ΙΕΡΑΚΟΘΗΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ

Page 1

Πρόλογος Xιλιάδες χρόνια πριν, κάπου στην Ασία, ο άνθρωπος εξημέρωσε το πρώτο γεράκι. Ξεκίνησε τότε η μόνη σχέση του ανθρώπου με άλλα πλάσματα που δεν βασίζεται στην υποταγή, δε σκοπεύει στην παραγωγή αγαθών, μα είναι αντίθετα άκρα φροντίδα και σεβασμός, μεράκι και καμάρι. Το ζητούμενο του γερακάρη, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του επίπεδο, την κοινωνική του θέση, την ευαισθησία του, παραμένει πάντα η ψυχική και σωματική ακεραιότητα του γερακιού του. Το φροντίζει όπως φροντίζει κανείς ένα έργο τέχνης. Η βάση που κάθεται είναι κομψή, η εξάρτυση χειροποίητη και ακριβή, ο χώρος του πεντακάθαρος. Το φτέρωμα άψογο και η διατροφή του προσεγμένη. Γιατί όταν το γεράκι βρίσκεται στον αέρα πρέπει να είναι όμορφο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, να αγαπά τον εκπαιδευτή του. Και όταν κάθεται στο σπίτι πρέπει να είναι ήρεμο, χωρίς ίχνος αδημονίας ή αίσθησης εγκλεισμού. Αυτά που γράφω δεν είναι θεωρίες περί του ιδανικού, είναι η αλήθεια του κάθε γερακάρη. Το μικρό αυτό βιβλίο δεν προσπαθεί να εμφυσήσει πάθος για τα γεράκια, αλλά να βοηθήσει όσους τα ονειρεύονται να λάβουν

μια

στοιχειώδη

γνώση,

να

πληροφορηθούν

πως

χτίζεται η σχέση του γερακιού με τον άνθρωπο. Ο καλός γερακάρης

αποστρέφεται

κάθε

προβολή.

Ποτέ

δεν

επιδεικνύεται και αποφεύγει να τον ρωτούν πράγματα που κάνουν το γεράκι να μοιάζει με χαρακτήρα τσίρκο. Και ο ίδιος βρίσκεται πίσω από μια νοητή γραμμή, αυτή που τον χωρίζει


από το άγριο πλάσμα που έχει κοντά του. Είναι μια σχέση απαραβίαστη, όσο απαραβίαστος είναι και ο χαρακτήρας του γερακιού που δεν θα επιστρέψει στον άνθρωπο αν δεν αισθάνεται απόλυτο σεβασμό και εμπιστοσύνη. Ένας παλιός γιαπωνέζικος νόμος επισείει βαριές τιμωρίες σε εκείνους που ταϊζουν τα γεράκια τους ακατάλληλες τροφές. Ευρωπαίοι βασιλείς του μεσαίωνα απαγορεύουν αυστηρά στο λαό τους να κατέχει σπάνια είδη αρπακτικών που μόνο οι ευγενείς είχαν τη δυνατότητα να φροντίζουν σωστά. Σήμερα η Αμερική μόνον έχει ένα σύστημα που προβλέπει την θεωρητική και εμπειρική κατάρτιση των γερακάρηδων. Με συγκεκριμένες ρήτρες δεσμεύει τον μαθητευόμενο να εκπαιδευτεί σωστά έως ότου φτάσει στο τίτλο του Master Falconer, δηλαδή του Μάστορα υπουργική

Γερακάρη.

Στην

απαγόρευση

ο

Ελλάδα ντόπιος

με

μιαν

ανεξήγητη

γερακάρης

καθίσταται

παράνομος και, βεβαίως, ανεξέλεγκτος. Με μια απλή διαγραφή αφέθηκαν (να δρουν) στο περιθώριο άνθρωποι που αποτελούν μέρος μιας παγκόσμιας παράδοσης. Στη χώρα μας, δυστυχώς, απαγορεύεται να κυνηγά κανείς με γεράκι. Θα ήθελα σε αυτόν τον πρόλογο να μιλήσω αλλιώς, να πω τί με συνεπαίρνει, τί δεσμό ανέπτυξα με τη φύση κρατώντας στο χέρι μου ένα γεράκι. Όμως τα δεκάδες τηλεφωνήματα εκείνων που «κλέβουν» προστατευόμενα αρπακτικά από τη φύση, η άρνηση του κράτους να ακολουθήσει τη λογική της Ευρώπης και

η

αντίδραση

ορισμένων

-λίγων

ευτυχώς-

εφηβικής

νοοτροπίας «οικολόγων», με υποχρεώνουν, αντί να παινεύω, να υπερασπίζομαι την πολύ ευγενική και καθόλου τυχαία


παγκόσμια τέχνη της ιερακοθηρίας. Και λέω «παγκόσμια» με έμφαση, γιατί εκτός του γνωστού κόσμου που η ιερακοθηρία ανθούσε μέχρι υπερβολής, ο Κορτέζ όταν εκστράτευσε στην Αμερική βρήκε τον βασιλιά των Αζντέκων Μοντεζούμα να κατέχει έναν σημαντικό αριθμό εκπαιδευμένων αρπακτικών, πράγμα

που

ίσως

μαρτυρεί

ότι

η

ιερακοθηρία

ως

ιδέα

συνελήφθη δύο φορές από τους δύο παράλληλους -ως τότεκόσμους. Τις τελευταίες δεκαετίες τα δυτικά κράτη συμφώνησαν να προστατεύσουν όλα τα αρπακτικά πουλιά θεωρώντας τα λίγο έως πολύ απειλούμενα. Απαγορεύεται όχι μόνον η θανάτωσή μα και η σύλληψη και η αιχμαλωσία τους. Όποιος επιθυμεί να αποκτήσει ένα τέτοιο πουλί θα πρέπει να απευθυνθεί σε νόμιμο εκτροφέα. Με το ανάλογο κόστος θα φτάσει στα χέρια του το γεράκι δακτυλιωμένο. Τα συνοδευτικά έγγραφα θα πιστοποιούν ότι

γεννήθηκε

στην

αιχμαλωσία

από

συγκεκριμένους

γεννήτορες, επίσης δακτυλιωμένους και θα δηλώνουν τον νέο ιδιοκτήτη. Με αυτόν τον τρόπο οι γερακάρηδες δεν είναι μόνον ελεύθεροι να ασκούν την τέχνη τους χωρίς να επιβαρύνουν το περιβάλλον, αλλά συμβάλλουν σημαντικά στην προσπάθεια διάσωσης και εμπλουτισμού των άγριων πληθυσμών με την εμπειρία

και

τις

τεχνικές

που

εξελίσσουν

κατά

την

αναπαραγωγή αρπακτικών σε αιχμαλωσία. Δεν είναι λίγοι οι γερακάρηδες-εκτροφείς που επιδοτούνται από τις χώρες τους για

να

παράγουν

και

να

απελευθερώνουν

σπάνια

είδη

αρπακτικών σε περιοχές από όπου εξέλειψαν ή μειώθηκαν επικίνδυνα.


Το βιβλίο αυτό έχει αρκετές ελλείψεις. Ελπίζω όμως να χρησιμεύσει δίνοντας μια γενική ιδέα για το αντικείμενο. Κυρίως εύχομαι να κατατοπίσει όσους συλλαμβάνουν γεράκια από την ελληνική φύση και προσπαθούν αυτοσχέδια να τα εκπαιδεύσουν, γιατί αυτοί είναι οι έλληνες γερακάρηδες. Αν διαβάζοντας

τις

σελίδες

του

στραφούν

σε

νόμιμη

δραστηριότητα, θα ξεκινήσει στην Ελλάδα και θα ριζώσει ένας θαυμάσιος τρόπος ζωής για πολύ κόσμο. Σ.Φ. ΜΕΡΟΣ Α' ΕΙΔΗ ΓΕΡΑΚΙΩΝ Το γεράκι Χάρις (Parabuteo unicinctus) Αυτό το γεράκι τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται στην ιερακοθηρία όσο κανένα άλλο. Δεν είναι ίσως από τα πιο όμορφα, με το σχεδόν μαύρο φτέρωμά του και το μέτριο μέγεθος, αλλά έχει μεγάλη νοημοσύνη κι έναν εξαιρετικό χαραχτήρα.


Ανήλικο αρσενικό Χάρις

Αντίθετα με άλλα αρπακτικά τα άγρια Χάρις κυνηγούν ομαδικά. Αυτή

η

κοινωνική

ιδιοσυγκρασία

τα

κάνει

εύκολα

στη

συνεργασία με τον άνθρωπο, ενώ πολύ δύσκολα χάνονται. Είναι

κυνηγοί

ενέδρας

με

μεγάλη

παρατηρητικότητα

κι

αντιλαμβάνονται την ελάχιστη κίνηση του θηράματος με τρόπο που

συχνά

ξαφνιάζει.

Τα νεαρά αρσενικά στα πρώτα τους βήματα δείχνουν μια κλίση στο φτερωτό. Γρήγορα όμως γίνονται άριστα και στο κουνέλι. Τα θηλυκά που είναι ισχυρότερα καθώς συμβαίνει σε όλα τα αρπακτικά πουλιά, κυνηγούν και λαγό. Αυτή είναι η ευρύτερη χρήση τους στην Ευρώπη, φασιανός, κουνέλι για τα αρσενικά, λαγός επιπλέον για τα θηλυκά.


Ανήλικο αρσενικό Χάρις

Υστερούν λίγο σε ταχύτητα από άλλα είδη όπως το διπλοσάϊνο, γι' αυτό το κυνήγι τους είναι περισσότερο τεχνικό. Προσέχουν πού

καταφεύγει

το

θήραμα,

στη

συνέχεια

πιάνουν

ένα

πλεονεκτικό πόστο από πάνω του, συλλαμβάνοντάς το όταν εκ νέου ξεπεταχτεί από τον γερακάρη. Αυτά με λίγα λόγια είναι τα Χάρις

στο

κυνήγι.

Στην

Ελλάδα

που

η

ιερακοθηρία

απαγορεύεται(!) μπορεί κανείς να τα προσαρμόσει σε μια συντροφική σχέση που εξελίσσεται με τα χρόνια. Δεν είναι δύσκολο ποδήλατο

να ή

μάθουν να

να

ακολουθούν

απολαμβάνουν

το

απλώς

αυτοκίνητο, έναν

ολόκληρης της οικογένειας, σαν αληθινό μέλος της.

το

περίπατο


Ενήλικο θηλυκό Χάρις

Η κοκκινόουρη γερακίνα (Buteo jamaicensis)


Ένα επίσης δημοφιλές γεράκι σε αρχάριους και μή είναι η κοκκινόουρη γερακίνα. Κυνηγά κυρίως κουνέλι και λαγό με φοβερή επιθετικότητα, αλλά θα επιχειρήσει και κάθε άλλο θήραμα, με αρκετή επιτυχία στον φασιανό, ιδιαίτερα τα αρσενικά. Έχει έντονη τάση να πλανάρει και να επιτίθεται από ψηλά ελέγχοντας έτσι μεγαλύτερες εκτάσεις και αυξάνοντας την ταχύτητά του. Όταν πιάσει θήραμα η συμπεριφορά του θυμίζει περισσότερο αετό παρά γεράκι. Σφίγγει τα πόδια του τόσο δυνατά ώστε χρειάζεται αρκετή υπομονή και τεχνική ο γερακάρης για να του το αποσπάσει. Τα κοκκινόουρα γεράκια έχουν χρώματα γήινα στα φτερά τους αλλά όπως δηλώνει και το όνομά τους, όταν ενηλικιώνονται η ουρά τους παίρνει ένα θαυμάσιο

κόκκινο-κεραμιδί

που

με

τα

χρόνια

γίνεται

εντονότερο. Είναι κατάλληλο πουλί για αρχάριους, χρειάζεται όμως έναν πιο «σκληροτράχηλο» χειριστή λόγω της μεγάλης δύναμης κι αυτοπεποίθησής του. Τα δυο αυτά είδη, το Χάρις και το κοκκινόουρο γεράκι έχουν καλή υγεία και ζουν περισσότερο από είκοσι χρόνια.

Το διπλοσάϊνο (Accipiter gentilis)


Το διπλοσάϊνο είναι ένα από τα γρηγορότερα και ίσως το πιο αποτελεσματικό αρπακτικό στα χέρια του γερακάρη. Όμως ο νευρικός του χαρακτήρας με τις απρόβλεπτες αντιδράσεις το κάνουν επίσης ένα από τα πιο δύσκολα γεράκια, τόσο στην εξημέρωση,

όσο

και

στη

μετέπειτα

συνεργασία

με

τον

άνθρωπο. Η ισορροπία ανάμεσα στο σωματικό βάρος και το στρές που φέρνουν τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης είναι λεπτή και χρειάζεται μεγάλη εμπειρία. Τότε τα διπλοσάϊνα κινδυνεύουν να πάθουν υπογλυκαιμία και να πεθάνουν.


Πολλά χάνονται όταν τα αφήνουν ελεύθερα, είτε γιατί κάτι τα τρομάζει απροσδόκητα κι εξαφανίζονται μέσα στο δάσος, είτε επειδή αρνούνται απλώς να υπακούσουν. Η κατάσταση κατά την οποία ένα διπλοσάϊνο θεωρείται ασφαλές και με μεγάλη ορμή στο κυνήγι λέγεται "γιάρακ".


Ένα γεράκι στο "γιάρακ" έχει ελαφρώς ριγμένες τις φτερούγες μπροστά, το κεφάλι σκυφτό με ανασηκωμένα πούπουλα στην κορυφή του και ένα άγριο, ερευνητικό βλέμμα που δείχνει διάθεση να "ριχτεί" σε ο,τιδήποτε περάσει από μπροστά του. Τα θηράματα που κυνηγούν με αυτό το υπέροχο αρπακτικό είναι ασυνήθιστα πολλά. Πιάνουν λαγούς και κουνέλια με άψογο στυλ, ενώ στο φτερωτό είναι ικανότατα για φασιανούς, πέρδικες,

ορτύκια,

μπεκάτσες,

πάπιες,

νερόκοτες,

περιστεροειδή, κορακοειδή, ακόμη και χήνες! Χωρίς αμφιβολία το διπλοσάϊνο είναι ένα κορύφαίο αρπακτικό. Όμως όπως ακριβώς τα γρήγορα αυτοκίνητα δεν συνιστώνται για να μάθει ένας αρχάριος να οδηγεί, έτσι κι αυτό το γεράκι είναι απόλυτα ακατάλληλο για να ξεκινήσει κανείς. Χρειάζεται τουλάχιστον να πετάξει για έναν χρόνο ένα Χάρις ή μια Κοκκινόουρη γερακίνα που έχουν πιο βατούς χαρακτήρες, για να μπορέσει κατόπιν να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτού του τρομερού κυνηγού.

ΜΕΡΟΣ Β' ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ


Ο απλούστερος τρόπος εγκατάστασης του γερακιού είναι μέσα στο σπίτι ή στο μπαλκόνι. Όσο πιο κοντά μας το κρατάμε, τόσο πιο στενή διαμορφώνεται η σχέση μαζί του. Η σκευή του περιλαμβάνει αντικείμενα που έμειναν σχεδόν απαράλλαχτα στο πέρασμα χιλιάδων χρόνων. Η βάση που κάθονται το Χάρις και το Κοκκινόουρο γεράκι λέγεται "τόξο" και είναι καθώς δηλώνει το όνομά της τοξοτή (βλ. φωτ.). Σε τέτοιες βάσεις κάθονται τα δεντρόβια είδη αρπακτικών. Κάθε τόξο επενδύεται στην κορυφή του με ένα κομμάτι μοκέτα-πλαστικό χορτάρι για να προφυλάσσονται τα πόδια του πουλιού από αμυχές και μολύνσεις. Η μοκέτα αυτή καλό είναι να αποστειρώνεται τακτικά.

Στο καμπύλο τμήμα βρίσκεται ένας κρίκος στον οποίο δένουμε το σχοινάκι του γερακιού. Αυτός ο κρίκος, ελαφρύς και με μεγάλη

διάμετρο

πηγαινοέρχεται

καταμήκος

του

τόξου

επιτρέποντας στο γεράκι να κινείται χωρίς να μπερδεύεται. Τα σύγχρονα λουριά γερακιών φτιάχνονται από δέρμα καγκουρό. Είναι πολύ ανθεκτικό και δε σχίζεται. Καταρχήν μια λωρίδα


δέρματος τυλίγεται γύρω από τους ταρσούς του πουλιού και σφραγίζεται με μπουλντούζια (βλ.

φωτ.). Μέσα από

τα

μπουλντούζια περνούν τα κύρια λουριά που καταλήγουν στο στριφτάρι. Στην άλλη μεριά του στριφταριού περνιέται το σχοινάκι που δένεται τελικά στον κρίκο της βάσης.

Άλλο απαραίτητο κομμάτι του εξοπλισμού είναι το κουδουνάκι που τοποθετείται συνήθως στο πόδι του γερακιού και βοηθά στον εντοπισμό του όταν πετάει ελεύθερο. Υπάρχουν διάφοροι τύποι με παραλλαγές στο σχήμα, στον ήχο, στο υλικό και φυσικά στο κόστος. Όλα είναι χειροποίητα, κατασκευασμένα ειδικά για γεράκια, με χαρακτηριστικά μικρό βάρος, μεγάλη θηλιά για να περνάει το λουράκι και έντονο ήχο. Ο εξοπλισμός συμπληρώνεται από το γάντι, την τσάντα του γερακάρη, τη σφυρίχτρα

και

το

κουτί

μεταφοράς

του

γερακιού.

Τα παραδοσιακά καλά γάντια, γίνονται από δέρμα ελαφιού. Το πατρόν βγαίνει σύμφωνα με το περίγραμμα της παλάμης του ενδιαφερόμενου.


Η τσάντα που περιέχει κάθε χρήσιμο αντικείμενο, κρέμεται από έναν κρίκο και έχει δύο ομοιότυπες όψεις. Εύκολα γυρίζει από τη

μία

στην

άλλη

δίνοντας

τη

δυνατότητα

πολλών

ανεξάρτητων χώρων ώστε να μη μπερδεύονται τα αντικείμενα. Οι περισσότερες σφυρίχτρες είναι κατάλληλες, εκτός από εκείνες των υπερήχων. Η χρήση τους είναι ευνόητη, είναι ένας τρόπος να φωνάζουμε το γεράκι. Ο συνηθέστερος τύπος κουτιού μεταφοράς είναι τα πλαστικά κουτιά για μικρόσωμους σκύλους, με λίγες τροποποιήσεις. Ανάλογα με το μεράκι του όμως ο καθένας φτιάχνει το κουτί του γερακιού του όσο όμορφο θέλει. Σημασία έχει να μη φθείρονται τα φτερά του πουλιού, να είναι σκοτεινό, να αερίζεται σωστά και να μη γλιστρά το πάτωμά του. Αυτός είναι ο βασικός εξοπλισμός ενός γερακάρη που πετάει Χάρις ή Κοκκινόουρο γεράκι. Υπάρχουν ορισμένα αντικείμενα επιπλέον που απαιτούνται για άλλα είδη γερακιών. Αυτά θα περιγράψουμε αργότερα. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι

που

ζουν

επαγγελματικά

φτιάχνοντας

τέτοια

σύνεργα. Ορισμένα από αυτά είναι αληθινά αριστουργήματα.


ΜΕΡΟΣ Γ' ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΡΧΑΡΙΩΝ

Τα κλουβιά Στην πραγματικότητα οι χώροι όπου διαμένουν τα γεράκια δεν είναι κλουβιά, αφού κλουβί συνήθως εννοείται ένας κλειστός χώρος από συρμάτινα κάγκελα ή πλέγμα, υλικά εντελώς ακατάλληλα για τη στέγαση των γερακιών. Ποτέ δε βάζουμε αρπακτικά πουλιά σε τέτοιες κατασκευές γιατί χτυπιούνται και σπάνε τα φτερά τους, πληγώνεται το κήρωμα και κόβονται τα πέλματά τους. Το καλύτερο υλικό για την κατασκευή μιας «κλούβας» είναι το «κόντρα πλακέ» θαλάσσης που αντέχει στον ήλιο και στην υγρασία. Με τη χρησιμοποίηση μεγάλων τεμαχίων η κλούβα ολοκληρώνεται εύκολα και γρήγορα. Για την οροφή μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε υλικό, ακόμη και αυλακωτή λαμαρίνα που θα περαστεί με κάποια μονωτική ουσία ώστε να μην πυρώνει το καλοκαίρι, ενώ το ένα τρίτο της επιφάνειας πρέπει να μείνει ανοιχτό, δηλαδή να καλυφθεί

με

χονδρό

σύρμα

περίφραξης.

Τα

άλλα

συρματοπλέγματα είναι επικίνδυνα για το γεράκι. Και βέβαια η στέγη πρέπει να είναι επικλινής ώστε να κυλούν τα νερά της βροχής.


Ανάλογα με τη χρήση τους οι κλούβες διακρίνονται σε δύο βασικούς τύπους. Στον έναν τύπο το γεράκι μπαίνει δεμένο στη βάση του ενώ στο άλλον αφήνεται μέσα ελεύθερο. Συνεπώς οι διαστάσεις του πρώτου τύπου πρέπει να είναι τέτοιες ώστε το γεράκι να μπορεί να ανοίγει τα φτερά του χωρίς να χτυπούν στα πλαϊνά τοιχώματα, ενώ η πρόσοψη που στην περίπτωση αυτή φτιάχνεται από το χονδρό πλέγμα θα απέχει τόσο που να μη φτάνει ως εκεί το γεράκι. Ο λόγος που φτιάχνουμε την πρόσοψη ανοιχτή είναι γιατί το αρπακτικό, δεμένο χαμηλά δεν έχει δυνατότητα να βλέπει έξω από κάποιο παράθυρο. Ο δεύτερος τύπος κλούβας απαιτεί μεγαλύτερες διαστάσεις, εφόσον το πουλί θα κινείται ελεύθερα. Αν ο χώρος είναι στενός και το γεράκι δυσκολεύεται να πετάξει γίνεται νευρικό, ενώ οι φτερούγες και η ουρά φθείρονται από τα αδέξια χτυπήματα και την τριβή στους τοίχους του κλουβιού του. Στην πρόσοψη αφήνουμε ένα μεγάλο, επίμηκες παράθυρο και πάντοτε ψηλά, ενώ μπροστά του τοποθετούμε ένα οριζόντιο δοκάρι για να κάθεται το γεράκι και να παρακολουθεί την εξωτερική κίνηση. Άλλο ένα δοκάρι τοποθετείται ψηλότερα, στο πίσω μέρος της κλούβας όπου το πουλί καταφεύγει για να ησυχάσει. Τα δοκάρια καλύπτονται από χλοοτάπητα για να μην προκαλούν σκασίματα και αμυχές στα πόδια των γερακιών. Το παράθυρο κλείνεται με κάγκελα, ποτέ με πλέγμα. Το δάπεδο του κλουβιού στρώνεται με καθαρό ποταμίσιο χαλίκι, αν δεν είναι χτισμένο

στο

χρειάζονται

χώμα.

συχνό

Δάπεδα

πλύσιμο,

από αφού

μπετόν δεν

ή

πλακάκια

απορροφούν

τις

ακαθαρσίες. Επίσης στο δάπεδο τοποθετείται μία «μπανιέρα» και μία πέτρινη πλάκα τροφής, μακριά από τα σημεία που


κάθεται το αρπακτικό για να μην τα λερώνει. Η «μπανιέρα» είναι ένα ρηχό δοχείο με διάμετρο τέτοια ώστε το γεράκι να μπορεί να βουτά όλο του το σώμα κάνοντας το λουτρό του. Δίπλα βάζουμε μια μεγάλη πέτρα για να ανεβαίνει και να στεγνώνει τα φτερά του. Πάνω από το δοχείο, καθώς και πάνω από την πλάκα τροφής, στο τοίχωμα της κλούβας ανοίγονται τρύπες από όπου ανανεώνουμε το νερό και ρίχνουμε την τροφή αντίστοιχα. Στη

μεγάλη

κλούβα

το

γεράκι

μπαίνει

μόνον

όταν

η

εκπαίδευσή του έχει ολοκληρωθεί και είναι απόλυτα ήμερο. Ένα γεράκι που δεν έχει ξεπεράσει τελείως τη νευρικότητα και το φόβο προς τον εκπαιδευτή του αν αφεθεί ελεύθερο στη μεγάλη κλούβα εξαγριώνεται περισσότερο . Και είναι βέβαια απαράδεκτο ο γερακάρης να κυνηγά το γεράκι μέσα στην κλούβα για να του περάσει τα λουράκια και να προχωρήσει στο καθημερινό μάθημα. Η θέση των κλουβιών πρέπει να απαγκιάζει από τον βοριά και να προφυλάσσεται από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Έτσι το γεράκι θα αισθάνεται ασφάλεια στο καταφύγιό του, μετά την ελεύθερη

πτήση,

χωρίς

να

δίνει

την

εντύπωση

ενός

ταραγμένου ζώου σε φυλακή. Διατροφή Σωστή διατροφή για τα εξημερωμένα αρπακτικά είναι εκείνη που πλησιάζει περισσότερο τη φυσική τροφή του κάθε είδους σε άγρια κατάσταση. Γενικά όσο πιο μικρόσωμο είναι ένα γεράκι, τόσο ταχύτερος είναι ο μεταβολισμός του. Έτσι ένα


ξεφτέρι που ζυγίζει 300 γραμμάρια και τρέφεται με πουλιά απαιτεί πολύ πιο πλούσια τροφή από έναν χρυσαετό που ζυγίζει έξι κιλά και σκοτώνει μεγάλα ζώα, συμπληρώνοντας μάλιστα τη διατροφή του με θνησιμαία. Καθώς στη φύση τα αρπακτικά τρώνε το στομάχι και το συκώτι του θηράματός τους προσλαμβάνουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την καλή τους υγεία. Στην αιχμαλωσία όμως πρέπει ο άνθρωπος να προσθέτει κατάλληλα σκευάσματα για να

χορηγήσει

αυτές

τις

ουσίες.

Στη

περίπτωση

αυτή

χρησιμοποιούμε πολυβιταμίνες για γάτες που κυκλοφορούν ευρέως

στο

εμπόριο

σε

μορφή

ταμπλέτας.

Αφού

τις

κονιορτοποιήσουμε ρίχνουμε την ανάλογη ποσότητα στην μερίδα του αρπακτικού. Τα άγρια γεράκια μαζί με το κρέας των ζώων καταπίνουν κόκαλα, δέρμα, τρίχες ή φτερά. Δηλαδή υλικά που μένουν αχώνευτα και την επόμενη μέρα εξεμούνται συμπιεσμένα σε ωοειδείς σβώλους. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη και διατηρεί τον πρόλοβο καθαρό. Συνεπώς ο γερακάρης πρέπει να κολλά στο κρέας που ταϊζει μια μικρή ποσότητα πούπουλών ή τριχών τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Ποτέ δεν ταϊζουμε τα γεράκια με τουφεκισμένα πουλιά από κυνηγετικό όπλο. Αν καταπιούν σκάγια υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να δηλητηριαστούν από τον μόλυβδο. Επίσης ποτέ δεν δίνουμε κρέας που έχει καταψυχθεί περισσότερο από μία φορά για τον γνωστό κίνδυνο της σαλμονέλας. Βασικά είδη κρέατος


Κοτοπουλάκια μιας μέρας. Τα αρσενικά κοτοπουλάκια που δεν προορίζονται για κρεατοπαραγωγή ξεχωρίζονται αμέσως μόλις γεννιούνται και θανατώνονται. Είναι λοιπόν μια φθηνή λύση για όσους έχουν πολλά αρπακτικά στην κατοχή τους. Η θρεπτική τους αξία είναι μέτρια και κατά τη γνώμη μου δεν ενδείκνυνται για μακρύφτερα γεράκια, ούτε βέβαια για τα ξεφτέρια. Ορτύκια. Τα ορτύκια είναι ικανοποιητική τροφή για κάθε αρπακτικό. Μπορεί κανείς να τα προμηθευτεί από μεγάλα πολυκαταστήματα ή κατευθείαν από πτηνοτροφικές μονάδες. Μοσχάρι. Μέτριο κρέας είναι και το μοσχάρι. Όποτε ταϊζεται πρέπει να αφαιρείται σχολαστικά το λίπος. Χρησιμεύει όμως όταν θέλουμε να αδυνατίσει το γεράκι χωρίς να μειωθούν πολύ οι μερίδες του, καθώς και σαν δέλεαρ όταν παροτρύνουμε το πουλί να επιτεθεί στο ομοίωμα. Κουνέλι. Το κουνέλι έχει αναιμικό, άσπρο κρέας και χαμηλή θρεπτική αξία. Είναι λοιπόν κατάλληλο μόνο για τα πολύ μεγαλόσωμα και λιγότερο δραστήρια αρπακτικά. Ποντίκια και αρουραίοι. Μπορεί κανείς να προμηθεύεται τέτοια τρωκτικά κατεψυγμένα από μαγαζιά κατοικίδιων ζώων. Είναι δυστυχώς ακριβά, αλλά είναι εξαιρετική τροφή ακόμη και για τα πιο απαιτητικά γεράκια. Περιστέρια.

Ενώ

και

αυτά

είναι

άριστη

τροφή,

πρέπει

απαραίτητα να καταψύχονται για ένα, τουλάχιστον, μήνα, αφού αφαιρεθούν προσεχτικά τα εντόσθια και το κεφάλι. Με


αυτά τα μέτρα αποστειρώνονται, γιατί συχνά είναι φορείς μιας σοβαρής ασθένειας που λέγεται τριχομονάδωση. Εντόσθια. Από τα εντόσθια των νεκρών ζώων, μόνο το συκώτι που είναι πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία μπορεί κάτω από ειδικές συνθήκες να ταϊστεί στο γεράκι. Τα υπόλοιπα είναι ακατάλληλα. «Βρεγμένο κρέας». Έτσι ονομάζουμε τις λωρίδες μοσχαρίσιου κρέατος που αφήνουμε όλη τη νύχτα στο ψυγείο, μέσα σε νερό και κατόπιν τις βυθίζουμε σε χλιαρό νερό και τις στίβουμε για να χάσουν όλη τους την ουσία. Το δίνουμε σε αετούς ή άλλα μεγαλόσωμα αρπακτικά που αργούν να αδυνατίσουν στη διάρκεια της εξημέρωσης. Δεν ενδείκνυται όμως για μεγάλα διαστήματα αφού ισοδυναμεί περίπου με νηστεία. Φτερούγες και λαιμοί. Αυτά τα μέρη έχουν λιγοστό κρέας και πολλούς

τένοντες.

Κρατώντας

τα

σφιχτά

στο

γάντι

απασχολούμε το γεράκι με κάτι ενδιαφέρον στα πρώτα στάδια της εξημέρωσής του. Περνώντας έτσι ευχάριστα αρκετή ώρα στο

γάντι

εξοικειώνεται

με

την

παρουσία

μας,

ενώ

η

προσπάθεια του να αποσπάσει την ελάχιστη ποσότητα τροφής δυναμώνει το μυϊκό του σύστημα. Καθημερινή φροντίδα Τα γεράκια που είναι δεμένα σε βάσεις περνούν τη νύχτα τους προστατευμένα στη μικρή κλούβα. Το πρωϊ ο γερακάρης πρέπει να τα μεταφέρει σε κάποιον εξωτερικό χώρο, να τους προσφέρει καθαρό νερό για να κάνουν μπάνιο και να τα


αφήσει σε όλη τη διάρκεια της ημέρας να χαζεύουν την γύρω κίνηση. Αν το προηγούμενο γεύμα περιείχε φτερά, τρίχες κλπ. ο γερακάρης προσέχει γύρω από τη βάση να δει αν το γεράκι απέβαλλε τον μικρό σβώλο. Όταν έρθει η στιγμή να ζυγιστεί για να πετάξει το εκπαιδευμένο γεράκι πρέπει οπωσδήποτε να έχει βγάλει ό,τι αχώνευτο υλικό έφαγε στο προηγούμενο γεύμα. Αλλιώς το βάρος του θα δείχνει μεγαλύτερο ενώ το αίσθημα της πείνας θα είναι μειωμένο λόγω της ύπαρξης αυτού του άχρηστου περιεχομένου στη σγάρα του. Αυτό δεν μπορεί να διαπιστωθεί σε γεράκια που βρίσκονται ελεύθερα στη μεγάλη κλούβα, οπότε ο εκπαιδευτής υπολογίζει να έχουν περάσει τουλάχιστον δεκατέσσερις ώρες από το τελευταίο γεύμα για να είναι βέβαιος ότι ο σβώλος έχει αποβληθεί. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται ώστε το πουλί να μην βρεθεί σε δυνατό

ήλιο.

Το

παχύ

φτέρωμά

τους

κάνει

τη

ζέστη

ανυπόφορη, μπορεί ακόμη να πεθάνουν από θερμοπληξία πριν προλάβει ο ιδιοκτήτης τους να καταλάβει τίποτε. Ποτέ, λοιπόν, δεν αφήνουμε ένα γεράκι μόνο του έξω για να λείψουμε, εάν δεν έχουμε διαπιστώσει ότι στο σημείο αυτό δεν πρόκειται να φτάσει

ο

ήλιος.

Σε τακτά διαστήματα ο γερακάρης λιπαίνει τα λουράκια του γερακιού με κάποια ακίνδυνη ουσία, ακόμη και λάδι, για να μην ξεραθούν με τον καιρό και κοπούν. Δύο ή τρεις φορές το χρόνο τα αρπακτικά αποπαρασιτώνονται εσωτερικά και εξωτερικά. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται


είναι τα ίδια με αυτά των σκύλων, αλλά σε πολύ μικρότερες ποσότητες και πάντοτε με τη σύμφωνη γνώμη ενός καλού κτηνίατρου. Η πτερόρροια Στα μέσα της άνοιξης ή λίγο αργότερα τα γεράκια ξεκινούν να αλλάζουν φτέρωμα. Έτσι προς το τέλος του καλοκαιριού έχουν αντικαταστήσει τα παλιά και «μεταχειρισμένα» φτερά με καινούργια. Ο

γερακάρης

μόλις

αντιληφθεί

τα

πρώτα

σημεία

της

πτερόρροιας, κάποια πούπουλα στο πάτωμα ή ένα φτενό άσπρο πτίλο γύρω από τη βάση, σταματά να πετάει το γεράκι. Πρέπει τώρα να φροντίσει ώστε η πτερόρροια να εξελιχθεί ομαλά και το γεράκι να «ντυθεί» όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένα το νέο του

φτέρωμα.

