COMIC CULTURA #04 (Ιούλιος - Αύγουστος 2019)

Page 1

ΙΟΥΛΙΟΣ /ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2019

Η

Η Ι Α Κ Φ Ψ Η

Α Τ Η Ε Ν

Ν Η Τ Ε Χ

#04

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ STEFANO ZANCHI

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΣΑΒΒΑΣ ΑΜΠΑΤΖΙ∆ΗΣ (THEPACK)ΞΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΜΠΑΛΙΟΣΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΤΣΟΣΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΥΛΙΦΕΤΗΣΑΡΗΣ ΛΑΜΠΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΥΠΑΣΑΚΗΣMALKΙΡΙ∆Α ΜΟΥΖΟΥNO BUDGET EPICSSOLOUPΓΑΒΡΙΗΛ ΤΟΜΠΑΛΙ∆ΗΣΦΩΤΕΙΝΗ ΤΥΡΟΒΟΥΖΗ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΒΡΑΒΕΙΑ EISNER


Εικονογράφηση: Φωτεινή Τυροβούζη


in collaboration with SMASSING CULTURE – DOCMZ – THIS IS NOT A BLOG COMICMANIACS – COMICS TRENDS – GREEKCOMICS

04 _ Στιγμιότυπα του Soloup 06_ Αφιέρωμα: Βραβεία Eisner 14_ Η Ανατροπή του Malk 18_ Οιδίπους Μάδαφακα! #02 του Περικλή Κουλιφέτη 22_ 9η Τέχνη 26_ Από Το 7 Στο 9 30_ Mr. Bleak - Λήθη του Άρη Λάμπου 32_Senseless Murdering του Ξάνθου Βενιζέλου 36_ Τι Χρειάζεται Για Να Γίνει Ένα Φεστιβάλ Κόμικς; της Ειρήνης Χαλκιά 40_ Η Ιστορία Των Ευρωπαϊκών Κόμιξ Κεφάλαιο 1 του Μπάμπη Ιωαννίδη 44_ Συνηθίζω... της Ίριδας Μούζου 45_Όχι Πια! του No Budget Epics 48 _ Palestine του Θανάση Καραμπάλιου 50 _ Συνέντευξη: Stefano Zanchi του Γιάννη Ιατρού 54_ Nostalgeek του Κωνσταντίνου Κάτσου 57_ Η Απόδραση του Γαβριήλ Τομπαλίδη 60 _ Disney Corner των Γιώργου Ζωιτά & Γιάννη Ιατρού 66 _Ανθρωποκαταστάσεις #02 του Κώστα Λουπασάκη 67_Σκέψεις Μέσα Από Την Αγέλη #03 του Σάββα Αμπατζίδη (ThePack)

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

E D I T O R I A L

COMIC CULTURA MAGAZINE

Ως συντακτική ομάδα θεωρήσαμε πως η αφορμή για συζήτηση που προσπαθήσαμε να δώσουμε στο 3ο τεύχος ήταν άκρως απαραίτητη και ήταν η κατάλληλη στιγμή να ξεκαθαρίσουμε μερικές από τις κοινωνικοπολιτικές μας απόψεις. Κοιτώντας πίσω, και βλέποντας το πόσο αγκαλιάστηκε από το αναγνωστικό κοινό, αυτό μας γεμίζει μόνο ελπίδα και ευγνωμοσύνη που βρισκόμαστε σε αυτό το ταξίδι μαζί. Η ιδέα, λοιπόν, να έχουμε ένα κεντρικό αφιέρωμα, είναι κάτι που επιθυμούμε και θα προσπαθήσουμε να το εφαρμόζουμε σε κάθε τεύχος. Στο #03 θίξαμε ένα κοινωνικό ζήτημα, στο παρόν τεύχος επανερχόμαστε με ένα πιο «κομιξοκεντρικό» θέμα και σκοπεύουμε να συνεχίσουμε με μια τέτοια εναλλαγή και στα επόμενα νούμερα, ενώ πρέπει επίσης να πούμε πως από εδώ και πέρα η δημοσίευση κάθε τεύχους θα πραγματοποιείται κατά τους ζυγούς μήνες. Στην προσπάθειά μας να πιάσουμε το καλοκαιρινό vibe, το νέο τεύχος έχει καλοκαιρινό εξώφυλλο από την αγαπημένη Aniro και το κεντρικό μας αφιέρωμα θα εστιάσει στα Will Eisner Comic Industry Awards, τα οποία και διεξάχθηκαν για 31η χρονιά στο San Diego Comic Con το τετραήμερο 18-21 Ιουλίου, ξεκινώντας από μια απλή εξιστόρηση του θεσμού και φτάνοντας στη δική μας κριτική για την αμερικάνικη κοινότητα κόμικς αλλά και στα φετινά υποψηφία. Ένα ακόμα καλοκαιρινό event που σχολιάζουμε, είναι το Σέρβικο φεστιβάλ κόμικς, μια εναλλακτική πρόταση στις κόμικς διοργανώσεις. Επιπλέον, γιορτάζουμε τα διπλά γενέθλια του Ντόναλντ και του Φάντομ Ντακ σε ένα διπλό αφιέρωμα, ενώ ο Γιώργος Ζωιτάς μας διηγείται την τριήμερη εμπειρία του με τον Don Rosa στο φετινό The Comic Con στη Θεσσαλονίκη. Ο Stefano Zanchi μιλάει στο περιοδικό μας για την Disney και την επίσκεψή του στην Ελλάδα, κι ο Μπάμπης Ιωαννίδης μας παρουσιάζει το πρώτο κεφάλαιο στην ιστορία των ευρωπαϊκών κόμικς. Στο νέο μας τεύχος υποδεχόμαστε πολλούς νέους καλλιτέχνες, ανάμεσά τους ο μετρ του τρόμου Malk, ο ψυχεδελικός Γαβριήλ Τομπαλίδης, η λατρεμένη μας «Ραλλού», Ίριδα Μούζου, ο πολιτικά φορτισμένος No Budget Epics, ενώ ο βραβευμένος στα φετινά ΕΒΚ στη κατηγορία «Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Καλλιτέχνη», Θανάσης Καραμπάλιος, κάνει επίσης το ντεμπούτο του στο περιοδικό. Κατά τα άλλα, οι Περικλής Κουλιφέτης, Κώστας Λουπασάκης, Κωνσταντίνος Κάτσος, Soloup, Ξάνθος Βενιζέλος, Άρης Λάμπος και ThePack επιστρέφουν. Πριν σας αφήσουμε να απολαύσετε το νέο μας τεύχος θέλουμε να πούμε ένα ακόμα ευχαριστώ σε όσους παρευρέθηκαν στο Smass Fest 2019, όπου καταφέραμε να ανταλλάξουμε απόψεις με μερικούς παρευρισκόμενους, να μας πείτε την γνώμη σας για το περιοδικό, και να συζητήσουμε γύρω από την κοινή μας αγάπη, εκείνη των κόμικς και κατ’ επέκταση της τέχνης. Με το #04 κλείνουμε και εμείς το «χρέος» μας για το καλοκαίρι, με μια πιο κομιξοκεντρική προσέγγιση αυτή τη φορά. Επόμενο ραντεβού και φθινοπωρινό, με πολλές εκπλήξεις. Ως τότε όμως, διαβάστε το τεύχος που έχετε μπροστά σας!

η συντακτική ομάδα Αρχισυντάκτης: Ίωνας Αγγελής [ionasaggelis@gmail.com] Art Director: Γιώργος Σιακαβάρας Σχεδιασμός Λογοτύπου: Sotos Anagnos Διόρθωση Κειμένου: Γιάννης Ιατρού & Λένα Τζιογκίδου

Συντονισμός Ύλης: Ίωνας Αγγελής, Μάνος Βασιλείου Αρώνης, Γιάννης Ιατρού, Λάζαρος Κολαξής, Αλέξανδρος Μινωτάκης Συντακτική Ομάδα: Marko Stojanovik, Stefano Zanchi, Ίωνας Αγγελής, Σπύρος Ανδριανός, Μάνος Βασιλείου Αρώνης, Νίκος Γιακούμελος, Γιώργος Ζωιτάς, Γιάννης Ιατρού, Μπάμπης Ιωαννίδης, Άλκης Καζαμίας, Λάζαρος Κολαξής, Αλέξανδρος Μινωτάκης, Γιάννης Παπαδόπουλος, Θοδωρής Πρασίδης, Διονύσης Τζαβάρας, Λένα Τζιογκίδου, Γιώργος Τρουπάκης, Ειρήνη Χαλκιά Συνεργάτες: Σάββας Αμπατζίδης, Aniro, Ξανθός Βενιζέλος, Μέλανδρος Γκανάς, Θανάσης Καραμπάλιος, Κωνσταντίνος Κάτσος, Περικλής Κουλιφέτης, Άρης Λάμπος, Κώστας Λουπασάκης, Malk, Ίριδα Μούζου, Κώστας Μπακιέρης/No Budget Epics, Ιλέην Ρίγα, Soloúp, Γαβριήλ Τομπαλίδης, Φωτεινή Τυροβούζη Επικοινωνία: τ : 6947518473 / fb : Comic Cultura | Insta: comic_cultura | email: comicculturamag@gmail.com


04


Αναδημοσίευση απο την εφημερίδα “το Ποντίκι”

05


α βραβεία Eisner αναφέρονται συχνά ως τα «Oscars των κόµικς». Πήραν το όνοµά τους από τον διάσηµο δηµιουργό κόµικς Will Eisner. Θεωρούνται η σηµαντικότερη διάκριση που µπορεί να λάβει ένα κόµικ κι οι δηµιουργοί του. Η βράβευση πραγµατοποιείται κάθε χρόνο στα µέσα της διοργάνωσης του San Diego Comic-Con και προσελκύει πλήθος κόσµου παγκοσµίως. Φέτος, το 2019, η εκδήλωση έφτασε τα 31 χρόνια λειτουργίας, και εµείς το εκµεταλλευόµαστε για να πούµε δύο λόγια για αυτό το τεράστιο γεγονός για τα κόµικς.

Τ

Προϊστορία και ιστορία

Τα πρώτα βραβεία Eisner απονεµήθηκαν το 1988, για κόµικς που είχαν εκδοθεί µέσα στο έτος 1987. Στην πραγµατικότητα όµως, η ιστορία τους αρχίζει µόλις λίγα χρόνια πριν... Το 1985, η εκδοτική Fantagraphics ξεκίνησε τον θεσµό των Kirby Awards µε υπεύθυνο της διοργάνωσης τον Dave Olbrich και την παρουσία του ίδιου του Jack Kirby στην τελετή. Με την αποχώρηση του Dave Olbrich από την Fantagraphics, τα Kirby Awards σταµάτησαν. Η Fantagraphics ξεκίνησε τότε ένα νέο θεσµό, τα Harvey Awards (που πήραν το όνοµά τους από τον Harvey Kurtzman). Την ίδια χρονιά, το 1988, ο Dave Olbrich ξεκινάει αυτόνοµα τα Will Eisner Comic Industry Awards, ως µία µη κερδοσκοπική διοργάνωση, µε την παρουσία του ίδιου του Will Eisner στο Comic Con και να παραδίδει τα βραβεία. Τα βραβεία Kirby πάντως δεν πέρασαν στη λήθη, καθώς συµπεριλαµβάνονται από πολλούς στο ιστορικό και των Harvey και των Eisner Awards.

Μέχρι το 1989 υπεύθυνος της απονοµής των βραβείων ήταν ο Dave Olbrich. Το 1990 δεν απονεµήθηκαν βραβεία, καθώς ο Dave Olbrich δεν ήταν σε θέση να φέρει σε πέρας τη διοργάνωση, λόγω άλλων υποχρεώσεων. Από το 1991 η διοργάνωση πέρασε στη διαχείριση του San Diego Comic Con µε βασική υπεύθυνη την Jackie Estrada, µέλος της βασικής οµάδας του San Diego Comic Con από τα µέσα της δεκαετίας του '70. Παραµένει σε αυτή τη θέση µέχρι σήµερα, στα 73 της χρόνια.

Αρχικά, η απονοµή των βραβείων Eisner ήταν κοµµάτι του ηµερήσιου προγράµµατος του San Diego Comic Con. Στη συνέχεια µετατράπηκε σε µια ξεχωριστή, µεγάλη βραδινή εκδήλωση, που πραγµατοποιείται παραδοσιακά το βράδυ της Παρασκευής, µέσα στα πλαίσια της διοργάνωσης. Στην αρχή οι κατηγορίες των βραβείων Eisner ήταν µόνο 11, αλλά συνεχώς αυξάνονται, φτάνοντας τις 32 έως σήµερα. Από το1995 τα βραβεία Eisner απέκτησαν κεντρικό οµιλητή. Ξεκινώντας µε τον Neil Gaiman και συνεχίζοντας µε άλλους σηµαντικούς δηµιουργούς τα επόµενα χρόνια, όπως τον Frank Miller και τον Dave Gibbons. Όσοι παρευρίσκονται πλέον στην τελετή µπορούν να περιµένουν παρουσιάσεις σε µεγάλες οθόνες που παρουσιάζουν τους υποψηφίους και παρουσιαστές που κυµαίνονται από τα µεγαλύτερα ονόµατα των κόµικς µέχρι και διασηµότητες από τον χώρο της ποπ κουλτούρας, όπως οι George R. R. Martin, Trisha Helfer, Tom Lennon & Ben Garant, Brandon Routh, Thomas Jane, Jane Wiedlin, Samuel L. Jackson, Joss Whedon, ο κωµικός Patton Oswalt, ο δηµοφιλής Jonathan Ross κα. Επίκεντρο της τελετής όµως, παραµένουν τα έργα κι οι δηµιουργοί που τιµώνται στην εκδήλωση. Οι υποψηφιότητες και οι βραβεύσεις των κόµικς βοηθούν και στην εµπορική προώθησή τους, καθώς συµπεριλαµβάνονται σε διάφορες λίστες προτεινόµενων αγορών.


Βιογραφία Will Eisner Will Eisner. Ένα όνοµα που θα συνοψίζει πάντα το καλύτερο από την τέχνη του των κόµικς, τόσο ως δηµιουργός όσο και ως άτοµο. Η ζωή του Eisner ανήλθε σε οκτώ δεκαετίες, κατά τις οποίες πρωτοστάτησε στη δηµιουργια κόµικς και τα έκανε πιο αποδεκτά στο λογοτεχνικό κοινό, ονοµάζοντάς τα γραφικές νουβέλες, δίνοντας τους επιλέον κύρος. Όταν ο Eisner επισκέφτηκε το Comic-Con για πρώτη φορά το 1975, ήταν γνωστός ως ο δηµιουργός του «The Spirit», ενός κόµικ που εµφανίστηκε υπό τη µορφή στριπ σε µία Κυριακάτικη εφηµερίδα κατά τη δεκαετία του 1940 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Στις 7-σέλιδες ιστορίες που δηµοσιεύονταν κάθε εβδοµάδα, πειραµατίστηκε µε µια σειρά από τεχνικές αφήγησης που θα ασκούσαν τεράστια επιρροή στους µεταγενέστερους δηµιουργούς κόµικς. Ο Eisner έγραψε εκείνη την χρονιά το βιβλίο του Souvenir και έλαβε ένα βραβείο Inkpot. Τη δεκαετία του 1950 ο Eisner ίδρυσε την American Visuals Corporation, µια εταιρεία αφιερωµένη στη δηµιουργία κόµικς, κινούµενων σχεδίων και εικονογραφήσεων για εκπαιδευτικούς και εµπορικούς σκοπούς. Ο Eisner ανέστησε τον Joe Dope, έναν τροµακτικό στρατιώτη που είχε δηµιουργήσει κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, για το PS Magazine, µια έκδοση που εξέδιδε για το στρατό των Η.Π.Α. για πάνω από 20 χρόνια. Το 1978 υπήρξε µια σηµαντική µετατόπιση στην καριέρα του, δηµιουργώντας το πρώτο βιβλίο κόµικς του, µε τον τίτλο «A Contract With God», το οποίο πιστώνεται µε τον –πλέον διασηµοόρο «graphic novel». Ακολούθησαν αρκετά έργα της δεκαετίας του 1980, όπως το «Dreamer» (1986), µια απεικόνιση των πρώτων του ηµερών στη βιοµηχανία κόµικς. Στο Comic-Con, ο Eisner ήταν πάντα εύκολα προσβάσιµος τόσο από τους οπαδούς όσο και από τους επαγγελµατίες. Στις εµφανίσεις του στα διάφορα πάνελ προσέφερε διάφορες ιστορικές πληροφορίες σχετικά µε τα κόµικς, βασικές οδηγίες για τη δηµιουργία κόµικς και πληροφορίες όπως και συµβουλές για την κατεύθυνση της βιοµηχανίας. Τα κόµικς ήταν σαν το σπίτι του, και φρόντιζε να πληροφορείται για τα πάντα, από τη διεθνή σκηνή κόµικς µέχρι εναλλακτικές και indie εκδόσεις. Ήταν πάντα ενήµερος για ό,τι συνέβαινε σε επιχειρηµατικούς τοµείς, όπως η διανοµή και η δηµοσίευση, και ποτέ δεν δίστασε να δώσει συµβουλές σε επίδοξους γελοιογράφους. Είτε υπέγραφε αυτόγραφα σε κάποιο περίπτερο, είτε περπατούσε µέσα στο Εκθεσιακό Μέγαρο, είτε σε ένα βιοµηχανικό πάρτι, αφιέρωνε χρόνο σε όποιον ήθελε να µιλήσει µαζί του και τους αντιµετώπιζε όλους µε σεβασµό. Ο Eisner απεβίωσε στις 3 Ιανουαρίου 2005, µόλις δύο µήνες πριν από τα 88α γενέθλιά του. Η κληρονοµιά του υπάρχει ακόµα στο Comic-Con, τόσο στα βραβεία που δόθηκαν στο όνοµά του όσο και στους χιλιάδες επαγγελµατίες και οπαδούς που είχαν την ευκαιρία να µάθουν από αυτόν.

Όταν ο Eisner επισκέφτηκε το Comic-Con για πρώτη φορά το 1975, ήταν γνωστός ως ο δημιουργός του «The Spirit» Μερικά στατιστικά στοιχεία Ο Alan Moore είναι ο πιο πολυβραβευµένος δηµιουργός κόµικς, έχοντας συγκεντρώσει 13 βραβεία Eisner στην κατηγορία καλύτερου δηµιουργού και 22 βραβεία Eisner στην κατηγορία καλύτερου κόµικ. Τον ακολουθεί ο Chris Ware µε 22 βραβεία Eisner, µε τα περισσότερα να ανήκουν στις κατηγορίες Best Coloring και Best Publication Design. Ο Todd Klein είναι ο πιο πολυβραβευµένος δηµιουργός στην κατηγορία του Best Letterer, µε 17 βραβεία Eisner – ξεκινώντας από το 1993 που δηµιουργήθηκε αυτή η κατηγορία. Η εκδοτική εταιρεία µε τα περισσότερα βραβεία Eisner είναι η DC, µαζί µε τις θυγατρικές της Vertigo και Wildstorm. Η πρώτη γυναίκα που κέρδισε βραβείο Eisner ήταν η Lynn Varley το 1991, µαζί µε τον Frank Miller για το «Elektra Lives Again» στην κατηγορία Best Graphic Album - New. Η πρώτη γυναίκα που κέρδισε µόνη της βραβείο Eisner ήταν η Karen Berger το 1992 στην κατηγορία Best Editor. Το 2015 η Raina Telgemeier ήταν η πρώτη γυναίκα που κέρδισε βραβείο Eisner στην κατηγορία Best Writer / Artist. Ο πρώτος αφροαµερικάνος που κέρδισε βραβείο Eisner ήταν ο Kyle Baker το 1999, µε το «You Are Here» στην κατηγορία Best Writer/Artist Humor. Τα manga άργησαν να βραβευτούν µε Eisner. Το πρώτο που βραβεύτηκε ήταν το «Gon Swimmin'» του Masahi Tanakawinning, το 1988, στις κατηγορίες Best Humor Publication και Best U.S. Edition of Foreign Material. Τα webcomics είναι µια ακόµα κατηγορία που άργησε να αναγνωριστεί από το θεσµό. Η κατηγορία Best Digital Comic δηµιουργήθηκε µόλις το 2005, όπου βραβεύτηκε το «Mom's Cancer» του Brian Fies. Το 2008 εµφανίστηκε ακόµα µια κατηγορία ως επακόλουθο της εξάπλωσης των κόµικς στο ίντερνετ: αυτή των Best Comics-Related Periodical/Journalism, µε πρώτο νικητή την ιστοσελίδα Newsarama. 07


Αξιοσηµείωτα βραβευµένα κόµικς Έχουν βραβευτεί µε Eisner πολύ σηµαντικά κι επιδραστικά κόµικς µέχρι σήµερα. Ενδεικτικά αναφέρουµε το Watchmen, των Alan Moore aκαι Dave Gibbons, το Sandman, του Neil Gaiman σε συνεργασία µε πλήθος σχεδιαστών, το Marvels, των Kurt Busiek και Alex Ross, το Batman: The Long Halloween, των Jeph Loeb και Tim Sale, το The Vision, των Tom King και Gabriel Hernández Walta, το Top 10, των Alan Moore, Gene Ha, και Zander Cannon, το 100 Bullets, των Brian Azzarello και Eduardo Risso, το Kingdom Come, των Mark Waid και Alex Ross, Fables, των Bill Willingham, Lan Medina, Mark Buckingham, και Steve Leialoha , Chew, των John Layman και Rob Guillory, το It Was the War of the Trenches, του Jacques Tardi, Stuck Rubber Baby, του Howard Cruse, Safe Area Goražde, του Joe Sacco, Blankets, του Craig Thompson, Swallow Me Whole, του Nate Powell, το Maus του Art Spiegelman , Cerebus: Flight των Dave Sim και Gerhard, το The Complete Calvin and Hobbes, του Bill Watterson κα. Για την Ελλάδα σηµαντική ήταν η νίκη του Βασίλη Λώλου, του πρώτου –και έως τώρα µοναδικού- Έλληνα βραβευµένου µε Eisner, ο οποίος αποτέλεσε αρχισυντάκτης και µέλος της δηµιουργικής οµάδας της ανθολογίας «5».

Πώς ορίζονται οι κριτές κι οι υποψηφιότητες στα Eisner Awards; Η κριτική επιτροπή αποτελείται από άτοµα που δραστηριοποιούνται ενεργά κι εκπροσωπούν διάφορους τοµείς της βιοµηχανίας των κόµικς. Παλιότερα αποτελούνταν από 5 και πλέον από 6 άτοµα. Συνήθως συµπεριλαµβάνει έναν δηµιουργό κόµικς, ένα κριτικό, έναν εκπρόσωπο βιβλιοθήκης κόµικς, έναν θεωρητικό των κόµικς, έναν εκπρόσωπο της εµπορικής προώθησης κι ένα µέλος της διοργανωτικής οµάδας του San Diego Comic Con. Κάθε χρόνο η κριτική επιτροπή αλλάζει κι επιλέγεται κάθε φορά από ανεξάρτητη επιτροπή, µέσα στα πλαίσια του Comic-Con International. Μέχρι σήµερα έχουν διατελέσει κριτές περίπου 190 άτοµα. Οι κριτές επιλέγουν τις υποψηφιότητες, µέσα από το πλήθος των έργων της προηγούµενης χρονιάς, που προτείνονται από τους εκδότες. Τα προτεινόµενα για τις κατηγορίες Best Comics-Related Periodical/Journalism και Best Digital Comic προτείνονται απευθείας από τους δηµιουργούς. Όταν ανοίξει η ψηφοφορία, µπορούν να ψηφίσουν όσοι ανήκουν/εργάζονται στη βιοµηχανία των κόµικς. Η ψηφοφορία συνήθως ξεκινά στα µέσα Απριλίου και ολοκληρώνεται στις αρχές Ιουνίου.

Από µία κριτική µατιά Όσα θετικά και αν υπάρχουν στον θεσµό των βραβείων, και όση ανταπόκριση και αντίκτυπο έχουν τόσο στο αναγνωστικό κοινό –και τις αγορές τουςόσο και στους επαγγελµατίες καλλιτέχνες –και την τσέπη τους-, πολλά λάθη επίσης τον ακολουθούν… Αρχικά, να θέσουµε πως το παράπονο «δεν υπάρχει µεγάλη εκπροσώπηση των µη Αµερικάνικων κόµικς» δεν ισχύει, αφού για να βρεθεί ένα από αυτά υποψήφιο πρέπει να µεταφραστεί στην Αγγλική. Τώρα επί του ζητήµατος, και απο µια κοινωνικοπολιτική σκοπιά των πραγµάτων, δεν υπάρχει µεγάλη εκπροσώπηση αφροαµερικάνων, ασιατών, ΛΟΑΤΚΙ και γυναικών στα βραβεία, που όσο και αν περνάει ο καιρός δεν έχουν βρεθεί αρκετά δείγµατα προς διόρθωση του ζητήµατος. Επιπροσθέτως, έχουν υπάρξει πολλά παράπονα από καλλιτέχνες, επειδή οι δουλειές τους δεν λαµβάνουν την απαραίτητη προσοχή, και πολλές φορές παραβλέπονται για άλλα «δηµοφιλέστερα». Η εµπορική δύναµη των βραβείων έχει επίσης ειπωθεί πως αµαυρώνει την κοινότητα και την τέχνη των κόµικς, µετατρέποντας τα κόµικς σε ένα ακόµα «εµπόρευµα», υποβαθµίζοντας την καλλιτεχνική τους αξία. Μία ακόµα κριτική που τους ασκείται έχει να κανει µε την κριτική επιτροπή και στον τρόπο επιλογή της – αβάσιµη κατά ένα µέρος, αλλά σεβαστή. Βιβλιογραφία: wikipedia.org, cbr.com, comic-con.org

Ίωνας Αγγελής & Λένα Τζιογκίδου 08


Best Short Story:

«The Talk of the Saints», από Tom King & Jason Fabok, στο Swamp Thing Winter Special (DC)

Best Single Issue/One-Shot:

Peter Parker: The Spectacular Spider-Man #310, από Chip Zdarsky (Marvel)

Best Continuing Series:

Giant Days, από John Allison, Max Sarin, & Julia Madrigal (BOOM! Box)

Best Limited Series:

Mister Miracle, από Tom King & Mitch Gerads (DC)

Best New Series:

Gideon Falls, από Jeff Lemire & Andrea Sorrentino (Image)

Best Humor Publication:

Giant Days, από John Allison, Max Sarin, & Julia Madrigal (BOOM! Box)

Best Anthology:

Puerto Rico Strong, σε αρχισυνταξία των Marco Lopez, Desiree Rodriguez, Hazel Newlevant, Derek Ruiz, & Neil Schwartz (Lion Forge)

Best Reality-Based Work:

Is This Guy For Real? The Unbelievable Andy Kaufman, από Box Brown (First Second)

Best Graphic Album—New:

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Best U.S. Edition of International Material:

Brazen: Rebel Ladies Who Rocked the World, από Pénélope Bagieu, µετάφραση του Montana Kane (First Second)

Best Writer/Artist:

Jen Wang, για το The Prince and the Dressmaker (First Second)

Best Penciller/Inker or Penciller/Inker Team:

Mitch Gerads, για το Mister Miracle (DC) Best Painter/Multimedia Artist (interior art): Dustin Nguyen, για το Descender (Image)

Best Cover Artist (for multiple covers): Jen Bartel, για το Blackbird (Image) και το Submerged (Vault)

Best Coloring:

Matt Wilson, για τα Black Cloud, Paper Girls, The Wicked + The Divine (Image) και τα The Mighty Thor, Runaways (Marvel)

Best Lettering:

Todd Klein, για τα Black Hammer: Age of Doom, Neil Gaiman’s A Study in Emerald (Dark Horse); Batman: White Night (DC), Books of Magic, Eternity Girl (Vertigo/DC), The League of Extraordinary Gentlemen: The Tempest (Top Shelf/IDW)

Best Comics-Related Periodical/Journalism (ισοβαθµία):

My Heroes Have Always Been Junkies, από Ed Brubaker & Sean Phillips (Image)

Back Issue, σε αρχισυνταξία του Michael Eury (TwoMorrows) / PanelxPanel magazine, σε αρχισυνταξία του Hassan Otsmane-Elhaou

Best Adaptation from Another Medium:

Best Publication Design:

«Frankenstein» από Mary Shelley, στο Frankenstein: Junji Ito Story Collection, σε διασκευή Junji Ito, µετάφραση του Jocelyne Allen (VIZ Media)

Best Writer:

Tom King, για τα Batman, Mister Miracle, Heroes in Crisis, Swamp Thing Winter Special (DC) www.thecontradictions.com

John Lind, για το Will Eisner’s A Contract with God: Curator’s Collection (Kitchen Sink/Dark Horse)

Best Digital Comic:

Umami, από Ken Niimura (Panel Syndicate)

ΤΩΝ Will Eisner Comic Industry Awards 2019

Η τελετή των Will Eisner Comic Industry Awards 2019 πραγµατοποιήθηκε στις 19 Ιουλίου, στο 50ο San Diego Comic-Con, µε την φετινή κριτική επιτροπή να αποτελούν οι Chris Arrant, Jared Gardner, Traci Glass, Jenn Haines, Steven Howearth, και Jimmie Robinson. Ακολουθούν οι φετινοί νικητές (στις 22 βασικές κατηγορίες) και έπειτα σχολιασµός σε 9 υποψήφια:

Best Webcomic:

The Contradictions, από Sophie Yanow, 13


...αναλυτικότερα

THE IMMORTAL HULK από Al Ewing, Joe Bennett & Ruy José (Marvel) #Best Continuing Series (υποψηφιό)

Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για την καλύτερη σειρά που κυκλοφορεί η Marvel τον τελευταίο χρόνο. Σε µία περίοδο που η ποιότητα των εκδόσεων της µεγαλύτερης εταιρείας των αµερικανικών κόµικ είναι αισθητά πεσµένη, το αγαπηµένο πράσινο τέρας κρατάει τη σηµαία ψηλά. Ο Al Ewing γράφει το σενάριο και ανέστησε τον Hulk δύο χρόνια µετά τον τραγικό θάνατο του Bruce Banner στο δεύτερο Civil War · ο επιστήµονας µπορεί να πέθανε αλλά το τέρας ζει και µετά τη δύση του ηλίου κυριαρχεί και πλέον υποχρεώνει την προσωπικότητα του Banner να υποχωρήσει και να του δώσει το τιµόνι κάθε βράδυ. Ο νέος Hulk φαίνεται να είναι αθάνατος και αυτή είναι η πρώτη από τις αλλαγές που εισήχθησαν. Η δηµιουργική οµάδα τράβηξε σε µία νέα κατεύθυνση έναν από τους πιο γνωστούς χαρακτήρες, δίνοντας µας ένα µοναδικό µείγµα horror, επιστηµονικής φαντασίας και κλασικών στοιχείων των ιστοριών του Hulk. Το δίληµµα «άνθρωπος ή τέρας» επιστρέφει δυναµικά και η απάντηση είναι «και τα δύο» ενώ ο Hulk βυθίζεται σε µία περιπέτεια που τον φέρνει αντιµέτωπο µε παλιούς φίλους και εχθρούς ενώ, πίσω από όλα, προβάλλει ένα µεταφυσικός αντίπαλος, βγαλµένος από κάποιο µυθιστόρηµα του Λάβκραφτ.

