konteiner12

Page 1

πολιτική | πολιτισμός | τέχνες Δεκέμβριος 2010

12



Πόρτα στον ήλιο

_Δημήτρης Δαλδάκης

Απόνερα στη Βαρκελονέτα Υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν τηλεόραση, που δεν διαβάζουν εφημερίδες. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν παρακολουθούν ούτε επικαιρότητα, ούτε ιστορία. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν γνωρίζουν εθνικές και θρησκευτικές γιορτές. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κυκλοφορούν στις κοσμικές, μοδάτες λεωφόρους, που δεν καταλαβαίνουν τη συμβατική, καθωσπρέπει καθομιλουμένη, που δεν θέλουν να ξέρουν τι συμβαίνει από το δελτίο των οκτώμισι μέχρι την τσόντα των δωδεκάμισι κι από τον Γιώργο μαραθωνοδρόμο μέχρι τις ύπτιες Βρυξέλλες. Υπάρχουν άνθρωποι πέρα από την ιλουστρασιόν πρώτη πίστα-πρώτη μούρη των θεσμών, πέρα από τους επιστήμονες στρατούς της συντήρησης. Υπάρχουν άνθρωποι, σπάνιοι, άλλοι, με δικές τους ασχολίες και γιορτές, με δικιά τους αρετή και γλώσσα. Υπάρχουν γενναίες παρέες, που πλανάρουν πανάλαφρες στην άπλα. * Η δημοκρατία που πλασάρεται και που, μαζικά, καταναλώνεται είναι προϊόν βιομηχανίας και μάρκετινγκ. Την ψηφίζουμε και την ζούμε όπως πίνουμε την CocaCola. Αυτό που λέμε σύστημα είναι ιδιοκτησία μιας πολιτικής πολυεθνικής, στην οποία συναντιούνται μυαλά και τεχνικές κερδοσκοπίας. Ψηφίζοντας, εμείς, συντηρούμε τους πολιτικούς επιχειρηματίες και τα συμφέροντά τους. Προσέλευση στην κάλπη και χτύπημα κάρτας είναι το ίδιο πράγμα. Εξαντλητικό πολιτικό μονοπώλιο –Βολεύει η έννοια και η πρακτική της πολιτικής να περνούν από τις κάλπες και την απωθητική Βουλή. Βολεύει αυτό το ψέμα να γίνεται αρχή. Βολεύει να διατηρείται διαθέσιμο ένα επικερδές εκλογικό σώμα. Η αποχή δεν είναι απουσία. Η αποχή από την εξαθλίωση και την κοροϊδία είναι συμμετοχή στην αξιοπρέπεια. Η αποχή δεν ευνοεί κανέναν ισχυρό. Όταν απέχεις, λες όχι στο σύστημα της βρόμας, δεν λες ναι στον ισχυρότερο. Όταν το θέαμα είναι κακό, δεν πληρώνεις για να το δεις. Δεν ψηφίζεις στην τύχη, δεν ρίχνεις λευκό, δεν ρίχνεις άκυρο. Όταν το θέαμα είναι κακό, αφήνεις τις θέσεις κενές και το θέαμα πέφτει. Από μόνο του. Αυτή είναι η συμμετοχή της αποχής. Για το όχι δεν χρειάζονται πνευμόνια, χρειάζονται αρχίδια. * Υπάρχει, μπροστά μας, ένας τεράστιος βράχος, που κρύβει, δυσκολεύει τη βαθιά επιθυμία μας, την απαραίτητη άνεσή μας, και, καθημερινά, ξυπνάμε και κοιμόμαστε σπρώχνοντας. Δίχως αποτέλεσμα. Είναι τεράστιο το βάρος. Δεν σταματάμε όμως να σπρώχνουμε. Μια μέρα, θα εκπλαγούμε από τις δυνάμεις που γυμνάσαμε. Τελικά κουνιέται, θα δούμε, θα πούμε, και θα δακρύσουμε από κατάκτηση. Δίπλα στα τρέντι γομάρια του λουξ, στα τουπέ εξαμβλώματα της μιας σκέψης και στα ακαλλιέργητα βλαχαδερά της φρίμας* υπάρχει το ξυπόλητο κορίτσι με το αφτιασίδωτο, πεντακάθαρο πρόσωπο και την πλούσια καστανή πλεξούδα. Ανέμελο κι ευλύγιστο∙ να ζω ζέστες και δροσιές μέσα σ’ ένα φόρεμα. * φρίμα: επίδειξη, φιγούρα

Μια προσφορά από την info@konteiner. gr | Τ: 211 402 92 77 Εκδότης: Στέφανος Νόλλας Ειδικός Σύμβουλος: Γιώργος Διβάνης g.divanis@konteiner.gr Αρχισυντάκτρια: Ευγενία Μπόζου e.bozou@konteiner.gr Σύμβουλος Έκδοσης: Ηλίας Μαρμαράς Creative Direction: Γιώργος Κωνσταντινίδης g.konstantinidis@konteiner.gr Ατελιέ: Ελένη Σγόντζου, Μαρίζα Σουλιώτη

Επιμέλεια - Διόρθωση: Ηρώ Μακρή, Λευτέρης Βασιλόπουλος Νομικό Τμήμα: Γιάννης Μπάστας Εμπορική Διεύθυνση: Τ: 211 402 92 77 Υποδοχή Διαφήμισης: Κώστας Καλόγερος T: 210 92 96 114 Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α. Ε. Ιδιοκτησία: Διάδραση Α. Μ. Κ. Ε.

3


Twitter Δεκέμβριος 2010

_κοντέινερ

4

Τhe Artist Series: Olafur Eliasson

Φωτογραφία εξωφύλλου: Game over. Και το παιχνίδι ξεκινάει.

_Βολτνόι Μπρέζ

Graveyard songs _Γιώργος Βαλαής

Πρέπει να συμφωνήσετε πως για να είναι κάποιος ευτυχισμένος ζώντας στον κόσμο, θα πρέπει να έχουν παραλύσει εντελώς ορισμένες πλευρές της ψυχής του. Ο Σαμφόρ μιλά για την ευτυχία, όχι σαν ζήτημα εξωτερικής συνθήκης αλλά σαν θέμα εσωτερικής απόφασης.

Are you still alive Djuna? Ο e.e.cummings ρωτάει επαναληπτικά από το απέναντι παράθυρο την ποιήτρια και πεζογράφο Djuna Barnes με την εύθραυστη υγεία για να ελέγξει αν είναι ζωντανή.

...ο καθημερινός στοχασμός του θανάτου είναι το ίδιο ακριβώς με την επικέντρωση στη ζωή. Όταν κάνουμε τη δουλειά μας σκεφτόμενοι ότι μπορεί να πεθάνουμε την επόμενη στιγμή, δεν μπορεί παρά να τη δούμε να πλημμυρίζει ξαφνικά από νόημα και ζωή. Πόσο πολύ αγάπησαν τη ζωή οι αυτόχειρες είναι κάτι που δεν μπόρεσε να το εξηγήσει κανείς. Ο Γιούκιο Μισίμα είναι ένας από τον μεγάλο κατάλογο των ανθρώπων με την αγωνιώδη πίστη να βρουν νόημα σ’ αυτό που ζουν.

Αντικαθιστώ τη μελαγχολία με το

drog_A_tek

θάρρος, την αμφιβολία με τη βεβαιότητα, την απελπισία με την ελπίδα, την κακία με το καλό, τα παράπονα με το καθήκον, το σκεπτικισμό με την πίστη, τις σοφιστείες με την ψυχρότητα της ηρεμίας και την αλαζονεία με την ταπεινοφροσύνη. Απλό ακούγεται. Ο Κόμης τού Λωτρεαμόν μιλά για μια απόφαση που αρνούνται να πάρουν οι περισσότεροι.

Λοιπόν Καράτε λέγεται και είναι απλό! Ο Ζαννίνο μεγιστοποιεί την παραπάνω ρήση προσπαθώντας να εκπαιδεύσει τον ΘουΒου.

H

Σκεπτόμουνα πόσο σύντομη είναι η ζωή των ανθρώπων, αφού απ’ αυτό το πλήθος μπροστά στα μάτια μας, ούτε ένας δεν πρόκειται να είναι ζωντανός σε εκατό χρόνια. Ο Ξέρξης βάζει τα κλάματα βλέποντας τον στρατό του να διασχίζει τον Ελλήσποντο και προσπαθεί να εξηγήσει τα δάκρυά του στους γύρω του, ενώ ο Γκυ Ντεμπόρ προσθέτοντας την απαραίτητη ένταση πάει αυτή τη διαπίστωση παραπέρα:

Ο χρόνος δεν περιμένει. Κανείς δεν υπερασπίζεται δύο φορές τη Γένοβα, κανείς δεν ξεσήκωσε το Παρίσι δύο φορές.

New

Out

homeland

on

12

Alb

Dec

em

um

ber



Navigation 6

_Tijana Prodanovic, Αντωνάκης Χριστοδούλου

Real time cinema

Εrasers: War is War No Central, Πρωτογένους 8, Μοναστιράκι 13, 14, 15 Δεκεμβρίου, 20, 21, 22, 23 Δεκεμβρίου και 27, 28, 29 Δεκεμβρίου. Ώρα έναρξης: 21:00 Τιμή εισητηρίου: 10 ευρώ www.theerasers.blogspot.com

Οι Erasers παρουσιάζουν το War is War, μία συλλογή από δημόσιες αποσπασματικές αφηγήσεις για την καταστροφή και την ανοικοδόμηση του κόσμου. Το War is War είναι μία ωριαία κινηματογραφική πράξη που εκτελείται κάθε φορά σε πραγματικό χρόνο και με διαφορετικούς συνεργάτες. Η κι-

νούμενη εικόνα, η θεατρική πράξη, η μουσική και οι οπτικές τέχνες εγκαθίστανται σε έναν κοινό χώρο συνύπαρξης, στήνοντας μία ανοιχτή διήγηση γύρω από την πιο παλιά ιστορία του κόσμου: τον πόλεμο. Τηλ. για κρατήσεις 210 5069129 και 6979 970 297.

Low Budget Festival Ίδρυμα Κακογιάννη Πειραιώς 206 Έως 19 Δεκεμβρίου 2010

Μουσική

Berlin Brides/ Λένα Πλάτωνος Το πρώτο άλμπουμ των Berlin Brides κυκλοφόρησε από την Inner Ear, ενώ ετοιμάζεται και το ηχογράφημα της Λένας Πλάτωνος με μελοποιημένα ποιήματα του Καβάφη και τον Γιάννη Παλαμίδα στην ερμηνεία. Και οι δύο κυκλοφορίες θα παρουσιαστούν ζωντανά τον Δεκέμβρη. Τις νύφες θα φιλοξενήσει τo Metropolis Live Stage την Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου, ενώ η παράσταση «Κ.Κ.» της Λένας Πλάτωνος αναμένεται να ανέβει στη σκηνή του Παλλάς, υπό τη σκηνοθετική επιμέλεια του Δημήτρη Παπαϊωάννου, στις 10 και 11 του μήνα. κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010


Navigation 7

Θέατρο

Low Budget Festival Ίδρυμα Κακογιάννη Πειραιώς 206 Έως 19 Δεκεμβρίου 2010 Δέκα από τις καλύτερες νέες θεατρικές ομάδες συμμετέχουν στο Πρώτο Low Budget Festival που οργανώνει ο Λάκης Λαζόπουλος και Tospirto.net. Στο πλαίσιο του φεστιβάλ θα παρουσιαστούν καινούργια έργα και παραγωγές με τιμή εισιτηρίου 10 ευρώ. Οι διοργανωτές φιλοδοξούν να αποδείξουν πως η φαντασία και το ταλέντο αρκούν για να ασκήσει κανείς την Τέχνη του σε εποχές χαμηλού budget. Δεν είναι τυχαίο ότι στο φεστιβάλ συμμετέχουν οι κορυφαίοι της νέας γενιάς του θεάτρου, οι οποίοι παλεύουν εδώ και καιρό συνολικά για το θέατρο χωρίς να έχουν τις φοβερές επιδοτήσεις. Το Φεστιβάλ αυτό δίνει σίγουρα ένα από τα πιο αισιόδοξα μηνύματα που μας έρχονται από τον χώρο των τεχνών. Φρεσκάδα, φαντασία, δημιουργικότητα! Το αναλυτικό πρόγραμμα παραστάσεων στην ιστοσελίδα: www.tospirto.net

Εικαστικά

Ειρήνη Ευσταθίου Ελένη Κορωναίου Gallery Δημοφώντος 30 & Θορικίων 7, Αθήνα 25 Νοεμβρίου 2010 – 15 Ιανουαρίου 2011

Εικαστικά

Scott Myles The Breeder Ιάσωνος 45 Μεταξουργείο 18 Νοεμβρίου 2010 – 8 Ιανουαρίου 2011 Αν και ο Myles υιοθετεί και οικειοποιείται για την δουλειά του διάφορες ιδέες και φόρμες από ποικίλες

πηγές και παραδόσεις, τα έργα του έχουν ξεχωριστή οπτική γλώσσα. Εξερευνούν διαχρονικές ιδέες και ερωτήματα, όπως την σχέση της τάξης με το χάος, του εφήμερου με το διαχρονικό, των δύο διαστάσεων με τις τρεις. Στη δεύτερη ατομική έκθεσή του στην Αθήνα θα παρουσιάσει νέα γλυπτά, εγκαταστάσεις και τυπώματα. Ο Scott Myles ζει και εργάζεται στη Γλασκώβη.

Η ζωγραφική τεχνική της Ευσταθίου είναι έντονα εμπνευσμένη από τις πηγές της, είναι ένας τρόπος περιγραφής των δια-μεσολαβήσεων της ίδιας της μνήμης και της νοσταλγίας. Πρόκειται για την πρώτη ατομική έκθεση της καλλιτέχνιδας στην Ελλάδα, ενώ έως τις 21 Νοεμβρίου, μπορεί κανείς να δει και το νέο έργο της με τίτλο Customer/Value/Service στο πλαίσιο της σειράς ΕΜΣΤ Νέες Παραγωγές 2010 στο Project Room του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Βασιλέως Γεωργίου Β’ 17 -19 & Ρηγίλλης. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Παρέμβαση 8

_Εύη Λαμπροπούλου

Κάνεις την Κινέζα στην Αμυγδαλέζα

ABOUT/ ART/ MUSIC/ P O �� T R Y / BOOKS

(επίσκεψη στα κρατητήρια ανηλίκων χωρίς σοκολατάκια) Το τηλεφώνημα από τη φυλακή με πετυχαίνει ανύποπτη. Είναι ο αφγανός πρόσφυγας, πρώην μαθητής μου, Αζίζ. «Στη φυλακή!» εμπεδώνω. Του έκαναν εξακρίβωση στοιχείων στα Γκούντις και αποφάσισαν ότι το χαρτί του είναι πλαστό. Αυτό δεν γίνεται, διότι ήταν φωτοτυπία: το χαρτί του το είχαν κλέψει πριν μια βδομάδα στην Ομόνοια μαζί με τα τελευταία του εκατό ευρώ. Έτσι βρέθηκε στο κρατητήριο: επειδή οι κάφροι της Πέτρου Ράλλη βαριούνται να κάνουν εξακρίβωση. Είναι πολύ δύσκολο πράγμα: αρκεί να στείλουν φαξ ή να τηλεφωνήσουν στην αστυνομία Λέσβου όπου εκδόθηκε το χαρτί, μια διαδικασία πέντε λεπτών. Στη χειρότερη, θα μπορούσαν να πάρουν αποτυπώματα και να τσεκάρουν στη διεθνή βάση αποτυπωμάτων, αντί να γεμίζουν τις φυλακές κατασπαταλώντας το δημόσιο χρήμα.

κών». «Χειρότερα από την Παγανή»: εγώ άμα ήμουνα φυλακή θα γκρεμιζόμουνα από ευθιξία σ’ αυτήν την κουβέντα. «Δεν αλλάζουν σεντόνια, κοιμάμαι στων δέκα προηγούμενων», λέει ο πάντα περιποιημένος Αζίζ. Στο τηλέφωνο μού είχε ζητήσει πετσέτα: για να φτάσει να ζητήσει κάτι, ποιος ξέρει τι τους δώσαν. Χαλαρώνω: δεν κατασπαταλιέται τελικά το δημόσιο χρήμα, πάντως όχι σε μπουγάδες.

Έτσι, ο Αζίζ και ο αδελφός του βρίσκονται, τέσσερις μέρες ήδη, στο κρατητήριο ανηλίκων. «Δασκάλα, είναι πολύ άσχημα εδώ, δεν ξέρω πότε θα βγω», κλαίει· δύο χρόνια τώρα που τον γνωρίζω, πρώτη φορά κλαίει.

Υπάρχουν τρία δωμάτια, ένα με Αλβανούς και Άραβες, ένα με Πακιστανούς, ένα με Αφγανούς – είναι με δικούς του. Καλά που τους έφεραν στων ανηλίκων – στων ενηλίκων ξέρουμε τι παθαίνουν τα αγοράκια. Ο αδελφός του όμως έχει σαλτάρει: ο επόμενος υποψήφιος για να πηδήξει από το μπαλκόνι, όπως ο μεταναστάκος που, παρότι αποφυλακιζόταν σε δύο μέρες, αυτοκτόνησε. «Μα γιατί», αναρωτήθηκαν τα μίντια, «αφού όπου να ’ναι θα έβγαινε!» Και μένα άμα με κλείσεις εδώ μέσα θα το εξετάσω το ενδεχόμενο. Πόσο μάλλον ο ψυχικά ταλαιπωρημένος από πόλεμο, ξυλοδαρμένος από το λιμενικό, ορμονικά αναμπουμπουλιασμένος, πεταμένος έφηβος που έχει να δει τη μάνα του χρόνια και έχει ήδη ΚΑΘΕ ΛΟΓΟ να αυτοκτονήσει.

Πού σκατά είναι το Μενίδι; Κανείς δεν ξέρει· ούτε το google maps. Παίρνω τον Κ. ο οποίος θα με πάει κιόλας. Φτάνουμε στην ...εξωτική «Αμυγδαλέζα», που ακούγεται σαν ρετρό ζαχαροπλαστείο, στις πέντε. Περιμένω δέκα λεπτά μέσα στο κρύο: είναι απόσταση είκοσι μέτρων αλλά θα μας παραλάβει όχημα, όπως στα αεροδρόμια· δε θυμίζει όμως αεροδρόμιο αυτός ο σκουπιδότοπος των είκοσι μέτρων. Επιβιβάζομαι και κατευθύνομαι στα κάγκελα, αλλά με σταματάνε. Γιατί; Λες να μου δαγκώσει κανένας δύστυχος ανήλικοςεκκολαπτόμενος-Χάνιμπαλ Λέκτερ το χέρι;

Δεν με αφήνουν να του δώσω τις σοκολάτες: μπορεί να έχουν μέσα καμιά λίμα και σε εφτά μήνες να λιμάρει τελικά κάποιο κάγκελο από το οποίο θα χωρέσει, εφόσον θα είναι πια σαράντα κιλά. Πάνω που τείνω την πετσέτα, μου την αρπάζουν και την ξετυλίγουν! «Πρώτη σου φορά σε φυλακή, ε;» χαριτολογεί ο φύλακας που είδε να σαστίζω με το ταχυδακτυλουργικό· λες και είναι φυσιολογικό όλο αυτό το κατσικωμένο καθεστώς ελέγχου. Έχω δει ταινίες. Αλλά όσες ταινίες κι αν έχω δει, αυτή η φάση εδώ, με τους καγκελωμένους δήθεν παράνομους, είναι άλλο πράμα.

«Είμαι δασκάλα, το παιδί υπήρξε μαθητής μου, εφόσον πιστοποιώ ότι είναι αυτός θέλω να τον αφήσετε», λέω. Ας γελάσω.

Προλαβαίνω να του σφίξω ενδοκαγκελικώς το χέρι.

Μου δείχνουν ένα μέρος σαν τουαλέτα με χοντρό τζάμι και τρυπούλες. Σκάει ένας κοκαλιάρης Αζίζ με ένα τεράστιο χαμόγελο· θυμάμαι έναν στίχο που έγραψε στο μάθημα: «Γι’ αυτόν που θα το μεταφράσει/ γι’ αυτόν πρέπει να είμαστε χαρούμενοι». Χαμογελάει λοιπόν έξτρα για χάρη μας. Δεν μπορούμε να αγκαλιάσουμε τον εγκληματία, δεν θέλουμε να κολλήσουμε τη μούρη στις βρομερές τρυπούλες, άρα ουρλιάζουμε στα αγγλικά για να ακουγόμαστε. Τι έφαγες, ρωτάω, για να τσεκάρω αν τους ταΐζουν – ψάρι. «Η φυλακή είναι χάλια», λέει, «χειρότερα από το Ιράν, χειρότερα από την Παγανή Λέσβου, που έκλεισε λόγω ζωωδών συνθηκοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

12/10 1 Γιάννης Κονταράτος έκθεση ζωγραφικής έως 30 Δεκεμβρίου Τετάρτη–Παρασκευή 17:00–21:00 Σάββατο 12:00–16:00

2 MOHAMMAD live Νίκος Βελιώτης / ILIOS / Coti k. Τρίτη 7 Δεκεμβρίου / 21:00

3 Γιούλη Βεντούρα Music for ��r�sic�or� Σάββατο 18 Δεκεμβρίου / 20:30 Κυριακή 19 Δεκεμβρίου / 20:30

Στην έξοδο με πιάνει λίγο κλάμα και πολύ τσατίλα, με τους μπάτσους που προτιμάν να μπουζουριάζουν, τους νόμους που δεν επιτρέπουν σοκολάτες, την Ευρώπη – που φταίει για όλα. Αναρωτιέμαι αν θα τους δώσουν πίσω τα κινητά τους όταν βγουν· ενίοτε οι αστυνομικοί τα τσεπώνουν. Και μετά δεν μπορεί να τους βρει ούτε η μάνα τους από την Καμπούλ. Τους αστυνομικούς δεν τους νοιάζει αν οι μαυριδεροί ανήλικοι έχουν μάνες. Ούτε μένα με νοιάζει αν η ακτινοβολία των κλεμμένων βλάψει τους βλαμμένους εγκέφαλους. Κοιτάω πίσω μου φεύγοντας. Οι βλαμμένοι έξω· το λαμπερό παιδί, μέσα.

Χώρος Πολιτισμού ABOUT: / Μιαούλη 18 / 105 54 / Ψυρρή / Αθήνα Τ 2 1 0 3 3 1 4 4 8 0 / �� i n f o ( a t ) a b o u t - a r t . g r / w w w . a b o u t - a r t . g r

Χορηγοί Επικοινωνίας


Παρέμβαση

_Γιώργος Ζώης

9

Η τρομοκρατία ως πράξη

αθωότητας Γλυπτό της Ελένης Φρουδαράκη

Από πότε είκοσι χρονών παιδιά λέγονται τρομοκράτες; Το να σε βαφτίζουν χριστιανό στα δύο και τρομοκράτη στα εικοσιδύο. Το να σε επαινούν που διάβαζες εξωσχολικά βιβλία και τώρα να τα προσκομίζουν ως αποδεικτικά στοιχεία εναντίον σου. Το να σου φοράνε λευκά πουκάμισα στην παρέλαση και τώρα άσπρα αλεξίσφαιρα στα δικαστήρια. Οι νέοι καταζητούμενοι έχουν φωτογραφία αλλά δεν έχουν όνομα. Ακόμη και στις αφίσες της άγριας Δύσης οι επικυρηγμένοι είχαν όνομα. Αλλά εδώ είναι η πολιτισμένη Δύση. Εδώ η κοινωνία καλείται να τους κατονομάσει. Ανωνύμως και εμπιστευτικώς. Μικροί κατήγοροι, εθελοντές καταδότες, αυτόκλητοι πληροφοριοδότες όλων των νομών τηλεφωνηθείτε. Εμπρός λοιπόν ρουφιανέψτε τα παιδιά σας.

Το αυτονόητο είναι πια να σκοτώσουμε, το αυτονόητο. Τα παιδιά που κατηγορούνται ως τρομοκράτες είναι αθώα. Είναι το ίδιο αθώα με όλους εκείνους που κατά καιρούς τούς φόρτωσαν κατασκευασμένες κατηγορίες. Γιατί οι πράξεις τους είναι αθώες. Είναι αθώα γιατί μόνο η αθωότητα σε κάνει να αντιδράσεις. Δεν μεταφέρουν ένα μήνυμα μέσα από τις πράξεις τους. Το μήνυμα είναι οι πράξεις τους. Το μήνυμα αθώο, οι πράξεις τους αθώες. Δεν αρκεί να αντιστρέψουμε τους χαρακτηρισμούς. Δεν αρκεί να πούμε ότι οι πραγματικοί τρομοκράτες είναι τα κράτη και οι καπιταλιστές, οι δημοσιογράφοι και οι δικαστές. Δεν αρκεί να πούμε ότι το σύστημα είναι ένοχο. Πρέπει να υπερασπιστούμε τη δράση τους ως πράξη αθωότητας.

Γι’ αυτό σάς φτύνουν στη μούρη. Γι’ αυτό σάς γαμοσταυρίζουν. Γι’ αυτό το κάνουν μπροστά σας. Οι υπόλοιποι φτύνουμε πλάσμα οθόνες και βρίζουμε πιξελιασμένα πρόσωπα. Είμαστε όλοι μας αθόρυβοι δολοφόνοι που εγκληματούν με το μυαλό. Μέσα μας σας έχουμε πυροβολήσει εκατοντάδες φορές αλλά δεν έχετε καμία σφαίρα πάνω σας. Μέσα μας σας έχουμε ανατινάξει αλλά δεν έχετε κανένα θραύσμα πάνω σας. Μέσα μας σας έχουμε κλοτσήσει αλλά δεν έχετε καμία μελανιά πάνω σας. Μέσα μας. Διαμαρτυρόμαστε για όσους συνέλαβαν αδίκως, γι’ αυτούς που τους φύτεψαν στοιχεία, για εκείνους που τους φυλάκισαν επειδή φόραγαν πράσινα all star. Αλλά μέχρι εκεί. Είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να φυλακίζονται άνθρωποι που ουδέποτε έκαναν κάτι. Αλλά όσο διεκδικούμε το αυτονόητο, οπισθοχωρούμε. Κάθε φορά αρκούμαστε σε ένα μικρότερο αυτονόητο, οχυρωνόμαστε πίσω του και όταν μας το αρπάζουν ψάχνουμε να καλυφτούμε σε ένα ακόμη μικρότερο. Όσο μικραίνει το αυτονόητο, μικραίνουμε. Όσο το κρατάμε ζωντανό υπομένουμε, αναβάλλουμε, βαλτώνου-

με. Όσο στηριζόμαστε σε αυτό, καταρρέουμε.

Τα παιδιά αυτά έχουν τα κότσια να κάνουν ό,τι εμείς κάνουμε υποθετικά. Εμείς δειλοί θεωρητικοί, φλύαροι, απραγείς, μανιέρες του εαυτού μας. Μιλάμε σαν να μας έχουν μεταγλωτίσσει και γράφουμε σαν να μας έχουν υποτιτλίσει. Εμείς κάθε μέρα παζαρεύουμε τις ώρες εργασίας, αυτοί δεν παζαρεύουν τα χρόνια φυλακής. Εμείς δικαιολογούμε συνέχεια τον εαυτό μας, αυτοί αρνούνται κάθε υπερασπιστική γραμμή. Εμείς αρνούμαστε τις κατηγορίες, αυτοί αναλαμβάνουν την ευθύνη. Αυτά τα παιδιά είναι οι φίλοι μας. Γι’ αυτό δεν τους βρίσκετε, γιατί τους κρύβουν οι φίλοι τους. Ούτε αλληλεγγύη, ούτε συντροφικότητα. Απλή φιλία. Να πεθαίνεις στα τριάντα: Σενάριο-Σκηνοθεσία: Roman Goupil Φωτογραφία: Sophie Goupil, Jean Chiabaut, Renan Polles Μοντάζ: Françoise Prenant Ήχος: Dominique Dalmasso, Jacques Kebadian Παραγωγή: ΜΚ2 Έτος: 1982 Χώρα: Γαλλία Διάρκεια: 97΄

Όταν η εξέγερση τελειώσει, τότε γυρίζεις σπίτι σου, επιστρέφεις στη δουλειά σου, διηγείσαι ιστορίες. Όταν η εξέγερση δεν συνεχιστεί συλλογικά, κάποιοι τη συνεχίζουν ατομικά. Όταν δεν ακολουθούν όλοι, κάποιοι προχωράνε μόνοι. Με τις όποιες συνέπειες. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


10

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010


11

Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


12 Κινηματογράφος

Χορός

Θεωρία της Γαίας

Μουσική

Gender

Βιβλίο

Media

Βλέμμα κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010


Κινηματογράφος _Βλέμμα _Συνέντευξη: Ελευθερία Γεροφωκά

13

Ρομάν Γαβράς: Ένας σκηνοθέτης με όπλο την κάμερα Από τα δεκατέσσερά του είχε ήδη αρχίσει να σκηνοθετεί ταινίες μικρού μήκους. Γιος του σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, μεγάλωσε μέσα στα κινηματογραφικά πλατώ έχοντας πάντα μαζί του μια βιντεοκάμερα στο χέρι. Ο Ρομάν Γαβράς γεννήθηκε στην Ελλάδα πριν από 28 χρόνια και σίγουρα έχει πάρει πολλά από τον πατέρα του! Μεγάλωσε ακούγοντας χιπ χοπ, ζωγραφίζοντας γκράφιτι και σκηνοθετώντας βίντεο-κλιπ με κοινωνικές προεκτάσεις, εκφράζοντας έτσι τις πολιτικές ανησυχίες του. Πριν από λίγους μήνες, το βίντεο-κλιπ που σκηνοθέτησε, για το κομμάτι Born free της προκλητικής και πολιτικοποιημένης τραγουδίστριας Μ.Ι.Α με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα και κόρης οπλαρχηγού των ανταρτών Ταμίλ, γνωστής για τους τσαμπουκαλεμένους στίχους της και το …«μεγάλο στόμα» της, λογοκρίθηκε από το youtube. «Έκανα ένα βίντεο κλιπ που ταιριάζει στη μουσική, πολύ ρεαλιστικό, δεν πείραξα κανέναν», απαντάει στις διάφορες κατηγορίες ο Ρομάν. Με τον πολύ καλό του φίλο και σκηνοθέτη Kim Chapiron έχουν ιδρύσει την καλλιτεχνική κολεκτίβα Kourtrajme. Συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο του, στο κέντρο της Στοκχόλμης, με αφορμή την προβολή της ταινίας του Our day will come (σλόγκαν του IRA τη δεκαετία του ’70), στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Στοκχόλμης. Αγχωμένος, το βράδυ προβαλλόταν η ταινία του, με υποδέχθηκε μιλώντας μου ελληνικά.

