konteiner10

Page 1

πολιτική | πολιτισμός | τέχνες Οκτώβριος 2010



_Δημήτρης Δαλδάκης

Πόρτα Στον Ήλιο

Το μνημόνιο των άλλων Διαβάσαμε τα μαθήματά τους, υπηρετήσαμε τους φόβους τους, πήραμε τα μπράβο τους. Και γίναμε το μωρό που αφήνουν στο χαρτόκουτο μπροστά από το ξένο σπίτι. Μας έκαναν δώρο την απώλεια. Και γίναμε λόγος, και γίναμε γιορτή. Είμαστε, πλέον, έτοιμοι. Είμαστε άνεργοι, είμαστε ανασφάλιστοι, είμαστε αγνοημένοι. Είμαστε ατίθασοι, είμαστε αδέσποτοι, είμαστε ανθεκτικοί. Χαρίζουμε τα ματωμένα ένσημα στον υπάλληλο της σιωπής, στον διευθυντή της αηδίας. Η δικιά μας σύνταξη θα έρθει, πλούσια, με τα εύσημα του χρόνου· μυς, τέκνα και ρυτίδες. Σταματάμε να ακούμε τους ντελάληδες του τρόμου. Σταματάμε να διαβάζουμε τους γραφιάδες των σκανδάλων. Σταματάμε να μιλάμε με τους «ωχ», τους «δε βαριέσαι» και «δε γίνεται». Λέμε όχι στις στατιστικές της εξαθλίωσης. Λέμε όχι στη μαστούρα του προβληματισμού. Λέμε όχι στο πλιάτσικο του δράματος. Στηρίζουμε τον άνθρωπο των ανοιχτών χώρων, του χρήσιμου ιδρώτα, των τολμηρών βημάτων. Στηρίζουμε το παράδειγμα της σκληρής, φωτεινής κατάκτησης. Στηρίζουμε την πένα που έσπασε, την καρδιά που πείνασε, τη μοναξιά που έφτασε λιπόθυμη στη συντροφιά μας. Διαλέγουμε τον τόπο, όπου το σώμα είναι ελαφρύ και οι κινήσεις εύκολες, από ενθουσιασμό γεμάτες. Διαλέγουμε τη στιγμή, που δεν μετρά τι κερδίζεται, τι χάνεται και πόσο θα κοστίσει. Διαλέγουμε τον ήχο της μικρής, πολύ μικρής, αλάθητης φωνής, που παλεύει μέσα μας και κινδυνεύει να ξεφτίσει. Και όλα αυτά, τα κάνουμε τρέμοντας. Τρέμοντας διαπιστώνουμε ότι, τρέμοντας, προετοιμάζουμε μια δεύτερη ζωή. Τα ’παμε και τα ξανάπαμε. Βρήκαμε τους άνανδρους, βρήκαμε και τους λακέδες. Για πόσο ακόμα θα πιπιλάμε τα στραβά σαν να είναι μόνιμα; Αυτή η σεζόν της Ελλάδας, αυτή η σεζόν της πυκνής πραγματικότητας, ας ξεκινήσει χωρίς τις άχρηστες επαναλήψεις. Ας ξεκινήσει με τις πράξεις. Παίρνουμε την αγαπημένη θέση μας, κάθετα, κάτω απ’ τον καιρό. Όμορφη φθορά. Η φωτογραφία του μεγάλου έρωτα διπλωμένη μες στο πορτοφόλι. Κι ο μεγάλος έρωτας, κατάφατσα, ακλόνητος, ελεύθερος και διαυγής, μπρος στον καλύτερο εαυτό μας.

3


Τwitter

4

_κοντέινερ

Οκτώβριος 2010

photocalendar

“Silvio, can you dance like the Mussolini?”

_Βολτνόι Μπρεζ

Graveyard songs

Σε τοίχο στη Βενετία.

Αν τα κυριακάτικα απομεσήμερα συνεχίζονταν επί μήνες, πού θα κατέληγε η ανθρωπότητα, απαλλαγμένη πια από το μόχθο, ελεύθερη από το βάρος της πρώτης κατάρας;

_Γιώργος Βαλαής Ο E.M. Cioran ρωτάει απο τον τάφο μια ερώτηση προς τον Γιώργο Λαμπράκο που το σκέφτεται και απαντάει, ενώ ο Γιάννης Θωμάς παραδίπλα σκάβει κάτω απ’ την τεμπέλικη συννεφιά του Βερολίνου (οι απαντήσεις τους στις παρακάτω σελίδες). Εάν δεν έχετε τη δύναμη ν’ αποθαρρυνθείτε απ’ αυτήν την εποχή, να πάτε τόσο κάτω και τόσο μακριά όσο κι αυτή, τότε μη παραπονιέστε που δεν σας καταλαβαίνουν. Προπαντός μην πιστεύετε πως είστε πρόδρομος: δεν θα υπάρξει φως σ’ αυτόν τον αιώνα. Κι αν επιμένετε να τον προικίσετε με κάποιον νεωτερισμό, ψαχουλέψτε τις νύχτες σας, ή απελπιστείτε από την καριέρα σας. Ο E.M. Cioran(πάλι) υπενθυμίζει πώς πρέπει να κοιτά κανείς. Ο πραγμα-

τικός τρόπος επιβίωσης είναι αυτός που συμπεριλαμβάνει το σκοτάδι και την απελπισία.

νονταν σαν να κουβαλούσαν πάνω τους το βάρος όλου του κόσμου ήταν πάντα άντρες.

Λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, γι’ αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του – ­παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μην του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί.

Υπάρχουν χώρες ευλογημένες: όλα τους πετυχαίνουν, ακόμα και οι δυστυχίες τους, ακόμα και οι καταστροφές τους, υπάρχουν άλλες που δεν μπορούν να τα καταφέρουν, και οι θρίαμβοί τους ισοδυναμούν με αποτυχίες. Όταν θέλουν να επιβεβαιωθούν, και κάνουν ένα άλμα προς τα εμπρός, παρεμβαίνει ένα έξωθεν πεπρωμένο για να συντρίψει την ανέλιξή τους και να τις επαναφέρει στο αφετηριακό σημείο. Τους έχουν αφαιρεθεί όλες οι ευκαιρίες, ακόμα κι αυτή του γελοίου.

Ο Γιώργος Χειμωνάς μιλάει για τον Άντρα. Πριν απο λίγα χρόνια ακόμα και οι διανοούμενοι βάζαν τα κλάματα ή τουλάχιστον ξέραν τι σημαίνει να περπατάς αμίλητος στην πόλη, τώρα σαπίζουν στα προάστιά τους και δίνουν συνεντεύξεις. Ο Γιώργος Χειμωνάς υπενθυμίζει ότι οι θυμωμένοι απαρηγόρητοι οδοιπόροι που αισθά-

Ο E.M. Cioran (ναι ρε πάλι) μιλάει για τις περιπέτειες της χώρας προέλευσής μας –Ολυμπιάδα, Κρίση, Μνημόνιο– και χαρακτηρίζει την κατάσταση. Κάπου ανάμεσα από τις λέξεις του μπορείς να διακρίνεις και τα μεταπολιτευτικά γουρούνια, αυτά που κυβερνούν και αυτά που διαφημίζουν την πρόθεσή τους να μας σώσουν.



Τwitter Οκτώβριος 2010

_κοντέινερ

6

“Είναι σα να σχεδιάζαμε ερείπια. Σα να υπολογίζαμε με μαθηματική ακρίβεια τη φόρμουλα αυτοκαταστροφής τους. Μπουρζουά υπεροψία. Ειδικά για μία χώρα που δεν πέρασε ποτέ από τη βιομηχανική εποχή. Από τους βοσκούς στις μπουλντόζες, από τις μπουλντόζες στα μεταλλεία, κι από τα μεταλλεία, κατευθείαν στον μικροαστικό παροξυσμό. Χτίσαμε μια βιομηχανική αποικία στις στάνες και πιστεύαμε ότι κάναμε μια επανάσταση… μια μικρή επανάσταση”.

Η εργασία φαίνεται πως είναι μια παλίνδρομη δραστηριότητα ανάλογη της συνουσίας. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί με το που περνούν οι εργαζόμενοι στη φάση της «απόσυρσης» αρχίζουν να διαμαρτύρονται πως κάτι τους λείπει, το θέλουν πίσω και μάλιστα πιο βαθιά.

O Βαγγέλης Μουρίκης ως Σπύρος στο Attenberg της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη, σ’ έναν από τους πιο καίριους μονολόγους που ειπώθηκαν ποτέ στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Ακούστηκε για πρώτη φορά στη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας στις 7.9.10.

Η.Μ.

Ενεργή Ιθαγένεια

Τα ελάφια στο κάστρο της Λήμνου φαίνονται πιο παχουλά κι ευτυχισμένα απο ποτέ. Μάλλον καταργήθηκε μια υπηρεσία καθαρισμού και το μέρος έχει χορταριάσει. Ευλογημένο ΔΝΤ!

Από την έρευνα «οι νέοι έχουν επηρεαστεί από την οικονομική κρίση» (που συντάχθηκε από την οργάνωση ΝΕΟΙ, υπό την επιστημονική επίβλεψη της επίκουρης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Ελένης Τσακιρίδου) πληροφορούμαστε ότι κατά προτίμηση οι νέοι επιλέγουν για την ενημέρωσή τους αναφορικά με την οικονομική κρίση: το Διαδίκτυο 25�, τους φίλους τους 17�, την οικογένειά τους 15�, κοινωνικούς φορείς και οργανώσεις 8�, ενώ τα παραδοσιακά ΜΜΕ μόλις 1�!

Α.Κ

A.S.

B.B.

Πάνω από 10.000 άτομα στη συναυλία αλληλεγγύης (Τζίμης Πανούσης, Δημήτρης Πουλικάκος, Last Drive κ.ά.), στο θέατρο Πέτρας, για τον Σίμο Σεϊσίδη, επικηρυγμένο σαν «ληστή με τα μαύρα» από έναν δυσκοίλιο. Δεν αξίζει όλα τα λεφτά του κόσμου αυτή η συμ-παράσταση;

Φίλη απευθύνθηκε στο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. για να αναγνωρίσει μεταπτυχιακό τίτλο από κρατικό πανεπιστήμιο τεχνών της Γαλλίας. Καχύποπτοι, αλλά ακριβοδίκαιοι αυτοί απαίτησαν βεβαίωση ότι πάνω από τους μισούς καθηγητές της εν λόγω σχολής έχουν διδακτορικό. Ανταποκρινόμενη στην αποστολή, μπαϊλντισμένη, χτύπησε στο διαδίκτυο να δει και πόσοι απ’ τους καθηγητές (εργαστηρίων) της Α.Σ.Κ.Τ. έχουν διδακτορικό. Η απάντηση; Κανείς. Εννοείται, πως απέκρυψε τη συγκεκριμένη πληροφορία απ’ τους άτεγκτους του Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. μην της ακυρώσουν και τον ελληνικό τίτλο!

Την περασμένη Παρασκευή, ο Δήμος Αθηναίων απαγόρευσε το Φεστιβάλ Αφρικανών Γυναικών που διοργανώθηκε φέτος σε συνεργασία με την Κίνηση Κατοίκων του 6ου Δημοτικού Διαμερίσματος. Ο Δήμος επικαλέστηκε λόγους ασφαλείας για να ανακαλέσει την άδεια που εδώ και μήνες είχε εκδώσει στέλνοντας το μήνυμα ότι, εμμέσως πλην σαφώς, ο μέσος ξενοφοβικός νοικοκύρης και οι ανησυχίες του θα πρέπει να κρίνουν το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών. Μια ημέρα αργότερα ο Δήμος ανακάλεσε την απαγόρευση και επέτρεψε τη διεξαγωγή του φεστιβάλ, στέλνοντας δύο μεραρχίες ΜΑΤ να «φυλάνε» το χώρο. Την Κυριακή, ο κόσμος γέμισε την Πλατεία Αμερικής. Το φεστιβάλ πέτυχε. Παρά τα νομικά εμπόδια και τις επίσημες απαγορεύσεις οι μετανάστριες που ζουν στο Κέντρο της Αθήνας διαμορφώνουν ενεργά διαπολιτισμικά δίκτυα και πολλαπλές συνδέσεις στο χώρο και στο χρόνο της πόλης που διαπερνούν τα εθνικά όρια. Το κέντρο της Αθήνας δεν είναι ούτε γκέττο, ούτε τόπος εγκλεισμού. Ευτυχώς την καθημερινή ζωή της πόλης δεν τη διαμορφώνουν μόνο τα προεκλογικά σχέδια των εκλεγμένων «αρχόντων», ή οι φοβίες των ξενόφοβων πολιτών, αλλά και οι μεταναστευτικές πρακτικές Ελλήνων κι αλλοδαπών κατοίκων που μπορεί να είναι ή και να μην είναι –προς το παρόν τουλάχιστον– πολίτες.

Λ.Β.

Γ.Π.

Ν.Κ

Φωτογραφία Εξωφύλου Έργο του Andrej Dutina

Μετρώντας ανάποδα, τα χρόνια, τους μήνες , τις μέρες, τις ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα... τί βρίσκεις: Tικ τακ ... έρχεται στο μυαλό η ατάκα από την ταινία το Μίσος, «μέχρι εδώ όλα καλά, μέχρι εδώ όλα καλά». Χρόνος όμως για αναπολήσεις δεν υπάρχει. Γρήγορα. Πού να τα στριμώξεις και πώς να τα χαρείς αυτά που σε ανεβάζουν, με μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί, δίπλα σου, μέσα σου, ο χρόνος τρέχει και εσύ να τρέχεις πίσω του. Φόβος, ανασφάλεια, ανάγκη. Γρήγορα. Και πιο γρήγορα. Χρόνος για επιθυμία δεν υπάρχει. Τικ τακ. Κι αν ήταν έκρηξη χαράς; Χρωμάτων, κυμάτων, αρωμάτων, μουσικής; Γρήγορα. Σταμάτα να τρέχεις. Μείνε για μια στιγμή ακίνητος. Τικ τακ. Η ευτυχία δεν μπορεί να περιμένει. Όλα τα άλλα, μπορούν.

Μια προσφορά από την

info@konteiner. gr | Τ: 211 402 92 77 Εκδότης: Στέφανος Νόλλας Διευθυντής Έκδοσης: Γιώργος Διβάνης g.divanis@konteiner.gr Αρχισυντάκτρια: Ευγενία Μπόζου e.bozou@konteiner.gr Σύμβουλος Έκδοσης: Ηλίας Μαρμαράς Creative Direction: Γιώργος Κωνσταντινίδης g.konstantinidis@konteiner.gr Ατελιέ: Ελένη Σγόντζου Επιμέλεια - Διόρθωση: Ηρώ Μακρή, Λευτέρης Βασιλόπουλος Νομικό Τμήμα: Γιάννης Μπάστας Εμπορική Διεύθυνση: Ε&Α Τ: 211 402 92 77 konteinersales@gmail.com Υποδοχή Διαφήμισης: Κώστας Καλόγερος T: 210 92 96 114 Εκτύπωση - Βιβλιοδεσία: Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α. Ε. Ιδιοκτησία: Διάδραση Α. Μ. Κ. Ε.

Διανέμεται με την Ελευθεροτυπία κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα



Navigation

F R I D A Y 1S T

OF

OCTOBER 2010

aT

20:00

opening of

_Tijana Prodanovic, Αντωνάκης Χριστοδούλου

8

THE

EVENTS

Mουσική

Eικαστικά

Camera Obscura

Επίσκεψη

Gagarin 205, Λιοσίων 205 30 Οκτωβρίου

Ίδρυμα Κατακουζηνού, Αμαλίας 4 23 Σεπτεμβρίου – 23 Οκτωβρίου

Οι Camera Obscura, ένας από τους σημαντικότερους εκπρoσώπους της ιδιαίτερα γόνιμης indie pop σκηνής της Σκoτίας, επισκέπτονται για πρώτη φορά την Ελλάδα για να αποδείξουν και επί σκηνής ότι δεν είναι απλά «ένα ακόμα γκρουπάκι που μοιάζει με τους Belle and Sebastian».

Σύγχρονοι Έλληνες καλλιτέχνες καλούνται στο σπίτι-μουσείο των Κατακουζηνών και δημιουργούν έργα γύρω από προβληματισμούς που πηγάζουν από το μοντέρνο κίνημα στην Ελλάδα. Αναμετρώνται με τα «πλούσια» δωμάτια του σπιτιού, εμπνέονται και δουλεύουν σε αυτά, αποδίδοντας νέα νοήματα στην «παλιά», περασμένη τέχνη.

Εικαστικά

Εικαστικά

VOLUME ONE

Εικαστικά

Volume One

ΑντικειμενΑ, ΓεΓονοτΑ κΑι ΣυνΑντήΣειΣ

θεατρικότητα στη σύγχρόνη γλύπτικη The One Αλκμήνης 5 & Σφηττιών 3, Κεραμεικός 1 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου

H διεθνής έκθεση γλυπτικής με τίτλο «Volume One – Αντικείμενα, Γεγονότα και Συναντήσεις» εγκαινιάζει τον νέο πολιτιστικό πολυχώρο The Hub & στο πρώην εργοστασιακό κτήριο της βιομηχανίας «Πάλκο», ο οποίος ανακαινίστηκε πλήρως.

ATHANASIOS ARGIANAS JONATHAN BAlDOCk HANNAH BARTON xAvIER pOulTNEY mATTHEw COOmBES mICHAEl DEAN mARCuS FOSTER SpIROS HADJIDJANOS ANDY HOlDEN NICk HORNBY mImI NORRGREN CONRAD SHAwCROSS FRANz ERHARD wAlTHER FRANz wEST

Σεμινάρια κινηματογράφου

Jim Shaw

Dissent

Παίζει Σινεμά

Bernier/Eliades Επταχάλκου 11, Θησείο 7 Οκτωβρίου – 18 Νοεμβρίου 2010 Εγκαίνια 7 Οκτωβρίου στις 20:00

ICA (Institute of Contemporary Arts) The Mall, London 9 Σεπτεμβρίου – 28 Οκτωβρίου

Ludens Labs Διδότου 34 Οκτώβριος 2010 – Ιανουάριος 2011 Τετάρτες 19:00 – 21:00

O αμερικάνος καλλιτέχνης, γνωστός για τις πολυσύνθετες, αφηγηματικές σειρές έργων που δημιουργεί, αντιπαραθέτει τη μεταφυσική της αφαιρετικής ζωγραφικής με έναν φτηνό εμπορικό νατουραλισμό. Επιτυγχάνει να σχολιάσει και να ασκήσει κριτική στην αποστολή αναζήτησης της αγνότητας, που χαρακτηρίζει τη ζωγραφική του Mοντερνισμού.

Μια περίοδος με projects πάνω στην τέχνη, τον ακτιβισμό και την κοινωνική αλλαγή. Με αφετηρία την παρουσίαση του πρώτου μεγάλου project (στο Ηνωμένο Βασίλειο) της ρωσικής κολεκτίβας «Chto delat?» , The Urgent Need to Struggle, το Ινστιτούτο Σύγχρονης Τέχνης του Λονδίνου ρωτά: μπορεί ο πολιτισμός να είναι τόπος διαμαρτυρίας σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης;

Το ζεστό σαλόνι των Ludens Labs φιλοξενεί τις Τετάρτες τον Αλέξανδρο Βούλγαρη σε έναν κύκλο μαθημάτων και workshops με θέμα σινεμά.


Navigation _κοντέινερ team

9

ΣΙΝΕΜΑ

Exile Room 7 Οκτωβρίου- 16 Δεκεμβρίου Ώρα έναρξης: 21:00
 Αθηνάς 12, 3ος όροφος Μια σειρά προβολών ντοκιμαντέρ ετοίμασε το Exile Room για αυτό το φθινώπορο. Πρόκειται για τρία μικρά αφιερώματα: το Like a Rolling Stone που αποτελείται από δύο ντοκιμαντέρ με θέμα το Rock ‘n Roll (θα προβληθούν στις 7 και 21 Οκτωβρίου), το Raising the Dead με δύο ταινίες με διασυνδέσεις στον κάτω κόσμο (4 και 18 Νοεμβρίου) και το Αφιέρωμα στον Aleksei Fedorchenko με δυο ντοκιμαντέρπαραμύθια (2 και 16 Δεκεμβρίου). Είσοδος δωρεάν. www.exilefilm.com

Εγκατάσταση/περφόρμανς

Γιάννης Μελανίτης Χώρος Πολιτισμού ABOUT Μιαούλη 18, Ψυρρή 14 – 30 Οκτωβρίου Φωτογραφία

Σπύρος Στάβερης Facebook I

Γκαλερί Elika, Ομήρου 27 30 Σεπτεμβρίου – 13 Νοεμβρίου Η γκαλερί Elika και το Lightroom Projects παρουσιάζουν στο πλαίσιο του Athens Photo Festival 2010 την ατομική έκθεση φωτογραφίας ενός από τους σημαντικότερους φωτογράφους του ελληνικού Τύπου, Σπύρου Στάβερη. Το Facebook I αποτελείται από 42 φωτογραφικά του έργα, εμπνευσμένα από επώνυμα και μη, πρόσωπα της ελληνικής κοινωνίας και εσωτερικούς χώρους.

Ομιλία της Christa Lerm Hayes – How Joyce plays Into Contemporary Art: 14 Οκτωβρίου στις 20:00 Έναρξη Performance & Εγκαίνια: 14 Oκτωβρίου στις 21:0 0 H εγκατάσταση-περφόρμανς Κρυογραφία, Η Αγωγιμότητα της Γραφής παρουσιάζει τη συγγραφή σαν μια μεταφορά του απόλυτου ψύχους. Ο συγγραφέας, παραγωγός και συλλέκτης του πάγου, δημιουργεί μια εγκατάσταση μόνωσης ώστε να συλλάβει το απόλυτο έργο, εκκινώντας από το έργο Finnegans Wake του James Joyce.


Κινηματογράφος

Θέατρο

Εικαστικά

Χορός

Μουσική

Gender

Πόλη

Βιβλίο

Βλέμμα Είμαι ο Έρωτας, του Λούκα Γκουαντανίνο

(Ιταλία, 2009, 120΄)

Η σινεφίλ Σκoτσέζα πολυτάλαντη Τίλντα Σουίντον μεταμορφώνει με την παρουσία της μια μικρή ιταλική παραγωγή σε ανεξάρτητο φιλμ υψηλής αισθητικής. Ως Έμα Ρέκι ανακαλύπτει τον έρωτα και τινάζει στον αέρα τη μιλανέζικη μπουρζουαζία που κατέπνιξε τη ρωσική καταγωγή της προς χάριν ενός στείρου και εκκωφαντικά αθόρυβου πλουτισμού. Ταινία χάρμα οφθαλμών στην κατασκευή της, με το τελετουργικό των δείπνων στην art deco βίλα των βιομηχάνων Ρέκι να παίρνει διαστάσεις ωρολογιακής βόμβας. Στις αίθουσες από 30 Σεπτεμβρίου Β.Β.


Κινηματογράφος_Βλέμμα _Βένια Βέργου

Happy Few

Αποστολή 67ο Φεστιβάλ Βενετίας

11

Attenberg

Death in Venice Ο θάνατος ταίριαξε γάντι φέτος στη Βενετία. Στην Ιταλία του Μπερλουσκόνι που ενισχύει με ολοένα και περισσότερους carabinieri τη Μόστρα του Μάρκο Μίλερ και με τους Ιταλούς να γίνονται ολοένα και περισσότερο αγενείς, το φετινό πρόγραμμα του παλαιότερου φεστιβάλ κινηματογράφου ήταν βυθισμένο σε μια απίστευτη θανατίλα. Άλλοτε καμουφλαρισμένη κάτω από ένα πέπλο εντυπωσιακού (αλλά κούφιου) στιλιζαρίσματος (βλ. Αρονόφσκι), άλλοτε εκτεθειμένη μέσα από ένα σπαρακτικό ρεαλισμό (βλ. Γουάνγκ Μπινγκ), κι άλλοτε δοσμένη μέσα από ένα καίριο μινιμαλισμό που σπάει κόκαλα (βλ. Τσαγγάρη). Η κριτική επιτροπή του Κουέντιν Ταραντίνο αγνόησε μια-δυο από τις σημαντικότερες ταινίες του διαγωνιστικού (Post Mortem και Venus Noire), αλλά μας αποζημίωσε επιβεβαιώνοντας το ένστικτό μας για μια ελληνική βράβευση (Attenberg). Δικαίως η πρωτοφανής ελληνική συμμετοχή των τεσσάρων ταινιών (Attenberg, Χώρα Προέλευσης, Ακαδημία Πλάτωνος, Casus Belli) μονοπώλησε το ενδιαφέρον των Ελλήνων ανταποκριτών και όχι μόνο, με το Variety να γράφει, «το ελληνικό σινεμά συνεχίζει σε πνεύμα δημιουργικότητας παρά την αναταραχή που έχει ξεσπάσει από την οικονομική κρίση της χώρας». Η ιστορική αυτή παρουσία, πέρα από τη διεθνή καταξίωση των ταινιών, θέτει ένα πολύ σοβαρό ερώτημα: εφόσον οι συγκεκριμένες ελληνικές ταινίες δεν απαρτίζουν ένα νέο αισθητικό ρεύμα, ούτε προέκυψαν ύστερα από συνειδητά σχεδιασμένες πολιτικές και οικονομικές στρατηγικές πρωτοβουλίες (κάθε άλλο...), παρά ως μία (τυχαία;) ορμητική καλλιτεχνική απάντηση στις κοινωνικές αναταραχές της χώρας, τι μέλλον έχει το ελληνικό σινεμά ως μια διεθνής κινηματογραφία που απολαμβάνει διεθνή φήμη; Το μέλλον κυοφορεί ήδη την απάντηση. Στο μεταξύ, παραθέτω τον απολογισμό μου από τις ταινίες που είδα στη Βενετία. -Black Swan του Ντάρεν Αρονόφσκι (ΗΠΑ). Η μπαλαρίνα Νίνα, απολύτως εξαρτημένη από τη μητέρα της και προσκολλημένη στην καριέρα της, βασανίζεται από μυστήριους εσωτερικούς δαίμονες και ανταγωνισμό για τον ρόλο της prima ballerina στη Λίμνη των Κύκνων. Δούλεψε σκληρά για το ρόλο η Νάταλι Πόρτμαν κι αυτό φαίνεται. Το μεταφυσικό στοιχείο όμως, έχει περισσότερο αφεθεί στα τερτίπια των ειδικών εφέ και στο σχεδιασμό ήχου παρά στη δραματουργία της ταινίας. Πολλή φασαρία για το τίποτα. -Somewhere της Σοφίας Κόπολα (ΗΠΑ). Κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι από τον Ταραντίνο, αλλά δεν είναι καλύτερο από το Χαμένοι στη Μετάφραση. Η υπαρξιακή κρίση ενός χολιγουντιανού

ηθοποιού ο οποίος καταπραΰνει την καταθλιψάρα του με Ferrari, call girls και χάπια, παύει να είναι το άλλοθί του όταν αναγκάζεται να περάσει λίγες μέρες με την 11χρονη κόρη του. Σκηνοθεσία με άποψη και εύστοχο σχόλιο πάνω στη ματαιοπονία της show biz (εξαιρετική η απόδοση της «χρήσης» ενός σταρ από το publicity), χωρίς όμως έναν δυνατό ηθοποιό που να κρατάει όλη την ταινία πάνω του. -Happy Few του Άντονι Κορντιέ (Γαλλία). Δυο ζευγάρια 35άρηδων με παιδιά, ερωτεύονται ο ένας τον σύντροφο του άλλου εν μιά νυκτί και παραδίδονται όλοι σ’ ένα πρωτόγνωρο πάθος, χωρίς όρια, χωρίς κανόνες και χωρίς δεσμεύσεις. Ένα εκ προοιμίου ερωτικό αδιέξοδο που έρχεται τάχα να απαντήσει στον εγκλωβισμό του γάμου. Μια ταινία που στην πραγματικότητα έγινε μόνο και μόνο για να αποθεώσει το γυμνό (εννοείται, κυρίως το γυναικείο). -Silent Souls του Αλεξέι Φεντορτσένκο (Ρωσία). Το εθιμοτυπικό που ακολουθεί ένας απόγονος της φυλής των Merjans (απόγονοι φιλανδο-ουγγρικών φύλων) μετά το θάνατο της γυναίκας του, κάπου στην κεντροδυτική Ρωσία. Ξεκινάει σαν μια σπουδαία ταινία με ισχυρό απόσταγμα σοφίας, αλλά όσο εξελίσσεται τόσο «χάνεται» μέσα στην παράλληλη αφήγηση της ιστορίας του φίλου του πρωταγωνιστή. Βραβείο της διεθνούς ένωσης κριτικών FIPRESCI και βραβείο φωτογραφίας. -Venus Noire του Αμπντελατίφ Κεσίς (Γαλλία). Η αληθινή τραγική ιστορία της μεγαλόσωμης Αφρικανής Σαάρτι Μπάαρτμαν η οποία πρωταγωνίστησε στα freak shows του Λονδίνου και του Παρισιού του 19ου αιώνα για να καταλήξει να γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης λόγω μιας ιδιορρυθμίας στα γεννητικά της όργανα. Από τις φορτισμένες πολιτικά και ιδεολογικά ταινίες του Φεστιβάλ, μ’ ένα καυτό θέμα για την εγκληματική χειραγώγηση του Τρίτου Κόσμου από τη Δύση. -Post Mortem του Πάμπλο Λαράιν (Χιλή). Ο ατελέσφορος έρωτας ενός Χιλιανού υπαλλήλου νεκροτομείου τις μέρες του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1973. Μια διαφορετική και πρωτότυπη προσέγγιση των συγκεκριμένων ιστορικοκοινωνικών συγκυριών, χωρίς ηθικοπλαστικές διαθέσεις αλλά με μια διάθεση κατανόησης των ανθρώπων που στάθηκαν στην άκρη των γεγονότων χωρίς να πάρουν θέση. Από τις ταινίες που δικαίως ξεχώρισαν. -Meek’s Cutoff της Κέλι Ράιχαρτ (ΗΠΑ). Ημέρες του 1845, Όρεγκον. Η περιπλάνηση τριών οικο-

γενειών μέσα από το βουνό Κασκέιντ και ο διχασμός τους ανάμεσα στον αναξιόπιστο οδηγό που έχουν προσλάβει και σ’ έναν Ινδιάνο ιχνηλάτη που παίρνουν αιχμάλωτο στο δρόμο τους. Παρά την αυθεντικότητα στην αναπαράσταση εποχής, η αίσθηση μιας αδύναμης πλοκής μπορεί να «πετάξει» έξω κάποιους θεατές. -Essential Killing του Γιέρζι Σκολιμόφσκι (Πολωνία-Νορβηγία-Ουγγαρία-Ιρλανδία). Ένας αιχμάλωτος του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν χάνεται μέσα στην ερημιά ύστερα από ένα ατύχημα του οχήματος μεταγωγών. Ο σκληρός αγώνας του για επιβίωση μέσα σε άγριες συνθήκες απομόνωσης, αποστασιοποιημένος από κάθε ιδεολογική ή πολιτική παράμετρο στην ταυτότητά του. Ταινία σύμβολο του τέλους των ιδεολογιών ή απλά ένα εικαστικό επίτευγμα του (επίσης) ζωγράφου Γιέρζι Σκολιμόφσκι; Ειδικό βραβείο της επιτροπής και βραβείο ανδρικής ερμηνείας για τον Βίνσεντ Γκάλο. -Attenberg της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη (Ελλάδα). Η 23χρονη λιγομίλητη Μαρίνα σιχαίνεται το ανθρώπινο είδος, τα φιλιά και τους άνδρες. Κάνει παρέα μόνο με την κολλητή της Μπέλα που της μαθαίνει πώς να φιλάει και με τον άρρωστο πατέρα της με τον οποίο βλέπουν μαζί ντοκιμαντέρ του Ντέιβιντ Ατένμπορο. Μια νέα αισθητική πρόταση από το ελληνικό σινεμά από μια ταινία που δεν φωνάζει την ελληνικότητά της, παρά επικεντρώνεται στον παράδοξο, εκκεντρικό και βαθιά συναισθηματικό κόσμο της πρωταγωνίστριάς του. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας για την Αριάν Λαμπέντ. -The Ditch του Γουάνγκ Μπινγκ (Κίνα). Ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην έρημο Κόμπι της Δυτικής Κίνας όπου το καθεστώς έστελνε τους «αντιρρησίες» στα τέλη του ’50. Υποταγή, όρια αντοχής, προσμονή θανάτου σε μια συγκλονιστική ταινία με έντονο το στοιχείο της ντοκιμαντερίστικης γραφής. -Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα (Ελλάδα). Συμμετοχή στην Εβδομάδα Κριτικής. (βλ. σελ. 17) -Casus Belli του Γιώργου Ζώη (Ελλάδα). Συμμετοχή στο Orizzonti. Εξαιρετική ελληνική μικρού μήκους (11΄) που υπαινίσσεται πολύ περισσότερα απ’ όσα εκθέτει για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, από τα δανεικά πλούτη και την κυρίαρχη εκκλησία, μέχρι την υπνωτισμένη μεσαία τάξη, την αυξανόμενη ανεργία και την ανεξέλεγκτη εισροή μεταναστών. Κι όλα αυτά σε μια ατελείωτη ουρά σε εναλλασσόμενους χώρους χωρίς λόγια.


Βλέμμα_ Κινηματογράφος

12

_Αλέξανδρος Βούλγαρης

10 Μη Ντοκιμαντέρ Του Βέρνερ Χέρτζογκ

Το μανιφέστο της Μινεσότα “Όλα κινηματογραφούνται. Όλα είναι σινεμά.” Λεονάρντο Ντα Βίντσι

Όταν είμαι πολύ κουρασμένος, δηλαδή πάντα, σκέφτομαι ότι όλα τα προγράμματα της τηλεόρασης είναι ντοκιμαντέρ. Τα μεσημεριανάδικα είναι ντοκιμαντέρ που σου αναλύουν το πώς λειτουργεί το μυαλό των ηλιθίων. Οι ειδήσεις είναι ντοκιμαντέρ που μιλά για τη χειραγώγηση των μαζών. Οι τσόντες είναι ντοκιμαντέρ για την άρνηση της αναπαραγωγής στη σύγχρονη κοινωνία. Η εκκλησία την Κυριακή το πρωί είναι ντοκιμαντέρ για μια μακρινή αίρεση κάπου στη Μογγολία και τις παραδόσεις της. Το βραδινό ποδόσφαιρο είναι ντοκιμαντέρ για το πώς ένα τόσο απλό και, ας μην κρυβόμαστε, λιγάκι ηλίθιο άθλημα βρίσκεται πρώτο στις καρδιές των ανθρώπων. Και θα μείνω στο ποδόσφαιρο. Νιώθω ότι κάτι τέτοιο τελικά θέλουμε για τη ζωή μας. Μια απλότητα σαν αυτή του παιχνιδιού που να κουβαλάει όμως ταυτόχρονα τη συναισθηματική ένταση τελικού παγκοσμίου κυπέλλου. Μου αρέσει να βλέπω υπεράνθρωπους στην τηλεόραση. Τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Τον Λιονέλ Μέσι. Εκείνον τον δολοφόνο στις ΗΠΑ που κάνανε είκοσι χρόνια να τον πιάσουν. Νιώθω τότε ότι βλέπω ντοκιμαντέρ για τα πιο αξιόλογα και αξιοπερίεργα ζώα του πλανήτη. Κάτι σαν αυτά τα ψάρια με τα φωτάκια που ζούνε στα πιο βαθιά νερά του κόσμου και όμως επιβιώνουν. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το μανιφέστο της Μινεσότα που έγραψε ο Βέρνερ Χέρτζογκ. Μου αρέσει πολύ να διαβάζω μανιφέστα. Το μανιφέστο του Δόγματος ήταν βαρετό. Το μανιφέστο του Σταύρου Τορνέ από την άλλη είναι σκέτη ποίηση. Για να μην πω για το μανιφέστο του Μαρινέττι και των Φουτουριστών που είναι τόσο παθιασμένο που νιώθεις τις λέξεις να σπάνε τα δεσμά τους και να γίνονται κατευθείαν εικόνες. Και όμως το μανιφέστο της Μινεσότα είναι το πιο όμορφο, πρώτα απ’ όλα γιατί συνειδητοποιεί πόσο γελοία είναι η έννοια ενός μανιφέστου. Και αντιγράφω: «Το γεγονός δημιουργεί κανόνες και η αλήθεια φως». «Οι σκηνοθέτες του σινεμά βεριτέ (αλήθεια) μοιάζουν με τουρίστες που βγάζουν φωτογραφίες ανάμεσα στα ερείπια των γεγονότων». «Ο τουρισμός είναι αμαρτία και το ταξίδι με τα πόδια αρετή». «Το φεγγάρι είναι βαρετό. Η Μητέρα Φύση δεν σε καλεί, δεν σου μιλάει, αν και ένας παγετώνας τελικά κλάνει. Και να μην ακούς το Τραγούδι της Ζωής». Ο Χέρτζογκ δεν αποδέχεται τον όρο ντοκιμαντέρ. Αποδομεί τους κανόνες του ντοκιμαντέρ με κάθε ευκαιρία. Γυρίζει ντοκιμαντέρ με σενάρια και ηθοποιούς και ταινίες χωρίς σενάριο και με ερασιτέχνες. Μισεί ό,τι του παρουσιάζεται σαν αλήθεια κραδαίνοντας τη σημαία του ρεαλισμού. Για τον Χέρτζογκ η αλήθεια βρίσκεται μέσα μας και όχι πάνω στην εικόνα μας. Η εικόνα είναι απλά ένα σαράκι που κουβαλάει ο καθένας μας. Ακόμα και στο σινεμά η εικόνα και ο ήχος είναι το αναπόφευκτο. Είναι απλά ένα δοχείο. Μια στάση αναμονής για να πας λιγάκι παραπέρα μέσα στην ψυχή σου. Βγαίνω έξω στο δρόμο. Κινηματογραφούμαι από κάποια κρυφή κάμερα. Σαν τα έντομα του μικρόκοσμου. Σαν ένα ταξιδιάρικο πουλί. Γίνομαι μέρος του παγκοσμιοποιημένου ντοκιμαντέρ για τη ζωή στην πόλη. Δεν είμαι πρωταγωνιστής (ελπίζω). Είμαι απλά κομπάρσος. Μια κουκκίδα. Σαν αυτούς που καυχιούνται ότι ήταν ένας απ’ τους 30.000 κομπάρσους στο Μπεν Χουρ. Σαν ένα από τα κορμιά που διαμελίστηκαν στον Τιτανικό του Κάμερον. Παρ’ όλα αυτά κάνω καλά τη δουλειά μου. Περπατάω και προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Φαντάσου όλοι να προχωρούσαμε στο δρόμο κοιτώντας τις κάμερες. Θα έβγαινε ένας τεράστιος σκηνοθέτης πίσω από τον ήλιο, σαν θεός ή έστω σαν τον Εντ Χάρις στο Τρούμαν Σώου και θα έλεγε «μην κοιτάτε τις κάμερες παρακαλώ. Κάνουμε γύρισμα εδώ».

