύπων και τις ιδεολογικές τους ταυτίσεις, Κωστής Καρπόζηλος, «Οι ιδιοκτήτες της προόδου στο δρόμο των μεγάλων μεταρρυθμίσεων», Λεύγα 1, Μάρτιος 2011, σ. 36-39. 7. «Γιάννη Στουρνάρα εγκώμιον», Books’ Journal 26, Δεκέμβριος 2012, σ. 3.


[23]

χητικότητα του Books’ Journal και η αποφασιστικότητά του στη διάρρηξη των σχέσεων με κύκλους της εγχώριας αριστεράς αποτυπώνει την πόλωση της δημόσιας συζήτησης και την αυτοπεποίθηση των χειραφετημένων «πρώην» που επικοινωνούν με τις ιδέες του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Προφανώς δεν πρόκειται για την μετατροπή της επιθεώρησης του βιβλίου σε όργανο της επιχειρηματικής ΚΝΕ, αλλά για τον μετασχηματισμό του εντύπου σε χώρο ιδεολογικής και οργανωτικής συγκρότησης γύρω από τον ελληνικό αστισμό. Στην πορεία αυτή υπάρχει χώρος για όλους, ανεξαρτήτως προέλευσης, πολιτισμικών προτιμήσεων και διανοητικών συνηθειών φτάνει να συναινούν στο στρατηγικό όραμα που θα επιτρέψει στις ιερές αγελάδες των Μεταρρυθμίσεων να απολαύσουν τα εύφορα λιβάδια του Ευρωπαϊσμού. Αν ο Δασκαλόπουλος οραματίζεται την επιχειρηματική ΚΝΕ, ο Ηλίας Κανέλλης, ο εκδότης του Books’ Journal, με περισσή διορατικότητα δημιουργεί την Επιθεώρηση Τέχνης του 21ου αιώνα. Πειράματα κλεψύδρας «Πρόγραμμα; Έχετε εν;». Το μακρινό 1892, ο Francesco Saverio Merlino χρησιμοποιούσε αυτή τη ρητορική ερώτηση ως αφετηρία εκδίπλωσης ενός «σοσιαλιστικού, αναρχικού και επαναστατικού προγράμματος» που, βασισμένο στις κοινωνικές «αναγκαιότητες», προοικονομούσε την επερχόμενη κοινωνική μεταβολή.8 Η απάντησή του Merlino αντανακλούσε τη βεβαιότητα των επαναστατικών κύκλων της εποχής για τη νομοτελειακή ωρίμανση των καιρών και την αναγκαιότητα μιας λεπτομερούς αρχιτεκτονικής του μέλλοντος. Από τα επαναστατικά προγράμματα του 19ου αιώνα –εκεί που οι εξισωτικοί σχεδιασμοί περιλάμβαναν ρυθμίσεις για την ομοιόμορφη ενδυμασία και την εξύμνηση της ατμομηχανής– έως τις πυκνογραμμένες, και ενίοτε ανιαρές, κωδικοποιήσεις του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, ανεξάρτητα από χαώδεις διαφορές στο ύφος και στο περιεχόμενο, η καταφατική απά8. Francesco Saverio Merlino, Necessità e basi di un accord, 1892, σ. 1.

ντηση στο ερώτημα του Merlino φάνταζε αυτονόητη. Το «πρόγραμμα» περιέγραφε το υπόστρωμα της ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής και η «οργάνωση» την προέκτασή της. Η μακρά αυτή παράδοση γνώρισε ποικίλες διακυμάνσεις εξαντλώντας τα καύσιμά της κάπου γύρω το 1989 –ανεξαρτήτως από την ταύτιση ή την απόσταση από τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η πλαδαρή κατάρρευση των τελευταίων κλόνισε τις βεβαιότητες του «προγράμματος» και ενέτεινε την κρίση των παραδοσιακών μορφών «οργάνωσης». Στους χώρους της κοινωνικής κριτικής, το φετίχ της «οργάνωσης», που ως πεδίο διαμόρφωσης της πρωτοπορίας του παροντικού προεικόνιζε τη μελλούμενη κοινωνική αναδιοργάνωση, αντικαταστάθηκε από το φετίχ των δικτύων, των οριζόντιων και καθέτων δικτυώσεων, των συντονισμών γύρω από την ανάγκη του διαλόγου και την εγκατάλειψη του συνολικού επαναστατικού προγράμματος προς όφελος του επιμέρους προβληματισμού. Η σύγχρονη ριζοσπαστική σκέψη διαμορφώθηκε στην καταθλιπτική για τις ιδέες της κοινωνικής χειραφέτησης δεκαετία του


[24]

1990 και, υπό το πρίσμα αυτό, συχνά εξαντλεί την πρωτοτυπία της στη δυνατότητα ανάλυσης της «συγκεκριμένης κατάστασης» –να ένα κατάλοιπο της λενινιστικής αργκό– δίχως όμως να έχει την αυτοπεποίθηση του Francesco Saverio Merlino. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τον νέο ελληνικό χάρτη της κοινωνικής κριτικής, ο οποίος, από το 2008, βρίσκεται υπό συνεχή αναδιαμόρφωση. Η διάβρωση των σχημάτων της Μεταπολίτευσης και η παρακμή των χώρων που διασφάλιζαν την αναπαραγωγή των μορφωμένων στρωμάτων έχουν δώσει ώθηση στην εμφάνιση παράλληλων εγχειρημάτων που αμφισβητούν τον κυρίαρχο λόγο και (αυτο)τοποθετούνται στον χώρο της ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής. Η αναλυτική κατάταξη, κατηγοριοποίηση και αποτίμηση των εκδόσεων, των ομαδοποιήσεων, των εντύπων και των εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης ξεπερνά τις προθέσεις αυτού του κειμένου το μητρώο της εμφάνισής τους όμως φανερώνει την πύκνωση και την περιρρέουσα κινητικότητα, καθώς –δίχως να είναι εξαντλητική η παράθεση, δεδομένου του απεριόριστου διαδικτυακού σύμπαντος– τον Ιανουάριο του 2010, τίποτα από τα παρακάτω οικεία και μη οικεία δεν κυκλοφορούσε στην πιάτσα: Humba!, Κομπρεσέρ, Λεύγα, Unfollow, MONO, Λέσχη Ανυπότακτης Θεωρίας, Red NoteΒook, The Press Project, AlterThess, κ.ά. Η άνθηση των ετερογενών αυτών προσπαθειών συνήθως παρουσιάζεται ως ένδειξη δυναμικής σε αντιστοιχία με τη μεγάλη εικόνα των βιβλίων που αποδομούν τον σύγχρονο καπιταλισμό, των ντοκιμαντέρ που εκλαϊκεύουν την οικονομική κρίση, των πολιτικών εγχειρημάτων που αμφισβητούν τις πολιτικές των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων. Η αναδιάταξη του χάρτη της κοινωνικής κριτικής αντιστοιχεί στην εκτίμηση ότι η ελληνική κοινωνία της κρίσης συνιστά ένα πειραματικό εργαστήρι όπου κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το τελικό αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, συνήθως αυτό που υπονοείται είναι ότι η κινητικότητα εκφράζει ζωντάνια και εν τέλει σκιαγραφεί την ενδεχόμενη διέξοδο

από τις καταστροφικές συνέπειες της κρίσης. Προφανώς αυτός είναι ένας δόκιμος και λογικός τρόπος ανάγνωσης. Από την άλλη πλευρά όμως, ίσως θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο αναδυόμενος γαλαξίας της ριζοσπαστικής κριτικής από μόνος του δεν εξασφαλίζει την αντιστροφή της αντιδραστικής αναδίπλωσης. Αντίθετα, μπορεί να την επιβεβαιώνει. Πώς; Μέσα από τον συγχρονισμό με το κυρίαρχο παράδειγμα της Εσπερίας όπου η περιθωριοποίηση της πολιτικής αριστεράς – και ευρύτερα του κοινωνικού ανταγωνιστικού κινήματος– συμβάδισε με την άνθηση ενός παράπλευρου, αλλά προσεκτικά οριοθετημένου, εκτός της κεντρικής πολιτικής σκηνής, χώρου ριζοσπαστικής διανόησης. Ο τελευταίος εκδίδει περιοδικά, συναντιέται σε πυκνά και πιθανότατα ενδιαφέροντα φόρουμ, αναπαράγεται θεσμικά στα όρια της ακαδημαϊκής ζωής, συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας, επιτυγχάνει στην ανατομία των παθογενειών του συστήματος, λειτουργεί σαν ο συναισθηματικός πυκνωτής ενός «άκαρδου» κόσμου, αδυνατεί όμως να παράξει έναν πειστικό ριζοσπαστικό αντίλογο που να αγγίζει το ακανθώδες ζήτημα της εξουσίας. Μια τέτοια πρόβλεψη προφανώς φαντάζει καταστροφολογική δεδομένων των σύγχρονων πολιτικών συσχετισμών στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να είμαστε ειλικρινείς η βεβαιότητα για την «αριστερή στροφή» της ελληνικής κοινωνίας, στον απόηχο του κινήματος των πλατειών και της δίδυμης εκλογικής αναμέτρησης του 2012, αποδείχτηκε εσφαλμένος οδηγός στην κατανόηση των διαβρωτικών συνεπειών της κρίσης και της γιγάντωσης του κοινωνικού συντηρητισμού που επέτρεψε στην τρικομματική κυβέρνηση να ξεκινήσει τον δικό της Θερμιδώρ ήδη από το καλοκαίρι του 2012. Όσο εσφαλμένες είναι οι αναγνώσεις της ελληνικής κρίσης ως προϊόν μίας ελληνικής ιδιαιτερότητας τόσο περιορισμένες είναι εκείνες που δείχνουν τυφλή εμπιστοσύνη στην αέναη διατήρηση της ελληνικής «αντιστασιακής» ιδιαιτερότητας. «Πρόγραμμα; Έχετε εν;». Να μια καλή ερώτηση.


[25]

Χλόη Πετρίδου

Ένα, δύο, τρία, γ...ται η διαιτησία!

Σ

τις 7 Μαΐου 2013, μια σλοβάκικη τράπεζα, η Πόστοβα Μπάνκ, και η κυπριακή εταιρεία-μέτοχός της, Ιστροκάπιταλ, ανακοίνωσαν ότι ενάγουν την Ελλάδα ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου, ζητώντας 200 εκ. ευρώ ως αποζημίωση για το υποχρεωτικό «κούρεμα» των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου που κατείχαν (http://goo.gl/7Iwls). Οι απαιτήσεις τους βασίζονται αντίστοιχα στις διμερείς επενδυτικές συμφωνίες που έχει υπογράψει η Ελλάδα με τη Σλοβακία και την Κύπρο, και συγκεκριμένα στις διατάξεις που προστατεύουν τις επενδύσεις από απαλλοτριώσεις. Η Αργεντινή υποχρεώθηκε από πρόσφατες διαιτητικές αποφάσεις να πληρώσει 400 εκ. δολάρια σε επενδυτές για τα οικονομικά μέτρα που έλαβε κατά τη διάρκεια και μετά από τη χρεοκοπία του 2001 (http:// goo.gl/hmr6w). Κι αν δεν είχε κερδίσει κάποιες από τις εναντίον της υποθέσεις, το ποσό αυτό θα μπορούσε να έχει ξεπεράσει το ένα δισ. Σε γενικές γραμμές, η διαιτησία αποτελεί μια «εναλλακτική» μορφή επίλυσης διαφορών εκτός δικαστηρίων, όπως και η διαμεσολάβηση, που είναι της μόδας τελευταία. Εφόσον τα μέρη υποβάλουν τη μεταξύ τους διαφορά σε διαιτησία, η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου (που απαρτίζεται από έναν ή, πιο συχνά, τρεις διαιτητές) είναι δεσμευτική για τα μέρη, και δεν μπορεί κατά κανόνα να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίων. Τα δικαστήρια, εν συνεχεία, ενδεχομένως υπό προϋποθέσεις και με κάποιες εξαιρέσεις, υποχρεούνται να τις αναγνωρίσουν και να τις εφαρμόσουν. Ενώ οι «εναλλακτικές» μορφές επίλυσης διαφορών διαφημίζονται ως λιγότερο ακριβές και χρονοβόρες από την προσφυγή στα δικαστήρια, συχνά δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πέρα από αυτό, υπάρχουν και οι ενστάσεις σχετικά με την ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης και ό,τι αυτή συνεπάγεται... Εδώ θα μας απασχολήσει όμως μόνο η διεθνής διαιτησία, και συγκεκριμένα η διαιτησία μεταξύ ιδιωτών και κρατών που έχει ως αντικείμενο επεν-

δυτικές διαφορές. Από την υπογραφή της πρώτης διμερούς επενδυτικής συμφωνίας μεταξύ Γερμανίας και Πακιστάν το 1959, μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί και επικυρωθεί παραπάνω από 1.500 τέτοιες συμφωνίες. Πρόκειται για συμφωνίες σχετικά ολιγόλογες που περιέχουν τυποποιημένες διατάξεις για την αμοιβαία ευνοϊκή μεταχείριση από κάθε χώρα των επενδύσεων εταιρειών της άλλης, την προστασία τους από απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις, και την αποζημίωσή τους σε περίπτωση βλάβης της επένδυσης για διάφορους λόγους. Προβλέπουν επίσης ότι, για την επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν ανάμεσα στον επενδυτή-εταιρεία που έχει την «εθνικότητα» της μιας χώρας και την άλλη χώρα, ο ενάγων μπορεί να αποτανθεί στα εθνικά δικαστήρια ή σε διεθνή διαιτησία. Άλλοτε προβλέπεται οι διαφορές να λύνονται μόνο μέσω διαιτησίας. Η λογική υπαγωγής των διαφορών σε διαιτησία είναι βασισμένη σε επιχειρήματα περί προστασίας των τίμιων (δυτικών) επενδυτών από το διεφθαρμένο δικαστικό σύστημα χωρών του Tρίτου Kόσμου. Σύμφωνα με το Διεθνές Κέντρο για την επίλυση επενδυτικών διαφορών (ICSID), έναν από τους βασικούς φορείς διευκόλυνσης της πρόσβασης σε επενδυτική διαιτησία, που ιδρύθηκε υπό την αιγίδα της Παγκόσμιας Τράπεζας το 1966 κι έχει σήμερα 149 κράτη μέλη, «η [ιδρυτική] συνθήκη στόχευε στην απομάκρυνση των πιο σημαντικών εμποδίων στην ελεύθερη διεθνή ροή ιδιωτικών επενδύσεων, που δημιουργούνται από μη εμπορικούς κινδύνους και από την απουσία ειδικευμένων διεθνών μεθόδων επίλυσης επενδυτικών διαφορών». Σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου, η Ελλάδα έχει υπογράψει 38 διμερείς επενδυτικές συμφωνίες με διάφορες χώρες. Σύμφωνα δε με τις στατιστικές του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC), στις επενδυτικές διαιτησίες, τα κράτη είναι στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων εναγόμενοι και όχι ενάγοντες (το 2009, για παράδειγμα, σε 28 γνωστές υποθέσεις, ήταν εναγόμενα στις 27).


[26]

Οι διαδικαστικοί κανόνες με βάση τους οποίους διεξάγεται η διαιτησία ποικίλλουν. Κατ’ αρχήν υπάρχουν διάφορα... διαιτητικά μενού με ξεχωριστούς κανόνες το καθένα, όπως αυτό που προσφέρεται από το Διεθνές Κέντρο για την επίλυση επενδυτικών διαφορών (ICSID), την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπόριο (UNCITRAL) ή το εντελώς ιδιωτικό Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC). Προσφέρονται επίσης σπέσιαλ μενού για απαιτητικούς πελάτες, όπου τα εμπλεκόμενα μέρη (στην ουσία, το ισχυρότερο μέρος) μπορούν να ορίσουν τα ίδια τους κανόνες τους κανόνες της διαδικασίας, χωρίς κανέναν περιορισμό (ad hoc διαιτησία). Αυτή η «δικαιοσύνη α λα καρτ» επιτρέπει την επιλογή του τόπου της διαιτησίας, του εφαρμοστέου δικαίου, που μπορεί συχνά να είναι διαφορετικό από αυτό του τόπου της διαιτησίας κ.λπ. Ο ενάγων, δηλαδή κατά βάση ο επενδυτής, μπορεί να επιλέξει μεταξύ των διαφόρων μενού ανάλογα με τις προτεραιότητές του: για παράδειγμα, αν τον ενδιαφέρει περισσότερο η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το μέγεθος της διαιτητικής αποζημίωσης, το πόσο εύκολα μπορεί να γίνει εκτέλεση ενώπιον εθνικού δικαστηρίου κ.λπ. Κράτη απελευθερώνουν όλο και περισσό-

τερο το δίκαιό τους για να προσελκύσουν διαιτησίες, όπως έκανε πρόσφατα η Γαλλία. Τα μοντέλα κανόνων κάποιων διαιτητικών οργανισμών προβλέπουν ένδικα μέσα αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια του ίδιου του οργανισμού. Η έμφυτη αποστροφή των φορέων της διαιτησίας για υποχρεωτικούς κανόνες φάνηκε και στην περίπτωση που το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), ερμηνεύοντας έναν ευρωπαϊκό κανονισμό για το εφαρμοστέο δίκαιο σε αστικές υποθέσεις, το 2009, θεώρησε ότι αυτός εφαρμόζεται και στην περίπτωση που ένα εθνικό δικαστήριο ελέγχει την εγκυρότητα μιας διαιτητικής απόφασης. Η απόφαση θεωρήθηκε μεγάλο αμάρτημα και παρέμβαση στο ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα της διαιτησίας, έτσι που στην πρόσφατη αναδιατύπωση του σχετικού κανονισμού, όπως ψηφίστηκε στο τέλος του 2012, και με την απαραίτητη πίεση από μεγάλα διεθνή δικηγορικά γραφεία, ακαδημαϊκούς του χώρου και διαιτητές, η διαιτησία εξαιρέθηκε τελικά από το πεδίο του κανονισμού. Επιπλέον, βασικός κανόνας της διαιτησίας είναι η μυστικότητα της διαδικασίας. Συχνά οι διαιτητικές αποφάσεις δεν δημοσιεύονται καν. Βασικό συστατικό του μενού είναι η επιλογή των διαιτητών. Οι διαιτητές ερμηνεύουν την εθνι-


[27]

κή νομοθεσία και κρίνουν εάν είναι σύμφωνη με την επενδυτική συμφωνία ή όχι. Όταν η διαιτησία γίνεται υπό την αιγίδα ενός οργανισμού, αυτός ορίζει έναν διαιτητή από μια λίστα που έχει καταρτίσει, τα δε μέρη συνήθως ορίζουν από έναν διαιτητή το καθένα, ενώ στην ad hoc διαιτησία το θέμα της επιλογής των διαιτητών είναι στην απόλυτη ευχέρεια των μερών. Αλλά στους διαιτητές θα επανέλθουμε παρακάτω. Οι επενδυτικές διαφορές αφορούν συνήθως μεταρρυθμίσεις που υιοθετεί ένα κράτος, και που σε γενικές γραμμές υπηρετούν το συλλογικό συμφέρον (προστασία των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, εθνικοποιήσεις κ.λπ.). Οι ζημιωμένοι επενδυτές σέρνουν τα κράτη ενώπιον των διαιτητών. Οι πιθανές ζημίες των κρατών είναι κατ’ αρχήν χρηματικές: το ποσό της αποζημίωσης που ζητά ο επενδυτής αλλά και τα διόλου ευκαταφρόνητα διαδικαστικά έξοδα. Τα απαιτούμενα ποσά αποζημιώσεων φτάνουν συχνά σε δυσθεώρητα ύψη. Για παράδειγμα, η σουηδική ενεργειακή βιομηχανία Vatenfall επιτέθηκε το Μάιο του 2012 στη Γερμανία για την απόφαση της τελευταίας να αποδεσμευτεί σταδιακά από την πυρηνική ενέργεια, ζητώντας αποζημίωση 3,5 δισ. ευρώ. Η καπνοβιομηχανία Philip Morris λέγεται ότι έχει ζητήσει μερικά δισ. ευρώ στην υπόθεση διαιτησίας κατά της Αυστραλίας για τη νέα αντικαπνιστική της νομοθεσία, και συγκεκριμένα για τη ρύθμιση της μορφής της συσκευασίας των τσιγάρων. Αλλά κι αν ακόμα το εναγόμενο κράτος κερδίσει την υπόθεση, κινδυνεύει συχνά να αναγκαστεί να πληρώσει μέρος ή και το σύνολο των εξόδων της υπεράσπισής του, καθώς και διαδικαστικά έξοδα. Σε υπόθεση κυπριακής εταιρείας κατά της Βουλγαρίας για μετοχές που αγόρασε η πρώτη κατά την ιδιωτικοποίηση βουλγαρικών διυλιστηρίων, η Βουλγαρία κέρδισε την υπόθεση. Παρ’ όλα αυτά, υποχρεώθηκε να πληρώσει πάνω από 6 εκ. ευρώ για τα έξοδα της υπεράσπισής της, δηλαδή τον μισθό περίπου 1.800 Βούλγαρων νοσοκόμων. Σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών (CEO: http://goo.gl/I1lgH), τα διαιτητικά δικαστήρια τείνουν να μοιράζουν τα διαδικαστικά έξοδα ισότιμα μεταξύ των μερών (τα «μενού» κανόνων διαιτησίας προβλέπουν συ-

νήθως τη δυνατότητα και ενίοτε την υποχρέωση ισότιμου καταμερισμού), και να διατάσσουν το κάθε μέρος να καλύψει τα δικά του έξοδα υπεράσπισης. Αντίθετα όμως με τα κράτη, που καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό από τα ταμεία τους, οι ενάγοντες επενδυτές φροντίζουν να μειώνουν τη ζημία τους, κατ’ αρχήν συνάπτοντας συμφωνίες με τους δικηγόρους τους ότι οι τελευταίοι δεν θα λάβουν πλήρη αμοιβή παρά μόνο αν νικήσουν, αλλά και προσφεύγοντας σε τρίτους χρηματοδότες, οι οποίοι συμμετέχουν στο κόστος προσβλέποντας μετά στη μοιρασιά. Τέλος, πέρα από την αφαίμαξη δημόσιου χρήματος, μια εξίσου σοβαρή συνέπεια των υποθέσεων επενδυτικής διαιτησίας, είναι ότι, πολύ συχνά, τα εναγόμενα κράτη αποφασίζουν να συμβιβαστούν, είτε πριν ακόμα εμπλακούν σε διαιτησία είτε κατά τη διάρκειά της, για να αποφύγουν τις οικονομικές της συνέπειες. Ο συμβιβασμός σημαίνει βασικά αποδυνάμωση της νομοθεσίας τους, προκειμένου να ικανοποιοεί καλύτερα τις ανάγκες των επενδυτών. Σε μια άλλη υπόθεση της Vatenfall κατά της Γερμανίας, για τους περιβαλλοντικούς όρους που επέβαλε η πόλη του Αμβούργου σε μια μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της εταιρείας για τα λύματά της, η Γερμανία τελικά συμβιβάστηκε, επιβάλλοντας στην εταιρεία χαλαρότερους όρους, που θα επέφεραν βαρύτερη μόλυνση του ποταμού Έλβα. Τέλος, μέχρι να εκδοθεί η διαιτητική απόφαση στην προαναφερόμενη υπόθεση της Philip Morris κατά της Αυστραλίας, η Νέα Ζηλανδία πάγωσε τα σχέδιά της για την υιοθέτηση αντικαπνιστικής νομοθεσίας αντίστοιχης με εκείνη της Αυστραλίας. Έτσι τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει, μεταξύ όλων των άλλων, να περιμένουν τι θα πουν και οι διαιτητές... Και νομοθεσία που έχει υιοθετηθεί από δημοκρατικά εκλεγμένα κοινοβούλια, θα μπορεί να παραμερίζεται επίσης από τους τελευταίους... Και μια και τους αναφέραμε, ας δούμε ποιοι είναι τελικά οι διαιτητές... Είναι, όπως θα φανταζόταν κανείς, αδιάβλητοι νομομαθείς; Νομομαθείς μάλλον, αδιάβλητοι σίγουρα όχι. Ακούγεται συχνά στο ποδόσφαιρο ότι ο διαιτητής είναι ο δωδέκατος παίκτης. Στη διεθνή επενδυτική διαιτησία, ο διαιτητής είναι, εναλλάξ, και παίκτης και προπονητής. Και παίζει πάντα επίθεση.


