Greek revolution 1821

Page 1

2015

Η επανάσταση του 1821 Μορφές και πολεμικά γεγονότα της Λακωνίας 1. Η απελευθέρωση της Καλαμάτας 2. Στο Παλαιομονάστηρο του Βρονταμά 3. Η μάχη της Βέργας 4. Η μάχη του Δυρού 5. Η μάχη στον Πολυάραβο 6. Λάκωνες Αγωνιστές του 1821 7. Γυναίκες Επαναστάτριες του 1821

Σαχάμη Φάνη 2ο Γυμνάσιο Σπάρτης 2015


Η Απελευθέρωση της Καλαμάτας Στα μέσα Μαρτίου του 1821 οι Φιλικοί από τη Σμύρνη, αποβιβάζουν στη Μάνη, στο λιμάνι των Κιτριών, καράβια που μεταφέρουν μπαρούτι και βόλια. Ο Αναγνωσταράς και ο Νικηταράς με τους άνδρες τους αναλαμβάνουν να εκτελωνίσουν το φορτίο και να το κρύψουν σε ασφαλές μέρος.

Οι

Τούρκοι της Καλαμάτας θορυβημένοι από το γεγονός ρωτούν τους προκρίτους τι συνέβαινε. Ο Αρναούτογλου, αγάς της Καλαμάτας, είχε λίγο στρατό (100 Αλβανούς), καθώς οι υπόλοιποι είχαν μεταβεί στην Ήπειρο να πολεμήσουν με τον Χουρσίτ τον Αλή Πασά. Οι Έλληνες του είπαν πως το φορτίο είχε λάδι και το φύλαγαν πλήθος ενόπλων, διότι κλέφτες λυμαίνονται την περιοχή και ενδέχεται κίνδυνος για την Καλαμάτα. Ο Βοεβόδας της Καλαμάτας αφελώς ζητά τη βοήθεια των Μανιατών. Στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη – Τσίμοβα οι καπεταναίοι της Μάνης με επικεφαλής τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη κήρυξαν την Επανάσταση κι έγινε δοξολογία στο ναό των Ταξιαρχών. Στη μικρή πλατεία μπροστά από το ναό, στη θέση «Κοτρώνι», υψώθηκε η επαναστατική σημαία που είχε κατασκευαστεί πρόχειρα από λευκό ύφασμα και μαύρο σταυρό. οι ιερείς ευλόγησαν τη σημαία και οι οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Πετρόμπεης, ορκίστηκαν ότι θα αγωνιστούν για την ελευθερία του έθνους. Η επιλογή της περιοχής αυτής για την κήρυξη της Επανάστασης δεν κρίθηκε τυχαία, αφού η Τσίμοβα – Αρεόπολη ήταν επί ηγεμονίας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη η «πολιτική πρωτεύουσα» της Μάνης, ο εκεί μεγάλος πύργος του αποτελούσε το διοικητήριό του και εκεί έμεναν τα ισχυρότερα μέλη της οικογένειάς του. Στη συνέχεια άρχισε η πολεμική προετοιμασία και οργανώθηκαν δύο στρατιωτικά τμήματα, της Ανατολικής και της Δυτικής Μάνης το μεν πρώτο προς Λακεδαίμονα και το δεύτερο προς Καλαμάτα. Ο Πετρόμπεης ζήτησε από τους Παπαφλέσσα, Κεφάλα και Αναγνωσταρά να καταλάβουν τους λόφους γύρω από την Καλαμάτα και να οχυρωθούν εκεί. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης εισέρχεται στις 20 Μαρτίου στην πόλη με 150 Μανιάτες και καταλαμβάνει τα καλύτερα από άποψη στρατηγικής σπίτια. Το μεσημέρι της 22ας Μαρτίου μια στρατιά 2.500 ανδρών με επικεφαλής τον Πετρόμπεη εξόρμησε προς τις πεδιάδες της Μεσσηνίας. Μαζί του ήταν πολλά μέλη της οικογένειάς του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

και

καπετάνιοι

της

ο Μούρτζινος, οι Καπετανάκηδες, οι Κουμουντουράκηδες, ο Παναγιώτης

Δυτικής

Μάνης: Βενετσανά-

κος, ο Κυβέλος, ο Χριστέας κ.ά. Ο Αρναούτογλου παρέδωσε την πόλη χωρίς αντίσταση, έπειτα από σχετικό πρωτόκολλο και αφού διασφαλίστηκε η ζωή των Τούρκων.


Το μεσημέρι της 23ης Μαρτίου, στις όχθες του χειμάρρου Νέδωνος και μπροστά από τη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων έγινε πανηγυρική δοξολογία, κατά την οποία 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν τις σημαίες των αγωνιστών και τους όρκισαν για τον απελευθερωτικό αγώνα. Αποφασίστηκε η σύσταση επαναστατικής επιτροπής, της «Μεσσηνιακής Γερουσίας» ή «Συγκλήτου», με σκοπό τον συντονισμό του επαναστατικού αγώνα. Η ηγεσία δόθηκε στον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του «αρχιστράτηγου των σπαρτιατικών δυνάμεων».

Στο Παλαιομονάστηρο του Βρονταμά Όμως η Πάτρα βρίσκεται στα χέρια του Γιουσούφ πασά, η Εύβοια τουρκοκρατείται, το Μεσολόγγι πολιορκείται από τον Κιουταχή και οι κάτοικοί του βρίσκονται μια ανάσα πριν από την ηρωική έξοδο. Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ που είχε αποβιβαστεί τον Φεβρουάριο του 1825 στη Μεθώνη έσπερνε τον τρόμο, κατέκαιγε και κατέσφαζε. Στο Μανιάκι ο Παπαφλέσσας που επιχείρησε να τον σταματήσει σκοτώνεται μαζί με τους 300 άντρες του μετά τα απανωτά γιουρούσια του στρατού του. Ο Ιμπραήμ νίκησε τις επαναστατικές δυνάμεις στο Νεόκαστρο (Ναυαρίνο), στο Κρεμμύδι τους Στερεοελλαδίτες, τους Αναγνωσταρά και Μαυροκορδάτο στη Σφακτηρία. Σύντομα κατέλαβε όλη τη Μεσσηνία, μέχρι την περιοχή του Οιτύλου, κατέκαψε το Άργος και νίκησε τις υπό τον Κολοκοτρώνη ελληνικές δυνάμεις στα Τρίκορφα της Τριπολιτσάς, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στους Έλληνες. Στις αρχές του Σεπτέµβρη 1825 ο Ιµπραήµ ξεκινά από την Τρίπολη για την Λακωνία. Οι Βρονταµίτες, όταν µαθαίνουν τον ερχοµό στο χωριό τους, µη θέλοντας να αποµακρυνθούν από τα όρια του χωριού τους βρίσκουν καταφύγιο στο Παλαιοµονάστηρο, έναν ναό αφιερωµένο στη Θεοτόκο, στον Άγιο Νικόλαο και στον µεγαλοµάρτυρα Νικήτα, που μια από τις σπάνιες τοιχογραφίες του χρονολογείται στο 1201. Ηγετικό ρόλο αναλαµβάνει ο παπα-∆ηµήτρης Παπαδηµητρίου, ο οποίος µαζί µε τον Βρονταµίτη οπλαρχηγό Γιάννη Καραµπά εµψυχώνουν και δίνουν θάρρος στους κατοίκους. Μαζί τους έχουν πάρει τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους καθώς και όπλα της εποχής. Φτάνοντας ο Ιµπραήµ στον Βρονταµά αντικρίζει ένα έρηµο χωριό. Λίγοι γέροι, ανήµποροι να µετακινηθούν αρνούνται να αποκαλύψουν το καταφύγιο. Ο θυµός του μεγάλος. Έφιπποι ανιχνευτές χτενίζουν όλη την περιοχή. Καταφέρνουν να εντοπίσουν κάποιους έγκλειστους που είχαν κατέβει στον κάµπο να µαζέψουν σταφύλια. Τους ακολουθούν και εντοπίζουν το οχυρό όπου είχαν καταφύγει περίπου 300 µε 400 Βρονταµίτες. Τα στρατεύµατα του Ιµπραήµ καταφθά-


νουν µπροστά σε ένα πραγµατικά δύσκολο οχυρό. Η κατάληψή του δεν φαίνεται εύκολη υπόθεση, καθώς πρόκειται για ένα µοναστήρι αετοφωλιά, χωρίς καµία πρόσβαση. Ο Ιµπραήµ τους ζητά να παραδοθούν και να υπογράψουν προσκυνοχάρτια σε αντάλλαγµα της ελευθερίας τους. Οι Βρονταµίτες δια στόµατος παπα-∆ηµήτρη απαντούν:

«Αίστε και σεις κι η πίστη σας παλιότουρκοι χαθείται. Οι Βρονταµίτες ζωντανοί, Τούρκους δε προσκυνάνε». Η πολιορκία ξεκινά µε αλλεπάλληλες επιθέσεις. Οι Βρονταµίτες έχοντας πίστη στο Θεό και αγάπη για την πατρίδα αντιστέκονται σθεναρά. Μέσα στο µοναστήρι ακούγονται ύµνοι και ψαλµωδίες και αυτό µανιώνει περισσότερο τον Ιµπραήµ. Ένας στρατηγός του παρατηρεί πως ο βράχος που σκέπαζε το µοναστήρι, σε ένα του σηµείο, δεν είναι τόσο παχύς. Αµέσως δίνεται η εντολή να ανατιναχθεί το σηµείο αυτό µε φουρνέλα. Κάηκαν οι περισσότεροι έγκλειστοι και οι υπόλοιποι πιάστηκαν αιχμάλωτοι.

Η μάχη της Βέργας Τον Δεκέμβριο ο Ιμπραήμ φθάνει στο Μεσολόγγι για να ενισχύσει τους πολιορκητές και στις 1011 Απριλίου 1826 καταλαμβάνει την πολιορκημένη πόλη μετά την ηρωική έξοδο με τους 4.000 νεκρούς και τους 6.000 αιχμαλώτους. Κάτω από αυτό το κλίμα ο Ιμπραήμ επιστρέφει στην Πελοπόννησο με την έπαρση του αήττητου στρατάρχη και τον τίτλο του πορθητή. Από όπου περνά σπέρνει τον όλεθρο και την καταστροφή. Προκειμένου, δε, να εκμηδενίσει τις πενιχρές αντιστάσεις και με σκοπό να «τιμωρήσει» τους Μανιάτες, στράφηκε προς το μοναδικό ελεύθερο κομμάτι της Ελλάδας, τη Μάνη. Στην Ανατολική Μάνη υπήρχαν πάνω από 1.500 Βαρδουνιώτες Τούρκοι, πολύ γενναίοι και έμπειροι πολεμιστές, οχυρωμένοι σε πύργους. Επίσης το φρούριο του Μυστρά ήταν πολύ καλά οχυρωμένο από πολυάριθμους Τούρκους. Έτσι, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (αδελφός του Πετρόμπεη και συγγενής των Γρηγοράκηδων), άρχισε σκόπιμα να διαδίδει ότι έρχονται ευρωπαϊκές (φράγκικες) ενισχύσεις, γεγονός που θορύβησε τους Τούρκους, οι οποίοι άρχισαν με τις οικογένειές τους να εγκαταλείπουν τους πύργους τους. Οι Γρηγοράκηδες μαζί με άλλους οπλαρχηγούς της Ανατολικής Μάνης (Π. Κοσονάκο, I. Κατσούλη κ.ά.) είχαν αρχίσει να συγκροτούν πολεμικά σώματα και κατευθύνονταν προς το Μαραθονήσι-Γύθειο, όπου ύψωσαν την επαναστατική σημαία στις 22 Μαρτίου. Στη συνέχεια ορισμένα πολεμικά σώματα στράφηκαν προς την Κυνουρία για να ενισχύσουν την πολιορκία της Τρίπολης, ενώ τα μεγαλύτερα προς την πεδιάδα του Έλους για την πολιορκία του ισχυρότατου φρουρίου της Μονεμβασίας. Στις 28 Μαρτίου, έπειτα από δοξολογία που τέλεσε


ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος, άρχισε η από ξηράς πολιορκία, και λίγες μέρες αργότερα ο θαλάσσιος αποκλεισμός. Τον Αύγουστο 1825 ο Ιμπραήμ καταλαμβάνει τη Μονεμβασιά. Σε απόσταση περίπου 7 χιλιομέτρων από την πόλη της Καλαμάτας, πλησίον του δρόμου προς Αρεόπολη, βρίσκεται η οχυρωματική γραμμή Βέργα του Αλμυρού, στα ΒΔ σύνορα της Μάνης προς τη Μεσσηνία. Η λέξη βέργα σημαίνει κλάδο δένδρου. Μεταφορικά ονομάστηκε έτσι ο μαντρότοιχος που κτίστηκε από τους Μανιάτες με χρήματα της οικογένειας Καπετανάκη από την Αβία, σε όλο το μήκος της χαράδρας του Αλμυρού, προκειμένου να αποκρουσθεί ο στρατός του Ιμπραήμ και να αποφευχθεί η υποταγή της Μάνης. Το τοπωνύμιο Βέργα δεν υπήρχε προ της μάχης, αλλά προήλθε από την οχύρωση του σημείου, που πρώτα λεγόταν Καπετανιάνικα, από τους πύργους της σημαντικής οικογένειας των Καπετανάκηδων, από το Σταυροπήγιο της Ζαρνάτας. Φαίνεται ότι οι Μανιάτες φοβούμενοι επίθεση του Ιμπραήμ εναντίον της Μάνης, έκτισαν εκ νέου με ασβέστη τον τοίχο που προηγουμένως ήταν ξερολιθιά για να τον κάνουν πιο ισχυρό και ανθεκτικό Το ύψος του έφθανε περίπου τα δύο μέτρα, με τουφεκίστρες σε όλο το μήκος του και ενισχυόταν με δύο οχυρούς πύργους. 5.000 Μανιάτες, μαζί και Πελοποννήσιοι, με επικεφαλής τους Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη, Αναστ. Μαυρομιχάλη, Στ. Καπετανάκη, Αντ. Τρουπάκη κ.ά., συγκεντρώθηκαν στο στενό του Αλμυρού για να αντιμετωπίσουν τους 8.000 πεζούς και ιππείς του Αιγύπτιου πασά. Στο χωριό Αλμυρό μαζεύτηκαν αρχικά περίπου 1000 Μανιάτες υπό τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και έπιασαν την Βέργα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της Τρίτης 22 Ιουνίου 1826 άρχισε η επίθεση. Επακολούθησαν τρεις διαδοχικές σφοδρότατες επιθέσεις του Ιμπραήμ, τις οποίες οι Μανιάτες απόκρουσαν κατά μέτωπο και με τα πυρά από δυο βρίκια από την θάλασσα. Ο Ιμπραήμ αποφάσισε τότε να επιχειρήσει απόβαση 1500 Αιγυπτίων πεζών στο Δηρό. Το σώμα αυτό αποβιβάστηκε και προέλασε προς τα Τσαπαλιανά, όπου κατατροπώθηκε από τα πυρά των γύρω Μανιατών. Ακόμα και οι γυναίκες τους υποδέχτηκαν με πέτρες, με ξύλα, με τα δόντια, με τα δρεπάνια στο χέρι. Μετά από σκληρό αγώνα οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν και πάλι και έφυγαν. Ο Ιμπραήμ διέταξε τότε νέα επίθεση στην Βέργα η οποία απέτυχε όπως


και οι προηγούμενες. Χρησιμοποιεί 15.000 περίπου δυνάμεις από στεριά και θάλασσα. Βομβαρδίζει με τον στόλο του τις θέσεις των αμυνομένων και εξαπολύει κατά κύματα τα γιουρούσια 8.000 πεζών και ιππέων κατά των 2.400 περίπου κυρίως Μανιατών. Ο Ιμπραήμ έστειλε επιστολή στον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και του ζήτησε «Να παραδοθή η Μάνη αμαχητί, άλλως θα την περάση όλη από το σπαθί του και δεν θ' αφήση «μήτε ίχνος οσπιτίου...» . Οι Μανιάτες απάντησαν «Ελάβομεν το γράμμα σου, εις το οποίον είδωμεν να μας φοβερίζεις ότι αν δεν σου προσφέρομεν την υποταγήν μας θέλεις εξολοθρεύσεις τους Μανιάτες και την Μάνην. Διά τούτο και ημείς σε περιμένομεν με όσες δυνάμεις θελήσεις. Οι κάτοικοι της Μάνης γράφομεν και σε περιμένομεν». Οκτώ με Δέκα γιουρούσια την ημέρα, με αμέτρητη καβαλαρία και πολλά κανόνια από στεριά και θάλασσα, έκανε ο Ιμπραήμ το τριήμερο 22, 23 και 24 Ιουνίου 1826, μα η Βέργα δε λύγισε και δεν πατήθηκε. Οι οικογένειες που ανδραγάθησαν σύμφωνα με την παράδοση στην Βέργα οι Γυφτέοι, οι Δραγωνέοι και οι Χειλέοι.

Η μάχη του Δυρού Ο Ιμπραήμ παραπλέει τα παράλια της Μάνης και κανονιοβόλησε τις Κιτριές, την Καρδαμύλη, τη Σελίνιτσα (σ.σ.: το σημερινό Άγιο Νικόλαο), τον Άγιο Δημήτριο και την Τραχήλα, για να καταλήξει τελικά στο Δυρό. Το σχέδιο όμως του Ιμπραήμ έγινε αντιληπτό από το γέρο καπετάνιο Χριστέα, που έμενε στον πύργο του, κτισμένο κοντά στη Μάλσοβα και απέναντι από τη νησίδα της Πέφνου. Ο καπετάν Στρατής Χριστέας λόγω ηλικίας δεν μπόρεσε να πάρει μέρος στη μάχη της Βέργας. Όταν όμως είδε τα εχθρικά πλοία να παραπλέουν τον μύτικα της Καρδαμύλης, έδωσε το σύνθημα του συναγερμού στα γύρω χωριά με συνέπεια γέροι, καλόγεροι, γυναίκες να οχυρώνονται στη βραχονησίδα, στον πύργο, στον όρμο και στη παραλία «Πανταζί». Καθώς τα πλοία πλησίαζαν τον όρμο, ο κανονιέρης Στέφανος Χριστέας κανονιοβόλησε τα εχθρικά πλοία με το κανόνι που βρισκόταν εμπρός από τον πύργο. Το κανόνι αυτό το είχε κουρσέψει ο καπετάν Χριστέας με τα παλικάρια του από ένα μεγάλο βενετσιάνικο καράβι στα πέλαγα της Μπαρμπαριάς. Η πρώτη οβίδα, για καλή τύχη των υπερασπιστών, «τσάκισε» το φλάμπουρο της ναυαρχίδας του Ιμπραήμ, ενώ παράλληλα οι Μανιάτες πυροβολούσαν τους Τουρκοαιγύπτιους εισβολείς. Το κανόνι που χτύπησε τη ναυαρχίδα του Ιμπραήμ έγινε αργότερα γνωστό στη


Μάνη με το όνομα «Κοψοχείλα», γιατί κόπηκε από τη βολή ένα κομμάτι από το επάνω μέρος του χείλους του. Ο Ιμπραήμ, νομίζοντας ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με δύναμη Μανιατών, έδωσε τότε εντολή να κινηθεί ο στόλος προς το νότο. Κατευθύνθηκε λοιπόν στην Τραχήλα την οποία και κανονιοβόλησε, αλλά, επειδή η απόσταση από τον Άγιο Δημήτριο ήταν μικρή, δεν επιχείρησε να κάνει ούτε εκεί απόβαση και συνέχισε κατευθυνόμενος προς την Αρεόπολη και τον όρμο του Δυρού. Μερικά από τα εχθρικά πλοία που είναι στο Δυρό, πάνε στον διπλανό όρμο για να χτυπήσουν το παλάτι των Μαυρομιχαλαίων, στο Λιμένι. Οι εύστοχες βολές του 18ετούς κανονιέρη Λουκά Λουκέα, από τον Λάκκο Οιτύλου, τα πισωγυρίζουν στο Δυρό. Οι προς Αρεόπολη, τον Πύργο και την Χαριά επιδραμώντες τουρκοαιγύπτιοι, έπιασαν μερικούς γέροντες και γερόντισσες να κοιμούνται στ' αλώνια, όπου εφύλαγαν τις θημωνιές τους και τους κατέσφαξαν. Ο Ιμπραήμ με τον διμέτωπο πόλεμο κατά της Μάνης επεδίωκε και το μεγάλο πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Στο χωριό του Δυρού δεν υπήρχε σχεδόν κανένας Μανιάτης και οι δυνάμεις του Ιμπραήμ αρχίζουν να αποβιβάζονται τα ξημερώματα της 22ας προς την 23η Ιουνίου. Ο Πρωτοσύγγελος Ρηγανάκος όμως, που λειτουργούσε στο Δυρό και ο παπα-Πουλάκος στον Άγιο Νίκωνα της Χαριάς, πρωτοβάρεσαν τις καμπάνες και από αυτούς πήραν το φοβερό μήνυμα και όλα τα άλλα χωριά της Μάνης. Οι γυναίκες κάμανε μεγάλο θάμα. Ανασκουμπώνουν τις ποδιές και βάνουν πέτρες στρογγυλές. Καύκαλα ανοίγουνε πολλά ή σκορπούνε τα μυαλά και αρπάζουν τα τραπάνια και τους κόβουν τα κεφάλια... Επικράτησαν έως ότου έφθασαν και οι άνδρες τους με τους οποίους προξένησαν μεγάλο ό λ ε θ ρ ο στον εχθρό. Μόλις από τους 2.000 και πλέον αποβιβασθέντες εχθρούς διασώθησαν 400, οι λοιποί χάθηκαν...

Η μάχη στον Πολυάραβο Η αρχική ονομασία του τόπου ήταν Πολυτσ(ζ)άραβος δηλ. τόπος με πολλά τσ(ζ)άρα (είδος φρύγανου, αφάνας), από τα οποία κατασκευάζονταν σάρωθρα, αλλά για το σημαντικό γεγονός της μάχης του Πολυαράβου (1826) και τη φωνητική συγγένεια ονομάστηκε «Πολυάραβος» για να δηλώσει τον τόπο όπου σκοτώθηκαν πολλοί Άραβες (του Ιμπραήμ Πασά). Ο Ιμπραήμ ήλπιζε να βρει τις ορεινές διαβάσεις του Ταΰγετου αφύλακτες. Μέσω των χωριών Αρχοντικό, Μέλισσα, Κόκκινα Λουριά και Άγιο Νικόλαο που κατέλαβε, έφθασε τον Αύγουστο του 1826 στον Πολυάραβο. Το σχέδιό του ήταν εμφανές. Επεδίωκε να μπει στη Δυτική Μάνη από την


κορυφογραμμή του Ταϋγέτου. Εάν ο ελιγμός αυτός του Ιμπραήμ πετύχαινε και κατελάμβανε την Κελεφά και το Οίτυλο θα διχοτομούσε τη Μάνη και θα μπορούσε να την κατακτήσει εύκολα. Καθ’ οδόν προς Πολυάραβο συνάντησε μεγάλη αντίσταση από την οικογένεια Θεοδωράκη Σταθάκου που ήταν ταμπουρωμένοι στον πύργο τους στη Δεσφίνα. Επακολούθησε σφοδρή επίθεση των Τουρκο-Αιγυπτίων εναντίον των αμυνομένων εντός του πύργου, οι οποίοι επί ώρες προέβαλαν μεγαλειώδη αντίσταση και τελικά έγιναν ολοκαύτωμα πεσόντες άπαντες υπέρ της Ελληνικής ελευθερίας. Έτσι όμως, καθυστέρησαν σημαντικά την προέλαση δίνοντας χρόνο στους Έλληνες που άρχισαν να συγκεντρώνονται στον Πολυάραβο να καταλάβουν τις προθέσεις του Ιμπραήμ και να λάβουν αμυντικές θέσεις. Επί τρεις ημέρες προσπαθούσαν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ να σπάσουν τις αμυντικές γραμμές των Ελλήνων στον Πολυάραβο Από τις 12.000 στρατό που έφθασαν στην περιοχή, έστειλε αρχικά 3.000 σαν εμπροσθοφυλακή για να ανοίξουν το δρόμο. Οι Έλληνες στην πρώτη αμυντική γραμμή που δημιούργησαν στη θέση Προφήτης Ηλίας του Πολυάραβου, απώθησαν εύκολα τους Άραβες που στάλθηκαν σαν ανιχνευτές. Τους εξόντωσαν όλους πλην δύο οι οποίοι γυρίζοντας πίσω στο κυρίως σώμα περιέγραψαν την κατάσταση. Έξαλλος ο επικεφαλής των Αράβων διέταξε ολομέτωπη επίθεση της εμπροσθοφυλακής αλλά απέτυχε και αυτός να σπάσει την αμυντική γραμμή των Ελλήνων. Οι επιθέσεις αυτές επαναλήφθηκαν άλλες δύο φορές. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες δεν είχαν ορίσει κανέναν Γενικό Αρχηγό των επιχειρήσεων, ούτε διέθεταν ενιαία τακτική αλλά όλες οι ομάδες απαρτίζονταν από ντόπιους και άλλους οπλαρχηγούς ή αρχηγούς οικογενειών. Υποχωρώντας ο επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής Χουσνί Μπέης ενημέρωσε τον Ιμπραήμ για την κατάσταση που επικρατούσε και αυτός αφού επανεκτίμησε την κατάσταση αποφάσισε να επιτεθεί μία ακόμα φορά με περισσότερο αυτή τη φορά στρατό. Μέχρι όμως να ανεβασθούν τα πυροβόλα με τα χέρια στις θέσεις βολής και να οδηγηθούν τα τμήματα στη γραμμή εξόρμησης η ώρα πέρασε και όσες επιθέσεις έγιναν (το σούρουπο πλέον) αντιμετωπίσθηκαν. Τα Αιγυπτιακά στρατεύματα παρέμειναν επί τόπου έτοιμα να επιτεθούν ξανά με το χάραμα. Όταν όμως έπεσε το σκοτάδι οι Έλληνες οπλαρχηγοί συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και τραβήχτηκαν στη δεύτερη γραμμή άμυνας χωρίς να τους αντιληφθούν οι Άραβες.