1. Last Words (1968) Γυρισμένο στη Σπιναλόγκα είναι το πρώτο ντοκιμαντέρ του Χέρτζογκ που παίζει με τους κανόνες του ρεαλισμού. Μοντέρνο σαν να γυρίστηκε αύριο, προκαλεί σοκ ακόμα και σήμερα με τη χειραγώγηση της πραγματικότητας. 2. Precautions against fanatics (1969) Εδώ πραγματεύεται την προστασία των αλόγων του ιπποδρόμου από τους φανατικούς που θέλουν να τους επιτεθούν. Χρησιμοποιεί τις ίδιες τεχνικές του Last Words. 3. Fata Morgana (1970) Ξεκίνησε για ένα ταξίδι στην Αφρική με σκοπό να γυρίσει μια ταινία επιστημονικής φαντασίας για εξωγήινους από τον πλανήτη Ανδρομέδα. Επέστρεψε στη Γερμανία με το πρώτο ντοκιμαντέρ επιστημονικής φαντασίας. Fata Morgana είναι οι αντικατοπτρισμοί. Μια ταινία που εντοπίζει την οπτική μαγεία στην πραγματικότητα. Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με μουσική Λέοναρντ

Κοεν. Η φωνή της Λότε Άισνερ λίγο πριν το θάνατο. 4. Land of silence and darkness (1971) Η Φίνι δεν βλέπει ούτε ακούει. Επικοινωνεί με ένα αλφάβητο που αναπαράγει τα γράμματα στην παλάμη του χεριού. Ο Χέρτζογκ κινηματογραφεί με άπλετο φως το σκοτάδι της Φίνι και των ομοιοπαθών φίλων της. 5. Huie’s Sermon (1980) Ο Χέρτζογκ καταγράφει, χωρίς να εμπλέκεται, μια θρησκευτική τελετή στο Μπρούκλιν. 6. Woodabe (1989) Η νομαδική φυλή των Woodabe ζει κοντά στην Έρημο Σαχάρα. Οι άντρες της φυλής πιστεύουν ότι είναι οι πιο όμορφοι άντρες στον κόσμο. Μακιγιάρονται με τις ώρες και προσπαθούν να κερδίσουν τα θηλυκά της φυλής. 7. Lessons of darkness (1992) Οι φλεγόμενες πετρελαιοπηγές του Κουβέιτ. Ένα ακόμη ντοκιμαντέρ

επιστημονικής φαντασίας. Σαν συνέχεια από το 2001 του Κιούμπρικ αυτή η ταινία καταγράφει το βλέμμα του νεογέννητου σε έναν βίαιο και πανέμορφο κόσμο. 8. Μy best friend (1999) Ντοκιμαντέρ για τον φίλο του Κλάους Κίνσκι και για την ταραχώδη συνεργασία τους σε έξι ταινίες. 9. Grizzly man (2005) Ο Τίμοθι Τρέντγουελ απογοητευμένος από τον κόσμο των ανθρώπων αρχίζει να ζει μαζί με τις αρκούδες στην Αλάσκα, κινηματογραφώντας τη ζωή του εκεί. Ο Χέρτζογκ βρίσκει το υλικό του και φτιάχνει το απόλυτο ντοκιμαντέρ πάνω στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και στην προσπάθειά του να την δαμάσει. 10. Encounters at the end of the world (2007) Η κοινότητα των ανθρώπων που κατοικούν στην Ανταρκτική. Ένας πιγκουίνος που τρελαίνεται και οδεύει προς το θάνατο. Τα λόγια του Χέρτζογκ που παραποιούν τις εικόνες.

5 YouTube 1. YELLOW του Neil Blomkamp Ένα 4λεπτο μικρού μήκους επιστημονικής φαντασίας από τον σκηνοθέτη του District 9. http://www.youtube.com/ watch?v=Jmd8BDiB-qU 2. CHARLIE BIT ME Δυο ανήλικες ασιάτισσες αντιγράφουν το πασίγνωστο βιντεάκι. Πορνό χωρίς γυμνό με φωνές νεογέννητων. Το videoremix στα καλύτερά του. http://www.youtube. com/watch?v=xMD9_ uq2xXw&feature=related

3. ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ – Μια άσκηση φυσικής άλυτη Βιντεοσκόπηση της ΕΡΤ το 1987 για τα τραγούδια της Λένας Πλάτωνος. Προσπάθεια για διαφορετική τηλεόραση. http://www.youtube.com/watch?v =wkDwwK2l5Z4&feature=related 4. ROCK IN ATHENS 1985 Η βιντεοσκόπηση της ΕΡΤ από το ροκ φεστιβάλ που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο με ονόματα όπως Clash, Cure, Stranglers κ.λπ. Δημοσιογράφοι που δεν έχουν ακούσει ποτέ ροκ να παίρνουν συ-

νεντεύξεις. Θεατές λυσσασμένοι για μουσική. Η Αθήνα να θυμίζει Ανατολικό Βερολίνο. http://www.youtube.com/ watch?v=rV8_Thgt6J0 5. KUTIMAN – BABYLON BAND Το youtube σαν εργαλείο για να γράψεις μουσική. Ακούστε όλο το βιντεοάλμπουμ «Thru you». Ο Kutiman φτιάχνει τον πρώτο μουσικό δίσκο, που την ώρα που τον ακούς πρέπει να τον βλέπεις κιόλας. http://www.youtube.com/watch?v= JffZFRM3X6M&feature=channel



Βλέμμα_ Κινηματογράφος _Εύη Λαμπροπούλου

14

Casus Belli

ΦΤΗΝΕΝ ΚΟΛΠΕΝ: μέρες φεστιβάλ/ προσωπικό ημερολόγιο

Την προτελευταία νύχτα παίζουμε τις μουσικές καρέκλες, όταν ένας σηκώνεται άλλος παίρνει τη θέση του, η κουβέντα γίνεται μύτη με μύτη, χέρια περικυκλώνουν μέσες- άκρες, λεπτομέρειες αποκαλύπτονται: ένας διάλογος, ένα σετ δάχτυλα ποδιού, ένα χόμπι όπως η μαραθωνοδρομία, το γλείψιμο γραμματοσήμων, η ενατένιση ταβανιού μαζί με τις συνακόλουθες ενοχές. Μη σκας, όταν κοιτάς το ταβάνι εξασκείς την Αναβολή του Αλέν ντε Μποτόν: περίοδος κατά την οποία χωνεύεις εξωτερικές πληροφορίες, κάτι σαν την πρόπλυση στο πλυντήριο, απαραίτητη για το αριστούργημα που θα φτιάξεις μετά. [στιγμιαία αγάπη- μίσος] «Η ταινία μου, α, δε βαριέσαι, στο digi, πεταμένοι, ξέρεις.» «Ξέρω, μόνο στη Δράμα υπάρχει ρατσισμός εναντίον της ψηφιακής, τρεισήμισι χιλιάδες ευρώ την χωρίζουν από το φιλμ, άμα έχεις την μετατρέπεις.» «Είμαστε γείτονες, πότε κατεβαίνεις, κάτω δεν βγαίνω, κοιτάω το ταβάνι, φυσικά και μένω μόνος, θα φρικάρω με τους γονείς ή θα τους σκοτώσω· εσύ τι, σκηνοθέτης;» [Μύτη ακουμπάει μύτη.] «Άσ’ το καλύτερα, μη με φιλήσεις.» «Έχεις δίκιο, ας το κάνουμε όταν θα είμαι νηφάλιος.» Ο δραμινός μπάρμαν ερωτεύεται φιλικά τον Χ. και του χαρίζει ένα μπλουζάκι Πάοκ, Επειδή είναι Πάοκ, ρε! [Αποκλείεται, Αθηναίος κολωνακιώτης παοκτσής δεν υπάρχει.] «Δεν κατάλαβα», λέει ο Ζωιόπουλος «RF» για το «Κέτσαπ». Του εξηγώ εγώ πού ταυτίζομαι: μία αγαπομισεί τον πατέρα της. Της σπάει τ’ αρχίδια σε βαθμό να θέλει να τον σκοτώσει αλλά όταν πάει να τον πατήσει φορτηγό μπαίνει μπροστά να τον σώσει. Είναι η αντιστροφή του «άμα πάθεις τίποτα θα σε σκοτώσω», που λένε οι μανάδες. «Μη μου πεις ότι γεννήθηκες σε ευτυχισμένη οικογένεια;»

προγραμμάτων είναι πολύ χρήσιμο για νέους σκηνοθέτες. Θα κάνουμε ταινία μαζί, και παιδιά, είσαι μέσα; Είμαι στο Φέισμπουκ. Στις τουαλέτες η Αλεξάνδρα Χασάνι είναι κάπως αγνώριστη – έχει μακρύνει το μαλλί της στο μεταξύ, μεγάλωσε και καμιά πέντε χρόνια. Της λέω πόσο δεκατριάχρονη ήταν στο «13 ½». «Το χειμώνα θα παίξω στο θέατρο αχ, θα με κουρέψουν πάλι», λέει και δείχνει το γρατζουνισμένο χέρι της από μια αγριόγατα που μπούκαρε στο σπίτι της στη Νέα Ιωνία. Της λέω για το ποντίκι που βρήκα στην κουζίνα μου και έδιωξα με το σκουπόξυλο, αντί του στερεοτυπικού: ν’ ανέβω σε μια καρέκλα και να τσιρίζω. «Κι εγώ είχα», λέει. Η Αθήνα είναι γεμάτη ποντίκια. Μετά από έξι βραβεία ένας σκηνοθέτης (με) χορεύει καταπληκτικά. Αγαπητό φεστιβάλ: κάνατε ευτυχισμένο έναν άνθρωπο - τον Γιώργο Ζώη. [Φιλελληνία] Μπορώ να πίνω μέχρι να τελειώσουν τα ποτά· στην Φινλανδία έτσι κάνουμε. Αλήθεια το λες ότι παίζει Massive Attack; Φανταστικός ντι τζέι, δεν ήξερα ότι έχει τέτοιους στην Ελλάδα. [Το σώσαμε το πρεστίζ.] Πού είναι οι ξένοι σκηνοθέτες να μιλήσουμε λίγο αγγλικά; Έχει Ελβετούς, τι να γίνει, θα μιλήσουμε γαλλικά. Μόνο που δεν τους είδαμε ούτε στο πάρτι τους. Ούτε στο ίδιο τους το δικό τους πάρτι! Κοιμούνται ελβετικά, κοιμούνται νωρίς.

[προσφορές]

Ο Γερμανός με την ντεγκραντέ φυσιογνωμία σκάει ενδιαμέσως των χορών για φτηνά παιχνίδια με χαρτιά, «Τράβηξες το σιξ, ω, ποια λέξη σου θυμίζει αυτό;» «Σαξ, σαξόφωνο, αυτό μου θυμίζει»: από σεξ με Γερμανό καλύτερα φιλί με σαξοφωνίστα. Ξανασκέψου το, αν γαμηθείς με Γερμανό δεν το μαθαίνει κανείς. Ούτε συ.

«Τι γνώμη έχεις για το σεξ σκέτο;» «Χρειάζομαι παραμύθιασμα αλλά προσπαθώ να το ξεπεράσω.» «Θα σε βοηθήσω εγώ σ’ αυτό.» «Α, τέλεια, μόλις είχα αποφασίσει να πηδιέμαι με άγνωστους χωρίς συναισθηματική εξάρτηση.»

Ο Γερμανός σκιτσάρει τη Φινλανδή ένα χάλι. Μα η κοπέλα είναι όμορφη ρε. Πώς λέμε άραγε στα γερμανικά, Φτηνά Κόλπα; Φτήνεν Κόλπεν. Που μπορεί να μεταφραστεί και ως Φτηνοί Κόλποι.

Αυτός έμεινε αβράβευτος, καλή ταινία, κρίμα, ένα σινθεζάιζερ που έδιναν στην απονομή, έστω ένα πλυντήριο τριάντα

Εμείς θα μείνουμε μέχρι να τελειώσει η μουσική. Εμείς πάμε για σούπα.

ται Φεσ νιώ τιβ μήκν μικάλ Δρ ους ρού άμα ς

Σκόρπιες Σκέψεις και Ατάκες «Αν δεν είσαι τριανταπεντάρης δεν παίρνεις μέρος στο διαγωνιστικό», είπε ένας. «Αυτό είναι αδικία, μόνο εδώ υπάρχει όριο ηλικίας προς τα κάτω», φώναξα και ξεκαρδίστηκαν όλοι: εννοούσαν το «τριανταπέντε» μιλιμέτρ φιλμ - καλύτερα να μασάς το χοιρινό σου. Η κριτική επιτροπή του ελληνικού διαγωνιστικού -άντρες με παρόμοια ηλικία, ρούχα και γούστα - ανακοίνωσε με περηφάνια ότι πήρε όλες τις αποφάσεις ‘ομόφωνα’. Είναι καλό αυτό; Υπάρχει ωραίο μπαρ: το Ρόκα Ρόλα στην Δραμινή παραλία - που είναι χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα. Thank god for dj Μάκης Ο Ζώης ευχαρίστησε τους Γιάννη Μπουγιούκα, Στέλιο Κραουνάκη, «Βραβεύονται μαζί και οι φίλοι που βοηθιόμαστε και ανταλλάσουμε ιδέες», είπε. «Παιδιά μπράβο, αυτό εμείς δεν το καταφέραμε», είπε ο Τάκης Σπυριδάκης. Τι είναι η Δράμα: Πόλη της Μακεδονίας με 35.000 κατοίκους, γεμάτη πεινιρλί και νερά. Χωρίς το φεστιβάλ οι Αθηναίοι δεν θα ήξεραν ότι υπάρχει. Βραβεύτηκε σκηνοθέτης ομάδας που λέγεται Κλάιν Μάιν. Το παρέλαβε φίλος του με μπριγιαντινέ μαλλί. Κλάιν. Η κριτική επιτροπή του ελληνικού διαγωνιστικού όλο άντρες. Καμία γυναίκα, έτσι για το ξεκάρφωμα. Πολιτική ισότητας, όχι. Ο Ζώης, στο πέμπτο βραβείο δε βρήκε καμία να φιλήσει ‘Θα ήθελα και μια γυναίκα στην επιτροπή’, είπε και άρπαξε τη λουλουδού. Κοινό και σκηνοθέτες ζητούσαν περιπαθώς να καταργηθεί ο ανούσιος διαχωρισμός digital και φιλμ. Από την άλλη: Διπλή κατηγορία, διπλά βραβεία παιδιά! «Ξεκόλλα με τη δεκαεξάρα!» Δεκαεξάρα: κινηματογράφηση σε 16 mm. Πριν κυλιστούν στα κόκκινα χαλιά οι σκηνοθέτες κυλίστηκαν στη λάσπη των Κρηνίδων. Υπάρχουν ντοκουμέντα. Το βραβευμένο animation «Χωριό» με τον φιλότιμο γιατρό έκανε τους ξένους να παραμιλάνε. Κυκλοφορούσε στη Δράμα ο σωσίας του Βρετανού ηθοποιού David Thewlis, («Divorce Jack») μόνο που δεν ήταν Βρετανός, ούτε καν ηθοποιός, ήταν ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μπίτος.


Κριτική Κινηματογράφος _Βλέμμα _Βένια Βέργου

15

Σε γνωρίζω από την κόψη Χώρα Προέλευσης, του Σύλλα Τζουμέρκα (Ελλάδα, 2010, 111΄).

Η οικογένεια ιδωμένη ως φυλακή σε μια χώρα όπου κάθε μέρα τα παιδιά στο σχολείο υμνούν την ελευθερία με το ιερό εθνικό μας ποίημα, για να γυρίσουν στο γεμάτο ψέματα και αμαρτίες μικροαστικό περιβάλλον του σπιτιού. Βαθιά ώριμος σκηνοθετικά ο καταξιωμένος από τις μικρού μήκους του (Μάτια που Τρώνε, Βροχή) Σύλλας Τζουμέρκας, σκηνοθετεί το δράμα σαν εισβολέας στις ζωές των ηρώων του και, ταυτόχρονα, το αντιπαραβάλλει με καθοριστικές πολιτικές αναταραχές της χώρας. Συμμετοχή στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Βενετίας. Η αρρώστια ήταν κληρονομική (;) και εκείνα τα χρόνια η λύση της ενδοοικογενειακής υιοθεσίας συνηθιζόταν στην Ελλάδα. Η απόφαση είναι ειλημμένη. Ο μπρουτάλ ανύπαντρος αδελφός (Ερρίκος Λίτσης) και ο άλλος, ο μορφωμένος πανεπιστημιακός (Ιερώνυμος Καλετσάνος) με τη δασκάλα σύζυγο (Αμαλία Μουτούση), έχουν αποφασίσει ο δευτερότοκος γιος τήςψυχικά ανεπαρκούς αδελφής (Ιωάννα Τσιριγκούλη) να μεγαλώσει με τον οικογενειάρχη θείο. Κι ο παππούς καθηλωμένος στο νοσοκομείο από βαριά (και ανομολόγητη) αρρώστια. Τα μικρά αγόρια (Θάνος Σαμαράς, Χρήστος Πασσαλής) μεγαλώνουν σαν ξαδέλφια και η ξαδέλφη τους (Γιούλα Μπούνταλη) διχάζεται ανάμεσα στους δυο. Οι ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες, σκόρπιες κι ανάκατες στη μνήμη, κουβαλούν μια αθωότητα από τη δεκαετία του ’50 που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί σ’ αυτή τη χώρα. Οι νέοι ζουν τον έρωτα ενοχικά και αποσπασματικά. Σήμερα, καυλώνουν πιο πολύ με τις μολότοφ. Η οργή δεν συμμαζεύεται με τίποτα. Ούτε απ’ την αυστηρή δασκάλα που «πουλάει» τον εθνικό ύμνο στα σχολειαρόπαιδα του δημοτικού ωσάν απόσταγμα μιας πολυκαιρισμένης και σκονισμένης εθνικής ιδεολογίας. Τι ακριβώς είπατε πως είναι η ελευθερία; Μια αιματοβαμμένη κυρία που μας κοιτάζει κατάματα και θαρραλέα; Γιατί την χάσαμε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι; Γιατί ο καθένας ζει μέσα στο βρακί του αλλουνού; Απόλυτα συντονισμένος με την εποχή του, ο 32χρονος σκηνοθέτης έστησε ένα δράμα στις παρυφές της ξέφρενης αστικής βίας που μαστίζει την ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες. Τοποθέτησε την ανάλυση του εθνικού μας ύμνου στη ραχοκοκαλιά του δράματος εν είδει χορού σε αρχαία τραγωδία και αναρωτήθηκε τι είδους κατάλοιπα άφησε η χούντα στη διαμόρφωση της ταυτότητας του Έλληνα. Η γενιά του ’50, η γενιά της μεταπολίτευσης και η νεότερη γενιά, η καθεμία με τις δικές της αδυναμίες και χαμένες ψευδαισθήσεις, συγκρούονται διαρκώς μέσα στην ίδια οικογένεια που μοίρασε ψέματα προς όλους. Αυτή η ελληνική οικογένεια για τον Τζουμέρκα πρέπει να μπει στο μικροσκόπιο. Να δούμε μέσα από μεγεθυντικό φακό πώς καταλήγει να τρώει τα σωθικά της από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα. Να πονέσουν τ’ αυτιά μας απ’ τις κραυγές των μελών της, ώστε επιτέλους να την αποτινάξουμε από τις ζωές μας μαζί με κάθε ανάμνησή της. Αυτή η οικογένεια πρέπει να ανήκει στο παρελθόν. Πρέπει να γίνει χαλκομανία στα κιτάπια των νεότερων χρόνων της ελληνικής ιστορίας. Να σπάσει τα δεσμά της μια για πάντα, ν’ αποτινάξει την αρρώστια και να κρατήσει μόνο τα αυθόρμητα οικογενειακά τραπέζια με το τραγούδι της Σωτηρίας Μπέλου. Είμαστε μαζί του εκατό τοις εκατό. Το θέμα του είναι καίριο περισσότερο από ποτέ. Η ταινία του Τζουμέρκα έχει πολύ θυμό και πολλή απογοήτευση για την Ελλάδα του 2010. Μέσα στο θυμό όμως, υπάρχει και πολλή σύγχυση. Λείπει η καθαρότητα. Όχι για διδακτισμό και για να βάλει τάξη στα κακώς κείμενα. Αλλά γιατί όσο βροντερό και αν είναι το μήνυμα, αν δεν είναι ευθύβολο, τότε ίσως κάποιες συνδέσεις να μη λειτουργήσουν απόλυτα. Ακόμα κι έτσι όμως, το άφθονο ταλέντο είναι ορατό, η οξύτητα των αποφάσεων είναι αξιοσέβαστη και η εσωτερική δύναμη του αποτελέσματος είναι σαρωτική. Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες 21 Οκτωβρίου.


Βλέμμα_ Θέατρο

16

_Μαρία-Λουίζα Παπαδοπούλου

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΘΕΑΤΡΑ: ένας ασθμαίνων θεσμός © Andrej Dutina

Οι αρχές του φθινοπώρου είναι πάντα περίοδος αναμονής για το θέατρο. Φέτος, η αναμονή αυτή είναι πολύ ιδιαίτερη, όχι μόνο επειδή τα σημάδια της κρίσης είναι ήδη ορατά, αλλά, επιπλέον, και επειδή βαδίζουμε στην προεκλογική περίοδο για την αυτοδιοίκηση του «Καλλικράτη», και το θέμα του πολιτισμού στην περιφέρεια επανατοποθετείται.

κις απαρτίζεται από ανθρώπους που ουδεμία σχέση έχουν με τον πολιτισμό, συχνά λειτουργεί ως τροχοπέδη στο έργο του καλλιτεχνικού διευθυντή. Η εκλογή των διοικητικών συμβουλίων γίνεται κυρίαρχα, αν όχι αποκλειστικά, με πολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες. Η θέση δεν είναι προσβάσιμη σε κάποιον με ουσιαστικά αλλά όχι κομματικά προσόντα.

Τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα που ιδρύθηκαν εδώ και είκοσι πέντε χρόνια έκαναν τότε δικαιολογημένα τη Μελίνα Μερκούρη περήφανη. Πράγματι για τουλάχιστον μια δεκαπενταετία, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. επιτέλεσαν πολύ σημαντικό έργο σε τοπικό επίπεδο: παρουσίασαν πλούσιο ρεπερτόριο, ακόμα και σε απομακρυσμένα χωριά, διαμόρφωσαν ένα ικανό τεχνικό προσωπικό, άνοιξαν θέσεις εργασίας.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως στην πλειοψηφία τους οι διευθυντές συνεχίζουν να εκπροσωπούν την παλιά σχολή θεάτρου. (Ας σημειωθεί πως μέχρι πρόσφατα

Είναι λοιπόν κρίμα που ακόμα ένας εμπνευσμένος θεσμός, 25 χρόνια μετά, πνέει τα λοίσθια, και ολοένα χάνει το γόητρό του και συχνά ακόμα και το κοινό του. Καμία ουσιαστική κυβερνητική απόφαση δεν λαμβάνεται για τον τρόπο συνέχισης του έργου τους, οδηγώντας έτσι αρκετά από αυτά σε υπολειτουργία. Οι λόγοι της κάμψης τους; Πολλοί! Σωρευμένα χρέη που συχνά δημιουργήθηκαν από υπέρμετρη φιλοδοξία και όχι από καλλιτεχνικά καινοτόμες παραγωγές. Χρέη που διογκώνονται από τη βραδύτητα του κρατικού μηχανισμού να ανταποκριθεί στις ανειλημμένες υποχρεώσεις του ενώ απομυζά μεγάλο μέρος των επιδοτήσεων. Μεγάλη ευθύνη βαραίνει την τοπική αυτοδιοίκηση που με την πολιτικάντικη και γι’ αυτό άστοχη λειτουργία της, φθείρει ό,τι καλό φτιάχνει αυτός ο τόπος. Οι εμπλεκόμενοι με τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., παγιώνοντας την εξουσία τους, άρχισαν να στοχεύουν περισσότερο στην προσωπική φιλοδοξία και στο ίδιον, πολιτικό ή άλλο, όφελος, παρά στην παροχή πολιτιστικού έργου στον τόπο. Το διοικητικό συμβούλιο των θεάτρων που πλειστά-

Αν μιλάμε για κατάργηση, ένας άλλος δυναμικός θεσμός θα πρέπει να αντικαταστήσει τα ΔΗ.ΠΕ. ΘΕ., ένας θεσμός που θα κεντρίσει τη πολιτιστική ζωή του τόπου. μόνο μια γυναίκα διευθύνει ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. στα δεκαέξι της χώρας!) Δυστυχώς στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αυτοί εκφράζουν μια συγκεκριμένη αντίληψη, που φράζει το δρόμο σε κάθε ανανέωση. Έτσι ακούς το «είναι επαρχία και δεν σηκώνει», λες και ο στόχος των περιφερειακών θεάτρων ταυτίζεται με τις επιλογές της τηλεόρασης. Εξάλλου πολλές υπήρξαν οι μεγαλειώδεις στιγμές στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., με πρωτοποριακά για την εποχή τους κείμενα. Δεν μπορεί επ’ άπειρον οι επιλογές ρεπερτορίου να γίνονται ολοένα και πιο διστακτικές για να ξεπλυθούν κάποιες οικονομικές ατασθαλίες του παρελθόντος και να περιορίζονται π.χ., στον Μανολάκη τον βομβιστή, λες και το κοινό που απευθύνεται είναι περιορισμένης, στάσιμης καλλιτεχνικής αντίληψης. Ειδικά σε τουριστικά μέρη όπου η ηχορύπανση και το εκτυφλωτικό «νέον» έχουν κατακλύσει δρόμους και ακρογιαλιές, κάνοντας το σκοτάδι να μην ξέρει πού να κρυφτεί, οφείλει αν μη τι άλλο το θέατρο ως καταφύγιο να αποκαλύπτει την ποίηση και να προσφέρει

ιδιαίτερη αισθητική εμπειρία. Όμως, συχνά, η αισθητική των θεατρικών χώρων όπου στεγάζονται τα περιφερειακά θέατρα, ο τρόπος διαφήμισης, και το ευρύτερο καλλιτεχνικό τους στίγμα αποπνέουν μια μυρωδιά του ’80. Ουδέποτε κατάφεραν να προσελκύσουν νέο κόσμο ή φοιτητές, που ούτως ή άλλως δεν το στόχευσαν. Σε αυτό συμβάλλει και το ανελαστικό, ξεπερασμένο νομικό καθεστώς που τα πλαισιώνει και δεν επιτρέπει μικρές ευέλικτες παραγωγές και συνεργασίες. Ο τύπος και η κριτική εξάλλου ουδέποτε ασχολήθηκαν συστηματικά με το έργο τους αφήνοντάς τα στη μοίρα τους. ΕΣΚΣΥΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, ΑΝΑΝΕΩΣΗ, ΟΧΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ Όλα αυτά σημαίνουν πως απαιτείται ρηξικέλευθη ανανέωση, ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, όχι όμως κατάργηση/ συγχώνευση, όπως σιγοψιθυρίζεται, μετατρέποντας τον τόπο σε «έρημη χώρα». Και αν το κράτος υποχωρήσει με ελαφρά πηδηματάκια και αποσύρει τη στήριξή του από τα περισσότερα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ., αυτά θα γίνουν ημι-ερασιτεχνικά, βορά στα τοπικά συμφέροντα. Οι λόγοι παθογένειας είναι ποικίλοι και αυτοί πρέπει να χτυπηθούν. Κι αν μιλάμε για κατάργηση, ένας άλλος νέος, δυναμικός θεσμός θα έπρεπε να τα αντικαταστήσει που θα κεντρίσει τη πολιτιστική ζωή του τόπου. Γιατί αυτή η κατάργηση/συγχώνευση θα γίνει το εύκολο μότο που θα μετατρέψει τον «Καλλικράτη» από περιώνυμο αρχιτέκτονα του Παρθενώνα σε σύγχρονο Γαργαντούα. Έτσι έχουν «φαγωθεί» τόσοι θεσμοί: το φεστιβάλ πειραματικού θεάτρου Τρίπολης, το Ε.ΚΕ.ΘΕ.Χ. (Εθνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού), ως ανεξάρτητο όργανο σχεδίασης πολιτισμού –παρά τις διαπιστωμένες αδυναμίες του στην πράξη–, το art locus, το group hostel του Εθνικού… Αιωνία τους η μνήμη!



18

Από την ταινία T-city, 1993, του Saburo Teshigawara που παρουσιάστηκε στο VideoDance 2004. Φωτό από το αρχείο της Χ. Γαλανοπούλου


Χορός _Βλέμμα _Κατερίνα Σπυροπούλου

Σύγχρονος χορός είπατε; Ποιoς έλληνας χορευτής ή χορογράφος που ασχολείται με τον σύγχρονο χορό θα μπορούσε να αρνηθεί την αμηχανία που νιώθει όταν του απευθύνουν την ερώτηση «τι δουλειά κάνεις;». Και ενώ θα έπρεπε φυσικά να απαντήσει χορευτής ή χορογράφος, από προσωπική πείρα μπορώ να πω ότι συνήθως υπάρχουν δύο επιλογές. Ή απαντάς υπάλληλος στη ΔΕΗ, ή αν επιλέξεις να πεις την αλήθεια και μόνο την αλήθεια αρχίζει να τρέχει ο κρύος ιδρώτας και οι ερωτήσεις να πέφτουν βροχή… «Σε ποιο μαγαζί; Στα μπουζούκια; Μπαλέτο; Λάτιν;». Μαζεύεις τα κομμάτια σου και ετοιμάζεσαι να ρίξεις τον κεραυνό... «Ασχολούμαι με τον σύγχρονο χορό!!!» Βλέποντας τον συνομιλητή σου να έχει μείνει εμβρόντητος αρχίζει ο κυκεώνας των εξηγήσεων, φυσικά πάντα διά της εις άτοπον απαγωγής. «Όχι μαγαζί, όχι μπουζούκια, όχι μπαλέτο, όχι λάτιν... Όχι, όχι, όχι...». Καταλήγω πάντα με μια πολύ δυσάρεστη αίσθηση απογοήτευσης και αποτυχίας, είτε επιλέξω την εκδοχή της ΔΕΗ είτε την εκδοχή της χορεύτριας. Παραδέχομαι ότι έχω πάντα μια υπόγεια απαίτηση να γνωρίζει ο εκάστοτε συνομιλητής μου από σύγχρονο χορό... Η πικρή γεύση, ωστόσο, μένει, κυρίως, εξαιτίας της δικής μου ανικανότητας να απαντήσω εγώ η ίδια στο καίριο αυτό ερώτημα: «Τι στην ευχή είναι αυτός ο σύγχρονος χορός;» Αυτόν τον προβληματισμό θέλω να μοιραστώ, χωρίς φόβο και πάθος, και προς Θεού μη περιμένετε τελική απάντηση! Είναι δύσκολο να ορίσουμε και να καθορίσουμε στενά την έννοια του σύγχρονου χορού, γιατί αυτομάτως την περιορίζουμε. Θεωρώ, λοιπόν, ότι επειδή αυτό το είδος χορού συμβαίνει στον παρόντα χρόνο (εξ ου και σύγχρονος) και καθώς και από τη μεριά των καλλιτεχνών, αλλά και από τη μεριά του θεατή/κοινού, αναζητάμε διαρκώς τη δημιουργία μιας ή πολλών ταυτοτήτων, είναι λογικό να είμαστε αδύναμοι στο να προσδιορίσουμε τα χαρακτηριστικά του και τους κανόνες του. Άλλωστε πάντα είναι πιο εύκολο να ορίζουμε κάτι που ήδη γνωρίζουμε και ανήκει κατά κάποιο τρόπο στο παρελθόν, παρά οτιδήποτε συμβαίνει στο παρόν. Επομένως θα ήταν φρόνιμο να μην αντιμετωπίζουμε το χορό σαν να πρόκειται για τετελεσμένο ή πεπαλαιωμένο γεγονός, ούτε σαν μια τέχνη πεθαμένη που ανήκει στο παρελθόν και στην ιστορία. Ακριβώς εδώ έγκειται το ενδιαφέρον σημείο. Στο ΤΩΡΑ. Ωστόσο παρατηρούμε εξαρχής ότι ο σύγχρονος χορός αποτελεί το απόγειο της σωματικής εκφραστικότητας, αφού ως κύριο εκφραστικό μέσο και εργαλείο χρησιμοποιεί το σώμα, ερευνώντας πάντα όλες του τις πτυ-

χές και τις δυνατότητες (που, πιστέψτε με είναι απεριόριστες!). Είναι ένα ανοιχτό πεδίο έρευνας και διερεύνησης της αντίληψης της κινητικής νοημοσύνης, μέσω μιας τεχνικής που διαρκώς διαφοροποιείται και εξελίσσεται, ενώ ταυτόχρονα δανείζεται στοιχεία από άλλες τέχνες όπως το θέατρο, τη μουσική, το βίντεο, τις πολεμικές τέχνες κ.ά. Αν μου ζητούσαν, λοιπόν, δύο λέξεις-κλειδιά για τον σύγχρονο χορό θα απαντούσα κατευθείαν έρευνα και πειραματισμός. Αυτές οι λέξεις-κλειδιά επιβάλλουν από τη φύση τους μια διαφορετική οπτική, όχι μόνο από την πλευρά των καλλιτεχνών, αλλά και από την πλευρά του θεατή. Και παρόλο που μπαίνω σε βαθιά νερά μιλώντας για τη σχέση θέασης-θεάματος, νομίζω ότι σ’ αυτήν ακριβώς τη σχέση επενδύει ο σύγχρονος χορός. Στο πώς, δηλαδή, καλλιτέχνες και κοινό συν-ανακαλύπτουμε τις δυνατότητές μας στο τώρα, αποβάλλοντας τα στερεότυπα, τα κουτάκια και την εμμονή στις φόρμες (οι οποίες είναι μόνο για τα κέικ), που έχουν διαμορφωθεί και επικρατήσει στο μυαλό μας περί «χορού» μέχρι σήμερα. Ας ανοίξουμε τα μάτια μας. Μια παράσταση που της «αρέσει» το κοινό της είναι αυτή που έχει μάτια και μπορεί και βλέπει το κοινό της, όχι σαν μια ομοιογενή μάζα, αλλά σαν ανεξάρτητους σκεπτόμενους ανθρώπους, χωρίς να προσπαθεί απλώς να το εντυπωσιάσει, αλλά που δημιουργεί έναν ανοιχτό χώρο όπου μπορούν και συμβαίνουν πολλά ή και όλα. Και αντίστροφα. Ένα κοινό που του αρέσει η παράσταση, είναι ένα κοινό που δεν τεμπελιάζει και έχει μάτια να βλέπει βαθιά, χωρίς να υποκρίνεται πως είναι παρόν-απόν, έχοντας μοναδική απαίτηση την τέρψη του. Τότε μάλιστα. Μπορούμε να μιλάμε για μοίρασμα και συν-διαμόρφωση της παράστασης από τον θεατή και τον καλλιτέχνη, με αποτέλεσμα τη δημιουργική ανταλλαγή σκέψεων, θέσεων και εμπειριών. Αυτό είναι λοιπόν το ζητούμενο. Να συμβαδίσουμε. Κατά συνέπεια διακρίνουμε μια κοινή ευθύνη συνδημιουργίας της πραγματικότητας του σύγχρονου χορού που τοποθετείται εκατέρωθεν. Μιας πραγματικότητας που προσφέρει ένα γόνιμο έδαφος με εκπληκτικά πλούσιο και ενδιαφέρον υλικό, όχι μόνο μέσα από τη δουλειά που παρουσιάζουν οι «μεγάλες» ομάδες, αλλά και μέσα από τις μικρότερες ή και τις πιο φρέσκιες σε ηλικία. Το μονοπάτι που σας προτείνω να διαλέξουμε και το θεωρώ μονόδρομο, είναι να μοιραστούμε μαζί την καλλιτεχνική εμπειρία που προσφέρει ο σύγχρονος χορός παρακολουθώντας παραστάσεις με κάθε ευκαιρία... Κι ας είναι μακρύς ο δρόμος...

