Ως το τέλος

Page 1



Ως το τέλος


Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγγραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και της ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Ως το τέλος» © Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2015 © Τάκης Παπαδογιαννάκης e-book ISBN: 978-618-5176-01-3

Επιμέλεια: Νέλλη Μπελεζάκη, Νατάσα Μπελεζάκη

Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Κηφισίας 5, 11523 Αθήνα τ: 2103315186, 2130229425, f: 2103315186 Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα τ: 2262100795, f: 2262027275 url: www.batsioulas.gr e: info@batsioulas.gr


ΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

Ως το τέλος



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Ο

δρόμος φαρδύς, στρωμένος με μακρόστενες γυαλιστερές πέτρες, ανηφόριζε στο λόφο. Προς την κορυφή η ανηφόρα γινόταν πιο απότομη. Τα σπίτια, δεξιά και αριστερά, το ένα δίπλα στο άλλο. Στις αυλές τους τα φυτά καταργούσαν τα σύνορα και αγκάλιαζαν μέχρι και τις ταράτσες τους. Το τελευταίο διώροφο, αριστερά του δρόμου, χωμένο σχεδόν όλο στο βράχο, αντίκρυζε την πόλη από ψηλά. Λοξά προς τα αριστερά, κρυφοκοίταζε τη θάλασσα του Τουρκολίμανου. Η καγκελόπορτα παλιά, όπως και το σπίτι. Σιδερένια και μισοσκουριασμένη οδηγούσε στην τσιμεντένια απλόχωρη αυλή. Το απομεσήμερο, ντάλα καλοκαίρι, το τσιμέντο έκαιγε τόσο πολύ, που ήταν αδύνατο κανείς να περπατήσει ξυπόλυτος. Στους τοίχους της αυλής, που ακουμπούσαν στις παρυφές του λόφου, είχαν αναρριχηθεί περικοκλάδες που κάλυπταν την υγρασία που έβγαινε μετά τις βροχερές ημέρες. Στο βάθος της αυλής, σε μια άκρη, φυτεμένη από παλιά, μια κληματαριά αγκάλιαζε ψηλά τους πασσάλους που συνδέονταν με συρμάτινες λωρίδες μεταξύ τους. Εκείνο τον Αύγουστο είχε φουντώσει περισσότερο και κάλυπτε και τα σκουριασμένα κάγκελα του πάνω σπιτιού. Τα σταφύλια κρέμονταν λίγα εκατοστά πιο μακριά από τη σκάλα. Άνετα έφτανες να τα κόψεις. Θα ήταν, βέβαια, επικίνδυνο, γιατί η σκάλα ήταν μεν φαρδιά, αλλά χωρίς κάγκελα. Από τη μια μεριά, ακουμπούσε κλιμακωτά στο μεσότοιχο της αυλής του διπλανού 7


Τάκης Παπαδογιαννάκης

σπιτιού. Από την άλλη μεριά, έχασκε στο κενό. Έφτανε μέχρι το τσιμεντένιο χαγιάτι τού πάνω σπιτιού με τα σκουριασμένα κάγκελα, που τα κάλυπταν κληματόφυλλα και μικρά τσαμπάκια σταφύλια. Το σπίτι του πάνω ορόφου ήταν μικρό. ∆ύο δωμάτια και κουζίνα, η μισή κρυμμένη στο βράχο του λόφου. Τα δωμάτια έβλεπαν το ένα στην αυλή και τ’ άλλο στο δρόμο που ανηφόριζε στο λόφο. Τα δίφυλλα ξύλινα παράθυρα των δωματίων, βαμμένα πράσινα, ήταν δεμένα μεταξύ τους με μάνταλο. Έμεναν μισάνοιχτα το καλοκαίρι για να μπαίνει ο αέρας. Έτσι έβλεπες και τους γείτονες, που ανηφόριζαν κουρασμένοι το λόφο, γυρίζοντας στα σπίτια τους. Η Ευπλοία χρησιμοποιούσε το ένα δωμάτιο για σαλόνι, «σάλα» όπως την έλεγε η μάνα της, να δέχεται ευπρεπώς καμιά επίσκεψη και να κοιμάται ο γιος της, ο Στράτος. Στον έναν τοίχο του δωματίου είχε βάλει ένα μικρό ντιβάνι, που το σκέπαζε μ’ ένα σκούρο μπορντό κάλυμμα. Το άλλο δωμάτιο το είχε για κρεβατοκάμαρά της. Ένα ξύλινο τραπέζι από οξυά με 6 καρέκλες δερμάτινες στη βάση τους. Ένα δρύινο κρεβάτι και ένα κομοδίνο ήταν όλη κι όλη η προίκα της, όταν παντρεύτηκε τον Αγησίλαο μετά την Κατοχή. Πάνω από το ντιβάνι του Στράτου είχε καλύψει τον τοίχο μ’ ένα μακρόστενο ύφασμα, στερεωμένο με τρία μικρά καρφάκια, που έμοιαζε υφαντό. «Βάλε μια πάντα στον τοίχο για την υγρασία, μην κρυώσει ο Στράτος», της έλεγε η μάνα της. Στην «πάντα» έβλεπες τρία άλογα να καλπάζουν σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι με τις χαίτες τους να ανεμίζουν. Της άρεσε αυτό το λιβάδι, που ήταν κεντημένο με κλωστές. ∆εν έμοιαζε με τα δικά μας γαληνεμένα τοπία. Φάνταζε άγριο και ο ουρανός από πάνω έτοιμος για βροχή. Σίγουρα αυτή η «πάντα» θα ήταν φερμένη από το εξωτερικό. Την είχε αγοράσει με δόσεις την περασμένη βδομάδα από τον κυρΘανάση, τον πλανόδιο έμπορα. Πέντε δραχμές η δόση, κάθε Παρασκευή πρωί.

8


Ως το τέλος

Είχε γνωρίσει τον κυρ-Θανάση από την αδελφή της τη Σόφη, όταν συγκατοικούσαν στο πατρικό τους. Πριν μετακομίσει εδώ. Τρεις δρόμους παρακάτω. Όταν ήθελε, μπορούσε να παραγγείλει στον κυρ-Θανάση ό,τι χρειαζόταν για το σπίτι. Σεντόνια ιταλικά, ποτήρια της κουζίνας, κανένα τσιτάκι για πρωινό φόρεμα. Του έδινε την παραγγελία μία βδομάδα πριν και την επόμενη Παρασκευή, που περνούσε για να εισπράξει τη δόση του από την Ευπλοία, της το έφερνε. Της έφερνε ό,τι χρειαζόταν. Η αδελφή της η Σόφη ήταν μοδίστρα τελειωμένη και του έκανε καλό τζίρο. Αγόραζε υφάσματα και ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο για τα ρούχα που έραβε. Η Σόφη κυρίως αγόραζε κυλότες πολυτελείας, νάιλον, φερμένες από την Κωνσταντινούπολη. Ο κυρ-Θανάσης ήταν Μικρασιάτης πρόσφυγας δεύτερης γενιάς. Eίχε κρατήσει εμπορικές επαφές με την Πόλη από τον πατέρα του. Πάντως, η Ευπλοία, για κυλότες δικές της και βρακάκια του Στράτου της, προτιμούσε την Ιουλία. Μια άλλη εμπόρισσα, βέρα Μικρασιάτισσα. Η Ιουλία, παλιά αρχόντισσα της Σμύρνης, εξηνταπεντάρα πια, ήταν ακόμη όμορφη γυναίκα. Χήρα από χρόνια, αναπολούσε τις παιδικές μνήμες της στη Σμύρνη. Περνούσε κάθε Τρίτη από τη γειτονιά, φορτωμένη με δύο μεγάλες δερμάτινες καφέ τσάντες, γεμάτες προικιά για τα κορίτσια της παντρειάς, όπως έλεγε. ∆ιαλέγανε για την Ευπλοία καμιά από τις ωραίες πολύχρωμες νάιλον κυλότες της. Μετά ξεκλέβανε απαραίτητα και κανένα μισάωρο να πιουν το καφεδάκι τους και οπωσδήποτε να γυρίσουν το φλυτζάνι τους. Η Ιουλία ήταν ξακουστή σ’ όλες τις γειτονιές της Καστέλλας για την ικανότητά της να λέει τον καφέ. Στην Ευπλοία είχε ιδιαίτερη συμπάθεια. Έμοιαζε, λέει, στην ξαδέλφη της την Ανιώ. Την άτυχη Ανιώ, που τη μεγάλωσε μ’ αγάπη και φροντίδα, όταν οι γονιοί της πέθαναν από φυματίωση το 1916 στη Σμύρνη. ∆ιηγούνταν και έκλαιγε κάθε φορά που τη θυμόταν. Την έχασε στο χαλασμό του 1922 στη Σμύρνη. Τη μέρα που μπαίνανε στις βάρκες για να φύγουν. Έπεσε κάτω καθώς τρέχανε κι εξαφανίστηκε μέσα

9


Τάκης Παπαδογιαννάκης

στο πλήθος των ανθρώπων. Την ποδοπατούσε τραυματισμένη το πλήθος, που ερχότανε πίσω απ’ αυτές. ΄Ερχονταν κι άλλοι κι άλλοι πίσω τους. Γυναίκες με παιδιά στην αγκαλιά. Τρομαγμένοι γέροι με τα ζωντανά τους. Όλοι τους με μισοχαμένο λογικό έτρεχαν για να γλιτώσουν από το χαλασμό και τη φωτιά. Και δεν την ξαναείδε. Κάποια γειτόνισσά της στη Χίο, που βρεθήκανε ύστερα από καιρό, της είπε ότι ένα απομεσήμερο τη βρήκανε πνιγμένη στη μικρή αποβάθρα του λιμανιού. ∆ίπλα στις ψαρόβαρκες. Εκεί που συνηθίζανε να σεργιανάνε τ’ απογεύματα τις Κυριακές και να αγναντεύουν τα βαπόρια που περνούσαν με προορισμό την Πόλη. Ο Σεπτέμβρης είχε μπει για καλά και ο καιρός ακόμη δεν είχε δροσίσει. Η Ευπλοία στεκόταν στο παράθυρο του δωματίου που έβλεπε την τσιμεντένια σκάλα. Τράβηξε τη δαντελωτή μπεζ κουρτίνα στο πλάι και κοίταξε ανάμεσα από τη χαραμάδα. Έξω χάραζε. Ανασήκωσε το μάνταλο του παραθύρου και άνοιξε το ένα παντζούρι προς τα δεξιά. Έσκυψε προς τα έξω και ένιωσε το πρόσωπό της να το δροσίζει ένα αεράκι. Ένιωσε τη μυρωδιά του βασιλικού από τη γλάστρα στο χαγιάτι, ακριβώς κάτω από το παράθυρο. Κοίταξε πέρα μακριά τον ορίζοντα, που ενωνόταν με τη θάλασσα. Ένα αχνό γαλάζιο φως, που έβγαινε από τη θάλασσα, φώτιζε αμυδρά τον ουρανό και αντιφέγγιζε πάνω στις δύο- τρεις ψαρόβαρκες, που έβγαιναν από το Τουρκολίμανο. Κυριακή σήμερα. O Aγησίλαος, ο άνδρας της, κοιμόταν βαθιά. Έπρεπε να τον ξυπνήσει. Πριν πέσουν για ύπνο, της είπε ότι είχε δώσει ραντεβού τα χαράματα με το φίλο του τον Ξάνθο και δύο άλλους στο Πασαλιμάνι, έξω από το ζαχαροπλαστείο «Η Μυροβόλος». Θα νοικιάζανε βάρκες, όπως συνηθίζανε, και θα πηγαίνανε για ψάρεμα στην Ψυττάλεια, στο μικρό νησάκι, λίγο έξω από το λιμάνι του Πειραιά, πριν από τη Σαλαμίνα.

10


Ως το τέλος

Περνώντας από την κρεβατοκάμαρα είδε τον Αγησίλαο ημίγυμνο, ξαπλωμένο ανάσκελα. Ήταν όμορφος, γεροδεμένος άνδρας. Το κορμί του γυάλιζε μαυρισμένο από τον ήλιο που έπεφτε πάνω του τα καλοκαίρια μέσα στις ψαρόβαρκες. Τα καστανά μαλλιά του άλλαζαν χρώμα από τον ήλιο και την αλμύρα της θάλασσας. Κοιμόταν με το σώβρακο κατεβασμένο χαμηλά, αποκαλύπτοντας όλο τον ανδρικό εξοπλισμό του. Πώς πέρασαν τα χρόνια του πολέμου, τότε που τον περίμενε με χτυποκάρδι να περάσει έξω από το σπίτι της! Τον λαχταρούσε ερωτικά και ήταν μόνιμο όνειρο και φαντασίωσή της να ακουμπήσει το κορμί του και να βρεθεί, έστω για μια στιγμή, σφιγμένη επάνω του. Πού πήγε ο πόθος της γι’ αυτόν τον άνδρα που παντρεύτηκε; Είχε ξεχάσει και το λόγο που τον παντρεύτηκε. Μήπως ήταν το πείσμα να τον πάρει από τη φίλη της την Αμαλία; Ο υποτιθέμενος έρωτάς της είχε σβήσει γι’ αυτόν από χρόνια. ∆εν την ενδιέφερε πια η ερωτική επαφή μαζί του και, όταν της τη ζητούσε, το έκανε από ανάγκη. Η οικονομική ανέχεια, ο καθημερινός αγώνας για το μεροκάματο ξεθώριασαν κάθε συναισθηματική σχέση που τους έδενε και φανέρωσαν πλευρές του χαρακτήρα τους που δεν γνώριζαν δέκα χρόνια πριν. Την Ευπλοία ούτε καν την ενδιέφερε αν κάποια άλλη τον γλυκοκοιτούσε ή τα ’χει μπλέξει με καμιά άλλη. Και ήταν πολλές αυτές που τον κοιτούσαν με ερωτική λαιμαργία, όπως η Σμαρούλα η ταβερνιάρισσα, η όμορφη ξανθιά σαραντάρα, χήρα του κυρ-Ασημάκη Μελαχούρη. Ο μακαρίτης της άφησε κληρονομιά το οινομαγειρείο «Ο Μελαχούρης» στη στροφή της Καστέλλας. Η Ευπλοία έβλεπε που τον έτρωγε με τα μάτια της, κάποια σαββατόβραδα που πήγαιναν να τσιμπήσουν κάτι στην ταβέρνα της. Όλο τσιριμόνιες και κουνήματα του έκανε, δήθεν γι’ αστεία. Εκείνος ούτε που της έδινε σημασία, αλλά ούτε και η Ευπλοία πολυνοιαζόταν για το ποια γειτόνισσα τον γλυκοκοίταζε.

11


Τάκης Παπαδογιαννάκης

Η αλήθεια είναι ότι ο Αγησίλαος δεν ήταν ποτέ ο τύπος του γυναικά άνδρα, που το νου του τον έχει πάντα στις γυναίκες. Τις σεξουαλικές του ορμές τις ικανοποιούσε όποτε τις θυμόταν. Αν ήταν από τους άνδρες που τους τραβάει η γυναίκα, «ο ποδόγυρος» που έλεγε η θεία της η Βάσω, θα είχαν χωρίσει και ο καθένας θα τραβούσε το δρόμο του. Άλλα πράγματα ενδιέφεραν τον Αγησίλαο. Του άρεσε η καλή ζωή. Λάτρευε τα χρήματα που θα του έδιναν την ευκαιρία να ικανοποιήσει τα ακριβά γούστα του. ∆εν του άρεσαν τα καμπαρέ με τις ωραίες γυναίκες και το κατά παραγγελία σεξ. Αγαπούσε τις θαλάσσιες εκδρομές και το ποδόσφαιρο. Φανατικός οπαδός της ομάδας του Ολυμπιακού. Είχε και υψηλές καλλιτεχνικές ανησυχίες. Είχε τελειώσει μόνο τρεις τάξεις του Γυμνασίου, προπολεμικά. ∆εν είχε καμιά σχέση, όπως μερικοί φίλοι του, με τους ρεμπέτες που σύχναζαν στα κουτούκια, κάτω στο λιμάνι του Πειραιά, στην περιοχή της Τρούμπας, χασισοπίνοντας και τραγουδώντας τα βαριά ρεμπέτικα της εποχής. Ο Αγησίλαος συνήθιζε να πηγαίνει στο ∆ημοτικό Θέατρο του Πειραιά για ν’ ακούσει την Μπέμπα ∆όξα, πρώτη σουμπρέτα της εποχής, να τραγουδάει τις οπερέτες του Θεόφραστου Σακελαρίδη. Την οπερέτα «Ο Βαπτιστικός» ήξερε να την τραγουδάει ολόκληρη. Είχε ωραία, καθαρή, λυρική φωνή. Προτού παντρευτεί την Ευπλοία, είχε γίνει μέλος της «Παμπειραϊκής» χορωδίας. Τραγουδούσε καντάδες επτανησιακές και παλιά δυτικοευρωπαϊκά ερωτικά σουξέ. ∆εν χόρευε ποτέ χασάπικους και ζεϊμπέκικους χορούς. Ταγκό, φοξ-αγγλέ, φοξ-τροτ και βαλς ήταν οι χοροί που χόρευε με την Ευπλοία τις απόκριες. Τότε που η Αμαλία παντρεύτηκε το φίλο του τον Ξάνθο και τους καλούσαν στο σπίτι τους για χορό μεταμφιεσμένων. ∆εχόταν με χαρά κάθε χρόνο την πρόσκλησή τους, γιατί στο σπίτι τους συναντιόντουσαν παλιοί φίλοι, που είχαν να βρεθούν καιρό. Έτσι είχε την ευκαιρία να εξασκηθεί σε νέες χορευτικές φιγούρες στο φοξ-αγγλέ με την Αμαλία, με την οποία παλιά είχαν ερωτικό δεσμό. Ο Ξάνθος ήταν χρόνια

12


Ως το τέλος

ασυρματιστής στα βαπόρια. Όταν παντρεύτηκε την Αμαλία, παιδική φίλη της Ευπλοίας, σταμάτησε το επάγγελμα του ναυτικού. Τα χρήματα που είχε μαζέψει τα έριξε στο εμπόριο. Ήταν γλεντζές και ανοικτόκαρδος άνθρωπος. Πριν ξεμπαρκάρει, στα τελευταία ταξίδια, έφερε από το εξωτερικό το πρώτο πικ-απ στη γειτονιά. Η Αμαλία άνοιγε πάντα το χορό με τον Αγησίλαο. Υποδεχόταν πάντα τους καλεσμένους της με βραδινό φουστάνι, ραμμένο από τη Σόφη, την αδελφή της Ευπλοίας. Την έπαιρνε μεροκάματο στο σπίτι της. Τις πρωινές ώρες, μετά το φαγητό και το χορό, σταματούσε να παίζει το πικ-απ και άρχιζαν να τραγουδούν, καθισμένοι όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Μια κρυστάλλινη πιατέλα καταμεσίς του τραπεζιού, γεμάτη με καθαρισμένα κομμάτια πορτοκαλιού και μήλου συνόδευε τη γεύση του ρετσινάτου κρασιού τους. Ο Αγησίλαος και ο Ξάνθος διάλεγαν το πρώτο τραγούδι. Συνήθως άρχιζαν με ένα ερωτικό τραγούδι της προηγουμένης δεκαετίας: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως το πικρό μου σκοτάδι, και στα δυo σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά, ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά». Το τραγουδιστικό μέρος της βραδιάς χαρακτηριζόταν από σοβαρότητα και ανάλογη ψυχική προδιάθεση. ∆εν επιτρεπόταν στην ομήγυρη να ακούγονται παραφωνίες ή φάλτσες φωνές. Απαράβατος κανόνας, οι φάλτσοι φωνητικά καλεσμένοι, μόλις που σιγοψιθύριζαν, κρατώντας το «τέμπο» του τραγουδιού. «Άντε, Αγησίλαε, ξεκίνα το τραγούδι», έλεγε πάντα κάποια κυρία της παρέας. Είχε το λόγο της, βέβαια, γιατί κάθε χρόνο όλοι περίμεναν την ίδια απάντηση από τον Αγησίλαο: «Έλα ν’ αρχίσουμε μαζί. Στο κουπλέ θα μπουν οι υπόλοιποι». Η παρέα δεν περίμενε να απολαύσει τη ρομαντική ατμόσφαιρα του τραγουδιού του Αγησίλαου, που θα του κρατούσε σεκόντο κάποια κυρία της παρέας. Περίμενε το γέλιο που

