Fantastiki logotexnia 12

Page 1

ÖÁÍÔÁÓÔÉÊÇ ΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τεύχος 12 / Μάϊος 2013 / ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ


Περιεχόμενα 3

«Το κέρας», των Ίωνα Αλβέριχου και Σταμάτη Μαμούτου

4

«Το έπος του Γιλγαμές και το μυθικό ταξίδι το Ήρωα», του Δημήτρη Αργασταρά

6

«Χ.Φ.Λάβκραφτ: Ο πρίγκιπας του λογοτεχνικού τρόμου», του Θανάση Κ.

12

«Men in bearskin coats», της Πολύμνιας

15

«Ο Σωτήρης Σόρογκας και η ζωγραφική των ερειπίων», του Σταμάτη Μαμούτου

18

«Κόρτεκ», του Δημήτρη Σιάββα

22

«Η μαγεία ενός βιβλίου μπροστά σε μια οθόνη» του Βασίλειου Ι. Μέγα

24

« Έλληνες Ρομαντικοί ζωγράφοι: Νικηφόρος Λύτρας. Γεώργιος Ιακωβίδης», του Morias

27

«Πολύτιμα Μέταλλα», (μόνιμη στήλη) του Σταμάτη Μαμούτου

28

«Sword of a Paladin», (μόνιμη στήλη) του Paladin

ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ «Φανταστική Λογοτεχνία», τεύχος 12, Μάϊος 2013 Εκδότης: Σύλλογος φοιτητών ΑΤΕΙ και ΑΕΙ Πανεπιστημίων Ελλάδος Φανταστικής Λογοτεχνίας (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Συντακτική ομάδα τεύχους: Σταμάτης Μαμούτος, Ίωνας Αλβέριχος, Δημήτρης Αργασταράς, Θανάσης Κ, Πολύμνια, Δημήτρης Σιάββας, Βασίλειος I.Μέγας, Morias, Paladin Επιμέλεια-Διόρθωση: Σταμάτης Μαμούτος. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Morias. Εικόνα εξωφύλλου: John Martin, “The Bard”


Το Κέρας των Ίωνα Αλβέριχου και Σταμάτη Μαμούτου Παρατηρώντας την σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη θα μπορούσε εύκολα κανείς να μιλήσει για το τέλος μιας εποχής. Ο Διαφωτισμός μπορεί πλέον να αναπαύεται εκπληρωμένος στον θρόνο της ιστορίας έχοντας πετύχει τον στόχο των εκφραστών του. Ο άνθρωπος μοιάζει με έμβια μηχανή, η οικονομία έγινε η νέα μας ζωή και οι τεχνοκράτες έγιναν οι σωτήρες των αριθμών και της ανάπτυξης των υπολογισμών. Εργαλειακός ορθολογισμός, ωφελιμισμός, αγορά και πολυπολιτισμικότητα, να οι γυμνές θεότητες των καιρών μας! Κέρδος, έλλειμα, ανάπτυξη, πλεόνασμα, κρίση, χρέος, spread, να οι νέες μηχανανθρώπινες αισθήσεις μας! Θα έλεγε κανείς πως αυτή η κρίση έφερε στο προσκήνιο με τον πιο εμφατικό τρόπο την κουλτούρα της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας του νεωτερικού συστήματος, τόσο στην χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο παγκοσμιοποιημένος οικονομιστικός κόσμος, που οι philosophes του Διαφωτισμού σχεδίασαν τον 18ο αιώνα, σήμερα προβάλει εμπρός μας, άνευ θεώρησης και προσχήματος, σαν να αποτελεί αυτονόητη ανάγκη. Κι αν οι εξαγγελίες του αποτυγχάνουν θορυβωδώς, το κύρος του δεν κλονίζεται γιατί η λογική του έχει φυλακίσει την ανθρώπινη σκέψη. Υπάρχει, όμως, ένας στόχος που οι νεωτεριστές δεν έχουν καταφέρει να πετύχουν. Πρόκειται για την μηχανόποιηση της ανθρώπινης καρδιάς. Η καρδιά μας είναι πολύ κοντά στο να γίνει κι αυτή μια μηχανή, αφυδατωμένη από συναισθηματική ένταση. Μόνο που ακόμα κι αν έχει φτάσει τόσο κοντά σε κάτι τέτοιο, υψώνεται μπροστά σε αυτό τον στόχο –αλλά και στις υπόλοιπες έννοιες οι οποίες συνθέτουν το πεδίο που οι νεωτεριστές αποκαλούν πρόοδο- ένα λυτρωτικό τείχος βγαλμένο από τα μύχια της ίδιας μας της ανθρωπιάς. Η καρδιά μας δεν μπορεί να γίνει μηχανή γιατί πολύ απλά η καρδιά μας ματώνει. Η καρδιά μας ματώνει γιατί είναι συνηθισμένη στις μάχες με την ψυχρή λογική των αφηρημένων δημιουργημάτων της Νεωτερικότητας και με την ενστικτική της σοφία ευλογεί τους αέναους προστάτες της, τα αιώνια παιδιά, τους Ρομαντικούς, που στέκουν ξάγρυπνοι φρουροί του μικρού αλλά υπαρκτού ακόμη βασιλείου της. Η καρδιά ματώνει, μα κάθε σταλιά αίματος και πόνου είναι καθαρτήριο δάκρυ σε έναν κόσμο που γίνεται απόκοσμος. Είναι πότισμα της πνευματικότητας του νου, για να βλασταίνει η φαντασία. Όσο η καρδιά κρύβει στα βάθη της κάτι απ’ την ουσία των αναλλοίωτων αρχετύπων, αιώνια παιδιά του Ρομαντισμού θα αγκαλιάζουν τους παλμούς της. Οι Ρομαντικοί, που πριν από δυο αιώνες δώσαμε την μάχη απέναντι στην θεώρηση του Διαφωτισμού αποκρούοντας τις απάνθρωπες συνέπειες της εκμοντέρνισης και αναβάλλοντας την προοπτική του παγκόσμιου κράτους για εκατό και πλέον χρόνια, τώρα στεκόμαστε ξανά στις επάλξεις για την μάχη των μαχών, για την σωτηρία της καρδιάς. Εμποδίζοντας την προοπτική οριστικής επικράτησης της μεταμοντέρνας εκδοχής της Νεωτερικότητας, ανοίγουμε ρήγματα στις αφηγήσεις και προκαλούμε βλάβες στις μηχανές του συστήματος. Πιο έτοιμοι από ποτέ για το κάλεσμα των καιρών. Πιο έτοιμοι από ποτέ για το σάλπισμα της νίκης. Με την λογοτεχνία μας, με την μουσική μας, με την τέχνη και την κοινωνική μας δράση, φωτίζουμε τα επίπεδα της αισθητικής και παρουσιάζουμε πτυχές της κοσμοθέασής μας, αναδεικνύοντας ένα πεδίο αντίληψης και έναν τρόπο ζωής ολότελα ξένο τόσο προς τις επιταγές του κυρίαρχου «life style» όσο και προς τις εναλλακτικές του που έχουν νεωτεριστική (μοντέρνα ή μεταμοντέρνα) προέλευση.

Σπαθί μας οι Ιδέες!

Ασπίδα μας η Φαντασία! Σημαία μας η Αιώνια Παιδικότητα, που μετατρέπει εμπειρίες ζωής σε στιγμές φωτός!

3


Το Έπος του Γιλγαμές και το μυθικό ταξίδι του Ήρωα

Ο

ι μύθοι είναι οικουμενικές και διαχρονικές παραβολές που αντανακλούν αλήθειες της ανθρώπινης περιπέτειας και ταυτόχρονα, μέσα από την μετάδοση και την διδαχή τους, έχουν την δυνατότητα να διαμορφώνουν τις ζωές μας. Διερευνούν τις επιθυμίες, τους φόβους και τους πόθους μας, και μας χαρίζουν ιστορίες που μας θυμίζουν την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης.

Σε αυτό το άρθρο, μολονότι οι ελληνικοί μύθοι είναι ίσως οι πιο πλούσιοι και οι πιο δυνατοί της παγκόσμιας βιβλιογραφίας, ταξιδεύοντας σε κάτι λίγο πιο διαφορετικό, θα καταβυθιστούμε σε έναν από τους πιο αρχαίους βαβυλωνιακούς μύθους, που αντικατοπτρίζει την ηρωική περιπέτεια της αναζήτησης, τον μύθο του βασιλιά Γιλγαμές…

Σήμερα, ο νεωτερικός άνθρωπος έχει ρίξει την μυθολογική σκέψη σε ανυποληψία, συχνά την απορρίπτει ως μη ορθολογική και ως υπερβολικά ευφάνταστη. Έτσι νιώθει μπερδεμένος απέναντι στους μύθους, αισθάνεται πως δεν μπορεί να τους εντάξει κάπου μέσα στην χρηστική, υλιστική αναγκαιότητα που τον περιβάλλει, ενώ επίσης του φαίνονται πολύ φευγαλέοι, πολύ απροσάρμοστοι στην ευθύγραμμη, ρυθμισμένη, «λογική» ζωή του.

Ο Γιλγαμές ήταν ίσως μια ιστορική μορφή που έζησε γύρω στο 2600 π.Χ. Στα αρχεία της εποχής αναφέρεται ως πέμπτος βασιλιάς της Ουρούκ, στην νότια Μεσοποταμία, ο οποίος αργότερα έγινε λαϊκός ήρωας. Οι παλαιότεροι θρύλοι αφηγούνται τις περιπέτειές του, μαζί με τον πιστό του φίλο Ενκίντου, και περιλαμβάνουν ηρωικά κατορθώματα, μάχες με τέρατα, επισκέψεις στον Κάτω Κόσμο και συναντήσεις με θεές. Οι ιστορίες που έχουν διασωθεί αποτελούν ένα συμπίλημα κειμένων από τις πήλινες πινακίδες που έφεραν στο φως οι ανασκαφές του 19ου αιώνα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι μας δίνουν μια σχεδόν πλήρη εικόνα των διαφόρων φάσεων του μύθου.

Όμως, ως αποτέλεσμα της αιώνιας ανθρώπινης εμπειρίας και της πιο δημιουργικής ανθρώπινης ιδιότητας, της φαντασίας, που καταφέρνει να ξεπερνά τους όποιους γνωσιακούς ή λεκτικούς περιορισμούς, η μυθολογία είναι εκείνη που μπορεί να μας φανεί όχι μόνο χρήσιμη αλλά και ζωτική ακόμη και σήμερα διευρύνοντας, όπως έκανε πάντα, τους ορίζοντες των ανθρώπων. Αν από πολύ νωρίς οι άνθρωποι άρχισαν να δημιουργούν μύθους και να αφηγούνται ιστορίες, αυτό το έκαναν επειδή έτσι μπορούσαν να κατανοήσουν την ζωή τους μέσα σε ένα ευρύτερο κοσμικό πλαίσιο, να αποκαλύψουν ένα ευρύτερο σύστημα κανόνων και τελικά να αποκτήσουν την αίσθηση ότι, παρά τις όποιες δυσκολίες και χαοτικές ενδείξεις για το αντίθετο, η ζωή μπορούσε να έχει νόημα και αξία. Δεν ήταν οι μύθοι που τους αποπροσανατόλιζαν από τον υλικό κόσμο, αλλά αντίθετα τους επέτρεπαν να ζουν πιο ολοκληρωμένα και πιο έντονα μέσα στα όρια μιας υλικά και πνευματικά πλήρους πραγματικότητας.

Ένας ανήσυχος βασιλιάς

Στην αρχή της ιστορίας, ο νεαρός βασιλιάς αποκαλείται «ορμητικός σαν ταύρος», σφύζει από ενέργεια, θύελλα επικρατεί στην καρδιά του, ανοίγει ορεινές διαβάσεις, ορύσσει φρεάτια, πηγαίνει στον πόλεμο, αλλά μοιάζει να μην έχει κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Ο Γιλγαμές παρουσιάζεται σαν ένας άνθρωπος, ο οποίος έχει χάσει τον δρόμο του και έχει αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός για τον λαό του, που ικετεύει τους θεούς να τον λυτρώσουν. Οι θεοί για να δώσουν στον Γιλγαμές κάποια σοβαρή ενασχόληση, δημιουργούν τον Ενκίντου, έναν άγριο και πρωτόγονο άνθρωπο, ο οποίος τρομοκρατεί την ύπαιθρο. Το σώμα του είναι τριχωτό, έχει μακριά και αχτένιστα μαλλιά, ζει μαζί με τα άγρια θηρία, τρώει μαζί τους και πίνει νερό από τα ρυάκια. Μια μέρα, ένας κυνηγός θα συναντήσει το παράξενο αυτό πλάσμα στο δάσος και θα το αναφέρει στον Γιλγαμές. Για να εξημερώσει τον Ενκίντου, ο Γιλγαμές δίνει εντολή στην ωραιότερη από τις ιερόδουλες, την Σαμχάτ, να πάει γυμνή στο δάσος, να βρει τον άγνωστο άντρα και να τον δαμάσει με τα θέλγητρά της. Πράγματι, μετά από έξι νύχτες με την Σαμχάτ, ο Ενκίντου ανακαλύπτει ότι ο δεσμός του με τον φυσικό, ζωικό κόσμο έχει σπάσει. Τώρα, όταν συναντά τα άγρια ζώα, εκείνα νιώθουν την διαφορά και τρέχουν μακριά του. Έτσι, η Σαμχάτ αναλαμβάνει να μάθει τον Ενκίντου τους τρόπους του πολιτισμού

4

κι εκείνος εξεγευνίζεται σε τέτοιο βαθμό που είναι έτοιμος πλέον να ενταχθεί στην εκλεπτυσμένη ζωή της Ουρούκ. Όταν ο Γιλγαμές και ο Ενκίντου συναντιόνται στην αγορά της Ουρούκ, αρχίζουν να παλεύουν. Όλος ο λαός συγκεντρώνεται για να παρακολουθήσει τον αγώνα και τελικά ο Γιλγαμές καταφέρνει να νικήσει ξαπλώνοντας ανάσκελα τον Ενκίντου. Από τότε οι δύο άντρες γίνονται αχώριστοι φίλοι και ξεκινούν μαζί τις περιπετειώδεις αναζητήσεις τους.

Η τιμωρία της Μεγάλης Θεάς Μαζί, ο Γιλγαμές και ο Ενκίντου, θα κυνηγήσουν πάνθηρες, θα καταδιώξουν τον τερατώδη Χαβάβα, που φρουρούσε τον δρόμο προς το δάσος των Κέδρων, θα κατασφάξουν τον ουράνιο ταύρο και ο Γιλγαμές θα στήσει τα κέρατά του στον τοίχο του υπνοδωματίου του. Μέχρι που, σε μία από τις περιπλανήσεις τους, θα συναντήσουν την θεϊκή Ιστάρ… Σε αυτό το σημείο έχουμε μία ενδιαφέρουσα τροπή, όσον αφορά στις πεποιθήσεις των ανθρώπων, ενδεχομένως κατά την βασιλεία του Γιλγαμές και έπειτα, κι έτσι μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη και στον μύθο. Ενώ στην παλαιότερη μυθολογία ο ιερός γάμος με την Μητέρα Θεά αντιπροσώπευε την υπέρτατη Φώτιση και την κορύφωση των αναζητήσεων του ήρωα, εδώ προφανώς έχουμε να κάνουμε με μία κριτική κατά της παραδοσιακής μυθολογίας. Ο Ενκίντου, ενωμένος με την φύση και βάρβαρος, έπρεπε να εκπολιτιστεί, και τώρα ο Γιλγαμές, ο πολιτισμένος άνθρωπος, θα απορρίψει την θεά. Ο Γιλγαμές δεν βλέπει πλέον τον πολιτισμό ως θείο δημιούργημα. Στα μάτια του, η Ιστάρ φαντάζει σαν ένας πολέμιος του πολιτισμού: «σαν τρύπιο φλασκί που βρέχει αυτόν που το μεταφέρει, σαν παπούτσι που χτυπάει αυτόν που το φοράει, σαν πόρτα που δεν μπορεί να κρατήσει έξω τον άνεμο». Έτσι, ο Γιλγαμές διακηρύσσει την ανεξαρτησία


του από το θείο και υποστηρίζει πως είναι καλύτερα για τους θεούς και τους ανθρώπους να τραβήξουν διαφορετικούς δρόμους. Πρόκειται για μια διαπίστωση που κάνει το εν λόγω έπος να διαφέρει. Ενώ στις περισσότερες αφηγήσεις των μυθικών επών άνθρωποι, θεοί και φύση γίνονται αντιληπτοί ως οργανικά μέρη ενός ενιαίου, ζωντανού, κοσμικού συνόλου, στην συγκεκριμένη περίπτωση βλέπουμε την αμυδρή -αλλά και εμφανήεπιρροή μιας πιο εκκοσμικευμένης και ορθολογιστικής στάσης. Ο πολιτισμός είναι προτιμητέος από την πρωτογενή κοσμική ενότητα. Ο ήρωας δείχνει να προβληματίζεται στην σχέση του με το θείο. Η γενικότερη αντίληψή του έχει κάποιες εμφανείς αντιστοιχίες με την εποχή των αρχαιοελληνικών τραγωδιών και όχι μόνο με εκείνη των ορφικών και ομηρικών επών. Στην συνέχεια, η τρομερή Ιστάρ παίρνει την εκδίκησή της: ο Ενκίντου πέφτει βαριά άρρωστος και, μετά από έξι μερόνυχτα αγωνίας, πεθαίνει. Ο Γιλγαμές σκεπάζει με ένα πέπλο το πρόσωπο του παλιού του φίλου και βρυχάται σαν λέαινα που έχει χάσει τα μικρά της. Καθώς δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει το γεγονός, περιπλανιέται στην στέπα κλαίγοντας και ξαφνικά αντιλαμβάνεται τον περιορισμό της θνητής του φύσης, κάποια μέρα θα πρέπει και ο ίδιος να πεθάνει. Είναι σαφές πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας επιβεβαίωσης των όσων προαναφέραμε περί της «τραγικότητας» του εν λόγω έπους.

Η αναζήτηση του υπέρτατου αγαθού Ο Γιλγαμές θυμάμαι πως, σύμφωνα με τον παλιό μύθο, εκείνος που έχει επιβιώσει από τον Κατακλυσμό, ο Ουτναπιστίμ, έχει αποκτήσει το προνόμιο της Αθανασίας και ξεκινά για να τον βρει. Αξύριστος, με αχτένιστα μακριά μαλλιά και φορώντας μια λεοντή, ο Γιλγαμές περιπλανιέται, περνά από ακατοίκητες χώρες, βλέπει ένα όραμα του Κάτω Κόσμου, και αναζητεί πλέον «την μυστική γνώση των θεών». Όταν εντοπίζει τελικά τον Ουτναπιστίμ, εκείνος του εξηγεί πως οι θεοί δεν ανατρέπουν πια τους νόμους της φύσης προς χάριν των εκλεκτών θνητών. Ο Ουτναπιστίμ δεν μπορεί να του προσφέρει το παλιό μυστικό της αθανασίας, αλλά του περιγράφει τις δικές του εμπειρίες σχετικά με τις πρακτικές δυσκολίες της κατασκευής της κιβωτού και την δική του ανθρώπινη αντίδραση απέναντι στον Κατακλυσμό. Τότε παρεμβαίνει η γυναίκα του για να προτείνει, αφού δεν μπορεί να δοθεί το δώρο της αθανασίας, να αποκαλυφθεί στον Γιλγαμές το μυστικό για να ξαναγίνει πάλι νέος.

μυστικό των θεών. Υπάρχει στον βυθό της θάλασσας ένα φυτό που κεντρίζει όπως το τριαντάφυλλο. Αν κατορθώσεις να το φέρεις στην επιφάνεια, θα μπορέσεις να ξαναγίνεις νέος. Είναι το φυτό της αιώνιας νεότητας». Και αφού του υπέδειξε το σημείο και πώς να βρει το μαγικό βοτάνι, ο Γιλγαμές καταδύθηκε και έκοψε το φυτό. Όμως, η κατάληξη δεν θα είναι ευτυχής. Ενώ ο Γιλγαμές αποκοιμιέται αποκαμωμένος στην ακτή, ένα φίδι μυρίζει το φυτό, πλησιάζει και το τρώει μέσα από τα χέρια του. Έτσι, το μυστικό της αιώνιας νεότητας χάνεται και ο Γιλγαμές γίνεται αποδέκτης ενός επώδυνου μαθήματος για τους περιορισμούς που υφίσταται η ανθρωπότητα.

Ο αναμορφωτής Στο τέλος, επιστρέφοντας πίσω στην πόλη του, την Ουρούκ, ο Γιλγαμές πλένεται, πετάει την λεοντή, κόβει και φτιάχνει τα μαλλιά του και φορά καθαρά ρούχα. Από δω και πέρα ασχολείται με την κατασκευή των τειχών της πόλης και με την καλλιέργεια των τεχνών. Μπορεί ο ίδιος προσωπικά να πεθάνει αλλά τα μνημεία που θα αφήσει πίσω του θέλει να αποτελέσουν την αθανασία του, και ειδικά η εφεύρεση της γραφής, η οποία θα απαθανατίσει τα επιτεύγματά του για τις επόμενες γενιές. Μετά από τις περιπέτειες της ζωής του, ο Γιλγαμές έχει κερδίσει την «ολοκληρωτική σοφία» και έχει επιστρέψει «κουρασμένος αλλά ήσυχος» για να περάσει δημιουργικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Ο Ήρωας και ο Μύθος Είναι πολύ σημαντικό ότι αυτοί οι μύθοι, που ανάγονται στις παλαιότερες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, φτάνουν μέχρι εμάς σήμερα. Το Έπος του Γιλγαμές αποτελεί μια αντιπροσωπευτική περίπτωση αυτών των ηρωικών περιπετειών, που χαρακτηρίζονται από τον βασικό πόθο των ανθρώπων να ανυψωθούν υπεράνω των κοινών μέτρων. Εκφράζει μια ιστορία εκπολιτισμού αλλά ταυτόχρονα και μια νοσταλγία υπερβατικότητας.

Πίσω από αυτές τις ιστορίες μπορούμε να διακρίνουμε ένα κοινό μοτίβο. Ο ήρωας αισθάνεται ότι κάτι λείπει από την ζωή του, οι δεδομένες ιδέες δεν τον ικανοποιούν πια κι έτσι εγκαταλείπει την εστία του και επιδίδεται σε επικίνδυνες αναζητήσεις, αψηφώντας τον θάνατο. Αντιμετωπίζει τέρατα, σκαρφαλώνει σε απρόσιτα βουνά, διασχίζει σκοτεινά δάση, και στην διάρκεια αυτής της διαδικασίας αφήνει πίσω του τον παλιό εαυτό του, κερδίζοντας καινούριες γνώσεις και εμπειρίες, τις οποίες φέρνει πίσω στον λαό του. Μέσα από αυτές τις περιπέτειες, ο ήρωας μαθαίνει την σημασία της αληθινής φιλίας, την μεγάλη δύναμη της παλαιάς γνώσης και της παράδοσης, ενώ ερχόμενος αντιμέτωπος με την προοπτική του επικείμενου θανάτου, προκαλεί μια εποικοδομητική ανασύσταση των βαθύτερων δυνάμεών του και μεταβαίνει σε μια καινούρια μορφή ύπαρξης, πιο πλούσια και πιο ουσιαστική. Και εν τέλει, κάτι άλλο που βλέπουμε μέσα από αυτή την ιστορία είναι η συμπληρωματική αξία που είχε ο «λόγος» και ο «μύθος» στον προαρχαϊκό κόσμο. Ο «λόγος», με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, αποτελούσε την νοητική δραστηριότητα που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος για να οργανώσει τον βίο του, να διερευνήσει την προσωπικότητά του και να επιφέρει αλλαγές στον εξωτερικό κόσμο. Όταν, όμως, ήθελε να βρει κάποιο απώτερο νόημα και σημασία στην ζωή του, όταν ήθελε να έρθει σε επαφή με το ιερό και αναλλοίωτο βασίλειο των αρχετύπων και να κάνει υποφερτή την απόγνωσή του, τότε περνούσε πρακτικά και πνευματικά ασκούμενος στην περιοχή του μύθου. Ως Ρομαντικοί συντάκτες αυτού του περιοδικού και μέλη της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ εξετάζουμε με κάποια επιφύλαξη την «νεωτερική» τάση που αποκαλύπτει ο υφέρπον σκεπτικισμός του Γιλγαμές μέσω της προσήλωσής του στον «πολιτισμό», αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το γνώρισμα ενδεχομένως να διέκρινε σε ένα βαθύτερο επίπεδο την (μεσ) ανατολική από την δυτική κουλτούρα στο πέρασμα των αιώνων, ωστόσο δεν παραλείπουμε να διαβάζουμε με ευχαρίστηση της περιπέτειές του, να του αναγνωρίζουμε την επική φύση του ήρωα και να διδασκόμαστε απ’ αυτόν πως η κατάκτηση της βαθύτερης ουσίας του εαυτού μας μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την αναζήτηση και την μάχη. Με το σπαθί και την πένα.

