Η Κουτση Μαρια #2

Page 1

Οι εκδόσεις “ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ” παρουσιάζουν:

Η ΚΟΥΤΣΗ ΜΑΡίΑ

ΕΝΑ ΔΩΡΕΑΝ ΕΝΤΥΠΟ FREAK SHOW ΓΙΑ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ. (Μάιος 2013). ΤΕΥΧΟΣ Νο 2


«Η ΚΟΥΤΣΗ ΜΑΡίΑ» ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟ ΕΝΤΥΠΟ FREAK SHOW για ενήλικα παιδιά Τεύχος 2 Μάιος 2013 εκδόσεις «ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ». Εκδότης Χ.Δ

Αρχισυντάκτης Καλλιτεχνικός διευθυντής Ουρολόγος, μπαλαλάϊκα και vocal σε Τιρολέζικα τραγούδια Χρήστος Δημητρίου

Εκτύπωση ο παράνομος πολύγραφος

Συντακτική ομάδα Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Θοδωρής Πρασίδης, Δημήτρης Πέτρου, Κρινιώ Μπύρου

Σ’ αυτό το τεύχος συνεργάστηκαν: Κώστας Ουράνης, Stefano Tamburini, Αντώνης Ψάλτης, Samuel Beket, Harold Pinter, Hans Magnus Enzensberger, Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κarl Valentin, Norberto Fuentes, Giorgio Manganelli, Θανάσης Πολυμένης, José Muñoz, Jaquet de Loustal, Άννα Βουτσίνου, Jean-Luc Fromental, Αντώνης Ψάλτης, Jordi Bernet και ο Altan

Εξώφυλλο-Οπισθόφυλλο Enki Bilal Επιμέλεια τεύχους Όταν αποκτήσουμε χρήματα θα αποκτήσουμε και επιμέλεια της προκοπής. Μέχρι τότε, ο καθένας μόνος του. Κεντρική διάθεση: μεζεδοπωλείο “Πειρατές” καφε-μπαρ ΦΙΚΑ

ΠΡΟΣΟΧΗ Μετά απο αυτή τη σελίδα η περαιτέρω ανάγνωση του περιοδικού γίνεται αποκλειστικά µε δική σας ευθύνη!



Σηµείωµα εκδότη

Ο Σάββας ήτανε χαρτοκλέφτης. Ζούσε στην Ελβετία αλλά έπαιζε και σε άλλες χώρες. Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία. Όπου είχε κορόιδα. Τα καλοκαίρια ερχότανε διακοπές στην Ελλάδα για ένα μήνα. Δεν έπαιζε. Στη Δράμα τον ξέρανε και δεν τον παίζανε με λεφτά. Καμιά ξερή στο καφενείο η κανένα ουίστ. Εγώ τότε έμενα στην Αθήνα. Ένα καλοκαίρι βράδυ ήρθε στο σπίτι μου μαζί με τον Σούλη τον φουσκωτό. Ο Σούλης δούλευε πόρτα στα μαγαζιά κι αν δεν έπινε αλκοόλ ήταν χρυσό παιδί. Όταν έπινε όμως γινόταν τρομερό κωλόπαιδο. -Φιλαράκι, θα μας φιλοξενήσεις τρεις τέσσερις μέρες γιατί βγήκε μια δουλειά και μην ανησυχείς, θα πληρωθείς. Το βράδυ κάνανε τα μπάνια τους, ξυρίστηκαν, ντύθηκαν κι ετοιμάστηκαν. Άνοιξαν μια βαλίτσα με διάφορα εξαρτήματα: -Αυτό είναι μαγνήτης, το κρατάει ο συνεργός κάτω από το τραπέζι και το γυρίζει, Αυτά είναι τα καραγκιοζάκια, ζάρια που έχουν μαγνήτη η υδράργυρο στους άσσους, οι άσσοι είναι πιο βαριοί οπότε κάθονται τα εξάρια απο πάνω. Αυτο το δαχτυλίδι έχει μια άκρη για χάραγμα της τράπουλας, αυτό είναι αόρατο μελάνι και γυαλιά για να την βλέπεις κ.ό.κ Εξοπλίστηκαν και ξεχύθηκαν, ντυμένοι “του κουτιού”, στην Αθηναϊκή νύχτα. Κατά τα ξημερώματα μου χτύπησαν το κουδούνι. Άνοιξα και μπήκανε σε κακό χάλι. Σκισμένοι, ματωμένοι, γεμάτοι πληγές και μελανιές. Όρμηξαν στο ουίσκι κι ήπιανε μισό μπουκάλι σαν νεράκι. -Πήγαμε σε μια παράνομη λέσχη στη Γλυφάδα. Μπήκαμε σε ένα ασανσέρ και φτάσαμε σε μια κλειδωμένη πόρτα. Μια φωνή φώναξε “ποιος είναι γιατί έχει μπλοκάρει η πόρτα;” Το συνθηματικό που έπρεπε να πεις ήτανε “νιπτήρας”. Μπήκαμε μέσα και κάτσαμε σε διάφορα τραπέζια για να κόψουμε κίνηση. Στο βάθος ήταν η μπαρμπουτιέρα. Ένα στενόμακρο βαθουλωτό τραπέζι με τσόχα. Διάφορα κορόιδα της καλής κοινωνίας παίζανε χοντρά φράγκα. Στην άλλη άκρη του τραπεζιού,

εκεί που σκάνε τα ζάρια καθότανε μια γριά που κάπνιζε σαν φουγάρο. Φορούσε χρυσές αλυσίδες την μια πάνω στην άλλη. Δαχτυλίδια, σκουλαρίκια μη στα πολυλογώ η γρια φορούσε καμιά δεκαριά εκατομμύρια δραχμές. Βούτυρο στο ψωμί μου. Παίξαμε κάνα μισάωρο στα ίσια. Φούντωσε το παιχνίδι, μαζευτήκανε κάπου πεντέμισι εκατομμύρια. Παίρνω τα ζάρια, κάνω την αλλαγή και πετάω τα καραγκιοζάκια. Σκάνε τα ζάρια μπροστά στη γρια, γυρίζουν κανά δυο φορές και κάθονται εξάρες. “Ααααα, οοοο” ακούστηκε από τους παρευρισκόμενους, ένας φιόγκος από το βάθος χειροκρότησε κιόλας. Έτσι όπως έσκυψα να μαζέψω τα λεφτά είδα την γρια να έχει πιάσει τα ζάρια στο χέρι της και να τα κοιτάζει. “Ρε αγοράκια τι τα κάνατε τα ζάρια; Τα πλύνατε;” Τοτε κατάλαβα τη φόλα που έφαγα. Τα ζάρια επειδή παιζόντουσαν πολύ ώρα είχαν πιάσει λίγο μαυρίλα στις γωνίες ενώ τα καραγκιοζάκια ήταν ολοκάθαρα σαν καινούργια. Αμέσως πετάχτηκαν κάτι ντουλάπες και μας όρμηξαν. Ο Σούλης τους αντιστάθηκε αλλά τον κοπανήσανε άσχημα. Εγώ πρόλαβα κι έκανα βουτιά από το παράθυρο αλλά έπεσα σε ένα θάμνο με αγκάθια. Με προλάβανε οι μπράβοι κι έφαγα κι εγώ μερικές αλλά τους ξέφυγα. Έβγαλα ένα σουγιά και τον έχωνα σε μπούτια και κωλομέρια. Μετά από λίγο ήρθε κι ο Σούλης τρέχοντας. Κρατούσε μισή καρέκλα στο χέρι. -Την άλλη μισή την άφησα στο κεφάλι ενός παίχτη που με έπιασε από την μέση και δεν με άφηνε. Με πιάσανε μερικοί και με σύρανε στην κουζίνα. Εκεί είδα ότι είχε δεύτερη έξοδο το μαγαζί. Πήρα μια κατσαρόλα με καυτό φαγητό και τους περιέλουσα. -Φιλαράκι έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα καταλαβαίνεις ότι θα μας δανείσεις τα ναύλα της επιστροφής γιατί μείναμε τσέτουλοι. -Την γρια πως την έλεγαν, ρώτησα. -Μαρία την λέγανε την κωλόγρια κι ήταν κουτσή από το ένα πόδι.

Χ.Δ



Για περάστε να θαυµάσετε τον θλιβερό µας θίασο! Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας! Είναι η αγελάδα που φοράει ζαρτιέρες! Το διπλοσάγωνο του Μάο Τσε Τουγκ! Το άσβεστο πούρο του Τσε Γκεβάρα! Το δεξί αρχίδι του Χο Τσι Μιγκ! Η γριά που την λένε Χαρίδηµο! Είναι ο σαδοµαζοχιστικός έρωτας δυο σκατζόχοιρων! Για περάστε παρακαλώ, δείτε τι περιέχει κι απόψε, η σκοτεινή ψυχή της “ΚΟΥΤΣΗΣ ΜΑΡίΑΣ¨ Κυρίες και κύριοι, πάρτε χαρτοµάντηλα, σακούλες για εµετό, ξηρά τροφή για δυο µέρες και κρατήστε την αναπνοή σας. Η ατµόσφαιρα είναι τοξική. Ο µπαµπάς του Ranxerox: Stefano Tamburini. Ιταλία, µέσα της δεκαετίας του ‘70. Εµφανίζεται από το πουθενά µια παρέα δηµιουργών, Tamburini, Sraragna, Mattioli, Pazienza, Liberatore κλπ. που την επόµενη δεκαετία θα αλλάξει κυριολεκτικά, το παγκόσµιο σκηνικό στον χώρο των κόµιξ και των περιοδικών. Γραφίστας, σχεδιαστής, σεναριογράφος και µουσικός. Ένας καταραµένος δηµιουργός. Το άστρο του εξεράγη το 1986 αφήνοντας ορφανό τον Rankxerox κι εκατοµµύρια αναγνώστες. Εδώ σε µια ιστορία του Agent Snake, όπου µε ένα φωτοτυπικό και αποκόµµατα από κόµιξ του ‘40 ανασυνθέτει κάτι νέο, σύγχρονο, ολόφρεσκο και συναρπαστικό! Όπως ακριβώς σε όλα τα µεγάλα έργα τέχνης! Κι από Ιταλία σε Γερµανία. Αρχές του εικοστού αιώνα. 1902, Karl Valentin. Καµπαρέ, µουσική, στίχοι και σκετσάκια από έναν άνθρωπο ορχήστρα που προοιώνιζε το παράλογο. Κοινωνική και πολιτική σάτυρα. Τίποτα δεν περνάει ασχολίαστο από τον Carl Valentin. Δίπλα του ξεκίνησε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ. Σήµερα σας παρουσιάζουµε το σκετς “Ο πτηνέµπορας”. Μιά παράλογη συνάντηση έλαβε χώρα στις σελίδες µας. Ο Σάµιουελ Μπέκετ συνάντησε τον Χάρολντ Πίντερ. Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου ήταν εκεί και φωτογράφισε την χειραψία. Κι η “Κουτσή Μαρία” είχε µια συνάντηση. Μπήκε σε ένα µπάρ στο Μιλάνο κι είδε ένα γερόντιο σε µια γωνιά. Της γυάλισε της κουτσής, γιατί ακόµη το λέει η καρδιά της. Παρήγγειλε βενεδικτίνη µε τριµένο παγο. Γνωρίστηκαν στη στιγµή. Λεγόταν Giorgio Manganelli και παρόλο που ήταν νεκρός από το 1990 αισθανόταν “εξανληµένος και ανέκδοτος”. Αµέσως τον έβαλε στο κρεβάτι της και του πρόσφερε στέγη. “Παλατινή Ανθολογία”. Μια κολοσσιαία συλλογή, που περιλαµβάνει δεκαέξι αιώνες στίχων που µιλάνε για όλα! Η συγχρονη, βαθιά υποκριτική µας ηθική, δοκιµάζεται στα όρια της! Η εξαιρετική απόδοση των στίχων είναι του Αντώνη Ψάλτη, φίλος απο τον Όλυµπο που ζει κι εργάζεται στη Λάρισα. Norberto Fuentes. “Ο Καπετάν Ξυπόλητος”. Ένα διήγηµα απο έναν επαναστάτη κουβανό. O Νορµπέρτο Φουέντες (Αβάνα, 1943) είναι συγγραφέας και δηµοσιογράφος. Έχει γράψει, µεταξύ άλλων: “Dulces guerreros cubanos”, “Condenados de Condado” (Βραβείο Casa de las Americas 1968), “Posiciοn uno”, “El ultimo santuario” και “Hemingway in Cuba” (µε πρόλογο του Γκαµπριέλ Γκαρσία Μάρκες). Ο πρώτος τόµος της “Αυτοβιογραφίας του Φιντέλ Κάστρο”, έργου που εκτείνεται σε 1.600 σελίδες, κυκλοφόρησε στα ισπανικά τον Ιανουάριο του 2005. Ο Φουέντες πολέµησε στο πλευρό των Κουβανών στρατιωτών στην Αφρική και παρασηµοφορήθηκε αρκετές φορές για τη δράση του. Διατηρώντας φιλική σχέση µε τον Κάστρο, έκανε περιοδείες στην Ευρώπη µαζί µε το στρατηγό Ντε λα Γκουάρδια. Όταν όµως ο Ντε λα Γκουάρδια κατηγορήθηκε από τον Κάστρο για διαφθορά και εκτελέστηκε µαζί µε άλλους Κουβανούς αξιωµατούχους (“υπόθεση Οτσόα / Ντε λα Γκουάρδια”), ο Φουέντες τέθηκε υπό αστυνοµική παρακολούθηση και του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. Ύστερα από µεσολάβηση του Γκαµπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Γουίλλιαµ Κέννεντυ, ο Φουέντες κατάφερε να αυτοεξοριστεί στο Μαϊάµι, όπου και κατοικεί σήµερα. 6


