Στην αλεξάνδρεια ζάχαρη - ΕΛΕΝ-ΕΛΛΗ ΓΚΙΑΛΗ

Page 1



ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑΤΑ

∆εκαετία του 1960. Λίγο πριν, λίγο µετά. Μέρες των απανωτών αποχαιρετισµών. Η Αλεξάνδρεια που φεύγει... Και ήταν τότε που είπαν οι ταγοί της πόλης µας, στην τελευταία τους συνάντηση µε τους ανθρώπους της τέχνης και του λόγου, πριν αφήσουν τη χώρα που γεννήθηκαν αυτοί και οι προπάτορές τους: «Γράψτε για τη Νειλοχώρα, για την Αλεξάνδρεια. Για να µη χαθεί τίποτα. Να µάθουν τα εγγόνια µας. Αυτή την πόλη πρέπει να την κρατήσουµε ζωντανή µέσα µας. Να την πάρουµε µαζί µας». Ήταν σαν να ήταν όλοι εκεί. Αλιθέρσης, Τσίρκας, Μαλάνος, Γιαλουράκης, Κουτσούµης, Χατζίνης, Χρυσοστοµίδης. Και, από τους νεότερους, Σουλογιάννης, Χατζηφώτης. Συµφώνησαν. «Το παρελθόν είναι ένα σίγουρο καταφύγιο, σαν είναι καλοχτισµένο». Και ήταν επίσης σαν να παράστεκε δίπλα τους ο ποιητής µας. Ανήσυχος, σκυφτός. Και λίγο πιο πέρα η Πηνελόπη ∆έλτα, λες και ήθελε να αποτελειώσει το τελευταίο της παραµύθι, αυτό του Αιγυπτιώτη Ελληνισµού. Όµως, ετούτος ο αποχαιρετισµός δεν έµοιαζε σαν εκείνο τον άλλο, που ’φτιαχνε ψυχές, προσδοκίες, οράµατα και λογοτεχνικές αψιµαχίες. Τον έλεγαν κάποιοι που ήξεραν «ξεριζωµό», γιατί µάτωνε τα σωθικά τους. Eίχαν προηγηθεί άλλοι. Έγραψαν για «την υγρή µελαγχολική θαλασσοπολιτεία». Σατωµπριάν, Φλωµπέρ, Φόρστερ, Ντάρελ, αλλά και περιηγητές.

9


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

10

Ψάχναµε να βρούµε ανάµεσα στα περίτεχνα γραπτά τους την πόλη µας. Ήταν µια άλλη φανταστική πόλη, χωρίς εκείνες τις µυρωδιές της. Όπως θα την περιέγραφε ένας περαστικός ταξιδιώτης. Την έλεγαν Αλεξάνδρεια. «Έτσι πήραν το τρένο για το παρελθόν». Οι δικοί µας οι λόγιοι. Γιατί ήξεραν καλά ότι είναι ο µόνος τρόπος να δρασκελίσεις το µέλλον, µε όραµα και προσδοκίες. Τη γνώρισαν στους νεότερους. Πότε στολισµένη µε τα καλά της και πότε αφτιασίδωτη. Αστόλιστη. Αλλά γνώριµη, δική µας. Ακολούθησαν τα πατήµατά της, αφουγκράστηκαν τους χτύπους της, που ήταν ίδιοι µε τους δικούς τους. Τρύπωσαν σε γειτονιές απάτητες από τους πολλούς. Εκεί που θρονιάστηκε η Ιστορία. Η παλιά και η καινούργια. Και είπαν τόσο πολλά και τόσο λίγα µέσα στις πολλές αράδες που έγραψαν... Και πώς να χωρέσουν εκατόν πενήντα χρόνια της νεότερης Ιστορίας του Αιγυπτιώτη Eλληνισµού! Είναι κι εκείνα τα πολύ παλιά, τα αρχαία. Και τ’ άλλα που ακολούθησαν µε το µεγάλο Έλληνα Μακεδόνα στρατηλάτη που έχτισε αυτή την πόλη. Τον Μέγα Αλέξανδρο. Κι άλλοι που έθρεψαν την ιστορία της µε τα λαµπρά τους έργα. Και µε τα καµώµατά τους... Η Αλεξάνδρεια της ακµής και της παρακµής. Η Αίγυπτος των Ελλήνων. Η Αλεξάνδρεια του Καφάβη. Και το µακρύ ταξίδι του Eλληνισµού δεν έχει τέλος. Κάπως έτσι οι µνήµες µας ενώθηκαν µε τις πατηµασιές τους, µπερδεύτηκαν. Πήραν µορφή. Έγιναν εικόνες, συναίσθηµα, σκέψεις που στροβίλιζαν λεύτερα στο µυαλό και στην καρδιά. Έγιναν εµµονή που σ’ έπνιγε. Εκεί, στις ξένες γειτονιές του κόσµου. Έµοιαζαν βασανιστικές. Σαν µοναξιά. Έπρεπε να ξεχυθούν σε µια κόλλα χαρτί. Κάτι σαν λύτρωση. Σαν ανάγκη. Έπρεπε να συνδέσουµε τους κρίκους µιας τσακισµένης αλυσίδας. ∆εν ήταν εύκολο, αλλά δεν ήταν και αδύνατον. Υπήρχαν, ευτυχώς, οι προσωπικές µας σηµειώσεις. Κάτι σαν ηµερολόγιο. Σαν σηµειωµατάριο µνήµης. Ένα cahier de mémoire. Της Ελιάνας, της ∆άφνης, της Μπιλιώς, της Συλβάνας, της Μπέρτας, της Ελισέβας. Των αγοριών της παρέας, του Τζίνο, του Νικόλα, του ∆ηµήτρη, του Βασίλη, του Ροµπέρ. Σκέψεις ανάκατες, αλλά αληθινές. Μια κινούµενη άµµος είναι η µνήµη. Aρκεί ένα έντονο γεγονός, σαν αυτό του φευγιού, για να την ενεργοποιήσει και να ανασύρει καταχωνιασµένα συναισθήµατα. Ματαιώσεις και προσµονές. Καθηµερινές ζωγραφιές από γιορτές, µοναδικές οικογενειακές συνάξεις, επί-


* Χαουάγκα: Κύριος, προσφώνηση προς τους Ευρωπαίους.