Βιβλιογραφία 1.Ξένη Σκαρτσή, «Κείμενα της Εγγύς Ανατολής: Το Έπος του Γιλγαμές», εκδ. Καστανιώτη. 2.Κάρεν Άρμστρονγκ , «Σύντομη Ιστορία του Μύθου», εκδ. Ωκεανίδα. 3.Jonathan Black, «Η Μυστική Ιστορία του Κόσμου», εκδ. Bell.

Ο Ουτναπιστίμ πείθεται και λέει στον Γιλγαμές: «Θα σου αποκαλύψω κάτι κρυφό, ένα

5


του και σίγουρα στιγμάτισε τον υπερευαίσθητο προβληματικό χαρακτήρα του και την ανέκαθεν κλονισμένη του υγεία.

Χ. Φ. ΛΑΒΚΡΑΦΤ: Ο Πρίγκιπας του Λογοτεχνικού Τρόμου

Όμως ο Lovecraft, όπως συνήθως συμβαίνει με όλα τα παιδιάθαύματα, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, έδωσε εντυπωσιακά δείγματα της πνευματικής του ωρίμανσης και της πρόωρα αναπτυγμένης ιδιοφυίας του. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών ήξερε να γράφει και να διαβάζει ενώ στα έξι του ήξερε να συνθέτει μικρές ιστοριούλες και ολιγόστιχα ποιηματάκια! Στα οχτώ είχε κιόλας διαμορφώσει ενσυνείδητα προσωπική άποψη επί θρησκευτικών θεμάτων έχοντας, όπως λέει ο ίδιος, ήδη κρίνει και απορρίψει τον χριστιανισμό! Όλα αυτά τα χρόνια ο παππούς του, άνθρωπος μορφωμένος και πνευματικά ανήσυχος, τον γαλουχούσε με έργα κλασικής λογοτεχνίας, αλλά και «gothic» ιστορίες τρόμου, οι οποίες συνέβαλαν στο να αποκτήσει από τότε ισόβιο ενδιαφέρον για το παράξενο και το μακάβριο. Στην ηλικία των δεκατεσσάρων χρόνων, ο Lovecraft, λόγω οικογενειακών οικονομικών αναταραχών και ανακατατάξεων, άρχισε να εμφανίζει νευρωτικά συμπτώματα, κατάθλιψη και τάσεις αυτοκτονίας…

του Θανάση Κ. ΕΝΑΣ ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

«Έχω τη γνώμη πως το πιο ευσπλαχνικό πράγμα στον κόσμο, είναι η αδυναμία του ανθρωπίνου εγκεφάλου να συσχετίσει όλες του τις γνώσεις. Ζούμε σε ένα μακάριο νησί άγνοιας, που βρίσκεται στη μέση των μαύρων θαλασσών της αιωνιότητας και δεν έχουμε τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε μακριά απ’ αυτό. […] Όμως κάποια μέρα οι ασύνδετες γνώσεις θα ενωθούν και τότε θα μας αποκαλυφθεί τόσο τρομακτική η πραγματικότητα και η θέση που κατέχουμε σ’ αυτήν, που ή θα τρελαθούμε από την αποκάλυψη, ή θα δραπετεύσουμε μακριά απ’ αυτό το θανατηφόρο φως ξαναγυρνώντας στον εφησυχασμό και την ασφάλεια ενός νέου Μεσαίωνα».

Παράλληλα με τις πρώτες του αδέξιες λογοτεχνικές απόπειρες, σε ηλικία δεκαέξι ετών, άρχισε να αρθρογραφεί πάνω σε θέματα αστρονομίας στη μεγαλύτερη εφημερίδα της πόλης του, την Providence Tribune. Αργότερα διατέλεσε και πρόεδρος της ένωσης Αμερικανών ερασιτεχνών δημοσιογράφων. Τελικά, μετά από αρκετά σκαμπανεβάσματα, η πρώτη του επίσημη πια εμφάνιση στο λογοτεχνικό στερέωμα συντελέστηκε το έτος 1917. Από τότε, η παγκόσμια λογοτεχνία φαντασίας και τρόμου θα αποκτήσει έναν αφοσιωμένο και αυθεντικό εκφραστή, ο οποίος μετά τον θάνατό του, έφτασε ακόμη και στο σημείο να αναγνωριστεί από ανθρώπους του λογοτεχνικού Φανταστικού, ως ο άρχοντας της σκοτεινής φαντασίας και ο πατριάρχης της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Η εισαγωγή του αυτή στη λογοτεχνία του Φανταστικού έγινε με τα διηγήματα «The Tomb» και «Dagon». Το πρώτο διαθέτει σίγουρα κάτι από το μακάβριο και γκροτέσκο κλίμα του Edgar Allan Poe. Το δεύτερο (που φέρει το όνομα του θαλάσσιου θεού των Φιλισταίων) είναι ασφαλώς πιο κοντά στο προσωπικό στυλ του Lovecraft και κάποιοι αναγνωρίζουν σ’ αυτό ένα πρώτο δειλό ψήγμα της λεγόμενης «Μυθολογίας Κθούλου».

(Το Κάλεσμα του Κθούλου)

Πόσο πραγματικά παράξενο και γοητευτικό να ξεκινάει ένα διήγημα μυστηρίου και τρόμου με την παραπάνω «δυσοίωνη» και φιλοσοφική σχεδόν διαπίστωση!.. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η περίπτωσή μας εδώ αφορά στον σημαντικότερο ίσως εκπρόσωπο της horror fiction «σχολής» και δημιουργό της πιο σκοτεινής λογοτεχνικής μυθολογίας, τον Αμερικανό συγγραφέα Howard Phillips Lovecraft (1890-1937). Έναν άνθρωπο, που κυριολεκτικά αποτελεί ιδιάζον φαινόμενο, καθώς άνοιξε νέους ορίζοντες στο Φανταστικό και το Παράξενο, εδραίωσε και επηρέασε καθοριστικά τη λογοτεχνία του υπερφυσικού τρόμου και της κοσμικής φρίκης, και ήταν από τους πρώτους που προσέδωσαν στα έργα τους έναν τόνο επιστημονικής φαντασίας. Ο H.P.L. πέρασε απ’ αυτόν τον πλανήτη «αθόρυβα», σαν ένας ψηλόλιγνος ερημίτης ονειροπόλος, χαμένος στον κόσμο των ψευδαισθήσεων και των εφιαλτικών του ιστοριών, σ’ έναν κόσμο, του οποίου ο ίδιος ήταν ο δημιουργός κι ο μοναδικός κάτοικος. Ένας ευφυής αλλά συνεσταλμένος «Άγγλος» τζέντλεμαν, βγαλμένος θαρρείς από μιαν άλλη ξεχασμένη εποχή. Άκρως πολύπλοκη και δυσανάγνωστη προσωπικότητα, ακολούθησε κι αυτός την ανορθόδοξη τροχιά και μοίρα αρκετών παρόμοιων καλλιτεχνών, οι οποίοι αν και άσημοι εν ζωή, ήρθαν και παρήλθαν για να δοξαστούν για την προσφορά τους μετά θάνατον. Ο Μichel Houellebecq γράφει χαρακτηριστικά: «O Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για όλους εκείνους που επιθυμούν να μάθουν πώς να αποτύχουν στη ζωή τους και πώς, ενδεχομένως, να πετύχουν στο έργο τους». Οι ολοζώντανοι εφιάλτες του που θα τον στοιχειώσουν, αλλά και θα τον εμπνεύσουν για το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του, ξεκίνησαν ήδη απ’ τα πρώτα του χρόνια. Το 1893 ο πατέρας του έπαθε κρίση παράνοιας και πέντε χρόνια αργότερα πέθανε σε άσυλο φρενοβλαβών. Έκτοτε ο Howard μεγάλωσε με την ψυχονευρωτική και καταπιεστική μητέρα του ώσπου το 1921 πέθανε κι η ίδια κλεισμένη σε άσυλο. Ο θάνατος και των δύο γονιών του από παραφροσύνη επέδρασε καταλυτικά επάνω

6


Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΙΚΩΝ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΩΝ Η κύρια και πρώτιστη επιρροή του Lovecraft ήταν αναμφισβήτητα ο Εdgar Allan Poe. Παρόλα αυτά, το 1919 ήρθε σε επαφή με το έργο ενός συγγραφέα που τον επηρέασε εξίσου βαθιά και αποφασιστικά. Ήταν ο Αγγλο-Ιρλανδός συγγραφέας ονειρικής φαντασίας Λόρδος Dunsany, η αιθέρια μαγευτική γραφή του οποίου τον σαγήνευσε και κυριολεκτικά τον καθήλωσε. Η επιρροή του Dunsany ενίσχυσε την εσωτερική τάση του Lovecraft για περιγραφή αλλόκοσμων μυθικών χωρών που βρίσκονται πέρα από κάθε χωροχρονική σύλληψη, και υπό την υπνωτιστική του επήρεια έγραψε μέχρι το 1926 μια σειρά ονειρικών-φανταστικών διηγημάτων που χαρακτηρίζονται ως «ντανσανικά». Η ζωτική σχεδόν ανάγκη του Lovecraft για πνευματική υπέρβαση της αμείλικτης και φορτικής καθημερινότητας αποτελεί τον κυριότερο κινητήριο μοχλό ενός μεγάλου μέρους του έργου του αλλά και της ίδιας της ζωής του. Ωστόσο, η υπέρβαση αυτή της πραγματικότητας δεν πρέπει να νοείται μόνο ως φυγή από αυτή, αλλά κυρίως ως προέκτασή της, ως τάση για διεύρυνση των υπαρξιακών οριζόντων και συνειδητοποίηση της ματαιότητας αλλά και της πολλαπλής λειτουργίας της προσωπικότητας του ανθρωπίνου όντος. Όλο το ποιητικό σύμπαν του Lovecraft έγκειται στον ονειρικό μετασχηματισμό της γύρω του πραγματικότητας και την αντιμετώπισή της μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα των εφιαλτικών του οραμάτων. Απομονωμένος στον δικό του τρομώδη κόσμο, ο Lovecraft βρήκε στις νυχτερινές του εφιαλτικές ονειροφαντασίες μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Ήταν ένας άνθρωπος που από παιδί ζούσε κυριολεκτικά μια δεύτερη ζωή μέσα στα όνειρά του, ή καλύτερα, όλη του η ζωή υπήρξε «ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο» σύμφωνα με τον στίχο του Edgar Allan Poe. Ο ίδιος ο Lovecraft ομολογεί: «Ειλικρινά, ταξίδεψα σε παράδοξους τόπους που δεν βρίσκονται πάνω στη γη ή σε κανένα γνωστό πλανήτη. Υπήρξα ιππέας κομητών και αδελφός νεφελωμάτων».

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΑΒΡΙΑΣ ΦΡΙΚΗΣ Η πρώτη δημιουργική περίοδος του Lovecraft (1917-1927), εκτός από τον πρώιμο ρομαντικό ονειρισμό, χαρακτηρίζεται επίσης και από μια ισχυρή και νοσηρή έλξη προς τη φρίκη και το μακάβριο μυστήριο. Σ’ αυτό το επίπεδο, και με οδηγούς συγγραφείς όπως ο Edgar Allan Poe, o Arthur Machen, ο Algernon Blackwood κ.ά., ο Lovecraft άρχισε να σφυρηλατεί την ικανότητά του ως συγγραφέα τρόμου κατακτώντας με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα τη σκοτεινή πλευρά της λογοτεχνίας.

Η ανεξίτηλη σφραγίδα του Dunsany στο ύφος και το κλίμα των διηγημάτων του Lovecraft έγινε καταφανής από την πρώτη κιόλας στιγμή. Είναι πασίδηλη στα περισσότερα που γράφει από το 1919 μέχρι τα πρώτα έτη της δεκαετίας του ’20, αρχής γενομένης με το εντυπωσιακό «Beyond the Wall of Sleep». Στο διήγημα αυτό το όνειρο λειτουργεί για τον συμβατικό και αμόρφωτο πρωταγωνιστή ως πύλη προς άλλα χωροχρονικά συνεχή και διαστάσεις, όπου ζει με μια τελείως διαφορετική προσωπικότητα ως ήρωας και κάτοχος τρομερών γνώσεων. Η πλοκή συνυφαίνεται και με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, καθώς αναφέρεται μια απίστευτη συσκευή που επιτρέπει στον εφευρέτη της να συνδέεται νοητικά με τον εν λόγω πρωταγωνιστή και να παρακολουθεί ή να βιώνει τα όνειρα που βλέπει αυτός!

Στο διήγημα «From Beyond» (1920), αναφέρεται η χρήση μιας περίεργης συσκευής με την οποία ο αναγνώστης μπορεί έντρομος να ανακαλύψει ότι πουθενά στο γνωστό σύμπαν δεν υπάρχει κενό. Ο απέραντος χώρος που μας περιτριγυρίζει καθημερινά είναι παντού γεμάτος από απερίγραπτες φρικιαστικές οντότητες οι οποίες βρίσκονται πέρα από κάθε σύλληψη και υπερβαίνουν την ικανότητα της αισθητηριακής μας αντίληψης! Σ’ αυτό το διήγημα ενδεχομένως εντοπίζονται κάποιοι μακρινοί συσχετισμοί με πολύ μεταγενέστερα έργα, όπως η ταινία «They Live!» του John Carpenter και οι αποκρυφιστικές μελέτες του Carlos Castaneda.

Δύο όμως από τα ενδεικτικότερα διηγήματα αυτού του ύφους είναι το «White Ship» και το «Celephais», αμφότερα με πρωταγωνιστές ευφάνταστους αλλά μοναχικούς ανθρώπους, όπως ακριβώς κι ο ίδιος ο συγγραφέας. Στο πρώτο, αμέτρητα χρόνια ονειρικού ψυχεδελικού ταξιδιού βιώνονται στην πραγματική ζωή ως μια μυστηριώδη παραίσθηση ολίγων δευτερολέπτων, ενώ στο δεύτερο, η αποδέσμευση από την καθημερινότητα συντελείται με την τραγική θυσία της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου προς χάριν του ονειρόκοσμου.

Το 1921 ο Lovecraft γράφει το εκπληκτικό και άκρως γοητευτικό «The Music of Erich Zann», το οποίο ο ίδιος το χαρακτήρισε ως την δεύτερη καλύτερή του ιστορία. Σ’ αυτό, ο ήρωας προσπαθεί να βρει ξανά το χαμένο του αινιγματικό παρελθόν, το οποίο ήταν στοιχειωμένο από τις αλλόκοτες εμπειρίες του που συνδέονταν με την απόκοσμη λυρική μουσική κάποιου Erich Zann, και γεωγραφικά ήταν τοποθετημένο σε μια υπαινικτικά σχεδιασμένη παρακμιακή αστική περιοχή. Ο ήρωας, όσο κι αν αναζητά τώρα, μετά από χρόνια, να ξαναβρεί τον συγκεκριμένο τόπο, δεν τα καταφέρνει. Οι ρίζες του με το παρελθόν έχουν πλέον αποκοπεί όχι μόνο χρονικά αλλά και γεωγραφικά, και ο μόνος τρόπος για να εντοπίσει τον μυστηριωδώς χαμένο χρόνο είναι πλέον η ανάμνηση…

Το αριστουργηματικό αποκορύφωμα της ονειρικής του περιόδου έφτασε το 1926 με τη μακροσκελή νουβέλα «The Dream-Quest of Unknown Kadath», η οποία αποτελεί ένα απέραντο, ποιητικό αλλά και τρομώδες ανάγλυφο ονειρικής περιπλάνησης. Αυτό το έργο, όπως λέει ο ίδιος, ήταν το κύκνειο άσμα του ως «ντανσανοειδούς» φανταιζίστα. Μία ευφυής στη σύλληψη ονειρική οδύσσεια, μέσα στην οποία η αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ λαμβάνει στην πραγματικότητα, για μία ακόμη φορά, το νόημα της νοσταλγικής αναζήτησης του ρομαντισμού των νεανικών μας βιωμάτων. Στο βάθος όμως, ενυπάρχει πάντα κυρίαρχο εκείνο το εναγώνιο ενδοσκοπικό και υπαρξιακό οδοιπορικό του ανθρωπίνου όντος προς την αυτογνωσία.

Εξίσου συγκλονιστικό και πετυχημένο είναι και το διήγημα «The Outsider» (Ο Παρείσακτος). Εδώ έχουμε το ζοφερό

7


αποκτήσει την ικανότητα να εκθέτει στο χαρτί την συγγραφική του δεινότητα σε όλη της την ένταση και την ομορφιά. Έχει αφομοιώσει όλες του τις εμπειρίες και τις λογοτεχνικές επιρροές και δείχνει πλέον ικανός να χειρίζεται την πένα με μεγαλύτερη ωριμότητα. Το ατμοσφαιρικό πλαίσιο των ιστοριών του έχει αρχίσει να παγιώνεται ενώ η σχεδιαγράφηση των λεπτομερειών και η ανάπτυξη του αφηγήματος πλέον γίνονται με τρόπο πιο ψύχραιμο, πιο προσεκτικό και λογοτεχνικά πιο άρτιο. Σημαντικότατους καρπούς αυτής της περιόδου αποτελούν τα εξαίρετα έργα: «The Colour Out Of Space», το θεωρητικό δοκίμιο «Supernatural Horror In Literature», και το μυθιστόρημα «The Case Of Charles Dexter Ward» που γράφτηκε την περίοδο 1927-1928.

οδοιπορικό του αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζεται αρχικά ως μια ιδιαιτέρως αινιγματική και δυστυχισμένη φιγούρα. Επιχειρεί να δραπετεύσει από το ασφυκτικά τρομακτικό υπόγειο(!) κάστρο όπου φυτοζωεί και φτάνει περιπλανώμενος σ’ έναν κατοικημένο τόπο. Τελικά βρίσκεται αντιμέτωπος με την αυτογνωσία μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, και ανάμεσα στους έντρομους ζωντανούς αναγνωρίζει με τρόπο ξαφνικό και αμετάκλητο το μυστικό της ύπαρξής του! Αρκετοί –ανάμεσα σ’ αυτούς κι εγώ προσωπικάτο θεωρούν ως ένα από τα τρομακτικότερα σύντομα διηγήματα που έχει γραφτεί ποτέ. Πραγματικά, αν ο αναγνώστης ταυτιστεί από την αρχή με τον ίδιο τον αφηγητή-πρωταγωνιστή, θα καταφέρει να νιώσει όλη τη φρίκη που αποκαλύπτεται στο τέλος.

Η περίφημη νουβέλα «The Colour Out Of Space» θεωρήθηκε από αρκετούς ως το αριστούργημα του Lovecraft ενώ και ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτήρισε επανειλημμένως ως την καλύτερή του ιστορία. Η πλοκή λαμβάνει χώρα σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή όπου συνέβη ένα μυστηριώδες φαινόμενο διαστημικής και εξωγήινης φύσης. Κάτι τελείως άγνωστο, από το χάος του απέραντου σύμπαντος, έπεσε στην περιοχή και συγκρούστηκε με τη γη. Αυτό το εξωκοσμικό «κάτι» που ίσως αποτελούσε ένα είδος εξωανθρώπινης βιολογικής οντότητας, αποδείχτηκε τελείως ανεπίδεκτο κάθε εξήγησης και σύντομα άρχισε να στοιχειώνει κυριολεκτικά τη γύρω Paul Carrick, Gaslight Migo περιοχή ασκώντας ολέθρια επιρροή στο περιβάλλον και τους ανθρώπους. Και η αναμενόμενη ανακούφιση Απ’ το 1923 ως το 1925 ο Lovecraft, βρέθηκε να ζει στην για τον αναγνώστη δεν επέρχεται ούτε καν στο τέλος της απόκοσμη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, μακριά από το εφιαλτικής αυτής ιστορίας, καθώς στο βάθος ενυπάρχει μια σπίτι του στο όμορφο Πρόβιντενς. Εκεί νυμφεύτηκε την απειροελάχιστη υπαινικτική υποψία, ικανή όμως να μας αγαπημένη του Sonia H. Greene, όμως ο γάμος τους ατύχησε κάνει να πιστέψουμε πως ο τρόμος δεν έσβησε τελείως αλλά και τελικά χώρισαν το 1929. Ο Lovecraft μη αντέχοντας να παραμονεύει κρυμμένος, έτοιμος ανα πάσα στιγμή να γεννήσει ζει στο απρόσωπο, πολύχρωμο χάος της Νέας Υόρκης, με τους νέους εφιάλτες... Κάποιοι φτάνουν στο σημείο να θεωρούν τερατώδεις ουρανοξύστες, τους απάνθρωπους ρυθμούς ζωής αυτήν τη νουβέλα ως προφητική, διότι ενώ γράφτηκε το 1927, και τους ρακένδυτους κακάσχημους ξένους μετανάστες που υπαινίσσεται γεγονότα της εποχής μας που σχετίζονται με την στοιβάζονταν σε βρωμερές και τρισάθλιες φτωχογειτονιές, ατομική ενέργεια και την ραδιενεργό μόλυνση! ξαναγυρνά πίσω στο πολυαγαπημένο του και ήσυχο Πρόβιντενς το 1925. Εκείνη τη χρονιά, επηρεασμένος από τις άσχημες Το «The Case of Charles Dexter Ward» είναι το μοναδικό εμπειρίες της διαμονής του στη Νέα Υόρκη, γράφει τα διηγήματα μυθιστορηματικής έκτασης έργο του συγγραφέα. Εδώ «He» και «The Horror At Red Hook» όπου συμπυκνώνει με επανέρχεται το νοσηρό θέμα της αναβίωσης των νεκρών τρόπο συμβολικό, πλην όμως δηκτικό, όλη του την γενικευμένη ανθρώπων. Ο αλλόκοτος νεαρός ήρωας Charles D. Ward, με απέχθεια και αποστροφή για την πόλη της Νέας Υόρκης και τους βάση ένα αποκρυφιστικό βιβλίο, προσπαθεί με ξόρκια και κατοίκους της. παράδοξα αλχημιστικά πειράματα να καλέσει πίσω στη ζωή ένα νεκρό μάγο και μακρινό του πρόγονο, με απρόβλεπτες Το 1926 ήταν μια από τις πιο δημιουργικές χρονιές της ζωής και τραγικές γι’ αυτόν συνέπειες. Η δομή του έργου είναι του και σηματοδότησε το πέρασμα του στην περίοδο της εξαιρετική και η λαβυρινθώδης πλοκή του ακροβατεί δημιουργικής ωριμότητας. Πέρα από την εντυπωσιακή και ανάμεσα στο αίνιγμα και την πραγματικότητα μέχρις ότου τρομακτική εμφάνιση του Κθούλου στο διήγημα «The Call οδηγήσει αριστοτεχνικά τον αναγνώστη στην τελική φρικαλέα Of Cthulhu», ο Lovecraft γράφει δύο αρκετά αξιόλογα και αποκάλυψη. Στο ένα και μοναδικό αυτό μυθιστόρημα του δημοφιλή διηγήματα, το «Cool Air» και το «Pickman’s Mod- Lovecraft, φανερώνεται ανάγλυφα σε όλο της το μεγαλείο η el». Αυτά τα δύο, σε σχέση με όσα έχει γράψει προηγουμένως, συγγραφική του ωριμότητα αλλά και η ικανότητα να απλώνει διέπονται από μια ιδιάζουσα λογοτεχνική ανεξαρτησία έχοντας την έμπνευσή του σε συνθέσεις μεγαλύτερες από αυτήν του έντονα την προσωπική του σφραγίδα. Αυτή η περίοδος αποτελεί διηγήματος ή της νουβέλας, με την ίδια αν όχι με μεγαλύτερη μεταίχμιο στην εργογραφία του Lovecraft. Τώρα πλέον έχει λογοτεχνική ποιότητα. Τα ιδιαιτέρως σκοτεινά έργα «The Lurking Fear» και «The Rats In The Walls» πραγματεύονται θέματα αταβιστικών τρόμων κι ενοχών, όπως το μολυσματικό προγονικό αίμα και ο κληρονομικός γενετικός εκφυλισμός. Ειδικά δε το «The Rats In The Walls» είναι μοναδικό στο είδος του και αποτελεί πραγματικά ένα συγκλονιστικό μικρό αριστούργημα τρόμου. Σ’ αυτό, είναι αποτρόπαια η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι αρουραίοι που κάθε νύχτα στοιχειώνουν τα υπόγεια στον οικογενειακό πύργο του ήρωα, καθώς οδηγούν στην ανατριχιαστική ανακάλυψη των πανάρχαιων μυστικιστικών τελετών ανθρωποφαγίας που τελούσαν για αιώνες εκεί κάτω οι απεχθείς πρόγονοί του..!

8


Michael Komarck, Call of Cthulhu της γης και στις μαύρες αβύσσους των ωκεανών και που αν αποκαλυφτούν είναι ικανά να θέσουν σε άμεσο κίνδυνο την ασφάλεια της ανθρωπότητας…

Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΘΟΥΛΟΥ (CTHULHU MYTHOS) Ο H.P.Lovecraft, σχετικά με τον θεματολογικό διαχωρισμό του έργου του, έγραφε χαρακτηριστικά: «Όλες οι ιστορίες μου, αν και ίσως ασύνδετες μεταξύ τους, βασίζονται στον θεμελιώδη θρύλο, ότι ο κόσμος μας είχε κάποτε κατοικηθεί από μια άλλη φυλή πλασμάτων, η οποία, εξαιτίας της ενασχόλησής της με τη σκοτεινή μαγεία, εκδιώχθηκε απ’ τη γη και εξορίστηκε, αλλά ζει ακόμη κάπου στο εξώτερο διάστημα περιμένοντας πάντα την ευκαιρία να επανέλθει».

