Toolkit Startup / Ε11ΤΕΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Page 1

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ένα τυπογραφικό πείραμα


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

02

Έντεκα γράμματα από τη Θεσσαλονίκη Ενα τυπογραφικό πείραμα. Εννέα ώρες. Έντεκα κείμενα για τη Θεσσαλονίκη. Έντεκα νέοι γραφίστες.

Ένα fast track τυπογραφικό παιχνίδι, ένα workshop στο πλαίσιο του Toolkit Startup: από το concept στον σχεδιασμό, από το grid στην οργάνωση των τυπογραφικών στοιχείων και από την αυστηρή δομή ως την αποδόμηση. Σχολιάσαμε τον τρόπο οργάνωσης, τους βασικούς κανόνες και τη δομή ενός εντύπου. Πίσω από τον τυπογραφικό σχεδιασμό, αναζητήσαμε τη σημασία

του περιεχομένου και διαπιστώσαμε τη δύναμη του κειμένου. Δουλέψαμε τόσο ομαδικά όσο και ατομικά σε ένα συγκεκριμένο concept βασιζόμενοι σε λογοτεχνικά κείμενα επιλεγμένα από τον συγγραφέα Σάκη Σερέφα. Το πείραμα υλοποιήθηκε χάρη στον Akto που που μας φιλοξένησε στις εγκαταστάσεις του, την εταιρία Parachute για την παραχώρηση των τυπογραφικών στοιχείων, την ευγενική χορηγία των γραφικών τεχνών ThessPrint και τη σημαντική βοήθεια της Αναστασίας Κυριακίδου στη διάρκεια του workshop. Θανάσης Γεωργίου

03

12

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης Τοπογραφία

Δ. Σαββόπουλος Το φως στις 10 π.μ.

Αλκιώνη Παπαχαβιάρη

Ιωάννης Γαλάνης

04

14

Γιώργος Ιωάννου Στου Κεμάλ το σπίτι

Γιώργος Σκαμπαρδώνης Οι μαντάδες

Ευαγγελία Μερζιεμεκίδου

Ευθαλία Ζαχάρη

06

16

Ντίνος Χριστιανόπουλος H αγκίδα

Μανόλης Αναγνωστάκης Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.

Γιώργος Κούτρουλος

07 Σάκης Σερέφας Κλάους

Βασίλειος Καραγιάννης

08 Θωμάς Κοροβίνης Κανάλ ντ’ Αμούρ

Μαρία Προκοπίου

4-5-6 Απριλίου 2014

www.toolkitstartup.gr

10 Σοφία Νικολαΐδου (απόσπασμα από το μυθιστόρημα Χορεύουν οι ελέφαντες)

Χρύσα Φραγκούδη

Αρχιμήδης Αστερίου

17 Ζωή Καρέλλη Η Στενή Πύλη

Τζούλια Γιαγκίδου

18 Γιώργος Κάτος Τα νεκροταφεία

Κωνσταντίνος Βασιλειάδης

Ο τυπογραφικός σχεδιασμός του τίτλου ( Έ11τεκα γράμματα από τη Θεσσαλονίκη ) είναι σε ιδέα της Αλκιώνης Παπαχαβιάρη

Ο τυπογραφικός σχεδιασμός του

είναι σε ιδέα της Ευαγγελίας Μερζιεμεκίδου

Ο τυπογραφικός σχεδιασμός του

// είναι σε ιδέα της Ευθαλίας Ζαχάρη

Στο τυπογραφικό πείραμα χρησιμοποιήθηκαν οι τυπογραφικοί χαρακτήρες Centro Sans Pro Centro Serif Pro Centro Slab Pro της Parachute


// Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Τοπογραφία Ψηλότερ’ απ’ τα σπίτια που κρύβ’ η ομίχλη, στο άνω της πλατείας με τους πολλούς ναούς, (που σώζονται περίβλεπτοι ή κάηκαν, και περισώθηκαν μόνο ως ονόματα) στα μισά σχεδόν του λόφου οπ’ ανέβαιν’ η πόλη, περίπου εις το ύψος του Κέντρου των εργατών, σιμά εις τον μέγα του Πολιούχου Ναό, αγνάντια στις κούνιες όπου διασκεδάζουν τα παιδιά, στη θέση του παλαιού αθλητικού σταδίου, (όπου την ισχύ του μονάρχη, που θαρρούσε ως άπαντο τον υλικό πλούτο και έκτιζε ανάκτορα, αντιμετώπισε ο Μάρτυς εγκαρδιωμένος, απ’ τα’ άκουσμα διαμέσου των κιγκλίδων της φυλακής, της φωνής του διδασκάλου του εν Χριστώ) όπου πιθανόν ο Ναός και ο Τάφος του Νέστορος πάνω στο κυλισμένο μάρμαρο, η αγάπη μου κάθεται.

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Παρίσι Φαρμακολογία και διατηρούσε για πολλά χρόνια ένα πασίγνωστο φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη, που υπήρξε κέντρο λογοτεχνικών συνερεύσεων. Aποτελεί μια ιδιάζουσα και ξεχωριστή μορφή των ελληνικών γραμμάτων, που με την πάροδο των χρόνων παίρνει τη θέση που η σύγχρονή του κριτική του είχε στερήσει. Το όλως ιδιότυπο ύφος του διακρίνει επίσης και τα ζωγραφικά του έργα. Έργα του: Ανδρέας Δημακούδης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, Εικόνες (ποιητική συλλογή), Πραγματογνωσία, Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Μητέρα Θεσσαλονίκη, Προς εκκλησιασμόν, Αρχείον. Από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν και η μετάφρασή του του ποιητικού έργου του Stephane Mallarme Ίγκιτουρ ή Η τρέλα του Ελβενόν.

03


04

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

Στου Κεμάλ το σπίτι Δ

εν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό από το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή ήταν στα σίγουρα μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημα της: «Ο Θεός να σας ανταποδώσει το

μεγάλο καλό». Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε. Καθόταν ήσυχα για πολλή ώρα στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε έκλεινε τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα. Εμείς, πάντως, δεν παραλείπαμε να της δίνουμε μούρα απ’ τη ντουτιά, όπως άλλωστε δίναμε σ’ όλη τη γειτονιά και σε όποιον περαστικό μας ζητούσε. Η ξένη τα έτρωγε σιγανά, αλλά με ζωηρή ευχαρίστηση. Δε μας φαινόταν παράξενο που της άρεζαν τα μούρα μας τόσο πολύ. Το δέντρο μας έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σαν βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν δέντρο παλιό και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας. Μονάχα ένα κακό είχε∙ τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι μεταξοσκώληκές μου δεν

μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σε όλο το Ισλαχανέ κι ακόμη πιο πέρα. Την πρώτη φορά που είχε καθίσει η άγνωστη στο κατώφλι μας, δε σκεφτήκαμε να της προσφέρουμε μούρα, όμως σε λίγο μας ζήτησε η ίδια λέγοντας πως ήθελε να φυτέψει το σπόρο τους στο μπαχτσέ της. Έφαγε μερικά και τα υπόλοιπα τα έβαλε σε ένα χαρτί κι έφυγε χαρούμενη. Τη δεύτερη φορά, θα ήταν κατά το τριανταοχτώ, δυο χρόνια, πάντως, μετά την πρώτη, δεν έβαλε μούρα στο χαρτί. Κάθισε και τα έφαγε ένα ένα στο κατώφλι. Φαίνεται πως ο σπόρος απ’ τα προηγούμενα είχε αποδώσει, αλλά για να δώσει και μούρα έπρεπε, βέβαια, να περάσουν χρόνια. Το δέντρο αυτό, όπως όλα τα δέντρα που μεγαλώνουν σιγά, ζει πολλά χρόνια και αργεί να καρπίσει. Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ’ τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ’ τη βρύση. Αρνήθηκε να πιεί το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε πολύ ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. «Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι», μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε

όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της. Για να την παρηγορήσουμε της δώσαμε περισσότερα μούρα κι η γιαγιά μου της είπε κάτι που την έκανε να τιναχτεί: «Θα σου τα έβαζα σ’ ένα κουτί, αλλά δε βαστάνε για μακριά». Και πράγματι είχαμε αρχίσει κάτι να υποπτευόμαστε. Την άλλη φορά είδαμε, πως μόλις έφυγε από μας, πήγε δίπλα στου Κεμάλ το σπίτι, όπου την περίμενε μια ομάδα από τούρκους προσκυνητές, που κοντοστέκονταν στο πεζοδρόμιο. Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ’ τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικιά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στην αρχή μας τρόμαξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σαν μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ’ αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι. Και τα επόμενα λόγια μας έδειχναν πως η καρδιά μας ζεστάθηκε κάπως από συμπάθεια κι ελπίδα. Είχαμε και εμείς αφήσει σπίτια κι αμπελοχώραφα εκεί κάτω. Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: «η τουρκάλα!». Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε πάνω στο σπίτι -τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει τη ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει. Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε-δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να ’ρχότανε δε θα ’βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’ τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να τη γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους. Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο

//

05

του νέου εξαμβλώματος. Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ’ το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουνε οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ’ την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γριά να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».

