Στη χάση του φεγγαριού - Πασχάλης Μαγγίδης - Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

Πασχάλης Μαγγίδης

Στη

χάση του φεγγαριού Μυθιστόρημα


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ Πασχάλης Μαγγίδης Διορθώσεις: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Μακέτα εξωφύλλου: Κατερίνα Φωτιάδη © Copyright: Εκδόσεις «Ιωλκός» & Πασχάλης Μαγγίδης Ιούλιος 2011 Α΄   Έκδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΙΩΛΚΟΣ»

• Ανδρέου Μεταξά 12 & Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, Fax: 210-3304211 E-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr ISBN 978-960-426-626-5


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ


ΕΡΓΑ ΤOY ΙΔIOY: — Δεύτερη ευκαιρία, Μυθιστόρημα, εκδ. Ιωλκός, 2010 — Στη χάση του φεγγαριού, Μυθιστόρημα, εκδ. Ιωλκός, 2011


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

ΣΤΗ Χ ΑΣΗ ΤΟΥ Φ ΕΓΓΑΡΙΟΥ

Μυθιστόρημα

ΙΩΛΚΟΣ



Στη μνήμη της γυναίκας μου Αικατερίνης



1

Είχε μπει ο Ιούνης. Ο Νίκος, αφού ξεπροβόδισε το γιο

του, αποφάσισε να πάει στο εξοχικό τους, στον Κορινθιακό. Ο καιρός ήταν υπέροχος. Η άνοιξη φαινόταν να μη θέλει ακόμα να φύγει και μοιραζόταν την κάθε μέρα με το καλοκαίρι. Ο δισταγμός αυτός, μεταξύ άνοιξης και καλοκαιριού, έδινε μια γλυκύτητα στη φύση. Τα πρωινά και τα απογεύματα ήταν γλυκά, καλοσυνάτα και μόνο η ζέστη του μεσημεριού δήλωνε την άφιξη του καλοκαιριού. Ήταν όμορφα. Η θάλασσα ήταν ακόμα λίγο κρύα, αλλά αρκετοί καθημερινά έπεφταν στην υγρή και απολαυστική αγκαλιά της. Δίπλα στο κύμα ήταν ένα ταβερνάκι, του κυρίου Δημοσθένη και της κυρίας Εύας. Μεγάλοι άνθρωποι κι αυτοί. Στην ηλικία του. Ακριβώς πίσω από την ταβέρνα είχαν μια διώροφη οικοδομή έξι διαμερισμάτων, τα οποία νοίκιαζαν τους θερινούς μήνες. Κυρίως για τις ανάγκες των ενοικιαστών τους κρατούσαν αυτήν την ταβερνούλα και πρόσφεραν νοστιμότατα σπιτίσια φαγητά και θαυμάσιους μεζέδες. Τα πρωινά και τ’ απομεσήμερα, που δεν ήταν ώρες φαγητού, εκτός από ποτά, πρόσφεραν και καφεδάκι. Κάποια πρωινά και απογεύματα, όταν ο Νίκος ένιωθε έντονα την ανάγκη να μιλήσει ή ν’ ακούσει άνθρωπο,


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

πήγαινε στο ταβερνάκι, για να πιει τον καφέ του. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα και τότε, βλέποντας την ομορφιά όλου του Κορινθιακού, αναρωτιόταν για το παράλογο της ύπαρξης: «Γιατί τόση ομορφιά για τόσο σύντομη ζωή; Πώς μπορώ να ζήσω χωρίς μια αιτία;». Η προσωπική του περιπέτεια τον είχε κουρελιάσει ψυχολογικά και δεν έβρισκε πια κανένα ενδιαφέρον για τη ζωή. Η παροδικότητα της ύπαρξης αφαιρούσε κάθε νόημα της ζωής, την έκαμνε παράλογη κι αυτό τον συνέτριβε. Πότε με τέτοιους στοχασμούς και πότε με άδειο το μυαλό του από σκέψεις, παρατηρούσε ακούραστα τη θάλασσα, που άλλοτε λαμπύριζε, λες από ευχαρίστηση για τη ζεστασιά του ήλιου, και άλλοτε ρυτίδωνε και τότε έμοιαζε να κομματιάζεται σε χιλιάδες καθρεφτάκια, που αντιφέγγιζαν το φως τού ήλιου. Τα πρωινά, συνήθως, ήταν γαλήνια και ασάλευτη σαν λάδι γλείφοντας χαδιάρικα την αμμουδιά, λες και ήταν τα χείλη της γης. Δεν έλειπαν όμως και τα πρωινά, που ήταν αγριεμένη και ανειρήνευτη και σαν μαινάδα ορμούσε πάνω στην ακρογιαλιά. Τις φορές που η θέα της θάλασσας αποσπούσε το νου του απ’ όλα τ’ άλλα, σκεφτόταν «τελικά, η θάλασσα δεν είναι όπως η ξηρά. Δεν έχει την ακινησία της, δεν είναι στατική. Έχει μεταβαλλόμενη όψη και δε σε κουράζει ποτέ. Είναι σαν να είναι αυτή το πρόσωπο της γης, που άλλοτε είναι ήρεμο και γαλήνιο κι άλλοτε είναι συνοφρυωμένο ή άγριο και επιθετικό». Συχνά τη μοναξιά τού Νίκου την έκοβε πότε ο κύριος Δημοσθένης και πότε η κυρία Εύα. Πολλές φορές πάλι έρχονταν και οι δύο στο τραπέζι του και, λόγω της δουλειάς τους, του διηγούνταν όμορφες ιστοριούλες και ενδιαφέροντα περιστατικά. Τα απογεύματα, μετά τον καφέ, περπατούσε κατά μήκος της παραλίας και τη σκέψη του απασχολούσε η 10


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

εναλλαγή των χρωμάτων τ’ ουρανού, καθώς ο ήλιος που άλλαζε θέση, παίρνοντας την κλίση προς τα κάτω, μέχρι ν’ ακουμπήσει στο απέναντι βουνό. Τότε, τα σκόρπια συννεφάκια βάφονταν άλλα μοβ και άλλα χρυσαφί, πορτοκαλί και πορφυρά. Άλλα απογεύματα πάλι ο ήλιος στο έβγα του έμοιαζε σαν μακρινή πυρκαγιά. Μια λωρίδα τής θάλασσας φαινόταν να κοκκινίζει, λες και πυρωνόταν τόσο, που θα άρπαζε φωτιά. Όταν πια η νύχτα νόθευε το φως και σιγά σιγά αφαιρούσε σχήματα και μαύριζε τη φύση, γύριζε στο σπίτι και κλεινόταν κι αυτός στη δική του σκοτεινιά. Τις άλλες ώρες τής ημέρας τις περνούσε διαβάζοντας την εφημερίδα του ή κάποιο βιβλίο ή ακούγοντας κλασική μουσική. Το βράδυ τελείωνε τη μέρα του με την τηλεόραση. Κι ενώ πήγαινε να συνηθίσει μια τέτοια κατάσταση μονοτονίας, τα πράγματα άλλαξαν. Κι άλλαξαν ένα πρωινό σαν τ’ άλλα. Είχε βγει, ως συνήθως, στην ταβερνούλα κι έπινε τον καφέ του. Ήταν μια ώρα γαλήνια. Υπήρχε μια γλυκιά ηρεμία που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα τον έκανε να ευχαριστεί το Θεό, που υπήρχε και τη χαιρόταν. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και η θάλασσα είχε τέτοια ακινησία, που στο τέλος τής ματιάς του δεν ξεχώριζε το σημείο που αντάμωναν. Μόνο στην παραλία κυματάκια, το ένα μετά το άλλο, έσβηναν πάνω στην αμμουδιά δημιουργώντας ένα ρυθμικό χαμηλότονο και νανουριστικό φλοίσβο. Αυτό το πρωινό ήταν που άλλαξε τη ζωή του. Είναι πράγματι περίεργη και απίθανη η ζωή. Σου παίρνει πολλές φορές, αναίτια και ανεξήγητα, ό,τι πολυτιμότερο έχεις και κάποιες πάλι φορές, απρόσμενα, σου προσφέρει κάτι που σου δίνει νόημα για να συνεχίσεις. Κι αυτό έγινε το πρωινό αυτό. Ήταν η γνωριμία του με κάποιον, που έμελλε να δώσει ξανά ενδιαφέρον στη ζωή του και να γίνει, 11