Η σκοτεινή Φυλή των Μεγάλων Παλαιών καραδοκεί στις παρυφές της δικής μας διάστασης και έχοντας ως ορμητήριο τον πλανήτη Yuggoth (λαβκραφτική ονομασία του Πλούτωνα) προσπαθεί να εισβάλλει και πάλι στη γη μας. Κάποτε, όταν η γη ήταν νέα και η ανθρωπότητα αγέννητη, οι πανίσχυροι Μεγάλοι Παλαιοί (The Great Old Ones), όντα με ασύλληπτες δυνάμεις, κατοίκησαν τον κόσμο μας δημιουργώντας τιτάνιες πόλεις με κυκλώπεια τείχη και μνημεία. Ήρθαν όμως σε διαμάχη με άλλες ισχυρές εξωανθρώπινες Φυλές, όπως με τους Πρεσβύτερους Θεούς (The Elder Gods), οι οποίοι τους εξόρισαν στο διαστρικό χάος και σφράγισαν όλες τις πύλες αποτρέποντας μια πιθανή επάνοδό τους… Ένας από τους Μεγάλους Παλαιούς, ο τερατόμορφος και πλοκαμοκέφαλος Κθούλου (Cthulhu), βρίσκεται ακόμη στη γη, καθώς μετά την συντριβή της φυλής του, η πόλη του καταστράφηκε και βυθίστηκε παγιδεύοντάς τον στα απύθμενα βάθη του Ειρηνικού! Εκεί, φυλακισμένος σε ημιθανή κατάσταση, περιμένει και ονειρεύεται την ανάκτηση της κυριαρχίας του! Σε όλες τις ιστορικές περιόδους, ο Κθούλου επικοινωνεί μέσω ονειρικών μηνυμάτων με κάποια σκοτεινά μαγικο-θρησκευτικά κέντρα, τα οποία, από τους προϊστορικούς χρόνους ως τώρα επιδίδονται σε απάνθρωπες τελετές και επικλήσεις, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους Μεγάλους Παλαιούς και να ανοίξουν τις πύλες που τους κρατούν έξω από τον κόσμο μας!..

Ο συγκεκριμένος αυτός χαρακτηρισμός ταιριάζει σχεδόν απόλυτα στο μέρος του έργου του που αναφέρεται στον Μύθο του Κθούλου. Η «Μυθολογία Κθούλου», ένα σύνολο δώδεκα ιστοριών που αν και γράφτηκαν χωρίς προκαθορισμένη συνοχή, σε μια περίοδο από το 1921 ως το 1935, αποτελούν μια αρκετά ευδιάκριτη ενότητα και σκιαγραφούν υποχθονίως μία παρόμοια ατμόσφαιρα τρόμου. Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως ο ίδιος ο Lovecraft δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον όρο «Μυθολογία Κθούλου», αλλά τον εισήγαγε πολύ αργότερα ο δι’ αλληλογραφίας εγκάρδιος φίλος και συνεχιστής του έργου του, August Derleth (1909-1971). Χρησιμοποιώντας όλο του το τεράστιο απόθεμα γνώσεων πάνω στους αρχαίους πολιτισμούς, την παγκόσμια μυθολογία και τις μυστηριακές παραδόσεις, ο Lovecraft συνέθεσε σταδιακά, αν και όχι τελείως συνειδητά, ένα ολόκληρο πάνθεον από τερατώδεις εξωγαλαξιακές οντότητες και δημιούργησε μια τελείως δική του και εντελώς απίστευτη νεομυθολογική φιλολογία.

Μέσα σε όλο αυτό το απερίγραπτο ανάγλυφο εξωκοσμικής φρίκης, εμφανίζεται ένα πλήθος από φυλές και οντότητες, φανταστικές τοποθεσίες, απαγορευμένα βιβλία και αντικείμενα. Αναφέρονται ονόματα οντοτήτων όπως ο ανώτερος θεός ανάμεσα στους Παλαιούς, ο Azathoth, ο οποίος αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος και της αιωνιότητας, ο Yog-Sothoth που ταυτίζεται με όλο τον χωρόχρονο και ελέγχει τα χωροχρονικά περάσματα, το «Έρπον Χάος» ο Nyarlathotep, που είναι Αγγελιοφόρος των Μεγάλων Παλαιών, η Shub-Niggurath, που φέρει το προσωνύμιο «Μαύρη Αίγα των Δασών με τα χίλια Νεογνά» (Black Goat With A Thousand Young) και αποτελεί αρχέγονη έκφραση της χθόνιας γονιμότητας, ο Κθούλου που βρίσκεται παγιδευμένος στη βυθισμένη πόλη του την R’Lyeh, ο Hastur ο Ακατονόμαστος, ενώ από τους Πρεσβύτερους Θεούς αναφέρεται συνήθως ο πανίσχυρος Nodens, ο Άρχων της Μεγάλης Αβύσσου…

Πέρα από την όποια, ίσως γραφική εντύπωση, που πιθανώς να μας προκαλέσει η πρώτη μας επιφανειακή ματιά στο θέμα, όλη αυτή η νεομυθολογία κρύβει μέσα της άπειρο πλούτο συμπλεκόμενων στοιχείων, με πολλές παραμέτρους, και συγκροτεί ένα πραγματικά εκπληκτικό σύνολο με αμέτρητες προεκτάσεις: Τα δεδομένα του Χώρου και του Χρόνου έχουν για άλλη μια φορά παραλύσει. Αναδύονται άλλες διαστάσεις και κόσμοι έξω από το δικό μας σύμπαν. Εξωδιαστατικές οντότητες, εντελώς ξένες προς το ανθρώπινο είδος, που η θέα τους και μόνο οδηγεί στην πλήρη παραφροσύνη. Προανθρώπινες γνώσεις, απαγορευμένα βιβλία και πανάρχαιες λατρείες δαιμονικών θεών. Ονειρικά οράματα που έρχονται «από αλλού», και πραγματικότητες που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Φρικαλέα μυστικά που κρύβονται στα έγκατα

9


υπεραπλούστευση. Ο Lovecraft ήταν ένας φιλοσοφημένος αθεϊστής, πεπεισμένος για την κενότητα των ανθρώπινων ηθικών όρων μπροστά στο κοσμικό χάος. Έτσι δημιούργησε ένα αρκετά αμοραλιστικό πάνθεον και υπερ-οντότητες τόσο ισχυρές και μη ανθρώπινες που εξ’ ορισμού βρίσκονται πέρα από κάθε έννοια του Καλού και του Κακού. Όμως ο Derleth, ως γνήσιος Χριστιανός Καθολικός, δεν απέφυγε τον πειρασμό και εισήγαγε αυτόν τον στενά ηθικολογικό δυισμό στο κατεξοχήν αμοραλιστικό λαβκραφτικό σύμπαν. Τα έργα του Lovecraft που υποτίθεται ότι συνθέτουν τον βασικό κορμό αυτού του συνόλου είναι τα εξής δώδεκα: The Nameless City(1921), The Hound(1922), The Festival(1923), The Call Of Cthulhu(1926), The Dunwich Horror(1928), The Whisperer In Darkness(1930), The Shadow Over Innsmouth(1931), At The Mountains Of Madness(1931), The Dreams In The Witch House(1932), The Thing On The Doorstep(1933), The Shadow Out Of Time(1934), The Haunter Of The Dark(1935). Paul Carrick, Cthulhu Επιπλέον, υπάρχει και μια ολόκληρη γεωγραφία που απλώνεται μέσα και έξω από το Χωρόχρονο, από φανταστικές πόλεις ως τις Ονειροχώρες και από τη γήινη πραγματικότητα ως το διάστημα!.. Παρουσιάζονται στοιχειωμένες περιοχές, και τοποθεσίες, άλλες πραγματικές και άλλες τελείως φανταστικές όπως το Arkham (μία ονειρική προέκταση του ίδιου του Providence), το Ιnnsmouth και το Dunwich κάπου στη Μασσαχουσέτη, το Πανεπιστήμιο Miskatonic, το Οροπέδιο του Leng, η βυθισμένη πολιτεία R’Lyeh, η ονειρική Kadath κ.ά. Ασφαλώς, όπως κάθε καλή μυθολογία που σέβεται την αληθοφάνειά της, έτσι και η Μυθολογία του Κθούλου έχει κι αυτή τα δικά της φανταστικά κείμενα που συγκροτούν μια ολόκληρη απόκρυφη βιβλιοθήκη. Ανάμεσα σ’ αυτά τα βιβλία, περίοπτη θέση κατέχει το αινιγματικό «Νεκρονομικόν» που υποτίθεται ότι το έγραψε ένας παράφρονας Άραβας του 700μ.Χ. ονόματι Αbdul Alhazred. Το όνομα του Abdul Alhazred το είχε επινοήσει ο Lovecraft και το είχε υιοθετήσει ως ψευδώνυμο όταν ήταν μικρός και είχε γοητευθεί από τις Αραβικές Χίλιες και Μία Νύχτες. Όταν ενηλικιώθηκε και άρχισε να καταπιάνεται με τη λογοτεχνία τρόμου χρησιμοποίησε αυτόν τον τελείως φανταστικό χαρακτήρα και του απέδωσε τη συγγραφή του επίσης φανταστικού Νεκρονομικού! Ο Lovecraft, αναφέροντας το βιβλίο αυτό ανάμεσα σε άλλα πραγματικά, έκανε αρκετούς αναγνώστες του να πιστέψουν ότι είναι υπαρκτό κι έτσι άρχισαν να το αναζητούν στα βιβλιοπωλεία, δημιουργώντας άθελά του ένα λογοτεχνικό ισοδύναμο της παρεξήγησης που προκάλεσε ο Orson Welles με την αληθοφανή εκφώνηση του «Πολέμου των Κόσμων»! Η ιδέα για την ύπαρξη ενός σατανικού βιβλίου που λειτουργεί σαν ιός και υποσκάπτει την ψυχοπνευματική υπόσταση όσων το διαβάζουν, έχει εμφανιστεί παλαιότερα και στον «Βασιλιά Με Τα Κίτρινα» (The King In Yellow) του Robert Chambers. Όμως ο Lovecraft την ανέπτυξε στο μέγιστο βαθμό ξεπερνώντας κάθε όριο υπερφυσικού τρόμου. Επίσης, επηρέασε με τη σειρά του άλλους σύγχρονούς του συγγραφείς και τους παρότρυνε να προσθέσουν και δικά τους δημιουργήματα στο πάνθεον του Κθούλου και στη βιβλιοθήκη της Μυθολογίας. Αρκετοί ανταποκρίθηκαν, όπως ο πολυσχιδής καλλιτέχνης του Φανταστικού Clark Ashton Smith, ο δημιουργός του Conan και πρωτοπόρος της «Sword and Sorcery σχολής» Robert Howard, o Frank Belknap Long, o August Derleth, και αμέτρητοι άλλοι από τον «κύκλο» του Lovecraft. Έτσι, η Μυθολογία του Κθούλου, από αρχικά προσωπική υπόθεση έλαβε διαστάσεις ενός τεράστιου συλλογικού και σύνθετου δημιουργήματος! Ο άνθρωπος που ξεκαθάρισε κάποια ασαφή στοιχεία αυτής της «Μυθολογίας» και συνέβαλλε στην αποκρυστάλλωσή της ήταν ο August Derleth. Στον Lovecraft οι σχέσεις Μεγάλων Παλαιών και Πρεσβύτερων Θεών δεν είναι απολύτως ξεκάθαρες. Ο Derleth ήταν αυτός που καθόρισε ποιοτικά τους Μεγάλους Παλαιούς ως αρχετυπικά σύμβολα των κακών και σκοτεινών δυνάμεων, και τους Πρεσβύτερους Θεούς ως ειρηνικούς εκφραστές του Καλού. Έδωσε έτσι μια νέα διάσταση στη διαμάχη τους μέσα στην κοσμική αρένα. Από μια διαφορετική όμως, οπτική γωνία, αυτό αποτελεί μια κάπως ολισθηρή

Στο διήγημα «The Nameless City» κάνει την πρώτη του εμφάνιση ο Άραβας Abdul Alhazred με το φρικαλέο του βιβλίο, το «Νεκρονομικόν». Εμφανίζεται επίσης για πρώτη φορά και το θρυλικό δίστιχο του τρελού αυτού Άραβα:

«That is not dead which can eternal lie And with strange aeons even death may die», που από τότε αποτελεί «σήμα κατατεθέν» του Lovecraft, και μέχρι σήμερα κάποιοι φανατικοί θαυμαστές του πηγαίνουν κρυφά και το γράφουν επάνω στην ταφόπλακά του! Το μοναδικό έργο όπου ο Κθούλου αναδύεται από το βυθισμένο λημέρι του και επιτίθεται ανοιχτά εναντίον ανθρώπινων πλασμάτων είναι η νουβέλα «The Call Of Cthulhu». Η πλοκή του μοιάζει ανύπαρκτη, και όλη η ιστορία δομείται με βάση την ιδέα πως όταν καταφέρουμε να συνδέσουμε τα σκόρπια στοιχεία των γνώσεών μας θα μας αποκαλυφτούν θανάσιμα μυστικά μιας τρομακτικής αλήθειας. Η ιστορία αποτελείται από τρία επί μέρους διηγήματα, φαινομενικά τελείως ασύνδετα μεταξύ τους. Κάποτε όμως, αυτά τα διαφορετικά και άσχετα στοιχεία αρχίζουν να ενώνονται, σαν ένα δαιμονικό παζλ, και σχηματίζουν μια αλήθεια που κατακλύζει με δέος και απίστευτη φρίκη τους ανυποψίαστους ήρωες!.. Επίσης εκπληκτικές και οι νουβέλες «The Dunwich Horror» και «The Whisperer In Darkness», οι ιστορίες των οποίων διαδραματίζονται (ως συνήθως) σε απόμακρες αγροτικές τοποθεσίες και χαρακτηρίζονται αμφότερες από παρόμοια ατμόσφαιρα. Η πρώτη λαμβάνει χώρα στις μυστηριώδεις περιοχές του φανταστικού Dunwich, κάπου κοντά στο Arkham. Παρουσιάζεται πλήθος συγκλονιστικών γεγονότων και στοιχείων της «Μυθολογίας» καθώς και ένα δυσοίωνο απόσπασμα από το «Νεκρονομικόν». Στη δεύτερη ιστορία, μια αγροικία στις δασωμένες βουνοπλαγιές του Βέρμοντ γίνεται επίκεντρο μιας ύπουλης προσπάθειας των Μεγάλων Παλαιών να εισβάλουν ξανά στην ανθρώπινη πραγματικότητα…Και στις δύο ιστορίες, ο αναγνώστης παγιδεύεται σταδιακά για να εκτεθεί έκπληκτος στο απρόοπτο και σοκαριστικό τέλος, που, και πάλι, αντί να λύσει τα μυστήρια, δημιουργεί περισσότερες αγωνίες και τρόμους. Οι τερατώδεις υπάρξεις καραδοκούν κι εδώ κρυμμένες και σχεδόν αδιόρατες ενώ ο τρόμος σκιαγραφείται μέσα σε ένα κλίμα υπαινιγμών και αβεβαιότητας. Ο Lovecraft όμως, με τις ψυχρά ρεαλιστικές έως και δημοσιογραφικές περιγραφές των σκηνικών, προσδίδει στις ιστορίες έναν χαρακτήρα αληθινών περιστατικών. Σχετικά μ’ αυτόν τον ιδιότυπο «μαγικό ρεαλισμό» και την αντιφατική του τεχνική που ισορροπεί ανάμεσα στο θολό μυστήριο και την ακλόνητη αληθοφάνεια, ο Lovecraft γράφει: «Μου αρέσει πολύ να δίνω στις αλλόκοτες ιστορίες ένα εξαιρετικά λεπτομερειακό ρεαλιστικό σκηνικό, σαν τονισμένη αντίθεση προς τις εξωπραγματικές ακρότητες του κεντρικού θέματος». Εξαντλητικό σε ρεαλιστικές περιγραφές και αγωνιώδη περιπέτεια είναι και το «The Shadow Over Innsmouth», όπου περιγράφεται με ζοφερές πινελιές μια παραθαλάσσια πόληφάντασμα που ονομάζεται Innsmouth, οι ανθρωποειδείς κάτοικοι της οποίας είναι στην πραγματικότητα ιχθυόμορφα μεταλλαγμένα

10


πλάσματα, με αίμα μολυσμένο από τους Αβυσσαίους και τους Μεγάλους Παλαιούς. Όσο κι αν προσπαθεί να ξεφύγει απ’ αυτούς ο πρωταγωνιστής, στο τέλος, ένα προγονικό μυστικό τον δένει μαζί τους για πάντα… Την ίδια χρονιά (1931), ο Lovecraft γράφει και την αριστουργηματική πολυσέλιδη νουβέλα «At The Mountains Of Madness», μια ιστορία που διαδραματίζεται στις παγερές και απάτητες εσχατιές της Ανταρκτικής, όπου κρύβονται χαμένα μυστικά προανθρώπινων φυλών και εποχών. Επάνω στα ανεξερεύνητα βουνά του Νότιου Πόλου, μια ομάδα επιστημόνων παγιδεύεται στα κυκλώπεια ερείπια μιας πανάρχαιας τερατόμορφης Φυλής και έρχεται σε επαφή με την απαγορευμένη προϊστορία του πλανήτη. Η λεπτομερής περιγραφή της εξέλιξης αυτού του απίστευτου πολιτισμού από την εμφάνισή του ως την παρακμή του είναι πραγματικά εκπληκτική. Και ο τρόμος, για άλλη μια φορά συγκεχυμένος, στοιχειώνει τα πάντα. Σε πλήρη εναρμόνιση με το αχανές τοπίο, δημιουργεί μια άμορφη, απρόσωπη κι εξαντλητική αίσθηση απειλής που οδηγεί τους ανθρώπους στην παραφροσύνη και στον σωματικό ή διανοητικό αφανισμό!.. Όπως και αλλού στα έργα του Lovecraft, η συνειδητοποίηση της ασημαντότητας της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο τιτάνιο κοσμικό χάος που μας περιβάλλει, οδηγεί στην απόγνωση, κάνοντας την διανοητική ισορροπία να μοιάζει κλονισμένη από τις πρώτες κιόλας σελίδες και την τρέλα να φαντάζει ως η μόνη και αναπότρεπτη κατάληξη… Εξίσου τιτανική αίσθηση εξωπραγματικής απεραντοσύνης προσφέρει με τον τρόπο του και το «The Shadow Out Of Time», το οποίο από πλευράς σύλληψης είναι ίσως το κορυφαίο έργο του Lovecraft. Η υπόθεσή του είναι πέρα από κάθε περιγραφή και ξεπερνάει κάθε φαντασία… Ο άνθρωπος, για άλλη μια φορά άθυρμα ανώτερων εξω-κοσμικών δυνάμεων, βιώνει ανήμπορος και αβοήθητος τον κατακερματισμό της πραγματικότητάς του, καθώς όλα τα χωροχρονικά στεγανά συντρίβονται και όλα τα στηρίγματα της λογικής καταρρέουν. Ο γνωστός κριτικός και συγγραφέας Colin Wilson έγραψε ότι το «The Shadow Out Of Time» και το μυθιστόρημα «The Case of Charles Dexter Ward» φτάνουν οπωσδήποτε στο ύψος του κλασικού προτύπου μιας καλής ιστορίας φρίκης, ενώ ο Lin Carter είπε ότι το «The Shadow Out Of Time» αποτελεί το μοναδικό κορυφαίο επίτευγμα του Lovecraft στο χώρο της Φαντασίας. Η τελευταία ολοκληρωμένη ιστορία, όχι μόνο της συγκεκριμένης «Μυθολογίας» αλλά γενικώς όλης της εργογραφίας του Lovecraft είναι το «The Haunter Of The Dark» (1935). Η ιστορία αυτή ήταν αφιερωμένη στο νεαρό τότε φίλο του και συγγραφέα Robert Bloch (δημιουργός αργότερα του πασίγνωστου «Ψυχώ»), τον οποίο ο Lovecraft παρουσιάζει εδώ ως πρωταγωνιστή με το όνομα Robert Blake, ενώ το σκηνικό του τρόμου στήνεται στο ίδιο το Providence. Στο έργο αυτό αναφέρεται ένα τελείως παράξενο αντικείμενο, το εξωγήινο Λαμπερό Τραπεζόεδρον (Shining Trapezohedron) που σχετίζεται με τον πλανήτη Yuggoth-Πλούτωνα και τους Μεγάλους Παλαιούς. Το αντικείμενο αυτό ανοίγει κάποιες πύλες και καλεί στον κόσμο μας, με θανατηφόρες όμως συνέπειες, όντα από άλλες πραγματικότητες, όπως τον σκοτεινό Αγγελιοφόρο Nyarlathotep.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Μέσα από την εργογραφία του Lovecraft μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η σημαντικότητά του ως συγγραφέα έγκειται στην ιδέα δημιουργίας υποβλητικών τρόμων και τελείως εξωλογικών μη ανθρώπινων στοιχείων που βρίσκονται απολύτως πέρα από τη σφαίρα της αντίληψη μας, και μπροστά τους είμαστε ανήμπορα έρμαια κι απειροελάχιστες ασημαντότητες. Βασισμένος σ’ αυτό το σχέδιο, αρνήθηκε επίμονα να αυτοπαγιδευτεί σε κοινότυπες μορφές συμβατικού τρόμου όπως φαντάσματα, βαμπίρ, λυκάνθρωποι κλπ. Η φρίκη του υπήρξε πάντα υπαινικτική, «ακαθόριστη», «απερίγραπτη», «βλάσφημη» και «ακατονόμαστη». Και καθώς συνεπλέχθη περίτεχνα με στοιχεία ονειρισμού και ρεαλισμού, αρχέγονων μύθων και επιστημονικής φαντασίας, αποτέλεσε μία αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή θεματολογία, που αν και αρχικά πέρασε απαρατήρητη, αργότερα κατέκτησε όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία Φαντασίας. Σήμερα πλέον, σχεδόν οτιδήποτε

Paul Carrick, Cthulhoid emerges σχετίζεται με το Φανταστικό και το Παράξενο, είναι έστω και λίγο, άμεσα ή έμμεσα, επηρεασμένο από τη λογοτεχνική φιλοσοφία του H.P.Lovecraft. Ο Eric Davis σε ένα κριτικό του δοκίμιο γράφει:«[…]ο Lovecraft επέβαλε με τον πιο έντονο τρόπο τη σκοτεινή φαντασία στον 20ό αιώνα και έφερε το ύφος σχεδόν κυριολεκτικά σε μια νέα διάσταση.[…]Ως συγγραφέας δημοφιλής σε ελάχιστους εκκεντρικούς, ο οποίος δούλευε στο λογοτεχνικό ισοδύναμο του υπόνομου, ο Lovecraft δεν έτυχε καμίας σοβαρής προσοχής κατά τη διάρκεια της ζωής του. Αλλά, ενώ τα περισσότερα από τα pulp μυθιστορήματα της δεκαετίας του 1930 είναι σχεδόν αδύνατο να διαβαστούν σήμερα, ο Lovecraft εξακολουθεί να τραβά την προσοχή. […]Όπως ο γνωστικός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας Philip Dick, έτσι και ο Lovecraft είναι η επιτομή του ‘cult’ συγγραφέα».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ •Παντελής Γιαννουλάκης, «Χ.Φ.Λάβκραφτ: Ταξίδι στη Μοναξιά του Χρόνου», εκδ. Αρχέτυπο, 1999. •Παντελής Γιαννουλάκης & Λουκάς «Κθούλου», εκδ. Αρχέτυπο, 2000.

Καβακόπουλος,

•Μισέλ Ουελμπέκ, «Χ.Φ. Λάβκραφτ: Εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής», εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2008. •Χ.Φ.Λάβκραφτ, «Ο Τρόμος του Ντάνγουιτς», εισαγωγή Μάκης Πανώριος, εκδ. Αίολος , 1988. •Χ.Φ.Λάβκραφτ, «Η Περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Γουόρντ», εκδ. Αίολος, 1988. •Χ.Φ.Λάβκραφτ, «Επιστολές», εκδ. Αίολος , 1997. •«Άπαντα Χ.Φ.Λάβκραφτ», 4 τόμοι, εκδ. Κάκτος, 1990. •Ηλεκτρονική H.P.Lovecraft.

