Τίτλοι Τέλους - Τομ Ράχμαν

Page 1



ΠEPIEXOMENA

... «ΝΕΑ ΚΑΤΑΚOΡΥΦΗ ΠΤΩΣΗ ΤOΥ ΜΠOΥΣ ΣΤΙΣ ∆ΗΜOΣΚOΠΗΣΕΙΣ» Λ ΟΪΝΤ Μ ΠΕΡΚΟ – Α ΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ

ΣΤΟ

Π ΑΡΙΣΙ • 11

«Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΨΕΥΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ 126 ΧΡΟΝΩΝ» Α ΡΘΟΥΡ Γ ΚΟΠΑΛ – Ν Ε Κ Ρ ΟΛ Ο ΓΙΕ Σ • 4 5

«ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΤΕΜΠΕΛΙΑΖΟΥΝ, ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΕΡΕΥΝΑ» Χ ΑΡ Ν Τ Ι Μ ΠΕΝΤΖΑΜΙΝ – Ο ΙΚΟΝΟΜΙΚΟ Ρ ΕΠΟΡΤΑΖ • 79

«ΚΑΛΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΓΩΤΑ Η ΥΠΕΡΘΕΡΜΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ» Χ ΕΡΜΑΝ Κ ΟΕΝ – Α ΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ Υ ΛΗΣ • 111

«ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΙΣΙΟ∆ΟΞΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ» Κ ΑΘΛΙΝ Σ ΟΛ ΣΟΝ – Α ΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ • 14 5


[10]

TOM PAXMAN

«Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ» Ο ΥΙΝΣΤΟΝ Τ ΣΕΟΥΝΓΚ – Α ΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ

ΣΤΟ

Κ ΑΪΡΟ • 183

«ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΜΕ ΠΥΡΗΝΙΚΑ» Ρ ΟΥΜΠΙ Ζ ΕΪΓΚΑ – Ε ΠΙ

ΤΗΣ

Υ ΛΗΣ • 219

«76 ΝΕΚΡΟΙ ΑΠΟ ΒΟΜΒΑΡ∆ΙΣΜΟΥΣ ΣΤΗ ΒΑΓ∆ΑΤΗ» Κ Ρ Ε Γ Κ Μ Ε Ν Ζ ΙΣ – ∆ ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ Σ ΥΝΤΑΞΗΣ • 251

«Ο ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ, Ο ΘΕΡΜΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ» Ο ΡΝΕΛΑ

ΝΤΕ

Μ ΟΝΤΕΡΕΚΙ – Α ΝΑΓΝΩΣΤΡΙΑ • 283

«ΦΟΒΟΙ ΓΙΑ ΥΦΕΣΗ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ» Α Μ Π Ε Ϊ Π ΙΝΟΛΑ – ∆ ΙΕΥΘΥΝΣΗ Ο ΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ Τ ΜΗΜΑΤΟΣ • 313

«ΕΝΟΠΛΟΣ ΣΕ ΑΜΟΚ ΣΚΟΤΩΝΕΙ 32 ΣΕ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ» Ο ΛΙΒΕΡ Ο Τ – Ε Κ∆ΟΤΗΣ • 34 7

Eυχαριστίες • 3 7 7 Σηµείωµα της µεταφράστιας • 381


«ΝΕΑ ΚΑΤΑΚOΡΥΦΗ ΠΤΩΣΗ ΤOΥ ΜΠOΥΣ ΣΤΙΣ ∆ΗΜOΣΚOΠΗΣΕΙΣ» ... ΛΟΪΝΤ ΜΠΕΡΚΟ – ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ



Ο

ΛOΪNT ΠAPAMEPIZEI TA ΣKEΠAΣMATA TOY KPEBATIOY KAI

ορµάει βιαστικά προς την εξώπορτα, φορώντας άσπρα εσώρουχα και µαύρες κάλτσες. Ακινητοποιείται µπροστά στο πόµολο και κλείνει τα µάτια. Παγωµένος αέρας µπαίνει κάτω από την πόρτα· µαζεύει τα δάχτυλα των ποδιών του. Στο διάδροµο επικρατεί σιωπή. Μόνο ήχοι από ψηλά τακούνια, αλλά από τον επάνω όροφο. Ένα παντζούρι τρίζει στην άλλη άκρη της αυλής. Και η ανάσα του σφυριχτή στα ρουθούνια, στην εισπνοή, στην εκπνοή. Ο αέρας φέρνει την ανεπαίσθητη φωνή µιας γυναίκας. Σφίγγει τα βλέφαρα µε δύναµη, λες και θα ανεβάσει την ένταση, αλλά µόνο κάτι µουρµουρητά καταλαβαίνει, µια πρωινή στιχοµυθία ανάµεσα σ’ έναν άντρα και µια γυναίκα στο διαµέρισµα που βρίσκεται στην άλλη άκρη του διαδρόµου. Μέχρι που, αιφνιδιαστικά, η πόρτα τους ανοίγει: η φωνή της ακούγεται όλο και πιο δυνατά, οι σανίδες στο πάτωµα του διαδρόµου τρίζουν – πλησιάζει. Ο Λόιντ κάνει γρήγορα πίσω, ξεµανταλώνει το παράθυρο που βλέπει στην αυλή, και παίρνει θέση εκεί, χαζεύοντας έξω τη γωνιά αυτή του Παρισιού. Εκείνη χτυπάει την εξώπορτα. «Έλα µέσα», απαντάει αυτός. «∆εν υπάρχει λόγος να χτυπάς». Και η γυναίκα του µπαίνει στο διαµέρισµά τους για πρώτη φορά µετά τη χτεσινή νύχτα.