Ο Γιώργος Ιωάννου (1927-1985)
γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Πέρασε τα μαθητικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου στη Χαλκιδική και την Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (1947-1950), όπου διετέλεσε και βοηθός καθηγητής στην έδρα Αρχαίας Ιστορίας (1954). Από το 1978 ως το 1982 κυκλοφόρησε το περιοδικό Φυλλάδιο με δική του επιμέλεια και συγγραφή κειμένων. Η πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή Ηλιοτρόπια. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, τις μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων και τη λαογραφία. Τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1979 για το έργο του Το δικό μας αίμα). Το ποιητικό του έργο, έντονα ερωτικό, τοποθετείται στην ομάδα του Κύκλου της Διαγωνίου, ενός από τα σημαντικότερα μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης που ιδρύθηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στο οποίο ο Ιωάννου υπήρξε βασικός συνεργάτης.


06

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Α

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Η ΑΓΚΙΔΑ

Τ

ο βράδυ που σκοτώσαν τον Λαμπράκη, γυρνούσα από ένα ραντεβού. «Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο. Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο. Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά. Όμως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει: άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά, άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα, κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Tο 1958 ίδρυσε και ανέλαβε υπό τη διεύθυνσή του το περιοδικό Διαγώνιος, που κυκλοφόρησε ως το 1983 με ολιγόχρονες παύσεις. Το 1962 δημιούργησε τις εκδόσεις της Διαγωνίου (που συνεχίζονται ως σήμερα) και από το 1965 εργάστηκε ως διορθωτής και επιμελητής. Το 1974 ίδρυσε τη Μικρή Πινακοθήκη της Διαγωνίου που έχει ως στόχο την προβολή νέων καλλιτεχνών της συμπρωτεύουσας, με στενούς συνεργάτες τους Κάρολο Τσίζεκ και Νίκο Νικολαΐδη.


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

//

07

Δεν είνα

μύθος Σάκης Σερέφας

ΚΛΑΟΥΣ Πυρπολήθηκε μονάχος πάνω στη γέφυρα, στην παραλία Φωνάζοντας στον κόσμο ακατάληπτες φράσεις. Μαζεύτηκε μέγα πλήθος, δεν τις χάνεις τέτοιες φάσεις Χάζευαν, κανείς δεν άπλωσε χέρι Είκοσι λεπτά φλεγόταν Ώσπου σιώπησε. Αυτό, συμφέρει. Πριν τριάντα χρόνια. Συνέβη. Δεν είναι μύθος. Τι να’ χει απογίνει σήμερα εκείνο το πλήθος; Μήπως ο γέρος δίπλα μου στο αστικό; Στο ασανσέρ η άγνωστη κυρία που μιλάει στο κινητό; Η γιαγιά στο σούπερ μάρκετ μπροστά μου στο ταμείο Να’ ναι άραγε δίποδο μνημείο; Πόσοι επιζώντες θυμούνται εκείνη τη βραδιά; Πόσοι την αφηγούνται σε εγγόνια και παιδιά; Πόσοι ξανακοιτούν τη γέφυρα περνώντας τις διαβάσεις; Πόσοι περιέχονται για πάντα μέσα σ’ εκείνες τις ακατάληπτες φράσεις;

(Κλάους, Γερμανός υπήκοος, 50 ετών)

αερογέφυρα της παραλιακής λεωφόρου Κέννεντι, 1980

Αυτό συμφέρει

ακατάληπτες φράσεις

πυρπολήθηκε

Ο Σάκης Σερέφας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1960. Μέχρι σήμερα, έχει εκδώσει 54 βιβλία με ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, μελέτες για πόλεις, για τόπους και για ποιητές, μεταφράσεις και ανθολογίες.


08

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Κανάλ ντ’ Αμούρ Θωμάς Κοροβίνης

Μια καυτή νύχτα του Ιουλίου του ’90 γύριζα για ύπνο πιωμένος και βαρύς μετά από μια στυφή παραβαρδάρια τσάρκα. Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα περνούσα έξω από τα Λαδάδικα. Στην κατεβασιά της μεγάλης οδού Δωδεκανήσου, που η στροφή της κόβοντας πλάγια την Τσιμισκή βγάζει ντουγρού στο λιμάνι, είδα μαζεμένα μπουλούκια νεαρών. Αλλά και κάμποσες γυναίκες. Στην αρχή νόμισα κανένας καβγάς, κανένα πατιρντί, παλιότερα η περιοχή τα συνήθιζε κάτι τέτοια. Αλλά εδώ κάτι άλλο συνέβαινε. Ο τόπος ήταν πήκτρα στην κούρσα. Όλες μπάνικες, από μερσεντές μέχρι τζάγκουαρ. Απ’ άκρου σ’ άκρον σ’ όλο το μήκος των παρκαρισμένων αμαξιών ήταν στημένοι ξεδιαλεγμένοι τροχονόμοι αλλά και δυό-τρείς καθεαυτού μπάτσοι με ύφος. 0 «Παναγιά μου», είπα, «τι γυρεύετε εσείς εδώ;» «Άνοιξε ένα μαγαζί σούπερ», μου λένε.

«Καλά, εδώ μέσα στο μπουρδελομάνι;», ρωτάω. «Το μέρος άλλαξε, φίλε. Τώρα εδώ συχνάζουν σικάτοι». Έκανα μεταβολή. Τρόμαξα. Αν με πετούσες μέσα σ’ ένα κοπάδι μαχαιροβγάλτες θα φοβόμουν λιγότερο. Τόσα χρόνια από δω και από κει, τρίφτηκα με τους λούμπεν, μιλάω τη γλώσσα τους, ξέρω την καρδιά τους, συνήθισα τα χούγια τους, χνωτίστηκα μαζί τους τέλος πάντων, όχι για αλήτες δεν τους έχω, για τίποτα δεν τους έχω. Αλλά αυτοί, πού ήταν κρυμμένοι τόσα χρόνια όλοι αυτοί; Δεν τους έφτανε η Κρήνη, το Λας Βέγκας της Θεσσαλονίκης, δεν τους έφτανε το Πανόραμα και τα λουσάτα μαγαζιά και τα μπαράκια του κέντρου; Δε θα χορτάσει η λύσσα τους καμιά φορά; Μπήκαν στα λαϊκά ταβερνάκια και τα κάναν λιώμα. Ξεμυαλίσαν τους ταβερνιάρηδες, ανέβασαν τους λογαριασμούς, γέμισαν τον αέρα ξινίλα και σνομπαρία. Πάνε οι ταβέρνες. Ο «Τζότζος» κι ο «Μακεδονικός» κι η «Δόμνα» στα κάστρα, η «Δόξα» και το «Τσινάρι», το «Σουέζ» κι ο «Θερμαϊκός», όσα απομείναν, όλα τα κάναν κατάληψη. Αλλά εκεί τέλος πάντων είναι, λες, φαΐ, από χρόνια δεν φτουράει η λαϊκή διασκέδαση, έτσι κι αλλιώς είναι μπασταρδεμένη, ασ’ τους να ανακατευτούν και λίγο με το λαουτζίκο, κανένα χαμόγελο, κανένα δάκρυ, κάτι θα μυριστούν, κάτι θα μάθουν. Όμως εδώ μέσα στο τελευταίο καταφύγιο θηραμάτων, τί γυρεύουν στα Λαδάδικα αυτοί, οι κυνηγοί κεφαλών, που κουντούρντισαν και τους αφήνουμε να τα κάνουν όλα σκόνη κάτω από τα χρυσωμένα τακούνια τους; Φλώρια! Πού ήταν κρυμμένοι τόσα χρόνια; Αυτοί, στην ιδέα και μόνο ότι θα περνούσε τα


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

θ

σα έ ς μ .» ε σ ο ύ ο τ ότ ε ρ ε ε π λι γ μ ν ν « Α μ ου βό ο αφ

απογευματάκι ο γιόκας τους από κει, πάθαιναν κολούμπρα. Στα Λαδάδικα! Ό,τι βρομερό και αποτρόπαιο! Χειρότερα κι απ’ το Βαρδάρι. Η ταγγίλα από τη στοιβαγμένη ρέγγα και τον τσίρο κι η ξινίλα απ’ τη σαλαμούρα των αποθηκών χοντρικής πωλήσεως τροφίμων, που δουλεύουν ανελλιπώς εδώ και πολλά χρόνια κάθε μέρα, ανακατεύονταν με την απαίσια μυρωδιά των ψόφιων λιμανίσιων ποντικών και την μπόχα των σκουπιδόλοφων, που στόλιζαν όλες τις γωνιές της περιοχής. Δυσωδία παντού∙ από το έξοχα διατηρημένο νεοκλασικό ξενοδοχείο «Μπρίστολ», γωνία Κατούνη και Ηλία Οπλοποιού, μέχρι την πλατεία Μοριχόβου, όπου και τα φημισμένα πορνοξενοδοχεία «Hotel Marina» και «Hotel Serrai», τα πάντα βρομοκοπούσαν. Εδώ κι εκεί στα βουρκωμένα αυλάκια των παλιών μισοχαλασμένων καλντεριμιών, κολυμπούσαν ξεχειλωμένες καπότες αναδίδοντας στον αέρα μια διακριτική ευωδία παστεριωμένου σπέρματος κι ο Θερμαϊκός βόθρος, ακριβώς από κάτω απ’ τα Λαδάδικα, δεν φειδόταν σε αποφορά μπόχας και σαπίλας. Κοντά σ’ αυτά κι οι πουτάνες.