10

Τα θέµατα του κόµικ συνδυάζουν την αντιπαράθεση του Hulk µε όλο τον «πολιτισµένο κόσµο», τις κοινωνικές συµβάσεις και θεσµούς όπως ο στρατός, µέσα σε ένα νέο πλαίσιο µε έντονη τη µυστικιστική και θρησκευτική διάσταση, η οποία κορυφώθηκε στο δεύτερο arc της ιστορίας. Οι διάλογοι και η αφήγηση του Ewing είναι εντυπωσιακοί, συνδέοντας αριστοτεχνικά κάθε τεύχος µε το µυστήριο που κρύβεται στον τίτλο του, οδηγώντας σε ένα τελικό καρέ που καταφέρνει κάθε φορά να σοκάρει τον αναγνώστη. Ταυτόχρονα, ο Immortal Hulk απολαµβάνει τη βία και το gore µε τρόπο πρωτοφανή · ο χαρακτήρας ακολουθεί ένα δικό του ηθικό κώδικα αλλά τίποτα ηρωικό δεν βρίσκεται στις πράξεις του, στη βιαιότητα µε την οποία αντιµετωπίζει κάθε αντίπαλο. Φυσικά, τίποτε από αυτά δεν θα µπορούσε να σταθεί χωρίς µια εντυπωσιακή σχεδιαστική δουλειά που θα µπορούσε να υποστηρίξει το έργο του Ewing. Εδώ έρχεται ο Joe Bennett που έδωσε χρώµα και σχήµα στους εφιάλτες µας, χρησιµοποιώντας όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, σχεδιάζοντας συχνά τη φιγούρα του Hulk ως αποτρόπαια και αποκρουστική. Καθώς η ακτινοβολία γάµµα παραµορφώνει τον πρωταγωνιστή ξανά και ξανά και επεκτείνεται στο περιβάλλον και τους εχθρούς του, ο Bennett µε χαλαρές γραµµές, έντονα χρώµατα και έφεση στη φρίκη, ξεχωρίζει µε το έργο του. Ταυτόχρονα, τα εξώφυλλα του µοναδικού Alex Ross αποτελούν ένα θέµα από µόνα τους. Ο Immortal Hulk είναι εδώ, το πράσινο τέρας επέστρεψε και αξίζει την προσοχή σας.

Αλέξανδρος Μινωτάκης

ΒΑΤΜΑΝ από Τom King & διάφοροι σχεδιαστές (DC) #Best Continuing Series (υποψήφιο), Best Writer (νικητής)

Ο Tom King ήρθε στη DC µετά το πολύ επιτυχηµένο και πρόωρα κοµµένο Vision και αµέσως ανέλαβε τη ναυαρχίδα της εταιρείας, στο νέο συνολικό reboot που ετοιµαζόταν, το Rebirth. Αυτό το 2016. Τρία χρόνια

αργότερα, µε το run του στον Batman να ολοκληρώνεται στο τεύχος 85, ο Κing έχει καταφέρει να δώσει µερικές από τις καλύτερες ιστορίες του Σκοτεινού Ιππότη τα τελευταία χρόνια, να αλλάξει αρκετά το πως βλέπουµε τον πλέον κλασσικό χαρακτήρα, αλλά και την ιδέα του υπερήρωα σε πείσµα πολλών σκληροπυρηνικών µάτσο τύπων αλλά και να φέρει στην εταιρεία αρκετά Eisner. O King, πρώην πράκτορας της CIA o ίδιος, µε µικρή εκδοτική εµπειρία πριν «στρατολογηθεί» από τις δύο µεγάλες εταιρίες, οφείλει σε µεγάλο βαθµό την επιτυχία του στην πολύ καλή κατανόηση των χαρακτήρων πρώτα ως ανθρώπων και µετά ως ήρωων. Οι χαρακτήρες του επιζητούν να µιλούν για τις εµπειρίες τους και προσπαθούν να κατανοήσουν, πρώτα οι ίδιοι και µετά οι υπόλοιποι τις σκέψεις και τα κίνητρα που τους οδήγησαν στις επιλογές που έκαναν. Την ίδια στιγµή, βασανίζονται από τύψεις για λάθη, τα οποία έχουν αποβεί µοιραία είτε για τους ίδιους είτε για τους υπόλοιπους. Ένα ψυχαναλυτικό κόµικ αποδόµησης συµβόλων, όπου την θέση της µάσκας παίρνουν άνθρωποι τσακισµένοι. Tα σενάρια του Tom King έχουν γνωρίσει την επιτυχία γιατί ουσιαστικά αυτό που κάνει είναι να φέρει τους µασκοφόρους χαρακτήρες των σελίδων των κόµικ κοντά στην πραγµατικότητα.

Τα κόµικ του Κing, όσο ανθρώπινα, έξυπνα και πνευµατώδη κι αν είναι συνεχίζουν να παρουσιάζουν τα απαραίτητα για το είδος κλισέ: το βεβιασµένο της βίας, την υπερβολή και τη θέαση της πραγµατικότητας µε έναν εφηβικό τρόπο. Αυτό όµως που ξεχωρίζει στα κόµικ του King είναι η ικανότητά του να µας δείχνει µε ποιον τρόπο οι χάρτινοι αυτοί χαρακτήρες, στα λιγότερο από 100 χρόνια ζωής τους έχουν εξελιχθεί σε πολιτισµικά σύµβολα, τα οποία αφενός είναι καθολικά αναγνωρίσιµα και αφετέρου φέρουν ένα κοινωνικό βάρος και σηµασία. Μας δείχνει δηλαδή, µε έναν ψυχαναλυτικό τρόπο, το πώς οι χαρακτήρες αυτοί ταιριάζουν µε τα δικά µας βιώµατα και γιατί τους χρησιµοποιούµε ως συµπλήρωµα της δική µας άποψης για την (υπέρ) πραγµατικότητα. Με αυτή την άποψη µπορεί να ασχολείται µε τον Batman, αλλά τα καλύτερα σηµεία είναι ίσως αυτά στα οποία ο Σκοτεινός Ιππότης απουσιάζει, ή σε αυτά που αφήνει στην άκρη του θεατρινισµούς και µιλά µε τους αντιπάλους, τους φίλους και τους εχθρούς του, µε µια διακριτική ειρωνεία να διαποτίζει τις σκηνές τους. Έτσι ο Caped Crusader του King αποτελεί µια στιγµή ωρίµανσης στην πορεία του ίδιου του Batman, στα 80 χρόνια του πλέον…

Νίκος Γιακούμελος


MISTER MIRACLE από Tom King & Mitch Geralds (DC) #Best Limited Series, Best Writer, Best Best Penciler/ Inker (νικητής)

To Mr Miracle δεν είναι ένα εύκολο ανάγνωσµα. Γραµµένο από τον Tom King και εικονογραφηµένο από τον Mitch Geralds πρόκειται για µια σουρεάλ ιστορία η οποία από την πρώτη µέχρι και την τελευταία σελίδα της υπόσχεται ένα ανελέητο τριπάρισµα για όποιον επιχειρήσει να το διαβάσει. Η ιστορία αφορά τον Mr Miracle ή αλλιώς Scott Free, τον θετό γιο του Darkseid και καλύτερο escape artist στον κόσµο. Καµία παγίδα, όσο δύσκολη και να είναι δεν µπορεί να τον κρατήσει εγκλωβισµένο για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Μέχρι που ο Scott Free επιχειρεί το πιο δύσκολο εγχείρηµα που υπάρχει: να ξεφύγει από τον θάνατο. Και εκεί αρχίζουν όλα. Η ιστορία ξεκινάει µε τον Scott να αναρρώνει από µία αποτυχηµένη απόπειρα αυτοκτονίας. Ζώντας ανάµεσα σε δύο κόσµους, αυτόν της γης, όπου προσπαθεί να εξισορροπήσει την προσωπική του ζωή µε όλα τα προβλήµατα που του απέφερε η παραλίγο αυτοκτονία του, και αυτόν του New Genesis όπου προσπαθεί να υπερασπιστεί τον πλανήτη του από την απειλεί του Darkseid. Στο πλευρό του η σύζυγος και συµπολεµίστριά του Big Barda η οποία τον συντροφεύει και στις δύο ζωές του. Το Mr Miracle είναι ένα πολύπλοκο ανάγνωσµα µε πολλές καινοτοµίες αλλά και πολλές ερµηνείες. Από το παράλογο σενάριο του King όπου σε ένα κεφάλαιο οι πρωταγωνιστές µας το περνάνε σφάζοντας τους εχθρούς τους ενώ συζητάνε για το πως θα διακοσµήσουν το διαµέρισµά τους, µέχρι το σχέδιο του Geralds το οποίο περιέχει ξεθωριασµένα σκίτσα και επαναλήψεις που

κάνουν την ανάγνωση δύσκολη αλλά και απολαυστική µαζί. Το πιο συναρπαστικό κοµµάτι αυτού του κόµικς όµως, έρχεται µόλις ο αναγνώστης αντιληφθεί ότι αυτό δεν είναι µία απλή υπερηρωική ιστορία αλλά µια ολοκληρωτική αποδόµηση τόσο του superhero genre όσο και των ίδιων των κόµικς ως είδος. Η φιλοσοφία στο Mr Miracle είναι διάχυτη. Πολλές φορές µάλιστα ο King βάζει τους χαρακτήρες του να φιλοσοφούν για αρκετές σελίδες µε εκτενή σύννεφα διαλόγων κάτι που µπορεί να αποθαρρύνει τους αναγνώστες που περιµένουν να διαβάσουν ένα κόµικς γεµάτο βία και δράση. Όχι ότι το Mr Miracle δεν έχει δράση. Απλά δε χτίζει την ιστορία του γύρω από αυτή. Ο King δεν επιχειρεί να δηµιουργήσει άλλη µία mainstream ιστορία για την DC. Αντιθέτως επηρεασµένος από τα βιώµατά του (ο ίδιος λέει ότι πριν µερικά χρόνια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει µετά από µία κρίση πανικού που έπαθε) γράφει µία προσωπική ιστορία και καταπιάνεται µε ερωτήµατα που όλοι έχουµε στη ζωή µας. Το νόηµα της ζωής και της ύπαρξης, τον έρωτα, την ταυτότητα κάνοντας το Mr Miracle όχι άλλη µια απλή ιστορία κόµικς αλλά ένα υπαρξιακό ταξίδι το οποίο πολλές φορές θυµίζει τα αριστουργηµατικά κόµικς του Alan Moore.

Άλκης Καζαμίας

BITTER ROOT από David F. Walker, Chuck Brown & Sanford Greene #Best New Series (υποψήφιο)

Η υπόθεση του κόµικ εκτυλίσσεται τη δεκαετία του 1920, κατά την περίοδο της «αναγέννησης του Harlem».

Μια ιστορική περίοδο φορτισµένη από τις κινητοποιήσεις των αφροαµερικάνων, την έκρηξη της µαύρης καλλιτεχνικής δραστηριότητας και το λευκό ρατσισµό. Για να είµαστε πιο ακριβείς, σε µια steampunk εκδοχή της. Η Νέα Υόρκη έχει γεµίσει από τέρατα δηλητηριασµένα από ρατσισµό κι η οικογένεια Sangerye προσπαθεί να σώσει την πόλη και να γιατρέψει τα τέρατα επιστρέφοντάς τα στην αρχική τους µορφή. Το έργο αυτό αποδεικνύεται όλο και δυσκολότερο. Η υπόθεση του κόµικ έχει να κάνει µε µια οικογένεια κυνηγών τεράτων. Αλλά µιλάει για πολύ περισσότερα απ' αυτό. Οι πρωταγωνιστές µας είναι αφροαµερικάνοι και από τα πρώτα τεύχη γίνεται αντιληπτό ότι δεν πρόκειται για καρικατούρες, αλλά για τρισδιάστατους διακριτούς χαρακτήρες, µε διαφορετικές συµπεριφορές, όνειρα, τρόπους δράσης, αντιλήψεις της πραγµατικότητας. Οι συγκρούσεις δεν έχουν να κάνουν µόνο µε τα τέρατα, την αστυνοµία και εξωτερικές απειλές γενικότερα, αλλά εξελίσσονται και µες στους κόλπους της οικογένειας (όπως συµβαίνει και στις περισσότερες άλλωστε). Χωρίς να χάσει καθόλου τη διασκεδαστική του µορφή, το κόµικ µιλάει αβίαστα για το ρατσισµό και το σεξισµό, χωρίς να δηµιουργεί πουθενά την αίσθηση ότι κάνει κήρυγµα. Η δυναµική των φύλων µέσα στα πλαίσια της οικογένειας, δίνει µια ακόµα αληθοφανή κι ιστορική πτυχή στο κόµικ, σε αυτό το συνεχές παιχνίδι ανάµεσα στη φαντασία, τον τρόµο και την αληθινή ζωή. Άλλο ένα σηµείο που εκτίµησα είναι ο τρόπος που παρουσιάζει την αντιπαράθεση µε την αστυνοµία. ∆ιαθέτει ρεαλισµό και διαχρονικότητα, που ανταποκρίνεται και στη σηµερινή πραγµατικότητα εξίσου. Το κόµικ διακρίνεται από µπόλικη δράση σε σωστές δόσεις, υποβλητική ατµόσφαιρα, αληθοφανείς χαρακτήρες, και ένα ζωντανό Harlem. Μιλάει για τα τέρατα, εµφανή και αφανή. ∆ιακατέχεται από έντονα συναισθήµατα: µίσος, φόβο, πικρία και στον αντίποδα ελπίδα και συντροφικότητα, γενναιότητα που ξυπνά απρόβλεπτες στιγµές. Το εικαστικό κοµµάτι µου έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγµή. Καθώς το µεγαλύτερο κοµµάτι της ιστορίας εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της νύχτας, η χρωµατική παλέτα αποδεικνύεται εξαιρετική. ∆ηµιουργείται η σκοτεινή δυναµική ατµόσφαιρα που χρειάζεται, χωρίς να πέφτει στην παγίδα των µουντών χρωµάτων. Οι steampunk πινελιές δίνουν περιθώριο για πειραµατισµούς. Το στήσιµο των πάνελς δεν είναι καθόλου στατικό και αναδεικνύει τη ροή της ιστορίας, χωρίς να την πνίγει. Η όρεξη των δηµιουργών αποτυπώνεται στη ζωντάνια αυτού του κόµικ που λειτουργεί πολυεπίπεδα. οι διάλογοι είναι έξυπνοι, άµεσοι, ρεαλιστικοί. Το Bitter Root δείχνει να έχει τη σωστή µαγιά ωστε να µας δώσει πολύ καλά δείγµατα και στη συνέχεια.

Λένα Τζιογκίδου 11


GIDEON FALLS από Jeff Lemire & Andrea Sorrentino #Best New Series (νικητής), Best Writer (υποψήφιο)

Το κεντρικό µυστήριο του Gideon Falls περιέχει κάτι το ανατριχιαστικό, χωρίς όµως να βασίζει τον τρόµο στο splatter ή σε ακραία µεταφυσικές σκηνές. Κυρίαρχο ρόλο έχει το ψυχολογικό στοιχείο, το οποίο παγιδεύει τον αναγνώστη σε µια συνεχώς κλιµακούµενη αγωνία για τη λύση του µυστηρίου και την τύχη των χαρακτήρων. Κάθε τεύχος είναι ένα κοµµάτι ενός puzzle, το οποίο όµως ακόµα και µετά από 10 τεύχη µοιάζει να κρύβει ένα πολύ βαθύ µυστικό που µας αφήνει κάθε φορά γεµάτους µε απορίες για την εξέλιξη της ιστορίας. Με αυτό τον τρόπο ο Lemire προσπαθεί να προσεγγίσει τον τρόµο µέσα απ’ τους πιο κρυφούς φόβους των ανθρώπων µιας πόλης.

Απ’ τη µία είναι ο Norton Sinclair, ένας µασκοφόρος άντρας υπό ψυχιατρική παρακολούθηση, ο οποίος είναι πεπεισµένος ότι ψάχνοντας στα σκουπίδια του Gideon Falls θα ξεσκεπάσει µια αριστοτεχνικά κρυµµένη συνοµωσία. Απ’ την άλλη είναι o Father Wilfred, ένας καθολικός ιερέας που αναλαµβάνει την τοπική ενορία µετά την µυστηριώδη εξαφάνιση του προκατόχου του. Πολύ σύντοµα τα µυστηριώδη εγκλήµατα θα πολλαπλασιαστούν στην πόλη, την ίδια ώρα που θα ξαναεµφανιστεί η Black Barn. Φυσικά, το Gideon Falls δεν θα ήταν ποτέ το ίδιο χωρίς το µαγευτικό σχέδιο του Andrea Sorrentino. Πραγµατικά σκέφτεται κανείς ότι το σχέδιο του comic αυτού είναι τόσο όµορφο να το βλέπεις, που ακόµα και να µην είχε διαλόγους ίσως θα το διαβάζαµε απλά για να χαζεύουµε την εικονογράφηση. Είναι µάλιστα ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτος ο τρόπος που ο Sorrentino αλλάζει το ύφος του σκίτσου του (ακόµα και την χρωµατική παλλέτα του) ανάλογα µε το αν βρίσκεται στον κόσµο του Father Wilfred ή του Norton. Αλλά επειδή «η αρχή είναι το παν», όλα ξεκινούν απ’ τα πανέµορφα εξώφυλλα δια χειρός Sorrentino, τα οποία βασίζονται στην οµοιόµορφη απεικόνιση µιας πόλης που σκιαγραφείται από σύµβολα, που κάθε φορά σχηµατίζουν µε διαφορετικό τρόπο ένα πρόσωπο. Έτσι το µυστήριο ξεκινά ήδη πριν καν ανοίξουµε την πρώτη σελίδα. Ένα κόµικ που έχει κερδίσει επάξια την προσοχή µας και την επιστροφή µας κάθε µήνα στο µυστήριό του. Είναι προφανές ότι και οι ίδιοι οι δηµιουργοί πιστεύουν πολύ στην ιστορία τους, όπως αποδεικνύει και το γεγονός ότι βρίσκεται ήδη είναι στα σκαριά η τηλεοπτική της µεταφορά…

Μάνος Βασιλείου Αρώνης

BLACK HAMMER: AGE OF DOOM από Jeff Lamire & Dean Ormston (Dark Horse) #Best Continuing Series, Best Single Issue, Best Writer (υποψήφιο), Best Lettering (νικητής)

Οι µύθοι και η συνωµοσιολογία συνδυάζονται ανατριχιαστικά µε τον θάνατο και την πραγµατική ζωή βυθίζοντάς µας σε ένα απολαυστικό σκοτεινό µυστήριο. Κεντρικό στοιχείο της ιστορίας είναι η Black Barn, µια µυστηριώδης αποθήκη (εµπνευσµένη απ’ το Twin Peaks), η οποία εµφανίζεται τυχαία στο Gideon Falls κατά καιρούς. Και όποτε συµβαίνει αυτό συνοδεύεται από στυγερά εγκλήµατα στην πόλη. Αυτό το µυστήριο το γνωρίζουν όµως ελάχιστοι, αλλά κανένας δεν µπορεί να το εξηγήσει. Η τοπική κοινότητα το έχει ακούσει σαν µύθο, ενώ αυτοί που προσπαθούν να καταλάβουν τι συµβαίνει µοιάζουν περιθωριακοί. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους την ίδια περίπου περίοδο, από δύο διαφορετικές οπτικές. 12

∆έκα χρόνια πριν οι µεγαλύτεροι ήρωες της πόλης Spiral πολέµησαν εναντίων της µεγάλης απειλής που άκουγε στο όνοµα Anti-God, θυσιάζοντας όµως τους εαυτούς τους στη προσπάθεια...Ή έτσι πιστεύει ο κόσµος και όσοι θυµούνται εκείνη την αποφράδα ηµέρα... Γιατί στην πραγµατικότητα όλοι αυτοί οι ήρωες επέζησαν αλλά µεταφέρθηκαν σε µία άλλη διάσταση, στην επαρχιακή(;) πολιτεία του Rockwood όπου οι εναποµείναντες ήρωες ζούνε όλοι µαζί σε µια φάρµα, αποκοµµένοι σχεδόν από την υπόλοιπη πραγµατικότητα µη µπορώντας να φύγουν όµως από εκεί...Ο Black Hammer που το προσπάθησε από τη πρώτη κιόλας στιγµή της άφιξης τους έχασε τη ζωή του... Παγιδευµένοι για δέκα χρόνια στα µικρά όρια της πολιτείας αυτής, προσπαθούν να συνεχίσουν τη ζωή τους όπως µπορούν. Άλλοι έχουν προσαρµοστεί στο κλίµα άλλοι όχι. O Slam προσπαθεί να κρατήσει την οµάδα ενωµένη όσο µπορεί ακόµα και µε τη µορφή µιας δυσλειτουργικής οικογένειας προς τον έξω κόσµο... Αυτό όµως δεν θα είναι καθόλου εύκολο και τα πράγµατα θα γίνουν ακόµα πιο µπερδεµένα για την οµάδα όταν στο Rockwood καταφτάσει η κόρη του original Black Hammer, Lucy Webber. Η µοναδική από τον «έξω κόσµο» που µπόρεσε να το κάνει αυτό χωρίς όµως να µπορεί και αυτή να φύγει τώρα από εκεί... Ή χωρίς να θυµάται ούτε πώς έφτασε... Αργότερα ψάχνοντας στοιχεία στη βιβλιοθήκη του Rockwood,για την ιστορία του τόπου στα βιβλία οι σελίδες είναι κενές... Το κόµικ είναι ένα γράµµα αγάπης στα υπερηρωικά κόµικ και τους χαρακτήρες που µεγαλώσαµε. Οι πρωταγωνιστές αποτελούν διαφορετικές εκδόσεις ήδη κλασικών χαρακτήρων µε τον Black Hammer να αποτελεί µία παραλλαγή του Thor µε στοιχεία και από New Gods. Το πώς αποκτά τις δυνάµεις του επίσης θυµίζει το origin των Hal Jordan & Kyle Rayner όταν έγιναν Green Lanterns. Ο Abraham Slam θυµίζει Captain America...Ο Barbalien ουσιαστικά είναι ο Martian Manhunter της DC....Η Golden Gail είναι η θηλυκή και reverse έκδοση του Billy Batson/Captain Marvel κλπ. Η πλοκή της ιστορίας όσο παιρνούν τα τεύχη γίνεται ακόµα πιο περίπλοκη και το µυστήριο µεγαλώνει όλο και περισσότερο... Το σχέδιο του Dean Ormston εδώ µου θυµίζει έντονα αυτό του Mike Mignola και του Guy Davis. Αλλά ταιριάζει απόλυτα µε την ατµόσφαιρα του κόµικ. Απλό, λιτό, χωρίς υπερβολικές µυώδεις µορφές και λεπτοµεριακά background που ίσως να κουράσουν το µάτι του αναγνώστη, παραδίδει µία από τις καλύτερες δουλειές του. Mε αυτό το συναίσθηµα ότι διαβάζεις υπερηρωικό κόµικ της Golden age εποχής αλλά προσαρµοσµένο στις απαιτήσεις της εποχής µας. Πολύ καλή χρωµατική παλέτα χρησιµοποιεί ο David Stewart κάνοντας εξαιρετική δουλειά, αναδεικνύοντας ακόµα περισσότερο το σχέδιο του Ormston, µε τις σωστές εναλλαγές έντονων και σκοτεινών χρωµάτων ανάλογα µε το περιβάλλον που βρίσκονται οι πρωταγωνιστές της σειράς.

Σπύρος Ανδριανός


CROWDED από Christofer Sebela & Ro Stein

SABRINA από Nick Drnasο (Drawn and Quarterly)

#Best New Series (υποψήφιο)

#Best Graphic Album-New, Best Writer-Artist (υποψήφιο)

Το Crowded έχει βγάλει µόλις 7 τεύχη (6 όταν βγήκε η υποψηφιότητα του) και έχει ήδη ξεχωρίσει ανάµεσα στους δεκάδες νέους τίτλους της Image τον τελευταίο χρόνο. H δουλειά των Christofer Sebela και Ro Stein ξεχωρίζει από την πρώτη στιγµή για το έξυπνο χιούµορ και τη διάθεση να καταπιεστεί µε σύγχρονα φαινόµενα που αλλάζουν διαρκώς τον τρόπο που ζούµε χωρίς να έχουµε συνειδητοποιήσει πλήρως το πού οδηγούµαστε. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται το sharing economy, η οικονοµία διαµοιρασµού που βασίζεται σε ψηφιακές πλατφόρµες, δηµιουργώντας νέους τρόπους ζωής και εργασίας. Η πρωταγωνίστρια, Charlie Ellison, είναι απόλυτα προσαρµοσµένη σε έναν τρόπο ζωής που περιστρέφεται γύρω από το κινητό της: εργάζεται µέσα από πλατφόρµες, βγάζοντας βόλτες σκύλους, βοηθώντας ηλικιωµένους και κάνοντας κάθε πιθανή και απίθανη δουλειά. Έχει διάσπαση προσοχής, ποστάρει ασταµάτητα στα social media και χτίζει χαλαρούς κοινωνικούς δεσµούς. Η ζωή της θα αλλάξει ριζικά όταν θα βρεθεί στο στόχαστρο του Reapr, µίας πλατφόρµας crowdfunding όπου συγκεντρώνονται ποσά από τους χρήστες µε στόχο να επιβραβευτεί η δολοφονία κάποιων ατόµων, συνήθως διάσηµων. Η Charlie, προφανώς µέσω µιας πλατφόρµας µε σωµατοφύλακες, επιστρατεύει τη βοήθεια της Vita που ζει σαν παρίας στην κοινωνία της σύγχρονης τεχνολογίας. Μαζί θα αντιµετωπίσουν τυχαίους περαστικούς που κυνηγάνε το βραβείο για τη ζωή της Charlie αλλά και αδίστακτους Youtubers που έχουν χτίσει τα διαφηµιστικά έσοδα τους γύρω από βίντεο δολοφονιών σκηνοθετηµένα µε θεαµατικό τρόπο και σε ζωντανή αναµετάδοση. Οι επιρροές από τη σειρά Black Mirror είναι εµφανείς αλλά το Crowded διατηρεί διαρκώς έναν ανάλαφρο τόνο, ειρωνικό προς τα έξω αλλά και αυτοσαρκαστικό µε τον εαυτό του, σα γνήσιο παιδί µιας γενιάς που σκέφτεται, προβληµατίζεται αλλά δεν παίρνει και πολύ σοβαρά τον εαυτό της. Οι σκηνές δράσης συνδυάζονται µε καυστικό χιούµορ για την εξάρτηση της Charlie από τα social media, η κριτική των επιφανειακών κοινωνικών σχέσεων δένεται µε εκρήξεις, κωµικά ατυχήµατα που οδηγούν στις οριακές αποδράσεις των δύο ηρωίδων µας. To Crowded δεν διακρίνεται για το πιο εντυπωσιακό σχέδιο ούτε για το πιο πρωτότυπο σενάριο. Είναι όµως ένα κόµικ εντός της εποχής µας και των αντιφάσεων της. Και σε µία περίοδο που τα κόµικ κατακλύζονται από επαναλήψεις και κλισέ, αυτό είναι αρκετά σπουδαίο από µόνο του.