Είναι

μια

στρεσσογόνα

περίοδος

για

τα

αρπακτικά που ο οργανισμός τους απαιτεί περισσότερη και άριστης ποιότητας τροφή για να αναπτύξει όμορφα και υγιή φτερά. Το σχετικά πεινασμένο γεράκι που πετούσε ελεύθερο το χειμώνα πρέπει τώρα να παχύνει και να περνά τη μέρα του τελείως ανενόχλητο. Έτσι θα ανανεώσει όλα σχεδόν τα φτερά του μέσα σε πέντε ή έξι μήνες, κάτι που αν ζούσε ελεύθερο στη φύση θα χρειαζόταν ίσως δυο χρόνια. Αν ένα γεράκι πρόκειται να περάσει αυτούς του μήνες δεμένο στη βάση του, καλό είναι ο γερακάρης να ελέγχει στοιχειωδώς την ποσότητα τροφής. Ένα γεράκι που κορέστηκε από την πολύ τροφή και δεν αγγίζει ή πετά το κρέας στο χώμα, πρέπει


να μείνει μια μέρα νηστικό. Αυτό βοηθά να παραμείνει ήμερο και να αποζητά τον εκπαιδευτή ως τροφό του. Αν πάλι το γεράκι αφεθεί ελεύθερο στη μεγάλη κλούβα θα παχύνει ανεξέλεγκτα και καθώς θα ζει απομονωμένο είναι πιθανό να ξεχάσει τον εκπαιδευτή του σε βαθμό που η παρουσία του να το αναστατώνει. Ο γερακάρης, λοιπόν, σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να αφήσει ήσυχο το αρπακτικό, να μην προσπαθεί να πλύνει τη κλούβα ή να ανανεώσει το χαλίκι του δαπέδου γιατί να φτερά που αναπτύσσονται είναι μαλακά και πολύ εύκολα σπάνε από τα χτυπήματα στους τοίχους ή γίνονται ελαττωματικά από ψυχογενή αίτια. Από τις «κρυφές» τρύπες στα πλάγια της κλούβας θα ρίχνει το κρέας και θα ανανεώνει καθημερινά το νερό χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Αυτά βέβαια ισχύουν μόνο για τα δύστροπα γεράκια. Πολλά μένουν ήμερα και απαθή καθ' όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού και δέχονται με ευχαρίστηση τον γερακάρη στο κλουβί τους. Πριν

μπει

ένα

αντιπαρασιτικό

γεράκι

στην

σπρέυ

για

κλούβα την

το

ψεκάζουμε

καταπολέμηση

με των

εξωπαρασίτων. Κόβουμε επίσης τα νύχια και το ράμφος για να μην υπερτροφήσουν και εμποδίζουν το γεράκι στην κίνηση και στην τροφή του. Τελειώνοντας το καλοκαίρι ο γερακάρης έχει συγκεντρώσει όλα τα πεσμένα φτερά της ουράς καθώς και τα πρωτεύοντα των φτερούγων. Γνωρίζοντας ότι δεν μένουν άλλα να πέσουν παρατηρεί το γεράκι μέχρι να διαπιστώσει ότι και το τελευταίο


φτερό αναπτύχθηκε και έφτασε στο τελικό του μήκος. Κατόπιν υπολογίζει να παρέλθουν είκοσι περίπου ημέρες για να είναι σίγουρος ότι όλα τα φτερά σκλήρυναν και απέκτησαν την αντοχή τους. Το φρέσκο φτερό από την ώρα που ξεμυτίζει ως τις είκοσι μέρες μετά την πλήρη ανάπτυξή του είναι τρυφερό και γεμάτο αίμα. Αν σπάσει το γεράκι θα πρέπει να περιμένει ως την επόμενη άνοιξη για την αντικατάστασή του. Υπάρχει ωστόσο πιθανότητα αν το σπασμένο πτερό ήταν ακόμη στο πρώτο, πρώτο στάδιο, να αποβληθεί και σύντομα ένα νέο να αρχίσει να μεγαλώνει. Τα συγκεντρωμένα ουραία και πρωτεύοντα φτερά φυλάσσονται σε κλειστές ζελατίνες. Αν κατά τη χειμερινή περίοδο το γεράκι σπάσει κάποιο από τα καινούργια φτερά, υπάρχει τρόπος αυτό να μπαλωθεί με τη χρήση του αντίστοιχού του από τα παλιά. Τα γεράκια που άλλαξαν φτερά στη βάση τους θυμούνται καλύτερα την εκπαίδευση. Έρχονται σε συχνότερη επαφή με τον γερακάρη που τα ανεβάζει στο γάντι το πρωϊ για να τα βγάλει στο κήπο ή για να τα επιστρέψει στη μικρή κλούβα πριν σκοτεινιάσει. Πάντως σε κάθε περίπτωση η υπενθύμιση της εκπαίδευσης στο ξεκίνημα της νέας σεζόν δεν είναι δύσκολη. Αφήνουμε τα μεγαλόσωμα γεράκια δυο μέρες νηστικά και τα μικρόσωμα μία. Κατόπιν τους περνάμε καινούργια λουράκια και τα ζυγίζουμε. Ήδη από την προηγούμενη χρονιά ξέρουμε σε τί βάρη

περίπου

ανταποκρίνονται.

Αρχίζουμε,

λοιπόν,

να

αδυνατίζουμε το βαρύ και υπερχορτασμένο γεράκι μέχρι που να έρχεται ξανά στο γάντι και στο ομοίωμα όπως πριν. Ίσως


τώρα, μετά τη μικρή αυτή επανεκπαίδευση να πετάξουν σε ελαφρώς μεγαλύτερα βάρη. Κόψιμο νυχιών και ράμφους Τα άγρια αρπακτικά που τρέφονται με ποικιλία θηραμάτων και κάθονται σε διάφορα πόστα διατηρούν τα ράμφη τους και τα νύχια στο σωστό μέγεθος και σχήμα. Ένας εκπαιδευμένος πετρίτης, για παράδειγμα, που τρέφεται κυρίως με ορτύκια, σπάει και καταπίνει τα κόκαλα, ενώ ένας άγριος που πιάνει πολλά περιστέρια τρίβει το ράμφος του στα κόκαλά τους προσπαθώντας να τα καθαρίσει από τα υπολείμματα τροφής και με αυτή την τριβή το ράμφος «λιμάρεται». Δεν είναι δύσκολο, ακόμη και για έναν αρχάριο να αντιληφθεί πότε το ράμφος του γερακιού του χρειάζεται κόψιμο. Μία πρώτη ένδειξη είναι όταν το πάνω μέρος του ράμφους μακραίνει και εμποδίζει το αρπακτικό να τραφεί. Τα κομμάτια του κρέατος καρφώνονται στην μακριά προεξοχή και το πουλί κάνει προσπάθεια να τα ξεκολλήσει για να τα καταπιεί. Το επόμενο στάδιο είναι να δυσκολεύεται το γεράκι να κλείσει το στόμα του γιατί το πάνω μέρος του ράμφους ακουμπά και εμποδίζεται από το κάτω. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι ένας κόφτης νυχιών και μια ψιλή λίμα δύο όψεων, μιας επίπεδης και μιας καμπύλης. Απαραίτητη είναι η βοήθεια ενός δεύτερου προσώπου που θα τυλίξει με μια γρήγορη κίνηση το σώμα του γερακιού πριν προλάβει

να

ανοίξει

τις

φτερούγες

και

κατόπιν

θα

το

ακινητοποιήσει ξαπλώνοντάς το μπρούμυτα σε ένα μαξιλάρι.


Στο σημείο αυτό βοηθά πολύ η κουκούλα, για όσα γεράκια την ξέρουν και τη δέχονται. Στη συνέχεια ο γερακάρης έχοντας ως οδηγό μια φωτογραφία που δείχνει καθαρά ένα άλλο γεράκι με σωστό ράμφος κόβει εγκάρσια την παραπανίσια προεξοχή στο μήκος που πρέπει. Έπειτα με τη λίμα «δουλεύει» λίγο την άκρη να ξαναγίνει αιχμηρή, χωρίς όμως υπερβολές. Εκτός από αυτή τη φανερή υπερτροφία

του

γαμψού

μέρους,

το

υπόλοιπο

ράμφος

χρειάζεται λιμάρισμα συνολικά. Όπως θα καθαρίζαμε ένα παλιό σκεύος με γυαλόχαρτο από τη σκουριά, έτσι λιμάρουμε τον όγκο του ράμφους επιφανειακά. Τέλος παρατηρώντας με προσοχή τη φωτογραφία-οδηγό βλέπουμε ότι το ράμφος έχει χάσει και το εσωτερικό του σχήμα, οι εσοχές κοντεύουν να σβήσουν. Πρέπει λοιπόν και εκεί να σμιλέψουμε φτιάχνοντας ένα

μικρογλυπτό

με

ακρίβεια,

προσέχοντας

να

μη

τραυματίσουμε το στόμα του πουλιού. Δεν είναι ανάγκη το ράμφος να δείχνει τέλειο. Σκοπός είναι να μην ενοχλεί το γεράκι. Ο αρχάριος ας αρκεστεί σε αυτό και ας μην προσπαθήσει καθόλου για το αισθητικό μέρος για να μην κάνει ζημιά στο γεράκι. Τα νύχια, απλούστερη υπόθεση, χρειάζονται κόψιμο δύο φορές το χρόνο περίπου. Εάν έχουν μεγαλώσει υπερβολικά, μετά το κόψιμο θα χρειαστεί κάποιο λιμάρισμα για να γίνουν πάλι αιχμηρά. Εκείνο που πρέπει να προσέξει ο γερακάρης είναι να μην

προκαλέσει

αιματώνονται,

αιμορραγία.

είναι

δηλαδή

Τα

νύχια

«ζωντανά».

στη Αν

βάση δεν

τους

είμαστε


σίγουροι για το πού σταματά η αιμάτωση είναι προτιμότερο να τα κόψουμε χαμηλότερα. Σε περίπτωση λάθους η βλάβη δεν είναι σοβαρή, αργεί μόνο η επούλωση λόγω της επαφής του νυχιού με τη βάση ή τα άλλα σημεία που κάθεται το γεράκι. Διόρθωση ή αντικατάσταση σπασμένων φτερών Ένα κυνηγετικό γεράκι δεν είναι ασυνήθιστο να σπάσει κάποιο φτερό την ώρα που παλεύει με το θήραμά του, καθώς επίσης ένα γεράκι που δεν εξημερώθηκε ακόμη καλά και χτυπιέται στη βάση

του

φοβισμένο.

Αν

πρόκειται

για

κάποιο

από

τα

πρωτεύοντα φτερά της φτερούγας ή φτερό της ουράς ο γερακάρης πρέπει να το αντικαταστήσει για να μην ελαττωθεί η πτητική

ικανότητά

του.

Όσα φτερά έχουν απλώς τσακίσει χωρίς να υποστεί σοβαρή βλάβη το στέλεχος μπορούν να κοπούν και να ξανακολληθούν στο σημείο της τσάκισης. Χρησιμοποιούμε έναν αυτοσχέδιο πίρο από μπαμπού ή ανθρακονήματα με πάχος τέτοιο όσο ακριβώς είναι το εσωτερικό του σπασμένου στελέχους. Κατόπιν τον αλείφουμε με κόλλα «στιγμής» και σπρώχνουμε το μισό του μήκος στο αποσπασμένο μέρος του φτερού. Αφήνουμε να στεγνώσει. Ύστερα με τη βοήθεια κάποιου που θα κρατήσει το γεράκι ακινητοποιημένο, ανοίγουμε τη φτερούγα ή την ουρά και ξεχωρίζουμε το κομμένο φτερό από τα διπλανά του. Με μεγάλη προσοχή αλείφουμε κόλλα στο προεξέχον μέρος του νάρθηκα και σπρώχνουμε το φτερό να τοποθετηθεί στην ακριβή του θέση. Έπειτα κρατάμε λίγο το γεράκι ακίνητο έως ότου στεγνώσει η κόλλα και το φτερό είναι έτοιμο.


Αν το φτερό έχει σχιστεί κατά μήκος χρειάζεται αντικατάσταση. Πρέπει να κοπεί κάτω από το σπασμένο σημείο και το υπόλοιπο να πεταχτεί για να αντικατασταθεί από ένα αντίστοιχο φτερό είτε από αυτά που το ίδιο πουλί έριξε κατά την περασμένη πτερόρροια, είτε από ένα άλλο γεράκι του ίδιου ή πολύ παραπλήσιου είδους. Αυτό το αναπληρωματικό φτερό κόβεται εκεί ακριβώς που κόπηκε το προηγούμενο κατεστραμμένο και ακολουθείται η διαδικασία που αναφέρθηκε πιο πάνω. Η κόλλα που χρησιμοποιούμε είναι προτιμότερο να έχει τη μορφή ζελέ ώστε να μη στεγνώνει τόσο άμεσα, αλλά να επιτρέπει κάποιες επιπλέον κινήσεις που θα φέρουν το φτερό στη σωστή θέση. Ο

νάρθηκας

τετραγωνισθεί

δεν

πρέπει

ελαφρά

να

με

είναι

μια

στρογγυλός

λεπτή

λίμα

για

αλλά να

να μην

περιστρέφεται στο εσωτερικό του φτερού αναγκάζοντάς μας να επαναλάβουμε όλη τη διαδικασία από την αρχή. Ενώ για τα χαμηλά τσακίσματα των φτερών φτιάχνουμε πείρους από υλικά με σχετική ελαστικότητα, για τις άκρες χρησιμοποιούμε βελόνες. Εκεί το στέλεχος δεν είναι πια κούφιο εσωτερικά, αποτελείται από έναν πορώδη ιστό στον οποίο η βελόνα εισχωρεί και σφηνώνει καλύτερα. Καθώς ο νάρθηκας στα σημεία αυτά είναι υποχρεωτικά πολύ λεπτός, θα ήταν αδύνατο

να

κατασκευαστεί

από

άλλο

υλικό,

χωρίς

τη

σκληρότητα και την αντοχή του μετάλλου. Η επεξεργασία που απαιτείται στη βελόνα, εκτός από το λιμάρισμα για να


τετραγωνιστεί, είναι η αφαίρεση του «ματιού» για να γίνει και η δεύτερη άκρη της αιχμηρή. Χωρίς

νάρθηκα,

με

μόνη

τη

χρήση

κόλλας

το

φτερό

αντικαθίσταται ως εξής: Κόβουμε το σπασμένο φτερό κοντά στη ρίζα για να είναι το πάχος του στελέχους του αρκετό. Κατόπιν κόβουμε λοξά το φτερό που διαλέξαμε για την αντικατάσταση, η τομή αυτή πρέπει να γίνει με ξυράφι, νυστέρι ή άλλη εξίσου κοφτερή λάμα, να έχει μήκος 2,5 εκατοστών περίπου και να καταλήγει σε αιχμή. Η τομή αλείφεται με κόλλα και εφαρμόζεται διεισδύοντας στο εσωτερικό του φτερού του γερακιού. Πριν στεγνώσει η κόλλα διορθώνουμε τη γωνία του φτερού όπως σε κάθε περίπτωση. Για φτερά που απλώς λύγισαν στη διάρκεια του κυνηγιού ή κατά τη μεταφορά μέσα στο κουτί, χωρίς να τσακίσει η πένα, καθώς και για φτερά «αχτένιστα» που οι ίνες βρίσκονται με αντίθετη φορά από τη φυσική τους, η λύση είναι να βυθιστούν για λίγα λεπτά σε πολύ ζεστό, όχι πάντως καυτό, νερό. Η σκευή του γερακάρη και του αρπακτικού Το γάντι που φοράει ο γερακάρης στο αριστερό χέρι τον προφυλάσσει από τα νύχια του γερακιού. Το δέρμα πρέπει να είναι ταυτόχρονα μαλακό και ανθεκτικό. Έτσι που το γεράκι να μη μπορεί σφίγγοντας τα δάχτυλά του να το διαπεράσει και ο γερακάρης που κάποτε κρατά το γεράκι ώρες ολόκληρες περπατώντας στο ύπαιθρο, να νιώθει όσο γίνεται το χέρι του άνετο. Καθώς κρατάμε το γεράκι τα δάχτυλά μας είναι διπλωμένα σε


σχήμα γροθιάς για να κρατούν τα λουριά. Αν το γάντι είναι σκληρό η στάση αυτή γρήγορα θα γίνει αφόρητη και το χέρι μας θα μουδιάσει. Φοράμε το γάντι στο αριστερό χέρι ώστε να έχουμε ελεύθερο το πιο επιδέξιο δεξί για όλες τις λεπτοδουλειές που κάνουμε παράλληλα, την αφαίρεση και τοποθέτηση της κουκούλας, του στριφταριού και των λουριών μα και τις πιο χονδρές όπως το ράβδισμα των θάμνων κλπ. Ευνόητο είναι ότι οι αριστερόχειρες φορούν Ο

το

υποψήφιος

γάντι γερακάρης

στο μπορεί

δεξί σχετικά

τους εύκολα

χέρι. να

προμηθευτεί το γάντι του από τις εξειδικευμένες βιοτεχνίες του εξωτερικού που διαφημίζονται σήμερα στο διαδίκτυο. Από αυτούς τους κατασκευαστές μπορεί να παραγγείλει ό,τι άλλο χρειάζεται για το αντικείμενό του και να του το στείλουν ταχυδρομικά. Η κουκούλα είναι μια δερμάτινη κατασκευή που καλύπτει απόλυτα το κεφάλι του γερακιού, αφήνοντας ελεύθερο μόνον το ράμφος. Στα πρώτα στάδια της εξημέρωσης βοηθά να μένει το γεράκι ατάραχο ως τη στιγμή που ο γερακάρης θα ασχοληθεί μαζί του. Αργότερα αν κάτι απροσδόκητο ταράξει το αρπακτικό, φορώντας την κουκούλα διαγράφεται αμέσως. Κατά τη μεταφορά του η κουκούλα το ησυχάζει και είμαστε σίγουροι ότι δεν θα κάνει νευρικές και επικίνδυνες για τα φτερά του κινήσεις, όσο βρίσκεται στο περιορισμένο χώρο του κουτιού.


Η κουκούλα είναι επίσης απαραίτητη για έναν συγκεκριμένο τρόπο κυνηγιού. Όταν ο γερακάρης κρατά το γεράκι του καλυμμένο,

μέχρι

να εντοπίσει το

θήραμα που

ψάχνει,

αποφεύγει την αδημονία του αρπακτικού να φύγει από το γάντι για να κυνηγήσει άλλα, ανεπιθύμητα θηράματα. Βασικοί τύποι κουκούλας Η

«αραβική»,

παραδοσιακή

κουκούλα

των

αράβων,

προορισμένη καταρχήν για τους κυνηγογέρακες, σήμερα με διάφορες τροποποιήσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε είδους γεράκι. Η «αγγλοϊνδική» είναι η φθηνότερη και ταιριάζει σε όλα τα αρπακτικά. Ακόμη είναι σχετικά απλό να φτιάξει κανείς μόνος του μια τέτοια κουκούλα. Το μόνο ελάττωμά της είναι ότι χαλαρώνουν εύκολα τα λουράκια και το γεράκι μαθαίνει να τη βγάζει. Η «δανέζικη» είναι η ακριβότερη και πιο περίτεχνη. Συχνά φέρει λοφίο με όμορφα φτερά στην κορυφή. Ορισμένες τέτοιες κουκούλες

είναι

αληθινά

έργα

τέχνης.

Υποτίθεται

πως

ταιριάζουν μόνο σε μακρύφτερα γεράκια. Προσωπικά τις έχω δοκιμάσει

σε

Χάρις

και

έχουν

άψογη

εφαρμογή.

Είναι σχεδόν αδύνατο να αναφερθεί κανείς ολοκληρωμένα σε όλους τους τύπους κουκούλας σήμερα. Υπάρχουν αμέτρητοι κατασκευαστές που με μεγάλη πείρα δημιουργούν ολοένα νέους

τύπους,

συνδυάζοντας

στοιχεία

των

παλιών

ή

προσθέτοντας έξυπνες βελτιώσεις, έτσι οι κουκούλες πια είναι


πάρα πολλές. Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι να βρει κανείς καλό προμηθευτή, να ερευνήσει την αγορά, δίνοντας περισσότερη πίστη στη φήμη του, παρά στις καλοφτιαγμένες σελίδες που τον προβάλλουν στο διαδίκτυο. Πώς «δένουμε» το γεράκι Χιλιάδες χρόνια τώρα τα γεράκια δένονται με τον ίδιο, απαράλλακτο σχεδόν, τρόπο. Φοράμε στα πόδια του γερακιού τα λουριά, δυο δερμάτινες λωρίδες μήκους είκοσι εκατοστών, περίπου, όπως φαίνεται στο σχέδιο. Στο σχήμα (α) εικονίζεται ο παλιός τρόπος εφαρμογής λουριών. Στο (β) σχήμα βλέπουμε έναν

από

τους

ελάχιστους,

πραγματικά

χρήσιμους

νεωτερισμούς στο αντικείμενο. Διευκολύνει την αντικατάσταση παλιών, φθαρμένων λουριών, ενώ επιτρέπει στον γερακάρη όταν πετάει το γεράκι του να αφαιρεί τελείως τα λουριά ή να τα αντικαθιστά με άλλα, χωρίς σχισμή στην άκρη (αυτά λέγονται

λουριά

πτήσης)

αποφεύγοντας

τον

κίνδυνο

μπλεχτούν σε κάποιο θάμνο ή κλαδί. Μεγέθη λουριών: Είδος γερακιού

Μήκος λουριών

Ξεφτέρι

15 εκ.

Κιρκινέζι

15 εκ.

Νανογέρακας

15 εκ.

Χρυσογέρακας

20 εκ.

Αρσενικός Πετρίτης

20 εκ.

Κοινή Γερακίνα

25 εκ.

να


Κοκκινόουρη Γερακίνα

25 εκ.

Αμερικάνικη Γερακίνα

25 εκ.

Θηλ.+ αρσεν. Διπλοσάϊνο

25 εκ.

Θηλ.+ αρσεν. Κυνηγογέρακας

25 εκ.

Θηλ. + αρσεν. Ασπρογέρακας

25 εκ.

Θηλ. + αρσεν. Χάρρις

25 εκ.

Θηλυκός Πετρίτης

25 εκ.

Στις απολήξεις των λουριών υπάρχουν χαράξεις μήκους δύο περίπου εκατοστών. Εκεί περνάμε το στριφτάρι από την τετράγωνη μεριά του, ενώ στη στρογγυλή περνά το σχοινάκι. Το σχοινάκι καταλήγει σε ένα κόμπο-κεφάλι για να μην γλιστρά έξω από το στριφτάρι και είναι το τελευταίο κομμάτι της εξάρτυσης του γερακιού που δένεται με τον «κόμπο του γερακάρη» στη βάση του αρπακτικού (σχέδιο β). Οι βάσεις των γερακιών Ανάλογα

με

αρπακτικά,

το

πού

συνηθίζουν

χρησιμοποιούμε

δύο

να

κάθονται

τύπους

τα

βάσεων

άγρια για

τα

εκπαιδευμένα. Για τα δενδρόβια είδη κατάλληλες είναι οι τοξωτές βάσεις, τα «τόξα», που φτιάχνονται από λυγισμένο ξύλο ή σιδερόβεργα με τέτοιο πάχος που να αγκαλιάζεται κατά το ήμισυ από τα δάχτυλα του γερακιού. Τα είδη που συχνάζουν σε βράχους κάθονται στις «αραβικές» βάσεις που είναι ξύλινοι κύλινδροι με διάμετρο αρκετή ώστε να μη στριμώχνονται τα πόδια του γερακιού. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται στην τήρηση των αναλογιών του μήκους των λουριών και της διαμέτρου της αραβικής βάσης. Αν τα λουριά είναι μακρύτερα από όσο πρέπει το γεράκι κινδυνεύει να περάσει ολόκληρο τον κύλινδρο της


βάσης ανάμεσα στα λουριά και να βρεθεί μπλεγμένο στο χώμα, τρομάζοντας

και

καταστρέφοντας

τα

φτερά

του

στην

προσπάθεια να ξεφύγει. Τα σημεία των βάσεων όπου πατούν τα γεράκια καλύπτονται με χλοοτάπητα. Το υλικό αυτό είναι εύκολο να διατηρηθεί καθαρό και προφυλάσσει τα πέλματα από ενδεχόμενες πληγές. Τόσο τα τόξα, όσο και οι αραβικές βάσεις κατασκευάζονται σε δύο εκδοχές. Στην πρώτη καταλήγουν σε αιχμηρές άκρες για να καρφώνονται στο χώμα, ενώ στη δεύτερη στηρίζονται μόνες τους είτε σε οριζόντιες, παράλληλες «μπάρες», αν πρόκειται για τόξο, είτε σε ένα βαρύ, στρογγυλό «πιάτο», αν πρόκειται για αραβική βάση. Κατά μήκος του τόξου ή στον κάθετο άξονα της αραβικής βάσης τοποθετείται ένα μεγάλο και ελαφρύ δαχτυλίδι που περιστρέφεται

άνετα

και

όπου

δένεται

το

σχοινάκι

του

αρπακτικού. Η επιλογή του δαχτυλιδιού συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια του γερακιού. Ένα δαχτυλίδι που δεν ακολουθεί εύκολα τις κινήσεις του γερακιού θα κάνει το σχοινάκι να περιστραφεί, να μπερδευτεί δηλαδή γύρω από τη βάση με ευνόητα αποτελέσματα. Σχέδιο

(γ)

(αραβική

βάση-τόξο,

εσωτερικού-εξωτερικού

χώρου) Μεγέθη αραβικών βάσεων Είδος γερακιού

Ύψος βάσης

Διάμετρος βάσης


Κιρκινέζι

30 εκ.

12 εκ.

Νανογέρακας

30 εκ.

12 εκ.

Χρυσογέρακας

35 εκ.

15 εκ.

Αρσενικός Πετρίτης

35 εκ.

15 εκ.

Θηλυκός Πετρίτης

40 εκ.

20 εκ.

Κυνηγογέρακας

40 εκ.

20 εκ.

Αρσενικός Ασπρογέρακας

40 εκ.

20 εκ.

Θηλυκός Ασπρογέρακας

45 εκ.

25 εκ.

Μεγέθη τοξοτών βάσεων

Είδος γερακιού

Ύψος βάσης Άνοιγμα τόξου

Ξεφτέρι

25 εκ.

50 εκ.

Διπλοσάϊνο

30 εκ.

70 εκ.

Κοινή Γερακίνα

30 εκ.

70 εκ.

Κοκκινόουρη Γερακίνα 30 εκ.

70 εκ.

Χάρρις

70 εκ.

30 εκ.

Ζυγαριές Μια

από

τις ελάχιστες

καινούργιες

ιδέες

της

μοντέρνας

ιερακοτροφίας είναι το ζύγισμα των γερακιών. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς να υπολογίζει και να συμπεραίνει με ασφάλεια τον βαθμό πείνας του γερακιού που εκπαιδεύει. Μαθαίνει να «ερμηνεύει» το σωματικό βάρος, γνωρίζοντας


πότε ένα γεράκι είναι δυνατό, υγιές και ταυτόχρονα πρόθυμο να κυνηγήσει και να ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Αφού βρει το σωστό βάρος, διατηρεί το αρπακτικό σε αυτό με σχολαστικό έλεγχο της τροφής. Μικρές διακυμάνσεις στην αντιστοιχία βάρους τροφής-βάρους γερακιού παρατηρούνται ανάμεσα στις ζεστές μέρες του φθινοπώρου και τις κρύες μέρες του χειμώνα, οπότε το γεράκι καταναλώνει περισσότερες θερμίδες, καθώς και ανάμεσα σε μέρες ολιγόωρων και πολύωρων πτήσεων. Έτσι ένας πετρίτης που τον Οκτώβρη για να ζυγίζει Χ γραμμάρια χρειάζεται καθημερινά Ψ γραμμάρια ορτυκιού, τον Γενάρη θα χρειάζεται Ψ+ κάποια επιπλέον γραμμάρια κλπ. Οι ζυγαριές που χρησιμοποιούμε πρέπει να είναι απόλυτα έγκυρες. Αν οι ενδείξεις τους αποκλίνουν το γεράκι κινδυνεύει να χαθεί, ή ακόμη και να πεθάνει. Οι υποδιαιρέσεις του βάρους πρέπει να είναι μικρές, ώστε να λαμβάνονται υπ’ όψιν και οι ελάχιστες διακυμάνσεις. Κατάλληλες ζυγαριές είναι οι παλιές παλάτζες με τα σταθμά και οι καλής ποιότητας ψηφιακές. Και στις δύο περιπτώσεις προσαρμόζουμε ένα «πάτημα» καλυμμένο με χλοοτάπητα όπου στέκεται το γεράκι για να ζυγιστεί. Σπάγκος εκπαίδευσης Αυτός ο σπάγκος χρησιμοποιείται από την ώρα που το γεράκι αρχίζει να έρχεται στο γάντι ως τη στιγμή που η εκπαίδευσή του ολοκληρώνεται και θα πετάξει ελεύθερο. Στο διάστημα δηλαδή που δεν είμαστε σίγουροι ότι το γεράκι θα μείνει κοντά μας.


Ο σπάγκος έχει μήκος σαράντα μέτρων και είναι ταυτόχρονα γερός και ελαφρύς, χωρίς να κατσαρώνει και να μπερδεύεται. Μια εναλλακτική χρήση του σπάγκου είναι να τεντωθεί δεμένος σε δύο σημεία, από εκεί δηλαδή όπου αφήνουμε το γεράκι ως εκεί όπου στεκόμαστε εμείς για να το καλέσουμε. Κατά μήκος του τεντωμένου σπάγκου σέρνεται ένα περαστό δαχτυλίδι στο οποίο δένουμε με ένα άλλο κομμάτι σπάγκου, ενάμιση μέτρου, το γεράκι. Έτσι το πουλί πετάει χωρίς να σέρνει ολόκληρο τον σπάγκο στο έδαφος με πιθανότητα να σκαλώσει και να προσγειωθεί απότομα ή αν τρομάξει από κάτι να πετάξει και να πέσει κάτω ή να κρεμαστεί από κανένα κλαδί σαράντα μέτρα πιο πέρα. Ομοιώματα Ομοίωμα πουλιού. Δυο φτερούγες δεμένες

σφιχτά

μεταξύ τους

και

μεγέθους περιστεριού, αποξηραμένες,

είναι

ο

απλούστερος τύπος ομοιώματος. Η αποξήρανση μπορεί να γίνει εάν κρεμαστούν σε ένα οποιοδήποτε θερμαντικό σώμα που θα τις αφυδατώσει, χωρίς να τις κάψει. Έτσι σκληραίνουν και γίνονται ανθεκτικές. Αν το ομοίωμα προορίζεται για κυνηγετικό γεράκι, τότε διαλέγουμε

φτερούγες

που

«θυμίζουν»

το

θήραμα

που

πρόκειται να κυνηγήσει. Όταν οι φτερούγες είναι έτοιμες προσαρμόζουμε στις δυο πλευρές

τους

σπάγκους

όπου

δένουμε

μεγάλες

λωρίδες

κρέατος για να προκαλέσουμε το γεράκι να τις αρπάξει. Στο


μπροστινό μέρος, εκεί που βρίσκονται οι ώμοι των φτερούγων, δένουμε ένα λεπτό και μαλακό σχοινί μήκους έξι μέτρων, τυλιγμένο σε καλούμπα. Με αυτό το σχοινί αργότερα δίνουμε στο ομοίωμα «πτήση», το κάνουμε δηλαδή έναν κινητό στόχο για το αρπακτικό. Όπως είναι φανερό το ομοίωμα χρησιμοποιείται για να διδαχτεί το νεαρό γεράκι να κυνηγά. Καθώς οι δολωμένες με κρέας φτερούγες κινούνται μπροστά του, το γεράκι γρήγορα μαθαίνει να τις κυνηγά και να παίρνει τη δεμένη τροφή. Σύντομα στο μυαλό του η εικόνα ενός πουλιού ταυτίζεται με την τροφή του. Όμως το ομοίωμα έχει και δυο άλλες, βασικότερες ίσως, χρήσεις.

Η

μία

είναι

να

πείσουμε

ένα

«ανυπάκουο»

πλατύφτερο ή κοντόφτερο γεράκι να έλθει σε μας. Κάποτε το αρπακτικό αρνείται να έλθει στο γάντι, αλλά το πάθος του να σκοτώσει το φέρνει αμέσως στο ψεύτικο θήραμα που του προσφέρουμε. Η άλλη χρήση αφορά μόνον τα μακρύφτερα γεράκια που συνήθως έρχονται τόσο γρήγορα και επιθετικά ώστε δεν μπορούν να καθίσουν ομαλά στο γάντι και τα καλούμε αποκλειστικά στο ομοίωμα. Επίσης τα ενθαρρύνουμε να του κάνουν απανωτές επιθέσεις μέχρις ότου επιτρέψουμε να το πιάσουν και αυτός είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να γυμναστούν. Ομοίωμα

κουνελιού.

χρησιμοποιείται

στα

Αυτός αρπακτικά

ο που

τύπος κυνηγούν

ομοιώματος εδαφόβια

θηράματα. Για την κατασκευή του τυλίγουμε και ράβουμε ένα κατεργασμένο δέρμα κουνελιού, παραγεμίζοντάς το με άχυρο,


ροκανίδι ή άλλο σχετικό υλικό. Αφήνουμε πάντα στο δέρμα την ουρά. Στο άλλο άκρο δένουμε περιμετρικά και σφίγγουμε ένα σπάγκο τόσο ώστε να βυθιστεί στο ομοίωμα σχηματίζοντας κατά κάποιο τρόπο το «κεφάλι» του ψεύτικου κουνελιού. Στις άκρες του σπάγκου που περισσεύουν δένουμε το κρέας. Διδάσκουμε έτσι στο γεράκι να αρπάζει τα κουνέλια και τους λαγούς από το κεφάλι. Στο εμπόριο κυκλοφορούν τέτοια ομοιώματα με αυτιά. Αυτό κάνει ακόμη σαφέστερη τη διάκριση κεφαλιού-ουράς. Πάντως αν κάποιος προτιμήσει να φτιάξει μόνος του ομοίωμα πρέπει να προσέξει να μην γίνει τελείως κυλινδρικό, γιατί θα κυλάει όταν το πιάνει το γεράκι που στην προσπάθεια του να ισορροπήσει θα φθείρει τα φτερά του στο έδαφος. Σφυρίχτρες Όταν καλούμε το γεράκι, πάντα, από τα πρώτα βήματα της εκπαίδευσης

και

σε

όλη

τη

διάρκεια

της

ζωής

του,

συνοδεύουμε με σφύριγμα που στο μυαλό του πουλιού ταυτίζεται με την προσφορά τροφής. Έτσι το κάλεσμά μας δε στηρίζεται μόνον σε οπτική αλλά και σε ακουστική επαφή. Αυτό είναι απαραίτητο σε περιπτώσεις που χρειάζεται να φωνάξουμε ένα γεράκι που ξεμάκρυνε, σφυρίζοντας εκείνο «μαζεύεται» κοντά μας. Στην περίπτωση, επίσης, που το γεράκι χάθηκε πίσω από φυσικά εμπόδια και δε μας βλέπει, ακούγοντας το σφύριγμα γυρίζει πίσω για να φάει. Κάθε σφυρίχτρα με οξύ, διαπεραστικό ήχο είναι κατάλληλη. Αρκεί, βέβαια, να χρησιμοποιούμε πάντοτε την ίδια. Ωστόσο


εκείνες που είναι φτιαγμένες από μέταλλο, όταν κάνει πολύ κρύο, πράγμα σπάνιο για την Ελλάδα, παγώνουν και κολλούν στα χείλη, για αυτό τις αποφεύγουν στη Βόρεια Ευρώπη. Τηλεμετρία Τηλεμετρία ονομάζουμε μια τεχνολογική μηχανή που μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθούμε ή να εντοπίζουμε το γεράκι όταν έχει απομακρυνθεί ή χαθεί. Αποτελείται από έναν μικροπομπό που προσαρμόζεται στην ουρά ή στο πόδι του αρπακτικού και από έναν δέκτη που λαμβάνει το σήμα προσδιορίζοντας την κατεύθυνση και την απόσταση που βρίσκεται το πουλί. Σήμερα που τα γεράκια προστατεύονται και δεν μπορούμε να τα προμηθευόμαστε ελεύθερα από τη φύση, η τηλεμετρία βοηθά σημαντικά. Από τη μια το υψηλό κόστος των νόμιμων αρπακτικών κάνει μια ενδεχόμενη απώλεια σοβαρότερη. Από την άλλη οι αλλαγές στο τοπίο, η εντατική καλλιέργεια της γης, τα αρδευτικά κανάλια που συναντάμε πια σε όλες τις πεδιάδες αυξάνουν την πιθανότητα της απώλειας. Και μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι αγοράζοντας ένα τηλεμετρικό μηχάνημα πληρώνει διπλή την αξία του γερακιού, αλλά πρέπει να φανταστεί το ψυχικό και το οικονομικό κόστος που θα έχει αν, ατυχώς, χαθεί το γεράκι. Άλλωστε το τηλεμετρικό μηχάνημα είναι κάτι που μένει και το χρησιμοποιούμε για πολλά χρόνια σε όλα τα μελλοντικά μας γεράκια. Η τηλεμετρία παρουσιάζει ορισμένες πρακτικές δυσκολίες. Αν κανείς περιμένει να μάθει τη χρήση της τη στιγμή που χάνεται


ένα γεράκι, οι πιθανότητες ανεύρεσης λιγοστεύουν. Χρειάζεται αρκετή εξάσκηση για να καταλάβουμε την κάθε συσκευή. Προσωπικά έχω χάσει γεράκι επειδή ένα καλώδιο δεν έκανε καλή επαφή και το σήμα ήταν ασθενικό. Όταν ανακάλυψα το πρόβλημα ήταν αργά. Είχαν περάσει τρεις μέρες και βρήκα τον πομπό σε ένα βουνό πέντε χιλιόμετρα μακρυά. Κόντεψα να χάσω γεράκια επειδή αποφάσισαν να κάνουν το λουτρό τους σε κάποιο νερόλακο και οι πομποί βράχηκαν. Άλλοτε, έπειτα από πολύωρες προσπάθειες και μη λαμβάνοντας σήμα, πίστεψα πως ο πομπός δε λειτουργούσε. Το σήμα ήλθε απροσδόκητα και τυχαία, σαν δώρο, λίγο πριν εγκαταλείψω το ψάξιμο. Θα έχανα το γεράκι από λάθος εκτίμηση της συσκευής. Όπως και αν έχει, ένα Χάρρις μπορεί να πετάξει με αρκετή ασφάλεια χωρίς τηλεμετρία, πολύ περισσότερο όταν δεν κυνηγάει. Ένα Διπλοσάϊνο όμως ή οποιοδήποτε μακρύφτερο γεράκι είναι σχεδόν βέβαιο ότι χωρίς πομπό κάποια στιγμή θα χαθεί. Κουτιά μεταφοράς Όλα τα γεράκια μας αποστέλλονται αεροπορικώς μέσα σε ειδικά διαμορφωμένα κουτιά, τα ίδια που πωλούνται στα μαγαζιά για γάτες και σκύλους. Κάθε άνοιγμά τους καλύπτεται από χονδρή ταινία ή χαρτόνι, ώστε το γεράκι να μη βλέπει έξω και αναστατώνεται. Για κάποια είδη που ημερεύουν απόλυτα, όπως το Χάρρις, μπορούμε να κρατήσουμε αυτό το πρώτο κουτί για κάθε μελλοντική μεταφορά τους. Τοποθετώντας μικρά κομμάτια


τροφής στο εσωτερικό ενθαρρύνουμε το γεράκι να πηδάει μέσα για να τα πάρει. Λίγο, λίγο το αρπακτικό εξοικειώνεται τόσο με το κουτί του που σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάζεται να το κρύβουμε, γιατί ο φίλος μας αντί να μας ακολουθεί πηγαίνει και κάθεται σε αυτό. Όμως τα περισσότερα είδη γερακιών διατηρούν μια περηφάνια και δεν τους αρέσει να στριμώχνονται όπως μας βολεύει. Ο γερακάρης, λοιπόν, φροντίζει να φτιάξει μόνος του ένα κουτί που δε θα εξάπτει το αρπακτικό του. Οι διαστάσεις κυμαίνονται ανάλογα με το μέγεθος του πουλιού. Καταλληλότερο υλικό είναι το κόντρα-πλακέ θαλάσσης. Αντέχει σε όλες τις συνθήκες της υπαίθρου. Πρέπει το κουτί να γίνει ολοσκότεινο. Οριζόντια τοποθετείται ένα ξύλο ανάλογου πάχους με το μήκος των δαχτύλων του γερακιού, επενδεδυμένο με χλοοτάπητα. Το ύψος του θα είναι τόσο ώστε να μην ακουμπά ούτε το κεφάλι στην οροφή, ούτε η ουρά στο δάπεδο. Το πλάτος και το βάθος του κουτιού πρέπει να επιτρέπουν στο γεράκι να κάνει μια πλήρη και άνετη στροφή στο εσωτερικό του. Εφόσον φτιάχνουμε το κουτί σκοτεινό, εφαρμόζοντας απόλυτα τα ξύλα μεταξύ τους, πρέπει να φροντίσουμε για τον σωστό εξαερισμό.