έν ’ σ

άδ π ο κ α

α ιμ

χ

ο ρ ι α

//

09

τες λ ά βγ

Ο Θωμάς Κοροβίνης γεννήθηκε το 1953 στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση. Από το 1988 έως το 1996 έζησε στην Κωνσταντινούπολη, υπηρετώντας στο Ζάππειο και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο της. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Από το 1995 μέχρι και το 1999 εργάστηκε ως παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών στον 9,58 FM της Θεσσαλονίκης. Έγραψε τα βιβλία: Τουρκικές παροιμίες, Κανάλ ντ’ Αμούρ, Τα πρόσωπα της Σωτηρίας Μπέλλου, Φαχισέ Τσίκα, Σκανδαλιστικές και βωμολοχικές ελληνικές παροιμίες, Κωνσταντινούπολη, λογοτεχνική ανθολογία: Τούρκοι ποιητές υμνούν την Κωνσταντινούπολη, Ο Μάρκος στο χαρέμι, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, Οι ασίκηδες, Οι ζεϊμπέκοι της Μικράς Ασίας, Όμορφη νύχτα, Σμύρνη: μια πόλη στη λογοτεχνία, Ο γύρος του θανάτου, Το αγγελόκρουσμα κ.ά. Το 1995 βραβεύτηκε με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Το 2011 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο του Ο γύρος του θανάτου, με θέμα την υπόθεση του «δράκου του Σέιχ-Σου» Αριστείδη Παγκρατίδη. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι επίσης συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Το 2002 δημιούργησε, μαζί με την τουρκάλα ερμηνεύτρια Ντιλέκ Κοτς, το συγκρότημα παραδοσιακής ελληνικής και τουρκικής μουσικής Ανατολίτικος Σεβντάς, ενώ συμμετείχε ως στιχουργός σε δίσκους των Νίκου Παπάζογλου, Λιζέτας Καλημέρη, Χρήστου Τσιαμούλη, Βούλας Σαββίδη, Ελένης Βιτάλη, Δημήτρη Κοντογιάννη κ.ά.


10

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

//

11

Σοφία Νικολαΐδου

(απόσπασμα από το μυθιστόρημα ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΟΙ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ)

Οι

τοπικές αρχές αμέσως κατάλαβαν πως έβαλαν μπελά στο κεφάλι τους. Αμερικανός, ανταποκριτής του CBS, δέκα μέρες εξαφανισμένος. Τον βρήκε ένας βαρκάρης στον Θερμαϊκό, πενήντα απλωτές απ’ τον Λευκό Πύργο. Ο βαρκάρης είχε δει σκοτωμένους στον πόλεμο, είχε θάψει ανθρώπους με τα χέρια του, όμως δεν αντίκρισε ποτέ του πνιγμένο. Το πτώμα έπλεε γαλήνιο. Χάδι το κύμα, απείραχτα τα ρούχα, αίμα πουθενά. Αυγά σουπιάς κάλυπταν τα μάτια του νεκρού. Τα μάτια τρώνε πρώτα, θυμήθηκε ο βαρκάρης, έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι παλιοί, κουβέντες της ταβέρνας, όταν περίσσευε το κρασί. Χέρια και πόδια δεμένα χαλαρά με καραβόσκοινο, ρούχα που φώναζαν ξένος. Τέτοιο σακάκι δεν έβρισκες στη Σαλονίκη, ύφασμα γερό, κομμένο και ραμμένο με φροντίδα ράφτη που δεν γνώρισε πόλεμο, ανέμελες λεπτομέρειες στα τελειώματα, χαμένο ύφασμα στα σκέρτσα της τσέπης. Και το

πουκάμισο ανοιχτό στο στέρνο, κρίμα το παλικάρι, σκέφτηκε ο βαρκάρης, γιατί εκεί το δέρμα του νεκρού ξάσπριζε και τύφλωνε. Δεν τον λυπήθηκε η θάλασσα. Τη λένε μάνα, μα είναι σκύλα μαύρη. Δεν λογαριάζει νιάτα. Ο βαρκάρης έριξε σκοινί, ρυμούλκησε το πτώμα στο Λιμεναρχείο. Του φάνηκε ντροπή ν’ αγγίξει το κεφάλι, το άφησε στα κύματα, απ’ τα δετά παπούτσια το τραβούσε. Μετά τον σήκωσε στα χέρια από τους αγκώνες, βοήθησαν κι απ’ τη στεριά κάτι καλόπαιδα. Ζύγιζε ίσαμε πέντε τσουβάλια πέτρες. Ο ιατροδικαστής ψηλάφισε προσεκτικά την τρύπα –τρύπα από σφαίρα– στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Καψαλισμένα τα μαλλιά τριγύρω, άλλη πληγή πουθενά. Οπότε αποφάνθηκε πως το βλήμα βγήκε απευθείας από τη μύτη του θύματος, γίνεται αυτό, διακρίβωσε με άνεση, και βέβαια γίνεται. Το θύμα είχε δειπνήσει με αστακό και μπιζέλια, συμπλήρωσε όταν τον άνοιξε με το λεπίδι. Αμάσητες μπουκιές,

μάλλον βιαζόταν. Εγγλέζικο φαΐ, σπάνιο να το βρεις στην πόλη, σχολίασαν οι αρχές και σημείωσαν στο μπλοκάκι τους. – Αμερικανός, μονολογούσε ο διευθυντής της Ασφάλειας. Αμερικανός δημοσιογράφος. Μόνο αυτός μας έλειπε, σιχτίρισε. Έβαλε να πιει ούζο. Σε τσίγκινο φλιτζάνι, χωρίς νερό, στο γραφείο με τα παραταγμένα έγγραφα. – Μπελάς που μας βρήκε, μουρμούρισε κι ακούμπησε το φλιτζάνι πάνω στην έκθεση του ιατροδικαστή.

Έχει εκδώσει συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα, μελέτες, μεταφράσεις. Το Απόψε δεν έχουμε φίλους τιμήθηκε με το Athens Prize of Literature. Το τελευταίο της μυθιστόρημα είναι το Χορεύουν οι ελέφαντες.


12

Τ

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ο φως στις δέκα το πρωί έρχεται όλο πλάγιο Εκεί που ήταν οι χείμαρροι και ξαναζωγραφίζει Τους κήπους πάνω στο νερό να έχουν σκαλί Δεμένη βάρκα και μια θάλασσα γυαλί Και τις τετράκωπες να υψώνουν του ομίλου οι αθλητές Και στο λιθόστρωτο ν’ αστράφτουν μουσικές καμαρωτές Κι από τα πεύκα κι απ’ τα διώροφα ξανά Καλεί σαλπίζοντας τα ουράνια πρωινά

Κι ακούς παγώνιάα! Ηλιόλουστο το τραμ ξαναγυρνά. Κι όμως αυτό το πλάγιο φως μια μέρα θα φωτίσει Την πιο απόκοσμη ερημιά∙ εσύ είχες ήδη αργήσει Μέσα στις αίθουσες οι τάξεις είχανε μπει Και του σχολειού η πόρτα ορθώνονταν κλειστή Με τους αετούς να ξεπαγιάζουν στον μαρμάρινο κισσό Και με τους ήρωες να κοιτάζουν τον σβησμένο τους πυρσό Αφού ο κόσμος σου ο γνωστός σ’ αυτή τη γη Που αγνός κι ανύποπτος μετέχει κάθε αυγή Την ώρα εκείνη απ’ το κάδρο είχε ξάφνου αφαιρεθεί.

Το μεσημέρι μαύρο φως προπάντων στους καθέτους ‘Η θάλασσα όλο το πετάει στου οδηγού το τζάμι Μα όταν γράψει με μια πλάγια μολυβιά Κιονοστοιχίες με λιγάκι συννεφιά Πίσω απ’ τα μαύρα του γυαλιά ο κόσμος μπαίνει όλο φωνές Ανεμιστήρες ξεκινούν και του εσπρέσσο οι μηχανές Γυάλινα στέγαστρα, ένας έγχρωμος βυθός Δεν σε πειράζει που είσαι τώρα μοναχός Μια αγάπη πίσω απ’ τις λέξεις συναντάς σ’ αυτό το φως.


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το φως τραβιόταν θεϊκό Στο ηλιοβασίλεμά του Πίσω απ’ την μάντρα της αυλής Και το καμένο σπίτι Είχαν απλώσει τα σεντόνια στο σκοινί Έπαιζες μόνος Μα αισθανόσουν τη σκηνή Σαν θεατράκι επουράνιο μέσ’ το κόκκινο το φως Πίσω απ’ τα σύννεφα να παίζει με το παιδάκι του ο Θεός Ευτυχισμένοι μεταξύ τους, μακρυνοί. Με βλέπουν άραγε και μένα; Είχες σκεφτεί. Όπως απόψε που πλαγιάζεις σε μια κάμερα αδειανή.

Με την πόρτα γυρτή Το φως του μπάνιου Να γλιστράει στη σιωπή Να σε νιώθω εδώ Σ’ αυτό το πλάγιασμα Σε τούτη την ηχώ. Ναι∙ μ’ ένα φως τεχνητό Να βρει τον κόσμο Το δικό μου σ’ αγαπώ.

