De Jure Vol. 9

Page 1

ΤΕΥΧΟΣ 9 - 01-03/2014

ELSA ATHENS

De Jure ΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΕΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΘΗΝΑΣ


ΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ DE JURE

ΤΕΥΧΟΣ 9 (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2014)

Συντακτική Ομάδα 2013-2014

Αρθρογράφοι Τεύχους (αλφαβητικά)

Διεύθυνση –Αρχισυνταξία: Γιάννης Κούβακας Βοηθός Αρχισυντάκτη: Σοφία Ρώμα Υπεύθυνη Ξενόγλωσσων Κειμένων (Γαλλικά): Δανάη Σουφρίλα Υπεύθυνη Ξενόγλωσσων Κειμένων (Γερμανικά): Μαριαλένα Καραντινού Υπεύθυνη Συνεντεύξεων: Ευτυχία-Μαρία Αλεξοπούλου Υπεύθυνη Κάλυψης Συνεδρίων και Εκδηλώσεων: Ειρήνη Καραχρήστου

Νόρα Δημοπούλου Θεοδώρα Κουτεντάκη Φρόσω Λύτρα

Διοικητικό Συμβούλιο ELSA Athens 2013-2014 Πρόεδρος: Γεώργιος Κουρόγιωργας Γεν. Γραμματέας: Λίλα Σίσκα Ταμίας: Μαρία Χρονάκη Αντιπρόεδρος Ακαδ. Δραστηριοτήτων: Ελένη Καραγιώργη Αντιπρόεδρος Σεμιναρίων & Συνεδρίων: Χαρά Πιταρίδη Αντιπρόεδρος Προγράμματος STEP: Χριστίνα Κεχαγιά Αντιπρόεδρος Marketing: Παναγιώτης Ρουμελιώτης

Director for Academic Activities: Κατερίνα Κατσουράκη Director for Seminars & Conferences: Ναταλία Αθανασούλη Director for IT: Κατερίνα Κασκαντίρη Director for De Jure: Γιάννης Κούβακας

Οι απόψεις που εκφράζονται στα δημοσιευμένα στο παρόν άρθρα είναι αποκλειστικά και μόνο προσωπικές απόψεις των συγγραφέων και δεν εκφράζουν σε καμία περίπτωση τις θέσεις του Νομικού Περιοδικού De Jure, ούτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νέων Νομικών Αθήνας – ELSA Athens. H ELSA είναι η μεγαλύτερη ανεξάρτητη, μη-κυβερνητική, μη-κερδοσκοπική οργάνωση φοιτητών Νομικής και νέων νομικών διεθνώς.

Ευχαριστούμε θερμά τους: Χρήστο Αθανασόπουλο και Πολύβιο Καλογερόπουλο για τις φωτογραφίες της Συντακτικής Ομάδας.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ DE JURE ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΝΕΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΘΗΝΑΣ Website: dejure.elsa-greece.org E-Mail: dejure@elsa-greece.org ΑΘΗΝΑ 2014


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Περιεχόμενα Σημείωμα Αρχισυντάκτη

1

Σημείωμα Προέδρου ELSA Athens

2

ELSA Human Rights Moot Court Competition: Η ομάδα της Νομικής Αθηνών στην κορυφή!

3

ELSA Day: Το νομικό και το θεσμικό πλαίσιο του online hate speech και του διαδικτυακού bullying

5

Η ποινική αξιολόγηση του cyberbullying

7

Interviewing Human Rights Expert, Manfred Nowak

10

Assess to what extent the ECJ may be described as engaging in judicial activism

13

Assisted suicide in the UK

17

Εκδήλωση: Έγκλημα & Έρωτας

20

Εισαγωγή στη μελέτη των εγκλημάτων από ερωτικό πάθος

21

Ο τρόπος ενέργειας του δράστη (modus operandi) στα εγκλήματα με κίνητρο το ερωτικό πάθος

25

Εξωτερική πολιτική και διεθνής δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

28

Good governance of food chain risks

30

The return of the Parthenon Marbles : an inadequate Greek request or a lawful British holding ?

33

La transparence dans l’Administration Publique

35

Επίσκεψη της ELSA Athens: Στρατοδικείο Αθηνών

37

Συνέντευξη με τον Ευγένιο Αρ. Γιαρένη, Αντεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών

38

Ημερίδα: Πρακτικά ζητήματα και σύγχρονες νομολογιακές εξελίξεις του Δικαίου της Αεροπορικής Μεταφοράς Επιβατών

40

ELSA Delegations: a delegation experience!

41

I

DE JURE


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗ

Σημείωμα Αρχισυντάκτη Αγαπητοί αναγνώστες, Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του ογδόου τεύχους του Περιοδικού που προκάλεσε το ενδιαφέρον εκατοντάδων «διαδικτυακών» αναγνωστών και πλήθους μελών της ακαδημαϊκής -και όχι μόνοΓιάννης Κούβακας

Αρχισυντάκτης

κοινότητας της Ελλάδας και του εξωτερικού, ο πλανήτης συνέχισε να γνωρίζει σημαντικές εξελίξεις, αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο εν γένει.

Director for De Jure 2013-2014

Κινούμενοι σε ένα πλαίσιο εξερεύνησης του αντίκτυπου των γεγονότων αυτών στη διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνία μας φιλοξενούμε δύο πλούσιες συνεντεύξεις: μία με τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης και ειδικού σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Manfred Nowak, και μία με τον Αντιεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών, Ευγένιο Γιαρένη. Η τελευταία μάλιστα έρχεται να συμπληρώσει μια σειρά από δράσεις της ELSA Athens στοχεύουσες στην πρακτική εξοικείωση των μελών της με αχαρτογράφητα νερά του δικαιϊκού χάρτη και οι οποίες περιλαμβάνουν μία επίσκεψη στο Στρατοδικείο Αθηνών, μία εκδήλωση για τα εγκλήματα από ερωτικό πάθος, σε συνδιοργάνωση με το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και την υποστήριξη μίας ημερίδας του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με θεματική στο χώρο του Αεροπορικού Δικαίου. Ταυτόχρονα το ένατο τεύχος του De Jure γιορτάζει την τριπλή, ενεργό συμμετοχή της ELSA Athens σε καίριους θεσμούς της ELSA για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τρία αφιερώματα. Το πρώτο έγκειται στην κατάκτηση της κορυφής –για μια ακόμη χρονιά- από την ομάδα της Νομικής Σχολής Αθηνών στην εικονική δίκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα (ELSA Human Rights Moot Court Competition), το δεύτερο στον εορτασμό της ELSA Day, με μία εκδήλωση εστιάζουσα στο θεσμικό και νομικό πλαίσιο της online ρητορικής μίσους και του διαδικτυακού bullying, και το τρίτο στη δυνατότητα συμμετοχής των μελών της ELSA σε συνεδριάσεις επικουρικών οργάνων του ΟΗΕ, όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τόσο τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη όσο και τον Επίκουρο Καθηγητή Δημήτριο Κιούπη, αμφότεροι στη Νομική Σχολή Αθηνών, οι οποίοι συνέβαλαν στο παρόν τεύχος με εισηγήσεις τους. Ευχαριστίες οφείλονται, ακόμη, και στις αρθρογράφους του τεύχους: Νόρα Δημοπούλου, Θεοδώρα Κουτεντάκη και Φρόσω Λύτρα. Η Νομική είναι μια επιστήμη που αφουγκράζεται τον κοινωνικό παλμό και επιδιώκει να εξυγιάνει τις ανισότητες της κοινωνικής συμβίωσης. Στα χέρια δραστήριων ανθρώπων με κίνητρα ευγενή μπορεί να μετατραπεί σε μια ασπίδα για αυτούς που το έχουν ανάγκη, ευαισθητοποιώντας, υπερασπίζοντας και κατευθύνοντας, ιδίως μέσω των επιστημονικών της κειμένων. Σας καλώ, λοιπόν, απέναντι στην ταραχώδη σύγχρονη πραγματικότητα να μη δηλώσετε απλώς αμέτοχοι θεατές αλλά πολυμήχανοι –οπλισμένοι με πένες- δράστες. Ευχή μας είναι το De Jure να συνδράμει ως άμεσος συνεργός προς αυτήν την κατεύθυνση. Καλή σας ανάγνωση!

1

DE JURE


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ELSA ATHENS

Σημείωμα Προέδρου ELSA Athens Αγαπητοί αναγνώστες του De Jure, Με μεγάλη χαρά σας παρουσιάζουμε το 9ο τεύχος του περιοδικού της ELSA Athens. Λίγο πριν

Γεώργιος Κουρόγιωργας Πρόεδρος ELSA Athens 2013-2014

κλείσουμε την πρώτη δεκάδα το De JURE βρίσκεται στην καλύτερη φάση του με έντονη υποστήριξη από τον ακαδημαϊκό αλλά και από τον εξωπανεπιστημιακό κόσμο. Θα ήθελα επί τη ευκαιρία να ευχαριστήσω εκ μέρους του ΔΣ της ELSA Athens τον Σύνδεσμο Ελλήνων Εμπορικολόγων καθώς, χάρη στη στήριξη τους, το De Jure είναι διαθέσιμο πλέον και σε έντυπη μορφή για όσους το επιθυμούν.

Το τελευταίο τρίμηνο ήταν πλούσιο σε επίπεδο δραστηριοτήτων για την ELSA Athens. Ως κορυφαία, όμως, μεταξύ των δράσεων μας θα επέλεγα την διοργάνωση της ELSA Day. Η ELSA Day είναι μέρα κατά την οποία όλο το δίκτυο διοργανώνει συντονισμένα δράσεις με στόχο την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της διαφορετικότητας και της πολυπολιτισμικότητας. Η ELSA Athens συμμετείχε και φέτος στην ELSA Day διοργανώνοντας panel discussion με θέμα "Το θεσμικό και νομικό πλαίσιο του online hate speech και του διαδικτυακού bullying". Θα ήθελα επίσης να κάνω ειδική αναφορά στις ομάδες της Νομικής Αθηνών που συμμετείχαν στους δύο διαγωνισμούς εικονικής δικής της ELSA. Για δεύτερη συνεχόμενη χρόνια οι ομάδες του Καποδιστριακού κατάφεραν να ξεχωρίσουν και να αποσπάσουν πέρα από υψηλές θέσεις στη κατάταξη των χωρών και θετικά σχόλια για το επίπεδο των γνώσεων και της προετοιμασίας τους. Πιο αναλυτικά στον διαγωνισμό ELSA Human Rights Moot Court Competition στο Στρασβούργο η ομάδα μας κατέλαβε την δεύτερη θέση ενώ το μέλος της Εμμανουήλ Γιακουμάκης απέσπασε το βραβείο του καλύτερου ρήτορα. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ήταν οι φοιτητές Ειρήνη Ανδρικάκη, Ευστράτιος Κουλιεράκης και Αλεζίνη-Ειρήνη Λόξα, έχοντας ως προπονήτριες την απόφοιτο Ελένη Θεοδωροπούλου και τις διδακτορικές φοιτήτριες Δήμητρα Παπαγεωργίου και Εύα Τζαβαλά, υπό την ακαδημαϊκή επίβλεψη της επίκουρης καθηγήτριας Μαρίας Γαβουνέλη. Ακολούθως, στον ευρωπαϊκό γύρο του διαγωνισμού ELSA Moot Court Competition, ο οποίος αφορά στο δίκαιο του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, η ομάδα της Αθήνας κατάφερε να προκριθεί στον παγκόσμιο τελικό γύρο, που θα πραγματοποιηθεί τον Μάιο στη Γενεύη και να ξεχωρίσει για τις επιδόσεις της καταλαμβάνοντας τις τρεις πρώτες θέσεις των καλύτερων ομιλητών. Τα μέλη της ομάδας ήταν οι φοιτητές Άννα Βεντουράτου, Παναγιώτης Κυριάκου, Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος και Περσεφόνη Βερνάδου με προπονήτριες τις περσινές διαγωνιζόμενες Κατερίνα Χαραρά, Κατερίνα Νικολάου και Μαρία Κώτση και επιβλέποντα τον λέκτορα κ. Αναστάσιο Γουργουρίνη. Θερμά συγχαρητήρια και στις δύο ομάδες! Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους συμμετείχαν στο παρόν τεύχος, μέλη και καθηγητές, και φυσικά τη συντακτική ομάδα. Είμαστε αισιόδοξοι ότι το De Jure θα συνεχίσει να εξελίσσεται δίνοντας την δυνατότητα στα μέλη της ELSA να βρίσκουν ένα μέσο έκφρασης και έναν ακαδημαϊκό σύμμαχο στις σελίδες του.

Εκ μέρους του Δ.Σ. της ELSA Athens, Γεώργιος Κουρόγιωργας ELSA ATHENS

2


EHRMCC

ELSA Human Rights Moot Court Competition

Η ομάδα της Νομικής Αθηνών στην κορυφή! Στις 23-26 Φεβρουαρίου έλαβε χώρα για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η εικονική δίκη ELSA Human Rights Moot Court Competition, υπό την αιγίδα της ELSA και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ομάδα της Νομικής Σχολής Αθηνών, απαρτιζόμενη από τους προπτυχιακούς φοιτητές Ειρήνη Ανδρικάκη, Μάνο Γιακουμάκη, Στρατή Κουλιεράκη και Αλεζίνη Λόξα, μετά την πρόκρισή της στους προφορικούς γύρους, απέσπασε, πέραν των διθυραμβικών σχολίων των διαφόρων δικαστικών σχηματισμών και του κοινού, τη δεύτερη θέση ανάμεσα σε 16 ομάδες, αφού επάξια έφτασε στον τελικό. Επιπλέον, ο Μάνος Γιακουμάκης κέρδισε το βραβείο του καλύτερου ρήτορα και μια πρακτική άσκηση στο Γραφείο του Συμβουλίου της Ευρώπης στις Βρυξέλλες. Ευχόμαστε διαγωνισμοί εικονικής δίκης της ELSA, όπως αυτός, να καθιερωθούν θεσμικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και το Πανεπιστήμιο να καταφέρει να ξεπεράσει προβλήματα αφορώντα σε έλλειψη κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής και χρηματοδότησης, προτρέποντας τη συμμετοχή φοιτητών σε διεθνείς διαγωνισμούς, στους οποίους άλλωστε έχει αποκτήσει μία αξιοζήλευτη παράδοση!

Ειρήνη Ανδρικάκη Η βασική προβληματική που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πλαίσια του Διαδικτύου, ένα θέμα ενδιαφέρον, επίκαιρο και φυσικά αμφιλεγόμενο, αφού τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχουν ακόμα εξετασθεί από το Ευρωπαικό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, ένας δημοσιογράφος ανήρτησε στο προσωπικό του blog ένα σχετικά δυσφημιστικό άρθρο για έναν πολλά υποσχόμενο ποδοσφαιριστή, μειονοτικής εθνικότητας. Κινήθηκαν οι εσωτερικές διαδικασίες στα πολιτικά δικαστήρια και ο 3

δημοσιογράφος καταδικάστηκε σε διαγραφή του επίμαχου post. Κάτω, όμως, από το άρθρο, ανώνυμοι τρίτοι προχώρησαν στην κοινοποίηση ρατσιστικών σχολίων εις βάρος της μειονότητας του εν λόγω ποδοσφαιριστή. Εκεί αναδύεται και ο πυρήνας της υπόθεσης, η ρητορική του μίσους στο διαδίκτυο και η ευθύνη του παρόχου για τα σχόλια τρίτων. Είναι πάροχος περιεχομένου ή πάροχος φιλοξενίας για τα ρατσιστικά σχόλια; Στη συνέχεια, κατά του δημοσιογράφου ασκήθηκε ποινική δίωξη, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το μπλοκάρισμα του blog και την ολοκληρωτική διαγραφή της σελίδας του στο Facebook όπου είχε αναδημοσιεύσει σχετικό link. Η υπόθεση θέτει και εδώ το αμφιλεγόμενο ζήτημα, ποιά είναι τα επιτρεπτά όρια της έκφρασης στο διαδίκτυο και αν αξίζουν τα social media τον σεβασμό της ιδιωτικής σφαίρας και των προσωπικών δεδομένων. Επιπλέον, στο πλαίσιο του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, σε ποιο βαθμό μπορούν τα κράτη να ασκήσουν DE JURE


Η ΟΜΑΔΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ! δικαιοδοσία στο internet, έναν τόπο που εξ ορισμού δεν έχει γεωγραφικά σύνορα; Στρατής Κουλιεράκης Η αγόρευση των ομιλητών στο ELSA Human Rights Moot Court διαρκεί περίπου μισή ώρα σε κάθε αγώνα και κατά τα λεπτά αυτά κρίνεται ποιες ομάδες και ομιλητές θα διακριθούν. Ωστόσο, η παρουσία αυτή ενώπιον του εικονικού δικαστηρίου αποτελεί την κορυφή ενός παγόβουνου εντατικής προετοιμασίας. Η όλη προετοιμασία της ομάδας μας έγινε υπό την ευθύνη της επίκουρης καθηγήτριας Μαρίας Γαβουνέλη και την συνεχή καθοδήγηση των διδακτορικών φοιτητριών Δήμητρας Παπαγεωργίου και Εύας Τζαβαλά, καθώς και της Ελένης Θεοδωροπούλου, μέλος της περυσινής ομάδας. Η διαδικασία ξεκίνησε με τη σύνταξη των εικονικών δικογράφων με βάση τα οποία προκρίθηκαν οι 16 καλύτερες ομάδες στην τελική φάση. Το στάδιο αυτό απαιτούσε αφενός εκτενή μελέτη προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλα τα ζητήματα που έθετε η υπόθεση και αφετέρου προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια του κειμένου. Αμέσως μετά την κατάθεση των δικογράφων, ξεκίνησε η προετοιμασία για την τελική φάση του διαγωνισμού, κατά την οποία, δουλέψαμε την προφορική παρουσίαση των επιχειρημάτων των δύο πλευρών. Την απαραίτητη βιβλιογραφία βρήκαμε στον τομέα διεθνών σπουδών της νομικής σχολής καθώς και στο ίδρυμα Μαραγκοπούλου, αν και μεγάλο μέρος του υλικού δεν ήταν επαρκώς ενημερωμένο, ειδικά για τα νομικά ζητήματα στο διαδίκτυο.

Αλεζίνη Λόξα Η προετοιμασία για το διαγωνισμό, αυτό το εξάμηνο σκληρού διαβάσματος και όλος ο δημιουργικός χρόνος που ξοδέψαμε στον Τομέα Διεθνών Σπουδών θα μείνουν μέσα μας ως ευχάριστη ανάμνηση για τις στιγμές που περάσαμε στο Στρασβούργο. Σαφώς, η συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό εικονικής δίκης προσφέρει πολλά εφόδια σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας. Ωστόσο το αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας ήρθε κατά την άφιξή μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το συναίσθημα που βιώσαμε κατά την είσοδό μας στο δικαστήριο ήταν μοναδικό. Η κάθε μας αγόρευση μας γέμιζε περηφάνεια και ικανοποίηση. Ειδικότερα, οι αγορεύσεις μας στο Δικαστήριο ELSA ATHENS

συνοδευόμενες από τις αιφνιδιαστικές ερωτήσεις των Δικαστών και τις εύστοχες αντικρούσεις των επιχειρημάτων μας από τις άλλες ομάδες οδήγησαν σε αγώνες που όντως προσομοίαζαν σε συνθήκες πραγματικής δίκης. Περεταίρω, η ξενάγηση μας στο χώρο και η συναναστροφή μας με δικηγόρους του Συμβουλίου της Ευρώπης και Δικαστές του Δικαστηρίου μας έκανε να προσδοκούμε ένα μέλλον δικαιωματικής πάλης. Γενικότερα, ο διαγωνισμός αποτέλεσε μια μοναδική ευκαιρία να συναναστραφούμε με άτομα της ηλικίας μας από άλλες ευρωπαϊκές χώρες που μοιράζονται την ίδια αγάπη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι, καταφέραμε να αποκτήσουμε νομική έποψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διαφορετικές νομικές κουλτούρες. Συνολικά, νομίζω, πως εκείνα τα λεπτά της παράστασής μας ενώπιον Δικαστών για την υπεράσπιση μιας υπόθεσης για την οποία είχαμε μοχθήσει τόσο καιρό θα μας μείνουν αξέχαστα.

Μάνος Γιακουμάκης Η αλήθεια είναι πως σαν φοιτητής Νομικής κατά τα πρώτα χρόνια των σπουδών μου αντιμετώπιζα αρκετά νομικά ζητήματα από μια απόσταση ασφαλείας και με τρόπο αποστειρωμένο και μάλλον απόμακρο. Το Moot Court αυτό, μας μετέφερε από την θεωρία στην πράξη και μας έδωσε την ευκαιρία να βιώσουμε υπό συνθήκες πραγματικής πίεσης μια δικαστική διαμάχη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά το στάδιο της προετοιμασίας, όχι μόνο εμβαθύναμε στην γοητευτική προβληματική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ακόμη αναπτύξαμε τις νομικές μας ικανότητες και την ρητορική μας τεχνική. Φτάνοντας στο Στρασβούργο, είχαμε την δυνατότητα να αρθρώσουμε τα νομικά μας επιχειρήματα ενώπιον των αληθινών δικαστών του Ε.Δ.Δ.Α. όπου και συναγωνιστήκαμε με εκπροσώπους από τα πιο σημαντικά πανεπιστήμια της Ευρώπης. Παράλληλα, ήλθαμε σε επαφή με την νομική κουλτούρα άλλων λαών και δημιουργήσαμε νέες επαφές. Έχοντας δε λάβει το βραβείο του καλύτερου ρήτορα, θα έχω σύντομα την τιμή να εργαστώ στο Γραφείο του Συμβουλίου της Ευρώπης στις Βρυξέλλες, εκεί όπου χτυπά η καρδιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το όραμα της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κοιτώντας τώρα πίσω, νομίζω πως κέρδισα πολύ περισσότερα από μια τιμητική διάκριση∙ αποκόμισα την εμπειρία ενός συναρπαστικού ταξιδιού στον κόσμο της διεθνούς δικαιοσύνης αλλά και έναν πλούτο γνώσεων και νέων προοπτικών. Σας το συστήνω ανεπιφύλακτα!

4


ELSA Day

ELSA Day Το νομικό και το θεσμικό πλαίσιο του online hate speech και του διαδικτυακού bullying

Στις 5 Μαρτίου 2014 το δίκτυο της

εξάπλωση της χρήσης του διαδικτύου και τους κινδύνους

ELSA γιόρτασε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά την ELSA Day,

που αυτό μπορεί να επιφυλάσσει για τους χρήστες του.

μέρα κατά

Ναταλία Αθανασούλη Director for Seminars & Conferences, ELSA Athens 2013-14

την οποία,

εκπλη-

ρώνοντας το κύριο όραμα της, η ELSA συμμετέχει σε δράσεις που προωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαφορετικότητα, και την πολυπολιτισμικότητα.

Έχοντας την τιμή να είμαι η συντονίστρια της εκδήλωσης, προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε ένα πολύπλευρο panel ομιλητών από διαφορετικούς κλάδους και με άριστη γνώση του αντικειμένου. Κατά συνέπεια, ην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών τίμησαν με την παρουσία τους

Τοπικά παραρτήματα από 41 χώρες διοργάνωσαν την

ο Εκπρόσωπος του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα, Α. Καϊλής, ο οποίος

ίδια μέρα πάνω από 150 projects με κοινό σημείο αναφοράς την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

αναφέρθηκε Κοινοβουλίου

Φέτος, η διοργάνωση ήταν ακόμα πιο συντονισμένη, καθώς ως κεντρικό θέμα των δράσεων ορίστηκε η

εκφοβισμού, ο Διευθυντής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Ταξίαρχος Μ. Σφακιανάκης, ο οποίος έθιξε

προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διαδίκτυο.