Εξαερισμός

χωρίς

φως

επιτυγχάνεται

με

δύο

τρόπους. Ή ανοίγουμε συγκεντρωμένες μικρές τρύπες στις κάτω γωνίες του κουτιού και στη συνέχεια καλύπτουμε εξωτερικά με περσίδες, ή εκμεταλλευόμαστε το πόστο του πουλιού ως εξής: διαλέγουμε έναν πλαστικό σωλήνα στο σωστό πάχος και τον περνάμε σφηνωτά από δύο τρύπες που κάνουμε στα πλάγια του κουτιού. Τον στερεοποιούμε με


σιλικόνη.

Ύστερα

τον

επενδύουμε

με

χλοοτάπητα

και

ανοίγουμε στο κάτω μέρος του μια σειρά τρύπες. Έτσι ο αέρας εισέρχεται από το σωλήνα στο εσωτερικό χωρίς να μπαίνει φως και βέβαια χωρίς το γεράκι να βλέπει έξω. Όσα γεράκια είναι μαθημένα στην κουκούλα, εύκολα μπαίνουν στο κουτί. Με προσοχή ο γερακάρης φέρνει το κουκουλωμένο γεράκι

με

τη

ράχη

μπροστά

στο

οριζόντιο

ξύλο.

Ανασηκώνοντας με το δεξί του χέρι την ουρά πιέζει ελαφρά τους ταρσούς του πουλιού και κείνο πισωπατώντας ανεβαίνει στο πόστο του. Για όσα δε δέχονται κουκούλα ίσως χρειαστεί να τοποθετηθούν μερικές φορές κομμάτια κρέατος στο ξύλο. Αφού το γεράκι μάθει να πηδάει μέσα και να τρώει, ξεκινάμε σταδιακά να κλείνουμε πίσω του την πόρτα, στη αρχή για μια στιγμή μόνο, κατόπιν

αυξάνοντας

το

χρόνο

ώσπου

να

συνηθίσει

τη

διαδικασία. Όταν επιχειρήσουμε την πρώτη μετακίνηση, καλό είναι να γίνει δοκιμαστικά. Δηλαδή η διάρκειά της να μην ξεπεράσει τα πέντε ή δέκα λεπτά. Αν όλα διαπιστωθούν εντάξει, προχωρούμε σε μεγαλύτερες μετακινήσεις. Αν βρούμε το γεράκι αναστατωμένο ή πεσμένο στο πάτωμα θα χρειαστεί να επαναλάβουμε τη δοκιμή την επόμενη μέρα, μέχρι να βεβαιωθούμε ότι συνήθισε τελείως. Κοντόφτερα και πλατύφτερα γεράκια : Εξημέρωση και εκπαίδευση


Γενικά Ένα ανεκπαίδευτο γεράκι φτάνει στα χέρια μας τρομαγμένο από την ξαφνική επαφή με τον άνθρωπο. Ως τη στιγμή που ο εκτροφέας το έπιασε και το έβαλε στο κουτί για να ταξιδέψει, το νεαρό γεράκι ζούσε σε κάποια απομονωμένη κλούβα όπου ελάχιστα έβλεπε τον άνθρωπο. Καθώς το κρατάμε δεμένο, είναι ανάγκη να το χειριστούμε προσεκτικά για να μειώσουμε, όσο γίνεται, την ταραχή του και να το βοηθήσουμε να ξεπεράσει γρήγορα το φόβο του. Η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη μέρα που βγαίνει από το κουτί ως τη μέρα που, ήμερο πια, κάθεται στη βάση του και απολαμβάνει τον φθινοπωρινό ήλιο είναι θεαματική. Αλλά η διαδικασία πρέπει να γίνει σωστά και ο εκπαιδευτής να έχει καλά στο νου του ότι προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη ενός άγριου πλάσματος, όχι να το δαμάσει. 1. Στο γάντι Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθει ένα γεράκι ξεκινώντας η εκπαίδευσή του είναι να κάθεται στο γάντι. Μόλις το βγάλουμε από το κουτί και του φορέσουμε λουριά, διαλέγουμε ένα ήσυχο μέρος με χαμηλό φωτισμό και αρχίζουμε την προσπάθεια. Τοποθετούμε το γεράκι στο γάντι έχοντας το στριφτάρι στη μέση της παλάμης, το σχοινάκι τυλιγμένο στα τρία τελευταία δάχτυλα (φωτο Χ) και σφίγγουμε τη γαντοφορεμένη γροθιά για να μην ξεγλιστρήσει και φύγει. Επιτρέπουμε κάποια ελεύθερη απόσταση στα λουράκια, έτσι τα πόδια του πουλιού μπορούν

να

κινούνται

και

να

βολεύονται,

δεν

είναι


«καρφωμένα» στο γάντι. Ακόμη φροντίζουμε ο γύρω χώρος να είναι

άδειος

από

αντικείμενα

όπου

θα

μπορούσαν

να

χτυπηθούν τα φτερά του. Στη αρχή, όπως είναι φυσικό το γεράκι δε νιώθει άνετα να μείνει στο γάντι. Προσπαθεί να πετάξει μακριά. Επειδή είναι δεμένο κρεμιέται ανάποδα και φτεροκοπά. Ύστερα παραδίνεται (φωτο Χ1). Τότε με μια ευγενική κίνηση ο γερακάρης τοποθετεί το δεξί του χέρι στο ουροπήγιο του πουλιού, εκεί που τελειώνουν οι φτερούγες και με προσοχή το σηκώνει επαναφέροντάς το στο γάντι. Μόλις το αφήσει, το γεράκι προσπαθεί να πετάξει πάλι. Και ξανά ο γερακάρης το φέρνει στο γάντι. Συνεχίζεται αυτό για δύο υπομονετικές ώρες. Κάποιοι

που

εξημερώνουν

Διπλοσάϊνα

συνηθίζουν

να

ξαγρυπνούν το πουλί, να περνούν, δηλαδή, όλη την πρώτη νύχτα με αυτή την προσπάθεια. Το αποτέλεσμα είναι καλύτερο γιατί το γεράκι κάμπτεται από τη νύστα και ηρεμεί αρκετά. Όπως και νά 'χει δεν είναι απαραίτητο. Ο αρχάριος που αφιερώνει δύο ώρες τη μέρα σε ένα Χάρρις θα δει γρήγορη πρόοδο. Σκοπός είναι το γεράκι να αρχίσει να εξοικειώνεται σιγά, σιγά με το γάντι. Να στέκεται σε αυτό για περισσότερη ώρα και όταν κρεμιέται να επιστρέφει μόνο του, χωρίς τη βοήθεια του γερακάρη.

Αυτό

επιτυγχάνεται

στα

πρώτα

δύο

ή

τρία

μαθήματα, συνήθως και γίνεται αντανακλαστική κίνηση για την υπόλοιπη ζωή του.


Κάθε φορά που τελειώνει το μάθημα αφήνουμε το γεράκι να ησυχάσει στη βάση του. Αν είναι σχετικά ήρεμο, δένουμε διακριτικά το σχοινάκι στο δαχτυλίδι και πολύ ευγενικά το αφήνουμε στη βάση. Αν χτυπιέται, δείχνει αναστατωμένο και κρέμεται, πλησιάζουμε στη βάση κρατώντας το γεράκι ψηλά για να μη σέρνονται οι φτερούγες στο χώμα, με γρήγορες κινήσεις το δένουμε και το αφήνουμε κάτω. Απομακρυνόμαστε κι

εκείνο

ύστερα

από

κάποιες

μάταιες

προσπάθειες

να

δραπετεύσει, ανακαλύπτει τη βάση και ανεβαίνει μόνο του σ' αυτή. Εδώ συμβαίνει ό,τι και με το γάντι. Ας μην ξεχνάμε ότι το γεράκι δεν έχει συνηθίσει να είναι δεμένο, ούτε έχει μάθει να κάθεται σε βάση. Καλό είναι η βάση τις πρώτες μέρες να βρίσκεται σε σκοτεινό μέρος όπου η αγριάδα του πουλιού καταλαγιάζει. Αν η βάση είναι υπαίθρια διάφορα ερεθίσματα θα το κάνουν να αγωνίζεται να ξεφύγει από τα δεσμά του. Μερικά γεράκια φέρονται από την αρχή τόσο ήπια ώστε δεν υπάρχει λόγος να κλειστούν σε σκοτεινό χώρο. Ό,τι κι αν συμβαίνει η βάση πρέπει να τοποθετείται σε δάπεδο στρωμένο με υλικό που δε θα φθείρει το πτέρωμα, καθώς το πουλί αναπόφευκτα λίγο ή πολύ θα χτυπιέται. Κατάλληλα υλικά είναι το χορτάρι, το ροκανίδι, το ποταμίσιο χαλίκι, η άμμος κλπ. Ξεκινώντας από το πρώτο κιόλας μάθημα ζυγίζουμε το γεράκι, καταγράφοντας το βάρος του στο σημειωματάριο. Γεράκια πολύ τρομαγμένα που δε στέκονται στιγμή όρθια μπορουν να ακουμπηθούν ξαπλωμένα στη ζυγαριά για λίγα δευτερόλεπτα, έως ότου φανει η ένδειξή. Όσα κάθονται, έστω και λίγο στο γάντι προσπαθούμε να τα κάνουμε να πισωπατήσουν στο πόστο της ζυγαριάς. Αυτές οι λεπτές κινήσεις είναι αδύνατο να


εξηγηθούν καλά από ένα βιβλίο. Χωρίς τη ζωντανή βοήθεια ενος εμπειρότερου ο αρχάριος γερακάρης θα πρέπει να επιστρατεύσει όλες του τις ικανότητες μέχρι να μάθει και να αποκτήσει κάποια δεξιότητα. Η ζυγαριά πρέπει να βρίσκεται σε σκοτεινό δωμάτιο και το ζύγισμα να γίνεται με τη βοήθεια ενός μικρού φακού. 2. Τάϊσμα στο γάντι Λίγο, λίγο το αρπακτικό συνηθίζει και ο γερακάρης καταφέρνει με υπομονή και ακινησία να το κρατήσει στο γάντι για ένα λεπτό χωρίς να χτυπηθεί. Τότε είναι που αρχίζει να του προσφέρει τροφή. Κρατά στο γάντι ένα πληθωρικό κομμάτι κρέας, στο σημείο που κάθεται το γεράκι, εκεί ακριβώς που πατούν τα πόδια του. Στέκεται, λοιπόν, περιμένει και ελπίζει πως σύντομα το αρπακτικό θα δοκιμάσει την τροφή. Πόσο γρήγορα διάφορους

θα

προχωρήσει παράγοντες.

αυτό Από

το

βήμα

τον

εξαρτάται

χαρακτήρα

από του

συγκεκριμένου γερακιού. Από το μέγεθος του, όσο πιο μικρό είναι, τόσο πιο γρήγορα πεινάει και ξεπερνά τους φόβους του για να τραφεί. Από το ταλέντο του γερακάρη, την ικανότητά του να «ψυχολογεί» σωστά τον μαθητή του και χωρίς να τον ταράζει να τραβά την προσοχή του στο κρέας την κατάλληλη στιγμή με ελαφρές κινήσεις των δαχτύλων. Γιατί όλα, σχεδόν, τα γεράκια στην αρχή δε δείχνουν να προσέχουν το κρέας. Στην πορεία ξεκινούν ρίχνοντας λοξές ματιές αλλά τραβούν το βλέμμα τους αμέσως. Κατόπιν φαίνεται μια τάση, κάτι σαν αρχή κίνησης προς την τροφή που δεν ολοκληρώνεται. Όταν έλθει, επιτέλους, η ώρα που το γεράκι θα αποφασίσει να


σκύψει σχίζοντας με το ράμφος λίγο κρέας, ο εκπαιδευτής πρέπει να κρατήσει και την αναπνοή του ακόμη. Η παραμικρή αδεξιότητα είναι ικανή να το αποτρέψει. Η πρώτη μπουκιά είναι μεγάλο βήμα. Αφού καταπιεί ένα κομμάτι η όρεξή του αυξάνεται και συνήθως αρχίζει να τρώει με βουλιμία, ρίχνοντας ενδιάμεσα επιφυλακτικές ματιές στον εκπαιδευτή του. Η αντίστασή του έχει πλέον καμφθεί. Σημαντικό είναι την ώρα που δοκιμάζει την πρώτη μπουκιά να βρει κρέας μαλακό, που να κόβεται εύκολα. Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύει να αποθαρρυνθεί, καθώς δεν αισθάνεται ακόμη άνετα να κάνει εντονότερη προσπάθεια. Το πρώτο γεύμα δεν πρέπει να είναι χορταστικό. Άν φάει πολύ ενδέχεται

στο

επόμενο

μάθημα

να

το

βρούμε

λιγότερο

πεινασμένο και λιγότερο πρόθυμο. Όμως η ποσότητα που θα επιτρέψουμε να φάει εξαρτάται από το είδος του και από το βάρος που έχασε τις προηγούμενες μέρες. Μεγαλόσωμα είδη με αργό μεταβολισμό αντέχουν μέρες νηστικά, χωρίς να πέφτει το βάρος τους επικίνδυνα. Ενώ ορισμένα μικρόσωμα και νευρικά πουλιά μπορεί να λιμοκτονήσουν μέσα σε δυο μέρες. Κανένα βιβλίο δε μπορεί να δώσει ασφαλείς οδηγίες πάνω σε αυτό. Απαιτείται σχολαστική παρακολούθηση και η βοήθεια ενός έμπειρότερου γερακάρη για να μη βρεθεί το γεράκι σε κίνδυνο. Έχοντας δεχτεί το πρώτο γεύμα έγινε και το πρώτο βήμα ουσιαστικής εξημέρωσης. Κάθεται οπωσδήποτε πιο σταθερά στο γάντι, νιώθει λιγότερο κίνδυνο. Ξεπέρασε κάπως τον πανικό του. Ως αυτή την ώρα το ζυγίζαμε χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα. Από τώρα όμως θα προσπαθήσουμε να


κάνουμε το ζύγισμα σωστά. Πριν ξεκινήσει το επόμενο μάθημα του δίνουμε λίγα λεπτά να ηρεμήσει στο γάντι. Κατόπιν το πλησιάζουμε

στο

πόστο

της

ζυγαριάς.

Με

το

δεξί

χέρι

ανασηκώνουμε την ουρά και πιέζουμε το πίσω μέρος των ταρσών στο πόστο ελπίζοντας ότι έτσι θα πισωπατήσει και θα βρεθεί πάνω. Ίσως χρειαστεί προσπάθεια. Αλλά η ιερακοτροφία δεν

είναι

για

τους

ανυπόμονους.

Το

ζύγισμα

θα

επαναλαμβάνεται κάθε μέρα πριν την εκπαίδευση. Το γεράκι θα ζυγίζεται πάντα νηστικό και τα βάρη θα καταγράφονται με ακρίβεια. Με την ίδια ακρίβεια θα ζυγίζουμε και την τροφή του. Το ζητούμενο είναι να μάθουμε πόσα γραμμάρια τροφής απαιτούνται για να διατηρηθεί το βάρος του σταθερό, πόσα για να αυξομειώνεται όσο χρειάζεται κατά περίπτωση και χωρίς καμία απόκλιση. Εδώ δε χωρούν λάθη. Η φύση κάθε κυνηγού, κάθε σαρκοβόρου ζώου είναι τέτοια που αντέχει τη νηστεία. Στην άγρια κατάσταση δεν κατορθώνουν πάντοτε να βρίσκουν τροφή. Όμως πολλά νεαρά γεράκια πεθαίνουν στον πρώτο τους χειμώνα. Το δικό μας γεράκι δεν υπόκειται στους νόμους της ελεύθερης επιβίωσης αλλά στη δική μας ευθύνη και είναι ανεπίτρεπτο να κινδυνεύσει από αμέλεια ή απειρία. Η ζωή του δε στηρίζεται στις δυνάμεις του και δεν μπορεί να αγωνιστεί για αυτήν. Περνούν οι μέρες και το γεράκι τρώει άνετα πια στα χέρια μας. Μπορούμε

λοιπόν

να

συνεχίσουμε

την

εκπαίδευση

σε

εξωτερικούς χώρους. Τώρα πρέπει να μάθει να τρέφεται στο θορυβώδες ύπαιθρο. Να συνηθίσει τους περαστικούς, τα αυτοκίνητα,

τα

παιγνίδια

των

σκύλων

κλπ.

Άν

αυτό

καθυστερήσει και το πουλί εξημερωθεί απομονωμένο θα μάθει


μόνο τη δική μας παρουσία. Τότε είναι πολύ δύσκολο, αν όχι ακατορθωτο, να δεχτεί άλλα ερεθίσματα. Έτσι λοιπόν το κρατάμε στο γάντι με πρόσφορο κρέας και καθόμαστε στη βεράντα με την οικογένεια. Στην αρχή θα κοιτάζει έντρομο το κάθε τί. Ένας δίσκος που φθάνει στο τραπέζι γεμάτος ποτήρια, τα απλωμένα σεντόνια που ανεμίζουν πιο κει είναι για το γεράκι μας μορφές τερατώδεις. Θα περάσει κάποιος χρόνος για να πειστεί πως είναι ακίνδυνες. Όπως πριν, έτσι και τώρα θα έρθει η στιγμή που ξεπερνώντας τα όλα αρχίζει να τρώει. Ό,τι δει τώρα θα το ξέρει για πάντα. Ό,τι αμελήσουμε θα το φοβάται και ίσως σταθεί αιτία για την απώλειά του όταν πετάξει ελεύθερο. Άν, για παράδειγμα, εξημερωθεί χωρίς την παρουσία σκύλου, η ξαφνική εμφάνιση ενός αδέσποτου στο βουνό μπορεί να κάνει το γεράκι μας να εξαφανιστεί. Το επόμενο στάδιο είναι να περπατάμε με το γεράκι στο χέρι γνωρίζοντάς

του ολοένα και περισσότερα πράγματα του

κόσμου μας. Ίσως δεν είναι ακόμη ατάραχο, αλλά είναι δεκτικό και δεν χρειάζεται να πεινάσει επιπλέον, προς το παρόν. 3. Ανεβαίνοντας στο γάντι Όταν το αρπακτικό έχει ημερέψει τόσο ώστε χωρίς καμιά επιφύλαξη αρχίζει αμέσως να τρώει μόλις βάζουμε στο γάντι μας τροφή, μπορούμε να ξεκινήσουμε την εκπαίδευση. Είναι το βήμα που θα κάνει από το πόστο του για να ανέβει στο γάντι και να φάει το κρέας που του προσφέρουμε. Όπως τις προηγούμενες μέρες το παίρνουμε από τη βάση του, το ζυγίζουμε, σημειώνουμε το βάρος κι έπειτα του δίνουμε λίγες


μπουκιές φαί. Η λήψη αυτής της ελάχιστης ποσότητας είναι χρήσιμη γιατί ενεργοποιεί το πεπτικό του σύστημα και το πουλί αισθάνεται περισσότερη πείνα. Κατόπιν το τοποθετούμε σε ένα βολικό ξύλο, περίπου στο ύψος του αγκώνα μας (φωτ. 1) ενώ έχουμε δεμένο το σχοινάκι του στον κρίκο του γαντιού. Άν το γεράκι προσπαθήσει να πετάξει αναστατωμένο από αυτούς τους χειρισμούς, με προσοχή το επαναφέρουμε στη θέση του. Στη συνέχεια προτείνουμε το γάντι με αρκετή τροφή και σε απόσταση τέτοια που να μην μπορεί να την φτάσει με το ράμφος αλλά να χρειάζεται να «περπατήσει» ανεβαίνοντας πάνω του. Ανάλογα με τον χαρακτήρα τους, άλλα γεράκια πιάνουν με το ένα πόδι το κρέας και φέρνουν ύστερα το άλλο, ενώ άλλα πηδούν στο γάντι κατευθείαν. Έχω προσέξει ότι εάν το πόστο είναι οριζόντια μπάρα η διαδικασία επιβραδύνεται. Το γεράκι από την αμηχανία του πηγαινοέρχεται αριστερά-δεξιά και δεν αποφασίζει να κάνει το βήμα. Άν όμως η έκταση του ξύλου είναι μικρή αναγκάζεται να συγκεντρωθεί και έρχεται συντομότερα. Μου έχει τύχει επίσης ένα γεράκι που έτρωγε με μεγάλη όρεξη στο γάντι αλλά δεν έδειχνε καμία διάθεση να έλθει σ' αυτό. Περίμενα μέρες ώσπου κατέφυγα σε ένα πολύ αποδοτικό τέχνασμα. Άφησα το γάντι με κρέας μπροστά στη βάση του κι απομακρύνθηκα. Το γεράκι πήδηξε και έφαγε κατευθείαν. Ύστερα από τρεις τέτοιες επαναλήψεις φόρεσα πάλι το γάντι και ανταποκρίθηκε. Όταν τελικά το γεράκι κάνει αυτό που του ζητάμε για πρώτη φορά, του επιτρέπουμε να πάρει μερικές καλές μπουκές, να ανταμοιφθεί για την πρόοδό του. Κατόπιν το επιστρέφουμε στο πόστο του και το φωνάζουμε πάλι. Τρεις φορές αν έλθει είναι


αρκετό για να ολοκληρωθεί το μάθημα. Άν όμως αρνείται και μοιαζει να αισθάνεται άβολα, το παίρνουμε και αφήνουμε να φάει τη μερίδα της ημέρας ελαφρά μειωμένη. Θέλουμε στο επόμενο μάθημα να αδυνατίσει λίγο, να πεινάσει περισσότερο και να ξεπεράσει τον δισταγμό του. Τα μαθήματα πρέπει να γίνονται τις δροσερές ώρες της μέρας. Η ζέστη είναι άσχημη συνθήκη και τα πουλιά φέρονται ανόρεκτα. Άν κανείς κρίνει ότι το γεράκι του ανταποκρίθηκε καλά στο πρωϊνό μάθημα, μπορεί να φυλάξει τη μισή από την ημερίσια τροφή για ένα δεύτερο μάθημα το απόγευμα. Σε αυτήν την περίπτωση φροντίζουμε το κρέας να δίνεται καθαρό, χωρίς φτερά και κόκκαλα. Αφού οι ώρες που θα μεσολαβήσουν είναι λίγες και δεν θέλουμε να περιέχει η σγάρα του αχώνευτο υλικό, κάτι που κάνει τα γεράκια κάπως νωθρά. 4. Πηδώντας στο γάντι Αφού το γεράκι μας έχει μάθει πια να ανεβαίνει στο γάντι χωρίς δισταγμο, προχωράμε στην επόμενη κίνηση που είναι να πηδήξει σε αυτό από μια μεγαλύτερη απόσταση. Εφαρμόζουμε ό,τι ακριβώς και στο προηγούμενο μάθημα. Θέλουμε τώρα να έλθει κατά κάποιον τρόπο «πετώντας», να διανύσει δηλαδή το ελάχιστο διάστημα αέρα ανάμεσα στο πόστο του και στο γάντι χρησιμοποιώντας τα φτερά του, όχι τα πόδια του. Αν αρνηθεί επίμονα, τότε του ζητάμε να έλθει με τον τρόπο που ξέρει και το ταίζουμε λιγότερο ώστε την επόμενη μέρα να φανεί πιο πρόθυμο. Το βάρος που ίσως χρειαστεί να χάσει κυμαίνεται ανάλογα

με

το

είδος

και

το

πάχος

του

γερακιού

τη


συγκεκριμένη στιγμή. Για ένα αρσενικό Ξεφτέρι δύο-τρία γραμμάρια μπορεί να αρκούν ενώ για έναν θηλυκό Χρυσαετό μπορεί τα εκατό γραμμάρια να είναι λίγα. Και ένας αϊτός χάνει πολύ πιο δύσκολα βάρος από ένα ξεφτέρι. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή ο χειρισμός του βάρους για να μη βλαφθεί το αρπακτικό. Και ο αρχάριος εκπαιδευτής πρέπει να έχει στα χέρια του ένα κατάλληλο είδος γερακιού για να ξεκινήσει. Όποτε ζητάμε από το γεράκι μας να κάνει ένα βήμα παραπάνω αρχίζουμε πρώτα από εκείνο που ήδη ξέρει να κάνει για να του δώσουμε θάρρος. Συνεπώς τώρα, αφού το πάρουμε από τη βάση του και το ζυγίσουμε, θα το καλέσουμε μία φορά να «περπατήσει» στο γάντι και να φάει μερικές μπουκές. Ύστερα το

ξανατοποθετούμε

στο

πόστο

και

μεγαλώνοντας

την

απόσταση τόσο που να μή φτάνει να ανεβάσει το πόδι περιμένουμε να πεταρίσει και με ένα μικρό άλμα να βρεθεί στο γάντι. Αν δεν έρθει αμέσως περιμένουμε λίγο. Άν η προσοχή του περισπάται από τη γύρω κίνηση, κουνάμε ελαφρώς τον αντίχειρα του γαντιού για να ξανακοιτάξει το κρέας. Άν, παρόλα αυτά, καθυστερεί κρύβουμε το γάντι πίσω από την πλάτη μας και αφήνουμε να περάσει λίγη ώρα πριν το ξαναπροτείνουμε, για να ανανεωθεί το ερέθισμα. Όταν έρθει το αφήνουμε να πάρει λίγη τροφή και επαναλαμβάνουμε την άσκηση. Στις τρεις ή τέσσερις φορές σταματάμε, αλλιώς μπορεί να βαρεθεί. Άν η ανταπόκριση είναι αργή το μάθημα τελειώνει για να συνεχιστεί την επόμενη μέρα. Άν ανταποκρίνεται πρόθυμα μεγαλώνουμε την απόσταση μέχρι εκεί που επιτρέπει το σχοινάκι. Συνήθως τα γεράκια από τη δεύτερη μέρα έχουν ήδη μάθει καλά το μάθημα.


5. Εκπαίδευση με τον σπάγγο Τώρα το γεράκι μόλις του δείξουμε το γάντι πηδά μόνο του. Έτσι το παίρνουμε αβίαστα από τη βάση δίνοντας του ένα αμελητέο ίχνος τροφής που να μην επηρεάσει το ζύγισμα. Κατόπιν το ζυγίζουμε και πηγαίνουμε στο χώρο εκπαίδευσης, αφαιρούμε το σχοινάκι και δένουμε στο στριφτάρι τον σπάγγο. Μολονότι η άλλη άκρη του σπάγγου είναι δεμένη σε κάποιο γερό αντικείμενο, πρέπει ο εκπαιδευτής να μειώσει το μήκος του πατώντας το σπάγγο με το πόδι στο σημείο που θα σταθεί για να φωνάξει το γεράκι. Γιατί το πουλί είναι άμαθο και ίσως αποφασίσει να πετάξει μακρια, κάτι που αν ο σπάγγος ήταν ελεύθερος θα το προσγείωνε απότομα έπειτα από σαράντα μέτρα ή θα το έμπλεκε ψηλά σε κάποιο κλαδί. Ξεκινάμε λοιπόν καλώντας το γεράκι να πηδήξει στο γάντι όπως στο προηγούμενο μάθημα. Το ανταμοίβουμε και το επιστρέφουμε στο πόστο του. Άν η απόσταση για αυτό είναι περίπου ένα μέτρο, η πρώτη επανάληψη θα γίνει από το ενάμιση μέτρο. Κρύβουμε το γάντι με το κρέας πίσω από την πλάτη μας και πισωπατάμε πάνω στο απλωμένο σπάγγο. Σταματάμε στο επιλεγμένο σημείο και εμφανίζουμε το γάντι. Άν το γεράκι διστάσει και καθυστερεί τεντώνουμε λίγο το γάντι μπροστά να πλησιάσει και τότε είναι βέβαιο ότι θα έρθει. Άν το γεράκι δείχνει μεγάλη προθυμία και αδημονεί για το γάντι, δοκιμάζουμε αμέσως από μεγαλύτερη απόσταση. Το ενάμιση αρχικό μέτρο γίνεται τρία μέτρα, ύστερα τέσσερα κλπ. Άν η ανταπόκριση είναι ικανοποιητική αλλά όχι άριστη, άν δηλαδή το γεράκι κάνει αυτό που του ζητάμε αλλά όχι αυτόματα, τότε


η αύξηση των αποστάσεων γίνεται ανά μισό μέτρο ή και λιγότερο. Αλλιώς το επιφυλακτικό γεράκι που ξεκινά να έλθει από μακριά είναι πιθανό πλησιάζοντας να μας φοβηθεί και να αλλάξει κατεύθυνση πέφτοντας, βέβαια, στο έδαφος από τον σπάγγο, κάτι που το αναστατώνει και ανακόπτει την πρόοδό του. Μέσα

στις

επόμενες

δύο-τρεις

ημέρες

το

αρπακτικό

θα

εξαντλήσει όλο το μήκος του σπάγγου. Από αυτή τη στιγμή και στο εξής ο εκπαιδευτής αρχίζει να χρησιμοποιεί τη σφυρίχτρα. Κάθε φορά που δείχνει το γάντι και καλεί το γεράκι να πετάξει σε αυτόν θα σφυρίζει. Σύντομα το πουλί συνδυάζει το συγκεκριμένο ήχο με την τροφή που του προσφέρουμε. Αργότερα που θα πετάει ελεύθερο, ακούγοντας το οικείο σφύριγμα θα έρχεται κοντά στον εκπαιδευτή του. Η ολοκλήρωση αυτού του σταδίου συντελείται μόνον όταν το γεράκι φέρεται με απόλυτη σταθερότητα. Αυτό σημαίνει ότι καθώς απομακρυνόμαστε έχει το βλέμμα του καρφωμένο σε μας, τίποτε δεν αποσπά την προσοχή του και περιμένει με μεγάλη ένταση το φανέρωμα του γαντιού. Τότε πετά και κάθεται στο χέρι μας κατευθείαν, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Τα περισσότερα γεράκια ξεκινούν να έρχονται προς εμάς πριν φτάσουμε στο τέλος του σπάγγου κι αν δεν προλάβουμε να τους δείξουμε το γάντι κάθονται στον ώμο ή στο κεφάλι μας ψάχνοντας με τα μάτια να ανακαλύψουν το κρυμμένο γάντι. Αυτή η συμπεριφορά είναι απόλυτα θετική, δείχνει ότι το πουλί δέθηκε μαζί μας και μας επιδιώκει τολμηρά, ή και με θράσσος ακόμη. Για να μπορέσουμε όμως να


συνεχίσουμε την εκπαίδευση θα χρειαστεί να τρέχουμε ως το τέλος του σπάγγου προσπαθώντας να προλάβουμε το πέταγμα του πουλιού. Πάντοτε κρύβουμε καλά το γάντι που άν μας ξεφύγει έστω λίγο και θεαθεί το γεράκι θα ξεκινήσει πρόωρα. Μερικές φορές το θέαμα είναι αστείο, να μη μπορεί ο γερακάρης να απομακρυνθεί από το γεράκι του βήμα, αλλά είναι και ευτυχές γιατί δίνει ένα αίσθημα απόλυτης ασφάλειας, τη βεβαιότητα ότι σε λίγο θα πετάξει ελεύθερο έχοντας το νου του μονάχα σε αυτόν. 6. Ομοιώματα Η χρήση των ομοιωμάτων βοηθά να καλέσουμε ένα απρόθυμο γεράκι κοντά μας. Γεράκια που τρόμαξαν από κάτι ξαφνικό ή από λάθος του γερακάρη πάχυναν και δεν πεινούν καθόλου, συνήθως

αρνούνται

να

έλθουν

στο

γάντι.

Αλλά

όταν

αντικρύσουν το ομοίωμα διεγείρεται το κυνηγετικό

τους

ένστικτο, ξεπερνούν το φόβο ή τη νωθρότητά τους και επιτίθενται. Ανάλογα με το θήραμα που προορίζονται να κυνηγήσουν χρησιμοποιούμε το αντίστοιχο ομοίωμα. Έτσι ένα Διπλοσάϊνο που προορίζεται για το κυνήγι κορακοειδών θα μάθει να επιτίθεται και να αρπάζει στον αέρα ένα ζευγάρι φτερούγες κορακιού, ενώ ένας αετός που θα κυνηγήσει λαγούς θα ξεκινήσει από ένα γκρίζο ομοίωμα κουνελιού. Εκτός από τα πολύ μικρόσωμα είδη, όπως το Ξεφτέρι, που κυνηγούν μόνο πουλιά, τα υπόλοιπα Φαρδύφτερα, Κοντόφτερα γεράκια και οι Αετοί καλό είναι να εξοικειωθούν τόσο με το φτερωτό, όσο και με το γουνοφόρο ομοίωμα.


Εφόσον το γεράκι ανταποκρίνεται άψογα στα καλέσματά μας στο γάντι, προχωρούμε στην εκπαίδευση του ομοιώματος. Στο ομοίωμα κουνελιού αφήνουμε πάντα την ουρά και πριν το τέλος του άλλου άκρου δένουμε περιμετρικά, σφιχτά ένα κομμάτι σπάγγου που εισχωρώντας κατά κάποιον τρόπο στο σώμα του ομοιώματος σχηματίζει ένα υποθετικό «κεφάλι» (Φωτ.5). Με τις ελεύθερες άκρες του σπάγγου δένουμε μια παχυά λωρίδα μοσχαρίσιου κρέατος. Έτσι το γεράκι θα μάθει να πιάνει το θήραμά του από το κεφάλι, όχι από την ουρά, για να είναι η επίθεση αποτελεσματική. Τοποθετούμε

το

γεράκι

στο

πόστο

εκπαίδευσης,

απομακρυνόμαστε λίγα βήματα και ρίχνουμε το ομοίωμα στο έδαφος. Η θέση μας πρέπει να είναι πλάγια, ποτέ πισω από το ομοίωμα, κάτι που θα έκανε το γεράκι διστακτικό. Καθώς το αρπακτικό βλέπει το κρέας πάνω σε ένα άγνωστο για αυτό αντικείμενο,

πηδά

στο

χώμα

και

ανεβαίνει

πάνω

του

περπατώντας. Αρχίζει να τρώει και όσο τρώει τόσο τα νύχια του πιέζονται στο ψεύτικο θήραμα. Ώσπου να τελειώσει τη μερίδα η επιθετικότητα του ξυπνά, σφίγγει τα δάχτυλά του εκδηλώνοντας για πρώτη φορά τη φονική του φύση. Αν δε φερθεί έτσι από την αρχή, θα το κάνει οπωσδήποτε στην πορεία. Ο εκπαιδευτής περιμένει με υπομονή ώσπου το αρπακτικό να καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλο κρέας και ύστερα με προσοχή γονατίζει πλάϊ του δείχνοντας το γάντι με ένα μεγάλο κομμάτι ορτυκιού. Το κρέας του ορτυκιού είναι πιο νόστιμο από το μοσχαρίσιο, έτσι το γεράκι μάς συνδέει με μια γεύση

καλύτερη

από

αυτή

που

κρατά

στα

νύχια

του.