19

Προτάσεις H Team Progressive καλεί δημιουργούς από όλο τον κόσμο να συμμετάσχουν στο Athens Video Dance Project 2010. Το φεστιβάλ θα διεξαχθεί στο νεοκλασικό κτήριο του Booze Cooperativa επί της οδού Κολοκοτρώνη 57, από 1η έως 31 Οκτωβρίου. Στο πρόγραμμα του Athens Video Dance Project 2010 περιλαμβάνονται Προβολές Video Dance, Παραστάσεις Χορού, Εγκαταστάσεις, Σεμινάριο Video Dance, Προβολές Φωτογραφιών Χορού, καθώς και διαλέξεις από διακεκριμένους ανθρώπους του χώρου. Το πρόγραμμα του φεστιβάλ θα είναι εναλλασσόμενο και θα περιλαμβάνει διαφορετικές προβολές video και παραστάσεις χορού κάθε εβδομάδα. www.athensvideodanceproject.gr Το Skills Exchange και το CITYTOCITY CABARET είναι μια ακόμα από τις δράσεις του διεθνούς προγράμματος Creative Collaboration του British Council. To CITYTOCITY CABARET έρχεται επιτέλους στην Ελλάδα για μία διαφορετική βραδιά καμπαρέ με ζωντανή μουσική και χορό από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες. Πότε: 16 Οκτωβρίου 2010, Πού: Bacaro, Σοφοκλέους 1 & Αριστείδου 11, Στοά Γρυπάρειο Μέγαρο. e-mail: info@fullhousepromotion.gr To SPIDER International Artistic Project φέρνει κοντά τρεις χορογράφους: Αντιγόνη Γύρα (Ελλάδα), Matej Kejžar (Σλοβενία), Michael Pomero (Γαλλία) από τρεις διαφορετικούς οργανισμούς: κινητήρας, ΚΙΝΚ- KONG PEKINPAH , και COLLECTIVE LOGE 22. Προτείνουν ένα νέο μοντέλο δημιουργίας, παραγωγής και παρουσίασης των σύγχρονων τεχνών και έναν νέο τρόπου απήχησης στο κοινό και ένταξής του στα πολιτιστικά δρώμενα. Ημερομηνίες: 29-30-31 Οκτωβρίου Θέατρο: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, Πειραιώς 206, Ταύρος, Αθήνα 117 78 www.kinitiras.com


Βλέμμα_Εικαστικά

20

_Δάφνη Δραγώνα

Repair – ready to pull the lifeline

Σκέψεις μετά το φεστιβάλ της Ars electronica «Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για προειδοποιήσεις. Ούτε χώρος για απόψεις του τύπου δεν υπάρχει επιστροφή. Και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για λήθαργο όταν έχουμε ήδη ιδέες, εργαλεία και τεχνικές για να αλλάξουμε τα πράγματα». Η Ars Electronica, το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό φεστιβάλ τέχνης και τεχνολογίας επέλεξε ως τίτλο της φετινής διοργάνωσης τον περασμένο Σεπτέμβριο τη λέξη Repair. Επιδιόρθωση, επαναπροσδιορισμός και επανεφεύρεση, διευκρινίζουν τα κείμενα του φεστιβάλ, με έμφαση όχι πια στην επαναφορά ή την ανακύκλωση αλλά στην ανανέωση και την περαιτέρω εξέλιξη. Αν και ενδεχομένως ο τίτλος να ακούγεται κάπως αφελής, ωστόσο όπως φάνηκε από το ίδιο το φεστιβάλ, το Repair δεν ήταν τόσο κάποιο ενοχικό κάλεσμα για δράση, όσο μια παρακίνηση για μια θετική ματιά και για εμπιστοσύνη στις δυνατότητες που η τεχνολογία, η επιστήμη και η δημιουργικότητα μπορούν να προσφέρουν σε περιόδους σαν τη σημερινή. Σε έκταση 80.000 τετραγωνικών μέτρων, σε ένα σύμπλεγμα κτηρίων του πρώην εργοστασίου καπνού της πόλης του Λιντς που σταμάτησε να λειτουργεί μόλις πέρυσι φιλοξενήθηκαν έργα και δράσεις 570 καλλιτεχνών. Mία μεγάλη underground art fair και ένα σύγχρονο φόρουμ ιδεών θύμιζε η Ars Electronica στον εντυπωσιακό πρώην βιομηχανικό χώρο με εκθέσεις που ακολουθούσαν η μία την άλλη σε τεράστια δωμάτια και διαδρόμους έξι ορόφων. Όπως θα περίμενε κανείς από ένα φεστιβάλ ψηφιακής τέχνης στο χώρο εναλλάσσονταν οπτικοακουστικές αλληλεπιδραστικές εγκαταστάσεις, ηχητικά συμμετοχικά περιβάλλοντα, performances, animations, ντοκιμαντέρ, διαδικτυακές και ψηφιακές εφαρμογές παρουσιάζοντας διαφορετικές εκφάνσεις και προτάσεις γύρω από την ιδέα του επαναπροσδιο-

ρισμού και της επιδιόρθωσης. Παράλληλα, με την προσοχή στραμμένη κυρίως στις κλιματικές αλλαγές, την εργασία, την ανοιχτή διαδικτυακή κοινωνία, την οικονομία, το σώμα και την ταυτότητα, οι διοργανωτές και οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες καλούσαν το κοινό να συμμετέχει ενεργά μέσω εργαστηρίων και συζητήσεων θέτοντας ερωτήματα και αναζητώντας νέες πρακτικές. Με μία τοποθέτηση αρκετά ευρεία ως προς το θέμα της επιδιόρθωσης και της επανεφεύρεσης, το Tabakfabrik που πρώτη φορά παραχωρείτο για εκδήλωση ανοιχτή στο κοινό, μεταμορφωμένο σε εργοστάσιο παραγωγής πληροφορίας, γνώσης και ψυχαγωγίας, συγκέντρωσε περισσότερους από 90.000 επισκέπτες και το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών ήταν κάτοικοι της πόλης. «Η Ars Electronica έτσι κι αλλιώς δεν είναι κάτι που αγνοεί ένας πολίτης από την Αυστρία», ανέφερε κάποια στιγμή ένας αυστριακός καλλιτέχνης. «Φορολογούμαστε για τη διοργάνωσή της, για την παραγωγή, παρουσίαση και προώθηση καινοτόμων σκέψεων». Όντως η καινοτομία και η πρωτοτυπία νέων ιδεών και εφαρμογών φαίνεται να ήταν και να είναι προτεραιότητα της διοργάνωσης. Από το φετινό πρόγραμμα, ενδιαφέροντα παραδείγματα ήταν οι προτάσεις για τις αυριανές πόλεις, όπως οι κάθετες καλλιέργειες/ “the vertical farm”, τα βιο-κατασκευασμένα τούβλα φτιαγμένα από μικροοργανισμούς/ “the biomanufactured brick”, και οι υδροπονικοί κήποι για διαμερίσματα/ “the windowsfarm project”. Εξαιρετικό παράδειγμα από την έκθεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το έργο EyeWriter που βραβεύτηκε στο διαγωνιστικό τμήμα Golden Nica για τη δυνατότητα που δίνει σε άτομα με αμυοτροφική σκλήρυνση να εμπλακούν σε δημιουργικές δράσεις μόνο με την κίνηση των ματιών τους. Ενώ όμως οι πα-

Οι διοργανωτές και οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες καλούσαν το κοινό να συμμετέχει ενεργά μέσω εργαστηρίων και συζητήσεων θέτοντας ερωτήματα και αναζητώντας νέες πρακτικές. ρουσιάσεις ερευνητών για εφαρμογές και προτάσεις κυριαρχούν, οι τοποθετήσεις θεωρητικών αντίστροφα φαίνονται να μειώνονται. Με λίγες εξαιρέσεις όπως η ομιλία της κοινωνιολόγου Saskia Sassen που μίλησε για το κόστος που έχει η απώλεια της ικανότητάς μας να παράγουμε το πραγματικά «κοινωνικό» και τον θεωρητικό των μέσων Geert Lovink που σχολίασε έντονα τη σχεδόν κατάχρηση της λέξης «ανοιχτό» για το σημερινό διαδίκτυο και την ίδια την κοινωνία, η κριτική σκέψη και ανάλυση για τη σημερινή πραγματικότητα έλειπε από το φεστιβάλ. Η εντυπωσιακή και ισχυρή ακόμη Ars Electronica θα μπορούσε να έχει αφήσει περισσότερο χώρο για μία από τις βασικές προϋποθέσεις του πολυπόθητου repair, την ίδια την παραγωγή σκέψης. Δεν υπάρχει εξάλλου ο κίνδυνος για «ένα φεστιβάλ-εργοστάσιο υλοποίησης και βιωσιμότητας οραμάτων και ουτοπιών» να καταστήσει τα ίδια οράματα, εικόνες προς άμεση κατανάλωση και … φορολόγηση; Εκεί βρίσκεται το στοίχημα για την Ars Electronica και το Λιντς. Του χρόνου πάλι. http://www.aec.at


Φεστιβάλ _ Βλέμμα _Χριστιάνα Μπάκα

MIR Festival 2010

21

Ένα φεστιβάλ κρυφοκοιτάζει το μέλλον Μέσα στο τοπίο της γεμάτης από φεστιβαλικές δραστηριότητες Αθήνας υπάρχει χώρος για ένα ακόμη Φεστιβάλ; Το MIR festival απάντησε θετικά, αναδεικνύοντας την performance και τα ψηφιακά μέσα στη σκηνή της Αθήνας. Το Σεπτέμβρη ένα πραγματικά σύγχρονο φεστιβάλ έκανε τη δεύτερη εμφάνισή του στην Αθήνα. Περιπέτειες σκηνής και εικόνας, ξένοι και εγχώριοι καλλιτέχνες, πολυμεσικές δημιουργίες και εξωτερικές δράσεις, παραδοσιακές φόρμες και νέες τεχνολογίες, όλα βρήκαν το χώρο να ανασάνουν και να συμπράξουν επιτυχημένα στο MIR festival 2010. Με διάρκεια δεκαημέρου και διάφορους χώρους διεξαγωγής το MIR κρυφοκοίταξε το μέλλον φέρνοντας ό,τι πιο «σήμερα» κυκλοφορεί στους διεθνείς δρόμους στις λεγόμενες πειραματικές τέχνες. Συχνά συναντούμε φεστιβάλ-συλλογή θεαμάτων χωρίς ιδιαίτερη συνοχή. Το MIR κατάφερε να ξεφύγει από αυτήν την παγίδα έχοντας διαλεγμένα ένα προς ένα τα θεάματά του και μένοντας πάντα πιστό στην αναζήτηση του καινούργιου. Από τις «Δυνατές Κραυγές (μινιατούρα)» του Γάλλου Vincent Dupont που καθήλωσε τους θεατές με τη χρήση της κλίμακας του χώρου, του ήχου και του φωτός μέχρι τη sound performance του Ελληνο-ιταλού Biomass, με εικόνες από το Ιράκ και το «nowhere» της χορογράφου Χριστίνας Βασιλείου, κάθε θέαμα του φεστιβάλ ήταν παράλληλα και μια πρόταση για το κοινό. Είναι από τα βασικά ζητούμενα ενός φεστιβάλ να προτείνει εκτός από το να φιλοξενεί. Και είναι σαφώς μεγάλο το ρίσκο της πρότασης του νέου και άγνωστου με τη φιλοξενία καλλιτεχνών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του πειραματισμού και της έρευνας. Η Ελλάδα δεν είναι εκπαιδευμένη στη νέα πραγματι-

κότητα. Η έλευση των τεχνολογιών στις τέχνες έγινε απότομα στη χώρα μας και εξελίχθηκε σε μόδα. Θέατρο με βίντεο, μουσική με βίντεο, παντού κολλάμε την εικόνα. Ίσως λοιπόν ορισμένοι να στάθηκαν διστακτικά, όταν πρωτάκουσαν για το MIR. Πάλι τρελαμένοι καλλιτέχνες που δεν αφορούν κανένα, πάλι αυτοαναφορική-εννοιολογική τέχνη... Και όμως, το μεγάλο ατού του MIR είναι ότι δεν πρόκειται για μια ομάδα techno-freaks που αντιμετωπίζει την πρωτοτυπία και την καινοτομία ως αυτοσκοπό. Τις μέρες του φεστιβάλ είδαμε ποικίλα θεάματα, όπου οι οπτικοακουστικές τεχνολογίες ήταν πλήρως ενταγμένες στην όλη σύνθεση, θεάματα που έκαναν χρήση της ψυχρής τεχνολογίας, αλλά τα ίδια δεν ήταν ψυχρά, όπως στην πολύ ιδιαίτερη sound performance των Γάλλων Repulsive Society βασισμένη στα συστήματα ασφαλείας, θεάματα τρυφερά, όπως στη «ζωόμορφη» performance BEAR της Βρετανίδας Anushiye Yarnell, θεάματα που πάνω απ’ όλα απαιτούσαν την πλήρη προσοχή και αφοσίωση του κοινού. Πολύ σημαντικές ήταν επίσης οι εξωτερικές δράσεις. Η φορτισμένη πλατεία Εξαρχείων χόρεψε στο συμμετοχικό «everybodies» της χορογράφου Μαριέλας Νέστορα ενώ η σκληρότητα της Αθήνας δοκιμάστηκε από τα «Συμβάντα 2010» του Δημήτρη Αληθεινού, όπου ένα σκεπασμένο από χώμα (αληθινό) κορμί, με δυο γυμνά πόδια να προεξέχουν, συγκέντρωσε ετερόκλητο κοινό και εντυπωσιακές αντιδράσεις στους διάφορους κεντρικούς δρόμους όπου πραγματοποιήθηκε. Το γενικό αφιέρωμα τόσο στον Αληθεινό όσο και στον σκηνοθέτη Θανάση Ρεντζή απέδειξε ότι κάτι «παλιό» μπορεί να είναι ταυτόχρονα και brand new. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του MIR Χριστιάνα Γαλανοπούλου, έχοντας σπουδάσει μεταξύ άλλων ιστο-

Το μεγάλο ατού του MIR είναι ότι δεν πρόκειται για μια ομάδα techno-freaks που αντιμετωπίζει την πρωτοτυπία ως αυτοσκοπό. Κάθε θέαμα του φεστιβάλ ήταν παράλληλα και μια πρόταση για το κοινό. ρία και θεωρία της Σύγχρονης Τέχνης στο Παρίσι, έχει απόλυτη γνώση και του τι προσφέρει το φεστιβάλ αλλά και τι δυσκολίες μπορεί να συναντήσει η αντισυμβατική θεματική της στην Ελλάδα. «Έχουμε επίγνωση του κινδύνου να καταβροχθιστούμε από τη σκοτεινή πλευρά της πραγματικότητας», γράφει στον κατάλογο του φεστιβάλ. Και ακριβώς απέναντι σε αυτό το σκοτάδι μάχεται η ίδια και οι συνεργάτες της – με λιγοστά μέσα. Το MIR δεν «χαίρει» καμιάς κρατικής χρηματοδότησης και η όποια στήριξη έρχεται από ξένες πρεσβείες και από χορηγούς. Αν μιλήσουμε με όρους αγοράς, το φεστιβάλ είναι φτωχό. Δεν είναι όμως ερασιτεχνικό. Όλοι οι συμμετέχοντες όχι απλά επέδειξαν άψογο επαγγελματισμό, αλλά αρκετοί δημιούργησαν το project τους ειδικά για το φεστιβάλ ενώ το ζεστό οικογενειακό κλίμα ήταν αποτέλεσμα όχι μιας παρέας αλλά ενός κοινού οράματος. Μέσα στην υπερ-φεστιβαλική σύγχρονη πραγματικότητα, είναι μια κλασική «γκρίνια» κυρίως των νέων φιλότεχνων ότι τίποτα το φρέσκο και γνήσιο δεν έρχεται στη χώρα μας. Λοιπόν το «νέο» είναι τώρα εδώ. Καιρός να συστηθούμε…


Βλέμμα_  Πόλη _Μόρφω Παπανικολάου, αρχιτέκτων *

Αισιόδοξες σκέψεις: με το βλέμμα στραμμένο στο κέντρο της Αθήνας Η Αθήνα για να στρέψει σωστά και πειστικά «το βλέμμα στο 2014» πρέπει να φροντίσει άμεσα, να ανακτήσει τον δημόσιο χώρο του κέντρου της, εντός του 2010. Επιβάλλεται να κερδίσει τον χαμένο χρόνο των δεκαετιών που έχασε, να ανακτήσει τους χώρους που αλόγιστα σπατάλησε, να ξεκινήσει τις άμεσες, μικρές ή μεγαλύτερης κλίμακας, επεμβάσεις, να τολμήσει το διαφορετικό και να εφαρμόσει το αυτονόητο. Να δράσει επίμονα, επειδή η κρίση της κάθε πόλης, κατά συνέπεια και της Αθήνας, είναι η άλλη όψη της πολιτισμικής της κρίσης. Το τελευταίο διάστημα όλοι οι αρμόδιοι και εμπλεκόμενοι με την Αθήνα ειδικοί συζητούν το μέλλον της με «το βλέμμα στραμμένο στο 2014». Συμβολικός ο στόχος που επιχειρείται και απαραίτητος ο χρόνος που απαιτείται για την υλοποίηση ορισμένων εκ των δράσεων που έχουν εξαγγελθεί. Οι περισσότερες αποτελούν έργα ώριμα, πολυαναμενόμενα και πολυμελετημένα. Ο κατάλογος, λίγο ή πολύ γνωστός, ανοίγει θέματα προς συζήτηση. Θα μπορούσε να είναι πιο εκτενής; Θα έπρεπε να περιλαμβάνει έργα που στοχεύουν στη γρήγορη εξυγίανση του κέντρου; Θα έπρεπε να περιέχει ένα σχέδιο απόσυρσης των κεραιών κινητής τηλεφωνίας; Ένα πιλοτικό σχέδιο ενθάρρυνσης μετατροπής των ταρατσών σε πράσινα δώματα; Ένα πρόγραμμα ενθάρρυνσης της κατοικίας και αποθάρρυνσης δημιουργίας των γειτονιών σε γκέτο διασκέδασης; (κ.λπ.,κ.λπ.) Με την ελπίδα ότι σύντομα θα συζητηθούν, σε έναν κάτοικο του κέντρου, δημιουργούνται κάποια «αιρετικά» ερωτήματα: Πόσο διεισδυτικό είναι αυτό το βλέμμα και πού το στρέφουμε; Τι θέλουμε να δούμε; Πώς κατανοούμε αυτό που καθημερινά βιώνουμε και συζητούμε; Πόσο συχνά στοιχειώνουν το βλέμμα μας εικόνες του, απρόσμενα σκληρές, όλο και πιο στενάχωρες; Πόσο πυκνά βιώνουμε τον δημόσιο χώρο εγκαταλελειμμένο, τα κτήρια ρυπαρά, τις γειτονιές δυστοπικές στο γύρισμα ενός δρόμου; Δυστυχώς συχνά, όλο και πιο συχνά και φοβικά. Σοβαρότητα και φαντασία, επειδή η κρίση της κάθε πόλης, κατά συνέπεια και της Αθήνας, είναι η άλλη όψη της οικονομικής της κρίσης. Κρίση τόσο καθολική και βίαιη που η έντασή της μας ξεπερνά και μας μπερδεύει. Η ύφεση, η κατήφεια και η φτώχεια βαθαίνουν την αδυναμία διαύγειας, μοιάζει να βλέπουμε μόνο πάτο. Κι όμως, το κέντρο της Αθήνας, παρά το γεγονός ότι συμπυκνώνει την εθνική αναπηρία και παρακμή, συγκεντρώνει ταυτόχρονα και τη δύναμη της αλλαγής. Οι έννοιες του αστικού τοπίου, του δημόσιου χώρου, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της συλλογικής συμμετοχής αποτελούν, για άλλες πόλεις, δοκιμασμένα εργαλεία: επεμβάσεις άμεσες, σημειακές, σχεδόν χειρουργικού χαρακτήρα. Σε αυτές τις περιστάσεις η αρχιτεκτονική μπορεί να συμβάλει πέρα από την απλή διευθέτηση του προβλήματος. Μπορεί, αναδιατάσσοντας τον δημόσιο χώρο, να δημιουργήσει νέες σχέσεις, οικείες, εξωστρεφείς, αξιοπρεπείς, ασφαλείς. Άμεσα, επειδή η κρίση της κάθε πόλης, κατά συνέπεια και της Αθήνας, είναι η άλλη όψη της κοινωνικής της κρίσης. Κι όμως, το κέντρο της Αθήνας αναδύει αισιοδοξία. Παρά το γεγονός ότι εδώ συγκεντρώνεται ένα εκρηκτικό κράμα «ιθαγενών, μεταναστών και εποίκων». Παρά το διάχυτο καθεστώς της α-νομίας στην καθημερινότητά του. Παρ’ όλα αυτά, αλλά και παράλληλα, ένα ανθρώπινο δυναμικό, ένα μείγμα υβριδικού χαρακτήρα κατοικεί το κέντρο, εργάζεται, δημιουργεί. Δειλά, αναπτύσσεται και μετασχηματίζεται, μετατρέποντας τον αστικό χώρο στο πιο καινοτόμο, πολυφωνικό και «ευρύχωρο» τόπο της πόλης. Είναι αυτό που σήμερα τροφοδοτεί με θετική ενέργεια το γερασμένο κέντρο. Και κάτι ακόμη. Κάθε κάτοικος, κάθε εργαζόμενος ή επισκέπτης του κέντρου, είναι ένας εν δυνάμει ενεργός δότης του. Ένας συντελεστής, ένας τροφοδότης της «συλλογικής ουτοπίας» που κάθε ένας από μας ατομικά και καθημερινά ονειρευόμαστε. * Η Μόρφω Παπανικολάου ζει και εργάζεται στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Σε συνεργασία με την επίσης αρχιτέκτονα Ρένα Σακελλαρίδου, ίδρυσαν το 1982 το αρχιτεκτονικό γραφείο sparch στη Θεσσαλονίκη που από το 1999 λειτουργεί και στην Αθήνα. Έχουν διακριθεί σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και έχουν συμμετάσχει σε διεθνείς εκθέσεις αρχιτεκτονικής, ενώ έργα τους έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και επανειλημμένα δημοσιευθεί.



Βλέμμα_  Φεμινύστα

24

Φέρτε μου το κεφάλι του Nτον Nτρέιπερ Δεν θα έπρεπε σήμερα να έχουμε ξεκαθαρίσει με αυτόν τον ανθρωπότυπο; Είναι δυνατόν να παρουσιάζεται ως επιθυμητό role model κι όχι ως καρικατούρα ένας αλκοολικός που παρενοχλεί, χειραγωγεί, βρίζει, καταπιέζει, ευνουχίζει διανοητικά και συναισθηματικά κάθε ζωντανό οργανισμό που κινείται δίπλα του;

_Μελίνα Σπαθάρη

Love, sex, culture… Ladybusiness.

«Χαίρομαι που δεν ζω σ’ εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν ούτε παυσίπονα για τον πονόδοντο, ούτε bluetooth, ούτε ίντερνετ», δήλωσε για τα sixties ο John Hamm, ο άνθρωπος που ενσαρκώνει τον δημοφιλή Ντον Ντρέιπερ στη πολυβραβευμένη σειρά Mad Men που διανύει την τέταρτη σεζόν της. Και σε περίπτωση που τα τελευταία χρόνια έλειπες σε άλλο πλανήτη, πρόκειται για ένα «costume drama» με νευρικούς διαλόγους, δυνατούς χαρακτήρες και άψογη καλλιτεχνική διεύθυνση, που καταπιάνεται με τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου: αντισημιτισμό, μισογυνισμό, ρατσισμό, ανθυγιεινό τρόπο ζωής, αλκοόλ, εμφράγματα, Βιετνάμ. Αληθινός πρωταγωνιστής η ίδια η δεκαετία του ’60, εποχή όταν ακόμη τα σεξουαλικά πειράγματα δεν λέγονταν «παρενόχληση» και οι άνθρωποι δεν ήταν σίγουροι για το ποιοι ακριβώς είναι, ήταν όμως σίγουροι τι πρέπει να υποκρίνονται πως είναι. Το σκηνικό είναι ένα διαφημιστικό γραφείο στη λεωφόρο Μάντισον στη Νέα Υόρκη που έχει αναλάβει να πουλά στο κοινό μια εκδοχή της ευτυχίας του. Και στο επίκεντρο όλων ένας αρχετυπικά ψηλός, γοητευτικός, νουάρ και δυσλειτουργικός κύριος Ντρέιπερ, ο ήρωας που ενώνει τις τελείες ανάμεσα στον Τσάρλι Άντερσον του Τζον Ντος Πάσος και τον Ντικ Ντάιβερ του Σκοτ Φιτζέραλντ. Και θα έλεγες πως πρόκειται για άλλη μια «καλύτερη στιγμή της τηλεόρασης», για «τους Sopranos του ’10», εάν το δημιούργημα του ταλαντούχου Matt Weiner, ως άλλου Φρανκενστάιν, δεν ξέφευγε από τις προθέσεις του δημιουργού του για να καταλάβει μια αρκετά αμφιλεγόμενη και παράδοξη θέση στην ποπ κουλτούρα. Το Mad Men από τη μια πλευρά είναι επικοινωνιακός καταλύτης στους κύκλους των εστέτ καταναλωτών, από την άλλη όμως καλλιεργεί μέχρι εξουθένωσης μια κάπως χαιρέκακη λιγούρα για τα ήθη και έθιμα της εποχής που υποτίθεται πως θέλει να αποδοκιμάσει. Οι παράγοντες της σειράς έχουν πολλές φορές προειδοποιήσει για τον κίνδυνο να δούμε εκείνο το παρελθόν με φετιχιστική νοσταλγία, ταυτόχρονα όμως με τη συγκατάθεσή τους χτίζεται πλάι στη σειρά μια ολόκληρη βιομηχανία ρετρολαγνίας και φετιχισμού του ’60. Από τη μια θέλουν να σκεφτούμε «τι καλά που δεν είμαι γραμματέας/ single μητέρα/ μικροαστός πατέρας/ μαύρος θυρωρός/ εβραία επιχειρηματίας εκείνα τα ζοφερά χρόνια» κι από την άλλη

μάς προσκαλούν στο site να παίξουμε madmenyourself, μια εφαρμογή με παιχνίδια ρόλων αλά Mad Men. Ο Weiner επιχειρεί με δηλώσεις του να εγγράψει τη σειρά στη φεμινιστική ατζέντα, την ίδια ώρα που δίνει την άδεια να κυκλοφορήσει σε κούκλα Barbie όχι η δυναμική και ασχημούλα Πέγκυ Όλσον, αλλά η κομφορμίστρια και καλλονή Μπέτι Ντρέιπερ. Σκέτη σχιζοφρένεια. Όχι ότι πρόκειται για σεξιστική σειρά με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον όρο τα ακραία φεμινιστικά blogs, άλλωστε ένα από τα μηνύματα που υποβόσκουν είναι ότι τα alpha αρσενικά έχουν την αυτοκαταστροφή μέσα τους κι ότι η αρσενική απελπισία είναι η άλλη όψη του σεξιστικού νομίσματος. Μοιάζει όμως η σειρά να εκμεταλλεύεται την ένοχη νοσταλγία μας για κάποιες μακρινές politically incorrect εποχές όταν ήταν ok να δέρνεις τη γυναίκα σου και να απολύεις τον gay υπάλληλο σου. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί άλλωστε η εμμονή του κοινού με τον κύριο Ντρέιπερ, δεν θα έπρεπε σήμερα να έχουμε ξεκαθαρίσει με αυτόν τον ανθρωπότυπο; Είναι δυνατόν να παρουσιάζεται ως επιθυμητό role model κι όχι ως καρικατούρα ένας αλκοολικός που παρενοχλεί, χειραγωγεί, βρίζει, καταπιέζει, ευνουχίζει διανοητικά και συναισθηματικά κάθε ζωντανό οργανισμό που κινείται δίπλα του; Μήπως αγαπάμε το σίριαλ, αλλά – άλλη μια φορά– για τους λάθος λόγους; Ωστόσο, σε σχετική συζήτηση που έχει ανάψει στα forum το φανατικό κοινό αρνείται οποιαδήποτε σύγκριση εκείνης της εποχής με τη δική μας. «Σεξισμός στις εταιρείες σήμερα; Είναι για γέλια», λένε τα περισσότερα posts. Το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι γυναίκες δεν μπορούν να απεκδυθούν τη στερεότυπη θηλυκότητα χωρίς να «λουστούν» κριτική του είδους «είναι σκύλα», «αμαζόνα», «alpha female», ούτε μπορούν να αποφύγουν να κριθούν κοινωνικά από την ικανότητά τους να ελκύουν άντρες –πελάτες κι εργοδότες– και να ισορροπούν δέκα ώρες πάνω σε ψηλά τακούνια στο χείλος ορθοπεδικής κατάρρευσης, όλο αυτό για την πλειοψηφία αντρών και γυναικών σήμερα είναι ψιλά γράμματα. Κάτι το «φυσικό», όπως θα έλεγαν και οι ήρωες της σειράς. Μια μικρή ασχήμια που όλοι έχουμε συνηθίσει. Αρκεί να είναι stylish, να έχει χιούμορ και να γράφει καλά στην κάμερα.


Μουσική _Βλέμμα _Tijana Prodanovic

25

Midindielife crisis “Everything about indie disappeared and indie became the new pop music.”* Μουσική επένδυση σε διαφημίσεις πολυεθνικής εταιρείας. Εμφανίσεις σε ριάλιτι ταλέντων. Σάουντρακ εφηβικού σίτκομ. Ηχογράφηση άλμπουμ με τα λεφτά των γονιών και με χορηγό την Coca Cola. Και όλα αυτά με πρόθεμα indie(pendent); Τι θεωρείται indie; Σε ποιους απευθύνεται; Σε τι παραπέμπει; Αναφέρεται μόνο στη συγκεκριμένη αισθητική; Ή πρόκειται για τρόπο παραγωγής και προώθησης της μουσικής; Υπάρχει ακόμα μόνο ως προϊόν που προμηθεύονται οι χίπστερς για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους ή έχει λίγο πιο ειλικρινές νεύρο; Και ποιος, άλλωστε, νοιάζεται να κατηγοριοποιεί ένα είδος το οποίο μοιάζει να είναι προς εξαφάνιση; Η ιδεολογία, ο ήχος, ο τρόπος και τα μέσα παραγωγής, ακόμα και το ίδιο το όνομα της εναλλακτικής (indie) μουσικής ανέκαθεν παρέπεμπε σε ανεξάρτητη δημιουργία, αρεστή στη μειοψηφία και με κατ’ εξοχήν αντιεμπορική μουσική κατεύθυνση. Όμως, την τελευταία δεκαετία η ανεξάρτητη μουσική σκηνή φαίνεται να χάνει την αυθεντικότητά της, κάνοντας τον ίδιο τον προσδιορισμό της να φαίνεται παραπλανητικός και τους καλλιτέχνες που βαφτίζουν τους εαυτούς τους, το έργο τους, ακόμα και τη γενικότερη νοοτροπία τους, indie, κάπως συγχυσμένους. Όταν οι Arcade Fire ξεπερνούν στις τοπ λίστες του εξωτερικού τον Eminem, το πρόθεμα «ανεξάρτητο»

μοιάζει, αν μη τι άλλο, οξύμωρο. O Jay Z επισκέπτεται τη συναυλία των Grizzly Bear, σχολιάζει τη μουσική τους ως έμπνευση και παρομοιάζει τη σκηνή με τα δικά του ξεκινήματα. Όταν στο εφηβικό αμερικανικό σίτκομ Gossip Girl ως μουσικό ιντερμέτζο στο κουτσομπολιό ακούγονται οι Department Of Eagles και η μουσική επένδυση στην ίντριγκα των πλούσιων αμερικανικών κωλόπαιδων έχει την ευλογία μέσα από τη φωνή της Karen O των Yeah Yeah Yeahs, καταλαβαίνουμε ότι η κατεύθυνση αυτή στη μουσική αργοπεθαίνει. Και μετατρέπεται σε mainstream. Και στα τοπικά. Στην Ελλάδα ο βασικός πόλος του μπερδέματος φαίνεται να είναι η λεγόμενη –γιατί στο όνομα και μόνο μένει– DIY τεχνοτροπία. Το do-it-yourself στα ελληνικά μεταφράζεται (τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των συγκροτημάτων) γράφω-άλμπουμ-με-τα-χρήματα των γονιών μου και δεν χρειάζομαι μεγάλη δισκογραφική να με στηρίξει. Οι ανεξάρτητες (κατά τ’ άλλα) μπάντες εμφανίζονται σε καμπάνιες μεγάλων αλυσίδων ρούχων και «δανείζουν» τα τραγούδια τους σε διαφημίσεις χυμών. Τις ηχογραφήσεις των cd single τους τις κάνουν με τη χορηγία τη 3Ε. Η μουσική τους συνοδεύει τα ρεπορτάζ στο δελτίο ειδήσεων του Star. Τα κομμάτια τους ερμηνεύονται σε ριάλιτι ταλέντων. Το τουπέ του εναλλακτικού καλλιτέχνη, ναι, μεν, παραμένει, αλλά πόση ουσία πια μπορεί να έχει, από τη στιγμή που γίνεται κοινωνικά κυρίαρχο και ευρέως καταναλωτικό; Και αν εξαιρέσουμε τον μη κλασικό ροκεν-

© Andrej Dutina

ρόλ ήχο που είναι αντιπροσωπευτικός της εν λόγω σκηνής –αν και πλέον κάπως παρωχημένος με ελάχιστη δόση της (αρχικής) ειλικρίνειας– καταλαβαίνουμε ότι πλησιάζει ο καιρός που οι indie δημιουργοί θα αλλάξουν τον τίτλο τους με executives. Γνωστό σενάριο όλων των μουσικών και μη επαναστάσεων; Ή ένα είδος το οποίο επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το κοινό του… το οποίο βυθίστηκε εντελώς στη l’indie pour l’indie φιλοσοφία, ψάχνοντας συνεχώς τον νέο άγνωστο μουσικό/μπάντα μόνο και μόνο για να τον εκθρονίσει από το hall of fame του indie με το που θα κάνει κάποια υποτυπώδη επιτυχία. H indie μουσική –όπως και τα περισσότερα μουσικά κινήματα– ξεκίνησε από τα πάρτυ των φοιτητών εναλλακτικής νοοτροπίας, από τις underground κοινότητες με καλλιτεχνικές ανησυχίες, απ’ όπου πλέον απομακρύνεται, βαδίζοντας σταθερά προς τη βιομηχανία και την απόλυτη απομυθοποίηση.

Αυτό που μένει τώρα είναι να δούμε τη Μόνικα στην επόμενη live εμφάνισή της να ψάλλει στην κηδεία του σκύλου του Βασίλειου Κοστέτσου. Καθώς ο τελευταίος πρόσφατα δήλωσε πως είναι η αγαπημένη του καλλιτέχνις. Μετά τη Σάσα Μπάστα. * Dave Rowntree, ντοκιμαντέρ “No distance left to run”, 2010

Το D.I.Y. στα ελληνικά μεταφράζεται για μεγάλo μέρος των συγκροτημάτων, γράφωάλμπουμ-με-τα-χρήματα των-γονιών-μου-καιδεν χρειάζομαι-μεγάληδισκογραφική-να-μεστηρίξει.


Βλέμμα_ Βιβλίο

26

_Λευτέρης Βασιλόπουλος

Χάρτινο Βασίλειο

Martha C. Nussbaum – NOT FOR PROFIT Why Democracy needs the Humanities (PRINCETON UNIVERSITY PRESS)

Γιάννης Παπαγιάννης – Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ (Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ)

αυτών που βούλιαξαν, νομίζοντας ότι πετάνε, συσσωρεύοντας πλούτο αλλά στερούμενοι χαράς.

Το βιβλίο του Γιάννη Παπαγιάννη Η Ασθένεια της Πεταλούδας (εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ) είναι ένα μυθιστόρημα με πολλές ιδιότητες.

Ο Γ. Π., όντας Φυσικός και καθηγητής Πληροφορικής, αποφεύγει τη δραματοποίηση (συνειδητά;), στερώντας, ίσως, κάτι πολύτιμο από τον αναγνώστη που θέλει να παρασυρθεί στο χωροχρόνο ενός μυθιστορήματος. Αυτό που ζητάει από τον αναγνώστη είναι να τον διαβάσει ψύχραιμος, αναγνωρίζοντας πολλά απ’ τα δικά του «λογικά σφάλματα», καθώς κάθε απόπειρα ολοκλήρωσης ενός ατόμου που αρχίζει τη σταδιοδρομία του, αποφασισμένο να πατήσει επί πτωμάτων, έχει (ντετερμινιστικά;) αποκλείσει κάθε τέτοια πιθανότητα: το μόνο που του απομένει είναι να στραφεί στον Άλλον.

Αρχικά, θα σημειώσω ότι μπορεί να διαβαστεί με δύο (τουλάχιστον) τρόπους: είτε απλά γυρίζοντας «σελίδα τη σελίδα», είτε ακολουθώντας την αρίθμηση των κεφαλαίων από τον συγγραφέα (που γίνεται εκτός της συνηθισμένης «γραμμικής» φοράς). Στη συνέχεια, κι ενώ ο πρωταγωνιστής και η εξιστόρηση της βιοπολιτείας του (πόσο γλαφυρά περιγράφει τη νεο-ελληνική, θλιβερή πραγματικότητα ο συγγραφέας, μέσω του εργολάβου Κωνσταντίνου Μπασμένου…) προκαλούν, σχεδόν, τη συμπάθεια, καθώς η ιστορία προχωράει και τα άλλα πρόσωπα ξεδιπλώνουν τον καθοριστικό τους ρόλο, συνειδητοποιείς ότι η συγκεκριμένη αφήγηση είναι καταγγελτική, χωρίς, ωστόσο, να αφήνεται σε μια στείρα απαρίθμηση των -ανήθικων- «κατορθωμάτων»,

Κλείνοντας, θα αναφερθώ στο απολαυστικό, καυστικό χιούμορ που διαπερνά ολόκληρο το βιβλίο, απλά παραθέτοντας τις δύο πρώτες φράσεις του: «Θ’ αποδειχθεί ότι η ανθρώπινη επικοινωνία εξαρτάται από τη χωρητικότητα του εντέρου. Για την ακρίβεια, από τη γωνία που σχηματίζει το ορθό με το σιγμοειδές κόλον».

Κυπριανός Κάμιλλος Νόρβιντ – ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝ (Εκδόσεις ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ – Μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης) Αυτή η σπαραχτική ελεγεία του συμπατριώτη και φίλου του μεγάλου μουσουργού αποτελεί ένα «μνημείο» της πολωνικής λογοτεχνίας, όπου, ανάμεσα στους εγκωμιαστικούς στίχους που του αφιερώνει, «περισσεύει η οργή για την καταστροφή από τσαρικούς στρατιώτες του πιάνου του Σοπέν στη Βαρσοβία». I. Ήρθα σ’ Εσένα αυτές τις μέρες τις τελευταίες / Όπου το νήμα χάνεται – – / – Σαν το Μύθο μεστές, / Σαν το ξημέρωμα ωχρές… / – Όταν της ζωής το τέρμα ψιθυρίζει στην αρχή: / «Όχι, δε θα Σε καταστρέψω – Εγώ θα Σε αναδείξω!...»

Σε αυτό το σύντομο αλλά διεισδυτικό βιβλίο η φιλόσοφος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες από την εμμονή των πανεπιστημίων να εστιάζουν, πλέον, στα οικονομικά και τεχνολογικά τμήματα, υποβαθμίζοντας, ή εξαφανίζοντας σε κάποιες περιπτώσεις, τα αντίστοιχα των ανθρωπιστικών σπουδών (φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας κ.λπ). Οι φοιτητές, χωρίς να εξασκούνται στο να σκέφτονται κριτικά, μετατρέπονται σε «μηχανές αναζήτησης κέρδους», κάτι που δημιουργεί σοβαρά κενά στην κοινωνία. Επισημαίνει, δε, ότι ελάχιστες ερωτήσεις τίθενται πάνω στην κατεύθυνση της σύγχρονης εκπαίδευσης – κάτι σχεδόν αυτοκτονικό σε μια οριακή εποχή που τα «φωτεινά» μυαλά υποτίθεται θα ’πρεπε να ψάχνουν για διεξόδους. Μαρκ Ρόθκο – ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ 1934 – 1969 (Εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ) Τα κείμενα του κορυφαίου αμερικανού ζωγράφου που περιλαμβάνονται στο βιβλίο είναι γράμματα σε φίλους ζωγράφους, εντυπώσεις από ταξίδια στην Ευρώπη, περιγραφή καλοκαιριών που πέρασε με την οικογένειά του σε πανεπιστημιουπόλεις των ΗΠΑ στις οποίες δίδασκε, τετράδια σημειώσεων στα οποία μιλά για την τέχνη των παιδιών και για τη σημασία του σουρεαλισμού, του Πικάσο ή του Μιρό, πικρόχολα σχόλια για τη βασιλεία των εμπόρων έργων τέχνης και των τεχνοκριτικών, μανιφέστα και απαντήσεις σε εφόρους μουσείων και τεχνοκρίτες. Τα κείμενα βρίσκονταν σε μουσεία των ΗΠΑ ή στην κατοχή των παιδιών του και δημοσιεύονται για πρώτη φορά.


Ποίηση _Βλέμμα Επιμέλεια, μετάφραση: _Γιώργος Λαμπράκος

Χάρτινο Βασίλειο

Στιχοπλοκίες

27

Τι είναι μοντέρνο

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ Εκδόσεις των Ξένων Το βιβλίο Κείμενα για την Εργασία και την Κρίση (Εκδόσεις των Ξένων – Μετάφραση: Σωκράτης Παπάζογλου, Εύη Παπακωνσταντίνου, Λία Γυιόκα) αποτελείται από τα κείμενα: Μανιφέστο ενάντια στην εργασία (Gruppe Krisis), Κλυδωνισμοί στην παγκόσμια αγορά (Norbert Trenkle), Πίστωση επί θανάτου (Anselm Jappe) και το σύντομο, αλλά περιεκτικό, Παντού είναι Ελλάδα (Tomasz Konicz). Η Gruppe Krisis ιδρύθηκε το 1986 στη Νυρεμβέργη, από μία ομάδα γερμανών μετα-μαρξιστών διανοούμενων (μελετητές κυρίως του Μαρξ, του Ντεμπόρ και του Αντόρνο), και έγινε ιδιαίτερα γνωστή για την προσήλωσή της στο να συν-διαλέγεται με ένα κοινό εκτός ακαδημαϊκών κύκλων, καταστατικά προδιατεθειμένο ενάντια σε οτιδήποτε «μυρίζει» λεξιλαγνία κι όχι αναζήτηση ανατροπής του υπάρχοντος συστήματος, μέσω της κατανόησης των μηχανισμών του και της εμβάθυνσης στις εναλλακτικές αντι-θέσεις. Ο βασικός κορμός του βιβλίου, Μανιφέστο (γραμμένο το 1999), έχει σαν κεντρική ιδέα ότι ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό δεν είναι απόπειρα απελευθέρωσης της εργασίας και των μέσων παραγωγής (Μαρξ), αλλά απελευθέρωση από την εργασία. Επίσης, υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει η τάξη σαν υποκείμενο και ότι η «ταξική πάλη» προλεταριάτου-αστικής τάξης δεν είναι πάλη καταπιεστή-καταπιεζόμενου, αλλά δύο αντιμαχόμενων πλευρών, όχι και τόσο διαφορετικών ενδιαφερόντων, μέσα στην καπιταλιστική, πάντα, διάρθρωση της κοινωνίας.

