Ιστορίες με τις λέξεις της Σμαράγδας

Page 1

   

   Σχολικό έτος: 2011-2012


Εισαγωγή Παρακολουθώντας

το

βίντεο

της

εκπαιδευτικής

τηλεόρασης, σκεφτήκαμε να γίνουμε μικροί λογοτέχνες και να φτιάξουμε τις δικές μας ιστορίες με τις λέξεις που μάζεψε η Σμαράγδα. {μάτια, άγαλμα, καρπούζι, όνειρο, αρχαιολόγος, φεγγάρι, σακούλι, τραγούδια} Αφού

τις

διορθώσαμε

όσο

μπορούσαμε,

ο

κάθε

μαθητής πληκτρολόγησε την εργασία του στο word και έκανε τη μορφοποίηση που του ταίριαζε, όπως έμαθε στο μάθημα της πληροφορικής. Κάπως έτσι καταλήξαμε σε αυτό το αποτέλεσμα, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ένα μικρό δείγμα της δουλειάς των παιδιών.

Η δασκάλα της τάξης Ελένη Καρκάνη


Μ

ια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αρχαιολόγος που κουβαλούσε ένα σακούλι στη πλάτη του και ταξίδευε από χώρα σε χώρα ψάχνοντας να βρει αρχαίους θησαυρούς.

Μια μέρα βρέθηκε σε μια περιοχή που είχε συνοδέψει στο χάρτη του όπου εκεί ονειρευόταν ότι θα βρει αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας. Φτάνοντας στο σημείο που ήθελε ,βρίσκει μια πεδινή έκταση και όπως είχε νυχτώσει βλέπει κάτω από τη συνοδεία του φεγγαριού μια φυλή ανθρώπων με σκηνές που είχαν μουσικά όργανα και τραγουδούσαν και χόρευαν διάφορους χορούς. Μόλις ο αρχαιολόγος είδε αυτούς τους ανθρώπους, του πέρασαν από το μυαλό του διάφορες ιδέες. Έτσι λοιπόν, πλησιάζοντάς τους, γνωρίστηκε μαζί τους και τους είπε την ιδιότητά του και αυτό πού έψαχνε να βρει , τους έδειξε το χαρτί που είχε για την ανασκαφή ενός αρχαίου αγάλματος . Έτσι πέρασε το βράδυ και ξυπνώντας το πρωί, βγαίνοντας από τη σκηνή που τον είχαν φιλοξενήσει είδε ότι όλη η περιοχή ήταν με διάφορα φρούτα σπαρμένα και στο συγκεκριμένο σημείο που έψαχνε ήταν φυτεμένο με καρπούζια. Αρχίζοντας την ανασκαφή και ψάχνοντας μέχρι το απόγευμα ανακάλυψε με μεγάλη του χαρά, αυτό το άγαλμα που έψαχνε. Ήταν ένα άγαλμα ενός Φαραώ, το οποίο έδειχνε το πρόσωπο, τα μάτια, τη μύτη, τα πόδια και τα χέρια του. Ευχαρίστησε τους ανθρώπους που τον φιλοξένησαν και επέστρεψε στη χώρα του. Την άλλη μέρα το πρωί πήγε στο μουσείο και τοποθέτησε το άγαλμα στον εκθεσιακό του χώρο στο μουσείο. Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Ιωάννα


Η

Ευγενία είναι η κόρη του κύριου Χρήστου του νυχτοφύλακα του Μουσείου της Αθήνας. Της Ευγενίας της άρεσε να ψάχνει αλλά κυρίως να

βρίσκει νέα πράγματα , γι’ αυτό το όνειρό της πάντα ήταν να γίνει αρχαιολόγος. Επίσης ,της άρεσε να επισκέπτεται μουσεία όμως δεν είχε πάει ποτέ σε εκείνο που δούλευε ο πατέρας της. Μια μέρα αποφάσισε ο μπαμπάς της να την πάρει μαζί του. Η Ευγενία , στο πρώτο μέρος που πήγε ήταν στην αίθουσα των αγαλμάτων . Το πρώτο άγαλμα που αντίκρισε ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε ένα σακούλι στον ώμο του. Ξαφνικά κάτι περίεργο συνέβη! Ο μικρός άνθρωπος άρχισε να κουνιέται και να μιλάει! Μίλαγε! Το άγαλμα μπορούσε να μιλήσει! Αφού λοιπόν γνωρίστηκαν μεταξύ τους, η Ευγενία το ρώτησε τι ακριβώς έκανε με εκείνο το σακούλι. Τότε εκείνο της απάντησε πως θα πήγαινε ένα μακρινό ταξίδι στο φεγγάρι. Πάντα το ήθελε, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε. Τότε η Ευγενία είχε την φαεινή ιδέα να το βοηθήσει εκείνη . Θα του νοίκιαζε λέει ένα διαστημόπλοιο για να πάει στο φεγγάρι. Εκείνη την στιγμή το άγαλμα πετάχτηκε και είπε πως ήταν μια πολύ καλή ιδέα. Για να το γιορτάσουν το άγαλμα κέρασε την Ευγενία καρπούζι και της αφιέρωσε και ένα γλυκό τραγούδι. Χριστίνα