Αλέξανδρος Μινωτάκης

Η Sabrina του Nick Drnaso παραλίγο να µην δει ποτέ το φως της δηµοσιότητας, αφού ακόµα και ο ίδιος ο δηµιουργός της προβληµατιζόταν για το αν θα πρέπει να την δηµοσιεύσει, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά καταθλιπτικό κόµικ. Παρ' όλα αυτά, σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο θα στερούµασταν της δυνατότητας να διαβάσουµε ένα από τα πιο σηµαντικά και σπουδαία κόµικ των τελευταίων ετών, ένα κόµικ που πιάνει τον παλµό της εποχής. Με αφορµή την εξαφάνιση µιας κοπέλας, της Sabrina, ο Nick Drnaso ξεδιπλώνει µε αργό ρυθµό µια παράλογη ιστορία που µπορεί να µην δείχνει στάλα αίµατος, να µην περιέχει έντονες πράξεις βίας, αλλά καταφέρνει παρ' όλα αυτά να φέρει σε δύσκολη θέση τους αναγνώστες, να προκαλέσει ένα άβολο σφίξιµο στο στοµάχι. Η Sabrina του Drnaso αποτελεί την απόλυτη ιστορία για την εποχή της µέτα-αλήθειας, των συνοµοσιών και της έλλειψης εµπιστοσύνης σε κάθε θεσµό, οδηγώντας µια ολόκληρη κοινωνία στην πλήρη παράνοια. Το κόµικ του Drnaso µοιάζει µε το Matrix, απογυµνωµένο όµως από τα στοιχεία φαντασίας µε έναν ρεαλισµό που τσακίζει κόκκαλα. Το σχέδιο -πάλι από τον Drnaso- αν και φαινοµενικά είναι απλοικό και στεγνό από λεπτοµέρειες, τελικά αποδεινύεται απόλυτα ταιριαστό για ύφος της παράλογης ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί. Οι σκιές είναι ανύπαρκτες, οι άνθρωποι ανέκφραστοι, οι χώροι θα µπορούσαν να είναι µέρος σκηνικών κάποιας ταινίας ή ενός τηλεοπτικού σόου σαν το Truman Show. Όλα µοιάζουν ψεύτικα, ακριβώς όπως και η αλήθεια, η οποία από στιγµή σε στιγµή µπορεί να αποδειχθεί πως πρόκειται για άλλο ένα δηµιούργηµα της φαντασίας. Οι θεµατικές που αγγίζει η ιστορία µετατρέπουν την ανάγνωση σε µια δύσκολη και συναισθηµατικά απαιτητική εµπειρία, επιβεβαιώνοντας τους ενδοιασµούς του συγγραφέα. Ωστόσο, όπως κάθε σπουδαίο έργο τέχνης, η Sabrina κάνει αυτό που κάθε έργο Τέχνης οφείλει να κάνει, να µας φέρνει αντιµέτωπους µε τα αδιέξοδα της εποχής µας. Έτσι, η εύστοχη ανάγνωση της σύγχρονης κατάστασης από τον Drnaso ήταν αναπόφευκτο να αναγνωριστεί και πέρα από την κοινότητα των κόµικς, µε αποτέλεσµα η Sabrina να βρει µια θέση στις υποψηφιότητες για το λογοτεχνικό βραβείο Man Booker, αποτελώντας µάλιστα το µοναδικό κόµικ που κατάφερε κάτι παρόµοιο στην ιστορία του θεσµού.

Λάζαρος Κολαξής

EXIT STAGE LEFT από Mark Russell, Mike Feehan & Mark Morales (DC) #Best Limited Series, Best Writer (υποψήφιο)

Το Exit Stage LeÏ βγήκε ως µέρος του Hanna-Barbera Beyond σε µία προσπάθεια της DC να επανασυστήσει τους ήρωες της γνωστής εταιρίας κινουµένων σχεδίων σε ένα πιο ενήλικο αναγνωστικό κοινό. Το συγκεκριµένο κόµικς γραµµένο από τον Mark Russell (ο οποίος έγραψε και το Flintstones για τη συγκεκριµένη σειρά) αποτελεί ίσως την πιο ενδιαφέρουσα προσθήκη στο εκδοτικό αυτό σύµπαν. Η σειρά παίρνει το πολυαγαπηµένο ροζ, ανθρωπόµορφο τζάγκουαρ που µάθαµε όλοι µέσα από κλασσικά κινούµενα σχέδια όπως το «Auggie Doggie & Doggie Daddy» και «The Yogi Bear Show» και το µεταφέρει στη δεκαετία του 1950 σε µία Αµερική έντονα λαβωµένη από τον Μακαρθισµό και τον αντικοµουνισµό. Ο Snugglepuss εδώ είναι ένας οµοφυλόφιλος θεατρικός συγγραφέας ο οποίος λόγω του συντηρητισµού και του πουριτανισµού της εποχής είναι αναγκασµένος να κρύβει τη σεξουαλικότητά του ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να ανεβάσει το νέο του θεατρικό έργο. Το κόµικ ασχολείται κυρίως µε την επιρροή που είχε η πολιτική αυτή κατεύθυνση της Αµερικής στην κοινωνία του θεάµατος και ιδίως στον κινηµατογράφο και στο θέατρο. Λόγω του συνεχούς πολέµου ενάντια στον κοµµουνισµό αλλά και στην πολεµική της Αµερικανικής κυβέρνησης ενάντια στην οµοφυλοφιλία (η οποία τότε είχε διαγνωστεί ως ψυχική ασθένεια) ο Russell καυτηριάζει µία εποχή την οποία η Αµερική προσποιείται πως άφησε πίσω της αλλά στην πραγµατικότητα απλά την έχει ενσωµατώσει µέσα στη σύγχρονη κουλτούρα της. Το σχέδιο του Mike Feehan δηµιουργεί έναν κόσµο όπου οι άνθρωποι συνυπάρχουν µε τα ζώα σαν να διαβάζουµε µία κόµικ εκδοχή του «Bojack Horseman». Το σχέδιο θα µπορούσε να προκαλέσει πολύ µεγάλη αµηχανία στον αναγνώστη παρόλα αυτά όµως µε εξαίρεση µία-δυο σκηνές κάνει πολύ καλή δουλεία. Το κορυφαίο όµως στοιχείο του κόµικ είναι το σενάριό του. Ο Russell χρησιµοποιεί τους κλασσικούς ήρωες για να προβληµατίσει τον αναγνώστη χωρίς όµως να καταλήγει να γίνεται διδακτικός όπως ήταν πολλές φορές στους «Flinstones». Η ιστορία του δεν έχει δράση και εντυπωσιακές ανατροπές και περιορίζεται σε διαλόγους και ανάπτυξη χαρακτήρων ενώ τα 6 κεφάλαια βοηθάνε στο να µη γίνει η ιστορία ούτε κουραστική αλλά ούτε και να τελειώνει βεβιασµένα. Πρόκειται για µια ξεκάθαρα ενήλικη ιστορία η οποία αποδεικνύει ότι το σύγχρονο αµερικανικό κόµικς δε χρειάζεται να περιέχει σκληρές σκηνές βίας για να είναι καλό. Αν και το Exit Stage LeÏ θεωρείτε µάλλον το outsider στην κατηγορία του Best Limited Series δεν παύει παρόλα αυτά να είναι ένα από τα καλύτερα κόµικς της περασµένης χρονιάς. Μπορεί οι αργοί ρυθµοί του και το βαθύ ιστορικό του υπόβαθρο να µην το καθιστούν ένα εύκολο ανάγνωσµα το κάνουν όµως ένα δυνατό ενήλικο κόµικς από αυτά που λείπουν σήµερα στη σύγχρονη αγορά.

ΆλκηςΣπύρος Καζαμίας Ανδριανός 13


Η Ανατροπή

14

του Malk


15


16


17


Οιδίπους Μάδαφακα! Επεισόδιο #02

18

του Περικλή Κουλιφέτη


19


20


21


ΠΟΛΙΚΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ #01–02 /Μάνος Λαγουβάρδος, Αυτοέκδοση, 2018-2019 Ο Πώλυ είναι µια πολική αρκούδα, πρώην παλαιστής που πλέον παλεύει µε τους εσωτερικούς του δαίµονες και το ποτό, προσπαθώντας να ξεχάσει τον άδικο θάνατο του κολλητού του φίλου κατά τη διάρκεια ενός αγώνα. Χρόνια µετά το τραγικό εκείνο συµβάν, µια νεαρή κοπέλα -µεγάλη φαν- θα τον προσεγγίσει µε την ελπίδα να πείσει το πρότυπο της να συµµετάσχουν ως ατρόµητο δίδυµο στο επικείµενο τουρνουά πάλης. Εκείνος όµως δεν δέχεται, πώς θα µπορούσε άλλωστε µετά από όλα όσα τράβηξε; Εξάλλου, τα πράγµατα δεν είναι όπως παλιά, αφού µια συµµορία, η Κακιά Φάρα, ελέγχει όχι µόνο το ρινγκ, αλλά και ολόκληρη την πόλη. Τελικά όµως, ο Πώλυ πείθεται και επιστρέφει για έναν ακόµα γύρο, αυτή τη φορά µασκαρεµένος, ώστε να µην αναγνωρίσει κανείς τον θρυλικό παλαιστή. Ο Πολικός Παλαιστής του Μάνου Λαγουβάρδου δεν προσπαθεί να αποφύγει τα κλισέ που µε τόσο υποµονή έχουν δηµιουργηθεί στις αντίστοιχες ταινίες του Hollywood. Η πλοκή ακολουθεί µια προδιαγεγραµµένη πορεία, την οποία εύκολα µπορεί να προβλέψει κάποιος. Μερικές φορές όµως δεν έχει τόση αξία ο προορισµός, αλλά το ταξίδι και αυτή είναι µια από εκείνες τις περιπτώσεις. Η επιτυχία του κόµικ, που έχει φτάσει αισίως τα δύο τεύχη, είναι πετυχηµένη, διότι σκιαγραφεί µε τον κατάλληλο τρόπο τους χαρακτήρες, κυρίως τους δύο πρωταγωνιστές, τον Πώλυ και τη νεαρή Μις Μους. Το ταξίδι τους είναι γνώριµο µεν, αλλά δίνει στους αναγνώστες τα απαραίτητα συναισθηµατικά «τυράκια» ώστε να ενδιαφερθούν για εκείνους. Βέβαια, ο -όχι ιδιαίτερα κρυµµένος- άσσος του κόµικ είναι το υπέροχο σχέδιο, του οποίου η ποιότητα δικαίως αναγνωρίστηκε και στα φετινά βραβεία κόµικς πριν λίγους µήνες. Η αισθητική παραπέµπει στο εξίσου πανέµορφο Blacksad µε τα ανθρωπόµορφα ζώα, αλλά η αξία του δεν περιορίζεται µονάχα εκεί. Ο Λαγουβάρδος γνωρίζει πως να χρησιµοποιήσει το σχέδιο υπέρ της αφήγησης, οπότε κάθε καρέ είναι τοποθετηµένο στο κατάλληλο σηµείο, παρουσιάζοντας µονάχα τις απαραίτητες πληροφορίες, τακτική που έχει ως αποτέλεσµα η αφήγηση να διατηρεί έναν σταθερό ρυθµό, σχετικά γρήγορο, αλλά ποτέ βιαστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι οι σκηνές πάλης, που αν και καθοριστικής σηµασίας για ένα κόµικ που έχει στο όνοµα του τη λέξη Παλαιστής, ο Λαγουβάρδος τις χειρίζεται µετρηµένα. Έτσι, εντός του ρινγκ µας χαρίζει συναρπαστικά, γεµάτα ένταση πάνελ, ενώ όταν τυχαίνει να πέφτει ξύλο σε κάποιον δρόµο εστιάζει στις αντιδράσεις των παρευρισκόµενων. Ωστόσο, θεωρώ πως η επιλογή των χρωµάτων είναι εκείνη που καταφέρνει να αναδείξει ακόµα περισσότερο την ιστορία του κόµικ. Και εξηγούµαι: Όπως ήδη αναφέρθηκε, η ιστορία του Πολικού Παλαιστή έχει σαφείς επιρροές από ταινίες πάλης, βλέπε Rocky, ενώ ουκ ολίγες φορές κυριαρχεί το στιβαρό, καλογυµνασµένο κορµί του Πώλυ. Με άλλα λόγια, πάρα πολύ εύκολα η ιστορία θα µπορούσε να περιοριστεί σε µια αναµενόµενη ωδή στη µατσίλα, να καταλήξει να είναι ένα πορνό για τους εθισµένους στην πάλη, όπου κάθε αναφορά στο συναίσθηµα ήταν καταδικασµένη να ηττηθεί από τη µυϊκή δύναµη των παλαιστών. Παρ’ όλα αυτά, η πολύχρωµη παλέτα που επιλέγεται υπογραµµίζει τη σηµασία που δίνει το σενάριο στις συναισθηµατικές διακυµάνσεις των χαρακτήρων, αποδεικνύοντας πως η µατσίλα δεν αποκλείει τον συναισθηµατισµό, αντιθέτως πολλές φορές κάνουν εξαιρετική παρέα. Λάζαρος Κολαξής

ΝΤΥΛΑΝ ΝΤΟΓΚ – Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ /Tiziano Sclavi & Luigi Piccatto, µετάφραση Γεωργία Σώζου, Μικρός Ήρως, 05/2019

ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 22

Ίωνας Αγγελής

ΝΕΑ

Ο Τζόελ Ντιπσλιπ είναι ένας άνθρωπος που δεν µπορεί να κοιµηθεί και καταλαµβάνεται από περίεργους εφιάλτες, και υπολογιστές που ελέγχονται από µία αδιαπέραστη µαγεία και µπορούν να οδηγήσουν στην απόλυτη τρέλα. Ο µαγικός κόσµος της Γκολκόντα, ένας µικροεπεξεργαστής του υπολογιστή που κατέχει µία ξεχωριστή δύναµη αλλά και η επιστροφή της Άµπερ Κατ, µιας παλιάς γνώριµης του Ντύλαν, είναι µονάχα µερικά από τα πράγµατα που ο πρωταγωνιστής µας, Ντύλαν Ντογκ, έρχεται αντιµέτωπος σε αυτή την αλλόκοτη ιστορία… Το κοµµάτι που κάνει το κόµικ να ξεχωρίζει είναι η ασπόνδυλη αφήγηση. Συγκεκριµένα, εντός του παρουσιάζονται 4 ιστορίες, η κάθε µία λαµβάνει τόπο σε µία από τις τέσσερις εποχές. Και οι 4 κατέχονται από αρκετά σουρεαλιστικά σενάρια, ιστορίες που σε εγκλωβίζουν στον εαυτό σου, στις σκέψεις σου στα συναισθήµατά σου. Εσωστρεφείς, σκοτεινές, που χάνονται στα όρια της λογικής, ο Sclavi εδώ καθαρά – πέρα από το να παίξει µε τον ψυχικό κόσµο του αναγνώστη – επιθυµεί να πει πως τα όνειρα δεν έχουν όριο, και πως η φαντασία µας µπορεί να ταξιδέψει παντού. ∆εν είναι τυχαίο που 3 από τις 4 ιστορίες προέρχονται από όνειρα που είδε η γυναίκα του στον ύπνο της… Η τοποθέτησή των ιστοριών όµως σε µία συγκεκριµένη εποχή έχει πολύ ενδιαφέρον. Επιπλέον, είναι φανερό πως ο Sclavi στη συγκεκριµένη ιστορία κάνει ένα καυστικό σχόλιο όσον αφορά την «τεχνολογία του διαβόλου», τους υπολογιστές και γενικά την ραγδαία ανάπτυξη που βλέπουµε έως και σήµερα στην τεχνολογία. 1996 και οι υπολογιστές µπαίνουν πλέον σε κάθε σπίτι, σε κάθε γραφείο, και αντικαθιστούν τα υλικά µε ψηφιακά µέσα. Ο Sclavi απαντάει σε αυτή την «τεχνολογία του διαβόλου», και την ραγδαία εξέλιξη της, τότε και σήµερα – βλέποντάς το από µία κριτική µατιά – ουσιαστικά κατακρίνοντας την υπερβολική χρήση της και προβάλλοντας τους φόβους του για αυτή την αλλαγή στο τρόπο εργασίας όσο και στον προσωπικό χώρο του καθενός ανθρώπου. Το τέρας του υπολογιστή είναι η προσωποποίηση της «σκοτεινής» πλευράς της τεχνολογίας, που όσο προχωράµε στο κόµικς παρατηρούµε πώς γίνεται όλο και πιο δυνατό, έτσι ώστε να αποκτήσει ανθρώπινη υπόσταση. Κάτι που µας προϊδεάζει και για τι µπορεί να εξελιχθεί αυτό που χρησιµοποιούµε τόσο συχνά πλέον…Συνολικά, η «Πέµπτη Εποχή» µας βάζει σε ένα συναισθηµατικό ταξίδι, σε µία µοναδική ανάγνωση. Μία πολυεπίπεδη ιστορία, γεµάτη κρυφά νοήµατα, συµβολισµούς και µε σύνθετο σενάριο, που δεν χρειάζεται να χρησιµοποιήσεις την λογική σου, απλά να αφήσεις το πνεύµα σου να ταξιδέψει µαζί του!


FEAR ITSELF – ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ /Matt Fraction & Stuart Immonen, µετάφραση: Χρήστος Τσέλιος, Anubis, 06/2019

Τ

ην περίοδο 2000-2010 η Marvel αποφάσισε να κάνει µία δύσκολη στροφή στα κόµικ της : να πάει σε µια πιο «σκοτεινή» κατεύθυνση και να στραπατσάρει την εικόνα των ηρώων της. Με σαφείς επιδράσεις από την 11 η Σεπτεµβρίου, τον πόλεµο ενάντια στην τροµοκρατία και τον Patriot Act, οι υπερήρωες της Marvel βρέθηκαν να πραγµατεύονται τα όρια της πολιτικής εξουσίας στην πάλη ενάντια στον εξωτερικό εχθρό και πολλά άλλα ιδιαίτερα αµφιλεγόµενα ζητήµατα, ερχόµενοι σε σύγκρουση συχνά µε τον ίδιο το ρόλο τους και τις αξίες τους — µε πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα την κόντρα Iron Man – Captain America. Με το κλείσιµο αυτής της περιόδου, επιδιώχθηκε µία επιστροφή σε πιο παραδοσιακά µοτίβα µε σαφέστερο διαχωρισµό «καλού-κακού». Τα επιτελεία του κολοσσού των κόµικ έδωσαν το σήµα για µία προσπάθεια επαναπροσέγγισης της ρίζας των υπερηρωικών κόµικ. Το Πρόσωπο του Φόβου (Fear Itself στο πρωτότυπο) που κυκλοφόρησε το 2011 εντάσσεται σε αυτή την κίνηση και µας ήρθε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Anubis.

Οι Matt Fraction (σενάριο) και Stuart Immonen (σχέδιο), προσπάθησαν να αντλήσουν έµπνευση από το πολιτικό κλίµα της περιόδου, την έξαρση της οικονοµικής κρίσης και την ένταση της ανασφάλειας. Ταυτόχρονα, ήθελαν αυτή τη δυναµική να την συνδυάσουν µε την «αναγέννηση» των ηρωικών πρωταγωνιστών της. Αντίπαλος τους είναι το Ερπετό, µία θεότητα που νικήθηκε κάποτε από τον Όντιν και βρήκε τον τρόπο να επανέλθει στη Γη. Αξιοποιεί το φόβο και τις ανησυχίες των πολιτών για να προκαλέσει σύγχιση ενώ µεταµορφώνει σε υπηρέτες της κάποιους από τους πιο ισχυρούς χαρακτήρες της Marvel, όπως τον Hulk και τον Juggernaut. Το Πρόσωπο του Φόβου είναι κυρίως µία ιστορία που θέλει να κατοχυρώσει εκ νέου την αξία του θάρρους και της αποφασιστικότητας ως στοιχεία του υπερ-ηρωικού κόµικ. Οι πρωταγωνιστές στέκονται απέναντι στους κινδύνους χάρη στην ηθική ακεραιότητα και την εµπιστοσύνη που τους ενώνει. Καθώς το σενάριο εστιάζει σε διαδοχικές µάχες µε πανίσχυρους αντιπάλους, το βάρος στρέφεται στο εντυπωσιακό σχέδιο του Immonen που χαρακτηρίζεται από

καθαρές, δυναµικές γραµµές και λεπτοµερή δουλειά στα χαρακτηριστικά των ηρώων, αποδίδοντας µε εξαιρετικό τρόπο διαθέσεις και συναισθήµατα. Ταυτόχρονα, όλη η ικανότητα του Immonen αναδεικνύεται σε ολοσέλιδα πάνελ που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη όπως είναι η αποχώρηση των σκανδιναβών θεών µπροστά στο Yggdrasil και το κάλεσµα του Captain America για τη νέα εποχή των Avengers. To Πρόσωπο του Φόβου µπορεί να µη διακρίνεται για την πρωτοτυπία του, ωστόσο...έρχεται να µας θυµίσει όλα όσα µας έκαναν για πρώτη φορά να αγαπήσουµε τους υπερ-ήρωες στην πιο απλή εκδοχή τους. Αλέξανδρος Μινωτάκης

BATMAN: LAST KNHIGHT ON EARTH #01 /Scott Snyder & Greg Capullo, DC Comics, 06/2019

H

ιστορία διαιρείται σε 4 µέρη. Στο πρώτο µε τίτλο The Cave αρχίζουµε µε ένα µυστήριο. Κάποιος άγνωστος χαράζει µε κιµωλία διαφορετικές τοποθεσίες στο Gotham. Όταν µε τη βοήθεια χάρτη ο Batman ενώσει αυτά τα σηµεία, το περίγραµµα σχηµατίζει έναν νεκρό Bat Man και στη θέση της καρδιάς είναι η Crime Alley όπου σκοτώθηκαν οι γονείς του...Ο Batman επισκέπτεται το µέρος µε καταστροφικά αποτελέσµατα.... Στο δεύτερο µέρος The Right Hand ο Bruce δραπετεύει µόνο για να ανακαλύψει ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα έχει καταστραφεί... Μονάχα ερηµικά και άγονα τοπία έχουν αποµείνει, ενώ στη περιπλάνηση του θα βρεθεί πρόσωπο µε πρόσωπο µε τον µεγάλο εχθρό του τον Joker ή ό,τι απέµεινε από αυτόν (το κεφάλι του µέσα σε ένα φανάρι)... Οι δύο άσπονδοι εχθροί θα περιπλανηθούν στο άγονο αυτό και επικίνδυνο τοπίο για να ανακαλύψουν τι έχει συµβεί... Στο τρίτο µέρος The Asylum θα ανακαλύψουν µία κατεστραµµένη Coast city µε ήδη πεθαµένους ανθρώπους που είναι υποχείρια των δακτυλιδιών τους κι εκεί είναι που θα δραπετεύσουν µε τις νέες αµαζόνες για να συναντήσει στο τέταρτο µέρος µε τίτλο Ecolocation την αρχηγό των αµαζόνων την Wonder Woman που τον πληροφορεί για το ποιος ευθύνεται για τη καταστροφή (Ο mega) ο οποίος διαθέτει την δύναµη της anti life equation και η βάση του είναι στη Gotham City. Και είναι και κάποιος που ο Bruce Wayne γνώριζε πολύ καλά....Και µιας και οι περισσότεροι ήρωες έχουν πεθάνει µονάχα ο Batman µπορεί να βοηθήσει τους εκατό χιλιάδες επιζώντες που ζούνε πλέον στα έγκατα της Γης...Μονάχα που ο Bruce Wayne δεν είναι αυτός που ξέραµε... Αλλά κλώνος του αληθινού (αυτό που έλεγα παραπάνω για στοιχείο από το canon continuity Της DC)… Ένας νέος Batman που θα πρέπει να είναι ήρωας της νέας αυτής εποχής... Μία ιστορία που εστιάζει περισσότερο στον Bruce Wayne, παρά στον Batman. Kαι βλέπουµε στοιχεία του χαρακτήρα του, που ίσως ο κανονικός να έκρυβε βαθιά µέσα του, έχοντας αναλάβει µία αποστολή που του έφερνε µόνο πόνο και απώλειες... Σπύρος Ανδριανός 23


MISTER ΝΟ REVOLUTION – ΒΙΕΤΝΑΜ /Michele Masiero / Matteo Cremona, Εκδόσεις Μικρός Ήρως, Μάιος 2019 Τι θα γινόταν εάν ο Μίστερ Νο αντί να είχε γεννηθεί το 1922, και να είχε βιώσει την φρικαλεότητα του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, γεννιόταν 25 χρόνια µετά, και βίωνε την φρικαλεότητα του πολέµου του Βιετνάµ.

ΝΕΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ 24

Σε µία Αµερική πολιτικά ασταθή, ερχόµενη από έναν νικηφόρο Β’ Παγκόσµιο, κυριαρχούµενη από αυταρχικότητα και κοινωνικές αναταραχές, και µε προέδρους να έρχονται και να φεύγουν, είναι ίσως η καταλληλότερη περίοδος για να τοποθετήσεις τον Μίστερ Νο. Όπως αναφέρει ο Michele Masiero στο εισαγωγικό αφιέρωµα του άλµπουµ, ήταν ο τελευταίος πόλεµος όπου η στρατολόγηση ήταν υποχρεωτική, ήθελε δεν ήθελε ο πολίτης. Και ο Μίστερ Νο ποτέ δεν θα κατατάσσονταν εθελοντικά να πολεµήσει. Η κατάταξη του Τζέρι Ντρέικ για να υπηρετήσει µία χώρα που στέλνει τα παιδιά να πολεµήσουν και να πεθάνουν στην άλλη άκρη του κόσµου, σε έναν πόλεµο που αµφισβητείται έντονα πίσω στην πατρίδα, σηµατοδοτεί και το τέλος της αθωότητας µιας Αµερικής που πλέον αποµακρύνεται από την ωραιοποιηµένη εικόνα της δεκαετίας του ’50, και που τελικά θα µετατρέψει το αγόρι Τζέρι Ντρέικ στον άντρα Μίστερ Νο! Αντιρατσιστής, αντιεξουσιαστής, δίκαιος, ιδεαλιστής, ο Τζέρι είναι ο τύπος ανθρώπου που επιζητά την αλλαγή, ο τύπος που θέλει να αλλάξει τον κόσµο. Η επανάσταση όµως δεν είναι γι’ αυτον ένας τεθειµένος στόχος, αλλά µία έννοια πλασµατική, που ο ίδιος την φοβάται, τον πόλεµο, τον θάνατο. ∆υστυχώς, όµως, πάντα αυτά τον ακολουθούν. Κάθε περιπέτεια θα καταλήξει σε όλεθρο, ποτισµένη µε αίµα αθώων. Τα αφηγηµατικά τρικς παίρνουν και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Βιετνάµ. Μία εναλλαγή ανάµεσα στο παρόν και µε το παρελθόν, µία ιστορία αγάπης, που αντλεί στοιχεία από ταινίες µε παρόµοιο περιεχόµενο.

