Fear, Space, Limit The topography of "security" in the contemporary metropolis

Page 1

2 τo σοκ της Μητρόπολης

PB 1


1 εισαγωγή

2

3


φόβος χώρος όριο

η τοπογραφία της “ασφάλειας” στη σύγχρονη μητρόπολη

4

5


αριστοτέλειο πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης πολυτεχνική σχολή τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών

ορφανίδου στεφανία αθανασίου εύη κωτσάκης δημήτρης

επιβλέποντες καθηγητές

φλεβάρης 2014

6

7


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1

ΤΟ ΣΟΚ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ η εποχή της ρευστής νεωτερικότητας “νέος τοπικισμός” και νεοφιλελευθερισμός αναδυόμενες γεωγραφίες του νεοφιλελευθερισμού μητρόπολη: σώμα σε δράση ή σε άμυνα; ρευστός φόβος γκρίζα ζώνη˙ τοπίο στην ομίχλη αναμιξοφοβία : μαζί˙ αλλά χωριστά η πολιτική του φόβου ή κυβερνώντας μέσω νευρώσεων η αυτοκρατορία του άγνωστου και η “κουλτούρα” της τρομοκρατίας οι “συνήθεις ύποπτοι” και το “δικαίωμα εξαίρεσης” συμπεράσματα

2 2.1 2.1.1 2.1.2 2.1.3 2.2 2.2.1 2.2.2 2.2.3 2.2.4 2.2.5 2.3

ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ πολεοδομία και εξουσία˙ ιστορική προσέγγιση ο δρόμος, το βουλεβάρτο και η χειρουργική επέμβαση της πόλης Όμορφη Πόλη: ιδεολογία και αναπαράσταση η “αναγέννηση” της πόλης στη σύγχρονη εποχή νοσταλγώντας το παρελθόν˙ προς μια “νέα πολεοδομία” “εξευγενίζοντας” τον αστικό χώρο η υβριδική πόλη ή όταν ο δημόσιος χώρος (ψευδο-) ιδιωτικοποιείται gated communities: θύλακοι προστασίας ή αυτοεγκλεισμού; συμπεράσματα

3 3.1 3.1.1 3.1.2 3.2 3.2.1 3.2.2 3.2.3 3.2.4 3.3

Η ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ περιδιαβαίνοντας στην “ασφάλεια” των αστικών τοπίων ο νέος ρεβανσισμός: η πόλη ως εκδίκηση κυρίαρχη βία και η τάση στρατιωτικοποίησης της πόλης zoning˙οι “ημισέληνοι” της καταστολής “σαρωνόμενα τοπία”˙ η ιδανική αγρυπνούπολη συμπεράσματα

4 4.1 4.1.1 4.1.2 4.1.3 4.1.4 4.2

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

5

8

9


Ο φόβος, όνομα ουσιαστικόν, στην αρχή ενικός αριθμός και μετά πληθυντικός: οι φόβοι. Οι φόβοι για όλα από δω και πέρα.

Κική Δημουλά

10 11


1 εισαγωγή

Εισαγωγή

1 12 13


1 εισαγωγή

Οι πόλεις, τόποι διαφοροποιημένοι και ετερογενείς, τόποι πολιτικής δραστηριότητας και δημιουργικών αντιπαραθέσεων, αποτελούν τον κατεξοχήν χώρο στον οποίο αναπτύσσονται διαλεκτικά δίπολα ελευθερίας και εξουσίας, χειραφέτησης και καταπίεσης, πειραματισμού και καταστολής, ενθουσιασμού και φόβου. Οι πόλεις αποτελούν το χώρο στον οποίο γεννιούνται τα πιο αντιφατικά αισθήματα, ως απόρροια της πολυπλοκότητάς τους. Η αμφιθυμία της έλξης και της απώθησης, η εναλλαγή του πάθους και της αποστροφής σημαδεύουν τον αστικό χώρο λαμβάνοντας μορφές άλλοτε φαντασμαγορικών συγκεντρώσεων με χαρακτηριστικά ενός κολάζ κοινωνικής ετερογένειας κι άλλοτε ομοιογενών θυλάκων αποκλεισμού ή περιστολής. Σε αυτό το χώρο σε αταξία, η παραγωγή του φόβου θεωρείται μια αντίδραση του ανθρώπινου σώματος που συνδέεται άμεσα με την έννοια της ασφάλειας. Η αόρατη απειλή του άγνωστου “άλλου”, του άγνωστου μέλλοντος, της άγνωστης απειλής, μετατρέπεται σε μια αέναη αναζήτηση εξορκισμού της προκαλούμενης ανασφάλειας. Αυτή η αναζήτηση όμως, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας η οποία χρησιμοποιώντας μια ρητορική της “ασφάλειας” επεμβαίνει στο χώρο της πόλης και εφαρμόζει στρατηγικές που θέτουν όρια, ορατά και μη, κανόνες και πρακτικές ελέγχου που μεταλλάσουν τη γεωγραφία της πόλης, προς μια τοπογραφία της ασφάλειας. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει μια διερεύνηση των χωρικών εκφάνσεων του παραγόμενου φόβου, στη βάση μιας αναζήτησης της σχέσης της εξουσίας με τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τις στρατηγικές επιτήρησης και ελέγχου. Δίνοντας έμφαση στη σύγχρονη μητρόπολη των αναπτυγμένων χωρών της Δύσης, αναζητούνται οι αρνητικές ψυχολογικές επιδράσεις που ασκεί η πόλη στους κατοίκους της και οι τρόποι διαχείρισής τους από τις κυρίαρχες δυνάμεις προς την κατεύθυνση δημιουργίας ασφαλών, οριοθετημένων και ομογενοποιημένων χώρων, προορισμένων για μια μικρή ελίτ.

ουτοπία ή πραγματικότητα;

Το πρώτο μέρος της εργασίας αποτελεί μια ενδοσκόπηση της πόλης στη ρευστή νεωτερική εποχή ώστε να κατανοηθεί το περιβάλλον ανάπτυξης των φοβικών συνδρόμων στη σύγχρονη πόλη. Στο πλαίσιο αυτής, η ανάλυση της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού κρίνεται αναγκαία λόγω του ρόλου που διαδραματίζει προς τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας που εξυμνεί τον ατομικισμό, προωθεί την ανταγωνιστικότητα και επιβάλλει την κυριαρχία του εμπορεύματος χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αξία της ανθρώπινης ζωής. Σε συνδυασμό με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, ο νεοφιλελευθερισμός παράγει νέες γεωγραφίες στο αστικό τοπίο που εκτείνονται από το φαινόμενο της δημιουργικής καταστροφής στο όνομα της εξυγίανσης της πόλης, μέχρι σε αστικές αναπλάσεις μεγάλου μεγέθους που διατείνονται την “αναγέννηση” της πόλης.

Η εμπειρία της σύγχρονης μητρόπολης, όμως, η οποία δομείται στη βάση της ετερότητας, είναι υπαίτια της πρόκλησης ενός σοκ για το άτομο που τη βιώνει. Η ποικιλία των προσώπων, των δράσεων και των ερεθισμάτων προκαλεί ένα εύρος συναισθημάτων, κυρίως για κινδύνους και απειλές που το άτομο αδυνατεί να προβλέψει. Η ανάδυση του φόβου, εισβάλλει στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και τον οδηγεί στη “γκρίζα ζώνη”, στην περιοχή απ’ όπου απορρέουν οι πιο αποτρόπαιοι, παραλυτικοί φόβοι. Άπαξ και εισέλθει σε αυτή τη ζώνη, η παρουσία του “ξένου”, του απρόβλεπτου, του ακατανόητου, η άγνωστη τρομοκρατική απειλή, η ανασφάλεια της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιωτικής περιουσίας, μετατρέπονται σε μια εμπειρία φόβου από την οποία μοναδική θεραπεία φαντάζει η διαφυγή. Το ανοίκειο και το ακατανόητο οδηγούν στην παρόρμηση ενός ομοιογενούς, απομονωμένου χωρικά περιβάλλοντος. Ωστόσο, καταλυτικό ρόλο στην ενίσχυση αυτής της παρόρμησης λαμβάνουν τα κυρίαρχα πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα που επιδέξια χρησιμοποιούν την ανάπτυξη των φοβικών συνδρόμων ως εργαλείο ελέγχου, για τη δημιουργία τόπων εξαίρεσης, δηλαδή τόπων αποκλεισμού στους οποίους δίνεται η δυνατότητα άσκησης “νόμιμης βίας” και περιστολής των δικαιωμάτων ελευθερίας κίνησης. Αυτούς τους τόπους εξαίρεσης και αποκλεισμού επιχειρεί να περιγράψει το δεύτερο μέρος, με έμφαση στις πολεοδομικές πρακτικές που επιβάλλονται από την κυρίαρχη κουλτούρα και μεταλλάσουν το τοπίο της πόλης, άλλοτε σε μικρότερη και άλλοτε σε μεγαλύτερη κλίμακα. Για να γίνει αντιληπτή αυτή η εξέλιξη στη χωρική μορφή των πόλεων, επιχειρείται μια σύντομη ιστορική αναδρομή σε δύο σημεία σταθμούς στην ιστορία της πόλης κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Το πρώτο αφορά τη “χειρουργική” επέμβαση του βαρόνου Haussmann στο Παρίσι κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860, ο οποίος εφάρμοσε για πρώτη φορά τη δημιουργική καταστροφή του κέντρου της πόλης, εισάγοντας το καινοτόμο στοιχείο των βουλεβάρτων. Το δεύτερο αφορά το κίνημα της Όμορφης Πόλης που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες και ενσωματώνοντας στοιχεία εξωραϊσμού και λειτουργικότητας στον πολεοδομικό σχεδιασμό, κατά τo πρότυπο του Haussmann, εξελίχθηκε σε μέσο ηγεμονίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής (στις αποικιοκρατίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και στα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης). Και στις δύο περιπτώσεις, οι επεμβάσεις στην πόλη πραγματοποιήθηκαν με τη θεώρηση του χώρου ως έναν άρρωστο οργανισμό που χρειάζονταν εξυγίανση. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιήθηκε σε αυτές υιοθετήθηκε αποτελεσματικά λίγες δεκαετίες αργότερα με το πρόσχημα της ασφάλειας, για να επιβάλλει ένα σταδιακό μετασχηματισμό των κέντρων των πόλεων που στηρίζονταν στην εξάλειψη της κοινωνικής ετερότητας και της αστικής πολυπλοκότητας. Η αστική αναγέννηση

14 15


1 εισαγωγή

επιτεύχθηκε με φαινόμενα όπως το κίνημα της Νέας Πολεοδομίας, ο εξευγενισμός των κεντρικών εμπορικών περιοχών, η σταδιακή ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας που εκφράστηκε με μια πρωτοφανή υβριδοποίηση του χώρου και τέλος με τη δημιουργία περιτειχισμένων κοινοτήτων (gated communities), ως το κατεξοχήν παράδειγμα θυλάκων εθελοντικού εγκλεισμού. Πρακτικές που εφαρμόζονται μέχρι σήμερα με ολοένα και περισσότερο εντεινόμενους ρυθμούς και επιφέρουν έναν εμφανή κατακερματισμό του δημόσιου χώρου, μια τάση ομογενοποίησης και αποκλεισμού ανά περιοχές και την επιβολή ενός διαφορετικού τρόπου ζωής που βασίζεται στην κουλτούρα της κατανάλωσης και στη βίωση της πόλης ως θέαμα, προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Στη βάση αυτών των συμφερόντων, ο έλεγχος του πλήθους μέσω μεθόδων επιτήρησης και καταστολής αποκτά μια σημαντική θέση στην ατζέντα των πολιτικών στρατηγικών στην πόλη. Το τρίτο μέρος της έρευνας αναλύει αυτές τις στρατηγικές, επικεντρωνόμενο στη ρητορική της ασφάλειας που αναπτύσσεται στο όνομα του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, του “πολέμου κατά του οργανωμένου εγκλήματος” και “των ναρκωτικών”. Σε μια εμμονή με την προστασία της πόλης από τον “εσωτερικό εχθρό” και την αόρατη απειλή, η κυρίαρχη εξουσία υιοθετεί μέτρα που εντείνουν τις ήδη υπάρχουσες χωρικές ανισότητες. Με πρόσχημα τον κατευνασμό των φόβων, εφαρμόζει ρεβανσιστικές μεθόδους ενάντια σε κάθε ανεπιθύμητο “άλλο” (άστεγο, επαίτη, ξένο, μικροεγκληματία), οι οποίες περιλαμβάνουν στρατηγικές “μηδενικής ανοχής” και αποκλεισμού από τα κέντρα των πόλεων, μια αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση του αστικού χώρου, απαγορεύσεις κυκλοφορίας, οριοθέτηση άτυπων ζωνών στις οποίες η επιβολή του νόμου αποκτά μια άλλη “εκτός νόμου” διάσταση, καθώς και ένα ισχυρό σύστημα παρακολούθησης στους δημόσιους και ημι-δημόσιους χώρους, που θέτει υπό αμφισβήτηση τις έννοιες της προσωπικής ελευθερίας. Η “ασφαλής” πόλη που επικαλείται η εξουσία μετατρέπεται μέσω φαντασμαγορικών κινήσεων πολεοδομικού σχεδιασμού και δραστικών στρατηγικών καταστολής και αστυνομοκρατίας σε έναν τόπο θυλάκων, όπου τίθεται το ερώτημα της προστασίας ή του αποκλεισμού. Εν τέλει κατά πόσο όλες αυτές οι τακτικές επέμβασης της κυριαρχίας στο χώρο της πόλης εξαλείφουν τον πραγματικό κίνδυνο; Ή μήπως απλά συμβάλλουν σε μια διαιώνιση των φόβων, με τη μετατροπή της πόλης σε ένα κατακερματισμένο τοπίο, μια πόλη της εξαίρεσης του ανεπιθύμητου “άλλου”, μια τοπογραφία της ασφάλειας που παραπέμπει σε δυστοπικά σενάρια της πόλης του μέλλοντος; The Woman and the Curtain, Georg Oddner

16 17


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Το σοκ της Μητρόπολης

2 18 19


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Η σύγχρονη πόλη διέρχεται διαδικασίες συνεχών μετασχηματισμών που στηρίζονται ολοένα και περισσότερο στη σχέση κράτους και κεφαλαίου. Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με την αναδυόμενη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού από τη δεκαετία του 1970 συνιστά το καθοριστικό πλαίσιο των διεργασιών που μεταλλάσσουν την αστική γεωγραφία και δημιουργούν νέους συσχετισμούς μεταξύ του χώρου και των ανθρώπων που τη βιώνουν. Ζητούμενο της ενότητας αποτελεί η κατανόηση αυτού του πλαισίου υπό το πρίσμα της “ρευστής νεωτερικότητας”, όπως την αναλύει στα κείμενά του ο Zygmunt Bauman, ώστε να γίνει αντιληπτό το σοκ της σύγχρονης μητρόπολης και τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί η βίωσή της. Στη βάση αυτών των συναισθημάτων, ο φόβος, διαχρονικό στοιχείο της ψυχοσύνθεσης του ατόμου, πηγάζει από την αίσθηση της απειλής, την οποία η κυρίαρχη εξουσία εκμεταλλεύεται προς την κατεύθυνση μιας πολιτικής του φόβου, μιας πολιτικής που οδηγεί σε σχέσεις εξαίρεσης και αποκλεισμού του ανεπιθύμητου “άλλου” εντός του αστικού ιστού.