Βλέποντας το γάντι με το κρέας το γεράκι δελεάζεται και μάς


επιτρέπει να πλησιάσουμε χωρίς να φοβάται ότι θα του κλέψουμε το πολύτιμο θήραμά του. Σιγά, σιγά, όσο πιο διακριτικά μπορούμε, τείνουμε το χέρι και ακουμπάμε το γάντι στο στέρνο του γερακιού κρύβοντας το ομοίωμα. Έπειτα με το δεξί, γυμνό χέρι πιάνουμε το ομοίωμα και το κρατάμε γερά στο έδαφος. Αρχικά το γεράκι θα προσπαθήσει να φάει από το γάντι χωρίς να ξεκολλήσει τα πόδια του από το ομοίωμα. Βλέποντας όμως ότι έτσι δε μπορεί να κόψει το κρέας που εμείς κρατάμε σφιχτα στα δάχτυλά μας, θα επιχειρήσει να ανεβάσει τα πόδια του στο γάντι μαζί με το «κουνέλι». Η αντίσταση του δεξιού μας χεριού δεν τού το επιτρέπει και ύστερα από λίγο αφήνει το ένα πόδι και πατά στο γάντι. Εμείς επιμένουμε να κρατάμε το ομοίωμα στο χώμα μέχρι να ελευθερώσει και το άλλο πόδι για να βρεθεί πια στο γάντι απολαμβάνοντας το κρέας. Σε όλη αυτή τη διάρκεια οι κινήσεις μας πρέπει να είναι υπομονετικές, αλλιώς το γεράκι θα αποκτήσει μια μόνιμη νευρικότητα απέναντί μας, όποτε προσπαθούμε να το πάρουμε από το ομοίωμα. Αργότερα όταν θα πιάσει ένα αληθινό θήραμα το πλησίασμά μας θα είναι δυσάρεστο και ίσως πετάξει με τη λεία του μακριά. Πολλά αρπακτικά διατηρούν μιαν επιφύλαξη και χρειάζονται κάποιες μέρες πριν ξεθαρρέψουν κανονικά προς το ομοίωμα. Όπως και αν έχει μέσα σε μια εβδομάδα όλα τα γεράκια μαθαίνουν και ορμούν πάνω του ως το τέλος του σπάγγου, απόσταση

δηλαδή

σαράντα

μέτρων.

Όσο

περισσότερο

παθιάζονται με αυτό το παιχνίδι, τόσο πιο δύσκολα αφήνουν το «θήραμα». Ένα κομμάτι μουσαμά που τοποθετείται πάνω στο ομοίωμα, σκεπάζοντάς το, διευκολύνει αρκετά να ανεβάσουμε


το γεράκι στο γάντι. Στην εφαρμογή όλων αυτών ένας αρχάριος θα δυσκολευτεί και θα περάσει αρκετός καιρός έως ότου οι χειρισμοί γίνουν άνετοι. Προς το τέλος του εκπαιδευτικού σταδίου το γεράκι ξεχύνεται και γραπώνει το ομοίωμα πριν προλάβει σχεδόν να πέσει στο έδαφος. Το φτερωτό ομοίωμα δε διαφέρει καθόλου από το ομοίωμα κουνελιού στη διαδικασία εκπαίδευσης. Προσωπικά διαλλέγω να μάθω στο γεράκι μου πρώτα το φτερωτό ομοίωμα γιατί ο όγκος του είναι μικρότερος, μεταφέρεται εύκολα, είναι πιο εύχρηστο. Όταν το πουλί μάθει να το κυνηγά με πάθος αρχίζω να το πετάω ελεύθερο και έπειτα από λίγες μέρες ξεκινώ τη δουλειά στο «κουνέλι». Είναι καλύτερα να αρχίζει κανείς με το φτερωτό, επιπλέον, γιατί γλυστρά χωρίς μεγάλη δυσκολία από το σφίξιμο του αρπακτικού, ενώ το «κουνέλι» δέχεται όλη τη δύναμη

των

νυχιών

του

και

χρειάζεται

μεγαλύτερη

προσπάθεια, πράγμα που δε βοηθά καθόλου όταν γεράκι και γερακάρης κάνουν τα πρώτα τους βήματα. Αργότερα το γεράκι έχοντας συνηθίσει στα πλησιάσματα του γερακάρη αντιδρα πιο ήπια. Όποιον από τους δύο τύπους ομοιώματος και αν επιλέξει κανείς στην αρχή, πάντως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να δουλέψει και τους δύο ενόσο το γεράκι είναι ακόμη δεμένο με σπάγγο. Πάντα λοιπόν με ένα ομοίωμα ξεκινάμε και εισάγουμε το δεύτερο στην πορεία όταν το γεράκι πετά ελεύθερο.


Το μόνο σημείο που διαφέρουν τα δυο ομοιώματα είναι ότι το φτερωτό θα πρέπει να το πιάνει και στον αέρα, όπως θα κάνει με τα πουλιά που πρόκειται να κυνηγήσει στο μέλλον. Όταν, λοιπόν, μάθει να του επιτίθεται άμεσα και αποφασιστικά από κάθε απόσταση, πλησιάζουμε το γεράκι κοντά και αφήνουμε το ομοίωμα να κρέμεται μετέωρο στο πλάϊ μας. Μόλις το αρπάξει αφήνουμε το σχοινάκι για να πέσουν γεράκι και ομοίωμα στο έδαφος ομαλά. Στη συνέχεια επαναλαμβάνουμε αυξάνοντας την απόσταση. Αφού μάθει καλά να το βουτά μετέωρο από μακριά, αρχίζουμε να δίνουμε στο ομοίωμα μιαν αμυδρή εκκρεμή κίνηση. Φτάνοντας το γεράκι και τη στιγμή ακριβώς που πρέπει, συγχρονίζουμε το εκκρεμές ώστε να κινηθεί αντίθετα προς την πορεία του γερακιού και να το αρπάξει μπροστά μας. Σταδιακά δυναμώνουμε την κίνηση ώσπου πια γεράκι και ομοίωμα συναντώνται ψηλά, πάνω από το κεφάλι μας. Όταν το γεράκι είναι συνεπαρμένο από το ψεύτικο κυνήγι του ομοιώματος, ενώ έρχεται ανεπιφύλακτα μόλις το καλούμε στο γάντι και έχει απόλυτα ταυτίσει τον ήχο της σφυρίχτρας με αυτά, η εκπαίδευση στον σπάγγο ολοκληρώνεται. Είμαστε πια κομμάτι

του

ενστίκτου

του.

Όσο

έντονα

κι

ανυπόμονα

περιμένει ένα άγριο γεράκι τον ερχομό των φυσικών του γονιών για να φάει, τόσο το εξημερωμένο γεράκι έχει το νου του επάνω μας. Στο εξής δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να διαταράξουμε αυτή την εμπιστοσύνη. 7. Τελευταία δοκιμή


Το γεράκι μας είναι τώρα έτοιμο για την πρώτη ελεύθερη πτήση.

Τα

είδη

των

Κοντόφτερων

και

Φαρδύφτερων

αρπακτικών έχουν την τάση να κάθονται σε δέντρα. Μέχρι σήμερα το πουλί που εκπαιδεύουμε δεν γνώρισε τίποτε άλλο από τη βάση του και τα κλαδιά του κλουβιού που γεννήθηκε. Η συμπεριφορά του ήταν άψογη στην εκπαίδευση από το χαμηλό πόστο στο γάντι. Πριν ελευθερωθει πρέπει να διαπιστώσουμε αν θα ανταποκριθεί εξίσου και από το ψηλό κλαδί ενός δέντρου. Υπάρχει το ενδεχόμενο αν πετάξει και βρεθεί σε ένα μεγάλο δέντρο να ξελογιαστει από τη θέα και το ύψος, να μεθύσει από αυτές τις πρωτόγνωρες ομορφιές και να μην επιστρέψει σε εμάς. Για να αποφύγουμε αυτόν τον κίνδυνο, όσο είναι ακόμη δεμένο στο σπάγγο, θα δοκιμάσουμε να το φωνάξουμε από ένα κλαδί ψηλό όσο φτάνει το χέρι μας. Κάτω η γη πρέπει να είναι γυμνή από θάμνους και άλλα εμπόδια που θα μπορούσαν να μπλέξουν το σπάγγο. Επειδή το γεράκι μεταφέρθηκε στο μέρος της τελευταίας δοκιμής μέσα στο κουτί του, ίσως είναι λίγο αναστατωμένο. Πρέπει να το κρατήσουμε λίγη ώρα στο γάντι να ηρεμήσει και αφού του προσφέρουμε δυο μπουκιές κρέας θα το τοποθετήσουμε στο δέντρο. Ύστερα θα απομακρυνθούμε γύρω στα είκοσι μέτρα και θα αφήσουμε να περάσουν λίγες στιγμές, να βρει τον εαυτό του μέσα στο νέο περιβάλλον, πριν το καλέσουμε στο γάντι. Κατόπιν σφυρίζουμε σηκώνοντας ταυτόχρονα το γάντι με την τροφή. Άν το γεράκι πετάξει αμέσως σε εμάς, κάνουμε άλλη μια επανάληψη περίπου

και

από

μεγαλύτερη

είμαστε

έτοιμοι

απόσταση, να

το

σαράντα

μέτρα

ελευθερώσουμε.

Άν

καθυστερεί και δείχνει διάθεση να πετάξει προς τα ψηλώτερα κλαδιά, τότε πλησιάζουμε ευγενικά, το φωνάζουμε στο γάντι


και επιστρέφουμε σπίτι. Την ημέρα αυτή το ταϊζουμε λιγότερο ώστε

την

επόμενη

να

αυξηθεί

η

πείνα

του

και

ξαναδοκιμάζουμε. Όταν στον τόπο που θα πετάξει ελεύθερο για πρώτη φορά ανταποκρίνεται σωστά από τα κλαδιά ενός δέντρου, το γεράκι είναι έτοιμο. Οι δοκιμές πρέπει να γίνονται με ηρεμία. Όπως είπαμε το γεράκι δεν έχει ξαναμπεί στο κουτί για να μεταφερθεί με αυτοκίνητο στον τόπο εκπαίδευσης. Όντας ασυνήθιστο ίσως ταραχτεί λίγο και πρέπει να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε αυτήν την ταραχή από την όχι ολοκληρωμένη εκπαίδευση. Μπορεί ένα Χάρρις να μπει στο κουτί δελεασμένο από λίγο κρέας, αλλά όταν κλείσουμε την πόρτα και μέχρι να φτάσουμε στο σημείο της δοκιμής, το πουλί υφίσταται μιαν ασυνήθιστη μεταχείρηση. Κάποια γεράκια αντιδρούν τόσο έντονα, που στη συνέχεια μας αρνούνται τελείως και φτεροκοπούν να φύγουν μακριά. Σε τέτοια περίπτωση αναβάλουμε την εκπαίδευση. Τα ταϊζουμε στο γάντι μόλις ηρεμήσουν. Δίνουμε μειωμένη τροφή για να αυξήσουμε την πείνα τους στην επόμενη δοκιμή. Συνεχίζουμε έτσι καθημερινά έως ότου εξοικειωθούν με τη μεταφορά τους. Το πρόβλημα ξεπερνιέται εύκολα με τη χρήση της κουκούλας. Δυστυχώς όμως τα περισσότερα γεράκια αυτής της κατηγορίας αρνούνται πεισματικά να τη φορέσουν, κάτι που ο αρχάριος εκπαιδευτής οφείλει να σεβαστεί και να μην επιμείνει ύστερα από κάποιες προσπάθειες. Παρόλη την αρχική αντίδραση όλα σχεδόν τα γεράκια στο τέλος αγαπούν το κουτί τους γιατι το συνδέουν με ελεύθερο πέταγμα στο δάσος. Μόλις ανοίγει η πόρτα βιάζονται να


πηδήξουν μέσα. Και όλοι οι ιδιοκτήτες Χάρρις που ξέρω αναγκάζονται να κρύβουν τα κουτιά μέσα σε θάμνους επειδή τα γεράκια αντί να τους ακολουθούν πηγαίνουν και κάθονται εκεί. 8. Πετώντας ελεύθερο Για τον γερακάρη είναι μια έντονη στιγμή η ώρα που λύνει το γεράκι και το αφήνει να πετάξει ελεύθερο, γεμάτη αγωνία και συγκίνηση. Τόσον καιρό προσπάθησε με την τέχνη του να εξημερώσει το άγριο πλάσμα, να το κερδίσει. Τώρα περιμένει να δει αν θα γυρίσει πίσω σ' αυτόν ή θα πετάξει μακριά του. Οι συνθήκες πρέπει να είναι σωστές. Αποφεύγουμε τις ζεστές ώρες της μέρας, καθώς και το απόγευμα. Άν κάτι δεν πάει καλά πρέπει να έχουμε μπροστά μας αρκετό καιρό να ψάξουμε το γεράκι, ενώ το απόγευμα ακολουθεί η νύχτα και δε μπορεί κανεις να κάνει τίποτε στο σκοτάδι. Επίσης αναβάλουμε την πρώτη ελεύθερη πτήση όταν προμηνύεται βροχή και όταν φυσά δυνατός αέρας. Ο αέρας μπορεί να παρασύρει ένα άμαθο αρπακτικό πολύ μακριά, ακριβώς επειδή δεν ξέρει να πλέει σ' αυτόν, ούτε έχει τη δύναμη να τον παλέψει. Στη αρχή δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε τίποτε άλλο από ό,τι κάναμε ως τώρα. Αφαιρούμε τον σπάγγο και οπωσδήποτε το στριφτάρι, για να μη μπλεχτεί πουθενά κι αφήνουμε το γεράκι στο κλαδί του. Για λίγες μέρες αισθανόμαστε ανακουφισμένοι από τους περιορισμούς και τα μπερδέματα του σπάγγου αλλά δεν αυξάνουμε πολύ τις αποστάσεις που το καλούμε. Ήρεμα και αβίαστα το αφήνουμε σε δέντρα, επιτρέποντάς του να


αλλάζει θέσεις, να φτιάχνει τα φτερά του και να απολαμβάνει την ελευθερία του. Πότε το φωνάζουμε να πάρει μια μπουκιά, πότε καθόμαστε κάτω από το κλαδί του χαζεύοντας και εμείς τη φύση. Από την ώρα που ένα γεράκι πετάει ελεύθερο η σχέση του με τον γερακάρη τελειοποιείται. Έξω από το άγχος της εκπαίδευσης, με τα σχοινάκια και τα «πήγαινέλα» η ζωή του γίνεται ένα παιγνίδι. Καταλαβαίνει πως είμαστε για αυτό κάτι ευχάριστο. Εμείς το οδηγούμε στο δάσος να χαρεί το πέταγμα και το κυνήγι, εμείς του παρέχουμε τροφή και έναν ασφαλή τόπο να κουρνιάζει. Κυλώντας έτσι χαλαρά οι πρώτες μέρες, πρέπει σιγά, σιγά να μάθει να μας ακολουθεί. Φεύγουμε λοιπόν από το δέντρο που κάθεται και περπατάμε ως ένα επόμενο δέντρο, όχι μακρύτερα από πενήντα μέτρα, προς το παρόν. Εκεί στεκόμαστε και περιμένουμε λίγα λεπτά. Άν έλθει μόνο του και καθίσει στο δέντρο πάνω μας, αφήνουμε να περάσει μισό λεπτό κι έπειτα το φωνάζουμε στο γάντι για ένα κομμάτι κρέας. Αν δεν έρθει μόνο του δοκιμάζουμε να το παροτρύνουμε με δυο-τρία σφυρίγματα, χωρίς να του δείξουμε γάντι. Εάν και πάλι αδιαφορεί σηκώνουμε το γάντι, μόλις ξεκινήσει να έρχεται το κρύβουμε πίσω μας και το γεράκι κάθεται σε κάποιο κοντινό κλαδί. Στη συνέχεια το ανταμοίβουμε με λίγο φαϊ και το επιστρέφουμε στο δέντρο. Περιμένουμε όπως πρίν και ύστερα βαδίζουμε πάλι ως το επόμενο δέντρο, επαναλαμβάνοντας την ίδια πρακτική και προσέχοντας πάντα να δίνουμε στο γεράκι χρόνο να ξεκουράζεται και να ηρεμεί. Ύστερα από δέκα μέρες το πουλί θα ακολουθεί αρκετά καλά στους περιπάτους μας και διαρκώς θα βελτιώνεται.


Στην περίπτωση που φυσά καποιο αεράκι είτε στο διάστημα που εκπαιδεύεται με τον σπάγγο, είτε αργότερα στα πρώτα βήματα ελευθερίας, φωνάζουμε πάντα το γεράκι κόντρα, με τον άνεμο δηλαδή να τού φυσά το στήθος. Οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση, με τον αέρα πλάγια ή από πίσω θα δυσκολέψει τα πράγματα. Καθώς μαθαίνει να μας ακολουθεί, συχνά αντι να πηγαίνει σε δέντρα, κάθεται δίπλα στα πόδια μας, στη γη. Είναι λάθος να το

ανταμοίβουμε

ενθαρρύνοντας

αυτή

την

«επαίτικη»

συμπεριφορά. Με τον ίδιο τρόπο που ο κακομαθημένος σκύλος κάθεται μπροστα στο οικογενειακό τραπέζι και ζητιανεύει, ένα κακομαθημένο γεράκι, αντί να πετά ψηλά ερευνώντας τη φύση περπατάει δίπλα μας σαν κότα που ζητάει στάρι. Από την αρχή λοιπόν παίρνουμε το γεράκι και το αφήνουμε ψηλά στο κοντινότερο δέντρο, δίνοντας τροφή μόνον όταν έρχεται από ψηλά. Κάτι που επίσης πρέπει να αποφεύγεται, εκτός ίσως από το πρώτο δεκαήμερο, είναι να ταϊζεται το γεράκι όταν έρχεται στον γερακάρη χωρίς να το έχει φωνάξει. Και εδώ κινδυνεύει να αποκτήσει άσχημη συνήθεια, καταλήγοντας ο περίπατος να είναι γεμάτος από τέτοια ενοχλητικά «πήγαινέλα». Τέλος πρέπει να θυμόμαστε να αλλάζουμε τα λουριά βάσης με τα λουριά πτήσης που δεν έχουν στις άκρες τους σχισμές και δεν μπλέκονται στα κλαριά των δέντρων ή στα αγκάθια των βάτων. Στη διάρκεια των περιπάτων έχουμε μαζί μας την τροφή της ημέρας που είναι τόση όση έχουμε καταλήξει ότι χρειάζεται το αρπακτικό για να μένει το βάρος του σταθερό. Ανάλογα με το μέγεθος του πουλιού κόβουμε το κρέας σε τεμάχια και κάθε


φορά που το καλούμε τρώει ένα από αυτά. Για ένα Χάρρις τα κομμάτια μπορεί να έχουν μέγεθος αμυγδαλόψυχας, για ένα ξεφτέρι περίπου το ένα τρίτο. Έχω παρατηρήσει πως τα γεράκια παίρνοντας την τροφή τους σε κομμάτια φέρονται καλύτερα. Η πλέον διαδεδομένη μέθοδος που είναι να κρατάει κανείς ολόκληρο το κρέας στο γάντι κι έπειτα να το αποσπά από τα νύχια του γερακιού, δίνει στο γεράκι την εντύπωση πως κάθε φορά τού κλέβουμε το φαγητό του και αποκτά σιγά, σιγά νευρικότητα. Πάντα ωστόσο θα έχουμε μαζί μας και ένα μεγαλύτερο κομμάτι κρέας για την περίπτωση που πρέπει να σηκώσουμε το γεράκι από το ομοίωμα. Όταν η ώρα στο βουνό τελειώσει, φωνάζουμε για τελευταία φορά το γεράκι και του δίνουμε όση τροφή περίσσεψε, καθώς του αλλάζουμε λουριά και περνάμε το στριφτάρι. Κρατάμε μόνο ένα κομμάτι για να βάλουμε στο κουτί και να μπει μέσα πρόθυμα. 9. Πώς το γυμνάζουμε Το νεαρό γεράκι γεννήθηκε και έζησε λίγους μήνες στην κλούβα των γονιών του, χωρίς δυνατότητα να πετάξει, να γυμναστούν τα φτερά του. Ενώ σε αντίστοιχη ηλικία τα άγρια γεράκια είναι σε θέση να κυνηγούν και να επιβιώνουν, τα γεράκια

των

εκτροφείων

παραμένουν

μουδιασμένα

και

αδύναμα. Οι απλές πτήσεις από δέντρο σε δέντρο κουράζουν το ατροφικό μυϊκό τους σύστημα. Τις δυο πρώτες βδομάδες που πετούν ελεύθερα υπάρχει κίνδυνος να χαθούν παρά τη θέλησή τους, άν από ατυχία


απομακρυνθουν

τόσο

ώστε

οι

δυνάμεις

τους

να

μην

επιτρέπουν να ξαναγυρίσουν στον εκπαιδευτή τους. Πρώτο λοιπόν μέλημα του γερακάρη είναι να γυμνάσει το γεράκι του. Ξεκινώντας από μικρές πτήσεις στα δέντρα με ενδιάμεσα καλέσματα στο γάντι το πουλί ξεμουδιάζει και μαθαίνει ταυτόχρονα να διαλέγει τις θέσεις του στα κλαδιά, αποκτώντας η κίνησή του στη φύση επιδεξιότητα και αρμονία. Όσο περνά ο καιρός ο χρόνος άσκησης μεγαλώνει και το γεράκι αρχίζει να ακολουθεί τον εκπαιδευτή του σε μικρούς περιπάτους. Αυτή η γυμναστική είναι σωστό καθημερινά

κατά

τον

πρώτο

μήνα.

Ύστερα

να

γίνεται

εκείνοι

που

δεσμεύονται από άλλες υποχρεώσεις μπορούν να πετάνε τα γεράκια τους Σαββατοκύριακα, χωρίς όμως να περιμένουν ότι θα φτάσουν έτσι σε πολύ υψηλές κυνηγετικές ικανότητες. Για να κυνηγήσει ένα γεράκι αποτελεσματικά απαιτείται χρόνος και μέθοδος, δεν είναι απλό. Αφού περάσουν οι πρώτες βδομάδες και οι δυνάμεις του επιτρέπουν να ακολουθεί στον περίπατο χωρίς να κουράζεται, ο γερακάρης πρέπει να το οδηγήσει σε τόπους με άφθονα θηράματα για να αρχίσει τις πρώτες προσπάθειες. Έτσι τού δίνει την ευκαιρία να διαλλέγει εύκολους στόχους και οι επιθέσεις του να ανταμοίβονται. Οι επιτυχίες του δίνουν κουράγιο και αυτοπεποίθηση. Η κάθε καταδίωξη δοκιμάζει την αντοχή του και γυμνάζει πραγματικά τους

μύες

του

στήθους

και

των

φτερούγων

του.

Όσο

περισσότερο κυνηγά, τόσο δυναμώνει και πλησιάζει στη φυσική κατάσταση των άγριων γερακιών της ηλικίας του που ζουν στη φύση.


Για εκείνους τους γερακάρηδες που δεν έχουν χρόνο ή ζουν σε περιοχές

φτωχές

σε

θηράματα

υπάρχει

μια

εναλλακτική

μέθοδος γυμναστικής. Τεμαχίζοντας την ημερίσια τροφή σε πολλά μικρά κομμάτια, μαθαίνουμε στο αρπακτικό ρίχνοντας ένα από αυτά στο έδαφος εκείνο να πέφτει και να το παίρνει. Κατόπιν επιστρέφει πετώντας κάθετα στο γάντι για να φάει ένα δεύτερο. Αυτές οι κατακόρυφες πτήσεις είναι εξαίρετη άσκηση. Άν τα τεμάχια τροφής είναι, ας πούμε, τριάντα, το γεράκι θα πετάξει δεκαπέντε φορές στο γάντι. Στην αρχή ίσως να μην καταφέρει να έλθει ούτε τις μισές. Στο τέλος έπειτα από καθημερινή

προσπάθεια

θα

φτάσει

σε

σημείο

να

πηγαινοέρχεται χωρίς καθυστέρηση εξαντλώντας όλη την τροφή. Αφού πλέον αντεπεξέρχεται σε αυτό το επίπεδο με ευκολία,

μπορούμε

να

δυσκολέψουμε

την

άσκηση

ανεβαίνοντας σε μια καρέκλα, οπότε η κάθετη απόσταση μεγαλώνει. Όταν κατακτήσει και αυτό το στάδιο ο γερακάρης θα χρειαστεί, ανάλογα με το χώρο που ζεί, να εφεύρει τρόπους για να γυμνάζει

το

γεράκι του από

μεγαλύτερο

ύψος,

φτάνοντας σε σημείο να εφαρμόζει την άσκηση από μπαλκόνια, ταράτσες, ψηλές σκάλες κλπ. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί κανείς

να

έχει

ένα

άριστα

γυμνασμένο

αρπακτικό

αφιερώνοντας λιγότερο από δέκα λεπτά της ώρας. Χρειάζεται όμως προσοχή και σωστός έλεγχος. Ένα ελεύθερο γεράκι σε κατοικημένη περιοχή μπορεί παντα να προκαλέσει ατύχημα, όπως, για παράδειγμα, αν προσέξει το καναρίνι του γείτονα στο απέναντι μπαλκόνι ή τα περιστέρια που διατηρεί κάποιος σε μια ταράτσα, διακόσια μέτρα πιο πέρα... Σε αυτό το σημείο ας είμαστε προσεκτικοί για το καλό κυρίως του γερακιού μας. Άνθρωποι που έχουν την τύχη να ζουν στην επαρχία ας έχουν


το νου τους μήπως πίσω από το δασάκι που πετούν το γεράκι υπάρχει κάποιο σπίτι με κότες ή άλλα οικόσιτα πουλιά, οι ιδιοκτήτες των οποίων θα σκότωναν οποιοδήποτε αρπακτικό επετίθετο στα ζώα τους. Ακόμη -λυπάμαι που το λέω- ο γερακάρης

πρέπει

να

αποφεύγει

μέρη

όπου

συχνάζουν

κυνηγοί. Πικρή εμπειρία έχει δείξει ότι στη χώρα μας, μολονότι τα αρπακτικά πουλιά προστατεύονται, ορισμένοι ανόητοι τα σκοτώνουν. 10. Γεράκια μεγαλωμένα από ανθρώπινο χέρι Τα γεράκια που από πολύ μικρή ηλικία μεγαλώνουν και ταϊζονται από τον άνθρωπο συνήθως γίνονται ανυπόφορα. Κάποτε για ειδικούς λόγους είναι χρήσιμο ή απαραίτητο ένας νεοσσός να ανατραφεί έτσι, γενικά όμως ένα τέτοιο πουλί θεωρείται προβληματικό και ο εκτροφέας που θα μας το πουλήσει χωρίς να μας έχει ενημερώσει μας εξαπατά. Επειδή στα περισσότερα εκτροφεία το «κλώσσιμα» γινεται πια απο εκκολαπτικές μηχανές για να αποφεύγονται απώλειες. Είναι απλούστερο και ασφαλέστερο οικονομικά, αντι να προσπαθούν να επιστρέφουν τους νεοσσούς στους φυσικούς τους γονείς, να τα ταϊζουν ομαδικά οι ίδιοι. Έτσι παρακολουθούν την υγεία τους από κοντά και δεν διακινδυνεύουν να χάνουν πουλάκια από αδεξιότητες των γεννητόρων. Επιπλέον το ζευγάρι μην έχοντας μικρά να ταϊσει γεννά νέα αυγά και ο εκτροφέας κερδίζει περισσότερα. Όταν τα μικρά μεγαλώσουν είναι αρκετά δύσκολο να πουληθούν με τον ιδιότροπο χαρακτήρα που απέκτησαν πλάϊ στον άνθρωπο. Οπότε ο έλληνας γερακάρης κάνοντας μια «τυφλή» αγορά από το εξωτερικό κινδυνεύει να


του

στείλουν

τέτοια

πουλιά

αφού

δεν

διαλλέγει

αυτοπροσώπως. Τα γεράκια που ταϊζονται και μεγαλώνουν από τον εκτροφέα ομαδικά βλέπουν τα αδέρφια τους και μαθαίνουν το είδος τους. Αυτό

είναι

ένα

πλεονέκτημα

έναντι

όσων

μεγαλώνουν

μοναχικά που ύστερα δεν αναγνωρίζουν το είδος τους και συνεπώς δε μπορούν να ζευγαρώσουν. Αυτά τα πουλιά στην πραγματικότητα νομίζουν πως είναι άνθρωποι και μόνο με τον άνθρωπο «ζευγαρώνουν», καθώς θα εξηγήσουμε παρακάτω. Σε κάθε περίπτωση ο γερακάρης που δε σκοπεύει στην εκτροφή αλλά θέλει απλώς να απολαύσει τη ζωή κοντά στο γεράκι του, άν καταλήξει με ένα τέτοιο αρπακτικό θα έχει σοβαρά προβλήματα. Καταρχήν αυτά τα πουλιά φωνάζουν συνέχεια. Είναι η φωνή του νεοσσού που ζητά από τους γονείς του τροφή. Κάτω από φυσικές συνθήκες η φωνή θα έπαυε μόλις, ας πούμε, «απογαλακτιζόταν», τώρα όμως η γονεϊκή ανθρώπινη φιγούρα τα συντροφεύει εφόρου βίου και εκείνα της ζητούν φαγητό μένοντας για πάντα μωρά. Όσο βλέπουν ανθρώπους ή ακούν τις κινήσεις τους φωνάζουν δυνατά και ακατάπαυστα. Ο ιδιοκτήτης και οι γείτονες χάνουν τον ύπνο και την ηρεμία τους. Μόνος τρόπος να σταματήσουν είναι να ταϊζονται καθημερινά μέχρι κορεσμού, αλλά έτσι δε μπορούν βέβαια να πετάξουν ελεύθερα. Άν κάποιος ζει απομονωμένα και αντέχει να εκπαιδεύσει ένα τέτοιο γεράκι θα συναντήσει περαιτέρω δυσκολίες. Το γεράκι στο γάντι ποτέ δε θα έχει την αγέρωχη, σπαθάτη μορφή των


άλλων

γερακιών.

Θα

είναι

συνέχεια

φουσκωμένο,

με

φτερούγες ριγμένες μπροστά που πάλλονται διαρκώς και με ταυτόχρονες φωνές θα ζητάει να φάει. Επειδή μεγάλωσε τόσο κοντά στον άνθρωπο δε γνώρισε φόβο για αυτόν. Αισθάνεται τόσο άνετα και οικεία που συχνά δείχνει θράσσος, μαλώνει μαζί του, του επιτίθεται όπως θα έκαναν δυο άγρια γεράκια μεταξύ τους. Και εάν το αρπακτικό είναι μικρόσωμο το πρόβλημα αντιμετωπίζεται,

αν

όμως

πρόκειται

για

μια

θηλυκή

Κοκκινόουρη γερακίνα ή, ακόμη χειρότερα, για έναν αϊτό η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη. Ο εκπαιδευτής πέραν της προσωπικής του δυσκολίας πρέπει να έχει το νου του στο ύπαιθρο μήπως συμβεί να περνά κανένας ανύποπτος διαβάτης που σίγουρα θα τρόμαζε αρκετά αν το γεράκι του ορμούσε φωνάζοντας να το ταϊσει! Μόνο πλεονέκτημα αυτών των πουλιών είναι ότι χάνονται δύσκολα λόγω αυτού του δυνατού δεσμού με τον άνθρωπο, ενώ στο κυνήγι δείχνουν τόσο θάρρος που δε διστάζουν να επιτίθενται σε ζώα πολύ μεγαλύτερα και δυνατότερα από τα ίδια. Παρόλα αυτά υπάρχει μια μέθοδος παρεμφερούς ανατροφής που λέγεται «κοινωνικό» μεγάλωμα και είναι κάποτε σκόπιμο. Ο νεοσσός υϊοθετείται πολύ μικρός, μιας εβδομάδας ή δέκα ημερών το πολύ. Ο ιδιοκτήτης τον έχει πάντοτε μαζί του μέσα σε ένα διαφανές δοχείο από όπου βλέπει τα πάντα. Ποτέ δεν τον ταϊζει με το χέρι, αλλά υπάρχει μόνιμα στο κουτί ένα πιάτο με τεμμαχισμένο κρέας. Έτσι το πουλάκι βρίσκεται συνέχεια χορτάτο, χωρίς να ξέρει από πού προέρχεται η τροφή, χωρίς


να τη συνδέει με τον άνθρωπο. Παράλληλα μεγαλώνει μέσα στην οικογένεια, στο αυτοκίνητο, στην κίνηση, όπουδήποτε βρεθεί ο ιδιοκτήτης του και εξελίσσεται σε ένα απόλυτα ήμερο πλάσμα. Ο γερακάρης προσπαθεί να γίνει αδερφός και όχι γονιός του. Άν είναι αρκετά έμπειρος θα πετύχει. Το αρπακτικό θα είναι σιωπηλό, θα φέρεται όμορφα και ισορροπημένα. Θα κυνηγά

με

θαρρος

και

θα

αποζητά

τη

συντροφιά

του

εκπαιδευτή του. Μπορεί να μη ζευγαρώνει με το είδος του, θα είναι όμως ιδανικό για τεχνητή αναπαραγωγή. Άν ο άνθρωπος που θα επιχειρήσει κάτι τέτοιο είναι άπειρος, το πιθανότερο θα καταλήξει με ένα υστερικό, φωνακλάδικο αρπακτικό που θα δυσκολέψει τη ζωή του. 11. Μεγαλωμένοι από άνθρωπο αστούριοι Το

Διπλοσάϊνο,

το

Ξεφτέρι

και

άλλοι

αστούριοι

που

χρησιμοποιούνται στην ιερακοθηρία παρουσιάζουν μεγάλες δυσκολίες, έχουν δύστροπο χαρακτήρα και συχνά φέρονται απρόβλεπτα. Φοβίες, έντονη νευρικότητα, στρες είναι στοιχεία που αντιμετωπίζει κάθε γερακάρης που κρατά στο γάντι του ένα από αυτά τα γεράκια. Η σωστή εξημέρωση από έμπειρο χέρι μειώνει αρκετά το πρόβλημα, όσο μικρότερο πάντως είναι το είδος τόσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός δυσκολίας, με αποκορύφωμα

το

αρσενικό

Ξεφτέρι

που

θεωρείται

από

πολλούς σχεδόν ακατάλληλο για ιερακοθηρία. Ξεκινώντας

από

αυτά

τα

δεδομένα

πολλοί

σύγχρονοι

γερακάρηδες επιλέγουν να μεγαλώνουν τους αστουρίους τους με

το

χέρι.

Προσέχουν

η

ανατροφή

να

γίνει

όσο

πιο


«κοινωνική» επιτρέπουν οι συνθήκες, με την ελπίδα ότι θα καταλήξουν με ένα γεράκι βατό, εξοικειωμένο με το ανθρώπινο περιβάλλον που δεν θα χρειάζεται να πεινά πολύ για να ανταποκρίνεται στη εκπαίδευση. Η μικρή εμπειρία μου με τέτοια πουλιά με κάνει επιφυλακτικό για τη μέθοδο. Τα μεγαλόσωμα Διπλοσάϊνα αναγκάζονται οι εκπαιδευτές να τα πετούν

σε

πολύ

ψηλά

βάρη

για

να

αποφύγουν

την

επιθετικότητα. Έτσι, παχιά και χορτάτα, δείχνουν μιαν απάθεια στο σφύριγμα και στα καλέσματα στο γάντι. Οι γερακάρηδες περπατούν κουβαλώντας τα ώρες, περιμένοντας να βρεθεί κάποιο θήραμα κι αν μια επίθεση αποτύχει το γεράκι χάνεται στο δάσος και δεν επιστρέφει. Ψάχνουν λοιπόν με την τηλεμετρία να το εντοπίσουν και πασχίζουν ύστερα με διάφορα τεχνάσματα να το κάνουν να αφήσει το κλαδί του για να πέσει στο ομοίωμα ή σε κάποιο νεκρό θήραμα που έχουν πάντα στην τσάντα. Χωρίς αμφιβολία οι γερακάρηδες του εξωτερικού με την εμπειρία και την παράδοση που φέρουν στις πλάτες τους, ξέρουν να αξιοποιούν τέτοια γεράκια και τα κυνήγια που κάνουν είναι ζηλευτά. Στην Ελλάδα όμως που η ιερακοθηρία απαγορεύεται και τα θηράματα είναι έτσι κι αλλιώς ελάχιστα, ένα

αυστηρά

κυνηγετικό

γεράκι

θα

ήταν

άχρηστο.