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

σηµες βεγγέρες, γιορτάσια µε έθιµα ντόπια αλλά και από την πανσπερµία των Ευρωπαίων Αιγυπτιωτών και κυρίως από τους τόπους καταγωγής των Ελλήνων. Σ’ αυτά προστέθηκαν και αυτοί που έθρεψαν την ψυχή µας. Ο καλός µας Άµπντου µε τη φαµίλια του, αφοσιωµένη στο χαουάγκα* της. Ο Σελίµ από το Φαγιούµ, ο Νούβιος δάσκαλος και ο Τεουφίκ ο παραµυθάς που µας ταξίδεψε µέχρι «την Πύλη του Ήλιου». Η όµορφη Ναΐµα, η Ζέιναµπ, και τόσοι άλλοι. Ξεχώριζε η Ζαφειρένια, η καλή µας µοίρα. Η Μικρασιάτισσα, η Ελληνίδα που µας χάρισε την ντοπιολαλιά της. Τους στοχασµούς της. Ο κύριος Φιλής ο πάνσοφος, ο κύριος Θεόδωρος ο λόγιος, ο κύριος Γιάννης ο συγγραφέας. Τους γνώρισε καλά και τους τίµησε η πόλη τους αλλά καθόλου η πατρίδα τους. Μόνο τον τελευταίο τον ήξεραν καλά µε το ψευδώνυµό του, Στρατής Tσίρκας. Kυρίως αργότερα, όταν βραβεύτηκε για την τριλογία του. Είναι και οι ποιητές µας και οι λογογράφοι µας. Οι φωτισµένοι δάσκαλοί µας, ο κύριος Ερρίκος, η κυρία Αλίκη, και άλλοι πολλοί. Αυτούς τους τελευταίους τους βραβεύσαµε εµείς. Με το βραβείο της αιώνιας ευγνωµοσύνης. Το καθιερώσαµε πάλι εµείς. Μέσα στην καρδιά µας, κάνοντας πράξη τα λόγια τους. Και πώς να ξεχάσουµε επίσης τις σοφές κουβέντες των µεγάλων, των σπουδαίων! Και πάνω απ’ όλα, αυτή τη ράτσα των Ελλήνων Αιγυπτιωτών, καθώς και την ιδιαιτερότητα να είσαι «Έλλην εν Αλεξανδρεία». Να έχεις στεριώσει, εδώ και πολλές γενιές, «εν Μισιρίω Αλεξανδρείας». Eίναι οδυνηρό να είσαι εκεί τη στιγµή που συµβαίνουν τα µεγάλα γεγονότα. Η διάλυση όλων των ευρωπαϊκών παροικιών. Οι πόλεις δεν είναι µόνο κτίρια. Είναι οι άνθρωποί της. Είναι η αύρα τους. Γεγονότα που αποτύπωνε η παρέα των παιδιών όταν έµαθαν ότι η γενέτειρά τους «είναι µια προσωρινή πόλη που τους φιλοξενεί». Και, όταν µεγαλώσουν και τελειώσουν το σχολείο, θα την αποχαιρετήσουν... Η αναµονή όµως του οριστικού φευγιού δε σταµατούσε τα όνειρά τους, και ας µην ήξεραν πού θα τα στήσουν. Ήξεραν πάντως ότι θα µπορούσαν να τα κουβαλήσουν όπου κι αν πάνε. Κι ας ήταν βαριά. Η απειρία οδηγεί σ’ ένα θαρραλέο αντίκρισµα της ζωής. Έτσι, καθηµερινά, κατέγραφαν εικόνες, ό,τι ήθελαν να παγιδεύσει η µνήµη τους και η ψυχή τους. Για να έχουν να θυµούνται και να λένε, όταν θα αντάµωναν ξανά σ’ άλ-

11


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

12

λες πατρίδες. Να τα πουν και πάλι όσα δεν πρόλαβαν. Τότε που έπρεπε να ειπωθούν. Άθελά τους αποτύπωναν, σαν τους παλιούς ταξιδευτές, αδιάψευστα στοιχεία. Μαρτυρίες µιας κρίσιµης εποχής για τον Ελληνισµό της χώρας στην οποία γεννήθηκαν. Ένας απ’ όλους θα αναλάµβανε κάποτε να τα «αποκωδικοποιήσει». Να τα µεταφέρει σε µια κόλλα χαρτί. Με αρχή, µέση και επίλογο το τελικό τους φευγιό. Θα ήταν το δικό τους αληθινό παραµύθι, που δεν έµοιαζε µ’ αυτό που σκάρωναν όταν ήταν µικρά παιδιά. Έτσι απλά, αβίαστα, άρχισε η αναµόχλευση της ιστορίας της ζωής του καθενός από εµάς. Με τη µοναδικότητα που έχει ο καθένας µας ως άνθρωπος και ως Αιγυπτιώτης. Σαν µια µελωδική µπαλάντα µε σπάνιες µουσικές και ήχους που σε συνεπαίρνει γλυκά και ανέµελα. Σε πάει όπου θέλει εκείνη, πίσω, µπρος, τρυφερά και νοσταλγικά. Σαν την πρώτη ποίηση της ζωής µας. Μια περιπλάνηση στις αναµνήσεις, στην πόλη που ζήσαµε. Και αν όλα αυτά τα συναισθήµατα, σε στιγµές σιωπηλές, ξεχύθηκαν σαν ορµητικός καταρράκτης, το οφείλουµε στους παλαιότερους που συντήρησαν το παρελθόν. Γιατί µας γνώρισαν, µε τα γραπτά τους και µε τις αφηγήσεις τους, αυτή την Αλεξάνδρεια των αναµνήσεών τους. Με την ευαίσθητη και ώριµη µατιά τους. Μια Αλεξάνδρεια ορόσηµο. Φάρο ζωής. Μια Αλεξάνδρεια που µας ακολουθεί στα µεγάλα ταξίδια της ζωής. Τους ευχαριστώ εκ µέρους όλων. Ολόψυχα. Ήταν κι άλλοι. Οι διηγήσεις των µεγάλων, που έφταναν από γενιά σε γενιά σ’ αυτή την τελευταία, του οριστικού φευγιού. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ένα φοβερό σαράκι που λέγεται νόστος, το οποίο κούρνιαζε ανενόχλητο στα πρώτα χρόνια του ξεριζωµού. Από φόβο ίσως να αναµετρηθούµε µαζί του. Η ανάγκη όµως έγινε επιταγή. Και τότε, ψαχουλεύοντας στα πιο βαθιά στρώµατα της µνήµης, ανασύρθηκαν αργά αργά στιγµές ξέγνοιαστες σ’ ένα συνεχές πισωγύρισµα. Και πώς να τιθασεύσεις µυαλό και καρδιά µαζί! Σε πάνε κατά κει που θέλουν, χωρίς µπούσουλα. Τότε που έµοιαζαν όλα αµετακίνητα. Μνήµες ξεθωριασµένες, ενθυµήµατα µοναδικά, έπαιρναν χρώµα. Γειτονιές, σοκάκια, δρόµοι που φάνταζαν σαν λεωφόροι. Πρόσωπα µακρινά, αγαπηµένα, σηµαντικά, που πλούτισαν το πνεύµα και την ψυχή µας, έπαιρναν σχήµα. Πρόσωπα αξεπέραστα, που είχαν τη µικρή και τη µεγάλη ιστορία στη ζωή µας. Που γιόµισαν τις αποσκευές µας µε καλές και χρήσιµες εµπειρίες. Που άλλοι τις έλεγαν παιδεία. Κι άλλοι αξίες, αρετές.


EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

Έλεν-Έλλη Γκιάλη

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI

Yπήρξαµε παιδιά που δε βγήκαν ποτέ έξω από τη χώρα που γεννήθηκαν, που ήξεραν όµως να κοιτούν κατάµατα την Ευρώπη, να ερµηνεύουν τους πολιτισµούς της, να συγχρωτίζονται µ’ αυτούς και να ξεδιπλώνουν τα ταλέντα τους απ’ αυτή τη γωνιά της Γης. Όπου απλώνονται, νωχελικά, σφιχταγκαλιασµένες η Ανατολή, η Αφρική, µε τις «θαλασσοφιληµένες» πολιτείες από τα καταγάλανα νερά της Μεσογείου, για να ανταµώσουν πιο πέρα, µε τα άλλα διάφανα νερά της Ερυθράς Θάλασσας. Από αυτή όµως την κόχη την ελληνική γνώρισαν την απεραντοσύνη του κόσµου, αφού «οι θάλασσες ενώνουν τους λαούς». Πολύτιµες παρακαταθήκες για τα χρόνια που ήρθαν. Γιατί µας έµαθαν ότι όταν οι µικρές πόλεις µε τις µεγάλες ιστορίες γεννούν ανθρώπους µε το χάρισµα της ενόρασης, τότε αυτές γίνονται αιώνιες... Το Μισίρι*, η Αίγυπτος της καρδιάς µας, του Eλληνισµού, είναι ολοζώντανο µπροστά µας...

* Mέσα από τα κείµενα των Aιγυπτίων και των Eλλήνων λογίων φαίνεται ότι οι Mινωίτες αποκαλούσαν την Aίγυπτο Mισρού. Tο όνοµα αυτό διατηρήθηκε µέχρι τα νεότερα χρόνια ως Mισρ για τους Aιγύπτιους και Mισίρι για τους Έλληνες.