Ακολουθεί “Ληστεία στο Μπρονξ”. Ενα εξαιρετικό ένα noir κόµικ των Cossu- Bocquet. Ατµόσφαιρα, υπόθεση, σχέδιο! 1986. Η χρυσή εποχή των αντιηρωικών κόµιξ. Η Κρινιώ Μπίρου έγραψε αυτούς τους στίχους γιά την εικόνα του Enki Bilal. Η Άννα Βουτσίνου επανέρχεται δριµύτερη. Μιά καινούργια σειρά αυτοτελών διηγηµάτων εµπνευσµένων από την “Κουτσή Μαρία”. Ο Hans Magnus Enzensberger είναι ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς, δοκιµιογράφους και ποιητές της σύγχρονης Γερµανίας. Ο Γιώργος Πρεβεδουράκης µετάφρασε δύο ποιήµατα του ειδικά για µας. Τον ευχαριστούµε πολύ και χαιρόµαστε που εµπνέουµε ταλαντουχους ανθρώπους! Στη συνέχεια µια µύγα, δεµένη σε σχοινί βουίζει στ’ αυτιά µας. Μικροί δέναµε χρυσόµυγες σε σπάγγο. Είναι απο το ποίηµα του Δηµήτρη Πέτρου “Πειραµατόζωο”. Ορίστε µια µυγοσκοτώστρα. Τον Κώστα Ουράνη τον θυµάµαι από το σχολείο. Ποιητής. Έψαχνα να βρω “καλολογικά στοιχεία” στο έργο του. Τον ξαναανακάλυψα πολύ αργότερα. Μποέµ, φυµατικός, γυναικάς. Η πρώτη του γυναίκα απο την Πορτογαλία ενώ η δεύτερη ήταν η Ελένη Νεγρεπόντη. Η γυναίκα πίσω από το ψευδώνυµο “Άλκης Θρύλος”. Εδώ ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου ανακάλυψε ένα πεζό, πολιτικό κείµενο, από το βιβλίο του: “Ταξίδια. Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη θάλασσα”. Αναφέρεται στις επαναστάσεις στην Πορτογαλία. Απολαύστε τον. Κυρίες και κύριοι ο Θοδωρής Πρασίδης, από την “Τρίτη σειρά” του, µας παρουσιάζει τον Ren� Laloux. Γάλλος animator, γνωστός στους παλαιότερους σαν δηµιουργός του “Άγριου πλανήτη”, ταινία ορόσηµο στη δεκαετία του ‘70. Στη συνέχεια σας παρουσιάζουµε ένα µικρό αριστούργηµα. Σχέδιο Jaquet de Loustal, σενάριο Jean-Luc Fromental. “Αναµνήσεις µε κυρίες. Η δεσποινίς µε τα άσπρα”. Όταν τα κόµιξ γίνονται υψηλή τέχνη. Jean-LucFromental: δηµοσιογράφος, συγγραφέας και σεναριογράφος, γεννηµένος στην Τύνιδα το 1950. Former director στο M�tal Hurlant και επικεφαλής στον τοµέα των νέων of the Etonnants Voyageurs festival. Jacques de Loustal: γεννήθηκε στη Γαλλία, στο Neuilly-Sur-Seine, το 1956. Σπούδασε αρχιτεκτονική ενώ εµφανίζεται σαν σχεδιαστής κόµιξ στα τέλη του ‘70. Συνήθως συνεργάζεται µε τον Phillipe Paringaux στο σενάριο και παρουσιάζουν µικρές ιστορίες σε περιοδικά όπως: M�tal Hurlant, Pilot, Nitro, Chic, Zoulou καθώς και στην εφηµερίδα Liberation. Το 1984 αποκτά µια µόνιµη συνεργασία µε το περιοδικό ¢ Suivre (συνεχίζεται...) για το οποίο δηµιουργεί τις µεγάλες ιστορίες Coeurs de Sable, Barney et la Note Bleue, Un Jeune Homme Romantique και το Kid Congo. Ακολουθούν πέντε (πέντε; Γιατί πέντε αφεντικό; Επειδή είσαι αφεντικό νοµίζεις οτι µπορείς... γκάπα-γκούπα-χράτσα-χρούτσα-πάου-ζγκάπα, µάλιστα αφεντικό!) διηγήµατα του Χρήστου Δηµητρίου. Θα τελειώσουµε µε ένα απροσδόκητο ποίηµα του Θανάση Πολυµένη. Δραµινός, αρχισυντάκτης στην “Ηχώ” και τώρα στον “Πρωινό τύπο”, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού “το λυχνάρι” που µετονοµάστηκε σε “δέλετρον”. Έχει εκδώσει “Η σαύρα”, “Σε τόνο ηµίλευκο”, “Διάλογος” και “Τοµές στη γεωµετρία”. Τελευταία του ποιητική συλλογή: “εωθινόν”.Πρόσφατα πατέρας. Να σου ζήσει Θανάση, να τα χιλιάσει! Αυτά και άλλα πολλά… Μη σπρώχνεστε ... η κυρία µε το ξέκωλο προηγείται... 7






Επόμενη μέρα 1985 εκδ. Ars Longa


Ο Stefano Tamburini εμφανίζεται το 1974 με τις σύντομες ιστορίες κόμιξ, του Fuzzy Rat. Μεταξύ 1975 και 1977 εργάζεται ως εικονογράφος και γραφίστας δημιουργώντας εξώφυλλα βιβλίων, εικονογράφηση, λογότυπα, και φέιγ βολάν. Το 1977, με τον Marco D’Alessandro και τον Massimo Mattioli δημιουργούν το Cannibal, περιοδικό σταθμός στην ιταλική σκηνή κόμιξ. Στη συνέχεια προστίθενται οι Filippo Scozzari, Andrea Pazienza και Tanino Liberatore. Το 1978 ο Tamburini δημιουργεί έναν χαρακτήρα που θα γράψει ιστορία: Rank Xerox (όνομα που άλλαξε σε Ranxerox για λογους πνευματικών δικαιωμάτων). Το 1980 μαζί με τον Vincenzo Sparagna και τον Filippo Scozzari εκδίδουν το περιοδικό Frigidaire οπου αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση. Για το νέο περιοδικό δημιουργεί τις ιστορίες του Agent Snake με το χειρισμό και την επανασυναρμολόγηση παλιών κόμικς του 1940, με τη χρήση του φωτοαντιγραφικού μηχανήματος. Για το Frigidaire γράφει επίσης κριτική μουσικής (με την υπογραφή κόκκινο βινύλιο) και συνεχίζει την ιστορία του Ranxerox κρατώντας για τον εαυτό του το έργο της συγγραφής σεναρίων και αφήνοντας το σχέδιο στον Tanino Liberatore. Το κόμιξ έχει τεράστια επιτυχία και εκτός Ιταλίας. Μεταφράζεται σε Γαλλία και Ιαπωνία ενώ στις Ηνωμένες πολιτείες εμφανίζεται στις σελίδες του Heavy Metal. Ταυτόχρονα ο Stefano Tamburini συνεργάζεται με τα περιοδικά μόδας Vogue, Uomo και γράφει μουσική με το ψευδωνυμο Red Vinyl. Τον Απρίλιο του 1986 πεθαίνει στο διαμέρισμα του στη Ρώμη από υπερβολική δόση. Το σώμα του βρέθηκε δέκα μέρες μετά το θάνατο του.


Karl Valentin O Karl Valentin γεννήθηκε το 1882 και πήρε το όνοµα Valentin Ludwig Fey. Προερχόταν από µία αρκετά εύπορη µεσοαστική οικογένεια. Το 1902 ξεκίνησε τη σταδιοδροµία του ως κωµικός, ενώ είχε παραµείνει για τρεις µήνες σε µια Σχολή Βαριετέ στο Μόναχο υπό την καθοδήγηση του Hermann Strebel. Η πρώτη του δουλειά ως performer ήταν στη Νυρεµβέργη. Ακολούθησε µια διακοπή τριών χρόνων αµέσως µετά το θάνατο του πατέρα του, αλλά στο διάστηµα αυτό κατασκεύασε µία συσκευή µουσικής, το «Orchestion», αποτελούµενο από είκοσι διαφορετικά όργανα. Σύντοµα ο Valentin έγινε γνωστός ως συγγραφέας και περφόρµερ µικρών κωµικών σκετς τα οποία εκτελούσε χρησιµοποιώντας βαριά βαυαρική προφορά, συνήθως µε τη Liesl Karlstadt. Έπαιξε επίσης σε πολυάριθµες ταινίες τόσο του βωβού όσο και του οµιλούντος κινηµατογράφου, αλλά τη φήµη που απέκτησε ως ένας από τους σπουδαιότερους κωµικούς περφόρµερ της Γερµανίας κατά τη διάρκεια της Δηµοκρατίας της Βαϊµάρης, την οφείλει στις παραστάσεις που έδινε στα καµπαρέ και στις µπυραρίες. Το 1923 ο Valentin εµφανίστηκε σε µια ταινία µικρού µήκους µε τίτλο «Τα µυστήρια του κουρείου». Αν και η ταινία δεν προβλήθηκε µετά την ολοκλήρωσή της τον Φεβρουάριο του 1924, αναγνωρίστηκε, ως µία από τις εκατό σηµαντικότερες ταινίες στην ιστορία του Γερµανικού κινηµατογράφου. Ο Valentin ήταν ένας αναρχικός της γλώσσας. Η κωµωδία του άρχιζε συχνά µε απλές λεκτικές παρανοήσεις στις οποίες επέµενε καθώς το σκετς εξελισσόταν. Ο κριτικός Alfred Kerr τον εγκωµίασε σαν κάποιον που σχίζει τη λέξη για να εκµαιεύσει και να αναλύσει την πρωταρχική έννοιά της. O Brecht, που παρακολουθούσε τακτικά τις παραστάσεις του Valentin και τον παροµοίαζε µε τον Chaplin, δέχεται πως έµαθε πολλά από τον κλόουν Valentin που έπαιζε σε µπυραρίες. Με το ξέσπασµα του πολέµου, ο Valentin δεν είχε την ίδια επιτυχία όπως προηγουµένως. Οι Ναζί τον µποϋκοτάρισαν εξ αιτίας της «ροπής προς την ένδεια» των έργων του και τελικά ο Valentin κατέληξε ο ίδιος στην ένδεια. Μετά από λίγο, το κοινό του, λησµόνησε εντελώς τον ψιλόλιγνο κωµικό. Πέθανε το 1948 από πνευµονία.

O Brecht παίζει κλαρίνο στην µπάντα του Valentin


Ο πτηνέµπορας Πρόσωπα: ο Πτηνέμπορας, Γυναίκα Γ: Καλημέρα! Α, μάλιστα, είστε ο υπάλληλος του πτηνοτροφείου. Π: Είστε στο σπίτι σας; Γ: Σας περιμένω τόση ώρα. Νόμιζα πως δεν θα ερχόσαστε. Π: Ορίστε, καναρίνι μετά κλουβίου κι εδώ έχω το τιμολόγιο. Γ: Ωραία – μα, πού ‘ντο το καναρινάκι; Το κλουβί είναι άδειο! Π: Μέσα είναι! Γ: Τι θα πει μέσα είναι; Δεν υπάρχει πουλί! Π: Αποκλείεται! Δεν θα σας έφερνα κλουβί αδειανό! Γ: Παρακαλώ, ορίστε, κοιτάξτε μόνος σας. Π: Δεν χρειάζεται να κοιτάξω τίποτα. Είμαστε ένα σοβαρό κατάστημα, και τι θα έλεγαν οι πελάτες μας, αν τους πηγαίναμε άδειο κλουβί και μάλιστα χωρίς πουλί! Η πελατεία μας εξυπηρητείται πλήρως, δεν της λείπει τίποτα. Γ: Τι πάει να πει δεν της λείπει τίποτα; Και βέβαια της λείπει – το πουλί της λείπει. Π: Θα μου ‘φυγε φαίνεται στην μεταφορά, αν ήταν ανοιχτό το πορτάκι… Γ: Μη λέτε ότι θέλετε, πως ήταν ανοιχτό το πορτάκι, αφού είναι κλειστό. Π: Κλειστό είναι; Γ: Και βέβαια. Π: Τότε το πουλί είναι μέσα! Γ: μα δεν είναι. Π: Κυρα μου αυτό είναι αδύνατο! Το πουλί δεν μπορεί να φύγει αν δεν είναι ανοιχτό το πορτάκι! Γ: Έλα όμως που πρέπει να έφυγε, αλλιώς θα ήταν στο κλουβί. Π: Μέσα είναι, δεν χωράει αμφιβολία! Ορίστε κοιτάξτε το τιμολόγιο, δεν το γράφει το τιμολόγιο; Γ: Στο τιμολόγιο βέβαια το γράφει: Κλουβί με πουλί, δεκατρία μάρκα. Π: Το βλέπετε λοιπόν! Τι νομίζετε ότι το αφεντικό μου θα σας έστελνε τιμολόγιο «Κλουβί με πουλί δεκατρία μάρκα» κι αντί για κλουβί με πουλί , θα σας έδινε το κλουβί σκέτο; Το κλουβί δίχως πουλί σας είναι άχρηστο! Αυτά πάνε μαζί, σαν το λαδόξιδο. Γ: Και τι κάνουμε τώρα; Π: Εγώ δεν ξέρω τίποτα, εγώ πρέπει να εισπράξω το τιμολόγιο. Όλα μαζί μας κάνουν δεκατρία μάρκα. Γ: Τι θα πει, όλα μαζί; Π: Κλουβί συν πουλί.

Γ: Μα δεν υπήρχε πουλί! Δεν έχω σκοπό να πληρώσω κάτι που δεν έχω παραλάβει ακέραιο. Π: Πάει καλά, τότε θα πάρω όλο το εμπόρευμα πίσω. Γ: Όλο το εμπόρευμα, σύμφωνοι! Θα πάρετε μόνο το κλουβί, πουλί δεν υπήρχε. Π: Κυρία μου το πουλί πρέπει να ήταν μέσα Γ: Καλά και που πήγε; Π: Αυτό δεν με ενδιαφέρει. Το τιμολόγιο λέει: κλουβί με πουλί, δεκατρία μάρκα. Γ: Ωραία, να μου φέρετε τότε κλουβί με πουλί! Π: Ε, όχι κυρία μου! Μονάχα το πουλί θα σας φέρω. Γ: Πως μονάχα το πουλί; Χρειάζομαι και το κλουβί! Π: Μα αφού το έχετε το κλουβί! Δεν θα μου πείτε τώρα ότι χάθηκε και το κλουβί! Γ: Μη λέτε κουταμάρες! Το κλουβί είναι εδώ. Δε μένει παρά να μου φέρετε το πουλί! Π: Πουλί σκέτο δεν δίνουμε! Αυτά πάνε μαζί: πουλί με κλουβί! Γ: Ναι, αλλά εσείς το κλουβί μου το φέρατε μόνο, χωρίς πουλί! Π: Στο τιμολόγιο όμως γράφει «κλουβί με πουλί» - παρακαλώ διαβάστε «κλουβί με πουλί» Γ: Δεν έχω όρεξη να ακούω τις βλακείες σας! (κλείνει την πόρτα) Π: Τώρα, μού 'κλεισε την πόρτα κατάμουτρα! Βέβαια δεν την παρεξηγώ, γιατί στ αλήθεια το κλουβί δεν έχει πουλί. Το τιμολόγιο όμως γράφει: πουλί με κλουβί!

περιοδικό “Θέατρο” Μάης-Ιούνης 1973 τευχ. 33



Γυµνές χειραψίες µέσω ποίησης: Μπέκετ-Πίντερ παρουσίαση επιλογή: Κυριάκος Συφιλτζόγλου Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989).Χάρολντ Πίντερ (1930-2008). Ο πρώτος γεννήθηκε στο Φόξροκ, κοντά στο Δουβλίνο , ο δεύτερος σε μια φτωχική συνοικία του Λονδίνου . Και οι δυο, κορυφαίοι θεατρικοί συγγραφείς (νομπελίστες) με τη μεγαλύτερη επιρροή στο παγκόσμιο μεταπολεμικό θέατρο. Πέρα από την φιλία και το θέατρο , τους ενώνει η τόσο ιδιαίτερη και ιδιόμορφη ποίησή τους. Χωρίς πολλές “σαχλο-κουβέντες” ,όπως θα ‘λεγε και ο Μπέκετ, ιδού οι εκλεκτικές συγγένειές τους σε τέσσερα ζεύγη ποιημάτων. Ο θάνατος του Α.D.