το θέμα με μία παραστατική εισήγηση με τίτλο ''Online

Όπως είναι φυσικό, η ELSA Athens συμμετείχε δυναμικά

Bullying-Κραυγές Απόγνωσης'', ο Επίκουρος Καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών, Δ. Κιούπης, ο οποίος

στην ELSA Day, επιλέγοντας ένα άκρως επίκαιρο θέμα, αυτό της online ρητορικής μίσους και του διαδικτυακού bullying. Το θέμα αυτό τελεί σε άμεση συνάρτηση με την 5

στην πρακτική του στις περιπτώσεις

Ευρωπαϊκού διαδικτυακού

εστίασε στο νομικό πλαίσιο του διαδικτυακού εκφοβισμού, ο Κοινωνιολόγος-Εγκληματολόγος, Ε.

DE JURE


ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ONLINE HATE SPEECH ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ BULLYING Χαϊνάς, ο οποίος έκανε αναφορά στην οπαδική βία μέσω διαδικτύου και τις προεκτάσεις αυτής που αφορούν τη

Στην εκδήλωση παρευρέθηκαν πάνω από 250 άτομα, των οποίων το ενδιαφέρον ήρθε ως επιβράβευση της

ρατσιστική βία από εθνικιστικές οργανώσεις, και ο

προηγούμενης εντατικής προετοιμασίας μας.

Υπεύθυνος της Γραμμής Βοήθειας του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου-Μονάδας Εφηβικής Υγείας, Γ. Κορμάς, ο οποίος εμβάθυνε στο ρόλο του παρατηρητή και τις ευθύνες της βιομηχανίας του διαδικτύου στο πλαίσιο του διαδικτυακού εκφοβισμού.

Το

δίκτυο

της

ELSA

προσανατολισμένο

στην

αναγκαιότητα θεσμοθετημένης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιερώνει τον εορτασμό τους μια μέρα κάθε χρόνο. Είμαστε υπερήφανοι που η

Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή στην εκδήλωση του Φ.

ELSA Athens, όντας υπέρμαχος της προσπάθειας αυτής, δίνει το δυναμικό παρόν εδώ και 2 έτη, με σύνθημα «Όλοι

Σπυρόπουλου, Δικηγόρου και Υπ. Δρ. Εγκληματολογίας στη Νομική Σχολή Αθηνών, καθώς και του Θ. Κριθαρά,

μαζί, όλοι διαφορετικοί». Με αυτόν συνεισφέρουμε στην ευαισθητοποίηση

Δικηγόρου, οι οποίοι έθεσαν τους ορισμούς του διαδικτυακού εκφοβισμού και της ρητορικής μίσους,

ανθρώπινης αξιοπρέπειας ποικιλομορφίας, γνωρίζοντας

αναλύοντας τις προεκτάσεις τους μέσα στα όρια της

δικαιώματα χρήζουν προστασίας σε πολλές γωνιές του

ελευθερίας του λόγου.

πλανήτη!

ELSA ATHENS

τον τρόπο σε θέματα

και πολιτισμικής ότι θεμελιώδη τέτοια

6


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΙΟΥΠΗΣ

Η ποινική αξιολόγηση του cyberbullying** Το πρόβλημα της ποινικής

Δημήτριος Κιούπης Επικ. Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας Πανεπιστημίου Αθηνών

επίμονη παρενόχληση του θύματος από τον δράστη με

αντιμετώπισης του αποκαλούμενου

διάφορα

διεθνώς

παρενόχληση,

cyberbullying (κυβερνο-

εκφοβισμού)

εντοπίζεται

αρχικά

στην οριοθέτηση των πράξεων που εντάσσονται σε αυτή την έννοια.

μέσα

(τηλεφωνική συνεχής

και

διαδικτυακή

παρακολούθηση

και

παρενόχληση του θύματος στον κοινωνικό χώρο κ.λπ). Οι επικαλύψεις και ασάφειες, που παρατηρούνται κατά την χρήση των ανωτέρω όρων σε εξωνομικό -

Συνήθως, ως cyberbullying

κοινωνικό επίπεδο δυσχεραίνουν τη νομική αξιολόγηση

χαρακτηρίζονται συμπεριφορές, που εκδηλώνονται μέσω

των πράξεων ενόψει του αποσπασματικού χαρακτήρα

του Διαδικτύου (δηλ. μέσω ιστοσελίδων, ηλεκτρονικών

του ποινικού δικαίου. Οι ποινικές διατάξεις πρέπει να

μηνυμάτων, άμεσης διαδικτυακής συνομιλίας και, κυρίως,

καθορίζουν τι προστατεύουν (έννομο αγαθό), τις μορφές

των μέσων κοινωνικής δικτύωσης) και έχουν περιεχόμενο

προσβολής του (τρόποι τέλεσης του εγκλήματος, στοιχεία

προσβλητικό ή απειλητικό προς τον άμεσο αποδέκτη τους

της ειδικής υπόστασης), αλλά και τα αντίστοιχα πλαίσια

ή κάποιο τρίτο πρόσωπο.

ποινής. Μάλιστα, η ποινική αξιολόγηση του νομοθέτη

Η

συμπεριφορά

αυτή

έχει

ως

πρόσθετο

χαρακτηριστικό ότι συνήθως συνοδεύεται από μια σχέση υπεροχής μεταξύ δράστη και θύματος, όταν δηλ. το θύμα

πρέπει να αποκρυσταλλώνεται στην διατύπωση μιας ορισμένης ποινικής διάταξης, που να είναι συμβατή με την αρχή της νομιμότητας (nullum crimen sine lege certa).

είναι ανήλικο, ψυχικά και κοινωνικά ευάλωτο ή τελεί σε

Σήμερα στο ελληνικό δίκαιο, όπως και στις

κάποια σχέση, υπηρεσιακής, επαγγελματικής ή ψυχικής

περισσότερες εθνικές νομοθεσίες, δεν περιέχεται κάποια

εξάρτησης από τον δράστη.

ειδική ποινική διάταξη, που να ρυθμίζει το cyberbullying.

Η

οριοθέτηση

αυτών

των

συμπεριφορών

αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερής, ήδη σε ένα εμπειρικό –περιγραφικό επίπεδο, αφού συχνά χρησιμοποιούνται και οι όροι mobbing και stalking. Ως mobbing φαίνεται να χαρακτηρίζεται

η

επιθετική συμπεριφορά με

πρόσθετο

την

στοχοποίηση

στοιχείο

παρενόχληση

ενός

ατόμου.

που

και

επίμονη

επιχειρείται

από

περισσότερους, αρχικά στο σχολικό και εργασιακό περιβάλλον και στην συνέχεια μέσω του διαδικτύου ως cybermobbing. Το stalking συνδέεται περισσότερο με μια επιθετική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται με διαρκή και

Πρόκειται

συχνά

συμπεριφορών περιβάλλον,

για

που αλλά

(cybercrimes) η

περιπτώσεις

εκδηλώνονται δεν

είναι

αξιόποινων

στο

ψηφιακό

κυβερνοεγκλήματα

εγκλήματα με υπολογιστή (computer

crimes) με στενή έννοια, καθώς η διάπραξη τους δεν προϋποθέτει υπολογιστή

ως ή

του

αναγκαίο

στοιχείο

Διαδικτύου.

Έτσι,

την

ύπαρξη

σε

αρκετές

περιπτώσεις αυτό που στην γλώσσα των χρηστών του Διαδικτύου

αποκαλείται

cyberbullying

αποτελεί

την

αξιόποινη πράξη της εξύβρισης, της δυσφήμησης ή της απειλής.

Κείμενο εισήγησης στην ημερίδα της ELSA Athens με θέμα «Το νομικό και το θεσμικό πλαίσιο του online hate speech και του διαδικτυακού bullying” (5.3.2014). *

7

DE JURE


Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ CYBERBULLYING Πέρα όμως από τις περιπτώσεις, όπου η συγκεκριμένη

συμπεριφορά

υπάγεται

στις

αντιπάθειας,

κ.λπ., καθώς ο ρόλος του δεν είναι η

ήδη

ενίσχυση της αγάπης και της συμπάθειας μεταξύ των

υφιστάμενες ποινικές διατάξεις, το λεγόμενο cyberbullying

ανθρώπων, ούτε η τιμωρία των κακών τρόπων, των

αναδεικνύει δύο πρόσθετες διαστάσεις : α) την ιδιαίτερη

αισθημάτων μίσους και περιφρόνησης κ.λπ. Όπως θα

επικινδυνότητα των πράξεων που τελούνται στο ψηφιακό

δούμε στην συνέχεια, καθοριστική είναι η λειτουργία

περιβάλλον, β) μορφές συμπεριφορών

άλλων μηχανισμών, όπως η έγκαιρη και υπεύθυνη

που δεν

καλύπτονται από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.

ενημέρωση των (ανήλικων-ευάλωτων) χρηστών του

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ακόμη και όταν το cyberbullying μπορεί να υπαχθεί σε κάποια υφιστάμενη, «παραδοσιακή» ποινική διάταξη, η συγκεκριμένη πράξη αποκτά μια ιδιαίτερη επικινδυνότητα για δύο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται με την χρήση των ψηφιακών μέσων,

που

διευκολύνουν την επίμονη και έντονη επιθετικότητα (βομβαρδισμός με μηνύματα, διάχυση του περιεχομένου στο ευρύτερο διαδικτυακό περιβάλλον) έναντι του θύματος

από

θέσεις

ανωνυμίας

και

δυσχερούς

εντοπισμού του δράστη. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χρηστών του διαδικτύου και, πιο συγκεκριμένα τον μέσο όρος ηλικίας των

διαδικτύου, ο προληπτικός και υποστηρικτικός ρόλος του σχολείου, της οικογένειας και άλλων δομών κοινωνικής υποστήριξης

κ.λπ.

Αντίθετα,

η

βεβιασμένη

και

υπερβολική επιστράτευση της ποινικής νομοθεσίας με την μορφή δρακόντειων και αόριστων διατάξεων ελάχιστα συνεισφέρει

στην

προβλημάτων, περιεχόμενο,

έχει ενώ

διολίσθησης σε ελεύθερης

ουσιαστική

αντιμετώπιση

συχνά

εγκυμονεί

απλώς τον

των

συμβολικό

σοβαρό

κίνδυνο

απαράδεκτους περιορισμούς της

έκφρασης

και

επικοινωνίας,

δηλ.

συνταγματικών δικαιωμάτων, των οποίων η πραγματική άσκηση έχει ενισχυθεί σημαντικά

με την χρήση του

Διαδικτύου.

χρηστών, ο οποίος είναι σημαντικά χαμηλότερος από

Επιστρέφοντας στην ποινική μας νομοθεσία,

αυτόν του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Πολλοί

μπορούμε πράγματι να εντάξουμε αρκετές περιπτώσεις

ανήλικοι και μάλιστα μικρής ηλικίας χρησιμοποιούν

κυβερνοεκφοβισμού στα εγκλήματα της τιμής. Έτσι, όταν

(καθημερινά και σε μεγάλη έκταση) τα μέσα κοινωνικής

ο δράστης απευθύνεται μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

δικτύωσης και το διαδίκτυο και έτσι αποτελούν τους

ή γραπτού μηνύματος κινητού τηλεφώνου στο ίδιο του το

κατεξοχήν αποδέκτες πράξεων κυβερνοεκφοβισμού,

θύμα εκτοξεύοντας προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ή

Από την άλλη πλευρά, πράξεις που θεωρούνται από πολλούς ως μορφές cyberbullying είναι ενδεχόμενο να μην εντάσσονται στο ρυθμιστικό πεδίο κάποιας υφιστάμενης ποινικής διάταξης, οπότε διανοίγονται δύο δυνατότητες α) η θέσπιση νέας ποινικής διάταξης, β) ο χαρακτηρισμός τους ως πράξεων που δεν εμφανίζουν την ιδιαίτερη κοινωνικοηθική απαξία του εγκλήματος.

ισχυρισμούς γεγονότων που μπορούν να βλάψουν την τιμή του, η εφαρμογή του άρθρου 361 Π.Κ. (εξύβριση) είναι καταρχήν δεδομένη. Όταν η διάδοση ή ο ισχυρισμός των ίδιων γεγονότων γίνεται μέσω ιστοσελίδων, μέσων κοινωνικής δικτύωσης ή με αποστολή μηνυμάτων προς τρίτους ανακύπτει ποινική ευθύνη του δράστη για απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρα 362, 363 Π.Κ.). Σε άλλες περιπτώσεις, όπου ο δράστης προκαλεί τρόμο ή

Στο σημείο αυτό, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει

ανησυχία απειλώντας με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή

ο επικουρικός χαρακτήρας του ποινικού δικαίου. Το

απειλή, στοιχειοθετείται το έγκλημα της απειλής (άρθρο

ποινικό δίκαιο δεν μπορεί και δεν πρέπει να ασχολείται

333 Π.Κ.). Δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί ενδεχόμενη

και να τιμωρεί τις εκδηλώσεις αγένειας, σκληρής κριτικής,

εφαρμογή και του άρθρου 385 Π.Κ. (εκβίαση), όταν η

ELSA ATHENS

8


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΙΟΥΠΗΣ πράξη του δράστη οδηγεί σε περιουσιακή ζημία του

δημοτικού σχολείου με αντίστοιχη κινητοποίηση των

θύματος. Σπανιότερα, το cyberbullying

δασκάλων και της σχολικής κοινότητας. Στην ίδια

αντιμετωπισθεί

ποινικά

και με

τις

μπορεί να

διατάξεις

περί

κατεύθυνση,

αποφασιστική

καθίσταται

η

διαρκής,

παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών ή περί

συμβουλευτική παρουσία της οικογένειας του ανηλίκου,

προσωπικών δεδομένων, όταν π.χ ο δράστης για να

που πρέπει να μην απαγορεύει την χρήση των

εκφοβίσει το θύμα του

παράνομα,

τεχνολογιών, αλλά να μην εγκαταλείπει τα παιδιά ή τους

υποκλέπτει τις συνομιλίες του ή χρησιμοποιεί παράνομα

εφήβους χωρίς την απαραίτητη επίβλεψη και βοήθεια. Τα

ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που βρέθηκαν στην

μέσα ενημέρωσης και οι ίδιοι οι πάροχοι διαδικτυακών

κατοχή του,

υπηρεσιών έχουν επίσης υποχρέωση να ενημερώνουν

Τέλος, σε περίπτωση που η πράξη

κυβερνοεκφοβισμού περισσότερων

το βιντεοσκοπεί

πληροί

τις

ειδικές

εγκλημάτων θα έχουμε

υποστάσεις συρροή των

έγκυρά και χωρίς υπερβολές για τους κινδύνους του cyberbullying.

αντίστοιχων διατάξεων.

Πέρα από τα όποια προληπτικά μέτρα, όταν

Από δικαιοπολιτικής πλευράς (de lege ferenda),

τελούνται αξιόποινες πράξεις καθοριστική είναι η ύπαρξη

σε περιπτώσεις ιδιαίτερα ευάλωτων θυμάτων (π.χ.

δυνατοτήτων άμεσης καταγγελίας (μέσω τηλεφώνου,

ανηλίκων,

σε

μηνύματος ή πρόσβασης σε ιστοσελίδα), όπως και η

υπηρεσιακή εξάρτηση από τον δράστη) θα μπορούσε να

έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή της κείμενης

προταθεί η εισαγωγή επιβαρυντικών περιστάσεων ή και

νομοθεσίας από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές.

ασθενών,

ατόμων

που

βρίσκονται

διακεκριμένων παραλλαγών των ανωτέρω εγκλημάτων με ανάλογη επαύξηση του πλαισίου ποινής. Ακόμη

για

κάποιες

περιπτώσεις,

συμπεριφορά

του

κυβερνοεκφοβισμού

Το φαινόμενο του cyberbullyiong είναι τελικά μια σύγχρονη, ψηφιακή μετάλλαξη παραδοσιακών πράξεων

όπου

η

του φυσικού-κοινωνικού

χώρου που εδράζεται στην

εμφανίζει

κατάχρηση σχέσεων υπεροχής, στην σιωπή και την

ιδιαίτερη επικινδυνότητα και αποκτά μια διαφορετική

αδυναμία του θύματος και στην ελλιπή ή καθυστερημένη

ταυτότητα που την απομακρύνει από τις ήδη υφιστάμενες

συνδρομή της κοινωνίας και του κράτους.

ειδικές υποστάσεις νοητή είναι και μια αυτοτελής ρύθμιση κατά το πρότυπο της γερμανικής παραγράφου

238

ΓερμΠΚ περί stalking. Περιττό είναι ίσως να τονίσουμε ότι η εισαγωγή διακεκριμένων παραλλαγών και, πολύ περισσότερο,

Αυτές τις αιτίες του εγκλήματος πρέπει καταρχήν να

καταπολεμήσουμε

και

να

τιμωρήσουμε

τις

εγκληματικές πράξεις με το υπάρχον ποινικό μας οπλοστάσιο, αλλά και με προσθήκες σε αυτό, εφόσον είναι πράγματι αναγκαίες.

νέων ειδικών υποστάσεων θα πρέπει να γίνει με νηφαλιότητα και φειδώ. Ο πειρασμός της βιαστικής νομοθέτησης που «απαντά» στα αιτήματα της κοινωνίας είναι μεγάλος, η εμπειρία όμως έχει αποδείξει ότι οι πρόχειρες και βιαστικές νομοθετικές παρεμβάσεις συχνά είναι υπερβολικά αόριστες και ελάχιστα αποτελεσματικές. Αντίθετα, άμεση και πιεστική είναι η ανάγκη ενημέρωσης των ανηλίκων ήδη από το στάδιο του 9

DE JURE


MANFRED NOWAK

Interviewing Human Rights Expert Manfred Nowak Interview by Eftychia-Maria Alexopoulou Manfred Nowak graduated from the Vienna Law School (Dr. iur. 1973) and from Columbia University New York (LL.M. 1975). He has been professor at the Institute of Constitutional and Administrative Law at the University of Vienna since 1986. Currently, Visiting Professor at Stanford University, human rights lawyer and Co-Director of the Ludwig Boltzmann Institute of Human Rights since 1989. He was appointed UN Special Rapporteur on Torture and other Cruel, Inhuman or Degrading Treatment in 2004 with a mandate until 2010. He has published more than 500 books and articles on international, constitutional, administrative, and human rights law and was awarded the UNESCO Prize for the Teaching of Human Rights in 1994.

In

view

events

of

the

recent

concerning

leaks

of

the

classified

documents, such as the Snowden

case

or

the

Wikileaks publication of secret Guantรกnamo

files

on

detainees,

do you believe that this

without even having the slightest idea which kind of data are actually stored in computers and are used, misused or transferred. Severe violations of human rights have been taking place in Syria, which could be classified as a noninternational armed conflict as defined by Common Article 3 of the Geneva Conventions of 1949. Would you consider military intervention necessary and legit for the cease of the human rights violations?

form of activism could enhance human rights protection?

Syria is a classical case of the R2P doctrine, which had been applied, e.g., in Libya. At an early stage, when the

In my opinion, it is extremely important that these kinds of practices of surveillance have to stop and be in line with international human rights law, the right to privacy in particular. The whistleblowers, who actually take the risk by denouncing these practices from inside, should be treated according to their effort to protect human rights. They are denouncing very serious human rights violations and only on the basis of these kinds of reports will we be able to protect human rights. The Obama Administration was reacting on the one hand in a strong and aggressive manner against Snowden, but on the other hand they also started to rethink the current practices. The same applies to the Wikileaks publication, which started some time ago about the Iraq War, but it also continues with all the current forms of surveillance under which most American

Assad regime was committing gross and systematic human rights violations and crimes against humanity against unarmed peaceful demonstrators, a strong reaction by the international community (targeted sanctions and as a measure of last resort eventually military intervention similar to Libya) would have been the proper response by the international community in order to live up to its responsibility to protect the Syrian people against these crimes. Unfortunately, any meaningful action by the UN Security Council was blocked by the Russian Federation for purely political and military reasons. In other words, Mr. Putin is primarily to blame for the escalation in Syria which led to an armed conflict and the death of more than 100.000 people. Now military intervention is no longer a viable solution. The only way

citizens but also many other persons are exposed to, ELSA ATHENS

10


INTERVIEWING HUMAN RIGHTS EXPERT to stop this human rights emergency is by international

The USA does not recognize Guantánamo Bay as part

mediation and a peace settlement.

of their territory, and thus the Guantánamo detainees

Despite the existence of numerous legislative documents aiming at the protection of human rights, the

international

community

still

witnesses

repression of human rights even in Europe, such as the ones currently taking place against the LGBT

can neither recur to US courts, nor be granted protection of the Geneva Conventions. What steps could the USA have taken instead of establishing the Guantánamo detention center, in order to be in accordance with international law?

community in Russia or the protesters in Ukraine. Do

The Guantánamo detention centre should have never

you believe that the international human rights

been used for suspected terrorists and these persons

regime has failed to a certain extent and if so, why?

should have long time ago already been moved to

What elements would you consider essential for an

ordinary or special detention centers in the territory of the

effective legal system?

US. The so-called "war on terror" is not an armed conflict

I think that the ECHR and the individual complaints procedure before the European Court of Human Rights is the most effective system for the protection of human rights. That's why I also advocate for a World Court of Human Rights. The Strasbourg Court has found in many cases serious violations of the ECHR (including LGBT rights, freedom of assembly) by the Russian Federation and Ukraine. The fact that there are still human rights violations ongoing is no reason to argue that the system has failed. Do you also argue that every single theft or other crime in Greece is a proof that the Greek criminal justice system has failed? Of course, every system can be improved, but we will never live in a world without crime or human rights violations. We can only aim at preventing as many as possible. One possibility would be that other States lodge an inter-State complaint against the Russian Federation, but unfortunately no European government has the courage or political will to take this important step.

in the meaning of international humanitarian law. Terrorists are criminals, similar to other members of international organized crime gangs, and should be treated, as in other countries of the world, within the criminal justice system, i.e. by ordinary or (if absolutely necessary) special criminal courts. They may be held in pre-trial detention for a limited period of time in order to be brought to justice. If there is not enough evidence to try them, they need to be released. The "war on terror" has not defeated terrorism but rather incited many people to join the terrorists. In February 2006, we (5 five Special Rapporteurs of the UN) published a joint report on the human rights situation at Guantánamo and came to the clear conclusion (which was afterwards confirmed by many other bodies) that Guantánamo is illegal and should immediately be closed. President Obama announced that he would close it within one year after his taking office, but he has not lived up to his promise.

In addition, one might try to expel Russia from the Council

A decade has passed since the Dublin II legislation

of Europe. But would this improve the situation? Now, the

has been in force. More than that, the conditions in

Strasbourg Court, the CPT, ECRI, the CoE Commissioner

detention facilities for immigrants who have illegally

for Human Rights and other Council of Europe bodies

crossed the Greek borders can be considered as

have at least the possibility to monitor the situation in the

cruel and inhuman treatment. How can the situation

Russian Federation, in order these measures to have a

be ameliorated and what responsibilities could

positive effect in the long run. 11

DE JURE


MANFRED NOWAK Greece

undertake

in

order

to

comply

with

international law?