Αυτό το κάτι όµως που χαρακτηρίζει το κόµικ είναι η βία. Όπως και στο πρωτότυπο, έτσι και εδώ, η βία βρίσκεται σε κάθε σηµείο του κόµικ, και σε µεγάλη δόση κιόλας. Από τις απλές γροθιές, στους πυροβολισµούς, µε το αίµα να πετάγεται προς κάθε κατεύθυνση, ενώ και η άλλη µορφή βίας, εκείνη της σεξουαλικής βίας, του βιασµού, να κάνει εµφάνιση. Έως και η χρήση ουσιών προβάλλεται. Το κόµικ χρησιµοποιεί τον ωµό ρεαλισµό ως ένα ακόµα αφηγηµατικό τρικ, κινώντας την πλοκή πιο γρήγορα, και παρακάµπτει πολλές φορές το χτίσιµο χαρακτήρα, ώστε να φτάσει στην κατάληξη. Και εδώ δουλεύει µε αριστουργηµατικό τρόπο, κάνοντας έτσι τις σκηνές βίας οργανικές, πλήρως συµβατές µε την παρούσα θεµατολογία. Η ιδέα του κινηµατογραφικού κόµικ είναι ένα ακόµα στοιχείο που χρησιµοποιείται. Συνολικά, ο πρώτος τόµος του Mister No Revolution καταφέρνει µε µεγάλη επιτυχία να µας ξαναγνωρίσει τον Τζέρι Ντρέικ, ως τον αντισυµβατικό αντιήρωα που όλοι ξέρουµε και αγαπάµε, εκσυγχρονίζοντάς τον για ένα νέο, εφηβικό ή ενήλικο, κοινό, και παράλληλα κρατώντας αυτά που κάνουν τον Τζέρι Ντρέικ τον Μίστερ Νο. Υιοθετώντας τα στοιχεία ωµού ρεαλισµού και του κινηµατογραφικού κόµικς, εστιάζει στο χτίσιµο χαρακτήρων, και κάνει καυστικά σχόλια στην Αµερικάνικη κυβέρνηση, µε το ιδιοφυές σενάριο του Masiero όσο και το πανέµορφο σχέδιο του Cremona να λειτουργούν µε µεγάλη επιτυχία µεταξύ τους. Ίωνας Αγγελής

ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ

Ο Μύθος Της Νεοελληνικής Γλυπτικής /∆ηµήτρης Βανέλλης / Θανάσης Πέτρου, Εκδόσεις Πατάκη, Απρίλιος 2019

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς θεωρείται η κορυφαία µορφή της νεοελληνικής γλυπτικής. ∆ιασηµότερο έργο του, η Κοιµωµένη, που για περισσότερο από έναν αιώνα βρισκόταν στον τάφο της νεαρής Σοφίας Αφεντάκη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, προτού παρθεί η απόφαση να µεταφερθεί στην Εθνική Γλυπτοθήκη.

Η ζωή του Χαλεπά κάθε άλλο παρά λαµπρή ήταν, όπως ίσως θα περίµενε κανείς για έναν τόσο σηµαντικό και αναγνωρισµένο καλλιτέχνη. Η πορεία του στην γλυπτική διεκόπη απότοµα, όταν η ψυχική του υγεία κλονίστηκε σοβαρά. Πέρασε δεκατέσσερα χρόνια στο Φρενοκοµείο της Κέρκυρας και αργότερα ακόµη περισσότερα στη γενέτειρά του, την Τήνο, αποµονωµένος και πάµφτωχος, βόσκοντας πρόβατα. Το graphic novel των ∆ηµήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου, του διδύµου που µας έχει χαρίσει πολλά εξαιρετικά κόµικς, επιχειρεί µια εξιστόρηση της απίστευτης ζωής του µεγάλου γλύπτη. Ο Βανέλλης ψάχνει σε έγγραφα και άρθρα της εποχής, σε µια απόπειρα να ρίξει φως στην σκοτεινή περίοδο της ζωής του Χαλεπά. Από τη µεριά του, ο Πέτρου µας προσφέρει µερικές από τις καλύτερες σελίδες του. ∆οκιµάζει το χέρι του σε διαφορετικά ύφη, προσπαθώντας να απεικονίσει το σκοτάδι του µυαλού του, αλλά και τα «φωτεινά διαλλείµατα». Σοβαρά προβλήµατα δεν υπάρχουν. Ο Βανέλλης θα µπορούσε ίσως να λειάνει κάπως τη γραφή του και µπορεί αρκετοί να θεωρήσουν ότι η παρεµβολή των ντοκουµέντων, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, λειτουργεί σε βάρος της αφήγησης. Είναι, όµως, τέτοια η δύναµη της ίδιας της ιστορίας και ο σεβασµός µε την οποία τη µεταφέρουν στο χαρτί οι δύο δηµιουργοί, που σµιλεύεται ένα συγκλονιστικό κόµικ. Γιώργος Τρουπάκης


ΟΙ ΝΥΦΕΣ ΤΟΥ ∆ΡΑΚΟΥΛΑ (ΤΡΙΛΟΓΙΑ) /Αβραάµ Κάουα / Γιάννης Ρουµπούλιας, Εκδόσεις Jemma Press, Απρίλιος 2019

Ξ

εκινώντας από την Ανατολή µε τη Νουρ, συνεχίζοντας στην Κεντρική Ευρώπη, αυτή τη φορά ο ∆ράκουλας επισκέπτεται την δυτικότροπη Μπιστρίτσα για την τελευταία του Νύφη, την Κάριν Χόφµαν, µια δυναµική δασκάλα που µάχεται κατά του ρατσισµού και των αντι-ροµά αντιλήψεων στη µικρή πόλη. Η παρουσίαση της Καρίν, σεναριακά, γίνεται µε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, χωρίζοντας ουσιαστικά την ιστορία της στα δύο: από τη µία το πως ζούσε πριν πεθάνει και από την άλλη το πως ζούσε µετά… Έτσι βλέπουµε µε πολύ διαυγή τρόπο αλλά καθόλου µηχανικό ή κλισέ το πως µια δυναµική γυναίκα υποτάσσεται και αναγκάζεται από δρον και ευφυές υποκείµενο να γίνει θηρίο. Την βλέπουµε να αντιστέκεται στον θάνατο και την αφύσικη ζωή που αυτός φέρνει µόνο και µόνο για να γεµίσει µίσος και οργή. Και όµως τα αρχικά, δυναµικά στοιχεία που η γραφή του Κάουα τα έχει κάνει ξεκάθαρα αναδύονται όταν τελικά οι Νύφες εξεγείρονται ενάντια στον άνδρα που τις κατέστρεψε. Η ιστορία (ή οι ιστορίες) της Καρίν µας δείχνει πως µε έναν πολύ άµεσο τρόπο πολλά µοτίβα εξαπάτησης και χειραγώγησης, σωµατικής και συναισθηµατικής, που µπορεί να επιβληθούν και έχουν επιβληθεί σε γυναίκες ή γενικότερα σε άτοµα από τα οποία στερείται η δυναµική αναγνώριση του εαυτού και νιώθουν πως χρειάζεται µια εξωτερική στήριξη για να σταθούν. Μέσα από αυτή την καταπίεση ποδοπατούνται, εκβιάζονται και λοιδορούνται, τόσο που πολλές φορές τελικά

καταλήγουν να φέρουν γνωρίσµατα του καταπιεστή τους, σε µια προσπάθεια να αρθρώσουν έναν λόγο δικό τους, που είναι όµως κενός. Ταυτόχρονα όµως η «Καρίν», αξιοποιώντας όλες τις παρακαταθήκες των προηγούµενων, µας δείχνει και την άλλη όψη: πως τέτοια υποκείµενα καταφέρνουν να βρουν αλληλεγγύη το ένα στο άλλο αφήνοντας στην άκρη ανταγωνισµούς µεταξύ τους και τελικά καταφέρνουν να εναντιωθούν σε έναν σύµβολο που συµπυκνώνει πάνω του πολλές µορφές καταπίεσης (πολιτική όντας ευγενής, σεξουαλική όντως βιαστής και ούτω καθεξής). Μπορεί ο ∆ράκουλας του Στόκερ να ήταν η ιστορία για την πάλη της αστικής τάξης έναντι των ευγενών στην αγγλική και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, όµως οι Νύφες των Κάουα και Ρουµπούλια, παίρνουν αυτήν την πάλη και την φέρνουν σε ένα πολύ πιο επίκαιρο και αναγκαίο πλαίσιο για το σήµερα, διατηρώντας παράλληλα την ατµόσφαιρα της ιστορίας καθώς αµφότεροι καταλαβαίνουν την αξία της. Πέφτοντας η αυλαία για τις «Νύφες του ∆ράκουλα» καταλήγουµε στο ότι ήταν µία από τις πιο ενδιαφέρουσες και συνεπείς σειρές που είδαµε τα τελευταία χρόνια και µία συνεργασία την οποία θέλουµε να ξαναδούµε. Όσο για τις ίδιες τις Νύφες, ας συνεχίσουν να στοιχειώνουν τις νύχτες µας! Νίκος Γιακούµελος

Hard Rock Vol. 2 #1

/Tasmar, Εκδόσεις Jemma Press, Απρίλιος 2019

Μ

ε τον 2ο κύκλο του Hard Rock υπάρχουν µεγάλες αλλαγές. Η πρώτη και βασική αλλαγή είναι ότι ο Μάρκος έχει αποδράσει πλέον από το νησί του, τη Σύρο, απ’ το οποίο ήθελε χρόνια να ξεφύγει για να αρχίσει µια νέα ζωή µακριά απ’ την πίεση των γονιών του, απ’ τα σκατένια αφεντικά που έβρισκε αλλά και απ’ το ερωτικό του παρελθόν. Στις νέες του ιστορίες ο Μάρκος βρίσκεται στην Αθήνα, όπου συγκατοικεί µε τη φίλη του την Αννούλα και δουλεύει σε ένα φωτοτυπάδικο στα Εξάρχεια. Έχει σχέση µε τη Νάνσι, κολλητή της Αννούλας και περνάνε καλά µαζί µέχρι που συναντάει στη δουλειά τη Στέλλα, µια ανερχόµενη δηµιουργό κόµικς. Τότε ξεκινάει ένα ερωτικό µπλέξιµο, µέσα από το οποίο ο Τάσος Μαραγκός µας κάνει µια περιήγηση στις ρίζες της σύγχρονης ελληνικής comic σκηνής.

Η αλλαγή του τοπίου από τη Σύρο στην Αθήνα, η αλλαγή της κατάστασης του Μάρκου από µαθητή και φαντάρο σε εργαζόµενο που µένει µακριά απ’ τους γονείς του και η ενηλικίωση όλων των χαρακτήρων είναι κάποια απ’ τα νέα στοιχεία, τα οποία ο Tasmar αξιοποιεί για να διηγηθεί διαφορετικές ιστορίες από αυτές που διαβάσαµε στα παλιότερα τεύχη. Στους πρωταγωνιστές προστίθεται η Στέλλα, για να γνωρίσει στον Μάρκο έναν άλλο κόσµο αµφισβήτησης της κανονικότητας και του καθωσπρεπισµού της ενηλικίωσης, τον κόσµο των κόµικς. Η ιστορία τοποθετείται χρονικά το 2000, δηλαδή µία περίοδο που δεν είχε γίνει ακόµα η έκρηξη του υπερηρωικού κινηµατογράφου και που η τεράστια πλειοψηφία της ελληνικής (τουλάχιστον) κοινωνίας πίστευε ότι τα κόµικς είναι τα παιδικά «Μικυµάου» και ο Αρκάς για τους µεγάλους. Οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν παιδιάστικο, ανάξιο λόγου, µια παραλογοτεχνία χαµηλού καλλιτεχνικού επιπέδου µε την οποία θα ήταν χαζοµάρα να ασχολούνται σοβαρά ενήλικες. Βέβαια την ίδια εποχή η κυκλοφορία της Βαβέλ, των κόµικς του Hugo Pratt και η δειλή ανάπτυξη ενός νέου ελληνικού καλλιτεχνικού χώρου συγκροτούσε µια ελληνική κόµικ σκηνή µε όρους αντικουλτούρας. Σε αυτά τα πρώτα βήµατα της σύγχρονης ελληνικής comic σκηνής, των πρώτων κόµικ εκδόσεων και των πρώτων φεστιβάλ για comics µας ξεναγεί ο Tasmar µε οδηγό τη Στέλλα, την δηµιουργό κόµικ µε την οποία ο Μάρκος ξεκινάει να φλερτάρει (σχεδόν) άθελά του. Αυτό το χρονικό πλεονέκτηµα που έχει ο Tasmar σε σχέση µε την περίοδο την οποία αφηγείται, του δίνει την ευκαιρία και να µας γνωρίσει τα πρώτα βήµατα θεσµών και δραστηριοτήτων που σήµερα είναι δηµοφιλή σε τεράστια πλήθη κόσµου ανά τον κόσµο, αλλά -πλέον- και στην Ελλάδα, αλλά και να σχολιάσει και κάποια κακώς Σπύρος Ανδριανός κείµενα του χώρου.

Σ

Μάνος Βασιλείου Αρώνης

25


Ο ΕΚΘΡΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ GAME OF THRONES

Μ

Ή πως η Daenerys έπαψε να ανησυχεί και αγάπησε το ολοκαύτωμα

ια φούχτα χαρακτήρων που ακολουθείς για χρόνια, φτάνει επιτέλους στον προορισµό της. Η ιστορία πλησιάζει την κορύφωση, αν όµως σου έχει µάθει κάτι είναι ότι το τέλος δεν θα είναι καλό. Έλα όµως που έρχεται αυτός ο ζεστός, απόκοσµος ήχος των καµπανών του King’s Landing να σε γεµίσει ελπίδα. Μήπως τελικά παρεξήγησες τις προθέσεις των δηµιουργών; Να, ο Jon Snow ανασαίνει ανακουφισµένος. Η Cersei κλείνει τα µάτια της, ηττηµένη. Η πόλη έχει παραδοθεί. Όµως ο Tyrion είναι ανήσυχος και στρέφει το βλέµµα του αλλού. Η κάµερα κλειδώνει στην Daenerys. Τα µάτια της θολώνουν, η οργή της κλιµακώνεται και µε ένα νεύµα στον Drogo ανυψώνεται στον ντουµανιασµένο ουρανό. Και λες: ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ. Το πως φτάσαµε µέχρι εδώ, λίγο-πολύ γνωστό: εµφανώς επηρεασµένος αλλά και κάπως κουρασµένος από τον αφελή οπτιµισµό του high fantasy, όπως αυτό ορίστηκε από τον Tolkien που ακόµη και στις πιο σκοτεινές στιγµές του (όπως το Silmarillion) παρέµενε αµετανόητα ιδεαλιστής, ο Martin αποφασίζει να αναποδογυρίσει το genre, βουτώντας το στον θεόψυχρο, πεσιµιστικό κυνισµό (λέγε µε και grimdark). Εδώ οι µυθικοί ήρωες είναι αληθινοί, σκατένιοι, παθολογικά προβληµατικοί άνθρωποι µε άσβεστη δίψα για εξουσία, ο πόλεµος το αποκρουστικό και ανελέητο κτήνος που είναι και στην πραγµατικότητα, και οι δράκοι τα αντίστοιχα πυρηνικά όπλα. Ο ιπποτισµός δίνει τη θέση του στην δολοπλοκία, την ασυδοσία και την ανελέητη βία, και γενικώς η σαπίλα και η παρακµή είναι το µόνο υπάρχον zeitgeist. Οι Benioff και Weiss αγκάλιασαν µε ενθουσιασµό αυτό τον κόσµο, κι όλοι εµείς µε τη σειρά µας, πέσαµε µέσα µε τα µούτρα. Εδώ και σχεδόν µια δεκαετία, το Game of Thrones µας εκπαιδεύει στην κοσµοθεωρία του. Μας έδειξε ότι µπορείς να αποκεφαλίσεις τον πρωταγωνιστή σου στην πρώτη κιόλας σεζόν και να θερίσεις τη µισή του φαµίλια λίγο µετά. Μας έδειξε ανθρώπους-βουνά να συνθλίβουν on camera κρανία γόηδων πριγκίπων µε γυµνά χέρια και πατεράδες να πετάνε τις ανήλικες κόρες τους στην γαµηµένη πυρά για να φτάσουν στο θρόνο. Μας έδειξε έναν θάνατο ξαφνικό, άσχηµο, παγωµένο, όπως στ’ αλήθεια είναι. Και παρόλο που όχι λίγες φορές οι σοκαριστικές ανατροπές άγγιξαν τα όρια του gimmick, εµείς απολύτως προσηλωµένοι, συνεχίσαµε να το παρακολουθούµε, να το αναλύουµε, να το θαυµάζουµε. Γιατί λοιπόν η εξέλιξη ενός και µόνο χαρακτήρα στην περιβόητη πια τελευταία σεζόν µας εξόργισε τόσο πολύ, ώστε να µαζεύουµε υπογραφές για να ξαναγυριστεί; Τι είναι αυτό που έκαναν οι δηµιουργοί και αρνούµαστε να συγχωρήσουµε;

Καταρχάς, ακύρωσαν ένα χαρακτήρα-ορόσηµο της ποπ κουλτούρας. Η Daenerys µας συστήθηκε ως ένα σύµβολο της γυναικείας ενδυνάµωσης. Μια γυναίκα που κακοποιήθηκε από άνδρες, αλλά απέδειξε ότι µπορεί να ξεσηκωθεί ενάντια στους δυνάστες και παραβάτες της, να ξεπεράσει ιστορικά ψυχικής ασθένειας, να ελευθερώσει λαούς ολόκληρους και να αποτελέσει µια παγκόσµια πηγή έµπνευσης, ειδικά στον γυναικείο πληθυσµό. Κι όσο κι αν µέρα µε τη µέρα, κατάκτηση µε την κατάκτηση, γινόταν ολοένα και περισσότερο αντιληπτή η σκληρότητά της, όσο κι αν το συνολικό arc της µπορεί να βγάζει κάποιο νόηµα αν το δεις αποστασιοποιηµένα στο χαρτί, δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια αρκετό build-up για να δικαιολογήσει τη βίαιη στροφή της στην οθόνη. Γιατί είναι άλλο να είσαι ένας αδίστακτος µονάρχης, τύραννος ακόµα, και άλλο να κάνεις στάχτη χιλιάδες αµάχους, και κατά βάση γυναικόπαιδα, χωρίς κανένα απολύτως λόγο. Μετά, αναπόφευκτα, είναι το θέµα του φύλου. Το επιχείρηµα εδώ είναι ότι το πιοτό της εξουσίας είναι εξίσου γλυκό και άνδρες και γυναίκες, δεκτό. Αλλά δεν είναι λίγο αφελές να θεωρούµε ότι το φύλο κάποιου δεν παίζει κανένα απολύτως ρόλο στις επιλογές του; Πόσο αθώο είναι το γεγονός ότι το turning point της Daenerys συνέβη όταν την απέρριψε ο εραστής της το προηγούµενο βράδυ; Μήπως ήταν µια από τις πολλές αµφιλεγόµενες σεναριακές επιλογές στη σεζόν όσον αφορά τους γυναικείους χαρακτήρες, όπως ο υποβιβασµός της Cersei σε παθητικό χαρακτήρα, τα κλάµατα της Brienne ενόψει της 458ης κωλοτούµπας του Jaimie, η ανεξήγητη εξαφάνιση της Yara, ή το ψιλοαπαράδεκτο αν δε µ' έδερναν και βίαζαν θα ήµουν ακόµη ένα µικρό πουλάκι της Sansa; Θα µπορούσες απλώς να πεις ότι οι Benioff και Weiss είναι δυο κυνικοί µπάσταρδοι που τη βρίσκουν να µας σοκάρουν, γιατί έτσι είναι ο κόσµος. Είναι όµως ο κυνισµός από µόνος του αρκετός για να µας κρατήσει σε ένα έργο τέτοιου βεληνεκούς; Ή µήπως όταν επενδύεις υπερβολικά στο shock value εις βάρος της καλοδουλεµένης µετάβασης ενός χαρακτήρα από το σηµείο Α στο Β (βλέπε Walking Dead), κάπου χάνεις το κοινό σου (ενίοτε και το δίκιο σου); Κατά έναν περίεργο τρόπο, την απάντηση την δίνει το ίδιο το GOT, το οποίο αν το καλοσκεφτείς, ποτέ δεν ήταν µόνο σκοτεινίλα και κακοψυχία. Οι τρεις βασικοί και περισσότερο αγαπηµένοι χαρακτήρες, ο Tyrion, ο Snow και η Daenerys, ξεχώρισαν εξ αρχής από το βούρκο, µε µια εσωτερική φωτεινότητα βγαλµένη κατευθείαν από την σφαίρα της παραδοσιακής ηρωικής φαντασίας. Για κάθε προδοσία, βιασµό, ή πισώπλατη µαχαιριά, είχες έναν Snow να στέκεται ολοµόναχος κραδαίνοντας το ξίφος του απέναντι σε έναν ολόκληρο στρατό, ή µια Daenerys να εγείρεται σα θεά µέσα από τις φλόγες, περιτριγυρισµένη από νεογέννητους δράκους. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η δηµοφιλία της σειράς οφείλεται τόσο πολύ σε αυτούς. Στο τέλος της ηµέρας, οι δηµιουργοί κράτησαν την ουσία και επέλεξαν τον -έστω και πεσιµιστικό- ιδεαλισµό. Με µια πρωτόγνωρη πολιτική νηφαλιότητα (ο Bran βασιλιάς/νεύµα στη δηµοκρατία) και µια σχεδόν επαναστατική σκηνή ανθολογίας (ο Drogo καίει το θρόνο), µας χάρισαν ένα ανατρεπτικό, νωχελικό, βαθιά ανθρωποκεντρικό φινάλε, που µετά από όλα τα άσχηµα που προηγήθηκαν φαντάζει ως η µόνη ηθικά εύστοχη, αλλά και αναπάντεχα ελπιδοφόρα κατάληξη για αυτόν τον όµορφο αλλά τόσο µα τόσο ταλαιπωρηµένο κόσµο.

26

Θοδωρής Πρασίδης


POKEMON: DETECTIVE PICATSU “Φανταστικά ζώα και κλισέ σκηνικά”

Τ

ι θα µπορούσε να προσφέρει µια live action ταινία του Pokemon franchise, το οποίο ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει τη φόρµουλα του 20+ χρόνια; Τι θα προσέφερε στον κόσµο µια ταινία για 10χρονα που πολεµάνε µεταξύ τους µε τέρατα; Πέρα από τα λογιστικά του CGI, τα οποία θα ήταν αστρονοµικά για να γίνει αξιοπρεπές, και σαν ιστορία, το όλο concept είναι πολύ καλύτερο όταν συµµετέχεις παρά όταν το βλέπεις. Σταδιακά όµως και όσο οι πρώτες αντιδράσεις έφταναν στα αυτιά µας, το γιατί φάνηκε ξεκάθαρο. Οι παραγωγοί στράφηκαν σε ένα game (και αργότερα manga) το οποίο έβαζε τον αναγνώστη στην θέση του οδηγού και έστρεψαν το ενδιαφέρον από τις µάχες στα ίδια τα pokemon, αυτή τη φορά ως χαρακτήρες. Η απόφαση δε να δώσουν στο πιο διάσηµο από τα τέρατα τσέπης τη φωνή του Ryan Reynolds και να τον βάλουν σαν τον οδηγό µας σε αυτόν τον µαγικό κόσµο φαντασίας είναι ουσιαστικά τα δύο στοιχεία που κάνουν την ταινία άξια θέασης και της δίνουν ένα ζεστό χαρακτήρα, παρά τις κλισέ, εταιρικές προεκτάσεις που καραδοκούν σε κάθε στροφή. Ο έµπειρος στη χρήση ψηφιακών χαρακτήρων (αλλά εντελώς αδέξιος µε τους ανθρώπινους) Rob Letterman στην καρέκλα του σκηνοθέτη καταλαβαίνει πολύ γρήγορα τον πραγµατικό λόγο που το κοινό θα δει την ταινία: είναι για να δει µια πολύ καλή αναπαράσταση των παιδικών του αναµνήσεων, να νιώσει κοντά του τα αγαπηµένα του pokemon και να δει τον µεγάλο πρωταγωνιστή του franchise, τον Pikachu. Έτσι το ουσιαστικότερο µέρος της ταινίας είναι αυτό: σκηνές επιµάγευσης µε τις τροµερές ικανότητες των τεράτων αυτών, δράση αλλά και χιούµορ στις εξανθρωπισµένες αντιδράσεις. Παίρνοντας σαν χαλαρό οδηγό άλλες ταινίες που συνδύασαν πολύ καλύτερα παρόµοιες θεµατικές ο Letterman µας οδηγεί σε παράδοξα οικίες στιγµές. Σε αυτό βέβαια παίζει µεγάλο ρόλο και το πάντα καυστικό χιούµορ του Reynolds, ο οποίος ακόµα και τετράποδος και κίτρινος και ηλεκτρικός, αποδεικνύει ότι είναι από τους πιο χαρισµατικούς και συµπαθητικούς τύπους της µεγάλης οθόνης αυτή τη στιγµή. Η ταινία δεν αξιοποιεί πλήρως καµία από τις δυνατότητες, παίζοντας πάντα εκ του ασφαλούς το χαρτί της νοσταλγίας, όπως άλλωστε και τα περισσότερα blockbuster του σήµερα. Άλλοι πάλι σε αυτό θα αντιτείνουν πως η ίδια η µεταφορά των pokemon σε µια live action ταινία ήταν ρίσκο, κάτι που δεν θα είναι άτοπη παρατήρηση. Σε κάθε περίπτωση, ακόµα και χωρίς να αξιοποιεί τις πολλές δυνατότητες που ανοίγονται µπροστά της, ίσως και από έλλειψη ανταγωνισµού, το Detectice Pikachu είναι η καλύτερη ταινία βασισµένη σε video game που έχουµε δει ή προβλέπεται να δούµε το προσεχές διάστηµα.

Νίκος Γιακουµέλος

X-MEN: DARK PHOENIX

“Αυτός ο φοίνικας δεν θα αναγεννηθεί ποτέ!”

Α

ν και το franchise των X-Men αποτελεί ένα απ’ τα κορυφαία δείγµατα υπερηρωικού σινεµά είναι δύσκολο να ξεχάσει κανείς το Χ-Men: The Last Stand που παρουσίασε µε τον χειρότερο δυνατό τρόπο το σπουδαίο κόµικ The Dark Phoenix Saga. Η αποτυχία ήταν τέτοια, ώστε µερικά χρόνια αργότερα το Days of Future Past να διαγράφει την ταινία του Brett Regner. ∆εκατρία χρόνια µετά και µε τα κινηµατογραφικά δικαιώµατα των χαρακτήρων να έχουν περάσει και επίσηµα πλέον στη Marvel, ο Simon Kingberg, σεναριογράφος του The Last Stand, αναλαµβάνει να επανορθώσει για το σφάλµα του 2006 και να µας παραδώσει την απόλυτη µεταφορά της Phoenix, κλείνοντας πανηγυρικό τρόπο το αγαπητό franchise. Κατά τη διάρκεια µιας διαστηµικής αποστολής διάσωσης αστροναυτών της NASA, η Jean παραλίγο να χάσει τη ζωή της. Τελικά, όχι µόνο δεν σκοτώθηκε, αλλά επέστρεψε πίσω νιώθοντας πιο ισχυρή από ποτέ, προκαλώντας ανησυχία στα υπόλοιπα µέλη. Παράλληλα, η Mystique έχει εξοργιστεί µε τον Xavier, τον οποίο κατηγορεί για επιπολαιότητα και εγωισµό, δίχως να ενδιαφέρεται για τα µέλη της οµάδας, παρά µόνο για την αποδοχή του κόσµου, ο οποίος πλέον αντιµετωπίζει τους µεταλλαγµένους ως ήρωες. Στα χαρτιά, οι ιδέες του σεναρίου, όπως για παράδειγµα η κατεύθυνση που πάει να δοθεί στον Xavier, έχουν πάρα πολύ µεγάλο ενδιαφέρον, ωστόσο δεν οδηγούνται πουθενά, αφού δεν ενδιαφέρεται να αναπτύξει µε ουσιαστικό τρόπο τις σχέσεις των χαρακτήρων, µε αποτέλεσµα όλοι και όλα να παραµερίζονται, ώστε να δοθεί περισσότερη βαρύτητα στην Jane της Sophie Turner, η οποία όµως αδυνατεί να φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις του ρόλου της. ∆υστυχώς όµως, οι ελλιπείς ερµηνείες εντοπίζονται και σε όλο το υπόλοιπο καστ. Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες περνάνε απαρατήρητοι, άλλοι, όπως ο Quicksilver είναι εγκληµατικά απόντες, ενώ ακόµα και τα µεγάλα ονόµατα όπως ο James McAvoy και ο Michael Fassbender δεν φαίνεται να διαθέτουν το παραµικρό ενδιαφέρον για τους ρόλους τους. Η µεγαλύτερη απογοήτευση όµως εντοπίζεται στην ανταγωνίστρια που ενσαρκώνει –ή «ενσαρκώνει»- η Jessica Chastain. Η επιβλητική παρουσία της είναι αρκετή για να σώσει το όνοµα της, αλλά ο ρόλος της δεν έχει το παραµικρό ενδιαφέρον, µε αποτέλεσµα να περιφέρεται δίχως κάποιο ουσιαστικό σκοπό, αλλά µε ένα µόνιµο, κενό βλέµµα. Τελικά, η αίσθηση που αφήνει η ταινία είναι πως κανένας απ’ τους συντελεστές της δεν ήθελε να βρίσκεται πραγµατικά εκεί µε αποτέλεσµα όχι µόνο να µην πάρουµε την καλύτερη εκδοχή της Phoenix που άλλωστε µας «χρωστάνε», αλλά και ένα τόσο ενδιαφέρον franchise, όπως αυτό των X-Men, να κλείσει µε τόσο απογοητευτικό τρόπο.

