ΙΕΡΑΚΟΘΗΡΙΑ , Στέλιου Φραγκούλη

Page 1

Πρόλογος Xιλιάδες χρόνια πριν, κάπου στην Ασία, ο άνθρωπος εξηµέρωσε το πρώτο γεράκι. Ξεκίνησε τότε η µόνη σχέση του ανθρώπου µε άλλα πλάσµατα που δεν βασίζεται στην υποταγή, δε σκοπεύει στην παραγωγή αγαθών, µα είναι αντίθετα άκρα φροντίδα και σεβασµός, µεράκι και καµάρι. Το ζητούµενο του γερακάρη, ανεξάρτητα από το µορφωτικό του επίπεδο, την κοινωνική του θέση, την ευαισθησία του, παραµένει πάντα η ψυχική και σωµατική ακεραιότητα του γερακιού του. Το φροντίζει όπως φροντίζει κανείς ένα έργο τέχνης. Η βάση που κάθεται είναι κοµψή, η εξάρτυση χειροποίητη και ακριβή, ο χώρος του πεντακάθαρος. Το φτέρωµα άψογο και η διατροφή του προσεγµένη. Γιατί όταν το γεράκι βρίσκεται στον αέρα πρέπει να είναι όµορφο, γεµάτο αυτοπεποίθηση, να αγαπά τον εκπαιδευτή του. Και όταν κάθεται στο σπίτι πρέπει να είναι ήρεµο, χωρίς ίχνος αδηµονίας ή αίσθησης εγκλεισµού. Αυτά που γράφω δεν είναι θεωρίες περί του ιδανικού, είναι η αλήθεια του κάθε γερακάρη. Το µικρό αυτό βιβλίο δεν προσπαθεί να εµφυσήσει πάθος για τα γεράκια, αλλά να βοηθήσει όσους τα ονειρεύονται να λάβουν µια στοιχειώδη γνώση, να πληροφορηθούν πως χτίζεται η σχέση του γερακιού µε τον άνθρωπο. Ο καλός γερακάρης αποστρέφεται κάθε προβολή. Ποτέ δεν επιδεικνύεται και αποφεύγει να τον ρωτούν πράγµατα που κάνουν το γεράκι να µοιάζει µε χαρακτήρα τσίρκο. Και ο ίδιος βρίσκεται πίσω από µια νοητή γραµµή, αυτή που τον χωρίζει από το άγριο πλάσµα που έχει κοντά του. Είναι µια σχέση απαραβίαστη, όσο απαραβίαστος είναι και ο χαρακτήρας του γερακιού που δεν θα επιστρέψει στον άνθρωπο αν δεν αισθάνεται απόλυτο σεβασµό και εµπιστοσύνη. Ένας παλιός γιαπωνέζικος νόµος επισείει βαριές τιµωρίες σε εκείνους που ταϊζουν τα γεράκια τους ακατάλληλες τροφές. Ευρωπαίοι βασιλείς του µεσαίωνα απαγορεύουν αυστηρά στο λαό τους να κατέχει σπάνια είδη αρπακτικών που µόνο οι ευγενείς είχαν τη δυνατότητα να φροντίζουν σωστά. Σήµερα η Αµερική µόνον έχει ένα σύστηµα που προβλέπει την θεωρητική και εµπειρική κατάρτιση των γερακάρηδων. Με συγκεκριµένες ρήτρες δεσµεύει τον µαθητευόµενο να εκπαιδευτεί σωστά έως ότου φτάσει στο τίτλο του Master Falconer, δηλαδή του Μάστορα Γερακάρη. Στην Ελλάδα µε µιαν ανεξήγητη υπουργική απαγόρευση ο ντόπιος γερακάρης καθίσταται παράνοµος και, βεβαίως, ανεξέλεγκτος. Με µια απλή διαγραφή αφέθηκαν (να δρουν) στο περιθώριο άνθρωποι που αποτελούν µέρος µιας παγκόσµιας παράδοσης. Στη χώρα µας, δυστυχώς, απαγορεύεται να κυνηγά κανείς µε γεράκι. Θα ήθελα σε αυτόν τον πρόλογο να µιλήσω αλλιώς, να πω τί µε συνεπαίρνει, τί δεσµό ανέπτυξα µε τη φύση κρατώντας στο χέρι µου ένα γεράκι. Όµως τα δεκάδες τηλεφωνήµατα εκείνων που «κλέβουν» προστατευόµενα αρπακτικά από τη φύση, η άρνηση του κράτους να ακολουθήσει τη λογική της Ευρώπης και η αντίδραση ορισµένων -λίγων ευτυχώς- εφηβικής νοοτροπίας «οικολόγων», µε υποχρεώνουν, αντί να παινεύω, να υπερασπίζοµαι την πολύ ευγενική και καθόλου τυχαία παγκόσµια τέχνη της ιερακοθηρίας. Και λέω «παγκόσµια» µε έµφαση, γιατί εκτός του


γνωστού κόσµου που η ιερακοθηρία ανθούσε µέχρι υπερβολής, ο Κορτέζ όταν εκστράτευσε στην Αµερική βρήκε τον βασιλιά των Αζτέκων Μοντεζούµα να κατέχει έναν σηµαντικό αριθµό εκπαιδευµένων αρπακτικών, πράγµα που ίσως µαρτυρεί ότι η ιερακοθηρία ως ιδέα συνελήφθη δύο φορές από τους δύο παράλληλους -ως τότε- κόσµους. Τις τελευταίες δεκαετίες τα δυτικά κράτη συµφώνησαν να προστατεύσουν όλα τα αρπακτικά πουλιά θεωρώντας τα λίγο έως πολύ απειλούµενα. Απαγορεύεται όχι µόνον η θανάτωσή µα και η σύλληψη και η αιχµαλωσία τους. Όποιος επιθυµεί να αποκτήσει ένα τέτοιο πουλί θα πρέπει να απευθυνθεί σε νόµιµο εκτροφέα. Με το ανάλογο κόστος θα φτάσει στα χέρια του το γεράκι δακτυλιωµένο. Τα συνοδευτικά έγγραφα θα πιστοποιούν ότι γεννήθηκε στην αιχµαλωσία από συγκεκριµένους γεννήτορες, επίσης δακτυλιωµένους και θα δηλώνουν τον νέο ιδιοκτήτη. Με αυτόν τον τρόπο οι γερακάρηδες δεν είναι µόνον ελεύθεροι να ασκούν την τέχνη τους χωρίς να επιβαρύνουν το περιβάλλον, αλλά συµβάλλουν σηµαντικά στην προσπάθεια διάσωσης και εµπλουτισµού των άγριων πληθυσµών µε την εµπειρία και τις τεχνικές που εξελίσσουν κατά την αναπαραγωγή αρπακτικών σε αιχµαλωσία. ∆εν είναι λίγοι οι γερακάρηδες-εκτροφείς που επιδοτούνται από τις χώρες τους για να παράγουν και να απελευθερώνουν σπάνια είδη αρπακτικών σε περιοχές από όπου εξέλειψαν ή µειώθηκαν επικίνδυνα. Το βιβλίο αυτό έχει αρκετές ελλείψεις. Ελπίζω όµως να χρησιµεύσει δίνοντας µια γενική ιδέα για το αντικείµενο. Κυρίως εύχοµαι να κατατοπίσει όσους συλλαµβάνουν γεράκια από την ελληνική φύση και προσπαθούν αυτοσχέδια να τα εκπαιδεύσουν, γιατί αυτοί είναι οι έλληνες γερακάρηδες. Αν διαβάζοντας τις σελίδες του στραφούν σε νόµιµη δραστηριότητα, θα ξεκινήσει στην Ελλάδα και θα ριζώσει ένας θαυµάσιος τρόπος ζωής για πολύ κόσµο. Στέλιος Φραγκούλης


ΜΕΡΟΣ Α' Τα κλουβιά Στην πραγµατικότητα οι χώροι όπου διαµένουν τα γεράκια δεν είναι κλουβιά, αφού κλουβί συνήθως εννοείται ένας κλειστός χώρος από συρµάτινα κάγκελα ή πλέγµα, υλικά εντελώς ακατάλληλα για τη στέγαση των γερακιών. Ποτέ δε βάζουµε αρπακτικά πουλιά σε τέτοιες κατασκευές γιατί χτυπιούνται και σπάνε τα φτερά τους, πληγώνεται το κήρωµα και κόβονται τα πέλµατά τους. Το καλύτερο υλικό για την κατασκευή µιας «κλούβας» είναι το «κόντρα πλακέ» θαλάσσης που αντέχει στον ήλιο και στην υγρασία. Με τη χρησιµοποίηση µεγάλων τεµαχίων η κλούβα ολοκληρώνεται εύκολα και γρήγορα. Για την οροφή µπορεί να χρησιµοποιηθεί οποιοδήποτε υλικό, ακόµη και αυλακωτή λαµαρίνα που θα περαστεί µε κάποια µονωτική ουσία ώστε να µην πυρώνει το καλοκαίρι, ενώ το ένα τρίτο της επιφάνειας πρέπει να µείνει ανοιχτό, δηλαδή να καλυφθεί µε χονδρό σύρµα περίφραξης. Τα άλλα συρµατοπλέγµατα είναι επικίνδυνα για το γεράκι. Και βέβαια η στέγη πρέπει να είναι επικλινής ώστε να κυλούν τα νερά της βροχής. Ανάλογα µε τη χρήση τους οι κλούβες διακρίνονται σε δύο βασικούς τύπους. Στον έναν τύπο το γεράκι µπαίνει δεµένο στη βάση του ενώ στο άλλον αφήνεται µέσα ελεύθερο. Συνεπώς οι διαστάσεις του πρώτου τύπου πρέπει να είναι τέτοιες ώστε το γεράκι να µπορεί να ανοίγει τα φτερά του χωρίς να χτυπούν στα πλαϊνά τοιχώµατα, ενώ η πρόσοψη που στην περίπτωση αυτή φτιάχνεται από το χονδρό πλέγµα θα απέχει τόσο που να µη φτάνει ως εκεί το γεράκι.Ο λόγος που φτιάχνουµε την πρόσοψη ανοιχτή είναι γιατί το αρπακτικό, δεµένο χαµηλά δεν έχει δυνατότητα να βλέπει έξω από κάποιο παράθυρο. Ο δεύτερος τύπος κλούβας απαιτεί µεγαλύτερες διαστάσεις, εφόσον το πουλί θα κινείται ελεύθερα. Αν ο χώρος είναι στενός και το γεράκι δυσκολεύεται να πετάξει γίνεται νευρικό, ενώ οι φτερούγες και η ουρά φθείρονται από τα αδέξια χτυπήµατα και την τριβή στους τοίχους του κλουβιού του. Στην πρόσοψη αφήνουµε ένα µεγάλο, επίµηκες παράθυρο και πάντοτε ψηλά, ενώ µπροστά του τοποθετούµε ένα οριζόντιο δοκάρι για να κάθεται το γεράκι και να παρακολουθεί την εξωτερική κίνηση. Άλλο ένα δοκάρι τοποθετείται ψηλότερα, στο πίσω µέρος της κλούβας όπου το πουλί καταφεύγει για να ησυχάσει. Τα δοκάρια καλύπτονται από χλοοτάπητα για να µην προκαλούν σκασίµατα και αµυχές στα πόδια των γερακιών. Το παράθυρο κλείνεται µε κάγκελα, ποτέ µε πλέγµα. Το δάπεδο του κλουβιού στρώνεται µε καθαρό ποταµίσιο χαλίκι, αν δεν είναι χτισµένο στο χώµα. ∆άπεδα από µπετόν ή πλακάκια χρειάζονται συχνό πλύσιµο, αφού δεν απορροφούν τις ακαθαρσίες. Επίσης στο δάπεδο τοποθετείται µία «µπανιέρα» και µία πέτρινη πλάκα τροφής, µακριά από τα σηµεία που κάθεται το αρπακτικό για να µην τα λερώνει. Η «µπανιέρα» είναι ένα ρηχό δοχείο µε διάµετρο τέτοια ώστε το γεράκι να µπορεί να βουτά όλο του το σώµα κάνοντας το λουτρό του. ∆ίπλα βάζουµε µια µεγάλη πέτρα για να ανεβαίνει και να στεγνώνει τα φτερά του. Πάνω από το δοχείο, καθώς και


πάνω από την πλάκα τροφής, στο τοίχωµα της κλούβας ανοίγονται τρύπες από όπου ανανεώνουµε το νερό και ρίχνουµε την τροφή αντίστοιχα. Στη µεγάλη κλούβα το γεράκι µπαίνει µόνον όταν η εκπαίδευσή του έχει ολοκληρωθεί και είναι απόλυτα ήµερο. Ένα γεράκι που δεν έχει ξεπεράσει τελείως τη νευρικότητα και το φόβο προς τον εκπαιδευτή του αν αφεθεί ελεύθερο στη µεγάλη κλούβα εξαγριώνεται περισσότερο . Και είναι βέβαια απαράδεκτο ο γερακάρης να κυνηγά το γεράκι µέσα στην κλούβα για να του περάσει τα λουράκια και να προχωρήσει στο καθηµερινό µάθηµα. Η θέση των κλουβιών πρέπει να απαγκιάζει από τον βοριά και να προφυλάσσεται από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Έτσι το γεράκι θα αισθάνεται ασφάλεια στο καταφύγιό του, µετά την ελεύθερη πτήση, χωρίς να δίνει την εντύπωση ενός ταραγµένου ζώου σε φυλακή.

∆ιατροφή Σωστή διατροφή για τα εξηµερωµένα αρπακτικά είναι εκείνη που πλησιάζει περισσότερο τη φυσική τροφή του κάθε είδους σε άγρια κατάσταση. Γενικά όσο πιο µικρόσωµο είναι ένα γεράκι, τόσο ταχύτερος είναι ο µεταβολισµός του. Έτσι ένα ξεφτέρι που ζυγίζει 300 γραµµάρια και τρέφεται µε πουλιά απαιτεί πολύ πιο πλούσια τροφή από έναν χρυσαετό που ζυγίζει έξι κιλά και σκοτώνει µεγάλα ζώα, συµπληρώνοντας µάλιστα τη διατροφή του µε θνησιµαία. Καθώς στη φύση τα αρπακτικά τρώνε το στοµάχι και το συκώτι του θηράµατός τους προσλαµβάνουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την καλή τους υγεία. Στην αιχµαλωσία όµως πρέπει ο άνθρωπος να προσθέτει κατάλληλα σκευάσµατα για να χορηγήσει αυτές τις ουσίες. Στη περίπτωση αυτή χρησιµοποιούµε πολυβιταµίνες για γάτες που κυκλοφορούν ευρέως στο εµπόριο σε µορφή ταµπλέτας. Αφού τις κονιορτοποιήσουµε ρίχνουµε την ανάλογη ποσότητα στην µερίδα του αρπακτικού. Τα άγρια γεράκια µαζί µε το κρέας των ζώων καταπίνουν κόκκαλα, δέρµα, τρίχες ή φτερά. ∆ηλαδή υλικά που µένουν αχώνευτα και την επόµενη µέρα εξεµούνται συµπιεσµένα σε ωοειδέις σβώλους. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη και διατηρεί τον πρόλοβο καθαρό. Συνεπώς ο γερακάρης πρέπει να κολλά στο κρέας που ταϊζει µια µικρή ποσότητα πούπουλών ή τριχών τουλάχιστον δύο φορές την εβδοµάδα. Ποτέ δεν ταϊζουµε τα γεράκια µε τουφεκισµένα πουλιά από κυνηγετικό όπλο. Αν καταπιούν σκάγια υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να δηλητηριαστούν από τον µόλυβδο. Επίσης ποτέ δεν δίνουµε κρέας που έχει καταψυχθεί περισσότερο από µία φορά για τον γνωστό κίνδυνο της σαλµονέλας.

Βασικά είδη κρέατος Κοτοπουλάκια µιας µέρας. Τα αρσενικά κοτοπουλάκια που δεν προορίζονται για κρεατοπαραγωγή ξεχωρίζονται αµέσως µόλις γεννιούνται και θανατώνονται. Είναι λοιπόν µια φθηνή λύση για όσους έχουν πολλά αρπακτικά


στην κατοχή τους. Η θρεπτική τους αξία είναι µέτρια και κατά τη γνώµη µου δεν ενδείκνυνται για µακρύφτερα γεράκια, ούτε βέβαια για τα ξεφτέρια. Ορτύκια. Τα ορτύκια είναι ικανοποιητική τροφή για κάθε αρπακτικό. Μπορεί κανείς να τα προµηθευτεί από µεγάλα πολυκαταστήµατα ή κατευθείαν από πτηνοτροφικές µονάδες. Μοσχάρι. Μέτριο κρέας είναι και το µοσχάρι. Όποτε ταϊζεται πρέπει να αφαιρείται σχολαστικά το λίπος. Χρησιµεύει όµως όταν θέλουµε να αδυνατίσει το γεράκι χωρίς να µειωθούν πολύ οι µερίδες του, καθώς και σαν δέλεαρ όταν παροτρύνουµε το πουλί να επιτεθεί στο οµοίωµα. Κουνέλι. Το κουνέλι έχει αναιµικό, άσπρο κρέας και χαµηλή θρεπτική αξία. Είναι λοιπόν κατάλληλο µόνο για τα πολύ µεγαλόσωµα και λιγότερο δραστήρια αρπακτικά. Ποντίκια και αρουραίοι. Μπορεί κανείς να προµηθεύεται τέτοια τρωκτικά κατεψυγµένα από µαγαζιά κατοικίδιων ζώων. Είναι δυστυχώς ακριβά, αλλά είναι εξαιρετική τροφή ακόµη και για τα πιο απαιτητικά γεράκια. Περιστέρια. Ενώ και αυτά είναι άριστη τροφή, πρέπει απαραίτητα να καταψύχονται για ένα, τουλάχιστον, µήνα, αφού αφαιρεθούν προσεχτικά τα εντόσθια και το κεφάλι. Με αυτά τα µέτρα αποστειρώνονται, γιατί συχνά είναι φορείς µιας σοβαρής ασθένειας που λέγεται τριχοµονάδωση. Εντόσθια. Από τα εντόσθια των νεκρών ζώων, µόνο το συκώτι που είναι πλούσιο σε µεταλλικά στοιχεία µπορεί κάτω από ειδικές συνθήκες να ταϊστεί στο γεράκι. Τα υπόλοιπα είναι ακατάλληλα. «Βρεγµένο κρέας». Έτσι ονοµάζουµε τις λωρίδες µοσχαρίσιου κρέατος που αφήνουµε όλη τη νύχτα στο ψυγείο, µέσα σε νερό και κατόπιν τις βυθίζουµε σε χλιαρό νερό και τις στίβουµε για να χάσουν όλη τους την ουσία. Το δίνουµε σε αετούς ή άλλα µεγαλόσωµα αρπακτικά που αργούν να αδυνατίσουν στη διάρκεια της εξηµέρωσης. ∆εν ενδείκνυται όµως για µεγάλα διαστήµατα αφού ισοδυναµεί περίπου µε νηστεία. Φτερούγες και λαιµοί. Αυτά τα µέρη έχουν λιγοστό κρέας και πολλούς τένοντες. Κρατώντας τα σφιχτά στο γάντι απασχολούµε το γεράκι µε κάτι ενδιαφέρον στα πρώτα στάδια της εξηµέρωσής του. Περνώντας έτσι ευχάριστα αρκετή ώρα στο γάντι εξοικειώνεται µε την παρουσία µας, ενώ η προσπάθεια του να αποσπάσει την ελάχιστη ποσότητα τροφής δυναµώνει το µυϊκό του σύστηµα.

Καθηµερινή φροντίδα Τα γεράκια που είναι δεµένα σε βάσεις περνούν τη νύχτα τους προστατευµένα στη µικρή κλούβα. Το πρωϊ ο γερακάρης πρέπει να τα µεταφέρει σε κάποιον εξωτερικό χώρο, να τους προσφέρει καθαρό νερό για να κάνουν µπάνιο και να τα αφήσει σε όλη τη διάρκεια της ηµέρας να χαζεύουν την γύρω κίνηση.


Αν το προηγούµενο γεύµα περιείχε φτερά, τρίχες κλπ. ο γερακάρης προσέχει γύρω από τη βάση να δει αν το γεράκι απέβαλλε τον µικρό σβώλο. Όταν έρθει η στιγµή να ζυγιστεί για να πετάξει το εκπαιδευµένο γεράκι πρέπει οπωσδήποτε να έχει βγάλει ό,τι αχώνευτο υλικό έφαγε στο προηγούµενο γεύµα. Αλλιώς το βάρος του θα δείχνει µεγαλύτερο ενώ το αίσθηµα της πείνας θα είναι µειωµένο λόγω της ύπαρξης αυτού του άχρηστου περιεχοµένου στη σγάρα του. Αυτό δεν µπορεί να διαπιστωθεί σε γεράκια που βρίσκονται ελεύθερα στη µεγάλη κλούβα, οπότε ο εκπαιδευτής υπολογίζει να έχουν περάσει τουλάχιστον δεκατέσσερις ώρες από το τελευταίο γεύµα για να είναι βέβαιος ότι ο σβώλος έχει αποβληθεί. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται ώστε το πουλί να µην βρεθεί σε δυνατό ήλιο. Το παχύ φτέρωµά τους κάνει τη ζέστη ανυπόφορη, µπορεί ακόµη να πεθάνουν από θερµοπληξία πριν προλάβει ο ιδιοκτήτης τους να καταλάβει τίποτε. Ποτέ, λοιπόν, δεν αφήνουµε ένα γεράκι µόνο του έξω για να λείψουµε, εάν δεν έχουµε διαπιστώσει ότι στο σηµείο αυτό δεν πρόκειται να φτάσει ο ήλιος. Σε τακτά διαστήµατα ο γερακάρης λιπαίνει τα λουράκια του γερακιού µε κάποια ακίνδυνη ουσία, ακόµη και λάδι, για να µην ξεραθούν µε τον καιρό και κοπούν. ∆ύο ή τρεις φορές το χρόνο τα αρπακτικά αποπαρασιτώνονται εσωτερικά και εξωτερικά. Τα φάρµακα που χρησιµοποιούνται είναι τα ίδια µε αυτά των σκύλων, αλλά σε πολύ µικρότερες ποσότητες και πάντοτε µε τη σύµφωνη γνώµη ενός καλού κτηνίατρου.

Η πτερόρροια Στα µέσα της άνοιξης ή λίγο αργότερα τα γεράκια ξεκινούν να αλλάζουν φτέρωµα. Έτσι προς το τέλος του καλοκαιριού έχουν αντικαταστήσει τα παλιά και «µεταχειρισµένα» φτερά µε καινούργια. Ο γερακάρης µόλις αντιληφθεί τα πρώτα σηµεία της πτερόρροιας, κάποια πούπουλα στο πάτωµα ή ένα φτενό άσπρο πτίλο γύρω από τη βάση, σταµατά να πετάει το γεράκι. Πρέπει τώρα να φροντίσει ώστε η πτερόρροια να εξελιχθεί οµαλά και το γεράκι να «ντυθεί» όσο γίνεται πιο ολοκληρωµένα το νέο του φτέρωµα. Είναι µια στρεσσογόνα περίοδος για τα αρπακτικά που ο οργανισµός τους απαιτεί περισσότερη και άριστης ποιότητας τροφή για να αναπτύξει όµορφα και υγιή φτερά. Το σχετικά πεινασµένο γεράκι που πετούσε ελεύθερο το χειµώνα πρέπει τώρα να παχύνει και να περνά τη µέρα του τελείως ανενόχλητο. Έτσι θα ανανεώσει όλα σχεδόν τα φτερά του µέσα σε πέντε ή έξι µήνες, κάτι που αν ζούσε ελεύθερο στη φύση θα χρειαζόταν ίσως δυο χρόνια. Αν ένα γεράκι πρόκειται να περάσει αυτούς του µήνες δεµένο στη βάση του, καλό είναι ο γερακάρης να ελέγχει στοιχειωδώς την ποσότητα τροφής. Ένα γεράκι που κορέστηκε από την πολύ τροφή και δεν αγγίζει ή πετά το κρέας στο χώµα, πρέπει να µείνει µια µέρα νηστικό. Αυτό βοηθά να παραµείνει ήµερο και να αποζητά τον εκπαιδευτή ως τροφό του. Αν πάλι το γεράκι αφεθεί ελεύθερο στη µεγάλη κλούβα θα παχύνει ανεξέλεγκτα και καθώς θα ζει αποµονωµένο είναι πιθανό να ξεχάσει τον εκπαιδευτή του σε


βαθµό που η παρουσία του να το αναστατώνει. Ο γερακάρης, λοιπόν, σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να αφήσει ήσυχο το αρπακτικό, να µην προσπαθεί να πλύνει τη κλούβα ή να ανανεώσει το χαλίκι του δάπεδου γιατί να φτερά που αναπτύσσονται είναι µαλακά και πολύ εύκολα σπάνε από τα χτυπήµατα στους τοίχους ή γίνονται ελαττωµατικά από ψυχογενή αίτια. Από τις «κρυφές» τρύπες στα πλάγια της κλούβας θα ρίχνει το κρέας και θα ανανεώνει καθηµερινά το νερό χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Αυτά βέβαια ισχύουν µόνο για τα δύστροπα γεράκια. Πολλά µένουν ήµερα και απαθή καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού και δέχονται µε ευχαρίστηση τον γερακάρη στο κλουβί τους. Πριν µπει ένα γεράκι στην κλούβα το ψεκάζουµε µε αντιπαρασιτικό σπρέϋ για την καταπολέµηση των εξωπαρασίτων. Κόβουµε επίσης τα νύχια και το ράµφος για να µην υπερτροφήσουν και εµποδίζουν το γεράκι στην κίνηση και στην τροφή του. Τελειώνοντας το καλοκαίρι ο γερακάρης έχει συγκεντρώσει όλα τα πεσµένα φτερά της ουράς καθώς και τα πρωτεύοντα των φτερούγων. Γνωρίζοντας ότι δεν µένουν άλλα να πέσουν παρατηρεί το γεράκι µέχρι να διαπιστώσει ότι και το τελευταίο φτερό αναπτύχθηκε και έφτασε στο τελικό του µήκος. Κατόπιν υπολογίζει να παρέλθουν είκοσι περίπου ηµέρες για να είναι σίγουρος ότι όλα τα φτερά σκλήρυναν και απέκτησαν την αντοχή τους. Το φρέσκο φτερό από την ώρα που ξεµυτίζει ως τις είκοσι µέρες µετά την πλήρη ανάπτυξή του είναι τρυφερό και γεµάτο αίµα. Αν σπάσει το γεράκι θα πρέπει να περιµένει ως την επόµενη άνοιξη για την αντικατάστασή του. Υπάρχει ωστόσο πιθανότητα αν το σπασµένο πτερό ήταν ακόµη στο πρώτο, πρώτο στάδιο, να αποβληθεί και σύντοµα ένα νέο να αρχίσει να µεγαλώνει. Τα συγκεντρωµένα ουραία και πρωτεύοντα φτερά φυλάσσονται σε κλειστές ζελατίνες. Αν κατά τη χειµερινή περίοδο το γεράκι σπάσει κάποιο από τα καινούργια φτερά, υπάρχει τρόπος αυτό να µπαλωθεί µε τη χρήση του αντίστοιχού του από τα παλιά. Τα γεράκια που άλλαξαν φτερά στη βάση τους θυµούνται καλύτερα την εκπαίδευση. Έρχονται σε συχνότερη επαφή µε τον γερακάρη που τα ανεβάζει στο γάντι το πρωϊ για να τα βγάλει στο κήπο ή για να τα επιστρέψει στη µικρή κλούβα πριν σκοτεινιάσει. Πάντως σε κάθε περίπτωση η υπενθύµιση της εκπαίδευσης στο ξεκίνηµα της νέας σεζόν δεν είναι δύσκολη. Αφήνουµε τα µεγαλόσωµα γεράκια δυο µέρες νηστικά και τα µικρόσωµα µία. Κατόπιν τους περνάµε καινούργια λουράκια και τα ζυγίζουµε. Ήδη από την προηγούµενη χρονιά ξέρουµε σε τί βάρη περίπου ανταποκρίνονται. Αρχίζουµε, λοιπόν, να αδυνατίζουµε το βαρύ και υπερχορτασµένο γεράκι µέχρι που να έρχεται ξανά στο γάντι και στο οµοίωµα όπως πριν. Ίσως τώρα, µετά τη µικρή αυτή επανεκπαίδευση να πετάξουν σε ελαφρώς µεγαλύτερα βάρη.

Κόψιµο νυχιών και ράµφους Τα άγρια αρπακτικά που τρέφονται µε ποικιλία θηραµάτων και κάθονται σε διάφορα πόστα διατηρούν τα ράµφη τους και τα νύχια στο σωστό µέγεθος και


σχήµα. Ένας εκπαιδευµένος πετρίτης, για παράδειγµα, που τρέφεται κυρίως µε ορτύκια, σπάει και καταπίνει τα κόκαλα, ενώ ένας άγριος που πιάνει πολλά περιστέρια τρίβει το ράµφος του στα κόκαλά τους προσπαθώντας να τα καθαρίσει από τα υπολείµµατα τροφής και µε αυτή την τριβή το ράµφος «λιµάρεται». ∆εν είναι δύσκολο, ακόµη και για έναν αρχάριο να αντιληφθεί πότε το ράµφος του γερακιού του χρειάζεται κόψιµο. Μία πρώτη ένδειξη είναι όταν το πάνω µέρος του ράµφους µακραίνει και εµποδίζει το αρπακτικό να τραφεί. Τα κοµµάτια του κρέατος καρφώνονται στην µακριά προεξοχή και το πουλί κάνει προσπάθεια να τα ξεκολλήσει για να τα καταπιεί. Το επόµενο στάδιο είναι να δυσκολεύεται το γεράκι να κλείσει το στόµα του γιατί το πάνω µέρος του ράµφους ακουµπά και εµποδίζεται από το κάτω. Τα εργαλεία που χρησιµοποιούνται είναι ένας κόφτης νυχιών και µια ψιλή λίµα δύο όψεων, µιας επίπεδης και µιας καµπύλης. Απαραίτητη είναι η βοήθεια ενός δεύτερου προσώπου που θα τυλίξει µε µια γρήγορη κίνηση το σώµα του γερακιού πριν προλάβει να ανοίξει τις φτερούγες και κατόπιν θα το ακινητοποιήσει ξαπλώνοντάς το µπρούµυτα σε ένα µαξιλάρι. Στο σηµείο αυτό βοηθά πολύ η κουκούλα, για όσα γεράκια την ξέρουν και τη δέχονται. Στη συνέχεια ο γερακάρης έχοντας ως οδηγό µια φωτογραφία που δείχνει καθαρά ένα άλλο γεράκι µε σωστό ράµφος κόβει εγκάρσια την παραπανίσια προεξοχή στο µήκος που πρέπει. Έπειτα µε τη λίµα «δουλεύει» λίγο την άκρη να ξαναγίνει αιχµηρή, χωρίς όµως υπερβολές. Εκτός από αυτή τη φανερή υπερτροφία του γαµψού µέρους, το υπόλοιπο ράµφος χρειάζεται λιµάρισµα συνολικά. Όπως θα καθαρίζαµε ένα παλιό σκεύος µε γυαλόχαρτο από τη σκουριά, έτσι λιµάρουµε τον όγκο του ράµφους επιφανειακά. Τέλος παρατηρώντας µε προσοχή τη φωτογραφία-οδηγό βλέπουµε ότι το ράµφος έχει χάσει και το εσωτερικό του σχήµα, οι εσοχές κοντεύουν να σβήσουν. Πρέπει λοιπόν και εκεί να σµιλέψουµε φτιάχνοντας ένα µικρογλυπτό µε ακρίβεια, προσέχοντας να µη τραυµατίσουµε το στόµα του πουλιού. ∆εν είναι ανάγκη το ράµφος να δείχνει τέλειο. Σκοπός είναι να µην ενοχλεί το γεράκι. Ο αρχάριος ας αρκεστεί σε αυτό και ας µην προσπαθήσει καθόλου για το αισθητικό µέρος για να µην κάνει ζηµιά στο γεράκι. Τα νύχια, απλούστερη υπόθεση, χρειάζονται κόψιµο δύο φορές το χρόνο περίπου. Εάν έχουν µεγαλώσει υπερβολικά, µετά το κόψιµο θα χρειαστεί κάποιο λιµάρισµα για να γίνουν πάλι αιχµηρά. Εκείνο που πρέπει να προσέξει ο γερακάρης είναι να µην προκαλέσει αιµορραγία. Τα νύχια στη βάση τους αιµατώνονται, είναι δηλαδή «ζωντανά». Αν δεν είµαστε σίγουροι για το πού σταµατά η αιµάτωση είναι προτιµότερο να τα κόψουµε χαµηλότερα. Σε περίπτωση λάθους η βλάβη δεν είναι σοβαρή, αργεί µόνο η επούλωση λόγω της επαφής του νυχιού µε τη βάση ή τα άλλα σηµεία που κάθεται το γεράκι.

∆ιόρθωση ή αντικατάσταση σπασµένων φτερών Ένα κυνηγετικό γεράκι δεν είναι ασυνήθιστο να σπάσει κάποιο φτερό την ώρα που παλεύει µε το θήραµά του, καθώς επίσης ένα γεράκι που δεν


εξηµερώθηκε ακόµη καλά και χτυπιέται στη βάση του φοβισµένο. Αν πρόκειται για κάποιο από τα πρωτεύοντα φτερά της φτερούγας ή φτερό της ουράς ο γερακάρης πρέπει να το αντικαταστήσει για να µην ελαττωθεί η πτητική ικανότητά του. Όσα φτερά έχουν απλώς τσακίσει χωρίς να υποστεί σοβαρή βλάβη το στέλεχος µπορούν να κοπούν και να ξανακολληθούν στο σηµείο της τσάκισης. Χρησιµοποιούµε έναν αυτοσχέδιο πίρο από µπαµπού ή ανθρακονήµατα µε πάχος τέτοιο όσο ακριβώς είναι το εσωτερικό του σπασµένου στελέχους. Κατόπιν τον αλείφουµε µε κόλλα «στιγµής» και σπρώχνουµε το µισό του µήκος στο αποσπασµένο µέρος του φτερού. Αφήνουµε να στεγνώσει. Ύστερα µε τη βοήθεια κάποιου που θα κρατήσει το γεράκι ακινητοποιηµένο, ανοίγουµε τη φτερούγα ή την ουρά και ξεχωρίζουµε το κοµµένο φτερό από τα διπλανά του. Με µεγάλη προσοχή αλείφουµε κόλλα στο προεξέχον µέρος του νάρθηκα και σπρώχνουµε το φτερό να τοποθετηθεί στην ακριβή του θέση. Έπειτα κρατάµε λίγο το γεράκι ακίνητο έως ότου στεγνώσει η κόλλα και το φτερό είναι έτοιµο. Αν το φτερό έχει σχιστεί κατά µήκος χρειάζεται αντικατάσταση. Πρέπει να κοπεί κάτω από το σπασµένο σηµείο και το υπόλοιπο να πεταχτεί για να αντικατασταθεί από ένα αντίστοιχο φτερό είτε από αυτά που το ίδιο πουλί έριξε κατά την περασµένη πτερόρροια, είτε από ένα άλλο γεράκι του ίδιου ή πολύ παραπλήσιου είδους. Αυτό το αναπληρωµατικό φτερό κόβεται εκεί ακριβώς που κόπηκε το προηγούµενο κατεστραµµένο και ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η κόλλα που χρησιµοποιούµε είναι προτιµότερο να έχει τη µορφή ζελέ ώστε να µη στεγνώνει τόσο άµεσα, αλλά να επιτρέπει κάποιες επιπλέον κινήσεις που θα φέρουν το φτερό στη σωστή θέση. Ο νάρθηκας δεν πρέπει να είναι στρογγυλός αλλά να τετραγωνισθεί ελαφρά µε µια λεπτή λίµα για να µην περιστρέφεται στο εσωτερικό του φτερού αναγκάζοντάς µας να επαναλάβουµε όλη τη διαδικασία από την αρχή. Ενώ για τα χαµηλά τσακίσµατα των φτερών φτιάχνουµε πείρους από υλικά µε σχετική ελαστικότητα, για τις άκρες χρησιµοποιούµε βελόνες. Εκεί το στέλεχος δεν είναι πια κούφιο εσωτερικά, αποτελείται από έναν πορώδη ιστό στον οποίο η βελόνα εισχωρεί και σφηνώνει καλύτερα. Καθώς ο νάρθηκας στα σηµεία αυτά είναι υποχρεωτικά πολύ λεπτός, θα ήταν αδύνατο να κατασκευαστεί από άλλο υλικό, χωρίς τη σκληρότητα και την αντοχή του µετάλλου. Η επεξεργασία που απαιτείται στη βελόνα, εκτός από το λιµάρισµα για να τετραγωνιστεί, είναι η αφαίρεση του «µατιού» για να γίνει και η δεύτερη άκρη της αιχµηρή. Χωρίς νάρθηκα, µε µόνη τη χρήση κόλλας το φτερό αντικαθίσταται ως εξής: Κόβουµε το σπασµένο φτερό κοντά στη ρίζα για να είναι το πάχος του στελέχους του αρκετό. Κατόπιν κόβουµε λοξά το φτερό που διαλέξαµε για την αντικατάσταση, η τοµή αυτή πρέπει να γίνει µε ξυράφι, νυστέρι ή άλλη εξίσου κοφτερή λάµα, να έχει µήκος 2,5 εκατοστών περίπου και να καταλήγει σε αιχµή. Η τοµή αλείφεται µε κόλλα και εφαρµόζεται διεισδύοντας στο εσωτερικό του φτερού του γερακιού. Πριν στεγνώσει η κόλλα διορθώνουµε τη γωνία του φτερού όπως σε κάθε περίπτωση.


