Οι καλύτερες ιστορίες | Έντγκαρ Άλλαν Πόε | Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ  Οι καλύτερες ιστορίες Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης Βαγγέλης Προβιάς ΙΩΛΚΟΣ ΙΩΛΚΟΣ

Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Ανθολόγηση, επιμέλεια, επίμετρο: Βαγγέλης Προβιάς Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης, Βαγγέλης Προβιάς

Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δημήτρης Φύσσας Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Δημήτρης Παπάζογλου

Εποπτεία παραγωγής εξωφύλλων: Δημήτρης Κουρκούτης

Υπεύθυνος σειράς: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης

© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός

Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]

Μάιος 2023, Α΄ έκδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr

ISBN 978-960-640-036-0


EDGAR ALLAN POE
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕς ΙΣΤΟΡΙΕΣ
EDGAR ALLAN POE 
ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ  Edgar Allan Poe ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Ανθολόγηση - Επιμέλεια: Βαγγέλης Προβιάς Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης - Βαγγέλης Προβιάς Εκδόσεις Ιωλκός

Ο παρών τόμος βασίζεται στην έκδοση Ἀλλόκοτες ἱστορίες - Έδγαρ

Άλλαν Πόε, εκδόσεις Παπαδημητρίου, 1953, σε μετάφραση Κοσμά Πολίτη [Κ. Π.]. Τις μεταφράσεις του Κοσμά Πολίτη επικαιροποίησε

κι επιμελήθηκε ο Βαγγέλης Προβιάς [Β. Π.] (βλ. Επίμετρο, σελ.

425) που πρόσθεσε —για τις ανάγκες της παρούσας έκδοσης— επτά

ιστορίες σε δική του μετάφραση (βλ. Περιεχόμενα, σελ. 7).

EDGAR ALLAN POE 

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η καρδιά που μίλησε [μτφρ. Β. Π.] 9 ~ Το βαρέ-

λι Αμοντιλάδο [μτφρ. Κ. Π.]  ~ Η πτώση του

Οίκου των Άσερ [μτφρ. Κ. Π.]  ~ Siope [μτφρ.

Κ. Π.]  ~ Μετζενγκερστάιν [μτφρ. Κ. Π.]  ~

Εσύ είσαι ο φονιάς! [μτφρ. Κ. Π.] 9 ~ Η Σφίγ-

γα [μτφρ. Β. Π.]  ~ Ο μαύρος γάτος [μτφρ. Κ.

Π.]  ~ Το οβάλ πορτρέτο [μτφρ. Κ. Π.]  ~

Βερενίκη [ μτφρ. Κ. Π. ]  9 ~ Ελεονόρα [ μτφρ.

Κ. Π.]  ~ Μορέλα [μτφρ. Κ. Π.]  ~ Λίγεια

[μτφρ. Κ. Π.] 89 ~ Το κλεμμένο γράμμα [μτφρ.

Β. Π.]  ~ Το χιλιοστό δεύτερο παραμύθι της

Σεχραζάντ [ μτφρ. Κ. Π.]  ~ Ο Σαλταπήδας

[μτφρ. Κ. Π.] 9 ~ Η κάθοδος στο Μάελστρομ

[μτφρ. Κ. Π.] 9 ~ Ταφή προ του θανάτου [μτφρ.

Β. Π.]  ~ Χειρόγραφο που βρέθηκε σε μπου-

κάλι [μτφρ. Β. Π. ]  ~ Ο λάκκος και το εκ -

κρεμές [μτφρ. Β. Π.]  ~ Η μάσκα του κόκκι-

νου θανάτου [μτφρ. Β. Π.] 0 ~ Επίμετρο 9


EDGAR ALLAN POE 8

Η ΚΑΡΔΙΆ ΠΟΥ ΜΊΛΗΣΕ ———— Η τέχνη μακρά, ο χρόνος πετά

Και οι καρδιές μας, εύρωστες και γενναίες, ναι Ωστόσο, χτυπούν σαν τύμπανα πνιχτά Ίδια επικήδεια εμβατήρια προς τον τάφο.