Π

έρυσι το καλοκαίρι, ένα μεσημέρι που είχε πολύ ζέστη, είχα βγει στο μπαλκόνι και έτρωγα καρπούζι. Όπως έτρωγα, αποκοιμήθηκα και είδα ένα όνειρο.

Στο όνειρό μου είδα ότι ξαφνικά το φεγγάρι έπεσε από τον ουρανό και χτύπησε στο κεφάλι έναν αρχαιολόγο και αυτός έπεσε. Μετά από λίγο σηκώθηκε. Η συμπεριφορά του ήταν κάπως περίεργη. Άρχισε να μιλάει σε ένα άγαλμα και να του λέει ότι θέλει το αγαπημένο του τραγούδι να του το τραγουδήσει. Το άγαλμα δε μίλαγε όμως. Τότε, έβγαλε από την τσέπη του ένα σακούλι με μαγικές νότες, τις οποίες έριξε πάνω στο άγαλμα. Ξαφνικά, αυτό άρχισε να μιλάει και του είπε ότι το τραγούδι που ήθελε να ακούσει ήταν ένα καλαματιανό και θα μπορούσαν να το χορέψουν κιόλας. Ο αρχαιολόγος άρχισε να τραγουδάει μαζί με το άγαλμα και εκεί που πήγαν να πιαστούν για να χορέψουν… πετάχτηκε ο αδερφός μου και με ξύπνησε!!! Τότε, εγώ έτριψα δυνατά τα μάτια μου μήπως και μπορέσω να ξανακοιμηθώ για να δω τη συνέχεια του ονείρου μου. Θοδωρής


Μ

έσα στο μουσείο μια φωνή ακούγεται . Μια λεπτή φωνή που τραγουδάει σε μια γλυκιά μελωδία ονείρου . Κάθε βράδυ η κυρία Ερμιόνη ακούει αυτό το τραγούδι . Κάθε βράδυ η ίδια απορία περνάει από το μυαλό της «Τι είναι αυτό; Aπό πού έρχεται;» Όντως τα πράγματα ήταν πολύ περίεργα .Τι τραγουδούσε μόνο ο νυχτοφύλακας ήξερε . Όμως, όσο και να τον ρωτούσαν, αυτός γελούσε και με την καλοσυνάτη φωνή του έλεγε : «Αχ …και να ήξερες τι μαγικό πλάσμα τραγουδάει!» Όντως το πλάσμα που τραγουδούσε ήταν μαγεμένο. Ήταν ένα άγαλμα, ένα άγαλμα που την νύχτα ζωντάνευε. Κάθε βράδυ, όπως και σήμερα, ο νυχτοφύλακας πήγε να το δει. - Τι κάνεις; του είπε . - Τίποτα και αυτό είναι το θέμα μου. Όλη μέρα κάθομαι !!! Σε παρακαλώ , πάρε με σπίτι σου!!! είπε το άγαλμα. - Μα δεν μπορώ, δεν είναι εύκολο. Άμα σε κλέψω θα με κατηγορήσουν για κλοπή . - Και όταν η αρχαιολόγος με πήρε από τα ωραία βυζαντινά εδάφη που βρισκόμουνα και με έφερε σε αυτό το απαίσιο μέρος , δεν ήταν κλοπή ; Είπε στενοχωρημένο το άγαλμα και τα μαρμάρινα μάτια του γέμισαν δάκρυα . - Έχεις δίκιο σε καταλαβαίνω. Κι εμένα με έδιωξαν από την Κύπρο, το νησί που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Το ίδιο και τόσοι άνθρωποι. Όλοι εμείς ξέρουμε τι θα πει να σε διώχνουν από τις ρίζες σου. - Τότε πάρε με και πήγαινε με πίσω. Αφού με νιώθεις!!! Είπε με κρυφή ελπίδα.


-

-

Εκείνη τη στιγμή ο νυχτοφύλακας, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον μικρό, του είπε : Μα θα κάνεις καινούργιους φίλους !! Πώς; Αφού κανένα άλλο άγαλμα δεν ζωντανεύει εκτός από ένα και αυτό είναι στην άλλη άκρη. Να, το βρήκα! Είπε ο νυχτοφύλακας .Κάθε βράδυ εγώ θα φέρνω εδώ εκείνο το άγαλμα για να κάνετε παρέα και το πρωί θα το πηγαίνω πίσω. Εντάξει, είπε χαρούμενα το άγαλμα.