//

13

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ένας σύγχρονος Έλληνας συνθέτης και τραγουδιστής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης προκειμένου να ασχοληθεί με το τραγούδι. Άρχισε την καριέρα του το 1964, με εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα. Κατά τη διάρκεια της χούντας φυλακίστηκε δύο φορές, τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1967. Έγραψε τραγούδια με πολιτικό, ρομαντικό αλλά και σκωπτικό περιεχόμενο. Εξέδωσε μέχρι στιγμής 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας. Εγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο αλλά και για τον κινηματογράφο όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976 αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει. Εξέδωσε 5 βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του.

Φως που τραγουδάει Ενώ είναι νύχτα Κι ενώ εσύ δεν είσαι πλάι.

10 π.μ. Δ. Σαββόπουλος

το φως στις


14

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

την ιστ μπροστ ορία, οδ ά στα δ ηγός το ιό Μ δια, όπ ά ν υ και το σ τ α , φίλος ου ημείο ε α μη με π αιδικός κ π κ ο ίν υ λένε στ κολόνε ησης. Ο σπούδα ’ ς φωτισ ι σε στην όνομα, μού σ’α αερονα Αγγλία αν δεν σ η μ υ υ ε π τ ίο ό μ η α τ γ τ η ο ν ς ός και κ ς Εθνικ κυνηγή ’α α ή σ τέληξε ν ς σ ο ο ε φάλα προς το στέκου υν. Γιατ ίξει υπό γγα σαν ν α ί γειο γκ παρόν, υ α α έτσι όπ τοκίνητ ράζ για νάποδα μπαστο μπήκαμ ως α Μάντ ύνια το ε στο ν α υ α , ο σ υ γ σ α τ κ ό ο π ν κι ο κ δέκα άτ ου μικρ λφ, που έχω ομείο αίνουν ομα, δέ κι εγώ. τ ο κ σ υ α το βάθο Γύρω καταιον άλλοι φ γραβατ ς ίζοντας ανατικο ωμένοι ίδ π ί λεβέντε ια ο τ η ρ φ ς τ ς κρατών ω οκαλί μάρκας ς πάνω ς, τας ο κ , οι Μα στη ράχ π α ν ο θ τ υ άδες, ένας κα μονόδρ η της ξημερο από ένα ομης α ι βραδιά γιαουρ σφάλτο ζ σ ο υ τάκι στ ν ν τ Ό ε αι στο ρ χέρι για λ γ α είναι υ. είο του ο δώρο κ έτοιμα . Τ ο α κ δ ι α πλησιά ικό μου πάμε ν ι η ώρα επισκεφ ζει τρεις α αμάξι α θούμε σ δ τ ν και ε ο ν το θάλα π Μ τ ρ ο πήρα τον Θέμ ε ω σ ί. ο λ μ α ο β από σώ εί ένα κ η, κανε δ η β ίς ε λ ρακο, ν ε α δ ό ντατική δή μετα υποψιά εν ς ακινη ζεται τι χειρισμ α σ λ έ π ίας και νο, λά απευ ρόκειτα ύστερα να συμ ι θείας α , ξαφνικ βεί – αλ π μ ά ό λ α , τ ά ο μ η κ ά η Α ατεβάζε αρχίζει ντώνης του, κα ιστορία ι το χέρ από χτε ι παρ’ό τ η τ ι ς ι ς ίδια χ του σαν ή δεν ξ είναι σπαθί. από πό ρονιάς έρω Την ίδια τε. (1987), φαντάζ στιγμή οι δύο Χτες το ει γυμν οδηγοί βράδυ, ό μπρο αφήνου ολόιδιο αργά, σ στά στο ε λ πρώτα ε ύ ν του Θέμ θ τα ερα τα διόδια: η π . ε Ε έ ν Ο Αντώ ριξε πά κείνος τάλ του συμπλέ σηκώνε νω στο νης κτη. ι το χέρ δ ικ ά ό λ ι του λ τ α δυόμ Το αστρ ου. Τα δ αυτοκίν ισι εκατ αφτερό ύο ητα μέ ο β μ άζοντά αναμμέ μύρια Μιραφιό όλα τα ς του α να φώτα κ ρι-131, εροδυν φ α β τ ι ε α αμικά μ ρ β μ ά, πρόσ ε ζεστές υσσινί τις μηχ μένο μεταλλ θετα σπ ανές φρ ικ α ό ε ο ό και ροτομέ ιλερ, υμάζου μαύρο, μουγκρ ς, καινο ν, ορμαέι ίζουν, μ ύ ρ μ κ ιο ε ιν α ρ τ η ις σ σ τ πινιάρο άροντα απειλη ήρα, φο μούρες τικά κι ς ντας κα , μ υσκωτέ ανυπόμ ούρες, ι ς τ σ υ ιρ σ δαγκών τ ίζ ε ρικά, τα ονα, ζάντες οντας οντας, α υ λ τ ο ό και φαρ υμινίου χρονα μ θαρρείς πλατινί το σκυρ διά ελα , ε το γυαλισ όδεμα μ σ τ ικ τ 2 ά ε ,7 ρ ε ό Μάντ 5Χ50. Κ τους που χιμ μπροστ α ι ακόμη άει αλα ινούς τ λ τ : ροχούς ε ια τ ρ σ μ απλά κ μ ε Η περιο έ ν μ . ο π α ν α τιές – π ρ χή γύρ μ π ιρ ατέρ με ελεύθερ ίσω του ω είναι αφήνου χαμένη ες εισα ς ν τουλο στα μαύ γ ω γ έ ές (δεν ύ χουν π πες ρα σκο καυσαε εκτός α απά) – τάδια, ρίου, μ π’ το δρ ν α υρωδιά σκεφτε ότι πήγ όμο κα καμένο το τσιμ ίς ε στην ι υ ελαστ εντένιο Κ α β ά ικ τ λ α πλάτωμ ο α π ύ π κ έ κ ά α ρ α ν ι α ι ω στην σε, όπο α υ έχει τ άσφαλτ συνεργ ο τέσσερις ο ε ίο του ο κ μαύρες α κ λ α ύ δ ρμπιρα τερος αχτυλιέ που αχ τερτζής ς νίζουν. της χώ ο περιώ Εμείς, α ρας, νυμος Τ πό Μαν ζίρμπας Άλλαξε τάδες, Ο Γιώργ έ χ . ο στο Αρισ υ τ ος Σκαμ με παρ ο τιμόν τοτέλειο παρδών κάρει τ ι κι έβα Η Στενω ένα μικ Πανεπισ ης γενν ’ αυτοκίν πός των λε ρ τήμιο. Έ ήθηκε τ ό τερο, μ Υφασμά η τ ο γ α ρ 1 α δ 9 ε ψε τις σ των, Ακ ίπ 5 γ 3 ε α λ υ σ λ α τ ε ύ η λιξίας, στα ριανή Λ κιόσκια τερης υλλογέ Θεσσαλ και Περ ωρίδα, ς διηγη μάρκας ονίκη ό των διο ιπολών Πάλι κε μάτων που και « (4 Μ δ περί πο ν ίω 0 Μ τ ό .0 ά ά ζ ε μ ν ε ε τ ίμ 0 ι ο» ι. ι ο κ φ λλών τυ 0 μόνο Σπούδα αστε μα ι ώσφορ στρατηγ ρβάζω, σε Γαλλ ο, κουμ ός Επί ψ το βολά ζεμένοι Ουζερί τ ά ικ ξ ο ν ή ή ύ τ λ ο λ λ Φ ε ν λ ύ γ α ω δ Τσιτσάν ου κρεμ ), ιλολογία ερό, Η ψ κωμα Σ πό τη εξιά πλ σε τα κ ης, Πολ άμενος, αββάτο ίχα της Το βιβλ ευρά τη αθίσμα ύ βούτυ απόγευ Μεταξύ μεταλαβ ίο του Η φόρεσε τ ς α ρο στο α μ κ σ ε α φ ιά α φ ν κ ς ε Στενωπ ύ ι ώ α , τ ρας και ι τα μυθ ηρίας, καινού τομάρι τ οι Μιρα ός των Έγραψε Αλιάκμο ιστορήμ ου σκύλ ρια, «Π φιόρηδ Υφασμά Μ ν το σενά α ο ο τ ς π α υ ρ ά α κ Γ ε τ ες κετ», κι ερνάω ε αι Όλα π’ την α ων τιμή κάρο ριο της βαίνουν θηκε με πιτυχώς ταινίας εσωτερ ριστερή και το Ε καλώς ε , το Κρατ του Πα στον ου ικ πί ψύλλ κ ά έ ι , ν ικ χ ν α τ ο ό ν ε τ υ λ Βραβείο ίον μας ρανό, τ Το 201 ου κρεμ ή Βούλ ν αφήσ . 2 έλαβε γαρη Ό άμενος Διηγήμ οποθέτ ει τα αμ μπαριέ λα είναι με το Β ατος 19 το βραβ ησε τ ο ά υ ξ ρ ρ δ ια ς 9 είο της α ρ ε 3 α β ό ς για π Τ μ ε π ο 2010 ίο Διαβ ος σε σ έ ν Ακαδημ α ν ρ άζω 20 τ υνεργα τιμήθηκ ι, ο σ π ε ίας Αθη τ κ ε α ρ ε 04. σία σε σία με τ ί που ίπτωση αρχίζου ε με το νών για ον σκην βραβείο ν τα νε ανατρο το βιβλ οθέτη. του Ιδρ ρ ίο του Π π Σ ά υ ή χ ς τ ύ ο ω ν . μ ρ ά α ν υζώνω , εκεί π εριπολώ τος Μπ ότση. ν περί π ν – εγώ ου κάθ ολλών τ τ ις ε τ π ώρες κ αι με φορά κ ρώτη υρβάζω αι περιπ ατεβαίν . ω, αυτη οιείται αμάξι τ νύχτα τ το ου, τινά τη ου Φεβ ζεται ξα ρουαρίο όρθιος να παρ φ ν ικ κ υ α ά , ι φωνά ακολου ζει: θήσω -Φέρτε αγώνα, μου μια γιατί απ Πόρσε την ξεσ ’ τα Χριστού να κ ίσω! γεννα ε Κ τ α ο ιμάζετα ι δεν είν ετούτη ι αι απίθ η μονο μαχία κ ανο να το κάνε μ’έχουν α ι, ι α φού δέ φουσκώ κα μέρε πριν κα σει τα μυαλά ς τατρόπ με πολλ ω σ ε ά καινού μ ια λόγια, κ στοιχήμ ρια Άλφ αι ατα, κα α Ρομέ ι φανατ Ξεκίνησ ο GTV: υπερβο ικ αν μπρ ές λές. οστά απ το ΜΑΚ Μ’έμπλ ό ΕΔΟΝΙ εξε ο Θ Α ΠΑΛ έμης σ’α Α Σ, υτή