13


Τάκης Παπαδογιαννάκης

ξεσπούσε απ’ όλους γύρω από το τραπέζι. Ο Αγησίλαος σταματούσε ξαφνικά να τραγουδάει. Γύριζε προς τη φίλη κυρία συνδαιτυμόνα και κοιτάζοντάς την πονηρά, ενώ εκείνη συνέχιζε δήθεν να τραγουδάει, της έλεγε, εις επήκοον πάντων: «Αγαπητή μου, πολύ ψηλά μου το έπιασες (εννοώντας το τραγούδι) σε παρακαλώ πιάσ’ το μου λίγο παρακάτω». Η Ευπλοία άφησε το ένα παντζούρι του παραθύρου ανοικτό και πήγε προς την κρεβατοκάμαρα. Πλησίασε το κρεβάτι και σκούντησε απαλά τον Αγησίλαο. «Άντε, ξύπνα Χριστιανέ μου, ξημέρωσε, σε περιμένει ο Ξάνθος». Από τη ζέστη της νύχτας ένιωσε δίψα. Μπήκε στην κουζίνα. Πήρε ένα ποτήρι και έβαλε νερό από το μοντέρνο ψυγείο της, μήπως ξεδιψάσει. Άδικος κόπος. Το νερό ζεστό, δεν την ξεδίψασε. Το ξύλινο ψυγείο, αγορασμένο με δόσεις, ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη. Το επάνω μέρος του ήταν ένα τετράγωνο κιβώτιο που έκλεινε με καπάκι και χερούλι μεταλλικό, επενδυμένο όλο με λαμαρίνα. Στην αριστερή πλευρά του κιβωτίου ήταν στερεωμένο ένα τσίγκινο ντεπόζιτο, που το γέμιζε η Ευπλοία με φρέσκο νερό από τη βρύση της αυλής. Κολλητά στο ντεπόζιτο, τοποθετούσε κάθε μέρα μισή κολόνα πάγου, που την τύλιγε με μία πετσέτα για ν’ αργήσει να λιώσει. Μια βρυσούλα μεταλλική ενωνόταν με το ντεπόζιτο. Όσο κρατούσε ο πάγος, το νερό έβγαινε κρύο από τη βρυσούλα. Το κάτω μέρος του ψυγείου, πιο μεγάλο, άνοιγε ξεχωριστά με μεταλλική μπετούγια και χωριζόταν οριζόντια με δύο σχάρες. Η χαμηλή θερμοκρασία που δημιουργούσε ο πάγος, όταν υπήρχε, διατηρούσε φρέσκα τα φαγητά και δροσερά τα φρούτα. Το νερό από το λιωμένο πάγο περνούσε από ένα σωλήνα και μαζευόταν σ’ ένα συρταρωτό ταψάκι. «Ο παγοπώλης θα περάσει το μεσημέρι. Ευτυχώς, δεν είχε περισσέψει φαγητό από βραδύς για να χαλάσει» είπε με τον εαυτό της, η Ευπλοία.

14


Ως το τέλος

Ο Αγησίλαος, καθισμένος στο κρεβάτι, προσπαθούσε να δει την ώρα στο ρολόι του τοίχου. «Τι ώρα είναι;» της είπε αδιάφορα. Εκείνη δεν απάντησε. Συνέχιζε να τον κοιτάει, έτσι μισόγυμνο, και να απορεί πώς είχε φτάσει στο σημείο ένας τόσο όμορφος άνδρας, που κάποτε πέθαινε γι’ αυτόν, να μην της προκαλεί καμιά ερωτική έλξη. ∆εν τον άφησε ούτε να την αγγίξει αυτή τη νύχτα. Γι’ αυτό και σηκώθηκε πιο μπροστά. Για ν’ αποφύγει την πρωινή ερωτική του διέγερση. ∆ύο εκτρώσεις έκανε αυτό το χρόνο με δανεικά λεφτά από τον Ξάνθο. Ούτε να το σκεφθεί για δεύτερο παιδί, με το μεροκάματο που πότε είχε και πότε όχι ο άνδρας της. Ο Αγησίλαος φόρεσε ένα κοντό χακί παντελόνι, μια άσπρη φανέλα και τα πέδιλά του. Άνοιξε το ψυγείο, πήρε το κολατσιό που είχε ετοιμάσει, ένα παγούρι με νερό και γύρισε να τα βάλει στο σάκο του. Η Ευπλοία βγήκε στο χαγιάτι από την πόρτα της κουζίνας. Ακούμπησε τα χέρια της στην κουπαστή. Το δεξί της χέρι άγγιξε τα μικρά φύλλα της κληματαριάς, που τυλίγονταν στην κουπαστή. Έσκυψε λίγο μπροστά. Η αυλή της κυρ- Αριστέας μόλις άρχιζε να βγαίνει από το σκοτάδι. Η κυρ-Αριστέα κατοικούσε εδώ και είκοσι χρόνια με την κόρη της την Ολυμπία στο κάτω διαμέρισμα, που έβλεπε στην αυλή του σπιτιού. Έπαιρνε τη σύνταξη του μακαρίτη του άνδρα της, που δούλευε οδηγός, τραμβαγέρηδες τους έλεγαν, στα τραμ στη γραμμή Πειραιά-Πέραμα. Ο Αγησίλαος βγήκε σε λίγο στο χαγιάτι με το σάκο στον ώμο. Πέρασε ξυστά πίσω από την Ευπλοία. Με τ’ αχαμνά του άγγιξε τα οπίσθιά της. ∆εν είπε τίποτα. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα, άνοιξε την αυλόπορτα και βγήκε. Το ηλεκτρικό φως της κολόνας του δήμου φώτιζε ακόμη το δρόμο. Ξημέρωνε σιγά-σιγά. Έξω στο χαγιάτι, η Ευπλοία πήρε μια βαθιά αναπνοή. Έφθασε στη σκάλα με βήμα αργό, βαριεστημένο, και κάθισε στο πρώτο σκαλί. Το απαλό φως του πρωινού έπεφτε πάνω

15


Τάκης Παπαδογιαννάκης

στις γλάστρες της αυλής με τις πολύχρωμες μπιγκόνιες. Απέναντί της, η μισή αυλόπορτα κρυβόταν από το αγιόκλημα που κάλυπτε και ολόκληρο το μαντρότοιχο και χώριζε την αυλή από το δρόμο. Έκοψε ένα φυλλαράκι από την αρμπαρόριζα δίπλα της και το μύρισε. Της ξέφυγε ένας αναστεναγμός. Ένιωθε κουρασμένη και αγανακτισμένη. ∆έκα χρόνια τώρα δεν είδε μια άσπρη μέρα με τον Αγησίλαο. Χίλιες φορές να είχε παντρευτεί τον Εγγλέζο, στην κατοχή, που την κυνηγούσε και ξημεροβραδιαζόταν για να τη δει απέναντι από το πατρικό της σπίτι, έξω από το σπίτι που έμενε η Βαρβάρα, η συμμαθήτριά της στο ∆ημοτικό σχολείο. Εκείνη τα είχε φτιάξει μ’ έναν Εγγλέζο φίλο του και τα κουτσομπολιά ένα σωρό στη γειτονιά. ∆εν θυμόταν ούτε τ’ όνομά του. Μόνο τα μεγάλα γαλανά μάτια του και τα ίσια κοντά ξανθά μαλλιά του, που γυάλιζαν πασαλειμμένα με μπριγιαντίνη. «Έλα μια φορά μαζί μας. ∆ε θα σε φάει πια» της έλεγε η Βαρβάρα κάθε μεσημέρι πηγαίνοντας για το συσσίτιο που μοίραζαν οι Γερμανοί. Τίποτα αυτή. «Εγώ δεν είμαι για τέτοια. Εγώ πρέπει να είμαι ερωτευμένη μ’ αυτόν που θα πάω. Να μου λείπουν τα σχόλια και τα λόγια της γειτονιάς». Αυτό ήταν δικαιολογία της Ευπλοίας, γιατί κανείς δεν νοιαζόταν για τέτοια σχόλια την εποχή εκείνη. Πείνα και δυστυχία μάστιζε την Αθήνα και τον Πειραιά, εδώ και δύο χρόνια. Κάπου πιο έξω, προς τα Μεσόγεια, μπορούσες να βρεις κανένα ζαρζαβατικό. Το μυαλό της το είχε στον Νώντα, το γιο της Κυράννας, που μένανε στο υπόγειο απέναντί τους. Με το ατομικό δελτίο για τη μερίδα συσσιτίου, σφιχτά στο χέρι για να μην το χάσει, όταν ακούγονταν οι σειρήνες για ενδεχόμενο βομβαρδισμό του Πειραιά από τους Γερμανούς, η Ευπλοία μαζί με τη Βαρβάρα, την Πόπη, τη ∆ιαμάντω από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς κι άλλες κοπέλες, έτρεχαν, αγκομαχώντας όλες τους, στη λιθόστρωτη ανηφό-

16


Ως το τέλος

ρα της οδού Γεωργίου του Α΄. Έπρεπε να προλάβουν να κρυφτούν στα καταφύγια, που ήταν σκαμμένα αριστερά στο τέρμα του δρόμου, ψηλά στην κορυφή του λόφου. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον Αγησίλαο. Ήταν ζευγάρι τότε με τη φίλη τους, την Αμαλία. Την εντυπωσίασε η ομορφιά του. Είκοσι δύο χρόνων και κάτι τότε, αστράτευτος και τυχερός. Γεννημένος το 1920, δεν είχε κληθεί στο στράτευμα η κλάση του όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος του 1940. Η Ευπλοία με τη Βαρβάρα κατάλαβαν ότι ήταν ευκαιρία να γνωρίσουν τον Αγησίλαο. Η Βαρβάρα της πρότεινε να κάνουν τις φοβισμένες και να ζητήσουν τη βοήθειά του. Όλες μαζί πλησίασαν τον Αγησίλαο, που τραβούσε την Αμαλία από το χέρι για να μπουν στο καταφύγιο. «Τι θα γίνει, Αμαλία, θα μας βοηθήσει κι εμάς ο φίλος σου να μπούμε ή θα μας αφήσει να σκοτωθούμε όλες υπέρ πατρίδος;». Ο Αγησίλαος ανοίγοντας χώρο με το σώμα και τα χέρια του κατάφερε να περάσει τις κοπέλες στο καταφύγιο. Γύρισε και κοίταξε την Ευπλοία στα μάτια. Κατάλαβε ότι φοβόταν. Χωρίς να τον αντιληφθούν οι άλλοι, της έπιασε σφιχτά το χέρι. Εκείνη δεν αντέδρασε. Μόνο όταν έληξε ο συναγερμός άφησαν τα χέρια τους. Η πρώτη συνάντηση της Ευπλοίας με τον Αγησίλαο στο καταφύγιο ήταν η τελευταία για την Αμαλία μαζί του. Η Ευπλοία και οι φίλες της γνώριζαν ότι η Αμαλία ήταν ερωτευμένη με τον Αγησίλαο. Τα είχε φτιάξει μαζί του από τα δεκαέξι της. Η Αμαλία ήταν η πιο όμορφη από όλες. Οι Εγγλέζοι στην κατοχή την έβλεπαν κι έλιωναν. Εκείνη απέφευγε να τους γνωρίσει τον Αγησίλαο, αν και τις περισσότερες φορές, για να βγει ραντεβού μαζί του, ζητούσε από τη Βαρβάρα να την καλύψει. Ο πατέρας της Αμαλίας ήταν άνεργος. Η μάνα της συντηρούσε την οικογένεια. ∆ούλευε υπηρέτρια στο σπίτι κάποιου πλούσιου απόμαχου καπετάνιου στη Φρεαττύδα. Όταν οι γονείς της έμαθαν τους έρωτές της με τον

17


Τάκης Παπαδογιαννάκης

Αγησίλαο, της απαγόρευσαν να τον ξαναδεί. Η μάνα της την είχε κλείσει για βδομάδες στο σπίτι. Εκείνη πηδούσε από το παράθυρο για να συναντήσει κρυφά τον Αγησίλαο. Σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής, ο απόμαχος καπετάνιος πρόσφερε τ’ αναγκαία για να επιβιώσει η οικογένειά της. Στο σπίτι του, μέσα στην πείνα και τη δυστυχία των χρόνων εκείνων, γνώρισε τον Ξάνθο. Επειτα από καιρό, όταν αρραβωνιάστηκαν, έμαθε ότι ήταν παιδικός φίλος του Αγησίλαου. Ο Ξάνθος προπολεμικά δούλευε για πολλά χρόνια, ως ασυρματιστής, στο πλοίο του καπετάνιου. Είχαν χρόνια φιλικές σχέσεις. Όταν συνάντησε την Αμαλία στο σπίτι του, έβαλε την καπετάνισσα να του κάνει προξενιό με την Αμαλία. Προκειμένου να σώσει την οικογένειά της από τη φτώχεια, η Αμαλία έδεσε την καρδιά της κόμπο και παντρεύτηκε τον Ξάνθο. Εκείνος, κοσμογυρισμένος ναυτικός, με προοδευτικές ιδέες, ξεπέρασε πολύ γρήγορα το γεγονός της παλιάς σχέσης της με τον Αγησίλαο και διατήρησε την παιδική φιλία τους. Ήταν άσχημος, αλλά φτασμένος μαγαζάτορας στη γειτονιά. Η Ευπλοία δεν θυμήθηκε μόνο την ημέρα που γνώρισε τον Αγησίλαο. Θυμήθηκε και το ραντεβού με τον εφηβικό έρωτά της, τον Νώντα, το γιο της Κυράννας, στο αλσύλλιο, πίσω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία. Αναστέναξε και τα έβαλε με τη μάνα της, την Ευανθία. Ούτε ν’ακούσει δεν ήθελε τότε για το Νώντα και τη γειτόνισσά της, την Κυράννα, σεσημασμένοι κουμουνιστές. «Αν τον ξαναχαιρετήσεις στο δρόμο θα σε κλειδώσω στο πίσω δωμάτιο μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος», της έλεγε. Η Ευπλοία όμως με τις πλάτες της Βαρβάρας πάντα κατόρθωνε να βλέπει το Νώντα μέχρι την καταραμένη μέρα που συνάντησε τον Αγησίλαο στα καταφύγια. Ο Νώντας και η Ευπλοία, καθισμένοι σ’ ένα βράχο έτρωγαν σκέτο ψωμί, «κουραμάνα» την έλεγαν. Ο Νώντας, μικρότερος γιος της Κυράννας, αραιά και πού δούλευε εργάτης στις γερμανικές αποθήκες τροφίμων και πάντα εξοικονομούσε καμιά κουραμάνα. Μεσημέριαζε, όταν ξαφνικά

18


Ως το τέλος

βομβαρδιστικά αεροπλάνα φάνηκαν στο συννεφιασμένο ουρανό του Πειραιά και άρχισαν έναν τρομακτικό βομβαρδισμό. Έτρεξαν με την ψυχή στο στόμα να χωθούν στο καταφύγιο που βρισκόταν δίπλα στη δεξαμενή νερού. Εκεί είχαν μαζευτεί όλοι οι γείτονες και οι συγγενείς τους. Ήταν οι τυχεροί Πειραιώτες, που βρίσκονταν τέτοια ώρα κοντά στα καταφύγια του λόφου. Θα είχαν περάσει περισσότερο από δύο ώρες, όταν σταμάτησε o βομβαρδισμός. Βγήκαν από το καταφύγιο και κατηφόρισαν προς την οδό Ναυάρχου Μπίττι. Είδαν άνδρες και αλαφιασμένες γυναίκες με παιδιά στα χέρια να τρέχουν στους γύρω δρόμους να βρουν τους δικούς τους. Άλλοι έψαχναν κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους, μήπως βρουν καταπλακωμένους συγγενείς τους που ανέπνεαν ακόμη. Έτρεχαν και αυτοί προς το κέντρο της πόλης. Στην Πλατεία Κοραή είχε μαζευτεί κόσμος. Οι περισσότεροι έκλαιγαν γοερά. Άκουσαν ότι γκρεμίσθηκε από τις βόμβες το κτίριο της Ηλεκτρικής Εταιρείας και ότι στο υπόγειο του κτιρίου βρίσκονταν όλες οι μαθήτριες και οι δασκάλες της ∆ημοτικής Οικοκυρικής Σχολής. ∆εν σώθηκε καμία. Γύρω τους καπνοί και γκρεμισμένα σπίτια. Συμμαχικά βομβαρδιστικά είχαν αδειάσει τα φορτία τους πάνω στις όμορφες λαϊκές γειτονιές, γύρω από το λιμάνι του Πειραιά. Τα Καμίνια, το Χατζηκυριάκειο και η περιοχή του Βρυώνη έγιναν στάχτη. Η Ευπλοία έκλαιγε με λυγμούς και πιασμένοι χέρι-χέρι με το Νώντα πήραν την ανηφόρα της οδού Γεωργίου του Α΄ με προορισμό τα σπίτια τους. Ο Πειραιάς θα μετρούσε δεκαετίες για να κλείσει τις πληγές του. Ήταν απομεσήμερο της 11ης Ιανουαρίου 1944. ∆εν είχε τελειώσει ο πόλεμος όταν η Ευπλοία γνώρισε τον Αγησίλαο. Το πείσμα της να τον πάρει από την Αμαλία. Τον παντρεύτηκε και χαράμισε τη ζωή της. Η φίλη της η Βαρβάρα είχε καλύτερη τύχη. Το έσκασε με τον Εγγλέζο, την ημέρα

19


Τάκης Παπαδογιαννάκης

που έφευγαν οι Εγγλέζοι οριστικά από την Αθήνα. Έφυγε, βέβαια, και η οικογένειά της, ντροπιασμένη, από τη γειτονιά. Μα και τι μ’ αυτό. Σε λίγο καιρό ξεχάστηκαν όλα, και τα σχόλια και τα κουτσομπολιά της γειτονιάς. Και όπως έμαθε, πριν μερικά χρόνια, όταν συνάντησε τυχαία στο τρένο την αδελφή της Βαρβάρας, την Πόπη, σκάρωσε και δύο κόρες του Εγγλέζου και περνούσε ζωή χαρισάμενη στα εξωτερικά. Είχε ξημερώσει πια. Οι πρώτες ηλιαχτίδες έπεφταν στις πάνω άκρες των παραθύρων της. Με βαριά καρδιά, η Ευπλοία σηκώθηκε από το σκαλοπάτι με κατεύθυνση την κουζίνα της. ∆εξιά με την άκρη του ματιού της είδε την κυρ-Αριστέα κάτω στην αυλή με ανασηκωμένη την ασπρόμαυρη ρόμπα της, να καλεί με δυνατή φωνή την κόρη της: «Ολυμπία, τώρα που θα βγαίνεις, φέρε μου το λάστιχο», εννοώντας το λαστιχένιο σωλήνα, «να ρίξω λίγο νερό στην αυλή, θα καούμε πάλι σήμερα. Αυτό το καλοκαίρι να πάει και να μην έλθει πια». «Καλημέρα, κυρ-Αριστέα», της φώναξε η Ευπλοία από το χαγιάτι. «Καλημέρα και σε σένα. Η ζέστη με σήκωσε από τα χαράματα. Άκουσα τον Αγησίλαο να φεύγει». Η Ολυμπία φάνηκε στην αυλή με το σωλήνα του νερού στο ένα χέρι και την τσάντα περιπάτου στο άλλο. Ντυμένη με φόρεμα εξόδου, έτοιμη να φύγει για τη δουλειά της. Τον περασμένο χρόνο, που τελείωσε την ογδόη τάξη του Γυμνασίου της Καστέλλας, γράφτηκε σε μια σχολή και έμαθε γραφομηχανή. Ο νονός της, που τη μεγάλωσε μετά το θάνατο του πατέρα της, τής βρήκε δουλειά γραμματέως στα κεντρικά γραφεία του νέου υπερωκεανίου «Βασίλισσα Φρειδερίκη» που άρχισε να κάνει εδώ και λίγο καιρό τη γραμμή Ελλάδα-Αμερική. Έπαιρνε καλό μισθό και βοηθούσε πια τη μητέρα της. «∆όξα στον Πανάγαθο» έλεγε η κυρ-Αριστέα και σταυροκοπιόταν όταν η Ολυμπία της έφερνε το βδομαδιάτικο.

