Τέχνη προς αποφυγή | Καλλιόπη Αλεξιάδου | Ποίηση | Εκδόσεις Ιωλκός

Page 1

 IΩΛΚΌΣ

Σχεδιασμός, τυπογραφική επιμέλεια: Κωνσταντίνος Ι. Κορίδης Διορθώσεις τυπογραφικών δοκιμίων: Δανάη Αλεξοπούλου Σελιδοποίηση: Ζωή Ιωακειμίδου

Καλλιτεχνική επιμέλεια εξωφύλλου: Δημήτρης

Κουρκούτης

© Copyright κειμένου: Καλλιόπη Αλεξιάδου

© Copyright έκδοσης: Εκδόσεις Ιωλκός

Γραμματοσειρά Iolkos Apla [αποκλειστική χρήση]

Απρίλιος 2023, Α΄ Έκδοση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΩΛΚΟΣ

Ανδρέου Μεταξά 12 ϗ Ζ. Πηγής, Αθήνα 106 81 Τηλ.: 210-3304111, 210-3618684, 210-3304211 e-mail: iolkos@otenet.gr www.iolcos.gr

ISBN 978-960-640-144-2


ΠΟΙΗΜΑΤΑ
 ΤΕΧΝΗ
ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ

Η Καλλιόπη Αλεξιάδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 987. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών και έχει ολοκληρώσει τις μεταπτυχιακές της σπουδές

στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο με αντικείμενο τη Δημιουργική

Γραφή. Η Τέχνη προς αποφυγή αποτελεί την πρώτη της ποιητική συλλογή.


 ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΛΕΞΙΑΔΟΥ ΤΕΧΝΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ Ποιήματα ΙΩΛΚΟΣ

7 Στον νεότερο εαυτό
8
9 Ð
0

Ι Κ ά ΡΙΑ ΚΛ ή ΣΗ

Έτρεξα κατά μήκος της ακτής

—μόνος αυτήν τη φορά—

κι ένιωσ’ αλήθεια δυνατός

και μόνος.

Ο άνεμος μ’ έσπρωχνε ανοδικά

κι εγώ του τα μαρτύρησα όλα.

Αναδύθηκα στον ουρανό

και δεν ήταν

όπως σ’ εκείνο τ’ όνειρο,

που έφτασα με ύπτιο ως την κορφή του Ολύμπου.

Ο ήλιος είχε κλείσει τα μάτια κι ανέπνεε.

Θέλησα ν’ ακολουθήσω τον ρυθμό

κι απ’ τη λαχτάρα ξέχασα

πως ο πατέρας μ’ είχε πλάσει από πηχτό κερί κι αλάτι.

Καθώς έπεφτα,

θυμήθηκα τη μεταλλική σαΐτα

που ’χα βρει σε μιαν ακτή παλιά

και δεν έβγαλα μιλιά,

μήτε νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια.

Κι ήταν γιατί, επιτέλους, για μοναδική ίσως φορά

ήμουν —τώρα το ξέρω— μόνος.



Λ Ο ύ ΝΑ ΠΑΡΚ

«Ανάσα…

πάρε ανάσα»

λέω φωναχτά, ενώ ανεβαίνω τον δρόμο.

Το κορίτσι μπροστά μου τρομάζει κι επιταχύνει,

το μηχανάκι μ’ αφήνει να περάσω.

Διασχίζω τον δρόμο

την ίδια στιγμή που

η ανάσα σκίζει εγκάρσια τα σωθικά, ανοίγει τρύπα στην κορυφή του κεφαλιού, χτυπάει το τρίτο κατά σειρά σύννεφο

και διαθλάται σκορπίζοντας

αίμα και ύδωρ.

Ανάσα…

στην είσοδο της

αφηρημένα

βόλτα και μακαρόνια με κιμά.

Καλώ το ασανσέρ

— ανάσα μέχρι τον τέταρτο.

Εκείνος γουργουρίζει ξεδιάντροπα,

ζητάει, ζητάει, όλο ζητάει.

Τον κρατάω,

σφίγγω τις ορέξεις του πάνω μου,

ώσπου γινόμαστε μια μάζα σάλια, νύχια και δόντια

ολόλευκα

— τα σεντόνια δε θυμάμαι από πότε έχουν ν’ αλλαχτούν.