Με το χάραμα οι Άραβες δεν βρήκαν τους Έλληνες εκεί που τους άφησαν την προηγούμενη αλλά τους είδαν ταμπουρωμένους ψηλότερα στη θέση από Λάκκα του Στεφανάκου μέχρι την έξοδο της στενωπού Δερβέν Φούρκα. Οι Έλληνες τους αποδεκάτισαν χτυπώντας τους από τρεις μεριές συγχρόνως. Οι Άραβες σε αντιπερισπασμό άρχισαν να βάλουν με τα κανόνια τους, αλλά λόγω της μεγάλης κλίσεως του εδάφους και της δυσκολίας να κινηθούν οι τροχοί στην ανωμαλία του εδάφους δεν κατόρθωσαν και πολλά πράγματα. Οι Άραβες υστερούσαν επίσης γιατί αναγκαζόντουσαν να πολεμούν ακάλυπτοι, σε ανωφέρεια και σε πολύ δύσβατο έδαφος. Οι Έλληνες τουναντίον ήσαν καλά ταμπουρωμένοι και ευρίσκοντο σε πλεονεκτικότερη θέση. Τρίτη μέρα του πολέμου ξημέρωσε με τον Ιμπραήμ να έχει ανεβάσει όλο το στράτευμά του στον Πολυάραβο. Οι Έλληνες βγήκαν από τα ταμπούρια τους και τους επιτέθηκαν με κραυγές αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν κυνηγώντας τους μέχρι την πρώτη θέση άμυνας κοντά στον Προφήτη Ηλία. Κατά την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου οι απώλειες των Αράβων ήσαν 1.100 νεκροί και 1.400 περίπου τραυματίες, οι δε των Ελλήνων 28 νεκροί και 75 τραυματίες από τους οποίους 5 γυναίκες. Στις τρεις αυτές ήττες ο Ιμπραήμ, εκτός από την καταισχύνη που υπέστη, έχασε τα 2/3 του στρατού του και έφυγε τρομαγμένος, γιατί κινδύνευσε να συλληφθεί ο ίδιος από τους Μανιάτες. Αποφάσισε λοιπόν να εκαταλείψει την Μάνη και αποσύρθηκε στις Κροκεές και ακολούθως στο Έλος και Μονεμβασιά. Στη συνέχεια επανήλθε στην Τρίπολη εγκαταλείποντας οριστικά την Λακωνία. Τον Νοέμβριο του 1826 πήγε στη Μεθώνη για να βγάλει τον χειμώνα. Μετά δε τη γνωστή ναυμαχία του Ναυαρίνου εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και γύρισε στην Αίγυπτο.

Λάκωνες Αγωνιστές του 1821 Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης Ο Πέτρος "Πετρόμπεης" Μαυρομιχάλης (1765 - 17 Ιανουαρίου 1848) ήταν γόνος της ιστορικής μανιάτικης οικογένειας των Μαυρομιχαλαίων, τελευταίος Μπέης της Μάνης, οπλαρχηγός του 1821, αναδειχθείς "αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών δυνάμεων" και πρωθυπουργός της Ελλάδας από τη θέση του προέδρου του Εκτελεστικού Σώματος του ελληνικού κράτους. Γεννήθηκε στη Μάνη (Αρεόπολη-Τσίμοβα Λακωνίας) και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη. Μητέρα του ήταν η Κατερίνη, θυγατέρα του ιατρού και ηγεμόνα της Λακωνίας Κουτσογρηγοράκου. Κατά την περίοδο του δι-


ωγμού των κλεφτών, φυγάδευσε πολλούς προς τα γαλλοκρατούμενα Επτάνησα. Συνδέθηκε συναισθηματικά με τη Γαλλία καθώς πίστευε ότι ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να βοηθήσει τους υποδουλωμένους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Γι' αυτόν τον λόγο σύναψε φιλικές σχέσεις με τον Ναπολέοντα, χωρίς όμως να καταφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το 1814 διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη Μπέης της Μάνης. Στις 2 Αυγούστου 1818, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, που ήταν τότε 53 χρονών, μυήθηκε στη φιλική Εταιρεία, από τον Ηλία Χρυσοσπάθη στις Κιτριές, αλλά σύμφωνα με τον κατάλογο των Φιλικών που συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης, από τον Κυριάκο Καμαρινό. Ο Σέκερης μάς παρέχει επίσης την πληροφορία ότι ο Πετρόμπεης εκτός της αρχικής οικονομικής εισφοράς του «υπόσχεται έτι 5000 γρόσια και είκοσι χιλιάδας οπλοφόρους πρόθυμους πλην πτωχούς». Στην 1 Οκτωβρίου του 1819 συνυπογράφει το Σύμφωνο των Κιτριών μετά από παρότρυνση του Χ. Περραιβού, διατηρώντας τον τίτλο του Μπέη κατά τους τύπους θέτοντας όλη τη Μάνη

σε

προετοιμασία

πολέμου.

Στις 17

Μαρτί-

ου του 1821 υψώνοντας το λάβαρο του Αγώνα στην Τσίμοβα, όπως λεγόταν τότε η Αρεόπολη, τεθείς επικεφαλής πέντε χιλιάδων Μανιατών

προχώρησε

μαζί

με

άλλους

οπλαρχηγούς

στην απελευθέρωση της Καλαμάτας. Αμέσως μετά στις 23/24 Μαρτίου ο Πετρόμπεης συγκρότησε τη Μεσσηνιακή Γερουσία, με πρόεδρο τον ίδιο όπου και εκδίδει την ιστορική διακήρυξη (Προειδοποίηση) προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές, την οποία υπέγραψαν ο ίδιος ως αρχιστράτηγος και όλα τα μέλη της Γερουσίας. Δύο μήνες αργότερα συμμετέχοντας στη Συνέλευση των Καλτεζών που έλαβε χώρα στην

ομώνυμη μονή

των

Καλτεζών εκλέχτηκε

πρόεδρος

της Πελοποννησιακής Γερουσίας, στην οποία προσπάθησε να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες πλευρές, χωρίς ωστόσο να αποφύγει τις κατηγορίες για ιδιοτέλεια και προδοσία. Στην Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Βουλευτικού, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης χρημάτισε πρόεδρος της Β' Εθνοσυνέλευσης (1823), πρόεδρος του Βουλευτικού (1823), πρόεδρος του Εκτελεστικού (1823), μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδος και μέλος του νομοτελεστικού στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Αλλά και στον στρατιωτικό τομέα η δράση του ήταν αξιόλογη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς, της Καλαμάτας και του Άργους καθώς και στην άμυνα του Μεσολογγίου. Επίσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και στην άμυνα της Μάνης από την επίθεση των Τουρκοαιγυπτίων και συγκεκριμένα του Ιμπραήμ. Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα δύο γιοι του Πετρόμπεη σκοτώθηκαν σε μάχες, οι Ηλίας και Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ο Πετρόμπεης αποδέχτηκε την εκλογή του Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος. Με τον ερχομό του Καποδίστρια διορίζεται μέλος στο «Πανελλήνιον» και


στη Γερουσία. Η πολιτική του Καποδίστρια όμως σκόπευε στον περιορισμό των προκρίτων της Πελοποννήσου, γεγονός που επηρέαζε και την οικογένεια Μαυρομιχάλη, η οποία επιθυμούσε να υπάρχει ξεχωριστό τελωνείο για τη Μάνη. Η κόντρα δεν άργησε να ξεσπάσει. Το Πάσχα του 1830 ο αδερφός του Πετρόμπεη, Τζανής, ξεσηκώνει όλη τη Μάνη σε στάση κατά του Καποδίστρια. Ο Πετρόμπεης προσπάθησε να διαφύγει στη Ζάκυνθο, αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε για 9 μήνες στην Ακροναυπλία. Αποκορύφωμα της σύγκρουσης του Καποδίστρια με την οικογένεια Μαυρομιχάλη ήταν η δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831 όπου ο γιός του Γεώργιος Μαυρομιχάλης και ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον δολοφόνησαν. Τον επόμενο χρόνο, ύστερα από διαταγή του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο Πετρόμπεης αποφυλακίστηκε. Στην τελευταία περίοδο της ζωής του ο Πετρόμπεης τιμήθηκε ιδιαίτερα από την Αντιβασιλεία. Διορίστηκε αντιπρόεδρος του νεοσύστατου Συμβουλίου της Επικρατείας και μετά την αντιπολίτευση γερουσιαστής. Επίσης τιμήθηκε με τον βαθμό του Αντιστρατήγου. Ως ευγνωμοσύνη του έθνους δωρίστηκε στην οικογένειά του ένα κτήμα στην Πελοπόννησο, το ονομαζόμενο «Λυκοβούνιο». Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 1848. Στην κηδεία του εκφώνησαν λόγους ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Παναγιώτης Σούτσος. Παιδιά

του

ήταν

οι: Ηλίας,

Παναγιωτίτσα

(σύζυγος Δημητρίου

Σαχί-

νη), Αναστάσιος, Γεώργιος, Ιωάννης και Δημήτρης Μαυρομιχάλης.

Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (; - 1822) ήταν οπλαρχηγός που συμμετείχε στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη και νεώτερος αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Διακρίθηκε για τη φιλοπατρία και την ανδρεία του. Με το ξέσπασμα της επανάστασης συγκρότησε δικό του σώμα και διακρίθηκε αρχικά στις μάχες της Καλαμάτας, της Κορώνης, της Μεθώνης, του Βαλτετσίου όπου ήταν γενικός αρχηγός του ελληνικού στρατού, στην πολιορκία της Τρίπολης κ.α. Αργότερα συμμετείχε μαζί με τον ανιψιό του Ηλία σε εκστρατεία στην Αττική και την Εύβοια όπου δεν κατάφερε να τον σώσει από τον θάνατο. Στη συνέχεια προσπάθησε ανεπιτυχώς μαζί με τον Ανδρούτσο να εκδικηθεί τον θάνατο του ανιψιού του. Το καλοκαίρι του 1822 συμμετείχε στην εκστρατεία του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος 500 Μανιατών. Σκοτώθηκε στις 4 Ιουλίου του 1822, καθώς πολεμούσε στη Σπλάτζα Φαναρίου αντιμετωπίζοντας 3.000 Τουρκαλβανούς υπό τον Μουσταφάμπεη, δεχόμενος σφαίρα στο κεφάλι. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο Μεσολόγγι. Γιος του ήταν ο Πέτρος Μαυρομιχάλης.