η εποχή της ρευστής νεωτερικότητας Το δράμα θα στηθεί και θα σχεδιαστεί και στους δύο χώρους- τόσο στην παγκόσμια, όσο και στην τοπική σκηνή. Οι επίλογοι των δύο θεατρικών παραγωγών είναι στενά αλληλοδιαπλεκόμενοι και εξαρτώνται άμεσα από το πόσο βαθιά αντιλαμβάνονται οι σεναριογράφοι και οι ηθοποιοί της κάθε παραγωγής εκείνο το σύνδεσμο και με πόση επιμονή συνεισφέρουν στην επιτυχία της άλλης παραγωγής.

2.1

Zygmunt Bauman (2003)

Η πόλη και η κοινωνική αλλαγή είναι δύο έννοιες σχεδόν συνώνυμες. Η αλλαγή, σύμφωνα με τον Πολωνό κοινωνιολόγο Zygmunt Bauman (2003), θεωρείται ως το στοιχείο που προσδίδει ποιότητα και πολυπλοκότητα στην αστική ζωή και συνιστά βασική λειτουργία της αστικής ύπαρξης. Η πόλη μπορεί να θεωρηθεί ως ένας πολύπλοκος, λαβυρινθώδης τόπος, ένας τόπος συμβίωσης πολλαπλών ταυτοτήτων και ετεροτήτων. Πρόκειται για έναν τόπο στον οποίο η ρευστότητα και η δημιουργικότητα χαρακτηρίζουν τη ζωή και σύμφωνα με τον Michael Storper (1997) οφείλονται στην αβεβαιότητα που γεννιέται από τις ελάχιστα συντονισμένες και συνεχώς μεταβαλλόμενες σχέσεις. Οι σύγχρονες πόλεις, ως πεδίο μάχης παγκόσμιων δυνάμεων, όπου "τα τοπικά νοήματα και οι ταυτότητες συναντιούνται, συγκρούονται και αναζητούν μια ικανοποίηση ή απλά έναν διακανονισμό" (Bauman, 2003: 18) δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις αντιπαράθεσης που θέτουν σε κίνηση και διατηρούν τις δυναμικές της "ρευστής πόλης". Ο χώρος της πόλης μετατρέπεται σε μια συνάντηση, μια σύγκρουση αντιδρώντων δυνάμεων, σε ένα πεδίο συνύπαρξης ασυμβίβαστων αλλά αμοιβαία αποδεκτών τάσεων.

20 21


2 τo σοκ της Μητρόπολης

που εκφράζουν τον χώρο των τόπων, καταδικασμένοι να παραμείνουν σε αυτόν, αποκομμένοι από τα παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας. Το "ρευστό" επικράτησε, οι πόλεις υπό την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης ενεπλάκησαν σε ένα νέο είδος αλληλεξάρτησης και ο "χώρος των ροών και των τόπων" (Bauman, 2003) ήρθαν στο προσκήνιο. Δύο χώροι αντιμαχόμενοι και την ίδια στιγμή σε "αμοιβαίο εναγκαλισμό", σε κατάσταση συνεχούς αλληλεπίδρασης, δημιούργησαν ένα νέο παράδοξο σύμφωνα με τον Castells˙ "όλο και περισσότερο τοπική πολιτική, σε ένα κόσμο δομημένο από όλο και αυξανόμενες παγκόσμιες διαδικασίες" (1997: 61). Ο "χώρος των ροών" ελεύθερος από κάθε "τοπικό" έλεγχο. Ο "χώρος των τόπων" περιορισμένος, τοπικός, λιγότερο ευέλικτος και πιο αδύναμος ως προς τη λήψη αποφάσεων (Castells, 2000). Μια παγκόσμια λαίλαπα στην οποία οι άνθρωποι βρίσκονται ανυπεράσπιστοι μπροστά στην κυριαρχία των "παγκόσμιων διαχειριστών" (Bauman, 2003).

Michael Chase

Η ίδια η ρευστότητα της πόλης προέρχεται από τη σύγκρουσή της με το "στέρεο". Η εποχή της "στέρεας νεωτερικότητας", η εποχή της "εμπλοκής", όπως την αποκάλεσε ο Bauman στη μελέτη του Πόλη των φόβων, Πόλη των ελπίδων (2003), συνδεόταν στενά με τη δύναμη να ασκήσει κανείς πίεση και να αντισταθεί, βάσει της ισχύος των κτήσεών του. Η ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού, όμως, στα τέλη της δεκαετίας του '70 και το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης έθεσε τέλος σε αυτή τη "στερεότητα", με αποτέλεσμα η νέα παγκόσμια ελίτ, να αποσχίζεται από τον τόπο, διαχωρίζοντας τη θέση της από τον κόσμο των άλλων, των "από τα κάτω". Η μετάβαση από το "στέρεο" στο πιο "ρευστό" στάδιο της νεωτερικής εποχής επιτεύχθηκε σταδιακά με αυτή την απεμπλοκή των δύο κόσμων. Αποτέλεσμα αυτής της πόλωσης ήταν η "αυξανόμενη αποεδαφοποίηση (extraterritoriality) της ισχύος" (Bauman, 2003: 15), δηλαδή η αποκοπή της εξουσίας από τον τόπο, η σύνδεσή της με τα παγκόσμια δίκτυα ελέγχου. Μια νέα ιεράρχηση της κυριαρχίας "μέσω της απειλής της αποχώρησης" (Castells, 2000: 20-21) άρχισε να παρατηρείται˙ μια αποχώρηση των "από τα πάνω" που εκφράζουν το "ρευστό χώρο" στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, από τους "από τα κάτω"

Σε αυτό το πλαίσιο της ρευστής πόλης θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε τη νεωτερικότητα, με την οπτική του Baudelaire (1981), ως "το εφήμερο, το φευγαλέο, το τυχαίο", ως "το ένα μισό της τέχνης, ενώ το άλλο μισό είναι το αιώνιο και το αμετάβλητο". Η αλλαγή και το εφήμερο, αδιαμφισβήτητη συνθήκη της νεωτερικότητας κατά τον Harvey (1990: 32), δύναται να οριστεί πιο περιγραφικά από τον φιλόσοφο Marshall Berman ως "ένα περιβάλλον το οποίο υπόσχεται περιπέτεια, δύναμη, χαρά, ανάπτυξη, μετασχηματισμό του εαυτού μας και του κόσμου και ταυτοχρόνως απειλεί να καταστρέψει όλα όσα έχουμε, όλα όσα γνωρίζουμε, όλα όσα είμαστε" (1982: 15). Η σύγχρονη εμπειρία αγγίζει όλα τα γεωγραφικά και εθνοτικά σύνορα, κάθε ιδεολογίας, θρησκείας ή τάξης, καταφέρνοντας να ενώσει όλη την ανθρωπότητα. Ωστόσο, Πρόκειται για μια παράδοξη ενότητα, μια ενότητα της διαίρεσης, μια ενότητα που μας ρίχνει όλους σε μια δίνη διαρκούς αποσύνθεσης και ανανέωσης, αγώνα και αντιφάσεων, ασάφειας και άγχους (ό.π.). Η ανασφάλεια και η κλίση προς το "ολοκληρωτικό χάος", μπορούν να οριστούν ως σταθερά σημεία αναφοράς της νεωτερικότητας, γεγονός στο οποίο συγκλίνουν πλήθος "μοντέρνων" συγγραφέων κατά τον Harvey, καθώς ο ίδιος ο ορισμός της νεωτερικότητας συνεπάγεται την "ανηλεή ρήξη με οποιεσδήποτε προγενέστερες ιστορικές συνθήκες" (1990: 33), την ίδια στιγμή που το εσωτερικό της διέρχεται επίσης μια σειρά αέναων ρήξεων και κατακερματισμών.

22 23


2 τo σοκ της Μητρόπολης

2.1.1 “νέος τοπικισμός” και νεοφιλελευθερισμός

Η παραδοσιακή μορφή της πόλης έχει εξοντωθεί από την αχαλίνωτη καπιταλιστική ανάπτυξη, θύμα μιας ακατάπαυστης ανάγκης να απορροφηθεί το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο στην ατέρμονα και κατακλυσμιαία επέκταση της πόλης, ανεξάρτητα από κοινωνικές, περιβαλλοντικές ή πολιτικές επιπτώσεις. David Harvey (2012)

Μέσα σε αυτό το χάος της νεωτερικότητας, το "τοπικό" ή η "αναγέννηση του τοπικού" έχει επανέλθει στην επικαιρότητα του πολιτικού φάσματος, ορίζοντας χώρους που αντιμετωπίζονται ως κομβικά θεσμικά πεδία, για ένα εύρος πολιτικών στρατηγικών και πειραμάτων. Το παράδοξο έγκειται στο ότι το "τοπικό" τίθεται σε διαπραγμάτευση μέσω "ανεξέλεγκτων υπερτοπικών μετασχηματισμών, όπως η παγκοσμιοποίηση, η χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου, η διάβρωση του εθνικού κράτους και η εντατικοποίηση του χωρικού ανταγωνισμού" (Brenner & Theodore, 2002α: v). Η απουσία σταθεροποιητικών κανόνων σε εθνική, υπερεθνική ή παγκόσμια κλίμακα, ανάγει τις τοπικότητες σε εναπομείναντα πεδία διαπραγμάτευσης του καπιταλιστικού συστήματος. Άμεση συνέπεια, η απελευθέρωση των "καινοτόμων ικανοτήτων" των τοπικών οικονομιών, η υιοθέτηση μιας τοπικής επιχειρηματικής κουλτούρας και η διεύρυνση της ευελιξίας τοπικών συστημάτων διακυβέρνησης (ό.π.). Μια νέα αντίληψη αναδύεται˙ αυτή του νέου τοπικισμού, στον οποίο πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζουν οι τοπικές πολιτικές και οικονομικές ελίτ που επιδιώκουν να προωθήσουν με καθαρά επιθετικό τρόπο "μια οικονομική αναζωογόνηση από τα κάτω" (ό.π.), δηλαδή από τον "χώρο των τόπων", ο οποίος παραμένει αποσυνδεδεμένος από το "χώρο των ροών". Ωστόσο, διάφορα ερωτήματα και μια σειρά ασαφειών εγείρονται σχετικά με αυτή τη νέα τάση. Η σύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο, η απόκρυψη μιας σκληρότερης πραγματικότητας που κρύβει θεσμικές απορρυθμίσεις και περαιτέρω υποβάθμιση της κοινωνίας σε τοπικό επίπεδο, η απόλυτη κυριαρχία πολιτικώνοικονομικών δυνάμεων και η τρωτότητα στις παγκόσμιες οικονομικές διακυμάνσεις, είναι μερικοί από τους προβληματισμούς που θέτουν οι Brenner και Theodore

(2002α). Το μόνο σίγουρο είναι ότι ζητήματα όπως "ο νέος τοπικισμός, η μετάβαση σε μια αστική επιχειρηματικοποίηση, ο επαναπροσδιορισμός της κλίμακας του πολιτικού-οικονομικού χώρου και οι δυναμικές της δημιουργίας χώρου στο σύγχρονο παντοπικό (glocalized) καπιταλισμό" (ό.π.: vi), εμφανίζονται στην πολιτική και οικονομική γεωγραφία ως εκφάνσεις του αναδυόμενου φαινομένου του νεοφιλελευθερισμού. Ο βασικός άξονας της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού έγκειται στην πεποίθηση ότι "οι ανοιχτές, ανταγωνιστικές και μη ρυθμιζόμενες αγορές, ελεύθερες από κάθε μορφή κρατικής εμπλοκής, αντιπροσωπεύουν τον καλύτερο μηχανισμό για οικονομική ανάπτυξη" (Brenner & Theodore, 2002β: 2). Οι ρίζες αυτής της "ουτοπίας της απεριόριστης εκμετάλλευσης" (Bourdieu, 1998, όπως αναφέρεται στους Brenner & Theodore, 2002β: 2) εμφανίζονται για πρώτη φορά σε γραπτά των Friedrich Hayek και Milton Friedman στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θέτοντας τις βάσεις για την άσκηση μιας νέας μεταπολεμικής πολιτικής που στόχευε στην πειθαρχία της αγοράς, την ανταγωνιστικότητα και την εμπορευματοποίηση όλων των τομέων της κοινωνίας. Διαδικασίες όπως η αποσταθεροποίηση, η απελευθέρωση της αγοράς και οι κρατικές περικοπές, θεωρούνται το αποκορύφωμα του "νεοφιλελεύθερου ρεπερτορίου" , οι οποίες επιβλήθηκαν χωρικά από την κλίμακα του τοπικού μέχρι την κλίμακα του παγκόσμιου και κατά τη δεκαετία του 1980 συγκρότησαν "την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογική μορφή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού" (Brenner & Theodore, 2002β: 3). Η αποκρυστάλλωση του παγκόσμιου βασιλείου του "πειθαρχικού νεοφιλελευθερισμού" αυτή την περίοδο, δηλαδή της "νεοφιλελεύθερης στροφής των κυβερνητικών πολιτικών" που τείνουν να "υποβάλλουν την πλειοψηφία του πληθυσμού υπό την εξουσία των δυνάμεων της αγοράς διατηρώντας ταυτόχρονα την κοινωνική προστασία των δυνατών" (Gill, 1995: 407), αυτών που ελέγχουν την κίνηση του κεφαλαίου, μας οδηγεί στο ρόλο που διαδραμάτισε η εξάπλωση αυτού του φαινομένου στη διάπλαση του αστικού χώρου.

The American Dream, Tiago Hoisel

24 25


2 τo σοκ της Μητρόπολης

2.1.2 αναδυόμενες γεωγραφίες του νεοφιλελευθερισμού

Οι πόλεις σήμερα εμπλέκονται σε ένα υψηλά αβέβαιο γεωοικονομικό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από νομισματικό χάος, κερδοσκοπικές κινήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, τοπικά παγκόσμιες στρατηγικές μεγάλων υπερεθνικών επιχειρήσεων και έναν ταχέως εντεινόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των τοπικοτήτων. Erik Swyngedouw (1992)

"Ο χώρος είναι πολιτικός και ιδεολογικός. Είναι κατά λέξη μια παράσταση γεμάτη ιδεολογία", δήλωνε ήδη από τη δεκαετία του 1960 ο Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Henri Lefebvre (2006: 231), στο βιβλίο του Δικαίωμα στην Πόλη. Ο Lefebvre ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκε την "ανάδυση μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας με χαρακτηριστικό της στοιχείο την εγκατάσταση δικτύων υπερεθνικής διάχυσης του κεφαλαίου, της πληροφορίας, αλλά και των σχέσεων κυριαρχίας" (Σταυρίδης στον Lefebre, 2006: 9). Η εξέλιξη του χώρου της πόλης στη σύγχρονη εποχή έμελλε να σημαδευτεί από τα λόγια του και να μετατραπεί σε πολιτική αρένα διαπάλης της ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού και των αντιπάλων του. Η προσπάθεια επιβολής του νεοφιλελευθερισμού με πρακτικές "καταναγκαστικής, πειθαρχικής μορφής της κρατικής παρέμβασης", εμπεριέχουν μια ξεκάθαρη πολιτική στάση που οδηγεί σε κοινωνικές πολώσεις και σε μια "εντατικοποίηση της άνισης ανάπτυξης σε όλες τις χωρικές βαθμίδες" (Brenner & Theodore, 2002: 5), σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η αντίδραση σε αυτή την επιβολή εκφράστηκε με την ανάδυση κινημάτων αντίστασης κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με αντιπροσωπευτικότερα τα κινήματα της δεκαετίας του 1990 (από την εξέγερση των Zapatistas στην Chiapas του Μεξικού, μέχρι τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου Π.Ο.Ε., το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο - Δ.Ν.Τ., την Παγκόσμια Τράπεζα και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, σε τοποθεσίες όπως το Davos, η Γένοβα, το Λονδίνο, η Μελβούρνη και άλλες).

