Μπαϊντίρι 1922 Μια ιστορία απώλειας από τη Μικρασία

Page 1

Mπαϊντίρι 1922 Μια ιστορία απώλειας από τη Μικρασία

Ίρις Τζαχίλη

Eκδόσεις Κοντύλι


Εκδόσεις Κοντύλι - 2012 Α΄ έκδοση Copyright 2012 για όλο τον κόσµο: Κοντύλι και Ίρις Τζαχίλη ISBN 978-960-9661-07-2

Συγγραφέας: Ίρις Τζαχίλη Διόρθωση: Γεωργία Σολδάτου Σχεδιασμός: G Design Studio Επιμέλεια παραγωγής: Δημήτρης Παντελής

Κοντύλι Πινακάτες Πηλίου 370 10 Μηλιές Τ/F: +30 210 3608008 info@kondyli.gr www.kondyli.gr

Το λογότυπο Κοντύλι είναι εµπορικό σήµα κατατεθειµένο και ανήκει στην ατοµική επιχείρηση Δηµήτρης Νικ. Παντελής. Σύµφωνα µε το Νόµο 2121/1993 και τους σχετικούς διεθνείς κανονισμούς που ισχύουν στην Ελλάδα, απαγορεύεται η αναδηµοσίευση και η αναπαραγωγή –ολική, µερική ή περιληπτική– ή η κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του περιεχοµένου του παρόντος βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο –µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης– χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη.


Περιεχόμενα 1. Αντί εισαγωγής: Η Δήμητρα Αγγελίδου και οι γηραιοί Μπαϊντιριανοί 2. «Στην πατρίδα» έλεγε η γιαγιά μου 3. «Εν Βαϊνδηρίω». Τα ονόματα, οι τόποι 4. Η νεωτερικότητα στο Μπαϊντίρι. Το τρένο, η εκβιομηχάνιση 5. O γάμος του Γιώργη από τον Βελβενδό και της Χρυσώς από το Μπαϊντίρι 6. Όταν η Στασία πήγε σχολείο δεν είχε μπει ο εικοστός αιώνας 7. Έξω στην ύπαιθρο. Ο Ευθύμης και το άλογό του 8. Χωρατά, πειράγματα και παρατσούκλια. Ο δημόσιος λόγος των γυναικών 9. Πάσχα στο Μπαϊντίρι 10. Ένας άνεμος ανατροπής φυσούσε κάθε χρόνο. Απόκριες στο Μπαϊντίρι 11. Mπαϊντιριανές αγάπες στον ρου της Ιστορίας 12. Ο γάμος της Στασίας 13. H «βραχεία» ιστορία του Μπαϊντιριού. Κοινωνικές διαφορές, εθνότητες και ληστές 14. Ο Νίκος Οικονόμου, εθνικός ήρωας και μετανάστης 15. H ζωή και τα πάθη της Φωτώς 16. Γιατί ο λοχαγός Αλέξανδρος Κοκονέτσης ξεχάστηκε; Οι περιπλανήσεις της λήθης 17. Η ακόμη πιο «βραχεία» ιστορία: Μπαϊντίρι 1919 - 1922 18. Οι φωτογραφίες 19. H Έξοδος 20. Η διήγηση του Ευθύμη για την αιχμαλωσία. Ο θάνατος του Πατέρα 21. Ούτε η Στασία ούτε ο Ανέστης πήγαν στην Αμερική. Η νεωτερικότητα στο μεροδούλι 22. Το ταξίδι των δύο αδελφών 23. «Ταμάμ». Η διήγηση της Ίρης για την επίσκεψη στην πατρίδα 24. Εν είδει επιλόγου: Δήμητρα και Ίρις

11 15 27 35 43 53 61 67 73 79 85 93 103 115 119 127 133 141 149 159 165 173 179 187