ΛΟΝΓΚΦέΛΟΟΥ 

ΝΑΙ! —νευρικός— είμαι πολύ, πολύ, τρομερά νευρικός, εδώ και καιρό· αλλά μπορείτε να με πείτε

τρελό; Τις αισθήσεις μου η ασθένεια τις ακόνισε — δεν

τις κατέστρεψε, δεν τις άμβλυνε καν. Περισσότερο από

όλες οξύνθηκε η ακοή μου. Ακούω όλα όσα γίνονται

στον παράδεισο, αλλά και στην κόλαση. Έχω ακούσει

πολλά από την κόλαση. Πώς, λοιπόν, να είμαι τρελός;

Άκου! και πρόσεξε! με πόση λογική — με πόση γαλήνη

μπορώ να σου αφηγηθώ όλη την ιστορία.

Είναι αδύνατο να πω πώς μπήκε στην αρχή η ιδέα

 Στις μεταγενέστερες δημοσιεύσεις της ιστορίας ο Πόε αφαι-

ρούσε το μότο — θεωρώντας πως είχε έμμεση σχέση με την

ιστορία του. Ωστόσο, παρατίθεται εδώ, ως ενδεικτικό της

έμπνευσής του.



Αμερικανός ποιητής, εξαιρετικά δημοφιλής στις ΗΠΑ τον 9ο

αιώνα, τον οποίο ο Πόε «καταδίωκε» με τις κριτικές του, σε

βαθμό εμμονής.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 9

EDGAR ALLAN POE

στο μυαλό μου· αλλά από τη στιγμή που τη συνέλαβα, με στοίχειωνε πρωί βράδυ. Δεν υπήρξε κανένας

λόγος. Δεν είχα καμία μανία. Τον συμπαθούσα τον

γέρο. Δεν με είχε βλάψει ποτέ. Δεν με είχε θίξει ποτέ.

Το χρυσάφι του δεν το εποφθαλμιούσα. Νομίζω ήταν

το βλέμμα του! ναι, αυτό ήταν! Είχε το βλέμμα του

όρνεου — μάτια γαλάζια, ξεπλυμένα, με κάτι σαν μεμβράνη να τα σκεπάζει. Όποτε αυτό το βλέμμα έπεφτε

πάνω μου, μου πάγωνε το αίμα· και έτσι, σιγά σιγά —πολύ σταδιακά— αποφάσισα να αφαιρέσω τη ζωή

του γέρου, και με αυτόν τον τρόπο να απαλλαγώ από το βλέμμα του διά παντός. Εδώ είναι όλη η ουσία. Με νομίζεις τρελό. Οι τρελοί όμως δεν έχουν την παραμικρή ιδέα για τίποτα. Έπρεπε να με είχες δει. Έπρεπε να είχες δει πόσο προσεκτικά το οργάνωσα — με πόση φροντίδα — με πόση προνοητικότητα — με πόση υποκρισία στρώθηκα

στη δουλειά! Ποτέ δεν υπήρξα τόσο ευγενικός με τον

γέρο, όσο την εβδομάδα πριν τον δολοφονήσω. Και

κάθε βράδυ κατά τα μεσάνυχτα σήκωνα το μάνταλο

της πόρτας του και την άνοιγα — α, τόσο προσεκτι-

κά! Και μετά, αφού την είχα ανοίξει αρκετά ώστε να

χωρά το κεφάλι μου, έβαζα μια λάμπα σκεπασμένη, σκεπασμένη εντελώς, να μην βγάζει καθόλου φως,

 Τα χρόνια εκείνα, οι εμφανείς «ασθένειες» των ματιών (π.χ. ο στραβισμός, ή ο καταρράκτης) θεωρούνταν δείγμα κακοτυχίας ή και κακίας του φορέα τους.