20


Ως το τέλος

Η Ευπλοία σκέφθηκε ότι είχε ήδη αργήσει το μαγείρεμα του μεσημεριανού φαγητού. Να βάλει το τσουκάλι στη φωτιά ήταν η πρώτη σκέψη της ημέρας για την καλή νοικοκυρά. Άναψε την γκαζιέρα της και περίμενε να κάψει το νερό για να ζεματίσει το λάχανο. Θα έκανε λαχανοντολμάδες αυγολέμονο, που άρεσαν και στο Στράτο της. Με τη σκέψη ότι δεν ξύπνησε ακόμη ο Στράτος, γύρισε προς τη σάλα και τον είδε να έρχεται προς αυτήν. Χοροπηδώντας και σκοντάφτοντας προσπαθούσε να φορέσει το κοντό παντελόνι του. Είχε από ώρα ξυπνήσει και ερχόταν στην κουζίνα για το πρωινό του. «Πρόσεχε παιδάκι μου, θα σκοτωθείς, γιατί βιάζεσαι;». Ο Στράτος δεν απάντησε, πήρε από το τραπέζι της κουζίνας τις δύο φέτες ψωμιού αλειμμένες με θρεψίνη, που είχε ετοιμάσει η μάνα του και βγαίνοντας στο χαγιάτι της φώναξε: «Φεύγω, πάω στην πλατεία του Προφήτη. Έχουμε φιλικό αγώνα ποδοσφαίρου με τους μεγάλους του Γυμνασίου του Φαίδωνα». Ο Φαίδωνας, μοναχογιός πλούσιας οικογένειας, αν και τρία χρόνια μεγαλύτερος του Στράτου, τον έκανε παρέα, γιατί ένιωθε μαζί του σαν να προστάτευε ένα μικρό αδελφό. Ο ανοιχτός χώρος μπροστά και πλάγια της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία, στην κορυφή του λόφου, είχε μετατραπεί από καιρό σε αυτοσχέδιο γήπεδο ποδοσφαίρου για τα παιδιά. Μαζεύονταν από όλες τις γειτονιές της Καστέλλας. Οι μεγάλοι έπαιζαν ποδόσφαιρο και οι μικροί παρακολουθούσαν τον αγώνα, καθισμένοι στα βραχάκια, ανάμεσα στα καταπράσινα πευκάκια, φυτεμένα γύρω-γύρω από τη δεξαμενή νερού, που είχε κατασκευάσει στην κορυφή του λόφου η ΟΥΛΕΝ1.

1

ΟΥΛΕΝ, η Εταιρεία Υδρεύσεως, όπως λεγόταν τότε η σημερινή ΕΥ∆ΑΠ. 21


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

H

Eυπλοία είχε ετοιμάσει το φαγητό για το μεσημέρι και μέχρι να γυρίσει ο Στράτος από το ποδόσφαιρο και ο Αγησίλαος από το ψάρεμα σκέφτηκε να πεταχτεί μέχρι το σπίτι της μάνας της, για να δει την αδελφή της, τη Σόφη. Σήμερα θα δούλευε στο σπίτι για να τελειώσει κάποια φορέματα που έπρεπε να παραδώσει. Έβγαλε από πάνω της τη ρόμπα που φόραγε για μέσα στο σπίτι και φόρεσε τη φούστα-μπλούζα, που της είχε χαρίσει η αδελφή της. Έβαλε λίγο κόκκινο κραγιόν στα χείλη της και πήρε μια πρόχειρη τσάντα που βρήκε μπροστά της. Βγήκε στο χαγιάτι, κατέβηκε στη σκάλα και γυρίζοντας το βλέμμα της προς τα παράθυρα της κυρ-Αριστέας, είδε την πόρτα της κλειστή. «Θα πήγε στην πρωινή λειτουργία του Προφήτη» σκέφθηκε. Άνοιξε την πόρτα της αυλής και κατηφόρισε το δρόμο. Μέχρι να φτάσει στο πατρικό της σκεπτόταν ότι δεν είχε παρά μερικές δραχμές στην τσάντα της. Έπρεπε να ζητήσει πάλι δανεικά χρήματα από τη Σόφη, για να πληρώσει τα δύο νοίκια που χρωστούσε, συν το τρίτο, που ερχότανε. ∆εν τα έβγαζε πέρα πια με τα χρήματα του Αγησίλαου. Θα συζητούσε λοιπόν μαζί της πώς θα μεθόδευαν τη συζήτηση με τη μάνα τους για να ξαναγυρίσει στο πατρικό τους και να συγκατοικήσουν, όπως παλιά. Τουλάχιστον, δεν θα πλήρωνε νοίκι και στα καθημερινά έξοδα του φαγητού όλο και θα βοηθούσε η Σόφη. Η Σόφη πάντα τη συμπονούσε. ∆ιέφερε στο χαρακτήρα από τη μεγάλη τους την αδελφή, τη Mερόπη. Είχε βγει από 22


Ως το τέλος

το σπίτι μόλις στα δεκατέσσερά της για να μάθει τη ραπτική. Είχε γνωρίσει καλό και μορφωμένο κόσμο στα σπίτια που πήγαιναν για μεροκάματο, μαθητευόμενη εκείνη, με τη δασκάλα της, την κυρία Βούλα Βατικιώτου, η οποία πάντα, εκτός από την κοπτική-ραπτική, της μάθαινε και πώς να συμπεριφέρεται στους πελάτες. Είχε μάθει τρόπους συμπεριφοράς της καλής κοινωνίας. Με ντύσιμο πάντα με την τελευταία λέξη της μόδας, βγαλμένο από τα γαλλικά και ιταλικά φιγουρίνια της κυρίας Βατικιώτου, παρουσιαζόταν σαν κοπέλα ευκατάστατης οικογένειας. Είχε μια αρχοντιά και μια λεπτότητα στην ομιλία της, που την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο όμορφη και ελκυστική. Με τη Μερόπη δεν έμοιαζαν καθόλου. Ούτε στην εμφάνιση ούτε στο χαρακτήρα. Μέσα στο σπίτι τους δεν ζούσαν σαν αδελφές. Μόλις που ανεχόταν η μια την άλλη. Ίσως έφταιγε και η διαφορά της ηλικίας τους. Στα σαράντα της, η Μερόπη είχε αρχίσει να χάνει τη νεανική φρεσκάδα της. Έβλεπε τη μικρή, στα είκοσι πέντε της, να λάμπει από ομορφιά. Έτσι, η ζήλια ξεπερνούσε την αδελφική αγάπη που έπρεπε να τις ενώνει. H αλήθεια είναι ότι, μετά το θάνατο του πατέρα τους, όλες οι ευθύνες για την επιβίωσή τους είχαν πέσει στη Μερόπη. Όλοι ήξεραν ότι ήταν πανέξυπνη και έπαιρνε τα γράμματα στο σχολείο. Οι δάσκαλοι έλεγαν τα καλύτερα λόγια γι’ αυτήν. Συμβούλευαν κατ’ επανάληψη την Ευανθία, τη μάνα τους, να την αφήσει να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Έπρεπε όμως κάποιος να βγει στη δουλειά, για να συνεισφέρει στη σύνταξη της μητέρας τους. Η Μερόπη από το πεπρωμένο της οδηγήθηκε στο μεροκάματο. Βρήκε δουλειά στην «ΚΟΠΗ», στο εργοστάσιο που έραβαν τα στρατιωτικά ρούχα στο Κερατσίνι, και έτσι έμπαινε ένα μηνιαίο σταθερό εισόδημα στο σπίτι. Τα χρήματα τα διαχειριζόταν η Ευανθία, σύμφωνα με τις ανάγκες του σπιτιού και ό,τι περίσσευε, αν περίσσευε, το φύλαγε για τα προικιά, όποια θα παντρευόταν πρώτη. Οι σχέσεις της Μερόπης με τους άνδρες ήταν πάντα προβληματικές και χωρίς αίσιον τέλος. Ένας εφηβικός της έρωτας με 23


Τάκης Παπαδογιαννάκης

τον παιδικό τους φίλο και γείτονα τον Αργύρη είχε λήξει άδοξα. Ο όμορφος Αργύρης εξαφανίστηκε στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου και από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Από τον αδελφό του το Σίμο μάθαινε ότι ήταν καλά και είχε γίνει Ευρωπαίος πια. Τα θλιβερά χρόνια της κατοχής, η μιζέρια και η ανασφάλεια που πέρασαν, την είχαν κάνει δύστροπη και επιθετική με τους δικούς της. Οι κακές σχέσεις με τη Μερόπη είχαν αναγκάσει την Ευπλοία να πείσει τον Αγησίλαο να νοικιάσουν σπίτι και να φύγουν από το πατρικό της. Η καθημερινή τους συμβίωση είχε γίνει αφόρητη. Βλέποντας η Μερόπη τον Αγησίλαο να γυρίζει σπίτι και να πέφτει για ύπνο με την Ευπλοία στο δωμάτιο που τους είχε παραχωρήσει η μάνα τους γινόταν εχθρική και προσβλητική. ∆εν αντάλλαζαν ποτέ κουβέντες παρά μόνο τις πιο απαραίτητες. Ο Αγησίλαος είχε πολλές φορές πει στην Ευπλοία: «Ευπλοία, αν η αδελφή σου δεν παντρευτεί, σ’ ένα-δυο χρόνια θα καταλήξει στο ∆αφνί, το νοσοκομείο έξω από την Αθήνα για τους ψυχοπαθείς. Καλύτερα να φύγουμε από εδώ». Από μακριά η Ευπλοία είδε τη μάνα της ακουμπισμένη στο πεζούλι δίπλα στην εξώπορτα του σπιτιού τους να κουβεντιάζει με τη φίλη και γειτόνισσά της, την Ελένη. Εκεί, στο πεζούλι που χώριζε σαν μεσοτοιχία τα σπίτια τους, ανάμεσα σε δύο μεγάλες γλάστρες, η Ευανθία και η Ελένη έδιναν τα ραντεβού τους. Κάθονταν στο κενό ανάμεσα στις γλάστρες με τις τριανταφυλλιές που τις πότιζαν πότε η μια και πότε η άλλη. Απολάμβαναν τα απομεσήμερα, κυρίως τις Κυριακές, που περίσσευε χρόνος. Κάποιες φορές οι μεσόκοπες φίλες φορούσαν τα κυριακάτικα φορέματά τους, στολίζονταν και πήγαιναν στους θερινούς κινηματογράφους. Πότε στο «ΑΕΛΛΩ» και πότε στην «ΑΝΕΣΗ», ανάλογα με την ταινία. Τις περισσότερες φορές πλήρωνε η Ελένη, αφού επίτηδες προπορευόταν στο ταμείο, γνωρίζοντας το οικονομικό πρόβλημα της φίλης της.

24


Ως το τέλος

Στη γειτονιά όλοι γνώριζαν ότι η Ελένη είχε χρήματα. ∆εν της έλειπε τίποτα και με όσα της περίσσευαν βοηθούσε τις φίλες της. Ο γιος της, ο Λώλης, είχε φύγει χρόνια τώρα από το σπίτι, πριν από την κατοχή. Στη γειτονιά συζητούσαν ότι είχε πιάσει πολλά χρήματα από τις επιχειρήσεις που είχε ανοίξει στην Τρούμπα, κάτω στο λιμάνι του Πειραιά. Τι είδους επιχειρήσεις κανείς δεν ήξερε. «Την άλλη φορά η σειρά σου Ευανθία μου, που θα φέρει η ‘‘ΑΝΕΣΗ’’ το ‘‘Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα’’ με την Μπριζίτ Μπαρντό, αυτό που χάσαμε να δούμε το χειμώνα». Το ίδιο γινόταν κάθε φορά, γιατί και οι δύο τους ήξεραν καλά, χρόνια τώρα, πως τις ώρες που έβλεπαν κινηματογράφο, ξέφευγαν από τα βάσανα και τις έγνοιες της καθημερινότητας. «Καλώς το κορίτσι μας. Μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε», είπε η Ελένη φιλώντας την. «Φέρε το σίδερο να πατήσει, Ελένη μου. Επιτέλους, θυμήθηκε ότι έχει μάνα», είπε η Ευανθία με παράπονο. «Έλα βρε μάνα, αφού ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ»! Είπε η Ευπλοία και την αγκάλιασε με τρυφερότητα. Κάθισαν και οι τρεις στο πεζούλι. «Έχεις χαιρετίσματα και φιλιά από το Λώλη μου. Πάντα ρωτάει για σένα: Με ξέχασε η Ευπλοία» μού λέει συνεχώς. «Εμ, της έμεινε και μυαλό, Ελένη μου, με δαύτον που παντρεύτηκε; ∆εν μ’ άκουγε τη δύστυχη που της είχα φάει το κεφάλι να πάρει το Λώλη σου. Τίποτα αυτή. Τον Αγησίλαο, ψωμί και ελιά. Μην της τον πάρει η φίλη της η Αμαλία, που τον αγαπούσε. Τρώγε τώρα ψωμί και ελιές μονάχα, να δούμε, αν σου αρέσει. Η Αμαλία όμως καλοπερνάει με τον Ξάνθο». Η Ευπλοία δεν έβγαλε κουβέντα από το στόμα της για τα λεγόμενα της μάνας της. Σηκώθηκε, έκοψε ένα μπουμπουκάκι από την τριανταφυλλιά δίπλα της και το μύρισε. Γύρισε στην Ελένη και είπε: «Και τους δικούς μου χαιρετισμούς κυρα-Λένη. Ο Λώλης το ξέρει ότι τον σκέπτομαι, έστω και αν δεν τον βλέπω πια».

25


Τάκης Παπαδογιαννάκης

Άνοιξε την ξύλινη εξώπορτα του πατρικού της και μπήκε στην αυλή. Η μυρωδιά του γιασεμιού τής άλλαξε τη διάθεση. Ένιωσε πως ξαναβρέθηκε στο δικό της χώρο, εκεί που μεγάλωσε, εκεί που ονειρεύτηκε ξύπνια για πρώτη φορά. H αυλή τους, στρωμένη με μεγάλα άσπρα και κόκκινα πλακάκια, διέσχιζε κατά μήκος το σπίτι και έφθανε μέχρι τη φιδωτή σιδερένια σκάλα, που ανέβαζε στην ταράτσα. Τα δωμάτια συνεχόμενα δεξιά και αριστερά με δίφυλλα παράθυρα έβλεπαν στην αυλή. Η δεξιά πλευρά των δωματίων είχε οροφή φτιαγμένη με κεραμίδια. Ένα λούκι στο τελείωμά τους μάζευε το νερό της βροχής και το άδειαζε στο δρόμο έξω από το σπίτι. Η αριστερή πλευρά είχε για οροφή ταράτσα πλακόστρωτη και έφθανες εκεί από τη σιδερένια στριφτή σκάλα. Τρία πεζούλια ενωμένα με ξύλινα χοντρά κάγκελα σχημάτιζαν ένα μεγάλο μπαλκόνι, που έβλεπε πάνω από την αυλή. Η Ευανθία στα πεζούλια και στα κάγκελα της ταράτσας είχε στήσει τους κρεμαστούς κήπους της. Κάθε εποχή οι ορτανσίες και τ’ αγιοδημητριάτικα εναλλάσσονταν από τα ζουμπούλια και τις γαριφαλιές. Η ταράτσα έβλεπε από αριστερά ένα κομμάτι του λιμανιού του Πειραιά, ενώ ίσια μπροστά ξεδιπλωνόταν ένα μέρος του Πειραιά και ολόκληρη η Αθήνα. Νωρίς τα πρωινά, όταν δεν είχε συννεφιά, το καταγάλανο χρώμα τ’ ουρανού, μακριά στον ορίζοντα, άγγιζε και χρωμάτιζε αχνά το λόφο του Λυκαβηττού και λίγο δεξιά την Ακρόπολη. Το γιασεμί φυτεμένο στο χώμα πριν από δεκαπέντε χρόνια, δίπλα στη βρύση της αυλής, είχε φθάσει μέχρι τα κάγκελα της ταράτσας. Σκέπαζε τη μισή αυλή και άπλωνε τη σκιά του τις ηλιόλουστες μέρες του χρόνου. Από εκεί μπορούσες να αισθανθείς τις μυρωδιές που ανέβαιναν από τις γλάστρες, αλλά και να παρακολουθήσεις τα δρώμενα κάτω στην αυλή, χωρίς να σε δουν. Η Ευανθία είχε νοικιάσει στη Χριστίνα πριν από αρκετά χρόνια, τα δύο πρώτα δωμάτια του σπιτιού της με παράθυρα στο δρόμο. Η Χριστίνα είχε έλθει από το Γύθειο για να δουλέψει στον Πειραιά. Είχαν γνωρισθεί στο σπίτι της Ελέ-

26


Ως το τέλος

νης. Όταν έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο σοκολατοποιίας «ΙΟΝ», στο Νέο Φάληρο, έμεινε για λίγο καιρό με την Ελένη και μετά νοίκιασε τα δωμάτια της Ευανθίας. Τον πρώτο καιρό έμενε με τον ανιψιό της, το Νικόλα. Ο Νικόλας μπάρκαρε ναύτης στα φορτηγά, μόλις απολύθηκε από το στρατό. Ερχόταν κατά περιόδους να μείνει με τη θεία του, μέχρι να ξαναμπαρκάρει και να εξαφανισθεί στα πέρατα της γης. Η Ευπλοία κοντοστάθηκε δίπλα στη βρύση της αυλής. Έσκυψε και γέμισε τη χούφτα της με φρέσκα γιασεμιά, που μόλις είχαν πέσει από το δέντρο και είχαν μαζευτεί γύρω από τις γλάστρες. Την ώρα που τα μύριζε, η πόρτα του δωματίου της Χριστίνας άνοιξε και βγήκε ο Νικόλας μ’ ένα ποτήρι μπίρα στο χέρι. «Ω, την ωραία Ευπλοία μας! Ποιο αεράκι σε φέρνει στα λημέρια μας;». Η Ευπλοία ήξερε, από τον πρώτο καιρό που ο Νικόλας ήλθε να μείνει με τη θεία του, ότι τα είχε φτιάξει με τη μικρή της αδελφή. Στην αρχή το είχε δει με καλό μάτι, μετά όμως από ένα χρόνο απουσίας του Νικόλα στα γκαζάδικα και χωρίς να δίνει διέξοδο στη σχέση τους με τη Σόφη, άλλαξε γνώμη. Την είχε παρακαλέσει πολλές φορές να τον ξεχάσει και να κοιτάξει να φτιάξει τη ζωή της μ’ έναν άνδρα που θα μπορούσε να της προσφέρει μια ζωή διαφορετική από εκείνη που ζήσανε μικρές, μέσα στην ορφάνια και τη δυστυχία της κατοχής. Αν και η Σόφη ήταν πολύ μικρή για να τα θυμάται. «Ρωτούσα για σένα τη μάνα σου τι έγινες και χάθηκες και απάντηση δεν έπαιρνα. Ήθελα να μιλήσουμε για κάτι δικό μου, που μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις» είπε ο Νικόλας. Χαμήλωσε τα μάτια του και αμήχανα με το δεξί του χέρι άγγιξε το άσπρο τριαντάφυλλο που εξείχε από το πεζούλι του παραθύρου. Χωρίς να κοιτάζει, προσπάθησε να το κόψει για να της το προσφέρει. Αγκυλώθηκε από τα αγκάθια του και τράβηξε απότομα το χέρι του.