11

Εγκυκλοπαίδεια

Wikipedia,

Λήμμα


Men in bearskin coats Κάπου στις δυτικές ακτές του Lewis

Μ

ια φορά κι έναν καιρό (το 1831), κάπου στις δυτικές ακτές του Lewis στη Σκωτία, βρέθηκαν 78 χειροποίητα κομμάτια σκακιού. Όσον αφορά την προέλευσή τους, οι θεωρίες είναι πολλές, με την επικρατέστερη να θέλει τα πιόνια να κατασκευάστηκαν στη Νορβηγία από τεχνίτες του Τρόντχαϊμ τον 12ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, τα Outer Hebrides μαζί με άλλα μεγάλα σκωτσέζικα νησιά ανήκαν στους Νορβηγούς. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πανοπλία που φοριέται από τις φιγούρες στο σκάκι είναι όμοια με τις πανοπλίες που φοριούνταν εκείνη την εποχή στην Νορβηγία. Το σετ αποτελούνταν από το βασιλιά, τη βασίλισσα, τους επισκόπους (σημερινούς αξιωματικούς), τους ιππότες (σημερινά άλογα) και τους φρουρούς (σημερινούς πύργους) πιόνια με χαρακτηριστικά φτιαγμένα από ελεφαντόδοντο και τους απλούς εργάτες (σημερινούς στρατιώτες), που αποτελούσαν γεωμετρικά σχήματα φτιαγμένα από πέτρα. Τα συμπεράσματα που απορρέουν για την κοινωνική ιεραρχία και τις αντιλήψεις της εποχής είναι πάνω κάτω προφανή και αρκετά ικανοποιητικά, όμως ας μη σταθούμε εκεί και ας επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στην εύλογη ερώτηση: πώς το αντικείμενο της μελέτης μας βρέθηκε στις προαναφερθείσες ακτές; Κάποιοι ιστορικοί πιστεύουν ότι τα Lewis chessmen κρύφτηκαν ή χάθηκαν μετά από κάποια ατυχία που συνέβη κατά τη μεταφορά τους από τη Νορβηγία σε πλούσιες πόλεις Νορβηγών στην ανατολική ακτή της Ιρλανδίας, όπως το Δουβλίνο. Μπορούμε να υποθέσουμε από το μεγάλο αριθμό τεμαχίων και την έλλειψη φθοράς ότι ήταν το απόθεμα ενός επιχειρηματία ή εμπόρου σε τέτοια κομμάτια. Τον 9ο αιώνα μ.Χ., οι Βίκινγκς είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στο Lewis, μετά από χρόνια επιδρομών στη θάλασσα. Οι

Νορβηγοί εισβολείς επηρεάστηκαν από ντόπιες οικογένειες και εγκατέλειψαν τις παγανιστικές πεποιθήσεις τους. Αλλά και αντίστροφα εκείνη την εποχή ήταν που τα περισσότερα κτίρια άλλαξαν την μορφή τους από κυκλική σε ορθογώνια, σύμφωνα με το σκανδιναβικό στιλ. Τότε το Lewis ήταν επίσημα τμήμα της Νορβηγίας. Τα Lewis chessmen που βρέθηκαν στο νησί το 1831, φαίνεται πως έρχονται από την εποχή των Βίκινγκς, εκείνων που ονομάζονταν Gall-Ghaidheil, ή ξένοι gaels, αντανακλώντας το μικτό σκανδιναβικό/Gaelic υπόβαθρό τους και πιθανώς τη δίγλωσση ομιλία τους. Πολλοί από εσάς θα αναρωτιέστε πώς συσχετίζονται μερικά πιόνια σκακιού με τους men in bearskin coats. Ακόμα περισσότεροι θα αναρωτιέστε ποιοι ήταν αυτοί οι άνδρες. Όλοι όμως θα έχετε ακούσει για τους... berserkers, οι οποίοι αναπαρίστανται σε μερικά σετ σκακιού Lewis αντί για τους κλασικούς φρουρούς. Τί ήταν όμως πραγματικά οι berserkers; Ποια η σχέση τους με τους Βίκινγκς; Και τέλος, πώς γνωρίζουμε για αυτούς;

Berserkergang Αν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε τους berserkers με μία φράση, θα τους χαρακτηρίζαμε δυνατούς και άγριους πολεμιστές των Βίκινγκς. Η ενδυμασία τους απαρτιζόταν από δέρματα αρκούδας και λύκου, κάτι που εξηγεί την ετυμολογία του όρου berserker αν ανατρέξουμε στα αρχαία νορβηγικά. Πριν από κάθε μάχη, οι συγκεκριμένοι πολεμιστές έμπαιναν σε κατάσταση φρενίτιδας για να καταφέρουν να αγνοήσουν τον πόνο

12

και το φόβο, μια διαδικασία γνωστή και ως berserkergang. Για να συμβεί αυτό εικάζεται από επιστημονικές πηγές ότι χρησιμοποιούσαν στα πλαίσια τελετών της εποχής παραισθησιογόνα μανιτάρια (Amanita muscaria) ή μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, ενώ σηματοδοτούνταν με δάγκωμα των ασπίδων τους και ουρλιαχτά σαν να ήταν λύκοι. Δεν αποκλείεται να έπασχαν από υστερία, επιληψία, κάποια άλλη ψυχική ασθένεια ή γενετική ανωμαλία, όμως η εκδοχή των τελετών έχει επικρατήσει. Η φρενίτιδα άρχιζε με τρέμουλο, τρίξιμο των δοντιών, ιδρώτα και κοκκίνισμα του προσώπου. Κατά τη διάρκειά της, οι πολεμιστές ήταν τόσο ασταμάτητοι που είχαν ανοσία στον πόνο, ενώ οι ίδιοι έμοιαζαν τρομακτικοί αφού όχι μόνο πολεμούσαν θανάσιμα πληγωμένοι, αλλά χάνοντας τη λογική τους δε διαχώριζαν φίλους από εχθρούς. Μετά το τέλος της φρενίτιδας, το μυαλό των berserkers θόλωνε και το σώμα ήταν αδύναμο για μερικές μέρες. Ωστόσο, πέρα από τις ορθολογικά μεθοδολογικές ερμηνείες, ο Mircea Eliade στο έργο του «Rites And Symbols of Initiation: The Mysteries of Birth and Rebirth» υποστηρίζει πως το να γίνει κανείς berseker δεν αποτελούσε αποτέλεσμα μόνο κάποιων φυσικών διαδικασιών αλλά κυρίως μιας μαγικοθρησκευτικής εμπειρίας που τροποποιούσε ριζοσπαστικά την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων. Οι bersekers κοινωνικά ήταν σίγουρα π α ρ α γ κω ν ι σ μ έ ν ο ι εξαιτίας του φόβου που προκαλούσαν στους γύρω τους και χαρακτηρίζονταν ως κατώτεροι άνθρωποι ή «άνθρωποι του μίσους». Παρόλα αυτά, κέρδιζαν τον θαυμασμό για τις εξαιρετικές πολεμικές τους ικανότητες.Άλλωστε, τοποθετούνταν συνήθως στη φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, η σύνδεσή τους με το θεό Όντιν είναι αναμφισβήτητη∙ λεγόταν ότι όπως ο ίδιος ο θεός έπαιρνε τη μορφή ζώων έτσι κι εκείνοι άλλαζαν μορφή ή έπαιρναν ιδιότητές τους πίνοντας το αίμα τους. Ωστόσο, η βίαιη φύση τους σε συνδυασμό με τη συνήθειά τους να απαγάγουν τις γυναίκες των πάντα ηττημένων αντιπάλων τους στις μονομαχίες, δεν άργησε να προκαλέσει τη βασιλική οργή και –μακροπρόθεσμα- τον αφανισμό τους.


όμως, να μη γίνει αναφορά στο ξόρκι του Όντιν που χάριζε ανοσία στα όπλα των berserkers σύμφωνα με το Havamál Saga. 148

I know the third: if great need befalls me for a fetter for my enemy, I can blunt the edges of my enemies, I’ll ask of the berserks, you tasters of blood... Αναφορές για τους berserkers συναντάμε κυρίως στις σκανδιναβικές σάγκες, επικές ιστορίες σε πεζό λόγο γραμμένες στην αρχαία σκανδιναβική γλώσσα που τις περισσότερες φορές αναφέρονται σε κατορθώματα των Βίκινγκς1. Δυστυχώς είναι δύσκολο να γίνει παρουσίαση όλων των αναφορών στα πλαίσια ενός άρθρου, πόσο μάλλον ανάλυσή τους. Ας επιχειρήσουμε, όμως, να έρθουμε σε επαφή με τις σημαντικότερες. Στο Ynglingasaga, οι berserkers μοιάζουν περισσότερο με πολεμιστές του θεού Όντιν, αφού -όπως και εκείνος- πολεμούσαν σαν μανιασμένοι λύκοι και άγρια ζώα χωρίς ανάγκη από πανοπλίες ή άλλα προστατευτικά αντικείμενα. Συνεχίζοντας με στοιχεία συσχέτισής τους με λύκους, στο Grettirs Saga, ο βασιλιάς Harald τους αποκαλεί “Wolf-Skins”, ενώ στο King Harald’s αναφέρονται πολλές φορές ως ulfhedinn ή αλλιώς “wolf-coats”, όρος που εμφανίζεται και στο Vatnsdæla Saga, στο Hrafnsmál, αλλα και στο Grettirs. Στο τελευταίο περιγραφεται και η ιστορία ενός νέου, την κάπα του οποίου πέταξαν στη φωλιά μιας αρκούδας. Εκείνος μπήκε στη φωλιά κι αφού τη σκότωσε, πήρε πίσω την κάπα του φέρνοντας την πατούσα της αρκούδας σαν απόδειξη τους νίκης του. Πρόκειται για μια πρακτική με χαρακτήρα μύησης. Μια παρόμοια ιστορία συναντάμε στο Hrólf’s Saga όπου ο ήρωας σκοτώνει ένα πλάσμα δρακόμορφο, το γδέρνει, κρεμάει το δέρμα του και στο τέλος του επιτίθεται συμβολικά μπροστά σε κοινό για να γίνει δεκτός στην ομάδα των πολεμιστών. Δεν θα μπορούσε,

that weapons and staves do not bite for them. 156

I know the eleventh: if I must lead old friends to battle, I sing under the shields, and they go victoriously: safe to the battle, safe from the battle, they come safe from everywhere.

Ακόμα και ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ αναφέρει στο βιβλίο του De Ceremoniis (Περί Βασιλείου Τάξεως) ένα «γοτθικό χορό» της βάραγγης φρουράς του, στον οποίο οι συμμετέχοντες φορούσαν δέρματα ζώων και μάσκες. Το Egils saga περιγράφει την ιστορία ενός γέρου berserker που είχε τη φήμη του λυκάνθρωπου....But every day, as it drew towards evening, he would grow so ill-tempered that no-one could speak to him, and it wasn’t long before he would go to bed. There was talk about his being a shape-changer, and people called him Kveld-Ulf (Evening Wolf)..[... Αλλά κάθε μέρα, καθώς πλησίαζε το βράδυ, γινόταν τόσο οξύθυμος που κανείς δεν μπορούσε να του μιλήσει, και αυτό λίγο πριν πέσει για ύπνο. Υπήρχαν φήμες ότι μπορούσε να μεταμορφώνεται, και ο κόσμος τον αποκαλούσε Kveld-Ulf («Ο Λύκος του Δειλινού»)]. Στο Völsunga Saga γιος και πατέρας αποφασίζουν να σκοτώσουν δύο λυκανθρώπους για να καταφέρουν να γίνουν berserkers, και οι αναφορές δεν τελειώνουν εδώ. Υπάρχει πλήθος ιστοριών που τους περιγράφει σαν εξαιρετικά άσχημους, τόσο που πολλοί τους μπέρδευαν με trolls. Τέτοιες ιστορίες βρίσκουμε στο Egils, αλλά και στο Örvar-Odd’s Saga. Όσον αφορά τη φρενίτιδα, περιγράφεται σε αρκετές σάγκες, όπως το Hrólf’s, το Örvar-Odd’s ή το Egils, για το οποίο έγραψα και προηγουμένως και περιέχει την ιστορία ενός πατέρα που σκοτώνει το φίλο του γιου του λόγω της κατάστασης φρενίτιδας, ενώ συνεχίζει απειλώντας τη ζωή του ίδιου του γιου του, την οποία εν τέλει καταφέρνει να σώσει η υπηρέτρια θυσιάζοντας τη δική της και κερδίζοντας χρόνο μέχρι ο πατέρας να συνέλθει. Η κόπωση καθώς και η εξαιρετική αδυναμία μετά τη φρενίτιδα επισημαίνονται στο Egils όπως και στα περισσότερα sagas. Θα κλείσω τις λογοτεχνικές αναφορές με ένα από τα σημαντικότερα έργα της αγγλο-σαξωνικής λογοτεχνίας, το Beowulf. Πρόκειται για έπος αποτελούμενο από 3182 στίχους, δημιούργημα κάποιου άγνωστου

13


14


Ο Σωτήρης Σόρογκας και η ζωγραφική των ερειπίων του Σταμάτη Μαμούτου

Η πρωτοκαθεδρία του λευκού φωτός, που συνήθως εκδηλώνεται μέσα από μια διαλεκτική διάδραση με το μαύρο.

Ο

Σωτήρης Σόρογκας αποτελεί έναν από τους λίγους Έλληνες ζωγράφους της εποχής μας που το έργο τους κεντρίζει το ενδιαφέρον ανθρώπων με διαφορετικές αισθητικές αναφορές και θεωρητικές κατευθύνσεις. Ανάμεσα σε αυτούς είμαστε αναμφίβολα και αρκετοί εξ’ όσων εκκινούμε κοσμοθεωρητικά από το πλαίσιο του Ρομαντισμού. Βεβαίως, δεν μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά ότι ο Σόρογκας είναι ένας ζωγράφος Ρομαντικός. Ωστόσο, με την ίδια αβεβαιότητα θα βρεθεί αντιμέτωπος κι εκείνος που θα θελήσει να πει ότι δεν είναι. Σε τούτο το άρθρο θα γίνει μια προσπάθεια να εξεταστεί το έργο του στην βάση της ιδιόμορφης διαλεκτικής του επαφής με την ρομαντική παράδοση. Ο περιορισμός του χώρου και της έντασης του χρώματος, που μας επιβάλει το πλαίσιο ενός περιοδικού, νομίζω ότι μπορεί να αντισταθμιστεί από τον αναγνώστη, τουλάχιστον μερικώς, μέσω της πρόσβασης που μπορεί να έχει στα έργα του ζωγράφου δια του διαδικτύου1. Αφήνοντας κανείς την ματιά του να περιπλανηθεί στους πίνακες του Σόρογκα, θα καταλήξει γρήγορα στο συμπέρασμα ότι ο δημιουργός τους διαθέτει ένα ύφος μοναδικό και μια καλλιτεχνική ταυτότητα που τον καθιστά ξεχωριστό, αναγνωρίσιμο, κορυφαίο. Αυτή η καλλιτεχνική ταυτότητα σφυρηλατείται στον πυρήνα ενός σπάνιου εκφραστικού χαρίσματος. Αν κάποιοι συγγραφείς της λογοτεχνίας του φανταστικού διαθέτουν το χάρισμα να απελευθερώνουν μέσα στα κείμενά τους την πνοή της ζωγραφικής, πράγμα που τους επιτρέπει να «αφηγούνται εικόνες» με μια ένταση μυθική, στην περίπτωση του Σόρογκα συμβαίνει το αντίστροφο. Ο ζωγράφος δημιουργεί πίνακες που η πρόσληψη του περιεχομένου τους απαιτεί ένα «βλέμμα λογοτεχνικό» προκειμένου να αποκαλύψουν κάτι από το μαγικό βάθος της εικαστικής τους φιλοσοφίας. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να χρησιμεύσει ως αφετηρία μιας αναδρομής στην παλαιά επιδίωξη των πρώιμων Ρομαντικών για μια νέα τέχνη και λογοτεχνία που θα προέκυπτε απ’ την «ανάμιξη των ειδών». Στα έργα του Σόρογκα η συγχώνευση της λογοτεχνικής και της φιλοσοφικής αναζήτησης με την ζωγραφική είναι τόσο χαρακτηριστική, ώστε στις μελέτες που αφορούν το έργο του2, όπως επίσης και στις παραδοχές του ίδιου του καλλιτέχνη, ποιητές όπως ο Κάλβος και ο Σεφέρης εξετάζονται ως κεντρικοί πυλώνες πάνω στους οποίους αρθρώνεται όλη του η δημιουργία. Περνώντας στα ενδότερα της δημιουργίας αυτής αντιλαμβανόμαστε ότι ως ζωγράφος έχει αναδείξει τρία τεχνικά γνωρίσματα που ξεχωρίζουν σαν φάροι των δημιουργικών του διαδρομών. Τα γνωρίσματα αυτά είναι τα εξής. Τα πολύ καλά σχέδια.

Και τέλος, η λεπτομερής έμφαση σε σημεία μικρά και μεμονωμένα, ακόμη κι αν η παρουσίασή τους γίνεται σε πίνακες μεγάλων διαστάσεων. Εκκινώντας την διείσδυση στο εικαστικό σύμπαν του ζωγράφου θα εστιάσουμε στο τρίτο γνώρισμα, δηλαδή σε εκείνο που έχει να κάνει με την ιδέα του «μικρού» και του «μεμονωμένου». Θα αντιληφθούμε τότε πως η δημιουργική πορεία του Σόρογκα, στο συγκεκριμένο σημείο, είναι αντίστροφη από εκείνη της πρώτης ρομαντικής παράδοσης. Σε ορισμένες από τις θεωρητικές διατυπώσεις του πρώιμου Ρομαντισμού υποστηρίχθηκε πως το «μερικό» και το «αποσπασματικό» μπορούν να εμπεριέχουν ίχνη του Ιδεατού και του Όλου. Έχοντας ως αφετηρία την κλασική ιδεαλιστική παραδοχή πως η πεπερασμένη φύση του ανθρώπου δεν του επιτρέπει να συλλάβει το Όλον στην απολυτότητά του, οι Ρομαντικοί συμπέραναν ότι μόνον η (πρωτογενής) φαντασία του καλλιτέχνη3 μπορεί να τον οδηγήσει για ελάχιστες στιγμές στη θέασή του (στη θέαση του Όλου, δηλαδή). Αν αυτό συμβεί, ο καλλιτέχνης οφείλει να αποτυπώσει στο έργο του, όπως μπορεί -ακόμη και μέσω «αποσπασμάτων», εφόσον αυτά αντανακλούν με πιο πιστό τρόπο- την υπερβατική του εμπειρία. Στην περίπτωση του Σόρογκα βρισκόμαστε ενώπιον μιας αντίστροφης διαδρομής. Ο Σωτήρης δεν «κατεβάζει» το Ιδεατό μέσα σε κάτι που δίνει «αποσπασματικά» στους θεατές των έργων του. Αντιθέτως, ξεκινά χρησιμοποιώντας το «μικρό», το «φθαρμένο» και το «μερικό» της υλικής εμπειρίας για να εκτοξευθεί μέσω της δημιουργικής του δυναμικής στην σφαίρα του μεταφυσικού. Το «μικρό» για τον Σόρογκα δεν αποτελεί, βέβαια, μια απλή μορφική επιλογή μινιμαλιστικής αντίληψης. Πρόκειται για μια πύλη απελευθέρωσης ενός συναισθηματικού εύρους. Ο δημιουργός αποσπά από τον φθαρτό κόσμο της ύλης τα «μικρά» θέματά του, σκύβει πάνω από τους και τα περιβάλει με αγάπη. Τα αγκαλιάζει με έναν συναισθηματικό πλούτο, ο οποίος αρμόζει στα παιδιά ή στους ηλικιωμένους. Σε κάτι ή κάποιους, δηλαδή, που αξίζουν προσοχής αλλά αδυνατούν να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις. Αυτή η συναισθηματική ανάδειξη του «αποσπασμένου μικρού» θυμίζει τους εννοιολογικούς και αισθαντικούς κώδικες του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν και των μεγάλων ρομαντικών παραμυθάδων. Πρόκειται για την «μικρότητα» του «εξαγνισμένου», του «αθώου», του «παροπλισμένου» και του «ανήμπορου». Μια μικρότητα του «παιδικού» αλλά και του «ηλικιωμένου». Μια «μικρότητα» η οποία, προκαλώντας το ράθυμο ξεχείλισμα έντονων συναισθημάτων, ανοίγει τον δρόμο σε δημιουργό και θεατή για την μετάβαση στα υπερβατικά πεδία του μεταφυσικού.

1. Έργα του Σωτήρη Σόρογκα μπορεί να βρει κανείς ψάχνοντας απλά στο διαδίκτυο αλλά και πιο συγκεκριμένα στην προσωπική του σελίδα που βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση sorogas.gr 2. Με ενδεικτικότερη εκείνη της Άννας Καφέτση, που φέρει τον τίτλο «Η ποιητική της σιωπής στη ζωγραφική του Σόρογκα», εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1985. 3. Η διάκριση μεταξύ «πρωτογενούς» και «δευτερογενούς» φαντασίας έγινε αρχικά από τους Γερμανούς Ρομαντικούς, ωστόσο διαδόθηκε από τον Βρετανό Ρομαντικό ποιητή Σ.Τ.Κόλεριτζ. Η ιδέα αυτής της διάκρισης συνίσταται στην εξής διαπίστωση. Ο άνθρωπος διαθέτει «μια δευτερογενή φαντασία», η οποία τον βοηθά να αναδιατάσσει με πρωτότυπους τρόπους τα στοιχεία του κόσμου της υλικής εμπειρίας (πρόκειται για την φαντασία από την οποία προκύπτουν πχ. οι χαρακτήρες των έργων της λογοτεχνίας του φανταστικού). Διαθέτει, ωστόσο, και «μια πρωτογενή φαντασία», η οποία αποτελεί την ύψιστη πνευματική δύναμη –την πρωταρχική έμπνευση- που χαρίζει στους εκλεκτούς την δυνατότητα να υπερβαίνουν για λίγες στιγμές τα όρια της υλικής εμπειρίας και να αποκτούν θέα στο Άφθαρτο και το Ιδεατό.


άγνωστου. Το χρώμα που συμβολίζει την είσοδο στο βασίλειο της αβεβαιότητας, της αφάνειας, ενδεχομένως και του θανάτου.

Αλλά τελικά, προς ποιόν από τους δυο πόλους αυτού του «αποσπασμένου μικρού» γέρνει ο Σόρογκας; Προς αυτόν του «παιδικού» ή προς εκείνον του «ηλικιωμένου» στοιχείου; Προκειμένου να πάρουμε την απάντηση που ζητάμε δεν έχουμε παρά να εντάξουμε στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης και το πρώτο από τα βασικά γνωρίσματα της ζωγραφικής του. Δηλαδή, τα εξαιρετικά του σχέδια. Μέσα από την ακριβή και κλασικίζουσα σχεδιαστική αποτύπωση των θεμάτων του, ο ζωγράφος αποκαλύπτει με σαφήνεια πως τον μαγνητίζει το στοιχείο της παλαιότητας, το «ηλικιωμένο». Ο Σόρογκας «κάνει μια ζωγραφική του ερειπίου, του απομειναριού, μια σιωπηλή, κάποτε ερμητική και μελαγχολική, εικόνιση των φθαρμένων. Κεντρικά μοτίβα του τα χαλάσματα, υλικά καταποντισμένα στη φθορά, που αγωνίζονται μάταια να κρατήσουν το σχήμα και την μορφή τους» έγραψε κάποια χρόνια πριν, περιγράφοντας την θεματολογία του, ο Νίκος Ξυδάκης4. Η ζωγραφική του Σόρογκα είναι μια χαμηλόφωνη ρητορική των ερειπίων. Αποπνέει δε και μια αύρα εθνικής οικειότητας, καθώς τα «αποσπασμένα μικρά» θέματα, που σχεδιάζει καταπληκτικά, έχουν με έναν μαγικό τρόπο ανεξίτηλα εγγεγραμμένη την εικόνα της Ελλάδας των περασμένων εποχών αλλά και την Ελλάδα της γλυκιάς ερημιάς των εγκαταλελειμμένων παλαιοτήτων. Προσωπικά, παρατηρώντας τους πίνακες του Σόρογκα, ένιωσα να καταλαμβάνομαι από το ίδιο συναίσθημα «γλυκιάς νοσηρότητας» που μου γεννά η ανάγνωση ορισμένων διηγημάτων του Άρθουρ Μάχεν στην αρχή τους, πριν ο Ουαλός εκτρέψει την συναισθηματική ένταση από αυτή την αφετηρία «γλυκιάς νοσηρότητας» σε υποβλητικά υπερφυσικό τρόμο, καθοδόν προς το τέλος των περισσότερων λογοτεχνικών του έργων. Και νομίζω πως αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν αναλογιστούμε την χαϊδευτική ψηλάφηση της κρυμμένης κι εγκαταλελειμμένης ουαλικής εθνικής παλαιότητας στην οποία μας κατευθύνει η πένα του Μάχεν. Στα έργα του Σόρογκα και του Μάχεν το εθνικό στοιχείο αποτελεί κάτι οικείο, κάτι κεντρικό. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και κάτι που έρχεται από μακριά, από το βαθύ παρελθόν. Κάτι που βρίσκεται παντού αλλά και που είναι αξιαγάπητα ηλικιωμένο. Που έχει ανάγκη από βοήθεια. Από την βοήθεια της μνήμης.