JOSEPH BREARLEY 1909-1977 (Δάσκαλος Αγγλικών)

κι εκεί βρίσκεται εκεί ακόµα εκεί πιεσµένος πάνω στην παλιά συφιλιδική µου χαλκογραφία της θλίψης

Αγαπητέ Τζο, µαζί σου θα ‘θελα να περπατήσω Από το Κλάπτον Ποντ στο Στάµφορντ Χιλ

µέρες και νύχτες κοµµατιασµένες στα τυφλά µε το να βρίσκεται εκεί µε το να µη φεύγει και να φεύγει

και πιο πέρα, µέσα απ’ το Μάνορ Χάουζ ως το Φίνσµπερι Παρκ,

και να µένει εκεί σκυµµένος στην οµολογία του επιθανάτιου χρόνου

και πίσω,

έχοντας υπάρξει αυτό που έγινε αυτό που έκανε

στο νεκρό το τρόλεϊ, το 653,

του εαυτού µου του φίλου µου νεκρού από χθές µε το

στο Κλάπτον Ποντ,

µάτι γυάλινο

να περπατήσω µέσα από τις σκιές στο Χάκνι Ντονς,

τα δόντια µακριά ν’ ασθµαίνουν µέσ’ από τη γενειάδα του καταβροχθίζοντας τη ζωή των αγίων µια ζωή µέρα τη µέρα ξαναζωντανεύοντας µέσα στη νύχτα τις µαύρες

και στην παλιά πλατφόρµα της ορχήστρας να σταθώ, εσύ ψηλός στο φεγγαρόφωτο, και µε τη γρηγοράδα που όλα γίναν, και στη γοργή σκιά που επιµένει.

αµαρτίες του νεκρός από χθες ενώ εγώ ζούσα και να βρίσκεται εκεί πίνοντας πάνω απ’την καταιγίδα

Έφυγες. Στέκοµαι στο πλευρό σου,

τη θλίψη του ανήλεου χρόνου

Περπατώντας µαζί σου από το Κλάπτον Ποντ

µάρτυρας των αναχωρήσεων

στο Φίνσµπερι Παρκ,

µάρτυρας των αφίξεων

κι ακόµη πιο κει.

(Μπέκετ)

(Πίντερ)


2.

Οι εξαφανισµένοι

κρανίο µονάχο έξω και µέσα κάπου ενίοτε

Του φωτός εραστές, οι νεκροκεφαλές,

σαν κάτι

το καµένο δέρµα, η άσπρη λάµψη της νύχτας,

κρανίο καταφύγιο τελευταίο

η κάψα όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν.

δοσµένο απ’ έξω φτυστός Βοκκάκιος µες στον καθρέφτη

Τα κοµµένα γόνατα κι η καρδιά σε µουσικό δωµάτιο βίαια χωρισµένα,

το µάτι στον έσχατο φόβο

όπου του φωτός παιδιά

ανοίγει διάπλατα ξανακλείνει

ξέρουν πως έφτασε η βασιλεία τους.

µην έχοντας πια τίποτα

(Πίντερ)

έτσι ενίοτε σαν κάτι

Αργότερα

απ’ τη ζωή όχι αναγκαστικά (Μπέκετ)

Αργότερα. Κοιτάζω έξω το φεγγάρι. Κάποτε ζούσα εδώ.

3.

Θυµάµαι το τραγούδι.

αρχικά φαρδύς πλατύς κατάχαµα στο δεξί πλευρό

Αργότερα. Κανένας ήχος εδώ.

ή στ’ αριστερό

Φεγγάρι σε λινέλαιο.

δεν έχει σηµασία

Ένα παιδί κατσουφιασµένο.

έπειτα

Αργότερα. Μια φωνή να τραγουδά.

φαρδύς πλατύς στο δεξί

Ανοίγω την πίσω πόρτα.

ή στ’ αριστερό

Κάποτε ζούσα εδώ.

στο αριστερό ή στο δεξί

Αργότερα. Ανοίγω την πίσω πόρτα φως δεν υπάρχει. Νεκρά δέντρα.

τέλος φαρδύς πλατύς στ’ αριστερό

Νεκρό λινέλαιο. Αργότερα.

ή στο δεξί δεν έχει σηµασία

Αργότερα. Το σκοτάδι να κινείται πολύ γρήγορα.

στην κορυφή

Πυκνό σκοτάδι.

το κεφάλι

Τώρα ζω εδώ. (Μπέκετ)

(Πίντερ)


4. ασαφής υπόθεση ότι όλα τα πράγµατα υπάρχοντας όλα τα πράγµατα αυτό εδώ λοιπόν ακόµα κι αυτό εδώ υπάρχοντας δεν υπάρχει ας µιλήσουµε γι’ αυτό (Μπέκετ)

Πριν πέσουν Πριν πέσουν τα βαριά αστέρια χαζές πέτρες χαζές µπάλες φωτός Πριν ανασάνουν πριν αυτά Πριν ανασάνουν και φτύσουν το τελευταίο τους αίµα Πριν πέσουν πριν αυτά Πριν πέσουν σε βελόνες παγωµένης φωτιάς Πριν πνιγούν πριν αυτά Πριν αυτά πνιγούν

Σάμουελ Μπέκετ Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες Μετάφραση: Γιώργος Βίλλιος εκδ.Ερατώ,1998

σε µια τελευταία καούρα βρώµικου φωτός Harold Pinter Ποιήματα(1948-2004)

Άσε µε να το πω

Μετάφραση: Νίνος Φένεκ Μικελίδης

(Πίντερ)

εκδ. Κέδρος,2005


Giorgio Manganelli Τρία µικρά µυθιστορήµατα-ποταµός του Τζιόρτζιο Μανγκανέλλι (Μιλανο, 1922-1990) . Δουλεµένα µε τέτοιο τρόπο, ώστε ο βιαστικός αναγνώστης να νοµίζει ότι έχει µπροστά του κείµενα µε ελάχιστες κι ελλιπείς γραµµές. Διαβάζοντάς το, υποχρεώνεσαι να βάλεις σε λειτουργία κάθε δόλιο τέχνασµα που ξέρεις ή να µάθεις καινούρια.Πρόκειται για κείµενα “ ευγενούς απανθρωπιάς και και αξιοπρεπούς επιδεικτικότητας” .

73. Η κραυγή ακούστηκε ξαφνικά σ’ ολόκληρο το χωριό, και από ό,τι στάθηκε δυνατόν να κατανοηθεί ,ακούστηκε με την ίδια ένταση, σ’ όλα τα σημεία, ακόμα και στους περιφερειακούς οικισμούς. Την άκουσε ευδιάκριτα ακόμα και ένας σχεδόν κουφός μαραγκός, την άκουσε και ένας ξένος που περνούσε με το ποδήλατό του και στάθηκε νιώθοντας το αίμα του να παγώνει. Η περιγραφή της κραυγής συνήχθη βαθμηδόν, από όσους την είχαν ακούσει : όλοι συμφωνούσαν στο γεγονός ότι εξέφραζε βαθιά απογοήτευση, ίσως δε απόγνωση ,και θα μπορούσε να είναι η κραυγή κάποιου, του οποίου η ζωή κινδυνεύει άμεσα, κάποιου που ίσως απειλείται από απάνθρωπο φόνο. Όλοι έμειναν έκπληκτοι από την ένταση της κραυγής και από την αίσθηση ότι την είχαν ακούσει εξαιρετικά καθαρά. Κάποιος διετύπωσε την υπόθεση ότι δεν επρόκειτο για μία, αλλά για πολλές ταυτόχρονες κραυγές με διαφορετική προέλευση. Όταν η στιγμή της αγωνίας καταλάγιασε, ορισμένοι χωρικοί βάλθηκαν να ερευνούν το χωριό, και στην εκκλησία συγκαλέστηκε κάποια συνάθροιση, με σκοπό να διαπιστώσουν ποιος έλειπε: όμως, κανείς δεν έλειπε, εκτός από έναν σπουδαστή που ήδη ζούσε στην πόλη και από έναν γέρο που περιεθάλπετο στο ν οσοκομείο ενός γειτονικού χωριού . Κάποιος μίλησε για φαντάσματα, για δράκους, για άγρια

θηρία. Ωστόσο ο τόπος δεν είχε άγρια θηρία και ούτε καν τα παιδιά παραδέχονταν τους δράκους και τα φαντάσματα. Έψαξαν όλα τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, τους έρημους χώρους, αμόλησαν ολόγυρα σκυλιά, τα οποία δεν έδειξαν ίχνος ανησυχίας. Ορισμένοι προχώρησαν στα περίχωρα και έψαξαν στις λόχμες και ακόμη στον πάτο ενός στοιχειώδους ρυακιού. Αργά το απόγευμα, η ταραχή άρχισε να καταλαγιάζει. Οι άνθρωποι επέστρεφαν διαβεβαιώνοντας ότι δεν υπήρχε κανένα παράξενο ίχνος και κανένα σημείο αφύσικων γεγονότων. Το μόνο που απέμεινε ήταν μια ακαθόριστη ανησυχία, όμως προς το βράδυ τα παιδιά ξανάρχισαν να παίζουν στους δρόμους. Ομάδες χωρικών περιδιάβαζαν στους δρόμους του χωριού, έπειτα κουράστηκαν και πήγαν στα σπίτια τους. Τα έξι ζεύγη των επίσημα αρραβωνιασμένων συναντήθηκαν με τρυφερή κατανόηση. Το δείπνο υπήρξε ήρεμο και το βράδυ ήταν ζεστό και γαλήνιο. Βαθμηδόν, η κραυγή έγινε μια τρομερή ανάμνηση, κάτι που θα ήταν αδύνατο να ξαναζήσει κανείς. Τρομερή ; Ίσως απλώς κάτι παράδοξο ,εντελώς φυσικό : πολλοί είχαν ήδη ξεχάσει ότι η κραυγή διέθετε φωνή. Με την αρχή της νύχτας, τα φώτα έσβησαν, τα παράθυρα έκλεισαν. Τη στιγμή εκείνη, κανείς δεν ήξερε ότι μες στην καρδιά της νύχτας, στις δύο και δεκαπέντε ακριβώς, η κραυγή θα επαναλαμβάνονταν.

10.

Γενικώς οι κύριοι που έρχονται σ’ αυτόν το σταθμό να περιμένουν το τρένο, πεθαίνουν περιμένοντας. Δεν πρόκειται για θάνατο βασανιστικό, είναι αντίθετα γαλήνιος και με τον τρόπο του κομψός. Μερικοί έρχονται με την οικογένειά τους, και ιδίως τα παιδιά τους, που φορούν μακριές μαύρες κάλτσες και κοντά παντελόνια, για να τους διδάξουν πως μπορεί να πεθάνει κανείς αξιοπρεπώς. Σιγάσιγά καθώς πεθαίνουν, οι κύριοι αποθηκεύονται σ’ ένα παρεκκλήσι στολισμένο με πρόσωπα

πολλών, ποικιλοτρόπως θαυματουργών, Αγίων. Από ευγένεια και μόνον, ένας υπάλληλος των σιδηροδρόμων, με το καπέλο στο χέρι, ρωτά μήπως κάποιος από τους κυρίους Αγίους επιθυμεί να αναστήσει τον μεταστάντα. Περιμένει πέντε δευτερόλεπτα σιωπηλός, στρέφει γενικά ένα ερωτηματικό βλέμμα στους Αγίους, γονατίζει, βγαίνει και ξαναφορά το καπέλο του, διότι ο σταθμός είναι απίστευτα εκτεθειμένος στους ανέμους. Ο άνεμος κατεβαίνει από μια ρωγμή


των βράχων και κανείς δεν ξέρει από που αποκτάει εκείνη την ξηρή και ξένη παγωνιά, που όπως λένε καθιστά το σταθμό τόπο χλοερό και τόπο αναψύξεως. Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι θάνατοι των κυρίων - κάποτε μάλιστα θα πεθάνουν ολόκληρες οικογένειες - διαψεύδουν τις διαβεβαιώσεις περί του υγιεινού σταθμού. Στην πραγματικότητα όμως, είναι γενική η πεποίθηση ότι αν δεν έρχονταν εδώ πάνω ,θα πέθαιναν πολύ, πολύ νωρίτερα. Ορισμένοι δεν θα είχαν γεννηθεί ποτέ. Εν γένει, η αναμονή του θανάτου δεν είναι ούτε μεγάλη, ούτε επίπονη. Η παρέα είναι πολυπρόσωπη, φλυαρούν, έχουν παιχνίδια για τα παιδιά και τους ενήλικες. Ο σταθμάρχης, άντρας ρωμαλέος και γλυκύς, χαϊδεύει τα παιδιά και χαιρετά τους πελάτες του. Τα τρένα που σταματούν στο σταθμό είναι τρία: καθένα έρχεται από διαφορετικό τόπο και πάει κάπου αλλού. Ωστόσο, θα πρέπει να υπολογίσουμε

ότι κάθε γραμμή εξυπηρετείται από διαφορετικούς τύπους τρένων ,ορισμένα από τα οποία σταματούν, ή οφείλουν να σταματήσουν, αν τα διατάξει ο σταθμάρχης. Άλλα, τα πιο σημαντικά, δε σταματούν με κανένα τρόπο και με καμία ικεσία. Διακρίνονται οι χαραγμένες στο ξύλο κατατομές των ανθρώπων που πρέπει να πάνε πολύ μακριά. Μερικές φορές, κάποιο από τα τρένα, που θα μπορούσαν να σταματήσουν, επιβραδύνει και από το θάλαμο εμφανίζεται ο μηχανοδηγός να κοιτά με δειλή απορία το σταθμάρχη, ο οποίος απευθύνει μια βουβή ερώτηση στο κοινό. Αυτοί είτε χειρονομούν, σα να θέλουν να πουν : “ Μα προς Θεού! “ , ή “ Το θεωρείτε σωστό ; “ , είτε κοιτάζουν το τρένο σα να ήταν διαφανές. Το τρένο επιταχύνει και όταν εξαφανίζεται , έρχονται για να απομακρύνουν τους νεκρούς κυρίους, που όλοι τους φορούν μαύρα.