27


Τάκης Παπαδογιαννάκης

«Μα, δεν μπορώ να προσφέρω ούτε ένα λουλούδι σε μια ωραία γυναίκα» είπε με παράπονο. «Πάρε από μένα, λοιπόν, μερικά γιασεμιά». «Σ’ ακούω, αλλά γρήγορα, γιατί ψάχνω την αδελφή μου τη Σόφη», είπε η Ευπλοία, κοιτάζοντας στο βάθος της αυλής. «Μα γι’ αυτήν θέλω να σου μιλήσω. Σε παρακαλώ, Ευπλοία, θέλω να με βοηθήσεις. Πες της καμιά καλή κουβέντα. Όλοι το ξέρουν πόσο την αγαπάω. Μόνο με τη σκέψη της περνάει ο καιρός στα ταξίδια μου. Είναι τρεις μήνες που έχουμε διακόψει κάθε επικοινωνία και μου φαίνονται αιώνες. Φεύγω μεθαύριο. Μίλησα στη θεία μου να τη ζητήσω. Να δώσουμε ένα λόγο και μόλις γυρίσω και γίνει ο γάμος της αδελφής μου στο Γύθειο, να ετοιμασθούμε και εμείς». «Αχ, βρε Νικόλα, εγώ σε καταλαβαίνω καλύτερα από κάθε άλλονε. Η ζωή που ζούμε δεν σε καταλαβαίνει. ∆ες εμένα, είμαι μεγαλύτερή σου. Αγάπησα πιο μπροστά, πείσμωσα με τη ζωή, πέτυχα αυτό που ήθελα. Τα βρήκα με τον έρωτα και πού κατέληξα μετά από δέκα χρόνια. Να έχει φύγει για πάντα από δίπλα μου. Γιατί, αγόρι μου, κατάλαβα ότι όταν ο έρωτας και το πάθος για τον άνθρωπο που διαλέγεις γίνουν συνήθεια συμβίωσης και άγχος επιβίωσης, δεν σου προσφέρουν τον επιούσιον, ούτε σου γεμίζουν τη ζωή με αυτά που χρειάζεσαι». «Μα γιατί Ευπλοία, αφού το νιώθω, η Σόφη μ’ αγαπάει». «Και πώς θα ζήσετε, Νικόλα, μόνο με την αγάπη και το μεροκάματο της Σόφης; Έτσι και κάτσεις έξι μήνες ξέμπαρκος, όπως την άλλη φορά, θα πεινάσετε και εσείς και τα μωρά που θα κάνετε. Ρώτα και μένα». Του έπιασε το μπράτσο και ταρακουνώντας το, του είπε: «Φύγε, Νικόλα, και μη γυρίσεις». Του άφησε το μπράτσο γεμάτο από τ’ άσπρα μικρά γιασεμιά, που κρατούσε στο χέρι της κολλημένα πάνω του. Προχώρησε και ανέβηκε τη στριφτή σιδερένια σκάλα, που οδηγούσε στην ταράτσα.

28


Ως το τέλος

Η Ευανθία, πέρυσι το καλοκαίρι στην άκρη της ταράτσας, με τη βοήθεια του Νικόλα, είχε στήσει ένα ξύλινο δωμάτιο με μόνωση για το κρύο και στην οροφή του είχε ρίξει αδιάβροχο υλικό αλειμμένο με πίσσα. Εκεί η Σόφη έστησε το ατελιέ της. Η ραπτομηχανή ποδός «Ζήμενς», δυο μικρές πολυθρόνες και ένας καναπές με εμπριμέ μαξιλάρια που χρησίμευε και για κανένα μεσημεριάτικο υπνάκο. Ο Νικόλας είχε δουλέψει σκληρά εκείνο το καλοκαίρι για να ευχαριστήσει τη Σόφη. Έκοβε σανίδες, έκτιζε πεζούλια, φύτευε λουλούδια σε γλάστρες. Και όλα αυτά για να καλοπιάσει την Ευανθία. Να δει πόσο δουλευταράς ήταν και σε ποιον θα έδινε την κόρη της. Αισθανόταν ότι έφτιαχνε το δικό τους σπίτι. Ένιωθε γαλήνιος και ευτυχισμένος κάθε φορά που ξεμονάχιαζε τη Σόφη πίσω από το πεζούλι με την άσπρη ορτανσία. Την αγκάλιαζε σφιχτά για κανένα γρήγορο φιλάκι, έχοντας στρέψει το βλέμμα του στη σκάλα, μήπως και ανεβαίνει κανένας. Η Ευπλοία ανέβηκε γρήγορα τη στριφτή σκάλα. Κρατούσε από συνήθεια με το ένα χέρι τη φούστα της, σφιχτά γύρω από το σώμα της, αν και δεν ήταν κανείς κάτω από τη σκάλα. Είδε μισάνοιχτη την πόρτα της παράγκας-ατελιέ, όπως συνήθιζαν όλοι να λένε το δωμάτιο ραπτικής της Σόφης. Άκουσε τραγούδι από ραδιόφωνο και παραξενεύτηκε. «Αγόρασε η μάνα ραδιόφωνο; Και πού βρήκε τα λεφτά; Πάλι δόσεις θα έβαλε», διερωτήθηκε. Η Σόφη όρθια προβάριζε ένα φόρεμα στην ακέφαλη ολόσωμη κούκλα. «Έλα αδελφή και σε ήθελα», είπε η Σόφη καλωσορίζοντάς την. «Μα, όλοι σήμερα εμένα θέλουν; Η μάνα, η κυρα-Λένη δίπλα, ακόμη και ο Νικόλας», αποκρίθηκε η Ευπλοία. «Ο Νικόλας γιατί; Τον είδες πουθενά;». «Ναι, τον είδα στην αυλή την ώρα που ερχόμουν. Ήθελε να μου μιλήσει». «Σου μίλησε για μένα;».

29


Τάκης Παπαδογιαννάκης

«Μόνο για σένα μιλήσαμε, γιατί άλλο θα μιλούσαμε; Του τα είπα έξω από τα δόντια, όπως τα πίστευα για σένα Σόφη μου και το ξέρεις το έκανα από αγάπη για σένα». «Το ξέρω Ευπλοία μου. Έλα, πες μου, τι συζητήσατε»; «Ζήτησε τη βοήθειά μου. Να σου μιλήσω για να τα ξαναβρείτε. Να τον περιμένεις να γυρίσει από το μπάρκο που φεύγει μεθαύριο, να γυρίσει με το καλό, να παντρέψει την αδελφή του στο Γύθειο και μετά η σειρά σου. Φέξε μου και γλίστρησα, που λέει και η μάνα μας». «Ξέρει ότι τον αγαπάω ακόμη, γι’ αυτό επιμένει Ευπλοία». «Μα, του το εξήγησα πολύ καλά ότι με την αγάπη δεν τρέφεται κανείς. Του έφερα παράδειγμα τον εαυτό μου. Του μίλησα σκληρά, αλλά με ειλικρίνεια. Συγγνώμη αδελφή, για το πώς θα αισθανθείς. Αυτή τη στιγμή, όμως, είμαι εδώ για να σου γυρέψω λεφτά. ∆εν είναι η πρώτη φορά που το κάνω μετά το γάμο μου με τον Αγησίλαο. ∆εν θέλω, λοιπόν, να σε δω να περνάς τα ίδια που περνάω εγώ». «Εννοείς ότι θα πρέπει να δουλεύω με τη βελόνα όλη μου τη ζωή, για να συντηρώ την οικογένειά μου;». «Ακριβώς, Σόφη μου. Σφίξε την καρδιά σου, άσε τον καιρό να κυλήσει. Οι έρωτες περνούν και αφήνουν μια γλυκιά ανάμνηση. Καλύτερα η ανάμνηση του έρωτα παρά να καταριέσαι την ώρα που ερωτεύτηκες». «Νομίζεις πως δεν τα σκέπτομαι, Ευπλοία;». «∆ες εμένα, πού είναι ο έρωτας με τον Αγησίλαο; Ήσουν μικρή και δεν θυμάσαι. Ρώτα τη μάνα τι τρέλες έκανα για να τον παντρευτώ. Σκοτώθηκα με τη φίλη μου την Αμαλία, που ήταν και αυτή ερωτευμένη μαζί του. Και τώρα είμαι εδώ και σου ζητάω χρήματα για να πληρώσω τα νοίκια που χρωστάω. Ζωή είναι αυτή που κάνω, Σόφη μου;». «Μα, ο Αγησίλαος προσπαθεί να βρει μόνιμη δουλειά κάπου». «Τώρα τι γίνεται. Μια μέρα μεροκάματο και δέκα τίποτα. Μόνο να περνάει αυτός καλά κοιτάει. Και τα έξοδα τρέχουν. Στον κυρ-Θανάση έχω ένα μήνα να δώσω τη βδομα-

30


Ως το τέλος

διάτικη δόση. Άσε την Ιουλία, από ψέμα σε ψέμα την πάω την άμοιρη. Μαγειρεύω κανένα πολίτικο ντολμαδάκι για να την καλοπιάσω, όταν περνάει από το σπίτι και δεν έχω τα λεφτά της δόσης». «Πόσα λεφτά χρειάζεσαι για τα νοίκια Ευπλοία;». «Σόφη, δεν μπορεί να εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση. ∆εν βγαίνουν καθημερινά έξοδα και νοίκι. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο σπίτι μας. Θέλω να συζητήσουμε πώς θα το πούμε στη μάνα και πώς θα το πάρει η αδελφή μας η Μερόπη. Νισάφι πια! Αδελφές είμαστε, δε σκοτωθήκαμε δα!». «Άσ’ τα αυτά, η αδελφή μας δεν είναι κακός άνθρωπος. Η ζωή την έκανε νευρικιά και την αδίκησε πολύ. Από ατυχία σε ατυχία. Να μην μπορεί να στεριώσει μ’ ένα άνδρα. Αλίμονο πια. Προχθές με ρωτούσε τι κάνεις. Κατά βάθος σ’ έχει αποθυμήσει. ∆εν θα έχει αντίρρηση να γυρίσεις στο πατρικό μας. Άσε που είναι μες στις χαρές. Κάτι τρέχει με το γείτονά μας, το Μάκη. Είναι φίλος με το Νώντα, το γιο της κουμπάρας σου της Κυράννας, που σου βάπτισε το Στράτο. Απ’ αυτόν θα μάθουμε τι καπνό φουμάρει ο λεγάμενος». Η Ευπλοία την κοίταξε με έκπληξη. «∆εν χρειάζεται. Ξέρω εγώ πολύ καλά. Είναι φίλος του Νώντα. Είναι χαρακτηρισμένος αριστερός. Κρίμα την αδελφή μας. Χαμένη θα πάει. Η μάνα το ξέρει αυτό;». «∆εν ξέρω αν έχει μιλήσει με την Κυράννα την κουμπάρα σου. Πάντως, η αδελφή μας ξημεροβραδιάζεται στο σπίτι του. Τώρα πάει και του μαγειρεύει. Έχει φύγει από το πρωί, μεσημέριασε και ακόμη να γυρίσει. Όσο για το όμορφος δεν τον έχω προσέξει, έτσι λέει στη μάνα η κυρα-Μέλπω. Όλα τα κοριτσόπουλα στη γειτονιά, του πετάνε ραβασάκια κάτω από τη πόρτα και τα μαζεύει η κυρα-Μέλπω. ∆ούλευε χρόνια στα καμπαρέ της Τρούμπας. Με μουντζουρωμένα χαρτιά, πού θα βρει δουλειά; Το ΚΚΕ τους δεν μοιράζει λεφτά. Άφραγκοι και οι δυό. Μάκης και Νώντας καπνίζουνε το τσιγάρο μισό-μισό». Η Ευπλοία έδειξε να την ενοχλούν τα σχόλια της Σόφης.

31


Τάκης Παπαδογιαννάκης

«Σε παρακαλώ, μη μιλάς έτσι για το Νώντα. Είμαστε γείτονες. Παίξαμε και μεγαλώσαμε μαζί. Το ξέρεις το πόσο με ήθελε πριν με ξελογιάσει ο προκομμένος μου. Περάσαμε μαζί την πείνα των Γερμανών. Πρώτα έδινε σε μένα να φάω και ό,τι περίσσευε έτρωγε αυτός. Εσύ ήσουνα μικρή. ∆εν έζησες μαζί του να δεις τι έχει τραβήξει από παιδί. Τον άλλον, το Μάκη, δεν τον ξέρω καλά. Ο Αγησίλαος τον ξέρει από τις ανδροπαρέες της γειτονιάς». «Σου άρεσε δηλαδή από τότε. Για φαντάσου να τον παντρευόσουνα! Μια κομμουνίστρια στην οικογένεια. Αλίμονό μας!». Η Ευπλοία ξεροκατάπιε για να μην απαντήσει και νευριάσει την αδελφή της και μάλιστα τώρα που την είχε ανάγκη να της δώσει χρήματα. Ήθελε να της πει την αλήθεια, ότι ο Νώντας ήταν ο πρώτος της έρωτας πριν γνωρίσει τον Αγησίλαο. Ήθελε να της διηγηθεί τι τράβηξε από την Ευανθία, που την κλείδωνε στο σπίτι για να μην τον βλέπει. Ύστερα ο καταραμένος πόλεμος και μετά ο εμφύλιος διέλυσε ανθρώπους και αισθήματα. Η Σόφη άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε 200 δραχμές από το πορτοφόλι της και τις έδωσε στην αδελφή της. «Πάρε Ευπλοία, να πληρώσεις τα νοίκια. Κρατάω 50 δραχμές για ν’ αγοράσω υλικά για τη βδομάδα που έρχεται. Από πρώτη του μήνα μάζεψε τα πράγματά σου και γύρνα στο δωμάτιο δίπλα στη σκάλα. Θα έχεις και τη μικρή κουζίνα, που χωρίζει στα δύο το πλυσταριό. Βάλε το Στράτο να κοιμάται στο δωματιάκι δίπλα στη γιαγιά του. Η μάνα μας τον λατρεύει. Γιαγιά και εγγονός τα βρίσκουν μια χαρά». Η Ευανθία ανέβηκε την σκάλα αγκομαχώντας μ’ ένα ταψί στο χέρι. Το κυριακάτικο κρέας με τις λεμονάτες πατάτες άχνιζαν και μοσχοβόλησε όλη η ταράτσα. «Ορίστε, οι κόρες κάθονται και η μάνα τρέχει, όπως πάντα, για το φαγητό. Έλα κουνήσου, Ευπλοία, στρώσε τραπέζι, ετοίμασε τη σαλάτα, ευκαιρία να φάμε όλες μαζί. Κυριακή σήμερα. Εκτός κι αν σε περιμένουν οι άνδρες σου». 32


Ως το τέλος

«Ο Αγησίλαος έχει πάει για ψάρεμα από τα χαράματα και ο Στράτος παίζει ποδόσφαιρο στην αλάνα πίσω από την εκκλησία του Προφήτη. Μου είπε ότι θα αργήσει, γι’ αυτό πήρε ψωμοτύρι μαζί του. Μανία κι αυτή με το ποδόσφαιρο. Νηστικοί κυριακάτικα, αρκεί να παίξουν ποδόσφαιρο». Η Ευπλοία έφτιαξε φρέσκια σαλάτα. Πηγαίνοντας να κόψει λίγο φρέσκο δυόσμο από τη γλάστρα για τη σαλάτα, είδε την κυρα-Μέλπω στη διπλανή ταράτσα να μαζεύει από το σχοινί τ’ ασπρόρουχά της. «Γεια σου κυρα-Μέλπω. Είδες την αδελφή μου τη Μερόπη στα μέρη σου;». «Εδώ είναι από το πρωί, Ευπλοία μου», της είπε με ύφος που υπονοούσε πολλά. Η Ευανθία με τις κόρες της κάθισαν στο κυριακάτικο τραπέζι στρωμένο έξω στην ταράτσα, στη σκιά που έριχνε το φαρδύ κιόσκι, που προστάτευε την παράγκα από τη βροχή. Η Σόφη άνοιξε τη συζήτηση για την επιστροφή της Ευπλοίας στο πατρικό τους. Η Ευανθία διαφώνησε για μια νέα συγκατοίκηση με το γαμπρό της, τον Αγησίλαο. Σκεπτόταν τα δεινά που θα ξαναπερνούσε από τους καβγάδες του με τη μεγάλη κόρη της, τη Μερόπη. Υποχώρησε, όμως, όταν συλλογίσθηκε ότι θα έχει πάλι κοντά της τον εγγονό της, το Στράτο. «Το μόνο σωστό και ωραίο πράγμα που έκανε στη ζωή του» ο ανεπρόκοπος ο γαμπρός της, όπως συνήθιζε να λέει. Η ώρα πέρασε με φαγοπότι, με φλυαρία και κουτσομπολιό για τα νέα της γειτονιάς, χωρίς να το καταλάβουν. Το ραδιόφωνο ανοιχτό από ώρα, άκουγαν και σιγομουρμούριζαν τα τραγούδια της κυριακάτικης εκπομπής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας: «Ακούτε ελαφρά λαϊκά συγκροτήματα». Η εκπομπή τελείωσε και ο εκφωνητής ανήγγειλε την εκπομπή «Αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού». Με το άκουσμα της εκφωνήτριας, η Σόφη συνειδητοποίησε ότι η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να ετοιμασθεί για το καθιερωμένο ραντεβού της Κυριακής με τον Ηρακλή, τη νέα σχέση της εδώ και τρεις μήνες. «Πω, πω, πέρασε η ώρα και πρέπει να ετοιμαστώ» είπε η 33