Human Beings is an improvement as compared to the Palermo Protocol to the UN Convention on Organized

I personally think that the Dublin II system is unfair, protecting those countries that are not so much exposed and are not on the outskirts of the EU or the Schengen borders, and thus it should be abolished. There should be a common European asylum system with a common Asylum Office and common standards. In principle, refugees should have the right to choose in which EU countries they would like to stay during the asylum procedure. Such a system would take a lot of pressure away from countries like Greece, Malta or Italy. In addition, Greece could do much more to ameliorate its national asylum and refugee determination system and to improve its inhuman migration detention centers. I was shocked when I inspected them during my official mission as UN Special Rapporteur on Torture in October 2010, when, even before the major economic crisis, the asylum system was more or less broken down. I believe that much more could be done and should be done by the Greek government to develop the asylum procedure and

Crime as it approaches human trafficking not primarily from the criminal law angle and treats victims of trafficking also as victims of human rights violations. It is important that the mandate of the National Rapporteur for Combating Human Trafficking includes the right to carry out unannounced visits to any place where victims of trafficking might be held and accomplish strong powers vis-a-vis the police, the criminal justice system and the migration authorities. From a human rights perspective, victims of trafficking should be seen primarily as victims of human rights violations and not as illegal immigrants. Only when victims of trafficking feel safe by being granted an unlimited right to stay in the country, they will fully cooperate

with

the

police

and

other

authorities

investigating trafficking with the aim of bringing the perpetrators to justice. If they feel unsafe and afraid of being deported after having provided evidence to the police, they will not cooperate and the police will be less effective in dealing with this type of organized crime.

also to protect asylum seekers against having to live on the streets and against experiencing violence in various places, including police stations. Greece recently adopted a law establishing a National Rapporteur for Combating Human Trafficking. Taking into consideration your experience as a UN Special Rapporteur

on

Torture,

which

tasks

and

responsibilities does that position include? How would that be helpful for combating human trafficking in Greece? Greece is to some extent a country of origin, but it is much more a country of transition, and also a country of destination for women who are trafficked by sex workers. The whole problem of human trafficking in Greece needs to be addressed from various sides. The Council of Europe Convention on Action against Trafficking in ELSA ATHENS

12


FROSSO LYTRA

Assess to what extent the Court of Justice of the EU may be described as engaging in judicial activism, when it interprets the law of the EU The European Court of Justice has been a major influence in the development of the European Union law. Even though the EU relies on Frosso Lytra VP S&C, ELSA Kent Law LLB University of Kent

its Foundation Treaties, it can be said that what we now call EU is heavily owed to the forty years

case-law of the Court through a series of creative decisions. The way in which the Court interpreted the Treaties has been the subject of heavy criticisms and has triggered a number of debates that are still unsolved until today. One of the main accusations against the Court is that it has been an ‘excessively activist judiciary’.1 By primarily using the teleological method of interpretation and by following what it thought to be the purpose of the Treaty, it marginalized the literal meaning of the words of the legislation and ‘assumed a quasi-legislative role’.2 The question we are going to deal with is whether the Court has indeed exceeded the limits of its judicial function; to achieve that we are going to draw on some case law

1

Henri de Waele, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process: Contemporary and Normative Assesment, European Law 2010, Vol. 6 No.1, pp3 2 Takis Tridimas, The Court of  Justice and  judicial  activism, European Law Review 1996 http://login.westlaw.co.uk.chain.kent.ac.uk/maf/wluk/app/docu ment?&srguid=ia744d05f0000013d40c0bb57ab274984&docgu

13

examples of -the so accused- ‘creativity’ and the judge ‘law-making’. One of the reasons why previous attempts to prove the activism or the self-restrain of the Court were not convincing, was because their criticism was based on a selective analysis. For the purposes of proving the judicial creativity only such cases were used and other cases that showed the self-restrain of the Court were being ignored.3 As the length of this work would not permit it, we are not going to follow a holistic analysis either; instead we are going to examine examples from both sides and try to come one step closer to an ‘objective truth’. The ECJ, as any other Court, first tries to give effect to ‘the ordinary meaning of the words in a legal text’4. However, further to the fact that no words are so clear in their meaning as to not require a placement within a context of circumstances, we should not forget that the multilingualism of the EU provisions can be a great barrier on the interpretation of words. One word can have one meaning in one language and a different meaning in another one; let alone in a Community which so far has

id=IBAA16F90E72111DA9D198AF4F85CA028&hitguid=IBAA1 6F90E72111DA9D198AF4F85CA028&rank=1&spos=1&epos= 1&td=1&crumb-action=append&context=4&resolvein=true 3 Ibid at paragraph 200, ‘Activism versus self-restraint’ 4 ALBERTINA ALBORS LLORENS, ‘The ECJ, More than a Teleological Court’, Cambridge Yearbook of European Legal Studies, 1999 Vol 2, Cambridge University press, pp 375

DE JURE


ASSESS TO WHAT EXTENT THE ECJ MAY BE DESCRIBED AS ENGAGING IN JUDICIAL ACTIVISM twelve equally authentic language versions of the EC

the vision of furthering European integration, which is

Treaty.5

in

evident from the context of the Preamble and the Articles

which the Court decided in favour of the most liberal

1-7 of the Treaty.12 As Tridimas states there is no

interpretation.7

argument persuasive enough for that it is not appropriate

An example case is Stauder v. City of

Ulm6

In contrast to the English common law, which is precise in its definitions and usually leaves no doubt of the

for the Court to look behind the words and to infer the purpose of the Community.

intention of the Parliament as to how the Act is ought to

However, as A. Bredimas argues, the EU law also has

be applied, the Treaty introduces objectives such as the

economic incentives that the judges will seek to promote;

creation of a single common market which leaves

and then a question arises as to whether the Court, by

As Lord Denning states in exasperation ‘How

taking guidance from the scheme of the Treaty, should

different is this Treaty! It lays down general principles. It

follow a method of interpretation which is based on

expresses its aims and purposes. All in sentences of

economic objectives of the Treaty or a legal, purely

moderate length and commendable style. But it lacks

technical, approach13. The opinions are dissenting;

precision. ...All the way through the Treaty there are gaps

Professor Constantinesco supported the view that a judge

undefined.8

and

lacunae’9.

EU Treaties’ drafting seems to express more a civil law tradition of broad principles rather than a common law

should ‘know the economic problem before solving the legal’14 one and that the teleological method is the perfect way to achieve it. 15

one. Moreover the final product of drafting is not a result

Monaco from his standpoint sees the Court as a

of parliamentary majority, but more of a compromise

technical organ which of course will have knowledge of

between the MS on multiple policy decisions. If a

the economic aspects, but ‘this will not alter the nature of

consensus is not achieved then the provisions are

his technical legal activity’16. I would as well agree with the

deliberately left more general and remain for the Court to

opinion that the ‘the Court is not to take sides with any

decide.10 Therefore, it is acknowledged that the wording

economic system. It must remain in prudent neutrality

of the Treaties is ambiguous – even intentionally- and that

inspired by an average conception, so as to remain

the Court needs to elaborate further in order to be able to

always within the legal sphere’17. This argument shows a

interpret it.

limitation on the use of the teleological method; but again

For the reasons stated above, the ECJ favours the teleological method of interpretation, which allows it to give light to the purpose of the Treaty for the EU as a whole. 11 This method of interpretation also gives effect to 5

Ibid pp 376-377 Case 29/69 [1969] ECR 424 7 ALBERTINA ALBORS LLORENS, ‘The ECJ, More than a Teleological Court’, Cambridge Yearbook of European Legal Studies, 1999 Vol 2, Cambridge University press, pp 377 8 Ibid 9 Bulmer v. Bollinger (C.A) 2 CMLR [1974] 91, 119 10 Takis Tridimas, The Court of  Justice and  judicial  activism, European Law Review 1996, paragraph 204 11 P. Pescatore, Les objectives de la Communaute Europeenne comme principes de l'interpretation dans la jurisprudence de la 6

ELSA ATHENS

the Court is an institution of the EU and if it has one objective then this is to ensure it gives effect to the purposes of the EU, including its economic objectives. Any criticism should then occur against the objectives of

Cour de Justice, in Miscellanea W. J. Ganshof van der Meersch, Vol. II, pp. 326-328. Original in French; quoted in English from Dumon, supra, n. 47, p. 87. 12 Takis Tridimas, The Court of  Justice and  judicial  activism, European Law Review 1996, paragraph 205 , see note 49. 13 Anna Bredimas, Methods of Interpretation and Community Law.’, European Studies in Law, Vol. 6, pp 74. 14 Ibid [see note15] 15 Ibid 16 Ibid. [Monaco, ‘Dix Ans de Jurisprudence’, pp. 205-207] 17 Ibid pp 75 [ Ibid pp185-188]

14


FROSSO LYTRA the EU as a whole and not of the ECJ’s effort to give effect

objective of the EU law and the Treaty24, principles that

to the Treaty by interpreting it in a way as to achieve

are both considered as necessary to be expressly

further integration.

established within the Community. The approach of the

The question is: can the ECJ be legitimately characterized as activist because of its use of the purposive approach of interpretation? The Van Gend en Loos18 case and the Costa/ENEL19, are two cases that expressly established two of the most fundamental

Court even though ‘creative’ was at the same time necessary, as an exclusion of the Parliament as an active entity could mean a refusal of the right to bring an action against it.25 Therefore it is not believed that the Court oversteps its jurisdiction by giving effect to them.26

principles of the EU; the doctrines of direct effect and of

In Foto-Frost v Hauptzollamt Lübeck-Ost27 the wording of

supremacy of EU law. Those two doctrines were not

Article 267 of the Treaty was ambiguous as it was

expressly stated anywhere in the Treaty, but the Court

doubted whether the text should be interpreted in favour

inferred them, as fundamental objectives of the European

of the national courts, declaring Community acts as

Community Law, ‘leaving behind traditional conceptions

invalid. The reasons of the Court for not accepting this

of what judges do or are capable

of’20.

Those two

literal approach were ‘essentially practical:the..system

judgments carry an ‘indelibly activist’ stamp, which

would not work..fairly, if national courts- particularly lower

remains on the following case-law and expands its

courts- were free to declare acts of the institutions

scope.21

inapplicable within their jurisdiction.’28 The teleological

Les Verts and in Chernobyl are considered two examples of contra legem interpretation by the Court. In

method of interpretation used did not seem to erode the text of the provision.

the first one it was held that annulment proceedings could

The case law presented above is an example of the

be brought against the European Parliament even though

Court’s activist tendency which is undeniable. However

the list of the ‘active’ and the ‘passive’ litigants was

there are also examples of case-law which show a more

exhaustive under Article 230.22 In the latter case the Court

restrained approach by the Court. For instance the well

broadened the list further by recognising the right of the

known Marschall29 case drawing on the principle of equal

European Parliament to bring annulment proceedings

treatment as a sex-oriented right which should be enjoyed

itself. The two cases show the very thin line between the

equally, took an approach considered ‘not activist

‘legitimate gap-filling function’ of the court ‘and judicial

enough’, as was inconsistent with the political climate of

activism’.23 It seems that the judicial protection of the individual and the right to seek judicial review is another ‘NV Algemene Transporten Expeditie Onderneming van Gend en Loos v Nederlandse Administratis der Belastingen’ 26/62, [1963] ECR 1; [1963] CMLR 105’ 19 [1964] ECR 585 (6/64). 20 Henri de Waele, The Role of the European Court of Justice in the Integration Process: Contemporary and Normative Assesment, European Law/ Europarecht, 2010, pp 4 21 Ibid pp 5[ see note 10] 22 Takis Tridimas, The Court of  Justice and  judicial  activism, European Law Review 1996, paragraph 209. 23 Anthony Arnull, Judicial Activism And The Court Of Justice: How Should Academics Respond?, University of Birmingham, Maastricht Working Papers Faculty of Law, pp 24 18

15

24

Ibid Ibid ( note 23 at paragraph 209) 26 Ibid 27 Case 314/85 [1987] ECR 4199. 28David Eduard, Edited by Miguel Poiares Maduro and Loic Azoulai, ‘The Past and Future of EU Law: The Classics of EU Law Revisited on the 50th Anniversary of the Rome Treaty’, OXFORD AND PORTLAND, OREGON 2010, pp 182 http://www.law.du.edu/documents/judge-david-edward-oralhistory/2010-the-past-and-future-of-EU-law.pdf 29 v Land Nordrhein-Westfalen Case C–409/95 [1997] ECR I– 6363. 25

DE JURE


ASSESS TO WHAT EXTENT THE ECJ MAY BE DESCRIBED AS ENGAGING IN JUDICIAL ACTIVISM the time.30 The Court focused only on the compatibility of

being it is a necessity deriving from the wording of the

the national law with the relevant provisions of the Equal

Treaty, which is either too general or even silent on

Treatment Directive and not on the issue of positive

certain issues. But just because the Treaty is silent on the

discrimination itself.31

issue of direct effect, or of supremacy of EU law or of

But how can one define which case is considered as active and which one as reactive? Tridimas argues that whether a case is activist depends on ones standpoint 32. In the Waste case33 where it was decided that the protection of the environment may restrict the free movement of goods the judgment can be seen as either creative in its nature or more conservative ‘depending on whether one favours environmental protection or free movement’.34

Tridimas

continues

by

saying

that

judgments such as the one in Keck35 show a change in

Member State liability, it would be narrow-minded to assume that those principles do not exist.41 As Lord Reid eloquently stated, it is a ‘perennial fallacy that because something cannot be cut and dried or nicely weighed or measured therefore it does not exist.’42 The real issue is not whether the ECJ in interpreting the Treaty in a purposive way, in order to infer the principle of supremacy, was judicially active. The issue is whether the reasoning of the Court is just, legitimate and the doctrines that it establishes are workable.43

the previously intense creativity of the Court which seems

As it is argued above we can accept that the

to have moved forward to a more mature internal

teleological method of interpretation that the Court usually

market.36

However this change does not mean that the

follows is one that suits the intentionally broad wording of

ECJ does not produce creative judgments any more. In

the Treaty. By the time we accept the use of this method

the more recent case Factortame

III37,

the Court ruled that

and the need of an insight to the objectives of the

the UK court could grant interim relief against the Crown

Community then ‘the issue ceases to be the justification

and that no rule of national law could prohibit that, in order

of the Court’s approach and becomes one of reasoning.’44

for the directly enforceable EU rights to be protected.38

The phrase ‘judicial activism’ seems to have widely

The list of the cases mentioned above is not exhaustive, but it illustrates some examples of cases that are either interpreted with creativity or self-restraint. The variation above aims to show that the Court’s decisions are not indicative of a ‘desire to promote integration at all costs’39; it rather shows a more balanced approach. In the question posed

above40,

become a word-taboo. The fact that the ECJ has been ‘creative’ in its decisions is not necessarily bad in a EU context; except of course if you take it from the perspective of a democratic deficit. 45

Of course the

judiciary should have limits in its creativity, but in the context of the EU the Court, according to the case law mentioned above, is not believed to overstep its limits.

we could respond that

the ECJ has indeed been an activist judiciary; the reason 30

Ibid ( note 24, at pp 27) Ibid ( note 34) 32 Ibid (note 23 at 201) 33 Case 2/90 Commission v. Belgium [1992] E.C.R. I-4431. 34 Ibid ( note 23 at 201) 35 Joined Cases C-267 & 268/91 Keck and Mithouard [1993] E.C.R. I-6097. 36 Ibid ( note 23 at 201) 37 Joined Cases C-46 and C-48/93 Brasserie du Pecheur v. Germany and the Queen v. Secretary of State for Transport ex parte Factortame, judgment of March 5, 1996 [1996] 1 C.M.L.R. 31

ELSA ATHENS

889. 38 Ibid 39 Ibid ( note 23 at 201) 40 Can the ECJ be legitimately characterized as activist because of its use of the purposive approach of interpretation? 41 Ibid ( at 206) 42 Ridge v. Baldwin [1964] A.C. 40 at 64-65. 43 Ibid ( note 23 at 206) 44 Ibid ( note 23 at 210) 45 See Henri de Waele( ibid at note 21, pp 21-22)

16


THEODORA KOUTENTAKI

Assisted suicide in the UK Assisted suicide is probably the most controversial legal issue of the last decades not only due to its substantive legal significance but also because of the social and ethical concerns it contains. This Theodora Koutentaki article attempts an approach to the Undergraduate student ambivalent issue of ‘assisted Faculty of Law University of Athens suicide’ by considering the leading in this field Pretty case (2001)1. This case was the first time that ‘assisted suicide’ was examined in English law by the House of Lords. The Court had to consider whether the terminally ill should be free to seek assistance in taking their lives and if so, under which circumstances and safeguards. Case history Dianne Pretty was suffering from an incurable disease and was facing the prospect of a distressing death. Being mentally alert, she wanted to bring her life to an end. However, she was paralysed and physically incapable to commit suicide unaided. Thus, she wished her husband to assist her. He was willing to do so, provided that the Director of Public Prosecutions (DPP) would undertake not to prosecute him under section 2(1) of the Suicide Act,2 as his consent is required before such a prosecution. On his refusal to grant the undertaking, the claimant applied for judicial review based on the DPP’s duty to act compatibly with Mrs Pretty’s Convention rights.3 The Divisional Court concluded that the DPP had no power to give the undertaking and dismissed the claim of incompatibility of s2(1) with ECHR. Following this decisive rejection and the leave to appeal granted to the case, Mrs Pretty appealed to the House of Lords.

1

Regina (on the application of Pretty) v Director of Public Prosecutions [2001] UKHL 61, [2002] 1 A.C. 800 2 Suicide Act 1961, Section 2. Criminal liability for complicity in another's suicide (1) A person ("D") commits an offence if-(a) D does an act capable of encouraging or assisting the suicide or attempted suicide of another person, and

17

Key issue of law The key issue of law raised before the House of Lords were whether the European Convention on Human Rights establishes a “right on assisted suicide” and imposes to the member states an obligation to legalise assisted suicide. The claimant grounded her challenge on the European Convention of Human Rights (ECHR). She relied on articles 2,3,8,9 and 14 to claim that ECHR contained a right to assisted suicide. Their Lordship rejected all her claims. Article 2: the right to life The claimant’s argument that the right to die in a manner of one’s own choosing is protected as corollary of the right to life was unanimously rejected by the Lords. They acknowledged that article2 reflected the sanctity of life. Thus, it could not be interpreted as conferring a right to die or further imposing States an obligation to permit assisted suicide. Article 3: prohibition of torture and inhuman and degrading treatment Lords also rejected the argument that the State would subject Mrs Pretty to inhuman or degrading treatment by not permitting assisted suicide. The concept of degrading treatment cannot enunciate the idea of an assisted suicide guaranteed by the State. The State's positive obligation to prevent inhuman or degrading treatment is not absolute and its fulfilment is prone to variation from State to State. Therefore, the United Kingdom is not required to permit assisted suicide for the terminally ill. Article 8: Respect for private life

(b) D's act was intended to encourage or assist suicide or an attempt at suicide. 3 Human Rights Act 1998, Section 6: Acts of public authorities, European Convention on Human Rights (ECHR) (1) It is unlawful for a public authority to act in a way which is incompatible with a Convention right.

DE JURE


ASSISTED SUICIDE IN THE UK This right of self-determination was claimed to be infringed by s2(1) of the Suicide Act. However, according to the judges this article confers protection of personal autonomy while an individual is alive, not a right to decide when and how to die. Even if this right is engaged, this interference is justified under the terms of article 8(2) and the scope of s2. Article 9: Freedom of Thought, Consciousness and Religion The Lords give short shrift to the argument based upon this article. Mrs Pretty’s freedom of belief cannot support that her husband should be absolved from the consequences of conduct which is proscribed by the criminal law. Article 14: Prohibition of Discrimination The list of grounds for discrimination is not closed but this right has effect only in relation to other Convention rights. Since there is no infringement of any other article, it follows that a claim under Article 14 has to fail. Supposing there is a Convention right engaged, there would not be a breach of article 14 either. This is because there is no right to commit suicide and no unequal treatment before the law. Assessing the decision The judgements in Pretty case are clear and build upon existing principles. Its ratio affirmed that assisted suicide is a crime prohibited even in the case of terminally ill persons and that this prohibition is consistent with the ECHR. The Lords refused that ECHR obliges the United Kingdom to permit assisted suicide. They also denied the possibility of a proleptic immunity from prosecution granted by the Director. Was Pretty rightly decided? Pretty is a beacon case in medical and human rights law and was, it is suggested, rightly decided.4 Nevertheless, a question which appears automatically is

4Keown

J., No Right to Assisted Suicide (2002) 61 The Cambridge Law Journal 8 5Freeman M., Denying Death Its Dominion: Thoughts on The Dianne Pretty Case (2002) 10 Med Law Rev 245 6 ‘We can now understand Mrs. Pretty's case at a more sophisticated level: First of all, what Mrs. Pretty wants to have is not a right to commit suicide (which would impose a corresponding duty upon others to refrain from saving her from

ELSA ATHENS

whether the House of Lords could have come to any other conclusion. Predictably, the Lords declare that there is no right to commit suicide. The judges point out the exact meaning of each of the ECHR articles put forward by the claimant and reasonably they come to the conclusion that articles 2,3,9 and 14 appear to have the sort of scope within which could be brought a right to assisted death. Article 2 protects the sanctity of human life and an interpretation of it supporting a right to suicide is unsustainable. Since Mrs Pretty distressing treatment is not state-inflicted, article 3 could not be engaged 5 and similarly article 9 to which the Lords give, and rightly so, short shrift. It is true that the able-bodied have the ‘liberty’ to commit suicide6 from which Mrs Pretty is deprived. But this discrimination does not fall within the protection frame of the ECHR. Further, their Lordships properly emphasised the risks of permitting assisted suicide. They recognised, in the words of Lord Bingham, that if the law were to allow assisted suicide for the "non-vulnerable" it "could not be administered fairly and in a way which would command respect". Despite the overall endorse the judgement of the case has, strong objections arise about the engagement or not of the ECHR article 8. The Lords refused such an engagement. However, article 8 is about respect for private life and is interpreted widely as protecting a range of individual interests. It is proposed that how one dies is a component of the life cycle so control over the dying process is included in the protection of article 8. 'The physical, moral and psychological integrity of the individual, including rights over the individual's own body' is conferred7 to be protected by the article. But how can integrity be respected if such a basic decision is removed from the individual? Lord Hope accepts 'a right of selfdetermination' but he does not reach the conclusion that there is a positive obligation to give effect to her wish to end her own life by means of an assisted suicide. Therefore, depriving a person of her choice as to how she death), what she wants is to be at liberty (in the Hohfeldian sense) to commit that act. She wants to be free to do it not or not to do it at her pleasure’. Pedain A., The Human Rights Dimension of the Diane Pretty Case (2003) 62 The Cambridge Law Journal 181 7 Per Lord Bingham, Regina (on the application of Pretty) v Director of Public Prosecutions [2001] UKHL 61, [2002] 1 A.C. 800 para18

18


THEODORA KOUTENTAKI should die come within article 8.8 After this point, as righty the Lords identified, Mrs Pretty would anyway fail to support her claim because of article 8(2). Was justice done? Above it was indicated that the House of Lords decided clearly and rightly in terms of law as it stands at the moment. Inescapably, the question which arises is whether the case was also well decided in terms of justice. It has been claimed that this decision results in imposing a duty to live.9 ‘The House of Lords based its unanimous decision in Pretty on the right to life, and, conversely, on the absence of a right to die. But instead of affirming the right to life, it imposes a duty to die a natural death’.10 A potential right to suicide in terminal illness is grounded in two basic moral principles, self-determination and mercy. In the circumstances of terminal illness, selfdetermination may become a positive right including the right to require the assistance from another person. The right to control one’s one dying in order to avoid suffering is the right to seek an easy death, not merely the right to die.11 Given the permission of refusing medical treatment,12 it is important to ask the critical difference between ‘killing’ and ‘letting die’. At the base core, withdrawal of treatment is viewed as an omission (legal), whereas the assisted suicide in Mrs Pretty's case is commission (illegal). This different treatment is reasonably criticized as hypocritical and disingenuous. 13