41. Το φάντασμα νιώθει ανία. Είναι δύσκολο για ένα φάντασμα να μη νιώθει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του μια βαθιά, αργή αίσθηση πλήξης. Φυσικά, ζει σ’ ένα υπόγειο πύργο, σε συνθήκες κάτω του μετρίου, και είναι απαρηγόρητο. Έχει ποντίκια, κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Ο πύργος έχει περιορισμένη καλλ ιτεχνική αξία - δυο εξώστες με ψευδογοτθικά άνθη , μια δυσανάγνωστη τοιχογραφία με το συνηθισμένο άγιο - , και δεν τραβάει την προσοχή κανενός : ούτε των αρχών , ούτε των μελετητών , ούτε των περιηγητών . Ούτε καν των παράνομων ζευγαριών: η διαδρομή ως εκεί είναι μεγάλη , όλο στροφές και περιλαμβάνει μια επικίνδυνη γέφυρα .Πιθανότατα, ο πύργος είναι καταδικασμένος σε συνεχή φθορά , μέχρις τελικής αποσαθρώσεως. Πιθανόν, στις εφημερίδες της επαρχίας, όπου ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα, να βγαίνουν κάθε τόσο άχρωμα άρθρα για τον πύργο: δεν τα είδε ποτέ , θα ήθελε να μάθει αν μιλούν γι’ αυτόν , έστω και ως αντικείμενο δεισιδαιμονιών , δεν είναι φιλόδοξο φάντα σμα. Ένα φάντασμα μπορεί να στοχάζεται, να διαβάζει, ή να περπατά, και αν είναι αρκετά ηλίθιο ή βαριεστημένο, να κάνει θορύβους και να τραντάζει τα παραθυρόφυλλα - όταν, φυσικά, υπάρχει κάποιος που θα πρέπει να τρομοκρατη θεί. Ένα φάντασμα μπορεί να εγκαταλείψει τον πύργο που του εμπιστεύτηκαν , μόνο για μια εβδομάδα μετά από τον πρώτο αιώνα , δυο βδομ

άδες μετά από το δεύτερο, και ούτω καθεξής: αρ κετά γραφειοκρατική ιστορία. Θεωρητικά , χάρη στην αστραπιαία μετακίνηση που χαρακτηρίζει τα φαντάσματα, θα μπορούσε να πάει για επίσκεψη σε κάποιο άλλο φάντασμα . Όμως , δεν ξέρει, ούτε κανείς θα του πει ποτέ, που είναι εγκατεστημένα αυτά τα φαντάσματα . Εξάλλου, του μένουν άλλα είκοσι οχτώ χρόνια για την πρώτη βδομάδα και είναι πράγματι πολύ νωρίς για να κάνει σχέδια . Ξέρει ότι υπάρχουν φαντάσματα και στην πόλη, όμως η ιδέα να πάει εκεί κάτω , μετά από έναν αιώνα μοναξιάς, του προξενεί τρόμο . Θεωρητικά, θα μπορούσε να τον επισκεφτεί κάποιο φάντασμα: όμως πως και από ποιον θα μπορούσε να πληροφορηθεί ότι σ΄ αυτό το κάστρο ζει ένα φιλόξενο φάντασμα; Φιλόξενο; Με ειλικρίνεια , το φάντασμα αναρωτιέται αν είναι πράγματι φιλόξενο . Θα ήθελε να συναντήσει για μερικές μέρες, για μερικές ώρες , ένα άλλο φάντασμα; Σκέφτεται τι θα μπορούσαν να συζητ ήσουν . Καθώς τα φαντάσματα είναι τυπικά , θα περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε συστάσεις. Μόλις τελ είωναν τις συστάσεις , θα μπορούσαν να αρχίσουν τις τελετές του αποχαιρετισμού. Όμως, κατά πάσα πιθανότητα , εκείνη τη βδομάδα δε θα δεχτεί επισκέψεις , ούτε θα προσπαθήσει να κάνει . Θα είναι απλώς μια πολύ εκνευριστική βδομάδα , γεμάτη ανασκιρτήματα, υποτιθέμενους χτύπους στην πόρτα και αναμονή του δεύτερου αιώνα. Κεντουρία, εκατό μικρά μυθιστορήματα - ποταμός (Μετάφραση από τα ιταλικά Έφη Καλλιφατίδη) εκδ. Γνώση,1989


Πέντε επιγράµµατα απ’ την “ Παλατινή Ανθολογία “

σε ελεύθερη απόδοση του Αντώνη Ψάλτη

Το σύµπαν της Παλατινής Ανθολογίας φλέγεται σε γεωγραφία που ξεφτίζει και σε µία ευρύτατη χρονική περίοδο (απ’ τον 7ο αιώνα π. Χ. µέχρι και τον 9ο αιώνα µ. Χ.) κατά την οποία δεν λαµβάνουν χώρα τα µεγαλεία, µα η απογοήτευση και οι καταστροφές. Στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, χώρος που ονοµάζεται ελλαδικός, ο κόσµος αλλάζει (και, κάθε φορά που γίνεται αυτό, το κόστος πληρώνουν οι άνθρωποι). Τα 3700 επιγράµµατα που περιλαµβάνει η ανθολογία αποτελούν ένα θησαυρό ποιητικό, φιλοσοφικό και λαογραφικό. Διαβάζουµε όλες τις απόψεις και µαθαίνουµε όλες τις συνήθειες των ανθρώπων, που δεν διαφέρουν πολύ απ’ τις δικές µας. Με µία µόνο διαφορά : στα επιγράµµατά τους οι αρχαίοι δεν φοβούνται να µιλήσουνε για όλα. Σε µας τα ποιήµατα ακόµη περιορίζονται αυστηρά… Ο Αντώνης Ψάλτης γεννήθηκε το 1977,κατάγεται απ΄την Κρανιά Ολύµπου. Ποιητικές συλλογές,Ο ήρωας µέσα µου (Γαβριηλίδης,2005),Το καντήλι και άλλα ποιήµατα (Αιγαίον,2013) 1. Ερατοσθένους Σχολαστικού Ο Φώντας ο µπεκρής το άδειο του βαρέλι στο Διόνυσο αφιερώνει, ευπρόσδεκτο ας είναι από σένα Βάκχε,

Οἰνοπότας Ξενοφῶν κενεὸν πίθον ἄνθετο , Βάκχε , δέχνυσο δ΄ εὐμενέως , ἄλλο γὰρ οὐδὲν ἔχει.

σάµπως και δεν έχει τίποτ’ άλλο. 2. Λεωνίδου Στην Μαρίνα την µπεκρού Η Μαρίνα η µπεκρού που νταµιτζάνα µια κατέβαζε στην καθισιά της και στο µεθύσι γινότανε στουπί πέθανε γριά. Το µνήµα της τώρα στολίζει το καρτούτσο που γέµιζε στα καπηλειά των Αθηνών. Τώρα κάτω απ’τη γη βαριαστενάζει η Μαρίνα όχι γι’ άντρα ή παιδιά που µείναν ορφανά, µα για ένα πράγµα βαρυγκοµαχά το ποτήρι της που µένει πια στεγνό.

Εἰς Μαρωνίδα τὴν μέθυσον. Μαρωνὶς ἡ φίλοινος, ἡ πίθων σποδός, ἐνταῦθα κεῖται γρηΰς, ἧς ὑπὲρ τάφου γνωστόν πρόκειται πᾶσιν Ἀττικὴ κύλιξ. στένει δὲ καὶ γᾶς νέρθεν, οὐχ ὑπὲρ βίου, οὐδ΄ ἀνδρός, οὓς λέλοιπεν ἐνδεεῖς βίου, ἓν δ΄ ἀντὶ πάντων, οὓνεχ΄ ἡ κύλιξ κενή.

3. Αυτοµέδοντος Σε µια πόρνη στριπτιζού Τη στριπτιζού απ’την Ασία, στο κουρµπέτι ξακουστή που πρόστυχα τσακίζει το κορµάκι της απ’τα µικράτα της, µε ύµνους παινεύω, όχι µιας και στα πάθη όλα ενδίδει, ούτε γιατί µε τ’ απαλά της αγγίγµατα πόθους φλογίζει, αλλά γιατί χορεύει άψογα γύρω απ’τον σκοροφαγωµένο πάσσαλο και τη δύσκολη δεν έχει κάνει στους γέρους, λάγνα την ρουφάει,την καυλώνει, κι ολόκληρη την καταπίνει κι όταν το µπούτια ανοίγει µέχρι και νεκρή ψωλή ζωντανεύει.

Εἰς πόρνην ὀρχηστρίδα. Τὴν ἀπὸ τῆς Ἀσίης ὀρχηστρὶδα, τὴν κακοτέχνοις σχήμασιν ἐξ ἁπαλῶν κινυμένην ὀνύχων, αἰνέω, οὐχ ὃτι πάντα παθαίνεται οὐδ΄ ὃτι βάλλει τὰς ἁπαλὰς ἁπαλῶς ὧδε καὶ ὧδε χέρας, ἀλλ΄ ὃτι καὶ τρίβακον περὶ πάσσαλον ὀρχήσασθαι οἶδε καὶ οὐ φεύγει γηραλέας ῥυτίδας. γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει, ἢν δ΄ ἐπιρίψῃ τὸ σκέλος, ἐξ ᾃδου τὴν κορύνην ἀνάγει.


4. Αντίπατρου Σε µια πόρνη που την έλεγαν Ευρώπη Με λίγα τάλιρα την Ευρώπη άνετα πηδάς δίχως καβγάδες µε νταβάδες και λοιπά. Στρωµατάκι σπέσιαλ προσφέρει και τζάκι το χειµώνα φλογιστό.

Εἰς πόρνην τινὰ καλουμένην Εὐρώπην. Δραχμῆς Εὐρώπην τὴν Ἀτθίδα μήτε φοβηθεὶς μηδένα μήτ΄ ἄλλως ἀντιλέγουσαν ἔχε, καὶ στρωμνὴν παρέχουσα ἀμεμφέα, χὠπότε χειμών,

Τζάµπα,λέτε,το ‘παιζε βουβάλι ο Δίας,ο θεός; 5. Παλλάδας Σ’ έναν τραπεζίτη Πόσο,µα πόσο,γρήγορα πεθαίνουµε! Δείτε αυτόν τον τραπεζίτη, που καθώς τους τόκους υπολόγιζε πολλών ετών, έπεσε νεκρός εν ριπή οφθαλµού, κι αµανάτι µείνανε στα χέρια του οι τόκοι.

Εἰς τραπεζίτην. Ὢ τῆς ταχίστης ἁρπαγῆς τῆς τοῦ βίου, ἀνὴρ δανειστὴς τῶν χρόνων γλύφων τόκους τέθνηκεν εὐθὺς ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ, ἐν δακτύλοισι τοὺς τόκους σφίγγων ἔτι.


Ο Καπετάν Ξυπόλητος του Νορµπέρτο Φουέντες Το σπαρμένο κτήμα βυθιζόταν στη λαγκαδιά του βουνού κι οριζόταν από ένα πυκνό δασάκι, όπου τα δέντρα μαραμπού μπερδεύονταν με τις λεμονιές κι οι λεμονιές με τα μαστιχόδεντρα και τα μαστιχόδεντρα με τα κισσάμπελα και τα κισσάμπελα με τη μαριχουάνα κι ή μαριχουάνα με τα κίτρα και τα κίτρα με τα δέντρα του καφέ και τα δέντρα του καφέ με τα δέντρα μαραμπού. Ένα μονοπάτι, χαραγμένο ανάμεσα από χόρτα περασμένα με το δρεπάνι, συνέδεε το κτήμα με το σπίτι του καπετάν-Ξυπόλητου. Μπροστά από το σπίτι περνούσε ο δρόμος πού έφτανε στο Κοντάδο. Ό Ξυπόλητος σταμάτησε τα βόδια. Τα ζώα, απαλλαγμένα μια στιγμή από τις φωνές και τη βουκέντρα, συνέχισαν να μηρυκάζουν τις στενοχώριες τους και το χορτάρι τους, επειδή ήξεραν αυτά πώς ή ανάπαυλα ήταν μόνο για μια στιγμή. Ό Ξυπόλητος κάθισε στο σημείο πού χώριζε το σπαρμένο από το δασάκι. Στο πλευρό του κρεμόταν το ταγάρι του κολατσιού: μια κόμματα χωριάτικο ψωμί κι ένα σταμνί κρύο νερό. Ό Ξυπόλητος άρχισε να μασουλίζει το ψωμί, καταπίνοντας κάθε μπουκιά με τη βοήθεια μιας ρουφηξιάς νερού. Φορούσε πουκάμισο της δουλείας, πανταλόνι γαλάζιο γυαλιστερό, δεμένο στη μέση με σκοινί και κασκέτο του μπέιζ-μπόλ στο κεφάλι. Τα πόδια του εξείχαν πολύ πέρα από τις φαγωμένες άκρες από τα μπατζάκια του. Κάτι πόδια πελώρια, με πατούσες λασπωμένες και γεμάτες κάλους. - Με κυνηγάνε, είπε κάποιος. Ό Ξυπόλητος έφερε το χέρι στο δρεπάνι του, σηκώθηκε καί στάθηκε μπροστά στον άγνωστο πού είχε προφέρει αυτές τις λέξεις. - Με κυνηγάνε, επανέλαβε ο άντρας. Κρατούσε ένα ντουφέκι Γκάραντ και στα δεξιά του κρεμόταν μια θήκη περιστρόφου. - Δεν είμαι κλέφτης, διαβεβαίωσε ο άντρας. - Δε μ’ αρέσουν οί δουλειές με κόσμο πού την κοπανάει, είπε ο Ξυπόλητος. Ό άντρας κοίταξε πίσω και πάνω, προς το σημείο οπού ένα σύννεφο κόκκινης σκόνης υψωνόταν από τη γη και πλησίαζε με βεβαιότητα και ηρεμία. - Τούτη είναι ή Πολιτοφυλακή, είπε ο Ξυπόλητος. - Για μένα έρχονται, αλλά δε μπορώ άλλο. Ό άντρας κάθισε δίπλα στο σταμνί και το ψωμί. - Μου δίνεις λίγο ψωμί και μια σταλιά νερό; - Σερβιρίσου, είπε ο Ξυπόλητος, προσφέροντας του-και στρίβε το γρηγορότερο. Δε θέλω να ‘χει φασαρίες ή οικογένεια μου. Ό άντρας άδειασε το σταμνί με τρεις γουλιές, σβήνοντας τη δίψα πού κρυβόταν, εκεί όπου ή γλώσσα δένεται με το λαρύγγι. Ό Ξυπόλητος τον ρώτησε: - Τί περίστροφο είν’ ετούτο; - Λούγκερ, είπε ο άντρας. - Καλό είναι; - Καλή ποιότητα. - Ωστόσο δείχνει κάπως παλιό, έ; - Το δάσος μου το σκούριασε, εξήγησε ο άντρας. Κι έτσι πού είναι, βαράει καλά. Είναι πολύ σπουδαίο πιστόλι. Ετούτο είναι τ’ όπλο πού μ’ αρέσει έμενα, είπε ο Ξυπόλητος, κραδαίνοντας το δρεπάνι του. - Κόλιν είναι; - Ναι, απάντησε ο Ξυπόλητος. Κόλιν είναι και το κουβαλάω μαζί μου εδώ και πάνω από δέκα χρόνια. - Για να δω τη μάρκα, ζήτησε ο άντρας. Ό Ξυπόλητος του έδωσε το δρεπάνι κι ο άλλος κοίταξε με προσοχή κάτω από τη λαβή, στο σημείο πού ήταν χαραγμένα ένας κόκορας και τ’ όνομα του κατασκευαστή: ΚΟΛΙΝ. - Δεν υπάρχει αμφιβολία, Κόλιν είναι. “Έδωσε πίσω το δρεπάνι στον Ξυπόλητο. - Πρόσεχε το αυτό το δρεπάνι, είναι άριστης ποιότητας κι από άριστο ατσάλι. - Λες και δεν το ξέρω! αναφώνησε ο Ξυπόλητος. Ό άντρας έκοψε το ψωμί κι ο Ξυπόλητος έσυρε τη λάμα πάνω στις φλέβες του καρπού του, ανοίγοντας