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η πόλη αποτέλεσε άμεσο γεωγραφικό στόχο των νεοφιλελεύθερων πρακτικών που φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν μια "ουτοπία" ελεύθερων αγορών, αυτορυθμιζόμενων, απελευθερωμένων από κάθε είδους κρατική παρέμβαση. Αντανάκλαση των πρακτικών τους, η απόπειρα να αναζωογονήσουν τις τοπικές οικονομίες μέσω της απορρύθμισης, της ιδιωτικοποίησης, της φιλελευθεροποίησης και της ενισχυμένης δημοσιονομικής λιτότητας. Αυτή η αναζωογόνηση, όμως, των τοπικών οικονομιών σε μικρής ή μεγαλύτερης εμβέλειας έργα, στηρίχθηκε επίσης στην προώθηση της αστικής ανταγωνιστικότητας, δηλαδή της δυνατότητας της κάθε πόλης να προσελκύει το κεφάλαιο που υποτίθεται ότι κινείται ελεύθερο. Μια "τοπικά-παγκόσμια αταξία" ("global-local disorder" κατά Peck & Tickell, 1994, στο Brenner & Theodore, 2002β: 20) άρχισε να ταλανίζει το χώρο της πόλης, ο οποίος ξέφυγε από την εθνική κυριαρχία και μετατράπηκε σε "εργαστήριο μιας ποικιλίας νεοφιλελεύθερων πειραμάτων" (Brenner & Theodore, 2002β: 21). Τα πειράματα αυτά, κυμάνθηκαν από κινήσεις διευκόλυνσης της ροής του κεφαλαίου, βασισμένες στην ενορχήστρωση μιας επενδυτικής διαδικασίας του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα -όπως επενδύσεις τουριστικού και ψυχαγωγικού περιεχομένου (ξενοδοχειακές μονάδες, μεγάλα εμπορικά καταστήματα, θεματικά πάρκα) και εξάπλωσης των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων- που συνδυάστηκαν με αστικές αναδιαμορφώσεις υπό τη μορφή αναπλάσεων ανάκτησης παραμελημένων ή εγκαταλελειμμένων περιοχών [1], μέχρι στρατηγικές κοινωνικού ελέγχου, αστυνόμευσης και επιτήρησης.

[1] η αστική “αναγέννηση” (urban regeneretion) όπως ονομάστηκε αυτή η τάση “ανάκτησης” περιοχών των πόλεων, βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και στις Ηνωμένες Πολιτείες, που πραγματοποιούνται με γνώμονα την κατανάλωση και την ενίσχυση του ανταγωνισμού των πόλεων

Η έννοια της "δημιουργικής καταστροφής" αποτελεί μια από τις εκφάνσεις αυτών των νεοφιλελεύθερων διαδικασιών, που λειτουργούν ως καταλύτες στο μετασχηματισμό της πόλης (Brenner & Theodore, 2002β). Είναι η πραγμάτωση ενός νέου κόσμου πάνω στα συντρίμμια του παλιού, με τη χρήση βίας (Harvey, 2012). Σε μια προσπάθεια εδραίωσης της νεοφιλελεύθερης αγοράς και κυριαρχίας στον πολιτικό-οικονομικό χώρο της πόλης, ασκούνται επαναλαμβανόμενες διαδικασίες ανοικοδόμησης μέσα από τη δημιουργική καταστροφή, οδηγώντας σε αυξημένες κοινωνικές ανισότητες που προβάλλονται ξεκάθαρα στην αστική γεωγραφία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της περιοχής Bunker Hill στο Downtown (δηλ. στο κέντρο της πόλης) του Los Angeles, όπου με μια εκκαθάριση τεράστιας κλίμακας κατά τη δεκαετία του 1980, συνενώθηκαν οικόπεδα και "ανέκαμψαν οι αξίες της γης πάνω στην οποία μεγάλοι κατασκευαστές και εισαγόμενα κεφάλαια ανήγειραν μια σειρά από κολοσσιαία κτίσματα" (Davis, 2008: 112). Οι παλιοί κάτοικοι εκδιώχθηκαν, ενώ ο αφανισμός ιστορικών μνημείων και η αντικατάστασή τους "με κολοσσιαίους πύργους και γιγάντιους οικοδομικούς όγκους" (ό.π.) μεταμόρφωσαν το τοπίο, δημιουργώντας την αίσθηση ενός φρουρούμενου χώρου προορισμένου μόνο για μια μικρή ελίτ. Μεταγενέστερες πρακτικές αυτού του φαινομένου αποτελούν μικρότερης έκτασης επεμβάσεις που λαμβάνουν ποικίλες

26 27


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Bunker Hill στο Downtown του Los Angeles το 1900 και σήμερα

μορφές και δεν προϋποθέτουν απαραίτητα την καταστροφή του αστικού ιστού. Σε μια πιο αυθαίρετη εκδοχή, δημιουργική καταστροφή αποτελεί ο ίδιος εκτοπισμός ή αποκλεισμός των ανεπιθύμητων κατοίκων με τη δημιουργία θυλάκων -ορατών, όπως οι gated communities ή αόρατων, όπως το gentrification και η σταδιακή ιδιωτικοποίηση της δημόσιας επικράτειας- που θα αναλυθούν εκτενέστερα στη συνέχεια. Στην ουσία, αυτή η σχεδιασμένη "καταστροφή της πόλης", αποκαλούμενη και ως "urbicide" ("αστυκτονία" σε ελεύθερη μετάφραση) από τον ερευνητή πόλεων Stephen Graham (2004), αντικατοπτρίζει μια καταστροφή μέσω του κύκλου της εγκατάλειψης και της ανάπλασης περιοχών. Πρόκειται για μια στρατηγική που θεωρητικά αποτελεί υπόθεση μιας κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας, στην πράξη όμως αποδεικνύεται ότι εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες μέσω του παραγόμενου διαχωρισμού των κατοίκων στο χώρο της πόλης. Ο επώδυνος ανταγωνισμός και η γενικευμένη ανασφάλεια ως συμπτώματα των παραγόμενων γεωγραφικών ανισοτήτων των πρακτικών του νεοφιλελευθερισμού (Brenner & Theodore, 2002β), υποκρύπτουν την ύπαρξη μιας ηγεμονίας από τη πλευρά του κεφαλαίου. "Η υπόθεση ότι οι αγορές είναι φυσικές είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στη δομή της σκέψης, ώστε ακόμη και το γεγονός ότι είναι υπόθεση φαίνεται να έχει χαθεί. Αυτό είναι πραγματική ηγεμονία", αναφέρει η γεωγράφος Doreen Massey (2013: 18). Όμως αυτού του είδους η ηγεμονία, αποτελεί και την επιτυχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και την αποδοχή της στο χώρο της πόλης. Η ανόμοια γεωγραφική ανάπτυξη και οι επακόλουθες αυξανόμενες ανισότητες, αποτελούν απλά συμπτώματα των νεοφιλελεύθερων οικονομικών στρατηγικών. Ο νεοφιλελεύθερος τοπικισμός (neoliberal localization) και η παραγωγή "κοινότοπων τοπίων" ("banalscapes" κατά τον Francesc Muñoz, 2010) στο "τοπικά παγκοσμιοποιημένο" ("locally globalised" ή "glocalised") περιβάλλον των σύγχρονων πόλεων, αποτελούν πτυχές αυτών των στρατηγικών που επιβεβαιώνουν τον Lefebvre, ο οποίος αναφερόμενος στον καπιταλιστικό χώρο τον αποκάλεσε ως "τόπο κατανάλωσης και κατανάλωση τόπου" (2006: 169). Η κυριαρχία του εμπορεύματος ενταγμένη στο ιδεολογικό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, που επιζητά την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου στην αγορά χωρίς την ύπαρξη κρατικού ελέγχου, παρατηρείται όλο και περισσότερο στο εσωτερικό των πόλεων μετά τη δεκαετία του 1970, με την ανάδειξη και τη μετατροπή των ιστορικών κέντρων σε χώρους τουριστικής έλξης, ενώ την ίδια στιγμή γίνεται αντιληπτή μια εξάπλωση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, μαζί με τη δημιουργία μεγάλων εμπορικών κέντρων (τύπου mall) και θεματικών πάρκων (τύπου Disneyland). Αυτοί οι χώροι, φαινομενικά προσβάσιμοι για την πλειοψηφία του κόσμου, έχουν ως βασικό στόχο την προσέλκυσή του, σε μια προσπάθεια

28 29


2 τo σοκ της Μητρόπολης

μητρόπολη: σώμα σε δράση ή σε άμυνα; Στις πόλεις είναι όπως στα όνειρα: ό,τι είναι δυνατό να φανταστεί κανείς μπορεί και να το ονειρευτεί αλλά και το πιο αναπάντεχο όνειρο είναι ένας γρίφος που κρύβει μια επιθυμία, ή το αντίστροφό της, μια φοβία. Οι πόλεις, όπως τα όνειρα, είναι χτισμένες με επιθυμίες και φοβίες, παρότι το νήμα που τις συνδέει είναι μυστικό, οι κανόνες τους παράλογοι, οι προοπτικές παραπειστικές, και κάθε πράγμα κρύβει ένα άλλο πράγμα.

2.1.3

Italo Calvino (2004) New York City Jakob Wagner

ελεγχόμενης, προγραμματισμένης κατανάλωσης, που το μόνο που υπολογίζει είναι το μέγιστο δυνατόν κέρδος χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτή η τάση του κεφαλαίου για κατανάλωση του τόπου, εγγράφεται πολύ χαρακτηριστικά στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα των "οικουμενουπόλεων" ή "global cities", όπως εισήγαγε τον όρο η κοινωνιολόγος Saskia Sassen (1991), αναφερόμενη κυρίως στις νέου τύπου μητροπολιτικές περιοχές (όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και το Τόκυο). Αυτές οι πόλεις, σημερινά κέντρα της παγκόσμιας οικονομίας, αποτελούν έκφραση νέων ανισοτήτων, στη βάση μιας ελίτ που ρυθμίζει την παγκόσμια οικονομία και τα ταχέως εξελισσόμενα τεχνολογικά μέσα και διαφοροποιεί τη θέση της από τις εθνοτικές μειοψηφίες που την υπηρετούν, συγκροτώντας "ένα μονοπωλιακό δίκτυο διαχείρισης, ένα άριστα οργανωμένο επικοινωνιακό σύστημα ενός ιδεατού κέντρου, μιας άυλης παγκόσμιας πόλης της οποίας συνθέτουν τους επιμέρους πόλους" (Γιακουμακάτος, 2009: 133). Σε αυτές τις πόλεις, το θέαμα με τον τρόπο που τον όρισε ο Guy Debord στην Κοινωνία του Θεάματος, αναδεικνύεται περισσότερο από ποτέ ως "ο τόπος του εξαπατηθέντος βλέμματος και της ψευδούς συνείδησης" (Debord, 1972: 14), ως "η αυτοπροσωπογραφία της εξουσίας κατά την εποχή της ολοκληρωτικής της διαχείρισης των συνθηκών ύπαρξης" (ό.π.: 21), ως "η στιγμή όπου το εμπόρευμα πέτυχε την ολοκληρωτική κατοχή της κοινωνικής ζωής" (ό.π.: 32). Αυτές οι πόλεις, στην πλειοψηφία τους μεγαλουπόλεις, είναι αυτές που εν τέλει μετατρέπονται σε "πόλεις οθόνες", οι άνθρωποι σε θεατές καταναλωτές και η εμπειρία της μητρόπολης σε μια "υπερπαραγωγή της ετερότητας" (Σταυρίδης, 2002).

Τα μεγαλύτερα προβλήματα στη μοντέρνα ζωή απορρέουν από την προσπάθεια του ατόμου να διατηρήσει την ανεξαρτησία και την ατομικότητα της ύπαρξής του ενάντια στις κυρίαρχες δυνάμεις της κοινωνίας.

Georg Simmel (1903)

Η ετερότητα, δομικό στοιχείο της εμπειρίας της νεωτερικής πόλης, εμπερικλείει μέσα της καθετί καινούργιο που "ξενίζει ερεθιστικά", καθετί απρόβλεπτο που τροφοδοτεί τη "γοητεία της φαντασμαγορίας" (Σταυρίδης, 2002). Η εμπειρία της πόλης, αποτελεί από μόνη της ένα σοκ για το άτομο που τη βιώνει. Με αφετηρία τις μεγαλουπόλεις του 19ου αιώνα και χαρακτηριστικό παράδειγμα τη δημιουργική καταστροφή και "αναγέννηση" της πόλης του Παρισιού υπό την καθοδήγηση του βαρόνου Haussmann, η εμπειρία της ετερότητας του αστικού τοπίου άρχισε να μεταβάλλεται. Τα βουλεβάρτα, τα πρώτα πολυκαταστήματα και η διαφήμιση έκαναν την εμφάνισή τους δημιουργώντας νέες πολιτισμικές αξίες στην πόλη, αξίες μιας "εμπορικής φαντασμαγορίας" (Σταυρίδης, 2002: 18). Ενταγμένες σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο ολοένα και περισσότερο ελεγχόμενο από καταναλωτικές προσταγές, αυτές οι αλλαγές ήταν ο

