Το ταξίδι στην Ελλάδα

Page 1


70 Χρόνια Εκδόσεις Ίκαρος 1943–2013

© Δημήτρης Νόλλας & Εκδόσεις Ίκαρος 2013

ISBN 978-960-9527-72-9


ΤΟ ΤΑ Ξ Ι Δ Ι ΣΤΗ Ν Ε Λ Λ Α Δ Α


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ

Νεράιδα της Αθήνας (νουβέλα), Άμστερνταμ, 1974 Πολυξένη (διηγήματα), Αθήνα 1974 Το τρυφερό δέρμα (διηγήματα), Καστανιώτης, 1982 (Κρατικό βραβείο Διηγήματος) Τα καλύτερα χρόνια (νουβέλα), Καστανιώτης, 1984 Το πέμπτο γένος (νουβέλα), Καστανιώτης, 1988 Ονειρεύομαι τους φίλους μου (διηγήματα), Καστανιώτης, 1990 Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1992 (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος) Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 1994 Τα θολά τζάμια (διηγήματα), Καστανιώτης, 1996 (Βραβείο Διηγήματος Περιοδικού Διαβάζω) Μικρά ταξείδια, Καστανιώτης, 1998 Φωτεινή μαγική (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2000 Από τη μία εικόνα στην άλλη (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2003 Νεράιδα της Αθήνας - Πολυξένη, Καστανιώτης, 2004 Ο παλαιός εχθρός (διηγήματα), Καστανιώτης, 2004 (Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών) Φύλλα καπνού, Εστία, 2005 Ναυαγίων πλάσματα (νουβέλα), Κέδρος, 2009 Ο καιρός του καθενός (μυθιστόρημα), Καστανιώτης, 2010 Στον τόπο (διηγήματα), Ίκαρος, 2012 ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Ανθολογία γεωργιανής ποίησης (19ος-20ός αιώνας), Καστανιώτης, 2002 (Σε συνεργασία με την Άνι Τσικοβάνι) Μίκαελ Άουγκουστιν, Η σύμπτωση και άλλες ιστορίες, Μελάνι, 2008 Ντέιβιντ Τόμσον, Rosebud (Η ζωή του Όρσον Γουέλς), Πάπυρος, 2008 www.dimitrisnollas.com


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟ ΛΛΑΣ

ΤΟ ΤΑ Ξ Ι Δ Ι ΣΤΗ Ν Ε Λ Λ Α Δ Α Μυθιστόρημα

ΙΚ ΑΡ ΟΣ


Το ταξίδι στην Ελλάδα ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2012 στη φιλόξενη Villa Marguerite Yourcenar στη γαλλική Φλάνδρα.


γράφοντας και ξαναγράφοντας το ίδιο



1

κατηφορίζοντας προς το Νότο Το Acropolis Express είχε ξεκινήσει με ηλεκτρισμό και τώρα συνέχιζε με κάρβουνο. Στριμωγμένοι σ’ ένα κουπέ της δεύτερης θέσης είχαν περάσει τη νύχτα πλάι πλάι, αφήνοντας πίσω τους το Βελιγράδι, εκείνο το γλυκό του Οκτωβρίου βράδυ. Αχάραχτα ακόμη, και σε λίγο θα περνούσανε τα Σκόπια κι ύστερα τα σύνορα, υπολόγισε ο Αρίστος, για να φτάσουνε πριν το μεσημέρι στο τέλος του ταξιδιού τους, στη Θεσσαλονίκη, ρολάροντας πάνω σε ρά­γες κοντά είκοσι τέσσερις ώρες, απ’ όταν ξεκίνησαν χτες το πρωί, πρώτα με ηλεκτροκίνητο τρένο κι ύστερα με ατμομηχανή, που τώρα έστελνε μαύρες τούφες καπνού να ενωθούνε με τα σύννεφα. Το φεγγάρι, χαμηλά στον ορίζοντα και πριν αρχίσει να βασιλεύει, άπλωνε ένα φωτεινό παραμυθένιο πέπλο κι ασήμωνε την πλάση στην πιο σκοτεινή της ώρα. Η γυναίκα που καθόταν πλάι του έτριψε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. Ρώτησε, «Πού βρισκόμαστε» και σηκώ-