κεντρικό ζητούμενο για το ρομαντικό κίνημα συνολικά. Τέλος, η ικανότητά του να παρουσιάζει έργα με σχεδιασμένες μορφές, που αποπνέουν μια αίσθηση υπερβατικότητας, αποτελεί αναμφίβολα έκφραση της -επιδιωκόμενης από τους ρομαντικούς- ισορροπίας ανάμεσα στην «ψυχρή» αποτύπωση των στοιχείων της υλικής εμπειρίας που χαρακτηρίζει τους ρεαλιστές και την άμορφη αφαιρετικότητα των πρωτοπόρων. Ωστόσο, αυτή του η δημιουργική αφοσίωση σε θέματα ενός κόσμου παρακμής και ερήμωσης δεν κατευθύνεται προς τον συναισθηματικό προσανατολισμό –αρκετές φορές μελοδραματικού τόνου- που έχουν χαράξει παλαιότερα Έλληνες ρομαντικοί καλλιτέχνες. Η νοσταλγία, η μνήμη, η ιστορικότητα και αρκετά ακόμη ρομαντικά ζητούμενα είναι παρόντα στο έργο του, όχι όμως με τον συνηθισμένο τρόπο αλλά με μια ιδιαίτερα προσωπική απόχρωση. Με την απόχρωση ενός πρωτόγνωρου, άχρονου και σιωπηρού εικαστικού κόσμου. Πύλη εισόδου προς την μεταφυσική διάσταση του εικαστικού κόσμου αυτού αποτελεί το τελευταίο γνώρισμα της ζωγραφικής του. Δηλαδή, η πρωτοκαθεδρία του λευκού φωτός και η διαλεκτική του διάδραση με το μαύρο. Το μαύρο καταλαμβάνει το βάθος στους περισσότερους πίνακες του Σόρογκα. Είναι το χρώμα που κρύβεται μέσα στα χάσματα και πίσω από τα κεντρικά τους θέματα. Είναι το χρώμα της σιωπηλής, υπομονετικής -αλλά παράλληλα και ακατάβλητα τρομακτικής- κυριαρχίας του

Σε τούτο το σημείο είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε τρεις ακόμη επαφές του Σόρογκα με τον Ρομαντισμό. Πρώτα απ’ όλα, το ενδιαφέρον του για το «παλαιό» και το «φθαρμένο» φέρνει άμεσα στο νου την αντίστοιχη τάση του Ρομαντισμού που προεκτάθηκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του «decadent». Κι έπειτα, η παρουσία του εθνικού στοιχείου που ανιχνεύεται στα έργα του αποτέλεσε 4. Νίκος Ξυδάκης, «Σκουριές και μάρμαρα», εφημερίδα «Η Καθημερινή». 5-11-1997. 5. Ανδρέα Κάλβου, «Ωδαί», σελίδα 42, εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα 1991. 6. Χάρης Καμπουρίδης, «Μνήμες και φωτοστέφανα», εφημερίδα «Τα νέα», 14-11-2001.

Ωστόσο, εμπρός απ’ το μαύρο το βλέμμα καταλαμβάνεται από την κυριαρχία του λευκού. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα λευκό που αντιτίθεται στο μαύρο. Το λευκό του Σόρογκα είναι «οστεώδες», ακτινοβολεί θάμπος και εκλύει μια γοητευτική νοσηρότητα. Ο ίδιος ο ζωγράφος, ερωτώμενος για την πηγή αυτού του ιδιαίτερου λευκού, αποκαλύπτει πως στο νου του είχε την εικοστή στροφή, της τρίτης ωδής του Ανδρέα Κάλβου, που φέρει τον τίτλο «Εις Θάνατον», όπου το φάντασμα της μητέρας του ποιητή απευθύνεται στον γιό της λέγοντας τα εξής:

«Υιέ μου, πνέουσαν μ’ είδες ο ήλιος κυκλοδίωκτος, ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως5». Ο «κυκλοδίωκτος ήλιος» του Κάλβου με το «αγγελικό και μαύρο φως» του Σεφέρη εμπνέουν το εκτυφλωτικά υποβλητικό λευκό, που κυριαρχεί στους πίνακες του Σόρογκα, όχι όμως βρισκόμενο σε αντίθεση με το μαύρο αλλά εμπεριέχοντάς το. Πρόκειται για ένα λευκό που ειδοποιεί τον θεατή πως το θέμα το οποίο παρατηρεί βρίσκεται σε μια διάσταση πέρα από εκείνη της απτής υλικής πραγματικότητας. Όπως έγραψε ο Χάρης Καμπουρίδης, «ναι μεν οι συνθέσεις στο κέντρο (των πινάκων) είναι αμέσως αναγνωρίσιμες, η απομόνωσή τους όμως στο πάλλευκο περιβάλλον αποδίδει ιδιότητες εξωχρονικές και μεταφυσικές, τα κάνει σύμβολα. Όλα μοιάζουν γνώριμα και οικεία. Συγχρόνως όμως απόμακρα και ονειρικά6». Το λευκό που βασιλεύει σε αυτή την ιδιόμορφα εντυπωσιακή ζωγραφική


είναι το μέσο που ωθεί στην υπερβατική μετάβαση αλλά και ο δίαυλος που την κοινωνεί. Τα θέματα των πινάκων, τα «αποσπασμένα ερείπια», δεν αποτυπώνονται σα να είναι στο φυσικό μας περιβάλλον. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ούτε πως έχουν περάσει στο βασίλειο του θανάτου, καθώς το μαύρο περιμένει στο βάθος και αυτά βρίσκονται μπροστά του, εκτεθειμένα στο βασίλειο του ακτινοβόλου λευκού θάμπους. Τα ζωγραφισμένα ερείπια υπερ-βαίνουν μεν το φυσικό περιβάλλον αλλά και ταυτοχρόνως βρίσκονται πέρα από τον θάνατο, σε έναν ενδιάμεσο κόσμο συναισθηματικής πληρότητας, μορφικής έντασης και γαλήνιας απομόνωσης. Αυτό τον ενδιάμεσο κόσμο των Ιδεών αφηγείται υπαινικτικά και θαρραλέα η κυριαρχία του λευκού. Του λευκού που εμπεριέχει το μαύρο χρώμα της αφάνειας και το «επίπεδο» φως της υλικής εμπειρίας σε ένα ανώτερο χρωματικό πεδίο. Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές της ζωγραφικής του Σόρογκα, η προέλευση του λευκού χρώματος, που δημιουργεί την χαρακτηριστική εξαχνωμένη ατμόσφαιρα στους πίνακές του, ανάγεται στο αττικό φως7. Προβληματίζομαι πάνω σε αυτή την διαπίστωση και «ξαναδιαβάζω» τους πίνακες του ζωγράφου σε σύγκριση με μια «συγγενική αντίθεση» με τις προτάσεις αισθητικής του Περικλή Γιαννόπουλου. Στον Γιαννόπουλο για πρώτη φορά είχα συναντήσει την αισθητική μιας καθαρής εκδοχής του ελληνικού Ρομαντισμού. Ο Ρομαντισμός, προφανώς λόγω της βορειοευρωπαϊκής αρχικής του προέλευσης, αποτέλεσε το κοσμοθεωρητικό εκείνο πεδίο, του οποίου οι εκφραστές ήταν σύνηθες να αναζητούν την Ουσία των πραγμάτων και να προσεγγίζουν τον αρχετυπικό κόσμο των Ιδεών μέσω μιας φαντασίας με γνωρίσματα σκοτεινής ατμοσφαιρικότητας. Στην πραγματικότητα οι Ρομαντικοί του 18ου και του 19ου αιώνα κράτησαν το

υπόβαθρο του πλατωνικού κλασικού ιδεαλισμού, ωστόσο αντικατέστησαν την εστίαση στον ορθολογισμό με την υιοθεσία της φαντασίας και την αποθέωση της ενόρασης. Η παράδοξη συνέπεια η οποία προέκυψε για τους λαούς της νότιας Ευρώπης, που εισήλθαν κι αυτοί στον θυελλώδη ρυθμό της Ρομαντικής ορμητικότητας, ήταν συνυφασμένη με το «κλασικιστικό» πολιτισμικό τους παρελθόν. Οι Έλληνες, οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, καθώς επίσης και άλλοι Ρομαντικοί που κατάγονταν από χώρες της νότιας Ευρώπης, σαφώς και υπήρξαν σημαντικοί. Εντούτοις, μέσα στο πλαίσιο του Ρομαντισμού «δημιούργησαν» και «αποκάλυψαν» χρησιμοποιώντας τρόπους, μεθόδους και σε ορισμένες περιπτώσεις σύμβολα βόρειας προέλευσης, με τα οποία διέρρηξαν το κυρίαρχο κλασικιστικό ιστορικό τους υπόβαθρο. Αυτή η κατάσταση συνεχίζει να αποτελεί θέμα προβληματισμού και για τους μεταγενέστερους Ρομαντικούς, και βέβαια ακόμη και για εμάς τους σύγχρονους εραστές της λογοτεχνίας του φανταστικού. Προσωπικά υποστηρίζω πως τα ωραία λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα, τα οποία γεννά ένας Ρομαντισμός με τρόπους και σύμβολα βορειοευρωπαϊκά, σαφώς και είναι προσδοκώμενα, αξιοθαύμαστα, καθώς επίσης και ωφέλιμα σε εποχές πνευματικής αφυδάτωσης. Όταν, όμως, γίνεται στην πατρίδα μας εφικτή η δημιουργία έργων και η αποτύπωση αισθητικών γραμμών, που καταφέρνουν να ενεργοποιούν το πιο έντονο πνευματικό δυναμικό του Ρομαντισμού με τρόπους και σύμβολα –όχι βορειοευρωπαϊκά, αλλά- ελληνικά, τότε μπορούμε να μιλάμε για περιπτώσεις μοναδικές, καλλιτεχνικά και ιστορικά ανεπανάληπτες. Ο Περικλής Γιαννόπουλος αποτέλεσε μια από αυτές τις περιπτώσεις. Ο «ξανθός ιππότης» της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, μολονότι επιχειρηματολογούσε υπέρ της κλασικής λιτότητας, εκείνο που κατάφερε ήταν να αφυπνίσει την πρωτογενή δημιουργική του φαντασία και, χρησιμοποιώντας τον ορμητικό λόγο που πήγαζε από τον πληθωρικό του χαρακτήρα, να παρουσιάσει μια ρομαντική αισθητική πρόταση στο κέντρο της οποίας βρέθηκε -αντί για την σκοτεινή ατμοσφαιρικότηταη μεταφυσική του αττικού φωτός. Ο Γιαννόπουλος υπήρξε Ρομαντικός στην ορμή, το συναίσθημα και την φαντασία. Ταυτόχρονα, όμως, υπήρξε και καθαυτό ελληνικός, ελληνικά Ρομαντικός, στα σύμβολα και τον μύθο του. Το κυριότερο,

ίσως, από αυτά του τα σύμβολα υπήρξε το ελληνικό φως. Ο Σόρογκας φαίνεται να χρησιμοποιεί αυτό το σύμβολο με ανάλογα αποτελέσματα. Ωστόσο, η διαδρομή του είναι και σε αυτή την περίπτωση αντίστροφη. Ο Γιαννόπουλος, έχοντας ως αφετηρία την αναφορά στο «κλασικό» ελληνικό φως, πορεύτηκε προς την υπέρβαση των κοινών μέτρων μέσω μιας πληθωρικά έντονης ρομαντικής αισθητικής. Ο Σόρογκας, ξεκινώντας από την ίδια αφετηρία, επιτυγχάνει την ίδια υπέρβαση μέσω μιας γλυκιάς και ανήκουστης σιωπής. Μιας σιωπής που καθηλώνει και αιχμαλωτίζει. Μιας σιωπής που μηνύει ότι βρισκόμαστε στον «εξωλογικό ή ονειρικό πια χώρο που υποβάλλει ο καλλιτέχνης8». Σκεπτόμενος όλα τα παραπάνω επαναλαμβάνω την αρχική διαπίστωση πως η κατηγοριοποίηση του Σόρογκα ως ζωγράφου Ρομαντικού θα ήταν μάλλον παρακινδυνευμένη. Εκείνο που μπορώ να συμπεράνω με κάποια βεβαιότητα είναι πως ως δημιουργός διαλέγεται με τον Ρομαντισμό, διαβαίνει ορισμένες από τις ατραπούς του κοσμοθεωρητικού κι εκφραστικού του προσανατολισμού αλλά και τις εγκαταλείπει, βρίσκοντας δικά του περάσματα σε άλλες παραδόσεις. Αποσπασμένη παλαιότητα, ερήμωση, σιωπή και Ιδέα. Αυτή είναι η αισθητική και νοητική διαδρομή προς το πραγματικό, που αποκαλύπτει ο εικαστικός χάρτης του Σωτήρη Σόρογκα. Φάρους, οι οποίοι προσανατολίζουν εκείνους που θα θελήσουν να την ακολουθήσουν, αποτελούν τα ακριβή σχέδια, το λευκό φως και ο συναισθηματικός πλούτος που ντύνει το στοιχείο του ιδιάζοντος «ρομαντικού μικρού». Ένα μεταίχμιο ανάμεσα στο υλικό περιβάλλον και τα αρχέτυπα, που παρακάμπτει τον θάνατο χαιρετίζοντάς τον ευγενικά, ανοίγεται στο τέλος της. Ένα μικρό βασίλειο σιωπής. Αν ακούσετε την αφήγησή της, μια πύλη θα έχει ανοίξει διάπλατα, προσφέροντας πρόσβαση στον κόσμο της πληρότητας, προσφέροντας θέα στον κόσμο των Ιδεών.

7. Χριστίνα Φίλη, «Η επιστροφή του Σωτήρη Σόρογκα», Τομές, Ιανουάριος-Μάρτιος 1986. 8.Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, «Ο κερδισμένος χρόνος», Τομές, τχ.4, Απρίλιος 1975


Κόρτεκ του Δημήτρη Σιάββα

Σ

την κορυφή Έλαντορ της οροσειράς Καλχάρ έγινε μια συνάντηση, που έμελλε ν’ αλλάξει την ιστορία του Πορφυρού Πλανήτη, ο οποίος βρίσκεται στο τετρασχιδές νεφέλωμα του Αντίνοβα. Ως εκείνη την στιγμή ο πλανήτης αυτός δυναστεύονταν απ’ τους Σκοτεινούς. Οι Σκοτεινοί, μια ομάδα καταχθόνιων πλασμάτων που άπλωνε την κυριαρχία της με τρόπους ανίερους, ήταν ανθρωποειδείς υπάρξεις με μεγάλες πνευματικές και σωματικές δυνάμεις, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να υποτάσσουν όλα τα έλλογα πλάσματα του πλανήτη τους. Όσοι αντίπαλοι είχαν τολμήσει να τους προβάλουν ένοπλη αντίσταση είτε σκλαβώθηκαν είτε είδαν την φυλή τους να εξαφανίζεται. Υπήρχε ένα είδος μόνο, που άντεξε και διατήρησε την ανεξαρτησία του. Ήταν εκείνο που συγκροτούσε τις φατρίες των γερακιών. Ο Αμπαόρ ήταν ένα γεράκι της γενναίας φατρίας των Κάαν Αμπαλούμ. Όπως όλα τα γεράκια και πετούμενα αυτού του πλανήτη, έτσι και ο Αμπαόρ είχε μεγάλο μέγεθος. Στην πλάτη μπορούσε άνετα να φέρει έναν γεροδεμένο άντρα και με τα νύχια του να τσακίσει οποιαδήποτε πανοπλία. Ήταν δυνατός και νοήμον. Μόνο που δεν τήρησε τον κώδικα τιμής της φατρίας του. Ο δρόμος που είχε επιλέξει ν’ ακολουθήσει δεν συμβάδιζε με τις παραδόσεις και τα πιστεύω των Κάαν Αμπαλούμ. Ζούσε μέσα στην διαφθορά και πετούσε πάνω απ’ τα κορμιά των δυναστευομένων, αδιαφορώντας για τον πόνο τους. Ήταν ένας Κόρτεκ, ένας μισθοφόρος της Αυτοκρατορίας των Σκοτεινών. Ωστόσο, η διαδρομή της ζωής του έμελλε ν’ ανακοπεί από μια μοιραία συνάντηση. Πετούσε σιωπηλός με όλες του τις αισθήσεις σ’ επιφυλακή. Ήταν ταχύς και η πορεία του σταθερή. Ο ουρανός ήταν λαμπερός και ο καιρός αίθριος. Το μεγάλο γεράκι δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο, αν κάποιος βρίσκονταν στην περιοχή και σήκωνε το βλέμμα στον ουρανό. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Αμπαόρ έπρεπε να ολοκληρώσει την αποστολή του. Να μεταφέρει, δηλαδή, τις πληροφορίες που είχε συλλέξει στον Αυτοκράτορα. Επρόκειτο για πληροφορίες σημαντικές, που ενδεχομένως να καθόριζαν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της Αυτοκρατορίας. Όμως, κατά την διάρκεια της πτήσης συνάντησε απρόσμενα μια ομάδα από γεράκια-πολεμιστές. Πετούσε ταχύτατα, αλλά παρακάμπτοντας μια πλαγιά του όρους Έλαντορ, συναντήθηκε αναπάντεχα με την περίπολό τους. Τα γεράκια άνηκαν στην ίδια φατρία με τον ίδιο. Ήταν αδέλφια του. Είκοσι πολεμιστές Κάαν Αμπαλούμ,

που δύσκολα θα τους ξέφευγε. Αποφάσισε να συμπεριφερθεί με τρόπο που δεν θα κινούσε τις υποψίες, αποδίδοντάς τους τον πρέποντα χαιρετισμό. Βλέποντας τον, τα γεράκια πλησίασαν αμέσως και στάθηκαν στους βράχους του όρους. Ο Αμπαόρ αναγνώρισε τα διακριτικά του αρχηγού της ομάδας, καθώς είδε να τον πλησιάζει ένα από τα επιβλητικά γεράκια, και απευθύνθηκε προς αυτό.

«Αμπαόρ ο Καφετής, σε χαιρετώ αρχηγέ». «Γκανάς ο Κράχτης, σε χαιρετώ Αμπαόρ» απάντησε ο Γκανάς. «Για πού πετάς;» «Πετάω για την πρωτεύουσα των Κάαν Αμπαλούμ» είπε ο Αμπαόρ. «Μα γιατί πας στην Μπαομπαράκ, Αμπαόρ; Δεν πήρες το κάλεσμα για την σύναξη όλων των φατριών στα σύνορα της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας; Συγκεκριμένα, η ψηλή κορυφή του Έλαντορ είναι το σημείο της συνάντησης καθώς αποτελεί φυσικό σύνορο της Μπαομπαράκ. Εκεί θα μαζευτούμε όλοι οι άξιοι προς μάχη». Το βλέμμα του Αμπαόρ σκοτείνιασε καθώς άκουσε την λέξη «μάχη». Δεν περίμενε να υπάρχει ομάδα φρούρησης εκεί πέρα. Ήξερε για την επίθεση μα όχι για την ημέρα και το σημείο συνάντησης των φατριών. Αν κατάφερνε να ξεφύγει από αυτή την ομάδα, θα είχε συλλέξει και νέες πολύτιμες πληροφορίες, που σίγουρα οι ανώτεροι του θα αξιολογούσαν κατάλληλα. Σκέφτηκε πως θα τον βόλευε πολύ κάτι τέτοιο. Πρώτα, όμως, έπρεπε να ξεφύγει.


«Δεν πήρες το κάλεσμα για την σύναξη;» άμεσα» είπε ο Αμπαόρ ετοιμαζόμενος για κάθε επανέλαβε ο Γκανάς και το βλέμμα του αντίδραση. Έπρεπε να κάνει τη πρότασή του ευθέως, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν καρφώθηκε στον Αμπαόρ. Εκείνος απάντησε κοφτά «πήρα το κάλεσμα κι εγώ». Ένιωθε τα γεράκια να γέρνουν προς το μέρος του.

δελεαστεί από την προσφορά του το τελευταίο χρονικό διάστημα. Οι καιροί ήταν βρώμικοι και ο Αμπαόρ απολάμβανε τους καρπούς της λογικής του, διαλεγόμενος επωφελώς με την διαφθορά.

«Τότε να ξέρεις ότι πήρες λάθος οδηγίες. Πρέπει Ο Γκανάς δεν έμεινε έκπληκτος. Αρκετά άλλοτε να σου επαναλάβω ότι ως σημείο συνάντησης περήφανα γεράκια των φατριών έσπασαν τους ορίστηκε η κορυφή του περήφανου Έλαντορ. όρκους αίματος της φυλής, εγκαταλείποντας Θα συνεχίσεις, λοιπόν, μαζί μας». τον αγώνα για την ελευθερία. «Έγινες ένας απ’ αυτούς. Γιατί;» είπε σκεφτικός κι έκανε νόημα «Γκανάς, δεν πήρα λάθος οδηγίες. Έχω μυστική στα υπόλοιπα γεράκια να κρατηθούν ακόμη αποστολή. Πρέπει να μ’ αφήσεις να πετάξω για λίγο, μιας και έδειχναν έτοιμα να επιτεθούν στον την πρωτεύουσα» επανέλαβε ο Αμπαόρ. Αμπαόρ. «Αμπαόρ, όσοι σήμερα εκτελούν μυστικές αποστολές μαζί με τον χαιρετισμό αναφέρουν ένα σύνθημα» έκραξε ο Γκανάς, και καρφώνοντάς τον με μια διαπεραστική ματιά συνέχισε. «Πράγμα που σημαίνει ότι κάποιος που δεν το αναφέρει ή το έχει ξεχάσει ή είναι ένας Κόρτεκ. Κάνω λάθος;»

«Πετάω ψηλά και χαμηλά, πάνω από σύννεφα και βουνά για ν’ ικανοποιήσω τις επιθυμίες των κύρηδων. Μ’ ένα νεύμα τους τσακίζω τους εχθρούς τους. Γιατί αυτοί είναι και δικοί μου εχθροί. Βρίσκομαι όποτε το επιθυμώ δίπλα στον αυτοκράτορα. Τα καλούδια που αποκομίζω δεν είναι λίγα. Έχω όλες τις νοστιμιές στο ράμφος «Κάνεις λάθος» επέμεινε ο Αμπαόρ, μου, φορώ τους καλύτερους θώρακες για να προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία του κάτω προφυλάσσω το στήθος μου, ακούω τα γλυκά από μια διαλλακτική συμπεριφορά. «Η υπόνοιά κελαηδίσματα των πιο όμορφων καρδερίνων σου αποτελεί προσβολή. Έχω αναλάβει μυστική κάθε πρωί που ξυπνώ. Ελάτε μαζί μου, θ’ αποστολή, όπως σου είπα. Δεν μπορώ να σου ανταμειφθείτε κι εσείς» πρότεινε ο Αμπαόρ. αποκαλύψω περισσότερα. Πρέπει να συνεχίσω». «Ναι, αλλά νομίζω πως ξεχνάς να αναφερθείς στα σημάδια απ’ τις αλυσίδες στα πόδια σου. «Μυστική αποστολή για τις φατρίες μας ή για Μήπως οι «κύρηδες», εκτός από τις απολαύσεις λογαριασμό κάποιου άλλου;» ρώτησε σαρκαστικά σας προσφέρουν και δεσμά για τα σώματα ο επικεφαλής της ομάδας των γερακιών και ο Αμπαόρ άρχισε να συνειδητοποιεί ότι δεν θα και τις ψυχές σας;» αναρωτήθηκε ο αρχηγός κάνοντας τον Αμπαόρ να σωπάσει. «Θυμάσαι ήταν καθόλου εύκολο να τον ξεγελάσει. τον όρκο μας; Το κεφάλι δεν σκύβει κανείς «Η μυστικότητα της αποστολής δεν μου μας παρά μόνο όταν ο χάρος μας αγκαλιάσει. επιτρέπει…» έκανε να πει αλλά ο Γκανάς τον Ακόμη και τότε περιφρονούμε τον φόβο. Είσαι ακόμη δικός μας στο αίμα. Δεν ακούς την φωνή διέκοψε κινούμενος απειλητικά εναντίον του. της καρδιάς; Δεν μπορείς να ξυπνήσεις από τον «Είσαι ένας βρώμικος Κόρτεκ, δεν μπορείς λήθαργο; Δεν καταλαβαίνεις πως η ώρα έφτασε;» να με πείσεις για το αντίθετο. Κυκλώστε τον!» επέμεινε, κάνοντας τα λόγια του να διαπεράσουν πρόσταξε τα υπόλοιπα γεράκια της ομάδας κι εκείνα υπάκουσαν. Ο Αμπαόρ δεν είχε άλλα περιθώρια. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει και το τελευταίο του διαπραγματευτικό όπλο.

«Δεν θέλω μπελάδες Γκανάς. Αλλά ούτε πρόκειται και να παραδοθώ. Είμαι σίγουρος ότι η φατρία δεν θα κερδίσει τίποτε ουσιαστικό με την επίθεση εναντίον μου. Αντιθέτως, κάποιοι από εμάς θα χαθούν. Ούτε κι ένας γενικός ξεσηκωμός θα βοηθούσε σε κάτι. Οι Σκοτεινοί είναι γενναιόδωροι με όσους τους βοηθούν και δεν ενοχλούν όσους απέχουν από εχθροπραξίες. Από την άλλη, γνωρίσουμε όλοι τι συνέβη σε όσους τους προκάλεσαν. Γιατί, λοιπόν, να επαναληφθεί; Η ησυχία, ο σεβασμός και η διατήρηση της υπάρχουσας τάξης είναι το μόνιμο ζητούμενο για κάθε σκεπτόμενο πλάσμα και για κάθε κυρίαρχο σύστημα. Ιδίως στις μέρες μας, που η λογικές αποφάσεις ανταμοίβονται

σαν κοφτερές λεπίδες την καρδιά του Κόρτεκ.