13



1

Το µπουρίνι της ερήµου

Ένα αγριεµένο χαµσίνι απλώθηκε σ’ όλη την πόλη. Ήρθε να αναστατώσει και πάλι τις ζωές των Αλεξανδρινών. Να ταράξει τις γλυκές µέρες του Απρίλη. Ένας νότιος άνεµος, µανιασµένος, ζεστός, να µεταφέρει την ψιλή άµµο της ερήµου σ’ όλη τη χώρα, παρασύροντας στη βιασύνη του ό,τι έβρισκε µπροστά του. Άνθρωποι να προσπαθούν να καλύψουν το πρόσωπο, τα µάτια. Κι η ανάσα να κόβεται. Αυτό το τελευταίο το ’ξερε καλά η Παναγιώτα. Το άσθµα, που το είχε από παιδί, σε κάτι τέτοιες στιγµές πάντα την ταλαιπωρούσε. Γι’ αυτό, σε κάθε χαµσίνι, επαναλάµβανε τα ίδια: «Tέτοια αµµοθύελλα πρώτη φορά µας έκαµε». Όλα τα χαµσίνια όµως µοιάζουν µεταξύ τους. «Αλίµονό µας», συνέχιζε, «αν µας επισκεφτεί πενήντα φορές το χρόνο, όπως το λέει και το όνοµά του». Αυτή η ψιλή άµµος εκτοξευόταν µερικές φορές µε τόση δύναµη ώστε αιωρούνταν µίλια µακριά, σ’ άλλες χώρες. Κι όποτε συνέβαινε αυτό, αναστατωνόταν το σπιτικό του Ζώρτζη. H Παναγιώτα µαζί µε τη Ναΐµα και τη µάνα της, τη Ζέιναµπ*, προσπαθούσαν να κλείσουν ερµητικά τα βολέ των παραθύρων για να µην τρυπώσει το χαµσίνι µέσα. Πρόλαβε η Παναγιώτα κι έριξε µια γρήγορη µατιά στο πίσω µπαλκόνι. Στα γιασεµιά, στο αγιόκληµα. Ευτυχώς, δεν τα ’πιανε και τόσο ο ανεµοστρόβιλος. Είδε τους κήπους µπροστά της ολάνθιστους και τις τριανταφυλλιές να αντέχουν σ’ όλους τους καιρούς. * Ζέιναµπ: Όνοµα µίας από τις κόρες του Προφήτη.

15


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

16

Είδε ακόµη τις χουρµαδιές, βαριές από τους καρπούς τους, να γέρνουν κουρασµένες τα κλαδιά τους. Σε τέτοιες στιγµές τα πετούµενα πλησίαζαν ζαλισµένα από τη µυρωδιά των καρπών και τσιµπολογούσαν. Ευτυχώς, οι περιβολάρηδες, µαθηµένοι σε τέτοιους καιρούς, φρόντιζαν να καλύψουν τους άγουρους καρπούς µε σακούλες. Mακριά, µετά τις γραµµές του τραµ, διέκρινε, από το κενό που άφηναν µεταξύ τους τα σπίτια, τη θάλασσα. Ανταριασµένη και σταχτιά. Κι οι λιγοστοί άνθρωποι να βιάζονται να φτάσουν στον προορισµό τους, γιατί µπορούσαν να προβλέψουν τι τους περίµενε. Κι ο ουρανός να είναι βαµµένος σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας. Το φοβόταν πάντα η Παναγιώτα το χαµσίνι. Το ’χε ζήσει από πολύ κοντά. Τότε που ταξίδεψε στο Κάιρο, πριν από δύο χρόνια. Πήγαινε να συναντήσει, µαζί µε τα δύο µικρότερα παιδιά της, τον άντρα της. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδεψε µε το οτοµπίς* από το δρόµο της ερήµου. Mόνο οι Αιγύπτιοι ήταν σιωπηλοί, χωρίς να φαίνεται καµιά ανησυχία στο πρόσωπό τους. Ο Λευτέρης, ο καλός οδηγός τους, ήταν µαζί µε τον Ζώρτζη στην πολύβουη πρωτεύουσα, στο Κάιρο. Είχε ακόµα ζωντανές η Παναγιώτα τις στιγµές που πέρασε σ’ αυτό το ταξίδι. Έζησε την αγωνία των µεγάλων και των παιδιών να προχωρούν στα τυφλά µέσα στην απεραντοσύνη της ερήµου, µ’ ένα πυκνό κίτρινο σύννεφο µπροστά τους. Κουρτουµάνιασε η έρηµος και µαζί όλη η χώρα. Όλοι κάτι ψιθύριζαν, άλλοι κρατώντας το σταυρό τους κι άλλοι ένα κοµπολόι που ’µοιαζε µ’ αυτό που είχαν οι καθολικές δασκάλες της. Είχε διαβάσει για τις βίαιες µετακινήσεις της άµµου που σκέπασαν ένδοξες πόλεις, αρχαίες. Τις ανακάλυψαν περιηγητές και αρχαιολόγοι, πολλούς αιώνες µετά. Ακόµη κι αυτή την ασχηµούτσικη Σφίγγα, µε το λιονταρίσιο καθιστό σώµα και το γυναικείο πρόσωπο µε το φαραωνικό κάλυµµα, την είχε σκεπάσει η άµµος και η λήθη. Ούτε κι αυτός ο δικός µας ο Ηρόδοτος την αναφέρει στην περιγραφή της Αιγύπτου, κι ας στεκόταν από τα πολύ παλιά χρόνια φρουρός στη νεκρόπολη της Γκίζας. Έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για το νησί Φάρος**. Εκεί που βγήκε η Ελένη όταν, ακολουθώντας τον Πάρη, πήγαινε για την Τροία. Τη λύση * Οτοµπίς: Λεωφορείο. ** Tο νησί Φάρος ήταν γνωστό στους Aχαιούς. Στην ελληνική µυθολογία αναφέρεται µε το όνοµα Πρωτηίς, γιατί ανήκε στο γιο του Ποσειδώνα, Πρωτέα.


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

την έδωσαν οι Αιγύπτιοι. Άφησαν τον Πάρη να φύγει και κράτησαν την Ελένη µαζί µε τα πλούτη που ’φερε από τη Σπάρτη. Κι ο Μενέλαος, όταν έµαθε ότι έπεσε η Τροία, ήρθε στην Αίγυπτο να την αναζητήσει. Οι Αιγύπτιοι του επέτρεψαν να την πάρει µαζί µε τα χρυσάφια της. Το ενδιαφέρον όµως των Αιγυπτιολόγων για τη Σφίγγα συνέχιζε να κορυφώνεται, µε αποτέλεσµα, λίγο αργότερα, στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, να έχει τη φήµη που όλοι γνωρίζουν. Με την περίεργη µατιά της να χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κι όσο τα συλλογιζόταν αυτά η Παναγιώτα τόσο ένιωθε την ανάσα της βαριά. Να στενεύουν τα πνευµόνια της. ∆ίπλα της η πηχτή σιωπή της ερήµου. Πάντα της δηµιουργούσε αντιφατικά συναισθήµατα, ακόµη κι όταν ήταν στα καλά της. Αυτή η ατέλειωτη ώχρα της άµµου, όσο κι αν διακοπτόταν πότε πότε, δεν της έδινε εκείνη την ευφροσύνη που της χάριζε η θάλασσα, παρά τους δαιµονισµένους ήχους της και τις βιτσιές του ανέµου. Eκείνες τις στιγµές αγαπούσε τη θάλασσα περισσότερο για τις µυρωδιές που σκορπούσε σε όλη την πόλη, κι ας της διηγήθηκε ο άντρας της ότι αυτή η έρηµος ενέπνευσε ποιητές και λόγιους, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Άγγελο Σικελιανό και λίγο αργότερα τη Μαρία Περ. Ράλλη. Tη φανταζόταν καλυµµένη µε το «πυρακτωµένο πάπλωµά της». Η Παναγιώτα αισθάνθηκε καλύτερα όταν ένιωσε τα παιδιά της να αναζητούν την αγκαλιά της. Πήρε δύναµη, έβλεπε τον οδηγό ήρεµο και αποφασιστικό. Ήξερε όλα τα κατατόπια της διαδροµής. ∆εν έπεφτε σε καµιά παγίδα ή κακοτοπιά. Ήταν σηµάδια που προσπερνούσε µε µεγάλη δεξιοτεχνία. Ληστές βεδουίνοι, όπως τα παλιά χρόνια, δεν υπήρχαν πια. Με το που πήρε την εξουσία ο Μωχάµετ Άλη αντιµετώπισε, οργανωµένα και µε σχέδιο, όλους αυτούς που κάποτε έσπερναν τον τρόµο. Κυρίως από τη µεριά του Αµπουκίρ. Η συνηθισµένη στάση στο rest house της οικογένειας Γεωργαλά τούς βοήθησε να συνέλθουν. Mπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους πιο ήρεµα. Μέσα από το πυκνό αυτό κιτρινωπό σύννεφο, ένας ήλιος προσπαθούσε να κάνει αισθητή την παρουσία του. Μόλις και του επέτρεπε ο πηχτός κουρνιαχτός να ξεχωρίσει µε τα πορφυρένια χρώµατά του. Έµοιαζε µε µια πρωτόλεια πινελιά ενός καλλιτέχνη, αλλά τόσο µοναδική στο µουντό αιγυπτιακό τοπίο. Γνώριζε ότι κάπου εδώ ήταν η όαση του Ουάντι ελ Νατρούν, η Κοιλάδα του Νατρίου. Κατάσπαρτη η περιοχή από µοναστήρια, τα οποία ζωντανεύουν στα κείµενά τους οι Αλεξανδρινοί λόγιοι. Πολλοί κατέφευγαν, λένε, στις ερήµους την εποχή