Για φτερά που απλώς λύγισαν στη διάρκεια του κυνηγιού ή κατά τη µεταφορά µέσα στο κουτί, χωρίς να τσακίσει η πένα, καθώς και για φτερά «αχτένιστα» που οι ίνες βρίσκονται µε αντίθετη φορά από τη φυσική τους, η λύση είναι να βυθιστούν για λίγα λεπτά σε πολύ ζεστό, όχι πάντως καυτό, νερό.

Η σκευή του γερακάρη και του αρπακτικού Το γάντι που φοράει ο γερακάρης στο αριστερό χέρι τον προφυλάσσει από τα νύχια του γερακιού. Το δέρµα πρέπει να είναι ταυτόχρονα µαλακό και ανθεκτικό. Έτσι που το γεράκι να µη µπορεί σφίγγοντας τα δάχτυλά του να το διαπεράσει και ο γερακάρης που κάποτε κρατά το γεράκι ώρες ολόκληρες περπατώντας στο ύπαιθρο, να νιώθει όσο γίνεται το χέρι του άνετο. Καθώς κρατάµε το γεράκι τα δάχτυλά µας είναι διπλωµένα σε σχήµα γροθιάς για να κρατούν τα λουριά. Αν το γάντι είναι σκληρό η στάση αυτή γρήγορα θα γίνει αφόρητη και το χέρι µας θα µουδιάσει. Φοράµε το γάντι στο αριστερό χέρι ώστε να έχουµε ελεύθερο το πιο επιδέξιο δεξί για όλες τις λεπτοδουλειές που κάνουµε παράλληλα, την αφαίρεση και τοποθέτηση της κουκούλας, του στριφταριού και των λουριών µα και τις πιο χονδρές όπως το ράβδισµα των θάµνων κλπ. Ευνόητο είναι ότι οι αριστερόχειρες φορούν το γάντι στο δεξί τους χέρι. Ο υποψήφιος γερακάρης µπορεί σχετικά εύκολα να προµηθευτεί το γάντι του από τις εξειδικευµένες βιοτεχνίες του εξωτερικού που διαφηµίζονται σήµερα στο διαδίκτυο. Από αυτούς τους κατασκευαστές µπορεί να παραγγείλει ό,τι άλλο χρειάζεται για το αντικείµενό του και να του το στείλουν ταχυδροµικά. Η κουκούλα είναι µια δερµάτινη κατασκευή που καλύπτει απόλυτα το κεφάλι του γερακιού, αφήνοντας ελεύθερο µόνον το ράµφος. Στα πρώτα στάδια της εξηµέρωσης βοηθά να µένει το γεράκι ατάραχο ως τη στιγµή που ο γερακάρης θα ασχοληθεί µαζί του. Αργότερα αν κάτι απροσδόκητο ταράξει το αρπακτικό, φορώντας την κουκούλα διαγράφεται αµέσως. Κατά τη µεταφορά του η κουκούλα το ησυχάζει και είµαστε σίγουροι ότι δεν θα κάνει νευρικές και επικίνδυνες για τα φτερά του κινήσεις, όσο βρίσκεται στο περιορισµένο χώρο του κουτιού. Η κουκούλα είναι επίσης απαραίτητη για έναν συγκεκριµένο τρόπο κυνηγιού. Όταν ο γερακάρης κρατά το γεράκι του καλυµµένο, µέχρι να εντοπίσει το θήραµα που ψάχνει, αποφεύγει την αδηµονία του αρπακτικού να φύγει από το γάντι για να κυνηγήσει άλλα, ανεπιθύµητα θηράµατα.

Βασικοί τύποι κουκούλας Η «αραβική», παραδοσιακή κουκούλα των αράβων, προορισµένη καταρχήν για τους κυνηγογέρακες, σήµερα µε διάφορες τροποποιήσεις µπορεί να χρησιµοποιηθεί για κάθε είδους γεράκι. Η «αγγλοϊνδική» είναι η φθηνότερη και ταιριάζει σε όλα τα αρπακτικά. Ακόµη είναι σχετικά απλό να φτιάξει κανείς µόνος του µια τέτοια κουκούλα. Το µόνο


ελάττωµά της είναι ότι χαλαρώνουν εύκολα τα λουράκια και το γεράκι µαθαίνει να τη βγάζει. Η «δανέζικη» είναι η ακριβότερη και πιο περίτεχνη. Συχνά φέρει λοφίο µε όµορφα φτερά στην κορυφή. Ορισµένες τέτοιες κουκούλες είναι αληθινά έργα τέχνης. Υποτίθεται πως ταιριάζουν µόνο σε µακρύφτερα γεράκια. Προσωπικά τις έχω δοκιµάσει σε Χάρις και έχουν άψογη εφαρµογή. Είναι σχεδόν αδύνατο να αναφερθεί κανείς ολοκληρωµένα σε όλους τους τύπους κουκούλας σήµερα. Υπάρχουν αµέτρητοι κατασκευαστές που µε µεγάλη πείρα δηµιουργούν ολοένα νέους τύπους, συνδυάζοντας στοιχεία των παλιών ή προσθέτοντας έξυπνες βελτιώσεις, έτσι οι κουκούλες πια είναι πάρα πολλές. Εκείνο που έχει µεγάλη σηµασία είναι να βρει κανείς καλό προµηθευτή, να ερευνήσει την αγορά, δίνοντας περισσότερη πίστη στη φήµη του, παρά στις καλοφτιαγµένες σελίδες που τον προβάλλουν στο διαδίκτυο.

Πώς «δένουµε» το γεράκι Χιλιάδες χρόνια τώρα τα γεράκια δένονται µε τον ίδιο, απαράλλακτο σχεδόν, τρόπο. Φοράµε στα πόδια του γερακιού τα λουριά, δυο δερµάτινες λωρίδες µήκους είκοσι εκατοστών, περίπου, όπως φαίνεται στο σχέδιο. Στο σχήµα (α) εικονίζεται ο παλιός τρόπος εφαρµογής λουριών. Στο (β) σχήµα βλέπουµε έναν από τους ελάχιστους, πραγµατικά χρήσιµους νεωτερισµούς στο αντικείµενο. ∆ιευκολύνει την αντικατάσταση παλιών, φθαρµένων λουριών, ενώ επιτρέπει στον γερακάρη όταν πετάει το γεράκι του να αφαιρεί τελείως τα λουριά ή να τα αντικαθιστά µε άλλα, χωρίς σχισµή στην άκρη (αυτά λέγονται λουριά πτήσης) αποφεύγοντας τον κίνδυνο να µπλεχτούν σε κάποιο θάµνο ή κλαδί. Μεγέθη λουριών: Είδος γερακιού Ξεφτέρι Κιρκινέζι Νανογέρακας Χρυσογέρακας Αρσενικός Πετρίτης Κοινή Γερακίνα Κοκκινόουρη Γερακίνα Αµερικάνικη Γερακίνα Θηλ./ αρσεν. ∆ιπλοσάϊνο Θηλ./ αρσεν. Κυνηγογέρακας Θηλ. / αρσεν. Ασπρογέρακας Θηλ. / αρσεν. Χάρρις Θηλυκός Πετρίτης

Μήκος λουριών 15 εκ. 15 εκ. 15 εκ. 20 εκ. 20 εκ. 25 εκ. 25 εκ. 25 εκ. 25 εκ. 25 εκ. 25 εκ. 25 εκ. 25 εκ.

Στις απολήξεις των λουριών υπάρχουν χαράξεις µήκους δύο περίπου εκατοστών. Εκεί περνάµε το στριφτάρι από την τετράγωνη µεριά του, ενώ στη


στρογγυλή περνά το σχοινάκι. Το σχοινάκι καταλήγει σε ένα κόµπο-κεφάλι για να µην γλιστρά έξω από το στριφτάρι και είναι το τελευταίο κοµµάτι της εξάρτυσης του γερακιού που δένεται µε τον «κόµπο του γερακάρη» στη βάση του αρπακτικού (σχέδιο β).

Οι βάσεις των γερακιών Ανάλογα µε το πού συνηθίζουν να κάθονται τα άγρια αρπακτικά, χρησιµοποιούµε δύο τύπους βάσεων για τα εκπαιδευµένα. Για τα δεντρόβια είδη κατάλληλες είναι οι τοξοτές βάσεις, τα «τόξα», που φτιάχνονται από λυγισµένο ξύλο ή σιδερόβεργα µε τέτοιο πάχος που να αγκαλιάζεται κατά το ήµισυ από τα δάχτυλα του γερακιού. Τα είδη που συχνάζουν σε βράχους κάθονται στις «αραβικές» βάσεις που είναι ξύλινοι κύλινδροι µε διάµετρο αρκετή ώστε να µη στριµώχνονται τα πόδια του γερακιού. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται στην τήρηση των αναλογιών του µήκους των λουριών και της διαµέτρου της αραβικής βάσης. Αν τα λουριά είναι µακρύτερα από όσο πρέπει το γεράκι κινδυνεύει να περάσει ολόκληρο τον κύλινδρο της βάσης ανάµεσα στα λουριά και να βρεθεί µπλεγµένο στο χώµα, τροµάζοντας και καταστρέφοντας τα φτερά του στην προσπάθεια να ξεφύγει. Τα σηµεία των βάσεων όπου πατούν τα γεράκια καλύπτονται µε χλοοτάπητα. Το υλικό αυτό είναι εύκολο να διατηρηθεί καθαρό και προφυλάσσει τα πέλµατα από ενδεχόµενες πληγές. Τόσο τα τόξα, όσο και οι αραβικές βάσεις κατασκευάζονται σε δύο εκδοχές. Στην πρώτη καταλήγουν σε αιχµηρές άκρες για να καρφώνονται στο χώµα, ενώ στη δεύτερη στηρίζονται µόνες τους είτε σε οριζόντιες, παράλληλες «µπάρες», αν πρόκειται για τόξο, είτε σε ένα βαρύ, στρογγυλό «πιάτο», αν πρόκειται για αραβική βάση. Κατά µήκος του τόξου ή στον κάθετο άξονα της αραβικής βάσης τοποθετείται ένα µεγάλο και ελαφρύ δαχτυλίδι που περιστρέφεται άνετα και όπου δένεται το σχοινάκι του αρπακτικού. Η επιλογή του δαχτυλιδιού συνδέεται άµεσα µε την ασφάλεια του γερακιού. Ένα δαχτυλίδι που δεν ακολουθεί εύκολα τις κινήσεις του γερακιού θα κάνει το σχοινάκι να περιστραφεί, να µπερδευτεί δηλαδή γύρω από τη βάση µε ευνόητα αποτελέσµατα. Σχέδιο (γ) (αραβική βάση, τόξο, εσωτερικού-εξωτερικού χώρου) Μεγέθη αραβικών βάσεων Ύψος βάσης ∆ιάµετρος βάσης Είδος γερακιού Κιρκινέζι 30 εκ. 12 εκ. Νανογέρακας 30 εκ. 12 εκ. Χρυσογέρακας 35 εκ. 15 εκ. Αρσενικός Πετρίτης 35 εκ. 15 εκ. Θηλυκός Πετρίτης 40 εκ. 20 εκ. Κυνηγογέρακας 40 εκ. 20 εκ. Αρσενικός Ασπρογέρακας 40 εκ. 20 εκ. Θηλυκός Ασπρογέρακας 45 εκ. 25 εκ.


Μεγέθη τοξοτών βάσεων Είδος γερακιού

Ύψος βάσης

Ξεφτέρι ∆ιπλοσάϊνο Κοινή Γερακίνα Κοκκινόουρη Γερακίνα Χάρρις

25 εκ. 30 εκ. 30 εκ. 30 εκ. 30 εκ.

Άνοιγµα τόξου 50 εκ. 70 εκ. 70 εκ. 70 εκ. 70 εκ.

Ζυγαριές Μια από τις ελάχιστες καινούργιες ιδέες της µοντέρνας ιερακοτροφίας είναι το ζύγισµα των γερακιών. Με αυτόν τον τρόπο µπορεί κανείς να υπολογίζει και να συµπεραίνει µε ασφάλεια τον βαθµό πείνας του γερακιού που εκπαιδεύει. Μαθαίνει να «ερµηνεύει» το σωµατικό βάρος, γνωρίζοντας πότε ένα γεράκι είναι δυνατό, υγιές και ταυτόχρονα πρόθυµο να κυνηγήσει και να ανταποκριθεί στο κάλεσµά του. Αφού βρει το σωστό βάρος, διατηρεί το αρπακτικό σε αυτό µε σχολαστικό έλεγχο της τροφής. Μικρές διακυµάνσεις στην αντιστοιχία βάρους τροφής-βάρους γερακιού παρατηρούνται ανάµεσα στις ζεστές µέρες του φθινοπώρου και τις κρύες µέρες του χειµώνα, οπότε το γεράκι καταναλώνει περισσότερες θερµίδες, καθώς και ανάµεσα σε µέρες ολιγόωρων και πολύωρων πτήσεων. Έτσι ένας πετρίτης που τον Οκτώβρη για να ζυγίζει Χ γραµµάρια χρειάζεται καθηµερινά Ψ γραµµάρια ορτυκιού, τον Γενάρη θα χρειάζεται Ψ+ κάποια επιπλέον γραµµάρια κλπ. Οι ζυγαριές που χρησιµοποιούµε πρέπει να είναι απόλυτα έγκυρες. Αν οι ενδείξεις τους αποκλίνουν το γεράκι κινδυνεύει να χαθεί, ή ακόµη και να πεθάνει. Οι υποδιαιρέσεις του βάρους πρέπει να είναι µικρές, ώστε να λαµβάνονται υπ όψιν και οι ελάχιστες διακυµάνσεις. Κατάλληλες ζυγαριές είναι οι παλιές παλάντζες µε τα σταθµά και οι καλής ποιότητας ψηφιακές. Και στις δύο περιπτώσεις προσαρµόζουµε ένα «πάτηµα» καλυµµένο µε χλοοτάπητα όπου στέκεται το γεράκι για να ζυγιστεί.

Σπάγκος εκπαίδευσης Αυτός ο σπάγκος χρησιµοποιείται από την ώρα που το γεράκι αρχίζει να έρχεται στο γάντι ως τη στιγµή που η εκπαίδευσή του ολοκληρώνεται και θα πετάξει ελεύθερο. Στο διάστηµα δηλαδή που δεν είµαστε σίγουροι ότι το γεράκι θα µείνει κοντά µας. Ο σπάγκος έχει µήκος σαράντα µέτρων και είναι ταυτόχρονα γερός και ελαφρύς, χωρίς να κατσαρώνει και να µπερδεύεται. Μια εναλλακτική χρήση του σπάγκου είναι να τεντωθεί δεµένος σε δύο σηµεία, από εκεί δηλαδή όπου αφήνουµε το γεράκι ως εκεί όπου στεκόµαστε εµείς για να το καλέσουµε. Κατά µήκος του τεντωµένου σπάγκου σέρνεται ένα περαστό δαχτυλίδι στο οποίο δένουµε µε ένα άλλο κοµµάτι σπάγκου, ενάµιση µέτρου,


το γεράκι. Έτσι το πουλί πετάει χωρίς να σέρνει ολόκληρο τον σπάγκο στο έδαφος µε πιθανότητα να σκαλώσει και να προσγειωθεί απότοµα ή αν τροµάξει από κάτι να πετάξει και να πέσει κάτω ή να κρεµαστεί από κανένα κλαδί σαράντα µέτρα πιο πέρα.

Οµοιώµατα Οµοίωµα πουλιού. ∆υο φτερούγες µεγέθους περιστεριού, δεµένες σφιχτά µεταξύ τους και αποξηραµένες, είναι ο απλούστερος τύπος οµοιώµατος. Η αποξήρανση µπορεί να γίνει εάν κρεµαστούν σε ένα οποιοδήποτε θερµαντικό σώµα που θα τις αφυδατώσει, χωρίς να τις κάψει. Έτσι σκληραίνουν και γίνονται ανθεκτικές. Αν το οµοίωµα προορίζεται για κυνηγετικό γεράκι, τότε διαλέγουµε φτερούγες που «θυµίζουν» το θήραµα που πρόκειται να κυνηγήσει. Όταν οι φτερούγες είναι έτοιµες προσαρµόζουµε στις δυο πλευρές τους σπάγκους όπου δένουµε µεγάλες λωρίδες κρέατος για να προκαλέσουµε το γεράκι να τις αρπάξει. Στο µπροστινό µέρος, εκεί που βρίσκονται οι ώµοι των φτερούγων, δένουµε ένα λεπτό και µαλακό σχοινί µήκους έξι µέτρων, τυλιγµένο σε καλούµπα. Με αυτό το σχοινί αργότερα δίνουµε στο οµοίωµα «πτήση», το κάνουµε δηλαδή έναν κινητό στόχο για το αρπακτικό. Όπως είναι φανερό το οµοίωµα χρησιµοποιείται για να διδαχτεί το νεαρό γεράκι να κυνηγά. Καθώς οι δολωµένες µε κρέας φτερούγες κινούνται µπροστά του, το γεράκι γρήγορα µαθαίνει να τις κυνηγά και να παίρνει τη δεµένη τροφή. Σύντοµα στο µυαλό του η εικόνα ενός πουλιού ταυτίζεται µε την τροφή του. Όµως το οµοίωµα έχει και δυο άλλες, βασικότερες ίσως, χρήσεις. Η µία είναι να πείσουµε ένα «ανυπάκουο» πλατύφτερο ή κοντόφτερο γεράκι να έλθει σε µας. Κάποτε το αρπακτικό αρνείται να έλθει στο γάντι, αλλά το πάθος του να σκοτώσει το φέρνει αµέσως στο ψεύτικο θήραµα που του προσφέρουµε. Η άλλη χρήση αφορά µόνον τα µακρύφτερα γεράκια που συνήθως έρχονται τόσο γρήγορα και επιθετικά ώστε δεν µπορούν να καθίσουν οµαλά στο γάντι και τα καλούµε αποκλειστικά στο οµοίωµα. Επίσης τα ενθαρρύνουµε να του κάνουν απανωτές επιθέσεις µέχρις ότου επιτρέψουµε να το πιάσουν και αυτός είναι ο πιο συνηθισµένος τρόπος για να γυµναστούν. Οµοίωµα κουνελιού. Αυτός ο τύπος οµοιώµατος χρησιµοποιείται στα αρπακτικά που κυνηγούν εδαφόβια θηράµατα. Για την κατασκευή του τυλίγουµε και ράβουµε ένα κατεργασµένο δέρµα κουνελιού, παραγεµίζοντάς το µε άχυρο, ροκανίδι ή άλλο σχετικό υλικό. Αφήνουµε πάντα στο δέρµα την ουρά. Στο άλλο άκρο δένουµε περιµετρικά και σφίγγουµε ένα σπάγκο τόσο ώστε να βυθιστεί στο οµοίωµα σχηµατίζοντας κατά κάποιο τρόπο το «κεφάλι» του ψεύτικου κουνελιού. Στις άκρες του σπάγκου που περισσεύουν δένουµε το κρέας. ∆ιδάσκουµε έτσι στο γεράκι να αρπάζει τα κουνέλια και τους λαγούς από το κεφάλι.


Στο εµπόριο κυκλοφορούν τέτοια οµοιώµατα µε αυτιά. Αυτό κάνει ακόµη σαφέστερη τη διάκριση κεφαλιού-ουράς. Πάντως αν κάποιος προτιµήσει να φτιάξει µόνος του οµοίωµα πρέπει να προσέξει να µην γίνει τελείως κυλινδρικό, γιατί θα κυλάει όταν το πιάνει το γεράκι που στην προσπάθεια του να ισορροπήσει θα φθείρει τα φτερά του στο έδαφος.

Σφυρίχτρες Όταν καλούµε το γεράκι, πάντα, από τα πρώτα βήµατα της εκπαίδευσης και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, συνοδεύουµε µε σφύριγµα που στο µυαλό του πουλιού ταυτίζεται µε την προσφορά τροφής. Έτσι το κάλεσµά µας δε στηρίζεται µόνον σε οπτική αλλά και σε ακουστική επαφή. Αυτό είναι απαραίτητο σε περιπτώσεις που χρειάζεται να φωνάξουµε ένα γεράκι που ξεµάκρυνε, σφυρίζοντας εκείνο «µαζεύεται» κοντά µας. Στην περίπτωση, επίσης, που το γεράκι χάθηκε πίσω από φυσικά εµπόδια και δε µας βλέπει, ακούγοντας το σφύριγµα γυρίζει πίσω για να φάει. Κάθε σφυρίχτρα µε οξύ, διαπεραστικό ήχο είναι κατάλληλη. Αρκεί, βέβαια, να χρησιµοποιούµε πάντοτε την ίδια. Ωστόσο εκείνες που είναι φτιαγµένες από µέταλλο, όταν κάνει πολύ κρύο, πράγµα σπάνιο για την Ελλάδα, παγώνουν και κολλούν στα χείλη, για αυτό τις αποφεύγουν στη Βόρεια Ευρώπη.

Τηλεµετρία Τηλεµετρία ονοµάζουµε µια τεχνολογική µηχανή που µας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθούµε ή να εντοπίζουµε το γεράκι όταν έχει αποµακρυνθεί ή χαθεί. Αποτελείται από έναν µικροποµπό που προσαρµόζεται στην ουρά ή στο πόδι του αρπακτικού και από έναν δέκτη που λαµβάνει το σήµα προσδιορίζοντας την κατεύθυνση και την απόσταση που βρίσκεται το πουλί. Σήµερα που τα γεράκια προστατεύονται και δεν µπορούµε να τα προµηθευόµαστε ελεύθερα από τη φύση, η τηλεµετρία βοηθά σηµαντικά. Από τη µια το υψηλό κόστος των νόµιµων αρπακτικών κάνει µια ενδεχόµενη απώλεια σοβαρότερη. Από την άλλη οι αλλαγές στο τοπίο, η εντατική καλλιέργεια της γης, τα αρδευτικά κανάλια που συναντάµε πια σε όλες τις πεδιάδες αυξάνουν την πιθανότητα της απώλειας. Και µπορεί κανείς να σκεφτεί ότι αγοράζοντας ένα τηλεµετρικό µηχάνηµα πληρώνει διπλή την αξία του γερακιού, αλλά πρέπει να φανταστεί το ψυχικό και το οικονοµικό κόστος που θα έχει αν, ατυχώς, χαθεί το γεράκι. Άλλωστε το τηλεµετρικό µηχάνηµα είναι κάτι που µένει και το χρησιµοποιούµε για πολλά χρόνια σε όλα τα µελλοντικά µας γεράκια. Η τηλεµετρία παρουσιάζει ορισµένες πρακτικές δυσκολίες. Αν κανείς περιµένει να µάθει τη χρήση τη στιγµή που χάνεται ένα γεράκι, οι πιθανότητες ανεύρεσης λιγοστεύουν. Χρειάζεται αρκετή εξάσκηση για να καταλάβουµε την κάθε συσκευή. Προσωπικά έχω χάσει γεράκι επειδή ένα καλώδιο δεν έκανε καλή επαφή και το σήµα ήταν ασθενικό. Όταν ανακάλυψα το πρόβληµα ήταν αργά. Είχαν περάσει τρεις µέρες και βρήκα τον ποµπό σε ένα βουνό πέντε χιλιόµετρα µακριά. Κόντεψα να χάσω γεράκια επειδή αποφάσισαν να κάνουν


το λουτρό τους σε κάποιο νερόλακκο και οι ποµποί βράχηκαν. Άλλοτε, έπειτα από πολύωρες προσπάθειες και µη λαµβάνοντας σήµα, πίστεψα πως ο ποµπός δε λειτουργούσε. Το σήµα ήλθε απροσδόκητα και τυχαία, σαν δώρο, λίγο πριν εγκαταλείψω το ψάξιµο. Θα έχανα το γεράκι από λάθος εκτίµηση της συσκευής. Όπως και αν έχει, ένα Χάρρις µπορεί να πετάξει µε αρκετή ασφάλεια χωρίς τηλεµετρία, πολύ περισσότερο όταν δεν κυνηγάει. Ένα ∆ιπλοσάϊνο όµως ή οποιοδήποτε µακρύφτερο γεράκι είναι σχεδόν βέβαιο ότι χωρίς ποµπό κάποια στιγµή θα χαθεί.

Κουτιά µεταφοράς Όλα τα γεράκια µας αποστέλλονται αεροπορικώς µέσα σε ειδικά διαµορφωµένα κουτιά, τα ίδια που πωλούνται στα µαγαζιά για γάτες και σκύλους. Κάθε άνοιγµά τους καλύπτεται από χονδρή ταινία ή χαρτόνι, ώστε το γεράκι να µη βλέπει έξω και αναστατώνεται. Για κάποια είδη που ηµερεύουν απόλυτα, όπως το Χάρρις, µπορούµε να κρατήσουµε αυτό το πρώτο κουτί για κάθε µελλοντική µεταφορά τους. Τοποθετώντας µικρά κοµµάτια τροφής στο εσωτερικό ενθαρρύνουµε το γεράκι να πηδάει µέσα για να τα πάρει. Λίγο, λίγο το αρπακτικό εξοικειώνεται τόσο µε το κουτί του που σε ορισµένες περιπτώσεις χρειάζεται να το κρύβουµε, γιατί ο φίλος µας αντί να µας ακολουθεί πηγαίνει και κάθεται σε αυτό. Όµως τα περισσότερα είδη γερακιών διατηρούν µια περηφάνια και δεν τους αρέσει να στριµώχνονται όπως µας βολεύει. Ο γερακάρης, λοιπόν, φροντίζει να φτιάξει µόνος του ένα κουτί που δε θα εξάπτει το αρπακτικό του. Οι διαστάσεις κυµαίνονται ανάλογα µε το µέγεθος του πουλιού. Καταλληλότερο υλικό είναι το κόντρα-πλακέ θαλάσσης. Αντέχει σε όλες τις συνθήκες της υπαίθρου. Πρέπει το κουτί να γίνει ολοσκότεινο. Οριζόντια τοποθετείται ένα ξύλο ανάλογου πάχους µε το µήκος των δαχτύλων του γερακιού, επενδεδυµένο µε χλοοτάπητα. Το ύψος του θα είναι τόσο ώστε να µην ακουµπά ούτε το κεφάλι στην οροφή, ούτε η ουρά στο δάπεδο. Το πλάτος και το βάθος του κουτιού πρέπει να επιτρέπουν στο γεράκι να κάνει µια πλήρη και άνετη στροφή στο εσωτερικό του. Εφόσον φτιάχνουµε το κουτί σκοτεινό, εφαρµόζοντας απόλυτα τα ξύλα µεταξύ τους, πρέπει να φροντίσουµε για τον σωστό εξαερισµό. Εξαερισµός χωρίς φως επιτυγχάνεται µε δύο τρόπους. Ή ανοίγουµε συγκεντρωµένες µικρές τρύπες στις κάτω γωνίες του κουτιού και στη συνέχεια καλύπτουµε εξωτερικά µε περσίδες, ή εκµεταλλευόµαστε το πόστο του πουλιού ως εξής: διαλέγουµε έναν πλαστικό σωλήνα στο σωστό πάχος και τον περνάµε σφηνωτά από δύο τρύπες που κάνουµε στα πλάγια του κουτιού. Τον στερεοποιούµε µε σιλικόνη. Ύστερα τον επενδύουµε µε χλοοτάπητα και ανοίγουµε στο κάτω µέρος του µια σειρά τρύπες. Έτσι ο αέρας εισέρχεται από το σωλήνα στο εσωτερικό χωρίς να µπαίνει φως και βέβαια χωρίς το γεράκι να βλέπει έξω. Όσα γεράκια είναι µαθηµένα στην κουκούλα, εύκολα µπαίνουν στο κουτί. Με προσοχή ο γερακάρης φέρνει το κουκουλωµένο γεράκι µε τη ράχη µπροστά


στο οριζόντιο ξύλο. Ανασηκώνοντας µε το δεξί του χέρι την ουρά πιέζει ελαφρά τους ταρσούς του πουλιού και κείνο πισωπατώντας ανεβαίνει στο πόστο του. Για όσα δε δέχονται κουκούλα ίσως χρειαστεί να τοποθετηθούν µερικές φορές κοµµάτια κρέατος στο ξύλο. Αφού το γεράκι µάθει να πηδάει µέσα και να τρώει, ξεκινάµε σταδιακά να κλείνουµε πίσω του την πόρτα, στη αρχή για µια στιγµή µόνο, κατόπιν αυξάνοντας το χρόνο ώσπου να συνηθίσει τη διαδικασία. Όταν επιχειρήσουµε την πρώτη µετακίνηση, καλό είναι να γίνει δοκιµαστικά. ∆ηλαδή η διάρκειά της να µην ξεπεράσει τα πέντε ή δέκα λεπτά. Αν όλα διαπιστωθούν εντάξει, προχωρούµε σε µεγαλύτερες µετακινήσεις. Αν βρούµε το γεράκι αναστατωµένο ή πεσµένο στο πάτωµα θα χρειαστεί να επαναλάβουµε τη δοκιµή την επόµενη µέρα, µέχρι να βεβαιωθούµε ότι συνήθισε τελείως.

ΜΕΡΟΣ Β’ Κοντόφτερα και πλατύφτερα γεράκια

Εξηµέρωση και εκπαίδευση Ένα ανεκπαίδευτο γεράκι φτάνει στα χέρια µας τροµαγµένο από την ξαφνική επαφή µε τον άνθρωπο. Ως τη στιγµή που ο εκτροφέας το έπιασε και το έβαλε στο κουτί για να ταξιδέψει, το νεαρό γεράκι ζούσε σε κάποια αποµονωµένη κλούβα όπου ελάχιστα έβλεπε τον άνθρωπο. Καθώς το κρατάµε δεµένο, είναι ανάγκη να το χειριστούµε προσεκτικά για να µειώσουµε, όσο γίνεται, την ταραχή του και να το βοηθήσουµε να ξεπεράσει γρήγορα το φόβο του. Η διαφορά ανάµεσα στην πρώτη µέρα που βγαίνει από το κουτί ως τη µέρα που, ήµερο πια, κάθεται στη βάση του και απολαµβάνει τον φθινοπωρινό ήλιο είναι θεαµατική. Αλλά η διαδικασία πρέπει να γίνει σωστά και ο εκπαιδευτής να έχει καλά στο νου του ότι προσπαθεί να κερδίσει την εµπιστοσύνη ενός άγριου πλάσµατος, όχι να το δαµάσει. 1. Στο γάντι

Το πρώτο πράγµα που πρέπει να µάθει ένα γεράκι ξεκινώντας η εκπαίδευσή του είναι να κάθεται στο γάντι. Μόλις το βγάλουµε από το κουτί και του φορέσουµε λουριά, διαλέγουµε ένα ήσυχο µέρος µε χαµηλό φωτισµό και αρχίζουµε την προσπάθεια. Τοποθετούµε το γεράκι στο γάντι έχοντας το στριφτάρι στη µέση της παλάµης, το σχοινάκι τυλιγµένο στα τρία τελευταία δάχτυλα (φώτο Χ) και σφίγγουµε τη γαντοφορεµένη γροθιά για να µην ξεγλιστρήσει και φύγει. Επιτρέπουµε κάποια ελεύθερη απόσταση στα λουράκια, έτσι τα πόδια του πουλιού µπορούν να κινούνται και να βολεύονται,


δεν είναι «καρφωµένα» στο γάντι. Ακόµη φροντίζουµε ο γύρω χώρος να είναι άδειος από αντικείµενα όπου θα µπορούσαν να χτυπηθούν τα φτερά του. Στη αρχή, όπως είναι φυσικό το γεράκι δε νιώθει άνετα να µείνει στο γάντι. Προσπαθεί να πετάξει µακριά. Επειδή είναι δεµένο κρεµιέται ανάποδα και φτεροκοπά. Ύστερα παραδίνεται (φώτο Χ1). Τότε µε µια ευγενική κίνηση ο γερακάρης τοποθετεί το δεξί του χέρι στο ουροπύγιο του πουλιού, εκεί που τελειώνουν οι φτερούγες και µε προσοχή το σηκώνει επαναφέροντάς το στο γάντι. Μόλις το αφήσει, το γεράκι προσπαθεί να πετάξει πάλι. Και ξανά ο γερακάρης το φέρνει στο γάντι. Συνεχίζεται αυτό για δύο υποµονετικές ώρες. Κάποιοι που εξηµερώνουν ∆ιπλοσάϊνα συνηθίζουν να ξαγρυπνούν το πουλί, να περνούν, δηλαδή, όλη την πρώτη νύχτα µε αυτή την προσπάθεια. Το αποτέλεσµα είναι καλύτερο γιατί το γεράκι κάµπτεται από τη νύστα και ηρεµεί αρκετά. Όπως και να 'χει δεν είναι απαραίτητο. Ο αρχάριος που αφιερώνει δύο ώρες τη µέρα σε ένα Χάρρις θα δει γρήγορη πρόοδο. Σκοπός είναι το γεράκι να αρχίσει να εξοικειώνεται σιγά, σιγά µε το γάντι. Να στέκεται σε αυτό για περισσότερη ώρα και όταν κρεµιέται να επιστρέφει µόνο του, χωρίς τη βοήθεια του γερακάρη. Αυτό επιτυγχάνεται στα πρώτα δύο ή τρία µαθήµατα, συνήθως και γίνεται αντανακλαστική κίνηση για την υπόλοιπη ζωή του. Κάθε φορά που τελειώνει το µάθηµα αφήνουµε το γεράκι να ησυχάσει στη βάση του. Αν είναι σχετικά ήρεµο, δένουµε διακριτικά το σχοινάκι στο δαχτυλίδι και πολύ ευγενικά το αφήνουµε στη βάση. Αν χτυπιέται, δείχνει αναστατωµένο και κρέµεται, πλησιάζουµε στη βάση κρατώντας το γεράκι ψηλά για να µη σέρνονται οι φτερούγες στο χώµα, µε γρήγορες κινήσεις το δένουµε και το αφήνουµε κάτω. Αποµακρυνόµαστε κι εκείνο ύστερα από κάποιες µάταιες προσπάθειες να δραπετεύσει, ανακαλύπτει τη βάση και ανεβαίνει µόνο του σ' αυτή. Εδώ συµβαίνει ό,τι και µε το γάντι. Ας µην ξεχνάµε ότι το γεράκι δεν έχει συνηθίσει να είναι δεµένο, ούτε έχει µάθει να κάθεται σε βάση. Καλό είναι η βάση τις πρώτες µέρες να βρίσκεται σε σκοτεινό µέρος όπου η αγριάδα του πουλιού καταλαγιάζει. Αν η βάση είναι υπαίθρια διάφορα ερεθίσµατα θα το κάνουν να αγωνίζεται να ξεφύγει από τα δεσµά του. Μερικά γεράκια φέρονται από την αρχή τόσο ήπια ώστε δεν υπάρχει λόγος να κλειστούν σε σκοτεινό χώρο. Ό,τι κι αν συµβαίνει η βάση πρέπει να τοποθετείται σε δάπεδο στρωµένο µε υλικό που δε θα φθείρει το πτέρωµα, καθώς το πουλί αναπόφευκτα λίγο ή πολύ θα χτυπιέται. Κατάλληλα υλικά είναι το χορτάρι, το ροκανίδι, το ποταµίσιο χαλίκι, η άµµος κλπ. Ξεκινώντας από το πρώτο κιόλας µάθηµα ζυγίζουµε το γεράκι, καταγράφοντας το βάρος του στο σηµειωµατάριο. Γεράκια πολύ τροµαγµένα που δε στέκονται στιγµή όρθια µπορούν να ακουµπηθούν ξαπλωµένα στη ζυγαριά για λίγα δευτερόλεπτα, έως ότου φανεί η ένδειξή. Όσα κάθονται, έστω και λίγο στο γάντι προσπαθούµε να τα κάνουµε να πισωπατήσουν στο πόστο της ζυγαριάς. Αυτές οι λεπτές κινήσεις είναι αδύνατο να εξηγηθούν καλά από ένα βιβλίο. Χωρίς τη ζωντανή βοήθεια ενός εµπειρότερου ο αρχάριος γερακάρης θα πρέπει να επιστρατεύσει όλες του τις ικανότητες µέχρι να µάθει και να αποκτήσει κάποια δεξιότητα. Η ζυγαριά πρέπει να βρίσκεται σε σκοτεινό δωµάτιο και το ζύγισµα να γίνεται µε τη βοήθεια ενός µικρού φακού.