TOM PAXMAN

[14]

∆ε στρέφει το βλέµµα του για να δει την Αϊλίν, µονάχα πιέζει ακόµα πιο πολύ τα γυµνά του γόνατα στα διάκενα του προστατευτικού κιγκλιδώµατος. Του ισιώνει το πίσω µέρος των γκρίζων µαλλιών του· κι αυτός τινάζεται προς τα πίσω, έκπληκτος που κάποιος τον έχει αγγίξει. «Εγώ είµαι», του λέει. Εκείνος χαµογελάει, µισοκλείνει τα µάτια, τα χείλη του χωρίζουν, παίρνει µια ανάσα σαν να πρόκειται να µιλήσει. Αλλά απάντηση δε βγαίνει. Τον αφήνει. Όταν τελικά γυρίζει, τη βρίσκει να κάθεται µπροστά από το συρτάρι όπου κρατούν παλιές φωτογραφίες. Μια πετσέτα κουζίνας κρέµεται από τον ώµο της και σκουπίζει τα δάχτυλά της, υγρά ακόµη από τις καθαρισµένες πατάτες, το απορρυπαντικό πιάτων, τα κοµµένα κρεµµύδια, µε µυρωδιά ναφθαλίνης από τις κουβέρτες και µε βρωµιές από τις ζαρντινιέρες στα παράθυρα – η Αϊλίν είναι µια γυναίκα που θέλει να τα αγγίζει όλα, να τα δοκιµάζει, να τα σκαλίζει. Φοράει τα γυαλιά για το διάβασµα. «Τι γυρεύεις να βρεις εκεί µέσα;» τη ρωτάει. «Μια φωτογραφία µου από τότε που ήµουν µικρή στο Βερµόντ. Για να τη δείξω στον Ντιντιέ». Σηκώνεται, παίρνει µαζί της ένα άλµπουµ µε φωτογραφίες και στέκεται µπροστά από την εξώπορτα. «Έχεις κανονίσει για το βράδυ, έτσι δεν είναι;» «Μµµ». ∆είχνει µε ένα νεύµα το άλµπουµ. «Λίγο λίγο», λέει. «Τι σηµαίνει αυτό;» «Μετακοµίζεις στην άλλη άκρη του διαδρόµου». «Όχι». «Μπορείς να το κάνεις». ∆εν αντιτάχθηκε στη φιλία της µε τον Ντιντιέ, τον άντρα στην άλλη άκρη του διαδρόµου. Εκείνη δεν έχει τελειώσει µε το κοµµάτι της ζωής της που λέγεται σεξ, όπως είχε ο Λόιντ. Είναι δεκαοχτώ χρόνια νεότερή του, διαφορά που κάποτε τον κινητοποιούσε,