Θα

στερούσε από τον ιδιοκτήτη του τη χαρά να το χαζεύει να πετά με χάρη, να τον συντροφεύει ελεύθερο στους περιπάτους του και να έρχεται πρόθυμα στο χέρι του όταν το φωνάζει. Για την περίπτωση όμως των Ξεφτεριών και των μικρότερων αστουρίων, το «κοινωνικό» μεγάλωμα είναι μια λύση. Μπορεί κανείς να ανεχτεί την επιθετικότητά τους πετώντας τα σε χαμηλότερα

βάρη

ώστε

να

ακολουθούν

ωραία

και

να


ανταποκρίνονται ακούγονται

στα

λιγότερο

καλέσματα, ηχηρές

και

ενώ

οι

φωνές

διαπεραστικές

τους

από

των

μεγαλύτερων συγγενών τους. Στον αντίποδα αυτά τα πουλιά όταν είναι μεγαλωμένα από τους φυσικούς τους γονείς, ποτέ δεν εξημερώνονται πλήρως και πάντα μια απότομη κίνηση, ένα άγνωστο αντικείμενο ή οι δουλειές του νοικοκυριού μπορεί να τα κάνουν να χτυπιούνται στη βάση τους τρομαγμένα μέχρι να πληγώσουν τα πόδια ή να καταστρέψουν τα φτερά τους. Η χρησιμότητα της κουκούλας Η κουκούλα είναι μια πρακτική διευκόλυνση σε κάθε γεράκι. Στο κυνήγι βοηθά να κάθονται ήσυχα μέχρι τη στιγμή που εντοπιστεί το θήραμα. Στη μεταφορά με αυτοκίνητο

το

κουκουλωμένο

το

γεράκι

ησυχάζει

και

προφυλάσσεται

φτέρωμά του από νευρικότητα και άσκοπες κινήσεις μέσα στο κουτί. Αν κάποτε χρειαστεί να το δέσουμε πρόχειρα χωρίς να διαθέτουμε βάση, με την κουκούλα αποφεύγουμε τον κίνδυνο να χτυπιέται και να μπερδεύεται. Ακόμη αν στη βόλτα μας κάτι απροσδόκητο το ξαφνιάσει, φορώντας για λίγο την κουκούλα ο φόβος ξεχνιέται και μπορούμε κατόπιν να συνεχίσουμε το πέταγμά του. Οι γερακίνες και τα Χάρρις δείχνουν συχνά μιαν άκαμπτη αντίσταση, χρειάζεται μεγάλη υπομονή για να τη μάθουν. Συνήθως όμως αυτά τα πουλιά έχουν καλό χαρακτήρα, οπότε ένας αρχάριος δε χρειάζεται να περάσει όλο αυτό το δύσκολο και ίσως μάταιο στάδιο. Αν δει ότι το γεράκι του αντιδρά έντονα, είναι προτιμότερο να την παραλείψει.


Οι αστούριοι για την νευρική τους ιδιοσυγκρασία και οι αετοί για

την

επικίνδυνη

επιθετικότητά

τους

είναι

σωστό

να

συνηθίζουν την κουκούλα και να τη δέχονται. Άλλωστε αυτά τα είδη προορίζονται μόνο για έμπειρους γερακάρηδες που κατά συνέπεια θα ξέρουν να χειριστούν και το θέμα της κουκούλας με ικανότητα. Από τα τρία βασικά είδη κουκούλας η Δανέζικη είναι μάλλον ακατάλληλη

για

τα

γεράκια

που

περιγράφουμε.

Η

Αγγλοϊνδιάνικη ταιριάζει σε όλα, ενώ η Αραβική ταιριάζει μόνον στους αστουρίους. Σωστός τρόπος για να συνηθίσει ένα γεράκι την κουκούλα είναι να ξεκινήσουμε από την πρώτη στιγμή που το κρατάμε στο γάντι, έχοντας μόλις περαστεί τα λουριά του. Τότε το γεράκι αντιδρά λιγότερο, στέκεται στο χέρι μας φοβισμένο και με μια γρήγορη,

ακριβέστατη

κίνηση

μπορούμε

να

του

την

φορέσουμε. Την αφήνουμε έτσι, για ελάχιστα δευτερόλεπτα, χωρίς να σφίξουμε τα λουράκια κι έπειτα τη βγάζουμε. Αυτό επαναλαμβάνεται

αρκετές

φορές

κατά

τη

διάρκεια

της

εξημέρωσης. Κυλώντας οι μέρες η κουκούλα θα μένει στο κεφάλι του γερακιού περισσότερο. Όταν ο χρόνος αυτός αρχίσει να ξεπερνα τα δέκα, ας πούμε, δευτερόλεπτα πρέπει να σφίγγουμε τα λουράκια ώστε να μην πέφτει από τις κινήσεις του πουλιού. Σκοπός είναι το γεράκι να τη μάθει τόσο καλά που να τη φορά ώρες χωρίς να του προξενεί καμιά απολύτως δυσφορία.


Στην περίπτωση που μεγαλώνουμε έναν νεοσσό με το χέρι η εκπαίδευση της κουκούλας αρχίζει όσο είναι ακόμη μικρός και συνεχίζεται καθόλη την ανάπτυξή του. Όσο γίνεται συχνότερα μέσα στην ημέρα βάζουμε στο πουλάκι μια μεγάλη κουκούλα για να μάθει να δέχεται αυτήν την κίνηση. Έτσι τη συνηθίζει σχετικά εύκολα. Αν όμως η επανάληψη δε γίνεται συστηματικά, το γεράκι μόλις αποκτήσει δυνάμεις θα παλέψει, δε θα δεχτεί ποτέ κουκούλα στη ζωή του. Αρπακτικά που εκπαιδεύονται χωρίς κουκούλα παρουσιάζουν συνήθως άτεγκτη αντίδραση, όταν προσπαθήσει κανείς να τους τη μάθει εκ των υστέρων. Αξίζει πάντοτε να γίνει μια απόπειρα με πολύ διακριτικά βήματα, τοποθετώντας στο εσωτερικό της κουκούλας μικρά μέρη κρέατος, με την ελπίδα ότι τρώγοντάς τα το γεράκι μαθαίνει να βάζει μόνο του το κεφάλι μέσα. Άν όμως κανένα ενθαρρυντικό σημείο δε φαίνεται είναι καλύτερα να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Θα ήταν απαράδεκτο να «παλεύαμε» μαζί του, ποτέ δεν πρέπει να προσβάλλουμε την υπερηφάνια ενός αρπακτικού που μας εμπιστεύεται και κάθεται ήμερο στο γάντι. Ξεκίνημα στο κυνήγι Τον

πρώτο

μήνα

ελεύθερων

πτήσεων

τα

μεγαλόσωμα

αρπακτικά πρέπει απλώς να γυμνάζονται και να μαθαίνουν τις δυνατότητές τους στον αέρα. Είναι, ας πούμε, ένας πρόλογος για τη μετέπειτα δράση τους. Τα μικρότερα γεράκια, όπως το ξεφτέρι, χρειάζονται λιγότερο χρόνο , σε δέκα μέρες πετούν αρκετά καλά και είναι σε θέση να κυνηγήσουν. Όσο το γεράκι


είναι ακόμη μουδιασμένο και αδύναμο δεν πρέπει να έρχεται σε επαφή με θηράματα. Άν κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά και το γεράκι επιχειρεί μάταιες επιθέσεις, σύντομα θα χάσει την αυτοπεποίθησή του και μπορεί αργότερα να καταλήξει ένας ευκαιριακός κυνηγός εύκολων στόχων. Ο υπομονετικός γερακάρης περιμένει λοιπόν να ασκηθούν οι μύες του γερακιού του, το αφήνει να γνωρίσει το περιβάλλον, η κίνησή του να γίνει άνετη και ευέλικτη. Ύστερα από αυτό το στάδιο άσκησης και εγκλιματισμού ξεκινά η εκπαίδευση στο κυνήγι. Τα θηράματα που επιλέγουμε για τις πρώτες προσπάθειες εξαρτώνται από την πανίδα του τόπου, τη δομή του τοπίου και τις συνήθειές τους. Είναι, δηλαδή, άσκοπο να διαλλέγουμε θηράματα που δύσκολα συναντάμε ή που ζουν κοντά στις κρύπτες τους. Αντίθετα χρειαζόμαστε είδη πολυάριθμα που θα μας

δώσουν

την

ευκαιρία

να

τα

συναντήσουμε

με

τις

καλύτερες δυνατές συνθήκες, ώστε το νεαρό γεράκι να έχει αρκετές

πιθανότητες

επιτυχίας.

Επίσης

αποκλείονται

οι

επιθέσεις σε πολύ γρήγορα θηράματα ή σε ζώα που βρίσκονται σε μακρινή απόσταση και είναι βέβαιο ότι θα ξεφύγουν. Ο γερακάρης θα ψάξει με το γεράκι στο χέρι για την πιο πρόσφορη συνθήκη. Θα προσεγγίσει όσο κοντύτερα μπορεί το θήραμα και όταν αυτό ξεπεταχτεί δεν έχει παρά να ελπίζει ότι όλα θα πάνε καλά, το γεράκι θα χυθεί ξωπίσω του και τελικά θα το πιάσει. Κατόπιν σπεύδει ο ίδιος να αποτελειώσει το ζώο για να μην υποφέρει στα νύχια του γερακιού και η σκηνή


κλείνει με το αρπακτικό να απολαμβάνει το ζεστό κρέας, την αμοιβή της επιτυχίας του. Άν το γεράκι αποτύχει ο γερακάρης οφείλει και πάλι να το ανταμείψει πλούσια για την προσπάθεια. Άλλοτε συμβαίνει το αρπακτικό να μη δώσει σημασία στο θήραμα που σηκώθηκε μπροστά του και να κοιτάζει ολόγυρα σα να μη συνέβη τίποτε. Αυτό είναι ένδειξη ανωριμότητας. Χρειάζεται επιμονή έως ότου ξυπνήσουν τα ένστικτά του. Έχει πάντως σημασία να μην αγχώνουμε το πουλί στην προσπάθειά μας να πλησιάσουμε κρυφά το θήραμα, να μην το αναγκάζουμε τα πεταρίζει για να κρατά ισορροπία στο χέρι μας που κινείται αδέξια. Θέλουμε το γεράκι ήρεμο και ατάραχο για να μπορέσει να παρακολουθήσει όσα πρόκειται να συμβούν, να είναι δηλαδή όχι μόνο κοντά στον στόχο αλλά και «ψυχολογικά» έτοιμο. Ορισμένοι εκπαιδευτές δίνουν στα γεράκια τους ζωντανά πουλιά ή κουνέλια για να τα σκοτώσουν και να «γνωριστούν» έτσι με τα θηράματα. Η πρακτική αυτή είναι σκληρή και απαράδεκτη. Τα παγιδευμένα πλάσματα δεν έχουν καμιά δυνατότητα να ξεφύγουν και ο θάνατός τους τα κάνει όχι θηράματα

των

βαρβαρότητας.

γερακιών Εκτός

αλλά

τούτου,

θύματα τέτοιες

της

ανθρώπινης

πρακτικές

είναι

η

χειρότερη δυσφήμιση για την ιερακοθηρία, ο ικανός γερακάρης δεν τις έχει καθόλου ανάγκη για να διδάξει στο αρπακτικό του να κυνηγά. Είδη θηραμάτων Αγριοκούνελα


Στο κυνήγι του αγριοκούνελου χρησιμοποιούνται όλα τα μεγαλόσωμα

γεράκια

και

οι

αετοί.

Περπατώντας

με

το

αρπακτικό στο χέρι ο γερακάρης αναζητά κουνέλια που βόσκουν σε ανοιχτές εκτάσεις και ξέφωτα του δάσους. Έτσι υπάρχει ελεύθερο έδαφος για μια ολοκληρωμένη επίθεση, μια συναρπαστική πτήση που θα εξελιχθεί μπροστά στα μάτια του. Το γεράκι μπορεί να πιάνει το κουνέλι, να του ξεφεύγει, να το ξαναπρολάβει ώσπου να το σιγουρέψει. Ενώ το κουνέλι, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε γυμνό έδαφος, μακριά από κρυψώνες, έχει τις αισθήσεις του τεταμένες και είναι δύσκολο να αιφνιδιαστεί. Αντιλαμβάνεται το κυνηγό από μακριά και το κυνήγι αρχίζει από μεγάλες αποστάσεις. Εφόσον γεράκι και άνθρωπος συνεργάζονται καλά, μπορεί το πουλί να ακολουθεί ψηλά από τα δέντρα. Ξέρει ότι ο γερακάρης ψάχνει το θήραμα και βρίσκεται συνεχώς κοντά του, έτοιμο για επίθεση. Οι επιθέσεις από τα δέντρα δίνουν το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ταχύτητας. Όσο το γεράκι ασκείται σε αυτή τη μέθοδο μαθαίνει να διαλλέγει κατάλληλα πόστα, χωρίς ενδιάμεσα εμπόδια που θα μπορούσαν να ανακόψουν την καταδίωξη. Άν μια επίθεση αποτύχει το γεράκι προσέχει πού κρύβεται το κουνέλι και κάθεται σε ένα κλαδί από πάνω του περιμένοντας εκ νέου τον γερακάρη να το ξεπετάξει. Με τη βοήθεια μιας εξημερωμένης νυφίτσας είναι δυνατό να κυνηγήσει κανείς κουνέλια βγάζοντάς τα από τα λαγούμια τους. Στο εξωτερικό η μέθοδος αυτή είναι αρκετά διαδεδομένη, οι νυφίτσες εκτρέφονται και ανατρέφονται από τον άνθρωπο και γίνονται ήμερες σα γάτες. Άν τοποθετηθούν στην είσοδο


ενός λαγουμιού αρχίζουν να προχωρούν έως ότου εντοπίσουν κάποιο κουνέλι το οποίο αναγκάζεται να βγει έξω για να σωθεί, οπότε δίνει στο γεράκι ευκαιρία για επίθεση. Χρειάζεται πάντως ανάλογη εμπειρία για να μην προκύπτουν προβλήματα. Τα μεγάλα, δαιδαλώδη λαγούμια πρέπει να αποφεύγονται μια που το κουνέλι μπορεί να καταφεύγει όλο και βαθύτερα ενώ η νυφίτσα ακολουθεί καταλήγοντας στο τέλος το θήραμα να ξεφεύγει από μια μακρυνή έξοδο και ο γερακάρης περιμένει ώρες τη νυφίτσα του να εμφανιστεί. Επίσης αν η νυφίτσα τη συγκεκριμένη μέρα είναι ράθυμη και νωχελική, μπορεί να ξαπλώσει στο ζεστό λαγούμι και να αργήσει πολύ να επιστρέψει στο φως. Άλλο δυσάρεστο ενδεχόμενο, αν όλα δε φροντιστούν τέλεια, είναι να επιτεθεί το αρπακτικό στην ίδια τη νυφίτσα και να την τραυματίσει ή ακόμη και να τη σκοτώσει. Αυτός ο τρόπος κυνηγιού είναι πολύ αποδοτικός, αλλά το θέαμα φτωχό. Τα κουνέλια πετάγονται από τις τρύπες τους στα πόδια του γερακάρη και η επίθεση είναι τόσο κοντινή ώστε το γεράκι τα πιάνει στα πρώτα μέτρα. Τα πλατύφτερα γεράκια και οι αετοί έχουν τη δυνατότητα να ανεμοπορούν για μεγάλα διαστήματα χωρίς, σχεδόν, να κινούν τις φτερούγες τους. Από αυτά τα ύψη. είναι ικανά για συναρπαστικές εφορμήσεις και κάθε γερακάρης αξίζει να επιχειρήσει αυτόν τον τρόπο κυνηγιού, εφόσον του το επιτρέπει το τοπίο. Εκτεταμένη γυμνή γη, λοφώδης, με κάποιο χαμηλό αεράκι είναι η σωστή προϋπόθεση. Ο εκπαιδευτής σηκώνει το γάντι παροτρύνοντας από το ύψωμα να γλυστρήσει


το αρπακτικό στον αέρα και σαν χαρταετός να αρχίσει να υψώνεται. Ο ίδιος κατηφορίζει κόντρα στον άνεμο ελπίζοντας πως το γεράκι θα κρατηθεί ψηλά από πάνω του και προσπαθεί να ξεπετάξει όσο τω δυνατώ πιο σύντομα ένα κουνέλι. Άν όλα πάνε

καλά

και

το

γεράκι

ανταμοιφθεί,

καταλαβαίνει

το

πλεονέκτημα μιας τέτοιας πτήσης και την επαναλαμβάνει. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες επιτρέπεται το νυχτερινό κυνήγι με προβολέα. Άνθρωποι που δουλεύουν πολύ και δεν έχουν χρόνο να πετούν τα γεράκια τους στη διάρκεια της ημέρας καθώς και άνθρωποι που ζούν σε περιοχές όπου τα κουνέλια είναι άγρια και απλησίαστα μαθαίνουν τα γεράκια τους να κυνηγούν νύχτα. Η μέθοδος είναι απλή. Το γεράκι ξεκινά να ορμά πρώτα στο ομοίωμα, νύχτα, φωτισμένο από τη δέσμη του προβολέα. Καλό είναι στις αρχικές προσπάθειες να είναι το αρπακτικό δεμένο με σχοινάκι. Σιγά, σιγά αυξάνονται οι αποστάσεις και το πουλί μαθαίνει πως όπου πέφτει το φως υπάρχει στόχος. Κατόπιν περνούν στο αληθινό κυνήγι που χρειάζεται, εκτός από τον γερακάρη, έναν δεύτερο άνθρωπο για να χειρίζεται τον προβολέα. Μια άλλη μέθοδος, αρκετά δημοφιλής, είναι το κυνήγι του κουνελιού μέσα από τετρακίνητο όχημα. Με τον τρόπο αυτόν ο γερακάρης

καλύπτει

μεγαλύτερες

αποστάσεις

χωρίς

να

κουράζεται και όταν εντοπιστει θήραμα εξαπολύει το γεράκι του

από

το

εκπαιδευτής

παράθυρο. πρέπει

να

Πριν είναι

επιχειρηθεί βέβαιος

ότι

κάτι το

τέτοιο γεράκι

ο θα

συμπεριφερθεί σωστά μέσα στον στενό χώρο του αυτοκινήτου. Άν κάποιο γεράκι ταράζεται και προσπαθεί να πετάξει μέσα από


τα τζάμια, θα χρειαστούν μερικές βόλτες εξοικείωσης οπότε θα του προσφέρεται κάποια ποσότητα τροφής για να ασχολείται ώσπου να μάθει να κάθεται ήσυχο. Η βοήθεια του σκύλου φέρμας στο κυνήγι του αγριοκούνελου είναι σε κάθε περίπτωση σημαντική, ιδίως όταν ο τόπος είναι «σφικτός»,

δηλαδή

το

έδαφος

καλύπτεται

από

πυκνή

βλάστηση και είναι αδύνατο να εντοπιστούν τα θηράματα. Λαγός Ο λαγός είναι δύσκολο και επικίνδυνο θήραμα. Το μέγεθός του είναι τέτοιο και η μάχη που δίνει για να ξεφύγει από τα νύχια του αρπακτικού τόσο σκληρή που θεωρείται ακατάλληλος για όλα εκτός από τα πλέον θαρραλέα γεράκια και τους αετούς. Ο γερακάρης που φιλοδοξεί να κυνηγήσει λαγούς θα πρέπει να περάσει κάποιους μήνες κυνηγώντας πρώτα κουνέλια για να αποκτήσει το γεράκι του πείρα και αυτοπεποίθηση στην πάλη με το θήραμα. Να μάθει να το ακινητοποιεί αποφασιστικά κρατώντας το από το κεφάλι και να αγνοεί τη προσπάθειά του να δραπετεύσει. Όταν έρθει η ώρα να επιχειρήσει το κυνήγι του λαγού, πρέπει να επιλέξει κανείς νεαρά ζώα που βρίσκονται ακόμη στην ανάπτυξή τους, ελπίζοντας πως το αρπακτικό θα αντέξει τα ισχυρά τινάγματα των ποδιών του λαγού και θα καταφέρει να το κρατήσει μέχρις ότου φθάσει ο γερακάρης στο σημείο και το αποτελειώσει. Όσο οι αποτυχίες αποθαρρύνουν, τόσο οι επιτυχίες δίνουν στο γεράκι κουράγιο και οι ελπίδες ότι ο λαγός θα περιλαμβάνεται στα μελλοντικά μας κυνήγια αυξάνονται. Το θηλυκό Διπλοσάϊνο, το θηλυκό Χάρρις και


Κοκκινόουρο γεράκι είναι κατάλληλα εφόσον δείξουν κουράγιο και ο γερακάρης προετοιμάσει σωστά την πρακτική του. Οι αετοί

και

οι

σπιζαετοί

είναι

αρκετά

ισχυροί

ώστε

να

καταβάλλουν εύκολα την αντίσταση των μεγάλων λαγών, αρκεί να είναι καλά γυμνασμένοι για να τους προλαβαίνουν. Στην Ελλάδα το κυνήγι του λαγού γίνεται με σκύλους ιχνηλασίας και τα μέρη είναι συνήθως πυκνά και κακοτράχαλα, πολύ ακατάλληλα για ιερακοθηρία. Σε χώρες όμως όπως η Αγγλία οι λαγοί συναντώνται στα λιβάδια και είναι οι αριθμοί τους ικανοί να δώσουν στον γερακάρη που περπατά αρκετές ευκαιρίες για επιθέσεις σε ελεύθερο οπτικά πεδίο. Φασιανός Αυτό το όμορφο σκαλιστικό απελευθερώνεται κάθε χρόνο σε μεγάλους αριθμούς εμπλουτίζοντας τους κυνηγότοπους της Ευρώπης. Όσα πουλιά απομένουν από την προηγούμενη χρονιά, πλήρως

ενταγμένα στην άγρια ζωή, ξέρουν να

κρύβονται και μπορούν να πετάξουν πολύ γρήγορα για να γλυτώσουν από την επίθεση ενός γερακιού. Οι φασιανοί όμως που απελευθερώνονται για να κυνηγηθούν την ίδια χρονιά δείχνουν συχνά τόσο ανυποψίαστοι που αρνούνται ακόμη και να πετάξουν. Το

μέγεθος

του

ενήλικου

αρσενικού

φασιανού

ίσως

αποθαρρύνει ένα αρσενικό Χάρρις ή Διπλοσάϊνο που μπορεί να τον κυνηγήσει αλλά να διστάσει την τελευταία στιγμή να τον αρπάξει. Αυτή η «δειλία» οφείλεται στο χαρακτήρα του συγκεκριμένου αρπακτικού, ή σε λάθος του εκπαιδευτή που


δεν κατάφερε να βρεί το κυνηγετικό του βάρος ή βιάστηκε να το ξεκινήσει στους μεγάλους φασιανούς, πριν του δώσει ορισμένες ευκαιρίες να σκοτώσει νεαρούς ή θηλυκούς για να στερεώσει την αυτοπεποίθησή του. Σε περιοχές που οι φασιανοί αφθονούν είναι δυνατόν να κυνηγηθούν χωρίς σκύλο,με περιορισμένη πάντως επιτυχία. Ο γερακάρης περπατά χτυπώντας με μια βίτσα τους θάμνους και τις πιθανές κρυψώνες ελπίζοντας κάποιον να ξεπετάξει. Το σοβαρό κυνήγι γίνεται με τη βοήθεια σκύλων φέρμας ή σκύλων κλειστής έρευνας που δε φερμάρουν αλλά ξεπετούν το θήραμα

σε

κοντινή

απόσταση

ώστε

να

έχει

το

γεράκι

δυνατότητα να το προλάβει. Η επίθεση μπορεί να γίνει από το γάντι ή από ψηλά δέντρα. Άν το γεράκι στην καταδίωξη χάνει απόσταση και μένει πίσω, ακολουθεί το φασιανό μέχρι το σημείο

που

καταφεύγει

και πιάνει

μια

θέση

από

πάνω

ενεδρεύοντας. Ο γερακάρης πρέπει τότε να εντοπίσει γεράκι και θήραμα με τη βοήθεια του σκύλου ή της τηλεμετρίας και να το ξεπετάξει εκ νέου δίνοντας στο αρπακτικό μια δεύτερη, καλύτερη ευκαιρία. Μια τακτική του φασιανού που δυσκολεύει τα Χάρρις και τα αγύμναστα Διπλοσάϊνα είναι, όταν δέχεται επίθεση, αντί να πετά να τρέχει. Τη στιγμή που το αρπακτικό ετοιμάζεται να τον αρπάξει τινάζεται στον αέρα κι απογειώνεται αφήνοντας το γεράκι άπραγο στο χώμα. Πέρδικα Ακόμη και στα πλατιά λιβάδια της ευρώπης η πέρδικα είναι δύσκολο να πιαστεί. Πολύ περισσότερο δύσκολο θα ήταν το


κυνήγι της στα ελληνικά βουνά με τις απότομες πλαγιές όπου οι

πέρδικες

αναπτύσσουν

εκπληκτική

ταχύτητα

για

να

γλυτώσουν. Τα Πλατύφτερα γεράκια λοιπόν αποκλείονται από αυτό το κυνήγι. Μόνο ένας καλά γυμνασμένος αστούριος μπορεί να χρησιμεύσει πιάνοντας την πέρδικα τη στιγμή που σηκώνεται από το έδαφος και εφόσον η απόσταση μεταξύ τους είναι μικρή. Όλα εξαρτώνται από τη συμπεριφορά του σκύλου που πρέπει να είναι έμπειρος και υπομονετικός. Να πλησιάζει τα πουλιά προσεκτικά δίνοντας ευκαιρία στον γερακάρη να φέρει το αρπακτικό όσο πιο κοντά γίνεται στο κρυμμένο κοπάδι. Από τα είδη των κοντόφτερων γερακιών τη μεγαλύτερη επιτυχία έχουν σημειώσει Διπλοσάϊνα πιασμένα σε παγίδες που έχοντας ζήσει ελεύθερα ήταν γυμνασμένα σε βαθμό που δεν φτάνουν ποτέ τα κλουβίσια γεράκια. Αγριόπαπιες Ο γερακάρης που θέλει να κυνηγήσει με επιτυχία αυτό το θαυμάσιο θήραμα πρέπει κυρίως να βρει κατάλληλο τόπο. Είναι εύκολο να συναντήσει κανείς μεγάλα κοπάδια σε ανοιχτές εκτάσεις νερού, σε λίμνες, δέλτα ποταμών ή σε μεγάλα ποτάμια όπου κολυμπούν απροσπέλαστες. Και αν ακόμη πετύχει να τις πλησιάσει αρκετα στην ακτή, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το γεράκι να αρπάξει την πάπια και να πέσουν τα δυο πουλιά στο νερό. Τα μέρη λοιπόν που προσφέρονται για αυτό το κυνήγι είναι τενάγη, μικρές λακούβες με νερό καθώς και τα αρδευτικά κανάλια των πεδιάδων. Ο γερακάρης περιφέρεται με το γεράκι στο γάντι περιμένοντας από το σκύλο του να βρει


μέσα στις καλαμιές και να σηκώσει τις αγριόπαπιες ή, αν δεν έχει σκύλο, ελπίζει πως στο πέρασμά του, τυχαία, θα τρομάξει κάποιο κοπάδι και θα δώσει στο γεράκι τη δυνατότητα μιας καλής επίθεσης. Αυτό σημαίνει ότι οι πάπιες θα σηκωθούν κοντά του και το αρπακτικό θα εκμεταλλευθεί τη στιγμή αυτής της βαριάς απογείωσης. Αλλιώς, αν προλάβουν να αναπτύξουν ταχύτητα είναι απίθανο να τις προλάβει, πετούν πολύ γρήγορα. Άλλοι τρόποι κυνηγιού είναι ο εντοπισμός των πουλιών από μακριά

και

η

κρυφή

προσέγγυσή

τους,

καθώς

και

η

τοποθέτηση του γερακιού σε ψηλά δέντρα. Εφόσον η παρουσία της αγριόπαπιας είναι έντονη στην περιοχή, μπορεί το γεράκι κατοπτεύοντας από κάποιο κλαδί να εντοπίσει ένα πουλί που βόσκει ανύποπτο και να το πιάσει στο έδαφος αιφνιδιαστικά. Έτσι έχουν πιθανότητα σε αυτό το κυνήγι τα Χάρρις, ακόμη και οι Κοκκινόουρες γερακίνες. Με αυτά τα είδη που υπολείπονται σε ταχύτητα ο γερακάρης μπορεί ακόμη να περπατά καταμήκος των

καναλιών,

ενώ

στην

αντίπερα

όχθη

θα

ακολουθεί

παράλληλα ένας βοηθός που θα τρομάζει τα πουλιά να σηκώνονται προς το μέρος του γερακιού που έτσι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Είναι μια πολύ αποτελεσματική μέθοδος για τις βόρειες χώρες που βρύθουν από αγριόπαπιες. Στην Ελλάδα θα δυσκολευόταν κανείς να βρει πουλιά έτσι. Τα πλατύφτερα γεράκια Η κοινή Γερακίνα (Buteo buteo) Η Γερακίνα είναι ένα από τα πολυπληθέστερα αρπακτικά της Ευρώπης. Τη συναντάμε στους κάμπους όπου παραμονεύει


ώρες την εμφάνιση κάποιου τρωκτικού για να το πιάσει με μια αθόρυβη

βουτιά.

Αυτός

ο

νωχελικός

κυνηγός

μικρών

θηραμάτων έχει πολύ περιορισμένη αξία στην ιερακοθηρία. Τα δάχτυλά της είναι κοντά, προσαρμοσμένα να κρατούν μικρά θηράματα και η πτήση της βαριά, χωρίς τη γρήγορη εκκίνηση του Χάρρις. Μπορεί ωστόσο να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στο κυνήγι μικρών κουνελιών και της νερόκοτας. Το μέγεθός και ο αργός μεταβολισμός της τήν έχουν καθιερώσει ως ένα γεράκι πολύ κατάλληλο για αρχάριους. Δεν απειλείται τόσο από λάθη στον έλεγχο του βάρους και δε δείχνει ιδιαίτερες φοβίες που θα δυσκόλευαν έναν πρωτάρη. Η Κοκκινόουρη γερακίνα (Buteo jamaicansis) Από κάποια απόσταση η Κοκκινόουρη γερακίνη μοιάζει με την Ευρωπαϊκή.

Άν

τις

συγκρίνει

κανείς

από

κοντά

θα

δει

σημαντικές διαφορές. Η Κοκκινόουρη είναι πολύ ισχυρότερο αρπακτικό, όχι μόνο επειδή το βάρος της είναι μεγαλύτερο, μα και επειδή τα πόδια της είναι μεγάλα, με δυνατά δάχτυλα, τόσο ώστε τα θηλυκά του είδους είναι ικανότατα να κυνηγούν λαγό, ενώ τα αρσενικά σκοτώνουν με τη μεγαλύτερη ευκολία κουνέλια.

Στο

κυνήγι

φτερωτών

θηραμάτων,

μολονότι

υστερούν σε ταχύτητα, οι Κοκκινόουρες γερακίνες δείχνουν μεγάλο πάθος και αν τους δοθεί καλή ευκαιρία θα πιάσουν φασιανούς, αγριόπαπιες και φαλαρίδες, κοράκια και γλάρους. Το μυστικό εδώ βρίσκεται στην καλή γυμναστική και στον αιφνιδιασμό των θηραμάτων από όσο γίνεται κοντινότερη απόσταση. Πολλοί τις πετάνε μέσα από το αυτοκίνητο σε πουλιά που βόσκουν στις παρυφές ερημικών δρόμων.


Ο απολαυστικότερος τρόπος κυνηγιού με αυτό το γεράκι είναι να μάθει να ακολουθεί από ψηλά. Οι μεγάλες φτερούγες τους είναι ιδανικές και τους επιτρέπουν να ανεμοπορούν ώρες, χωρίς να κουράζονται. Από τέτοια ύψη οι επιθέσεις είναι πολύ γρήγορες και αποτελεσματικές. Για

τους

αρχάριους

οι

Κοκκινόουρες

γερακίνες

έχουν

δυσκολίες. Η αυτοπεποίθηση και η δύναμή τους χρειάζονται την επίβλεψη ενός εμπειρότερου γερακάρη, τουλάχιστον στην αρχή. Έχουν την τάση να μπήγουν τα νύχια τους στο γάντι κι αν από λάθος καθίσει ένα τέτοιο γεράκι στην πλάτη μας ή χειρότερα- στο κεφάλι μπορεί να μας τραυματίσει. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή αλλιώς ο γερακάρης στα πρώτα του βήματα θα φοβάται το γεράκι του αντί να το απολαμβάνει. Η αμερικάνικη Αετογερακίνα (Buteo regalis) Αυτή

η

γερακίνα

είναι

αρκετά

μεγαλύτερη

από

την

Κοκκινόουρη και έχει φτερωμένους ταρσούς ως τα δάχτυλα, όπως οι αετοί. Είναι κυνηγός των ανοιχτών εκτάσεων και μόνο αν έχει κανείς πρόσβαση σε τέτοιο τόπο αξίζει να εκπαιδεύσει αυτό το πουλί. Η εξημέρωσή της απαιτεί μεγάλη υπομονή γιατί προβάλλει στην αρχή άκαμπτη αντίδραση και προοδεύει πολύ αργά, ενώ δείχνει σχεδόν αδύνατο να μάθει να κάθεται στο γάντι.

Ο

λόγος

αμερικάνικες

αυτής

της

Αετογερακίνες

ιδιορρυθμίας σε

άγρια

είναι

κατάσταση

πως

οι

σπάνια

κάθονται σε δέντρα, τον πέρισσότερο χρόνο τον περνούν στο έδαφος. Κατ' επέκταση η θέση στο γάντι φαίνεται πως δεν είναι καθόλου στη φύση τους.


Πολλά

θηλυκά

επιθετικότητα

άτομα

προς

Αετογερακίνες

είναι

του

τον

είδους

εκπαιδευτή

ακατάλληλα

εκδηλώνουν τους

πουλιά

και για

έντονη

γενικά

οι

αρχάριους.

Θεωρούνται σωστή επιλογή για εκείνους που φιλοδοξούν να πετάξουν αετούς. Έτσι ο χειρισμός και η αντιμετώπιση κάθε δυσκολίας που προκύπτει τους προετοιμάζει για τα αντίστοιχα, μεγαλύτερου βαθμού, βέβαια, προβλήματα του αετού. Η

αμερικάνικη

Αετογερακίνα,

σε

αντίθεση

με

τις

άλλες

γερακίνες, είναι γρήγορο αρπακτικό. Στη φύση σκοτώνει εκτός απο

θηλαστικά

και

διάφορα

εδαφόβια

πουλιά.

Στην

ιερακοθηρία όμως χρησιμοποιείται κυρίως στο κυνήγι του αγριοκούνελου. Δυστυχώς ενώ το μέγεθός της είναι μεγάλο τα πόδια της είναι πολύ μικρά, όχι αρκετά για να κρατήσουν ένα λαγό. Το αρσενικό φαίνεται πως δυσκολεύεται ακόμη και με το κουνέλι, για αυτό θεωρείται σχεδόν ακατάλληλο για κυνήγι. Μολαταύτα η Αετογερακίνα σε έμπειρα χέρια μπορεί να αποδειχθεί ένας θαυμάσιος και πολύ εντυπωσιακός κυνηγός, πετώντας ψηλά, σαν μακρύφτερο γεράκι και εφορμώντας στη λεία της με ασυνήθιστες για το μέγεθός της ταχύτητες. Το γεράκι Χάρρις (Parabuteo unicinctus) Το

γεράκι

αυτό

επιστημονικά

ονομάζεται

Parabuteo

δηλώνοντας έτσι τη στενή συγγένεια με τις γερακίνες (Buteo). Η αλήθεια είναι ότι απέχει αρκετά. Έχει πολύ μακριά πόδια, κοντές φτερούγες και μεγάλη ουρά που θυμίζουν αστούριο, όχι γερακίνα.


Πλήθος θηραμάτων έχει κυνηγηθεί από τους γερακάρηδες που πετούν Χάρρις, από σπουργίτια μέχρι αγριόχηνες κι από αρουραίους

μέχρι

λαγούς.

Η

φύση

τους

είναι

απόλυτα

κοινωνική. Ζουν σε ομάδες και συνεργάζονται μεταξύ τους στον

εντοπισμό

εκπαιδευτούν

και

τη

σύλληψη

στρέφουν

αυτή

του την

θηράματος.

Όταν

ενστικτώδη

τάση

συνεργασίας προς τον γερακάρη. Ακολουθούν τον άνθρωπο και

προσαρμόζονται

στον

τρόπο

που

αυτός

κυνηγά.