«Our day will come» Μια σουρεαλιστική ρομαντική κομεντί με πρωταγωνιστές τους Vincent Cassel και Olivier Barthelemy στην οποία οι δύο κοκκινομάλληδες πρωταγωνιστές προσπαθούν να φτιάξουν μια παράξενη ουτοπική κοινότητα ενώ παράλληλα προσπαθούν να φτάσουν στην Ιρλανδία, εκεί όπου όλοι οι κοκκινομάλληδες μπορούν να ζουν ελεύθερα και ανεξάρτητα. Μια κοφτερή ταινία με ιδιαίτερο στυλ και με έντονη κριτική πάνω στην κοινωνία και τη σεξουαλικότητα. Πιστεύω. Είναι δύσκολο να σου πω σε τι πιστεύω. Στην ελευθερία τού να κάνεις πράγματα και να μπορείς να κάνεις τον θεατή να νιώθει άβολα. Για μένα το αίσθημα της αναρχίας στις ταινίες μου είναι ένα ζητούμενο. Έμπνευση. Μ’ αρέσει να κάνω παρέα με τους φίλους μου. Ακούω τις ιστορίες τους, πράγματα που τους συμβαίνουν στην καθημερινότητά τους και γράφω γι’ αυτά.

Προσδοκίες. Όταν ήμουν μικρός ήθελα να κυβερνώ τον κόσμο, ήθελα να είμαι πρόεδρος του κόσμου και δικτάτορας. Τώρα πια έχω μεγαλώσει και είμαι δικτάτορας μόνο όταν κάνω ταινία προκειμένου να είναι τα πράγματα σε τάξη. Για τη βία και την κρίση. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά για να μιλάς και ακόμα ακόμα για να τα κάνεις ταινία. Δεν έχω κανένα κόμπλεξ και κανένα ταμπού να πω τα πράγματα με το όνομά τους και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να υπάρχουν κανόνες. Πατέρας και γιoς. Ο πατέρας μου είναι έντονη προσωπικότητα, με έντονες πολιτικές ανησυχίες, έχει μεγάλη επιρροή πάνω μου, τόσο σε μένα αλλά και σε όλη την οικογένεια. Τώρα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, έχω κι εγώ τη γνώμη μου για κάποια θέματα. Είμαι όμως πολύ δεμένος με την οικογένειά μου, έχω δύο αδελφούς και μια αδελφή και πάντα όταν είναι να κάνω κάτι το συζητάω πρώτα μαζί τους.

Ελληνικός κινηματογράφος και όνειρα. Ένιωσα πολύ περήφανος όταν άκουσα ότι ο Λάνθιμος πήρε το βραβείο Ένα νέο βλέμμα στις Κάννες. Η ταινία μού άρεσε πολύ. Τα πράγματα είναι άσχημα αυτήν την περίοδο για την Ελλάδα, όλοι το λένε, το διαβάζεις παντού, αισθάνομαι όμως τώρα πιο κοντά στην Ελλάδα από πριν, όποτε τη βλέπω και τη σκέφτομαι με κάνει να νιώθω καλά. Τόσοι νέοι αντιδρούν και φωνάζουν για πράγματα που δεν τους αρέσουν στην Αθήνα και αυτό είναι καλό. Πρέπει να μάθουμε να σκοτώνουμε τον βασιλιά και τη βασίλισσα όταν δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους, ή όταν δεν παίζουν σωστά το παιχνίδι. Πάνω από τα κεφάλια τους πρέπει να υπάρχει ένα τσεκούρι που ανά πάσα στιγμή να τους υπενθυμίζει ότι μπορεί να τους σκοτώσει. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί, πρόεδροι, υπουργοί έχουν τη δύναμη, αλλά γι’ αυτούς αποφασίζουμε εμείς και αυτό είναι κάτι που δεν το καταλαβαίνουν και δεν το εκτιμούν.

Vincent Cassel. Απίστευτος ηθοποιός και πανέξυπνος. Τον εμπιστεύτηκα χίλια τα εκατό και αυτός το ίδιο. Δεν θα έκανα ποτέ αυτή την ταινία με αυτόν τον τρόπο αν δεν είχα τον Cassel. Αποφάσισε να μπει και ως παραγωγός στην ταινία μου, τι να πω... απίστευτος! Επιρροές. Αγαπημένοι μου σκηνοθέτες είναι οι Luis Bu uel, Peter Witckin, Federico Fellini. Διαβάζω πολύ γαλλική ιστορία και το αγαπημένο μου βιβλίο είναι του Σελίν το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας. Θεός. Γεννήθηκα στην Αθήνα, βαφτίστηκα ορθόδοξος αλλά στην ουσία είμαι άθεος και δεν φοβάμαι το θάνατο. Αποχαιρετιστήκαμε αφού πρώτα τού ζήτησα να φωτογραφίσει ο ίδιος τον εαυτό του στην τουαλέτα του ξενοδοχείου. Μου είπε πως είναι πολύ χαρούμενος και έχει αγωνία που θα συμμετάσχει στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με την ταινία του. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Βλέμμα_ Κριτική Κινηματογράφος 14

_Βένια Βέργου

Μπουλντόζες και χίμαιρες Attenberg, της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (Ελλάδα 2010, 95΄)* Σεξ και θάνατος. Ενηλικίωση και ματαίωση της ζωής. Μια πόλη-φάντασμα κι ένα εργοστάσιο σκέτος κίνδυνος. Η νέα ταινία της Τσαγγάρη αδιαφορεί για τα σύμβολα, αναδεικνύει την ουσία των πραγμάτων σε κάθε πλάνο και δημιουργεί ένα σύμπαν όπου η ανθρώπινη κατάσταση δεν υπηρετεί καμία «κανονικότητα». Από τις σημαντικότερες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Υπάρχει πολύ σάλιο στα φιλιά των ανθρώπων και το ανδρικό πέος λειτουργεί σαν «πιστόνι». Με τέτοια αντίληψη για τις ερωτικές περιπτύξεις, η απόμακρη 23χρονη Μαρίνα (Αριάν Λαμπέντ), δέχεται σεμινάρια σεξουαλικής αφύπνισης από την κολλητή της, την «έμπειρη» Μπέλλα (Ευαγγελία Ράντου), και βράζει από θυμό. Όσο ο πατέρας της, ο Σπύρος (Βαγγέλης Μουρίκης), μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο, εκείνη περιμένει σαν ηφαίστειο έτοιμο

Ζωάκια στο μικροσκόπιο Χειροκροτήθηκε στη Βενετία μαζί με το υπόλοιπο cast του «Attenberg», εξυμνήθηκε από τον ξένο τύπο για την υποδειγματική ερμηνεία του σε επίπεδο μέτρου στο ρόλο του αρχιτέκτονα Σπύρου και χάρισε στην ελληνική φιλμογραφία μία από τις πιο καίριες παρατηρήσεις ως προς το τι είναι η Ελλάδα. Ο Βαγγέλης Μουρίκης, ο σημαντικότερος, ίσως, κινηματογραφικός ηθοποιός της γενιάς του, αναλύει με κοφτερή γλώσσα όλα όσα δεν λέγονται στην ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη. Β.Β.: Σε μία από τις πιο αποκαλυπτικές σκηνές της ταινίας ο Σπύρος λέει: «από τους βοσκούς στις μπουλντόζες, από τις μπουλντόζες στα μεταλλεία, κι από τα μεταλλεία, κατευθείαν κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

να εκραγεί. Το μεγαλείο στο Attenberg είναι η άνεση με την οποία η αφαίρεση φέρνει πυκνότητα (βλ. τη χρήση της Francoise Hardy και τα εμπνευσμένα χορογραφικά ιντερλούδια των κοριτσιών), η απώλεια συνοδεύεται από σοφή ψυχραιμία (βλ. πώς ο θρήνος αποκρυσταλλώνεται στο βηματισμό της Μαρίνας στο αεροδρόμιο στο τέλος), και ο συγκεκριμένος βιομηχανικός τόπος αξιοποιείται εμπνευσμένα (από τον διευθυντή φωτογραφίας Θύ-

μιο Μπακατάκη) ως προς την αρχιτεκτονική του. Απελευθερωμένη από την ανάγκη να μας συγκινήσει με εύκολους μελοδραματισμούς, η Τσαγγάρη έχει δημιουργήσει έναν παράξενο, παλλόμενο μικρόκοσμο που βγάζει ψυχή χωρίς πολλά λόγια – αλλά με μια ιδιαίτερη μουσικότητα. Αν ο Σπύρος τού σοφά μετρημένου Βαγγέλη Μουρίκη είναι το «πνεύμα» και η ιδεολογία της ταινίας, η Μαρίνα τής Αριάν Λαμπέντ είναι το «σώμα», ένας αληθινός αίλου-

_Βαγγέλης Μουρίκης

_Συνέντευξη: Βένια Βέργου

στον μικροαστικό παροξυσμό. Χτίσαμε μια βιομηχανική αποικία στις στάνες και πιστεύαμε ότι κάναμε μια επανάσταση».

να σε κρεμάσω» συμπεριφορά τους. Έγιναν καταναλωτές της ίδιας της ταυτότητάς τους και κατέληξαν να τρώνε την ιστορία τους και τον εαυτό τους. Κανένας τόπος δεν τους ανήκει πλέον και αυτοί δεν ανήκουν πουθενά.

Β.Μ.: Έχεις ακούσει που λένε: «λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο», «με πορδές αυγά δεν βάφονται», ή «το πιο ατίθασο άλογο είναι το καλάμι», και άλλα τέτοια; Ο Σπύρος, αρχιτέκτονας, μετέτρεψε έναν τεράστιο παραθαλάσσιο και υπέροχο ελαιώνα σε υψηλών προδιαγραφών βιομηχανική αποικία παραγωγής μοντέρνων προϊόντων. Άνθρωποι, άσχετοι με τη συγκεκριμένη παραγωγή, ξεριζώθηκαν κανονικά και πήγαν εκεί να δουλέψουν με τη συμφωνία ότι όταν πεθάνουν, πράγμα σίγουρο και σύντομο, θα τους έστελναν πίσω στα μέρη τους να τους θάψουν. Μπρος-πίσω ζάλισμα, μιλάμε τώρα, και ασκήσεις αντοχής στο χρόνο και στα καινούργια υλικά. Ξέσπασαν, λοιπόν, οι άποικοι στην πόλη με την «καινούργιο κοσκινάκι μου και πού

Β.Β.: Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι σαν να ζουν στο... ζωικό βασίλειο. Β.Μ.: Ζωάκια στο μικροσκόπιο. Ανθεκτικοί και πολύ δυνατοί χαρακτήρες, πεταλούδες χρωματιστές, που στο περιορισμένο πέταγμά τους, σε εντυπωσιάζουν με την επιμονή τους σε αυτά που θέλουν να κάνουν. Ήρωες που αξίζουν την ιδιαίτερη προσοχή μας. Β.Β.: Με ερμηνείες ένα βήμα πριν το ρεαλισμό, πώς αναπτύξατε τους χαρακτήρες σε σχέση με την «αρχιτεκτονική», τους τόπους της ταινίας; Β.Μ.: Και οι τόποι αυτοί ένα βήμα πριν το ρεαλισμό είναι. Λίγοι πίστευ-

ρος, που σωματοποιεί τα συναισθήματά της με μαγικό τρόπο. Κι αν η ταινία ακροβατεί ανάμεσα στην εγγύτητα και την απόσταση, είναι γιατί μόνο έτσι οι ήρωές της αντέχουν το νόημα της ύπαρξης. Για να καταλήξουν σ’ ένα καταπληκτικό πλάνο-φινάλε που αναδύει όλη τη χωματίλα της ζωής.

* Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 9 Δεκεμβρίου

αν ότι υπάρχουν και κατοικούνται. Πανέμορφοι, με ατμόσφαιρα πρωτόγνωρη, ύφος μοναδικό και ντεκλαρέ συμπεριφορές… Α, ρε Πίπη, εσύ και οι φίλοι σου τι φτιάξατε… Β.Β.: Στο «Attenberg» δεν λες πολλά. Στον «Μαχαιροβγάλτη» υψώνεις τους τόνους. Πώς δουλεύεις με το λόγο κάθε φορά; Β.Μ.: Με μιξεράκι, τρικ μάι φόρτ, μπανέλα ανοξείδωτη, περασμένη με διπλή επίστρωση, βερνίκι ντουρολάκ και περασμένο προηγουμένως αστάρι νεφτιού, όχι υδατοδιαλυτό, γιατί σκάει... Στον «Μαχαιροβγάλτη», λοιπόν, έχεις να κάνεις με αγρίμια που δεν ξέρουν αλλιώς. Δεν καταλαβαίνουν Χριστό. Είναι ίδιοι μεταξύ τους και για να ξεχωρίζουν πρέπει να κορνάρουν σε όλους τους τόνους. Να υπάρχουν. Και υπάρχουν. Στο «Attenberg» υπάρχουν στις σχέσεις, στην ανάγκη και την εξάρτηση του ενός από τον άλλον.


Κινηματογράφος _Βλέμμα _Αλέξανδρος Βούλγαρης

15

Στάνλεϋ Kιούμπρικ σ’ αγαπώ Στάνλεϋ Kιούμπρικ σ’ αγαπώ Μου αρέσουν οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους και δεν γκρινιάζουν. Με αυτούς νιώθω ότι συμπορεύομαι. Μπορεί να μην είναι σκηνοθέτες ή μουσικοί. Να έχουν μαγαζί με ρούχα ή σουβλατζίδικo ή να είναι δάσκαλοι ή γιατροί. Ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ ήθελε να κάνει καλά τη δουλειά του. Επέμενε για την καλύτερη ποιότητα και αισθητική. Επέμενε για την εξέλιξη των πραγμάτων. Η πρόταση της χαμηλής ποιότητας στις τέχνες είναι μια αντιδραστική μαλακία και μισή. Επιτέλους οι άνθρωποι πρέπει να αρχίσουν να πηγαίνουν βήματα μπροστά και όχι απλά να αντιστέκονται και να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους γι’ αυτά που βλέπουν γύρω τους. Βασικά πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν γύρω τους και να κοιτάξουν και λίγο μέσα τους. Υπάρχει κάτι σημαντικότερο από την κοινωνία, την καθημερινή επιβίωση, τη δικαιοσύνη. Η τέχνη πρέπει να είναι σαν την αναζήτηση εξωγήινης ζωής στο διάστημα. Μια προσπάθεια για κάτι παραπάνω από αυτό που έχουμε και ήδη γνωρίζουμε. Αν μπορούν οι καλλιτέχνες να ασχοληθούν με κάτι ουσιαστικό ας το

κάνουν και ας μην καταλάβει κανείς τίποτα. Αν κάποιος ξέρει 10000 λέξεις δεν πρέπει να μιλάει με 10. Αν πάλι κάποιος ξέρει 10 λέξεις θα εξαντλήσει πολύ γρήγορα και αυτό που έχει να πει άλλα και την υπομονή μας. Οι καλλιτέχνες αν αγαπάνε το κοινό πρέπει να το βοηθήσουν να εξελιχθεί και όχι να κάνουν παρέα μαζί του στο τελευταίο θρανίο. Να το σοκάρουν με γνώση και νέες οπτικές γωνίες. Ο Κιούμπρικ στο 2001: η Οδύσσεια του διαστήματος, υπήρξε ο τολμηρότερος των κινηματογραφιστών. Τον ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου που έφτιαξε κάτι τόσο δύσκολο, τόσο απροσπέλαστο, τόσο σύνθετο, τόσο τέλειο που όλη μου τη ζωή έχω τώρα έναν σκοπό. Να το νιώσω. Να το καταλάβω. Να το προσπαθήσω. Να το βλέπω. Ξανά και ξανά. Το 2001 είναι η απόδειξη ότι δεν υπάρχει Θεός. Κανένας άνθρωπος και κανένας Θεός δεν ξαναέφτιαξε κάτι τόσο όμορφο και ουσιαστικό. Είναι σημαντικότερο από την ίδια τη φύση που με περιβάλλει. Αν μου λέγανε να καεί ένα δάσος ή η κόπια τού 2001 δεν θα είχα κανένα ενδοιασμό για το τι είναι πιο σημαντικό για μένα σε αυτή τη ζωή.

5 ταινίες επιστημονικής φαντασίας που ψάχνουν για κάτι παραπάνω 1. Hardware (1990) του Richard Stanley Η πιο γνωστή ταινία του παράφρονα Stanley. Ορόσημο για το είδος της low budget ταινίας επιστημονικής φαντασίας. 2. The War Game (1965) του Peter Watkins Το αριστούργημα του ψευδοντοκιμαντερίστα Watkins, γυρισμένο για το BBC χωρίς να παιχτεί τελικά ποτέ, εξιστορεί τα γεγονότα που θα ακολουθούσαν μια πιθανή πυρηνική επίθεση στη Βρετανία.

3. Spirits of the Air, Gremlins of the clouds (1989) του Alex Proyas Πρώτη ταινία του σκηνοθέτη του Κορακιού και της Σκοτεινής Πόλης. Επιστημονική φαντασία με όραμα, δυσεύρετη, με ένα αριστουργηματικό σάουντρακ από τον Peter Miller. 4. Stereo / Crimes of the future (1969-1970) του David Cronenberg Οι μεσαίου μήκους ταινίες του Κρόνενμπεργκ. Πιο κλινικός από ποτέ, ο καναδός σκηνοθέτης, μας ει-

σάγει στον κόσμο του με δύο πάμφθηνες και ευτυχώς καθόλου γοητευτικές ταινίες. 5. Dune (1984) του David Lynch Επιτέλους πρέπει να έρθει η ώρα να ξαναεκτιμηθεί αυτή η ταινία που θεωρείται η ντροπή του Lynch. Και μόνο για την προσπάθειά του για κάτι τόσο διαφορετικό. Και μόνο για την αδιαφορία του να είναι κατανοητός.

1. Sad Kermit – Needle in the hay Παλιό άλλα αγαπημένο. Ένα από τα πρώτα καλλιτεχνικά πρότζεκτ του youtube που δεν απογειώθηκε ποτέ.

2. Kostas Kavadias User Γυρνάει στις συναυλίες της Αθήνας και κινηματογραφεί πάντα με καλή ποιότητα και αντοχή μέχρι το τέλος. Μετράει μέχρι στιγμής 540 βίντεο όλα από το 2010.

3. Το Κουτί της Πανδώρας Πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή για την αστυνομική βία και τη σχέση της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή.

http://www.youtube.com/ watch?v=5oEYMGL0ZtA

http://www.youtube.com/user/ kavadiaskostas

http://www.youtube.com/ watch?v=kgLOTQjE3ho

Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Βλέμμα_ Μουσική 16

_Berlin Brides feat. Tijana Prodanovic

Οικονομία, Ξενομανία και Αποτριχωτικό Κερί

Fact: Η αποχή στις τελευταίες εκλογές έφτασε το 53,25% στις περιφερειακές και το 50,74% στις δημοτικές εκλογές. Συνολικά περισσότεροι από τους μισούς πολίτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον δεύτερο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών. Κυρίως οι νέοι. Κάθε (δύσκολη) εποχή στην ιστορία δημιουργούσε και αντίστοιχα αντιδραστικά καλλιτεχνικά ρεύματα. Στην Ελλάδα του 2010 η πλειοψηφία των καλλιτεχνών απέχει, ασχολούνται με τα προσωπικά τους. Berlin Brides: Στα περισσότερα συγκροτήματα υπάρχει μια ναρκισσιστική διάθεση, όπου κυρίως ασχολούνται με τον ήχο τους, με το στυλ τους. Εδώ στην Ελλάδα, οι μόνοι που βγαίνουν να «διαμαρτυρηθούν» είναι τα κομματόσκυλα. Ο απολυμένος κόσμος που έχει καεί από όλο αυτό το σύστημα δεν βγαίνει, ψάχνει για δουλειά. Και στην τέχνη γίνεται το ίδιο, το ένα είναι απόρροια του άλλου. Δεν υπάρχει πραγματική αντίδραση, γίνονται κινήσεις μεμονωμένες, αποσπασματικές, οι οποίες δεν κάνουν το σύστημα να παραλύει ουσιαστικά. Υπάρχουν επιρροές από το εξωτερικό, η ξενομανία στην τέχνη είναι πολύ έντονη. Σε αντίθεση με την ξενοφοβία στην ελληνική κοινωνία. Ο Έλληνας πρέπει να λύσει τα δικά του προσωπικά για να μπορέσει να συνειδητοποιήσει και να κάνει την κριτική του συστήματος και υπάρχουν πολλά κόμπλεξ, πολλές ασυμβατότητες. Ακόμα δεν έχουμε αφομοιώσει τη μεταμοντέρνα εποχή. Από τις στάνες στα σχεδιαστήρια. Από την αγροτική κοινωνία στο μεταμοντέρνο. Υπάρχει αμηχανία κι εμείς είμαστε

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

η γενιά που καλείται να το διαπιστώσει και να αντιδράσει. Εδώ και το είδος μουσικής που αντιπροσωπεύουμε εμείς δεν είναι καν ελληνικό. Και αυτό είναι σίγουρα ένα κόμπλεξ. Fact: Η κυβέρνηση του Καναδά το 2010 ανέβασε την ετήσια επιχορήγηση των νέων μουσικών, αναγνωρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται τόσο η πολιτιστική τους προσφορά στο κράτος και η ποιότητα ζωής των πολιτών, όσο και η ανταγωνιστικότητα του Καναδά στην παγκόσμια οικονομία. Berlin Brides: Στον Καναδά γενικώς υπάρχει σωστός σχεδιασμός και καλή οργάνωση.Ο Δήμος του Τορόντο έχει 228 εκατ. δολάρια πλεόνασμα, ενώ εμείς εδώ έχουμε τρελό έλλειμμα. Εκεί θεωρείται ότι οι μουσικοί θα φέρουν έσοδα στο κράτος και επιχορηγούνται. Εδώ φέρνουν ξένους, που δεν τους ξέρει κανένας και έχουν όλα τα έξοδα πληρωμένα. Εμείς είχαμε απευθυνθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού για μια επιχορήγηση, τουλάχιστον να καλύψουμε τα εισιτήρια. Φυσικά φάγαμε πόρτα. Και μετά πήγαμε και στην ΑΕΠΙ, η οποία έχει ένα κονδύλι 10% που υποχρεούται να δίνει στους καλλιτέχνες για προβολή και από μας, από τα δικαιώματα, κρατάει πολλά χρήματα. Όσα mail στείλαμε, όσα τηλέφωνα πήραμε, δεν μας απάντησε κανείς ποτέ. Τα χρήματα είτε καθυστερούν είτε δεν τα παίρνεις καθόλου. Αν κάναμε πενήντα live, πληρωθήκαμε για πέντε. Οι διοργανωτές κάποτε απλά δεν πλήρωναν, τώρα έχουν και τη δικαιολογία. Ό, τι κάνουμε είναι with a

Όλα ξεκίνησαν μερικά χρόνια πριν από μια ιδέα για περφόρμανς με πρωταγωνίστριες νύφες να προσγειώνονται στη γερμανική πρωτεύουσα, σκορπίζοντας την αγάπη. Στην πορεία η προκλητική, kinky γλώσσα της Νατάσσας ενώθηκε με τις δυναμικές, electropunk μελωδίες των πλήκτρων της Μαριλένας και γεννήθηκε το συγκρότημα Berlin Brides. Στην Αθήνα, όμως, δεν ζουν από τη μουσική. Αν εξαιρέσουμε μερικά ιδιαίτερα μαθήματα πιάνου. Στον Καναδά κάνουν 6 συναυλίες το 4ήμερο. Στην Ελλάδα συνήθως δεν πληρώνονται για τις εμφανίσεις τους. Το ντεμπούτο τους Modern Celibacy μόλις κυκλοφόρησε από την Inner Ear. Αφορμή να σχολιάσουν την επικαιρότητα για το Κοντέινερ.

little help from my friends, δεν υπάρχει κανένας φορέας. Fact: Οι –πανταχού παρούσες– επανενώσεις συγκροτημάτων φέτος έχουν σπάσει όλα τα ρεκόρ. H μουσική βιομηχανία, σε αντίθεση με τη δισκογραφική βιομηχανία, έχει βιώσει μια σημαντική ύφεση, χάρη στα διαρκώς αυξανόμενα έσοδα από συναυλίες. Τα «sequels» των συγκροτημάτων μπορούν να προσφέρουν (οικονομικά) πολλά περισσότερα απ’ ό,τι προσέφεραν την πρώτη φορά, καθώς έχουν οικονομική αξιοπιστία. Το νέο άλμπουμ των (επανενωμένων) Take That αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα. Χαρακτηρίστηκε «το άλμπουμ με τις γρηγορότερες πωλήσεις του αιώνα». Berlin Brides: Προφανώς και δεν πρόκειται για μια καλλιτεχνική ανάγκη, αλλά βρήκαν έναν τρόπο να ανέβουν οικονομικά. Φέτος γίνονται πάρα πολλά reunion… Pulp, Blur, Suede. Δηλαδή βλέπεις το line up του Glastonbury και είναι σαν να γίνεται το ’94. Αφού δεν πήγαμε τότε που θέλαμε, έχουμε την ευκαιρία να πάμε τώρα, το ίδιο είναι. Εδώ πάλι κάνουν live οι Κατσιμιχαίοι και οι Πυξ Λαξ μετά από τόσα χρόνια απουσίας. Και οι εταιρείες προτιμούν να επενδύσουν σε ένα μέτριο άλμπουμ μιας παλιάς μπάντας από το να στηρίξουν κάποιον καινούργιο. Μικρότερο το ρίσκο, μεγαλύτερα τα έσοδα. Fact: Μερικές ελληνικές δισκογραφικές εταιρείες προσφέρουν στα συμβόλαιά τους (με πληρωμένα έξοδα παραγωγής) στους καλλιτέχνες το 2% (!)

των πωλήσεων. Berlin Brides: Ο μόνος λόγος για τον οποίο σίγουρα δεν βγάζεις δίσκο είναι ο οικονομικός. Δεν κερδίζεις χρήματα, ούτε εσύ, ούτε η εταιρεία σου. Το cd υπάρχει καθαρά για διαφημιστικούς λόγους, να αποδείξεις ότι σαν καλλιτέχνης δεν υπάρχεις μόνο στις συναυλίες σου, αλλά παράγεις όντως. Είναι κάτι σαν διαβατήριο. Fact: Μια εταιρεία από το Σικάγο λάνσαρε στην αγορά μια καινούργια μάρκα καφέ με το όνομα (του folk indie συγκροτήματος) Wilco. Berlin Brides: Αποτριχωτικό κερί Berlin Brides, σαν το τραγούδι μας! Δεν είμαστε brand, είμαστε μουσικοί. Δεν θα θέλαμε να φτάσουμε σε τέτοιο σημείο. Η μουσική μας είναι ήδη το διαφημιστικό μας, δεν χρειάζεται να βάλουμε τις φάτσες μας σε σάλτσα για μακαρόνια για να ζήσουμε από τη «μουσική» μας. Fiction: Αναμένεται η επανένωση των θρυλικών One. Στην αρχική τους μορφή. Όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις του πολυαναμενώμενού τους χριστουγεννιάτικου cd single, θα διατεθούν για φιλανθρωπικό σκοπό στο ίδρυμα «Το Χαμόγελο του Εναλλακτικού Καλλιτέχνη». Τα χρήματα από τα εισιτήρια της περιοδείας τους θα επενδυθούν σε μια νέα μάρκα παραγωγής τζατζικιού, με ιδιαίτερη γεύση κρόκου Κοζάνης σε συσκευασία βινυλίου και με όνομα Berlin Brides. (Απόσπασμα από το Σχέδιο Οικονομικής Ενίσχυσης της χώρας για το έτος 2011.)


Χορός _Βλέμμα _Κατερίνα Σπυροπούλου

17

Και του χρόνου... Ζητήσαμε από γνωστούς χορογράφους να μας μιλήσουν για την παράσταση χορού που ξεχώρισαν για τη χρονιά που μας πέρασε και να μας εξηγήσουν εν συντομία το γιατί...

Πατρίσια Απέργη: Θα ήθελα να αναφερθώ στο double bill της Βάσως Γιαννακοπούλου με το έργο η Μαρία πάει στο ποτάμι και της ομάδας Fora etc. με το έργο Tο μαντρόσκυλο. Πρώτα, γιατί θεωρώ εξαιρετική ιδέα το δύο παραστάσεις σε μία. Είναι καιρός, νομίζω, όταν για όλους εμάς τα πράγματα και οι συνθήκες είναι τόσο δύσκολες σε σχέση με την παραγωγή μιας παράστασης, να αρχίσουμε να μοιραζόμαστε επιτυχίες και ευθύνες. Και αφού πρέπει να μιλήσω για μια μόνο παράσταση, θα εστιάσω στη νεότερη ομάδα... Το μαντρόσκυλο ήταν εξαιρετικό, μια άρτια δουλεμένη παράσταση, με έρευνα, ταυτότητα και ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικά συνεργασίες. Άντε και στα επόμενα...

Ίρις Κάραγιαν: Η παράσταση χορού που βρήκα ενδιαφέρουσα τον τελευταίο καιρό ήταν της Μαρίας Κολιοπούλου από την ομάδα Πρόσχημα με τίτλο [πράξη] 8-Singularity. Με ενδιαφέρει η σταδιακή ανάπτυξη και εξέλιξη της κίνησης από την κατάσταση της ακινησίας σε καθολική κίνηση και η χρήση του ρυθμού κατά τη διάρκεια του έργου. Η χρήση του σκηνικού περιβάλλοντος λειτούργησε προς όφελος της παράστασης επιτρέποντας στον θεατή να διεισδύσει στο έργο με εργαλείο την καθαρότητα τόσο σε επίπεδο εικόνας όσο και φόρμας.

Κωνσταντίνος Μίχος: Η 4ήμερη αυτοσχεδιαστική παράσταση-συνάντηση 63 Ελλήνων χορογράφων-χορευτών ακόμα και ερασιτεχνών το Μάιο στις Ροές. Αυτάρκεις μέσα στο ελάχιστο της 10λεπτης συνάντησης σε τυχαία ντουέτα και τρίο χωρίς προετοιμασμένο θέμα, απαλλαγμένοι από την πίεση της επιχορήγησης, αποκαθαρμένοι από τα μαλάματα της εικόνας τους, γενναιόδωροι, ανέδειξαν τη δύναμη ενός πιθανού δρόμου για τον ελληνικό χορό, λιτού σε μέσα αλλά πλούσιου σε ιδέες και ταυτόχρονα απόλυτα επικοινωνήσιμου. Μετά από μία εβδομάδα ανακοινώθηκαν οι επιχορηγήσεις και

φτου! πάλι πίσω στα μετερίζια. Πάλι, για όσους ψάχνουν ακόμα μέσα στο διαλυόμενο και κυνικό μεταμοντέρνο περιβάλλον της ζωής μας να βρουν σύγχρονες τελετές και είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν με εμπάθεια σε συλλογικότητες, η καλύτερη κινητική-σωματική έκφραση όλης της χρονιάς ήταν το γκολ του Νάτσο Σκόκο ή Δαίμονα ή Yδραυλικού στο 40' στη νίκη της ΑΕΚ εναντίον των γαύρων τον Ιανουάριο μέσα στο Καραϊσκάκη.