Το Δημοτικό τραγούδι αντί να περιγράψει τον θάνατό του με πρωτοτυπία εκθέτει την ανακοίνωση του θανάτου του από τον Πετρόμπεη στη σύζυγό του στη Μάνη: "Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ΄ ένα χρυσό μαντήλι -Τι έχεις Μπέη και χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα -Σα με ρωτάς Κυριάκαινα και θέλεις για να μάθης απόψε μου ΄ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα"

Ιωάννης Μαυρομιχάλης Αδελφός του ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Τρίτος κατά σειρά αδελφός του Πετρόμπεη, από τον οποίο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην Εθνεγερσία. Φημιζόταν για την ανδρική του ωραιότητα και είχε μεγάλη επιρροή στη Μάνη. Λένε δε ότι όταν το 1815 ο Θεοδωρόμπεης Γρηγοράκης έχασε την εύνοια του Σουλτάνου και την ηγεμονία της Μάνης, ο Καπουδάν Πασάς προσέφερε καταρχάς το μπεηλίκι στον Ιωάννη Κατσή Μαυρομιχάλη, αλλά ο Ιωάννης αρνήθηκε το αξίωμα διότι όπως είπε, είχε μεγαλύτερο αδερφό τον Πετρόμπεη και ήταν έθιμο στη Λακωνία να επιβάλλεται σεβασμός στην οικογενειακή ιεραρχία. Έτσι διορίστηκε ο Πετρόμπεης μπέης της Μάνης. Συνόδευσε τον ανιψιό του, Ηλία, καθώς και τους αδελφούς του, Αντώνη και Κωνσταντίνο, κατά την είσοδο και απελευθέρωση της Καλαμάτας. Έλαβε μέρος στις πολιορκίες των κάστρων Μεθώνης και Κορώνης, στη μάχη του Βαλτετσίου, όπου και διακρίθηκε, στην πολιορκία και άλωση της Μονεμβασιάς καθώς και στις γιγαντομαχίες Βέργας Δυρού ( 22-26/6 1826) και του Πολυάραβου (28-30/8 1826), όπου ο Ιμπραήμ Πασάς έχασε τα 2/3 του στρατού του σε πεσόντες και λαβωμένους και δεν τόλμησε να δώσει άλλη μάχη. Ο Ιωάννης απόφευγε όμως μακρές απουσίες του από τη Μάνη, γιατί είχε την ευθύνη συγκεντρώσεως, διανομής και αποστολής όλων των εφοδίων στα μαχόμενα μανιάτικα σώματα, έτσι παραμένει στη Μάνη και διευθύνει τις οικογενειακές υποθέσεις. Εκτός της διαχείρισης των εφοδίων διατήρησε την εσωτερική γαλήνη, συνοχή, ομοψυχία και διοικητική στρατιωτική εξουσία στη Μάνη. Γι’ αυτό και τον αποκαλούσαν, με αφορμή τη μόνιμη


απουσία του αδερφού του Πετρόμπεη, "Βασιλιά της Μάνης". Αργότερα τον συναντούμε να διευθύνει τις στρατολογικές και οικονομικές υπηρεσίες του αμυντικού στρατοπέδου της Θουρίας. Από την υπηρεσία του αυτή σώζεται αξιόλογο κομμάτι ημερολογίου. Το 1830 επί Καποδίστρια έδιωξε τα κυβερνητικά στρατιωτικά τμήματα από τη Μάνη και κληθείς από τον Κυβερνήτη στο Ναύπλιο για συνδιαλλαγή, φυλακίστηκε για 18 μήνες στο κάστρο τού Ιτς Καλέ, ενώ ο γιος του, Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης, κρατήθηκε υπό επιτήρηση και κατ' οίκον περιορισμό στο Ναύπλιο. Με την ίδια αφορμή ο Καποδίστριας φυλάκισε και τον ίδιο τον Πετρόμπεη και έθεσε υπό επιτήρηση τον γιο του Γεώργιο και τον αδελφό του Κωνσταντίνο, που τους κάλεσε και αυτούς για δήθεν συνδιαλλαγή. Δηλαδή πέντε Μαυρομιχαλαίοι ήταν όμηροι του Καποδίστρια. Αργότερα, κατά τη Βαυαροκρατία στα χρόνια του Όθωνα, μετά τη δίκη και καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα, έγινε αιματηρή στάση στη Μάνη κατά των Βαυαρών με σημαντικές απώλειες κυρίως εις βάρος των Βαυαρών. Και όταν στάλθηκαν δύο τάγματα Βαυαρών με αυστηρή εντολή να υποτάξουν τους Μανιάτες και να γκρεμίσουν τους πύργους της Μάνης, ένα ολόκληρο τάγμα Βαυαρών αιχμαλωτίστηκε από τους Μανιάτες. Η Αντιβασιλεία τότε ζήτησε διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση των Βαυαρών στρατιωτών και για το ποια θα ήταν η ανταμοιβή των Μανιατών, οπότε ο Κατσής, θέλοντας να εξευτελίσει τους Βαυαρούς αξιωματικούς, εζήτησε: Μία δεκάρα για κάθε αξιωματικό και ένα τάληρο για κάθε στρατιώτη. Η σκληρή αυτή στάση των Μανιατών και οι διαδηλώσεις του λαού στο Ναύπλιο συνετέλεσαν στην αποφυγή εκτελέσεων των δύο καταδικασθέντων στρατηγών και έτσι ο Όθωνας με αφορμή και την ανάρρησή του στον θρόνο έδωσε χάρη και σώθηκαν οι δύο στρατηγοί από τη λαιμητόμο.

Ηλίας Μαυρομιχάλης (Μάνη 1795 – Στύρα Ευβοίας 12/01/1822) Πρωτότοκος γιος του Πετρόμπεη, διακρίθηκε στους πολέμους του Εικοσιένα για τη γενναιότητα, τις στρατηγικές ικανότητες και την ηθική του προσωπικότητα. Εμφανίστηκε ενεργά στο πολεμικό προσκήνιο της επαναστατημένης Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1821 όταν, ως αντιπρόσωπος των Πελοποννησίων, πήρε μέρος σε σύσκεψη οπλαρχηγών και φιλικών που συγκροτήθηκε στη Λευκάδα με σκοπό να συζητηθούν οι προετοιμασίες για τον ξεσηκωμό της Ρούμελης. Με την έναρξη του Αγώνα πήρε μέρος στην κατάληψη και την απελευθέρωση


της Καλαμάτας (22 – 23 Μαρτίου 1821) και αναδείχτηκε γρήγορα ένας από τους αξιολογότερους Μανιάτες οπλαρχηγούς. Αντιλαμβανόμενος έγκαιρα την ορθότητα των απόψεων του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του Αγώνα και προικισμένος και ο ίδιος με στρατηγικά προσόντα, τόν ακολούθησε στην Αρκαδία. Κατά τις κρίσεις σύγχρονών του ιστορικών, τον χαρακτήριζε «φρόνησις και καρδία γενναία πατριωτισμός και φιλοτιμία απεριόριστος». Κατευθύνθηκε στην Καρύταινα, όπου συμμετείχε σε πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Στεμνίτσα, το Λεοντάρι και το Πάπαρι. Γρήγορα όμως πήρε ειδοποίηση από τον Κολοκοτρώνη και έσπευσε στο στρατόπεδο του Βαλτετσίου. Μαζί με τον θείο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη τοποθετήθηκαν στον ανατολικό προμαχώνα, στο «Χωματοβούνι». Στη μάχη που ακολούθησε (12-13 Μαΐου), ο Ηλίας αγωνίστηκε ηρωικά και συνέβαλε αποφασιστικά στην Ελληνική νίκη. Πήρε μέρος στην Τριπολιτσά και στη συνέχεια, πήγε με σώμα συμπατριωτών του να ενισχύσει την πολιορκία της Ακροκορίνθου. Έμεινε κατόπιν για λίγο στα στενά της Μεγαρίδας και μετά πέρασε στη Βοιωτία για να βοηθήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο εναντίον των δυνάμεων του Ομέρ Βρυώνη. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1821, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης διορίστηκε αρχηγός των όπλων Αττικής και έφθασε στην Αθήνα, όπου έγινε δεκτός με πολλές τιμές. Ως αρχηγός του στρατοπέδου της Κάζας διεξήγαγε τη νικηφόρα μάχη στο Κριεκούκι, εναντίον των σωμάτων του Κιοσέ Μεχμέτ πασά. Στις 5 Ιανουαρίου 1822 ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, δέχτηκε την πρόταση επιτροπής, υπό τον μητροπολίτη Καρυστίας Νεόφυτο, να αναλάβει την αρχηγία εκστρατείας στη Νότιο Εύβοια για την απελευθέρωση της Καρύστου. Διαπεραιώθηκε με 600 περίπου Μανιάτες και τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη στο Αλιβέρι Ευβοίας. Η άφιξή του προκάλεσε ενθουσιασμό στους ντόπιους αρχηγούς. Προχωρώντας προς τα νότια τού νησιού συναντήθηκε με τα σώματα του Νικολάου Κριεζώτη, του Βάσου Μαυροβουνιώτη και άλλων και έφθασε στις Κουβάλες στα περίχωρα των Στύρων στις 11 Ιανουαρίου. Το πρωί της επόμενης μέρα, πραγματοποίησε μια νικηφόρα σύγκρουση με τους αντιπάλους και αμέσως μετά στράφηκε εναντίον της τουρκικής φρουράς των Στύρων. Στο μεταξύ όμως στάλθηκε από την Κάρυστο τουρκική δύναμη υπό τον Ομέρ μπέη, την οποία δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν οι άλλοι Έλληνες, παρά τις προσπάθειές τους. Έτσι ο Ηλίας Μαυρομιχάλης βρέθηκε κυκλωμένος από τον εχθρό στα Στύρα. Βλέποντας ότι κάθε προσπάθεια αντίστασης ήταν μάταιη και προκειμένου να σωθούν οι συμπολεμιστές του Μανιάτες εξακολούθησε τον αγώνα με 60 άνδρες. Στη συνέχεια κλείστηκε με επτά συντρόφους του στον Κοκκινόμυλο, έναν ερειπωμένο ανεμόμυλο των Στύρων και συνέχισε για δύο ώρες ακόμα την άμυνα. Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά, προσπάθησε να διαφύγει


διασπώντας τον κλοιό αλλά αυτοκτόνησε για να μην πέσει αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων, ενώ το κεφάλι του κόπηκε και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο θάνατός του αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για την Επανάσταση. Όταν μαθεύτηκε ο ηρωικός θάνατος του Ηλία Μαυρομιχάλη στην έδρα της Πελοποννησιακής Γερουσίας, στην Ακροκόρινθο, ο Πρόεδρος αυτής Δημ. Υψηλάντης θέλησε να την ανακοινώσει με τρόπο περιφραστικό στον Πετρόμπεη, ο οποίος ήταν Αντιπρόεδρος τής Γερουσίας. Αφού άκουσε με ψυχραιμία το θλιβερό συμβάν, είπε στον Δημήτριο Υψηλάντη: «Μη με λυπάσαι. Έκαμα γιο στρατιώτη, ο οποίος επλήρωσε το χρέος του προς την Πατρίδα!«. Ο Ιστορικός Φιλήμων αναφέρει, ότι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έλεγε «πως μόνο ο Ηλίας ηδύνατο να διαφιλονικήση ποτέ τη στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου». .

Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης Γεννήθηκε στη Μάνη και ήταν γιος του Πιέρρου Μαυρομιχάλη και αδερφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821. Συμμετείχε και διέπρεψε στις μάχες των Βαλτετσίου, Λέρνης, Βέργας, Δυρού, Πολυαράβου, και αλλού. Αποτέλεσε μέλος της Κυβέρνησης του Κουντουριώτη το 1825. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, μαζί με τον ανιψιό του Γεώργιο Μαυρομιχάλη και με την ανοχή των αστυνομικών που τον επιτηρούσαν, δολοφόνησε τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια έξω από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο. Πυροβολήθηκε όμως και τραυματίστηκε από τον Κοζώνη, τον θηριώδη μονόφθαλμο και μονόχειρα Κρήτα σωματοφύλακα του Καποδίστρια, ενώ παράλληλα το εξοργισμένο πλήθος όρμησε εναντίον του. Αποτελειώθηκε από τον στρατηγό Φωτομάρα, που τον πυροβόλησε από παρακείμενη οικία. To πλήθος οργισμένο διαμέλισε το πτώμα του και πέταξε τα μέλη του στη θάλασσα. Το πτώμα του επέπλεε για μέρες μέχρι που ένας Μανιάτης κληρικός τον πήρε και τον έθαψε.