Ν

Γιώργος Σκαμπα ρ

δώνης

Οι μαν

τάδες


//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

»»Ξέ

χνα τ’ α

και πιο

πολύ γ

υτοκίνη Για τα ο

ια την π

ύζα μα

τα ««

σύνορα ζεύοντ , την ε λευθερ αι κουβα κ ίν δ ί υ α νο, την , τον λάω το α β λ ρ ητεία, όχινο ν έξω μπ φίλους τους ερό , την α αινοβγ ν αίνοντ τ ρ ική πα στο σκ Κ α ν α ε ς ί ς οτεινό ρέα. τους δ υπόγει εν ήθε όπως ο γυρίσε ο λ ε στον π ν ι α Ο π ίσω κι ρφέας αραλια ας έλεγ στον Ά –και κ αντίθε κό, για φανάρ δ α τ α η α στις θόλου ν τ’ ένα ι. Ο Θέ γυναίκ τυχαία σκέφτη – οι ψε μης όχ ες τους έφτασε δ ε ν υ κ ι τ α μ α όνο τότε το ράδες. πρώτο αφού τ συμβα ν Ορφ Το ίδιο ς, αλλά μέτρα ίνει κι έα, ο γκαρ είκοσι πριν τε ε ά δ ζ ώ έ . μ Ό χει απ’ ρματίσ ια ταμπ ταν μο πέταγε ει έξω υ το’ π έλα πο κοροϊδ ε, άρχι υ Σ κ γ Υ ι ρ ε υ εγώ ν’ Ν ά τικές κ φει: σα ΕΡΓΕΙ μπροσ αναρω ΟΝ ΜΑ ωλιές τά από τιέμαι «Ο ΤΑΦ γιατί ξ τις μού ΝΤΑ της Άλ ημεροβ ΟΣ» ρες φα, πο ραδιάζ στο συ υ έκαν ομαι οδηγό ν α εργείο ν τον της να μ αριστε ι λ Σ α ώ ε κ χ άσει ξα ντας ατάπαυ ανάμν ρά χωρ την εκ ηση το φνικά στα για τίμηση ίς τον ν υ τ σ ε α κίνδυν τ υ ρ φ π υ ’ π α τ ο α π ο ό υ ι τους Ιτ ρ κ γ α έ ι ε ίν ρ σ τ ι ί ο ο τ ρ η σ η υ ε τ μ φε για ρίου π α και π ατος. αλούς Τ α ο π μ ό υ κ δ η π σ ύ α γαίναμ ο ορεί νά ο τασκευ – τώρα α υ τοκίνη ε έφηβ ’ χει ση αστές όμως ο τα περ το επικ οι κι εί τον ίδι ότι οι Μ μασία Θέμης νούν φαίνετ ίν χ ο τ δ ε ’ υ α τ ί νο σημ ν τ τάδες σ λ αι να τ ο . ε ίν ε Ό τ ί α ά τ ο ο π η ι , υ ‘χ οια ώρ ν άλλη αλλά δύσκολ ς ζωή, ει δύσκ με το Μ α και ν την κα ο να δ ολα ιραφιό με γάζ συμβα α πάω ο συνεργ νονική κάνου ύ ρι, είνα ες ολό μ ε ίν πενήντ τι ει , για ν τα πι στο , είο, βρ κληρο ι στα α μέτρ τ α ο ί ί σ κίνητο ς, η ε ά κ ίν σ ω ν κ μ χ α α ύ ό ε ε μ ι χ τ σ τ κ α α π τ α μο, του ς ι ακόμ α πασκίζ ξ ζ υ κ ε ύ κ μ ι ν τ έ α ή κι ο ους επ νο ν η ά ς Μαν ει να σ σ μ κ παίνον ελα, κα φωτισμ λειψός αγγέλμ τάδες, παρατά ο δικη υμμαζέ τας τον ι τις μπα , κι ενώ ατα: ός γόρος, που ν τις δ ψει ντιές τ χ μ ό α ο ο λ ε ι κ υ ρ ψ α υ α λ ε η σ γ π π ε τ λ ο π τ ω ο ι ό ά α έ ά υ ύ ί κ , ν ν ς τ ς , μ λ ξ , ια και ίας, ο ν Μάντα γιατί τ αφνικά ε της ιση κι τα τις γυν ο ευρολό εκείνο είναι π χαμογε κούγετ θόρυβο κι έρχο αρχιαν αίκες τ ς γ ισωκίν μ ο α λ ς α ι ά και, το ς ς ε ι φ α νται να ους χαρούμ στενάρ ητο οβερός δικό το κι όπω λαμαρ μιλήσο ης του ενος, από ώρες ο Λαγκα υ ειδικ ς είναι ίν φοράε υ ε ν δ λ ς , ά ό ά π , κ , ξ ο ο ασφα ληρες, ι κινητ ά υ π π σ λ ε π α τον και τζά ριλαβα άζουν αυτοκίν «Μάρα για τ’ λιστής ήρα 2.2 κυβικά μια, βρ ίνουμε γκ», ο της ητά το 00 ό που βγ π ν μ μ ά τ υ ε α κ ο τ ς τ θ α-κιού α ς , α κ τ η ι πίνοντ τυφλός ου Πέμ αφέδες ματικό φρένα γιαούρ άζει γύ στα 20 τα ας πτου Γ ς τια και και στρ ρω και ού 0 άλογ ν ο υ ε ζ σοκόμα ιγκλιές λαστικ μια μνασίο α που ετοιμά ο έμπο α, δύνα βουνό, ώ υ ζ β ρ ν , ο ά ο , μηυν δεξ ζει τις ς ηλεκ ύστερα ενώ το «ου, δε ιά απ’τ κοφτοί φωνές τρικών δύο ράμπα συσκευ Μιραφ ν ντρέ είναι μ η , μ , ε ώ π τ α ι ί π ν ό σ λ , ε ρ ω λ προστο ο σ ι ι τ κ ά γ α ε ο ν υ π κ σ ύ θ ν ό α ο ρ α μ π γ ι β έ ω ι ε κ δ ο κ κ ν α γ π ίν ο υ ο α α ρ ά ύ οι», κι λόγος τόπιν η οί ητο κα συμμα έρχετα λο παρ ποι ο Θέμη ζεύετα ι ι από τ συχία, αβάν, ό γιαουρ ξεσηκώ υπάρχ άκρη τ ι εύκολ ς η π π ν ο τ ο ω υ ά υ κάτι λί μ λ ν ε λ ένος π ει κραυ ης πόλ ι κι ένα α, πετά η γες μο γίνετα ατόκορ ης παρ γές αγ ει παλ στην α τεράστ τις πελ ύρες σ ι έξω φ φα ωνίας ατώντα ιό επαγ και ύσ φ ι ο ε τ ά τ η η τ ν ι ρ ρ σ ί ε τερα μ ς α σ γ α ν ε ρ ε ώ π κ ς λ χ ε ι μ ν ή Μ κ ρ ό α ι κ ί α λ ψ ά τ ε μ έ ι ι ο ν λ ε ν υ κ λ ε ι τάδες τ ναν να λοι: όλ α σωρό ό γείο ζα ίγο άφ νώ οι του γκ οι αυτο ρέχουν ημα χαροπ σηκωθ αζιού σ δύο βδ τα κει λαστεί ί ε τζαμωτ μ π π ί υνέρχε α ρ ο σ ο ζ ο υ ε ε μ ς α Είναι κ μ ε ά ου με λλοπα ένοι στ ίναι δες, πε ή βιτριν ται. ι οι δυ ρμένοι α διόδ ορθός τάγετα ίδιο κα α που τους μ την αν ό στα ε , το ια μαζί κ ι α φ μέτρα ι ι υ ο κ ε τ λ ι ζ ο ί κ παλη ο έδες. άει Μιραφ υ ατό μ τ ε και χτυ σ α σ ίν έ τ ρ ο μ ι ρ ό ν ν ά Μ έ φ ρ ο τ δα, του πιούντ χω κι ε ηδες, ανατικ ας, ντας π εσημέρ στον π αι ς γώ κρα ούς το ίσω το ι και β όντο, ο και γά υ Μιρα υς ορο τις τσέ τ ρ ώ ά β κ ι δ ν ρ ι υ ζ δ τ ί ε σ ε α έ ί όσοι ς και γ κονται ύς μαστε πες το των πρ σμες ς φιόρι, υ παλτ συγκεν ύψους εκεί, κ οβολέω και σω κι οι α οι σταθ στην α ού μου υρίως τ ρ ν τους λ ω η π διαστα μ ν έ έ ά ναντι α φετηρί νοι ερές βά , κια, αρ υρώνο να μας α και ο π’ τον χίζει ρδιες Λουδία των φα άλλοι μ νται σα κ ι μακριά υ έ ν χ η ν ι ο ν σ γάει μέ α υ οί δύο τικών ν φωτειν φ σ τ τ άσει κα προσπ ους δια σα χιλιόμε (αυτοί που ο παρακ ά ξίφη αθούν χάνοντ ι δρόμου Θέμης τρα άτω, σ που ν αι στο ’ τ ς ν ο α η ο τ ν ν τ σ ο γ ο ι ο ς ο υ έ μ «οικότ του Λο ίξουν κομείο φυρα μελανό σφηνω άζει καθώς ροφου υδία, ό υ βρίζο μένες βάθος, τα δύο ς κ π » α π ν ) Μιραφ ου και ι φωνά , αγορά τας όρτες, κρέατα σημείο αυτοκίν πλησιά ιόρι χώ το το ζοντας ζουν τερματ κι αλμ ητα ζουν κ θ , ε η « υ λ ι ε κ σ μ ά ρ λ ε μ έ ά τ άτε, φ κ σ ε ο π , ιόλας σ ραυγά α στου τιάχνο ύ, και λάγια εδώ, Ε πρώτη ζουν, α ς ορυζ υν σαλ την λληνόπ ελαφρ α ν ώ λ ά τ α αλάζου ο Μάν ουλα», νες κα τες και τρέπον κουβεν καθώς ιά καμ Το συν τα ανά ι ν, τας ρά τιάζου τα δύο πή. εργείο ποδα σ γ ν ν έ τ α σ ρ ζ μ μ κ α ο ο κ ά π ο υ ν και τ ιν ξια αίρνου τεινή π ς ασθε ε ίμως γ ου Θέμ ητήρες είναι υ νείς, κ ν την π ια υκνού η , ελαστ πόγειο ν ο α ο ρ σ ρ θ ι απέν α, φτά οκόμες ικά, γκ ώτη λύνοντ ώς οι ελαφρ και σκ χωρίς αντι κα σαν ιά στρο άζια, ας και τσιρίζο οτεινό παράθ ι χτυπο γιατρο φ δ , υ κ έ ή ν ν α θ χ κ κ ο υ ι ε ω α ι οι ν ρ σ ωρητικ ί αλαφ τεβάσο τας α. Σαν ύν παν κα ρίς να τεράστ ιάζοντ ά το Μ υν ταχ ι σπαν ιο πειθ χ ύ τ α ν ζ ύ ά ι ο άμια, « τελευτ τα ξέρω ό τητα κ ντα μέ νται στ και αρχείο με τσιμ αίας βί πριόνι αι χρι τι ο Θέ ο κατό φριχτό εντένιε », φων τον πιά δας. μ π , η « ι κ ς τ Ο π α ο θ ι ά ς υ να α Θ ά ρει με σφυρί» σουν, ό ράμπε ζουν, έμης έ την όταν β το δικό ς– χει τη μως αυ ή «φέρ ρέχει, δ ε μ ν ε δ τ ε π δ π τ γ τός ική του ου τρό ρμηνεί ε μια ηλαδή ιάνετα άλη πέ λημμυ ολόκλη πο, α: ι και τρ ρίζει τρα» κρατώ ρο. Πρ αφήνο ν σ π έ τ χ ή ή α σ ε μ γ Ξ ς ι ιν ε ε α έ ν ρ τ ε μ χνα τ’ δύο τας πίσ ο τιμόν λάχιστ α ε δέκα μήνες, αυτοκίν η κάμψ ω του ι νο Μαντά που πή ά σ π ρ τ π σ η μ α η η γραμ δες στο αίζοντ οκομεί ιαν γα να τα. Για ούζα μ και φτιάξε ας του μή από μου ο να δ αζεύον ι τα φα τρέχου ς πισιν ούμε τ Θ γ τ έ π ι τ α μ α ν ρ ο ι η ο ά ο λ μ κ ύρτι, χ ρ ύ ο κρατώ ούς ε κι εμ αι πιο καταρρ ους με ια, έβρ ν για την ντας ο είς όλο εχε ακτωδ το χειρ ν π α κ α ε ι ρ Ε π ξ κ α έ ι ώ α ίν ε α α ό πό ‘να μαζί φανιστ τώντας ς και τ θένας φρενο . αι το ίδ συνεργ γιαουρ , ούμε, τ ο λίγο κα ιο με τ είο είχ κι εγώ δώρο κ τ ρ ά η ε α έ ι κ ε π ν ν χ ι κ ι ω ά γ β σ ά γ ε π ά τ ι νερό ε θε λίγο μίσει α αι μπα ράτευσ οδο κώ ζοντας ίκοσι π ίνουμε η του ’7 λο, για όλο κα περισσ θ ά Κ γ λ ό ι α α α σ ν ι ότερη νείς το στιγμέ μο κι ο 4. το τους. κλάσμ Ενώ ο δύναμ ς, υς, στο ατα, το Θέμης Θέμης αγύμν το δεξί η στ’ βάθος, ήθελε φεύγει έ π δούλευ χ ί α σ ε σ ι ω στα ρά τ του πό α, στα μέρος να γυρ δεν προς τ ε μπα, μ δι στο ευτυχι ποδαρ ίσει στ α δεξιά κι είνα για είχ δόσεις ου ΄δω γύψο σμένα ά ο κ σ έναν κ ι κ ι α π α φ α ί κ τ μου. α σ τ ν ξανα ά αι το α ι σ ε , κ ουβά κ ι ω μ β έ μ ρ ν ά ε ο ξ ι άρχισ ί, εκεί ς ι στρίβ στα α να ει