1

Αντί εισαγωγής: Η Δήμητρα Αγγελίδου και οι γηραιοί Μπαϊντιριανοί

Λίγους μήνες πριν μας εγκαταλείψει, η μητέρα μου Δήμητρα Αγγελίδου ετοίμασε πολύ τακτικά τρεις φακέλους και άρχισε να μου λέει καθημερινά, σχεδόν να με παρακαλεί, «Ίρις, είναι ανάγκη, είναι πολύ μεγάλη ανάγκη να πας αυτούς τους φακέλους στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών». Επειδή πήγαινε πια άσχημα και εγώ ήμουνα πολύ απασχολημένη με την υγεία της και με άλλα, της είπα πως τους πήγα, για να γαληνέψει, έχοντας κάθε πρόθεση να το πραγματοποιήσω πολύ σύντομα. Χάρηκε πάρα πολύ. Στο μεταξύ χάθηκε. Ετοίμασα να παραδώσω τους φακέλους και, πριν, άνοιξα να δω τι περιέχουν. Μέσα ήταν συγκεντρωμένα διάφορα κείμενα για την πατρίδα της, το Μπαϊντίρι της Μικράς Ασίας στην κοιλάδα του Καΰστρου, νοτιοανατολικά της Σμύρνης, απ’ όπου έφυγε εννιά χρονών. Υπήρχαν φωτογραφίες, έγγραφα διάφορα, αποκόμματα εφημερίδων, αλλά η μεγάλη της επιτυχία είναι ότι είχε κατορθώσει να πείσει μερικούς λόγιους Μπαϊντιριανούς να γράψουν τις προσωπικές αναμνήσεις τους, τις αναμνήσεις των γονέων τους και ό,τι άλλο γνώριζαν για το Μπαϊντίρι. Πράγμα που έκαναν εν είδει αφήγησης. Μοιράζονταν, φαίνεται, με εκείνη μια αίσθηση της ιστορίας ως νοσταλγίας, αλλά και ως επιθυμίας για την αιώνια διάρκεια, ένα χρόνο στο διηνεκές. «Η ιστορία είναι για πάντα, και η πατρίδα δυνάμει το ίδιο, άρα πρέπει να καταγραφούν όσο περισσότερες μνήμες γίνεται – πράγμα που μόνο εμείς μπορούμε να κάνουμε. Μόνο έτσι η πατρίδα θα μπει στην ιστορία». Αυτό έλεγε σε όλους για να τους πείσει, και ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα διαφορετικό από την τρέχουσα ιδεολογία μεταξύ των προσφύγων όταν πια είχε περάσει το μεγάλο κακό. Η Δήμητρα ήταν οργανωμένη. Είχε ετοιμάσει ένα κείμενο με ερωτήσεις και θεματικές στις οποίες οι Μπαϊντιριανοί έπρεπε να απαντήσουν. Αυτοί που ανταποκρίθηκαν (Κωνσταντίνος Ζέρβας, Δημήτριος Βακαλάκης, Πηνελόπη Κανά, Ησαΐας Βουδούρογλου) ήταν στην καταστροφή ακόμη παιδιά και από τις θεωρούμενες εύπορες και μορφωμένες οικογένειες. Ανάμεσα στις αφηγήσεις αυτές είναι και οι γραπτές αναμνήσεις του στρατηγού Κοκονέτση, τότε λοχαγού, που είχε καταλάβει με το λόχο του το Μπαϊντίρι εξ ονόματος του ελληνικού στρατού. Για να παροτρυνθεί ο Κοκονέτσης να γράψει τις αναμνήσεις του, τον είχε επισκεφθεί το 1962 ο στρατηγός Ησαΐας Βουδούρογλου, Μπαϊντιριανός, στην πατρίδα του, την 11


2. Οι πλατιοί δρόμοι του Μπαϊντιριού κοντά στην εκκλησία. (Σχέδιο Δήμητρας Λαμπρέτσα)