Λάζαρος Κολαξής

27


SPIDER-MAN: FAR FROM HOME Μακριά από τον τόπο του και τις ρίζες του

Το Spider-Man: Far From Home είναι η πρώτη ταινία του κινηµατογραφικού σύµπαντος της Marvel µετά το επικό Endgame. Ο Spider-Man είναι ο συνδετικός κρίκος ανάµεσα στο Infinity War και µία νέα περίοδο όπου η έµφαση θα δοθεί σε επιµέρους ιστορίες. Η ιστορία ξεκινάει και εξαρχής παίρνουµε κάποιες, απολύτως αναγκαίες, διευκρινίσεις για το πώς συνεχίζεται η ζωή για όσους εξαφανίστηκαν για πέντε χρόνια, λόγω του Infinity War. Ο ίδιος ο Peter Parker νιώθει βαριά την ευθύνη και θεωρεί ότι δεν µπορεί να ανταπεξέλθει στις ευθύνες του σε έναν κόσµο χωρίς τον µέντορα του, Iron Man. Η ταινία, µετά το πρώτο µισάωρο, ανεβάζει απότοµα την ένταση. O Spider-Man µπλέκεται σε περιπέτειες που απειλούν την ασφάλεια των συµµαθητών του αλλά και τη µυστική του ταυτότητα. Με το χαρακτηριστικό στυλ του MCU, συνδυάζεται η δράση, τα εντυπωσιακά ειδικά εφέ µε χιούµορ, έξυπνες ατάκες και χιούµορ µε τα καλά στοιχεία των teen κωµωδιών. Το σενάριο βρίσκει την κατάλληλη ισορροπία ανάµεσα στα άγχη του εφηβικού έρωτα, στο γκαγκ χιούµορ και τις εντυπωσιακές σκηνές δράσης. Αξίζει ειδική αναφορά στα ειδικά εφέ που εξελίσσονται σε κεντρικό θέµα της ταινίας µέσω των τρικ του Mysterio.

Αντανακλά όλα τα άγχη µίας εποχής όπου η κοινή γνώµη γίνεται όλο και πιο καχύποπτη και τα ψέµατα και τα τρυκ είναι όλο και πιο ρεαλιστικά. Οι πιο εντυπωσιακές σκηνές της ταινίας περιστρέφονται γύρω από τις περίπλοκες ψευδαισθήσεις του Mysterio που ξεδιπλώνονται η µία µέσα στην άλλη και οδηγούν το Spider-Man στην απελπισία. Από την άλλη, η ταινία είναι µία χαµένη ευκαιρία για το MCU. Ένας Spider-Man γκατζετάκιας , που ταξιδεύει µε ιδιωτικά τζετ και πολεµάει τέρατα στις µεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης και χάνει όλα τα στοιχεία που καθιστούν τον χαρακτήρα ξεχωριστό και διαχρονικό. Έτσι συνεχίζει να απουσιάζει ένας χαρακτήρας που είναι πιο εύκολο να ταυτιστείς, που αντιµετωπίζει µε χιούµορ καθηµερινά και υπερηρωικά προβλήµατα. Ένας χαρακτήρας που φαίνεται ακόµα πιο ηρωικός και εντυπωσιακός γιατί το υπερηρωικό καθήκον πρέπει να συνυπάρξει µε µία κακοπληρωµένη δουλειά και µε κοινωνικές σχέσεις που είναι δύσκολο να διατηρηθούν. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν ότι όποιος και όποια δει την ταινία, µάλλον θα περάσει καλά και θα βγει ικανοποιηµένος από ένα καλοκαιριάτικο σινεµά. Αλλά αυτός ο χαρακτήρας, αυτές οι ιστορίες µπορούν να δώσουν κάτι πολύ διαφορετικό που θα άξιζε να δούµε στη µεγάλη οθόνη · να απολαύσουµε δηλαδή την εξαιρετική σύλληψη του Spider-Man του Σαµ Ράιµι και της τριλογίας του 2000-2007 µαζί µε το ιδιαίτερο στυλ του MCU και τα σύγχρονα ειδικά εφέ.

Αλέξανδρος Μινωτάκης


SWAMP THING

"Μία ακόμα ακυρωμένη υπερηρωική σειρά"

Α

ν και ο χαρακτήρας του Swamp Thing είναι ένας απ’ τους επιδραστικότερους στο χώρο των κόµικς, κυρίως χάρη στις ιστορίες του Alan Moore, ελάχιστα µας έχει απασχολήσει στην υπόλοιπη ποπ κουλτούρα. Αυτή η κατάσταση άλλαξε πρόσφατα, µε την πρεµιέρα της οµώνυµης τηλεοπτικής σειράς στην πλατφόρµα της DC (µόνο και µόνο για να ανακοινωθεί πως η πρώτη σεζόν θα είναι και η τελευταία της). Όπως και να έχει όµως, Η επιστήµονας Abby Arcane (Crystal Reed) επιστρέφει στην κωµόπολή της, την Marais στη Louisiana για να ερευνήσει έναν ιό, ο οποίος διαδίδεται µε ταχύτατους ρυθµούς και φαίνεται να σχετίζεται µε κάποιον -άγνωστο προς το παρόν- τρόπο µε τον τοπικό βάλτο. Η υποδοχή της όµως µετά από τόσα χρόνια δεν είναι και η πιο φιλόξενη, αφού κάποια άτοµα ισχύος δεν την συµπαθούν εξαιτίας ενός τραγικού γεγονότος που όλοι προσπαθούν να ξεχάσουν, αλλά λίγοι τα καταφέρνουν. Μια αναπάντεχη φιλική φιγούρα θα αποδειχθεί ένας άλλος επιστήµονας, ο Alec Holland του χαρισµατικού και αβίαστα κουλ Andy Bean, ο οποίος µπορεί να µην είναι της περιοχής -κυκλοφορεί µε σανδάλια και σορτς!- αλλά ερευνά και εκείνος το ίδιο φαινόµενο µε την Abby. Οι δυο τους όχι µόνο θα αναπτύξουν µια εξαιρετική επαγγελµατική σχέση, αλλά θα αρχίσουν να αναπτύσσουν και συναισθήµατα ο ένας για τον άλλον. ∆υστυχώς όµως, πριν προλάβουν να εκφραστούν, ο Alec θα βρεθεί στον βυθό του βάλτου ύστερα από απόπειρα δολοφονίας. Βέβαια, αντί να χάσει τη ζωή του, θα µετατραπεί στο Swamp Thing, οπότε κατά µια έννοια, ο έρωτας τους µπορεί ακόµα να εκπληρωθεί µε κάποιον παράδοξο τρόπο. Η ιδιαιτερότητα όµως της σειράς είναι το ύφος της, αφού σπάνια συναντάµε πλέον υπερηρωικά προϊόντα που τολµάνε να βουτήξουν στα σκοτεινά νερά του τρόµου. H σκηνοθεσία του Len Wiseman αποδεικνύεται ορεξάτη, παρουσιάζοντας µερικές έξυπνες ιδέες, ενώ φαίνεται να αντιστέκεται σθεναρά στην κλισέ γοητεία των jump scares. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί, πως έχει αποφευχθεί σε µεγάλο βαθµό η χρήση ψηφιακών εφέ, επιλογή που πάντα κερδίζει τις εντυπώσεις στο είδος του τρόµου και που στη συγκεκριµένη περίπτωση έχει ως αποτέλεσµα την εκπληκτική εµφάνιση του Swamp Thing, που διαγράφει µια για πάντα από τη µνήµη µας τις παλιότερες απόπειρες απεικόνισης του στο κινηµατογραφικό πανί. Μέχρι και το δεύτερο επεισόδιο η σειρά δεν έχει να επιδείξει κάτι τροµερό, αλλά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως όσο προχωράνε τα επεισόδια ο τρόµος θα ενταθεί, οι νύξεις για την περιβαλλοντική καταστροφή απ’ την ελίτ της περιοχής θα βρεθούν στο επίκεντρο της πλοκής και εν τέλει, η σειρά θα µας προσφέρει κάτι, έστω και µικρό, απ’ τις σπουδαίες ιστορίες του Alan Moore.

Λάζαρος Κολαξής

STRANGER THINGS

“Lovecraft, νοσταλγία και Ψυχρός Πόλεμος”

Ή

ταν πριν 3 χρόνια, όταν η µαζική κουλτούρα, εκεί που έψαχνε την θέση της στο χρόνο αλλά και επανεξέταζε την κοινωνικοπολιτική της ταυτότητα, επανασυστήθηκε µε τα ‘80ς, έπαιξε πάλι dnd, και ξανασυνάντησε τον ET. Το Stranger Things, βγαλµένο από τα µυαλά των Duffer Brothers, προσπάθησε να µας µεταφέρει στην αθώα και αφελή εποχή των ‘80ς, όπου η µουσική, οι ταινίες και τα κόµικς παίρνουν τον πρώτο λόγο, και η Αµερική αρχίζει να µετατρέπεται στο καπιταλιστικό µεγαθήριο του σήµερα. ∆ύο κύκλους αργότερα, και οι ήρωες που αγαπήσαµε, Mike, Eleven, Will, Max, Lucas, Dustin, Nansy, Jonathan, Steve, Hopper και Joyce µπλέκουν σε νέες περιπέτειες στην µικρή πόλη του Hawkins. Οι Ρώσοι προσπαθούν να ανοίξουν την πύλη για το upside-down, τα εφηβικά ροµάντζα παίρνουν θέση και το Mindflayer επιστρέφει και προσπαθεί να υποτάξει όλους τους ανθρώπους του Hawkins. Ένα από τα themes που κυριαρχεί σε όλη τη σεζόν µιλάει για την ενηλικίωση, πράγµα που γίνεται ξεκάθαρο όταν έρχεται ο Dustin. Εκείνος και ο Will δηλώνουν ξεκάθαρα την δυσαρέσκειά τους προς τον Mike και τον Lucas, εξαιτίας του χρόνου που αφιερώνουν στις κοπέλες τους. Αλλά ένα ακόµα στοιχείο είναι η πολιτικοποίηση των παιδιών, προς απόκτηση πολιτικής ταυτότητας. Η ίδρυση του mall, η εµφάνιση των Ρώσων και ο Ψυχρός Πόλεµος του 1985, φέρνει τα παιδιά απέναντι στις 2 βασικές πολιτικές ιδεολογίες, εκείνες του κοµµουνισµού και του καπιταλισµού. Βέβαια, στον 3ο κύκλο γίνεται µόνο η αρχή, µε τον 4ο να επεκτείνεται περισσότερο επί του θέµατος. Πολλαπλές αναφορές στην ποπ κουλτούρα, σκηνές βγαλµένες από ταινίες της τότε εποχής, εύστροφο χιούµορ, αστείρευτη δράση και τρόµος βγαλµένος από τα λογοτεχνικά έργα του H.P. LovecraÇ, όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν την νέα σεζόν της σειράς. Η σκηνοθεσία και η κινηµατογραφία για άλλη µία φορά σε πολύ υψηλά επίπεδα. Και όλα καταλήγουν σε ένα τραγικό φινάλε, όπου τα δάκρυα τρέχουν ποτάµι. Συνολικά, η νέα σεζόν επαναλαµβάνει τα στοιχεία που έκαναν την σειρά επιτυχηµένη αρχικά και επενδύει σε αυτά, µε την χρήση σασπένς και χιούµορ. Μπορεί σε σηµεία να φαντάζει µικρότερη από τις προηγούµενες σεζόν, και σε άλλα σηµεία µεγαλύτερη, αλλά η πολιτική στροφή που πήρε είναι σίγουρα ελπιδοφόρα, και πρόκειται να θέσει τα θεµέλια για µία άκρως ενδιαφέρουσα συνέχεια.

Ίωνας Αγγελής

29


Mr. Bleak - Λήθη

30

του Άρη Λάµπου


31


Senseless Murdering

του Ξάνθου Βενιζέλου





ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΕΝΑ ΦΕΣΤΙΒΑΛΚΟΜΙΚΣ; Της Ειρήνης Χαλκιά

Τ

ι χρειάζεται για να γίνει ένα φεστιβάλ κόµικς; Πολλά χρήµατα; Χορηγοί; Ένας πολύ µεγάλος χώρος; Τίποτα από όλα αυτά, παρά µόνο µια σοφίτα και άνθρωποι µε µεράκι και αγάπη για τα κόµικς. Και τότε έχεις αν όχι ένα από τα καλύτερα φεστιβάλ κόµικς, σίγουρα ένα τελείως διαφορετικό και πετυχηµένο. Αυτό είναι το βαλκανικό φεστιβάλ κόµικς νέων δηµιουργών (Balkanska smotra mladih strip autora), που διοργανώνεται εδώ και 21 χρόνια στο Λέσκοβατς, µία σέρβικη πόλη 60.000 κατοίκων, από τη σχολή «Nikola Mitrovic Kokan» και πιο συγκεκριµένα από το Marko Stoyanovic και την οµάδα του. Μιλώντας µε το Marko τον ρώτησα πως ξεκίνησε το φεστιβάλ και εκείνος χαρακτηριστικά µου είπε: «Όταν ήµουν νέος καλλιτέχνης εδώ στη Σερβία, υπήρχε µόνο ένα φεστιβάλ και ήταν για τους µεγάλους σε ηλικία καλλιτέχνες. Έτσι όντας 18 ή 19 χρονών καλλιτέχνης, έκανα κόµικς και έβλεπα στο φεστιβάλ µεγαλύτερους, γνωστούς και καταξιωµένους καλλιτέχνες να παίρνουν βραβεία και σκεφτόµουν θα έπρεπε να υπάρχει ένα φεστιβάλ, για κάποιον σαν έµενα που θα µπορούσε να συµµετέχει και να ανταγωνιστεί άλλους συνοµήλικους. Και αυτό επειδή στο φεστιβάλ αυτό δεν θα µπορούσα να ανταγωνιστώ µε αυτούς τους ανθρώπους που έκαναν κόµικς για τα επόµενα είκοσι χρόνια. Και κατάλαβα ότι κανένας δεν πρόκειται να κάνει αυτό το φεστιβάλ για µένα, γι’ αυτό έδωσα την ιδέα εδώ στο πολιτιστικό κέντρο, είπα οι µεγάλοι έχουν το φεστιβάλ τους γιατί δεν κάνουµε ένα για τους νέους. Αρχικά ξεκίνησε ως φεστιβάλ για τους νέους καλλιτέχνες της Σερβίας και µέσα σε µερικά χρόνια εξελίχτηκε στο βαλκανικό φεστιβάλ. Σιγά σιγά φέρνεις κάποιους καλλιτέχνες από Βουλγαρία να συµµετέχουν και κάποιους από Ρουµανία και µετά από Ελλάδα, από Τουρκία και έτσι µεγαλώσαµε σιγά σιγά και φτάσαµε στο σηµείο να έχουµε 3017 ανθρώπους από 67 χώρες, πολλοί άνθρωποι από Ελλάδα, Τουρκία, Βουλγαρία που συµµετέχουν, ίσως εδώ και έξι χρόνια περίπου, και τώρα έγινε αυτό που έπρεπε να είναι. Πήρε πολύ χρόνο για να γίνει αυτό.»

36


Το φεστιβάλ είναι τριήµερο και φέτος διήρκησε από τις 28 έως και τις 30 Ιουνίου. Στην έκθεση συµµετείχαν πάνω από 3000 καλλιτέχνες από 67 χώρες, ενώ οι καλεσµένοι έφτασαν τους 100. Στον πρώτο όροφο του Πολιτιστικού Κέντρου Λέσκοβατς, µπορούσες να δεις και να θαυµάσεις έργα καλλιτεχνών όχι µόνο από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη αλλά ακόµα και από την Αργεντινή, την Μαδαγασκάρη, την Ουρουγουάη, την Κίνα, την Κολοµβία, την Τανζανία κ.α. Σε ερώτηση µου πως έρχεται σε επαφή µε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, αν βλέπει τη δουλειά τους και τους καλεί µου είπε ότι µερικές φορές ναι αλλά όπως τόνισε το φεστιβάλ υπάρχει εδώ και 21 χρόνια οπότε: «είναι αρκετό να συµµετέχει ένας άνθρωπος από µια χώρα και την επόµενη χρονιά είναι πολύ πιο εύκολο, γιατί αν αυτός είναι ικανοποιηµένος, αν µένει χαρούµενος, µετά µιλάει γι’ αυτό στους φίλους του και αυτοί αποφασίζουν να στείλουν επίσης τη δουλειά τους. Επίσης, ενεργά επιδιώκουµε να έχουµε ανθρώπους, στέλνουµε προσκλήσεις, χρησιµοποιούµε το facebook, χρησιµοποιούµε email, προσπαθούµε να έχουµε όσο το δυνατό περισσότερους ανθρώπους να συµµετέχουν, γιατί η ιδέα είναι να έχουµε όσο το δυνατό µεγαλύτερη έκθεση.» Και όντως η έκθεση ήταν τεράστια! Έπρεπε να τη γυρίσεις δύο και τρείς και περισσότερες φορές και πάντα ανακάλυπτες κάτι καινούριο. Υπέροχες δουλειές, χρώµατα και σχέδια που σε κατακλύζουν και αρχίζεις να αναρωτιέσαι και να ψάχνεις τον καλλιτέχνη ποιος είναι, από ποια χώρα, που µπορώ να βρω δουλειά του. Παράλληλα υπήρχαν άλλες τρεις εκθέσεις κόµικς. Στο ισόγειο του πολιτιστικού κέντρου υπήρχε η έκθεση «Crossed: Μια µατιά στα παρασκήνια ενός κόµικ» όπου µπορούσες να δεις τα τέσσερα στάδια δηµιουργίας του κόµικ «La croix Sanglante» (Γαλλική παραγωγή, σενάριο Marko Stoyanovic, σχέδιο Drazen Kovacevic, µελάνι Ianos Dan Catalin, χρώµα Desimir Desko). Λίγο πιο µακριά στην βιβλιοθήκη της πόλης υπήρχε η έκθεση του Γαλλικού περιοδικού SPIROU για τα ανθρώπινα δικαιώµατα, ενώ ο ισόγειος χώρος του µουσείου της πόλης γέµισε µε έργα καλλιτεχνών της γαλλοβελγικής σχολής όπως Herge, Herman, Van Ham, Moebious κ.α. Στο χώρο του µουσείου έγινε και η απονοµή των βραβείων στους νεαρούς καλλιτέχνες. Η Έλενα Γώγου µοιράστηκε το δεύτερο βραβείο για τον καλύτερο νέο καλλιτέχνη των Βαλκανίων για το 2019 µε τον Βούλγαρο Sava Komitski ενώ οι νεότεροι βραβευθέντες ήταν ένα αγόρι και ένα κορίτσι 11 χρονών και τα δυο! 37


Εκτός από τις εκθέσεις όλο το τριήµερο υπήρχαν παρουσιάσεις, οµιλίες και ένα master class µε τον Ιταλό Roberto Ali. Και όλα αυτά συµβαίνουν στη «µαγική» σοφίτα του πολιτιστικού κέντρου. Μαγική γιατί εκεί γίνονται τα θαύµατα. Η σοφίτα είναι ο χώρος όπου γίνονται τα µαθήµατα κόµικς της σχολής σε άτοµα από έξι έως και τριάντα ετών. Η σχολή δεν έχει συγκεκριµένο χρόνο φοίτησης καθώς οι δάσκαλοι δεν πληρώνονται αλλά θέλουν να βοηθήσουν όσους αγαπούν τα κόµικς να γίνουν καλοί σε αυτό. Έτσι η φοίτηση διαρκεί όσο χρόνο χρειάζεται για τον καθένα για να εξελιχθεί. Σε σχετική ερώτηση µου για τη σχολή ο Marko µου απάντησε: «Η σχολή ξεκίνησε το 1995. Ήµουν 17 χρονών µαθητής και για µένα το να υπάρχει σχολή κόµικς στο Λέσκοβατς ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγµατικότητα, γιατί πριν από αυτό υπήρχε µια σχολή στο Βελιγράδι που είχε ξεκινήσει το 1992-93 και εγώ και κάποια άλλα παιδιά που κάναµε λίγο σχέδιο, µε τα οποία είχαµε γνωριστεί τα καλοκαίρια που αγοράζαµε κόµικς, πάντα λέγαµε πρέπει να µετακοµίσουµε στο Βελιγράδι για να πάµε στη σχολή και πως πρέπει να πείσουµε τους γονείς µας για να µας αφήσουν. Και ξαφνικά κάποιος κάνει τη σχολή κόµικς στην πόλη µας, ένα όνειρο που έγινε πραγµατικότητα. ∆υστυχώς διήρκησε µόνο δύο µε 38

τρεις µήνες γιατί οι υπεύθυνοι του πολιτιστικού κέντρου δεν έκαναν ότι έπρεπε να κάνουν και έτσι οι άνθρωποι που ξεκίνησαν τη σχολή, την άφησαν. Όταν ο ένας από αυτούς έφευγε είπε σε µένα ‘’Μάρκο βλέπω ότι νοιάζεσαι γι’ αυτό περισσότερο από τον καθένα, αν θέλεις να το συνεχίσεις συνέχισέ το, αν δεν θέλεις κλείσε την πόρτα, εγώ φεύγω’’. Έτσι επειδή ήταν σηµαντικό για µένα το συνέχισα και άρχισα να διδάσκω παιδιά νεότερα από εµένα και έµαθα περισσότερα κάνοντας και µπόρεσα να τους διδάξω. Κάπως έτσι σιγά σιγά 24 χρόνια αργότερα είµαστε εδώ.» Ως εδώ όλα φαίνονται σαν ένα συνηθισµένο φεστιβάλ κόµικς. Και όµως αυτό διαφέρει. ∆εν διαφέρει γιατί γίνεται σε ένα µικρό χώρο, διαφέρει γιατί έχει ως στόχο να φέρει κοντά καλλιτέχνες από όλα τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, να ανταλλάξουν απόψεις, σχέδια, να µιλήσουν για την σκηνή κόµικς κάθε χώρας. Είναι µία µοναδική ευκαιρία να δηµιουργήσεις ένα δίκτυο νέων φίλων µε την ίδια αγάπη για τα κόµικς και όλο αυτό γίνεται σ’ ένα χαλαρό, σχεδόν οικογενειακό περιβάλλον. ∆εν είναι ένα εµπορικό γεγονός και δεν κατακλύζεται από χιλιάδες κόσµου. Αυτός ακριβώς ήταν και ο στόχος του Marko: «Ήθελα να φτιάξω κάτι για τον εαυτό µου, για ανθρώπους σαν εµένα, δεν ήθελα να κάνω κάτι εµπορικό, γιατί να θέλω να κάνω

κάτι εµπορικό; ∆εν κάνω κόµικς για τα χρήµατα, οπότε γιατί να κάνω κάτι για τους εκδότες; Επειδή πάντα όταν κάνεις πράγµατα σαν αυτό, πάντα κάνεις συµβιβασµούς, θυσιάζεις κάτι γιατί στο µέλλον οι εκδότες µπορούν να επηρεαστούν και να έρθουν… και ξέρεις ποτέ δεν δουλεύει έτσι, το φεστιβάλ το κάνω για τους καλλιτέχνες. Έτσι ήταν όταν το ξεκίνησα και έτσι θα είναι όσο εγώ θα το οργανώνω. ∆εν είναι όλοι ευχαριστηµένοι µε αυτό, έπρεπε να µιλήσω µε τους εκδότες τις προάλλες, και ένας από τους ανθρώπους που πουλούσε είπε πως η αγορά δεν ήταν όσο καλή θα έπρεπε να ήταν, πως δεν µας άφησες να έχουµε όσα τραπέζια θα έπρεπε, αλλά ξέρεις τους άφησα να έχουν λίγα διότι δεν πρόκειται να βάλω σε κίνδυνο το φεστιβάλ των καλλιτεχνών µε το να το κάνω να αφορά εσάς, επειδή δεν αφορά εσάς, αφορά εµάς.» Ειλικρινά το έχει καταφέρει. Οι καλλιτέχνες είναι ελεύθεροι να µιλήσουν και να συζητήσουν µε τον καφέ ή την µπύρα ή ακόµα και τρώγοντας «pljeskavica» - το παραδοσιακό µπέργκερ των Σέρβων. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία ως προς το πρόγραµµα, δεν είσαι δεσµευµένος να παρακολουθήσεις όλα τα πάνελ, αλλά η αλήθεια είναι ότι το κάνεις γιατί είναι πολύ ενδιαφέροντα. Μέσα στη σοφίτα οι µαθητές αλλά και οι καλλιτέχνες στον ελεύθερο τους χρόνο ζωγραφίζουν συζητώντας χαλαρά.


∆εν υπάρχει τίποτα εµπορικό σε αυτό το φεστιβάλ, ούτε ένα αυτοκόλλητο ή αφίσα να αγοράσεις. Έχει να κάνει αποκλειστικά µε τα κόµικς και τους καλλιτέχνες τους. Και φυσικά η φιλοξενία των διοργανωτών είναι πολλή ζεστή. Αµέσως σε κάνουν να νιώθεις µέλος της οµάδας τους και στο δείχνουν συνεχώς. Κάνουν τα πάντα για να νιώσεις άνετα και το τελευταίο βράδυ αν και κουρασµένοι από όλες τις µέρες βρήκαν χρόνο και το πέρασαν µαζί µας, παραχωρώντας µου µάλιστα και αυτή τη µίνι συνέντευξη ενώ δεν ήταν καθόλου στο πρόγραµµα. ∆εν θα µπορούσα να κλείσω χωρίς να αναφερθώ στην ελληνική οµάδα καλλιτεχνών που παραβρέθηκε φέτος στο Λέσκοβατς. Ο παλαίµαχος (γιατί έχει παραβρεθεί κι άλλες φορές) Τάσος Ζαφειριάδης, ο ∆ηµήτρης Καµµένος, η Σοφία Σπιρλιάδου, ο Θανάσης Καραµπάλιος, ο Περικλής Κουλιφέτης, η Έφη Θεοδωροπούλου και ο Ανέστης ΜαυροµµάτηςΠαρασίδης. Το ελληνικό greek team κέρδισε τις εντυπώσεις δύο φορές κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, την πρώτη κερδίζοντας τις 4 πρώτες θέσεις (3 εκ των οποίων κέρδισαν δώρο) στο κουίζ για τη γαλλοβελγική σκηνή κόµικς και τη δεύτερη, όταν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των έργων τους κατάφεραν να κάνουν το κοινό να ξεκαρδιστεί στα γέλια! Ο Marko φαίνεται να παρακολουθεί στενά την ελληνική σκηνή κόµικς καθώς στη συζήτηση µας µου είπε όταν τον ρώτησα για αυτή: «Πραγµατικά είµαι πολύ

Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω πολλά για τα κόμικς. Είναι ένας χώρος που θυμάμαι ως παιδί αλλά τα τελευταία δύο χρόνια ασχολούμαι πιο εντατικά και μαθαίνω περισσότερα γι’ αυτόν.

εντυπωσιασµένος από την ελληνική σκηνή κόµικς. Γνώρισα τον Τάσο Ζαφειριάδη και µετά γνώρισα την Βάλια Καπαντάη και µετά γνώρισα τον Παύλο Παυλίδη και µέσω αυτών πήρα την πρώτη εικόνα µέσα στα ελληνικά κόµικς και γνώρισα και άλλους ανθρώπους όπως η Έφη, ο Χρήστος Σταµπουλής και µετά µέσω αυτών γνώρισα και άλλους ανθρώπους και όσο περισσότερα µαθαίνω για την ελληνική σκηνή κόµικς τόσο περισσότερο εντυπωσιάζοµαι. Πολλά ταλέντα, πολλά διαφορετικά στυλ, διαφορετικές προσεγγίσεις… Είναι για µένα, η γνώµη ενός που είναι εκτός, µία γνώµη πάντα καλύτερη από αυτών που είναι µέσα, αλλά προσωπικά θεωρώ ότι υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι άνθρωποι και φαίνεται ότι έχετε µία κατασκευή που φαίνεται πολύ σταθερή, για µας τους εκτός. Οπότε είµαι πολύ εντυπωσιασµένος και θέλω να µάθω και άλλα και προσπαθώ να µάθω κι άλλα για την ελληνική σκηνή κόµικς.» Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω πολλά για τα κόµικς. Είναι ένας χώρος που θυµάµαι ως παιδί αλλά τα τελευταία δύο χρόνια ασχολούµαι πιο εντατικά και µαθαίνω περισσότερα γι’ αυτόν. Το συγκεκριµένο φεστιβάλ για µένα, που ουσιαστικά είµαι «άσχετη» µε µάγεψε και αυτός είναι ο λόγος που µε ώθησε να γράψω γι’ αυτό. Ήταν πραγµατικά µια αποκάλυψη και µέσα σε δύο µέρες έµαθα τόσα πολλά, είδα τόσα πολλά, γνώρισα τόσους καλλιτέχνες και συζήτησα τόσο πολύ για κόµικς που νιώθω ότι πήρα πολλά σε γνώση και εµπειρία. Είναι ένα φεστιβάλ που συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους καλλιτέχνες αλλά και απλούς λάτρεις των κόµικς να επισκεφτούν.