30 31


2 τo σοκ της Μητρόπολης

photomontage Alexander Rodchenko

προπομπός του αποκαλούμενου μητροπολιτικού σοκ˙ ενός σοκ προερχόμενου από τη διαφορετικότητα και την ποικιλία των δράσεων και των ερεθισμάτων που λαμβάνουν χώρα στην πόλη. Τα συναισθήματα που γεννιούνται από μια τέτοια εμπειρία είναι ποικίλα και σύμφωνα με τον Georg Simmel βασίζονται στην "εντατικοποίηση της νευρικής διέγερσης εξαιτίας της γρήγορης και αδιάκοπης μεταβολής των εξωτερικών και εσωτερικών ερεθισμάτων" (1993: 11). Εκτεθειμένος σε κινδύνους και απειλές που δεν μπορεί να προβλέψει, ο κάτοικος της μεγαλούπολης νιώθει μόνος, ξένος μεταξύ ξένων και μια διάχυτη ανασφάλεια τον οδηγεί σε μια λυτρωτική "καταβύθιση στην ανωνυμία του πλήθους" (Σταυρίδης, 2002: 19). Προκειμένου να αντιμετωπίσει το μητροπολιτικό σοκ επιλέγει μια διαλεκτική ταυτότηταςανωνυμίας, "σαν να παραιτείται από την αξίωση της ταυτότητας, σαν να επιδιώκει να θέσει την προσωπική του ύπαρξη στην αφάνεια" (ό.π.). Άμεση συνέπεια αυτής της αμυντικής στάσης είναι η -ως ένα βαθμό- αναισθητοποίησή του, η παράλυση των συναισθημάτων του ώστε να προστατευτεί από το χτύπημα του σοκ. Ασυνείδητα, το άτομο παραιτείται από την ατομική του ταυτότητα, μπουχτισμένο από τον υπερκορεσμό των ποικίλων ερεθισμάτων και υιοθετεί μια "μπλαζέ στάση" αδιαφορίας ("blasé outlook" κατά Simmel) που του επιτρέπει την ευκολότερη ενσωμάτωση και αφομοίωσή του στα καθιερωμένα πρότυπα συμπεριφοράς. Το μητροπολιτικό σοκ, όμως, υπαρκτό και άμεσα συνυφασμένο με την ετερότητα, αποσιωπά τη μεσολάβηση ενός άλλου αισθήματος πολύ πιο έντονου και οδυνηρού. Ο φόβος προς την ετερότητα, "ο φόβος μπροστά στο άγνωστο που φωλιάζει παντού στα σπλάχνα της γης", όπως το απέδωσε ποιητικά ο Σταυρίδης (2002: 21), δύναται να θεωρηθεί ως η βασική αιτία παραγωγής πράξεων, όπως η "καταβύθιση στην ανωνυμία του πλήθους" και η οριοθέτηση της ατομικής ταυτότητας. Κατά τον Simmel (1993), ο ανθρώπινος νους ανταποκρίνεται σχεδόν σε κάθε εντύπωση που του προκαλεί κάποιο άλλο άτομο και εκφράσεις όπως η επιφυλακτικότητα, η ελαφρά αποστροφή, η αμοιβαία ξενότητα και η αντιπάθεια είναι δείγματα μιας ψυχολογίας στην οποία το υποσυνείδητο κυριαρχεί και οδηγεί προς την αδιαφορία. Ωστόσο, η πρόκληση τέτοιων συναισθημάτων, πέρα από τις ψυχολογικές επιπτώσεις που έχει στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου αντικατοπτρίζεται έντονα και στο χώρο της πόλης. Δέσμια των ψυχολογικών μεταπτώσεων του μητροπολιτικού πλήθους, η πόλη ανταποκρίνεται σε αυτές υπό τη μορφή της κυριαρχίας. Ελευθερία και αποκλεισμός, ενθάρρυνση και αποθάρρυνση, είναι δίπολα που τη στιγματίζουν. Στο σχηματισμό της πλανάται ένας κυρίαρχος λόγος

32 33


2 τo σοκ της Μητρόπολης

που μετατρέπεται σε βία προς τους λόγους των κυριαρχημένων, ένας λόγος που αποκλείει και περιστέλλει το ανθρώπινο σώμα και τις δυνατότητες ενεργοποίησής του (Κοτιώνης, 2007). Σε μια κατάσταση ανισορροπίας, οι μειοψηφίες γίνονται φορείς βίας, είτε ενεργής -σωματικής- είτε εν δυνάμει, μέσω ενός περιβάλλοντος απειλής. Πρόκειται για μετανάστες και άλλες στιγματισμένες κοινωνικές ομάδες, λόγω εθνοτικών, θρησκευτικών, φυλετικών ή άλλων χαρακτηριστικών, άτομα που λόγω της ιδιάζουσας ετερότητάς τους φαντάζουν ως εξωτική απειλή, καθώς περιέχουν το αλλιώτικο, το άγνωστο. Ο Bauman προσδιόρισε αυτή την περιρρέουσα απειλή ως "ρευστό φόβο", ενώ ο Ιταλός θεωρητικός Franco Bifo Berardi (2007), αποκάλεσε το σύγχρονο περιβάλλον στο οποίο ασκείται αυτή η βία ως "πόλη του πανικού"˙ πανικός, διότι όπως υποστηρίζει, "η χαοτική εξάπλωση και ο πολλαπλασιασμός της μητροπολιτικής εμπειρίας" δημιουργούν ένα "νέο είδος χαοτικής αντίληψης", που σε συνδυασμό με τον αιωρούμενο φόβο οδηγεί και ενισχύει την επικράτηση μιας "ιδεολογίας της ασφάλειας". [2] ενδεικτικά, οι Burgess and Park, Elisabeth Wood, Jane Jacobs, Ray Jeffery, Oscar Newman, Alice Coleman, Kelling and Wilson)

Ο φόβος και η ασφάλεια, το έγκλημα και η επιτήρηση, άρχισαν να κάνουν έντονη την παρουσία τους σε μελέτες για το χώρο της πόλης και ακολούθως σε εφαρμογές στον πολεοδομικό σχεδιασμό και σε στρατηγικές ελέγχου. Η κοινωνιολογική σχολή του Σικάγο ήταν από τις πρώτες, στις αρχές του 20ου αιώνα που διερεύνησε το συσχετισμό των εγκληματικών συμπεριφορών με τον αστικό σχεδιασμό[2]. Η ασφάλεια, έγινε συνώνυμο της προστασίας, της άμυνας και της επιτήρησης και αντικείμενο συστηματικής μελέτης. Οι Ernest Burgess και Robert Park, στο βιβλίο τους The City που δημοσίευσαν το 1925, επιχείρησαν μια χαρτογράφηση της χωρικής ιεραρχίας, δηλαδή μια ταξινόμηση των κοινωνικών τάξεων και των αντίστοιχων τύπων κατοικιών, σε μια "ανθρώπινη οικολογία που διαρρυθμίζεται από βιολογικές δυνάμεις συγκέντρωσης, επικέντρωσης, διαχωρισμού, εισβολής και διαδοχής" (Davis, 2008: 17). Λίγες δεκαετίες αργότερα, στις χαραυγές του νεοφιλελευθερισμού, ο Oscar Newman εισήγαγε την έννοια των αμυνόμενων χώρων στο λεξιλόγιο του αστικού σχεδιασμού ως "το εύρος μηχανισμών -αληθινών και συμβολικών εμποδίων, αυστηρά οριοθετημένων περιοχών και βελτιωμένων συστημάτων επιτήρησης- που εξασφαλίζουν ένα ελεγχόμενο περιβάλλον από τους ίδιους τους κατοίκους του" (Newman, 1973: 3). Στην ουσία, ο Newman έθεσε τις βάσεις της θεωρίας της πόλης ως χώρο σε άμυνα. Έκτοτε, ακολούθησαν και άλλες σχετικές μελέτες για τη διάρθρωση του αστικού χώρου˙ όλες όμως έχοντας σαν κοινό παρανομαστή το φόβο και την αντιμετώπισή του μέσω της ψευδαίσθησης της ασφάλειας. Φαινόμενα όπως το δόγμα της "μηδενικής ενοχής" (ή η θεωρία των σπασμένων τζαμιών κατά Kelling and Wilson, 1982), ή στρατηγικές τυποποίησης και ανιαρής ομοιομορφίας στο αστικό περιβάλλον, δύναται να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά

δείγματα του τοπίου της νεοφιλελεύθερης πόλης. Η "McDonaldοποίησή" (Bauman, 2003) του αστικού τοπίου συνιστά τη δημιουργία πανομοιότυπων τοπίων ("banalscapes" κατά Muñoz, 2010), που σκοπεύουν σε μια "τακτοποιημένη, διάφανη και προβλέψιμη ιδεατή πόλη", που θα λειτουργεί ως "οάση οικειότητας" (Bauman, 2003) στο ξένο αστικό περιβάλλον προσφέροντας προστασία μέσω της συνεχούς επαγρύπνησης. Αυτή η ρομαντική αντίληψη της πόλης, όμως, δεν είναι εφικτή, διότι εκ της συλλήψεώς της βασίζεται στο φόβο και τον αποκλεισμό. Η ίδια η ομοιομορφία της και η προσπάθεια εξάλειψης του απρόβλεπτου στοιχείου γεννάει αυτόματα τη λαχτάρα για περιπέτεια, ελευθερία, ποικιλία. Ο Bauman ισχυρίζεται ότι ανάμεσα στις οάσεις ο κόσμος μοιάζει σαν έρημο, θεωρώντας ότι "οι έρημοι όμως είναι διφορούμενοι τόποι: είναι το υλικό από το οποίο πλάθονται τόσο οι ρομαντικοί ρεμβασμοί, όσο και οι πεζοί φόβοι" (Bauman, 2003: 21). Και συμπληρώνει λέγοντας ότι: Η μη δοκιμασμένη και άγνωστη περιπέτεια είναι το στοιχείο που έλκει στην πόλη˙ το μη δοκιμασμένο και άγνωστο ρίσκο είναι το στοιχείο που απωθεί (ό.π.). Τι συμβαίνει λοιπόν όταν το άγνωστο ρίσκο κυριαρχεί στην ψυχολογία των ανθρώπων, τους απωθεί και σκορπά ένα διάχυτο φόβο που ρέει ελεύθερος στο υποσυνείδητο, χειραγωγημένος από ένα κλίμα πανικού και τρομοκρατίας; Ποια η σχέση του δομημένου χώρου της νεωτερικής πόλης τη σύγχρονη εποχή του νεοφιλελευθερισμού με τη βίωση του φόβου; Και εν τέλει πόσο υπαρκτός ή μη μπορεί να είναι αυτός ο φόβος και πόσο ελεγχόμενες οι στρατηγικές κατευνασμού του από την εκάστοτε εξουσία;

Sahara Desert, 1922

34 35


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Ρευστός φόβος

[3]

«Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας: στην άγνοιά μας για την απειλή και για ό, τι πρέπει να κάνουμε -ό, τι μπορούμε και ό, τι δεν μπορούμε να κάνουμεπροκειμένου να τη σταματήσουμε καθ' οδόν - ή να της αντισταθούμε, αν η αναχαίτισή της ξεπερνά τις δυνάμεις μας

2.2

[3] ρευστός φόβος: Έννοια που την εισήγαγε ο Zygmunt Bauman στο ομώνυμο βιβλίο του το 2006 για να περιγράψει το φόβο στη νεωτερική εποχή.

Zygmunt Bauman (2006)

Disparates Νο.2, Francisco de Goya

36 37


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Φόβος˙ ο τόπος της αβεβαιότητας. Φόβος για το θάνατο, το άγνωστο, το απρόβλεπτο. Μια διαχρονική παρουσία, "αυτοδιαιωνιζόμενη" και "αυτοενισχυόμενη" (Bauman, 2007: 28), η οποία εκδηλώνεται με διαφορετική απόχρωση κάθε φορά. Μια νευρική διέγερση του αμυντικού μας συστήματος, η οποία οδηγεί σε ένα "υπαρξιακό ρίγος" (Bauman, 2007). Αυτά τα υπαρξιακά ρίγη, σύμφωνα με τον Bauman, "έχουν συνοδεύσει τους ανθρώπους στη διάρκεια της ιστορίας τους" (ό.π.: 28), λαμβάνοντας συνήθως τη μορφή ενός φόβου διάχυτου, διάσπαρτου, αιωρούμενου, χωρίς σαφή αναφορά ή αιτία. Oι αιώνες που παρεμβλήθηκαν δεν κατάφεραν να δώσουν τέλος σε αυτό το παραγόμενο "θερμοκήπιο φόβων", (Bauman 2006). Στη σύγχρονη εποχή της νεωτερικότητας η εμπειρία μας στην πόλη εξακολουθεί να διακατέχεται από την παρουσία τους, με αποτέλεσμα η φράση "Peur toujours, peur partout" ("φόβος πάντα, φόβος παντού") του Lucien Febvre (1942) να αντηχεί ως υπενθύμιση της αβεβαιότητάς μας για το παρόν και το μέλλον. Η βίωση του φόβου, αποτελεί ένα αίσθημα διαδεδομένο σε όλα τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου, που εμπεριέχει τα στοιχεία της φυγής και της επίθεσης σε μια ενδεχόμενη απειλή. Ο άνθρωπος βιώνει το ίδιο αίσθημα, με ένα επιπλέον χαρακτηριστικό: το φόβο "δεύτερου βαθμού", ένα φόβο κοινωνικά και πολιτισμικά "ανακυκλωμένο", έναν "παράγωγο φόβο" (Bauman, 2006). Ο "παράγωγος φόβος", σύμφωνα με τον Bauman αποτελεί μια σταθερή ψυχική διάθεση κατά την οποία νιώθει κανείς ότι είναι ευάλωτος στον κίνδυνο. Το αίσθημα της ανασφάλειας και της ευπάθειας σε κινδύνους που ενδεχομένως να μην είναι ορατοί ή να αποτελούν εικασίες, δημιουργούν αντιδράσεις και άμυνες που "προσιδιάζουν σε μια εξ επαφής συνάντηση με τον κίνδυνο" (ό.π.: 12). Τέτοιοι κίνδυνοι μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες κατά τον Bauman. Αυτοί που απειλούν το σώμα και τα αγαθά, κάποιοι γενικότεροι που απειλούν την ανθεκτικότητα και την αξιοπιστία της κοινωνικής τάξης από την οποία εξαρτάται η ασφάλεια των μέσων συντήρησης ή η επιβίωση και αυτοί που απειλούν τη θέση σε μια κοινωνική ιεραρχία ή μια ταυτότητα (ταξική, εθνοτική, φυλετική, θρησκευτική). Η διαχείριση και η αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων ποικίλει ανάλογα με το υποκείμενο, ενώ στην περίπτωση της πόλης, η προστασία από τους παραγόμενους φόβους χρησιμοποιείται με πρόσχημα την προσωπική ασφάλεια από τους μηχανισμούς του κράτους, έτσι ώστε να διασφαλίσει την κυριαρχία του επί του συνόλου του χώρου της πόλης. Οι μηχανισμοί ελέγχου που αναπτύσσονται σε αυτή την περίπτωση έχουν ως απώτερο στόχο τον έλεγχο των ατόμων και θα αναλυθούν διεξοδικότερα παρακάτω.

The Forbidden, Gilbert Garcin

γκρίζα ζώνη^ τοπίο στην ομίχλη 2.2.1 Οι σατανάδες είχαν φύγει, αλλά ο φόβος έμεινε. Ο φόβος πάντα μένει. Ένας άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει τα πάντα μέσα του, την αγάπη και το μίσος και την πίστη, ακόμα και την αμφιβολία˙ όσο ζει, ωστόσο, δεν μπορεί να καταστρέψει τον φόβο: φόβο αδιόρατο, άφθαρτο και τρομερό, που διαποτίζει το είναι του, που χρωματίζει τις σκέψεις του, που παραφυλάει στην καρδιά του, που παρακολουθεί στα χείλη του τον αγώνα της τελευταίας του πνοής.