17


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

18

των µεγάλων διωγµών των χριστιανών. Σ’ αυτούς τους πρώτους αιώνες της διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας, αρκετοί ήταν εκείνοι που µαρτύρησαν κι άλλοι που αποκήρυξαν τη θρησκεία τους για να σωθούν. Σε εποχές που ο µοναχισµός ήταν στη µεγάλη του ακµή, οι Αιγύπτιοι καλόγεροι διέσωσαν σηµαντικά χειρόγραφα που περιγράφουν τους βίους των αγίων και µαρτυρούν το γνωστό µας συναξάρι. Σαν να ξάνοιγε ο ουρανός, ξεµύτιζε σιγά σιγά η γαλάζια σκέπη του. Μόνο στο βάθος φαίνονταν οι µατωµένες ώχρες του ουρανού. Λες και ήταν µπουρίνι και έπρεπε να βγάλει την οργή του για να µερέψει. Μέχρι και τις λευκές καµήλες µπορούσαν να διακρίνουν. Ευτυχώς αυτές είναι πιο καλοσυνάτες. Το ’ξερε αυτό η Παναγιώτα, απ’ όταν πρωτοπήγε στις Πυραµίδες. Οι άλλες οι σκουρόχρωµες είναι τζαναµπέτισσες. Κρατούν κακίες. Τις εκφράζουν µε θυµό ύστερα από ώρες. Φοβούνται τον άνθρωπο.

Άµπντου, ο αφοσιωµένος µπουάπης H γνωστή φασαρία της οκέλας* έβγαλε την Παναγιώτα από αυτές τις σκέψεις. Ο Άµπντου ο µπουάπης** προσπαθούσε να κλείσει µε δύναµη την πόρτα της εισόδου και τα παράθυρα σε κάθε πάτωµα. Aνέβαινε ανήσυχος, µε σβελτάδα, δυο δυο τα σκαλιά προς την ταράτσα. Η Τρίτη ήταν µια από τις µέρες που οι πλύστρες οργάνωναν µε ειδική ιεροτελεστία την µπουγάδα τους. O Άµπντου µπήκε µε ορµή στα πλυσταριά για να σβήσει τις µεγάλες γκαζιέρες. Οι ατµοί, οι µυρωδιές από τους λεµονανθούς που ’βαζαν στα νερά τον έπνιγαν. Γνώριζε καλά ότι, ακόµη και µε τις πόρτες κλειστές, έµπαινε ο τρελός αυτός άνεµος, και τότε οι γυναίκες σταµατούσαν για να πουν τα δικά τους ξόρκια. Η ταράτσα ήταν ένας χώρος όπου συνυπήρχαν πολλοί άνθρωποι µε τάξη, ακολουθώντας άγραφους νόµους. ∆ίπλα στα πλυσταριά ήταν η κάµαρα της οικογένειας του µπουάπη. Στην ίδια σειρά ήταν αυτές του προσωπικού που δούλευαν στα σπίτια της οκέλας. Κάποτε κάποτε έσµιγαν οι µυρωδιές από τα βαριά φαγητά που µαγείρευαν µε το δροσε* Οκέλα: Tριώροφη ή και µε περισσότερους ορόφους πολυκατοικία. ** Μπουάπης: Θυρωρός.


* Σανίγια: Tαψί. ** Κουσµπάρα: Κορίανδρο. *** Καµούν: Κύµινο.

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

ρό άρωµα που άφηνε το ξέβγαλµα της µπουγάδας. Κανείς δεν παραβίαζε αυτή την τάξη. Τις µπουγάδες τις άπλωναν από την πλευρά του προσωπικού. Εκεί τίναζαν το βαµβάκι οι παπλωµατάδες τις µέρες που ήταν άδεια η ταράτσα. Η άλλη πλευρά ανήκε στα παιδιά τους. Πολύ σπάνια ανέβαιναν εκεί τα παιδιά της οκέλας. Λίγο πιο κάτω, στο σηµείο που έβλεπε προς τη Μέκκα, ο Άµπντου σταµατούσε πέντε φορές τη µέρα για πέντε λεπτά, να κάνει την προσευχή του. Έστρωνε το µικρό ταπέτο και συνοµιλούσε µε το δικό του Θεό. Γύρω του είχε φροντίσει να βάλει µερικές γλάστρες µε λουλούδια που του χάρισε η Παναγιώτα. Έτσι, για να µπορεί να ονειρεύεται το δικό του παράδεισο. «Γυναίκες, παιδιά και λουλούδια», όπως του έταξε ο Αλλάχ. Στην ίδια πλευρά συνέβαιναν µόνο σπουδαίες τελετές, γάµοι, γιορτές, κηδείες. Λίγο δεξιά, στη µικρή στροφή που έκανε η ταράτσα, ήταν το κρυφό παρατηρητήριο της Ελιάνας, της µικρής κόρης της οικογένειας. Μια κρυψώνα που τη µαρτύρησε όταν µεγάλωσε. Της άρεσε να πηγαίνει κυρίως τις µέρες του Ραµαζανιού. Μετά τη δύση του ήλιου µαζευόταν η µεγάλη φαµίλια του Άµπντου γύρω από µια τεράστια σανίγια*. Καθισµένοι στο πάτωµα, ο πατέρας του, τα παιδιά του και οι γυναίκες τους, σε µια «ήρεµη συνύπαρξη», ευχαριστούσαν τον Αλλάχ που τους αξίωσε να δουν τον ήλιο άλλη µια µέρα, όλοι µαζί. H Eλιάνα άκουγε τα πειράγµατά τους, τα καλά λόγια που αντάλλασσαν και το σεβασµό που έδειχναν στο γηραιότερο. Το γέλιο τους όµως δε θύµιζε µε τίποτε αυτό των δικών της, που άνοιγε τα πνευµόνια και τις καρδιές. Έµοιαζε σαν συγκρατηµένος λυγµός. «∆εν είδαµε ποτέ Αιγύπτιο να γελάει φωναχτά», είχε ακούσει τους µεγάλους να λένε. Οι βαριές µυρωδιές ζάλιζαν. Ξεχώριζαν τα καρυκεύµατά τους, κουσµπάρα**, καµούν*** και σκόρδο. Τσιµπολογούσαν µε τα τρία δάχτυλα. Κι όταν η Ελιάνα έφτανε πεινασµένη σπίτι, η Παναγιώτα χαιρόταν που το παιχνίδι, όπως νόµιζε, της άνοιγε την όρεξη. Στην Eλιάνα άρεσαν ιδιαίτερα οι τελευταίες µέρες της νηστείας, γιατί τότε ο πατέρας του Άµπντου, ο Μωχάµετ, έφτανε από το χωριό του κι έλεγε τα ωραιότερα παραµύθια. Τις δέκα τελευταίες µέρες του Ραµαζανιού τις θεωρούν τις πιο ιερές. Σύµφωνα µε τη µουσουλµανική παράδοση, τις µέρες αυτές, το Κοράνι µε τις παραινέσεις του «πλησιάζει στη γη». Κατεβαίνει από