πολυκατοικίας περιμένει χορτασμένος


«Ανάσα» λέω φωναχτά

«πάρε ανάσα».

Βγαίνω στο μπαλκόνι,

ο ήλιος ρίχνει κατάρες στα μούτρα,

κλείνω τα μάτια και τις απορροφώ.

«Πρέπει να μαζέψω τα ρούχα απ’ την απλώστρα»

φωνάζει το βλέμμα της γριάς απέναντι.

Σκέφτομαι πως το σπίτι λέγεται έτσι, επειδή το είπαν

κάποιοι πριν από μας.

Αντί για σπίτι θα μπορούσαμε να λέμε

παιδότοπος,

αλάνα,

θα μπορούσαμε να λέμε κατασκήνωση,

θα μπορούσαμε να λέμε… λούνα παρκ.



Α Ν θ ΕΛ ή ΣΕΙ ς, θ Α ΣΟΥ ΤΑ ΠΩ ό ΛΑ

Τα όμορφα κορίτσια δεν τελειώνουν ποτέ.

Τα ονειρεύτηκα μαζί με τρία-τέσσερα κουτάβια να με κοιτούν

ταπεινωμένα.

Το ίδιο βράδυ θέλησα να σ’ τα πω όλα,

να εξυψωθείς και ύστερα να σ’ εξαφανίσω,

να ξεριζώσω και την πιο μικροσκοπική ελίτσα

— αυτήν που νομίζει πως μπορεί να κρυφτεί στον αυχένα σου.

Ενόσω μας καταπίνει σιωπή

τ’ αποφάσισα.

Αύριο θα στήσω γιορτή.

Αν έρθεις,

έλα ντυμένος γύμνια

κι αν τυχόν θελήσεις, θα σου τα πω όλα.

Όλα όσα γνώρισα

για τα όμορφα κορίτσια που δεν τελειώνουν ποτέ,

για τα όμορφα αγόρια που από θλίψη καίγονται το ξημέρωμα.



Τέ ΧΝΗ ΠΡΟ ς ΑΠΟΦΥΓ ή

Χτίζουμε τον Νέο κόσμο.

Μέσα του η Ποίηση μας τρώει τον αέρα.

Γίναμε κυνηγοί —άξιοι, επιτέλους, γιοι—

και με λύσσα χτυπήσαμε στα τσιμέντα

τη σακατεμένη της μούρη.

Να φύγει,

να εξαφανιστεί

μαζί με τ’ αρχέτυπα,

τα σύμβολα, τα προπατορικά της στίγματα.

Ο Νέος κόσμος διαολόστειλε την ποίηση

κι η ενοχή κρατάει τον ύπνο

δέσμιο στα βουνά.

Κανείς δεν κοιμάται πια.

Φάρμακα, βελονισμοί, ορμόνες, ομοιοπαθητική…

κανείς δεν κοιμάται στον Νέο κόσμο

και για όλα –αν με ρωτάς–

φταίει αυτή·

η Τέχνη προς αποφυγή.



Χώ ΜΑ ΚΑΙ ΝΕΡ ό

Στην αρχή είμαστε δυο ρίζες

η μία δίπλα στην άλλη. Γρήγορα γινόμαστε βλαστός, ιστοί ενωμένοι που παλεύουν ν’ ανδρωθούν στο στερέωμα.

Όσο ανεβαίνουμε, κρατάμε το βλέμμα ταπεινό, ώσπου να ξεπροβάλλουν φύλλα και πέταλα —αναλόγως τις ρίζες— άσπρα, κίτρινα, μοβ —τα φύλλα πάντοτε πρασινωπά— και μεμιάς υψώνουμε ανάστημα.

«Είμαι εδώ» διαλαλούμε.

Στυλώνουμε τα πόδια απαιτώντας το φως κι ούτε που λογαριάζουμε πως δίπλα μας ξεπετιέται ο νέος βλαστός

και δεύτερος

και τρίτος.

Χωρίς να καταλάβουμε το πώς ή το πότε

τα φύλλα ζαρώνουν,

τα πέταλα πέφτουν καταγής,

οι ιστοί σπάνε

και μόνο τότε ρίχνουμε το βλέμμα

στο τετραγωνικό χώματος που μας ανήκει.

«Είμαι εδώ», όμως, η φωνή δε φτάνει. 

Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.