Joseph Conrad (1879)

38 39


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Η πανταχού παρουσία των φόβων δύναται να μας παραλύσει. Μια από τις περιοχές στην οποία μπορεί να συμβεί αυτό σε απόλυτο βαθμό είναι η αποκαλούμενη από τον Bauman "γκρίζα ζώνη". Μια ζώνη χωρίς όνομα, από την οποία απορρέουν οι πιο αποτρόπαιοι φόβοι και η οποία απειλεί με καταστροφή και αφανισμό με έναν τρόπο που δεν είναι απόλυτα φυσικός και ανθρώπινος. Τέτοιου είδους φόβοι, αποκαλύπτουν τη ρευστότητα της μοντέρνας κοινωνίας μας, η οποία ως μόνη βεβαιότητα δέχεται την "καθημερινή προετοιμασία για τον αφανισμό, την εξαφάνιση, την εξάλειψη και το θάνατο" (Bauman, 2006: 15). Η ζωή σε αυτή την κοινωνία καθίσταται δυνατή μόνο με το φόβο, τη στιγμή που η ίδια η κοινωνία μετατρέπεται σε μηχανισμό καταστολής του παραλυτικού δέους του. Στο "τοπίο της ζωής μας το οποίο καλύπτεται από ομίχλη, όχι από πλήρες σκοτάδι", όπως το διατύπωσε ο Milan Kundera στις Προδομένες Διαθήκες του (1986), η "ζωή στην ομίχλη" μας οδηγεί να επικεντρωθούμε στους ορατούς, γνωστούς φόβους κι όχι στους μη προβλεπόμενους ή απρόβλεπτους κινδύνους που θεωρούνται οι πιο τρομακτικοί. Ακόμη και στην περίπτωση γνώσης τους, η αδυναμία κατανόησής τους τους καθιστά ακόμη πιο φρικτούς, λόγω του αισθήματος αδυναμίας που προκαλούν. Αυτό το αίσθημα αδυναμίας εδράζεται στον "αχανή, απελπιστικά ακατοίκητο χώρο" μεταξύ των απειλών, το μέρος από το οποίο εκπορεύονται οι φόβοι και οι αποκρίσεις μας και μας εμποδίζουν να τους υπερβούμε αποτελεσματικά. [4] τυφώνας Κατρίνα, 2005. από τους πιο φονικούς και καταστροφικούς τυφώνες στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών

Ο Βρετανός ιστορικός και συγγραφέας Timothy Garton Ash σε άρθρο του το 2005 με τίτλο It always lies below, περιγράφοντας τα παραγόμενα αισθήματα και τις σχέσεις που απορρέουν μετά από ένα ακραίο φαινόμενο όπως ο τυφώνας Κατρίνα[4], ανέφερε μεταξύ άλλων ότι:

Το "σύνδρομο του Τιτανικού" είναι ο τρόμος της πτώσης μέσα από τον "εξαιρετικά εύθρυπτο φλοιό" του πολιτισμού, σε εκείνο το τίποτα που συνιστά η στέρηση των "στοιχειωδών συστατικών της οργανωμένης, πολιτισμένης ζωής". Πτώση μοναχική ή συλλογική, σε κάθε περίπτωση όμως έξωση από έναν κόσμο όπου συνεχίζουν να παρέχονται τα "στοιχειώδη συστατικά" και όπου υπάρχει μια ελέγχουσα εξουσία στην οποία μπορεί κανείς να βασιστεί (Bauman, 2006: 29). Παραλληλίζοντας τους φόβους με το παγόβουνο στο οποίο προσέκρουσε ο Τιτανικός, δίνεται έμφαση στους φόβους μιας ενδεχόμενης κατάρρευσης ή καταστροφής που δύναται να πλήξει αδιακρίτως τον καθένα. Φόβοι στους οποίους πρωταγωνιστής αποτελεί το "κάτι" που βρίσκεται κρυμμένο, ο τρόμος του χάους, της ευθραυστότητας της ζωής μας, του πολιτισμού μας. Πρόκειται επίσης, για τους φόβους μιας προσωπικής καταστροφής, τον φόβο "μήπως γίνουμε επιλεγμένος στόχος, μήπως καταδικαστούμε σε προσωπικό όλεθρο"(ό.π.: 31). Η "έξωση" του Bauman είναι οι φόβοι αποκλεισμού. Φόβοι που ενισχύονται καθημερινά από την "αυθεντία" των ΜΜΕ˙ άγρυπνοι εγγυητές της σκληρής πραγματικότητας των φόβων. Η ψευδαίσθηση του αναπόφευκτου αποκλεισμού και η μάχη για την αποφυγή του, όπως αναπαράγεται από την ηγεμονία της τηλεόρασης, εδραιώνεται ως μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Η εικόνα, γίνεται σύμμαχος αυτής της αναπαραγωγής, το φαίνεσθαι αντικαθιστά το είναι και αυτό που είναι ορατό πλέον είναι η θλιβερή προσπάθεια ανθρώπων να αποκλείσουν άλλους ανθρώπους "για να αποφύγουν να αποκλειστούν από αυτούς" (ό.π.: 32).

Ο φλοιός του πολιτισμού στον οποίο βαδίζουμε προσεκτικά είναι πάντα εξαιρετικά εύθρυπτος. Μια δόνηση και βυθιστήκατε, αλαφιασμένοι και πανικόβλητοι σαν άγρια σκυλιά.

[5] “decivilisation” στο πρωτότυπο

Με τον όρο πολιτισμό, ο Ash αναφέρεται σε μια διαδικασία κατά την οποία τα "ανθρώπινα ζώα" αποκτούν ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ωστόσο, μια άλλη έννοια του κίνησε το ενδιαφέρον σε ένα μυθιστόρημα του Jack London˙ ο όρος του "αποπολιτισμού", δηλαδή η αντίθετη διαδικασία κατά την οποία οι άνθρωποι παύουν να είναι πολιτισμένοι και υιοθετούν βαρβαρική συμπεριφορά. Η απειλή του "αποπολιτισμού"[5], παρούσα και τρομακτική, όπως περιγράφεται από τον Ash, υιοθετείται από τον Bauman σε μια ελαφρώς διαφορετική ερμηνεία την οποία ονομάζει "σύνδρομο του Τιτανικού". Όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιβλίο του Ρευστός Φόβος: Neil Craver

40 41


2 τo σοκ της Μητρόπολης

2.2.2 αναμιξοφοβία: μαζί, αλλά χωριστά

...τούτες τις ταυτότητες τις γεννά ο τρόμος, επειδή τούτες οι ταυτότητες αντιμετωπίζουν μόνιμα ένα φανερό ή υπόγειο τρόμο, είναι ταυτότητες περιχαρακωμένες, οχυρωμένες, άκαμπτες, απόλυτες στην αξία και την αυτάρκειά τους. Και γι' αυτό οι άλλοι, οι ξένοι, οι διαφορετικοί είναι μονίμως έξω. Σταύρος Σταυρίδης (2002)

[6] συνήθως κριτήρια φυλετικά, θρησκευτικά ή ταξικά καθορίζουν αυτό τον χαρακτηρισμό

City of Fear, Artur Rickerby

Η σύγχρονη μητρόπολη, χαμένη στη δίνη των αποσταθεροποιητικών κινήσεων της παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, χαρακτηρίζεται από μια αυξανόμενη ανθρώπινη κινητικότητα που μεταβάλλει το τοπίο του αστικού σκηνικού και τη διαφοροποιεί από παλαιότερες εκφάνσεις της. Ωστόσο, παρά τη ρευστότητά της δεν αποβάλλει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, το οποίο παραμένει αναλλοίωτο με την πάροδο των χρόνων˙ ότι αποτελεί ένα χώρο στον οποίο ξένοι, άγνωστοι, μένουν και κινούνται σε στενή εγγύτητα μεταξύ τους, συναντιούνται και αλληλεπιδρούν για μεγάλο διάστημα. Με τον όρο ξένοι, αναφερόμαστε στους "άλλους", ανεπιθύμητους στην πλειοψηφία τους, υποκείμενα των οποίων οι προθέσεις καλύπτονται από ένα πέπλο μυστηρίου και ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα πρότυπα κανονικότητας[6]. Η οπτική και απτική αντιληπτική παρουσία των ξένων στο αστικό περιβάλλον, η πανταχού παρουσία τους, αποτελεί μια μόνιμη πηγή άγχους, προκαλεί μια αδιάκοπη αβεβαιότητα που μπορεί να εξελιχθεί σε "αδρανή επιθετικότητα" η οποία ενίοτε εκρήγνυται. Η έννοια του φόβου δηλώνει το παρόν της ως ένας "αέναος" φόβος του αγνώστου, που "αναζητά απεγνωσμένα αξιόπιστες διεξόδους". Οι ξένοι αποτελούν τον αποδιοπομπαίο τράγο αυτών των συσσωρευμένων αγωνιών. Η εκδίωξή τους, επιτυγχάνει έστω και προσωρινά τον αποκαλούμενο εξορκισμό των τρομακτικών φαντασμάτων αβεβαιότητας που αναπτύσσονται. Η ανασφάλεια υποχωρεί, αλλά η ανακούφιση είναι σύντομη, καθώς "η ρευστή νεωτερική ζωή είναι καταδικασμένη να παραμείνει ακανόνιστη και ιδιότροπη" (Bauman 2003: 23). Η αδυναμία να προβλεφθούν οι κινήσεις του ξένου τον ανάγει στην άγνωστη μεταβλητή των εξισώσεων κατά τις οποίες λαμβάνονται αποφάσεις ως προς την εκάστοτε συμπεριφορά του ατόμου. Η ανησυχία που προκαλεί η παρουσία αυτής της άγνωστης μεταβλητής, αντικατοπτρίζει τα φοβικά αισθήματά του, τα οποία γνωστά για την τοξική δράση τους- διαδίδονται εκπληκτικά γρήγορα, εγκαθίστανται στον ανθρώπινο νου και μολύνουν την πλειονότητα των συμπεριφορών του.

The Strange Masks, James Ensor

Σύμπτωμα αυτών των αισθημάτων είναι η επονομαζόμενη "αναμιξοφοβία", μια "ευρέως διαδεδομένη αντίδραση -που χαζεύει το μυαλό, παγώνει το αίμα και σπάει τα νεύρα" (Bauman 2003: 25). Πρόκειται σύμφωνα με τον Bauman, για την αντίδραση που προκαλείται από την ετερότητα ανθρώπων που συγχρωτίζονται στους δρόμους των σύγχρονων πόλεων -είτε σε "κακόφημες" ή "κανονικές περιοχές"- όπου το περιβάλλον αποκτά έναν "εκνευριστικό, χαοτικό και ενοχλητικά ανοικείο χαρακτήρα" (Bauman, 2007: 146). Αυτή η ανοικειότητα του σκηνικού της παγκοσμιοποιημένης πόλης σε μια εποχή όπου η πολυφωνία και η ποικιλότητα του αστικού περιβάλλοντος εδραιώνονται, προκαλεί εντάσεις που οδηγούν σε τάσεις και επιθυμίες διαχωρισμού. Η αναμιξοφοβία, αποτελεί το φόβο του “άλλου”, όπως αναλύθηκε παραπάνω, και "φανερώνεται στο δρόμο προς νησιά της ομοιότητας και της πανομοιότητας μέσα από τη θάλασσα της ποικιλίας και της διαφορετικότητας" (Bauman, 2003: 25-26). Αντίδοτο σε αυτή τη φοβία του ανοικείου, του ξένου, προβάλλεται η επιθυμία για ένα ομοιογενές, εδαφικά απομονωμένο περιβάλλον. Η ενεργοποίηση του αισθήματος του "εμείς", δηλαδή της επιθυμίας να είναι κανείς παρόμοιος με τους υπόλοιπους, ερμηνεύεται κατά τον Sennett ως "ένας τρόπος να αποφεύγουν οι

42 43


2 τo σοκ της Μητρόπολης

άνθρωποι τη βαθύτερη εξέταση του άλλου" (1996: 42). Η "κοινότητα ομοιότητας" που οραματίζονται σε αυτή την περίπτωση, συνιστά αποφυγή της πραγματικής συμμετοχής σε οποιαδήποτε κοινή εμπειρία υπό τον φόβο να έρθουν σε άμεση επαφή με τον κίνδυνο και τις προκλήσεις της ζωής. Αποτελεί μια "θεραπεία της διαφυγής", όπως την χαρακτήρισε ο Bauman, έναν εύκολο τρόπο να βρει κάποιος προσωρινή ασφάλεια απέναντι στην αβεβαιότητα που γεννά η πολυφωνία και η πολυπλοκότητα της καθημερινής ζωής στην πόλη. Ωστόσο, ο εδαφικός διαχωρισμός που συντελείται στο όνομα αυτής της ομοιογένειας, αποτελεί όχι μόνο το σωσίβιο, αλλά και τον τροφοδότη της αναμιξοφοβίας. Το άγνωστο, το ανοικείο, το ακατανόητο, είναι συνθήκες που προκαλούν εντεινόμενο τρόμο στον άνθρωπο και μόνο στην προοπτική ενδεχόμενης αντιμετώπισής του με το "ξένο". Η συμβίωση με τη διαφορετικότητα είναι μια έννοια που έχει The Lovers, Rene Magritte

απολεστεί από πολλά αστικά τοπία. Ωστόσο, ενώ το αστικό τοπίο συνιστά πηγή φόβου και απώθησης εξαιτίας της πολυπλοκότητάς του, την ίδια στιγμή προκαλεί αισθήματα έλξης και γοητείας. Η ζωή στην πόλη μετατρέπεται σε μια "διαβόητα αμφίθυμη εμπειρία" όπου η "αναμιξοφιλία" αναμιγνύεται με την αναμιξοφοβία. Η "καλειδοσκοπική λάμψη" του αστικού τοπίου, υπόσχεται εμπειρίες και δελεαστικά θέλγητρα, με αποτέλεσμα "η μαζική συμπύκνωση αγνώστων" να είναι: ταυτόχρονα, απωθητικός και ισχυρότατος μαγνήτης που διαρκώς έλκει νέες κουστωδίες ανδρών και γυναικών που έχουν κουραστεί από τη μονοτονία της αγροτικής ζωής ή της ζωής σε μικρές πόλεις, που έχουν βαρεθεί την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα της και έχουν απελπιστεί από την έλλειψη ευκαιριών (Bauman, 2003: 27) Οι δύο έννοιες της αναμιξοφοβίας και της αναμιξοφιλίας μπλέκονται, συνυπάρχουν και χαρακτηρίζουν όχι μόνο το αστικό τοπίο, αλλά και το κάθε άτομο μεμονωμένα. Αναμφίβολα, "η ρευστή - νεωτερική αμφιθυμία", η διττή υπόσταση της πόλης, αποκαλύπτεται έντονα σε μια συμβίωση που διακατέχεται από ανησυχία για το άγνωστο και μια περίεργη έλξη για το μη οικείο. Ακριβώς αυτή η αφθονία σε αγνώστους, μόνιμους ή "παντοτινούς", είναι το στοιχείο που "καθιστά την πόλη ως ένα θερμοκήπιο της ανακάλυψης και της καινοτομίας, της αυτοκριτικής, της αποστροφής, της διαφωνίας και της παρότρυνσης της εξέλιξης" (ό.π.: 9).

η πολιτική του φόβου 2.2.3 ή κυβερνώντας μέσω νευρώσεων Ζούμε στο χάος. Ένα χάος καταστροφικό, μέσα στο οποίο δεν βρίσκουμε προσανατολισμό. Είναι το χάος της ζωής μας ως ανθρώπων βυθισμένων στον ανόητο ορίζοντα της επικοινωνίας, στη διασπορά της σκέψης, στη σύγχυση μιας αναπαραγωγής του αισθητού που δεν βρίσκει πλέον επίπεδο ανασύνθεσης.