2. Τάισµα στο γάντι

Λίγο, λίγο το αρπακτικό συνηθίζει και ο γερακάρης καταφέρνει µε υποµονή και ακινησία να το κρατήσει στο γάντι για ένα λεπτό χωρίς να χτυπηθεί. Τότε είναι που αρχίζει να του προσφέρει τροφή. Κρατά στο γάντι ένα πληθωρικό κοµµάτι κρέας, στο σηµείο που κάθεται το γεράκι, εκεί ακριβώς που πατούν τα πόδια του. Στέκεται, λοιπόν, περιµένει και ελπίζει πως σύντοµα το αρπακτικό θα δοκιµάσει την τροφή. Πόσο γρήγορα θα προχωρήσει αυτό το βήµα εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Από τον χαρακτήρα του συγκεκριµένου γερακιού. Από το µέγεθος του, όσο πιο µικρό είναι, τόσο πιο γρήγορα πεινάει και ξεπερνά τους φόβους του για να τραφεί. Από το ταλέντο του γερακάρη, την ικανότητά του να «ψυχολογεί» σωστά τον µαθητή του και χωρίς να τον ταράζει να τραβά την προσοχή του στο κρέας την κατάλληλη στιγµή µε ελαφρές κινήσεις των δαχτύλων. Γιατί όλα, σχεδόν, τα γεράκια στην αρχή δε δείχνουν να προσέχουν το κρέας. Στην πορεία ξεκινούν ρίχνοντας λοξές µατιές αλλά τραβούν το βλέµµα τους αµέσως. Κατόπιν φαίνεται µια τάση, κάτι σαν αρχή κίνησης προς την τροφή που δεν ολοκληρώνεται. Όταν έλθει, επιτέλους, η ώρα που το γεράκι θα αποφασίσει να σκύψει σχίζοντας µε το ράµφος λίγο κρέας, ο εκπαιδευτής πρέπει να κρατήσει και την αναπνοή του ακόµη. Η παραµικρή αδεξιότητα είναι ικανή να το αποτρέψει. Η πρώτη µπουκιά είναι µεγάλο βήµα. Αφού καταπιεί ένα κοµµάτι η όρεξή του αυξάνεται και συνήθως αρχίζει να τρώει µε βουλιµία, ρίχνοντας ενδιάµεσα επιφυλακτικές µατιές στον εκπαιδευτή του. Η αντίστασή του έχει πλέον καµφθεί. Σηµαντικό είναι την ώρα που δοκιµάζει την πρώτη µπουκιά να βρει κρέας µαλακό, που να κόβεται εύκολα. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να αποθαρρυνθεί, καθώς δεν αισθάνεται ακόµη άνετα να κάνει εντονότερη προσπάθεια. Το πρώτο γεύµα δεν πρέπει να είναι χορταστικό. Αν φάει πολύ ενδέχεται στο επόµενο µάθηµα να το βρούµε λιγότερο πεινασµένο και λιγότερο πρόθυµο. Όµως η ποσότητα που θα επιτρέψουµε να φάει εξαρτάται από το είδος του και από το βάρος που έχασε τις προηγούµενες µέρες. Μεγαλόσωµα είδη µε αργό µεταβολισµό αντέχουν µέρες νηστικά, χωρίς να πέφτει το βάρος τους επικίνδυνα. Ενώ ορισµένα µικρόσωµα και νευρικά πουλιά µπορεί να λιµοκτονήσουν µέσα σε δυο µέρες. Κανένα βιβλίο δε µπορεί να δώσει ασφαλείς οδηγίες πάνω σε αυτό. Απαιτείται σχολαστική παρακολούθηση και η βοήθεια ενός εµπειρότερου γερακάρη για να µη βρεθεί το γεράκι σε κίνδυνο. Έχοντας δεχτεί το πρώτο γεύµα έγινε και το πρώτο βήµα ουσιαστικής εξηµέρωσης. Κάθεται οπωσδήποτε πιο σταθερά στο γάντι, νιώθει λιγότερο κίνδυνο. Ξεπέρασε κάπως τον πανικό του. Ως αυτή την ώρα το ζυγίζαµε χρησιµοποιώντας διάφορα τεχνάσµατα. Από τώρα όµως θα προσπαθήσουµε να κάνουµε το ζύγισµα σωστά. Πριν ξεκινήσει το επόµενο µάθηµα του δίνουµε λίγα λεπτά να ηρεµήσει στο γάντι. Κατόπιν το πλησιάζουµε στο πόστο της ζυγαριάς. Με το δεξί χέρι ανασηκώνουµε την ουρά και πιέζουµε το πίσω µέρος των ταρσών στο πόστο ελπίζοντας ότι έτσι θα πισωπατήσει και θα βρεθεί πάνω. Ίσως χρειαστεί προσπάθεια. Αλλά η ιερακοτροφία δεν είναι για τους ανυπόµονους. Το ζύγισµα θα επαναλαµβάνεται κάθε µέρα πριν την εκπαίδευση. Το γεράκι θα ζυγίζεται πάντα νηστικό και τα βάρη θα


καταγράφονται µε ακρίβεια. Με την ίδια ακρίβεια θα ζυγίζουµε και την τροφή του. Το ζητούµενο είναι να µάθουµε πόσα γραµµάρια τροφής απαιτούνται για να διατηρηθεί το βάρος του σταθερό, πόσα για να αυξοµειώνεται όσο χρειάζεται κατά περίπτωση και χωρίς καµία απόκλιση. Εδώ δε χωρούν λάθη. Η φύση κάθε κυνηγού, κάθε σαρκοβόρου ζώου είναι τέτοια που αντέχει τη νηστεία. Στην άγρια κατάσταση δεν κατορθώνουν πάντοτε να βρίσκουν τροφή. Όµως πολλά νεαρά γεράκια πεθαίνουν στον πρώτο τους χειµώνα. Το δικό µας γεράκι δεν υπόκειται στους νόµους της ελεύθερης επιβίωσης αλλά στη δική µας ευθύνη και είναι ανεπίτρεπτο να κινδυνεύσει από αµέλεια ή απειρία. Η ζωή του δε στηρίζεται στις δυνάµεις του και δεν µπορεί να αγωνιστεί για αυτήν. Περνούν οι µέρες και το γεράκι τρώει άνετα πια στα χέρια µας. Μπορούµε λοιπόν να συνεχίσουµε την εκπαίδευση σε εξωτερικούς χώρους. Τώρα πρέπει να µάθει να τρέφεται στο θορυβώδες ύπαιθρο. Να συνηθίσει τους περαστικούς, τα αυτοκίνητα, τα παιγνίδια των σκύλων κλπ. Αν αυτό καθυστερήσει και το πουλί εξηµερωθεί αποµονωµένο θα µάθει µόνο τη δική µας παρουσία. Τότε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να δεχτεί άλλα ερεθίσµατα. Έτσι λοιπόν το κρατάµε στο γάντι µε πρόσφορο κρέας και καθόµαστε στη βεράντα µε την οικογένεια. Στην αρχή θα κοιτάζει έντροµο το κάθε τι. Ένας δίσκος που φθάνει στο τραπέζι γεµάτος ποτήρια, τα απλωµένα σεντόνια που ανεµίζουν πιο κει είναι για το γεράκι µας µορφές τερατώδεις. Θα περάσει κάποιος χρόνος για να πειστεί πως είναι ακίνδυνες. Όπως πριν, έτσι και τώρα θα έρθει η στιγµή που ξεπερνώντας τα όλα αρχίζει να τρώει. Ό,τι δει τώρα θα το ξέρει για πάντα. Ό,τι αµελήσουµε θα το φοβάται και ίσως σταθεί αιτία για την απώλειά του όταν πετάξει ελεύθερο. Αν, για παράδειγµα, εξηµερωθεί χωρίς την παρουσία σκύλου, η ξαφνική εµφάνιση ενός αδέσποτου στο βουνό µπορεί να κάνει το γεράκι µας να εξαφανιστεί. Το επόµενο στάδιο είναι να περπατάµε µε το γεράκι στο χέρι γνωρίζοντάς του ολοένα και περισσότερα πράγµατα του κόσµου µας. Ίσως δεν είναι ακόµη ατάραχο, αλλά είναι δεκτικό και δεν χρειάζεται να πεινάσει επιπλέον, προς το παρόν. 3. Ανεβαίνοντας στο γάντι

Όταν το αρπακτικό έχει ηµερέψει τόσο ώστε χωρίς καµιά επιφύλαξη αρχίζει αµέσως να τρώει µόλις βάζουµε στο γάντι µας τροφή, µπορούµε να ξεκινήσουµε την εκπαίδευση. Είναι το βήµα που θα κάνει από το πόστο του για να ανέβει στο γάντι και να φάει το κρέας που του προσφέρουµε. Όπως τις προηγούµενες µέρες το παίρνουµε από τη βάση του, το ζυγίζουµε, σηµειώνουµε το βάρος κι έπειτα του δίνουµε λίγες µπουκιές φαΐ. Η λήψη αυτής της ελάχιστης ποσότητας είναι χρήσιµη γιατί ενεργοποιεί το πεπτικό του σύστηµα και το πουλί αισθάνεται περισσότερη πείνα. Κατόπιν το τοποθετούµε σε ένα βολικό ξύλο, περίπου στο ύψος του αγκώνα µας (φωτ. 1) ενώ έχουµε δεµένο το σχοινάκι του στον κρίκο του γαντιού. Αν το γεράκι προσπαθήσει να πετάξει αναστατωµένο από αυτούς τους χειρισµούς, µε προσοχή το επαναφέρουµε στη θέση του. Στη συνέχεια προτείνουµε το γάντι µε αρκετή τροφή και σε απόσταση τέτοια που να µην µπορεί να την φτάσει µε το ράµφος αλλά να χρειάζεται να «περπατήσει» ανεβαίνοντας πάνω του. Ανάλογα µε τον χαρακτήρα τους, άλλα γεράκια πιάνουν µε το ένα πόδι το κρέας και φέρνουν


ύστερα το άλλο, ενώ άλλα πηδούν στο γάντι κατευθείαν. Έχω προσέξει ότι εάν το πόστο είναι οριζόντια µπάρα η διαδικασία επιβραδύνεται. Το γεράκι από την αµηχανία του πηγαινοέρχεται αριστερά-δεξιά και δεν αποφασίζει να κάνει το βήµα. Αν όµως η έκταση του ξύλου είναι µικρή αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και έρχεται συντοµότερα. Μου έχει τύχει επίσης ένα γεράκι που έτρωγε µε µεγάλη όρεξη στο γάντι αλλά δεν έδειχνε καµία διάθεση να έλθει σ' αυτό. Περίµενα µέρες ώσπου κατέφυγα σε ένα πολύ αποδοτικό τέχνασµα. Άφησα το γάντι µε κρέας µπροστά στη βάση του κι αποµακρύνθηκα. Το γεράκι πήδηξε και έφαγε κατευθείαν. Ύστερα από τρεις τέτοιες επαναλήψεις φόρεσα πάλι το γάντι και ανταποκρίθηκε. Όταν τελικά το γεράκι κάνει αυτό που του ζητάµε για πρώτη φορά, του επιτρέπουµε να πάρει µερικές καλές µπουκιές, να ανταµειφθεί για την πρόοδό του. Κατόπιν το επιστρέφουµε στο πόστο του και το φωνάζουµε πάλι. Τρεις φορές αν έλθει είναι αρκετό για να ολοκληρωθεί το µάθηµα. Αν όµως αρνείται και µοιάζει να αισθάνεται άβολα, το παίρνουµε και αφήνουµε να φάει τη µερίδα της ηµέρας ελαφρά µειωµένη. Θέλουµε στο επόµενο µάθηµα να αδυνατίσει λίγο, να πεινάσει περισσότερο και να ξεπεράσει τον δισταγµό του. Τα µαθήµατα πρέπει να γίνονται τις δροσερές ώρες της µέρας. Η ζέστη είναι άσχηµη συνθήκη και τα πουλιά φέρονται ανόρεκτα. Αν κανείς κρίνει ότι το γεράκι του ανταποκρίθηκε καλά στο πρωινό µάθηµα, µπορεί να φυλάξει τη µισή από την ηµερήσια τροφή για ένα δεύτερο µάθηµα το απόγευµα. Σε αυτήν την περίπτωση φροντίζουµε το κρέας να δίνεται καθαρό, χωρίς φτερά και κόκαλα. Αφού οι ώρες που θα µεσολαβήσουν είναι λίγες και δεν θέλουµε να περιέχει η σγάρα του αχώνευτο υλικό, κάτι που κάνει τα γεράκια κάπως νωθρά. 4. Πηδώντας στο γάντι

Αφού το γεράκι µας έχει µάθει πια να ανεβαίνει στο γάντι χωρίς δισταγµό, προχωράµε στην επόµενη κίνηση που είναι να πηδήξει σε αυτό από µια µεγαλύτερη απόσταση. Εφαρµόζουµε ό,τι ακριβώς και στο προηγούµενο µάθηµα. Θέλουµε τώρα να έλθει κατά κάποιον τρόπο «πετώντας», να διανύσει δηλαδή το ελάχιστο διάστηµα αέρα ανάµεσα στο πόστο του και στο γάντι χρησιµοποιώντας τα φτερά του, όχι τα πόδια του. Αν αρνηθεί επίµονα, τότε του ζητάµε να έλθει µε τον τρόπο που ξέρει και το ταΐζουµε λιγότερο ώστε την επόµενη µέρα να φανεί πιο πρόθυµο. Το βάρος που ίσως χρειαστεί να χάσει κυµαίνεται ανάλογα µε το είδος και το πάχος του γερακιού τη συγκεκριµένη στιγµή. Για ένα αρσενικό Ξεφτέρι δύο-τρία γραµµάρια µπορεί να αρκούν ενώ για έναν θηλυκό Χρυσαετό µπορεί τα εκατό γραµµάρια να είναι λίγα. Και ένας αϊτός χάνει πολύ πιο δύσκολα βάρος από ένα ξεφτέρι. Χρειάζεται µεγάλη προσοχή ο χειρισµός του βάρους για να µη βλαφτεί το αρπακτικό. Και ο αρχάριος εκπαιδευτής πρέπει να έχει στα χέρια του ένα κατάλληλο είδος γερακιού για να ξεκινήσει. Όποτε ζητάµε από το γεράκι µας να κάνει ένα βήµα παραπάνω αρχίζουµε πρώτα από εκείνο που ήδη ξέρει να κάνει για να του δώσουµε θάρρος. Συνεπώς τώρα, αφού το πάρουµε από τη βάση του και το ζυγίσουµε, θα το καλέσουµε µία φορά να «περπατήσει» στο γάντι και να φάει µερικές µπουκιές.


Ύστερα το ξανατοποθετούµε στο πόστο και µεγαλώνοντας την απόσταση τόσο που να µη φτάνει να ανεβάσει το πόδι περιµένουµε να πεταρίσει και µε ένα µικρό άλµα να βρεθεί στο γάντι. Αν δεν έρθει αµέσως περιµένουµε λίγο. Αν η προσοχή του περισπάται από τη γύρω κίνηση, κουνάµε ελαφρώς τον αντίχειρα του γαντιού για να ξανακοιτάξει το κρέας. Αν, παρόλα αυτά, καθυστερεί κρύβουµε το γάντι πίσω από την πλάτη µας και αφήνουµε να περάσει λίγη ώρα πριν το ξαναπροτείνουµε, για να ανανεωθεί το ερέθισµα. Όταν έρθει το αφήνουµε να πάρει λίγη τροφή και επαναλαµβάνουµε την άσκηση. Στις τρεις ή τέσσερις φορές σταµατάµε, αλλιώς µπορεί να βαρεθεί. Αν η ανταπόκριση είναι αργή το µάθηµα τελειώνει για να συνεχιστεί την επόµενη µέρα. Αν ανταποκρίνεται πρόθυµα µεγαλώνουµε την απόσταση µέχρι εκεί που επιτρέπει το σχοινάκι. Συνήθως τα γεράκια από τη δεύτερη µέρα έχουν ήδη µάθει καλά το µάθηµα. 5. Εκπαίδευση µε τον σπάγκο

Τώρα το γεράκι µόλις του δείξουµε το γάντι πηδά µόνο του. Έτσι το παίρνουµε αβίαστα από τη βάση δίνοντας του ένα αµελητέο ίχνος τροφής που να µην επηρεάσει το ζύγισµα. Κατόπιν το ζυγίζουµε και πηγαίνουµε στο χώρο εκπαίδευσης, αφαιρούµε το σχοινάκι και δένουµε στο στριφτάρι τον σπάγκο. Μολονότι η άλλη άκρη του σπάγκου είναι δεµένη σε κάποιο γερό αντικείµενο, πρέπει ο εκπαιδευτής να µειώσει το µήκος του πατώντας το σπάγκο µε το πόδι στο σηµείο που θα σταθεί για να φωνάξει το γεράκι. Γιατί το πουλί είναι άµαθο και ίσως αποφασίσει να πετάξει µακριά, κάτι που αν ο σπάγκος ήταν ελεύθερος θα το προσγείωνε απότοµα έπειτα από σαράντα µέτρα ή θα το έµπλεκε ψηλά σε κάποιο κλαδί. Ξεκινάµε λοιπόν καλώντας το γεράκι να πηδήξει στο γάντι όπως στο προηγούµενο µάθηµα. Το ανταµείβουµε και το επιστρέφουµε στο πόστο του. Αν η απόσταση για αυτό είναι περίπου ένα µέτρο, η πρώτη επανάληψη θα γίνει από το ενάµιση µέτρο. Κρύβουµε το γάντι µε το κρέας πίσω από την πλάτη µας και πισωπατάµε πάνω στο απλωµένο σπάγκο. Σταµατάµε στο επιλεγµένο σηµείο και εµφανίζουµε το γάντι. Αν το γεράκι διστάσει και καθυστερεί τεντώνουµε λίγο το γάντι µπροστά να πλησιάσει και τότε είναι βέβαιο ότι θα έρθει. Αν το γεράκι δείχνει µεγάλη προθυµία και αδηµονεί για το γάντι, δοκιµάζουµε αµέσως από µεγαλύτερη απόσταση. Το ενάµιση αρχικό µέτρο γίνεται τρία µέτρα, ύστερα τέσσερα κλπ. Αν η ανταπόκριση είναι ικανοποιητική αλλά όχι άριστη, αν δηλαδή το γεράκι κάνει αυτό που του ζητάµε αλλά όχι αυτόµατα, τότε η αύξηση των αποστάσεων γίνεται ανά µισό µέτρο ή και λιγότερο. Αλλιώς το επιφυλακτικό γεράκι που ξεκινά να έλθει από µακριά είναι πιθανό πλησιάζοντας να µας φοβηθεί και να αλλάξει κατεύθυνση πέφτοντας, βέβαια, στο έδαφος από τον σπάγκο, κάτι που το αναστατώνει και ανακόπτει την πρόοδό του. Μέσα στις επόµενες δύο-τρεις ηµέρες το αρπακτικό θα εξαντλήσει όλο το µήκος του σπάγκου. Από αυτή τη στιγµή και στο εξής ο εκπαιδευτής αρχίζει να χρησιµοποιεί τη σφυρίχτρα. Κάθε φορά που δείχνει το γάντι και καλεί το γεράκι να πετάξει σε αυτόν θα σφυρίζει. Σύντοµα το πουλί συνδυάζει το συγκεκριµένο ήχο µε την τροφή που του προσφέρουµε. Αργότερα που θα πετάει ελεύθερο, ακούγοντας το οικείο σφύριγµα θα έρχεται κοντά στον εκπαιδευτή του.


Η ολοκλήρωση αυτού του σταδίου συντελείται µόνον όταν το γεράκι φέρεται µε απόλυτη σταθερότητα. Αυτό σηµαίνει ότι καθώς αποµακρυνόµαστε έχει το βλέµµα του καρφωµένο σε µας, τίποτε δεν αποσπά την προσοχή του και περιµένει µε µεγάλη ένταση το φανέρωµα του γαντιού. Τότε πετά και κάθεται στο χέρι µας κατευθείαν, χωρίς τον παραµικρό δισταγµό. Τα περισσότερα γεράκια ξεκινούν να έρχονται προς εµάς πριν φτάσουµε στο τέλος του σπάγκου κι αν δεν προλάβουµε να τους δείξουµε το γάντι κάθονται στον ώµο ή στο κεφάλι µας ψάχνοντας µε τα µάτια να ανακαλύψουν το κρυµµένο γάντι. Αυτή η συµπεριφορά είναι απόλυτα θετική, δείχνει ότι το πουλί δέθηκε µαζί µας και µας επιδιώκει τολµηρά, ή και µε θράσος ακόµη. Για να µπορέσουµε όµως να συνεχίσουµε την εκπαίδευση θα χρειαστεί να τρέχουµε ως το τέλος του σπάγκου προσπαθώντας να προλάβουµε το πέταγµα του πουλιού. Πάντοτε κρύβουµε καλά το γάντι που αν µας ξεφύγει έστω λίγο και θεαθεί το γεράκι θα ξεκινήσει πρόωρα. Μερικές φορές το θέαµα είναι αστείο, να µη µπορεί ο γερακάρης να αποµακρυνθεί από το γεράκι του βήµα, αλλά είναι και ευτυχές γιατί δίνει ένα αίσθηµα απόλυτης ασφάλειας, τη βεβαιότητα ότι σε λίγο θα πετάξει ελεύθερο έχοντας το νου του µονάχα σε αυτόν. 6. Οµοιώµατα

Η χρήση των οµοιωµάτων βοηθά να καλέσουµε ένα απρόθυµο γεράκι κοντά µας. Γεράκια που τρόµαξαν από κάτι ξαφνικό ή από λάθος του γερακάρη πάχυναν και δεν πεινούν καθόλου, συνήθως αρνούνται να έλθουν στο γάντι. Αλλά όταν αντικρίσουν το οµοίωµα διεγείρεται το κυνηγετικό τους ένστικτο, ξεπερνούν το φόβο ή τη νωθρότητά τους και επιτίθενται. Ανάλογα µε το θήραµα που προορίζονται να κυνηγήσουν χρησιµοποιούµε το αντίστοιχο οµοίωµα. Έτσι ένα ∆ιπλοσάϊνο που προορίζεται για το κυνήγι κορακοειδών θα µάθει να επιτίθεται και να αρπάζει στον αέρα ένα ζευγάρι φτερούγες κορακιού, ενώ ένας αετός που θα κυνηγήσει λαγούς θα ξεκινήσει από ένα γκρίζο οµοίωµα κουνελιού. Εκτός από τα πολύ µικρόσωµα είδη, όπως το Ξεφτέρι, που κυνηγούν µόνο πουλιά, τα υπόλοιπα Φαρδύφτερα, Κοντόφτερα γεράκια και οι Αετοί καλό είναι να εξοικειωθούν τόσο µε το φτερωτό, όσο και µε το γουνοφόρο οµοίωµα. Εφόσον το γεράκι ανταποκρίνεται άψογα στα καλέσµατά µας στο γάντι, προχωρούµε στην εκπαίδευση του οµοιώµατος. Στο οµοίωµα κουνελιού αφήνουµε πάντα την ουρά και πριν το τέλος του άλλου άκρου δένουµε περιµετρικά, σφιχτά ένα κοµµάτι σπάγκου που εισχωρώντας κατά κάποιον τρόπο στο σώµα του οµοιώµατος σχηµατίζει ένα υποθετικό «κεφάλι» (Φωτ.5). Με τις ελεύθερες άκρες του σπάγκου δένουµε µια παχιά λωρίδα µοσχαρίσιου κρέατος. Έτσι το γεράκι θα µάθει να πιάνει το θήραµά του από το κεφάλι, όχι από την ουρά, για να είναι η επίθεση αποτελεσµατική. Τοποθετούµε το γεράκι στο πόστο εκπαίδευσης, αποµακρυνόµαστε λίγα βήµατα και ρίχνουµε το οµοίωµα στο έδαφος. Η θέση µας πρέπει να είναι πλάγια, ποτέ πίσω από το οµοίωµα, κάτι που θα έκανε το γεράκι διστακτικό. Καθώς το αρπακτικό βλέπει το κρέας πάνω σε ένα άγνωστο για αυτό αντικείµενο, πηδά στο χώµα και ανεβαίνει πάνω του περπατώντας. Αρχίζει να τρώει και όσο τρώει τόσο τα νύχια του πιέζονται στο ψεύτικο θήραµα. Ώσπου


να τελειώσει τη µερίδα η επιθετικότητα του ξυπνά, σφίγγει τα δάχτυλά του εκδηλώνοντας για πρώτη φορά τη φονική του φύση. Αν δε φερθεί έτσι από την αρχή, θα το κάνει οπωσδήποτε στην πορεία. Ο εκπαιδευτής περιµένει µε υποµονή ώσπου το αρπακτικό να καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλο κρέας και ύστερα µε προσοχή γονατίζει πλάι του δείχνοντας το γάντι µε ένα µεγάλο κοµµάτι ορτυκιού. Το κρέας του ορτυκιού είναι πιο νόστιµο από το µοσχαρίσιο, έτσι το γεράκι µάς συνδέει µε µια γεύση καλύτερη από αυτή που κρατά στα νύχια του. Βλέποντας το γάντι µε το κρέας το γεράκι δελεάζεται και µάς επιτρέπει να πλησιάσουµε χωρίς να φοβάται ότι θα του κλέψουµε το πολύτιµο θήραµά του. Σιγά, σιγά, όσο πιο διακριτικά µπορούµε, τείνουµε το χέρι και ακουµπάµε το γάντι στο στέρνο του γερακιού κρύβοντας το οµοίωµα. Έπειτα µε το δεξί, γυµνό χέρι πιάνουµε το οµοίωµα και το κρατάµε γερά στο έδαφος. Αρχικά το γεράκι θα προσπαθήσει να φάει από το γάντι χωρίς να ξεκολλήσει τα πόδια του από το οµοίωµα. Βλέποντας όµως ότι έτσι δε µπορεί να κόψει το κρέας που εµείς κρατάµε σφιχτά στα δάχτυλά µας, θα επιχειρήσει να ανεβάσει τα πόδια του στο γάντι µαζί µε το «κουνέλι». Η αντίσταση του δεξιού µας χεριού δεν τού το επιτρέπει και ύστερα από λίγο αφήνει το ένα πόδι και πατά στο γάντι. Εµείς επιµένουµε να κρατάµε το οµοίωµα στο χώµα µέχρι να ελευθερώσει και το άλλο πόδι για να βρεθεί πια στο γάντι απολαµβάνοντας το κρέας. Σε όλη αυτή τη διάρκεια οι κινήσεις µας πρέπει να είναι υποµονετικές, αλλιώς το γεράκι θα αποκτήσει µια µόνιµη νευρικότητα απέναντί µας, όποτε προσπαθούµε να το πάρουµε από το οµοίωµα. Αργότερα όταν θα πιάσει ένα αληθινό θήραµα το πλησίασµά µας θα είναι δυσάρεστο και ίσως πετάξει µε τη λεία του µακριά. Πολλά αρπακτικά διατηρούν µιαν επιφύλαξη και χρειάζονται κάποιες µέρες πριν ξεθαρρέψουν κανονικά προς το οµοίωµα. Όπως και αν έχει µέσα σε µια εβδοµάδα όλα τα γεράκια µαθαίνουν και ορµούν πάνω του ως το τέλος του σπάγκου, απόσταση δηλαδή σαράντα µέτρων. Όσο περισσότερο παθιάζονται µε αυτό το παιχνίδι, τόσο πιο δύσκολα αφήνουν το «θήραµα». Ένα κοµµάτι µουσαµά που τοποθετείται πάνω στο οµοίωµα, σκεπάζοντάς το, διευκολύνει αρκετά να ανεβάσουµε το γεράκι στο γάντι. Στην εφαρµογή όλων αυτών ένας αρχάριος θα δυσκολευτεί και θα περάσει αρκετός καιρός έως ότου οι χειρισµοί γίνουν άνετοι. Προς το τέλος του εκπαιδευτικού σταδίου το γεράκι ξεχύνεται και γραπώνει το οµοίωµα πριν προλάβει σχεδόν να πέσει στο έδαφος. Το φτερωτό οµοίωµα δε διαφέρει καθόλου από το οµοίωµα κουνελιού στη διαδικασία εκπαίδευσης. Προσωπικά διαλέγω να µάθω στο γεράκι µου πρώτα το φτερωτό οµοίωµα γιατί ο όγκος του είναι µικρότερος, µεταφέρεται εύκολα, είναι πιο εύχρηστο. Όταν το πουλί µάθει να το κυνηγά µε πάθος αρχίζω να το πετάω ελεύθερο και έπειτα από λίγες µέρες ξεκινώ τη δουλειά στο «κουνέλι». Είναι καλύτερα να αρχίζει κανείς µε το φτερωτό, επιπλέον, γιατί γλιστρά χωρίς µεγάλη δυσκολία από το σφίξιµο του αρπακτικού, ενώ το «κουνέλι» δέχεται όλη τη δύναµη των νυχιών του και χρειάζεται µεγαλύτερη προσπάθεια, πράγµα που δε βοηθά καθόλου όταν γεράκι και γερακάρης κάνουν τα πρώτα τους βήµατα. Αργότερα το γεράκι έχοντας συνηθίσει στα πλησιάσµατα του γερακάρη αντιδρά πιο ήπια.