[28]

Από τους 15 κορυφαίους διαιτητές στον κόσμο που, σύμφωνα με την έρευνα του Παρατηρητηρίου (CEO), αναλαμβάνουν το 55% των υποθέσεων, οι περισσότεροι έχουν δουλέψει ή δουλεύουν ακόμα για μεγάλα δικηγορικά γραφεία και πολυεθνικές εταιρείες, είτε ως σύμβουλοι είτε ως μέλη του ΔΣ τους, ενώ ένας υπήρξε κυβερνητικό στέλεχος της δικτατορίας του Πινοσέτ. Οι δε ημερήσιες αμοιβές των διαιτητών μπορεί να φτάσουν μέχρι και 3.000 ευρώ, συν τα έξοδα «εκτός έδρας». Για υποθέσεις που διαρκούν πολλά χρόνια, η αμοιβή του διαιτητή μπορεί να ανέλθει σε μερικά εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη, κανένα από τα διαιτητικά δικαστήρια δεν δεσμεύεται από τη νομολογία του άλλου, ούτε και οποιουδήποτε άλλου διεθνούς, ευρωπαϊκού ή εθνικού δικαστηρίου. Γενικότερα, η γνώση του εφαρμοστέου δικαίου, μια και αυτό είναι τόσο ρευστό, δεν είναι και το πιο σημαντικό προσόν ενός διαιτητή. Μεγαλύτερη σημασία έχει να γνωρίζει τα «μυστικά του επαγγέλματος», που αναπαράγονται μέσα στους κλειστούς κύκλους της ελίτ των διαιτητών. Οι διαιτητές προσφεύγουν δε συχνά σε ευρεία ερμηνεία των διατάξεων των συμφωνιών, διευρύνοντας έτσι τις αρμοδιότητες και συνεπώς την εξουσία τους. Σύμφωνα με την έρευνα του Παρατηρητηρίου, διαιτητής δήλωνε ότι δεν παύει να εκπλήσσεται γιατί οποιοδήποτε κυρίαρχο κράτος δέχεται να υπαχθεί στην εξουσία τριών ιδιωτών που μπορούν βασικά, χωρίς κανέναν περιορισμό, ή ένδικα μέσα, να ανατρέψουν τις αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων, κυβερνήσεων και δικαστηρίων... Η έρευνα του Παρατηρητηρίου περιγράφει επίσης πώς τα «νομικά αρπακτικά», δηλαδή μια κάστα δικηγόρων, εταίρων σε δικηγορικές εταιρείες-κολοσσούς με έδρες στην Αγγλία, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπως η Freshfields, η White&Case, η King&Spalding, η K&L Gates κ.λπ., οδηγούν τον χορό στο πλιάτσικο που λέγεται επενδυτική διαιτησία. Οι δικηγορικές εταιρείες διαφημίζουν τακτικά στους πελάτες τους τις ευκαιρίες για να διεκδικήσουν κέρδη για τους μετόχους τους μέσω της επενδυτικής διαιτησίας, σε περιπτώσεις όπως το κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους ή η αλλαγή του καθεστώτος στη Λιβύη. Οι δικηγόροι πληρώνονται έως και 1.000 δολάρια την ώρα για υποθέσεις που διαρκούν πολλά χρόνια. Έτσι, για

κάθε υπόθεση, καταλήγουν να απολαμβάνουν αμοιβές πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Οι ίδιοι δικηγόροι αλλάζουν συχνά καρέκλες, παίζοντας ενίοτε τον ρόλο του διαιτητή, ενίοτε τον ρόλο του δικηγόρου των επενδυτών ή των κρατών. Παράλληλα ασκούν πίεση για την υιοθέτηση επενδυτικών συμφωνιών και ρητρών διαιτησίας μέσα σε αυτές, είτε ως λομπίστες είτε ως σύμβουλοι κρατών που διαπραγματεύονται επενδυτικές συμφωνίες. Και όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τα συμφέροντα των πολυεθνικών πελατών τους, με τις οποίες μοιράζονται τα κέρδη. Και η ΕΕ δυναμικά στο παιχνίδι... Βέβαια δεν είναι μόνο οι λομπίστες που σπρώχνουν τα κράτη στη σύναψη συμφωνιών, από τις οποίες μόνο ζημίες μπορούν να προσδοκούν. Το 2010 η Επιτροπή σημείωνε ότι οι διαιτητικές ρήτρες αποτελούν τόσο εδραιωμένο τρόπο επίλυσης αποφάσεων στις σχέσεις κρατών-επενδυτών, που η απουσία τους «θα αποθάρρυνε πράγματι τους επενδυτές και θα καθιστούσε την οικονομία της χώρας υποδοχής λιγότερο ελκυστική σε σχέση με άλλες» (http://goo.gl/0tKdh). Και υπάρχουν βέβαια και κυβερνήσεις που δεν χρειάζεται καν να ακούσουν την ΕΕ να τους το λέει, ξέρουν ήδη καλά το ποίημα. Ας σημειωθεί ότι διμερείς επενδυτικές συμφωνίες υπάρχουν και μεταξύ κρατών-μελών της ΕΕ. Κατά την έρευνα του Διεθνικού Ινστιτούτου (TNI), ενός προοδευτικού think tank, σε σύνολο 51 ενδοΕΕ υποθέσεων διαιτησίας, στις 50 εναγόμενα ήταν κράτη-μέλη που ανήκαν στο πρώην ανατολικό μπλοκ (http://goo.gl/7UneD). Έτσι η αποικιοκρατία συνεχίζεται, και εντός της ΕΕ. Η Επιτροπή και το Δικαστήριο έχουν κατά καιρούς πει οτι οι ενδο-ΕΕ επενδυτικές συμφωνίες αποτελούν ανωμαλία στην εσωτερική αγορά και πρέπει βαθμιαία να καταργηθούν, αλλά δεν φαίνεται να επείγονται, πόσο μάλλον όταν μια διαιτητής τούς προειδοποιεί ότι τυχόν προσπάθειες να δημιουργηθούν συνθήκες ισότιμου παιχνιδιού για τις επενδύσεις στην Ευρώπη «θα οδηγήσουν τους επενδυτές εκτός ΕΕ»! Οι διαιτητές φυσικά ουδέποτε αμφισβήτησαν στις αποφάσεις τους το κύρος των ενδο-ΕΕ συμφωνιών. Η Σλοβακία πρόσφατα υποχρεώθηκε να πλη-


[29]

ρώσει μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση και δικαστικά έξοδα σε ολλανδική εταιρεία ασφάλισης υγείας, για μέτρα που αφορούσαν το κλείσιμο της αγοράς υγείας της, ενώ η ολλανδική κυβέρνηση είχε υποβάλει παρατηρήσεις με τις οποίες στήριζε την εταιρεία. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγεται ένα καινούριο στοιχείο: η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε πλέον νέα αποκλειστική αρμοδιότητα στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, τις «άμεσες ξένες επενδύσεις» (άρθρο 207 της ΣΛΕΕ). Μέχρι τώρα η Επιτροπή διαπραγματευόταν εμπορικές συμφωνίες αποικιοκρατικού τύπου με τρίτες χώρες, για να ανοίξουν τις αγορές τους στις ευρωπαϊκές εταιρείες. Πλέον με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι εμπορικές συμφωνίες νέας γενιάς (CETA) θα περιέχουν και ειδικές διατάξεις για τις επενδύσεις, και αντίστοιχα για την επίλυση των διαφορών μέσων διαιτησίας. Η διάταξη αυτή είχε γίνει αντικείμενο σκληρών ενστάσεων από ορισμένα κράτη-μέλη, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, κατά τη σύνταξη της Συνταγματικής Συνθήκης της ΕΕ. Στα μεταγενέστερα όμως κείμενα, μέχρι τη Συνθήκη της Λισαβόνας, πέρασε στα ψιλά. Στη συνέχεια, το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, προσπαθώντας να περισώσει κάποιες εθνικές αρμοδιότητες στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων, στην απόφασή του επί της Συνθήκης της Λισαβόνας, σημείωσε ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕ στις άμεσες επενδύσεις πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά. Από την άλλη, η υπαγωγή σε διαιτητικά δικαστήρια διαφορών που θα αφορούν μεταξύ άλλων την ερμηνεία, και ενδεχομένως την ισχύ, του ευρωπαϊκού δικαίου δεν φαίνεται να ενθουσιάζει ούτε το ΔΕΕ. Το Δικαστήριο έχει υπερασπιστεί σθεναρά στο παρελθόν τον ρόλο του ως ενός είδους ομοσπονδιακού δικαστηρίου της ΕΕ, προωθώντας ενεργά την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Υπό αυτήν την έννοια και όχι για κανέναν πιο ουσιαστικό λόγο, έχει αντιμετωπίσει τη διαιτησία με καχυποψία αν όχι εχθρικά. Έχει αρνηθεί να δεχτεί ερωτήματα για αυθεντική ερμηνεία του ευρωπαϊκού δικαίου απο διαιτητικά όργανα, που δεν τα θεωρεί δικαστήρια, παρά μόνο αν πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως π.χ. υποχρεωτική δικαιοδοσία, ενώ έχει

δείξει την πόρτα και στο διαιτητικό όργανο του ΠΟΕ, αν και τελευταία δείχνει κάπως να χαλαρώνει. Ειδικά όσον αφορά τη διαιτησία μεταξύ κρατών-μελών, στην υπόθεση Mox Plant το ΔΕΕ είχε αποφασίσει, κάνοντας αναφορά και στη νομολογία, ότι η Ιρλανδία δεν επιτρεπόταν να προσφύγει σε διεθνή διαιτησία για το δίκαιο της θάλασσας, διότι θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της έννομης τάξης της ΕΕ. To δικαστήριο είπε επίσης ότι μόνο το ίδιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει (Kompetenzkompetenz) ποιες διατάξεις εμπίπτουν στα πεδία δράσης της ΕΕ, και άρα εντός της αρμοδιότητάς του, εξαιρώντας τις έτσι από οποιοδήποτε άλλο διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Μέχρι σήμερα, βέβαια, το ΔΕΕ δεν είχε τη δυνατότητα να αποφανθεί κατά πόσον οι προβλέψεις για επίλυση μέσω διαιτησίας των διαφορών που προκύπτουν στο πλαίσιο συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ή των συμφωνιών νέας γενιάς, είναι σύννομες με βάση τις Συνθήκες ή όχι, δηλαδή κατά πόσον ένας επενδυτής από τρίτη


[30]

χώρα μπορεί, χωρίς να παραβιάζει το νομικό οικοδόμημα της ΕΕ, να της επιτεθεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου. Αλλά έχοντας υπ’ όψιν τη στάση του σε άλλες περιπτώσεις, όπου κλήθηκε να ζυγίσει ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου απέναντι στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» (π.χ. πρόσφατη υπόθεση Pringle), δεν θα πρέπει να περιμένουμε και πολλά διλήμματα... Σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά όργανα, το μόνο πρόβλημα με την επενδυτική διαιτησία είναι η σύγκρουση συμφερόντων που έχουν συχνά οι διαιτητές. Το 2011 το Ευρωκοινοβούλιο είχε ψελλίσει κάτι για τη σύγκρουση συμφερόντων των διαιτητών στο Ψήφισμά του για τη μελλοντική πολιτική διεθνών επενδύσεων της Ευρώπης, ενώ παράλληλα τόνιζε ότι «η προστασία όλων των επενδυτών της ΕΕ θα πρέπει να παραμείνει πρώτη προτεραιότητα των συμφωνιών επενδύσεων». Υποτίθεται επιπλεόν ότι το ΔΕΕ δεν θα δεχόταν ποτέ μια απόλυτα ελεύθερη επιλογή διαιτητών από τα μέρη. Έτσι οι ιδέες που κυκλοφορούν από την Επιτροπή για τη μελλοντική επενδυτική διαιτησία της ΕΕ είναι να συνταχθεί λίστα με διαιτητές που θα πληρούν κάποια εχέγγυα αντικειμενικότητας, να γίνει η διαδικασία πιο διαφανής, να υπάρχουν ένδικα μέσα, και γενικότερα μεγαλύτερος βαθμός νομικής ασφάλειας. Και το λύσαμε το πρόβλημα. Το κράτος μέλος σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα συμμετέχει καν στη διαδικασία διαιτησίας, δηλαδή η ΕΕ θα είναι το μόνο εναγόμενο μέρος, παρόλο που το κράτος-μέλος θα κληθεί κατόπιν να πληρώσει το λογαριασμό. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή, μετά και την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου στις 23.05.2013, ο κανονισμός για την οικονομική ευθύνη σε σχέση με υποθέσεις διαιτησίας για επενδυτικές διαφορές, στις οποίες η ΕΕ είναι συμβαλλόμενο μέρος είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Προβλέπεται έτσι ότι η ΕΕ μπορεί να είναι συν-εναγόμενη με το κράτος, όταν η υπόθεση εγείρει ζητήματα ευρωπαϊκού δικαίου. Κατά το άρθρο 9§2 της πρότασης, με την οποία συμφώνησε στην ουσία και το Ευρωκοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί να απαιτήσει από το κράτος μέ-

λος να λάβει μια συγκεκριμένη θέση σε σχέση με νομικά ζητήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαφοράς ή με οποιοδήποτε άλλο νομικό ζήτημα, η διευθέτηση του οποίου ενδέχεται να επηρεάσει τη μελλοντική ερμηνεία της συγκεκριμένης συμφωνίας ή άλλων συμφωνιών. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν θα πηγαίνουν απλά στο σφαγείο, αλλά θα είναι και δεμένα χειροπόδαρα. Και για να δούμε λίγο καλύτερα τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά στην πράξη, ας πάρουμε το όχι τυχαίο παράδειγμα της εμπορικής συμφωνίας που διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή η Επιτροπή με τον Καναδά (τέτοιες συμφωνίες είναι επίσης υπό διαπραγμάτευση με την Ινδία, το Βιετνάμ, την Ιαπωνία και, πολύ σύντομα, και με τις ΗΠΑ). Η συμφωνία με τον Καναδά λοιπόν, που αναμένεται να υπογραφεί απο την Επιτροπή το καλοκαίρι, θα περιέχει, για πρώτη φορά ρήτρα διαιτησίας κατά της ΕΕ όσον αφορά επενδυτικές απαιτήσεις των καναδέζικων εταιρειών. Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί τι θα σκεφτεί να κάνει η Ελντοράντο, εάν παρ’ ελπίδα μια μέρα μια ελληνική κυβέρνηση, αποφασίσει ότι θελήσει να βάλει τέλος στις εξορύξεις στη Χαλκιδική. Το Παρατηρητήριο μεταλλευτικών δραστηριοτήτων παρατηρούσε πρόσφατα, σε σχέση με την προγραμματιζόμενη συμφωνία, ότι εάν η ρήτρα διαιτησίας τελικά συμπεριληφθεί στην εμπορική συμφωνία μεταξύ ΕΕ και Καναδά, «θα καταλήξει να είναι ένας αδιαφανής τρόπος για την παράκαμψη της δημοκρατίας» (http://goo.gl/P27gl). Γίνεται λοιπόν λίγο πολύ εμφανές ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση η οποία βασίζεται στοιχειωδώς στο λαϊκό-εργατικό κίνημα, δεν έχει άλλη επιλογή από το να έρθει σε ρήξη με τους μηχανισμούς διαιτησίας, τις επενδυτικές συμφωνίες, την ΕΕ, τον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα και όλο το σύστημα εμπορικών σχέσεων μεταξύ κρατών, για να στηθεί στη συνέχεια ένα εναλλακτικό μοντέλο διεθνούς εμπορίου σε βάση ισοτιμίας. Η Αυστραλία δήλωσε πρόσφατα ότι δεν θα περιλάβει ξανά ρήτρες διαιτησίας σε επενδυτικές συμφωνίες. Η Βολιβία, το Εκουαδόρ και η Βενεζουέλα αποσύρθηκαν από το Διεθνές Κέντρο επίλυσης επενδυτικών διαφορών. Εμείς;


[31]


[32]

Αλμπέρτο Μπόνετ

Τιμωρία και ανταμοιβή. Αργεντινή: 12 χρόνια μετά Συνέντευξη στην Κατερίνα Νασιώκα

Ο

John Holloway γράφει στο μήνυμα αλληλεγγύης προς τους εξεγερμένους στην Τουρκία: «Taksim Tahrir Σύνταγμα Puerta del Sol Plaza de Mayo Zuccotti Square St. Paul’s. Παντού σε όλον τον κόσμο χορεύουμε στους δρόμους. Χορεύουμε με οργή, με χαρά, νεκροθάφτες πάνω στους τάφους των αφεντικών μας». Η ροή της εξέγερσης και των ταραχών που ξεσπούν σε ολόκληρο τον κόσμο γκρεμίζει τα σύνορα. «Ακούσατε; Είναι ο ήχος του κόσμου σας που καταρρέει. Είναι ο ήχος του δικού μας που αναβιώνει», ανακοίνωναν οι ζαπατίστας στις 21.12.2012 μετά από έξι χρόνια σιωπής. Ωστόσο, μέσα στην κρίση που ανοίγει ως δυνατότητα, παρακολουθούμε επίσης τη βίαιη και γρήγορη οργάνωση της αντεπανάστασης. Το να σκεφτούμε την κρίση-ωςρήξη και όχι ως-αναδιάρθρωση σημαίνει να δούμε πώς διαμορφώνονται οι όροι της ταξικής πάλης σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο και με ποιους τρόπους το κεφάλαιο και το κράτος ανασυγκροτούνται και αντεπιτίθενται για να κλείσουν τις ρωγμές της εξέγερσης. Η συνέντευξη με τον Αργεντινό ακτιβιστή και θεωρητικό Alberto Bonnet* ακολουθεί αυτήν την κατεύθυνση. Τί συμβαίνει στην Αργεντινή δέκα χρόνια μετά την έκρηξη της κοινωνικής οργής του 2001; Ανασυντίθεται και με ποιόν Ο Αλμπέρτο Μπονέτ (Alberto Bonnet) έχει κάνει σπουδές φιλοσοφίας, οικονομικής ιστορίας και πολιτικής οικονομίας στην Αργεντινή, ενώ πήρε το διδακτορικό του στην κοινωνιολογία από το Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών της Πουέμπλα του Μεξικού. Είναι καθηγητής/ερευνητής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άιρες (UBA) και του Εθνικού Πανεπιστημίου του Quilmes (UNQ) στην Αργεντινή. Στο τελευταίο συντονίζει το ερευνητικό πρόγραμμα «Συσσώρευση, κυριαρχία και ταξική πάλη στη σύγχρονη Αργεντινή, 1989-2012». Μέλος για πολλά χρόνια της εκδοτικής ομάδας του Cuadernos del Sur και άλλων αριστερών περιοδικών, καθώς και ομάδων/συλλογικοτήτων στο χώρο της αριστεράς και συγγραφέας βιβλίων και άρθρων μαρξιστικής προσέγγισης.

τρόπο η διαδικασία καπιταλιστικής συσσώρευσης; Ποιός είναι ο ρόλος των προοδευτικών (αριστερών) κυβερνήσεων; Ποιά είναι σήμερα η σχέση των εγχειρημάτων αυτοδιαχείρισης και των παραγωγικών πρωτοβουλιών με το κράτος; Κατερίνα Νασιώκα: Στην Ελλάδα, απέναντι στις «δολοφονικές» επιθέσεις των τελευταίων κυβερνήσεων και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών τους, πολλοί κάνουν λόγο για «επιστροφή στο καλύτερο χτες». Αυτό πρακτικά σημαίνει την ελπίδα επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση όσον αφορά μισθούς, συντάξεις, παροχές υγείας, παιδείας κ.λπ. Στην Αργεντινή, η εξέγερση του 2001 σήμανε και την κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Με ποιον τρόπο ανασυγκροτήθηκε το κράτος και οι μηχανισμοί του; Η τωρινή κυβέρνηση παρουσιάζεται ως προοδευτική. Νομίζεις ότι αποτελεί στην ουσία επιστροφή στο νεοφιλελεύθερο κράτος, και αν ναι, ποιες είναι οι ιδιαιτερότητές του; Με ποιον τρόπο συγκροτείται η σύνδεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και την κοινωνία; Αλμπέρτο Μπόνετ: Στην Αργεντινή τα τελευταία χρόνια έχουν διεξαχθεί ατέλειωτες συζητήσεις ανάμεσα σε υποστηρικτές και αντιπάλους του κιρσνερισμού για τη φύση της κυβέρνησης και του κράτους, αλλά όλες κατέληξαν στείρες. Η κοινή μέθοδος αυτών των συζητήσεων προσπαθούσε να βάλει στη ζυγαριά τις προοδευτικές και τις συντηρητικές πλευρές του κιρσνερισμού και, κοιτάζοντας προς τα πού γέρνει, να εκτιμηθεί ποιες είχαν μεγαλύτερη αξία. Έτσι, έβαζαν από τη μια πλευρά έναν νόμο σχετικά με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από την άλλη έναν αντιτρομοκρατικό νόμο, από τη μια πλευρά έναν νόμο σχετικά με την ισότιμη αναγνώριση του γάμου ομοφυλοφίλων και από την άλλη το βέτο σε νόμο σχετικά με την προστασία των παγετώνων, και ούτω καθε-


[33]

ξής. (Σ.σ.: Στο κοινοβούλιο της Αργεντινής ψηφίστηκε νόμος για την προστασία των παγετώνων, αλλά μπλοκαρίστηκε με βέτο της Κριστίνα Φερνάντες Κίρσνερ.) Οι υποστηρικτές και επικριτές του κιρσνερισμού, ωστόσο, υπερεκτιμούσαν ή υποτιμούσαν εναλλάξ αυτά που τοποθετούνταν στην κάθε πλευρά της ζυγαριάς. Η συγκεκριμένη μέθοδος συζήτησης αποδείχτηκε τρομερά αποτελεσματική στο να δημιουργήσει ατέλειωτες διαμάχες αλλά εντελώς στείρα για την πολιτική ανάλυση, τουλάχιστον από μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η μάλλον ανόητη μέθοδος, χαρακτηριστική όσων έχουν «μαγαζάκια», χάνει την οπτική του γενικότερου νοήματος των ιστορικών διαδικασιών, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη γενική διαδικασία της ανασύνθεσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης και κυριαρχίας που έλαβε χώρα στην Αργεντινή κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Και με το να παραβλέπει την προοπτική του συνόλου των διαδικασιών, αναπόφευκτα είναι ανίκανη να υποστηρίξει μια αντικαπιταλιστική πολιτική. Εννοώ ότι η κριτική στάση σχετικά με τη συγκεκριμένη διαδικασία δεν προκύπτει από την άθροιση των προοδευτικών ή συντηρητικών πτυχών του κιρσνερισμού, ούτε από τον τρόπο με τον οποίο η ζυγαριά γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά από το γενικό νόημα αυτής της διαδικασίας. Και αυτό το νόημα καθορίζεται εξαρχής από την προσπάθεια ανασύνθεσης του αστικού συστήματος με αφετηρία την κρίση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και κυριαρχίας που κορυφώθηκε στα τέλη του 2001. Το σήμα κατατεθέν της αστικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας, με επικεφαλής το καθεστώς Κίρσνερ, είναι η αποκατάσταση αυτού του συστήματος, αυτής της τάξης. Και αυτό όχι μόνο στην πράξη αλλά και στον ίδιο του τον πολιτικό λόγο, ο οποίος για μια ακόμα φορά οργανώνεται πάνω στο αντιδραστικό μοντέλο της «τάξης ενάντια στο χάος», δηλαδή στις μόνιμες επικλήσεις του Κίρσνερ και της Φερνάντες δε Κίρσνερ για την αλλαγή κατεύθυνσης από «το χάος και την αναρχία» του 2001 στην κατασκευή ενός «καπιταλισμού στα σοβαρά».

Μάλιστα, την αποκατάσταση της τάξης ακολούθησε μια μεταρρυθμιστική πορεία. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η εντατικοποίηση της ταξικής πάλης που κορυφώθηκε με τα γεγονότα του 2001. Η αντικαπιταλιστική στάση δεν συνίσταται καθόλου στην άρνηση των προοδευτικών χαρακτηριστικών αυτής της αποκατάστασης, διότι αυτό θα ήταν σαν να αρνείται κανείς σιωπηρά την εμφάνιση της ταξικής πάλης, δηλαδή τους εαυτούς μας, στην πορεία των πραγμάτων. Η αντικαπιταλιστική στάση συνίσταται στην αναγνώριση αυτών των προοδευτικών χαρακτηριστικών ως μέρος μιας αποκατάστασης της τάξης στην οποία, σε αντίθεση με αυτούς, είμαστε ενάντιοι, όπως ακριβώς είμαστε συστηματικά ενάντιοι στην καπιταλιστική τάξη. Αν μου επιτρέπεται μια παρέκκλιση, νομίζω ότι μια σύγκριση με την περίπτωση της Βολιβίας μπορεί να διευκρινίσει τα πράγματα. Στη Βολιβία, όποια κι αν είναι η κριτική που αξίζει στην κυβέρνηση του Έβο Μοράλες, η κρίση του νεοφιλελευθερισμού ακολούθησε μια διαφορετική πορεία, διότι το ίδιο το MAS (Movimiento al Socialismo - Κίνημα προς τον Σοσιαλισμό) και η πρόσβαση στην εξουσία το 2005 ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της εντατικοποίησης των κοινωνικών αγώνων που καταγράφονταν ήδη από το 2000. Στην Αργεντινή όμως, οι κυβερνήσεις Κίρσνερ και Φερνάντες δε Κίρσνερ, που έβγαιναν από τα σπλάχνα του «Κόμματος της Δικαιοσύνης» και της προσωρινής κυβέρνηση Ντουάλδε, παρ’ όλες τις προοδευτικές παραχωρήσεις τους δεν αποτέλεσαν τίποτε άλλο παρά αποκαταστάτες μιας τάξης που είχε διαρρηχθεί το 2001. Όλα αυτά είναι η απάντηση ή, ακριβέστερα, η βάση μιας απάντησης στο ερώτημά σου. Μέσα στη συγκεκριμένη διαδικασία της κρίσης και αναδιάρθρωσης, πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία του νεοφιλελεύθερου κράτους και των αντίστοιχων πολιτικών της δεκαετίας του ’90 έμειναν πίσω. Μερικά παραδείγματα: εγκαταλείφθηκαν οι νομισματικές/δημοσιονομικές πολιτικές λιτότητας και επέστρεψε ο πληθωρισμός, χάθηκε ο πρωταγωνιστικός ρόλος του υπουργείου Οικονομικών και της κεντρικής ανεξάρτητης τράπεζας που συνδέονταν με τις


[34]

συγκεκριμένες πολιτικές, διακόπηκε η αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, αποκαταστάθηκαν οι άμεσες επιδοτήσεις προς τομείς παραγωγής, μειώθηκε η καταστολή των κοινωνικών αγώνων, γενικεύτηκε η συλλογική διαπραγμάτευση κ.λπ. Κ. Ν.: Ποιος ήταν ο ρόλος των προοδευτικών κυβερνήσεων των Κίρσνερ για τη μετάβαση από πολιτικές γενικευμένης καταστολής και πειθάρχησης κατά τη διάρκεια και μετά την εξέγερση (π.χ. την καταστολή του κινήματος των πικετέρος στις 26 Ιουνίου του 2002) σε πολιτικές ενσωμάτωσης, δηλαδή κανονικοποίησης και απο-κινητοποίησης του αργεντίνικου κοινωνικού κινήματος; Α.Μ.: Τα προοδευτικά χαρακτηριστικά της αποκατάστασης της τάξης που βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας επιτείνονται σημαντικά με την ανάληψη της προεδρίας από τον Νέστορ Κίρσνερ το 2003. Ωστόσο είναι σημαντικό να κατανοήσουμε καλά αυτό το γεγονός. Υπάρχει ένας θεμελιακός επίσημος μύθος, σύμφωνα με τον οποίο η ανάλη-

ψη της προεδρίας από τον Νέστορ Κίρσνερ θα εγκαινίαζε μια νέα ιστορική περίοδο. Αυτό αποτελεί απλά ένα είδος καταγωγικού μύθου. Η ανάληψη της προεδρίας από τον Κίρσνερ εγγράφεται σε μια ευρύτερη περίοδο, της αποκατάστασης της τάξης, η οποία αρχίζει στην πραγματικότητα με την υπηρεσιακή κυβέρνηση Ντουάλδε (για να μην αναφερθούμε στη σύντομη περίοδο διακυβέρνησης του Ροδρίγες Σάα) από τον Ιανουάριο του 2002 μέχρι τον Μάιο του 2003. Ο Κίρσνερ, που κέρδισε τις εκλογές του Απριλίου του 2003 ως δελφίνος του Ντουάλδε, συνέχισε το έργο της αποκατάστασης της τάξης που είχε ήδη αρχίσει και προχωρούσε από τον Ντουάλδε και κατά συνέπεια τις βασικές πολιτικές που αυτός είχε θέσει σε εφαρμογή. Σχετικά με αυτό, ωστόσο, υπάρχει μια ιδιαιτερότητα στην εκλεγμένη κυβέρνηση Κίρσνερ (και της συζύγου του Κριστίνα Φερνάντες δε Κίρσνερ) σε σχέση με την προσωρινή κυβέρνηση Ντουάλδε. Η ιδιαιτερότητα αυτή μπορεί να συνοψιστεί συγκεκριμένα στην ίδια την ιδιότητα του εκλεγμένου. Αυτό σημαίνει το εξής: η κυβέρνηση Ντουάλδε, ως προσωρινή διαχείριση σχεδιασμένη από τα δύο νομοθετικά σώματα (τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία) για την έξοδο από την πολιτική κρίση του Δεκεμβρίου του 2001, σημείωσε σημαντική πρόοδο στην αποκατάσταση της τάξης. Αλλά αναγκαστικά αντιμετώπιζε σοβαρούς περιορισμούς στην προσπάθειά της να επιλύσει ένα από τα αποφασιστικά ζητήματα αυτής της αποκατάστασης: την ανασυγκρότηση της συναίνεσης. Δεν λέω ότι δεν είχε καταφέρει να κάνει τίποτε σε αυτό το πεδίο: η επιτυχής διεξαγωγή των εκλογών τον Απρίλιο του 2003 είναι μια απόδειξη, η μετατόπιση από το «να φύγουν όλοι» προς το «ο καθένας να ψηφίσει». Ωστόσο, μόνο μια κυβέρνηση που είχε εκλεγεί από τις κάλπες μπορούσε να ολοκληρώσει το έργο της ανασυγκρότησης της συναίνεσης. Λάβε υπόψη σου εν προκειμένω ότι, παρά την επιτυχία που υπονοούσε η ίδια η πραγματοποίηση των εκλογών και το γεγονός επίσης της εκλογής του επίσημου υποψηφίου, τα εκλογικά αποτελέσματα έδειχναν ότι ο Κίρσνερ (που κέρδισε μόλις με


[35]

22%) έπρεπε να χτίσει τη συναίνεση μετά, όχι πριν, από τις εκλογές. Η κυβέρνηση Κίρσνερ επομένως ήταν από την αρχή εφοδιασμένη με τα προοδευτικά χαρακτηριστικά που έλειπαν από την πιο συντηρητική κυβέρνηση του προκατόχου του Ντουάλδε. Η στάση της κυβέρνησης απέναντι στα κοινωνικά κινήματα που ανέφερες είναι ένα σαφές παράδειγμα αυτής της αλλαγής. Η πόλωση της καταστολής που προκαλούσε η στάση του Ντουάλδε αντικαταστάθηκε από τη στροφή προς την ενσωμάτωση μέσω μιας πολιτικής «ανταμοιβών και τιμωρίας» απέναντι στα διάφορα κινήματα και μέσω της διαχείρισης των κοινωνικών πολιτικών από τον Κίρσνερ. Κ. Ν.: Με ποιον τρόπο οι προοδευτικές κυβερνήσεις παρουσίασαν πολιτικά προς τον λαό τις αποφάσεις τους να πληρώσουν τελικά τα δάνεια στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα και να επιβάλουν νέα μέτρα για την ανασύνθεση της καπιταλιστικής συσσώρευσης; Α. Μ.: Τα προοδευτικά στοιχεία, όπως είπαμε, εμφανίζονται σε μια σειρά από πολιτικές με διαφορετική κατεύθυνση από τις νεοφιλελεύθερες, αλλά επίσης και πάνω απ’ όλα, σε έναν πολιτικό λόγο διαφοροποιημένο από αυτόν της δεκαετίας του ’90. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας καταγράφεται μια αληθινή υπερτροφία πολιτικού λόγου (και δεν είναι τυχαίο με αυτήν την έννοια ότι ο Ερνέστο Λακλάου είναι ο διανοούμενος που ηγείται του κιρσνερισμού). Πράγματι, αν ο νεοφιλελευθερισμός της δεκαετίας του ’90 σήμαινε μια ιδεολογία αποπολιτικοποίησης, δηλαδή μια τάση να παρουσιάζονται οι πολιτικές αποφάσεις ως οικονομικές αναγκαιότητες, ο νεολαϊκισμός της προηγούμενης δεκαετίας σήμαινε μια ιδεολογία ψευδοπολιτικοποίησης που συνίσταται, αντίστροφα, στη μόνιμη μετατροπή των οικονομικών περιορισμών σε ελεύθερη πολιτική βούληση. Η πιο πρωτότυπη περίπτωση είναι αυτή που ανέφερες, του εξωτερικού χρέους. Η Αργεντινή (ακριβέστερα: η σύντομη υπηρεσιακή κυβέρνηση Ροδρίγες Σάα) δεν αποφάσισε κυριαρχικά να διακοπεί η διαδικασία δανεισμού στην οποία