0

Έκανα κινήσεις αργές —

πόρτας, ώσπου να τον βλέπω ξαπλωμένο στο κρε -

βάτι του. Χα! — είναι ένας τρελός τόσο συνετός ώστε

να κάνει όλα αυτά; Και έπειτα, όταν όλο το κεφάλι

μου ήταν μέσα στο δωμάτιο, ξεσκέπαζα τη λάμπα, προσεκτικά —α, τόσο προσεκτικά προσεκτικά (διό -

τι οι μεντεσέδες της έτριζαν)— την ξεσκέπαζα τόσο

ώστε να πέφτει πάνω στο μάτι του όρνεου μια λεπτή

ακτίνα φως. Και αυτό το έκανα για επτά ατέλειωτες

νύχτες —κάθε βράδυ, ακριβώς τα μεσάνυχτα— αλλά

έβρισκα το μάτι πάντοτε κλειστό· έτσι ήταν αδύνατο

να προχωρήσω στο έργο μου· διότι δεν ήταν ο γέρος

που με εκνεύριζε, αλλά το Κακό το Μάτι του. Και

κάθε πρωί, όταν χάραζε η μέρα, έμπαινα στο δωμά-

τιο με θράσος, του μιλούσα δίχως φόβο, του μιλούσα

με το μικρό του, με εγκάρδιο ύφος, και τον ρωτούσα

πώς είχε περάσει τη νύχτα. Δηλαδή, το καταλαβαίνεις βέβαια, θα έπρεπε να ήταν εξαιρετικά ξύπνιος

γέρος, πραγματικά, για να υποπτευθεί ότι κάθε βρά-

δυ, ακριβώς στις δώδεκα, χωνόμουν και τον κοίταζα

ενόσω κοιμόταν.

Την όγδοη νύχτα ήμουν πιο προσεκτικός από ό,τι συνήθως, καθώς άνοιγα την πόρτα. Ο λεπτοδείκτης

ενός ρολογιού κινείται πιο σπασμωδικά και πιο γρή-

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
και έπειτα έχωνα και το κεφάλι μου. Α, θα έβαζες τα γέλια εάν έβλεπες πόσο ύπουλα χωνόμουν μέσα!
πολύ, πολύ αργές, για να μην ταράξω τον γέρο στον ύπνο του. Μια ώρα μού έπαιρνε να βάλω το κεφάλι μου μέσα στο άνοιγμα της

γορα από το πώς κινούνταν τα χέρια μου. Ποτέ άλλοτε

δεν είχα νιώσει, όπως εκείνη τη νύχτα, την ένταση

των ικανοτήτων μου — της οξυδέρκειάς μου. Με το

ζόρι συγκρατούσα τα αισθήματα θριάμβου που με κατέκλυζαν· τη σκέψη πως άνοιγα την πόρτα του σιγά

σιγά και ούτε διανοείτο καν τις κρυφές μου βλέψεις

και σκέψεις. Μου ξέφυγε ένα χαχάνισμα με την ιδέα·

και ίσως με άκουσε· διότι κουνήθηκε ξαφνικά στο κρεβάτι, σαν να τρόμαξε. Τώρα, ίσως υποθέσεις ότι υποχώρησα — αλλά όχι. Το δωμάτιό του ήταν σκοτεινό πίσσα, πηχτό σκοτάδι (μια και τα παραθυρόφυλλα

ήταν καλά κλεισμένα, για το φόβο των ληστών), και έτσι ήξερα, ήξερα ότι δεν μπορούσε να δει την πόρτα

να ανοίγει, και γι’ αυτό συνέχιζα να τη σπρώχνω σταθερά σταθερά.

Είχα βάλει το κεφάλι μου στο δωμάτιο και ήμουν

έτοιμος να ξεσκεπάσω τη λάμπα, όταν ο αντίχειράς

μου χτύπησε πάνω στο κούμπωμά της από κασσίτερο, οπότε ο γέρος πετάχτηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι του. «Ποιος είναι εκεί;» ούρλιαξε.

Έμεινα ακίνητος, δεν είπα κουβέντα. Για μια γε -

μάτη ώρα δεν κούνησα ούτε μυ, και όλο αυτό το διάστημα δεν τον άκουσα να ξαπλώνει πάλι. Ήταν καθισμένος στο κρεβάτι, προσπαθούσε να ακούσει· όπως

ακριβώς άκουγα και εγώ, τη μια νύχτα μετά την άλλη, τα ρολόγια στον τοίχο που χτυπούσαν θάνατο.