Ο Γκανάς είχε μιλήσει σαν κάποιος ο οποίος πίστευε πως η ουσία των πλασμάτων που είχαν ζωή μπορούσε ακόμη και στις δυσκολότερες συνθήκες να ενεργοποιηθεί για να σπάσει τα δεσμά της επιδερμικής αντίληψης που δημιουργεί πολλές φορές η κυριαρχία του επίκαιρου. Για να ρίξει τις μάσκες του καθημερινού βίου και να αποκαλύψει το αυθεντικά αληθινό. Το κρυμμένο πραγματικό. Και η αντίδραση του Αμπαόρ αποκάλυπτε για τον αρχηγό μια επιφυλακτική δικαίωση. Υπό άλλες συνθήκες ο Κόρτεκ θα είχε εκμεταλλευτεί ακόμη και το απροσμέτρητα ελάχιστο κενό στις αντιδράσεις των αντιπάλων προκειμένου να πετύχαινε τον στόχο του. Εκείνη, όμως, την στιγμή είχε μείνει αδρανής. Μια γλυκιά νάρκη είχε καταλάβει το φτερωτό του κορμί. Ένα εσώτατο βουβό κάλεσμα τον είχε κάνει να μένει κοντά τους, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε τον ύστατο κίνδυνο για εκείνον.


«Ναι, καταλαβαίνω» ψέλλισε αργά και το βλέμμα του χάθηκε στον ουρανό. «Δες Γκανάς.

Τι είναι αυτό το πλήθος που πετά προς εμάς;»

αρχίσει να απομακρύνεται. Τα μάτια του, όμως, είχαν γεμίσει δάκρυα. Σε μια ώρα έφτασε στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας.

«Είναι ο στρατός μας και κάτι γνώριμο φαίνεται Πετώντας πάνω απ’ την πολύβουη πόλη να τραγουδά» απάντησε ο αρχηγός και το βλέμμα περιεργάστηκε τα πλούσια ανάκτορα και τα του ακολούθησε εκείνο του Αμπαόρ. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι πολεμιστές. Καθώς η προσοχή όλων είχε απολεσθεί, ο Αμπαόρ θα μπορούσε να επιχειρήσει μια διαφυγή. Όχι ακόμη, όμως!

Το τραγούδι που ακούγονταν είχε κοκαλώσει το σώμα του. Ήταν ο πολεμικός ύμνος των Κάαν Αμπαλούμ, που απλωνόταν γεμίζοντας τις πλαγιές του Έλαντορ και προκαλώντας κατολισθήσεις. Τα γεράκια ήταν χιλιάδες, σχημάτιζαν ένα μαύρο σύννεφο και δεν θα αργούσαν να φτάσουν. Το πολεμικό τραγούδι τους ακουγόταν πλέον καθαρά.

“Οι Κάαν Αμπαλούμ τους ανέμους χαιρετούν. Πλάι στον Ήλιο πετούν. Όλοι είναι όμοιοι μπροστά στον θρόνο του Φωτός. Όλοι μπορούν ν’ ακολουθήσουν. Οι Κάαν Αμπαλούμ για πόλεμο ξεκίνησαν. Τ’ άρματα κραδαίνουν.

επιβλητικά δημόσια κτήρια. Μια μικρή ομάδα ιπτάμενων συμπολεμιστών του τον χαιρέτισε από μακριά. Εκείνος ένευσε φιλικά και κατευθύνθηκε προς το ψηλότερο κτίριο. Ήταν το κέντρο διοίκησης του στρατού της Αυτοκρατορίας. Περνώντας μέσα από το ανοικτό στέγαστρο προσγειώθηκε στην αίθουσα συσκέψεων, που βρίσκονταν στο ανώτερο επίπεδο του τεράστιου κτιρίου.

«Έφτασες επιτέλους άρχοντα Αμπαόρ» ρώτησε εκνευρισμένος ο Αυτοκράτορας. «Μάλιστα αφέντη και προστάτη μου» απάντησε εκείνος, έχοντας το βλέμμα καρφωμένο στα πόδια του. «Η αποστολή σου πως πήγε;». «Πέτυχε». «Τι νέα μου φέρνεις λοιπόν;» «Οι εχθροί μαζεύονται στα σύνορα. Ετοιμάζονται να επιτεθούν. Οι Κάαν Αμπαλούμ ήδη έχουν φτάσει στο σημείο συνάντησης, που είναι το Έλαντορ. Πρέπει να είναι χιλιάδες. Έχουν κινητοποιηθεί όλες οι φατρίες. Από τις κορυφές του Έλαντορ θα εξαπολύσουν τις δυνάμεις τους εναντίον μας. Θέλουν να νικήσουν. Το σχέδιο τους είναι απλό. Χτυπώντας στην καρδιά της Αυτοκρατορίας, πιστεύουν, πως θα καταφέρουν να επικρατήσουν». «Θα πάρουν τότε το μάθημα που τους αρμόζει. Θα είμαστε αμείλικτοι» είπε ο Αυτοκράτορας κι

ένα σκληρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.

Με μάτια φλόγινα. Με περισσή σοφία. Διαπερνούν την σκοτεινιά”. Ο ύμνος είχε αποσπάσει την προσοχή όλης της ομάδας όταν στο νου του Αμπαόρ άστραψε μια σκέψη. Κοίταξε κλεφτά γύρω του. Υπολόγισε τις δυνάμεις των άλλων γερακιών και διαπίστωσε ότι ήταν δυνατότερος, συγκρινόμενος με το καθένα τους ξεχωριστά. Είχε κιόλας πάρει την απόφασή του. Με μια ταχύτατη κίνηση, πέταξε με τα νύχια των ποδιών μια μικροσκοπική σφαίρα και την έπιασε με το ράμφος του στον αέρα. Έκλεισε τα μάτια και την έσπασε, ρίχνοντας την στον βράχο. Για μια στιγμή τα πάντα φωτίστηκαν. Όλοι έχασαν προσωρινά την όραση τους. Όλοι εκτός από τον Αμπαόρ. Ήταν πια ελεύθερος να πετάξει προς τα εκεί που ήθελε. Ο Γκανάς διέταξε στους πολεμιστές του να μείνουν στις θέσεις τους. Ο Αμπαόρ είχε ήδη

Το σύνθημα δόθηκε παντού γρήγορα. Μέχρι το βράδυ οι στρατιές της Αυτοκρατορίας συγκεντρώθηκαν. Η μάχη θα δίνονταν το άλλο πρωί. Το πρώτο φως του ηλίου βρήκε την Αυτοκρατορία πανέτοιμη. Στην μεγάλη υπαίθρια σύνταξη τα στρατεύματά της βρίσκονταν παρατεταγμένα. Μπροστά στέκονταν οι ανώτεροι Αφέντες και πίσω τους βρίσκονταν ανάλογα με το αξίωμα οι υπόλοιποι πολέμαρχοι. Πίσω από αυτούς ήταν παραταγμένοι οι χιλιάδες στρατιώτες. Πολεμικά γεράκια Κόρτεκ, δράκοι και τεράστιοι ερπετόφτεροι Γλιμ -πλάσματα των ελώναποτελούσαν το έμψυχο ιπτάμενο δυναμικό. Επίσης, υπήρχαν και ασύμμετρες πολεμικές μηχανές με πτητικές ικανότητες. Η μεγάλη στρατιά έλαμπε από μεγαλοπρέπεια. Τα τάγματα των Κόρτεκ έκρωζαν επιδοκιμαστικά και κάνανε θόρυβο χτυπώντας τις τεράστιες φτερούγες τους στον αέρα. Οι γερακοαναβάτες δίπλα τους έκρουαν τις πανοπλίες με το στέλεχος


της λόγχης τους. Βόρεια της Μπαομπαράκ, φαίνονταν καθαρά οι στρατιές των γερακιών, που σχημάτιζαν τις παρατάξεις τους και πλησίαζαν συνεχώς. Η ώρα είχε φτάσει. Με την τελευταία προσταγή ο αρχιστράτηγος καβάλησε τον Αμπαόρ, που στέκονταν δίπλα του. Με το δεξί του χέρι άρπαξε τον πολεμικό του πέλεκυ από έναν ακόλουθο και έδειξε προς τον Βορά. Ο Αμπαόρ χτύπησε τα μεγάλα του φτερά και στηριζόμενος στα δυνατά γαμψά του πόδια πέταξε στον ουρανό. Ξοπίσω του ακολούθησαν αλαλάζοντας βάρβαρα πολεμικά εμβατήρια οι σκοτεινές ορδές της Αυτοκρατορίας.

αναβάτες έπεσαν στην γη από τα προτεταμένα νύχια του. Όμως τώρα δεκάδες υποζύγια, πιστά στους αφέντες τους, χιμούσαν πάνω του. Το δυνατό του ράμφος στέρησε αρκετές ακόμη ζωές. Ματωμένα φτερά παντού. Κομματιασμένα σώματα που έπεφταν στο κενό. Ο Αμπαόρ φώναξε δυνατά για να τον ακούσουν οι υπόλοιποι Κόρτεκ.

«Τα αδέλφιά μας πεθαίνουν και εγώ θα πεθάνω μαζί τους. Ζήτω οι φατρίες των γερακιών. Εμπρός Κόρτεκ, ελευθερωθείτε. Μη φοβάστε! Χωρίς εμάς οι Σκοτεινοί δεν έχουν δύναμη. Αφήστε τους να τσακιστούν. Γυρίστε στις ρίζες Οι δύο στρατιές πλησίασαν γοργά η μια την σας. Γκρεμίστε τους χάμω».

άλλη. Από την μία οι ιπτάμενες στρατιές των γερακιών. Πολεμιστές όλων των οικογενειών, που κατευθύνονταν κρώζοντας προς την στρατιά της Αυτοκρατορίας. Τα όπλα των γερακιών ήταν τα γαμψά τους ράμφη, τα κοφτερά τους νύχια, τα μεταλλικά γιλέκα που κάλυπταν τα στήθη τους και τα κερασφόρα τους κράνη. Από την άλλη πετούσαν τα σμήνη των Σκοτεινών και των συμμάχων τους με τα δόρατα προτεταμένα και τα υπέροχα υποζύγια να καλύπτουν τα σύννεφα. Πάνω από το κέντρο της διάταξής τους πετούσε ο Αμπαόρ με τον αρχιστράτηγο στη ράχη του. Ο υψηλόβαθμος Σκοτεινός φορούσε ερεβώδη αρματωσιά και το φως του ήλιου χάνονταν μέσα στις μαύρες πτυχές του μανδύα του. Λίγες στιγμές αργότερα οι δύο στρατιές συγκρούστηκαν. Πολεμικές ιαχές και φωνές θανάτου ακούγονταν από παντού. Αναβάτες κομματιάζονταν στον αέρα από κάποιο ράμφος ή από γαμψά νύχια. Νικημένα σώματα τσακίζονταν πέφτοντας στο κενό. Δράκοι σκορπούσαν τον θάνατο με τα πανίσχυρα σαγόνια και τις καυτές ανάσες τους. Φλεγόμενες μορφές σχημάτιζαν καπνισμένες πορείες προς τον θάνατο. Ωστόσο, μια θανατηφόρα πορεία είχε ακολουθήσει και ένα ιπτάμενο ζευγάρι που δεν είχε χτυπηθεί. Ο Αμπαόρ έπεφτε κάθετα προς την γη οδηγώντας τον αρχιστράτηγο των Σκοτεινών στο χαμό. Ο τρομερός άρχοντας κρατιόταν γερά από την ράχη του γερακιού, όντας σε πανικό. Μα τι έκανε το γεράκι; Αγνοούσε τις οδηγίες του; Ήθελε να τον σκοτώσει;! Ο φοβισμένος Σκοτεινός έβριζε και χτυπούσε βίαια με τις γροθιές τον Αμπαόρ στο κεφάλι.

Μετά από λίγες στιγμές ένα απότομο γύρισμα του γερακιού έκανε τους ιμάντες που συγκρατούσαν τον αναβάτη του να σπάσουν. Ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό ακολούθησε καθώς ο αρχιστράτηγος έπεφτε από τεράστιο ύψος στα βράχια, που τον υποδέχτηκαν σαν κοφτερά δόντια. Ο Αμπαόρ ήταν ελεύθερος. Μάλλον για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Οι μέχρι πρότινος σύντροφοί του, παρακολούθησαν με έκπληξη την τρελή του πορεία. Τη επόμενη στιγμή τον είδαν να ορμά κατά πάνω τους, σκίζοντας τον λαιμό ενός πράσινου δράκου. Και αμέσως μετά, τέσσερις

Αυτά ήταν και τα τελευταία του λόγια. Λίγο αργότερα βρέθηκε κυκλωμένος από ένα σμήνος δράκων. Ένας απ’ αυτούς του τσάκισε τα πλευρά με τα κοφτερά σαγόνια του και τον άφησε να πέσει στο κενό. Το σακατεμένο κορμί του Αμπαόρ είχε ακόμη ζωή μέσα του πριν συγκρουστεί στο έδαφος. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στον ουρανό, στην μάχη, στα αδέλφια του. Κάποιοι από τους Κόρτεκ άκουσαν την προτροπή του και προκάλεσαν χάος στις δυνάμεις της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, επειδή τα λόγια του ήταν δυνατά, ακούστηκαν και από ορισμένα γεράκια των ελεύθερων φατριών. Έτσι, όταν η μάχη τελείωσε, οι αοιδοί του Πορφυρού Πλανήτη είχαν να πουν ένα τραγούδι για την ιστορία του Αμπαόρ. Του Κόρτεκ που έσπειρε τον θάνατο στις ορδές των Σκοτεινών κι άνοιξε ένα ρήγμα στην παράταξή τους, κάνοντας το κύριο μέτωπο της εμπροσθοφυλακής τους να υποχωρήσει χωρίς να προλάβει να ανασυνταχθεί, πράγμα που εκμεταλλεύτηκαν τα γεράκια για να νικήσουν στην μεγάλη μάχη της Μπαομπαράκ. Μια μάχη, που μετά το τέλος της εξανεμίστηκε η δύναμη της Σκοτεινής Φυλής, χωρίς την οποία οι εναπομείναντες Σκοτεινοί χάθηκαν μέσα στο ίδιο το σκοτάδι που τους είχε γεννήσει. Έκτοτε, ένας αξιωματικός των γερακιών πετάει κάθε χρόνο στις πλαγιές του όρους Έλαντορ και ατενίζει με νοσταλγία την Μπαομπαράκ, ενθυμούμενος πως η σωστή του κρίση, κάποτε, έμελε να αποτελέσει την αρχή μιας σειράς γεγονότων, που άλλαξαν την ροή της ιστορίας. Απολαμβάνοντας τις ριπές του κρύου αέρα και στρέφοντας το γερακίσιο βλέμμα του στον ήλιο, δεν παραλείπει να αποδώσει τεντώνοντας τον λαιμό και ανοίγοντας τα φτερά του, έναν χαιρετισμό στο όνομα του Αμπαόρ, που έζησε σαν τυχοδιώκτης ορθολογιστής αλλά πέθανε ως γενναίος.


Η μαγεία ενός βιβλίου μπροστά σε μια οθόνη «Πως ένα μυθιστόρημα μπορεί να δημιουργήσει ένα πετυχημένο βιντεοπαιχνίδι»

Μ

πορεί η Φανταστική Λογοτεχνία να αποτελέσει το εφαλτήριο για ένα συναρπαστικό video παιχνίδι; Η αλήθεια είναι πως ναι. Και μπορεί οι περισσότεροι που θα έρθουν αντιμέτωποι με αυτό το ερώτημα, να καταφύγουν στις εύκολες επιλογές (όπως είναι τα παράγωγα παιχνίδια από τις κινηματογραφικές μεταφορές φανταστικών βιβλίων, παρά από τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα) παρόλα αυτά υπάρχουν video games που έχουν αντλήσει την έμπνευση τους άμεσα από αρκετά μυθιστορήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού, σημειώνοντας μάλιστα μεγάλη επιτυχία. Ενδεικτικά, αναφέρω τους παρακάτω τίτλους: «Lineage», «World of Warcraft», «Dragon’s Age Origins», «Trine, Spellforce». Μια αρκετά παλιά και πρωτοποριακή ιδέα που αποτέλεσε τον προπομπό για τα περισσότερα -αν όχι για όλα τα «fantasy video games» (όπως αποκαλούνται μερικές φορές από μεγάλη μερίδα των παικτών τους)- ήταν τo «Thayer’s Quest», ένα laserdisc adventure ηλεκτρονικό παιχνίδι, που κυκλοφόρησε το 1984 από την εταιρία RDI Video Systems για την κονσόλα halcyon. Λόγω, όμως, της υψηλής της τιμής, που κατέστρεψε την φήμη του παιχνιδιού, το «Thayer’s Quest» ενσωματώθηκε ως επιπλέον πακέτο στις arcade κονσόλες στις οποίες δέσποζε τότε το γνωστό σε όλους τους παίκτες της υφηλίου, «Dragon’s Lair». Το σενάριο του «Thayer’s Quest» σε αντίθεση με το «Dragon’s Lair» απαιτούσε κάτι παραπάνω απ’ το συνεχές δίλημμα ανάμεσα στην επίθεση με το ξίφος του ήρωα-ιππότη ή την αποφυγή μιας επερχόμενης απειλής. Ο παίκτης που ήλεγχε τον Thayer, είχε μεγαλύτερη ελευθερία στην μετακίνηση του νεαρού μάγου στις διάφορες τοποθεσίες που συγκροτούσαν τον κόσμο του παιχνιδιού. Κι ενώ το «Dragon’s Lair» ακολουθούσε

του Βασίλειου Ι. Μέγα

την κλασσική γραμμική αποστολή, με το μονοπάτι του ήρωα να μην παρεκκλίνει για κανένα λόγο απ’ τη στιγμή που θα έμπαινε στο κάστρο μέχρι την τελική μάχη, το «Thayer’s Quest» άφηνε την επιλογή στον παίκτη να επιστρέψει όσες φορές το επιθυμούσε στο ίδιο σημείο. Μάλιστα, αυτό επιβαλλόταν απ’ τις περιστάσεις αφού η ανεύρεση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή όπλου αποδεικνυόταν αναγκαία για τη διαλεύκανση των γρίφων που προέκυπταν στην πορεία του ήρωα και που μερικές φορές δεν του επέτρεπαν την πρόσβαση είτε στο επόμενο βασίλειο είτε σε κάποιο σημαντικό χώρο. Αυτό το χαρακτηριστικό ήταν που αποτέλεσε αργότερα και τη βάση των λεγόμενων point ’n’ click adventure games όπως τα «Broken Sword» και «Monkey Island». H υπόθεση του «Thayer’s Quest», την οποία εμπνεύστηκε ο δημιουργός του παιχνιδιού Rick Dyer από τα έργα του Τόλκιν, μας μεταφέρει στον όμορφο και συνάμα επικίνδυνο κόσμο των Πέντε Βασιλείων (Weigard, Illes, Iscar, Far Reaches και Shadoan, από τα οποία ο παίκτης εξερευνά μόνο τα τρία πρώτα, καθώς το παιχνίδι προοριζόταν να κυκλοφορήσει σε δύο συνέχειες). Εκεί, ο νεαρός μαθητευόμενος μάγος Thayer αναλαμβάνει το δύσκολο έργο της αναζήτησης πέντε μαγικών κειμηλίων μεγάλης δύναμης, τα οποία ενωμένα μαζί συνθέτουν τη σφραγίδα του Quoid. Κι όλα αυτά προτού ο κακός μάγος Sorsabal τα βρει πρώτος και τα χρησιμοποιήσει, προκειμένου να εδραιώσει την σκοτεινή του κυριαρχία στα πέντε βασίλεια. Η συνέχεια, που θα έφερνε τον Thayer στα υπόλοιπα δύο βασίλεια, δεν κυκλοφόρησε ποτέ, καθώς η εταιρεία που ήταν υπεύθυνη για το σχεδιασμό χρεοκόπησε προτού ολοκληρωθεί το δεύτερο παιχνίδι. Αργότερα, όμως, στα μέσα της δεκαετίας του 90’, το «Thayer’s Quest» επανακυκλοφόρησε προοριζόμενο για ηλεκτρονικούς υπολογιστές σε CD πλατφόρμες με τον τίτλο: «Kingdom: The Far Reaches». Εδώ οι χαρακτήρες είχαν αλλάξει ονόματα (ο Thayer Alconred είχε γίνει ο Lathan Kandor, o Sorsabal είχε μετονομαστεί σε Torlock κ.ο.κ) μιας και ο δημιουργός Rick Dyer θεώρησε πως τα ονόματα των πρώτων χαρακτήρων ηχούσαν πολύ 70’s. Επίσης είχαν προστεθεί κι άλλα animations και γρίφοι. Το 1998 κυκλοφόρησε το Kingdom II: Shadoan, η εκπληκτική συνέχεια με τα τελευταία δύο βασίλεια (Far Reaches και Shadoan) και την τελική μάχη με τον κακό μάγο Torlock. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί για την ιστορία των εκδόσεων του παιχνιδιού πως το 2005 κυκλοφόρησε το αυθεντικό «Thayer’s Quest» ως DVD video game από την εταιρία Digital Leisure, η οποία παρέμεινε πιστή στην αυθεντική εκδοχή της halcyon, που ο

22

καθένας μπορούσε να παίξει από την τηλεόρασή του, χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο του DVD Player. Το «Thayer’s Quest» κυκλοφόρησε επίσης και ως CD-ROM από την Digital Leisure Inc.

Όσον αφορά τις επιρροές του παιχνιδιού, ο Rick Dyer υπήρξε σαφής. Κοιτάζοντας κανείς τους χαρακτήρες του παιχνιδιού, εύκολα θα διαπιστώσει κανείς τη δύναμη του φανταστικού που αποπνέει το κάθε τοπίο. Ο Thayer ή Lathan θυμίζει σε αρκετά σημεία τον Φρόντο από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών, έτσι όπως κινείται με την αφέλεια και την άγνοια του ήρωα για τις καινούργιες περιοχές που ανακαλύπτει. Η μορφή του μάγου Daelon που συμβουλεύει τον Lathan ταιριάζει με τις περιγραφές του θρυλικού Μίθραντιρ Γκάνταλφ του Τόλκιν, ο δε Torlock που από καλός μάγος διαφθείρεται από την δίψα για εξουσία και μετατρέπεται σ’ ένα μοχθηρό πλάσμα δεν θα μπορούσε να παραπέμπει σε κανέναν άλλο παρά μόνο στον Λευκό Μάγο Σάρουμαν. Εδώ υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή της ιστορίας του Τόλκιν. Ενώ ο Φρόντο παραλαμβάνει το δακτυλίδι από τον Μπίλμπο καθ’ υπόδειξη του Γκάνταλφ, ο Lathan ξεκινάει την αποστολή του δίχως να έχει στην κατοχή του ούτε ένα απ’ τα κειμήλια. Ο σκοπός του Φρόντο, που


είναι να καταστρέψει το δακτυλίδι για να νικήσει τον Σάουρον, για τον Lathan είναι να δημιουργήσει τη Σφραγίδα του Mobus (Quoid στο «Thayer’s Quest») ώστε να σκοτώσει τον κακό μάγο Torlock.