είχε υποπέσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Απλώς, η Αργεντινή δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να πληρώσει τους τόκους του εξωτερικού χρέους της, ώστε να συνεχίσει να δανείζεται και κήρυξε στάση πληρωμών. Κατόπιν, ο Ροδρίγες Σάα ήρθε να παρουσιάσει αυτή τη στάση πληρωμών σαν κυριαρχική απόφαση με αντι-ιμπεριαλιστικά φρου-φρου, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο από μια αναστολή. Οι κυβερνήσεις Ντουάλδε και Κίρσνερ ανέλαβαν την έξοδο από την κατάσταση χρεοκοπίας αλλά συνέχισαν χρησιμοποιώντας τον ίδιο πολιτικό λόγο, δηλαδή της μετατροπής της αναγκαιότητας σε αρετή. Ο Κίρσνερ ειδικότερα παρουσίασε την επακόλουθη αναδιάρθρωση του εξωτερικού χρέους προς τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων και τις πληρωμές προς θεσμικούς οφειλέτες ως κυριαρχική πολιτική μείωσης του χρέους. Σχετικά με αυτό και πέρα από το παράδοξο (ή φάρσα, αν προτιμάς), που συνίσταται στο να παρουσιάζεται η πληρωμή των δανείων ως διαδικασία μείωσης του χρέους με αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, η αλήθεια είναι ότι η


[36]

σχέση μεταξύ της Αργεντινής και των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών τροποποιήθηκε. Η αναδιάρθρωση και οι πληρωμές των δανείων, σε συνδυασμό με την έλλειψη ανάγκης να εκδοθούν νέα ομόλογα, έδωσε μεγαλύτερη αυτονομία στην οικονομική πολιτική της Αργεντινής προς τις αγορές και τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Είναι σημαντικό να το κρατήσουμε αυτό για να κατανοήσουμε τα περιθώρια, τα οποία απολάμβανε ο κιρσνερισμός, για την εφαρμογή πιο «ανορθόδοξων» οικονομικών πολιτικών . Κ. Ν.: Γύρω στο 2001, τα δίκτυα ανταλλαγής (τρουέκε) και η αλληλέγγυα οικονομία επεκτάθηκαν σε όλη τη χώρα. Τι συμβαίνει τώρα με αυτές τις μορφές ανταλλαγής και τις πρωτοβουλίες κοινωνικής οικονομίας; Ποια ήταν η πολιτική της κυβέρνησης, αν υπήρξε κάποια, απέναντι σε αυτές τις εμπειρίες; Α.Μ.: Πράγματι, στην κορύφωση της κρίσης γύρω στα τέλη του 2001 αναπτύχθηκε ένα ευρύ φάσμα εναλλακτικών οικονομικών πρακτικών. Αφορούσε πρακτικές επιβίωσης που γεννήθηκαν στο μέσο μιας κρίσης που είχε ρίξει στην ανεργία πάνω από το 20% του εργατικού δυναμικού και κάτω από το όριο της φτώχειας πάνω από το 60% του πληθυσμού. Οι πρακτικές αυτές ήταν πολύ διαφορετικές: οργάνωση δικτύων ανταλλαγής (τρουέκε), καταλήψεις επιχειρήσεων που είχαν πτωχεύσει ή τις είχαν εγκαταλείψει τα αφεντικά και οι οποίες τέθηκαν ξανά σε λειτουργία από τους εργάτες, ανάληψη παραγωγικών πρωτοβουλιών από κινήματα ανέργων, ακόμη και οι συνελεύσεις γειτονιάς αναμετρήθηκαν με αντίστοιχες παραγωγικές δραστηριότητες. Τι συνέβη με αυτές τις εμπειρίες; Ας σκιαγραφήσουμε μια τυπολογία. Ορισμένες από αυτές τις πρακτικές βρέθηκαν σε κρίση από την ίδια την εσωτερική τους δυναμική. Τέτοια είναι η περίπτωση των ομάδων ή δικτύων ανταλλαγής (τρουέκε). Τα δίκτυα που ασχολούνταν με την ανταλλαγή σημείωσαν σταθερή αύξηση κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της κρίσης που σφράγισε τη δεκαετία. Εκτιμάται ότι έφτασαν να αριθμούν 5.000 κέντρα

ανταλλαγής και 2,5 εκατομμύρια μέλη το 2002. Αλλά η κανονικότητα των ανταλλαγών μπήκε σε κρίση και το 2003 πια τα συγκεκριμένα κέντρα είχαν μειωθεί στο 1/5, ενώ τα μέλη τους στο 1/10. Άλλες τέτοιες πρακτικές, χωρίς να υπεισέλθουν σε κρίση με την αυστηρή έννοια του όρου, προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες που επιβλήθηκαν για την έξοδο από την κρίση. Αυτή είναι η περίπτωση των κατειλημμένων επιχειρήσεων από τους εργάτες. Το κίνημα των κατειλημμένων εργοστασίων δεν έφτασε ποτέ σε τέτοια μεγέθη. Συγκεντρώνει σήμερα περίπου 200 επιχειρήσεις με περισσότερους από 9.000 εργαζόμενους. Δεν αντιμετώπισε κρίση αλλά μετασχηματίστηκε σε κίνημα συνεταιριστικών επιχειρήσεων, οι οποίες προσπάθησαν, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας ανάλογα με την περίπτωση, να παραμείνουν στην αγορά. Όσον αφορά την τύχη άλλων αντίστοιχων πρακτικών, η παρέμβαση του κράτους ήταν καθοριστική. Τέτοια είναι η περίπτωση πολλών παραγωγικών πρωτοβουλιών του κινήματος των ανέργων. Συγκεκριμένα για την αποδυνάμωση του κινήματος των πικετέρος (που ήταν και το πιο ανατρεπτικό στην κρίση του 2001), όντως η παρέμβαση του κράτους ήταν αποφασιστική. Η ίδια η έξοδος από την κρίση οδήγησε το κίνημα των πικετέρος σε νέες προκλήσεις, στον βαθμό που η ανεργία μειώθηκε κατά 30%. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος από το κίνημα των πικετέρος ενσωματώθηκε στο κιρσνερικό καθεστώς. Στη συγκεκριμένη ενσωμάτωση οι κοινωνικές πολιτικές (ειδικότερα οι αποκαλούμενες «παραγωγικές πολιτικές») διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Το συμπέρασμα που μπορούμε να εξαγάγουμε σχετικά με όλες αυτές τις εμπειρίες είναι ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στους κοινωνικούς αγώνες. Όχι μόνο η περίπτωση των παραγωγικών πρωτοβουλιών των πικετέρος, αλλά ακόμα και εμπειρίες που συνδέονται λιγότερο άμεσα με τους κοινωνικούς αγώνες, όπως τα δίκτυα ανταλλαγής, όλες συνέβησαν επειδή ακριβώς άρθρωσαν κοινωνικές σχέσεις που έκαναν δυνατή την οργάνωση –αν όχι την ίδια την επιβίωση– μορφών πάλης. Όμως μακροπρόθεσμα αποτελούν πρακτικές που είτε κερδίζουν έδα-


[37]

φος (και εντέλει μπορούν να επιβληθούν μόνο μέσα από την πάλη ενάντια στην οργανωμένη εξουσία της αστικής τάξης και του κράτους) ή καταλήγουν να αποδιαρθρώνονται και να ενσωματώνονται στο κράτος ή την αγορά. Κ. Ν.: Υποθέτουμε πως η αναζήτηση της αυτονομίας-αυτοκαθορισμού και η μορφή-κράτος είναι δύο έννοιες αντιφατικές. Ποιες ήταν οι πολιτικές που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήσεις της Αργεντινής απέναντι στις εμπειρίες αυτονομίας που εμφανίστηκαν το 2001; Μπορούμε στ’ αλήθεια να πούμε ότι αυτός ο δρόμος της αυτονομίας (των ανέργων, των κατειλημμένων εργοστασίων κ.λπ.) υφίσταται σήμερα; Δηλαδή, θέλω να πω, υπάρχει κοινωνική και πολιτική δράση από τα κάτω που δεν συνδέεται/εξαρτάται από το κράτος; Α. Μ.: Ξεκινάμε από την ίδια την υπόθεση: η αυτονομία και ο αυτοκαθορισμός της κοινωνίας είναι ασυμβίβαστες με τη μορφή-κράτος. Και σκέφτομαι ότι αυτή η ασυμβατότητα τείνει να κερδίζει έδαφος ακόμα και σε εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που μορφές αυτοοργάνω-

σης της κοινωνίας προωθούνται από το ίδιο το κράτος, όπως συμβαίνει με τα κοινοτικά συμβούλια από την κυβέρνηση Τσάβες στη Βενεζουέλα. Αλλά αυτή η ασυμβατότητα είναι πολύ πιο εμφανής στην περίπτωση κυβερνήσεων που ούτε προώθησαν ούτε έδειξαν την παραμικρή πρόθεση να προωθήσουν κάποια μορφή κοινωνικής αυτοοργάνωσης που να υπερβαίνει από τα όρια της αστικής δημοκρατίας, όπως οι περιπτώσεις των κυβερνήσεων Κίρσνερ και Φερνάντες δε Κίρσνερ στην Αργεντινή. Πράγματι, τόσο η υπηρεσιακή κυβέρνηση Ντουάλδε όσο και οι εκλεγμένες κυβερνήσεις Κίρσνερ και Φερνάντες δε Κίρσνερ στόχευαν απλώς να απενεργοποιήσουν τη δύναμη του μαζικού κινήματος που πρωταγωνίστησε τις ημέρες του Δεκεμβρίου του 2001. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη διαφορά που αναφέραμε προηγουμένως μεταξύ των δύο μορφών διακυβέρνησης (Ντουάλδε και Κίρσνερ), στη στρατηγική της πρώτης κυριάρχησε η καταστολή, ενώ στη στρατηγική των τελευταίων το ζήτημα της συναίνεσης. Γι’ αυτόν τον λόγο οι πολιτικές ενσωμάτωσης των κοινωνικών κινημάτων, που


[38]

βέβαια δεν απουσίαζαν πριν, ήταν αποφασιστικής σημασίας από τη στιγμή που ο Κίρσνερ ανέλαβε καθήκοντα το 2003. Φτάνοντας τώρα στην ερώτηση, το πρώτο που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ότι αυτές οι πολιτικές ενσωμάτωσης των κινημάτων είχαν μεγάλη επιτυχία. Η πλειονότητα των κοινωνικών κινημάτων ενσωματώθηκε, δηλαδή έχασαν την αυτονομία τους απέναντι στο κράτος, μεταξύ 2003 και 2009. Αυτό αφορά τόσο τα κοινωνικά κινήματα που γεννήθηκαν από την αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό του ’90 (όπως πλειάδα οργανώσεων ανέργων), όσο και παλιότερα κοινωνικά κινήματα (όπως οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συγκροτήθηκαν στις αρχές του ’80 από την πάλη ενάντια στη δικτατορία). Το γεγονός αυτό μας αναγκάζει να ξαναδούμε τη φύση της αυτονομίας που πολλές από αυτές τις οργανώσεις διατηρούσαν απέναντι στο κράτος. Η ανεξαρτησία πολλών από αυτές τις οργανώσεις όσον αφορά το νεοφιλελεύθερο κράτος του ’90 ήταν συγκεκριμένα, σε μεγάλο βαθμό, μια αυτονομία επιβεβλημένη από την απουσία πολιτικών κοινωνικής ενσωμάτωσης του συγκεκριμένου νεοφιλελεύθερου κράτους. Ήταν, για το πω έτσι, αυτονομίες αναγκαστικές. Αλλά στον πολιτικοϊδεολογικό προσανατολισμό αυτών των οργανώσεων, με ρίζες λαϊκιστικές και ως εκ τούτου κρατικιστικές, δεν ήταν ξένη η ελπίδα της επιστροφής σε ένα κράτος με πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας: η ελπίδα, όπως ανέφερες στην πρώτη ερώτηση, «επιστροφής στο καλύτερο χτες». Η στρατηγική επομένως του κιρσνερικού καθεστώτος για την ενσωμάτωση των κοινωνικών κινημάτων δεν λειτούργησε εν κενώ. Αντίθετα, βρήκε έδαφος σε αυτόν τον προϋπάρχοντα πολιτικοϊδεολογικό προσανατολισμό των συγκεκριμένων κοινωνικών κινημάτων. Παρ’ όλα αυτά, παραμένουν κοινωνικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν το ’90 (μαζί με κάποιες νέες, ως νέες εσωτερικές συνδικαλιστικές επιτροπές) και διατηρούν μια στάση αυτονομίας ασύμβατη με το κράτος. Κ. Ν.: Στα μέσα ενημέρωσης συζητιέται τελευταία μια πιθανή νέα χρεωκοπία της Αργεντινής εξαιτίας των κυβερνητικών θέσεων απέναντι στα vulture funds (επιβολή προστίμου από αμερικανικό δικα-

στήριο ύψους 1,33 δισ. δολαρίων, υποβάθμιση της χώρας από τους διεθνείς οργανισμούς αξιολόγησης κ.λπ.). Δεν διαψεύδει όλο αυτό την υπέρβαση της κρίσης και την οικονομική ανάπτυξη της Αργεντινής των τελευταίων χρόνων; Τι υπάρχει πίσω από τέτοιου είδους διεθνείς πολιτικές προς την Αργεντινή και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την οικονομία της χώρας; Α.Μ.: Τόσο οι δικαστικές αποφάσεις όσο και οι υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και η αύξηση κατά συνέπεια των spreads επηρεάζουν τις πιθανότητες και τις συνθήκες ενός νέου δανεισμού από το κράτος της Αργεντινής. Αλλά, όπως είπα και πριν, για την ώρα φαίνεται ότι δεν υπάρχει πρόθεση έκδοσης νέων ομολόγων από την κυβέρνηση, έτσι δεν νομίζω ότι αυτοί οι παράγοντες είναι πιθανό να έχουν σημαντικές άμεσες οικονομικές συνέπειες για την οικονομία της Αργεντινής. Κ. Ν.: Στην Ελλάδα ένα από τα πιο γνωστά συνθήματα κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στα μέτρα λιτότητας, που προέρχεται από το Αργεντινάσο, είναι η επανάληψη τού «να φύγουν όλοι!», ενώ ένα άλλο είναι «μια νύχτα μαγική, σαν την Αργεντινή, να δούμε στο ελικόπτερο ποιος θα πρωτομπεί...». Οι ερωτήσεις είναι: τι σημαίνει σήμερα κοινωνικά και πολιτικά η εξέγερση του 2001; Έχει μετατοπιστεί ο ορίζοντας του κοινωνικού αγώνα στην Αργεντινή από το 2001 κι αν είναι έτσι, ποια κατεύθυνση αποκτά η κοινωνική πάλη; Α. Μ.: Η απάντησή μου είναι προσωρινή ή μάλλον πιο προσωρινή από ό,τι οι προηγούμενες. Τείνω να πιστεύω ότι η συνολική διαδικασία ανασύνθεσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης και κυριαρχίας που αναπτύχθηκε στην Αργεντινή την τελευταία δεκαετία, στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή, είναι μια διαδικασία που είχε ήδη κλείσει από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας (μέχρι το τέλος του 2005). Μερικά χρόνια αργότερα (πρώτο εξάμηνο του 2008) έλαβε χώρα μια σημαντική κοινωνική σύγκρουση μεταξύ της νέας κυβέρνησης Κίρσνερ και της εγχώριας αγροτικής και αγροτοβιομηχανικής αστικής τάξης, σύγκρουση που μοιάζει


[39]

να επιβεβαιώνει το κλείσιμο αυτής της διαδικασίας. Σε αυτήν τη σύγκρουση ήταν η μεγάλη αγροτική και αγροτοβιομηχανική αστική τάξη -και όχι οι εργάτες- αυτή που προκάλεσε για την κυβέρνηση τη μεγαλύτερη πολιτική αμφισβήτηση της δεκαετίας και οδήγησε σε μια νέα σοβαρή πολιτική κρίση. Ακόμη και το γεγονός ότι η σύγκρουση προκλήθηκε από την προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει τους φόρους στις εξαγωγές (τις λεγόμενες «παρακρατήσεις») είναι σημαντικό με αυτή την έννοια, επειδή οι παραπάνω φόροι ήταν ήδη μια παραχώρηση της αγροτικής και αγροτοβιομηχανικής αστικής τάξης προς την κυβέρνηση Ντουάλδε προκειμένου να σβήσει τη φωτιά του 2001 (για να χρηματοδοτήσει το λεγόμενο «Πρόγραμμα Αφεντικά του Σπιτιού», δηλαδή τα επιδόματα ανεργίας). Αφορούσε συγκεκριμένα μια σύγκρουση ενδοαστική, αλλά οι ενδοαστικές συγκρούσεις ποτέ δεν είναι ανεξάρτητες από την πάλη των τάξεων. Η στάση της αγροτικής και αγροτοβιομηχανικής αστικής τάξης κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης σήμαινε την άρνησή της να προβεί σε μεγαλύτερες παραχωρήσεις και αυτό είναι γενικότερα αδιαχώριστο από την εξέλιξη των κοινωνικών αγώνων. Η πολιτική κρίση που προκλήθηκε στη συνέχεια ήταν πολύ βαθιά, αν και όχι τελειωτική. Η κυβέρνηση μπήκε σε κρίση το 2008 και το κυβερνών κόμμα έχασε στις βουλευτικές εκλογές του 2009, αλλά η πρόεδρος κατάφερε να ανακτήσει τη συναίνεση από τις αρχές του 2010 και να επανεκλεγεί στην προεδρία το 2011. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις εν λόγω διακυμάνσεις και άλλες που θα έρθουν, αυτό που φαίνεται να έχει γίνει σαφές από τότε είναι ότι τώρα δεν υφίσταται η επιλογή μεταξύ κιρσνερικού καθεστώτος ή επιστροφής στο χάος (δηλαδή, η εντατικοποίηση των κοινωνικών αγώνων που κορυφώθηκε το 2001). Η επιλογή βρίσκεται ανάμεσα στον κιρσνερισμό και σε μια πιο δεξιά παραλλαγή αυτού. Γι’ αυτό τείνω να πιστεύω πως οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ των τάξεων έχουν αλλάξει και ότι η διαδικασία ανασύνθεσης της κυρίαρχης τάξης έχει πλέον κλείσει.

Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για να κάνουμε έναν απολογισμό των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2001. Πρώτον, επειδή η εντατικοποίηση των κοινωνικών αγώνων που κορυφώθηκε τις ημέρες του Δεκεμβρίου του 2001 έχει καταγραφεί στη μνήμη του μαζικού κινήματος. Δεν μιλάω απλώς για μια καταγραφή στη συνείδηση αλλά για μια καταγραφή στις πρακτικές μορφές πάλης, η οποία επικαιροποιείται ξανά και ξανά στις διάφορες συγκρούσεις. Όταν τα τρένα που έχουν εκχωρηθεί σε ιδιωτικές εταιρείες δεν λειτουργούν, οι άνθρωποι τους βάζουν φωτιά. Όταν οι ιδιωτικοποιημένες εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας κόβουν την παροχή ρεύματος, οι γείτονες κλείνουν πάλι τους δρόμους και ούτω καθεξής. Πρόκειται για μια μνήμη-πρακτική που έχει χαραχτεί στο σώμα. Δεύτερον, επειδή εκείνη η ένταση των κοινωνικών αγώνων που κορυφώθηκε τις μέρες του Δεκέμβρη του 2001 δεν ηττήθηκε. Είναι άλλο πράγμα να μιλάμε για την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου κομματιού των οργανώσεων που πρωταγωνίστησαν στην κοινωνική έκρηξη μέσω μιας στρατηγικής παραχωρήσεων από την πλευρά της κυβέρνησης στην οποία αναφερθήκαμε πριν, και άλλο πράγμα θα ήταν μια άνευ όρων ήττα του μαζικού κινήματος. Οι μέρες του Δεκέμβρη του 2001 δεν ξεφορτώθηκαν τον καπιταλισμό στην Αργεντινή, είναι αλήθεια, αλλά ανέτρεψαν μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και έθεσαν τέλος στη νεοφιλελεύθερη επίθεση ανασυγκρότησης εκείνου του αργεντίνικου καπιταλισμού της δεκαετίας του ’90· ανασυγκρότηση που από τους ίδιους τους νεοφιλελεύθερους θεωρούταν ως μια από τις πιο ριζοσπαστικές και ραγδαία εξελισσόμενες σε όλον τον κόσμο. Δεν πρόκειται επομένως για ήττα. Και τρίτον, επειδή, όπως είπες αναφερόμενη στην Ελλάδα, οι μέρες του Δεκέμβρη του 2001 έχουν καταγραφεί ως σημείο αναφοράς, μαζί με άλλες, για τους αγώνες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Να φύγουν όλοι, λοιπόν, και από την Αργεντινή και από την Ελλάδα.


[40]

Κώστας Σπαθαράκης

H κυρία Άρτεμις Της «κυρία Άρτεμις» η βεβαίωσις γαληνεύει τις ανήσυχες ψυχές, και συνεισφέρει μεγάλως εις την προσπάθειαν γάλλων ποιητών του XVIου αιώνος να συμπήξουν νέαν σχολήν υπό την επωνυμίαν «Πλειάδα». (Νίκος Εγγονόπουλος, «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», ΙΙ)

Θ

υμάστε τις λίστες με τα ονόματα των «πνευματικών ανθρώπων» που στήριζαν το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα διαβλέποντας τα διακυβεύματα της εποχής εκείνης; Είναι μια φυσική εξέλιξη των πραγμάτων: μαζί με την εν αναμονή κυβέρνηση της αριστεράς πρέπει να οικοδομηθεί και μια συμμαχία ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης που θα συστρατεύονται στον καλόν αγώνα. Αλλά δεν είναι ωραίο να το βλέπεις, έτσι φάτσα φόρα, να φτιάχνεται κομμάτι κομμάτι. Χωρίς να είναι ακριβώς ιδιοτελές, αφού δεν υπηρετεί μόνο τους δικούς μας, χωρίς να είναι εντελώς αφελές, αφού ζυγιάζει σωστά, κατακρίνοντας το βαλτωμένο τοπίο της «πνευματικής μας ζωής». Όμως έχει κάτι το φορτικό, κάτι κουραστικό, σαν φλύαρος φίλος που μιλάει για πράγματα που δεν σε νοιάζουν (που σου λέει ας πούμε για τις εξαίρετες σπουδές θεωρίας της λογοτεχνίας που έκανε στο εξωτερικό μια φίλη του, και τώρα γράφει πολύ ωραία γιατί έμαθε τόσα πράγματα κ.λπ. κ.λπ.). Λοιπόν δεν είναι καθόλου όμορφη διαδικασία όλη αυτή, να τη βλέπεις μπροστά σου εννοώ. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Πρέπει και να το συζητάμε κιόλας; Ναι, η προοδευτική, ανερχόμενη, ριζοσπαστική και λόγια αριστερά θα διεκδικήσει το μερίδιό της στην κουλτούρα: στην κουλτούρα ως σύστημα εξουσίας, ως μια πολλαπλότητα παραγωγής λόγων και άλλα πολλά, πολύ θεωρητικά. Θα φτιάξει δηλαδή στο πεδίο της κουλτούρας έναν κανόνα. Ο κανόνας αυτός, είναι πλέον φανερό, δεν θα διαφέρει και πολύ από τον προηγούμενο, τον κανόνα του «προοδευτικού», ο οποίος συνοψίζεται στη φράση «η τέχνη είναι πάντοτε αντίθετη σε κάθε εξουσία». Χρειάζεται όμως ένα ρετούς, μια

αντιστροφή, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η εξουσία είναι πιο κοντά από όσο υπονοεί η φράση. Έτσι λοιπόν, και ο ανερχόμενος, πλησίστιος, ακάθεκτος ριζοσπαστισμός μας θα κατασκευάσει και πάλι για τον εαυτό του ένα ωραίο σπίτι από βιβλία, και θα το επιπλώσει με όλα τα πνευματικά μπιμπελό που θα φέρνουν με την αγαπημένη του απ’ τα ταξίδια του ζευγαριού: από τραγούδια μέχρι πίνακες, και από σκυθρωπούς στοχαστές με το χέρι στο μέτωπο, μέχρι ποιητές, αρειμάνιους, βλοσυρούς και πικραμένους. Και ναι, αυτή η νέα «γενιά» θα αντικαταστήσει επάξια τους προηγούμενους πυλώνες του δημόσιου λόγου, τους προηγούμενους συγγραφείς και ποιητές που μιλούν και υπογράφουν τις δημόσιες τοποθετήσεις τους ως συγγραφείς και ποιητές, γιατί το γαϊτανάκι δεν σταματάει ποτέ, πολύ περισσότερο που εδώ δεν μιλάμε για ρήξεις και επαναστάσεις αλλά για μια απόλυτα ομαλή συνέχεια. Το ριζοσπαστικό νερό στο αυλάκι του παλαιάς κοπής προοδευτισμού. Καλύτερα όμως θα ήτανε αυτή η διαδικασία να μένει λιγάκι πιο μαζεμένη και, όπως γινόταν πιο παλιά, λίγο πιο κρυφή. Δεν τρέχουμε να προλάβουμε τις άδειες καρέκλες, δεν είναι ωραίο θέαμα. Το λέμε σεμνά, διατυπώνοντας ένα αίτημα με τη μορφή διαπίστωσης: «Οι συγγραφείς αυτοί ωστόσο δεν θα αποκτήσουν στάτους οργανικών διανοούμενων· η αναγνώρισή τους παραμένει κατά κύριο λόγο στα στενά όρια του λογοτεχνικού, του ευρύτερα καλλιτεχνικού, ενίοτε και του ακαδημαϊκού, πεδίου. Ο δημόσιος λόγος τους, ακόμα κι όταν αφορά κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα, παραμένει στενά συνδεδεμένος με το λογοτεχνικό τους έργο και τον τρόπο που αντηχεί σ’ αυτό


[41]

το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι».1 Η πεμπτουσία της επιτέλεσης είναι η πράξη της εξουσίας: σας ονομάζω συζύγους ή σας ονομάζω οργανικούς διανοούμενους (της αριστεράς, της δεξιάς, του κέντρου κ.λπ.). Μόλις σας ονόμασα και είστε κιόλας. Συγχαρητήρια, προσλαμβάνεστε! Σε αυτή τη μοναδική ικανότητα του λόγου οφείλεται η μαγική δύναμη της σχηματοποίησης. Ας δοκιμάσουμε λοιπόν κι εμείς να σχηματοποιήσουμε ό,τι προτείνεται ως μοντέλο «πνευματικού ανθρώπου» και ιδίως λογοτέχνη. Το πρώτο και κύριο στοιχείο είναι η ενεργητική επιδίωξη της αυτογενεαλόγησης: «είμαστε μια γενιά». Ο όρος «γενιά» βεβαίως μπορεί να θεωρείται σήμερα το πιο αντιδραστικό εργαλείο των γραμματολογικών σπουδών, το λιγότερο χρήσιμο και το πιο παραπλανητικό. Κυρίως αποδεικνύει έναν θλιβερό επαρχιωτισμό (μετράμε ακόμη τη λογοτεχνία με μια έννοια της γαλλικής γραμματολογίας της δεκαετίας του ’30), αλλά και την απουσία ποιοτικών αναλύσεων και άλλου τύπου ταξινομήσεων – η γενιά δεν έχει βάθος, πέρα από τα αυτονόητα εξωτερικά της χαρακτηριστικά. Η έννοια της «γενιάς» μάς επιτρέπει να συλλάβουμε το αυτονόητο (την ηλικία και το κοινό γλωσσικό και ιδεολογικό υπόβαθρο μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής) και να το πλασάρουμε ως μεγάλη σοφία, επιμένοντας ότι συνιστά το κοινό χαρακτηριστικό ενός συνόλου έργων, και κατ’ επέκταση μιας «εποχής». Η γενιά έχει όμως βασικά πλεονεκτήματα. Επιτρέπει την ομαλή και χωρίς ρήξεις διαδοχή: στην ποίηση π.χ. η πρώτη μεταπολεμική γενιά εγέννησε τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, που εγέννησε την γενιά του ’70, που εγέννησε τη γενιά 1. Έφη Γιαννοπούλου και Θεόφιλος Τραμπούλης, «Οι συγγραφείς ως οργανικοί διανοούμενοι: Από το θρίαμβο της ατομικής εμπειρίας σε ένα καινούργιο ποιητικό αίτημα», περ. Unfollow, τχ. 16.