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

τελικά, ένας από τους καλύτερους φίλους του. Λεγόταν Παύλος. Ήρθε να νοικιάσει ένα διαμέρισμα για το καλοκαίρι. Το μέρος το γνώριζε, όπως είπε, και το προτίμησε, επειδή δεν είχε πολύ κόσμο τα καλοκαίρια και ήταν και κοντά στην Αθήνα. Τους γνώρισε η κυρία Εύα. Ήξερε την ανάγκη του Νίκου για συντροφιά και τον πήγε στο τραπέζι του. «Να σας γνωρίσω τον κύριο Νίκο» του είπε «είναι εξαιρετικός άνθρωπος και νομίζω ότι θα κάνετε καλή παρέα το καλοκαίρι». Αυτοσυστήθηκαν δίνοντας τα χέρια: «Παύλος», «Νίκος». Ο Παύλος ήταν ψηλός και ευθυτενής. Το αμείλικτο πρωινό φως πρόδιδε το πέρασμα πολλών χρόνων και βιωμάτων. Αν δεν ήταν της ίδιας ηλικίας με το Νίκο, η διαφορά πάντως δε φαινόταν να είναι μεγαλύτερη των δύο ή τριών χρόνων. Ο Νίκος τού έδειξε το κάθισμα κι αυτός πρόθυμα κάθισε μαζί του και άνοιξε ευδιάθετα κουβέντα. Μίλησε για το διαμέρισμα που έκλεισε για δύο μήνες, Ιούλιο και Αύγουστο και, ύστερα, κοιτάζοντας τη θάλασσα, μίλησε για την ομορφιά τού Κορινθιακού κόλπου. Ο Νίκος, συμφωνώντας μαζί του, του ευχήθηκε καλό καλοκαίρι και παρήγγειλε ουζάκια. Πίνοντας, μίλησαν στη συνέχεια για τον καιρό, τη ζωή τής Αθήνας, την πολιτική, τις εκπομπές της τηλεόρασης. Τα ουζάκια έγιναν άλλα δύο και ύστερα άλλα δύο. Τους παρέσυρε η κουβέντα και δεν κατάλαβαν πότε πέρασε η ώρα. Θέλησε να πληρώσει, αλλά ο Νίκος δεν τον άφησε λέγοντας ότι θα έχουν όλο το καλοκαίρι μπροστά τους για να κεράσει. Αυτό ικανοποίησε τον Παύλο, γιατί, όπως αργότερα του είπε, το εξέλαβε ως μια ανοιχτή πρόσκληση για παρέα. Αποχαιρετίστηκαν σαν παλιοί γνώριμοι, ευχόμενοι καλή συνάντηση τον επόμενο μήνα. Το πρωί της 1ης Ιουλίου ο Παύλος με τη γυναίκα του, 12


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

όπως το είχε συμφωνήσει, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμά τους. Η ημέρα ήταν πολύ ζεστή. Το απόγευμα όμως ήταν γλυκό και ο Νίκος, ως συνήθως, την ώρα αυτήν έπινε τον καφέ του δίπλα στη θάλασσα, που ήταν εντελώς ακίνητη και μόνο στην ακροθαλασσιά το νερό έγλειφε ρυθμικά με απαλές εφορμήσεις την αμμουδιά. Παραδίπλα το παιχνίδι των μικρών παιδιών έσπαζε τοπικά αυτήν την ακινησία της, φέρνοντας την ταραχή στο νερό. Λίγο πιο μέσα κολυμπούσαν οι μεγαλύτεροι, άλλοι σε παρέες κι άλλοι μοναχικά. Η θέα ήταν τόσο ελκυστική, που γέννησε την επιθυμία στο Νίκο να πάει στο σπίτι, να φορέσει κι αυτός το μαγιό και να βουτήξει. Εκείνη τη στιγμή όμως εμφανίστηκε ο Παύλος. Είχε φύγει εντελώς από τη μνήμη του, γιατί τότε τη γνωριμία τους τη θεώρησε τυπική και εντελώς περιστασιακή. Χαιρετήθηκαν και ο Νίκος, αφού του ευχήθηκε καλό καλοκαίρι, του είπε, δείχνοντας το κάθισμα, να καθίσει. Ο Παύλος, τραβώντας την καρέκλα για να καθίσει, είπε: — Σήμερα κερνάω εγώ. — Όχι, βέβαια. Σήμερα είναι η πρώτη σου μέρα και κανείς την πρώτη μέρα δεν κερνάει, του είπε ο Νίκος. Παρήγγειλαν ουζάκια, είπαν πολλά και ύστερα από κάποια ώρα ο Νίκος πρότεινε έναν περίπατο κατά μήκος της ακτής. Ήταν πια δειλινό. Ο ήλιος ήταν έτοιμος να ακουμπήσει σαν στέμμα στην απέναντι κορυφογραμμή. Μια ώρα πολύ ευχάριστη. Είχε δροσίσει και το φως ξέπνοο μαλάκωνε τα χρώματα και ξεθώριαζε τους ίσκιους, που μεγάλωναν. Ήταν η πρώτη τους συμπόρευση. Ο Παύλος, θέλοντας να δώσει μια επαφή στις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, είπε: — Τι απίθανα όμορφη είναι αυτή η ώρα! Ο ήλιος έχει πορφυρίσει ουρανό και θάλασσα σαν να θέλει να οριοθετήσει με το χρώμα τής εξουσίας, για όσο θα λείπει, την 13


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

επικράτειά του. Λες και επιδιώκει να μας εντυπωσιάσει, για να παραμείνει στη μνήμη μας. Και πάντα, σ’ ένα τέτοιο ηλιοβασίλεμα, μου έρχεται στο μυαλό εκείνο το: «Μονάχα αυτός που έκλαψε, βλέποντας την κόκκινη δύση του ήλιου, έχει θέση μες στα όνειρα του κόσμου». Όταν ήμουν μικρός, συνέχισε, το είχα παράπονο, που δεν κρατούσε περισσότερο αυτή η ώρα. Και θυμάμαι που η μάνα μου μού έλεγε πως ότι, αν κρατούσε παραπάνω, θα έχανε την ομορφιά της. Τότε αυτό δεν το καταλάβαινα, αλλά ντρεπόμουν και να ρωτήσω. — Τότε, για όλα τα παιδιά, είπε στοχαστικά ο Νίκος, αυτή η ώρα ήταν η καλύτερη της μέρας. Όλοι στο χωριό την ώρα αυτή γύριζαν απ’ τα χωράφια. Η ζέστη υποχωρούσε κι άρχιζε το παιχνίδι. Ήταν η ώρα που τα παιδιά ζούσαμε για ολόκληρη τη μέρα. Αρχίζαμε με μπάλα κι όταν το σκοτάδι μας δυσκόλευε, συνεχίζαμε με άλλα παιχνίδια. Ποτέ όμως τότε δε με απασχόλησε η ομορφιά αυτής της ώρας. Αυτήν την πρόσεξα αργότερα. — Το ηλιοβασίλεμα είναι η ρομαντική ώρα των ερωτευμένων, είπε, στοχαστικά, ο Παύλος. — Η ομορφιά αυτής της ώρας όμως είναι ίσως η μόνη ομορφιά που, μαζί με την τέρψη της, μου φέρνει τώρα και μελαγχολία, δήλωσε ο Νίκος. — Πολλοί νιώθουν έτσι, Νίκο. Ο καθένας βέβαια για τους δικούς του λόγους. Όλοι έχουμε την πορεία μας και τα προσωπικά μας βιώματα. Σε άλλους φέρνει όμορφες αναμνήσεις και σε άλλους θυμίζει υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν και όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν. — Είναι όμως κι άλλοι που βλέπουν τη δύση να σμίγει τον πάνω με τον κάτω κόσμο. — Ναι. Πάντα όμως μας προετοιμάζει να περιμένουμε μια καινούργια μέρα σ’ έναν όμορφο κόσμο, όπως αυτόν που έχουμε αυτήν τη στιγμή στα μάτια μας. 14


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

— Μόνο που, γοητευμένοι από την ομορφιά της, μας φεύγει η πραγματικότητα. — Η οποία είναι; — Ότι άλλο ένα κεράκι, κατά τον Καβάφη, πάει να σβήσει μειώνοντας τον αριθμό των αναμμένων κεριών, που το φως τους, για την ηλικία μας, λιγοστεύει τόσο πολύ, όσο το φως τής ώρας αυτής. Το λίγο που έχουμε μπροστά μας γίνεται λιγότερο. Γι’ αυτό λέω ότι η ομορφιά της μας χρυσώνει το χάπι. Είναι μια παραπλάνηση, ένα καμουφλάρισμα. — Πραγματικότητα όμως, Νίκο, είναι μόνο αυτό που βλέπουμε και η ομορφιά αυτής της ώρας είναι αδιαμφισβήτητη. Τώρα, όσο για το άλλο που λες, αυτό το λίγο που έχουμε μπροστά μας το κάνει λιγότερο όχι μόνο αυτή η ώρα, αλλά η κάθε ώρα που περνάει. — Συμφωνώ. Μόνο που η ώρα αυτή συμπληρώνει και κλείνει όλη τη μέρα, δείχνοντας αυτή να τραβάει πιο κοντά το τέλος μας. — Φαινομενικά. Όσο για το τέλος μας, Νίκο, θα έλεγα ευτυχώς που υπάρχει, γιατί μπορείς να φανταστείς πώς θα ήταν μια ζωή χωρίς τέλος; Η αθανασία, λένε, θα ήταν τρομερά βαρετή. «Και μόνο η σκέψη μιας ατέλειωτης ύπαρξης είναι πιο τρομακτική από τη σκέψη τής παροδικότητας της ζωής». Και αφού μπροστά μας κάπου είναι κρυμμένο ένα τέλος, γιατί να μαυρίζουμε αυτό που ακόμα έχουμε; — Πράγματι, αυτό κάνουμε, συμφώνησε τώρα ο Νίκος. Και γι’ αυτό φταίω εγώ. Η απαισιοδοξία μου είναι από κάτι προσωπικό, που βιώνω τελευταία. Έχασα τη γυναίκα μου πρόσφατα και η ζωή μου έγινε ρημαδιό. Από τότε νιώθω να μη με κρατάει τίποτα στη ζωή. Λυπάμαι, που σου χάλασα τη διάθεση. — Λυπάμαι πολύ για το χαμό της γυναίκας σου. Πρέπει 15