Ο Ουίλιαμ Στάνλεϊ Μέργουιν (W. S. Merwin) γεννήθηκε το 1927 στη Νέα Υόρκη και ζει από το 1976 στη Χαβάη. Έχει στο ενεργητικό του πάνω από 50 βιβλία ποίησης, πρόζας και μετάφρασης, έργο για το οποίο έχει πολυβραβευτεί (δύο Πούλιτζερ Ποίησης, ένα Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, ενώ φέτος ανακηρύχτηκε Δαφνοστεφής Ποιητής των ΗΠΑ). Η ποίησή του επικεντρώνεται στην αλλοτριωμένη έως και εχθρική σχέση του νεωτερικού ανθρώπου με τη φύση και στις συνακόλουθες κοινωνικές και υπαρξιακές του δυσχέρειες. Το ποίημα “WHAT IS MODERN” βρίσκεται στη συλλογή Opening the hand (1983). Κάποια κεφάλαια είναι καταγγελτικά, με την κριτική σταδιακά να ισοπεδώνει κάθε μύθο περί εργασίας. Άλλα είναι σχεδόν διδακτικά, όπως όταν παρουσιάζουν την ετυμολογία της λέξης «δουλεύω» σε κάποιες γλώσσες (π.χ., lavorare στα λατινικά σημαίνει «να παραπατάς κάτω από ένα βαρύ φορτίο»). Συνεπείς, δεν αφήνουν πλευρά του θέματος που να μη φωτίσουν: την πατριαρχική φύση της εργασίας, τους θεωρητικά αναλφάβητους αριστερούς κ.λπ. Με λίγα λόγια, το Μανιφέστο επαναφέρει την κουβέντα σε πρωταρχικά ζητήματα που τέθηκαν, κάποτε, και στο τραπέζι της διαλεκτικής και στις πρακτικές των εξεγερμένων, εμπνέοντας κάποιους με την επιθυμία μιας-άλλης-ζωής. Τα άλλα τρία κείμενα το συμπληρώνουν με «καινούργιες» πληροφορίες και, λόγω του «επίκαιρου» χαρακτήρα τους μοιάζουν άνισα – ωστόσο, δεν είναι ακριβώς έτσι. Στο πρώτο, αντί προλόγου, ο Konicz ξεκαθαρίζει ότι το πείραμα-Ελλάδα είναι, εν δυνάμει, παντού – όχι σαν πιθανότητα χρεοκοπίας μιας χώρας, όσο σαν επακόλουθο του καπιταλισμού, που χωρίς χρέος δεν επιβιώνει. Και, ενώ το κείμενο του Trenkle διερευνά τα βαθύτερα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, ο Jappe μάς δίνει άλλο ένα δείγμα του κοφτερού του μυαλού: «Όλοι οι υποτιθέμενοι ανταγωνισμοί του παρελθόντος, το προλεταριάτο και το κεφάλαιο, η εργασία και το συσσωρευμένο χρήμα κινδυνεύουν να εξαφανιστούν μαζί, ψυχορραγώντας σφιχταγκαλιασμένοι: αυτό που αρχίζει να εξαφανίζεται είναι η κοινή βάση των συγκρούσεών τους».

Είσαι άραγε μοντέρνος είναι το πρώτο δέντρο που έρχεται στο νου μοντέρνο μήπως έχει μοντέρνα φύλλα ποιος είναι μοντέρνος μετά από ώρες μπροστά στη γυάλινη πόρτα του φαρμακείου ή ακούγοντας τον ήχο του αεροδρομίου ή περνώντας τη μάντρα όπου μια φορά τη βδομάδα αναισθητοποιώ τα ζώα ποιος είναι μοντέρνος στο κρεβάτι πότε γεννήθηκε το μοντέρνο ποιος ήταν ο πρώτος που του άρεσε να νιώθει μοντέρνος ποιος αξίωσε πρώτος τη λέξη ως κτήμα λέγοντας είμαι μοντέρνος όπως θα ’λεγε κανείς είμαι πρωταθλητής

ή είμαι διάσημος ή ακόμα όπως κάποιοι θα ’λεγαν είμαι πλούσιος ή αγαπώ τον ήχο του κλαρινέτου ναι κι εγώ σου αρέσει το κλασικό ή το μοντέρνο άρχισε άραγε κάποτε το μοντέρνο να είναι μοντέρνο μήπως υπήρχε ένα πρωί όπου βρισκόταν εκεί για πρώτη φορά απολύτως μοντέρνο είναι το σήμερα μοντέρνο η μοντέρνα ανατολή του ήλιου πάνω απ’ τη μοντέρνα στέγη του μοντέρνου νοσοκομείου αποκαλύπτει τις μοντέρνες δεξαμενές και κεραίες στο μοντέρνο ορίζοντα κι οι μοντέρνοι άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον μόνοι και χωρίς να μιλούν αγοράζουν την πρωινή εφημερίδα στο δρόμο για τη δουλειά


Βλέμμα Λογοτεχνία

28

_Γιάννης Θωμάς

Περίεργοι τίτλοι (2) Το αντίτιμο για τον βαρκάρη

Ο πασίγνωστος Slavoj Zizek, μολονότι αθεράπευτα εξωστρεφής, φανφαρόνος και επιρρεπής στα θέλγητρα της δημοσιότητας, αεικίνητος και με πληθωρική, σχεδόν σπασμωδική, εκφραστικότητα, παραμένει ένας πολύ συμπαθητικός συγγραφέας. Από θεωρητικό ενδιαφέρον, τα περισσότερα βιβλία του είναι βαρετά. Την τόλμη του δεν την διοχετεύει σε θεωρητικές υπερβάσεις αλλά σε μεθοδολογικούς ελιγμούς, προκειμένου να προσγειώσει και να θέσει σε χρήσιμη κίνηση έννοιες που υπό άλλες συνθήκες θα φάνταζαν δύσχρηστες. Έχω την πεποίθηση πάντως πως δεν είναι τελείως τρελός και το να του αποδοθεί ένα είδος καλοσυνάτης και οικείας αφέλειας μου φαίνεται πιο δίκαιο. Από τις αστείες αναφορές του στον Στάλιν, πιο ενοχλητικές είναι οι τακτικές του αναφορές σε πανεπιστημιακούς διανοούμενους, και ακόμα χειρότερα οι μη αναφορές του σε μη ακαδημαϊκούς που ολοφάνερα γνωρίζει και που προφανώς θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στις συζητήσεις που κατά καιρούς ανοίγει. Οι προκλητικές ανακοινώσεις, τύπου Στάλιν, λειτουργούν νομίζω υπεραναπληρωτικά προς την έλλειψη θάρρους σε θεωρητικά ζητήματα. Αυτό του το ελάττωμα προκαλεί τη χαοτική αίσθηση που δίνουν τα βιβλία του με τα πιο παράτολμα θέματα. Καθόλου δεν κατάλαβα γιατί έγινε τόσος θόρυβος για το πρώτο του βιβλίο Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας. Σίγουρα εντυπωσιάζει η επίδειξη της καινοτόμου ροπής να συνενώσει ετερόκλητα πεδία αλλά από συνθετική ικανότητα πάσχει, οι διαμπερείς αρμοί χάσκουν. Σε αντίθεση με τον Leader, που «περιορίζεται» στις διαφυλετικές σχέσεις και τα προβλήματα στη διυποκειμενικότητα (λες και υπάρχει άλλο θέμα), ο Zizek αρέσκεται και στο ρόλο του πολιτικού ακτιβιστή χωρίς να έχει επιτύχει εσωτερική συνοχή. Γι’ αυτό τα βιβλία του μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους ενώ στην πραγματικότητα είναι τελείως άσχετα. Είναι πανικόβλητα. Αντίθετα, αν πάρεις και κόψεις π.χ., το οπισθόφυλλο από τα Γράμματα του Leader και το εξώφυλλο απ’ τους Εραστές και

τα κολλήσεις, θα έχεις έναν συνεχόμενο και ομοιογενή τόμο μολονότι χωρίς αρχή και τέλος, όπως ακριβώς κι όταν αυτά τα βιβλία είναι χωριστά. Εν πάση περιπτώσει, αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία αφού η αξία του Zizek βρίσκεται αλλού. Και το καλύτερο παράδειγμα για να δούμε πού, είναι το βιβλίο του που στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Λακάν. Τεράστιο σφάλμα. Ας μην αναφερθώ στην αναντιστοιχία του τίτλου με το μέγεθος η οποία αναγκάζει τον μάρτυρα να πειστεί ότι έπεσε θύμα φάρσας: ή το βιβλίο θα έχει την πολύ περίεργη ιδιότητα να αυξάνεται σαν ακορντεόν ή το όνειρο της μετανεωτερικότητας να λαμβάνει τη γνώση σε χάπι είναι πλέον πραγματικότητα. Ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι How to read Lacan, που αν και εξίσου παραπλανητικός με τον ελληνικό, τελικά, από μια άποψη, τη δική μου εννοείται, είναι μάλλον μετριοπαθής, ή τουλάχιστον περιοριστικός. Αρκεί να πω ότι αν μου δινόταν εμένα η ευκαιρία να παίξω το ρόλο του Προκρούστη θα άφηνα για τίτλο μόνον ότι οι εκδότες άφησαν απ’ έξω. (Αυτό που κάνω μοιάζει με μαρωνιτισμό αλλά δεν είναι). Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί σαν σεμινάριο συμμετοχικής ανάγνωσης με παραδείγματα. Το υλικό προς εξημέρωση απαρτίζεται αποκλειστικά από διάσημες έννοιες της λακανικής ψυχανάλυσης και είναι ό,τι πρέπει για την ανάγνωση που προτείνει ο Zizek. Οι λακανικές έννοιες έχουν την ιδιότητα να αναφέρονται σε σιβυλλικό περιεχόμενο το οποίο όμως φέρεται από ιδιαίτερα οικεία μορφή. Πραγματικό, Συμβολικό, Φαντασιακό και Άλλος είναι κάποιες απ’ τις γνωστότερες. Αυτό που αναγγέλλεται από το χάσμα μορφής και περιεχομένου είναι ότι η δυσκολία τους δεν έγκειται στην κατανόηση αλλά στην αποδοχή. Αποδοχή λειτουργιών του ψυχισμού οι οποίες παρόλο που είναι πανταχού παρούσες περνούν απαρατήρητες. Αν τις δεις απλώς σαν φαντεζί εργαλεία αφηρημένης σκέψης, χρήσιμα σε μια αναμέτρηση λογικής, χάνεις. Το μυστικό βρίσκεται στην επίγνωση ότι το τίμημα το πληρώνεις ο ίδιος. Ο Zizek μας εξηγεί πώς να διαβάζου-

Παραναγνώσεις

Ο Zizek, όποια κι αν ήταν η πρόθεσή του, έγραψε ένα παραδειγματικό βιβλίο για το πώς να ελέγχουμε τα αναγνωσθέντα, με δική μας ευθύνη, στην καθημερινή μας εμπειρία και παρατήρηση.

με θέτοντας σε κίνδυνο το σώμα μας, σε μεταφορικό επίπεδο εννοείται. Εν τω μεταξύ, η κληρονομιά που άφησε πίσω της η τηλεοπτική συνθήκη μάς δίδαξε πώς να μιλάμε χωρίς να στηρίζουμε τα λεγόμενά μας με κάποια υπευθυνότητα. Όπως τα ηχεία που ό,τι και να πουν, ο κίνδυνος να δεχτούν γροθιά παραμένει μηδαμινός. Από χθες, εξοικειωνόμαστε και με το ομιλητικό σερφάρισμα. Εξοικειωθήκαμε: περνάμε χωρίς προειδοποίηση από θέμα σε θέμα και αλλάζουμε θέσεις σαν να ’ταν (παραλίγο να πω πουκάμισα αλλά λέω) γκόμενες (όμως διαδικτυακές), χωρίς τύψεις και χωρίς την ανάγκη να ζητήσουμε… «συγνώμη, πριν άλλο υποστήριξα ενώ τώρα λέω άλλο. Το ξανασκέφτηκα». Απίθανο, ή τουλάχιστον δύσκολο. Γιατί, για να ξανασκεφτώ κάτι πρέπει να έχω σκεφτεί προηγουμένως, πράγμα σπάνιο και ανυπόφορο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ανάγνωση. Αφιερωνόμαστε σ’ αυτήν σαν να παίζουμε play station και συλλέγουμε πληροφορίες όπως τα παιδιά με το joystick μαζεύουν πόντους και εικονικά χρήματα για να αγοράσουν μεγαλύτερο όπλο ή ενέργεια. Αυτά που διαβάζουμε αναφέρονται και λαμβάνουν χώρα πάντοτε κάπου αλλού. Μετά, αυτό το «αλλού», στην καλύτερη, τρόπος του λέγειν, περίπτωση, θα συμπυκνωθεί σε μια διάφανη σφαίρα που μετεωρίζεται ένα μέτρο πάνω από κάποιο τραπέζι γεμάτο μπίρες κρασιά και αποτσίγαρα. Μέσα στη σφαίρα, πίσω από καπνούς, παρακολουθούμε τον Χάιντεγκερ να τσακώνεται νηφάλια με τον Ντεριντά και από κάτω τους συνδαιτυμόνες να ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους συνοφρυωμένοι και φτύνοντας. Ο Zizek, όποια κι αν ήταν η πρόθεσή του, έγραψε ένα παραδειγματικό βιβλίο για το πώς να ελέγχουμε τα αναγνωσθέντα, με δική μας ευθύνη, στην καθημερινή μας εμπειρία και παρατήρηση. Αυτός το κάνει πρώτα στον εαυτό του. Λέω «ανάγνωση» και είναι ολοφάνερα λίγο. Καλύτερα να πω, και το λέω, ότι πρόκειται για εξάσκηση στον γλυκό πόνο της παραδοχής. Αυτός το ’γραψε, εμείς το χαβά μας. Εξ ου κι ο τίτλος.



Αφιέρωμα_Εργασία Είναι κατά πως φαίνεται, το θέμα της εποχής. Η εργασία, τα εργατικά, η ανεργία, οι νέες μορφές εργασίας που κρύβουν τις παλιές μορφές σκλαβιάς σε νέα συσκευασία. Αντιγράφω από τοίχο στα Εξάρχεια: «Τώρα που λιγοστεύουν τα καρότα, πληθαίνουν τα μαστίγια». Κάπως έτσι. Σε αυτή τη συγκυρία, και καθώς η εργατική επανάσταση της γενιάς μας φαίνεται να αργεί ενώ παράλληλα κανένας/ καμιά μας δεν ξέρει ποια ακριβώς μορφή θα έχει, στήσαμε ένα αφιέρωμα που κύριο μέλημά του έχει: Πρώτον: να εξερευνήσει τι είναι η εργασία σήμερα, ποιο είναι το τοπίο που διαμορφώνουν οι νέες εργασιακές συνθήκες – έχετε σκεφτεί ποτέ ότι στην πραγματικότητα εργάζεστε όταν γράφετε μια εργα-

σία για τη σχολή σας ή ακόμη και όταν χαζεύετε στο facebook; Δεύτερον: να προτείνει τρόπους αντίστασης, άρνησης, εξόδου. Κατά βάθος είναι ένα αφιέρωμα ενάντια στην εργασία ή για να είμαστε πιο ακριβείς, μια αμφισβήτησή της. Καθώς έγραφα και διάβαζα για όλα αυτά έφτασε στο email ένα κείμενο για να μου θυμίσει όσα, καμιά φορά, ξεχνάνε οι σύγχρονοι εργάτες των γραφείων, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, πολυταξιδεμένοι σκεπτόμενοι άνθρωποι, ευαίσθητοι κοσμοπολίτες, εκείνοι που ακόμα και αν υποφέρουν από φτώχεια και πνίγονται στα χρέη και στα μικροαστικά άγχη δεν παύουν να θεωρούν τους εαυτούς τους ως μία

«αφυπνισμένη αστική πρωτοπορία»: την απάνθρωπη πλευρά της εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα. «Τη μοναδική στιγμή που δέχτηκα συγχαρητήρια, ήταν όταν μίλησα για τα μέτρα ασφαλείας μετά το θάνατο του συναδέλφου μου! Και πάλι όμως, εργατοπατέρες, πρώην πρόεδροι του συνδικάτου ξυλείας, πήραν το μέρος του αφεντικού λέγοντας πως ήταν μοιραίο!!! Μοιραίο να πεθαίνεις τη στιγμή που δουλεύεις!!! Που δουλεύεις για να ζήσεις… Τα τελευταία χρόνια γνωρίζαμε ότι οι συνδικαλιστές θεωρούν απαραίτητο να πουλάμε το χρόνο της ζωής μας με αντάλλαγμα την επιβίωση και κατόπιν αυτοί να μεσολαβούν επί της τιμής. Γνωρίζαμε ότι οι


Working in the office:

συνδικαλιστές χρησιμοποιούν τα συνδικάτα ως μέσο για να μπουν στην πολιτική και ταυτόχρονα να κομματικοποιούν τους εργαζόμενους. Γνωρίζαμε ότι οι συνδικαλιστές δεν εναντιώνονται στα αφεντικά και στο κεφάλαιο για να μην αναπαυθεί (;) η «εργατική τάξη», οπότε και δεν θα υπήρχε πλέον λόγος της ύπαρξής τους και του βιοπορισμού τους! Αλλά αυτό που δεν γνωρίζαμε είναι ότι θεωρούν μοιραίο κάποιος να σκοτωθεί, να πεθάνει στη δουλειά! 14-25 χιλιάδες νεκροί το χρόνο, 2 εκατομμύρια ανάπηροι και 20-25 εκατομμύρια τραυματίες, είτε από πτώσεις είτε από εκρήξεις στους καπιταλιστικούς ναούς που κατασκευάζουν είτε σαπίζοντας από αρρώστιες που οφείλονται στην πολύχρονη έκθεσή τους

σε βλαβερές ουσίες…Χωρίς να υπολογίσουμε αυτούς που καταλήγουν στον αλκοολισμό ή στην αυτοκτονία μετά από οικονομική κατάρρευση… Κι όλα αυτά, απλά μοιραία, όπως λένε οι συνδικαλιστές…» (Απόσπασμα απ’ την απολογία του Βαγγέλη Χρυσοχοΐδη για την υπόθεση Παλαιοκώστα. Μαζί με τον Πόλυ Γεωργιάδη, έχουν καταδικαστεί για υπόθαλψη του δραπέτη Βασίλη Παλαιοκώστα, και συμμετοχή στην απαγωγή του βιομηχάνου και πρώην προέδρου του ΣΒΒΕ Γ. Μυλωνά).

Suicide: Frankie Teardrop Lost Bodies: Αρκετά Lost Bodies: Μετάνοια Biomass: Jailhouse Blues Sam Cooke: Chain Gang Lee Dorsey: Working in a Coal Mine The Beatles: A Hard Day’s Night Depeche Mode: Everything Counts The Shilhouettes: Get a Job Biomass: No mo’ Freedom

http://rioter.info/2010/09/11/vague

Εικονογράφηση αφιέρωματος: Andrej Dutina, Cheap art, survival consulting and oddities...

Ε.Μ.

www.flickr.com/andrejdutina, krme1974@yahoo.com


Αφιέρωμα_Εργασία

32

_Ηλίας Μαρμαράς

First thing the conqueror does is to rename.* Ένα συνοπτικό γλωσσάρι των νέων όρων και εννοιών γύρω από την εργασία όπως διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια λόγω των αλλαγών στην τεχνολογία και της ανάπτυξης των κοινωνικών και ψηφιακών δικτύων.

Μετά την εμφάνιση των νέων τεχνολογιών στα τέλη της δεκαετίας του ’70, λίγο αργότερα των δικτύων κάθε είδους, τις γεωπολιτικές αλλαγές της δεκαετίας του ’90 και την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και της «ελεύθερης αγοράς», οι μορφές παραγωγής, ανακατανομής και συσσώρευσης κεφαλαίου, με άλλα λόγια οι τρόποι και οι μορφές της εργασίας, άλλαξαν δραματικά, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη. Προέκυψαν νέοι όροι και concepts που συνοδεύονται από πλήθος σχετικών αναλύσεων, προκαλώντας από τη μία μεγάλο ενδιαφέρον και έμπνευση αλλά επίσης κάποιες φορές σύγχυση για τις σχέσεις της μορφής αυτών των νέων εννοιών και του περιεχομένου τους. Στο τρέχον αφιέρωμα του Κοντέινερ εργασία γίνεται συχνά χρήση αυτών των όρων από τους αρθρογράφους, έτσι ένα σχετικό «γλωσσάρι», για κάποιες από τις βασικές έννοιες τουλάχιστον, κρίνεται απαραίτητο. Οι πηγές που χρησιμοποίησα είναι διάφορα άρθρα και βιβλία των: Andrea Fumagalli, Maurizio Lazzarato, Antonio Negri, Michael Hardt. Σαν σωματική εργασία (corporeal work) ορίζεται η εργασία στην οποία επικρατεί η σωματική ενέργεια εις βάρος της εγκεφαλικής ενέργειας, κάτι που οφείλεται στον ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ εργασιακής δραστηριότητας και του περιεχομένου της εργασίας. Η σωματική εργασία διαφέρει από την εργασία του τεχνίτη (artisan work). Η σωματική εργασία είναι μια φορμαλιστική περίληψη** εργασίας υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου, που βασίζεται στο διαχωρισμό της εργασιακής δραστηριότητας από τη διαθεσιμότητα παραγωγής έργου. Εμφανίζει πολύ υψηλό βαθμό αποξένωσης. Η γνωσιακή ή γνωστική εργασία (Cognitive work) βασίζεται στη διαρκή χρήση του συνόλου των διανοητικών ικανοτήτων όπως οι συσχετίσεις, οι μνημονικές, γνωσιακές και εκμαθησιακές δραστηριότητες κ.λπ. Η γνωσιακή εργασία είναι μια πραγματική-ουσιαστική περίληψη, επίσης κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου –ασχέτως αν συχνά οι γνωσιακοί εργάτες φαντασιώνονται πως ξεφεύγουν του κανόνος– που συνδέει τη διαθεσιμότητα παραγωγής έργου και την εργασιακή δραστηριότητα. Αυτό δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε προσαρμοστικότητα, μέχρι του σημείου κατάργησης των ορίων μεταξύ τους και συνεπώς τη μείω-

ση στο ελάχιστο του βαθμού της αποξένωσης. Σε μια υποθετική συσχέτιση-καταμέτρηση της σωματικής με τη γνωσιακή εργασία, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε μια μείωση του βαθμού των εντολών και της ρουτινιάρικης εργασίας της πρώτης, σε σχέση με τη δεύτερη. Άρα, ο βαθμός της αποξένωσης θα πρέπει να μειώνεται. Μια υπόθεση ειδικών λέει πως, αναλογικά, στη σωματική εργασία η εναλλαγή εργατικής δύναμης που συμβαίνει στο επίπεδο της εργασίας συνεπάγεται ανταγωνισμό. Στην περίπτωση της γνωσιακής εργασίας, ο ανταγωνισμός λόγω του μεγάλου βαθμού συσχετίσεων τείνει προς εξάλειψη. Χμ! Σαν άυλη εργασία, ορίζεται η εργασία που παράγει το πληροφοριακό και πολιτιστικό περιεχόμενο του εμπορεύματος (commodity). Η έννοια της άυλης εργασίας αναφέρεται σε δύο διαφορετικές απόψεις της εργασίας. Από τη μια πλευρά, όσον αφορά το «πληροφοριακό περιεχόμενο» του εμπορεύματος, παραπέμπει απευθείας στις αλλαγές που συμβαίνουν σε σχέση με την εξέλιξη της εργασίας στις μεγάλες εταιρείες στον βιομηχανικό και τριτογενή τομέα παραγωγής, όπου οι ικανότητες που εμπλέκονται στην άμεση εργασία είναι διαρκώς αυξανόμενες και συμπεριλαμβάνουν γνώσεις πληροφορικής και ελέγχου υπολογιστών (επίσης οριζόντιες και κάθετες μορφές επικοινωνίας). Από την άλλη, σε σχέση με τη δραστηριότητα που παράγει το «πολιτιστικό περιεχόμενο» του εμπορεύματος, η άυλη εργασία εμπλέκει μια σειρά δραστηριοτήτων που συνήθως δεν αναγνωρίζονται σαν «εργασία» – με άλλα λόγια, τα είδη των δραστηριοτήτων που ορίζουν και σταθεροποιούν τα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά στάνταρ, μόδες, γούστα, καταναλωτικούς κανόνες, και τη στρατηγική παραγωγής της κοινής γνώμης. Κάποτε ήταν προνόμιο του χώρου της αστικής τάξης και των παιδιών της (στην Ελλάδα ακόμα τραβάμε ένα κάποιο σχετικό ζόρι) αλλά από τα τέλη του ’70 έγινε ο τομέας αυτού που ορίζεται σήμερα σαν «mass intellectuality». Η εργασία πάθους ή συγκινησιακή εργασία ή παθητική εργασία ή εργασία στοργής (affective labour) είναι ένας όρος που προσδιορίζει το έργο που σκοπεύει στην παραγωγή ή στην τροποποίηση των συγκινησιακών εμπειριών του πλήθους. Μολονότι η ιστορία είναι τόσο παλιά όσο και η εργασία, η συγκινησιακή εργασία κατέχει θέση εξαιρε-

τικής σημασίας στις μοντέρνες οικονομίες, ειδικά μετά την εμφάνιση της μαζικής κουλτούρας στο 19ο αιώνα. Ίσως η πιο εξέχουσα μορφή συγκινησιακής εργασίας είναι η διαφήμιση, που τυπικά στοχεύει στην κατασκευή ενός κοινού συνδεδεμένου με προϊόντα μέσω ειδικών τρόπων. Φυσικά υπάρχουν και άλλοι τομείς εμφάνισης της συγκινησιακής εργασίας, όπως οι κάθε είδους υπηρεσίες και οργανισμοί στοργής και προστασίας που σκοπό έχουν να κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται με συγκεκριμένους τρόπους. Οι Negri & Hardt λένε σχετικά πως: σε αντίθεση με τα αισθήματα, που είναι ψυχικά φαινόμενα, οι συγκινήσεις αναφέρονται ταυτόχρονα στο σώμα και στο μυαλό. Στην πράξη, συγκινήσεις όπως η χαρά και η λύπη, αποκαλύπτουν την παρούσα κατάσταση της ζωής σαν το σύνολο του οργανισμού, εκφράζοντας μια κάποια κατάσταση του σώματος μαζί με έναν τρόπο σκέψης. Η συγκινησιακή εργασία λοιπόν, είναι μια εργασία που παράγει ή χειραγωγεί τη συγκίνηση ή τα πάθη (ανάλογα με την πρόσληψη). Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τη συγκινησιακή εργασία, π.χ., στη δουλειά που προσφέρουν οι νομικοί σύμβουλοι, οι αεροσυνοδοί και οι υπάλληλοι των fast food (service with a smile). Ένα από τα σημάδια της αυξανόμενης σημασίας της συγκινησιακής εργασίας, τουλάχιστον στις κυρίαρχες χώρες (ξέρουμε ποιες είναι αυτές), είναι η τάση στους εργαζόμενους να προβάλλουν την εκπαίδευση, τη στάση τους και την κοινωνική τους ετοιμότητα σαν τις βασικές ικανότητες που χρειάζεται ένας σύγχρονος εργαζόμενος. Εδώ μπορεί κανείς να προσθέσει την (ασυνείδητη;) εργασία που επιτελούν καθημερινά οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων, π.χ., Facebook. Ένας εργάτης που έχει τη σωστή στάση και τις πρέπουσες κοινωνικές δυνατότητες-ταλέντα, σημαίνει στην ουσία: να ένας έμπειρος εργάτης της συγκινησιακής εργασίας. * Το πρώτο πράγμα που κάνει ο κατακτητής είναι να επανονομάζει, Jacques Derrida. ** Με τη λέξη περίληψη εννοείται εδώ μια αφαίρεση που στοχεύει να μεταφέρει σε ατομικό μέτρο μια αντίληψη, μια ιδέα ή μια αίσθηση από τη συνολική εικόνα της πολύπλοκης και γιγαντιαίας συνήθως κλίμακας μιας βιομηχανικής ή μεταβιομηχανικής παραγωγής.


Εργασία_ Αφιέρωμα Συνέντευξη: Ηλίας Μαρμαράς

33

Εκτός από την επισφάλεια υπάρχει και η αντίσταση Ο Ηλίας Μαρμαράς συνομιλεί με τον Βασίλη Τσιάνο, δόκτορα της κοινωνιολογίας. Ο Βασίλης Τσιάνος διδάσκει κοινωνιολογία της μετανάστευσης και κοινωνιολογία της επισφαλούς εργασίας στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Μαζί με τον Δημήτρη Παπαδόπουλο και τη Niamh Stephenson δημοσίευσαν το βιβλίο “Escape routes. Control and Subversion in the 21st century”, εκδόσεις Pluto, 2008.

Ότι πολλοί ζούμε –και διαρκώς ο αριθμός αυξάνεται– σε καθεστώς εργασιακής επισφάλειας είναι γνωστό. Οι σύνθετες πλευρές όμως αυτού του καθεστώτος και οι συνεπαγόμενες σχέσεις του «πρεκαριάτου» δηλαδή της –υποθετικής έστω– τάξης των επισφαλών εργαζομένων, είτε εσωτερικά εντός της τάξης είτε σε ό,τι αφορά τις καπιταλιστικές δομές παραγωγής και αναπαραγωγής, είναι λιγότερο γνωστές και συνειδητοποιημένες. Στην παρακάτω συνομιλία με τον Βασίλη Τσιάνο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε κάποιες από αυτές τις πτυχές. Ηλίας Μαρμαράς: Στο άρθρο σας Who’s afraid of immaterial labour? μιλάτε για τις συνθήκες της σημερινής «μεταφορντικής» άυλης εργασίας που συνδέεται στενά με την επισφαλή εργασία και θέτετε το ερώτημα: ποιος φοβάται τους εργάτες της άυλης εργασίας; Τελικά τους φοβάται κανείς και για ποιους λόγους; Bασίλης Tσιάνος: Νομίζω ότι κανείς δεν φοβάται τις εργάτριες και τους εργάτες της άυλης εργασίας, αλλά αυτό δεν είναι το πρόβλημα, είναι μάλλον ακριβώς το αντίθετο, είναι το σημείο εκκίνησης μιας λύσης. Αυτό που εννοούμε ο Δημήτρης Παπαδόπουλος κι εγώ στο άρθρο που αναφέρεσαι, έχει να κάνει με αυτό που ο de Certeau θα χαρακτήριζε τακτική, το παιχνίδι με τις δυνάμεις του αντιπάλου, μια μορφή πολιτικής που ακριβώς επειδή είναι δυσδιάκριτη, ή καλύτερα ασύλληπτη, παρασιτεί στο γυμνό σώμα του κυρίαρχου νεοφιλελευθερισμού, μια πολιτική που κινείται στο πεδίο του αντιπάλου χωρίς μετωπικές συγκρούσεις, προκαλώντας τον όμως να ανασυνταχθεί και κατά συνέπεια να εξαντληθεί κυνηγώντας το άδειο πουκάμισο του πλήθους που κατοικεί τον αβάσταχτα μαγικό κόσμο της γενικευμένης επισφάλειας. Ας κάνουμε σε αυτό το σημείο μια εννοιολογική διευκρίνιση. Ο όρος άυλη εργασία προέρχεται από τη γοητευτική προσπάθεια του Antonio Negri και άλλων στοχαστών του post-operaism να αναστοχαστεί την κριτική της πολιτικής οικονομίας του σύγχρονου μετασχηματισμού της εργασίας μαθητεύοντας στον Foucault, για την ακρίβεια την υποκειμενικότητα της εξαρτημένης ερ-

γασίας με όρους σωματικούς, δηλαδή βιοπολιτικά. Το επίθετο άυλη ήταν περισσότερο μια γόνιμη αλλά και προκλητική εννοιολογική λύση ανάγκης παρά ένα συγκροτημένο κοινωνικο-θεωρητικό παράδειγμα. Στο βιβλίο μας Εscape routes, ο Δημήτρης, εγώ και η Niamh Stephenson, προσπαθούμε να αναλύσουμε την άυλη εργασία σωματικά, δηλαδή σαν την ενσώματη εμπειρία της επισφάλειας. Με αυτόν τον τρόπο εγκαταλείπουμε την κοινωνιολογίζουσα καζουιστική* τού να ορισθεί το άυλο της εργασίας και μιλάμε για τις υπαρκτές μεταμορφώσεις του σώματος της ζωντανής εργασίας σήμερα. Αυτό συμπεριλαμβάνει όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Sergio Bologna και την πα-

Tώρα σε συνθήκες επισφαλούς ζωής και εργασίας οι διαχωρισμοί διαχέονται σε όλο το σώμα του Κοινωνικού μετατρέποντάς το σε ένα τεράστιο εργαστήριο μικτών και ενσώματων μορφών εργασίας και μη εργασίας, σε ένα πεδίο βολής για την μεγάλη ανυπακοή που έρχεται. ραληρηματική καταστροφή των μεσαίων στρωμάτων. Για να επανέλθουμε στην ερώτησή σου, κανείς δεν φοβάται την άυλη εργασία και γενικά την εργασία και αυτό δεν είναι μόνο κακό, το τέλος της πολιτικής της εκπροσώπησης-αναπαράστασης αλλά αφορά και το τέλος της πολιτικής της εκπροσωποποιημένης εργασίας και της βίας που η τελευταία ασκούσε και ασκεί στην (πέραν της εκπροσώπησης) μη εργασία. Κάποτε ήταν ο έμφυλος διαχωρισμός ιδιωτικού και δημοσίου, βιομηχανικού παραγωγισμού και οικιακής «δραστηριότητας», εντόπιας και αλλοδαπούς εργασίας που δομούσε τις βιωμένες μορφές διευρυμένης αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων, τώρα σε συνθήκες επισφαλούς ζωής και εργασίας οι διαχωρισμοί αυτοί διαχέονται σε όλο το σώμα του Κοινωνικού μετατρέποντάς το σε ένα τεράστιο εργα-

στήριο μικτών και ενσώματων μορφών εργασίας και μη εργασίας, σε ένα πεδίο βολής για την μεγάλη ανυπακοή που έρχεται. H.M: Υπάρχει γενικά η άποψη πως το «πρεκαριάτο» –δηλαδή η «τάξη» των εργατών της επισφαλούς εργασίας– δεν είναι αναπαράσταση. Η βασική θέση πάνω σε αυτό είναι πως το πλήθος των πρεκάριων δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί ούτε να αντιπροσωπευθεί, δεν μπορεί να δώσει υποσχέσεις, δεν συμμετέχει στις μόνιμες συμφωνίες, δεν μπορεί να συνάψει συμφωνίες, δεν επιτυγχάνει ποτέ τη θέση του νομικού προσώπου επειδή ποτέ δεν μεταφέρει και δεν διεκδικεί τα φυσικά του δικαιώματα με τον κυρίαρχο. Δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε να μεταφέρει πολιτικά δικαιώματα. Συμφωνείς, και αν ναι, γιατί συμβαίνει αυτό; B.T: Κατά κάποιο τρόπο προσπάθησα ήδη να το απαντήσω προηγουμένως. Σίγουρα το πλήθος που κατοικεί και βιώνει την επισφάλεια δεν είναι αναπαράσταση. Η εσωτερική σχέση κυριαρχίας που συνέδεε στον ιστορικό συμβιβασμό του Φορντισμού το υποκείμενο με εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα, απονομιμοποιώντας ταυτόχρονα αξιακά και πειθαρχικά τους κόσμους της μη εργασίας έχει οριστικά διαρραγεί. Η οδυνηρή condition humana του «πρεκαριάτου», του μητροπολιτικού πλήθους της επισφάλειας είναι η δικαιωματική της απαξίωση. Αυτή ακριβώς όμως η απαξίωσή της γενικεύει όχι μόνο ένα καθεστώς ελεγχόμενης εξαθλίωσης αλλά και ένα κενό ρύθμισης. Γιατί ότι είναι μη αναπαραστήσιμο, μη μετρήσιμο, ασύλληπτο, είναι και μη ελεγχόμενο. Έτσι εξηγείται άλλωστε και η ασίγαστη επικοινωνιακότητα της εξουσίας στον ύστερο νεοφιλελευθερισμό. H.M: Εντοπίζεις ένα κενό προστασίας σε ό,τι αφορά την εργασία εν γένει, με την επισφαλή εργασία να είναι ο κύριος εκφραστής αυτού του κενού. Υπάρχουν επίσης κάποιοι άλλοι όροι, όπως «ευελιξία με προστασία» (flexicurity). Πότε εμφανίστηκε αυτός ο όρος και γιατί διαφοροποιεί –ουσιαστικά αχρηστεύοντας– την προστασία που πρόσφεραν στο παρελθόν τα κλασικά εργατικά συνδικάτα; B.T: Ο όρος flexicurity είναι μια καλή ιδέα σε λά-


Αφιέρωμα_Εργασία

34

θος χέρια. Ο όρος γεννήθηκε στα πεφωτισμένα μυαλά κάποιων γραφειοκρατών Ολλανδών/ «μεταρρυθμιστών» του work fare πριν από μια δεκαετία και αποτελεί μια κυνική απόπειρα αναγνώρισης και ρύθμισης της κρίσης που συνδέεται με το τέλος της εποχής της μισθωτής εργασίας. Επειδή η flexicurity δεν ξεπερνά τον παραγωγίστικο ορίζοντα της εργασίας αλλά απλά καθιστά ευέλικτη τη ρύθμιση παραγωγικών φάσεων εργασίας και μη «παραγωγικών» φάσεων ζωής, είναι σαν ένα χρήσιμο δάνειο με πολύ άσχημους όρους αποπληρωμής. Δεν είναι εναλλακτική στα κλασικά εργατικά συνδικάτα, είναι μια εναλλακτική χωρίς συνδικάτα. H.M: Υπάρχουν παραδείγματα όπου εργάτες αυτο-οργανώθηκαν συνειδητοποιώντας τις συνθήκες της επισφάλειας; B.T: Σίγουρα! Οι μεταφεμινιστικές βιοσυνδικαλίστριες Precarias a la deriva από τη Μαδρίτη και τη Μάλαγα, οι Chainworkers από το Μιλάνο και τη Βενετία, οι Intermittent du spectacle από το Παρίσι και το Στρασβούργο. H.M: Επίσης στο βιβλίο σας, “Escape routes. Control and Subversion in the 21st century”, αναφέρετε πως για πρώτη φορά στην ιστορία της εργασίας η έκφραση «δεν έχω χρόνο» γίνεται ξεκάθαρο πολιτικό αίτημα. Με ποιο τρόπο συμβαίνει αυτό; B.T: Στην έκφραση «δεν έχω χρόνο» συνηχούσε μέχρι πρότινος μια μομφή έναντι κάθε μορφής απολιτικού αναχωρητισμού. Ήταν μια φράση εμβληματική για μη ιδεολογικοποιημένες μορφές αποχής. Όμως με τον Paolo Virno ξέρουμε ότι οι διαθέσεις του πλήθους συνδιαλέγονται με τον κατ΄ ανάγκη οπορτουνισμό των freelancer. Εμείς στη φράση «δεν έχω χρόνο» διαβάζουμε μια εκρηκτική αμφισημία που μπορεί να γίνει πολιτική: από τη μια εκφράζει την ενσώματη εμπειρία της επισφαλούς εργασίας από την οπτική του κεφαλαίου. Η συσσώρευση κεφαλαίου σήμερα δεν επικεντρώνεται απλά στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης στον παρόντα χρόνο. Η γενικευμένη επισφάλεια της εργασίας συνδέεται με ένα καθεστώς συσσώρευσης που εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη των διά βίου freelancer, με τέτοιο τρόπο ώστε να ενεργοποιούν στο εργασιακό τους παρόν αποθέματα από το μέλλον τους, που δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ αντικείμενο προστασίας. Και αυτό αφορά πρωταρχικά, ζητήματα υγείας, οικογενειακού προγραμματισμού και απροστάτευτης εργασιακής επιβάρυνσης. Όλοι και όλες ξέρουμε τι σημαίνει να καις την κάρτα σου, για να βγάλεις εις πέρας το πρότζεκτ για το οποίο πληρώθηκες ακόμα. «Δεν έχω χρόνο», όμως, σημαίνει ταυτόχρονα από την άλλη πλευρά της υποκειμενικότητας της επισφαλούς εργασίας και το αντικειμενικό όριο της προκαταβολικής καταλήστευσης της ζωντανής εργασίας, κάτι ανάλογο με τις φράσεις «δεν έχω ψιλά» ή «δεν πληρώνω». * καζουιστική: από το λατινικό casus (case). Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σαν κριτική στις απόπειρες αιτιολόγησης που βασίζονται σε θεωρητικούς κανόνες και αρχές, ενώ διαπραγματεύονται ειδικές περιπτώσεις.


