ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - Ελληνική Γλώσσα
Ταξίδι στο πράσινο και το μαύρο Ελενη Σιδηροπούλου Ελλάδα
43
Έγραφε. Όλη τη μέρα έγραφε. Λέξη δεν τολμούσε να ζυγώσει λέξη. Κι ύστερα τα έσβηνε. Δεν υπήρχε χώρος τώρα για τίποτα αξιόλογο στα γράμματά του. Έτσι έκρινε. Η σκέψη του ήταν φουσκωμένη με καπνό και κάρβουνο. Ήταν χωμένος βαθιά στο θυμό του. Λυσσασμένος για τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Δεν ήθελε να ξέρει. Δεν ήθελε να έχει συμβεί. Στριφογύριζε στις αναμνήσεις του. Πώς να σκεπάσει τις εικόνες των παιδικών του χρόνων με μαύρο από κέδρους και οξιές; Είχε γεννηθεί μέσα στη δροσιά του Ολύμπου στο Λιτόχωρο, την « πύλη των θεϊκών κατοικιών», όπως το έλεγε ο παππούς του. Ανέβαιναν συχνά στο βουνό όταν ήταν μικρός. Γαντζώνονταν από την ομορφιά του τοπίου και παρατηρούσαν τα φυτά. Ο παππούς του πάλευε να του εξηγεί: να ο μέλιος, το πουρνάρι, το χρυσόξυλο και πιο ψηλά τα έλατα. Καμιά φορά τύχαινε να συναντούν ζωντανές ζωγραφιές ζώων, όπως το ζαρκάδι και ο σκίουρος, ενώ ψηλά πετούσαν περήφανα Σταυραετοί, Κοκκινολαίμηδες ή πιο σπάνια κάποιο Δενδρογέρακο. Η διαδρομή είχε χαραχθεί ανεξίτηλη στην καρδιά του. Έπαιρναν το Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4 που κινείται δυτικά από το Λιτόχωρο προς τις κορυφές, μέσα από το φαράγγι του Ενιπέα. Όλα του φαίνονταν αληθινά υπέροχα και η ματιά του ξέφευγε πού και πού προς τον ουρανό. Από τα χείλη του κρεμόταν ζεστό ένα μεγάλο «Ευχαριστώ!».  Το Λιτόχωρο Στον ύπνο του οι ρίζες των δέντρων τον συντρόφευαν και τον αγκάλιαζαν σαν να ήταν παιδί τους. Τα χρώματα των αγριολούλουδων, τα μοβ, τα λευκά, τα κίτρινα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλί, έβαφαν τις σκέψεις του σε κάθε του μέρα. Με ανεπανάληπτη φυσική ομορφιά, ο Όλυμπος έμοιαζε να είχε μαγέψει τους δώδεκα Θεούς που τον επέλεξαν για κατοικία τους. Αυτό σκεφτόταν. Ακόμα κρατούσε στη χούφτα του το χώμα από το χωριό του. Είχε πάντα μέσα του αυτή τη ανεπανάληπτη αίσθηση. Οι μυρωδιές των λουλουδιών κυριαρχούσαν βαριές στη μνήμη του. Μοσχοβολούσαν σε κάθε του ανάσα. Ποτάμια με λάβα κυλούσαν στην ψυχή του οι θύμισες των βράχων με τις λαχανί κηλίδες τους και το απαλό ψιθύρισμα του αγέρα. Το δάσος! Α, ναι. Το δάσος του! Πίστευε πως τα είχε όλα στη ζωή του. Ένιωθε πλήρης. Ήταν τρελά ευτυχισμένος με τα λίγα. Πρωταγωνιστούσε στο πιο καλογραμμένο σενάριο. Άγγιζε το τέλειο όνειρο. Ένα σπίτι φτωχικό, χαμογελαστό, βυθισμένο μέσα στο ευλογημένο πράσινο της Ελλάδας του. Με το ξύπνημα ο ήλιος τον χαιρετούσε γλυκά στη νότια άκρη της μακεδονικής γης. Τα σύννεφα τού έγνεφαν χαρούμενα στο δρόμο για το σχολείο. Στο βιβλίο του χρόνου ο μύθος συναντιόταν με την ιστορία. Το πράσινο με το ουράνιο γαλάζιο. Ο άνθρωπος με τα Θεία. Τι άλλο να ζητούσε κανείς από τη ζωή του; Δεν είχε σκεφτεί να φύγει από εκείνη τη στιγμή, να ζήσει κάτι άλλο, αλλού. Η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να μείνει στο κατάφυτο χωριό του και να γεράσει αγναντεύοντας τη θέα από το παράθυρό του. Τα πόδια του αδύνατα, αλλά γερά, είχαν πια ριζώσει στην αυλή του και στα δύσβατα μονοπάτια και τα χέρια του γέμιζαν με πέταλα, πευκοβελόνες, ζουμπούλια, τσουκνίδες και μολόχες- ως αντίδοτο. Πώς να τα ξεχάσει; Ήταν η προίκα που τον συντρόφευε παντού από πάντα. Τέτοια απέραντη αγάπη φώλιαζε μοναδική μες στην καρδιά του. Μα δεν αναγνώριζε μόνο εκείνος την αξία του γεωγραφικού του θρόνου.
Diasporic Literature/Διασπορική Λογοτεχνία/Literatura de Diasporic - http://diasporic.org
Issue 2, Vol. 1, August 2011