Φανταστική λογοτεχνία τεύχος 14

Page 1

ÖÁÍÔÁÓÔÉÊÇ ΤΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Τεύχος 14 14 // Μάιος Μάιος 2014 2014 // ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΔΩΡΕΑΝ Τεύχος


Περιεχόμενα

3

«Το κέρας», του Σταμάτη Μαμούτου

4

«Sword of a Paladin», (μόνιμη στήλη) του Paladin

6

«Οι αρχιτραγουδιστές της Μαγκ-ελνόρ: Άλμος ο οξύς (μέρος 2ο)», της Εύας Δημητσάντη

10

«Συνέντευξη με τον Fulberto Serena των Etrusgrave», του Ανδρέα Σκαμανδρώνυμου

13

«Usagi Yojimbo», του Flammentrupp

16

«Warflag of the Sun», (μόνιμη στήλη) του Sun Knight

18

«Conan the Barbarian: Οκτώβριος 1970-Μάρτιος 1973, Roy Thomas-Barry Windsor Smith», του Χρήστου «Kane» Νάστου

20

«Συνέντευξη με τον Άγγελο Περλεπέ των Angelo Perlepes’ Mystery», των Ανδρέα Σκαμανδρώνυμου και Σταμάτη Μαμούτου

23

«Les Onbres», (μόνιμη στήλη) της Sekte

26

«Κάποτε στην Αθήνα», του Σταμάτη Μαμούτου

31

«Στο κάστρο του Πλαταμώνα», του Θοδωρή Βοριά ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ «Φανταστική Λογοτεχνία», τεύχος 14, Μάιος 2014 Εκδότης: Σύλλογος φοιτητών ΑΤΕΙ και ΑΕΙ Πανεπιστημίων Ελλάδος Φανταστικής Λογοτεχνίας (Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας). Συντακτική ομάδα τεύχους: Σταμάτης Μαμούτος, Paladin, Εύα Δημητσάντη, Ανδρέας Σκαμανδρώνυμος, Flammentrupp, Sun Knight, Χρήστος “Kane” Νάστος, Sekte, Θοδωρής Βοριάς. Επιμέλεια-Διόρθωση: Σταμάτης Μαμούτος. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Morias. Εικόνα εξωφύλλου: Edmund Blair Leighton, “God Speed” (1900)


Το Κέρας

του Σταμάτη Μαμούτου

Η

«Ψυχανάλυση», έγραφε ο Άρθουρ Μάχεν το 1936, απαρτίζεται από το ανακάτεμα ενός κόκκου λογικής με εκατό κόκκους καθαρής ανοησίας1. «Από τα απλούστερα και τα πιο φανερά όνειρα, ο ψυχαναλυτής συμπεραίνει τα πιο άτοπα και άμετρα αποτελέσματα. Ένας μαύρος άγριος του λέει πως ονειρεύτηκε ότι κυνηγιόταν από λιοντάρια…και αμέσως ο ψυχαναλυτής ξέρει πως ο μαύρος υποφέρει από το σύμπλεγμα του Οιδίποδα. Αυτό είναι! Είναι τρελά ερωτευμένος με τη μάνα του και γι’ αυτό το λόγο φοβάται την εκδίκηση του πατέρα του…Ο ψυχαναλυτής συμπεραίνει το τερατώδες και το ανώμαλο από ένα μηδαμινό πράγμα….Όλα είναι ανοησία να είστε βέβαιοι2». Με αυτή την ερμηνεία ο σπουδαίος Ουαλός μύστης της παραδοσιοκρατίας και του Φανταστικού καθιστούσε σαφές το πώς αντιλαμβανόταν την επιστημονική πρακτική που εγκαινίασε ο Ζίγκμουντ Φρόυντ κατά την belle époque3. Η εν λόγω εποχή σηματοδότησε την ολική επικράτηση των θεωρητικών, των συμπεριφορικών και των καλλιτεχνικών τάσεων του Μοντερνισμού, με την ψυχανάλυση να αποτελεί την επιστημολογική αιχμή των πιο προχωρημένων από αυτές -εκείνων που διαπέρασαν τα ρεύματα της Πρωτοπορίας (avant garde). Επρόκειτο για μια ιστορική περίοδο εντός των πλαισίων της οποίας οι εναπομείναντες ρομαντικοί ένιωθαν να ασφυκτιούν. Όπως νιώθουμε και οι ρομαντικοί των καιρών μας όταν εγκλωβιζόμαστε σε χώρους που κυριαρχούν οι επίγονοι των παλαιών υποστηρικτών της Πρωτοπορίας, οι σημερινοί Μεταμοντέρνοι. Αν παρακάμψουμε για λίγο το ευρύτερο πλαίσιο του Μοντερνισμού κι εστιάσουμε στην περίπτωση του Φρόυντ οφείλω να παραδεχτώ πως για αρκετό καιρό είχα περίπου την ίδια άποψη με τον Μάχεν γι’ εκείνον. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι στην ύστερη σταδιοδρομία του έγραψε κάποια πολύ ενδιαφέροντα κείμενα. Ένα από αυτά μπορεί να απολαύσει κανείς στην συλλογή άρθρων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ύψιλον» και φέρει τον τίτλο «Φωνές από την Βαϊμάρη»4. Το βιβλίο ανοίγει με μια επιστολή μέσω της οποίας ο Αλβέρτος Αϊνστάιν καλεί τον Φρόυντ να λάβει μέρος σε ένα συνέδριο ακαδημαϊκών και επιστημόνων υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, σκοπός του οποίου είναι η εξάλειψη της πιθανότητας να ξαναγίνει πόλεμος στην ανθρώπινη ιστορία. Ακολουθεί η απάντηση του τελευταίου η οποία -ευγενέστατα αλλά κι εμμέσως πλην σαφώς- υπογραμμίζει στον Αϊνστάιν ότι καλό θα ήταν να συνεχίσει την ενασχόληση με τους λογικούς συσχετισμούς και την επιστήμη, και να αφήσει την ερμηνεία της ιστορίας σε όσους έχουν το πνευματικό υπόβαθρο να αντιληφθούν τι αληθινά θα πει πολιτική και ανθρώπινη φύση. Ο πόλεμος είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης, σύμφωνα με τον Φρόυντ, και θα συνεχίσει να είναι, μάλλον, επ’ άπειρο. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα ώστε μόλις λίγες μέρες μετά τη νέα πνευματική μου γνωριμία με τον ύστερο Φρόυντ να βρεθώ για ένα ποτό σε μια παρέα κοινωνικών επιστημόνων. Μια παρέα στην οποία οι μεταμοντέρνες τάσεις, όπως ανέμενα, κυριαρχούσαν. Θυμάμαι, μάλιστα, μια συνάδελφο να δηλώνει με αδιάλλακτο ύφος ότι ο άνθρωπος γεννιέται άνευ πολιτιστικών προδιαγραφών, ότι η καταγωγή και η εθνικότητα δεν τον προικίζουν με έμφυτα γνωρίσματα αλλά αντιθέτως ο χαρακτήρας του αρθρώνεται σε επίκτητα κοινωνικά στοιχεία. Και καθώς προχωρούσε η συζήτηση ανέφερε, μεταξύ των άλλων, ότι στηρίζει την επιχειρηματολογία της στον Φρόυντ. Όπως ο κάθε υποψιασμένος αναγνώστης θα έχει ήδη φανταστεί έμεινε άφωνη όταν κατά την αντιπαράθεσή μας της μίλησα για την επιστολή προς τον Αϊνστάιν. Προφανώς δεν είχε αντιληφθεί πως ο Φρόυντ, μπορεί να είχε παρόμοιες ιδεολογικές αρχές με εκείνη αλλά ταυτόχρονα, ήταν εξόχως σοβαρός ως επιστήμονας για να αποδεχτεί δημοσίως επιστημολογικές στρεβλώσεις προκειμένου να προωθήσει διεθνιστικές απόψεις. Αποχαιρετώντας την παρέα των συναδέλφων και γυρνώντας στο σπίτι αργά τη νύχτα άφησα το σώμα μου να διαβεί τους άδειους δρόμους της Αθήνας και την φαντασία μου να ταξιδεύσει στα παιδικά χρόνια των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Γεννήθηκα σε μια οικογένεια στο πολιτιστικό δυναμικό της οποίας θα μπορούσε κανείς να βρει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία. Δεν θα μπορούσε όμως να ανιχνεύσει ούτε την ελάχιστη σχέση με το επικό στοιχείο στην λογοτεχνία και την σκληρή μουσική. Χωρίς ποτέ οι γονείς και οι υπόλοιποι άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος να με έχουν προτρέψει προς αυτή την κατεύθυνση νιώθω ακόμη το συγκλονιστικό συναίσθημα που μου προκαλούσαν οι επικές εικόνες των αναρτημένων στα περίπτερα εικοναγραφήσεων του Ταρζάν, του Μπλέκ και των άλλων ηρώων, πριν ακόμη αποκτήσω την ικανότητα να διαβάζω. Θυμάμαι την μητέρα μου να με κρατά στα πόδια της και να αναγκάζεται να μου διαβάζει τα comics που την υποχρέωνα να αγοράζει. Θυμάμαι τον πατέρα μου να με αντιμετωπίζει σε ατελείωτες μάχες με τα παιδικά παιχνίδια και να κατασκευάζει στο ξυλουργείο του θείου Κώστα ένα ξύλινο σπαθί κι ένα τόξο με τα οποία πολεμούσα σκιές και πλάσματα της φαντασίας σε μπαλκόνια και δωμάτια. Οι μεταμοντέρνοι και οι υπόλοιποι νεωτεριστές είναι τόσο απομακρυσμένοι από την ανθρώπινη ουσία που σίγουρα δεν θα με πίστευαν αν τους έλεγα ότι μια εσώτατη προεμπειρική ανάμνηση μου μήνυε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πως οι επικοί κόσμοι της φανταστικής λογοτεχνίας δεν είναι απλά λογοτεχνικά σχήματα αποτυπωμένα στο χαρτί με τα οποία διατηρώ μια εξωτερική αναγνωστική επαφή αλλά οικεία περιβάλλοντα τα οποία με κάποιον –απροσδιόριστο από την λογική τρόπο- ξυπνούν στην ψυχή και το νου μου. Οι φιλελεύθεροι και οι υλιστές αποτελούν τόσο στρεβλές ανθρώπινες εκδοχές που δεν δύνανται να αντιληφθούν ότι η σχέση με κάποια πράγματα ξυπνά από τα βάθη της ψυχής μας και δεν προκύπτει αναγκαστικά από την επιρροή του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η ατυχία όμως της εποχής μας είναι ότι οι εναπομείναντες αληθινά άνθρωποι αναγκαζόμαστε να ζούμε σε ένα πλαίσιο διαμορφωμένο από τις απόψεις των ανθρωπιστών. Ωστόσο, οι τάσεις της συγκυρίας των ημερών αφήνουν περιθώριο για λίγη ελπίδα. Για μια πίστη ότι το πλαίσιο της Νεωτερικότητας μπορεί να διαλυθεί. Για μια ημέρα κατά την οποία η Δύση θα ανήκει ξανά στους ευρωπαίους απαλλαγμένη από το καπιταλιστικό «west way of life». Για μια εποχή που ο Διαφωτισμός θα κείτεται πεταγμένος στον κάλαθο των ιστορικών αχρήστων.

N

1.Άρθουρ Μάχεν, Τα παιδιά του νερόλακκου στο «Μέγας Θεός Παν», δελ. 224, μετάφραση Θάνος Σακκέτας, εκδόσεις Αίολος, Αθήνα 1993. 2.Όπως παραπάνω. 3.Συμβολική ονομασία της εποχής που στην δυτική Ευρώπη ξεκίνησε μετά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 και τελείωσε με την έναρξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου. Πρόκειται για την περίοδο που ιστορικά έχει χαρακτηριστεί ως εποχή της διασκέδασης, του αστικού μοντερνισμού, του υλισμού και της πίστης ότι η επιστήμη και η πρόοδος θα λύσουν όλα τα ανθρώπινα προβλήματα. 4.Εφόσον αγνοήσει την ανούσια εισαγωγή του μεταφραστή Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, ο οποίος ωστόσο πρέπει να ομολογήσω ότι έχει κάνει καλή δουλειά στην μετάφραση.

3


Sword of a Paladin “I Ride Out On The World And Dawn Rides With Me” Ye who seek the Hand of Fate That points the way to Future’s gate In deed your will is best employed Invoke the shadow from the Void ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΝΟ Το τετράστιχο αυτό του βάρδου Γκράμπουλικ, το οποίο οι τολμηροί θα ψέλλιζαν μονάχα σε κατάσταση μέθης, μα οι σοφοί θα αναγνώριζαν τον δυσοίωνο χαρακτήρα του, αφορά σε μια από τις πιο τραγικές και αινιγματικές φιγούρες της σκοτεινής επικής λογοτεχνικής φαντασίας. Καταραμένος από σκοτεινούς και ακατανόμαστους θεούς να περιπλανιέται στο κενό ανάμεσα στους κόσμους ενός απειλητικού πολυσύμπαντος, στερημένος της ψυχής του, της μνήμης του και της ελεύθερής του βούλησης, ο Voidal, ο ερχόμενος από το κενό αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα στην τριλογία «Oblivion Hand» (2001), «The Long Reach of Night» (2011), «The Sword of Shadows» (2011) του Βρετανού Adrian Cole.

Ο Cole παρουσιάζει αυτοτελή – ως επί το πλείστον - επεισόδια με διάφορους χαρακτήρες, οι οποίοι παρακινημένοι από έκτακτες συνθήκες ή υπό την καθοδήγηση οντοτήτων αμφιβόλων προθέσεων επικαλούνται τη συνδρομή

της αινιγματικής, θρυλικής, σκιώδους οντότητας από το κενό, πληρώνοντας αργά ή γρήγορα το αντίτιμο στους σκοτεινούς θεούς της Μοίρας. Ο ίδιος ο Voidal, ντυμένος στα μαύρα, κινούμενος σαν αράχνη, με πρόσωπο ακαθόριστο και σκοτεινά νεφελώδες, μέσα από την περιπετειώδη εμπλοκή του στα σχέδια θνητών και αθανάτων θα αρχίσει να ακολουθεί σταδιακά το νήμα της δικής του ξεχασμένης ιστορίας προκειμένου να ανακτήσει ό,τι του αποστέρησαν οι τρομερές άγνωστες δυνάμεις που διαφεντεύουν το πολυσύμπαν «Omniverse» του Cole (αντίστοιχο του Multiverse του Moorcock). Βασικό εργαλείο του ερχομένου από το κενό αποτελεί το Χέρι της Λήθης, ο δείκτης του οποίου απλώνεται δυσοίωνα και καταδικαστικά προς την κατεύθυνση τρελών θεών, τερατωδών κατοίκων απαγορευμένων κόσμων κι επαρμένων μάγων, σημαίνοντας την έναρξη μυστικών διαδικασιών που καταλήγουν στον αφανισμό τους. Στην πορεία του ολέθρου, ο Voidal θα αναγνωρίσει ότι ελέγχεται από σκοτεινές δυνάμεις ασύλληπτης προέλευσης, θα συναναστραφεί τους πιο απίθανους χαρακτήρες στα αστρικά πεδία, θα δεχτεί τη συνδρομή του σιδερά των θεών Thunderhammer, της λάγνας και πιστής σε αυτόν Scyllarza και του οικείου του δαιμονικού Elfloq, καθώς επίσης και άλλων οντοτήτων που θα τον ακολουθήσουν ακόμα και ενάντια στους Σκοτεινούς θεούς της Μοίρας. Θα χρησιμοποιήσει σπαθιά μαγικά – τα σπαθιά των φοβερών εκπροσώπων των Σκοτεινών θεών, θα εξιλεωθεί για παρελθοντικά σφάλματα κοσμικής σημασίας και τελικά θα αναζητήσει το Σπαθί των Σκιών, στο οποίο κρύβεται η ψυχή του και ολάκερη η αλήθεια για την καταδίκη του. Όλα αυτά σε ένα εχθρικό πολυσύμπαν, όπου το σκοτάδι απλώνεται ραγδαία και η συνισταμένη των εξελίξεων οδηγεί στον τελικό πόλεμο, στον οποίο συμμετέχει και πρωταγωνιστεί ο Voi-

4

dal. Η πένα του Adrian Cole αφήνει να ξεδιπλωθούν ονειρόκοσμοι εφάμιλλοι αυτών του Clark Ashton Smith, με ιπτάμενα ζωντανά νησιά, νεφελώδη καπηλειά όπου οι κάτοικοι του πολυσύμπαντος με πρόσβαση σε αυτά συνάσσονται και φημολογούν, τόποι υδροσελήνιας σαγήνης με ωκεανούς ζωντανής ύλης και αλλόκοσμα φεγγάρια να τους φωτίζουν. Εξίσου μαγευτικοί βέβαια είναι και οι εφιαλτικοί κόσμοι του πολυσύμπαντος του Cole. Περιβάλλοντα σαν τον Αραχνοειδή κόσμο του απαγορευμένου θεού Spydron με τους ποντικόμορφους κατοίκους, το κάστρο της σκοτεινής ηδονής του μάγου Rammazurk, το Κρανίο του Necral που στεγάζει δαιμονικές οντότητες, αλλά και τον πύρινο ηφαιστειακό κόσμο του Thunderhammer υπόσχονται απολαυστικά σκοτεινές στιγμές στον αναγνώστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες ιστορίες που συνθέτουν τη σάγκα του Voidal είναι γραμμένες και δημοσιευμένες σε περιοδικά φανταστικής λογοτεχνίας στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ιστορίες που πολλά χρόνια μετά (στα 2001) κατάφεραν να διατεθούν για πρώτη φορά υπό μορφή τόμου στο κοινό.


Το κορυφαίο όμως στοιχείο που έλκει έναν απαιτητικό αναγνώστη και τοποθετεί την τριλογία του Cole στα κορυφαία έργα σκοτεινής φαντασίας είναι η πλοκή. Μέσα από αυτήν ρίχνουμε φευγαλέες ματιές σε έννοιες υπερβατικές όπως η μοίρα και το πεπρωμένο. Ο Βρετανός συγγραφέας χρησιμοποιεί μια πληθώρα από στοιχεία του δυτικού αποκρυφισμού και αφήνει να εννοηθεί ότι όλοι μας πορευόμαστε στα πυκνά σκοτάδια της άγνοιας, ωθούμενοι από ασαφείς συνθήκες και καταστάσεις, κίνητρα παροδικά, υποκινούμενοι από δυνάμεις ασύλληπτες για το νου, δυνάμεις σκοτεινές αλλά όχι απαραίτητα μοχθηρές ή κακόβουλες. Είναι οι δυνάμεις που αποδίδονται στις ιστορίες ως Σκοτεινοί θεοί, που τρομοκρατούν το πολυσύμπαν ως διαχειριστές του αγνώστου και του μέλλοντος. Είναι οι δυνάμεις που καλείται ο κάθε αναζητητής να γνωρίσει προκειμένου να κατανοήσει τη θέση και την τροχιά του σ’ έναν κόσμο αέναα μεταβαλλόμενο και εξελισσόμενο. Η πορεία του Voidal είναι η δύσκολη μυητική πορεία προς την αποδέσμευση από τρανές εξωγενείς δυνάμεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεωρώ ότι το μήνυμα που εμπεριέχεται στην εξαιρετική ιστορία της αινιγματικής μορφής που έρχεται από το κενό και που ακόμα είναι άγνωστη στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της χώρας μας, συνοψίζεται στους ακόλουθους στίχους του φανταστικού ποιητή Οπύρου, με τους οποίους κλείνω το αφιέρωμα στην τριλογία του Adrian Cole, δια χειρός του πνευματικού πατέρα της σκοτεινής φαντασίας Karl Edward Wagner:

Γκρίζα ατμόσφαιρα, μαγικοί κόσμοι, ατσάλι ποτισμένο σε ξόρκια σκοτεινά. Στα 2013 οι Χιλιανοί Procession κυκλοφόρησαν τον δεύτερο ολοκληρωμένο τους δίσκο «To Reap Heavens Apart», κλάσεις ανώτερο του μετρίου προηγούμενου και σίγουρα δίσκο της περυσινής χρονιάς σε ό,τι αφορά το επικό doom metal. Εξαιρετικό εξώφυλλο – πιθανή απεικόνιση των τρομερών εκπροσώπων των Σκοτεινών θεών σε μια ουράνια παρέλαση του ολέθρου, διάθεση άλλοτε μελαγχολική και άλλοτε μαχητική με τον Βάρδο του Θανάτου να πλέκει μελωδικά νήματα πότε μελαγχολικής και πότε μαχητικής φαντασίας. Ιδανικό soundtrack για περιπλανήσεις σε εφιαλτικούς κόσμους με σπαθί στο χέρι, πέρα από το φως, με την σκιώδη παρουσία των δυνάμεων του αγνώστου να επικρέμεται σε κάθε βήμα του αναζητητή και το Χέρι της Λήθης να παραφυλάει…

And that sundown became the sunrise of signs Awakened the vacuum as I opened the scars To long for the void to be part of the whole Where semen break free from Al-ma As I spoke these last words I stared at the skies With red eyes of fury and a heart painted black One hand full with sand and one drenched in blood The sea became clouds and dagger And from the east a thousand came Devouring down the spire And from the west a broken grail Up from the north towards the south Revolting down the spire To reap the heavens apart With the cold winds to guide my pilgrimage Fear the return and the turn of the wheel Impious storm! Armed with scythes, leap! Legions in anger

“In their castle beyond night Gather the Gods in Darkness, With darkness to pattern man’s fate.

Inner centers Raping temples Vanished portents Inner serpents

The colors of darkness are no monotonous hue For the blackness of Evil knows various shades, Full many as Evil has names.

And that midnight became the awakening of swords As the ways of the warrior became my return One hand pointing down as above so below The skies became flames and hammers

Vengeance and Madness, inseparable twins, Born together and worshipped as one; Nor can the Gods tell one from his brother. In their castle beyond night Gather the Gods in Darkness And darkness weaves with many shades.” Οι ιστορίες του Voidal αξίζουν την προσοχή και προϋποθέτουν την διάθεση για κατανόηση του κάθε υποψιασμένου αναγνώστη. Και το πρώτο εισαγωγικό στοιχείο στο μακρύ και δύσκολο μονοπάτι για την απελευθέρωση από τα δεσμά του σκότους και της καταύγασης της ύπαρξης είναι το Σπαθί με το οποίο ξεκινά η αναζήτηση… Αυτό της Σιωπής.

Διαβάστε το προσωπικό ιστολόγιο του Paladin στην ηλεκτρονική διεύθυνση: swordofapaladin.blogspot.gr

ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΑΤΣΑΛΙ

5


ΟΙ ΑΡΧΙΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΓΚ-ΕΛΝΟΡ

“ΑΛΜΟΣ Ο ΟΞΥΣ” (μέρος 2ο )

Λ

αχανόσουπα. Ζεστή και αχνιστή. Σερβιρισμένη με τόση αγάπη και φροντίδα στο βραδινό τραπέζι, που ο Άλμος όφειλε να την φάει· κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που θα το έκανε. Βυθισμένος σε σκέψεις και σχέδια για το πώς και το τι θα έκανε αφότου οι γονείς του πήγαιναν για ύπνο, βύθιζε και το κουτάλι του στο πιάτο, πιο πολύ παίζοντας παρά τρώγοντας. Η Πέριελ του έριξε μια συμπονετική ματιά. «Αύριο θα σου φτιάξω φραουλόπιτα…», είπε τρυφερά κι ο Άλμος μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. «Ποιος ξέρει πού θα είμαι αύριο…», σκέφτηκε.

ανατολικά τείχη, η Ελάιρα είχε γίνει ένα με το σκοτάδι. «Ποτέ δεν μου συμβαίνει αυτό!», απάντησε ο Άλμος ψάχνοντας να την εντοπίσει και πολλές ακόμα ευφάνταστες κουβέντες ανταλλάχτηκαν για το ποιος ήταν στην ώρα του και ποιος είχε καθυστερήσει, μόλις η μικρή Γνώστρια βγήκε απ’ την κρυψώνα της –ο χρόνος για τους κατοίκους της Μαγκ-ελνόρ είναι ιδιαίτερα προσωπικό θέμα με εξαιρετική σχετικότητα. Ευτυχώς, οι δυο τους γρήγορα συμφώνησαν ότι το αποτέλεσμα μετρούσε: Είχαν βρεθεί.