Η ιστορία των ευρωπαϊκώ του Μπάµπη Ιωαννίδη

Έ

να χωριό ατίθασων Γαλατών που αντιστέκεται στον Ρωµαίο κατακτητή, ένας φτωχός και µοναχικός καουµπόι, µια εύστροφη και καυστική σγουροµάλλα που αφήνει έκπληκτους γονείς και φίλους µε τις πράξεις και τα λεγόµενά της, ένας πονηρός και συµπαθέστατος ποντικούλης µε συνοδό ένα γκαφατζή σκύλο, ένας ζάπλουτος τσιγκούνης πάπιος µε τα ανίψια του και ένα σωρό υπερήρωες µε µάσκες, µπέρτες και υπερφυσικές δυνάµεις. Όλα αυτά µοιάζουν σήµερα απόλυτα φυσιολογικά και έχουν µπει στα περισσότερα ευρωπαϊκά σπίτια, είτε ως έντυπα, είτε πλέον µαζικά µέσω της οθόνης. Ιστορίες µε εικόνες υπήρξαν από την αρχαιότητα και εµφανίζονται σποραδικά σε όλη την διάρκεια της ιστορίας µας. Ζωγραφιές σε σπηλιές που δείχνουν τα στάδια του κυνηγιού, οι αιγυπτιακές και ιαπωνικές

απεικονίσεις, ελληνιστικά ψηφιδωτά και ρωµαϊκά φρέσκο,1 κάποια µεσαιωνικά συγγράµµατα και τοιχογραφίες στην «σκοτεινή» Ευρώπη… Πότε όµως άρχισαν τα συστατικά να δένουν µεταξύ τους; Ποιος ήταν άραγε αυτός ο δρυΐδης που µαγείρεψε για πρώτη φορά ένα µαγικό ζωµό που δυνάµωσε τους υπόλοιπους του τρελοχωριού; Πρέπει να ήµουν κοντά στα οχτώ, όταν η µατιά µου έπεσε στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, σε ένα µικρό κίτρινο βιβλίο µε ξένα γράµµατα, αποτυπωµένα σε κόκκινη ράχη. Max & Moritz (Μαξ και Μόριτζ) κατάφερα να διαβάσω και µια στιγµή αργότερα κοιτούσα στο εξώφυλλο τα συµπαθέστατα πρόσωπα των προαναφερθέντων κυρίων. Από ενδιαφέρον το άνοιξα και είδα τη σελίδα τίτλου στα γερµανικά, πράγµα που µε στεναχώρησε κάπως καθώς αντιλήφθηκα πως δεν θα καταλάβαινα πολλά. Προς µεγάλη µου

έκπληξη, όµως, είδα πως ήταν από την αρχή γεµάτο ωραίες εικόνες, πράγµα πολύ βολικό για τα µέτρα µου, οπότε συνέχισα το ξεφύλλισµα. Έλα όµως που δεν ήταν κόµιξ, όπως ο Αστερίξ, η Μαφάλντα, ο Μπλεκ, ο Ιζνογκούντ ή τα περιοδικά Βαβέλ που επίσης ξεχείλιζαν τα ράφια στο σπίτι – αλλά έµοιαζε αρκετά. Από την άλλη θύµιζε και παραµύθι για παιδιά, όπως τόσα γνωστά εικονογραφηµένα: µύθοι του Αισώπου, κλασσική λογοτεχνία κ.α που είχαµε στο παιδικό δωµάτιο, όµως κάτι µου έλεγε πως δεν ήταν τέτοιου είδους. Αυτό που µου έκανε µεγάλη εντύπωση σαν παιδί ήταν πως το ιδιαίτερο σχέδιο έδειχνε να είναι ταυτόχρονα παλιό και µοντέρνο – ο ένας από τους δυο κατεργάρηδες σα να θύµιζε λιγάκι και τον Τεν Τεν. Αλλά και το περιεχόµενο της ιστορίας, όπως µου µαρτύρησε ο πατέρας µου την ίδια µέρα κιόλας, ύστερα από αλλεπάλληλες ερωτήσεις, ήταν ιδιαίτερο και µάλλον προορίζονταν για µεγαλύτερους

Ο Busch µεταξύ 1860-1865 στο Μόναχο

1. Το 2016, κατά την διάρκεια έργων οδοποιίας κοντά στην αρχαία Καπιτωλία – στην σημερινή Ιορδανία - ήρθε στο φως μια υπέροχη τοιχογραφία 2000 ετών στα ελληνικά που παρουσιάζει σε εξέλιξη με πέντε «καρέ» τα διαφορετικά στάδια των εργασιών κατά το χτίσιμο της πόλης. Στο κέντρο της εικόνας βρίσκεται ο θεός Διόνυσος που απλώνει χείρα βοηθείας και δίνει κάποιες εντολές. Γύρω του βρίσκονται οι εργάτες που φαίνεται να δίνουν με την σειρά τους ευχές, οδηγίες, ή περιγράφουν την εργασία που κάνουν ή μόλις ολοκλήρωσαν με λεζάντες. Όπως ακριβώς λειτουργούσε το κείμενο στα μπαλονάκια στα πρώτα κόμιξ στα τέλη του 19ου αιώνα.

40


ών κόμιξ αναγνώστες. Παρόλα αυτά, νοµίζω πως τον ανάγκασα να µου το διαβάσει και να µεταφράσει στα ελληνικά αρκετά κοµµάτια και ύστερα χαρούµενος άφησα τους Max & Moritz στην βιβλιοθήκη για κάποια χρόνια, ώσπου έµαθα λίγα Γερµανικά. Έτσι ήρθε και η στιγµή που το διάβασα κανονικά - όχι µόνο τις εικόνες και διάσπαρτες λεξούλες – και κατάλαβα τι εννοούσε ο πατέρας µου. Ήταν µια ευχάριστη, εικονογραφηµένη ιστορία µε τις αταξίες δύο πονηρούληδων. Εκτός όµως από την τιµωρία τους, µάλλον είχε και κάποιο βαθύτερο είδος αλληγορίας και συµβολισµού που δεν µπορούσα να αγγίξω ακόµα. Το καταχώρησα λοιπόν ως ακόµα ένα ωραίο παραµύθι, τύπου Hans Christian Andersen ή Grimm Brüder (των αδελφών Γκριµ) και όντως δεν έπεσα µακριά, γιατί ήταν ένα σχετικά παλιό βιβλίο – του 1850 περίπου – έργο ενός Γερµανού

Κεφάλαιο Ι Εικόνες και γράμματα γίνονται ιστορίες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. 2

1) Το εξώφυλλο του Max & Moritz από την έκδοση του 1934 2) Σελίδα από το βιβλίο Max & Moritz – η πρώτη σκανδαλιά

καλλιτέχνη από το Ανόβερο που το είχε γράψει και εικονογραφήσει ο ίδιος. Τότε πρέπει να ξεκίνησα το γυµνάσιο και δεν ήµουν πλέον µικρός αλλά ούτε και µεγάλος, οπότε ο Max και ο Moritz – αυτοί οι δύο κατεργάρηδες – έµεναν υποµονετικά στην άκρη µέχρι να τους αναζητήσω ξανά. Αυτό έγινε κοντά στην αλλαγή χιλιετίας, όταν, όντας φοιτητής στη Γερµανία, το σπίτι µου στο Ανόβερο ήταν πολύ κοντά στο Georgenpalais –ένα τµήµα των βασιλικών εγκαταστάσεων που ήδη από τις αρχές του προηγούµενου αιώνα είχε µετατραπεί σε µουσείο προς τιµή του Wilhelm Busch. ∆εν ήταν δυνατόν να µην διαβάσω ξανά το Max & Moritz2– ιδιαίτερα τώρα που βρισκόµουν απέναντι από το σπίτι του δηµιουργού. Φαίνεται ότι ήµουν και στην κατάλληλη ηλικία, γιατί τα πρώτα µηνύµατα της ιστορίας έγιναν σαφή αλλά και οι διάσπαρτες πληροφορίες που έµαθα από τους ντόπιους φίλους και την επίσκεψη στο µουσείο για τον δηµιουργό, έκαναν το βιβλίο ακόµα πιο ενδιαφέρον και ελκυστικό. Τελικά οι Max & Moritz κατέβηκαν από τη βιβλιοθήκη και µε αναζήτησαν οι ίδιοι αυτή τη φορά. Ποιος ήταν όµως αυτός ο ιδιαίτερος Γερµανός του 19ου αιώνα, που είχε τέτοιες καλλιτεχνικές ανησυχίες ώστε να τον οδηγήσουν να γράψει ποιήµατα, άρθρα, οπερέτες, βιβλία, να ζωγραφίσει, να σκιτσάρει, να σατιρίσει, να µαλώσει σχεδόν µε την µισή άρχουσα τάξη και το κατεστηµένο της εποχής και τέλος να επηρεάσει σύγχρονους και µεταγενέστερους καλλιτέχνες και εκδότες σε τόσο σηµαντικό βαθµό, που να θεωρείται ως ο παππούς της 9ης τέχνης; Ο Wilhelm Busch (Βίλχελµ Μπούς) γεννήθηκε το 1832 και ήταν το πρώτο από εφτά παιδιά µιας οικογένειας Προτεσταντών που διατηρούσε ένα αγροτόσπιτο και ένα µαγαζάκι στο χωριό Wiedensahl (Βίντενζαλ), στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Ο πατέρας θεωρούσε πως η εκπαίδευση των παιδιών του ήταν πολύ σηµαντική για την ζωή τους και τα στήριξε όσο µπορούσε. Έτσι, ο Wilhelm έφυγε νωρίς από το σπίτι των γονιών, καθώς η ανατροφή του ανατέθηκε στον θείο του, Georg Kleine, που ήταν παππάς σε άλλη πόλη σχετικά κοντά στην οικογένεια. Ο θείος του µπορούσε να του προσφέρει πολύ καλύτερες συνθήκες µόρφωσης από αυτές της τοπικής κοινότητας, όπου περίπου εκατό παιδιά µοιραζόταν ένα µικρό πατάρι ως τάξη. Ο ανήσυχος νεαρός λάµβανε καθηµερινά µαθήµατα γραφής, ανάγνωσης, µουσικής, αριθµητικής και σε λίγο καιρό απέκτησε και ένα συµµαθητή µε τον οποίο έγιναν φίλοι – τον γιο του µυλωνά της περιοχής. Αυτός ο µύλος, λοιπόν, και οι ατελείωτες ώρες που περνούσε µε τον φίλο του ο δεκάχρονος Wilhelm, αποτέλεσαν κεντρικά στοιχεία της ιστορίας που έγραψε περίπου 20 χρόνια αργότερα, όταν σκαρφιζόταν τις σκανδαλιές του Max και του Moritz, επηρεασµένος προφανώς από τις παιδικές του εµπειρίες. Βέβαια τα σκίτσα και οι πρώτες του ιστορίες έγιναν σε ηλικία 15 ετών και ήταν και αυτές επηρεασµένες από τις ασχολίες του εκείνη την εποχή, στις οποίες είχαν προστεθεί και η ζωγραφική αλλά και η µελισσοκοµία –ένα από τα πολλά χόµπι του θείου του.3Ο τελευταίος πρέπει να αποτέλεσε για τον νεαρό καλλιτέχνη ένα είδος ινδάλµατος και προτύπου, καθώς, εκτός από παπάς, ήταν ένας ταλαντούχος εκπαιδευτικός και πολύ µερακλής άνθρωπος, που κατέγραφε αναλυτικά πολλές από τις δραστηριότητες του - όπως ένας σύγχρονος blogger.

3

4

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Wilhelm Busch µε παρότρυνση της οικογένειας του γράφτηκε στο πολυτεχνείο του Hannover (Ανοβέρου), στο τµήµα της µηχανολογίας, αλλά µε το πέρας των σπουδών ζήτησε από τους δικούς του να πάει στην σχολή καλών τεχνών του Düsseldorf (Ντίσελντορφ), πράγµα το οποίο έκανε σχεδόν αµέσως. Παρά την έντονη αρχική επιθυµία του, σε αυτή την πόλη δεν έµεινε για πολύ καιρό καθώς τα δίδακτρα και τα έξοδα ήταν µεγάλα, αλλά και ο ίδιος δεν φαινόταν ιδιαίτερα ικανοποιηµένος από την σχολή και την συνολική του παραµονή εκεί. Άλλαξε λοιπόν σχολή και πήγε στην Antwerpen Königlicher Kunstakademie (Βασιλική Ακαδηµία της Αµβέρσας), αρκετά χιλιόµετρα πιο µακριά, όµως και εδώ η παραµονή του ήταν µικρή και ελάχιστα θετική για τον ίδιο. Βλέποντας τις δουλείες µεγάλων Ολλανδών ζωγράφων της εποχής, απογοητεύτηκε από το δικό του επίπεδο και περιέπεσε σε ένας είδος εσωστρέφειας και απογοήτευσης, που επιβαρύνθηκε ακόµα περισσότερο όταν ο Busch νόσησε από τυφοειδή πυρετό. Έτσι, φανερά καταβεβληµένος και εξασθενηµένος, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη και να µετακοµίσει µαζί µε τον θείο του.4 Όµως αυτή η στενάχωρη περίοδος είχε και κάτι ωραίο να δώσει στο τέλος. To 1854, καθώς δεν µπορούσε να κινηθεί και ήταν αναγκασµένος να περνά την περισσότερη µέρα στο κρεβάτι ή στο εσωτερικό του σπιτιού, o Busch άρχισε να γράφει και να σκιτσάρει αναζητώντας µια διέξοδο, αλλά και για να γεµίζει δηµιουργικά τις µέρες του. Παράλληλα ξεκίνησε να καταγράφει αναλυτικές πληροφορίες για τα τοπικά ήθη και έθιµα – ένα είδος σύγχρονης λαογραφίας που δεν εκδόθηκε παρά µόνο αρκετά χρόνια µετά τον θάνατό του, αν και ο ίδιος το είχε προσπαθήσει αρκετά σε όλη του τη ζωή.

2. Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου είναι «Max und Moritz – Eine Bubengeschichte in sieben Streichen» - σε ελεύθερη μετάφραση «Μαξ και Μόριτζ – Μια ιστορία σκανδαλιάρηδων σε εφτά φάρσες». 3.Τουλάχιστον δυο εικονογραφημένα του Busch έχουν άμεση σχέση με τις μέλισσες και τη μελισσοκομία – καθώς και αρκετά σκίτσα και μονοσέλιδες ιστορίες που είτε περιγράφουν την ζωή των μελισσών, είτε είναι γεμάτες μεταφορές και αλληγορίες σαφέστατα επηρεασμένες από αυτή.

41


Κάπου δυο χρόνια αργότερα, όταν είχε καρδαµώσει και του ξανάρθε η όρεξη, µετακόµισε στο Μόναχο και αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στην τοπική σχολή καλών τεχνών. Η σχέση µε την οικογένεια του είχε ήδη διαρραγεί στο παρελθόν, προφανώς από τον χαρακτήρα του Wilhelm και τις απανωτές αλλαγές στην καριέρα του, αλλά φαίνεται πως η απόφαση του να φύγει για το Μόναχο έφερε την οριστική ρήξη. Επίσης, εκεί ο Busch ξεκινάει µια σοβαρή σχέση µε την κόρη ενός µπακάλη, η οποία όµως ναυαγεί πολύ γρήγορα καθώς ο πατέρας της κοπέλας δεν θέλει να δώσει την κόρη του σε έναν άσηµο γελοιογράφο. Οι ερωτικές απογοητεύσεις και η αδυναµία του να κρατήσει µια καλή σχέση ακόµα και µε φίλους ή την οικογένειά του είναι κάτι που θα χαράξει ανεξίτηλα τον ψυχισµό του Busch και θα επηρεάσει εµφανώς την τέχνη του. ∆υστυχώς, και αυτή η πόλη έµοιαζε «καταραµένη» για τον Wilhelm, αφού µετά από τέσσερα περίπου χρόνια άσκοπης περιπλάνησης και µικρά διαλείµµατα επίσκεψης στον θείο του, είχε απογοητευτεί τόσο πολύ που σκεφτόταν να εγκαταλείψει την Ευρώπη και να εγκατασταθεί στην Βραζιλία για να γίνει µελισσοκόµος. Σταδιακά ο Busch ανέπτυξε µια έντονη και µόνιµη απέχθεια στο διδακτισµό και ιδιαίτερα απέναντι σε εκείνους τους δασκάλους που µάταια προσπαθούσαν να τον εξαναγκάσουν σε κάποιο προκαθορισµένο στυλ, τεχνοτροπία ή θέµατα δουλειάς. Αυτό είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρο κατά την πολυτάραχη διάρκεια των σπουδών του αλλά και αργότερα, όταν µέσω αυτής της απέχθειας και των πειραµατισµών αναπτύσσει τον δικό του, ξεκάθαρο τρόπο σκέψης και έκφρασης – και όχι µόνο στη ζωγραφική και το σχέδιο.

Σελίδα από το περιοδικό Munchener Bilderbogen

Ευτυχώς όµως, το 1860, µια επίσκεψη του στην Ένωση Καλλιτεχνών «Jung München» του άλλαξε την ζωή, µαζί και τη τέχνη του. Οι γνωριµίες µε τους κατάλληλους καλλιτέχνες, που κατάφεραν να αναγνωρίσουν το ταλέντο του αλλά και να τον «δαµάσουν», του παρείχαν σύντοµα µια σταθερή θέση εργασίας και το πολυπόθητο εισόδηµα που του επέτρεπε να ζήσει άνετα. Ο Wilhelm ξεκίνησε να γράφει και να σκιτσάρει µικρές ιστορίες για την εφηµερίδα της Ένωσης και κατάφερε να εδραιωθεί τόσο καλά, που ήδη το 1861 αποτέλεσε µέλος µιας ακόµα περίφηµης οµάδας καλλιτεχνών, κυρίως ζωγράφων, που βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή του Μονάχου, την Kunstlergesellscha¦ Allotria. Ήταν εκεί που ο Kaspar Braun (Κάσπαρ Μπράουν) – ζωγράφος, συγγραφέας, χαράκτης και εκδότης των σηµαντικότατων σατυρικών περιοδικών Fliegender Blatter και Münchener Bilderbogen –5 γνώρισε και πρόσφερε άλλη µια µοναδική ευκαιρία στον Busch. Έτσι, ο ανήσυχος καλλιτέχνης ξεκινάει να σχεδιάζει τακτικά και για τα δύο διάσηµα περιοδικά ως εξωτερικός συνεργάτης και η δουλειά του γίνεται σταδιακά γνωστή σε όλη την Ευρώπη, µε αποτέλεσµα µέσα σε περίπου τέσσερα χρόνια να έχουν δηµοσιευτεί πάνω από εκατό δουλειές του.

Το σηµαντικό είναι πως οι δικές του ιστορίες ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες γελοιογραφίες και σκίτσα της εποχής, χάρη στα διαφορετικά και πολυποίκιλα καρέ που έχουν κίνηση, την λιγότερη λεπτοµέρεια στο σχέδιο, το παιχνίδι που κάνει µε την προοπτική, την συνέχεια στην εξέλιξη της ιστορίας και τον ξεχωριστό ρόλο που δίνει ο δηµιουργός στους πρωταγωνιστές και κοµπάρσους. Μέχρι τότε, οι σατιρικές εικονογραφήσεις περιορίζονταν σε µεµονωµένα σκίτσα και γελοιογραφίες βασιλέων και άλλων ευγενών, καθώς και κάποια σποραδικά τευχάκια ερωτικού περιεχοµένου, οπότε δεν µπορούµε να µιλήσουµε ακόµα για κόµιξ. Στο κοινό είναι βέβαια ήδη γνωστές, από προηγούµενες δεκαετίες, οι γελοιογραφίες µε τον Ναπολέοντα που παρουσιάζεται συχνά ως κοντοπίθαρο τέρας που θα κατασπάραζε την Ευρώπη, µε την Βασίλισσα Βικτωρία και τα κατορθώµατα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την αυστηρότητα των Πρώσων αξιωµατούχων, αλλά και την δύσκολη και βίαιη καθηµερινότητα των απλών ανθρώπων. Όλα τα παραπάνω δίνουν στο Busch µια βάση για να πατήσει, αλλά οι τεχνικές και οι ιδέες του, µπορούµε να πούµε πως αποτελούν έναυσµα για κάτι πρωτοποριακό στον χώρο.

Σελίδα από το βιβλίο Max & Moritz – η φάρσα µε το µπαρούτι στην πίπα

5

42

5. Τα περιοδικά Fliegender Blatter (1840-1945) και Munchener Bilderbogen (1845-1900) ήταν από τα μακροβιότερα και σημαντικότερα ευρωπαϊκά σατιρικά περιοδικά και αποτελούν ένα πρόγονο των σύγχρονων περιοδικών κόμιξ. Η κυκλοφορία τους ήταν τα περισσότερα χρόνια κάθε δύο εβδομάδες. Άλλα γνωστά σατυρικά περιοδικά της εποχής είναι το γαλλικό Charivari, το αυστριακό Der Humorist, το αγγλικό Punch και το βερολινέζικο Kladerradatsch. Ο γερμανόφωνος χώρος παραμένει για πολλά χρόνια όμως πρωτοπόρος με πάνω από δεκαπέντε περιοδικά του είδους. Ο υπόλοιπος χώρος περιορίζονται συνήθως σε ένα μόνο περιοδικό, που είναι κυρίως αντιμοναρχικού προσανατολισμού.


Το τέλος από τον «Βιρτουόζο»

Σελίδα από το βιβλίο Bilderpossen

Επίσης η γλώσσα που χρησιµοποιεί στα περισσότερα έργα του (ποιήµατα και εικονογραφηµένα) είναι απλή και τρέχει σαν ποταµάκι, πολλές φορές µε οµοιοκαταληξία, έµµετρο λόγο, λογοπαίγνια, λεξιπλασίες, γνωµικά και στιχάκια, κάνοντας έτσι τις ιστορίες του πολύ ευχάριστες για ένα ευρύτερο κοινό. Είναι πολύ δηµιουργικός, χιουµοριστικός, σατιρικός, καυστικός, χρησιµοποιεί µαύρο χιούµορ, αγγίζει την καρδιά του κόσµου µε την απλότητα του και τέλος εντυπωσιάζει τους αναγνώστες µε τα θέµατα που επιλέγει. Εδώ πρέπει να γίνει µια ιδιαίτερη αναφορά στη δυσκολία αναπαραγωγής εικόνων εκείνη την εποχή, καθώς όλες απαιτούσαν να γίνει η διαδικασία της χάραξης και µεταφοράς σε άλλο µέσο πριν την εκτύπωση. Αυτό, όπως είναι κατανοητό, δυσκόλευε και αύξανε το κόστος παραγωγής σε τέτοιο βαθµό που καθιστούσε την χρήση των εικόνων περιορισµένη εξ αρχής. Ο Busch – υπό την αιγίδα του Braun - µεταξύ άλλων απλούστευσε το σχέδιο του και ξεκίνησε έναν διαφορετικό πιο απλό τρόπο χάραξης µε ξυλογραφία, αντικαθιστώντας τη δεδοµένη ώς τότε χρονοβόρα και ακριβή διαδικασία (όπως λιθογραφία, χαλκογραφία κ.α). Έτσι ο καλλιτέχνης είχε ακόµα περισσότερο χρόνο στη διάθεση του να σκαρφίζεται νέες ιστορίες ή να καλοπερνάει στις αµέτρητες µπυραρίες της πόλης… ∆εν άργησε βέβαια να έρθει και η στιγµή που ο Busch ένιωσε «περιορισµένος» από τον εκδότη του και αναζήτησε διέξοδο στον µικρό εκδοτικού οίκο του πατέρα ενός φίλου του και ζωγράφου, του Richter. Προς µεγάλη του απογοήτευση, όµως, στον νέο εκδοτικό ασχολούνται κυρίως µε θρησκευτικά βιβλία και κάποια παιδικά εικονογραφηµένα, οπότε συνέχισε να δουλεύει ως εξωτερικός συνεργάτης για τα προαναφερθέντα περιοδικά και δοκίµασε περαιτέρω την τύχη του γράφοντας τρεις ωραίες οπερέτες. Οι παραγωγές ολοκληρώθηκαν από τον Krempelsetzer αφού ενορχηστρωθήκαν και ήταν αρκετά επιτυχηµένες στην εποχή τους. Εµφανίστηκαν στη σκηνή για µερικά χρόνια, αλλά καθώς ο Busch είχε θέµατα µε την εκµετάλλευση και εκτέλεση των έργων, κάποια στιγµή ήρθε σε ρήξη µε τους συντελεστές και αργότερα έπαψε να ασχολείται ολοσχερώς µε αυτά. 6 Στο συγγραφικό κοµµάτι, βέβαια, η πρώτη του προσπάθεια να εκδώσει τα Bilderpossen (Μπίλντερποσεν) - µικρές µονοσέλιδες και δισέλιδες εικονογραφηµένες ιστορίες - στον συντηρητικό εκδοτικό του Richter αποτυγχάνει οικτρά. Έτσι, ο - µεταξύ άλλων - ροµαντικός Busch προσφέρει στον απογοητευµένο εκδότη του ως αποζηµίωση το χειρόγραφο σενάριο του Max & Moritz, εγκαταλείποντας κάθε δική του µελλοντική απολαβή. Το αστείο είναι πως ο Richter θεωρεί ότι και αυτό το βιβλίο θα αποτύχει και το απορρίπτει, µε αποτέλεσµα να φτάσει στα χέρια του Braun που το αγοράζει για περίπου 1000 Gulden, κάτι που προς στιγµήν χαροποιεί ιδιαίτερα τον Wilhelm Busch.7 Όπως θα γίνει γρήγορα αντιληπτό, ο Braun µόλις έκανε την καλύτερη αγορά της ζωής του και την καλύτερη επένδυση για τον εκδοτικό του, καθώς ήδη µετά την δεύτερη έκδοση του βιβλίου, το 1865, οι πωλήσεις του Max & Moritz εκτοξεύονται. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε και πεθαίνει ο Busch, έχουν κυκλοφορήσει συνολικά άλλες 58 εκδόσεις και το βιβλίο έχει µεταφραστεί σε πάνω από 300 γλώσσες και διαλέκτους. Από την άλλη, ο Wilhelm Busch δεν θα µπορούσε ποτέ να φανταστεί πόσους ανθρώπους - ιδιαίτερα καλλιτέχνες - επηρέασε µε αυτό και πόσο σηµαντικό αποδείχθηκε τελικά το παραπάνω βιβλίο για την τέχνη συνολικά.

Το Max & Moritz και τα Bilderpossen ουσιαστικά σηµατοδοτούν την αρχή της πιο δηµιουργικής περιόδου της ζωής του Busch. Αυτές οι δύο δουλειές του ανήσυχου Γερµανού επηρεάζουν µεγάλους καλλιτέχνες, παραγωγούς και εκδότες, όπως οι Picasso, Disney, Barks, Pullitzer, Randolf Hearst, Eisner, Dirks, Hergé, Uderzo, Monty Pythons, Kurtzman και πολλούς ακόµα. Αυτά τα δύο τεύχη µπορούµε να πούµε µε σιγουριά πως είναι εκείνα ακριβώς τα συστατικά που έκαναν το ζωµό να δέσει και του έδωσαν κάτι µαγικό! Το 1865 υπάρχει ακόµα µία πρωτοποριακή δουλειά του Busch που πρέπει να αναφερθεί σε αυτό το σηµείο - «Der Virtuos». Η εικονογραφηµένη ιστορία αφορά ένα «Βιρτουόζο» πιανίστα που δίνει µια πριβέ συναυλία και η εξέλιξη της γίνεται µε «µουσικούς» - χιουµοριστικούς όρους. Ιδιαίτερη έµφαση δίνεται από τον καλλιτέχνη στην κινησιολογία του πιανίστα πρωταγωνιστή και τις φάσεις του κονσέρτου. Λόγω µικρού µεγέθους του έργου και προσωπικής επιλογής του Braun όµως, η ιστορία κυκλοφορεί στο Fliegenden Blätter και δεν εκδίδεται ως βιβλίο όπως το Max & Moritz και τα Bilderpossen. Σταδιακά ένας αέρας αµφισβήτησης και ελευθερίας αρχίζει να φυσά στην Ευρώπη, πειράµατα και αλχηµείες ξεκινούν, νέες τεχνικές και στυλ µπαίνουν στα τυπογραφεία, το χρώµα απλώνεται οµαλά παντού, ιδέες και απόψεις ταξιδεύουν µε ατµόπλοια από και προς το Νέο Κόσµο, ο απλός λαός ψυχαγωγείται µε νέα µέσα. Είναι Νοέµβριος του 1865 και τα σύγχρονα κόµιξ δεν θα αργήσουνε πολύ ακόµα. 6. Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερις ξεχωριστές ιστορίες - Katze und Maus, Hänsel und Gretel, Krischan mit der Piepe und Der Eispeter – και ουσιαστικά είναι το πρώτο εικονογραφημένο του Busch που εκδόθηκε. 7. Μην φανταστείτε κάποιο αμύθητο ποσό, αλλά περίπου το μισθό δύο ετών ενός εργάτη στην Ολλανδία το 1860.