Σύντομα άκουσα ένα αδύναμο βογκητό, και κατάλαβα ότι ήταν από θανάσιμο τρόμο. Δεν ήταν βο-


EDGAR ALLAN POE

γκητό οδύνης ή θλίψης —α, όχι!— ήταν ο χαμηλός, πνιχτός ήχος που αναδύεται από τα βάθη της ψυχής

όταν την κατακλύζει ο τρόμος. Τον ξέρω καλά αυτόν τον ήχο. Πολλές βραδιές, ακριβώς τα μεσάνυχτα, όταν όλος ο κόσμος κοιμόταν, αναδυόταν και από

το δικό μου το στήθος, κάνοντας με τη φρικιαστική

του φύση ακόμα πιο χθόνιους τους τρόμους που με

βασάνιζαν. Σου λέω, τον ξέρω καλά τον ήχο αυτό.

Και ξέρω τι αισθανόταν ο γέρος και τον λυπόμουν,

παρά το γεγονός πως μέσα μου γελούσα. Ήξερα ότι ήταν άγρυπνος από τον πρώτο μικρό θόρυβο, όταν

είχε αλλάξει πλευρό στο κρεβάτι. Ο φόβος του από εκείνη τη στιγμή όλο και μεγάλωνε. Προσπάθησε

να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν αδικαιολόγητος

φόβος, αλλά δεν το κατάφερε. Έλεγε στον εαυτό του

«δεν είναι τίποτα, ο άνεμος στην καμινάδα είναι μόνο

— ένα ποντίκι που περπατά στη στέγη είναι μόνο» ή

«είναι απλώς ένας γρύλος που ήχησε μια μόνο φορά».

Ναι, προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό του με

τέτοιες μαντεψιές: αλλά ήταν όλες ανώφελες. Όλες

ανώφελες· διότι ο Θάνατος τον είχε φτάσει πια, τον

είχε στοιχειώσει με τη μαύρη του σκιά, ήταν μπρο -

στά του, είχε περικυκλώσει το θύμα του. Και η πέν-

θιμη επιρροή του αόρατου ίσκιου ήταν που έκανε τον

γέρο να νιώσει —παρόλο που ούτε το έβλεπε ούτε το

άκουγε— να νιώσει ότι το κεφάλι μου ήταν μέσα στο

δωμάτιο.

Όταν περίμενα πια πολλή ώρα, οπότε, πολύ υπο-

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 

μονετικά, δίχως να τον έχω ακούσει να ξαπλώνει πάλι, αποφάσισα να ξεσκεπάσω λίγο τη λάμπα — μια

πολύ πολύ μικρή χαραμάδα. Και έτσι, την ξεσκέπα-

σα —δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αθόρυβα, πόσο

αθόρυβα— μέχρι που ύστερα από λίγο μόνο μια αδύ -

ναμη ακτίνα, σαν το νήμα στον ιστό της αράχνης, βγήκε από το άνοιγμα και έπεσε πάνω στο μάτι του όρνεου.

Ήταν ανοιχτό —ορθάνοιχτο, ορθάνοιχτο— και όταν το είδα έγινα έξαλλος. Το είδα με κάθε λεπτομέρεια — το θαμπό γαλάζιο του χρώμα, τη φριχτή μεμβράνη

που το κάλυπτε, όλα όσα πάγωναν το μεδούλι το ίδιο στα κόκαλά μου· δεν διέκρινα τίποτα από το πρόσωπο

ή το σώμα του γέρου: διότι είχα κατευθύνει την ακτίνα

σαν εξ ενστίκτου με απόλυτη ακρίβεια στο καταραμένο σημείο.

Δεν σου το είπα ότι αυτό που λανθασμένα το θεωρείς τρέλα δεν είναι παρά η υπερβολική όξυνση των αισθήσεων; — τώρα, σου λέω, έφτασε στ’ αυτιά μου

ένας χαμηλός, υπόκωφος, γρήγορος ήχος, σαν αυτόν

που κάνει ένα ρολόι χειρός τυλιγμένο σε βαμβάκι. Τον

ήξερα και αυτόν τον ήχο καλά. Ήταν ο χτύπος της

καρδιάς του γέρου. Έκανε ακόμη πιο ισχυρό το μένος

μου, ακριβώς όπως ο ήχος του τύμπανου κάνει πιο

έντονη τη γενναιότητα του στρατιώτη.