Εργασία_ Αφιέρωμα _Νέλλη Καμπούρη – Παύλος Χατζόπουλος

Αν οι μαθητές και οι φοιτητές είναι επί της ουσίας μη αμειβόμενοι εργαζόμενοι, τότε τα σκονάκια και οι κοπάνες δεν αποτελούν απλώς συμπτώματα της παρακμής της εκπαίδευσης, αλλά μπορούν να οδηγήσουν στην επινόηση εναλλακτικών εκπαιδευτικών και άρα και εργασιακών πρακτικών. Στις 19 Φεβρουαρίου του 2009 οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU) καταλαμβάνουν ένα κτήριο του ιδρύματος απαιτώντας, μεταξύ άλλων, την δυνατότητα ίδρυσης συνδικάτου από τους φοιτητές και το εργασιακό δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης για τους φοιτητές που προσλαμβάνει το Πανεπιστήμιο1. Η επιθυμία των φοιτητών είναι να αναγνωριστούν σαν εργαζόμενοι. Η διεύθυνση απορρίπτει το αίτημά τους με το σκεπτικό ότι οι φοιτητές δεν είναι εργαζόμενοι, αλλά μαθητευόμενοι. Η κατάληψη τερματίζεται μετά από δύο ημέρες, τα αιτήματα των φοιτητών δεν γίνονται δεκτά, το Πανεπιστήμιο αναστέλλει τη φοιτητική ιδιότητα πολλών από αυτούς που συμμετείχαν στην κατάληψη. Μπορεί οι επιθυμίες των φοιτητών να μην είναι παντού οι ίδιες, μπορεί το NYU να είναι ένα πολύ συγκεκριμένου τύπου αμερικάνικο πανεπιστήμιο, η δράση αυτή των φοιτητών, όμως, αμφισβητεί συνολικά την αντίληψη μιας εξωτερικής σχέσης μεταξύ εργασίας και φοίτησης. Οι φοιτητές δεν βρίσκονται στο πανεπιστήμιο για να αποκτήσουν εξειδίκευση και δεξιότητες που θα τους προσφέρουν μία θέση στην αγορά εργασίας αφού αποφοιτήσουν, όπως και οι μαθητές δεν πηγαίνουν στο σχολείο και στο φροντιστήριο για να καταλήξουν στο πανεπιστήμιο. Είναι ήδη φοιτητές-εργαζόμενοι και μαθητές-εργαζόμενοι. Οι νέες μορφές εργασίας δεν έχουν απλά συμβάλει στη διόγκωση της κρίσης του σχολείου, του πανεπιστημίου, και της διαδικασίας μετάβασης από το ένα στο άλλο, αλλά έχουν ήδη εισχωρήσει στην εκπαιδευτική διαδικασία από την πρώτη δημοτικού κι είναι ένας σημαντικός παράγοντας του ριζικού μετασχηματισμού και των δύο ιδρυμάτων. Μεταφερόμαστε σε μία αίθουσα ενός ελληνικού σχολείου ενάμιση περίπου χρόνο μετά. Οι υποψήφιοι φοιτητές διαβάζουν από τον πίνακα το θέμα του μαθήματος της έκθεσης των πανελληνίων εξετάσεων: «Σε άρθρο που θα δημοσιευθεί στην εφημερίδα του σχολείου σας, να αναφερθείτε στη σημασία της αυτομόρφωσης και να προτείνετε τρόπους πραγμάτωσής της σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου». Μια παραγωγική αντίδραση θα ήταν οι υποψήφιοι φοιτητές να αφήσουν κενές τις κόλλες τους, να αποχωρήσουν από τις αίθουσες και να αναλάβουν την αυτομόρφωσή τους εκτός του πανεπιστημίου. Οι υποψήφιοι φοιτητές –από όσο ξέρουμε– δεν έδειξαν μαζικά την επιθυμία να αρνηθούν να απαντήσουν στο ερώτημα, ίσως γιατί αντιμετωπίστηκαν σαν υποκείμενα δίχως, ή με μειωμένες, επιθυμίες. Το ερώτημα τέθηκε στους υποψήφιους φοιτητές σαν η επιθυμία τους να μπουν στο πανεπιστήμιο να είχε ήδη ακυρωθεί, σαν να ήταν ήδη δεδομένη η απαξίωση του πανεπιστημίου. Το

(www.mignetproject.eu)

35

Η άρνηση της φοίτησης ερώτημα και η συνοδευτική επεξήγηση που δόθηκε ενσωμάτωσε την παραδοχή ότι η πανεπιστημιακή εκπαίδευση βρίσκεται σε κρίση, ότι δεν επαρκεί πλέον για την πλήρη εκπαίδευση όσων κερδίζουν την συμμετοχή τους σε αυτήν2. Φαίνεται ότι οι πανελλήνιες εξετάσεις αρχίζουν να ενσωματώνουν την αμφιβολία ότι μπορούν να παίξουν σήμερα το ρόλο της μετάβασης των μαθητευόμενων από ένα αυτόνομο εκπαιδευτικό ίδρυμα σε ένα άλλο. Εκείνο που ουσιαστικά αμφισβητείται είναι ακριβώς οι δυνατότητες που προσφέρει το ελληνικό πανεπιστήμιο (ή οποιοδήποτε πανεπιστήμιο) να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως χώρος παραγωγής άυλης γνώσης. Η επιθυμία να γίνει κανείς φοιτητής αποτέλεσε από τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα αναγκαία συνθήκη για τη σταδιακή διόγκωση της άυλης εργασίας των υποψήφιων φοιτητών και την εδραίωση της τεράστιας βιομηχανίας παραγωγής των ιδιαίτερων μαθημάτων, των φροντιστηρίων, των σχολικών και φοιτητικών βοηθημάτων και των άλλων εκπαιδευτικών εξαρτημάτων που δεν σταμάτησε να αναπτύσσεται έως σήμερα παρά την οικονομική κρίση. Χωρίς την επιθυμία της φοίτησης στο

Η άρνηση της φοίτησης ξεκινά με μία τέτοια άρνηση της εργασίας που καλείται να επιτελέσει ο μαθητευόμενος: να μη μάθει αυτά που πρέπει και να μην επιδεικνύει δημόσια ότι τα έμαθε. πανεπιστήμιο, η εκμετάλλευση της άυλης εργασίας των υποψήφιων φοιτητών θα είχε ενδεχομένως καταρρεύσει. Αυτή η πιθανότητα φάνηκε προσωρινά να ξεπροβάλει στις εξεγέρσεις του Δεκέμβρη όπου αυτο-οργανώθηκαν και κατέλαβαν όχι για μια ακόμα φορά μόνο τα σχολεία τους, αλλά και τους δρόμους της πόλης, διεκδικώντας όχι ένα καλύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αλλά, κυρίως, τη ζωή τους έξω από το ίδρυμα. Οι ταλαιπωρημένοι εκπαιδευτικοί που τους ακολούθησαν είχαν μία αμήχανη στάση: προσπαθούσαν, αφενός, να προωθήσουν τις δικές τους διεκδικήσεις (καλύτεροι μισθοί, καλύτερες σχολικές υποδομές), και αφετέρου, να ελέγξουν τους μαθητές τους για να μην ξεφύγουν όσο είναι δυνατόν από τα όριά τους ως υποκείμενα του ιδρύματος. Η αναγκαία συνθήκη της λειτουργίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι η μη-αναγνώριση της δραστηριότητας των μαθητευόμενων ως εργασίας.

Η άυλη εργασία των μαθητευόμενων δεν αναγνωρίζεται και δεν αμείβεται, ενώ, αντιθέτως, προσφέρει υψηλό υπερκέρδος το οποίο μοιράζεται άνισα σε εκπαιδευτικούς, φροντιστήρια, εκδοτικούς οίκους και επιχειρηματίες που ειδικεύονται στον υπερδιογκωμένο αυτό κλάδο. Είναι αυτή η συνθήκη που επιτρέπει το διαχωρισμό των υποκειμένων που ζουν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανάμεσα σε αυτούς που κατέχουν τη γνώση και σε αυτούς που πρέπει να την κατακτήσουν, ανάμεσα σε αυτούς που προσφέρουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες και σε αυτούς που τις καταναλώνουν, ανάμεσα στους δασκάλους και στους μαθητευόμενους. Οι στρατηγικές αμφισβήτησης αυτής της ιεραρχικής συνθήκης από τους μαθητευόμενους δεν περιορίζονται μόνο στο αίτημα μιας κάποιας εξίσωσής τους με τους εργαζόμενους-εκπαιδευτικούς, αλλά επεκτείνονται στη στρατηγική της άρνησης της φοίτησης-εργασίας. Αυτό που συνοπτικά ονομάζουμε «κρίση της εκπαίδευσης» εμπεριέχει στρατηγικές εξόδου από την απλήρωτη μαθητευόμενη εργασία που συστηματικά ερμηνεύονται ως σημάδια παρακμής. Οι καταλήψεις, οι κοπάνες, η βαρεμάρα, η άρνηση του διαβάσματος στο σπίτι, η άρνηση προσοχής στο μάθημα, η κοροϊδία των δασκάλων, το σκονάκι, το μυαλό που πετάει διαρκώς έξω από τις σχολικές και πανεπιστημιακές τάξεις δεν είναι απλά ένα σύμπτωμα μιας κάποιας κρίσης αλλά μπορούν να αποτελέσουν και πρακτικές εξόδου από τον χωροχρόνο της άνευ πληρωμής εργασίας των μαθητευομένων. Η άρνηση της φοίτησης ξεκινά με μία τέτοια άρνηση της εργασίας που καλείται να επιτελέσει ο μαθητευόμενος: να μη μάθει αυτά που πρέπει και να μην επιδεικνύει δημόσια ότι τα έμαθε. Αποσκοπεί, όμως, στην επινόηση εναλλακτικών εκπαιδευτικών πρακτικών. Η αυτομόρφωση σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να επανακτηθεί. Η αυτομόρφωση μπορεί να αποκτήσει ριζοσπαστικό νόημα – νοηματοδοτώντας πρακτικές που αμφισβητούν το διαχωρισμό μαθητευόμενου και δασκάλου, ανατρέπουν τις ιεραρχήσεις ανάμεσά τους και αντιπροτείνουν την αυτόνομη παραγωγή γνώσης εκτός των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. 1. Βλ. http://takebacknyuu.com 2. Η επιχειρηματολογία του συνοδευτικού κειμένου αναφέρεται στην αδυναμία του πανεπιστημίου να προσαρμοστεί στις «νέες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις», σε επαγγέλματα που «χάνουν γρήγορα την αξία τους», στην ανάγκη των ατόμων «να ανανεώνουν τις δεξιότητές τους» και «να αποκτούν γρήγορα νέες ειδικεύσεις». Βλ. http://bit.ly/dseCW9


Αφιέρωμα_Εργασία

36

_Θωμάς Κιάος

Χρη Δεν θα εργαζόμασταν αν δεν υπήρχε η ανάγκη, η χρεία. Αν δεν χρειαζόμασταν χρήματα. Αν δεν χρωστούσαμε κάθε τόσο ή και διαρκώς. Αν δεν χρησιμοποιούσαμε τα εργαλεία, υλικά ή πνευματικά. Μια σειρά από λέξεις, που ορίζουν το νοηματικό περιβάλλον της εργασίας και περιγράφουν τις σχέσεις και τους κανόνες της, δηλαδή τον καταναγκασμό, έχουν στην ελληνική γλώσσα ρίζα κοινή. Την αρχαία λέξη «χρη». Το «χρη» στα αρχαία είναι απρόσωπο ρήμα. Στα νέα ελληνικά μεταφράζεται ως «πρέπει να». Στην μέση φωνή κλίνεται, γίνεται «χρώμαι» και μεταφράζεται σήμερα «χρησιμοποιώ». Λέξεις όπως χρέος, χρήμα, χρειάζομαι, χρήζω, χρήση, χρήσιμος, άχρηστος και τα παράγωγά τους έχουν τη ρίζα τους στα ρήματα «χρη» και «χρώμαι». Πίσω από όλες αυτές τις λέξεις κρύβεται η έννοια της ανάγκης. Νοηματικά κρύβουν μια επιβολή. Ακόμα και αν, όπως η χρήση, δείχνουν επιλογή, σημαίνουν ταυτόχρονα υπαγωγή (ή υποταγή) σε κανόνες. Δεν εκφράζουν «θέλω», περιέχουν «πρέπει». Είναι. Έτσι και αλλιώς. Με ή χωρίς την έγκρισή μας. Και δεν υπάρχουν πέρα από εμάς, αλλά μέσα μας, στη φύση των πραγμάτων, καθεαυτές («χρήμα» στα αρχαία σημαίνει πράγμα). Οποιαδήποτε απόπειρα αναφοράς τους με άλλη σημασία εκδικείται εκείνον που την επιχειρεί. Τον κάνει αυτόματα απλά ανόητο. Οι λέξεις παράγωγα του «χρη» είναι για τη γλώσσα σαν πέτρες. Βουβές, απρόσωπες, σκληρές, στέρεες, μοιάζουν νεκρές και σημαίνουν αιώνια. Η ρίζα του «χρη» είναι το «χερ-». Γίνεται μετάθε-

ση (χρε-) και μετά έκταση, το βραχύ έψιλον γίνεται μακρό ήττα (χερ>χρε>χρη). Ρίζα κοινή της «χείρας», του χεριού. Στα αρχαία χρόνια η εργασία ήταν υποχρεωτικά χειρονακτική. Εξ ου και «χείριστος», ο χειρότερος, εκείνος που δουλεύει με τα χέρια, εκείνος που δουλεύει, τη γλώσσα δεν την έφτιαξαν οι σκλάβοι. Από εκεί και «επιχείρηση». Οι λέξεις έχουν σημασίες διάφορες, ανάλογα με την τοποθέτησή τους. Η ρίζα όμως μιας λέξης δείχνει και τη λογική με την οποία είναι φτιαγμένη η γλώσσα και κατ’ επέκταση ο κόσμος. Σαν ένα μονοπάτι τεκμηρίων, η γλώσσα επιχειρεί να δείξει τη νομοτέλεια του κόσμου, ποιες είναι οι σημασίες του, άρα και οι κανόνες του. Οι δε λέξεις του «χρη» και οι συγγενείς τους επιχειρούν να σημάνουν την ίδια τη νομοτέλεια, την εξάρτηση αιτίας και αποτελέσματος, και ανάγονται τελικά στην ανάγκη. Δεν αφήνουν περιθώριο. Σε όποια πρόταση χρησιμοποιηθούν, αποτελούν όρο καθοριστικό για το νόημά της. Ηγεμονεύουν τη γλώσσα, όπως η ανάγκη ηγεμονεύει τον κόσμο. Αν αυτή η ηγεμονία ήταν μια ερώτηση, η εργασία θα ήταν μια απόπειρα απάντησης. Μάταιη ίσως. Κατά περιπτώσεις μπορεί και να απαντούσε, έστω και πρόσκαιρα. Η ανάγκη όμως είναι πάντα μεγαλύτερη, από τα ερωτήματα που θέτει. Σημ.: Ουδεμία σχέση έχει η λέξη χριστιανός με το «χρη». Πηγάζει από το «χρίζω», που σημαίνει «αλείφω», κατά τι λιγότερο σημαντικό μέγεθος από την ανάγκη.


Εργασία_ Αφιέρωμα _Ιλάν Μανουάχ

37

Η εργασία είναι σαν τον πόλεμο. Τι θα γινόταν αν όλοι λιποτακτούσαμε; Μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες για την έξοδο από τον κόσμο της εργασίας με αφορμή την ταινία Attention, Danger, Travail Μια κριτική θεώρηση της εργασίας πρέπει να μπορεί να προβεί σε ανάλυση της φετιχιστικής διάστασης κάθε μορφής εργασίας, κάθε ανταλλαγής υπηρεσιών και κάθε πληρωμένης ή απλήρωτης ώρας δουλειάς που κάνει το συσχετισμό δύο ανθρώπων να αποτελεί μέρος της γενικότερης παραγωγικής αλυσίδας της κοινωνίας. Η διαχρονικότητα της εργασίας δεν πρέπει να την καθιστά απόλυτα φυσική ή αυταπόδεικτη, ούτε απαραίτητο συνδετικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού. Μέσα από την ταινία με τίτλο Attention, Danger Travail ο σκηνοθέτης Pierre Carles μάς κάνει να ξανασκεφτούμε την έννοια της εργασίας και τη φυσικότητα μιας τέτοιας ανάγκης. Η ταινία του είναι ένα άκομψο αλλά αποτελεσματικό κολάζ από συνεντεύξεις, επιχειρησιακές διαφημίσεις, αποσπάσματα από άλλες ταινίες του Carles, ανάμεσά τους και ένα αξιολύπητο εκπαιδευτικό κλιπ για τους νέους υπαλλήλους της Dominos Pizzas. Παρουσιάζεται η άποψη ενός νέου κύματος ανέργων των βορείων χωρών της Ευρώπης, για τους οποίους η ανεργία δεν είναι μεταβατικό στάδιο αλλά στάση ζωής. Το κύριο μέρος της ταινίας αποτελείται από συνεντεύξεις Γάλλων ανέργων, οι οποίοι λαμβάνουν το RMI (revenu minimum d’ insertion, οι ελάχιστες

αποδοχές συντήρησης/προσαρμογής που κυμαίνονται από 450 ευρώ μέχρι 950 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση). Διάφορες χώρες, όπως το Βέλγιο που έχει ειδικό στάτους για τα επαγγέλματα ακανόνιστης εργασίας (intermittence), έχουν κινητοποιήσει παρόμοια θεσμικά πλαίσια που επιτρέπουν σε ανθρώπους και οικογένειες να ζήσουν παρόμοια. Οι συνεντεύξεις αυτές καταρρίπτουν την εικόνα που έχουμε για τους ανέργους ως καταθλιμμένα υποκείμενα, ανίκανα να συμμετάσχουν παραγωγικά σε μια κοινωνία που τα έχει απωθήσει στο περιθώριο της. Ενθαρρύνονται νέες μορφές κοινωνικού συσχετισμού που δεν εμπλέκουν τους ανθρώπους ως συναδέλφους, υπαλλήλους ή συνεργάτες, που αναθεωρούν την έννοια του παραγωγικού στη σύγχρονη κοινωνία. Μέσα από το λόγο τους, που σπάνια παίρνει συνειδητή στρατευμένη απόχρωση, η ταινία πλέκει το εγκώμιο του ελεύθερου χρόνου και της ολοκλήρωσης του εαυτού έξω από τα γραφεία και τις υπηρεσίες. Η στοχευμένη άρνηση και η αποχή, σε μια εποχή που η δουλειά θεωρείται σπάνιο αγαθό, την κάνει να φαίνεται σαν μεσαιωνικό κατάλοιπο. www.homme-moderne.org/rienfoutre/attention/


Αφιέρωμα_Εργασία

38

_Δημήτρης Παρσάνογλου

«Κρίση, ποια κρίση; Εμείς από τότε που γεννηθήκαμε είμαστε σε κρίση» Μετανάστης από τη Σιέρα Λεόνε

Η μεταναστευτική εργασία στα χρόνια της κρίσης ή όταν οι ζωές των άλλων γίνονται ένα με τη δική μας

Δεν χρειάζεται να διακινδυνεύσουμε εδώ ακριβείς και περιεκτικούς ορισμούς σε σχέση με τα συμφραζόμενα του τίτλου: μετανάστευση, εργασία, κρίση. Αυτό που μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε εξαρχής είναι ως προς το πρώτο συστατικό ότι εδώ μας ενδιαφέρει η μετανάστευση (και) ως κινητικότητα της εργασίας· ως προς το δεύτερο συστατικό ότι υπό τη μία ή την άλλη, ολοκληρωμένη ή λειψή, μορφή (έμμισθη, άμισθη, επίσημη, ανεπίσημη κ.ο.κ.) η εργασία συνιστά κομβικό στοιχείο του κοινωνικού ανταγωνισμού σε οποιαδήποτε κοινωνική συγκρότηση/μορφή· και ως προς το τρίτο συστατικό (που αποτελεί και το βασικό επιχείρημα που θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε εν συντομία εδώ), ότι η κρίση δεν αποτελεί απλώς σχετική έννοια, αλλά ακόμα και σχετική υλική πραγματικότητα για ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, πολλώ δε μάλλον δεν αποτελεί ρωγμή σε μια κανονικότητα εν είδει τρικυμίας που ενσκήπτει σε ένα ανέμελο πέλαγος. Έρχομαι αμέσως στο επίδικο. Χρόνια τώρα λέγαμε ότι οι μετανάστες είναι ο καθρέφτης του μέλλοντός μας. Η αποστροφή αυτή πέραν του ότι ενείχε ένα θεαματικό, σχεδόν οραματικό, στοιχείο που μας καθιστούσε γοητευτικά προκλητικούς σε διάφορα ακροατήρια, ενείχε πάνω από όλα μια διαπίστωση βασισμένη σε δυσπρόσιτες και αντιφατικές αλλά απολύτως υπαρκτές εμπειρικές πραγματικότητες. Οι δυναμικές που αποκρυσταλλώνονταν και αποκρυσταλλώνονται στις πορείες της μεταναστευτικής κινητικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τη σύντομη αυτή μακρά στιγμή που βιώνουμε από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και το «τέλος της μετανάστευσης», που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, συνομολόγησαν όλες οι ανεπτυγμένες οικονομίες, εμπεριείχαν τα σπέρματα αυτού που διαφαίνεται ως ο θαυμαστός νέος κόσμος της εργασίας. Αυτό δηλαδή που η μεταναστευτική εργασία ερχόταν να καλύψει, την ανάγκη για ευέλικτο, πειθαρχημένο και πειθήνιο εργατικό δυναμικό (για να δανειστούμε όρους που έθεταν πάντοτε οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρικτές της ελεύθερης μετακίνησης της εργασίας) φαίνεται να μετατρέπεται από περιθωριακή εικόνα

ενός δεύτερου (κατώτερου) τομέα μιας (δυαδικής) αγοράς εργασίας, σε κυρίαρχο μοντέλο εργασιακής σχέσης του εργαζομένου. Η παρούσα συγκυρία στην Ελλάδα –και όχι μόνο– που πολύ γρήγορα προσδιορίστηκε με τον έντονο, όσο και ασαφή όρο «κρίση», μεγεθύνει λόγω του έκτακτου χαρακτήρα που έχει λάβει αυτό που σταδιακά, βασανιστικά αλλά σταθερά εδώ και κάποιες δεκαετίες εγκαθιδρύεται ως μεταβολή του γενικού καθεστώτος εργασίας. Για να ακριβολογούμε, ο βασικός κορμός των ρυθμίσεων που έχουν

Αυτό που βίωναν χρόνια τώρα πολλοί μετανάστες θεσμικώ τω τρόπω, στη βάση ενός αντιφατικού αλλά άκρως παραγωγικού μοντέλου ημιπαράνομης/παρανομοποιημένης εργασίας, επεκτείνεται στο σύνολο του πληθυσμού. ως τώρα προωθηθεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πιστωτική αδυναμία του ελληνικού κράτους στοχεύουν στην καρδιά του καθεστώτος των εργασιακών σχέσεων. Με τρόπο μάλιστα που μετατρέπουν συνεκδοχικά την πιστωτική κρίση σε οικονομική και ευρύτερα κοινωνική. Η σπουδή να ρυθμιστούν εκ νέου βασικές αν όχι όλες οι παράμετροι των εργασιακών σχέσεων και συνθηκών, που ελάχιστη αν όχι ουδεμία σχέση έχουν με το επίδικο της κρίσης, με μονότονη κατεύθυνση τον περιορισμό δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από μια ριζική αναδόμηση του καθεστώτος κοινωνικής συναίνεσης και/ή ανταγωνισμού που γνωρίζαμε στη σύντομη διάρκεια του φορντικού μοντέλου ρύθμισης.

Στο πλαίσιο αυτό, αυτό που αποτελούσε, έστω τυπικά, μαύρη τρύπα στο συνεχώς συστελλόμενο σύμπαν μιας υποτιθέμενης εργασιακής κανονικότητας έρχεται εκδικητικά στο προσκήνιο, αναδεικνύοντας την ξεχασμένη, ενίοτε και από τους «εκπροσώπους της εργατικής τάξης», μεριά του φεγγαριού. Αυτό δηλαδή που αποτελούσε άγραφο κανόνα για ένα σημαντικό κομμάτι των εργαζομένων, που ασφαλώς δεν περιοριζόταν ούτε περιορίζεται στους μετανάστες εργαζόμενους αλλά και σε άλλες ομάδες (βλ. γυναίκες, νέους/ες), αποκτά τη γραπτή του μορφή. Αυτό δηλαδή που βίωναν χρόνια τώρα πολλοί μετανάστες θεσμικώ τω τρόπω, στη βάση ενός πολύπλοκου, αντιφατικού αλλά άκρως παραγωγικού μοντέλου ημιπαράνομης/ παρανομοποιημένης μετανάστευσης και εργασίας, επεκτείνεται στο σύνολο του πληθυσμού που δεν μπορεί παρά, έστω και εν μέρει, να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να ζήσει. Με λίγα λόγια, αυτό που προσδιορίζεται εδώ και κάποιους μήνες ως «κρίση», και πολύ περισσότερο αυτό που διαφαίνεται στον άμεσο ορίζοντα των εργασιακών σχέσεων ως γενικευμένη κοινωνική κρίση, δεν είναι τίποτε άλλο από την επέκταση ενός υπαρκτού κοινωνικού καθεστώτος σε ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες και ομάδες. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους άρθρα ακόμα και έρευνες στον τύπο που προμηνύουν τη μαζική φυγή μεταναστών αλλά και Ελλήνων από την Ελλάδα. Η ανεργία που αναμένεται να λάβει πρωτοφανείς για τις τελευταίες δεκαετίες διαστάσεις, ασφαλώς πλήττει όλους τους κλάδους σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Το άμεσο μέλλον προμηνύεται αβέβαιο, αν όχι δυσοίωνο. Το ερώτημα που τίθεται, ωστόσο, δεν είναι πόσους ανθρώπους θα κονιορτοποιήσει στο διάβα της η γενικευμένη αυτή επίθεση, αλλά πόσοι άνθρωποι θα διδαχθούν από άλλους ανθρώπους που έχουν γεννηθεί και πιθανότατα θα πεθάνουν μέσα σε «συνθήκες κρίσης». Πόσοι άνθρωποι θα διδαχθούν νέες όσο και παλιές τεχνολογίες επιβίωσης μέσα αλλά κυρίως στα όρια ή και εκτός του τυπικού πλέγματος κοινωνικής (και όχι κρατικής) προστασίας και αλληλεγγύης. Οι μετανάστες ως επισφαλείς εργαζόμενοι και ως επισφαλή κοινωνικά υποκείμενα, όπως και οι μη μετανάστες επισφαλείς εργαζόμενοι, έχουν εκόντες‑άκοντες αναπτύξει διάφορους μηχανισμούς και τεχνολογίες επιβίωσης. Έχουν με το χρόνο μεταλλαχθεί σε κατσαρίδες, ανθεκτικές σε κάθε μορφή κοινωνικού ολοκαυτώματος. Είτε σε συνθήκες εργασιακής απορρύθμισης είτε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης δείχνουν να αντέχουν σε επιβλαβείς μεταβολές. Το θέμα είναι αν, πόσο και με ποιους τρόπους, θα αντεπεξέλθουν οι νέοι μετανάστες στη χώρα της επισφάλειας. Είναι μάλλον καιρός να ανακαλύψουν και άλλοι/ ες (πολλοί/ες) αυτά που γνωρίζανε!


Εργασία_ Αφιέρωμα _Ποθητή Χαντζαρούλα

39

Μια σύντομη ιστορία της οικιακής εργασίας

Οι εκδόσεις Νεφέλη μαζί με τη συντακτική ομάδα της περιοδικής έκδοσης «Ιστορείν» εξέδωσαν το 2009 μια συλλογή κειμένων με τίτλο «Επισφαλής Εργασία, “γυναικεία εργασία”, παρέμβαση με αφορμή την Κωνσταντίνα Κούνεβα». Διαλέξαμε ένα απόσπασμα από το κείμενο της Ποθητής Χαντζαρούλα «Μια γενεαλογία του αποκλεισμού της έμμισθης οικιακής εργασίας από την κατηγορία της εργασίας».

Με αφορμή τη δολοφονική επίθεση ενάντιον της Κωνσταντίνας Κούνεβα το 2008 ήρθαν στην επιφάνεια πολλά ζητήματα που αφορούν στη σύγχρονη επισφαλή εργασία γενικώς αλλά και στη γυναικεία εργασία ειδικώς. Και δεν μιλάμε μόνο για την απαξιωμένη και κατ’εξοχήν γυναικεία, εργασία του καθαρισμού αλλά και για την κακοπληρωμένη, ανασφάλιστη, αν όχι απλήρωτη, μη αναγνωρισμένη γυναικεία εργασία. Εκεί όπου όλα τα ασφαλιστικά και εργατικά διακαιώματα καταπατώνται και οι εργοδοτικές πρακτικές ξεπερνούν κάθε όριο αυθαιρεσίας. Οι εκδόσεις Νεφέλη μαζί με τη συντακτική ομάδα της περιοδικής έκδοσης «Ιστορείν» εξέδωσαν το 2009 μια συλλογή κειμένων με τίτλο Επισφαλής Εργασία, «γυναικεία εργασία», παρέμβαση με αφορμή την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Η πολύ ενδιαφέρουσα έκδοση περιλαμβάνει κείμενα των: Έφης Αβδελά, Αθηνάς Αθανασίου, Γιάννη Κουζή, Ιωάννας Λαλιώτου, Βλασίας Παπαθανάση, Ποθητής Χαντζαρούλα, Αγγέλικας Ψάρρα. Θεωρήσαμε πως ένα αφιέρωμα στην εργασία θα ήταν σίγουρα λειψό χωρίς αναφορά στη γυναικεία εργασία. Διαλέξαμε ένα απόσπασμα από το κείμενο της Ποθητής Χαντζαρούλα. Η επιλογή του συγκεκριμένου αποσπάσματος έγινε ακριβώς γιατί θεωρούμε ότι το θέμα της οικιακής εργασίας αγγίζει μια πολύ ευαίσθητη χορδή της ελληνικής κοινωνίας και είναι κάτι που όλοι/ες το ζούμε καθημερινά στα σπίτια μας, στα σπίτια φίλων και γνωστών, συχνά προσπερνώντας το χωρίς πολλές σκέψεις. Αν η γυναίκα εργάτρια κατασκευάστηκε από το κράτος και το εργατικό κίνημα τον 19ο αι. στην Ευρώπη ως ανωμαλία και πρόβλημα, η οικιακή ερ-

γάτρια αποκλείστηκε από την ίδια την έννοια της εργασίας, έγινε αόρατη. Η νέα έννοια της εργασίας που διαμορφώνεται τον 19ο αι. από το κράτος και το εργατικό κίνημα, χρησιμοποιεί τη διαφορά του φύλου για να εγκαθιδρύσει δικαιώματα στην εργασία και να συστηματοποιήσει τον κατά φύλο καταμερισμό εργασίας και την αντίθεση οίκου και εργασί­ας. Ο χώρος στον οποίο εκτελείται η εργασία γίνεται πεδίο νοηματοδότησης της εργασίας, του τι αποτελεί και τι όχι εργασία. Οι έννοιες εργασία και γυναίκες έγιναν ασύμβατες, το ίδιο και οι έννοιες οίκος και εργασία. Οι αντιλήψεις για τη θηλυκότητα και τον ανδρισμό διαμόρφωσαν σχέσεις υποταγής και κυριαρχίας στην εργασία και δημιούργησαν μηχανισμούς αποκλεισμού και ενσωμάτωσης στην εργασία και στο εργατικό κίνημα.

1951. Παρέμεινε μέχρι το 1960 εκτός εργατικής νομοθεσίας, γεγονός που καταδεικνύει τις προσπάθειες διαφόρων ομάδων της αστικής τάξης να παρε­μποδίσουν την απαγόρευση της παιδικής εργασίας και τη θέσπιση κανόνων που αφορούν τους μισθούς, τις ώρες εργασίας, την ασφάλιση και τις συντάξεις. Στόχος τους ήταν να τεθεί η οικιακή εργασία εκτός των ρυθμίσεων του κράτους και να παραμένει ιδιωτικό ζήτημα υπό τον έλεγχο των εργοδοτριών. Παράλληλα, με τις ρυθμίσεις η οικιακή εργασία δεν συμπεριλαμβανόταν στην κατηγορία της εργασίας και δεν αναγνωριζόταν στις οικιακές εργαζόμενες το στάτους της εργάτριας. Αυτό διευκόλυνε την εκμετάλλευσή τους, καθώς η σύγχυση ανάμεσα στην οικογενειακή σχέση, μέσω του θεσμού της ψυχοκόρης, και την εργασία ευνοούσε πάνω από όλα τα συμφέροντα των εργοδοτών.

Η ρύθμιση της οικιακής εργασίας από αστυνομικές διατάξεις και ο αποκλεισμός του έμμισθου οικιακού προσωπικού από την εργατική νομοθεσία αποτελούν σημαντικές διαστάσεις της προσπάθειας αστυνόμευσης και ελέγχου των υπάλληλων τάξε­ων καθώς και του ορισμού τους ως εγκληματιών. Η σημασία του ορισμού τής έμμισθης οικιακής εργασίας από το νόμο έγκειται στην ικανότητα του νόμου να παράγει τα υποκείμενα που ισχυρίζεται ότι ρυθμίζει. Τα υποκείμενα που τίθενται κάτω από το σύ­στημα της δικαστικής εξουσίας ορίζονται, συγκροτούνται και αναπαράγονται σε συμφωνία με τις απαιτήσεις του συστήματος.

Οι αστυνομικές διατάξεις ασχολούνταν αποκλειστικά με τον έλεγχο του οικιακού προσωπικού και την εξακρίβωση και τη διασφάλιση της πρόσληψης ενός ελεγχόμενου και ηθικού εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με τις διατάξεις του 1870 και του 1879, όσοι και όσες ήθελαν να ασκήσουν το επάγγελμα της οικιακής βοηθού έπρεπε να παρουσιαστούν στην αστυνομία, να εφοδιαστούν με βιβλιάριο και να πάρουν άδεια από την αστυνομία. Τα μεσιτικά γραφεία περνούσαν κάτω από τον έλεγχο της αστυνομίας. Η διάταξη του 1905 ανέθετε στα μεσιτικά γραφεία την ευθύνη να συλλέξουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε οι εργοδότες να έχουν ακριβή γνώση του ήθους, των καθηκόντων, της τιμιότητας, της υγείας και των ικανοτήτων του εκμισθούμενου προσώπου.