Όποιον από τους δύο τύπους οµοιώµατος και αν επιλέξει κανείς στην αρχή, πάντως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δουλέψει και τους δύο ενόσω το γεράκι είναι ακόµη δεµένο µε σπάγκο. Πάντα λοιπόν µε ένα οµοίωµα ξεκινάµε και εισάγουµε το δεύτερο στην πορεία όταν το γεράκι πετά ελεύθερο. Το µόνο σηµείο που διαφέρουν τα δυο οµοιώµατα είναι ότι το φτερωτό θα πρέπει να το πιάνει και στον αέρα, όπως θα κάνει µε τα πουλιά που πρόκειται να κυνηγήσει στο µέλλον. Όταν, λοιπόν, µάθει να του επιτίθεται άµεσα και αποφασιστικά από κάθε απόσταση, πλησιάζουµε το γεράκι κοντά και αφήνουµε το οµοίωµα να κρέµεται µετέωρο στο πλάι µας. Μόλις το αρπάξει αφήνουµε το σχοινάκι για να πέσουν γεράκι και οµοίωµα στο έδαφος οµαλά. Στη συνέχεια επαναλαµβάνουµε αυξάνοντας την απόσταση. Αφού µάθει καλά να το βουτά µετέωρο από µακριά, αρχίζουµε να δίνουµε στο οµοίωµα µιαν αµυδρή εκκρεµή κίνηση. Φτάνοντας το γεράκι και τη στιγµή ακριβώς που πρέπει, συγχρονίζουµε το εκκρεµές ώστε να κινηθεί αντίθετα προς την πορεία του γερακιού και να το αρπάξει µπροστά µας. Σταδιακά δυναµώνουµε την κίνηση ώσπου πια γεράκι και οµοίωµα συναντώνται ψηλά, πάνω από το κεφάλι µας. Όταν το γεράκι είναι συνεπαρµένο από το ψεύτικο κυνήγι του οµοιώµατος, ενώ έρχεται ανεπιφύλακτα µόλις το καλούµε στο γάντι και έχει απόλυτα ταυτίσει τον ήχο της σφυρίχτρας µε αυτά, η εκπαίδευση στον σπάγκο ολοκληρώνεται. Είµαστε πια κοµµάτι του ενστίκτου του. Όσο έντονα κι ανυπόµονα περιµένει ένα άγριο γεράκι τον ερχοµό των φυσικών του γονιών για να φάει, τόσο το εξηµερωµένο γεράκι έχει το νου του επάνω µας. Στο εξής δεν πρέπει µε κανέναν τρόπο να διαταράξουµε αυτή την εµπιστοσύνη. 7. Τελευταία δοκιµή

Το γεράκι µας είναι τώρα έτοιµο για την πρώτη ελεύθερη πτήση. Τα είδη των Κοντόφτερων και Φαρδύφτερων αρπακτικών έχουν την τάση να κάθονται σε δέντρα. Μέχρι σήµερα το πουλί που εκπαιδεύουµε δεν γνώρισε τίποτε άλλο από τη βάση του και τα κλαδιά του κλουβιού που γεννήθηκε. Η συµπεριφορά του ήταν άψογη στην εκπαίδευση από το χαµηλό πόστο στο γάντι. Πριν ελευθερωθεί πρέπει να διαπιστώσουµε αν θα ανταποκριθεί εξίσου και από το ψηλό κλαδί ενός δέντρου. Υπάρχει το ενδεχόµενο αν πετάξει και βρεθεί σε ένα µεγάλο δέντρο να ξελογιαστεί από τη θέα και το ύψος, να µεθύσει από αυτές τις πρωτόγνωρες οµορφιές και να µην επιστρέψει σε εµάς. Για να αποφύγουµε αυτόν τον κίνδυνο, όσο είναι ακόµη δεµένο στο σπάγκο, θα δοκιµάσουµε να το φωνάξουµε από ένα κλαδί ψηλό όσο φτάνει το χέρι µας. Κάτω η γη πρέπει να είναι γυµνή από θάµνους και άλλα εµπόδια που θα µπορούσαν να µπλέξουν το σπάγκο. Επειδή το γεράκι µεταφέρθηκε στο µέρος της τελευταίας δοκιµής µέσα στο κουτί του, ίσως είναι λίγο αναστατωµένο. Πρέπει να το κρατήσουµε λίγη ώρα στο γάντι να ηρεµήσει και αφού του προσφέρουµε δυο µπουκιές κρέας θα το τοποθετήσουµε στο δέντρο. Ύστερα θα αποµακρυνθούµε γύρω στα είκοσι µέτρα και θα αφήσουµε να περάσουν λίγες στιγµές, να βρει τον εαυτό του µέσα στο νέο περιβάλλον, πριν το καλέσουµε στο γάντι. Κατόπιν σφυρίζουµε σηκώνοντας ταυτόχρονα το γάντι µε την τροφή. Αν το γεράκι πετάξει αµέσως σε εµάς, κάνουµε άλλη µια επανάληψη από µεγαλύτερη απόσταση, σαράντα µέτρα περίπου και είµαστε έτοιµοι να το ελευθερώσουµε. Αν καθυστερεί και δείχνει διάθεση να πετάξει προς τα ψιλότερα κλαδιά, τότε


πλησιάζουµε ευγενικά, το φωνάζουµε στο γάντι και επιστρέφουµε σπίτι. Την ηµέρα αυτή το ταΐζουµε λιγότερο ώστε την επόµενη να αυξηθεί η πείνα του και ξαναδοκιµάζουµε. Όταν στον τόπο που θα πετάξει ελεύθερο για πρώτη φορά ανταποκρίνεται σωστά από τα κλαδιά ενός δέντρου, το γεράκι είναι έτοιµο. Οι δοκιµές πρέπει να γίνονται µε ηρεµία. Όπως είπαµε το γεράκι δεν έχει ξαναµπεί στο κουτί για να µεταφερθεί µε αυτοκίνητο στον τόπο εκπαίδευσης. Όντας ασυνήθιστο ίσως ταραχτεί λίγο και πρέπει να είµαστε σε θέση να διακρίνουµε αυτήν την ταραχή από την όχι ολοκληρωµένη εκπαίδευση. Μπορεί ένα Χάρρις να µπει στο κουτί δελεασµένο από λίγο κρέας, αλλά όταν κλείσουµε την πόρτα και µέχρι να φτάσουµε στο σηµείο της δοκιµής, το πουλί υφίσταται µιαν ασυνήθιστη µεταχείριση. Κάποια γεράκια αντιδρούν τόσο έντονα, που στη συνέχεια µας αρνούνται τελείως και φτεροκοπούν να φύγουν µακριά. Σε τέτοια περίπτωση αναβάλουµε την εκπαίδευση. Τα ταΐζουµε στο γάντι µόλις ηρεµήσουν. ∆ίνουµε µειωµένη τροφή για να αυξήσουµε την πείνα τους στην επόµενη δοκιµή. Συνεχίζουµε έτσι καθηµερινά έως ότου εξοικειωθούν µε τη µεταφορά τους. Το πρόβληµα ξεπερνιέται εύκολα µε τη χρήση της κουκούλας. ∆υστυχώς όµως τα περισσότερα γεράκια αυτής της κατηγορίας αρνούνται πεισµατικά να τη φορέσουν, κάτι που ο αρχάριος εκπαιδευτής οφείλει να σεβαστεί και να µην επιµείνει ύστερα από κάποιες προσπάθειες. Παρόλη την αρχική αντίδραση όλα σχεδόν τα γεράκια στο τέλος αγαπούν το κουτί τους γιατί το συνδέουν µε ελεύθερο πέταγµα στο δάσος. Μόλις ανοίγει η πόρτα βιάζονται να πηδήξουν µέσα. Και όλοι οι ιδιοκτήτες Χάρρις που ξέρω αναγκάζονται να κρύβουν τα κουτιά µέσα σε θάµνους επειδή τα γεράκια αντί να τους ακολουθούν πηγαίνουν και κάθονται εκεί. 8. Πετώντας ελεύθερο

Για τον γερακάρη είναι µια έντονη στιγµή η ώρα που λύνει το γεράκι και το αφήνει να πετάξει ελεύθερο, γεµάτη αγωνία και συγκίνηση. Τόσον καιρό προσπάθησε µε την τέχνη του να εξηµερώσει το άγριο πλάσµα, να το κερδίσει. Τώρα περιµένει να δει αν θα γυρίσει πίσω σ' αυτόν ή θα πετάξει µακριά του. Οι συνθήκες πρέπει να είναι σωστές. Αποφεύγουµε τις ζεστές ώρες της µέρας, καθώς και το απόγευµα. Αν κάτι δεν πάει καλά πρέπει να έχουµε µπροστά µας αρκετό καιρό να ψάξουµε το γεράκι, ενώ το απόγευµα ακολουθεί η νύχτα και δε µπορεί κανείς να κάνει τίποτε στο σκοτάδι. Επίσης αναβάλουµε την πρώτη ελεύθερη πτήση όταν προµηνύεται βροχή και όταν φυσά δυνατός αέρας. Ο αέρας µπορεί να παρασύρει ένα άµαθο αρπακτικό πολύ µακριά, ακριβώς επειδή δεν ξέρει να πλέει σ' αυτόν, ούτε έχει τη δύναµη να τον παλέψει. Στη αρχή δεν υπάρχει λόγος να κάνουµε τίποτε άλλο από ό,τι κάναµε ως τώρα. Αφαιρούµε τον σπάγκο και οπωσδήποτε το στριφτάρι, για να µη µπλεχτεί πουθενά κι αφήνουµε το γεράκι στο κλαδί του. Για λίγες µέρες αισθανόµαστε ανακουφισµένοι από τους περιορισµούς και τα µπερδέµατα του σπάγκου αλλά δεν αυξάνουµε πολύ τις αποστάσεις που το καλούµε. Ήρεµα και αβίαστα το αφήνουµε σε δέντρα, επιτρέποντάς του να αλλάζει θέσεις, να φτιάχνει τα φτερά του και να απολαµβάνει την ελευθερία του. Πότε το


φωνάζουµε να πάρει µια µπουκιά, πότε καθόµαστε κάτω από το κλαδί του χαζεύοντας και εµείς τη φύση. Από την ώρα που ένα γεράκι πετάει ελεύθερο η σχέση του µε τον γερακάρη τελειοποιείται. Έξω από το άγχος της εκπαίδευσης, µε τα σχοινάκια και τα «πηγαινέλα» η ζωή του γίνεται ένα παιγνίδι. Καταλαβαίνει πως είµαστε για αυτό κάτι ευχάριστο. Εµείς το οδηγούµε στο δάσος να χαρεί το πέταγµα και το κυνήγι, εµείς του παρέχουµε τροφή και έναν ασφαλή τόπο να κουρνιάζει. Κυλώντας έτσι χαλαρά οι πρώτες µέρες, πρέπει σιγά, σιγά να µάθει να µας ακολουθεί. Φεύγουµε λοιπόν από το δέντρο που κάθεται και περπατάµε ως ένα επόµενο δέντρο, όχι µακρύτερα από πενήντα µέτρα, προς το παρόν. Εκεί στεκόµαστε και περιµένουµε λίγα λεπτά. Αν έλθει µόνο του και καθίσει στο δέντρο πάνω µας, αφήνουµε να περάσει µισό λεπτό κι έπειτα το φωνάζουµε στο γάντι για ένα κοµµάτι κρέας. Αν δεν έρθει µόνο του δοκιµάζουµε να το παροτρύνουµε µε δυο-τρία σφυρίγµατα, χωρίς να του δείξουµε γάντι. Εάν και πάλι αδιαφορεί σηκώνουµε το γάντι, µόλις ξεκινήσει να έρχεται το κρύβουµε πίσω µας και το γεράκι κάθεται σε κάποιο κοντινό κλαδί. Στη συνέχεια το ανταµείβουµε µε λίγο φαΐ και το επιστρέφουµε στο δέντρο. Περιµένουµε όπως πριν και ύστερα βαδίζουµε πάλι ως το επόµενο δέντρο, επαναλαµβάνοντας την ίδια πρακτική και προσέχοντας πάντα να δίνουµε στο γεράκι χρόνο να ξεκουράζεται και να ηρεµεί. Ύστερα από δέκα µέρες το πουλί θα ακολουθεί αρκετά καλά στους περιπάτους µας και διαρκώς θα βελτιώνεται. Στην περίπτωση που φυσά κάποιο αεράκι είτε στο διάστηµα που εκπαιδεύεται µε τον σπάγκο, είτε αργότερα στα πρώτα βήµατα ελευθερίας, φωνάζουµε πάντα το γεράκι κόντρα, µε τον άνεµο δηλαδή να τού φυσά το στήθος. Οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση, µε τον αέρα πλάγια ή από πίσω θα δυσκολέψει τα πράγµατα. Καθώς µαθαίνει να µας ακολουθεί, συχνά αντί να πηγαίνει σε δέντρα, κάθεται δίπλα στα πόδια µας, στη γη. Είναι λάθος να το ανταµείβουµε ενθαρρύνοντας αυτή την «επαίτικη» συµπεριφορά. Με τον ίδιο τρόπο που ο κακοµαθηµένος σκύλος κάθεται µπροστά στο οικογενειακό τραπέζι και ζητιανεύει, ένα κακοµαθηµένο γεράκι, αντί να πετά ψηλά ερευνώντας τη φύση περπατάει δίπλα µας σαν κότα που ζητάει στάρι. Από την αρχή λοιπόν παίρνουµε το γεράκι και το αφήνουµε ψηλά στο κοντινότερο δέντρο, δίνοντας τροφή µόνον όταν έρχεται από ψηλά. Κάτι που επίσης πρέπει να αποφεύγεται, εκτός ίσως από το πρώτο δεκαήµερο, είναι να ταΐζεται το γεράκι όταν έρχεται στον γερακάρη χωρίς να το έχει φωνάξει. Και εδώ κινδυνεύει να αποκτήσει άσχηµη συνήθεια, καταλήγοντας ο περίπατος να είναι γεµάτος από τέτοια ενοχλητικά «πηγαινέλα». Τέλος πρέπει να θυµόµαστε να αλλάζουµε τα λουριά βάσης µε τα λουριά πτήσης που δεν έχουν στις άκρες τους σχισµές και δεν µπλέκονται στα κλαριά των δέντρων ή στα αγκάθια των βάτων. Στη διάρκεια των περιπάτων έχουµε µαζί µας την τροφή της ηµέρας που είναι τόση όση έχουµε καταλήξει ότι χρειάζεται το αρπακτικό για να µένει το βάρος του σταθερό. Ανάλογα µε το µέγεθος του πουλιού κόβουµε το κρέας σε τεµάχια και κάθε φορά που το καλούµε τρώει ένα από αυτά. Για ένα Χάρρις τα κοµµάτια µπορεί να έχουν µέγεθος αµυγδαλόψιχας, για ένα ξεφτέρι περίπου το ένα τρίτο. Έχω παρατηρήσει πως τα γεράκια παίρνοντας την τροφή τους σε


κοµµάτια φέρονται καλύτερα. Η πλέον διαδεδοµένη µέθοδος που είναι να κρατάει κανείς ολόκληρο το κρέας στο γάντι κι έπειτα να το αποσπά από τα νύχια του γερακιού, δίνει στο γεράκι την εντύπωση πως κάθε φορά τού κλέβουµε το φαγητό του και αποκτά σιγά, σιγά νευρικότητα. Πάντα ωστόσο θα έχουµε µαζί µας και ένα µεγαλύτερο κοµµάτι κρέας για την περίπτωση που πρέπει να σηκώσουµε το γεράκι από το οµοίωµα. Όταν η ώρα στο βουνό τελειώσει, φωνάζουµε για τελευταία φορά το γεράκι και του δίνουµε όση τροφή περίσσεψε, καθώς του αλλάζουµε λουριά και περνάµε το στριφτάρι. Κρατάµε µόνο ένα κοµµάτι για να βάλουµε στο κουτί και να µπει µέσα πρόθυµα. 9. Πώς το γυµνάζουµε

Το νεαρό γεράκι γεννήθηκε και έζησε λίγους µήνες στην κλούβα των γονιών του, χωρίς δυνατότητα να πετάξει, να γυµναστούν τα φτερά του. Ενώ σε αντίστοιχη ηλικία τα άγρια γεράκια είναι σε θέση να κυνηγούν και να επιβιώνουν, τα γεράκια των εκτροφείων παραµένουν µουδιασµένα και αδύναµα. Οι απλές πτήσεις από δέντρο σε δέντρο κουράζουν το ατροφικό µυϊκό τους σύστηµα. Τις δυο πρώτες βδοµάδες που πετούν ελεύθερα υπάρχει κίνδυνος να χαθούν παρά τη θέλησή τους, αν από ατυχία αποµακρυνθούν τόσο ώστε οι δυνάµεις τους να µην επιτρέπουν να ξαναγυρίσουν στον εκπαιδευτή τους. Πρώτο λοιπόν µέληµα του γερακάρη είναι να γυµνάσει το γεράκι του. Ξεκινώντας από µικρές πτήσεις στα δέντρα µε ενδιάµεσα καλέσµατα στο γάντι το πουλί ξεµουδιάζει και µαθαίνει ταυτόχρονα να διαλέγει τις θέσεις του στα κλαδιά, αποκτώντας η κίνησή του στη φύση επιδεξιότητα και αρµονία. Όσο περνά ο καιρός ο χρόνος άσκησης µεγαλώνει και το γεράκι αρχίζει να ακολουθεί τον εκπαιδευτή του σε µικρούς περιπάτους. Αυτή η γυµναστική είναι σωστό να γίνεται καθηµερινά κατά τον πρώτο µήνα. Ύστερα εκείνοι που δεσµεύονται από άλλες υποχρεώσεις µπορούν να πετάνε τα γεράκια τους Σαββατοκύριακα, χωρίς όµως να περιµένουν ότι θα φτάσουν έτσι σε πολύ υψηλές κυνηγετικές ικανότητες. Για να κυνηγήσει ένα γεράκι αποτελεσµατικά απαιτείται χρόνος και µέθοδος, δεν είναι απλό. Αφού περάσουν οι πρώτες βδοµάδες και οι δυνάµεις του επιτρέπουν να ακολουθεί στον περίπατο χωρίς να κουράζεται, ο γερακάρης πρέπει να το οδηγήσει σε τόπους µε άφθονα θηράµατα για να αρχίσει τις πρώτες προσπάθειες. Έτσι τού δίνει την ευκαιρία να διαλέγει εύκολους στόχους και οι επιθέσεις του να ανταµείβονται. Οι επιτυχίες του δίνουν κουράγιο και αυτοπεποίθηση. Η κάθε καταδίωξη δοκιµάζει την αντοχή του και γυµνάζει πραγµατικά τους µύες του στήθους και των φτερούγων του. Όσο περισσότερο κυνηγά, τόσο δυναµώνει και πλησιάζει στη φυσική κατάσταση των άγριων γερακιών της ηλικίας του που ζουν στη φύση. Για εκείνους τους γερακάρηδες που δεν έχουν χρόνο ή ζουν σε περιοχές φτωχές σε θηράµατα υπάρχει µια εναλλακτική µέθοδος γυµναστικής. Τεµαχίζοντας την ηµερήσια τροφή σε πολλά µικρά κοµµάτια, µαθαίνουµε στο αρπακτικό ρίχνοντας ένα από αυτά στο έδαφος εκείνο να πέφτει και να το παίρνει. Κατόπιν επιστρέφει πετώντας κάθετα στο γάντι για να φάει ένα


δεύτερο. Αυτές οι κατακόρυφες πτήσεις είναι εξαίρετη άσκηση. Αν τα τεµάχια τροφής είναι, ας πούµε, τριάντα, το γεράκι θα πετάξει δεκαπέντε φορές στο γάντι. Στην αρχή ίσως να µην καταφέρει να έλθει ούτε τις µισές. Στο τέλος έπειτα από καθηµερινή προσπάθεια θα φτάσει σε σηµείο να πηγαινοέρχεται χωρίς καθυστέρηση εξαντλώντας όλη την τροφή. Αφού πλέον αντεπεξέρχεται σε αυτό το επίπεδο µε ευκολία, µπορούµε να δυσκολέψουµε την άσκηση ανεβαίνοντας σε µια καρέκλα, οπότε η κάθετη απόσταση µεγαλώνει. Όταν κατακτήσει και αυτό το στάδιο ο γερακάρης θα χρειαστεί, ανάλογα µε το χώρο που ζει, να εφεύρει τρόπους για να γυµνάζει το γεράκι του από µεγαλύτερο ύψος, φτάνοντας σε σηµείο να εφαρµόζει την άσκηση από µπαλκόνια, ταράτσες, ψηλές σκάλες κλπ. Με αυτόν τον τρόπο µπορεί κανείς να έχει ένα άριστα γυµνασµένο αρπακτικό αφιερώνοντας λιγότερο από δέκα λεπτά της ώρας. Χρειάζεται όµως προσοχή και σωστός έλεγχος. Ένα ελεύθερο γεράκι σε κατοικηµένη περιοχή µπορεί πάντα να προκαλέσει ατύχηµα, όπως, για παράδειγµα, αν προσέξει το καναρίνι του γείτονα στο απέναντι µπαλκόνι ή τα περιστέρια που διατηρεί κάποιος σε µια ταράτσα, διακόσια µέτρα πιο πέρα... Σε αυτό το σηµείο ας είµαστε προσεκτικοί για το καλό κυρίως του γερακιού µας. Άνθρωποι που έχουν την τύχη να ζουν στην επαρχία ας έχουν το νου τους µήπως πίσω από το δασάκι που πετούν το γεράκι υπάρχει κάποιο σπίτι µε κότες ή άλλα οικόσιτα πουλιά, οι ιδιοκτήτες των οποίων θα σκότωναν οποιοδήποτε αρπακτικό επετίθετο στα ζώα τους. Ακόµη -λυπάµαι που το λέωο γερακάρης πρέπει να αποφεύγει µέρη όπου συχνάζουν κυνηγοί. Πικρή εµπειρία έχει δείξει ότι στη χώρα µας, µολονότι τα αρπακτικά πουλιά προστατεύονται, ορισµένοι ανόητοι τα σκοτώνουν. 10. Γεράκια µεγαλωµένα από ανθρώπινο χέρι

Τα γεράκια που από πολύ µικρή ηλικία µεγαλώνουν και ταΐζονται από τον άνθρωπο συνήθως γίνονται ανυπόφορα. Κάποτε για ειδικούς λόγους είναι χρήσιµο ή απαραίτητο ένας νεοσσός να ανατραφεί έτσι, γενικά όµως ένα τέτοιο πουλί θεωρείται προβληµατικό και ο εκτροφέας που θα µας το πουλήσει χωρίς να µας έχει ενηµερώσει µας εξαπατά. Επειδή στα περισσότερα εκτροφεία το «κλώσσηµα» γίνεται πια από εκκολαπτικές µηχανές για να αποφεύγονται απώλειες. Είναι απλούστερο και ασφαλέστερο οικονοµικά, αντί να προσπαθούν να επιστρέφουν τους νεοσσούς στους φυσικούς τους γονείς, να τα ταΐζουν οµαδικά οι ίδιοι. Έτσι παρακολουθούν την υγεία τους από κοντά και δεν διακινδυνεύουν να χάνουν πουλάκια από αδεξιότητες των γεννητόρων. Επιπλέον το ζευγάρι µην έχοντας µικρά να ταΐσει γεννά νέα αυγά και ο εκτροφέας κερδίζει περισσότερα. Όταν τα µικρά µεγαλώσουν είναι αρκετά δύσκολο να πουληθούν µε τον ιδιότροπο χαρακτήρα που απέκτησαν πλάι στον άνθρωπο. Οπότε ο έλληνας γερακάρης κάνοντας µια «τυφλή» αγορά από το εξωτερικό κινδυνεύει να του στείλουν τέτοια πουλιά αφού δεν διαλέγει αυτοπροσώπως. Τα γεράκια που ταΐζονται και µεγαλώνουν από τον εκτροφέα οµαδικά βλέπουν τα αδέρφια τους και µαθαίνουν το είδος τους. Αυτό είναι ένα πλεονέκτηµα έναντι όσων µεγαλώνουν µοναχικά που ύστερα δεν αναγνωρίζουν το είδος τους και συνεπώς δε µπορούν να ζευγαρώσουν. Αυτά τα πουλιά στην πραγµατικότητα νοµίζουν πως είναι άνθρωποι και µόνο µε τον άνθρωπο «ζευγαρώνουν», καθώς θα εξηγήσουµε παρακάτω.


Σε κάθε περίπτωση ο γερακάρης που δε σκοπεύει στην εκτροφή αλλά θέλει απλώς να απολαύσει τη ζωή κοντά στο γεράκι του, αν καταλήξει µε ένα τέτοιο αρπακτικό θα έχει σοβαρά προβλήµατα. Καταρχήν αυτά τα πουλιά φωνάζουν συνέχεια. Είναι η φωνή του νεοσσού που ζητά από τους γονείς του τροφή. Κάτω από φυσικές συνθήκες η φωνή θα έπαυε µόλις, ας πούµε, «απογαλακτιζόταν», τώρα όµως η γονική ανθρώπινη φιγούρα τα συντροφεύει εφ’ όρου βίου και εκείνα της ζητούν φαγητό µένοντας για πάντα µωρά. Όσο βλέπουν ανθρώπους ή ακούν τις κινήσεις τους φωνάζουν δυνατά και ακατάπαυστα. Ο ιδιοκτήτης και οι γείτονες χάνουν τον ύπνο και την ηρεµία τους. Μόνος τρόπος να σταµατήσουν είναι να ταΐζονται καθηµερινά µέχρι κορεσµού, αλλά έτσι δε µπορούν βέβαια να πετάξουν ελεύθερα. Αν κάποιος ζει αποµονωµένα και αντέχει να εκπαιδεύσει ένα τέτοιο γεράκι θα συναντήσει περαιτέρω δυσκολίες. Το γεράκι στο γάντι ποτέ δε θα έχει την αγέρωχη, σπαθάτη µορφή των άλλων γερακιών. Θα είναι συνέχεια φουσκωµένο, µε φτερούγες ριγµένες µπροστά που πάλλονται διαρκώς και µε ταυτόχρονες φωνές θα ζητάει να φάει. Επειδή µεγάλωσε τόσο κοντά στον άνθρωπο δε γνώρισε φόβο για αυτόν. Αισθάνεται τόσο άνετα και οικεία που συχνά δείχνει θράσος, µαλώνει µαζί του, του επιτίθεται όπως θα έκαναν δυο άγρια γεράκια µεταξύ τους. Και εάν το αρπακτικό είναι µικρόσωµο το πρόβληµα αντιµετωπίζεται, αν όµως πρόκειται για µια θηλυκή Κοκκινόουρη γερακίνα ή, ακόµη χειρότερα, για έναν αϊτό η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη. Ο εκπαιδευτής πέραν της προσωπικής του δυσκολίας πρέπει να έχει το νου του στο ύπαιθρο µήπως συµβεί να περνά κανένας ανύποπτος διαβάτης που σίγουρα θα τρόµαζε αρκετά αν το γεράκι του ορµούσε φωνάζοντας να το ταΐσει! Μόνο πλεονέκτηµα αυτών των πουλιών είναι ότι χάνονται δύσκολα λόγω αυτού του δυνατού δεσµού µε τον άνθρωπο, ενώ στο κυνήγι δείχνουν τόσο θάρρος που δε διστάζουν να επιτίθενται σε ζώα πολύ µεγαλύτερα και δυνατότερα από τα ίδια. Παρόλα αυτά υπάρχει µια µέθοδος παρεµφερούς ανατροφής που λέγεται «κοινωνικό» µεγάλωµα και είναι κάποτε σκόπιµο. Ο νεοσσός υιοθετείται πολύ µικρός, µιας εβδοµάδας ή δέκα ηµερών το πολύ. Ο ιδιοκτήτης τον έχει πάντοτε µαζί του µέσα σε ένα διαφανές δοχείο από όπου βλέπει τα πάντα. Ποτέ δεν τον ταΐζει µε το χέρι, αλλά υπάρχει µόνιµα στο κουτί ένα πιάτο µε τεµαχισµένο κρέας. Έτσι το πουλάκι βρίσκεται συνέχεια χορτάτο, χωρίς να ξέρει από πού προέρχεται η τροφή, χωρίς να τη συνδέει µε τον άνθρωπο. Παράλληλα µεγαλώνει µέσα στην οικογένεια, στο αυτοκίνητο, στην κίνηση, οπουδήποτε βρεθεί ο ιδιοκτήτης του και εξελίσσεται σε ένα απόλυτα ήµερο πλάσµα. Ο γερακάρης προσπαθεί να γίνει αδερφός και όχι γονιός του. Αν είναι αρκετά έµπειρος θα πετύχει. Το αρπακτικό θα είναι σιωπηλό, θα φέρεται όµορφα και ισορροπηµένα. Θα κυνηγά µε θάρρος και θα αποζητά τη συντροφιά του εκπαιδευτή του. Μπορεί να µη ζευγαρώνει µε το είδος του, θα είναι όµως ιδανικό για τεχνητή αναπαραγωγή. Αν ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει κάτι τέτοιο είναι άπειρος, το πιθανότερο θα καταλήξει µε ένα υστερικό, φωνακλάδικο αρπακτικό που θα δυσκολέψει τη ζωή του.


11. Μεγαλωµένοι από άνθρωπο αστούριοι

Το ∆ιπλοσάϊνο, το Ξεφτέρι και άλλοι αστούριοι που χρησιµοποιούνται στην ιερακοθηρία παρουσιάζουν µεγάλες δυσκολίες, έχουν δύστροπο χαρακτήρα και συχνά φέρονται απρόβλεπτα. Φοβίες, έντονη νευρικότητα, στρες είναι στοιχεία που αντιµετωπίζει κάθε γερακάρης που κρατά στο γάντι του ένα από αυτά τα γεράκια. Η σωστή εξηµέρωση από έµπειρο χέρι µειώνει αρκετά το πρόβληµα, όσο µικρότερο πάντως είναι το είδος τόσο µεγαλύτερος είναι ο βαθµός δυσκολίας, µε αποκορύφωµα το αρσενικό Ξεφτέρι που θεωρείται από πολλούς σχεδόν ακατάλληλο για ιερακοθηρία. Ξεκινώντας από αυτά τα δεδοµένα πολλοί σύγχρονοι γερακάρηδες επιλέγουν να µεγαλώνουν τους αστουρίους τους µε το χέρι. Προσέχουν η ανατροφή να γίνει όσο πιο «κοινωνική» επιτρέπουν οι συνθήκες, µε την ελπίδα ότι θα καταλήξουν µε ένα γεράκι βατό, εξοικειωµένο µε το ανθρώπινο περιβάλλον που δεν θα χρειάζεται να πεινά πολύ για να ανταποκρίνεται στη εκπαίδευση. Η µικρή εµπειρία µου µε τέτοια πουλιά µε κάνει επιφυλακτικό για τη µέθοδο. Τα µεγαλόσωµα ∆ιπλοσάϊνα αναγκάζονται οι εκπαιδευτές να τα πετούν σε πολύ ψηλά βάρη για να αποφύγουν την επιθετικότητα. Έτσι, παχιά και χορτάτα, δείχνουν µιαν απάθεια στο σφύριγµα και στα καλέσµατα στο γάντι. Οι γερακάρηδες περπατούν κουβαλώντας τα ώρες, περιµένοντας να βρεθεί κάποιο θήραµα κι αν µια επίθεση αποτύχει το γεράκι χάνεται στο δάσος και δεν επιστρέφει. Ψάχνουν λοιπόν µε την τηλεµετρία να το εντοπίσουν και πασχίζουν ύστερα µε διάφορα τεχνάσµατα να το κάνουν να αφήσει το κλαδί του για να πέσει στο οµοίωµα ή σε κάποιο νεκρό θήραµα που έχουν πάντα στην τσάντα. Χωρίς αµφιβολία οι γερακάρηδες του εξωτερικού µε την εµπειρία και την παράδοση που φέρουν στις πλάτες τους, ξέρουν να αξιοποιούν τέτοια γεράκια και τα κυνήγια που κάνουν είναι ζηλευτά. Στην Ελλάδα όµως που η ιερακοθηρία απαγορεύεται και τα θηράµατα είναι έτσι κι αλλιώς ελάχιστα, ένα αυστηρά κυνηγετικό γεράκι θα ήταν άχρηστο. Θα στερούσε από τον ιδιοκτήτη του τη χαρά να το χαζεύει να πετά µε χάρη, να τον συντροφεύει ελεύθερο στους περιπάτους του και να έρχεται πρόθυµα στο χέρι του όταν το φωνάζει. Για την περίπτωση όµως των Ξεφτεριών και των µικρότερων αστουρίων, το «κοινωνικό» µεγάλωµα είναι µια λύση. Μπορεί κανείς να ανεχτεί την επιθετικότητά τους πετώντας τα σε χαµηλότερα βάρη ώστε να ακολουθούν ωραία και να ανταποκρίνονται στα καλέσµατα, ενώ οι φωνές τους ακούγονται λιγότερο ηχηρές και διαπεραστικές από των µεγαλύτερων συγγενών τους. Στον αντίποδα αυτά τα πουλιά όταν είναι µεγαλωµένα από τους φυσικούς τους γονείς, ποτέ δεν εξηµερώνονται πλήρως και πάντα µια απότοµη κίνηση, ένα άγνωστο αντικείµενο ή οι δουλειές του νοικοκυριού µπορεί να τα κάνουν να χτυπιούνται στη βάση τους τροµαγµένα µέχρι να πληγώσουν τα πόδια ή να καταστρέψουν τα φτερά τους.

Η χρησιµότητα της κουκούλας Η κουκούλα είναι µια πρακτική διευκόλυνση σε κάθε γεράκι. Στο κυνήγι βοηθά να κάθονται ήσυχα µέχρι τη στιγµή που εντοπιστεί το θήραµα. Στη µεταφορά µε αυτοκίνητο το κουκουλωµένο γεράκι ησυχάζει και προφυλάσσεται το


φτέρωµά του από νευρικότητα και άσκοπες κινήσεις µέσα στο κουτί. Αν κάποτε χρειαστεί να το δέσουµε πρόχειρα χωρίς να διαθέτουµε βάση, µε την κουκούλα αποφεύγουµε τον κίνδυνο να χτυπιέται και να µπερδεύεται. Ακόµη αν στη βόλτα µας κάτι απροσδόκητο το ξαφνιάσει, φορώντας για λίγο την κουκούλα ο φόβος ξεχνιέται και µπορούµε κατόπιν να συνεχίσουµε το πέταγµά του. Οι γερακίνες και τα Χάρρις δείχνουν συχνά µιαν άκαµπτη αντίσταση, χρειάζεται µεγάλη υποµονή για να τη µάθουν. Συνήθως όµως αυτά τα πουλιά έχουν καλό χαρακτήρα, οπότε ένας αρχάριος δε χρειάζεται να περάσει όλο αυτό το δύσκολο και ίσως µάταιο στάδιο. Αν δει ότι το γεράκι του αντιδρά έντονα, είναι προτιµότερο να την παραλείψει. Οι αστούριοι για την νευρική τους ιδιοσυγκρασία και οι αετοί για την επικίνδυνη επιθετικότητά τους είναι σωστό να συνηθίζουν την κουκούλα και να τη δέχονται. Άλλωστε αυτά τα είδη προορίζονται µόνο για έµπειρους γερακάρηδες που κατά συνέπεια θα ξέρουν να χειριστούν και το θέµα της κουκούλας µε ικανότητα. Από τα τρία βασικά είδη κουκούλας η ∆ανέζικη είναι µάλλον ακατάλληλη για τα γεράκια που περιγράφουµε. Η Αγγλοϊνδιάνικη ταιριάζει σε όλα, ενώ η Αραβική ταιριάζει µόνον στους αστουρίους. Σωστός τρόπος για να συνηθίσει ένα γεράκι την κουκούλα είναι να ξεκινήσουµε από την πρώτη στιγµή που το κρατάµε στο γάντι, έχοντας µόλις περαστεί τα λουριά του. Τότε το γεράκι αντιδρά λιγότερο, στέκεται στο χέρι µας φοβισµένο και µε µια γρήγορη, ακριβέστατη κίνηση µπορούµε να του την φορέσουµε. Την αφήνουµε έτσι, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, χωρίς να σφίξουµε τα λουράκια κι έπειτα τη βγάζουµε. Αυτό επαναλαµβάνεται αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της εξηµέρωσης. Κυλώντας οι µέρες η κουκούλα θα µένει στο κεφάλι του γερακιού περισσότερο. Όταν ο χρόνος αυτός αρχίσει να ξεπερνά τα δέκα, ας πούµε, δευτερόλεπτα πρέπει να σφίγγουµε τα λουράκια ώστε να µην πέφτει από τις κινήσεις του πουλιού. Σκοπός είναι το γεράκι να τη µάθει τόσο καλά που να τη φορά ώρες χωρίς να του προξενεί καµιά απολύτως δυσφορία. Στην περίπτωση που µεγαλώνουµε έναν νεοσσό µε το χέρι η εκπαίδευση της κουκούλας αρχίζει όσο είναι ακόµη µικρός και συνεχίζεται καθ’ όλη την ανάπτυξή του. Όσο γίνεται συχνότερα µέσα στην ηµέρα βάζουµε στο πουλάκι µια µεγάλη κουκούλα για να µάθει να δέχεται αυτήν την κίνηση. Έτσι τη συνηθίζει σχετικά εύκολα. Αν όµως η επανάληψη δε γίνεται συστηµατικά, το γεράκι µόλις αποκτήσει δυνάµεις θα παλέψει, δε θα δεχτεί ποτέ κουκούλα στη ζωή του. Αρπακτικά που εκπαιδεύονται χωρίς κουκούλα παρουσιάζουν συνήθως άτεγκτη αντίδραση, όταν προσπαθήσει κανείς να τους τη µάθει εκ των υστέρων. Αξίζει πάντοτε να γίνει µια απόπειρα µε πολύ διακριτικά βήµατα, τοποθετώντας στο εσωτερικό της κουκούλας µικρά µέρη κρέατος, µε την ελπίδα ότι τρώγοντάς τα το γεράκι µαθαίνει να βάζει µόνο του το κεφάλι µέσα. Αν όµως κανένα ενθαρρυντικό σηµείο δε φαίνεται είναι καλύτερα να


εγκαταλείψουµε την προσπάθεια. Θα ήταν απαράδεκτο να «παλεύαµε» µαζί του, ποτέ δεν πρέπει να προσβάλλουµε την υπερηφάνεια ενός αρπακτικού που µας εµπιστεύεται και κάθεται ήµερο στο γάντι.