Το σχέδιο Η απόφαση που είχε πάρει ο Άλμος και η υπόσχεση που είχε δώσει στη μικρούλα Ελάιρα τον έπνιγαν και τον έτρωγαν σαν ιερό καθήκον που έπρεπε οπωσδήποτε να εκτελεστεί για να βρει τη λύτρωση. Οι γονείς του δεν τού έφταιγαν σε τίποτα, μα σίγουρα τους άξιζε ένας καλύτερος γιος, χωρίς ύπουλους αστερίσκους στο Δίπλωμα. Κι έτσι, με ένα δακρύβρεχτο, εκτενέστατο και διανθισμένο με τρυφερές μελωδίες γράμμα που άφησε επιδεικτικά απλωμένο πάνω στο κρεβάτι του, τους αποχαιρετούσε κι αυτούς και την Μαγκ-ελνόρ. Ίσως κάποια μέρα να ξαναγυρνούσε. Ίσως…. Μια ακόμα ματιά για να βεβαιωθεί ότι οι γονείς του ήταν τυλιγμένοι σε σύννεφα ύπνου και ξετρύπωσε από την πίσω πόρτα σαν αθόρυβο ποντίκι με ένα πρόχειρο σακίδιο στην πλάτη. Νύχτα και ησυχία απλώνονταν σε ολόκληρη την πόλη και πότεπότε έβλεπες την άχνα των γλυκών ονείρων να ταξιδεύει πλέοντας μέσα από μισάνοιχτα παράθυρα. Πάντα του άρεσε να χαζεύει τα όνειρα των άλλων –κάποια ξετύλιγαν σωστές ιστορίες γεμάτες δράση και παραδοξότητες. Τώρα όμως έπρεπε να ζήσει τα δικά του κι οπλίζοντας τον εαυτό του με θάρρος χαμογέλασε ηρωικά κι άνοιξε το πρώτο του βήμα προς την καινούρια του ζωή. Μα γιατί τα γόνατά του έτρεμαν; hg

«Άργησες…», ακούστηκε ο ψίθυρος σε ανυπόμονο τόνο. Χωμένη σε μια γωνιά πίσω από τις αποθήκες στα

Βιαστικά και με λίγα λόγια το σχέδιο της Ελάιρα είχε ανακοινωθεί. Ο Άλμος δεν άντεξε να μην θαυμάσει την απλοϊκότητα της σκέψης της. Εκείνη τον καθησύχασε: «Μπορεί να μην ξέρω όλες τις Μυστικές Μελωδίες που θα έπρεπε ως τώρα, γνωρίζω όμως καλά αυτές που χρειαζόμαστε!». Κι ακριβώς εκεί, η μία από τις δύο ομάδες περιπόλου πάνω στα ανατολικά τείχη άρχισε να πλησιάζει. Απότομη παύση και γρήγορη επιστροφή στη σκοτεινή κρυψώνα της Ελάιρα. Κι έπειτα σιγή κι υπομονή ως ότου και ο τελευταίος Αρχιτραγουδιστής είχε απομακρυνθεί αρκετά. Σύμφωνα με το Σχέδιο της Εξόδου, όπως πρόχειρα ονομάστηκε εκείνο το βράδυ, η δράση τους θα ξεκινούσε τη στιγμή που οι δύο ομάδες θα συναντιούνταν στην μέση της περιπολίας, λίγο πριν η κάθε μια πάρει πάλι την πορεία της ως τις άκρες των τειχών. «Όπως σου είπα!», υπενθύμισε η μικρή Γνώστρια: «Μόλις τελειώσω την Μελωδία της Αδιαφορίας για μένα, ξεκινάω τη Δίοδο. Και τότε εσύ βγάζεις εκείνη την ασύλληπτη κραυγή που ράγισε

6

της Εύας Δημητσάντη το μεγάλο βιτρώ! Θυμήσου ό,τι πιο εξοργιστικό μπορείς και κάντο! Η ομάδα βασίζεται επάνω σου!», είπε και πάνω στην κατάλληλη στιγμή πετάχτηκε απ’ την κρυψώνα τους. Μια εντελώς αδιάφορη μελωδία ξεχείλισε απ’ το στόμα της Ελάιρα –αλήθεια, ούτε καν ο Άλμος δεν της έδωσε σημασία, κι ήρθε και τύλιξε με τα μοτίβα της ολόκληρη την μικρή Γνώστρια. Οι Αρχιτραγουδιστές της περιπόλου, όμως, όντας προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, αυτόματα ενεργοποίησαν την Μελωδία του Ενδιαφέροντος και σύντομα κοιτούσαν –με εξαιρετικό ενδιαφέρον, τι συνέβαινε από κάτω τους. Δυο-τρεις ανάμεσά τους πήγαν να βάλουν τα γέλια, μα κάθε τέτοια όρεξη κόπηκε ξαφνικά, αμέσως μόλις οι αρχικές νότες της επόμενης Μελωδίας της Ελάιρα ακούστηκαν· και οι πρώτες πέτρες που η μικρή στόχευε, μαλάκωσαν σαν σφουγγάρια κι αποσχίστηκαν μεταξύ τους δημιουργώντας αρκετό κενό ανάμεσά τους για να χωρέσει κανείς. Μα η Γνώστρια που το είχε βάλει πείσμα κυριολεκτικά να περάσουν τα τείχη, δεν είχε ψάλλει την Μελωδία της Αδιαφορίας για να την αγνοήσουν οι περίπολοι, αλλά για να μείνει η ίδια αδιάφορη σε αυτό που τώρα θα ξεσπούσε από τον Άλμος… Τώρα έπρεπε να ξεσπάσει… Μα γιατί δεν άκουγε τίποτα άλλο πέρα από την δική της φωνή και την Μελωδία που μόλις σχημάτιζαν δεκατέσσερις Αρχιτραγουδιστές πάνω απ’ το κεφάλι της; Θάρρος. Συναίσθημα. Μνήμη. Κάτι από τα τρία μάλλον δεν ήταν τόσο ενισχυμένο όσο θα έπρεπε. Πόσες εξοργιστικές εικόνες πια να έφερνε ο Άλμος στο μυαλό του; Πόσους εφιάλτες μαζεμένους να θυμόταν; Σαν αστραπές όλα πέρασαν από την σκέψη του πάνω στις δύο πρώτες νότες της Μελωδίας του Πάγου, που σαν βαρύ χειμώνα τις άκουγε να τραγουδιούνται από δεκατέσσερα στόματα μαζί. Ακόμα μία νότα και δριμύ ψύχος τον διαπέρασε. Πολύ πιο σύντομα κι από σύντομα κι αυτός και η Γνώστρια θα έμοιαζαν με αγάλματα λαξευμένα σε παγόβουνο. Μα αυτό ακριβώς το ψύχος πάγωσε την σκέψη του· όμως όχι και την καρδιά του. Και τότε μπόρεσε να νιώσει, να βιώσει και να συγκλονιστεί από όλη την οργή


που έτρεφε έξι ολόκληρα συμβατικά χρόνια. Την οργή που υπερνικούσε φόβο, ανασφάλεια ή και συμπόνια για ό,τι αγαπούσε και είχε αποφασίσει να αφήσει πίσω του. Την οργή που τον είχε φέρει εκείνο το βράδυ στα ανατολικά τείχη. Η μορφή του Κέλχαρ του Νηφάλιου άστραψε τότε σαν νυχτερινή καταιγίδα στη μνήμη του. Ναι, αυτός ήταν η αιτία! Αυτός, που σημάδεψε την εφηβεία του με το υπεροπτικό του ύφος και τώρα ήθελε να του σφραγίσει το μέλλον με έναν αστερίσκο! Αυτός! Και η πολυπόθητη κραυγή ξέσπασε, ραγίζοντας για μια ακόμα φορά το μεγάλο βιτρώ στην Ιστορία της Μαγκ-ελνόρ… Σαν κάστανο απ’ τη φωτιά πετάχτηκε ο Κέλχαρ και μόνο νηφάλιος δεν έμεινε. Αλαφιασμένος καβάλησε το πρώτο σύννεφο που βρήκε και πέταξε πάνω απ’ την πόλη. Κόσμος ξεχυνόταν στους δρόμους και πολλοί είχαν κιόλας μαζευτεί μπροστά στον Ναό. Το βιτρώ είχε ραγίσει –το ένιωθε στη ραγισμένη του καρδιά, όμως δεν ήταν αυτός ο στόχος. Κάτι άλλο συνέβαινε στα ανατολικά τείχη, όχι απαραίτητα, όμως, δυσάρεστο. Γιατί μια ευθύνη λιγότερη πια τον βάραινε –παράξενο για την ώρα συναίσθημα, που όμως σύντομα θα έβρισκε την πηγή του. hg

Φρουροί που σπαρταρούσαν πεσμένοι σαν ψάρια μην μπορώντας να αντέξουν το ωστικό κύμα της κραυγής, δίοδος πλήρως ανοιχτή ανάμεσα στα τείχη, αλλά και αρκετά σύννεφα που κατέφταναν ταχύτατα από τα υπόλοιπα φυλάκια των τειχών με κορυφαίο, ασφαλώς, εκείνο του Κέλχαρ. Σπουδαία τα είχε καταφέρει ο Ακατάλληλος για Σολίστας και τώρα δεν είχε παρά να περάσει την δίοδο μαζί με την Ελάιρα. «Έλα!»,

της φώναξε κι άρχισε να τρέχει, όμως εκείνη με πλήρη αδιαφορία χάζευε αλλού. Καταλαβαίνοντας ο Άλμος πως η Γνώστρια ήταν ακόμα υπό την επήρεια της πρώτης της Μελωδίας, ήταν σίγουρος ότι καμιά του προσπάθεια να την τραβήξει μαζί του δεν θα έπιανε. Εκείνος δεν ήξερε Μυστικές Μελωδίες –μόνο αν ήταν Σολίστας θα είχε το δικαίωμα, και τι άλλο μπορούσε να κάνει πέρα από το να καλεί σύννεφα και να κραυγάζει; Τι άλλο ήξερε να κάνει; Και οι τραυματισμένοι Αρχιτραγουδιστές στα ανατολικά τείχη ανακτούσαν σιγά-σιγά τις δυνάμεις τους και σηκώνονταν όρθιοι. Τα ταχεία σύννεφα πλησίαζαν απειλητικά. Μια ανάσα. Ό,τι κι αν είχε να κάνει ο Άλμος έπρεπε να γίνει στη διάρκεια μιας κρατημένης ανάσας. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα πετύχαινε, μα εισέπνευσε τόσο βαθιά, που άλλο τα σωθικά του δεν χωρούσαν· και τα κράτησε γεμάτα δράττοντας τη στιγμή… Αίσθηση ψιλής βροχής. Αγριολούλουδα που μοσχοβολούσαν. Ουράνιο τόξο. Ψευδαίσθηση. «Είμαι χώρος…», είπε μέσα του και είδε τις Σταγόνες. Και με ένα νεύμα του σταμάτησαν να ρέουν. h g

Με την Ελάιρα αγκαλιά και τις πρώτες ζαλάδες απ’ την κρατημένη του αναπνοή να έρχονται, ο Άλμος βρισκόταν ήδη στα μισά της διόδου. Έβλεπε κιόλας τις ομίχλες από την άλλη μεριά, μα προχωρούσε αργά και μεθοδευμένα –οι βιασύνες φέρνουν λαχάνιασμα και δεν έπρεπε με τίποτα να εκπνεύσει. Όλα γι’ αυτόν στην Μαγκ-ελνόρ είχαν παγώσει σε μια συγκεκριμένη στιγμή κι όταν ξανάβρισκαν την ροή τους, χίλιες Μελωδίες Καταδίωξης θα έπεφταν πάνω σ’ αυτόν και την μικρή Γνώστρια

και –ποιος ξέρει; Μπορεί μάλιστα και τα τείχη να έκλειναν με τους δυο τους ακόμα μέσα. Η έξοδος πλησίαζε και η φωτεινή πάχνη της ομίχλης που έλαμπε στο φως των αστεριών τον περίμεναν. Λίγα βήματα ακόμα… Ζαλιζόταν και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο… Λίγα βήματα ακόμα… Δεν άντεχε! «Έμμελον!!», φώναξε μέσα του. «Έμμελον κι εσύ, Μελωδία!!», επανέλαβε νιώθοντας τα πάντα γύρω του να μαυρίζουνε. Και τότε, αντί να λιποθυμήσει εκπνέοντας και να τελειώσουν όλα, σαν κάποιος να του πρόσθεσε μια ολοκαίνουρια, φρέσκια ανάσα, υπεραρκετή για να ολοκληρώσει τα τελευταία βήματα της εξόδου –κι αυτό ακριβώς έκανε. h g

«Μία! Μία ανάσα σε μια στιγμή! Το είχαμε συμφωνήσει!», ξέσπασε ο Χρόνος καταφτάνοντας μανιασμένος και κολλώντας τον δείκτη του χεριού του στο πρόσωπο εκείνου που διατεινόταν πως πρέσβευε την τάξη. «Μία!!», ούρλιαξε με τη δύναμη του Χάους που φώλιαζε στον πυρήνα του –και κάπου αλλού σε μια άλλη γη, ένα δαχτυλίδι τηλεμεταφοράς ταράχτηκε τόσο απ’ αυτό το ξέσπασμα, που μπέρδεψε τον χρόνο με τον χώρο σφάλλοντας θεαματικά και στα δύο. Ο πολεμιστής που το φορούσε σύντομα θα καταλάβαινε το λάθος –μα όχι τι το είχε προκαλέσει. «Κανείς δεν σε αψηφά και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εσένα», απάντησε με χαρακτηριστική ηρεμία ο Έμμελον. «Τα θαύματα, ωστόσο, παραμένουν θαύματα…», συμπλήρωσε με ένα αδιόρατο χαμόγελο ευχάριστης διάθεσης. Το βλέμμα του Χρόνου σκούρυνε. «Και οι ρωγμές παραμένουν ρωγμές..», απάντησε εκείνος σκληρά… h g

«Ραμίν;», φώναξε ο πολεμιστής με το μπερδεμένο δαχτυλίδι κι έπειτα πάλι: «Ραμίν; Είσαι εδώ;», μα απάντηση καμιά. Ποιο δάσος να ήταν αυτό; Τίποτα γύρω του δεν του φαινόταν γνώριμο κι αμέσως κίνησε να βγει στο πλησιέστερο ξέφωτο. «Υπέροχα…», μουρμούρισε ειρωνικά κοιτώντας ψηλά τον έναστρο ουρανό, που απολύτως τίποτα δεν του θύμιζαν τα σχήματά του. Πού στην ευχή τον είχε μεταφέρει το δαχτυλίδι; «Η μαγεία είναι ακίνδυνη…», θυμήθηκε τα τελευταία λόγια της Ραμίν και του ήρθε να γελάσει. «Αλήθεια, αγαπημένη;», ρώτησε αόριστα καθώς ακόμα έψαχνε στον χάρτη του ουρανού μήπως κι έβγαζε άκρη… h g

7


Νύχτα και ομίχλη. Τα τείχη της Μαγκελνόρ είχαν κιόλας χαθεί μέσα στη λευκή πάχνη, όταν ο Άλμος επιτέλους ξεφύσησε ρίχνοντας χάμω και τον ίδιο και την Ελάιρα. «Πολύ καλό, αν και πόνεσα», επιβράβευσε εκείνη αμέσως, ένδειξη πως πια τίποτα δεν της ήταν αδιάφορο –μα κάτι διαφορετικό είχε η φωνή της. Ωστόσο, πίσω τους όλα ξανάβρισκαν τον ρυθμό τους –η δίοδος έκλεινε, κι απ’ τα σύννεφα στο βάθος ακούγονταν κιόλας οι πρώτες Μελωδίες Ανίχνευσης. Γρήγορα και χωρίς λόγια οι δυο τους άρπαξαν το κοντινότερο σύννεφο κι ανέβηκαν στην ράχη του. Μια Μελωδία ακόμα τραγουδημένη από την Γνώστρια και η διαφυγή τους ήταν σχεδόν εξασφαλισμένη –Το Άγριο Άλογο ήταν από τις αγαπημένες της και, αλήθεια, η φωνή της πλημμύριζε από ξέφρενο πάθος. Μα γιατί ακουγόταν πιο βαθιά;…

Ξανά και ξανά η ίδια Μελωδία πάνω στο αφηνιασμένο σύννεφο καθώς η καταδίωξη συνεχιζόταν, ώσπου κι ο Άλμος έμαθε την επωδό κι ασυναίσθητα πρόσθεσε τη δική του φωνή. Χλιμίντρισε τότε έξαλλα το νεφέλωμά τους παίρνοντας όντως μορφή αλόγου και πάνω που οι ιπτάμενοι φρουροί πίσω τους έφταναν πολύ κοντά για να τους πιάσουν με μία μόνο Μελωδία, έδωσε το άτι τέτοιο σάλτο στα ψηλά, που ξέφυγαν πλήρως από την εμβέλεια της προστατευτικής ομίχλης της Μαγκελνόρ –και καμιά περίπολος δεν θα περνούσε τα όρια χωρίς ενυπόγραφη εντολή από τον Κέλχαρ, πράγμα που θα έπαιρνε λίγο χρόνο. Πετούσαν και τραγουδούσαν, τραγουδούσαν και πήγαιναν δίχως σταματημό μέσα στις άγριες ώρες

της νύχτας κι όταν πια αποκαμωμένοι άφησαν τη Μελωδία, το απαλό τους άλογο χαλάρωσε κι αυτό, διατηρώντας ξεκούραστη και σταθερή πορεία κατά εκεί που τυχαία είχαν βαλθεί εξ αρχής –βορειοδυτικά. Και τότε ο Άλμος πήγε να ανοίξει κουβέντα στην Ελάιρα, να της πει υπερήφανα πόσο σπουδαία τα είχαν καταφέρει, μα αντί γι’ αυτό, κάτι άλλο πρόσεξε και τίποτα δεν είπε γιατί έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Νωρίς το πήρες είδηση!...», δήλωσε καυστικά εκείνη τεντώνοντας αμήχανα την κάπα πάνω στο σώμα της για να καλύψει όσο περισσότερα γινόταν. Γιατί η κάπα πλέον έμοιαζε με κοντοφόρι σε σχέση με την ολοκληρωμένη γυναικεία της σιλουέτα κι όλα τα ρούχα της από μέσα είχαν ξηλωθεί και είχαν σκάσει με την αλλαγή αυτή. «Δεν θέλω σχόλια!», δήλωσε αυστηρά η άλλοτε μικρή και πλέον μεγαλωμένη

Γνώστρια και γύρισε επιδεικτικά το κεφάλι της αλλού. Εφτά ή οχτώ χρόνια πρέπει να είχαν περάσει σαν αστραπή μέσα σε μια στιγμή της ζωής της τότε που ο Άλμος άφηνε την θεϊκά κρατημένη του ανάσα. –κι ήξερε πολύ καλά Ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτό. Λίγο ακόμα και θα Τον μισούσε όπως μισούσε Εκείνος τους Γνώστες. «Κοίτα, τι όμορφα!...», ψιθύρισε τότε ο Άλμος, που κατά βάθος δεν του ήταν δυσάρεστο το καινούριο παρουσιαστικό της Ελάιρα. Όντως, ήταν πολύ όμορφα εκεί ψηλά. Ήταν τα αστέρια τόσο λαμπρά, αλλά και τα δύο φεγγάρια τόσο στρογγυλά και μαγικά… Μα ήταν κι οι ίδιοι τόσο ξεχωριστοί, αστραφτεροί και προπάντων ευδιάκριτοι, που σύντομα θα τους έβλεπαν κι άλλοι –όχι Αρχιτραγουδιστές.

8

Ο Κόκκινος Πολεμιστής «Βρε, βρε κάτι πράγματα…», γέλασε χαιρέκακα ο Νάγκαρ μην πιστεύοντας την τύχη του. «Ένα συννεφάκι που πηγαίνει μόνο του…», μουρμούρισε τρίβοντας τα χέρια του σαν να είχε πιάσει λαβράκι. Αυτό που ατένιζε στον ουρανό ήταν τρανή υπόσχεση πολύ μεγάλου κέρδους. Δεν βρίσκεις Αρχιτραγουδιστές κάθε μέρα, πόσο μάλλον νύχτα, να περιπλανιούνται έξω απ’ τις καταραμένες τους ομίχλες· κι ο βασιλιάς Γκορόν θα ήταν πρόθυμος να πληρώσει αδρά για τις φωνές τους! «Καιροσκόπε!», φώναξε και ο γέρος της συμμορίας πλησίασε. «Τι θα έλεγες να κατεβάσουμε αυτό το συννεφάκι;», τον ρώτησε με χαμόγελο διάπλατο που φανέρωνε τα κίτρινά του δόντια. Κι ο γέρος ανταπέδωσε, μα δεν είχε δόντια να δείξει. Δυνάμωσε ο αέρας ξαφνικά και στρόβιλοι ξεσηκώθηκαν απ’ το πουθενά υπακούοντας τις λέξεις που πρόφερε και τις κινήσεις των χεριών που έκανε ο γέρος. Σύντομα όλοι οι στρόβιλοι ενώθηκαν σε έναν, τεράστιο κι απειλητικό, που όσο ο Καιροσκόπος του έδινε εντολές, μεγάλωνε και δυνάμωνε να αγγίξει τον ουρανό. Τέτοια έφτασε να είναι η ισχύς του, που στο πέρασμά του θάμνοι, ζώα και δέντρα μικρά παρασέρνονταν σαν πούπουλα ελαφριά που χόρευαν μέσα στη δίνη του –κι η γη άνοιγε ρήγματα όπου η κωνική ουρά του χτυπούσε. Αφύσικη αντάρα του καιρού, διαπίστωσε αλαφιασμένη η Ελάιρα από ψηλά και πήρε με τη φωνή της να οδηγεί το σύννεφο όσο πιο μακριά γινόταν. Έκανε κι ο Άλμος με μια ανάσα του τον χρόνο να σταματήσει, μα, αλίμονο, ρουφήχτηκαν κι αυτοί και οι φωνές τους κι οι ιδέες τους μέσα στη δίνη του χωνιού πριν καν να καταλάβουν πώς. Παραδομένοι κι έχοντας χάσει κάθε έλεγχο, στροβίλιζαν σαν ξερόκλαδα και με εκπληκτική ταχύτητα καταπίνονταν ως τη γη. Κάπου πιο πέρα, όμως, ο πολεμιστής με το ατυχές δαχτυλίδι παρατήρησε κι αυτός το περίεργο φαινόμενο –κι όσο επικίνδυνο κι αν έμοιαζε, πήρε γοργά να κατεβαίνει κάτω στην κοιλάδα, όσο πιο κοντά στην συντριπτική δίνη γινόταν. Θα έλεγες πως με χαρά κι ελπίδα κατέφτανε, λες κι αυτό του ήταν το μόνο γνώριμο θέαμα στην κατά τα άλλα άγνωστη γη που είχε βρεθεί. Κι όταν η δύναμη του αέρα πήγαινε να ξεσηκώσει και το δικό του ογκώδες σώμα, σταμάτησε καρφώνοντας τα πόδια του στο χώμα. «Χαν-Σουν!!», φώναξε, «Εδώ είμαι!!», και η καρδιά του που χτυπούσε δυνατά, ήθελε στα αλήθεια να ήταν η Χαν-Σουν που σαν


ανεμοστρόβιλος είχε έρθει να τον πάρει πίσω. Μα, φυσικά, δεν ήταν…. Απότομα καταλάγιασε ο καιρός κι όλη η μανία του ανέμου, τσακίζοντας τον Άλμος και την Ελάιρα με φόρα καταγής. «Ποιος είναι αυτός;», γρύλισε ο Νάγκαρ βλέποντας τον πολεμιστή να τρέχει σ’ αυτούς που ξέρασε ο ανεμοστρόβιλος στο σβήσιμό του. «Βγάλτε τον απ’ τη μέση!!», διέταξε ενοχλημένος και βέλη εκτοξεύτηκαν με στόχο αυτόν που πήγαινε να βάλει χέρι στη λεία του. Τι είναι, άραγε, πιο εύκολο; Να πετύχεις δυο ελέφαντες μαζί με το ίδιο βέλος ή έναν Γκαλ με έξι διαφορετικά; Γιατί ο πολεμιστής που είχαν βάλει στόχο ήταν Γκαλ της Φαέθαντορ κι όλη η τύχη, σαν τον σημάδευαν αμέριμνο, ήταν με το μέρος του –γεγονός που οι ληστές αγνοούσαν κι έτσι, άδοξα έρριψαν την πρώτη τους επίθεση. Μα δεύτερη δεν πρόλαβαν να κάνουν γιατί μέσα σε τρομερή πολεμική ιαχή, η απάντηση τους ήρθε από σπαθί τρανό κι αστόμωτο, που αμέτρητες μάχες είχε ζήσει. Θεόρατο και κόκκινο σαν την φωτιά τον είδαν και τον ένιωσαν οι ληστές, καθώς με φόρα ο Γκαλ έδινε σάλτο θεαματικό κι ανάμεσά τους προσγειωνότανε μοιράζοντας ατσάλι. Αδικαιολόγητα ταχύς ήτανε για το σωματότυπό του κι έπεφτε το σπαθί του ακραιφνές και καίριο, πότε κρατημένο στο ένα του χέρι και πότε και στα δυο μαζί –κι αν ίσως ο πολεμιστής όλη την τέχνη και την πείρα του επιστράτευε, κανείς τους, ώσπου να ανοιγοκλείσει βλέφαρο, όρθιος ή ζωντανός δεν θα είχε απομείνει. Μα όρεξη τέτοια δεν του ερχότανε, γιατί εξ αρχής το ‘χε δει στα μάτια τους πως θάρρος καλό δεν είχαν κι εντύπωση καμιά δεν του έκανε που σαν τα τρομαγμένα πουλιά σχεδόν αμέσως σκορπίστηκαν. Με χέρια πάνω στις λαβωματιές γρήγορα έτρεξαν οι ληστές τα άλογα να καβαλήσουν και να εξαφανιστούν –και πρώτοι και καλύτεροι ο Νάγκαρ και ο Καιροσκόπος.