Εκ πρώτης όψεως οι υποθέσεις των δύο ιστοριών δείχνουν να διαφέρουν αλλά μια πιο προσεκτική ματιά φέρνει μεγάλες ομοιότητες στο προσκήνιο. Καταρχάς, ο Φρόντο ξεκινάει το ταξίδι του ακούγοντας τη συμβουλή του Γκάνταλφ, το ίδιο και ο Lathan από τον Daelon. Η ευθύνη του να φέρουν εις πέρας μια αποστολή που αρχικά δεν είναι δική τους, τους μετατρέπει σταδιακά σε ήρωες. Δεν γνωρίζουν καλά τον κόσμο, δεν έχουν πείρα από μάχες και μαγικά, μόνα τους όπλα είναι οι συμβουλές της τελευταίας στιγμής και οι παράπλευρες βοήθειες (για τον Φρόντο είναι η συντροφιά στην αρχή και ο Σαμ στην συνέχεια, για τον Lathan είναι τα πλάσματα που συναντά κατά την διάρκεια του ταξιδιού του). Άλλο κοινό στοιχείο είναι η καταγωγή τους. Η μητέρα του Φρόντο προέρχεται από το γένος των Τούκ (Took), περιπετειώδες και περίεργο εκ φύσεως, κάτι που προσδίδει έναν μοιραίο χαρακτήρα στην περιπέτεια του Φρόντο (όπως και του Μπίλμπο στο Χόμπιτ). Το ίδιο ισχύει και για τον Lathan, του οποίου η μητέρα κατάγεται από τον λαό της θάλασσας, ένα είδος ξωτικών και γοργόνων, και επιπροσθέτως έχει τις ρίζες της στη μεγάλη γενιά των αρχαίων βασιλιάδων, κάτι που κάνει τον Lathan τον πλέον κατάλληλο για να φέρει εις πέρας την δύσκολη αποστολή που του έχει ανατεθεί. Εδώ όμως υπάρχει και μια άλλη πιο χτυπητή ομοιότητα με έναν, διαφορετικό μεν σημαντικό δε, χαρακτήρα απ’ τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών, αυτόν του Άραγκορν. Ο γιος του Άραθορν είναι ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου της Γκόντορ και τελευταίος απόγονος των Νουμενόριαν. Το ίδιο ισχύει και για τον Lathan, o οποίος είναι ο τελευταίος απόγονος των Αρχαίων Βασιλιάδων των

Πέντε Βασιλείων. Κι έτσι, όπως μόνο ο Φρόντο μπορεί να καταστρέψει το δακτυλίδι (βάσει πεπρωμένου), και μόνο ο Άραγκορν να γίνει βασιλιάς της Γκόντορ και να εναντιωθεί στον Σκοτεινό Άρχοντα Σάουρον (λόγω καταγωγής, πεπρωμένου, αλλά και του σπασμένου ξίφους Ναρσίλ) έτσι και ο Lathan, που έχει στοιχεία κι απ’ τους δύο προαναφερθέντες χαρακτήρες, είναι ο μοναδικός που μπορεί να βρει τα πέντε κειμήλια, να σχηματίσει την σφραγίδα του Mobus και να νικήσει τον κακό μάγο Torlock. Σ’ αυτό το σημείο, και κρίνοντας απ’ την ροή του παιχνιδιού, ο Lathan ξεκινάει το παιχνίδι ως ένας άλλος Φρόντο, τρομαγμένος και αβέβαιος για το μέλλον του ταξιδιού του, και καταλήγει στο τέλος ως ένας θαρραλέος Άραγκορν, που αναβιώνει το παρελθόν των προγόνων του και κατατροπώνει τον εχθρό του μέσα στο ίδιο του το άντρο. Είναι σαφές πως το έργο του Τόλκιν αποτελεί βασική επιρροή για τον Rick Dyer. Ωστόσο, δεν είναι η μοναδική. Μέσω μιας περαιτέρω εμβάθυνσης στην ανάλυση του παιχνιδιού αναδεικνύεται η εικαστική φιλοσοφία του Κάσπαρ Νταβίντ Φρήντριχ, αυτού του σπουδαίου Γερμανού ρομαντικού ζωγράφου, ο οποίος με τις συμβολικού χαρακτήρα τοπιογραφίες του, μετουσίωσε τη ρομαντική φιλοσοφία σε τέχνη. Στο «Thayer’s Quest», ο Rick Dyer παίζει με τις ειρωνείες του καλλιτέχνη σχετικά με το «αγεφύρωτο χάσμα» ανάμεσα σε άνθρωπο και τοπίο, προχωρώντας ωστόσο ένα βήμα παραπέρα, θέλοντας να προσδώσει στην έννοια του «υψηλού» μια διαδικαστική τελετουργία που η σωστή επιλογή δικαιώνει τον ήρωα και τον φέρνει πιο κοντά στο φυσικό τοπίο με το οποίο αλληλεπιδρά. Έτσι, στις σκηνές κατά τις οποίες ο Lathan επιτυγχάνει στις δοκιμασίες του το ζωγραφισμένο κορμί του παρουσιάζεται ως αρμονικό μέρος της συνολικής εικόνας του τοπίου. Αντίθετα, όταν αποτυγχάνει το κορμί του μοιάζει με παραφωνία σ’ όλο αυτό τον μαγικό κόσμο, που μεταβάλλεται διαρκώς και εσωκλείει τα πάντα μέσα του, όπως ο κόσμος του Εμπεδοκλή. Η διαπίστωση στην οποία καταλήγει ο αναγνώστης του Άρχοντα των Δακτυλιδιών όταν παίζει τα «Kingdom..», αλλά και ο θαυμαστής των ηλεκτρονικών παιχνιδιών που θα διαβάσει το έργο του Τόλκιν είναι η διαδραστική δυναμική της λογοτεχνίας του φανταστικού. Ο τρόπος που ο συγγραφέας θα γράψει μια ιστορία προκειμένου να εκφραστεί, να συμβολίσει, να παροτρύνει, να προβληματίσει, ή

23

και να διαφωνήσει με το κατεστημένο της ορθολογιστικής και ωφελιμιστικής νεωτερικής συνθήκης, πέρα από την συμβολή στην αισθητική καλλιέργεια και το άνοιγμα των πνευματικών οριζόντων του αναγνώστη, μπορεί να δώσει το έναυσμα και για μια σειρά από αλυσιδωτές πνευματικές μεταφυτεύσεις της ρομαντικής αντίληψης σε πεδία που εξαρχής φαίνονται ασύμβατα με την κοσμοθέαση του Ρομαντισμού, όπως για παράδειγμα στο τεχνολογικό περιβάλλον των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Κι όπως έχει αποδειχτεί από αυτή την διάδραση η φανταστική λογοτεχνία δυναμώνει και εμπλουτίζεται. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι μετά την επιτυχία του «World of Warcraft» κυκλοφόρησαν και εικονογραφημένες νουβέλες που στην συνέχεια έγιναν μυθιστορήματα ή απευθείας μυθιστορήματα από επιτυχίες όπως το «Assassin’s Creed» ή το ελληνοπρεπές «God of War». Μπορούμε σε τέτοιες περιπτώσεις να κάνουμε λόγο για την αναβίωση ενός συμβολικά αποκαλούμενου «αντιδραστικού μοντερνισμού»; Για ένα γέμισμα, δηλαδή, νεωτερικών μέσων με ρομαντικό περιεχόμενο; Δεν θα είναι η πρώτη φορά, εξάλλου! Εκείνο που αναμφίβολα διαπιστώνουμε είναι πως η φανταστική λογοτεχνία αποτελεί πηγή έμπνευσης. Δίνει ιδέες, δίνει χρώμα, δίνει πνοή. Ευτυχώς, οι δημιουργοί των video παιχνιδιών το αντιλήφθηκαν νωρίς, προσφέροντας ανατροφοδότηση στην πεζογραφία του φανταστικού και κίνητρα στους συγγραφείς να δημιουργήσουν κι άλλα έργα. Ευχή μας είναι αυτή η διάδραση να απλωθεί και σε ευρύτερα κοινωνικά πεδία προκειμένου να διεισδύσει η φαντασία στα στεγανά της καθημερινότητας και να διαρρήξει την παγωμένη φυλακή που ορισμένοι επιμένουν να αποκαλούν «πραγματική ζωή». Αναζητήστε στα βιβλιοπωλεία τo μυθιστόρημα του Βασίλη Μέγα, που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Οι Λεπίδες της Λησμονιάς», από τις εκδόσεις Άπαρσις.


Έλληνες Ρομαντικοί ζωγράφοι

Σ

Νικηφόρος Λύτρας

του Morias

ε άρθρο προηγούμενου τεύχους της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» παρουσίασα τη ζωή και το έργο του Νικολάου Γύζη, εστιάζοντας στο πως κατάφερε κατά τον 19ο αιώνα να γίνει ο πρέσβυς της ελληνικής τέχνης στο εξωτερικό. Αναμενόμενη συνέχεια είναι ασφαλώς η αναφορά στο Νικηφόρο Λύτρα, ο οποίος αποτέλεσε φίλο, συμμαθητή, συνοδοιπόρο αλλά και συγκάτοικο του Γύζη για μια περίοδο. Η δράση και η διαδρομή του, όμως, ήταν αντίστροφου προσανατολισμού από εκείνη του φίλου του. Στην ουσία ο Γύζης εξήγαγε το ελληνικό πνεύμα και το μπόλιασε στο ρεύμα του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, ενώ ο Λύτρας εισήγαγε το ρομαντικό ρεύμα στην ελληνική τέχνη πηγαίνοντας την ντόπια καλλιτεχνική παραγωγή πέρα και μακρυά από τις αγγυλώσεις και τα κατάλοιπα της τουρκοκρατίας. Με το μακρόχρονο έργο και τη διδασκαλία του ο Λύτρας θεμελίωσε στη χώρα μας μια γόνιμη εποχή για τη ζωγραφική και συνέβαλε στην παιδεία πολλών μετέπειτα εκφραστών της. Γεννημένος στην Τήνο το 1832 από πατέρα γλύπτη, μεγαλώνει με τις αρχές των τεχνών και φανερώνει την κλίση του ήδη από τα μαθητικά χρόνια. «Συ, παιδί μου, εγεννήθης ζωγράφος πρίν διδαχθής την ζωγραφικήν» σχολίασε δάσκαλός του, βλέποντας τον εαυτό του σε καρικατούρα από τον νεαρό Λύτρα, σε τοίχο του σχολείου. Ο πατέρας του Αντώνης Λύτρας προώθησε την εξέλιξη του νεανικού του ταλέντου και τον έγγραψε σε ηλικία 18 ετών στο Σχολείο Τεχνών του Πολυτεχνείου των Αθηνών. Εκεί βρέθηκε δίπλα σε δασκάλους της πρώτης ρομαντικής σχολής, όπως οι αδελφοί Μαργαρίτη και ο Βαυαρός Λούντβιχ Τιρς, ο οποίος τον μύησε στην ιδέα της συνέννωσης δυτικότροπης και ανατολικότροπης Τέχνης. Η αγιογραφία θα αποτελέσει ιδανικό πεδίο μελέτης του συγκερασμού αυτού, η σπουδή όμως του Λύτρα δεν θα βρεί εν τέλει συνεχιστές που να δοκιμάσουν ζωγραφικούς δρόμους εκτός του Βυζαντινού. «Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γεφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου» όπως έλεγε και ο ίδιος. Σημαντικό έργο αυτής της περιόδου αποτέλεσε ο πίνακας με τίτλο «Η Παναγία η Πλατυτέρα», με τον οποίο συμμετείχε στη Παγκόσμια Έκθεση Ζωγραφικής των Παρισίων του 1855, επίτευμα μοναδικό για σπουδαστή μόλις του τρίτου έτους από την Ελλλάδα, αλλά και διόλου τυχαίο μιας και ο Λύτρας δικαίωσε τους δασκάλους του και κέρδισε διαδοχικές υποτροφίες και διακρίσεις. Απόφοιτος πια, κι ενώ κράτησε έδρα στη σχολή του Πολυτεχνείου επί διετία, άνοιξε με κρατική υποτροφία τα φτερά του για τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου. Εκεί βρέθηκε δίπλα σε εκπροσώπους του μιας ρεαλιστικής τάσης Ρομαντισμού όπως ο Ντελαρός, ο Γκαλαί άλλα κυρίως ο Καρλ Τεοντόρ φον Πιλοτύ. Ο Πιλοτύ υπήρξε μέντορας του Γύζη τον οποίο μύησε στη θεατρικότητα της μνημειακής ζωγραφικής. Ο Λύτρας δίπλα του θα φτάσει σε κορυφαίο πραγματικά σημείο τη ρεαλιστική απόδοση κάθε είδους υφής και υλικού στους πίνακές του, καθώς και τη σπουδή του χρώματος, απελευθερωμένος σε επίπεδο θεματολογίας και τεχνοτροπίας. Επί της ουσίας, ο Λύτρας λειτούργησε στον καμβά ως γλύπτης. Με την χρήση της παλέτας του δημιούργησε την ψευδαίσθηση της αφής στον θεατή του. Χαρακτηριστικά παραδέιγματα τα ρούχα και οι υφές του δέρματος, όπως στις προσωπογραφίες του Οθωνος και της Αμαλίας για παράδειγμα, έργα μεγάλων διαστάσεων που φιλοξενούνται στα γραφεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.

24

Νικηφόρος Λύτρας “Η Πυρπόληση της Τουρκικής Ναυαρχίδας υπό του Κανάρη”

Ωστόσο, όπως σήμερα έτσι και τότε, η μητροπολιτική Ελλάδα είχε την τάση να δικαιώνει την παροιμία που λέει ότι «τρώει τα παιδιά της». Έτσι, με την απομάκρυνση του Όθωνα από το θρόνο της Ελλάδος, ανακλήθηκε και η κρατική υποτροφία που συντηρούσε τον καλλιτέχνη. Για καλή του τύχη, όμως, τις ανάγκες των σπουδών του ανέλαβε ο Βαρώνος Σίμων Σίνας, ένας άξιος μελέτης εθνικός ευεργέτης και πρέσβης της χώρας, που ποτέ όμως δεν έζησε σε αυτή! Πλήρης εμπειριών πλέον στα 34 του, ο Λύτρας επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε την έδρα του μαθήματος «Ανωτάτης Ζωγραφικής» της Σχολής Τεχνών του Πολυτεχνείου. Στα δημιουργικά χρόνια που ακολούθησαν, με συνοδοιπόρο τον Γύζη ο οποίος είχε αρχίσει να κάνει αίσθηση στους ευρωπαϊκούς καλλιτεχνικούς κύκλους, θα ταξιδέψει στην Μικρά Ασία, την Γερμανία, την Γαλλία αλλά και μόνος στην Αίγυπτο, ικανοποιόντας την αναγκη να διευρύνει τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες και να συλλέξει εικόνες κι ερεθίσματα. Στην περίοδο αυτή ο Λύτρας θα δημιουργήσει τα έργα που θα τον καθιερώσουν στην συνείδηση του ελληνικού κοινού και με τα οποία ο ντόπιος θεατής μπόρεσε να ταυτιστεί. Ηθογραφίες όπως, «Τα Καλαντα», «Το Φίλημα», ή ακόμη και «Η Κλεμμένη» είναι ονειρικά στιγμιότυπα μιας εποχής μακρινής μα και σύγχρονης συνάμα. Μνημειακά έργα όπως «Η Πυρπόληση της Τουρκικής Ναυαρχίδας υπό του Κανάρη» ζωντανεύουν ηρωϊκές στιγμές της ιστορίας για πολλες μετέπειτα γεννιές. Η καλλιτεχνική παραγωγή του Λύτρα δεν υπήρξε ιδιαίτερα ογκώδης, μιας και αναγκαζόταν να μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στην προσωπική δημιουργία, την διδασκαλία


και την οικογενειακή ζωη. Η αμεσότητα και η τεχνική αρτιότητα, όμως, κατέστησαν σταθερή την παρουσία έργων του στις Ευρωπαϊκές και Παγκόσμιες εκθέσεις καθώς και στις σημαντικότερες ιδιωτικές συλλογές της εποχής . Κατά την περίοδο αυτή της ζωής του διαφοροποιήθηκε από τον Γύζη, ο οποίος παρέμεινε στο Μόναχο και απέκτησε θέση στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό στερέωμα όντας ένας «Έλλην του κόσμου». Αντιθέτως, ο Λύτρας υπηρέτησε την σχολή του Πολυτεχνείου με τιμή και αξιοσύνη επί σχεδόν σαράντα έτη και ως το τέλος της ζωής του, ως «πολίτης που γνώρισε τον κόσμο αλλά δραστηριοποιήθηκε στην Ελλάδα», ανοίγοντας δρόμους για την επερχόμενη γεννιά ελλήνων ζωγράφων όπως ο Λεμπέσης, ο Μαθιόπουλος, ο Βώκος και βέβαια ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο οποίος και θα αναλάβει την πανεπιστηνιακή έδρα μετά το θάνατο του Λύτρα (1904).

Μ

Γεώργιος Ιακωβίδης

ε τον Ιακωβίδη ολοκληρώνεται μια σημαντική περίοδος της Ελληνικής ζωγραφικής, πριν ανοίξει η επόμενη η οποία υπήρξε εξίσου σημαντική αλλά με διαφορετικά ρεύματα και τάσεις. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (18531932) υπήρξε από τεχνικής άποψης διάδοχος του Γύζη και του Λύτρα. Ένας πραγματικός θεματοφύλακας της παρακαταθήκης που άφησαν.

Ο Ρομαντισμός του Λύτρα αναδύθηκε έντονα κατά την εποχή της σπουδής του στο Μόναχο. Ήταν ένας Ρομαντισμός που διοχετεύθηκε σε θέματα παρμένα από την ελληνική μυθολογία και ιστορία. Πρόκειται για την λεγόμενη «ιστορική ζωγραφική», στην οποία περιλαμβάνονται έργα όπως «Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη», «Η Πηνελόπη διαλύει τον ιστό της» και άλλα. Σε αυτής της εκδοχής τον Ρομαντισμό, τα θέματα των έργων έχουν ρεαλιστικό περιεχόμενο. Ωστόσο, το Φαντασιακό έρχεται να γεμίσει την ατμόσφαιρα με τα βαριά συναισθηματικά πέπλα του, δημιουργώντας τον καλλιτεχνικό μύθο του σπουδαίου αυτού ζωγράφου. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ζωγραφική που, ιδωμένη μέσα στο πλαίσιο του Ρομαντισμού, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστοιχεί με την λογοτεχνική εκδοχή του ιστορικού μυθιστορήματος. Στο ιστορικό μυθιστόρημα η θεματολογία των κειμένων δεν περιλαμβάνει συνήθως περιγραφές υπερφυσικών γεγονότων, ωστόσο η ρομαντική του προέλευση είναι εκείνη που το συνδέει με το Φαντασιακό, τόσο στον τρόπο με τον οποίο επιλέγονται τα θέματα (ιστορία, λαϊκή παράδοση), όσο και στην έντονη ατμόσφαιρα που αποπνέει (μυστήριο, ηρωισμός, υπερβατική αναπόληση). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ζωγραφική του Λύτρα. Και το εντυπωσιακό είναι ότι η φαντασιακή αυτή ατμοσφαιρικότητα διαχέεται -εκτός από τα ιστορικά- και στα ηθογραφικά του έργα, τα οποία είναι ποτισμένα στα νάματα της ελληνικής παράδοσης. Δυστυχώς, οι ασπρόμαυρες σελίδες του περιοδικού μας ίσως να αποτελούν εμπόδιο στην ολική πρόσληψη αυτής της ρομαντικής ατμοσφαιρικότητας. Ωστόσο, η τέχνη αυτού του επιπέδου νομίζω ότι μπορεί να απλώσει το εύρος της, ξεπερνώντας σε μεγάλο βαθμό τέτοιας μορφής δυσκολίες.

Γεώργιος Ιακωβίδης “Παύλος Μελάς”

Οι βιογραφικές ομοιότητες κι εδώ πολλές για να αναφερθούν αναλυτικά. Αιγαιοπελαγίτικη καταγωγή, έκδηλο ταλέντο από την παιδική ηλικία, σχολείο των Τεχνών, κοινοί δάσκαλοι (αν και στη δύση της καριέρας τους κοντά μια εικοσαετία αργότερα), υποτροφίες, πλήθος διακρίσεων και βραβείων, Μόναχο, διεθνείς εκθέσεις. Ωστόσο, ο Ιακωβίδης ποτέ δεν θα μπορέσει να φτάσει στο ίδιο υψηλό επίπεδο ευρωπαϊκής καταξίωσης. Ο χρόνος που έχει μεσολαβήσει από την αρχική παρουσία του Ρομαντισμού έκανε την -κατά τα άλλα- άρτια ζωγραφική του έκφραση να μην φαντάζει πλέον φρέσκια. Οι δρόμοι που ακολούθησε (υπερβολικά πιστά σύμφωνα με αρκετούς μελετητές) έχουν ήδη περπατηθεί από τους προκατόχους του ενώ το κοινό -στην απαρχή του εικοστού αιώνα- ζητούσε κάτι διαφορετικό. Αυτό, βέβαια, δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία του ιδίου και του πλούσιου έργου του. (Πάνω από 200 έργα μεγάλου μεγέθους με συχνή επαναπροσέγγιση και βελτίωση των θεμάτων του.) Ο Ιακωβίδης, πάντως, δεν θα αφιερωθεί στην προσωπική του δημιουργία αλλά κυρίως στην αναμόρφωση των βάσεων της ελληνικής ζωγραφικής. Στην πιο γόνιμη εποχή της καριέρας του κι ενώ έδρα του είναι το Μόναχο, όντας ως επί μακρόν τακτικό και σεβάσμιο

Νικηφόρος Λύτρας “Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη”

25


Γεώργιος Ιακωβίδης “Παιδική Συναυλία”

μέλος της Εταιρείας Καλλιτεχνών της πόλης, καλείται το 1900 να αναλάβει τη δημιουργία και οργάνωση της Εθνικής Πινακοθήκης προκειμένου να μπορούν να διασωθούν σημαντικά έργα που χάνονται ή μένουν για πάντα κρυμμένα σε ιδιωτικές συλλογές. Μια τέτοια θέση, όσο τιμητική και αν είναι, δεν θα τον βοηθήσει να εξελιχθεί διεθνώς. Αντιθέτως, θα τον αποτραβήξει από το επίκεντρο των γεγονότων της εποχής. Ωστόσο, ο Ιακωβίδης την δέχεται αποδεικνύοντας πως είναι «στρατιώτης» της τέχνης, ταγμένος στην υπηρεσία της πατρίδας. Δέκα χρόνια αργότερα κι ενώ η τοποθέτησή του έχει αποδειχθεί επιτυχής, θα του ανατεθεί παράλληλα η αναδιοργάνωση και διεύθυνση της Σχολής Καλών Τεχνών με την ανεξαρτητοποίησή της από το Πολυτεχνείο. Την θέση αυτή θα υπηρετήσει σχεδόν ως το τέλος της ζωής του, το 1932, ενώ τη θέση του στην Πινακοθήκη θα πάρει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τα έργα του Γεωργίου Ιακωβίδη απαντούν σε πληθώρα θεμάτων. Είναι μυθολογικά, όπως τα «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και «Άνοιξις», τοπιογραφίες, ηθογραφίες της πρώτης αστικής ζωής και προσωπογραφίες. Το χρονικό διάστημα που βρίσκεται στην Γερμανία ζωγραφίζει συνθέσεις με παιδιά, νεκρές φύσεις και άλλα. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα αναγκάστηκε να στραφεί προς την δημιουργία πορτραίτων. Αξίζει να σταθούμε σε μια κατηγορία έργων που αγάπησε ιδιαίτερα, τις σκηνές από την παιδική ζωή. Σε αυτά τα έργα ο καλλιτέχνης προσδίδει τέτοια ζωντάνια και ποιητική διάθεση, που πέρα από όσα έκδηλα φαίνονται σε κάθε πίνακα προκαλεί και τη φαντασία του θεατή να πλάσει μια ολόκληρη ιστορία για το πριν και κυρίως το μετά του κάθε προσεκτικά επιλεγμένου στιγμιότυπου. Με το παιχνίδισμα χρώματος και φωτός, που συνήθως είναι άφθονο και ζωηρό στις συνθέσεις αυτές, κατορθώνει την αναπαράσταση καθημερινών σκηνών με μια ονειρική, λυρική διάθεση.

Τα «παιδικά» έργα του Ιακωβίδη είναι πολλά, περισσότερα από οποιουδήποτε έλληνα ζωγράφου. Τέτοια είναι τα «Παιδική Συναυλία», «Μητρική Στοργή», «Τα πρώτα βήματα» και πλήθος άλλων. Ίσως πάντως να υπάρχει μια κύρια εξήγηση για την επιλογή αυτής της κατεύθυνσης. Ως καταξιωμένος καλλιτέχνης και ακαδημαϊκός και όντας επικεφαλής της Σχολής Καλών Τεχνών και της Εθνικής Πινακοθήκης, ο Ιακωβίδης επιφορτίζεται με τη δημιουργία πλήθους προσωπογραφιών μνημειακού χαρακτήρα. Οι σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής μένουν αναλλοίωτα αποτυπωμένες στην αιωνιότητα πάνω στον καμβά του (βασιλεύς Γεώργιος, βασίλισσες Όλγα και Σοφία, Δημήτριος Μερκούρης, Παύλος Μελάς, Ιωάννης Πεσματζόγλου κ.α). Τα έργα αυτά ο Ιακωβίδης τα αντιμετώπισε με ευθύνη και τεχνική ακεραιότητα, ωστόσο η αυστηρή ρεαλιστική απεικόνιση τον δέσμευσε σε έναν μάλλον άχαρο ρόλο, γεγονός που τον έκανε να μην αφιερώσει σε αυτά την ψυχή του. Αντίθετα, την ψυχή του την κατέθεσε στα παιδικής θεματολογίας έργα, τα οποία αποτέλεσαν «παράθυρό» στην ανεμελιά που στερήθηκε και τη φαντασία που οι συμβάσεις καταπίεσαν. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ιακωβίδης δεν είχε χρόνο για ταξίδια σε Ανατολή και Δύση, που θα του προσέφεραν ανανέωση, εμπειρίες διαφορετικές και εικόνες που πλουτίζουν την εσωτερική οπτική. Με το θάνατο του Ιακωβίδη ολοκληρώθηκε ένας κύκλος για την εγχώρια ζωγραφική παραγωγή. Οι εναπομείναντες Ρομαντικοί ανατρέχουμε στα παλιά και ελπίζουμε σε μια νέα ρομαντική εξέγερση στο καλλιτεχνικό –και όχι μόνογίγνεσθαι του τόπου μας. Μέχρι τότε προτρέπω τους αναγνώστες του περιοδικού μας να βρεθούν κοντά στην ελληνική τέχνη, επισκεπτόμενοι την Εθνική Πινακοθήκη, το εξαιρετικό Ψηφιακό Μουσείο που ιδρύθηκε στην Χύδηρα της Λέσβου, τη γενέτειρα του Ιακωβίδη, ή οποιοδήποτε άλλη έκθεση και να αφιερώσουν λίγο χρόνο στα έργα εκείνα που θα μιλήσουν στην ψυχή τους.