43


Συνηθιζω... της Ίριδας Μούζου

44




Του No Budget Epics

47


Palestine

48

του Θανάση Καραµπάλιου


49


STEFANO συνέντευξη στον Γιάννη Ιατρού

«Το ένα που από του κι α

Για όσ διαβά Μάου είναι βλέπο κοινά να βρ χώρο αέρα Τέτοια Stefan νέας συνερ χρόνι ναυαρ στη γε 50


O ZANCHI:

ο σχέδιο είναι ας τρόπος επικοινωνίας υ ενώνει τους πάντες, ό όποιο µέρος υ κόσµου αν έρχονται»

σους μεγαλώσαμε άζοντας τις ιστορίες του Μίκυ υς και του Ντόναλντ Ντακ, παραπάνω από ευχάριστο να ουμε παιδιά της γενιάς μας, με ά ερεθίσματα και παραστάσεις, ρίσκουν το δρόμο τους στο και να φέρνουν έναν νέο στις κλασικές, αυτές, ιστορίες. α είναι και η περίπτωση του no Zanchi, του κορυφαίου της γενιάς καλλιτεχνών που ργάζονται, τα τελευταία ια, με το περιοδικό Topolino, τη ρχίδα των εκδόσεων Disney γειτονική Ιταλία.

Ο Stefano Zanchi (6/10/1990) γεννήθηκε και µεγάλωσε στην ιταλική επαρχιακή πόλη της Imperia. Από µικρός είχε πάθος για τα κόµικς και το σχέδιο, αποφάσισε όµως να το κάνει επάγγελµα τα τελευταία χρόνια του Λυκείου, κατόπιν µίας µοιραίας συνάντησης µε έναν σχεδιαστή κόµικς των εκδόσεων Bonelli. Έτσι, γράφεται στη Σχολή Κόµικς του Torino, όπου συναντάει, λίγο καιρό αργότερα, έναν από τους κορυφαίους δηµιουργούς Disney της εποχής µας στην Ιταλία, τον Paolo Mottura. ∆ε χρειάστηκε πολύς καιρός για να ξεκινήσει να δηµοσιεύει µονοσέλιδες ιστορίες στο περιοδικό Topolino. Τον Stefano Zanchi τον «γνώρισα» µέσα από τις σελίδες του περιοδικού το 2013, όταν δηµοσιεύτηκε η πρώτη πολυσέλιδη ιστορία του µε τίτλο «Το Κάστρο των Μυστικών» (Paperinik e il castello dei segreti). Στο ενδιάµεσο των δύο επεισοδίων της ιστορίας, φιλοξενούνταν η συνέντευξη του 22χρονου, τότε, σχεδιαστή, του «νεότερου συνεργάτη του περιοδικού»! Παρά τη νεαρή του ηλικία, το σχέδιό του δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από αυτό των µεγαλύτερων δηµιουργών – αντίθετα, είχε µία αιφνιδιαστική ωριµότητα, έναν προσωπικό αέρα, σαφώς επηρεασµένο στην εύπλαστη µορφή των φιγούρων από τον µέντορά του, το Mottura. Από τότε, πιστεύω ακράδαντα πως ο Stefano θα ηγηθεί της νέας γενιάς και θα χαρίσει µεγάλες συγκινήσεις στους αναγνώστες. Η σχέση του Zanchi µε το ελληνόφωνο κοινό του χαρακτηρίζεται από µερικές ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες. Κατ’ αρχάς, καµία ιστορία του δεν είχε δηµοσιευτεί την «περίοδο Τερζόπουλου», δηλαδή πριν το 2014. Η πρώτη που δηµοσιεύεται στα ελληνικά είναι «Το τελευταίο κοµµάτι του παζλ» το 2014, ενώ µέχρι σήµερα έχουν δηµοσιευτεί µόλις 14. Με αυτήν τη µικρή παρουσία στις ελληνικές εκδόσεις, αναµενόµενο είναι να µην έχει δηµιουργηθεί κάποιο φαν κλαµπ του δηµιουργού στην Ελλάδα. Αυτό δε µε αποθάρρυνε το 2018 να τον προτείνω στη διοργάνωση του κυπριακού EyeKon σαν επίσηµο καλεσµένο της διοργάνωσης, όπερ και εγένετο. Μάλιστα, η παρουσία του εκεί λειτούργησε ως προποµπός της επίσκεψής του στο Comicdom Con 2019, κάτι που µε εξέπληξε ευχάριστα, καθώς επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη ντισνεϋκού δηµιουργού στην 14χρονη πλέον διοργάνωση. Αν και δεν κατάφερα να συναντηθώ µε τον 29χρονο Stefano σε κυπριακό ή ελληνικό έδαφος, δε θα µπορούσα να είµαι πιο ευτυχής, βλέποντας την έµπρακτη στήριξή µου στη γενιά αυτή να βρίσκει ανταπόκριση. Τελικά, βρεθήκαµε σε ιταλικό έδαφος το Μάιο του 2019 στο Comic Con της Νάπολης, όπου και είχαµε την ευκαιρία να πραγµατοποιήσουµε µία χαλαρή συζήτηση...

51


Σίγουρα Πώς βλέπεις την «ψηφιακή µετεξέλιξη» του υπάρχουν Μέσου; δυσκολίες. ήδη πολλοί που δουλεύουν ψηφιακά. Όµως, κατά Κατ’ αρχάς, τα Υπάρχουν τη γνώµη µου, θα πρόκειται πάντα για µία ιδιόµορφη συνύπαρξη. Το χαρτί πάντα θα αρέσει. Η αίσθηση του να νέα παιδιά πιάνεις το κόµικ στα χέρια σου, να περιπλανιέσαι στα ράφια κουράζονται να των κοµιξάδικων, δεν µπορεί να αντικατασταθεί. διαβάζουν. Προτιµούν τα Βλέπουµε αρκετούς νέους σχεδιαστές κόµικς να κινητά, τα iPad, κάνουν την εµφάνισή τους, µε πολλές προοπτικές. Συµβαίνει το ίδιο µε τους τα συγγραφείς σεναρίων; Υπάρχει, µε λίγα λόγια, µια ικανή και... πλήρης νέα γενιά να συνεχίσει βιντεοπαιχνίδια,επάξια την παράδοση των παλαιότερων, αλλά δε διαβάζουν και να δώσει το δικό της ξεχωριστό στίγµα; όσο κάποτε.

Είσαι ένας από τους νεότερους, αν όχι ο νεότερος, συνεργάτης του περιοδικού Topolino. Πώς ξεκίνησε αυτή η όµορφη περιπέτεια;

Στο σύντοµο παρελθόν, υπήρξα ο νεότερος συνεργάτης. Πλέον όµως έχουν προστεθεί τρεις ακόµα, νεότεροι από εµένα. Τώρα, για να απαντήσω στην ερώτησή σου: πάντοτε είχα πάθος για το σχέδιο. Από µικρός σχεδίαζα, δεν πήγα όµως σε καλλιτεχνικό σχολείο, αλλά ακολούθησα τη θετική κατεύθυνση. Πολλά µαθηµατικά. Όµως, την προτελευταία χρονιά του Λυκείου γνώρισα στην Imperia, την πόλη µου, έναν δάσκαλο κόµικς, ο οποίος δούλευε για το Tex, στον Bonelli. Η γνωριµία µαζί του ήταν µία µαγική στιγµή, που µου έδειξε το δρόµο µου. Τα δύο τελευταία χρόνια στο σχολείο ήταν µια µεγάλη αναζήτηση προς το πάθος µου. Έτσι, όταν τελείωσα, γράφτηκα σε µια σχολή κόµικς στο Torino. Αυτή ήταν η αρχική µου προσέγγιση στο κόµικ. Αργότερα, γνώρισα τον Paolo Mottura, ο οποίος ήταν ήδη σχεδιαστής του Topolino. Για ένα χρόνο κάναµε πολλή εξάσκηση, µέχρι που, τελικά, µε δέχτηκαν στο περιοδικό.

Η δική σου γενιά καλλιτεχνών ξεκίνησε την καριέρα της σε µία περίοδο όπου η κρίση του Τύπου ήταν ήδη βαθιά. Πώς το αντιµετωπίζετε;

Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες. Κατ’ αρχάς, τα νέα παιδιά κουράζονται να διαβάζουν. Προτιµούν τα κινητά, τα iPad, τα βιντεοπαιχνίδια, δε διαβάζουν όσο κάποτε. Όµως πιστεύω βαθιά πως µε κάποιον τρόπο αυτή η κατάσταση θα ανατραπεί. Το σίγουρο είναι ότι τα κόµικς δε θα εξαφανιστούν ποτέ. Θα εξελιχθούν, ίσως, σε κάτι διαφορετικό. Εµείς, οι νέοι δηµιουργοί του Topolino, θα εργαζόµαστε πάντοτε στο µάξιµουµ, για να παρέχουµε την καλύτερη δυνατή ποιότητα και να προσελκύουµε όσα περισσότερα παιδιά, νέους αναγνώστες, να µας διαβάζουν. Υπάρχουν αρκετές αφορµές για να ξεκινήσει κανείς να διαβάζει: οι εκθέσεις κόµικς, τα εργαστήρια σχεδίου... Ελπίζουµε αυτή η κρίση να ξεπεραστεί, µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

52

Ας πούµε πως εγώ, ο Nico Piccone, ο Emmanuele Bacineli, η Renata Castelani, που είµαστε οι πιο νέοι αυτή τη στιγµή, έχουµε κι εµείς χρέος να εξερευνήσουµε το ντισνεϋκό σύµπαν µε νέες ιδέες, νέα ερεθίσµατα. ∆εν είµαστε πολλοί, αλλά πιστεύω ότι σύντοµα αυτή η νέα και νεαρή δηµιουργική οµάδα θα επανδρωθεί από ακόµα πιο νέα παιδιά µε όρεξη να διαµορφώσουν αυτήν τη νέα γενιά που περιγράφεις. Πράγµατι, εµείς οι νεότεροι έχουµε την ευθύνη να φέρουµε στα κόµικς κάτι καινούργιο. Μιας και ρώτησες, όµως, για τους συγγραφείς: πιστεύω ότι υπάρχουν νέοι, καλοί σεναριογράφοι, δεν τους γνωρίζω όµως προσωπικά. Γενικά, όµως, υπάρχουν πολλές ιδέες και νέες δηµιουργικές προτάσεις, τις οποίες όµως δε γνωρίζω – αυτά τα αποφασίζει η σύνταξη. Ελπίζω να τα δούµε σύντοµα στο µέλλον.

Εσύ έχεις βλέψεις να γράψεις τις δικές σου ιστορίες; Φυσικά. ∆εν το έχω κάνει ακόµα, γιατί επικεντρώνοµαι ακόµα στο σχέδιο. Όταν αισθανθώ πως έχω φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο, σα σχεδιαστής, θα έχω το περιθώριο να αφιερώσω χρόνο για να γράψω κάτι που θα έχει ελπίδες να γίνει αποδεκτό.


το Topolino, θα εκτιναχθεί. Και θα εκτιναχθεί γιατί υπάρχουν πολλέσ νέεσ ιδέεσ, πολλά νέα ΠΡΟΤΖΕΚΤ...

Ποιοι είναι οι µέντορές σου;

Προφανώς, ο Paolo Mottura. Είναι ο άνθρωπος που µε έφερε σε αυτόν τον κόσµο. Επίσης, ο Andrea Freccero, ο Giorgio Cavazzano, ο Stefano Intini, ο Stefano Turconi, είναι οι άνθρωποι που επηρέασαν βαθύτατα την αντίληψή µου για το σχέδιο, ακόµα κι αν πολλούς από αυτούς δεν τους γνωρίζω προσωπικά. Εκτός Disney, θα έλεγα τους John Romita JR., Capullo, Alex Ross, είναι ονόµατα που σε εµπνέουν. Έχουν κάτι το ιδιαίτερο, και αυτό το «κάτι» προσπαθώ, όπως κάνουν και οι υπόλοιποι δηµιουργοί µε τα ερεθίσµατά τους, να το µεταφέρω στις ιστορίες µου µε τους χαρακτήρες του Disney.

Κανείς δε θα διαφωνήσει, βλέπουµε όµως το επιτελείο να στρέφεται περισσότερο σε µεµονωµένες –επιτυχηµένες, αναµφίβολα – καινοτόµες ιδέες, και να µη ρισκάρει µε κάτι πιο µεγαλεπήβολο και οργανωµένο, όπως ήταν στο παρελθόν το PK.

Κάτι σαν το PK θα εµφανιστεί ξανά, είµαι σίγουρος. Και θα εµφανιστεί γιατί τα παιδιά ζητάνε πάντα καινούργια πράγµατα. Αυτή είναι, βέβαια, η προσωπική µου ανάγνωση, καθώς, όπως προείπα, δε γνωρίζω τι ζυµώσεις γίνονται στη σύνταξη, τι στρατηγικές συζητούνται. Το µόνο που ξέρω είναι πως, από ιδέες, δεν πάµε πίσω, και θα δούµε σύντοµα κάτι ωραίο.

Άλλα µελλοντικά σχέδια; Το επόµενο διάστηµα θα δηµοσιευτεί στο Topolino µια ιστορία σε 3 µέρη, µε πρωταγωνιστή τον DoubleDuck. Και τα 3 θα είναι σχεδιασµένα από εµένα.

Πώς βλέπεις το µέλλον του Topolino; Είναι µια δύσκολη ερώτηση. Είπαµε πως τα παιδιά διαβάζουν όλο και λιγότερο. Κατά τη γνώµη µου, και το λέω από καρδιάς, το Topolino, τα επόµενα χρόνια, θα εκτιναχθεί. Και θα εκτιναχθεί γιατί υπάρχουν πολλές νέες ιδέες, πολλά νέα πρότζεκτ, θα γίνει µία δηµιουργική έκρηξη – τουλάχιστον, έτσι ελπίζω. Φυσικά, όπως καθετί, για να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να εξελίσσεται. Το σχεδιαστικό στιλ, για παράδειγµα, πρέπει να εκµοντερνίζεται συνεχώς, διατηρώντας, παράλληλα, την «ντισνεϋκή κλασικότητά» του. Πρέπει να υπάρχει µια ισορροπία, διαφορετικά διατρέχεις τον κίνδυνο να αλλάξεις ριζικά τους ήρωες και το ύφος των ιστοριών. Ήδη, πιστεύω, το έµψυχο δυναµικό του περιοδικού ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής. ∆εν είναι τυχαίο που το πάντρεµα του κλασικού µε το καινούργιο, όπως στις διασκευές των κλασικών µυθιστορηµάτων, όπως το Moby Dick, που κάνουν µε επιτυχία ο Mottura και ο Celoni, προκάλεσαν µεγάλη αίσθηση – σε όλο το ηλικιακό φάσµα.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς σου φάνηκε η πρόσφατη επίσκεψή σου στην Ελλάδα, στα πλαίσια του Comicdom Con Athens 2019.

Ήταν µία µεγάλη τιµή να δεχτώ πρόσκληση από µία εκδήλωση σε µια άλλη χώρα. Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, εµείς δουλεύουµε µόνοι µας, στο γραφείο µας. Όταν βλέπουµε, λοιπόν, την ανταπόκριση του κόσµου στη δουλειά µας, ειδικά σε µια άλλη χώρα, δεν µπορείς παρά να αισθανθείς πλήρης. Οι καλύτερες στιγµές ήταν όταν σχεδίαζα για τον κόσµο. Πρόκειται για µία µαγική διαδικασία – ακόµα κι αν δεν µπορείς να επικοινωνήσεις, αφού µιλάτε διαφορετική γλώσσα, το σχέδιο είναι ένας τρόπος επικοινωνίας που ενώνει τους πάντες, από όποιο µέρος του κόσµου κι αν έρχονται.

53


nostalgeek

54

του Κωνσταντίνου Κάτσου


55


56


Η Απόδραση του Γαβριήλ Τοµπαλίδη

57


58


59


DISNEY CORNER

Ένα τριήμερο με τον

Σ

τις 10-12 Μαΐου 2019, οι κάτοικοι της όµορφης Θεσσαλονίκης είχαν την ευκαιρία να δουν τον µεγάλο Don Rosa από κοντά, και να τον απολαύσουν όσο υπέγραφε τα κόµικς που του έφερνε ο κόσµος. Ήταν καλεσµένος από την έκθεση The Comic Con, η οποία για 5η συνεχή χρονιά στέφθηκε µε επιτυχία. Οι διοργανωτές της έκθεσης κάθε χρόνο φροντίζουν να υπάρχει εκπροσώπηση από τον χώρο του ντισνεϋκού κόµικς, όµως αυτή τη φορά ξεπέρασαν τον εαυτό τους, αφού έφεραν τον κατά πολλούς, σηµαντικότερο εν ζωή δηµιουργό Disney. Αν και ο ίδιος, δεν θεωρεί τον εαυτό του «σχεδιαστή Disney», µιας και δεν είναι η Disney αυτή που δηµιουργεί τις ιστορίες, αλλά ανεξάρτητοι δηµιουργοί που δουλεύουν για εκδότες που έχουν εξασφαλίσει το συµβόλαιο από την Disney. Μία άποψη που φρόντισε να εκφράσει ουκ ολίγες φορές σε όλη τη διάρκεια της έκθεσης. Ας πάρουµε όµως τα πράγµατα από την αρχή. Κατ’ αρχάς ας αναφέρουµε κάτι σηµαντικό που δεν έχει ειπωθεί όσο θα άρµοζε. Η διοργάνωση του The Comic Con, παραδοσιακά γίνεται την άνοιξη, αρχές Μαΐου, κάτι που λειτουργούσε όµως πάντα αποτρεπτικά στο να καλέσουν τον Rosa, επειδή είναι η µοναδική περίοδος του χρόνου που προτιµάει να µην ταξιδεύει.

Του Γιώργου Ζωιτά

Είναι η εποχή τέτοια που το σπίτι του στο Κεντάκι, έχει πολλές δουλειές που είναι πολύς αλλά ταυτόχρονα είναι ενθουσιώδης, πρέπει να γίνουν στον κήπο του, τις ζεστός και εγκάρδιος, και θέλει να ξοδέψει χρόνο οποίες δεν θέλει να αφήσει για τη µαζί του και να βγει φωτογραφία. Όχι πως είµαστε γυναίκα του. Είναι επίσης η µόνη µοναδικοί και δεν υπάρχουν αληθινοί θαυµαστές σε εποχή που ο κήπος του είναι «το άλλες χώρες, όµως όπως αναφέρει και ο ίδιος, οι πιο όµορφο µέρος του κόσµου, θαυµαστές από χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία ακόµα και από την Ελλάδα» όπως είναι ιδιαίτεροι. Εδώ έρχεται και το καλό σηµείο, µιας µου είχε αναφέρει σε επικοινωνία και ο Rosa σε τέτοιες περιπτώσεις, προτιµάει να δίνει µας παλαιότερα. Τις προηγούµενες χρόνο στους θαυµαστές του. Αν οι διοργανωτές του χρονιές νοµίζω πως µπορούσα να έλεγαν «δίνε απλά µία υπογραφή χωρίς πολλά διακρίνω ότι ήθελαν να τον πολλά και διώχτους να προχωράει η ουρά», θα το καλέσουν, όµως έχοντας υπ’ όψιν µου έκανε. Ο ίδιος όµως προτιµάει να το αποφεύγει, τα παραπάνω, θεωρούσα ότι θα είναι επειδή οι θαυµαστές του, είναι ο λόγος για τον πολύ δύσκολο. Και µπορεί όντως να οποίον υπάρχει. Τους θεωρεί ως ό,τι ήταν δύσκολο, αλλά τελικά τον είδαµε τη πολυτιµότερο γι’ αυτόν, εποµένως τους συγκεκριµένη περίοδο, κάτι που µε έκανε φέρεται αναλόγως. να ξαφνιαστώ διπλά, µε την πολύ καλή έννοια. Όλα καλά ως εδώ, όµως τώρα ξεκινούσε το δύσκολο κοµµάτι. Κρίνοντας από τις προηγούµενες φορές που είχε έρθει στην Ελλάδα, οι διοργανωτές προφανώς γνώριζαν πως θα υπάρχει λαοθάλασσα. Για να Αυτός είναι και ο αποφύγουν τον συνωστισµό αλλά και για να λόγος που όλοι όσοι πέρασαν εξυπηρετήσουν καλύτερα τον κόσµο, από τον πάγκο του, είχαν την ευκαιρία να χρησιµοποίησαν ένα σύστηµα όπου πήγαινες κάτσουν στην ειδική καρέκλα που τους περίµενε, στη γραµµατεία, έδινες το τηλέφωνό σου και να πούνε δυο λόγια, να τον ρωτήσουν µία σε ειδοποιούσαν µε µήνυµα όταν ερχόταν η πληροφορία για κάποια ιστορία του, και φυσικά ώρα. Φυσικά δεν έλειψαν και κάποια µικρά να βγουν φωτογραφία µαζί του. Αυτά είναι απρόοπτα, όµως νοµίζω πως τελικά όλα πράγµατα που αν έλειπαν, θα µπορούσαν να κύλησαν πολύ καλά. Κάθε µέρα µοιράζαµε κάνουν την ουρά να προχωρήσει πιο γρήγορα, περί τα ~270 νουµεράκια, ενώ όλο το όµως ο Rosa προτίµησε να δίνει χρόνο στους τριήµερο πρέπει να πέρασαν από τον πάγκο θαυµαστές του, και η διοργάνωση προς τιµήν της του µεγάλου δηµιουργού γύρω στα 850 συνεργάστηκε άψογα και του έδωσε την άτοµα. Αναλόγως την ηµέρα, υπέγραφε από 6 απαραίτητη ελευθερία κινήσεων ώστε να µείνει έως 10 ώρες. Το πρόγραµµά του ήταν ικανοποιηµένος τόσο αυτός, όσο και ο κόσµος. εξαντλητικό πραγµατικά. Ερχόταν µία µε δύο Ένα θέµα που διέκρινα να πλανάται το τριήµερο, ώρες πριν ανοίξει επίσηµα η έκθεση για να είναι πως «∆εν µου έκανε αφιέρωση». Επειδή δώσει συνεντεύξεις και να φτιάξει τον πάγκο, ίσως µέσα στο σούσουρο δεν µπορούσε να αµέσως µετά υπέγραφε για τον κόσµο, το διευκρινιστεί επαρκώς, είναι µια καλή ευκαιρία µεσηµέρι έτρωγε επιτόπου περίπου µία να το αναφέρουµε τώρα. Μία αφιέρωση τρώει µπουκιά ανά άτοµο χωρίς να φύγει από τον έως και 3 φορές περισσότερο χρόνο, επειδή πάγκο, και σταµατούσε το βράδυ, περίπου πρέπει να γράψει το όνοµα ο ίδιος, να το µέχρι µία ώρα πριν κλείσει η έκθεση. Έφευγε επιβεβαιώσει, και να το διαβάζει γράµµα γράµµα. για να πάει να φάει, να δει τα e-mail του και Και φυσικά είναι ψυχοφθόρο όταν γίνεται για να κάνει γενικά τις επικοινωνίες του, να πάει εκατοντάδες άτοµα. Εάν λοιπόν έκανε για ύπνο και ξανά φτου κι απ’ την αρχή. αφιερώσεις, πιθανό να έβλεπε και ~400 άτοµα Υπάρχουν χώρες στις οποίες δεν είναι λιγότερα. Αλλά ακόµα και εάν έδινε σε κάποιον, γνωστός και δεν έχει κόσµο στις εκθέσεις θα ήταν άδικο για τους υπόλοιπους, εποµένως όπως η Αµερική. Υπάρχουν χώρες που γίνεται προτίµησε να µην δώσει σε κανέναν, κάτι που κοσµοσυρροή σε κάθε signing και βάζουν φυσικά τον έκανε να νιώθει άσχηµα, επειδή θέλει περιθώριο µία υπογραφή αυστηρά ανά άτοµο να δίνει στον κόσµο ό,τι επιθυµεί, όµως δεν και δρόµο, όπως η Φινλανδία. Και υπάρχουν προλαβαίνει καθαρά λόγω χρόνου. και χώρες όπως η Ελλάδα, που ο κόσµος


Αρκετα συχνες ηταν και οι περιπτωσεις που ο Rosa ξεφυλλιζε τα τευχη που του εδινε ο κοσμος να υπογραψει, και μοιραζε πληροφοριες σχετικες με αυτά.

Τα όποια παράπονα όµως έγιναν, είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση µε τα καλά λόγια που ακούγονταν όποτε κάποιος έφευγε χαµογελαστός µε υπογραφές στα αγαπηµένα του τεύχη. Και εδώ είναι ένα καλό σηµείο για να αναφέρουµε πως οι θαυµαστές του Rosa έφεραν αρκετά ωραία τεύχη για υπογραφές. Μερικά «ιδιαίτερα» κοµµάτια αν προτιµάτε, όπως την αφίσα µε το γενεαλογικό δέντρο που είχε δοθεί σε συνέχειες σε Μίκυ Μάους του 1994, το πρόσφατο Blu Ray «The Scrooge Mystery» που είναι αφιερωµένο στον µεγάλο δηµιουργό, τον δίσκο βινυλίου «The Life and Times of Scrooge» του Tuomas Holopainen που περιέχει τραγούδια εµπνευσµένα από τον Βίο & Πολιτεία, τα βιβλία των dani books µε ιστορίες που έφτιαξε ο Rosa πριν ασχοληθεί µε την Disney και πολλά ακόµα. Ένα βιβλίο όµως που µε χαροποίησε ιδιαιτέρως που είδα, ήταν οι «Περιπέτειες του Περτουίλαµπι», στο οποίο είχα δουλέψει το 2014, και ήταν ουσιαστικά ο λόγος που είχε έρθει στη Λέσχη Φίλων Κόµικς τότε. Χάρηκα που είδα τη δουλειά µας να κυκλοφορεί να και χαίρει εκτίµησης από τον κόσµο. Τα πιο συνηθισµένα βιβλία βέβαια που έφερνε ο κόσµος, δεν ήταν άλλα από τον «Βίο & Πολιτεία» και τα «Χαµένα Επεισόδια». Ο Rosa ύστερα από ένα σηµείο πλέον τα είχε µάθει. Έλεγε «Α ναι, το µαύρο βιβλίο και το κόκκινο βιβλίο».