19


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

20

τον πάνω ουρανό στον κάτω, που βρίσκεται πιο κοντά στον άνθρωπο. Όλες οι ευχές τους, εκείνες τις ιερές µέρες που τις ονοµάζουν «νύχτες του κισµέτ», πραγµατοποιούνται. Kαι τότε, όλη η φαµίλια, χορτασµένοι και γαληνεµένοι που όλες οι επιθυµίες τους θα εισακούγονταν, καθόταν και άκουγε το γερο-Μωχάµετ να διηγείται παραµύθια. O Mωχάµετ τους διηγούνταν αυτά που του ’λεγε ο σοφός πατέρας του, ο χαγκ* Αζίζ, που είχε πάει στην Κάαµπα**, µια περιοχή που ήταν και γι’ άλλα ξακουστή, για τους λόγιους παραµυθάδες. Κι όταν έβλεπε τα παιδιά γύρω του κουρασµένα, έπραττε ακριβώς το ίδιο που ήξερε τόσο καλά να κάνει η Σεχραζάτ, η ευνοούµενη του σουλτάνου. Να αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες. Όταν ο αφέντης της την καταδίκασε σε θάνατο γιατί δεν ακολουθούσε τις εντολές του, εκείνη άρχισε να διηγείται στο σκληρό πρίγκιπα ιστορίες που όχι µόνο του µαλάκωσαν την ψυχή αλλά αποµάκρυναν τη µοιραία εκείνη στιγµή. Όσο προχωρούσε στα ιστορήµατά της τόσο εκείνος της ζητούσε γοητευµένος να συνεχίσει, αναβάλλοντας συνεχώς την εκτέλεσή της. Όταν µεγάλωσε λίγο η Ελιάνα, έµαθε ότι η Σεχραζάτ διηγούνταν αυτά που αναφέρονται στις Χίλιες και µία νύχτες. Ήταν τότε που η Παναγιώτα είχε ανησυχήσει. Και µόνο ο Νάνης, ο αδελφός της, κατάλαβε το µυστικό της. Γιατί κι εκείνος άκουσε όταν ήταν µικρός τα παραµύθια του γέροντα. Εκείνος ήξερε και άλλα, για τα προσκυνήµατα του χαγκ στη Χετζάς. Αξιώθηκε να πάει τρεις φορές στη Μέκκα για να αποθέσει τα δώρα του και πάντα ένιωθε την ίδια συγκίνηση όταν αντίκριζε την ιερή πόλη. Ο Νάνης θυµόταν το πονεµένο πρόσωπο του Μωχάµετ όσο προχωρούσε στις διηγήσεις του πατέρα του. Τα παλιά χρόνια λίγοι από όσους ακολουθούσαν αυτή την ποµπή επέστρεφαν απ’ αυτό το µεγάλο και δύσκολο ταξίδι. Αρκετά χρόνια πριν, στις αρχές του αιώνα, έγινε το µεγάλο ποδοπάτηµα στη Μέκκα. Άνθρωποι και καµήλες έγιναν ένα. Εκατοντάδες οι νεκροί από το µεγάλο συνωστισµό. Στο τρίτο και τελευταίο ταξίδι του, ο χαγκ πήρε µαζί του τον πρωτότοκο γιο του. Έτσι έπρεπε να γίνει. Ο µεγαλύτερος γιος να ανοίγει το δρόµο προς τη Μέκκα. Οι κακουχίες ταλαιπώρησαν το νεαρό αγόρι. ∆εν άντεξε, το πήγε νεκρό στη Χετζάς, κατευθείαν στον Αλλάχ. ∆εν ήταν µόνο οι κακουχίες, ήταν και οι ληστές που έστηναν * Χαγκ: Προσωνύµιο που φέρουν όσοι έχουν προσκυνήσει στη Μέκκα. ** Κάαµπα: Oικοδόµηµα το οποίο βρίσκεται µέσα στο τζαµί αλ Xαράµ στη Μέκκα.


* Ουλεµάδες: Λόγιοι ιερείς οι οποίοι θεωρούνταν σοφοί. ** Γκόργκης: Αυθαίρετη µετάφραση του ονόµατος Ζώρτζης.

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI

Είχε ήδη κοπάσει ο άνεµος όταν ο Άµπντου, ήσυχος που όλα τα έλεγξε, άρχισε να χτυπά τις πόρτες των ενοίκων. Να ρωτά αν είναι καλά, συνοδεύοντας τα λόγια του µε ευχές που ξόρκιζαν το κακό. Άρχιζε από το τρίτο πάτωµα, όπου έµενε η κυρία Σεβαστή η Kρητικιά, η κοσµοκαλόγρια. ∆ίπλα της έµενε η κυρία Aντωνίου. Περνούσε βιαστικά από το δεύτερο για να συνεχίσει στον πρώτο και στο ισόγειο. Kατέληγε πάντα στο δεύτερο. Πρώτα χτυπούσε στου κυρίου Φιλή και στης Ματίλντας, της Φραντσέζας γυναίκας του, και τέλος στου χαουάγκα Γκόργκη**. Εκεί που δούλευε η δεύτερη γυναίκα του µε την κόρη της. Ο αφοσιωµένος αυτός µπουάπης είχε κι άλλα πολλά καλά. Άστραφτε από πάστρα όλη η οκέλα. Οι βαριές πόρτες των σπιτιών ήταν πάντα καλογυαλισµένες, και τα µπρούντζινα χερούλια άστραφταν. Το ίδιο και οι πλάκες µε τα ονόµατα των ενοίκων. Μόνο αργά το βράδυ, αφού έµπαινε και ο τε-

EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

καρτέρι και τους έκλεβαν µέχρι και τις καµήλες. Έλεγε κι άλλες ιστορίες µε βεδουίνους ο Mωχάµετ, κυρίως για εκείνον τον ατρόµητο Αντάρ που ήταν αήττητος και ξέφευγε από τους εχθρούς του. Ο Νάνης δεν είχε ακόµα προλάβει να διαβάσει Iστορία για να γνωρίζει ότι η συνήθεια του προσκυνήµατος ήταν πολύ παλιά. ∆ώδεκα εκατοµµύρια παράδες είχε στοιχίσει στο λαό το καραβάνι που οργάνωσε ο Μαµελούκος Μουράτ Μπέης, παραµονές της γαλλικής εισβολής στην Αίγυπτο. Χρειάστηκαν σαράντα χιλιάδες άντρες και χίλιοι στρατιώτες για να µεταφέρουν το ιερό πέπλο στη Μέκκα, στο κέντρο της µουσουλµανικής πίστης. Πίσω όµως απ’ αυτή τη µεγαλοπρεπή ποµπή ήταν οι ιερείς, οι ουλεµάδες*, ένας θεσµός που καθιερώθηκε τον 15ο αιώνα από τους Οθωµανούς. Η επιρροή που ασκούσαν στους εκάστοτε άρχοντες ήταν µεγάλη. Ο Μαµελούκος Μουράτ Μπέης αντιδρούσε. Θεωρούσε ότι αυτοί οι σοφοί κατάφεραν να δηµιουργήσουν µια ευηµερούσα τάξη συµµαχώντας µε τους εµπόρους εις βάρος του λαού. Είχαν στον έλεγχό τους ακόµη και τα βακούφια, τα ιδρύµατα που χρηµατοδοτούσαν θρησκευτικές τελετές. Όµως, υπήρχαν και αντίθετες φωνές που πίστευαν στη δύναµη και στη σοφία των ουλεµάδων.