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

να είναι μεγάλο το κακό, όταν χάνεις το σύντροφο της ζωής σου. Όμως μην το αφήνεις να σε πάρει από κάτω. Η ζωή είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχουμε, αφού όλα τ’ άλλα είναι περιεχόμενα της ζωής. — Τώρα πια η ζωή δεν έχει τίποτα για μένα. Το μέλλον απανθρακώθηκε τελείως και τα όποια όνειρα είχαμε με τη γυναίκα μου αποδήμησαν κι αυτά. Η ζωή μου δεν έχει πλέον κανένα νόημα. — Νίκο, δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει Ντοστογιέφσκι. Εγώ με την αφορμή μιας συζήτησης πρόσφατα στην τηλεόραση, ξαναδιάβασα τα έργα του. Και θυμάμαι ότι το γνωμικό του είναι: «Πρέπει ν’ αγαπάμε περισσότερο την ίδια τη ζωή από το νόημα της ζωής». «Η ζωή» όπως λέει και ο Γκαίτε «όποια κι αν είναι, είναι ωραία». Θα ξαναγυρίσω στον Ντοστογιέφσκι, γιατί θυμάμαι το Δημήτρη Καραμαζόφ να λέει: «Θα τον νικήσω όλον τον πόνο μου, θα θριαμβεύσω πάνω του, έστω μόνο και μόνο για να μπορώ να πω: “Υπάρχω”». Επίσης τον Ιβάν, τον αδελφό του, να διακηρύσσει: «Η μόνη ανεπανόρθωτη δυστυχία είναι να είσαι πεθαμένος». Ακούμε αυτόν τον αρνητή τού Θεού ν’ αναφωνεί: «Κύριε, σ’ αγαπώ, γιατί η ζωή είναι κάτι μεγάλο». Τέλος, το Στεπάν Τροφίμοβιτς στο κρεβάτι της αγωνίας να ψιθυρίζει: «Πώς θα ’θελα να ξαναζήσω… Κάθε λεπτό, κάθε στιγμούλα είναι μια ευτυχία για τον άνθρωπο». — Όλα αυτά είναι καλά για βιβλία. Εγώ όμως, Παύλο, δεν είμαι ήρωας μυθιστορήματος. Είμαι άνθρωπος και στη ζωή η συμφορά έχει βάρος ασήκωτο και μόνο αυτός που τη ζει ξέρει. — Συμφωνώ. Η συμφορά φέρνει πόνο και δυστυχία. Δεν υπάρχει όμως κανένας τόσο μεγάλος πόνος για να τον ανταλλάξεις με τη ζωή. Με όλα τα παραπάνω αυτό είπα. Είπα μόνο πώς πρέπει να βλέπουμε τη ζωή. Θα σου θυμίσω 16


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

τον Μπετόβεν, που στη χειρότερη περίοδο της ζωής του και μες στη δυστυχία τής κουφαμάρας του συνέθεσε τον « Ύμνο στη χαρά». Επίσης και το Ρέμπραντ, που μες στη μεγάλη φτώχεια του αναζητούσε μες στο χρώμα το φως. — Υπάρχουν πράγματι διάφορες οπτικές τής ζωής, δυνατοί άνθρωποι, όπως και διάφορες καταστάσεις και φυσικά και διαφορετικές διαβαθμίσεις βαρύτητας της δυστυχίας. Για μένα όμως η ζωή, Παύλο, έχει γίνει μια ολοσκότεινη νύχτα. — Και οι ολοσκότεινες νύχτες, Νίκο, δε μένουν αξημέρωτες. Πάντα φέρνουν μια καινούργια μέρα. — Μόνο που για μένα τώρα η κάθε μέρα είναι ίδια με την προηγούμενη. — Όλες οι μέρες είναι ίδιες για όλους. Εμείς είμαστε αυτοί που τις κάνουμε διαφορετικές. — Όχι πάντα, γιατί πέρα από μας υπάρχει και η μοίρα. Το τυχαίο και απροσδόκητο· μια ανίατη αρρώστια, που σου τις κάνει μαύρες για πάντα όλες τις μέρες σου. — Συμφωνώ, όχι όμως για πάντα. Το μέλλον, όπως λέει και ο Ρομπέρ Κάντερς, είναι τροποποιήσιμο ως το τέλος. Δώσε χρόνο στο χρόνο και θα δεις. Θα κάνει κι εδώ τη δουλειά του. Μεσολάβησε ένα διάστημα σιωπής, που κράτησε τον καθένα χωριστά στις σκέψεις του. Ύστερα ο Παύλος, δίνοντας συνέχεια στο θέμα, είπε: — Χθες το βράδυ δεν είχα όρεξη για διάβασμα και άνοιξα την τηλεόραση. Είδα το τέλος μιας ξένης ταινίας. Πρόλαβα μόνο να διαβάσω τα τελευταία λόγια τού πρωταγωνιστή, που έλεγαν: «Ζήσε την κάθε μέρα, γιατί μια απ’ αυτές θα είναι η τελευταία». Μου θύμισε τη «Φιλοσοφία του παρόντος» του Αρίστιππου, που λέει: «Να ζεις τη στιγμή που φεύγει». Είναι μια υπέροχη προτροπή, γιατί η ζωή είναι μία και ό,τι χάνεις, χάνεται οριστικά. 17


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

— Αναντίρρητα, ως φιλοσοφικός στοχασμός είναι υπέροχος. Όπως και ως συμβουλευτική προτροπή, όπως λες. Στην πράξη όμως, όταν πρόκειται για ανθρώπους της ηλικίας μας, μένει αναποτελεσματικός. Οι νέοι έχουν όλο το χρόνο μπροστά τους να κάνουν καινούργια αρχή, να ξαναμπούν στη ζωή και να δουν με αισιοδοξία το μέλλον, με όνειρα και προσδοκίες. Με μας τα πράγματα αλλάζουν. Το ίδιο το χτύπημα στην ηλικία μας έχει άλλη βαρύτητα και παίρνει άλλες διαστάσεις. Κάνει την κατάσταση μη αναστρέψιμη. Δεν αφήνει καμιά προοπτική και καμιά ελπίδα για κάτι διαφορετικό. Είπα ελπίδα και θυμήθηκα κάτι που διάβασα πριν από λίγες μέρες και ήταν σαν να είχε γραφεί για μένα. «Οι ελπίδες και τα όνειρα» έλεγε «είναι σαν τα στολίδια. Όταν είμαστε νέοι, μας αρέσει να τα φοράμε. Όταν όμως γεράσουμε, δείχνουμε ανόητοι ακόμα και με ένα». — Ο χαμός της γυναίκας σου είναι πρόσφατος και επηρεάζει την ψυχολογία σου. Είναι φυσικό να αντιμετωπίζεις με απαισιοδοξία τη ζωή. Με τον καιρό πιστεύω ότι η ζωή σου θα πάρει και πάλι το νόημά της. Τη ζωή, Νίκο, δεν την τελειώνει ποτέ ένα γεγονός. Η δική μας στάση είναι αυτή που κάνει το βάρος του ασήκωτο και μη υποφερτό κι αυτό είναι άδικο για τη ζωή. — Άδικο είναι, που σου μαύρισα την πρώτη μέρα τής εξοχής σου. Δεν ήμουν καλή παρέα. Ας το διαλύσουμε για απόψε, γιατί πέρασε και η ώρα και η γυναίκα σου θα σε περιμένει. Πάντως σ’ ευχαριστώ για τη συντροφιά σου. Ήταν μια όαση στην έρημό μου. — Ευχαριστώ κι εγώ για τις ώρες αυτές και θα τα πούμε αύριο. Όσο για την παρέα σου, μην το ξαναπείς. Ύστερα από πολύ καιρό μίλησα κι εγώ με κάποιον για πράγματα έξω από τα καθημερινά. Είπαν την καληνύχτα τους και χώρισαν. Εδώ τελείωσε η πρώτη μέρα της συμπόρευσής τους. 18


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Ο Νίκος πηγαίνοντας στο σπίτι ξανάφερε στο μυαλό του όλα όσα συζήτησαν με τον Παύλο και ένιωσε μια διάθεση διαφορετική. Ύστερα από τόσο καιρό, πέρασε λίγες ώρες απρόσμενα καλά μ’ έναν άνθρωπο ελλόγιμο, βαθύγνωμο, ευγενικό, που με λεπτότητα, αγγίζοντας το πρόβλημά του, θέλησε να του κινήσει το ενδιαφέρον για τη ζωή. Ο λόγος του μεστός και δυνατός υπήρξε το πρώτο λίγο φως στον ολοσκότεινο ουρανό του. Κι ακόμα –και το σπουδαιότερο– και ελπιδοφόρος, γιατί άφηνε προοπτική για τη συνέχιση της παρέας τους, αφού, φεύγοντας, είπε: «θα τα πούμε αύριο». Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος άρχισε να τον επηρεάζει θετικά. Ένας άνθρωπος έδειχνε να μπαίνει στη ζωή του κι αυτό προμηνούσε μια κάποια αλλαγή. Και δεν ήταν ένας αδιάφορος. Ήταν σοβαρός, βαθυστόχαστος με ευαισθησία και λόγο ποιοτικό. Όσο το συνειδητοποιούσε, τόσο ένιωθε καλύτερα. Εκείνο που έβαζε λίγο φρένο στις προσδοκίες του ήταν η γυναίκα του. Δεν ήξερε τι χαρακτήρα έχει κι αν θα ευνοούσε τη συνέχιση της παρέας τους. Το απόγευμα της επόμενης ημέρας τον βρήκε στο ταβερνάκι να τον περιμένει. Ήρθε νωρίτερα, γιατί μάλλον ήθελε να κεράσει αυτός. Και αυτό του είπε, μόλις κάθισε κοντά του. Ήπιαν τον καφέ τους και μίλησαν για βιβλία. Ήταν κι αυτός βιβλιόφιλος κι αυτό χαροποίησε ιδιαίτερα το Νίκο. Έπειτα μίλησαν για μουσική και για εικαστικές τέχνες. Είναι αλήθεια ότι χαίρεσαι, όταν συναντάς κι άλλους ανθρώπους που συγκινούνται και τέρπονται με τα ίδια πράγματα. Βέβαια, η χαρά δεν ήταν μόνο του Νίκου, που έβρισκε απρόσμενα μια τέτοια συντροφιά, που τον έβγαζε από τη μοναξιά και τη σκοτεινιά τής προσωπικής του περιπέτειας. Έκδηλος εξίσου ήταν και ο ενθουσιασμός τού 19