Τάκης Παπαδογιαννάκης

Σόφη και κατέβηκε τη σκάλα της ταράτσας, αφήνοντας τη μάνα και την αδελφή της να κουβεντιάζουν ακόμα. «Τι γίνεται μάνα με τον Ηρακλή, θα δούμε καμιά άσπρη μέρα σ’ αυτή την οικογένεια;» είπε η Ευπλοία, αναστενάζοντας. «Ας ελπίζω η δόλια ότι θα έχω την τύχη να δω ένα γαμπρό της προκοπής. Της υποσχέθηκε γάμο μέχρι τα Χριστούγεννα». «Μακάρι μάνα, τουλάχιστον η μικρή να ζήσει καλύτερα. Στρατιωτικός βλέπεις, το κάθε τι το αντιμετωπίζει με λογική σκέψη». «Εκείνο που βλέπω είναι ότι είναι τρελός και παλαβός μαζί της. Ο Θεός να με λυπηθεί να έχει καλό τέλος η σχέση τους». Η Ευπλοία πήρε το μπολ με το υπόλοιπο φαγητό που της είχε ετοιμάσει η μάνα της. Το έβαλε σε μια πρόχειρη τσάντα για ψώνια και ετοιμάσθηκε να φύγει. Φίλησε βιαστικά τη μάνα της. Της είπε χαριτολογώντας ότι από πρώτη του μήνα «ξανασμίγουν τ’ αηδόνια». Η Ευπλοία είδε στην αυλή τη Σόφη να βγαίνει από το δωμάτιο της μάνας τους. Έλαμπε από νιάτα και ομορφιά. Είχε ριγμένο στους ώμους της ένα λεπτό επανωφόρι, φτιαγμένο από τα χέρια της, με το ίδιο ύφασμα του φορέματός της. Σίγουρα ήταν ραμμένο από σχέδιο παρμένο από το τελευταίο φιγουρίνι της κυρίας Βούλας Βατικιώτου, της δασκάλας της. Η Σόφη έκοψε ένα τριανταφυλλάκι από τη γλάστρα και το έβαλε στην άκρη της θήκης της τσάντας της. «Τώρα καημένη μου, να σε δει η μάνα που κόβεις τα τριαντάφυλλα, να δεις τι θα γίνει» είπε η Ευπλοία χαμηλόφωνα στην αδελφή της. Η Σόφη και η Ευπλοία άκουσαν κάποιον να χτυπάει το κρεμαστό σε σχήμα χεριού σιδερένιο μάνταλο της εξώπορτας. Η Σόφη άνοιξε απότομα το γυάλινο παραθυράκι της εξώπορτας για να δει ποιος χτυπάει. Τα κόκκινα χείλη της βρέθηκαν λίγα εκατοστά πιο μακριά από το πηγούνι του Νικόλα. Ταραγμένη, τραβήχτηκε και άνοιξε την πόρτα. Ο

34


Ως το τέλος

Νικόλας πέρασε μέσα λίγο σαστισμένος μπροστά στις δύο αδελφές. Κοίταξε στα μάτια τη Σόφη και ψέλλισε: «Για κυριακάτικη βόλτα ξεκινούν οι αδελφούλες;» αν και έβλεπε ότι το κυριακάτικο ντύσιμο της μιας δεν ταίριαζε με το καθημερινό ντύσιμο της άλλης. «Όχι», απάντησε η Ευπλοία. «Εγώ πηγαίνω να νοικοκυρέψω τους άνδρες μου» και έριξε μια τελευταία ματιά στο πρόσωπο του Νικόλα. Τα μαύρα μάτια του ορθάνοιχτα μπροστά στον ανεκπλήρωτο έρωτά του, τη Σόφη, άρχισαν να μικραίνουν, να μισοκλείνουν αμήχανα και να χάνουν τη λάμψη τους. Η Ευπλοία προσπέρασε και με το χέρι της διόρθωσε απαλά κάτι στα μαλλιά της αδελφής της. Είπε ένα γεια και στους δύο και βγήκε στο δρόμο. Η Ευπλοία από μέσα της μονολογούσε: «Σόφη, είναι η τελευταία σου ευκαιρία να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου, όπως σου ήλθε και όχι όπως θα την ήθελες. Την ευκαιρία ή την αρπάζεις ξαφνικά ή σου φεύγει για πάντα». Παρακάλεσε το Θεό να βοηθήσει τη μικρή αδελφή της να βρει το θάρρος να ξεκαθαρίσει τη στάση της απέναντι στο Νικόλα. Ο Νικόλας έμεινε μόνος του με τη Σόφη στην αυλή, όπως ακριβώς γνωρίστηκαν για πρώτη φορά πριν από δύο χρόνια. Της έπιασε το μπράτσο, όπως και τότε. Το χέρι του γλίστρησε πάνω στο επανωφόρι της. Εκείνη τραβήχτηκε διακριτικά, αλλά παραπατώντας με τις ψηλές γόβες που φορούσε, βρέθηκε σχεδόν κολλημένη επάνω του. Ο Νικόλας ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο και την έσφιξε με πάθος επάνω του. Έτρεμε ολόκληρος από πόθο γι’ αυτήν. «Γιατί Σόφη με περιφρονείς, γιατί;» της ψιθύρισε και ακούμπησε απαλά τα χείλη του στο μάγουλό της. Η Σόφη, αντί να τραβηχτεί, όπως θα έπρεπε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και χωρίς καμιά πρόκληση από μέρους του, άγγιξε με τα χείλη της τα δικά του σ’ ένα φιλί που θα σφράγιζε και τους δύο για πάντα. Ο Νικόλας ένιωσε να φεύγει σ’ άλ-

35


Τάκης Παπαδογιαννάκης

λον κόσμο. Η Σόφη παραδόθηκε με τη θέλησή της, άνευ όρων, στον ερωτικό καημό και το μεράκι που την έπνιγαν όλο αυτό τον καιρό για το Νικόλα. Περίμενε και ονειρευόταν από καιρό αυτή την τελευταία στιγμή του αποχωρισμού τους. Έτσι ακριβώς την ήθελε. Χωρίς πολλά λόγια και χωρίς παράπονα. «Νικόλα, αγάπη μου, δεν πρέπει να κάνουμε κακό ο ένας στον άλλο. ∆εν θα άξιζε στην αγάπη μας. Τελειώσαμε, Νικόλα. Έτσι πρέπει να γίνει». Του χάιδεψε τα χείλη με τις άκρες των δακτύλων της. Άνοιξε την εξώπορτα και με βιαστικά βήματα πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. ∆άκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Έβγαλε το καθρεπτάκι από την τσάντα της. Με το μαντίλι της σκούπισε τα δάκρυά της και με το μικρό δάκτυλό της διόρθωσε τη μαύρη γραμμή δίπλα στα βλέφαρά της. Σε δέκα λεπτά έπρεπε να είναι έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό του Νέου Φαλήρου, όπου την περίμενε ο Ηρακλής. Ο Νικόλας έφυγε την άλλη μέρα και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Έμεινε στον Καναδά με την πρώτη ευκαιρία. Η θεία του, η Χριστίνα, έπειτα από ένα χρόνο πήρε τη σύνταξή της, ξενοίκιασε τα δωμάτια της Ευανθίας και γύρισε στην αδελφή της, στο Γύθειο. Για τη Σόφη, το φιλί που έδωσε στο Νικόλα κάτω από το γιασεμί του πατρικού της σπιτιού, δίπλα στη βρύση της αυλής τους, θα θυμίζει τον έρωτα για τον μόνο άνδρα που αγάπησε πραγματικά. ∆εν θα το ομολογήσει ποτέ σε κανέναν. Η μόνη ανάμνησή της θα είναι το μαντιλάκι που σκούπισε τα δάκρυά της, λερωμένο από τη διόρθωση της μαύρης γραμμής δίπλα στα βλέφαρά της και το καθρεφτάκι της. Τα κράτησε διπλωμένα το ένα μέσα στ’ άλλο, μέσα σε μια βελούδινη μαύρη θήκη, που έραψε. Πάνω στο μαύρο βελούδο κέντησε με κόκκινη της φωτιάς κλωστή δυο καρδιές και ολόγυρά τους σκορπισμένα μικρά κάτασπρα γιασεμιά. Την κράτησε κρυμμένη στο βάθος ενός συρταριού που μόνο αυτή άνοιγε.

36


Ως το τέλος

Ο Ηρακλής φορούσε τη στρατιωτική στολή του και κρατούσε το καπέλο του κάτω από τη μασχάλη. Ακουμπισμένος στο στύλο του υπόστεγου του ηλεκτρικού σταθμού του Νέου Φαλήρου περίμενε τη Σόφη. Ο σιρόκος που φυσούσε στην ακτή ανακάτευε την άμμο της παραλίας με την αλμύρα της θάλασσας. Το μείγμα αλμύρας και άμμου έφθανε μέχρι το πεζούλι με τα κάγκελα που χώριζε τις γραμμές του τρένου από το δρόμο. Η Σόφη φίλησε τον Ηρακλή. Με το ένα χέρι τού χάιδεψε τα μαλλιά και με το άλλο κρατούσε το φόρεμά της, για να μη σηκωθεί από τον αέρα, που φυσούσε. Ο Ηρακλής την έπιασε από τη μέση και κοιτάζοντάς την στα μάτια κατάλαβε ότι είχε κλάψει. «Γιατί είναι κόκκινα τα μάτια σου Σοφάκι;», παρατήρησε. «Με τέτοιο αέρα, Ηρακλή μου, τι θες να είναι; Μπήκε άμμος μέσα», δικαιολογήθηκε, ευτυχώς έγκαιρα. Ο Ηρακλής σταμάτησε ένα ταξί, μπήκαν μέσα με τη Σόφη και τράβηξαν για την Αθήνα. Κατέβηκαν στο Ζάππειο και προχώρησαν με τα πόδια μέχρι την «Αίγλη» του Ζαππείου, το γνωστό σ’ όλους ζαχαροπλαστείο. Ο Ηρακλής καιγόταν από ανυπομονησία να πει τα νέα στην αγαπημένη του. «Σόφη μου, ορίστε το δώρο που είχα υποσχεθεί σε σένα και στον εαυτό μου». Έβγαλε την άδεια του γάμου τους από την τσέπη του σακακιού της στολής και την άφησε στο τραπέζι. ∆άκρυα συγκίνησης κύλησαν στα μάτια της Σόφης, για δεύτερη φορά το ίδιο απόγευμα. Ένα όνειρο ζωής παιγμένο θεατρικά σε δύο πράξεις. Το μισό όνειρο έσβησε για πάντα στην πρώτη πράξη του έργου, αφήνοντας αχνά μαύρα σημάδια στο λερωμένο μαντιλάκι από τα δάκρυά της, που πρόχειρα πέταξε πριν από μια ώρα στην τσάντα της. Το άλλο μισό, άφθαρτο και ολόλευκο, βρισκόταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι, ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Ηρακλή. «∆εύτερο δώρο για μας το διαμέρισμα που έκλεισα στον τελευταίο όροφο της νέας πολυκατοικίας, που κτίσθηκε στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στο Πασαλιμάνι. Τρία δωμά-

37


Τάκης Παπαδογιαννάκης

τια με χολ και λουτροκαμπινέ και δύο μπαλκόνια που βλέπουν όλη την παραλία με τα κοτεράκια και τις ψαρόβαρκες» της είπε ο Ηρακλής με τρυφερότητα Στο άκουσμα της λέξης διαμέρισμα, η Σόφη ένιωσε ένα γλυκό ρίγος να τη διαπερνά. Τα ήξερε αυτά τα νέα πολυτελή διαμερίσματα από τα μεροκάματα ραπτικής, που πήγαινε με τη δασκάλα της. Στον Πειραιά μόλις πριν από δύο ή τρία χρόνια είχε κτισθεί η πρώτη πολυκατοικία που δέσποζε πάνω από τα παλιά διώροφα και τριώροφα της λεωφόρου. Και ενώ ο Ηρακλής συνέχιζε να της περιγράφει το εσωτερικό του διαμερίσματος και να διηγείται πώς θα περνάνε τ’ απογεύματα στα μπαλκόνια τους, πώς θα ρουφούν το καφεδάκι τους, ατενίζοντας τη θάλασσα, εκείνη δεν απαντούσε. Είχε σηκωθεί η αυλαία και είχε αρχίσει να παίζεται η δεύτερη πράξη του ονείρου της, με πρωταγωνίστρια την ίδια. Η Ευπλοία, ανοίγοντας την πόρτα της αυλής, βρήκε τον Αγησίλαο και την κυρ-Αριστέα να κάθονται στο στρογγυλό σιδερένιο τραπεζάκι και να πίνουν τον καφέ τους. ∆ίπλα τους, πάνω στο πήλινο κιούπι, ο Αγησίλαος είχε αφήσει ένα ταψί γεμάτο μ’ ολόφρεσκα ψάρια. Από το ύφος του Αγησίλαου κατάλαβε ότι η ψαριά πήγε καλά αυτή την Κυριακή. «Πού ήσουνα Ευπλοία; Πρώτα γυρίζει ο άνδρας του σπιτιού και μετά η γυναίκα του;» παρατήρησε με μητρική φροντίδα η Αριστέα. «Στη μάνα μου πετάχτηκα, κυρ-Αριστέα. Είχα να τη δω καιρό. Φαγητό έχω ετοιμάσει από το πρωί». «Την επιθυμείς τη μάνα σου πολύ συχνά τελευταία» είπε ο Αγησίλαος με ειρωνικό ύφος. «Για λίγο καιρό ακόμα, Αγησίλαε, θα ξανασμίξουν τ’ αηδόνια» απάντησε η Ευπλοία και ανέβηκε τη σκάλα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Αγησίλαος σηκώθηκε, πήρε το ταψί με τα ψάρια από το κιούπι της αυλής. ∆ιάλεξε έξι-επτά ωραίους κολιούς για τηγάνισμα και τους πρόσφερε στην κυρ-Αριστέα.

38


Ως το τέλος

«Nα είσαι καλά αγόρι μου. Σ’ ευχαριστώ. Θα τους κάνω μαρινάτους, που αρέσουν στην Ολυμπία μου». «Κυρ-Αριστέα, σ’ ευχαριστώ για το καφεδάκι σου». Με το ταψί στο ένα χέρι και το σάκο με τα σύνεργα του ψαρέματος στο άλλο ανέβαινε τη σκάλα. Ο Μήτσος, ο μαύρος γάτος της Αριστέας, παλιός φίλος του Αγησίλαου, μ’ ένα πήδημα βρέθηκε δίπλα στα πόδια του, διεκδικώντας το μερίδιό του. Ήξερε ότι έπρεπε να περιμένει τη σειρά του στην άκρη της σκάλας, όπως κάθε Κυριακή. Περίμενε τον Αγησίλαο με την ουρά του σηκωμένη σαν κεραία. Το χαγιάτι ήταν απαγορευμένη ζώνη γι’ αυτόν από την Ευπλοία. Ο φίλος του βγήκε, τον χάιδεψε στο κεφάλι και του πρόσφερε το απογευματινό του γεύμα στο πιάτο που διατηρούσε καθαρό ο Αγησίλαος. «∆εν γύρισε ακόμη το παιδί από το ποδόσφαιρο», είπε η Ευπλοία. Έτσι, για να πει κάτι. «Θα παίζουνε μπάλα ακόμα με το φίλο του το Φαίδωνα» απάντησε αδιάφορα ο Αγησίλαος. Έκανε το μπάνιο του και αποτραβήχτηκε στη κρεβατοκάμαρά τους. Ο Στράτος με τον ποδοσφαιρικό σάκο στον ώμο ανηφόριζε το λόφο. Έφτασε στο σπίτι του σχεδόν σούρουπο. Η εξώπορτα ξεχασμένη μισάνοιχτη, με φρουρό το Μήτσο, άφηνε το λιγοστό φως της μέρας να μπαίνει ακόμη στην αυλή. Ο Μήτσος, μόλις μυρίστηκε το Στράτο, έφυγε βολίδα να κρυφτεί κάτω από τη σκάλα. ∆εν τα πήγαιναν καλά με το Στράτο, γιατί όταν ο Στράτος είχε τα κέφια του, ενώ ο Μήτσος βαριόταν τα παιχνίδια του, εκείνος επέμενε να τον κάνει ακροβάτη. Του μάθαινε διάφορα ακροβατικά. Τον έβαζε να περπατάει πάνω στο στενό πεζούλι, από την έξω πλευρά του χαγιατιού, με κίνδυνο να πέσει από ψηλά στην αυλή. Ο Στράτος μπήκε από την πόρτα της κουζίνας και είδε τη μάνα του καθισμένη στο τραπέζι να καθαρίζει φασολάκια για τη ∆ευτέρα. «Γεια σου μάνα. Τι κάνεις;» της είπε.

39


Τάκης Παπαδογιαννάκης

«∆εν είναι πολλή ώρα που γύρισα από τη γιαγιά σου. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Ξέρεις πως λεφτά δεν υπάρχουν για το νοίκι. Στη γιαγιά σου θα βολευτούμε. Θα κοιμάσαι στο δωματιάκι δίπλα στο δικό της». «Και μαζί της να κοιμάμαι δεν με πειράζει. Θα είμαι μια χαρά με τη γιαγιά Ευανθία». Η Ευπλοία συνέχισε να καθαρίζει τα φασολάκια της και ο Στράτος αποσύρθηκε στ’ άλλο δωμάτιο. Άρχισε να κοιτάζει το αυριανό πρόγραμμα του σχολείου. Μην μπορώντας να συγκεντρωθεί, έκλεισε τα βιβλία και ξάπλωσε στο ντιβάνι του. Ο Αγησίλαος ξαπλωμένος στο κρεβάτι του είχε ανοίξει το ραδιόφωνο για ν’ ακούσει τις αγαπημένες του κυριακάτικες βραδινές εκπομπές. Πρώτα θ’ άκουγε την εκπομπή με ξένα τραγούδια «Το μουσικό μου λεύκωμα» μ’ εκφωνήτρια την Τώνια Καράλη, που μετέφραζε τους στίχους των τραγουδιών στα ελληνικά, πριν ακουστούν. Αργότερα, περασμένες δέκα, θ’ άκουγε «Το θέατρο της Κυριακής». Άφηνε τον εαυτό του να οδηγηθεί στο όνειρο του έργου, παρασυρμένος από τις μαγευτικές φωνές των ηθοποιών. Η Ευπλοία είχε ένα ανεξήγητο βάρος στη καρδιά, αν και θα έπρεπε να ήταν χαρούμενη με την κυριακάτικη επίσκεψη στο σπίτι της μάνας της. Είχε αποφασισθεί το θέμα της επιστροφής τους στο πατρικό της σπίτι. Βγήκε ν’ ανασάνει στο χαγιάτι. ∆εν άνοιξε συζήτηση στον Αγησίλαο για την απόφασή της να αφήσουν το σπίτι. Μήπως θα έδινε και σημασία στα λεγόμενά της; Εκείνη είχε αναλάβει όλες τις ευθύνες του σπιτιού. Ακούμπησε, όπως συνήθιζε, στην κουπαστή του χαγιατιού και κοίταξε ολόισια το τελευταίο πορτοκαλί φως του ήλιου, που χανόταν πίσω από τη Σαλαμίνα. Ένιωσε για άλλη μια φορά μόνη. Απομεσήμερο Κυριακής. Ίδια θλίψη, ίδια μελαγχολία, ίδιο βάρος στην καρδιά, όπως κι όλα τα προηγούμενα που είχε ζήσει.