προϊόντα τους. Το καλοκαίρι πήγαιναν όλοι στα χωράφια, στα αμπέλια, στους ελαιώνες, όπου έμεναν στα τσαΐρια, μικρά αγροτικά σπίτια, δροσερά και ευχάριστα. Η όψη της πόλης ήταν επίσης ημιαγροτική. Τα περισσότερα σπίτια ήταν δίπατα, με χαγιάτια, μεσαίων διαστάσεων. Στο ημιυπόγειο –τα ντάμια– και το ισόγειο, ήταν οι αποθήκες και τα κελάρια και πάνω οι χώροι κατοίκησης. Υπήρχαν παντού μικρές εσωτερικές αυλές. Στην όψη της ήταν όπως μία οποιαδήποτε παλιά πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με πυκνή δόμηση, δρόμους με ντουσεμέ, διώροφα σπίτια με καφασωτά, τζαμιά και βρύσες. Δεν διέφερε από άλλες πόλεις των Βαλκανίων ή των παραλίων της Μικράς Ασίας. Αργότερα, τα εύπορα μεσαία στρώματα έχτισαν πολυτελή νεοκλασικά, όπως ήταν το σπίτι του Πανταζόπουλου. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν πολλά κάρα, καμήλες, άλογα και γαϊδούρια, για τη μεταφορά των φορτίων και των ανθρώπων. Τα πιο εύπορα σπίτια είχαν μια πορτάρα για να μπαίνουν τα ζώα και τα κάρα και να ξεφορτώνουν μέσα. Το βράδυ οι δρόμοι φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου, κάτι για το οποίο όλοι ήταν περήφανοι, όπως ήταν πολύ περήφανοι και για το σιδηροδρομικό σταθμό τους. Οι Έλληνες είχαν τα μαγαζιά τους γύρω από την εκκλησία, καθώς και στο τσαρσί, την κλειστή αγορά, ή γύρω από το μπελεντιέ, το δημαρχείο. Παινεύονταν ότι είχαν όλα τα χαρακτηριστικά των μεσαίων στρωμάτων: εκτός από έμποροι και μαγαζάτορες, ήταν γιατροί, δάσκαλοι, υπάλληλοι στους σιδηροδρόμους, υπάλληλοι κάθε είδους. Ήταν έντιμοι, αξιοπρεπείς, μορφωμένοι και πρόσεχαν την περιουσία τους. Υπήρχαν τεχνίτες και εργάτες διάφοροι, χτίστες και αγρότες, κάτι που μάλλον αποσιωπούσαν, όπως και το ότι δούλευαν καμιά φορά οι γυναίκες τους. Αυτό πια και αν αποκρύπτονταν επιμελώς. Με τα χρόνια βάθαινε η κοινωνική ανισότητα εντός της χριστιανικής κοινότητας, κάτι που απειλούσε τη συνοχή της. Και ενώ μερικοί από αυτούς που η κοινότητα θεωρούσε άφρονες και αλαζόνες το επιδείκνυαν, άλλοι, πολέμιοι του περιττού πλούτου, το στηλίτευαν. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν η δημογεροντία και η Μητρόπολη.

Η ενότητα ως στόχος. Πώς κρύβονταν οι αντιθέσεις Υπάρχει ένας αλάνθαστος τρόπος για τη σφυρηλάτηση της ενότητας σε μια ανομοιογενή κοινότητα, που επιπλέον ήταν σε κρίση τα τελευταία χρόνια: η καλλιέργεια μιας επιμελημένης εικόνας του συλλογικού εαυτού και η ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων. Οι Μπαϊντιριανοί είχαν φροντίσει η κοινή ζωή και οι εκδηλώσεις της να είναι πυκνότατες. Με κάθε ευκαιρία συναντιόνταν στα σπίτια τους για βεγγέρες, γιορτές, παρακλήσεις, τραπέζια, ονομαστικές εορτές ή επετείους, χωρίς ασυνέχειες. Αυτό ενίσχυε την αίσθηση του συνανήκειν, τους επιβεβαίωνε και τους καθησύχαζε. Όσο και αν απέφευγαν να το λένε, στο Μπαϊντίρι, και αργότερα στην Ελλάδα, δεν 19