αρέα

15


16

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Μανόλης Αναγνωστάκης

Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ. Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά! Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως. Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε. Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται, Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες, Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους. Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών - εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεταιΤουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως -εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουνΌπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές Η Ελλάς των Ελλήνων.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 έζησε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 2005. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην εθνική αντίσταση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές 2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές 3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια 2 και η Συνέχεια 3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κέιμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην αυτός συναλλάσσεται απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Έργα του Μανόλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε εσείς ξένες γλώσσες.

εγώ συναλλάσσομαι

εσύ συναλλάσσεσαι

εμείς μεταναστεύουμε

αυτοί μεταναστεύουν

μεταναστεύετε


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

//

Η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου το γένος Πεντζίκη) (1901-1998) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αδελφός της ήταν ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μουσική και παρακολούθησε μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μετά το 1944 ταξίδεψε σε πολλά μέρη του κόσμου. Πρωτοεμφανίστηκε στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων το 1935 από τις στήλες του περιοδικού Το 3ο μάτι, όπου δημοσίευσε το πεζογράφημα Διαθέσεις. Στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη, αποτέλεσμα της δημιουργικής αφομοίωσης της ελληνικής (αρχαίας και νέας) και ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης, κυριαρχούν ο εσωτερικός λόγος και η υπαρξιακή αγωνία, εκφρασμένη στα πλαίσια των συνδυασμών γυναικείας ευαισθησίας και διανόησης, ελληνικότητας και ανθρωπισμού και μιας «ανοίκειας» θεματικής και ποιητικής γραφής. Την προβληματική της ποίησής της μετέφερε και στα θεατρικά της έργα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το δοκιμιακό της έργο κυρίως γύρω από τη λογοτεχνία και το θέατρο.

Η Στενή Πύλη Ζωή Καρέλλη Μνήμη αχνή, παιδική, όταν η αψίς του Γαλερίου, Με τα μισοσβυσμένα, γεμάτα σκόνη ανάγλυφα, κατείχε το χώρο, επιβλητική και σ’ αυτήν γύρω, όλα συγκεντρωμένα τα μικρομάγαζα και τα πιο μεγάλα καταστήματα, κάπως καινούργια, τότε, τα μεγάλα σπίτια, με τις κλεισμένες αρχοντικές αυλές και τα μικρότερα, όλα τριγύρω στην Καμάρα, καρδιά της πόλης Θεσσαλονίκης, ελληνική, εκεί γύρω πυκνώνονταν οι συνοικίες μας, ημών των υποτελών, μαζύ κι’ οι εκκλησίες μας. Ανεξήγητη τελικά νοσταλγία. Τότε αισθανόσουν τον εαυτό σου, πριν ξεκινήσεις, δικό σου, μέσα στην πόλη σου. Βεβαιότητα, για τα γνωστά, στέρεα πλαίσια. Όμως τίποτα σχεδόν δεν έχει απομείνει απ’ την παληά Θεσσαλονίκη, με τους αυστηρούς της αστούς.