Το δώρο «Σ’ ευχαριστούμε!», μίλησε ο Άλμος με θερμή φωνή. «Όποιος κι αν είσαι, απ’ όπου κι αν έχεις έρθει», συμπλήρωσε καθώς προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του κι έδωσε το χέρι του για να συστηθεί. Ο πολεμιστής το γράπωσε γερά, πιο πολύ για να του δώσει στήριγμα παρά να τον χαιρετήσει. «Φαέθαντορ το σπίτι μου και Όναλ το όνομά μου!», είπε και το γενναιόδωρο χαμόγελο που σχημάτισε, σαν ήλιος του φάνηκε του

Άλμος πως έλαμψε μέσα στην νύχτα. «Άλμος ο Οξύς από την Μαγκ-ελνόρ», χαιρέτισε κι εκείνος και… «Ελάιρα, 23η Γνώστρια!», πετάχτηκε η πρώην μικρή, ενώ κιόλας περιεργαζόταν τον Γκαλ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πανύψηλος, μυώδης και ευρύστερνος, μα πάραυτα, καλοσχηματισμένος –το ημίγυμνο σώμα του τα αποκάλυπτε όλα και με το παραπάνω. Ένα κοντό μεσοφόρι, μπότες και πολλά ζωσμένα όπλα. Ένα φυλαχτό στον λαιμό, κόκκινα σαν την φωτιά μαλλιά και γαλάζια μάτια –πολύ όμορφα μάτια, χάζεψε για λίγο η Γνώστρια. Ωστόσο, τα παράξενα, ζωγραφιστά σχέδια, διάσπαρτα στο κορμί του και, κυρίως, τα ακόμα περισσότερα κι εξίσου διάσπαρτα σημάδια του πολέμου, της έφεραν μια μικρή ανατριχίλα. Εκείνος έσκυψε και την κοίταξε βαθιά. «Ποιανού Θεού είσαι;», τον ρώτησε η Ελάιρα χαμένη στο βλέμμα του. h g

Λόγια πολλά ανταλλάχτηκαν πλάι σε μια μικρή φωτιά κι όσο παράξενη κι εντυπωσιακή φαινόταν στον πολεμιστή η περιγραφή της Μαγκελνόρ και της Ουρσούν τριγύρω, άλλο τόσο απολαυστική ακουγόταν η πατρίδα αυτού του ξένου. «Ωραίο δαχτυλίδι!», πρόσεξε κάποια στιγμή η Ελάιρα κι ο Όναλ απάντησε: «Μου έχει δοθεί απ’ την πιο όμορφη, την πιο καυτή, συνάμα κι ανελέητη γυναίκα όλου του κόσμου. Μα θα ήταν φίλος τούτο ‘δω κι όχι ταλαιπωρία, αν την δουλειά που έπρεπε, σωστά την είχε κάνει…», είπε κι εξήγησε το σφάλμα στην τηλεμεταφορά του. Έπειτα, διπλωματικά την κουβέντα έστρεψε σ’ αυτούς κι, αλήθεια, δεν το περίμενε οι δυο τους να το έχουν σκάσει από την πόλη τους γυρεύοντας περιπέτειες. Αυτό λίγο τον ανησύχησε. «Όπλα, εσείς, δεν έχετε; Αν σας ξαφνιάσουν, όπως πριν, εχθροί, με τι θα αμυνθείτε;», ρώτησε με ύφος σαν να τους μάλωνε. «Είμαστε Αρχιτραγουδιστές!», απάντησε ο Άλμος και το αυθόρμητο

9

γέλιο του πολεμιστή τράνταξε την Ουρσούν: «Μέχρι θανάτου, θες να πεις, ότι τους τραγουδάτε;»! «Εμάς η μουσική είναι το όπλο μας», σίγασε το γέλιο η Ελάιρα, «όπως και κάθε τι που παράγει μελωδία». Ο Όναλ αμέσως έδειξε σεβασμό και μεγάλο ενδιαφέρον κι έτσι σιγοκουβεντιάζοντας πήγε να τους βρει το ξημέρωμα, όχι, όμως, ο ύπνος. Για κάποιο λόγο, ακόμα κι αν πολεμιστής πιο πολύ άκουγε παρά μιλούσε, οι δυο Αρχιτραγουδιστές δεν χόρταιναν να βρίσκονται κοντά του, σαν και μόνο η παρουσία του κάτι να άλλαζε μέσα τους. Κάποτε ο Όναλ αναστέναξε και κοίταξε τα άστρα του λυκόφωτος. «Θα σε βρουν…», παρηγόρησε ο Άλμος. «Σίγουρα ένας θα ‘χει κιόλας κινήσει γη και ουρανό… Ο αδερφός μου ο Μπάλανορ!», χαμογέλασε ο πολεμιστής, μα τότε άξαφνα όρθιος πετάχτηκε. Ολόγυρά του κοίταζε σαν κάποιον αόρατο να γύρευε. «Στο μυαλό σου μ’ ακούς, χρυσέ μου…», ακούστηκε στο κεφάλι του ανυπόμονη η γυναικεία φωνή, σαν τίποτα να μην είχε μάθει πια αυτός ο άνθρωπος! «Ραμίν!», αναφώνησε εκείνος. «Σου έχω ανοίξει πύλη…», συνέχισε η φωνή. «Μια στιγμή μόνο!», της απάντησε βιαστικά κι εν τάχει αυτά είπε και έπραξε στους Αρχιτραγουδιστές: «Ωραίο το θάρρος που έχετε, μα κι αν οι μύες έρχονται δεύτεροι γιατί η καρδιά είναι πρώτη, θα είμαι για σας πιο ήσυχος, αν ξέρω πως έχετε αυτά εδώ, τώρα που θα σας λείψω», είπε και ξεθηκάρωσε δυο κοφτερά ξιφίδια κι απλόχερα τους τα χάρισε. «Μη φύγεις…», ήθελε να πει η Γνώστρια, που ασυνείδητα τόσα πράγματα γι’ αυτόν κι αυτά που εκπροσωπούσε είχε κιόλας μάθει. Όμως η ώρα πίεζε κι έμειναν ο Άλμος και η Ελάιρα –κρατώντας για πρώτη φορά όπλα αληθινά στα χέρια τους, να χαζεύουν τον πολεμιστή που αποφασιστικά ξεμάκραινε, ώσπου χάθηκε στο γαλάζιο. Και το πρότυπό του χαράχτηκε στη μνήμη τους –δώρο πολύ πιο σημαντικό απ’ τα ξιφίδια. h g

«Ω! Νηφάλιε!», προσφώνησε ο νεαρός ιερέας την χάρη του Κέλχαρ. «Οι γονείς των δραπετών αιτούνται ενυπόγραφης εντολής για την διάσωση… Θέλω να πω, την σύλληψη των δύο». Ο Αρχιερέας κρατήθηκε να μην βαριανασάνει. Είχε περάσει τόσο ανάλαφρος την νύχτα!... Γιατί έπρεπε τώρα να κυνηγήσει την ευθύνη του; Γιατί; Και κάπου αρκετά μακρύτερα, ο Νάγκαρ ετοίμαζε καινούριο σχέδιο –με δύο Καιροσκόπους και διπλάσιους ληστές…


Συνέντευξη με τον Fulberto Serena των του Ανδρέα Σκαμανδρώνυμου

Fulberto, είναι εμφανές από την πρώτη εποχή των Dark Quarterer έως και τις πρόσφατες δουλειές σου με τους Etrusgrave ότι η Ετρουσκική πολιτισμική κληρονομιά έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο στην θεματολογία και το προφίλ των δύο σχημάτων με τα οποία έγραψες ιστορία στο επικό Heavy Metal. Εκτός από την προφανή αναφορά όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από το ίδιο το όνομα «Etrusgrave», το εξώφυλλο του ομώνυμου άλμπουμ των Dark Quarterer κοσμείται από το περίφημο πήλινο ειδώλιο του «Πολεμιστή με τα Λευκά Γένια» -ένα δημιούργημα με πλαστή αρχαιότητα, αλλά ίδιο σε ουσία- ενώ στο δεύτερο, το «The Etruscan Prophecy», απεικονίζεται η είσοδος ενός τυρρηνικού μνήματος. Προχωρώντας στο χρόνο, το «Masters of Fate», η πρώτη δουλειά των Etrusgrave, κυκλοφορεί με τέσσερα κρανία στο εξώφυλλο -όσα και τα μέλη- όπου το επιβλητικότερο στεφανώνεται από ένα εντυπωσιακό κράνος τύπου «Celto-Villanovan»το οποίο ήταν σύνηθες στους ετρουσκικούς στρατούς. Δεν μπορώ παρά να αναφέρω και τους στίχους του «Subulones» από το «Tophet», όπου η καταπληκτική «Τοιχογραφία των Αυλητών» γίνεται μουσική έμπνευση αλλά και ισχυρός συμβολισμός για τους Etrusgrave και για όλο το παραδοσιοκρατικό Heavy Metal. Αυτές οι αναφορές είναι αποτέλεσμα ροπής σε πλαίσια τοπικισμού ή αντιπροσωπεύουν ένα προσωπικό ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και την ευρύτερη αρχαία ευρωπαϊκή Κληρονομιά; Θα χαρακτήριζες τη δουλειά σου και ως ένα όχημα έκφρασης παραμέτρων του δυτικού πολιτισμού; Όσον αφορά το θέμα της τοπικότητας, πως θα μπορούσα να αρνηθώ το μέρος όπου γεννήθηκα και ζω έως σήμερα; Το Piombino, που βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Populonia, είναι ιδιαίτερα πλούσιο σε ετρουσκικά αρχαιολογικά ευρήματα. Βρίθει από νεκροπόλεις και ακροπόλεις οι οποίες χρονολογούνται εκατοντάδες χρόνια π.Χ. Πρόκειται για τοποθεσίες όπου η κατεργασία του σιδήρου και η χρήση του στον οπλισμό προκαλούσε τρόμο στους γειτονικούς λαούς που έπρεπε να ανταγωνιστούν το ολέθριο μέταλλο με τον τόσο εύθραυστο όσο και βαρύ ορείχαλκο. Το ενδιαφέρον μου για αυτόν τον μυστηριώδη λαό, την παρουσία του στην περιοχή και την εξαφάνιση του, καθώς και για το μυστήριο της γλώσσας του (ελλείψει συγκριτικών κειμένων), ξύπνησε μέσα μου τους θρύλους αλλά και φαντασιακές εικόνες για τον σπουδαίο αυτό πολιτισμό σαν να επρόκειτο για αλλόκοσμες οντότητες.

O Fulberto Serena, ιδρυτικό μέλος των θρυλικών Dark Quarterer και ψυχή των Εtrusgrave, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για τους γνωρίζοντες τα τεκταινόμενα στο χώρο του επικού heavy metal. Φορέας μουσικού κλασικισμού, λυρικός και επικός, προσέφερε στον χώρο της αγαπημένης μας μουσικής ορισμένες από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες. Το προσωπικό μου πάθος για την μουσική του με οδήγησε στο να ανιχνεύσω εκείνες τις παραμέτρους που φιλοσοφικά επηρέασαν το σπουδαίο Ιταλό μουσικό στις καλλιτεχνικές του εκφάνσεις. Στην ηλικία των 64, αλλά με την ενεργητικότητα και το πάθος ενός δεκαοκτάχρονου, δίνει ασταμάτητα συναυλίες με τους Etrusgrave και δεν θα μπορούσα παρά να φέρω στο μυαλό μου την εικόνα του Αγησιλάου της Σπάρτης, ο οποίος στην ηλικία των 80 πολεμούσε στην πρώτη γραμμή της φάλαγγας.... Συμπτωματικά, το άγαλμα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες θα κοσμεί την αναμενόμενη live κυκλοφορία των Etrusgrave που θα φέρει τον τίτλο «Return to Battle on Stage». Ας διαβάσουμε, λοιπόν, τι μας απαντά ο Fulberto για όλα αυτά...

Στο δεύτερο θέμα που θίγεις, αυτό της αρχαιολογίας δηλαδή, οι συνεχείς αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Populonia έχoυν προκαλέσει τη ίδρυση πολλών μουσείων στην περιοχή, κάτι που με κάνει πολύ περήφανο και ίσως να έχω πείσει τον εαυτό μου ότι προγονικά κατάγομαι από τον μυστηριώδη αυτό λαό. Μου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό να ενδιαφέρομαι για το κάθε εύρημα, όπως για μία πρόσφατη ανακάλυψη ενός γυναικείου κρανίου το οποίο και είχε τελετουργικά ενταφιαστεί με μία σειρά.... κυρτωμένα νύχια ανάμεσα στα δόντια. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για πρακτική ταφής μαγισσών. Όλα αυτά με εμπνέουν στο να δημιουργώ φανταστικές ιστορίες που ενσωματώνω στιχουργικά στη μουσική μου. Τέλος, όσον αφορά την σχέση της μουσικής μου με τον παραδοσιακό ευρωπαϊκό πολιτισμό, εκείνο που μπορώ να πως είναι πως με τα τραγούδια μου προσπαθώ να μεταφέρω την γνώση, την σοφία, το πατριωτικό αίσθημα, καθώς και τον ιδιαίτερο σεβασμό που επεδείκνυε ο ετρουσκικός πολιτισμός προς την Μητέρα Φύση -αξίες που όπως ξέρετε πολύ καλά φθίνουν στο πλαίσιο του μοντέρνου πολιτισμού. Οι περίφημες Ετρουσκικές Προφητείες που αφορούν τις πληγές που προκαλεί ο άνθρωπος στη φύση, την ιεροποίηση των Εποχών και τη Μητέρα Γη ως μήτρα της υπάρξεώς μας,

10


ακόμα χώρος για τα ιδεώδη του Ρομαντισμού στο Heavy Metal αλλά και στη ζωή γενικότερα; Αντιλαμβάνεσαι τη δουλειά σου και ως μία μορφή εξέγερσης ενάντια στο Νεωτερικό Κόσμο;

αλλά και την λατρεία της Ομορφιάς και της Αρμονίας των Τεχνών ως φορείς της εσωτερικής μας συμφιλίωσης (Subulones), αποτελούν έναν υπέροχο ψαλμό που αντανακλάται στη μουσική μου 2700 χρόνια μετά.

Πολλές φορές μπήκα στον πειρασμό να γράψω τραγούδια «μαλακά», που υμνούν την αγάπη, την αδελφοσύνη και το σεβασμό προς όλους και όλα, αλλά πίστεψέ με, σε αυτόν τον ολοένα και πιο αποσυντιθέμενο κόσμο είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να κοινωνήσεις «ευχάριστα» θέματα με την μουσική, παρ’ όλο που αγοραστικά ίσως εκτιμώνται περισσότερο. Εξ’ αιτίας του «ομιχλώδους» χαρακτήρα μου, μπορώ ευκολότερα να αντικρύσω τη χαρά ως απουσία της θλίψης και να βιώσω την αγάπη ως ανέμελη απομόνωση. Ίσως στο «Lady Scolopendra» να εστίασα σε ένα θέμα ερωτικού πάθους, αλλά.....ο τίτλος μιλάει από μόνος του. Πόσο περισσότερο επαναστάτης να γίνω έναντι των μοντέρνων μουσικών τάσεων και γενικότερα;

Στις δημιουργίες σου επέλεξες να ενσωματώσεις πολλά στοιχεία κλασικής μουσικής με την ευρύτερη έννοια. Παραδοσιακά, το πραγματικό Metal παρουσιάζει προκλασικές, κλασικές ή και folk προσεγγίσεις ώστε να μεταφέρει τις κατάλληλες ατμόσφαιρες για τις στιχουργικές του αναφορές. Θα μπορούσε αυτό το γεγονός να αποτελεί ένα μανιφέστο πίστης στις Ευρωπαϊκές Παραδόσεις και στην ίδια την ψυχή του επικού Heavy Metal; Οι κλασικές επιρροές στις συνθέσεις μου δεν είναι τυχαίες. Αποτελούν για εμένα έναν τρόπο να γίνω εμφατικός σε συγκεκριμένα σημεία. Οι σπουδαίοι κλασικοί συνθέτες, ανά τους αιώνες εξέφρασαν με τα έργα τους όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα: Λύπη, χαρά, αγάπη, μελαγχολία, φόβο, μυστήριο, αλλά και θάρρος. Ήταν αναπόφευκτο, λοιπόν, στις δικές μου μικρές και ταπεινές συνθέσεις να προσπαθήσω να προσελκύσω τον ακροατή με νέες μελωδίες και αρμονίες, οι οποίες όμως είναι ήδη «τεσταρισμένες» και πιθανώς βαθιά ριζωμένες στο υποσυνείδητο του. Δεν θα μπορούσα να καταπιαστώ με ένα κομμάτι μικρότερο σε διάρκεια από 6-8 λεπτά. Δεν θα κατάφερνα νε διεισδύσω στη μουσική ψυχή του ακροατή και να την προετοιμάσω για ένα ξεκούραστο και χαλαρό άκουσμα. Σε κάθε μου σύνθεση υπάρχει ένα ουσιώδες σόλο, όχι ως επίδειξη τεχνικής, αλλά ως έμφαση στην μουσική και στιχουργική ουσία της έμπνευσης μου. Αυτό είναι χαρακτηριστικό του τρόπου που συνθέτω, αλλά αποτελεί και το προσωπικό μου σύνθημα. Oι στίχοι σας περιστρέφονται γύρω από την ιστορία, το αίνιγμα της ζωής, το μυστήριο του θανάτου, την ανθρώπινη κατάσταση, και το ερώτημα του Θεού. Η Ηρωική Φαντασία και η Επιστημονική Φαντασία αποτελούν μέρος των ενδιαφερόντων σου; Υπάρχει κάτι σε αυτά τα λογοτεχνικά ρεύματα που μπορεί να σε εμπνεύσει στις κυκλοφορίες που θα ακολουθήσουν;

H στεντόρια οπερατική φωνή του Tiziano «Hammerhead» Sbaragli, το φλάουτο του Luigi Paoletti, και ο εμβατηριακός ήχος του Francesco Taddei στα drums, συνηγορούν σε ένα αποτέλεσμα ενσωματωμένου μουσικού κλασικισμού. Να υποθέσουμε ότι και τα υπόλοιπα μέλη των Εtrusgrave μοιράζονται μαζί σου τα ίδια ενδιαφέροντα στον ήχο και τις παραδόσεις;

Τραγούδια όπως τα «Hastings», «Return from Battle», «Silent Death», αποτελούν ουσιαστικά φανταστικές ηρωικές ιστορίες, τις οποίες και εμπνεύστηκα από ιστορικά γεγονότα και τις συνέπειες τους. Άλλα, όπως τα «The Only Future» και «The Last Solution» πραγματεύονται τις καταστροφικές συνέπειες της τεχνολογικής προόδου, τον πυρηνικό κίνδυνο, και την δηλητηρίαση του πλανήτη. Συνθέσεις όπως τα «Angel of Darkness» και το «Deafening Pulsation» αναφέρονται στο μυστήριο της ζωής και την λύτρωση του ανθρώπου μέσα από το θάνατο. Μιλάμε πάντα για το ρεπερτόριο των Etrusgrave, αυτό των Dark Quarterer ας το αφήσουμε στην άκρη για τώρα....

O Tiziano άρχισε να αποκτά ένα ενδιαφέρον για τους Ετρούσκους αφού κατέστη απαραίτητο να γράψει αγγλικούς στίχους. Ο Francesco (αλλά και ο Stefano που είναι ο ντράμερ μας τώρα) δεν έχουν στενή επαφή με το εν λόγω πεδίο. Παρ’ όλα αυτά, ενθουσιάζονται με τη μελωδικότητα και την «αυστηρότητα» των ήχων και της θεματολογίας μας. Η θεματολογία αυτή δεν έχει πάντα αναφορές στον ετρουσκικό πολιτισμό. Ο Tiziano τείνει περισσότερο σε θέματα ηρωικής φαντασίας, ιπποσύνης, και βορείων παραδόσεων -ένα δηλαδή διαφορετικό επικό πλαίσιο- αλλά πάντα συμβατό με το ύφος των Etrusgrave. O Luigi αποτελεί την κλασσική περίπτωση «λίγο απ’ όλα», αλλά όταν ένα θέμα πραγματικά τραβά την προσοχή του το μετατρέπει σε μουσικό χρυσό. Από τότε που του μετέδωσα το πάθος μου για την Ετρουρία έχει σταδιακά....αποκτήσει περισσότερες γνώσεις από εμένα!

Πέρα από το να επηρεαστώ από συγκεκριμένα έργα της λογοτεχνίας του Φανταστικού, θα έλεγα ότι συνήθως εμπνέομαι από πραγματικά γεγονότα του χθες αλλά και του σήμερα. Στην επόμενη κυκλοφορία μας υπάρχουν τίτλοι που ξεφεύγουν από τα συνήθη αρχέτυπα, όπως το μικρό σε διάρκεια αλλά έντονο «N.N.W», το οποίο και πραγματεύεται την γεω-κλιματική προέλευση ενός ιδιαίτερα ψυχρού ρεύματος αέρα που ίσως οδηγήσει σε μια νέα εποχή παγετώνων. Εντός του μοντερνιστικού πλαισίου της νεωτερικής κοινωνίας, όπου η εργαλειακή λογική και ο ωφελιμιστικός πρακτικισμός κυριαρχούν στην παιδεία, στις τέχνες και στο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι εν γένει, θεωρείς ότι υπάρχει

Τι μπορούμε να περιμένουμε από το νέο πολυαναμενόμενο άλμπουμ; Θα παραμείνει πιστό στο αγαπημένο μας ύφος των Etrusgrave;

11

Σίγουρα ναί! Όπως προείπα, ίσως, κάποιοι τίτλοι και μέρος της θεματολογίας θα ξεφεύγουν από τα συνήθη, αλλά ο ήχος και η επική πιστότητα θα ακολουθούν το χαρακτηριστικό μας ύφος....