Η έμμισθη οικιακή εργασία ρυθμίστηκε από επτά αστυνομικές διατάξεις μεταξύ του 1870 και του



Εργασία_ Αφιέρωμα _Φλώρος Κατσουρός

Συνταξιοδότηση μετά τα

Πριν πολλά χρόνια ονειρεύτηκα τον Ράινικε. Ήρθε εκ του τάφου του. Φοβόμουν, απέφευγα να τον αγγίξω, πρόσεχα μη μ’ αγγίξει κι αυτός. Δεν θυμάμαι το λόγο της «επιστροφής» του. Κάτι κάναμε, κάτι λέγαμε, συνηθισμένα πράγματα, που δεν συγκράτησα. Στο τέλος της συνάντησης, όταν έφευγε πάλι και γύριζε στον τάφο του, σκέφτηκα να τον ρωτήσω αν υπάρχει «επόμενη ζωή», αλλά δίσταζα. Ξεπέρασα τη διστακτικότητά μου, σκεπτόμενος πως είναι μοναδική ευκαιρία: αυτός μόνον θα μπορούσε να απαντήσει σίγουρα, επιτέλους, στο διακαές ερώτημα. Τον σταμάτησα και τον ρώτησα, νομίζω, δε, πως πάνω στη φούρια μου, παρ’ όλη την απόσταση που του κρατούσα, τον άγγιξα... «Ναι», απάντησε, «υπάρχει». Τότε, ξύπνησα... κι έμειναν στα χείλια μου κολλημένες ένα σωρό ερωτήσεις. Διευθυντής του Ιστορικού Μουσείου, ο Ράινικε, Δόκτωρ Φιλοσοφίας˙ δεν του είχα και πολλή εκτίμηση. Εκείνα τα χρόνια, θαύμαζα την αριστερή ιντελιγκέντσια. Εκείνος δεν συγκαταλεγόταν σ’ αυτήν. Διάβαζε ιστορικά μυθιστορήματα και βιογραφίες βασιλέων και ευγενών της Γερμανίας. Εμένα με θεωρούσε δραστήριο και καπάτσο, αλλά εθνολογικά, πιθανώς και βιολογικά, το διαισθανόμουν, κατώτερό του. Εντούτοις βλεπόμαστε τακτικά, ένεκα κοινής εργασίας. Πριν πεθάνει μού φερόταν φιλικά και με εκτιμούσε. Ο Νίκος, που του διηγήθηκα το όνειρο, ζητώντας ερμηνεία για την εμφάνιση του Ράινικε, είπε (ήξερε πως ήμουνα παθιασμένος με τον Φρόυντ εκείνη την εποχή) πως θα ’ταν καλό να εγκαταλείψω την

ψυχαναλυτική αναζήτηση ερμηνείας, και να κοιτάξω το όνειρο από ψυχονοητικής πλευράς. «Ίσως ο Ράινικε σου έκανε μια επίσκεψη και μόνο!», τόνισε απλά. «Ο Νίκος, πάλι δεν έχει όρεξη για συζήτηση» μουρμούρισα. «Δυσκολίες να υιοθετήσω τέτοια άποψη», σημείωσα. Αυτά σκεπτόμενος τότε, ξεπρόβαλε ο Σεφέρης! Κι αυτός, με τον Αρτεμίδωρό του και τα λιγοστά μεταφυσικά του, παρότι γνώριζε τα του θείου της Βιέννης, σκέφτηκα, παρόμοια με τον Νίκο θα απαντούσε.... Τώρα, μετά πολλά χρόνια, «ξαναεμφανίστηκε» ο Ράινικε! Ολόιδια σκηνή, ολόιδια συνηθισμένα πράγματα που πάλι δεν θυμάμαι, αλλά αυτή τη φορά πριν επιστρέψει στον τάφο τον άρπαξα απ’ το μανίκι, «Να σε ρωτήσω κάτι.... πως είναι η επόμενη ζωή;»

Αννόβερο, Αύγουστος 2010

41

67 είμαι στις πορτοκαλιές, το διάλεξα γιατί στη ζωή μ’ άρεσαν τα πορτοκάλια, η δουλειά μου είναι στις ρίζες... εκεί που συντελείται το μυστήριο της δημιουργίας. Να βοηθάς τις ρίζες ν’ απορροφούν νερό με χώμα, να παρακολουθείς τη μετάλλαξη αυτών σε χυμό, γεύση και άρωμα πορτοκαλιού, τότε μόνο μπορείς να φανταστείς το θαύμα της ζωής!» «Δηλαδή, γίνεσαι κι εσύ πορτοκάλι;» «Ναι… κάθε πορτοκάλι έχει κάτι κι από μένα», είπε ταπεινά ο Ράινικε. «Εργάζομαι πάντα, νύχτα‑μέρα, χωρίς διακοπή», πρόσθεσε. «Κάτεργα επομένως... αντί Βασιλείας των Ουρανών, η επόμενη ζωή;» ξεφώνησα και πρόσθεσα εξαγριωμένος: «Κάτεργα νύχτα μέρα, χωρίς ύπνο;»

«ΕΡΓΑΣΙΑ!», απάντησε αυτός, κοφτά. «Η αιώνια ζωή δεν έχει χρεία ύπνου», είπε ήρεμα. «Εργασία;;; Μετά θάνατον εργασία; Για ποιο λόγο;», ζήτησα να μάθω.

«Κι αν δεν θες να δουλέψεις;»

«Φροντίζουμε τη συντήρηση και εξέλιξη της δημιουργίας! Μετά θάνατον είναι που αρχίζει η δουλειά!»

«Δεν δουλεύεις...», συνέχισε πιο ήρεμα.

«Κάντο μου λιανά», επέμεινα.

«Τίποτα. Δεν υπάρχεις...»

«Να, συντρέχουμε πλανήτες, ουράνια σώματα, μετεωρίτες, το σύμπαν. Φροντίζουμε την παγκόσμια αρμονία. Ο κόσμος δεν είναι εδώ για να τον καταναλώσουμε, αλλά για να τον πραγματοποιήσουμε διά της εργασίας μας, έτσι ανερχόμαστε στη θέωση».

Κι εκεί πλέον ξύπνησα έχοντάς τα χαμένα...

«Κι εσύ τι φτιάχνεις;», τον ρώτησα. «Α!!!» αναφώνησε με αγαλλίαση ο Ράινικε, «Εγώ

«Και τι κάνεις τότε;»

Συνήλθα γρήγορα. Αυτή τη φορά δεν είχα καμιά δυσκολία με την ερμηνεία του ονείρου: Η «επίκαιρη αιτία», που λέει ο Φρόυντ, ήτανε φως φανάρι: Το βράδυ της προηγουμένης του ονείρου, συνδικαλιστές μού είχαν ζητήσει να συμπράξω μαζί τους, ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης Μέρκελ, περί ανόδου του ορίου συνταξιοδοτήσεως στα 67 χρόνια.


Αφιέρωμα_Εργασία _Γιώργος Λαμπράκος

42

«Πας λογικός άνθρωπος πρέπει να εργάζεται νυχθημερόν, ακαμάτως και ανενδότως, προς κατάκτησιν του υπερτάτου αγαθού της αργίας»

«Πας λογικός άνθρωπος πρέπει να εργάζεται νυχθημερόν, ακαμάτως και ανενδότως, προς κατάκτησιν του υπερτάτου αγαθού της αργίας»

Εμμ. Ροΐδης

Εμμ. Ροΐδης

Η Αρκαδία δεν βρίσκεται στη γη

Οι γονείς της γενιάς μου μεγάλωσαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και δούλεψαν πολύ. Οι γονείς τους μεγάλωσαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και δούλεψαν πολύ. Οι πρόγονοί τους μεγάλωσαν πριν, κατά τη διάρκεια, και μετά από πολλούς πολέμους και δούλεψαν πολύ. Και πάει δουλεύοντας, μέχρι την Εύα και τον Αδάμ, που μόλις εκδιώχτηκαν από τον Παράδεισο αναγκάστηκαν να συμπληρώσουν το βιογραφικό τους, αφού εκεί, από κάθε άποψη, δεν είχαν καμιά δουλειά. Ένα μεσημέρι λοιπόν το φίδι, έτσι όπως εκείνοι τεμπέλιαζαν κάτω από μια μηλιά, έχυσε μέσα τους το δηλητήριο του κακού με τη μορφή της ανίας. Οι πρωτόπλαστοι αθέτησαν την υπόσχεση που είχαν δώσει στον θεό τους να μην ανιούν και κατάπιαν αμάσητο το μήλο της εργασίας που, παρότι ξινόμηλο, αν μη τι άλλο συνιστούσε τροφή. Έκτοτε οι άνθρωποι δεν έπαψαν να πέφτουν κάτω από την ίδια ξινομηλιά. Εργασία, σύμφωνα με την πρώτη λεξικογραφική σημασία, είναι η παραγωγή έργου με σωματική ή πνευματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από ανταμοιβή σε χρήμα ή είδος. Στην αρχαία Ελλάδα η σωματική εργασία αφορούσε αποκλειστικά στον δούλο και στον μικροπαραγωγό, που έκαναν αυτό που δεν ήθελε και δεν άρμοζε να κάνει ο κύριος. Αυτός βέβαια δεν αεργούσε, αλλά καταγινόταν πότε με τη διοίκηση και τον πόλεμο, και πότε με κάποια πνευματική εργασία,

όπως ενατένιση, επιστήμη, τέχνη κ.λπ., αλλά πάντα με στόχο την εφαρμογή της. Από το ησιόδειο χρυσό γένος, μία ακόμα φαντασίωση απόλυτης αεργίας, περάσαμε στην επίχρυση εποχή της αθηναϊκής δημοκρατίας, προσφιλώς αναφερόμενο παράδειγμα της υποτιθέμενης συνύφανσης της δημιουργικότητας με την τεμπελιά, όπου οι άνδρες επιδίδονται στη διαχείριση του δήμου και ασφαλώς στην υλοποίηση του πνεύματος. Ο Φειδίας ανεβοκατέβαινε την Ακρόπολη φροντίζοντας για την άρτια κατασκευή των μαρμάρινων έργων, ενώ ο παντογνώστης Σωκράτης κυνηγούσε τους συμπολίτες του για να τους μεταδώσει όσα (δεν) γνώριζε για το πώς να διάγουν τον βίο τους. Όσο για τον Αριστοτέλη, όταν ισχυριζόταν ότι ο μονήρης είναι ή θηρίο ή θεός, μάλλον εννοούσε πως δεν αντέχει να μην επιδεικνύει το έργο του στους άλλους αποζητώντας την αναγνώριση. Ακόμα και ο Διογένης ο Κυνικός δεν ήταν τόσο τεμπελόσκυλο ώστε να μη γράψει βιβλία και να μην εργαστεί ως δάσκαλος των παιδιών του Ξενιάδη. Πέρα από την εσωτερικά επαπειλούμενη ανία και την εξωτερικά δημιουργούμενη ενοχή, και πέρα από την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών, άλλος ένας λόγος που κάνει τους πάντες να εργάζονται είναι η επίγνωση της θνητότητας, άσχετα αν συνοδεύεται από τον φόβο αυτής. Ακόμα και στο μοναστήρι, χώρο όπου ο χρόνος φαντάζει αιώνιος και η δι-

άκριση ανάμεσα σε ζωή και θάνατο μηδαμινής σημασίας, ο καθημερινός βίος περιλαμβάνει τις περισσότερες από τις πνευματικές και σωματικές εργασίες που απασχολούν και τις κοσμικές κοινωνίες. Τους δύο τελευταίους αιώνες, και ιδίως στη Δύση, η ελπίδα ότι ο εκμηχανισμός θα επέφερε το τέλος της εργασίας και της αποξένωσης των εργαζομένων από το προϊόν της (αφού κατά τον κομμουνιστικό μύθο το πρωί θα κυνηγάμε, το απόγευμα θα ψαρεύουμε και μετά το δείπνο θα ασκούμε κριτική – προφανώς στο προτσές του κυνηγιού και του ψαρέματος, αφού όλα τα άλλα θα είναι άψογα…) διαψεύστηκε παταγωδώς. Ο καπιταλιστικός μύθος της αέναης προόδου εξακολουθεί να προοδεύει αέναα και να συμπαρασύρει τα πάντα: όσοι πηγαίνουν διακοπές, ανεξάρτητα από το αν είναι νεόπλουτοι γιάπηδες ή γενειοφόροι φυσιολάτρες, σκέφτονται διαρκώς πότε και υπό ποιες συνθήκες θα επιστρέψουν στην εργασία για να συμβάλουν στην «πρόοδο», τη «μαγική λέξη της νεωτερικότητας» (Σορέλ). Όσοι πιστεύουν ότι μπορούν να ζήσουν ισόβια χωρίς να εργαστούν ποτέ, δεν το έχουν δοκιμάσει ποτέ. Μόνο η απεριόριστη, κατ’ ουσίαν ανικανοποίητη ανθρώπινη επιθυμία κάνει το άλμα από το θαυμάσιο «Κυριακή, γιορτή και σχόλη» στο ανέφικτο «να ’ταν η βδομάδα όλη». Το «δικαίωμα» στην τεμπελιά προϋποθέτει την ανθρωπολογικά αναπόδραστη «υποχρέωση» στην εργασία.


Εργασία_ Αφιέρωμα

43

Την τεμπελιά πολλοί αγάπησαν, τον τεμπέλη κανείς. Ο Κιτς αναφέρει σε επιστολή του πως όταν γράφει ποιήματα «εργάζεται», άσχετα αν προσθέτει ότι το κάνει «με μια αίσθηση αεργίας». Όσο για τον Ρεμπό, αφότου άλλαξε την ευρωπαϊκή ποίηση, επιδόθηκε μέχρι θανάτου στο εμπόριο πασχίζοντας να γίνει, όπως έγραψε στα δέκα του, «εισοδηματίας». Δύσκολα θα αποκαλούσαμε τεμπέλη τον λογοτεχνικό κολοσσό που αποκαλούσε βία «την τόλμη μου να τεμπελιάζω» (Ζενέ), ή τον εικονοκλάστη Ντεμπόρ που παρά το σύνθημά του («Μη δουλεύετε ποτέ!») δούλεψε όσο ελάχιστοι για την ανατροπή της κοινωνίας του θεάματος (αυτό κι αν «θέλει δουλειά πολλή»). Ομοίως ο Βανεγκέμ διαχώρισε σοφά τη σωματική τεμπελιά από την πνευματική αποχαύνωση και υπερασπίστηκε την «εκλεπτυσμένη τεμπελιά», που πόρρω απέχει από τη βραδύνοα ραστώνη. Όταν δε ο Καρούζος ταύτιζε την τεμπελιά, ως «ανώτερη μορφή εργασίας», με «του απόλυτου τη χρήση», προφανώς δεν είχε κατά νου την τηλεόραση. Τέλος, δεν είναι τυχαίο πως οι καλλιτέχνες μάς καλούν να δούμε πάντα τη «δουλειά» τους, ποτέ την «τέχνη» τους. Επομένως, ακόμα και για τους δήθεν «ακαμάτες» ποιητές και στοχαστές, η εργασία, δηλαδή η μετουσίωση, είναι μια θεμελιώδης πραγματικότητα. Από νήπια μαθαίνουμε πώς να μετουσιώνουμε, να «δουλεύουμε», την ερωτική ορμή σε δραστηριότητα δυνάμει ωφέλιμη για εμάς, για άλλους ή για όλους. Και πώς θα γινόταν αλλιώς,

αφού σε μια κοινωνία χωρίς εργασία ο αγώνας για επιβίωση θα κατέληγε στο να τρώει ο καθένας το υψηλό αντικείμενο της επιθυμίας του, δηλαδή τον ερωτικό άλλο. Τυχερός όποιος διανύει πάντα μετ’ επιστροφής τη διαδρομή από την ελευθερία (του έρωτα) στη δουλεία (της εργασίας). Η καλή μέρα από το βράδυ φαίνεται. Το βράδυ η πλειονότητα της ανθρωπότητας βλέπει τον εργασιακό εφιάλτη που θα ζήσει το πρωί, ενώ το πρωί ονειροπολεί παλεύοντας με το δίλημμα «βαρέθηκα να δουλεύω/βαρέθηκα να κάθομαι», ενόσω κοιμάται όρθια όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να τρέψει την εργασία προς το μεγαλύτερο δυνατόν όφελός της. Ποιοι είναι άραγε οι τρόποι συνδυασμού της ντοματούλας με την τηλεματική, ποια τμήματα της τρέχουσας κοινωνίας της πληροφορίας θα μπορούσαν να τους εφαρμόσουν και προς όφελος ποιων; Σήμερα που η ανεργία καλπάζει δομικά και το συντομότερο ανέκδοτο ακούει στο όνομα «σύνταξη», όνειρο δεν μπορεί να είναι πια η κατάργηση της εργασίας, αλλά η δραστική βελτίωση και μείωσή της μέσω αναδιάταξης των μέσων και των προϊόντων της, με παράλληλους στόχους το σεβασμό στο περιβάλλον, την άμβλυνση της ισοπεδωτικής τυποποίησης και φυσικά την ίδια τη ραθυμία μες στην επισφαλή ασφάλεια που προσφέρουν η αντιφατικότητα του ανθρώπου και η καταστροφικότητα της φύσης. Έκθεση Γ´ Λυ-

κείου; Η ιστορία θα κρίνει. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος ταύτισε τη Γη της Επαγγελίας με τη Γη της Παραγγελίας, όπου όλα καταφθάνουν αρκεί να σηκώσει το χέρι του. Το όνειρο μιας επίγειας Εδέμ δίχως εργασία μοιάζει με το όνειρο της αθανασίας: όσο ειλικρινέστερα το εξετάσει κανείς, τόσο πιο εφιαλτικό φανερώνεται. Η Αρκαδία δεν βρίσκεται στη Γη, πόσο μάλλον στην Ελλάδα. Δεν γεννήθηκα για να κοιτάζω τον ήλιο από το πρωί ως το βράδυ, ούτε για να κοιτάζω τη σελήνη από το βράδυ ως το πρωί. Δεν γεννήθηκα όμως ούτε και για να δουλεύω από το πρωί ως το επόμενο πρωί με ελάχιστες δυνατότητες ψυχοσωματικής και οικονομικής πλήρωσης. Νιώθω πως γεννήθηκα για να δημιουργώ ζωή και όχι να καταστρέφω τη ζωή άλλων. Όταν όμως κάποιοι καταστρέφουν τη ζωή και την όμορφη βίωσή της μέσω, μεταξύ άλλων, και της εργασίας, τότε κάθε αντίδραση με στόχο την ανατροπή τους φαντάζει αλυσιδωτή. Αν το μέλλον είναι «το μόνο είδος ιδιοκτησίας που οι κύριοι παραχωρούν πρόθυμα στους δούλους τους» (Καμύ), ήρθε η ώρα όσοι αισθάνονται δούλοι να πάρουν το παρόν στα χέρια τους, απωθώντας συγχρόνως την ορμή τους να γίνουν κύριοι. Εδώ η ευγένεια, με τη νιτσεϊκή έννοια, ότι αναβάλλεται η αντιμετώπιση του εχθρού, παραμερίζεται μπροστά στην αντίσταση. Πάντα θα χύνεται ιδρώτας, αλλά και αίμα. Αίμα κακό.



Εργασία_ Αφιέρωμα _Γιάννης Θωμάς

Σκάβω.

45

«Οι περισσότεροι φίλοι μου είν’ αρκετά φτωχοί, άρα δεν χρειάζεται να δουλεύουν και πολύ» Παροιμία που κυκλοφορεί σε μερικά νησιά.

Με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου «Κείμενα για την Εργασία και την Κρίση» (Εκδόσεις των Ξένων) Κανένας μας δεν ζει πέρα απ’ τις αντιφάσεις του· έτσι, άλλοι με κατεβασμένα τα μούτρα, άλλοι με τη χαμένη έκφραση κλασαυχενισμού1 του συμμετέχοντος, θα συμφωνήσουν, όταν μιλάμε για την εργασία, ότι πρόκειται για μία φυσική σχεδόν ανάγκη. Εξάλλου, μαζί με τη θητεία στον στρατό συνιστούν τα υλικά της πιο διαδεδομένης συνταγής για να γίνει κανείς άντρας. Οπότε, ας μη νομίζουν ορισμένοι ότι οι σύγχρονες θεωρίες περί της επιτελεστικότητας του φύλου αποτελούν καινοτομίες· ο λαός είχε αποφανθεί προ πολλού.

Απόψεις που κλονίζουν τις πιο αγκυλωμένες βεβαιότητες δεν είναι πάντα καλοδεχούμενες. Αυτό μας φαίνεται ότι διέπεται από μια «λογική» στην οποία ωστόσο δεν παραχωρούμε απαραιτήτως κάποια παραδοχή συμμετοχής. Ναι μεν βολευόμαστε στις σιγουριές αλλά γιατί να το ομολογήσουμε κιόλας; Ειδικά όταν αμφισβητηθεί το πρώτο σκαλί στη στριφογυριστή κλίμακα των επενδύσεων, θα απειληθεί αυτοστιγμεί και ολόκληρη η σκάλα, πράγμα αν μη τι άλλο δυσάρεστο αφού στην ουσία αυτό που διαταράσσεται είναι το κατασκεύασμα της ταυτότητας. Ως εκ τούτου η «λογική» ανέρχεται ως διά μαγείας σε Λογική κι η επιβίωση συνεχίζεται. Σύμφωνα με την προτροπή πολύ εκλεκτού και σεβαστού φίλου, δεν πάω και πολύ τακτικά στα βιβλιοπωλεία, όχι όμως για το λόγο που αυτός με είχε συμβουλέψει, αλλά επειδή δεν έχω λεφτά και βαριέμαι. Αν πάλι τύχει και βρεθώ να χαζεύω στους μπάγκους και τα ράφια, δύσκολα θα μου τραβήξει την προσοχή κάποιο βιβλίο που με φλερτάρει με οικονομίστικους προβληματισμούς. Σε περίπτωση όμως που μια εκδοτική ομάδα δεν ειδικεύεται σε ανακυκλώσιμα, μια ματιά, παρά την κρίση στον τίτλο, δεν είναι ανεπίτρεπτη. Μέσα στον τόμο Κείμενα για την Εργασία και την Κρίση2 συμπεριλαμβάνεται το Μανιφέστο ενάντια στην εργασία του Gruppe Krisis. Τα προμηθεύτηκα χωρίς νάζια και διάβασα το πόνημα ευδιάθετος. Όπως στα περισσότερα καλά θεωρητικά κείμενα, η πρώτη σπασμένη ρίζα με την οποία έρχεται σε επαφή ο αναγνώστης είναι αυτή του λεξιλογίου και είναι πολύ ευχάριστη. Διότι, ακόμα και οι πιο όμορφες «νεογέννητες» ιδέες έχουν την τάση να εγκλωβίζονται κάτω από κοινόχρηστες φρασεολογίες3. Μπορεί, ας πούμε, η αφαίρεση «κοινωνία της εργασίας» όπως ονομάζεται η σημερινή συνθήκη στο Μανιφέστο να δίνει την εντύπωση της εκδικητικότητας, αλλά πώς αλλιώς να αμυνθείς όταν σε σημαδεύει διπλός πέλεκυς: η μία κόψη, παραμερίστε τον αργόσχολο (γερμανικός ύμνος της διεθνούς), η άλλη, η εργασία απελευθερώνει (πύλη Άουσβιτς). Ομοίως, όταν ακούμε ότι όλα έχουν ειπωθεί, δεν θα ’πρεπε να πιστεύουμε ότι τούτο

συνέβη και με τον καταλληλότερο τρόπο, ειδάλλως κάτι θα ’χε πιάσει τ’ αυτί μας και δεν θα ’μασταν σ’ αυτήν την κατάσταση. Άρα το πρώτο καθήκον, του κάθε σκαπανέα που θέλει να εκθέσει τα «ευρήματά» του, είναι να τους εμφυσήσει πνοή με τη μορφή που θα τους δώσει. Από δω μόνο, νομίζω, μπαίνει λίγο αεράκι. Ωστόσο, άλλο οι ιδέες κι άλλο η παρατήρηση. Γιατί, ενώ η ιδέα είναι απλά ένα (απωθημένοξεαπωθημένο, πάντως) ιδανικό, η παρατήρηση λειτουργεί μόνο όταν ο μηχανισμός του βολέματος απενεργοποιείται. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο βολικό από τον εντοπισμό και καθορισμό της υπευθυνότητας εκτός του παραπονούμενου: προκειμένου να συντηρεί τον καημό της, η αριστερά, απ’ άκρου εις άκρον, δεν κατάφερε, δηλαδή, δεν φρόντισε, να απαλλαγεί από αυτήν την άνεση.

Στο Μανιφέστο γίνεται λόγος για την απέχθεια που θα ’νιωθε ένας βαρόνος του μεσαίωνα, με έφεση στην καλοπέραση και τη σχόλη, αντικρίζοντας τη «ζωή που κάνουν» οι σύγχρονοι ομόλογοί του. Ούτε φυσικά εγκαίρως ούτε και εκ των υστέρων. Εδώ, ακόμη κι ένας τόσο ευφυής άνθρωπος όπως ο Ντεμπόρ, ποτέ δεν κατόρθωσε να επιτρέψει στον εαυτό του μια ανακουφιστική υποχώρηση ως προς τον εγωισμό του: να πάψει να κολακεύει την εντελώς αυθαίρετη, ήδη από τότε, υπόθεση του «ιστορικού υποκειμένου». Ακριβώς εδώ, εντοπίζεται και το φωτεινότερο ρίσκο αυτού του εγχειρήματος. Στο Μανιφέστο γίνεται λόγος για την απέχθεια που θα ’νιωθε ένας βαρόνος του μεσαίωνα, με έφεση στην καλοπέραση και τη σχόλη, αντικρίζοντας τη «ζωή που κάνουν» οι σύγχρονοι ομόλογοί του, της κυρίαρχης κοινωνικής ελίτ, στην «ευμάρεια» των οποίων θα άρμοζε μάλλον λύπηση παρά ζήλια. Η άποψη αυτή, που για την αριστερά φαντάζει εντελώς απαράδεκτη, αρθρώνεται σε ένα κειμενικό φόντο ακόμη πιο βέβηλο: οι συγγραφείς, την υψηλή νοημοσύνη της εργατικής τάξης δεν την αποδέχονται ως δεδομένη! Ένδειξη κριτικής προσέγγισης με εξαιρετικά σπάνιο θάρρος, εφόσον, οι όροι οι οποίοι σημασιοδότησαν κάποτε την ταξικότητα, το δίπολο ευτυχίας-δυστυχίας και το «μέγεθος» της αλλοτρίωσης του υποκειμένου, έχασαν τη στατικότητά τους και διαχύθηκαν αδιακρίτως σε «πλούσιους και φτωχούς» μέσω ηλεκτρονικών παραθύ-

ρων. Η σύγχρονη ασθένεια του τηλεοπτικώς σκέπτεσθαι (που εκτός της σκέψης χτυπάει και στην ομιλία, στην ακοή, στην ανάγνωση, στην γραφή κ.ο.κ.) δεν έχει καμία ρατσιστική διάθεση ούτε εκλεκτικότητα. Αλλά το σκάνδαλο δεν σταματάει εδώ. Ενώ στο Μανιφέστο γίνεται εξαντλητική ανάλυση στο καπιταλιστικό πνεύμα, στις κανιβαλικές του αναγεννήσεις-μεταμορφώσεις και τα πιθανά όρια αυτών, δεν χάνεται πουθενά η ευκαιρία να τονιστεί το μεγάλο επίτευγμά του, όχι μόνο να επιβάλει την εργασία στις μάζες αλλά να τις κάνει να την ζητούν από μόνες τους ενώ ολοφάνερα την απεχθάνονται. Το ότι αυτή η μανία με την εργασία αποτελεί επιφαινόμενο ενός βαθύτερου λάθους που έπληξε την ανθρώπινη αντίληψη και που τα αίτιά του, δεν είναι τόσο απλό να εντοπιστούν, πόσω μάλλον να αποδοθούν, απλώς υπονοείται. Έμπρακτο αντιστάθμισμα αυτού του ελλείμματος, προς την ίδια δύσκολη κατεύθυνση, συνιστά, στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου, η εντατική κεντρομόλος κριτική της κριτικής. Της, έως τώρα, καθιερωμένης και, εκ του αποτελέσματος, ανεπαρκούς και διαστρεβλωτικής, αριστερίστικης κριτικής στον καπιταλισμό. Είναι κρίμα που δεν τράβηξαν αυτό το βιολί ως το τέλος. Στα τελευταία κεφάλαια, δίνεται η εντύπωση μιας αμήχανης, μαλθακής και πάντως εντελώς αστήριχτης αισιοδοξίας, η δομή της οποίας πιο πολύ παραπέμπει σε αυτήν της διαφήμισης παρά στην πειστικότητα. Ωστόσο, ένα άλλο είδος, αδήλωτης από τους συγγραφείς και, ως έναν βαθμό, ασυναίσθητης απαντοχής αναδύεται από το σύνολο του εγχειρήματος· γνώμη μου είναι ότι, κατά κάποιον τρόπο, πέρασαν ξυστά από την πηγή, όπως και ο Βουαγιέ παλιότερα, και δεν ήπιαν νερό (σελ. 46 χαμηλά): «Ο Ιμάνουελ Καντ διατύπωσε την αιχμηρή εικασία ότι οι μπαμπουίνοι θα μπορούσαν να μιλήσουν αν ήθελαν, και δεν το έκαναν γιατί φοβόντουσαν ότι θα τους βάλουν με το ζόρι να δουλέψουν». Η αλήθεια είναι ότι οποιοδήποτε σοβαρό άτομο, άμα τη εμφανίσει του Καντ, δικαιούται να εξαφανιστεί με πηδήματα καγκουρό, κι ας διψάει. 1. Αστεία λέξη που σημαίνει το σπάσιμο του σβέρκου κάποιου που καμαρώνει υπερβολικά προκειμένου να μην κοιτάξει τον συνομιλητή του στα μάτια. 2. Βλ. παρουσίαση του βιβλίου στη σελ.29, στο παρόν τεύχος. 3. Ή, ακόμα χειρότερα, κάθε νεογνό γεννήθηκε θαμμένο κάτω από τόνους συσσωρευμένων κλισέ.


Αφιέρωμα_Εργασία

46

Συνέντευξη: Ευγενία Μπόζου, Λευτέρη Βασιλόπουλος

Η ψυχολογική διάσταση της εργασίας

Ο Σάββας Μιχαήλ είναι πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική στην Αθήνα και στο Παρίσι. Από τα χρόνια της Χούντας ενεργοποιείται στο χώρο της μαρξιστικής αριστεράς. Διατέλεσε γενικός γραμματέας του Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος (ΕΕΚ) και μέλος της διεθνούς γραμματείας της Συντονιστικής Επιτροπής για την Επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς (ΣΕΤΔ). Πέρα από άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, έχει συγγράψει και πληθώρα πολιτικών, κυρίως, βιβλίων. Παράλληλα είναι μεταφραστής βιβλίων των Tariq Ali, Edward Said, Alain Badiou, Μαρξ, Ένγκελς, Νόαμ Τσόμσκι. Θεωρείται ειδικός στην ιστορία και την κριτική της λογοτεχνίας. Η συνέντευξη έγινε μέσω email. Κοντέινερ: Όταν μιλάμε για ψυχολογική διάσταση της εργασίας σήμερα σε ποιες πτυχές του θέματος επικεντρώνουμε; Σάββας Μιχαήλ: H παρούσα καπιταλιστική κρίση και η εκστρατεία δρακόντειων μέτρων με το κωδικό όνομα «Μνημόνιο» ενάντια στον κόσμο της εργασίας ανατρέπουν όλους τους όρους κοινωνικής ύπαρξης του εργαζόμενου καθώς ανατινάζουν εκ θεμελίων όλες τις σχέσεις που αναπτύσσει ο άνθρωπος μέσω της εργασίας με τον κόσμο, τους άλλους και τον ίδιο τον εαυτό του. Η ανατροπή των όρων ζωής του πολύ πρόσφατου παρελθόντος, η φοβερή ανασφάλεια για το παρόν, το άγχος μπροστά σε ένα ζοφερό μέλλον, η κρίση ταυτότητας που προκαλεί η υποβάθμιση και η απώλεια της θέσης εργασίας και μαζί της η απώλεια κάθε σταθερού σημείου αναφοράς, προπαντός η απουσία μιας πειστικής κι ορατής διεξόδου από την κρίση, διαλύουν κάθε εσωτερική και διαπροσωπική ισορροπία και συνάμα τον κοινωνικό ιστό. Κ: Πόσο και πώς επηρεάζει τους ανθρώπους στην εκτός εργασίας ζωή τους η σημερινή επισφαλής εργασία; Σ.Μ.: Η επισφαλής εργασία δεν συρρικνώνει απλώς τον «ελεύθερο», εκτός εργασίας, χρόνο της ζωής αλλά και τον αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, κομματιάζοντας την ίδια τη ζωή και το ζωντανό υποκείμενο. Είναι πηγή εσωτερικής αποσταθεροποίησης που οδηγεί, συχνά, ακόμα και σε ψυχοπαθολογικές καταστάσεις (κατάθλιψη, κρίσεις πανικού κ ά.). Κ: Ποιoς είναι ο ψυχολογικός μηχανισμός που καθηλώνει τους εργαζόμενους σε μια παθητική στάση θεατή μπροστά στην επίθεση που δέχονται βασικά

τους δικαιώματα και κατακτήσεις; Σ.Μ: Δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε σαν «παθητική» τη στάση κάποιου που βλέπει κυριολεκτικά το σπίτι του με τα παιδιά του μέσα να καίγεται. Αυτό που εκλαμβάνεται σαν «παθητικότητα» ή και παράλυση είναι το αρχικό σοκ μπροστά στην αιφνίδια και καταστροφική αλλαγή. Η συνείδηση των ανθρώπων δεν είναι «πλαστική», προσαρμοζόμενη αυτόματα, χωρίς τριβές, στις μεταβολές της πραγματικότητας. Αντίθετα, ακριβώς λόγω της πρωταρχικότητας του ίδιου τού Είναι απέναντι στη συνείδηση, η τελευταία είναι πάντα σε καθυστέρηση σε σχέση με τις συντελούμενες αλλαγές και εκδηλώνει μια αδράνεια, προσπαθώντας να δει και να εξηγήσει το καινούργιο μέσα από το παλιό και το ξεπερασμένο. Αυτός ακριβώς ο δομικός «συντηρητισμός» της ατομικής και κοινωνικής συνείδησης, όμως, κι όχι η εύκολη προσαρμογή της στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον αποτελεί, όπως παρατήρησε κι ο Τρότσκι, τον πιο επαναστατικό παράγοντα: η αναντιστοιχία, η σύγκρουση ανάμεσα στη συνείδηση και στην αλλαγή των ιστορικών υλικών όρων της κοινωνικής ύπαρξης, προκαλεί σοκ, κρίση, ρήγματα σ’ αυτή τη συνείδηση που με τη μεσολάβηση κι άλλων παραγόντων –προπαντός με την παρέμβαση των πιο πρωτοπόρων μαχητικών και πολιτικά οργανωμένων τμημάτων των καταπιεσμένων– ωθούν στις αιφνίδιες μεγάλες κινητοποιήσεις των μαζών στην αρένα της Ιστορίας όπου κρίνεται η μοίρα τους. Η διάχυτη δυσφορία μέσα στην κοινωνία και η συσσωρευμένη λαϊκή οργή οδηγούνται σε εκρήξεις που πάντα είναι απροσδόκητες. Το ζήτημα είναι να προετοιμαστούμε για το απροσδόκητο. Κ: Γιατί υπάρχει τέτοια έλλειψη αυτοκριτικής και αυτοανάλυσης της Αριστεράς, όσον αφορά την προσήλωσή της στην εργασία και στις κατακερματισμένες διεκδικήσεις και όχι στην απελευθέρωση των εργαζομένων και των ανέργων απ’ τον κοινωνικό στιγματισμό διά μέσου της θέσης τους (ή της μη-θέσης τους), στον κόσμο της εργασίας; Σ.Μ.: Η Αριστερά, δηλαδή οι διάφορες μορφές πολιτικής εκπροσώπησης που διαμόρφωσε το εργατικό κίνημα στην Ιστορία της πάλης του, διαπερνάται από τις αντιφάσεις και τις εμπειρίες αυτής της πάλης. Ποτέ η Αριστερά δεν ήταν κάτι ενιαίο, ομοιογενές. Η προσήλωση στην εργασία ως αυταξίας, κι όχι στη χειραφέτησή της, κι ακόμα χειρότερα η προσήλωση σε στενά κλαδικά συμφέροντα αγνοεί το συνολικό πλαίσιο της εκμετάλλευσης-αλλοτρίωσης της εργασίας στην ταξική καπιταλιστική κοινωνία.

Η επισφαλής εργασία δεν συρρικνώνει απλώς τον «ελεύθερο», εκτός εργασίας, χρόνο της ζωής αλλά και τον αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, κομματιάζοντας την ίδια τη ζωή και το ζωντανό υποκείμενο.

Αποτελεί, από τον καιρό της κριτικής του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα, το γνώρισμα των πιο προνομιούχων στρωμάτων μιας εργατικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας που αποξενώνεται από τα πιο καταπιεσμένα στρώματα και υψώνεται σαν αυτόκλητος και αποκλειστικός «διαμεσολαβητής» ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, προσκυνώντας πάντα σαν φετίχ την κάθε κρατική εξουσία. Αυτή ήταν η περίπτωση τόσο της σοσιαλδημοκρατίας, παλιάς και νέας, όσο και της σταλινικής γραφειοκρατίας. Κ: Ο κοινωνικός αποκλεισμός των ανέργων ή των χαμηλά αμειβόμενων πώς μπορεί να συμβαδίσει με τη γενικότερη απαίτηση (κομμάτων, οικονομικών κύκλων κ.λπ.) για ήπια έξοδο της χώρας από την κρίση; Σ.Μ: Τα περί «ήπιας εξόδου της χώρας από την κρίση» του καπιταλισμού, παραμένοντας μέσα στα πλαίσια του συστήματος που χρεοκόπησε, έχουν τόση αξία και αξιοπιστία όσο κι οι δηλώσεις περί «ήπιας προσαρμογής» που έλεγαν οι δεξιοί προκάτοχοι της κυβερνητικής εξουσίας, επιδεινώνοντας την κρίση, επιταχύνοντας την πορεία προς τη χρεοκοπία και κουκουλώνοντας τα πάντα με το μαγείρεμα των στατιστικών στοιχείων. Οι κυρίαρχοι οικονομικοί κύκλοι της χώρας, της ΕΕ και του ΔΝΤ και τα κόμματα που συνδέονται μαζί τους δεν αποφεύγουν αλλά προωθούν συνειδητά μεγάλες μάζες λαού στην εξαθλίωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο αποκλεισμένος είναι ο ίδιος εν δυνάμει πάμφθηνο υλικό εκμετάλλευσης και συνάμα μέσο πίεσης για να μειωθούν κι άλλο τα ήδη πενιχρά επίπεδα απολαβών όσων δουλεύουν ακόμα. Το προλεταριάτο δεν βρίσκεται σε μια στατική κοινωνική θέση αλλά σε μια δυναμική διαδικασία: ο αποκλεισμένος είναι δυνάμει εργάτης, ο εργάτης δυνάμει αποκλεισμένος. Εδώ βρίσκεται και η αντικειμενική αναγκαιότητα και δυνατότητα της ενότητας στην πάλη όλων των εργαζομένων και ανέργων, ντόπιων και μεταναστών. Κ: Υπάρχει χαρά στην εργασία; Σ.Μ.: Ο καπιταλισμός από την ίδια του τη δομή και λειτουργία στερεί από τον εργάτη κάθε χαρά που θα μπορούσε να βρει στη δουλειά του. Η χειραφέτηση, όμως, της εργασίας από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και η μετάβαση σε μια ριζικά αλλαγμένη, αταξική κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση και εξευτελισμό ανθρώπου από άνθρωπο μπορεί να μεταμορφώσει την εργασία σε δημιουργική δραστηριότητα, σε ελεύθερη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του καθενός που θα είναι ο όρος για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων μας, σε πηγή χαράς του κοινωνικού ατόμου.


Εργασία_ Αφιέρωμα _Μάνος Σιφονιός

47

Το λεξικό του διάολου Εργασία: Ιαματική πηγή που αναβλύζει στη ρίζα της ανθρώπινης κοινωνίας και την ποτίζει με τα απαραίτητα ιχνοστοιχεία για την ανάπτυξή της. Οι θεραπευτικές της ιδιότητες έναντι ποικιλίας νόσων είναι αποδεδειγμένες. Όταν η στάθμη της μειώνεται, η κοινωνία αρρωσταίνει και πολλά φύλλα της μαραίνονται.

κοσμογονίας. (Ο Θεός, ο διάβολος, ο άνθρωπος.)

κειται για Δημόσιο…έργο!

Ανεργία: Κατάρα του Θεού που εισπράττεις από την κοινωνική ανέχεια.

Συνδικαλιστής: Εξειδικευμένο στέλεχος μεγάλης εταιρείας/οργανισμού με την ικανότητα να βρίσκει ένα πρόβλημα σε κάθε λύση, αφαιρώντας ώρες εργασίας (πληνδικαλιστής) και προσθέτοντας προνόμια* (συνδικαλιστής) στη σχέση του με τους εργοδότες.

Πνευματική εργασία: Είδος εργασίας που απαιτεί την κατανάλωση πνεύματος υψηλού αλκοολικού βαθμού. (Να πιω άλλο ένα μπας κι έρθει καμιά ιδέα για το λεξικό του διαόλου;)

Απεργία: Δικαίωμα του ανθρώπου στο οποίο υπόκεισαι ή ασκείς, ανάλογα αν ο διάβολος, ή ο Θεός, έχουν βάλει το χεράκι τους!