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

θηκε. Έκανε κι εκείνος το ίδιο με μιαν αυτόματη κίνηση που δύσκολα έκρυβε την έγνοια του για τη συνοδό του, ρίχνοντας πίσω στο κάθισμα ένα ελαφρύ πανωφόρι που τον σκέπαζε όσο λαγοκοιμόταν. Στήθηκε έξω απ’ την τουαλέτα και σκέφτηκε ν’ ανάψει ένα τσιγάρο, όσο θα την περίμενε. Ατέλειωτο αυτό το νοτιοσλαβικό έμβολο, η βαλ­κανική κατηφο­ ρική ευθεία. Ανεβαίνουνε, ­ κατεβαίνουνε οι άνθρωποι και τελειωμό δεν έχουν, συλλογιζόταν ο Αρίστος, ενώ το βλέμμα του ψηλάφιζε εκείνο το πηχτό γαλα­κτερό σκοτάδι που διέ­σχιζε ο συρμός, λες και θα μπορούσε να φέρει κοντύτερα την αυγή που την υποψιαζόταν να αχνοροδίζει πολύ πέρα, στο βάθος. Εκείνο που ’χε καρφω­θεί στο κεφάλι του, πέρα από τη φροντίδα του γι’ αυτήν, ήταν τα λόγια της, όταν για πρώτη φορά είχε ανοίξει το στόμα της, απ’ την αρχή του ταξιδιού, και είχε πει, «Αχ, μωρέ παιδί μου, τι πράγματα είναι φορτωμένο το κεφά­ λι σου… φύλλα ξερά, πεσμένα και σάπια είναι γεμάτο». Κι όταν κάποια στιγμή είχαν απομείνει μόνοι τους στο κουπέ, είχε συνεχίσει με ανεξήγητη όρεξη, «Γι’ αυτό και νομίζεις πως κάποιος σαν κι εμένα ήταν με το μέρος του Κακού, πως είχα διαλέξει το λάθος· κι όχι το σωστό. Όχι με τον Αϊζενχάουερ, ούτε με τον Ζούκωφ ή με τον Μοντ­ γκόμερυ. Κι όμως αν έκανες τον κόπο να μπεις στη θέση του άλλου, θα ’βλεπες το καπέλο μου, το δικό μου το καπέλο. Να βρίσκομαι αλλού ήταν απ’ τα μικρά μου χρόνια αυτό που ’κανε τη ζωή μου υποφερτή. Το καύσιμο που ’βαζε μπροστά τη μηχανή… κι αυτό το ντράγκα-ντρούγκα του βαγονιού πάνω στις ράγες, σφυριές μέσ’ στο κεφάλι μου, που δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ όσα μερόνυχτα μας πήρε για να φτάσουμε ίσαμ’ εκεί πάνω, περισσότερο κι 10


Τ Ο ΤΑ Ξ Ι Δ Ι Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

απ’ τις βόμβες που ρίχνανε τα αεροπλάνα γύρω μας, ήξερα πως ήτανε το πάσο μου για κείνο το ταξίδι. Και μ’ άρεζε αυτό, γιατί μ’ έπαιρνε μακριά». Κι όταν απόφαγαν ό,τι σαλάμια και ψωμάκια κουβαλούσε μαζί της και μοιράστηκαν μια σέρβικη μπίρα που είχε αγοράσει ο Αρίστος εκείνο το δίωρο της αναμονής τους στο Βελιγράδι, χωρίς ν’ ανταλλάξουνε μιλιά παρ’ όλες τις προσπάθειές του, και συνέχισαν να κατηφορίζουν νότια, η αφορμή για να ξανανοίξει το στόμα της, δόθηκε όταν είχε μπει ένας Γιουγκοσλάβος σέρνοντας δυο χαρτόκουτα δεμένα με σχοινί, στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο τραβολογού­ σε τη γυναίκα του, χωρίς να την αφήνει από κοντά του. Την έβαλε να κάτσει απ’ τη μεριά της πόρτας κι αυτός κά­θισε στη μέση, δίπλα στον Αρίστο κι απέναντι απ’ τη γυναίκα, την οποία από την πρώτη στιγμή που έσυρε την τζαμένια είσοδο του κουπέ, δεν είχε πάψει να την κοιτάζει εξεταστικά. «Συμβαίνει κάτι, παλικάρι;» ρώτησε εκείνη ­απότομα κι ύστερα από λίγο είχε προσθέσει επιθετικά, «γιατί με κοιτάς έτσι, ρε;» Κι εκείνος ο επιβάτης με το αρπαγμένο πρόσωπο και τα πυρετικά μάτια, τα σκεπασμένα απ’ τα πυκνά κοκκινόξανθα φρύδια του, ένας φουκαράς ξωμάχος, της απάντησε και μίλησε ελληνικά, «Τι να συμβαίνει, καλέ; Να, έτσι… κάποια μου θύμισες και τρόμαξα. Τίπο­ τα δεν συμβαίνει». Ο Αρίστος σκέφτηκε θα μπλέξουμε τώρα, και την κοίταξε αυστηρά, όταν σκύβοντας μπροστά τής ψιθύρισε, «Τον ξέρεις;» τη ρώτησε, κι όταν εκείνη ένευσε αρνητικά, ενώ συνέχισε να την επιπλήττει ανοιγοκλείνοντας τα χείλη του χωρίς να υψώσει τη φωνή του, της είπε, «Τότε, πώς του μιλάς έτσι, γαμώτο μου, 11