40


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η

Μερόπη έμαθε τα νέα της επιστροφής της Ευπλοίας στο πατρικό τους σπίτι από τη μάνα τους. Επέστρεψε στο σπίτι τους αργά το βράδυ, αφού είχε περάσει ολόκληρη τη μέρα στο υπόγειο του Μάκη. Προκειμένου να καλοπιάσει την Ευανθία για την ολοήμερη απουσία της, προσποιήθηκε πως δεν την πειράζει η επιστροφή της Ευπλοίας στο σπίτι τους. «Με το καλό να γυρίσει. Προσωπικά με την αδελφή μου δεν έχω τίποτα. Τον ψωροπερήφανο άνδρα της δεν γουστάρω, που κάνει τον έξυπνο και το μορφωμένο. Πάλι θ’ αρχίσει να μας παρατηρεί γιατί ακούμε λαϊκά συγκροτήματα, λες και μας ήλθε από το Κολωνάκι, άσε που είναι και φασιστόμουτρο. Ούτε την οικογένειά του δεν μπορεί να συντηρήσει». ∆εν απόφυγε όμως το σκόπελο και η Ευανθία πέρασε στην αντεπίθεση. «Γιατί ο λεγάμενος, ο Μάκης, στο υπόγειο της Μέλπως, μήπως ήλθε από το Παρίσι και δεν το ξέρουμε; Χθες ένας αστυνομικός τον γύρευε πάλι για να υπογράψει επιτέλους τη ‘‘∆ήλωση Μετανοίας’’. Αμ δεν ξεχάστηκε η δράση του με τους γιους της Κυράννας στον Εμφύλιο. Βαμμένος ‘‘κόκκινος’’ είναι. Θα καταστρέψεις το γάμο της αδελφής σου με δαύτoν που έμπλεξες. Πώς θα συναντηθούν με τον Ηρακλή της Σόφης; Αυτό το έχεις σκεφθεί;». «Μάνα, σε παρακαλώ, φθάνει πια να τρώγεσαι με το Μάκη! Το καταλαβαίνεις; Με θέλει και τον θέλω, κι αυτό φτάνει. Σε λίγο θ’ ακούσεις και ευχάριστα νέα». 41


Τάκης Παπαδογιαννάκης

«Αν εννοείς ότι θα τον μαζέψεις εδώ να τον ταΐζουμε, ξέχασ’ το. Έχω να νοικοκυρέψω τη μικρή με το στρατιωτικό. Από τον Ηρακλή της μικρής είδα και ένα δώρο, άκουσα κι ένα ευχαριστώ. Ο δικός σου ένα χρόνο τώρα ζει με τα χρήματά σου». «Ατυχία έχει με τις δουλειές του. Περιμένει απάντηση για να πιάσει δουλειά στο εργοστάσιο τσιγάρων ‘‘KEΡΑΝΗΣ’’, δίπλα στις γραμμές του Ηλεκτρικού Σιδηρόδρομου». Η Ευανθία ήξερε πως όλα αυτά ήταν ψέματα της Μερόπης. Ο Μάκης δεν θα έβγαζε ποτέ καθαρό χαρτί κοινωνικών φρονημάτων, για να πιάσει δουλειά σε επιχείρηση. Με την εφημερίδα «Αυγή» στο χέρι, οι χαφιέδες αστυφύλακες του Αστυνομικού Τμήματος της γειτονιάς τον είχαν από καιρό τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί. Μεροκάματο εδώ κι εκεί και ξερό ψωμί θα ήταν μια ζωή. Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στις μεγάλες πόλεις δεν ήταν καλή. Ο καπιταλισμός είχε αναρρώσει από τις καταστροφές του εμφύλιου πολέμου. Είχε μπει σε προγραμματισμένο ρυθμό ανάπτυξης, βοηθούμενος από τα χέρια των εργατών της επαρχίας, που έφθαναν σωρηδόν στην Αθήνα για να δουλέψουν στις οικοδομές και τα γιαπιά. Στην Αθήνα για πρώτη φορά είχε αρχίζει να δημιουργείται μια σημαντική εργατική δύναμη, η οποία ήταν δύσκολο να ελεγχθεί από το μηχανισμό του καπιταλιστικού «παρακράτους». Μια νέα τάξη αγράμματων οικοδόμων της επαρχίας κατεβαίνει σ’ απεργίες και στο πεζοδρόμιο, πλάι στη γενιά νέων ανθρώπων που γεννήθηκαν στην πρωτεύουσα. Φτωχών νέων που διψούν για μάθηση στα πανεπιστήμια. Τα συνθήματα της Ε∆Α που κυριαρχούν στις εργατογειτονιές και στους φτωχομαχαλάδες του Πειραιά είναι «να σπουδάσουν και οι φτωχοί» και «δίκαιοι εργατικοί νόμοι». Όλα αυτά είχαν αρχίσει να προκαλούν την άρχουσα τάξη των μεταπολεμικών δεξιών κυβερνήσεων, όσο καλά και να δούλευε το «παρακράτος».

42


Ως το τέλος

Η Ευανθία βγήκε στην αυλή και μάζεψε τις πετσέτες προσώπου, που είχε απλώσει στο σχοινί. Ερχόταν βροχή. Όταν γύρισε στο δωμάτιο είδε τα μάτια της Μερόπης βουρκωμένα: «Για το καλό σου, παιδί μου, ενδιαφέρομαι. Μάνα σου είμαι, σε νοιάζομαι. Όπως και τις αδελφές σου. Οι δύο μας ξέρουμε ότι, εκτός των άλλων δυσκολιών, είσαι και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, πώς θα τον κρατήσεις κοντά σου; Αυτός το μόνο όπλο που διαθέτει για να κερδίσει κάτι είναι η ομορφιά του, που την πλασάρει, όπου του περνάει». «Ο Μάκης μόνο για μένα έχει μάτια, μου το ’χει πει πολλές φορές και το πιστεύει». «Μακάρι, κορίτσι μου, από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί. Πήγαινε να κοιμηθείς τώρα. Αύριο σε περιμένει δουλειά στο εργοστάσιο». Η Ευανθία χάιδεψε την κόρη της στο κεφάλι. Έσυρε τα δάχτυλά της στο πλάι και κάτω από τα μάτια της, όπως έκανε όταν ήταν μικρή. Της σκούπισε τα δάκρυα, που είχαν αρχίσει να κυλούν στο πρόσωπό της. Ήταν περασμένες δέκα το βράδυ. Ξάπλωσαν μάνα και κόρη στα κρεβάτια τους δίπλα δίπλα και κοιμήθηκαν, χωρίς να δώσουν συνέχεια στη συζήτηση. Ο Μάκης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε ορφανοτροφείο. Στην εφηβεία, είχε μπει, λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς του, στα περισσότερα Ιδρύματα Ασύλων, όσα τον δεχόντουσαν. Ως έφηβος στα Ιδρύματα έζησε την αδικία στο πετσί του. Η ορφάνια, η φτώχεια και η κοινωνική περιφρόνηση τον έκαναν χαρακτήρα ατίθασο, επιθετικό και ασυμβίβαστο. Η φυγή ήταν η μόνιμη εφηβική σκέψη του. Το έσκαγε από τ’ άσυλο για να ξαναγυρίσει σ’ άλλο. Νέος άνδρας πια. Ψηλός, μελαχρινός και προκλητικά όμορφος. Πότε αδύνατος από την ασιτία και πότε καλοθρεμμένος. Κάποιες πλούσιες κυρίες μεγαλύτερές του, που εκτιμούσαν δεόντως την ομορφιά του, αναλάβαιναν να τον θρέφουν. Υλική περιουσία δεν απόκτησε ποτέ. Είχε όμως μια άλλη περιουσία

43


Τάκης Παπαδογιαννάκης

που την κουβαλούσε μαζί του.∆εν ήταν φτιαγμένη από υλικά αγαθά. Μια άυλη πολύτιμη περιουσία. Το πρώτο περιουσιακό του στοιχείο ήταν η προκλητικά ανδροπρεπής ομορφιά του. Πολύτιμο αγαθό για όσο χρόνο θα κρατούσε. Από πολύ μικρός έμαθε να ξοδεύει την ομορφιά του, με το αζημίωτο. Την εκποιούσε αφειδώς σε περιόδους ανεργίας και παντελούς φτώχειας και λάβαινε αναλόγως το αντίτιμο. Μετά τα τριάντα του άρχισε να καταλαβαίνει ότι η προίκα του αυτή δεν θα ήταν άφθαρτη. Μια μέρα θα γερνούσε, όπως τόσοι άλλοι γύρω του. Το δεύτερο όμως περιουσιακό του στοιχείο δεν θα το έχανε και δεν θα το εκποιούσε ποτέ. Του το είχε δωρίσει ο παπα-Κλήμης στ’ Ορφανοτροφείο. Τότε που του μάθαινε να κάνει το σταυρό του και να λέει ψευδά το «Πάτερ ημών». Του το είχε φυτέψει στο κύτταρό του. Και αυτό το κύτταρο δεν μεταλλασσόταν, ούτε καρκινογεννούσε. Ήταν η φωνή της ψυχής, που δεν έχει κύτταρα ή καλύτερα ο αντίλαλος της φωνής του παπα-Κλήμη. Κάθε φορά που περνούσε από το μυαλό του να κλέψει ή να αδικήσει κάποιον, το κύτταρο αυτό αντιδρούσε. Η φωνή του παπα-Κλήμη ερχόταν ασυνείδητα στο μυαλό του, ήρεμη και γαλήνια, να του θυμίζει: «Γεράσιμε, δεν πειράζει που είμαστε φτωχοί. Πρέπει να δουλεύουμε για να κερδίσουμε το ψωμί μας. ∆εν κλέβουμε ποτέ». Χρόνια το άκουγε αυτό, μέχρι που έγινε ένα με το κύτταρό του. Ο Μάκης δεν έκλεψε ποτέ. Γι’ αυτό δεν μπήκε ποτέ φυλακή. Για τη δουλειά του όμως ήθελε την αμοιβή του. Προπαντός αν ήταν να εκποιήσει την ομορφιά του σε δύσκολους καιρούς, σε τιμή ευκαιρίας. Κατά τ’ άλλα, η φωνή του παπαΚλήμη του έδιωχνε τις σκέψεις που έκανε κατά καιρούς για παράνομες πράξεις. Ο Μάκης ήταν ορφανός από γονείς, πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής. ∆εν είχε αδέλφια. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έμενε μόνος του στους φτωχομαχαλάδες στα Λεμονάδικα, στον Άγιο ∆ιονύση. Στην ίδια γειτονιά έμεναν ο Σάββας και ο Νούσης, παιδικοί του φίλοι.

44


Ως το τέλος

Και οι δύο παιδιά εξαθλιωμένων νησιωτών, που το χέρσο χώμα του χωριού τους δεν μπορούσε πια να τους θρέψει. Τους έστειλαν οι γονείς τους να ζήσουν στον Πειραιά σε συγγενικά πρόσωπα, μήπως και μπορέσουν και επιβιώσουν. Έφηβοι πριν από τον πόλεμο των Γερμανών διώχτηκαν από τους συγγενείς και πήραν τη ζωή στα χέρια τους. Γύρω τους απλοί, ταπεινοί και κυρίως κοινωνικά καταφρονημένοι άνθρωποι. ∆ούλευαν φορτοεκφορτωτές στα καΐκια, στην Ιχθυόσκαλα στο Κερατσίνι. Σκληρή δουλειά, μεροδούλι-μεροφάι. Σ’ άλλους καιρούς δούλεψαν στα Καρβουνιάρικα. Αραγμένα τα καΐκια το ένα δίπλα στ’ άλλο. Και οι τρεις ξεφόρτωναν ξυλοκάρβουνα και φρούτα από τα νησιά. Κατά μήκος του λιμανιού από τα Καρβουνιάρικα μέχρι τα Λεμονάδικα, ανάμεσα στα χαμόσπιτα και τα μικρομάγαζα ξετυλιγόταν ο μεταπολεμικός υπόκοσμος του Πειραιά. Ο Μάκης και οι φίλοι του νεαρά χαμίνια στην εφηβεία. Αργότερα όλοι τους μαχαλόμαγκες, επαναστάτες αριστεροί και οπωσδήποτε φακελωμένοι στην Ασφάλεια. Πίστευαν στην από θαύματος ανατροπή της κοινωνικής ανισότητας και αδικίας. Τα χρόνια περνούσαν και η ανατροπή δεν ερχόταν. Η ελπίδα τους και τ’ όνειρο φυγής στη Γερμανία χάνονταν στα μουντζουρωμένα χαρτιά τους στην Ασφάλεια. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, οι τρεις φίλοι, νέοι άνδρες πια, τ’ απόβραδα των Σαββάτων και ολόκληρες τις Κυριακές με την ορμή των νιάτων τους, ξέφευγαν από τη μιζέρια της καθημερινότητας. Τις Κυριακές άφραγκοι πηδούσαν τη μάνδρα του γηπέδου «Καραϊσκάκη» στο Φάληρο για να δουν τζάμπα την ομαδάρα τους, τον Ολυμπιακό. Να δουν το χώμα του γηπέδου, που δεν είχε τότε πράσινο γρασίδι, αλλά ένα χρώμα σαν κάρβουνο.Τα Σάββατα γύρευαν την περιπέτεια, το γλέντι και τον έρωτα στα στενά της Τρούμπας. Η πυρκαγιά του 1917 στο λιμάνι, είχε κάψει τις παράγκες με τα μικρομάγαζα στα καρβουνιάρικα. Με τα χρόνια, σιγά-σιγά, το αλισβερίσι του υπόκοσμου του λιμανιού με-

45


Τάκης Παπαδογιαννάκης

ταφέρθηκε στην Τρούμπα. Αλισβερίσι του αγοραίου έρωτα, του παράνομου τζόγου και των ουσιών στους τεκέδες. Μετά την κατοχή, τα κακόφημα σπίτια, μπορδέλα ή οίκοι ανοχής, κατά το δοκούν, εγκαταστάθηκαν στο τετράγωνο από την Ακτή Μιαούλη και τη Φιλελλήνων μέχρι την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος ∆ιός. Επίκεντρο οι δρόμοι Φίλωνος και Νοταρά. ∆εκάδες πόρτες με κόκκινους λαμπτήρες και δεκάδες Τζένες, Λιάνες, Πίτσες, Κίτσες περίμεναν πελάτες όλη μέρα για να ξεπουλήσουν το Θεό έρωτα. Η Μαριάνθη και η Ρόζα προσέφεραν ιδιαίτερη φροντίδα και περιποίηση σε νεαρούς σαν το Μάκη, το Σάββα και το Νούση. Εκεί, οι τρεις φίλοι, έφηβοι ακόμη, ο ένας μετά τον άλλο, σαν να περνούσαν από Επιτροπή Επιλογής στο Στρατό, γνώρισαν τον έρωτα και τους χυμούς της ηδονής του. Όλα αυτά τα νέα κορίτσια μοιράζονταν τα δωμάτια των παλιών διώροφων σπιτιών που είχαν μείνει όρθια από το βομβαρδισμό του λιμανιού το 1944. Από χρόνια οι ιδιοκτήτες τους τα είχαν πουλήσει ή νοικιάσει σ’ επιχειρηματίες. Αυτοί τα μετέτρεπαν σε μπορδέλα και λέσχες ή σε καμπαρέ, αν είχαν οικονομική άνεση. Αραιά και πού, περιδιαβαίνοντας κάποιος την οδό Φίλωνος, ανάμεσα στα σπίτια του αγοραίου έρωτα, έβλεπε μακρόστενες μισοσκουριασμένες ταμπέλες να γράφουν ανορθόγραφα με λαδομπογιά «εδο μενη ηκογένια». Ήταν καμιά φτωχή οικογένεια, που μπορούσε να αντισταθεί στην ανηθικότητα των καιρών, δίπλα στον υπόκοσμο. Τα καμπαρέ με τα στριπ-τιζ και τα χορευτικά νούμερα ικανοποιούσαν και τα πιο δύσκολα ανδρικά γούστα.Τα μεγαλύτερα και καλύτερα ήταν το «Τζον Μπουλ» και το «Μπλακ Κατ». Ο Μάκης με τους φίλους του πήγαιναν στην Τρούμπα, νωρίς το απόγευμα του Σαββάτου. Για αρχή θα διάλεγαν κάποιο κινηματογράφο για να δουν καουμπόικη ταινία. Προτιμούσαν τα «Ηλύσια» ή το «Φως» στην οδό 2ας Μεραρχίας. Εκείνη την ώρα οι κινηματογράφοι ήταν γεμάτοι με κάθε

46


Ως το τέλος

καρυδιάς καρύδι, ανθρώπους κάθε ηλικίας. Μπράβους που δούλευαν στις πόρτες των καμπαρέ, αβανταδόρους και χασικλήδες. Σκυλόμαγκες, όπως έλεγαν αυτούς που σύχναζαν στα καφωδεία και στα μπουζουξίδικα, έτοιμοι να μπουν στη φυλακή για μια απλή παρεξήγηση ή μια προσβλητική κουβέντα. Οι περισσότεροι στην κωλότσεπη του παντελονιού τους είχαν λάμα, σουγιά ή μαχαίρι για να λύνουν τις διαφορές τους. Συνήθως οι διαφορές τους αφορούσαν πουτάνες, που προστάτευαν με το αζημίωτο, ή την προσβολή της ανδρικής τους τιμής. Οι θαμώνες αυτών των κινηματογράφων για μπαρ της εποχής χρησιμοποιούσαν μια γωνιά του εξώστη. Εκεί κατέφευγαν χασικλήδες για να κάνουν κρυφά το τσιγαριλίκι τους και αλήτες απένταροι και πεινασμένοι για κολατσιό.Οι τελευταίοι έψαχναν ανάμεσα στα καθίσματα να βρουν καμιά πεταμένη, παλιά αθλητική εφημερίδα. Η πιο δημοφιλής ήταν «Το φως των Σπορ». Την τσαλάκωναν και της έβαζαν φωτιά σε μια γωνιά του τοίχου, στον εξώστη. Μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να πάρει είδηση η ταξιθέτρια, γριά απόμαχη πουτάνα, είχαν προλάβει να ψήσουν ή μάλλον να καπνίσουν κανα-δυό κίτρινες ρέγκες. Ο μεζές μοιραζόταν μεταξύ τους μαζί με μπαγιάτικο χθεσινό κουλούρι. Το είχανε αγοράσει φτηνότερα στη γωνία του δρόμου, πριν μπουν στο σινεμά. Μετά την καουμπόικη ταινία στα «Ηλύσια» οι τρεις φίλοι χώριζαν για μερικές ώρες. Ο Μάκης με το Σάββα πήγαιναν να δουν αν το βράδυ τα κορίτσια που γουστάριζαν θα έπαιρναν πελάτες στα πόστα τους. Τις πιο πολλές φορές, γνωστοί και οι τρεις στα μπορδέλα για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις, με μαγκιά και τσαμπουκά, έδιναν εντολή στις πουτάνες που γούσταραν να τους περιμένουν.΄Ηταν οι τελευταίοι πελάτες των πρώτων πρωινών ωρών. Όλοι τους είχαν ελεύθερη είσοδο στα σπίτια της Μαριάνθης και της Ρόζας, οποιαδήποτε ώρα. Μονάχα ο Νούσης γύριζε στο σπίτι του στα Λεμονάδικα. ∆εν τον είχε δει ποτέ κανείς σε κακόφημο σπίτι. Τους έλεγε