Antonio Negri (1991)

Η πολιτική είναι σαν τη βιομηχανία του θεάματος. Ronald Reagan

44 45


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Στο βιβλίο του Διασκέδαση μέχρι Θανάτου, ο Αμερικανός συγγραφέας Neil Postman παραλληλίζει τη βιομηχανία του θεάματος με την πολιτική, λέγοντας ότι "αν η πολιτική μοιάζει με το θέαμα, τότε στόχος δεν είναι να κατακτηθεί η υπεροχή και η αξία, η διαφάνεια και η ειλικρίνεια, αλλά να φαίνεται ότι αυτός είναι ο στόχος, πράγμα τελείως διαφορετικό" (1985: 156). Αυτό το διαφορετικό μπορεί να εκφραστεί κατά τον Postman μέσω της διαφήμισης, και κυρίως μέσω της τηλεοπτικής διαφήμισης, του πιο "ογκώδους" είδους δημόσιας επικοινωνίας, όπως την αποκαλεί. Αντίστοιχα, ο Franco Berardi, περιγράφοντας τη σύγχρονη πόλη ως "πόλη του πανικού", διατείνεται ότι η διαφήμιση "εξυψώνει και υποκινεί τη φιλήδονη προσοχή" (2007) σε έναν τόπο "όπου κανένας δεν έχει το χρόνο πια να έρθει κοντά με τους άλλους". Η μητροπολιτική εμπειρία βιώνεται ως μια υπερπαραγωγή της ετερότητας (Σταυρίδης, 2002), ως ένα θέαμα το οποίο εντείνει τα αισθήματα προσωπικής ανασφάλειας και συλλογικού πανικού για κάποια επικείμενη απειλή. Η σφαίρα του άγνωστου, του ακατανόητου και του ανεξέλεγκτου, εμπεριέχουν την αδυναμία ελέγχου τους, την "ακατανοησία" τους -όπως το έθεσε ο Baumanκαι συνεπώς μεγεθύνουν το φόβο, φτάνοντάς τον πολλές φορές σε επίπεδα παρανοϊκού βαθμού. Βασισμένη σε αυτή την ψυχολογία που τροφοδοτείται από την άγνοια, γεννιέται η συστηματική καλλιέργεια του φόβου, ως ένας αποτελεσματικός μηχανισμός άσκησης της εξουσίας. Με το κράτος να κατέχει στα χέρια του τη "νόμιμη βία", επιδιώκει να προσφέρει "θεραπεία" σε αυτούς τους φόβους, με μοντέλα ασφάλειας που θεωρητικά αποσκοπούν στο να ξανακερδηθεί η χαμένη αυτοπεποίθηση των ανθρώπων. Σε ανάλυσή της σχετικά με την αρχιτεκτονική του φόβου, η Nan Ellin (1997) περιγράφει τις στρατηγικές περίκλεισης, αστυνόμευσης και των συστημάτων επιτήρησης στη σύγχρονη πόλη, καθώς και την εφαρμογή ενός αμυντικού αστικού σχεδιασμού ως πρακτικές εδραίωσης της ασφάλειας, σε ένα περιβάλλον που διακατέχεται όλο και περισσότερο από το φόβο. Ωστόσο, οι μέθοδοι που ακολουθούνται δεν καταφέρνουν συνήθως να περιορίσουν τον πραγματικό κίνδυνο. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια "κυβέρνηση μέσω νευρώσεων", κατά την Καναδέζα κοινωνιολόγο Julie-Anne Boudreau (2007), μια διαδικασία κατά την οποία οι κάτοικοι βασίζουν τη συμπεριφορά τους στο να εκλογικεύουν καταστάσεις και να βρίσκουν προσωρινές απαντήσεις στους φόβους και τα άγχη τους ή χρησιμοποιώντας τα λόγια του Postman, καταφεύγουν στην αναζήτηση μιας "στιγμιαίας θεραπείας". Η "νευροπολιτική" οδηγεί στην αποπολιτικοποίηση του φόβου, επισημαίνει η Boudreau (2007) και στην άσκηση αυτής της πολιτικής, ο φόβος μετατρέπεται σε πολιτική αναγκαιότητα, έτσι ώστε να διατηρηθεί η ενότητα και να ενεργοποιηθεί το αίσθημα καινοτόμας δράσης. Αυτό βέβαια αποτελεί την επίσημη εκδοχή, έτσι

ώστε το κράτος να δικαιολογήσει ενέργειες ελέγχου και επιτήρησης που όχι μόνο δε φτάνουν στο επιθυμητό επίπεδο ασφάλειας για τους κατοίκους της πόλης, αλλά αντιθέτως είναι υπαίτιες για την επικράτηση ενός γενικού αισθήματος φόβου, που πολλαπλασιάζεται, σχεδόν διαιωνίζεται και προκαλεί μια "αυξανόμενη παράνοια και δυσπιστία" (Ellin, 1997: 42). Η εφαρμοζόμενη πολιτική του φόβου, όπως την ερμήνευσε ο Αμερικανός πολιτικός θεωρητικός Robin Corey, έγκειται σε δύο διαφορετικές καταστάσεις. Στην πρώτη, οι πολιτικοί ηγέτες ορίζουν και ερμηνεύουν τα αντικείμενα που πρέπει ο λαός να φοβάται (πχ. οι επιθέσεις με άνθρακα μετά την 11η Σεπτεμβρίου), πολιτική που εφαρμόζεται κυρίως σε πολεμικές περιόδους, όταν ο εξωτερικός εχθρός ή η εξωτερική απειλή είναι το κύριο αντικείμενό του και συνεκτικός ιστός η έννοια του έθνους ή της κοινότητας. Στη δεύτερη περίπτωση, ο παραγόμενος φόβος πηγάζει από πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ιεραρχίες που διαιρούν το λαό και έχουν ως στόχο τον εσωτερικό εκφοβισμό˙ η χρήση ή η απειλή κυρώσεων, καθιστά σε αυτή την περίπτωση τον φόβο πιο οικείο, "λιγότερο μυθώδη". Αυτού του είδους ο φόβος "αναπτύσσεται μέσα από τις ανισότητες και βοηθά στη διαιώνισή τους", συνδεόμενος τόσο στενά με τις πολιτικές ιεραρχίες, σε σημείο να "αποτελεί τον βασικό τρόπο κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου" (Corey, 2004: 36). Αδιαμφισβήτητα, όλη η διαδικασία παραγωγής του φόβου στοχεύει στη δημιουργία μιας κοινωνίας της συναίνεσης, στην οποία οι κοινωνικές αντιδράσεις καταστέλλονται και παράγεται μια "αρραγής, ομοιογενής ταυτότητα στόχων και προοπτικών" (Σταγκανέλλης, 2011). Ίσως το πιο ενδιαφέρον σημείο σε αυτή την παραγωγή πολιτικού φόβου συνιστά η ίδια η αποπολιτικοποίησή του. Η κατανόηση των αντικειμένων του φόβου ως μη πολιτικά, ωθεί στη διαχείρισή τους ως ανυπέρβλητους εχθρούς και παραδόξως συμβάλλει στη διαμόρφωση του "εμείς" ως ενός αδιαίρετου υποκειμένου, ενωμένου απέναντι στην εξωτερική απειλή.

η κοινωνία του θεάματος

46 47


2 τo σοκ της Μητρόπολης

2.2.4 η αυτοκρατορία του άγνωστου και η "κουλτούρα" της τρομοκρατίας Ό,τι δεν μπορούμε να ελέγξουμε μάς είναι "άγνωστο" και το "άγνωστο" είναι τρομακτικό. Ο φόβος είναι ένα άλλο όνομα που δίνουμε στο ανυπεράσπιστο της ύπαρξής μας. Zygmunt Bauman (2006)

[7] ενδεικτικά, οι αμυνόμενοι χώροι που οραματίστηκε ο Newman, τα «σαρωνόμενα» τοπία του Los Angeles και οι χιλιάδες κάμερες παρακολούθησης της βρετανικής πρωτεύουσας

Η αυτοκρατορία του άγνωστου, έννοια πολυσυζητημένη στον καιρό της ρευστής νεωτερικής εποχής μας, εμπεριέχει μέσα της το στοιχείο του άγνωστου "άλλου", του άγνωστου μέλλοντος, της άγνωστης απειλής, των "άγνωστων αγνώστων" (Furedi, 2007). Το άγνωστο κρύβει μέσα του την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα, το φόβο, τον τρόμο του ανεξέλεγκτου, συναισθηματικές καταστάσεις από τις οποίες επιδιώκουμε να ξεφύγουμε με τη βοήθεια εξελιγμένων τεχνολογικών μέσων. Όλως περιέργως, η εξάλειψη των φοβικών συνδρόμων που μας στοιχειώνουν καθίσταται όλο και πιο αδύνατη με την αύξηση των αντίστοιχων μέτρων "ασφάλειας"[7]. Απειλούμενοι και ανασφαλείς, επιρρεπείς στον πανικό και παράφοροι να εξασφαλίσουμε τη σωματική μας ακεραιότητα, γινόμαστε έρμαιο στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας, η οποία προς εξυπηρέτηση δικών της συμφερόντων, δημιουργεί ένα κλίμα τρομοκρατίας με απώτερο στόχο τον έλεγχο του πλήθους. Η επέλαση της "αρνητικής" παγκοσμιοποίησης, όπως την ορίζει ο Bauman, συνιστά το "άνοιγμα" της ανοιχτής κοινωνίας μας υπό τις πιέσεις έντονων εξωτερικών δυνάμεων. Όρος επινοημένος από τον Αυστριακό φιλόσοφο Karl Popper, η ανοιχτή κοινωνία εκφράζει μια κοινωνία που "ειλικρινά αποδέχεται ότι δεν είναι τέλεια και συνεπώς αδημονεί να στραφεί σε ανεξερεύνητες ακόμη δυνατότητες" (Bauman, 2007: 23), αδυνατώντας όμως να ακολουθήσει μια σταθερή, ασφαλή κατεύθυνση. Η αρχική της ερμηνεία παρέπεμπε στην αυτοδιάθεση μιας ελεύθερης κοινωνίας, όμως στη σημερινή εποχή φέρνει στο νου περισσότερο "την τρομακτική εμπειρία ενός ετερόνομου, δύσμοιρου και ευάλωτου πληθυσμού που έρχεται αντιμέτωπος από δυνάμεις τις οποίες ούτε ελέγχει ούτε κατανοεί πλήρως" (ό.π.: 24).

Όπως σχολιάζει ο Bauman, η "εξαιρετικά επιλεκτική παγκοσμιοποίηση του εμπορίου και του κεφαλαίου, της επιτήρησης και της πληροφορίας, του καταναγκασμού και των όπλων, του εγκλήματος και της τρομοκρατίας", αψηφά κάθε είδους εδαφικής κυριαρχίας και κρατικών συνόρων (2006: 129), δημιουργώντας βιαίως "ανοιγμένες" κοινωνίες στις οποίες είναι αδύνατον να επιτευχθεί η ασφάλεια. Η "ανοιχτή" κοινωνία, έκθετη στα χτυπήματα της "μοίρας"[8], αποτελεί το πεδίο μιας νέας παγκόσμιας αταξίας. Αυτή η αναδυόμενη παγκόσμια αταξία, συνοδευόμενη από την ταυτόχρονη εξάπλωση της "αγοράς χωρίς όρια", δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επικράτηση της αδικίας. Οι παραγόμενες γεωγραφικές ανισότητες, όπως εκφράστηκαν από τους Brenner και Theodore και αναλύθηκαν νωρίτερα, αντικατοπτρίζονται στην έννοια της χωρικής ανισότητας[9], της αδικίας και της έλλειψης δημοκρατίας στον χώρο της πόλης, μέσω χωρικών αποκλεισμών, περίκλεισης και ζωνοποίησης περιοχών. Υπό αυτό το πλαίσιο, παρατηρείται μια στρεβλή "ανοιχτότητα" που παραπέμπει σε κοινωνίες ευάλωτες, κυριευμένες από τις δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, δυνάμεις ελεύθερες, μη ελεγχόμενες, μη κατανοητές˙ κοινωνίες τρομοκρατημένες από την αδυναμία τους να αμυνθούν, παρασυρμένες από μια υπερβολική μανία για ασφάλεια. Παράπλευρα υποπροϊόντα ή παρενέργειες μιας τέτοιας "ανοιχτότητας" θεωρεί ο Bauman τον εθνικισμό, το θρησκευτικό φανατισμό, το φασισμό και την τρομοκρατία. Φαινόμενα επικίνδυνα και ακραία που συμβαδίζουν με το πνεύμα της νεοφιλελεύθερης εποχής και επιτείνουν το αίσθημα της τρωτότητας και την άποψη ότι τρεις είναι οι διαθέσιμοι ρόλοι σε αυτό το θέατρο του παραλόγου˙ οι δράστες, τα θύματα και οι "παράπλευρες απώλειες". Η αβεβαιότητα, συνοδεύει την τρωτότητα σε αυτό το" επί της αρχής ακανόνιστο" περιβάλλον όπου κυριαρχούν οι κίνδυνοι της "μη υπολογίσιμης πιθανότητας (Bauman, 2006: 132).

[8] όπου μοίρα, οι απροσχεδίαστες και απρόβλεπτες παράπλευρες συνέπειες της «αρνητικής» παγκοσμιοποίησης, βλ. Bauman, 2007: 24

[9] «spatial injustice», βλ. Soja (2008) The City and Spatial Justice

"Το ασύλληπτο, το αδιανόητο, έγινε βάναυσα δυνατό", δήλωσε ο Mark Danner (2005), και συνόψισε το νόημα της αναδυόμενης παγκόσμιας τρομοκρατίας. Αυτό ακριβώς το αδιανόητο κρύβει έναν κόσμο για τον οποίο δεν έχουμε πνευματικό χάρτη. Τα "άγνωστα άγνωστα" ("unknown unknowns"), όπως τα εισήγαγε στον πολιτικό λόγο ο πρώην Αμερικανός υπουργός Αμύνης Donald Rumsfeld, συνιστούν μια εντυπωσιακή αλλαγή του παγκόσμιου ενδιαφέροντος από τα πράγματα που δύναται να γνωρίζουμε σε αυτά που δεν μπορούμε να μάθουμε ποτέ. Ο ίδιος ο ορισμός των "άγνωστων αγνώστων" αποτελεί τις καταστάσεις τις οποίες "ούτε καν γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε και δεν καταλαβαίνουμε" (Furedi, 2007).

48 49


2 τo σοκ της Μητρόπολης

Η αντίληψη της επεκτεινόμενης αυτοκρατορίας του άγνωστου εμπερικλείει φυσικά το στοιχείο του παραλογισμού, ειδικά σε μια εποχή άνευ προηγουμένου εξάπλωσης της επιστημονικής γνώσης. Λειτουργεί σχεδόν ως μια πρόσκληση στην τρομοκρατία. Η αντικειμενικοποίηση του άγνωστου δημιουργεί ένα νέο είδος απειλής που διογκώνει τον εν λόγω κίνδυνο και δίνει "νόμιμο" πάτημα στον "πόλεμο κατά της τρομοκρατίας". Το παράδοξο της υπόθεσης έγκειται ότι σε αυτή την περίπτωση, η αφήγηση του φόβου ενισχύεται από δηλώσεις άγνοιας, ως "δείκτη βαρύτητας μιας απειλής" (Furedi, 2007). Μια άλλη αντίφαση είναι ότι αυτός ο "πόλεμος", δεδομένης της φύσης της σύγχρονης τρομοκρατίας, έρχεται σε αντιδιαστολή με το "αρνητικά παγκοσμιοποιημένο" τοπίο στο οποίο δρα. Τα μοντέρνα όπλα, πλέον βασίζονται στην κίνηση και όχι στην πολιορκία, προκαλώντας ένα μεγάλο αριθμό "παράπλευρων απωλειών". Η αύξηση και η μεγέθυνση του τρόμου, είναι μια σκόπιμη θα λέγαμε "παράπλευρη απώλεια", όπου όπως εύστοχα το έθεσε ο Bauman, αν ο δεδηλωμένος (άμεσος) σκοπός των τρομοκρατών είναι να σπείρουν τον τρόμο στον πληθυσμό του εχθρού, τότε ο στρατός και η αστυνομία του εχθρού, με την ολόψυχη συνεργασία των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ασφαλώς και θα φροντίσουν να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός πολύ πέραν του επιπέδου που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι ίδιοι οι τρομοκράτες (2006: 144). Το κυνήγι του "Ενός", της μίας αλήθειας, του ενός δρόμου, από την πλευρά της θρησκείας έρχεται να συμπληρώσει αυτή την "πολιτική της έκστασης", όπως τη διατύπωσε ο δημοσιογράφος Bill Moyers σε μια τεχνητή διαίρεση καλών και κακών δυνάμεων, σε μια ψευδαισθησιακή κατάσταση τρομοκρατικού παραλογισμού.