του ’80, που εγέννησε τη γενιά του ’90, από την οποία γεννήθηκε η γενιά του 2000 (ή του 2004 ή του 2008, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις). Γενεές δεκατέσσαρες ή αλλιώς επετηρίδα – όπως αυτοί, έτσι κι εμείς, πρέπει απλώς να περιμένουμε τη σειρά μας. Επιπλέον η έννοια της «γενιάς» έχει μια κανονιστική λειτουργία: πρέπει να καλλιεργείς με πάθος και να αναδεικνύεις τα χαρακτηριστικά της γενιάς σου για να ανήκεις σε αυτήν. Έτσι όλος ο δημόσιος χώρος γίνεται μια διευρυμένη παρέα, αφού όλοι σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε πάνω κάτω τα ίδια, με τις μικρές παραλλαγές της εξατομίκευσης του γούστου. Η εμμονή στην έννοια της γενιάς (και τις παραλλαγές της, π.χ. «φουρνιά») δείχνει πρωτίστως την αδυναμία να αποκολληθούμε από ένα σχήμα εξουσίας στον χώρο της λογοτεχνίας. Όταν λένε: «Η πολιτική της συγκεκριμένης ποίησης προκύπτει μέσα από τα ίδια της τα υλικά, ένα όλο και εντονότερα παρατηρούμενο, ποιητικό “εμείς”, που στέκει απέναντι σε έναν κόσμο που αποκλείει τόσο τη συγκεκριμένη γενιά όσο και την ίδια την ποίηση»,2 σε έχουν πάρει επ’ ώμου και σε κουβαλάνε για εγγραφή στην κλαδική των διανοουμένων. Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σχηματοποίησης που μας προτείνεται είναι η θεωρητική αυτοσυνειδησία της λογοτεχνίας: «Η θεωρητική τους σκευή εμπλουτίζει το λογοτεχνικό τους πρόγραμμα, προσεγγίζουν ζητήματα που απασχολούν την παγκόσμια λογοτεχνία σε χρόνο παρόντα, χειρίζονται με άνεση τη διακειμενικότητα».3 Το πρόβλημα εδώ αφορά ιδίως την πεζογραφία, γιατί η εξάπλωση των θεωρητικών σπουδών 2. Θωμάς Τσαλαπάτης, «Η λογοτεχνία μιας γενιάς και το “εμείς” του Δεκέμβρη», http://goo.gl/GDPPw. 3. Γιαννοπούλου και Τραμπούλης, ό.π.


[42]

της λογοτεχνίας, αλλά κυρίως η υπόκωφη έκρηξη των πωλήσεων «δημιουργικής γραφής» και συναφών επιτηδευμάτων, έχουν δημιουργήσει μια θεωρητική «σκευή» η οποία παράγει μεν λογοτεχνία, όμως συχνά μυρίζει εργαστήριο ή μάλλον αίθουσα σεμιναρίων. Είναι μια λογοτεχνία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της θεωρητικής συζήτησης, η οποία με τη σειρά της εντοπίζει και εξαίρει κριτικά τα θεωρητικά στοιχεία, με αποτέλεσμα ένα περίπου κλειστό σύστημα παραγωγής-κριτικής-κατανάλωσης, όπου δεν διεισδύει ποτέ το ενοχλητικό storytelling. Δεν διεισδύει δηλαδή ούτε κόκκος της όποιας πραγματικότητας, αφού το κυριότερο στοιχείο αυτής της «σκευής» είναι ακριβώς η αυτοαναφορική φύση της λογοτεχνίας (διάσταση υπαρκτή που δεν εξαντλεί όμως κατά κανένα τρόπο τις λειτουργίες της). Σε κάθε περίπτωση η θεωρητική εξωστρέφεια και οι ρετσέτες της δημιουργικής γραφής δεν αρκούν για να φτιαχτεί κάτι περισσότερο από μια λογοτεχνία εργαστηρίου, και επιβεβαιώνουν απλώς τα στερεότυπα, είτε της θεωρίας είτε των χιλιομασημένων τεχνασμάτων. Αν το πρόβλημα της προηγούμενης «γενιάς» μυθιστοριογράφων ήταν η ηθογραφική εμμονή, ή αλλιώς, όπως το έλεγε ένας παλαιότερος επικριτής της, ο «μηρυκασμός»4 των στερεοτύπων που η ίδια κατασκεύασε, το πρόβλημα του μοντέλου 4. «Μηρυκαστική πεζογραφία» ονόμαζε ο Διονύσης Καψάλης το φαινόμενο που συζητάμε εδώ σε μια σειρά άρθρων του στα «Ενθέματα» της Αυγής, τώρα στο Στον Καιρό, Άγρα, Αθήνα 2010, σ. 168-203.

λογοτεχνίας που μας προτείνεται ως παραδειγματικό είναι ακριβώς ο μηρυκασμός των θεωρητικών δομών και κατασκευών που προέρχονται από την ακαδημαϊκή μελέτη της λογοτεχνίας. Η αδυναμία της αφήγησης είναι βέβαια ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα της λογοτεχνίας της εποχής μας και οι ρίζες του μπορούν να αναζητηθούν πολύ παλιότερα. Αλλά αυτό διαφέρει από την προκάτ θεωρητική ιδέα που γίνεται μυθιστόρημα αντί να γίνει ακαδημαϊκή μελέτη. Το τρίτο στοιχείο που κυριαρχεί στις σχηματοποιήσεις περί «νέας γενιάς» είναι η πολιτική διάσταση. Όχι φυσικά ως στράτευση, με την κλασική έννοια, αλλά ως ανάδειξη του κοινωνικού προβλήματος, ως αφήγηση της «κρίσης» και των συνεπειών της. Και ως εκεί καλά· μπορεί κανείς να δεχτεί ότι οι ευαισθησίες ενός ανθρώπου που κοιμάται και ξυπνάει με την έγνοια της πολιτικής και των κοινωνικών αντιθέσεων θα στραφούν προς τα εκεί. Όταν όμως η διά της βίας στράτευση φιλοδοξεί να συμπεριλάβει κάθε μορφική αναζήτηση, τότε νεκρανασταίνεται η παλιά καλή λογική μιας αριστερής κριτικής που λέει ότι όλη η καλή λογοτεχνία είναι εκ των πραγμάτων δική μας. Το ερώτημα αν η πολιτική στράτευση οδηγεί σε συγκεκριμένες παραδοχές και αξιολογήσεις στον χώρο της τέχνης έχει απαντηθεί. Στριμώχνοντας όμως μαζί με την έννοια της αυτονομίας του λο5. Νικόλας Σεβαστάκης, «Για την κουλτούρα του νέου ριζοσπαστισμού», εφ. Η Αυγή, Ενθέματα, 9.6.2013.


[43]

γοτεχνικού πεδίου την ετερογενή έννοια της οργανικότητας, επανερχόμαστε στο σημείο μηδέν, δηλαδή στο μοίρασμα των θέσεων. Κινδυνεύουμε έτσι να δούμε έναν νατουραλισμό της εξαθλίωσης να αναπαράγεται ως ύφος, με συγχορδία τις αντιμνημονιακές κλάψες, και μάλιστα να αναγορεύεται σε πρότυπο «μορφικής» αναζήτησης. Το χειρότερο όλων είναι όμως ότι μπορεί να παρασυρθούμε και να διαβάσουμε πρόσφατα σημαντικά έργα (όπως π.χ. τα διηγήματα του Οικονόμου ή του Πάνου Τσίρου) υπό αυτό το απόλυτα περιοριστικό πρίσμα: ως λογοτεχνία της «κρίσης». Δικαίως ανησυχούν για την κουλτούρα αυτού του ανερχόμενου ριζοσπαστισμού.5 Μήπως δεν έχουν διαβάσει αρκετά βιβλία τα παιδιά; Για να είσαι πραγματικός ριζοσπάστης, το έλεγε και ο Λένιν, πρέπει να έχεις διαβάσει λίγους κλασικούς. Μήπως πρέπει να ισορροπήσει η δίκαιη αντιμνημονιακή, αντισυστημική, αντικοινωνική οργή με λίγο πασπάλισμα συντηρητικής γραφιαδοσύνης του παλιού καιρού; Ας πούμε λίγο Ροτ, λίγο Στέφαν Τσβάιχ, λίγο άρωμα παλιάς Βιέννης, λίγες αγαπημένες κεντροευρωπαϊκές συνήθειες; Υπάρχει μπόλικη comfort λογοτεχνία, που δεν είναι η ίδια συντηρητική, αλλά κάνει τον φέρελπι ριζοσπάστη, αντιδραστικό στο τετράγωνο: ερεθίζει τους συγκινησιακούς του αδένες, με αποτέλεσμα το γνωστό συναισθηματικό κουβάρι. Το ζήτημα όμως δεν είναι να αναμετρηθούμε με τα έργα και τις κοσμοθεωρήσεις που είναι αρκετά πεθαμένες ώστε να μην απειλούν καθόλου τις δικές μας, αλλά να τα βάλουμε ως αναγνώστες με τα κατεξοχήν «αντιδραστικά» έργα του μοντερνισμού, π.χ. με

τον Τζέημς Τζόυς. Ή στα δικά μας, το ζήτημα δεν είναι να χτυπάμε τα ανύπαρκτα από αισθητική άποψη έργα των «καθιερωμένων» συγγραφέων, αλλά να αναμετρηθούμε με το βαθιά συντηρητικό, χθόνιο και αντιδραστικό έργο ενός Βαλτινού –για να το πούμε σχηματικά: να κατανοήσουμε τη λογοτεχνική αξία του, να το απολαύσουμε αναγνωστικά, για να κατακεραυνώσουμε τις ιδέες που προπαγανδίζει. Τέλος, το πρόβλημα δεν είναι τόσο ούτε η κανονιστικότητα της «γενιάς» ούτε η επιστράτευση της λογοτεχνίας δι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ούτε η μόρφωση του μέσου ριζοσπάστη. Το πρόβλημα είναι ότι ο ριζοσπαστισμός αυτός αντλεί τα υλικά του από τη σούπα του (πασοκικού) προοδευτισμού, από την οποία τρεφόμαστε τόσα χρόνια. Τη στιγμή λοιπόν που η λογοτεχνική πρακτική πάει να υπερβεί αυτές τις σχηματοποιήσεις, αυτές επιστρέφουν με τη μορφή της ανάλυσης και των διαπιστώσεων, σαν παρατηρήσεις ενός απλού και μετριόφρονος θεατή, με το χαρακτηριστικό ύφος της ευμενούς κριτικής για το βιβλίο ενός φίλου. Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των αιτημάτων του, δεν αναγνωρίζει την πολιτική και κανονιστική τους διάσταση, αναγνωρίζοντας ότι κατεβάζει γραμμή και πρόγραμμα για «τον πολιτισμό και το βιβλίο». Όλοι ξέρουν όμως πως, όταν η κυβέρνηση της αριστεράς θα κάνει τον αλτουσερισμό επίσημη θρησκεία του κράτους, το λογοτεχνικό αυτό πρόγραμμα θα αντικαταστήσει τη σημερινή διδακτέα ύλη στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και η κυρία Άρτεμις θα έχει κάνει το καθήκον της προς την τέχνη και την ιστορία.


[44]

Έλια Χαρίδη

Γευστικές διαδρομές και γλωσσικές επιτελέσεις: μεταξύ πρωτόγονου και πολιτισμένου

«Θα μάθετε κι εσείς να υποκλίνεστε τόσο βαθιά όσο και το αφεντικό σας;», ρωτάει περιπαιχτικά και χαιρέκακα η ηλικιωμένη κυρία του διπλανού στενού, η οποία, εν αναμονή πελατών για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια του γιου της, σκοτώνει την ώρα της παρακολουθώντας και σχολιάζοντας κάθε κίνηση τριγύρω. Και δεν έχει άδικο. Εδώ και τρία χρόνια περίπου, η μικρή οικογενειακή επιχείρησή της γειτονεύει με αυτήν του πολυτελούς εστιατορίου, που ένα μεσόκοπο ζευγάρι από κάποια μεγάλη πόλη της Βόρειας Ιταλίας ήρθε να εγκαταστήσει σε ένα από τα κεντρικά σοκάκια της Ερμούπολης. Ο καλοκαιρινός κοσμοπολιτισμός της κυκλαδίτικης πρωτεύουσας, με τα γιοτ και τις θαλαμηγούς να κάνουν το λιμάνι να ασφυκτιά από κατάρτια και πετρελαιοκηλίδες και τους ιδιοκτήτες τους να περιφέρονται με τις αέρινες, ανοιχτόχρωμες φορεσιές τους προς αναζήτηση τέρψης, φαίνεται πως υποσχόταν, αν όχι μυθικά κέρδη, τουλάχιστον αρκετά ώστε να αντισταθμιστούν τα πενιχρά εισοδήματα του χειμώνα που πλησίαζε και να εξασφαλιστεί η λειτουργία του καταστήματος για το επόμενο καλοκαίρι. Γιατί η Σύρος μπορεί να φημίζεται για τους ντόπιους πλοιοκτήτες και μεγαλοεισοδηματίες της, όπως βιαζόταν να μας ενημερώσει συχνά πυκνά το ιταλοφερμένο αφεντικό, όταν κάποιος από αυτούς τους «σημαντικούς ανθρώπους» ερχόταν να γευματίσει, αλλά οι εργάτες και οι δημόσιοι υπάλληλοι του νησιού υπερτερούσαν κατά πολύ τους μήνες της χειμερινής περιόδου. Η ηλικιωμένη κυρία του διπλανού στενού λοιπόν είχε δίκιο. Το ειρωνικό ύφος της ερώτησής της στόχευε ακριβώς στο να χλευάσει το προφίλ που υιοθετούσε το συγκεκριμένο εστιατόριο, προκειμένου να δελεάσει την εκλεκτή πελατεία του, κολακεύοντας την υψηλή καταγωγή της και επαινώντας τους καλούς της τρόπους. Και η μορφή του σερβιτόρου, αποτελώντας μια ορατή συμπύκνωση των πρακτικών λειτουργίας της επιχείρησης, δεν μπορούσε παρά είναι ευάλωτη στα υποτιμητικά σχόλια της παρατηρητικής αυτής γειτόνισσας.

Η μισθωτή εργασία σε μέρη γαστριμαργικής απόλαυσης μπορεί να βιωθεί, μεταξύ άλλων, ως μια συνθήκη ύπαρξης που παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητές της, αν σκεφτεί κανείς ότι πολύ συχνά το στενά «συνεργαζόμενο» δίπολο εργοδότης-εργαζόμενος συνοδεύεται από σχέσεις εξουσίας και καταπίεσης, γνώριμες σε όλους. Εργασιακές σχέσεις και διαπραγματεύσεις σε χώρους χαλάρωσης, με άλλα λόγια, και η αμηχανία που δημιουργείται για εκείνον που δεν διασκεδάζει, αλλά εργάζεται για τη διασκέδαση των άλλων και το κέρδος των αφεντικών του, γίνεται ακόμη πιο έντονη στην περίπτωση ενός εστιατορίου πολυτελείας. Πρόκειται για μια αμηχανία που καταλήγει σε παραδοξότητα και κυνισμό, αν αφήσει κανείς το βλέμμα του να περιστραφεί ανάμεσα στους χώρους παράστασης του εστιατορίου (τραπέζια, πελάτες, τελετουργίες υποδοχής) και τις παρασκηνιακές δραστηριότητες (κουζίνα, λάντζα, οδηγίες προς εργαζομένους), που στηρίζουν την ακριβοπληρωμένη κατανάλωση τροφής και ποτού, και την ίδια στιγμή να αναρωτηθεί: τι είναι αυτό που η γλώσσα πρέπει να συμπεριλάβει και ταυτόχρονα να αποκλείσει από το ρεπερτόριό της, λεκτικό ή σωματικό, προκειμένου η γεύση να μπορέσει να εκπολιτίσει τους υποδοχείς της και να εξασκήσει την «ευαισθησία» της; Αν και οι δύο αυτές λειτουργίες της γλώσσας, η μία επικοινωνιακή και η άλλη γευστική, αρχικά φαίνονται ασύνδετες μεταξύ τους, η συμπληρωματικότητά τους μπορεί να αναδειχθεί σε μέρη όπου η γεύση γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο «προσοχής». Στα πλαίσια ενός εστιατορίου gourmet εδεσμάτων, αυτού που προορίζεται για τάξεις μεγαλοαστικές και αποτελεί πειρασμό για άτομα μεσοαστικού επιπέδου και εισοδήματος, η πολυτέλεια στη γεύση συνοδεύεται αυτομάτως και απαραιτήτως από ευπρέπεια στην επικοινωνία και τη συμπεριφορά – μια υποχρέωση που βαραίνει μονομερώς τον σερβιτόρο, αφήνοντας αποκλειστικά για τον πελάτη-πρωταγωνιστή της σκηνής και για τον εργοδότη-εξουσιαστή του παρασκηνίου το δικαίωμα


[45]

στην απρέπεια, τη θρασύτητα και την αυθαιρεσία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο σερβιτόρος θεωρείται η «βιτρίνα» του καταστήματος, καθώς επιφορτίζεται με το να φροντίζει την εξωτερική εμφάνιση των εσωτερικών διεργασιών του, και είναι λόγω του ιδιαίτερου αυτού συνδυασμού των διαφορετικών επιπέδων που η θέση του δεν μπορεί παρά να είναι «προνομιακή». Ο σερβιτόρος συνδέει και συντονίζει το μέσα και το έξω (την παραγωγή τροφής με την άμεση κατανάλωσή της) και έτσι ο ρόλος του προσφέρεται για τη συγκριτική θέαση των αλλεπάλληλων διαδρομών και ανταλλαγών που πραγματοποιούνται ανάμεσα σε εκφράσεις λεκτικές ή τις πιο σιωπηλές του σώματος, από τη μία, σε προτιμήσεις γευστικές, από την άλλη. Διαφορετικά επίπεδα γλώσσας, με άλλα λόγια, τα οποία επιχειρούν να συνθέσουν από κοινού ένα σκηνικό «εκλεπτυσμένων» αισθήσεων κατά την καλοκαιρινή και επομένως πρόσκαιρη συνάντηση Ευρώπης και Μεσογείου, Βόρειας Ιταλίας και νησιωτικής Ελλάδας στην προκειμένη περίπτωση. Διαδρομές, επίσης, που χτίζουν την αίσθηση της γεύσης ώστε να ανταποκριθεί σε κάτι άλλο που δεν περιορίζεται στη δοκιμή και την απόλαυση ξένων για τα ελληνικά δεδομένα γευστικών συνδυασμών. Αυτό το «κάτι άλλο» δημιουργεί και την ερώτηση τι σημαίνει «εκλεπτυσμένη γεύση», όταν η επικοινωνιακή σύμβαση της ευγένειας δεν απέχει πολύ από τη γλωσσική και σωματική ακαμψία του καθωσπρεπισμού. Εν ολίγοις, τι είναι αυτό που γεύεται μια γλώσσα βουτηγμένη στην ευπρέπεια; Προκειμένου το πρωτόκολλο ευγενείας να τηρηθεί, η πλάτη οφείλει να σκύψει και το κεφάλι να υποκύψει. Σε αντιστάθμισμα, το χαμόγελο να πλατύνει μέχρι ακινησίας και το βλέμμα να αδειάσει μέχρι αναισθησίας. «Comme il faut!» σημαίνει στα γαλλικά «καθώς πρέπει», ώστε να διατηρηθεί η ανωτερότητα του πελάτη, η οικονομική του αί-

γλη για την ακρίβεια, είτε είναι πραγματική, είτε φαντασιακή. Κι ενώ τέτοιες ήταν κάποιες από τις σωματικές αναπαραστάσεις που επιβλήθηκαν άρρητα ως υποδειγματικές για τη συμπεριφορά των σερβιτόρων, οι οδηγίες για το στήσιμο του σκηνικού υπήρξαν άκρως μελετημένες, ρητές και απαράβατες: σερβίρουμε πρώτα την κυρία, στη συνέχεια τον κύριο, πρώτα τους ενήλικους, μετά τα παιδιά κ.λπ. Πιάτα, μαχαιροπήρουνα και ποτήρια, αλάτια, πιπέρια και οδοντογλυφίδες, όλα στοιχισμένα με γεωμετρικούς υπολογισμούς και τακτοποιημένα πάνω σε φρεσκοσιδερωμένα τραπεζομάντιλα με την τσάκισή τους να πέφτει ακριβώς πάνω στη γωνία του τραπεζιού. Και το κεράκι πάντα αναμμένο – ακόμη κι αν τα αυγουστιάτικα μποφόρ του Αιγαίου είναι απαγορευτικά, όπως επισημαίναμε διαρκώς στον έτερο σερβιτόρο, ο οποίος, τηρώντας κατά γράμμα τους νόμους της ευγένειας και επιμένοντας να ανάβει τα κεριά που αμέσως έσβηναν, απέκτησε δικαίως το προσωνύμιο του «καντηλανάφτη». Φανερώνοντας την παρασκηνιακή αντίφαση που θυσιάζεται στο όνομα μιας τέτοιας ακριβής κομψότητας, η σχέση μεταξύ αφεντικού και δούλου μεταφέρεται από το προσκήνιο του σερβιρίσματος στα ενδότερα, μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Το προσωπικό εμφανίζεται μόνο όταν πρόκειται να εξυπηρετήσει: να πάρει παραγγελίες, να σερβίρει, να καθαρίσει τα τραπέζια. Κατά τα άλλα «κρύβεται» όπου μπορεί και όπου του επιβάλλεται: από την κουζίνα και το ασφυκτικά γεμισμένο από προμήθειες αποθηκάκι της, μέχρι το απλανές του βλέμμα και το άκαμπτο σώμα του, εν είδει διακριτικότητας, όταν στέκεται όρθιο, στην άκρη και σε εγρήγορση, προκειμένου να ικανοποιήσει και την παραμικρή ανάγκη του πελάτη – σχεδόν πριν ο ίδιος προλάβει να την αισθανθεί, πόσο μάλλον να την εκφράσει. Οι ανάγκες που προκύπτουν από την εργασία (φαγητό, τσιγάρο, ολιγόλεπτη ξεκού-


[46]

ραση), εκτελούνται όλες παρασκηνιακά (στο μικρό σοκάκι δίπλα, που δεν βλέπει στα τραπέζια και που δεν το βλέπουν οι πελάτες, ή στο αποθηκάκι που αναφέρθηκε παραπάνω) και η αφάνεια αυτή επιτρέπει να διατηρηθεί η ευγενής καθαρότητα των ταυτοτήτων. Εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί πώς εξελίσσονται στην πράξη τέτοιες λεπτομέρειες και το ερώτημα είναι πού βρίσκεται το ενδιαφέρον σε ένα κοινότοπο παίξιμο ρόλων σαν κι αυτό. Αλλά και πώς μπορεί να συνδέεται με τη διπλή και συμπληρωματική λειτουργία της γλώσσας. Η γλώσσα είναι ποιητική, έχει υποστηριχθεί. Συνιστά μια δημιουργική επιτέλεση. Μεταποιεί την ύλη, το σώμα και τις αισθήσεις. Το πώς θα σταθεί κανείς μπροστά στον πελάτη, καθώς και το πώς θα του απευθυνθεί, διαμεσολαβούνται από τη γλώσσα της ευπρέπειας, προς αποφυγή μιας γκροτέσκας σκηνής, μιας στιγμής «πολιτισμικής βρωμιάς» με άλλα λόγια. Αν και το τι θα λεχθεί, οι ίδιες οι κινήσεις της γλώσσας, δεν μπορούν να ελεγχθούν πάντα από το τεντωμένο αυτί των αφεντικών, οι κινήσεις του σώματος, πιο ορατές και διαθέσιμες στο άγρυπνο βλέμμα τους, οφείλουν να υποκύψουν στους κανόνες ευγένειας, επιχειρώντας να κρατήσουν τις αποστάσεις τους. Παράλληλα όμως οφείλουν να μεταδώσουν και μια αίσθηση φιλικότητας. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια προσεγμένη οικειότητα, η οποία προσμετράται στη βάση εκφραστικών αποστάσεων, λεκτικών και προπαντός σωματικών. Αυτό το κλίμα μετρημένης ζεστασιάς μας μεταφέρει επίσης στην προσεκτική μεταποίηση της ακατέργαστης πρώτης ύλης σε φαγώσιμη και την προσπάθεια να απευθυνθεί στην αίσθηση της γεύσης, της πάντα διερχόμενης από μια «γλώσσα» εκλεπτυσμένη, ικανή να αντιληφθεί τη λεπτότητα των γεύσεων, αλλά και να την επικοινωνήσει. Μπορεί κανείς να διακρίνει από το «στήσιμο» του πελάτη, υποστηρίζει το ζευγάρι από την Ιταλία, αν επιθυμεί το μοσχαρίσιο φιλέτο του με αίμα ή καλοψημένο. «Σόλα» ονομάζει το τελευταίο η μαγείρισσα –και εργοδότρια– με σπασμένα ελληνικά και δυσαρεστημένο ύφος, παραπέμποντας με υπο-

τιμητικό τρόπο σε κάτι σκληρό και άνοστο. Κάτι καλά ψημένο μοιάζει να χάνει τη νοστιμιά του και τις θρεπτικές του ουσίες. Προπάντων, όμως, αυτό που χάνει είναι η «φυσικότητά» του. Στην υποτίμηση του ψημένου κρέατος είναι ακριβώς που γίνεται εμφανής η σύνδεση, αν και αντιφατική, ανάμεσα στη γλώσσα που μιλάει ευγενικά και πολιτισμένα και σε εκείνη που γεύεται την τροφή ωμή. Στην ίδια υποτίμηση είναι επίσης που η βορειοδυτική Ευρώπη συναντάει την ανατολική Μεσόγειο για να της δώσει ένα μάθημα γευσιγνωσίας. Οι πελάτες συμμετέχουν σε μια τέτοια διδαχή, δείχνοντας εκείνη την προθυμία που εκπλήσσει και που συνήθως πηγάζει από τον συνδυασμό συναισθημάτων αμηχανίας και επιθυμίας. «Δεν ξέρουμε πόσο λάδι πρέπει να βάλουμε στη σαλάτα», εξομολογείται με χαμόγελο ενοχής μια τριμελής οικογένεια στον σερβιτόρο και ζητάει ντροπαλά τη βοήθεια του ειδικού της γεύσης. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου καταφθάνει τότε περιχαρής για το μάθημα πολιτισμού που θα δώσει στους αδαείς και το γεύμα λήγει με βαθιές υποκλίσεις και πλατιά χαμόγελα, από την πλευρά των πελατών αυτή τη φορά. Εκείνος, επιστρέφοντας στο εσωτερικό του καταστήματος με φουσκωμένο το στήθος από επιτυχία, χαϊδεύει με τα μάτια τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που απεικονίζουν κάποιες από τις εκπληκτικές ικανότητες του ευρωπαϊκά μεγαλωμένου ανδρισμού του. Γιατί, πριν έρθει στην Ελλάδα, έζησε για κάμποσα χρόνια κάπου στην Αφρική. Και ενώ η γυναίκα του μαγείρευε για τους πελάτες της επιχείρησης επισιτισμού που είχαν ανοίξει εκεί, αυτός κυνηγούσε ψάρια στα απρόσιτα και επικίνδυνα νερά της μαύρης ηπείρου. Έτσι, οι θηριώδεις σε μέγεθος τόνοι που φιγουράριζαν στημένοι δίπλα στο ψαροντούφεκο και την περήφανη κορμοστασιά του, ψόφιοι και όρθιοι, με το κεφάλι κάτω και την ουρά επάνω, αποδείκνυαν τα περασμένα αλιευτικά κατορθώματά του· και την ίδια στιγμή, δεν έπαυαν να σηματοδοτούν τη θριαμβευτική νίκη της πολιτισμένης σκέψης ενάντια στην πρωτόγονη βαρβαρότητα.