είναι πόσο οι Τούρκοι χωρικοί ήταν λιγότερο μορφωμένοι, άρα πιο καθυστερημένοι, φτωχοί και ευκολόπιστοι. Το Μπαϊντίρι ήταν κόμβος συγκέντρωσης, μεταποίησης και αναδιανομής γεωργικών αγαθών. Στη μεγάλη κλειστή αγορά με τις πολλές αποθήκες έρχονταν από τα χωριά και ξεφόρτωναν οι χωρικοί την κάθε είδους πραμάτεια τους. Την πουλούσαν στους χριστιανούς εμπόρους με μια ακλόνητα καλή πίστη. Η Διδώ Σωτηρίου περιγράφει με επική γλαφυρότητα πώς τους έκλεβαν μερικοί έμποροι χωρίς αυτοί να το παίρνουν είδηση μέσα στην καλοσύνη και την αφέλειά τους. Και ο δικός μας αφηγητής, ο Κ. Ζέρβας, αφού αναφέρεται στην «αμάθεια» των Τούρκων χωρικών, αναπτύσσει διεξοδικά τους τρόπους με τους οποίους μπορούσαν οι έμποροι να τους κλέβουν στο ζύγι. Έχω την υποψία ότι δεν μπορεί να ήταν εντελώς έτσι, δεν μπορεί οι τρόποι αυτοί να ήταν γενικευμένοι. Οι Τούρκοι χωρικοί, που μετακινούνταν εύκολα από και προς την πόλη, σύντομα θα έπαιρναν είδηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και θα πήγαιναν σε άλλες πόλεις ή σε άλλους εμπόρους. Γι’ αυτό μού φαίνεται ότι αυτά είναι λόγια ηττημένων που προσπαθούν να προβάλουν την ανωτερότητα της μόρφωσής τους έναντι των νικηφόρων αντιπάλων, μειώνοντάς τους. Είναι ένας ανεστραμμένος «πόντος» σε ένα πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ μόρφωσης –που μόνο οι Έλληνες είχαν– και αμάθειας των άλλων – των αντιπάλων, που επιβλήθηκαν. Άσε πια και τις ενοχές των ηττημένων, που θα έψαξαν να βρουν ηθικό φταίξιμο για την ήττα τους…

Τριγύρω, στην ύπαιθρο Και ακόμη πιο γύρω, στην εξοχή; Η πόλη βρισκόταν στη νότιες παρυφές του Τμώλου, άρα έβλεπε νότια. Κατεβαίνοντας από τις υπώρειες του βουνού με τους χαμηλούς, κατάφυτους με ελαιόδεντρα, λόφους, έφτανε κανείς στην εύφορη υγρή κοιλάδα ανάμεσα στον Τμώλο και τη Μεσογίδα. Και τι δεν είχε εκεί! Βαμβάκια, καπνά, αμπέλια, λαχανόκηπους, οπωρόκηπους, σουσάμια, σιτηρά διάφορα, μύλους, γεφυράκια, λιβάδια και πολλές αγελάδες. Το μικρό ποτάμι που κατέβαινε από τον Τμώλο, ο Εργενίτσαϊ, διέσχιζε την περιοχή νότια του Μπαϊντιριού και το χειμώνα πλημμύριζε γεμίζοντας τον τόπο με προσχώσεις. Αμέσως μετά διακλαδιζόταν πάλι προς τα νότια, μέσα στους κήπους, και χανόταν στον Κάυστρο. Προς τα ανατολικά, όπου ήταν τα πολλά νερά, υπήρχαν νερόμυλοι και διάφορες βιοτεχνίες, ενώ λίγο πιο κάτω είχε ξεκινήσει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Τρόπον τινά, εκεί ήταν το βιομηχανικό κέντρο εν τη γενέσει του, όχι μακριά από το σιδηροδρομικό σταθμό. Στο πλάτωμα κάτω από το σταθμό και γύρω στο ένα χιλιόμετρο από το Μπαϊντίρι διεξάγονταν τα υπαίθρια θεάματα και οι αγώνες, το τζιρίτι, η σκοποβολή, η πάλη των καμήλων… Φυσικά ο τόπος δεν ήταν μόνο των χριστιανών. Ήταν ο ανοιχτός κοινός χώρος όλων. Εκεί πήγαιναν οι οικογένειες για την εκδρομή της Καθαράς Δευτέρας. 22