[15] τώρα που εκείνος είναι εβδοµήντα, όµως, τους χωρίζει άβυσσος. Της στέλνει ένα φιλί κι επιστρέφει στο παράθυρο. Οι σανίδες στο διάδροµο τρίζουν. Η εξώπορτα του Ντιντιέ ανοίγει και κλείνει – η Αϊλίν µπαίνει εκεί χωρίς να χτυπήσει. Ο Λόιντ ρίχνει µια µατιά στο τηλέφωνο. Έχει αρκετές εβδοµάδες να πουλήσει άρθρο και έχει ανάγκη από λεφτά. Τηλεφωνεί στην εφηµερίδα στη Ρώµη. Κάποιος µαθητευόµενος τον συνδέει µε τον διευθυντή σύνταξης, τον Κρεγκ Μένζις, έναν αγχωτικό µε αρχές φαλάκρας ο οποίος παίρνει τις περισσότερες αποφάσεις για το τι θα µπει σε κάθε έκδοση. ∆εν υπάρχει µέρα και ώρα που ο Μένζις να µην είναι στο γραφείο. Η ζωή του είναι οι ειδήσεις και µόνο. «Είναι καλή ώρα για να πούµε δυο κουβέντες;» ρωτάει ο Λόιντ. «Η αλήθεια είναι ότι είµαι λίγο απασχοληµένος αυτή τη στιγµή. ∆ε γίνεται να µου στείλεις ένα µέιλ;» «Αδύνατον. Έχει πρόβληµα ο κοµπιούτερ µου». Το πρόβληµα είναι ότι δεν έχει κοµπιούτερ· ο Λόιντ χρησιµοποιεί ακόµη µια ηλεκτρική γραφοµηχανή του 1993 µε επεξεργαστή κειµένου. «Μπορώ να το τυπώσω και να σ’ το στείλω µε φαξ». «Πες µου απ’ το τηλέφωνο. Αλλά φτιάξε, σε παρακαλώ, τον κοµπιούτερ σου, αν είναι δυνατόν». «Ναι: να φτιαχτεί ο κοµπιούτερ. Κατεγράφη δεόντως». Το δάχτυλό του διατρέχει τη σελίδα στο σηµειωµατάριο, µήπως και κατεβάσει καµιά καλύτερη ιδέα από εκείνη που έχει ήδη γράψει εκεί βιαστικά. «Μήπως ενδιαφέρεστε για ένα κοµµάτι σχετικά µε τον συκοφάγο; Είναι γαλλική λιχουδιά, ένα πουλί – κάτι σαν σπίνος νοµίζω – που η πώλησή του εδώ είναι παράνοµη. Το χώνουν σ’ ένα κλουβί, του βγάζουν τα µάτια για να µην µπορεί να ξεχωρίσει τη µέρα από τη νύχτα, κι έπειτα το ταΐζουν επί είκοσι τέσσερις ώρες. Όταν είναι έτοιµο να σκάσει, το πνίγουν σε κονιάκ και το µαγειρεύουν. Ένα τέτοιο έφαγε και ο Μιτεράν στο τελευταίο του γεύµα».


TOM PAXMAN

[16]

«Χµµµ», απαντάει ο Μένζις επιφυλακτικά. «Καλά, αλλά η είδηση πού είναι;» «Είδηση δεν υπάρχει. Άρθρο µονάχα». «Έχεις κάτι άλλο;» Το δάχτυλο του Λόιντ διατρέχει πάλι το σηµειωµατάριο. «Τι θα ’λεγες για ένα κοµµάτι σχετικά µε τις πωλήσεις κρασιού: πρώτη φορά στη Γαλλία το ροζέ ξεπερνά το λευκό». «Όντως;» «Έτσι νοµίζω. Πρέπει να το επαληθεύσω». «Κάτι πιο επίκαιρο έχεις;» «∆ε θέλεις τον συκοφάγο;» «∆ε νοµίζω να έχουµε χώρο για κάτι τέτοιο. Είµαστε στριµωγµένοι σήµερα – τέσσερις σελίδες µε ειδήσεις». Ο Λόιντ έχει φάει πόρτα από όλα τα έντυπα µε τα οποία συνεργαζόταν ως εξωτερικός συνεργάτης. Και τώρα έχει τη βάσιµη υποψία ότι και αυτή η εφηµερίδα – η τελευταία του άκρη, ο τελευταίος του εργοδότης – είναι έτοιµη να τον ξαποστείλει. «Έχουµε ζήτηµα µε τα λεφτά. Το ξέρεις, Λόιντ. Τώρα πια παίρνουµε από τους εξωτερικούς συνεργάτες µόνο κοµµάτια που µπορούν να κάνουν τη διαφορά. ∆εν εννοώ ότι και τα δικά σου δεν είναι καλά. Εννοώ απλώς ότι η Κάθλιν θέλει θέµατα πιο χτυπητά. Τροµοκρατία, πυρηνικά στο Ιράν, ανερχόµενη Ρωσία – τέτοιου είδους. Όλα τα υπόλοιπα τα παίρνουµε βασικά από τα τηλεγραφήµατα. Είναι θέµα χρηµάτων, δεν έχει να κάνει µ’ εσένα». Ο Λόιντ κλείνει κι επιστρέφει στο παράθυρο, χαζεύοντας έξω τις πολυκατοικίες του Έκτου ∆ιαµερίσµατος: τοίχοι λευκοί και ξεφλουδισµένοι, λεκιασµένοι εκεί όπου οι τρύπιες υδρορροές δεν µπορούσαν να συγκρατήσουν το νερό της βροχής, τα παντζούρια ερµητικά κλειστά, κάτω στις αυλές στριµωγµένα ποδήλατα, τιµόνια, πετάλια και ρόδες, όλα µπερδεµένα το ένα µέσα στο άλλο,