Αλίκη Καζούρη: Πόσο έντονο αίσθημα προσμονής μου δημιουργεί το ξεκίνημα μιας παράστασης. Είτε είμαι στη σκηνή, είτε στα παρασκήνια, είτε ανάμεσα στους θεατές. Αγωνιώ για τους χορευτές μου, για τους μαθητές μου, για τους φίλους μου, γι’ αυτούς που τους περιμένω στη γωνία να κάνουν μέτρια δουλειά, γι’ αυτούς που θαυμάζω και γι’ αυτούς που δεν εκτιμώ. Αυτή είναι η ελληνική χορευτική σκηνή. Γεμάτη από ανθρώπους που εναλλάσσονται στη σκηνή και στην καρέκλα του θεατή ή στο ηλεκτρολογείο να δίνουν τα queues στον τεχνικό. Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα χρόνια μεγαλώνουμε μαζί με τους συναδέλφους μας, τους βλέπουμε να ωριμάζουν ή να γερνάνε, τους παρακαλούμε να παρακολουθήσουν με αγάπη και επιείκεια τη δουλειά μας ή αν είναι δυνατόν να μας δοξάσουν. Γκρινιάζουμε, κλαιγόμαστε, χαιρόμαστε, υποκρινόμαστε, ενίοτε δε ενθουσιαζόμαστε, αλλά προπαντός πορευόμαστε όλοι μαζί σε ένα χώρο που μας πετά από ένα έως δύο κοκαλάκια κάθε φορά. Το πιο σημαντικό είναι ότι πίνουμε κι ένα ποτάκι μαζί στα ανακαινισμένα φουαγιέ των παλιών θεάτρων της Αθήνας. Έχουμε πολλά να μοιραστούμε.

Τζένη Αργυρίου & Σοφία Μαυραγάνη: To Be To Do To Do To Be |dobedobedo| (ΜΑΙΟΣ 2010) γιατί δεν το υπέγραψε κανείς γιατί χρειαζόταν γιατί δεν χρειάστηκε τον Τύπο

γιατί αυτοδημιουργήθηκε γιατί ήταν ειλικρινές γιατί γελάσαμε και συγκινηθήκαμε γιατί μας προκάλεσε γιατί ήμασταν όλοι εκεί γιατί ανέδειξε την πολυμορφικότητα του ελληνικού χορού γιατί ξεπέρασε τις προσδοκίες μας

Λίντα Καπετανέα & Joseph Frusceck: Ταξιδεύοντας συνεχώς τα τελευταία οκτώ χρόνια είδαμε πολλά site specific πρότζεκτ αλλά κανένα δεν συγκρίνεται με την παράσταση Πουθενά του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Κάποιος είπε ότι η ποιότητα μιας παράστασης δεν έγκειται στις ιδέες που παρουσιάζεις στη σκηνή, αλλά στον τρόπο με τον οποίο καταφέρνεις να τις τοποθετήσεις στο σωστό χρόνο και χώρο. Ο Δημήτρης απέδειξε ότι σχεδόν με απόλυτη σιωπή και απλότητα μπορείς να δημιουργήσεις ένα ολόκληρο σύμπαν μιας απέραντης συναισθηματικής καταιγίδας. Δεν δημιούργησε μια κενή αισθητική, αλλά μια ολοκληρωμένη και σύνθετη συνομιλία μεταξύ του ζωντανού σώματος των χορευτών και του χώρου μέσα στον οποίο κινούνταν.

Δημήτρης Σωτηρίου: Τη χρονιά που πέρασε, λοιπόν, στέκομαι στο Πουργατόριο της ομάδας Κι όμως κινείται. Τι περίεργος συνειρμός είναι όμως αυτός που με στέλνει τόσο πίσω στα χρόνια και με καθηλώνει σε μια άλλη στιγμή... ίσως να φταίνε και τα καθαρά μέτωπα του Καμίλο και της Χριστίνας... Στη παράσταση του φθινοπώρου του ’90 από την ομάδα Τα μήλα στο δημοτικό θέατρο Αθηνών, (ή Άγιο Σώστη, όπως το αποκαλούσαμε τότε οι άνθρωποι του χορού). Μόλις είχα περάσει στην Κ.Σ.Ο.Τ. και ήταν η πρώτη μου επαφή με τη σύγχρονη ελληνική σκηνή. Κι ενώ επρόκειτο για ένα ομαδικό κομμάτι εγώ είχα καρφωθεί σε μια ύπαρξη και συγκεκριμένα στο κούτελο που και τώρα ακόμα που το θυμάμαι... Ένα κομμάτι του, μού έμεινε εκεί από εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Το μέτωπο αυτό ανήκει στην Κική, κι

από τότε περάσαμε είκοσι ολόκληρα χρόνια μαζί...

Μαριέλα Νέστορα: Η ομάδα χορού Πρόσχημα παρουσίασε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών την παράσταση Πρ/άξη 8, Singularity, στις 11 και 12 Ιουνίου. Οι [πράξεις] της Μαρίας Κολιοπούλου έχουν πολύ ενδιαφέρουσα γραφή, μια εξαιρετική ικανότητα να διαστέλλουν το χρόνο και αγγίζουν το τελετουργικό μέσα από μια πολύ ιδιαίτερη κινητική γλώσσα.

Μαρία Κολιοπούλου: Μind the map, μία παράσταση των Fingersix. Ως ένα ταξίδι εικόνων και αναμνήσεων, ένα σωματικό διάλογο που διερευνά τα όρια της ετερότητας, χαρακτηρίζει η ομάδα Fingersix την τελευταία της παραγωγή και αυτό πετυχαίνει με ειλικρίνεια και αμεσότητα. Η παράσταση σε προδιαθέτει θετικά από την αρχή. Σε κερδίζει στη συνέχεια με χιούμορ και ευαισθησία. Η καθαρότητα στη χορογραφική σύνθεση και τη δομή, η πολύ καλή χρήση του χώρου, η πρωτότυπη μουσική σύνθεση και η εξαιρετική ερμηνεία, δημιουργούν ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Τσιούκας Κώστας: Μου άρεσε η παράσταση του πολύ στενού μου φίλου Αντώνη Φωνιαδάκη Ρωμαίος και Ιουλιέτα που είδα στο ΚΘBΕ στη Θεσσαλονίκη για τους εξής λόγους: Γιατί μιλάει για την αιώνια αγάπη. Moυ άρεσαν τα κινητικά μέρη και οι χορευτές. Το έργο ασχολείται με την ονειρικότητα και όχι με την πραγματικότητα (σε αυτό συγγενεύουμε ως χορογράφοι με τον Φωνιαδάκη). Ο Φωνιαδάκης «προμοτάρει» τα νέα ταλέντα και αυτό είναι κάτι πολύ αισιόδοξο για το μέλλον. Επίσης, μου άρεσαν πολύ τα χρώματα, τα φώτα και τα κοστούμια, τα οποία είχε επιμεληθεί ο ίδιος με τον φίλο του Τάσο (σ.σ. Σωφρονίου), γνωστό από το Next Top Mοdel. Tέλος, πέρασα καλά γιατί η Θεσσαλονίκη είναι αγαπημένη πόλη και φιλική προς τους χορευτές. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Βλέμμα_Φεμινύστα 18

_Μελίνα Σπαθάρη

Η Πριγκίπισσα Χιτζάμπ Το Παρίσι έχει τον δικό του Μπάνκσι. Είναι γυναίκα και χτυπά πάντα βράδυ, ζωγραφίζοντας μπούργκες πάνω στα ημίγυμνα μοντέλα των διαφημίσεων.

Μπορώ να φανταστώ την Princess Hijab: Μια φιγούρα ντυμένη στα μαύρα, να περπατά νευρικά λίγο πριν τις έξι το πρωί στις άδειες αποβάθρες του παρισινού μετρό, να κοντοστέκεται μπροστά σε κάποια διαφημιστική αφίσα να βγάζει τις μπογιές της και σχεδόν μονοκοντυλιά να «ρίχνει» πάνω στο ημίγυμνο μοντέλο ένα καινούργιο αξεσουάρ στην κολεξιόν: Μια μπούργκα, ένα φερετζέ, ή μια μαντίλα. Έπειτα, να βάζει πίσω τις μπογιές και πριν προλάβεις να πεις «ζορό» να εξαφανίζεται στα βουλεβάρτα. Η PH είναι η πιο ακριβοθώρητη και δυναμική street artist του Παρισιού. Χτυπά πάντα βράδυ με μαύρη μπογιά ή μαρκαδόρο έχοντας από πριν εντοπίσει το στόχο της: πλακάτ με διαφημιστικές αφίσες, όπως της H&M, των Dolce & Gabbana ή της Virgin. Και κάνει άνω-κάτω τις αρχές που θα τρέξουν να «κατεβάσουν» το βέβηλο έργο της πριν ρίξει στα αζήτητα τον διαφημιστικό χώρο του μετρό. Ωστόσο, το «κακό» θα έχει ήδη γίνει, και η ζωγραφιά θα αποκτήσει μια δική της μετά θάνατον ζωή εφόσον η δημιουργός έχει προλάβει να το φωτογραφίσει και να το στείλει στο διαδί-

κτυο ή σε κάποια έκθεση στο εξωτερικό. Η ταυτότητά της παραμένει εδώ και χρόνια κρυφή. Γαλλομουσουλμάνα κόντρα στο ισλαμόφοβο σύστημα; Φονταμενταλίστρια με φεμινιστικές ανησυχίες τρίτης γενιάς αφού αφήνει πάντα ένα μικρό κομμάτι γυμνής σάρκας στα οπίσθια των μοντέλων; Απλά ακτιβίστρια κατά της εκμετάλλευσης των γυναικών και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής; Όλα αυτά μαζί ή τίποτα απ’ όλα αυτά; Όπως ο μεγαλύτερος παρισινός street artist, ο Blek le Rat, που ήταν και η πηγή έμπνευσης του Banksy, η Princess θα μπορούσε να είναι ακόμη και άντρας, πενηντάρης, λευκός, που να ψηφίζει μέχρι και Σαρκοζί. To μόνο που ξέρουμε είναι πως γεννήθηκε το ’88, ξεκίνησε στα 17 να ζωγραφίζει γυναίκες με φερετζέδες πάνω σε σκέιτ, και ότι κάποια στιγμή διάβασε το No Logo της Naomi Klein και άρχισε τις πιο δραστικές παρεμβάσεις. Σε πρόσφατη, ινκόγκνιτο συνέντευξη στη Guardian δήλωσε ότι αυτό που κάνει το βλέπει μόνο ως ένα καλλιτεχνικό αντάρτικο πόλης, μια ποιητική εξίσωση που ενώνει το σκοτάδι του φερετζέ με το σκοτάδι της παρισινής νύχτας: και τα δυο κρύβουν ράτσα, μύθους, φύλα,

γεωγραφία, προκαταλήψεις. Αλλά το αυτί του Σαρκοζί δεν ιδρώνει, στη δική του Γαλλία μια δημιουργική παρέμβαση όπως αυτή της PH ισοδυναμεί με το να ζωγραφίζεις αεροπλανάκια καρφωμένα πάνω στους ουρανοξύστες του Μανχάταν. Έξι χρόνια μετά την απαγόρευση της μαντίλας και όλων των «ύποπτων» θρησκευτικών συμβόλων από τα σχολεία, η γαλλική κυβέρνηση εξαπολύει εκστρατεία απαγόρευσης της μπούργκας και του φερετζέ από όλους τους δημόσιους χώρους. Και το παράδειγμά της υποστηρίζει το Βέλγιο, η Ολλανδία, και κάποιοι βρετανοί Tories. Στο Παρίσι, από του χρόνου θα είναι παράνομο για μια γυναίκα να κρύβει το πρόσωπο της σε δημόσιο χώρο όχι μόνο στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή στις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και στους δρόμους, τα σούπερ μάρκετ και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για τον Σαρκοζί αυτός είναι ο τρόπος να προστατεύσει τη «γαλλικότητα» των δρόμων, να καθησυχάσει τον ισλαμόφοβο κόσμο (Η Γαλλία έχει τον μεγαλύτερο μουσουλμανικό πληθυσμό στην Ευρώπη) με ethical άλλοθι την προστασία των δικαιωμάτων της γυναίκας. Προ-

ϋποθέτει όμως αυθαίρετα ότι ο φερετζές είναι εργαλείο πατριαρχικής καταπίεσης, αγνοώντας ότι όλο και περισσότερες γυναίκες και μάλιστα νέες επιλέγουν πλέον μόνες τους να «σκεπαστούν», γιατί το θεωρούν δυνατό statement ταυτότητας και διαφοροποίησης από τη globalised σεξουαλικοποιημένη θηλυκότητα. Και κάτι ακόμη: Ο δρόμος στη Δύση είναι μια ελεύθερη ζώνη συγχρωτισμού, όπου όλες οι φυλές, οι τάξεις, οι κοινότητες, οι κουλτούρες και οι υποκουλτούρες έχουν δικαίωμα διάβασης. Σ’ αυτό το χώρο φοράς ό,τι θες, με μόνο περιορισμό να μην προσβάλεις τη δημόσια αιδώ. Είναι η πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της Ευρώπης που κάποιο κράτος επιχειρεί να επιβάλει dress code στους δημόσιους χώρους. Αλλά και το να υποχρεώνεις κάποιον να είναι σώνει και καλά ελεύθερος, με όρους τους οποίους δεν εγκρίνει ο ίδιος αφήνει σίγουρα πολλά κενά και ερωτήματα. Ο Σαρκοζί μοιάζει να λέει πως μέρος του γαλλικού τρόπου ζωής είναι και το να περπατάς στο δρόμο γεμάτος –ορατά– χαμόγελα και να λες μπονζούρ. Όμως πόσοι παρισινοί δρόμοι πληρούν τις ζαχαρένιες προδιαγραφές του;


Θεωρία της Γαίας _Βλέμμα _Θάνος Κουτσιανάς

19

Η ανακάλυψη του τροχού Πόσος αγώνας χρειάζεται να βρεις κρυμμένη στα ελάχιστα την ευτυχία; (Πατρίδα των καιρών, Γ. Δουατζής, Εκδόσεις Καπόν) Πόσα πράγματα χωράει ένα σπίτι; Πόσα ρούχα υπάρχουν στην ντουλάπα; Πόσα ζευγάρια παπούτσια, gadgets και πιστωτικές να κατέχει κάποιος; Πόσα αλήθεια έχει ανάγκη; Οικονομία στη σκέψη, τα λόγια, τα συναισθήματα. Μόνο στα πράγματα που αγοράζουμε είναι προφανής η «ελεύθερη» οικονομία. Για την κάλυψη πλασματικών αναγκών. Αυτορρυθμίσεις, με χρέωση πιστωτικών καρτών... Σε αυτόν που δίνεις τα χρήματά σου, δίνεις και τη δύναμή σου. Όπως υποστηρίζουν οι γκουρού της αγοράς, είσαι ό,τι καταναλώνεις. Η κατανάλωση μήτηρ μαθήσεως. Από δημιουργοί μετατραπήκαμε σε καταναλωτές, συντελώντας στην παραγωγή ρύπων οι οποίοι σύντομα θα είναι ανταλλάξιμοι με τη ζωή της φύσης, την ίδια τη ζωή μας. Και δεν αναλογίζεται κανείς το σοφό μάθημα που μας δίνει η φύση διαρκώς, της ανακύκλωσης, η οποία δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά επιβεβλημένη αναγκαιότητα. Το φωνάζει η φύση, η Γη, ότι δεν φτάνουν οι πόροι της για να ζήσουμε, όσο καταναλώνουμε τόσες ποσότητες αγαθών με αυτούς τους φρενήρεις ρυθμούς παθογένειας. Η αβεβαιότητα, η κρίση αξιών, η κεκτημένη καταναλωτική ταχύτητα,

μπορεί να αποβούν μοιραίες. Και όμως ο αγώνας δεν πρέπει να σταματήσει. Οι λίγοι ας γίνουμε πολλοί κι ας κατακτήσουμε την αυτοπεποίθηση και την πίστη –τα μεγαλύτερα όπλα μας– για να διασώσουμε αξίες, ζωή και μέλλον στον πλανήτη. Η συνάντηση, ο εκ βαθέων διάλογος με τον εαυτό μας είναι η προϋπόθεση. Με μέτρο το ουσιώδες, αυτό που πραγματικά έχουμε ανάγκη, οι τρικλοποδιές που βάζει ο καταναλωτισμός αναιρούνται, οι απειλές και ο φόβος ελαττώνονται.

ντήσεις. Θέλουμε να βρούμε εντέλει, τους λόγους, τις προϋποθέσεις που χρειάζεται ο καθένας για να υπάρχει, να συνυπάρχει. Και παρά ταύτα η κυριαρχία του ανθρώπου στη φύση είναι αλαζονική, καταστροφική και αγνοεί την έννοια της αλληλεξάρτησης. Αναρωτιέται εύλογα κάποιος αν διδάσκονται οι πραγματικές ανάγκες. Η ανάγκη σεβασμού προς τη ζωοδότρα φύση. Η ανάγκη αίσθησης ταπεινότητας και αποδοχής της εξάρτησης των πραγμάτων και των ανθρώπων μεταξύ τους.

Το κλειδί κρύβεται στα λίγα, στο λιγότερο κρύβεται το περισσότερο, η κίνηση, ο αέρας της ελευθερίας που έχουν ανάγκη από χώρο. Και όταν ο χώρος καταλαμβάνεται από επί της ουσίας άχρηστα πράγματα, τότε το ζωογόνο οξυγόνο ελαττώνεται κι αυτό. Υπάρχουν ανάγκες πραγματικές και συνυφασμένες με αξίες, οι οποίες προσδιορίζουν το πλέγμα ενδιαφερόντων της ζωής του καθενός. Είναι η δική μας ζωή, οι επιλογές, οι αγωνίες, τα προσωπικά μας αιτούμενα. Δεν αξίζει μια προσπάθεια για βελτίωση αυτής της μοναδικής και ανεπανάληπτης ζωής μας;

Οι φίλοι και οι γνωστοί μας δρουν ανεξάρτητα, αλλά τους αγαπούμε, τους εκτιμούμε και τους υπολογίζουμε. Την ίδια αγάπη και εκτίμηση, θα μπορούσαμε να δείξουμε για τη Γη, τη φύση, το περιβάλλον στο οποίο ζούμε και το αναλώνουμε ασυλλόγιστα.

Ψάχνουμε να βρούμε χρόνο, ουσιώδη ερωτήματα και αντίστοιχες απα-

Υπάρχουν απλές αλήθειες που λένε ότι οι πλασματικές ανάγκες που μας

Κάθε αλήθεια υπαινίσσεται και μια άλλη. Οι κύκλοι δεν είναι πάντα ομόκεντροι. Ο σεβασμός στην αλήθεια που λέει ότι ξοδεύοντας λιγότερο, επενδύοντας στην ουσία, μπορεί να μας οδηγήσει σε μια άλλη οπτική, μια άλλη αλήθεια πιο κοντά στα όριά μας, στο ανθρώπινο μέτρο.

επέβαλαν, μόνο προς όφελός μας δεν είναι. Η παγκοσμιότητα με τη φρενήρη κατανάλωση, αναιρεί την ουσία, την προοπτική, αμβλύνει αξίες και δικαιώματα. Και νομίζω πως είναι εύκολη η ανατροπή της φράσης «πολλά συμβαίνουν έξω από το παράθυρο και μέσα στο σπίτι τίποτα». Αρκεί να επιστρέψουμε στην επίγνωση των πραγματικών αναγκών. Απαιτούνται συνετά μικρά βήματα, όχι γιγάντια που δημιουργούν νέες ανασφάλειες. Ευθείες παράλληλες δεν πρέπει να υπάρχουν, αφού πρέπει να συναντηθούμε κάπου. Η επαναφορά της συναίσθησης απαιτεί καλό αυτί, έξυπνο βηματισμό και πάθος. Μια παλιά κινέζικη σοφία λέει πως ο τροχός αποτελείται από την περιφέρεια, τις ακτίνες και την πλήμνη, αλλά αυτό που τον κάνει χρήσιμο είναι τα κενό ανάμεσα τους. Η φαντασία και η δύναμη, το δικό μας όνειρο για τη ζωή, είναι οι ζωογόνες δυνάμεις που μπορούν να απειλήσουν τις κάθε λογής εξουσίες, οι οποίες μάς θέλουν καταναλωτικά ζώα. Σήμερα άλλωστε επιτακτική ανάγκη (παγκόσμια και τοπικά), δεν είναι μόνο να δίνουμε περισσότερα, αλλά να παίρνουμε λιγότερα.


Βλέμμα_ Βιβλίο 20

_Λευτέρης Βασιλόπουλος

Χάρτινο Βασίλειο

Γυμνή από ψευδαισθήσεις Ζέτα Κουντούρη, Ρωγμές στη Σιωπή (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) Το βιβλίο της Ζέτας Κουντούρη, Ρωγμές στη σιωπή (εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ), είναι το ξέσπασμα ψυχής μιας γυναίκας, η άλλοτε τρυφερή και άλλοτε συγχυσμένη εξομολόγησή της. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί την αμεσότητα, αφηγούμενη πάντα σε πρώτο πρόσωπο –ακόμα και όταν παραθέτει κάποιες επιστολές που ανήκουν στη μάνα της ηρωίδας της– τα πάθη της «αγίας» ελληνικής οικογένειας. Όλα ξεκινούν «τη νύχτα που πέθανε» ο αδερφός της, όταν «φυσούσε ένας δυνατός υγρός άνεμος» και η ιστορία, συχνά πνιγηρή αλλά κυρίως ανθρώπινη, της οικογένειάς της ξετυλίγεται σαν ένα κουβάρι από σκόρπιες αναμνήσεις, ανομολόγητα λάθη και μυστικά, όπου το κάθε μέλος κάνει και τη δική του παλινδρομική κίνηση, καθώς

η επιστροφή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στο έργο της Κουντούρη: ο πρώτος άντρας της ηρωίδας της ζητάει να ξανασμίξουν, η κόρη της επιστρέφει απ’ το Παρίσι, όπου πειραματίστηκε με την ποίηση και τις λεσβιακές σχέσεις – η ίδια ολοένα επιστρέφει στους λαβύρινθους της μνήμης της, ίσως για να ξεκαθαρίσει τι θέλει (να κρατήσει). Τα πρόσωπα και τα περιστατικά, όμως, δεν φαίνεται να παίζουν κάποιο καθοριστικό ρόλο σε αυτό, σαν φιγούρες θολές στην ομίχλη, απλά, περνάνε και φεύγουν, τα διάφορα γεγονότα απλά αναφέρονται – χρησιμεύουν σαν αφορμές για να καταθέσει την ψυχή της, ενόσω απευθύνεται στην πάσχουσα από άνοια μητέρα της ή στον ψυχίατρό της ή, όσο πλησιάζουμε στο λυτρωτικό τέλος, προς τον εαυτό της. Η

γραφή απλή αλλά διεισδυτική, με συγκρατημένο ρυθμό και δυνατές παύσεις, η πλοκή σε δεύτερο ή και τρίτο πλάνο – η συγγραφέας εδώ ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για την κατάδυσή μας στον ελάχιστο χώρο που έχει απομείνει στην ηρωίδα της για να αναπνεύσει, μετά από τόσο θυμό, απογοήτευση, πόνο και τα αντίθετά τους– μετά από τόση ζωή που έδωσε για τους άλλους! Άλλωστε, όπως λέει και ο «παλιός κομμουνιστής» θείος της: «…ξέρω πόσο οδυνηρό είναι να ανακαλύπτεις κάποια στιγμή πως οι άλλοι γνωρίζουν για τη δική σου ζωή πράγματα που ο ίδιος αγνοείς. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν αυτοί οι άλλοι δεν υπάρχουν πια. Τότε που οι λογαριασμοί μένουν για πάντα σε εκκρεμότητα…»

_Έλενα Μαρούτσου

Εν Τυπώσεις

Πρόσωπα μέσα απ’ τη θηλειά της πραγματικότητας Χρήστος Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις (εκδόσεις Πόλις) Ένας εραστής που καταπατάει την Αφύλαχτη Δημοκρατία της Έλλης. Ο Γιάννης που περιφέρει μόνος του ένα άδειο πλακάτ στην πιο Αποτυχημένη Διαδήλωση από καταβολής κόσμου. Μια Ελληνίδα που πασαλείφει το χέρι της με λόγκο και το κολλάει στο χέρι του μετανάστη φίλου της για να μην τους χωρίσουν. Μια πραγματική θηλιά στο λαιμό ενός ζωγραφισμένου προσώπου. Στα δεκαέξι διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή του Χρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις, εκδ. Πόλις, τα πρόσωπα παλεύουν με τη θηλιά που τους έχει φορέσει η πραγματικότητα. Ο φακός του λογοτέχνη έχει επιλέξει να καταγράψει τη στιγμή που η θηλιά αυτή σφίγγει οδη-

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

γώντας τα πρόσωπα άλλοτε σε ηρωικές χειρονομίες, άλλοτε σε κωμικοτραγικούς μορφασμούς ή απεγνωσμένες προσπάθειες να χαλαρώσουν τη μέγγενη. Όλες όμως αποδεικνύονται μάταιες –όπως ειρωνικά δηλώνει και ο τίτλος– καθώς στο ρεαλισμό, τον οποίο υπηρετεί με τη γραφή του ο Οικονόμου, μια τέτοια αναμέτρηση είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη. Είναι αλήθεια πως ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία θέλει το περιβάλλον να πλάθει έως τις τελευταίες του λεπτομέρειες τον άνθρωπο. Κι οι άνθρωποι σε αυτές τις σελίδες έχουν μεγαλώσει στις δυτικές συνοικίες, δουλεύουν σε βιοτεχνίες και σε ναυπηγεία, απολύονται, λυγίζουν απ’ τα δάνεια, πολιορκούνται από συμμορίες της γειτονιάς, παθαίνουν

εργατικά ατυχήματα, τρελαίνονται και καταπίνουν πρόκες απ’ τον πόνο, χάνουν τα σπίτια και τις ζωές τους. Κατά τη γνώμη μου όμως, η δύναμη του βιβλίου δεν προέρχεται μόνο απ’ την ακρίβεια με την οποία περιγράφει έναν κόσμο που ασφυκτιά, ούτε στο καθόλου μικρό επίτευγμα να τον διαπλέει χωρίς να βουλιάζει στο μελοδραματισμό ή στον καθαγιασμό της φτώχειας. Μεγάλο μέρος της έλξης που ασκεί το βιβλίο βρίσκεται στη γλώσσα. Οι διάλογοί του λάμπουν από αυθεντικότητα, ενώ στα αφηγηματικά μέρη η συνάντηση μιας λιτής και συχνά τραχιάς γλώσσας με στιγμές αμιγούς λυρισμού βγάζει αυτό το σπινθήρα που, σε μένα τουλάχιστον, πυροδότησε τη συγκίνηση.


Ποίηση _Βλέμμα _Γιώργος Λαμπράκος

Στιχοπλοκίες

21

Ιδού το εδάφιο Ο μπαμπάς σου κι η μαμά σου σε γαμούνε. Το κάνουν διαρκώς, κι ας μην το εννοούνε. Πρώτα σού φορτώνουν τα δικά τους τα στραβά Κι άλλα τα προσθέτουνε για σένα ειδικά. Μα κι αυτούς με τη σειρά τους τούς γαμούσαν Αυτοί οι μωροί που παλιακά ρούχα φορούσαν, Άλλοτε μεταξύ τους δήθεν ο σεβασμός Κι άλλοτε μες στο σπίτι γινόταν ο χαμός. Ο άνθρωπος στον άνθρωπο πασάρει δυστυχία Και τούτη, σαν τη θάλασσα, βαθαίνει με τη μία. Κοίτα το σπίτι όσο πιο γρήγορα ν’ αφήσεις Και πρόσεξε καλά, παιδιά μην αποκτήσεις.

Ο άγγλος ποιητής Φίλιπ Λάρκιν (1922-1985) δημοσίευσε μόλις τέσσερις ποιητικές συλλογές, που εντούτοις (ή ακριβώς γι’ αυτό) άρκεσαν για να χαρακτηριστεί από τους Times το 2008 ως ο καλύτερος μεταπολεμικός βρετανός συγγραφέας. Εργάστηκε εφ’ όρου ζωής ως βιβλιοθηκάριος, ενώ δημοσίευσε επίσης δύο μυθιστορήματα και πολλά άρθρα για την ποίηση και τη τζαζ. Η λεκτική σαφήνεια, η μετρική αρτιότητα, η εκλεπτυσμένη ειρωνεία, η φαταλιστική αποστασιοποίηση και η υποδόρια μελαγχολία είναι μερικά από τα γνωρίσματα της ποίησής του. Το «This Be The Verse» (High Windows, 1974) ανήκει πια στα γνωστότερα ποιήματα της αγγλικής γλώσσας. Ο τίτλος παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στο βιβλικό εδάφιο (Έξοδος, 20:5) «εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα…»


Βλέμμα_Media 22

_Δημήτρης Χρόνης

Από το ΜASTER CHEF στο «HIS MASTER’S VOICE»

Η κορύφωση της γαστριμαργικής τέχνης συναντά την επικείμενη κορύφωση της ένδειας, όχι σε σχήμα παραδοξότητας. Το ανικανοποίητο της γευστικής μέθεξης ταίριαξε απόλυτα με το ανικανοποίητο της αγοράς. Άπασες οι τηλεοπτικές δυνάμεις τηρώντας απαρέγκλιτα τη χωρίς όρους αποδοχή των έξωθεν χολιγουντιανών και άλλων συναφών παραγωγών πολιτιστικών προϊόντων συνεχίζουν ακάθεκτες, επιβάλλοντας στην ελληνική τηλεπραγματικότητα μετά το χορό και το τραγούδι, το νόημα της τέχνης του φαγητού. Το βάρος πια πέφτει στην πολύπαθη μέση νοικοκυρά, καθώς ως άλλη Ιφιγένεια καλείται να θυσιάσει ένα μεγάλο μέρος του μισθού της και ένα μικρό μέρος του μυαλού της για την κατάκτηση του όρου «gourmet». Τόσο οι συνεταιρισμοί γυναικών της «ασυνάρτητης» επαρχίας, όσο και οι ηρωίδες της πρωτεύουσας, δεμένες στο άρμα του παραδοσιακού πια πρωινάδικου επιχειρούν μετά κόπων και βασάνων, αφενός να απαγκιστρωθούν από την κουζίνα της μαμάς τους και

αφετέρου να την αποδομήσουν για να κατασκευάσουν τον νέο μαγειρικό Λόγο. Βασικός μέτοχος για να μην πούμε φωτισμένος δεσπότης σ’αυτή τους την προσπάθεια είναι ο Σεφσταρ. Κι όπως η γαλλική επανάσταση έφερε την αστική τάξη στο προσκήνιο της Ιστορίας, η ιδιωτική τηλεόραση προήγαγε στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 τον νέο ταγό στον ουρανίσκο του Έλληνα. Χωρίς να παραβλέψουμε την όντως άξια λόγου υπέρβαση της ελληνικής κουζίνας από πραγματικά ταλαντούχους μαγείρους, ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι το ξεπέρασμα αυτό οφείλεται εν πολλοίς στην ίδια την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας στα χρόνια της ύστερης μεταπολίτευσης. Κι αν αυτή η αποτίμηση μοιάζει δεδομένη εντούτοις δεν απαλλάσσεται από τον κριτικό της χαρακτήρα. Δεν είναι η ίδια η αίσθηση της γεύσης και η αναγνώρισή της στο ταλέντο εκείνου που την αναπτύσσει αυτό που ενοχλεί, όσο ο πικρός χαρακτήρας της μεθόδου που τη συστήνει σε μας.