δρόμο στο αίμα πού χύθηκε στη φούχτα και ράντισε το ψωμί. - Ω, γιατί μου το ‘καμες αυτό; ρώτησε ο άντρας. Ό Ξυπόλητος έδωσε ένα προσεχτικό χτύπημα με το δρεπάνι στον υποκόπανο του Γκάραντ, πού ο άντρας είχε στην αγκαλιά του. Το χέρι έπεσε στο χώμα, κρατώντας το κομμάτι το ψωμί. Ό άντρας θέλησε να μαζέψει το χέρι του, αλλά μια άλλη δρεπανιά, στο σβέρκο αυτή τη φορά, έκαμε την κραυγή του άντρα να πνιγεί στις μπουρμπουλήθρες του αίματος πού έπηξαν στο στόμα του. Ό Ξυπόλητος μάζεψε το Γκάραντ και το Λούγκερ, πήγε σπίτι του, μπήκε από την πόρτα της κουζίνας, μάλωσε τα παιδιά του πού έτρεχαν πάνω και κάτω στο σπίτι, άφησε τα όπλα πάνω στο κρεβάτι του και βγήκε στο κατώφλι, τη στιγμή πού ή φάλαγγα στάθηκε μπροστά του. Από το πρώτο τζιπ κατέβηκε ο Μπούντερ Πατσέκο. Οι στρατιώτες περίμεναν, καθισμένοι μέσα στα μεταγωγικά. - Πώς τα πας, καπετάν - Ξυπόλητε; χαιρέτησε ο Μπούντερ Πατσέκο. - Εδώ είμαι, λοχαγέ μου. Ό Ξυπόλητος πήγε να βρει δυο σκαμνιά και τα έφερε στο κατώφλι. Κάθισαν. - Τι νέα λοιπόν, καπετάνιε; - Άσχημα ετούτο τον καιρό, για λύπηση, απάντησε. Ή γυναίκα μου έφυγε και με παράτησε με μια ντουζίνα πιτσιρίκια. - Το άκουσα, καπετάνιε. - Παρακάλεσα ως και το διάολο να μη φύγει, αλλά εσείς ξέρετε τι ξεροκέφαλη πού είναι. - Λυπάμαι πού σε βλέπω έτσι, καπετάνιε. - Το ζήτημα είναι πώς όπως και να ‘ναι, έφυγε. - Πολύ λυπάμαι, καπετάνιε. - Μη στενοχωριόσαστε για μένα, λοχαγέ μου. Να σας ψήσω καφέ; - “Αν δε σας κάνει κόπο... Ό Ξυπόλητος φώναξε ένα παιδί και του παράγγειλε να φτιάξει καφέ. - Και πώς πάνε οι δουλειές; - Δεν πάνε όπως θα ‘πρεπε να πάνε. Το αραποσίτι χάλασε μ’ ετούτη την ξεραΐλα κι ο καφές δεν έχει τιμή, φτηνά πουλιέται. Μπα, μπα! Δεν πάω καθόλου καλά. Κι υστέρα είμαι πια γέρος, τα σκαψίματα δε μου βγαίνουν ίσια. - Κοίταξε, καπετάνιε, γιατί δεν πας στην Αβάνα; Ξέρεις πώς εκεί θα έχεις σπίτι, αυτοκίνητο και μισθό. - Δε μπορώ, λοχαγέ μου, δε μπορώ. Εσείς ξέρετε πώς είναι τα πράγματα. Ό κανονισμός λέει ότι είναι υποχρεωτικό να φοράς μπότες. Έτσι, εγώ δε μπορώ να σταθώ σε τέτοιο μέρος. Περιμένετε μια στιγμή να δείτε. Σηκώθηκε από το σκαμνί, μπήκε στο σπίτι κι ύστερα από λίγο γύρισε, μ’ ένα ζευγάρι μπότες στα χέρια. - Τις βλέπετε; Είναι καινούργιες του κουτιού, όπως μου τις έδωσαν εδώ κι έξι χρόνια. Ό,τι και να κάνω όμως, δε μπορώ να περπατάω παπουτσωμένος. Δεν ξέρω, μου συμβαίνει κάτι σα να μου κοβόταν ή ανάσα. Ό Μπούντερ Πατσέκο χαμογέλασε. - Μη γελάτε, μη γελάτε. Να είσαστε βέβαιος πώς ετούτα είναι τα καλύτερα παπούτσια πού υπάρχουν. Έδειξε τα πελώρια πόδια του. - Την ώρα πού ετούτα θα με παρατήσουν, να μου λείπουν τ’ άλλα. Το παιδί έφερε ξαναζεσταμένο καφέ. Ό Μπούντερ Πατσέκο τον ήπιε, σηκώθηκε κι ετοιμάστηκε να, χαιρετήσει. - Φεύγετε, λοχαγέ μου; - Ναι, καπετάνιε. Έχουμε επιχειρήσεις κι οι στρατιώτες περιμένουν. - Δεν υπάρχει λόγος να βιαζόσαστε, είπε ο Ξυπόλητος. Ποιόν ζητάμε με τόση ανυπομονησία; - Τρέχουμε πίσω από τον Μάγκουα Τοντίκε, πού τον είδαν χτες σ’ ετούτα τα μέρη. - “Α, έκαμε έκπληκτος ο Ξυπόλητος. Μήπως έχετε κανένα περισσευούμενο πούρο; Ό Μπούντερ Πατσέκο έψαξε στις τσέπες του κι έβγαλε δυο πούρα. Τα έδωσε στον Ξυπόλητο. - Λοιπόν, καπετάνιε, πρέπει να πηγαίνω. - Μη βιαζόσαστε, μη βιαζόσαστε, επανέλαβε ο Ξυπόλητος. Σας λέω πώς δεν υπάρχει βιασύνη, γιατί μου φαίνεται πώς ο Μάγκουα Τοντίκε είναι χάμω και σαπίζει στον ήλιο, κάτω εκεί στα σπαρμένα μου. Πεζογράφοι της Λατινικής Αµερικής εκδόσεις “ΓΡΑΜΜΑΤΑ” 1982


ΛΗΣΤΕΙΑ ΣΤΟ BRONX





Παρά πέντε Μάρτιος 1986 εκδ. Ars Longa


ALTAN



η φαντασία κάνει τις φλέβες να πονάνε θέλω να φτιάξω ένα κοµπρεσέρ µε ζάχαρη να το πίνω, να κόβει τα εσωτερικά όργανα -αυτό το τραπέζι γιατί είναι τόσο άδειο; φούσκωσαν τα τύµπανά µου χτες σαν να πυροβολούσαν Όρνιθες το µατωµένο κεφάλι δεν ανοίγει φυσάω λίγο υδρογόνο και κοιµάµαι στον τάφο µου κυρία κανείς δεν πήρε χαµπάρι Κρινιώ Μπύρου


Συναντήσεις µαζί της της Άννας Βουτσίνου Έβγαζε καπνό από τ’ αυτιά. Το πρόσωπό της ήταν μια κατακόκκινη μάζα που αναβόσβηνε στον ρυθμό ενός πυρρίχιου χορού, όστις ακούγονταν δυνατότερα όταν με πλησίαζε. Τα σύμφωνα που ξεπηδούσαν απ’ το στόμα της αναμεμειγμένα με σάλια και υπολείμματα τροφής έλκονταν σφοδρότατα από το βαρυτικό μου πεδίο, με αποτέλεσμα να αιωρούνται γαντζωμένα από το πλέον ελάχιστο γρέζι της καλογυαλισμένης μου πανοπλίας. Η πρόκληση είχε δοθεί. Η μάχη προμηνύονταν άγρια. Με μια χορευτική κίνηση τράβηξε την μια από της δυό βελόνες που κρατούσανε τον κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της και την έτεινε απειλητικά εναντίον της κόρης του γυμνού μου οφθαλμού -γυμνού, διότι είχα απερίσκεπτα βγάλει την περικεφαλαία μου-. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο οφθαλμός έσπευσε να προστατεύσει την κόρη του, διότι ήταν η μόνη που είχε, αλλά και λόγω του ότι το γένος των οφθαλμών είναι αυστηρά μητριαρχικό και το μόνο που σέβονται είναι οι κόρες, οι γυναίκες και οι ριπές. Τότε κι εγώ αναρωτήθηκα αν θα έπρεπε να προστατεύσω με την σειρά μου τον οφθαλμό, ο οποίος κατοικοέδρευε στην επικράτεια μου. Αυτή με την σειρά της, απαιτούσε σεβασμό και απόλυτη υποταγή στα διεστραμμένα γούστα της, μιας και ήταν εξίσου κόρη και γυναίκα, ή αράχνη και μπουλόνι. Σπανιότερα δε καρότο. ‘Η σφυρίχτρα. Ήταν ακριβώς η στιγμή που σκέφτηκα να ξαναβάλω την περικεφαλαία μου, την οποία είχα τοποθετήσει στοργικά σε μια χαριτωμένη φωλίτσα από ατσάλι, που σχηματίζονταν μεταξύ του αριστερού μου αγκώνα και των αριστερών μου πλευρών. Αλίμονο. Η σφυρήλατη περικεφαλαία μου, με τα χρυσά υπερόφρυα και τα πλουμιστά φτερά δεν ήταν εκεί. Προσπαθώντας να μην διακόψω ούτε στιγμή την οπτική επαφή μαζί της, έψαξα καλύτερα. Με το άκαμπτο δεξί μεταλλικό μου χέρι είχα καταφέρει να ανασύρω ήδη μια μακριά αλυσίδα που κατέληγε σε μια τεράστια άγκυρα, 1 αμόνι, σετ 17 επάργυρων κακουργικών εργαλείων, 4

φλιτζάνια του τσαγιού από φίνα κινέζικη πορσελάνη της δυναστείας Κουν-Φου, 1 πηνίο και 9 παστίλιες (3 ροζ και 6 σιέλ), όταν η βελόνα ακούμπησε ανεπαίσθητα τον αμφιβληστροειδή μου. Αναμφιβληστροειδώς. Το παιχνίδι φαινόταν χαμένο. Αλλά την είδα. Μια ακίδα χωμένη κάτω απ’ το νύχι της, να της πατάει τον εκεί κάλο. -Ένα μικρό αγκαθάκι στην πρώτη φάλαγγα του επιδέξιου δείκτη σας, της είπα. Εκείνη συνέχιζε να κρατά την βελόνα έτοιμη να την εμβολίσει στον οφθαλμό. Στην κόρη του οφθαλμού. Δεν ανησυχούσα. Δεν υπήρχε εκεί μέσα τίποτα που ν’ αξίζει να παλέψει κανείς. Μια τρύπα. Ένα μαύρο τούνελ, χωρίς τέλος. Χωρίς κάποιο αμυδρό φως να αχνοφέγγει στο βάθος. Ωστόσο, με μια αστραπιαία κίνηση αφαίρεσα το αγκάθι απ’ το δάχτυλό της. Ένα στρώμα ανακούφισης άρχισε μεμιάς να απλώνεται στο πρόσωπό της, επαναφέροντας το χρώμα της επιδερμίδας της στα συνηθισμένα. Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου, η λαβή της χαλάρωσε. Ήταν η ευκαιρία που περίμενα. Κοίταξα την βελόνα με τόση ένταση που την έκανα να λυγίσει με τέτοιο τρόπο ώστε να γυρίσει εναντίον της. Αυτό την ξάφνιασε και πισωπάτησε. Τότε της έριξα μια γερή κλωτσιά στο πίσω μέρος των γονάτων της. Έπεσε κάτω μ’ ένα πνιχτό βογκητό. Την πλησίασα και μ όλο το βάρος του σιδερένιου μου κορμιού, πήδηξα πάνω στο πόδι της. Το άκουσα να σπάει κομμάτια. Αυτή ούρλιαζε και σπαρτάριζε σαν το ψάρι. Άρχισα να ξαρματώνομαι. Όταν βγήκα από το ατσάλινο περίβλημά μου, εκείνη έκλαιγε πιο σιγανά και θρηνούσε. Την πλησίασα. - Όλα τελείωσαν τώρα.... Ηρέμισε.... Θα καλέσω το ασθενοφόρο... Έχεις τηλέφωνο; ...Ωραία, δώστο μου.... θα καλέσω το ασθενοφόρο... αλλά πρώτα πες μου, αλήθεια πώς σε λένε; -Μαρία, σνιφ, Μαρία με λένε, μουρμούρισε εκείνη ανάμεσα σε λυγμούς. -Μαρία ε; Ε λοιπόν, από δω και πέρα θα σε λένε “Κουτσή Μαρία”, είπα καθώς θρυμμάτιζα τα κινητά μας και απομακρυνόμουν στο ηλιοβασίλεμα. Ιανουάριος 2013



Hans Magnus Enzensberger

Μετάφραση (ειδικά για την Κουτσή Μαρία): Γιώργος Πρεβεδουράκης

2 ποιήµατα από τη συλλογή ‘Η Ιστορία των Νεφών, 99 Στοχασµοί’ (Die Geschichte der Wolken, 99 Meditationen, Suhrkamp Verlag, 2003)

Ο Hans Magnus Enzensberger γεννήθηκε στις 11 Νοεµβρίου του 1929 στο Kaufbeuren/Allgau της Βαυαρίας. Σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και γλωσσολογία στα πανεπιστήµια του Φράιµπουργκ, του Αµβούργου και του Παρισιού (Σορβόννη). Ο Hans Magnus Enzensberger, ένας από τους γνωστότερους συγγραφείς, δοκιµιογράφους και ποιητές της σύγχρονης Γερµανίας, εργάστηκε ως συντάκτης στη ραδιοφωνία της Στουτγάρδης, ως επιµελητής εκδόσεων, ως επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήµιο της Φρανκφούρτης και στο Wesleyan University του Κονέκτικατ, ενώ ίδρυσε και διηύθυνε τα περιοδικά “Kursbuch” (1965) και “TransAtlantik” (1980). Από το 1979 ζει στο Μόναχο και από το 1985 είναι επιµελητής της σειράς “Die Andere Bibliothek” των εκδόσεων Eichborn της Φρανκφούρτης. Για το έργο του έχει αποσπάσει πολλά βραβεία, µεταξύ αυτών και το βραβείο Georg Buchner, τη σπουδαιότερη λογοτεχνική διάκριση στη Γερµανία.

Ο Γιώργος Πρεβεδουράκης γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα, σπούδασε Διεθνείς Σχέσεις και Φιλοσοφία στην Αγγλία. Έχει εκδώσει 2 βιβλία (“Στιγµιόγραφο”, Πλανόδιον, 2011, - “Κλέφτικο”, εκδ. Πανοπτικόν, 2013)

ΕΝΘΥΜΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ ΣΤΙΓΜΗ Το πρωινό του οικτιρµού που κυλάει στα µέλη σου σαν λουµπάγκο. η µέρα που γελοιοποιήθηκες για πάντα. το απόβραδο εκείνο που κείτεσαι στο πάτωµα µε µατωµένη µύτη. η ώρα που ανακαλύπτεις πως για δεκατέσσερα χρόνια εννιά µήνες και δύο εβδοµάδες έσφαλλες. το λεπτό εκείνο που η ίδια σου η κόρη σε βλέπει σαν ξένο. η στιγµή που µπορείς να φανταστείς την αιχµή του µαχαιριού στην πλάτη σου. η στιγµή που βρίσκεις το αποχαιρετιστήριο γράµµα στο τραπεζάκι της κουζίνας. το δέκατο του δευτερολέπτου που η χιονοστιβάδα κάτω από τα πόδια σου αρχίζει να κυλάει. και πριν και µετά όλες εκείνες οι αδιανόητα απειράριθµες στιγµές που δεν σου καιγόταν καρφάκι.