Δισκογραφία του με τους Dark Quarterer:

Ποιές οι εντυπώσεις από την τελευταία σου επίσκεψη στην Αθήνα κατά το «Up the Hammers festival» του 2012; Πως σου φάνηκε η εμπειρία αυτής της εκδήλωσης και η πόλη των Αθηνών; Πότε μπορούμε να αναμένουμε την επιστροφή σου;

Demo (1985)

Χάρη στον Mανώλη Καραζέρη βρεθήκαμε στην Αθήνα το Μάρτιο του 2009 και τον Οκτώβριο του 2012 για τα «Up the Hammers IV» και «Up the Hammers Special Edition» αντίστοιχα. Θυμάμαι τους οπαδούς να τραγουδούν τους στίχους μας και τα υπέροχα συναισθήματα που μας προκάλεσαν. Το δεύτερο φεστιβάλ ήταν επίσης μια εξαιρετική εμπειρία. Το να μοιραστούμε τη σκηνή με τους Manilla Road αποτέλεσε για εμάς τεράστια τιμή, ενώ τα προσωπικά συγχαρητήρια του Mark Shelton ήταν το κερασάκι στη τούρτα. Και βλέποντας αυτό το υπέροχο κοινό, πυκνό ως εκεί που έφθανε το μάτι μας και την ενθουσιώδη του ανταπόκριση, δεν θα μπορούσαμε να ζητήσουμε κάτι παραπάνω... Η περιγραφή των συναισθημάτων όταν κάποιος επισκέπτεται την πόλη των Αθηνών δεν δύναται να ικανοποιήσει τον στόχο της. Η περιήγησή μας στην πόλη ήταν καλά οργανωμένη και ευρεία, κι ένα χαμόγελο αποτυπώθηκε στα χείλη μου τουλάχιστον για το επόμενο δεκαήμερο! Η ομορφιά της Ελλάδας και της θάλασσάς της είναι πέρα από κάθε σύγκριση... Πριν από πολύ καιρό είχα βρεθεί με τη γυναίκα μου στη Θήρα, και πιστεύω καταλαβαίνεις το πόσο φυσικό κάλλος απορροφήθηκε στην ψυχή μας. Για αυτούς τους λόγους πραγματικά εύχομαι η κυκλοφορία του τρίτου μας άλμπουμ να αποτελέσει αφορμή για να ξανανιώσουμε τη θέρμη των Ελλήνων οπαδών.

Dark Quarterer (1987)

The Etruscan Prophecy (1988) Demo (1990) Δισκογραφία με τους Etrusgrave:

Θα ήθελες ως επίλογο να στείλεις ένα μήνυμα στους αναγνώστες της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» και στα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ; Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους αναγνώστες και τους οπαδούς που θα έχουν την υπομονή να διαβάσουν αυτή την ουσιώδη και λεπτομερή συνέντευξη. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε εσένα Ανδρέα, για την τιμή που μου προσέδωσε η πρόσκλησή σου, και σε όλους τους συντελεστές του περιοδικού και της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ -οι εικόνες και οι ατμόσφαιρες στην ιστοσελίδα σας είναι φ-α-ν-τ-α-σ-τ-ικ-έ-ς! Τέλος, να ευχαριστήσω τον Bruno Lanchi για την πολύτιμη συμβολή του στη μετάφραση και να ευχηθώ για εμένα γρήγορη επάνοδο στην όμορφη Ελλάδας σας. Gutta cavat lapidem. H σταγόνα διαβρώνει το βράχο.

On the Verge of War (demo 2004)

Behind the Door (demo 2007)

Masters of Fate (2008)

Ο Ανδρέας Σκαμανδρώνυμος ευχαριστεί τον Fulberto Serena για την ύπαρξη του(!), και τον αδελφό του στα όπλα Bruno Lanchi, «ονομασμένο από τον Bill Tsamis A’ Εκατόνταρχο της MCMLXXXIV Λεγεώνος», για την κρίσιμη συμβολή του στην προσπάθεια αυτή. Subulones Rise !

Tophet (2010)

12


USAGI YOJIMBO του Flammentrupp

O

ακρίβεια τα γνωρίσματα της ιστορικής εποχής. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά την περίοδο Edo υπήρξε οικονομική ανάπτυξη, αυστηρή κοινωνική διάκριση σε τάξεις, νόμοι για την προστασία του περιβάλλοντος αλλά και δυνατότητα να απολαμβάνουν όλοι τις τέχνες και, γενικότερα, τον πολιτισμό. Ως προς τις σχέσεις της χώρας με τις υπόλοιπες, επιλογή των κυρίαρχων σογκούν υπήρξε ο απομονωτισμός. Στην κυβέρνηση της χώρας συμμετείχαν 300 Daimyo από τις αντίστοιχες περιοχές. Επρόκειτο για ένα φεουδαρχικό σύστημα με έναν πανίσχυρο φεουδάρχη που υπαγόταν μόνο στον σογκούν. Ο φεουδάρχης προσελάμβανε σαμουράι για να προστατεύουν τη γη του. Στην περίπτωση που ένας σαμουράι έχανε τον αφέντη του (θάνατος, απώλεια εδαφών ή προνομίων), σύμφωνα με τον κώδικα των σαμουράι (Bushido Shoshinshu), θα έπρεπε να εκτελέσει τελετουργική αυτοκτονία (seppuku). Αυτός που επέλεγε να μην το κάνει γινόταν ronin, δηλαδή σαμουράι δίχως αφέντη, και γυρνούσε την χώρα προσφέροντας τις υπηρεσίες του με σκοπό το κέρδος (επίσης, λόγω του αυστηρού συστήματος των κοινωνικών τάξεων, οι σαμουράι δεν μπορούσαν να ασκήσουν άλλο επάγγελμα). Έτσι, αναλόγως με τον χαρακτήρα και τις συνθήκες, υπήρχαν εκείνοι που ήθελαν μόνιμη και νόμιμη εργασία (προστασία καραβανιών ή πλούσιων εμπόρων) αλλά και εκείνοι που επέλεγαν να είναι ληστές των δρόμων, να έχουν συμμετοχή σε συμμορίες που έκαναν πλιάτσικο σε χωριά ή να πωλούν προστασία σε χαρτοπαικτικές λέσχες, οίκους ανοχής κλπ. Επίσης, άλλος ένας λόγος για την αύξηση των ronin, ήταν το καθεστώς ειρήνης που είχε επιβάλει στη χώρα η βασιλεία των σογκούν, με αποτέλεσμα η κοινωνική τάξη των πολεμιστών να θεωρείται ξεπερασμένη.

Miyamoto Usagi Yojimbo (που σημαίνει «σωματοφύλακας λαγός») είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της ομώνυμης σειράς βιβλίων κόμικς του συγγραφέα Stan Sakai. Βασίστηκε στον Miyamoto Mushasi, σαμουράι/ρόνιν που έζησε στην Ιαπωνία τον 17ο αιώνα κι έμεινε στην ιστορία για τη δεινότητά του στην ξιφομαχία. Υπήρξε ο ιδρυτής του στυλ Niten-ryu στην τέχνη του σπαθιού, ενώ έγραψε και «Το βιβλίο των πέντε δακτυλιδιών», πάνω στην στρατηγική, την τακτική μάχης και την φιλοσοφία του πολέμου γενικότερα, βιβλίο που και σήμερα μελετάται και, μάλιστα σε χώρους άσχετους με την τέχνη του σπαθιού, όπως εκείνοι των κοινωνικών επιστημών και των οικονομικών σπουδών (το βιβλίο κυκλοφορεί και στην ελληνική γλώσσα). O Usagi ξεκίνησε ως ανθρώπινος χαρακτήρας, και μάλιστα δευτερεύοντας, σε άλλη σειρά κόμικς του ίδιου συγγραφέα το 1981. Το 1982 o Sakai άλλαξε στους χαρακτήρες του εμφάνιση μετατρέποντάς τους σε ζώα. Ο Usagi έγινε έτσι λαγός, έχοντας δεμένα τα αυτιά του με τον χαρακτηριστικό τρόπο που οι σαμουράι έδεναν τα μαλλιά τους. Το 1984 έγινε μετακόμιση στον εκδοτικό οίκο Thoughts and Images ο οποίος είχε σκοπό να εκδώσει τη σειρά «Albedo Anthropomorphics» που βασιζόταν σε ζώα με ανθρώπινη μορφή. Ο Usagi εμφανίστηκε στο Albedo NR2.

Το φόντο της ιστορίας O Usagi ζει στην Ιαπωνία, στα τέλη του 16ου με αρχές του 17ου αιώνα, γνωστή ως περίοδος Edo ή Tokugawa από το όνομα της δυναστείας που κυβερνούσε τη χώρα. Η υπόθεση των εικονογραφημένων ιστοριών αντανακλά με

13


Χαρακτήρες Usagi & friends O Miyamoto Usagi ήταν σαμουράι που έχασε τον αφέντη του έπειτα από ήττα σε πόλεμο απέναντι σε άλλον φεουδάρχη. Έτσι, γίνεται ronin που ακολουθεί το «προσκύνημα του πολεμιστή» (warrior’s pilgrimage, ιαπωνικά Musha shugyō, μια έννοια παρόμοια με την «Ιπποτική Περιπλάνηση» στη φεουδαρχική Ευρώπη). Το προσκύνημα είναι μία περιπλάνηση στη χώρα με τον πολεμιστή να εξασκεί και να βελτιώνει τις ικανότητές του χωρίς προστασία από την οικογένεια ή βοήθεια από τη σχολή του. Σε αυτή την περιπλάνηση, μπορεί να ζητήσει να εκπαιδευτεί από άλλες σχολές, να μπλέξει σε μονομαχίες, να γίνει σωματοφύλακας, να γίνει μισθοφόρος ή να βρει ένα νέο αφέντη να υπηρετήσει. Ο χαρακτήρας που φτιάχνει ο Stan Sakai, είναι ένα πλάσμα της Τιμής. Ακολουθεί την ατραπό του Bushido, του κώδικα τιμής των σαμουράι. Βασικές αρχές του είναι η εντιμότητα, το θάρρος, η καλοσύνη, η τιμιότητα, ο σεβασμός, η τιμή και η πίστη. Κοντά σε αυτές, ως προτερήματα και αρετές θεωρούνται η ευσέβεια, η φροντίδα των ηλικιωμένων και η λιτότητα. Πάνω απ’ όλα, βέβαια, ισχύει το «καλύτερα θάνατος παρά ατίμωση». Ο Usagi είναι παραδοσιακός θεωρώντας πως ένας σαμουράι υπηρετεί μόνο έναν αφέντη στη ζωή του. Οπότε, αφού σκοτώνεται ο δικός του, δεν έχει άλλο δρόμο να ακολουθήσει παρά αυτόν του περιπλανώμενου. Η Mariko, παιδική φίλη του Usagi και μεγάλη του αγάπη. Όταν αυτός φεύγει από το χωριό για να γίνει σαμουράι στο πλευρό του Αφέντη

Mifune, εκείνη νυμφεύεται άλλον, αλλά «προλαβαίνει» να κάνει έναν γιο με τον Usagi πράγμα που εκείνος μαθαίνει πολύ αργότερα. Η Tomoe Ame, χαρακτήρας ελαφρά βασισμένος στη διάσημη γυναίκασαμουράι Tomoe Gozoen. Ανήκει στην οικογένεια (clan) Geishu εργαζόμενη ως σωματοφύλακας αλλά και κοντινότερος σύμβουλος του Lord Noriyuki. Ο Murakami Gennosuke γιος ευγενούς αλλά προδομένου σαμουράι που κατέληξε στη φτώχεια. Έμαθε την τέχνη των όπλων από τον πατέρα του, αλλά αρνούμενος να ακολουθήσει το δρόμο της εκδίκησης για την προδοσία της οικογένειάς του, γίνεται ένας κακόφημος κυνηγός επικηρυγμένων. Villains Ο Lord Hikiji είναι ο κύριος κακός της σειράς κι εχθρός του Usagi. Αν και αναφέρεται συχνά, εμφανίζεται σπάνια. O Sakai τον έχει διατηρήσει ως άνθρωπο, ο οποίος είναι διψασμένος για εξουσία με απώτερο σκοπό να γίνει σογκούν. Είναι αυτός που ευθύνεται για τους θανάτους τόσο του πατέρα όσο και του αφέντη του Usagi, Lord Mifune, αλλά και για την ουλή που έχει ο Usagi στο πρόσωπό του. Ο Lord Hebi, είναι ένας αδίστακτος daimyo, πιστός στον Lord Hikiji και πολλές φορές το δεξί του χέρι στην οργάνωση συνομωσιών. Ο Sakai τον έχει σχεδιάσει ως μεγαλόσωμο φίδι που, παρ’ ότι δεν έχει χέρια ή πόδια, χρησιμοποιεί τον όγκο του και τα δόντια του στις μάχες γινόμενος ένας εξαιρετικός μαχητής.

14

O Jei αποτελεί τον μεγαλύτερο αντίπαλο του Usagi. Στη σειρά, χρησιμοποιούνται διάφορα προσωνύμια γι αυτόν όπως, «η Λεπίδα των Θεών», «η Μαύρη Ψυχή», «ο Λογχοφόρος Δαίμονας» κ.α. Είναι σχεδιασμένος ως ψηλός λύκος και πιστεύει πως είναι ο εκλεκτός των Θεών σε αποστολή να κατατροπώσει το κακό και να εκτελέσει τους αμαρτωλούς. Μέσα στις παραισθήσεις του, όμως, βλέπει τον καθένα ως αμαρτωλό και σκοτώνει οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά του την λάθος στιγμή. Από τους υπόλοιπους χαρακτήρες, θεωρείται δαιμονισμένος και αυτό έρχεται να ενισχυθεί από το γεγονός ότι δεν πεθαίνει, ακόμα κι αν δεχθεί χτύπημα θανατηφόρο για κάθε άλλον ή ακόμα κι αν πέσει σε γκρεμό. Έχει τη δυνατότητα να «αλλάζει» τα σπαθιά μετατρέποντας τη λεπίδα σε μαύρη, έτσι ώστε να ταιριάζει με την ψυχή του. Με αυτά, έχει τη δυνατότητα να κλέβει τις ψυχές των αντιπάλων του (μια ιδέα γνωστή στους φίλους του fantasy από τον Michael Moorcock και τον ήρωά του Elric). O Sakai δεν ξεφεύγει από τα πρότυπα των λαϊκών παραμυθιών που παρουσιάζουν με κακή εικόνα συγκεκριμένα είδη ζώων (φίδι, λύκος, αλεπού), αλλά χρησιμοποιεί τον άνθρωπο, ως το πιο εξελιγμένο ον, στη θέση του επικεφαλής των κακών. Υπάρχουν και διάφοροι άλλοι χαρακτήρες που παρουσιάζονται είτε κατά μόνας, είτε ως ομάδα, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, φίλοι του Usagi απεικονισμένοι ως κατοικίδια ή γενικώς αγαπητά ζώα (γάτα, λιοντάρι, κλπ), αλλά και εχθροί με την ακριβώς αντίθετη μορφή (π.χ. νυχτερίδες).


Εκδόσεις Η σειρά Usagi Yojimbo έχει εκδοθεί από τρεις διαφορετικές εταιρίες. Η πρώτη έκδοση έλαβε χώρα από την εταιρία «Fantagraphics» (Vol.1, 38 τεύχη, συν ένα τεύχος Summer Special και τρία Color Specials). Επόμενη ήταν η «Mirage Comics» (Vol.2, 16 τεύχη) και τρίτη η εταιρία που την εκδίδει έως σήμερα η «Dark Horse Comics» (Vol.3, πάνω από 150 τεύχη συν ένα Color Special). Καθώς ο χαρακτήρας ανήκει στον δημιουργό του και δεν έχουν πωληθεί τα δικαιώματα αλλού, έχουν εκδοθεί και κάποιες μικρές ιστορίες σε άλλες εταιρίες κατά την κρίση του Sakai, αλλά και σε εκδόσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως η καταπολέμηση του καρκίνου σε παιδιά.

Υπόλοιπες Εμφανίσεις Ο Usagi έχει εμφανιστεί στη σειρά «Τα Χελωνονιντζάκια» (σε τεύχη, σε τηλεοπτικά επεισόδια αλλά και σε φιγούρες). Επίσης, ο Sakai δημιούργησε μια σειρά spin-off (κόμικς που παρουσιάζουν τους χαρακτήρες μιας σειράς σε εναλλακτική πραγματικότητα), την Space Usagi, όπου τον παρουσιάζει σε ένα φανταστικό μέλλον το οποίο ομοιάζει στην πολιτική και κοινωνική δομή του με τη φεουδαρχική Ιαπωνία.

Βραβεία Η σειρά έχει τιμηθεί με τα τέσσερα κάτωθι βραβεία Eisner (αντίστοιχα των Όσκαρ για κόμικς) κι έχει ακόμα άλλες είκοσι υποψηφιότητες: 1996 «Eisner Award for “Best Letterer”»(Groo and Usagi Yojimbo). 1996 «Eisner Award for “Talent Deserving of Wider Recognition”» (Usagi Yojimbo). 1999 «Eisner Award for “Best Serialized Story”» (Usagi Yojimbo “Grasscutter”). 2012 «Eisner Award for “Best Lettering”» (Usagi Yojimbo).

Επιρροές από κινηματογραφικές ταινίες O Sakai εκτός της Ιαπωνικής παράδοσης έχει εμπνευστεί και από τον ιαπωνικό κινηματογράφο. Ο αφέντης του Usagi ονομάζεται Mifune, μια αναφορά στον μεγάλο Ιάπωνα ηθοποιό και πρωταγωνιστή πολλών ταινιών με θέμα τους σαμουράι, Τοσίρο

Μιφούνε. Ο κυνηγός επικηρυγμένων Murakami Gennosuke, είναι εμπνευσμένος από τους ρόλους του Μιφούνε στις ταινίες «Yojimbo» και «Sanjuro». Ο χαρακτήρας ZatoIno, το τυφλό γουρούνι-ξιφομάχος, είναι εμπνευσμένος από τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας «Zatoichi». Στην ιστορία με τίτλο «Lone Goat and Kid», υπάρχει ένας δολοφόνος που τριγυρνάει στη χώρα μαζί με το μικρό γιο του που τον έχει σε καροτσάκι, ευθεία αναφορά στο φιλμ/σειρά κόμικς, «Lone wolf and cub».

Επίλογος Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μία πολύ καλή σειρά που θα αρέσει σε κάθε φίλο των κόμικς ο οποίος αγαπά όχι μόνο την κουλτούρα των σαμουράι αλλά την περιπέτεια γενικότερα. Ωστόσο, επειδή ο δημιουργός έχει κάνει εξαιρετική

15

δουλειά πάνω στην ιαπωνική ιστορία και λαογραφία, ο φίλος των σαμουράι θα το ευχαριστηθεί περισσότερο αφού το έργο αναδεικνύει ποιοτικά και με ιστορική ακρίβεια την εποχή τους αποτυπώνοντας στο χαρτί την τέχνη, την μόδα, την αρχιτεκτονική, τον χαρακτηριστικό οπλισμό και τα υπόλοιπα γνωρίσματα της. Η σειρά έχει πάρει άλλο ένα βραβείο το 1990, το «Parent’s Choice Award», ένα βραβείο που το επιλέγουν γονείς για την εκπαιδευτική αξία του εκάστοτε έργου. Καταληκτικά, ο Usagi αξίζει την αναμφίβολα την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού. Όποιος από εμάς, λοιπόν, θελήσει να περιπλανηθεί στις βροχερές χώρες της άπω ανατολής αναζητώντας την περιπέτεια και εμπιστευόμενος την ζωή του στο ανυπέρβλητο τεχνικά ιαπωνικό ατσάλι της katana δεν έχει παρά να τον ακολουθήσει.


Ο

Ο Τρίτος Ιππότης

Αντόνιους Μπλόκ είναι παλιός μου σύντροφος. Σε μιά άλλη εποχή πολεμήσαμε μαζί τους Άραβες και τους Τούρκους. Τότε φοράγαμε τον Σταυρό, συνδετικό σύμβολο της χριστιανικής Ευρώπης, αν και περισσότερο πιστεύαμε στο σπαθί μας και λιγότερο στο Χριστό. Ο Αντόνιους Μπλόκ ήταν Σουηδός, ένας ιδεαλιστής στρατιώτης, που πάντα αναζητούσε την αλήθεια και το νόημα της ζωής. Πριν από επτακόσια τόσα χρόνια χωρίσαμε πικραμένοι και νικημένοι, αφήνοντας πίσω μας τους Άγιους Τόπους χωρίς ελπίδες επιστροφής. Σε αυτή τη ζωή, τον ξανασυνάντησα καθυστερημένα στους δρόμους της τέχνης, πολύ μετά τον Δον Κιχώτη και τον Ιππότη του Ντύρερ, γι’ αυτό και τον αποκαλώ τρίτο ιππότη. Ο Αντόνιους Μπλόκ, ο τρίτος ιππότης (του κινηματογράφου), έχει άλλωστε κοινά στοιχεία και με τους δύο άλλους (της λογοτεχνίας και της ζωγραφικής): Χαρακτηρίζεται από τον ιδεαλισμό του πνευματικού τύπου του πρώτου, που αδιαφορεί γιά την πρακτική πλευρά των πραγμάτων χωρίς όμως να καταλήγει «ιππότης της ελεεινής μορφής». Ιππεύει όπως ο δεύτερος, ανάμεσα στον Θάνατο και τον Διάβολο χωρίς όμως την ακλόνητη πίστη και την περιφρόνηση που διακρίνει τον Γερμανό ιππότη. Πριν λίγα χρόνια, στην ανοιχτή αίθουσα ενός θερινού σινεμά, έμαθα ποιά ήταν η κατάληξή του, στην κορυφαία ταινία Det Sjunde Inseglet του συμπατριώτη του Ingmar Bergman.

Το πρώτο πλάνο μας δείχνει τον συννεφιασμένο ουρανό. Το άνοιγμα της έβδομης και τελευταίας σφραγίδας σηματοδοτεί την οριστικοποίηση των συμβάντων που οδηγούν στο τέλος του κόσμου. Η κάμερα εστιάζει δίπλα στη θάλασσα: σε μιά πετρώδη ακρογιαλιά, ξεκουράζεται ο Σουηδός Σταυροφόρος παίζοντας σκάκι με τον εαυτό του, έχοντας δίπλα του το σπαθί του. Εχει μόλις επιστρέψει στην πατρίδα έπειτα από δέκα χρόνια περιπλάνησης, αδύναμος και χωρίς τις απαντήσεις που έψαχνε. Εκεί, στα σύνορα της ξηράς με το υγρό στοιχείο, τον πλησιάζει απειλητικά ο μαύρος αγγελιοφόρος και τον καλεί στο τελευταίο του ταξίδι. O τέταρτος καβαλάρης της Αποκάλυψης, ο Θάνατος πάνω στο χλωμό του άλογο έχει ήδη ελευθερωθεί με το άνοιγμα της τέταρτης σφραγίδας. Ο παλιός μου σύντροφος προτείνει στο Θάνατο μιά παρτίδα σκάκι: « Θά ζήσω όσο παίζουμε. Αν νικήσω θα με αφήσεις ». Προσπαθεί να κερδίσει λίγο χρόνο γιά να ξαναδεί το κάστρο του και ίσως για να απαντήσει στα χρόνια, μεταφυσικά του ερωτήματα.

Ο αφηγητής διαβάζει την Αποκάλυψη του Ιωάννη : «. . . Κι όταν άνοιξε την έβδομη σφραγίδα έγινε σιγή στον ουρανό ώς μισή ώρα. Κι ύστερα είδα τους εφτά αγγέλους που στέκουνταν μπροστά στο Θεό και τους δόθηκαν εφτά σάλπιγγες. . . »

Στο ζοφερό τοπίο της χριστιανικής μυθολογίας των σπασμένων σφραγίδων, καθώς επίκειται το τέλος του κόσμου κι εξαπλώνεται μιά επιδημία πανούκλας, ο Αντόνιους Μπλόκ ψάχνει τον Θεό ανάμεσα σε ιεροκήρυκες του φόβου και αρρωστημένους πιστούς, βρωμερούς χωριάτες και τρελαμένες μάγισσες.