8

The European Court thought it did: Pretty v United Kingdom (Application 2346/02),(2002) 35 EHRR 1 (ECtHR) 9 A similar point is made by Sue Wolhandler, Voluntary Euthanasia for the Terminally 111 and the Constitutional Right to Privacy (1984) 69 Cornell Law Review 363 at 369 and by David P.T. Price, Assisted Suicide and Refusing Medical Treatment: Linguistics, Morals and Legal Contortions (1996) 4 Med Law Rev 270, 290. 10 Pedain A., The Human Rights Dimension of the Diane Pretty Case (2003) 62 The Cambridge Law Journal 181 11 Emanuel L., Regulating how we die: The Ethical, Medical, and Legal Issues Surrounding Physician-Assisted Suicide (Harvard University Press 1998) p.25 12 Re B (Adult: Refusal of Medical Treatment) [2002] EWHC 429 (Fam) 13 House of Lords Select Committee on Medical Ethics, Report

19

The future of assisted suicide The decision of the House of Lords on Pretty case was affirmed by the ECtHR.14 The European Court ruled that there had been no violation of Pretty’s Convention rights. The decision that the Director cannot issue a public statement defining his policy on prosecution was overturned by the case of R(Purdy) v DPP. 15 In responding to the demands of the House of Lords in Purdy, the DPP has largely crystallised his prosecutorial policy.16 This issue has put political pressure on the UK government in recent years, particularly because in some jurisdictions positive action to end life is lawful. 17People suffering from a disability who wish to end their life and who would require assistance to travel to other jurisdictions have sought reassurance that family members who assist them will not be liable to prosecution. 18 Campaigners for assisted dying in the UK have attempted to persuade legislators to introduce a law to enable persons suffering unbearably in the final stages of a terminal illness to exercise control over the manner and timing of their death. Probably, the time has come for a rethink, certainly of assisted suicide and probably of all 'end of life' decisions. An introduction by the legislature of a 'Death with Dignity Act’ would leave the law in a clearer position. 19 In this process it is significant to reassure safeguards as the competency, the terminal illness, the true informed consent and offer alternatives such as palliative care. These safeguards would eliminate most dangers of a slippery slope. 20

of Select Committee on Medical Ethics (Stationery Office 1994) 14 Pretty v United Kingdom (Application 2346/02),(2002) 35 EHRR 1 (ECtHR) 15 R (on the application of Purdy) v Director of Public Prosecutions [2009] UKHL 45 (CA) 16 Starmer K., The potential for change in our criminal justice system is huge (18 October 2013) The Guardian 17 Switzerland, Netherlands, Belgium, Luxemburg, Colombia 18 R (on the application of Nicklinson) v Ministry of Justice; R (on the application of AM) v Director of Public Prosecutions and others, [2012] EWHC 2381 Admin (CA) 19 Lewis P., Assisted Dying and Legal Change (Oxford University Press 2007) 20 Freeman M., Denying Death Its Dominion: Thoughts on The Dianne Pretty Case (2002) 10 Med Law Rev 245

DE JURE


ΕΓΚΛΗΜΑ & ΕΡΩΤΑΣ

Εκδήλωση Έγκλημα & Έρωτας

Ειρήνη Καραχρήστου Υπεύθυνη Κάλυψης Συνεδρίων και Εκδηλώσεων

«Ο έρωτας είναι σαν τα φαντάσματα- όλοι κουβεντιάζουν γι’αυτά αλλά κανείς ποτέ δεν τα είδε»

Στις 18 Φεβρουαρίου 2014, έλαβε χώρα στην αίθουσα Ι. Δρακόπουλου του Πανεπιστημίου Αθηνών, η επιστημονική εκδήλωση με θέμα «Έγκλημα & Έρωτας». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση Νέων Νομικών Αθήνας. Το θέμα ανέπτυξαν με τις εισηγήσεις τους οι: Αθηνά ΚακούρηΛογοτέχνις-Συγγραφέας, Νέστωρ ΚουράκηςΚαθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Πανούσης- Καθηγητής ΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτης Παπαϊωάννου- Διδάκτωρ Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Ντόρα Περτέση- Διδάκτωρ Ψυχανάλυσης και μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης και Ιωάννης Κούβακας- Τελειόφοιτος Νομικής Αθηνών και Αρχισυντάκτης του Νομικού Περιοδικού De Jure. Τη συζήτηση συντόνισε η Καλλιόπη Σπινέλλη, ομότιμη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πώς σχετίζονται, λοιπόν, οι δύο αυτές έννοιες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο κοινό; Παραδείγματα εγκλημάτων πάθους συναντάμε όχι μόνο στον πραγματικό κόσμο αλλά και σε αυτόν της φαντασίας. Φτάνει μόνο να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας έργα όπως ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη, ο Οθέλλος του Σαίξπηρ, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη κ.α Τόσο η πραγματικότητα όσο και η φαντασία αναδεικνύουν ότι ο έρωτας είναι η αξεπέραστη επιθυμία για ένα πρόσωπο και το έγκλημα

ELSA ATHENS

είναι η παραβίαση των τιθέμενων κανόνων δικαίου για την κατάκτηση του προσώπου αυτού. Τα εγκλήματα πάθους τελούνται συνήθως σε βρασμό ψυχικής ορμής, στοιχείο που τοποθετείται μεταξύ προμελέτης και αμέλειας, ωστόσο, η ποινική δικαιοσύνη είναι εξαιρετικά φειδωλή στην αναγνώριση του στοιχείου αυτού γι’ αυτό και οι ποινές που επιβάλλονται είναι αυστηρές. Το φανταστικό στοιχείο επιδρά περισσότερο από το πραγματικό στα εγκλήματα πάθους οπότε ο δράστης, πολλές φορές, δεν μπορεί να αναγνωρίσει την «υπογραφή» του αφού την ώρα της πράξης αισθάνεται πως δε σκοτώνει το πρόσωπο αλλά αυτά που αισθάνεται γι’ αυτό, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην εισήγησή του ο κ. Πανούσης. Δεν είναι εγκλήματα πάθους ο φόνος μεταξύ συγγενών για την κληρονομιά, η ανθρωποκτονία εκδίκησης, η ανθρωποκτονία αφανισμού ή τα εγκλήματα κακών σχέσεων. Κι αυτό γιατί στα προαναφερθέντα εγκλήματα λείπει το στοιχείου του πάθους που είναι η αλλοτρίωση της επιθυμίας. Στις περιπτώσεις ερωτικού πάθους, η επιλογή ερωτικού αντικειμένου είναι ναρκισσιστική, οδηγεί σε μια πληρότητα ο αποχωρισμός της οποίας δε βρίσκει σε ετοιμότητα το δράστη που ως υποκείμενο, δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του. Εντούτοις, η πορεία των πραγμάτων δεν είναι ντετερμινιστική. Πολλά ζευγάρια, παρά τις εντάσεις δεν καταλήγουν στο έγκλημα. Για το λόγο αυτό, τα εγκλήματα πάθους δεν μπορούν ούτε να προβλεφθούν ούτε να προληφθούν.

20


ΝΕΣΤΩΡ Ε. ΚΟΥΡΑΚΗΣ

Εισαγωγή στη μελέτη των εγκλημάτων από ερωτικό πάθος*

I. Εύλογα μπορεί να διερωτηθεί κανείς για τους λόγους που καθιστούν το έγκλημα από ερωτικό πάθος τόσο συναρπαστικό και ενδιαφέρον για το κοινό, αλλά και Νέστωρ Ε. Κουράκης που οδηγούν αυτό το κοινό να Καθηγητής βλέπει συχνά τον δράστη ενός Εγκληματολογίας, τέτοιου εγκλήματος με κατανόηση Νομική Σχολή Αθηνών και επιείκεια. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση στο ερώτημα αυτό συναρτάται με την ίδια τη σημασία των δύο εννοιών, εγκλήματος και έρωτα. Συγκεκριμένα, το έγκλημα υποδηλώνει μια σοβαρή παραβίαση θεμελιωδών ηθικοκοινωνικών κανόνων, διαμορφωμένων από το Κράτος σε νόμους. Περαιτέρω, ο έρωτας ενσαρκώνει μια σφοδρή και συχνά αξεπέραστη επιθυμία για κάποιο πρόσωπο. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι δύο έννοιες συμπλέκονται συνήθως με την εξής μορφή: Από τη μια πλευρά, το ερωτικό πάθος σπρώχνει τον υποψήφιο δράστη να εξασφαλίσει, και δη με κάθε μέσο1, την πλήρη κατάκτηση του αγαπημένου του προσώπου, ιδίως μάλιστα όταν το πρόσωπο αυτό αντιστέκεται ή αποχωρεί.2 Από την άλλη πλευρά, η προοπτική διάπραξης ενός εγκλήματος λειτουργεί στον υποψήφιο δράστη ανασχετικά, καθώς είναι έξω από τη φύση του ανθρώπου να παραβιάζει θεμελιώδεις ηθικοκοινωνικούς κανόνες, απαραίτητους για την επιβίωση και την ευημερία

του, όπως π.χ. ότι δεν πρέπει να αφαιρεί τη ζωή του άλλου.

* Eισήγηση που παρουσιάσθηκε στην Αθήνα την 18.2.2014, σε εκδήλωση με θέμα «Εγκλημα και Ερωτας», η οποία συνδιοργανώθηκε από το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών και από την Ευρωπαϊκή Ενωση Νέων Νομικών ELSA Athens. 1 Κατά τη γνωστή αγγλοσαξονική παροιμία “all is fair in love and war”, με την έννοια ότι όλα είναι θεμιτά και δεν υπάρχει «εὖ ἀγωνίζεσθαι» (fair play) στον έρωτα και τον πόλεμο. 2 Αντίστοιχα, στις δύο αυτές περιπτώσεις, ο Ευ. Παπανούτσος (Πρακτική Φιλοσοφία, Αθήνα: Δωδώνη, 19842, ενότητα “Έρωτας”, σελ. 79-96: 91) κάνει λόγο αφενός για ανολοκλήρωτο έρωτα και αφετέρου για ψευδολοκλήρωτο ή κακολοκλήρωτο

έρωτα, θεωρώντας μάλιστα ότι ο δεύτερος είναι χειρότερος από τον πρώτο. 3 Πρβλ. την εισαγωγή της πτυχιακής εργασίας της Μαρίας Μανάκου “Εγκλήματα από Έρωτα”, Αθήνα: Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης, ακαδ. έτος 2004-2005, σελ. 6 επ. : “Ο μυστηριώδης χαρακτήρας που περιβάλλει τις δυνάμεις του έρωτα και του θανάτου, υπήρξε πάντα στοιχείο ιδιαίτερου γοήτρου για τους ανθρώπους, που αγωνίζονταν μάταια να κατανοήσουν αυτές τις ακατάληπτες δυνάμεις”. 4 Βλ. τη μετάφραση του έργου αυτού από την Ηρώ Σαγκουνίδη – Δασκαλάκη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1983, εδώ σελ. 37.

21

Υπάρχει, λοιπόν, στις περιπτώσεις αυτές, μια δραματική διαπάλη ανάμεσα στις ψυχικές δυνάμεις που εξωθούν κάποιον στο έγκλημα λόγω του ερωτικού του πάθους και σε εκείνες που τον συγκρατούν εκ φύσεως από κάτι τέτοιο, θέτοντας του τα όρια έως τα οποία επιτρέπεται να φθάσει. Αλλ’ ακριβώς αυτή η σφοδρή διαπάλη αντίθετων δυνάμεων και μάλιστα δυνάμεων υπαρξιακού χαρακτήρα, τις οποίες ο άνθρωπος αδυνατεί να εξηγήσει και, ενίοτε, ξεπεράσει,3 είναι αυτή που καθιστά τα εγκλήματα από ερωτικό πάθος τόσο συναρπαστικά και που ταυτόχρονα μας ωθεί να αντιμετωπίζουμε τον ερωτικό εγκληματία με διάθεση κατανόησης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτός δρα χωρίς ιδιοτέλεια και σκοπιμότητες. Όπως ορθά επεσήμανε ο πρωτοπόρος βέλγος εγκληματολόγος Etienne De Greeff στην εισαγωγή τού κλασικού έργου του “Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα”, που πρωτοεκδόθηκε στις Βρυξέλλες το 1942,4 το άτομο, περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση, παρουσιάζεται στα εγκλήματα πάθους σαν το παιχνίδι καταναγκασμών που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Χιλιάδες άνθρωποι ταυτίζονται με τον δράστη και το θύμα κι έτσι δημιουργείται μια συλλογική τάση ευνοϊκή για τον δράστη.

DE JURE


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΑΘΟΣ II. Οι ανωτέρω περιπτώσεις αφορούν την αμιγή μορφή εγκλημάτων από ερωτικό πάθος, δηλ. εκείνες όπου ο δράστης ενεργεί υπό το κράτος μιας πρωτόγονης ή βραχυκυκλωτικής αντίδρασης εκρηκτικού χαρακτήρα, της λεγόμενης αψιθυμίας. Βέβαια, υπάρχει συχνά εν προκειμένω ένας προσχεδιασμός της πράξης από τον επίδοξο δράστη και μια επώαση της απόφασης, στο πλαίσιο μιας διεργασίας που ενδέχεται να διαρκέσει επί μακρό χρονικό διάστημα, καταντώντας στο τέλος αναγκαστό βίωμα. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται κατ’ ακρίβεια για “προμελέτη” του εγκλήματος, με τη νομική έννοια του όρου, αλλά για επεξεργασία ενός σχεδίου του οποίου την πραγμάτωση ο επίδοξος δράστης στην πραγματικότητα απεύχεται, αφού έτσι θα στερηθεί ένα πρόσωπο χωρίς το οποίο και ο ίδιος δεν μπορεί να ζήσει. Ελπίζει επομένως ο δράστης ότι έστω και την τελευταία στιγμή το αγαπημένο του πρόσωπο θα επιστρέψει σ’ αυτόν ή, εάν δεν έχουν ακόμη δεσμό, ότι θα θελήσει να συνάψει τέτοιον δεσμό μαζί του. Όταν, λοιπόν, ο δράστης διαπιστώσει ότι αυτό καθίσταται ανέφικτο, χάνει πλέον τον έλεγχο των πράξεών του και προχωρεί ακάθεκτα στην εγκληματική πράξη. Όπως άλλωστε σημειώνει εύστοχα ο Ευριπίδης στη “Μήδεια” (στ. 520-521), “είναι βαριά κι αγιάτρευτη κάποτε η οργή, όταν αγαπημένοι μ’ αγαπημένους πιαστούν σε μάλωμα”. Σύμφωνα, μάλιστα, με την παραστατική περιγραφή του Ιωάννη Δασκαλόπουλου στα “Στοιχεία Εγκληματολογίας” του5, η τέτοια αψιθυμική αντίδραση, που στον ποινικό νόμο αποκαλείται “βρασμός ψυχικής ορμής”, 6 όταν “διεγειρομένη αιφνιδίως και αποτόμως εξαρθή εις υψίστην έντασιν, ανατρέπουσα κατά την ανέλιξην αυτής πάντα φραγμόν και παν εμπόδιον, (…) εκτονούται μετά μεγίστης σφοδρότητος εις άμετρον και βιαιότατην εκδήλωσιν”.7 IV. Βέβαια αυτή είναι, όπως ειπώθηκε, η αμιγής μορφή εγκλημάτων από ερωτικό πάθος. Υπάρχουν όμως και ορισμένες άλλες μορφές, όπου ο δράστης ελαύνεται από ωφελιμιστικά κίνητρα -κυρίως όταν έπειτα από μακροχρόνιο δεσμό και συνεχείς προστριβές επιθυμεί να τ. Α΄, τχ. 1, 1972, σελ. 91, επ., 118. Ως βρασμός ψυχικής ορμής ορίζεται από την ελληνική νομολογία (π.χ. ΑΠ 1549/2012, ΠοινΧρ ΞΓ’ 2013, 258, όπου μάλιστα γίνεται διάκριση του δόλου κατ’ ά. 299 ΠΚ σε προμελετημένο και απρομελέτητο), σύμφωνα και με αντίστοιχη διατύπωση του Νικ. Χωραφά (ΠοινΔ, 19789, με επιμ. Κ. Σταμάτη, § 67, σελ. 260-261), “η κατάσταση αποκλεισμού της σκέψης του δράστη αναφορικά με τη στάθμιση των κινήτρων υπέρ της τέλεσης της ανθρωποκτονίας και εκείνων που τείνουν να τον συγκρατήσουν και τον αποτρέψουν από την τέλεση αυτή, εφόσον αυτός ο αποκλεισμός της σκέψης οφείλεται σε ψυχική υπερδιέγερση που προκλήθηκε από αιφνίδια υπερένταση 5 6

ELSA ATHENS

απαλλαγεί από τον/την σύντροφό του ή/ και όταν ο δράστης αποτελεί μέρος ενός ερωτικού τριγώνου (π.χ. υποθέσεις Κάτιας Γιαννακοπούλου και Κάτιας 8 Κολιτσοπούλου ). Στην τελευταία περίπτωση, όπου συνήθως γίνεται λόγος για «φόνους αφανισμού» (elimination murders), ο δράστης επιδιώκει να εξοντώσει έναν τρίτο άνθρωπο που στέκεται εμπόδιο στη συνέχιση ή ολοκλήρωση της σχέσης με το αγαπημένο του πρόσωπο. Είναι, δε, προφανές, ότι ο τρίτος αυτός άνθρωπος ενδέχεται να είναι είτε ο αρχικός σύντροφος του δράστη, που πρέπει να φύγει από τη μέση όταν ο δράστης δημιουργεί μια καινούργια ερωτική σχέση, είτε και ένα νέο πρόσωπο που παρασύρει σε ερωτική σχέση τον αγαπημένο σύντροφο του δράστη και που λειτουργεί έτσι ως αντίζηλος. IV. Για μια κάπως ολοκληρωμένη εισαγωγική παρουσίαση του αχανούς αυτού θέματος που κινείται στο διώνυμο “Έγκλημα και Έρωτας”, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει επιγραμματικά και τα ακόλουθα τέσσερα ζητήματα, που αφορούν τις αμιγείς μορφές εγκλημάτων ερωτικού πάθους: Α) Ποιες είναι οι γενικές προϋποθέσεις που ευνοούν ή διευκολύνουν τη διάπραξη αμιγών μορφών εγκλήματος από ερωτικό πάθος; Αναμφίβολα, πέρα από το ερωτικό πάθος με τον έντονα συναισθηματικό αλλά και γενετήσιο χαρακτήρα του (ερωτική ορμή), συνυφασμένο όμως και με πληγωμένο εγωισμό, αίσθημα αδικίας και τάση κτητικότητας, απαραίτητα είναι εδώ και δύο ακόμη στοιχεία: Πρώτον, η ψυχοσύνθεση του ίδιου του δράστη, ο οποίος συνήθως είναι υπερσυναισθηματικός, ευσυγκίνητος και ευέξαπτος, ενίοτε στα όρια ή σε βαθμό ψυχοπαθολογίας, χωρίς βέβαια να αποκλείονται και προσωρινές καταστάσεις που επηρεάζουν δυσμενώς τον ψυχισμό, όπως η πείνα και η κόπωση. Και δεύτερον, η γενικότερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, κατά πόσον δηλ. η περίοδος αυτή χρωματίζεται ή όχι από συναισθήματος ή πάθους” – βλ. Γιάννη Μπέκα, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, Αθήνα: Δίκαιο και Οικονομία, 2004, σελ. 136. 7 Πρβλ. De Greeff ,ένθ. ανωτ, σελ. 296,299. Αναλυτικότερα για την πρακτική σημασία της αψιθυμίας και τη διάκρισή της σε «σθενική» και «ασθενική» βλ. ιδίως Λεωνίδα Γ. Κοτσαλή, Δικαστική Ψυχιατρική, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2013 5, 4.1.1.1.Γ, σελ. 91 και σημ. 43. 8 Πρβλ. για την υπόθεση Κολιτσοπούλου τη διπλωματική εργασία (Mémoire de DEA) της Helène Rethimiotaki “L’ affaire Kolitsopoulos”, Paris: Université de Paris II, 1989.