Αλλά συγκρατήθηκα ακόμη, έμεινα ακίνητος. Με-

τά βίας ανάπνεα. Κρατούσα τη λάμπα παγωμένος.

Προσπαθούσα να κρατάω την ακτίνα στο μάτι όσο


EDGAR ALLAN POE

σταθερότερα μπορούσα. Στο μεταξύ η διαβολεμένη

τυμπανοκρουσία της καρδιάς δυνάμωνε. Γινόταν κά-

θε στιγμή όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο δυνατή.

Ο τρόμος του γέρου πρέπει να ήταν ασύλληπτος! Δυ -

νάμωνε, σου λέω, δυνάμωνε κάθε στιγμή! — πρόσεξέ

με καλά! Σου έχω πει ότι είμαι νευρικός: και είμαι, ναι. Και τώρα, στην καρδιά της νύχτας, στη φοβερή

σιωπή εκείνου του παλιού σπιτιού, ένας ήχος τόσο

παράξενος με ερέθισε μέχρι ανεξέλεγκτου τρόμου.

Ωστόσο, συγκρατήθηκα για λίγα λεπτά ακόμη, έμεινα ακίνητος. Αλλά ο χτύπος δυνάμωνε, δυνάμωνε!

Νόμιζα πως η καρδιά του θα έσκαγε. Και μετά με κατέκλυσε μια καινούργια αγωνία — πως θα τον άκουγε τον ήχο κάποιος γείτονας!

γέρου! Με ένα δυνατό ουρλιαχτό, ξεσκέπασα εντελώς

τη λάμπα, και χίμηξα στο δωμάτιο. Έβγαλε μία κραυ-

γή — μία μόνο. Σε μια στιγμή, τον έριξα στο πάτωμα, και πέταξα πάνω του το βαρύ κρεβάτι. Έπειτα, χαμογέλασα γεμάτος χαρά που είχα κάνει το καθήκον

μου. Αλλά, για κάμποσα λεπτά, η καρδιά συνέχισε να

χτυπά με έναν υπόκωφο ήχο. Αυτό, ωστόσο, δεν με ενόχλησε· δεν μπορούσε να ακουστεί, να διαπεράσει

τον τοίχο. Μετά από λίγο, σταμάτησε. Ο γέρος ήταν

νεκρός. Σήκωσα το κρεβάτι και εξέτασα το κουφάρι.

Ναι, ήταν άψυχος, ίδιος με πέτρα, νεκρός. Έβαλα το

χέρι μου πάνω από την καρδιά, το άφησα εκεί πολλά

λεπτά. Δεν υπήρχε παλμός. Ήταν νεκρός. Το μάτι του

δεν θα με βασάνιζε πλέον.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
Είχε έρθει η ώρα του του

Εάν ακόμη με θεωρείς τρελό, θα πάψεις να το πιστεύεις όταν σου αφηγηθώ τις εξαιρετικές προφυλά-

ξεις που πήρα για να κρύψω το πτώμα. Η νύχτα ξεθώριαζε, και εγώ εργαζόμουν με βιασύνη, αλλά σιωπηλά.

Πρώτα από όλα τεμάχισα το κουφάρι. Έκοψα το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια.

Έπειτα, σήκωσα τρεις μεγάλες σανίδες στο πάτωμα του δωματίου, και τοποθέτησα τα κομμάτια

ανάμεσα στα μαδέρια του. Μετά, έβαλα τις σανίδες

στη θέση τους, με τόση υποχθόνια επιδεξιότητα, που ανθρώπου μάτι —ούτε καν του γέρου— δεν θα παρατηρούσε κάτι παράξενο. Δεν υπήρχε τίποτα να ξεπλυθεί —κανένας λεκές— καμία κηλίδα αίματος. Το είχα προσέξει πάρα πολύ αυτό. Το είχα αδειάσει όλο σε μια

λεκάνη — χα χα!