Ανεργία, Αεργία, Απεργία: Τρίπτυχο ενασχόλησης στο οποίο υπεισέρχονται τα τρία βασικά στοιχεία της

Αεργία: Ευλογία του διαβόλου, που λαμβάνεις με προσωπική βούληση.

Μεγάλο Έργο: Μια επική ταινία που ξεκινάει καλά, κάνει γρήγορα κοιλιά, όταν φτάνει στο διάλειμμα διαπιστώνεις ότι την έχεις ξαναδεί και πρό-

Ιδιωτικός υπάλληλος: Ο εργαζόμενος που δουλεύει πέντε ημέρες την εβδομάδα και τις υπόλοιπες δύο, κάθεται. Το ίδιο χαρακτηρίζει και τον δημόσιο υπάλληλο (αντίστροφα*). * χωρίς παρεξήγηση για όσους πραγματικά προσφέρουν έργο

42. Δουλειά και ανία. – Να ψάχνεις για δουλειά για να έχεις ένα μισθό: σ’ αυτό είναι ίδιοι όλοι σχεδόν οι άνθρωποι σήμερα στις πολιτισμένες χώρες. Για όλους η δουλειά είναι ένα μέσο και όχι ο ίδιος ο σκοπός. Γι’ αυτό και δεν είναι δύσκολοι στην επιλογή της εργασίας: αρκεί να τους εξασφαλίζει ικανοποιητική αμοιβή. Υπάρχουν όμως άνθρωποι (πιο σπάνιοι) που θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να δουλεύουν χωρίς να αντλούν ευχαρίστηση από τη δουλειά τους. Είναι επιλεκτικοί, ικανοποιούνται δύσκολα και δεν νοιάζονται για μεγάλες αμοιβές, αν η δουλειά δεν είναι η αμοιβή όλων των αμοιβών. Σ’ αυτό το σπάνιο είδος ανθρώπων ανήκουν οι καλλιτέχνες και οι κάθε λογής θεωρητικοί, όπως κι εκείνοι οι αργόσχολοι που περνούν τη ζωή τους με το κυνήγι, τα ταξίδια,

τις ερωτοδουλειές και τις περιπέτειες. Όλοι αυτοί θέλουν τη δουλειά και την ανάγκη, αρκεί να είναι συνδεδεμένες με την ευχαρίστηση, και την πιο δύσκολη δουλειά, την πιο σκληρή, αν χρειάζεται. Αλλιώς είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν την τεμπελιά τους, ακόμη κι αν μπορεί να τους φέρει τη φτώχεια, την ατίμωση, τον κίνδυνο να χάσουν την υγεία τους ή τη ζωή τους. Δεν φοβούνται τόσο την ανία όσο τη δουλειά που δεν έχει ευχαρίστηση· και μάλιστα χρειάζονται πολλή ανία προκειμένου να πετύχει η δουλειά τους. Για τους στοχαστές και όλα τα εφευρετικά πνεύματα, η ανία είναι εκείνη η δυσάρεστη «άπνοια» της ψυχής που υπάρχει πριν από το καλό ταξίδι και τους χαρούμενους ανέμους. Είναι υποχρεωμένοι να την υποφέρουν και να περι-

μένουν τα αποτελέσματά της πάνω τους. Ακριβώς αυτό δεν μπορούν να πετύχουν με κανέναν τρόπο από μόνες τους οι κατώτερες φύσεις! Είναι κοινό πράγμα να διώχνεις με κάθε θυσία την ανία, όπως είναι κοινό πράγμα να δουλεύεις δίχως ευχαρίστηση. Οι Ασιάτες ίσως διακρίνονται από τους Ευρωπαίους από την ικανότητά τους να πετυχαίνουν μεγαλύτερη και βαθύτερη γαλήνη· ακόμη και τα ναρκωτικά τους έχουν αργή επίδραση και απαιτούν υπομονή – σε αντίθεση προς το σιχαμερά αιφνιδιαστικό ευρωπαϊκό δηλητήριο, το αλκοόλ. Φρίντριχ Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη, Μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2010



49

Μαθητικές Ολυμπιάδες 2010: Μετάλια, διακρίσεις και εμπειρίες ζωής

Ένα συναρπαστικό ταξίδι στα βάθη της Ασίας και ταυτόχρονα ένα περιπετειώδες ταξίδι στη γνώση και την επιστήμη. Αυτό ήταν για τους μαθητές της Β’και Γ’λυκείου – μέλη των ομάδων που πήραν μέρος στις φετινές Μαθητικές Ολυμπιάδες Χημείας, Αστρονομίας-Διαστημικής και Βιολογίας που έλαβαν χώρα στην Ιαπωνία, την Κίνα και την Κορέα αντίστοιχα. Τα παιδιά, αφού προηγουμένως είχαν διακριθεί σε Πανελλαδικούς Σχολικούς Διαγωνισμούς και λάβει σύντομης διάρκειας εργαστηριακή και θεωρητική εκπαίδευση από πανεπιστημιακούς καθηγητές, είχαν την ευκαιρία να περάσουν 10 ημέρες παρέα με συνομήλικούς τους από όλο τον κόσμο ζώντας πρωτόγνωρες εμπειρίες και εμβαθύνοντας στο αντικείμενο του ενδιαφέροντός τους. Οι τρεις ομάδες απέσπασαν μάλιστα 4 μετάλλια και μια τιμητική διάκριση. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε με την ευγενική συνδρομή του ΟΠΑΠ που κάλυψε όλα τα έξοδα και των τριών αποστολών.

Εκτός από την, έτσι κι αλιιώς, ανεκτίμητη αξία της εμπειρίας της συμμετοχής σε αυτούς τους –υψηλότατου επιπέδου– διαγωνισμούς, οι μαθητές που κατέκτησαν μετάλλια επιβραβεύονται από την Πολιτεία, αποκτώντας αυτόματα τη δυνατότητα εγγραφής σε σχετικά πανεπιστημιακά τμήματα, καθ’ υπέρβαση του αριθμού των εισακτέων. Οι Ολυμπιάδες αποτελούν αναγνωρισμένους, υψηλότατου επιπέδου διαγωνισμούς με παγκόσμια συμμετοχή και ιστορία δεκαετιών (η Μαθητική Ολυμπιάδα Χημείας συγκεκριμένα ξεκίνησε το 1968) που παρακολουθούνται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Η ενασχόληση των μαθητών με θέματα πέρα από τα στενά όρια της σχολικής ύλης, η προώθηση της γνώσης και της ευγενούς άμιλλας αλλά και η εξοικείωση με τις τελευταίες εξελίξεις στους διάφορους επιστημονικούς τομείς είναι μερικοί μόνο από τους λόγους που καθιστούν τις Διεθνείς Μαθητικές Ολυμπιάδες άξιες προσοχής.

Η δράση αυτή του ΟΠΑΠ εντάσσεται στο πλαίσιο της έμπρακτης στήριξης της παιδείας που επιθυμεί να παρέχει. Εμπειρίες για τους νέους, φιλίες-πιθανές μελλοντικές συνεργασίες και γενικότερη τόνωση του ενδιαφέροντος για τις επιστήμες είναι στόχοι στους οποίους ο ΟΠΑΠ επιλέγει να συμβάλλει, επιδιώκοντας παράλληλα την εύρεση και την αξιοποίηση νέων ταλέντων. Το πρόγραμμα χορηγιών και οικονομικών ενισχύσεων εταιρικής ευθύνης του ΟΠΑΠ με κατεύθυνση την ελληνική κοινωνία και τους επιμέρους φορείς της επικεντρώνεται σε συντονισμένες δράσεις, που προωθούν τις αξίες του αθλητισμού, της παιδείας, του πολιτισμού, του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Με χορηγίες και ενισχύσεις κοινωνικού και μη ανταποδοτικού για την εταιρία χαρακτήρα, η ΟΠΑΠ ΑΕ επιδιώκει να συνεισφέρει στον τόπο , με τελικό στόχο την βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών του. hodol@edlit.auth.gr


Δωμάτιο Φιλοξενίας

_Ελένη Χοντολίδου*

Σε πρώτο πρόσωπο: Ο Γιάννης Μπουτάρης μέσα από τα μάτια μιας παλιάς φίλης και συνοδοιπόρου στη μνήμη της Αθηνάς που επιθύμησε περισσότερο από κάθε άλλον να δει τον Γιάννη Μπουτάρη δήμαρχο Θεσσαλονίκης

Γνώρισα τον Γιάννη Μπουτάρη στα 19 μου όταν η γυναίκα του Αθηνά με βοηθούσε να στήνω παιδότοπους σε διάφορους χώρους και να απασχολώ δημιουργικά τα παιδιά. Έδειχνε ενοχλημένος που με έβρισκε στο σπίτι του –η αλήθεια είναι τις πιο ακατάλληλες ώρες της ημέρας– καθώς γυρνούσε από τη δουλειά του και δεν ήταν απέναντί μου ούτε ιδιαιτέρως ομιλητικός, πόσο μάλλον φιλικός. Από την πλευρά μου, το νεαρό της ηλικίας μου και η συγκεκριμένη μου πολιτική τοποθέτηση δεν μου επέτρεπαν να ασχοληθώ με έναν οινοβιομήχανο, τη στιγμή μάλιστα που δεν μου έδινε καμία σημασία! Αν ήξερα τι μου επεφύλασσε το μέλλον… Η μόνη σύνδεση μαζί του ήταν έμμεση, μέσω των εξαιρετικών ξηρών και στιφών οίνων του «τριγώνου του ξινόμαυρου» (Νάουσα, Γουμένισσα και Αμύνταιο), που όλοι εμείς οι Βόρειοι προτιμούμε από τα ξενέρωτα βελούδινα της Νοτίου Ελλάδος και των νησιών. Για να λέμε την αλήθεια, ο Γιάννης Μπουτάρης έμαθε σε όλους τους Έλληνες τα κρασιά ονομασίας προέλευσης, δηλαδή μάς έμαθε να πίνουμε ποιοτικό κρασί. Όταν μιλά γι’ αυτά ακόμη και σε ανίδεους όπως εγώ, μεταφέρει με απλό τρόπο την αγάπη και τη γνώση του για το αντικείμενό του: αναφέρεται στην «πίτα που μεγαλώνει εάν βοηθιόμαστε μεταξύ μας οι οινοπαραγωγοί» και σε πείθει ότι τους θέλει όλους καλύτερους από πριν. Γιατί ένα χαρακτηριστικό του Μπουτάρη είναι ότι δεν έχει κόμπλεξ με τους ανθρώπους γύρω του, αντέχει να είναι με ομότιμους και να βγάζει από μέσα σου το καλύτερο δείχνοντάς σου εμπιστοσύνη και αφήνοντάς σε να παίρνεις πρωτοβουλίες. Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι ένας άνθρωπος που πολύ δύσκολα μπορεί να σε θυμώσει, ενώ πολύ συχνά σφάλλεις ή διαφωνείς μαζί του: η χάρη και η έμφυτη αστική του ευγένεια, τον κάνουν να υποχωρεί ουσιαστικά και να ξεπερνά τους σκοπέλους στους οποίους τον οδηγεί το ταπεραμέντο και το αεικίνητο του χαρακτήρα του. Δύο φορές κινδύνευσε η σχέση μας γιατί τον έπιασα να μου φέρεται άδικα και του το υπέδειξα, αλλά τελικώς δεν τα

χαλάσαμε. Αντ’ αυτού στήσαμε τον AΡΚΤΟΥΡΟ (τον φύλακα της αρκούδας) στο Νυμφαίο, και λέω στήσαμε γιατί υπήρξα η πρώτη εργαζόμενη στον Αρκτούρο και η νονά του, ας είναι καλά τα αρχαιοελληνικά μου λεξικά και οι μυθολογίες. Τον Αρκτούρο που τον οραματίστηκε ο μικρός του γιος Μιχάλης, τον υιοθέτησε και τον στήριξε ο ίδιος και μετά, όπως κάνει με όλα τα πράγματα που βάζει σε εφαρμογή, τον άφησε για να πάει παραπέρα. Γιατί έτσι κάνει ο Μπουτάρης: μόλις κατακτήσει κάτι, προχωρά στην επόμενη πρόκληση, επαγγελματική ή προσωπική. Ο Γιάννης Μπουτάρης ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που, επειδή δεν ενδιαφέρονται για το προσωπείο αλλά για το πρόσωπό τους, δεν έκρυψε ποτέ τις αδυναμίες του. Παθιασμένος με τη ζωή, αλλά με γενναιότητα, η προσωποποίηση της φράσης του Ελύτη: «ο νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει», μετέτρεψε το προσωπικό του πάθος σε κοινωνική προσφορά λειτουργώντας ως παράδειγμα για πολλούς εξαρτημένους. Ειρωνεία να είσαι ένας από τους πιο πετυχημένους οινοπαραγωγούς και να μην μπορείς να πιεις (όχι να δοκιμάσεις) τα κρασιά σου τα ίδια. Πολλές φορές έχω σκεφτεί ότι και τίποτε άλλο να μην είχε καταφέρει στη ζωή του ο Μπουτάρης, αυτό και μόνο, η νηφαλιότητά και η απεξάρτησή του από το αλκοόλ θα ήταν αρκετά για να τον σέβομαι. Και, επίσης, έχω σκεφτεί ότι εάν αυτό γίνεται τότε ο άνθρωπος όλα τα μπορεί. Ο δαιμόνιος αυτός Βλάχος είναι ένας κατά βάθος μοναχικός και απρόβλεπτος άνθρωπος, αυθόρμητος, βαθιά πολιτικοποιημένος χωρίς απωθητική κομματική ξύλινη γλώσσα, ανεξίθρησκος και ελεύθερος από δογματικές αντιλήψεις και αγκυλώσεις, ανεξάρτητος από κομματικές δεσμεύσεις και ερασιτέχνης της πολιτικής με την πιο βαθιά έννοια του όρου. Τον συναντώ πολλές φορές να περπατά στην πόλη συνομιλώντας με τους συμπολίτες του, αστούς και λαϊκούς – τον αγαπούν όλοι. Και του συγχωρούν τα λάθη ή τις χωρίς προσωπι-

κό όφελος πολιτικές του κινήσεις. Δεν τον ψήφισα όταν κατέβηκε δημοτικός σύμβουλος με το διευρυμένο ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ αλλά με έπεισε να ενταχθώ στην Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη και να είμαι μάλιστα υποψήφια στις εκλογές του 2006. 100 «ξεκούδουνοι» (έτσι μας αποκαλούσε ο Μπουτάρης) από όλα τα κόμματα αναστατώσαμε την πόλη και δείξαμε ότι όλα είναι πιθανά: «Να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε ξανά (τι κατάντια να ντρεπόμαστε και γι’ αυτό!) με έβαλες στο τριπάκι –να ’σαι καλά!», του έγραψε κάποιος στο site μας. Και για να μιλήσω με τους στίχους του Σαββόπουλου: όλα αυτά έγιναν για τη «γιορτή… εκεί όπου οι άνθρωποι δεν καθορίζονται απ’ τα συμφέροντα, δηλαδή από την ανάγκη, και καταφτάνουν γενναιόδωροι, και ξεχειλίζουν τα κρασιά…». ΚΥΡ-ΓΙΑΝΝΗ εννοείται πάντα! Τέσσερα χρόνια δουλέψαμε με τον Μπουτάρη στην Πρωτοβουλία ως αντιπολίτευση με τον ίδιο στο κέντρο να εμψυχώνει συλλογικές φαντασιώσεις που αυτή τη φορά είναι πολύ κοντά στην πραγματοποίησή τους, καθώς κατάφερε εκτός από τους πολίτες να πείσει και τα κόμματα να υποστηρίξουν έναν ανεξάρτητο υποψήφιο, ενεργό πολίτη με αρχές και αποδεδειγμένη πολιτική ανιδιοτέλεια. Κοντολογίς, ο θρίαμβος της κοινωνίας των πολιτών. Τόσο τα προτερήματα όσο και τα ελαττώματα του Γιάννη Μπουτάρη είναι φανερά και ανοιχτά στην κρίση των συμπολιτών του, γιατί όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Δ.Ν. Μαρωνίτης: «ο Γιάννης Μπουτάρης είναι ένα πρόσωπο διαρκώς παρόν, και γι’ αυτό ακριβώς ελέγξιμο». * H Ελένη Χοντολίδου είναι Επίκουρη Καθηγήτρια στο Α.Π.Θ. και Διαμερισματική Σύμβουλος Πρωτοβουλία για τη Θεσσαλονίκη, hodol@edlit.auth.gr


Δωμάτιο Φιλοξενίας

_Τέτα Μακρή

Ρέκβιεμ για μια παράγκα Το δωμάτιο του συγγραφέα να έχει θέα στο κοιμητήριο Montaigne

Υποθέτω, πως η υπενθύμιση της φθαρτότητας αφορά κάθε δημιουργό, συνεπώς και τον εικαστικό, που αντιπαραθέτει σ’ αυτήν το μεγαλύτερης διάρκειας, όπως ελπίζει, καλλιτεχνικό του έργο. Όμως, ήταν μάλλον υπερβολή η τοποθέτηση των λυόμενων, που στέγασαν το Τμήμα Εικαστικών Τεχνών, στην ανατολική πλευρά του campus του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου η γη, παραμένοντας ακάλυπτη, θύμιζε την παλαιότερή της χρήση που ήταν το εβραϊκό κοιμητήριο. Ο Montaigne μίλησε απλώς για θέα. Για περισσότερα από είκοσι χρόνια, είχα την τιμή να διδάσκω στο Α΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής, που στεγαζόταν σε μια από αυτές τις παράγκες και που μια φορά το χρόνο μεταμορφωνόταν με λαμπιόνια σε φωταγωγημένο πλοίο. «Ανοιχτές πόρτες», ήταν ο τίτλος της έκθεσης εικαστικών έργων του τέλους της ακαδημαϊκής χρονιάς, η επιβράβευση των κόπων. Ένα μικρό μουσικό σύνολο, πασαρέλα με ρούχα σχεδιασμένα από τους φοιτητές με κέφι, ένα θεατρικό μονόπρακτο, μια άρια. Το λαμπερό γοβάκι του καταστήματος στην Εγνατία προβάλλεται βιντεοσκοπημένο στον απέναντι τοίχο. Και βέβαια ένα ποτήρι κρασί κι εκείνη η μαγική ατμόσφαιρα που δημιουργείται από την κοινή προσπάθεια. Το θέλαμε κάθε χρόνο

αυτό το παραμύθι και εγώ και οι νέοι καλλιτέχνες και οι φίλοι μας. Δυστυχώς, ή ευτυχώς, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη μου τη ρήση του Paul Valery ότι οι σκέψεις που κρατάμε για τον εαυτό μας χάνονται, η λήθη αποδεικνύει ότι το εγώ είναι κανείς, μοιράστηκα με τους φοιτητές μου όχι τη βεβαιότητα, αλλά τα ερωτηματικά μου για τη ζωή και την τέχνη, αφήνοντας σ’ αυτούς την αξιολόγηση, την απόρριψη ή την αποδοχή. Υπεύθυνος λόγος στην καλλιτεχνική παιδεία είναι ο αποσταθεροποιητικός λόγος που αφήνει περιθώρια στο ανέκδοτο, στο ξάφνιασμα, στην ετερότητα, στο ανοίκειο, λόγος που περιέχει την αγωνία, την αναζήτηση και όχι το δεδομένο, ώστε να υποψιαστούμε τα πράγματα που αγνοούμε και ο χώρος της τέχνης να γίνει τόπος. Μια θέση στη φαντασία, μια θέση στο γκρίζο, στο ημίφως, στα ημιτόνια. Όσα φαίνονται δεν είναι όλα όσα γίνονται, έγραψε ο Pessoa και το ετερώνυμό του, ο Barao de Teive, μη διδάσκεις τίποτα, γιατί έχεις όλα να τα μάθεις. Είχα πάντα και αυτό στο νου μου… Αν συνειδητοποιούσαμε πόσο αμφίδρομη είναι η ροή, δεν θα υποδυόμασταν ποτέ τους δασκάλους και δεν θα γινόμασταν ποτέ οπαδοί. Να μοιραζόμαστε δίκαια τα αγαθά, αποδεικνύεται δύσκολο στην πράξη. Ας μοιραστούμε συνεπώς τις γνώσεις, την αγωνία, τον αλληλοσε-

tetamakri@hotmail.com, Ζωγράφος, ομότιμη καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ

βασμό, τη συνενοχή που γεννά η τέχνη, όταν εγκαθιστά έναν διάλογο. Αυτό είναι εφικτό. Επί 25 χρόνια λοιπόν, οι παράγκες έπλεαν αμέριμνες, και μια μέρα, η μπουλντόζα, αυτή η θεά της σύγχρονης Ελλάδας, έφτασε εκεί και τις διέλυσε, αφήνοντας ελεύθερα τα επικίνδυνα υλικά, που έκλειναν μέσα τους οι τοίχοι. Άραγε φορούσαν μάσκες οι άνθρωποι του συνεργείου κατεδάφισης; Ένας κύκλος έκλεισε. Σύμφωνοι. Οι κύκλοι πρέπει να κλείνουν και να ανοίγουν άλλοι, από νεότερους, από καλύτερους. Δεν πέρασα ποτέ ξανά από εκεί. Μόνο όταν έμαθα ότι τις γκρέμισαν, τρία χρόνια μετά την απομάκρυνσή μου από το ταμείο, έκανα μια κυκλωτική κίνηση και εξαντλώντας τις συναισθηματικές μου αντοχές περπάτησα πάνω στα μπάζα* που κάλυπταν με την ασχήμια τους έναν από τους σημαντικούς κύκλους της ζωής μου. Όμως δεν ήξερα ποιο ρέκβιεμ ν’ ακούσω μέσα μου, σιωπηλά, εκείνη την ώρα, του Mozart, του Fauré, του Palestrina, ή του... Ίσως όμως δεν είχε και τόση σημασία. * Τα μπάζα απομακρύνθηκαν τελικά τον περασμένο Ιούλιο


Άκης Γαβριηλίδης

Ηλίας Μαρμαράς

Νάνος Βαλαωρίτης

Θανάσης Αλευράς

Άντζελα Δημητρακάκη

Άννα Μαρία Φίλιππα

Λένα Κιτσοπούλου

Ζωή Ν. Κωνσταντοπούλου

Τετράδιο


Τετράδιο _Άκης Γαβριηλίδης

Δρόμοι Φυγής

53

Αταξία εναντίον τάξης Μετά το ξέσπασμα της πρόσφατης δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα, υπήρχε η προσμονή ότι τώρα επιτέλους θα έρθει η στιγμή της αφύπνισης των μαζών που είχαν «συντηρητικοποιηθεί», «ενσωματωθεί» ή «παρασυρθεί από την πλαστή ευημερία του καταναλωτισμού». Καθώς οι προοπτικές κοινωνικής κινητικότητας και πρόσβασης στο επίπεδο ζωής των «μεσαίων στρωμάτων» εξανεμίζονται, θα μπει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, θα ξεκαθαρίσουν τα μέτωπα και θα έχουμε μία αντιπαράθεση του τύπου «τάξη εναντίον τάξης». Μια πρόχειρη ματιά σε έντυπες ή ηλεκτρονικές ανακοινώσεις και ανταλλαγές του παραδοσιακού αντιεξουσιαστικού και ακροαριστερού χώρου, δείχνει μια διάχυτη απογοήτευση γι’ αυτό που βιώνεται ως «απουσία» ή «συνθηκολόγηση» των μαζών και ως χλιαρή αντίδρασή τους στην πρόσφατη υπαγωγή των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας στην «τεχνογνωσία» του ΔΝΤ. Ενίοτε, οι ομιλούντες προσφέρουν ως παρηγορία στους εαυτούς τους και τους αναγνώστες τους τη χιλιαστική βεβαιότητα ότι «από τον Οκτώβριο όμως θα γίνει χαμός». Από πολλούς μάλιστα η αντιπαράθεση αυτή βαφτίστηκε προκαταβολικά «εργατικός Δεκέμβρης», σε αντιδιαστολή με τον «νεολαιίστικο» Δεκέμβρη του 2008 ο οποίος ήταν ελλειμματικός, δευτερεύων, «απλώς πολιτισμικός», αφορούσε παράπλευρες αντιφάσεις και όχι την κύρια, το εποικοδόμημα και όχι τη βάση. Με δεδομένο ότι κανείς δεν είναι προφήτης και ότι ο χρόνος μπορεί να γελοιοποιήσει όλες τις προγνώσεις, θα διακινδυνέψω την πρόβλεψη ότι κανένας «εργατικός Οκτώβρης» δεν πρόκειται να επέλθει, αλλά και αν επέλθει, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είναι αντικαπιταλιστικός. Όσοι διαβλέπουν τη διάψευση της προσδοκίας αυτής, αλλά δεν βρίσκουν κανένα καλύτερο αντίδοτο για την απογοήτευση πέρα από βολονταριστικές παραινέσεις προς ανύψωση του ηθικού ανύπαρκτων στρατευμάτων1 ή αστήρικτες παραμυθίες κατά τις οποίες πάλι με χρόνια με καιρούς «ολοένα θα δυναμώνουν οι δυνάμεις της αντίστασης από τον κόσμο της εργασίας που θα εντάσσεται ενεργά στη μάχη»2, ίσως θα ήταν καλύτερο να προσπαθήσουν να διδαχθούν από την εμπειρία των κοινωνικών αγώνων των τελευταίων δεκαετιών και να τροποποιήσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται αυτή τη «μάχη». Ήδη από τη δεκαετία του ’60, ο Αλτουσέρ είχε επισημάνει ότι στην ιστορία οι τάξεις δεν εμφανίζονται με καθαρότητα όπως δύο ομάδες ράγκμπι

παραταγμένες στο γήπεδο η μία απέναντι στην άλλη πριν αρχίσει ο αγώνας, αλλά συγκροτούνται μέσα από την ίδια τη διαδικασία του αγώνα, η οποία είναι λογικά προγενέστερη. Πρόσφατα, ένας από τους –μάλλον άτακτους– μαθητές του χρησιμοποίησε μια διατύπωση που δείχνει ότι πρέπει να πάμε ακόμα παραπέρα και να σκεφτούμε ότι οι υποκείμενοι στην εκμετάλλευση, μέσα από την πάλη τους, τείνουν όχι να συγκροτούνται αλλά, ακριβώς αντίθετα, να αποσυγκροτούνται ως τάξη, και ότι αυτή η αποσυγκρότηση δεν είναι –πάντα– ένδειξη ήττας και υποχώρησης, αλλά μπορεί να είναι ένδειξη αντίστασης και εξόδου. Η πολιτική είναι αυτό που διακόπτει το παιχνίδι των κοινωνιολογικών ταυτοτήτων. Τον 19ο αιώνα, οι επαναστάτες εργάτες των οποίων τα γραπτά μελέτησα έλεγαν: «Δεν είμαστε τάξη». Οι αστοί τούς προσδιόριζαν ως μια επικίνδυνη τάξη. Αλλά γι’ αυτούς, ο ταξικός αγώνας ήταν ο αγώνας για να μην αποτελούν πλέον τάξη, ο αγώνας για να βγουν από την τάξη και από τη θέση που προέβλεπε γι’ αυτούς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων …3 Αν λοιπόν οι «δυνάμεις της εργασίας» δεν στέκονται στο ύψος τους, δεν έρχονται στο ραντεβού με τους επίδοξους στρατηγούς των επαναστατικών στρατευμάτων, ίσως πρέπει να σκεφτούμε ότι με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνουν κάτι απλούστερο και βασικότερο: αποφεύγουν να συναντηθούν με τον αντίπαλο και να υπαχθούν στη δική του κωδικοποίηση και ταξινόμηση· παραμένουν διάχυτες και, γι’ αυτό, ά-τακτες, πάντα κάτι λιγότερο και κάτι περισσότερο από «τάξη». Ίσως επίσης αυτή η έξοδος και αυτή η λιποταξία

Ο κόσμος δεν έχει κανένα πρόβλημα αρχής να προτιμήσει το δάνειο από το μισθό· με άλλα λόγια, η πρωταρχική επιθυμία των μισθωτών εργαζομένων είναι να πάψουν να είναι μισθωτοί εργαζόμενοι. να είναι όχι το αποτέλεσμα αλλά, ακριβώς αντίθετα, η αιτία της χρηματιστικής κρίσης. Πράγματι, με την πιο στενή έννοια του όρου, η κρίση αυτή προκλήθηκε από τη μεγάλη έκταση της χρέωσης, μεταξύ άλλων και της ιδιωτικής, και την αδυναμία αποπληρωμής στεγαστικών και άλλων δανείων. Το φαινόμενο αυτό μαρτυρεί ότι ο κόσμος δεν έχει κανένα πρόβλημα αρχής να προτιμήσει το δάνειο από το μισθό· με άλλα λόγια ότι η πρωταρχική επιθυμία των μισθωτών εργαζομένων είναι να πάψουν να είναι μισθωτοί εργαζόμενοι. Όποιος βιαστεί να επικρίνει την επιθυμία αυτή ως «μικροαστικοποίηση» η οποία «ανοίγει το δρόμο στις ιδιωτικοποιήσεις», καλό θα είναι να σκεφτεί ότι ο μισθός αποτελεί την πιο κραυγαλέα μορφή ιδιωτικοποίησης, εφόσον δεν είναι τίποτε άλλο από την αγοραία τιμή τού κατεξοχήν καπιταλιστικού εμπορεύματος, της εργατικής δύναμης. 1. Πρβλ. Χρήστου Λάσκου, «Τάξη εναντίον Τάξης» Αυγή, 07/03/2010. 2. Ανδρέας Καρίτζης, «Με το χαμόγελο στα χείλη», Αυγή, 22/8/10. 3. Jacques Rancière, «Le plaisir de la métamorphose politique», συνέντευξη (μαζί με την Judith Revel) στη Libération, 24 Μαΐου 2008.


Τετράδιο

54

_Θανάσης Αλευράς

Αυτοκινητοκρατία

«Έφτασες στην κορυφή», «τους ξεπέρασες όλους», «κανείς δεν σε φτάνει». Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε δηλαδή, για το ότι έμεινες μόνος. Τα κατάφερες πάλι. Αλλά δεν είσαι ο μόνος. Παντού είναι τίγκα. Άλλη μια βόλτα. Κι άλλη μια βόλτα. Δέκα φορές το ίδιο τετράγωνο. Δεν έχει άλλη θέση. Πόσες πανοπλίες μπορούν να χωρέσουν στο ίδιο ντουλάπι; Εκατομμύρια ρόδες να τρέχουν πάνω σε ήδη πεθαμένους μπουκωμένους δρόμους. Οι διαφημίσεις προμοτάρουν και τα εργοστάσια ξερνάνε ακατάπαυστα όλο και πιο αισθητικές μηχανές παραγωγής καυσαερίων. Το κάπνισμα απαγορεύεται. Το περπάτημα επίσης. Τα καυσαέρια όχι. Κι οι εκκωφαντικές σειρήνες, καθόλου. Σ’ ένα τοπίο που μοιάζει όλο και περισσότερο με ξεφυλλισμένο περιοδικό του προηγούμενου μήνα, το αιχμάλωτο καθηλωμένο σώμα δίπλα στο λεβιέ ταχυτήτων επιβάλλεται ως καθαρότατο δείγμα ψυχικής υγιεινής. Tο σώμα κάθισμα. Με κομμένη ανάσα. Με το βλέμμα καρφωμένο συνεχώς Εκεί Έξω. Πέρα απ’ τα σύνορα του παρ-μπρίζ. Σ’ αυτό που ίσα ίσα διέκρινες ότι μόλις δεν είδες. Αυτό που προσπέρασες, σε προσπέρασε ήδη. Κι άλλοι με σάλτο να περνάνε το δρόμο σα ν’ αποφεύγουν μια σφαίρα. Κι άλλοι να βρίσκονται μαζί σα να τρακάρουν ο ένας πάνω στον άλλο. Κι όταν κάποιοι θέλουν να συντονίσουν το βήμα ή τη σκέψη τους, οι φράσεις κλειδιά είναι βάλε πρώτη, πάτα φρένο. Να βρω επιτέλους κάπου να παρκάρω το χρόνο. Συρρίκνωση του δημόσιου χώρου και υπερπληθυσμός αυτοκινήτων. Σταθερή κι αδιάψευστη σχέση. Drive-in cine, drive-in restaurant, drive-thru teller, drive-in marriage, drive-by shooting. Όλα πια μπορείς να τα κάνεις οδηγώντας, μέχρι και να παντρευτείς, σε κάποιες βορειοαμερικανικές πολιτείες, χωρίς καν να μπεις στον κόπο να κατέβεις. Περνάς με τα’ αμάξι κάτω από πλαστικές αψίδες στολισμένες με πλαστικά λουλούδια και φρενάρεις δίπλα στον πάστορα που με τη βίβλο στο χέρι απ’ το κατεβασμένο παράθυρο σας ανακηρύσσει συζύγους, αφήνεις ένα φιλοδώρημα ως love donation και ξαναβγαίνεις στον κεντρικό, θυμάσαι με θέρμη όλες αυτές τις χαρούμενες στιγμές ενώ προσπερνάς βιαστικά αυτή την άγνωστη επικίνδυνη περιοχή που λέγεται Ο Υπόλοιπος Κόσμος πίσω από τα κλειστά φυμέ τζάμια ασφαλείας, βιώνοντας ήδη χωρίς να το ξέρεις την αναπαράσταση του επιταφίου σου έτσι όπως φρόνιμα κάθεσαι ακίνητος και οδηγείσαι αμίλητος πίσω από ένα τιμόνι-στεφάνι.

Ραβασάκι


Τετράδιο _Ηλίας Μαρμαράς

Continental drift

55

Continental Drift

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γερμανός νομικός, πολιτικός και φιλόσοφος Καρλ Σμιτ δήλωσε πως «η εποχή του κράτους έφτασε στο τέλος της... το κράτος ως μοντέλο πολιτικής ενότητας, το κράτος ως τιτλούχος του πιο ασυνήθιστου μονοπωλίου, του μονοπωλίου της λήψης αποφάσεων, εκθρονίζεται». Από τη δεκαετία του ’80 που ειπώθηκαν αυτά τα λόγια μέχρι σήμερα έχουμε δει πολλές μορφές «έκθρονισμού» του κράτους, αλλά και επανασυγκροτήσής του έστω και με περίεργους τρόπους. Αυτά που δεν έχουμε ακόμα δει, είναι το σπάσιμο του μονοπωλίου των αποφάσεων και τη διάχυση του προνομίου της λήψης τους, πέρα από τα κράτη και πέρα από τις οικονομικές ολιγαρχίες που αποφασίζουν το τι και το γιατί. Κι αυτό, επειδή για να μετακινηθεί το μονοπώλιο λήψης των αποφάσεων, πρέπει πρώτα να πάψει να είναι μονοπώλιο. Κάποιοι σύγχρονοι διανοητές, όπως ο Πάολο Βίρνο, θεωρούν πως η δημόσια σφαίρα που σήμερα συγκροτεί το πλήθος, είναι μια φυγόκεντρος δύναμη. Δηλαδή μια συγκρότηση που όχι μόνο αποκλείει τη συνεχόμενη ύπαρξή της ως τέτοια (συγκρότηση) αλλά επίσης και την ανασύσταση ενός ενιαίου «πολιτικού σώματος». Αυτή η κατάσταση πραγμάτων μπορεί να προδιαθέτει για τη μη επανάληψη ενδεχομένως κάποιου μοντέλου μονοπωλίου των αποφάσεων αλλά γεννά και το κρίσιμο ερώτημα: ποια είναι τα δημοκρατικά σώματα μέσα στο πλήθος που ενσωματώνουν αυτή τη φυγόκεντρο δύναμη; Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η κρίση του περιβάλλοντος, οι ριζοσπαστικοί μετασχηματισμοί

Η παραγωγή του κοινού εδάφους σημαίνει την κατασκευή της πολιτικής συνείδησης του πλήθους και αυτό πάλι σημαίνει την καταστροφή των παλιών θεσμών και τη δημιουργία νέων θεσμών εντός τους. της εργασίας και η εγκαθίδρυση μιας κατάστασης επισφάλειας, όχι μόνο στην εργασία αλλά κυρίως σε υπαρξιακό επίπεδο, στο επίπεδο παραγωγής της υποκειμενικότητας των «μονάδων» που συγκροτούν το πλήθος, πέρα από τις εμφανείς –και μη– δραματικές συνέπειες στα βασικά επίπεδα της ζωής μας, ανοίγουν και μια σειρά από νέες –ίσως πρωτοφανείς– δυνατότητες παραγωγής ενός κοινού κόσμου, ενός κοινού εδάφους που βρίσκεται, προς το παρόν, στη σφαίρα του αδιανόητου. Ενός εδάφους που δεν είναι ένα «φυσικό έδαφος» όπως ήταν κάποτε οι νέες ήπειροι, αλλά ενός εδάφους που πρέπει να κατασκευαστεί. Η παραγωγή αυτού του κοινού εδάφους σημαίνει την κατασκευή της πολιτικής συνείδησης του πλήθους και αυτό πάλι σημαίνει την καταστροφή των παλιών θεσμών ή την απο-οικειοποίησή τους ως «κελύφη» και τη δημιουργία νέων θεσμών εντός τους. Οι θεσμοί όπως λέει πάλι ο Βίρνο είναι «μητρική γλώσσα» (mother tongue). Τους χρησιμοποιούμε τελετουργικά για να θεραπεύσουμε και να επιλύσουμε τις κρίσεις της κοινότητας. Θεσμός δεν είναι μια λέξη που βρίσκεται μόνο στο γλωσσικό οπλοστάσιο του «εχθρού». Το πλήθος πρέ-

πει να φτιάξει τους δικούς του θεσμούς. Η αληθινή διαμάχη δεν βρίσκεται μεταξύ θεσμικών και αντι-θεσμικών δυνάμεων, αντίθετα πρέπει να ορίζει εκείνους τους θεσμούς που βρίσκονται πέρα από το «μονοπώλιο των πολιτικών αποφάσεων», οι οποίες ενσαρκώνονται από το κράτος. Το 1989 οι Rolling Stones ηχογράφησαν στο Μαρόκο –εκεί που σήμερα βρίσκονται, πληρωμένα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάποια από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών–, μαζί με τους ντόπιους μουσικούς Master Musicians of Jajouka το κομμάτι Continental Drift, που κάπου οι στίχοι του λένε: Love comes in a strange disguise, Love comes. Ο έρωτας, ίσως το πιο σημαντικό πολιτικό αίτημα και μελλοντικό κοινό έδαφος συγκρότησης του πλήθους. Continental Drift είναι και η μετακίνηση των τεκτονικών πλακών που άλλοτε συγκρουόμενες και άλλοτε απομακρυνόμενες διαμορφώνουν τις νέες ηπείρους. Στη στήλη αυτή, κάθε μήνα και για όλη τη διάρκεια της χρονιάς, θα φιλοξενηθούν στα επόμενα τεύχη του Κοντέινερ, διανοητές που απαντούν στα ερωτήματα τα οποία θέτουν οι σύγχρονες πολιτικές διεκδικήσεις. Στο βαθμό που είναι εφικτό, ίσως να συνομιλήσουν μεταξύ τους, σαν τζαμάρισμα, όπως περίπου συμβαίνει στις net-lists.