22


ΝΕΣΤΩΡ Ε. ΚΟΥΡΑΚΗΣ πνεύμα ρομαντισμού και κατανόησης απέναντι σε εγκλήματα άδολου έρωτα, όπως π.χ. αυτό που περιγράφεται στο μυθιστόρημα “Το Κόκκινο και το Μαύρο” του Γάλλου λογοτέχνη Stendhal. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι ο ίδιος αυτός ο συγγραφέας εξέδωσε το 1822 (τελική έκδοση 1857) και πραγματεία με τον τίτλο “Περί Έρωτος (De l’ amour), όπου έως ένα βαθμό δικαιώνει τα εγκλήματα από ερωτικό πάθος.9 Β) Ποια είναι η πορεία του δράστη προς τη διάπραξη του εγκλήματος; Συνήθως εν προκειμένω εντοπίζονται κατά τον De Greeff τρία στάδια10, τα οποία πάντως δεν διακρίνονται ευχερώς όταν η εγκληματική πράξη ανελίσσεται με ταχύτητα: Σε ένα πρώτο στάδιο, αυτό της ατελέσφορης συναίνεσης, επέρχεται στον επίδοξο δράστη η ιδέα της διάπραξης του εγκλήματος, αλλά η ιδέα αυτή υπό ομαλές συνθήκες απωθείται χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. Σε ένα δεύτερο στάδιο, η ατελέσφορη συναίνεση συνδυάζεται με επανεκτίμηση της αξίας του ερωτικού συντρόφου και γίνεται έκδηλη, διατυπωμένη, καθίσταται δηλ. έμμονη ιδέα (αναγκαστό βίωμα), ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούνται και ισοδύναμα της εγκληματικής πράξης, όπως το να μη δοθεί βοήθεια στο αγαπημένο πρόσωπο, όταν αυτό κινδυνεύει. Επίσης κατά το ίδιο αυτό στάδιο οι σχέσεις με το θύμα εκτραχύνονται και σημειώνονται απειλές ή αποτυχημένες απόπειρες. Τέλος σε ένα τρίτο στάδιο, αυτό της λεγόμενης κρίσης, επισυμβαίνει η πραγμάτωση της εγκληματικής πράξης και μάλιστα σε κατάσταση Σελ. 94 επ. [de la jalousie]. Βεβαίως οι συλλογικές αυτές τάσεις απέναντι στα εγκλήματα από ερωτικό πάθος συσχετίζονται άμεσα και με τις αντιλήψεις μιας κοινωνίας ως προς τις αντιδράσεις της σε πρόσωπα που διαπράττουν μοιχεία. Έτσι, στην αρχαία Ελλάδα εντύπωση προξενεί ο ανάλαφρος τρόπος με τον οποίο ο Όμηρος, στην Οδύσσειά του (Θ’ 266-369), περιγράφει τη διαπόμπευση των παράτολμων εραστών-Θεών Άρη και Αφροδίτης από τον απατημένο σύζυγο-Θεό Ήφαιστο. 10 Ανωτ., σελ. 188 επ., 323 επ., 383. 11 Ο Ευριπίδης στον «Ιππόλυτο» (530 επ.) σημειώνει πως όταν ο έρωτας υπερβαίνει το μέτρο, το χτύπημά του είναι πιο δυνατό και από φωτιά ή κεραυνό. 12 Ο Παν. Παπαϊωάννου στο εμπεριστατωμένο έργο του «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας. Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2001, σελ. 220, κάνει εδώ λόγο για “υπερφονικότητα”, παραπέμποντας και σε συναφείς δικαστικές αποφάσεις κατά τις οποίες ο δράστης υπερβαίνει εξωτερικώς το αναγκαίο μέτρο θανάτωσης του θύματος. 13 Jacqueline C. Campbell, “If I can’t Have You, No One Can”, Power and Control in Homicide of Female Partners, εις: Jill Radford/Diana E.H. Russel (eds.), Femicide, The Politics of Woman Killing, Prentice Hall: Twayne, 1992, 99-113: 111, κατά 9

23

παροξυσμού και αψιθυμίας, σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν προηγουμένως11, η οποία επιτείνεται όταν το θύμα παρέχει έστω και μιαν ασήμαντη αφορμή για επίθεση. Πολύ συχνά η εξόντωση αυτή του θύματος κλιμακώνεται, λόγω του σφοδρού πάθους, έως την πλήρη κατακρεούργησή του,12 γι’ αυτό και σε επίπεδο ανακριτικής η εξιχνίαση εγκλημάτων από ερωτικό πάθος συνυφαίνεται κατά κανόνα με ένα ευχερώς διαγνώσιμο modus operandi. Γ) Ποια είναι η συμπεριφορά του δράστη μετά το έγκλημα; Στην αμιγή μορφή εγκλήματος από ερωτικό πάθος, ο δράστης έχοντας χάσει το αγαπημένο του πρόσωπο, ή «το άλλο του μισό» (τό ἣμισυ τό αὑτοῦ), σύμφωνα με τη γνωστή άποψη της Διοτίμας στο πλατωνικό «Συμπόσιον» (191a 17 επ.), δεν βρίσκει πλέον νόημα στη ζωή του, γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρεται για το τι θα πει ο κόσμος, ούτε και λαμβάνει προφυλάξεις ώστε να ξεφύγει από τις συνέπειες της πράξης του. Αντίστροφα τον ενδιαφέρει πρωτίστως να βγει από το αδιέξοδό του και να λυτρωθεί από την αβάσταχτη ψυχική πίεση την οποία νοιώθει επάνω του σαν θηλιά. Συνακόλουθα, περίπου στο 1/3 των περιπτώσεων ο δράστης επιχειρεί να θέσει τέρμα και στη δική του ζωή,13 μετατρέποντας έτσι τον απελπισμένο του έρωτα σε επιθυμία για κοινό θάνατο, ώστε και με αυτόν τον έσχατο τρόπο να εξασφαλίσει την απόλυτη “κατοχή” του άλλου.14 Εάν τώρα ο δράστης αποτύχει στην απόπειρά του να αυτοκτονήσει, συνήθως παραδίδεται

παραπομπή Παν. Παπαϊωάννου, ενθ. αν., σελ. 223, όπου το ποσοστό των αυτοκτονιών σε περιπτώσεις εγκλημάτων ερωτικού πάθους, σύμφωνα με στοιχεία του περ. “Time” για το έτος 1989, υπολογίζεται σε 26,1%. Αντίστοιχα, κατά τη συζήτηση εισήγησης που παρουσίασε ο Léon Rabinowicz στη Société générale des prisons το 1931 σε σχέση με το έγκλημα πάθους (Le crime passionel), ο George Heuyer ανέφερε ότι το ποσοστό των αυτοκτονιών που έπονται εγκλημάτων πάθους ανέρχεται σε 30% -βλ. Revue pénitentiaire et de Droit pénal, 1931, σελ. 224225:238. 14 Για την κατανόηση αυτής της διεργασίας, χρήσιμη είναι η προσφυγή σε βασικές έννοιες της ψυχαναλυτικής θεωρίας και ιδίως στη libido. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Freud στη μελέτη του “Εισαγωγή στον Ναρκισσισμό” (1914), «το υψηλότερο σημείο στο οποίο μπορεί να φθάσει η “libido του αντικειμένου” παρατηρείται στο ερωτικό πάθος, όταν δηλ. το άτομο φαίνεται να παρακινείται από την ίδια την προσωπικότητά του υπέρ της κάθεξης [κατοχής] του αντικειμένου –βλ. Sigmund Freud, Complete Psychological Works, vol. XIV, London: Vintage Books, 2001, μελέτη: On Narcissism: An Introduction, 73-81:76 και ελλ. μτφρ. από τον Λευτ. Αναγνώστου στο έργο: Σ. Φρόυντ, Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός, Αθήνα: Επίκουρος, 1991,7-17:10.

DE JURE


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΑΘΟΣ οικειοθελώς στις αρχές ή/και δηλώνει απερίφραστα “μεταμέλεια”. Δ) Ποια είναι η αντιμετώπιση του δράστη από την πολιτεία σε νομοθετικό και δικαστικό επίπεδο; Στις τυπικές μορφές αψιθυμίας, δηλ. “βρασμού ψυχικής ορμής”, ο Ποινικός Κώδικας κατ’ ά. 299 παρ. 2 προβλέπει για την περίπτωση της ανθρωποκτονίας την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, δηλ. στέρηση της ελευθερίας για 5-20 έτη. Όμως και ανεξάρτητα από την περίπτωση της αψιθυμίας, εάν αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις, η επιβαλλόμενη ποινή είναι κατ’ ά. 83 ΠΚ πρόσκαιρη κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. Στη δικαστηριακή πρακτική όπου οι υποθέσεις εκδικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια (με πλειοψηφία ενόρκων) αποτελεί συχνό φαινόμενο η ήπια ποινική μεταχείριση των εγκληματιών από ερωτικό πάθος. Βέβαια στη νομολογία του Αρείου Πάγου φαίνεται να επιβάλλεται στους εγκληματίες αυτούς περισσότερο η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, παρά αυτή της πρόσκαιρης κάθειρξης, αλλ’ αυτό προφανώς οφείλεται στο ότι οι υποθέσεις με ηπιότερη ποινή είναι συνήθως περιττό να υποστούν τη διαδικασία μιας αναίρεσης. Σε κάθε περίπτωση τα εν λόγω εγκλήματα, στην αμιγή τους μορφή, έχουν περιστασιακό χαρακτήρα, χωρίς δηλ. να υπάρχει για τον δράστη, κατά κανόνα τουλάχιστον, ο κίνδυνος της υποτροπής. Συνεπώς επιβάλλεται, κατά τη γνώμη μου, να αντιμετωπίζονται από τη νομολογία μας τα εγκλήματα αυτά με επιείκεια και κατανόηση, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η αψιθυμία οδηγεί σε πλήρη σύγχυση της συνείδησης15 ή όταν οι δράστες εμφανίζουν ψυχοπαθολογικές διαταραχές της προσωπικότητας τους16, έτσι ώστε να τίθεται γι’ αυτούς θέμα εφαρμογής των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για έλλειψη Κατά τον Κωνστ. Γαρδίκα στη μελέτη του “Τα παρορμητικά εγκλήματα” (ΠoινXρ IE’, 1965, 65-85 και 129-144: 136), η αψιθυμία μπορεί να άρη και τον ίδιο τον καταλογισμό, εφόσον όμως προκαλέσει εντελή σύγχυση της συνείδησης. 16 Ηδη στην αρχαία ελληνική σκέψη ο έρωτας εθεωρείτο ότι υπό ακραίες συνθήκες οδηγεί σε κατάσταση «μανίας» (Αριστοτ., Ηθικά Νικομάχεια, 1149b 35), δηλ. «τρέλας» (Σοφοκλ., Αντιγόνη, 790). 17 Πάντως από την έρευνα δικογραφιών που πραγματοποίησε ο Άγγελος Τσιγκρής για υποθέσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών κατά την περίοδο 1986-1995, επί συνόλου 23 υποθέσεων ανθρωποκτονίας με κίνητρο το ερωτικό πάθος, μόλις 3 υποθέσεις αφορούσαν δράστες με διαταραγμένη προσωπικότητα, κυρίως δηλ. νευρώσεις, χρόνιο αλκοολισμό και εξάρτηση από ναρκωτικά –βλ. Άγγ. Τσιγκρή, Εγκλήματα από Έρωτα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, 2004, σελ. 39. Επίσης, ως προς την προγενέστερη εγκληματική δραστηριότητα δραστών από ερωτικό πάθος, μόλις 4 τέτοιες περιπτώσεις 15

ELSA ATHENS

καταλογισμού (ά. 34 ΠΚ) ή για ελαττωμένο καταλογισμό (ά. 36 επ. ΠΚ).17 Εξάλλου, ήδη στην αρχαία ελληνική σκέψη τα εγκλήματα “εκ θυμού” αποχωρίζονταν από τα εγκλήματα “εκ προμελέτης” και ετύγχαναν ηπιότερης ποινής από εκείνα, με το σκεπτικό, κατά τον Αριστοτέλη στα “Ηθικά Νικομάχεια”(1135b, 30-34), ότι η αρχή της πράξης “ἐκ θυμοῦ” δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκη σε αυτόν που δρα υπό το κράτος της οργής, αλλά σε αυτόν που προκάλεσε την οργή του, καθώς ενδέχεται η οργή να προέρχεται από αδικία του άλλου18. Όπως, δε, γίνεται φανερό, στα εγκλήματα ερωτικού πάθους η συμβολή του θύματος ως προς το εάν ο δράστης θα φθάσει τελικά ή όχι στη διάπραξη του εγκλήματος είναι καθοριστική, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις, όπως έχει επισημάνει ο Γιάννης Πανούσης στον Πρόλογο του προαναφερθέντος έργου τού Παν. Παπαϊωάννου, “η σειρά των αλληλεπιδράσεων –έλξεων και απωθήσεων– [σε ένα έγκλημα αίματος] είναι συνήθως τόσο περίπλοκη ώστε το μόνο (νομικό και πραγματικό) κριτήριο διάκρισης δράστη-θύματος είναι η ανάληψη πρωτοβουλίας δράσης”...19 Οι ανωτέρω επισημάνσεις αφορούν, όπως τονίσθηκε ήδη, τις αμιγείς μορφές εγκλημάτων από ερωτικό πάθος. Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιπτώσεις τέτοιων εγκλημάτων, π.χ. με ύπαρξη ερωτικού τριγώνου, οι εγκληματικές ενέργειες έχουν κατά κανόνα τον χαρακτήρα ψυχρού σχεδιασμού και εκτέλεσης, κατά τη διάπραξής του λαμβάνονται όλες οι προφυλάξεις που είναι αναγκαίες για τη μη αποκάλυψη της πράξης και, βεβαίως, δεν τίθεται εν προκειμένω θέμα αυτοκτονίας ή μεταμέλειας των ενοχών, γι’ αυτό άλλωστε και οι ποινές εδώ δικαίως μπορούν να φθάσουν έως την ισόβια κάθειρξη.

προηγούμενης καταδίκης καταγράφηκαν, γεγονός το οποίο συσχετιζόμενο και με αντίστοιχα γενικά στοιχεία περί ανθρωποκτονιών, επιτρέπει κατά τον Άγγ. Τσιγκρή (όπ. π., σελ. 29) το συμπέρασμα ότι “οι δράστες του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με κίνητρο το ερωτικό πάθος έχουν μικρότερη ροπή προς το έγκλημα, λειτουργούν περισσότερο παρορμητικά και λιγότερο προσχεδιασμένα και ίσως να είναι το πρώτο και τελευταίο έγκλημα που τελούν”. Και ο De Greff (ανωτ., σελ. 316) θεωρεί ότι το ποσοστό υποτροπής ποικίλλει μεταξύ 2% και 5%. 18 Πρβλ. Πλάτωνος Νόμοι, 866d 6 επ. και Κ.Γ. Γαρδίκα, Το παρά τοις αρχαίοις Έλλησι και μάλιστα τοις Αττικοις ποινικόν και ιδία φονικόν δίκαιον, Αθήναι: εκδ. Σακελλαρίου, 1918, σελ. 171 επ., καθώς και C. Gardikas, L’homicide chez les anciens Hellènes et notamment les Attiques, Genève 1918, σελ. 12 και σημ. 1. 19 Για τον ρόλο του θύματος σε τέτοια περίπλοκα εγκλήματα, βλ. και Εμμ. Π. Ανδριανάκη, Θυματολογικά, Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2001, σελ. 15, 47, 74-75.

24


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΚΑΣ

Ο τρόπος ενέργειας του δράστη (modus operandi) στα εγκλήματα με κίνητρο το ερωτικό πάθος* I.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι δράστες έχουν την τάση να προσδίδουν στα εγκληματικά τους έργα μια διακριτή ή όχι και τόσο Γιάννης Κούβακας διακριτή σφραγίδα της προΑρχισυντάκτης σωπικότητάς τους. Το modus Director for De Jure 2013-2014 operandi1, ως τρόπος ενέργειας του δράστη, συνιστά ακριβώς αυτήν τη μέθοδο μελέτης των τρόπων υλοποίησης μιας εγκληματικής πράξης, η οποία τις περισσότερες φορές βρίσκει έρεισμα σε ένα προμελετημένο, προεπεξεργασμένο σχέδιο και δύναται να μας παρέχει πλήθος πληροφοριών σχετικών τόσο με τα χρησιμοποιηθέντα από πλευράς δράστη τεχνάσματα όσο και με τις αντιδράσεις του θύματος. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η μελέτη του modus operandi ρίχνει φως στη σκιαγράφηση του εγκληματικού σχεδίου, από τη λήψη της απόφασής έως και τη διάπραξη του εγκλήματος.

αγάπης, τα οποία επιδρούν καταλυτικά στη συμπεριφορά του δράστη θολώνοντας τη συνείδησή του και τυφλώνοντας την υπακοή του σε κάθε δικαιϊκό θεσμό2. Αναγκαίο θα ήταν στο σημείο αυτό να αναφερθεί μια βασική διαφορά που συναντά κανείς συνήθως στη μελέτη του ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες δράστες. Πορίσματα ερευνών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα τελούνται τα εγκλήματα πάθους από άνδρες δράστες. Αυτό κατά μία άποψη θα μπορούσε να αποδοθεί στο γεγονός ότι είναι ευκολότερο για κάποιον άνδρα δράστη να αποκαλυφθεί και κατ’ επέκταση να οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης, επειδή οι άνδρες λόγω της σωματικής τους υπεροχής και του πνευματικού τους παρορμητισμού έχουν την τάση να πράττουν αυθόρμητα, ενώ οι γυναίκες βασιζόμενες περισσότερο στο «σκέπτεσθαι», προτιμούν να λειτουργούν βάσει σχεδίου3, προγραμματίζοντας καλύτερα τη δράση τους και υπολογίζοντας κάθε έκβαση που ενδεχομένως θα ανακύψει4.

Πέραν της ιδιαίτερης φύσης των εγκλημάτων με κίνητρο το ερωτικό πάθος, καθίστανται τα εγκλήματα αυτά άξια μελέτης για έναν ακόμη λόγο: συνιστούν μια αμιγώς ωθητική πράξη προερχόμενη από βαθύτατα εσωτερικά, συναισθηματικά κίνητρα, όπως η ζήλεια, η ερωτική απόρριψη, οι κρυφές επιθυμίες και η ματαίωση της

Στην ενότητα αυτή κυρίαρχη θέση κατέχουν, σύμφωνα με τα νομολογιακά δεδομένα, οι περιπτώσεις εκείνες που

* Το παρόν αποτελεί εισήγηση που παρουσιάσθηκε στην εκδήλωση με θέμα «Έγκλημα και Έρωτας» τη 18.2.2014, η οποία συνδιοργανώθηκε από το Εργαστήριο Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών και από την Ευρωπαϊκή Ένωση Νέων Νομικών Αθήνας (ELSA Athens). 1 Αλεξιάδης Σ., Ανακριτική, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2003, σελ. 207 επ. 2 Βλ. και De Greeff, Έρωτας και Εγκλήματα από Έρωτα (μετάφραση: Σαγκουνίδη – Δασκαλάκη Η.), Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1983, σελ. 296 επ. 3 Φωτάκης Ε., Η Εγκληματούσα Γυναίκα: μελέτη ψυχολογική,

κοινωνιολογική και εγκληματολογική, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, 1932, σελ. 22 επ. 4 Η υπεροχή των ανδρών δραστών έναντι των γυναικών οφείλεται σαφώς και στην επιρροή άλλων παραγόντων, ενδογενών ή εξωγενών. Βλ. και Morash M., Understanding Gender, Crime and Justice, 2006, σελ. 186 και Κουράκη Ν.Ε. (επιμέλεια-προλεγόμενα), Έμφυλη Εγκληματικότητα: Ποινική και Εγκληματολογική Προσέγγιση του Φύλου, Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2009, σελ. 56 επ. Πρβλ. και Holmes S.T., Holmes R.M., Sex Crimes: Patterns and Behavior, 3rd Ed., 2009, σελ. 213 επ., Fisher S., The female Orgasm: Psychology, Physiology, Fantasy, 1973, σελ. 122.

25

II.

Ζητήματα σχετικά με το εγκληματικό σχέδιο του δράστη

DE JURE


Ο ΤΡΟΠΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ ΣΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΜΕ ΚΙΝΗΤΡΟ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΑΘΟΣ καταδεικνύουν την ύπαρξη ενός προμελετημένου εγκληματικού σχεδίου, το οποίο ακολουθήθηκε από το δράστη. Το σχέδιο αυτό μπορεί να έγκειται5 σε κάποια οργανωμένη επίθεση εναντίον ανυπεράσπιστου θύματος, η οποία συνιστά και την πλέον αντιπροσωπευτική περίπτωση προσχεδιασμένης τέλεσης, ή σε κάποια παγίδευση του θύματος από το δράστη ή στην οργάνωση ενεδρών από τον τελευταίο εναντίον του θύματός του ή ακόμη και σε ένοπλες επιθέσεις, καθώς και στο αποτελούμενου από μια σειρά προπαρασκευαστικών πράξεων εγκληματικό σχέδιο, της περίπτωσης δηλαδή διαφόρων αλυσιδωτών (υλικών) πράξεων6, όπου ο δράστης ακολουθεί διαδοχικά βήματα, η πλήρωση των οποίων τον φέρνει εγγύτερα στην επίτευξη του εγκληματικού του αποτελέσματος. Αξίζει να εξετάσουμε και τη συχνή εκείνη περίπτωση, κατά την οποία ο δράστης δεν εκδηλώνει κάποιου είδους στρατηγική προετοιμασία, αλλά προβαίνει ad hoc στην τέλεση ενός ερωτικού εγκλήματος. Πρόκειται για τις εκρηκτικές εκβάσεις εντόνων φιλονικιών μεταξύ δράστη και θύματος, οι οποίες τείνουν να κυριαρχούν σε πολλές υποθέσεις που αντιμετώπισαν κατά τα τελευταία χρόνια τα δικαστήρια και θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως συνιστούν την αφόρμηση, το ελατήριο που θέτει συχνά σε κίνηση το εγκληματικό σχέδιο του δράστη. Σημειώνεται ακόμη πως, εξαιτίας της ψυχικής αναστάτωσης που αναδύεται στην επιφάνεια κατά την τέλεση της πράξης, ο δράστης μπορεί να οδηγηθεί στο φαινόμενο της υπερφονικότητας (overkill)7, σύμφωνα με το οποίο ο τελευταίος στοχεύει σε σίγουρες εγκληματικές μεθόδους, επιδιώκοντας παράλληλα να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες επιτυχίας του (π.χ. πυροβολώντας σε ζωτικά όργανα του θύματος ή προκαλώντας καταφανώς περισσότερα τραύματα από τα αναγκαία για να επέλθει θάνατος), οι οποίες και ενδεικνύουν την οργή του δράστη και το πρωτόγονο ένστικτό του για αποκλειστική κυριαρχία επάνω στο θύμα.

Για την ενδεικτική αυτή κατηγοριοποίηση των μορφών του εγκληματικού σχεδίου του δράστη βλ. Παπαϊωάννου Π., Εγκλήματα Ζηλοτυπίας: Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2001, σελ. 176 επ. 6 Για παράδειγμα, ο δράστης προμηθεύεται εκρηκτικές ύλες τις οποίες εγκαθιστά στο σπίτι της ερωμένης του ή δηλητηριώδεις ή 5

ELSA ATHENS

III.

Ζητήματα σχετικά με μέσα (όπλα) τέλεσης που χρησιμοποιούνται από το δράστη

Η έρευνα στο πλαίσιο του modus operandi στα εγκλήματα ερωτικού πάθους μας οδηγεί στη διεύρυνση της έννοιας του όπλου. Συνεπώς, στα εγκλήματα αυτά, σε όπλα μπορούν να μετατραπούν ένα μαχαίρι κουζίνας, ένα περίστροφο, ένας λοστός, ένα αιχμηρό εργαλείο, δυο μανιασμένα χέρια που σφίγγουν το λαιμό του θύματος μέχρι ασφυξίας. Το όπλο μεταμορφώνεται σε πινέλο με το οποίο ο δράστης φιλοτεχνεί τον καμβά του εγκληματικού του πάθους και εξωτερικεύει την ψυχική του αστάθεια, τον εκτροχιασμένο ψυχισμό του. Αντικείμενα που κανονικώς δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως όπλα, όπως σκεύη καθημερινής χρήσης και αιχμηρά εργαλεία ή όπλα αποκαλύπτουν τις ψυχικές συνθήκες και το καθεστώς ταραχής, κάτω από τα οποία λειτούργησε ο δράστης. Σημαντικό βεβαίως είναι το γεγονός ότι η επιλογή και η χρήση του εκάστοτε όπλου από το δράστη καταδεικνύει και τον αντίστοιχο βαθμό προετοιμασίας του, ήτοι την ύπαρξη ενός οργανωμένου ή μη εγκληματικού σχεδίου. Τον πρώτο λόγο, όσον αφορά τα όπλα, έχουν κυνηγετικά ή πυροβόλα όπλα, τα οποία είναι προσιτά στο ευρύτερο οικιακό περιβάλλον, κυρίως των ανδρών δραστών. Στο ίδιο πλαίσιο εύκολης πρόσβασης φαίνονται να κινούνται και οι γυναίκες δράστες8 επιλέγοντας εν γένει αιχμηρά αντικείμενα ή σκεύη οικιακής χρήσης, όπως μαχαίρια, αλλά και φάρμακα ή δηλητήρια καθημερινής χρήσης. Σε πλήθος υποθέσεων έχει ακόμη παρατηρηθεί η πρότερη πάλη μεταξύ δράστη και θύματος αλλά και η χρήση σωματικής βίας από το δράστη, η οποία φανερώνει και το ενδεχόμενο διαπληκτισμού ή αντίστασης του θύματος αμέσως πριν ή και κατά τη διάρκεια της πράξης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα «παραδοσιακά», πρωτόγονα όπλα κυριαρχούν ως μέσα τέλεσης των

τοξικές ουσίες προκειμένου να τις αναμείξει στην τροφή του θύματος ή όπλο και στη συνέχεια μεταβαίνει στην κατοικία του θύματος. 7 Παπαϊωάννου Π., ό.π., σελ. 195. 8 Βλ. Νόνα Ε. στο «Η ανατομία ενός ερωτικού εγκλήματος», Το Βήμα, Βεβελάκη Α., 23.05.1999.

26


ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΚΑΣ ερωτικών εγκλημάτων, λόγω κυρίως της εύκολης πρόσβασης που έχει σε αυτά ο δράστης9.

IV.