[47]

Κώστας Περούλης

Ο «πολιτικός» Λευτέρης Βογιατζής: μια σπουδή στα χίλια πρόσωπα της εξουσίας

Ο

Λευτέρης Βογιατζής αποφάσισε να εκτεθεί η σορός του με το μουστάκι του Ρουτ στο πρόσωπο, στο κέντρο του σκηνικού της παράστασης του Θερμοκηπίου του Χάρολντ Πίντερ που ανέβασε το 2012 και θα ξανανέβαζε αυτήν την άνοιξη, ντυμένος συγχρόνως μέσα στο φέρετρό του με το κοστούμι του Τίνκερ από το Καθαροί, πια της Σάρα Κέην που έπαιξε το 2001, και κρατώντας το πρόγραμμα-έργο της παράστασης μέσα στα σταυρωμένα του χέρια. Για έναν τελειομανή στη σημειολογία του σκηνοθέτη, η δήλωσή του αυτή συνιστά μια περιοδολόγηση της εργογραφίας του που, επιλεγμένη από μια μακρά πορεία που κρατά από το 1982, ζητά να ερμηνευθεί. Ο Βογιατζής υπήρξε ένας σκηνοθέτης που πίστευε στο έργο, σε αντίθεση με τους πάντα «προοδευτικούς» μεταμοντέρνους σκηνοθέτες του θεάτρου μας: «είναι ανάγκη εμείς να είμαστε ένα μέσο για τον συγγραφέα και ο συγγραφέας ένα μέσο για μας. Είναι αυθύπαρκτες τέχνες που πρέπει να συναντιούνται», είχε πει. Το πρόγραμμα του Θερμοκηπίου συνοψίζει την επικήδεια επιλογή του: «Εδώ, σ’ ένα κρατικό “ησυχαστήριο”, οι ασθενείς, τους οποίους δεν βλέπουμε ποτέ και αναφέρονται μόνο με τον κωδικό αριθμό τους, είναι έρμαια στα χέρια και στις διαθέσεις του προσωπικού, ενώ, από την άλλη πλευρά, το προσωπικό γίνεται θύμα του γραφειοκρατικού μηχανισμού που το ίδιο έχει εξυφάνει, τον αναπαράγει και τον υπηρετεί». Εντέλει, «το Θερμοκήπιο είναι η θεραπεία της κοινωνικής διαφωνίας και αμφισβήτησης». Ο πρώην συνταγματάρχης Ρουτ του Βογιατζή είναι ο διοικητής αυτού του «Ιδρύματος». Στο τέλος του έργου, από μια μηχανορραφία του υπαρχηγού του Ήμελλου, που εποφθαλμιά την εξουσία του, οι «ασθενείς» ελευθερώνονται προσωρινά απ’ τα κελιά τους και τον σφαγιάζουν μαζί με όλο το υπόλοιπο «ανώτερο προσωπικό», αφήνοντας ανέπαφο το «κατώτερο προσωπικό».

Γυρνώντας αντίστροφα προς τα πίσω στο άλλο άκρο της περιοδολόγησης στο έργο της Σάρα Κέην, σε έναν επίσης απροσδιόριστο χώρο μεταξύ ιδρύματος, πανεπιστημίου και κλινικής ο Τίνκερ, με το κοστούμι του οποίου θάφτηκε ο Βογιατζής, πανταχού παρών και γνώστης των επιθυμιών όλων των νεαρών ηρώων, επιδίδεται απέναντί τους στην καθαρή βία. Σαν γιατρόςντήλερ προσφέρει ηρωίνη σε έναν απ’ αυτούς κάνοντάς του ένεση στο μάτι. Παρακολουθεί δύο άλλους να κάνουν έρωτα και βάζει τον έναν να προδώσει τους όρκους αγάπης του προς τον άλλον, αφού τον βασανίσει και τον αναγκάσει να πει «Όχι εμένα – τον Ροντ», κόβοντάς του στη συνέχεια τη γλώσσα όταν πάει να του ζητήσει συγχώρεση, τα χέρια όταν πάει να του τη γράψει και τα πόδια όταν πάει να του χορέψει έναν χορό αγάπης. Βάζει έναν τρίτο να κάψει τα βιβλία με τα οποία μια άλλη ηρωίδα με την οποία είναι ερωτευμένος προσπαθεί να τον μάθει να γράφει και να διαβάζει ωθώντας τον στην αυτοκτονία κ.ο.κ. Η εξουσία είναι το πλαίσιο που διέγραψε ο Λευτέρης Βογιατζής με την ίδια τη σκηνοθεσία της κηδείας του, το κτηνώδες πρόσωπό της απέναντι σε κάθε ευγένεια του ατόμου, τις ιδέες ή τα συναισθήματά του. Μέσα σ’ αυτήν την αποκαλυπτική περιοδολόγηση το θέμα επανέρχεται ξανά και ξανά: βρίσκει κανείς μεταξύ άλλων τη σκηνοθεσία του στις Δούλες του Ζενέ (2006), αρχετυπικό έργο πάνω στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο, όπου οι δύο Δούλες που σχεδιάζουν λεπτομερώς να σκοτώσουν την Κυρία, εντέλει, «μεταφυσικώς» αδυνατούν να «επαναστατήσουν» και, όταν αυτή φεύγει απ’ το σπίτι, παίζουν τη σκηνή της δολοφονίας, όπου η μία παίρνει τη θέση της Κυρίας για να εκτελεστεί απ’ την άλλη. Βρίσκει το Ύστατο Σήμερα του πλέον πολιτικοποιημένου Χάουαρντ Μπάρκερ (2009), όπου ένας «αγγελιοφόρος κακών ειδήσεων», ο Δνείστερ, εισέρχεται ως πελάτης σ’ ένα


[48]

κουρείο μιας πόλης για να ανακοινώσει τη μεγάλη καταστροφή της –κατά το ανέκδοτο που μεταφέρει ο Πλούταρχος για την αναγγελία της καταστροφής της αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία– παίζοντας, όπως η ιστορία τον άνθρωπο, σαν τη γάτα με το ποντίκι, τον κουρέα που θα ακούσει για τον θάνατο του στρατιώτη γιου του και το τέλος της πόλης του που από ώρα σε ώρα θα υποδουλωθεί από τον προελαύνοντα εχθρό. Βρίσκει τον Αμφιτρύωνα του Μολιέρου (2012), όπου ο Δίας παίρνει την μορφή του Αμφιτρύωνα για να κοιμηθεί με τη γυναίκα του, σε μια απεικόνιση του αμοραλισμού της εξουσίας των θεών πάνω στους ανθρώπους (και του Λουδοβίκου ΙΔ΄ πάνω στους υπηκόους του, μια και ο Μολιέρος σχολιάζει μια πραγματική ιστορία της Αυλής) που τους μετατρέπει σε άβουλα παιχνιδάκια. Βρίσκει, για να μην έχουμε αμφιβολίες όπως ο ενοχλημένος μετά την παράσταση κριτικός της Καθημερινής,1 την Αντιγόνη στην Επίδαυρο (2006 και 2007) μεταφερμένη στα «δικά μας»: από όλες τις «αναθεωρητικές» και «συμψηφιστικές» μοντέρνες αναγνώσεις της, ο Βογιατζής προτίμησε την πιο «κλασική», παρουσιάζοντας έναν Κρέοντα υπεραυταρχικό κυβερνήτη, με το σκηνικό και τα κοστούμια από το τέλος του θηβαϊκού εμφυλίου να μεταφέρονται κάπου στην ύπαιθρο αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου: κανένας δεν επιτρέπεται να θάψει το πτώμα του αριστερού ηττημένου που προσπάθησε να καταλάβει το κράτος. Ο Βογιατζής δεν θα ανέβαζε ποτέ ένα έργο του Μπρεχτ όσο και αν η πολιτική του ματιά περιστρεφόταν συνεχώς γύρω από τα χίλια πρόσωπα της εξουσίας. Απέφυγε τα «αμιγώς πολιτικά», όπως τα έλεγε, έργα, και αυτό ήταν μια συνειδητή επιλογή. Τα έργα που μπορούσαν γι’ αυτόν να θέσουν το μείζον θέμα της εξουσίας ήταν μοντερνιστικά, και μάλιστα, όπως τα ήδη αναφερθέντα, αφαιρετικά. Η αφαιρετική αυτή δομή τους, που ενδεχομένως τον καθοδήγησε και στην τραγωδία (ή κλασική κωμωδία), του επέτρεψε να εισάγει στον αυστηρό φορμαλισμό των παραστάσεών του έναν σκηνικό και υποκρι1. Σπύρος Παγιατάκης, «Η Αντιγόνη του Βογιατζή», εφ. Η Καθημερινή, 3.9.2006.

τικό ρεαλισμό που συχνά έφτανε στα όρια του νατουραλισμού, συμμειγνύοντας τις δύο φαινομενικά ασύμβατες τεχνοτροπίες με τον τρόπο που ακριβώς δεν τις αποδεχόταν ως μονοσήμαντους κριτικούς ή ακαδημαϊκούς όρους. Για τον Βογιατζή, ο ρεαλισμός στην υποκριτική του ήταν αποτέλεσμα ενός πολύ σκληρά δουλεμένου φορμαλισμού γι’ αυτό και, όπως είχε αναφέρει κάποτε ο Γ. Κιμούλης, οι ερμηνείες στις παραστάσεις του, αν και «ρεαλιστικές», ήταν σαν να μην τις άγγιζε η πατίνα του χρόνου από την πρώτη ως την τελευταία ημέρα. Η θέασή τους ακόμα και μετά από χρόνια φανερώνει πόσο δεν συνδέονται με μια συγκεκριμένη εποχή μέσα από ένα είδος «αχρονικού» ρεαλισμού – όπως ακριβώς κι ο ίδιος το είχε πει: «Τι είναι ο ρεαλισμός; Κάτι που ξεκινάει από την πραγματικότητα, η οποία έχει ξεπεραστεί την άλλη στιγμή». Με αυτήν τη συμπλοκή, η πραγμάτευση της εξουσίας στις παραστάσεις του αποκτούσε μια άμεσα οικεία όσο και «πυρηνική», διαχρονική υφή. Σε αυτήν την ανατομία της εξουσίας σε όλες της τις μορφές ο Βογιατζής, τυραννικός κι ο ίδιος στην σχέση του με τους συνεργάτες του, κράτησε τον ρόλο των εξουσιαστών, του Τίνκερ, του Κρέοντα, του Δνείστερ, του Ρουτ. Ξεκινώντας αυτήν την πορεία, οι «κακοί» του είναι και οι ίδιοι clean(sed). Ο Τίνκερ φοράει γκρι κοστούμι, ατσαλάκωτο λευκό πουκάμισο από μέσα και μαύρη φαρδιά γραβάτα, έχει γλυμμένο μαλλί και γυαλάκι με λεπτό σκελετό. Γυρνώντας γύρω από την τάφρο στο κέντρο της σκηνής που μέσα στα λασπόνερά της κάνουν έρωτα τα δύο αγόρια, τα ακρωτηριάζει με το μεγάλο χασαπομάχαιρο που βγάζει απ’ το κοστούμι του, προσέχοντας κυρίως να μη λερωθεί. Δρασκελίζει τις λάσπες, η επαφή του με το σκηνικό και τα θύματά του είναι πάντα προσεχτική, αποστειρωμένη, η ελάχιστη δυνατή (http://goo.gl/wMKs4). Μετά, ο συντηρητικά ντυμένος σε αποικιακό στυλ Κρέοντάς του περιφέρεται στη σκηνή αυταρχικός, με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη, σαν τους Χωροφύλακες στην ανάκριση, και στον αγώνα με την Αντιγόνη φτάνει να χτυπήσει βίαια την Μουτούση στο πρόσωπο σωριάζοντάς την καταγής (http://goo.gl/uwWva). Μέσα στο κουρείο, ακολουθώντας τον ίδιο τον Μπάρκερ, που αναφέρει


[49]

για τον ήρωά του πως «οι σαδιστές που αντλούν ευχαρίστηση από τον χειρισμό των άλλων είναι πιο ενδιαφέροντες από τα θύματα», ο Δνείστερ του φτιάχνει μια παρτιτούρα με τον ορθολογικό σαδισμό της αποστασιοποιημένης αφήγησης ενός ασυγκίνητου αφηγητή-θεού, που σταδιακά αφήνει ως άλλος Τειρεσίας τον κουρέα να περιγράψει ο ίδιος τους φριχτούς θανάτους των χιλιάδων στρατιωτών και του γιου του – επεμβαίνοντας μόνο για να του δώσει κάποιο στοιχείο όταν κομπιάζει μέχρι, απελπισμένος, να καταστρέψει από μόνος του το μαγαζί του που είναι όλη του η ζωή. Ο ήρωας του Μπάρκερ προς το τέλος του έργου αποκαλύπτει την εσωτερική του ερημιά, όμως σ’ εκείνη την ερμηνεία του ο Βογιατζής δεν προχώρησε να ξεφύγει από τη σαδιστική εγκεφαλικότητα του υπερκόσμιου αφηγητή του. Εντέλει ο Ρουτ θεωρήθηκε η ωριμότερη ερμηνεία της υποκριτικής του καριέρας. Όταν ανέβασε το έργο ο Πίντερ το 1980, χαρακτηρίζοντάς το «χοντροκομμένη σάτιρα» της εξουσίας με χαρακτήρες τόσο πρόστυχους που γι’ αυτό παρέμειναν χάρτινοι και δεν απέκτησαν ζωή, κράτησε ο ίδιος τον ρόλο του Ρουτ, και ο Μάικλ Μπίλιγκτον έγραψε ότι η Βρετανία έχασε έναν μεγάλο κωμικό ηθοποιό για να κερδίσει τον μεγαλύτερο εν ζωή θεατρικό συγγραφέα. Αντ’ αυτού του κωμικού, ο Βογιατζής

προχώρησε την προσωπική του ερμηνεία στους ρόλους εκείνου του ανθρώπου που εξουσιάζει τους άλλους σε ένα τελικό, όπως έμελλε να αποδειχτεί, στάδιο: από τον «clean» σαδιστή Τίνκερ με τα χειρουργικά γάντια, ο Ρουτ του, πάντα βιαστής και φονιάς μέσα στο έμπλεο πιντερικού παραλόγου «Ίδρυμα», αλλά ντυμένος τώρα με αταίριαστο μάλλινο παντελόνι και σακάκι και μπορντώ γιλεκάκι από μέσα, σαν υπάλληλος παλιάς κοπής, απέκτησε μια πραγματική ανθρωπιά, ένα συγκαταβατικό τόνο μιας εργασίας που πρέπει με κουρασμένη έστω πίστη να συντελεστεί. Αυτός ο συμφιλιωτικός τόνος του παραλογισμού της «πρόστυχης» εξουσίας, έδωσε ίσως την πιο σκληρή «αντιεξουσιαστική» παράσταση του Βογιατζή: η εξουσία είναι μια παράλογη condition humaine που πρέπει να πολεμήσουμε για να ξεριζώσουμε από μέσα μας. Εντέλει, μετά από την επανάληψη του Θερμοκηπίου την άνοιξη, δούλευε για να ανεβάσει το καλοκαίρι στην Επίδαυρο μία ακόμα τραγωδία, τον Οιδίποδα Τύραννο – το κείμενο του οποίου βρισκόταν, ως τελευταίο «σημείο», σε ένα κάθισμα των θεατών απέναντι από το φέρετρό του: το πρόσωπο της φρικτότερης και πιο αλαζονικής εξουσίας, η οποία δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να αντιγυρίσει στον εαυτό της και να στρέψει τα χέρια της στα διορατικά της μάτια.


[50]

Μόρφω Μπεληγιάννη

17…+ 3 στιγμές της άνοιξης*

* Από τον τίτλο του βιβλίου 17 στιγμές της άνοιξης του Γιουλιάν Σεμιόνοφ.

Δελτίον του ΕΒΕΑ, έτος 4ο, τχ. 8, Αύγουστος 1923.

Η

Διοικητική Επιτροπή του Εργατικού Κέντρου Πειραιά την 1η Μαΐου 1919 συνέστησε «εις όλους τους εργάτας να αποφύγουν οιανδήποτε κίνησιν ή εκδήλωσιν διά το παρόν έτος κατά την Πρωτομαγιάν και αρκεσθώσιν εάν το κρίνωσιν αι οργανώσεις των σκόπιμον εις μίαν διά ψηφίσματος διαμαρτυρίαν κατά της κρατούσης Κεφαλαιοκρατίας συνοδευομένην με τους συναδελφικούς προς τους εργάτας όλου του κόσμου χαιρετισμών των». Ο απεργιακός «διάκοσμος» του φετινού Μάη υποστηρίχθηκε –από πλείστους όσους– ότι έφερε κάτι από το «γούστο» του παλιού, υπό την έννοια ότι το «παλιό αντικείμενο»-απεργία, διαμεσολαβημένο από τη νομιμότητα, φάνηκε να χάνει τις πρωτογενείς του λειτουργίες ως κλαδική ή/και γενικευμένη διακοπή της παραγωγής, δηλαδή της παραγωγής εμπορευμάτων με χρηστική και ανταλλακτική αξία και να αποκτά σχεδόν αποκλειστικά αξία «αισθητική», αξία παράγωγη, αξία συμβολική. Ένα διόλου πρωτότυπο αφετηριακό σημείο του παραπάνω επιχειρήματος θα μπορούσε να αποτελεί η «συλλεκτική» απεργία της φετινής Πρωτομαγιάς, η οποία πράγματι πορεύτηκε οχυρωμένη θεσμικά αλλά διάτρητη, διχαστική και διχασμένη κατά τόπο, χρόνο και... κόσμο. Η μετά-θεση αυτής από το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης για τους «παραγωγικούς εργάτες» του ιδιωτικού τομέα σε ημέρα διαφορετική από εκείνη των «μη παραγωγικών» υπαλλήλων του Δημοσίου και ΟΤΑ λέγεται ότι ήρθε να επιβεβαιώσει το πρόθεμα «meta-», με το οποίο οι μετα-νοημένοι οπαδοί του εδώ και χρόνια επιλέγουν, συλλέγουν και εκθέτουν σε αγορές «ανοιχτότητας», ως σημεία-αντίκες, σημεία συμπαγή όπως βιομηχανικός καπιταλισμός, δομή, γλώσσα, κείμενο, θεωρία, αφήγηση, μαρξισμός,

σημεία τα οποία συνέχονται με άλλα σημεία όπως προλεταριάτο, οργάνωση, συνδικαλισμός, ιστορία, παραγωγή και τάξεις. Ωσάν να μας συστήνεται λοιπόν να αλλάξουμε τροχιά, αφού το γραμμένο με κιμωλία 8 στις πλάτες των απεργών σιδηροδρομικών του ’19 έχει σβηστεί προ πολλού από το τρένο της ιστορίας. Περισυλλέγοντας, ο Μάης μας τέμνεται σχεδόν στη μέση από τις δηλώσεις του Συλλέκτη Ελλήνων Βιομηχάνων, ο οποίος, παράλληλα με το προνόμιο της συσσώρευσης έργων σύγχρονης τέχνης ή αλλιώς αντικειμένων τα οποία δεν έχουν πλέον αντικειμενική λειτουργία (ας με συγχωρέσουν οι φιλότεχνοι) αλλά μόνο αποδεικτική, ως αντικείμενα που εκτίθενται και επιδεικνύονται, νομιμοποιείται να κρίνει προνομιακά την υπογραφή νέας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως συλλογής εργασιακών δικαιωμάτων «άνευ αντικειμένου». Ενώ λοιπόν η αστική νομιμότητα αγαπά τις συμβάσεις και τη συναίνεση, η αστική τάξη ακολουθώντας το


[51]

Πρωτόκολλο εμφανίζεται να μισεί τις παρωδίες. Η 17η στιγμή «χάθηκε» και αναρωτιέται κανείς αν η απώλεια οφείλεται στον συνδικαλιστικό «αγύριστο πράκτορα» (Σουν Τζου, Η τέχνη του πολέμου), στον πράκτορα δηλαδή που στρατηγικά κινούμενος μεταξύ νομιμότητας και μη νομιμότητας διοχετεύει παραπλανητικές πληροφορίες στον εργαζόμενο-εχθρό ή στο γεγονός ότι η αντικειμενική χρηστικότητα/χρησιμότητα μιας απεργίας αποτέλεσε το αναγκαίο νόμιμο άλλοθι του ίδιου του εργαζόμενου-εχθρού για μια απεργία δυνητικού κύρους (για ποιον άραγε;). Μία εβδομάδα πριν από τη μετάβαση μας από την άνοιξη στο καλοκαίρι, η εφήμερη νομιμότητα μιας κλαδικής αυτή τη φορά απεργίας από τα «κάτω», η οποία συντεταγμένα βάδισε σε ένα ρεύμα κυκλοφορίας, προεικόνισε τη μόνιμη νομική οριοθέτηση με προεδρικό διάταγμα των μικρών συγκεντρώσεων. Λέγεται ότι η εφήμερη «μόδα» προσιδιάζει μόνο στην πρωτοπορία, ότι είναι πολυτέλεια ευρισκόμενη σε πλήρη αντίθεση με τη μονιμότητα ενός αντικειμένου που «πρέπει να χρησιμεύει», που «πρέπει να είναι αποδοτικό», ενός αντικειμένου δηλαδή που αντλεί τη νομιμοποίησή του απλά και μόνο από τη χρηστική του λειτουργία. Το «εδώ και τώρα» του Μάη όμως και όχι το «meta-» ίσως εντοπίζεται στο Φεστιβάλ που παράλληλα με την απεργία έλαβε χώρα στην Τεχνόπολη την 1η Μαΐου. Οι οργανωμένοι εδώ και χρόνια στο Σωματείο Ρακοσυλλέκτες, αφού απέκτησαν υπόσταση νομική και άρα νόμιμη –ενώ για έτη κινήθηκαν στο όριο της νομιμότητας– εξέθεσαν και διέθεσαν την «πραμάτεια» τους στο «μεϊντάνι», προσελκύοντας πελάτες. Για ορισμένους, τα προς πώληση αντικείμενα είχαν και θα έχουν αποκλειστικά αξία χρηστική, ενώ για άλλους μόνο αξία συλλεκτική. Για τη

Ριζοσπάστης, 5.6.1923.

διάκριση όμως αυτή ευθύνεται η απόφαση για την οργάνωση σε σωματείο, τα μέλη του ή το «μεϊντάνι» που προϋποθέτει ως αναγκαία, ικανή και μοναδική συνθήκη τη νομιμότητα, ώστε οι αγοραπωλησίες να γίνονται απρόσκοπτα;


[52]

Καίτη Πάπαρη

Η παρέκκλιση από το Σύνταγμα

Σ

τις 28 Μαΐου 1932 δημοσιεύεται στο περιοδικό Εργασία ένα άρθρο του φιλελεύθερου βουλευτή Λ. Μακκά με τίτλο «Διά να σωθούν το κράτος και η κοινωνία πρέπει να παρεκκλίνωμεν από το σύνταγμα».1 Το άρθρο αυτό αφορά την πρόταση από τους βουλευτές του κόμματος των Φιλελευθέρων, Μακκά, Βαρβαγιάννη και Κωστόπουλο, για αναθεώρηση του Συντάγματος με την υιοθέτηση του περίφημου άρθρου 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης περί κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Το άρθρο 48§2 του συντάγματος της Βαϊμάρης πρόβλεπε: «Ο πρόεδρος του Ράιχ, όταν η δημόσια τάξη και ασφάλεια στο γερμανικό Ράιχ διασαλεύονται σοβαρά ή βρίσκονται σε κίνδυνο, μπορεί να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας [και], σε περίπτωση ανάγκης, να παρέμβει χρησιμοποιώντας την ένοπλη δύναμη. Προς τούτο, μπορεί προσωρινά να άρει, εν όλω ή εν μέρει, τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύουν τα άρθρα 114, 115, 117, 118, 123, 124 και 153 [του Συντάγματος]».2

Τα προαναφερθέντα άρθρα κατοχύρωναν αντίστοιχα την προσωπική ασφάλεια, το άσυλο της κατοικίας, το απόρρητο της ανταπόκρισης, την ελευθερία της έκφρασης, του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι και την ατομική ιδιοκτησία. Η υιοθέτηση του εν λόγω άρθρου ισοδυναμεί με την περίπτωση κήρυξης πολέμου ή γενικής επιστράτευσης, κατά την οποία και μόνο αναστέλλονται οι συνταγματικές αυτές ελευθε-

1. Λ. Μακκάς, «Δια να σωθούν το κράτος και η κοινωνία πρέπει να παρεκκλίνωμεν από το Σύνταγμα», περ. Εργασία, 28 Μαΐου 1932. 2. Ν. Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σ. 59.

ρίες. Οι βουλευτές αυτοί θεωρούσαν απολύτως αναγκαία την υιοθέτησή του, καθώς η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση οικονομικού πολέμου και ως εκ τούτου απαιτούνταν να εφοδιαστεί το κράτος με όλα εκείνα τα έκτακτα και εξαιρετικά όπλα προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που το απειλούσαν, δηλαδή ο κίνδυνος των απεργιών και της κοινωνικής αναρχίας, ή οποιοδήποτε παγκαλικού ή βασιλόφρονα τύπου πραξικόπημα. Η πρότασή τους κατατέθηκε στις 21 Μαΐου 1932 σε συζήτηση στη Βουλή για τα οικονομικά προβλήματα της χώρας, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε υποβάλει την παραίτησή του από πρωθυπουργός, υποστήριξε θερμά την πρόταση των βουλευτών του κόμματός του και ζήτησε την αναθεώρηση του Συντάγματος του 1927, επιμένοντας στην υιοθέτηση του εν λόγω άρθρου. Στις 8 Ιουνίου 1932 σχηματίστηκε Επιτροπή για την αναθεώρηση, με τη διαφωνία του Αλ. Παπαναστασίου, η οποία είχε ως βασική της κατεύθυνση την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με κύριο άξονα την εισαγωγή μιας διάταξης αντίστοιχης του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Μολονότι η αναθεώρηση του Συντάγματος τελικά δεν έγινε, καθώς σκόνταψε πάνω και σε άλλα θέματα που απασχολούσαν την Επιτροπή, αλλά και λόγω της εκλογικής ήττας του κόμματος των Φιλελευθέρων το 1932 και το 1933, έχει σημασία το γεγονός ότι η μικτή (αποτελούνταν από γερουσιαστές και βουλευτές) Επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος αποδέχτηκε ομόφωνα την υιοθέτηση του εν λόγω άρθρου και στο ελληνικό Σύνταγμα.3 Στην πολιτική σκηνή, η πρόθεση για την ενίσχυση των εκτάκτων αρμοδιοτήτων της εκτε-

3. Σπ. Βλαχόπουλος, Η κρίση του κοινοβουλευτισμού στον Μεσοπόλεμο και το τέλος της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1935 [Οι θεσμικές όψεις μιας οικονομικής κρίσης;], Ευρασία, Αθήνα 2012, σ. 155-156.