3. Η βόρεια πλευρά της ελληνικής συνοικίας. (Σχέδιο Δήμητρας Λαμπρέτσα)


7. Ο σταθμός του Μπαϊντιριού. (Σχέδιο Δήμητρας Λαμπρέτσα)

ήταν ενθουσιασμένοι με την αναστάτωση που προκαλούσαν. Έβαζαν καμιά φορά και πετρούλες στις ράγες και τις μάζευαν αφού περνούσε το τρένο και είχαν γίνει πλάκες. Οι υπεύθυνοι των σιδηροδρόμων έδειχναν ανεκτικότητα και μεγαλοθυμία σ’ αυτή τη μάχη του παλιού και του μοντέρνου, πόσω μάλλον που κανείς δεν αμφέβαλλε για την έκβαση.

Οι απεργίες Αλλά ανεκτικότητα και μεγαλοθυμία οι διευθύνοντες την εταιρεία σιδηροδρόμων δεν έδειξαν καμία όταν τα πράγματα σοβάρεψαν, όταν οι αντιδράσεις απέκτησαν ένα χαρακτήρα εξευρωπαϊσμού και μύριζαν συνδικαλιστικά αιτήματα. Ούτε καν ψυχραιμία. Αμέσως μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, το καλοκαίρι του 1908, ξέσπασε ένα κύμα απεργιών. Χώρος για ψυχραιμία δεν υπήρχε με την αλλαγή της κυβέρνησης και με τα εργατικά κινήματα, που φούντωσαν αστραπιαία, παράλληλα με την επανάσταση. Οι εταιρείες αντέδρασαν υπέρμετρα και υστερικά. Η ισχυρότερη κινητοποίηση ήταν ακριβώς στους σιδηροδρόμους της Ανατολίας. Φαίνεται ότι οι επικοινωνίες διακόπηκαν σε μεγάλο βαθμό και τα πολλαπλά αδιέξοδα παρέλυσαν τόσο την κυβέρνηση όσο και τους ιθύνοντες των εταιρειών. Όσο για τους απεργούς, παρά την επιτυχία τους, τους κατάπιε η δίνη των αντιφάσεών τους. 40