21


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

22

λευταίος ένοικος, πήγαινε να ξαποστάσει στο µικρό καµαράκι, κάτω απ’ τη σκάλα της µπουάπας. Γνώριζε τις συνήθειες όλων. Ο πιο αργοπορηµένος ήταν ο νεαρός Αλέξανδρος, ο µεγάλος γιος του χαουάγκα. Γνώριζε τους τσακωµούς του µε τον πατέρα του για τα ξενύχτια του. Κι αν κάποτε κάποιος άλλος έµπαινε αργότερα, έπαιρνε στα χέρια του τη µαγκούρα που του δώρισε ο παππούς του, ο Σαϊντιανός*. Ορµούσε τότε, στροβιλίζοντάς τη στον αγέρα, για να διαπιστώσει τελικά ότι ο «ύποπτος» ήταν καλεσµένος της Ρωσίδας. Οι άλλες του φροντίδες ήταν εξωτερικές. Πήγαινε στο παζάρι της Ιµπραηµίας, να βοηθήσει τη Ζέιναµπ, τη γυναίκα του, και να κάνει µερικά ψώνια για τους άλλους ενοίκους. Για τη φαµίλια του Ζώρτζη είχε κι άλλες αρµοδιότητες. Όταν επέστρεφε βράδυ ο χαουάγκα απ’ το Κάιρο, πήγαινε µε τον Λευτέρη, τον οδηγό, να τον πάρουν απ’ το σταθµό Καΐρου. Είχαν ακουστεί τελευταία επιθέσεις εναντίον των Ευρωπαίων. Η Παναγιώτα µεγάλωσε µε τις διηγήσεις των µεγάλων για τις αιµατηρές µουζάχρες** που έζησε η χώρα. Βίωσε η ίδια κάτι µικρότερες όταν έµενε µε την οικογένειά της στο κέντρο της πόλης. Κάθε φορά που περίµενε τον άντρα της καρδιοχτυπούσε. Όλοι πάντως αντάµειβαν τον κόπο και τη φιλοτιµία του Άµπντου.

Στα κοντινά εξοχικά προάστια Στην όµορφη περιοχή του Kαµσεζάρ οι οκέλες ήταν λιγοστές. Τα σπίτια είχαν τους περιβολάρηδες και τους ανθρώπους που τα φρόντιζαν. Οι δύο µεγαλύτεροι γιοι του Άµπντου ήταν βοηθοί του στους γύρω κήπους. Ήταν σπουδαία θέση η δουλειά του µπουάπη. Η εξασφάλιση αυτή πήγαινε και στις επόµενες γενιές. Στον πρωτότοκο γιο από κάθε γάµο. Σχέσεις καλά τακτοποιηµένες µε τις ευλογίες του Αλλάχ, αφού επιτρεπόταν στους άντρες να παντρεύονται επτά γυναίκες, όσες κι οι µέρες της εβδοµάδας. Ο Άµπντου είχε δηλώσει ότι θα έκανε µόνο τρεις * Σαϊντιανός: Oνοµασία των κατοίκων της περιοχής Σάιντ. ** Μουζάχρες: ∆ιαδηλώσεις.


* Φελάχος: Χωρικός. ** Ναζίρης: Επιστάτης. *** Έσµπα: Αγρόκτηµα. **** Σέχας: Ιερέας.

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

γάµους. Όλες τις αγαπούσε και τις φρόντιζε. Σ’ αυτές τις ευρωπαϊκές γειτονιές όπου δούλευαν, όλα τα µέλη των οικογενειών τους είχαν τακτοποιηθεί σε σπίτια γειτονικά. Ο Άµπντου ήταν γιος φελάχου*. O πατέρας του δούλευε τη γη ενός πασά, κοντά στη Μίνια. Eίχε πάρει µαζί του και τα τρία του αγόρια. Έβλεπε τον πατέρα του πόσο σκληρά δούλευε και πόσο βάναυσα του συµπεριφερόταν ο ναζίρης** της έσµπας***. Κάποια µέρα τον χτύπησε µπροστά του. Τότε ο Άµπντου θέλησε να ανταποδώσει το χτύπηµα. Το χέρι του έµεινε µετέωρο από µια γερή καµτσικιά στο πρόσωπό του. Ένα σηµάδι τού θύµιζε το περιστατικό στην υπόλοιπη ζωή του. Έφυγε αµέσως από τη δούλεψή του, γιατί η ανυπακοή στον αφέντη εξουσιαστή πληρώνεται σκληρά. Το ίδιο βράδυ πήρε το τρένο για την Αλεξάνδρεια, µαζί µε την πρώτη του γυναίκα και τα δύο του αγόρια. Πήγε στο µικρότερο αδελφό του πατέρα του που δούλευε δίπλα στο σέχα****, στο τζαµί του Ατταρινιού. Εκεί έµαθε να γράφει και να διαβάζει. ∆ούλεψε κατευθείαν µπουάπης στο κτίριο που βρισκόταν δίπλα στο βιβλιοπωλείο του Γρίβα, στο κέντρο της πόλης. Ο ιδιοκτήτης του, ο Οσµάν πασάς, εκτίµησε την εργατικότητα του νεαρού Άµπντου. Τον πήρε, ύστερα από αρκετό καιρό, στην καινούργια οκέλα που χτίστηκε στην περιοχή του Καµσεζάρ. Αρχιτέκτονας ήταν ο γιος του, ο Μούσα. Αυτή ήταν η πρώτη δουλειά που ανέλαβε µόλις τελείωσε το Πολυτεχνείο του Καΐρου, από όπου, ήδη από το 1886, είχαν αρχίσει να αποφοιτούν οι πρώτοι µηχανικοί. Στην οκέλα αυτή είχαν αποτυπωθεί όλο το κέφι του νέου αυτού ανθρώπου αλλά και οι εµπειρίες που απόκτησε από µικρό παιδί από τα ταξίδια του µε τη Γαλλίδα µητέρα του. Μια αισθητική πρωτόγνωρη γι’ αυτό το κοντινό προάστιο. Η Αλεξάνδρεια είναι όµως µια κοσµοπολίτικη πολιτεία που ενσωµατώνει όλες τις τάσεις. Η µπροστινή πλευρά της οκέλας στην οποία έµενε η οικογένεια της Παναγιώτας έβλεπε στο δρόµο του Μέµφις. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της πλευράς του σπιτιού ήταν τα µικρά µπαλκόνια µε τα κτιστά κολονάκια. Στη βάση τους ξεχώριζαν τα διακοσµητικά φουρούσια, ίδια µ’ αυτά που είχε δει η Παναγιώτα τότε που πήγε στο Πορτ

