Το άνοιγμα της μπουκαμβίλιας | Μέλλω Καλομέρα-Αγορίτση | Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

ιωλκός μέλλω αγορίτση-καλομέρα το άνοιγμα της μπουκαμβίλιας νουβέλα

Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης

Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Χαρά Μακρίδη Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης Κουρκούτης

© Copyright κειμένου: Μέλλω Αγορίτση-Καλομέρα

© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός

Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]

Δεκέμβριος 2022, Α΄ έκδοση

ε ΚΔΟΣ ε ΙΣ Ι ω ΛΚΟΣ Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81

Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr

www.iolcos.gr

ISBN 978-960-640-124-4

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 
ΝΟΥΒ ε ΛΑ
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ  ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ Τ ΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ

Η Μέλλω Αγορίτση-Καλομέρα γεννήθηκε στο Βόλο και έζησε

τα παιδικά της χρόνια στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου. Είναι Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟεε. Εργάστηκε επί σειρά

ετών στον ιδιωτικό τομέα, στην Αθήνα, προτού επιστρέψει στο Βόλο, όπου και κατοίκησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, παντρεμένη με το συμβολαιογράφο Βόλου Γεώργιο Καλομέρα.

Έχει δύο κόρες. Το άνοιγμα της μπουκαμβίλιας είναι το πέμπτο βιβλίο της.

Μέθη της ζωής [ποιήματα, 00]

Στιγμιότυπα [ποιήματα, Ιωλκός, 0]

Ασίγαστες διαδρομές [ποιήματα, Ιωλκός, 0]

Φτωχά τα λόγια [ποιήματα, Ιωλκός, 0]

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 
ΑΛΛΑ ερ ΓΑ ΤΗΣ Μ.Α.Κ.
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ  Μέλλω Αγορίτση-Καλομέρα Τ Ο ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ Νουβέλα Εκδόσεις Ιωλκός
Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 

ύΠΗΣε ΤΟ τηλέφωνο. Ήταν 0.00 η ώρα το πρωί.

Κάθε φορά που αυτό συνέβαινε σε ώρες κοινής ησυ-

χίας, το μυαλό της έκανε πάντα ταξίδια στις χώρες

του φόβου. Ποιος και τι να ήθελε, άραγε, και το τηλέ-

φωνο χτυπούσε έτσι δαιμονισμένα; Και το είχε τόση ανάγκη να ξεκουραστεί… Μα τόση ανάγκη…

Βρισκόταν στην Πελοπόννησο, στο χωριό της. Εί-

χαν κατέβει με τον άντρα της εκείνο το Σαββατοκύριακο για ανανέωση και ξεκούραση. Παράλληλα είχαν

να φροντίσουν και το κτήμα με τις πορτοκαλιές, που

μόλις είχαν διαμορφώσει με μεράκι και μετατρέψει

σε έναν «επί γης παράδεισο», όπως εκείνη συνήθιζε

να λέει. Εκεί έχτισαν και ένα μικρό κτίσμα, «σαράντα

τετραγωνικών καλύβα» όπως το ανέφεραν, επειδή τό-

σο είχαν δικαίωμα να χτίσουν εκ του νόμου, αλλά και

επειδή δεν είχαν ανάγκη για κάτι μεγαλύτερο.

ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ  
ΧΤ

Από χθες σκάβοντας και ποτίζοντας είχαν προλάβει κι εκτονώσει αρκετή από τη σωρευμένη ένταση

της πόλης που κουβαλούσαν, ενώ κάτω από την κληματαριά με τον ιδρώτα να στάζει στο σώμα, απόλαυσαν το ψημένο στα κάρβουνα κρέας μαζί με μια σαλάτα από χόρτα –φρεσκοκομμένα από τους ίδιους–, πίνοντας μαζί κι ένα-δυο ποτήρια κόκκινο κρασί.

«Τι άλλο να θέλει ένας άνθρωπος;» σκέφτονταν τότε. Όλα όσα είχαν, ήταν υπεραρκετά!

Απλώνει διστακτικά το χέρι να πάρει το ακουστικό.

«Εμπρός, παρακαλώ…».