[53]

λεστικής εξουσίας και την ισχυροποίησή της εντασσόταν σε ένα αρκετά διαδεδομένο ρεύμα εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, που εκδήλωνε ολοένα και πιο ευρεία δυσπιστία στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Στο σύνταγμα της Βαϊμάρης, παρόλο που τα «μέτρα» που ο πρόεδρος του Ράιχ μπορούσε να λάβει για να αντιμετωπίσει την κρίση έπρεπε να προσυπογράφονται από τους αρμόδιους υπουργούς (άρθρο 50) και παρόλο που το Ράιχσταγκ μπορούσε ενδεχόμενα να αντιταχθεί σε αυτά, έστω και μετά την εξαγγελία τους (άρθρ. 48§3), η περίφημη «δικτατορική εξουσία» (Diktaturgewalt) του Γερμανού προέδρου είχε περιορίσει τα νομοθετικά σώματα –και ειδικότερα τη Βουλή– σε ένα ρόλο απλού θεατή, ανατρέποντας σταδιακά, πολύ πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, την ισορροπία των λειτουργιών, έτσι τουλάχιστον όπως την είχε ρυθμίσει με περισσή φροντίδα η Συντακτική Συνέλευση της Βαϊμάρης το 1919 (Ν. Αλιβιζάτος, ό.π., σ. 60). Να αναφερθεί μόνο ότι κατά τη διάρκεια των 14 ετών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1919-1933), το άρθρο 48 εφαρμόστηκε περίπου 250 φορές για τους πιο διαφορετικούς λόγους. Στην κατάσταση αυτή, η γερμανική νομική επιστήμη είδε την εμφάνιση μιας «τέταρτης εξουσίας», μιας εξουσίας που περιλάμβανε στοιχεία και των τριών κλασικών εξουσιών και η οποία συνίστατο στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά αυτόν τον τρόπο και ιδίως μετά την καταχρηστική εφαρμογή του άρθρου 48§2 από τον πρόεδρο Χίντεμπουργκ και τον καγκελάριο Μπρύνιγκ ,στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το γερμανικό κοινοβουλευτικό σύστημα έπαψε στην ουσία να λειτουργεί και η κυβέρνηση είχε πάψει να ευθύνεται απέναντι στη Βουλή που άλλωστε σπάνια συγκαλούνταν σε σύνοδο, και λογοδοτούσε αποκλειστικά στον πρόεδρο της Δημοκρατίας (ό.π., σ. 61). Ο Βενιζέλος γνώριζε φυσικά την παραμόρφωση αυτή του γερμανικού κοινοβουλευτισμού, όταν συνέστησε την εισαγωγή στο ελληνικό συνταγματικό σύστημα μιας διάταξης παρόμοιας με εκείνη του άρθρου 48§2 του συντάγματος της Βαϊμάρης. Επέμεινε όμως κυρίως στα πλεονεκτήματα που παρουσίαζε το καθεστώς έκτακτης

ανάγκης που πρόβλεπε η διάταξη αυτή, υπογραμμίζοντας ειδικότερα την αποτελεσματικότητα της σχετικής ρύθμισης, η οποία στα μάτια του ήταν αδιαμφισβήτητη. Μετά την επιβολή του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, η άνοδος του οποίου σε μεγάλο βαθμό διευκολύνθηκε από την καταχρηστική εφαρμογή του άρθρου 48§2 του συντάγματος της Βαϊμάρης, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από το αρχικό του σχέδιο. Ωστόσο μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, οι έκτακτες εξουσίες του άρθρου 48 του συντάγματος της Βαϊμάρης θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα από τη φιλοβασιλική Δεξιά, τον Μάιο του 1935 με καταλυτικές συνέπειες για την επιβίωση των θεσμών της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και της πολιτικής ελευθερίας (ό.π., σ. 64, 65). Επί κυβέρνησης Τσαλδάρη στις 14 Μαΐου 1935, η εκτελεστική εξουσία εξουσιοδοτούνταν «εν περιπτώσει διαταράξεως ή απειλής κατά της δημοσίας τάξεως» να αναστείλει τις κυριότερες εγγυήσεις των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, όπως τις κατοχύρωνε το δημοκρατικό σύνταγμα του 1927 στα άρθρα 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 18 και 100 (ό. π., σ. 91-92: ΚΔ΄ συντακτική πράξη της 14ης Μαΐου 1935). Οι συνταγματικές διατάξεις που αναστέλλονταν διασφάλιζαν την προσωπική ασφάλεια (άρθρα 10, 11), το προνομιακό καθεστώς των πολιτικών εγκληματιών (12), το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (13, 14), το άσυλο της κατοικίας (15), την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου (16), το απόρρητο της ανταπόκρισης (18) και την αρμοδιότητα των ορκωτών δικαστηρίων για την εκδίκαση των πολιτικών εγκλημάτων (100). Η προσφυγή στην πρακτική των «γενικών» εξουσιοδοτήσεων προκάλεσε τη νόθευση του κοινοβουλευτικού συστήματος και διευκόλυνε την κατάργηση των δημοκρατικών θεσμών (ό.π., σ. 74). Η θεσμοθέτηση των εκτάκτων εξουσιών με τη συντακτική αυτή πράξη σήμαινε στην πραγματικότητα αναγνώριση σχεδόν δικτατορικών αρμοδιοτήτων στην εκτελεστική εξουσία, χωρίς οποιουσδήποτε τυπικούς ή ουσιαστικούς περιορισμούς. Το ΣτΕ επικύρωνε αυτή την πρακτική επικαλούμενο το «γενικό συμφέρον», καθώς επίσης και το γεγονός ότι ενδεχόμενη ακύρωση


[54]


[55]

των εννόμων καταστάσεων που είχαν δημιουργηθεί από την εφαρμογή τους θα ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ αντίθετη προς την έννοια του κράτους δικαίου! (ό.π., σ. 94) Ακαδημαϊκοί, όπως ο Α. Σβώλος, νομικοί και δημοσιογράφοι που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις στη Γερμανία υπογράμμιζαν σε όλους τους τόνους τους κινδύνους που επιφύλασσε η πολιτική αυτή. Ο Α. Σβώλος, ασκώντας κριτική στο νομικοπολιτικό ντελίριο των οπαδών μιας μονομερούς ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, υποστήριξε το 1933 ότι το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος κινδυνεύει να αυτοκαταργηθεί αν επικρατήσει αυτή η λογική, «διότι είναι φυσικόν η αστική τάξις να αμυνθή της υπεροχής της θέσεώς της, καταφεύγουσα εν ανάγκη εις την έντασιν της κρατικής επιβολής» (ό.π., σ. 86). Δύο χρόνια αργότερα ο Α. Σβώλος θα παυθεί από την έδρα του Συνταγματικού Δικαίου λόγω των αριστερών του πεποιθήσεων. Την ίδια περίοδο, 1933 και 1934, σε δημοσιεύματα καταδικάζεται το εν λόγω άρθρο ως αδυναμία του συντάγματος και ως ένα από τα αίτια στα οποία αποδίδεται η κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο Σ. Κηπουρίδης εξετάζο-

ντας το σύνταγμα της Βαϊμάρης, ενώ ο Χίτλερ έχει ήδη κατακτήσει την εξουσία, υποστηρίζει ότι το σύνταγμά της είναι ιδιαιτέρως ελαστικό και προσαρμόζεται εκάστοτε αμέσως προς τη δημιουργούμενη κατάσταση, χωρίς να μπορεί να εμποδίζει καταχρήσεις, καθώς υπαγορεύεται κυρίως από το υπουργείο εξωτερικών (αναφέρεται στην απομάκρυνση της νόμιμης κυβέρνησης της Πρωσίας το 1932, που έμεινε γνωστή ως «βιασμός της Πρωσίας»).4 Επιπλέον, η Αγνή Ρουσοπούλου Στουδίτου, αναφερόμενη σε άρθρο της στην άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού, αναφέρει ότι ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο γερμανικός λαός κουράστηκε από την υπερβολική χρήση της πολιτικής ελευθερίας και τη σύγκρουση των κυβερνήσεων και των βουλών των χωρών προς την Κυβέρνηση του Ράιχ και τανάπαλιν, από τις συνεχείς αναθεωρήσεις του συντάγματος και την κατάργηση των προσωπικών ελευθεριών, καθώς από τις 20 Ιουλίου 1932 ανατράπηκαν οι λαϊκές ελευθερίες και η νομοθεσία κατέληξε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό. Σε αυτό το πλαίσιο αναφέρει πως «ο Χίτλερ ήταν για τη Γερμανία μια κάποια λύσις όπως οι βάρβαροι του Καβάφη».5

4. Σ. Κηπουρίδης, «Η μελετώμενη αναθεώρηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης», περ. Εργασία, 24 Δεκεμβρίου 1933. 5. Αγνή Ρουσοπούλου Στουδίτου, «Η ενοποίησις του Γερμανικού κράτους», περ. Εργασία, 17 Ιουνίου 1934.


[56]

Κωνσταντίνα Γεωργαντά

Ποίηση σαν μαγνητόφωνο

Η Έρημη Γη (1984) του Ηλία Λάγιου

Η

γοητεία ενός μεγάλου ποιήματος σαν την Έρημη Χώρα (1922) του Θ. Σ. Έλιοτ είναι ότι μας προσφέρει μια αφήγηση στην οποία μπορούμε να γίνουμε έμπρακτα κοινωνοί. Προσφέροντάς μας μια λίστα με σημειώσεις πάνω στο κείμενό του, ο Έλιοτ δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε ως αναγνώστες να ακολουθήσουμε τα ίχνη του ποιήματος, να βρούμε τις ρίζες του και να το καταλάβουμε, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή το κείμενο μας παραπλανά και εξασφαλίζει τον ρόλο μας ως παιγνίων σε ένα παιχνίδι, καθώς τα έργα που υπάρχουν στη λίστα ίσως οφείλονται σε τυχαίες συναντήσεις. Ο αναγνώστης όμως αναγνωρίζεται και ελευθερώνεται. Η ανταμοιβή έρχεται όταν αυτό που λαμβάνουμε είναι μια τελικώς ολοκληρωμένη αφήγηση της οποίας εμείς έχουμε συμπληρώσει τα κενά, γιατί το ποίημα έχει έρθει ως απάντηση στην ανάγκη μας για νόημα. Θυμόμαστε έτσι ξανά τι σημαίνει να δημιουργεί κανείς και μέσω της δημιουργίας να αντιστέκεται, όπως ο Στεφάν Εσέλ έγραψε στο πρόσφατο Αγανακτήστε (2011). Το κύριο ερώτημα που θέτει η Έρημη Χώρα σχετίζεται με το ανύπαρκτο (unreal), ένα σύμβολο ασθενικό που δεν ελπίζει να γίνει αλήθεια, παρά μόνο να δείξει ίσως πώς κάτι μπορεί να δημιουργηθεί από το τίποτα στη διαδοχή πύργων που πέφτουν ζωσμένοι από τον χαμηλό ορίζοντα: What is the city over the mountains Cracks and reforms and bursts in the violet air

Πύργοι πέφτουν Ιερουσαλήμ Αθήνα Αλεξάντρεια Βιέννη Λόντρα Ανύπαρχτες (μτφρ. Γ. Σεφέρη)1

Όπως στα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ, οι παράταιρες εικόνες γίνονται «μοντέλα για τον συνδυασμό ή τη σύνθεση ανόμοιων αισθήσεων, προσφέροντας στους νεότερους έναν τρόπο με τον οποίο μπορούν να αντιληφθούν και έτσι να αντιμετωπίσουν αδιαμόρφωτες ακόμη εμπειρίες».2 Ο μητρικός ολολυγμός παρουσιάζεται λοιπόν σαν μουρμούρισμα, ορδές μερμηγκιάζουν σε ατέλειωτους κάμπους και ένα χαμηλός («επίπεδος» στο αγγλικό κείμενο) ορίζοντας καταφέρνει να ζώσει (σαν ένα δαχτυλίδι) τη γη. Η πόλη μεταμορφώνεται έτσι σε μερμηγκιάζοντα ήχο: σε ένα σκάσιμο κι ένα θρουβάλιασμα, σε ένα βρόντο κι ένα λυγμό, κινούμενο σαν κύμα που συνεχώς αναγεννάται, όπως η σκληρή κυκλική επαναφορά του Απρίλη που φέρνει θάνατο μαζί και ανάσταση. Θέλοντας να προλάβει τη μοίρα των Μελανησίων, οι οποίοι πέθαιναν από πλήξη αφότου «τους επιβλήθηκε πολιτισμός», ο Έλιοτ κατασκεύασε μια ιστορία αφηγημένη με εικόνες –κάθε μέρος του ποιήματος μπορεί να διαβαστεί ως μια θεατρική πράξη με τον τίτλο του προβαλλόμενο ως υπότιτλο (όπως στον βουβό κινηματογράφο)– αλλά και με ηχητικά εφέ και διάφορες φωνές που κάνουν το ποίημα «ραδιογενές».3 Η ανύπαρκτη πολιτεία, ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του ποιήματος, μας κάνει έτσι να

Falling towers Jerusalem Athens Alexandria Vienna London Unreal (ll.366-376) Ποια είναι η πολιτεία πέρα απ΄τα βουνά Σκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται μες στο μενεξεδένιο αέρα

1. Θ. Σ. Έλιοτ, Η έρημη χώρα, μτφρ. Γιώργος Σεφέρης, Ίκαρος, Αθήνα 1973. 2. Charles Baudelaire, The Flowers of Evil, μτφρ. James McGowan, Oxford University Press, Οξφόρδη 1993, σ. xxv. 3. T. S. Eliot, Selected Essays, Faber and Faber, Λονδίνο 31951, σ. 459. Για τις δραματικές διαστάσεις της Έρημης Χώρας, βλ. Charles Sanders, «The Waste Land: The Last Minstrel Show?», περ. Journal of Modern Literature, τχ. VIII/1 (1980), σ. 30-31, και για «ραδιογενή» έργα, βλ. Louis MacNeice, The Dark Tower [1947], Faber and Faber, Λονδίνο 1964, σ. 12.


[57]

αμφισβητούμε αυτό που θεωρούμε αληθινό, καθώς η μιμητική αναπαράσταση της πραγματικότητας αντιπαραβάλλεται με την πραγματικότητα ως προϊόν μιας αναπαράστασης επηρεασμένης ιδεολογικά από το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται, από τα συμφραζόμενα και από τις επιλογές του συγγραφέα, του αναγνώστη, του αναλυτή, του ιστορικού. Η Έρημη Γη (1984) του Ηλία Λάγιου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς συνδέει το ποίημα του Έλιοτ –και τη μετάφρασή του–με το διήγημα του Νάσου Βαγενά «Πάτροκλος Γιατράς ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας», που είναι μια φανταστική μελέτη διαφόρων εκδοχών μετάφρασης της Έρημης Χώρας (το διήγημα περιλαμβάνεται στη Συντεχνία, 1976). Συνδέει επίσης την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού (από ένα στίχο του οποίου επηρεάζεται και ο τίτλος Έρημη Γη) με Το Δεύτερο Αντάρτικο (ίσως του Φοίβου Γρηγοριάδη), που ο Λάγιος θεωρεί πως επηρέασε καταλυτικά τη γενιά του. Ο Λάγιος, σημειώνει ο Βαγενάς, ξαναγράφει το ποίημα του Έλιοτ με τη ματιά ενός αριστερού Έλληνα ποιητή «αναπαράγοντας την υπερβατική αναζήτηση της Έρημης Χώρας με τις συντεταγμένες ενός πολιτικότερου νεοελληνικού οράματος» και παρωδώντας τόσο την Έρημη Χώρα όσο και τη μετάφρασή της από τον Σεφέρη, φράσεις της οποίας ο Λάγιος μεταφέρει αυτούσιες στο δικό του ποίημα.4 Οι «Σημειώσεις για την Έρημη Γη» που συνοδεύουν το ποίημα του Λάγιου –ακολουθώντας και εδώ τις σημειώσεις που βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος του Έλιοτ– αποκαλύπτουν το εύρος των πηγών που συνυπάρχουν στο ποίημα και που συνθέτουν ένα ψηφιδωτό λογοτεχνικής παραγωγής και κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας, από τον Όμηρο ώς τον Παλαμά, τον Καβάφη και τον Σικελιανό, αλλά και από δημοτικά κι αντάρτικα τραγούδια ώς τον «Ανθρωπο με το γαρύφαλλο» του Ρίτσου. Κι εδώ, όπως και στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ, μια εναλλακτική πραγματικότητα αντιπαραβάλλεται με αυτό που θεωρούμε πραγματικό.

Έρημη Γη και Έρημη Χώρα Εάν η «Ανύπαρχτη Πολιτεία» της Έρημης Χώρας βρίσκεται στο Σίτυ (το χρηματοοικονομικό κέντρο του Λονδίνου όπου εργαζόταν και ο ίδιος ο Έλιοτ) για να δείξει πώς η ζωή άλλαζε παράλληλα με τη χρηματοοικονομική εισβολή των κτηρίων του Σίτυ,5 η «Ανύπαρκτη Χώρα» της Έρημης Γης του Λάγιου, μια χώρα «μες στο κλέος» (στ. 371), περιστοιχίζεται, προσδιορίζεται και περικλείει τη μάντρα της Καισαριανής, τη γωνία Πατησίων και Στουρνάρα, ταφόπλακες σοβιέτ, τον Παρθενώνα, τον Άγνωστο Στρατιώτη, αλλα και το ζαχαροπλαστείο του Παπασπύρου και μια ντισκοτέκ στις Σπέτσες, για να καταγγείλει μια «μούμια αριστοκρατικότητα» (στ. 213), μια «δουλοπρεπέστατη διαμαρτυρία» (στ. 241) κι έναν «μικροαστικό οραματισμό» (στ. 227) και να σκιαγραφήσει τον ανυποψίαστο σοσιαλρεαλιστή (στ. 233) του μέλλοντος. Η αφήγηση καλύπτει χρονικά τη διάρκεια μίας ημέρας του Ιανουαρίου. Τα τέσσερα πρώτα μέρη περιγράφουν το όνειρο μιας ιστορικής πραγματικότητας και, κατά τα γραφόμενα του ίδιου του Λάγιου, το πέμπτο μέρος είναι ενός «ονείρου όνειρο», η μυστική πραγματικότης ως όραμα της νύχτας. Στην Έρημη Γη ο ποιητής επαναλαμβάνει την «παραμόρφωση του ανθρώπου, του χαλασμένου τόσο μεθοδικά» (στ. 99, 205). Η έλλειψη νερού συμβολίζει στην Έρημη Χώρα στειρότητα και παρακμή αλλά στην Έρημη Γη του Λάγιου φέρνει το γκρέμισμα του ύπνου («Αλλά πια γκρεμίσαμε τον ύπνο», στ. 358) όπου κυριαρχεί και δημιουργείται το όνειρο το οποίο ο ποιητής προσπαθεί να αναστήσει στο τέλος του ποιήματος. Η θύμηση ισοδυναμεί λοιπόν εδώ με όνειρο και γίνεται αυτό η κινητήριος δύναμη που κρύβεται πίσω από το λόγο που το ποίημα θέλει να διαφυλάξει σε ένα «σιγόφωνο» μαγνητόφωνο. Στο κέντρο των ερωτήσεων που θέτει το ποίημα δε θα βρούμε έτσι το «Δε θυμάσαι τίποτε;» αλλά το «Δεν ονειρεύεσαι τίποτε;», γιατί ακόμη και αυτό που ξέρουμε αναθεωρείται κατά τη διάρκεια του ποιήματος και μόνο αυτοί που θα προσπαθήσουν να βρουν, να εκφράσουν και

4. Νάσος Βαγενάς, « Ένα Σχόλιο για την Έρημη Γη», περ. Αντί, τχ. 874-875 (28 Ιουλίου 2006), σ. 39.

5. Lawrence Rainey, The Annotated Waste Land with Eliot’s Contemporary Prose, Yale University Press, Νιου Χαίηβεν 2 2005, σ. 9-11.


[58]

να καταγράψουν μια εναλλακτική ιστορία είναι οι ήρωες που θα γεννηθούν μέσα από την Έρημη Γη. Το αηδόνι έχει γίνει μαγνητόφωνο (στ. 100), το «Σαιξπηχήρειο» φοξ αντάρτικο τραγούδι (στ. 128) και ο ίδιος ο ποιητής ένα μαγνητόφωνο που αποτυπώνει διάφορους θορύβους και θύμισες, τα λόγια του Έλιοτ (στ. 126) ή τα λόγια του Έλιοτ μεταφρασμένα από τον Σεφέρη (στ. 117), δημιουργώντας έτσι ένα σύμπλεγμα διαλόγου και με τους δύο ποιητές. Οι πύργοι που πέφτουν και γίνονται ανύπαρχτοι μεταλλάσσονται σε ήρωες που αγρυπνούν και ανασταίνονται («Λούξεμπουργκ Γκράμσι Μπουχάριν / Ζαχαριάδης Πουλιόπουλος / Αναστημένοι»). Το «Da» του Έλιοτ που ακούγεται τρεις φορές για να σημάνει το damyata, datta, dayadhvam («δώσε, συμπάθησε, κυριάρχησεοδήγησε») εμφανίζεται στο ποίημα του Λάγιου ως ένα τριπλό «Ε» –«Έπανάσταση, Έρως, Ελευθερία»– που τελικά ωθεί το ποίημα στο τέλος του με μια αντιπαραβολή αυτών των λέξεων με τις λέξεις «Θάνατος Θάνατος Αθάνατος». Η τελευταία λέξη της Έρημης Γης, «Σύντροφοι», στέκεται ξεχωριστά από τα προηγούμενα τρίπτυχα αλλά και σε άμεση σχέση μαζί τους, καθώς στρέφεται στους αναγνώστες και τούς καλεί να γίνουν κοινωνοί του ονείρου που πραγματεύεται. Η Ελευθερία, ιδανικό αθάνατο, και κάθε θάνατος αθάνατος, όπως ο θάνατος αυτού με τ’ άλικο γαρύφαλλο που οδοιπορεί στο πλάι μας. Η κάθε Επανάσταση φέρνει θάνατο (πρβλ. «Η Καταστροφή των Ψαρών» του Σολωμού που έδωσε στο ποίημα τον τίτλο του), ο Έρωτας φέρνει θάνατο αλλά η Ελευθερία γεννά αθάνατους και οδηγεί στην ανάσταση. Οι αναστημένοι είναι ανύπαρκτοι όταν λησμονιούνται, μα ο συνδυασμός διαφόρων πηγών, ήχων και ιαχών στο ποίημα εξασφαλίζει την αποτύπωσή τους στη συλλογική μνήμη. Ω Χώρα χώρα, κάποιες φορές σε ξαναβρίσκω

σαν ακούω

Σ’ ένα κουτούκι πάνω απ’ το Μοναστηράκι, Ενός μπουζουκιού την παραπονεμένη ανέσα Και τα θούρεια και το θόρυβο εκεί μέσα Που μαζώνονται αποκαμωμένοι οι εργάτες με

τ’ απόβραδο·

Εκεί που οι επαγγελίες για τη Μεγάλη Επανά

σταση κρατούν

Μια παράξενη αγνότητα ασπροφτέρουγου πε

ριστεριού.

(Έρημη Γη, στ. 259-265)

Στο δεύτερο μέρος της Έρημης Γης με τον τίτλο «Ένα παιχνίδι πρέφα» εμφανίζεται το πρώτο τραγούδι που δίνει άλλο τόνο στην «ταγκισμένη ζωή» του πρώτου μέρους: Η παραμόρφωση του ανθρώπου, του χαλασμένου τόσο μεθοδικά Απ’ τα εκλεγμένα, τα σκατένια αφεντικά του· κι όμως ένα μαγνητόφωνο Τόνιζε τη σκηνή με το σιγόφωνο μέλος του Κι ακόμη έψελνε, κι ακόμη γύρευε τον κόσμο, «Στ’ άρματα, στ’ άρματα...» σ’ αυτιά χτισμένα. Κι άλλες εικόνες ύστερα, διαφορετικές, γέννη

μα θρέμμα της φθοράς

Πρόβαλαν όμοιες κι απαράλλακτες στην οθόνη, Ερχόνταν κι έφευγαν δηλώνοντας την αποχώ

ρηση ζωών σπαταλημένων. (στ. 99-106)

Ένα σιγόφωνο μαγνητόφωνο τονίζει ψέλνοντας και μας παρακινεί να παραβάλουμε τη φωνή του με τις εικόνες που προβάλλουν τον εαυτό τους ίδιο και απαράλλακτο στην οθόνη. Οι εικόνες δεν προβάλλονται αλλά προβάλλουν άλλες και μοιάζουν με ζωές σπαταλημένες που ανακυκλώνονται και ξαναγενιούνται ίδιες και τραγικά απαράλλακτες (ηχώντας πάλι στον στ. 136 που παραπέμπει στη «Μονοτονία» του Καβάφη: «Την μια μονότονην ημέρα άλλη / μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί»). Το αντάρτικο τραγούδι «Στ’ άρματα, στ’ άρματα εμπρός στον αγώνα, για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά», ντοκουμέντο καταγεγραμμένο σε μαγνητόφωνο και έτοιμο για αναπαραγωγή (η φωνή που βγάζει είναι είτε σιγανή και έτσι δεν φθάνει στα αυτιά του ακροατή· είτε το «σιγόφωνο μέλος» αναφέρεται στην μαγνητοταινία ως το μέσο ηχογράφησης που δεν έχει φωνή αν δεν μαγνητιστεί και που εξαρτάται έτσι από την ανθρώπινη παρουσία και ανάμιξη· είτε παραμένει σιγόφωνο ως όργανο επανάστασης που ετοιμάζεται) γράφτηκε το 1942 από τον ποιητή και δημοσιογράφο Νίκο Καρβούνη (1880-1947) που είχε εξοριστεί


[59]

στη Γαύδο το 1936 και, μετά την κατοχή, οπότε ήταν φυλακισμένος στη Λάρισα, είχε αναλάβει το πρακτορείο ειδήσεων του ΕΑΜ. Είναι έτσι ένα κομμάτι ιστορίας φυλαγμένο στο μαγνητόφωνο. Αυτό το αντάρτικο τραγούδι ακολουθείται από το επαναληπτικό άρατε πύλας (Ψλ 23) –στη θέση του «εμπρός είναι ώρα» της μετάφρασης του «Hurry up please it’s time» του Έλιοτ από τον Σεφέρη – που ψάλλεται τρεις φορές μετά το Χριστός ανέστη ή αμέσως μετά την περιφορά του Επιταφίου και λίγο πριν την πρώτη ανάσταση. Στο τρίτο μέρος, «Οι καιροί της φωτιάς», το αντάρτικο τραγούδι «Στ’ άρματα» και η παραμόρφωση του ανθρώπου επαναλαμβάνονται, λες μαγνητοφωνημένα, και, μαζί με το «Μια θάλασσα μικρή» (1966, 1975) του Διονύση Σαββόπουλου, προετοιμάζουν τη δεύτερη εμφάνιση της Ανύπαρκτης Χώρας στο ποίημα: Μια θάλασσα μικρή Στ’ άρματα, στ’ άρματα Τόσο μεθοδικά χαλασμένος. Μάνα (στ. 204-207)

Όπως ο δίσκος του Σαββόπουλου, όπου πρωτοεμφανίστηκε το «Μια θάλασσα μικρή», έχει ένα ελαφρό στοιχείο, για να το κάνει εμπορεύσιμο, και ένα πιο σοβαρό μήνυμα (το «Εγερτήριο» που προηγείται μιλάει για μια «σοσιαλιστική ουτοπία» που

ακολουθείται από ένα τραγούδι για έναν χαμένο έρωτα, το οποίο ο Σαββόπουλος εμπνεύστηκε από την ποίηση του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου), έτσι και το ποίημα του Λάγιου μπερδεύει το πολιτικό νόημα με το λυρικό αίσθημα και δημιουργεί μια νέα αβεβαιότητα, σημαντικό στοιχείο της στιχουργίας του Σαββόπουλου όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Παπανικολάου.6 Τραγούδια όπως η «Συννεφούλα» και το «Βιετνάμ, γιε-γιε» μιμούνται και επαναπροσδιορίζουν μηνύματα και όρους δημοφιλείς την περίοδο της σύνθεσής τους για να δημιουργήσουν νέες αντιθέσεις και νέους τρόπους έκφρασης· με το να συνδυάζει το γιε-γιε με το Βιετνάμ, γράφει ο Παπανικολάου, ο Σαββόπουλος δημιουργεί ένα νέο πεδίο δράσης στην πολιτική και στη διασκέδαση για τη μαχητική νεολαία, χωρίς να δίνει μια σαφή λύση, καθώς η αβεβαιότητα των νέων γίνεται από μόνη της μια νέα έκφανση πολιτικής έκφρασης.7 Ο στίχος 197, «Μια θάλασσα μικρή», μας προετοιμάζει για το τέταρτο μέρος του ποιήματος, με τίτλο «Ο θάνατος και η θάλασσα», όπου κάνει την εμφάνισή του ο Άρης Βελουχιώτης («Άρης ο Έλληνας, αιώνες τώρα πεθαμένος»). Όπως τα τραγούδια του Σαββόπουλου που

6. Δημήτρης Παπανικολάου, Singing Poets: Literature and Popular Music in France and Greece, Legenda, Λονδίνο 2007, σ. 118-120. 7. Δημήτρης Παπανικολάου, ό.π., σ. 122.