Καπετάν Ζαχαρίας Ο θρυλικός Ζαχαρίας Μπαρμπιτσιώτης (1759-1805) έρχεται από τα υψώματα του Πάρνωνα και συγκεκριμένα από τη Μπαρμπίτσα όπου γεννήθηκε το 1759, έτσι πήρε και το κατά κόσμο όνομά του. Το πραγματικό του όνομα είναι Ζαχαρίας Παντελεάκος, η οικογένεια του έφτασε στη Μπαρ-


μπίτσα (1.200 μέτρα υψόμετρο) από τη Μάνη, όπως συνέβη και με πολλές άλλες οικογένειες του Μοριά και από τα νησιά μιας και βρήκαν ασφαλές καταφύγιο κατά την τουρκοκρατία, καθώς ήταν κυνηγημένοι και επαναστατημένοι Έλληνες κλέφτες. Έδρασε στην Πελοπόννησο και κυρίως στον Πάρνωνα. Παιδί ακόμα κατατάχτηκε σε αρματολικό σώμα για να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του και του αδελφού του και 18 ετών συγκρότησε δική του ομάδα. Η φήμη του εδραιώθηκε στη κοινή συνείδηση με τη μάχη του Σάλεσι (1781). Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του. Έγινε αρχηγός των κλεφτών με υπαρχηγό το Θ. Κολοκοτρώνη και συνένωσε γύρω του τους οπλαρχηγούς Αναγνωσταρά, Νικηταρά, Πετμεζά, κ.ά. Με ορμητήριο τον πύργο του στο Σκουφομύτη οργάνωνε συχνές επιδρομές εναντίον των Τούρκων και των Ελλήνων συνεργατών τους. Η δράση του ήταν τόσο αποτελεσματική, όπως και ο φόβος που προξενούσε στον κατακτητή, που οι Τούρκοι αναγκάστηκαν στη συνέχεια να συνθηκολογήσουν μαζί του. Αργότερα διορίστηκε από τους Τούρκους «μπασμπόγος και ζαμπίτης» όλης της Πελοποννήσου, δηλαδή αστυνομικός επόπτης. Μέσα από το νέο του αυτό αξίωμα ο Ζαχαρίας ενίσχυε όσο μπορούσε τους αρματολούς του Μοριά.. Σε όλη τη διαδρομή του στην κλεφτουριά προσπάθησε να ενώσει τους αρματολούς όλης της Ελλάδας εναντίον των Τούρκων. Για ένα διάστημα μάλιστα υπήρξε αρχηγός της ομοσπονδίας των αρματολών της Πελοποννήσου. Ενίσχυσε το κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη και συνεργάσθηκε μαζί με τον αρχηγό των κλεφτών της Ρούμελης Ανδρέα Ανδρίτσο, πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Η φυσιογνωμία και τα κατορθώματα του Ζαχαριά έμελλαν να περάσουν στη χώρα του θρύλου, καθώς και στο δημοτικό τραγούδι. Μετά από μία ζωή ασυμβίβαστη και γεμάτη ένδοξη δράση, ο Ζαχαρίας είχε άδοξο τέλος, αφού δολοφονήθηκε στις 20 Ιουλίου 1805 στα Τσέρια της μέσα Μάνης (σε πλαγιά του Ταϋγέτου, πάνω από τη Καρδαμύλη), από άνθρωπο του Μούρτζινου, στον πύργο του κουμπάρου του Κουκέα, ύστερα από "μπαμπεσιά". Ο Κουκέας έστειλε μάλιστα το κεφάλι του στην Τριπολιτσά.

Ιωάννης Στρατάκος (οπλαρχηγός) Η Χιμάρα της Μάνης βρίσκεται μεταξύ των οικισμών Πυρρίχου και Λουκάδικων, στην περιοχή που κατά τον 19ο αιώνα ονομαζόταν επαρχία Κολοκυνθίου. Ο οικισμός αυτός ανέδειξε κατά την Επανάσταση του 1821 μία σημαντική προσωπικότητα, με δράση στρατιωτική κυρίως, που πλαισίω-


σε γνωστούς Μανιάτες οπλαρχηγούς. Ο αγωνιστής αυτός ήταν ο Ιωάννης Στρατάκος, ένας ακόμη από τους Μανιάτες εκείνους που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Ο Στρατάκος, σύμφωνα με τους τηρούμενους στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.) επίσημους ονομαστικούς καταλόγους του Υπουργείου Στρατιωτικών (περίοδος 1840 – 1841), είχε γεννηθεί το έτος 1790 και είχε νυμφευθεί τη Μαρία Νικολάκου στις 6 Οκτωβρίου 1819. Από την ίδια πηγή φέρεται εκείνη την εποχή ως πατέρας έξι παιδιών. Σχετικά με τη δράση του κατά την Επανάσταση, γνωρίζουμε ότι μετά από πρόταση του Εκτελεστικού Σώματος πήρε στις 11 Ιουνίου του 1823 τον βαθμό του χιλιάρχου, μαζί με τους συναγωνιστές του Μαυροειδή Μαντζάκο, Βασίλειο Πολιτάκο, Ιωάννη Γιαννουλέα, Δημήτριο Πουλικάκο και άλλους. Η συμμετοχή του στις επαναστατικές επιχειρήσεις μέχρι το έτος 1825 περιγράφεται συνοπτικά από μία αναφορά του ίδιου προς το Υπουργείο των Πολεμικών, την οποία υπέβαλε τον Οκτώβριο του 1825, προσκομίζοντας ταυτόχρονα και δύο πιστοποιητικά του Πετρόμπεη και Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, τους οποίους ακολουθούσε ως αξιωματικός τους στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Το έτος 1821 λοιπόν, πολεμώντας πάντα υπό την οδηγία των Μαυρομιχαλαίων, έλαβε μέρος στις πολιορκίες Ναυπλίου, Τριπολιτσάς, Κορίνθου και Πατρών, ενώ δεν έλειψε και από επιχειρήσεις εκτός Πελοποννήσου, ευρισκόμενος στα Μεγάλα Στενά του Ισθμού, στα Γεράνεια Όρη και στη Λιβαδειά. Το επόμενο έτος, δηλαδή το 1822, πολέμησε στο Άργος κατά του Δράμαλη, ενώ περί τα τέλη του έτους αυτού έλαβε μέρος και σε εκστρατεία Μανιατών υπό τον Πετρόμπεη με σκοπό την ενίσχυση του πολιορκούμενου από τους Οθωμανούς Μεσολογγίου και τη λύση της πολιορκίας του. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης σε πιστοποιητικό του, που φέρει ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1825, βεβαιώνει για τον Καπετάν Γιάννη Στρατάκο ότι αγωνίσθηκε υπό την οδηγία του σε πολλές εκστρατείες, φερόμενος «μετά προθυμίας, ανδρείας και πίστεως» και ότι υπήρξε γνήσιος πατριώτης με γενναίες εκδουλεύσεις έως εκείνη την εποχή. Μετά την απελευθέρωση, κατά την περίοδο του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια (1828 – 1831), ο Στρατάκος εξακολούθησε ως παλαιός οπλαρχηγός να ασκεί επιρροή στην περιοχή του. Έτσι, στις 24 Ιουλίου του 1830 συνυπέγραψε μαζί με άλλους προκρίτους και οπλαρχηγούς της Ανατολικής και Δυτικής Μάνης επιστολή στήριξης και αφοσίωσης προς τον απεσταλμένο του Κυβερνήτη στο Γύθειο Α. Μεταξά, ενώ την ίδια εποχή προτάθηκε από τον Έκτακτο Επίτροπο Πελοποννήσου ως ικανός να αναλάβει τη θέση του Δημογέροντα του τμήματος Κολοκυνθίου Ανατολικής Μάνης, μισθοδοτούμενος με 60 φοίνικες ανά μήνα. Κατά τα μετέπειτα χρόνια της Οθωνικής περιόδου, ο αγωνιστής αυτός, όπως και αρκετοί άλλοι Μανιάτες παλαίμαχοι αγωνιστές του 1821, ονομάστηκε τιμητικά αξιωματικός της Σπαρτιάτικης Φάλαγγας και πήρε τον Νοέμβριο του 1837 τον βαθμό του Λοχαγού. Περαιτέρω το έτος 1839 τέθηκε σε ενεργητική υπηρεσία με τον βαθμό του Λοχαγού – Σημαιοφόρου στην 4η Τετραρχία της Φάλαγγας, υπηρετώντας αρχικά υπό τον Ταγματάρχη Δ. Πετροπουλάκη στο απόσπασμα Γυθείου και κατόπιν ο ίδιος ως αποσπασματάρχης στην Αρεόπολη, από όπου και αποστρατεύθηκε τον Ιούλιο του 1843, ως προικοδο-


τημένος Λοχαγός. Γνωρίζουμε ότι κατά την περίοδο της ενεργητικής του υπηρεσίας (1839 – 1843) ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την καταδίωξη ληστών, γεγονός που καταδεικνύει το ότι, παρά το ώριμο της ηλικίας του για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, παρέμενε ένας μάχιμος αξιωματικός. Ακριβή χρόνο θανάτου του Ιωάννη Στρατάκου δεν γνωρίζουμε.

Γιατράκος Παναγιώτης (Άρνα Λακωνίας, 1790 ή 1791 – Αθήνα, 1851). Γιατρός, φιλικός και αγωνιστής του 1821. Υπήρξε ηγετική μορφή της Επανάστασης και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα, τόσο κατά τη διάρκεια του Αγώνα, όσο και κατά την πρώτη περίοδο του νέου ελληνικού κράτους. Ο χρόνος της γέννησής του πρέπει να τοποθετηθεί στο 1790 ή 1791 (και όχι στο 1780, όπως δέχονταν παλαιότερα οι βιογράφοι του), όπως προκύπτει από τον κατάλογο των Φιλικών του Παναγιώτη Σέκερη, κατά τον οποίο ο Γιατράκος, όταν μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Γρηγόριο Δικαίο – Παπαφλέσσα τον Αύγουστο του 1818, ήταν 27 χρονών, καθώς και από έγγραφο του Αρχείου Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης (αρ. 21651), σύμφωνα με το οποίο το 1833 ήταν 43 χρονών. Ο Παναγιώτης Γιατράκος σπούδασε (δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς) στην Πάντοβα ιατρική, την οποία ασκούσαν εμπειρικά και άλλα μέλη της οικογένειάς του (στο «αφιερωτικό» της μύησής του στη Φιλική Εταιρεία αναφέρεται ήδη ως «Σπαρτιάτης χειρουργός»). Αργότερα, ίσως το 1817, εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο και κατατάχτηκε σε αγγλικό στρατιωτικό σώμα. Λίγο πριν από την έναρξη του Αγώνα ίδρυσε στη Σπάρτη «Σχολείον Ιατροχειρουργικής» και εκπαίδευσε στην ιατρική και την επείγουσα χειρουργική όχι μόνο τους αδερφούς του αλλά και πολλούς άλλους που αργότερα πρόσφεραν πολυτιμότατες υπηρεσίες στην Επανάσταση. Μαρτυρείται ότι ο Γιατράκος εφάρμοζε αντισηπτική και ασηπτική μέθοδο με αλκοόλ (ρακί) σε μια εποχή κατά την οποία η αντισηψία ήταν άγνωστη και ότι αντιμετώπιζε με μεγάλη αυτοπεποίθηση και επιτυχία βαρύτατες χειρουργικές περιπτώσεις. Αμέσως μετά την έναρξη του Αγώνα ο Γιατράκος πήγε από τον Μυστρά, όπου τότε βρισκόταν, με ενόπλους στο πρώτο στρατόπεδο της Πελοποννήσου, που ιδρύθηκε στα Βέρβαινα της Κυνουρίας, και στις 8 Απριλίου 1821 με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Έλους Άνθιμο, Βρεσθένης Θεοδώρητο και άλλους, απευθύνθηκε στους Υδραίους ζητώντας από αυ-


τούς

ενεργότερη

συμμετοχή

στην

Επανάσταση.