Πήγαιναν σετάκι αυτά τα δύο. Εάν κάποιος του έφερνε µόνο ένα, µπορεί να έλεγε αστειευόµενος κάτι του στυλ «πού είναι το άλλο βιβλίο;» ή κάτι αντίστοιχο. Φυσικά δεν έλειψαν και αµέτρητα τεύχη του περιοδικού Κόµιξ, κυρίως όµως της Α’ περιόδου, του Τερζόπουλου. Υπήρξαν και άτοµα που έφερναν για υπογραφή τα τεύχη της Β’ περιόδου, της Καθηµερινής, όµως η συντριπτική πλειοψηφία έφερνε τα παλιά, αυτά στα οποία προφανώς διάβασαν για πρώτη φορά τις ιστορίες του µεγάλου δηµιουργού και ήθελαν να έχουν υπογεγραµµένα. Αρκετά συχνές ήταν και οι περιπτώσεις που ο Rosa ξεφύλλιζε τα τεύχη που του έδινε ο κόσµος να υπογράψει, και µοίραζε πληροφορίες σχετικές µε αυτά. Άλλες φορές µπορεί να ήταν µια ενδιαφέρουσα υποσηµείωση, άλλες φορές ήταν µια λεπτοµερειούλα που είχε προσθέσει χωρίς να την πάρει χαµπάρι ο µέσος αναγνώστης, και άλλες φορές ήταν σχετικά µε λάθη που έκαναν οι εκδότες. Ο Rosa βλέπετε, ξόδευε πολύ χρόνο για να φτιάξει µία ιστορία προσεγµένη µέχρι την τελευταία λεπτοµέρεια, όµως οι διάφοροι εκδότες ανά τον κόσµο δεν έδιναν την ίδια προσοχή και την αντιµετώπιζαν ως µία απλή ιστορία του σωρού. Μπορεί για παράδειγµα να είχε ξοδέψει πολλές ώρες ώστε να φτιάξει µε µεγάλη λεπτοµέρεια µερικά κύµατα, και να είχε αφήσει χώρο από κάτω ώστε να µπει το ηχητικό εφέ,

και ο εκδότης να αποφάσιζε να βάλει το ηχητικό εφέ πάνω στα κύµατα, χαλώντας τον κόπο ωρών. Ή να έδινε οδηγίες για χρωµατισµό συγκεκριµένων σηµείων, και να χρωµάτιζαν άλλα αντί άλλων. Ή σε µία ιστορία µε αναζήτηση θησαυρού να έφτιαχνε µία πέτρα µε σκαλιστά, χειρόγραφα γράµµατα, και ο εκάστοτε εκδότης να τη σβήνει και να την αντικαθιστά µε µία απλή τυπική επιγραφή χωρίς νόηµα για την ιστορία. Αυτά τα παραδείγµατα ήταν, µεταξύ άλλων, ένας από τους λόγους που αποφάσισε να κατοχυρώσει πνευµατικά το όνοµά του, ώστε να µην µπορεί να το χρησιµοποιεί κανένας εκδότης χωρίς να πάρει την άδειά του πρώτα. Έτσι, θα µάθαινε πλέον πού δηµοσιεύεται η κάθε του ιστορία, και θα είχε τον ποιοτικό έλεγχο που πάντα ήθελε, ούτως ώστε οι ιστορίες του να δηµοσιεύονται όπως ακριβώς τις είχε φανταστεί. Και για να κλείσουµε µε αυτό, ας αναφέρουµε πως η αµερικάνικη έκδοση µε τα άπαντά του που κυκλοφορεί από την Fantagraphics, είναι εγκεκριµένη από αυτόν σε όλα τα επίπεδα. Αν κάποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει τις ιστορίες του, αυτοί οι τόµοι είναι η καλύτερη επιλογή. Τέλος, να ευχαριστήσουµε ξανά τους διοργανωτές, τους εθελοντές και όσους άλλους συνέβαλαν στην επιτυχία του The Comic Con. Ανυποµονούµε να τα ξαναπούµε από κοντά το 2020.


ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΦΑΝΤΟΜ ΝΤΑΚ! του Γιάννη Ιατρού

Ο σηµαντικΟτεροσ, µαλλον, εκπρΟσωποσ αυτου του ρευµατοσ, δεν ειναι αλλοσ απΟ τον «ΣκοτεινΟ ΙππΟτη» τησ Λιµνουπολησ, τον Φαντοµ Ντακ!

Όταν Και Τα Παπιά Φόρεσαν Μάσκα…

Σ

την ιστορία της 9ης Τέχνης, η υπερηρωική αφήγηση αποτελεί ένα πολύ σηµαντικό – αν όχι το κυρίαρχο – κοµµάτι του Μέσου, ιδωµένο τόσο από άποψη παραγωγής όσο και προτίµησης του κοινού. Πράγµατι, θέτοντας ως αφετηριακό σηµείο την πρώτη ιστορία του Superman το 1938, στις σελίδες του Action Comics #1, τόνοι µελάνης έχουν χυθεί για να εξιστορήσουν τις περιπέτειες εκκεντρικών προσωπικοτήτων µε υπεράνθρωπες δυνάµεις, οι οποίοι, ως επί το πλείστον, αναγκάζονται να ζουν µία διπλή ζωή.

62

Με µία αντίστροφη πορεία, το αγαπητό αυτό πλαίσιο αφήγησης, επηρέασε, σταδιακά, και τα υπόλοιπα είδη κόµικς. ∆ε θα µπορούσε, σε καµία περίπτωση, να απέχει από αυτήν την εξελικτική διαδικασία ένας εξίσου βασικός πυλώνας του Μέσου: τα κόµικς µε τους ήρωες του Disney. Αρχικά σε µορφή παρωδίας και, σταδιακά, απορροφώντας την κουλτούρα των ιστοριών µε… περίεργους τύπους µε κολάν, µπολιάζοντάς τη µε στοιχεία παραδοσιακά προσιδιάζοντα στο δεύτερο αυτό το είδος εικονογραφηµένης αφήγησης, οι δηµιουργοί των «Disney κόµικς» δηµιούργησαν εµβληµατικούς, πλέον, σούπερ ήρωες που δικαίως πια αποζητούν τη δική τους θέση στο υπερηρωικό πάνθεον. Ο σηµαντικότερος, µάλλον, εκπρόσωπος αυτού του ρεύµατος, δεν είναι άλλος από τον «Σκοτεινό Ιππότη» της Λιµνούπολης, τον Φάντοµ Ντακ! Με αφορµή τη συµπλήρωση φέτος µισού αιώνα ιστοριών µε το αξιαγάπητο alter ego του Ντόναλντ Ντακ, κάνουµε µια αναδροµή στις σηµαντικότερες στιγµές του µασκοφόρου εκδικητή της Λιµνούπολης.


Ο ΜΑΣΚΟΦΟΡΟΣ ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΥΠΟΛΗΣ Ο Ντόναλντ είναι χαραγµένος στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ένας ατζαµής, οξύθυµος και µονίµως άτυχος χαρακτήρας, ο οποίος διαρκώς υποκύπτει στις έξαλλες φωνές της αρραβωνιαστικιάς του, Νταίζυ, στις επιβλητικές εντολές του πλούσιου θείου του, Σκρουτζ Μακ Ντακ, ή στην ατυχία που τον δέρνει και τη χλεύη από τον εκνευριστικά τυχερό ξάδερφό του, Γκαστόνε Γκάντερ. Αυτό το µοτίβο του διαρκώς κατατρεγµένου από τη µοίρα ήρωα, ο οποίος γινόταν εν τέλει συµπαθής όχι για τα χαρίσµατα από τα ελαττώµατά του, επιχείρησαν να αλλάξουν οι βετεράνοι Ιταλοί δηµιουργοί κόµικς της δεκαετίας του ’70.Βέβαια, για να είµαστε ειλικρινείς, ίσως αυτό να ήταν το αποτέλεσµα και όχι οι λόγοι που οδήγησαν στη δηµιουργία ενός ήρωα που έµελλε να αγαπηθεί πολύ από τους αναγνώστες των ντισνεϋκών κόµικς. Όπως µας πληροφορεί ο ∆ηµήτρης ∆ηµακόπουλος στο άρθρο του «Ο Θρύλος του Φάντοµ» (περιοδικό ΚΟΜΙΞ Α’ περιόδου #238, εκδόσεις Τερζόπουλου), η ιδέα που κατέληξε στη δηµιουργία του Φάντοµ Ντακ ήταν του Mario Gentilini, διευθυντή τότε του ιστορικού περιοδικού Topolino.

Το πρώτο καρέ της ιστορίας «Το Μυστικό της Βίλλας των Ρόδων», όπως πρωτοδηµοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό Topolino (1/6/1969).

Αυτή εµφανίζεται από τη δεύτερη περιπέτεια και µετά.

Επηρεασµένος από την επιτυχία του, κλασικού πλέον, ιταλικού κόµικ Diabolik, θέλησε να δηµιουργήσει µία παρωδία του δηµοφιλή αντιήρωα, µε πρωταγωνιστή τον Μίκυ Μάους. Ωστόσο, όπως εύστοχα παρατήρησε ο δηµιουργός του Φάντοµ Ντακ, Ιταλός σεναριογράφος Guido Martina, «ο εµβληµατικός ήρωας του Ντίσνεϋ δε θα ήταν πειστικός στο ρόλο ενός εκδικητή που κινείται πέρα από τα όρια του νόµου». Έτσι, αργότερα, η Elisa Penna, στέλεχος του Topolino, τροποποίησε την αρχική αυτή ιδέα και έδωσε το ρόλο αυτόν σε έναν άλλο κεντρικό ήρωα του Ντίσνεϋ, τον Ντόναλντ Ντακ. Την 1η Ιουνίου του 1969 δηµοσιεύτηκε στο Topolino η πρώτη περιπέτεια του Φάντοµ Ντακ, «Το Μυστικό της Βίλλας των Ρόδων» από τους Guido Martina (σενάριο) και Giovan Battista Carpi (σχέδιο). Σε αυτήν την ιστορία, ο Ντόναλντ Ντακ κληρονοµεί κατά λάθος τη βίλα του Λόρδου Κουάκετ, ενός ευγενούς αριστοκράτη.

Στην πρώτη του µεταµφίεση, ο Φάντ

οµ Ντακ δε φοράει µάσκα για να

κρύψει το πρόσωπό του.

Εξερευνώντας την, όµως, ανακαλύπτει το ηµερολόγιο του ιδιοκτήτη και, κατά συνέπεια, τη µυστική του ταυτότητα: ο Λόρδος Κουάκετ τα βράδια µεταµφιεζόταν στον Φαντοµία, έναν «αριστοκράτη λωποδύτη», ο οποίος – όντας ευκατάστατος ο ίδιος – έκλεβε από τους πλούσιους για να βοηθήσει τους φτωχούς. Οι διηγήσεις του και η ιδέα της µυστικής ταυτότητας, καθώς και τα όπλα και σύνεργά του, επηρέασαν τον Ντόναλντ στο να δηµιουργήσει κι εκείνος τη δική του «σκοτεινή πλευρά», ένα alter ego, οι επιδιώξεις του όµως ήταν σαφώς πιο ευκαταφρόνητες: στις πρώτες ιστορίες του Guido Martina, ο Φάντοµ Ντακ παρουσιάζεται σαν ένας εκδικητής όσων κακοµεταχειρίζονται τον Ντόναλντ – ένας ήρωας µε τιµωρητική διάθεση που ακροβατεί διαρκώς µεταξύ των «καλών» και των «κακών».

63


Το όνοµά του στα ιταλικά είναι επηρεασµένο από τον ήρωα στον οποίο βασίστηκε: Paperinik, ένα λεκτικό παιχνίδι ανάµεσα στην ιταλική ονοµασία του Ντόναλντ (Paperino) και τον ήρωα-πρότυπό του, Diabolik, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ήταν ένας χαρακτήρας µε µεγάλη επιρροή στην ιταλική (αν όχι στην παγκόσµια) σκηνή κόµικς, µε σαφείς επιρροές από άλλους δηµοφιλείς αντιήρωες, όπως ο Arsin Lupin του Morris Leblanc ή ο Fantomas των Marcel Allain και Pierre Souvestre. Σήµερα, οι αναφορές αυτές βρίσκουν µεγαλύτερο αντίκρυσµα στο πρότυπο του Φάντοµ Ντακ, το Φαντοµία, και όχι στον ίδιο το χαρακτήρα, ο οποίος, σταδιακά, εξελίχθηκε, από καθαρόαιµος εκδικητής σε υπερήρωα… δυτικών προδιαγραφών. Στις πρώτες του ιστορίες, ο Φάντοµ Ντακ ξετυλίγει σιγά-σιγά τα χαρτιά του. Σε αυτήν την πιο «ανθρώπινη» εκδοχή του, συµµετείχαν πολλοί από τους πιο κλασικούς της ιταλικής ντισνεϋκής δηµιουργίας: πέρα από το δηµιουργικό δίδυµο των Guido Martina και Giovan Battista Carpi, τις πρώτες περιπέτειες του παπιόµορφου υπερήρωα θα υπογράψουν καλλιτέχνες όπως ο Romano Scarpa, ο Massimo De Vita, ο Giorgio Cavazzano, ο Guido Scala, ο Luciano Bottaro, ο Giorgio Pezzin και ο Guilio Chierchini – και η αναφορά δεν αποτελεί µία απλή παρέλαση ονοµάτων, αλλά περιλαµβάνει σε µία σειρά ένα τεράστιο κεφάλαιο των ιταλικών κόµικς, και δη, αυτών της Ντίσνεϋ. Σε κάθε ιστορία, παρουσιάζεται ένα νέο gadget από το οπλοστάσιό του: µποτάκια µε ελατήρια, ελαστικό σκοινί, ζώνη αντιβαρύτητας, ακτινοβόλο πιστόλι, πλαστικές µάσκες, σπρέι ύπνου… Αν προσπαθούσαµε να τον συγκρίνουµε µε τους ήρωες του κλασικού αµερικάνικου κόµικ, ο Φάντοµ Ντακ µάλλον θα είχε περισσότερα κοινά µε τον Σκοτεινό Ιππότη της Γκόθαµ Σίτι, τον Batman. Ένας ήρωας χωρίς υπερδυνάµεις, χρησιµοποιεί το µυαλό του και τον εξοπλισµό που διαθέτει για να φέρνει σε πέρας τις αποστολές του. ΟΚ, µπορεί να µη κυκλοφορεί µε ένα τόσο φανταχτερό όχηµα όσο το Bat-Mobile, έχει όµως το πιστό σαραβαλάκι του, 313 – του οποίου οι πινακίδες µετατρέπονται σε Χ όταν το οδηγεί ο Φάντοµ Ντακ – εξοπλισµένο µε µία σειρά από οπλικά συστήµατα, επινόησης του Κύρου Γρανάζη. Όπως εύστοχα επισηµαίνει ο ∆ηµήτρης ∆ηµακόπουλος στο «Ο Θρύλος του Φάντοµ», «η διαφορά ανάµεσα στην ηρωική πλευρά του Ντόναλντ και του Σκοτεινού Ιππότη, είναι, σε µεγάλο βαθµό, θέµα προϋπολογισµού». Το βασικό µέσο του Φάντοµ Ντακ για να κρύβει την ταυτότητά του, ως Ντόναλντ Ντακ, είναι µία µαύρη µάσκα. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγες οι φορές που η µυστική του ταυτότητα αποκαλύπτεται, είτε επειδή εξαναγκάζεται από κάποιον αδίστακτο κακοποιό που δεν µπορεί να κερδίσει αλλιώς, είτε επειδή τα ανιψάκια ανακαλύπτουν το κρυσφήγετο κάτω από το σπίτι ή τα υπόλοιπα κοντινά του πρόσωπα παρατηρούν την οµοιότητα και εν τέλει την ταύτιση. Άλλωστε, αρκετά συχνά αποκαλύπτει ο ίδιος την ταυτότητά του οικειοθελώς σε συµµάχους του, όπως για παράδειγµα τον Κύρο Γρανάζη. Προκειµένου να διατηρηθεί το µυστικό, ο Κύρος έχει εφεύρει τις παστίλιες Αµνησιαζόλ. Πρόκειται για ένα από τα κυριότερα τρικ που χρησιµοποιεί ο Φάντοµ Ντακ, όταν αποκαλύπτει την ταυτότητά του σε κάποιον: οι παστίλιες αυτές προκαλούν επιλεκτική και µικρής κλίµακας αµνησία, προκειµένου όποιος έχει πληροφορηθεί τη µυστική του ταυτότητα, να την ξεχάσει. Από την άλλη, όταν θέλει να πείσει αυτούς που πιστεύουν ότι ο Ντόναλντ Ντακ και ο Φάντοµ Ντακ είναι το ίδιο πρόσωπο για το αντίθετο, χρησιµοποιεί οµοιώµατα ή σωσίες ροµπότ για να ξεφύγει. Στις πρώτες ιστορίες, ο Φάντοµ Ντακ τα έβαζε µε όσους καταδυνάστευαν το Βασιλάκη Καΐλα των Disney comics, τον Ντόναλντ Ντακ. Σύντοµα, όµως, µε τη στροφή στα υπερατλαντικά υπερηρωικά πρότυπα, ο Φάντοµ Ντακ άρχισε να µάχεται το έγκληµα στη Λιµνούπολη και να έρχεται αντιµέτωπος µε εγκληµατίες κάθε λογής. Παραδοσιακοί εχθροί του είναι οι Μουργόλυκοι, ο Τζων Ρόµπαξ και, ενίοτε, η Μάτζικα, όσοι δηλαδή επιβουλεύονται την περιουσία του πιο πλούσιου παπιού του κόσµου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Σταδιακά, όµως, δηµιουργήθηκε η ανάγκη για νέους αντιπάλους, ανταποκρινόµενους περισσότερο στις ανάγκες των ιστοριών µε… υπερηρωικό πρόσηµο. Από πολύ νωρίς, οι συγγραφείς των ιστοριών του Φάντοµ παρουσίαζαν υπερ-κακούς µε κάποιου είδους υπερδυνάµεις, ή ένα ευρύ και απειλητικό οπλοστάσιο, προκειµένου να κάνουν πιο ενδιαφέρουσες τις ιστορίες και, φυσικά, να αναπροσαρµόσουν την ισορροπία ανάµεσα στο κλασικό, ευρωπαϊκό Disney κόµικ και το µοντέρνο, αµερικάνικο superhero κόµικ. Φυσικά, κάποιοι από αυτούς εµφανίζονται µία και µόνη φορά, ενώ κάποιοι άλλοι µε περισσότερο ενδιαφέρον επανεµφανίζονται τακτικά στις σελίδες των περιοδικών Disney. Ο κακοποιός υπνωτιστής Σπέκτρουµ που εµφανίστηκε για πρώτη φορά στη «Ζωδιακή Πέτρα» των Bruno Sarda και Massimo de Vita, ο βρωµερός Σκούπι Ντο στην ιστορία οικολογικού ενδιαφέροντος των Pezzin/De Vita και η Ηλέκτρα, η γοητευτική κακοποιός µε δυνάµεις ύπνωσης, αλλά κυρίως µε τη δύναµη να ελέγχει την ενέργεια, µε πρώτη εµφάνιση στη µίνι σειρά «Φάντοµ Εναντίον Όλων», είναι µερικοί µόνο από τους υπερ-κακούς που αντιµετωπίζει κατά καιρούς ο Φάντοµ Ντακ. Σε επόµενο στάδιο, οι προαναφερόµενοι ήρωες συνεργάζονται µε τον Εµίλ Κόρακα και την οµάδα των Επτά Κακών, για να έρθουν αντιµέτωποι µε την οµάδα κρούσης υπερηρώων που συντονίζει ο Ήτα Βήτα, σε µια ενδιαφέρουσα απόπειρα ενός ντισνεϋκού Avengers, τη µίνι σειρά «Υπερήρωες».


Εξαιρετικές ιστορίες µε τον ήρωα έχει υπογράψει το δίδυµο Lucio Leoni και Emmanuela Negrin. Το σχέδιο συνδυάζει την απαραίτητη δυναµικότητα που απαιτείται σε ιστορίες τέτοιου χαρακτήρα, αλλά και τη γήινη απεικόνιση των... αστικών, καθηµερινών καταστάσεων της Λιµνούπολης. Άλλωστε, αυτά τα στοιχεία συνυπάρχουν αρµονικά στον χαρακτήρα, ο οποίος ζει υπό το καθεστώς της διπλής ζωής. ∆εν είναι τυχαίο που οι αγαπηµένες µου ιστορίες µε τον ήρωα, όπως για παράδειγµα η δυστοπική ιστορία «Στο Χάσµα του Χρόνου», υπογράφονται από το συγκεκριµένο καλλιτεχνικό δίδυµο. Τέλος, συχνά πυκνά ο Φάντοµ Ντακ έρχεται αντιµέτωπος µε κάποιο κακό alter ego του Κύρου Γρανάζη. Ο Κύρος, ο µεγαλύτερος εφευρέτης της Λιµνούπολης, είναι ο βασικός σύµµαχος του Φάντοµ Ντακ – είναι εκείνος που τον εξοπλίζει διαρκώς µε νέα όπλα, και επισκευάζει τα παλιά. Ωστόσο, τυχαίνει ενίοτε κάποια εφεύρεση να µην έχει τα επιθυµητά αποτελέσµατα και να επηρεάσει την ψυχική κατάσταση του, µετατρέποντάς τον σε… κακό. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι «Η Επίθεση του Γραν-Χ», αλλά και οι ιστορίες µε τον Μαντ ∆όκτωρ, οι οποίες σύστησαν τελικά έναν νέο ήρωα στο σύµπαν του Φάντοµ Ντακ.

ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜ ΝΤΑΚ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο

Φάντοµ Ντακ εµφανίστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 1973, στις σελίδες του περιοδικού Μίκυ Μάους #376. Όλως περιέργως, το ελληνικό κοινό τον γνώρισε διαβάζοντας την τέταρτή του εµφάνιση, η οποία τιτλοφορείτο «Ο διπλός θρίαµβος του Φάντοµ Ντακ». Η πρώτη του εµφάνιση δηµοσιεύτηκε στο Μίκυ Μάους #446, µε τον αρχικό τίτλο «Ο Εκδικητής». Από τότε, και για πολλά χρόνια, οι ιστορίες του δηµοσιεύονταν στα περιοδικά Μίκυ Μάους και Κλασικά. Αυτό άλλαξε λίγα χρόνια µετά την κυκλοφορία ενός νέου περιοδικού, του Αλµανάκο. Το Αλµανάκο πρωτοκυκλοφόρησε το 1990, χωρίς να έχει, αρχικά, συγκεκριµένο χαρακτήρα. Σταδιακά, στράφηκε σε πιο ιδιαίτερες ντισνεϋκές ιστορίες, όπως οι Υπερασπιστές του ∆ικαίου µε τους Τσιπ και Ντέηλ (Chip n’ Dale Rescue Rangers), η βραζιλιάνικη σειρά «Οι 12 Άθλοι του Νυχτερίδα Ντακ», οι περιπέτειες του Μαυρόφτερου Τιµωρού (Darkwing Duck) ή του Κάπταιν Μπαλού (TaleSpin). Στο Αλµανάκο #29 δηµοσιεύτηκε µία «ιστορία µε σταυροδρόµια», από τις διασκεδαστικές ιστορίες που επιλέγει ο αναγνώστης τον ρου της ιστορίας, µε πρωταγωνιστή το Φάντοµ Ντακ. Όµως η επόµενη εµφάνιση του ήρωα θα γίνει στο τεύχος #54 µε δώρο «το ράµφος του Φάντοµ Ντακ», και µετά πάλι στο τεύχος #72 (1997) µε την αναδηµοσίευση της κλασικής πρώτης ιστορίας του, αυτή τη φορά µε τον τίτλο «Το Μυστικό της Βίλλας των Ρόδων». Αυτό ήταν. Από τότε και µέχρι το τέλος της κυκλοφορίας του, το περιοδικό Αλµανάκο έγινε, ουσιαστικά, το περιοδικό όπου δηµοσιεύονταν κατά βάση οι ιστορίες του Φάντοµ Ντακ(µαζί µε αυτές του αρχαιολόγου Ινδιάνα Γκούφυ και του υπερήρωα Σούπερ Γκούφυ). Ένα περιοδικό που απευθύνονταν σε έφηβο κοινό, αφού, εκτός από τις ιστορίες δράσης µε το µασκοφόρο εκδικητή, περιείχε νέα για αυτοκίνητα, αθλητικά, βιντεοπαιχνίδια και ταινίες. Όπως είπα και παραπάνω, στις ιστορίες του Αλµανάκο γνώρισα και αγάπησα το καλλιτεχνικό δίδυµο Lucio Leoni και Emmanuela Negrin, οι οποίοι χάρισαν µερικές από τις καλύτερες ιστορίες του ήρωα. Άξια αναφοράς θεωρώ και την υποσειρά «Όταν ο Φάντοµ τρώει πολύ», µε βασικούς συντελεστές της τον Tito Faraci και Giuseppe Ferrario, στην οποία ο Ντόναλντ Ντακ βαρυστοµαχιάζει και ονειρεύεται µερικές από τις πιο κουλές περιπέτειες του Φάντοµ Ντακ. Υπάρχουν, φυσικά, και πολλές ακόµα ειδικές εκδόσεις µε τον ήρωα. Το 1991 κυκλοφόρησε το τεύχος «Σπέσιαλ Φάντοµ Ντακ», που περιλάµβανε µερικές από τις πρώτες, κλασικές ιστορίες του ήρωα. Στα πλαίσια της σειράς «Μεγάλα Σήριαλ», υπήρξαν τρεις εκδόσεις ειδικά αφιερωµένες στον Φάντοµ: η προαναφερθείσα σειρά «Φάντοµ Εναντίον Όλων», το τεύχος «Φάντοµ Ντακ – Ώρα για ∆ράση!» που περιλάµβανε µερικές ιστορίες που είχαν δηµοσιευτεί παλαιότερα στο Αλµανάκο, και τέλος το «Φάντοµ Ντακ: Η Αρχή του Μύθου», µε τις πρώτες ιστορίες του ήρωα. Τέλος, µε το Αλµανάκο #100 είχε δοθεί ως ένθετο δώρο το ειδικό τεύχος «Φάντοµ Ντακ Για Πάντα», που περιλάµβανε την ιστορία «Ο Κλέφτης µε τη Νέµπουλα» (Lucio Leoni/Emmanuela Negrin). Φυσικά, θα µπορούσαµε να εντάξουµε εδώ τις Νέες Περιπέτειες του Φάντοµ Ντακ (την περίφηµη και επαναστατική ιταλική σειρά PK), καθώς και τη σειρά Σούπερ Ήρωες, οι οποίες όµως θα αδικούντο αν παρουσιάζονταν συνοπτικά, στα πλαίσια του επετειακού αφιερώµατος για τον ήρωα – ειδικά η πρώτη, η οποία κυριολεκτικά έδωσε µιαν άλλη πνοή στο µύθο του ντισνεϋκού υπερήρωα, τερµατίζοντας τις δυνατότητες επαναστατικού πειραµατισµού στις εν λόγω περιπέτειες.

ΝΤΟΝΑΛΝΤ ΝΤΑΚ, ΕΤΩΝ 85 Το διασημότερο παπί του κόσμου έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη στην ταινία μικρού μήκους The Wise Little Hen στις 9 του 1934. Σύντομα πέρασε στο χαρτί, με τη μεταφορά της ομώνυμης ταινίας σε κόμικ: το 1934, οι Ted Osborne και Al Taiiaferro επιμελήθηκαν τη μεταφορά, σε μορφή κυριακάτικων στριπ εφημερίδων. Για πολλά χρόνια, ο Αλ Ταλιαφέρο υπήρξε ο βασικός σχεδιαστής ιστοριών με τον ατζαμή, οξύθυμο ήρωα, και διαμόρφωσε σταδιακά το περιβάλλον του: τη Λιμνούπολη, τα τρία ανιψάκια, τη Γιαγιά Ντακ και τον ξάδερφο Πασχάλη, το σκύλο του Μπόλιβαρ. Το 1943 ήρθε ο Καρλ Μπαρκς να βάλει το δικό του, ανεξίτηλο στίγμα στον ήρωα. Με εκατοντάδες ιστορίες αποκλειστικά με το «παπιο-σύμπαν», διαμόρφωσε τον ήρωα στο χαρτί, με τη μορφή που τον ξέρουμε ως σήμερα, αποτελώντας σημείο αναφοράς για όλους τους επιγόνους του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως πλέον αποκαλείται ευρέως ως ο «Παπιάνθρωπος». Σήμερα, ο Ντόναλντ Ντακ κλείνει αισίως τα 85 χρόνια ζωής, με εκατοντάδες ταινίες και εκατοντάδες χιλιάδες ιστορίες στο ενεργητικό του. Η ατζαμοσύνη του, ο ευέξαπτος χαρακτήρας του και η ατυχία που τον δέρνει, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν προσφιλή στους αναγνώστες - πρόκειται για έναν ήρωα πολύ πιο «ανθρώπινο», πιο προσιτό από τον εκνευριστικά τέλειο Μίκυ. Είναι ένας ήρωας που μπορείς εύκολα να ταυτιστείς και να συμπονέσεις: τα 3 ενοχλητικά ζιζάνια που αναθρέφει, ο εκνευριστικός ξάδερφος Γκαστόνε που προσπαθεί να κλέψει το κορίτσι του, έχοντας πάντα με το μέρος του την εύνοια της τύχης, οι γκρίνιες της αρραβωνιαστικιάς του Νταίζυ, τα χρέη και οι αγγαρείες προς ξεπλήρωση τους στο θείο Σκρουτζ, το πιστό πλην όχι πάντα αξιόπιστο αμάξι του, 313, ο τρελός ξάδερφος Φέθρυ που τον μπλέκει διαρκώς σε μπελάδες, ο άσπονδος γείτονας Τζόουνς και οι μεταξύ τους κόντρες, είναι λίγες μόνο από τις πηγές των προβλημάτων του. Χάρη στο πείσμα του και τα ατσάλινα νεύρα του, όμως, καταφέρνει και ξεπερνάει κάθε δυσκολία, χαρίζοντάς μας, στο μεταξύ, αξέχαστες, διασκεδαστικές περιπέτειες γεμάτες συγκινήσεις. Και άμα τα βρει δύσκολα, μπορεί πάντα να φορέσει τη μάσκα του Φάντομ Ντακ..

65


66


Σκέψεις Μέσα Από Την Αγέλη

του Σάββα Αµπατζίδη (ThePack)



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.