17


18

//

Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Σ

τη διασταύρωση το φανάρι έδειχνε πράσινο προς το μέρος της Θέρμης κι ο Δήμος, χωρίς να με ρωτήσει, έβγαλε φλας, έστριψε αριστερά και πήρε τον ανήφορο. Σκέφτηκα πως θα ’κανε τον κύκλο και πως θα γυρνούσαμε στην πόλη απ’ το Πανόραμα, όμως μεσ’ απ’ τη Θέρμη ο Δήμος έστριψε πάλι αριστερά κι έπιασε τον κάτω δρόμο. Η Αλεξίου παραπονιόταν απ’ τα ερτζιανά πως οι μάγκες δεν υπάρχουν πια γιατί τους πάτησε το τραίνο κι εμείς σεγκοντάραμε τη μεγάλη τραγουδίστρια που, αν άκουγε τον Δήμο, ή θ’ άρχιζε κι αυτή μπερδεμένη να τραγουδάει φάλτσα ή θα του πετούσε αγανακτισμένη το μικρόφωνο στο κεφάλι και θα ’μπαινε όπως όπως σ’ άλλο σταθμό. Και καθώς μουρμούριζα το τραγούδι προσπαθώντας ν’ αγνοήσω την κακοφωνία του φίλου μου για να μην παρασυρθώ, ξαφνικά ένιωσα ένα δυνατό τσίμπημα βαθιά μες στην καρδιά και μια περίεργη ζεστασιά που μου κυρίεψε το στήθος. Περνούσαμε έξω απ’ το νεκροταφείο της «Αναστάσεως του Κυρίου» και, χωρίς καν να το καταλάβω, τράβηξα σαν νευρόσπαστο το τιμόνι δεξιά. Τα ’χασε ο Δήμος βλέποντας τ’ αυτοκίνητο να κατευθύνεται πάνω στον τοίχο του νεκροταφείου κι όταν κατόρθωσε την τελευταία στιγμή να το σταματήσει, γύρισε αγριεμένος προς το μέρος μου. -Καλά, είσαι μαλάκας, ρε μαλάκα; τσίριξε. Άνοιξα την πόρτα σαν υπνωτισμένος και βγήκα και ο Δήμος έκανε το ίδιο χωρίς να το καταλαβαίνει, όταν όμως αντιλήφθηκε πού βρισκόμασταν, πισωπάτησε έντρομος κι έμεινε ακίνητος μπροστά στο καπό της Μερσεντές, μην τολμώντας να κάνει την παραμικρή κίνηση. Πλησίασα με αργά βήματα κι ακούμπησα απαλά το χέρι μου πάνω στον τοίχο του νεκροταφείου κι έμεινα έτσι σαν τον Εβραίο προσκυνητή μπροστά στο τείχος των δακρύων. Δε θυμάμαι πόση ώρα είχα μείνει ακίνητος σε κείνη τη θέση, όταν γύρισα όμως προς το μέρος του Δήμου, έκανε το παιδί σαν να ’δε φάντασμα! Πήρε απότομα μια στροφή και μπήκε στ’ αυτοκίνητο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα. Προς στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω τα καμώματά του κι όταν στάθηκα δίπλα απ’ το παράθυρο κι έγειρα το κεφάλι μου προς το δικό του, αντιλήφθηκα μια ανεπαίσθητη κίνηση να θέλει να το κλείσει, όμως το χέρι του έπεσε βαρύ πάνω στο μπούτι του κι άρχισε να το ξύνει. -Θέλεις να μπούμε μέσα; τον ρώτησα χαμηλόφωνα. -Πού μέσα; ψέλλισε ξεψυχισμένα. -Εκεί. Και του ’δειξα το νεκροταφείο. Έσκυψε μες στ’ αυτοκίνητο κι έστρεψε το βλέμμα του εκεί που του ’χα δείξει. -Εκεί; ρώτησε σαν να μην το πίστευε. -Ναι, εκεί. -Γιατί; απόρησε. -Να δούμε τον πατέρα μου. Έσκυψε πάλι ο Δήμος μες στ’ αυτοκίνητο κι έριξε το βλέμμα του προς τη μεριά του νεκροταφείου. Ύστερα τεντώθηκε στο κάθισμά του κι έμεινε αμίλητος. -Έλα ρε, μη φοβάσαι, επέμεινα.

ΤΑ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΑ Γιώργος Κάτος

Από τη συλλογή Ιστορίες της Νύχτας

-Φοβάμαι…φοβάμαι… τραύλισε ο Δήμος κι έσφιξε με τα δάχτυλά του το χοντρό τιμόνι της Μερσεντές. -Τι; επέμεινα να μάθω. -Να μη σε νοιάζει τι… εγώ φοβάμαι, τ’ ακούς; κι η φωνή του πήρε ν’ αγριεύει. -Εσύ, κοτζάμ θηρίο; -Εγώ, κοτζάμ θηρίο… Αυτό δεν έχει να κάνει, κι αν δεν μπεις μέσα, πρόσθεσε βιαστικά, βάζω μπρος και φεύγω, ναι, μα το Θεό σου λέω, κι έκανε πάνω στο στήθος του το σημείο του σταυρού. Έφερα κύκλο τη Μερσεντές, κι άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού. Πήρα το Ντιπλ που είχα αφήσει πάνω στο κάθισμα και το ’δειξα στον Δήμο, που είχε βγει κι αυτός απ’ τη μεριά του. -Έλα τουλάχιστον να μου το πετάξεις, μην το σπάσω όπως θα σκαρφαλώνω. Χτύπησε απελπισμένος ο Δήμος τα χέρια του πάνω στην σκεπή του αυτοκινήτου κι ύστερα τ’ άπλωσε προς το μέρος μου σαν να ’θελε να μ’ αρπάξει. -Άσε, ρε, τους ανθρώπους στην ησυχία τους νυχτιάτικα και πάμε να φύγουμε! Αρπάχτηκα απ’ τα λόγια του κι έκανα μια νέα προσπάθεια να τον πείσω. -Είδες που το λες κι εσύ;… Να, τώρα μόλις το ’πες… τους ανθρώπους. Δεν είπες ούτε τους πεθαμένους ούτε τα φαντάσματα ούτε τίποτα. Είπες τους ανθρώπους. Έδειξε ν’ απορεί ο Δήμος κι ύστερα από λιγόλεπτη σκέψη, αποφάσισε: -Δώσε μου το μπουκάλι να σ’ το πετάξω και θα σε περιμένω να γυρίσεις. Αν κάνεις πως αργείς, βάζω μπρος και φεύγω, σ’ το λέω. Eδωσα ένα σάλτο σαν λοκατζής και βρέθηκα στον τοίχο καβάλα, όπως τότε παλιά στον σβέρκο του πατέρα μου, στη θάλασσα, που με κρατούσε απ’ τα χέρια και μ’ ενθάρρυνε να σηκωθώ να πατήσω στους ώμους του, να φέρω τη βουτιά μου στα βαθιά, κι όπως ο Δήμος μου πέταξε το μπουκάλι και τ’ άρπαξα στον αέρα, έκανα μια έτσι το πόδι μου και προσγειώθηκα πάνω στα χόρτα απ’ τη μέσα μεριά του νεκροταφείου. Η κοιμισμένη πολιτεία δεν περίμενε βέβαια κανένα βασιλόπουλο να ’ρθει μ’ ένα φιλί να την ξυπνήσει και μες στον ύπνο τον βαθύ αναθυμίαζε μια ζεστή ατμόσφαιρα, που σου ’δινε την απόλυτη σιγουριά πως μπορούσε τα πάντα να σου συγχωρήσει. Τι ήταν όμως αυτό κάθε φορά που μ’ έκανε να πιστεύω πως παντού γύρω μου υπήρχε μια έντονη ζωή και μια κινητικότητα, μια σύναξη αθόρυβη και μυστική, που όμως την έβλεπες και την καταλάβαινες, καθώς οι πεταλουδίτσες της νύχτας φτερούγιζαν γύρω απ’ το χλωμό φως των καντηλιών και οι πυγολαμπίδες φώτιζαν και ξεφώτιζαν! Τι ήταν αυτό που έφερνε με την πνοή τ’ ανέμου στα αυτιά μου εκείνο το κλάμα το σπαραχτικό, ίδιο με του Ηρόστρατου υποθέτω, καθώς έβλεπε μετά την αποκοτιά του να χάνεται μες στο φλεγόμενο ουρανό το αιώνιο θαύμα! Και, τέλος, από πού αντλούσα όλη εκείνη τη σιγουριά πως, αν τέντωνα μπροστά τα χέρια μου και τα χτυπούσα μες στον αέρα, θα πετούσα κι εγώ και θα μπερδευόμουν μ’ όλες εκείνες τις ψυχές, που γυρόφερναν θλιμμένες τα κιβούρια τους, ξεσπιτωμένες κι έρμαιες των μεταφυσικών νόμων! -Α, ρε πατέρα… Ήταν η στερεότυπη φράση που ξεστόμιζα κάθε φορά που τον συναντούσα κι ούτε ποτέ που μπόρεσα να καταλάβω τι ήθελα να εκφράσω μ’ αυτό το σπαραγμό! Κάθισα σταυροπόδι, όπως πάντα, μπροστά στην όμορφη φωτογραφία του και βυθίστηκα σε σκέψεις, κάτι σαν μια αναδρομή από τότε που τον θυμόμουν νεαρό οικογενειάρχη μέχρι τη μέρα τη σημαδιακή… κι η ώρα πέρασε. Λίγο πριν φέξει ο Θεός, τ’ αποφάσισα και σηκώθηκα. Πήρα από δίπλα μου το μπουκάλι και το άδειασα πάνω κάτω στο μνήμα του να ευφρανθεί η