Ξεκίνηµα στο κυνήγι Τον πρώτο µήνα ελεύθερων πτήσεων τα µεγαλόσωµα αρπακτικά πρέπει απλώς να γυµνάζονται και να µαθαίνουν τις δυνατότητές τους στον αέρα. Είναι, ας πούµε, ένας πρόλογος για τη µετέπειτα δράση τους. Τα µικρότερα γεράκια, όπως το ξεφτέρι, χρειάζονται λιγότερο χρόνο , σε δέκα µέρες πετούν αρκετά καλά και είναι σε θέση να κυνηγήσουν. Όσο το γεράκι είναι ακόµη µουδιασµένο και αδύναµο δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή µε θηράµατα. Αν κάτι τέτοιο συµβαίνει συχνά και το γεράκι επιχειρεί µάταιες επιθέσεις, σύντοµα θα χάσει την αυτοπεποίθησή του και µπορεί αργότερα να καταλήξει ένας ευκαιριακός κυνηγός εύκολων στόχων. Ο υποµονετικός γερακάρης περιµένει λοιπόν να ασκηθούν οι µύες του γερακιού του, το αφήνει να γνωρίσει το περιβάλλον, η κίνησή του να γίνει άνετη και ευέλικτη. Ύστερα από αυτό το στάδιο άσκησης και εγκλιµατισµού ξεκινά η εκπαίδευση στο κυνήγι. Τα θηράµατα που επιλέγουµε για τις πρώτες προσπάθειες εξαρτώνται από την πανίδα του τόπου, τη δοµή του τοπίου και τις συνήθειές τους. Είναι, δηλαδή, άσκοπο να διαλέγουµε θηράµατα που δύσκολα συναντάµε ή που ζουν κοντά στις κρύπτες τους. Αντίθετα χρειαζόµαστε είδη πολυάριθµα που θα µας δώσουν την ευκαιρία να τα συναντήσουµε µε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, ώστε το νεαρό γεράκι να έχει αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Επίσης αποκλείονται οι επιθέσεις σε πολύ γρήγορα θηράµατα ή σε ζώα που βρίσκονται σε µακρινή απόσταση και είναι βέβαιο ότι θα ξεφύγουν. Ο γερακάρης θα ψάξει µε το γεράκι στο χέρι για την πιο πρόσφορη συνθήκη. Θα προσεγγίσει όσο κοντύτερα µπορεί το θήραµα και όταν αυτό ξεπεταχτεί δεν έχει παρά να ελπίζει ότι όλα θα πάνε καλά, το γεράκι θα χυθεί ξωπίσω του και τελικά θα το πιάσει. Κατόπιν σπεύδει ο ίδιος να αποτελειώσει το ζώο για να µην υποφέρει στα νύχια του γερακιού και η σκηνή κλείνει µε το αρπακτικό να απολαµβάνει το ζεστό κρέας, την αµοιβή της επιτυχίας του. Αν το γεράκι αποτύχει ο γερακάρης οφείλει και πάλι να το ανταµείψει πλούσια για την προσπάθεια. Άλλοτε συµβαίνει το αρπακτικό να µη δώσει σηµασία στο θήραµα που σηκώθηκε µπροστά του και να κοιτάζει ολόγυρα σα να µη συνέβη τίποτε. Αυτό είναι ένδειξη ανωριµότητας. Χρειάζεται επιµονή έως ότου ξυπνήσουν τα ένστικτά του. Έχει πάντως σηµασία να µην αγχώνουµε το πουλί στην προσπάθειά µας να πλησιάσουµε κρυφά το θήραµα, να µην το αναγκάζουµε τα πεταρίζει για να κρατά ισορροπία στο χέρι µας που κινείται αδέξια. Θέλουµε το γεράκι ήρεµο και ατάραχο για να µπορέσει να παρακολουθήσει όσα πρόκειται να συµβούν, να είναι δηλαδή όχι µόνο κοντά στον στόχο αλλά και «ψυχολογικά» έτοιµο. Ορισµένοι εκπαιδευτές δίνουν στα γεράκια τους ζωντανά πουλιά ή κουνέλια για να τα σκοτώσουν και να «γνωριστούν» έτσι µε τα θηράµατα. Η πρακτική αυτή είναι σκληρή και απαράδεκτη. Τα παγιδευµένα πλάσµατα δεν έχουν


καµιά δυνατότητα να ξεφύγουν και ο θάνατός τους τα κάνει όχι θηράµατα των γερακιών αλλά θύµατα της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Εκτός τούτου, τέτοιες πρακτικές είναι η χειρότερη δυσφήµιση για την ιερακοθηρία, ο ικανός γερακάρης δεν τις έχει καθόλου ανάγκη για να διδάξει στο αρπακτικό του να κυνηγά.

Είδη θηραµάτων Αγριοκούνελα Στο κυνήγι του αγριοκούνελου χρησιµοποιούνται όλα τα µεγαλόσωµα γεράκια και οι αετοί. Περπατώντας µε το αρπακτικό στο χέρι ο γερακάρης αναζητά κουνέλια που βόσκουν σε ανοιχτές εκτάσεις και ξέφωτα του δάσους. Έτσι υπάρχει ελεύθερο έδαφος για µια ολοκληρωµένη επίθεση, µια συναρπαστική πτήση που θα εξελιχθεί µπροστά στα µάτια του. Το γεράκι µπορεί να πιάνει το κουνέλι, να του ξεφεύγει, να το ξαναπρολάβει ώσπου να το σιγουρέψει. Ενώ το κουνέλι, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε γυµνό έδαφος, µακριά από κρυψώνες, έχει τις αισθήσεις του τεταµένες και είναι δύσκολο να αιφνιδιαστεί. Αντιλαµβάνεται το κυνηγό από µακριά και το κυνήγι αρχίζει από µεγάλες αποστάσεις. Εφόσον γεράκι και άνθρωπος συνεργάζονται καλά, µπορεί το πουλί να ακολουθεί ψηλά από τα δέντρα. Ξέρει ότι ο γερακάρης ψάχνει το θήραµα και βρίσκεται συνεχώς κοντά του, έτοιµο για επίθεση. Οι επιθέσεις από τα δέντρα δίνουν το πλεονέκτηµα της µεγαλύτερης ταχύτητας. Όσο το γεράκι ασκείται σε αυτή τη µέθοδο µαθαίνει να διαλέγει κατάλληλα πόστα, χωρίς ενδιάµεσα εµπόδια που θα µπορούσαν να ανακόψουν την καταδίωξη. Αν µια επίθεση αποτύχει το γεράκι προσέχει πού κρύβεται το κουνέλι και κάθεται σε ένα κλαδί από πάνω του περιµένοντας εκ νέου τον γερακάρη να το ξεπετάξει. Με τη βοήθεια µιας εξηµερωµένης νυφίτσας είναι δυνατό να κυνηγήσει κανείς κουνέλια βγάζοντάς τα από τα λαγούµια τους. Στο εξωτερικό η µέθοδος αυτή είναι αρκετά διαδεδοµένη, οι νυφίτσες εκτρέφονται και ανατρέφονται από τον άνθρωπο και γίνονται ήµερες σα γάτες. Αν τοποθετηθούν στην είσοδο ενός λαγουµιού αρχίζουν να προχωρούν έως ότου εντοπίσουν κάποιο κουνέλι το οποίο αναγκάζεται να βγει έξω για να σωθεί, οπότε δίνει στο γεράκι ευκαιρία για επίθεση. Χρειάζεται πάντως ανάλογη εµπειρία για να µην προκύπτουν προβλήµατα. Τα µεγάλα, δαιδαλώδη λαγούµια πρέπει να αποφεύγονται µια που το κουνέλι µπορεί να καταφεύγει όλο και βαθύτερα ενώ η νυφίτσα ακολουθεί καταλήγοντας στο τέλος το θήραµα να ξεφεύγει από µια µακρινή έξοδο και ο γερακάρης περιµένει ώρες τη νυφίτσα του να εµφανιστεί. Επίσης αν η νυφίτσα τη συγκεκριµένη µέρα είναι ράθυµη και νωχελική, µπορεί να ξαπλώσει στο ζεστό λαγούµι και να αργήσει πολύ να επιστρέψει στο φως. Άλλο δυσάρεστο ενδεχόµενο, αν όλα δε φροντιστούν τέλεια, είναι να επιτεθεί το αρπακτικό στην ίδια τη νυφίτσα και να την τραυµατίσει ή ακόµη και να τη σκοτώσει. Αυτός ο τρόπος κυνηγιού είναι πολύ αποδοτικός, αλλά το θέαµα φτωχό. Τα κουνέλια πετάγονται από τις τρύπες τους στα πόδια του γερακάρη και η επίθεση είναι τόσο κοντινή ώστε το γεράκι τα πιάνει στα πρώτα µέτρα.


Τα πλατύφτερα γεράκια και οι αετοί έχουν τη δυνατότητα να ανεµοπορούν για µεγάλα διαστήµατα χωρίς, σχεδόν, να κινούν τις φτερούγες τους. Από αυτά τα ύψη. είναι ικανά για συναρπαστικές εφορµήσεις και κάθε γερακάρης αξίζει να επιχειρήσει αυτόν τον τρόπο κυνηγιού, εφόσον του το επιτρέπει το τοπίο. Εκτεταµένη γυµνή γη, λοφώδης, µε κάποιο χαµηλό αεράκι είναι η σωστή προϋπόθεση. Ο εκπαιδευτής σηκώνει το γάντι παροτρύνοντας από το ύψωµα να γλιστρήσει το αρπακτικό στον αέρα και σαν χαρταετός να αρχίσει να υψώνεται. Ο ίδιος κατηφορίζει κόντρα στον άνεµο ελπίζοντας πως το γεράκι θα κρατηθεί ψηλά από πάνω του και προσπαθεί να ξεπετάξει όσο τω δυνατό πιο σύντοµα ένα κουνέλι. Αν όλα πάνε καλά και το γεράκι ανταµειφθεί, καταλαβαίνει το πλεονέκτηµα µιας τέτοιας πτήσης και την επαναλαµβάνει. Σε ορισµένες ευρωπαϊκές χώρες επιτρέπεται το νυχτερινό κυνήγι µε προβολέα. Άνθρωποι που δουλεύουν πολύ και δεν έχουν χρόνο να πετούν τα γεράκια τους στη διάρκεια της ηµέρας καθώς και άνθρωποι που ζουν σε περιοχές όπου τα κουνέλια είναι άγρια και απλησίαστα µαθαίνουν τα γεράκια τους να κυνηγούν νύχτα. Η µέθοδος είναι απλή. Το γεράκι ξεκινά να ορµά πρώτα στο οµοίωµα, νύχτα, φωτισµένο από τη δέσµη του προβολέα. Καλό είναι στις αρχικές προσπάθειες να είναι το αρπακτικό δεµένο µε σχοινάκι. Σιγά, σιγά αυξάνονται οι αποστάσεις και το πουλί µαθαίνει πως όπου πέφτει το φως υπάρχει στόχος. Κατόπιν περνούν στο αληθινό κυνήγι που χρειάζεται, εκτός από τον γερακάρη, έναν δεύτερο άνθρωπο για να χειρίζεται τον προβολέα. Μια άλλη µέθοδος, αρκετά δηµοφιλής, είναι το κυνήγι του κουνελιού µέσα από τετρακίνητο όχηµα. Με τον τρόπο αυτόν ο γερακάρης καλύπτει µεγαλύτερες αποστάσεις χωρίς να κουράζεται και όταν εντοπιστεί θήραµα εξαπολύει το γεράκι του από το παράθυρο. Πριν επιχειρηθεί κάτι τέτοιο ο εκπαιδευτής πρέπει να είναι βέβαιος ότι το γεράκι θα συµπεριφερθεί σωστά µέσα στον στενό χώρο του αυτοκινήτου. Αν κάποιο γεράκι ταράζεται και προσπαθεί να πετάξει µέσα από τα τζάµια, θα χρειαστούν µερικές βόλτες εξοικείωσης οπότε θα του προσφέρεται κάποια ποσότητα τροφής για να ασχολείται ώσπου να µάθει να κάθεται ήσυχο. Η βοήθεια του σκύλου φέρµας στο κυνήγι του αγριοκούνελου είναι σε κάθε περίπτωση σηµαντική, ιδίως όταν ο τόπος είναι «σφικτός», δηλαδή το έδαφος καλύπτεται από πυκνή βλάστηση και είναι αδύνατο να εντοπιστούν τα θηράµατα.

Λαγός Ο λαγός είναι δύσκολο και επικίνδυνο θήραµα. Το µέγεθός του είναι τέτοιο και η µάχη που δίνει για να ξεφύγει από τα νύχια του αρπακτικού τόσο σκληρή που θεωρείται ακατάλληλος για όλα εκτός από τα πλέον θαρραλέα γεράκια και τους αετούς. Ο γερακάρης που φιλοδοξεί να κυνηγήσει λαγούς θα πρέπει να περάσει κάποιους µήνες κυνηγώντας πρώτα κουνέλια για να αποκτήσει το γεράκι του πείρα και αυτοπεποίθηση στην πάλη µε το θήραµα. Να µάθει να το ακινητοποιεί αποφασιστικά κρατώντας το από το κεφάλι και να αγνοεί τη


προσπάθειά του να δραπετεύσει. Όταν έρθει η ώρα να επιχειρήσει το κυνήγι του λαγού, πρέπει να επιλέξει κανείς νεαρά ζώα που βρίσκονται ακόµη στην ανάπτυξή τους, ελπίζοντας πως το αρπακτικό θα αντέξει τα ισχυρά τινάγµατα των ποδιών του λαγού και θα καταφέρει να το κρατήσει µέχρις ότου φθάσει ο γερακάρης στο σηµείο και το αποτελειώσει. Όσο οι αποτυχίες αποθαρρύνουν, τόσο οι επιτυχίες δίνουν στο γεράκι κουράγιο και οι ελπίδες ότι ο λαγός θα περιλαµβάνεται στα µελλοντικά µας κυνήγια αυξάνονται. Το θηλυκό ∆ιπλοσάϊνο, το θηλυκό Χάρρις και Κοκκινόουρο γεράκι είναι κατάλληλα εφόσον δείξουν κουράγιο και ο γερακάρης προετοιµάσει σωστά την πρακτική του. Οι αετοί και οι σπιζαετοί είναι αρκετά ισχυροί ώστε να καταβάλλουν εύκολα την αντίσταση των µεγάλων λαγών, αρκεί να είναι καλά γυµνασµένοι για να τους προλαβαίνουν. Στην Ελλάδα το κυνήγι του λαγού γίνεται µε σκύλους ιχνηλασίας και τα µέρη είναι συνήθως πυκνά και κακοτράχαλα, πολύ ακατάλληλα για ιερακοθηρία. Σε χώρες όµως όπως η Αγγλία οι λαγοί συναντώνται στα λιβάδια και είναι οι αριθµοί τους ικανοί να δώσουν στον γερακάρη που περπατά αρκετές ευκαιρίες για επιθέσεις σε ελεύθερο οπτικά πεδίο.

Φασιανός Αυτό το όµορφο σκαλιστικό απελευθερώνεται κάθε χρόνο σε µεγάλους αριθµούς εµπλουτίζοντας τους κυνηγότοπους της Ευρώπης. Όσα πουλιά αποµένουν από την προηγούµενη χρονιά, πλήρως ενταγµένα στην άγρια ζωή, ξέρουν να κρύβονται και µπορούν να πετάξουν πολύ γρήγορα για να γλιτώσουν από την επίθεση ενός γερακιού. Οι φασιανοί όµως που απελευθερώνονται για να κυνηγηθούν την ίδια χρονιά δείχνουν συχνά τόσο ανυποψίαστοι που αρνούνται ακόµη και να πετάξουν. Το µέγεθος του ενήλικου αρσενικού φασιανού ίσως αποθαρρύνει ένα αρσενικό Χάρρις ή ∆ιπλοσάϊνο που µπορεί να τον κυνηγήσει αλλά να διστάσει την τελευταία στιγµή να τον αρπάξει. Αυτή η «δειλία» οφείλεται στο χαρακτήρα του συγκεκριµένου αρπακτικού, ή σε λάθος του εκπαιδευτή που δεν κατάφερε να βρει το κυνηγετικό του βάρος ή βιάστηκε να το ξεκινήσει στους µεγάλους φασιανούς, πριν του δώσει ορισµένες ευκαιρίες να σκοτώσει νεαρούς ή θηλυκούς για να στερεώσει την αυτοπεποίθησή του. Σε περιοχές που οι φασιανοί αφθονούν είναι δυνατόν να κυνηγηθούν χωρίς σκύλο, µε περιορισµένη πάντως επιτυχία. Ο γερακάρης περπατά χτυπώντας µε µια βίτσα τους θάµνους και τις πιθανές κρυψώνες ελπίζοντας κάποιον να ξεπετάξει. Το σοβαρό κυνήγι γίνεται µε τη βοήθεια σκύλων φέρµας ή σκύλων κλειστής έρευνας που δε φερµάρουν αλλά ξεπετούν το θήραµα σε κοντινή απόσταση ώστε να έχει το γεράκι δυνατότητα να το προλάβει. Η επίθεση µπορεί να γίνει από το γάντι ή από ψηλά δέντρα. Αν το γεράκι στην καταδίωξη χάνει απόσταση και µένει πίσω, ακολουθεί το φασιανό µέχρι το σηµείο που καταφεύγει και πιάνει µια θέση από πάνω ενεδρεύοντας. Ο γερακάρης πρέπει τότε να εντοπίσει γεράκι και θήραµα µε τη βοήθεια του σκύλου ή της τηλεµετρίας και να το ξεπετάξει εκ νέου δίνοντας στο αρπακτικό µια δεύτερη, καλύτερη ευκαιρία. Μια τακτική του φασιανού που δυσκολεύει τα Χάρρις και τα αγύµναστα ∆ιπλοσάϊνα είναι, όταν δέχεται επίθεση, αντί να πετά να τρέχει. Τη


στιγµή που το αρπακτικό ετοιµάζεται να τον αρπάξει τινάζεται στον αέρα κι απογειώνεται αφήνοντας το γεράκι άπραγο στο χώµα.

Πέρδικα Ακόµη και στα πλατιά λιβάδια της Ευρώπης η πέρδικα είναι δύσκολο να πιαστεί. Πολύ περισσότερο δύσκολο θα ήταν το κυνήγι της στα ελληνικά βουνά µε τις απότοµες πλαγιές όπου οι πέρδικες αναπτύσσουν εκπληκτική ταχύτητα για να γλιτώσουν. Τα Πλατύφτερα γεράκια λοιπόν αποκλείονται από αυτό το κυνήγι. Μόνο ένας καλά γυµνασµένος αστούριος µπορεί να χρησιµεύσει πιάνοντας την πέρδικα τη στιγµή που σηκώνεται από το έδαφος και εφόσον η απόσταση µεταξύ τους είναι µικρή. Όλα εξαρτώνται από τη συµπεριφορά του σκύλου που πρέπει να είναι έµπειρος και υποµονετικός. Να πλησιάζει τα πουλιά προσεκτικά δίνοντας ευκαιρία στον γερακάρη να φέρει το αρπακτικό όσο πιο κοντά γίνεται στο κρυµµένο κοπάδι. Από τα είδη των κοντόφτερων γερακιών τη µεγαλύτερη επιτυχία έχουν σηµειώσει ∆ιπλοσάϊνα πιασµένα σε παγίδες που έχοντας ζήσει ελεύθερα ήταν γυµνασµένα σε βαθµό που δεν φτάνουν ποτέ τα κλουβίσια γεράκια.

Αγριόπαπιες Ο γερακάρης που θέλει να κυνηγήσει µε επιτυχία αυτό το θαυµάσιο θήραµα πρέπει κυρίως να βρει κατάλληλο τόπο. Είναι εύκολο να συναντήσει κανείς µεγάλα κοπάδια σε ανοιχτές εκτάσεις νερού, σε λίµνες, δέλτα ποταµών ή σε µεγάλα ποτάµια όπου κολυµπούν απροσπέλαστες. Και αν ακόµη πετύχει να τις πλησιάσει αρκετά στην ακτή, υπάρχει µεγάλος κίνδυνος το γεράκι να αρπάξει την πάπια και να πέσουν τα δυο πουλιά στο νερό. Τα µέρη λοιπόν που προσφέρονται για αυτό το κυνήγι είναι τενάγη, µικρές λακκούβες µε νερό καθώς και τα αρδευτικά κανάλια των πεδιάδων. Ο γερακάρης περιφέρεται µε το γεράκι στο γάντι περιµένοντας από το σκύλο του να βρει µέσα στις καλαµιές και να σηκώσει τις αγριόπαπιες ή, αν δεν έχει σκύλο, ελπίζει πως στο πέρασµά του, τυχαία, θα τροµάξει κάποιο κοπάδι και θα δώσει στο γεράκι τη δυνατότητα µιας καλής επίθεσης. Αυτό σηµαίνει ότι οι πάπιες θα σηκωθούν κοντά του και το αρπακτικό θα εκµεταλλευθεί τη στιγµή αυτής της βαριάς απογείωσης. Αλλιώς, αν προλάβουν να αναπτύξουν ταχύτητα είναι απίθανο να τις προλάβει, πετούν πολύ γρήγορα. Άλλοι τρόποι κυνηγιού είναι ο εντοπισµός των πουλιών από µακριά και η κρυφή προσέγγιση τους, καθώς και η τοποθέτηση του γερακιού σε ψηλά δέντρα. Εφόσον η παρουσία της αγριόπαπιας είναι έντονη στην περιοχή, µπορεί το γεράκι κατοπτεύοντας από κάποιο κλαδί να εντοπίσει ένα πουλί που βόσκει ανύποπτο και να το πιάσει στο έδαφος αιφνιδιαστικά. Έτσι έχουν πιθανότητα σε αυτό το κυνήγι τα Χάρρις, ακόµη και οι Κοκκινόουρες γερακίνες. Με αυτά τα είδη που υπολείπονται σε ταχύτητα ο γερακάρης µπορεί ακόµη να περπατά κατά µήκος των καναλιών, ενώ στην αντίπερα όχθη θα ακολουθεί παράλληλα ένας βοηθός που θα τροµάζει τα πουλιά να σηκώνονται προς το µέρος του γερακιού που έτσι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Είναι µια πολύ αποτελεσµατική µέθοδος για τις βόρειες χώρες που βρύθουν από αγριόπαπιες. Στην Ελλάδα θα δυσκολευόταν κανείς να βρει πουλιά έτσι.


Τα πλατύφτερα γεράκια Η κοινή Γερακίνα (Buteo buteo) Η Γερακίνα είναι ένα από τα πολυπληθέστερα αρπακτικά της Ευρώπης. Τη συναντάµε στους κάµπους όπου παραµονεύει ώρες την εµφάνιση κάποιου τρωκτικού για να το πιάσει µε µια αθόρυβη βουτιά. Αυτός ο νωχελικός κυνηγός µικρών θηραµάτων έχει πολύ περιορισµένη αξία στην ιερακοθηρία. Τα δάχτυλά της είναι κοντά, προσαρµοσµένα να κρατούν µικρά θηράµατα και η πτήση της βαριά, χωρίς τη γρήγορη εκκίνηση του Χάρρις. Μπορεί ωστόσο να χρησιµοποιηθεί µε επιτυχία στο κυνήγι µικρών κουνελιών και της νερόκοτας. Το µέγεθός και ο αργός µεταβολισµός της την έχουν καθιερώσει ως ένα γεράκι πολύ κατάλληλο για αρχάριους. ∆εν απειλείται τόσο από λάθη στον έλεγχο του βάρους και δε δείχνει ιδιαίτερες φοβίες που θα δυσκόλευαν έναν πρωτάρη.

Η Κοκκινόουρη γερακίνα (Buteo jamaicansis) Από κάποια απόσταση η Κοκκινόουρη γερακίνα µοιάζει µε την Ευρωπαϊκή. Άν τις συγκρίνει κανείς από κοντά θα δει σηµαντικές διαφορές. Η Κοκκινόουρη είναι πολύ ισχυρότερο αρπακτικό, όχι µόνο επειδή το βάρος της είναι µεγαλύτερο, µα και επειδή τα πόδια της είναι µεγάλα, µε δυνατά δάχτυλα, τόσο ώστε τα θηλυκά του είδους είναι ικανότατα να κυνηγούν λαγό, ενώ τα αρσενικά σκοτώνουν µε τη µεγαλύτερη ευκολία κουνέλια. Στο κυνήγι φτερωτών θηραµάτων, µολονότι υστερούν σε ταχύτητα, οι Κοκκινόουρες γερακίνες δείχνουν µεγάλο πάθος και αν τους δοθεί καλή ευκαιρία θα πιάσουν φασιανούς, αγριόπαπιες και φαλαρίδες, κοράκια και γλάρους. Το µυστικό εδώ βρίσκεται στην καλή γυµναστική και στον αιφνιδιασµό των θηραµάτων από όσο γίνεται κοντινότερη απόσταση. Πολλοί τις πετάνε µέσα από το αυτοκίνητο σε πουλιά που βόσκουν στις παρυφές ερηµικών δρόµων. Ο απολαυστικότερος τρόπος κυνηγιού µε αυτό το γεράκι είναι να µάθει να ακολουθεί από ψηλά. Οι µεγάλες φτερούγες τους είναι ιδανικές και τους επιτρέπουν να ανεµοπορούν ώρες, χωρίς να κουράζονται. Από τέτοια ύψη οι επιθέσεις είναι πολύ γρήγορες και αποτελεσµατικές. Για τους αρχάριους οι Κοκκινόουρες γερακίνες έχουν δυσκολίες. Η αυτοπεποίθηση και η δύναµή τους χρειάζονται την επίβλεψη ενός εµπειρότερου γερακάρη, τουλάχιστον στην αρχή. Έχουν την τάση να µπήγουν τα νύχια τους στο γάντι κι αν από λάθος καθίσει ένα τέτοιο γεράκι στην πλάτη µας ή -χειρότερα- στο κεφάλι µπορεί να µας τραυµατίσει. Χρειάζεται µεγάλη προσοχή αλλιώς ο γερακάρης στα πρώτα του βήµατα θα φοβάται το γεράκι του αντί να το απολαµβάνει.

Η αµερικάνικη Αετογερακίνα (Buteo regalis) Αυτή η γερακίνα είναι αρκετά µεγαλύτερη από την Κοκκινόουρη και έχει φτερωµένους ταρσούς ως τα δάχτυλα, όπως οι αετοί. Είναι κυνηγός των ανοιχτών εκτάσεων και µόνο αν έχει κανείς πρόσβαση σε τέτοιο τόπο αξίζει να


εκπαιδεύσει αυτό το πουλί. Η εξηµέρωσή της απαιτεί µεγάλη υποµονή γιατί προβάλλει στην αρχή άκαµπτη αντίδραση και προοδεύει πολύ αργά, ενώ δείχνει σχεδόν αδύνατο να µάθει να κάθεται στο γάντι. Ο λόγος αυτής της ιδιορρυθµίας είναι πως οι αµερικάνικες Αετογερακίνες σε άγρια κατάσταση σπάνια κάθονται σε δέντρα, τον περισσότερο χρόνο τον περνούν στο έδαφος. Κατ' επέκταση η θέση στο γάντι φαίνεται πως δεν είναι καθόλου στη φύση τους. Πολλά θηλυκά άτοµα του είδους εκδηλώνουν έντονη επιθετικότητα προς τον εκπαιδευτή τους και γενικά οι Αετογερακίνες είναι ακατάλληλα πουλιά για αρχάριους. Θεωρούνται σωστή επιλογή για εκείνους που φιλοδοξούν να πετάξουν αετούς. Έτσι ο χειρισµός και η αντιµετώπιση κάθε δυσκολίας που προκύπτει τους προετοιµάζει για τα αντίστοιχα, µεγαλύτερου βαθµού, βέβαια, προβλήµατα του αετού. Η αµερικάνικη Αετογερακίνα, σε αντίθεση µε τις άλλες γερακίνες, είναι γρήγορο αρπακτικό. Στη φύση σκοτώνει εκτός από θηλαστικά και διάφορα εδαφόβια πουλιά. Στην ιερακοθηρία όµως χρησιµοποιείται κυρίως στο κυνήγι του αγριοκούνελου. ∆υστυχώς ενώ το µέγεθός της είναι µεγάλο τα πόδια της είναι πολύ µικρά, όχι αρκετά για να κρατήσουν ένα λαγό. Το αρσενικό φαίνεται πως δυσκολεύεται ακόµη και µε το κουνέλι, για αυτό θεωρείται σχεδόν ακατάλληλο για κυνήγι. Μολαταύτα η Αετογερακίνα σε έµπειρα χέρια µπορεί να αποδειχθεί ένας θαυµάσιος και πολύ εντυπωσιακός κυνηγός, πετώντας ψηλά, σαν µακρύφτερο γεράκι και εφορµώντας στη λεία της µε ασυνήθιστες για το µέγεθός της ταχύτητες.

Το γεράκι Χάρρις (Parabuteo unicinctus) Το γεράκι αυτό επιστηµονικά ονοµάζεται Parabuteo δηλώνοντας έτσι τη στενή συγγένεια µε τις γερακίνες (Buteo). Η αλήθεια είναι ότι απέχει αρκετά. Έχει πολύ µακριά πόδια, κοντές φτερούγες και µεγάλη ουρά που θυµίζουν αστούριο, όχι γερακίνα. Πλήθος θηραµάτων έχει κυνηγηθεί από τους γερακάρηδες που πετούν Χάρρις, από σπουργίτια µέχρι αγριόχηνες κι από αρουραίους µέχρι λαγούς. Η φύση τους είναι απόλυτα κοινωνική. Ζουν σε οµάδες και συνεργάζονται µεταξύ τους στον εντοπισµό και τη σύλληψη του θηράµατος. Όταν εκπαιδευτούν στρέφουν αυτή την ενστικτώδη τάση συνεργασίας προς τον γερακάρη. Ακολουθούν τον άνθρωπο και προσαρµόζονται στον τρόπο που αυτός κυνηγά. Η περιέργεια, η ευφυΐα και το πάθος τους τα οδηγούν σύντοµα σε πλούσια κυνηγετική πείρα. Έτσι ένα ώριµο Χάρρις είναι απολαυστικό, δεν αγχώνει τον εκπαιδευτή του, αποζητά τη συντροφιά του και κάθε κοινή τους συνήθεια. Αρκετοί γερακάρηδες εκµεταλλεύονται τον κοινωνικό χαρακτήρα του είδους και πετούν περισσότερα από ένα Χάρρις ταυτόχρονα µε µεγαλύτερη επιτυχία στο κυνήγι. Η εκπαίδευσή τους είναι απλούστερη από των άλλων αρπακτικών, προοδεύουν γρήγορα και σταθερά, η νευρικότητά τους χάνεται από τις πρώτες κιόλας µέρες. Σχεδόν όλα τα νεαρά Χάρρις µόλις ηµερέψουν αρκετά και νιώσουν ότι ο άνθρωπος τους δίνει τροφή αρχίζουν να φωνάζουν. Φωνάζουν


ακατάπαυστα, σαν τα γεράκια µου µεγάλωσαν από ανθρώπινο χέρι. Η φωνή αυτή απευθύνεται στον γερακάρη ζητώντας τροφή αλλά και συντροφιά. Στο µυαλό του γερακιού ο γερακάρης παίρνει τη θέση που είχαν οι γονείς του. Οι ενοχλητικές και αναπόφευκτες φωνές τους παύουν αν τα Χάρρις ωριµάσουν σωστά. Αυτό συντελείται κατά τη διάρκεια της πρώτης πτερόρροιας. Την ερχόµενη άνοιξη, όταν αρχίσουν να ρίχνουν τα φτερά τους πρέπει να αφεθούν σε κατάλληλη κλούβα και να περάσουν εκεί τέσσερις-πέντε µήνες αποµονωµένα. Όταν βγουν, το φθινόπωρο, ντυµένα το καινούργιο φτέρωµα η ιδιοσυγκρασία τους θα έχει αλλάξει και ο γερακάρης θα έχει στο χέρι του ένα ενήλικο γεράκι, έτοιµο να συνεργαστεί µαζί του χωρίς τις φωνές και τη συµπεριφορά του νεοσσού που µόλις πέταξε από τη φωλιά του. Ορισµένοι εκπαιδευτές προτιµούν να αφήνουν τα νεαρά Χάρρις µε τους γονείς τους για πολύ µεγαλύτερο διάστηµα από το συνηθισµένο. Αυτός είναι ένας σίγουρος τρόπος να αποφύγει κανείς τη φωνή, έχει όµως σηµαντικό κόστος. Τα πουλιά έτσι αγριεύουν τόσο που ορισµένα είναι αδύνατο να δεθούν στενά µε τον εκπαιδευτή τους. Η µόνη ίσως προβληµατική πτυχή των Χάρρις είναι ένας έµφυτος φόβος για τα σκυλιά. Αυτό πρέπει να αντιµετωπιστεί από το πρώτο λεπτό που το γεράκι κάθεται στο γάντι. Πρέπει οπωσδήποτε η εξηµέρωσή τους να γίνει µπροστά σε όσο περισσότερους σκύλους είναι δυνατό. Η παραµικρή αµέλεια θα στερήσει από τον γερακάρη την προοπτική να χρησιµοποιεί στα κυνήγια του σκύλο. Επιπλέον θα τον ταλαιπωρήσει αφού σε κάθε απροσδόκητη εµφάνιση ξένων σκύλων στο ύπαιθρο, το Χάρρις θα τροµάζει φεύγοντας µακριά. Πολλοί γερακάρηδες που έχουν απλώς παρακολουθήσει µερικά Χάρρις να πετούν ή που κάποτε βρέθηκαν µε ένα τέτοιο γεράκι για λίγο, νοµίζουν πως είναι αργά πουλιά, χωρίς κανένα πλεονέκτηµα απέναντι στις γερακίνες. Πράγµατι η τελική τους ταχύτητα δεν είναι µεγάλη. Έτσι συµπεραίνουν ότι το Χάρρις δεν είναι ικανό για φτερωτά θηράµατα. Το µυστικό βρίσκεται στην γρήγορη εκκίνηση και όχι στην τελική τους ταχύτητα. Αυτό σηµαίνει ότι ο γερακάρης πρέπει να πλησιάσει πολύ κοντά στη θήραµα ή ότι το γεράκι πρέπει το ακολουθήσει χωρίς πιθανότητες επιτυχίας, θα δει όµως το σηµείο που κρύφτηκε και θα πιάσει µια ευνοϊκή θέση από πάνω του ώστε να το αρπάξει µε µια γρήγορη επίθεση όταν ο γερακάρης ή ο σκύλος το ξεπετάξει. Αν ένα Χάρρις είναι αγύµναστο δεν µπορεί να καταδιώξει ούτε τα αργά θηράµατα γιατί υπερτερούν σε αντοχή και δεν πετυχαίνει ούτε στις κοντινές, αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε φτερωτά γιατί η απότοµη επιτάχυνση του το εξαντλεί κι ενώ απαιτούνταν η ελάχιστη ακόµη προσπάθεια για να προφτάσει το στόχο του, το βλέπουµε να εγκαταλείπει και να κάθεται απέλπιδο στο χώµα. Η ιστορία του είδους στην ιερακοθηρία είναι πολύ πρόσφατη. Έχει γίνει όµως το πιο δηµοφιλές γεράκι, τόσο στην κοιτίδα του, την Αµερική, όσο και στην Ευρώπη. ∆εν είναι µόνο ιδεώδες για κάποιον που ξεκινά αλλά και για τον έµπειρο γερακάρη που ξέρει να αξιοποιεί όποιο αρπακτικό έχει στα χέρια του.