Ζητήματα σχετικά με τον τόπο τέλεσης

Σχετικά με τον τόπο τέλεσης, θα μπορούσε να λεχθεί πως σημαντική θέση κατέχουν τόσο δημόσιοι ή υπαίθριοι και ερημικοί χώροι, όσο και ιδιωτικοί χώροι, όπως η κατοικία ή ο χώρος εργασίας του θύματος. Παρατηρείται ότι τα συνδεόμενα με το ερωτικό πάθος εγκλήματα λαμβάνουν τις περισσότερες φορές χώρα σε τοποθεσίες οικείες για το θύμα, όπως είναι η κατοικία ή το εργασιακό περιβάλλον του τελευταίου ή ακόμη και τοποθεσίες που γενικά συγκεντρώνει την κοινωνική του δραστηριότητα. Η επιλογή από το δράστη ιδιωτικών προστατευόμενων χώρων τείνει στην επιβεβαίωση της ύπαρξης ενός στενού δεσμού, μιας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ δράστη και θύματος10 που επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση του πρώτου στους προσωπικούς χώρους του τελευταίου.

V.

εντείνονται, οι συγκρούσεις μεταξύ οικείων προσώπων, με επίδραση καταλυτική για άτομα με εύθραυστη ψυχική ισορροπία και ασταθή ψυχικό κόσμο12.

Ζητήματα σχετικά με το χρόνο τέλεσης

Όσον αφορά τις εποχές του χρόνου κατά τις οποίες τελούνται τα περισσότερα εγκλήματα από έρωτα εμφανίζεται η εξής ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση. Οι φθινοπωρινοί ή θερινοί μήνες φαίνονται να έχουν ένα σημαντικό προβάδισμα, το ίδιο όμως ισχύει και για τις περιόδους των θρησκευτικών εορτών. Τα δεδομένα των θερινών ή φθινοπωρινών μηνών, όπου παρατηρείται και η τέλεση ενός συντριπτικού ποσοστού των εγκλημάτων πάθους, φαίνονται να επιβεβαιώνουν το θερμικό νόμο της εγκληματικότητας 11, σύμφωνα με τον οποίο τα περιέχοντα βία εγκλήματα συσπειρώνονται γύρω από τους θερινούς μήνες του έτους.

VI.

Συμπεράσματα – Λίγα λόγια προσωπικότητα του δράστη

για

την

Η ενδελεχής μελέτη των εκ του ερωτικού πάθους προερχομένων εγκλημάτων κρίνεται ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, λόγω του απρόβλεπτου και αιφνίδιου τις περισσότερες φορές χαρακτήρα αυτών. Ακόμη και ο ίδιος ο δράστης πολλές φορές αδυνατεί να ερμηνεύσει τα βαθύτερα κίνητρα της συμπεριφοράς του. Όσον αφορά το προφίλ των δραστών σημειώνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα αυτών είναι άνδρες, οι οποίοι και δρουν σχεδόν σε κάθε περίπτωση μόνοι. Συνάγεται, ακόμη, πως οι δράστες εγκλημάτων με κίνητρο το ερωτικό πάθος έχουν μικρότερη ροπή προς το έγκλημα. Μάλιστα, το έγκλημα που τελούν είναι τις περισσότερες φορές το πρώτο και το τελευταίο της εγκληματικής τους καριέρας 13. Σημαντικό στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της άποψης αυτής είναι και το ότι σχεδόν όλες τις φορές ο δράστης τελεί μόνο ένα έγκλημα, καθιστώντας αυτό διαπροσωπικό, κινούμενο μόνον ανάμεσα στο εγκληματικό ζευγάρι14. Με την συνειδητοποίηση της απώλειας του αγαπημένου του προσώπου, ο δράστης καταρρέει συναισθηματικά. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, άλλωστε, ο δράστης να προβαίνει στην αυτοκτονία, αμέσως μετά το έγκλημα και την πραγματική συνειδητοποίηση των συνεπειών της πράξης του. Ας μην ξεχνάμε πως ο σκληρότερος τιμωρός για έναν άνθρωπο που διαπράττει ένα έγκλημα πάθους, τυφλωμένος από εκρηκτικά συναισθήματα και με τη συνείδησή του «πυρπολημένη», δεν είναι άλλος σε τελική ανάλυση από τον ίδιο του τον εαυτό.

Σχετικά με την ιδιάζουσα περίπτωση των περιόδων θρησκευτικών εορτών, είναι γεγονός πως κατά τις μέρες εκείνες αντανακλάται η έντονη συγκινησιακή φόρτιση των περισσοτέρων κοινωνικών ομάδων, με αποτέλεσμα να Αναγνωστάκης Σ., Ψυχολογία των Διαφόρων Εγκλημάτων, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1980, σελ. 27 επ., Τσιγκρής Α., Εγκλήματα από Έρωτα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2004, σελ. 80 επ. 10 Τσιγκρής Α., ό.π., σελ. 77. 11 Βλ. και «Το καλοκαίρι ταιριάζει στο έγκλημα» της Κρουστάλλη 9

27

Δ., με συμβολές των Κ.Δ. Σπινέλλη και Ν.Ε. Κουράκη, Το Βήμα, 3.8.1997. 12 Παπαϊωάννου Π., ό.π., σελ. 199. 13 Τσιγκρής Α., ό.π., σελ. 28 επ. 14Αναγνωστάκης Σ., ό.π., σελ. 38 επ.

DE JURE


ΕΥΤΥΧΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ

Εξωτερική πολιτική και διεθνής δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Λόγος γίνεται σήμερα για διαφορετικής φύσεως κινδύνους που υφίσταται η ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε πολλές περιπτώσεις, λοιπόν, δεν πρόκειται Ευτυχία-Μαρία Αλεξοπούλου απλώς για ζητήματα πολέμου και εδαφικής ακεραιότητας, αλλά και για Υπεύθυνη Συνεντεύξεων άλλης μορφής επιθέσεις που απειλούν την εθνική και ευρωπαϊκή ασφάλεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κυβερνοπόλεμος, όπου χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα μετέρχονται του πλεονεκτήματός τους σε υλικά μέσα και αποκτούν προβάδισμα έναντι του ευρωπαϊκού οράματος1. Εντούτοις, η ΕΕ μπορεί να εκμεταλλευτεί στρατηγικά «λάθη» που γίνονται από μεριάς τέτοιων χωρών και να εγκαθιδρύσει έναν προληπτικό βραχίονα κοινής άμυνας και ασφάλειας που θα λειτουργήσει ως αποτελεσματικό αντίβαρο. Στην πιθανή επί παραδείγματι ηλεκτρονική κατασκοπεία της Ουάσινγκτον από μεριάς Πεκίνου, που αμελεί να μεταχειριστεί τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο με τη δέουσα προσοχή, η ΕΕ μπορεί να αντιτάξει μια ισχυρή συνεργασία με άλλες συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ2, στο βαθμό που θα εξασφαλίζεται βέβαια σεβασμός στην στρατιωτική αυτονομία κάθε ένωσης. Όπως εξάλλου μνημονεύεται και στην παράγραφο 2 του άρθρου 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση: «Η κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας περιλαμβάνει τον προοδευτικό προσδιορισμό κοινής αμυντικής πολιτικής της Ένωσης. Η κοινή αμυντική πολιτική θα οδηγήσει στην κοινή άμυνα όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λάβει σχετική απόφαση με ομοφωνία. Στην περίπτωση αυτή, συνιστά στα κράτη μέλη την έκδοση της απόφασης αυτής σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Η πολιτική της Ένωσης κατά την έννοια του παρόντος τμήματος δεν επηρεάζει την ιδιαιτερότητα της πολιτικής ασφάλειας και

άμυνας ορισμένων κρατών-μελών και σέβεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν για ορισμένα κράτη μέλη τα οποία θεωρούν ότι η κοινή τους άμυνα υλοποιείται στα πλαίσια της οργάνωσης της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, και συμβιβάζεται με την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας που διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο αυτό». Είναι επομένως σαφές, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η διαφοροποίηση των σημερινών εξωγενών κινδύνων. Και αυτό διότι ακόμη υπάρχουν παραδείγματα, όπως αυτό της Επιχείρησης EU NAVFOR ATALANTA κατά της πειρατείας στην Σομαλία3, όπου το Συμβούλιο της ΕΕ αποφάσισε τόσο την παράταση του έργου της μέχρι το Δεκέμβριο του 2014, όσο και τη διεύρυνση του πεδίου δράσης της, που δείχνουν ότι η ΕΕ μπορεί και διαχειρίζεται σε πολλές περιπτώσεις ικανοποιητικά τα ζητήματα ασφάλειας και άμυνάς της4. Το μείζον πρόβλημα, λοιπόν, είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης, το γεγονός δηλαδή ότι δεν ακολουθείται μια συνεπής πολιτική που να μπορεί να ξεπεράσει την παγιωμένη στάση πολλών κρατών σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η στάση της Γερμανίας χαρακτηριστικά κατά της πολιτικής με στρατιωτική δέσμευση, με κάποιες εξαιρέσεις μόνο (στρατιωτική επέμβαση στο Μάλι), αποτελεί σοβαρό λόγο για έναν επαναπροσδιορισμό της εξωτερικής πολιτικής και της διεθνούς δράσης της ΕΕ, ούτως ώστε να προσπαθήσει τουλάχιστον να φέρει και τα 28 κράτη μέλη κάτω από έναν κοινό παρονομαστή. Η κοινή ασφάλεια και άμυνα της ΕΕ μπορούν να εξασφαλιστούν και μέσω ενός άλλου παράγοντα, της ευρωπαϊκής πολιτικής γειτονίας. Η ευρωπαϊκή πολιτική γειτονίας μπορεί να οριστεί ως ανάγκη ύπαρξης ενός γειτονικού περιβάλλοντος ασφάλειας και συνεργασίας, που εντούτοις χαρακτηρίζεται από φτώχεια, περιορισμένους πόρους και εσωτερικές κρίσεις, τα οποία εξελίσσονται και σε διεθνή απειλή. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η Ευρωμεσογειακή Σχέση, η οποία ξεκίνησε το

1http://eurlex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2

3http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressd

012:0140:FIN:EL:HTML 2http://www.nato.int/docu/review/topics/en/Smart-Defence.htm

ata/en/discours/111304.pdf 4 http://eunavfor.eu/mission

ELSA ATHENS

28


ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 1995 στη Βαρκελώνη5 και είχε ως αρχικό στόχο την προώθηση της ευρωμεσογειακής ατζέντας για τις χώρες της Νότιας Μεσογείου, οι οποίες και μέχρι τότε παρέμεναν συχνά αποκλεισμένες από τις διεθνείς συναλλαγές. Οι βάσεις αυτής της σχέσης ήταν η αρχή του κράτους δικαίου, η εταιρική σχέση για την ασφάλεια, η ανάπτυξη χρηματοδοτικής συνεργασίας αλλά και η ανθρώπινη διάσταση και η βελτίωση των συνθηκών ζωής, που θα σεβόταν την αρχή της αυτοδιάθεσης και θα δρούσε ενάντια σε φαινόμενα ξενοφοβίας και διαφθοράς 6. Βέβαια, ακόμη και ο γειτονιακός χώρος της ΕΕ πλήττεται συχνά από εσωτερικές κρίσεις7 που μεταβαίνουν σε διεθνή κλίμακα και παρακωλύουν την συνεργασία και συντονισμένη δράση σε σχετικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα από την Αραβική Άνοιξη ή από την ουκρανική κρίση. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ΕΕ «αναγκάζεται» αφενός να επέμβει πολιτικά, και κατ’ επέκταση να έρθει σε αντιπαράθεση για παράδειγμα με δυνάμεις όπως η Ρωσία, για το ποιος θα ηγηθεί της αντιμετώπισης της κρίσης και κατ΄ επέκταση ποιος θα κατευθύνει γενικότερα την πορεία της Ανατολικής Σύμπραξης8. Παρ’όλα αυτά, η Ευρωμεσογειακή Εταιρική Σχέση9 κατόρθωσε να καθιερώσει προοδευτικά τη Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, και να αυξήσει την εμπιστοσύνη των κρατών μελών αλλά και των συμμάχων της ΕΕ προς αυτήν, μέσω της χρηματοδοτικής ενίσχυσής τους από μέρους της. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει επομένως να ιδωθεί και η τωρινή προεδρία της Ελλάδας στην ΕΕ, δηλαδή της ανάγκης σχεδίασης μικρών και σταθερών βημάτων, μέσω των οποίων η Ένωση θα μπορεί να αντιμετωπίζει το αρνητικό κόστος από συγκρούσεις και να συγκεράζει τα ενδιαφέροντα και τις απαιτήσεις και των 28 κρατών μελών. Αναμφίβολα οι συνθήκες και οι κίνδυνοι, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι σήμερα οι ίδιοι. Ούτε όμως και στην πρότερη ελληνική προεδρία τα δεδομένα ήταν ίδια10. Το 2003 η ΕΕ και κατά συνέπεια η Ελλάδα αποφάσιζε με 15 κράτη μέλη, εξετάζοντας το ενδεχόμενο εισαγωγής και νέων μελών, ιδιαιτέρως από τα Βαλκάνια.

5http://europa.eu/legislation_summaries/external_relations/relat

ions_with_third_countries/mediterranean_partner_countries/r1 5001_el.htm 6Βλ. Σημίτη Μ., Η κοινωνία πολιτών στην Εταιρική Ευρωμεσογειακή Σχέση, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2008, σελ. 59 επ. 7Μούσης Ν., Ευρωπαϊκή Ένωση: Δίκαιο-Οικονομία-Πολιτική, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999, σελ. 164-170. 8 http://eeas.europa.eu/eastern/index_en.htm 9 http://www.eeas.europa.eu/euromed/docs/bd_en.pdf 10http://ec.europa.eu/public_opinion/archives/eb/eb60/eb60.1_

29

Σήμερα η Ελλάδα επενδύει κατά σύνολο 20 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα από τότε όχι μόνο στην προεδρία της, αλλά και στις προσδοκίες της από την εξωτερική πολιτική και άμυνά της, και ειδικότερα από την πολιτική γειτονίας, υιοθετώντας έναν «πολιτικό προστατευτισμό11» που μπορεί να τη βγάλει από την οικονομική κρίση. Η ΕΕ σίγουρα μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα με τις πιο επιτυχείς μεθόδους της. Η διαδεδομένη χρηματοδότηση ανθρωπιστικών αποστολών από μέρους της ΕΕ12, η οποία στις περιοχές της Ασίας και της Αφρικής (π.χ. στο Μάλι) έχει αποδειχθεί επιτυχής και νομιμοποιημένη, μπορεί να καταδείξει έναν αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης της κρίσης για την ελληνική πλευρά, όπου η επέμβαση χαρακτηρίζεται θετική και σε κάθε περίπτωση διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας (μια επέμβαση άμεση, αναγκαία και κατάλληλη). Σημαντική είναι επίσης και η έμφαση σε επιχειρήσεις με μικρή εμβέλεια, για παράδειγμα σε μια δράση για την Αραβική Άνοιξη, χωρίς να αποκλείεται η ταυτόχρονη συνεργασία με τον ΟΗΕ ή το ΝΑΤΟ. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης μπορεί να δώσει βήμα και σε άλλους περιφερειακούς διεθνείς οργανισμούς, σε μέρη δηλαδή όπου η ΕΕ δεν είναι γενικά αποδεκτή, ούτως ώστε η Ένωση να επιτελεί καθαρά εποπτική δράση. Σε κάθε περίπτωση η βοήθεια πρέπει να παρέχεται από την ΕΕ υπό το πρίσμα της «ανθρωπιστικής συναίνεσης13», όπου για παράδειγμα η Ένωση μπορεί να παρέχει εκπαίδευση σε επί μέρους ειρηνευτικές αποστολές, οργανώνοντας έτσι την πολιτική της μετά από στάθμιση των δυνατών και των αδύνατων σημείων της. Συμπερασματικά, η διαχείριση της τωρινής κατάστασης δε χρήζει μέτρων όπως αυτό της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λισαβόνας, αλλά μιας διαρκούς αναθεώρησης της πολιτικής άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ14, με την εγκαθίδρυση ευρωπαϊκών πυλώνων εντός και άλλων θεσμών και τον ταυτόχρονο σεβασμό και συγκερασμό των βλέψεων και των 28 μελών της ανεξαιρέτως.

greece.pdf 11http://ec.europa.eu/europe2020/services/faqs/index_el.htm#5 12Βλ. Λέκκα Α., Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι περιφερειακές συνεργασίες στην Ευρώπη, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2000, σελ. 474-479. 13http://europa.eu/legislation_summaries/humanitarian_aid/r13 008_el.htm 14Κουλούμπης Θ./ Ντάλης Σ., Η ελληνική εξωτερική πολιτική στο κατώφλι του 21ου αιώνα, Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1997, σελ. 118122, 157-162.

DE JURE


NORA DIMOPOULOU

Good governance of food chain risks – has the EU learned the lessons from the BSE crisis? I.

Introduction

As defined by the WHO1, the primary goal of food risk management is the protection of public health by controlling risks as Nora Dimopoulou effectively as possible through the Intern at the Court of selection and implementation of Justice of the European Union measures that are considered as appropriate. “Some scientists believe that this model of risk analysis – and practices associated with it – may not be addressing consumers’ concerns on challenging food safety issues’’. 2 A series of terrifying food-related disputes in the late 80’s and 1990’s, turned the everyday visit at the supermarket into a nightmare of uncertainty for the consumer. Those incidents- but most importantly the BSE crisis- proved the EU and the Member States incapable of handling food risks efficiently and eroded significantly the trust of consumers in science and food risk regulations. Consequently the food regulatory area of the European Union was majorly reformed and food safety became a political matter. In order to evaluate contemporary Europe’s Governance of food chain risks, we should, first of all, overview the historical factors and incidents that led to today’s reformed Food Policy and Risk Assessment. Europe seems indeed to have learned the lesson from the most triggering food crisis of the recent past. Or not? II.

Status Quo Ante

1

World Health Organization http://www.who.int/foodsafety/micro/riskmanagement/en/ 2 EU SAFE FOODS project questions the current approach to food risk analysis, Food Today,05/2008, European Food Information Council 3First

attempts of harmonization of the Food Policy in Europe, also known as ‘’vertical/positive harmonization’’ failed because

ELSA ATHENS

Whereas from the formation of the European Community in 1958 to the 1990’s, diverse national food standards and provisions used to work as trade barriers, interCommunity trade liberalization and harmonization called for reduced national protectionism on food safety standards imposed and the creation of uniform European Standards on food content and identity. 3 The evolution of food safety crisis created oversensitive and –most of the times justifiably- overreacting consumers and called for changes in the core of Community Food Policy Regulation in combination with Risk Assessment. Since the early 1980’s an important number of complex food-related problems occurred in most of the countries of the European Union. It is characteristic that the term “food scare’’ made its appearance for the first time ever, specifically at this period of time. Nonetheless, it was not until the outbreak of the BSE crisis that the European Community initiated a broad and drastic reform of public policies and a turnover on risk assessment and management of food borne hazards.4 III. BSE/vCJD - Shock and Αwe Bovine Spongiform Encephalopathy (BSE) was first identified in the South of England in November 1986. The British Government announced on 20 March 1996 (Hansard, 20 March 1996) that a novel fatal disease in humans (Creutzfeldt-Jakob Disease) had emerged and was almost certainly caused by consuming BSEcontaminated food. Up to 31st December 2011, 176 cases of definite or probable vCJD had been identified in

of the number of food products and cultural differences across Europe. (Van der Meulen and van der Velde ,European Food Law Handbook, pp 230-231). 4 Millstone and Zwanenberg,(2002) The Evolution of Food Safety Policy-making Institutions in the UK, EU and Codex Alimentarius, Social Policy and Administration Vol 36 p2

30


GOOD GOVERNANCE OF FOOD CHAIN RISKS the UK. All 176 cases died.5 The BSE crisis, “clearly demonstrated this ad hoc approach is not sufficient to guarantee an effective and legitimate food safety policy’’ 6 and proved that the Community has not been designed to deal with risk regulation. Risk management and communication, prior to and throughout BSE crisis The incident of BSE caused various reactions between European Countries concerning their food policy in the early 1990’s. Uncertainty of the real numbers and facts related to the evolution of the disease in cutlery but also scientific estimations about the possible transmit of the disease to humans, were not certain and complete enough in order to prove whether BSE was even a possible threat for the public health or not. That was a keyfact to the estimation of possible risks and therefore the correct management of them. Very loose acts of legislation and regulation from the part of the European Commission took place before March 1996 and while BSE reached its peak.7 Government announcements of March 1996 about the high probability of the existence of link between BSE and the CJD, led to deep crisis in public confidence in the risk-governance of the EU. Public concern contributed to pressure for immediate action.8 Mishandling of the issue from the part of the EU is today considered as a fact: In July 1996 the European Parliament set up a Temporary Committee of Inquiry into BSE. According to this Committee, during 1990–1994, when the disease had reached crisis levels, the Commission had followed a policy that allowed certain member-states dominate the decisions of the EU food safety governance and see scientific evidence via a political kaleidoscope.9 The Committee of Enquiry report

demonstrated the need for reform of Europe’s food safety policy structure. V. Food Risk Governance in the aftermath of the BSE crisis a. Institutional and legislative reforms

IV.