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

τότε;» «Δεν έκανα τίποτα κακό, ελληνικά τού μίλησα», ψιθύρισε κι εκείνη, ακουμπώντας τα χείλη της στο αυτί του. «Και την άλλη φορά που ’χα περάσει από ’δώ», συνέχισε, «πάλι ελληνικά μίλησα», κι όταν ένιωσε την αμφιβολία να τρεμοπαίζει στα βλέφαρά του πρόσθεσε, «Δεν το πιστεύεις, ε;… κι όμως την ίδια γλώσσα μιλάμε όλοι μας». Καλά· αρχίδια, σκέφτηκε ο Αρίστος και στράφηκε στο παράθυρο κοιτάζοντας το μαύρο σκοτάδι, κι αμέσως με­τά, περισσότερο για να αποφορτίσει τη δικιά του ένταση, καθώς εκείνος ο αγρότης δεν έδειχνε να είχε προσ­ βληθεί από τον τρόπο της γυναίκας, στράφηκε προς την πλευρά τους και ρώτησε, «Σέρβοι;» «Όχι, Μακεδόνες είμαστε», απάντησε ήρεμα εκείνος ο άνθρωπος, κι ο Αρί­στος δεν κρατήθηκε και είχε πει, με μόλις καλυπτόμενο σαρκασμό, «Α! μάλιστα! Μακεδόνες…», για να προσθέσει γρήγορα γρήγορα και φαρμακερά, «κι εγώ, ο Σα­λονικιός, τότε τι είμαι;» «Κι εσύ Μακεδόνας είσαι», είπε σταθερά εκείνος ο άντρας, ενώ απευθύνθηκε τώρα στη γυναίκα και συνέχισε λες και όλοι τους περίμεναν ν’ ακούσουν γιατί την είχε κοιτάξει εξεταστικά λίγο πριν. «Να, είσαι ολόιδια με μια ξαδέρφη μου, που παλιά τής είχε φανερωθεί ο προφητΗλίας στ’ όνειρο και της είχε ζητήσει να κάνει το σπίτι της μοναστήρι. Τον είχε δει, να, ολοζώντανο, μας έλεγε, μέσα σε μια μεγάλη φωτιά σαν λουλούδι, ανέβαινε-κατέβαινε, δεν θυμάμαι, και της είπε να κάνεις το σπίτι σου μοναστήρι. Να το χτίσεις και να μη φύγεις ποτέ απ’ τον τόπο, της παράγγειλε ο άγιος. Κι εκείνη δεν έφυγε, το ’φτιαξε με τα χέρια της, το ’ταξε στη χάρη του και σώθηκαν τόσες γυναίκες, γυναίκες που δεν μπόρεγαν 12