ΠΙΣΤΩΣΗ Ακόµα και το απόλυτο τίποτα είναι από µόνο του κάτι. Στοµαχόπονος για τους µεταφυσικούς. Η ανακάλυψη του µηδενός δεν ήταν δα κι εύκολο πράγµα. Κι έπειτα όταν ένας οποιοσδήποτε Ινδός είχε την άποψη πως το κάτι θα µπορούσε να είναι λιγότερο από το τίποτα, οι Έλληνες κατέβηκαν σε απεργία. Οι θεολόγοι ένιωσαν κι αυτοί έντονη ανησυχία. Μια παγίδα είν’ όλα αυτά, είπαν, ένας πειρασµός του Διαβόλου. Αυτοί υποτίθεται πως είναι φυσικοί αριθµοί; αναφώνησαν οι αµφισβητίες, µείον ένα, µείον ένα δισεκατοµµύριο; Μόνο κάποιος µε λεφτά, και δεν υπήρχαν πολλοί από δαύτους, έδειξε να µην φοβάται: Χρέη, διαγραφές, διπλά λογιστικά βιβλία. Ο κόσµος είχε προεξοφληθεί. Αριθµητική- το κέρας της αφθονίας. Όλοι µας έχουµε πίστωση, είπαν οι τραπεζίτες. Ένα ζήτηµα πίστης κι αυτό. Έκτοτε, ό,τι είναι λιγότερο από το τίποτα ολοένα κι αυξάνεται.


Πειραµατόζωο

Του Δηµήτρη Πέτρου

1. Άκου, µπορείς να παίξεις µαζί της

3 Βράδυ αργά στο κρεβάτι ξετυλίγω το φαγητό µου

δέσε ένα σχοινί γύρω της ή κάθισε και κοίτα την

µια µύγα φέρνει βόλτες στο δωµάτιο

δεν µπορεί να σου ξεφύγει όπως δεν µπορείς να ξεφύγεις κι εσύ

ενώ στην πόλη οι ευυπόληπτοι έχουν πλαγιάζει

σου λέω, µπορείς να περάσεις ώρες µε τη µύγα.

οι υπόλοιποι υποδέχονται ακόµα µια νύχτα στην κόλαση

2. Ζωντανεύουν µε την αλλαγή της εποχής όταν το κρύο γυρίζει σε ζέστη που κρύβονται το χειµώνα µυστήριο

όµως δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί σ’ όλους συµβαίνει: άγρια όνειρα, τύψεις και µεταµέλεια. Κανά δυο αυτοκτονούν

µην ακούς την επιστήµη

οι περισσότεροι τα βάζουν µε την τύχη µε οτιδήποτε βρίσκεται πάνω από το κεφάλι τους

το βουητό στα αυτιά όταν κλείνεσαι σπίτι

µια µάνα πλένει τον άρρωστο γιο της

µη γελιέσαι, από κάτι άλλο είναι

η µύγα πετά συνεχώς γύρω µου λίγο πριν χορτάσω τη φωνάζω για το µερτικό της.


4. Πρόσφατα απόκτησα µια γάτα τη ρωτάω: πως καταφέρνεις και δίνεις λύση; εκείνη µισοκλείνει τα µάτια γλείφεται, χασµουριέται σκύβω και της δίνω ένα φιλί σκέφτοµαι και ένας βάτραχος θα έκανε τη δουλειά αλλά που βάτραχος, που πριγκίπισσα σ’ αυτό το βάλτο. 5. Ένα άλµπατρος είναι απείρως οµορφότερο από µια µύγα είναι ένα όνειρο που θυµίζει θάλασσες, ηλιοβασίλεµα στον Ειρηνικό ζει µε το ζευγάρι του µέχρι τέλους ταξιδιάρικο, άπιαστο, αλαζονικό. Θα µπορούσα να ερωτευθώ ένα άλµπατρος, να φύγουµε στις πλάτες του ταξίδι για τα νησιά ναι, θα µπορούσα να ζήσω όλη µου τη ζωή µε ένα άλµπατρος όµως τα άλµπατρος δεν πλησιάζουν κατοικηµένες περιοχές ούτε νιπτήρες µε άπλυτα πιάτα.


(1890-1953) Το πραγματικό του όνομα ήταν Κώστας Νέαρχος. Φοίτησε στο Γυμνάσιο του Ναυπλίου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη (Ροβέρτειος Σχολή και Λύκειο Χατζηχρήστου). Το 1908 ήρθε στην Αθήνα και συνεργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα με την Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη, προτίμησε όμως την κοσμοπολίτικη ζωή, μπήκε στους κύκλους των μποέμ και προσβλήθηκε από φυματίωση. Νοσηλεύτηκε δυο χρόνια στην Ελβετία σε σανατόριο του Νταβός. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα Μανουέλα Σαντιάγκο από την Πορτογαλία, με την οποία χώρισε αργότερα και γύρω στο 1930 παντρεύτηκε την Ελένη Νεγρεπόντη, συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας, γνωστή με το ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισαβόνα και επέστρεψε τέσσερα χρόνια αργότερα στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος (διευθυντής στον Ελεύθερο Λόγο, συνεργάτης στο Νουμά, τη Δάφνη, τον Καλλιτέχνη, τα Γράμματα (Αλεξάνδρειας), τη Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), τη Μούσα, το Ελεύθερο Βήμα, τον Ελεύθερο Λόγο, τον Εθνικό Κήρυκα της Αμερικής κ.α. ). Ταξίδεψε πολύ, όμως η κατάσταση της υγείας του που δεν αποκαταστάθηκε ποτέ και επιδεινώθηκε μετά τη γερμανική κατοχή τον ανάγκασε να περιοριστεί στην Αθήνα. Πέθανε το 1953 από καρδιακή προσβολή στο σανατόριο Παπανικολάου.





Η Τρίτη Σειρά Άγρια χλωρίδα, φανταστική πανίδα

του Θοδωρή Πρασίδη

Αυτό που υπονοείται είναι σηµαντικότερο από αυτό που φαίνεται. Οι ταινίες σήµερα δείχνουν όλο και περισσότερα. Είναι ένας παρανοϊκός δικτατορικός κινηµατογράφος. Αυτό που χρειαζόµαστε είναι ένας σχιζοφρενικός κινηµατογράφος. Ren� Laloux Ένα πανάσχηµο αρπακτικό αιχµαλωτίζει στα πλοκάµια συνεχών ασχολιών και δραστηριοτήτων για τους του ένα ιπτάµενο ψάρι, το ταρακουνά µέχρι θανάτου ασθενείς. Η περίοδος παραµονής του στην κλινική ήταν κι έπειτα το πετάει στο χώµα πλάι σε µια ντουζίνα καθοριστική για τη πορεία του. Εκεί, µε τη βοήθεια από άλλα όµοια του, κακαρίζοντας. Παραπέρα, των ασθενών, ολοκλήρωσε τα πρώτα του κινούµενα ένα δύσµορφο κοντόχοντρο χοιρίδιο πλησιάζει ένα σχέδια χρησιµοποιώντας τεχνικές θεάτρου σκιών, εκκολαπτόµενο σαυροειδές νεογνό, το ζεστάνει µε χρωµατισµένων γυαλιών και χάρτινων αποκοµµάτων. το σάλιο του και µετά το καταβροχθίζει. Τριγύρω, Ταιριαστά, λοιπόν, ξεκινά τη σκηνοθετική του καριέρα αλλόκοτα φυτά βγάζουν παράξενους ηλεκτρονικούς µέσα σε ένα τρελάδικο. θορύβους ενώ γεννούν κρύσταλλα ή ξερνούν Στη τελετή βράβευσης του µεγάλου συλλογικού πρότζεκτ παχύρευστα υγρά. Όταν µιλάµε για το κινηµατογραφικό της κλινικής Les Dents du Singe (1960), ο Laloux σύµπαν του René Laloux, δεν αναφερόµαστε µόνο στο γνωρίζει τον Roland Topor, γραφίστα και σκιτσογράφο αµέσως αναγνωρίσιµο σουρεαλιστικό -και µε προφανείς που ήδη θαύµαζε απεριόριστα. Η ποιητική αισθητική πολιτικές προεκτάσεις- µοτίβο επιστηµονικής του Topor θα ταιριάξει απόλυτα µε τις καλλιτεχνικές φαντασίας που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του, αλλά ανησυχίες του ανερχόµενου δηµιουργού κι έτσι θα και σε ένα µοναδικό και εντελώς δικό του κυριολεκτικό ξεκινήσει µια καρποφόρα και πολύχρονη συνεργασία, σύµπαν, που κατοικείται από την πιο µυστήρια άγρια από την οποία προέκυψαν δύο µικρού µήκους ταινίες: το χλωρίδα και την πιο αναπάντεχα φανταστική πανίδα. ανατριχιαστικό αντιπολεµικό φιλοσόφηµα Les Temps Γεννηµένος στο ασταθή κοινωνικοπολιτικό κλίµα του Morts (1964), που αναδεικνύοντας τις φρικαλεότητες Παρισιού του 1929, µέσα στην καρδία του αµερικανικού του πολέµου ερευνά µε ένα δοκιµιακό χαρακτήρα το κραχ που µόλις είχε αρχίσει να µαστίζει και την ρόλο του θανάτου στο πολιτισµό των ανθρώπων και το Ευρώπη, έζησε µολαταύτα ανέµελα παιδικά χρόνια πολυβραβευµένο monster movie Les Escargots (1965), απορροφηµένος εξολοκλήρου από τον κόσµο των κόµιξ στο οποίο τα δάκρυα ενός απογοητευµένου αγρότη και του φανταστικού. Η επέλαση όµως του ναζιστικού αναπτύσσουν ασυνήθιστα τη σοδειά του, γιγαντώνουν κλοιού, η κατοχή της χώρας και η επιστράτευση του όµως και τα σαλιγκάρια που τρέφονταν από αυτή, µε πατέρα του στην αντίσταση, τον οδήγησαν σε µια αποτέλεσµα να επιτεθούν στις πόλεις. Η απροσδόκητη απότοµη ενηλικίωση και µια έκδηλη απέχθεια για το επιτυχία του φιλµ (συµπεριλήφθηκε σε πολυάριθµες στρατό, πράγµα που θα γίνει ακόµη εντονότερο στην λίστες µε τις καλύτερες µικρού µήκους ταινίες όλων των µετέπειτα επεισοδιακή θητεία του στην Αυστρία. εποχών), οδήγησε φυσικά στο πρώτο µεγάλου µήκους Στην πρώτη του επαφή µε τις τέχνες στα 13, πιάνει σχέδιο των δύο καλλιτεχνών, το αριστουργηµατικό La δουλειά σαν βοηθός µαραγκού δίπλα στο θείο του που Planete Sauvage (1973), βασισµένο στη νουβέλα Oms ειδικευόταν στις γοτθικοχριστιανικές αναπαραστάσεις. en série (1957) του κορυφαίου συγγραφέα επιστηµονικής Στα σχολάσµατα από το ξυλουργείο παρακολουθεί φαντασίας της Γαλλίας, Stephan Wul. µαθήµατα τέχνης και σιγά-σιγά αρχίζει η έµπρακτη Η πλοκή, τοποθετηµένη στον µυστηριώδη ερηµικό ασχολία του µε το θέατρο, το κουκλοθέατρο, τη πλανήτη Ygam -δείγµατα της χλωρίδας και πανίδας του λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Η κλίση του στο σινεµά οποίου περιγράφηκαν παραπάνω- ακολουθεί τη διαµάχη και κυρίως στο κινούµενο σχέδιο θα καλλιεργηθεί λίγο µεταξύ δύο ανθρωποειδών φυλών, των γαλανόχρωµων αργότερα, όταν στην περίφηµη Cinemateque του φαλακρών γιγάντων ονόµατι Draags και των µικρόσωµων Παρισιού θα ανακαλύψει τον Max Fleischer, τον Walt πανοµοιότυπων συγγενών του δικού µας είδους, των Oms. Disney και τους αδελφούς Lumière. Οι πρώτοι, γηγενείς και κυρίαρχο είδος του πλανήτη, Φευγάτος από την εφηβεία του ακόµη από σπίτι και είναι φαινοµενικά φιλειρηνικά πλάσµατα που επιδίδονται οικογένεια, ο νεαρός Laloux απέκτησε µε τα χρόνια καθηµερινά σε πολύωρες ασκήσεις διαλογισµού, µια µποέµ νοοτροπία, ενώ πέτυχε την οικονοµική του εξωσωµατικών εµπειριών και µεταποίησης της ύλης. ανεξαρτησία εργαζόµενος σαν ξυλουργός σε εργοστάσιο, Ζούνε σε οικογενειακούς οίκους και παίρνουν µαζικές σα τραπεζικός υπάλληλος και κατασκευαστής αποφάσεις µέσα από µια δηµοκρατικού τύπου σύγκλητο. πλαστικών σακουλών, µέχρι να του προσφερθεί το 1956 Αντίθετα οι Oms, τους οποίους µετέφεραν οι Draags ως η θέση του συµβούλου στην κλινική ψυχοθεραπείας αιχµαλώτους από έναν πλανήτη που θα µπορούσε να είναι La Borde στην κεντρική Γαλλία. Η πρωτοποριακή η ίδια η Γη, δεν έχουν οργανωµένες κοινωνίες. Όντας αυτή κλινική που αποµακρύνθηκε από τη δεδοµένη σε µια πρωτόγονη φάση της εξέλιξής τους, ζούνε είτε δυτική µεθοδολογία και πειραµατίστηκε µε ελεύθερες ως νοµάδες στην ύπαιθρο, είτε ως οικόσιτα ζώα των θεραπευτικές πρακτικές, εφάρµοζε ένα σύστηµα Draags. Όταν ένας νεαρός Om, ο Terr, θα αποδράσει από


τους αφέντες του κλέβοντας ένα σετ ακουστικά που περιέχουν ηχογραφηµένο το σύνολο της οικουµενικής γνώσης, οι Draags θα κηρύξουν πόλεµο στο υποδεέστερο είδος µέχρι να πετύχουν την ολοκληρωτική εξάλειψη του. Το επικό όραµα του Laloux για το πρότζεκτ κρίθηκε ακατάλληλο για τη γαλλική βιοµηχανία της εποχής και γρήγορα τον οδήγησε στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του κινουµένου σχεδίου -την Πράγα- για την πραγµάτωσή του. Στα ταραχώδη πενταετή γυρίσµατα του φιλµ, ο Γάλλος ήρθε αντιµέτωπος µε προβλήµατα που ξεπερνούν τις συνήθεις στουντιακές πιέσεις και οικονοµικές δυσκολίες. Τον Αύγουστο του 1968 είδε τα σοβιετικά τανκ να παρελαύνουν στην Τσεχική πρωτεύουσα. Η σοβιετική εισβολή και κατοχή επιβεβαίωσε τον παιδικό τρόµο του Laloux για κάθε µορφή ολοκληρωτισµού, σηµάδεψε την παραγωγή της ταινίας και δέθηκε άρρηκτα µε τους συµβολισµούς της. Η σχέση αφέντηκατοικίδιου, η εικόνα του ενάρετου ηγέτη/δικτάτορα, η απατηλή αίσθηση της ελευθερίας των υποδουλωµένων, όλα απαντώνται σε εξόφθαλµους παραλληλισµούς µεταξύ της ταινίας και του σοβιετικού καθεστώτος. Επιπλέον οι πρακτικές γενοκτονίας που επιστρατεύουν οι Draags εναντίων των Oms ξυπνούν µνήµες στρατοπέδων συγκέντρωσης και θαλάµων αερίων. Η ταινία όµως κάνει καλά να µην εµµένει σε βαρυσήµαντους συµβολισµούς. Παρά τον σαφή αλληγορικό της χαρακτήρα, αποφεύγει κάθε είδους συναισθηµατισµό και αντιµετωπίζει της ιδέες που εξερευνά µε µια αποστασιοποιηµένη, ενίοτε τριπαριστή και πάντα παιχνιδιάρικη διάθεση. Η απεικόνιση του εξωγήινου τοπίου και των πλασµάτων του είναι περισσότερο χιουµοριστική απ’ ότι φαίνεται και φέρνει έντονα στο νου τα χαρακτηριστικά κολάζ του Terry Gilliam από την Monty Python εποχή του. Οι παραισθησιογόνες και διαλογιστικές πρακτικές των Draags είναι έλα κλείσιµο του µατιού στη φιλοσοφία της γιόγκα και σε ολόκληρη την ψυχεδελική και