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

Παύλου. Επιβεβαιώθηκε αυτό που λένε ότι «εκείνοι που αγαπούν τα ίδια πράγματα σιγά σιγά αγαπιούνται και μεταξύ τους». Η ώρα πέρασε και σήμερα χωρίς να το καταλάβουν. Έτσι γίνεται, όταν περνάς καλά. Σηκώθηκαν για τον περίπατο. Και οι δύο είχαν κάνει μπαϊπάς και έπρεπε να περπατούν. Ο ήλιος μόλις είχε χαθεί στην απέναντι βουνοκορφή και είχε πορφυρίσει όλη τη δύση, λες και είχε εκραγεί. Μόλις ξεκίνησαν, ο Παύλος τού λέει: — Χθες το βράδυ μίλησα στη γυναίκα μου για σένα. Χάρηκε, που βρήκα μια καλή παρέα, αλλά και λυπήθηκε για το χαμό τής γυναίκας σου. Επειδή το τελευταίο βάρυνε κάπως την ατμόσφαιρα, έσπευσε να την αλεγράρει πειράζοντάς τον για τις θέσεις του στη χθεσινή τους κουβέντα: — Πάει και η σημερινή μέρα. Λιποθυμάει στην αγκαλιά της νύχτας. — Η οποία νύχτα όμως μας προετοιμάζει, κατά τη δική σου έκφραση, να περιμένουμε μια καινούργια μέρα, του απάντησε. Μόνο που ξεχνάμε ότι κι αυτή η μέρα θα γεννηθεί, κρατώντας στο χέρι το αγγελτήριο του θανάτου της. Χαμογέλασαν και οι δύο. Ύστερα από κάποια σιωπή, ο Παύλος είπε: — Χθες, Νίκο, μου άφησες την εντύπωση ότι βλέπεις εντελώς απαξιωτικά τη νύχτα. Δεν τη θεωρείς κομμάτι τής ζωής. Η ζωή τής κάθε μέρας για σένα τελειώνει με τον ερχομό τής νύχτας. Κι όμως νύχτα ήταν οι περισσότερες από τις χθεσινές ώρες, που συζητούσαμε, κάνοντας τη βόλτα μας. Τη νύχτα, Νίκο, επιμηκύνουμε τη ζωή μας και, κατά κύριο λόγο, βιώνουμε τη συνεύρεση στον κοινό προορισμό μας. Πραγματώνουμε τη συμμετοχή μας στο αέναο, άχρονο και απέραντο συντελούμενο. Στο σκοτάδι συνήθως γεννιέται η συνέχειά μας. 20


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

— Συμβαίνουν όλα αυτά που λες, Παύλο. Όταν όμως οι μέρες σου είναι αδιάφορες, θα νιώθεις καλύτερα για τις νύχτες; — Αν το θέτεις έτσι, θα συμφωνήσω. Χθες το βράδυ, όταν έπεσα για ύπνο, έφερα στο μυαλό μου αυτά που είχαμε κουβεντιάσει και είδα ότι όλη η συζήτησή μας ξεκίνησε από τις σκέψεις σου για την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Αν και στη συνέχεια εξήγησες το λόγο της απαισιοδοξίας σου, δε σου κρύβω ότι κάπως με επηρέασες κι αυτό έγινε αιτία να το σκεφτώ περισσότερο. Πράγματι ο θάνατός μας είναι το αδύνατο σημείο της φύσης μας. Προχώρησα όμως το συλλογισμό μου και κατέληξα στη σκέψη ότι αυτή η αδυναμία μας είναι και η αιτία του αγώνα μας. Μας δίνει κίνητρο και σκοπό και μας κρατάει μάχιμους και ενεργούς. Η ίδια η φθορά δίνει ζωή στη ζωή μας. Σχετικά ο Κανελλόπουλος λέει ότι «η μεταφυσική σκέψη δεν έχει κανένα λόγο να υπάρχει, όταν κλείνει τη θέα του αγνώστου. Κι αν ακόμα δεν μπορεί το πνεύμα μας να την ανοίξει, πρέπει ν’ αγωνίζεται, να την ανοίξει». — Σε μένα τώρα, Παύλο, τίποτα πια δε δίνει δύναμη για αγώνα, αφού δεν υπάρχει θέληση για ζωή. Όταν δεν υπάρχει προοπτική, όταν δεν υπάρχει κάτι, που να κρύβει μια προσδοκία, τότε η ζωή γίνεται ανούσια, αδιάφορη και ανυπόφορη. Τόσο ο παράδεισος, όσο και η ζωή είναι για δύο τουλάχιστον ανθρώπους. Κι εγώ, εδώ και λίγο καιρό, ζω μια αβάσταχτη μοναξιά. — Ο πόνος και οι στενοχώριες, Νίκο, είναι μέρος τής ζωής. Άλλωστε, θα αναφέρω πάλι τον Ντοστογιέφσκι: «Μόνο με τον πόνο μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε τη ζωή». Αλώβητος δεν παραμένει κανείς. Δεν υποτιμώ τη δυστυχία σου, αλλά έτσι είναι. «Αβρόχοις ποσί» δεν περνάει κανείς τη ζωή του. Με τον καρό όμως ξεπερνούμε τις πληγές τού παρελθόντος. Πάνω κι από την κόλαση του Δάντη «λάμπει η γλυκιά 21


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

φεγγοβολή του Παραδείσου». Αρκεί να το θελήσουμε και να προσπαθήσουμε. Τίποτα και καμιά κατάσταση στη ζωή δεν είναι μόνιμη και αμετάβλητη. Όλα αλλάζουν και οι άνθρωποι ξεχνούν και κοιτάζουν ξανά μπροστά. Πρόσφατα διάβασα μια παλιά συνέντευξη του Ιωάννη Κακριδή στην οποία, μεταξύ άλλων, είπε ότι κάποτε ο συνάδελφός του Λίνος Πολίτης έδωσε για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο για θέμα: «Η μνήμη είναι αγαθό μεγάλο, και η λήθη όμως δεν είναι πολλές φορές μικρότερο». — Συμφωνώ. Μόνο που σε ορισμένες περιπτώσεις η λήθη είναι πάρα πολύ δύσκολη. Ειδικά όταν η κατάσταση που δημιούργησε ένα γεγονός εξακολουθεί να υφίσταται με όλες τις συνέπειές της. — Σ’ αυτές τις περιπτώσεις αναφερόταν, Νίκο, και από μας εξαρτάται ν’ ανατρέψουμε την κατάσταση. Το γεγονός έκανε αυτό που έκανε. Εμείς πρέπει να μείνουμε αδρανείς και να χάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας; Εδώ βλέπεις ακόμα και οι άρρωστοι, που βρίσκονται στα πρόθυρα του θανάτου, οι παράλυτοι, οι πάμφτωχοι και οι ζητιάνοι εξακολουθούν να υπερασπίζονται την άθλια και άχαρη ζωή τους και να μάχονται με νύχια και με δόντια, για να κρατηθούν ζωντανοί. Κι έπειτα, το μόνο βέβαιο στη ζωή είναι ότι όλοι κάποτε θα πεθάνουμε. Γιατί λοιπόν να μην προσπαθήσουμε να ζήσουμε καλά ό,τι ακόμα μας απομένει; Και η δική μας παρέα δε σου λέει τίποτα; — Λέει και μάλιστα πολλά και σ’ ευχαριστώ και πάλι. Μόνο που δεν κάνει αυτό που επιδιώκεις, γιατί δεν μπορεί να κάνει τα πράγματα να μην έχουν γίνει. — Νίκο, η ζωή πάει μπροστά και δεν πρέπει να ζούμε με το «παρόν του παρελθόντος». — Δυστυχώς, ζω και με το «παρόν του παρόντος» που είναι, όπως ξέρεις, η άμεση διαίσθηση της πραγματικότητας. 22