Τ Ο ΤΑ Ξ Ι Δ Ι Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

να ησυχάσουν. Κι ύστερα πέθανε. Της μοιάζεις, πολύ της μοιάζεις· άσε που νομίζω πως έχουμε ξανασυναντηθεί… οι άνθρωποι συνέχεια χάνονται και βρίσκονται χωρίς τελειωμό», είχε προσθέσει θυμόσοφα μετά από μια μικρή παύση. «Να, κι εγώ όταν ανέβηκα στο τρένο, νόμισα που συνάντησα την ξαδέρφη μου, όταν σε είδα. Αλλά έτσι γίνεται καμιά φορά, ν’ ανταμώνουνε οι άνθρωποι στα λόγια των νεκρών, όταν σμίγουν με τους ζωντανούς», είπε και συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα και εξεταστικά σαν να μπορούσε μέσα στο πρόσωπό της να διακρίνει τη νεκρή του ξαδέρφη. «Κι εσείς; Τι δουλειά κάνετε; Πώς τα βγάζετε πέρα, εδώ πάνω;» ενδιαφέρθηκε τώρα να μάθει η γυναίκα, αγνοώντας τα τελευταία λόγια του συνταξιδιώτη τους, ή ίσως επειδή έγιναν αφορμή να τον προσέξει, έμοιαζε να ’χε βρει ξαφνικά την όρεξή της για κουβέντα κι όσα δεν είχε πει τόσες ώρες τα ξεφούρνιζε τώρα, λίγο πριν τους βρει η νέα μέρα στη Θεσσαλονίκη. «Εμείς φέρνουμε παραγγελίες στο μοναστήρι, μια φορά το μήνα. Στους δυο, καμιά φορά. Αλεύρι, ζάχαρη, αλάτι, καφέ. Ό,τι χρειάζονται οι γερόντισσες απ’ τον κόσμο. Ό,τι μας ζητήσουν», κι έκανε μια κίνηση προς τα χαρτόκουτα, τα αφημένα στο διάδρομο. «Τους τα πηγαίνουμε, παίρνουμε ευλογία κι ύστερα πίσω στο χωριό». «Και πώς ζείτε ’δώ πάνω; Η ζωή πώς είναι;» επέμεινε η γυναίκα. «Να», είπε ήρεμα αυτός ο άνθρωπος, «σπέρνουμε καλα­ μπόκι, βάζουμε πατάτες, φασόλια, αυτά· δύσκολα». «Και δεν σκέφτηκες να φύγετε, να πάτε να δουλέψετε στη Γερμανία;» «Εμείς δεν φεύγουμε από ’δώ, καλέ κυρία· εμείς ψωμί και κρεμμύδι να τρώμε, εδώ θα μείνουμε». Δεν 13


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

ξαναμίλησαν μέχρι που κατέβηκαν κι αποχαιρετίστηκαν, ενώ η νύχτα γλιστρούσε πάνω στα μάτια τους όπως το σκοτεινό κύμα της παλίρροιας κι ο Αρίστος συνέχισε να κοιτάζει τα χλομά φώτα του σταθμού εκείνης της μικρής μακεδονικής πόλης που άφηναν πίσω τους, όπου μια αφόρητη σιωπή σκέπαζε τους ρημαγμένους κήπους και τα σβηστά φώτα στους φανοστάτες των δρόμων. Οι ελεγκτές των διαβατηρίων και οι τελωνειακοί ανοιγόκλειναν με επίπλαστη πολυπραγμοσύνη τις πόρτες των κουπέ, αφού είχαν μπει εν τω μεταξύ στο σταθμό των συνόρων, όπου θα περίμεναν καμιά ώρα, ίσως και πιο πολύ, όχι μόνο για τον έλεγχο των διαβατηρίων, αλλά και για την αλλαγή των ατμομηχανών, καθώς ο συρμός τους διασταυρωνόταν εδώ με το ελληνικό τρένο, που ’χε ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη για να κάνει την αντίστροφη με τη δικιά τους διαδρομή και σε λίγο θα ήταν η μηχανή του που θα τους έφερνε στον τελικό τους προορισμό. Της είπε, «Έλα, ας κατέβουμε να σε κεράσω έναν καφέ». Κι εκείνη ανταποκρίθηκε, «Να κατέβουμε, ναι· πιάστηκα τόσες ώρες», είπε και πρόσθεσε, «αλλά εγώ θα κεράσω». Ο Καραμάνογλου είχε πει, όχι πολλά πολλά μαζί της, ούτε παραπανίσια έξοδα ούτε εξτρά, είναι μια δουλειά την οποία σου αναθέτω επειδή σου έχω εμπιστοσύνη, όταν πριν δυο βδομάδες του ζήτησε να συνοδέψει αυτή τη δυστυχισμένη γυναίκα στη Θεσσαλονίκη, όπου θα την παραλάμβαναν οι δικοί της. Ο ίδιος είχε μια μακρινή συγγένεια μαζί της, σχεδόν ξεχασμένη είχε πει, και γι’ αυτό τη νοιάστηκε. Τη λέγανε Χρυσάνθη κι είχε πάνω-κάτω τα διπλά χρόνια του Αρίστου. Του είχε εμπιστευθεί ένα-δυο πράγματα επιπλέον για κείνη, ίσα ίσα όσα χρειαζόταν να 14