[17] από πάνω οι τσίγκινες στέγες και πολύ πιο πάνω οι καπνοδόχοι να στέλνουν στήλες λευκού καπνού στον λευκό ουρανό. Πηγαίνει πίσω από την κλειστή εξώπορτα και στέκεται ακίνητος, στήνοντας αυτί. Ίσως εκείνη να γυρίσει από τον αχτύπητο Ντιντιέ. Εδώ είναι το σπίτι τους, για τ’ όνοµα του Θεού. Την ώρα του δείπνου, σε ένδειξη διαµαρτυρίας, κάνει όσο περισσότερο θόρυβο µπορεί, χτυπάει µε δύναµη την πόρτα στην ντουλάπα για τα πανωφόρια, κάνει πως ξεροβήχει βγαίνοντας έξω, όλα για να είναι σίγουρος ότι στην άλλη άκρη του διαδρόµου η Αϊλίν τον ακούει να φεύγει γι’ αυτό που υποτίθεται ότι έχει κανονίσει για βραδινό, παρ’ όλο που δεν έχει κανονίσει τίποτα. Απλώς δεν πρόκειται να πάει σε ένα ακόµα γεύµα φιλανθρωπίας µ’ εκείνη και τον Ντιντιέ. Για να σκοτώσει την ώρα του, περιπλανιέται στη λεωφόρο Μονπαρνάς, αγοράζει ένα κουτί αµυγδαλωτά για να το δώσει στην κόρη του τη Σαρλότ, κι επιστρέφει σπίτι τώρα, σε αντίθεση µε τον προηγούµενο θορυβώδη τρόπο, όσο πιο µουλωχτά µπορεί. Μπαίνοντας στο διαµέρισµα, ανεβάζει την πόρτα στους µεντεσέδες για να πνίξει το τρίξιµο και την πιέζει για να κλείσει µαλακά. ∆εν ανοίγει το κεντρικό φως – µπορεί να το δει η Αϊλίν κάτω από την πόρτα – , ενώ µπαίνει ατσούµπαλα στην κουζίνα, αφήνοντας το ψυγείο µισάνοιχτο για φωτισµό. Ανοίγει µια κονσέρβα ρεβίθια, µπήγει το πιρούνι, και το µάτι του πέφτει στο δεξί του χέρι, που είναι κατάστικτο από σηµάδια της ηλικίας. Πιάνει το πιρούνι µε το αριστερό, χώνοντας το γηραλέο δεξί βαθιά µέσα στην τσέπη του παντελονιού του, όπου ακουµπάει ένα πορτοφόλι από λεπτό δέρµα. Έχει πολλές φορές χρεοκοπήσει. Πάντα ξόδευε περισσότερα απ’ όσα µάζευε. Σε ραµµένα πουκάµισα από την Τζέρµιν Στριτ. Σε κούτες µε Château Gloria του 1971. Σε ιπποδροµιακά στοιχήµατα που προκαλούσαν πάντα µπελάδες µε τα λεφτά. Σε απρο-


TOM PAXMAN

[18]

γραµµάτιστες διακοπές στη Βραζιλία µε απρογραµµάτιστες γυναίκες. Σε ταξί παντού. Παίρνει άλλη µια πιρουνιά ρεβίθια. Αλάτι. Θέλουν αλάτι. Ρίχνει µια πρέζα µέσα στην κονσέρβα. Τα ξηµερώµατα ξαπλώνει κάτω από ένα κάρο κουβέρτες και σκεπάσµατα – δε χρησιµοποιεί πλέον τη θέρµανση, εκτός κι αν είναι η Αϊλίν εκεί. Θα πάει επίσκεψη στη Σαρλότ σήµερα, αλλά δε χαίρεται. Αλλάζει πλευρό, σαν να στρέφεται από εκείνη στον γιο του, τον Ζερόµ. Γλυκό παιδί. Ο Λόιντ τινάζεται πάλι. Ξάγρυπνος και αποκαµωµένος. Τεµπέλης· έχει γίνει τεµπέλης. Μα πώς κατάντησε έτσι; Πώς συνέβη αυτό; Πετάει τα σκεπάσµατα και, τρέµοντας µε τα εσώρουχα και τις κάλτσες που φοράει, κατευθύνεται στο γραφείο του. Μελετάει προσεχτικά παλιά τηλέφωνα – εκατοντάδες παλιόχαρτα, συρραµµένα, δακτυλογραφηµένα, κολληµένα στη σωστή θέση. Είναι πολύ νωρίς για να τηλεφωνήσει. Μορφάζει µπροστά στα ονόµατα παλιών συνεργατών: ο εκδότης που τον πέταξε έξω µε κατάρες όταν έχασε το ’68 στο Παρίσι τις πρώτες διαδηλώσεις επειδή βρισκόταν µεθυσµένος σε µια µπανιέρα παρέα µε µια φίλη. Ή τον διευθυντή σύνταξης που τον έστειλε αεροπορικώς στη Λισαβόνα για να καλύψει το πραξικόπηµα του 1974, παρ’ όλο που δεν ήξερε λέξη πορτογαλικά. Ή εκείνο τον ρεπόρτερ µε τον οποίο τους είχε πιάσει νευρικό γέλιο στη συνέντευξη Τύπου του Ζισκάρ ντ’ Εστέν, µέχρι που τους πέταξε έξω µε τις κλοτσιές ο εκπρόσωπός του. Πόσοι άραγε από αυτούς τους αρχαίους συναδέλφους να εργάζονται ακόµη; Οι κουρτίνες στο σαλόνι αρχίζουν σταδιακά να φωτίζονται απέξω. Τις ανοίγει. Ο ήλιος δε φαίνεται, ούτε τίποτα σύννεφα – µονάχα κτίρια. Τουλάχιστον δεν έχει καταλάβει το πρόβληµά του µε τα λεφτά η Αϊλίν. Αν το µάθαινε, θα προσπαθούσε να βοηθήσει. Και µετά τι χειρότερο µπορούσε να συµβεί; Ανοίγει το παράθυρο, παίρνει µια ανάσα, πιέζει τα γόνατα στο