Όταν είχα τελειώσει με όλες αυτές τις δουλειές

ήταν πια τέσσερις η ώρα — και ακόμα σκοτεινά όπως

τα μεσάνυχτα. Όταν η καμπάνα χτύπησε την ώρα, ακούστηκε ένα χτύπημα στην εξώπορτα. Κατέβηκα

να ανοίξω με ήρεμη καρδιά — διότι, τι είχα τώρα να

φοβηθώ; Μπήκαν τρεις άντρες, που συστήθηκαν με άσπιλη αβρότητα ως αξιωματούχοι της αστυνομίας.

Ένας γείτονας είχε ακούσει μια στριγκλιά τη νύχτα·

είχαν δημιουργηθεί υποψίες περί κάποιου εγκλήματος· η πληροφορία είχε φτάσει στο αστυνομικό τμήμα

και εκείνοι (οι αξιωματούχοι) είχαν εξουσιοδοτηθεί

να ερευνήσουν το σπίτι.

Χαμογέλασα — διότι, τι είχα να φοβηθώ εγώ; Κα-


EDGAR ALLAN POE

λωσόρισα τους κυρίους. Το ουρλιαχτό, είπα, ήταν δικό μου, από ένα όνειρο. Ο γέρος, συμπλήρωσα, έλειπε

στην εξοχή. Συνόδευσα τους επισκέπτες μου σε όλο

το σπίτι. Τους κάλεσα να ψάξουν — να ψάξουν καλά.

Ύστερα από λίγο τους οδήγησα στο δωμάτιό του. Τους

έδειξα τα τιμαλφή του, ασφαλή, άθικτα. Στον ενθουσιασμό μου από την ασφάλεια και από τη σιγουριά, έφερα καρέκλες στο δωμάτιο και τους πρότεινα να ξεκουραστούν εδώ από τον κόπο τους, καθώς εγώ, με το ασυγκράτητο θράσος του απόλυτού μου θριάμβου, έβαλα το δικό μου κάθισμα ακριβώς πάνω από το σημείο όπου βρισκόταν το πτώμα του θύματος. Οι αστυνομικοί έδειχναν ικανοποιημένοι. Ο τρόπος μου τους είχε πείσει. Ήμουν εξαιρετικά ήρεμος

και ψύχραιμος. Κάθισαν, και ενώ εγώ απαντούσα χαρούμενος, εκείνοι κουβέντιαζαν τα δικά τους. Όμως, πριν περάσει λίγη ώρα, αισθάνθηκα να χλωμιάζω, ήθελα να φύγουν. Το κεφάλι μου με πονούσε, είχα

την αίσθηση ενός κουδουνίσματος στ’ αυτιά: αλλά

εκείνοι συνέχιζαν να κάθονται και να κουβεντιάζουν. Το κουδούνισμα έγινε πιο δυνατό —συνέχισε, έγινε πιο δυνατό— εγώ μιλούσα πιο ελεύθερα, για

να απαλλαγώ από αυτήν την αίσθηση —αυτή όμως

συνέχιζε και γινόταν

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 
όλο και πιο έντονη—
που, σύντομα, διαπίστωσα πως ο θόρυβος δεν ήταν στ’ αυτιά μου. Χωρίς αμφιβολία, τώρα ήμουν πολύ ωχρός· αλλά μιλούσα πολύ ορμητικά και με φωνή δυνατή. Παρ’
μέχρι

όλα αυτά, ο ήχος δυνάμωνε — τι μπορούσα να κάνω; Ήταν ένας χαμηλός, υπόκωφος, γρήγορος ήχος — σαν

αυτόν που κάνει ένα ρολόι χειρός, τυλιγμένο σε βαμβάκι. Πήρα μια βαθιά, κοφτή ανάσα — οι αξιωματικοί όμως δεν τον άκουγαν. Άρχισα να μιλάω ακόμη πιο