5

Twentieth annual report 2011 Creutzfeldt-Jakob disease surveillance in the UK- National CJD Research & Surveillance Unit. http://www.cjd.ed.ac.uk/documents/report20_000.pdf 6 H. Vos,(2000) EU Food Safety Regulation in the Aftermath of the BSE Crisis, Journal of Consumer Policy ,Volume 23, Issue 3,p.1 7

Decision 89/469/EEC, which imposed an export ban on all cattle born before 18 July 1988 and later amended by Decision 90/59/EEC to an export limitation to only calves under six months old except where the calves had been born to cows in which BSE was confirmed or suspected, which were also banned. In the period 1990–1994, there was no further Community legislation on exports of British beef. On 14 May 1992, Decision 92/290/EEC ,placed restrictions on the export of bovine embryos and Decision 92/450/EEC contributed further on the BSE case. Source: DEFRA 2010, BSE, Chronology of events,

31

Although the legislative response of the Commission to the established connection between the BSE and the vCJD was immediate(Decision 96/239/EC banned all exports of British beef), consumer’s trust sunk in deep shock. In 1997 the Food and Veterinary Office was established and in 1999 previous competent directorates merged into one: The Directorate General for Health and Consumer Protection. In 2002 the EU reference body for risk assessment in the fields of food and food safety was inaugurated by the General Food Law: EFSA, the European Food Safety Authority. Legislative actions also took place: In 1997 the Green Paper and in 2000 the White Paper on Food Safety was introduced and compulsory traceability and labeling systems were also introduced in order to give to consumers information about the exact sources of food products. In 2006, new legislation on Health and Nutrition claims was adopted in order to avoid misleading on labeling of food. b. “Food Law analysis”10

shall

be

based

on

risk

General Food Law entered into force in 2002(Regulation 178/2002)11 and initially founded the aforementioned EFSA, also was the one to introduce the precautionary

http://archive.defra.gov.uk/foodfarm/farmanimal/diseases/atoz/ bse/publications/documents/chronol.pdf 8 Van der Meulen and Van der Velde, European Food Law Handbook,pp238-239 9 Report on Alleged Contraventions or Maladministration in the Implementation of Community Law in Relation to BSE, Without Prejudice to the Jurisdiction of the Community and National Courts , A4-0020/97/A (Feb. 7, 1997) 10

General Food Law, Regulation (Ec) No.178/2002,art 6 (2002) Regulation (EC) No. 178/2002 of the European Parliament and of the Council of January 28, 2002 laying down the general principles and requirements of food law, establishing the European Food Safety Authority and laying down procedures in matters of food safety ( Official Journal 2002, L31/1), as amended by Regulation (EC) No. 1642/2003 of the European Parliament and of the Council of 22 July 2003 ( Official Journal 2003, L 245/4). 11

DE JURE


NORA DIMOPOULOU principle12 and also to set definitions of the three components of Risk Analysis13. General Food Law made the rules of traceability more strict. All food production should be traceable from farm to fork. In 2004 Trade Control and Export System, “TRACES”, was introduced allowing the exchange of documents relative to animal imports and trade. The GFL also introduced the Rapid Alert System. Risk Assessment –as performed by the EFSA- isn’t always accurate in cases that scientific results need time to elaborate whereas decisions are of emerging need. In those cases, the provisional precautionary principle works in the favor of policy makers as a complement, always towards the direction of preserving public health. This simple model of risk analysis in combination with the precautionary principle as designed by the GFL applies to EU and national level. When on food risk governance, lines are always drawn by scientists but the factors of Internal Market and of individual national preferences, values and traditions on the other hand pose problems in the application of policy. The BSE case evidenced that food is also a matter of political influence and manipulation. 14 In order to avoid the recurrence of the same crisis, the GFL separated the risk assessment entity (that would be EFSA, also providing scientific opinion) and the risk management entities (European Commission, Parliament and Member States etc). National Food Safety Authorities can form national rules without taking into consideration EFSA’ s risk assessments if they wish not to.15 National Courts are also not obliged to take into consideration EFSA’s scientific opinion when judging an unsafe product case for instance. c. Multi-governance of risk as a fable point and transparency It is not difficult to notice that multiple levels structure the risk governance of food in Europe. Because of the fact that scientific expertise can be easily linked to politics, it

12

General Food Law, Regulation (Ec) No.178/2002,art 7 (2002) General Food Law, Regulation (Ec) No.178/2002,art 3 (2002) 14 Vos,(2013),Improving Import Food Safety, John Wiley & Sons, Inc. and the Institute of Food Technologists. Published 2013 by John Wiley & Sons, Inc. p 121 15 General Food Law, Regulation (Ec) No.178/2002,art 6(3) (2002) 16 Spécial Eurobarometer 354, Food-related risks, European Commission, 2010, available online at http://www.efsa.europa.eu/en/factsheet/docs/sreporten.pdf 13

ELSA ATHENS

is rather dangerous that multi-fragmented policy creates the opposite effect than stability in the risk governance in the EU. Regulatory and market fragmentation can easily permit to member states to use their own policy making tools towards the direction of strengthening their internal national market in the name of safety via the encouragement of the consumption of domesticallyproduced products. Existing policy –conflict also works in a negative way concerning consumer’s trust. Eurobarometer survey report of 2010 on risk perception in the EU16 shows some interesting numbers: The level of confidence in the National and European food safety agencies (EFSA) and EU institutions was indicated at 64% and 57% respectively, with national governments at 47%. An interesting point is that “as a possible risk that could affect them” 20% of the consumers rank economic crisis and a 11% ranks possible threats of food. Evidently, consumer’s trust in public authorities remains relatively low. Consumer’s tend to trust more scientific opinion and therefore transparency and expertise are proved to matter more in the design of risk management but not just by their simple existing. The important factor would be to understand what the public perceives to be as best practice in risk management 17 Local traditions in Europe exist and are and will be, powerful factors that should be seriously taken into consideration. Europe’s diversity in food culture is very likely to result in conflicts in scientific opinions and finally conflicts between national opinions and EFSA’s evaluations of the acceptance of various risks18. Is risk governance tied to a scheme of complexity up to that point that risks to be lost in translation? In any case, even if EU does not move towards a more centralized form of risk governance but insists to stick to the actual policy and the division of authority between EFSA, national authorities and other institutions 19, the main bet to win and never try again the disastrous taste of the BSE crisis is to keep transparency in a high level.

17

Van Kleef et al. (2007),Consumer Evaluations of Food Risk Management Quality in Europe, Risk Analyis,Vol.27,No 6,2007. 18 Hoffman and Harder (2010),Food Safety and Risk Governance in Globalised Markets, Resources for the future(p.29), 1616 P St. NW Washington, DC 20036 202-3285000 www.rff.org 19 Caduff and Bernauer,(2006),Managing Risk and Regulation in European Food Safety Governance ,Review of Policy Research, Vol. 23,No 1 p 162.

32


MARIALENA KARANTINOU

The return of the Parthenon Marbles: an inadequate Greek request or a lawful British holding? The orthodox thing to do would be to start the story from the beginning, i.e. when back in 1800 Lord Elgin had dispatched a team of artists to Acropolis in Athens1 with intention to draw the monuments and to Marialena Karantinou decorate his cottage in Scotland.2 German Submissions However, the purpose of this article Editor is rather to wage a brief legal approach regarding the return of the Parthenon Marbles (hereinafter “the Marbles”) and not to display the already existing moral or historical arguments in favor of their return. First and foremost, although the difference between Greece and the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland for the Marbles concentrates the identical elements of a dispute3, neither of the two states had ever submitted the case before the International Court of Justice (hereinafter “the ICJ”) or any other International Tribunal. The reason why could be grounded on the absence of common applicable law between the two parties in dispute. Domestic law either of the UK or of Greece or private international law cannot provide us with a solution since there is no relevant rule competent to resolve the dispute. On the other hand, being that the case and by virtue of art.38 (1) of the Statute of the ICJ,

1

Back in 1800, Athens was a part of the Ottoman Empire. http://odysseus.culture.gr/a/1/12/ea125.html [accessed 2/3/2014]. 3 As it has been defined in the Mavrommatis Palestine’s Concessions case (Greece v. UK), Judgment, 1924, p.11 “A dispute is a disagreement on a point of law or fact, a conflict of legal views or interests between two persons.” 4 Art.38 (1), (a), United Nations, Statute of the International Court of Justice, 18 April 1946, available at: http://www.refworld.org/docid/3deb4b9c0.html [accessed 4 March 2014]. 5 Art.28, United Nations, Vienna Convention on the Law of 2

33

international law is applicable in the present dispute. More specifically, applicable will be any international conventions between the parties in dispute, international custom and subsidiarily any general principles of international law as well as judicial decisions and teachings of well-known scholars relating to the case at hand. The problem which forthwith arises, is that there is not an international convention between the two parties that establishes rules upon the matter of concern. 4 The UNESCO Convention Concerning the Protection of World Cultural and Natural Heritage of 1972, although it is ratified by both the UK (1984) and Greece (1981), is not applicable in the present case since the provisions of any treaty cannot bind retro-actively the state-parties.5 Secondly, neither of the two interested parties has claimed the existence of customary international law. In this point, a legal vacuum arises. General principles of international law6.are able to clarify this non liquet, since they emerge as law-determining agencies.7 More thoroughly, several arguments deriving from these principles could be invoked for reinforcing the request of return of the Marbles back to Greece.8 Cultural property is of paramount importance for the cultural identity of a nation.9 This has been explicitly Treaties, 23 May 1969, United Nations, Treaty Series, vol. 1155, p. 331, available at: http://www.refworld.org/docid/3ae6b3a10.html [accessed 4 March 2014]. 6 Art.38 (1), (c), see fn.4. 7 M.N. Shaw, International Law, Sixth Edition, (Cambridge: Cambridge University Press, 2008), p.98. 8 J. Merryman, “Thinking about the Elgin Marble”, 83 Michigan Law Review (1985), pp.1880-1923, p.1889. 9 UNESCO Doc.SHC-76/CONF.615/5, 4 (Committee of Experts to Study the Question of the Restitution of Works of Art): “As the testimony of…the history of peoples, cultural property

DE JURE


THE RETURN OF THE PARTHENON MARBLES recognized by the UN General Assembly as the Need for cultural identity argument.10 Accordingly, a nation can safeguard its own personality, preserve and revive its cultural heritage, only when it possesses the most outstanding elements of it.11 In this point it would be worthwhile to mention that the Parthenon Sclulptures are not self-standing works of art. They have been created as architectural and symbolic parts of Athen's temple. The conception of the initial idea, implemented with the construction of the building, is denaturated into balance through symmetry and is formed by the triangle formed by the metopes, the frieze and pediments. Not to mention, that the Parthenon stands as an outstanding monument of philosophy and harmony for 2.500 years and constitutes the paramount symbol of democracy for the western civilisation in its whole. Therefore, according to the Appreciation in its own environment argument, a work of art is best appreciated in the cultural and social environment, where it was produced. Besides, cultural heritage constitutes an element of a State’s sovereignty, national wealth and resources.12 Moreover, the request for the return of cultural items can be grounded on the principle of restitution of cultural property. This principle is embodied in many major legal systems13 and has been recognized in various domestic

judicial decisions.14 It requires an act of restoration of the cultural property15, namely the recovery of such property to the country of origin.16 Nevertheless, to the writer’s point of view, since any of these arguments are binding neither for the UK nor for Greece, customary international law is to be considered as the touchstone of the present dispute. In particular, negotiations and long-time deliberations have not led to a conclusion or an agreement between the two states. Therefore, if Greece is the one that asserts ownership of the Marbles alongside with their return, why not to submit the case before the ICJ on the basis of a custom regarding the return of cultural property to the country of origin? To conclude with, judging ad hoc the current situation and under the specific circumstances, a custom of a regional nature, which will bind the UK, Greece and Turkey could emerge.17 Granted the abovementioned state practice and examining the majority of documents18 and declarations19 either in domestic law20 or through GA Resolutions21, which make evident opinio juris, such a claim does not seem unrealistic. Thus, the question remains: to request them or to leave them “holded”?

is...element of their identity and full enjoyment of this heritage is for each people an indispensable condition for its selfrealization”. 10 Charter of Economic Rights and Duties of States, UNGA Res.3281 (XXIX), Doc. A/Res/29/3281 (1974). 11 Report of the Director-General on the study regarding problems involved in the transfer of documents from archives in the territory of certain countries to the country of their origin (1978): It had been recommended to the Director-General by the Venice Committee of Experts 1976 (UNESCO Doc. SHC76/CONF.615.5, 3); International Committee of Museums’ ad hoc Committee’s Report (1977): “The goal is to assure the return to their country of origin of those objects and documents which are indispensable to people in understanding their origin and culture”. 12A/RES/3391(XXX), A/PV.2410 (1975), 96-0-16 (nonrecorded), Restitution of works of arts to countries victims of expropriation: The importance of ensuring that…sovereignty is exercised by those people over all their property, including their artistic and cultural wealth. 13 P.J. O’Keefe, L.V. Prott, Law and the cultural heritage (London: Butterworth &Co Publishers, 1989), p.802-804. This principle was recognized in the 1943 London Declaration. See also The Treaty of Riga (Poland/Russia/Ukraine), 6 LNTS 51, 1921; PEC, Res.808 of the return of works of art, Doc 5111, Text adopted by the Assembly in 01983 and USA: Law No. 59 Restitution of Identifiable Property. Switzerland: A Swiss Decree of 10 December 1945 concerning actions for the recovery of

goods taken in occupied territories during the war. The Federal German: Law on Restitution of 1954. 14 See inter alia Rosenberg v. Fischer JdT 1946 I 25; Note, 1949, Swiss Federal Court. O’Keefe, 1989, p. 838; 15 Duke of Somerset v. Cookson (1735) 3 P. Wms.390; 24 E.R. 1114. 16M. Cornu, M.A. Renold, “New Developments in the Restitution of Cultural Property: Alternative Means of Dispute Resolution”, 17 IJCP (2010), pp.1-31, at p.16, para.54. 17 Note the claim by Honduras in the El Salvador/Honduras case, ICJ Reports, 1992, pp. 351, 597; 97 ILR, pp. 266, 513 that a ‘trilateral local custom of the nature of a convention’ could establish a condominium arrangement. 18 Directive No 93/7/EEC, 2001/38/EC. 19Greece: Presidential Decrees 423/1995, 133/1998, 191/2003, 67/2003. 20Law No.3028/2002 of the Greek Republic for the “Protection of Antiquities and in General of the Cultural Property”, Convention d’UNIDROIT sur les Biens Culturels Voles ou Illicitement Exportes, (1995), as it had been ratified by the Republic of Greece with the Law No.3348/2005 under art.28 (1) of the Greek Constitution. Furthermore, the UK had designated for the purposes of the European Community Act 1972 relating to the return unlawfully removed from the territory of another member-state the “Return of Cultural Objects Regulation” in 1994. 21 A/54/L.47, Fifty-fourth session, 6 December of 1999.

ELSA ATHENS

34


DANAI SOUFRILA

La transparence dans l’Administration Publique : une réforme législative progressive, mais une application du Droit fautive L’Administration Publique contemporaine est assujettie aux principes européens et constitutionnels tout en promouvant l’intérêt public et les besoins des administrés d’une manière effective Danai Soufrila et efficace. La prééminence du En charge des textes en principe de la transparence des langue étrangère actions de l’Administration est (français) étroitement liée avec le principe démocratique et le principe de légalité dans le cadre de l’État de Droit. Les administrés doivent connaître les actes réglementaires de l’Administration pour qu’ils puissent évaluer les œuvres et les actions de l’État et pour que leurs droits soient mieux protégés 1. Par ailleurs, la transparence renforce la lutte contre la mal administration et les phénomènes de la corruption. D’autre part, il y a beaucoup d’erreurs qui surgissent par l’application de la loi et qui empêchent l’accomplissement des buts posés en rendant les citoyens ambivalents en ce qui concerne l’efficacité des mesures adoptés et les institutions relatives. I. La loi 3861/2010 : la garantie de la transparence et du caractère public des actes administratifs Le principe de la transparence s’appuie sur deux piliers: en premier lieu, sur l’obligation de l’État d’assurer le caractère public de ses actes (l’octroi active des informations) et en second lieu, sur le droit des administrés de connaître le contenu des actes administratifs et des documents relatifs (l’octroi passif des informations).2 L’accès des administrés aux documents administratifs (un droit fondamental établi dans l’article 5 du Code du Procès Administratif) a consisté le noyau dur de la loi 3861/2010, qui a établi la suspension obligatoire des actes administratifs et gouvernementales au réseau Internet (la programme “Clarté”)3. Il s’agit d’une marche 1P.D.

Dagtoglou, Les droits individuels, Vol. 1, p. 521-537. Papadimitropoulos, La transparence de l’action administrative, Réforme Administratif 1996/1 p. 48. 2D.

35

progressive vers la “démocratisation” de l’action de l’État qui reflète les motivations profondes de l’Administration derrière chaque acte réglementaire. Plus précisément, le législateur définit les actes que l’Administration doit publier au réseau Internet de façon restrictive (art. 5 de la loi 3861/2010). L’obligation de publication concerne les lois, les décrets présidentiels, les actes du contenu législatif, les avis du Conseil Juridique de l’État, les actes des Autorités Administratives Indépendantes, les actes administratifs individuels dont la publication est prévue par les dispositions spéciales des lois et en général, chaque acte qui définit la nomination des fonctionnaires publics, la modification de leurs compétences, leur déplacement, leur détachement, la proclamation des concours pour l’encadrement des services publics et les contrats publics. Les organes compétents et responsables pour la publication de ces actes sont ceux qui les ont délivrés (art. 3). En tous cas, la publication doit faciliter l’accès des administrés au contenu des actes. En ce qui concerne les actes réglementaires dont leur publication au Journal du Gouvernement est obligatoire à cause de leur caractère réglementaire, leur suspension au réseau Internet se fonctionne de façon subsidiaire sans être dépourvue de son caractère obligatoire en même temps. Quoique la loi ne mentionne pas de délai spécifique pour la publication des actes, l’interprétation des dispositions implique la publication de actes dans un cadre temporel rationnel ; autrement, au cas où l’Administration est très tardive en ce qui concerne la publication de ses actes, son comportement pourrait être considéré comme “excès des limites extrêmes de son pouvoir discrétionnaire”. La publication électronique est assujettie aux restrictions posées par l’article 5 de la loi 3861/2010. La protection 3

www.diavgeia.gov.gr (Site électronique qui inclut les actes administratifs)

DE JURE


LA TRANSPARENCE DANS L’ADMINISTRATION PUBLIQUE des données personnelles surmonte le besoin de la transparence de l’action administrative ; par conséquent, la suspension électronique des actes est interdite au cas où ils incluraient des données personnelles sensibles pour que le péril de leur traitement soit diminué. 4 De surcroît, il faut aussi protéger les droits dérivés par la propriété intellectuelle et industrielle, le confidentiel étatique et celui des sociétés et des entreprises. Sous ces réserves et dans le cadre du principe de proportionnalité, la suspension des actes administratifs doit avoir lieu. Par ailleurs, la non-suspension des actes au réseau Internet doit être toujours justifiée et les réserves mentionnés cidessus doivent être invoqués et appliqués très attentivement et rationnellement. II. Les vices de l’application de la loi et le défi de l’amélioration des mécanismes Malgré le progrès important que la loi ait engendré quant au renforcement de la conscience socio-politique et de la transparence de l’action publique, le programme “Clarté” ne se fonctionne pas impeccablement et est jugée négativement du temps en temps. D’abord, le programme ne présente pas d’éléments statistiques pour que des conclusions concernant la fonction des services publiques puissent surgir. La coopération avec l’Autorité Nationale Statistique apparaît vraiment nécessaire tout en revalorisant le service électronique (le programme “Clarté”) et en l’enrichissant avec des données statistiques. Par ailleurs, l’Union Européenne nous offre des exemples vraiment remarquables : au domaine de la sécurité sociale, le Règlement 263/2011 de la Commission Européenne a introduit le Système Européen des Statistiques Intégrés de Protection Sociale (S.E.S.I.PRO.S) en permettant une approche comparative parmi les données relatives de tous les pays européens. Dans le même cadre, une base des données centrale européenne pourrait consister une motivation forte pour l’extrait des données statistiques au niveau national et en conséquence, pour l’extrait des propositions pour l’amélioration de l’Administration Publique. En plus, il n’y a pas d’outils de contrôle des dépenses publiques et des données financiers, qui sont publiés au réseau Internet, en aboutissant au manque de leur Loi 2472/1997, www.et.gr (Site électronique de l’Imprimant National). 5 Aux plusieurs cas, les nombres décimales sont écrits avec un point quoiqu’autrefois ils sont écrits avec un virgule (!). Par conséquent, on ne peut pas être certain sur la quantité exprimée 4

ELSA ATHENS

solvabilité puisqu’il n’y a pas de nombres valables. Il n’y a pas de règles communes pour l’enregistrement des données-surtout économiques. La divergence entre les données publiés par les organes administratifs et ceux suspendus au réseau Internet par les administrateurs du programme “Clarté” bouleverse la confiance des administrés et ne permet pas de conclusions spécifiques et comparatifs pour l’état financier des organes administratifs.5 Ces vices et ces inconvénients de la suspension des données au réseau Internet ne se conforment pas aux exigences de la transparence des services publics. Le Ministère de la Réforme Administrative et de la Gouvernance Publique essaie d’améliorer la base des données électroniques en saisissant les conseilleurs et les experts au domaine de l’administration de chaque service pour enrichir le programme électronique gouvernemental avec des innovations rapides, crédibles et efficaces. Par exemple, la visualisation des documents administratifs électroniques réalisée par un expert au domaine d’informatique permet aux administrés de parcourir tous les documents qui veulent lire, étant donné que tous les actes administratifs choisis par eux, sont projetés (leur premier page en forme minuscule) devant l’écran de recherche. L’Administration Publique doit s’adapter à l’essor électronique et suivre les échanges de la technologie. La suspension des actes administratifs au réseau Internet pour l’information des citoyens doit se réaliser de la manière la plus efficace possible. Le principe d’efficacité est soutenu par trois axes précis : la fiabilité du contenu des actes et des documents administratifs, la rapidité de leur suspension et finalement, le coût le plus bas possible de leur suspension. Le programme “Clarté” introduit par la loi récente 3861/2010 était assez révolutionnaire et a fait valeur de nouvelles technologies qui étaient mises au service des citoyens. Cette innovation législative a rendu l’Administration un édifice plus moderne, plus effectif et plus efficace où les principes de légalité, de transparence des actions publiques et de la confiance protégée de l’administré6 se rencontrent pour lutter contre les phénomènes de corruption et de mal administration et pour reconquérir la confiance des citoyens à l’action de l’Administration Publique.7

par ces nombres-il s’agit des milles ou des centaines? 6 D.Raïkos, L’Administration Publique et la Corruption du point de vue du Droit Administratif, 2006, p. 73. 7 R. Bouchery, Prévention de la corruption et transparence de la vie économique, Paris: la Documentation française, 1993.

36


ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ELSA ATHENS

Επίσκεψη της ELSA Athens Στρατοδικείο Αθηνών

Ειρήνη Καραχρήστου Υπεύθυνη Κάλυψης Συνεδρίων και Εκδηλώσεων

Στις 17 Φεβρουαρίου 2014,

αυτή συναντάται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια καθώς

πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη του

και η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού

σωματείου της ELSA Athens στο

Κώδικα σχετικά με τη μετατροπή των περιοριστικών της

Στρατοδικείο Αθηνών. Σκοπός της

ελευθερίας ποινών σε χρηματικές. Ο ΣΠΚ εκτείνεται σε 3

επίσκεψης ήταν η επαφή των

ενότητες οι οποίες περιλαμβάνουν το Ουσιαστικό Μέρος,

φοιτητών

το Δικονομικό Μέρος και τις Μεταβατικές Διατάξεις.

με

την

δικονομική

διαδικασία που ακολουθείται σε ένα στρατιωτικό

δικαστήριο,

η

αντιπαραβολή της με αυτή των τακτικών δικαστηρίων καθώς και η διερεύνηση των επαγγελματικών επιλογών στο χώρο της στρατιωτικής δικαιοσύνης μετά το πέρας των νομικών σπουδών. Ιστορικά, η στρατιωτική δικαιοσύνη συνιστά οποία βρήκαν τη θέση τους στον ελληνικό χώρο μέσω της εισαγωγής του συνόλου της στρατιωτικής γαλλικής Στην

πορεία

εδρεύουν σε 5 ακόμη πόλεις πέρα από την Αθήνα, ήτοι στα Χανιά, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα, τη Θεσσαλονίκη και την

Ξάνθη.

Τα

πρωτοβάθμια

διακρίνονται

σε

Στρατοδικεία, Ναυτοδικεία και Αεροδικεία και δικάζουν σε τριμελή ή πενταμελή σύνθεση ενώ σε δεύτερο βάθμο

απόρροια των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης τα

νομοθεσίας.

Σήμερα, στη χώρα μας, στρατιωτικά δικαστήρια

του

χρόνου

και

αφού

ακολούθησαν νέα νομοθετήματα, τροποποιήσεις και μεταρρυθμίσεις των, ο νόμος 2287/1995 έφτασε να αποτελεί σήμερα τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (εφεξής ΣΠΚ) της χώρας μας. Στο ισχύον Σύνταγμα αναφορά στη

λειτουργεί το Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Στην

εκδίκαση

των

υποθέσεων

ενδοοικογενειακής βίας και λιποταξίας που εκδικάστηκαν την ημέρα της επίσκεψης, η διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου ακολουθήθηκε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, σε αντίθεση με ό,τι λαμβάνει χώρα στα τακτικά ποινικά δικαστήρια λόγω του όγκου των υποθέσεων και της έλλειψης χρόνου.

στρατιωτική δικαιοσύνη γίνεται στο αρ. 96 παρ. 4 και 5 Σ

Τέλος, την επιμέλεια της ξενάγησης στους

ενώ αναλογικά χωρεί εφαρμογή των άρθρων 87 παρ.1 Σ

χώρους του Στρατοδικείου ανέλαβε ο κύριος Ευγένιος

και 94 παρ. 2 και 3 Σ.

Γιαρένης,

Βασικές αρχές του ΣΠΚ είναι η αποκλειστική ποινική δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων με την ύπαρξη του θεσμού της πολιτικής αγωγής, η υπαγωγή σε αυτά μόνο όσων έχουν την ιδιότητα του

στρατιωτικός

δικαστής,

τον

οποίο

ευχαριστούμε θερμά για την υποδοχή και το σύνολο των πληροφοριών που μας παρείχε τόσο επί της στρατιωτικής δικαιοσύνης

όσο

και

επί

του

επαγγέλματος

του

Στρατιωτικού Δικαστή.