Τη στιγμή που η τηλεοπτική ιντελιγκέντσια αποφάσισε να κάνει το φαγητό υπερθέαμα, την ίδια στιγμή η επισφαλής εργασία, τα «μαύρα» μεροκάματα και οι μετανάστες εξακολουθούν να παράγουν την υπεραξία του όρου «gourmet». Από την άλλη δε, τα πλήθη των νέων, Ελλήνων και μεταναστών που εισρέουν στις σχολές μαγειρικής, προοικονομούν την επαγγελματική τους κατάσταση, όχι απόλυτα συνδεδεμένη με το μοτίβο της τουριστικής ανάπτυξης, όσο με το γεγονός της καταξίωσης του επαγγέλματος ως μέρους τού star system. Όλα αυτά λοιπόν συνυπάρχουν στο νεφελώδες ελληνικό τοπίο και αποτυπώνονται με τρόπο περίεργο, την ώρα που το μέλλον φαντάζει το λιγότερο μελαγχολικό. Η αναγωγή του φαγητού σε υπερθέαμα διεμβολίζει το καθημερινό της κινδυνολογίας περί επερχόμενης κατάρρευσης σαν να θέλει να το χορτάσει, αλλά δυστυχώς καταφέρνει να επιβεβαιώσει για μία ακόμα φορά πως η αντιφατι-

κότητα είναι σταθερό χαρακτηριστικό της ελληνικής μας λεβεντιάς. Στο Κολοσσαίο της ιδιωτικής τηλεόρασης μισθωτοί μονομάχοι στα panem et circenses των καιρών μας, να παλεύουν για να πείσουν πως η μάχη για το καλύτερο φιλέτο με τα ακριβότερα υλικά δεν είναι προνόμιο απόλαυσης των λίγων, αλλά συνάμα δυστυχώς και «προνόμιο» όρασης των πολλών. Κι ο άνθρωπος παρατρώει φαϊ γι’αυτό και ο άνθρωπος όλο ακριβαίνει. Για να φτιάξεις φαϊ, χρειάζεσαι ανθρώπους. Οι μάγειροι κάνουν φτηνότερο το φαϊ, αλλά οι φαγάδες όλο και τ’ακριβαίνουν. Κι έπειτα υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι. ΜΠ. ΜΠΡΕΧΤ.


Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Αφιέρωμα_To Παιχνίδι ως Ανατροπή Προσπαθώντας κανείς να περιγράψει το παιχνίδι, αντιλαμβάνεται πως άλλοτε πρόκειται για μία χαρούμενη, ανέμελη, άναρχη διάθεση και δράση και άλλοτε για ένα σύστημα που ορίζεται από περιορισμούς, ρόλους και κανόνες. Πρόκειται για δύο διαφορετικές συνθήκες που αν και μπορεί να συνυπάρχουν, γρήγορα θα βρεθούν σε αντιπαλότητα Στην πραγματικότητα, άλλοτε μιλάμε για play και άλλοτε για game. Άλλοτε για παιδιά και άλλοτε για αγώνα. Αν και στα αρχαία ελληνικά υπήρχε διάκριση των δύο λέξεων που περιγράφουν το παιχνίδι, δίνοντας στην πρώτη ένα χαρακτήρα που είναι πιο κοντά στην παιδική ηλικία και νοοτροπία και στη δεύτερη το γνώρισμα του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας που είχαν π.χ., οι αθλητικοί αγώνες και οι θρησκευτικές τελετές, η διαφοροποίηση αυτή στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα με την επικράτηση της λέξης παιχνίδι έπαψε να υπάρχει. Για το λόγο αυτό στο γλωσσάρι των διαφορών που ακο-

λουθεί για τη συγκρουσιακή σχέση των δύο λέξεων που ορίζουν την έννοια του παιχνιδιού, προτιμήσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους αγγλικούς όρους game και play ώστε να αποφύγουμε τη σύγχυση που μπορεί να φέρουν η παιδιά και ο αγών καθώς πλέον παραπέμπουν και σε άλλες έννοιες και χρήσεις. Το Game είναι ένα σύστημα κλειστό. Το Play δε μπορεί παρά να είναι ανοιχτό. Tο Game είναι αναπαραστατικό. Το Play είναι ελεύθερο. Τα Games συμμετέχουν στην πολιτική οικονομία της αναπαραγωγής και των πνευματικών δικαιωμάτων. Το Play συνιστά τη γενική οικονομία της υπέρβασης. Τα Games λειτουργούν σαν παυσίπονα για τη σχιζο-

φρενική καπιταλιστική κοινωνία. Το Play συνιστά την υπέρβαση της αναγκαιότητας. Το Game χρειάζεται πάντα ένα πλαίσιο παιχνιδιού και αναφοράς (ένα gamespace) που γεννά τους κανόνες και δίνει νόημα στο game. Το Play εξαπλώνεται στην καθημερινότητα. Το Game είναι μια κατασκευή που μπορεί να αναλυθεί σε διακριτά σημεία. Το Play είναι μία δραστηριότητα εμπειρικά πρόσκαιρη από τη φύση της. Η ανάλυσή της είναι μη εφικτή. Η εξαπάτηση είναι Play. Τροποποιεί το χαρακτήρα του Game. Δεν υπάρχει θάνατος στο Play, ούτε και «unplay». Τα Games ορίζονται από το θάνατο και το unplay και


Playing in the office with dj Lo-Fi (Killer 45)

μόνο το Play τα συνδέει με το επόμενο επίπεδο.

μπορώ να παίξω με μένα.

Οι players είναι δημιουργοί. Oι gamers είναι παίκτες.

Αν στον δυτικό πολιτισμό το game φάνηκε να υπερέχει με κάποιο τρόπο του play, αυτό συνέβη μόνο γιατί η Ευρωπαϊκή σκέψη ακολουθώντας τη συνήθη ρασιοναλιστική οδό, προτίμησε την «εκπολιτισμένη», πειθαρχημένη και ασφαλή εκδοχή του παιχνιδιού, και παραμέρισε τα πιο άναρχα και ζωηρά χαρακτηριστικά του. Γιατί το play εμπεριείχε και θα εμπεριέχει πάντα το βασικότερο στοιχείο. Αυτό της ανατροπής…

Το Play μπορεί να αναιρέσει ένα Game και τους κανόνες του. Ένα Game χωρίς κανόνες δεν υφίσταται. Τα Games είναι σχήματα ιεράρχησης που παράγουν ιεραρχίες. Το Play βασίζεται σε αλληλοσυσχετίσεις ετεροτήτων.

Η.Μ. & Δ.Δ.

Όσο περισσότερες διαφορές θα εμπλέκονται στο πεδίο του Play, τόσο πιο έντονη και σημαίνουσα θα γίνεται η εμπειρία του.

Επιμέλεια αφιερώματος: Ηλίας Μαρμαράς, Δάφνη Δραγώνα Εικονογράφηση αφιερώματος:

Γι’ αυτό μπορώ να παίξω με τον εαυτό μου αλλά δεν

Andrej Dutina, Cheap art, survival consulting and oddities... www.flickr.com/andrejdutina, krme1974@yahoo.com

Joe South: Games people play Johnny Hammond: Gambler’s life The Isley Brothers: The winner takes all The Feminine Complex: Hide and seek The Stooges: Lose Michel Legrand: The chess game Pearles Before Swine: Playmate Leather Nun: No rules Paul Bowles: Music for a farce The White Noise: My game of lovin’ Pino Donaggio: Contest winners Dr. Buzzard’s Original Savannah Band: I’ll play the fool Feederz: Games Kevin Ayers: Joy of a toy continued Sun Ra And His Myth Science Arkestra: Angels and demons at play Pascal Comelade: Game boy Pixinguinha: 1x0 (um a zero) Elvis Presley: Baby, let’s play house The Steve Miller Band: The joker Tommy Edwards: It’s all in the game


Αφιέρωμα _ Το Παιχνίδι ως Ανατροπή

26

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010


Το Παιχνίδι ως Ανατροπή _ Αφιέρωμα _Δημήτρης Δαλδάκης

27

Οι Sims και οι Καραμαζώφ

Η νέα εποχή εγκαινιάζει νέες τέχνες. Ηλεκτρονικές τέχνες. Φεύγει το μελάνι κι έρχεται το πλήκτρο, φεύγει η σελίδα και φτάνει η οθόνη, φεύγει το κορμί από το χώρο κι έρχονται οι τέσσερις διαστάσεις στο κενό. Κατηγορούμε τα νέα ψηφιακά μέσα ότι αποχαυνώνουν τους νέους, τα καταγγέλλουμε ως επικίνδυνα για το νου και την ψυχή. Βρίσκουμε σ’αυτά τους λόγους για την απομόνωση, την αποξένωση, τις μη αναστρέψιμες παράνοιες. Πόσοι συγγραφείς κάθισαν μήνες και χρόνια κλεισμένοι σ’ένα μοναχικό δωμάτιο, προκειμένου να ολοκληρώσουν ένα βιβλίο, ένα έργο; Πόσοι ποιητές αδυνάτισαν και έσπασαν για μία μούσα; Πόσοι φιλόσοφοι έπεσαν στη δίνη του όντος και του τίποτα χωρίς ποτέ να ξαναβγούν; Πόσοι μαθηματικοί κυνήγησαν το άπειρο και κρεμάστηκαν επειδή δεν το βρήκαν; Πόσοι, τέλος, καθημερινοί, απλοί άνθρωποι έπεσαν στην κατάθλιψη, στη μοναξιά, στο έγκλημα, στην κακή θανατηφόρα τύχη; Είπε κανείς ότι η λογοτεχνία είναι αυνανισμός, ότι αφήνει τη σάρκα μαλθακή; Είπε κανείς ότι η φιλοσοφία πρέπει να απαγορεύεται χωρίς την έγκριση του κηδεμόνα ή το εντάξει του γιατρού; Είπε κανείς ότι τα μαθηματικά δεν είναι παιχνίδι, ότι είναι εκρηκτικά; Είπε κανείς ότι η ζωή είναι ρίσκο και δεν πρέπει ν’ασχολούμαστε μαζί της; Γιατί η παραμονή –δημιουργία, αποχαύνωση ή κατρακύλα– μπροστά σε μια «παλιά» τέχνη να είναι πρόκληση και μεγαλείο και μπροστά σε μια οθόνη να γίνεται χαμένος χρόνος που αποβλακώνει; Παλιές και νέες τέχνες, εμπεριέχουν τον ίδιο κίνδυνο. Αν γίνουν μονομανία, σκοτώνουν, αν παραμείνουν παιχνίδι, αναζωογονούν. Δεν μπορώ να δω τη γενεαλογία των Καραμάζοφ διαφορετικά από τη γενεαλογία των Sims. Ούτε τον Ντοστογιέφσκι διαφορετικά από τον Will Wright. Έφτιαξαν και οι δύο περιβάλλοντα που προσφέρονται για ψυχολογικό, συναισθηματικό και διανοη-

τικό παιχνίδι. Που μαρτυρούν τάσεις και εποχές, τεχνολογικές και πολιτικές προεκτάσεις. * Έξω από το χώρο του παιχνιδιού, δεν υπάρχει χώρος. Και ένας χώρος παιχνιδιού είναι πάντα εικονικός. Ακόμα και όταν εμπλέκει σάρκες. Εικονική πραγματικότητα την ονόμασαν όσοι πίστεψαν πολύ στην πραγματικότητα του δέρματος και του κοκάλου. Ποιος μπορεί να αποδείξει ότι δεν είναι εικονικός; Παιχνίδια με σάρκες, με ιδέες, με χρώματα, με λέξεις, με όνειρα, με ελπίδες. Παιχνίδια με νούμερα, με σχέσεις, με λατρείες, με πολέμους και με χάδια, με πέτρες και με μπάλες. Παιχνίδια με σκόνη ή ουσία, με το τώρα για το πάντα, με το παντού για το τίποτα. Δεν χάθηκε ο κόσμος! Γιατί, πραγματικά, ο κόσμος δεν χάνεται, ό,τι και να γίνει. Τι είχαμε, τι χάσαμε. Όποιος αντιμετωπίζει μεταφυσικά το παιχνίδι, σαν ζήτημα ζωής και θανάτου, σαν ζήτημα μονιμότητας, είναι γελοίος. Είναι παραβάτης. Είναι ο επαγγελματίας άχρηστος. Επαγγελματίας απατεώνας. Στην ηλικία που γίνεται συνείδηση η προσωρινότητα του είδους, φτιάχνονται οι δυο κατηγορίες του ανθρώπου. Του χαλαρού παίκτη και του προβληματικού επαγγελματία. Παιχνίδι είναι να μην παίρνεις τη ζωή στα σοβαρά. Να ζεις, να λειτουργείς πέραν του αποτελέσματος. Να μην επενδύεις, να μη στοχεύεις στην εγκατάσταση, να πλησιάζεις το παρόν στην καρδιά του. Παίζω σημαίνει φτιάχνω μορφή και όχι τη διατηρώ, ανακαλύπτω μυς και όχι τους φροντίζω. Σημαίνει ξεχνάω ότι παίζω, ξεχνάω ότι υπάρχω. Παίζω σημαίνει είμαι αμφίβολος και συνεχίζω να παίζω σημαίνει διατηρώ τις αμφιβολίες μου. Στο παρόν δεν υπάρχει στάση. Και η απαραίτητη ξεκούραση είναι παιχνίδι. Ο παίκτης, μαγικός, μάγος, εγκατεστημένος στο

παρόν, δεν νιώθει όριο, δεν νιώθει τέλος. Περνά στην αντίπερα όχθη παίζοντας. Χωρίς μνήμη, χωρίς μέλλον, χωρίς απόσταση, χωρίς πόνο. Περνάει από τη ζωή πατώντας στα σημεία που πετάχτηκε η φλόγα. Περνάει τόσο γρήγορα από μπροστά μας, που αφήνει μόνο ένα φλας και λίγη στάχτη.

Το βιντεοπαιχνίδι «THE SIMS» γιόρτασε φέτος τα δέκα χρόνια κυκλοφορίας του. Χωρίς τέλος, χωρίς στόχο, χωρίς πίστες, χωρίς τη λογική νικητή-ηττημένου, το παιχνίδι που σχεδίασε ο Αμερικάνος Will Wright, δίνει τη δυνατότητα στους παίκτες να φτιάξουν τη ζωή τους όπως την ονειρεύονται. Συμπεριφορές, όνειρα, επαγγέλματα, σχέσεις και επιτυχίες, όλα sur mesure, σε ηλεκτρονική μορφή. Ξεφεύγοντας από τη γραμμή των παραδοσιακών παιχνιδιών που σκηνοθετούσαν μάχες, θανάτους και αγώνες αυτοκινήτων και αφορούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, το αντρικό κοινό, οι SIMS «παρέσυραν» και τις γυναίκες και σημείωσαν τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στον κόσμο του παιχνιδιού, με 125 εκατ. πωλήσεις σε 60 χώρες και τζίρο 2,5 δισ. δολάρια. * Στις 22 Ιουνίου άνοιξε στο Παρίσι, στο Musée des Arts et Métiers, η έκθεση Muséogames. Για πρώτη φορά στη Γαλλία το βιντεοπαιχνίδι μπήκε σε εθνικό μουσείο. Και η πρωτοβουλία είχε τέτοια απήχηση που ενώ η έκθεση ήταν προγραμματισμένη να λήξει στις 7 Νοεμβρίου, πήρε παράταση μέχρι τις 13 Μαρτίου 2011. * Στις 26 Απριλίου, ο υπουργός Πολιτισμού της Γαλλίας, Frédéric Mitterrand, δήλωνε από τη Valenciennes: «Το βιντεοπαιχνίδι έχει υποστεί έναν εξοστρακισμό. Η δύναμη δημιουργικότητας που περικλείει μας καλεί να το αναγνωρίσουμε σαν στοιχείο εξ ολοκλήρου πολιτιστικό (…) Η ιδέα του βιντεοπαιχνιδιού πρέπει να εξευγενιστεί (…) Είναι απαραίτητο να προβλεφθούν χώροι αφιερωμένοι στην ιστορία, στις τεχνικές και στην επικαιρότητα του βιντεοπαιχνιδιού». Μάλιστα, ο ψηφιακός πολιτισμός, και, μάλλον, η εμπορική του διάσταση, δείχνουν να τον απασχολούν τόσο που υποσχέθηκε να στηρίξει τους σχετικούς φορείς στο δρόμο για μια ανταγωνιστική, γαλλική Silicon Valley. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Αφιέρωμα _ Το Παιχνίδι ως Ανατροπή

28

_Συνέντευξη: Ηλίας Μαρμαράς

Όταν ο παίκτης σπάει τους κανόνες O McKenzie Wark είναι ένας συγγραφέας γεννημένος στην Αυστραλία που ζει και διδάσκει Πολιτισμικές Σπουδές στο πανεπιστήμιο New School στη Νέα Υόρκη. Το πεδίο του είναι κυρίως η θεωρία των Μέσων, η κριτική θεωρία και τα Νέα Μέσα. Τα πιο γνωστά του βιβλία είναι: Ένα μανιφέστο των χάκερ (στα ελληνικά από τις εκδόσεις SCRIPTA, 2006) και το Gamer Theory Institute for the Future of the Book, 2007. Η παρακάτω συνέντευξη έγινε με τον Ηλία Μαρμαρά για το αφιέρωμα Play and Game του Κοντέινερ.

Ηλίας Μαρμαράς.: Στο βιβλίο σου The Gamer Theory ορίζεις σαν Gamespace το «πού» και το «πώς» ζούμε σήμερα. Χρησιμοποιείς την πλατωνική αλληγορία της σπηλιάς για να περιγράψεις όχι μόνο τα ψηφιακά gamespaces των videogames αλλά και το χώρο εκτός της σπηλιάς, τον «αληθινό κόσμο». Νομίζεις τελικά πως το Gamespace και η σπηλιά είναι ένα και το αυτό πράγμα σήμερα; ΜcKenzie Wark: Δεν γίνεται συχνά αντιληπτό ότι αυτό που οι άνθρωποι κάνουν στην πλατωνική σπηλιά είναι να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, μέσα σε ένα παιχνίδι. Αν μαντέψεις ποια είναι η επόμενη σκιά που θα περάσει από τον τοίχο κερδίζεις. Αυτό μου φάνηκε σαν μια καλή σύγχρονη αλληγορία, τουλάχιστον όσον αφορά την εμπειρία τού να ζεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όλοι παίζουμε παιχνίδια με τις σκιές. Όλες οι επιδιώξεις μας έχουν πάρει έναν χαρακτήρα παιχνιδιού, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι να σκοράρεις. Ξεκάθαρα, αυτό συνιστά πια την πολιτική ζωή, αλλά επίσης και την επαγγελματική ζωή των περισσότερων. Χωρίς να εξαιρείται ούτε ο ακαδημαϊκός κόσμος ούτε ο χώρος της τέχνης. Εν συντομία, όλες οι πρακτικές μας έχουν γίνει παιχνίδι, και μοιάζει μάλιστα να νιώθουμε ΟΚ με αυτό, γιατί μπορούμε να μετράμε την πρόοδό μας σε αυτά τα παιχνίδια σε σχέση με τον άλλο. Η Hip Hop μουσική το εκφράζει επακριβώς. Υπήρξε μάλιστα ένας ράπερ που λεγόταν The Game. Ακόμα και η αγάπη και το σεξ έχουν γίνει παιχνίδια. Δύο βιβλία που εκδόθηκαν την περίοδο που έγραφα την Gamer Theory λέγονταν το ένα The Game κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

και το άλλο The Rules. Στο πρώτο περιγράφεται πώς «οι παίκτες» μπορούν να ψήσουν τις γυναίκες να κάνουν σεξ μαζί τους. Στο δεύτερο πώς οι γυναίκες μπορούν να πείσουν τους άνδρες να τις παντρευτούν. Είναι ηλίθιο, αλλά αυτό είναι το gamespace. Είναι πια πανταχού παρών.

τόσο νέο. Αυτό είναι το είδος συγκρουσιακού play για το οποίο μιλάει ο Johan Huizinga στο Homo Ludens, που εξέτρεψαν ριζοσπαστικά οι Provos στο Amsterdam στις αρχές του ’60, που συνεχίστηκε μετά μέσω διαφόρων κινημάτων και πρακτικών και επανεμφανίζεται στον παρόντα χρόνο.

Η.Μ.: Λες πως το Gamespace «νομιμοποιείται γιατί τελικά επιβάλλεται νικώντας όλους τους αντιπάλους». Αυτό θα έκανε άμεσα κάποιον να σκεφτεί πως οι σημερινές διεκδικήσεις και τα πολιτικά αιτήματα στρέφονται ενάντια στο ίδιο το Gamespace. Τα τελευταία χρόνια είδαμε σε κάποιες χώρες και μέρη εξεγέρσεις και βίαιες ταραχές (Παρισινά προάστια, εξέγερση στην Ελλάδα, κ.α.) Αυτές οι εξεγέρσεις διαφέρουν από παλαιότερες πολιτικές δράσεις γιατί δεν έχουν αναγνωρίσιμη πολιτική ατζέντα και συνεπώς συγκεκριμένα αιτήματα. Θα έβλεπες σ’ αυτές τις ταραχές τα πρώιμα σημάδια μιας επερχόμενης συνείδησης της νέας μορφής αστικών πολέμων ενάντια στο Gamespace;

Η.Μ.: Παρότι οι αμερικανοί πολίτες μοιράζονται τα ίδια κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα με τους Ευρωπαίους, δεν έχουμε δει ακόμα βίαιες αντιδράσεις ή μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στο κράτος ή στις οικονομικές ολιγαρχίες. Γιατί αυτό; Μήπως είναι ένα σημάδι πως υπάρχουν ακόμα διαφορετικές μορφές Gamespaces στον πλανήτη και όχι μια ενοποιημένη μορφή;

Μ.W.: Ναι και αυτό είναι το ενδιαφέρον. Μήπως πρόκειται για την επιστροφή κάποιων μορφών play σαν πολιτικές έξω από την αιχμαλωσία του (play) μέσα σε παιχνίδια (games) κάτω από την κυριαρχία του Gamespace; Το να μην έχεις αιτήματα είναι το κλειδί. Από τη στιγμή που ζητάς κάτι, το παιχνίδι ξαναρχίζει. Θα μπορούσε ο χώρος της πόλης να ξαναγίνει πρόσφορος για κάποιου είδους play; Ένα είδος play που να φτιάχνει τους ίδιους του τους κανόνες καθώς εξελίσσεται, και στο οποίο οι κανόνες να αναδύονται μέσα από αυτό το ίδιο; Ωστόσο, μπορεί κάτι τέτοιο να μην είναι και

Μ.W.: Έγραψα το Gamer Theory πιο πολύ πάνω στην αμερικάνικη εμπειρία, εκεί που το Gamespace πραγματικά μοιάζει να έχει ενσωματώσει τόσο έντονα το play και την επιθυμία, μέσα σε κλειστούς κόσμους που ορίζουν την εμπειρία με όρους νίκης και ήττας, εκεί που οι επιθυμίες κάποιου πραγματώνονται μόνο με νίκη μέσα στο παιχνίδι και αμείβονται απλώς με φλουριά και βραβεία, καταναλωτικά μπιχλιμπίδια, που δεν έχουν καμιά αξία έξω από την ανταγωνιστική κούρσα για να τα αναζητήσει κανείς. Αλλά σε κάποια άλλα μέρη στον κόσμο βρίσκεις ακόμα ιστορίες για άλλους τρόπους ζωής, που μπορούν να ανακληθούν εντός του βίου και έτσι οι άνθρωποι να μπορούν να συνεργάζονται και να γίνονται πάλι επινοητικοί. Το Gamespace δεν έχει επιβληθεί τόσο απόλυτα όσο το παρουσιάζει η Gamer Theory. Πρόκειται για ένα βιβλίο που μιλά για μια τάση που


Το Παιχνίδι ως Ανατροπή _ Αφιέρωμα

29

υπάρχει στον κόσμο. Για το τι συμβαίνει όταν οι άνθρωποι χάνουν το δρόμο τους. Στις ΗΠΑ όλα τα είδη ενέργειας –η ανία, η αηδία, η περιφρόνηση– είναι όμηροι ενός εταιρικά χορηγούμενου λαϊκισμού ενός σχεδόν πρωτο-φασιστικού, κυριολεκτικού ρατσισμού και εδώ τα πράγματα είναι με πολλούς τρόπους πιο επικίνδυνα από τον ακροδεξιό λαϊκισμό στην Ευρώπη. Είναι ίσως μια πιο προχωρημένη μορφή αντιδραστικής κοινωνίας. Η.Μ.: Θα θεωρούσες τον πόλεμο ενάντια στο Gamespace σαν μια «καταστροφική δημιουργικότητα»; Μ.W.: Ανάλογα. Αν αφορά το χάσιμο των συντάξεων και των παροχών, μια αντίδραση δηλαδή στην απόσυρση του κράτους μπροστά στην αναδυόμενη βιοπολιτική εξουσία. Ή αν αφορά τη δημιουργία νέων μορφών συλλογικού play. Αλλά αυτό παίζεται διαφορετικά, εξαρτάται από το αν το κοινωνικό, δημοκρατικό, ευημερούν κράτος, είχε ποτέ ενσωματωθεί στον κοινωνικό ιστό. Στο «Βόρειο» παράδειγμα μοιάζει να είχε, και τώρα με το τέλος των επενδύσεων του κράτους στις ζωές των πολιτών του, εμφανίζεται αφενός μια ρεαλιστική απειλή και αφετέρου μια ακόμα που τα πλήθη δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν εφόσον έχουν χάσει τις βάσεις τους σε σχέση με την καθημερινότητα της ζωής εκτός του κράτους. Το «Νότιο» παράδειγμα είναι διαφορετικό. Εδώ οι πληθυσμοί αρχικά είχαν ενδώσει μόνο μερικώς στο κοινωνικό κράτος. Οι λαοί θέλουν τις συντάξεις τους και τις παροχές, αλλά βρίσκουν πολλούς τρόπους για να μην πληρώνουν φόρους, ή να συντηρούν την οικο-

γένεια σαν μια βάση εκτός του κράτους, και ούτω καθεξής. Οπότε τα πράγματα παίζονται διαφορετικά. Η.Μ.: Μέχρι ποιου σημείου, οι όροι, οι στρατηγικές, οι τακτικές και οι εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί στους online εικονικούς κόσμους και παιχνίδια θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στο να αναλυθούν, να κατανοηθούν καλύτερα και τελικά να χρησιμοποιηθούν σαν μορφές εναντίωσης και διεκδίκησης στα φυσικά, αστικά περιβάλλοντα απέναντι στις εξουσιαστικές δομές; Μ.W.: Δεν θα έπρεπε κανείς να μετατρέψει σε φετιχισμό τη διαμεσολαβημένη εμπειρία, αλλά συμβαίνει μια από τις χρήσεις της να είναι το γεγονός πως οι «αδύναμοι δεσμοί» και η γρήγορη στροφή προς τα κοινωνικά δίκτυα του καιρού μας να μπορεί να επανεισαχθεί αρκετά επιτυχημένα πίσω στον αστικό χώρο. Η επικοινωνία με κινητά έχει τα μειονεκτήματά της, σαν κλειστός χώρος εμπορευματοποιημένης επικοινωνίας, αλλά διαθέτει επίσης κάποιο βαθμό απροσδιοριστίας. Μπορεί να κάνει πιο πολλά από αυτά που υποτίθεται πως σχεδιάστηκε να κάνει. Αυτοί τους οποίους στο Μανιφέστο των Χάκερς ονόμασα τάξη των ανυσματοκρατών (vectoral class) επιζητούν να επωφεληθούν από την επιθυμία μας να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας, να παίξουμε με τη γλώσσα, να συνδεόμαστε και να ξεκόβουμε. Και φυσικά κρατάνε πολλά δεδομένα (data) σχετικά με αυτά τα πρότυπα. Αλλά υπάρχει ακόμα πολύς χώρος να μάθει και να αναπτύξει κανείς νέες πρακτικές play εντός κάθε είδους χώρων, πιο πέρα από ό,τι οι σχεδιαστές τέ-

τοιων συστημάτων προέβλεψαν. Η.Μ.: Πώς πρέπει να παίζει ο παίκτης τα παιχνίδια για να καταλαβαίνει τη φύση του Gamespace σαν τον κόσμο; Με άλλα λόγια, πώς παίζει κάποιος για να μάθει τι είναι ένα Gamespace; Είναι το να «μαθαίνεις να παίζεις» κάτι που περιορίζεται μόνο στην εικονικότητα (εικονικοί κόσμοι και παιχνίδια) ή μπορεί να επεκταθεί στην εμπειρία των «μαχών» μέσα στον αστικό χώρο; Μ.W.: Υπάρχει πολλή ρητορική σχετικά με το «σπάσιμο» των κανόνων των παιχνιδιών και τα λοιπά, που μπορεί εύκολα να υποπέσει σε ρομαντισμό, ή σε τετριμμένα κλισέ, δήθεν πρωτοπορίας, γύρω από το να «υπονομεύεις» αυτό ή εκείνο το πράγμα ή μια κατάσταση. Στην Gamer Theory θεώρησα πως το καλύτερο είναι να εναγκαλιστεί κανείς το παιχνίδι, να το παίξει από μέσα, να καταλάβει την καθαρότητα και την αλγοριθμική του τάξη, αλλά να αρνηθεί τους σκοπούς που θέτει, να μη γοητευτεί από τα πλαστά έπαθλα που προσφέρει. Από την άλλη, στο Μανιφέστο των Χάκερς έγραφα για ένα πιο ανοιχτό είδος δημιουργίας και play, και ναι, πιθανόν κάποιες φορές και για «καταστροφική δημιουργία». Αλλά ακόμα και εκεί, επρόκειτο για επιβεβαίωση της δύναμης ενός τέτοιου είδους play, και όχι για εγκλωβισμό μέσα σε ένα πλέγμα σχέσεων όπου κανείς είναι μονίμως «ενάντια» σε κάτι. Και τα δύο βιβλία θέλουν να αρνηθούν την αντιδραστική στάση, του να ορίζει κανείς τον εαυτό του και την πρακτική του ενάντια σε κάτι άλλο. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Αφιέρωμα _ Το Παιχνίδι ως Ανατροπή