16


Οπως λέει ο ίδιος, ζει στα όνειρα και στις φαντασιώσεις, δεν φοβάται να πεθάνει αλλά θέλει γνώση, όχι πίστη και υποθέσεις. Δεν βρίσκει δικαίωση στη ζωή που ορίζεται μόνον από τον θάνατο. Αγνωστικιστής που θέλει αλλά δεν μπορεί να πιστέψει, ψάχνει ακόμη και τον Διάβολο ώστε να τον ρωτήσει γιά την ύπαρξη του Θεού. Η σωστή απάντηση γιά το νόημα της ζωής - αν και όχι γιά τον Θεό - έρχεται μέσα από την συναναστροφή με μιά «θεία» οικογένεια πλανόδιων γελωτοποιών. Η χαρά της ζωής βρίσκεται στα απλά πράγματα: στην υγεία, στην αγάπη της οικογένειας, στον δροσερό αέρα μιάς φωτεινής ημέρας, στην ομορφιά του φυσικού τοπίου. Οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι δεν είναι όμως συνηθισμένοι βιοπαλαιστές, είναι θεατρίνοι και τραγουδοποιοί. Ο άνδρας καλλιτέχνης βλέπει οράματα πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων και μας υπενθυμίζει τον τρόπο που η Τέχνη μπορεί να σώζει. Ο κόσμος δικαιώνεται ως αισθητικό φαινόμενο και ο πρώην σταυροφόρος μπορεί να δικαιωθεί επίσης ως φρουρός των συνόρων, ως φύλακας της ομορφιάς του κόσμου, της τέχνης και της κοινότητας των απλών, άξιων ανθρώπων. Ο ιππότης-φρουρός μέσα στο δάσος, με τη λαβή του σπαθιού προτεταμένη στον ώμο, χάνει φυσικά την παρτίδα με τον Θάνατο αφού όμως πρώτα έχει εξασφαλίσει την διαφυγή και σωτηρία του ζευγαριού των καλλιτεχνών. Μέσα στην καταιγίδα, επιστρέφει στον πύργο του κι εκεί ο Θάνατος τον παίρνει και τον οδηγεί μαζί με τους άλλους χαρακτήρες του δράματος σ’ έναν εξόδιο, μακάβριο χορό.

17

Ο ευεργετημένος, οραματιστής καλλιτέχνης βλέπει την σκηνή από μακριά και την αποθανατίζει στη μνήμη του και στην δική μας σαν μιά τελευταία φωτογραφία υψηλής αισθητικής. Βεβαίως, το τέλος γιά μας είναι πάντα μιά νέα αρχή . . . Δεν ήταν πρόθεσή μου να γράψω γενικά γιά το έργο, την εικονογράφιση και τους άλλους συμβολικούς χαρακτήρες. Αλλωστε ο πραγματιστής, κυνικός, γενναίος και άθεος ιπποκόμος Γιένς αξίζει μόνος του ένα ξεχωριστό κείμενο - η στάση του καμμία σχέση δεν έχει με τον χυδαίο ρεαλισμό πληβείου, τύπου Σάντσο Πάντσα. Ηθελα μόνον να θυμηθώ τον παλιό μου συμπολεμιστή και να υποστηρίξω την προσωπογραφία, που τόσο πιστά κατέγραψε ο φακός της μηχανής του σκηνοθέτη. Οπως λέει ταιριαστά κι ο Οσκαρ Γουάϊλντ μέσω του λόρδου Χένρυ, σε ένα από τα ευαγγέλια της αισθητικής μας: «Λατρεύω τις απλές απολαύσεις ... Είναι το τελευταίο καταφύγιο των σύνθετων ανθρώπων». Sun Knight Η Εβδομη Σφραγίδα (1956): σκηνοθεσία και σενάριο του Ι. Μπέργκμαν, φωτογραφία του Γκούναρ Φίσερ, Αντόνιους Μπλόκ ο ηθοποιός Μαξ φον Σίντοβ. Το απόσπασμα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη: σε μεταγραφή του Γ. Σεφέρη. Ευαγγέλιο της Αισθητικής: Το Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέη.

Διαβάστε την διαδικτυακή “Πολεμική Σημαία” του Sun Knight στην ηλεκτρονική διεύθυνση: sunwarflag.blogspot.gr


πάθος – κλέφτης και τυχοδιώκτης, μακριά από τη Κιμμέρια, ερχόμενος αντιμέτωπος με πλάσματα, ανθρώπους και κοινωνίες μάλλον περίπλοκες και δυσνόητες για την απλοϊκή του φύση και για τα βασικά ένστικτα που τον καθοδηγούν και τον ανδρώνουν.

(ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1970 – ΜΑΡΤΙΟΣ 1973)

ROY THOMAS - BARRY WINDSOR SMITH

Α

του Χρήστου «Kane» Νάστου

υτή είναι η πρώτη εμφάνιση σε comic (και κορυφαία κατά το γράφοντα) του πασίγνωστου βάρβαρου λογοτεχνικού ήρωα, που δημιούργησε ο ανυπέρβλητος συγγραφέας Ρόμπερτ Έρβιν Χάουαρντ (1906-1936). Πρόκειται για μια ευφάνταστη σειρά που αποτελείται τόσο από πρωτότυπες ιστορίες όσο κι από πιστές μεταφορές διηγημάτων του συγγραφέα, γραμμένες ή διασκευασμένες από την μαγική πένα του Roy Thomas και σχεδιασμένες από τον μεγάλο

Βρετανό (γεννημένο στο Λονδίνο στις 25 Μαΐου 1949), Barry Windsor Smith. Ταυτόχρονα αποτέλεσε και μια τεράστια εμπορική επιτυχία για την εκδοτική εταιρία Marvel, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από τις εξαιρετικές επανεκδόσεις σε πολυτελείς τόμους τα τελευταία χρόνια. O Κόναν παρουσιάζεται σε αρκετά νεαρή ηλικία εδώ, να ζει τις πρώτες του περιπέτειες ως άπειρος - μα γεμάτος ζωτική φλόγα και άσβεστο

Conan the Barbarian, τεύχος: 14 Μαρτίου 1972

18

Πιθανότατα, και με βάση τις κατά καιρούς άφθονες κριτικές και αναφορές από ειδικούς του χώρου, μάλλον μιλάμε για το καλύτερο sword and sorcery comic. O Roy Thomas, αποφεύγοντας αρκετά από τα τότε κλισέ της ηρωικής φαντασίας, ζωντανεύει με επιτυχία το νεαρό Κιμμέριο πολεμιστή, γράφοντας διαχρονικές ιστορίες που στέκουν αυτόνομες και μπορούν να διαβαστούν μεμονωμένα και ως αυτοτελή one-shots. To σχέδιο του Smith (σε μελάνωμα του Sal Buscema) στα πρώτα τεύχη φαντάζει κάπως λιτό (αν και αυστηρά προσωπικό!), στη συνέχεια όμως, και καθώς ολοένα δένει με το συγγραφέα, οι εικόνες του απογειώνονται, δημιουργώντας δυσθεώρητα αισθητικά πρότυπα στα πλαίσια της εικονογραφημένης νουβέλας.

Conan the Barbarian, τεύχος: 19 Οκτωβρίου 1972


Οι διάλογοι κυριολεκτικά παρασύρουν και μεταφέρουν με ονειρική ευκολία στον μακρινό και αρχέγονο κόσμο της επιβλητικής Υπερβόρειας ενώ τα σενάρια με έντονη την ζωντάνια στην πλοκή και τη δομή τους καθηλώνουν τον αναγνώστη (έμπειρο ή μη), περιέχοντας όλα εκείνα τα στοιχεία για μια άψογη εικονογραφημένη νουβέλα ηρωικής φαντασίας, όπως σκληροτράχηλους πολεμιστές, άγριους ληστές, δαιμονικούς μάγους που κλείνουν συμφωνίες με ανείπωτα εφιαλτικές οντότητες καθώς και καλλίγραμμες αλλά και δολοπλόκες θηλυκές παρουσίες!

Ο Κόναν του Smith είναι πιο λεπτός, ομορφότερος, νευρώδης και λιγότερο ογκώδης εμφανισιακά σε σχέση με αυτόν του John Buscema στο «Savage sword of Conan». Η πλαστικότητα των σωμάτων και των κινήσεων, οι εικαστικές λεπτομέρειες της εποχής, οι ολοζώντανες σκηνές δράσης και η εντυπωσιακή ζωτικότητα και εκφραστικότητα των προσώπων αιχμαλωτίζουν των αναγνώστη ως και σήμερα, πάνω από 40 χρόνια από τη δημιουργία της κλασικής αυτής σειράς. Η δημιουργική επιρροή της ρομαντικής σχολής των προραφαηλιτών στα παστέλ χρώματα, στα σχέδια και στο ύφος των χαρακτήρων είναι πασιφανής και δηλωμένη από τον ίδιο τον Smith.

Conan Saga - 1, 1987

Η ατμόσφαιρα των ιστοριών παραπέμπει στα πρωτότυπα διηγήματα του Ρόμπερτ Χάουανρντ ενώ η σεναριακή και σχεδιαστική τους απεικόνιση γίνεται με γοητευτικό τρόπο και με κάθε απαραίτητη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα άψογου script-writing αποτελούν τα «Grey God Passes», «Zukala ’s Hour» (βασισμένη στο ομώνυμο ποίημα) και «The Garden of Fea». Η συνεργασία των 2 μεγάλων δημιουργών διήρκησε από το τεύχος 1 ως και το τεύχος 24 (με εξαίρεση τα τεύχη 17,18 και 22) και απέσπασε αρκετά βραβεία την εποχή κυκλοφορίας της σειράς. Ο πύργος του Ελέφαντα, οι φύλακες της κρύπτης και τα σκοτεινά, αιματοβαμμένα σοκάκια της Shadizar θα καλούν για πάντα όσους είχαμε την τύχη να περάσουμε κάποια εποχή της ζωής μας από τις χάρτινές τους επικράτειες… Conan the Barbarian, τεύχος: 1 Οκτωβρίου 1972

19


Συνέντευξη με τον Άγγελο Περλεπέ των

Οι Angelo Perlepes’ Mystery αποτελούν ένα από τα πλέον σημαντικά συγκροτήματα της ελληνικής σκηνής του heavy metal. Εκκινώντας από τα μισά της δεκαετίας του ’80 και κάνοντας την πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική τους εμφάνιση το 1991, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον με τις ποιοτικές μουσικές συνθέσεις που παρουσιάζουν. Η συντακτική ομάδα της «Φανταστικής Λογοτεχνίας» ευχαριστεί τον δημιουργό, κιθαρίστα και επικεφαλής τους Άγγελο Περλεπέ για την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας παραχώρησε. Ερωτήσεις Σταμάτη Μαμούτου Άγγελε σε χαιρετώ. Η πρώτη μου ερώτηση αφορά την αρχή της διαδρομής σου στο περιβάλλον του heavy metal και του ευρύτερου σκληρού ήχου. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η αγαπημένη μας μουσική διέθετε στην χώρα μας ένθερμους υποστηρικτές. Ωστόσο, οι εγχώριες μπάντες δεν υπήρξαν πολλές ούτε κατάφερναν να αναγνωριστούν εύκολα στο εξωτερικό. Πόσο δύσκολο ήταν για έναν μουσικό με σπουδαία τεχνική και μουσική καλλιέργεια όπως εσύ να περάσει με το συγκρότημά του από το επίπεδο της τοπικής μπάντας στην πρώτη ολοκληρωμένη δισκογραφική κυκλοφορία; Ήταν πολύ δύσκολο από την άποψη ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κόσμος με κινητά τηλέφωνα, δεν υπήρχε YouTube, δεν υπήρχαν άλλοι τρόποι προώθησης παρά ο παραδοσιακός. Δηλαδή, «οργανώνω μια συναυλία - ελάτε να μας δείτε». Θα έπρεπε να παρίστασαι εκεί για να γνωρίσεις τη μουσική των Mystery. Ωστόσο. προσωπικά πάντα πίστευα ότι ένα ακροατήριο πρέπει να δημιουργείται σταδιακά. Όχι να έχεις 100.000 χτυπήματα στο YouTube, αλλά να δημιουργείς πραγματική σχέση με τον ακροατή και εκείνος να σου το ανταποδίδει με το χειροκρότημα (που είναι η πρώτη σχέση) ή με την αγορά ενός άλμπουμ. Οργανώσαμε πολλές συναυλίες διότι αυτό αποτελεί για εμένα την πεμπτουσία του Heavy Metal. Εκεί, συντελείται μυσταγωγία.... Το έχω βιώσει αυτό. Οι συναυλίες βέβαια ήταν κάτι το δύσκολο εφόσον και προβλήματα υπήρχαν με την υλικοτεχνική υποδομή, αλλά και πάρα πολλές πρόβες έπρεπε να γίνουν ώστε να παρουσιάσεις ένα καλό αποτέλεσμα. Πολλές πρόβες εκείνη την εποχή, με ένα σχήμα στο δικό μας ύφος και προσέγγιση, με τις ενορχηστρώσεις και τις ατμόσφαιρες των Mystery, σε μια χώρα που όλα αυτά θεωρούνταν...«κάπως», ήταν κάτι που επίσης παρουσίαζε δυσκολίες. Επιπλέον, η παρουσία και η εμφάνιση των μελών ήθελα να ανταποκρίνεται πλήρως στη μουσική και στις ατμόσφαιρες, καθώς θεωρώ ότι αποτελεί δρώμενο. Αν κάποιος σε πληρώνει για να παρακολουθήσει ένα δρώμενο θα πρέπει να τον ανταμείψεις. Για να το επιτύχεις θα πρέπει να καταβάλεις ιδιαίτερη προσπάθεια. Βέβαια, τα προβλήματα υλικοτεχνικής φύσης μερικές φορές ξεπερνιούνται και είναι αναμενόμενα. Αυτό που δεν ξεπερνιέται εύκολα είναι το πρόβλημα στο μυαλό κάποιων... Το 1991, κι ενώ στα δρώμενα της «μεταλλικής σκηνής» το παραδοσιακό heavy metal είχε υποχωρήσει εμπρός στην ώθηση που έδινε η μουσική βιομηχανία στο thrash, στο

death και στα λοιπά επερχόμενα ρεύματα του ακραίου ήχου, οι Mystery κάνατε την πρώτη σας εμφάνιση με τον ομώνυμο δίσκο. Έναν δίσκο αυθεντικού heavy metal, με ωραίες μελωδίες, με ρεφραίν που έμεναν στη μνήμη του ακροατή και με μια αύρα επικού ύφους η οποία απέπνεε ατμόσφαιρα μουσικής αισθητικής των ’80’s. Έναν δίσκο που τόσο εγώ όσο και πολλοί υποστηρικτές του κλασικού heavy metal θεωρούμε ως τον πλέον αγαπημένο μας από τους Mystery. Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτόν. Πως νιώσατε όταν τον είδατε να κυκλοφορεί; Ποια η ανταπόκριση του κοινού; Ένιωσα πολύ όμορφα, πολύ παράξενα, γιατί δεν ήταν και λίγο το να κρατάει ένα ελληνικό heavy metal σχήμα εκείνης της εποχής το άλμπουμ του στα χέρια. Ως άνθρωπος είμαι αρκετά επίμονος και προσκολλημένος στα ιδεώδη μου. Ποτέ δεν ακολούθησα τις τάσεις της μουσικής βιομηχανίας. Είχα ένα πολύ σαφές όραμα για το πώς θα πρέπει να παίζουμε, να ηχούμε, το ποιά θα είναι η λυρική μας προσέγγιση και η γενικότερη εμφάνισή μας. Στο όραμα αυτό δεν έκανα ποτέ καμία έκπτωση. Ακόμα κι όταν κάποιοι με προέτρεψαν να αλλάξουμε ύφος ή όταν άλλοι το έκαναν. Δεν παρέκλινα ούτε μία μοίρα από τα ιδεώδη μου από την πρώτη ημέρα που αποφάσισα για την δημιουργία των Mystery. Έχω την εντύπωση ότι στον ήχο του πρώτου album ανιχνεύω επιρροές από την μουσική παρακαταθήκη του Jack Starr, του Malmsteen, του Blackmore, του NWOBHM αλλά και της κλασικής μουσικής. Έχω δίκιο ή όχι; Ποιες οι βασικές μουσικές επιρροές που θεωρείς ότι σε βοήθησαν να αποκρυσταλλώσεις τον ήχο που χαρακτήριζε την μπάντα εκείνη την εποχή; Ως παιδί που ξεκίνησε να παίζει στα τέλη της δεκαετίας του ’70, και μάλιστα στην Ευρώπη -και το τονίζω αυτό, κιθαρίστες όπως ο Hendrix, o Blackmore, o Uli John Roth, o Michael Schenker, o Gary Moore, o Brian May, οι άνθρωποι δηλαδή που είχαν ένα συγκεκριμένο κιθαριστικό όραμα και κοίταγαν μπροστά, αποτέλεσαν για εμένα δάσκαλους αλλά και φάρους. Μου έδειξαν την κατεύθυνση, το δύσβατο μονοπάτι, το οποίο όμως είναι και το πιο ουσιαστικό..... Όχι τον εύκολο δρόμο που ίσως μου έδινε μια πρόσφατη ικανοποίηση και τίποτα παραπάνω. Ο αντισυμβατικός ήχος αυτών των δημιουργών αλλά και η αντισυμβατική τους προσέγγιση σε αυτόν τον ήχο με έκαναν να αισθάνομαι και να σκέφτομαι κατά αυτόν τον τρόπο. Να δημιουργώ, δηλαδή, μουσική που με ικανοποιεί, και όχι μουσική μετά συνεννοήσεως με τη βιομηχανία επάνω σε ένα «industrial plan».

20


21


χρησιμοποιήσω τόσα χρόνια μουσικής κληρονομιάς, τότε έχω όλη την ιστορία στα χέρια μου....αυτό με γεμίζει στο heavy metal. Και για να απαντήσω και στο τελευταίο υποερώτημα, ναι! Το heavy metal μπορεί να αποτελέσει αισθητική κάθαρση μέσα στη σύμβαση της Νεωτερικότητας, αλλά υπό μία προϋπόθεση....να πεθάνει....και να αναγεννηθεί, γιατί αυτή τη στιγμή κρατιέται στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Αν κάποιοι νομίζουν ότι heavy metal είναι το να βάλεις μια κιθάρα σε έναν ενισχυτή με ασύλληπτη ένταση και παραμόρφωση κάνουν λάθος. Η αγαπημένη μας μουσική είναι πολύ περισσότερα από το να κάνεις φασαρία. Επειδή έχουμε φθάσει σε αυτό ακριβώς το σημείο, για αυτό και κατέθεσα την αιρετική άποψη περί θανάτου και αναγέννησης.... Ο κλασικισμός οφείλεται στις επιρροές σου ή πηγάζει από προσλαμβάνουσες που σε οδηγούν σε πιο συνειδητές αναφορές στο παραδοσιοκρατικό κληροδότημα; Πλέον, ναι. Όταν πρωτοξεκίνησα είχα προσλαμβάνουσες από την «παλαιά μουσική» όπως την ονομάζω εγώ. Οι γονείς μου στο σπίτι ακούγανε και κλασική και ροκ. Με τον όρο «παλαιά μουσική» αναφέρομαι κυρίως στο διάστημα 1450-1820. Μεγαλώνοντας και με τα δύο είδη, θεώρησα φυσιολογικό το να συγκεράσω Ροκ με κλασική. Ταυτόχρονα, έβλεπα τους αγαπημένους μου συνθέτες και κιθαρίστες να κάνουν ακριβώς αυτό. Στιχουργικά έχεις πολλές αναφορές στην Ηρωική Φαντασία και ειδικά στον ήρωα του Μάικλ Μούρκοκ, Έλρικ. Διαβάζεις λογοτεχνία του φανταστικού; Ποιοί είναι οι αγαπημένοι σου λογοτέχνες; Μπορεί να γράψω στίχους για το οτιδήποτε τύχει να ερεθίσει τη φαντασία μου αλλά και διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσα να χτίσω γύρω τους μουσική και στίχους. Και η Ηρωική Φαντασία μου δίνει ερεθίσματα, αλλά και η πραγματική Ιστορία, η ίδια η ζωή και η Συμπαντική Νομοτέλεια. Έχω διαβάσει από παλιά πολλά έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, και ιδιαίτερα Μούρκοκ, Λάβκραφτ και Χάουαρντ. Θεωρείς ότι η βιομηχανία των εταιριών, των εντύπων και των μουσικών παραγωγών του χώρου έχει βελτιώσει την στάση της προς το ελληνικό heavy metal ; Ξεχωρίζεις στις μέρες μας κάποια μπάντα από τον Ελληνικό χώρο ;

Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την όποια στάση των εμπλεκομένων απέναντι στο ελληνικό heavy metal, εάν το ίδιο το ελληνικό heavy metal δεν ήταν ακόμη σε....εφηβική φάση. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως παραμένει στην εφηβεία τριάντα χρόνια! Έπρεπε πρώτα να «ενηλικιωθεί», να ωριμάσει η ελληνική σκηνή και μετά να πάμε παρακάτω...Οι δε εμπλεκόμενοι επιθυμούν τα χρήματα ενώ δεν αμείβονται οι ...ίδιοι οι μουσικοί! Αυτό το θεωρώ ανήθικο....Έχω σταματήσει να ακούω heavy metal από τις αρχές του 2000. Δεν παρακολουθώ τη σκηνή με τον ίδιο τρόπο όπως παλαιότερα. Ακούω άλμπουμ από φίλους, αλλά «ακούω - δεν ακούω». Είμαι πολύ απορροφημένος με τις δικές μου δημιουργίες, και ίσως πράγματα που μου άρεσαν να μην πρόλαβα να τα αφομοιώσω όπως όταν ήμουν μικρότερος. Μεγαλώνοντας, αφιερώνω όλη την προσοχή στην προσωπική μου δουλειά. Δεν έχω ξεχωρίσει τελευταία κάποια δουλειά ελληνικού σχήματος. Δεν μου αρέσει πάντως αυτό που βλέπω στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως στο χώρο του heavy metal αυτή την εποχή. Πιστεύω ότι χάθηκε ένα σημαντικότατο στοιχείο της παλαιάς έκφρασης της μουσικής αυτής, το οποίο και είναι πολύ δύσκολο να επανέλθει λόγω εποχής. Αναφέρομαι στο ρομαντικό στοιχείο που είχαν τα πρώιμα κομμάτια.... Σήμερα δεν μπορείς να επιδείξεις ρομαντισμό διότι έτσι θα πρέπει να ρίξεις τις άμυνες σου σε μια εποχή όπου αυτό είναι ανεπίτρεπτο, ασυγχώρητο, και σε καθιστά αυτομάτως ευάλωτο μέσα σε μία συμπλεγματική περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντός ενός «μοντερνιστικού» μοντέλου. Πως βλέπεις το μέλλον του επονομαζομένου και «True Metal»; Μπορεί να είναι ελπιδοφόρο; Εξαρτάται από το ποιός το οργανώνει...Επαναλαμβάνω, είμαι υπέρ της αιρετικής άποψης ότι το metal σε αυτή τη φάση πρέπει να πεθάνει, ώστε να καθαρθεί, και να δούμε τι μπορεί να προκύψει από την αναγέννησή του. Υπάρχουν εξαιρέσεις, οι οποίες όμως και επιβεβαιώνουν τον κανόνα λόγω του μικρού τους αριθμού... Τα τελευταία λόγια δικά σου.... Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να πεις στα παιδιά της Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ και στους αναγνώστες των εντύπων της; Να ακούτε heavy metal με τα αυτιά και την ψυχή σας...Όχι με τα μάτια!