[19] προστατευτικό κιγκλίδωµα. Το µεγαλείο του Παρισιού: το ύψος και το εύρος και η σκληρότητα και η απαλότητα, η τέλεια συµµετρία που ο άνθρωπος επέβαλε στην πέτρα, στα κουρεµένα γρασίδια, στους ανυπότακτους θάµνους µε τα τριαντάφυλλα. Αυτό το Παρίσι µένει κάπου αλλού. Το δικό του είναι µικρότερο, περιλαµβάνει τον ίδιο, αυτό το παράθυρο, τις σανίδες στο πάτωµα του διαδρόµου που τρίζουν. Κατά τις 9 το πρωί κινείται βόρεια µέσα από τους Κήπους του Λουξεµβούργου. Φτάνοντας στο ∆ικαστικό Μέγαρο, είπε να ξεκουραστεί λιγάκι. Μα πότε πρόλαβε να κουραστεί; Τεµπελιάζεις, αναθεµατισµένε. Πιέζει τον εαυτό του να συνεχίσει, να περάσει τον Σηκουάνα, κι έπειτα να πάρει την οδό Μοντοργκέιγ, προσπερνώντας τις Μεγάλες Λεωφόρους. Το µαγαζί της Σαρλότ είναι στην οδό Ροσεσουάρ, ευτυχώς όχι πολύ ψηλά στο λόφο. Το µαγαζί δεν έχει ανοίξει ακόµη, κι έτσι ο Λόιντ κάνει µια βόλτα, κατευθύνεται σ’ ένα καφέ, αλλά µπροστά στην πόρτα του αλλάζει γνώµη – δεν υπάρχουν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες. Χαζεύει τη βιτρίνα του µαγαζιού της κόρης του: είναι γεµάτη χειροποίητα καπέλα, σχεδιασµένα από τη Σαρλότ και φτιαγµένα από µια οµάδα κοριτσιών που φοράνε ποδιές µε ψηλή µέση και σκουφάκια στο κεφάλι, σαν καµαριέρες του 18ου αιώνα. Θα φτάσει αργότερα από την ώρα που ανοίγει το µαγαζί. «Oui?»* λέει βλέποντας τον πατέρα της – του µιλάει µονάχα στα γαλλικά. «Θαύµαζα τη βιτρίνα σου», λέει. «Είναι ωραία φτιαγµένη». Εκείνη ξεκλειδώνει το µαγαζί και µπαίνει. «Γιατί φοράς γραβάτα; Έχεις κάπου να πας;» «Εδώ – ερχόµουν εδώ για να σε δω». Της δίνει το κουτί µε τα γλυκά. «Μερικά αµυγδαλωτά». * «Ναι;» (Σ.τ.Μ.)


TOM PAXMAN

[20]

«∆εν τα τρώω». «Νόµιζα ότι σου αρέσουν». «Όχι σ’ εµένα. Στην Μπριζίτ». Είναι η µητέρα της, η δεύτερη από τις πρώην συζύγους του Λόιντ. «Μπορείς να τα δώσεις σ’ εκείνη;» «∆ε θέλει τίποτα από σένα». «Είσαι πολύ θυµωµένη µαζί µου, Τσάρλι». Πηγαίνει προς την άλλη πλευρά του µαγαζιού και τακτοποιεί λες κι είχε προηγηθεί µάχη. Όταν µπαίνει ένας πελάτης, η Σαρλότ φοράει το χαµόγελό της. Ο Λόιντ αποσύρεται σε µια γωνιά. Ο πελάτης φεύγει και η Σαρλότ αρχίζει πάλι να ξεσκονίζει, θυµίζοντας πυγµάχο. «Έκανα κάτι λάθος;» τη ρωτάει. «Θεέ µου – πόσο εγωκεντρικός είσαι». Ρίχνει κλεφτές µατιές στο πίσω µέρος του καταστήµατος. «∆εν έχουν έρθει ακόµη», του λέει απότοµα. «Ποιοι δεν;» «Τα κορίτσια». «Οι υπάλληλοί σου; Γιατί µου το λες αυτό;» «Ήρθες πολύ νωρίς. Κακός συγχρονισµός». Η Σαρλότ ισχυρίζεται ότι ο Λόιντ την πέφτει σε όποια γυναίκα τού γνωρίζει, ξεκινώντας από την καλύτερή της φίλη στο λύκειο, τη Ναταλί. Η Ναταλί είχε πάει διακοπές µαζί τους κάποτε στην Αντίµπ και είχε χάσει στα κύµατα το πάνω µέρος από το µπικίνι της. Η Σαρλότ έπιασε τον Λόιντ να κοιτάζει. Ευτυχώς δεν έµαθε ποτέ ότι τα πράγµατα ανάµεσα στον πατέρα της και στη Ναταλί προχώρησαν τελικά πολύ περισσότερο. Όµως όλα αυτά έχουν τελειώσει τώρα πια. Τέλειωσαν οριστικά. Τόσο ανούσια όταν τα αναλογίζεται εκ των υστέρων – τόσος χαµένος κόπος. Λίµπιντο: υπήρξε ο τύραννός του στην ακµή του· τον εκσφενδόνισε, χρόνια πριν, από την άνετη Αµερική στην