Call, Otto Steinert

50 51


2 τo σοκ της Μητρόπολης

2.2.5 οι "συνήθεις ύποπτοι" και το "δικαίωμα εξαίρεσης" Οι ανασφαλείς άνθρωποι τείνουν να αναζητούν πυρετωδώς ένα στόχο για να ξεθυμάνουν το συσσωρευμένο άγχος τους, και να αποκαθιστούν τη χαμένη αυτοπεποίθησή τους κατευνάζοντας αυτό το προσβλητικό, τρομακτικό και εξευτελιστικό αίσθημα αδυναμίας. Τα πολιορκημένα οχυρά στα οποία μετατρέπονται οι πολυεθνοτικές και πολυπολιτισμικές πόλεις είναι κοινά ενδιαιτήματα των τρομοκρατών και των θυμάτων τους. Zygmunt Bauman (2006)

Η αρχέγονη σχέση του νόμου με τη ζωή δεν είναι η τήρηση, αλλά η Εγκατάλειψη.

Τα σύγχρονα κράτη, ερχόμενα αντιμέτωπα με τον φόβο που τα ίδια δημιούργησαν, με εγκληματικές ενέργειες και τρομοκρατικές επιθέσεις, υιοθετούν ως στρατηγική τους την απαλλαγή από την παροχή αποδείξεων της ενοχής και του προμελετημένου δόλου ατόμων που βρίσκονται στο στόχαστρο. Ο στιγματισμός ανθρώπων που ουδέποτε ενεπλάκησαν σε οποιουδήποτε είδους τρομοκρατικές ενέργειες οδηγεί σε μια "ρευστοποίηση" του φόβου και τη θυματοποίηση χιλιάδων αθώων "συνήθων ύποπτων", με κριτήρια ρατσιστικού συνήθως περιεχομένου. Το χρώμα του δέρματος, η καταγωγή ή οι θρησκευτικές πεποιθήσεις κάθε ατόμου αρκούν για μια αυθαίρετη γρήγορη κατηγοριοποίηση σε υπόπτους και μη υπόπτους. Ακολουθώντας την πορεία ενός φαύλου κύκλου, η τρομοκρατία "μετατρέπεται η ίδια σε έμπνευση περισσότερης τρομοκρατίας" (Bauman, 2006: 165), διαχέοντας περισσότερο τρόμο στα ήδη τρομοκρατημένα πλήθη. Οι άγνωστοι, οι "ξένοι", ένοχοι μόνο και μόνο για την υποψία ενοχής τους, αναγκάζονται πολλές φορές να τραπούνε σε φυγή. Η "γκρίζα ζώνη" δίνει το παρόν της και ο "ξένος" βρίσκεται πλέον σε μια "ενσαρκωμένη αμφισημία" (ό.π.: 168), μετέωρος σε μια ενδιάμεση κατάσταση, σε μια κοινωνία στην οποία δεν μπορεί να ενσωματωθεί αλλά ούτε να δραπετεύσει από αυτήν, καθώς ο εγκλεισμός και ο αποκλεισμός εφαρμόζονται εξίσου έντονα. Η κατάσταση εξαίρεσης, όπως την όρισε ο Γερμανός φιλόσοφος Carl Schmitt, παραμονεύει στη γωνία και φανερώνει αυτόν τον αποκλεισμό ως φαινομενική λύση στα υπάρχοντα προβλήματα.

Giorgio Agamben (1995)

Η μαζική παραγωγή αγνώστων του καπιταλιστικού μοντέλου, το οποίο αδυνατεί να απορροφήσει, να αφομοιώσει ή να ενσωματώσει τους ξένους, έθεσε τη βάση της "απο-οικειοποίησης του οικείου" (Bauman, 2003: 10). Το οικείο ή αλλιώς οικειότητα, την ερμήνευσε ο Sennett ως την πεποίθηση ότι "η εγγύτητα μεταξύ προσώπων συνιστά ηθικό αγαθό", ως τη βλέψη της "ανάπτυξης της ατομικής προσωπικότητας δια μέσου εμπειριών εγγύτητας και εγκαρδιότητας με τους άλλους" (1999: 321). Η αποσάθρωση, όμως, αυτής της έννοιας ως παράγωγο του καπιταλισμού, οδήγησε τους ανθρώπους να αναζητήσουν "προσωπικά νοήματα σε απρόσωπες καταστάσεις" (ό.π.: 329). Συμπτώματά της η αποξένωση και η ψυχρότητα, άμεσα συνδεδεμένες με την παραγωγή αγνώστων, όπως αυτή αναλύθηκε παραπάνω, κατέληξαν να θεωρούνται ως φυσιολογικό στοιχείο της καθημερινής ζωής και εισήγαγαν τον φόβο ως αναπόσπαστο μέρος της.

Σύμφωνα με τον Ιταλό φιλόσοφο Giorgio Agamben, η εξαίρεση αποτελεί "μια ξεχωριστή περίπτωση η οποία αποκλείεται από το γενικό κανόνα" (1995: 40). Ωστόσο, όπως σχολιάζει ο ίδιος, "ό,τι αποκλείεται δεν στερείται" (ό.π.). Η εξαίρεση διατηρεί τη σχέση της με τον κανόνα, αλλά υπό τη μορφή αναστολής. Ο Michel Foucault στο βιβλίο του Ιστορία της τρέλας αναφέρεται λεπτομερώς στον εγκλεισμό των διαπομπευμένων ατόμων ως τρελών, περιγράφοντας τον αποκλεισμό τους ως μια μορφή αναστολής από τη ζωή στην πόλη, τη βίωση μιας "εσωτερικότητας προσμονής ή εξαίρεσης", σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου φιλόσοφου Maurice Blanchot (1969: 292). Η εξαίρεση σε αυτή την περίπτωση μετατρέπεται σε "κυρίαρχη εξαίρεση" προσδιορίζοντας με αυτό τον τρόπο τη δομή της κυριαρχίας˙ μια κυριαρχία η οποία κατά τον Agamben επιδιώκει όχι τόσο τον έλεγχο ή την εξουδετέρωση μιας περίσσειας[10], αλλά τη δημιουργία και τον καθορισμό ενός ενδιάμεσου χώρου στον οποίο μπορεί να ισχύσει ο αποκλεισμός παράλληλα με την "εγκυρότητα της ισχύουσας τάξης" (Agamben, 1995: 42).

Outland, Roger Ballen

[10] δηλαδή οποιουδήποτε τίθεται σε κατάσταση εξαίρεσης

52 53


2 τo σοκ της Μητρόπολης

συμπεράσματα

2.3

Η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας τη δεκαετία του 1970, παράλληλα με την επικράτηση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης προσέδωσε νέα χαρακτηριστικά στη σύγχρονη μητρόπολη. Το εφήμερο, το παροδικό, το ρευστό, άρχισαν να κυριαρχούν, δίνοντας την εντύπωση μιας πόλης σε αταξία. Ένας λαβυρινθώδης τόπος σε διαρκή εναλλαγή προσώπων και καταστάσεων άρχισε να προκαλεί αισθήματα ανασφάλειας και μιας απροσδιόριστης απειλής. Η ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης εκφράστηκε μέσα από το σοκ της μητρόπολης ως ο φόβος της ετερότητας, του άγνωστου, του απρόβλεπτου, του μη κατανοητού. Ενσάρκωση αυτής της ετερότητας αποτελεί μέχρι και σήμερα ο "ξένος", ο άγνωστος "άλλος", πηγή μιας αόρατης, περιρρέουσας απειλής, πηγή ενός ρευστού φόβου. Στιγματισμένος ως διαφορετικός, αλλόκοτος, ανεπιθύμητος, ο "ξένος" μετατρέπεται στον αποδιοπομπαίο τράγο των παραγόμενων φοβιών, που δεν επιδέχεται ανοχή, που απαιτείται ο εξορκισμός του.

Lazlo Moholy-Nagy

Σχέση εξαίρεσης, λοιπόν, αποκαλείται αυτή η ακραία μορφή σχέσης που "περιλαμβάνει κάτι μόνο μέσω του αποκλεισμού του" (ό.π.: 42). Η δημιουργία και ο καθορισμός του χώρου στον οποίο μπορεί να ισχύσει η δικαιικο-πολιτική τάξη, ορίζει αυτό τον χώρο μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού, μεταξύ μιας φυσιολογικής κατάστασης και του χάους, με άλλα λόγια ορίζει μια ζώνη αδιαφορίας η οποία συνιστά ένα κατώφλι. Σε αυτό τον ενδιάμεσο χώρο η εξουσία δημιουργεί "μια φιγούρα-όριο, μια οριακή μορφή της ζωής, εντός και εκτός της δικαιικής τάξης" (ό.π.: 55), η οποία θεμελιώνεται στην καθαρή ισχύ του νόμου. Ο Agamben περιγράφει αυτό το κατώφλι ως τον τόπο της κυριαρχίας στον οποίο το "δικαίωμα εξαίρεσης" είναι εφικτό ασχέτως ηθικών αρχών ή τεκμηρίων ενοχής και προβάλλεται στο παιχνίδι του αποκλεισμού.

Στο πλαίσιο αυτού του εξορκισμού, τα παραγόμενα αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας, τείνουν να γίνονται ολοένα και περισσότερο στόχος της κυρίαρχης εξουσίας. Με πρόσχημα τον κατευνασμό των φόβων και ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα (κυρίως πολιτικού και οικονομικού περιεχομένου) που εκπροσωπούν τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, η εξουσία μεγαλοποιεί τον παραγόμενο φόβο ανάγοντάς τον σε ένα απειλητικό "άγνωστο", έναν ανυπέρβλητο εχθρό που μπορεί να εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή στον καθένα, για να υιοθετήσει στη συνέχεια μια ρητορική της "ασφάλειας" που δύναται να ανατρέψει αυτή την απειλή. Η προτεινόμενη "ασφάλεια", όμως, στηρίζεται σε μεθόδους αποκλεισμού ή περίκλεισης του ανθρώπινου σώματος, στη χρήση βίας (άμεσης ή έμμεσης), στη δημιουργία "αμυνόμενων χώρων" και σχέσεων εξαίρεσης που επιτυγχάνουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την ένταση του πανικού και των υπαρξιακών φόβων. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια μεθοδευμένη καλλιέργεια του φόβου που αποσκοπεί στον έλεγχο του πλήθους, αλλά και τη διαμόρφωση της πόλης ως έναν αποστειρωμένο χώρο, τόπο απρόσκοπτης κατανάλωσης, στον οποίο η εξουσία μετατρέπεται σε δυνάμει διαμορφωτή της καθημερινότητας. Ωστόσο, πέρα από την "πόλη-χωματερή" για τις αγωνίες και τους φόβους που προκύπτουν από την παγκόσμια παραγόμενη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, "η πόλη είναι επίσης και ο χώρος που επιτρέπει τον πειραματισμό, τη δοκιμή και τελικά τη μάθηση και την υιοθέτηση των μέσων για τον κατευνασμό" αυτών (Bauman, 2003: 30). Το άλλο πρόσωπο της πόλης, αυτό της ομορφιάς του απρόβλεπτου και του τυχαίου, της ποικιλομορφίας και της συνδιαλλαγής με το διαφορετικό, έρχεται σε σύγκρουση με την κυρίαρχη ιδεολογία και αποκαλύπτει ότι η διττή υπόσταση της σύγχρονης πόλης δεν είναι τόσο εύκολο να ανατραπεί.

54 55


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

3 56 57


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 υπήρξε σημείο αναφοράς στην αλλαγή της αντίληψης του χώρου της πόλης. Η πόλη, αναδείχθηκε σε πεδίο αντίστασης και εξέγερσης και απέκτησε νέο νόημα στα μάτια των κυρίαρχων δυνάμεων, οι οποίοι έσπευσαν να επιβάλλουν τη δύναμή τους με πολεοδομικές πρακτικές που θα αποσκοπούσαν στον καλύτερο έλεγχο της πόλης. Στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής, η συγκεκριμένη ενότητα επιχειρεί να διερευνήσει τις εφαρμοζόμενες πολεοδομικές επεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα στις πόλεις της σημερινής ανεπτυγμένης Δύσης μέσα από τα παραδείγματα του Haussmann στο Παρίσι, του κινήματος της Όμορφης Πόλης στις Ηνωμένες Πολιτείες και αργότερα στις αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του Moses στη Νέα Υόρκη, ώστε να ερμηνεύσει σύγχρονα πολεοδομικά φαινόμενα και τη σχέση τους με την κυρίαρχη κουλτούρα και το φόβο του άγνωστου "άλλου". Φαινόμενα όπως το κίνημα της Νέας Πολεοδομίας, ο "εξευγενισμός" (gentrification) των κέντρων των πόλεων, η σταδιακή ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου και η δημιουργία περιτειχισμένων κοινοτήτων (gated communities) για συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα αποτελούν κατεξοχήν χαρακτηριστικά πολεοδομικών στρατηγικών των τελευταίων δεκαετιών που συμβάλλουν σε μια μεταλλασσόμενη γεωγραφία στο χώρο της πόλης, σε μια υβριδοποίηση του χώρου ως προς τη σχέση ιδιωτικού-δημόσιου χώρου και κατά συνέπεια σε έναν μετασχηματισμό των ανθρώπινων σχέσεων.

πολεοδομία και εξουσία ιστορική προσέγγιση Η πολεοδομία είναι η σύγχρονη εκπλήρωση του αδιάπτωτου καθήκοντος προστασίας της ταξικής εξουσίας. Guy Debord (1967)

Από τα αρχαία χρόνια μέχρι και το Μεσαίωνα, η προστασία της πόλης ήταν άμεσα συνυφασμένη με την άμυνα απέναντι στον εξωτερικό εχθρό, με αποτέλεσμα η οχύρωσή της να εφαρμόζεται ως η πιο προφανής λύση στο πρόβλημα. Σταδιακά, όμως, η έννοια του κινδύνου εντάθηκε στο εσωτερικό των πόλεων, παράλληλα με την αυξανόμενη πληθυσμιακή πύκνωσή τους, λαμβάνοντας τη μορφή "κοινωνικών αναταραχών, εγκλήματος και της μόλυνσης του αέρα και του νερού" (Ellin, 2003: 44). Οι "φυσικές καταστροφές, οι επιδημίες, η ενδοοικογενειακή βία και η φτώχεια", (ό.π.: 44) ήρθαν να προστεθούν στη λίστα των κινδύνων σε παγκόσμιο επίπεδο και να επιφέρουν περαιτέρω ανασφάλεια δημιουργώντας μια εικόνα "δυστοπικού μέλλοντος" (Swyngedouw, 2013: 10) στο φαντασιακό των κατοίκων.