ψυχή του κι ύστερα, σαλτάροντας πάλι τον τοίχο, βρέθηκα στην πραγματικότητα – κι ο Δήμος βέβαια δεν ήταν εκεί. Βρισκόμουν καλοκαιριάτικα για δουλειές στην Αθήνα, όταν δέχθηκα πρωί το τηλεφώνημα στο ξενοδοχείο από κάποιον κοινό μας φίλο, που με πληροφόρησε πως ο Σωτήρης, ο αδερφός του Δήμου, είχε πάθει χτες τ’ απόγευμα εγκεφαλικό και πως η κηδεία του θα γινόταν σήμερα στις δώδεκα. -Και με παίρνεις τώρα; μπόρεσα ν’ αρθρώσω μετά το τρομερό σοκ που δέχτηκα από το τραγικό νέο. Η ώρα είναι εννιά… πού να προλάβω! -Τώρα το ’μαθα κι εγώ, τι να κάνω, δικαιολογήθηκε ο φίλος. Πήρα αμέσως τη γυναίκα σου κι αυτή μου ’δωσε το τηλέφωνο του ξενοδοχείου, κι αν θέλησα να σ’ ενημερώσω, είναι γιατί ξέρω πως έχετε κάποια συμπάθεια με τον Δήμο. Όχι μόνο με τον Δήμο, αλλά και με τον αδερφό του, τον Σωτήρη – ένα σαραντάρη παίδαρο μέχρι κεί πάνω – είχαμε μια αμοιβαία συμπάθεια και μάλιστα του ήμουν και υποχρεωμένος για κάτι διευκολύνσεις που μου είχε κάνει στο παρελθόν, γι’ αυτό πήρα αστραπιαία την απόφαση να επιστρέψω Θεσσαλονίκη. Με τ’ αυτοκίνητο βέβαια ούτε λόγος, αλλά και με τ’ αεροπλάνο ταλαιπωρήθηκα τόσο, που αναθεμάτισα την ώρα και τη στιγμή που το προτίμησα απ’ τ’ αυτοκίνητό μου. Οι πτήσεις των δυόμισι και των πέντε δεν είχαν θέσεις και για κακή μου τύχη στη λίστα αναμονής που βρέθηκα δεν πραγματοποιήθηκε καμιά ακύρωση. Η πτήση των οχτώ είχε καθυστέρηση περίπου μια ώρα κι όταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη είχε αρχίσει να νυχτώνει. Στο σπίτι του Δήμου ήταν όλα τόσο θλιβερά, όπως ακριβώς τα ’χα φανταστεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Αφού με την πρώτη ματιά που έριξα δεν είδα πουθενά το φίλο μου, υπέβαλα τα θερμά μου συλλυπητήρια στους γονείς του, που αμφιβάλλω αν με κατάλαβαν, κι ύστερα πήρα παράμερα ένα παλικαράκι της γειτονιάς. -Πού είναι, ρε φίλε, ο Δήμος; τον ρώτησα ανήσυχος. -Θα πρέπει να ’ναι ακόμα στο νεκροταφείο, μου αποκρίθηκε χαμηλόφωνα. -Νυχτιάτικα; απόρησα. -Α, δεν ξέρεις πόσο δεμένος ήταν με τον αδερφό του, παρατήρησε το παλικαράκι κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος κοντά μας, πρόσθεσε: Δεν μπορούσαν να τον ξεκολλήσουν πάνω απ’ τον τάφο του κι όταν προσπάθησαν μερικοί να τον σηκώσουν απ’ τις μασχάλες, τους πήρε το κυνήγι με το φτυάρι του νεκροθάφτη. Θυμήθηκα τα δικά μου πριν από δυο χρόνια κι άρχισα να ξεφυσώ από συγκίνηση και το παλικαράκι, που κατάλαβε πως πνιγόμουν, μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και με τράβηξε προς την πόρτα. -Επειδή έχω αρχίσει ν’ ανησυχώ, τι λες… πάμε μέχρι το νεκροταφείο; Έχω κάτω στην είσοδο ένα μηχανάκι, μου ψιθύρισε. Κι εγώ ούτε που περίμενα δεύτερη κουβέντα. Η κεντρική πύλη του νεκροταφείου ήταν κλειστή κι αριστερά στα γραφεία οι τρεις υπάλληλοι του δήμου σχολίαζαν μ’ έντονη ανησυχία και προβληματίζονταν σοβαρά τι έπρεπε να κάνουν μ’ εκείνο τον άντρα που έκλεγε και χτυπιόταν απ’ το μεσημέρι σαν παλαβός πάνω στο φρέσκο τάφο τ’ αδερφού του. Όταν τους εξήγησα ποιος ήμουν και τι σκόπευα να κάνω, με δέχτηκαν με ανακούφιση και μάλιστα κάποιος απ’ αυτούς προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο Γιώργος Κάτος γεννήθηκε το 1943 στη Θεσσαλονίκη, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 2007. Από το 1965 έως το 1976 διηύθυνε το βιβλιοπωλείο Η γωνιά του βιβλίου. Μέχρι το 1996 ήταν εκδότης του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού περιοδικού Το τραμ (από το 1987 και διευθυντής του). Το 1976 ίδρυσε τις εκδόσεις Εγνατία. Υπήρξε επίσης εκδότης και διευθυντής της σειράς μικρών βιβλίων Τα τραμάκια. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1965 με το μυθιστόρημα Οι μικροί μας άγγελοι και ακολούθησαν τα εξής βιβλία: Η επιστροφή του Κάιν (μυθιστόρημα, 1966), Άπνοια (μυθιστόρημα, 1970), Η βασιλεία των κατσαρίδων (μυθιστόρημα, 1973), Τα καλά παιδιά (διηγήματα, 1980), Η αγία αλητεία (μυθιστόρημα, 1988), Ιστορίες της νύχτας (διηγήματα, 1991), Το παράπονο του Οδυσσέα (μυθιστόρημα, 1996). Εκτός από το Τραμ υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Παραφυάδα.

μέχρι τον τάφο του Σωτήρη, όταν όμως από μακριά άκουσα τους λυγμούς του Δήμου, έκανα μια έτσι το χέρι μου και τον σταμάτησα κι αυτός άλλο που δεν ήθελε. Καθώς πήρα να πλησιάζω, άρχισα να ξεροβήχω να γίνω αντιληπτός, όμως ο Δήμος ούτε που με κατάλαβε. Ήταν γονατιστός πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα με το κεφάλι ριγμένο στο πλατύ του στήθος κι έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς και τραντάγματα, κι όπως ήρθα και στάθηκα απέναντί του και γονάτισα κι εγώ μπροστά, σήκωσε αργά το βλέμμα του ο Δήμος κι όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα σε παρόμοιες στιγμές, όταν βλέπει κανείς κάποιο πρόσωπο αγαπητό, ξαφήθηκε πιο πολύ στο κλάμα. Σηκώθηκα και πήγα να γονατίσω δίπλα του. Έφερα απαλά το χέρι μου πάνω απ’ τον ώμο του και τον τράβηξα στην αγκαλιά μου κι αυτός αφέθηκε σαν το μικρό παιδί μες στης γιαγιάς την αγκαλιά. -Άντε ρε Δήμο… άντε να πάμε σπίτι, του είπα κάποια στιγμή και, καθώς σηκωνόμουν, πήρα να τον παρασέρνω προς τα πάνω. Κρεμάστηκε βαριά στο μπράτσο μου κι αφέθηκε στα ελαφρά τραβήγματά μου κι όπως βρεθήκαμε στο κεντρικό δρομάκι που θα μας έφερνε στην έξοδο, μια και δεν ήταν ώρα για τα δικά μου, σήκωσα το χέρι μου κι έστειλα από μακριά ένα χαιρετισμό στον τάφο του πατέρα. Κι ήταν κάτι που τ’ άρπαξε ο Δήμος, παρ’ όλη τη συμφορά του, γιατί ξαφνικά άφησε το μπράτσο μου κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Τέντωσε το χέρι του να σταματήσω να περπατάω και, πλησιάζοντας το πρόσωπό του πάνω στο δικό μου, μου είπε σχεδόν παρακαλεστά: -Τώρα… θα ’ρχόμαστε, έτσι; Θα ’ρχόμαστε όποτε θέλεις

//

19


Ε11ΤΕΚΑ ΓΡAΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ένα τυπογραφικό πείραμα 4-5-6 Απριλίου 2014

parachute

ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΚΤΥΠΩΣΗΣ


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.