Από την άλλη άκρη της γραμμής επικρατούσε σιωπή. Μετά από λίγο:

«Η κόρη σας… Συνέβη ένα τροχαίο… στη Λεωφόρο Κηφισίας…».

«Συγγνώμη, κύριε, μήπως κάνετε λάθος;».

«Το νούμερο τηλεφώνου που κάλεσα δεν αν ήκει σε εσάς; Εσείς δεν είστε η κυρία Αλίκη Οικονομίδου;».

«Ναι, βεβαίως».

«Λυπάμαι…».

Κρύος ιδρώτας την έλουσε. Τα πόδια της άρχισαν

να τρέμουν. Η γη να χάνεται…

Με δυσκολία ξύπνησε τον άντρα της, που αρνιόταν

να κάνει οποιαδήποτε κίνηση, παραδομένος καθώς

ήταν στο βαθύ του ύπνο. Του μετέφερε με τρεμάμενη

φωνή το συμβάν, με τις μισές λέξεις από όσες το είχε

η ίδια πληροφορηθεί.

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 

Προσπάθησαν τότε και οι δύο να μαζέψουν τα σωματικά τους κουράγια, γιατί τα ψυχικά ακόμα δεν

μπορούσαν να τα αγγίξουν. Ζούσαν εκείνη τη στιγμή

ένα ψέμα, ένα ατόφιο ψέμα.

«Αποκλείεται να συνέβη ετούτο!» σκεφτόταν έντρομη εκείνη. «Μάλλον πρόκειται για κάποιον άλλο. Αποκλείεται… αποκλείεται…».

Η λογική συνηθίζει να αποκλείει πράγματα, που η τύχη, δυστυχώς ή ευτυχώς, κατά περίπτωση, δεν αποκλείει. Έτσι, μετά το πρώτο σοκ που υπέστησαν, όλη αυτή η επίμονη άρνηση μπόρεσε να τους κρατήσει στη σχετική εγρήγορση που απαιτούσαν οι συνθήκες.

«Είκοσι ενός χρονών!… Απίστευτο!…» σκεφτόταν, ενώ ετοιμάζονταν για το νοσοκομείο. «Απίστευτο!… Δε γίνεται να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε ανθρώπους γεμάτους ζωή, όνειρα, δύναμη και ζωντάνια! Και ακαριαία!;… Πώς είναι δυνατόν; Κανένα παράθυρο ελπίδας;».

Εκείνη τη στιγμή η Αλίκη νόμιζε πως θα λιποθυμήσει, αλλά έπρεπε να σταθεί. Σε τι, όμως; Σε ό,τι εν ριπή οφθαλμού διαγράφει την ευτυχία; Σε ό,τι προγράφει ένα δύσβατο μέλλον και πόνο βαθύ να το σωριάζει; Έπιασε

ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ 
το κεφάλι με τα δυο της χέρια, λες και θα το συγκρατούσε, για να μην πέσει χάμω, καθώς το ένιωθε ασήκωτο. Φρόντισε να ρίξει και μια ματιά στο πλάι, στο σύζυγό της, για να δει σε ποια θάλασσα κολυμπούσε εκείνος. Απέσυρε τη ματιά της σύντομα

γιατί η παγερή σιωπή του την απομόνωσε αυτόματα.

«Μα… καμία ανταλλαγή λέξεων; Κανένα μοίρασμα σκέψεων;» αναρωτήθηκε.

Απόλυτη παγωμάρα και από τους δύο.

Ξέσπασε σε λυγμούς. Ατέλειωτους λυγμούς. Ακόμη

και αυτήν τη στιγμή δεν απλώθηκε παρήγορα ένα χέρι επάνω της. Τόσο μόνη, μα σε κοινό, ωστόσο, και για τους δύο πόνο.

«Πόσο μόνη!» αναρωτήθηκε και πάλι.

Μπόρεσε

των εκφάνσεών της. Μια άτυπη, αλλά και σιωπηρή συμφωνία που έγινε θεσμός, με τις στενοχώριες να διαιρούνται διά δύο και ύστερα να καταλήγουν μισές

και τις χαρές να διπλώνουν ύστερα από κάθε αβγάτισμα επί δύο. Όμως…

«Τόσο μόνη!…» αναρωτήθηκε και πάλι.