Πήρε

μέρος

στην

πολιορκία

της Τριπολιτσάς επικεφαλής στρατιωτικού σώματος Αρκάδων και Μανιατών, καθώς και στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την παράδοση της πόλης. Υπήρξε επίσης μεταξύ των πολιορκητών του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου και συνυπέγραψε με άλλους οπλαρχηγούς τη συμφωνία παράδοσης από τον Κιαμίλ μπέη του σημαντικού αυτού κάστρου. Την άνοιξη του 1822 ο Γιατράκος διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της Ηπείρου, όπου εκστράτευσε με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, καθώς και στην αντιμετώπιση της εκστρατείας του Δράμαλη στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Κατά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο έσπευσε στο Νεόκαστρο, όπου πολέμησε επικεφαλής 700 ανδρών, και κατά την παράδοση του φρουρίου στον Αιγύπτιο στρατάρχη (11 Μαΐου 1825) κρατήθηκε με τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη ως όμηρος, για να εκβιαστούν οι Έλληνες να απελευθερώσουν δυο Τούρκους πασάδες που είχαν συλληφθεί κατά την κατάληψη του Ναυπλίου (30 Νοεμβ. 1822). Απελευθερώθηκε τέσσερις μήνες αργότερα, συνέχισε τον αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ και δεν έπαψε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως το τέλος του Αγώνα. Η ανάμιξη του Γιατράκου στα πολιτικά πράγματα υπήρξε επίσης αξιόλογη. Τον Δεκέμβριο του 1821 ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας που προήλθε από τη συνέλευση του Άργους (1-27 Δεκ. 1821 ), και στη διάρκεια της Β’ Εθνικής Συνέλευσης στο Άστρος (29 Μαρτ. – 18 Απρ. 1823) ορίστηκε φρούραρχός της. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου (1823 – 25) ο Γιατράκος, όπως εξάλλου ολόκληρη η οικογένειά του, τάχθηκε με το μέρος της κυβέρνησης του Γεωργίου Κουντουριώτη, ο οποίος τη χρησιμοποίησε για να επιβληθεί στη μερίδα των στρατιωτικών. Η δράση του κατά την καποδιστριακή περίοδο υπήρξε περιορισμένη και είναι γνωστό ότι αργότερα υπήρξε αφοσιωμένος στον βασιλιά Όθωνα (που όπως αναφέρεται κατά την κηδεία του Γιατράκου ακολούθησε πεζός τη σορό του). Το 1834 συντέλεσε στην καταστολή της εξέγερσης που εκδηλώθηκε στη Μεσσηνία εναντίον της βαυαρικής αντιβασιλείας με πρωταγωνιστή τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη, και ορίστηκε αντιπρόεδρος του Στρατοδικείου που δίκασε τους επαναστάτες τον Σεπτέμβριο του 1834. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 διορίστηκε γερουσιαστής. Ο Παναγιώτης Γιατράκος, νηφάλιος κατά την άσκηση των πολιτικών και στρατιωτικών του δραστηριοτήτων, θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Παναγιώτη Κρεββατά τον Νοέμβριο του 1822, η ενοχή του όμως δεν αποδείχτηκε. Εξακολούθησε μετά τη δοκιμασία αυτή να προσφέρει στην πατρίδα τις υπηρεσίες του ως τον θάνατό του.


Θεόδωρος Μεσίσκλης ( 1783 – 1840 ) Ο Θεόδωρος Μεσίσκλης υπήρξε κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οπλαρχηγός της Μέσα Μάνης. Φέρεται γεννημένος το 1783 και καταγόταν από τη Νόμια του παλαιού Δήμου Μέσσης της Λακωνίας. Κατά την περίοδο της επαναστάσεως κατείχε τον βαθμό του χιλίαρχου και μνημονεύεται από τον μετέπειτα υπασπιστή του Θ. Κολοκοτρώνη Φωτάκο ως ένας από τους οπλαρχηγούς της Μάνης που εισήλθαν στις 23 Μαρτίου 1821 στην Καλαμάτα. Κατά την περίοδο Καποδίστρια (1828 – 1831) διετέλεσε δημογέροντας, ενώ κατά την μετέπειτα Οθωνική περίοδο κατείχε στρατιωτικά αξιώματα, ήτοι το έτος 1835 υπηρέτησε ως Εθνοφύλακας Μάνης, το έτος 1836 διορίστηκε ως ανθυπολοχαγός του Τρίτου Ελαφρού Τάγματος Μάνης (λόχος Αχίλλειου, με διοικητή του λόχου τον υπολοχαγό Ιωάννη Γρηγορακόγκωνα), ενώ κατά το έτος 1837 ονομάζεται χάριν των πατριωτικών του εκδουλεύσεων λοχαγός της Λακωνικής Φάλαγγας. Το έτος 1839 διορίζεται με τον ίδιο βαθμό στην νεοσυσταθείσα τότε 4η Τετραρχία της Φάλαγγας, με διοικητή τον Νικόλαο Πιεράκο. Τιμήθηκε επίσης με το αργυρό αριστείο του Αγώνος. Είχε νυμφευθεί στα 1806 τη Μαρία Κονομίτζα και είχε δύο γιούς και τρεις θυγατέρες. Απεβίωσε στις 17 Νοεμβρίου 1840 στη Νόμια Λακωνίας.

Γιώργης Μούρτζινος Ο Γιώργης Μούρτζινος ήταν γιος του Διονύση Μούρτζινου, που έδρασε κατά την Εθνεγερσία του 1821. Ο Διονύσης Μούρτζινος πέθανε νέος και άφησε ανήλικο ορφανό τον γιο του Γιώργη. Ο Γιώργης με τη βοήθεια του Θ. Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε σοβαρές υποχρεώσεις στο σπίτι του Μούρτζινου, έγινε αξιωματικός. Η ροπή του προς την οινοποσία τον οδήγησε στον τάφο στα τριαντατρία του χρόνια. Άφησε ορφανή τη μικρή κόρη του Κατερινιώ. Πέθανε και αυτή νέα και το Μουρτζινέϊκο σπίτι ξεκλήρισε.

Κρεββατάς Παναγιώτης (Μυστράς 1785 - Σκάλα Λακωνίας 1822). Πρόκριτος του Μυστρά, φιλικός και αγωνιστής του 1821, με σημαντική συμμετοχή στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα κατά τα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα. Μυήθηκε το 1819 στη Φιλική Εταιρεία, πήρε ενεργό μέρος στο ξεσηκωμό της Πελοποννήσου, συμμετείχε στη Συνέλευση των Καλτετζών και ήταν μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μετά την εισβολή του Δράμαλη στην Κορινθία τάχτηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη. Πέθα-


νε σε ενέδρα. Λέγεται ότι δολοφονήθηκε από τους αδελφούς Γιατράκους για να πάρουν αυτοί την αποκλειστική δύναμη της επαρχίας.

Αναστάσιος Φραντζεσκάκης Η οικογένεια Φραντζεσκάκη συγκαταλέγεται στις παλαιότερες της Αρεόπολης και, όπως γράφει ο Κυριάκος Κάσσης (Άνθη της Πέτρας), είναι «κολλητή», σύμμαχος δηλαδή στην πατριά των Γεωργιάνων. Κλάδος της έχει κατοικήσει και στο γειτονικό Κουσκούνι, με στενή σύνδεση με την πατριά των Κρασακιάνων. Η συμμετοχή της στην επανάσταση του 1821 υπήρξε σημαντική, γεγονός που προκύπτει από την απονομή μετεπαναστατικά του αριστείου του Αγώνα (παρασήμου) σε 10 μέλη της τουλάχιστον. Διακεκριμένη μορφή της, που αναδείχθηκε κυρίως στα μετέπειτα χρόνια της ελεύθερης πατρίδας μας ως αξιωματικός της φάλαγγας, ήταν ο Αναστάσιος Φραντζεσκάκης. Γεννήθηκε το έτος 1799 και ο πατέρας του ονομαζόταν Μιχαήλ. Ήταν έγγαμος από τις 17 Σεπτεμβρίου 1822 με την Ειρήνη Τζακάκη, που επίσης καταγόταν από την Αρεόπολη. Σε επίσημους στρατιωτικούς καταλόγους των ετών 1840 – 1841 αναφέρεται τότε ως πατέρας 5 παιδιών. Η δράση του κατά την Επανάσταση περιγράφεται από το πλούσιο σε εκδουλεύσεις πιστοποιητικό του, το οποίο προσκόμισε στο Υπουργείο Στρατιωτικών το έτος 1841, προκειμένου να λάβει και εκείνος το αργυρό αριστείο του Αγώνος. Στο αναφερόμενο πιστοποιητικό, που κατά τον μήνα Δεκέμβριο του 1841 υπέγραψαν οι

παλαιοί

Μανιάτες

οπλαρχηγοί

Παν. Μπουκουβαλέας Τρουπάκης,

Νικόλα-

ος Πιεράκος Μαυρομιχάλης, Χρ. Καπετανάκης και Ιωάννης Κ. Μαυρομιχάλης, βεβαιώνεται η συμμετοχή

του Φραντζεσκάκη το

έτος

ου, Συλίμνας, Βλαχοκερασιάς, Ταβιάς,

1821 πολιορκίας

στις

μάχες

και

Κορίνθου,

στην

συμπλοκές πολιορκία

Βαλτετσίκαι

άλωση

της Τριπολιτσάς, όπου τραυματίστηκε στον δεξιό βραχίονα, ενώ δεν έλειψε η συμμετοχή του το ίδιος

έτος

και

σε

μάχες

εκτός

Πελοποννήσου,

όπως

στην

Πέτρα,

Λιβα-

δειά, Σούρπη, Κερατόπυργο Μεγάρων, Πειραιά. Το έτος 1822 συμμετείχε σε μάχες στο Άργος, στο Κουτσοπόδι, Κλένια, στην Κάρυστο Ευβοίας και στην πολιορκία του Ναυπλίου, ενώ τα έτη 1823 – 1824 συμμετείχε στην πολιορκία της Κορώνης. Επί Ιμβραήμ το 1825 συμμετείχε σε μάχες και επιχειρήσεις ανάσχεσης των Τουρκοαιγυπτίων πλησίον του Νεοκάστρου, στις θέσεις Χίλια Χωρία, Λογγά, στην Καλαμάτα, Πεταλίδι, στη Μπούκα Νησίου, ενώ το 1826 πολέμησε στη Βέργα, Δυρό, Καρυούπολη και Πολυάραβο. Σε όλες τις παραπάνω μάχες αναφέρεται ότι πολέμησε πάντοτε ως αξιωματικός (καπετάνιος), με γενναιότητα, ζήλο και πειθαρχία. Μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 Νοεμβρίου 1837 ανθυπολοχαγός της Λακωνικής Φάλαγγας, ενώ δύο χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1839, τέθηκε με τον ίδιο βαθμό σε ενεργητική


υπηρεσία, υπηρετώντας μαζί με άλλους παλαίμαχους Μανιάτες αξιωματικούς στην 4η Τετραρχία υπό τον τότε αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Πιεράκο Μαυρομιχάλη. Τον Μάιο του 1841 συνέδραμε σε οικονομική ενίσχυση υπέρ των επαναστατημένων Κρητικών και το Μάρτιο του 1844 τιμήθηκε με το αργυρό Αριστείο ως ανθυπολοχαγός της Φάλαγγας. Την περίοδο 1850 – 1861 διετέλεσε και ένορκος, γεγονός που για εκείνη την εποχή συνιστούσε ένδειξη κύρους και οικονομικής επιφάνειας. Ήταν εγγράμματος, υπέγραφε πάντοτε στα ιδιόχειρα έγγραφά του ως “Αναστάσιος Φρατζησκάκης”, και υπηρέτησε στην ενεργητική Φάλαγγα μέχρι το τέλος του βίου του. Το έτος 1865 υπέβαλε αίτηση και πιστοποιητικά εκδουλεύσεων στην τότε εξεταστική επιτροπή αγωνιστών του 1821 και αναγνωρίστηκε εκ νέου ως οπλαρχηγός 7ης τάξης, δηλαδή ανθυπολοχαγός. Την ίδια εποχή αναγνωρίστηκε από την παραπάνω επιτροπή ως οπλαρχηγός 5ης τάξης (λοχαγός) και ο ιερωμένος συγγενής του πρωτοσύγκελος Μελέτιος Φραντζεσκάκης, που είχε πολεμήσει στην άλωση της Τριπολιτσάς. Ο φιλότιμος αγωνιστής προήχθη περαιτέρω τον μήνα Σεπτέμβριο του 1871 στον βαθμό του υπολοχαγού, όπως επίσης και ο συνάδελφός του Μανιάτης αγωνιστής Σταμάτιος Τζελέντης, από τη Λαγκάδα του δήμου Λεύκτρου. Δέκα χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1881, ο Φραντζεσκάκης έλαβε τον βαθμό του λοχαγού της φάλαγγας. Απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου του 1886 σε ηλικία 87 ετών, αφήνοντας πίσω του τη σύζυγό του Ειρήνη με δικαίωμα λήψης μηνιαίας σύνταξης χηρείας ποσού 33,25 δραχμών.