Εκείνο που προβάλλουν οι ιστορικές μελέτες γι’ αυτή την απεργία είναι η διάσταση που ξέσπασε μετά τις πρώτες επιτυχίες (και τα πρώτα θύματα, που ήταν νεκροί και τραυματίες μετά από επέμβαση του στρατού στο σταθμό του Αϊδινίου) μεταξύ του μεσαίου προσωπικού των εταιρειών, που προερχόταν κατά την πλειονότητά του από τις μειονότητες –Έλληνες και Αρμένιους–, και του κατώτερου, που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν Έλληνες, αλλά και Τούρκοι. Αρχηγός ήταν ένας Έλληνας συνδικαλιστής ονόματι Γαβριήλ. Τα συμφέροντά τους δεν ήταν τα ίδια. Οι υψηλότεροι στην ιεραρχία απαιτούσαν αλλαγές στη διεύθυνση και αξιοκρατία. Κάτι για το οποίο το κατώτερο εργατικό προσωπικό αδιαφορούσε παντελώς και ζητούσε καλύτερες αμοιβές, ασφάλεια, σύνταξη, αποζημίωση για τα ατυχήματα, μείωση του ωραρίου κτλ. Έτσι, και με τη συνδρομή της κυβέρνησης των Νεότουρκων, που κήρυξε τις κινητοποιήσεις παράνομες, έληξε η απεργία άδοξα και ειρηνικά ήδη το Σεπτέμβριο του 1908, με τους εργαζόμενους να κερδίζουν ελάχιστα, λιγότερα και από όσα τους είχαν προσφέρει οι εταιρείες εξαρχής, παρά τις επιτυχίες της δράσης και παρά το χυμένο αίμα. Ότι οι Νεότουρκοι δεν είχαν καμία πολιτική εμπιστοσύνη στα εργατικά κινήματα και στις αντιδράσεις των εργατών φάνηκε αργότερα στη σφαγή των ορυχείων της Μπάλια στη Βιθυνία, όπου, αγνοώντας την ταξικότητα και την τεχνογνωσία, έσφαξαν το Σεπτέμβρη του 1922 εφτακόσιους εργάτες. Κανένα ίχνος αυτών των γεγονότων δεν υπάρχει στις διηγήσεις των δικών μου. Ούτε στις γραπτές ούτε στις προφορικές. Ίσως ήταν ακόμη μικροί τότε – όλοι οι πληροφοριοδότες μου ήταν λιγότερο από οκτώ χρονών. Αλλά δεν μπορεί στο Μπαϊντίρι να μην άκουσαν για τα γεγονότα στο Αϊδίνι. Ούτε μπορεί να μην επηρεάστηκαν από την παράλυση των συγκοινωνιών. Ίσως για τη ζωή των ελληνικών οικογενειών στο Μπαϊντίρι είχε μικρή σημασία, γιατί ήταν μεμονωμένο γεγονός και, άλλωστε, όλοι θα ήταν από την πλευρά των μεσαίων στελεχών, αυτών που ήθελαν αυτές οι «αταξίες» να ξεχαστούν γρήγορα και που ήταν περήφανοι για τη συμμετοχή τους στις εταιρείες σιδηροδρόμων. Σε όλη τη δεκαετία που ακολούθησε, οι διώξεις εναντίον τους άφησαν πληγές βαθιές και μόνιμες, και αυτές κατέλαβαν τη μνήμη τους. Όταν προσπαθούσα να καταλάβω αυτά τα γεγονότα και τη σημασία του τρένου στην κοινωνία και τη ζωή των δικών μου, ανέσυρα από τη μνήμη μου μια διήγηση ενός παλιού φίλου, Μικρασιάτη δεύτερης γενιάς. Ο παππούς του ήταν σταθμάρχης, ανήκε δηλαδή στο μεσαίο προσωπικό της Αγγλικής Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Υπέστησαν και αυτοί τη μαρτυρική έξοδο, έφτασαν στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν, και τότε έγινε το ανήκουστο. Ο πατέρας αποφάσισε να γυρίσει πίσω να ζητήσει τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα από την Ottoman Αydin Railways. Έφυγε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, μάλλον παράνομα, να ζητήσει τη σύνταξή του, και έκτοτε 41