23


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

24

Σάιντ µε τον άντρα της. Την είχε εντυπωσιάσει το ακίνητο του Ν. Γαρανιζιώτη, εκεί όπου στεγαζόταν η Τράπεζα Αθηνών, και το ελληνικό προξενείο. Αγαπούσε το σπιτικό της η Παναγιώτα, της ζέσταινε την καρδιά. Απέναντι ακριβώς ήταν το σπίτι του ∆εσπότη. Το θεωρούσε αυτό ευλογία. Κάθε απόγευµα, το αυτοκίνητο του Πατριαρχείου σταµατούσε µπροστά στη µεγάλη σιδερένια πόρτα της οικίας Μοσχονά. Ήταν η ώρα που ’βγαινε στο µπαλκονάκι της να προϋπαντήσει τον σεβασµιότατο µε το δικό της τρόπο. Αµέσως ειδοποιούσε την Ελιάνα να πάρει την ευλογία του. Σε δύο λεπτά, από τους παράπλευρους δρόµους, κατέφθαναν τα µικρά διαβολάκια της γειτονιάς, σπρώχνοντας για να φιλήσουν το χέρι του. Ανάµεσά τους διέκρινε την Ελισέβα την Eβραιοπούλα, τη Συλβάνα τη Μαλτέζα, την Πόπη, ένα µεγαλύτερο κοριτσάκι. Πότε πότε έφταναν, από τον παράλληλο δρόµο της Ηλιούπολης, η ∆άφνη και η Μπέρτα η Eλληνοελβετίδα. Όλες οι εθνικότητες υπήρχαν στο προάστιο, όµως αυτοί που υπερίσχυαν σε αριθµό ήταν οι Έλληνες. Από την πίσω µεριά της οκέλας το τοπίο άλλαζε, µαζί και η αρχιτεκτονική της. Eδώ το ιδιαίτερο στοιχείο που είχε το µεγάλο µπαλκόνι ήταν τα καµπυλόγραµµα σιδερένια κάγκελα, µε τις µπορντούρες που στόλιζαν το πάνω και το κάτω µέρος του µπαλκονιού. Το αγαπούσε όλη η οικογένεια αυτό το µπαλκόνι, που η Παναγιώτα φρόντισε να το µετατρέψει σ’ έναν ολάνθιστο κήπο. Εδώ γεύονταν οι συγγενείς και οι φίλοι τους τα µεζεκλίκια της. Μόνο λουλούδια µυρωδάτα δεχόταν από αυτούς. Eίχε στις γλάστρες της αγιόκληµα, γιασεµί, φούλι, που η πεθερά της το ’λεγε µπουγαρίνι για να ξεχωρίζει απ’ τ’ άλλο το αφρικάνικο. Μόνο το ροζ µικρό τριανταφυλλάκι που σκαρφάλωνε στο ταβάνι µύριζε ελαφρά. Της το ’δωσε κι αυτό η Μαρούκα, η πεθερά της. «Θέλουν τη λάτρα τους και τα λουλούδια», έλεγε. Είχε προσθέσει και µερικά άλλα, για το χρώµα, γαρίφαλα και βιολέτες. Κι όταν φυσούσε λίγο αεράκι, εκείνο που ξεχώριζε ήταν το µπουγαρίνι. Με το αγιάζι όµως µπερδεύονταν οι µυρωδιές, κι έµενε ένα απροσδιόριστο άρωµα.


* Μακουάγκι: Σιδερωτής.

◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

Η Παναγιώτα απολάµβανε τους κήπους της οκέλας που ’βλεπε να απλώνονται µπροστά στο µπαλκόνι της, µε τα οπωροφόρα δέντρα και κυρίως µε τις χουρµαδιές. Βγαίνοντας στο µπαλκόνι το πρωί, άκουγε από τους γειτονικούς κήπους πολλές ζεστές καληµέρες σ’ όλες τις γλώσσες. Είχαν µόνοιασµα και σεβασµό µεταξύ τους. Εκεί που τελείωνε ο κήπος της δικής της οκέλας υπήρχε ένα µικρό στενό που τους χώριζε από το διάσηµο µαγαζί του Μαχµούντ, του µακουάγκι* της γειτονιάς. Το σινάφι του τον φώναζε «Ραΐς-αρχηγό». Ήξερε να διαβάζει και βοηθούσε τα παιδιά που εργάζονταν στα γύρω σπίτια. Αν και νέος, του είχαν µεγάλο σεβασµό. Καλοσυνάτος, καθαρός µε τη φρεσκοσιδερωµένη κελεµπία του, ήταν συνεπής στους χρόνους που υποσχόταν. Ήταν ο καλύτερος στο κολλάρισµα των γιακάδων. Tο ίδιο και µε τις µανσέτες, τόσο όσο χρειάζονταν για να στέκονται καλά τα µανικετόκουµπα. Μ’ ένα νεύµα της Παναγιώτας ερχόταν να πάρει ό,τι είχε για σίδερο. Ξεχωριστά τα λινά, τα σεντόνια και τα τραπεζοµάντιλα. Όσα έπρεπε να κολλαριστούν. Σ’ αυτό το σοκάκι µόλις χωρούσε ένα κάρο ή µια άµαξα. Μόνο οι κάτοικοί του το διέσχιζαν. Κανείς δεν ενδιαφερόταν να µάθει το όνοµά του. Ήταν σαν να ανήκε στον Μαχµούντ. Πίσω από το µαγαζί του συνέχιζαν άλλοι κήποι. Πιο πέρα, δεξιά, ο αθλητικός σύλλογος της Μακάµπι, που έµοιαζε περισσότερο µε κήπο. Έφτανε µέχρι το µεγάλο δρόµο που αργότερα ονοµάστηκε Alexandre le Grand. Εκεί, πάνω στις ράγες, περνούσαν χωρίς διακοπή τα τραµ κάνοντας εκείνο τον ιδιαίτερο θόρυβο που νανούριζε γλυκά τις νύχτες τους. Ξεκινούσαν από το σταθµό Ραµλίου και διέσχιζαν το τετράγωνο των ελληνικών σχολείων του Σάτµπι. Έφταναν µέχρι τα µακρινά προάστια του Ράµλι κι έπειτα έκαναν την αντίστροφη διαδροµή. Το στενό του µακουάγκι, όπως το ’λεγαν όλοι, ήταν γνωστό και για τις τελετές του. Εδώ στήνονταν οι µεγάλες τέντες. Άφηναν ελεύθερο µόνο ένα µικρό πέρασµα, χωρίς κανείς από τους γείτονες να παραπονείται. Οι τέντες ήταν ίδιες για όλες τις περιστάσεις, γάµους, γιορτές, κηδείες. Έµοιαζαν σαν τεράστια ταπέτα σε κόκκινο βυσσινί φόντο. Ξεχώριζαν τα µαύρα γράµµατα µε ευχές και δοξασίες απ’ το Kοράνι. Κι ανάµεσά τους λευκά µεσοδιαστήµατα για να αναδεικνύονται καλύτερα

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI

Ένα διάσηµο σοκάκι

25


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

26

οι προτροπές του Αλλάχ. Όλα νοικιασµένα από ειδικά µαγαζιά µαζί µε τις εξέδρες, τους µουσικούς, τις χορεύτριες και τις µοιρολογίστρες. Στις τελετές άκουγες πάντα τις ίδιες τσιριχτές, αλλά καλά συντονισµένες φωνές. Τον τόνο έδινε η µεγαλύτερη. ∆εν µπορούσες να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για ένα ευτυχές γεγονός ή για το χαµό ενός δικού τους ανθρώπου. Έπρεπε να µπεις µέσα στην τέντα για να δεις τα πρόσωπα. Έτσι κι αλλιώς η οδύνη και η χαρά σ’ αυτούς τους λαούς πηγάζει από την ίδια φιλοσοφία. Η αναµονή για µια ζωή καλύτερη τους κάνει να δέχονται µε καρτερικότητα και µε το ίδιο πάντα θλιµµένο χαµόγελο όλα τα γεγονότα της ζωής. Όταν όµως άρχιζε η µικρή ποµπή του γάµου µε τα προικιά, δεν είχε κανείς καµιά απορία για το τι θα ακολουθούσε. Αυτή τη φορά η νύφη ήταν γνωστή στη γειτονιά. Ξεκίνησε από την οκέλα που ήταν στην ανατολική πλευρά της κατοικίας του ∆εσπότη. Ήταν η πρωτότοκη κόρη του µπουάπη της. Πρώτα έφταναν τα προικιά της νύφης, σε µια κασέλα που τα µετέφερε ένα µυριοστολισµένο κάρο. Οι ρόδες στροβιλίζονταν σ’ όλη τη γειτονιά για να µαθευτούν τα καλά µαντάτα. Ακολουθούσε µια άµαξα µε δύο άλογα, φορτωµένα µε δεκάδες στολίδια. Η νύφη ξεχώριζε µέσα σ’ αυτή την πολύχρωµη πανδαισία, µε το ροζ µπάµπι* τούλινο νυφικό της απλωµένο µε άνεση. ∆ιακρίνονταν τα χρυσά της στολίδια, δώρα των συγγενών, στο κεφάλι, στο λαιµό, στα χέρια και στα πόδια. Oι φτέρνες της είχαν το έντονο χρώµα της χένας**, µια συνήθεια των παλαιότερων χανουµισσών. Ο χρυσός είχε τη συµβολική του σηµασία, ευηµερία και διάρκεια σαν τις χρυσές ακτίνες του Ήλιου, τη θεότητα που τόσο τιµούσαν. ∆ύο αγόρια µετέφεραν τα προικιά µπροστά στους συγγενείς του γαµπρού, που ήταν όλοι στηµένοι στη σειρά, για να καταλήξουν στα πόδια της πεθεράς. Η παρουσίαση της προίκας είχε την κοινωνική της αξία. Αφορούσε το στενό αλλά και το ευρύτερο περιβάλλον των νεόνυµφων. Eξέφραζε επίσης την απόλυτη έγκριση της πεθεράς της νύφης, ύστερα από µια σειρά από ιεροτελεστίες που είχαν προηγηθεί ενώπιον στενών συγγενών και ολοκληρώνονταν την ηµέρα του γάµου. Είχε πάντα η πεθερά τον πρώτο και τελευταίο λόγο, κυρίως πάνω στην αγνότητα της νύφης. Γι’ αυτό, η προίκα του γαµπρού προς τη νύφη, «που ήταν µικρή και * Ροζ µπάµπι: Ροζ της κούκλας. ** Χένα: Θεωρείται απαραίτητο καλλωπιστικό συµπλήρωµα αλλά και ξόρκι για τα κακά πνεύµατα.