[60]

Το τραγούδι της Έρημης Γης Η Έρημη Γη είναι ένα τραγούδι με πολλαπλά ρεφραίν, μια μαγική πράξη που προσπαθεί να αναπαραστήσει δραματικά τα γεγονότα που θέλει να διευκολύνει να γίνουν πραγματικότητα. Ο Σεφέρης επισημαίνει πως τα δύο «αλληλένδετα μυθολογικά υποστρώματα» της Έρημης Χώρας είναι ο μύθος του Νεκρού Θεού και ο μύθος του Γκράαλ· το αξίωμα που ακολουθεί ο πρώτος μύθος είναι πως «αν επιδιώκεις κάποιο αποτέλεσμα πρέπει να το μιμηθείς για να πραγματοποιηθεί», ενώ ο δεύτερος προσδοκεί να φέρει από το «Επικίνδυνο Ξωκκλήσι» τη λόγχη και το Γκράαλ (ένα κύπελλο όπου διασώθηκε το αίμα του Εσταυρωμένου) για να λυθούν τα νερά, να πέσει βροχή και να γυρίσει η ευφορία στην Έρημη Χώρα.9 Η Κίρκη Κεφαλέα σημειώνει ότι η ιστορία του Πάτροκλου Γιατρά –που ενέπνευσε τον Λάγιο– έχει αναλογίες με θεμελιακές στιγμές της χριστιανικής ιστορίας, με κλιμάκωση τον μαρτυρικό θάνατο του Γιατρά, που προκλήθηκε από τη συντριβή του κάτω από το μέγεθος του έργου που είχε αναλάβει, και ότι ο Λάγιος, που εξελληνίζει και εκχριστιανίζει την Έρημη Χώρα,

ταυτίζεται με τον Γιατρά-Βαγενά.10 Ενώ όμως ο Γιατράς, συνεχίζει η Κεφαλέα, «έχει για την ποίηση ένα αίσθημα θρησκευτικό, θρησκεία για τον Φωκά-Αθανάσιο-Λάγιο [της Έρημης Γης] είναι η Ιστορία. Ένα βαθύ ηθικό αίτημα υπάρχει στην Έρημη Γη, μια υπόρρητη παρουσία θρησκευτικής αναζήτησης, που δίνει στην έννοια της Ιστορίας μια θρησκευτική χροιά» (σ. 106). Η μεταφυσική δύναμη της Έρημης Γης βρίσκεται στην επαναφορά ήχων και εικόνων, οι οποίοι συνδέονται αλυσιδωτά συνθέτοντας ένα πολύπλοκο ψηφιδωτό και αναπαράγονται με πολλαπλές φωνές σαν ένα τελετουργικό τραγούδι, και κάνουν εμφανή την ίδια τους την ορχήστρωση, έτσι ώστε να προκαλέσουν την αναθεώρηση εικόνων που προβάλλουν, σαν φαντάσματα μιας ζωής που χάθηκε, όμοιες και απαράλλακτες η μία μετά την άλλη. Σαν τον Τειρεσία, που μοναχός ανάμεσα στους χαμένους του Άδη μπορούσε ακόμη και στον θάνατο να δει και να γνωρίζει τους πεθαμένους, ή σαν τον Οδυσσέα που έπρεπε αίμα να προσφέρει για να μιλήσει με τους δικούς του και να περπατήσει στον Άδη, η Έρημη Γη μάς προσφέρει για ανάσταση θάνατο. Στο πρώτο μέρος, λοιπόν, αντί για μαρμαρένια αλώνια βρίσκουμε «ανθρώπινα ερείπια», σε ένα δίστιχο που ξεκινά σαν δημοτικό τραγούδι αλλά μας αρνείται τον άξιο αγώνα ενός Διγενή: «Οι ρίζες απλώνουνται γρυπές, θεριεύουν τα κλωνάρια / Μέσα σ’ αυτά τ’ ανθρώπινα ερείπια» (στ. 19-20). «Η ταφή των νεκρών» μας υπόσχεται ότι «θα ζήσουμε κάτι διαφορετικό»· «Ένα παιχνίδι πρέφα» μας δείχνει ζωές σπαταλημένες αλλά φέρνει και την υπόσχεση της ανάστασης· «Οι καιροί της φωτιάς» ξεκινούν με τα βαμμένα κόκκινα χιόνια στο Βίτσι (1949) και τελειώνουν στα ξερονήσια. «Ο θάνατος και η θάλασσα» φέρνουν μαζί νικητές και νικημένους, ενώ το «Σαν πέσει κεραυνός» βγάζει τον κόσμο «από την τάξη του» και δεν τελειώνει το ποίημα στους 433 στίχους, όπως η Έρημη Χώρα, αλλά προσθέτει ακόμη μια λέξη που κόβεται απότομα από τον κεραυνό.

8. Δημήτρης Παπανικολάου, ό.π., σ. 113, 127. 9. Στο Θ. Σ. Έλιοτ, ό.π., σ. 157-158.

10. Κίρκη Κεφαλέα, «Ερημότοπος-Έρμη Χώρα-Έρημη Χώρα-Έρημη Γη. Σχόλια στην ελληνική πρόσληψη της ποίησης του Έλιοτ», περ. Θέματα Λογοτεχνίας, τχ. 37 (ΙανΑπρ. 2008), σ. 101-106.

στρέφουν την προσοχή στην ίδια τους την οικοδόμηση8 –κάτι το οποίο δείχνει και ο Έλιοτ με τις σημειώσεις του–, ο Λάγιος συνδυάζει ένα γνωστό αντάρτικο τραγούδι με μια προσωπική μνήμη (στις σημειώσεις του δεν μας δίνει τίποτα παραπάνω από τον τίτλο του τραγουδιού και του συνθέτη), έτσι ώστε η δική του ανάμνηση και στρατηγική τοποθέτηση επαναλαμβανόμενων στίχων από τραγούδια και ψαλμούς να καταδεικνύει περισσότερο την ανάγκη του αναγνώστη να βρει κάποιο νόημα μέσα σε όλα αυτά τα μηνύματα, άλλα κατασκευασμένα και άλλα όχι. Το μαγνητόφωνο έχει καταγράψει τραγούδια πολιτικά και άλλα για διασκέδαση και το ένα διαδέχεται το άλλο επαναληπτικά και μονότονα μέχρι η τελευταία λέξη του ποιήματος, «Σύντροφοι», να κόψει απότομα το μήνυμα.


[61]

Nof Nasser Eddin

Μεταξύ πατριαρχίας και νεοπατριαρχίας: οι γυναίκες και η αραβική άνοιξη

Η

εμπειρία, και ιδίως οι διαφορετικές εμπειρίες των γυναικών, καθώς και οι τρόποι αντίστασης που επιλέγουν ανάλογα με την ταξική θέση, το μορφωτικό επίπεδο, την εθνικότητα, την ηλικία, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την οικογενειακή τους κατάσταση, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα για τον φεμινισμό. Ο φεμινισμός αποτελεί ένα κοινωνικό, πολιτικό και προσωπικό κίνημα που επιχειρεί να προσεγγίσει ακριβώς αυτή τη γυναικεία εμπειρία και να αναδείξει τις πολιτικές προεκτάσεις της καθημερινής προσωπικής εμπειρίας των γυναικών. Εδώ θα επικεντρωθώ στον ρόλο των γυναικών στις πρόσφατες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, θέμα που με αφορά και προσωπικά, αφού κατάγομαι από την Παλαιστίνη και έχω ζήσει εκεί μεγάλο μέρος της ζωής μου. Στον αραβικό κόσμο, η πατριαρχία λειτουργεί τόσο στο επίπεδο της οικογένειας όσο και σε εκείνο του κράτους, και οι δύο μορφές καταπίεσης βρίσκονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση. Θα εξετάσουμε λοιπόν τους τρόπους αντίστασης και τις εμπειρίες των γυναικών στην αραβική άνοιξη, προχωρώντας σε μια αποτίμηση της θέση των γυναικών μετά τις εξεγέρσεις. Τα αραβικά κράτη της Μέσης Ανατολής θεωρούνται γενικώς πατριαρχικά κράτη· δεν είναι όμως εύκολο να ορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει πατριαρχία στο πλαίσιο αυτό. Ασφαλώς η εμπειρία του σεξισμού δεν είναι ίδια παντού ούτε η πατριαρχία ως κοινωνική δομή είναι ίδια σε ολόκληρο τον κόσμο, κάτι αμετάβλητο και στατικό. Θα μπορούσαμε όμως να ορίσουμε την πατριαρχία στο επίπεδο της οικογένειας και της κοινότητας ως εκείνα «τα πολιτισμικά μορφώματα και τις δομικές σχέσεις που δίνουν τη δυνατότητα στους άντρες και στους γεροντότερους να καθορίζουν τις ζωές των άλλων».1 Η πατριαρχία είναι «η κυριαρχία

όλων των αντρών επί των γυναικών ή η κυριαρχία των μεγαλύτερων αντρών επί των γυναικών και των νεότερων αντρών».2 Στην αραβική Μέση Ανατολή επικρατούν οι κοινωνικά κατασκευασμένοι έμφυλοι ρόλοι τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες. Ο άντρας είναι η κεφαλή της οικογένειας και αυτός που βγάζει χρήματα, ενώ η γυναίκα είναι υπεύθυνη για τη φροντίδα του σπιτιού. Αυτές οι πατριαρχικές συμβολικές δομές καθορίζουν τι σημαίνει να είσαι «άντρας» και «γυναίκα»: οι άντρες πρέπει να εκπληρώσουν το ρόλο τους βγάζοντας το ψωμί της οικογένειας, ενώ οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά και το νοικοκυριό. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον έλεγχο της σεξουαλικότητας και της «ασφάλειας» των γυναικών. Θα ήταν όμως λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτές οι δομές καθορίζουν απόλυτα τη ζωή των γυναικών, αφού η καταπίεση μπορεί να υπονομευτεί και να αμφισβητηθεί από τις γυναίκες μέσω της αντίστασης και της διαπραγμάτευσης. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης το μορφωτικό επίπεδο, η ταξική θέση, η οικογενειακή κατάσταση και η ηλικία. Οι εργαζόμενες γυναίκες ή όσες έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο απολαμβάνουν μεγαλύτερη «ανεξαρτησία» από τις οικογένειές τους και έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες να αντισταθούν στην πατριαρχική καταπίεση. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που διαφοροποιούν τις εμπειρίες των γυναικών. Ως προς το επίπεδο του κράτους, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τις αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής ως νεοπατριαρχικές. Ο όρος νεοπατριαρχία διατυπώθηκε από τον Sharabi: Το πιο εξελιγμένο και λειτουργικό στοιχείο του νεοπατριαρχικού κράτους (τόσο στα συντηρητικά όσο και στα «προοδευτικά» καθεστώτα) είναι ο μηχανισμός εσωτερικής ασφάλειας, το mukhabarat. Σε όλα τα νεοπατριαρχικά καθεστώτα υπάρχει ένας δυϊσμός

1. S. Joseph (επιμ.), Intimate Selving in Arab Families: Gender, Self, and Identity, Syracuse University Press, Νέα Υόρκη 1999, σ. 12.

2. N. Charles, Gender Divisions and Social Change, Harvester Wheatsheaf, Χερφορντσάιρ 1993, σ. 88.


[62]

του κράτους, στον οποίο συνυπάρχουν οι στρατιωτικές-γραφειοκρατικές δομές με τους μηχανισμούς της μυστικής αστυνομίας. Οι μηχανισμοί αυτοί ελέγχουν απόλυτα την καθημερινή ζωή και αποτελούν τον πραγματικό ρυθμιστή της πολιτικής ζωής. Έτσι οι πολίτες δεν στερούνται απλώς τα θεμελιώδη τους δικαιώματα στην καθημερινή κοινωνική πρακτική, αλλά αποτελούν στην πραγματικότητα κρατούμενους του κρατικού μηχανισμού.3

Πιστεύω ότι η έννοια αυτή περιγράφει με ακρίβεια τις κρατικές δομές του αραβικού κόσμου, στον οποίο κυριαρχούν οι άντρες. Η δικτατορία αποτελεί τη βασική δομή της πατριαρχικής εξουσίας: οι πολίτες φιμώνονται, φυλακίζονται και χάνουν τα βασικά τους δικαιώματα, όπως την ελευθερία της έκφρασης. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ της οικογενειακής πατριαρχίας και της κρατικής νεοπατριαρχίας, καθώς οι επικεφαλής κυριαρχούν απόλυτα επί των υπολοίπων, είτε πρόκειται για τους πολίτες είτε για τα άλλα μέλη της οικογένειας. Στα κράτη της Μέσης Ανατολής, η οικογένεια αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνίας, και η πολιτική του κράτους υποστηρίζει ενεργά τον θεσμό αυτόν, υποστηρίζοντας τους καθιερωμένους έμφυλους ρόλους. Καθώς δεν υπάρχουν προνοιακοί θεσμοί, τον ρόλο αυτό επιφορτίζονται οι επικεφαλής των κοινοτήτων και των οικογενειών, δηλαδή κατά κανόνα οι άντρες. Έτσι, υπάρχει μια παραπληρωματική σχέση μεταξύ πατριαρχίας και νεοπατριαρχίας. Κατά τον Moghadam, «στα νεοπατριαρχικά κράτη, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές κοινωνίες, η θρησκεία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εξουσία και το κύρος του κράτους· το θεμέλιο της κοινότητας είναι η οικογένεια και όχι το άτομο».4 Η εξουσία αυτή όμως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης και αναδιαπραγμάτευσης, να αμφισβητηθεί και να υπονομευθεί από τον λαό –άντρες και γυναίκες– όπως συνέβη στις πρόσφατες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο. Εκατοντάδες γυναίκες και άντρες, νέοι και γέροι, από διαφορετικές κοινωνικές, οικονομικές, θρη3. H. Sharabi, Neopatriarchy: A Theory of Distorted Change in Arab Society, Oxford University Press Οξφόρδη 1988, σ. 7. 4. V. M. Moghadam, Modernising Women: Gender and Social Change in the Middle East, Lynne Rienner, Κολοράντο 1993

σκευτικές και εθνικές ομάδες, συγκεντρώθηκαν στους δρόμους της Αιγύπτου, της Λιβύης, της Συρίας, της Τυνησίας, του Μπαχρέιν, της Παλαιστίνης, της Ιορδανίας, του Λιβάνου, του Μαρόκου, της Αλγερίας, του Ομάν και της Υεμένης, για να διαδηλώσουν ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και να απαιτήσουν κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές. Εγκάλεσαν την «κρατική πατριαρχία», διεκδίκησαν την εξάλειψη της φτώχειας και της ανισότητας, προσπάθησαν να προχωρήσουν σε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, θέτοντας τέλος στις δικτατορίες και την αδικία. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως, παρότι οι περισσότερες αραβικές χώρες της Μέσης Ανατολής θεωρούνται ισλαμικές, η σαρία δεν εφαρμόζεται παντού με τον ίδιο τρόπο, ενώ τα καταπιεστικά καθεστώτα διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Καθώς λοιπόν κάποιες χώρες είναι πιο συντηρητικές από άλλες, τα αιτήματα των αραβικών εξεγέρσεων διέφεραν από χώρα σε χώρα. Στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Υεμένη και τη Συρία, οι εξεγερμένοι ζήτησαν την ανατροπή του «πατριάρχη» της χώρας, και σε ορισμένες περιπτώσεις την πέτυχαν. Τα αιτήματά τους όμως παραμένουν ανεκπλήρωτα, αφού η δομή του καθεστώτος δεν μεταβλήθηκε. Οι διαμαρτυρίες –που παρότι ήταν ειρηνικές είχαν πολλά θύματα– έδωσαν μια ευκαιρία στις γυναίκες να θέσουν πιο συγκεκριμένα και προσωπικά αιτήματα, και να ζητήσουν την απελευθέρωση από τον θεσμοποιημένο σεξισμό. Οι γυναίκες σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο διεκδίκησαν με αλληλεγγύη τα πολιτικά τους δικαιώματα. Τα πανό των γυναικών έγραφαν: «Οι γυναίκες πρέπει να καθορίζουν οι ίδιες τη μοίρα τους και όχι το κράτος», «Λένε ότι η φωνή των γυναικών πρέπει να είναι κρυμμένη, όμως οι γυναίκες φωνάζουν επανάσταση», «Οι γυναίκες κάνουν τις επαναστάσεις». Οι γυναίκες συμμετείχαν σε διαδηλώσεις και στη Συρία, φωνάζοντας στα προάστια της Δαμασκού: «Η φωνή των γυναικών είναι επανάσταση και η σιωπή των αντρών είναι αμαρτία», προκαλώντας τους συντηρητικούς που πιστεύουν ότι οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να τραγουδούν δημόσια. Στις εξεγέρσεις πήραν επίσης μέρος γυναίκες που φορούσαν μαντίλα ή νικάμπ, αμφισβητώντας τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους και κανόνες. Η πιο συνηθισμένη αντιμετώπιση των γυναικών που συμμετείχαν στις


[63]

διαδηλώσεις ήταν η σεξουαλική παρενόχληση και ο βιασμός, όπως συνέβη κατά κόρον στην πλατεία Ταχρίρ, αλλά και αλλού. Η αντίσταση δεν περιορίστηκε στο facebook· οι γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν για την πατριαρχική καταπίεση χρησιμοποιώντας το σώμα τους ως όργανο αντίστασης. Μια από τις πρώτες γυναίκες που αποφάσισαν να εμφανιστούν γυμνές ή ημίγυμνες ήταν η Αλία Αλ-Μάχντι στην Αίγυπτο. Το παράδειγμά της ακολούθησαν κι άλλες, όπως η Νάντια Μπουσσέτα στην Τυνησία, η Φαραχανί στο Ιράν, και πολλές γυναίκες από τη Συρία. Εξέφραζαν πολιτικά και οπτικά την αντίθεσή τους στη σεξουαλική παρενόχληση, τον ενδοοικογενειακό βιασμό, και τον έλεγχο της σεξουαλικότητας και του σώματος των γυναικών, καθώς και στους ελέγχους παρθενίας στους οποίους υποβλήθηκαν οι γυναίκες που συνελήφθησαν στις διαδηλώσεις. Το γυμνό γυναικείο σώμα χρησιμοποιήθηκε ως πηγή ελευθερίας, αυτοκαθορισμού και αξιοπρέπειας –κόντρα στη σεξουαλικοποίηση, την αντικειμενοποίηση και την ερωτικοποίηση του γυναικείου σώματος. Τα κινήματα των γυναικών στις αραβικές χώρες χρησιμοποίησαν επίσης το φεμινιστικό σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό», για να τονίσουν τη σημασία της προσωπικής εμπειρίας των γυναικών. Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων και την ανατροπή μιας σειράς καθεστώ-

των, η αρχική αισιοδοξία και ο ενθουσιασμός έχουν δώσει τη θέση τους στην περίσκεψη και τη διερώτηση αν τα βασικά αιτήματα των γυναικών αλλά και όσων ζητούσαν σεβασμό των δικαιωμάτων και δημοκρατία μπορούν να ικανοποιηθούν από τα «νέα καθεστώτα» που προέκυψαν από την αραβική άνοιξη. Η νίκη των ισλαμιστών στην Αίγυπτο, την Υεμένη, την Τυνησία και τη Λιβύη, η ενίσχυση του πατριαρχικού λόγου και των παραδοσιακών αντιλήψεων απειλούν να περιορίσουν ξανά τις γυναίκες των αραβικών χωρών στους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους. Το νέο σύνταγμα της Αιγύπτου, οι πρώτες ενέργειες της καινούργιας κυβέρνησης της Τυνησίας, η σεξιστική συμπεριφορά των αστυνομικών, αλλά συχνά και των διαδηλωτών προς τις γυναίκες που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις, η στάση των ισλαμιστικών αντικαθεστωτικών ομάδων στη Συρία δείχνουν ότι τα δικαιώματα των γυναικών σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο βρίσκονται σε κίνδυνο, παρά τις εξεγέρσεις. Η αραβική άνοιξη δεν κατόρθωσε να αλλάξει τη θέση των γυναικών ως πολιτών δεύτερης κατηγορίας ούτε τους έδωσε πρόσβαση στον δημόσιο χώρο. Το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο και τίθεται το ερώτημα γιατί οι εξεγέρσεις, παρά τα δίκαια κοινωνικά και οικονομικά τους αιτήματα και παρά την ισότιμη συμμετοχή αντρών και γυναικών σε αυτές, δεν έφεραν καμία αλλαγή σε αυτό το επίπεδο.


[64] [64]

Ο ΠΑΡΑΓΩΝ «ΑΗΔΙΑ» Πεισμένος πως τώρα ήταν η ώρα να επενδύσω στη χώρα μου, έφτιαξα στα γρήγορα μια μικρή εταιρεία. Και αφού βρήκα ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα που υποσχόταν γερή ρευστότητα σε καινοτόμες επιχειρήσεις, κατέφτασα στη Μαδαγασκάρη. Παρακολουθούσα τις εργασίες του συνεδρίου του οργανισμού τροφίμων του ΟΗΕ, με θέμα «προοπτικές και προκλήσεις στην καλλιέργεια βρώσιμων εντόμων», ως μέλος μιας διεθνούς αποστολής ενδιαφερομένων επενδυτών. Οι παρουσιάσεις που είχαν προηγηθεί με είχαν πείσει πως η τροφική αξία των εντόμων ήταν πολύτιμη (λίπη, πρωτεΐνες, ιχνοστοιχεία, όλα τα θρεπτικά συστατικά υπήρχαν σε ένα σωστά αλατισμένο και τραγανό σκουληκάκι) και πως η καλλιέργειά τους ήταν μια εύκολη, καθόλου δαπανηρή, και σχεδόν ποιητική υπόθεση (έμβρυο-προνύμφη-χρυσαλλίδα, μια τόσο ερωτική αλληγορία). Είχα συλλέξει, επίσης, ένα σωρό πληροφορίες. Γνώση, το λιπαντικό της καλής επένδυσης: οι άγριοι γρύλλοι είναι λιγότερο νόστιμοι από τους οικόσιτους, τα σπλάχνα των εντόμων βγαίνουν εύκολα, αν τα πιέσεις με τη φάλαγγα του δείκτη, η τιμή των βρασμένων εντόμων είναι κατώτερη από εκείνη των αποξηραμένων, το εργατικό κόστος για μια εκτεταμένη καλλιέργεια είναι σχεδόν ασήμαντο. Η επόμενη ομιλία ήταν και η πιο κρίσιμη. Τιτλοφορούταν «ο παράγων αηδία» κι εξέταζε μεθόδους άρσης των δυτικών διατροφικών προκαταλήψεων. Από το περιεχόμενο της ομιλίας εξαρτιόταν, εν πολλοίς, η απόφασή μου να προχωρήσω στο στήσιμο μιας βιοκαλλιέργειας βρώσιμων εντόμων στον θεσσαλικό κάμπο και να κυκλοφορήσω στην ελληνική αγορά το νεωτερικό μου προϊόν. Επέστρεψα στην πατρίδα έχοντας καταστρώσει ένα εξαιρετικό business plan. Το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων μου θα προοριζόταν για το branding του προϊόντος και για μια μεγάλη διαφημιστική καμπάνια. Θα εκμεταλλευόμουν τα ευγενή λατινικά ονόματα των σκαθαριών μου. Στο τηλεοπτικό σποτ που είχα εμπνευστεί, ένας νεαρός σπόρτσμαν θα επισκεπτόταν ένα ακριβό εστιατόριο ζητώντας μια Lucilla Cericata. Σίγουρα πιο μοδάτο από το να ζητά ένας χοντρομπαλάς παϊδάκια προβατίνας, σε ένα κουτούκι. Μα αλίμονο, όταν υπέβαλλα το σχέδιό μου για χρηματοδότηση, πήρα αρνητική απάντηση. Είχαν αποφασίσει να υποστηρίξουν μια άλλη επιχείρηση, ακόμη πιο καινοτόμα, όπως τη χαρακτήρισαν. Με ένα γερό μπαξίσι, έπεισα τον υπάλληλο να μου δώσει αντίγραφο του φακέλου που είχε καταθέσει η ανταγωνίστρια εταιρεία. Γνώριζα τον διευθύνοντα σύμβουλό της: ένας κριτικός τέχνης, που άλλοτε βρωμούσε το χνότο του από την ανέχεια, πρώην επιμελητής ασήμαντου λαογραφικού μουσείου, είχε στήσει, με αφανή κεφάλαια, ένα «start-up», καλύτερο από το δικό μου. Στην εισαγωγή του επιχειρηματικού του πλάνου, χρησιμοποιούσε αποσπάσματα από την Iconologia του Cesare Ripa, ένα αναγεννησιακό εγχειρίδιο, στο οποίο ο Ripa υποδείκνυε στους απανταχού ζωγράφους τους ορθούς τρόπους αλληγορικής αναπαράστασης διάφορων εννοιών. Διάβασα: «Χώνεψη: Μια γυναίκα με δυνατή κράση, στεφανωμένη με ένα ματσάκι φλισκούνι, που απλώνει το ένα της χέρι σε μια στρουθοκάμηλο, και στο άλλο της χέρι κρατά ένα βλασταράκι του φυτού Χονδρύλλα. Η στρουθοκάμηλος συμβολίζει την καλή πέψη, αφού χωνεύει έως και το σίδερο, όπως υπαινίσσονται τα βότανα, που υποβοηθούν υπέροχα τη Χώνεψη». Βρώσιμα παλιοσίδερα! Που να με πάρει και να με σηκώσει! Γιατί να μην το έχω σκεφτεί πρώτος, μονολόγησα, και σήκωσα το τηλέφωνο για να παραγγείλω πίτσα. Άγης Πετάλας


[65] [65]

ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ Αγαπητοί συνάδελφοι και φίλοι, με χαρά σας καλωσορίζουμε στο διήμερο στοχασμού για το φαινόμενο του φασισμού. […] Ο φασισμός αναδύθηκε μέσα στις πολιτικές και κοινωνικές πραγματικότητες του Μεσοπολέμου όταν, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, παρουσιάστηκαν εθνικιστικές, μιλιταριστικές, ξενοφοβικές, ρατσιστικές και εχθρικές προς την κοινοβουλευτική Δημοκρατία πολιτικές δυνάμεις που, σε πολλές περιπτώσεις, κατέκτησαν την εξουσία στηριζόμενες σε ένα πλέγμα βίας, πειθούς και υποκλοπής της συγκατάθεσης του λαού με την παραμορφωτική οικειοποίηση των εννοιών της κοινωνικής δικαιοσύνης την οποία εκείνος προσδοκούσε. Μέσα σε οργανωμένο και στοχευμένο κλίμα βίας και τρόμου, φασιστικές ομάδες κρούσης δημιούργησαν αίσθημα δύναμης, επιβολής και κυριαρχίας, συκοφαντώντας και εξουθενώνοντας κάθε αμφισβητούντα και περιφρονώντας το δικαίωμα του καθενός στον σεβασμό των ιδεών, των απόψεων, της ζωής και της αξιοπρέπειάς του. Με την έννοια αυτή, η ελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών έχει ζήσει πολλά φαινόμενα που προσιδιάζουν σε πλευρές του φασισμού και των πρακτικών του. Και τούτο γιατί, τα τελευταία σαράντα χρόνια, ομάδες βίαιες […] μετέτρεψαν τη χώρα […] σε πεδίο συστηματικής βίας και καταστροφών· τα σχολεία και τα πανεπιστήμια σε χώρους ανομίας, βιαιοτήτων, ρύπανσης και αέναων παραδοσιακών ετήσιων καταλήψεων και απεργιών· τις εθνικές οδούς και τις δημόσιες λεωφόρους σε τόπους καθημερινής, «απεργιακής», «αγωνιστικής» «δράσης» μονίμως «παραπονούμενων», «διαμαρτυρόμενων» και «αγανακτισμένων» «πολιτών» (που φρόντιζαν και φροντίζουν, συχνά, με το τέλος των «αγωνιστικών κινητοποιήσεών τους», να πετροβολούν και να καίνε καταστήματα, βιβλιοθήκες, ανώτατα ιδρύματα, τράπεζες, αυτοκίνητα – ακόμα και ζωντανούς ανθρώπους και μετανάστες τους οποίους, κατά τα άλλα, δήθεν υπερασπίζονται). Στα σαράντα χρόνια που κύλησαν μετά το τέλος της δικτατορίας, οι βίαιες αυτές ομάδες με τους ψευδεπίγραφους «ιδεολογικούς» αυτοπροσδιορισμούς, εξευτέλισαν την έννοια της Δημοκρατίας που με τόση λαχτάρα περίμενε επί δεκαετίες, μετά το τέλος του πολέμου, ο ελληνικός λαός· πυρπόλησαν, στη δεκαετία του 1990, το ιστορικό κτίριο του Πολυτεχνείου μαζί με τα έργα τέχνης που αυτό εμπεριείχε· κατοίκησαν –και κατοικούν– μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας εκμεταλλευόμενες το άσυλο, το οποίο και δήθεν υπερασπίζονται· έκτισαν «αγωνιστικά», με μυστρί και τσιμεντόλιθους, καθηγητές πανεπιστημίου μέσα στα γραφεία τους· έδειραν σχεδόν μέχρι θανάτου πρυτάνεις και συγκλητικούς· έσπασαν με βαριοπούλες μάρμαρα του μετρό και δημόσια κτίρια· μετέτρεψαν την παρασκευή και χρήση εκρηκτικών και κοκτέιλ μολότωφ σε κανονικότητα της καθημερινής ζωής και σε «δικαίωμα της δημοκρατίας και της ελευθερίας». Και, φυσικά, αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι, επί σαράντα χρόνια, χαρακτήρισαν και χαρακτηρίζουν «φασίστα» οποιονδήποτε καταδικάζει τις φασιστικές τους ενέργειες υπερασπιζόμενος τη δημοκρατία και τους θεσμούς της. […] Με το προηγούμενο αυτό, ο ιστορικός που θα θελήσει να προσεγγίσει το φαινόμενο των αναδυόμενων σήμερα φασιστικών δυνάμεων έχει δύσκολο έργο, καθώς αυτές αξιοποιούν το υπόστρωμα βίας και ανομίας με το οποίο έχει, πλέον […] εξοικειωθεί ο ελληνικός λαός. Μαρία Ευθυμίου, αναπλ. καθηγήτρια ιστορίας Εναρκτήριος χαιρετισμός σε διημερίδα για τον φασισμό της Φιλοσοφικής Σχολής Αθήνας, 13-14 Μαρτίου 2013.