Η

περιέργεια, η ευφυϊα και το πάθος τους τα οδηγούν σύντομα σε πλούσια κυνηγετική πείρα. Έτσι ένα ώριμο Χάρρις είναι απολαυστικό, δεν αγχώνει τον εκπαιδευτή του, αποζητά τη συντροφιά

του

και

κάθε

κοινή

τους

συνήθεια.

Αρκετοί

γερακάρηδες εκμεταλλεύονται τον κοινωνικό χαρακτήρα του είδους και πετούν περισσότερα από ένα Χάρρις ταυτόχρονα με μεγαλύτερη επιτυχία στο κυνήγι. Η

εκπαίδευσή

τους

είναι

απλούστερη

από

των

άλλων

αρπακτικών, προοδεύουν γρήγορα και σταθερά, η νευρικότητά τους χάνεται από τις πρώτες κιόλας μέρες. Σχεδόν όλα τα νεαρά Χάρρις μόλις ημερέψουν αρκετά και νιώσουν ότι ο άνθρωπος τους δίνει τροφή αρχίζουν να φωνάζουν. Φωνάζουν ακατάπαυστα, σαν τα γεράκια μου μεγάλωσαν από ανθρώπινο χέρι. Η φωνή αυτή απευθύνεται στον γερακάρη ζητώντας τροφή αλλά και συντροφιά. Στο μυαλό του γερακιού ο γερακάρης παίρνει τη θέση που είχαν οι γονείς του. Οι ενοχλητικές και αναπόφευκτες φωνές τους παύουν αν τα Χάρρις ωριμάσουν σωστά. Αυτό συντελείται κατά τη διάρκεια της πρώτης πτερόρροιας. Την ερχόμενη άνοιξη, όταν αρχίσουν να ρίχνουν τα φτερά τους πρέπει να αφεθούν σε κατάλληλη


κλούβα

και

απομονωμένα.

να

περάσουν

Όταν

βγουν,

εκεί το

τέσσερις-πέντε

φθινόπωρο,

μήνες

ντυμένα

το

καινούργιο φτέρωμα η ιδιοσυγκρασία τους θα έχει αλλάξει και ο γερακάρης θα έχει στο χέρι του ένα ενήλικο γεράκι, έτοιμο να συνεργαστεί μαζί του χωρίς τις φωνές και τη συμπεριφορά του νεοσσού που μόλις πέταξε από τη φωλιά του. Ορισμένοι εκπαιδευτές προτιμούν να αφήνουν τα νεαρά Χάρρις με τους γονείς τους για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από το συνηθισμένο. Αυτός είναι ένας σίγουρος τρόπος να αποφύγει κανείς τη φωνή, έχει όμως σημαντικό κόστος. Τα πουλιά έτσι αγριεύουν τόσο που ορισμένα είναι αδύνατο να δεθούν στενά με τον εκπαιδευτή τους. Η μόνη ίσως προβληματική πτυχή των Χάρρις είναι ένας έμφυτος φόβος για τα σκυλιά. Αυτό πρέπει να αντιμετωπιστεί από το πρώτο λεπτό που το γεράκι κάθεται στο γάντι. Πρέπει οπωσδήποτε η εξημέρωσή τους να γίνει μπροστα σε όσο περισσότερους σκύλους είναι δυνατό. Η παραμικρή αμέλεια θα στερήσει από τον γερακάρη την προοπτική να χρησιμοποιεί στα κυνήγια του σκύλο. Επιπλέον θα τον ταλαιπωρήσει αφού σε κάθε απροσδόκητη εμφάνιση ξένων σκύλων στο ύπαιθρο, το Χάρρις θα τρομάζει φεύγοντας μακριά. Πολλοί γερακάρηδες που έχουν απλώς παρακολουθήσει μερικά Χάρρις να πετούν ή που κάποτε βρέθηκαν με ένα τέτοιο γεράκι για λίγο, νομίζουν πως είναι αργά πουλιά, χωρίς κανένα πλεονέκτημα απέναντι στις γερακίνες. Πράγματι η τελική τους ταχύτητα δεν είναι μεγάλη. Έτσι συμπεραίνουν ότι το Χάρρις


δεν είναι ικανό για φτερωτά θηράματα. Το μυστικό βρίσκεται στην γρήγορη εκκίνηση και όχι στην τελική τους ταχύτητα. Αυτό σημαίνει ότι ο γερακάρης πρέπει να πλησιάσει πολύ κοντά στη θήραμα ή ότι το γεράκι πρέπει το ακολουθήσει χωρίς πιθανότητες επιτυχίας, θα δει όμως το σημείο που κρύφτηκε και θα πιάσει μια ευνοϊκή θέση από πάνω του ώστε να το αρπάξει με μια γρήγορη επίθεση όταν ο γερακάρης ή ο σκύλος το ξεπετάξει. Άν ένα Χάρρις είναι αγύμναστο δεν μπορεί να καταδιώξει ούτε τα αργά θηράματα γιατί υπερτερούν σε αντοχή και δεν πετυχαίνει ούτε στις κοντινές, αιφνιδιαστικές επιθέσεις σε φτερωτα γιατί η απότομη επιτάχυνση του το εξαντλεί κι ενώ απαιτούνταν η ελάχιστη ακόμη προσπάθεια για να προφτασει το στόχο του, το βλέπουμε να εγκαταλείπει και να κάθεται απέλπιδο στο χώμα. Η ιστορία του είδους στην ιερακοθηρία είναι πολύ πρόσφατη. Έχει γίνει όμως το πιο δημοφιλές γεράκι, τόσο στην κοιτίδα του, την Αμερική, όσο και στην Ευρώπη. Δεν είναι μόνο ιδεώδες για κάποιον που ξεκινά αλλά και για τον έμπειρο γερακάρη που ξέρει να αξιοποιεί όποιο αρπακτικό έχει στα χέρια του. Οι αετοί Είναι, δυστυχώς, αλήθεια ότι αυτά τα υπέροχα πουλιά γίνονται μέσο επίδειξης για πολλούς, καθόλου μερακλήδες -κατά τη γνώμη μου- «γερακάρηδες». Μολοντούτο υπάρχουν και οι πραγματικοί λάτρεις που καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν σε


όλες

τις

απαιτήσεις

ενός

τόσο

μεγάλου

αρπακτικού

και

βρίσκουν τρόπο να το πετούν όπως αξίζει. Δεν έχω δει ποτέ κάτι τέτοιο, θα πρεπει όμως να είναι πολύ εντυπωσιακό. Ένας μεγάλος αετός για να πετάξει καλά χρειάζεται απέραντες, λοφώδεις εκτάσεις, ώστε να ακολουθήσει την εκπαιδευτή του καθώς εκείνος κατηφορίζει μια πλαγιά αποκτώντας εύκολα ύψος και να μπορέσει να αναπτύξει στη συνέχεια την πτήση του. Όταν βρεθεί στον ουρανο, ο ουρανός θα πρέπει να είναι δικός του. Αυτό σημαίνει πως η γη επιτρέπει την παρουσία ενός τόσο ισχυρού αρπακτικού από πάνω της, χωρίς δηλαδή να απειλούνται ορνιθώνες, σκύλοι, γάτες ή ακόμη και άνθρωποι. Βέβαια δεν είναι όλοι οι αετοί τόσο επικίνδυνοι και δεν είναι όλα τα είδη των αετών του ίδιου μεγέθους. Ωστόσο ο γερακάρης

που

ονειρεύεται

έναν

αετό

δεν

μπορεί

να

παραβλέψει αυτά τα ενδεχόμενα. Η κυνηγετική αξία των αετών είναι περιορισμένη. Ακόμη και οι ελαφρύτεροι σπιζαετοί που στη φύση πετούν γρήγορα και θηρεύουν αρκετά πουλιά, στο χέρι του γερακάρη σκοτώνουν μόνο θηλαστικά, λαγούς και κουνέλια. Ο λογος είναι ότι χρειάζονται μεγάλη απόσταση για να αναπτύξουν ταχύτητα και η ιερακοθηρία δεν τους παρέχει τέτοια δυνατότητα. Οι αετοί, λοιπόν, χρησιμοποιούνται κυρίως στο κυνήγι του λαγου και του αγριοκούνελου και για να φθάσουν σε σημείο να είναι αποτελεσματικοί χρειάζονται μήνες καθημερινής γυμναστικής. Στο σημείο αυτό πολλοί αντιτάσσουν, ποιός ο λόγος να πασχίζει κανείς κρατώντας στο χέρι του ένα τόσο βαρύ αρπακτικό, ενώ μπορεί να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα με μια


θηλυκή Κοκκινόουρη γερακίνα ή ένα θηλυκό Διπλοσάϊνο; Νομίζω η απάντηση βρίσκεται στην προσωπική συγκίνηση του καθενός και όχι στο αποτέλεσμα. Οι πολύ μεγάλοι αετοί, όπως ο Χρυσαετός, μπορούν να κυνηγήσουν ζώα όπως η αλεπού, το ζαρκάδι

ακόμη

εναλλακτική

και

λύση.

ο

λύκος

και

Προσωπικά

σε

αυτό

θεωρώ

δεν

τέτοια

υπάρχει κυνήγια

υπερβολικά και βάρβαρα, χωρίς βεβαια η κρίση αυτή να στρέφεται κατά των λαών που τα ασκούν παραδοσιακά, όπως οι κάτοικοι του Καζακστάν. Όπως κι αν έχει η ευθύνη που συνοδεύει το χειρισμό ενός αετού και το

υψηλό

του κόστος τούς

καθιστά τελείως

ακατάλληλα πουλιά για αρχάριους. Όποιος ενδιαφέρεται πρέπει να ερευνήσει αρκετά, να διαβάσει, να συζητήσει με έμπειρους γερακάρηδες και ακολουθώντας ευλαβικά τις συμβουλές τους να προχωρήσει. Τα κοντόφτερα γεράκια Το Ξεφτέρι (Accipiter nisus) To Ξεφτέρι είναι ένας εξαιρετικός κυνηγός πουλιών και από τα πιο χρήσιμα αρπακτικά στην ιερακοθηρία. Όμως η φύση του είναι τόσο νευρική, το σώμα του τόσο λεπτό και ντελικάτο που απαιτεί αρκετή πείρα και μεγάλη υπομονή η εκπαίδευσή του. Το

αρσενικό

θεωρείται

σχεδόν

ακατάλληλο,

με

πόδια

λεπτότατα και εύθραυστα, φτερά που καταστρέφονται εύκολα, χαρακτήρα

γεμάτο

ξαφνικούς

φόβους

και

απρόβλεπτες

αντιδράσεις και μεταβολισμό τόσο γρήγορο που για λίγα γραμμάρια τροφής λιγότερο ή επιπλέον μπορεί να πεθάνει ή να


χαθεί. Το θηλυκό έχει τις ίδιες δυσκολίες σε μικρότερο βαθμό, μια που το μέγεθός της είναι περίπου διπλάσιο. Άν εκπαιδευτεί σωστά διαπρέπει στο κυνήγι του κότσυφα, της τσίχλας και του ορτυκιού. Όλα τα μικρόπουλα , εντομοφάγα ή κοκκοφάγα περιλαμβάνονται στην κυνηγετική του δράση, με μικρότερο ενδιαφέρον ίσως, ενώ από τα μεγαλύτερα είδη μπορεί να σκοτώσει

περιστέρια,

καρακάξες,

νερόκοτες,

ακόμη

και

πέρδικες. Ο παραδοσιακός τρόπος που εφαρμόζεται για το κυνήγι του κότσυφα χρειάζεται τη σύμπραξη ενός, τουλάχιστον, βοηθού. Ο γερακάρης περπατά καταμήκος των βάτων, καθώς ο βοηθός ακολουθεί παράλληλα στην απέναντι πλευρά και με μια βίτσα χτυπά τους θάμνους. Τα πουλιά τρομάζουν, πετούν προς τη μεριά του γερακάρη και το γεράκι επιτίθεται. Οι επιθέσεις είναι σύντομες και ταχύτατες, αν το αρπακτικό δεν προλάβει, ο κότσυφας κρύβεται πάλι στα βάτα. Στη

Ασία

κυνηγούν

τα

ορτύκια

κατά

τη

φθινοπωρινή

μετανάστευση, χωρίς σκύλο. Ο γερακάρης περιφέρεται στους κάμπους και στα περιβόλια και το Ξεφτέρι κυνηγά όσα ορτύκια τρομάζουν και σηκώνονται από κοντά. Στο κυνήγι αυτό η βοήθεια του σκύλου θα ήταν πολύτιμη, επειδή όμως κρατά μόνο δυο μήνες οι φτωχοί αυτοί άνθρωποι αποφεύγουν να συντηρούν κυνηγόσκυλα. Η

μοντέρνα

μεγαλωμένα

ιερακοθηρία από

τους

δε

χρησιμοποιεί

φυσικούς

τους

πια

γονείς

Ξεφτέρια αλλά

από

άνθρωπο. Ο εκπαιδευτής παίρνει το γεράκι του σε ηλικία δέκα


ημερών περίπου και το ανατρέφει μέσα στην οικογένειά του. Το πουλάκι μαθαίνει ό,τι το περιστοιχίζει και γίνεται σχετικά ήμερο. Μολαταύτα η ντελικάτη του κατασκευή χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα και το φτέρωμά του, προπάντων η ουρά, εύκολα καταστρέφεται. Η τροφή πρέπει να είναι άριστη, φρέσκια και πλούσια σε πρωτεϊνες, χωρίς καθόλου λίπος και το μικρόσωμο γεράκι να ζυγίζεται δύο φορές τη μέρα για να παρακολουθείται το βάρος του σχολαστικά. Τα δερματάκια στους ταρσούς πρέπει να είναι μαλακά και η βάση φροντισμένη τέλεια, γιατί ακόμη και το ελάχιστο σκάλωμα είναι αρκετό να προκαλέσει ζημιά στο φτέρωμά του. Το Διπλοσάϊνο (Accipiter gentilis) Το

Διπλοσάϊνο

είναι

ένα

από

τα

πιο

προικισμένα

και

αποτελεσματικά γεράκια στον χώρο της ιερακοθηρίας. Τα μεγάλα θηλυκά έχουν τη δύναμη να σκοτώσουν έναν πλήρως ανεπτυγμένο λαγό και τα αρσενικά αντίστοιχα κυνηγούν το κουνέλι. Όλα, σχεδόν, τα φτερωτά θηράματα είναι εν δυνάμει θηράματά του, από το ορτύκι ως τις αγριόχηνες και τους μεγάλους ερωδιούς. Παλαιότερα που η παγίδευση άγριων αρπακτικών

επιτρεπόταν,

οι

γερακάρηδες

εκπαίδευαν

Διπλοσάϊνα που είχαν ζήσει αρκετό καιρό ελεύθερα. Εκείνα τα πουλιά σαφώς υπερείχαν σε ταχύτητα και κυνηγετικές τακτικές έναντι των σύγχρονων Διπλοσάϊνων που μεγαλώνουν σε εκτροφεία. Ο γερακάρης λοιπόν που φιλοδοξεί να κυνηγήσει τα γρηγορότερα θηράματα, όπως οι πέρδικες θα περιοριστεί ίσως σε λίγες, ευκαιριακές επιτυχίες, εκτός αν γυμνάζει εντατικά το


γεράκι του επί μήνες ώστε να φτάσει τη μυϊκή κατάσταση που έχουν τα άγρια. Το Διπλοσάϊνο δεν ενδείκνυται για άπειρους γερακάρηδες. Καθώς ο μικρόσωμος συγγενής του, το Ξεφτέρι, έχει αρκετά δύσκολο χαρακτήρα, νευρικό κι απρόβλεπτο. Μάλιστα οι σύγχρονοι εκπαιδευτές αρχίζουν σιγά, σιγά να στρέφονται προς την ανατροφή των Διπλοσάϊνών τους από μικρή ηλικία με το χέρι. Μεγαλωμένα έτσι δείχνουν αρκετή σταθερότητα και λιγότερο φόβο, γενικώς. Η μεγάλη εξοικείωση όμως με τον άνθρωπο σε συνδυασμό με τη δύναμή τους μπορεί να οδηγήσει σε επιθετική συμπεριφορά, ιδιαίτερα αν για οποιονδήποτε λόγο πεινάσουν λίγο παραπάνω. Για να αποφευχθούν τέτοια σημεία ο γερακάρης αναγκάζεται να πετάει το Διπλοσάϊνο αρκετά παχύ, κρατώντας το διαρκώς στο γάντι μέχρι να δοθεί κάποια ευκαιρία για επίθεση. Αυτή η τακτική προϋποθέτει, βέβαια, πληθώρα

θηραμάτων,

αλλιώς

γίνεται

μια

πληκτική

περιπλάνηση χωρίς την απόλαυση να βλέπει κανείς το γεράκι του στον αέρα. Επιπλέον τα γεράκια αυτά, εάν αποτύχουν σε κάποια επίθεση, επειδή δεν πεινούν, δεν επιστρέφουν στον εκπαιδευτή τους που είναι υποχρεωμένος να ψάξει για να εντοπίσει το σημείο που κάθονται. Μεγάλη βοήθεια προσφέρει η τηλεμετρία. Πάλι όμως, ακόμη και όταν ο γερακάρης στέκεται κάτω από το κλαδί τους και τα φωνάζει, δεν έρχονται στο γάντι, αλλά πρέπει να επιστρατευτεί το ομοίωμα. Τελευταία έχει διαδοθεί πολύ η εκτροφή του Φιλανδικού Διπλοσάϊνου. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό υποείδος με φανερά ηπιότερο χαρακτήρα. Οι τιμές των συγκεκριμένων πουλιών


είναι σχεδόν διπλάσιες από των υπολοίπων και κατά πώς φαίνεται, σύντομα θα είναι τα μόνα που θα εκτρέφονται. Μακρύφτερα γεράκια Στα κύρια μέρη της εκπαίδευσης τα Μακρύφτερα γεράκια δε διαφέρουν από τα υπόλοιπα αρπακτικά. Βασιζόμαστε όμως περισσότερο στο ομοίωμα παρά στο γάντι. Η κουκούλα επίσης παίζει σημαντικότερο ρόλο. Καθώς το σωματικό βάρος τους αναλογικά με τον όγκο των φτερών τους είναι μεγάλο, απαιτείται πολύ περισσότερη άσκηση για να πετάξουν καλά. Έχουν την τάση να βρίσκονται συνεχώς στον αέρα, αντί να κάθονται και είναι πολύ πιθανό στην αρχή να απομακρύνονται με κίνδυνο να χαθούν. Η κουκούλα είναι απαραίτητη τόσο στη μεταφορά τους, όσο και στο κυνήγι. Αυτά τα γεράκια αντιδρούν σχεδόν κλειστοφοβικά όταν βρεθούν στο στενό χώρο του κουτιού τους. Και η δύναμη των

φτερούγων

καθώς

χτυπούν

στα

τοιχώματα

είναι

καταστροφική για το φτέρωμα. Ενώ η αδημονία τους να πετάξουν

μόλις

φτάνουν

στο

ύπαιθρο

τα

κάνει

να

φτεροκοπούν διαρκώς στο γάντι, να λαχανιάζουν και να ταράζονται δυσκολεύοντας το κυνήγι. Η κουκούλα λύνει αυτά τα προβλήματα βυθίζοντας τα σε μια σκοτεινή ηρεμία και επιτρέποντας στον γερακάρη να τα χειριστεί όπως πρέπει. Συνήθως ο εκτροφέας που μας στέλνει το γεράκι φροντίζει να μας προμηθεύσει και την κατάλληλη κουκούλα. Καλό είναι πάντως να του το ζητήσουμε, μια που στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ακόμη κατασκευαστές ειδών ιερακοτροφίας. Και ενώ


ένα γάντι που δεν εφαρμόζει σωστά δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, μια κουκούλα αν δεν εφαρμόζει τέλεια είναι τελείως άχρηστη. Άν είναι δηλαδή φαρδιά, το γεράκι θα την πετάξει από πάνω του με την πρώτη κίνηση κι αν είναι στενή θα αντιδρά στην ενόχληση και θα υποφέρει. Το

μάθημα

της

κουκούλας

ξεκινά

ταυτόχρονα

με

την

εξημέρωσή του γερακιού. Μόλις βρεθεί δεμένο στο γάντι το πουλί σαστίζει κι αυτό το σάστισμα εκμεταλλευόμαστε. Με μια ακριβέστατη κίνηση του περνάμε την κουκούλα χωρίς να σφίξουμε τα λουριά. Κατόπιν την αφαιρούμε αμέσως, πριν το ίδιο το γεράκι τινάξει το κεφάλι του και τη βγάλει. Γιατί αν μάθει να τη βγάζει μόνο του θα μας ταλαιπωρήσει αρκετά με τις αντιδράσεις του. Άν στην αρχή προσπαθεί να την αποφύγει, δεν πρέπει να καταφύγουμε σε επίμονες προσπάθειες, αλλά ψύχραιμοι να περιμένουμε να του τη φορέσουμε αιφνιδιαστικά. Η

πρώτη

μέρα

θα

περάσει

έτσι

με

τακτικά,

στιγμιαία

«κουκουλώματα», έως ότου δεχτεί ολοκληρωτικά την κίνηση του χεριού μας και την ανώδυνη θέση της κουκούλας στο κεφάλι. Από την επόμενη μέρα θα την αφήνουμε ίσως λίγα δευτερόλεπτα

παραπάνω,

προλαβαίνοντας

πάντα

την

αντίδραση του γερακιού. Όταν φτασουμε να μετράμε πέντε δευτερόλεπτα και το γεράκι μένει ακίνητο, είναι ώρα να σφίξουμε τα λουράκια του πίσω μέρους κι αμέσως ύστερα να τα ξεσφίξουμε και να αφαιρέσουμε την κουκούλα. Σταδιακά αυξάνουμε τα διαστήματα, οι μέρες περνούν, το γεράκι μας ημερεύει και η κουκούλα γίνεται πια μέρος της ζωής του. Στο τέλος ένα μακρύφτερο γεράκι πρέπει να αισθάνεται απόλυτη


άνεση φορώντας την κουκούλα του για όσην ώρα χρειαστεί, χωρίς να δείχνει την παραμικρή ενόχληση. Τάϊσμα στο γάντι Κρατάμε, λοιπόν, το γεράκι στο γάντι δύο ώρες τη μέρα, τουλάχιστον. Κάθε φορά που προβλέπουμε ότι θα προσπαθήσει να πετάξει του φοράμε την κουκούλα και ηρεμεί, κατόπιν την αφαιρούμε, προχωρώντας έτσι, σιγά, σιγά στην εξημέρωσή του. Κάνουμε ό,τι έχουμε περιγράψει για τα κοντόφτερα και τα πλατύφτερα γεράκια. Η τροφή είναι από τώρα εκεί, πρόσφορη στο

γάντι,

άν

θελήσει

να

τη

δοκιμάσει.

Καθόμαστε

απομονωμένοι σε κάποιον ήσυχο χώρο και περιμένουμε. Άν ο χρόνος που διαθέτουμε είναι αρκετός, ας πούμε τρείς ή τέσσερις ώρες ημερησίως, τότε το μακρύφτερο γεράκι θα ξεκινήσει να τρώει στο γάντι από τη δεύτερη μέρα, κατά κανόνα, ενώ το βάρος του είναι ακόμη ψηλά. Στο σημείο αυτό ο γερακάρης δεν θα επιτρέψει στο αρπακτικό να λάβει μεγάλη ποσότητα τροφής για να μην ανακοπεί το αδυνάτισμά και καθυστερήσει η εξημέρωση. Το πουλί ζυγίζεται σχολαστικά και καταγράφονται τα καθημερινά βάρη. Για αρκετές μέρες, άσχετα με την πρόοδο που σημειώνει όσο το κρατάμε στο γάντι, το γεράκι δεμένο στη βάση τρομάζει εύκολα και δεν υποδέχεται με εμπιστοσύνη τον εκπαιδευτή του καθώς πλησιάζει να το πάρει για το καθημερινό μάθημα. Το «σήκωμα» ενός φοβισμένου γερακιού από τη βάση του πρέπει να γίνεται γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση για να μη βλαφθεί από τα χτυπήματα το φτέρωμά του. Ο γερακάρης λύνει αμέσως το


σχοινάκι και το σηκώνει, ενώ το γεράκι κρέμεται στον αέρα. 'Υστερα ευγενικά με το δεξί του χέρι το βοηθά να ανέβει στο γάντι και προχωρεί στη διαδικασία της εξημέρωσης. Όσο κυλούν οι μέρες το πουλί γίνεται πιο σταθερό, συνηθίζει τα πράγματα. Η πείνα του μεγαλώνει, αρχίζει να νιώθει τον γερακάρη ως τροφό και η εμφάνισή του δεν το ταράζει. Στο μεταξύ η διαδικασία της εξημέρωσης έχει μεταφερθεί από την απομονωμένη, ήσυχη γωνιά της πρώτης μέρας στο κέντρο της οικογενειακής κίνησης που μπορεί να είναι η αυλή, κάποιο μπαλκόνι ή το σαλόνι. Σιγά, σιγά φέρνουμε το αρπακτικό σε επαφή με κάθε δυνατό ερέθισμα, καθώς και με την παρουσία ενός ή περισσότερων σκύλων. Άν ο γερακάρης κάνει το σφάλμα να κρατήσει το γεράκι του σε απόσταση από όλα αυτά, η εξημέρωση θα αφορά μόνον εκείνον και πολλά από τα κατοπινά νέα ερεθίσματα θα αποτελούν πρόβλημα. Πηδώντας στο γάντι Αφού το γεράκι μας έχει εξημερωθεί σε βαθμό τέτοιο ώστε να δέχεται αμέσως το κρέας που του προσφέρουμε, είναι η στιγμή που θα του ζητήσουμε να πηδήξει μόνο του στο γάντι -από πολύ κοντά στην αρχή- για να φάει. Η διαδικασία και εδώ είναι η ίδια, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο των Κοντόφτερων και των Πλατύφτερων αρπακτικών. Το παίρνουμε από τη βάση του, του φοράμε κουκούλα, το ζυγίζουμε και γράφουμε το βάρος στο τετράδιο. Του δίνουμε μια μικρή μπουκιά να θυμηθεί ότι από εμάς περιμένει την τροφή του και να διεγερθεί η πείνα του. Κατόπιν το αφήνουμε στο πόστο εκπαίδευσης δένοντας


την άκρη του σχοινιού του στον κρίκο του γαντιού για ασφάλεια. Κρατώντας ένα δελεαστικό κομμάτι κρέας του ζητάμε να πηδήξει στο γάντι. Η απόσταση πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην μπορεί να πάρει το κρέας με το ράμφος, αλλά να μπορεί να «περπατήσει» σ' αυτό, απλώνοντας πρώτα το ένα πόδι και φέρνοντας έπειτα και το άλλο κοντά να βρεθεί στο γάντι και να φάει την ποσότητα που θα του επιτρέψουμε. Ίσως χρειαστεί λίγη υπομονή. Άν η προσοχή του αποσπάται από τη γύρω κίνηση κουνάμε ελαφρώς τον αντίχειρα του γαντιού για να του τραβήξουμε το βλέμμα εκεί. Άν το γεράκι αρνείται για περισσότερο από ένα λεπτό να έρθει αναβάλλουμε το μάθημα για την επόμενη μέρα. Στην περίπτωση αυτή θα υπολογίσουμε να φάει μειωμένη μερίδα ώστε να χάσει λίγα γραμμάρια και να γίνει πιο πρόθυμο στο αυριανό μάθημα. Το πόσο λίγα θα είναι αυτά τα γραμμάρια εξαρτάται από το μέγεθος του γερακιού καθώς και από το βάρος του τη συγκεκριμένη ημέρα. Εμείς ήδη ξέρουμε και μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τί χρειάζεται να φάει ώστε το αδυνάτισμα να γίνει χωρίς επικίνδυνη απόκλιση. Τόσες μέρες ως τώρα ζυγίζαμε τακτικά το γεράκι και την τροφή του. Όταν πετύχουμε να ανέβει στο γάντι αφήνουμε να κόψει λίγες μπουκιές και ύστερα κρύβουμε το κρέας στην τσάντα μας. Όταν το γεράκι καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλο κρέας στο γάντι και ηρεμήσει, το επιστρέφουμε ξανά στο πόστο του. Επαναλαμβάνουμε το κάλεσμα μια ακόμη φορά από την ίδια απόσταση.

Πιθανότατα

θα

έλθει

χωρίς

καθυστέρηση

Άν

καθυστερεί τότε προχωράμε στο επόμενο κάλεσμα ξανά από την ίδια απόσταση έως ότου πηδήξει στο γάντι αμέσως. Στη


συνέχεια αυξάνουμε την απόσταση, όχι παραπάνω από λίγα εκατοστά και το φωνάζουμε πάλι. Κάθε μάθημα περιορίζεται σε λίγες, το πολύ πέντε-έξι επαναλήψεις. Την τελευταία φορά αφήνουμε το γεράκι να φάει όλη την υπόλοιπη ημερίσια μερίδα και το πηγαίνουμε στη βάση του. Όποτε διαπιστώνουμε παρατεταμένο δισταγμό, σταματάμε το μάθημα και ρίχνουμε λίγο

το

βάρος.

Εφόσον

είναι

το

πρώτο

γεράκι

που

εκπαιδεύουμε προτιμάμε να διαρκέσει η εκπαίδευση πολύ αλλά να είναι ακίνδυνη για το αρπακτικό από το να επισπεύδουμε τους χρόνους προσπαθώντας να φτάσουμε τους έμπειρους γερακάρηδες, όπως παρουσιάζονται στα βιβλία. Πετώντας στο γάντι Πολλοί γερακάρηδες όταν εκπαιδεύουν μακρύφτερα γεράκια παρακάμπτουν το στάδιο αυτό. Πιστεύουν ότι δε χρειάζεται να μάθουν να έρχονται από μακρυά στο γάντι και τους μαθαίνουν να πετούν μόνο στο ομοίωμα. Είναι αλήθεια ότι πολλά Μακρύφτερα γεράκια δεν μπορούν να έλθουν στο γάντι από μεγάλες αποστάσεις, δείχνουν σα να μην έχουν δυνατότητα να μειώσουν ταχύτητα και δίνουν στο γάντι ένα χτύπημα και ξανά, ύστερα, ορμούν, χωρίς ποτέ να χαλαρώνουν την πτήση τους και να κάθονται. Όποιος, λοιπόν, προσπαθήσει να εκπαιδεύσει ένα τέτοιο γεράκι να έρχεται στο γάντι θα σπαταλήσει τον χρόνο του χωρίς αποτέλεσμα. Σε άλλες περιπτώσεις όμως το μάθημα πετυχαίνει και είναι πολύ βολικό ένα Μακρύφτερο γεράκι να έρχεται κατευθείαν στο γάντι, χωρίς ο γερακάρης να είναι πάντοτε υποχρεωμένος


να ακολουθεί την περίπλοκη διαδικασία του ομοιώματος. Μπορεί με μια απλή κίνηση να φέρνει το γεράκι κοντά του, μετά από μια αποτυχημένη επίθεση και να βαδίσει για την επόμενη.

Όπως

στην

περίπτωση

της

παραπλανημένης

-

«λευκής»- φέρμας του σκύλου, οπότε το γεράκι βρίσκεται στον αέρα, έτοιμο για επίθεση, αλλά αποδεικνύεται ότι ο σκύλος μας ξεγελάστηκε και θήραμα δεν υπάρχει στο σημείο που μας έδειξε.

Το

γεράκι

έπειτα

από

λίγη

ώρα

αρχίζει

να

απομακρύνεται και εμείς που υποψιαζόμαστε ότι το θήραμα θα εντοπιστεί σύντομα δε θέλουμε να χάσουμε χρόνο με τη χρήση του ομοιώματος και γλιτώνουμε χρόνο καλώντας το στο γάντι. Όπως ακριβώς τα Πλατύφτερα και τα Κοντόφτερα, έτσι και τα Μακρύφτερα γεράκια μαθαίνουν να πετούν στο γάντι με σταδιακή αύξηση των αποστάσεων, ώσπου να εξαντληθεί όλο το μήκος του σπάγγου. Ωστόσο αυτά τα σαράντα-πενήντα μέτρα σπάγγου δεν είναι αρκετά για να προλάβει ένα γεράκι να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα με αποτέλεσμα όσο είναι ακόμη δεμένα, όλα τα Μακρύφτερα γεράκια να ανταποκρίνονται στο μάθημα καλά. Μόνον όταν βρεθούν ελεύθερα στο αέρα θα αποδειχθεί ποια πράγματι θα έρχονται στο γάντι και ποιά εκπαιδεύθηκαν μάταια. Μαθαίνοντας το ομοίωμα Όπως είπαμε το ομοίωμα στα Μακρύφτερα γεράκια παίζει βασικότερο ρόλο από ότι στα άλλα είδη. Χωρίς αυτό θα ήταν αδύνατο να εκπαιδευθούν σωστά και πιθανότατα θα χάνονταν ύστερα από λίγες μέρες.


Το πρώτο μάθημα μπορεί να γίνει ενώ το γεράκι κάθεται δεμένο στη βάση του, αφού, βεβαίως, το έχουμε πρώτα ζυγίσει. Δένουμε στο ομοίωμα ένα κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας, πλησιάζουμε αρπακτικό.

ευγενικά Κατόπιν

και

το

αποθέτουμε

απομακρυνόμαστε

μπροστά

στο

περιμένοντας

την

αντίδρασή του. Συνήθως το γεράκι κατεβαίνει στο έδαφος φτάνει στο ομοίωμα με μικρά, διστακτικά βήματα και παίρνει το κρέας. Μόλις φάει το αφήνουμε για λίγο να διαπιστώσει ότι δεν κρύβεται άλλη τροφή ανάμεσα στα φτερά και πλησιάζουμε προτείνοντας το γάντι με μια δελεαστική ποσότητα ορτυκιού. Το γεράκι αναγνωρίζει αυτή την κίνηση, έπειτα από τόσα μαθήματα και αφήνει το ομοίωμα ευχαρίστως για να ανέβει στο χέρι μας. Με το δεξί χέρι φέρνουμε το ομοίωμα στη τσάντα και επιτρέπουμε στο γεράκι να φάει μερικές καλές μπουκιές. Στη συνέχεια επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία έχοντας δέσει καινούργιο κρέας στο ομοίωμα. Ύστερα από τρεις-τέσσερις τέτοιες

επαναλήψεις

το

μάθημα

τελειώνει,

μαζί

με

την

ημερήσια ποσότητα τροφής. Την επομένη προχωράμε κανονικά δένοντας το γεράκι στο σπάγγο εκπαίδευσης. Δυο μέτρα μπροστά από το πόστο του αφήνουμε το «δολωμένο» ομοίωμα και τραβιόμαστε στην άκρη. Κάνουμε ό,τι ακριβώς και στο προηγούμενο μάθημα. Στη συνέχεια αυξάνουμε λίγο την απόσταση, εφόσον το γεράκι ανταποκρίνεται καλά. Όταν η απόσταση φτάσει τα τέσσερα μέτρα παύουμε να ακουμπάμε το ομοίωμα στο έδαφος, αλλά το κρατάμε από το σχοινάκι και το ρίχνουμε στο σημείο που θέλουμε. Το καθημερινό μάθημα λήγει πάντα ύστερα από τέσσερις-πέντε επαναλήψεις. Άν το πουλί δεν προοδεύει


μειώνουμε

την

τροφή

ώστε

την

άλλη

μέρα

να

πεινά

περισσότερο. Όλες οι διακυμάνσεις του βάρους σε συνδυασμό με την ποσότητα τροφής και τη συμπεριφορά του στην εκπαίδευση

καταγράφονται

σχολαστικά.