Τ Ο ΤΑ Ξ Ι Δ Ι Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

ξέρει. Μια ύπαρξη που ήρθε εργάτρια στη Γερμανία από τα χρόνια του πολέμου και με τον καιρό φαίνεται της είχε σαλέψει. Ο Αρίστος, γενικών καθηκόντων και βοηθός του Καραμάνογλου στη λαχαναγορά του Μονάχου, δέχτηκε χω­ρίς συζήτηση την αποστολή, καθώς ένιωσε πολύ τυχερός, αφού του δινόταν η ευκαιρία με πληρωμένα εισιτήρια να κατέβει στην Ελλάδα, απ’ όπου έλειπε κοντά τρία χρόνια. Το κίνητρό του δεν ήταν αποκλειστικά και μόνον η ευκαιρία ενός ταξιδιού με πληρωμένα εισιτήρια, ήταν κι η πε­ριέργειά του για την πορεία που είχε ακολουθήσει εκείνη η γυναίκα, καθώς από την πρώτη στιγμή είχε αναρωτηθεί, τι διαδρομή μπορεί να είχε κάνει ένας άνθρωπος από τα μέρη της Πτολεμαΐδας για να βρεθεί το 1943 να δουλεύει σε γερμανικό εργοστάσιο, την ώρα που είχε πάρει φωτιά ο κόσμος όλος. Ο Αρίστος, ανήσυχος σουλατσαδόρος και το σημαντικότερο χωρίς πόρους που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τον πλάνητα βίο που από μικρός ονειρευόταν, είχε ξεκινήσει απ’ τη Θεσσαλονίκη το 1960 για τη Γερμανία σαν εργαζόμενος φοιτητής χωρίς αντικείμενο σπουδών, χωρίς κάποιο σχέδιο για τη ζωή που ανοιγότανε μπροστά του. Είχε απομακρυνθεί από την πατρική εστία, φροντί­ ζοντας παρ’ όλα αυτά να αποσπάσει ένα μικρό στα­θερό επίδομα, με πρόσχημα τις σπουδές και μοναδικό του οδηγό το γνωστό αστέρι της Ανατολής, που το λέν’ opoumevgali. Τέτοιες διαδρομές όμως, όπως όλοι γνωρίζουν, δύσκολα βγάζουν κάπου παρεκτός στην ίδια την ουρά σου, όπως είχαν κάνει και τον Αρίστο σιγά σιγά να καταλάβει αυτά τα λίγα χρόνια της γερμανικής του εμπειρίας. Στη 15


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

διάρκεια αυτής της σχετικά σύντομης περιπλάνησής του, είχε την ευκαιρία να επαληθεύσει πως, καθώς ο κόσμος είναι μια μπάλα που δεν σταματάει να γυρίζει, συναντάει πάντα την πλάτη του. Κι έτσι, ενώ με τον καιρό ανανέωνε την εγγραφή του και τυπικά παρέμενε σπουδαστής, σχε­δόν πλανόδιος, όπως στα χρόνια του Γκαίτε, είχε αρχίσει να επιβιώνει με ευκαιριακές δουλειές και να γλιστράει σ’ εκείνη την ενδιάμεση ζώνη της πανεπιστημια­κής ζωής, εκεί όπου ανήσυχοι νέοι ανέβαλλαν διαρκώς τις σπουδές τους για το επόμενο εξάμηνο, καθώς προτιμούσαν να αναλίσκονται σε μαραθώ­νιες συζητήσεις για τους αγώνες των λαών κατά της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Ήταν οι αρχές της δια­βόητης δεκαετίας του ­εξήντα, που είχε ξεκινήσει με τη δολοφονία του ­Λουμούμπα, στη συνέχεια μ’ εκείνη του Χάμερσκελντ για να ακολουθήσει λίγο μετά, του Κέννεντυ και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, έχοντας ήδη συνταράξει και την Ελλάδα με το φονικό του Λαμπράκη. Ξεκίνησε με αίμα εκείνη η δεκαετία, στην αρχή της οποίας ο Αρίστος βρέθηκε να κοπροσκυλιάζει στο Μόναχο, όπου σχεδόν ανεπαισθήτως και διαρκώς με­τατοπιζόμενος ελαφρά, σχεδίαζε να γίνει ­ζωγράφος, ίσως και ποιητής, ενώ στην πραγματικότητα ζούσε με ­σκοπό να μην κάνει τίποτα και να παρατηρεί όλα όσα συνέβαι­ ναν γύρω του. Πράγμα που ήταν μια άλλη, πανάρχαια οδός για να πετύχει κανείς εκείνους τους δύο στόχους, ή τουλάχιστον τον έναν απ’ αυτούς. Αυτή η πραγματικότη­ τα όμως είχε και μια άλλη, αδιόρατη πλευρά: η ελαφρά μετατόπιση από τον πρωταρχικό στόχο, έστω θολό και τρεμάμενο, να αδιαφορήσει εντέλει για τις πανε­πιστημια16