26


τους αποδόθηκε ο χαρακτηρισμός «Masters of black Romantic», που τους ακολουθεί μέχρι σήμερα, μ ο λ ο ν ό τ ι στην συνέχεια διαφοροποίησαν κάποια από τα γνωρίσματα του ήχου τους (ακούγοντας το «Trust in Fire» μπορούμε να προγευθούμε τις ρίζες της διαφοροποίησης) και αντικατέστησαν όλα τα μέλη της σύνθεσής τους, εκτός του τραγουδιστή Andy Mϋck. Οι Γερμανοί παρέμειναν μια μπάντα χαμηλών τόνων, κάπως ξεχασμένη σήμερα, αλλά με αξία κρυμμένου θησαυρού. Η αλήθεια είναι ότι για κάποιο διάστημα τους είχα ξεχάσει κι εγώ. Ευτυχώς ο φίλος και παλαιός συναγωνιστής Διονύσης Γιατράς μου τους θύμισε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα σημαντικό συγκρότημα που αξίζει την προσοχή μας ενώ το «Tales of Terror» αποτελεί, κατά την γνώμη μου, έναν από τους καλύτερους δίσκους της ιστορίας του heavy metal.

Πολυ ιμα Με αλλα Κρυμμένα στα έγκατα της γης κι αναπαυόμενα στις αγκαλιές των βράχων. Πυκνό σκοτάδι και χθόνιες ανάσες μας χωρίζουν από τις φλέβες, που οι δράκοι αρέσκονται να φρουρούν και οι μεταλλευτές να εντοπίζουν. Σ’ αυτή την νέα στήλη μουσικοί χάρτες θα ξεδιπλωθούν για να αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Πόσοι άραγε θα έχουν την τύχη και την επιμονή να φτάσουν, ζωσμένοι το ξίφος και κρατώντας τον πυρσό, εκεί που βρίσκονται αναμεμιγμένα με χώμα και λήθη τα πολύτιμα μέταλλα…; Stormwitch Tales of Terror Πρόκειται για τον δεύτερο δίσκο του γερμανικού συγκροτήματος, που κυκλοφόρησε το 1985. Έναν χρόνο πριν οι Stormwitch είχαν κάνει την πρώτη δισκογραφική τους εμφάνιση με το «Walpurgis Night», μια ωραία δουλειά με σκοτεινά επική ατμόσφαιρα, με στίχους που αναφέρονταν στον αποκρυφισμό αλλά, δυστυχώς, και με κακή παραγωγή. Το ιδιαίτερο ύφος τους οδήγησε αρχικά τους οπαδούς της, συνεχώς αναδυόμενης εκείνα τα χρόνια, γερμανικής «μεταλλικής σκηνής», να τους χαρακτηρίσουν ως black metal μπάντα. Ωστόσο, οι Stormwitch, αν εξαιρέσουμε την σκοτεινή τους ατμόσφαιρα, δεν είχαν ομοιότητες με συγκροτήματα όπως οι Venom και οι Bathory που τότε δημιουργούσαν τις μουσικές ρίζες του black metal. Αντίθετα, επιρροές των Γερμανών ήταν οι Judas Priest, οι Black Sabbath και κυρίως η σκηνή του New Wave Of British Heavy Metal. Στο «Tales of Terror», τον δεύτερο δίσκο τους, η παραγωγή είναι βελτιωμένη και η μουσική τους εξαιρετική. Μπάσο που καλπάζει στις γραμμές της παράδοσης του Steve Harris, κιθάρες που κεραυνοβολούν μεταλλικές μελωδίες (από τον πρόσφατα εκλιπόντα Lee Tarot ή κατά κόσμον Harald Spengler), καθαρά φωνητικά με γερμανική προφορά και κλασικίζοντα παρατεταμένο τρόπο τραγουδιού των φωνηέντων που αργότερα θα καθιερωθεί στο power metal, επικό συναίσθημα, στίχοι με αναφορές –αυτή την φορά όχι στον αποκρυφισμό αλλά- στους κόσμους του Φανταστικού. Με λίγα λόγια, πραγματικό heavy metal! Ανεπανάληπτος ύμνος το, βασισμένο στο διήγημα του Ε.Α.Πόε, «Masque of the red death», υπέροχο το «Arabian Nights», σπουδαίο το «Sword of Sagon» (με εξαίρεση την ανούσια εισαγωγή), ωραίο το «Trust in Fire» αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την κυκλοφορία του «Tales…», όταν το κοινό αντιλήφθηκε ότι οι Stormwitch δεν είχαν σχέση με την σκηνή του black metal,

Grave - Screaming from the Grave Οι Grave ήταν μια σουηδική μπάντα που στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80 έπαιξε αυθεντικό heavy metal. Δεν πρέπει να τους συγχέουμε με τους γνωστούς σουηδούς deathsters, οι οποίοι έχουν το ίδιο όνομα. Ετούτοι οι Grave κυκλοφόρησαν δυο δουλειές. Το single «Screaming from the Grave» (1983) και το demo «Love» (1984). Δεν έχω ακόμη καταφέρει να βρω το δεύτερο, ωστόσο το πρώτο αποτελεί μια κυκλοφορία άξια σχολιασμού. Το «Screaming…» περιέχει δυο τραγούδια, το ομώνυμο και το «Dreamer». Το πρώτο είναι ένα γρήγορο, δυνατό, ωραίο κομμάτι, με έντονη παρουσία των πλήκτρων του Henrik Thall και βασικές επιρροές τους Dio και τους Iron Maiden. Το «Dreamer», αν εξαιρέσουμε την ανούσια εισαγωγή των πλήκτρων, είναι μια επίσης αξιόλογη heavy metal σύνθεση. Καλή η χροιά της φωνής του Dan Wande, (με στυλ τραγουδιού που θυμίζει τον λησμονημένο θεό του μικροφώνου Peter Goalby) μολονότι φαλτσάρει σε κάποιο σημείο, αξιόλογες κιθάρες από τους Jussi Pοysala και (ιδίως τον) Jan Granvik. Ωραίο ρεφραίν και βασικές επιρροές από τον ήχο του New Wave Of British Heavy Metal και του hard rock των ’70’s.

The ScrubsBattle Οι Scrubs αποτέλεσαν ένα παράδοξο σχήμα της σκηνής του New Wave Of British Heavy Metal, που συγκρότησαν κατάδικοι και δεσμοφύλακες των βρετανικών φυλακών «Wornwood Scrubs»! Κυκλοφόρησαν δυο 45άρια βινύλια και συνέθεσαν όλα κι όλα δυο τραγούδια. Η πρώτη τους κυκλοφορία, το «Battle» (1986), αποτελεί το «πολύτιμο μέταλλο» της σύντομης ιστορίας τους. Στην πρώτη πλευρά του δίσκου υπάρχει το ομώνυμο κομμάτι και στην δεύτερη το ίδιο σε διαφορετική εκτέλεση. Το «Battle» αποτελεί τραγούδι-ορισμό του επικού heavy metal. Μελωδία που καρφώνεται στο μυαλό, μεσαιωνικοί και παραδοσιακοί ρυθμοί παιγμένοι από τις τρεις ηλεκτρικές

27

κιθάρες, φωνητικά δίχως μεγάλη έκταση αλλά σταθερά, καθαρά, υμνικά, με ανδροπρεπή στιβαρότητα και classic rock αποχρώσεις. Στο επικής αισθητικής εξώφυλλο τα μέλη της μπάντας (ανάμεσα στα οποία υπάρχει κι ένα, παραδόξως για το ύφος του συγκροτήματος, μη ευρωπαϊκής καταγωγής) στέκονται ντυμένα με στρατιωτικές στολές εποχής στην αψιδωτή πύλη του σωφρονιστικού ιδρύματος που κρατούνται και υπηρετούν αντίστοιχα. Δυστυχώς, η πορεία τους τελείωσε μόλις τον επόμενο χρόνο με την κυκλοφορία του «Time for You», ενός επίσης πολύ καλού κομματιού, το οποίο όμως έχει διαφορετικό ύφος και αντλεί επιρροές απ’ την παράδοση των AC/DC και των Motorhead. Αξίζει κι αυτό να ακουστεί, προκειμένου να αντιληφθούν νεώτεροι ακροατές της heavy metal τι πραγματικά εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην «μεταλλική κουλτούρα» της δεκαετίας του 1980 και πως η μουσική μπορεί να εκφράσει το ανδροπρεπές και μεστό συναίσθημα, που συνηθίζουμε σε όρους καθημερινότητας να αποκαλούμε «πεζοδρομιακό τσαμπουκά».

Sherwood Sherwood Οι Sherwood υπήρξαν μια αξιομνημόνευτη μπάντα του New Wave Of British Heavy Metal, που κυκλοφόρησε ένα EP με τέσσερα τραγούδια το 1986. Μελωδικοί, με hard rock ύφος και αρκετά πλήκτρα, με τον πολύ καλό κιθαρίστα Rick Salter, που σολάρει θυμίζοντας Gary Moore, και τον αξιόλογο τραγουδιστή Fluff, που ερμηνεύει με ύφος και συναίσθημα τύπου Coverdale (ιδίως στην μπαλάντα «Tonight»), οι Sherwood παρουσίασαν μια δουλειά πραγματικό «πολύτιμο μέταλλο», που οι ρομαντικοί του σκληρού ήχου οφείλουν να ανιχνεύσουν.

SlaughterDemo Όσο κι αν -σε παλαιούς αλλά και νεότερουςα κ ο ύ γ ε τ α ι παράξενη η διαπίστωση ότι η Γαλλία είχε κατά την δεκαετία του ’80 ενδιαφέρουσες μπάντες, η αλήθεια είναι αυτή. Δυστυχώς, η γαλλική σκηνή δεν αναπτύχθηκε όσο η γερμανική, η βρετανική και οι άλλες βορειοευρωπαϊκές. Ωστόσο, όσο ψάχνει κανείς είναι σίγουρο ότι θα εντοπίσει στην επικράτεια των Γαλατών αρκετά «πολύτιμα μέταλλα», που δεν έχουν ανέλθει στην επιφάνεια. Ένα από αυτά είναι και το demo που κυκλοφόρησαν το 1986 οι Slaughter. Πρόκειται για ένα συγκρότημα που δεν έχει καμιά σχέση με την πιο γνωστή αμερικανική και με άλλες συνονόματες μπάντες. Το demo περιέχει τρία τραγούδια, τα «Excalibur», «Hot Tonight» και «Try to feel the night». Ο ήχος είναι γεμάτος και στιβαρός. Η παραγωγή καλή. Τα τραγούδια αξιόλογα με κορυφαίο το «Hot Tonight». Φωνητικά με power ύφος και ψηλές οκτάβες από τον Emanuel Guerard. Κύρια επιρροή οι Iron Maiden, που έχουν ποτίσει την μουσική κουλτούρα των Γάλλων ως τα μύχια. Τουλάχιστον το 2010 οι Slaughter δικαιώθηκαν σε κάποιο βαθμό, βλέποντας την δουλειά τους να επανακυκλοφορεί σε LP.

Σταμάτης Μαμούτος


Μέσα στο ζοφερό ψύχος του χειμώνα, μέσα στην καρδιά της νύχτας, κρύβεται το κλειδί για το βασίλειο του καλοκαιριού, το φως που καταυγάζει την ύπαρξη. Πάνω στο χιονισμένο βουνό, μέσα σε μανιασμένους ανέμους, η πύλη ενός απομονωμένου κάστρου ανοίγει καιπρος τα έξω εφορμά ένας καβαλάρης με σπαθί να τραγουδά στον άνεμο και λόγχη να πάλλεται. Εφορμά στις δυνάμεις του ψύχους και του σκότους και η Αυγή καλπάζει στο διάβα του.

Sword of a Paladin Ο ΧΡΥΣΟΣ ΚΛΩΝΟΣ

τη γη - βασίλειό του και τη μεγάλη Βελανιδιά, που φέρει τις ουράνιες Ένας Βασιλιάς έρχεται, με σπαθί και κεραύνιες ιδιότητες, τις στο χέρι, να οδηγήσει το λαό του στην οποίες ο ίδιος εξουσιάζει. Είναι πατρίδα... Λευκοντυμένες φιγούρες Πολεμιστής και Αρχιερέας.

κραδαίνουν σπαθιά, καλπάζοντας Χρόνια με τα χρόνια, ο Βασιλιάς μέσα στα σύννεφα... Καλπάζουν χάνει τις Μαγικές του Δυνάμεις, ο μέσα στα αρνητικά πεδία, σε μια Κεραυνός αποτελεί πλέον απειλή, ανοδική πορεία προς το φως. η Σύζυγός του εκτίθεται στις Καθώς η Πύλη στο Λυκόφωτο εμφανίζεται, ο Βασιλιάς προφέρει τα ξόρκια, αποδιώχνοντας τα πέπλα... Με τον Χρυσό Κλώνο, που κρατά, δηλώνει το δικαίωμα στην Κάθαρση και τη μετάβαση στα Ηλύσια Πεδία... Η Νήσος των Μακάρων περιμένει τον Μυθικό Βασιλιά και το λαό του για τη μεγάλη επιστροφή... Στο ιερό άλσος της Θεάς Άρτεμης μια φιγούρα περιπολεί γύρω από την ιερή Βελανιδιά. Προστατεύει την ίδια τη Μεγάλη Θεά, κάτω από τον Ήλιο αλλά και μέσα στον πιο θλιβερό άνεμο και το πιο δριμύ ψύχος. Είναι ο Βασιλιάς του Δάσους. Ο σύζυγος της Θεάς, κάτοχος θεϊκών δυνάμεων και του ξίφους του Ηλίου. Ο πάντα άγρυπνος αυτός φρουρός, δε φυλά μόνο το βασίλειο και τη θεϊκή του γυναίκα μα και τον ίδιο του τον εαυτό. Λίγες στιγμές νωθρότητας μπορούν να του στοιχίσουν τη ζωή. Ζει πάντα με τον κίνδυνο του θανάτου να καραδοκεί. Στα πλαίσια της κοσμικής του ευθύνης, αλλάζει τα καιρικά φαινόμενα χρησιμοποιώντας την ιερή του μαγεία, προφυλάσσοντας

κακόβουλες δυνάμεις. Είναι τότε που εμφανίζεται ένας νέος επίδοξος βασιλιάς, που θα επιδιώξει να αφαιρέσει τον Χρυσό Κλώνο που

φυτρώνει στην κορφή του ιερού δέντρου. Διεκδικεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να στεφθεί με το απόλυτο -σε ισχύ- αξίωμα του Βασιλιά της γης, του λαού και συζύγου της Μεγάλης Θεάς και προστάτη της Βελανιδιάς... του Βασιλιά του Δάσους. Ο Παλαιός Βασιλιάς της παρακμής θα φονευθεί από το ξίφος του Νέου και έτσι η φύση και πάλι θα ανθίσει, πάλι το βασίλειο θα ακμάσει, ο λαός θα ευημερήσει. Παράλληλα η Θεά θα έχει πάλι έναν ισχυρό προστάτη, ο

HEAVY METAL ΚΑΙ ΒΕΛΑΝΙΔΙΕΣ... Τον αρχέγονο ευρωπαϊκό αυτόν μύθο διαπραγματεύεται το πρώτο επίσημο album “The Golden Bough” των Γερμανών Atlantean Kodex. Αν η δεκαετία του 2000 έκλεισε με το επικό αριστούργημα Vast Oceans Lachrymose των μεγάλων While Heaven Wept, αυτή του 2010 ανοίγει με ένα νέο μεταλλικό μουσικό έπος, που σίγουρα θα σημαδέψει τη σκηνή για τα χρόνια που έρχονται. Οι Γερμανοί μπήκαν ήδη στη Βαλχάλλα του Ιερού Heavy Metal, αφού ο δίσκος στέκεται δίπλα στα μνημεία και τους παιάνες των Warlord και των Manowar. Το “The Golden Bough” αποτελεί ένα μουσικό προσκύνημα στα ερείπια μιας παρηκμασμένης Ευρώπης, ένα ρομαντικό ταξίδι σε μνημεία εποχών Πανθεϊσμού, Γνήσιας Ποίησης, Φιλοσοφίας, Μυθολογίας αλλά και πηγαίας Μαγείας. Η παραπαίουσα Ευρώπη χάνει την επαφή με την πολιτιστική της κληρονομιά. Κινδυνεύει να κοπεί ο Χρυσός Κλώνος του Ιερού της Άλσους. Ο Παλαιός Βασιλιάς είναι πια αδύναμος, η γη ξεραίνεται, η φύση στερεύει, ο λαός δοκιμάζεται, η Μεγάλη Θεά μαραίνεται

μέσα σε αιθέριους θρήνους. Ο Χρυσός Κλώνος αποζητά νέο εξουσιαστή της ηλιακής του δύναμης, νέο Αρχιερέα των Ουρανών και νέο Βασιλιά του Δάσους. Τρία ξόρκια εξαπολύουν οι Atlantean Kodex υπέρ Ευρώπης, η τριάδα του Ατσαλιού.... Εγκαλώ τη σφραγίδα του Αγίου Μιχαήλ του Πολεμιστή Προστάτη της Ευρώπης (Το πρώτο ξόρκι) Εγκαλώ τη σφραγίδα του Αγίου Ανδρέα του Μάρτυρα Υπερασπιστή της Ευρώπης (Το δεύτερο ξόρκι) Εγκαλώ τη σφραγίδα της Αγίας Μαρίας της Παρθένου Μητέρας της Ευρώπης (Το τρίτο ξόρκι) Ο Frazer έγραφε μέσα στην πραγματεία του ότι η εικόνα


The Golden Bough, Joseph Mallord William Turner, 1834

οποίος έπειτα από τον ιερό γάμο τους, θα της είναι σύζυγος. Ο Νέος Βασιλιάς του Δάσους, υπέρτατος σε ιερατική και κοσμική εξουσία, του Βασιλιά του Δάσους να περιπολεί μέσα στα κρύα και τις ζέστες, στο φως και στο σκοτάδι, φρουρώντας την ιερή Βελανιδιά, ανταποκρίνεται σε μελαγχολική μουσική, που φέρνει στο νου τον ουρανό του Χειμώνα και τη σκοτεινιά του δάσους ολόγυρα. Οι Atlantean Kodex κατάφεραν να αποδώσουν τη σκηνή αυτή, μουσικά και στιχουργικά, μέσα από το έπος τους “The golden Bough”. Το εξώφυλλο δείχνει ξεκάθαρα την πρόθεση των Γερμανών για αληθινή εμπνευσμένη μουσική και είναι η τέταρτη έκδοση του πίνακα του ARNOLD BÖCKLIN (18271901), “Die Toteninsel”, το νησί των νεκρών. Οι Atlantean Kodex μας παρασύρουν, μέσα από κιθαριστικές μελωδίες, συναισθηματικά φορτισμένες πολυφωνίες και την επιβλητική επική ατμόσφαιρα, στην δίνη που σε ρουφά προς το αρχαίο φως. Αναζητούν την πηγή του νηπενθούς, περιπολούν στα

αποτελεί τον αρσενικό πόλο στο κοσμικό δίπολο, με τον θηλυκό πόλο να εκφράζεται από την ίδια την Φύση, τη Μεγάλη Θεά. Είναι ο

αρχαία δάση και οραματίζονται την αναγέννηση της Ευρώπης μας, μέσα από έναν δίσκο Αληθινής Μεταλλικής Επικής Μουσικής. Μας θέτουν εντός της τροχιάς προς την Πηγή, στην οποία ηγείται ο Παλαιός και Νέος Μυθικός Βασιλιάς, σε έναν ορμητικό, εκστατικό καλπασμό, κραδαίνοντας Σπαθί Φωτός Οι ομίχλες χάνονται, μια λαμπερή ακτή μας καλωσορίζει και μας παραδίδει στην αγκαλιά μιας απέραντης καταπράσινης γης. Οι δέκα λευκοί ναοί της Καθολικής Μαγείας ανοίγουν τις θύρες τους για εμάς και τον Βασιλιά μας... Hail!

φάρος μέσα στα σκοτάδια, ο ένας φρουρός, η μία αλήθεια, η δύναμη του ουρανού που γονιμοποιεί τη γη. Ο Μύθος του Βασιλιά του Δάσους και ο Χρυσός Κλώνος της Ιερής Βελανιδιάς, ως συμβολισμοί και μαγικοϊερατικές πρακτικές που αφορούν τη διαδοχή στη βασιλεία, στα πλαίσια μιας αρχέγονης Ευρώπης (και όχι μόνο) αποτελούν τα κεντρικά θέματα για το μνημειώδες έργο του κοινωνικού ανθρωπολόγου James George Frazer, “The Golden Bough” (Ο Χρυσός Κλώνος, 1890), μια μελέτη πάνω στη μαγική παράδοση, τη θρησκεία και την διασύνδεσή τους. Η Βελανιδιά, ως ιερό δέντρο των Μεγάλων Θεών του Ουρανού, φέρει όλες τις ουράνιες ιδιότητες και δυνάμεις. Ευλογείται περισσότερο από όλα τ’ άλλα δέντρα από το χτύπημα του κεραυνού κι έτσι ταυτίζεται με τον Thor, τον Taranis, τον Δία εκφράζοντας αρσενικά χαρακτηριστικά. Ο Θωρ χτυπά το σφυρί του στα ουράνια, δίνοντας τον κεραυνό, ο οποίος αποδίδει στα κορυφαία σημεία της Βελανιδιάς, τον Ιξό.


Ο τελευταίος, καθώς βρίσκεται στο ψηλότερο κλαδί ΕΠΙΛΟΓΟΣ της Βελανιδιάς ακροβατεί μεταξύ ουρανού και γης, σε ένα ασφαλές για να ευδοκιμήσει πεδίο (εξάλλου, Κλείνω την αναφορά μου στο Χρυσό Κλώνο και το τα θολά όρια ανάμεσα στα προφανή - ουρανό και γη -, δίσκο των Atlantean Kodex με τη μετάφραση στο αποτελούσαν ανέκαθεν το κατάλληλο πεδίο για μαγική ομότιτλο του δίσκου ποίημα – επίλογο. δραστηριότητα). Όταν γεννιέται ο Ήλιος, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, ο Ιξός έχει πυροκόκκινο χρώμα, ενώ 6 μήνες μετά, κατά το θερινό ηλιοστάσιο και την Ο Χρυσός Κλώνος κορύφωση της ηλιακής δύναμης επί της γης, αλλάζει σε χρυσοκίτρινο και συμβολιστικά παραπέμπει στην κορύφωση της επιρροής της ηλιακής ενέργειας επί Γέμισε η καρδιά μου της Γης, τον θρίαμβο και τη στέψη του Κύριου του Με φώτα Φωτός.

Κρυστάλλινα καμπανάκια

Η πορεία του Ιξού ακολουθεί την πορεία του Ήλιου αλλά και ο Ήλιος αντλεί τη δύναμή του από τη Βελανιδιά και τον Χρυσό Κλώνο. Ο Ιξός συνιστά φαλλικό, ηλιακό σύμβολο. Φέρει τις ουράνιες αρσενικές ιδιότητες της Βελανιδιάς και αποτελεί σκήπτρο και ηλιακό ξίφος για τον Βασιλιά του Δάσους. Ήταν από Ιξό που πέθανε ο ευγενικός Μπάλντερ της σκανδιναβικής μυθολογίας, και αυτό γιατί μόνο κάτι της ίδιας σύστασης με τον λαμπερό αγνό Θεό της Άσγκαρντ μπορούσε να τον θανατώσει.

Ασημένιους οβελίσκους και αστέρια Και πέρα μακριά θα περιπλανηθώ Πιο πέρα από τους λόφους τούτους Πιο πέρα απ’ το φεγγάρι Τον Κύριο να ικετεύσω “Το Χρυσό Κλωνάρι χάρισέ μου!”

Ο Ιξός συλλέγεται κατά τα δυο ηλιοστάσια, με αντίστοιχες προθέσεις κατά νου και χρησιμοποιείται σε μαγικές και ιερατικές τελετές.

Διαβάστε το προσωπικό ιστολόγιο του Paladin στην διεύθυνση http://swordofapaladin.blogspot.gr/

The Sacred Grove, Arnold Bocklin, 1886

30


Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας

Η ανεξάρτητη φοιτητική κοινότητα, για τους πραγματιστές των Μύθων…. Επικοινωνήστε μαζί μας στην διεύθυνση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

flefalo@gmail.com

Επισκεφθείτε το διαδικτυακό τόπο της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας flefalo.blogspot.gr, προκειμένου να ενημερωθείτε για την τρέχουσα επικαιρότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας και να διαβάστε το σύνολο των άρθρων που έχουν δημοσιευθεί σε όλα τα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας».

www.flefalo.blogspot.gr

Η διαδικτυακή πύλη του φανταστικού


Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μαγικό Κουτί»


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.