Έπειτα από λίγες μέρες το γεράκι θα ξέρει το ομοίωμα αρκετά, θα πετά διανύοντας όλη την απόσταση του σπάγγου και θα το αρπάζει στο έδαφος. Η επιθετικότητά του προς το ψεύτικο θήραμα το κάνει να μπήγει τα νύχια του, να το μαδά με το ράμφος και να μην το εγκαταλείπει εύκολα για να ανέβει στο γάντι. Ο γερακάρης, γονατισμένος υπομονετικά, προσπαθεί να κρύψει το ομοίωμα τοποθετώντας πάνω το γάντι με το κρέας. Τελικά το γεράκι αρχίζει να ασχολείται με τη νέα τροφή που προσφέρεται. Λίγο, λίγο χαλαρώνει τα δάχτυλά του από τις φτερούγες του ομοιώματος και ανεβαίνει στο γάντι. Στην πορεία το γεράκι πρέπει να μάθει να επιτίθεται και να αρπάζει το ομοίωμα στον αέρα. Χρειάζεται προσοχή. Άν η απόσταση αυξηθεί απότομα, στην αρχή, και το ομοίωμα δε βρίσκεται στη γνωστή θέση, δηλαδή στο έδαφος, το γεράκι μπορεί να αισθανθεί άβολα και να αλλάξει κατεύθυνση. Ο σπάγγος ύστερα θα το προσγειώσει απότομα και θα χάσει την αυτοπεποίθησή του. Ξεκινάμε πάλι από μιαν απόσταση δύο μέτρων. Καθώς βγάζουμε το ομοίωμα το γεράκι περιμένει ανυπόμονα να ξεκινήσει. Αντί να το ρίξουμε στη γη το κρατάμε μετέωρο λίγα εκατοστά πάνω από το χώμα. Ίσως το γεράκι ξαφνιαστεί και αντί να το αρπάξει κατευθείαν μπορεί να προσγειωθεί κοντά του και κατόπιν να το πιάσει τινάζοντας τα πόδια ψηλά. Όπως και αν γίνει μόλις το αρπακτικό βρεθεί γαντζωμένο, αφήνουμε το ομοίωμα προσεκτικά στη γη. Όσο το


μάθημα

εξελίσσεται

μεγαλώνουμε

την

απόσταση,

χωρίς

βιασύνη. Τέλος η διαδικασία γίνεται σε όλο το μήκος του σπάγγου, το γεράκι ορμά αποφασιστικά και είναι ώρα να αυξήσουμε το ύψος του ομοιώματος ξεκινώντας πάλι από κοντά. Στεκόμαστε πάντα πλάϊ, ποτέ πίσω από το ομοίωμα και το κρατάμε κρεμασμένο στο ύψος της μέσης μας. Μόλις το αρπάξει αφήνουμε σπάγγο και το προσγειώνουμε ομαλά. Συνεχίζουμε τα μαθήματα με τον ίδιο τρόπο μέχρι που το γεράκι να έρχεται από όσο μακριά επιτρέπει ο σπάγγος και να πιάνει το ομοίωμα ψηλα, στο στήθος μας. Αυτές οι επιθέσεις μπορεί να γίνονται με αρκετή ταχύτητα, ο γερακάρης έχει το νου του να «φρενάρει» με τα δάχτυλά του, αφήνοντας τον σπάγγο του ομοιώματος όχι τελείως ελεύθερο, ώστε το γεράκι να έρχεται στο έδαφος ομαλά. Στη συνέχεια της εκπαίδευσης το γεράκι πρέπει να μάθει να πιάνει το ομοίωμα ακόμη ψηλώτερα Καθώς το κρατάμε μετέωρο στο ύψος του στήθους μας, το γεράκι ξεκινά την επίθεση και λίγο πριν φτάσει στο σημείο που στεκόμαστε, με μια ελαφριά κίνηση υψώνουμε το ομοίωμα προς το μέρος του γερακιού ακολουθεί

μισό την

περίπου φορά

μέτρο του

ψηλώτερα.

ομοιώματος

και

Το το

αρπακτικό αρπάζει.

Ακολούθως συνεχίζουμε σε κάθε επανάληψη να στέλνουμε το ομοίωμα ακόμη ψηλώτερα, ώσπου να φτάνει ενάμιση μέτρο πάνω από το κεφάλι μας και το γεράκι με κατακόρυφη άνοδο να το αρπάζει. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται στο συγχρονισμό, ώστε το ομοίωμα να ρίχνεται ακριβώς τη στιγμη που φτάνει το γεράκι. Άν το πετάξουμε πρόωρα θα τεντωθεί και θα πέσει στο έδαφος, άν καθυστερήσουμε το γεράκι θα μας προσπεράσει και


ίσως συνεχίσει την πορεία του μέχρι να πέσει απότομα με το τέλος του σπάγγου. Τελευταίο βήμα είναι να περιστρέφουμε το ομοίωμα καθώς έρχεται το γεράκι και εκμεταλλευόμενοι την κεντρομόλο δύναμη της περιστροφής να το εκσφεντονίζουμε ψηλά για να το πιάνει.. Οι κινήσεις αυτές από έναν αρχάριο δεν πρέπει να εφαρμόζονται κατευθείαν στο αρπακτικό, προηγείται αρκετή εξάσκηση με τον γερακάρη να γυρίζει το ομοίωμα μόνος του έως ότου αποκτήσει άνεση στο χειρισμό του. Όταν πια το γεράκι ανταποκρίνεται χωρίς δισταγμό και με πάθος ορμά στο ψεύτικο θήραμα, είναι έτοιμο να πετάξει ελεύθερο. Ήδη από την ώρα που άρχιζει να έρχεται σωστά στο γάντι ο γερακάρης συνοδεύει κάθε κάλεσμα με τον ήχο μιας σφυρίχτρας. Ο ήχος πρέπει να είναι πάντα ο ίδιος για να συνδυάζεται με προσφορά τροφής, στο γάντι ή στο ομοίωμα. Τώρα λοιπόν που θα πετάξει ελεύθερο η σφυρίχτρα θα βοηθήσει να το καλέσει πάλι κοντά του. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στην αλλαγή του τόπου. Άν δηλαδή το γεράκι πρόκειται

να

πετάξει

σε

άλλο

μέρος

από

εκείνο

που

εκπαιδευόταν ώς τώρα, επιβάλλεται να γίνει μια δοκιμή πρώτα με τον σπάγγο. Έτσι ο γερακάρης θα διαπιστώσει άν το αρπακτικό

νιώθει

άνετα

στο

καινούργιο

μέρος.

Άν

έχει

αναστατωθεί βλέποντας τριγύρω ένα άγνωστο τοπίο ή αν ταράχτηκε κατά τη μεταφορά του ως εκεί με το αυτοκίνητο, η ελεύθερη πτήση θα αναβληθεί και θα ακολουθήσουν δυο-τρεις μέρες εκπαίδευσης που θα το εξοικειώσουν με την μεταφορά και τη συγκεκριμένη τοποθεσία.


Η πρώτη ελεύθερη πτήση Το μεγάλο αυτό βήμα συγκινεί κάθε γερακάρη, όσα γεράκια και αν έχει πετάξει στη ζωή του. Όλα πρέπει να γίνουν στην εντέλεια. Ο τόπος να είναι ανοιχτός, χωρίς οπτικά εμπόδια για να παρακολουθούμε το γεράκι και το ίδιο να μας βλέπει, όπου και αν πάει. Η μέρα να είναι απάνεμη, γιατί ο αέρας μπορεί να παρασύρει ένα άπειρο γεράκι μακρυά και να χαθεί παρά τη θέλησή του. Η ώρα να είναι πρωϊνή ώστε και αν κάτι απρόβλεπτο συμβεί να έχουμε χρόνο ψάχνοντας το γεράκι. Εξάλλου η ζέστη σε αυτές τις πρώτες πτήσεις εξουθενώνει τα πουλιά και δυσκολεύει τα μαθήματα. Ζυγίζουμε, λοιπόν, το γεράκι για να βεβαιωθούμε ότι βρίσκεται στο σωστό βάρος και το βάζουμε στο κουτί του. Φθάνοντας στον επιλεγμένο τόπο ελέγχουμε τριγύρω να δούμε αν όλα είναι ήσυχα. Δε θέλουμε σε αυτή την κρίσιμη στιγμή αδιάκριτες παρουσίες,

περίεργους

θεατές,

σκυλιά

κλπ.

Έπειτα

προχωρούμε σε μια τελευταία δοκιμή με τον σπάγγο, πριν ετοιμαστούμε για το πρώτο ελεύθερο πέταγμα. Μετά τη δοκιμή, φοράμε στο γεράκι ξανά την κουκούλα και κρατώντας καλά τα λουριά του, λύνουμε τον σπάγγο, αφαιρούμε το στριφτάρι, πλησιάζουμε στο πόστο του, βγάζουμε την κουκούλα και το αφήνουμε να κάτσει. Με τη σφυρίχτρα στο στόμα και το ομοίωμα

κρυμμένο

στη

μασχάλη

απομακρυνόμαστε

κοιτάζοντάς το. Το πουλί είναι συνήθως ανυπόμονο και ξεκινά πρίν το καλέσουμε. Είτε αυτό συμβεί, είτε το καλέσουμε δείχνοντας στιγμιαία το ομοίωμα, μόλις βρεθεί στον αέρα κρύβουμε το ομοίωμα και εκείνο υψώνεται από πάνω μας ή μάς


προσπερνά και στρέφει το βλέμμα να κοιτάξει, να δει άν θα εμφανίσουμε ξανά το ομοίωμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγάζουμε το ομοίωμα και το πετάμε στη γη να το πιάσει. Αφήνουμε να φάει το κρέας χωρίς βιασύνη και με προσοχή το σηκώνουμε να φάει από το γάντι την υπόλοιπη ανταμοιβή του. Ύστερα επαναλαμβάνουμε άλλη μια πτήση και η μέρα τελειώνει με επιτυχία. Είναι επικίνδυνο να κουράσουμε το γεράκι με περιττές προσπάθειες. Ένα Μακρύφτερο γεράκι έχει την τάση να

πετά

συνέχεια

και

αν

είναι

γυμνασμένο

ξέρει

να

ξεκουράζεται στον αέρα, στις πρώτες του πτησεις, όμως, αν εξαντληθούν οι δυνάμεις του μπορεί να ακολουθήσει μιαν ευθεία κατωφερή και να εξαφανιστεί μακριά μας. Η πρώτη βδομάδα Ενώ την πρώτη μέρα που πέταξε ελεύθερο οι δυο πτήσεις ήταν μικρές, σχεδόν σα να ήταν ακόμη δεμένο με σπάγγο, την επομένη επιτρέπουμε στο γεράκι να μείνει λίγο περισσότερο στον αέρα, κάνοντας ίσως ένα κύκλο γύρω μας πριν τού ρίξουμε το ομοίωμα στο έδαφος να προσγειωθεί. Δε ρίχνουμε το ομοίωμα ψηλά γιατί άν από έλλειψη συγχρονισμού το χάσει, το γεράκι ανήμπορο να ελέγξει τα μουδιασμένα φτερά του ίσως διαλέξει να καθίσει κάπου αγνοώντας τα σφυρίγματά μας, πράγμα θέλουμε να αποφύγουμε με κάθε τρόπο. Ωστόσο είναι πιθανό ένα γεράκι να επιτίθεται με τέτοια ορμή στο πεσμένο ομοίωμα που να το προσπερνάει δίνοντάς του απλώς ένα χτύπημα και να μην καταφέρνει να κόψει ταχύτητα για να το αρπάξει στο έδαφος. Αυτή η συμπεριφορά παρατηρείται συχνά στους Πετρίτες. Όταν λοιπόν αντιμετωπίσουμε ένα τέτοιο


«προσπέρασμα», χωρίς να χάσουμε χρόνο σηκώνουμε το ομοίωμα και το αφήνουμε μετέωρο μισό μέτρο πάνω από τη γη. Καθώς το πιάνει φρενάρουμε ανάμεσα στα δάχτυλά μας το σχοινί και ταυτόχρονα τρέχουμε μαζί με το γεράκι για προσγειωθεί ομαλά. Περνούν οι μέρες, το γεράκι δυναμώνει και οι πτήσεις διαρκούν περισσότερο. Σε μια βδομάδα μπορεί να κάνει αρκετούς κύκλους γύρω μας. Εμείς προσέχουμε πολύ τα σημεία της κόπωσης. Αμέσως μόλις δούμε ότι λαχανιάζει και στο φτερούγισμά του δυσκολεύεται το «κατεβάζουμε» στο ομοίωμα σφυρίζοντας. Οι πιθανότητες να χαθεί από κούραση λιγοστεύουν όσο μαθαίνει τον τόπο που πετά και μπορεί να διαλέξει ένα πόστο να ξεκουραστεί. Ωστόσο το να καταλήξει ένα Μακρύφτερο γεράκι να καθίσει κάπου από κούραση είναι μια μικρή αποτυχία. Άν επαναληφθεί το λάθος μερικές φορές γίνεται συνήθεια. Οι επιπτώσεις θα φανούν στο κυνήγι, όπου αντί να πετάξει αμέσως πάνω από τον σκύλο που φερμάρει θα πηγαίνει πρώτα σε κάποιον κοντινό βράχο να ρεμβάσει, χάνοντας

έτσι

το

θήραμα.

Ενώ

στις

απλές

πτήσεις,

ο

γερακάρης και οι σύντροφοί του αναγκάζονται να περιμένουν πότε το πουλί θα αποφασίσει να σηκωθεί στον αέρα, πράγμα που

μπορεί

περίπτωση

να το

καθυστερεί γεράκι

αρκετά,

καταλήγει

ενώ να

στη πετάει

χειρότερη σπάνια,

ακολουθώντας τον εκπαιδευτή του από βράχο σε βράχο σαν Χάρρις. Όσο περνούν οι μέρες ο χρόνος που μένει στον αέρα μεγαλώνει. Τότε περιοριζόμαστε σε μία πτήση. Δεν υπάρχει


λόγος να επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία του ομοιώματος , άλλωστε η δεύτερη πτήση είναι πάντα κατώτερη από την πρώτη. Φροντίζουμε να μην του ζητάμε περιττά πράγματα. Έτσι θα γίνει ένα ψυχολογικά ακέραιο πλάσμα που μας αποζητά και μάς αισθάνεται σαν ένα κομμάτι της ιδιότυπης ελευθερίας

του.

Όσο

μπορούμε

εκμεταλλευόμαστε

τις

επιθυμίες του. Το καλούμε κοντά μας τη στιμή που νιώθουμε ότι είναι προθυμότερο να έλθει, όχι μια οποιαδήποτε., τυχαία στιγμή που μπορεί να είναι απασχολημένο, να χαίρεται με κάτι. Δεν

είναι

καλός

γερακάρης

εκείνος

που

επανειλημμένα

σφυρίζει και το γεράκι του τον αγνοεί. Ύστερα από δέκα ή περισσότερες μέρες -το διάστημα εξαρτάται από το μέγεθος του γερακιού- το γεράκι είναι ικανό να μένει στον αέρα για αρκετά λεπτά και είναι καιρός να αρχίσουμε να το μαζεύουμε πετώντας το ομοίωμα ψηλά. Η κίνηση πρέπει να είναι υπολογισμένη με απόλυτη ακρίβεια. Ανάλογα με την ταχύτητα του πουλιού ρίχνουμε το ομοίωμα. Ο γερακάρης που κάνει τα πρώτα του βήματα θα χρειαστεί να επιμείνει στο σημείο αυτό αρκετά για να αποκτήσει άνεση και αυτοματισμό, ώστε

να

μπορέσει

κατόπιν

να

προχωρήσει

στο

πολύ

δυσκολότερο στάδιο που θα γυμνάζει το γεράκι στο ομοίωμα δεχόμενος πολλές, απανωτές επιθέσεις με μεγάλη ταχύτητα. Από αυτό το σημείο σταματάμε να δένουμε κρέας στο ομοίωμα και το αρπακτικό παίρνει την ανταμοιβή του από το γάντι. Αφήνουμε λίγες στιγμές στο γεράκι να καταλάβει ότι δεν υπάρχει τροφή στο ομοίωμα και το παίρνουμε. Άν βιαστούμε το πουλί θα νομίσει ότι του κλέβουμε το «θήραμα». Το ίδιο θα


συμβεί

αν

καθύστερήσουμε

και

απορροφηθεί

ξεπουπουλιάζοντας τις φτερούγες. Η αδεξιότητα και η έλλειψη σωστής ψυχολόγησης από την πλευρά του γερακάρη στη συγκεκριμένη

πρακτική

είναι

αρχή

κακού.

Τον

θεωρεί

ανταγωνιστή στην τροφή του και προσπαθεί να την κουβαλήσει μακριά του. Αυτό μπορεί να μην έχει καμία συνέπεια στο δεμένο με σχοινάκι ομοίωμα, άν όμως πιάσει θήραμα το γεράκι είναι ελεύθερο να το πάρει και να εξαφανιστεί. Το γύμνασμα στο ομοίωμα Αφού μάθει ο γερακάρης να δίνει το ομοίωμα στον αέρα με ευκολία και χωρίς να φρενάρεται απότομα με το τέλος του σπάγγου, μπορεί σιγά, σιγά να επιχειρήσει το πρώτο πέρασμα. «Πέρασμα» λέγεται η επίθεση του αρπακτικού στο ομοίωμα που ο εκπαιδευτής τραβάει την τελευταία στιγμή, σα να το γλυτώνει από τα νύχια του θηρευτή του. Αντί λοιπόν να το προσφέρουμε στο γεράκι, την ώρα που εκείνο προτείνει τα πόδια και ετοιμάζεται να το αρπάξει, εμείς το τραβάμε και το γεράκι για λίγες στιγμές το καταδιώκει. Καθώς όμως δε μπορεί να ακολουθήσει έναν τόσο κλειστό κύκλο πτήσης εγκαταλείπει την προσπάθεια. Νιώθει ότι το «θήραμα» του ξέφυγε ύστερα από έναν επιδέξιο ελιγμό και κρατά την προσοχή του επάνω μας περιμένοντας την επόμενη εμφάνιση. Σημασία έχει το πέρασμα να γίνεται με καλό συγχρονισμό ώστε το πουλί να πιστεύει πως λίγο ήθελε ακόμη για να πετύχει η επίθεσή του. Άν τα περάσματα γίνονται αδέξια, σύντομα θα καταλάβει ότι μάταια προσπαθεί και θα σταματήσει τις προσπάθειες.


Η πρακτική του περάσματος έχει ως εξής: καθώς το γεράκι πετά, βγάζουμε το ομοίωμα και το περιστρέφουμε σφυρίζοντας κοφτά. Το πουλί επιτίθεται ταχύτατα και εμείς υπολογίζοντας σωστά τινάζουμε προς το μέρος του το ομοίωμα που μένει για μια στιγμή μετέωρο με την αδράνεια του τεντωμένου σπάγγου. Τότε ακριβώς το γεράκι απλώνει τα πόδια του να το αρπάξει και εμείς το τραβάμε, οπότε για δυό-τρία μέτρα το αρπακτικό πετάει μόλις μερικά εκατοστά ξωπίσω του ομοιώματος, ώσπου να το χάσει και να το κρύψουμε κάτω από τη μασχάλη μας. Άν από λάθος το γεράκι προφτάσει και πιάσει το ομοίωμα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τρέξουμε προς την κατεύθυνσή του αφήνοντας ταυτόχρονα σπάγγο από την καλούμπα ώστε να έλθει στο έδαφος μαλακά, αλλιώς κινδυνεύουν τα πόδια του από το απότομο τίναγμα του σπάγγου που θα τεντωθεί. Για λίγες μέρες στην αρχή περιοριζόμαστε σε ένα μόνο πέρασμα και όπως το γεράκι επιστρέφει για να επαναλάβει την επίθεση, πετάμε το ομοίωμα ψηλά επιτρέποντας να το πιάσει. Μόλις αποκτήσουμε άνεση και η πράξη γίνεται αυτόματα, προχωρούμε

σε

δεύτερο

πέρασμα,

που

σημαίνει

δύο

συνεχόμενες επιθέσεις, αφήνοντας να πιάσει το ομοίωμα στην τρίτη. Στο κάθε πέρασμα σφυρίζουμε κοφτά μια ή δύο φορές, αλλά όταν πρόκειται να δώσουμε το ομοίωμα σφυρίζουμε παρατεταμένα,

θριαμβευτικά

και

το

γεράκι

συνδέει

το

αλλιώτικο αυτό σφύριγμα με την επιτυχία του. Αργότερα αυτό μπορεί να αποδειχτεί σωτήριο, καθώς άν κάποτε ξεφύγει από τον έλεγχό μας και δεν ακούει, το συγκεκριμένο σφύριγμα είναι ικανό να το φέρει κοντά μας.


Ένας έμπειρος χειριστής του ομοιώματος κι ένα γυμνασμένο γεράκι

είναι

υπέροχο

θέαμα.

Ο

συνδυασμός

των

αντανακλαστικών κινήσεων του ανθρώπου με τις ταχύτητες του αρπακτικού θυμίζουν εκείνο τον χορό που κάνουν οι σαμουάϊ με το σπαθί, όπου κάθε κίνηση των χεριών και του σώματος είναι γεμάτη χάρη και θαυμαστή ακρίβεια. Η εξάσκηση στα «περάσματα» τελειοποιείται με τον καιρό, πρέπει

όμως

να

εφαρμοστεί στο

ξεκινήσει, γεράκι. Ο

ας

πούμε

θεωρητικά,

μαθητευόμενος

πριν

θα αφιερώσει

αρκετές ώρες γυρίζοντας το ομοίωμα μόνος του, έως ότου μάθει τον χειρισμό. Όπως για να διδαχτεί κανείς την τέχνη του λάσσο προσπαθεί στην αρχή να πετύχει ακίνητους στόχους, ο γερακάρης

αποκτά

ακρίβεια

σημαδεύοντας

σταθερά

αντικείμενα με το ομοίωμα. Γιατί όταν ένας πετρίτης επιτίθεται με τριακόσια χιλιόμετρα την ώρα δεν επιτρέπονται λάθη. Αφού,

λοιπόν,

εξοικειωθεί

αρκετά,

προχωρά

στο

πρώτο

αληθινό «πέρασμα». Διαλλέγει μια στιγμη που το γεράκι βρίσκεται μακριά, ώστε να έχει χρόνο να υπολογίσει την επίθεση. Σφυρίζει γυρίζοντας το ομοίωμα και καθώς το γεράκι πλησιάζει το εκσφενδονίζει καταπάνω του και τη στιγμή που απλώνει τα πόδια για να το αρπάξει ο γερακάρης το τραβά και διαγράφεται

έτσι

μια

ημικυκλική

καταδίωξη.

Έπειτα

από

μερικούς μήνες οι επιθέσεις μπορούν να γίνονται ατελείωτες και

η

άσκηση

Μολοντούτο

σταματά

περισσότερες

όταν από

ο

γερακάρης σαράντα

κουράζεται.

επιθέσεις

δεν

χρειάζονται. Και όταν ένα Μακρύφτερο γεράκι είναι ικανό για αυτές τις σαράντα συνεχόμενες επιθέσεις είναι και σε θέση να κυνηγήσει αποτελεσματικά. Ο χρόνος που θα περάσει μέχρι να


φτάσουμε

σε

αυτό

το

σημείο

είναι

καθοριστικός.

Το

συντομότερο είναι το καλύτερο. Άν καθυστερήσουμε πολύ το γεράκι ίσως εξαρτηθεί τόσο από το ομοίωμα που τα άλλα, τα αληθινά θηράματα να το αφήνουν αδιάφορο. Συνεπώς, όσο πιο γρήγορα ετοιμαστεί ένα γεράκι, τόσο μεγαλύτερη διάθεση θα δείξει στο κυνήγι. Κυνήγι από το γάντι Κυνήγι «από το γάντι» εννοείται κάθε επίθεση του γερακιού που ξεκινά κατευθείαν από το γάντι προς το θήραμα. Εκτός από το κυνήγι περιστεροειδών με μικρόσωμα υβρίδια του Νανογέρακα, βασικό θήραμα στο κυνήγι από το γάντι είναι τα κορακοειδή και οι γλάροι. Η τοποθεσία πρέπει να είναι πεδινή, χωρίς δάση, λόφους και άλλα οπτικά εμπόδια, ώστε ο γερακάρης να μπορεί απρόσκοπτα να παρακολουθεί το κυνήγι όσο μακριά και άν εξελίσσεται. Αντίθετα με τα εδαφόβια θηράματα (πέρδικες, φασιανούς κλπ) φαίνεται πως στα Μακρύφτερα γεράκια οι γλάροι και τα κοράκια

δεν

είναι

αρκετά

ελκυστικά.

Βασιζόμαστε

στον

«νεανικό ενθουσιασμό» τους περισσότερο και λιγότερο στα ένστικτα επιβίωσης. Έτσι ένα πολύ νεαρό γεράκι δείχνει περίσσιο κέφι, συχνά κυνηγά για παιχνίδι και είναι πιθανότερο να ριχτεί πίσω από ένα κοράκι, από ένα γεράκι που πέρασε μήνες πετώντας μόνο στο ομοίωμα ή κυνηγώντας πέρδικες. Το σκηνικό της πρώτης απόπειρας είναι ένα σύνολο από λεπτομέρειες που άν δεν προβλεφθούν το γεράκι μάλλον θα αποτύχει. Εκτός από το γυμνό τοπίο ο γερακάρης θα πρέπει να


ψάξει για ένα μικρό κοπάδι κορακιών, όχι περισσότερων από δέκα. Γιατί το μεγάλο σμάρι μπορεί να μπερδέψει το αρπακτικό ή και να το φοβίσει ακόμη. Άλλωστε τα κοράκια είναι τόσο επιθετικά που και άν σκότωνε κάποιο οι επιθέσεις ενός πολυάριθμου κοπαδιού κατόπιν θα ήταν επικίνδυνες. Σημαντικός παράγοντας είναι επίσης ο άνεμος. Καλό είναι να φυσάει,

όχι

βέβαια

δυνατά

και

το

γεράκι

να

επιτεθεί

οπωσδήποτε κόντρα στον άνεμο. Γιατί ενώ το Μακρύφτερο γεράκι έχει μεγάλη δυνατότητα να πετάει με τον αέρα στο στήθος, τα κοράκια με τις φαρδυές και μαλακιές φτερούγες μειονεκτούν. Βλέποντας λοιπόν το αρπακτικό να επιτίθεται δεν μπορούν να φύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντίθετα δηλαδή στον άνεμο και αναγκάζονται να πετάξουν για λίγο προς το μέρος του γερακιού, μέχρις ότου αποκτήσουν το απαραίτητο ύψος για να αρχίσουν να απομακρύνονται. Έτσι προσφέρεται η ευκαιρία στο νεαρό γεράκι άν είναι τυχερό να πιάσει το πρώτο του θήραμα. Η απόσταση ανάμεσα στον γερακάρη και τα κοράκια δεν πρέπει να είναι μικρότερη από εκατόν πενήντα μέτρα, αφού τα Μακρύφτερα γεράκια χρειάζονται αρκετό διάστημα για να αναπτύξουν ταχύτητα. Μέχρι όμως το γεράκι να αποκτήσει κάποια πείρα, η απόσταση δεν πρέπει να ξεπερνά και τα διακόσια πενήντα μέτρα για να μην προλάβει το θήραμα να βελτιώσει τη θέση του. Ενώ στην αρχή ο γερακάρης κρατά το γεράκι στο γάντι ψάχνοντας τις ιδανικές συνθήκες, αργότερα οι δυσκολίες


μειώνονται. Καθώς το γεράκι έχει σκοτώσει αρκετά κοράκια και έχει γευθεί το ζεστό κρέας, ξέρει πια καλά τί να κάνει, αναπτύσσει τακτικές και είναι σίγουρο για τις δυνάμεις του. Επιτίθεται από πολύ μακριά, ακόμη και σε πουλιά που βρίσκονται ήδη στον αέρα, η καταδίωξη είναι επίμονη και παρασύρει κυνηγό και θήραμα σε μεγάλα ύψη. Το κοράκι που υστερεί σε ταχύτητα προσπαθεί να ξεφύγει με την αντοχή του. Πετάει κυκλικά προς τον ουρανό ενώ το γεράκι στο κατόπι ακολουθεί μέχρι να καταφέρει να πετάξει ψηλότερα για να το αρπάξει

με

κατακόρυφη

βουτιά.

Κάποτε

τα

δυό

πουλιά

φτάνουν σε τέτοια ύψη που γίνονται δυο κουκίδες στον ουρανό. Και όταν το γεράκι πάρει στο τέλος το πλεονέκτημα αρχίζει το κυνήγι με κατακόρυφες πτώσεις. Το θέαμα είναι συναρπαστικό, αν και προσωπικά, μόνο μαγνητοσκοπημένο το έχω παρακολουθήσει. Τα κοράκια είναι δυνατά πουλιά και μάχονται για τη ζωή τους. Στα νύχια του γερακιού μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες,. Προσπαθούν να το χτυπήσουν στα μάτια και ο γερακάρης

πρέπει

να

σπεύσει

το

γρηγορότερο

και

να

θανατώσει ο ίδιος το πιασμένο κοράκι. Η πράξη αυτή είναι μια μορφή ευθανασίας που πρωτίστως σέβεται το θήραμα. Η ύπαρξη μεμονωμένων συστάδων ή και ενός μόνο δέντρου συχνά χαλά το κυνήγι. Τα κοράκια καταφεύγουν εκεί και δύσκολα ξανασηκώνονται. Στο παρελθόν τα γεράκια αργά ή γρήγορα χάνονταν σε αυτές τις μακρινές πτήσεις, όταν ο γερακάρης δεν κατόρθωνε να


εντοπίσει το σημείο όπου σκότωναν το θήραμά τους. Τα τελευταία χρόνια η τηλεμετρία έχει διευκολύνει ως ένα μεγάλο βαθμό

τα

πράγματα.

Όμοιο με των κορακοειδών είναι και το κυνήγι των γλάρων. Οι μεγάλοι γλάροι είναι ακόμη πιο επικίνδυνοι και ικανοί να προξενούν σοβαρά τραύματα με το ράμφος τους. Στη διάρκεια του

κυνηγιού

δεν

καταφεύγουν,

βέβαια,

σε

δέντρα,

προσπαθούν όμως να φτάσουν στο νερό όπου το γεράκι δε μπορεί να συνεχίσει. Οι πτήσεις μπορούν να διαρκέσουν χιλιόμετρα, κατά συνέπεια στην ευρύτερη περιοχή δε θα πρέπει να υπάρχει θάλασσα ή λίμνη. Το κυνήγι της καρακάξας Η καρακάξα είναι ίσως το δυσκολότερο θήραμα για αυτά τα γεράκια. Ενώ δεν είναι γρήγορο πουλί, ξεφεύγει με απότομους ελιγμούς που τα αρπακτικά αδυνατούν να ακολουθήσουν. Άλλωστε πολύ σπάνια τη συναντά κανείς μακρυά από δέντρα, θάμνους, μέρη δηλαδή που της προσφέρουν άμεση κάλυψη. Η μόνη

μέθοδος

χρησιμοποίηση

που μιας

εφαρμόστηκε ομάδας,

με

επιτυχία

δύο-τριών

είναι

η

Μακρύφτερων

γερακιών μικρού μεγέθους, οπότε ο ελιγμός και η απόδραση της καρακάξας από τα νύχια του ενός δέχεται την άμεση επίθεση του άλλου. Παρόλα αυτά οι δυσκολίες είναι μεγάλες αφού οι καρακάξες πρέπει να βρεθούν σε τοπίο γυμνό, αλλιώς η προσπάθεια είναι μάταιη. Κυνήγι στα βάτα


Όπου υπάρχουν πεδιάδες με αρδευτικά κανάλια φυτρώνουν τεράστιοι φυσικοί φράχτες από βάτα που μέσα ζουν πλήθος μικρόπουλα. Ο γερακάρης που πετάει ένα μικρόσωμο γεράκι, σαν τον αρσενικό Χρυσογέρακα, το αφήνει να κάνει κύκλους γύρω του ή να υψώνεται ως τα είκοσι μέτρα από πάνω του και αρχίζει να περπατά κατά μήκος των βάτων, χτυπώντας τα με μια μακριά βίτσα. Ό,τι θήραμα τρομάζει και πετάγεται δέχεται την επίθεση του γερακιού. Όπως είπαμε το ύψος πρέπει να είναι μικρό, αλλιώς το θήραμα ξανακρύβεται στο θάμνο. Χρήσιμο επίσης είναι να έχει κανείς έναν βοηθό που θα βαδίζει παράλληλα από την άλλη μεριά των βάτων ραβδίζοντας, έτσι όλα τα πουλιά αφήνουν το θάμνο και το γεράκι έχει την ευκαιρία να διαλέξει ανάμεσα σε περισσότερα. Το κυνήγι των σκαλιστικών Πέρδικες, φασιανοί και ορτύκια είναι τα σκαλιστικά πουλιά της χώρας μας. Όλα αυτά τα είδη είναι ικανά για γρήγορη και δυναμική πτήση. Το κυνήγι τους με Μακρύφτερα γεράκια είναι ίσως

η

συναρπαστικότερη

και

η

πιο

περίπλοκη

μορφή

ιερακοθηρίας. Η χρήση των σκύλων φέρμας είναι απαραίτητη, εντοπίζουν το θήραμα κρατώντας απόλυτη ακινησία και δίνουν χρόνο στο γερακάρη να ετοιμάσει το γεράκι του. Καθώς ο σκύλος έχει «παγώσει» δείχνοντας τα πουλιά, ο γερακάρης αφαιρεί το σχοινάκι, το στριφτάρι και την κουκούλα. Κατόπιν ελευθερώνει το γεράκι που αρχίζει να υψώνεται στον ουρανό. Η εμφάνιση ενός αρπακτικού στον αέρα καθηλώνει πάντοτε τα σκαλιστικά


πουλιά που λουφάζουν για να μείνουν απαρατήρητα. Το γεράκι λοιπόν δε βλέπει το θήραμα, από την εμπειρία του όμως ξέρει πως η ακινησία του σκύλου σημαίνει ότι κάπου κοντά υπάρχουν θηράματα και κρατάει τη θέση του ψηλά πάνω από τη θέση του σκύλου. Περιμένει εκεί την επόμενη κίνηση του γερακάρη, να προχωρήσει και να αναγκάσει τα πουλιά να πετάξουν. Μόλις εμφανιστούν μια τρομερή επίθεση ξεκινά. Το γεράκι πέφτει από τον ουρανό και χτυπά το στόχο του, συχνά με τόση δύναμη ώστε το πουλί πέφτει στο έδαφος νεκρό. Κατόπιν το γεράκι κάνοντας έναν θαυμάσιο ελιγμό μειώνει την ταχύτητά του και ξαναρίχνεται στο θήραμα που κείτεται στη γη. Αυτά διαδραματίζονται συνήθως σε μεγάλη απόσταση από τον γερακάρη που πρέπει να ψάξει αρκετά για να εντοπίσει το γεράκι. Αν διαθέτει τηλεμετρικό μηχάνημα διευκολύνεται πολύ, άν όχι προσπαθεί με τη βοήθεια του σκύλου και έχοντας την προσοχή του τεταμένη μήπως ακούσει το κουδουνάκι. Θα χρειαστεί να τριγυρίσει και ώρες ακόμη έως ότου βρει επιτέλους το αρπακτικό κρυμμένο μέσα στη βλάστηση να ξεπουπουλιάζει

το

θήραμά

του.

Άν

το

γεράκι

είναι

πρωτόβγαλτο δεν πρέπει να επιχειρηθεί δεύτερο κυνήγι την ίδια μέρα, αλλά να επιστρέψει στο σπίτι του με την ανάμνηση της επιτυχίας που θα του δώσει αυτοπεποίθηση για τις επόμενες εξορμήσεις. Για να φτάσει κανείς να κυνηγά

με αυτόν τον τρόπο

επιτυχημένα οι δυσκολίες είναι πολλές. Ο έλεγχος και η συμπεριφορά του σκύλου πρέπει να είναι άψογος ώστε τα πουλιά να μένουν στο έδαφος όσην ώρα χρειάζεται το γεράκι για να βρεθεί στο σωστό ύψος. Μια επιπολαιότητα του σκύλου


είναι ικανή να καταστρέψει ολόκληρο το κυνήγι. Πρέπει ακόμη ο τόπος να είναι ελεύθερος από οπτικά εμπόδια για να παρακολουθεί ο γερακάρης τα πάντα όσο μακριά και αν εκτυλίσσονται. Από το μέρος του γερακιού χρειάζεται αρκετή εξάσκηση για να μάθει να πετά χωρίς καθυστέρηση, να στέκεται πάνω από το υποτιθέμενο θήραμα και να περιμένει εκεί όσο χρόνο χρειαστεί μέχρι ο γερακάρης ή ο σκύλος να καταφέρουν να το ξεπετάξουν. Καθώς το γεράκι δεν είναι λογικό πλάσμα θα χρειαστεί αρκετός καιρός κατά τον οποίο θα βλέπει πολλά θηράματα να πετάγονται από τη φέρμα του σκύλου. Ύστερα από συνεχείς αποτυχίες λόγω μειονεκτικής τοποθέτησης, σιγά, σιγά θα βελτιώνει το σημείο από όπου ξεκινά την επίθεση. Ορεινές περιοχές με απότομες κλίσεις, γκρεμούς και γενικά άβατα μέρη είναι βέβαια ακατάλληλες για τέτοιο κυνήγι. Οι πέρδικες που ζουν εκεί μπορούν να παρασύρουν ένα γεράκι πολύ μακριά, σε περιοχή απροσπέλαστη για τον γερακάρη. Μεγάλη σημασία έχει για ένα νεαρό γεράκι να κάνει τις πρώτες του κυνηγετικές απόπειρες νωρίς το Σεπτέμβρη, μόλις δηλαδή ανοίξει η περίοδος του κυνηγιού, οπότε στα κοπάδια των σκαλιστικών υπάρχουν αρκετά νεαρά πουλιά και οι πιθανότητες να επιτύχει αυξάνονται. Είναι δύσκολο να διδαχτεί κανείς αυτό το τόσο περίπλοκο κυνήγι διαβάζοντας απλώς βιβλία.. Πρέπει ο ενδιαφερόμενος να

θητεύσει

πλάι

σε

έναν

έμπειρο

γερακάρη,

να

παρακολουθήσει τις μεθόδους του ζωντανά και προπάντων να


αντιμετωπίσει τις περιστάσεις που θα του δείξουν αν τελικά η περιοχή

που

διαθέτει

είναι

κατάλληλη

για

αυτή

τη

δραστηριότητα. Κυνήγι αγριόπαπιας Το κυνήγι της αγριόπαπιας είναι εφικτό μόνο σε κανάλια και μικρά ποτάμια, οπότε το θήραμα καταδιώκεται μακριά από το νερό.