[21] αµαρτωλή Ευρώπη για περιπέτεια και κατάκτηση, τον έκανε να παντρευτεί τέσσερις φορές, του ’βαλε τρικλοποδιές άλλες εκατό, τον αναστάτωσε και τον εξευτέλισε· σχεδόν τον κατέστρεψε. Ευτυχώς τώρα έχει τελειώσει µαζί του – εδώ και κάποια χρόνια η επιθυµία έσβησε µε τον ίδιο µυστηριώδη τρόπο που είχε εµφανιστεί. Για πρώτη φορά από τότε που ήταν δώδεκα, ο Λόιντ είναι στον κόσµο χωρίς κίνητρο. Και είναι τελείως χαµένος. «Αλήθεια δε σου αρέσουν τα γλυκά;» λέει. «∆εν τα ζήτησα». «Όχι, δεν τα ζήτησες». Χαµογελάει θλιµµένα. «Υπάρχει, παρ’ όλα αυτά, κάτι που να µπορώ να κάνω για σένα;» «Για ποιο λόγο;» «Για να βοηθήσω». «∆ε θέλω τη βοήθειά σου». «Εντάξει», λέει. «Εντάξει λοιπόν». Κατεβάζει το κεφάλι, βγάζει έναν αναστεναγµό και στρέφεται προς την πόρτα. Τον ακολουθεί. Προσπαθεί να την αγγίξει στο µπράτσο, αλλά εκείνη τραβιέται. Του δίνει πίσω το κουτί µε τα αµυγδαλωτά. «∆εν πρόκειται να τα χρησιµοποιήσω». Επιστρέφοντας στο σπίτι, ρίχνει ξανά µια µατιά στα τηλέφωνα των επαφών του και καταλήγει να τηλεφωνήσει σε έναν παλιόφιλο ρεπόρτερ, τον Κεν Λαζαρίνο, που τώρα δουλεύει σ’ ένα περιοδικό στο Μανχάταν. Ανταλλάσσουν νέα και προς στιγµήν γίνονται νοσταλγικοί, ωστόσο ένα υπόγειο ρεύµα διατρέχει την κουβέντα τους: και οι δύο ξέρουν ότι ο Λόιντ κάτι θέλει, αλλά δεν µπορεί να το πει. Τελικά, το ξεφουρνίζει: «Κι αν ήθελα να δώσω κάτι;» «∆εν έγραφες ποτέ για εµάς, Λόιντ». «Το ξέρω, απλώς αναρωτιέµαι». «Εγώ τώρα δουλεύω στον τοµέα της στρατηγικής – δεν περνάει ο λόγος µου για τα περιεχόµενα πια».


TOM PAXMAN

[22]

«Θα µπορούσες να µε φέρεις σε επαφή µε κάποιον από κει µέσα;» Έχοντας ακούσει διάφορες παραλλαγές του όχι, ο Λόιντ κλείνει το τηλέφωνο. Τρώει ακόµα µία κονσέρβα ρεβίθια και ξαναπαίρνει τον Μένζις στην εφηµερίδα. «∆ε θα µπορούσα να κάνω τη σύνοψη των ευρωπαϊκών επιχειρηµατικών νέων της ηµέρας;» «Αυτό το χειρίζεται η Χάρντι Μπέντζαµιν τώρα». «Καταλαβαίνω ότι είναι µπελάς για εσάς που δε λειτουργεί το µέιλ. Μπορώ, παρά ταύτα, να το στείλω µε φαξ. ∆εν έχει µεγάλη διαφορά». «Στην πραγµατικότητα, έχει. Κοίτα όµως: θα σου τηλεφωνήσω αν θελήσουµε κάτι απ’ το Παρίσι. Ή τηλεφώνησέ µου κι εσύ αν έχεις κάτι επίκαιρο». Ο Λόιντ ανοίγει ένα γαλλικό περιοδικό µε θέµατα απ’ την επικαιρότητα, ελπίζοντας να κλέψει καµιά ιδέα. Γυρίζει τις σελίδες ανυπόµονα – τα µισά ονόµατα δεν τα γνωρίζει. Ποιος στην ευχή είναι αυτός ο τύπος στη φωτογραφία; Παλιότερα ήξερε όλα όσα συνέβαιναν στη χώρα. Στις συνεντεύξεις Τύπου, καθόταν στην πρώτη σειρά, µε το χέρι υψωµένο, έπειτα βιαζόταν να υποβάλει και τις συµπληρωµατικές ερωτήσεις. Στις δεξιώσεις των πρεσβειών, ζύγωνε τους διπλωµάτες µε ένα ειρωνικό χαµόγελο και µε το σηµειωµατάριο να εξέχει από την κωλοτσέπη. Τώρα, αν παρευρίσκεται σε κάποια συνέντευξη Τύπου, κάθεται πίσω πίσω, µουντζουρώνοντας ή παίρνοντας κάναν υπνάκο. Οι προσκλήσεις µε τα ανάγλυφα στοιχεία σχηµάτιζαν σωρό στο τραπέζι του καθιστικού. Οι αποκλειστικότητες, µικρές ή µεγάλες, τον προσπερνούσαν. Ακόµη διαθέτει την εξυπνάδα να γράφει τα προφανή – µπορεί να το κάνει στον επεξεργαστή κειµένου ακόµα και µεθυσµένος, µε κλειστά τα µάτια, φορώντας εσώρουχα και κάλτσες. Πετάει το περιοδικό στην καρέκλα που άφησε η Αϊλίν κοντά