13. Η Φωτώ Οικονόμου περίπου το 1920


ωραία. Από πίσω υπήρχε αφιέρωση που έγραφε: «Αδελφέ μου Νίκο δεν έχω νέα σου. Γνωρίζοντας την καλή σου καρδιά ξέρω ότι είναι αδύνατο να μη με σκέφτεσαι. Γι’ αυτό ανησυχώ μήπως σου συμβαίνει τίποτα. Γράψε μου καλέ μου αδελφέ…». Η Φωτώ είχε μία εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση και καλοσύνη. Δεν άφησε να της περάσει από το μυαλό ότι ο Νίκος μπορεί να αμέλησε ή να προτίμησε άλλα πράγματα, η «καλή του καρδιά» δεν θα τον άφηνε. Η επιθυμία προσωπικών σχέσεων πέρα από την οικογένεια είναι προφανής. Η Φωτώ έκτιζε συστηματικά διαπροσωπικές σχέσεις, μία από τις αιτίες της επαγγελματικής επιτυχίας της κατόπιν. Έτσι, φαντάζομαι, ο Νίκος απάντησε αμέσως, με γράμμα που η Φωτώ θα κρατούσε στην τσάντα της και θα το έδειχνε στις φίλες της, ένα από τα πολλά γράμματα που θα έμειναν στο Μπαϊντίρι. Παντρεύτηκε στα 1919. Πλήθος ιστοριών έχω ακούσει για το γάμο της Φωτώς. Έλεγαν ότι όλοι την ήθελαν κι έτσι πήρε τον καλύτερο γαμπρό, έναν άνθρωπο μορφωμένο, μοντέρνο, που μόλις είχε έρθει από τη Σμύρνη. Τον έλεγαν Τιμολέοντα Bαλαβάνογλου. Φαίνεται ότι δεν ήταν υπεράνω χρημάτων, γιατί, μολονότι την ήθελε, είχε υπέρογκες απαιτήσεις για προίκα και πολλές φορές κόντεψε να χαλάσει το προξενιό. Ήταν και μια εποχή που οι δουλειές του παππού δεν πήγαιναν πρίμα. Φαίνεται ότι έγιναν μακρές διαπραγματεύσεις και κάποτε ο παππούς ο Γιώργης θύμωσε και είπε «Ως εδώ· δεν δίνω τίποτα παραπάνω, εδώ δίνουμε κορίτσι, δεν κάνουμε συναλλαγή» και το προξενιό κινδύνεψε. Η Φωτώ φαίνεται ότι τον ήθελε και επέμενε. Έτσι ο αδελφός της Ευθύμης πούλησε κρυφά από τον πατέρα του έναν ελαιώνα για να συμπληρωθεί η προίκα. Λένε ότι θύμωσε τόσο πολύ με το θέμα της προίκας, που τη μέρα του γάμου μπήκε στην εκκλησιά και ορκίστηκε μπρος στην εικόνα ότι εκείνος θα πάρει γυναίκα χωρίς προίκα. Πράγμα που έγινε έτσι κι αλλιώς, ανεξάρτητα από όρκους και επιθυμίες, γιατί, όταν παντρεύτηκε, καμία γυναίκα δεν είχε προίκα. Κατόπιν όλων αυτών, τον Τιμολέοντα, όπως και το Μουράτη, η οικογένεια δεν τον συμπάθησε, κατοχυρώθηκε ως ο χτικιάρης και ο πλεονέκτης, και τον ανέχονταν για να μη χαλάσουν το χατίρι της Φωτούλας. Η οικογένεια Οικονόμου δεν έμοιαζε να αγαπούσε ιδιαίτερα τους γαμπρούς της, ούτε της μιας κόρης ούτε της άλλης. Οπωσδήποτε όλα αυτά ξεχάστηκαν, η Φωτώ αρραβωνιάστηκε αυτόν που θεωρούνταν ο καλύτερος γαμπρός της πόλης και το ζευγάρι έδειχνε τρισευτυχισμένο. Ποτέ η Φωτώ δεν ήταν τόσο κομψή και τόσο ωραία και, όταν έβγαινε στο δρόμο, τριζάτη κάτω από το πανωφόρι της, ένα cachepoussière (πανωφόρι που προστατεύει από τη σκόνη), τα άλλα κορίτσια έβγαιναν στα παράθυρα να δουν τι φοράει. Άκουσα διάφορες διηγήσεις για την περίοδο της μνηστείας της Φωτώς και του Τιμολέοντα. Όλες είναι μια σειρά ανεκδότων για τη σύγκρουση του παλιού και του νέου πνεύματος στις προσωπικές σχέσεις και την υποβόσκουσα σύγκρουση της οικογένειας 121


Πώς γράφεται η ιστορία όταν κανείς είναι συναισθηµατικά εµπλεγµένος; Πώς γράφεται η ιστορία της κληρονοµηµένης έλλειψης, της µεταβίβασης της απώλειας, του εαυτού που κτίζεται σε ένα κενό συναισθηµατικής πραγµατικότητας; Τα κείµενα αυτού του βιβλίου αφορούν µια κωµόπολη της κοιλάδας του Καΰστρου στη Μικρά Ασία, το Μπαϊντίρι, και τους κατοίκους της. Προσπαθούν να ισορροπήσουν µεταξύ ιστορικού δοκιµίου, άχρονων αναµνήσεων, εξωραϊστικών λόγιων αφηγήσεων και προσωπικών αισθηµάτων για µια απουσία που αποτέλεσε το σηµείο αναφοράς της πρώτης και δεύτερης γενιάς από τη Μικρασία και κληρονοµήθηκε στην τρίτη.

ISBN 978-960-9661-07-2

Eκδόσεις Κοντύλι


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.