Επειδή

οι

αγριόπαπιες

τρομάζουν

και

σηκώνονται

εύκολα, ο γερακάρης πρέπει να τις εντοπίσει έγκαιρα και να αμολήσει το γεράκι του από μακριά. Καθώς το αρπακτικό υψώνεται οι πάπιες για να μη δεχτούν επίθεση από τον αέρα, κρύβονται στα καλάμια. Όταν το γεράκι βρεθεί σε καλό σημείο, ο γερακάρης στέλνει το σκύλο να τις ξεσηκώσει. Αν τότε το γεράκι βιαστεί και δεν αφήσει τις πάπιες να απομακρυνθούν λίγο από το νερό, εκείνες θα επιστρέψουν πάλι στο υγρό τους καταφύγιο. Και αν αυτό επαναληφθεί μερικές φορές ακόμη, το γεράκι πιθανώς θα απογοητευθεί δείχνοντας στο μέλλον απόλυτη αδιαφορία για το συγκεκριμένο θήραμα. Είδη μακρύφτερων γερακιών Το Bραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) To

Βραχοκιρκίνεζο είναι

ένα μικρό

γεράκι, από

τα

πιο

πολυάριθμα στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο. Συνήθως απαντάται σε πεδιάδες όπου ενεδρεύει από δέντρα, φράχτες και άλλα πόστα, η λεία του είναι πάντα σχεδόν κάποιο μικρό τρωκτικό και. η ωφέλειά του για τη γεωργία είναι μεγάλη. Στην ιερακοθηρία


ωστόσο δεν χρησιμοποιείται και αυτό επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται, βέβαια, να κυνηγήσει ποντίκια. Κάποτε θεωρούσαν τα Βραχοκιρκίνεζα πολύ κατάλληλα για αρχάριους. Η άποψη αυτή έχει αλλάξει κάθετα πλέον, μια που οποιοδήποτε αρπακτικό αυτού του μεγέθους είναι πολύ πιθανό να ατυχήσει στα χέρια ενός άπειρου εκπαιδευτή. Το μικρό τους σώμα κινδυνεύει από τον παραμικρό λάθος υπολογισμό του βάρους. Έτσι μπορεί να πεθάνει ή να χαθεί στη φύση χωρίς ελπίδα να επιβιώσει. Μόλα ταύτα όσοι αγαπούν τα γεράκια και δεν ενδιαφέρονται για το κυνήγι θα βρουν στο Βραχοκιρκίνεζο έναν ήμερο και γλυκό χαρακτήρα που θα γεμίσει τον περίπατό τους με τη πτήση του, χωρίς νευρικότητα και ιδιαίτερο άγχος. Ο Νανογέρακας (Falco columbarius) Ο

Νανογέρακας

έχει

το

ίδιο

περίπου

μέγεθος

με

το

Βραχοκιρκίνεζο αλλά η ουρά και οι φτερούγες του είναι κοντύτερες.

Θεωρείται

λοιπόν

το

μικρότερο

γεράκι

της

Ευρώπης, είναι όμως στιβαρός και ικανότατος στο κυνήγι. Στη φύση τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με μικρά πουλιά ως το μέγεθος της γερακότσιχλας, ενώ ορισμένα πιο θαρραλέα θηλυκά σκοτώνουν ακόμη και περιστέρια. Ο Νανογέρακας παραδοσιακά χρησιμοποιείται στο κυνήγι του κορυδαλλού. Από τα μέσα Αυγούστου που αρχίζει το κυνήγι ως τα μέσα Οκτωβρίου οι γερακάρηδες αναζητούν κορυδαλλούς που αλλάζουν φτέρωμα και η πτητική τους ικανότητα είναι


συνεπώς μειωμένη. Ο Νανογέρακας τους επιτίθεται από το γάντι και ακολουθεί ένα από τα θεαματικότερα κυνήγια. Κυνηγός και θήραμα ανεβαίνουν σπειροειδώς στον ουρανό και η επιτυχία είναι να καταφέρει το γεράκι να ξεπεράσει σε ύψος τον κορυδαλλό ώστε να τον αρπάξει με μια θεαματική βουτιά. Όσο προχωρεί ο χειμώνας οι κορυδαλλοί ολοκληρώνουν την πτερόρροια και το κυνήγι αυτό σταματά. Είναι η εποχή που οι παλιοί γερακάρηδες επέστρεφαν τους Νανογέρακές τους στη φύση -τότε βέβαια το κόστος ενός γερακιού ήταν αμελητέο. Ο λόγος αυτής της τακτικής είναι πως οι Νανογέρακες έχουν ευαίσθητη υγεία και πολλοί πεθαίνουν το χειμώνα. Άλλωστε στο κυνήγι του κορυδαλλού χρήσιμα είναι μόνο τα νεαρά γεράκια.

Τα

ενήλικα

σπάνια

δείχνουν

τον

ανάλογο

ενθουσιασμό και επιμονή για τόσο μακρά καταδίωξη. Σύμφωνα με αρκετούς συγγραφείς ο Νανογέρακας μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά και στο κυνήγι μικρόπουλων από το γάντι, όπως το Ξεφτέρι. Νομίζω όμως ότι τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ φτωχά. Όπως κάθε Μακρύφτερο γεράκι, παρόλο το μικρό του μέγεθος, χρειάζεται και αυτός κάποια απόσταση για να αναπτύξει ταχύτητα. Τις περισσότερες φορές, λοιπόν, τα θηράματα θα προλάβαιναν να κρυφτούν. Από αυτές τις γενικές γραμμές μπορεί κανείς να ξεφύγει ανακαλύπτοντας νέους τρόπους, εφόσον το περιβάλλον του το επιτρέπει. Άν δηλαδή κάποιος ζει στην Αφρική, κοντά σε νερόλακκους όπου ξεδιψούν χιλιάδες τρυγόνια, θα μπορούσε


να αξιοποιεί τον Νανογέρακα όλο το χρόνο, χωρίς καμιά δυσκολία. Όπως κάθε άλλο μικρόσωμο γεράκι ο Νανογέρακας είναι ακατάλληλος για αρχάριους. Επιπλέον στη ευαίσθητη φύση του προστίθεται και η τάση του να μεταφέρει το θήραμα κατά την προσέγγιση

του

γερακάρη,

πετώντας

μακριά.

Χρειάζεται

προσοχή και πείρα για να μη χαθεί. Οι πομποί της τηλεμετρίας όσο ελαφρείς και αν είναι επιβαρύνουν το πέταγμα ενός τόσο μικρού αρπακτικού, έτσι πολλοί τους αποφεύγουν. Αλλά ένας Νανογέρακας που κάθεται σε ένα χορταριασμένο λιβάδι και τρώει έναν κορυδαλλό είναι ούτως ή άλλως πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. 'Ενας μεγάλος αμερικάνος γερακάρης, ο Ερικ Έντουαρτς, που έχει ειδικευτεί στο κυνήγι σπουργιτιών πετώντας δύο θηλυκούς Νανογέρακες ταυτόχρονα, δηλώνει καθαρά πως όταν το γεράκι πιάσει θήραμα εκείνος περιμένει από μακριά να το φάει, επειδή ακριβώς φοβάται μήπως το πάρει και φύγει. Κατά συνέπεια περιορίζεται σε ένα μόνο σπουργίτη ανά γεράκι. Ο Χρυσογέρακας (Falco biarmicus) Οι άγριοι Χρυσογέρακες δεν έχουν την ταχύτητα για μακρές και επίμονες καταδιώξεις, κυνηγούν αιφνιδιαστικά. Στο χώρο της ιερακοθηρίας λοιπόν, ο εκπαιδευμένος Χρυσογέρακας χάνεται δύσκολα ακριβώς επειδή δεν παρασύρεται μακριά κυνηγώντας. Καθώς ο χαρακτήρας του γενικά είναι ήπιος και ημερεύει απόλυτα, θεωρείται ιδανικός για το ξεκίνημα στη δύσκολη κατηγορία των Μακρύφτερων γερακιών. Μολαταύτα


χρειάζεται και εδώ ανοιχτό πεδίο και κάποια εμπειρία στον έλεγχο του βάρους ώστε το γεράκι να μένει πάντοτε κοντά στον εκπαιδευτή του, αφού ως Μακρύφτερο θα βρίσκεται συνεχώς στον αέρα, συχνά σε μεγάλα ύψη από όπου εύκολα μπορεί να ξεμακρύνει και να κινδυνεύσει. Με τον Χρυσογέρακα μπορεί κανείς να κυνηγήσει ορτύκια και πέρδικες αφήνοντάς τον να πετά πάνω από τη φέρμα του σκύλου ή να κυνηγήσει μικρόπουλα των θάμνων και παρυδάτια σε βαλτοτόπια. Ο γερακάρης τότε περπατά με το γεράκι να πετά τριγύρω σε κοντινή απόσταση και να επιτίθεται σε ό,τι πετάγεται στο πέρασμά τους. Μπορεί ο Χρυσογέρακας να μην είναι τόσο γρήγορος και το πέταγμά του να μοιάζει πιο ανάλαφρο από των άλλων μεγάλων Μακρύφτερων γερακιών, η νοημοσύνη του όμως ξεχωρίζει και στα

χέρια

ενός

ικανού

αποτελεσματικότατος

γερακάρη

κυνηγός.

Ιδιαίτερα

θα

γίνει

στο

κυνήγι

ένας του

ορτυκιού, είναι ίσως η καλύτερη επιλογή και στην Αφρική τον χρησιμοποιούν ευρύτατα, αφού χρειάζονται ένα γεράκι που θα ακολουθεί το σκύλο από μικρό ύψος χωρίς ανυπομονησία και θα αρπάζει το ορτύκι τη στιγμή που σηκώνεται, ώστε να μην έχει τη δυνατότητα να κρυφτεί στην πορεία μιας μακράς καταδίωξης. Ο Πετρίτης (Falco peregrinus) Ο

Πετρίτης

είναι

μάλλον

το

γεράκι

που

έχει

ταυτιστεί

περισσότερο με την ιερακοθηρία. Είναι επίσης το πιο διάσημο γεράκι στον κόσμο, με φανατικούς φίλους και φανατικούς


εχθρούς. Η ταχύτητά του όταν επιτίθεται από ψηλά φτάνει τα τετρακόσια χιλιόμετρα την ώρα και είναι ικανός να πιάνει τα γρηγορότερα θηράματα. Στην Ελλάδα ζει το υποείδος F. Ρ. Brookei που είναι αρκετά μικρότερο σε μέγεθος από τα ξαδέρφια του των βορειότερων περιοχών. Το πιο πολύτιμο χάρισμα του Πετρίτη δεν είναι η τρομερή του ταχύτητα αλλά η τάση που έχει να πετά ψηλά και να στέκεται πάνω από τον γερακάρη και τον σκύλο περιμένοντας να εμφανιστεί το σύντομη

θήραμα. Κατόπιν ακολουθεί μια ακαριαία,

επίθεση,

προσφέροντας

χωρίς

αμφιβολία

το

συναρπαστικότερο θέαμα στην ιερακοθηρία. Άλλα, εξίσου ή και περισσότερο

γρήγορα

γεράκια,

πετούν

συνήθως

χαμηλά

κάνοντας στροφές γύρω από το σκύλο και όταν σηκωθούν τα πουλιά

αρχίζουν

μια

καταδίωξη

μεγάλης

διάρκειας

που

εκτυλίσσεται έξω από το οπτικό πεδίο του γερακάρη, που κάποτε χάνει όχι μόνο το θέαμα αλλά και το ίδιο του το γεράκι με αυτόν τον τρόπο. Οι σύγχρονοι, λοιπόν, εκτροφείς χρησιμοποιώντας μεθόδους τεχνητής γονιμοποίησης παράγουν υβρίδια διαφόρων ειδών με Πετρίτη. Η μείξη αυτή δίνει στα νέα γεράκια το ανεκτίμητο πλεονέκτημα

του

ύψους,

κρατώντας

από

τον

δεύτερο

γεννήτορα κάποια άλλα χαρακτηριστικά, σπουδαία επίσης, όπως είναι το μεγαλύτερο μέγεθος, το πιο ευέλικτο πέταγμα ή η δυνατότητα να πιάνουν θηράματα στο έδαφος, κάτι που ο Πετρίτης δε μπορεί να κάνει.


Στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης ο Πετρίτης είναι πιο δύσκολος από τα άλλα γεράκια. Απαιτεί μεγαλύτερη υπομονή και σεβασμό έως ότου εμπιστευτεί τον γερακάρη και δεχτεί τροφή πάνω στο γάντι του. Αργότερα, κατά τις πρώτες ελεύθερες πτήσεις, επειδή έχει κοντές φτερούγες και ουρά, δυσκολεύεται να ανεμογλιστρήσει και να ξεκουραστεί στον αέρα. Ο γερακάρης πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά και να καλεί πίσω το γεράκι μόλις διακρίνει σημεία κόπωσης, για να μην αποφασίσει μόνο του πού θα κάτσει να ξεκουραστεί. Άν, όπως είπαμε, ένα Μακρύφτερο γεράκι πάρει τη συνήθεια να κάθεται και να πετά όποτε θέλει, τότε το κυνήγι μαζί του είναι κουραστικό, ακόμη και αδύνατο. Επειδή οι πτήσεις στην αρχή κρατούν λίγο ο Πετρίτης αργεί να γυμναστεί. Η άσκηση με το ομοίωμα ξεκινά όταν το γεράκι έχει αποκτήσει κάποιες λογικές δυνάμεις. Οι ζεστές ώρες της ημέρας και η άπνοια πρέπει να αποφεύγονται γιατί εξουθενώνουν τους νεαρούς Πετρίτες. Η προσγείωση στο ομοίωμα πρέπει να γίνεται σε έδαφος χλοερό για να μη φθείρονται τα σκληρά φτερά τους από την επαφή με τις πέτρες. Ο έλεγχος της πτήσης τους δεν είναι απλός, στα μεγάλα

ύψη

που

εύκολα

φτάνουν

έχουν

την

εποπτεία

τεράστιων εκτάσεων και μπορούν να επιτεθούν σε ο,τιδήποτε μακρινό τους δελεάσει. Τότε ο γερακάρης δεν έχει παρά να ελπίζει ότι το γεράκι θα αποτύχει στην επίθεση και θα επιστρέψει

μόνο

του

σ'

αυτόν

ή,

αν

έχει

τηλεμετρικό

μηχάνημα, να ξεκινήσει έπειτα από κάποια ώρα να ψάχνει. Ο γερακάρης λοιπόν που ονειρεύεται να πετάξει Πετρίτες πρέπει πρώτα να εξασκηθεί με ένα άλλου είδους Μακρύφτερο γεράκι. Να περάσει μήνες πετώντας το καθημερινά για να


αποκτήσει ηρεμία και κρίση, να μάθει πότε να ανησυχεί και πως να μη μεταδίδει το άγχος του στο πουλί, ό,τι δηλαδή ξεχωρίζει τον καλό γερακάρη από εκείνον που ξέρει απλώς να εφαρμόζει την τεχνική. Ο Ασπρογέρακας (Falco rusticolus) Αυτό το γεράκι, το μεγαλύτερο και ταχύτερο από όλα τα Μακρύφτερα, σπάνια χρησιμοποιείται πια στο κυνήγι. Το κόστος του είναι μια μικρή περιουσία. Η χρήση του περιορίζεται στην

διασταύρωση

με

άλλα

γεράκια

και

στην

εκτροφή

υπέροχων υβριδίων. Αντίθετα με το όνομά του, ο Ασπρογέρακας υπάρχει σε τέσσερις χρωματισμούς: λευκό, ασημί, γκρίζο και μαύρο. Από τα τέσσερα το γκρίζο χρώμα είναι το συνηθέστερο και πιο προσιτό. Το μέγεθός του τον κάνει ικανό να σκοτώνει πολύ μεγάλα πουλιά, αλλά επειδή ανέκαθεν η κατοχή του ήταν προνόμιο της αριστοκρατίας χρησιμοποιήθηκε κυρίως στο κυνήγι ευγενών θηραμάτων, της πέρδικας, του φασιανού και των αγριόγαλων. Μόλο που δεν παίρνει ύψος, σαν τον Πετρίτη, για να σκοτώσει έτσι με μια σχετικά σύντομη επίθεση το θήραμά του, είναι τόσο γρήγορος ώστε μπορεί να το προλάβει με μια ευθεία, μακρά καταδίωξη. Οι αποστάσεις που καλύπτει είναι μεγάλες και οι πιθανότητες να χαθεί, ως εκ τούτου, πολλές. Τον πρώτο καιρό της ελεύθερης τους πτήσης οι νεαροί Ασπρογέρακες

κουράζονται

εύκολα

και

η

δύναμή

τους


αυξάνεται με πολύ αργό ρυθμό, όπως συμβαίνει με όλα τα βαριά αρπακτικά. Χρειάζονται μήνες εντατικής γυμναστικής για να γίνουν αποτελεσματικοί στο κυνήγι. Σαν πουλιά που προέρχονται από πολύ βόρειες περιοχές έχουν δυσκολίες προσαρμογής στα θερμότερα κλίματα και πολλά πεθαίνουν τον πρώτο χρόνο της ζωής τους. Επιπλέον το βαρύ τους σώμα, όταν βρίσκονται δεμένοι στις βάσεις τους, ασκεί μεγάλη πίεση στα πόδια με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν από επιμολυσμένες αμυχές. Πρέπει, λοιπόν, να πετούν συχνά και οι βάσεις να αποστειρώνονται σχολαστικά, αλλιώς να αφήνονται σε κάποια μεγάλη κλούβα όπου θα κινούνται περισσότερο ξεκουράζοντας έτσι τα πόδια τους. Κυνηγογέρακας (Falco Cherrug) Ο Κυνηγογέρακας είναι το δεύτερο σε μέγεθος Μακρύφτερο γεράκι, μετά τον Ασπρογέρακα. Κυνηγά με την ίδια άνεση φτερωτά, όσο και εδαφόβια θηράματα. Επειδή η πτήση του είναι χαμηλή, τον αφήνουν συνήθως από το γάντι στα κορακοειδή, τους γλάρους και -παραδοσιακά οι άραβες- στον μεγάλο αγριόγαλο. Το φτέρωμά του είναι πολύ μαλακό και δεν μπορεί να πετάξει σε συνθήκες μεγάλης υγρασίας ή δυνατού αέρα. Επιπλέον είναι μεταναστευτικό πουλί και χρειάζεται προσοχή την άνοιξη ή το φθινόπωρο, οπότε το ένστικτο της μετανάστευσης αφυπνίζεται. Όπως λένε, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί, δείχνοντας απάθεια στα καλέσματα του εκπαιδευτή και μία τάση να απομακρύνεται. Τότε συνιστάται να σταματήσει για ένα διάστημα να πετά, μέχρις ότου περάσει η περίοδος της


μετανάστευσης. Ο χαρακτήρας του είναι ήπιος και ζευγαρώνει στην αιχμαλωσία σχετικά εύκολα. Άν κανείς τον επιλέξει μόνο για πτήσεις στο ομοίωμα, χωρίς αμφιβολία, θα απολαύσει τη ταχύτητά του και τα τεράστια φτερά του θα γεμίζουν τον ουρανό. Άν όμως τον θέλει για κυνήγι, θα πρέπει να ζει σε τόπο άδειο και απέραντο για να μπορεί να εντοπίζει θηράματα από μακριά και να παρακολουθεί τις μακρύτατες καταδιώξεις του. Όπως οι Ασπρογέρακες, οι θηλυκοί Κυνηγογέρακες χρειάζονται χρόνο για να γυμναστούν και να πετάξουν καλά. Τα αρσενικά στην

Ευρώπη

είναι

χρησιμότερα

αφού

το

μέγεθος

των

θηλυκών απαιτεί θηράματα όπως οι ερωδιοί, οι μεγάλοι γλάροι και αγριόγαλοι, κυνήγια που δεν υπάρχουν ή απαγορεύονται. Για τα κορακοειδή, λοιπόν, οι αρσενικοί Κυνηγογέρακες είναι ιδανική επιλογή, πολύ προτιμότεροι από τους Πετρίτες γιατί έχουν μακρυά πόδια και είναι σε θέση να ακινητοποιούν το κοράκι κρατώντας το επικίνδυνο ράμφος του σε ασφαλή απόσταση, έως ότου το αποτελειώσουν. Οι Κυνηγογέρακες είναι φθηνά γεράκια, κάτι που τραβάει την προσοχή όσων ξεκινούν την ιερακοτροφία. Και μέχρι την ώρα που θα πετάξουν ελεύθεροι, η εκπαίδευση εξελίσσεται ομαλά. Από εκεί και ύστερα, όμως, ένας αρχάριος θα δυσκολευτεί με τη συνήθειά τους να ακολουθούν ευθείες και να χάνονται από το οπτικό του πεδίο για να επιστρέψουν αργότερα έπειτα από έναν τεράστιο κύκλο (ή να χαθούν από κάποιο ξαφνικό γεγονός που ο εκπαιδευτής δεν μπόρεσε να ελέγξει).


To Mεξικάνικο γεράκι (Falco mexicanus) Αυτό το είδος δεν έγινε ποτέ αρκετά δημοφιλές στην Ευρώπη, κάτι που οφείλεται στον δύσκολο χαρακτήρα του. Σε αντίθεση με τα άλλα Μακρύφτερα διατηρεί μιαν αγριάδα και μιαν έλλειψη αυτοπεποίθησης στα χέρια του εκπαιδευτή του. Η κυνηγετική του, όμως, αξία είναι πολύ μεγάλη. Κατάλληλο για φτερωτά θηράματα και μή, ικανό να πετά ευέλικτά και να σκοτώνει ζώα πολύ μεγαλύτερά του, χωρίς να διστάζει να τα ακολουθεί ακόμη και μέσα στα δέντρα, τους θάμνους και άλλες κρυψώνες, έχει ταυτόχρονα το σπουδαίο πλεονέκτημα του Πετρίτη, να παίρνει ύψος περιμένοντας από τον γερακάρη να του φανερώσει το θήραμα.

Υπάρχουν πάρα πολλά είδη μακρύφτερων γερακιών λιγότερο ή καθόλου

γνωστά.

Ολοένα

καινούργια

εμφανίζονται

και

δοκιμάζονται με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία. Ο κανόνας είναι αυτονόητος, όσο ικανό είναι ένα άγριο γεράκι στη φύση, τόσο θα είναι και με τον άνθρωπο. Τις διατροφικές τους συνήθειες

παρατηρούμε

και

τα

επιλέγουμε.

Έτσι,

οι

Δεντρογέρακες (Falco subbuteo) και οι Μαυροπετρίτες (Falco eleonorae)

που

είναι

εξαιρετικοί

θηρευτές

πουλιών

όσο

μεγαλώνουν τα μικρά τους, τον υπόλοιπο χρόνο τρέφονται με έντομα και στα χέρια του γερακάρη -καθώς δεν έχουν μικρά να αναθρέψουν- αποδείχθηκαν άχρηστοι γιατί κυνηγούν μόνον έντομα.


Τα υβρίδια Όλοι οι μεγάλοι εκτροφείς με τη μέθοδο της τεχνητής αναπαραγωγής διασταυρώνουν διάφορα είδη γερακιών για να παράγουν υβρίδια. Ανατρέφουν τους γεννήτορες από πολύ μικρή ηλικία και όταν τα γεράκια αυτά ενηλικιώνονται νιώθουν τον εκτροφέα ως ταίρι. Τα αρσενικά «ζευγαρώνουν» μαζί του αφήνοντας το σπέρμα τους σε ένα ειδικό καπέλο, το σπέρμα συλλέγεται με σύριγγα και στη συνέχεια εμβολιάζεται στο θηλυκό που επίσης κάθεται κι αυτό να «ζευγαρώσει» με τον άνθρωπο. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα κάποια είδη μπορούν να διασταυρωθούν και με φυσικό τρόπο. Τα υβρίδια έχουν ανοίξει καινούργια σελίδα στο χώρο της ιερακοθηρίας και έχουν διαδοθεί ευρύτατα. Σκοπός είναι να αμβλύνεται

η

πλεονεκτήματα

ιδιοτροπία στα

ενός

είδους,

πλεονεκτήματα

και

να

προστίθενται

το

γεράκι

που

εκκολάπτεται να έχει περισσότερες αρετές από τους γονείς του. Με

όλη

της

την

επιτυχία

η

εκτροφή

υβριδίων

είναι

αμφιλεγόμενη. Κάποιοι θεωρούν τα γόνιμα υβρίδια επικίνδυνα. Ότι πουλιά που χάνονται και επιβιώνουν στη φύση μπορούν να ζευγαρώσουν αλλοιώνοντας τα άγρια, αμιγή γεράκια. Νομίζω πως το αίμα αυτό είναι ελάχιστο για να επηρεάσει ολόκληρους πληθυσμούς. Ωστόσο η υπερβολή βλάπτει. Άν οι εκτροφείς ενδιαφέρονται μόνο για τα κέρδη τους, τότε από ανεξέλεγκτες διασταυρώσεις καταλήγουμε να μην ξέρουμε με σιγουριά τί γεράκι έχουμε στα χέρια μας. Είναι καθαρό ή έχει κάποιο πρόγονο άλλου είδους; Προσωπικά η ιδέα αυτή με ενοχλεί,


όπως με ενοχλεί γενικά η αντιμετώπιση των γερακιών ως εμπορική επιχείρηση. Κάποια από τα πιο δοκιμασμένα και δημοφιλή υβρίδια αναφέρω πιο κάτω. Υβρίδια του Πετρίτη

Με ό,τι διασταυρώνεται ο Πετρίτης δίνει ένα πολύτιμο πλεονέκτημα: γεράκια που πετούν ψηλά. Πετρίτης/Ασπρογέρακας

Το ακριβότερο και πλέον περιζήτητο αυτό «μείγμα» έχει κυριολεκτικά κατακτήσει τον κόσμο. Όλα σχεδόν τα θηλυκά πωλούνται στους άραβες για το κυνήγι του αγριόγαλου. Τα αρσενικά είναι πρώτης τάξεως κυνηγοί εδαφόβιων και υδρόβιων πουλιών. Σπάνια χρησιμοποιούνται σε άλλα κυνήγια, πράγμα που δεν θα ταίριαζε στην αριστοκρατικότητά τους. Θα ήταν σα να σπαταλούσε κανείς ένα υπέροχο πόϊντερ σε κυνήγι τσίχλας. Πέραν αυτής της οπτικής, όμως, ο Πετρίτης/Ασπρογέρακας είναι ικανός για κάθε είδους κυνήγι μεγάλων φτερωτών. Λόγω του μεγέθους τους τα θηλυκά χρειάζονται πολύ χρόνο για να γυμναστούν. Το κόστος τους είναι ψηλό και κυμαίνεται ανάλογα με το χρώμα, πολύ σκούρα ή πολύ ανοιχτά χρώματα πωλούνται ακριβότερα. Πετρίτης/Κυνηγογέρακας


Αυτά τα πουλιά έχουν μεγαλύτερη ευελιξία από τους Πετρίτες και μπορούν να πετάξουν σε πιο κλειστό περιβάλλον. Είναι επίσης πιο μεγάλα και με μακρύτερα πόδια, μπορούν έτσι να κυνηγήσουν με ασφάλεια κορακοειδή και μεγάλους γλάρους. Παίρνουν και αυτά ύψος στο κυνήγι με σκύλο φέρμας, ενώ η συμπεριφορά τους είναι σε όλα τα σημεία ηπιότερη από του Πετρίτη. Σε συνδυασμό με τις προσιτές τιμές που πωλούνται, τα θεωρώ πολύ πετυχημένα. Είναι θαρραλέα, νοήμονα και κατάλληλα για όλα τα κυνήγια φτερωτών θηραμάτων. Πετρίτης/Χρυσογέρακας

Η διασταύρωση του γλυκύτατου, τόσο όμορφου μα κάπως αργού Χρυσογέρακα με τον Πετρίτη δίνει πουλιά μεγάλης ομορφιάς και πολύ καλού χαρακτήρα. Η ταχύτητά τους είναι αρκετή για να κυνηγήσουν πέρδικες από πλεονεκτική θέση, άν όμως το θήραμα απομακρυνθεί δεν είναι σε θέση να το προφτάσουν και επιστρέφουν στον εκπαιδευτή τους. Αυτό τους συνιστά κατάλληλους για να ξεκινήσει κανείς την εμπειρία του με Μακρύφτερα γεράκια, έχοντας, βέβαια, πετάξει για ένα χρόνο Χάρρις ή Κοκκινόουρη γερακίνα. Πετρίτης/Νανογέρακας

Τα τελευταία χρόνια πέτυχαν να παράγουν αυτό το εντυπωσιακό υβρίδιο ανάμεσα στα δύο εξαίσια είδη. Πρόκειται


για ένα γεράκι μικρόσωμο, πολύ νευρικό, αλλά καταπληκτικό στο κυνήγι. Με τρομερό θάρρος και ταχύτητες, το μικρό γεράκι έχει συναρπάσει τους σύγχρονους γερακάρηδες. Μπορεί να κυνηγήσει με δίκαιη πτήση κάθε πουλί μέχρι το μέγεθος της πέρδικας. Είναι σε θέση να επιτεθεί σε ένα περιστέρι που περνά εκατοντάδες μέτρα μακριά, να το καταδιώξει και να το πιάσει, χωρίς κανένα πλεονέκτημα με την πλευρά του. Χρειάζεται μεγάλη εμπειρία για να ελέγξει κανείς έναν τέτοιον κυνηγό, που, συν τοις άλλοις, έχει την τάση να πετά σε μεγάλα ύψη, μέχρι που χάνεται στον ουρανό. Υβρίδια του Ασπρογέρακα Ασπρογέρακας/Κυνηγογέρακας

Επειδή τα δυο είδη είναι σχετικά, τα υβρίδιά τους είναι γόνιμα με αποτέλεσμα να εκτρέφονται υβρίδια επί υβριδίων, όπως ο 75% Ασπρογέρακας/ 25% Κυνηγογέρακας. Δεν είναι γεράκια για ψηλό πέταγμα και η χρήση τους περιορίζεται σε κυνήγια μεγάλων πουλιών από το γάντι. Τα θηλυκά, όντας τεράστια, είναι περιζήτητα από τους άραβες για το κυνήγι του αγριόγαλου. Τα αρσενικά διαλέγονται κυρίως για το κυνήγι κορακοειδών, γλάρων και για απλό πέταγμα στο ομοίωμα όπου πετούν εντυπωσιακά. Σημαντικό πλεονέκτημα είναι η τάση τους να εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα θηράματα και να αγνοούν τα υπόλοιπα, κάτι που γλιτώνει τον γερακάρη από απρόβλεπτες επιθέσεις που δεν επεδίωξε. Από την άλλη αν ο εκπαιδευτής καθυστερήσει να το μάθει να κυνηγά, πιθανότατα


θα καταλήξει με ένα γεράκι που θα επιτίθεται μόνο στο ομοίωμα. Είναι, επίσης, ακατάλληλα για ελεύθερο πέταγμα σε περιπάτους γιατί πετούν χαμηλά και απομακρύνονται, πράγμα που δυσκολεύει την επιτήρησή τους. Ασπρογέρακας/Χρυσογέρακας

Αυτή η διασταύρωση δίνει πολύ όμορφα γεράκια, με μεγάλες φτερούγες και ήπιο χαρακτήρα. Στο κυνήγι δεν έχουν δοκιμαστεί αρκετά, θα πρέπει, όμως, να είναι ικανά να κυνηγούν τόσο πέρδικες και φασιανούς, όσο κοράκια και γλάρους. Ασπρογέρακας/Νανογέρακας

Όπως συμβαίνει στη διασταύρωση με τον Πετρίτη, έτσι και το υβρίδιο του Νανογέρακα με τον Ασπρογέρακα είναι τρομερά προικισμένο αρπακτικό. Δεν πετά ψηλά, είναι όμως τόσο γρήγορο ώστε μπορεί ξεκινώντας από το γάντι να προλάβει και τα ταχύτερα πουλιά. Το πάθος και η τόλμη του το κάνουν να αψηφά τα μεγέθη και να επιτίθεται σε θηράματα αδιανόητα για το μικρό του μέγεθος. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι Aγγλοι το αποκαλούν 'pocket-rocket', δηλαδή «ρουκέτα τσέπης»! Επίλογος Φημολογείται μια νέα υπουργική απόφαση που απαγορεύει εκτός από το κυνήγι και την κατοχή νόμιμα αγορασμένων


αρπακτικών από εκτροφεία. Δεν έχω διαβάσει το κείμενο, νομίζω πως εξαιρεί αρπακτικά άλλων ηπείρων, θα δούμε. Προφανώς κάποιος πολύ κακώς εννοούμενος «οικολόγος» πέτυχε να επηρεάσει το αρμόδιο υπουργείο. Και καθώς η άγνοια είναι μεγάλη, τα επιχειρήματα που χρειάστηκαν θα ήταν σίγουρα παιδαριώδη. Είναι παράδοξο, πουθενά δε γίνεται αυτό. Να μη μπορεί ένας ευρωπαίος να συναλλάσσεται ελεύθερα με έναν άλλον ευρωπαίο, να μη μπορώ να αγοράσω ένα καθόλα νόμιμο και απολύτως ελεγμένο από το αγγλικό κράτος γεράκι και αυτό να έχει αποφασιστεί εν μια νυκτί. Τι είδους υπερβάλλων ζήλος είναι πάλι αυτός; Και δεν καταλαβαίνουν ότι στερώντας έτσι και την τελευταία νόμιμη διέξοδο ωθούν τον κόσμο στην παρανομία; Και μήπως πρόκειται για εγκληματίες; Αλλά όπως λέει και ο Σεφέρης, «στην Ελλάδα είμαστε όλοι πικρά αυτοδίδακτοι». Αυτοδίδακτοι και οι οικολόγοι δε λένε να καταλάβουν ότι κάθε υπερβολή, κάθε απόλυτη απόρριψη συνιστά ερασιτεχνισμό, ανωριμότητα. Στο εξωτερικό, επαναλαμβάνω, οι γερακάρηδες αξιοποιούνται δεν περιθωριοποιούνται. Προσωπικά δυσκολεύομαι να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς γεράκια. Έχω την ατυχία να ζω στην πιο «προστατευτική» για τη φύση χώρα της Ευρώπης! Χιλιάδες ορτύκια τουφεκίζονται με κασετόφωνα σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και κάποιοι βρίσκουν εμάς πρόσφορους για μιαν ακόμη γραφειάδικη απόφαση, χωρίς να ρωτήσουν κανένα. Γιατί δε φαντάζομαι το ελληνικό υπουργείο πριν απαγορεύσει επιλέγοντας μια τόσο μονόπλευρη ενημέρωση, δεν φαντάζομαι να ρώτησε, να φρόντισε να ενημερωθεί και από μιαν άλλη χώρα με


μεγαλύτερη πείρα επί του θέματος και -εννοείται- με εντελώς άλλη στάση! Γιατί; Γιατί δεν έρχονται σε επαφή με τον Άγγλο, τον Γάλλο, τον Γερμανό αρμόδιο υπεύθυνο, να του πούνε τα επιχειρήματα της απαγόρευσης, είμαι σίγουρος ότι θα τους αντιμετώπιζε με θυμηδία. Εν ολίγοις, για να επιτρέπεται κάτι σε όλον τον πολιτισμένο κόσμο, δε μπορεί να είναι τόσο βλαβερό (εκτός αν τα γεράκια περιέχουν φυτοφάρμακα ή είναι μεταλλαγμένα). Δε μένει παρά να απαγορευτούν και οι γάτες και τα καπέλα και το παγωτό φράουλα. Έτσι τουλάχιστο θα νιώσω καθαρά πως ο καθένας κάνει του κεφαλιού του ανεξέλεγκτα και θα αναρωτηθώ αν η δημοκρατία μας θυμίζει καθόλου τυραννία.


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.