Τ Ο ΤΑ Ξ Ι Δ Ι Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

κές του σπουδές, είχε παρθεί, θα ’λε­γε κανείς, με τον τρό­πο της διολίσθησης και όχι μιας θαρραλέας και συνειδητής απόφασης. Προκειμένου να αποφύγει να ­σταθεί μπροστά στον καθρέφτη της ύπαρξής του και στην οδύνη, που θα προκαλούσε στον ίδιο και στους γύρω του αυ­τή του η απόφαση, άφησε το πράγμα να γίνει σαν να μην είχε γίνει. Συνήθως, έτσι συμβαίνει, άλλοι δολιχοδρο­ μούν και άλλοι διολισθαίνουν. Η οδύνη όμως ­παραμένει και περιμένει, γιατί αν δεν βιωθεί, όσο και να μεγαλώσει το μωρό, θα παραμείνει για πάντα μπέμπης. Ο Αρίστος δεν είχε να δώσει λόγο σε κανέναν για τον τρόπο που διευκόλυνε τη μοίρα του να κρατήσει τον κονδυλοφόρο της. Μόνον ο αδερφός του υπήρχε τώρα πια, μεγαλύτε­ ρος δέκα χρόνια, που ίσως να σχεδίαζε να παίξει το ρό­λο των νεκρών γονέων. Ο Αρίστος εκτιμούσε πως ο αδερφός του δεν θα μπορούσε να τον ελέγξει κι έτσι συνέχιζε, όπως ο Ισμαήλ, να μπαλώνει τα πανιά και να πλέει με τον καιρό πρίμα, όσο καιρό δεν εμφανιζόταν το Μεγάλο Κήτος, ­γλεντώντας ανέμελα και παρατηρώντας το χρόνο να περνάει, αφήνοντας πίσω του αχνά σημάδια, σαν τον αφρό των νερών που χάνονται πίσω από μια βάρκα. Αν και το ελαφρό τσίμπημα που ένιωθε, κάθε φορά που πήγαινε να ­εισπράξει εκείνο το μικρό έμβασμα, που κάλυπτε το νοίκι και τα μικροέξοδά του, γινόταν όλο και πιο ενοχλητικό. Μια φο­ ρά το μήνα, μπροστά στο γκισέ της Τράπεζας, ένας αόρατος Αρίστος που στεκόταν πλάι του, ρωτούσε πού θα πάει και πόσο θα κρατήσει αυτό. Ποιο αυτό; Αυτό. Έτσι, τη μέρα που συνειδητοποίησε πως κατά διαστήματα ξέκοβαν κι εξαφανίζονταν διάφορα μέ­λη αυτής της παρέ17


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

ας των γλεντοκόπων συντρόφων του, άρχισε κι ο ίδιος να το σκέφτεται σοβαρά αυτό. Συνέχιζε να μονολογεί, όπως έκανε από την πρώτη κιόλας χρονιά της εγκατάστασής του, μα, τι ήρθα τέλος πάντων να κάνω εγώ εδώ πάνω; Η Γερμανία αναδεικνύει μηχανικούς και μοχθούντες αποταμιευτές, συμπέραινε απαξιωτικά· και τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτά τα πράγματα; Τώρα όμως αποφάσισε να βρει μια σταθερή δουλειά, καθώς ο πρόσφατος θάνατος του πατέ­ρα, υπέθετε πως θα του στερούσε εκείνο το μικρό βοήθη­ μα – εκτός και εάν ο Βάιος. Κυρίως όμως αποφάσισε αυ­τή την αλλαγή στη ζωή του τη μέρα που έντρομος δια­πί­στωσε πως οι περισσότεροι από εκείνους τους συντρόφους που τον περιέβαλλαν, ξένοι σαν κι αυτόν αλλά και Γερμανοί, σιγά σιγά και ένας ένας είχαν αρχίσει να αποσύρονται. Επειδή η κραιπάλη δεν έχει φυλετικά ούτε τα­ξικά γνωρίσματα, η παρέα του στην πλειοψηφία της απαρτίζονταν από παιδιά εργατικών οικογενειών, αλλά και φοι­τητές και μαθητευόμενους κάθε λογής, τους οποίους ανήσυχος έβλεπε από μια στιγμή και ύστερα να εξαφανίζο­ νται από τα στέκια των αργόσχολων του Σβάμπινγκ και της Λέοπολντστράσσε, καθώς αποσύρονταν, άλλοι στις αίθουσες των σχολών τους αναζητώντας τον χαμένο χρό­ νο, κι άλλοι, κάτω από την οικονομική ανάγκη, για να κα­ταλήξουν ανειδίκευτοι εργάτες και φορτοεκφορτωτές, πί­νοντας μπίρες στα διαλείμματα της βάρδιας τους. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση μπορούσες να τους ξεχωρίσεις από το μικρό σημάδι της μελαγχολίας που συννέφιαζε το πρόσωπό τους και τους έκανε να τραβούν μακριά το βλέμμα τους. Κι έτσι ο Αρίστος, ενώ συνέχιζε να τον τρώει η νοσταλγία για τη γειτονιά του, τα κα­18