30

_Alexander R. Galloway

Μετάφραση - Επιμέλεια: Ηλίας Μαρμαράς

Guy Debord: Το παιχνίδι του Πολέμου

Ο Alexander R. Galloway είναι συγγραφέας και αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το άρθρο του, «Debord’s Nostalgic Algorithm» που δημοσιεύτηκε στο Culture Machine #10 (2009): 131-156 και διατίθεται επίσης στο http://cultureandcommunication.org/galloway/Debord Τον Ιανουάριο του 1977 ο Debord ίδρυσε μια εταιρεία με την επωνυμία Strategic and Historical Games. Η εταιρεία είχε ένα άμεσο στόχο: την παραγωγή του Kriegspiel*. Εμπνευσμένο από τη στρατιωτική θεωρία του Carl von Clausewitz** και τις ευρωπαϊκές εκστρατείες του Ναπολέοντα, το Kriegspiel του Debord είναι μια παραλλαγή σκακιού για δύο παίκτες. «Οι εκπλήξεις αυτού του Kriegspiel μοιάζουν ανεξάντλητες» εξομολογήθηκε αργότερα. «Ίσως πρόκειται για το μόνο πράγμα στο σύνολο του έργου μου –φοβάμαι πως πρέπει να ομολογήσω– που κάποιος θα μπορούσε να πει πως έχει κάποια αξία.» Το ταμπλό του παιχνιδιού χωρίζεται σε βόρειο έδαφος και σε νότιο έδαφος, καθένα έχει μια μοναδική οροσειρά εννέα τετραγώνων, ένα ορεινό πέρασμα, τρία φρούρια και δύο οπλοστάσια. Επιπλέον κάθε φατρία έχει εννέα μονάδες πεζικού, τέσσερις ιππικού, δύο πυροβολικού (μία πεζή και μία έφιππη) και δύο μονάδες μεταβιβάσεων (μία πεζή και μία έφιππη). Οι γραμμές επικοινωνίας με τα οπλοστάσια διαχέονται κάθετα, οριζόντια και διαγώνια. Επιπρόσθετα, οι μονάδες μεταβιβάσεων διαβιβάζουν εντός των γραμμών επικοινωνίας που τους έχουν ανατεθεί. Όλες οι μονάδες οφείλουν να είναι σε στενή επαφή με τις γραμμές επικοινωνίας τους ή να γειτνιάζουν με μια φιλική μονάδα επικοινωνίας. Αν ξεκοπεί, η μονάδα βγαίνει εκτός του δικτύου επικοινωνίας και αδρανοποιείται. Οι γραμμές επικοινωνίας είναι άυλες κατασκευές και γι’ αυτό δεν έχουν σύμβολο αναπαράστασης στο παιχνίδι. Αντί γι’ αυτό, κάθε παίκτης πρέπει να τις προβάλλει νοητικά στο game board. Όπως στη σκακιστική κίνηση «knight’s tour»***, οι γραμμές επικοινωνίας είναι στην ουσία ένα δίκτυο προτύπων σε υπέρθεση εντός του βασικού πλέγματος των τετραγώνων, που βοηθά να οριστεί πού και πώς μπορεί να κινηθεί κάθε κομμάτι. Καθώς το παιχνίδι ξεδιπλώνεται, αυτά τα πρότυπα μπορούν να αλλάζουν, αυξάνοντας την πολυπλοκότητα με τα πιθανά παιχνίδια και τις πιθανές στρατηγικές που μπορούν να προκύψουν. Ενώ ο Debord έδινε έμφαση στη συμμετρική ποιότητα της πολεμικής σύρραξης του Clausewitz, τόνιζε επίσης πως το έδαφος του ταμπλό θα έπρεπε να είναι ασύμμετρο. Εδώ αποκαλύπτεται το ταλέντο του Debord στο σχεδιασμό παιχνιδιών. Ο σκοπός του ήταν να πετύχει ισορροπία διαμέσου της ασυμμετρίας, έτσι ώστε το παιχνίδι να μην εκπέσει σε προβλεπόμενες στρατηγικές και στυλ παιξίματος. Συνεπώς ενώ κάκοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

ποιες προσεγγίσεις είναι καλύτερες από άλλες, δεν υπάρχει «βέλτιστη» διάταξη στο παιχνίδι. Αντίθετα, το παιχνίδι παίζεται μέσω μιας σειράς συμβιβασμών, και ο παίκτης πρέπει συνεχώς να αποφασίζει μεταξύ «αντιφατικών αναγκαιοτήτων». Σε κάθε επιθετική κίνηση τα νώτα τού παίκτη γίνονται ευάλωτα. Αυτή η διαλεκτική ένταση ήταν μέρος αυτού που ο Debord στόχευε να πετύχει με το παιχνίδι. Έτσι, οι δύο οροσειρές στο παιχνίδι είναι τοποθετημένες ασυμμετρικά: Το βόρειο βουνό σκίζει το έδαφος βαθιά μεταξύ ανατολής και δύσης, εμποδίζοντας την παράπλευρη κίνηση αλλά αφήνει ένα άβολο πέρασμα κατά μήκος της κορυφής. Το νότιο βουνό είναι ένας τοίχος που αποτρέπει την από κάτω πρόσβαση κάνοντας κάθε εισχώρηση στο έδαφός του δύσκολη. Αλλά πιο σημαντική είναι η τοποθέτηση των οπλοστασίων. Τα δύο νότια, μακριά το ένα από το άλλο, βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο, ενώ τα βόρεια είναι τοποθετημένα προοπτικά κοντά στο κέντρο. Αυτό προδιαθέτει για δύο διαφορετικά στυλ παιχνιδιού. Ο νότος πρέπει να φτιάξει άμεσα μια ζώνη άμυνας ή αλλιώς να θυσιάσει ένα οπλοστάσιο και να αμυνθεί με το άλλο. Ο βορράς από την άλλη, μπορεί να χρησιμοποιήσει τη μορφολογία του εδάφους σαν πλεονέκτημα, επωφελούμενος από την προστασία που προσφέρει το βουνό (που εμποδίζει τα πυρά) ενώ έχει επιπλέον τη δυνατότητα αντεπίθεσης στο ορεινό πέρασμα εντός του εύρους τού δυτικού του οπλοστασίου. Ενώ είναι απλό κατά βάση, ο Debord πίστευε πως το Kriegspiel αναπαριστούσε με παιγνιώδη τρόπο όλες τις απαραίτητες αρχές του πολέμου, ό,τι ονόμαζε «τη διαλεκτική κάθε σύγκρουσης». Αλλά παραμένει η ερώτηση: Γιατί το παιχνίδι είναι τόσο συμβατικό ενώ το υπόλοιπο έργο του τόσο ριζοσπαστικό; Γιατί στην περίοδο του ύστερου μοντερνισμού και της γέννησης της πληροφορικής οικονομίας ο Debord ποθεί την επιστροφή στα μαθηματικά μοντέλα αντιπαράθεσης που έχουν τις ρίζες τους στο 18ο αιώνα; Τελικά αυτό που τράβηξε τον Debord στο Kriegspiel δεν ήταν μια επιχειρηματολογία για την περιοδικότητα της ιστορίας. Από την άποψή του ένα παιχνίδι μπορεί να περικλείει μόνο γενικές αρχές, συνεπώς αφηρημένες προσομοιώσεις πολέμων όπως το σκάκι. Άρα, (αυτές οι αφηρημένες προσομοιώσεις), ήταν πιο κατάλληλες από τις αναπαραστάσεις συγκεκριμένων ναπολεόντειων εκστρατειών. Το να ξέρει επακριβώς πώς έχασε τον πόλεμο η Πρωσία δεν είχε ενδιαφέρον για τον Debord. Αλλά

το να γνωρίζει κανείς τους αφηρημένους, γενικούς κανόνες του ανταγωνισμού, είναι το κλειδί. Όμως, «αφηρημένο και γενικό» δεν σήμαινε «θεωρητικό» για τον Debord. Αντιλαμβανόταν τη θεωρία σαν κατώτερη μορφή γνώσης, μονίμως απαρχαιωμένη. Γι’ αυτό ο Debord ήταν τόσο γοητευμένος από τον πόλεμο. «Πόλεμος» για τον Debord σημαίνει «όχι θεωρία» (όπως για τον Ναπολέοντα σήμαινε «όχι ιδεολογία»). Πόλεμος είναι το πράγμα που δεν είναι αόριστο. Αναβλύζει από την καρδιά μέσα από έναν ευαίσθητο και πρακτικό εμπειρισμό. Η ύπαρξή του εξαρτάται από την εκτέλεση των κινήσεων. Ο πόλεμος είναι το αντίθετο του απόλυτου. Ο πόλεμος είναι «ενδεχομενικότητα» – αυτός ο ειδικός όρος, ο τόσο αγαπητός στα προοδευτικά κινήματα του τέλους του 20ού αιώνα. Σίγουρα ο χώρος της προσομοίωσης και η κατασκευή μοντέλων παραμένει πάντα μια πικρή ιστορία για τα προοδευτικά κινήματα. Αυτή είναι μια βαθιά ανησυχία που ελλοχεύει κάτω από την επιφάνεια του παιχνιδιού του Debord. Η αριστερά πάντα εξαπατάται στον τομέα της αφαίρεσης. Δεν θέλω να ισχυριστώ πως το πνεύμα ή ο λόγος είναι από αναγκαιότητα αντίθετα στα προοδευτικά κινήματα. Παρ’όλα αυτά η αλαζονική επικράτεια του ορθολογικού ιδεαλισμού ήταν πάντα εμπόδιο για όσους υποφέρουν από απότομες μεταπτώσεις που σχετίζονται με τα πραγματολογικά δεδομένα. Όπως δήλωσε ο Debord το 1978: οι πρωτοπορίες δεν έχουν παρά μία ευκαιρία.

Guy Debord, Panégyrique, πρώτος τόμος (Paris: Gallimard, 1993), 70. Βλ. Alice Becker-Ho and Guy Debord, Le Jeu de la Guerre: Relevé des positions successives de toutes les forces au cours d’une partie (Paris: Gallimard, 2006), 167. Becker-Ho and Debord, Le Jeu de la Guerre, 151

* Kriegspiel, πολεμικό επιτραπέζιο παιχνίδι του 1800 με σκοπό την εκπαίδευση του πρωσικού στρατού. ** Carl von Clausewitz, πρώσος στρατιωτικός και θεωρητικός του πολέμου που επέκτεινε την ηθική και πολιτική διάσταση του πολέμου. Γνωστή φράση του: «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». ***knight’s tour, μαθηματικό πρόβλημα που αναπαρίσταται με έναν ιππότη σε μια σκακιέρα. Ο ιππότης πρέπει να περάσει από όλα τα τετράγωνα με βάση τους κανόνες του σκακιού και να απειλήσει το αρχικό τετράγωνο από όπου ξεκίνησε με σκοπό την άμεση επανάληψη της διαδρομής.


Το Παιχνίδι ως Ανατροπή _ Αφιέρωμα _Γιώργος Βαλαής

31

…παιδάκια που δεν παίξανε ποτέ! * Το βασικότερο που πρέπει να δεχτεί κανείς όταν μπει σε μια δραματική σχολή είναι να επιστρέψει σε εκείνη τη δημιουργική διάθεση που παρουσιάζουν τα παιδιά παίζοντας, να αποβάλει οποιαδήποτε δυσκίνητη νοοτροπία και να ξαναδεί το παιχνίδι σαν αυτό που πραγματικά είναι. Η βασική έκφραση της ζωής του. Αυτή είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για να απομακρυνθείς από την καθημερινότητα και να περάσεις στη δημιουργία. Κάποιος θα περίμενε ότι όλοι όσοι ασχολούνται με τις αναπαραστατικές τέχνες (θέατρο, χορός καθώς και με τα υβρίδια που προκύπτουν μεταξύ τους) θα είχαν το παιχνίδι σαν βασικό όπλο των εκφραστικών τους δυνατοτήτων. Η πραγματικότητα φυσικά είναι άλλη. Κοιτάζοντας τα αποτελέσματα των προσπαθειών των ανθρώπων βλέπει κανείς σε μεγάλο βαθμό την επανάληψη, τις ίδιες τεχνικές, τη λατρεία των προηγούμενων, την κλεπταποδοχητική λογική των δημιουργών. Για κάποιους το θέατρο, οι αναπαραστατικές τέχνες γενικά, είναι μια δουλειά, για κάποιους άλλους μια περιπέτεια, ένα παιχνίδι. Οι περισσότεροι ανεβάζουν ιστορίες αλληθωρίζοντας προς το ιρλανδικό, το αγγλικό, το ρώσικο θέατρο – οπουδήποτε αλλού δηλ. εκτός από τους εαυτούς τους. Γενικώς στο θέατρο πάντα ανεβαίνουν «μεγάλα

κείμενα», όσο μεγάλοι είναι οι εγωισμοί αυτών που τα ανεβάζουν. Η απόδοση που προτείνουν βασίζεται περισσότερο σε θεωρίες αντί να κουβαλάει μια παιγνιώδη διάθεση για το τι θα μπορούσε να είναι αναπαράσταση σήμερα. Να θυμίσουμε ότι το παιχνίδι δεν είναι μόνο χαρά και ευδαιμονία αλλά και ανταγωνισμός, πολεμική διάθεση και μένος. Τι είναι τελικά αυτό που λείπει; Η επινόηση. Προσπερνώντας τη διάθεση κριτικής για τη σύγχρονη θεατρική παραγωγή, αυτό που αναρωτιέται κανείς είναι γιατί οι κανόνες που σχηματίζονται για την αναπαράσταση της ζωής να μην ισχύουν και για την ίδια τη ζωή;

παράσταση της πραγματικότητας με οποιοδήποτε τρόπο και αν συμβαίνει περιλαμβάνει την εφευρετικότητα των τρόπων με τους οποίους την αναπαριστάς. Κανένας δεν πρέπει να ξεχνά τη λύπη που έρχεται όταν ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι το παιχνίδι τελείωσε, ότι η ελευθερία που σου υποσχέθηκε εξανεμίστηκε. Η άρνηση να παίξεις μαζί του είναι η άρνηση να επαναλάβεις τον εαυτό σου ξανά και ξανά μέσα σε μια ασφαλή ρουτίνα. Ο Adorno θεωρούσε ταλέντο το εξαγνισμένο μένος που δεν υποχωρεί, δεν ησυχάζει, αν δεν φτάσει να αποσπάσει από το κακοποιούμενο παιχνίδι την παραπονιάρικη ψιλή φωνή.

Παραφράζοντας για λίγο τον R. Musil, η βασική έννοια του παιχνιδιού (play) είναι να σκέφτεται κανείς όλα όσα θα μπορούσαν εξίσου καλά να υπάρχουν και να μη θεωρεί σημαντικότερα αυτά που υπάρχουν από αυτά που θα υπάρξουν σε λίγο. Η άρνηση της παράδοσης είναι βασικό στοιχείο απελευθέρωσης. Η επινόηση είναι κάτι που δεν μαθαίνεται, δεν διδάσκεται. Όταν κάποιος παίζει χωρίς κανόνες η εφευρετικότητα είναι ο άξονας της επιβίωσης. Πολλά πράγματα μπορούν να συμβούν όταν δεν φοβάσαι την πραγματικότητα και την αντιμετωπίζεις σαν παιχνίδι και σαν επινόηση. Η ανα-

Ίσως τελικά αυτός να είναι και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσεις, να επινοείς τον εαυτό σου παίζοντας ξανά και ξανά, αδιαφορώντας για τις ερμηνείες των προηγούμενων, καταλήγοντας να ζεις με ένταση ό,τι αξίζει να ζήσεις, και όσο και αν ακουστεί βλακώδες στα αυτιά των νεοκυνικών, να ονειρεύεσαι αυτό που θες να ’ρθει.

* Στίχος από το τραγούδι Χρυσή νεολαία του Hardcore Punk group Ναυτία από τη Θεσσαλονίκη. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Αφιέρωμα _ Το Παιχνίδι ως Ανατροπή

32

_Συνέντευξη: Δάφνη Δραγώνα

Η ηθική του παιχνιδιού O Pat Kane είναι o συγγραφέας του Play Ethic (www.theplayethic.com). Δίνει συχνά διαλέξεις ανά τον κόσμο σχετικά με τη δυναμική και τις δυνατότητες του παιχνιδιού. Είναι επίσης μουσικός και το ήμισυ του ποπ γκρουπ Hue And Cry (www. hueandcry.co.uk).

Δάφνη Δραγώνα: Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά! Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι είναι η ηθική του παιχνιδιού και πώς την εντοπίζετε στη σημερινή κοινωνία; Pat Kane: Η ηθική του παιχνιδιού έρχεται μετά την ηθική της εργασίας. Εάν η ηθική της εργασίας ήταν η κυρίαρχη νοοτροπία που επέτρεψε σε παλαιότερες γενιές να αντιληφθούν τη θέση τους στη βιομηχανική κοινωνία, η ηθική του παιχνιδιού είναι η νοοτροπία της σύγχρονης εποχής, της μεταβιομηχανικής περιόδου που ταιριάζει στις γενιές της εποχής της πληροφορίας, των δικτύων και της παγκοσμιοποίησης. Το παιχνίδι αντανακλά μία πηγαία και αστείρευτη ικανότητα προσαρμογής, πειραματισμού, ευελιξίας, αισιοδοξίας όλων των θηλαστικών και ειδικά των ανθρώπων. Διαμορφώνει ικανότητες απαραίτητες σε κάθε εποχή αλλά και ειδικά για τη δική μας που χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες αλλαγές και μετασχηματισμούς στους χώρους της παραγωγής, του περιβάλλοντος και του πολιτισμού. Το παιχνίδι μπορεί και υπόσχεται ριζικές αλλαγές συστημάτων και δομών μέσα από μια γενιά «παικτών» ενεργή και ανοιχτή. Γιατί οι πολίτες-παίκτες, αντιλαμβάνονται πολύ καλύτερα όχι μόνο τους κανόνες που επιβάλλουν τα παιχνίδια του συστήματος αλλά και τις ίδιες τις δυνατότητες που έχουν να τους ανατρέψουν, να τους αγνοήσουν ή και να τους φανταστούν αλλιώς.

σαφές ότι το σοουλιταριάτο είναι και «πρεκαριάτο», η νέα γενιά της επισφάλειας. Πιστεύω όμως πως αν και τα δεδομένα άλλαξαν, τα βασικά χαρακτηριστικά παραμένουν. Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες. Η νέα γενιά, αν δεν κάνω λάθος είναι ανήσυχη, οι φοιτητές μάχονται. Μήπως οι «διευρυμένες ψυχές» της ψηφιακής γενιάς που μεγάλωσαν σε ανοιχτά δίκτυα με τη χαρωπή ψηφιακή αφθονία στα ακροδάχτυλά τους, έρχονται τώρα αντιμέτωπες με την οικονομική ανεπάρκεια και τη σκληρή ιεραρχία του δυτικού πολιτισμού; Από την αρχή αναφερόμουν στα κείμενά μου σε διανοητές σαν τον Antonio Negri και τον Paulo Virno, για την επικοινωνιακή συγκρότηση του «πλήθους» που σταδιακά συνειδητοποιεί τις δυνάμεις που διαθέτει σαν συγκινησιακή και γνωσιακή συλλογικότητα. Αυτές οι ιδέες δόμησαν ό,τι αποκαλώ «σοουλιταριάτο»: εκείνοι που διατηρούν την «ψυχή» (την εσωτερικότητα και την ευθυμία που ο επικοινωνιακός καπιταλισμός χρειάζεται για να λειτουργεί) και την αναδιατάσσουν προκειμένου να οραματιστούν και να φέρουν στο φως νέους τρόπους ζωής ή ίσως τώρα, στους δυσχερείς οικονομικά καιρούς, να διαδηλώσουν ενάντια στα όρια και τις ψεύτικες υποσχέσεις της τρέχουσας τάξης πραγμάτων.

ρίς να κινδυνεύουμε παίρνοντας μεγάλα ρίσκα και έχοντας σοβαρές απώλειες. Συχνά στα κείμενά μου αναφέρομαι στο «έδαφος του παιχνιδιού», έναν χώρο που τον διέπουν χαλαροί αλλά και άκαμπτοι κανόνες, που έχει ένα πλεόνασμα χρόνου, χώρου και υλικών και όπου η αποτυχία, το ρίσκο και η ανακατωσούρα είναι απαραίτητα για την εξέλιξη. Κι ο χώρος αυτός έχει ενδιαφέρον γιατί πάει πέρα από την προσαρμοστικότητα που σχετίζεται κυρίως με τις ατομικές ικανότητες ενός παίκτη. Για μένα (και συγχωρήστε την τελεολογία μου) η εξελικτική ιστορία του παιχνιδιού έτεινε αρχικά προς μία κοινωνική συναίνεση που είχε κοινωνικο-δημοκρατική βάση, άλλα που μπορεί να πάρει και άλλες μορφές περιλαμβάνοντας στοιχεία φιλελευθερισμού, ασφάλειας, ρίσκου και εξουσίας σε μία ισορροπημένη και υγιή αντιπαλότητα. Τώρα, μία πολιτική αλλαγή με βάση το παιχνίδι θα μπορούσε να σημαίνει μία δραστική μείωση των ωρών εργασίας, έναν κοινωνικό μισθό, την ανάπτυξη ενός νέου κοινωνικού και πολιτισμικού εγχειρήματος, που θα μας μετακινήσει από την καθήλωση της κατανάλωσης προς μία ουσιαστική δημιουργία και παραγωγή. Μία εξουσία με μία χαλαρή αλλά εύρωστη δομή – αυτή είναι η εξελικτική δύναμη του παιχνιδιού.

Έχω επίσης αρχίσει να σκέφτομαι περισσότερο πάνω στο πώς αυτή η παιγνιώδης τεχνο-δυνατότητα θα συμβάλει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου. Μπορεί η εμπειρία της γνώσης και της ψηφιακής δημιουργίας να περάσει και σε άλλες πλευρές της παραγωγής της υποκειμενικότητας; Ή πρέπει να αποκτήσουμε την επίγνωση πως οι παιγνιώδεις διαδράσεις μας με τις λογισμικές πλατφόρμες είναι σχεδιασμένες να μας αποσπούν την προσοχή από την κλιματική κρίση;

Δ.Δ.: Συχνά εργάζεστε ως σύμβουλος σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και εταιρείες, εισάγοντας το παιχνίδι στο σύστημα και τη δομή της εργασίας. Η επινοητικότητα, η ζωντάνια, ο ανοιχτός χαρακτήρας του παιχνιδιού φαίνεται να πιστεύετε ότι διαμορφώνει πιο υγιείς και ανθεκτικούς οργανισμούς. Μάλιστα συχνά αναφέρεστε στη νέα διαχείριση «ανοιχτού κώδικα». Είναι αυτό όντως εφικτό;

Δ.Δ.: Στα κείμενά σας, αναφέρεστε συχνά στους «soulitarians», τη νέα γενιά εργατών που είναι οι γεμάτοι ψυχή νέοι παίκτες του σημερινού πολιτισμού. Όχι proletarians αλλά soulitarians. Μιλάτε γι’αυτούς (... μάλλον για μας) που μάθανε να «κατεβάζουν» τις ζωές τους δωρεάν και να τις μοιράζονται, να ταξιδεύουν με φτηνές αεροπορικές εταιρείες, να βασίζουν τις ζωές τους στις ικανότητες επικοινωνίας τους και στη συναισθηματική τους νοημοσύνη. Αυτή είναι ίσως η γοητευτική πλευρά της νέας δημιουργικής τάξης που αναδύθηκε την τελευταία δεκαετία. Αλλά και τελικά; Πώς θα σχολιάζατε την ίδια αυτή τάξη στην εποχή της οικονομικής κρίσης;

Δ.Δ.: Από αυτά που λέτε φαίνεται να ακολουθείτε επίσης τη σκέψη του ψυχολόγου Brian SuttonSmith, γνωστού από το βιβλίο του πάνω στην αμφισημία του παιχνιδιού, The Ambiguity of Play (Harvard, 1997) και την έμφαση που προσδίδει στην προσαρμοστική ικανότητα που ενέχει το παιχνίδι. Βοηθά το παιχνίδι πιστεύετε στην αναπροσαρμογή και ανάκαμψη της ίδιας της κοινωνίας;

P.K.: Η αλήθεια είναι πως μέρος της έμπνευσης μου για το «σοουλιταριάτο» διαμορφώθηκε μέσα από την αισιοδοξία που συνόδευε την τεχνολογία στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Σήμερα είναι

P.K.: Το παιχνίδι γενικά θα λέγαμε, μοιάζει με μία ζώνη πειραματισμού και προσομοίωσης που μας βοηθά να δοκιμάσουμε πρώτα σε αυτό την κοινωνική μας ζωή και τα γνωσιακά μας οράματα, χω-

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

P.K.: Πιστεύω πως πολλοί οργανισμοί ειδικά στον δημόσιο τομέα ή στην εκπαίδευση είναι ανοιχτοί στη διαμόρφωση μιας ζώνης παιχνιδιού όπως τουλάχιστον μπορούν να την αντιληφθούν. Π.χ., για την επαγγελματική εκπαίδευση των υπαλλήλων, αρκετοί φορείς προσφέρουν ειδικές άδειες ή προγράμματα training. Αυτές οι προσωρινές ευκαιρίες έχουν αρχίσει να επηρεάζουν την εξέλιξη της δομής των οργανισμών. Αρχικά, θα μπορούσε να δοθεί στους εργαζόμενους πολύ μεγαλύτερη αυτονομία, ευρύτερος χώρος δράσης και έμφαση στα ενδιαφέροντά τους. Όπως συμβαίνει σε ένα παιχνίδι. Οι οργανισμοί που θα ακολουθούσαν μία τέτοια δομή θα μπορούσαν να οδηγηθούν στη συνέχεια σε μια νέα ανοιχτού κώδικα διαχείριση. Δεν είναι ιδιαίτε-


Το Παιχνίδι ως Ανατροπή _ Αφιέρωμα

33

ρα εύκολο. Αλλά στο χώρο των start ups και των πολιτιστικών οργανισμών αυτό φαίνεται κάπως περισσότερο εφικτό. Ίσως γιατί εκεί αντιλαμβάνονται πως οι καλύτερες εμπορικά κινήσεις είναι αυτές που στηρίζονται από την ίδια την ομάδα που απαρτίζει τον οργανισμό γιατί τις πιστεύει και αφιερώνει σε αυτές χρόνο και ενέργεια. Οι χειρότερες εμπειρίες ήταν με τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, επειδή βλέπουν την ηθική του παιχνιδιού σαν τον τρόπο να διατηρήσουν τα λαμπερά μυαλά στο «κυνήγι του ταλέντου». Δ.Δ.: Μπορεί ο ανοιχτός χαρακτήρας του παιχνιδιού να καταρρίψει ιεραρχίες και όρια; Κάθε περίοδος έχει τους αποκλεισμούς της. Ποιος έχει τελικά δικαίωμα στο παιχνίδι; Ποιος αποφασίζει τους κανόνες των κοινωνικών παιχνιδιών; Αν λοιπόν το παιχνίδι μπορεί να έχει και πολιτικό χαρακτήρα, μπορεί άραγε να διαμορφώσει ένα νέο έδαφος που αυτή τη φορά θα ’ναι «κοινό» και αποκεντρωμένο για το νέο πλήθος; P.K.: Πιθανόν. Για μένα η ανάδυση του παιχνιδιού σαν σύγχρονο στοιχείο του πολιτισμού και σαν αφορμή για δράση και σκέψη οφείλεται σε δύο παράγοντες: στη συνέχιση κάποιων αντισυμβατικών πολιτισμικών αξιών του ’60 αφενός και στην εμφάνιση της νέας επικοινωνιακής υποδομής –του διαδικτύου– αφετέρου που προσέφερε τα εργαλεία για την εφαρμογή των αξιών αυτών και οδήγησε στη δημιουργία νέων ομάδων, οργανισμών, κινημάτων και δικτύων. Το παιχνίδι θύμισε και θυμίζει αυτό που φώναζαν οι υπέρμαχοι της αντιπαγκοσμιοποίησης: «ένας διαφορετικός κόσμος είναι εφικτός». Νομίζω πως η θετική εκτίμηση του παιχνιδιού στους χώρους της διαχείρισης, της έρευνας και της διαφήμισης είναι ένα καλό σημάδι ότι οι αξίες αλλάζουν επιτέλους και αφήνουν μια πιο ζωηρή δράση να ανατρέψει πουριτανικές προκαταλήψεις του παρελθόντος. Και αυτό συνάδει με τη θετική πρόσληψη της επισφάλειας ή την πιο αργή ζωή και την κουλτούρα της αδράνειας σήμερα. Σαν να ξυπνήσαμε και να αναζητούμε μια νέα, άλλη μορφή ετερώνυμης εργασίας και σαν να ξαναβρήκαμε την επιθυμία για μια πιο άρτια και ικανοποιητική ζωή. Ίσως το παιχνίδι που αντίκειται στις κοινωνικές διευθετήσεις και τις συμβάσεις, να είναι αυτό που θα μας φέρει πιο κοντά σε νέους κανόνες με πιο συλλογικό και παραγωγικό χαρακτήρα. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Αφιέρωμα _ Το Παιχνίδι ως Ανατροπή

34

_Thomas M. Malaby

Επιμέλεια - Μετάφραση: Δάφνη Δραγώνα

Η ζωή μας, μια ζαριά; (ανθρωπολογικές παρατηρήσεις στο καφενείο του Νώντα στα Χανιά) Το παρακάτω κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Thomas M. Malaby, Gambling Life: Dealing in Contingency in a Greek City (2003, University of Illinois Press). Ο Thomas Malaby είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του WisconsinMilwaukee. Η έρευνά του εστιάζει στo ρόλο της ενδεχομενικότητας και του παιχνιδιού στους θεσμούς και την κοινωνική ζωή.

Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς του 1995 και παρακολουθούσα τα επακόλουθα ενός παιχνιδιού πόκερ σε ένα καφενείο στα Χανιά της Κρήτης. Ήταν ένα πολύ ήσυχο βράδυ με μόνο ένα μεγάλο παιχνίδι πόκερ. Ο ιδιοκτήτης παραπονιόταν πως δεν είχε δουλειά. Ο Νώντας είχε πάρει το καφενείο από τον Πέτρο, έναν φίλο του, την περασμένη άνοιξη και αυτές ήταν οι πρώτες γιορτές που είχε το χώρο ως ιδιοκτήτης. Την περασμένη χρονιά που ήταν ακόμα του Πέτρου, το καφενείο ήταν γεμάτο κόσμο όλη τη βδομάδα των εορτών. Ο Πέτρος πάντως ήταν και πάλι εκεί και έπαιζε πόκερ με τον Νώντα και άλλους δύο πελάτες ενώ εγώ και ένας άλλος παρακολουθούσαμε. Ο Πέτρος και ο ένας από τους πελάτες σπάνια είχαν τυχερές βραδιές αλλά αυτό το βράδυ τα πράγματα είχαν αλλάξει και όλο και περισσότερες μάρκες εξαργυρώνονταν σε χρήματα γι’αυτούς. Το βράδυ ήταν άτυχο για τον Νώντα. Όχι μόνο δεν είχε κόσμο, αλλά έχανε και στα χαρτιά. Έχασε 60.000 δρχ. από τον παίκτη που κέρδιζε και 38.000 δρχ. από τον Πέτρο. «Τις 20.000 θα στις χρωστάω», είπε στον Πέτρο. «Κανένα πρόβλημα», απάντησε αυτός, χωρίς καν να τον κοιτάξει. Και ξαφνικά ο Νώντας ξεκίνησε να λέει σε όλους πως έδωσε ένα σωρό λεφτά για να αγοράσει το ειδικό τραπέζι για τα ζάρια, που υποτίθεται ότι είναι πολύ δημοφιλή στις γιορτές. Και δεν είχε πατήσει ψυχή για να παίξει. Η επιφάνεια του τραπεζιού έπιανε όσο δύο τραπέζια πόκερ και το έντονο πράσινο της τσόχας με το μικρό περίφραγμα γύρω γύρω τραβούσε την προσοχή. Δεν φοβόταν την αστυνομία. Από όλα τα βράδια του χρόνου εξάλλου, η πρωτοχρονιά είναι η μόνη που ο τζόγος επιτρέπεται για μικρούς και μεγάλους. Για το καλό του χρόνου. Ο Νώντας τριγύριζε γύρω από το νέο του τραπέζι και έβριζε: «Γαμώ την ατυχία μου. Τι άλλο θα μπορούσα να’χα κάνει; Και οι κόπανοι δεν δοκιμάζουν καν να παίξουν έστω για λίγο! Τι διάολο θα το κάνω; Ξέρετε πόσο κοστίζει αυτό;». Και κουνούσε νευρικά τα ζάρια στη χούφτα του. Οι αβεβαιότητες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος ο Νώντας αυτή την άτυχη βραδιά στα χαρτιά αλλά και στο ξεκίνημα της νέας δουλειάς κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

του, παραπέμπουν στους τρόπους που οι Χανιώτες εισπράττουν τις συνέπειες των πράξεών τους, δηλαδή την κατασκευή του νοήματος που έχουν αυτές οι πράξεις σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο, ξεκινώντας από την κακοτυχία και καταλήγοντας στις στατιστικές πιθανότητες. Οι τρόποι με τους οποίους οι Χανιώτες και γενικά οι Έλληνες μιλάνε για την αβεβαιότητα και τα απρόβλεπτα αποτελέσματα στον τζόγο, είναι ο ίδιος με τον οποίο μιλάνε για τα ρίσκα της ζωής εν γένει. Όχι μόνο οι παίκτες, αλλά και αυτοί ακόμα που δεν παίζουν. Ζητήματα σχετικά με τη δουλειά, την οικογένεια, την υγεία, το περιβάλλον, την πολιτική, και τις όποιες επιλογές υπάρχουν, συχνά περιγράφονται με όρους παιχνιδιού, στοιχημάτων και ρίσκου. Αυτό γίνεται αντιληπτό από κοινές φράσεις που χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους. «Μας παίζουν παιχνίδια», λένε για τους πολιτικούς τους. Ή «η ζωή είναι ένα ρίσκο», σχολιάζουν όταν τραγικά συμβάντα ή δυστυχήματα συμβαίνουν. Άξιο έρευνας δεν είναι όμως μόνο οι διαφορετικοί τρόποι που μπορεί κάποιος να μιλήσει για ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα. Οι απροσδιοριστίες στην ανθρώπινη ζωή δεν είναι φτιαγμένες από το ίδιο υλικό. Η αβεβαιότητα στα τυχερά παιχνίδια δεν έγκειται μόνο στην απρόβλεπτη έκβαση των ζαριών ή των χαρτιών. Μία άλλη μορφή ρίσκου είναι εγγενής σε κάθε παιχνίδι που σχετίζεται με τις στρατηγικές που αναπτύσσουν οι παίκτες μεταξύ τους καθώς προσπαθούν να μαντέψουν ο ένας τις κινήσεις του άλλου, αποκρύπτοντας φυσικά τα δικά τους σχέδια. «Πού να ξέρεις τον άλλον;», άκουγα συχνά στα Χανιά να λένε και αυτό το απρόβλεπτο στοιχείο στο κοινωνικό επίπεδο βρίσκεται στην καρδιά του τζόγου. Πολλοί παίκτες τόνιζαν την ικανότητά τους να μπορούν να διαβάζουν στους αντιπάλους τους τη διάθεσή τους, το ύφος τους και την οικονομική τους κατάσταση. Καθώς η ζωή προχωρά, ο καθένας από μας αντιμετωπίζει στιγμές ρουτίνας αλλά και στιγμές που

συχνά κρύβουν αβεβαιότητες ως προς την εξέλιξή τους. Έτσι κι ο Νώντας, ο ιδιοκτήτης του καφενείου, εκτός του να μην έχει δουλειά τη μεγαλύτερη νύχτα τζόγου της χρονιάς, βρέθηκε αντιμέτωπος και με τη δική του ατυχία στο πόκερ. Οι πραγματικότητες του επαγγέλματος και του πόκερ έχουν κάποια κοινά στοιχεία καθώς κρύβουν και φανερώνουν προθέσεις και στρατηγικές. Η βασικότερη μαεστρία μοιάζει να είναι το να μπορείς να διαβάζεις τις σκέψεις και τις προθέσεις των αντιπάλων ή των πελατών. Έτσι το πόκερ, στην περίπτωση του Νώντα, περιέγραφε πολύ καλά και σε αυτόν και στους άλλους τι ήταν εκείνο που του συνέβαινε. Την αντιστοιχία αυτή δεν θα την έβρισκε εύκολα σε οποιοδήποτε παιχνίδι. To τάβλι π.χ., προδιαθέτει για μία τελείως διαφορετική κατάσταση καθώς αφορά δύο παίκτες που συχνά είναι φίλοι και που έχουν από πάνω τους επίσης φίλους-θεατές, κάτι που απαιτεί άλλου τύπου σχέσεις, αυτές που βασίζονται στην κοινωνικότητα και στη δημιουργία οπαδών. Ο κρατικός τζόγος πάλι, χρησιμεύει σαν αρένα για να προσδώσει νόημα σε ένα άλλο είδος σχέσης, αυτής μεταξύ του ατόμου και του κράτους και γι’ αυτό οι Έλληνες τον συνδέουν με την πρακτική της φοροδιαφυγής, το διαπρεπές φόρουμ της διαμάχης κράτους/πολίτη. Τα ζάρια απ΄την άλλη, φέρνουν τον παίκτη όχι απέναντι σε αντιπάλους ή απέναντι στο κράτος αλλά αντιμέτωπο με τις άστατες κινήσεις της ίδιας της τύχης, καθώς περιουσίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται ενώ οι παίκτες παλεύουν να συνδέσουν τα καπρίτσια της τύχης με την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την ίδια τους τη θνητότητα. Μέσω των παιχνιδιών και όχι μόνο μέσω του τζόγου, αντιλαμβάνεται κανείς με ποιον τρόπο οι άνθρωποι, συχνά επηρεαζόμενοι από το πολιτισμικό τους πλαίσιο, έρχονται αντιμέτωποι με την αμείωτη ενδεχομενικότητα που διαθέτουν οι ζωές τους και το πώς εμπλέκονται και εισπράττουν το απροσδιόριστο. Ένα ζήτημα που γίνεται όλο και πιο καίριο σε παγκόσμια κλίμακα καθώς διαρκώς καθορίζεται από μεταβλητές που έρχονται από πολλές κατευθύνσεις.


Το Παιχνίδι ως Ανατροπή _ Αφιέρωμα _Βασίλης Γαλούπης

35

ναγωνιστές – κι όχι ανταγωνιστές. Και προσπαθεί έντιμα. Δίχως πανουργία όπως στα games. Ούτε, βέβαια, κάνει χαρούλες με τους άλλους μπόμπιρες της γειτονιάς απλά παίζοντας. Games λέγονται και τα τυχερά παιχνίδια. Τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η έννοια με τον αθλητισμό; Η ΔΟΕ, όμως, δεν έπεσε έξω τελικά. Οργάνωσε τα παιχνίδια της, τα σύγχρονα ολυμπιακά παιχνίδια, σε έναν κόσμο σημερινό, όχι προχθεσινό, ούτε αρχαίο κι εξιδανικευμένο. Μέσα στο παιχνίδι είναι όλα πλέον. Η ανοχή στην πονηριά, στην εξαπάτηση, στο σκοπό που αγιάζει τα μέσα, στη νίκη με κάθε κόστος και με κάθε τρόπο. Απ’ αυτή την άποψη τα Olympic Games της εμπορευματοποίησης και της ντόπας είναι ταυτισμένα με την καπιταλιστική, αλλά και την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα… Για να μην πούμε, ότι η ΔΟΕ ήταν μπροστά από την εποχή της (μας) όταν σκαρφίστηκε πριν από έναν αιώνα το πρότζεκτ. Οργανώθηκαν τα games, καλουπώθηκε όλος ο αθλητισμός σε τέτοια πρότυπα ώστε να φέρνει κέρδος. Σοβαρεύτηκε το παιχνίδι. Νίκη ίσον χρήμα. Χρήμα ίσον νίκη. Σε εποχές που κανένας δεν φαίνεται να χρειάζεται άθλους από αθλητές, αγώνες από αγωνιστές και συναγωνιστές, ευγενή άμιλλα και τέτοια ιδεώδη, αραχνιασμένα κι αντικαπιταλιστικά, το ενδιαφέρον στράφηκε στην κονόμα. Στο πώς θα τσεπωθεί το χρήμα μέσω θεάματος επιπέδου Χόλιγουντ από δήθεν αθλητές και παίκτες, αφού ούτως ή άλλως όλοι μαζί κάνουνε games.

Αρχίζει το ματς «Οι πολιτικοί πρέπει να είναι σαν τους προπονητές. Αρκετά έξυπνοι για να καταλαβαίνουν το παιχνίδι, αλλά κι αρκετά κρετίνοι για να νομίζουν ότι το παιχνίδι έχει σημασία». Ευφυής ατάκα του γερουσιαστή Γιουτζίν Μακάρθι, φανατικού εχθρού του πολέμου στο Βιετνάμ και προερχόμενου από τα… αριστερά του δημοκρατικού κόμματος. Απλή συνωνυμία, δηλαδή, με τον ακροδεξιό Μακάρθι της δεκαετίας του ’50… Μπερδευτήκαμε, παιδιά. Ένας πολιτικός μπορεί να σκέφτεται σαν προπονητής; Όπως και οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνεται να είναι games; Και τα games μπορεί να είναι play; Τα πάνω-κάτω ήρθανε…

Δυο γατάκια όταν κυνηγιούνται μεταξύ τους δεν αγωνίζονται, ούτε κάνουν games σαν κι αυτά που διοργανώνει η ΔΟΕ με χρυσά μετάλλια, πριμ και παλαμάκια. Τα γατάκια απλά παίζουν. Όπως έπαιζαν και τα πρωτόγονα παιδάκια έξω από τις σπηλιές τους. Δίχως να ενδιαφέρονται αν κερδίσουν ή αν χάσουν. Δίχως να χρειάζονται διαιτητή, βιβλιαράκι κανονισμών, ούτε καν θεατές. Το παιχνίδι, το απλό παιχνίδι, είναι μια καθαρά ενστικτώδης ανάγκη, που τη συναντάμε σε όλο το ζωικό βασίλειο. Ο αθλητικός αγώνας, όμως, είναι κάτι διαφορετικό. Δεν είναι αθλητική αξία, είναι πνευματική. Και μοναχική. Ο δρομέας είναι μόνος του στο διάδρομό του και αγωνίζεται παράλληλα με άλλους συ-

Κάποτε υπήρχε ο συμβατικός πόλεμος. Στηνόταν ένα «θέατρο επιχειρήσεων», παρατάσσονταν στρατιώτες κι άρματα μάχης και γινόταν η σφαγή. Κάποια στιγμή ήρθε ο ατομικός πόλεμος που κατάργησε τα όρια. Ο κανόνας, με το σφύριγμα της έναρξης για το ξεσάλωμα του καπιταλισμού στο φινάλε του Β παγκοσμίου, έγινε ένας: Δεν υπάρχει κανόνας. Πέφτει μια βόμβα ψηλοκρεμαστή σαν σουτ μπασκετμπολίστα και δεν χρειάζεται να γίνει καμία μάχη με κανέναν. Μπήκαν όλοι οι από κάτω στο καλάθι. Καταργείται το πεδίο της μάχης, δηλαδή. Αυτή είναι η ζούγκλα. Η ζούγκλα μας. Ειδικά μετά την πτώση του Τείχους ήρθε ο καπιταλισμός στην πιο ατόφια μορφή του. Όποιος προλάβει, με λίγα λόγια. Και όπως προλάβει. Με «αθλητές» που απογειώνονται από μυστικές ενέσεις στον πισινό τους σε σκοτεινά δωμάτια για να μην τους δει κανείς, με νίκες που έρχονται μέσα από λαδώματα και στημένα παιχνίδια, με τη φραστική –ή κι ακόμα πιο ακραία– βία του γηπεδούχου απέναντι στον φιλοξενούμενο. «Εδώ θα γίνει ο τάφος σας, ρε…» Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε μόνο το χρήμα, έγραψε κάποτε ένας έλληνας συγγραφέας: «Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου κι άντε στο καλό. Ο άγιος Πέτρος σε περιμένει στον παράδεισο». Έτσι κερδίζονται τα ματς πλέον. Πέθανε η ηθική του αγώνα. Ζήτω οι ανήθικοι για να κάνουν τα παιχνίδια τους… Παίζουμε; Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Αφιέρωμα _ Το Παιχνίδι ως Ανατροπή

36

_Γιώργος Λαμπράκος

The game plays the player. «Πετροπαιχνιδιάτορες»

Ήμουν τεσσάρων ετών κι έπαιζα με το κουβαδάκι μου στην παραλία. Γέμιζα με άμμο το κουβαδάκι και μετά έχυνα την άμμο από το κουβαδάκι και μετά ξαναγέμιζα με άμμο το κουβαδάκι και μετά ένιωσα ότι πλήττω. Πέταξα λοιπόν το κουβαδάκι στη θάλασσα και είδα ότι την πλήξη ακολουθεί ο πόλεμος κατά της πλήξης. Παιχνίδι-Πλήξη-Πόλεμος, κι όλο πάλι απ’ την αρχή: αυτό είναι η ζωή, ένιωσα· λάθος, η δική μου ζωή, ένιωσα στη συνέχεια· λάθος, η ζωή, ένιωσα τελικά. «Κοίτα, πέταξε το κουβαδάκι στη θάλασσα!», άκουσα να λέει πίσω μου μια γνώριμη φωνή σε κάποιον, που με τη γνώριμη φωνή του με ρώτησε: «Γιατί πέταξες το κουβαδάκι στη θάλασσα;» Δεν με θυμάμαι να απαντώ, με θυμάμαι μόνο να μαζεύω το κουβαδάκι και να το γεμίζω πέτρες. Δεν θα ήταν διόλου παιδαριώδες (και φορώντας προσωρινά γραβάτα) να μιλήσουμε για το παιχνίδι αρχίζοντας από τον σοβαρότερο θεωρητικό του 20ού αιώνα. Στο κείμενο «Ο ποιητής και η φαντασία» (1908), ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι «το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα, αλλά η πραγματικότητα».1 Το παιδί παίζει μιμούμενο τους ενήλικες, ενώ αυτοί, που δεν τους επιτρέπεται πια να παίζουν, κρύβουν τις απαγορευμένες φαντασιώσεις τους, απολαμβάνοντάς τες συνήθως όταν τους τις προσφέρει ένας ποιητής σε αισθητικό πιάτο. Ο ποιητής δημιουργεί έναν φανταστικό κόσμο που τον λαμβάνει απολύτως σοβαρά υπόψη. «Η ποίηση και το ονειροπόλημα είναι προέκταση και υποκατάστατο του παλαιού παιδικού παιχνιδιού». Αχ, ποιητή, πάλι σαν παιδί κάνεις. Στο ίδιο κείμενο ο Φρόυντ αναφέρει την πεποίθηση κάποιων ποιητών ότι όλοι οι άνθρωποι κρύβουν έναν ποιητή μέσα τους. Εδώ βασίζεται ο παιδοψυχαναλυτής Ουίνικοτ για να διευρύνει τις θέσεις του Δασκάλου. Στο τελευταίο βιβλίο του, Playing and Reality (1971),2 μελετά «την ουσία της ψευδαίσθησης, εκείνης που επιτρέπεται στο νήπιο και εκείνης που στην ενήλικη ζωή είναι εγγενής στην τέχνη και τη θρησκεία». Ονομάζει «μεταβατικό φαινόμενο» την ενδιάμεση περιοχή που διαχωρίζει, στο βρέφος, την εσωτερική ψυχική πραγματικότητα από τον εξωτερικό κόσμο. Θέση «μεταβατικού αντικειμένου» επέχει αρχικά το μητρικό στήθος και στη συνέχεια οτιδήποτε επιτελεί αυτή τη λειτουργία: στον ενήλικα βίο τα μεταβατικά φαινόμενα διαχέονται «σε όλο το πολιτισμικό πεδίο». Όλοι βράζουμε στο ίδιο (μεταβατικό) κοντέινερ. κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

Εδώ ο Ουίνικοτ εισάγει μια «σημαντική διάκριση ανάμεσα στις έννοιες “παιχνίδι” και “παίξιμο”». Το «παιχνίδι» (game) είναι «σκηνοθετημένο», ένα «τέχνασμα», ενώ το «παίξιμο» (playing) είναι ένα «φυσικό πράγμα» που «διευκολύνει την ανάπτυξη και συνεπώς την υγεία». Στο παίξιμο, «και ίσως μόνο σ’ αυτό, το παιδί ή ο ενήλικας είναι ελεύθερος να είναι δημιουργικός»: η δημιουργικότητα δεν αφορά όμως μόνο τον καλλιτέχνη, αλλά «οποιονδήποτε». «Η δημιουργική συναίσθηση είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, εκείνο που κάνει το άτομο να αισθάνεται ότι τη ζωή αξίζει να τη ζήσει». Το δημιουργικό παίξιμο με τον κόσμο εγκαθιδρύει μια «τρίτη περιοχή, την περιοχή της πολιτισμικής εμπειρίας που είναι παράγωγο του παιχνιδιού». Είναι ένας από τους ελάχιστους τρόπους να (ξανα)γευτούμε τον κόσμο ως γιγάντιο στήθος. Ο Ουίνικοτ συνεχίζει διακρίνοντας τη φαντασίωση από τη φαντασία. Στη φαντασίωση το άτομο «αποσυνδέεται» από τον εαυτό του και ταυτίζεται με το αντικείμενο που φαντασιώνεται: έτσι όμως «η φαντασίωση παρεμποδίζει τη δράση και τη ζωή στον πραγματικό ή εξωτερικό κόσμο». Απεναντίας η φαντασία οδηγεί στο δημιουργικό παίξιμο με τον κόσμο και την ικανοποίηση βασικών επιθυμιών. Αυτό εννοεί ο Άνταμ Φίλιπς, ο βασικός συνεχιστής του Ουίνικοτ, όταν λέει ότι «Δεν υπάρχει καλύτερη εγγύηση για την ηδονή από το να είναι κανείς ρεαλιστής».3 Ο πολιτισμός διδάσκει τρόπους να γνωρίζουμε τις συχνά αντιφατικές επιθυμίες μας, αλλά κυρίως να αντιστεκόμαστε σε αυτά που τις εμποδίζουν: «Ο πολιτισμός είναι όντως εκείνο που καθιστά δυνατές τις αντιρρήσεις μας στον πολιτισμό». Ο θεωρητικός του παιξίματος Σάτον-Σμιθ προτείνει, από την άλλη, μια εξελικτική ερμηνεία του. Το παίξιμο, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες, είναι ένας μηχανισμός προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον. Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της «ποικιλομορφίας»: «όποιοι γίνονται καλοί κοινωνικοί παίκτες βελτιώνουν τις γενικές κοινωνικές τους δεξιότητες».4 Η αποδομητική ανάλυση των «επτά ρητορικών του παιξίματος» (πρόοδος, μοίρα, δύναμη, ταυτότητα, φαντασιακό, εαυτός, επιπολαιότητα) καταδεικνύει την τεράστια σημασία του, καθώς παρουσιάζεται ως ένα «μοντέλο του καθημερινού υπαρξισμού».

Πετώντας μακριά τη γραβάτα, θα λέγαμε ότι η τρέχουσα παιδεία παίζει με τα παιδία: ο πολιτισμός μας σοβάρεψε χωρίς να σοβαρευτεί, καθώς εκδιώκει το παίξιμο ως λειτουργία ανάπτυξης της φαντασίας και της δημιουργικότητας. Παίξιμο με τον κόσμο δεν είναι το φαντασιωτικό σύνδρομο του Πίτερ Παν, ούτε η επιφανειακή επικοινωνία στα επιτραπέζια παιχνίδια ή η ψυχαναγκαστική απομόνωση στα ηλεκτρονικά. Το παίξιμο με τον κόσμο εισάγει την παιγνιώδη διάθεση στη βαθιά συνειδητοποίηση των υπαρξιακών διακυβευμάτων και των κοινωνικών στοχεύσεων, όμως ενέχει πολυχρωμία και διακινδύνευση, δηλαδή τα αντίθετα από αυτά που υπόσχεται, και πάντα προσφέρει, ο δικτάτορας. Για τη μετουσίωση της επιθετικότητας σε δημιουργικότητα, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να ευθύνεται το περιβάλλον που ανατρέφει το παιδί, όχι το ίδιο το παιδί. Η καταδίκη κάθε είδους βίας δεν είναι συνεπώς ούτε αυτονόητη ούτε ισχυρή, κύριε Πρόεδρε. «Η ζωή φτωχαίνει, δεν έχει ενδιαφέρον, όταν οι άνθρωποι δεν ριψοκινδυνεύουν το ανώτατο τίμημα στα παιχνίδια της ζωής, την ίδια τη ζωή»,5 λέει ο Δάσκαλος. «Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώση/ να βγη απ’ το σέβας κι’ από την υποταγή», επιτάσσει ο Ποιητής. Παίζουμε;

1 Σίγκμουντ Φρόυντ, Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Επίκουρος, 1994, σσ. 152, 162. 2 Στα ελληνικά αποδόθηκε ως: Το παιδί, το παιχνίδι και η πραγματικότητα, μτφρ. Γ. Κωστόπουλος, Καστανιώτης, σσ. 26, 31, 83, 177, 176, 85, 103, 127, 121, 180, 71. 3 Adam Phillips, Το θηρίο στο παιδικό δωμάτιο, μτφρ. Ν. Ηλιάδης, Οκτώ, 2010, σσ. 17, 62. Στο On Kissing, Tickling and Being Bored, (υπό έκδοση, Οκτώ, μτφρ. Γ. Λαμπράκος) ο Φίλιπς τονίζει τη σημασία της πλήξης για το παιδί, καθώς και της μητέρας που (πρέπει να) «εποπτεύει τη μοναξιά του». 4 Brian Sutton-Smith, The Ambiguity of Play, Harvard, 1997, pp. 44, 228. 5 Σίγκμουντ Φρόυντ, Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον πόλεμο και τον θάνατο, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Επίκουρος, 1998, σ. 45.


Το Παιχνίδι ως Ανατροπή _ Αφιέρωμα _Τατιάνα Βέρμπη

37

Αστικά Παιχνίδια Η ανάγκη της απόλυτης δημιουργίας συνδεόταν πάντοτε βαθιά με την ανάγκη για παιγνιώδη εμπλοκή με την αρχιτεκτονική, το χρόνο, το χώρο. – Ivan Chtcheglov Το σκέιτ χρησιμοποιήθηκε το ’50-’60, για τη μετακίνηση των σέρφερ στις ακτές της Καλιφόρνια και ήταν κάτι σαν προέκταση του σερφ στην ξηρά. Οι σέρφερ, συνήθως ξυπόλητοι, υιοθετούσαν κινήσεις και στάσεις από το σερφ και αντιμετώπιζαν τις ράμπες του δρόμου, σαν «τσιμεντένια κύματα»1. Κατά τη δεκαετία του ’70 το σκέιτ αρχίζει πια να ανεξαρτητοποιείται και οι σκέιτερ για μια μεγάλη χρονική περίοδο πειραματίζονται με νέες επιφάνειες, όπως είναι για παράδειγμα οι άδειες ιδιόκτητες πισίνες ή οι μεγάλες σήραγγες και τα φράγματα. Η κάθετη πορεία και η γρήγορη εναλλαγή ύψουςβάθους κατά την κίνηση από το χείλος της πισίνας προς τον πάτο και πίσω, η απότομη αυτή αλλαγή της αίσθησης της βαρύτητας, και ο παραγόμενος από τις ρόδες ήχος, αποτέλεσαν μια τόσο πρωτόγνωρη και δυνατή εμπειρία του σώματος στο χώρο (sensuous geography2- γεωγραφία των αισθήσεων) ώστε το σχήμα που δόθηκε αργότερα στις πίστες σκέιτ ήταν κοίλο. Από το ’90 και μετά κυριαρχεί το street skate, το ελεύθερο δηλαδή σκέιτ στα φυσικά εμπόδια και στους δρόμους της πόλης. Όπως το σκέιτμπορντ, έτσι και το BMX, τα rollerblades (πατίνια), το ποδήλατο, το parkour, το free-running και τα γκράφιτι διακρίνονται για τον σχετικά ελεύθερο, αντισυμβατικό και απόλυτα ευρηματικό τρόπο με τον οποίο οικειοποιούνται τον δημόσιο χώρο. Η πόλη ως υλικό σύνολο μετέχει της δράσης των δραστηριοτήτων αυτών, καθώς παρέχει τους χώρους και τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσει ο εκάστοτε «αθλούμενος». Αλλά οι παραπάνω δραστηριότητες έχουν και δύο ακόμη κοινά.

χικής σημασίας των αντικειμένων (ή χώρων) προκειμένου να χρησιμοποιηθούν με έναν νέο τρόπο και για έναν άλλο σκοπό (διαδικασία που ο Deleuze περιέγραψε σαν ένα «παιχνίδι»3 υπερβολής των αρχών που διέπουν ένα αντικείμενο και που αλλάζουν τη σημασία του, χωρίς όμως να αλλάζουν τη μορφή του. Οι σκέιτερ χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια για ράμπες και τις πισίνες για πίστες. Ο ασκούμενος στο parkour στην γρήγορη πορεία του, βλέπει το τοιχάκι της αυλής όχι σαν το αντικείμενο που την χωρίζει από την γειτονική, αλλά σαν το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσει, ο γκραφιτάς μετατρέπει με τα σπρέι του το βαγόνι του τρένου σε επιφάνεια ζωγραφικής. Το δεύτερο αφορά την οριακή τους σχέση με την παραβατικότητα. Ο αντισυμβατικός χαρακτήρας των παραπάνω δραστηριοτήτων περιλαμβάνει συχνά συμπεριφορές που κινούνται στα όρια της παραβατικότητας4. Στην πραγματικότητα αυτό που φαντάζει σαν παράβαση σχετίζεται με την έλλειψη κανόνων που θα έλεγχαν όλες τις πιθανές χρήσεις ενός πράγματος: Ένας πιτσιρικάς πηδάει με το BMX πάνω από ένα παρτέρι με λουλούδια. Η θέα της σκηνής εκπλήσσει την κυρία που περπατά και της δημιουργεί την εντύπωση πως ο πιτσιρικάς είναι «παραβατικός». Αυτό όμως που φαντάζει ως παράβαση σχετίζεται απλά με την απουσία ενός κανονισμού που θα απαγόρευε τη χρήση του παρτεριού ως «εμπόδιο» για άλμα. Στην πλειοψηφία τους όσοι ασχολούνται με μια από τις παραπάνω δραστηριότητες, όταν ερωτηθούν τι είναι ακριβώς αυτό που κάνουν, θα απαντήσουν πως πρόκειται για έναν τρόπο ζωής. Ένας τρόπος ζωής που, όπως κάθε άλλος, διαθέτει τους δικούς του κώδικες συμπεριφοράς, ενδυματολογικούς, γλωσσολογικούς ή άλλους και λιγότερο ή περισσότερο, περνάει μέσα από τα «γρανάζια» του μάρκετινγκ.

πιο ιδιαίτερο είναι ότι ορίζουν δυναμικά οι ίδιοι τον τρόπο που βιώνουν την πόλη και δεν προσδιορίζονται τόσο από τις συμβατικές αρχές της ίδιας, την αρχιτεκτονική, την πολεοδομία της και τα δίκτυά της. Με απλά λόγια, συνήθως βρισκόμαστε στο δρόμο γιατί από κάπου ερχόμαστε ή προς τα κάπου πάμε. Ένας σκέιτερ βρίσκεται όμως εκεί, γιατί απλώς θέλει να ρολάρει, να παίξει με το σανίδι του. Και τελικά, μέσα από αυτό το ιδιότυπο «αστικό»παιχνίδι, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, δημιουργεί μια «γεωγραφία των αισθήσεων» που αναπτύσσεται μέσα στη γεωγραφία της πόλης, και βρίσκεται σε παραγωγική αλληλεπίδραση με αυτήν.

1 «Όταν κάνεις skate σε ράμπες, καβάλησε τες όπως ένα κύμα... Οι ράμπες είναι πράγματι απλά τσιμεντένια κύματα», Skateboarding, Space and the City, Architecture and the Body, Iain Borden, Berg, Oxford, 2001, σελ.32 2 Πρόκειται για μια «γεωγραφία των αισθήσεων» που δημιουργείται από ένα εντυπωσιακό βίωμα της αρχιτεκτονικής... ένας χώρος αισθήσεων, που συνίσταται σε μια ασύνειδη δραματοποιημένη αλληλεπίδραση από σημεία αναμετάδοσης και εμπόδια, αντανακλάσεις, καθρεφτισμούς, παραπομπές και ηχώ. Ό.π., σελ.35 3 «Το παιχνίδι, είναι το παιχνίδι των ίδιων των αρχών, της επινόησης των αρχών. Παίζουμε καθ’ υπερβολή και όχι κατ’ έλλειψη αρχών.», Η πτύχωση, Gilles Deleuze, Πλέθρον, Αθήνα, 2006, σελ. 146 4 «Parkour -Μια δυνητική διαδρομή στην πόλη», Διάλεξη, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Ιούλιος 2008, Πιτσιλαδή Μαρία, Υπεύθυνος Καθηγητής: Παπαλεξόπουλος Δημήτρης, σελ. 43

Το πρώτο αφορά τη διαδικασία αλλοίωσης της αρ-

Για να το πάμε λίγο παραπέρα, αυτό που το κάνει

Ευχαριστώ θερμά τον φίλο, αρχιτέκτονα και σκέιτερ Ζάχο Βάρφη, για την πολύτιμη συμβολή του

_Μάνος Σιφονιός

To λεξικό του διαόλου Παιχνίδι: Βιολογική συμπεριφορά που συνδέεται με τη μίμηση προτύπων συμπεριφοράς, αλλά και τη μνήμη! Στις νίκες αποκτάς μνήμη ελέφαντα και στις ήττες, μνήμη χρυσόψαρου.

υφής και επιδίδονται σε ακόλαστες πράξεις προς τέρψιν πλειάδας ηδονοβλεψιών που παρακινούν τους λεγάμενους με μηνύματα σεξουαλικού περιεχομένου.

Κανόνες (παιχνιδιού): Ευκαιρίες (παιχνιδιάρικης) παραβίασης.

Ποδοσφαιράκια: Ντουμανιστήριος εφηβοβιότοπος της μεταπολεμικής Ελλάδος, πατέρας των ουφάδικων και παππούς των Internet Café. Αντίθετα με την εξέλιξη των γενεών η ακόλουθη φράση παρέμεινε σε ισχύ: «Σε είδε πάλι η κυρά Βασιλική στα Χ. Τι θα απογίνεις παιδί μου;»

Γήπεδο: Κρεβάτι μεγάλων διαστάσεων, όπου αντίπαλες ομάδες πληρωμένων επιβητόρων ερωτοτροπούν με σφαιρικά αντικείμενα ελαστικής

Διαιτητής: Ένα αναξιαγάπητο κοράκι με σφυριχτό κελάιδισμα που άλλους ενοχλεί και άλλους αγαλλιάζει. Η συνωνυμία με το κοράκι-νεκροθάφτης μάλλον δεν είναι συμπτωματική, εξού και η έκφραση: «Μας έθαψε το κοράκι». Φίλαθλος και Οπαδός: Εραστές του ιδίου αντικειμένου του πόθου. Ο πρώτος ρομαντικός και πλατωνικός, ενώ ο δεύτερος ζηλιάρης και κτητικός με δυνατότητες λεκτικής ή/και σωματικής βιαιοπραγίας, όταν συναντηθεί με αντίζηλους.

Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Οι Ολυμπιακές Ομάδες Αστρονομίας και Διαστημικής, Μαθηματικών και Βιολογίας δίνουν τη δυνατότητα στους μαθητές που τις στελεχώνουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, να γνωρίσουν νέες κουλτούρες, να κάνουν νέες φιλίες και φυσικά να διακριθούν στα αντικείμενα στα οποία έχουν μια ιδιαίτερη κλίση. Οι Διεθνείς Μαθητικές Ολυμπιάδες αποτελούν μια σπάνια ευκαιρία για τους μαθητές να αναπτύξουν τις ικανότητές τους με τον πιο συναρπαστικό τρόπο, ενώ ασχολούνται με τα πιο ουσιαστικά ενδιαφέροντά τους! Απαραίτητη προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η συμμετοχή στους αντίστοιχους Πανελλήνιους Μαθητικούς Διαγωνισμούς, ιστορικοί θεσμοί που διοργανώνονται σε ετήσια βάση από τις ενώσεις επιστημόνων με την αρωγή του υπουργείου Παιδείας, του Πανεπιστημίου Αθηνών και προσφάτως του ΟΠΑΠ. Ο ΟΠΑΠ επέλεξε να στηρίξει και να προβάλει αυτή την αξιόλογη προσπάθεια μέσω του προγράμματος χορηγιών και οικονομικών ενισχύσεων εταιρικής ευθύνης, καλύπτοντας όλα τα έξοδα των περσινών αποστολών. Οι γνώσεις πέρα από τα στενά πλαίσια της σχολικής ύλης, οι εμπειρίες και οι νέοι

δρόμοι που ανοίγονται για τους Έλληνες μαθητές μέσω των Διεθνών Σχολικών Ολυμπιάδων είναι ευκαιρίες που δεν πρέπει να χάνονται. Η διαδικασία: αποτελείται από δύο στάδια και ξεκινά κοντά στο Φεβρουάριο, αφού προηγηθούν οι σχετικές ανακοινώσεις στα σχολεία. Οι μαθητές αφού εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους, δίνουν γραπτές εξετάσεις στην περιοχή τους πάνω στη σχολική ύλη, ενώ, όσοι διακριθούν, μέσα από αυτές λαμβάνουν εργαστηριακή και θεωρητική εκπαίδευση σε πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας. Εκείνοι που θα ξεχωρίσουν θα γίνουν τα μέλη των Ολυμπιακών Ομάδων (4-5 ατόμων η καθεμία) που θα εκπροσωπήσουν την Ελλάδα στο εξωτερικό (φέτος στο Γκντανσκ της Πολωνίας, στην Άγκυρα της Τουρκίας και στο Ταϊπέι της Κίνας).

τερες πληροφορίες για την Ολυμπιάδα και τον Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Χημείας μπορεί να βρει κανείς στη διεύθυνση www.eex.gr και στο τηλέφωνο 210 3821524, Βιολογίας στη διεύθυνση www. pdbio.gr, www.pev.gr και στο τηλέφωνο 2105224632 και Αστρονομίας και Διαστημικής στο site www. astronomos.gr και στο τηλέφωνο 2421051061. (Στον astronomo.gr διεξάγεται στα μέσα Δεκεμβρίου μία επιπλέον, προαιρετική, φάση με ερωτήσεις και ασκήσεις που αποστέλλονται ηλεκτρονικά, δίνοντας παραπάνω βαθμούς και πιθανότητες στους ενδιαφερόμενους. Επιπλέον ο πρώτος μαθητής και η πρώτη μαθήτρια της Ολυμπιακής Ομάδας θα φιλοξενηθούν για 10 ημέρες στις εγκαταστάσεις της NASA στο Huntsville, Alabama των ΗΠΑ μετέχοντας, εντελώς δωρεάν, σε εκπαιδευτικά προγράμματα.)

Οι διαγωνισμοί Χημείας και Βιολογίας απευθύνονται σε παιδιά Β΄ και Γ΄ τάξης του Λυκείου χωρίς να αποκλείουν και άτομα μικρότερης ηλικίας που θέλουν να πάρουν μέρος, ενώ ο Πανελλήνιος Διαγωνισμός Αστρονομίας και Αστροφυσικής από πέρυσι απευθύνεται και σε μαθητές Γυμνασίου με ξεχωριστές εξετάσεις και θέματα. Περισσό-

Ο ΟΠΑΠ αισθάνεται την ευθύνη να προσφέρει στην κοινωνία και ιδιαίτερα στη νέα γενιά μέσω δράσεων που προωθούν τη γνώση, την επιστήμη και την καινοτομία. Η συνεισφορά στην παιδεία και στον πολιτισμό της χώρας αποτελεί σταθερό για την εταιρεία στόχο που υπηρετείται μέσω ενισχύσεων κοινωνικού, μη ανταποδοτικού χαρακτήρα.

publi

Ο ΟΠΑΠ δίπλα στους μαθητές


51


Τετράδιο 40

Με τον συνεργάτη τού Κοντέινερ Σπύρο Ζουμπούλη ανταλλάξαμε μερικά e-mail, καταλήξαμε σε μερικές ερωτήσεις και ο Σπύρος τις έθεσε στον Νόαμ Τσόμσκι στο γραφείο του δεύτερου πριν λίγες μέρες. Η συζήτηση που ξεπέρασε τον καθορισμένο χρόνο, θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ο Τσόμσκι μιλάει για την έννοια των εκλογών και της αντιπροσώπευσης. Ο Τσόμσκι δεν χρειάζεται φυσικά ιδιαίτερες συστάσεις. Αμερικανός καθηγητής στο τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ), πολιτικός ακτιβιστής και συγγραφέας πολλών βιβλίων αρκετά από τα οποία κυκλοφορούν στα ελληνικά. Έχει ασκήσει σκληρή κριτική για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, δηλώνει αναρχικός ενώ έχει συχνά επικριθεί για τις φιλελεύθερες καταβολές της πολιτικής του σκέψης. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του η αναλυτική ικανότητά του να τοποθετεί τις έννοιες στη βάση τους παραμένει αδιαμφισβήτητη.

Τετράδιο Ηλίας Μαρμαράς, Σπύρος Ζουμπούλης

Άκης Γαβριηλίδης

Άντζελα Δημητρακάκη

Νάνος Βαλαωρίτης

Ζωή Ν. Κωνσταντοπούλου

Λένα Κιτσοπούλου

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010


Τετράδιο _Συνέντευξη Σπύρος Ζουμπούλης, Ηλίας Μαρμαράς _Επιμέλεια Στήλης Ηλίας Μαρμαράς

Continental Drift

41

Νόαμ Τσόμσκι:

δεν υπάρχουν συνταγές για τη μέλλουσα κοινωνία Κοντέινερ: Να συζητήσουμε λίγο γύρω από τις απόψεις σας για την αναρχία ή για τον ελευθεριακό σοσιαλισμό αν θέλετε να το θέσουμε διαφορετικά. Σύμφωνα με κάποιες απόψεις το κύριο αίτημα των καιρών είναι «η απελευθέρωση των ανθρώπων από την κατάρα της οικονομικής εκμετάλλευσης, και της πολιτικής-κοινωνικής σκλαβιάς». Πώς αντιλαμβάνεται ο ελευθεριακός σοσιαλισμός αυτό το αίτημα και τι λύσεις προτείνει όσον αφορά την κρίση και τις τρέχουσες ανώμαλες καταστάσεις; Είσαστε κατά της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης; Κατά των εκλογών; Ν. Τσόμσκι: Μιλώντας σε σχέση με τα τρέχοντα παγκόσμια συστήματα, ο αναρχισμός δεν δίνει απαντήσεις γιατί δεν πρόκειται για αναρχικές διευθετήσεις και διακανονισμούς. Αλλά αν μας ενδιαφέρει μια πιο ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία και τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να έχουμε εκλογές, φυσικά, να έχουμε, γιατί όχι. Με την έννοια πως αν έχουμε ένα συμβούλιο πόλης κάπου και πρέπει να παρθούν αποφάσεις, τότε οι άνθρωποι πρέπει να επεξεργαστούν τα θέματα και να δουν τι αποφάσεις θα πάρουν και αυτό είναι ένα είδος εκλογών. Ή αν ας πούμε πως έχουμε μια συνεδρίαση όσων συμμετέχουν στο τμήμα μου, ας πούμε δέκα άνθρωποι, με σκοπό να δεχτούμε φοιτητές ή να επιλέξουμε ένα μάθημα. Πρέπει να παρθεί μια απόφαση. Δεν το ονομάζεις εκλογές, αλλά παραμένει μια συλλογική απόφαση. Και αυτό θα μπορούσε να γίνει διεθνώς. Ίσως θα μπορούσε όλος ο κόσμος να εμπλέκεται στις αποφάσεις και να υπάρχει ένας μηχανισμός που να το επιτρέπει, μια σειρά από συνδέσμους και υπ’ αυτή την έννοια δεν υπάρχει κάτι κακό στο να καταφεύγεις σε εκλογές. Κοντέινερ: Τι συμβαίνει με τις εκλογές που αφορούν την εκλογή αντιπροσώπων του λαού; Ν. Τσόμσκι: Λοιπόν, νά τι θα έπρεπε περίπου να συμβαίνει. Πάρε για παράδειγμα κάτι μικρό σε κλίμακα, κάτι σαν μια τάξη σε ένα τμήμα. Επιλέγουμε άτομα για να αναλάβουν συγκεκριμένα καθήκοντα, ας πούμε κάποιοι συμφωνούν πως αυτός ή αυτή θα αναλάβουν το καθήκον να επιλέξουν μεταξύ χιλίων αιτήσεων και να καταλήξουν τελικά σε εκατό. Αυτό λέγεται αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αλλά φυσικά μπορεί να γίνει ανάκληση. Αν το τμήμα δεν συμφωνεί με ένα άτομο, αυτό φεύγει. Θα κάνει τη δουλειά του κάποιος άλλος. Ή αν κάποιο άτομο πει πως δεν μπορεί να συνεχίσει άλλο, τότε κάνουμε μια επαναδιευθέτηση. Νομίζω πως το ίδιο μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε θεσμικό πλαίσιο μπορείς να φανταστείς, μικρό ή μεγάλο. Είναι αντίστοιχο με ό,τι συμβαίνει μέσα σε μια οικογένεια, διανέμονται καθήκοντα γιατί δεν θέλει ο καθένας να κάνει

οτιδήποτε. Αλλά με τη δυνατότητα ανάκλησης και επίβλεψης, κανείς δεν διαθέτει ιδιαίτερη εξουσία. Δεν νομίζω πως γνωρίζουμε αρκετά για τα ανθρώπινα όντα και την κοινωνία για να αποφανθούμε με ακριβείς λεπτομέρειες πώς θα πρέπει να είναι μια μελλοντική κοινωνία. Υπάρχουν αναρχικοί θεωρητικοί που έχουν προσπαθήσει να το κάνουν. Η πιο εκτενής θεωρία που ξέρω είναι του Santillan (Αργεντινός νομίζω, που ενεπλάκη στην ισπανική επανάσταση, αναρχικός θεωρητικός) που κράτησε μια κριτική στάση απέναντι στην ισπανική επανάσταση και θεωρούσε πως έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα γεγονότα διαφορετικά, έτσι έγραψε μια λεπτομερή μελέτη (νομίζω λεγόταν Μετά την Επανάσταση στα ισπανικά) όπου έλεγε πώς έπρεπε να μοιάζει μια κοινωνία. Κατά την άποψη μου είναι πολύ λεπτομερής η μελέτη αλλά υπάρχουν άλλοι που προσπαθούν να το εφαρμόσουν τώρα, όπως ο φίλος μου ο Mike Albert. Πολλοί άνθρωποι δουλεύουν πάνω σε αυτό αλλά προσπαθούν να απαντήσουν σε κάθε ερώτηση, που έχει σαν συνέπεια όλη αυτή τη δουλειά που πρέπει να γίνει πάνω στην ελευθεριακή κοινωνία. Τα έχουμε συζητήσει όλα αυτά τα χρόνια και το αίσθημα που έχω είναι πως χρειάζεται περισσότερη εμπειρία ακόμα και για να αποφασιστεί αν πρέπει να γίνει έτσι. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αγορές. Θέλουν να εξαφανίσουν τις αγορές και έχουν πολύ σοβαρούς λόγους, υπάρχουν πολλά στραβά στις αγορές. Νομίζω πως υπάρχουν κάποια επιχειρήματα για το ότι η αγορά θα μπορούσε να είναι ένα σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών. Τα συστήματα των αγορών δεν είναι ανάγκη να συνδέονται με το κέρδος ή τις πληρωμές ή οτιδήποτε παρόμοιο, θα μπορούσαν να είναι ένας τρόπος να ορίζεται τι επιθυμούν οι άνθρωποι. Συνεπώς, είναι αυτός ο σωστός τρόπος λειτουργίας ή όχι και επιπλέον, πρέπει οι κεντρικές αποφάσεις να λαμβάνονται σε σχέση με το τι παράγουμε και τι καταναλώνουμε; Δεν νομίζω πως έχουμε απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις και διαφωνώ με τον Mike (Albert), που νομίζει πως μπορούμε να έχουμε απαντήσεις, εγώ παραμένω σκεπτικιστής. Τέλος πάντων, νομίζω πως χρειάζεται περισσότερη εμπειρία. Σ’ αυτό συμφωνώ με τον Mαρξ. Ο Mαρξ δεν έδωσε συνταγές για τη μέλλουσα κοινωνία. Αν κοιτάξεις το σύνολο της εργασίας του θα βρεις διάσπαρτες προτάσεις γύρω από το πώς θα έμοιαζε μια μετα-καπιταλιστική κοινωνία. Η θέση του, όπως εγώ την καταλαβαίνω ήταν ότι ο τρόπος που θα μπορούσε να σχεδιαστεί η κοινωνία θα εξαρτιόταν από τις αποφάσεις των παραγωγών μετά την απόκτηση του ελέγχου της παραγωγής εις βάρος της μπουρζουαζίας και τα λοιπά. Υπάρχει αλήθεια σ’ αυτό και νομίζω πως η κατανόησή μας δεν είναι επαρκής ώστε να ορίσουμε πώς

μια κοινωνία θα μπορούσε να λειτουργήσει ταυτόχρονα δίκαια και αποτελεσματικά. Αυτό είναι κάτι που υπόκειται σε διαφορετικά κριτήρια που βρίσκονται συχνά σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, πρέπει να ξέρεις πώς να τα εξισοροπείς. Κοντέινερ: Παραμένοντας στο θέμα των εκλογών, εκτεταμένες συζητήσεις ακολούθησαν την πρόσφατη αποχή από τις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα, εκλογές που πήραν τη μορφή αποδοχής ή αντίστασης στο ΔΝΤ. Κάποτε είχατε αναφερθεί στον Thomas Ferguson που είχε πει πως: «οι εκλογές είναι περιστάσεις στις οποίες οι επενδυτές συνασπίζονται με σκοπό να επενδύσουν πάνω στον έλεγχο του κράτους». Ξέρουμε επίσης πως στις «δημοκρατίες μας» τα πολιτικά κόμματα δεν συμφωνούν με τον λαό σε πολλά θέματα κι έτσι δεν βάζουν αυτά τα ζητήματα στο τραπέζι. Θεωρείτε την αποχή από τις εκλογές σαν μια μορφή αντίστασης, ειδικά σε σχέση με την τρέχουσα πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα; Ν. Τσόμσκι: Δεν είμαι αρμόδιος να υπαγορεύσω στους Έλληνες τι πρέπει να κάνουν αλλά γενικεύοντας λίγο, υπήρξαν εκλογές στις ΗΠΑ που αρνήθηκα να πάω.. γιατί θεώρησα πως η μόνη λογική επιλογή ήταν να μη δώσω καμία σημασία σε όλη αυτή την ιστορία. Σε άλλες εκλογές ψήφισα, και συχνά ψήφισα κάποιον που δεν άντεχα γιατί οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που οι άλλοι υποψήφιοι ήταν πολύ χειρότεροι. Δεν μου άρεσε ο Obama καθόλου και δεν περίμενα τίποτε από αυτόν, συνεπώς δεν νιώθω απογοητευμένος, αλλά παρ’ όλα αυτά αν βρισκόμουν σε μια πολιτεία που είχε σημασία –δεν είχε καμία στη Μασαχουσέτη– θα είχα ψηφίσει κατά του McCain, αναγκαστικά δηλαδή υπέρ του Obama. Εδώ (στη Μασαχουσέτη) κάνω αυτό που νιώθω: άλλοτε απέχω ή ψηφίζω το Green party, το οποίο και έκανα πρόσφατα, διότι το λιγότερο προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι εναλλακτικό. Νομίζω πως αυτά είναι πραγματιστικά στοιχεία χαμηλού επιπέδου, δεν πρόκειται για ουσιώδη ζητήματα. Είναι σαν να προσπαθείς να προβείς σε κρίση για μια ερώτηση δεκάτου βαθμού. Πώς θα είναι τα πράγματα, ποιες είναι οι συνέπειες να διαλέγεις μία, από σειρά επιλογών: να ψηφίζεις έναν από τους επίσημους υποψήφιους, να ψηφίζεις έναν εναλλακτικό ή να απέχεις; Μπορούμε απλά να αναρωτηθούμε ποιες είναι οι συνέπειες αυτών των πράξεων. Δεν νομίζω πως είναι σπουδαίο ζήτημα, είναι κάτι για το οποίο ξοδεύεις 20 λεπτά την ημέρα των εκλογών, έτσι κι αλλιώς θεωρώ πως υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Τετράδιο 42

_Νάνος Βαλαωρίτης

Μινεράλια

Του ύψους ή του βάθους Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ Εύκολο είναι να λέμε ότι φταίει κάποιος τρίτος, ότι το κλίμα και οι περιστάσεις δεν μας ευνόησαν, όταν όμως είναι ένα θέμα να κριθεί και χωρίζεται ο τόπος σε δύο φανατικές αντιμαχόμενες μερίδες, κατά τα φαινόμενα αυτό είναι ευθύνη του τόπου, των παραγόντων, των ψηφοφόρων και των διαβουλεύσεων. Πρωτίστως εκείνων που κυβερνούν και κρίνουν λάθος, τι θα ’ταν καλύτερο για τον τόπο και όμως εισακούονται. Από την αρχαιότητα είχαμε πολλά τέτοια παραδείγματα, ιδιαίτερα στις Δημοκρατίες, αλλά συχνά και στις ολιγαρχίες και τυραννίες. Στην εμφύλια σύγκρουση, λέει ο Θουκυδίδης, το πρώτο θύμα είναι η αλήθεια. Η γλώσσα στρεβλώνει τα επιχειρήματα και καμιά ομάδα δεν διακρίνει πια το ψεύδος απ’ την αλήθεια. Πολύ πριν από το 1984 του Όργουελ, ο Θουκυδίδης είχε βάλει το δάχτυλό του στη γλώσσα. Μήπως η γλώσσα λοιπόν ευθύνεται για τα δεινά μας – ο τρόπος βέβαια που τη χειριζόμαστε και μας ΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ; Η γλώσσα πείθει, στρεβλώνει, αλλάζει τα γεγονότα και μας επηρεάζει τόσο που δεν αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει. Και αυτό ονομάστηκε «προπαγάνδα». Στα χέρια των αδίστακτων είναι ένα φοβερό όπλο και υπηρετεί το ψεύδος αλλά και την αλήθεια, όταν είναι στα χέρια των δίκαιων και μιας δίκαιης υπόθεσης. Πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Και πόσο γρήγορα το δίκαιο μετατρέπεται σε άδικο; Οι Έλληνες διέπρεψαν και στα δύο. Ο Κόρακας, λένε, εφηύρε στη Magna Graecia, τη ρητορεία, τους όρους, τους κανόνες το ύφος. Οι σοφιστές έκαναν θαύματα ταχυδακτυλουργικών επιχειρημάτων. Όποιος κατείχε τον ισχυρότερο λόγο, κέρδιζε τη μάχη. Ο ίδιος αυτός λόγος, ο ρητορικός, κέρδισε τον αγώνα των Χριστιανών εναντίον των Πολυθεϊστών. Ο ελληνικός λόγος εξαφάνισε τους Γνωστικούς και κέρδισε την Οικουμένη με τα Ευαγγέλια (το δράμα, το θρησκευτικο-μεταφυσικό του έλληνα Χριστού και του εβραίου Ιησού), ένα πρόσωπο αλλά δύο παραδόσεις. Αν ήταν μόνο θέμα εξουσίας, γιατί ηττήθηκε ο Ιουλιανός, Καίσαρας και Αποστάτης; Kάτι βαθύτερο συνέβαινε. Η φράση: Η Βασιλεία μου δεν είναι του κόσμου τούτου αλλά των ουρανών. Η ουτοπία των ουρανών εναντίον της πεζής πραγματικότητας τα συνοψίζει όλα. Όμως, για να φτάσουμε πάλι στο πρόβλημα της ταυτότητάς μας και τι την καθορίζει, μήπως είναι η γλώσσα που καθορίζει το ποιοι είμαστε; κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

ΖΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΟΠΟΥ ΤΟ ΦΩΣ ΣΚΟΤΩΝΕΙ Ζούμε σε μια χώρα που δεν γνωρίζουμε. Έχω ζήσει δέκα χρόνια στην Αγγλία, άλλα δέκα στη Γαλλία και στην Αμερική 28 χρόνια. Μπορώ να σας πω με κάποια βεβαιότητα ότι γνωρίζω τους Άγγλους, τους Γάλλους και τους Αμερικάνους, πολύ καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζω τους «Έλληνες», εννοώ τους Ελλαδίτες αλλά και τους «διεσπαρμένους». Γνωρίζω αρκετά καλά πώς σκέπτονται οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, ποια είναι τα κύριά τους χαρακτηριστικά στη διανόηση, στον χαρακτήρα, στα ελαττώματα και στα προτερήματα. Έχω και μία grosso modo αντίληψη για την κοινωνική δομή σε τάξεις, κατηγορίες κ.λπ. το ίδιο ισχύει και για τις Ηνωμένες Πολιτείες κι ας είναι τόσο τεράστιες με ποικιλίες μειονοτήτων και lifestyle. Στην Ελλάδα, ενώ ζω τόσα χρόνια κατά διαλείμματα, απ’ τα 4-5 μου, ως τα 23 χρόνια συνεχώς, και κατόπιν μια δεκαετία, του ’60 –’70 συνεχώς και μετά το 1976 κάθε καλοκαίρι και μετά το 1993 έξι μήνες το χρόνο ώσπου να εγκατασταθώ το 2004 μονίμως. Η Ελλάδα και οι ΄Ελληνες παρ’όλο που είναι μικρή χώρα, μου φαίνεται ένα τεράστιο χάος από το οποίο μου έρχονται μηνύματα κάθε τόσο, που μοιάζουν tελείως αναχρονιστικά. Ένα ακραίο παράδειγμα: μια γριούλα στο πλοίο, αγρότισσα, με ρώτησε αν ήμουνα ο ποιητής (ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης). Έχω τρομάξει αρκετούς αφελείς λέγοντάς τους πώς είμαι «ο ποιητής». Ο Χρόνος, η συναίσθηση του χρόνου στον μικρό αυτό χώρο δεν μοιάζει να υπάρχει, αλλά και στις ανώτερες τάξεις και σφαίρες της εγγράματης διανόησης. Αν ρωτούσα κάποιον ποιος «Περικλής» είναι, βέβαια, από ποια οικογένεια κ.λπ. ή ποιος «Αριστοτέλης», θα υπήρχε κάποιος δισταγμός αν εννοούσα τους αρχαίους ή κάποιον σύγχρονο συνονόματο: Όμως, από τις αφελείς αυτές συγχύσεις περνάω σ’ ένα πιο σοβαρό θέμα: Πώς γράφουν οι Έλληνες δοκίμια ή πώς συλλαμβάνουν και υποδέχονται πέρα απ’ τα όνειρά τους, την καθημερινή πραγματικότητα, συνδυασμένη με μια συνείδηση της ιστορίας ή μάλλον την απουσία θα έλεγα της ιστορικότητας. Εδώ τα πράμματα συγχέονται ακόμα πιο πολύ. Δεν υπάρχουν ξεκάθαρα όρια, όπου να μπορεί ένας Έλληνας να εντοπίσει ακριβώς πού ανήκει, σε ποιαν εποχή, σε ποιο περιβάλλον, σε ποια στιγμή του χρόνου της ζωής του – κι άλλα παρόμοια. Οι περισσότεροι μοιάζουν να ζούνε αλλού. Και όχι στον σύγχρονο κόσμο, οποιοδήποτε επάγγελμα και αν εξασκούν. Οι περισσότεροι βλέπουν μια προκατασκευασμένη ιστορία, ένα αφήγημα στο οποίο εντάσσο-

νται και από κει εγκλωβισμένοι διά βίου, δεν βγαίνουν παρά για να ρωτήσουν τι καιρό κάνει. Αυτή η προκατασκευασμένη, φαντασιακή πραγματικότητα δεν τους εμποδίζει να λειτουργήσουν, όπως ο Σάντσο Πάντσα πρακτικά, αλλά πάντοτε ρίχνει την τρομερή σκιά του ο Δον Κιχώτης μέσα τους. Μιλώντας με Έλληνες του εξωτερικού το φαινόμενο είναι ακόμα πιο έντονο. Έχουν σταματήσει να ζούνε σε μια ημερομηνία… το 1821, για παράδειγμα (όπως οι ποιητές του 19ου). Οι πιο σύγχρονοι, τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), τον εμφύλιο (1944-1949), ημερομηνίες συμβολικές που οργανώνουν την ψυχοσύνθεσή τους. Είναι σαν μια νοσταλγία για κάτι που δεν προσδιορίζεται, αλλά που υπάρχει, στοιχειώνει και καταλαμβάνει όλη τη διανοητική και συγκινησιακή συνείδηση. Πέρα από αυτές τις επιλεγμένες περιοχές, τις ψυχοδιανοητικές, ο κόσμος ο σημερινός είναι όπως είναι, δεν μοιάζει να υπάρχει. Μια διαρκής συνειδησιακή ομίχλη περιβάλλει τον ελληνικό χώρο κι ό,τι φως μπαίνει φύρδην μίγδην με διαλείψεις έρχεται ακανόνιστα «απ’ έξω». Και μάλιστα σε μια χώρα όπου το φως σκοτώνει: Δεν είναι καθόλου άσχετο ότι «ποιητές», όπως ο Σεφέρης ή ο Ελύτης, πότε πότε φωτίζουν τα σκοτάδια. Που, όμως, ξαναγυρίζουν πάντοτε δριμύτερα. Γιατί όμως; Η απάντηση στην ερώτηση γιατί ξανάρχονται τα σκοτάδια που απαρτίζονται από αβεβαιότητα, συμπλέγματα κατωτερότητας και ανωτερότητας, αμφιβολίες για το ποιοι είμαστε, τι είμαστε, γιατί είμαστε, για το πείσμα να διατηρούμε μια αρχαϊκή γλώσσα που δεν μιλιέται πουθενά ή σε πολύ μικρές ομάδες ανθρώπων εκτός Ελλάδος, γιατί αγκιστρωμένοι σε μια ιστορία που μοιάζει να έχει τελειώσει, αδυνατούμε να σταθούμε στα πόδια μας, οργισμένοι, φοβισμένοι, αιώνια αγανακτισμένοι για τις «αδικίες» που μας γίνονται. Να τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον, να τρωγόμαστε (να τρώμε τις σάρκες μας, λέει το ρητό), να αλληλοτρωγόμαστε, να καταγγέλλουμε τα πάντα και τους πάντες γύρω μας ως απατεώνες, λωποδύτες, σφετεριστές, λογοκλόπους, μιμητές, ρηχούς, απαίδευτους, παρόλη την αδιάκοπη παραγωγή γραφής, περιοδικών, βιβλίων, άρθρων στις εφημερίδες, τίποτα να μην αλλάζει. Γιατί όμως αυτός ο δραστήριος πανζουρλισμός για το τίποτα; Ώστε να φαίνεται ακόμα πιο μάταιη η ύπαρξή μας και άπιαστη η λογική της ένταξής μας στον σύγχρονο κόσμο; (Συνεχίζεται)


Τετράδιο _Άκης Γαβριηλίδης

Γραμμές Φυγής

43

Η πολιτική σημασία της ενοχής

Τα τελευταία χρόνια, στις κοινωνικές επιστήμες, μετά τη «γλωσσική», ακολούθησε η λεγόμενη «συναισθηματική στροφή»: οι ερευνητές λαμβάνουν περισσότερο υπόψη την επίδραση παραγόντων οι οποίοι ως τώρα θεωρούνταν αδιάφοροι για τη συλλογική δράση, ενταγμένοι στον «ιδιωτικό χώρο» ή στον «εσωτερικό κόσμο» και υπαγόμενοι στην αρμοδιότητα των ψυχολόγων. (Και) από αυτή την άποψη, η ελληνική κοινωνία αποτελεί ένα πραγματικό και αδίκως αγνοημένο χρυσωρυχείο, πρόσφορο για να δοκιμαστούν και να εμπλουτιστούν παρόμοιες θεωρίες. Ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της δυνατότητας είναι το συναίσθημα της ενοχής. Ένα ερωτηματικό που προκύπτει στην μετά-ΔΝΤ Ελλάδα είναι αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αφωνία (ή αδράνεια) των μαζών». Με βάση το εύρος των μέτρων που έχουν ληφθεί ή θα ληφθούν, η αντίδραση φαίνεται δυσανάλογα μικρή. Ο κόσμος μοιάζει συγχυσμένος, αποπροσανατολισμένος, δεν καταφέρνει να αποκρυσταλλώσει σε κάποια θετική διέξοδο και να μορφοποιήσει την οργή, τη δυσαρέσκεια και το φόβο του. Αυτό οφείλεται στο ότι η ανάπτυξη διεκδικητικώναμφισβητησιακών πρακτικών, τουλάχιστον όπως τις ξέραμε μέχρι τώρα, είχε ως προϋπόθεση ένα αίσθημα αδικίας – μια πεποίθηση του διαμαρτυρομένου στη δική του θυματική αθωότητα και στην ενοχή κάποιου άλλου σαφώς εντοπίσιμου υποκειμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, η προϋπόθεση αυτή παρεμποδίζεται από μια διάχυτη αίσθηση ότι φταίμε κι εμείς για τη δυσάρεστη κατάσταση. Η διάχυση αυτή ασφαλώς αποτελεί ως ένα σημείο αποτέλεσμα συνειδητής χειραγώγησης: οι αυτόκλητοι «σωτήρες της οικονομίας και της χώρας» προφανώς γνωρίζουν τις διαλυτικές συνέπειες της ενοχής και προσπαθούν να τις αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Η φράση του Πάγκαλου «μαζί τα

φάγαμε», υπό το προσχηματικό αντάλλαγμα μιας «αυτοκριτικής» που δεν κοστίζει τίποτα (εφόσον παραδέχεται κάτι που όλοι γνωρίζουν), επιχειρεί να γενικεύσει την ενοχή και να τη φορτώσει σε όλους – άρα σε κανέναν συγκεκριμένα. Συναφές είναι και το παρακάτω ρητορικό ερώτημα, διατυπωμένο με αφορμή την κινητοποίηση συμβασιούχων του υπουργείου Πολιτισμού: «Είναι πράγματι αισχρό να αφήνει η πολιτεία απλήρωτους εργαζομένους για είκοσι δύο μήνες. Αναρωτήθηκε όμως η Ν.Δ. γιατί κάποιος δέχεται να εργάζεται χωρίς να πληρώνεται επί είκοσι δύο ολόκληρους μήνες και σε τι προσβλέπει;»1 Αυτό που «είναι πράγματι αισχρό» εδώ, είναι ο ακόμη πιο επιτηδευμένος και ύπουλος χειρισμός της ενοχής: το ότι κάποιοι εργαζόμενοι επέδειξαν –όπως τους ζητήθηκε– υπομονή και αυτοσυγκράτηση στη διεκδίκηση των δεδουλευμένων τους, χρησιμοποιείται ως απόδειξη ότι «έχουν τη φωλιά τους λερωμένη», κάποιο ένοχο μυστικό θα κρύβουν, άρα μπορεί και να μην τους τα χρωστάμε (ως γνωστόν, στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες το χρέος δηλώνει τόσο τη χρηματική οφειλή, όσο και το ηθικό καθήκον). Ασχέτως εάν αυτό στο οποίο «προσβλέπουν» δεν είναι κάποια αμαρτωλή απόλαυση, αλλά συμβατική υποχρέωση του ελληνικού κράτους. Παρά την (υπαρκτή) χειραγώγηση, όμως, η αμηχανία του πλήθους δεν είναι μόνο αποτέλεσμα πλύσης εγκεφάλου. Αν ο κόσμος αισθανόταν τελείως αμέτοχος, κανένας υπουργός και κανένα ΜΜΕ δεν θα μπορούσε να τον κάνει να αισθάνεται αλλιώς. Άρα, για να ξεφύγουμε από την παράλυση δεν αρκεί η βολονταριστική προβολή μιας απόλυτης αθωότητας, η οποία μπορεί με τη σειρά της να είναι ψυχωτικού τύπου, να εκφράζει το «πολιτικό ύφος της παράνοιας»2. Η στάση του κόσμου, μεταξύ άλλων

και στις τελευταίες εκλογές, έδειξε ότι δεν βοηθά ιδιαίτερα να στηριχθούμε στο μύθο της απλότητας και της διαφάνειας των επιθυμιών: όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να ηγηθούν του «κόσμου της εργασίας» καλώντας τον να υπερασπισθεί το μισθό του και την εθνική κυριαρχία, διαπίστωσαν ότι ελάχιστοι τους ακολούθησαν. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα σε δύο έννοιες της (συν)ενοχής: μπορούμε να σκεφτούμε μια έννοια της «ενοχής» πιο ουδέτερη, ή μάλλον πιο αμφίσημη, η οποία να αντιστοιχεί απλώς στην ετυμολογική της προέλευση από το ρήμα ενέχομαι. Δηλαδή είμαι μέρος, μετέχω, εμπλέκομαι, δεν είμαι εξωτερικός ως προς το πρόβλημα αλλά οι επιθυμίες μου έχουν μια σύνδεση με όλο αυτό το μπουρδέλο. Για να επινοήσουμε οποιαδήποτε αντίδραση και οποιονδήποτε μετασχηματισμό, την εμπλοκή αυτή θα πρέπει να την αναλάβουμε. Να μην κάνουμε ότι δεν ξέρουμε, να μην παραιτηθούμε από την επιθυμία μας –ή την αμφιθυμία μας–, αλλά να μείνουμε πιστοί σε αυτήν και να αναζητήσουμε εναλλακτικούς τρόπους επιδίωξής της χωρίς να «ψαρώνουμε» μπροστά σε όσους απλώς μάς κατηγορούν ότι την έχουμε. Το κρίσιμο στοίχημα της επόμενης περιόδου λοιπόν είναι να επινοήσουμε μία ανάληψη ευθύνης που να μην είναι φταίξιμο και αυτοκατηγορία, αλλά αναστοχασμός της επιθυμίας, δηλαδή της δύναμής μας· που να μην αδρανοποιεί, αλλά να ανοίγει γραμμές φυγής.