22

Δισκογραφία των Angelo Perlepes’ Mystery: Angelo Perlepes’ Mystery (1991)

Tales (1999)

Fatal Passion (2001)

Into the realms of Chaos -single(2002)

Destiny (2004)

Mysterology (2005)


BELTAINE και οι Ιερές Φωτιές

Κ

άποτε, ή μήπως θα μπορούσα να πω «μία φορά και έναν καιρό», όπως συνηθίζεται όταν πρόκειται για διήγηση παλιών ιστοριών και παραμυθιών, βρέθηκα μπροστά σε έναν Παρθενώνα. Παράξενο θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος, αφού αυτός ορθωνόταν εμπρός μου ενώ εγώ βρισκόμουν σε ξένη γη. Αυτή η γη είναι η χώρα των παραμυθιών που ονομάζεται Σκωτία. Και πράγματι, όποιος έχει ταξιδέψει στην πρωτεύουσα της χώρας, το Εδιμβούργο, και περπατήσει στο Calton Hill, έναν λόφο στο κέντρο της πόλης, εκτός από το να απολαύσει την πανοραμική θέα που προσφέρει το σημείο σε όλη την πόλη, θα βρεθεί έκπληκτος, μπροστά στο εθνικό μνημείο της Σκωτίας το οποίο δεσπόζει στην κορυφή του. Το μνημείο αυτό σχεδιάστηκε κατά το πρότυπο του Παρθενώνα της Αθήνας και είναι αφιερωμένο στους πεσόντες στρατιώτες των ναπολεόντειων πολέμων αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ εξαιτίας της έλλειψης πόρων. Για αυτό απέκτησε ψευδώνυμα όπως «υπερηφάνεια και φτώχεια της Σκωτίας». Εντούτοις η ομορφιά του μνημείου, σε συνδυασμό με το τοπίο στο οποίο βρίσκεται, προσφέρεται για εξορμήσεις στη φύση καθώς επίσης και για εκδηλώσεις με χαρακτήρα λατρευτικό, όπως το φεστιβάλ της φωτιάς «Beltaine» ή «May Day Festival» ή «May Eve». Το Beltaine ήταν μια εποχιακή γιορτή που οι αφετηρίες της ανάγονται πολύ πίσω στα προχριστιανικά χρόνια και λάμβανε χώρα μεταξύ μιας ισημερίας και ενός ηλιοστασίου. Η συγκεκριμένη γιορτή αποτελούσε προάγγελο του καλοκαιριού και ένα από τα οκτώ sabbats, όπου μαζί με τις υπόλοιπες τρεις εποχιακές γιορτές («Lammas», «Sam-

hain ή Halloween» και «Imbolc») και τις ισημερίες με τα ηλιοστάσια που απάρτιζαν τα sabbats, λειτουργούσαν όπως ένα ημερολόγιο. Στο Beltaine γιόρταζαν το τέλος του χειμώνα και την έξοδο από τις κρύες σκοτεινές μέρες, καλωσορίζοντας την αναζωογονητική επίδραση του ήλιου σε ολόκληρη την πλάση και την αναγέννηση της φύσης. Κατά την συγκεκριμένη εποχή η φύση δέχεται αυτή την επίδραση του ήλιου και έτσι το δάσος γίνεται πράσινο, τα φυτά ανθοφορούν, το πράσινο της χλόης αναγεννιέται. Σε εκείνους τους καιρούς, που η ανθρώπινη αισθαντικότητα ήταν πιο ευαίσθητη, όλα τα παραπάνω σηματοδοτούσαν τη γονιμότητα, το τέλος της χειμερίας νάρκης και την επανασύνδεση των μελών της κοινότητας. Ως προάγγελος της εποχής του καλοκαιριού συνδεόταν με την προστασία των ανθρώπων, των γαλακτοκομικών αλλά επίσης ιδιαίτερη σημασία είχε η προστασία και των ζώων από αρρώστιες, ιδιαίτερα εκείνων που θα ξεκινούσαν το ταξίδι τους στους μεγάλους βοσκότοπους, καθότι οι Κέλτες ήταν κατά το πλείστον ποιμενικός λαός. Έτσι ένας Δρυίδης, δηλαδή ένας ιερέας, άναβε δύο μεγάλες φωτιές και περνούσαν ανάμεσα άνθρωποι και ζώα ή πηδούσαν πάνω από αυτές. Για τον ίδιο λόγο, το φύσημα του καπνού σε ανθρώπους και ζώα και η στάχτη επάνω στις καλλιέργειες, ως παράγωγα της φωτιάς, είχαν μεγάλη προστατευτική δύναμη. Το άναμμα της φλόγας από την τριβή ξύλου πιστευόταν ότι πυροδοτούσε μια «Ιερή Φωτιά». Η γιορτή είχε στο επίκεντρό της τον ήλιο και το φως γι αυτό και το όνομα

23

της σχετίζεται με τον θεό Bel ή Belenus ή Belen, το όνομα του οποίου στα κελτικά σημαίνει «Φωτεινή Φωτιά» ή «Μεγάλος Θεός». Πολλά μέρη που ήταν αφιερωμένα στον Belen μετά τον εκχριστιανισμό τους αφιερώθηκαν στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Ήταν το φως, ο ήλιος και όπως μας πληροφορεί ο Kadith, το αρχαιότερο ιρλανδικό αλφάβητο ξεκινά από τα γράμματα BLN (BeLeN). Ασφαλώς, ένας τρόπος μίμησης του ήλιου είναι η ίδια η φωτιά. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της παράδοσης σχετίζεται με τις φωτιές και το πέρασμα ανθρώπων και ζώων από αυτές ως τελετουργική προϋπόθεση για απόκτηση υγείας, καλής τύχης και προστασίας. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιοι χωρικοί πριν από την μέρα της γιορτής πήγαιναν στο δάσος για να μαζέψουν εννέα ιερά ξύλα για τις φωτιές.

Nymphs and Satyr, William-Adolphe Bouguereau


Στα πλαίσια του Beltaine λάμβανε χώρα ένα ξεχωριστής σημασίας τελετουργικό. Ήταν η καύση μιας μεγάλης ανθρώπινης φιγούρας από ξύλο και άχυρο. Το όνομα της φιγούρας: «Wicker Man». Όταν η σοδειά ήταν φτωχή γινόταν επίκληση στους θεούς προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη σοδειά για την επόμενη χρονιά. Η τελετή της επίκλησης απαιτούσε τη θυσία ενός ζώου ή ανθρώπου, όπως μας λέει ο Ιούλιος Καίσαρας. Πέραν όμως των όσων αναφέρονται από τον Καίσαρα δεν υπάρχουν αποδείξεις για ανθρωποθυσίες στις τελετές των Κελτών. Εντούτοις, σε άλλα αρχαία τελετουργικά που έχουμε αποδείξεις για ανθρωποθυσίες, φαίνεται πως οι θυσιαζόμενοι ήσαν είτε πολύ προχωρημένης ηλικίας είτε άνθρωποι με ανίατες ασθένειες οι οποίοι αυτοθυσιάζονταν για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των απογόνων τους είτε εγκληματίες . Η ομότιτλη cult ταινία «Wicker Man» του 1973, εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα του David Pinner που φέρει τον τίτλο «Ritual» και κυκλοφόρησε το 1967, είναι ένα θρίλερ το οποίο με έξυπνο και υποβλητικά τρομακτικό τρόπο μνημονεύει τα έθιμα των παγανιστών Κελτών στο Beltaine. Σε μια από τις κομμένες σκηνές της ταινίας, μάλιστα, τραγουδά ο μοναδικός Christopher Lee. Το εν λόγω μυθιστόρημα ξαναπαρουσιάστηκε κινηματογραφικά υπό τον ίδιο τίτλο, σε σκηνοθεσία του Neil Labute και με πρωταγωνιστή τον Nicolas Cage, το 2006. Ως ταινία ήταν άνιση με την προηγούμενη και μάλλον θα μας μείνει στην μνήμη για την αφιέρωση του Cage στον εκλιπόντα φίλο του κιθαρίστα των Ramones Johnny Ramone. Όπως και στη γιορτή Samhain ή Halloween έτσι και στο Beltaine, αντανακλάται η αντίληψη της κελτικής μυθολογίας σύμφωνα με την οποία το πέπλο που χωρίζει τον δικό μας ορατό κόσμο από έναν άλλο κόσμο υπαρκτό αλλά αόρατο είναι πολύ λεπτό. Το Samhain σχετίζεται με τον κόσμο των νεκρών και το σκοτάδι ενώ το Beltaine με τον κόσμο των ξωτικών και του φωτός! Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις, η βασίλισσα των νεραϊδών και των ξωτικών καβάλα στο λευκό άτι της και με τις καμπανούλες του αλόγου της να χτυπάνε, έρχεται στη γη των ανθρώπων για να τους δελεάσει και να τους πάρει μακριά. Σε πολλές ιστορίες με ξωτικά και νεράιδες υπάρχουν αναφορές σε ανθρώπους που χάθηκαν για χρόνια και εμφανίστηκαν ξαφνικά χωρίς να θυμούνται το πώς ή ανθρώπους που δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς! Συνεπώς, η χρήση της φωτιάς στις τελετουργίες είχε συν τοις άλλοις εξευμενιστικό και κατευναστικό χαρακτήρα. Υπάρχουν αμέτρητοι μύθοι και ιστορίες που σχετίζονται με αυτά τα πλάσματα/πνεύματα. Στην νεώτερη λογοτεχνία ο William Butler Yeats, στο

ποίημά «The Stolen child» (1886), τα παρουσιάζει να υφίστανται σε έναν κόσμο χαράς και της ξεγνοιασιάς σε αντίθεση με εκείνο των ανθρώπων που είναι ο κόσμος των δακρύων και του θρήνου. Στο «Βιβλίο των Εισβολών», το οποίο είναι γραμμένο τον 12ο αιώνα μ.Χ και στηριζόμενο στις αυθεντικές ιρλανδικές παραδόσεις καταγράφει την ιστορία των ιρλανδικών φυλών από τις ομιχλώδεις εποχές της απώτατης αρχαιότητας, αναφέρονται ως Aos Si, δηλαδή πνεύματα που ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Μία λογοτεχνική έκδοση του όρου Aos Si είναι το Tuatha Dé Danann που σημαίνει (οι άνθρωποι της θεάς Ντάνου). Σύμφωνα με μια ριψοκίνδυνη αλλά ενδιαφέρουσα ερμηνεία οι Tuatha Dé Danann, οι οποίοι ζούσαν

John Collier Queen Guinevre’s Maying grey

στην Ιρλανδία όταν αντιμετώπισαν το κύμα εισβολών των Μιλησίων, δηλαδή των υιών της Ισπανίας, μετά την ήττα τους κρύφτηκαν μέσα σε σπηλιές και στα βουνά. Εκεί δημιούργησαν τον αόρατο κόσμο των ξωτικών. Επίσης ο όρος Banshee, συνδέεται με τα Aos Si και αντίστοιχα στα Γαελικά, Ιρλανδικά και Σκωτσέζικα, σημαίνει το θηλυκό πνεύμα. Έχει, όμως, αρνητικό χαρακτήρα και θεωρείται οιωνός θανάτου. Λέγεται πως αν μία Banshee κλαίει, τότε κάποιος θα πεθάνει. Ιστορίες με Banshees υπάρχουν πάρα πολλές στα Highlands. Η παράδοση τις θέλει να είναι τρομακτικές και άσχημες ή πολύ όμορφες σε οποιαδήποτε ηλικία. Σε ορισμένες αναφορές συγχέονται με την ιρλανδική θεά της μάχης, Morrígan. Τα ονόματα οικογενειών που σχετίζονται με τα Banshees, συνήθως έχουν το πρόθεμα «Μac» ή «Ó» μπροστά. Κατά κάποιον τρόπο τα

24

Banshees αποτελούν αντίστοιχα των αρχαιοελληνικών νυμφών, δηλαδή των πνευμάτων που συνδέονταν με τη φύση, τα ποτάμια και τα δέντρα. Έχει σημασία να σημειώσουμε πως μια από τις κόρες του Άτλαντα και της Πλειόνης, ήταν η νύμφη Μαία, η ομορφότερη από όλες τις αδερφές, της οποίας πήρε το όνομα ο μήνας ΜάιοςMay. Οι κόρες του Άτλαντα αργότερα έγιναν ο αστερισμός των Πλειάδων και κατά τον Ησίοδο στο «Έργα και Ημέραι» οι Πλειάδες όταν εμφανίζονται στην ανατολή -και αφού έχει περάσει ο ήλιος τον Ταύρο- σηματοδοτούν την είσοδο του καλοκαιριού ενώ κατά τη δύση τους προαναγγέλλουν την αρχή του χειμώνα. Ο Μάιος επίσης είναι αφιερωμένος στο θεό Ερμή, υιό της Μαίας και του Δία. Το Beltaine είχε λησμονηθεί στα μέσα του εικοστού αιώνα και αναβίωσε σαν πολιτιστικό γεγονός από μια ομάδα καλλιτεχνών και ακαδημαϊκών το 1988 στο Calton Hill, όπου και εξακολουθεί να εορτάζεται με χιλιάδες κόσμο να το παρακολουθεί και πολλούς ανθρώπους αφοσιωμένους στην οργάνωσή του. Οι οργανωτές χωρίζονται σε διάφορες ομάδες που αντιπροσωπεύουν τα στοιχεία της φύσης (γη, νερό, φωτιά, αέρας) και φτιάχνουν αντίστοιχα κουστούμια, σκηνογραφούν τα τελετουργικά χορευτικά και συνθέτουν επιδείξεις κι ακροβατικά σε μια φανταστική ιστορία. Το Beltaine, μετονομασμένο σε «φεστιβάλ της φωτιάς» σήμερα, πραγματοποιείται την 1η Μαΐου ενώ ξεκινά κατά τη νύχτα στις 30 Απριλίου. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με το ημερολόγιο των Κελτών, που ήταν ηλιακό και σεληνιακό μαζί, οι μήνες ξεκινούσαν στην Πανσέληνο και η αλλαγή της ημέρας γινόταν τη νύχτα. Λαμβάνει χώρα δίπλα και μέσα στον «σκωτικό» Παρθενώνα. Είναι θεαματικό, εντυπωσιακό και επιβλητικό, όπως ακριβώς θα ταίριαζε στην εσώτατη φύση του στοιχείου της φωτιάς. Στα δρώμενα του φεστιβάλ αναπαρίστανται επιμέρους βρετανικές παραδόσεις που σχετίζονταν με τον Μάιο. Οι κυριότερες από αυτές είναι το «Maybush» (η «Wishing Tree»), το «May birching» (ή «May boughing»), το «Maypole», καθώς επίσης και ο μύθος που συνδέει τον θεό του δρουϊδισμού Κερνούνο με την «May Queen» και τον «Green Man» ή («Jack in the Green»). Το «Maybush» ήταν ένα έθιμο που λάμβανε χώρα στην Ιρλανδία και την Αγγλία. Κατά την διάρκειά του ζώα, πόρτες και παράθυρα στολίζονταν με λουλούδια ενώ με λουλούδια ή κορδέλες διακοσμείτο ένας θάμνος ή ένα δέντρο (το «Wishing Tree»). Κάποιες φορές δίπλα στο δέντρο υπήρχε και ένα πηγάδι, το ιερό πηγάδι, που θα ‘πρεπε να χρησιμοποιείται ολόκληρο τον χρόνο. Κάθε κορδέλα, ύφασμα ή


γενικότερα πολύχρωμο αντικείμενο, γινόταν μια εκδήλωση σεβασμού και μια ευχή προς τους τοπικούς αγίους. Επρόκειτο για μια εκχριστιανισμένη αρχαία εορτή. Κατά την διάρκεια του εθίμου «May birching» οι νεαροί άφηναν λουλούδια και κλαδιά στο κατώφλι των σπιτιών των κοριτσιών ως ένδειξη ενδιαφέροντος και πρόσκλησης για την νύχτα που θα ακολουθούσε. Το «Maypole», το γνωστό Γαϊτανάκι, είναι το κοντάρι του Μαγιού. Το έθιμο αυτό είναι πρωτομαγιάτικο και το συναντούσε κανείς σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Επρόκειτο για έναν χορό γύρω από ένα ψηλό κοντάρι που έχουν στολίσει με πρασινάδα και ίσως κάποια λουλούδια (ενώ στο ελληνικό γαϊτανάκι κρέμονται γύρω απ’ το κοντάρι πολύχρωμες κορδέλες). Το κοντάρι συμβόλιζε τον φαλλό και την ένωσή του με την μητέρα γη ενώ γύρω του χόρευαν τα ζευγάρια, όπως επάνω στη γη ζωντανεύει και κινείται όλη η φύση και τα πλάσματά της.1 Το κινησιολογικό τελετουργικό του εθίμου θυμίζει την ύφανση, το κυκλικό πλέξιμο της κλωστής ή το γνέσιμο της ρόκας και φαντασιακά μας μυεί στο συμπέρασμα ότι η ζωή είναι η ποικιλία και το πλέξιμο των πλασμάτων μεταξύ τους σε έναν ατέρμονο κύκλο μέσα στον χρόνο, που περιδιαβαίνει κάθε πλάσμα ως μοναδική οντότητα από την ζωή στον θάνατο και έπειτα ξανά στη γέννηση! Ο κερασφόρος Θεός Κερνούνος στην κελτική μυθολογία ήταν ο άρχοντας του δάσους, κύριος του κυνηγιού και απεικονιζόταν με μούσι, πυκνά μακριά μαλλιά και κέρατα ελαφιού. Εξέφραζε το αρσενικό πνεύμα και σχετιζόταν με τη γονιμότητα και την βλάστηση. Ήταν ο θεός της Λαγνείας και συγγένευε με τον ελληνικό Πάνα, όπως και με άλλες θεότητες. Το ελάφι είναι σύμβολο της μακροζωίας και της άνοιξης κι ο κερασφόρος θεός διαθέτοντας εξωτερικά γνωρίσματά του συνδεόταν με το έαρ. Το φθινόπωρο ο Κερνούνος πέθαινε, όπως έπεφταν τα φύλλα από τα κλαδιά και ναρκωνόταν η φύση, ενώ την άνοιξη ανασταινόταν για να εμποτίσει τη γόνιμη θεά της γης. Η «May Queen», η βασίλισσα του Μαΐου δηλαδή, συμβόλιζε την φύση, την Μητέρα Γη. Αυτή ενωνόταν, ανάλογα με το μέρος και την παράδοση, με τον Κερνούνο (έπειτα από βοήθεια του Belenus) ή τον «Green Man». Το πάντρεμα της θεάς με τον θεό που αποτυπώνεται στην αρχαία παράδοση μπορεί να μην βασίζεται σε μια επιστημονική τεκμηρίωση κάνει όμως

παντού αισθητό το αποτέλεσμά του μέσα στην φύση, όχι βέβαια με την έννοια της μονογαμίας (με την οποία έχουμε συνηθίσει να νοηματοδοτούμε τον όρο) αλλά με εκείνη της ένωσης δύο αντιθέτων σε μια υπέρτερη ενότητα. Στη ταινία «Ομίχλη πάνω από το Άβαλον», η οποία βασίζεται στο μυθιστόρημα της σειράς βιβλίων «Mists of Avalon» της Marion Zimmer Bradley, ο Αρθούρος πρέπει να κυνηγήσει μέσα στο δάσος και να σκοτώσει τον Βασιλιά Ελάφι για να μπορέσει να συναντηθεί με την Θεά. Ίσως όχι εντελώς τυχαία μιας και ολόκληρη η ιστορία του βασιλιά Αρθούρου και του αγίου δισκοπότηρου είναι ένας συμβολισμός που περικλείει την παλιά θρησκεία η οποία έχει αφήσει τα ίχνη της μέσα στον χριστιανισμό. Ο «Green Man» ήταν ο θεός της φύσης και της βλάστησης. Φαίνεται πως έχει τις ρίζες του αρκετά πίσω στον χρόνο σε διάφορες περιοχές με αποτέλεσμα η εξέλιξη των εθίμων να γίνει ανεξάρτητα σε κάθε τόπο και αυτό να οδηγήσει σε νεώτερες εκδοχές του «Green Man», όπως ο «Jack in the Green», ο «Robin of the Hood» και ο «Herne the Hunter», μας λέει ο λαογράφος James Frazer. Σημειώνει επίσης πως υπάρχουν παρόμοιες θεότητες της φύσης και εκτός Βρετανίας. Ο «Green Man» παρουσιαζόταν ως ένα ανθρώπινο πρόσωπο με φύλλωμα ολόγυρά του. Λόγω της έλευσης του χριστιανισμού λίγα πράγματα μπόρεσαν να επιβιώσουν από την παλιά θρησκεία. Έτσι ο «Green Man» πέρασε στην λήθη με εξαίρεση κάποια μικρά σημάδια επιβίωσης που άφησε μέσα στην τέχνη. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, ήρθαν στο προσκήνιο νεότερες εκδοχές του. Κατά τον 16ο με 17ο αιώνα οι άνθρωποι έφτιαχναν γιρλάντες για την Πρωτομαγιά. Έπειτα από μεγάλο ανταγωνισμό μεταξύ των κοινοτήτων έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο περίπλοκων και περίτεχνων σχεδίων ώστε τελικά να καλύπτεται εξολοκλήρου το άτομο που είχε τον ρόλο αυτό. Έτσι δημιουργήθηκε ο «Jack in the Green». Τον 19ο αιώνα το έθιμο άρχισε να φθίνει

Τυμπανιστές στον Παρθενώνα του Εδιμβούργου, κατά την αναβίωση του Beleine στο φεστιβάλ της φωτιάς

και να αποδοκιμάζεται ως ανήθικη και άναρχη συμπεριφορά. Κατά συνέπεια το ζευγάρι «Lord and Lady of the May» έδωσε την θέση του στην ελκυστικότερη κατά την βικτωριανή κοινωνία «May Queen» ενώ ο θορυβώδης «Jack in the Green» εξαφανίστηκε. Μετά την δεκαετία του 1970 αναβίωσε και πάλι στην Ευρώπη ενώ έκανε την εμφάνισή του και στην Αμερική. Στο «φεστιβάλ της φωτιάς» του Calton Hill επικεφαλής είναι η «May Queen», της οποίας προαναγγέλλεται ο ερχομός με περιστρεφόμενες φωτιές και αναμμένες δάδες που κρατούν οι συμμετέχοντες. Η Βασίλισσα έχει σύγχρονη όψη και είναι ντυμένη στα λευκά ενώ συνοδεύεται από τις λευκές παρθένες πολεμίστριες και τους τυμπανιστές, που διαχέουν δια μέσου των τυμπανοκρουσιών την ενέργεια και κρατούν τον ρυθμό στην πομπή. Η πομπή έχει κυκλική τροχιά και εποπτεύεται από το κυανό στοιχείο, δηλαδή τους πνευματικούς οδηγούς. Έπειτα συνεχίζει έως ότου η Βασίλισσα επισκεφθεί όλους τους κατοίκους των στοιχείων για να τους ξυπνήσει και να υποδεχτούν την ίδια και αργότερα τον «Green Man». Η πομπή τελειώνει όταν μια σφοδρή αντιπαράθεση από κακόβουλα πνεύματα του χάους ξεσπά και ο κερασφόρος θεός θανατώνεται τελετουργικά από τις λευκές πολεμίστριες οι οποίες θέλουν να προστατέψουν την Βασίλισσα. Στην συνέχεια η «May Queen» ανασταίνει και μεταμορφώνει τον κερασφόρο θεό από θεό του χειμώνα σε «Green Man». Ακολουθεί ένας έντονος τελετουργικός χορός μεταξύ τους. Ο χορός σηματοδοτεί την ένωσή τους μέσα από την δύναμη της φωτιάς. Έπειτα οι κόκκινοι άνδρες αποπλανούν τις λευκές παρθένες και η αρμονία όλων των στοιχείων συντελείται. Βρισκόμενη στο Calton Hill, μεταλαμβάνω εσωτερικά το μήνυμα του αρχαίου εθίμου από όσα διαδραματίζονται εκεί στο φεστιβάλ της φωτιάς, κι ανασύρω από το νου τους «Inkubus Sukkubus» -ένα pagan gothic rock συγκρότημα- και το τραγούδι τους «Beltaine». Ένα τραγούδι για τον νεολιθικό ουρανό και τον αυλό του Πάνα, του θεού που η μουσική του ταξιδεύει στον άνεμο. Κάτω από τον ίδιο νεολιθικό ουρανό και τον ίδιο άνεμο να παίζει μουσική, ανακάλυψα τον δικό μου μύθο ατενίζοντας έναν Παρθενώνα που προσπάθησα να κατανοήσω σε μια άλλη γη, μακρινή!” Επισκεφθείτε το προσωπικό ιστολόγιο της Sekte στην ηλεκτρονική διεύθυνση: lesombresproject.blogspot.gr

Στην Ελλάδα το συγκεκριμένα έθιμο τηρείται τις αποκριάτικες μέρες και λέγεται πως έχει πάρει το όνομά του από τις κορδέλες που βρίσκονται στη κορυφή το κονταριού, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως το έθιμο σχετίζεται με τον μύθο του Άττιδος, ακόλουθο της Μητέρας Θεάς Κυβέλης. Ο Άττις, παρέβη τον όρκο που είχε δώσει στη Μητέρα Θεά για να παραμείνει αγνός και όταν το συνειδητοποίησε αυτοευνουχίστηκε και πέθανε από αιμορραγία. Οι κορδέλες σύμφωνα με το ελληνικό έθιμα είναι δεκατρείς. Τα ζευγάρια που χορεύουν γύρω του είναι έξι και χορεύουν με τρόπο ώστε να πλέκονται οι κορδέλες ομοιόμορφα η μία μέσα στην άλλη την ώρα που ένα άτομο κρατάει το κοντάρι. Συμβολικά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι οι δώδεκα μήνες του χρόνου, τα δεκατρία φεγγάρια και ολόκληρος ο κύκλος του χρόνου που γιόρταζαν οι παγανιστές και τα sabbats με τις φάσεις της σελήνης.