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

— Υπάρχει όμως, όπως είπαμε και το αύριο. Κι «αύριο θα είναι μια άλλη μέρα» όπως είπε και η Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Δεν ξέρεις αυτό που λένε ότι: «και το απόγευμα να σου συμβεί κάτι καλό, όλη η μέρα σου γίνεται καλή;». Εδώ τελείωσε και η βόλτα της δεύτερης μέρας. Και ο Νίκος γυρίζοντας στο σπίτι, έπιανε τον εαυτό του, για πρώτη φορά, όχι απλώς ευδιάθετο, αλλά χαρούμενο. Χαιρόταν σαν το μοναχοπαίδι, όταν βρίσκεται με άλλο παιδί. Επιτέλους η ζωή του άρχισε να έχει κάποιο ενδιαφέρον. Τώρα είχε κάτι να περιμένει από την κάθε μέρα που θα ξημέρωνε. Το απόγευμα της τρίτης μέρας βρέθηκαν πάλι συνεπείς την ίδια ώρα στο ταβερνάκι. Ο κυρ Δημοσθένης τους πλησίασε και χαμογελώντας τούς είπε: «Χαίρομαι πολύ για την παρέα σας. Σήμερα τα καφεδάκια είναι δικά μου». Στον καθιερωμένο πια περίπατο, αυτό το βράδυ μίλησαν για το Θεό, τον άνθρωπο και την ενοχή του στον κόσμο. Σχετικά με την τελευταία, ο Παύλος είπε: «Η ενοχή υπήρξε δημιούργημα του χριστιανισμού, αφού προέκυψε, μόλις ο χριστιανός αποδέχτηκε το προπατορικό αμάρτημα. Με το χρόνο όμως οι αντιλήψεις άλλαξαν. Ο ιδεαλισμός του Διαφωτισμού, που επέφερε και την απόκλιση από το θεοκρατικό κοσμοείδωλο, μετατόπισε την ενοχή από το άτομο στην κοινωνία, κάνοντάς την στοιχείο τού πολιτισμού». Συμφωνώντας ο Νίκος, ανέφερε επ’ αυτού τον υπέρμαχο της θεωρίας περί του «εκ φύσεως καλού» ανθρώπου Ζαν Ζακ Ρουσό, που είπε ότι: «Ο άνθρωπος γεννιέται καλός, η κοινωνία τον κάνει κακό». Θίγοντας το θέμα τής φύσης τού ανθρώπου ο Νίκος, έδωσε την αφορμή στον Παύλο να πει: — Σχετικά με τη φύση τού ανθρώπου, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία δίνει μια πολύ δραματική ετυμηγορία. 23


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

Θα γνωρίζεις το γνωμικό τού σοφού Βίαντα, που έγραψε στους Δελφούς: «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι κακοί». Βέβαια, κάποιοι υποστηρίζουν, όπως ο Ρουσό που ανέφερες, ότι η πλειονότητα των ανθρώπων είναι κακή μόνο ως πλειονότητα και ότι τα άτομα, εάν τα πάρουμε ένα ένα, είναι όλοι καλοί άνθρωποι. — Σε κάθε περίπτωση, είπε ο Νίκος, ελπίδα μάς δίνει ο Μπερξόν, όταν λέει ότι, η ανθρωπότητα, αργά αλλά αδιάλειπτα, γίνεται όλο και πιο καλή. Στη συνέχεια, πέρασαν στην ευθύνη τού κάθε ανθρώπου και στη συμβολή του στο καθημερινό γίγνεσθαι της ζωής. Στο σημείο αυτό ο Νίκος θυμήθηκε το Νέλσον Μαντέλα, λέγοντας: «Πήρε την ευθύνη ολόκληρης της χώρας του και έδωσε λάμψη στα ιδανικά τής ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Αφύπνισε την ανθρωπότητα και δημιούργησε ένα παγκόσμιο προηγούμενο. Και η αναγνώριση που του έγινε με το Νομπέλ ειρήνης ήταν και μια προβολή όλων όσων ελπίζουμε και ευχόμαστε». Τότε, ο Παύλος πρόσθεσε: «Κερδίζοντας ο Νέλσον Μαντέλα μια θέση στην παγκόσμια μνήμη, κέρδισε και ο κόσμος έναν άνθρωπο, που έγινε ένα είδος παγκόσμιας συνείδησης. Και φυσικά ήταν εύλογη η αγωνία του Ρίτσαρντ Μπράνσον, που την εξέφρασε, λέγοντας: «Ας πεθάνει, Θεέ μου, το γρηγορότερο, προτού απογοητεύσει τόσους θαυμαστές του σε όλον τον κόσμο». Ευχαριστημένοι και οι δύο και από την αποψινή τους συζήτηση, είπαν εδώ την καληνύχτα κι αυτής της βραδιάς. Ήταν πλέον γεγονός ότι η παρέα τού Παύλου είχε αλλάξει την ψυχολογία τού Νίκου. Ήταν μια σχέση πνευματικής και ιδεολογικής συντροφικότητας. Ο Νίκος τώρα είχε κάτι να περιμένει. Είχε έναν άνθρωπο να μιλήσει και ν’ ακούσει. Και μάλιστα αξιόλογο. Άνθρωπο του μέτρου, χωρίς 24


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

ακρότητες, που είχε δυνατό λόγο και πολύ λογιοσύνη. Τον έβγαζε από το προσωπικό του πρόβλημα και τον έβαζε στο πρόβλημα της ανθρώπινης περιπέτειας. Άρχισε να νιώθει ότι ξανάμπαινε στο παιχνίδι τής ζωής. Κάθε απόγευμα ζούσε για ολόκληρη τη μέρα. Υπήρξε μια αντιστροφή. Αποκεί που η ώρα τού δειλινού τον έθλιβε, τώρα του έδινε κουράγιο και ελπίδα να συνεχίσει και την περίμενε σαν παιδί. Αυτό το είπε λίγες μέρες αργότερα και στον Παύλο, γιατί έκρινε ότι το δικαιούνταν. Ο Παύλος χάρηκε γι’ αυτό, αν και την είχε καταλάβει την αλλαγή του και μάλιστα είχε διαπιστώσει ότι την πέτυχε όχι με τις άμεσες συμβουλές του τις δύο πρώτες μέρες, αλλά με τις συζητήσεις των γενικών θεμάτων των άλλων ημερών. Την επόμενη μέρα ο Παύλος ήρθε χαρούμενος. — Η γυναίκα μου χαίρεται, που βρήκα μια καλή συντροφιά. Φυσικά της διηγούμαι τις συζητήσεις μας και σε βρίσκει αξιόλογο. Θέλει να σε γνωρίσει. Σε καλούμε αύριο το μεσημέρι για φαγητό. — Ευχαριστώ πολύ. Καλοσύνη σας. Όμως θα προτείνω κάτι, συνέχισε, και θα παρακαλέσω να συμφωνήσεις μαζί μου. Ήρθατε εδώ να κάνετε τις διακοπές σας και να ξεκουραστείτε. Δε θα ήταν λοιπόν σωστό να τη βάλουμε στον κόπο της ετοιμασίας και του σερβιρίσματος. Άλλωστε, με τις δουλειές τού τραπεζώματος δε θα έχει το χρόνο να συμμετέχει στην κουβέντα μας. Θα ήταν λοιπόν καλύτερα να πηγαίναμε αύριο βράδυ σε μια ταβερνούλα, να φάμε και να μιλήσουμε με την ησυχία μας. Για τέτοιου είδους συναντήσεις που προτείνεις, ελπίζω ότι θα έχουμε χρόνο στο μέλλον, αν βέβαια δεν την απογοητεύσω. Και φυσικά, το πρώτο τραπέζι πρέπει να είναι δικό μου, αφού εγώ, έχοντας εδώ εξοχική κατοικία, είμαι, κατά τεκμήριο, ο ντόπιος. 25


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

Ύστερα από κάποιες αντιρρήσεις συμφώνησε ο Παύλος και αφού ήπιαν τον καφέ τους, ξεκίνησαν για τη βόλτα τους. Στο δρόμο μίλησαν για τη νιότη και τη φιλία και κάποια στιγμή στη θέα κάποιων αλλοδαπών, μίλησαν και για τη μετανάστευση. Αυτήν τη φορά, τόσο η βόλτα, όσο και η κουβέντα τους τούς πήρε μεγαλύτερο μάκρος και η νύχτα τούς βρήκε πριν από την επιστροφή. Γυρίζοντας, την προσοχή τους τράβηξε ένα μεγάλο κι όμορφο σπίτι. Είχε τα γνωρίσματα ενός μικρού παλατιού. Μεγάλη αυλή με γκαζόν που έφτανε μέχρι τον παραλιακό δρόμο. Είχε φυτά, δυο τρία φοινικόδεντρα, πισίνα, μεγάλο πάρκιγκ με τέσσερα πέντε πανάκριβα αυτοκίνητα και στύλους με μεγάλες λάμπες, που απομάκρυναν αρκετά το σκοτάδι τής νύχτας. Ένα μεγάλο τραπέζι πλαισίωναν καμιά δεκαπενταριά άτομα με ζωηρές συζητήσεις και δύο τρεις άλλοι ήταν παραδίπλα στο μπάρμπεκιου. Οι μυρωδιές από την ευωχία έφταναν και στις δικές τους μύτες. Έντονες συζητήσεις, αστεία και χάχανα. Όλοι χαρούμενοι, χορτασμένοι, απροβλημάτιστοι. Γύρισε προς τον Παύλο ο Νίκος και ρώτησε: — Νομίζεις, Παύλο, ότι θα υπάρξει κάτι ή κάποιος που θα μπορέσει να προσανατολίσει την ανθρωπότητα πέρα από τον ευδαιμονισμό; — Ποιος μπορεί να ξέρει, Νίκο, τι θα φέρει το αύριο και ποιος θα είναι ο καινούργιος θεός των ανθρώπων; Κάθε γενιά αντιλαμβάνεται διαφορετικά τη ζωή και βάζει το δικό της οδοδείκτη για την πορεία της. Γεγονός είναι πάντως ότι η κάθε νέα γενιά, μέχρι σήμερα, είναι καλύτερη, όπως είπε και ο Μπερξόν. Κι αυτό είναι παρήγορο, γιατί είναι μια ένδειξη ότι ο άνθρωπος, με το χρόνο, θα βρίσκει το σωστό προσανατολισμό του. 26