Εκείνο το άγαλμα ήταν ψηλό κι έδειχνε ένα αγόρι να κρατάει ένα καρπούζι. Έκαναν πολύ παρέα αυτοί οι δύο. Όλο το πρωί ακίνητοι περίμεναν να έρθει το φεγγάρι για να συναντηθούν. Κάθε βράδυ η ίδια δουλειά. Ώσπου μια νύχτα ο νυχτοφύλακας δεν εμφανίστηκε. Οι δύο φίλοι απογοητεύτηκαν και αναρωτιόντουσαν τι να έγινε ο φίλος τους. Δε θα ξαναρχόταν άραγε ποτέ; Άσχημες σκέψεις βασάνιζαν το μυαλό τους. Πέρασαν τρεις νύχτες και ακόμα τίποτα, ούτε φωνή ούτε λαλιά. Η αγωνία είχε φτάσει στα ύψη όταν ο νυχτοφύλακας εμφανίστηκε και τους είπε πως ήταν άρρωστος. Τα αγάλματα ένιωσαν πολύ ανόητα που δεν είχαν σκεφτεί αυτή την εκδοχή. Όλα συνέχισαν κατ' ευχή . Ακόμα και σήμερα όποιος επισκεφθεί το μουσείο της Ακρόπολης, βλέπει αυτά τα δύο αγάλματα και παρατηρεί την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους μέχρι να βραδιάσει και να ξανασυναντηθούν . Αναστασία


Μ

ια μέρα η Ελένη, η αρχαιολόγος,

αποφάσισε

να

βρει το

άγαλμα που «κρύωνε». Η Ελένη έτσι όπως εξερευνούσε βλέπει ένα σακούλι που είχε μέσα ένα καρπούζι κι επειδή πείναγε το έφαγε μιας και δεν είχε λεφτά μαζί της για να πάρει να φάει . Μετά από μερικές ώρες δεν αισθανόταν καλά και πήγε σπίτι. Στο δρόμο που περπατούσε σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε το φεγγάρι. Εκείνη την ώρα το χρώμα των ματιών της άλλαξε. Όταν πήγε σπίτι της και κοιτάχτηκε στον καθρέπτη τρόμαξε γιατί διαπίστωσε πως τα μάτια της είχαν πάρει περίεργο χρώμα. Έπειτα έπεσε για ύπνο και είδε ένα περίεργο όνειρο. Το άγαλμα που κρύωνε της είπε τραγουδώντας σε γλυκιά μελωδία: «Γιατί σταμάτησες να με ψάχνεις; Σε παρακαλώ βρες με και βοήθα με, σε έχω ανάγκη». Εκείνη την ώρα η Ελένη τινάχτηκε γιατί τρόμαξε. Έβαλε σκοπό να το βρει και να το βοηθήσει. Μετά όμως από επτά χρόνια αναζήτησης είχε κουραστεί να ψάχνει. Σε μια μακρινή χώρα βλέπει το άγαλμα με μια κάπα και ένα αρκουδάκι στο χέρι του. Τότε το πήρε και το πήγε σε ένα μουσείο και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα...

Ηλιάνα


Π

ριν από πολλά χρόνια ήταν ένας αρχαιολόγος που έψαχνε για αγάλματα στην Αίγυπτο. Μετά από λίγη ώρα βρήκε ένα άγαλμα. Τότε πήρε ένα μικρό σακούλι και το έβαλε μέσα.

Όταν το πήγαν στο μουσείο το έβγαλαν και το έβαλαν σε μια προθήκη .Την επόμενη μέρα ήρθε πολύς κόσμος και κοιτούσε το άγαλμα. Ο ένας έλεγε τι ωραία μάτια τι μεγάλα χέρια κ.τ.λ. Το είδαν και τραγουδιστές οι οποίοι εμπνεύστηκαν και έγραψαν τραγούδια. Μια νύχτα με φεγγάρι ο νυχτοφύλακας που φύλαγε το μουσείο είδε το άγαλμα να τραγουδάει στον ύπνο του. Τότε ο φύλακας φαντάστηκε ότι θα ονειρεύεται το άγαλμα, θα βλέπει ένα όνειρο. Μετά από λίγο αφού είχε τόση κούραση κοιμήθηκε και αυτός και στο όνειρό του είδε ότι έτρωγε καρπούζι με το άγαλμα. Κωνσταντίνος





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.