25


του Σταμάτη Μαμούτου

Σ

τέκομαι στο μπαλκόνι του σπιτιού μου. Γέρνω ελαφρά, ακουμπώντας στα χοντρά κάγκελα, και αφήνω το καλοκαιρινό αεράκι να περικλείσει το κορμί μου στη γλυκιά του δίνη. Ο Ανίκητος ελληνικός Ήλιος απλώνει γύρω τα πεδία της χρυσής του επικράτειας. Είναι ο ίδιος Ήλιος που χάριζε το φως του και στο καλοκαίρι του 1991. Ίσως ο μόνος που έχει μείνει ίδιος από εκείνη την εποχή καθώς όλα τα υπόλοιπα δείχνουν να έχουν αλλάξει. Ή μήπως όχι; Καλοκαίρι του 1991. Ελάχιστα πριν η ανθρωπότητα εισέλθει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Λίγους μήνες προτού οι δυνάμεις της Νεωτερικότητας ανανεώσουν την ιστορική τους ένταση μεταβαίνοντας στην Μεταμοντέρνα τους φάση. Στις συνοικίες των Αθηνών οι περισσότεροι νέοι δεν υποπτευόμαστε. Δεν φοβόμαστε. Δεν υποχωρούμε. Ερχόμαστε στην καρδιά αυτού του καλοκαιριού με την ορμή, με την αισθητική και με την μουσική της δεκαετίας του ’80. Φοράμε στενά παντελόνια, ανεβαίνουμε σε μηχανές, περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας στον δρόμο. Οι δρόμοι είναι δικοί μας. Πλατείες, γήπεδα, καταστήματα ηλεκτρονικών παιχνιδιών, σκαλιά πολυκατοικιών, φθηνά εστιατόρια, μικρές γωνιές και παγκάκια. Η ζωή και τα όνειρά μας…

men. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα μετατραπεί, ιδίως στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε μηχανισμό παραγωγής ανταγωνιστικής υστερίας και κοινωνικής απομόνωσης. Το οργανωμένο έγκλημα θα λάβει αφάνταστες διαστάσεις. Ο ηθικολογικός καθωσπρεπισμός των νέων αστέρων της δημοσιότητας, δηλαδή των ολιγαρχών της δημοσιογραφίας, θα αιχμαλωτίσει την ελληνική κοινωνία στις τηλεοπτικές διδαχές μιας υποτακτικής συμπεριφοράς ενώ οι δρόμοι μας θα πλημμυρίσουν με οικονομικούς πρόσφυγες, άσχετους στην συντριπτική τους πλειοψηφία με το ελληνικό γίγνεσθαι -και ιδίως με το ύφος των νεολαιίστικων πολιτιστικών ρευμάτων. Ο «Brave New World» της ύστερης μεταπολίτευσης θα αρπάξει την ιστορία της Ελλάδος απ’ τα μαλλιά. Ωστόσο, για όσους γοητευόμαστε απ’ την άγρια ομορφιά της «κουλτούρας του δρόμου», τα πράγματα θα χειροτερεύσουν συν τοις άλλοις και λόγω ορισμένων διαφοροποιήσεων που έχουν αρχίσει να ανιχνεύονται εντός του πεδίου στο οποίο ξεδιπλώνεται ο κοινωνικός μας βίος. Μάλιστα, ορισμένες από αυτές φαίνεται ότι σχεδιάζονται σε κέντρα των οποίων η εμβέλειά δεν περιορίζεται στην χώρα μας αλλά απλώνεται σε ολόκληρο το εύρος του δυτικού κόσμου. Οι αφανείς στα ανυποψίαστα μάτια μας επόπτες των κοινωνικών δρώμενων, ενώ διαπιστώνουν με ανησυχία ότι τα αντισυμβατικά πολιτιστικά ρεύματα και οι συνακόλουθες συμπεριφορές όσων τα εκφράζουμε στους δρόμους όχι μόνο

δεν χλομιάζουν μα αντιθέτως ανθίζουν πανευρωπαϊκά στην αυγή της δεκαετίας του ’90, είναι σε θέση να γνωρίζουν ότι στον πυρήνα της συνολικής αισθητικής αυτών των ρευμάτων κυριαρχούν οι διάφορες μουσικές τάσεις. Φροντίζουν λοιπόν σε μια πρώτη φάση, μέσω της ελεγχόμενης μουσικής βιομηχανίας, να αλλάξουν άρδην το παγκόσμιο μουσικό ύφος και να αναδείξουν νέα ρεύματα με μεταμοντέρνα χαρακτηριστικά. Η ρήση του Πλάτωνα, η οποία πριν χιλιάδες χρόνια εξέφραζε την πίστη ότι η αλλαγή ενός μουσικού ρυθμού που επικρατεί σε μια εποχή σηματοδοτεί και την συνολική αλλαγή της πολιτικής συνθήκης, θα αποδειχθεί διαχρονικά ισχύουσα και όντως αληθινή! Παράλληλα, στην Ελλάδα, η εγχώρια πτυχή της δυτικής νεωτερικής ελίτ αντιλαμβανόμενη ότι ο τρόπος ζωής του «ρομαντικού δρόμου» προϋποθέτει για όσους τον εκφράζουμε μια ισχυρή ροπή προς την περιπέτεια και την αντισυμβατικότητα, χαμογελά με ικανοποίηση βλέποντας το δηλητήριο των ναρκωτικών να διαχέεται στο περιβάλλον μας και ανθρώπους που επιχειρούν να καθιερώσουν συμπεριφορές του οργανωμένου εγκλήματος να αλωνίζουν ανάμεσά μας. Η διάθεση για περιπέτεια εκτονωμένη στις συμπεριφορές του οργανωμένου εγκλήματος και η αντισυμβατικότητα συνυφασμένη με τα ναρκωτικά. Δυο πολύ βολικά μαξιλάρια για όσους σχεδιάζουν το μεταμοντέρνο μας μέλλον!

…Δυστυχώς, εκτεθειμένα στην θέα κάποιων που εποπτεύουν από σημεία ασφαλείας και αντιλαμβάνονται ότι η «αριστοκρατική μας αλητεία» αποτελεί εμπόδιο στα σχέδιά τους και βρίσκεται στον αντίποδα της κουλτούρας που θέλουν να επιβάλουν στις ερχόμενες γενιές. Η επίθεση εναντίον του τρόπου ζωής μας, την οποία έχουν ήδη εξαπολύσει εδώ και χρόνια, θα αρχίσει σε λίγους μήνες να λαμβάνει εκτεταμένες διαστάσεις προμηνύοντας αλλαγές τοπικής εμβέλειας και αποκαλύπτοντας στοχεύσεις παγκόσμιας κλίμακας. Ένα κίβδηλο «life style» θα επιβληθεί σταδιακά από τα ιδιωτικά Μ.Μ.Ε ως ενδεδειγμένη κανονικότητα. Οι μουσικοί θα αντικατασταθούν από show-

Αφίσα συναυλίας συγκροτημάτων του ακραίου ήχου. Πρόκειται για τη δεύτερη -αν θυμάμαι καλά- ζωντανή εμφάνιση στην ιστορία των Rotting Christ

26

Είναι σαφές πως οι στόχοι έχουν τεθεί. Ακόμη, όμως, οι εμπνευστές τους δεν έχουν καταφέρει να τους πραγματοποιήσουν… Το καλοκαίρι του 1991 οι νέοι παραμένουμε αδάμαστα ρομαντικοί απολαμβάνοντας τις τελευταίες στιγμές της κουλτούρας των ’80’s. Στην συνοικία της Καλλιθέας υπάρχουν τρία σημεία που φιλοξενούν όσους αγαπάμε και υποστηρίζουμε τα διάφορα ρεύματα της σκληρής μουσικής. Το εστιατόριο «Hambo» στην κεντρική λεωφόρο Θησέως, το μνημείο για τους πεσόντες του Πόντου στην πάνω πλευρά της πλατείας Δαβάκη και το κατάστημα ηλεκτρονικών παιχνιδιών «San Francisco», που είναι ευρύτερα γνωστό ως «Βιβή» λόγω του ονόματος της ιδιοκτήτριας του, απέναντι από τον ηλεκτρικό σταθμό. Τα «Hambo» και η πλατεία Δαβάκη είναι στέκια στα οποία συναντά κανείς ως επί το πλείστον ακροατές της heavy metal ενώ στην «Βιβή» συγκεντρώνεται η «ελίτ» από όλα τα μουσικά ρεύματα του σκληρού ήχου: skinheads, ροκάδες, punks, ροκαμπιλάδες, dark wavers και πάσης τάσεως χεβυμεταλλάδες.


Στα «Hambo» περνώ τα περισσότερα καλοκαιρινά μου απογεύματα. Ένας από τους μόνιμους θαμώνες είναι ο Χρήστος ο «Bello» τον οποίο φωνάζουμε και «Κούτρουμπα» παραφράζοντας το επώνυμο του. Φορά εφαρμοστά jeans που έχει βουτήξει σε λεκάνες με χλωρίνη για να αποχρωματίζονται και να μοιάζουν με παντελόνια παραλλαγής ενώ η καστανόξανθη χαίτη του φουντώνει περήφανα καλύπτοντας τους ώμους και την πλάτη. Δίπλα του ο Πέτρος ο «Kisk». Σε λίγο καιρό θα γίνει πορτιέρης στο rock club «Χωρίς Ανάσα» και προς το παρόν, έχοντας απλωμένο συνεχώς στο πρόσωπο ένα χαμόγελο προκαταβολικής συνενοχής, μαρτυρά ότι είναι έτοιμος να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε εφηβική διαβολιά σκαρφιστούμε. Τρίτος της παρέας ο Θωμάς ο «Cesar». Η αλήθεια είναι πως δυσφορεί με την μουσική αισθητική των υπολοίπων όμως δεν αντέχει να μας αποχωριστεί ούτε για λίγα λεπτά. Ωστόσο, το επίκεντρο της παρέας αποτελούν ο Άρης ο «Έλβις», ένας white power ροκαμπιλάς με «κοκόρι» δέκα πόντους κι αρβύλες με άσπρα κορδόνια, ο Κυριάκος και ο Πανάγος, οι λεγόμενοι τρίδυμοι. Όντας τρίδυμα αδέρφια είναι αναγνωρίσιμες παρουσίες σε όλους σχεδόν τους δρόμους της πόλης και σε κάθε νεολαιίστικο στέκι. Οι τρίδυμοι έχουν έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Κωνσταντίνο, που ακούει Robert Tepper, INXS και σχήματα του ευρύτερου glam rock. Είναι πανύψηλος, παίζει μπάσκετ στην τοπική ομάδα του Παντζιτζιφιακού, αποτελεί έναν από τους λίγους οργανωμένους παναθηναϊκούς της Καλλιθέας και αντιμετωπίζει καλοπροαίρετα την παρέα των «Hambo» από την οποία δέχεται πειράγματα για το «αστικό» του ύφος και για το γεγονός ότι συζητά σοβαρά πρόταση που του έχει γίνει προκειμένου να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μόντελινγκ.

Πρωταγωνιστές στα δρώμενα της πλατείας είναι ο Στέλιος ο «Shadow», ο Γιάννης ο «Kermit», ο Σπύρος ο «Λεπρός», ο Σάκης ο «Stein», ο Κώστας το «Φάντασμα» και ο Νίκος ο «Scot». Θα τους βρει κανείς να συγκεντρώνουν γύρω τους ολόκληρη την «μεταλλική» κοινότητα της πόλης, να συζητούν για τα αγαπημένα μας συγκροτήματα, να ονειρεύονται ότι κάποτε θα καταφέρουν να βρεθούν σε ένα «Rock in Rio», να αναπολούν τις οπαδικές στιγμές του τελευταίου πρωταθλήματος, να οργανώνουν τουρνουά Subbuteo στα πεζούλια των πεζοδρομίων και πότε-πότε να χωρίζονται στους «πάνω» και τους «κάτω», προκειμένου να «κάνουν εξέδρα» και να κλείσουν την βραδιά με ένα εικονικό «ντου» και πολλά γέλια. Τελευταίος σταθμός η «Βιβή». Διαβαίνοντας την είσοδο, που σχεδόν φράζει το ηλεκτρονικό παιχνίδι «Outrun», αποδίδω ενδόμυχα τα δέοντα στον ιερό χώρο της σκληρής μουσικής. Το στέκι της «Βιβής» φιλοξενεί όχι μόνο την ελίτ των ακροατών του σκληρού ήχου στα νότια προάστια αλλά και τα δυνατότερα «άτομα» της πόλης. Ανάμεσα στους θαμώνες συγκαταλέγονται ο Γρηγόρης, ο Γιώργος ο «Eddie», ο Στέλιος ο «Μάσκας» και ο Σπύρος ο «Paranoid» από τους πολύ γνωστούς της Θύρας 7. Ο «Κούλης» που αρκετοί υποστηρίζουν βάσιμα ότι αποτελεί τον πρώτο Έλληνα skinhead, ο Στέλιος, ο «Ταγματάρχης», ο Νικολάκης ο «Φουσκωτός» και αρκετοί ακόμη από το ρεύμα του «Oi!», τόσο της white power όσο και της απολιτικής traditional εκδοχής του, κάθονται στο μπαρ ή βυθίζονται κρατώντας μπουκάλια μπύρας στους καναπέδες του παταριού. Οι πάνκηδες, αν και αυτή την εποχή έχουν μειωθεί αισθητά, εκπροσωπούνται από έναν ψηλό γραμμωμένο τύπο που φοράει αρβύλες και εφαρμοστό παντελόνι γυρισμένο «ψαράδικο». Έχει μαλλιά με πράσινες και πορτοκαλί τούφες κουρεμένα σε στυλ μοϊκανού, πρόσωπο γεμάτο γωνίες και βλέμμα ήρεμο αλλά ικανό να αποτυπώσει με αδήριτη σαφήνεια πως αυτός που στο «ρίχνει» δεν σηκώνει πολλά-πολλά. Ακούει στο παρατσούκλι Χρήστος ο «Τσοπεράς» και αποτελεί έναν ιστορικό μηχανόβιο της Αθήνας.

Ανάμεσα σε όλους αυτούς κι εγώ. Οι τρίδυμοι έχουν φροντίσει να με μυήσουν εδώ κι ενάμιση περίπου χρόνο στον μαγικό κόσμο της «κουλτούρας του δρόμου». Η περιπέτεια που προϋποθέτει ο πεζοδρομιακός βίος, η ρομαντική ατμόσφαιρα του αυθεντικού heavy metal με τις επικά Ωστόσο, ένας από τους επιθετικές μελωδίες παλαιότερους ακροατές της και τους στίχους σκληρής μουσικής σε αυτό των τραγουδιών που το στέκι είναι αναμφίβολα ζωντανεύουν τους μυο Μπάμπης ο «Πανιώνιος». θικούς κόσμους των Πρόκειται για το πιο ευγενικό έργων της φανταστικής παιδί, έχει καστανόξανθα Με τον TK Hardcore στο Αν, το 1988 λογοτεχνίας τα οποία μαλλιά με μάκρος ως την αρέσκομαι να διαβάζω, μέση κι ένα μικρό μούσι το πάθος για το γήπεδο καλύπτει το πηγούνι του. και ο αντισυμβατικός κοινοτισμός του τρόπου ζωής της, έχουν Ο Μπάμπης μαζί με ορισμένους φίλους έχουν οργανώσει κάνει την «κουλτούρα του δρόμου» να αποτελεί το πεδίο μέσω έναν αυτόνομο σύνδεσμο οπαδών του πιο ακραίου ηχητικά του οποίου καταφέρνω να μετατρέπω την εφηβική ενηλικίωση μουσικού ρεύματος, τον οποίο και ονομάζουν TK-Hardcore. σε μια ιδεατή επιμήκυνση της παιδικότητάς μου. Μουσικές αναφορές του TK-Hardcore αποτελούν σχήματα όπως οι Agnostic Front, οι Misfits, οι Warzone, οι D.R.I, οι Γύρω από την παρέα μας μαζεύονται ορισμένες φορές Black Flag, οι Suicidal Tendencies και οι Slayer. Με τον εν δεκάδες παιδιά, αγόρια και κορίτσια, καταλαμβάνοντας μια λόγω σύνδεσμο θα συνδεθούν τα ελληνικά συγκροτήματα σειρά από τραπέζια στο πεζοδρόμιο της λεωφόρου Θησέως, Πορφύρια, New Jack και Αρνητική Στάση. Τα μέλη του δίπλα στην στάση του τρόλεϋ. Όμως το όλο κλίμα των TK-Hardcore προέρχονται από τις περιοχές της Καλλιθέας, «Hambo» φαντάζει αρκετά κοσμικό για όσους συχνάζουν του Ταύρου και της Νέας Σμύρνης. Με μια πρώτη ματιά στην πλατεία Δαβάκη. Περπατώντας γοργά την μικρή τα υπολογίζω να είναι γύρω στα πενήντα. Εντούτοις, σε απόσταση αφήνω τα «Hambo» και φτάνω στο στέκι της συναυλίες και εκδηλώσεις είναι γεγονός ότι η παρουσία τους πλατείας. Καθώς πλησιάζω έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι γίνεται επιβλητικότερη γιατί ανάμεσά τους βρισκόμαστε σε αρένα συναυλίας, βλέποντας είκοσι μαυροντυμένους προς ενίσχυση και κάποιοι από τους υπόλοιπους θαμώνες μεταλλικούς ιππότες να κάνουν «stage diving» υπό τους της «Βιβής», χωρίς να ακούμε απαραίτητα αυτή την ήχους κασετοφώνου. Φωνές, περιβραχιόνια με καρφιά, μουσική. Κατά την διάρκεια των συναυλιών οι συντελεστές τρανταχτά γέλια και αρβύλες. Συμβολικά σημεία μιας του TK-Hardcore είναι ακροατές και ταυτόχρονα ομάδα ενότητας που υπερβαίνει τα κοινά μέτρα. περιφρούρησης των συγκροτημάτων τους.

27


Στην αυλή της «Βιβής», εκτός από τον μεγάλο αριθμό των απολιτικών και των χαλαρά πολιτικοποιημένων νεαρών, πίνουν τον καφέ τους ορισμένοι «κομισάριοι» του αντιεξουσιαστικού χώρου και της Αριστεράς. Αντίπαλο δέος αποτελούμε λίγοι ακηδεμόνευτοι κομματικά εθνικιστές, οι οποίοι προερχόμαστε συνήθως από δυο ρεύματα: τους skinheads και τους νεορομαντικούς epic metalheads. Οι δεύτεροι διαβάζουμε κάθε μήνα με ευλάβεια την στήλη που υπογράφει ο αρθρογράφος με το ψευδώνυμο Sun Knight στο ελληνικό Metal Hammer. Οι ιδεολογικοί αντίπαλοι καθόμαστε συνήθως σε διαφορετικά τραπέζια αλλά δεν αποκλείεται να βρεθούμε σε κοινές συζητήσεις για να διασταυρώσουμε τα ξίφη μας. Στην «Βιβή» οι παρέες ανθρώπων με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες δεν είναι κάτι απίθανο. Απ’ την πλευρά των ομοϊδεατών μου ξεχωριστής αναφοράς χρίζει η περίπτωση του Μάνου του «Gordon». Δεν είμαι σίγουρος αν ο «Gordon» είναι ακροατής κάποιου ρεύματος της σκληρής μουσικής ωστόσο, με κάποιον τρόπο, έχει καταφέρει να τρυπώσει στο στέκι της «Βιβής». Τον φωνάζουμε και «Πρεσβύτερο» ενώ στην Καλλιθέα είναι γνωστός ως ο «κόουτς της πόλης», λόγω του πάθους του με την προπονητική ποδοσφαίρου. Είναι μεσήλικας, χτενίζει την χαίτη του προς τα πίσω, φορά μεγάλα τετράγωνα γυαλιά, πάνινα παπούτσια και στενό παντελόνι, το οποίο με δυσκολία συγκρατεί την κοιλιά που ξεχειλίζει από το ριγέ μπλουζάκι και κάνει το jean γιλέκο της εποχής του N.W.O.B.H.M να ασφυκτιά. Μια βόλτα στους δρόμους της πόλης αρκεί για να τον συναντήσει κανείς σε κάποια γειτονιά να οργανώνει ομάδες διδάσκοντας στους πιτσιρικάδες τα συστήματα και τις τεχνικές προπονητικής του! Το να συχνάζει κανείς στην «Βιβή» δεν είναι απλή υπόθεση. Όταν περνά την πόρτα γνωρίζει πως εισέρχεται σε μια επικράτεια όπου βασιλεύει ο άγραφος νόμος του σεβασμού. Εδώ είμαστε όλοι οργανικά μέλη μιας άτυπης ομάδας. Κανείς δεν θα

λερώσει τον χώρο. Κανείς δεν θα πράξει κάτι κακό για τον διπλανό του. Ψευτοπαλικαράδες που στραβοκοιτούν με γλαρωμένες ματιές και περπατούν προκλητικά δεν τολμούν να πλησιάσουν σε ακτίνα πολλών μέτρων. Ακόμη και οι άνθρωποι της νύχτας, μολονότι βλέπουν τις παραβατικές τους ομάδες να ενδυναμώνεται συνεχώς, δεν διανοούνται να πλησιάσουν το απόρθητο κάστρο μας με επιθετικές

Σε συναυλία των Πορφύρια, το 1988

διαθέσεις. Στην «Βιβή» δεν νιώθεις ποτέ απροστάτευτος. Κι αν κάποιες παρέες από άλλα μέρη βρουν κάποτε το θάρρος να πειράξουν εμένα -ή κάποιον από τους άλλους μικρούς σε ηλικία που αράζουμε σε τούτο το στέκι- η ανακοίνωση του γεγονότος θα ξεσηκώσει σχεδόν όλους τους θαμώνες κι αυτοί που μας πείραξαν θα αποκτήσουν σοβαρούς μπελάδες... Στην πραγματικότητα και μόνο η φήμη ότι συχνάζεις στην «Βιβή» κάνει τους όποιους επίδοξους αντιπάλους σου να αλλάζουν πεζοδρόμιο διακριτικά. Η μόνη παρέα που μπορεί να προβάλει υπολογίσιμη αντίσταση είναι αυτή της Original 21. Θα την βρει κανείς στα «Label», ένα εστιατόριο το οποίο

βρίσκεται λίγα μέτρα πιο κάτω από τα «Hambo», κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Επικεφαλής της, ο Άγγελος. Πρέπει να είναι γύρω στα πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου. Εκ πρώτης όψεως δεν δείχνει ιδιαίτερα απειλητικός, όταν αρχίζει όμως ο καβγάς έχει την ικανότητα να κάνει «θαύματα». Η παρέα της Original ακούει pop μουσική και ντύνεται με συμβατικό τρόπο. Κρατάει τα «Label» σαν φρούριο μέσα στην επικράτειά μας αλλά ο δικός της χώρος απλώνεται στην βόρεια πλευρά της Καλλιθέας. Παρακλάδια της συχνάζουν στο κατάστημα ηλεκτρονικών παιχνιδιών που βρίσκεται απέναντι από το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και στο πάρκο των παλιών σφαγείων. Η καρδιά, πάντως, της πόλης ανήκει σε μας και είναι «μεταλλική»! «Hambo - πλατεία Δαβάκη - Βιβή» και ενδιάμεσοι σταθμοί οι καφετέριες «Κέντια» και «Αριάννα»1 στην πλατεία Κύπρου, αποτελούν τα δάκτυλα που κλείνουν το κέντρο της Καλλιθέας στο εσωτερικό της σιδηράς γροθιάς των οπαδών του σκληρού ήχου. Το «μεταλλικό μας βασίλειο» απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από παιδιά της Θύρας 7. Ορισμένοι ακόμη ολυμπιακοί, οι οποίοι όμως δεν υποστηρίζουν κάποιο από τα ρεύματα του σκληρού ήχου, συχνάζουν στο πάρκο του Ιλισού, του ποταμού που διασχίζει την συνοικία μας και εκβάλει στην ακτή του Νέου Φαλήρου. Μιλώντας για τους θαμώνες της Θύρας 7 που μπορεί να συναντήσει κανείς στο ποτάμι ο νους πηγαίνει αμέσως στον Τάσο και τον Παναγιώτη τον «Joker». Οι δυο τους φτιάχνουν ένα πανό το οποίο αναγράφει «Red Force» και μετά από μερικά χρόνια θα έχει αφήσει εποχή στα κιγκλιδώματα του σταδίου Καραϊσκάκη. Οι παναθηναϊκοί μαζεύονται στα νότια της πόλης, στην περιοχή της Αγίας Ελεούσας, και επικεφαλής τους είναι ένας τύπος που ακούει στο παρατσούκλι «Χουάν». Κατά καιρούς τσακώνονται μαζί μας. Όχι, όμως, για πολύ. Πρώτον γιατί είναι ακόμη λίγοι και δεύτερον γιατί αποτελούν κι αυτοί οπαδούς του σκληρού ήχου. N

1. Η «Κέντια» ήταν μια καφετέρια με διακόσμηση απαράλλαχτη από τα μέσα των 80’s, την οποία προτιμούσε ο «rock κόσμος» των νοτίων προαστίων. Αντιθέτως, η «Αριάννα» ήταν πιο συμβατική αλλά είχε το εξής χαρακτηριστικό. Όταν γίνονταν σημαντικοί ποδοσφαιρικοί αγώνες, ιδίως μεταξύ εθνικών ομάδων, ο ιδιοκτήτης της έβγαζε στην πλατεία δυο έγχρωμες τηλεοράσεις, προκειμένου να μπορέσουν οι θαμώνες της να τους παρακολουθήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν να κατακλύζεται η πλατεία Κύπρου από το φανατικά ποδοσφαιρόφιλο κοινό της δεκαετίας του ‘80 και των αρχών εκείνης του ’90, κι όσοι βρισκόμασταν εκεί να δημιουργούμε μια ατμόσφαιρα που ανέδιδε το μεθυστικό άρωμα του «παλιού γηπέδου».