1 Στέφανου Κασιμάτη, «Η κατάληψη της Ακρόπολης και η στάση της Ν.Δ.», Η Καθημερινή, 19-10-10. 2 Massimo Recalcati, «Το πολιτικό ύφος της παράνοιας. Ψυχαναλυτικές σημειώσεις σχετικά με το φθόνο της ζωής», Σύγχρονα Θέματα τ. 103. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Τετράδιο 44

_Ζωή Ν. Κωνσταντοπούλου*

Περί μαρτυρίας, μαρτυρίου και άλλων δαιμονίων

Ο ποινικός κώδικας λέει ότι η ψευδής κατάθεση στο Δικαστήριο, με όρκο ή χωρίς, είναι αδίκημα «περί την απονομή της Δικαιοσύνης»… Η Δικαιοσύνη, όμως, δείχνει να έχει άλλη άποψη… Ευήκοα τα ώτα πολλών δικαστών σε μαρτυρίες εξόφθαλμα κατασκευασμένες… Και ασθενής η δικαστική και εισαγγελική ακοή σε πρόδηλες αντιφάσεις, που αποδεικνύουν το ψεύδος της κατάθεσης… Και πρόθυμα τα δικαστικά και εισαγγελικά χείλη να διευκολύνουν τον ψεύδορκο, να μην αποκαλυφθεί: «αν θυμάστε, αν δεν θυμάστε δεν πειράζει», «αν ξέρετε, αν δεν ξέρετε δεν πειράζει». Και μάταιος πολλές φορές ο αγώνας του δικηγόρου να αποκαλύψει την ψευδορκία, αφού ορισμένοι δικαστές και εισαγγελείς προτιμούν να έχουν μια μαρτυρία ρητή, ακόμη και ψευδή, για να βασίσουν σε αυτή την απόφασή τους, από το να θέτουν στη βάσανο της διακρίβωσης της αλήθειας κάθε μάρτυρα… Κι έτσι, ο μόνος που… «μαρτυρεί», με την κυριολεκτική όμως έννοια, είναι ο κατηγορούμενος. Μόνο απέναντι σε αυτόν υπάρχει η καχυποψία, μόνο αυτός πρέπει να αποδείξει αυτά που λέει, κι ας ανήκουμε στην Ευρώπη του τεκμηρίου αθωότητας, όπου κανονικά ο κατηγορούμενος είναι ο μόνος που δεν οφείλει να αποδείξει τίποτε… Γι’ αυτό και έχει ανοιχτεί «πεδίον δόξης λαμπρό» σε εκείνους που κατ΄ επάγγελμα προετοιμάζουν μάρτυρες να δίνουν ψευδείς καταθέσεις. Γι’ αυτό η… «χρυσή συμβουλή», «αν σε στριμώξουν, πες δεν θυμάμαι» πιάνει τόπο ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Γι’ αυτό και η εξέταση μάρτυρα, κορυφαία διαδικασία απόδειξης στα πλαίσια μιας δίκης, έχει καταντήσει διεκπεραίωση… Όσο για την αντιπαράσταση, την αναπαράσταση και άλλα μέσα ελέγχου της αξιοπιστίας του μάρτυρα και της αναζήτησης της αλήθειας, έχουν πια γίνει λέξεις άγνωστες στους δικαστές… Και ενοχλούνται πολλοί όταν ζητείται, ας πούμε, αναπαράσταση, λες και είναι κάτι τόσο εξεζητημένο να θες να δεις αν αυτό που λέει ο μάρτυρας ότι έγινε, έγινε πράγματι έτσι: «δεν είναι θέατρο εδώ», άκουσα κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

πρόσφατα από Πρόεδρο Δικαστηρίου, όταν ζήτησα από μια μάρτυρα να αναπαραστήσει αυτό που ισχυριζόταν ότι η ίδια είχε κάνει… Αλλά και το αμίμητο «θέλετε να γδάρετε τη μάρτυρα» (sic!), όταν ελέγχει ο δικηγόρος τον ψεύδορκο και τον θέτει προ των αντιφάσεών του. Με αυτό το δεδομένο, πράγματι, είναι δείγμα ακραίας υποκρισίας οι ποινικές διώξεις για ψευδορκία, που, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, γίνονται ΜΟΝΟΝ όταν υποβληθεί μήνυση από κάποιον πολίτη και…εξαφανίζονται ως διά μαγείας μόλις «τα βρουν» μηνυτής και μηνυόμενος και δηλώσουν (ψευδώς, συνήθως) ότι «δεν υπήρχε δόλος» ή ότι «έγινε παρανόηση», η οποία… «λύθηκε κατόπιν αμοιβαίων εξηγήσεων». Η διαχείριση του καθήκοντος αληθείας και αληθούς μαρτυρίας έχει γίνει στην Ελλάδα ιδιωτική υπόθεση, παρά το γεγονός ότι υποτίθεται ότι άπτεται της απονομής της Δικαιοσύνης. Αντί γι΄ αυτή την κωμικοτραγική κατάσταση, με την οποία γελούν και απορούν όσοι παρακολουθούν από το ακροατήριο τις δίκες, πιο συνεπές θα ήταν να αποποινικοποιηθεί η ψευδορκία, η ψευδής ανωμοτί κατάθεση, η ψευδής καταμήνυση. Πιο ειλικρινές θα ήταν να σταματήσουμε να μιλάμε για εγκλήματα «περί την απονομή της Δικαιοσύνης», γιατί το αυτί της Δικαιοσύνης δεν δείχνει να ιδρώνει.

Και είναι τουλάχιστον οξύμωρο, από τη μία να γίνονται πολυήμερες, μαρτυρικές δίκες για τα αδικήματα αυτά, όποτε κάποιος πολίτης αποφασίσει να κάνει μήνυση (συνήθως επειδή θίχτηκε ατομικά), αλλά στην καθημερινή δικαστηριακή πρακτική να είναι όχι απλώς ανεκτή, αλλά ευπρόσδεκτη μετά βαΐων και κλάδων η ψευδομαρτυρία. Επομένως, νά μια συμβουλή προς τα επιτελεία που εξετάζουν διάφορες «λαμπρές» «σκέψεις» και «ιδέες» για το πώς θα απεμπλέξουν τη Δικαιοσύνη από το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει: ευλόγησον την ψευδορκία και ελέησον ημάς! Διότι η θεσμική υποκρισία πρέπει να έχει κάποια όρια. Και όσοι δεν θέλουμε οι μάρτυρες να κοροϊδεύουν τα Δικαστήρια έχουμε κουραστεί να βλέπουμε δικαστήρια τόσο πρόθυμα να εξαπατηθούν. Αφού όμως έτσι είναι, ας παραδεχθούν δημόσια ότι η «απονομή της Δικαιοσύνης» δεν είναι «έννομο αγαθό» άξιο ποινικής προστασίας στη χώρα μας. Αντίθετα, η διεκπεραίωση πάση θυσία και πάση ψευδομαρτυρία είναι «ύψιστη αξία».

* δικηγόρου, Προέδρου της Διεθνούς Επιτροπής Νέων Ποινικολόγων


Τετράδιο _Άντζελα Δημητρακάκη

Τούνελ με λίγο φως: Η παιδεία δεν περνάει κρίση σήμερα μόνο στην Ελλάδα. Και η κρίση στην οποία αναφέρομαι δεν υφίσταται σε άμεση συνάρτηση με την οικονομική κρίση, που ανέτειλε σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια πάνω απ’ τον πλανήτη το 2008 – αν και ούτε είναι άσχετη με αυτή. Αλλά για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει κρίση στην παιδεία, οι δύο αυτοί όροι πρέπει να αποκτήσουν πιο ξεκάθαρο περίγραμμα. Με άλλα λόγια, τι θα πει παιδεία και τι θα πει κρίση; Με τον όρο παιδεία περιγράφεται ένα σύνθετο οικοδόμημα μεταβίβασης και πρόσληψης γνώσης, ανάπτυξης δεξιοτήτων και εμπέδωσης μεθόδων κριτικής επεξεργασίας, έτσι ώστε όσοι «παιδεύονται» να αναδειχθούν κάποτε οι ίδιοι σε παραγωγούς (και όχι απλά αποδέκτες και διαμεταβιβαστές) γνώσης, δεξιοτήτων και μεθόδων. Αν και η ετυμολογία του όρου παραπέμπει στο παιδί, και άρα υπονοείται μια σχέση εξουσίας μεταξύ των μετεχόντων στην παιδεία ως επικοινωνιακή διαδικασία, έχουμε πια πλείστα παιδαγωγικά μοντέλα που προωθούν μια πιο ισότιμη και διαλογική σχέση μεταξύ μαθητή και δασκάλου. Όχι βεβαίως πως κυριαρχούν τέτοια μοντέλα. Είναι ωστόσο προφανές ότι ο δημοφιλής όρος «διά βίου μάθηση», που απευθύνεται σε ενήλικες, δεν δύναται να ανήκει μόνο στους θεσμοθετημένους χώρους της παιδείας όπου κυριαρχούν όχι μόνο αυταρχικά μοντέλα αλλά και μοντέλα μέσα από τα οποία αναδύονται ηγεμονικές αξίες. Για παράδειγμα, σήμερα το κεφάλαιο που ορίζει πλέον ιδεολογικά τη θεσμοθετημένη παιδεία στις περισσότερες δυτικές χώρες έχει εξαπολύσει επίθεση στις ανθρωπιστικές σπουδές, με «προγράμματα» περικοπών. Αντίθετα, υποστηρίζονται όσα επιστημονικά αντικείμενα παράγουν τεχνοκρατική τελικά γνώση, καθώς θεωρείται ότι δεν ενέχουν κινδύνους άμεσης κριτικής και άρα ανατροπής των κοινωνικών δεδομένων. Το κεφάλαιο παίζει επίσης και το χαρτί της ανταγωνιστικότητας στην αγορά εργασίας, πείθοντας υποψήφιους σπουδαστές ότι αν σπουδάσουν υπολογιστές θα βρουν δουλειά, ενώ αν σπουδάσουν φιλοσοφία όχι. Αλλά για να αποτελεί «κοινή λογική» μια τέτοια άποψη σήμερα, το κεφάλαιο χρειάστηκε να κάνει πολλή δουλειά στο παρελθόν: χρειάστηκε να καλλιεργήσει εδώ και δεκαετίες ένα σύστημα αξιών σύμφωνα με το οποίο παιδεία ίσον εξασφάλιση εργασίας, σε αντίθεση με τη θεώρηση της παιδείας ως ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο εξασφαλίζει τη διάπλαση κοινωνικών όντων και όχι απλώς την υπερπαραγωγή εργατών – έτσι ώστε να διατηρούνται ανέπαφες οι πολύτιμες στρατιές των ανέργων που ρίχνουν τους μισθούς. Με αυτή την παρατήρηση μπορούμε να περάσουμε στη νοηματόδητηση της «κρίσης». Αυτό που προσ­ λαμβάνεται ως οικονομική κρίση –για παράδειγμα,

στη σύγχρονη ελληνική παιδεία– είναι καταρχήν μια κρίση αξιών. Η κρίση απορρέει από την αδυνατότητα-απροθυμία του έθνους-κράτους να απεμπλακεί από παγιωμένες ιδεολογικές θέσεις που προτάσσει η κεφαλαιοκρατική λογική. Και αυτό δεν μπορούμε να το δούμε με (τον απαιτούμενο, ίσως) κυνισμό. Διότι είναι αδιανόητο πλέον ότι ένα μεμονωμένο έθνος-κράτος δύναται να αυτονομηθεί από το κεφάλαιο ως παγκόσμια κοινωνική και οικονομική σχέση. Το ελληνικό έθνος-κράτος δεν μπορεί να αγνοήσει το πρόταγμα να εκσυγχρονίσει τη θεσμοθετημένη παιδεία με βάση τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε συλλογική, διεθνική δράση – θα μπορούσε, για παράδειγμα, να συστήσει ένα πανευρωπαϊκό φοιτητικό κίνημα (το οποίο βρίσκεται εξάλλου σε εξέλιξη). Άρα

για το μεμονωμένο έθνος-κράτος, το 2010, το ερώτημα είναι πώς αντιλαμβάνεται την ανταγωνιστικότητα, αν σε κάποιο βαθμό έστω επιθυμεί να ασκήσει κοινωνική πολιτική, η οποία αναπόφευκτα θεωρεί την παιδεία ανθρώπινο δικαίωμα και «πόρο» συντήρησης ενός δημιουργικού κοινωνικού σώματος. Όπως το νερό, η θεσμοθετημένη παιδεία πρέπει να παρέχεται δωρεάν, να είναι όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητας και προσβάσιμη σε όλους. Το παραπάνω σχήμα καθιστά σαφές ότι στην Ελλάδα καλό θα ήταν να υπάρξουν αλλαγές. Το θέμα είναι ποιες. Δωρεάν παιδεία δεν σημαίνει να εξαρτάσαι από το σύγγραμμα του ενός καθηγητή, σημαίνει να έχεις στη διάθεσή σου ενημερωμένες, πολύγλωσσες βιβλιοθήκες με άριστη τεχνολογική υποδομή. Παιδεία καλής ποιότητας δεν σημαίνει πανεπιστήμια με χορηγούς που μπορούν να «αγοράζουν» καθηγητές-ποδοσφαιριστές αλλά παιδεία όπου η παροχή γνώσης ταυτίζεται με την παραγωγή γνώσης, με πρωτοποριακή, κριτική έρευνα. Η παιδεία καλής ποιότητας θέτει άρα ως στόχο τη

Ό,τι είναι σταθερό κλονίζεται

45

Παιδεία, Κρίση, Φιλοσοφία, Καρότα σύσταση ενός πνευματικά δραστηριοποιημένου, επινοητικού κοινωνικού συνόλου και όχι την τροφοδότηση μιας αγοράς (εργασίας). Μια παιδεία προσβάσιμη σε όλους αποτελεί ωστόσο τη μεγαλύτερη πρόκληση. Αφενός υπάρχουν πρακτικοί λόγοι. Ένα έθνος-κράτος δεν μπορεί να πληρώνει έναν στρατό καθηγητών για να διδάσκουν τους πάντες. Μπορεί ωστόσο να παρέχει μια πολύγλωσση, πολυ-πολιτισμική παιδεία. Και αν υπάρχει ανάγκη επιχειρηματικού πνεύματος, στην περίπτωση της Ελλάδας με το ωραίο κλίμα, τη θάλασσα και το φραπέ, η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να μετατραπεί σε πηγή εσόδων. Με την κατάλληλη προετοιμασία (βιβλιοθήκες, διδακτικό προσωπικό, κίνητρα υποτροφιών κ.λπ.), μπορεί η Ελλάδα να απορροφήσει όλους αυτούς που θα σπούδαζαν στη Βρετανία αλλά θα αδυνατούν στο μέλλον να καταβάλλουν 10.000 ευρώ το χρόνο. Ξένοι φοιτητές που θα καταβάλουν ένα μικρό ποσό διδάκτρων στα κρατικά πανεπιστήμια είναι μια εμφανώς πιο κοινωνικά προσανατολισμένη λύση από ιδιωτικούς χορηγούς και τις αναπόφευκτες απαιτήσεις τους. Εκτός που μπορεί να νοικιαστούν έτσι κι όλα αυτά τα άδεια διαμερίσματα, και για να τονωθεί η πάσχουσα ντόπια αγορά και για να συντηρηθεί η λογική του καταναλώνειν. Αλλά μια τέτοια κίνηση δεν θα αποτελούσε καθεστώς προσβάσιμης παιδείας. Κι αυτό γιατί η παιδεία, με την ευρύτερη έννοια του όρου, αποτελεί ευθύνη του κοινωνικού συνόλου, και στις σύγχρονες συνθήκες πρέπει να ταυτίζεται με τις κινήσεις του κρατικού μηχανισμού λιγότερο από ποτέ. Η ουσιαστικά προσβάσιμη παιδεία ως χώρος καλλιέργειας κριτικού πνεύματος και δεξιοτήτων μπορεί να αποτελέσει πρωτοβουλία των πολιτών παράλληλα με την παιδεία που οφείλει να παρέχει το κράτος. Τέτοιες κινήσεις πραγματοποιούνται εδώ και χρόνια στο χώρο της τέχνης. Στη δεκαετία που φεύγει το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, πρωτοβουλία μιας κολεκτίβας καλλιτεχνών, λειτούργησε σε ένα διαμέρισμα της δανέζικης πρωτεύουσας, παρέχοντας ένα εντελώς εναλλακτικό μοντέλο ελεύθερης, ριζοσπαστικής και προσβάσιμης παιδείας. Οι αντιφάσεις και συγκρούσεις της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας παρέχουν πρόσφορο έδαφος για ανάλογες πρωτοβουλίες. Οπότε, ας μάθουμε να μοιραζόμαστε τις γνώσεις, τα βιβλία μας και την πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Ο καθένας από μας είναι ένας ημι-αυτόνομος φορέας ανθρώπινου πολιτισμού: όλοι ξέρουμε να κάνουμε κάτι καλά και μπορούμε να διδάξουμε και άλλους να το κάνουν. Εξάλλου, αν καταρρεύσει το παγκόσμιο σύστημα (βλ. η παγκόσμια οικονομία), στο νέο σκηνικό επιβίωσης οι κοινοβιακές μορφές ζωής όπου το με διδάσκεις φιλοσοφία και σε διδάσκω πώς να φυτεύεις καρότα θα είναι η ελάχιστη ελπίδα για μια αναγέννηση. Δεκέμβριος 2010 | κοντέινερ


Τετράδιο 46

_Λένα Κιτσοπούλου

Το ένα και το άλλο

τοξικομανείς στις δωρεάν εκδρομές του κράτους σε διάφορες συνοικίες τις Αθήνας, αναλόγως με το πού συμφέρει να φτηνύνουν τα ακίνητα και ότι γενικά ΔΕΝ ΦΥΣΑΕΙ ΠΙΑ ΕΥΝΟΪΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ! Και εσύ γιατί είσαι πράσινος, τον ρώτησα. Μεσογειακή α νεμία, μου απάντησε σκύβοντας το κεφάλι του. Έβγαλε ένα πράμα από την τσέπη του, σαν μεγάλο κούφιο καλαμπόκι και το φόρεσε στο πουλί του. Μου εξήγησε ότι είναι βιολογικό προφυλακτικό, από πιπερόριζα και σόγια με ειδικό μηχανισμό που ανακυκλώνει το σπέρμα. Έκανα το σταυρό μου και στήθηκα στα τέσσερα. Τότε αυτός, αφού πρώτα με κοίταξε με οίκτο, κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα και με ένα βαθύ μουρμουρητό ανυψώθηκε στον αέρα. Μου εξήγησε σε έναν ήρεμο και πολύ μονότονο τόνο ότι δεν είναι σωστό να προβούμε σε ερωτική πράξη γιατί πρέπει να εξοικονομήσουμε ενέργεια. Τον κοίταζα σαν ηλίθια να ίπταται πάνω από το κεφάλι μου. Κάθε τόσο ακουμπούσε το πουλί του πάνω στο στόμα μου, αλλά το ’παιρνε πάλι γρήγορα με ανάποδες κωλοτούμπες στον αέρα. Με ζάλισε. Μου είπε ότι με αυτόν τον τρόπο, αλέθει τον αέρα και δημιουργεί ένα είδος φωτοβολταϊκού μηχανισμού, που μετατρέπει το σπέρμα του σε ολικής αλέσεως ορμόνη, η οποία στη συνέχεια διοχετεύεται στα τσάκρα του. Τελικά, με τα χίλια ζόρια τα κατάφερα και του πήρα μία εναλλακτική πίπα και μην περιμένετε να σας την περιγράψω γιατί θα χρειαστώ δέκα τεύχη του Κοντέινερ γι’ αυτή τη δουλειά. Εν πάση περιπτώσει ο άνθρωπος τελείωσε στον αέρα με σπασμούς και αξιοθαύμαστη εσωτερική γαλήνη. Με ευχαρίστησε ( αυτός τουλάχιστον ήτανε ευγενικός) και έφυγε πετώντας ήρεμα πάνω από το παραβάν με τις πατούσες του κολλημένες στα αυτιά του, εξηγώντας μου ότι σήμερα είναι η παγκόσμια ημέρα κατά της ηχορύπανσης. Κι ότι τέτοια μέρα σε όλη την Ευρώπη, οι άνθρωποι κάθονται ή πετάνε σε αυτήν τη στάση, με τα πόδια στο κεφάλι και τις πατούσες πάνω στα αυτιά τους, ενώ εμείς οι απολίτιστοι, οι κάφροι, οι χωρίς ίχνος συλλογικής συνείδησης, τίποτα. Για κατέβα, μου είπε μέχρι το Σύνταγμα, για ρίξε μια ματιά στο κέντρο της Αθήνας. Όλοι στα δυο τους πόδια στέκονται, όλοι, μη-

δενός εξαιρουμένου.

Ελληνίδα Ψηφοφόρος

Ήμουνα αποφασισμένη. Θα άφηνα εκείνη την ώρα το ένστικτό μου ελεύθερο να λειτουργήσει. Κυριακή πρωί, ο καιρός καλός, ό, τι πρέπει για καθαρές αποφάσεις. Μπήκα πίσω από το παραβάν. Γδύθηκα, κατέβασα το βρακί μου και περίμενα. Έκλεισα τα μάτια μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και είπα μέσα μου, για την Ελλάδα ρε γαμώ το, για την Ελλάδα της διαφάνειας. Πρώτα μπήκε ένας με ένα σφυροδρέπανο, φοβήθηκα με το σίδερο, έχει γούστο, σκέφτηκα, να είναι κανένα άρρωστο βίτσιο αυτό, με τεμαχισμούς και τέτοια, έκανα το σταυρό μου γρήγορα πάνω στο στήθος μου, έσκυψα όμως και όλα πήγανε καλά, μ’ άρεσε, ήτανε ένα απλό γαμήσι, φτωχικό μεν, τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά τουλάχιστον εργατικό, χωρίς πολλές φιοριτούρες, το σφυροδρέπανο τελικά ήτανε μόνο για μόστρα. Μετά μπήκε ο συντηρητικός, με το μπλε του κουστούμι, ωχ, είπα μέσα μου. Μπήκε μέσα με το δεξί αυτός. Για γούρι. Αυτός δεν ήθελε να μου κάνει τίποτα, μου είπε ότι με ήθελε για γυναίκα του και ότι γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να με αγγίξει, δεν μπορούσε να με δει ερωτικά. Απογοητεύτηκα. Μου ζήτησε να βάλω το δεξί μου χέρι μέσα από το παντελόνι του, του ’κανα τάκα τάκα, τάκα τάκα για περίπου ένα λεπτό και τελείωσε. Έκανα το σταυρό μου, που τη γλίτωσα έτσι ανώδυνα με τον ξενέρωτο. Να βγούμε, να βγούμε, μου είπε φεύγοντας. Θα βγείτε, θα βγείτε, του είπα κι εγώ με έναν μορφασμό αηδίας πίσω από την πλάτη του. Στη συνέχεια μπήκε μέσα ο οικολόγος πράσινος. Καταπράσινος. Καλέ, πώς είστε έτσι, τον ρώτησα έντρομη. Μου απάντησε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά για τη Μονάχους Μονάχους και αυτό έχει επηρεάσει και την ψυχολογία της Καρέτας Καρέτας, επίσης ότι η φώκια Γουίλι δεν βρίσκει ανάδοχη οικογένεια και το γεγονός αυτό την έχει ρίξει στην πρέζα, έχει αδυνατίσει και ζητιανεύει έξω από τα Έβερεστ στην Ομόνοια, σπάει παρκαρισμένα αυτοκίνητα στον Κεραμεικό και συμμετέχει μαζί με άλλους κοντέινερ | Δεκέμβριος 2010

Μετά μπήκε επιτέλους ένας ωραίος, χύμα τύπος, σιγοσφύριζε το είμ’ αητός χωρίς φτερά. Ωραίος, με νταλκαδιάρικη κορμοστασιά, με το ζιβάγκο του και το αντριλίκι του, έκανα το σταυρό μου, είπα μέσα μου, μ’ αυτόν θα περάσω καλά. Και πράγματι ο άνθρωπος ήτανε πολύ μάγκας. Μεγάλος ψεύτης, αλλά μάγκας. Με ξέσκισε ανελέητα, με άφησε με σοσιαλιστικές διαδικασίες να επιλέξω εγώ τις διάφορες στάσεις και αποδείχτηκε και πολύ καλός στο μπλα μπλα. Μου υποσχέθηκε, γάμο, παιδιά, ταξίδια, λεφτά, έρωτα αιώνιο, μου είπε τόσα πολλά και τόσο ωραία, έκανα το σταυρό μου ξανά μόνο γι’ αυτά που άκουγα, κι ας ήτανε και ψέματα, χαλάλι του. Μ’ αυτόν χαϊδευτήκαμε κιόλας μετά το σεξ, με κράτησε αγκαλιά και κοιτάξαμε σαν ερωτευμένοι πιγκουΐνοι τον πράσινο ήλιο να δύει πίσω από το παραβάν. Του ’πα ότι είμαι αεροσυνοδός και του σηκώθηκε πάλι, αλλά του είπα αμέσως: άστο, περιμένει ουρά απ’ έξω, λαός. Με τη λέξη λαός συγκινήθηκε, με φίλησε με γλώσσα και μου ’πε ότι δεν θα μου στείλει περαίωση παρά μόνο μετά το θάνατό μου. Πολύ μαγκιά ο τύπος. Εκεί νομίζω τον καψουρεύτηκα. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και είπαμε να μη χαθούμε. Πέρασαν πολλοί από πάνω μου εκείνη την Κυριακή, εξουθενώθηκα. Φασίστες, βλάκες, σοσιαλιστές, μαρξιστές, αριστερόστροφοι, δεξιόστροφοι, αργόστροφοι, κάθε γελοίο κοθώνι που βγαίνει στη μικρή οθόνη. Πολύ γαμήσι. Πολλή αηδία. Και όλοι τους τελειώσανε. Στη μούρη μου, στο τρεμάμενο χέρι μου. Τελειώσανε. Μα πώς, αναρωτήθηκα. Μέχρι πρότινος ήξερα ότι το σπέρμα του αντρός αποθηκεύεται μέσα σε εκείνα τα δύο στρογγυλά μπαλάκια που τα συγκρατεί το σώβρακό του. Αυτοί ήταν όλοι τους άνευ στρογγυλών εξογκωμάτων και παρ’ όλα αυτά. Τελειώσανε όλοι τους. Έκανα το λευκό μου στήθος ψηφοδέλτιο, πάνω μου έβαλα τους σταυρούς μου, με τα τρία μου δάχτυλα ενωμένα και με τις εξής κλασικές φράσεις να βγαίνουν μέσα από τα απελπισμένα χείλια μου: Έλα Χριστέ και Παναγιά μου. Ο Χριστός κι απόστολος.




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.