«Μανόλη, μ’ ακούς;» του ψιθύρισε στο αυτί όταν μπή-

καν στο αυτοκίνητο.

«Ναι, σ’ ακούω» απάντησε κοφτά εκείνος χωρίς

περιθώρια συζήτησης.

«Μα είναι δυνατό να συμβαίνει τώρα ετούτο;» κραύγασε .

«Δεν ξέρω…» ήταν η απάντησή του, ενώ ήταν πλέ-

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 0
αυτό να το σκεφτεί έχοντας ζήσει την απόλυτη ευτυχία, της –για μια ζωή– άριστης επικοινωνίας με το σύντροφό της σε όλα τα επίπεδα της κοινής τους ζωής. Αυτό το αξόδευτο μοίρασμα όλων

ον εμφανές πως τα σημάδια του πόνου είχαν αρχίσει

να τον καταβάλλουν.

Ξαναμαζεύτηκε στον εαυτό της και παρακολου -

θούσε από το τζάμι του αυτοκινήτου την κίνηση στο

δρόμο – από απόσταση ασφαλείας όμως, σαν από ταινία. Έβλεπε τους ανθρώπους να τρέχουν στους δρό -

μους της Αθήνας με ταχύτητα. Στις λεωφόρους της το

ίδιο, σαν να ήθελαν να προλάβουν κάτι. Μια πειθαρχία

στο απείθαρχο, μια ενιαία κίνηση, σαν να ’ταν αυτοματοποιημένη.

Έπειτα από λίγο, επέστρεψε με γδούπο στο βαρύ εαυτό της, βαριά

στο μέσα της, αφήνοντας τα έξω ως

Σκέφτηκε τότε αστραπιαία τις φίλες της. Την Ερατώ, τη Μάρθα και την Κατερίνα – τις φίλες των φοιτητικών της χρόνων. Πόση ανάγκη τις είχε ετούτη

τη στιγμή…

Κατόπιν, η μνήμη έσυρε ακαριαία στο μυαλό της εικόνες και λόγια του παρελθόντος, με πρώτη τη ρήση

της φίλης της Κατερίνας:

«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε».

Πόσες φορές το είχε ακούσει αυτό από τα χείλη

της –οσάκις προέκυπτε να το αναφέρει για κάποιο

λόγο, παρά το νεαρό της ηλικίας της– ενώ η ίδια ποτέ

δεν του έδωσε την πρέπουσα σημασία. Να, όμως, που τώρα συμβαίνει να έχει εφαρμογή και στην ίδια, συνειδητοποιώντας πόσο ευάλωτη είναι η ευτυχία και πώς ο χρόνος σαν μέθυσος μπορεί να ανατρέψει όλα

ΤΟ
ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ 
ΑΝΟΙΓΜΑ
καθώς ήταν. Εκεί
έχουν.

τα δεδομένα, «εν μια νυχτί» όπως λένε. Άραγε, πώς η Κατερίνα σκεφτόταν έτσι από τότε, ενώ η ίδια μάλλον

θεωρούσε πως η ζωή είναι επίπεδη –έως και δεδομέ-

νη– και πώς εμείς την ορίζουμε ως τέτοια;

«Οχ!…» της βγήκε ένας αναστεναγμός μακρύς. «Τι

θέση έχουν τώρα όλα ετούτα;».

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως θα ήθελε να επικοι-

νωνήσει με τις φίλες της. Όμως, τα χείλη της έτρεμαν

και τα χέρια επίσης και της ήταν αδύνατο να σχηματίσει έναν αριθμό τηλεφώνου. Κατάλαβε ότι δεν της χρειαζόταν περισσότερη ενδελεχής επισκόπηση.

Έκλεισε αυτομάτως πόρτες και παράθυρα προς κάθε εισερχόμενη αντίληψη ή θύμηση και στρογγυλοκάθισε στο βαρύ εαυτό της.