28


Ο

δρόμοι που φιλοξενούν τις δραστηριότητες αυτού του παράλληλου κόσμου οδηγούν σε έναν προορισμό ο οποίος βρίσκεται έξω από τα όρια της πεπερασμένης καθημερινότητας. Είναι δρόμοι πύρινοι. Δρόμοι ζωντανοί. Νιώθω τις φλόγινες ανάσες τους στα πόδια μου. Αισθάνομαι την μαγική τους αύρα να πλημμυρίζει το κορμί μου. Βαδίζω περήφανα βιώνοντας μια εμπειρία αποκαλυπτική. Το μαύρο μπλουζάκι με την εικόνα της μάγισσας –την οποία ζωγράφισε ο Boris Vallejo για το εξώφυλλο του Ultimate Sin- να ξορκίζει τον Ozzy, το στενό jean παντελόνι, το περικάρπιο με τα καρφιά, οι αρβύλες και το μπρελόκ της Θύρας 7 κρεμασμένο στην θηλιά για την ζώνη διαθέτουν την συμβολική αξία μιας στολής με διακριτικά. Η μελαχρινή χαίτη που καλύπτει τους ώμους φαντάζει ως απομεινάρι κάποιας αρχετυπικής εξωτερικής εμφάνισης την οποία μια ανεξήγητη προεμπειρική ανάμνηση με πείθει ότι διέθετα σε κάποιον απροσδιόριστο χρόνο και σε έναν επικό κόσμο σαν κι εκείνους της φανταστικής λογοτεχνίας. Η ηδονή μιας αρχέγονης αγριάδας διαπερνά την ψυχή, σμαλτώνει το βλέμμα και σχηματίζεται στο χαμόγελό μου. Το ότι ζει κανείς εκφράζοντας την «κουλτούρα του δρόμου» είναι αρκετό για να του προσδώσει μια ισχυρή κοινωνική ταυτότητα. Υπάρχουν βέβαια παρέες που απολαμβάνουν τον πεζοδρομιακό βίο δίχως να εντάσσονται σε κάποιο πολιτιστικό ρεύμα. Αυτές είναι και οι πιο ευάλωτες στις παγίδες του συστήματος. Ωστόσο όσοι ανήκουμε σε κάποια «πολιτιστική φυλή» δεν διαθέτουμε απλά μια κοινωνική ταυτότητα με ανησυχητικά γνωρίσματα για τον αστικό κόσμο του καθωσπρεπισμού. Διαθέτουμε ταυτόχρονα και την δυνατότητα να γνωρίσουμε μορφωτικές καλλιτεχνικές προτάσεις με εσωτερικές διαστάσεις που, αν εξερευνηθούν ενδελεχώς, οδηγούν σε απρόσιτα για τους αστούς επίπεδα πνευματικής αφύπνισης. Οφείλω πάντως να παραδεχτώ πως οι περισσότεροι δικοί μας δεν προβαίνουν σε αυτή την ενδελεχή εξερεύνηση. Όπως επίσης και το ότι προκειμένου να διατηρηθεί η ισχυρή κοινωνική μας ταυτότητα προκρίνονται τακτικά επικίνδυνες πρακτικές και αμφιλεγόμενες συμπεριφορές2. Πάντως, σε όσους έχουμε κερδίσει την αναγνώριση από την «πολιτιστική

μας φυλή» και μπορούμε να φέρουμε με υπερηφάνεια τα διακριτικά της, ο πεζοδρομιακός βίος αφήνει δυο υποσχέσεις. Την περιπέτεια και την διασκέδαση.

Σε συναυλία των New Jack, το 1991

Καθένας από εμάς γνωρίζει πως το πέρασμα από σημεία των Αθηνών στα οποία μπορεί να συναντήσει παρέες με όχι καλές προθέσεις είναι κάτι το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη. Όπως επίσης και ότι σε έναν ενδεχόμενο τσακωμό οφείλει όχι μόνο να προστατεύσει αποτελεσματικά τον εαυτό του μα και να μην επιτρέψει στους αντιπάλους να αποσπάσουν κάποιο από τα διακριτικά που μπορεί να φέρει. Σήματα ομάδων, μπλούζες με λογότυπα συγκροτημάτων, ραφτά που υποδηλώνουν ιδεολογικές καταβολές, fly jackets, αρβύλες, ακόμη και τούφες από μαλλιά, αποτελούν δυνητικά λάφυρα τα οποία κάποιος νταής από άλλη περιοχή ίσως επιβουλευτεί προκειμένου να επιδείξει στην παρέα την δύναμή του. Προσωπικά παραμένω πιστός σε αξίες ρομαντικές έμφυτες ή κληροδοτημένες από την οικογένειά μου, καθώς επίσης και στις αρχές του νεορομαντικού κινήματος όπως αποτυπώνονται κάθε μήνα στην «Πολεμική Σημαία» του Sun Knight κι όπως τις αντιλαμβάνομαι να αναδύονται από τα κείμενα της ηρωικής λογοτεχνίας. Όταν καταφέρνω να συμπεριφέρομαι δίκαια, να μιλώ ευθαρσώς, να μην προσβάλλω κανέναν, να απορρίπτω τους αντιαισθητικούς τύπους και να σπάω τα μούτρα όσων μου επιτίθενται, νιώθω καλά. Όταν χάνω μια μάχη, μελαγχολώ.

Υπέροχα, πάντως, αισθάνομαι όταν διασκεδάζω. Οι «ιππότες των δρόμων» διασκεδάζουμε με διονυσιακή ορμή. Το πρωί η παρέα των «Hambo» στοιβάζεται στο Volkswagen Jetta του πατέρα μου και πραγματοποιεί θαλασσινές αποβάσεις στο Καβούρι και τον Λαιμό Βουλιαγμένης. Αντίθετα, εκείνη της πλατείας Δαβάκη προτιμά την δημόσια συγκοινωνία και την παραλία στα λιμανάκια. Το απόγευμα, το πεζοδρόμιο που χρησιμοποιούν τα «Hambo» για να σερβίρουν αρχίζει να καταλαμβάνεται και το βράδυ οι ροές μεταξύ «Hambo», πλατείας Δαβάκη, πλατείας Κύπρου και «Βιβής» είναι συνεχείς. Αν δεν προκύψει κάποιο πάρτυ για να εισβάλουμε (ακόμη και ακάλεστοι), αν το cine Maxim, το Αν ή το Ρόδον δεν φιλοξενήσουν συναυλίες ελληνικών heavy metal συγκροτημάτων3, αν δεν προγραμματιστεί μια νυχτερινή έξοδος στο Χωρίς Ανάσα ή στο Spider, αν δεν καταλήξουμε σε ένα από τα τοπικά cinema για να παρακολουθήσουμε το τελευταίο έργο φαντασίας, θα μείνουμε μέχρι αργά στην αυτόνομη ζώνη μας. Τι άλλο θέλουμε όταν έχουμε τέτοια παρέα, όταν συζητάμε για την μουσική, όταν «πιάνουμε σχιζοφρένειες» υπό τους ήχους κασετοφώνων, όταν παίζουμε μεταμεσονύκτιους ποδοσφαιρικούς τελικούς χρησιμοποιώντας για γήπεδο την μαρμάρινη αλέα της πλατείας Κύπρου…όταν ακούμε τους απαλούς ψιθύρους του δρόμου; Το καλοκαίρι του ’91 οι έφηβοι εκφραστές αυτού του τρόπου ζωής βλέπουμε τους συμμαθητές να μας κοιτούν με δέος, τους καθηγητές να μας φωνάζουν με οργή, τους αστυνομικούς να μας παρακολουθούν με απόγνωση, τους ανθρώπους της γειτονιάς να μας χαιρετούν εγκάρδια και την ζωή να μας καλεί σε ένα ξέφρενο παιχνίδι. Σε αντίθεση με τους skinheads και τους punks, τα «μέταλλα» έχουμε ένα ακόμη πλεονέκτημα, το οποίο οφείλουμε σε μεγάλο βαθμό στους κυρίους Jon Bon Jovi, Axl Rose και Sebastian Bach. Το στυλ μας έχει γίνει πάθος για πολλά κορίτσια και οι προαναφερθέντες τραγουδιστές είναι σαφές πως αποτελούν τους βασικούς λόγους γι’ αυτό. Ωστόσο, το βασίλειό μας παραμένει ρομαντικά ανδροπρεπές. Ένας δικός μας που ερωτεύεται μια κοπέλα γίνεται πάντοτε σεβαστός. Αν, όμως, αρχίσει να ενδιαφέρεται για συνεχείς νέες σχέσεις και γίνει αντιληπτό ότι τρέχει πίσω από γυναίκες στιγματίζεται ως

2. Όπως θα θυμούνται οι συνομήλικοί μου, ο κάθε νεαρός που εκείνα τα χρόνια επέλεγε να δηλώσει μέσω της ενδυμασίας του ότι υποστήριζε ένα πολιτιστικό ρεύμα της «κουλτούρας του δρόμου» (το heavy metal, το skinhead ή οποιοδήποτε άλλο) εντοπιζόταν από τους παλαιότερους και περνώντας από μια διαδικασία η οποία θύμιζε ανάκριση έπρεπε να αποδείξει ότι άξιζε να γίνει μέλος της κοινότητας και να φορά τα αντίστοιχα διακριτικά. Τα κριτήρια δεν ήταν χαλαρά κι ανάμεσά τους υπήρχε σχεδόν πάντοτε η ικανότητα να κερδίζει κανείς τσακωμούς στον δρόμο. Η πρακτική του «ελέγχου» συνέβαλλε στο να διατηρηθεί η κοινότητα αμόλυντη από ακατάλληλους υποστηρικτές και να παραμείνει η κοινωνική ταυτότητα της «κουλτούρας του δρόμου» ισχυρή. Από την άλλη, όμως, περιελάμβανε συνήθως αχρείαστη ψυχολογική και σωματική βία, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που απορρίπτονταν και προσβάλλονταν παιδιά τα οποία αγαπούσαν τις μουσικές, τις λογοτεχνικές και τις αισθητικές προεκτάσεις των ρευμάτων αλλά είχαν την ατυχία να μην αρέσουν στους παλιότερους. 3. Μολονότι από το 1990 και την εμφάνιση του Alice Cooper στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας η συναυλιακή απομόνωση της χώρας μας από τα μεγάλα rock συγκροτήματα του εξωτερικού άρχισε να μετριάζεται, χρειάστηκε να φτάσουμε στα μέσα της δεκαετίας προκειμένου να αρχίσουν να πραγματοποιούνται συναυλίες ξένων συγκροτημάτων με ρυθμούς δυτικής Ευρώπης και άνευ επεισοδίων ή παρατράγουδων.

29


«αστός», «λιγούρης» και «φλώρος». Για τους δούλους της γυναικείας θέλξης έχουμε πάντα φυλαγμένες μερικές δυνατές καρπαζιές και μια αυστηρή απόρριψη. Μπορεί τον μουσικό μας χαρακτήρα να έχουν διαμορφώσει τα συγκροτήματα του σκληρού ήχου, φαίνεται όμως πως ο «άνθρωπος» που καθ’ όλη την δεκαετία του ’80 έχει συμβάλει τα μέγιστα στην διαμόρφωση της συμπεριφοράς μας είναι ο Μπλεκ! Η ζωή στους δρόμους αποτυπώνει αναμφίβολα ένα ίχνος βιοχωρικού ολοκληρωτισμού και αποπνέει μια αίσθηση θετικής ελευθερίας προνεωτερικού τύπου. Οι αδαείς που συγχέουν τον ολοκληρωτισμό με τον αυταρχισμό ας μην βιαστούν να παρεξηγήσουν αυτό που γράφω. Ολοκληρωτισμός υπάρχει σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου η αρχή μπορεί να διεισδύει ως τα έγκατα της κοινότητας εντός του βίου των προσώπων και που ταυτόχρονα τα πρόσωπα δύνανται να έχουν άμεση επαφή με την αρχή ταυτίζοντάς την με τις βουλές τους. Το παραπάνω συμπέρασμα, μεταφρασμένο σε κοινωνικοπολιτικούς όρους, υποδηλώνει ότι η αλληλόδραση αρχής-προσώπων κάνει την απόσταση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό στοιχείο να εκμηδενίζεται. Σαφώς και υπάρχουν ιστορικές περιπτώσεις κατά τις οποίες η ταύτιση του δημοσίου με το ιδιωτικό κατέληξε σε αυταρχικές επιβολές. Ωστόσο συμβαίνει το αντίθετο στην περίπτωσή μας. Ενώ οι αστοί ζουν αποσπασματικά σύμφωνα με τις νόρμες της ατομικιστικής μοντέρνας τους ελευθερίας -αποκλεισμένοι στα ιδιωτικά τους κουτιά, απευθυνόμενοι στην μεταπολιτευτική τους γραφειοκρατία, βουλιάζοντας σε γραφεία, διασκεδάζοντας σε κλειστούς χώρους με πορτιέρηδες που δεν επιτρέπουν την ευρεία πρόσβαση στα ενδότερα και αντιμετωπίζοντας τους δρόμους ως κάτι μη δικό τους, ως κάτι δημόσιο!-, εμείς απλώνουμε τα όρια του βίου μας σε μια ενότητα με μεγάλο εύρος. Ο δρόμος μετατρέπεται σε προέκταση των σπιτιών μας και αποτελεί την αγνή έκφραση του πραγματικού δημοσίου στοιχείου. Του δημοσίου που δεν έχει μολυνθεί από τις δομές της θλιβερής ελλαδικής εξουσίας και επιτρέπει την ανάδειξη μιας νέας ιεράρχησης. Καθώς οι δαιδαλώδεις φλέβες των δρόμων μεταγγίζουν ζωή στην κουλτούρα μας, ο χώρος της κοινωνικής μας ζωής μεγαλώνει. Δημόσιο και ιδιωτικό γίνονται ένα. Κι εντός της ενότητας αυτής τα άτομα μετατρέπονται σε αναγνωρίσιμα πρόσωπα. Η παραδοσιακή ελευθερία της κοινότητας, την οποία είτε εξέφραζαν είτε αναζητούσαν οι αρχαίοι και οι μεσαιωνικοί Ευρωπαίοι, επιτυγχάνεται μέσω ετούτου του ιδιότυπου ολοκληρωτισμού. Αυτή την φορά σε ένα πλαίσιο αρθρωμένο όχι στην ανάγκη αλλά στην αισθητική. Σε έναν κόσμο παράλληλο, καινούργιο και παλιό. Σε ένα βασίλειο που βρίσκεται κάτω απ’ την κρούστα της τυποποιημένης καθημερινότητας.

Αντιλαμβάνομαι, πάντως, πως εδώ και λίγο καιρό η μουσική βιομηχανία, σε αγαστή σύμπνοια με τις περσόνες των media, επιδιώκει τον πνιγμό της μουσικής σε βάλτους μεταμοντέρνας ηχορύπανσης. Βλέπω ξεκάθαρα τις οικονομικές συνθήκες να δυσκολεύουν. Αισθάνομαι ότι οι καιροί που έρχονται είναι δύσκολοι, ασχέτως αν τηλεοπτικοί μαϊντανοί προσπαθούν να με πείσουν περί του αντιθέτου. Ο κόσμος αλλάζει…Το ύφος και οι τρόποι της αγαπημένης δεκαετίας του ’80 αρχίζουν ανεπαίσθητα να αποδυναμώνονται. Η ίδια η πόλη δείχνει με κάποιον τρόπο να χλομιάζει. Οι δρόμοι απονευρώνονται. Αδυνατώ να νιώσω την πνοή τους. Ο χειμώνας ευτυχώς θα κυλήσει στους παλιούς ρυθμούς. Στιγμές οπαδικής μέθης στα γήπεδα, αξέχαστα πάρτυ, βραδιές σε cinema και rock clubs, συναυλίες σε καταλήψεις σχολείων, βόλτες σε δισκοπωλεία και στο Μοναστηράκι. Αυτές και πολλές ακόμη εμπειρίες αντισταθμίζουν την αντιπαιδαγωγική αυταρχική μικροπρέπεια με την οποία συμπεριφέρονται, τόσο σε εμένα όσο και στους υπόλοιπους «ιππότες των δρόμων», οι αρτηριοσκληρωτικοί τενεκέδες που δυστυχώς για την κοινωνία εργάζονται ως εκπαιδευτικοί. Από το καλοκαίρι, όμως, η επίθεση του κατεστημένου θα αρχίσει να φέρνει αποτελέσματα. Τον Ιούνιο του 1992 οι οπαδοί του σκληρού ήχου στην Καλλιθέα έχουμε μειωθεί αρκετά ώστε να μην μπορούμε να διατηρήσουμε δικές μας παρέες στα «Hambo» και στην πλατεία Δαβάκη. Πλέον, περιοριζόμαστε στην «Βιβή». Η «Βιβή» θα παραμείνει για μερικά ακόμη χρόνια το δυναμικότερο στέκι της πόλης. Ωστόσο, ακόμη κι εκεί η παλιά ατμόσφαιρα αρχίζει να ξεθωριάζει. Οι παραδοσιακοί metalheads βλέπουμε δυσφορώντας τύπους με καρέ μαλλιά και μπλούζες των Nirvana, των Faith No More και των Living Color να ξεφυτρώνουν και προβληματιζόμαστε με την τάση της «μεταλλικής σκηνής» να επικεντρώνεται σε όλο και πιο άμουσα ρεύματα που απευθύνονται σε μικρά κοινά. Επιπλέον κάποιοι κύκλοι με ύποπτη προέλευση, οι οποίοι δυστυχώς ασκούν επιρροή στα νεολαιίστικά δρώμενα, επιδιώκουν συστηματικά να οξύνουν τα πολιτικά πάθη. «Φυλές της κουλτούρας του δρόμου» με διαφορετικές ιδεολογικές αρχές αρχίζουν πια να μην χωράνε στα ίδια στέκια. Οι δρόμοι μας φιλοξενούν ολοένα και λιγότερους «ιππότες της αριστοκρατικής αλητείας» και αλώνονται σταδιακά από αντιαισθητικές τάσεις. Δυστυχώς, πολλοί δικοί μας θα απορροφηθούν από δαύτες. Η δεκαετία του ’80 τελειώνει πραγματικά την άνοιξη του 1992. Ευχαριστώ θερμά τον Μπάμπη και τον Στέλιο τον Shadow, που μου θύμισαν ψευδώνυμα τα οποία ο χρόνος είχε απωθήσει σε σκοτεινά βάθη της μνήμης.

N

Κ

άποιες στιγμές βρίσκω την ευκαιρία και κάθομαι μόνος οκλαδόν στις μαρμάρινες πλάκες της πλατείας Δαβάκη. Κοιτάζω τις αρβύλες μου, αφήνω τους ήχους του δρόμου να ταξιδέψουν την φαντασία και χαμογελώντας εκστασιασμένος αναρωτιέμαι αν θα είναι για πάντα η ζωή έτσι όμορφη; Δυστυχώς ακόμη δεν έχω αντιληφθεί πως η στρατιωτική μηχανή της νέας Βαβυλώνας που εδρεύει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, επιλέγοντας ως αφετηρία τις ερήμους της Ανατολής, αρχίζει να επιβάλει την δική της Pax Romana λοξοκοιτάζοντας παράλληλα και προς την δική μας γειτονιά. Ούτε υποπτεύομαι ότι σε λίγους μήνες, κάπου στην Δύση, πολιτικές χύτρες θα ξεβράσουν ένα μόρφωμα με το όνομα «Ευρωπαϊκή Ένωση» το οποίο θα υποτάξει τα ευρωπαϊκά έθνη στο διεθνές κεφάλαιο και θα μετατρέψει τους δρόμους που αγαπάμε σε παρδαλά πολυεθνικά μωσαϊκά.

Με τον TK Hardcore, το 1992

Το άρθρο αποτελεί μέρος του βιβλίου που έχει γράψει ο Σταμάτης Μαμούτος και φέρει τον τίτλο «Ιππότες των δρόμων».

30


Στὸ κάστρο τοῦ Πλαταμώνα

Ἔξω ἀπὸ τὶς πολεμίστρες ἀκούγονται τὰ σύννεφα, διηγούνται τὶς πειρατικὲς συνάξεις, αἰωρούνται κατακόκκινα, καθρεφτίζουν τὸ αἶμα ποὺ εἶναι νὰ χυθεῖ. Ἡ θάλασσα σκοτείνιασε, ἔκλεψε τὸ χρῶμα ἀπ’ τὸ βλέμμα τοῦ βιγλάτορα. Ἡ γῆ, προτοῦ κρατήσει τὴν ἀνάσα της -λίγες στιγμὲς προτοῦ τὴ μάχημοσχοβολάει ρίγανη, φωνάζει στὴν ψυχὴ τοῦ στρατιώτη, ὑπερασπίσου με! Ἰούλιος 2006, Θοδωρὴς Βοριᾶς

Ο Θοδωρής Βοριάς μετρά στο ενεργητικό του τέσσερις εκδοθείσες ποιητικές συλλογές. Πρόκειται για «Το τρύπιο ταβάνι» από τις εκδόσεις Ερωδιός (2005), «Νυχτερινές Επιπλοκές» από τις ίδιες εκδόσεις (2008), «Πυγολαμπίδες (33 Χαϊκού)» από τις εκδόσεις Μπιλιέτο (2011) και «Χαμένες Ψηφίδες» σε ιδιωτική έκδοση (2012). Μπορείτε να διαβάσετε το προσωπικό του ιστολόγιο στην ηλεκτρονική διεύθυνση vorias.blogspot.gr

Επισκεφθείτε το διαδικτυακό τόπο της Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας flefalo.blogspot.gr, προκειμένου να ενημερωθείτε για την τρέχουσα επικαιρότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού στη χώρα μας και να διαβάστε το σύνολο των άρθρων που έχουν δημοσιευθεί σε όλα τα τεύχη της «Φανταστικής Λογοτεχνίας».

flefalo.blogspot.gr Η διαδικτυακή πύλη του φανταστικού Διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου flefalo@gmail.com Φοιτητική Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας acebook


Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μαγικό Κουτί»


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.