Νικόλαος Κορφιωτάκης (1792 – 1850) Αγωνιστής του 1821 και πολιτικός. Ήταν εγγονός του Νικολάου. Στην περίοδο του Αγώνα συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις, στις οποίες και διακρίθηκε. Ο Κ. ξεχώριζε για τη ρητορική του δεινότητα και τη μόρφωσή του. Μετά την απελευθέρωση διετέλεσε ταμίας και ελεγκτής στο Υπουργείο Οικονομικών. Εξελέγη αντιπρόσωπος του Μυστρά στην Α’ Εθνοσυνέλευση (1821-22) και αργότερα βουλευτής κατά τις περιόδους 1845 και 1847-50. Ήταν οπαδός του Κωλέττη και διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνησή του (1847-48). Η κυβέρνηση Κριεζή τον όρισε υπουργό Παιδείας στις 4 Αυγούστου 1850 και μία από της πρώτες ενέργειές του ήταν η υπογραφή του Συνοδικού τόμου, με τον οποίο αναγνωριζόταν το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις 20 Αυγούστου 1850, την ημέρα που ο Συνοδικός τόμος διαβάστηκε στις εκκλησίες, ο Κ. δολοφονήθηκε έξω από το σπίτι του από έναν Μανιάτη ονόματι Ζυγούρη.


Πέτρος Κανακάκης Ένας από τους σημαντικότερους οπλαρχηγούς, που ανέδειξε το Κατωπάγκι της Μέσα Μάνης κατά την επανάσταση του 1821, υπήρξε ο Πέτρος Κανακάκης. Γεννήθηκε το έτος 1796 στην Κηπούλα και είχε νυμφευθεί την Αρχοντού Κουτραρίτζα το έτος 1818. Βασικές πληροφορίες για τη δράση του ως οπλαρχηγού αντλούμε από το πιστοποιητικό περί των εκδουλεύσεών του, με ημερομηνία 8.12.1841, το οποίο υπογράφουν οι Μανιάτες οπλαρχηγοί και ανώτεροι αξιωματικοί της Φάλαγγας Ιωάννης Κ. Μαυρομιχάλης, Νικ. Πιεράκος, Παναγιώτης Μπουκουβαλέας και Χ. Καπετανάκης. Επίσης από την με ημερομηνία 30.7.1824 απόφαση του Εκτελεστικού πληροφορούμαστε ότι ο αγωνιστής προβιβάστηκε εκείνη την εποχή (1824) στον βαθμό του Πεντηκόνταρχου. Ειδικότερα μαθαίνουμε από το πιστοποιητικό του ότι κατά την επανάσταση έφερε τνο βαθμό του Καπετάνιου (Αξιωματικού) και ότι είχε πάντοτε υπό τις διαταγές του στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από 120 στρατιώτες έως 70 το ολιγότερο. Από την έναρξη του Αγώνα το 1821, μέχρι και το 1826, έλαβε μέρος διαδοχικά στην πολιορκία της Κορώνης, έπειτα μετέβη στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, όπου παρέμεινε έως την άλωσή της, κατόπιν πολέμησε στην Κάρυστο, όπως επίσης στις μάχες του Άργους επί Δράμαλη και στις μάχες του Ναυπλίου. Στη συνέχεια πολέμησε στην πολιορκία του φρουρίου της Κορώνης και Μεθώνης και επί Ιμβραήμ Πασά στα Μεσσηνιακά Φρούρια, εξαιρέτως δε συμμετείχε και στη μάχη στο Μανιάκι, όπου (όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο πιστοποιητικό) μόλις έσωσε τη ζωή του. Τέλος ο αγωνιστής πολέμησε στις μάχες του Αλμυρού και του Πολυαράβου το έτος 1826. Χάριν των υπηρεσιών του ονομάσθηκε το έτος 1837 Υπολοχαγός της Λακωνικής Φάλαγγας, ενώ στη συνέχεια το έτος 1839 τοποθετήθηκε με τον ίδιο βαθμό σε ενεργητική υπηρεσία στην IV Τετραρχία της Φάλαγγας, με έδρα αρχικά το Λιμένι και κατόπιν την Καλαμάτα, όπου υπηρέτησε έως την προικοδότησή του (αποστρατεία) το 1843. Ο Πέτρος Κανακάκης τιμήθηκε ως παλαιός οπλαρχηγός με το αργυρό Αριστείο του Αγώνα, επαινέθηκε επίσης μαζί με άλλους Λάκωνες στρατιωτικούς το έτος 1841, δυνάμει της VIII Διαταγής του Στρατού, χάριν της συμβολής του στη νεοσυλλεξία των κληρωτών του 5ου Πεζικού Τάγματος των Ακροβολιστών, ενώ κατά τα έτη 1844 – 1845 διετέλεσε ένορκος από τον δήμο Μέσσης της επαρχίας Οιτύλου. Απεβίωσε δε περί τα τέλη του έτους 1845.

Δημήτρης Δραγονάκος Κατά την επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι της ανατολικής Μάνης συγκεντρώθηκαν στο Γύθειο σαν σημείο – ορμητήριο στο οποίο ύψωσαν επαναστατική σημαία με ηγέτες την πατριά των Γρηγο-


ράκηδων. Ανάμεσά τους και οι διάφοροι κλάδοι τους. Ο Δημήτρης Δραγονάκος – Γρηγοράκης μαζί με τα αδέλφια του επικεφαλείς μικρού σώματος αγωνιστών βρίσκονταν στο Γύθειο στις 23 Μαρτίου του 1821 και κίνησαν για Μυστρά και Μονεμβασιά όπως οι υπόλοιποι προσηλιακοί Μανιάτες. Ο Φωτάκος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη τον αναφέρει μέσα στους καπετάνιους που χτύπησαν τον Δράμαλη στην Αργολίδα.. Προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα, ακόμα και μετά τον τραυματισμό του στις επιχειρήσεις του Ναυπλίου, από τον οποίο έμεινε ανάπηρος. Λόγω των εκδουλεύσεών του προς τον αγώνα και του τραυματισμού του η κεντρική Διοίκηση της Ελλάδος τον διόρισε έπαρχο των νησιών Σαντορίνης, Αστυπάλαιας και Ανάφης το 1823. Ωστόσο οι διοικητικές του δυνατότητες δεν ακολουθούσαν τις στρατιωτικές του αρετές. Στη Σαντορίνη δημιούργησε ένταση λόγω της μεροληπτικής του στάσης απέναντι σε διάφορες οικογένειες του νησιού. Για τον λόγο αυτό καθαιρέθηκε από το αξίωμα του έπαρχου. Παρασημοφορήθηκε ως αξιωματικός.

Γεώργιος Αγαλλόπουλος Η καταγωγή του ήταν από τον Μυστρά. Εγκαταστάθηκε στην Ύδρα όπου και ασχολήθηκε με το εμπόριο πριν από την επανάσταση. Υπήρξε συνεταίρος του Αντωνίου Οικονόμου μετά την επανάσταση της Ύδρας και αργότερα βοήθησε τον Νικολή Σπηλιωτόπουλο για τη σύσταση της καγκελαρίας του Άργους. Πήρε μέρος στην πολιορκία του φρουρίου της Ναυπλίας, και σε άλλες μάχες μαζί με τον Νικήτα Σταματελόπουλο στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Πολέμησε σε όλες τις μάχες της εποχής του Δράμαλη και πήρε μέρος στην περίφημη μάχη της Ράχοβας υπό τις διαταγές των Καραΐσκάκη και Νικήτα Σταματελόπουλου, όπου σκοτώθηκε ο Μουστάμπεης.

Σταυριανός Αλεβιζάκος Ήταν από την Μάνη και πήρε μέρος σε διάφορες μάχες. Μέχρι το 1824 πολέμησε ως απλός στρατιώτης, και από το 1824 και μετά έφερε βαθμό εκατόνταρχου.

Πέτρος Αναγνωστόπουλος Η καταγωγή του ήταν από την επαρχία του Μυστρά. Υπήρξε διακεκριμένος στρατιωτικός της επαρχίας του και πολέμησε σε πολλές μάχες. Βοήθησε πολύ για τη σύσταση του στρατοπέδου των Βερβαίνων και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Στην μάχη κατά του Δράμαλη ήλθε στο Νταούλι


του Αχλαδόκαμπου μαζί με τον Αντώνη Κουμουστιώτη και οι δυο τους μαζί έπιασαν το παλαιόκαστρο του Άργους κατά τη θέληση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο Μπαρμπιτσιώτης πήγε στα Μεγάλα Δερβένια και ακόμα πιο πέρα. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στους πολέμους στους οποίους βρέθηκε.

Τσανετάκης Γιαννέτας Η καταγωγή του ήταν από την επαρχία του Μυστρά. Σκοτώθηκε στην μάχη Βασιλικών Κορίνθου.

Απόστολος Γιαυράκος Ο Απόστολος ή Γιαυράκος ήταν Έλληνας ιατρός και αγωνιστής της Επανάστασης του 1821. Ήταν από τη Λεβέτσοβα της Λακεδαιμονίας και πρακτικός γιατρός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μύησε ένδεκα πλοιάρχους και δέκα εμπόρους στις Σπέτσες και στη Σπάρτη. Πρόσφερε τον Απρίλιο του 1821 τέσσερις χιλιάδες γρόσια στο κοινό των Σπετσών. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασίας ως πολεμικός αρχιχειρούργος. Εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες και θεράπευε δωρεάν όλους τους τραυματίες από όλο το Αιγαίο. Υπηρέτησε πολλές φορές ιατρός σε πλοία και διέθετε το μερίδιό του υπέρ του κοινού ταμείου για τους άπορους ναυτικούς. Όταν έπεσε η Μονεμβασιά εγκαταστάθηκε εκεί και ίδρυσε νοσοκομείο, έγινε δε έφορος του Κάστρου της Μονεμβασιάς. Απεβίωσε κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ. Κατέγραψε ημερολόγιο καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του όπου αναφέρεται στατιστική των θεραπειών του, περιγράφοντας τα μέσα της τότε χειρουργικής και τα θεραπευτικά αποτελέσματα, ώστε να επέρχονται όσο το δυνατόν λιγότεροι θάνατοι.

Πιέρρος Γρηγοράκης Ο Πιέρρος (Πέτρος) Γρηγοράκης αποκαλούμενος Μπεϊζανδές ή και Μαγγιόρος, (1770 - 1836) ήταν αγωνιστής του 1821 και πολιτικός από τη Μάνη. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια της Μάνης που προεπαναστατικά μέλη της είχαν φτάσει στο αξίωμα του Μπέη και σε άλλα στρατιωτικά αξιώματα. Πατέρας του ήταν ο Τζανέτμπεης Γρηγοράκης που είχε χρηματίσει Μπέης της Μάνης το 1782-1798 και γιος του ο στρατηγός Τζανετάκης Γρηγοράκης. Το 1782 βρέθηκε όμηρος μαζί με τον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη σαν μέσο εκβίασης για να δεχτεί ο πατέρας του το Μπεηλίκι της Μάνης. Το 1805 μετά τη δολοφονία του Ζαχαριά από τον Αντώνμπεη Γρηγοράκη ξεσήκωσε


τους Μανιάτες αλλά αναγκάστηκε να διαφύγει στη συνέχεια στη Ζάκυνθο, αργότερα του δόθηκε χάρη κι επέστρεψε. Το 1821 πήρε μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασίας και σε άλλες μάχες, ήταν πληρεξούσιος της Μάνης στην Β' Εθνοσυνέλευση Άστρους το 1823.

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων εναντίον των Ελλήνων έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του ίδιου του Ιμπραήμ. Πέντε τολμηροί νέοι από τα Σκυφιάνικα αποφάσισαν να τον σκοτώσουν για να απαλλάξουν μια και καλή τη Μάνη και όλη την Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό, βγήκαν από το χωριό και δια μέσου ανωμάλων και απότομων χαραδρών έφθασαν έρποντες στο διπλανό βουνό όπου ήταν εγκατεστημένος μαζί με τους επιτελείς του ο Ιμπραήμ ο οποίος περιστοιχιζόταν από πολλούς αξιωματικούς και επιτελείς. Αθέατοι, ένας από αυτούς σημάδεψε με προσοχή έναν από αυτούς, που ήταν όμως αξιωματικός και όχι ο ίδιος ο Ιμπραήμ ξεγελασθείς από την πλουμιστή φορεσιά που φόραγε και τον σκότωσε. Στον πανικό της δολοφονίας οι πέντε νεαροί τράπηκαν σε φυγή, αλλά δυστυχώς ο Ιμπραήμ γλίτωσε ο οποίος όμως πολύ φοβήθηκε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το παρατηρητήριό του.