47


Τάκης Παπαδογιαννάκης

πως τα είχε φτιάξει με μια νέα χήρα στη Φρεαττύδα. ∆ιηγούνταν στο Μάκη και στο Σάββα ότι ο άνδρας της χήρας δούλευε μηχανικός στα ρυμουλκά. Αυτά που έσερναν από τον προλιμένα τα μεγάλα φορτηγά πλοία για ελλιμενισμό στα ντοκ του λιμανιού. Πνίγηκε το 1949, όταν μπήκαν νερά στο μηχανοστάσιο την ώρα που δούλευε βάρδια. Η πόρτα εξόδου ήταν μπλοκαρισμένη απ’ έξω. Η αποζημίωση που πήρε η χήρα από τη εταιρεία του ρυμουλκού για τον πνιγμό του μακαρίτη και η σύνταξή της έφθαναν να περνούν άνετη ζωή. Ο Νούσης από καιρό προσπαθούσε, με τον τρόπο του, να πείσει τη χήρα να του δώσει χρήματα για ν’ ανοίξει μπαρ στην Τρούμπα. Γύρω στα μεσάνυχτα βρισκόντουσαν στο «γιαχνί σοκάκι» το μικρό στενό δρομάκι, που ξεκινούσε στο πλάι του Αγίου Σπυρίδωνα. Οι παλιοί ρεμπέτες είχαν δώσει αυτό το παρατσούκλι στο στενό δρομάκι, γιατί εκεί υπήρχαν το ένα οινομαγειρείο μετά το άλλο. Η μυρωδιά της γιαχνιστής πατάτας και του πικάντικου πολίτικου φαγητού έφθαναν μέχρι το τετράγωνο ρολόι του ∆ημαρχείου, που δεν υπάρχει πια, μπροστά στο λιμάνι. Γύρω από τα οινομαγειρεία οι παλιοί τεκέδες είχαν μετατραπεί σε λαϊκά κουτούκια. Παλιοί ρεμπέτες και μάγκες σύχναζαν εκεί, όσοι έμειναν μετά τον πόλεμο. Οι τρεις φίλοι πήγαιναν τα Σάββατα για ν’ ακούσουν τους οργανοπαίκτες του παλιού αυθεντικού ρεμπέτικου τραγουδιού. Από νωρίς τ’απόγευμα οι απόμαχοι ρεμπέτες κρατούσαν ένα τραπέζι στην άκρη του μαγαζιού. Με τα χρόνια να τους βαραίνουν στην πλάτη έπιναν ρετσίνα με ή χωρίς μεζέ. Οι περισσότεροι γερορεμπέτες έβρισκαν στη γωνιά αυτή κάτι από τον παλιό τους εαυτό. Όλοι τους υπήρξαν παλιοί νταήδες, μάγκες, αλήτες για τους εαυτούς τους και αγαπητικοί ή νταβατζήδες για τις πουτάνες. Από τα νιάτα τους ξενύχτηδες, ανένταχτοι κοινωνικά, χωρίς οικογένεια, δεν τους ενδιέφερε το μέλλον τους. Όλα τα χρόνια κέρδιζαν χρήματα από τον τζόγο ή από το νταβατζιλίκι. ∆εν ενοχλούσαν κανέναν, αλλά και δεν επέτρεπαν σε κανέναν να τους ενοχλήσει. Η εμφάνισή τους

48


Ως το τέλος

καθιέρωνε απαραίτητα το μουστάκι, το κομπολόι στο χέρι και το τσακμάκι για τ’ άναμμα του τσιγάρου. Τότε έβγαινε το μπαγλαμαδάκι και κάποιος από όλους άρχιζε το παλιό αυθεντικό ρεμπέτικο τραγούδι, που μιλούσε μόνο για τη ζωή στη φυλακή και το χασίσι. Τα πράγματα άλλαζαν, όταν ο Μάκης, ο Νούσης και ο Σάββας με άλλους νέους ερχόντουσαν γύρω στα μεσάνυχτα. Το μαγαζί γέμιζε με νεαρόκοσμο. Τώρα, οι απαιτήσεις των καιρών καθόριζαν άλλες συμπεριφορές. Τα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς του παλιού ρεμπέτη είχαν αμβλυνθεί. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι νεόμαγκες κράτησαν μονάχα από τους παλιούς μάγκες, σαν κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους το «δεν ενοχλώ κανένα, αλλά δεν επιτρέπω και σε κανένα να μ’ ενοχλήσει». Το μπουζούκι είχε αντικαταστήσει τον μπαγλαμά και τα τραγούδια έπαψαν να μιλούν μόνο για τη φυλακή και το χασίσι. Ο Νούσης με το μπουζουκάκι στο χέρι παρέσυρε όλους τους νεαρούς μαγκίτες να τραγουδούν σαν λαϊκή κομπανία τα νέα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη και του Γιάννη Παπαϊωάνννου. Τα τραγούδια τους δεν μιλούσαν πια για τη φυλακή και το χασίσι, όπως τα προπολεμικά. Μιλούσαν για την αγάπη, το κρασί, την ταβέρνα, τον νταλκά του έρωτα, τη ζήλια, την ξενητιά, τη φτώχεια στις γειτονιές των παρυφών της πόλης του Πειραιά και τη ζωή στους συνοικισμούς μιας Αθήνας, που είχε αρχίσει ν’ αστικοποιείται. Σ’ ένα απ’ αυτά τα λαϊκά κουτούκια πάνε πέντε ή έξι χρόνια, που ο Μάκης γνωρίστηκε με το Νώντα της Κυράννας. Στο κουτούκι του «Κούβελου». Ο Σάββας τον είχε φέρει ξημερώματα στην παρέα. Ο Θωμάς ο Κούβελος, παλιός ρεμπέτης, είχε διατελέσει αγαπητικός σε πολλές πουτάνες. Είχε κάνει πολλά λεφτά από τους οίκους ανοχής και τη Λέσχη τζόγου που διατηρούσε πολύ πριν από τον πόλεμο. Λέγανε ότι ήταν άνθρωπος της Αστυνομίας. Μετά το 1950 ο Θωμάς άφησε τα μπορδέ-

49


Τάκης Παπαδογιαννάκης

λα. Είχε περάσει την καθιερωμένη ηλικία του νταβατζή γυναικών και έτσι άνοιξε το κουτούκι. Όλοι οι παράνομοι μαζευόντουσαν εκεί. Τα βράδια τον έβαζαν να τους διηγηθεί ιστορίες για τους παλιούς τεκέδες. Ο Μάκης και ο Σάββας θυμόντουσαν την πρώτη φορά που ο γερο-Κούβελος τους είχε πάει σ’ έναν παράνομο τεκέ. Η Αστυνομία, από το 1936, με τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, είχε κλείσει τους τεκέδες και είχε αρχίσει τις διώξεις για το χασίσι. Στο πίσω μέρος όμως κάποιου κουτουκιού ή κάποιας λέσχης ξεφύτρωνε ακόμη κανένας, εκτός νόμου, τεκές. Όταν ο Μάκης με το Σάββα μπήκαν στον τεκέ του Κούβελου δεν ακουγόταν ψίθυρος. Ήταν μια χαμηλή παραγκούλα, που έμοιαζε περισσότερο με αποθήκη. Νέοι και γέροι άνδρες, γνωστοί στην πιάτσα της νύχτας, ήταν καθισμένοι κυκλικά σε σκαμνάκια, ή μισοξαπλωμένοι σε μικρά ντιβανάκια. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μαγκάλι με αναμμένα κάρβουνα, σκεπασμένα με κομμάτια ασημόχαρτου, από εκείνα που είχαν τα πακέτα τσιγάρων. Αυτοσχέδιοι λουλάδες, φτιαγμένοι πρόχειρα από κονσερβοκούτια, περνούσαν από τον ένα στον άλλον. Από το στόμιο ενός καλαμιού κάπνιζαν χασίσι σιωπηλοί, ο καθένας στο δικό του αυτοσχέδιο κόσμο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Θωμάς ο Κούβελος άφησε χρόνους στους νέους μάγκες. Τον έθαψαν με τιμές και δόξες στο νεκροταφείο της Αναστάσεως του Πειραιά. Το κουτούκι του, για πολλά χρόνια μετά, διατήρησε τιμής ένεκεν τ’ όνομά του. Ο Σάββας και ο Νώντας ενταγμένοι στο αριστερό εργατικό κίνημα είχαν γίνει στενοί φίλοι και συμμετείχαν σ’όλα τα συλλαλητήρια της Ε∆Α. Αραιά και πού, δούλευαν μαζί στις οικοδομές. Είχαν δουλέψει όλη την εβδομάδα σε μια οικοδομή στο Φάληρο και είχαν πάρει το βδομαδιάτικο. Ο Σάββας ήταν εκείνος που παρέσυρε πάντα το Νώντα στο στέκι της Μαριάνθης. Εκείνη, όταν τους έβλεπε, έκλει-

50


Ως το τέλος

νε την πόρτα και έδιωχνε τους παρευρισκόμενους πελάτες. Τους έλεγε να περάσουν αργότερα. Στης Μαριάνθης η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλάβουν. Τους έψηνε καφέ, κουβέντιαζαν, άκουγαν μπουζούκι και έπιναν και κανένα ουζάκι. Η Μαριάνθη ήταν από την Κομοτηνή. Ο πατέρας της είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. Η ίδια εδώ και μερικά χρόνια πρόσφερε ιδιαίτερες περιποιήσεις σε νέους της ηλικίας της, που πίστευαν στις κομμουνιστικές ιδέες του πατέρα της. Ας όψεται ο πατριός της. Την ξελόγιασε με υποσχέσεις και την άφησε να πιστέψει ότι θα ερχόντουσαν στην Αθήνα, για να μάθει κομμώτρια. Η μάνα της, για να την ξεφορτωθεί, έδωσε αμέσως τη συγκατάθεσή της. Εκείνη έκανε όνειρα για μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα. Όταν όμως εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά, ο πατριός της την έβαλε να δουλεύει κονσομασιόν από το ένα καμπαρέ στ’ άλλο. Στο τέλος, κατέληξε να πουλάει το κορμί της στο πεζοδρόμιο. Μέχρι που μια φιλενάδα της, γριά καθαρίστρια και επιστάτρια σε μπορδέλο, «τσάτσες» τις έλεγαν, τη δήλωσε στην Αστυνομία στο Τμήμα Ηθών για να δουλέψει σε μπορδέλο. Η Μαριάνθη διέφερε σαν χαρακτήρας από τις άλλες πουτάνες. Όσο κι αν την κυνήγησαν αγαπητικοί και νταβατζήδες δεν κατάφεραν να τη δαμάσουν και να την προσαρμόσουν στην άθλια ζωή αυτών των κοριτσιών. ∆εχόταν πελάτη όποιον ήθελε και όποτε ήθελε. Όλοι οι κατ’ επάγγελμα αγαπητικοί ήξεραν ότι με τα λεφτά που κέρδιζε από την πορνεία βοηθούσε ανθρώπους έξω από το βρόμικο κύκλωμα της νύχτας στην Τρούμπα. Χανόταν τις Τετάρτες απογεύματα και κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε. Ούτε η συγκάτοικός της, η Ρόζα. Μόνο ο Μάκης ήξερε ότι πήγαινε να κάνει συντροφιά, να δώσει χρήματα και τσιγάρα σ’ αρρώστους γέρους. Κανείς δεν τολμούσε να την εκβιάσει ή να την απειλήσει για αγαπητιλίκι, όπως συνηθιζόταν. Μ’ ένα τηλεφώνημα στους γέρους φίλους της, θα χυνόταν αίμα στην Τρούμπα. Γιατί εκείνοι θα ειδοποιούσαν τους δικούς τους νεαρούς μάγκες να καθαρίσουν, σύμφωνα με τον άγραφο

51


Τάκης Παπαδογιαννάκης

νόμο των ανθρώπων της νύχτας. Η Μαριάνθη δεν πήγαινε ποτέ να συνδράμει γριές γυναίκες. Έδειχνε να μισεί τις γυναίκες. Είχε παιδικά βιώματα μέσα της. Σε στιγμές οργής για την κατάντια της, θυμόταν τη μάνα της και την αποκαλούσε εμπόρισσα πόρνη. Πίστευε μέσα της ότι την πούλησε στον πατριό της. Ο Μάκης με το Νούση από ώρα περίμεναν το Σάββα στο κουτούκι του «Κούβελου». Ο Σάββας με το Νώντα, αφού απόλαυσαν τα ούζα τους σε μπαράκι της γειτονιάς, περπάτησαν μέχρι το κουτούκι του Κούβελου για ολονύχτιο γλέντι. Μερικοί φίλοι από τα Πετράλωνα είχαν φέρει τα μπουζουκάκια τους και το γλέντι θα κρατούσε μέχρι το πρωί. Προς τις πρωινές ώρες ήλθαν και τους βρήκαν τα κορίτσια που χόρευαν στο καμπαρέ «Μπλακ Κατ». Με τους αμανέδες, τα τσιφτετέλια και τα ταξίμια η Κυριακή ξημέρωσε για τα καλά. Τα αγόρια του μαγαζιού και οι χορεύτριες του Μπλακ-Κατ κουρασμένοι χαιρετίστηκαν και έδωσαν ραντεβού, ως συνήθως, για το επόμενο Σάββατο. Οι τρεις φίλοι έφυγαν μαζί με το Νώντα.

52


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο

Μάκης με το Νώντα, μετά την πρώτη γνωριμία τους στο κουτούκι του «Κούβελου», έγιναν φίλοι. Συναντιόντουσαν στο γήπεδο τις Κυριακές για να δουν τον Ολυμπιακό. Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα, τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους, μετά το «ματς» στο γήπεδο Καραϊσκάκη, βολτάριζαν στην παραλία του Νέου Φαλήρου. Όταν φυσούσε νοτιάς στο Νέο Φάληρο, η βόλτα στην παραλία δεν ήταν ευχάριστη. Η θάλασσα έφθανε σε κοντινή απόσταση από τον κεντρικό δρόμο και ένιωθες την άμμο της παραλίας και τον αέρα από τη θάλασσα να σε παρασύρει. Οι σημερινές αθλητικές εγκαταστάσεις που έγιναν με προσχώσεις και οι ανισόπεδοι οδικοί κόμβοι δεν υπήρχαν. Ο Νώντας πρότεινε στο Μάκη να πιουν κανένα καφεδάκι, να πάνε τα φαρμάκια κάτω, μια που ο Ολυμπιακός είχε χάσει από τον Απόλλωνα. «Ρε Νώντα, πού θα πιούμε κανένα καφέ με ολίγη; Μας τρέλανε αυτός ο αέρας». «Καφενείο εδώ κοντά, όπως εμείς το θέλουμε, δεν υπάρχει.Υπάρχει όμως καφετερία». «Τι είναι ρε Νώντα η καφετερία, κάνει βαρύ γλυκό;». «Μάκη, η καφετερία είναι το νέο καφενείο της νεολαίας, που δοκιμάζουν ένα νέο είδος καφέ». «Τι νέο είδος καφέ; Έχει μέσα μαστούρα και σε φτιάχνει;». «Όχι ρε Μάκη, δεν σε φτιάχνει. Είναι αμερικάνικος και τον λένε ‘‘νες καφέ’’». ∆εν σου τον φτιάχνουν. Σου το φέρ53


Τάκης Παπαδογιαννάκης

νουν και το φτιάχνεις μόνος σου. Έχει πλάκα. Ένας νεαρός φοιτητής, που δουλεύαμε μαζί στην οικοδομή, μετά το γήπεδο με πήγε σ’αυτό το νέου τύπου καφενείο, που το λένε καφετερία». «Και γιατί, ρε Νώντα, τον λένε ‘‘νες’’ και όχι χειροποίητο, όπως τη λάσπη που φτιάχνουμε με τα φτυάρια στην οικοδομή, χωρίς μηχανή; Πόση ώρα σου παίρνει να τον κάνεις σκόνη; Τεμπελόσκυλα θα είναι τα γκαρσόνια. Πού καταντήσαμε!». «Τα γκαρσόνια δεν είναι τεμπελόσκυλα. Είναι η νέα μόδα. Οι πελάτες φτιάχνουν τον καφέ που θα πιούνε μόνοι τους. Σου φέρνουν ζεστό νερό και ζάχαρη». «Και δουλεύεις εσύ και τα γκαρσόνια κάθονται. Έτσι τον φτιάχνω και στο σπίτι μου». «Μάκη, οι καφετερίες δεν είναι όπως τα καφενεία που ξέρουμε. Εγώ ξέρω δύο. Μία εδώ στο Φάληρο, ‘‘Το Aσημένιο φεγγάρι’’ και μία άλλη στην πλατεία στο Πασαλιμάνι, ‘‘Η Φοντάνα’’. ∆εν παίζουν χαρτιά, τάβλι και μπαρμπούτι. Οι πελάτες κουβεντιάζουν ψιθυριστά. ∆εν υπάρχουν πολλά φώτα». «Ρε, Νώντα, μήπως με δουλεύεις και θέλεις να με πας σε κανένα κρυφό τεκέ για μαστούρα;». «Πάμε για να δεις. Αν δεν μας αρέσει, φεύγουμε». Ο Μάκης με το Νώντα κουβεντιάζοντας έφθασαν έξω από το «Ασημένιο Φεγγάρι» στο Νέο Φάληρο. Μπήκαν και κάθισαν σ’ ένα τραπεζάκι με ωραίες μοντέρνες πολυθρόνες στο βάθος του μαγαζιού. Σιωπηλά αγκαλιασμένα νεαρά ζευγαράκια, που είχαν βγει ραντεβουδάκι, ήταν σκορπισμένα σε ατομικά τραπεζάκια στις γωνίες. Μια παρέα νέων αγοριών και κοριτσιών καθόταν σε τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού και κουβέντιαζαν ανά δύο χαμηλόφωνα. Ο καθένας κρατούσε ένα φλυτζάνι στο ένα χέρι και στο άλλο ένα κουταλάκι με το οποίο ανακάτευε δυνατά το περιεχόμενο του φλυτζανιού. Ακουγόταν περισσότερο ο θόρυβος των κουταλιών που χτυπούσαν τα φλυτζάνια παρά οι φωνές των πελατών.