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

— Είπες όμως «μέχρι σήμερα». Αυτό υπονοεί κάποια επιφύλαξή σου; — Ναι. Σκέφτομαι την εποχή που η πλειονότητα των ανθρώπων θα ικανοποιεί το πλείστον των αναγκών της, μήπως αυτό οδηγήσει από πλήξη την ανθρωπότητα στην αυτοκαταστροφή. Ύστερα από κάποια παύση, ο Νίκος, επηρεασμένος από την προσωπική του περιπέτεια, παρατηρώντας τις κινήσεις των συγκεντρωμένων, είπε πάλι στον Παύλο: — Άραγε όλοι αυτοί οι επικούρειοι προβληματίζονται καθόλου με το μυστήριο της ζωής, του προορισμού, του θανάτου; — Είναι αλήθεια ότι, όταν οι άνθρωποι αναλώνονται στην καθημερινότητα, δεν έχουν, συνήθως, τέτοιες ανησυχίες. Περιστασιακά όμως όλους τους ανθρώπους, νομίζω, τους απασχολεί ο θάνατος και η φθορά και ειδικά όταν μεγαλώνουν ή αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Ευτυχώς για μας, η ζωή έχει πολλά ατού, για να μας ξεσκαλώνει απ’ αυτές τις σκέψεις. Αλλιώς θα ήμασταν ένας κόσμος απαισιόδοξος. Και η απαισιοδοξία δεν πάει μπροστά τη ζωή. Χώρισαν κι αυτήν τη νύχτα και ο Νίκος πήγαινε στο σπίτι πάλι χαρούμενος, γιατί επιτέλους είχε κάτι να περιμένει κι από την αυριανή μέρα. Τώρα, κάθε βράδυ ένιωθε όλο και καλύτερα και δε θα έχανε κανένα απογευματινό από την ταβερνούλα του κυρ Δημοσθένη, που είχε καθιερωθεί ως τόπος συνάντησης. Το επόμενο απόγευμα ο Παύλος δεν ήταν μόνος. Ήρθε με τη γυναίκα του. Επιτέλους, ο Νίκος θα γνώριζε και τη Σοφία. Για κάποια δευτερόλεπτα ένιωσε αμηχανία, αλλά γρήγορα συνήρθε. Μετά τις τυπικές συστάσεις που έκανε ο Παύλος, η Σοφία του είπε: — Χαίρομαι πολύ, που σας γνωρίζω. 27


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

— Κι εγώ, κυρία Σοφία. — Ο Παύλος, από τότε που ήρθαμε, μόνο για σας μιλάει. Μου λέει ό,τι συζητάτε και ήθελα κι εγώ να σας γνωρίσω. Θέλω ακόμα να σας εκφράσω τη λύπη μου για τη γυναίκα σας. Δεν ξέρω, συνέχισε η Σοφία, αν σας έκανε καλό και πόσο η γνωριμία σας με τον Παύλο. Στον Παύλο, πάντως, επενεργήσατε δραστικά. Είχα καιρό να τον δω τόσο ευδιάθετο. — Όσο καιρό είχα να δω κι εγώ τη γυναίκα μου τόσο εύγλωττη, πρόσθεσε ο Παύλος. — Εμείς από τα πολλά χρόνια συμβίωσης, συνέχισε πάλι η Σοφία, κοντεύουμε οι δύο να γίνουμε ένας. Έχουμε σχεδόν εξαντλήσει όλα τα θέματα και οι απόψεις τού ενός, και όταν δε συμπίπτουν με τις απόψεις τού άλλου, είναι γνωστές και κατά κόρο συζητημένες. Εσείς είστε μια άλλη ματιά τής ζωής και δώσατε ενδιαφέρον. Χαίρομαι πολύ και εύχομαι κι εσείς να βρίσκετε όσα έχετε ανάγκη στην καινούργια σας φιλία. Λέω φιλία, γιατί ο Παύλος σάς θεωρεί ήδη φίλο του. Κι επειδή, όπως είπα, μου λέει ό,τι συζητάτε, είναι σαν να σας γνωρίζω κι εγώ το ίδιο. Πριν προλάβει ν’ απαντήσει ο Νίκος, άκουσε τον Παύλο να λέει: — Θα έλεγα ότι η παρέα μας θα γινόταν καλύτερη, αν σταματούσατε τα κύριε και κυρία και τον πληθυντικό. — Ευχαρίστως, απάντησε ο Νίκος, αν δεν έχει αντίρρηση η κυρία Σοφία. — Φυσικά και δεν έχω, απάντησε η Σοφία. — Ωραία λοιπόν Σοφία, είπε ο Νίκος, ήθελα να σ’ ευχαριστήσω για τα καλά σου λόγια και ιδίως για τα φιλικά αισθήματα και των δύο σας. Πρέπει να ομολογήσω ότι αυτά που πήρα από τη μέχρι τώρα συντροφιά μας ήταν και πιο πολλά και πιο σημαντικά. Τα οφέλη πάντα κρίνονται και αποτιμώνται, όπως θα ξέρεις, από τις ανάγκες 28


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

που καλύπτουν. Και οι δικές μου ανάγκες, στην παρούσα κατάσταση, ήταν πολύ ζωτικές. Επειδή άρχισε να σουρουπώνει, περπάτησαν λίγο και μετά κάθισαν σε μια ψαροταβέρνα, για να φάνε και να πιουν κανένα ποτηράκι. Ξέροντας ο Νίκος ότι η Σοφία είχε σπουδάσει ιστορία της τέχνης, ξεκίνησε μια συζήτηση μες στα ενδιαφέροντά της. — Την Κυριακή διάβασα στην εφημερίδα τη συνέντευξη μιας επωνύμου της τέχνης, όπου, μεταξύ άλλων, έλεγε ότι ο σκοπός τής τέχνης, από τότε που ξεκίνησε να υπάρχει, ήταν η υπέρβαση του θανάτου, της φθοράς και του χρόνου. Εσύ, Σοφία, ως ειδήμων, συμμερίζεσαι την άποψη αυτήν; — Απολύτως. Τη διάβασα κι εγώ. Και μάλιστα ανέφερε ότι ο οντολογικός προσδιορισμός της αμφισβητείται από τη σύγχρονη τέχνη, δηλαδή η τελευταία δουλεύει πάρα πολύ μες στο εφήμερο. — Δε νομίζεις, τη ρώτησε, ότι η θέση αυτή είναι κάπως υπερβολική και απόλυτη; Ο Γκαίτε επ’ αυτού λέει: «Ο καλλιτέχνης δεν έχει μεγαλύτερο προορισμό από το ν’ αγγίζει την καρδιά τού ανθρώπου». Και πράγματι κι εγώ όταν θέλω ν’ ακούσω ένα τραγούδι ή να δω ένα έργο, σκοπός μου είναι ν’ απολαύσω. — Σ’ αυτό απαντάει η ίδια σε άλλο σημείο τής συνέντευξής της, λέγοντας ότι το ωραίο πάντα προσδιορίζει την ουσία τής τέχνης, είπε η Σοφία. Και το ωραίο πάντα συγκινεί την καρδιά τού ανθρώπου. Είναι αυτό ακριβώς που έκανε τον Γκαίτε να πει την παραπάνω φράση. Πάντως, αφετηρία τής αληθινής τέχνης είναι η άρνηση της θνησιμότητάς μας. — Εδώ θα διαφωνήσω κι εγώ με τη θέση αυτή, Σοφία, μπήκε στη μέση και ο Παύλος. Καταρχήν δεν καταλαβαίνω τι εννοεί, όταν λέει ότι η σύγχρονη τέχνη δουλεύει πολύ μες 29


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

στο εφήμερο. Εννοεί ότι δε δημιουργεί ωραία έργα που ν’ αντέχουν στο χρόνο, ότι δουλεύει με το ασήμαντο και το ευτελές ή ότι εκφράζει το πνεύμα και τις προτιμήσεις μιας στενής, χρονικά, εποχής; Για την πρώτη περίπτωση θα αναφέρω σαν χαρακτηριστικό παράδειγμα την «Γκουερνίκα» τού Πάμπλο Πικάσο, που απεικονίζει τη φρίκη τού εμφυλίου πολέμου και από την οποία λείπει η ομορφιά με την κλασική έννοια. Παρά ταύτα, νικάει το χρόνο ισοδύναμα με άλλα έργα τής κλασικής τέχνης. — Ίδιες σκέψεις με του Παύλου έκανα κι εγώ, Σοφία. Όταν διάβαζα τη συνέντευξη, μου ήρθε στο μυαλό ένα άλλο έργο, ένας πίνακας του Γκόγια, που μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν τον είδα. Είναι «το εκτελεστικό απόσπασμα». Σ’ αυτό ο Γκόγια, νομίζω ότι απεικονίζει, με τον πιο καταπληκτικό τρόπο, τον τρόμο και τη φρίκη τού ανθρώπου γι’ αυτό που έγινε μπροστά του και επρόκειτο να γίνει και στον ίδιο. Και το κάνει με τα δύο μόνο διάπλατα ανοιγμένα μάτια και χέρια ενός εξεγερμένου Ισπανού ενάντια στις βαρβαρότητες του γαλλικού στρατού του Ναπολέοντα, που σύρθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πιστεύω ότι με το έργο αυτό ο Γκόγια δεν επιδίωξε να αυξήσει το μορφικό πλούτο τής ζωής ούτε να δημιουργήσει ομορφιά που να θωπεύει το μάτι. Με δύο μόνο μάτια αποτυπώνει όλη την ένταση και το δικό του συγκλονισμό. Επέλεξε και χρησιμοποίησε μια μοναδική μόνο στιγμή, που κάνει νοητό ό,τι προηγήθηκε κι αυτό που θα ακολουθήσει. Και ο Γκαίτε στη συλλογή του «Γνωμικά και στοχασμοί» λέει ότι ο Γκόγια «προβάλλει στο φως την ψυχή ενός λαού και θεάται το γενικό μες στο μερικό». Η εικαστική του γραφή, έντονη και δυνατή, απελευθερώνοντας το ζωγραφικό αντικείμενο από κάθε άλλη ανάγκη, στοχεύει στην «αναζήτηση της απόλυτης εκφραστικής αλήθειας». Της αλήθειας που προκαλεί δέος, 30