Οι αετοί Είναι, δυστυχώς, αλήθεια ότι αυτά τα υπέροχα πουλιά γίνονται µέσο επίδειξης για πολλούς, καθόλου µερακλήδες -κατά τη γνώµη µου- «γερακάρηδες». Μολοντούτο υπάρχουν και οι πραγµατικοί λάτρεις που καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν σε όλες τις απαιτήσεις ενός τόσο µεγάλου αρπακτικού και βρίσκουν τρόπο να το πετούν όπως αξίζει. ∆εν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο, θα πρέπει όµως να είναι πολύ εντυπωσιακό. Ένας µεγάλος αετός για να πετάξει καλά χρειάζεται απέραντες, λοφώδεις εκτάσεις, ώστε να ακολουθήσει την εκπαιδευτή του καθώς εκείνος κατηφορίζει µια πλαγιά αποκτώντας εύκολα ύψος και να µπορέσει να αναπτύξει στη συνέχεια την πτήση του. Όταν βρεθεί στον ουρανό, ο ουρανός θα πρέπει να είναι δικός του. Αυτό σηµαίνει πως η γη επιτρέπει την παρουσία ενός τόσο ισχυρού αρπακτικού από πάνω της, χωρίς δηλαδή να απειλούνται ορνιθώνες, σκύλοι, γάτες ή ακόµη και άνθρωποι. Βέβαια δεν είναι όλοι οι αετοί τόσο επικίνδυνοι και δεν είναι όλα τα είδη των αετών του ίδιου µεγέθους. Ωστόσο ο γερακάρης που ονειρεύεται έναν αετό δεν µπορεί να παραβλέψει αυτά τα ενδεχόµενα. Η κυνηγετική αξία των αετών είναι περιορισµένη. Ακόµη και οι ελαφρύτεροι σπιζαετοί που στη φύση πετούν γρήγορα και θηρεύουν αρκετά πουλιά, στο χέρι του γερακάρη σκοτώνουν µόνο θηλαστικά, λαγούς και κουνέλια. Ο λόγος είναι ότι χρειάζονται µεγάλη απόσταση για να αναπτύξουν ταχύτητα και η ιερακοθηρία δεν τους παρέχει τέτοια δυνατότητα. Οι αετοί, λοιπόν, χρησιµοποιούνται κυρίως στο κυνήγι του λαγού και του αγριοκούνελου και για να φθάσουν σε σηµείο να είναι αποτελεσµατικοί χρειάζονται µήνες καθηµερινής γυµναστικής. Στο σηµείο αυτό πολλοί αντιτάσσουν, ποιος ο λόγος να πασχίζει κανείς κρατώντας στο χέρι του ένα τόσο βαρύ αρπακτικό, ενώ µπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσµα µε µια θηλυκή Κοκκινόουρη γερακίνα ή ένα θηλυκό ∆ιπλοσάϊνο; Νοµίζω η απάντηση βρίσκεται στην προσωπική συγκίνηση του καθενός και όχι στο αποτέλεσµα. Οι πολύ µεγάλοι αετοί, όπως ο Χρυσαετός, µπορούν να κυνηγήσουν ζώα όπως η αλεπού, το ζαρκάδι ακόµη και ο λύκος και σε αυτό δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Προσωπικά θεωρώ τέτοια κυνήγια υπερβολικά και βάρβαρα, χωρίς βέβαια η κρίση αυτή να στρέφεται κατά των λαών που τα ασκούν παραδοσιακά, όπως οι κάτοικοι του Καζακστάν. Όπως κι αν έχει η ευθύνη που συνοδεύει το χειρισµό ενός αετού και το υψηλό του κόστος τούς καθιστά τελείως ακατάλληλα πουλιά για αρχάριους. Όποιος ενδιαφέρεται πρέπει να ερευνήσει αρκετά, να διαβάσει, να συζητήσει µε έµπειρους γερακάρηδες και ακολουθώντας ευλαβικά τις συµβουλές τους να προχωρήσει.

Τα κοντόφτερα γεράκια Το Ξεφτέρι (Accipiter nisus) To Ξεφτέρι είναι ένας εξαιρετικός κυνηγός πουλιών και από τα πιο χρήσιµα αρπακτικά στην ιερακοθηρία. Όµως η φύση του είναι τόσο νευρική, το σώµα


του τόσο λεπτό και ντελικάτο που απαιτεί αρκετή πείρα και µεγάλη υποµονή η εκπαίδευσή του. Το αρσενικό θεωρείται σχεδόν ακατάλληλο, µε πόδια λεπτότατα και εύθραυστα, φτερά που καταστρέφονται εύκολα, χαρακτήρα γεµάτο ξαφνικούς φόβους και απρόβλεπτες αντιδράσεις και µεταβολισµό τόσο γρήγορο που για λίγα γραµµάρια τροφής λιγότερο ή επιπλέον µπορεί να πεθάνει ή να χαθεί. Το θηλυκό έχει τις ίδιες δυσκολίες σε µικρότερο βαθµό, µια που το µέγεθός της είναι περίπου διπλάσιο. Αν εκπαιδευτεί σωστά διαπρέπει στο κυνήγι του κότσυφα, της τσίχλας και του ορτυκιού. Όλα τα µικρόπουλα , εντοµοφάγα ή κοκκοφάγα περιλαµβάνονται στην κυνηγετική του δράση, µε µικρότερο ενδιαφέρον ίσως, ενώ από τα µεγαλύτερα είδη µπορεί να σκοτώσει περιστέρια, καρακάξες, νερόκοτες, ακόµη και πέρδικες. Ο παραδοσιακός τρόπος που εφαρµόζεται για το κυνήγι του κότσυφα χρειάζεται τη σύµπραξη ενός, τουλάχιστον, βοηθού. Ο γερακάρης περπατά κατά µήκος των βάτων, καθώς ο βοηθός ακολουθεί παράλληλα στην απέναντι πλευρά και µε µια βίτσα χτυπά τους θάµνους. Τα πουλιά τροµάζουν, πετούν προς τη µεριά του γερακάρη και το γεράκι επιτίθεται. Οι επιθέσεις είναι σύντοµες και ταχύτατες, αν το αρπακτικό δεν προλάβει, ο κότσυφας κρύβεται πάλι στα βάτα. Στη Ασία κυνηγούν τα ορτύκια κατά τη φθινοπωρινή µετανάστευση, χωρίς σκύλο. Ο γερακάρης περιφέρεται στους κάµπους και στα περιβόλια και το Ξεφτέρι κυνηγά όσα ορτύκια τροµάζουν και σηκώνονται από κοντά. Στο κυνήγι αυτό η βοήθεια του σκύλου θα ήταν πολύτιµη, επειδή όµως κρατά µόνο δυο µήνες οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι αποφεύγουν να συντηρούν κυνηγόσκυλα. Η µοντέρνα ιερακοθηρία δε χρησιµοποιεί πια Ξεφτέρια µεγαλωµένα από τους φυσικούς τους γονείς αλλά από άνθρωπο. Ο εκπαιδευτής παίρνει το γεράκι του σε ηλικία δέκα ηµερών περίπου και το ανατρέφει µέσα στην οικογένειά του. Το πουλάκι µαθαίνει ό,τι το περιστοιχίζει και γίνεται σχετικά ήµερο. Μολαταύτα η ντελικάτη του κατασκευή χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και το φτέρωµά του, προπάντων η ουρά, εύκολα καταστρέφεται. Η τροφή πρέπει να είναι άριστη, φρέσκια και πλούσια σε πρωτεΐνες, χωρίς καθόλου λίπος και το µικρόσωµο γεράκι να ζυγίζεται δύο φορές τη µέρα για να παρακολουθείται το βάρος του σχολαστικά. Τα δερµατάκια στους ταρσούς πρέπει να είναι µαλακά και η βάση φροντισµένη τέλεια, γιατί ακόµη και το ελάχιστο σκάλωµα είναι αρκετό να προκαλέσει ζηµιά στο φτέρωµά του.

Το ∆ιπλοσάϊνο (Accipiter gentilis) Το ∆ιπλοσάϊνο είναι ένα από τα πιο προικισµένα και αποτελεσµατικά γεράκια στον χώρο της ιερακοθηρίας. Τα µεγάλα θηλυκά έχουν τη δύναµη να σκοτώσουν έναν πλήρως ανεπτυγµένο λαγό και τα αρσενικά αντίστοιχα κυνηγούν το κουνέλι. Όλα, σχεδόν, τα φτερωτά θηράµατα είναι εν δυνάµει θηράµατά του, από το ορτύκι ως τις αγριόχηνες και τους µεγάλους ερωδιούς. Παλαιότερα που η παγίδευση άγριων αρπακτικών επιτρεπόταν, οι γερακάρηδες εκπαίδευαν ∆ιπλοσάϊνα που είχαν ζήσει αρκετό καιρό ελεύθερα. Εκείνα τα πουλιά σαφώς υπερείχαν σε ταχύτητα και κυνηγετικές τακτικές έναντι των σύγχρονων ∆ιπλοσάϊνων που µεγαλώνουν σε εκτροφεία. Ο γερακάρης λοιπόν που φιλοδοξεί να κυνηγήσει τα γρηγορότερα θηράµατα,


όπως οι πέρδικες θα περιοριστεί ίσως σε λίγες, ευκαιριακές επιτυχίες, εκτός αν γυµνάζει εντατικά το γεράκι του επί µήνες ώστε να φτάσει τη µυϊκή κατάσταση που έχουν τα άγρια. Το ∆ιπλοσάϊνο δεν ενδείκνυται για άπειρους γερακάρηδες. Καθώς ο µικρόσωµος συγγενής του, το Ξεφτέρι, έχει αρκετά δύσκολο χαρακτήρα, νευρικό κι απρόβλεπτο. Μάλιστα οι σύγχρονοι εκπαιδευτές αρχίζουν σιγά, σιγά να στρέφονται προς την ανατροφή των ∆ιπλοσάϊνών τους από µικρή ηλικία µε το χέρι. Μεγαλωµένα έτσι δείχνουν αρκετή σταθερότητα και λιγότερο φόβο, γενικώς. Η µεγάλη εξοικείωση όµως µε τον άνθρωπο σε συνδυασµό µε τη δύναµή τους µπορεί να οδηγήσει σε επιθετική συµπεριφορά, ιδιαίτερα αν για οποιονδήποτε λόγο πεινάσουν λίγο παραπάνω. Για να αποφευχθούν τέτοια σηµεία ο γερακάρης αναγκάζεται να πετάει το ∆ιπλοσάϊνο αρκετά παχύ, κρατώντας το διαρκώς στο γάντι µέχρι να δοθεί κάποια ευκαιρία για επίθεση. Αυτή η τακτική προϋποθέτει, βέβαια, πληθώρα θηραµάτων, αλλιώς γίνεται µια πληκτική περιπλάνηση χωρίς την απόλαυση να βλέπει κανείς το γεράκι του στον αέρα. Επιπλέον τα γεράκια αυτά, εάν αποτύχουν σε κάποια επίθεση, επειδή δεν πεινούν, δεν επιστρέφουν στον εκπαιδευτή τους που είναι υποχρεωµένος να ψάξει για να εντοπίσει το σηµείο που κάθονται. Μεγάλη βοήθεια προσφέρει η τηλεµετρία. Πάλι όµως, ακόµη και όταν ο γερακάρης στέκεται κάτω από το κλαδί τους και τα φωνάζει, δεν έρχονται στο γάντι, αλλά πρέπει να επιστρατευτεί το οµοίωµα. Τελευταία έχει διαδοθεί πολύ η εκτροφή του Φιλανδικού ∆ιπλοσάϊνου. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό υποείδος µε φανερά ηπιότερο χαρακτήρα. Οι τιµές των συγκεκριµένων πουλιών είναι σχεδόν διπλάσιες από των υπολοίπων και κατά πώς φαίνεται, σύντοµα θα είναι τα µόνα που θα εκτρέφονται.

Μακρύφτερα γεράκια Στα κύρια µέρη της εκπαίδευσης τα Μακρύφτερα γεράκια δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα αρπακτικά. Βασιζόµαστε όµως περισσότερο στο οµοίωµα παρά στο γάντι. Η κουκούλα επίσης παίζει σηµαντικότερο ρόλο. Καθώς το σωµατικό βάρος τους αναλογικά µε τον όγκο των φτερών τους είναι µεγάλο, απαιτείται πολύ περισσότερη άσκηση για να πετάξουν καλά. Έχουν την τάση να βρίσκονται συνεχώς στον αέρα, αντί να κάθονται και είναι πολύ πιθανό στην αρχή να αποµακρύνονται µε κίνδυνο να χαθούν. Η κουκούλα είναι απαραίτητη τόσο στη µεταφορά τους, όσο και στο κυνήγι. Αυτά τα γεράκια αντιδρούν σχεδόν κλειστοφοβικά όταν βρεθούν στο στενό χώρο του κουτιού τους. Και η δύναµη των φτερούγων καθώς χτυπούν στα τοιχώµατα είναι καταστροφική για το φτέρωµα. Ενώ η αδηµονία τους να πετάξουν µόλις φτάνουν στο ύπαιθρο τα κάνει να φτεροκοπούν διαρκώς στο γάντι, να λαχανιάζουν και να ταράζονται δυσκολεύοντας το κυνήγι. Η κουκούλα λύνει αυτά τα προβλήµατα βυθίζοντας τα σε µια σκοτεινή ηρεµία και επιτρέποντας στον γερακάρη να τα χειριστεί όπως πρέπει. Συνήθως ο εκτροφέας που µας στέλνει το γεράκι φροντίζει να µας προµηθεύσει και την κατάλληλη κουκούλα. Καλό είναι πάντως να του το ζητήσουµε, µια που στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακόµη κατασκευαστές ειδών


ιερακοτροφίας. Και ενώ ένα γάντι που δεν εφαρµόζει σωστά δεν αποτελεί σοβαρό πρόβληµα, µια κουκούλα αν δεν εφαρµόζει τέλεια είναι τελείως άχρηστη. Αν είναι δηλαδή φαρδιά, το γεράκι θα την πετάξει από πάνω του µε την πρώτη κίνηση κι αν είναι στενή θα αντιδρά στην ενόχληση και θα υποφέρει. Το µάθηµα της κουκούλας ξεκινά ταυτόχρονα µε την εξηµέρωσή του γερακιού. Μόλις βρεθεί δεµένο στο γάντι το πουλί σαστίζει κι αυτό το σάστισµα εκµεταλλευόµαστε. Με µια ακριβέστατη κίνηση του περνάµε την κουκούλα χωρίς να σφίξουµε τα λουριά. Κατόπιν την αφαιρούµε αµέσως, πριν το ίδιο το γεράκι τινάξει το κεφάλι του και τη βγάλει. Γιατί αν µάθει να τη βγάζει µόνο του θα µας ταλαιπωρήσει αρκετά µε τις αντιδράσεις του. Αν στην αρχή προσπαθεί να την αποφύγει, δεν πρέπει να καταφύγουµε σε επίµονες προσπάθειες, αλλά ψύχραιµοι να περιµένουµε να του τη φορέσουµε αιφνιδιαστικά. Η πρώτη µέρα θα περάσει έτσι µε τακτικά, στιγµιαία «κουκουλώµατα», έως ότου δεχτεί ολοκληρωτικά την κίνηση του χεριού µας και την ανώδυνη θέση της κουκούλας στο κεφάλι. Από την επόµενη µέρα θα την αφήνουµε ίσως λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω, προλαβαίνοντας πάντα την αντίδραση του γερακιού. Όταν φτάσουµε να µετράµε πέντε δευτερόλεπτα και το γεράκι µένει ακίνητο, είναι ώρα να σφίξουµε τα λουράκια του πίσω µέρους κι αµέσως ύστερα να τα ξεσφίξουµε και να αφαιρέσουµε την κουκούλα. Σταδιακά αυξάνουµε τα διαστήµατα, οι µέρες περνούν, το γεράκι µας ηµερεύει και η κουκούλα γίνεται πια µέρος της ζωής του. Στο τέλος ένα µακρύφτερο γεράκι πρέπει να αισθάνεται απόλυτη άνεση φορώντας την κουκούλα του για όσην ώρα χρειαστεί, χωρίς να δείχνει την παραµικρή ενόχληση.

Τάισµα στο γάντι Κρατάµε, λοιπόν, το γεράκι στο γάντι δύο ώρες τη µέρα, τουλάχιστον. Κάθε φορά που προβλέπουµε ότι θα προσπαθήσει να πετάξει του φοράµε την κουκούλα και ηρεµεί, κατόπιν την αφαιρούµε, προχωρώντας έτσι, σιγά, σιγά στην εξηµέρωσή του. Κάνουµε ό,τι έχουµε περιγράψει για τα κοντόφτερα και τα πλατύφτερα γεράκια. Η τροφή είναι από τώρα εκεί, πρόσφορη στο γάντι, αν θελήσει να τη δοκιµάσει. Καθόµαστε αποµονωµένοι σε κάποιον ήσυχο χώρο και περιµένουµε. Αν ο χρόνος που διαθέτουµε είναι αρκετός, ας πούµε τρεις ή τέσσερις ώρες ηµερησίως, τότε το µακρύφτερο γεράκι θα ξεκινήσει να τρώει στο γάντι από τη δεύτερη µέρα, κατά κανόνα, ενώ το βάρος του είναι ακόµη ψηλά. Στο σηµείο αυτό ο γερακάρης δεν θα επιτρέψει στο αρπακτικό να λάβει µεγάλη ποσότητα τροφής για να µην ανακοπεί το αδυνάτισµά και καθυστερήσει η εξηµέρωση. Το πουλί ζυγίζεται σχολαστικά και καταγράφονται τα καθηµερινά βάρη. Για αρκετές µέρες, άσχετα µε την πρόοδο που σηµειώνει όσο το κρατάµε στο γάντι, το γεράκι δεµένο στη βάση τροµάζει εύκολα και δεν υποδέχεται µε εµπιστοσύνη τον εκπαιδευτή του καθώς πλησιάζει να το πάρει για το καθηµερινό µάθηµα. Το «σήκωµα» ενός φοβισµένου γερακιού από τη βάση του πρέπει να γίνεται γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση για να µη βλαφτεί από τα χτυπήµατα το φτέρωµά του. Ο γερακάρης λύνει αµέσως το σχοινάκι και το σηκώνει, ενώ το γεράκι κρέµεται στον αέρα. 'Ύστερα ευγενικά µε το δεξί του


χέρι το βοηθά να ανέβει στο γάντι και προχωρεί στη διαδικασία της εξηµέρωσης. Όσο κυλούν οι µέρες το πουλί γίνεται πιο σταθερό, συνηθίζει τα πράγµατα. Η πείνα του µεγαλώνει, αρχίζει να νιώθει τον γερακάρη ως τροφό και η εµφάνισή του δεν το ταράζει. Στο µεταξύ η διαδικασία της εξηµέρωσης έχει µεταφερθεί από την αποµονωµένη, ήσυχη γωνιά της πρώτης µέρας στο κέντρο της οικογενειακής κίνησης που µπορεί να είναι η αυλή, κάποιο µπαλκόνι ή το σαλόνι. Σιγά, σιγά φέρνουµε το αρπακτικό σε επαφή µε κάθε δυνατό ερέθισµα, καθώς και µε την παρουσία ενός ή περισσότερων σκύλων. Αν ο γερακάρης κάνει το σφάλµα να κρατήσει το γεράκι του σε απόσταση από όλα αυτά, η εξηµέρωση θα αφορά µόνον εκείνον και πολλά από τα κατοπινά νέα ερεθίσµατα θα αποτελούν πρόβληµα.

Πηδώντας στο γάντι Αφού το γεράκι µας έχει εξηµερωθεί σε βαθµό τέτοιο ώστε να δέχεται αµέσως το κρέας που του προσφέρουµε, είναι η στιγµή που θα του ζητήσουµε να πηδήξει µόνο του στο γάντι -από πολύ κοντά στην αρχή- για να φάει. Η διαδικασία και εδώ είναι η ίδια, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο των Κοντόφτερων και των Πλατύφτερων αρπακτικών. Το παίρνουµε από τη βάση του, του φοράµε κουκούλα, το ζυγίζουµε και γράφουµε το βάρος στο τετράδιο. Του δίνουµε µια µικρή µπουκιά να θυµηθεί ότι από εµάς περιµένει την τροφή του και να διεγερθεί η πείνα του. Κατόπιν το αφήνουµε στο πόστο εκπαίδευσης δένοντας την άκρη του σχοινιού του στον κρίκο του γαντιού για ασφάλεια. Κρατώντας ένα δελεαστικό κοµµάτι κρέας του ζητάµε να πηδήξει στο γάντι. Η απόσταση πρέπει να είναι τέτοια ώστε να µην µπορεί να πάρει το κρέας µε το ράµφος, αλλά να µπορεί να «περπατήσει» σ' αυτό, απλώνοντας πρώτα το ένα πόδι και φέρνοντας έπειτα και το άλλο κοντά να βρεθεί στο γάντι και να φάει την ποσότητα που θα του επιτρέψουµε. Ίσως χρειαστεί λίγη υποµονή. Αν η προσοχή του αποσπάται από τη γύρω κίνηση κουνάµε ελαφρώς τον αντίχειρα του γαντιού για να του τραβήξουµε το βλέµµα εκεί. Αν το γεράκι αρνείται για περισσότερο από ένα λεπτό να έρθει αναβάλλουµε το µάθηµα για την επόµενη µέρα. Στην περίπτωση αυτή θα υπολογίσουµε να φάει µειωµένη µερίδα ώστε να χάσει λίγα γραµµάρια και να γίνει πιο πρόθυµο στο αυριανό µάθηµα. Το πόσο λίγα θα είναι αυτά τα γραµµάρια εξαρτάται από το µέγεθος του γερακιού καθώς και από το βάρος του τη συγκεκριµένη ηµέρα. Εµείς ήδη ξέρουµε και µπορούµε να προβλέψουµε µε ακρίβεια τι χρειάζεται να φάει ώστε το αδυνάτισµα να γίνει χωρίς επικίνδυνη απόκλιση. Τόσες µέρες ως τώρα ζυγίζαµε τακτικά το γεράκι και την τροφή του. Όταν πετύχουµε να ανέβει στο γάντι αφήνουµε να κόψει λίγες µπουκιές και ύστερα κρύβουµε το κρέας στην τσάντα µας. Όταν το γεράκι καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλο κρέας στο γάντι και ηρεµήσει, το επιστρέφουµε ξανά στο πόστο του. Επαναλαµβάνουµε το κάλεσµα µια ακόµη φορά από την ίδια απόσταση. Πιθανότατα θα έλθει χωρίς καθυστέρηση Αν καθυστερεί τότε προχωράµε στο επόµενο κάλεσµα ξανά από την ίδια απόσταση έως ότου πηδήξει στο γάντι αµέσως. Στη συνέχεια αυξάνουµε την απόσταση, όχι παραπάνω από λίγα


εκατοστά και το φωνάζουµε πάλι. Κάθε µάθηµα περιορίζεται σε λίγες, το πολύ πέντε-έξι επαναλήψεις. Την τελευταία φορά αφήνουµε το γεράκι να φάει όλη την υπόλοιπη ηµερήσια µερίδα και το πηγαίνουµε στη βάση του. Όποτε διαπιστώνουµε παρατεταµένο δισταγµό, σταµατάµε το µάθηµα και ρίχνουµε λίγο το βάρος. Εφόσον είναι το πρώτο γεράκι που εκπαιδεύουµε προτιµάµε να διαρκέσει η εκπαίδευση πολύ αλλά να είναι ακίνδυνη για το αρπακτικό από το να επισπεύδουµε τους χρόνους προσπαθώντας να φτάσουµε τους έµπειρους γερακάρηδες, όπως παρουσιάζονται στα βιβλία.

Πετώντας στο γάντι Πολλοί γερακάρηδες όταν εκπαιδεύουν µακρύφτερα γεράκια παρακάµπτουν το στάδιο αυτό. Πιστεύουν ότι δε χρειάζεται να µάθουν να έρχονται από µακριά στο γάντι και τους µαθαίνουν να πετούν µόνο στο οµοίωµα. Είναι αλήθεια ότι πολλά Μακρύφτερα γεράκια δεν µπορούν να έλθουν στο γάντι από µεγάλες αποστάσεις, δείχνουν σα να µην έχουν δυνατότητα να µειώσουν ταχύτητα και δίνουν στο γάντι ένα χτύπηµα και ξανά, ύστερα, ορµούν, χωρίς ποτέ να χαλαρώνουν την πτήση τους και να κάθονται. Όποιος, λοιπόν, προσπαθήσει να εκπαιδεύσει ένα τέτοιο γεράκι να έρχεται στο γάντι θα σπαταλήσει τον χρόνο του χωρίς αποτέλεσµα. Σε άλλες περιπτώσεις όµως το µάθηµα πετυχαίνει και είναι πολύ βολικό ένα Μακρύφτερο γεράκι να έρχεται κατευθείαν στο γάντι, χωρίς ο γερακάρης να είναι πάντοτε υποχρεωµένος να ακολουθεί την περίπλοκη διαδικασία του οµοιώµατος. Μπορεί µε µια απλή κίνηση να φέρνει το γεράκι κοντά του, µετά από µια αποτυχηµένη επίθεση και να βαδίσει για την επόµενη. Όπως στην περίπτωση της παραπλανηµένης -«λευκής»- φέρµας του σκύλου, οπότε το γεράκι βρίσκεται στον αέρα, έτοιµο για επίθεση, αλλά αποδεικνύεται ότι ο σκύλος µας ξεγελάστηκε και θήραµα δεν υπάρχει στο σηµείο που µας έδειξε. Το γεράκι έπειτα από λίγη ώρα αρχίζει να αποµακρύνεται και εµείς που υποψιαζόµαστε ότι το θήραµα θα εντοπιστεί σύντοµα δε θέλουµε να χάσουµε χρόνο µε τη χρήση του οµοιώµατος και γλιτώνουµε χρόνο καλώντας το στο γάντι. Όπως ακριβώς τα Πλατύφτερα και τα Κοντόφτερα, έτσι και τα Μακρύφτερα γεράκια µαθαίνουν να πετούν στο γάντι µε σταδιακή αύξηση των αποστάσεων, ώσπου να εξαντληθεί όλο το µήκος του σπάγκου. Ωστόσο αυτά τα σαράνταπενήντα µέτρα σπάγκου δεν είναι αρκετά για να προλάβει ένα γεράκι να αναπτύξει µεγάλη ταχύτητα µε αποτέλεσµα όσο είναι ακόµη δεµένα, όλα τα Μακρύφτερα γεράκια να ανταποκρίνονται στο µάθηµα καλά. Μόνον όταν βρεθούν ελεύθερα στο αέρα θα αποδειχθεί ποια πράγµατι θα έρχονται στο γάντι και ποια εκπαιδεύθηκαν µάταια.

Μαθαίνοντας το οµοίωµα Όπως είπαµε το οµοίωµα στα Μακρύφτερα γεράκια παίζει βασικότερο ρόλο από ότι στα άλλα είδη. Χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατο να εκπαιδευθούν σωστά και πιθανότατα θα χάνονταν ύστερα από λίγες µέρες.


Το πρώτο µάθηµα µπορεί να γίνει ενώ το γεράκι κάθεται δεµένο στη βάση του, αφού, βεβαίως, το έχουµε πρώτα ζυγίσει. ∆ένουµε στο οµοίωµα ένα κοµµάτι µοσχαρίσιο κρέας, πλησιάζουµε ευγενικά και το αποθέτουµε µπροστά στο αρπακτικό. Κατόπιν αποµακρυνόµαστε περιµένοντας την αντίδρασή του. Συνήθως το γεράκι κατεβαίνει στο έδαφος φτάνει στο οµοίωµα µε µικρά, διστακτικά βήµατα και παίρνει το κρέας. Μόλις φάει το αφήνουµε για λίγο να διαπιστώσει ότι δεν κρύβεται άλλη τροφή ανάµεσα στα φτερά και πλησιάζουµε προτείνοντας το γάντι µε µια δελεαστική ποσότητα ορτυκιού. Το γεράκι αναγνωρίζει αυτή την κίνηση, έπειτα από τόσα µαθήµατα και αφήνει το οµοίωµα ευχαρίστως για να ανέβει στο χέρι µας. Με το δεξί χέρι φέρνουµε το οµοίωµα στη τσάντα και επιτρέπουµε στο γεράκι να φάει µερικές καλές µπουκιές. Στη συνέχεια επαναλαµβάνουµε την ίδια διαδικασία έχοντας δέσει καινούργιο κρέας στο οµοίωµα. Ύστερα από τρεις-τέσσερις τέτοιες επαναλήψεις το µάθηµα τελειώνει, µαζί µε την ηµερήσια ποσότητα τροφής. Την εποµένη προχωράµε κανονικά δένοντας το γεράκι στο σπάγκο εκπαίδευσης. ∆υο µέτρα µπροστά από το πόστο του αφήνουµε το «δολωµένο» οµοίωµα και τραβιόµαστε στην άκρη. Κάνουµε ό,τι ακριβώς και στο προηγούµενο µάθηµα. Στη συνέχεια αυξάνουµε λίγο την απόσταση, εφόσον το γεράκι ανταποκρίνεται καλά. Όταν η απόσταση φτάσει τα τέσσερα µέτρα παύουµε να ακουµπάµε το οµοίωµα στο έδαφος, αλλά το κρατάµε από το σχοινάκι και το ρίχνουµε στο σηµείο που θέλουµε. Το καθηµερινό µάθηµα λήγει πάντα ύστερα από τέσσερις-πέντε επαναλήψεις. Αν το πουλί δεν προοδεύει µειώνουµε την τροφή ώστε την άλλη µέρα να πεινά περισσότερο. Όλες οι διακυµάνσεις του βάρους σε συνδυασµό µε την ποσότητα τροφής και τη συµπεριφορά του στην εκπαίδευση καταγράφονται σχολαστικά. Έπειτα από λίγες µέρες το γεράκι θα ξέρει το οµοίωµα αρκετά, θα πετά διανύοντας όλη την απόσταση του σπάγκου και θα το αρπάζει στο έδαφος. Η επιθετικότητά του προς το ψεύτικο θήραµα το κάνει να µπήγει τα νύχια του, να το µαδά µε το ράµφος και να µην το εγκαταλείπει εύκολα για να ανέβει στο γάντι. Ο γερακάρης, γονατισµένος υποµονετικά, προσπαθεί να κρύψει το οµοίωµα τοποθετώντας πάνω το γάντι µε το κρέας. Τελικά το γεράκι αρχίζει να ασχολείται µε τη νέα τροφή που προσφέρεται. Λίγο, λίγο χαλαρώνει τα δάχτυλά του από τις φτερούγες του οµοιώµατος και ανεβαίνει στο γάντι. Στην πορεία το γεράκι πρέπει να µάθει να επιτίθεται και να αρπάζει το οµοίωµα στον αέρα. Χρειάζεται προσοχή. Αν η απόσταση αυξηθεί απότοµα, στην αρχή, και το οµοίωµα δε βρίσκεται στη γνωστή θέση, δηλαδή στο έδαφος, το γεράκι µπορεί να αισθανθεί άβολα και να αλλάξει κατεύθυνση. Ο σπάγκος ύστερα θα το προσγειώσει απότοµα και θα χάσει την αυτοπεποίθησή του. Ξεκινάµε πάλι από µιαν απόσταση δύο µέτρων. Καθώς βγάζουµε το οµοίωµα το γεράκι περιµένει ανυπόµονα να ξεκινήσει. Αντί να το ρίξουµε στη γη το κρατάµε µετέωρο λίγα εκατοστά πάνω από το χώµα. Ίσως το γεράκι ξαφνιαστεί και αντί να το αρπάξει κατευθείαν µπορεί να προσγειωθεί κοντά του και κατόπιν να το πιάσει τινάζοντας τα πόδια ψηλά. Όπως και αν γίνει µόλις το αρπακτικό βρεθεί γαντζωµένο, αφήνουµε το οµοίωµα προσεκτικά στη γη. Όσο το µάθηµα εξελίσσεται µεγαλώνουµε την απόσταση, χωρίς βιασύνη. Τέλος η διαδικασία γίνεται σε όλο το µήκος του σπάγκου, το γεράκι ορµά αποφασιστικά και είναι ώρα να αυξήσουµε το ύψος του οµοιώµατος ξεκινώντας πάλι από κοντά. Στεκόµαστε πάντα πλάι, ποτέ πίσω από το οµοίωµα και το κρατάµε


κρεµασµένο στο ύψος της µέσης µας. Μόλις το αρπάξει αφήνουµε σπάγκο και το προσγειώνουµε οµαλά. Συνεχίζουµε τα µαθήµατα µε τον ίδιο τρόπο µέχρι που το γεράκι να έρχεται από όσο µακριά επιτρέπει ο σπάγκος και να πιάνει το οµοίωµα ψηλά, στο στήθος µας. Αυτές οι επιθέσεις µπορεί να γίνονται µε αρκετή ταχύτητα, ο γερακάρης έχει το νου του να «φρενάρει» µε τα δάχτυλά του, αφήνοντας τον σπάγκο του οµοιώµατος όχι τελείως ελεύθερο, ώστε το γεράκι να έρχεται στο έδαφος οµαλά. Στη συνέχεια της εκπαίδευσης το γεράκι πρέπει να µάθει να πιάνει το οµοίωµα ακόµη ψιλότερα Καθώς το κρατάµε µετέωρο στο ύψος του στήθους µας, το γεράκι ξεκινά την επίθεση και λίγο πριν φτάσει στο σηµείο που στεκόµαστε, µε µια ελαφριά κίνηση υψώνουµε το οµοίωµα προς το µέρος του γερακιού µισό περίπου µέτρο ψιλότερα. Το αρπακτικό ακολουθεί την φορά του οµοιώµατος και το αρπάζει. Ακολούθως συνεχίζουµε σε κάθε επανάληψη να στέλνουµε το οµοίωµα ακόµη ψιλότερα, ώσπου να φτάνει ενάµιση µέτρο πάνω από το κεφάλι µας και το γεράκι µε κατακόρυφη άνοδο να το αρπάζει. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται στο συγχρονισµό, ώστε το οµοίωµα να ρίχνεται ακριβώς τη στιγµή που φτάνει το γεράκι. Αν το πετάξουµε πρόωρα θα τεντωθεί και θα πέσει στο έδαφος, αν καθυστερήσουµε το γεράκι θα µας προσπεράσει και ίσως συνεχίσει την πορεία του µέχρι να πέσει απότοµα µε το τέλος του σπάγκου. Τελευταίο βήµα είναι να περιστρέφουµε το οµοίωµα καθώς έρχεται το γεράκι και εκµεταλλευόµενοι την κεντροµόλο δύναµη της περιστροφής να το εκσφεντονίζουµε ψηλά για να το πιάνει.. Οι κινήσεις αυτές από έναν αρχάριο δεν πρέπει να εφαρµόζονται κατευθείαν στο αρπακτικό, προηγείται αρκετή εξάσκηση µε τον γερακάρη να γυρίζει το οµοίωµα µόνος του έως ότου αποκτήσει άνεση στο χειρισµό του. Όταν πια το γεράκι ανταποκρίνεται χωρίς δισταγµό και µε πάθος ορµά στο ψεύτικο θήραµα, είναι έτοιµο να πετάξει ελεύθερο. Ήδη από την ώρα που αρχίζει να έρχεται σωστά στο γάντι ο γερακάρης συνοδεύει κάθε κάλεσµα µε τον ήχο µιας σφυρίχτρας. Ο ήχος πρέπει να είναι πάντα ο ίδιος για να συνδυάζεται µε προσφορά τροφής, στο γάντι ή στο οµοίωµα. Τώρα λοιπόν που θα πετάξει ελεύθερο η σφυρίχτρα θα βοηθήσει να το καλέσει πάλι κοντά του. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στην αλλαγή του τόπου. Αν δηλαδή το γεράκι πρόκειται να πετάξει σε άλλο µέρος από εκείνο που εκπαιδευόταν ως τώρα, επιβάλλεται να γίνει µια δοκιµή πρώτα µε τον σπάγκο. Έτσι ο γερακάρης θα διαπιστώσει αν το αρπακτικό νιώθει άνετα στο καινούργιο µέρος. Αν έχει αναστατωθεί βλέποντας τριγύρω ένα άγνωστο τοπίο ή αν ταράχτηκε κατά τη µεταφορά του ως εκεί µε το αυτοκίνητο, η ελεύθερη πτήση θα αναβληθεί και θα ακολουθήσουν δυο-τρεις µέρες εκπαίδευσης που θα το εξοικειώσουν µε την µεταφορά και τη συγκεκριµένη τοποθεσία.