«Μανόλη, μ’ ακούς;» του επανέλαβε ξανά.

Όμως, απόκριση και πάλι δεν ερχόταν. Συνέχισε

αδιάκοπα τη βύθιση στον εαυτό της, που όσο η ώρα

περνούσε, εξελισσόταν σε καταβύθιση.

Στο παρελθόν, απασχολούσε συχνά τη σκέψη της η απορία για το πώς εξαφανίστηκαν τα ίχνη της Κατερίνας εδώ και χρόνια. Όσες φορές προσπάθησε να

την αναζητήσει, μάταιος κόπος. Κρατούσε, όμως, τις

εικόνες του τότε, ακέραιες ως το σήμερα. Τέτοια ενσωμάτωση του χτες στο σήμερα, που τα όρια πολλές

φορές γίνονται δυσδιάκριτα.

Οι φίλες της παραδόξως, όμως, παρέμεναν στη

σκέψη της ετούτη, την τόσο δύσκολη στιγμή. Ήταν

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 

όλες εκεί, να της συμπαρίστανται νοερά με τις αναμνήσεις της, με προεξάρχουσα βεβαίως την Κατερίνα.

Η Κατερίνα θεωρούνταν η πλέον δοτική και γενναιόδωρη της παρέας. Προσέφερε συνήθως, όχι αυτό που

της περίσσευε, αλλά εκείνο που πρωτίστως είχε η ίδια

ανάγκη. Αυτό το χαρακτηριστικό είχε αφήσει το δικό

του αποτύπωμα στην καρδιά της Αλίκης, που τη θεωρούσε ξεχωριστή και άξια θαυμασμού κι ας μην υιο -

θετούσε ποτέ η ίδια τη συμπεριφορά της, κρατώντας

πάντοτε για τον εαυτό της τα δικά της όρια. Της έλειπε, όμως, πολύ ετούτη τη στιγμή. Της έλει-

πε όντως πολύ… Η σκέψη της απεγνωσμένα πάσχιζε να ακουμπήσει κάπου και βρέθηκε να ακουμπάει

απαλά στα τρυφερά χρόνια της φοιτητικής τους ζωής.

Τότε, που με ψυχή της παρέας την Κατερίνα, αλλά και την Ερατώ και τη Μάρθα, όργωναν την Αθήνα προς

κάθε κατεύθυνση για να τη γνωρίσουν πρωτίστως και

παράλληλα να συμμετέχουν απνευστί, ει δυνατόν, σε

κάθε ακμαίο πολιτιστικό γεγονός που ως πρωτεύουσα

εκείνη μονοπωλούσε.

«Ελενίτσα μου!…» ακούστηκε να λέει με έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό, κλείνοντας τη μεγάλη ετούτη παρένθεση με το μακρύ ταξίδι της σκέψης της.

Ύστερα την παρέσυρε ένα γοερό κλάμα, απομακρύνοντας όλες αυτές τις αναμνήσεις που φώλιασαν εκεί κοντά στη σκέψη της ετούτη τη στιγμή και τη μετέφεραν αλλού. Σε ένα αλλού, που ξέρει να εξισορροπεί τους κραδασμούς όταν η ζωή με βιαιότητα επιβάλλει.

ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ 

Ένα αλλού με εσένα άλλον, σε άλλο χρόνο. Μια φυγή, ενίοτε αποφυγή από το τώρα στο αλλού, εκεί που τα

μεγέθη σε χωράνε και που δεν τραντάζεσαι τόσο.

«Ελενίτσα μου!…» τόλμησε να φωνάξει εκ νέου τ’ όνομά της.

Έριξε μια ματιά στο δρόμο από το παράθυρο του αυτοκινήτου και διαπίστωσε ότι υπήρχε η ίδια κίνησης, η ίδια συμπεριφορά στους οδηγούς, η ίδια τάξη στην αταξία και στο χάος.

«Μανόλη, μ’ ακούς;».

Εντούτοις, η απάντησή του ήταν ξανά η σιωπή.