Y.Γ : Η ηχογράφηση του Continental Drift αρχίζει με τον ήχο που κάνει το μπροστινό λάστιχο ενός παλιού ποδηλάτου, που μαχαίρωσε ο Keith Richards.


Τετράδιο

56

user tag cloud critical gamers manipulation of all mediums

ANTI SOCIAL WEB 2.0

fracture forms

mutating borders open source info-distribution systems

code is not a law embed access transmission trangression program to de_program tag cloud flow collapse corporate info_mining

constructs of critical engagement

new context

free access to information infrastructure

urgent ethics

digital detour

Ό,τι είναι σταθερό κλονίζεται

_Άντζελα Δημητρακάκη the spectre of free information redifining the defined resistance to technologies that enforce territories

deterritorialization data flow de_constructed

do not rendernetwork sovereignty

game space co_existence

emergence theories

media and propaganda

autonomous avatars

WEB 2.0 WANTS YOU A TIME OF CO EXISTENCE !

Εθελοντισμός, προσφορά και καπιταλισμός: Το μαγικό τρικ της απλήρωτης εργασίας

SEARCH ENGINES SEARCH YOU

γοδότη. Στο χώρο του πολιτισμού (χα!) η κατάσταση έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας. Τα πανεπιστήμια των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών έχουν εντάξει Παράγουμε στο, και για το, Facebook. την εθελοντική εργασία υπό τη μορφή «internship» Εμείς, οι εθελοντές εργαζόμενοιεπίσημα στα προγράμματα σπουδών τους. Μουσεία, γκαλερί, μπιενάλε, εκδοτικοί οίκοι και κάθε λογής καταναλωτές του Google. Πού ξέεπιχειρήσεις «δημιουργικής απασχόλησης» προμηρεις, όλη αυτή η παραγωγή ιδεών, θεύονται, μέσω των πανεπιστημίων, στρατιές απλήfracture forms mutating borders πληροφοριών και εικόνων μπορεί Ο βασιζόμενος στην αυτοθυσία εθελοντισμός υπήρ- ρωτων εργαζόμενων. Γιατί ναsource προσλάβουν κανονιopen info-distribution systems resistance to technologies that enforce territories manipulation of all mediums the spectre of free information redifining theΔεδομένου defined ξε κάποτε αδιαφιλονίκητο «προνόμιο» του γυναικείκούς, δηλαδή αμειβόμενους; ότι οι φοιcritical gamers και να ανατρέψει, καταπώς λέει ο σύcode is not a law constructs of criticalaccess engagement transmission ου φύλου. Στρατιές από νοσοκόμες στήριξαν δωρετητές καταβάλλουν τσουχτεράtrangression δίδακτρα στα embed πανε-free access to information infrastructure program to de_program collapse corporate info_mining flow tag cloud emergence theories deterritorialization new context space co_existence urgent ethics να ντροφος Νέγκρι, τον καπιταλισμό. άν πατριαρχικούς οικονομικούς πολέμους, πιστεύπιστήμια, μπορούμε πούμεdata ότιflow πρόκειται για ένα game de_constructed media and propaganda do not render network sovereignty digital detour avatars οντας ότι η δωρεάν εργασία που παρείχαν εξυπηρε- καθεστώς όπου πληρώνεις για autonomous να εργαστείς. τούσε τον μέγιστο στόχο της ειρήνης και τον αρκελοντές εργαζόμενοι-καταναλωτές του Google. Πού τά πιο αμφίβολο στόχο μιας εθνικής «νίκης», υπο- Το σύστημα είναι ωστόσο ακόμη πιο έξυπνο. Μετά ξέρεις, όλη αυτή η παραγωγή και διακίνηση ιδεών, κύπτοντας στην πλύση εγκεφάλου εξαιρετικά απο- από όλο αυτό το «conditioning», οι αυριανοί εργα- πληροφοριών και εικόνων μπορεί και να ανατρέψει, τελεσματικών προπαγανδιστικών μηχανών. Ασφα- ζόμενοι είναι έτοιμοι για τα πάντα. Ορδές από φω- καταπώς λέει ο σύντροφος Νέγκρι, τον καπιταλισμό. λώς, σε μεγάλο βαθμό, ο βασιζόμενος στη θυσία εθε- τογράφους παραδίδουν δωρεάν το έργο τους σε κάθε Γιατί παράγει και ένα υπέροχο πλεόνασμα κοινωνιλοντισμός αποτελεί ακόμη προνόμιο του ίδιου φύ- λογής έντυπο ή στα ραγδαία αυξανόμενα «πρότζεκτ» κών σχέσεων, μια δι-ανθρώπινη δυναμική, ένα «κάτι» λου. Μάνες, γιαγιάδες, νοικοκυρές έχουν πειστεί ότι της τάδε ή δείνα εταιρείας που επιθυμεί προβολή στο παρηγορητικό, δυνητικό και «κοινό» τέλος πάντων. οφείλουν να τσακίζονται στη δουλειά χωρίς αμοιβή, Διαδίκτυο. Μέχρι και κρατικοί φορείς ζητούν πλέον χωρίς οικονομική ανεξαρτησία, χωρίς καν μία συμ- δωρεάν υπηρεσίες διότι, ειδικά σε μια περίοδο κρί- Κάτι σαν δώρο, κάτι σαν «προσφορά από άνθρωβολική αναγνώριση μέσω μιας σύνταξης, «από αγά- σης, η πατρίδα μάς χρειάζεται. Ανέξοδα. Δεν έχει να πο σε άνθρωπο». Διότι υπάρχει και εθελοντισμός πη». Αυτή η εθελοντική εργασία δεν σταματάει ποτέ, πληρώσει, γιατί έχει πληρώσει άλλους. Και τι εννοώ με νόημα, εθελοντισμός καταξιωμένης κοινωνικής πλήρως συνυφασμένη με τη ζωή τους. Αυτή η εργα- ότι θα έπρεπε να με αμείβει και ως μητέρα; Στο κάτω προσφοράς. Γιατροί που γιατρεύουν δωρεάν αρρώσία, που όχι απλώς παράγει ανθρώπινα όντα αλλά κάτω δική μου επιλογή ήταν. Αν θα χρειαστεί νέα χέ- στους, συνάνθρωποι που στήνουν κέντρα για τη στήκαι αναπαράγει το εργασιακό δυναμικό, συντηρώ- ρια; Πού ζω, η πατρίδα θα εισαγάγει φτηνό εργατι- ριξη θυμάτων βιασμού, εμπορίου σεξ και οικογενειντας, όπως απέδειξαν οι φεμινίστριες παρελθόντων κό δυναμικό από κει που οι γυναίκες-σκλάβες γεν- ακής βίας – η λίστα της φρίκης αλλά και της ανταδεκαετιών, ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο, ήταν το νοβολάνε σαν κουνέλες και δεν κατεβάζουν παλα- πόκρισης δεν έχει τέλος. Η καλλιτεχνική κολεκτίβα πεδίο όπου χάθηκε στη δεκαετία του ’70 μια μεγάλη βές ιδέες με το κουνελίσιο τους μυαλό. Εκδοτικοί WochenKlausur στην Αυστρία έστησε μέχρι και κλιμάχη. Έτσι συνεχίζεται απρόσκοπτα η εργασία της οίκοι, εφημερίδες και περιοδικά σε (με) προσεγγί- νική για τους άστεγους. Εθελοντικά. To έργο τέχνης γυναικείας φροντίδας, καθαριότητας και αυτοθυσί- ζουν ανερυθρίαστα ζητώντας «ένα κομμάτι» χωρίς ως προσφορά, αυτή η ιδέα κι αν έπιασε! Όταν αποας, με ελάχιστη έως καθόλου αντιπροσώπευση στους αμοιβή. Έτσι, επειδή «γνωριζόμαστε». Αλλά και να ποιείται των ευθυνών του το κράτος, υπάρχει πάντα αγώνες των εργαζόμενων σήμερα. Η ιδεολογία της μη γνωριζόμαστε, το σενάριο είναι ένα και το αυτό. η τέχνη! Ή η εκκλησία. Ή o μη-κυβερνητικός οραυτοθυσίας, όπως βλέπουμε, δεν περνάει καμία κρί- Γιατί έτσι είναι. Γιατί έτσι μας έχουν πείσει. Γιατί γανισμός της γειτονιάς σου. Εξάλλου, αυτό θα πει ση! Πόσο θα ήθελα να δω πορείες όπου να πρωτο- χάρη μας κάνουν – κάτι σαν διαφήμιση δηλαδή. Αν αυτονομία. Γιατί να εξαρτάσαι από τον κυβερνητιστατούν μάνες, γιαγιάδες και νοικοκυρές, απαιτώ- δεν τις βάλεις εδώ τις φωτογραφίες σου, να τις δει κό μηχανισμό; Κι εμένα με πήγαινε η μαμά μου και ντας αναγνώριση και αμοιβή. Αναμφίβολα, θα άκου- κανείς, πού θα τις δείξεις; Στο δωμάτιό σου; Γιατί ο η δασκάλα μου κάποτε στα ορφανοτροφεία να δώσω γαν το τροπάρι «τώρα περνάμε κρίση, αργότερα θα δωρεάν μόχθος των πολλών συνεργατών πρέπει να παιχνίδια και ρούχα στα παιδιά που δεν είχαν. Διότι τα δούμε αυτά». Στο οποίο θα μπορούσαν να απα- συντηρήσει τον ένα, τον alpha worker. Ο οποίος ή το κράτος είχε θέσει άλλες οικονομικές προτεραιόντήσουν «και εμείς τότε θα μαγειρέψουμε αργότε- η οποία θα αναπαραγάγει με κάθε τρόπο την ιδεο- τητες: αγορά αμυντικού εξοπλισμού, δεξιώσεις, διρα, θα σιδερώσουμε αργότερα, και αργότερα θα σας λογία και τις υλικές συνθήκες του συστήματος που αφθορά, και κυρίως τη διατήρηση και επέκταση της κρατήσουμε τα παιδιά για να πάτε στις “δουλειές” τον/την συντηρεί. ιδεολογίας ότι το κοινωνικό έργο είναι θέμα ελεησας ή στις πορείες σας». Με θεμέλιο λοιπόν τη γυμοσύνης, εθελοντισμού, προσφοράς του πολίτη, σε ναικεία αυτοθυσία, φτάσαμε και στο γραφικό παρόν. Εξάλλου, δεν εργαζόμαστε πια ακριβώς. Είναι ερ- εθνικό ή και πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί κάγασία ένα ακόμη κείμενο; Μια ακόμη φωτογραφία; ποιος πρέπει να βοηθήσει. Κάποιος πρέπει να την Στο οποίο γραφικό παρόν, επιμελείς φοιτητές που Απλώς «παράγουμε» και διακινούμε στα τεχνολογι- κάνει κι αυτή τη δουλειά. Που, από ηθικής άποψης, απεγνωσμένα αναζητούν εμπειρία, προσφέρουν δω- κά κάτεργα της καθολικευμένης παραγωγικότητας. είναι υπεράνω χρημάτων. Ευτυχώς. Γιατί τα χρήμαρεάν τις υπηρεσίες τους σε κάθε είδους δυνητικό ερ- Παράγουμε στο, και για το, Facebook. Εμείς, οι εθε- τα είναι για άλλες τσέπες.

Μια σκιά πλανιέται πάνω από τη ζωή μας. Συνυφασμένη με τις έννοιες της προσφοράς, της αυτοθυσίας, ακόμη και της μάθησης, η έννοια του εθελοντισμού έχει ενταχθεί στα εργασιακά τοπία του σύγχρονου καπιταλισμού, γεννώντας διλήμματα ηθικής φύσης και εγείροντας οικοδομήματα εκμετάλλευσης με ισχυρότατα ψυχολογικά και ιδεολογικά θεμέλια.

you tube

YOU TUBE user tag cloud video war

borderzone


Τετράδιο _Νάνος Βαλαωρίτης

Μινεράλια

57

Του ύψους ή του βάθους

Αθήνα 20.9.10 Οι πιο κατάλληλες φράσεις για να περιγράψουν το χαρακτήρα των Ελλήνων που από την αρχαιότητα διυλίζουν τον κώνωπα και περνάνε κάτω από ένα διανοητικό μικροσκόπιο ό,τι τους λαχαίνει, δηλαδή ό,τι τους περνάει από το χέρι, όλες αυτές οι φράσεις σε όλες τις φάσεις της εξέλιξης της γλώσσας, έχουν γίνει τυρί-ψωμί καθημερινό και φαντάζουν μες στο σκοτάδι των αιώνων σαν λαμπυρίσματα αυτοσυνείδησης. Δεν βλέπω όμως από πού αρχίζει το νήμα και πού τελειώνει : και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει όποιος γεννιέται και ανατρέφεται σε αυτό το περιβάλλον: Μια πολύ μακροχρόνια ιστορία που χάνεται στα σύννεφα, πλούσια και χαοτική και ένα συρρικνωμένο παρόν με μια χούφτα γης και μερικά, ωραία βέβαια, νησιά. Τα κατάλοιπα αυτά της ιστορίας χρειάζονται χώρο και αέρα για να αναπνεύσουν, για να υπάρξουν. Άμα έχει τσακιστεί το ηθικό ενός λαού δύσκολα στέκεται στα πόδια του : Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλους λαούς, όπως οι Ιταλοί, μετά την ισπανική κατοχή του 17ου αιώνα. Οι Ιρλανδοί με την αγγλική κατοχή – τότε η μόνη διέξοδος είναι είτε στα γράμματα είτε στην Τέχνη : και αν παρεισφρύσουν και άλλες κατοχές αποτελειώνουν τη σπασμένη ραχοκοκαλιά. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε θεωρηθεί, οι Ελληνόγλωσσοι, οι παρίες της Ευρώπης. Ο Gibbon, ήδη, μας κατατάσσει στον πάτο, και ποιους; Τους βυζαντινούς λόγιους (βέβαια πρόσφυγες από το κατακτημένο Βυζάντιο). Τους θεωρεί μίζερους απατεώνες που προσπαθούν να επιβιώσουν μαθαίνοντας στους «δυτικούς» τα ελληνικά, που ούτε καν τα κατέχουν. Η κρίση αυτή είναι κατάφωρα άδικη. Γιατί ούτε αγράμματοι ήσαν, ούτε απατεώνες. Απλώς, είχαν ανάγκη να επιβιώσουν. Η προκατάληψη αυτή βρήκε κατά καιρούς μια νέα αφορμή να αναδυθεί. Μετά τον φιλελληνισμό της επανάστασης του ’21, ήρθε η επιτροπεία, με ένα σωρό τρόπους, οικονομική, πολιτική, στρατιωτική, διπλωματική. Τα διαπλεκόμενα και αντικρουόμενα

συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων έβρισκαν πεδίο άσκησης των επιρροών τους – μέχρι σήμερα τίποτα δεν άλλαξε. Η Ελλάδα, ως συμβολική χώρα και εξαρτημένη οικονομικά, πολιτικά και τεχνολογικά (για να μην προσθέσω «πολιτιστικά») παραμένει ένας γραφικός ιστορικός χώρος για να ασκήσουν τις φαντασιώσεις τους οι διάφοροι διανοούμενοι συγγραφείς και αρχαιολόγοι των δυτικών χωρών. (Βλέπε Sophie Basch, Le Voyage Imaginaire en Grèce, KaufmannHatier και Kυριάκου Σιμόπουλου: Πώς είδαν την Ελλάδα οι Ξένοι Ταξιδιώτες απ’ το 333 μ.Χ. έως το 1821, Πιρόγα 2008.)

Η σημερινή οικονομική κατάρρευση, στα Τάρταρα, ήταν όχι τόσο απρόσμενη, αλλά ένα προβλεπόμενο ατύχημα από αυτά που ξέρεις ότι θα συμβούν, όσο και να ξαφνιάζεσαι όταν συμβαίνουν. Βέβαια, πού και πού αναγνωριζόταν ότι σ’ αυτόν τον φαντασιακό χώρο υπήρχαν και ορισμένοι ενοχλητικοί κάτοικοι, που χαλούσαν την παρθενικότητα του τοπίου. Ήταν όμως άξεστοι, αγράμματοι και δεν υπολογίζονται ως μέρος του χώρου. Θα προσθέταμε και μείγματα διαφόρων εθνοτήτων, και συχνά αδικαιολόγητα υπερόπτες. Τους ντόπιους λόγιους τους θεωρούσαν καθυστερημένους, όπως ένας επιστολογράφος στα Γιάννενα, του περιβάλλοντος του Λόρδου Βύρωνα, χαρακτήριζε τον Ψαλλίδα: υπερόπτη και αγράμματο. Έτσι, ξέφραγο αμπέλι, ήρθαν οι φίλοι του λαού από το 19ο αι. και πέρα, που θεώρησαν το μόνο υπάρχον πολιτιστικό στοιχείο, το λαογραφικό, δηλαδή, τα δημοτικά τραγούδια που συνέλεξε ο Φωριέλ, λέ-

γοντας ότι η Ελλάδα έχει έναν πολύ μεγάλο ποιητή : τον ελληνικό λαό. Ζούσαν όμως τότε ο Σολωμός και ο Κάλβος, τελείως άγνωστοι. Καμία διαφωνία για τα δημοτικά τραγούδια, αλλά όχι και να σβήνεται με μια μονοκοντυλιά όλη η λόγια τάξη –και δεν ήταν λίγοι– οι διαφωτιστές – ο Καταρτζής, ο Κωσταντάς, ο Φερραίος,ο Φιλιππίδης, ο Μοισιόδακας, ο Ψαλλίδας αλλά και ο μέγας φιλόλογος Κοραής. Θα μου πείτε ότι δίπλα στους Γερμανούς φιλοσόφους, στον Hegel, στους ρομαντικούς, τους μεγάλους ποιητές, τους Γάλλους και Γερμανούς και Άγγλους, αυτοί ήταν ψίχουλα, βυθισμένοι στην άγνοια των αιώνων, για ν’ ανακαλυφθούν μόνο στον 20ο αι., μετά από μια ακόμη καταστροφική σελίδα, την Γερμανική Κατοχή. Τότε όμως βρεθήκαμε ακριβώς στα ύψη και στο βάθος, που μας είχε ρίξει η Μικρασιατική Καταστροφή και η Κατοχή. Τα ύψη, ο αγώνας της Αλβανίας εναντίον του Άξονος. Προηγούμενα ύψη οι πόλεμοι του 1912-13 και ’14 με όλα τα εδαφικά κέρδη. Όμως, η σημερινή οικονομική κατάρρευση, στα Τάρταρα, ήταν όχι τόσο απρόσμενη, αλλά ένα προβλεπόμενο ατύχημα από αυτά που ξέρεις ότι θα συμβούν, όσο και να ξαφνιάζεσαι όταν συμβαίνουν και από μια σκοτεινή διαίσθηση, ότι μας περιμένει ακόμα μια διεθνής καταβαράθρωση, μετά από αυτήν της Χούντας, για να επιβεβαιώσει όλες τις «ευρωπαϊκές» προκαταλήψεις εναντίον μας, ότι δηλαδή είμαστε ανάξιοι του ονόματος «Έλληνες» εννοείται των του αρχαίου θαύματος! Και έφτασαν, οι προκατειλημμένοι, να υποβαθμίζουν και αυτό το αρχαίο θαύμα, για το οποίο εμείς, βέβαια, δεν ευθυνόμαστε. Το ερώτημα είναι αν εμείς ευθυνόμαστε για την τύχη μας ή οι περιστάσεις θύματα αργοπορίας, ζυγού 450 ετών, της γεωγραφικής μας θέσης, της μακραίωνης ιστορίας μας, με τις ίδιες δυσκολίες που έχουν οι άλλες μεταποικιακές εθνότητες, που επηρεάζουν και την πολιτιστική και την ψυχολογική τους ιδιομορφία. (συνεχίζεται)


Τετράδιο

58

_Άννα Μαρία Φίλιππα, δικηγόρος

Δικηγόροι με γυαλιά

Μουσική & Ελληνική Δικαιοσύνη

Κάθε ημέρα, σε κάθε αίθουσα ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δικάζονται τουλάχιστον τέσσερις αιτήσεις τριών μη κερδοσκοπικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης οι οποίοι ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν Έλληνες μουσικούς, τραγουδιστές και παραγωγούς και ζητούν να εισπράξουν ετήσια συνδρομή από παντός είδους καταστήματα (αρτοποιεία, κομμωτήρια, καφετέριες, καταστήματα εμπορίας ένδυσης κ.λπ.) για συγγενικά δικαιώματα των πελατών τους. Το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι εάν έχεις ανοικτό το ραδιόφωνο στο κατάστημά σου υποχρεούσαι να πληρώνεις συνδρομή στους εν λόγω κύριους! Σημειωτέον, ένα από τα δικαιολογητικά για την έκδοση νόμιμης άδειας για τη λειτουργία καφετέριας για παράδειγμα, είναι η απόδειξη ετήσιας συνδρομής σε άλλο οργανισμό (ΑΕΠΙ) ο οποίος διαχειρίζεται τα πνευματικά δικαιώματα των μουσικών. Εύλογη λοιπόν η αγανάκτηση του πελάτη μου (ιδιοκτήτη καφετέριας στην Κυψέλη 38 τ.μ.): «Πόσους θα πληρώνω;» (άλλως, υποχρέωση καταβολής αμοιβής για την ίδια παροχή σε πολλούς φορείς). Μελέτησα λοιπόν το εξώδικο που του είχαν στείλει, κάλεσα την εκπροσωπούσα τους οργανισμούς αυτούς εταιρεία δικηγόρων, μου απάντησε μια κυρία που ΔΕΝ ήταν δικηγόρος, μου δήλωσε ότι ο πελάτης μου υποχρεούται να τους καταβάλει το ποσό που έχουν ορίσει και μου έκλεισε το τηλέφωνο αρνούμενη να με αφήσει να μιλήσω με κάποιο δικηγόρο και αρνούμενη κάθε άλλη συζήτηση επί του θέματος (ο νόμος προϋποθέτει προηγού-

μενη διαπραγμάτευση της αμοιβής με τον χρήστη). Συζήτησα με δεκάδες δικηγόρων που είχαν βρεθεί στη θέση μου και πήρα διάφορες γνώμες εκ των οποίων παραθέτω μερικές μόνο: α) πες του να πληρώσει, δεν βαριέσαι μωρέ, 120 ευρώ το χρόνο ζητάνε β) άσε τους να κάνουν ασφαλιστικά μέτρα και ακόμα και να χάσεις μην τους δώσεις φράγκο, αυτοί ποτέ δεν συνεχίζουν με την τακτική διαδικασία γ) οι περισσότεροι πληρώνουν ή δεν ασχολούνται και πάντως πολλοί λίγοι καταστηματάρχες μπαίνουν σε αντιδικία δ) οι άνθρωποι πάνε για την αρπαχτή, έχεις νομικά επιχειρήματα, θα κερδίσεις, πολέμησέ το. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στον επίσημο οργανισμό (ΑΕΠΙ) στον οποίο ο πελάτης μου κατέβαλλε ετήσια συνδρομή και μίλησα με τον νομικό τους σύμβουλο ο οποίος επέμεινε πως είναι ακράδαντα τα νομικά επιχειρήματα υπέρ μου και οι αποφάσεις των δικαστηρίων ευνοούν τον πελάτη μου. Τέλος, κάθισα και διάβασα τη σχετική νομοθεσία και νομολογία και διαπίστωσα ότι είχα πάμπολλα νομικά επιχειρήματα και αρκετές δικαστικές αποφάσεις υπέρ του πελάτη μου. Επιπλέον ζύγισα το γεγονός ότι οι δικαστές είναι άνθρωποι που ζουν μέσα στα δικαστήρια και θα γνωρίζουν τι συμβαίνει, όπως π.χ. το γεγονός ότι υπάρχουν 2-3 άνθρωποι των οποίων η εργασία έγκειται στο να καταθέτουν στα δικαστήρια πως «ναι μπήκα στο τάδε μαγαζί, έκατσα ένα τέταρτο περίπου και άκουσα τα εξής τρία τραγούδια» και πως «ναι, βοηθάει η μουσική που

ακούγεται στο κατάστημα στην προσέλκυση πελατών». Και σίγουρα θα γνωρίζουν ότι δικάζονται γύρω στις 20 τέτοιες υποθέσεις καθημερινά! Όταν λοιπόν ήρθε η ώρα του δικού μου σχετικού δικαστηρίου από τις τέσσερις σχετικές αιτήσεις που δικαζόντουσαν μόνο ο πελάτης μου εκπροσωπείτο ενώ οι υπόλοιποι τρείς καταστηματάρχες δεν εμφανίσθηκαν. Η απόφαση που με αφορούσε βγήκε εξαιρετικά γρήγορα για τα ελληνικά δεδομένα και ήταν πανομοιότυπη με τις υπόλοιπες τρεις. Έχασα. Από τα 6 επιχειρήματά μου πήρα απάντηση μόνο σε δύο (δεν επιτρέπεται) και η ερμηνεία του δικαστή ήταν φυσικά αντίθετη με τη δική μου. Ο δικαστής επίσης διέταξε τον πελάτη μου να παραδώσει καταλόγους των μουσικών έργων που ακούστηκαν στο κατάστημά του το έτος 2009. Τον πλήρη κατάλογο του NITRO RADIO δηλαδή! Στην ανταίτησή μου να μας παραδώσουν οι αιτούντες πλήρεις καταλόγους της μουσικής που εκπροσωπούν ο δικαστής σιώπησε. Με τα ίδια νομικά επιχειρήματα και το ακριβώς ίδιο ιστορικό οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι περίπου 50� υπέρ των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και 50� υπέρ των καταστηματαρχών. Μετά σου λένε διάβαζε αποφάσεις να μαθαίνεις νομικά!



Τετράδιο

60

_Ζωή Ν. Κωνσταντοπούλου*

Δικαιοσύνη fast-food Έμαθα ότι o υπουργός Δικαιοσύνης κατέθεσε νομοσχέδιο «για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας». Και δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Όταν ξεκίνησα να δικηγορώ, το 2003, μόλις είχε ψηφιστεί άλλος ένας νόμος «για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας». Τόσο… αποτελεσματικός που σήμερα, στο 2010, ενώ έχουν μεσολαβήσει 8-9 ακόμη «επιταχυντικοί νόμοι», ποινικές υποθέσεις του 2003 ακόμη δεν έχουν δικαστεί ούτε σε πρώτο βαθμό. Παράλληλα, δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόροι, εφαρμόζουν τις δικές τους πρακτικές… επιτάχυνσης της δίκης: «Τελειώνετε, τελειώνετε», λέει ο Πρόεδρος σε δικηγόρους και μάρτυρες, πριν προλάβουν να ανοίξουν το στόμα τους. «Συντομεύετε, συντομεύετε», ο Εισαγγελέας στον άνθρωπο που έρχεται για 10η φορά στο Δικαστήριο και προσμένει περιδεής τη στιγμή της μαρτυρίας ή της απολογίας του. «Μας καθυστερείτε», φωνάζουν οι δικηγόροι στους συναδέλφους τους. «Δεν θέλω να σας κουράσω», οι δικηγόροι, πάλι, δουλικά, στους δικαστές … Κι όπως είπε εύστοχα ένας φοιτητής της Νομικής, μετά από μια μέρα στα Δικαστήρια, «κανείς δεν σου δίνει την εντύπωση ότι αισθάνεται πως επιτελεί λειτούργημα»… Παραφράζοντας τη γνωστή ρήση, αισθάνομαι την ανάγκη να πω: «όταν ακούω τη λέξη… επιτάχυνση, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει». Γιατί η πράγματι απελπιστικά βραδεία ελληνική Δικαιοσύνη, είναι, δυστυχώς, απαράδεκτα βιαστική, πρόχειρη, απρόσεκτη, νευρική και τσαπατσούλικη. Δικογραφίες «αδιάβαστες» σέρνονται από λειτουργό σε λειτουργό, έγγραφα ανεπεξέργαστα μεταφέρονται στα καρότσια του σούπερ-μάρκετ για να «χρεωθούν» «αρμοδίως», δικαστές και εισαγγελείς ασθμαίνοντες προσπαθούν να διώξουν την υπόθεση από πάνω τους και να την προωθήσουν όπως όπως στο επόμενο στάδιο, γιατί ανθρωπίνως δεν προλαβαίνουν να την διαβάσουν,

υπηρεσιακώς δεν θέλουν να διαμαρτυρηθούν και πειθαρχικώς δεν θέλουν να ελεγχθούν για καθυστέρηση. Τι θα γίνει εάν αυτή η ήδη νοσηρή κατάσταση μπει στον επιταχυντή, όπως τον φαντασιώνεται ο υπουργός; Δίκες-αστραπή, που θα θυμίζουν μάλλον κλήρωση λαχείου παρά Δικαιοσύνη. Και ένα σύστημα Δικαιοσύνης, που θα θυμίζει ακόμη περισσότερο κρεατομηχανή, που όλα τα αλέθει, ακόμη και τις αντιστάσεις των ευσυνείδητων λειτουργών και, βέβαια, τα δικαιώματα των πολιτών, ιδίως των πιο αδυνάτων. Ακούγεται συχνά από χείλη δικαστών και εισαγγελέων, αλλά, δυστυχώς, και δικηγόρων, ότι μια δίκη είναι… «πολυτελής» (!) αν έχει πολλούς μάρτυρες, ή διαρκεί πολύ. Ακούγεται ακόμη πιο συχνά από δικαστές και εισαγγελείς η φράση: «Τελειώνετε, έχουμε κι άλλες υποθέσεις». Και διερωτάσαι αν βρίσκεσαι σε δικαστική αίθουσα, ή σε ταχυφαγείο, όπου πρέπει να παραγγείλεις γρήγορα, γιατί από πίσω περιμένουν άλλοι πελάτες, έτοιμοι να τους σερβίρουν μια «δικαστική απόφαση/κακοψημένο χάμπουργκερ». Διάβασα ότι το νέο… επιταχυντικό νομοσχέδιο βασίσθηκε στις… εύστοχες ιδέες μεμονωμένων και ακατονόμαστων δικαστών και δικηγόρων, που ανεπεξέργαστες βρήκαν το δρόμο προς τα υπουργικά αυτιά. Και νομίζω ότι ο κόσμος πρέπει να πληροφορηθεί ποιοι είναι αυτοί οι λαμπροί νόες που, την ώρα που η Δικαιοσύνη βουλιάζει ολοένα και βαθύτερα στην άβυσσο της αρνησιδικίας και της αδικίας, σκέφτηκαν να την αποτελειώσουν με ταχείες διαδικασίες, που καρατομούν δικαιώματα και εγγυήσεις και οδηγούν σε ένα σύστημα ακόμη πιο κυνικής διεκπεραίωσης. Πώς είναι δυνατόν να μην είναι αντιληπτό στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό ότι στη Δικαιοσύνη χρειάζε-

ται εκ βάθρων αλλαγή, με γενναία αύξηση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, των υπαλλήλων αλλά και των κτηριακών υποδομών; Πώς είναι δυνατόν να μην είναι αντιληπτό ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί επίσης γενναία το ζήτημα των παντελώς ακατάλληλων δικαστών και εισαγγελέων που ταλαιπωρούν τους πολίτες, τους συναδέλφους τους, τη Δικαιοσύνη; Πώς είναι δυνατόν να μην είναι αντιληπτό ότι πρέπει να δοθούν ουσιαστικά κίνητρα ώστε να επιλέγουν το Δικαστικό Σώμα περισσότεροι νέοι νομικοί που να θέλουν πραγματικά να προσφέρουν στην Δικαιοσύνη και την Κοινωνία, και λιγότεροι που να θέλουν να αποκατασταθούν επαγγελματικά ως δημόσιοι υπάλληλοι με ωράριο; Όταν οι πλέον κραταιοί της εξουσίας μιλούν για τη χώρα ως «ασθενή», δημιουργώντας, σε καιρό δημοκρατίας, αναπόφευκτους συνειρμούς για τον δικτατορικό γύψο, είναι επόμενο οι αρμόδιοι υπουργοί να μετατρέπουν την Δικαιοσύνη σε… πειραματόζωο, στο οποίο δοκιμάζουν κάθε λογής τοξική ουσία. Είναι, όμως, επιτακτικό όλοι όσοι δεν έχουμε υπογράψει κανένα μνημόνιο ενταφιασμού κάθε έννοιας δικαιοσύνης, όλοι οι πολίτες που δεν έχουν συναινέσει στην υποθήκευση των δικαιωμάτων τους από Τράπεζες Επιταχύνσεως, όλοι οι δικαστές και εισαγγελείς που ονειρεύτηκαν να υπηρετήσουν τη Δικαιοσύνη και όχι να γίνουν συνένοχοι στην πλήρη αποδιοργάνωσή της, όλοι οι δικηγόροι που επιμένουν να διεκδικούν την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών και εγγυήσεων του Συντάγματος που ισχύουν δεκαετίες στη χώρα μας, να αντιδράσουμε.

*Δικηγόρος, LL.M., D.E.A., Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Νέων Ποινικολόγων


Τετράδιο

61


Τετράδιο

62

_Λένα Κιτσοπούλου

Το ένα και το άλλο

Παραδεισένιες παραλίες

Σε κάτι ωραίες παραλίες των νησιών μας φέτος το καλοκαίρι, σχεδόν καθημερινά, γινόμουνα μάρτυρας εγκλημάτων, αποτρόπαιων, τα οποία δυστυχώς κατάλαβα ότι διαπράττονται νόμιμα και αυτοί οι εγκληματίες, οι οποίοι παρατήρησα ότι είναι συνάμα και σχιζοφρενείς, όχι μόνο δεν μπαίνουν στη φυλακή ή στα ψυχιατρεία, αλλά είναι και αποδεκτοί από τον κοινωνικό περίγυρο, θεωρούνται «νορμάλ» άνθρωποι, γι’ αυτό και εγκληματούν άφοβα μπροστά στα μάτια μας με μία θρασύτατη ανοησία, με ύφος κοιτάχτεμετιτραβάω, λυπηθείτεμε, επιδεικνύοντας πολλές φορές το έγκλημά τους ως παράδειγμα προς μίμηση. Μία τέτοια, λοιπόν, σχιζοφρενής κυρία είχε αρπάξει το τρίχρονο κοριτσάκι της και το κοπανούσε με τέτοια λύσσα και με τέτοιο μίσος, που στην άλλη άκρη της παραλίας όπου βρικόμουνα εγώ, ακόμα κι αν δεν ήθελες να κοιτάζεις, αντηχούσαν τα κόκαλα του παιδιού, λες και τα χτύπαγε κάποιος με σιδερένιο λοστό. Όλη αυτή η βία αυτής της άρρωστης γυναίκας συνοδευόταν κι από φράσεις ( ή μάλλον ουρλιαχτά) όπως, έχειθολώσειτομυαλόμου, θαμετρελάνεις, θασεσκοτώσωρετοκαταλαβαίνεις, θασεσκοτώσω. Και το πιο ανατριχιαστικό ήτανε, ότι αυτές τις φράσεις η γυναίκα αυτή τις εννοούσε απόλυτα. Χτυπούσε με όλη της τη δύναμη όπου έβρισκε πάνω στο μωρουδίστικο σώμα του παιδιού της, με μπουνιές, με κλοτσιές, με θυμό τόσο βαθύ, με κραυγές τόσο υστερικές και τόσο αταίριαστες με το περιβάλλον.

Ένα άλλο όμως εξίσου φρικαλέο θέαμα ήταν ο σύζυγος της κυρίας, ο οποίος αμίλητος και αμέτοχος στριφογύριζε γύρω από το σημείο του άγριου ξυλοδαρμού, τυλίγοντας αδιάφορα την ψάθα του, ή, χτυπώντας νωχελικά τα βατραχοπέδιλά του το ένα με το άλλο, σαν να μην τρέχει τίποτα, δηλώνοντας με τη σιωπή του τη συγκατάβασή του γι’ αυτό που συνέβαινε εκείνη την ώρα και κατ’ επέκτασιν τον απέραντο θαυμασμό του προς τη δυναμική σύντροφό του, που ξέρει να διαπαιδαγωγήσει το παιδί τους σωστά και που παίρνει την πρωτοβουλία να βάλει επιτέλους μια τάξη, έτσι ώστε να συνετιστεί το κακό αυτό παιδί, το οποίο βγήκε κακό, έτσι, από μόνο του, βγήκε μαλακισμένο. Μα τόση ατυχία κι αυτοί οι γονείς να γεννάνε βλαμμένα παιδιά; Παιδιά βασανιστές; Μα από πού; Πώς; Ποιος τους καταράστηκε; Σίγουρα, βέβαια, αυτή η δυστυχισμένη και θλιβερή μάνα που δυστυχώς έκανε παιδί, σίγουρα κι αυτή έχει κακοποιηθεί ως παιδί, όπως και ο βιαστής έχει βιαστεί ως παιδί και ούτω καθεξής. Σίγουρα η ανωμαλία κληροδοτείται από τους προηγούμενους στους επόμενους, αυτούσια και αιωνίως ανίατη. Σίγουρα αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, να είναι φορέας διαφόρων μικροβίων, να γεννιέται από κάπου κι όχι να φυτρώνει και σίγουρα και το κοριτσάκι αυτής της κυρίας θα δέρνει αργότερα το δικό της παιδί, ή θα την δέρνει ο άντρας που θα επιλέξει, όλα αυτά είναι σίγουρα και απολύτως φυσικά.

Το ερώτημα είναι, ότι αν εγώ εκείνη την ώρα επέλεγα να πάω κοντά σ’ αυτό το τέρας με τη γυναικεία όψη, αν την τραβούσα μακριά από το ανήμπορο παιδάκι της με την ίδια βία που εκείνη μου προκαλούσε, αν της έχωνα ολόκληρο το κεφάλι της μέσα στην καυτή άμμο για πολλή ώρα, μέχρι να αρχίσει να σπαρταράει από ασφυξία κι αν μετά με το μαχαιράκι που κρατούσα στα χέρια μου για να καθαρίσω τα ροδάκινα που είχα σκοπό να απολαύσω με ηρεμία και γαλήνη σ’ αυτήν την ήσυχη παραλία που νόμισα ότι ανακάλυψα, αν, λοιπόν, με αυτό το μικρό μαχαιράκι τής πριόνιζα αργά και βασανιστικά ένα ένα τα μέλη του σώματός της, θα καταδικαζόμουνα για έγκλημα; Θα στερούσα από αυτό το παιδί αυτή τη μάνα και το παιδί θα αποκτούσε ψυχολογικά τραύματα; Και στο δικαστήριο θα κατέθετε εναντίον μου, ο κοιλαράς σύζυγος με τα μπλε βατραχοπέδιλα και το βατραχίσιο βλέμμα; Μάλλον κάτι τέτοιο θα γινότανε. Εγώ όμως πιστεύω ότι αν έκανα αυτή τη σοφή και φιλάνθρωπη πράξη, όχι μόνο δεν θα έπρεπε να καταδικαστώ, αλλά θα έπρεπε το όνομά μου να δοθεί τιμητικά, έστω σε μία από όλες αυτές τις παραλίες, στις οποίες έχουν γαλουχηθεί εγκληματίες και βιαστές πριν καν προλάβουν οι καημένοι να απαλλαγούν από τα μπρατσάκια τους. Να μετονομαστεί η παραλία σε Σούπερ Κιτσοπουλάιζ, κατά το Σούπερ Παραντάιζ. Ή, ΄Αη – Λένας, κατά το ΄Αη – Γιώργης.




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.