Τ Ο ΤΑ Ξ Ι Δ Ι Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

φενεία της παραλίας, το σουλάτσο στην Τσιμισκή και τα χορευτικά κλαμπ στο Καραμπουρνάκι, όταν χρειάστη­καν κάποιον υπάλληλο σ’ εκείνη την εταιρεία εισαγω­γής φρούτων και νωπών προϊόντων, ­προσέπεσε ­χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν έτοιμος από καιρό. Τον προσέλαβαν αμέσως σαν βοηθό λογιστή, στην πραγματικότητα επόπτη φορτοεκφορτωτών. Έπιανε δου­λειά πριν ξημερώσει, δίνοντας έτσι και το αποχαιρετιστήριο λάκτισμα στις πανεπιστημιακές του σπουδές, μην αντέχοντας, και να ξυπνάει μέσα στην άγρια νύχτα για να πιάσει δουλειά και ταυτοχρόνως να παριστάνει τον προσεκτικό ακροατή των παραδό­ σεων. Αυτές επί της ουσίας είχε ήδη φροντίσει να τις παρατήσει, πριν καταστούν αδύνατες. Η Λιζλ ενθουσιάστηκε και δεν έπαυε τον πρώτο καιρό να σιγοντάρει την απόφασή του, επαναλαμβάνοντας, «Να, κάτι που θα σε επαναφέρει στην πραγματικότητα», δεν κου­ραζόταν να του λέει, συμπεριφερόμενη η ίδια σαν τον απαραίτητο κρίκο αυτής της επαναφοράς και ήταν ευκαιρία αυτό το ταξίδι που του ’λαχε, για ν’ αναγγείλει στον αδερφό του πως σχεδίαζαν να παντρευτούν το επόμενο καλοκαίρι, του υπενθύμιζε μέχρι την τελευταία στιγμή που ανέβηκε στο τρένο. Αυτά η καλόγνωμη Λιζλ. Τη Χρυσάνθη πήγε να τη συναντήσει την παραμονή της αναχώρησής τους. Είχε προλάβει να μάθει κάτι παραπάνω γι’ αυτήν στο καφενείο του σταθμού, όπου σύχναζαν Έλληνες, και στην εκκλησία, από τους μετανάστες που ’χαν αρχίσει να πληθαίνουν καθώς καθημερινά φορτώματα εργατών έφταναν στο σταθμό του Μονάχου για να προωθηθούν προς τη Στουτγκάρδη και τη Φραγκ­φούρτη και πιο πάνω, στα ορυχεία τού Ρουρ και στα εργοστά19