54


Ως το τέλος

Μέχρι να έλθουν οι χειροποίητοι νες-καφέδες οι δύο φίλοι άνοιξαν την κουβέντα για την ανεργία και την οικονομική καχεξία, που επικρατούσε χρόνια τώρα, χωρίς καμιά ελπίδα καλυτέρευσης της ζωής τους. Μίλησαν για φίλους που έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία και για άλλους που ήλθαν από την επαρχία να βρουν δουλειά στην πόλη. Για τους εαυτούς τους συμφώνησαν ότι χωρίς καθαρά χαρτιά στην Ασφάλεια, άσπρη μέρα δεν φαινόταν να ξημερώνει. «Νώντα, ένα μήνα τώρα δεν υπάρχει μεροκάματο στην Ιχθυόσκαλα. Τα καΐκια που ξεφορτώνουν από τα νησιά στα καρβουνιάρικα προτιμούν να πάρουν εργάτες που έρχονται από την επαρχία με φθηνότερο μεροκάματο. ∆εν μου μένει παρά να βγω πάλι τα βράδια για μεροκάματο σε κανένα καμπαρέ στην πιάτσα της Τρούμπας». «∆εν βαρέθηκες αυτό το νταηλίκι στην Τρούμπα;». «Γι’ αυτό ψάχνω για μεροκάματα στην Ιχθυόσκαλα. Κουράστηκα με τη νύχτα. Λερώνω την ψυχή μου. ∆εν μου πάει το αγαπητιλίκι. Προσποιούμαι το σκληρό για να βγάζω κανένα φράγκο». «Μάκη, εγώ αυτό το μήνα δουλεύω σε μια οικοδομή στα Καμίνια. Ο εργολάβος που τη κτίζει, μας τραβάει τα Σαββατοκύριακα και δουλεύουμε στο σπίτι του στη Γλυφάδα. Υπάρχουν μερικά μεροκάματα σε κάποιο σπίτι στη γειτονιά μου. Θέλεις να έλθεις;». «Το συζητάς, ρε Νώντα; Έρχομαι τρέχοντας». «Η κυρα-Μέλπω είναι γειτόνισσα και φίλη της μάνας μου. Είναι χήρα. ∆εν έχει παιδιά και συγγενείς. Μου ζήτησε να της ασπρίσω και να της βάψω το σπίτι. Μια βδομαδούλα δουλειά. Τι λες, είσαι;». «Εντάξει, αφού είναι μόνη και μεγάλη γυναίκα θα της κάνω κι άλλη τιμή. Πες της μόνο να μου δώσει λεφτά για τα υλικά, γιατί δεν υπάρχει δραχμή». Έξω είχε νυχτώσει και έβρεχε δυνατά. Ο Μάκης, όση ώρα κουβέντιαζε με τον Νώντα, παρατηρούσε τα νεαρά άτομα που έμπαιναν κατά διαστήματα στο «Ασημένιο Φεγ-

55


Τάκης Παπαδογιαννάκης

γάρι». Έβγαζαν τα αδιάβροχά τους και κάθονταν παρέα με φίλους, που φαίνονταν να τους περιμένουν. «Νώντα, βλέπεις οι νεαροί δίνουν εδώ τα ραντεβού τους. Κάτι σαν στέκι». «Όπως στο καφενείο που πηγαίνουμε, θέλεις να πεις. Μόνο που εδώ δεν έρχονται γέροι και δεν παίζουν τάβλι». «Κακό το τελευταίο. Μια παρτίδα ‘‘πόρτες’’ τη γούσταρα τώρα, έστω και στο μισοσκόταδο». Σε λίγο, μόλις σταμάτησε η βροχή, σηκώθηκαν, πέρασαν ανάμεσα από τα τραπεζάκια και βγήκαν από την καφετερία. Έδωσαν ραντεβού την άλλη μέρα αργά το απόγευμα, έξω από την καφετερία, όταν ο Νώντας θα ’χε σχολάσει από την οικοδομή. Θα πηγαίνανε μαζί να κανονίσουνε τη δουλειά στο σπίτι της κυρα-Μέλπως. Η δουλειά μιας εβδομάδας στο σπίτι της κυρα-Μέλπως όρισε το πεπρωμένο της ζωής του Μάκη. Με την πρώτη ημέρα η Μέλπω δέχτηκε το Μάκη σαν να τον ήξερε χρόνια. Του έδωσε χρήματα ν’ αγοράσει ασβέστη και μπογιές και μέχρι να γυρίσει του είχε ετοιμάσει το πρωινό του. Η Μέλπω ήταν ανοιχτόκαρδη και καλόκαρδη από τη φύση της. Παιδιά δεν απόκτησε. Από τότε που έμεινε χήρα, ζούσε με τη μοναχή αδελφή της, τη Σοφρωνία. Η Σοφρωνία, κατά κόσμον Αρετή, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Από μικρή αφιερώθηκε στα θεία. Ζούσε σε Μοναστήρι στα Μεσόγεια, μέχρι που χήρεψε η Μέλπω και ήλθε να μείνει κοντά της. Πήρε μαζί της όλον τον εκκλησιαστικό εξοπλισμό της. Έπιασε το δωμάτιο δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της Μέλπως και το μετέτρεψε σε ησυχαστήριο. Στο δωμάτιο υπήρχε ένα μονό κρεβάτι, ένα μακρόστενο τραπέζι γεμάτο με προσευχητάρια και καντήλια, μία καρέκλα και παντού εικόνες. Η Σοφρωνία ζούσε με τη προσευχή και τη νηστεία. Τ’ απογεύματα, αφού έψελνε τον εσπερινό, ανέβαινε στην ταράτσα. Εκεί είχε όλα τα σύνεργα της κεροποιίας. Έλιωνε κερί και έφτιαχνε κάθε λογής κεριά. Έφτιαχνε και αγνό,

56


Ως το τέλος

ανόθευτο μοσχολίβανο. Όλη η γειτονιά ερχόταν ν’ αγοράσει το αγνό κερί και το μοσχολίβανο της Σοφρωνίας. ∆εν έβγαινε ποτέ έξω στο δρόμο, ούτε από το δωμάτιό της. Η Μέλπω της πήγαινε φαγητό και της αγόραζε υλικά για τα κεριά κι αρώματα για το μοσχολίβανό της. Τις ημέρες που έπρεπε να κοινωνήσει, πλενόταν μόνη της στο δωμάτιό της. Έβγαινε από το σπίτι πριν ξημερώσει. Ανηφόριζε το λόφο και έφθανε στην εκκλησία του Προφήτη. Περίμενε τη Μαγδαληνή, τη νεωκόρισσα. Άνοιγαν την εκκλησία και τη βοηθούσε να ετοιμάσει τα απαραίτητα για τη λειτουργία του Όρθρου. Αφού κοινωνούσε και η λειτουργία τελείωνε, η Σοφρωνία κατηφόριζε από τον Προφήτη Ηλία, ψέλνοντας ακόμη. Σταματούσε όποιον συναντούσε μπροστά της. Παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, άνδρες και γυναίκες που πήγαιναν στις δουλειές τους. «Καλημέρα, παιδί μου. Βοήθειά σου ο Προφήτης» τους έλεγε και τους μοίραζε τα μικρά τετράγωνα κομματάκια του λειτουργημένου πρόσφορου «αντίδωρου» που είχε κρατήσει στην τσάντα της για το σκοπό αυτό. Όταν έφθανε στο σπίτι της, ανέβαινε στην ταράτσα και φώναζε μία ή δύο φορές την Ελένη και την Ευπλοία. Αν άκουγαν και απαντούσαν, λάβαιναν το αντίδωρο από τη λειτουργία του Προφήτη. Όταν ο Μάκης γύρισε από το χρωματοπωλείο άκουσε τη Μέλπω να του φωνάζει από την κουζίνα της: «Έλα αγόρι μου, κρύωσε ο καφές σου». Το είπε μ’ έναν τρόπο σαν να του το είχε πει χιλιάδες φορές. «Καλέ, πρέπει ν’ αρχίσω τη δουλειά. Άργησα γιατί στο δρόμο βρήκα έναν παλιό φίλο μου. Μένει στη γειτονιά σας και πιάσαμε την κουβέντα». «∆εν με νοιάζει τι έκανες. ∆εν θ’ αρχίσεις, αν δεν πιεις τον καφέ σου και δεν φας τις τηγανίτες. Κοντεύουν να κρυώσουν». Κάθισε κι αυτή δίπλα του και τον κοίταζε, που έπινε τον καφέ του. Κάθε λίγο που έτρωγε μια τηγανίτα με μέλι, η Μέλπω έπαιρνε άλλη μία από τη πιατέλα και την έβαζε μπροστά

57


Τάκης Παπαδογιαννάκης

του στο πιατάκι. Η μόνη πραγματική φροντίδα κι αγάπη που είχε νιώσει ήταν εκείνη του παπα-Κλήμη στο Ορφανοτροφείο, γύρω στα πέντε ή έξι του χρόνια. Θυμόταν που τον πήγαινε βόλτα τις Κυριακές και του αγόραζε ό,τι του ζητούσε. «Φάε Μάκη μου, είσαι αδύνατος, όπως και ο Νώντας, ο φίλος σου. ∆ιερωτώμαι τόσες κοπελιές που σας τριγυρίζουν, καμιά δεν ξέρει να μαγειρεύει». «Καλέ, καμιά σου λέω. Όλες θέλουν να τρώνε έξω στις ταβέρνες». Η φροντίδα και η περιποίηση της Μέλπως άγγιξαν την ψυχή του Μάκη. Κοιτούσε απέναντί του αυτή την αρχοντική μεσόκοπη γυναίκα, που του έδινε με το ζόρι να φάει το πρωί για να μπορεί να δουλέψει. Μέσα του για πρώτη φορά ένιωσε πώς είναι το αίσθημα της αγάπης και της φροντίδας. Οι πουτάνες της Τρούμπας με τις οποίες ξυπνούσε τα πρωινά τον παράταγαν ή του άφηναν στο τραπέζι κανέναν κρύο καφέ, υπόλοιπο του δικού τους. Είχε ανοίξει ο καιρός. Το απόγευμα ο Μάκης τελείωσε τη δουλειά της ημέρας και πετάχτηκε απέναντι στο σπίτι της Κυράννας. Να τα πουν λιγάκι με το φίλο του το Νώντα. Όταν γύρισε να πάρει τα προσωπικά του πράγματα, η Μέλπω του πρότεινε να κοιμηθεί εκεί, ώστε το πρωί να σηκωθεί με την ησυχία του για να συνεχίσει το άσπρισμα. Το δέχθηκε με χαρά. Ο Μάκης ξύπνησε το άλλο πρωί, ακούγοντας τους ψαλμούς της Σοφρωνίας από το δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού. Φόρεσε το παντελόνι και το πουκάμισο της δουλειάς. ∆εν είδε πουθενά τη Μέλπω. Ανέβηκε γρήγορα στην ταράτσα, μεσοτοιχία με τη ταράτσα της Ευπλοίας, για να πάρει να σύνεργά του. Είδε τη Μέλπω να κάθεται στο τραπέζι της ταράτσας και να πίνει τον καφέ της. Το πρωινό του Μάκη ήταν εκεί και τον περίμενε ζεστό. Το μενού είχε αυγά, τυρί, παξιμάδια και μέλι. «Καλέ, εδώ είσαι κι είπα πού να πήγε πρωί- πρωί;». 58


Ως το τέλος

«Εγώ ξυπνάω πολύ πρωί με την προσευχή της Σοφρωνίας». «Τρώγε εσύ κι εγώ πάω να σου φτιάξω φρέσκο καφέ». «Καλέ, τόσα πολλά. Θα φουσκώσω. Πώς θα δουλέψω μετά;». «Μάκη μου, όλα θα τα φας. Πρέπει να παχύνεις». Η Μέλπω κατέβηκε από την ταράτσα στην κουζίνα για να φτιάξει τον καφέ του Μάκη. Εκεί, στην ταράτσα της Μέλπως, ο Μάκης, με λερωμένο από τις μπογιές παντελόνι και τις μπατανόβουρτσες δίπλα του, είχε δει για πρώτη φορά τη Μερόπη. Είχε ανέβει στην ταράτσα να μαζέψει το φόρεμα που είχε πλύνει το προηγούμενο απόγευμα. «Καλημέρα σας, καλή δουλειά», του είπε χωρίς να τον κοιτάζει. «Καλημέρα σου, και συ για δουλειά πρωί-πρωί;». «Και εγώ για δουλειά» απάντησε η Μερόπη. Κατάλαβε το βλέμμα του να πέφτει επάνω της. Ένιωσε την εμφάνισή της ατημέλητη. Ασυναίσθητα για να τη βελτιώσει έπιασε τα μαλλιά της και τα έδεσε πίσω μ’ ένα κορδελάκι που βρήκε στην τσέπη της. Ο Μάκης την κοιτούσε συνέχεια χωρίς να λέει λέξη. Του έκανε εντύπωση που δεν τον κοίταζε στο πρόσωπο. ∆εν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί σε μια τίμια γυναίκα. Μέχρι τότε, όσες του άρεσαν ήταν πουτάνες στην Τρούμπα ή γυναίκες της μιας νύχτας. Η εμφάνιση και η στάση της Μερόπης τον τάραξαν. Αφέθηκε να την κοιτάζει. Η Μερόπη, ψηλή, με λιγνή κορμοστασιά, μελαχρινή με κατάμαυρα μαλλιά, φάνταζε στα μάτια του Μάκη σαν γοργόνα στα πεντακάθαρα νερά έξω από την Ιχθυόσκαλα του λιμανιού. Εκείνη τον χαιρέτησε και χωρίς να τον κοιτάζει κατευθύνθηκε προς τη σκάλα που κατέβαζε στην αυλή τους. Στο πρώτο σκαλοπάτι γύρισε και τον κοίταξε. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν βαθιά και φευγαλέα. Ο Μάκης το μεσημέρι την ώρα του φαγητού ρώτησε τη Μέλπω: «Καλέ, ποια ήταν η μελαχρινή κοπέλα που είδα το πρωί στην ταράτσα;». «Μάκη μου, είναι μια από τις κόρες της φίλης μου της Ευανθίας. Τρεις έχει. Οι δύο ελεύθερες». 59


Τάκης Παπαδογιαννάκης

Η Μέλπω κατάλαβε πού το πήγαινε ο Μάκης. «Μάκη μου, πρόσεξε μη μου βάλεις καμιά φωτιά στο κεφάλι με την Ευανθία, τη γειτόνισα. Χρόνια τώρα κακή κουβέντα δεν έχουμε πει. Από το ίδιο μπρίκι πίνουμε καφέ» του είχε πει η Μέλπω απότομα και αυστηρά, όπως θα το έλεγε μια μάνα στο γιο της. Στο βάθος η φωνή της έκρυβε στοργή και ενδιαφέρον για το Μάκη. «Όχι καλέ, φαίνεται καλή κοπέλα. ∆εν κάνει για μένα. ∆εν είναι σαν αυτές που ξέρω». «Μάκη μου. Με τις παστρικιές που ξέρεις, χαΐρι και προκοπή δεν κάνεις. Οι κοπέλες σαν την Μερόπη είναι για οικογένεια». Το Σάββατο το μεσημέρι τελείωσε η επισκευή του σπιτιού. Η Μέλπω έφερε τα γιωμιστά από το φούρνο. Πήγε μία γεμιστή ντομάτα στο δωμάτιο της Σωφρονίας και φώναξε το Μάκη για φαγητό. Στο σερβίρισμα του καφέ, μετά το φαγητό, τον ρώτησε: «Μάκη μου, τι πρέπει να σου δώσω για τη δουλειά;». Ο Μάκης είχε αποφασίσει να μην πάρει χρήματα. Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα δίπλα σε μια γυναίκα που τον γέμισε με το ενδιαφέρον και τη φροντίδα της, τον έφερε πίσω στις ξένοιαστες μέρες του Ορφανοτροφείου. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκε ότι του έλειπαν λεφτά για να πληρώσει το νοίκι του. «Καλέ, δεν θέλω τίποτα. Με πλήρωσες με τη φροντίδα σου». «Μάκη μου, τι λες, πώς θα ζήσεις αν δεν σε πληρώνουν οι πελάτες;». «Να καλέ, αν ήσουν άλλος άνθρωπος δεν θα σου το έλεγα, αλλά με σένα νιώθω αλλιώς και θα το πω. Όπως θα το έλεγα στη μάνα μου, αν είχα». «Μη ντρέπεσαι αγόρι μου, πες το σε μένα. Είναι σαν να το έλεγες στη μάνα σου». «Να, μου λείπουν 20 δραχμές για να πληρώσω το νοίκι του σπιτιού. ∆ώσε μου ό,τι έχεις».

60


Ως το τέλος

«Μα είκοσι δραχμές είναι πολύ λίγα, Μάκη μου». «Θα βρω εγώ λεφτά μετά, μη σκιάζεσαι. Από σένα δεν ήθελα να πάρω δραχμή. Αλλά πώς να γυρίσω σπίτι χωρίς τα λεφτά για το νοίκι; Η σπιτονοικοκυρά με περιμένει κάθε μέρα πίσω από την πόρτα». Η Μέλπω έβγαλε από τη τσέπη της ρόμπας της 30 δραχμές. «Ωραία. Πάρε τις 20 δραχμές και τ’ άλλα για τα τσιγάρα και τους καφέδες σου». Την άλλη μέρα ο Μάκης επισκέφθηκε τη Μέλπω για να πάρει τις βούρτσες του. Η Μέλπω είχε συνεννοηθεί με την αδελφή της να του προτείνουν να εγκατασταθεί στα δύο δωμάτια του υπογείου της. Το υπόγειο του σπιτιού της Μέλπως δεν ήταν σκοτεινό, όπως το απέναντι του Νώντα, της Κυράννας. Στο πίσω μέρος, ανέβαινες τρία μικρά σκαλοπάτια και βρισκόσουν σε μια αυλή ξέφωτη, που έβλεπε ψηλά τα παράθυρα και την ταράτσα της Ευπλοίας. Η Μέλπω έβαλε το μπρίκι του καφέ στη φωτιά και ανακατεύοντας τον καφέ για να κάνει καϊμάκι, είπε αδιάφορα στο Μάκη. «Μάκη μου, γιατί δεν αφήνεις τις βούρτσες σου εδώ, ν’ ασπρίσεις τα δωμάτια κάτω στο υπόγειο με τα υλικά που περίσσεψαν;». «Ναι, καλέ, θα έλθω την Κυριακή να τ’ ασπρίσω. Θα μου κάνεις όμως, τηγανίτες με κανέλλα». Η Μέλπω γύρισε και κοίταξε τον Μάκη στοργικά, σαν να άκουγε όλους μαζί τους άνδρες του κόσμου. «Αχ, Μάκη μου, όσο και να μεγαλώσετε, εσείς οι άνδρες στο βάθος είσαστε μικρά παιδιά». «Εντάξει καλέ, έκλεισε η δουλειά». «Όχι, δεν έκλεισε ακόμη, τώρα θα κλείσει. Εγώ θα φτιάχνω το χυλό για τις τηγανίτες, ενώ εσύ θα βάφεις το υπόγειο. Τ’ απόγευμα θα πας να φέρεις με το φίλο σου το Νώντα τα πράγματά σου να εγκατασταθείς κάτω». «Εδώ, καλέ με σένα. Μακάρι. Αλλά, πάλι, δεν θέλω. Άφησέ το».

61


Τάκης Παπαδογιαννάκης

«Γιατί, Μάκη μου, χωριστά θα είσαι, δεν θα σ’ ενοχλώ». «Όχι, καλέ, εγώ θα σ’ ενοχλώ, που θα σου τρώω όλες τις τηγανίτες. Αν δεν μπορώ, όμως, να σου πληρώσω το νοίκι, όπως τώρα; ∆εν θα το αντέξω και από εσένα να με περιμένεις το βράδυ πίσω από την πόρτα να μου γυρεύεις το νοίκι». «Ποιος σου είπε ότι θέλω νοίκι για τα δωμάτια; Χρόνια είναι άδεια. Εκτός αν νομίζεις ότι θα σου είμαι βάρος, που γερνάω». «Καλέ, σε παρακαλώ, αυτό να μην το ξαναπείς μπροστά μου. Ούτε γερνάς και πάντα θα είσαι καλά, όσο θα είμαι κοντά σου». Ο Μάκης με χαμόγελο πλησίασε τη Μέλπω και της έπιασε το χέρι απαλά. «Σ’ ευχαριστώ, καλέ, αυτό που κάνεις δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Και μη φοβάσαι τίποτε και κανένα, εγώ θα είμαι δίπλα σου». Η Μέλπω τον χάιδεψε στα μαλλιά τρυφερά. «Άντε και αργήσαμε. Έχω να ετοιμάσω το χυλό μου. Με περιμένει και το πιλάφι σήμερα. Ο Μάκης πήρε τα σύνεργά του, για ν’αρχίσει το βάψιμο». Από τότε, ο Μάκης εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Μέλπως. Η συνύπαρξή τους πήρε τη μορφή σχέσης αμοιβαίας εκτίμησης και αγάπης. Ο καθένας είχε τους δικούς του λόγους. Ήταν μια άτυπη υιοθεσία, που έγινε σύμφωνα με το νόμο που υπαγορεύει η καρδιά. Έναν νόμο που η καρδιά ορίζει τ’ άρθρα του. Μια ιδιωτική συμφωνία αμοιβαίας αγάπης μεταξύ δύο ανθρώπων διαφορετικής ηλικίας, που κατάλαβαν πόσο αναγκαία ήταν η αγάπη του ενός για τον άλλο. Την εικονική αυτή υιοθεσία την υπόγραψαν ασυνείδητα με ιδιότυπες υπογραφές. Η Μέλπω βάπτισε εικονικά ξανά το Μάκη και τον ονόμασε Μάκη μου, προσθέτοντας στ’ όνομά του το κτητικό «μου» και εκείνος ποτέ δεν την αποκάλεσε με τ’ όνομά της. Ούτε Μέλπω, ούτε κυρα-Μέλπω, ούτε και Μάνα, που ενδόμυχα το αισθανόταν. Τη βάπτισε «Καλέ», και έτσι την προσφωνούσε πάντα. 62


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.