[66]

ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Σ’ ένα διάδρομο του ίδιου ισογείου ήταν η κάμαρη πούμπαμε, αυτός – τ’ αφεντικό - κάθονταν μπρος σ’ ένα καρυδένιο γραφείο. Έβγαλα το λοιπόν το κασκέτο μου και σφάλισα με μια κακία το στόμα, έλεγα να του μεταδώσω το πείσμα μου. Η ματιά του φανέρωνε έκπληξη, ενώ η δική μου ήτανε κρύα. Με κοίταξε και με το ίδιο ύφος που με είδε ο Μπογιάρος κ’ εγώ άρχισα να ακονίζω πάνω του την ψυχή μου σα λάζο. Τι διάολο δε θα τα κατάφερνα να με πέταε στις κλωτσιές όξω απ’ την πόρτα; Πως σε λένε; Γιάννη με λένε. Πουθ’ έρχεσαι; από πάνω του κάνω. Από που; Δεν τ’ απάντησα, παρά άρχισα κάτι στριφνά κορακίστικα: ναι μεν. οπωσούν. Έλεγα πώς θάπεφτε μια χαρά στην παγίδα μου να με ρώταε αν μ’ αρέσουν τα άνθη! Μα δε γελάστηκε, είπε: Ξέρεις καμιά δουλειά να σου κάνει; Έτσι είπε; Δουλειά; Αγανάχτησα. Ο άνθρωπος αυτός μούχε γλυστρήσει σα χέλι, ενώ εγώ ήμουν φιλανθής δίχως όρια. Οι εξαίσιοι στρύχνοι της ανησυχίας, του τρόμου, λουλούδιζαν εξωτικά στο μπαξέ μου. Η καρδιά μου, στο στήθος μου, είναι το κέντρο του κόσμου. Αντίς ακακίες εγώ θα του καλλιεργούσα κάτι κακίες σωτήριες. Έχετε φανταστεί τέτοιο κήπο; Σας βεβαιώνω ότι η ζωή είν’ απέραντη για όσους έσκυψαν να αφιγκραστούν τον παλμό της. Για όσους αγάπησαν τον εαυτό τους περίπαθα, δεν έχει όρια σε όψες η γλύκα. Στον ανούσιο αυτό κήπο της πλήξης του, θα του φύλαγα εγώ ζαλιστικά κάτι άνθη. Λελέδες της αηδίας, του πρόστυχου, αγριολούλουδα της ασχήμιας, του φθόνου. Α ναι, ένα μάγο καϋμό τ’ ανυπόφορου είχα για τη μπουτουνιέρα του, φιόρο! Όμως τι; Αυτός τόπε: «Δουλειά». Σκέφτομαν κ’ εγώ μια δουλειά που να μούκανε, μα δεν έβρισκα άλλη πιο καλή απ’ τη γυναίκα του. Η χαρά είναι δικαίωμα, ενώ η δουλειά είναι κρίμα. Την κερήθρα αυτή – πούν’ η ζωή – τη μελόπηχτη, ποιος θα μ’ έπειθε να μην την πιπιλίζουμε όλοι; «Η των ουρανών Βασιλεία;» μα αυτήν τους τη χάριζα. Αυτοί όμως γιατί δεν την προτιμούν απ’ την άλλη; Απ’ τη βασιλεία της Γης μας; Γιάννης Σκαρίμπας, Το θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα, 1993, σ. 44-45.


[67]

Όλγα Καρυώτη

Ερωτευμένα φαντάσματα

Τ

ην κυρία Πολυξένη, μια συντηρητική φαινομενικά μανδάμ με μαλλί κράνος, απόχρωσης σαντρέ, που έλεγες ότι το κεφτεδάκι είναι η φυσική απόληξη των παχουλών δαχτύλων της, αλλά γεμάτη εφηβικό πάθος και δίψα για έρωτα, την είχα γνωρίσει στην Καβάλα. Νόμιζα ότι θα ήταν κάποιο εξωτικό μέρος όπου θα λάμβαναν χώρα αποκρυφιστικές τελετές. Αλλά δεν ήταν παρά μια ακόμα επαρχιακή πόλη αυτής της χώρας που με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι δεν είναι το Μεξικό. Τη θυμάμαι να με καρφώνει με το λάγνο βλέμμα της, τυλιγμένη στις ροζ πετσέτες της, μετά το μπάνιο μας στις ιαματικές πηγές. Μου έλεγε με έναν τόνο γεμάτο υπόσχεση ότι στα δημοτικά Λουτρά Ελευθερών θα πέσουν 15.000.000 ευρώ από ιδιώτη επενδυτή και έτσι θα μπορούν να λειτουργούν όλο τον χρόνο. Το ήξερα ότι προσπαθούσε να με τυλίξει με αυτές τις ροζ πετσέτες και τα εκατομμύρια και ξαφνικά ένιωσα ένα γαργαλητό στο χέρι μου που ζητούσε απεγνωσμένα αυτό το ντάκιρι φράουλα που σερβίρουν στα μπαρ αυτού του μέρους που σίγουρα δεν είναι το Μεξικό. Δεν βρήκα ντάκιρι στα δημοτικά λουτρά, αλλά είχα μια βεβαιότητα ότι αν ο ιδιωτικός επενδυτής έσκαγε μύτη, σίγουρα θα λάμβανε υπόψη του ότι κάθε ριζόρτ που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να σερβίρει και κοκτέιλ. Το έχω όμως τώρα στα χέρια μου, το ντάκιρι, καθώς διαβάζω τα μηνύματα της κυρίας Πολυξένης στο φέισμπουκ. Οι πολίτες που μαζεύουν υπογραφές ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των Λουτρών έχουν καταστρέψει τα όνειρα της Πολυξένης για τις all-year-round γεροντίστικες σεξουαλικές μας περιπτύξεις και εκφράζει την αγανάκτησή της, μόνο στον βαθμό που της επιτρέπει η διαγωγή της και η κόμη της. Μετά από λίγο μου στέλνει και ένα λινκ με τίτλο: «Ιχνηλάτες, με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά, μετέχουν στην έρευνα για τον εντοπισμό του Αλβανού». Αηδιάζω με το ενδεχόμενο του τι άλλο θα διαβάσω από αυτήν τη σκατίλα που έχει κατακλύσει την επικαιρότητα αυτής της χώρας. Τελικά, η ιστορία μου κέντρισε το ενδιαφέρον. «Δύο χρόνια διατηρούσαν επαφές μέσω facebook», μου γράφει η Πολυξένη, κι εγώ ξεροκαταπίνω. Αποφασίζω να κάνω τη διαδικτυακή μου έρευνα μήπως γράψω καμιά πολεμική ανταπόκριση, σιγοπίνοντας το απαράδεκτο αυτό κοκτέιλ. Σε κάθε περίπτωση όμως, αφού έχω καταλάβει ότι δεν είμαι στο Μεξικό και ότι είναι κομματάκι δύσκολο να επιστρέψω στην αγαπημένη μου Κούβα – η αλήθεια είναι ότι μόνο εκεί θα ήθελα να βρισκόμουν τώρα – ας αφήσω τις μεγάλες μάχες στην άκρη και ας καταπιαστώ με πιο λαϊκά πράγματα. Προφανώς ένας πολεμικός ανταποκριτής που έχει αυτοκτονήσει εδώ και κάμποσες δεκαετίες δεν καταλαβαίνει και πολλά πράγματα. Είναι μάλλον αυτό το χάσμα γενεών και αυτό το πρόβλημα της μετά θάνατον αποσύνθεσης. Μετά από πολλά χρόνια σκέψης, κατέληξα ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε χαθεί για εμάς όταν χάθηκε το αεροπλάνο όπου επέβαινε ο Γκλεν Μίλερ με σκοπό να παίξει στο απελευθερωμένο Παρίσι και να εμψυχώσει τους εκεί στρατιώτες με τη διασκευή «Ρώσικη περιπολία» από το σοβιετικό μελοποιημένο «Ποίημα του κομσομόλου στρατιώτη». Μπορεί όταν το τραγουδάει η χορωδία του Κόκκινου Στρατού να ακούγεται πολύ επικό και να φαντάζεται κανείς το ιππικό των συντρόφων να καλπάζει στις στέπες κατασφαγιάζοντας τον λευκό τρόμο, αλλά απλώς παρηγορεί τα κοριτσάκια που βλέπουν τα αγοράκια να φεύγουν για χάρη αυτής της μυθικής στέπας. Χμ… τη μικρή τη λένε Νατάσα. Τον τύπο τον λένε Ιμπραήμ. Αυτή 13 χρονών μαθη-


[68]

τούδι κι αυτός 23, Αλβανός μετανάστης που ήρθε στην Ελλάδα να δουλέψει ως βοσκός, αλλά στην ψυχή του και στα ντεκς είναι ράπερ. Ε, λοιπόν, νιώθω κάπως να ταυτίζομαι με αυτό το κοριτσάκι, αλλά και με τα κοριτσάκια που παρηγορεί ο Βίκτορ Γκίσεβ, αλλά και με τον κομσομόλο που αφήνει πίσω όλα αυτά τα κοριτσάκια και κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό, αλλά και με τον βοσκό που από έρωτα για τη ζωή και τη Νατάσα δίνει ένα μέρος του εαυτού του στα γιδοπρόβατα για να επιβιώνει κι ένα άλλο στο προλεταριακό χιπ χοπ για να ζει. Πρέπει να είμαι σχιζοφρενής. Όσο μεγαλώνει κανείς, τόσο περισσότερα περίεργα πλάσματα βρίσκει να ταυτιστεί γιατί τα έχει κάνει όλα, αλλά νιώθει πως δεν έχει κάνει τίποτα. Όχι, μη με συγχέετε με κάποιον MC Ernest, αυτός ήταν άλλος… Σε μια εποχή λοιπόν που έχει καταδικάσει την παιδικότητα στην παθητικότητα, η Νατάσα σαν άλλος κομσομόλος παράτησε το σπίτι της και πήγε να πολεμήσει στις στέπες της… Καβάλας. Μα υπάρχουν στέπες στην Καβάλα; Φαντάζομαι πως είναι η πρώτη φορά (κι αν δεν είναι η πρώτη, είναι μία από τις πρώτες) μιας τρυφερής ύπαρξης, υπό τον ήχο των ελικοπτέρων της αντιτρομοκρατικής μέσα σε δάσος, την άνοιξη, με τα ρυάκια να κελαρύζουν και τα φύλλα να θροΐζουν αναμεταξύ των γουργουρητών των στομαχιών των πεινασμένων εραστών –απ’ ό,τι έμαθα δεν κατάφεραν να προμηθευτούν τρόφιμα όλες τις μέρες– κάτω από ένα ολόγιομο φεγγάρι. Μετά από δύο χρόνια ηλεκτρονικής επικοινωνίας και διαπαθητικότητας κατά πως το λένε οι ψυχαναλυτές, το όνειρο πήρε σάρκα και οστά, ιδρώτα και αγκομαχητά… Ίσως να τα βλέπω ρομαντικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι παρά ένας πορνόγερος και όσοι με ξέρουν, το γνωρίζουν. Τρεις γάμους έχω κάνει άλλωστε. Και δεν θυμάμαι καν τους ενδιάμεσους σταθμούς μου. Και δεν υπάρχουν πιο ρομαντικές φύσεις σε αυτόν τον πλανήτη από τους πορνόγερους. Δεν έχουν καμία ελπίδα, εγώ για παράδειγμα σαπίζω τόσα χρόνια, αλλά δεν σταματώ ποτέ να καυλώνω. Ακόμα και με την κυρία Πολυξένη με την οποία σκανδαλίζαμε όλο το ΚΑΠΗ του Δήμου Καβάλας! Και τώρα θυμήθηκα… Εκεί που πλατσουρίζαμε με την Πολυξένη, στα ιαματικά νερά του ποταμού Νέστου, μου είπε μια καταπληκτική ιστορία για μια καλή της φίλη, ορφανή προσφυγοπούλα, υιοθετημένη, που δεν είχε την «τύχη» της Έλλης Παπά. Την προξένεψαν σε κάποιον άγνωστο Έλληνα επιστάτη κάπου στην Αφρική και την ξαπόστειλαν σε ηλικία μόλις 14 ετών. Έφυγε με ένα αεροπλάνο-κονσερβοκούτι που χάλασε και προσγειώθηκε πάνω σε ένα κοπάδι βουβάλια, κάπου στη μέση της Κένυας. Από εκεί βγήκε σώα, αλλά μετά από λίγο καιρό έπαθε μαλάρια. Ο γαμπρός τη βρήκε πάντως. Έκαναν και παιδιά. Αλλά δεν άντεξε την Αφρική –εγώ νομίζω ότι δεν άντεξε τον επιστάτη– πήρε τα παιδιά της και εγκαταστάθηκε στην Κυψέλη. Έκτοτε κι άλλοι αφρικανοί ακολούθησαν τον δρόμο που χάραξε. Ούτε αυτοί άντεξαν τον επιστάτη και εγκαταστάθηκαν στην Κυψέλη. Πού να ήξεραν ότι ο τόπος θα γέμιζε από άλλους επιστάτες, κατ’ ιδεολογία. Η δουλειά του επιστάτη είναι να είναι ο εκπρόσωπος του Αφέντη και του Θεού επί γης, αλλά με σύμβαση. Όταν πρόκειται περί δουλειάς, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Τόσα παίρνει, τόσες φάπες ρίχνει. Όταν ο επιστάτης γίνεται αυτόκλητος εκπρόσωπος του Αφέντη και του Θεού, εθελοντικά… για πρακτική(;) –πείτε το όπως θέλετε– τα πράγματα δυσκολεύουν. Θέλει από μόνος του να βγει και να «καθαρίσει» τον παρεκκλίνοντα, τον κομουνιστή, τον μετανάστη, τον ομοφυλόφιλο, τον άρρωστο, κάθε τέλος πάντων… ανθέλληνα. Και, φυσικά, οι πάντοτε τζαμπατζήδες υπουργοί, χαϊδεύουν τα χοντροκέφαλα των αυτόκλητων «σωτήρων». Παρεκκλίνουσες είναι και οι γυναίκες κατά τη γνώμη τους. Προσωπικά, πιστεύω ότι όντως οι γυναίκες είναι παρεκκλίνουσες, μόνο που είναι κάτι που με χαροποιεί και με αναστατώνει συνάμα. Θέλω να αγγίζω τα παρεκκλίνοντα


[69]

φουστάνια τους ευλαβικά και να φτάνω μέχρι τα μαλλιά της κεφαλής τους σιγοτραγουδώντας Χρήστο Δάντη. Αλλά η σφαλιάρα κάπου στον πρώτο πόντο με συνεφέρνει. Αφήνοντας τους βλακώδεις συνειρμούς στην άκρη, ένας εξ αυτών των αυτόκλητων πριν λίγο καιρό σκότωσε την κοπέλα του (αυτό το «μου, σου, του» ποτέ δεν μου έκανε). Βέβαια δεν ήταν τόσο μικρή όσο η Νατάσα, ήταν 23. Καμιά τιτάνια αστυνομική επιχείρηση δεν στήθηκε για να βρεθεί ο δράστης. Φαίνεται η 23χρονη, ως 23χρονη, είχε κάθε δικαίωμα όχι μόνο να φάει το κεφάλι της, αλλά και να της το φάνε. Και σίγουρα η κατοχή μικροποσότητας χασίς είναι πολύ πιο επιβαρυντικό στοιχείο για το ποιόν κάποιου, όπως του Αλβανού, από το να σπάσει στο ξύλο έναν δημοτικό σύμβουλο του ΚΚΕ, όπως είχε πράξει πέρσι ο αγαπητικός της ενήλικης. Σύμφωνα πάντως με όσα είχε πει ο πατέρας του φασίστα στις εφημερίδες, ο γιος του, όταν κατάλαβε ότι η κοπέλα του δεν είχε καμιά ελπίδα, πήγε στον θείο του, ταγματάρχη, στρατιωτικό γιατρό σε κάποιο μοναστήρι και τον εξομολόγησε. Πολλά αμαρτήματα για να κρυφτούν κάτω από ένα ράσο… Έμμισθοι και άμισθοι επιστάτες έχουνε πέσει πάνω στους μετανάστες και τους εκμεταλλεύονται εργασιακά και πολιτικά, κι άμα λάχει τους κόβουν και στα δύο με ένα σπασμένο μπουκάλι μπίρας. Αλλά δεν μιλάω τώρα για τους μετανάστες, μιλάω για τον έρωτα και για τη γυναίκα. Σε όποια εποχή, αν είσαι έφηβη γυναίκα, κάποιος άλλος θα σου πει τι θα κάνεις, γιατί είσαι μικρή και δεν ξέρεις, μέχρι να φτάσεις 23 και να φας το κεφάλι σου. Εγώ πάντως γιατί νιώθω ότι δεν υπήρξα ποτέ πιο σίγουρος στη ζωή μου από εκείνα τα πρώτα χρόνια της εφηβείας; Τότε που αρχίζει να σε οδηγεί αυτό το συναίσθημα ανάμεσα στα πόδια σου, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, και ούτε καν το συνειδητοποιείς. Σου λένε ότι απλώς θες να γαμήσεις, αλλά αυτό που απλώς θες είναι να αλλάξει ο κόσμος μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Αυτό που τελικά καταφέρνεις, είναι να τον αλλάξεις μόνο για λίγα δευτερόλεπτα. Παρατηρώντας την ομπρελίτσα στο ντάκιρι μού ήρθε στο μυαλό η κόμη της Πολυξένης. Την πήρα τηλέφωνο και της είπα ότι θα πάω στην Καβάλα να μείνω μαζί της για λίγο καιρό, με την προϋπόθεση ότι θα συνταχθούμε με την εναντίωση στην ιδιωτικοποίηση των Λουτρών Ελευθερών. Δεν της πολυάρεσε… αλλά το δέχτηκε. Έχει πατήσει τα ογδόντα και νιώθει βέβαιη πως τον κόσμο τον αλλάζει μόνο στις προσωπικές της στιγμές. Της εξήγησα ότι αν τα Λουτρά ιδιωτικοποιηθούν δεν θα μπορούμε να πηγαίνουμε καθόλου για τα μπάνια μας, γιατί και θα ζητάν ένα σκασμό λεφτά και η σύνταξή της θα συνεχίσει να μειώνεται όσο θα μειώνονται και τα σκαλιά που ανεβαίνει για να συναντήσει τον Άγιο Πέτρο. Παύση… «Αχά, κι ο Άγιος Πέτρος, Ερνέστο, καλός;».


[70]

Στράτος Φυντανίδης

Σωλήνες

Στις καπιταλιστικές ζώνες είμαστε όλοι παιδιά του σωλήνα. Άλλοτε τα μπάσταρδα της εγκυμοσύνης του τεχνολογικού θαύματος άλλοτε τ’ απόβλητα της οικονομίας, σφηνωμένα, διασωθέντα, με μπόλικους μώλωπες. Στις 25 Μάη του 2013 μια νεαρή Κινέζα γέννησε στη ζούλα ένα αγοράκι, το οποίο «γλίστρησε» μέσα στον σωλήνα της αποχέτευσης κι έζησε ώρες εγκλωβισμένο εκεί, μέχρι την επιχείρηση διάσωσής του, που έμοιαζε λίγο πολύ με απόφραξη. Το βρέφος βίωσε, απότομα και στην κυριολεξία του, αυτό που αγοραία ονομάζουμε κολύμπι στα σκατά, και το οποίο όλοι, πάνω κάτω και σε διαφορετικούς βαθμούς, βιώνουμε σε τούτο το σύστημα οργάνωσης της κοινωνικής (και προσωπικής) ζωής στην εποχή της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Η δραματοποίηση της νεοφιλελεύθερης εμπειρίας θα ήταν έξοχα διασκεδαστική αν δεν ήταν τόσο οικεία. Το μωρό φρακαρισμένο επί ώρες στο σωλήνα, μια «κόκκινη γραμμή» μακριά από τον υπόνομο, οι υδραυλικοί ως σωτήρες με τους κάβουρες και τα κοπίδια ανά χείρας, οι λεπτοί χειρισμοί της χειρουργικής επέμβασης, ο ασθενής στη θερμοκοιτίδα, ασφαλής και διασωληνωμένος, η ελεγχόμενη παροχή του απαραίτητου οξυγόνου. Κάπως έτσι δεν κείτεται αυτήν τη στιγμή η ευρωπαϊκή εργατική τάξη, περιμένοντας με υπομονή την πιο κερδοφόρα υιοθεσία; Και κάπως έτσι δεν κείτεται πάντα; Είτε ως παιδί του σωλήνα, πεταγμένο μέσα από το μουνί της άκρατης τεχνολογικής και οικονομικής ανάπτυξης, είτε ως παιδί του σωλήνα, σφηνωμένο ανάμεσα στα γρανάζια της συστημικής κρίσης, περιμένοντας κάποιον, οποιονδήποτε, να τραβήξει το καζανάκι. Το εντυπωσιακό, αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι ότι ο άνθρωπος του σύγχρονου αποχετευτικού συστήματος δείχνει να εκτιμά, ίσως και να αγαπάει, τα υλικά που τον περισφίγγουν, και να πράττει τα μέγιστα προς τη διατήρηση των σωληνώσεων στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Είναι άραγε καταδικασμένος στη ζωή μια ανάσα μακριά απ’ το βόθρο;


[71]

Φωτεινή Βακιτσίδου

Η αίγλη των βουνών

Πώς, σαν αποκορύφωμα οι καμπάνες αντηχούν ανάμεσα στα κεραμιδένια σπίτια, σαν να προμηνύουν πότε τη ζωή και πότε τον θάνατο.

Δώρα τα άδωρα των Δαναών, γνωστά από την αρχαιότητα. Ξεχασμένα τα παθήματα. Και πώς, τώρα αυτά τα ίδια τα βουνά,

Κάποτε, τα μονοπάτια αυτά απέναντι· λίγο πιο κάτω από τη σημερινή θέα του περαστικού φωτογράφου, στα παλαιά ερείπια τα μαζωγμένα, αντιλαλούν τον οίστρο εκείνης της φωνής· της κομμένης από τον αντίλαλο μιας σφαίρας. Ίσως εσύ, μα μήπως κι όλοι μας· της μνήμης τα ίχνη, μέσα στη λήθη του νερού, καλύτερα να σβήσουμε; Και πώς, σαν αποκορύφωμα τα στεγνά χέρια της λιγνής γυναικός· αυτής με τα άδεια μάτια, τώρα με ψεύτικα στολίδια· θέλετε να της πούμε: ντύσου την ντροπή σου και ξέπλυνέ την στα μαύρα ρούχα, στην ποδιά σου. Η ίδια ποδιά φιλοξένησε τα ουρλιαχτά των μωρών, το καθάρισμα των άγουρων καρυδιών, που μόνο αποτυπώματα αφήνουν· το αίμα των αμούστακων παιδιών, τα δάκρυα της κάθε κόρης· σκιές θανάτου στην ψυχή σας. Και πώς, σαν να πρέπει˙ επειδή αυτό το πρέπει για άλλους πανίσχυρο όπλο με τα χέρια του νόμου να το αγκαλιάζουν σφιχτά, οι άλλοι να σκύψουν στο ζυγό της μοίρας που τους χάρισαν;

από φυσικά οχυρά, άξαφνα έγιναν αφιλόξενα για τους τραγουδιστές τους; Ήταν κι εκείνοι περήφανοι, σαν αγέρωχα άτια· αλλά μπροστά στα βόλια λυγίζουν σαν μαραμένα άνθη. Με τα άκρα τους χυτά στο χώμα, τα γόνατα σχισμένα από τις γρατσουνιές και η πλάτη τους η παιδεμένη να μη διπλώνεται ποτέ στα δύο. Από κάτω τα αγέρωχα βουνά. Όμοια αυτά· με τόσα άλλα ανείπωτα, και πόσο ακόμα θέλετε οι ψιλιασμένοι να ράψουν το στόμα τους πάνω στα μπαλώματά σας; Και πώς, η αίγλη των βουνών να μην είναι παρά μόνο ένα ακόμη φυλάκιο, δίχως θησαυρούς αλλά με άνθρακα διαποτισμένα; Έτσι, όπως όλα· με τη ζωή να μετρά σε λίρες, η αίγλη των βουνών· ο κάμπος της απληστίας σας. Ποτέ ξανά κορμιά στοιβαγμένα κάτω από τα δόντια σας. Φεβρουάριος 2013


[72]


Η λεύγα 10 βούτηξε γκρι-νιάζοντας σε ροζ ανοιξιάτικα νερά, τυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα και κυκλοφόρησε στις 6 Απριλίου του 2013. Επιχείρησε να οργανωθεί τρώγοντας σε αυλή εσωτερική, μεθώντας από οίστρο και ρακί, καίγοντας αργά το βράδυ τη ζακέτα και τις μαύρες σκέψεις της σε sci-fi μηχανοκίνητες τροχαλίες. Άπλωσε τα πλοκάμια της σε παιδικά πάρτυ και παιδότοπους, ήπιε πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό παρέα με γονείς και σέρβιρε τεκίλα με πάγο στους αμετανόητους πότες που τη στηρίζουν με τις εμπνεύσεις τους. Διακινήθηκε ως πρωταπριλιάτικη φάρσα, είδε το πρώτο της εξώφυλλο να διακοσμεί ριζοσπαστικά έντυπα της αλλοδαπής, δωρίστηκε στους πιστούς της Νotre Dame, τσούγκρισε αυγά εννέα και πλέον αποχρώσεων, περιπλανήθηκε στα πέρατα της οικουμένης, αλλά έκανε τα πρώτα της μπάνια στην Πάρο και στη Νάξο. Οι συντάκτες της, ακολουθώντας τις εντολές των αδιαφανών κέντρων που την κατευθύνουν, ανέβασαν πυρετό παίζοντας μουσική σε στέκια, σφουγγάρισαν και σκούπισαν με πειθαρχία, βάδισαν ξημερώματα ψάχνοντας για νέους ηγεμόνες και τρελούς. Καλό καλοκαίρι..

Μετράει αποστάσεις κάθε δίμηνο levga.gr Συντακτική Ομάδα: Βιβή Αντωνογιάννη, Στέφανος Βαμιεδάκης, Γιάννης Βογιατζής, Θοδωρής Δρίτσας, Κωστής Καρπόζηλος, Όλγα Καρυώτη, Ελένη Κυραμαργιού, Αλέκος Λούντζης, Μόρφω Μπεληγιάννη, Κώστας Περούλης, Άγης Πετάλας, Κώστας Σπαθαράκης, Χρήστος Τσάκας, Νίκος Τσιβίκης, Έλια Χαρίδη

λεύγα 11 (Καλοκαίρι 2013) Σχέδιο εξωφύλλου: Στέλιος Σταματιάδης Φωτογραφίες: Άρης Γκότζιος, Μάχη Μαρούδα, Χρήστος Χρυσανθόπουλος Σκίτσα: Γιώργος Μανουσέλης Γραφιστική επιμέλεια: Γιώργος Ματθιόπουλος

Για συμβολές, συμβουλές, συνεργασίες και διαφωνίες: levgamag@gmail.com Η λεύγα εκδίδεται και διανέμεται υπό την αιγίδα της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εργαστήρι Κοινωνικών, Πολιτιστικών, Φιλοσοφικών, Οικολογικών Ερευνών» (Καλλιδρομίου 57-59, 106 81 Αθήνα) Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις futura - Μιχάλης Παπαρούνης Χαριλάου Τρικούπη 72, 106 80 Αθήνα Τηλ. & Fax: 2105226361 futura@otenet.gr


λεύγα 11 ● καλοκαίρι 2013

Ψωμί και σταφύλια | Δέκα ημέρες προτέστο στο Ταξίμ | Συλλογικές συμβάσεις εργασίας | Μπερδεμένα χωροχρονικά καλώδια | Ένα, δύο, τρία, γ...ται η διαιτησία! | Αργεντινή: 12 χρόνια μετά | H κυρία Άρτεμις | Γευστικές διαδρομές και γλωσσικές επιτελέσεις | Ο «πολιτικός» Λευτέρης Βογιατζής | 17…+ 3 στιγμές της άνοιξης | Η παρέκκλιση από το Σύνταγμα | Ποίηση σαν μαγνητόφωνο | Γυναίκες και η αραβική άνοιξη | Ο παράγων «αηδία» | Σαράντα χρόνια φασισμός | Τα άνθη του κακού | Ερωτευμένα φαντάσματα | Σωλήνες | Η αίγλη των βουνών


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.