Η πρώτη ελεύθερη πτήση Το µεγάλο αυτό βήµα συγκινεί κάθε γερακάρη, όσα γεράκια και αν έχει πετάξει στη ζωή του. Όλα πρέπει να γίνουν στην εντέλεια. Ο τόπος να είναι ανοιχτός, χωρίς οπτικά εµπόδια για να παρακολουθούµε το γεράκι και το ίδιο να µας βλέπει, όπου και αν πάει. Η µέρα να είναι απάνεµη, γιατί ο αέρας µπορεί να


παρασύρει ένα άπειρο γεράκι µακριά και να χαθεί παρά τη θέλησή του. Η ώρα να είναι πρωινή ώστε και αν κάτι απρόβλεπτο συµβεί να έχουµε χρόνο ψάχνοντας το γεράκι. Εξάλλου η ζέστη σε αυτές τις πρώτες πτήσεις εξουθενώνει τα πουλιά και δυσκολεύει τα µαθήµατα. Ζυγίζουµε, λοιπόν, το γεράκι για να βεβαιωθούµε ότι βρίσκεται στο σωστό βάρος και το βάζουµε στο κουτί του. Φθάνοντας στον επιλεγµένο τόπο ελέγχουµε τριγύρω να δούµε αν όλα είναι ήσυχα. ∆ε θέλουµε σε αυτή την κρίσιµη στιγµή αδιάκριτες παρουσίες, περίεργους θεατές, σκυλιά κλπ. Έπειτα προχωρούµε σε µια τελευταία δοκιµή µε τον σπάγκο, πριν ετοιµαστούµε για το πρώτο ελεύθερο πέταγµα. Μετά τη δοκιµή, φοράµε στο γεράκι ξανά την κουκούλα και κρατώντας καλά τα λουριά του, λύνουµε τον σπάγκο, αφαιρούµε το στριφτάρι, πλησιάζουµε στο πόστο του, βγάζουµε την κουκούλα και το αφήνουµε να κάτσει. Με τη σφυρίχτρα στο στόµα και το οµοίωµα κρυµµένο στη µασχάλη αποµακρυνόµαστε κοιτάζοντάς το. Το πουλί είναι συνήθως ανυπόµονο και ξεκινά πριν το καλέσουµε. Είτε αυτό συµβεί, είτε το καλέσουµε δείχνοντας στιγµιαία το οµοίωµα, µόλις βρεθεί στον αέρα κρύβουµε το οµοίωµα και εκείνο υψώνεται από πάνω µας ή µάς προσπερνά και στρέφει το βλέµµα να κοιτάξει, να δει αν θα εµφανίσουµε ξανά το οµοίωµα. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή βγάζουµε το οµοίωµα και το πετάµε στη γη να το πιάσει. Αφήνουµε να φάει το κρέας χωρίς βιασύνη και µε προσοχή το σηκώνουµε να φάει από το γάντι την υπόλοιπη ανταµοιβή του. Ύστερα επαναλαµβάνουµε άλλη µια πτήση και η µέρα τελειώνει µε επιτυχία. Είναι επικίνδυνο να κουράσουµε το γεράκι µε περιττές προσπάθειες. Ένα Μακρύφτερο γεράκι έχει την τάση να πετά συνέχεια και αν είναι γυµνασµένο ξέρει να ξεκουράζεται στον αέρα, στις πρώτες του πτήσεις, όµως, αν εξαντληθούν οι δυνάµεις του µπορεί να ακολουθήσει µιαν ευθεία κατωφερή και να εξαφανιστεί µακριά µας.

Η πρώτη βδοµάδα Ενώ την πρώτη µέρα που πέταξε ελεύθερο οι δυο πτήσεις ήταν µικρές, σχεδόν σα να ήταν ακόµη δεµένο µε σπάγκο, την εποµένη επιτρέπουµε στο γεράκι να µείνει λίγο περισσότερο στον αέρα, κάνοντας ίσως ένα κύκλο γύρω µας πριν τού ρίξουµε το οµοίωµα στο έδαφος να προσγειωθεί. ∆ε ρίχνουµε το οµοίωµα ψηλά γιατί αν από έλλειψη συγχρονισµού το χάσει, το γεράκι ανήµπορο να ελέγξει τα µουδιασµένα φτερά του ίσως διαλέξει να καθίσει κάπου αγνοώντας τα σφυρίγµατά µας, πράγµα θέλουµε να αποφύγουµε µε κάθε τρόπο. Ωστόσο είναι πιθανό ένα γεράκι να επιτίθεται µε τέτοια ορµή στο πεσµένο οµοίωµα που να το προσπερνάει δίνοντάς του απλώς ένα χτύπηµα και να µην καταφέρνει να κόψει ταχύτητα για να το αρπάξει στο έδαφος. Αυτή η συµπεριφορά παρατηρείται συχνά στους Πετρίτες. Όταν λοιπόν αντιµετωπίσουµε ένα τέτοιο «προσπέρασµα», χωρίς να χάσουµε χρόνο σηκώνουµε το οµοίωµα και το αφήνουµε µετέωρο µισό µέτρο πάνω από τη γη. Καθώς το πιάνει φρενάρουµε ανάµεσα στα δάχτυλά µας το σχοινί και ταυτόχρονα τρέχουµε µαζί µε το γεράκι για προσγειωθεί οµαλά. Περνούν οι µέρες, το γεράκι δυναµώνει και οι πτήσεις διαρκούν περισσότερο. Σε µια βδοµάδα µπορεί να κάνει αρκετούς κύκλους γύρω µας. Εµείς προσέχουµε πολύ τα σηµεία της κόπωσης. Αµέσως µόλις δούµε ότι λαχανιάζει και στο φτερούγισµά του δυσκολεύεται το «κατεβάζουµε» στο οµοίωµα


σφυρίζοντας. Οι πιθανότητες να χαθεί από κούραση λιγοστεύουν όσο µαθαίνει τον τόπο που πετά και µπορεί να διαλέξει ένα πόστο να ξεκουραστεί. Ωστόσο το να καταλήξει ένα Μακρύφτερο γεράκι να καθίσει κάπου από κούραση είναι µια µικρή αποτυχία. Αν επαναληφθεί το λάθος µερικές φορές γίνεται συνήθεια. Οι επιπτώσεις θα φανούν στο κυνήγι, όπου αντί να πετάξει αµέσως πάνω από τον σκύλο που φερµάρει θα πηγαίνει πρώτα σε κάποιον κοντινό βράχο να ρεµβάσει, χάνοντας έτσι το θήραµα. Ενώ στις απλές πτήσεις, ο γερακάρης και οι σύντροφοί του αναγκάζονται να περιµένουν πότε το πουλί θα αποφασίσει να σηκωθεί στον αέρα, πράγµα που µπορεί να καθυστερεί αρκετά, ενώ στη χειρότερη περίπτωση το γεράκι καταλήγει να πετάει σπάνια, ακολουθώντας τον εκπαιδευτή του από βράχο σε βράχο σαν Χάρρις. Όσο περνούν οι µέρες ο χρόνος που µένει στον αέρα µεγαλώνει. Τότε περιοριζόµαστε σε µία πτήση. ∆εν υπάρχει λόγος να επαναλαµβάνουµε τη διαδικασία του οµοιώµατος , άλλωστε η δεύτερη πτήση είναι πάντα κατώτερη από την πρώτη. Φροντίζουµε να µην του ζητάµε περιττά πράγµατα. Έτσι θα γίνει ένα ψυχολογικά ακέραιο πλάσµα που µας αποζητά και µάς αισθάνεται σαν ένα κοµµάτι της ιδιότυπης ελευθερίας του. Όσο µπορούµε εκµεταλλευόµαστε τις επιθυµίες του. Το καλούµε κοντά µας τη στιγµή που νιώθουµε ότι είναι προθυµότερο να έλθει, όχι µια οποιαδήποτε., τυχαία στιγµή που µπορεί να είναι απασχοληµένο, να χαίρεται µε κάτι. ∆εν είναι καλός γερακάρης εκείνος που επανειληµµένα σφυρίζει και το γεράκι του τον αγνοεί. Ύστερα από δέκα ή περισσότερες µέρες -το διάστηµα εξαρτάται από το µέγεθος του γερακιού- το γεράκι είναι ικανό να µένει στον αέρα για αρκετά λεπτά και είναι καιρός να αρχίσουµε να το µαζεύουµε πετώντας το οµοίωµα ψηλά. Η κίνηση πρέπει να είναι υπολογισµένη µε απόλυτη ακρίβεια. Ανάλογα µε την ταχύτητα του πουλιού ρίχνουµε το οµοίωµα. Ο γερακάρης που κάνει τα πρώτα του βήµατα θα χρειαστεί να επιµείνει στο σηµείο αυτό αρκετά για να αποκτήσει άνεση και αυτοµατισµό, ώστε να µπορέσει κατόπιν να προχωρήσει στο πολύ δυσκολότερο στάδιο που θα γυµνάζει το γεράκι στο οµοίωµα δεχόµενος πολλές, απανωτές επιθέσεις µε µεγάλη ταχύτητα. Από αυτό το σηµείο σταµατάµε να δένουµε κρέας στο οµοίωµα και το αρπακτικό παίρνει την ανταµοιβή του από το γάντι. Αφήνουµε λίγες στιγµές στο γεράκι να καταλάβει ότι δεν υπάρχει τροφή στο οµοίωµα και το παίρνουµε. Αν βιαστούµε το πουλί θα νοµίσει ότι του κλέβουµε το «θήραµα». Το ίδιο θα συµβεί αν καθυστερήσουµε και απορροφηθεί ξεπουπουλιάζοντας τις φτερούγες. Η αδεξιότητα και η έλλειψη σωστής ψυχολόγησης από την πλευρά του γερακάρη στη συγκεκριµένη πρακτική είναι αρχή κακού. Τον θεωρεί ανταγωνιστή στην τροφή του και προσπαθεί να την κουβαλήσει µακριά του. Αυτό µπορεί να µην έχει καµία συνέπεια στο δεµένο µε σχοινάκι οµοίωµα, αν όµως πιάσει θήραµα το γεράκι είναι ελεύθερο να το πάρει και να εξαφανιστεί.

Το γύµνασµα στο οµοίωµα Αφού µάθει ο γερακάρης να δίνει το οµοίωµα στον αέρα µε ευκολία και χωρίς να φρενάρεται απότοµα µε το τέλος του σπάγκου, µπορεί σιγά, σιγά να επιχειρήσει το πρώτο πέρασµα. «Πέρασµα» λέγεται η επίθεση του αρπακτικού στο οµοίωµα που ο εκπαιδευτής τραβάει την τελευταία στιγµή, σα να το


γλιτώνει από τα νύχια του θηρευτή του. Αντί λοιπόν να το προσφέρουµε στο γεράκι, την ώρα που εκείνο προτείνει τα πόδια και ετοιµάζεται να το αρπάξει, εµείς το τραβάµε και το γεράκι για λίγες στιγµές το καταδιώκει. Καθώς όµως δε µπορεί να ακολουθήσει έναν τόσο κλειστό κύκλο πτήσης εγκαταλείπει την προσπάθεια. Νιώθει ότι το «θήραµα» του ξέφυγε ύστερα από έναν επιδέξιο ελιγµό και κρατά την προσοχή του επάνω µας περιµένοντας την επόµενη εµφάνιση. Σηµασία έχει το πέρασµα να γίνεται µε καλό συγχρονισµό ώστε το πουλί να πιστεύει πως λίγο ήθελε ακόµη για να πετύχει η επίθεσή του. Αν τα περάσµατα γίνονται αδέξια, σύντοµα θα καταλάβει ότι µάταια προσπαθεί και θα σταµατήσει τις προσπάθειες. Η πρακτική του περάσµατος έχει ως εξής: καθώς το γεράκι πετά, βγάζουµε το οµοίωµα και το περιστρέφουµε σφυρίζοντας κοφτά. Το πουλί επιτίθεται ταχύτατα και εµείς υπολογίζοντας σωστά τινάζουµε προς το µέρος του το οµοίωµα που µένει για µια στιγµή µετέωρο µε την αδράνεια του τεντωµένου σπάγκου. Τότε ακριβώς το γεράκι απλώνει τα πόδια του να το αρπάξει και εµείς το τραβάµε, οπότε για δύο-τρία µέτρα το αρπακτικό πετάει µόλις µερικά εκατοστά ξωπίσω του οµοιώµατος, ώσπου να το χάσει και να το κρύψουµε κάτω από τη µασχάλη µας. Αν από λάθος το γεράκι προφτάσει και πιάσει το οµοίωµα, πρέπει να είµαστε έτοιµοι να τρέξουµε προς την κατεύθυνσή του αφήνοντας ταυτόχρονα σπάγκο από την καλούµπα ώστε να έλθει στο έδαφος µαλακά, αλλιώς κινδυνεύουν τα πόδια του από το απότοµο τίναγµα του σπάγκου που θα τεντωθεί. Για λίγες µέρες στην αρχή περιοριζόµαστε σε ένα µόνο πέρασµα και όπως το γεράκι επιστρέφει για να επαναλάβει την επίθεση, πετάµε το οµοίωµα ψηλά επιτρέποντας να το πιάσει. Μόλις αποκτήσουµε άνεση και η πράξη γίνεται αυτόµατα, προχωρούµε σε δεύτερο πέρασµα, που σηµαίνει δύο συνεχόµενες επιθέσεις, αφήνοντας να πιάσει το οµοίωµα στην τρίτη. Στο κάθε πέρασµα σφυρίζουµε κοφτά µια ή δύο φορές, αλλά όταν πρόκειται να δώσουµε το οµοίωµα σφυρίζουµε παρατεταµένα, θριαµβευτικά και το γεράκι συνδέει το αλλιώτικο αυτό σφύριγµα µε την επιτυχία του. Αργότερα αυτό µπορεί να αποδειχτεί σωτήριο, καθώς αν κάποτε ξεφύγει από τον έλεγχό µας και δεν ακούει, το συγκεκριµένο σφύριγµα είναι ικανό να το φέρει κοντά µας. Ένας έµπειρος χειριστής του οµοιώµατος κι ένα γυµνασµένο γεράκι είναι υπέροχο θέαµα. Ο συνδυασµός των αντανακλαστικών κινήσεων του ανθρώπου µε τις ταχύτητες του αρπακτικού θυµίζουν εκείνο τον χορό που κάνουν οι σαµουράι µε το σπαθί, όπου κάθε κίνηση των χεριών και του σώµατος είναι γεµάτη χάρη και θαυµαστή ακρίβεια. Η εξάσκηση στα «περάσµατα» τελειοποιείται µε τον καιρό, πρέπει όµως να ξεκινήσει, ας πούµε θεωρητικά, πριν εφαρµοστεί στο γεράκι. Ο µαθητευόµενος θα αφιερώσει αρκετές ώρες γυρίζοντας το οµοίωµα µόνος του, έως ότου µάθει τον χειρισµό. Όπως για να διδαχτεί κανείς την τέχνη του λάσο προσπαθεί στην αρχή να πετύχει ακίνητους στόχους, ο γερακάρης αποκτά ακρίβεια σηµαδεύοντας σταθερά αντικείµενα µε το οµοίωµα. Γιατί όταν ένας πετρίτης επιτίθεται µε τριακόσια χιλιόµετρα την ώρα δεν επιτρέπονται λάθη. Αφού, λοιπόν, εξοικειωθεί αρκετά, προχωρά στο πρώτο αληθινό «πέρασµα». ∆ιαλέγει µια στιγµή που το γεράκι βρίσκεται µακριά, ώστε να έχει χρόνο να


υπολογίσει την επίθεση. Σφυρίζει γυρίζοντας το οµοίωµα και καθώς το γεράκι πλησιάζει το εκσφενδονίζει καταπάνω του και τη στιγµή που απλώνει τα πόδια για να το αρπάξει ο γερακάρης το τραβά και διαγράφεται έτσι µια ηµικυκλική καταδίωξη. Έπειτα από µερικούς µήνες οι επιθέσεις µπορούν να γίνονται ατελείωτες και η άσκηση σταµατά όταν ο γερακάρης κουράζεται. Μολοντούτο περισσότερες από σαράντα επιθέσεις δεν χρειάζονται. Και όταν ένα Μακρύφτερο γεράκι είναι ικανό για αυτές τις σαράντα συνεχόµενες επιθέσεις είναι και σε θέση να κυνηγήσει αποτελεσµατικά. Ο χρόνος που θα περάσει µέχρι να φτάσουµε σε αυτό το σηµείο είναι καθοριστικός. Το συντοµότερο είναι το καλύτερο. Αν καθυστερήσουµε πολύ το γεράκι ίσως εξαρτηθεί τόσο από το οµοίωµα που τα άλλα, τα αληθινά θηράµατα να το αφήνουν αδιάφορο. Συνεπώς, όσο πιο γρήγορα ετοιµαστεί ένα γεράκι, τόσο µεγαλύτερη διάθεση θα δείξει στο κυνήγι.

Κυνήγι από το γάντι Κυνήγι «από το γάντι» εννοείται κάθε επίθεση του γερακιού που ξεκινά κατευθείαν από το γάντι προς το θήραµα. Εκτός από το κυνήγι περιστεροειδών µε µικρόσωµα υβρίδια του Νανογέρακα, βασικό θήραµα στο κυνήγι από το γάντι είναι τα κορακοειδή και οι γλάροι. Η τοποθεσία πρέπει να είναι πεδινή, χωρίς δάση, λόφους και άλλα οπτικά εµπόδια, ώστε ο γερακάρης να µπορεί απρόσκοπτα να παρακολουθεί το κυνήγι όσο µακριά και αν εξελίσσεται. Αντίθετα µε τα εδαφόβια θηράµατα (πέρδικες, φασιανούς κλπ) φαίνεται πως στα Μακρύφτερα γεράκια οι γλάροι και τα κοράκια δεν είναι αρκετά ελκυστικά. Βασιζόµαστε στον «νεανικό ενθουσιασµό» τους περισσότερο και λιγότερο στα ένστικτα επιβίωσης. Έτσι ένα πολύ νεαρό γεράκι δείχνει περίσσιο κέφι, συχνά κυνηγά για παιχνίδι και είναι πιθανότερο να ριχτεί πίσω από ένα κοράκι, από ένα γεράκι που πέρασε µήνες πετώντας µόνο στο οµοίωµα ή κυνηγώντας πέρδικες. Το σκηνικό της πρώτης απόπειρας είναι ένα σύνολο από λεπτοµέρειες που αν δεν προβλεφθούν το γεράκι µάλλον θα αποτύχει. Εκτός από το γυµνό τοπίο ο γερακάρης θα πρέπει να ψάξει για ένα µικρό κοπάδι κορακιών, όχι περισσότερων από δέκα. Γιατί το µεγάλο σµάρι µπορεί να µπερδέψει το αρπακτικό ή και να το φοβίσει ακόµη. Άλλωστε τα κοράκια είναι τόσο επιθετικά που και αν σκότωνε κάποιο οι επιθέσεις ενός πολυάριθµου κοπαδιού κατόπιν θα ήταν επικίνδυνες. Σηµαντικός παράγοντας είναι επίσης ο άνεµος. Καλό είναι να φυσάει, όχι βέβαια δυνατά και το γεράκι να επιτεθεί οπωσδήποτε κόντρα στον άνεµο. Γιατί ενώ το Μακρύφτερο γεράκι έχει µεγάλη δυνατότητα να πετάει µε τον αέρα στο στήθος, τα κοράκια µε τις φαρδιές και µαλακιές φτερούγες µειονεκτούν. Βλέποντας λοιπόν το αρπακτικό να επιτίθεται δεν µπορούν να φύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντίθετα δηλαδή στον άνεµο και αναγκάζονται να πετάξουν για λίγο προς το µέρος του γερακιού, µέχρις ότου αποκτήσουν το


απαραίτητο ύψος για να αρχίσουν να αποµακρύνονται. Έτσι προσφέρεται η ευκαιρία στο νεαρό γεράκι αν είναι τυχερό να πιάσει το πρώτο του θήραµα. Η απόσταση ανάµεσα στον γερακάρη και τα κοράκια δεν πρέπει να είναι µικρότερη από εκατόν πενήντα µέτρα, αφού τα Μακρύφτερα γεράκια χρειάζονται αρκετό διάστηµα για να αναπτύξουν ταχύτητα. Μέχρι όµως το γεράκι να αποκτήσει κάποια πείρα, η απόσταση δεν πρέπει να ξεπερνά και τα διακόσια πενήντα µέτρα για να µην προλάβει το θήραµα να βελτιώσει τη θέση του. Ενώ στην αρχή ο γερακάρης κρατά το γεράκι στο γάντι ψάχνοντας τις ιδανικές συνθήκες, αργότερα οι δυσκολίες µειώνονται. Καθώς το γεράκι έχει σκοτώσει αρκετά κοράκια και έχει γευθεί το ζεστό κρέας, ξέρει πια καλά τι να κάνει, αναπτύσσει τακτικές και είναι σίγουρο για τις δυνάµεις του. Επιτίθεται από πολύ µακριά, ακόµη και σε πουλιά που βρίσκονται ήδη στον αέρα, η καταδίωξη είναι επίµονη και παρασύρει κυνηγό και θήραµα σε µεγάλα ύψη. Το κοράκι που υστερεί σε ταχύτητα προσπαθεί να ξεφύγει µε την αντοχή του. Πετάει κυκλικά προς τον ουρανό ενώ το γεράκι στο κατόπι ακολουθεί µέχρι να καταφέρει να πετάξει ψηλότερα για να το αρπάξει µε κατακόρυφη βουτιά. Κάποτε τα δυο πουλιά φτάνουν σε τέτοια ύψη που γίνονται δυο κουκίδες στον ουρανό. Και όταν το γεράκι πάρει στο τέλος το πλεονέκτηµα αρχίζει το κυνήγι µε κατακόρυφες πτώσεις. Το θέαµα είναι συναρπαστικό, αν και προσωπικά, µόνο µαγνητοσκοπηµένο το έχω παρακολουθήσει. Τα κοράκια είναι δυνατά πουλιά και µάχονται για τη ζωή τους. Στα νύχια του γερακιού µπορούν να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες,. Προσπαθούν να το χτυπήσουν στα µάτια και ο γερακάρης πρέπει να σπεύσει το γρηγορότερο και να θανατώσει ο ίδιος το πιασµένο κοράκι. Η πράξη αυτή είναι µια µορφή ευθανασίας που πρωτίστως σέβεται το θήραµα. Η ύπαρξη µεµονωµένων συστάδων ή και ενός µόνο δέντρου συχνά χαλά το κυνήγι. Τα κοράκια καταφεύγουν εκεί και δύσκολα ξανασηκώνονται. Στο παρελθόν τα γεράκια αργά ή γρήγορα χάνονταν σε αυτές τις µακρινές πτήσεις, όταν ο γερακάρης δεν κατόρθωνε να εντοπίσει το σηµείο όπου σκότωναν το θήραµά τους. Τα τελευταία χρόνια η τηλεµετρία έχει διευκολύνει ως ένα µεγάλο βαθµό τα πράγµατα. Όµοιο µε των κορακοειδών είναι και το κυνήγι των γλάρων. Οι µεγάλοι γλάροι είναι ακόµη πιο επικίνδυνοι και ικανοί να προξενούν σοβαρά τραύµατα µε το ράµφος τους. Στη διάρκεια του κυνηγιού δεν καταφεύγουν, βέβαια, σε δέντρα, προσπαθούν όµως να φτάσουν στο νερό όπου το γεράκι δε µπορεί να συνεχίσει. Οι πτήσεις µπορούν να διαρκέσουν χιλιόµετρα, κατά συνέπεια στην ευρύτερη περιοχή δε θα πρέπει να υπάρχει θάλασσα ή λίµνη.

Το κυνήγι της καρακάξας Η καρακάξα είναι ίσως το δυσκολότερο θήραµα για αυτά τα γεράκια. Ενώ δεν είναι γρήγορο πουλί, ξεφεύγει µε απότοµους ελιγµούς που τα αρπακτικά αδυνατούν να ακολουθήσουν. Άλλωστε πολύ σπάνια τη συναντά κανείς µακριά από δέντρα, θάµνους, µέρη δηλαδή που της προσφέρουν άµεση


κάλυψη. Η µόνη µέθοδος που εφαρµόστηκε µε επιτυχία είναι η χρησιµοποίηση µιας οµάδας, δύο-τριών Μακρύφτερων γερακιών µικρού µεγέθους, οπότε ο ελιγµός και η απόδραση της καρακάξας από τα νύχια του ενός δέχεται την άµεση επίθεση του άλλου. Παρόλα αυτά οι δυσκολίες είναι µεγάλες αφού οι καρακάξες πρέπει να βρεθούν σε τοπίο γυµνό, αλλιώς η προσπάθεια είναι µάταιη.

Κυνήγι στα βάτα Όπου υπάρχουν πεδιάδες µε αρδευτικά κανάλια φυτρώνουν τεράστιοι φυσικοί φράχτες από βάτα που µέσα ζουν πλήθος µικρόπουλα. Ο γερακάρης που πετάει ένα µικρόσωµο γεράκι, σαν τον αρσενικό Χρυσογέρακα, το αφήνει να κάνει κύκλους γύρω του ή να υψώνεται ως τα είκοσι µέτρα από πάνω του και αρχίζει να περπατά κατά µήκος των βάτων, χτυπώντας τα µε µια µακριά βίτσα. Ό,τι θήραµα τροµάζει και πετάγεται δέχεται την επίθεση του γερακιού. Όπως είπαµε το ύψος πρέπει να είναι µικρό, αλλιώς το θήραµα ξανακρύβεται στο θάµνο. Χρήσιµο επίσης είναι να έχει κανείς έναν βοηθό που θα βαδίζει παράλληλα από την άλλη µεριά των βάτων ραβδίζοντας, έτσι όλα τα πουλιά αφήνουν το θάµνο και το γεράκι έχει την ευκαιρία να διαλέξει ανάµεσα σε περισσότερα.

Το κυνήγι των σκαλιστικών Πέρδικες, φασιανοί και ορτύκια είναι τα σκαλιστικά πουλιά της χώρας µας. Όλα αυτά τα είδη είναι ικανά για γρήγορη και δυναµική πτήση. Το κυνήγι τους µε Μακρύφτερα γεράκια είναι ίσως η συναρπαστικότερη και η πιο περίπλοκη µορφή ιερακοθηρίας. Η χρήση των σκύλων φέρµας είναι απαραίτητη, εντοπίζουν το θήραµα κρατώντας απόλυτη ακινησία και δίνουν χρόνο στο γερακάρη να ετοιµάσει το γεράκι του. Καθώς ο σκύλος έχει «παγώσει» δείχνοντας τα πουλιά, ο γερακάρης αφαιρεί το σχοινάκι, το στριφτάρι και την κουκούλα. Κατόπιν ελευθερώνει το γεράκι που αρχίζει να υψώνεται στον ουρανό. Η εµφάνιση ενός αρπακτικού στον αέρα καθηλώνει πάντοτε τα σκαλιστικά πουλιά που λουφάζουν για να µείνουν απαρατήρητα. Το γεράκι λοιπόν δε βλέπει το θήραµα, από την εµπειρία του όµως ξέρει πως η ακινησία του σκύλου σηµαίνει ότι κάπου κοντά υπάρχουν θηράµατα και κρατάει τη θέση του ψηλά πάνω από τη θέση του σκύλου. Περιµένει εκεί την επόµενη κίνηση του γερακάρη, να προχωρήσει και να αναγκάσει τα πουλιά να πετάξουν. Μόλις εµφανιστούν µια τροµερή επίθεση ξεκινά. Το γεράκι πέφτει από τον ουρανό και χτυπά το στόχο του, συχνά µε τόση δύναµη ώστε το πουλί πέφτει στο έδαφος νεκρό. Κατόπιν το γεράκι κάνοντας έναν θαυµάσιο ελιγµό µειώνει την ταχύτητά του και ξαναρίχνεται στο θήραµα που κείτεται στη γη. Αυτά διαδραµατίζονται συνήθως σε µεγάλη απόσταση από τον γερακάρη που πρέπει να ψάξει αρκετά για να εντοπίσει το γεράκι. Αν διαθέτει τηλεµετρικό µηχάνηµα διευκολύνεται πολύ, αν όχι προσπαθεί µε τη βοήθεια του σκύλου και έχοντας την προσοχή του τεταµένη µήπως ακούσει το κουδουνάκι. Θα χρειαστεί να τριγυρίσει και ώρες ακόµη έως ότου βρει επιτέλους το αρπακτικό κρυµµένο µέσα στη βλάστηση να ξεπουπουλιάζει το θήραµά του. Αν το γεράκι είναι πρωτόβγαλτο δεν πρέπει να επιχειρηθεί δεύτερο κυνήγι την ίδια µέρα, αλλά να επιστρέψει στο σπίτι του µε


την ανάµνηση της επιτυχίας που θα του δώσει αυτοπεποίθηση για τις επόµενες εξορµήσεις. Για να φτάσει κανείς να κυνηγά µε αυτόν τον τρόπο επιτυχηµένα οι δυσκολίες είναι πολλές. Ο έλεγχος και η συµπεριφορά του σκύλου πρέπει να είναι άψογος ώστε τα πουλιά να µένουν στο έδαφος όση ώρα χρειάζεται το γεράκι για να βρεθεί στο σωστό ύψος. Μια επιπολαιότητα του σκύλου είναι ικανή να καταστρέψει ολόκληρο το κυνήγι. Πρέπει ακόµη ο τόπος να είναι ελεύθερος από οπτικά εµπόδια για να παρακολουθεί ο γερακάρης τα πάντα όσο µακριά και αν εκτυλίσσονται. Από το µέρος του γερακιού χρειάζεται αρκετή εξάσκηση για να µάθει να πετά χωρίς καθυστέρηση, να στέκεται πάνω από το υποτιθέµενο θήραµα και να περιµένει εκεί όσο χρόνο χρειαστεί µέχρι ο γερακάρης ή ο σκύλος να καταφέρουν να το ξεπετάξουν. Καθώς το γεράκι δεν είναι λογικό πλάσµα θα χρειαστεί αρκετός καιρός κατά τον οποίο θα βλέπει πολλά θηράµατα να πετάγονται από τη φέρµα του σκύλου. Ύστερα από συνεχείς αποτυχίες λόγω µειονεκτικής τοποθέτησης, σιγά, σιγά θα βελτιώνει το σηµείο από όπου ξεκινά την επίθεση. Ορεινές περιοχές µε απότοµες κλίσεις, γκρεµούς και γενικά άβατα µέρη είναι βέβαια ακατάλληλες για τέτοιο κυνήγι. Οι πέρδικες που ζουν εκεί µπορούν να παρασύρουν ένα γεράκι πολύ µακριά, σε περιοχή απροσπέλαστη για τον γερακάρη. Μεγάλη σηµασία έχει για ένα νεαρό γεράκι να κάνει τις πρώτες του κυνηγετικές απόπειρες νωρίς το Σεπτέµβρη, µόλις δηλαδή ανοίξει η περίοδος του κυνηγιού, οπότε στα κοπάδια των σκαλιστικών υπάρχουν αρκετά νεαρά πουλιά και οι πιθανότητες να επιτύχει αυξάνονται. Είναι δύσκολο να διδαχτεί κανείς αυτό το τόσο περίπλοκο κυνήγι διαβάζοντας απλώς βιβλία.. Πρέπει ο ενδιαφερόµενος να θητεύσει πλάι σε έναν έµπειρο γερακάρη, να παρακολουθήσει τις µεθόδους του ζωντανά και προπάντων να αντιµετωπίσει τις περιστάσεις που θα του δείξουν αν τελικά η περιοχή που διαθέτει είναι κατάλληλη για αυτή τη δραστηριότητα.

Κυνήγι αγριόπαπιας Το κυνήγι της αγριόπαπιας είναι εφικτό µόνο σε κανάλια και µικρά ποτάµια, οπότε το θήραµα καταδιώκεται µακριά από το νερό. Επειδή οι αγριόπαπιες τροµάζουν και σηκώνονται εύκολα, ο γερακάρης πρέπει να τις εντοπίσει έγκαιρα και να αµολήσει το γεράκι του από µακριά. Καθώς το αρπακτικό υψώνεται οι πάπιες για να µη δεχτούν επίθεση από τον αέρα, κρύβονται στα καλάµια. Όταν το γεράκι βρεθεί σε καλό σηµείο, ο γερακάρης στέλνει το σκύλο να τις ξεσηκώσει. Αν τότε το γεράκι βιαστεί και δεν αφήσει τις πάπιες να αποµακρυνθούν λίγο από το νερό, εκείνες θα επιστρέψουν πάλι στο υγρό τους καταφύγιο. Και αν αυτό επαναληφθεί µερικές φορές ακόµη, το γεράκι πιθανώς θα απογοητευθεί δείχνοντας στο µέλλον απόλυτη αδιαφορία για το συγκεκριµένο θήραµα.


Είδη µακρύφτερων γερακιών Το Bραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) To Βραχοκιρκίνεζο είναι ένα µικρό γεράκι, από τα πιο πολυάριθµα στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο. Συνήθως απαντάται σε πεδιάδες όπου ενεδρεύει από δέντρα, φράχτες και άλλα πόστα, η λεία του είναι πάντα σχεδόν κάποιο µικρό τρωκτικό και. η ωφέλειά του για τη γεωργία είναι µεγάλη. Στην ιερακοθηρία ωστόσο δεν χρησιµοποιείται και αυτό επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται, βέβαια, να κυνηγήσει ποντίκια. Κάποτε θεωρούσαν τα Βραχοκιρκίνεζα πολύ κατάλληλα για αρχάριους. Η άποψη αυτή έχει αλλάξει κάθετα πλέον, µια που οποιοδήποτε αρπακτικό αυτού του µεγέθους είναι πολύ πιθανό να ατυχήσει στα χέρια ενός άπειρου εκπαιδευτή. Το µικρό τους σώµα κινδυνεύει από τον παραµικρό λάθος υπολογισµό του βάρους. Έτσι µπορεί να πεθάνει ή να χαθεί στη φύση χωρίς ελπίδα να επιβιώσει. Μ’ όλα ταύτα όσοι αγαπούν τα γεράκια και δεν ενδιαφέρονται για το κυνήγι θα βρουν στο Βραχοκιρκίνεζο έναν ήµερο και γλυκό χαρακτήρα που θα γεµίσει τον περίπατό τους µε τη πτήση του, χωρίς νευρικότητα και ιδιαίτερο άγχος.