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

συγκίνηση και στοχασμό. Και τις ώρες αυτές του τριγμού της ψυχής του, δε νομίζω ότι σκεφτόταν πώς να νικήσει ο ίδιος το θάνατο. Τη ζωή σκεφτόταν· αυτό, νομίζω, τον πονούσε. Δεν απεικόνισε μόνο το πνεύμα τής εποχής, που ήταν το πνεύμα των εξεγερμένων, αλλά αποτύπωσε, στην κυριολεξία, μια ανθρώπινη κατάσταση. Έβαλε το δάκτυλό του στην πληγή αυτήν του κόσμου και την κατήγγειλε, ανοίγοντας ένα παράθυρο στην ελπίδα και στο όνειρο. Και το έκανε κατά τον πιο υπέροχο τρόπο, πλησιάζοντας, μπορώ να πω, την τελειότητα. Η μακροζωία τού έργου ήρθε από μόνη της και τον καθόρισε για πάντα στην επίγεια δοκιμασία. — Νίκο μου, με εξέπληξες, είπε ενθουσιασμένος ο Παύλος. Δεν ήξερα ότι έχεις τέτοιες γνώσεις και για τις τέχνες. — Αλήθεια, ήταν πολύ όμορφα αυτά που είπες, συνέχισε η Σοφία. Και μες στον οίστρο των συναισθημάτων σου είπες δύο φράσεις που μας συνάντησαν, σε πλήρη συμφωνία, στο επίμαχο σημείο τής συζήτησής μας, που είναι ο οντολογικός προσδιορισμός τής τέχνης. Η πρώτη φράση σου ήταν: «Τη ζωή σκεφτόταν» που σημαίνει ότι αυτή ήθελε να κερδίσει. Όταν όμως κερδίζει η ζωή, δε χάνει ο θάνατος; Η δεύτερη, που ήταν και η τελευταία, ήταν και η πιο εύγλωττη: «Ζωγράφισε, στην κυριολεξία, μια ανθρώπινη κατάσταση και το έκανε κατά τον πιο υπέροχο τρόπο, πλησιάζοντας την τελειότητα». Αυτό δεν ήταν που έκανε το έργο αυτό να νικήσει το χρόνο; Αυτό δεν ήθελε και ο Γκόγια; Δεν ήθελε να συγκινήσει τον κόσμο και να τον κάνει να στρέψει το βλέμμα του επάνω του; Και η μακροζωία κάθε έργου δεν ταυτίζεται με αυτήν του δημιουργού του; Το ωραίο, το υπέροχο, όπως το είπες, δεν είναι μόνο υπεράνω των διαφόρων πολιτισμών, αλλά έχει και διαχρονικά χαρακτηριστικά. Και ομορφιά υπάρχει 31


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

και μες στον πόνο. Τα ίδια, Παύλο, ισχύουν και για την «Γκουερνίκα» του Πικάσο, είπε στρεφόμενη προς τον άνδρα της, τον Παύλο. Έτσι φάνηκε να επικρατεί η άποψη της ιστορικού τής τέχνης με την οποία και πήρε τέλος η συζήτηση. Ήδη, η ώρα ήταν περασμένες δώδεκα και ξεκίνησαν για τα σπίτια τους ευχαριστημένοι για την ωραία βραδιά. Ο Νίκος είχε πρόσθετο λόγο να είναι χαρούμενος, γιατί, όπως αποκάλυψε η Σοφία, ο Παύλος τον θεωρούσε ήδη φίλο του, που σήμαινε ότι η παρέα τους έπαιρνε κάποιο μόνιμο χαρακτήρα και δε θα είχε την προσωρινότητα των διακοπών. Έπειτα, και η Σοφία ήταν ένας αξιόλογος άνθρωπος και φαινόταν να ευνοεί την εξέλιξη της σχέσης τους. Έκτοτε, η κάθε μέρα τούς έφερνε και πιο κοντά και, επειδή επρόκειτο για αξιόλογους ανθρώπους, ο Νίκος σκέφθηκε να κρατήσει ένα ημερολόγιο για το κομμάτι αυτό που ανοιγόταν μπροστά του. Άλλωστε, ήταν ένας τρόπος να γεμίζει και τις άδειες ώρες του, αναπαράγοντας τους διαλόγους τους και στερεώνοντας πάνω στο χαρτί τις σκέψεις και τις ιδέες τού καθενός. Ακόμα, θα ήταν και ένα ενθύμιο αυτού του καλοκαιριού, που ξεκίνησε τόσο δύσκολα γι’ αυτόν και που τώρα άρχιζε κάτι να του δίνει. Το καλοκαίρι προχωρούσε κι αυτοί τελείωναν τη μέρα άλλοτε μ’ ένα μόνο περίπατο και άλλοτε συνέχιζαν, μέχρι αργά, σε κάποια ταβερνούλα. Η Σοφία ερχόταν συχνά μαζί τους, αλλά υπήρχαν και μέρες που έμενε στο σπίτι, περιμένοντας κάποιο τηλεφώνημα από τα παιδιά της και κυρίως από την κόρη της, η οποία, λόγω μιας σοβαρής ασθένειας της πεθεράς της, ματαίωσε τον ερχομό τους. Αρκετά βράδια περνούσαν και στο σπίτι τού Νίκου, όπου είχε ησυχία και μιλούσαν για όλα τα επίκαιρα, και μη, θέματα της ζωής. Ήταν από τις πολύ όμορφες νύχτες στη μεγάλη ανοιχτή βεράντα κάτω από τον έναστρο ουρανό. 32


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Ένα απόγευμα ο Παύλος εμφανίστηκε έκδηλα στενοχωρημένος. Μόλις παράγγειλαν τα ουζάκια τους, ο Νίκος του είπε: — Είσαι στενοχωρημένος ή έτσι μου φαίνεται; — Είμαι και μάλιστα πολύ. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Χθες το βράδυ, όταν πήγα στο σπίτι, μας τηλεφώνησε ο γιος μας από την Αμερική, για να μας αναγγείλει το θάνατο μιας πολύ καλής φίλης μας. Οι δικοί μας φίλοι μιας ολόκληρης ζωής, Νίκο, μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού. Ίσως αυτό να σου λέει πόσο καλή ήταν για μένα. Και δεν προλαβαίνω ούτε στην κηδεία της να πάω. Είχε συγκινηθεί και τα τελευταία του λόγια τα είπε με δυσκολία. Ο Νίκος δε μίλησε, τον άφησε να συνέρθει. Ήταν φανερό ότι πονούσε και δεν το έκρυβε. Μόλις μπόρεσε, συνέχισε: — Ευτυχώς είναι ο γιος μου εκεί. Ο Γιάννης τη λάτρευε κι αυτή τον είχε σαν παιδί της. Όλο εκείνο το απόγευμα και το βράδυ ο Παύλος μιλούσε για τη φίλη του την Έλεν. — Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και πολύ σημαντικός για μένα. Ακούμπησα επάνω της σε πολύ δύσκολες στιγμές μου, όταν ήμουν στην Αμερική, αλλά κι εδώ. Την ένιωθα πολύ κοντά μου, πολύ δική μου. Ήταν ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Τώρα μετανιώνω και λυπάμαι, που δεν υπήρξα καλύτερος, γιατί κάποιες φορές υπήρξα έκδηλα αδιάθετος. Τσιγκουνεύτηκα τον εαυτό μου. — Πιστεύω ότι θα είχες τους λόγους σου. — Ναι, έτσι νόμιζα. — Αφού εξακολουθούσε να είναι φίλη σου, είπε πάλι ο Νίκος, ασφαλώς και θα εκτίμησε τη συμπεριφορά σου και θα κατανόησε τους λόγους σου. — Δεν ξέρω. Πολλές φορές ο καθωσπρεπισμός δε μας επιτρέπει να δείξουμε την πίκρα και τη λύπη μας. 33