ΠΗΓΕΣ:

φυσιολατρική γενιά των 60s (ακόµη και λεξιλογικά: Draag=Drug=Ναρκωτικό, Om=Homme=Άνδρας, Terr=Terra=Γη). Και ως γνήσιο τέκνο αυτής της γενιάς, η ταινία κλείνει µε το πανανθρώπινο µήνυµα της συνύπαρξης των ειδών, αφού η οµαλή εξέλιξη εξασφαλίζεται µε την ειρηνική συνύπαρξη και των δύο κι όχι µε τον αφανισµό του ενός. Αισθητικά, η ταινία είναι ένα κοµψοτέχνηµα. Επιστρατεύοντας την τεχνική των χάρτινων αποκοµµάτων (cutout animation), ο Laloux θυσιάζει την οργανική και ρέουσα κίνηση που προσφέρει το παραδοσιακό δουλεµένο-στο-χέρι κινούµενο σχέδιο γνωστό από τις ταινίες του Disney- για ένα οπτικό στυλ που περιορίζεται µεν σε µινιµαλιστική κίνηση των στοιχείων, αλλά εκτοξεύει εικαστικά το γραφικό αποτέλεσµα µε µορφές και µοτίβα που θυµίζουν κάτι µεταξύ Dali και µεσαιωνικής γκραβούρας. Τέλος, ο απόκοσµος ηχητικός σχεδιασµός και το ατµοσφαιρικό σάουντρακ του Alain Goraguer, µια µίξη άβαν-γκαρντ τζαζ και ψυχεδελικού ροκ, πλαισιώνουν άριστα τη σουρεαλιστική εικονογραφία, µετουσιώνοντας την προβολή σε µια πραγµατικά µεθυστική εµπειρία. Μπορεί σε µια καριέρα τριών δεκαετιών ο Laloux να ολοκλήρωσε µόνο τρείς µεγάλου και πέντε µικρού µήκους ταινίες, κατάφερε όµως να συνεργαστεί µε σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως τον Moebious στο Les Maîtres du temps (1982) και τον Caza στο Gandahar (1988), να αλλάξει ριζικά τα θεµατολογικά και αισθητικά όρια του κινουµένου σχεδίου και να καθιερωθεί ως ο σηµαντικότερος Γάλλος εκπρόσωπός του. Ο Moebious τον αποκάλεσε «καλλιτέχνη εκτός χρόνου». Κι αν το Μάρτιο του 2004, µας εγκατέλειψε απότοµα µετά από ένα ολέθριο καρδιακό επεισόδιο, οι ταινίες του -σαν γνήσιες cult δηµιουργίες- θα βρίσκονται διαρκώς στην επιφάνεια από ένα κοινό που θα τις αναβιώνει για πάντα, αφού κέρδισαν επάξια τη θέση που τους άρµοζε στην σύγχρονη ποπ κουλτούρα.

The schizophrenic cinema of Rene Laloux. Craig Keller. 2006. La Planete Sauvage DVD. Eureka. The enchanting world of Rene Laloux. Virginie Salavy. 2007. Gandahar DVD. Eureka. Fantastic Planet. Chris Justice. 2005. Cinematheque Annotations on Film. Issue 35.













Βαβέλ Μάρτιος 1987 τευχ.71


Ακόµη πέντε διηγήµατα του Χρήστου Δηµητρίου Ο Σγουρός -

Ο κώλος είναι χρυσωρυχείο φίλε μου! Έχω περάσει μέχρι μισό κιλό πρέζα! Ο Σγουρός κουβαλούσε πρέζα σε όλη την Ευρώπη. Την έβαζε σε προφυλακτικά κι ύστερα την έχωνε στον κώλο του. Το συνηθισμένο δρομολόγιο ήταν Τουρκία-Άμστερνταμ μέσω πάντα κάποιας άλλης χώρας, για ξεκάρφωμα. Έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, έπαιρνε το μερίδιο του σε πρέζα, ερχότανε στην Ελλάδα, μας πουλούσε την πρέζα, έβγαζε την χαρμάνα του σπίτι με την μαμά κι ύστερα ξαναέφευγε. Στην περίοδο της χαρμάνας ήτανε ανυπόφορος. Μπορούσε να έρθει στο σπίτι σου κατά τις τρεισήμισι-τέσσερις το πρωί, να σε ξευτελίσει στους δικούς σου με γελοίες δικαιολογίες, «ξέχασα να ρωτήσω κάτι τον γιο σας» η «συγνώμη που σας ξύπνησα αλλά έχω χτυπήσει το χέρι μου και να με πάει ο γιος σας στη δουλεία;» μόνο και μόνο για να σε ρωτήσει μήπως έχεις καμία ψιλή! Κι ας ήσασταν όλη μέρα μαζί. Φυλακή δεν είχε πάει ποτέ. Μια φορά όμως έφυγε από την Τουρκία με διακόσια πενήντα γραμμάρια στον κώλο μέσω Βουδαπέστης, κι έκλεισε το αεροδρόμιο λόγω κακοκαιρίας. Ο Σγουρός μένει στο αεροδρόμιο της Βουδαπέστης. Στις έξι ώρες αρχίζει να ιδρώνει. Στις οχτώ ήθελε να πιει. Πάει στην τουαλέτα σφίγγεται, ξανασφίγγεται, τίποτα! Ζορίζεται, ξαναζορίζεται, σκάνε οι αιμορροΐδες του και αίμα μαζί με σκατά του κάνουνε το παντελόνι, τα παπούτσια, το σώβρακο, την γραβάτα, όλη την τουαλέτα από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα χάλια! Εκεί που άρχισε να ξεπροβάλει το προφυλακτικό από τον κώλο, ακούει από τα μεγάφωνα ότι η πτήση του φεύγει. Βάζει το χέρι του τραβάει, ξανατραβάει, τίποτα! Το προφυλακτικό είχε στουμπώσει μισομέσα - μισοέξω στον κώλο. Στο τέλος κατάφερε και τράβηξε το προφυλακτικό αλλά ακολούθησε μια τρομερή διάρροια. Μόλις συνήλθε έσκισε βιαστικά τα προφυλακτικά, το ένα μετά το άλλο ενώ τα μεγάφωνα φώναζαν το όνομα του, να πάει στην θύρα δεκαέξι. Έβγαλε αρκετή ποσότητα πρέζας πάνω στο καζανάκι κι αρκετή του έπεσε κάτω. Ξαναέβαλε τα προφυλακτικά στην τσέπη του παλτού του. Αλλά ήδη είχαν μπει στην τουαλέτα άνθρωποι που χτυπούσαν πόρτες και φώναζαν το όνομα του. Όταν ετοιμαζότανε να ρουφήξει μια μυτιά άκουσε το αντικλείδι να ανοίγει την πόρτα του. Αντί να ρουφήξει, φύσηξε και σκόρπισε την

πρέζα ενώ οι υπεύθυνοι που άνοιξαν την πόρτα. Πισωπάτησαν μόλις αντίκρισαν το θέαμα. Ο Σγουρός βουτηγμένος στο σκατό και στο αίμα από την κορυφή μέχρι τα νύχια! Τα χέρια του στην κυριολεξία έσταζαν και βρωμούσε τρομερά! - Hemorrhoids problem! Κλαψούρισε ο Σγουρός και κατεβάζοντας τα παντελόνια του τους έδειξε τον κώλο του. Τον άφησαν να πλυθεί λίγο κι ούτε που τον έψαξαν. Στο αεροπλάνο τον έβαλαν μόνο του στο τέλος αφού πρώτα έστρωσαν νάιλον πάνω στην θέση. Σε όλο το ταξίδι ξερνούσε από την χαρμάνα. Στο Άμστερνταμ ο Τούρκος που τον περίμενε τον σάπισε στο ξύλο! Έλλειπε πολύ πράμα. Είχα παραγγείλει καφέ και καθόμουνα στην χειμωνιάτικη λιακάδα, προσπαθώντας να ζεστάνω τα κοκάλα μου. Ήρθε κι ο Θανάσης! - Τά ‘μαθες; Πέθανε ο Σγουρός! Έπαθε overdose στο αεροδρόμιο της Ρώμης. Έσκασε το προφυλακτικό που είχε στον κώλο και πέθανε.

Η Μαρία - Θα χύσεις καμιά φορά να τελειώνουμε? Πόνεσαν τα σαγόνια μου τόση ώρα να σου παίρνω πίπα! Δεν της απάντησα γιατί νταγκλάριζα από ώρα και τώρα κοιμόμουνα βαθιά! Ντύθηκε κι έφυγε αφού πρώτα μου έκλεψε την πρέζα. Το βράδυ την βρήκα στο «Μπερλίν». Πήγα να της ζητήσω την πρέζα κι εκεί που της μιλούσα μου άστραψε ένα χαστούκι! Είδα κάτι άσπρα φώτα, μέσα στο μισοσκόταδο! Είχε βαρύ χέρι η καργιόλα! Της έριξα μια μπουνιά στη μύτη! Την πήραν στα αίματα! Έβγαλε από την μπότα της ένα στιλέτο, από


αυτά που τα πατάς και πετάγεται η λεπίδα κι άρχισε να με κυνηγάει μέσα στο μαγαζί. Κάποια στιγμή με πλησίασε πολύ και πήγε να με καρφώσει αλλά με έσωσε ο πορτιέρης του μαγαζιού. Την άρπαξε από το χέρι και τον σβέρκο. Της πίεσε τον καρπό με δύναμη κι αυτή από τον πόνο έριξε κάτω το στιλέτο. Μετά την άρχισε στις κλωτσιές και την πέταξε έξω από το μαγαζί. Εμένα δεν πρόλαβε να με περιλάβει γιατί την κοπάνησα αμέσως. Την είδα, στο επόμενο στενό, σε μια είσοδο κουλουριασμένη. Πήγα κοντά για να την κλωτσήσω και να φύγω τρέχοντας αλλά έκλαιγε. Το κλάμα της ακουγότανε σαν παράπονο σκύλου! Ένιωσα θλίψη. Αφόρητη θλίψη! Έσκυψα και της έδωσα ένα πακέτο χαρτομάντιλα. Σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Η μύτη της είχε πρηστεί σαν μελιτζάνα και το αίμα στα δόντια της την έκανε να φαίνεται γριά. - Έλα πάμε στο σπίτι μου, της είπα. Έχω ένα καλό ουίσκι. Σηκώθηκε και μπήκαμε σε ταξί. Η Μαρία, γιατί Μαρία την έλεγαν, δεν έπινε πρέζα. Ήταν εικοσιδύο χρονών αλλά ήταν αλκοολική από τα δεκαέξι της. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως γίνεται αυτό! Να είσαι αλκοολικός στα δεκάξι σου χρόνια! Ποτέ άρχισες να πίνεις? Στα δυο? Το πρωί που ξύπνησα κι έλειπε αυτή μαζί με την πρέζα, είχα τηλεφωνήσει στον Χοντρό. - Ρε μαλάκα Χοντρέ, αυτή που μου γνώρισες χθες μου έκλεψε την πρέζα! - Η Μαρία? Μαλάκα αποκλείεται! Η Μαρία δεν πίνει πρέζα! Είναι αλκοολική από τα δεκάξι της! Θα την βρεις το βράδυ στο «Μπερλίν». Φτάσαμε στο σπίτι. Πλήρωσα τον ταξιτζή που κουνούσε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Περίμενε σ’ όλη τη διαδρομή να την χουφτώσω για να πάρει μάτι από τον καθρέφτη. Μπήκαμε στο σπίτι κι έβαλα μουσική. Έβγαλα ένα μπουκάλι Τζάκ Ντάνιελς από το ντουλάπι και της το έδωσα. Το άρπαξε κι έβαλε ένα σφηνάκι.

Το ήπιε κι έβαλε ακόμα ένα. Το ήπιε κι αυτό κι ακόμη ένα κι ύστερα πήγε στην κουζίνα κι ετοίμασε ένα μεγάλο ποτήρι με πάγο και το γέμισε ουίσκι μέχρι επάνω. Άναψε ένα τσιγάρο και πήγε στο μπάνιο. Έκατσα σε μια πολυθρόνα και περίμενα. Δεν ήμουν άρρωστος. Άναψα τσιγάρο κι έβαλα ένα ποτήρι νερό. - πάρε πίσω την κωλοπρέζα σου! Πέταξε το διπλωμένο χαρτάκι στο τραπέζι κι έκατσε στο καναπέ δίπλα μου. Κρατούσε μια πετσέτα και στέγνωνε τα μαλλιά της. Ήταν πάλι όμορφη! Άρχισα να πινω. - Γιατί μου έκλεψες την πρέζα? - Ήμουν τσατισμένη! Άπλωσα το χέρι μου ανάμεσα στα μπούτια της. - Είσαι πολύ μαλάκας! Χθες κοιμήθηκες την ώρα που σου έπαιρνα πίπα και σήμερα μου την ξαναπέφτεις? - Χθες είχα πιει πολύ, δικαιολογήθηκα. Σήμερα είναι αλλιώς, είπα αφήνοντας μετέωρες υποσχέσεις ενώ την ίδια ώρα σκεφτόμουν ότι σήμερα μάλλον είχα πιει λίγο περισσότερο από χθες. Σήκωσε την μπλούζα της και μου έδειξε τα βυζιά της. Έσκυψα και τα φίλησα όσο αυτή έπινε το ποτό της. - Σου σηκώθηκε? - Όχι ακόμα αλλά … Σηκώθηκε κι έφτιαξε ακόμα ένα ποτό. Έβγαλε το βρακί της κι έκατσε δίπλα μου ανοίγοντας τα ποδιά της. Το μουνί της μύριζε σαμπουάν και μαλακτικό μαζί. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Σαμπουάν και μαλακτικό. Το πρωί έλειπε η πρέζα αλλά κι οτιδήποτε μπορούσε να πουληθεί μέσα από το σπίτι, πουλήθηκε και δεν το ξαναείδα ποτέ. Τηλεόραση, στερεοφωνικό, ψυγείο, πλυντήριο, ηλεκτρική κουζίνα, απορροφητήρας και όλα μου τα κομιξ!