γρήγορα — ακόμη πιο παθιασμένα· μα ο ήχος δυνάμωνε σταθερά. Σηκώθηκα και αγόρευα πωρωμένος, για ανούσια πράγματα με τσιριχτή φωνή, με έντονες χειρονομίες· μα ο ήχος δυνάμωνε, σταθερά. Μα γιατί, γιατί δεν έφευγαν; Πήγαινα πέρα δώθε με βαριές δρασκελιές, σαν να μου είχαν προκαλέσει οργή όσα έλεγαν οι άντρες — μα ο ήχος δυνάμωνε σταθερά. Αχ Θεέ μου! Τι μπορούσα να κάνω; Άφριζα — παραληρούσα — βλαστημούσα! Άρπαξα την καρέκλα που καθόμουν, την έσερνα πάνω στις σανίδες του πατώματος, αλλά ο ήχος ήταν πιο δυνατός, συνέχιζε να δυναμώνει.

Δυνάμωνε — πιο πολύ — δυνάμωνε πιο πολύ! Και οι άντρες ακόμη κουβέντιαζαν εύθυμα και χαμογελούσαν. Ήταν δυνατόν να μην τον άκουγαν; Παντοδύναμε

Θεέ! — όχι, όχι! Άκουγαν! — υποψιάζονταν! — ήξεραν!

— χλεύαζαν τον τρόμο μου! — αυτό πίστεψα, αυτό πιστεύω! Οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από την αγωνία

αυτή! Οτιδήποτε ήταν πιο υποφερτό από το χλευασμό

αυτό! Δεν ήταν δυνατόν να ανεχτώ άλλο τα υποκριτι-

κά χαμόγελά τους! Ήξερα πως εάν δεν έσκουζα, εάν

δεν έβγαζα αυτή την κραυγή, θα πέθαινα! Και τώρα

— ο ήχος πάλι! — ακούστε τον! Πιο δυνατός! Πιο δυνατός! Πιο δυνατός! Πιο δυνατός!

ALLAN POE 8
EDGAR

«Κακούργοι!» κραύγασα «μην υποκρίνεστε πια! Ομολογώ την πράξη μου! — σπάστε τα σανίδια! Εδώ, εδώ! — εδώ είναι ο χτύπος της φριχτής του της καρδιάς!».

8



Ένα ενδιαφέρον «παραλειπόμενο» της ιστορίας, που αναγνω-

ρίζεται ως υποβλητικό αριστούργημα, είναι πως —σύμφωνα

με αρκετούς βιογράφους του συγγραφέα— έχει ως αφετηρία

και έμπνευση κάποιο απωθημένο για τον θετό του πατέρα, ο

οποίος, αν και πολύ πλούσιος, όταν πέθανε δεν άφησε τίποτα

στον Έντγκαρ — τον οποίο ούτως ή άλλως δεν είχε υιοθετήσει

επίσημα· επιπλέον είχε κάποιο πρόβλημα στην όραση.

ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
9

Edgar Allan Poe

Οι καλύτερες ιστορίες

ISBN 978-960-640-036-0

Η συλλογή «Οι καλύτερες ιστορίες» περιλαμβάνει τα 21 πιο ανθολογημένα και διάσημα

διηγήματα του πρωτοπόρου Αμερικανού συγγραφέα, Edgar Allan Poe, που θεωρείται ο πρώτος σπουδαίος αρχιτέκτονας της τέχνης της σύντομης φόρμας.

Είναι ένα συναρπαστικό best of ταξίδι στον αλλόκοτο κόσμο της σκοτεινής πλευράς του ανθρώπου, του τρόμου, της φρίκης, της μελαγχολίας, της εκδίκησης, της τρέλας, της καταστροφικής

ηδονής. Ταυτόχρονα αποτελεί και μία αντιπροσωπευτική περιήγηση

σ’ ένα στοιχειωμένο —αλλά ιδιοφυές— πνεύμα, που εξερεύνησε θαρραλέα το σκοτάδι και το

χάος χαρίζοντάς μας κλασική κι ατόφια αναγνωστική απόλαυση.

Τη συλλογή επιμελήθηκε κι ανθολόγησε ο συγγραφέας, μεταφραστής Βαγγέλης Προβιάς.

EDGAR ALLAN POE 0
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.