στρατιωτικού, η τήρηση της ποινικής διαδικασίας όπως

37

DE JURE


ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡ. ΓΙΑΡΕΝΗΣ

Συνέντευξη με τον Ευγένιο Αρ. Γιαρένη, Αντεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών Επιμέλεια: Ευτυχία-Μαρία Αλεξοπούλου Ο Ευγένιος Αρ. Γιαρένης είναι Αντεισαγγελέας του Αεροδικείου Αθηνών και γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι Διδάκτωρ στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών & Πολιτικών Επιστημών. Φέρει τον βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Β' που αντιστοιχεί στο βαθμό του Αντισυνταγματάρχη των Ενόπλων Δυνάμεων και στο βαθμό του Εφέτη της τακτικής δικαιοσύνης. Στο συγγραφικό του έργο συγκαταλέγονται πλήθος μελετών και μονογραφιών, όπως, μεταξύ άλλων: "Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας: Θεωρία - Εφαρμογή" (2005), "Το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο στις διεθνείς του Αντανακλάσεις - Δώδεκα Μελέτες" (2008), "Δίκαιο του Πολέμου και Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο - Σύγχρονες και Αρχαιοελληνικές Προσεγγίσεις" (2009), Οι Έλληνες και ο Πόλεμος (2012).

Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με την στρατιωτική ποινική δικαιοσύνη; Περαιτέρω, πώς μπορεί σήμερα ένας απόφοιτος της Νομικής Σχολής να ασχοληθεί με την στρατιωτική δικαιοσύνη; Από τα πρώτα χρόνια φοίτησής μου στη νομική σχολή, θυμάμαι ότι υπήρχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον μου για το Ποινικό Δίκαιο. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, κάποιες φορές τυχαία γεγονότα μπορεί να κατευθύνουν τις επαγγελματικές μας επιλογές. Αυτό συνέβη σε μένα το 1991, όταν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, έτυχε να «συνυπηρετήσω» με ένα μέλος τους Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, την ίδια περίοδο που η στρατιωτική δικαιοσύνη βρισκόταν σε μια διαδικασία μετεξέλιξης και έτσι ενδιαφέρθηκα γι’ αυτόν τον κλάδο της δικαιοσύνης. Μέχρι τότε, μέλος του δικαστικού σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων μπορούσε να γίνει κάποιος μόνο με την αποφοίτησή του από την Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ). Όμως την περίοδο εκείνη άλλαξε ο τρόπος εισαγωγής, κι έτσι όταν το 1994 προκηρύχθηκε διαγωνισμός, συμμετείχα σε αυτόν και εισήλθα στο Δικαστικό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων. Αναφορικά με το πώς μπορεί σήμερα ένας απόφοιτος της Νομικής Σχολής να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη στρατιωτική δικαιοσύνη, και σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος Κανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων (Ν. 2304/1995), θα πρέπει να σας πώ ότι στον διαγωνισμό που προκηρύσσεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα (ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες των στρατιωτικών δικαστηρίων), μπορεί να ELSA ATHENS

συμμετέχει κάθε απόφοιτος Νομικής Σχολής που έχει συμπληρώσει τα 27 του χρόνια και έχει την ιδιότητα του δικηγόρου. Οι άρρενες υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν εκπληρώσει και τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Αν και παρέχονται οι ίδιες θεμελιώδεις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, τι πιστεύετε ότι διαφοροποιεί τον στρατιωτικό δικαστή από τον κοινό ποινικό δικαστή; Το Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει σήμερα, προβλέπει τη συγκρότηση των στρατιωτικών δικαστηρίων στο άρθρο 96 παρ. 4 και 5, όπου ορίζεται ότι οι εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 Σ ισχύουν και για τα μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων. Η προσωπική ανεξαρτησία ειδικότερα θεωρείται ότι διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, και με το μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, στοιχείο όμως που συμπροσδιορίζεται από την ατομική κρίση του κάθε δικαστή για τη διαμόρφωση της προσωπικής και λειτουργικής του ανεξαρτησίας. Δυστυχώς οι εν λόγω εγγυήσεις δεν μπόρεσαν να διασφαλιστούν με ειδικότερο νόμο, καθότι οι στρατιωτικοί δικαστές σήμερα θεωρείται ότι έχουν μία «διττή ιδιότητα», τόσο του δικαστικού όσο και του αξιωματικού, κάτι που κατά την άποψή μου βέβαια δεν είναι συνταγματικά ανεκτό, διότι δε μπορεί κάποιος να ανήκει τόσο στη δικαστική όσο και στην εκτελεστική εξουσία του κράτους. Με τον οργανικό μας νόμο (Ν. 2304/1995) προβλέφθηκαν ειδικότερα οι εγγυήσεις λειτουργικής ανεξαρτησίας, δηλαδή ανατέθηκαν οι μεταθέσεις, οι κρίσεις και οι τοποθετήσεις των δικαστικών λειτουργών σε Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται αποκλειστικά από μέλη του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ η πειθαρχική δίωξη επίσης ασκείται από πειθαρχικά συμβούλια του Σώματός μας. Θεωρώ πως η μόνη διαφορά ενός στρατιωτικού δικαστή από έναν τακτικό 38


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ποινικό δικαστή, έγκειται στον τρόπο μισθοδοτείται από το κράτος και στον αριθμό προσώπων που δωσιδικούν στρατιωτικής τους ιδιότητας) ενώπιον των δικαστηρίων.

που αυτός περιορισμένο (λόγω της στρατιωτικών

Εν όψει και της ΟλΣτΕ 3838/2012, τι εξασφαλίζει κατά τη γνώμη σας αποτελεσματικότερα την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων; Η συνταξιοδότησή μας προβλέπεται από τον προαναφερθέντα Κανονισμό, όπως ισχύει με τις σημερινές τροποποιήσεις του, διατηρώντας έτσι την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών. Περιορισμός της θητείας στα δύο χρόνια υπάρχει μόνο στην περίπτωση που κάποιος καθίσταται Πρόεδρος ή Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Θα μπορούσε ενδεχομένως κάποιος να υποστηρίξει ότι η ισοβιότητα μπορεί να αρθεί με την ψήφιση ενός νέου νόμου, τότε όμως θα ανέκυπταν σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας. Ζήτημα συνταγματικότητας μπορεί να ανακύψει και στην περίπτωση ενδεχόμενης υπαγωγής των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων σε μια παράλληλη επετηρίδα π.χ. Εισαγγελέων (πράγμα που συζητείται αυτόν τον καιρό), αφού είναι γνωστό ότι η μετάταξη δικαστικών λειτουργών απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Εδώ θα ήθελα να επαναλάβω βέβαια ότι κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό κριτήριο για τον προσδιορισμό και τη διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών είναι κατά βάσιν η ίδια η συνείδηση του κάθε δικαστή, ο αυστηρός έλεγχος δηλαδή στον οποίο κάθε δικαστής οφείλει να υπάγει το λειτούργημά του και αυτό δεν γίνεται με νόμους, αλλά με την ευρύτερη δυνατή καλλιέργεια του ίδιου του δικαστή. Σε κάποιες χώρες η στρατιωτική δικαιοσύνη δεν παρέχει στον κατηγορούμενο τα ίδια δικονομικά προνόμια όπως το ελληνικό δικονομικό σύστημα. Ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα απαραίτητα εχέγγυα για μια δίκαιη δίκη; Θα ήθελα να τονίσω ότι όλες οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται και στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων. Επιπλέον, τα στρατιωτικά δικαστήρια, ακόμη και πριν από την ψήφιση το 1995 του ισχύοντος ΣΠΚ και του Οργανικού μας Νόμου, προσπαθούσαν να διαφυλάξουν με την αιτιολογία των αποφάσεών τους τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, σύμφωνα με τον ΚΠΔ και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, πράγμα που επαρκώς συμβαίνει βέβαια σήμερα. Επομένως, η αντιμετώπιση του κατηγορουμένου είναι και στα στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια ακριβώς όμοια με τα κοινά, κάτι που δεν ισχύει κατά κανόνα στις 39

υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η στρατιωτική δικαιοσύνη έχει ουσιαστικά καταργηθεί. Ακόμη και στις χώρες που εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει κάποιο σύστημα στρατιωτικής δικαιοσύνης, αυτό ισχύει μόνο εν καιρώ πολέμου και μόνο για στρατιωτικά εγκλήματα. Παρόμοιο σύστημα στρατιωτικής δικαιοσύνης με εμάς ισχύει λ.χ. μόνο στην Τουρκία, σε κάποιες πρώην ανατολικές χώρες, και στις αγγλοσαξωνικές χώρες. Μπορεί κατά τη γνώμη σας το έργο της στρατιωτικής δικαιοσύνης να λειτουργήσει και προληπτικά, με τη διαμόρφωση μιας κοινής ανθρωπιστικής κουλτούρας, προς αποφυγή διάπραξης εγκλημάτων που αντιβαίνουν στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο; Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα για το οποίο μπορώ να σας πω ότι το τελευταίο κεφάλαιο των ουσιαστικών διατάξεων του ισχύοντος ΣΠΚ αναφέρεται σε αιχμαλώτους πολέμου και στον άμαχο πληθυσμό, παρέχοντας μια στοιχειώδη προστασία σε αυτούς. Μετά την ψήφιση του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (με το Ν. 3003/2002), παρέχεται πλέον πλήρης προστασία στα θύματα γενικότερα των ενόπλων συγκρούσεων. Όμως και εδώ συμβαίνει αυτό που ανέφερα παραπάνω για την ανάγκη ευρύτερης καλλιέργειας του δικαστή. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στους στρατιωτικούς, οι οποίοι συνήθως και είναι οι δράστες των εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονίας κλπ., μαζί βέβαια με τους πολιτικούς προϊσταμένους τους. Με την διδασκαλία του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου και του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και την ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, φυσικά και μπορεί η στρατιωτική δικαιοσύνη να διαμορφώσει ένα είδος ας πούμε «ανθρωπιστικής κουλτούρας» εντός του στρατεύματος, προς αποφυγή τέλεσης εγκλημάτων αντίθετων προς αυτό, ιδίως μέσω της εκπαίδευσης των μελλοντικών αξιωματικών στις παραγωγικές Σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων, ή και μέσω δράσεων των οργανώσεων που ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Σε καταστάσεις, όπως αυτές των ενόπλων συγκρούσεων και ιδίως κατά τη διάρκεια της μάχης, όπου δεν μπορεί εύκολα να πρυτανεύσει η λογική, η προληπτική διαπαιδαγώγηση εντός των Σχολών από τους εκπαιδευτές (που συνήθως είναι στρατιωτικοί δικαστές), δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάγκη ειδικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξίας, την οποία έχουν και δικαιούνται να απολαμβάνουν όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως εάν σε μία συγκεκριμένη περίοδο είναι «εχθροί», θεωρώ πως είναι μεγάλης σημασίας.

DE JURE


Ημερίδα Πρακτικά ζητήματα και σύγχρονες νομολογιακές εξελίξεις του Δικαίου της Αεροπορικής Μεταφοράς Επιβατών Στις 6 Φεβρουαρίου 2014, χώρα στο κτήριο του

περίπτωση θανάτου ή τραυματισμού επιβάτη. Επιπρόσθετα, η Διεθνής Σύμβαση του Μόντρεαλ

Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σε

προβλέπει α) το ηλεκτρονικό εισιτήριο (e-ticketing) όπου

συνδιοργάνωση του ΔΣΑ με την ELSA Athens, η ημερίδα με θέμα

αν δε γίνει αποδοχή των όρων της αερομεταφοράς αυτό δεν εκδίδεται και β) τη διάκριση μεταξύ πραγματικού ή

«Πρακτικά ζητήματα και Σύγχρονες Νομολογιακές Εξελίξεις του Δικαίου

συμβατικού αερομεταφορέα.

έλαβε

Ειρήνη Καραχρήστου Υπεύθυνη Κάλυψης Συνεδρίων και Εκδηλώσεων

ΗΜΕΡΙΔΑ

της Αεροπορικής Μεταφοράς Επιβατών». Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους οι Μιχάλης Π. Χατζηπαναγιώτης (Δικηγόρος Αθηνών, Δρ Νομικής Παν/μίου Κολωνίας), Δομινίκη- Βασιλική Γάκη (Δικηγόρος Αθηνών / υπ. Δρ Νομικής Δ.Π.Θ), Στρατής Γεωργιλάς (Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω), Τίτος Χριστόπουλος (Σύμβουλος ΔΣΑ) και Γιάννης Αδαμόπουλος (Πρόεδρος ΔΣΑ).

Τέλος, ο Σ. Γεωργιλάς αναφέρθηκε στον Κανονισμό (ΕΚ) 261/2004 για τα δικαιώματα και την προστασία των αεροεπιβατών, καθιστώντας γνωστό στο κοινό ότι από τις 210 δικαιοδοσίες (βάσει δεδομένων IATA- International Air Transport Association) οι 58 από αυτές έχουν θεσπίσει κάποιο καθεστώς προστασίας επιβατών. Η IATA από το Μάϊο του 2013 πρότεινε την υιοθέτηση αρχών αναπαλλοτρίωτων με σκοπό την

Ο M. Χατζηπαναγιώτης αναφέρθηκε εκτενώς στο

προστασία του επιβάτη. Στην πρόταση αυτή για τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του

Ν. 2251/1994 για τα συμφέροντα των καταναλωτών σε θέματα Εμπορίου, η παραβίαση του οποίου εγείρει

προαναφερθέντος Κανονισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνέταξε αναφορά επί της οποίας το Ευρωπαϊκό

καταγγελία στο συνήγορο του καταναλωτή είτε εξωδικαστικά είτε δικαστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του

Κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ, με υπερψήφιση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις 5.02.2013.

Καν. 44/2001 ή του ΚπολΔ ή με συλλογικές αγωγές. Ο

Τον Ιούνιο του 2014 αναμένεται η υιοθέτηση μιας γενικής

Κανονισμός 44/2001 καθορίζει τους κανόνες που διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων σε αστικές και

προσέγγισης επί του ζητήματος από το Συμβούλιο των Υπουργών Μεταφορών.

εμπορικές υποθέσεις. Εν ολίγοις, οι πρόσθετες χρεώσεις στις αερομεταφορές είναι νόμιμες εφόσον τηρούν την

Συνοψίζοντας,

αρχή της διαφάνειας.

θετημάτων

η

που

κύρια

κατευθυντήρια

σχετίζονται

με

την

των ευθύνη

νομοτου

Η Δ.Β Γάκη εστίασε στη Διεθνή Σύμβαση του

αερομεταφορέα αφορά στην καλύτερη εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των επιβατών των

Μόντρεαλ (1999), η οποία διέπει τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές. Η βασική αρχή της Συνθήκης είναι αυτή της

διεθνών αεροπορικών μεταφορών. Σε αυτό συμβάλλουν τόσο η κατάργηση του ποσοτικού περιορισμού της

επανόρθωσης ή αποκατάστασης, η δυνατότητα δηλαδή αναθεώρησης των ορίων ευθύνης του αερομεταφορέα σε

ευθύνης του μεταφορέα όσο και η καθιέρωση της γνήσιας αντικειμενικής του ευθύνης για ζημίες.

ELSA ATHENS

40


ELSA DELEGATIONS

ELSA Delegations

A delegation experience! ανάμεσα σε αντιτιθέμενων συμφερόντων διπλωματικές αποστολές και ΜΚΟ.

έθνη,

Αναντίρρητα, το Συμβούλιο διαπραγματεύεται μείζονος σημασίας θέματα, τα οποία άπτονται, κατά κόρον, της συνεχούς καταστρατήγησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανά την οικουμένη, ενώ στα πλαίσια των συζητήσεων υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα λήψης αποφάσεων που προωθούν την προάσπιση και ενίσχυση της εφαρμογής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πράξη. Αξιοσημείωτο είναι δε και το γεγονός ότι όλα τα έθνη έχουν τη δική τους «φωνή» ανεξαρτήτως οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών συνθηκών που τα διέπουν.

Ελένη Καραγιώργη Αντιπρόεδρος Ακαδ. Δραστηριοτήτων ELSA Athens 2013-2014 22th Session, Human Rights Council Από την αρχή των νομικών σπουδών μου, το διεθνές δίκαιο σε συνδυασμό με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το συνταγματικό δίκαιο υπήρξαν οι τομείς που μου κέντρισαν περισσότερο το ενδιαφέρον. Για μένα η ELSA αντικατοπτρίζει ένα μοναδικό εργαλείο προσωπικής εξέλιξης, δίνοντας την οπτική ενός διεθνούς δικτύου που απαρτίζεται από φοιτητές Nομικής και νέους δικηγόρους που συνεργάζονται απρόσκοπτα και που πιστεύουν σε «έναν κόσμο όπου υπάρχει σεβασμός στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την πολιτιστική διαφορετικότητα». Το Μάρτιο του 2013 επελέγην να εκπροσωπήσω την ELSA ως επικεφαλής της αποστολής (delegation) στα γραφεία του ΟΗΕ στη Γενεύη. Η 22η Σύνοδος γιόρτασε την 20η επέτειο από την υπογραφή της Σύμβασης της Βιέννης και του Προγράμματος Δράσης της Γενεύης, η οποία ακολουθήθηκε, ως είθισται, από τις συνόδους της ολομέλειας, από μεγάλης εμβέλειας side events, ενώ παράλληλα έλαβαν χώρα συζητήσεις και debates

41

Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, είχα την ευκαιρία να γίνω «μάρτυρας» του τρόπου με τον οποίο η θεωρία γεφυρώνεται με την πράξη και να αποκτήσω μια πιο ολοκληρωμένη -από πρακτικής πλευράς- άποψη της διεθνούς σκηνής και διπλωματίας. Η επαφή και η γνωριμία με ειδήμονες της νομικής επιστήμης και διπλωμάτες, οι εποικοδομητικές συζητήσεις της Συνδιάσκεψης και τα side events που διοργανώνονται παράλληλα με τη συνδιάσκεψη, αποτέλεσαν μοχλό πνευματικής εξέλιξης, δίνοντας μου μια τελείως διαφορετική αντίληψη της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης του πλανήτη. Παράλληλα, η παραγωγική συνεργασία με φοιτητές Νομικής από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και ο συγχρωτισμός με ανθρώπους από όλο τον κόσμο με θεμελιώδη ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως κοινά σημεία αναφοράς, όπως και η γενικότερη εμπειρία του ταξιδιού αυτού μόνο θετικά μπορούν να επιδράσουν την προσωπική εξέλιξη κάποιου και να ενισχύσουν τη «δίψα» για περισσότερη γνώση και δουλειά. Αυτή η νέα πρόκληση μέσα από τη σκοπιά της μεγαλύτερης ένωσης νέων νομικών διεύρυνε τους ορίζοντες μου, εμβάθυνε τις γνώσεις μου σε ανεξερεύνητα ακαδημαϊκά πεδία και εν τέλει με ενέπνευσε στην περαιτέρω προσωπική μου ανάπτυξη. Γι’ αυτό, μη διστάζετε και δηλώστε συμμετοχή! DE JURE


A DELEGATION EXPERIENCE! σε αυτό, βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων. Παράλληλα η αποτελεσματική διπλωματική προστασία των εκπροσώπων του ΟΗΕ και άλλων φορέων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Human Rights Defenders) από αντίποινα απασχόλησε ιδιαίτερα τη Συνέλευση. Πέρα όμως από τη συζήτηση στην ολομέλεια, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν και τα side events. Τα side events διοργανώνονταν παράλληλα με την ολομέλεια από κυβερνητικούς φορείς και ΜΚΟ, έχοντας συγκεκριμένη θεματική, σχετική με τα αιτήματα που προωθεί η κάθε χώρα ή ΜΚΟ, και είχαν ως στόχο να ενημερώσουν δημοσιογράφους, εκπροσώπους ΜΚΟ και άλλους μετέχοντες στις διεργασίες της Συνέλευσης σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συγκεκριμένες χώρες του πλανήτη.

Γεώργιος Κουρόγιωργας Πρόεδρος ELSA Athens 2013-2014 24th Session, Human Rights Council Πριν δύο χρόνια, ως νέο μέλος της ELSA Athens είχα ενημερωθεί μεταξύ άλλων και για τα delegations. Αρχικά, το να συμμετέχω σε συνεδριάσεις σωμάτων του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών ως εκπρόσωπος της ELSA με είχε εντυπωσιάσει αλλά μου είχε φανεί παράλληλα αρκετά δύσκολο, θεωρώντας την πιθανότητα επιλογής ανάμεσα σε χιλιάδες μέλη-φοιτητές της ELSA από όλη την Ευρώπη απίθανη. Όταν βγήκε η ανακοίνωση για την υποβολή αιτήσεων για την 24η συνέλευση του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, αποφάσισα να στείλω για πρώτη φορά την αίτηση μου. Λίγες μέρες αργότερα, έλαβα το email με το οποίο ενημερωνόμουν ότι είχα επιλεγεί ως επικεφαλής της αποστολής της ELSA για την τρίτη εβδομάδα της συνέλευσης. Προς μεγάλη μου έκπληξη, η ομάδα μου δεν αποτελείτο μόνο από τελειόφοιτους με μεγάλη εμπειρία στην ELSA, αλλά και από μέλη με συντομότερη εμπειρία στην οργάνωση.

Το πιο σημαντικό κομμάτι αυτής της εμπειρίας είναι η δυνατότητα που σου δίνεται να γνωρίσεις ανθρώπους που δεν θα είχες τη δυνατότητα να γνωρίσεις αλλιώς, όπως διπλωμάτες, κυβερνητικούς συμβούλους και εκπροσώπους ΜΚΟ. Στα πλαίσια αυτών των συναντήσεων είχα την τύχη να γνωρίσω τα μέλη της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας στον ΟΗΕ, τα οποία με προσκάλεσαν να παρακολουθήσω μαζί τους την διαδικασία της ψηφοφορίας την τελευταία μέρα. Πηγαίνοντας στη Γενεύη πίστευα πως η εμπειρία του delegation θα μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την εμπειρία ενός Model United Nations (MUN). Η αλήθεια είναι όμως πως η εμπειρία ενός delegation είναι αρκετά πιο αυθεντική και επιμορφωτική καθώς δίνεται η δυνατότητα στον φοιτητή να βιώσει τις διεργασίες ενός Διεθνούς Οργανισμού μέσα στο πραγματικό τους περιβάλλον και να συναναστραφεί με επαγγελματίες του χώρου, αποκτώντας έτσι πιο ολοκληρωμένη αντίληψη των διεργασιών. Ως ένα βαθμό η συγκεκριμένη εμπειρία λειτούργησε για εμένα ως μάθημα επαγγελματικού προσανατολισμού, δίνοντάς μου τη δυνατότητα να συμπεράνω αν θα με ενδιέφερε να εργασθώ στο μέλλον στο χώρο της Διεθνούς Διπλωματίας. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που θα πρότεινα σε κάθε συμφοιτητή μου να επιδιώξει να ζήσει την εμπειρία ενός delegation.

Η ατζέντα της τρίτης εβδομάδας της Συνέλευσης ήταν γεμάτη. Θέματα όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Παλαιστίνη, το Σουδάν και τη Ρωσία, η πειρατεία στη Σομαλία, το UPR (Universal Periodic Review) και η άρνηση του Ισραήλ να συμμετέχει ELSA ATHENS

42



Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.