Η φυλακή Η φυλακή είναι γεμάτη πρέζα. Αν δεν έχεις φράγκα η φίλους, βγάζεις χαρμάνα. Μέσα είναι πολύς κόσμος. Όλοι ανεξαιρέτως είναι αθώοι. Δεν συνάντησα κανέναν ένοχο στην φυλακή ακόμα κι αν είχε σκοτώσει την μάνα του και τον είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω. Ήμασταν όλοι αθώοι σαν μικρά παιδιά. Στην φυλακή με τους υπόλοιπους ποινικούς πρέπει να προσέχεις ακόμα και τον κώλο σου. Είχανε πηδήξει πολλούς. Σαν χόμπι. Πολλές φορές έδιναν πρέζα και σε πηδούσανε με την συγκατάθεση σου. Κι οι φύλακες πουλούσαν πρέζα. Μας την πουλούσαν απ’ ευθείας ή την έβαζαν μέσα για φράγκα. Στη φυλακή πρέπει να έχεις φράγκα για να την βγάλεις. Εγώ δεν είχα τακτικά κι έτσι ήμουν πιο απομονωμένος κι έκανα παρέα με κάτι μισότρελους φουκαράδες. Αυτοί έπιναν απ’ όλα. Μια φορά ήρθε ο Μάνθος με κάτι υπόθετα. - Έλα μου λέει, θα πιούμε καλά σήμερα. Φωνάξαμε και τον Τρελόγιαννο και τον Τσίρο. Πήγαμε στις τουαλέτες και εγώ κράτησα τσίλιες. Βάλανε καμιά δεκαριά υπόθετα σε ένα μικρό μπρίκι του καφέ. Τα βράσανε μέχρι που λιώσανε και βγήκε ένα πηχτό πράμα σαν κερί στην επιφάνεια. Το άφησαν να κρυώσει κι ύστερα με μια αυτοσχέδια σύριγγα τράβηξαν το υποκίτρινο υγρό που είχε μείνει κάτω. Πρώτος βάρεσε ο Μάνθος, γιατί είχαμε μόνο μια σύριγγα. Μόλις βάρεσε άρχισε να μπλαβίζει και να βογκάει. Διπλώθηκε στα δυο κι ύστερα έπεσε στα γόνατα. - Καλό! Είπε και σαν να ξεψύχησε. - Σειρά σου, μου είπε ο Τρελόγιαννος - Μα ο Μάνθος… ειπα - Μια χαρά είναι! Δεν βλέπεις; Κοίταξα τον Μάνθο που ψυχορραγούσε. - Δεν θα πιω, είπα! Ο Τρελόγιαννος με κοίταξε για τρία δευτερόλεπτα μέσα στα μάτια. Πήρε την σύριγγα και συμπλήρωσε το δικό μου μισό. Ο Τσίρος τον πήρε χαμπάρι κι άρχισαν να μαλώνουν για το μερίδιο μου. Στο τέλος το μοιράστηκαν. - Γεια μας, είπε ο Τρελόγιαννος και βάλθηκε να βρει φλέβα με την χιλιοχρησιμοποιημένη βελόνα. Αυτός έγινε μπλε για τα καλά! Αστραπιαία βάρεσε κι ο Τσίρος. Λιποθύμησε αμέσως βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Βγήκα από τις τουαλέτες άσπρος σαν χαρτί. Πήγα σε έναν μεγαλύτερο που ήταν σοβαρός. - ο Μανθος, ο Τσίρος κι οΤρελόγιαννος βάρεσαν κάτι υπόθετα κι έχουν μείνει στις τουαλέτες. Τι να κάνουμε? - Τι βάρεσαν? Ρώτησε

-

Δεν ξέρω ακριβώς , καμιά δεκαριά υπόθετα ήταν σε ένα κόκκινο κουτί… - Αλγκαφάν! Είπε ο γέρος θριαμβευτικά. Έχει μείνει καθόλου? - Όχι ! είπα κοφτά. - Κρίμα! Θα γούσταρα λίγο. - Τι θα κάνουμε? Ξαναρώτησα. - Τίποτα μωρέ, θα τους βρούνε στην καταμέτρηση και θα τους ξυλοφορτώσουν. Άντε και καμιά μέρα απομόνωση αλλά δεν νομίζω. Είναι γεμάτη εδώ και πολύ καιρό. Το βράδυ στην καταμέτρηση τους βρήκαν ακόμα στις τουαλέτες, ξερούς. Δεν έγινε τίποτα. Τους κουβάλησαν και τους πέταξαν στα κρεβάτια τους σαν να μη τρέχει τίποτα. Ρουτίνα. Την άλλη μέρα ο Τσίρος δεν ξύπνησε. Πνίγηκε από αναρρόφηση το βράδυ. Ήρθαν και τον πήραν. Όλα συνεχίστηκαν κανονικά. Κανείς δεν ασχολήθηκε με τον Τσίρο. Σαν να μην υπήρχε ποτέ.

Τα χάπια Ο Μαύρος όταν δεν έπινε πρέζα, έπινε χάπια. Υπνοστεντόν , μογκαντόν, αλγκαφάν, ρομιντόν, ότι έβρισκε μπροστά του. Ήταν κλεφτρόνι. Έκανε μπούκες στα σπίτια και τα άδειαζε, γι αυτό και τις περισσότερες φορές είχε λεφτά και ψώνιζε. Εκείνη την μέρα ήταν ρέστος. Με βρήκε στην πλατεία σε μακό χάλι. Έτρεχε η μύτη μου, είχα ρίγη μες το κατακαλόκαιρο κλπ. Ήμουν χαρμάνης. - Είσαι για μια μπούκα? - Άσε ρε Μαύρε την πλάκα, δεν βλέπεις το χάλι μου? Θα πάω να πηδήξω καμιά μάντρα και θα χεστώ πάνω μου από την χαρμάνα. - Μη φοβάσαι ρε, έχω κάτι σιρόπια κάτι χάπια θα στανιάρεις πρώτα και θα μπουκάρουμε. Θα βγάλουμε κάνα εκατομμύριο δραχμές. Το σπίτι είναι τίγκα στο πράμα. Τηλεοράσεις, βίντεο, στερεοφωνικά, χρυσαφικά τα πάντα. Είναι μια βίλα που δεν έχει πολύ καιρό που κτίστηκε. Είναι όλα καινούργια. Κάτι πλούσιοι νιόπαντροι το κάνανε, το γεμίσανε πράμα και έφυγαν ταξίδι τα πουλάκια μου. - Μέσα, είπα. Ήπιαμε κάτι σιρόπια ντικοβίξ και στανιάραμε καλά. Το ντικοβίξ ήταν ένα σιρόπι για τον βήχα τίγκα στην κωδεΐνη. Γίναμε καλά. Φάγαμε καπάκι και δυο-τρία υπνοστεντόν, γίναμε κουδούνια. Δεν ήξερα τι έκανα. Μόλις συνήλθαμε λίγο φύγαμε για δουλειά. Πηδήξαμε τον μαντρότοιχο της βίλας και βρεθήκαμε στην αυλή. Δεν μας γάβγισε κανένα κοπρόσκυλο και περάσαμε στην είσοδο. Χτυπήσαμε το κουδούνι αρκετές φορές για να βεβαιωθούμε ότι δεν είναι κανείς και μετά ανέλαβε ο Μαύρος. Ήταν εξπέρ στις κλειδαριές. Έβγαλε κάτι εργαλεία, προσπάθησε κάνα μισάωρο να ανοίξει την κλειδαριά κι ύστερα έβγαλε κι άλλα


εργαλεία. - Τι κάνεις μωρέ μαλάκα τόση ώρα? Με πήρε ο ύπνος περιμένοντας. - Τι να σου πω ρε φίλε! Δεν μπορώ να την ανοίξω. Είμαι τόσο μαστούρης που δεν καταλαβαίνω τίποτα. - Κάνε πέρα, του είπα Έριξα μια κλωτσιά στην πόρτα. Δεν άνοιξε. Άρχισε να κλωτσάει κι ο Μαύρος. Ύστερα παίρναμε φόρα μαζί και πέφταμε με δύναμη πάνω στην πόρτα αλλά αυτή η πουτάνα δεν άνοιγε. Αυτό κράτησε καμιά ώρα. Ο Μαύρος τσατίστηκε πολύ. - Έλα μαζί μου, είπε. Αφήσαμε τα εργαλεία εκεί και φύγαμε. Ανεβήκαμε πάνω στο παπάκι του Μαύρου που έκανε διαολεμένο θόρυβο και πήγαμε στην πιο κοντινή πλατεία. Ήταν πολύ αργά γι αυτό και δεν υπήρχε ψυχή. Σε ένα στενό υπήρχε ένα μαγαζί που πουλούσε αλυσοπρίονα, χλοοκοπτικά κλπ. Ο Μαύρος κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κόφτη. Έκοψε την κλειδαριά, σήκωσε το στόρι κι έσπασε την βιτρίνα. Άρπαξε ένα αλυσοπρίονο και φύγαμε. Γυρίσαμε πίσω, ξαναπηδήξαμε τον μαντρότοιχο κι ο Μαύρος είπε - Τώρα θα δεις! Και βάλθηκε να προσπαθεί να βάλει μπρος το αλυσοπρίονο αλλά δεν είχε βενζίνη. Κατεβάσαμε ότι καντήλι κι ότι χριστοπαναγία ξέραμε. - Περίμενε, είπε. Πήγε στο μηχανάκι και με ένα λάστιχο τράβηξε βενζίνη. Ήπιε και λίγη, έβηξε, έφτυσε, έκανε εμετό και ήρθε - Τώρα όμως θα δεις! Είπε θριαμβευτικά. Έβαλε μπρος το αλυσοπρίονο που έκανε επίσης διαολεμένο θόρυβο. Πήγε στη πόρτα κι άρχισε να την κόβει φέτες. Η πόρτα ήταν ασφαλείας κι αντιστεκόταν σθεναρά. Ήταν ντυμένη με ατσάλι. Ο Μαύρος όμως επέμενε. Ύστερα από αρκετή ώρα του λέω - Γιατί δεν κόβεις κάνα παράθυρο και παιδεύεσαι με την ατσαλόπορτα? Με κοίταξε παραξενεμένος. Πήγε στο παράθυρο και το παντζούρι κόπηκε σαν βούτυρο. Το παράθυρο επιτέλους άνοιξε. Ο Μαύρος πανηγύριζε. Σταμάτησε το αλυσοπρίονο που μου είχε πρήξει τ’ αρχίδια κι απορούσα γιατί δεν είχε έρθει ακόμη η αστυνομία. Με αγκάλιαζε και με φιλούσε. - Την κάναμε δικέ μου την κάναμε! Ορμήσαμε μέσα στο σπίτι αλλά το σπίτι ήταν άδειο! Εντελώς άδειο! Ούτε έπιπλα ούτε στέρεο ούτε τίποτα. Υπήρχε μόνο μια καρέκλα στην μέση του δωματίου που την άρπαξα κι άρχισα να κυνηγάω τον Μαύρο. Αν τον έφτανα θα του την έσπαγα στο κεφάλι αλλά ήμουν τελείως χαπακωμένος κι όταν ακούσαμε σειρήνες το σκάσαμε τρέχοντας.

Κι άλλη φυλακή… Ο Παντελής είχε ευγενική φυσιογνωμία. Κοιμότανε στο απέναντι κελί από το δικό μου. Είχε ακούσει τρία χρόνια αλλά στα δυο θα έβγαινε. Μετρούσε δυο μήνες. Είχε κάτι γνωριμίες στη φυλακή και που και που έπινε καμιά ψιλή. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν πούστης και τον γαμούσε ένας Αλβανός για να του δίνει πρέζα. Ένα πρωί στην καταμέτρηση τον είδα παραμαστουρωμένο. Τον είδε κι όλη η φυλακή. Έσκασε το νέο ότι μια πολύ καθαρή μπήκε μέσα αλλά κανείς δεν ήξερε ποιος την κουμαντάριζε. Το δεύτερο βράδυ άνοιξε ξαφνικά η πόρτα του κελιού του Παντελή και μπούκαραν οι σκιές. Τον έπιασαν από τον λαιμό, τον γύρισαν μπρούμυτα στο κρεβάτι και του έβγαλαν το παντελόνι. Ύστερα του έβαλαν ένα λάστιχο στον κώλο και με ένα χωνί έριξαν μέσα νερό με γλυκερίνη. Κλύσμα για γίγαντες. Από τον κώλο του βγάλανε μια καπότα με είκοσι γραμμάρια. Οι άλλοι που ήταν στο ίδιο κελί με τον Παντελή μας είπαν πως όταν τελείωσαν με το κλύσμα τον πήδηξαν κιόλας! Ήταν κάτι ποινικοί μαζί με τους φύλακες. Δεν πίνανε οι ίδιοι. Την κλέψανε για να την πουλήσουν. Την επομένη είκοσι τρία άτομα πάθανε overdose από τα οποία τα δώδεκα πεθάνανε. Το μάθανε κι από έξω και τάχα μου ανησύχησαν. Τι συμβαίνει επιτέλους στις φυλακές και τέτοιες μαλακίες. Ήρθαν δημοσιογράφοι στην φυλακή, αλλά μίλησαν μόνο με φύλακες και ρουφιάνους. Μόλις έφυγαν έγινε επιχείρηση σκούπα. Μας ψάξανε και μας πήραν όλα τα προνόμια. Τα κελιά άνοιγαν μόνο μια ώρα το πρωί κι ύστερα μας είχαν παστωμένους χωρίς τσιγάρα και μαστούρα. Παραλίγο να γίνει εξέγερση. Τελικά άλλαξαν πτέρυγα στους ποινικούς και κάπως ηρέμησε το κλίμα. Σιγά σιγά ξαναχαλάρωσαν τα πράγματα και ήρθαμε πάλι στα γνωστά. Τον Παντελή τον εξαφάνισαν μετά τις ανακρίσεις. Μεταγωγή είπαν. Δεν τον ξαναείδαμε. Ένας τυπάκος από το κελί του μας είπε πως ο Παντελής ήταν από καλή οικογένεια. Σπούδαζε γιατρός όταν έμπλεξε με την πρέζα. Έπιασε την μάννα του να πηδιέται με τον θείο του. Το είπε στον πατέρα του κι αυτός πήδηξε από το μπαλκόνι. Η μάννα του τρελάθηκε και την κλείσανε σε ίδρυμα. Παράτησε τις σπουδές του κι έπεσε με τα μούτρα στη πρέζα. Τον ξαναβρήκα έξω, δυο χρόνια αργότερα σε κακό χάλι. Ήταν από τους πρώτους που είχανε κολλήσει AIDS και τον είχανε παρατήσει όλοι. Δεν με γνώρισε. Μου ζήτησε ψιλά για σάντουιτς. Του έδωσα. Σερνότανε για λίγο καιρό ακόμα στα παγκάκια της πλατείας κι ένα πρωί τον βρήκανε νεκρό.


Γαλάζια ελεγεία

Του Θανάση Πολυµένη

Το γλυκό βράδυ του Ιουλίου είχε καθίσει ανάλαφρα στα χρωµατιστά τσαλακωµένα σεντόνια. Γέµισα τη µπανιέρα άναψα κεριά κι ένας πάνθηρας µαύρος, µαύρος πάνθηρας βούλιαξε µαζί µου απαλά και γλυκά· γλυκά κι απαλά χάιδεψε η λάµα ενός γυµνού ξυραφιού την παλλόµενη λαβυρινθώδη φλέβα ωσάν επικλινές κατάστρωµα σε µια δίνη από καιόµενες επιθυµίες δαγκώνοντας αυστηρά ανάµεσα στα δόντια ένα σκουλαρίκι σου από ξεθυµασµένο ασήµι και µια φωτογραφία σου κολληµένη µε τσίχλα στο µυαλό µου πάνω στα λευκά πλακάκια του µπάνιου. Ηχηρά έσπασε η σιωπή από τη γαλάζια ελεγεία ενός ρολογιού που σήµαινε την απουσία σου· καλύτερα να είχες πεθάνει γαµώτο·


-Μου δίνετε το καινούργιο τεύχος της Κουτσής Μαρίας, παρακαλώ;



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.