[23] στα συρτάρια. Ποιο το νόηµα να προσπαθεί κανείς; Καλεί τον γιο του στο κινητό. «Σε ξυπνάω;» τον ρωτάει στα γαλλικά, στη γλώσσα που χρησιµοποιούν µεταξύ τους. Ο Ζερόµ καλύπτει το τηλέφωνο και βήχει. «Έλεγα να σε κεράσω µεσηµεριανό αργότερα», λέει ο Λόιντ. «∆ε θα είσαι κάτω στο υπουργείο εκείνη την ώρα;» Ο Ζερόµ όµως έχει ρεπό, οπότε συµφωνούν να συναντηθούν σε ένα µπιστρό στην πλατεία Κλισί, που είναι κοντά από κει όπου µένει ο νέος άντρας, αν και το πού ακριβώς µένει ο Ζερόµ αποτελεί µυστήριο για τον Λόιντ, όπως άλλωστε και οι λεπτοµέρειες της δουλειάς που κάνει στο γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών. Το αγόρι είναι µυστικοπαθές. Ο Λόιντ φτάνει πιο νωρίς στο µπιστρό, για να ελέγξει τις τιµές στο µενού. Ανοίγει το πορτοφόλι του και µετράει τα λεφτά του, έπειτα κάθεται σ’ ένα τραπέζι. Όταν µπαίνει ο Ζερόµ, ο Λόιντ σηκώνεται και χαµογελάει. «Είχα σχεδόν ξεχάσει πόσο σε πάω». Ο Ζερόµ βιάζεται να καθίσει, σαν να κινδυνεύει να τον πετάξουν έξω από τις µουσικές καρέκλες. «Παράξενος είσαι». «Ναι. Είναι αλήθεια». Ο Ζερόµ ανοίγει την πετσέτα και περνάει το χέρι του ανάµεσα από τις ανάλαφρες µπούκλες του, σκοντάφτοντας σε τούφες από µπερδεµένα µαλλιά. Την ίδια συνήθεια µε τα ανακατωµένα µαλλιά είχε και η µητέρα του, η Φρανσουάζ, µια ηθοποιός µε κιτρινισµένα από το τσιγάρο δάχτυλα, κάτι που την έκανε ακόµα πιο ελκυστική, µέχρι που ύστερα από µερικά χρόνια, όταν έπαψε να έχει δουλειά, έδειχνε έτσι περισσότερο απεριποίητη. Ο Ζερόµ, στα είκοσι οκτώ του, ντύνεται σχεδόν µε κουρέλια – αγορασµένα υποτίθεται από ένα µαγαζί µε βίντατζ ρούχα – , µε ένα βελούδινο σακάκι που τα µανίκια του φτάνουν λίγο πιο κάτω απ’ τους αγκώνες και ένα υπερβολικά εφαρµοστό ριγωτό µπλουζάκι, µε τα χαρ-


TOM PAXMAN

[24]