Γυναίκες Επαναστάτριες του 1821 Χαρακτηριστικός τύπος της Σουλιώτισσας η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα που επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη και πλευροκοπεί το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζοντας τη νίκη. Από την ίδια ηρωική γενιά βγαλμένη η χήρα του Γιώργη Μπότσαρη, γιαγιά του Μάρκου, η οποία για χάρη της ενότητας του αγώνα συγχωρεί τον Γώγο Μπακόλα, θανάσιμο αντίπαλο της οικογένειας της και φονιά του άνδρα της, και πείθει το ίδιο να κάνουν και τα παιδιά της και όλο το συγγενολόι. Αργότερα την τραγική αυτή σύζυγο και μητέρα θα τη συναντήσουμε αδάκρυτη και αλύγιστη μαζί με τον γέρο Νότη Μπότσαρη, αφού έχει θάψει το παιδί του παιδιού της, τον Μάρκο, με τα ίδια της τα χέρια, να παίρνει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου επί κεφαλής των δικών της. Αφήνοντας κατά μέρος τη θρυλική περίπτωση του Ζαλόγγου, στη Μάνη πριν από την Επανάσταση η γυναίκα κι οι νυφάδες του φοβερού Παναγιώταρου πολεμούν Τουρκαρβανίτες και τους νικούν.


Η ξακουστή Κωνσταντινιά, αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής του Ζαχαριά, που η παράδοση άλλοτε μας την φέρνει σαν τη μονάκριβη όμορφη κόρη ενός παπά της Κυνουρίας που τιμώρησε ο Ζαχαριάς για τις ανομίες του κι’ άλλοτε πάλι σαν εκδικήτρια 7 αδελφιών της σκοτωμένων. Η καπετάνισσα, η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, άλλη ιστορική μορφή του Μοριά. Η Βλαχοθανάσω που συνέδεσε τ’ όνομά της με την πατριωτική δράση του Καπετάν – Μαντά, μεγάλου κλέφτη στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο τύπος της Μανιάτισσας που συνοδεύει τον άνδρα, πολεμάει μαζί του, κουρσεύει μαζί του και γκρεμοτσακίζει τον Ιμπραήμ την κρίσιμη ώρα. Η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη μαθαίνει τον θάνατο του άνδρα της στα Ψαχνά της Ευβοίας. Ζητάει να της φέρουν την πάλλα (σπαθί) του σκοτωμένου. Τη βάζει στην κούνια του νεογέννητου παιδιού της και το νανουρίζει να μεγαλώσει για να εκδικηθεί τον πατέρα του. Η γριά Μαυρομιχάλαινα μαθαίνει τον σκοτωμό του Καποδίστρια και την εξόντωση του γιου της και ανεψιού της που ήσαν οι δολοφόνοι του… Κάνει μνημόσυνο και για τους τρεις… Στη Δημητσάνα οι γυναίκες με την αυτοθυσία τους μέσα σε μια νύχτα κατορθώνουν να καμουφλάρουν τόσο καλά τους μπαρουτόμυλους και να ξεγελάσουν τους Τούρκους. Οι ίδιες πάλι καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα ενισχυμένες κι από τις γυναίκες της υπόλοιπης Γορτυνίας, καταστρέφοντας την περίφημη Δημητσανίτικη Βιβλιοθήκη, φτιάχνουν τ’ απαραίτητα πυρομαχικά και σώζουν την Επανάσταση. Οι Μανιάτισσες στον πόλεμο και στο κούρσεμα ασυναγώνιστες δίπλα στους άνδρες είχαν την τιμή πρώτες να μπουν στην Καλαμάτα και να ελευθερώσουν την πόλη. Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς τα στρατόπεδα ήταν ανάμικτα με άνδρες και γυναίκες. Έμεινε ξακουστή η δράση των Τεγεατισσών, των γυναικών της Βόρειας Κυνουρίας και του Χρυσοβιτσιού. Οι γυναίκες απ’ τα Σουλιμοχώρια της Μεσσηνίας περίφημες για τις πολεμικές τους ικανότητες. Η εκστρατεία του Δράμαλη και οι πρώτες του νίκες έχουν γεμίσει με τρόμο τον Μοριά. Μανιάτικα τμήματα που βρίσκονταν στο Άργος πανικόβλητα περνούν τον Αχλαδόκαμπο με κατεύθυνση την Τρίπολη. Πετιούνται αγριεμένες οι γυναίκες του Αχλαδόκαμπου και με τα γουχαΐσματα και τις αποδοκιμασίες τους, καλώντας τους να τους δώσουν τα όπλα να παν αυτές να πολεμήσουν, κατορθώ-


νουν να συγκρατήσουν την κατάσταση και να σταματήσουν τον πανικό. Πιο ύστερα όταν ο Ιμπραήμ περνάει με τη φωτιά και το σίδερο ολόκληρη την Πελοπόννησο, Μανιάτισσες στην μάχη της Βέργας θαυματουργούν. Στο Ίσαρι της Αρκαδίας μονάχες οι γυναίκες με πρόχειρα μέσα άμυνας εμποδίζουν Τούρκικα αποσπάσματα να πατήσουν το χωριό. Κι εκεί κάπου κοντά στα σύνορα Αρκαδίας – Ηλείας ξετυλίγεται ένα από τα φοβερώτερα δράματα της Επαναστάσεως: Στα χέρια του Ιμπραήμ πέφτει ο ανθός από νεαρές κοπέλλες. Η παράδοση διέσωσε τα ονόματα της Τρισεύγενης Δεληβοριά από τα Λαγκάδια που καταδιωκομένη από τις ορδές του Ιμπραήμ προτίμησε να πνίξει τα δύο μικρά παιδιά της και να πνιγεί κι αυτή στον Λάδωνα παρά να αιχμαλωτιστεί και να ατιμαστεί. Και η Ελένη Λιαροπούλου από τη Βυτίνα προτίμησε κι αυτή τον θάνατο πέφτοντας μαζί με το παιδί της στον ποταμό Λούσιο. Τι τράβηξαν οι γυναίκες αυτές το αφηγείται παραστατικά στον Μακρυγιάννη μια Παπαδιά από το χωριό του Μεγάλου Σπηλαίου. «Όταν ήρθαν οι Τούρκοι εμείς είμαστε μέσα στο Βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές να γλιτώσωμεν˙ κι’ ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε κι’ ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες – μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν˙ κι’ άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ και με αφάνισαν κι’ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήξαμε αυτά; Δι’ αυτήνη την Πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν˙ όλο δόλο και απάτη». Στη Δημητσάνα η Κυρά-Θανάσω Αντωνοπούλου από το Δεληγιαννέϊκο σόϊ. Πιο κάτω στο Παλούμπα η αδελφή του Γιωργακλή Κολοκοτρώνη, η Στεκούλα, κατοπινή σύζυγος του Στρατηγού Πλαπούτα. Φημιζόταν για την παλληκαριά της και σε μάχη με Λαλαιούς Τουρκαλβανούς είχε αφοπλίσει και σκοτώσει τον περίφημο για τη θηριωδία του Αχμέτ Αγά. Πιο κάτω στο Λεοντάρι η γυναίκα του Πέτρου Σαλαμώνου, παραστάτη (Βουλευτή) της επαρχίας Λεονταρίου, περίφημη για τις οικονομολογικές της ικανότητες και την ευψυχία της. Στάθηκε η ψυχή του ανεφοδιασμού των Λεονταρίτικων τμημάτων και δε δίστασε να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα! Η περίφημη Χανούμισσα, φιλενάδα και εμπνεύστρια του Παπαφλέσσα που βαπτίσθηκε Χριστιανή. Η παράδοση δε διέσωσε ούτε τ’ όνομά της κι όμως φαίνεται πως ήταν μια εξαιρετική γυναίκα που είχε υποτάξει τον θρυλικό Αρχιμανδρίτη.


Η Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, γυναίκα του Νικηταρά, είναι μια άλλη εξαιρετική Ελληνίδα άξια σύζυγος πλάι στον υπεράξιο Τουρκοφάγο. Στον Μυστρά για τη σοφία της και τον πατριωτισμό της η Ηγουμένη της Παντάνασσας ξεχωρίζει. Στο Ναύπλιο έζησε και έδρασε, κυρίως στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια επί Όθωνος, η περίφημη Παπαλέξαινα. Απ’ τα Μελίσσια της Κορινθίας η Σοφία Ρέντη, στάθηκε η ηρωΐδα εμφυλίων πολέμων, γιατί για το χατίρι της οι Νοταράδες, ο Πάνος Κολοκοτρώνης και ο Καλλέργης, παρά λίγο να πετσοκοφτούν για τα όμορφα μάτια της και τα πλούσια σταφιδοχώραφα του πατέρα της. Ας θυμηθούμε ακόμη και την Κυρά – Φλώρα, γυναίκα του Σισίνη στο Χλιμούτσι της Ανδραβίδας. Η κόρη του γέρο-Βοζίκη, Πανωραία (Πανώρια), πηγαίνοντας στο χωράφι με ψωμί και βλέποντας δυο Τουρκοαιγύπτιους να προσπαθούν να δέσουν τον γέροντα πατέρα της, απέκοψε τον λάρυγγα του ενός με το δρεπάνι και με τη βοήθεια του πατέρα της ξέκανε και τον άλλον. Ενώ η γυναίκα του Γεωργούλια Γερακαράκου με τον μικρό γιό της, ονόματι Κατσιβαρδά, που πήγαινε λίγο ψωμί και τυρί στον άντρα της που πολεμούσε στη Βέργα νηστικός τρία μερόνυχτα, μπλέχτηκε στον πόλεμο μαζί με τις άλλες γυναίκες στο Λαγκάδι της Χαριάς. κοντά στα Ξεπαπαδιάνικα, κι ενώ το παιδί της πολεμούσε με το όπλο, εκείνη κυνηγούσε τους Τούρκους με τις πέτρες. Κι όταν το παιδί της χτυπήθηκε θανάσιμα, πήρε το όπλο του και κλείνοντας τα ματάκια του, του είπε: «...Κοιμήσου, παιδάκι μου... κοιμήσου. Πήρα εγώ τη θέση σου...» Κάτι παρόμοιο έκανε και η Θερασέρη στον Φλομοκότρωνα της Χαριάς. Πηγαίνοντας ψωμί και νερό στους πολεμιστές, βρήκε το παιδί της σκοτωμένο στο ταμπούρι του. Οι άλλοι δεν το είχαν καταλάβει. Δεν είπε μιλιά σε κανέναν. Πήρε το καριοφίλι του παιδιού της και τουφεκώντας αδιάκοπα τους εχθρούς, γύριζε κάθε τόσο και έβλεπε το παιδί της και του έλεγε: «Κοιμήσου...ξεκουράσου, παιδάκι μου. Είμαι εγώ στη θέση σου...»» Το πιο παράδοξο όλων είναι στη μάχη του Δυρού που μια ηρωίδα γυναίκα Σπαρτιάτισσα, πηδώντας στη θάλασσα, άρπαξε έναν Αλβανό, που κολυμπούσε για να σωθεί, από τον οποίον ζητούσε αποζημίωση από τους καρπούς (τις θημονιές) που της έκαψαν...»


Ο μετέπειτα Δήμος Μαλευρίου (ο μεγαλύτερος Δήμος της Λακωνίας) είχε για έμβλημα την ηρωίδα Ελένη Αναειπόνυφη που στο πρόσωπό της τιμήθηκε η Πολυαραβίτισσα γυναίκα και κατ’ επέκταση η Μανιάτισσα. Το περιστατικό που έκανε θρύλο τη νύφη του Αναϊπάκου (Αναειπόνυφη) ήταν που σκότωσε τον Άραβα στρατιώτη στη βρύση του χωριού. Επιμέλεια Κειμένου: Σαχάμη Φάνη Στη συλλογή υλικού εργάστηκαν οι μαθητές:

Αλέξη Πένυ Βεργάκη Ποτούλα Δογαντζή Πέγκυ Καρακώστας Βλάσσης Καραμβακάλης Πάνος Καψάλης Παναγιώτης Κερασιώτη Μαριάννα Μυλωνάκος Γιώργος Ράλλης Ηλίας Μαμάκος Γιάννης

Πηγές http://el.wikipedia.org/ http://www.mani.org.gr http://argolikivivliothiki.gr http://maniatika.wordpress.com http://eistorias.wordpress.com


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.