Δ Η Μ Η ΤΡ Η Σ ΝΟΛ Λ Α Σ

σια της βόρειας Γερμανίας. Οι περισσότεροι, ακτήμονες αγρότες, είχαν αφήσει πίσω τους γυναίκες και παιδιά που περίμεναν εμβάσματα και γράμματα γεμάτα υποσχέσεις. Όλοι τους αναμασούσαν τα ίδια κουτσομπολιά: όταν ναυάγησε στην Ελλάδα η εφαρμογή της γενικευμένης επιστράτευσης των ελλήνων εργατών, που θα αναπλήρωναν όσους πολεμούσαν στο αχανές Ανατολικό μέτωπο που ’χε ανοίξει το ναζιστικό καθεστώς, η Χρυσάνθη είχε έρθει να δουλέψει στη Γερμανία, ένα είδος πρώιμης ­μετανάστριας στη διάρκεια της Κατοχής, με τις εργατικές αποστολές του γερμανικού στρατού. Με το τέλος του πολέμου, είχε γλιτώσει από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς και τις φωτιές, από την πείνα και τη δυστυχία, που συνόδευσαν την κατάρρευση της χώρας και δεν ζήτησε να επαναπατρισθεί. Τα ’φτιαξε με κάποιον Ούλριχ, και συνέχισε να δουλεύει στο ίδιο εργοστάσιο που δούλευε και στη διάρκεια του πο­λέμου. Ώσπου πάνε λίγα χρόνια που άρχισε να λέει και να κάνει τρελά, αφού εγκατέλειψε το σπίτι της. Ματαίως εκείνος ο Αλάριχος προσπάθησε να της αλλάξει μυαλά, φαίνεται είχε πάρει τις αποφάσεις της που κανένας δεν γνώριζε. Στην αρχή την περιέ­θαλψε η εκκλησία, πήγε να τους τρελάνει κι εκείνους, έκανε πως δεν καταλαβαίνει λέξη γερμανικά, δεν βρήκαν να πάσχει από κάτι συγκεκριμένο, είπαν θα τη διώξουνε. Την ανέλαβε η Πρόνοια, ούτε κι εκεί ησύχαζε, είπαν να τη στείλουν στο χωριό της να τη φροντίσει η αδερφή της. Ο Αρίστος δεν χρειαζόταν να μάθει περισσότερα, τι ήταν εξάλλου γι’ αυτόν, μια αποσκευή ήτανε. Πήγε και τη βρήκε την παραμονή της αναχώρησής τους. Μια χαρά τού φάνηκε. Λίγο παρατημένη, λίγο της έφευ20


Τ Ο ΤΑ Ξ Ι Δ Ι Σ Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α

γε το δεξί μάτι στα ουράνια, αλλά καλοστεκούμενη, την έκανε κοντά στα πενήντα, αν και τα χαρτιά της λέγανε γεννηθείσα το ’23, σκάρτα σαράντα ήτανε. Εκεί όμως που υποψιάστηκε πως πραγματικά κάτι έτρεχε ήταν που σε μια στιγμή, στο σαλονάκι τού χάιμ της Πρόνοιας, εκεί που κάθονταν ανάμεσα σε κάτι άλλους απόκληρους, σκύβει η Χρυσάνθη και του λέει, «Είδα ένα όνειρο απόψε», του είπε, «έμοιαζε με χάρτινη βαρκούλα. Ξέρεις», συνέχισε, «απ’ αυτές που κάνουν τα παιδιά, τις ψεύτικες. Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη», πρόσθεσε θλιμμένα. Ύστερα έσκυψε κι ανέσυρε μέσα από μια τσάντα που είχε ανάμεσα στα πόδια της, ένα φύλλο χαρτί, έμοιαζε κόλλα μικρού τετραδίου, κι άρχισε να το ισιώνει πάνω στη φούστα της. Περνούσε πάνω του την παλάμη της σαν να το σιδέρωνε, κι ο Αρίστος είπε, θέλει να φτιάξει μια βαρκούλα. Κι ύστερα έβγαλε, πάλι απ’ την τσάντα, ένα μολύβι και ξαναείπε ο Αρίστος, θα γράψει αυτό που ονειρεύτηκε. Έμεινε έτσι, ακίνητη για ώρα, κρατώντας το μο­λύβι έτοιμο πάνω στην κόλλα, σαν να μην αποφάσιζε τι θα γράψει, ή πώς. Κι ύστερα, σαν να ’χε βαρεθεί να περιμένει τον εαυτό της, γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια και είπε, «Λοιπόν, τι θα γίνει παλικάρι, θα πεις τι ονειρεύτηκες;» Ο Αρίστος την είχε κοιτάξει σαστισμένος, ενώ εκείνη είχε συμπληρώσει ανυπόμονη, «άιντε ντε, τόση ώρα περιμένω». Στο καφενείο του συνοριακού σταθμού είπε, «Δεν πίνω τούρκικο, ποτέ δεν έπινα καφέ. Τόσα χρόνια στη Γερμανία, δεν τον έμαθα τον καφέ. Παραξενιά μου, κι οι φίλες μου με κοροϊδεύανε και με κοιτάγανε με μισό μάτι, γιατί βγαίναμε παρέα στα ζαχαροπλαστεία, και τι να πάρεις. 21


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.