Ο Νανογέρακας (Falco columbarius) Ο Νανογέρακας έχει το ίδιο περίπου µέγεθος µε το Βραχοκιρκίνεζο αλλά η ουρά και οι φτερούγες του είναι κοντύτερες. Θεωρείται λοιπόν το µικρότερο γεράκι της Ευρώπης, είναι όµως στιβαρός και ικανότατος στο κυνήγι. Στη φύση τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά µε µικρά πουλιά ως το µέγεθος της γερακότσιχλας, ενώ ορισµένα πιο θαρραλέα θηλυκά σκοτώνουν ακόµη και περιστέρια. Ο Νανογέρακας παραδοσιακά χρησιµοποιείται στο κυνήγι του κορυδαλλού. Από τα µέσα Αυγούστου που αρχίζει το κυνήγι ως τα µέσα Οκτωβρίου οι γερακάρηδες αναζητούν κορυδαλλούς που αλλάζουν φτέρωµα και η πτητική τους ικανότητα είναι συνεπώς µειωµένη. Ο Νανογέρακας τους επιτίθεται από το γάντι και ακολουθεί ένα από τα θεαµατικότερα κυνήγια. Κυνηγός και θήραµα ανεβαίνουν σπειροειδώς στον ουρανό και η επιτυχία είναι να καταφέρει το γεράκι να ξεπεράσει σε ύψος τον κορυδαλλό ώστε να τον αρπάξει µε µια θεαµατική βουτιά. Όσο προχωρεί ο χειµώνας οι κορυδαλλοί ολοκληρώνουν την πτερόρροια και το κυνήγι αυτό σταµατά. Είναι η εποχή που οι παλιοί γερακάρηδες επέστρεφαν τους Νανογέρακές τους στη φύση -τότε βέβαια το κόστος ενός γερακιού ήταν αµελητέο. Ο λόγος αυτής της τακτικής είναι πως οι Νανογέρακες έχουν ευαίσθητη υγεία και πολλοί πεθαίνουν το χειµώνα. Άλλωστε στο κυνήγι του κορυδαλλού χρήσιµα είναι µόνο τα νεαρά γεράκια. Τα ενήλικα σπάνια δείχνουν τον ανάλογο ενθουσιασµό και επιµονή για τόσο µακρά καταδίωξη.


Σύµφωνα µε αρκετούς συγγραφείς ο Νανογέρακας µπορεί να χρησιµοποιηθεί εναλλακτικά και στο κυνήγι µικρόπουλων από το γάντι, όπως το Ξεφτέρι. Νοµίζω όµως ότι τα αποτελέσµατα θα ήταν πολύ φτωχά. Όπως κάθε Μακρύφτερο γεράκι, παρόλο το µικρό του µέγεθος, χρειάζεται και αυτός κάποια απόσταση για να αναπτύξει ταχύτητα. Τις περισσότερες φορές, λοιπόν, τα θηράµατα θα προλάβαιναν να κρυφτούν. Από αυτές τις γενικές γραµµές µπορεί κανείς να ξεφύγει ανακαλύπτοντας νέους τρόπους, εφόσον το περιβάλλον του το επιτρέπει. Αν δηλαδή κάποιος ζει στην Αφρική, κοντά σε νερόλακκους όπου ξεδιψούν χιλιάδες τρυγόνια, θα µπορούσε να αξιοποιεί τον Νανογέρακα όλο το χρόνο, χωρίς καµιά δυσκολία. Όπως κάθε άλλο µικρόσωµο γεράκι ο Νανογέρακας είναι ακατάλληλος για αρχάριους. Επιπλέον στη ευαίσθητη φύση του προστίθεται και η τάση του να µεταφέρει το θήραµα κατά την προσέγγιση του γερακάρη, πετώντας µακριά. Χρειάζεται προσοχή και πείρα για να µη χαθεί. Οι ποµποί της τηλεµετρίας όσο ελαφρείς και αν είναι επιβαρύνουν το πέταγµα ενός τόσο µικρού αρπακτικού, έτσι πολλοί τους αποφεύγουν. Αλλά ένας Νανογέρακας που κάθεται σε ένα χορταριασµένο λιβάδι και τρώει έναν κορυδαλλό είναι ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. 'Ενας µεγάλος αµερικάνος γερακάρης, ο Ερικ Έντουαρτς, που έχει ειδικευτεί στο κυνήγι σπουργιτιών πετώντας δύο θηλυκούς Νανογέρακες ταυτόχρονα, δηλώνει καθαρά πως όταν το γεράκι πιάσει θήραµα εκείνος περιµένει από µακριά να το φάει, επειδή ακριβώς φοβάται µήπως το πάρει και φύγει. Κατά συνέπεια περιορίζεται σε ένα µόνο σπουργίτη ανά γεράκι.

Ο Χρυσογέρακας (Falco biarmicus) Οι άγριοι Χρυσογέρακες δεν έχουν την ταχύτητα για µακρές και επίµονες καταδιώξεις, κυνηγούν αιφνιδιαστικά. Στο χώρο της ιερακοθηρίας λοιπόν, ο εκπαιδευµένος Χρυσογέρακας χάνεται δύσκολα ακριβώς επειδή δεν παρασύρεται µακριά κυνηγώντας. Καθώς ο χαρακτήρας του γενικά είναι ήπιος και ηµερεύει απόλυτα, θεωρείται ιδανικός για το ξεκίνηµα στη δύσκολη κατηγορία των Μακρύφτερων γερακιών. Μολαταύτα χρειάζεται και εδώ ανοιχτό πεδίο και κάποια εµπειρία στον έλεγχο του βάρους ώστε το γεράκι να µένει πάντοτε κοντά στον εκπαιδευτή του, αφού ως Μακρύφτερο θα βρίσκεται συνεχώς στον αέρα, συχνά σε µεγάλα ύψη από όπου εύκολα µπορεί να ξεµακρύνει και να κινδυνεύσει. Με τον Χρυσογέρακα µπορεί κανείς να κυνηγήσει ορτύκια και πέρδικες αφήνοντάς τον να πετά πάνω από τη φέρµα του σκύλου ή να κυνηγήσει µικρόπουλα των θάµνων και παρυδάτια σε βαλτοτόπια. Ο γερακάρης τότε περπατά µε το γεράκι να πετά τριγύρω σε κοντινή απόσταση και να επιτίθεται σε ό,τι πετάγεται στο πέρασµά τους. Μπορεί ο Χρυσογέρακας να µην είναι τόσο γρήγορος και το πέταγµά του να µοιάζει πιο ανάλαφρο από των άλλων µεγάλων Μακρύφτερων γερακιών, η νοηµοσύνη του όµως ξεχωρίζει και στα χέρια ενός ικανού γερακάρη θα γίνει ένας αποτελεσµατικότατος κυνηγός. Ιδιαίτερα στο κυνήγι του ορτυκιού, είναι


ίσως η καλύτερη επιλογή και στην Αφρική τον χρησιµοποιούν ευρύτατα, αφού χρειάζονται ένα γεράκι που θα ακολουθεί το σκύλο από µικρό ύψος χωρίς ανυποµονησία και θα αρπάζει το ορτύκι τη στιγµή που σηκώνεται, ώστε να µην έχει τη δυνατότητα να κρυφτεί στην πορεία µιας µακράς καταδίωξης.

Ο Πετρίτης (Falco peregrinus) Ο Πετρίτης είναι µάλλον το γεράκι που έχει ταυτιστεί περισσότερο µε την ιερακοθηρία. Είναι επίσης το πιο διάσηµο γεράκι στον κόσµο, µε φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Η ταχύτητά του όταν επιτίθεται από ψηλά φτάνει τα τετρακόσια χιλιόµετρα την ώρα και είναι ικανός να πιάνει τα γρηγορότερα θηράµατα. Στην Ελλάδα ζει το υποείδος F. Ρ. Brookei που είναι αρκετά µικρότερο σε µέγεθος από τα ξαδέρφια του των βορειότερων περιοχών. Το πιο πολύτιµο χάρισµα του Πετρίτη δεν είναι η τροµερή του ταχύτητα αλλά η τάση που έχει να πετά ψηλά και να στέκεται πάνω από τον γερακάρη και τον σκύλο περιµένοντας να εµφανιστεί το θήραµα. Κατόπιν ακολουθεί µια ακαριαία, σύντοµη επίθεση, προσφέροντας χωρίς αµφιβολία το συναρπαστικότερο θέαµα στην ιερακοθηρία. Άλλα, εξίσου ή και περισσότερο γρήγορα γεράκια, πετούν συνήθως χαµηλά κάνοντας στροφές γύρω από το σκύλο και όταν σηκωθούν τα πουλιά αρχίζουν µια καταδίωξη µεγάλης διάρκειας που εκτυλίσσεται έξω από το οπτικό πεδίο του γερακάρη, που κάποτε χάνει όχι µόνο το θέαµα αλλά και το ίδιο του το γεράκι µε αυτόν τον τρόπο. Οι σύγχρονοι, λοιπόν, εκτροφείς χρησιµοποιώντας µεθόδους τεχνητής γονιµοποίησης παράγουν υβρίδια διαφόρων ειδών µε Πετρίτη. Η µείξη αυτή δίνει στα νέα γεράκια το ανεκτίµητο πλεονέκτηµα του ύψους, κρατώντας από τον δεύτερο γεννήτορα κάποια άλλα χαρακτηριστικά, σπουδαία επίσης, όπως είναι το µεγαλύτερο µέγεθος, το πιο ευέλικτο πέταγµα ή η δυνατότητα να πιάνουν θηράµατα στο έδαφος, κάτι που ο Πετρίτης δε µπορεί να κάνει. Στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης ο Πετρίτης είναι πιο δύσκολος από τα άλλα γεράκια. Απαιτεί µεγαλύτερη υποµονή και σεβασµό έως ότου εµπιστευτεί τον γερακάρη και δεχτεί τροφή πάνω στο γάντι του. Αργότερα, κατά τις πρώτες ελεύθερες πτήσεις, επειδή έχει κοντές φτερούγες και ουρά, δυσκολεύεται να ανεµογλιστρήσει και να ξεκουραστεί στον αέρα. Ο γερακάρης πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά και να καλεί πίσω το γεράκι µόλις διακρίνει σηµεία κόπωσης, για να µην αποφασίσει µόνο του πού θα κάτσει να ξεκουραστεί. Άν, όπως είπαµε, ένα Μακρύφτερο γεράκι πάρει τη συνήθεια να κάθεται και να πετά όποτε θέλει, τότε το κυνήγι µαζί του είναι κουραστικό, ακόµη και αδύνατο. Επειδή οι πτήσεις στην αρχή κρατούν λίγο ο Πετρίτης αργεί να γυµναστεί. Η άσκηση µε το οµοίωµα ξεκινά όταν το γεράκι έχει αποκτήσει κάποιες λογικές δυνάµεις. Οι ζεστές ώρες της ηµέρας και η άπνοια πρέπει να αποφεύγονται γιατί εξουθενώνουν τους νεαρούς Πετρίτες. Η προσγείωση στο οµοίωµα πρέπει να γίνεται σε έδαφος χλοερό για να µη φθείρονται τα σκληρά φτερά τους από την επαφή µε τις πέτρες. Ο έλεγχος της πτήσης τους δεν είναι απλός, στα µεγάλα ύψη που εύκολα φτάνουν έχουν την εποπτεία τεράστιων


εκτάσεων και µπορούν να επιτεθούν σε ο,τιδήποτε µακρινό τους δελεάσει. Τότε ο γερακάρης δεν έχει παρά να ελπίζει ότι το γεράκι θα αποτύχει στην επίθεση και θα επιστρέψει µόνο του σ' αυτόν ή, αν έχει τηλεµετρικό µηχάνηµα, να ξεκινήσει έπειτα από κάποια ώρα να ψάχνει. Ο γερακάρης λοιπόν που ονειρεύεται να πετάξει Πετρίτες πρέπει πρώτα να εξασκηθεί µε ένα άλλου είδους Μακρύφτερο γεράκι. Να περάσει µήνες πετώντας το καθηµερινά για να αποκτήσει ηρεµία και κρίση, να µάθει πότε να ανησυχεί και πως να µη µεταδίδει το άγχος του στο πουλί, ό,τι δηλαδή ξεχωρίζει τον καλό γερακάρη από εκείνον που ξέρει απλώς να εφαρµόζει την τεχνική.

Ο Ασπρογέρακας (Falco rusticolus) Αυτό το γεράκι, το µεγαλύτερο και ταχύτερο από όλα τα Μακρύφτερα, σπάνια χρησιµοποιείται πια στο κυνήγι. Το κόστος του είναι µια µικρή περιουσία. Η χρήση του περιορίζεται στην διασταύρωση µε άλλα γεράκια και στην εκτροφή υπέροχων υβριδίων. Αντίθετα µε το όνοµά του, ο Ασπρογέρακας υπάρχει σε τέσσερις χρωµατισµούς: λευκό, ασηµί, γκρίζο και µαύρο. Από τα τέσσερα το γκρίζο χρώµα είναι το συνηθέστερο και πιο προσιτό. Το µέγεθός του τον κάνει ικανό να σκοτώνει πολύ µεγάλα πουλιά, αλλά επειδή ανέκαθεν η κατοχή του ήταν προνόµιο της αριστοκρατίας χρησιµοποιήθηκε κυρίως στο κυνήγι ευγενών θηραµάτων, της πέρδικας, του φασιανού και των αγριόγαλων. Μόλο που δεν παίρνει ύψος, σαν τον Πετρίτη, για να σκοτώσει έτσι µε µια σχετικά σύντοµη επίθεση το θήραµά του, είναι τόσο γρήγορος ώστε µπορεί να το προλάβει µε µια ευθεία, µακρά καταδίωξη. Οι αποστάσεις που καλύπτει είναι µεγάλες και οι πιθανότητες να χαθεί, ως εκ τούτου, πολλές.

Τον πρώτο καιρό της ελεύθερης τους πτήσης οι νεαροί Ασπρογέρακες κουράζονται εύκολα και η δύναµή τους αυξάνεται µε πολύ αργό ρυθµό, όπως συµβαίνει µε όλα τα βαριά αρπακτικά. Χρειάζονται µήνες εντατικής γυµναστικής για να γίνουν αποτελεσµατικοί στο κυνήγι. Σαν πουλιά που προέρχονται από πολύ βόρειες περιοχές έχουν δυσκολίες προσαρµογής στα θερµότερα κλίµατα και πολλά πεθαίνουν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους. Επιπλέον το βαρύ τους σώµα, όταν βρίσκονται δεµένοι στις βάσεις τους, ασκεί µεγάλη πίεση στα πόδια µε αποτέλεσµα να κινδυνεύουν από επιµολυσµένες αµυχές. Πρέπει, λοιπόν, να πετούν συχνά και οι βάσεις να αποστειρώνονται σχολαστικά, αλλιώς να αφήνονται σε κάποια µεγάλη κλούβα όπου θα κινούνται περισσότερο ξεκουράζοντας έτσι τα πόδια τους.

Κυνηγογέρακας (Falco Cherrug) Ο Κυνηγογέρακας είναι το δεύτερο σε µέγεθος Μακρύφτερο γεράκι, µετά τον Ασπρογέρακα. Κυνηγά µε την ίδια άνεση φτερωτά, όσο και εδαφόβια θηράµατα. Επειδή η πτήση του είναι χαµηλή, τον αφήνουν συνήθως από το


γάντι στα κορακοειδή, τους γλάρους και -παραδοσιακά οι άραβες- στον µεγάλο αγριόγαλο. Το φτέρωµά του είναι πολύ µαλακό και δεν µπορεί να πετάξει σε συνθήκες µεγάλης υγρασίας ή δυνατού αέρα. Επιπλέον είναι µεταναστευτικό πουλί και χρειάζεται προσοχή την άνοιξη ή το φθινόπωρο, οπότε το ένστικτο της µετανάστευσης αφυπνίζεται. Όπως λένε, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί, δείχνοντας απάθεια στα καλέσµατα του εκπαιδευτή και µία τάση να αποµακρύνεται. Τότε συνιστάται να σταµατήσει για ένα διάστηµα να πετά, µέχρις ότου περάσει η περίοδος της µετανάστευσης. Ο χαρακτήρας του είναι ήπιος και ζευγαρώνει στην αιχµαλωσία σχετικά εύκολα. Αν κανείς τον επιλέξει µόνο για πτήσεις στο οµοίωµα, χωρίς αµφιβολία, θα απολαύσει τη ταχύτητά του και τα τεράστια φτερά του θα γεµίζουν τον ουρανό. Αν όµως τον θέλει για κυνήγι, θα πρέπει να ζει σε τόπο άδειο και απέραντο για να µπορεί να εντοπίζει θηράµατα από µακριά και να παρακολουθεί τις µακρύτατες καταδιώξεις του. Όπως οι Ασπρογέρακες, οι θηλυκοί Κυνηγογέρακες χρειάζονται χρόνο για να γυµναστούν και να πετάξουν καλά. Τα αρσενικά στην ευρώπη είναι χρησιµότερα αφού το µέγεθος των θηλυκών απαιτεί θηράµατα όπως οι ερωδιοί, οι µεγάλοι γλάροι και αγριόγαλοι, κυνήγια που δεν υπάρχουν ή απαγορεύονται. Για τα κορακοειδή, λοιπόν, οι αρσενικοί Κυνηγογέρακες είναι ιδανική επιλογή, πολύ προτιµότεροι από τους Πετρίτες γιατί έχουν µακριά πόδια και είναι σε θέση να ακινητοποιούν το κοράκι κρατώντας το επικίνδυνο ράµφος του σε ασφαλή απόσταση, έως ότου το αποτελειώσουν. Οι Κυνηγογέρακες είναι φθηνά γεράκια, κάτι που τραβάει την προσοχή όσων ξεκινούν την ιερακοτροφία. Και µέχρι την ώρα που θα πετάξουν ελεύθεροι, η εκπαίδευση εξελίσσεται οµαλά. Από εκεί και ύστερα, όµως, ένας αρχάριος θα δυσκολευτεί µε τη συνήθειά τους να ακολουθούν ευθείες και να χάνονται από το οπτικό του πεδίο για να επιστρέψουν αργότερα έπειτα από έναν τεράστιο κύκλο (ή να χαθούν από κάποιο ξαφνικό γεγονός που ο εκπαιδευτής δεν µπόρεσε να ελέγξει).

To Mεξικάνικο γεράκι (Falco mexicanus) Αυτό το είδος δεν έγινε ποτέ αρκετά δηµοφιλές στην Ευρώπη, κάτι που οφείλεται στον δύσκολο χαρακτήρα του. Σε αντίθεση µε τα άλλα Μακρύφτερα διατηρεί µιαν αγριάδα και µιαν έλλειψη αυτοπεποίθησης στα χέρια του εκπαιδευτή του. Η κυνηγετική του, όµως, αξία είναι πολύ µεγάλη. Κατάλληλο για φτερωτά θηράµατα και µή, ικανό να πετά ευέλικτά και να σκοτώνει ζώα πολύ µεγαλύτερά του, χωρίς να διστάζει να τα ακολουθεί ακόµη και µέσα στα δέντρα, τους θάµνους και άλλες κρυψώνες, έχει ταυτόχρονα το σπουδαίο πλεονέκτηµα του Πετρίτη, να παίρνει ύψος περιµένοντας από τον γερακάρη να του φανερώσει το θήραµα. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη µακρύφτερων γερακιών λιγότερο ή καθόλου γνωστά. Ολοένα καινούργια εµφανίζονται και δοκιµάζονται µε µεγαλύτερη ή µικρότερη επιτυχία. Ο κανόνας είναι αυτονόητος, όσο ικανό είναι ένα άγριο γεράκι στη φύση, τόσο θα είναι και µε τον άνθρωπο. Τις διατροφικές τους


συνήθειες παρατηρούµε και τα επιλέγουµε. Έτσι, οι ∆εντρογέρακες (Falco subbuteo) και οι Μαυροπετρίτες (Falco eleonorae) που είναι εξαιρετικοί θηρευτές πουλιών όσο µεγαλώνουν τα µικρά τους, τον υπόλοιπο χρόνο τρέφονται µε έντοµα και στα χέρια του γερακάρη -καθώς δεν έχουν µικρά να αναθρέψουν- αποδείχθηκαν άχρηστοι γιατί κυνηγούν µόνον έντοµα.

Τα υβρίδια Όλοι οι µεγάλοι εκτροφείς µε τη µέθοδο της τεχνητής αναπαραγωγής διασταυρώνουν διάφορα είδη γερακιών για να παράγουν υβρίδια. Ανατρέφουν τους γεννήτορες από πολύ µικρή ηλικία και όταν τα γεράκια αυτά ενηλικιώνονται νιώθουν τον εκτροφέα ως ταίρι. Τα αρσενικά «ζευγαρώνουν» µαζί του αφήνοντας το σπέρµα τους σε ένα ειδικό καπέλο, το σπέρµα συλλέγεται µε σύριγγα και στη συνέχεια εµβολιάζεται στο θηλυκό που επίσης κάθεται κι αυτό να «ζευγαρώσει» µε τον άνθρωπο. Σε πιο περιορισµένη κλίµακα κάποια είδη µπορούν να διασταυρωθούν και µε φυσικό τρόπο. Τα υβρίδια έχουν ανοίξει καινούργια σελίδα στο χώρο της ιερακοθηρίας και έχουν διαδοθεί ευρύτατα. Σκοπός είναι να αµβλύνεται η ιδιοτροπία ενός είδους, να προστίθενται πλεονεκτήµατα στα πλεονεκτήµατα και το γεράκι που εκκολάπτεται να έχει περισσότερες αρετές από τους γονείς του. Με όλη της την επιτυχία η εκτροφή υβριδίων είναι αµφιλεγόµενη. Κάποιοι θεωρούν τα γόνιµα υβρίδια επικίνδυνα. Ότι πουλιά που χάνονται και επιβιώνουν στη φύση µπορούν να ζευγαρώσουν αλλοιώνοντας τα άγρια, αµιγή γεράκια. Νοµίζω πως το αίµα αυτό είναι ελάχιστο για να επηρεάσει ολόκληρους πληθυσµούς. Ωστόσο η υπερβολή βλάπτει. Αν οι εκτροφείς ενδιαφέρονται µόνο για τα κέρδη τους, τότε από ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις καταλήγουµε να µην ξέρουµε µε σιγουριά τι γεράκι έχουµε στα χέρια µας. Είναι καθαρό ή έχει κάποιο πρόγονο άλλου είδους; Προσωπικά η ιδέα αυτή µε ενοχλεί, όπως µε ενοχλεί γενικά η αντιµετώπιση των γερακιών ως εµπορική επιχείρηση. Κάποια από τα πιο δοκιµασµένα και δηµοφιλή υβρίδια αναφέρω πιο κάτω.

Υβρίδια του Πετρίτη Με ό,τι διασταυρώνεται ο Πετρίτης δίνει ένα πολύτιµο πλεονέκτηµα: γεράκια που πετούν ψηλά.

Πετρίτης/Ασπρογέρακας Το ακριβότερο και πλέον περιζήτητο αυτό «µείγµα» έχει κυριολεκτικά κατακτήσει τον κόσµο. Όλα σχεδόν τα θηλυκά πωλούνται στους άραβες για το κυνήγι του αγριόγαλου. Τα αρσενικά είναι πρώτης τάξεως κυνηγοί εδαφόβιων και υδρόβιων πουλιών. Σπάνια χρησιµοποιούνται σε άλλα κυνήγια, πράγµα που δεν θα ταίριαζε στην αριστοκρατικότητά τους. Θα ήταν σα να σπαταλούσε κανείς ένα υπέροχο πόϊντερ σε κυνήγι τσίχλας. Πέραν αυτής της οπτικής, όµως, ο Πετρίτης/Ασπρογέρακας είναι ικανός για κάθε είδους κυνήγι µεγάλων φτερωτών. Λόγω του µεγέθους τους τα θηλυκά χρειάζονται πολύ χρόνο για να


γυµναστούν. Το κόστος τους είναι ψηλό και κυµαίνεται ανάλογα µε το χρώµα, πολύ σκούρα ή πολύ ανοιχτά χρώµατα πωλούνται ακριβότερα.

Πετρίτης/Κυνηγογέρακας Αυτά τα πουλιά έχουν µεγαλύτερη ευελιξία από τους Πετρίτες και µπορούν να πετάξουν σε πιο κλειστό περιβάλλον. Είναι επίσης πιο µεγάλα και µε µακρύτερα πόδια, µπορούν έτσι να κυνηγήσουν µε ασφάλεια κορακοειδή και µεγάλους γλάρους. Παίρνουν και αυτά ύψος στο κυνήγι µε σκύλο φέρµας, ενώ η συµπεριφορά τους είναι σε όλα τα σηµεία ηπιότερη από του Πετρίτη. Σε συνδυασµό µε τις προσιτές τιµές που πωλούνται, τα θεωρώ πολύ πετυχηµένα. Είναι θαρραλέα, νοήµονα και κατάλληλα για όλα τα κυνήγια φτερωτών θηραµάτων.

Πετρίτης/Χρυσογέρακας Η διασταύρωση του γλυκύτατου, τόσο όµορφου µα κάπως αργού Χρυσογέρακα µε τον Πετρίτη δίνει πουλιά µεγάλης οµορφιάς και πολύ καλού χαρακτήρα. Η ταχύτητά τους είναι αρκετή για να κυνηγήσουν πέρδικες από πλεονεκτική θέση, άν όµως το θήραµα αποµακρυνθεί δεν είναι σε θέση να το προφτάσουν και επιστρέφουν στον εκπαιδευτή τους. Αυτό τους συνιστά κατάλληλους για να ξεκινήσει κανείς την εµπειρία του µε Μακρύφτερα γεράκια, έχοντας, βέβαια, πετάξει για ένα χρόνο Χάρρις ή Κοκκινόουρη γερακίνα.

Πετρίτης/Νανογέρακας Τα τελευταία χρόνια πέτυχαν να παράγουν αυτό το εντυπωσιακό υβρίδιο ανάµεσα στα δύο εξαίσια είδη. Πρόκειται για ένα γεράκι µικρόσωµο, πολύ νευρικό, αλλά καταπληκτικό στο κυνήγι. Με τροµερό θάρρος και ταχύτητες, το µικρό γεράκι έχει συναρπάσει τους σύγχρονους γερακάρηδες. Μπορεί να κυνηγήσει µε δίκαιη πτήση κάθε πουλί µέχρι το µέγεθος της πέρδικας. Είναι σε θέση να επιτεθεί σε ένα περιστέρι που περνά εκατοντάδες µέτρα µακριά, να το καταδιώξει και να το πιάσει, χωρίς κανένα πλεονέκτηµα µε την πλευρά του. Χρειάζεται µεγάλη εµπειρία για να ελέγξει κανείς έναν τέτοιον κυνηγό, που, συν τοις άλλοις, έχει την τάση να πετά σε µεγάλα ύψη, µέχρι που χάνεται στον ουρανό.

Υβρίδια του Ασπρογέρακα Ασπρογέρακας/Κυνηγογέρακας Επειδή τα δυο είδη είναι σχετικά, τα υβρίδιά τους είναι γόνιµα µε αποτέλεσµα να εκτρέφονται υβρίδια επί υβριδίων, όπως ο 75% Ασπρογέρακας/ 25% Κυνηγογέρακας. ∆εν είναι γεράκια για ψηλό πέταγµα και η χρήση τους περιορίζεται σε κυνήγια µεγάλων πουλιών από το γάντι. Τα θηλυκά, όντας τεράστια, είναι περιζήτητα από τους άραβες για το κυνήγι του αγριόγαλου. Τα


αρσενικά διαλέγονται κυρίως για το κυνήγι κορακοειδών, γλάρων και για απλό πέταγµα στο οµοίωµα όπου πετούν εντυπωσιακά. Σηµαντικό πλεονέκτηµα είναι η τάση τους να εξειδικεύονται σε συγκεκριµένα θηράµατα και να αγνοούν τα υπόλοιπα, κάτι που γλιτώνει τον γερακάρη από απρόβλεπτες επιθέσεις που δεν επεδίωξε. Από την άλλη άν ο εκπαιδευτής καθυστερήσει να το µάθει να κυνηγά, πιθανότατα θα καταλήξει µε ένα γεράκι που θα επιτίθεται µόνο στο οµοίωµα. Είναι, επίσης, ακατάλληλα για ελεύθερο πέταγµα σε περιπάτους γιατί πετούν χαµηλά και αποµακρύνονται, πράγµα που δυσκολεύει την επιτήρησή τους.

Ασπρογέρακας/Χρυσογέρακας Αυτή η διασταύρωση δίνει πολύ όµορφα γεράκια, µε µεγάλες φτερούγες και ήπιο χαρακτήρα. Στο κυνήγι δεν έχουν δοκιµαστεί αρκετά, θα πρέπει, όµως, να είναι ικανά να κυνηγούν τόσο πέρδικες και φασιανούς, όσο κοράκια και γλάρους.

Ασπρογέρακας/Νανογέρακας Όπως συµβαίνει στη διασταύρωση µε τον Πετρίτη, έτσι και το υβρίδιο του Νανογέρακα µε τον Ασπρογέρακα είναι τροµερά προικισµένο αρπακτικό. ∆εν πετά ψηλά, είναι όµως τόσο γρήγορο ώστε µπορεί ξεκινώντας από το γάντι να προλάβει και τα ταχύτερα πουλιά. Το πάθος και η τόλµη του το κάνουν να αψηφά τα µεγέθη και να επιτίθεται σε θηράµατα αδιανόητα για το µικρό του µέγεθος. ∆εν είναι λοιπόν τυχαίο που οι Άγγλοι το αποκαλούν 'pocket-rocket', δηλαδή «ρουκέτα τσέπης»!


Επίλογος Φηµολογείται µια νέα υπουργική απόφαση που απαγορεύει εκτός από το κυνήγι και την κατοχή νόµιµα αγορασµένων αρπακτικών από εκτροφεία. ∆εν έχω διαβάσει το κείµενο, νοµίζω πως εξαιρεί αρπακτικά άλλων ηπείρων, θα δούµε. Προφανώς κάποιος πολύ κακώς εννοούµενος «οικολόγος» πέτυχε να επηρεάσει το αρµόδιο υπουργείο. Και καθώς η άγνοια είναι µεγάλη, τα επιχειρήµατα που χρειάστηκαν θα ήταν σίγουρα παιδαριώδη. Είναι παράδοξο, πουθενά δε γίνεται αυτό. Να µη µπορεί ένας ευρωπαίος να συναλλάσσεται ελεύθερα µε έναν άλλον ευρωπαίο, να µη µπορώ να αγοράσω ένα καθ’όλα νόµιµο και απολύτως ελεγµένο από το αγγλικό κράτος γεράκι και αυτό να έχει αποφασιστεί εν µια νυκτί. Τί είδους υπερβάλλων ζήλος είναι πάλι αυτός; Και δεν καταλαβαίνουν ότι στερώντας έτσι και την τελευταία νόµιµη διέξοδο ωθούν τον κόσµο στην παρανοµία; Και µήπως πρόκειται για εγκληµατίες; Αλλά όπως λέει και ο Σεφέρης, «στην Ελλάδα είµαστε όλοι πικρά αυτοδίδακτοι». Αυτοδίδακτοι και οι οικολόγοι δε λένε να καταλάβουν ότι κάθε υπερβολή, κάθε απόλυτη απόρριψη συνιστά ερασιτεχνισµό, ανωριµότητα. Στο εξωτερικό, επαναλαµβάνω, οι γερακάρηδες αξιοποιούνται δεν περιθωριοποιούνται. Προσωπικά δυσκολεύοµαι να φανταστώ τη ζωή µου χωρίς γεράκια. Έχω την ατυχία να ζω στην πιο «προστατευτική» για τη φύση χώρα της Ευρώπης! Χιλιάδες ορτύκια τουφεκίζονται µε κασετόφωνα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και κάποιοι βρίσκουν εµάς πρόσφορους για µιαν ακόµη γραφειάδικη απόφαση, χωρίς να ρωτήσουν κανένα. Γιατί δε φαντάζοµαι το ελληνικό υπουργείο πριν απαγορεύσει επιλέγοντας µια τόσο µονόπλευρη ενηµέρωση, δεν φαντάζοµαι να ρώτησε, να φρόντισε να ενηµερωθεί και από µιαν άλλη χώρα µε µεγαλύτερη πείρα επί του θέµατος και -εννοείται- µε εντελώς άλλη στάση! Γιατί; Γιατί δεν έρχονται σε επαφή µε τον Άγγλο, τον Γάλλο, τον Γερµανό αρµόδιο υπεύθυνο, να του πούνε τα επιχειρήµατα της απαγόρευσης, είµαι σίγουρος ότι θα τους αντιµετώπιζε µε θυµηδία. Εν ολίγοις, για να επιτρέπεται κάτι σε όλον τον πολιτισµένο κόσµο, δε µπορεί να είναι τόσο βλαβερό (εκτός αν τα γεράκια περιέχουν φυτοφάρµακα ή είναι µεταλλαγµένα). ∆ε µένει παρά να απαγορευτούν και οι γάτες και τα καπέλα και το παγωτό φράουλα. Έτσι τουλάχιστο θα νιώσω καθαρά πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του ανεξέλεγκτα και θα αναρωτηθώ αν η δηµοκρατία µας θυµίζει καθόλου τυραννία.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος ΜΕΡΟΣ Α’ Τα κλουβιά ∆ιατροφή Βασικά είδη κρέατος Καθηµερινή φροντίδα Η πτερόρροια Κόψιµο νυχιών και ράµφους ∆ιόρθωση ή αντικατάσταση σπασµένων φτερών Η σκευή του γερακάρη και του αρπακτικού Βασικοί τύποι κουκούλας Πώς «δένουµε» το γεράκι Οι βάσεις των γερακιών Ζυγαριές Σπάγγος εκπαίδευσης Κουδουνάκια Οµοιώµατα Σφυρίχτρες Τηλεµετρία Κουτιά µεταφοράς ΜΕΡΟΣ Β’ Κοντόφτερα και πλατύφτερα γεράκια Εξηµέρωση και εκπαίδευση 1. Στο γάντι 2. Τάϊσµα στο γάντι 3. Ανεβαίνοντας στο γάντι 4. Πηδώντας στο γάντι 5. Εκπαίδευση µε τον σπάγγο 6. Οµοιώµατα 7. Τελευταία δοκιµή 8. Πετώντας ελεύθερο 9. Πώς το γυµνάζουµε 10. Γεράκια µεγαλωµένα από ανθρώπινο χέρι 11. Μεγαλωµένοι από άνθρωπο αστούριοι Η χρησιµότητα της κουκούλας Ξεκίνηµα στο κυνήγι Είδη θηραµάτων Αγριοκούνελα Λαγός Φασιανός Πέρδικα Νερόκοτες και Φαλαρίδες


Αγριόπαπιες Τα πλατύφτερα γεράκια Η κοινή Γερακίνα (Buteo buteo) Η Κοκκινόουρη γερακίνα (Buteo jamaicansis) Η αµερικάνικη Αετογερακίνα (Buteo regalis) Το γεράκι Χάρρις (Parabuteo unicinctus) Οι αετοί Τα κοντόφτερα γεράκια Το Ξεφτέρι (Accipiter nisus) Το ∆ιπλοσάϊνο (Accipiter gentilis) Μακρύφτερα γεράκια Τάϊσµα στο γάντι Πηδώντας στο γάντι Πετώντας στο γάντι Μαθαίνοντας το οµοίωµα Η πρώτη ελεύθερη πτήση Η πρώτη βδοµάδα Το γύµνασµα στο οµοίωµα Κυνήγι από το γάντι Το κυνήγι της καρακάξας Κυνήγι στα βάτα Το κυνήγι των σκαλιστικών Κυνήγι αγριόπαπιας Είδη µακρύφτερων γερακιών Το Bραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) Ο Νανογέρακας (Falco columbarius) Ο Χρυσογέρακας (Falco biarmicus) Ο Πετρίτης (Falco peregrinus) Ο Ασπρογέρακας (Falco rusticolus) Κυνηγογέρακας (Falco Cherrug) To Mεξικάνικο γεράκι (Falco mexicanus) Τα υβρίδια Υβρίδια του Πετρίτη Υβρίδια του Ασπρογέρακα Επίλογος


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.