* Ζαγρούτα: Φωνή που εκφράζεται µε µια ειδική τεχνική σε γάµους και κηδείες. ** Σπίρτο: Καθαρό οινόπνευµα.

ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

παρθένα», ήταν ανάλογη. Πότε σε χρήµα και πότε σε καµήλες ή σε άλλα είδη, η προίκα επισηµοποιούνταν µ’ ένα γαµήλιο κοντράτο του γαµπρού προς τη νύφη. Eίχε προηγηθεί όµως µια άλλη οικογενειακή τελετή που θεωρούνταν κυρίαρχη. Έπρεπε να διαπιστωθεί έµπρακτα από τη µάνα του γαµπρού η αγνότητα της νύφης. Το αποτέλεσµα αυτής της οδυνηρής πιστοποίησης επιβεβαιωνόταν ενώπιον των στενών συγγενών, µε την πεθερά να ανεµίζει στον αέρα, σαν τρόπαιο, το «αποδεικτικό στοιχείο» στο παραθύρι του σπιτιού της νύφης. Λες και ο ήλιος, εκεί προς τη δύση του, να δανειζόταν από αυτό τα χρώµατά του. Ο ήλιος βάφτηκε κόκκινος... Μια ξέφρενη ζαγρούτα* κοινοποιούσε την είδηση σ’ όλη τη γειτονιά. «Η νύφη είναι παρθένα». Ακριβώς την ώρα που έπεφτε το σκοτάδι. Η είσοδος της νύφης στην τέντα ήταν το µεγάλο γεγονός. Πρώτοι την προϋπάντησαν οι άντρες της οικογένειας, για να την παραδώσουν στο γαµπρό και στη µάνα του. Τότε άκουγες έναν καταιγισµό από αυτούς τους ιδιότυπους λαρυγγισµούς από τις γυναίκες µοιρολογίστρες. Να αναδιπλώνουν τη γλώσσα τους µε τέχνη κι ευλυγισία. Nα τη γυρνούν περιστροφικά και να δηµιουργούνται αυτοί οι παράξενοι ήχοι. Και µέσα απ’ αυτή την τέλεια τεχνική να βγαίνουν φωνές που ακούγονταν πέρα από τη γειτονιά. Η θέση της νύφης ήταν ανάµεσα στο γαµπρό και στη µάνα του. Παιδιά στην ηλικία και οι δυο, δεκαοκτώ εκείνος και δεκαπέντε εκείνη, κοίταζαν γύρω τους αµήχανα και δειλά. Ακολούθησε µια ακόµη ζαγρούτα, που έφτασε στην κορύφωσή της, για να επικυρώσει επίσηµα ενώπιον των καλεσµένων την αποδοχή της οικογένειας του γαµπρού. Οι γιορτές αυτές κρατούσαν έως και τέσσερις µέρες και νύχτες. Mια από αυτές, ο γαµπρός µαζί µε τους άντρες, κυρίως της οικογένειας, γιόρταζαν στο κοντινότερο αραβικό καφενείο της πόλης. Ήταν ένα είδος µύησης του γαµπρού σ’ έναν κόσµο «φτιαγµένο από άντρες». Του εξέθεταν οι µεγαλύτεροι, µέσα από τραγούδια, τα δικαιώµατά του. ∆ιασκέδαζαν και, κάποτε κάποτε, ξέφευγαν από τις συνήθειές τους πίνοντας ακόµη και σπίρτο**. Οι γιορτές συνεχίστηκαν και τις επόµενες µέρες στην οκέλα όπου εργαζόταν ο πατέρας της νύφης. Εκεί το είδος της διασκέδασης ήταν

27


ΣTHN AΛEΞAN∆PEIA ZAXAPH KAI ΣTO MIΣIPI PYZI ◆ EΛEN-EΛΛH ΓKIAΛH

28

πιο ήπιο. Περιελάµβανε και τη µύηση της γυναίκας-κόρης στις υποχρεώσεις της απέναντι στον άντρα και στο ιερό Kοράνι. Η υποταγή σε όλους και σε όλα ήταν πλήρης, αλλιώς θα την έστελναν στο «σπίτι της πειθαρχίας*». Tην τελευταία µέρα συµµετείχε ο σέχας µε ψαλµούς, λόγια και παραινέσεις προς τη νύφη. Η µέρα του γάµου ήταν η αποκορύφωση της τελετής. Μουσικοί µε τα όργανά τους και τραγουδιστάδες πήραν θέση στην εξέδρα. Μια χάλκινη τάµπλα, καλυµµένη µε δέρµα χοίρου, συνόδευε ρυθµικά τους ήχους του ρεµπάχ. Ο Σαχίν ήταν διάσηµος για την τέχνη του. Το παλιό αυτό έγχορδο όργανο, στα χέρια αυτού του δεξιοτέχνη, έβγαζε µουσικές που συγκινούσαν. Τα ίδια αυτά όργανα πήγαιναν από γενιά σε γενιά. Κι όλοι οι µουσικοί και οι τραγουδιστάδες ανήκαν στην ίδια οικογένεια. Tην αποτελούσαν ο Σαχίν, τα αδέλφια του και τα παιδιά τους. Μόνο η χορεύτρια ήταν ξένη. Εκείνη όµως, όταν χόρευε, είχε µάτια µόνο για το µικρότερο γιο του Σαχίν. Τα σερµπέτια έρεαν άφθονα. Το κέφι άναβε κι οι φωνές ανέβαιναν όταν άρχιζε η χορεύτρια τον καθιερωµένο «χορό της κοιλιάς». Ξεκινούσε απαλά για να φτάσει στην κορύφωσή της µε τις φιδίσιες ελικοειδείς κινήσεις γύρω από το σώµα της. Nα εκτελέσει τον τελικό της προορισµό. Γι’ αυτό λέγεται ότι το Raks Sharki, όπως οι Aιγύπτιοι αποκαλούν αυτόν το χορό, είναι κάτι περισσότερο από ένας ιερός χορός. Γεννά τη ζωή. Περνά από την πρόκληση στον αισθησιασµό και στην απόλαυση, καταλήγοντας στην ίδια τη δηµιουργία. Ένας τραγουδιστής έλεγε παινέµατα, ευχές και πειράγµατα στον αρίς** και στην αρούσα***, στα οποία ανταπαντούσαν για λογαριασµό τους οι άλλοι τραγουδιστάδες στο ίδιο ύφος. Κι αντί για χειροκροτήµατα, η ζαγρούτα επικύρωνε τα όσα έλεγαν. Λες κι είχαν πάρει τη θέση του αρχαίου χορού σχολιάζοντας τα τεκταινόµενα, σε µια δική τους αιγυπτιακή εκδοχή. ◆

* Το σπίτι της πειθαρχίας: Ήταν ο χώρος όπου οι γυναίκες µάθαιναν να υπακούν στον άντρα. H ύπαρξη αυτών των χώρων συνηθιζόταν την εποχή των Μαµελούκων. Συνεχίζουν να υπάρχουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. ** Αρίς: Γαµπρός. *** Αρούσα: Νύφη.




Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.