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

— Στο φίλο είναι δεδομένες οι καλές προθέσεις, επισήμανε ο Νίκος, και θέλω να πιστεύω ότι και για τη φίλη σου αυτά θα ήταν τα συνεκτικά στοιχεία τής φιλίας. Ο Παύλος σιώπησε για λίγο. Μετά σαν να σκεφτόταν φωναχτά, συνέχισε: — Πού να ήξερα ότι την τελευταία φορά, που συναντηθήκαμε, θα ήταν η τελευταία! — Αν το γνωρίζαμε αυτό, Παύλο, θα ήταν πολύ οδυνηρό. — Πράγματι, θα ήταν σκληρό. Ο Παύλος δεν ξεθύμανε. Η απώλεια της φίλης του τον βάραινε πολύ. Ήθελε κι άλλα να πει. Το κατάλαβε ο Νίκος και τον βοήθησε να τα βγάλει από μέσα του, λέγοντας: — Τώρα, ίσως καταλαβαίνεις λίγο και τον πόνο μου από το θάνατο της γυναίκας μου: — Πόνεσα και στενοχωρήθηκα πολύ, Νίκο, αλλά δε σου κρύβω ότι μ’ επηρέασε πολύ και το ίδιο το γεγονός τού θανάτου. Όσες φορές συμβαίνει ο θάνατος να φθάνει κοντά σε δικό μου πρόσωπο, με τρομάζει. Το γεγονός ότι ένα πνευματικό ον, που σκέπτεται και προβληματίζεται, που μιλάει και ενεργεί και, από τη μια στιγμή στην άλλη, γίνεται ανόργανη ύλη και πέφτει σε απόλυτη και καθολική αδράνεια και στη συνέχεια σε πλήρη αφάνεια για πάντα, με εξουθενώνει. Ο θάνατος ταπεινώνει τη ζωή, τη δείχνει ανούσια και μάταιη. Την ακυρώνει ο μελλοντικός μηδενισμός της και η έλλειψη προοπτικής. Ξέρω, θα μου πεις ότι αντιφάσκω, γιατί μια άλλη βραδιά σού έλεγα άλλα. Καταλαβαίνεις όμως γιατί το έκανα τότε. Αλλά δεν παύει ο θάνατος να είναι το πιο φοβερό, μοναχικό και απόλυτο γεγονός τής ζωής. Και με τρομάζει αυτή η παροδικότητα, το άλογο, το άσκοπο αυτής της αναγκαιότητας. — Μπορεί, όπως διάβασα κάπου, να μην είναι βιολογική αναγκαιότητα, αλλά αποτέλεσμα μη ικανοποιητικής εξελικτικής πορείας, απάντησε ο Νίκος. 34


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

— Ναι, μπορεί, αλλά η πιθανότητα αυτή εμένα δε με ανακουφίζει. Είναι μια ελπίδα, μια παρηγοριά γι’ αυτούς που θα έρθουν. Εμείς πρέπει να σηκώσουμε τη δική μας μοίρα. Τη μοίρα του τίποτα, του ανέλπιδου. Είμαστε, όπως και οι παλαιότερες γενιές, οι νεκροί του πολέμου, που θα χαρίσουν τη δόξα της νίκης σ’ αυτούς που θα επιζήσουν. Μεσολάβησε πάλι μια σιωπή. Περπατούσαν σιωπηλοί και η σιωπή του διπλανού, καμιά φορά, είναι πιο βαριά από τα λόγια του. Δεν υποφέρεται, δεν αντέχεται εύκολα. Ο Νίκος πήγε να τη σπάσει, αλλά τον πρόλαβε ο Παύλος. — Σκέφτομαι πώς έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή. Λες και κάνει αυτή το παιχνίδι. Συναντηθήκαμε αυτό το καλοκαίρι εσύ ν’ αναπληρώσεις το κενό τής Έλεν και εμείς, όσο μπορούμε, να απαλύνουμε τον πόνο σου και να λιγοστέψουμε τη μοναξιά σου. Η επόμενη μέρα ήταν Παρασκευή. Το πρωί ο Νίκος δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από το μικρότερο αδελφό του. Τον καλούσε να πάει στο χωριό. Την Κυριακή θα βάπτιζε ο γιος του το πρώτο του εγγόνι και θα του έδινε το όνομά του και τον ήθελε κοντά του. Ήταν, άλλωστε, μια καλή ευκαιρία και πολύ καλή αιτία να τον βγάλει από τη μοναξιά του και να ξεχάσει για λίγο το βάσανό του. Το απόγευμα, που συναντήθηκε με τον Παύλο, του είπε για το τηλεφώνημα του αδελφού του και ότι για το λόγο αυτόν έπρεπε την επομένη να φύγει για Καβάλα. Ύστερα από μικρή παύση, ο Παύλος τον ρώτησε: — Θα πας με το δικό σου αυτοκίνητο; — Ναι, το προτιμώ. Με το δικό σου αυτοκίνητο σταματάς όπου θέλεις και όσο θέλεις. Τρως, πίνεις τον καφέ σου, ξεκουράζεσαι. Τα αεροδρόμια δεν τα μπορώ. Εκείνες οι αναμονές και προπαντός οι καθυστερήσεις με εκνευρίζουν. — Και θα μείνεις πολύ; 35


ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΜΑΓΓΙΔΗΣ

— Ε, όχι. Μια δυο μέρες. Έγινε πάλι μια παύση. Γύρισε, τον κοίταξε και διστακτικά του είπε: — Με θέλεις για παρέα σου; — Εννοείς στο ταξίδι; — Ναι, μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Αν και δεν το είχα σκοπό, αλλά μια και θα πας εσύ, να έλθω κι εγώ να δω την ανεψιά μου, να πάω και στο χωριό, να δω και την αδελφή μου και να γυρίσουμε πάλι μαζί. — Πολύ ευχαρίστως. Αλλά μια και θα έρθεις μέχρι τη Θεσσαλονίκη, δεν έρχεσαι και στο χωριό; Έτσι θα διευκόλυνες και τη γρήγορη επιστροφή μου. Ο αδελφός μου θα θελήσει να με κρατήσει πολύ και δεν το θέλω. Στην επιστροφή θα πάμε στην ανεψιά σου και στο χωριό σου, να δεις την αδελφή σου και όπου αλλού θέλεις. Ο Παύλος, μην περιμένοντας αυτήν την τροπή τού προγράμματος, ένιωσε για κάποια στιγμή αμηχανία. Δεν ήθελε να πάει στο χωριό του Νίκου, αλλά, εκτιμώντας το λόγο που ανέφερε, δεν ήθελε να του χαλάσει και το χατίρι. Το σκέφτηκε για λίγο και μετά ρώτησε: — Υπάρχει ξενοδοχείο εκεί; — Ξενοδοχείο υπάρχει, αλλά μην το ξαναπείς, γιατί θα με στενοχωρήσεις. — Εντάξει, θα έρθω. Τώρα τελευταία, η Σοφία κάνει καλή παρέα με τη σπιτονοικοκυρά της και πιστεύω ότι δε θα δυσανασχετήσει. — Γιατί δεν την παίρνεις κι αυτή μαζί μας; — Είναι μεγάλο το ταξίδι και θα κουραστεί. Έχει κι ένα πρόβλημα με τη μέση της. — Ωραία λοιπόν, αύριο το πρωί στις οχτώ ξεκινάμε, είπε χαρούμενος ο Νίκος. — Φεύγω, για να της το πω. Αν για κάποιο λόγο δεν είμαι στην ταβερνούλα μέχρι τις οχτώ και δέκα, φύγε. 36


ΣΤΗ ΧΑΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ

Καληνύχτισε ο Παύλος και απομακρύνθηκε. Εκείνο το βράδυ ο Νίκος είχε λόγο να είναι πολύ χαρούμενος, αφού στο ταξίδι θα είχε την ευχάριστη παρέα του Παύλου και θα είχαν το χρόνο να μιλήσουν για πολλά πράγματα.

37


2 Η τυχαία γνωριμία δύο ανδρών, του Νίκου και του Παύλου και η ταύτιση των πνευματικών τους ενδιαφερόντων βοηθάει να ξεπεράσουν επώδυνα προσωπικά βιώματα και να δεθούν με τα δεσμά αληθινής φιλίας. Τίποτα, όμως, δεν κρατάει πολύ. Η ζωή δεν αγαπάει τη μονοΠράγματι την άλλη μέρα ξεκίνησαν μαζί και μόλις πέρατονία και δεν αργεί να ρίξει τη σκιά της επάνω τους. Συνταρασαν τα διόδια της Κορίνθου, ο Παύλος άνοιξε μόνος του τη κτικά γεγονότα στερούν από το Νίκο τη συντροφιά και τη χαρά συζήτηση. της φιλίας του Παύλου και τον βυθίζουν πάλι στη θλίψη και την — Είπαμε τόσα πράγματα για τη ζωή, Νίκο, και δεν απογοήτευση.

είπαμε τίποτα για την προσωπική μας ζωή.

Θα — βρειΤιάραγε θέληση και σημασία, το κουράγιο για νααπ’ ξαάλλο οθαΝίκος είχε τη περισσότερη Παύλο, ναμπεί στη είπαμε; ζωή; ΚαιΤι ποιο θα μπορούσε να είναιτο αυτήν φορά αυτά που θα έλεγε πιο εύγλωττα ποιοιτηείμαεκείνο που θα του κινούσε το ενδιαφέρον για να συνεχίσει; στε; Μέχρι τώρα όλο συστάσεις ήμασταν. Αδειάσαμε τους

εαυτούς μας. είναι τροποποιήσιμη μέχρι την τελευταία μας «Η ζωή πάντως — Όχι ολόκληρους. Τααπό πιομας πολλά σημαντικότερα στιγμή». Πολλά εξαρτώνται τους και ίδιους, αλλά και πολλά από τις συγκυρίες. έμειναν μέσα. Κι ανάμεσά τους και πολλά απόρρητα. Και ο Τσβάιχ στη «Μαρία Αντουανέτα» λέει ότι κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει κάποιον, όσον καιρό αγνοεί το μυστικό του. Και νομίζω ότι έτσι είναι, γιατί αυτά που φέρνουν πιο κοντά δύο ανθρώπους και φτιάχνουν τη φιλία είναι τα μυστικά και η ομολογία των ανομολόγητων. — Η τελευταία φράση σου, Παύλο, μου θύμισε κάτι σχετικό που διάβασα κι εγώ πρόσφατα, που έλεγε ότι «κανείς δεν κάνει φίλους, λέγοντας τα καλά που έχει κάνει». — Πράγματι, έτσι είναι. Αν και είναι λίγο νωρίς για τέτοιου είδους ανοίγματα, όμως, η διαπίστωση μιας πνευματικής ταύτισης τέτοιου επιπέδου παραμερίζει κάθε 38


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.