τάκια για τα στριφτά τσιγάρα να φαίνονται από ένα σκίσιµο της τσέπης στο στήθος. «Άσε µε να σου αγοράσω µια µπλούζα», λέει ο Λόιντ παρορµητικά. «Χρειάζεσαι µια κανονική µπλούζα. Θα πάµε κάτω στο Hilditch & Key, στο Ριβολί. Θα πάρουµε ταξί. Έλα». Μιλάει απερίσκεπτα – δεν έχει λεφτά για καινούργια µπλούζα. Αλλά ο Ζερόµ αρνείται. Ο Λόιντ απλώνει το χέρι πάνω από το τραπέζι και αρπάζει τον αντίχειρα του αγοριού. «Έχουν περάσει χρόνια – στην ίδια πόλη µένουµε, για όνοµα του Θεού». Ο Ζερόµ τραβάει τον αντίχειρά του και µελετάει το µενού. Αρκείται σε µια σαλάτα µε φουντούκια και κατσικίσιο τυρί. «Φάε κάτι κανονικό», διαµαρτύρεται ο Λόιντ. «Πάρε ένα φιλέτο!» Χαµογελάει µε µια γκριµάτσα, αν και το βλέµµα του διατρέχει το µενού ψάχνοντας την τιµή του φιλέτου. Σφίγγει τα δάχτυλα. «Η σαλάτα είναι εντάξει». Ο Λόιντ παραγγέλνει σαλάτα και για τον εαυτό του, καθώς είναι το φτηνότερο πιάτο. Προσφέρει ένα µπουκάλι κρασί στον γιο του και νιώθει ανακούφιση όταν και σ’ αυτό λέει όχι. Ο Λόιντ καταβροχθίζει όλο το φαγητό του και το ψωµί στο καλαθάκι. Πολλή γαρνιτούρα, λίγο φαγητό. Στο µεταξύ ο Ζερόµ τσιµπολογάει το κατσικίσιο του τυρί και αγνοεί το µαρούλι. «Φάε τις πρασινάδες σου, γιε µου!» του λέει ο Λόιντ στα αγγλικά για να τον πειράξει. Ο Ζερόµ ζαρώνει το πρόσωπό του, καθώς αδυνατεί να καταλάβει, και ο Λόιντ πρέπει να µεταφράσει στα γαλλικά. Ο Ζερόµ µιλούσε µέχρι κάποια εποχή αγγλικά, αλλά ο Λόιντ έφυγε όταν το παιδί ήταν έξι χρονών, ελαχιστοποιώντας έτσι τις δυνατότητες να εξασκήσει τη γλώσσα. Ήταν λοιπόν πολύ παράδοξο για τον Λόιντ να βλέπει στο πρόσωπο αυτού του παιδιού, που ήταν Γάλλος, τα χαρακτηριστικά τού από καιρό χαµένου δικού του πατέρα από το Οχάιο. Αν εξαιρούσες τα µαλ-


[25] λιά, η οµοιότητα στα υπόλοιπα ήταν εντυπωσιακή – µύτη πλακουτσωτή και θολά καστανά µάτια. Εκτός, φυσικά, απ’ το ότι οι λέξεις του Ζερόµ ήταν στη λάθος γλώσσα. Ο Λόιντ κάνει µια σκέψη που τον ταράζει: µια µέρα ο γιος του θα πεθάνει. Γεγονός προφανές, πλην όµως δεν του ’χε περάσει απ’ το µυαλό ποτέ ως τότε. «Έλα», του λέει ο Λόιντ, «ας κάνουµε νόηµα σ’ εκείνη την όµορφη σερβιτόρα εκεί πέρα». Σηκώνει το χέρι του για να της τραβήξει την προσοχή. «Νόστιµη δεν είναι; Άσε µε να της πάρω τον αριθµό για λογαριασµό σου», λέει. «Θέλεις;» Ο Ζερόµ κατεβάζει το χέρι του πατέρα του. «Μια χαρά είµαι», λέει, στρίβοντας βιαστικά ένα τσιγάρο. Είχαν µήνες να ιδωθούν, και ο λόγος γίνεται σε λίγο προφανής: παρ’ όλο που συµπαθεί ο ένας τον άλλο, δεν έχουν και πολλά να πουν. Τι ξέρει ο Λόιντ για τον Ζερόµ; Τα περισσότερα προέρχονται από τα πρώτα χρόνια του αγοριού – ότι ήταν συνεσταλµένος, ότι διάβαζε συνέχεια Λούκι Λουκ κι ότι ήθελε να σχεδιάζει κόµικς. «Λοιπόν», λέει ο Λόιντ, «εξακολουθείς να σχεδιάζεις;» «Να σχεδιάζω;» «Κόµικς». «Έχω να το κάνω χρόνια». «Κάνε µου ένα σχέδιο εδώ. Στη χαρτοπετσέτα». Ο Ζερόµ, κοιτώντας κάτω, κουνάει το κεφάλι. Το µεσηµεριανό σε λίγο θα τελειώσει. Ο Λόιντ πρέπει να κάνει την ερώτηση για την οποία οργάνωσε τη συνάντηση. Αρπάζει το λογαριασµό, αποµακρύνοντας το τεντωµένο χέρι του γιου του. «Σε καµία περίπτωση. Αυτό είναι δικό µου». Έξω από το καφέ, θα µπορούσε ακόµη να κάνει στον Ζερόµ την ερώτηση. Η τελευταία στιγµή φτάνει. Αντί γι’ αυτό, εκείνος ρωτάει: «Πού µένεις τώρα;»



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.