Το αμάξι έμπαινε ήδη στο νοσοκομείο. Μετά από λίγο έμελλε οι ίδιοι να περάσουν την είσοδο αμίλητοι, προχωρώντας ο καθένας μόνος με βλέμμα παγερό στην έκφραση. Ήταν οι πρώτοι από συγγενείς και μη που κατέφθαναν εκεί. Η συνειδητοποίηση πήρε πλέον τη θέση της άρνησης, που επικρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Συνειδητοποίησαν τότε και οι δύο ότι στο σημείο αυτό γινόταν μια παύση. Μεγάλη παύση, όμως.

Παύση στα όνειρα, παύση στη μελωδία της ευτυχίας.

Ό,τι καλό ίσχυε έως τώρα, θα ήταν ορισμένο από τού -

το το σημείο και πριν. Θα ήταν το απέραντο γαλάζιο,

ο ξάστερος ουρανός, το αναλλοίωτο φως. Συνειδητοποίησαν ότι δε θα μπορούσαν να το εκλάβουν και ως

τελεία, διότι θα έπρεπε παρ’ όλα αυτά να συνεχίσουν

να υπάρχουν. Με τσακισμένες τις ελπίδες όμως, με κομμένα τα φτερά, εντούτοις, όμως, να υπάρχουν.

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ - Κ Α ΛΟΜ ερ Α 

Το πώς θα συνέβαινε τούτο, εύλογα, δεν τους είχε απασχολήσει ακόμη. Καλά καλά δεν μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν αυτή την παύση. Η παύση ετούτη, φορεμένη με την πιο απευκταία εκδοχή της, ήρθε σαν εισβολέας στο μεσημέρι της ζωής τους. Βρήκε το τραπέζι στρωμένο με τα αγαθά των κόπων τους και το κρασί της ευτυχίας να ρέει άφθονο και εκεί μες στο κατακαλόκαιρο να τους αρπάξει όλες τις γεύσεις και

να τους αφήσει ανέκφραστους. Με τόση βιαιότητα!…

και ξαφνικά… κόπηκε

την καρδιά τους να εξακολουθήσει να τροφοδοτεί με

αίμα όλα τα μέλη του σώματος –και τον εγκέφαλό

τους πρωτίστως– προκειμένου να φέρουν εις πέρας

τις διαδικασίες. Και ως εδώ παραδόξως το κατάφερναν. Έως τότε, όλα ετούτα θεωρούνταν υπεράνθρωπες

προσπάθειες και οι ίδιοι πίστευαν πως δε θα ανήκαν

ποτέ στην κατηγορία των υπερανθρώπων. Έμελλε

εντούτοις η ίδια η ζωή να τους κάνει να πιστέψουν ότι

ο καθένας μπορεί να συμμετέχει στο αδύνατο, με απο-

θέματα δύναμης που θεωρούσε ανύπαρκτα ως τότε.

ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΚΑΜΒΙΛΙΑΣ 
η ζωή στα δύο. Στο πριν και στο μετά. Ένα μετά που προοιωνιζόταν μαύρο και στην καλύτερη περίπτωση γκρι. Τότε απίθωσαν
όλες τις μαύρες σκέψεις στο πρώτο σκαλί της ψυχής τους και περίμεναν υπομονετικά από

Άλλοτε πέφτει σιγανά

απλώς και άλλοτε πλημμυρίζει.

Μ ε ΛΛ ω ΑΓΟ ρ ΙΤΣΗ  Χρειαζόταν να κάνει οπωσδήποτε κάτι. Να πάρει μαζί της τη θάλασσα, την αξιοπρέπεια των δύο ομοιοπαθούντων ανθρώπων της παραλίας, τον ίσκιο του μεσημεριού κάτω από τα αλμυρίκια, τη μεγαλόκαρδη αγκαλιά της μικρόσωμης Μαρίας, την αγάπη της Μάρθας και της Ερατούς, τη γενναιότητα
έψαχνε, θα έβρισκε και άλλες ψηφίδες ζωής για να συνθέσει το δικό της
της Κατερίνας. Αν το
είναι η ζωή· σαν τη βροχή…
κάδρο. Έτσι
και
την οσμίζεσαι
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.