3.1

Η αντίληψη της πόλης μετασχηματίστηκε με την μετάβαση από το φεουδαρχικό στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, λαμβάνοντας τη μεταφορά ενός οργανισμού ή μιας μηχανής (Ellin, 2003). Πλέον, κάθε επέμβαση στον αστικό ιστό της πόλης εκλαμβάνονταν ως "μια χειρουργική επέμβαση ή επιδιόρθωση χαλασμένων κομματιών" (ό.π.: 45). Στοιχεία ρομαντισμού και γραφικότητας άρχισαν να ενσωματώνονται στον πολεοδομικό σχεδιασμό, επηρεάζοντας τις αναδυόμενες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. Ο ριζικός ανασχεδιασμός του Παρισιού, που θα αναλυθεί στη συνέχεια, αποτέλεσε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νέας αντίληψης, κατά την οποία η πόλη εκλήφθηκε ως ένας άρρωστος οργανισμός, χρήζων άμεσης επέμβασης. Με την έλευση του 20ου αιώνα, ο σχεδιασμός των πόλεων, διατήρησε τη ρομαντική αισθητική πλευρά του προηγούμενου αιώνα, δίνοντας ισάξια έμφαση στη λειτουργικότητα. Το ρητό "form follows function" ("η μορφή ακολουθεί τη λειτουργία") του αναδυόμενου μοντέρνου κινήματος άρχισε να εφαρμόζεται στην πολεοδομία των πόλεων με σκοπό αυτές να δουλεύουν σαν "καλολαδωμένες μηχανές" (ό.π.: 46)˙ στην πραγματικότητα, όμως, η επικαλούμενη εύτακτη λειτουργία

Lazlo Moholy-Nagy

58 59


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

στην οποία στηρίχθηκε ο σχεδιασμός είχε ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των λειτουργιών της πόλης, τη ζωνοποίηση περιοχών και την επιβολή κανονισμών κυκλοφορίας. Την ίδια περίοδο, το κίνημα της Όμορφης Πόλης, προβάλλοντας τις αξίες της μνημειακότητας και της αισθητικής, εξαπλώθηκε ιδιαίτερα γοργά στις πόλεις της αναπτυσσόμενης βόρειας Αμερικής, ενώ παράλληλα εφαρμόστηκε σε αποικιοκρατίες της βρετανικής αυτοκρατορίας. Το φαινόμενο της μαζικής προαστιοποίησης που ακολούθησε κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε μια παραλλαγή του "form follows function" ακολούθησε κατά την Ellin (ό.π.) το ρητό "form follows finance" ("η μορφή ακολουθεί την οικονομία"), επιβάλλοντας ένα ριζικό μετασχηματισμό του τρόπου ζωής στον οποίο τα νέα προϊόντα (από προαστιακές κατοικίες και αυτοκίνητα μέχρι ψυγεία και κλιματιστικά) κατείχαν ένα νέο ρόλο στην απορρόφηση του πλεονάσματος και στην κίνηση του κεφαλαίου. Τα μεσαία και τα ανώτερα στρώματα, εγκατέλειψαν σταδιακά τα κέντρα των πόλεων και οδήγησαν έμμεσα στη λεγόμενη "κρίση των πόλεων" της δεκαετίας του 1960. Μια κρίση "η οποία χαρακτηρίστηκε από εξεγέρσεις των καταπιεσμένων μειονοτήτων" (Harvey, 2012: 47), οι οποίες είχαν αποκλειστεί από τη νέα ευημερία των προαστίων, καθώς και από την πιθανότητα να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωής τους στις περιοχές κατοικίας τους. Ο Lefebvre, στο βιβλίο του Αστική Επανάσταση, χαρακτήρισε τον αστικό χώρο ως "το μέρος όπου οι διαφορετικότητες γνωρίζονται, αισθάνονται και αναγνωρίζονται μεταξύ τους και έτσι επιβεβαιώνουν ή διαψεύδουν την παρουσία τους" (1970: 130). Ωστόσο, η ιδεολογία της μητρόπολης τείνει προς την ομοιογενοποίηση των ετεροτήτων, απεικονιζόμενη ως "η παραγωγή στο εσωτερικό της ενός εξουσιαστικού νοήματος που διαμορφώνει τους τρόπους χειρισμού της παραγόμενης ατομικότητας", (Ροζάνης, 2013: 52). Πράγματι, ο παραγόμενος χώρος, άλλοτε με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού ή της εξυγίανσης και άλλοτε με του ανθρωπισμού, επιτυγχάνει μια φαντασμαγορική αισθητικοποίηση της πόλης, η οποία προβάλλει την ασφάλεια ως δικαιολογία τακτικών δημιουργικής καταστροφής των ιστορικών κέντρων των πόλεων, εκτοπισμού των ανεπιθύμητων κατοίκων από τις ανασχεδιαζόμενες περιοχές και αποκλεισμού των μειονοτήτων (κοινωνικής, ταξικής ή φυλετικής φύσης) από χώρους προορισμένους για μια μικρή ελίτ και κατά συνέπεια εξαλείφει κάθε συγκέντρωση ετερογενούς στοιχείου στους χώρους της πόλης. Ένας διαχωρισμός, ο οποίος σταδιακά εξαφανίζει το δημόσιο χαρακτήρα της πόλης και προβάλλει την ιδεολογία της πόλης ως αναπαράσταση του παιχνιδιού της εξουσίας, που επιθυμεί κάθε φορά τον απόλυτο έλεγχο του πλήθους.

ο δρόμος, το βουλεβάρτο και η χειρουργική 3.1.1 επέμβαση της πόλης ..εδώ, από τη στιγμή που ο εχθρός βρίσκονταν ήδη μέσα στην πόλη, η πόλη έπρεπε να ασκήσει έλεγχο εκ των έσω. Ο ίδιος ο ιστός της πόλης, οι δρόμοι και τα σπίτια της, έπρεπε να προσαρμοστούν αναλόγως [...]. Ο στρατιωτικός έλεγχος εφαρμόζονταν, σύμφωνα με τους κανόνες του σχεδιασμού, της μόδας και των κερδοσκοπικών συμφερόντων. [33]

Misselwitz & Weizman (2003)

Ο δρόμος, βασικό σχεδιαστικό εργαλείο των πολεοδόμων, χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαία χρόνια στη διαμόρφωση του αστικού χώρου. Άλλοτε ως απλό εργαλείο σχεδιασμού και άλλοτε ως εργαλείο ελέγχου (κυρίως με τη μορφή βουλεβάρτων), αποτελεί δομικό στοιχείο στην κατανόηση της εξέλιξης του σχεδιασμού της πόλης, καθώς και στον τρόπο χρήσης του από την εκάστοτε εξουσία. Ο Ιππόδαμος ήταν ο πρώτος που έθεσε τις βάσεις της πολεοδομίας ως επιστήμη τον 5ο αι. π.Χ., όταν συνέλαβε την ιδέα της "πόλεως διαίρεσιν", δηλαδή την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ρυμοτομικού σχεδιασμού, ώστε να εξασφαλιστούν οι λειτουργικές ανάγκες της πόλης. Ως εισηγητής του ιπποδάμειου σύστηματος -ή ιπποδάμεια νέμεσις όπως ονομάστηκε- καθιέρωσε τον κάνναβο ως εργαλείο του σχεδιασμού, χάρη στον οποίο η ακρίβεια της χάραξης των οικοδομικών τετραγώνων, οι ευθείς δρόμοι και ο καθορισμός της θέσης κάθε κτιρίου στον χώρο της πόλης αποτέλεσαν χαρακτηριστικά αυτού του μοντέλου. Σε μια απόπειρα να αρθεί το πλέγμα των δαιδαλωδών δρόμων και στενών που κυριαρχούσε μέχρι τότε στις πόλεις, η χρήση της ευθείας οδού, εισήγαγε το καινοτόμο, για την εποχή, στοιχείο της ορατότητας και της προσπελασιμότητας, η οποία από την πλευρά της κυρίαρχης τάξης χρησιμοποιήθηκε ως μια πρώτη απόπειρα ταξικού διαχωρισμού (των πολιτών από τους δούλους) και ελέγχου της πόλης (ανυπόγραφο κείμενο, 1978). Σύμφωνα με γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αυτή η τάση διαχωρισμού εκφράστηκε και σε επίπεδο λειτουργιών και ήταν ιδιαίτερα διακριτή:

[33] οι Misselwitz & Weizman αναφέρονται στην περίπτωση του Haussmann στο Παρίσι, περιγράφοντας τη νέα στρατηγική της εξουσίας ως προς τον αστικό σχεδιασμό, σε αντιπαραβολή με την ενδυνάμωση των περιμετρικών τειχών και της οχύρωσης που εφαρμόζονταν μέχρι τότε (βλ. Misselwitz & Weizman, 2003: 272)

αρχαία Μίλητος, Ιππόδαμος

Lazlo Moholy-Nagy

60 61


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Οι για την λατρείαν των θεών αφιερωμένες οικοδομές και οι προορισμένες για τους ανώτατους άρχοντες, αρμόζει για την ευπρέπεια να βρίσκονται στην κατάλληλο τοποθεσία και στην ίδια... Τέτοια δε τοποθεσία μπορεί να είναι εκείνη που είναι περίοπτος και ανάλογη προς την ευλάβεια που οφείλεται στους θεούς και την αρετή που έχουν οι άρχοντες, αλλά και που είναι η πιο οχυρωμένη από την πιθανή επιβολή των γειτονικών τμημάτων της πόλης. Κάτω δε απ’ αυτήν την τοποθεσία πρέπει να κτίζεται το πολιτικό και διοικητικό κέντρο, καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε είδος τροφίμων, και να μην επιτρέπεται να πλησιάζει σ’ αυτό κανένας, ούτε απ’ αυτούς που ασχολούνται στα βάναυσα έργα, ούτε γεωργός, ούτε κανείς άλλος αυτών των κατηγοριών αν δεν κληθεί προς τούτο από τους άρχοντες (Αριστοτέλης, Πολιτικά Η'12). Ενώ όπως προσθέτει ο Πλάτωνας για τους στρατιωτικούς, έπρεπε να βρεθεί:

[11] Οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, όμως, της εποχής καθιστούσαν την ανορθόδοξη και συχνά απρογραμμάτιστη ανάπτυξη των πόλεων-κρατών της αρχαίας Ελλάδας ως αμυντική ασπίδα απέναντι στον εξωτερικό εχθρό. Ο κάνναβος, κατέστησε ευάλωτο το χώρο της πόλης ως προς τον εχθρό, με αποτέλεσμα να συνδυαστούν και οι δύο πολεοδομικές μέθοδοι˙ η παλιά για την περιφέρεια και την προστασία της και η καινούργια (δηλαδή το ιπποδάμειο σύστημα) για το εσωτερικό της και τον καλύτερο έλεγχο της πόλης.

...ποιο μέρος στην πόλη είναι το καταλληλότερο για να στρατοπεδεύσουν, απ’ όπου και τους πολίτες μέσα θα μπορούν να συγκρατούν, αν κανείς πήγαινε να δείξει την διάθεση να μην υπακούει στους νόμους, και κάθε απ’ έξω προσβολή ν’ αποκρούουν (Πλάτωνας, Πολιτεία). Παρατηρείται, λοιπόν, μια προσπάθεια επιβολής των αρχόντων της πόλης απέναντι στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, μέσω της χωρικά αποτυπωμένης ιδεολογίας τους. Ο δρόμος, η ευθεία οδός, αποτέλεσαν εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα "να ελέγχουν στρατιωτικά τις γειτονιές των φτωχών" (ανυπόγραφο κείμενο, 1978: 8)[11]. Αρκετούς αιώνες αργότερα, ο δρόμος απέκτησε την παλιά του σημασία και αναδείχθηκε σε σημαντικό εργαλείο αναμόρφωσης των μεγαλουπόλεων. Ειδικότερα, από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να καθίσταται όλο και πιο εμφανώς ως "εργαλείο επεμβάσεων με στόχους πολιτικούς, κρυμμένους λιγότερο ή περισσότερο πίσω από τη ρητορεία της αποσυμφόρησης, της εύτακτης λειτουργίας" (Σταυρίδης, 2010α: 59). Η πόλη άρχισε να παρομοιάζεται με ανθρώπινο οργανισμό στον οποίο η "κυκλοφορία" -απαραίτητη για τη διατήρηση της (αστικής) ζωής- έπρεπε να ιεραρχηθεί στο επίπεδο των δρόμων, σε βασικές και δευτερεύουσες αρτηρίες, σε μια λανθασμένη απόπειρα αντιστοίχισης των αρτηριών του σώματος με το χώρο της πόλης (Sennett, 1994). Η αίσθηση μιας άρρωστης πόλης που χρειάζεται ίαση άρχισε να εξαπλώνεται και να αποτελεί σύμφωνα με τον Σταυρίδη (2010α: 59) μια αίσθηση που διακατέχει τις επεμβάσεις της σύγχρονης πολεοδομίας. Λαμβάνοντας τη μορφή θεραπείας, το σχέδιο -με την έννοια του σχεδιασμού και του προγραμματισμού- απέκτησε χαρακτηριστικά εξορθολογισμού, υιοθετώντας τη "γλώσσα της γεωμετρίας" (ό.π.: 60), όπως την είχε συλλάβει αιώνες νωρίτερα ο Ιππόδαμος.

το Παρίσι μετά την επέμβαση του Haussmann

Ο βαρόνος Haussmann εμβληματοποίησε αυτή τη λογική στα μέσα του 19ου αιώνα στο Παρίσι, εφαρμόζοντας με τη στήριξη του Λουδοβίκου Βοναπάρτη "ένα σχέδιο πολιτικού και στρατιωτικού ελέγχου των ανήσυχων μαζών σε μια εποχή κοινωνικών εκρήξεων" (ό.π.). Τοποθετώντας ξύλινους πύργους, γνωστούς ως "γεωμέτρες της πόλης" (Sennett, 1994: 330) σε καίρια σημεία του αστικού ιστού χάραξε καινούργιους δρόμους σε ευθεία γραμμή, επεμβαίνοντας καθοριστικά στο ιστορικό κέντρο του Παρισιού. Ο Haussmann, σύμφωνα με τα λόγια του Lefebvre αντικατέστησε "τους ελικοειδείς αλλά ολοζώντανους δρόμους με μεγάλες λεωφόρους, τις ρυπαρές αλλά ζωηρές συνοικίες, με συνοικίες αστικοποιημένες" (Lefebvre, 2006: 37), επιβεβαιώνοντας την αντίληψη της "άρρωστης πόλης" προς εξυγίανση. Μιας πόλης που εκλήφθηκε ως "τοξική εστία αναταραχής που έπρεπε να κανονικοποιηθεί και να συμμορφωθεί μέσω αστικών μετασχηματισμών" (Graham, 2004: 177). Η περίφημη ανάπλαση του Παρισιού στην ουσία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια δημιουργική καταστροφή, όπως ο ίδιος ο Haussmann την αποκάλεσε, η οποία διέλυσε κυρίως τις γειτονιές των κατώτερων στρωμάτων και επέφερε την ισοπέδωση όλου του τοπικού δικτύου δρόμων και ενός "λαβυρινθώδους πλέγματος από αυλές διαβαθμισμένης ιδιωτικότητας" (Σταυρίδης, 2010α: 60). Στη θέση τους διάνοιξε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας, τα ονομαζόμενα βουλεβάρτα, τα οποία ο Haussmann οραματίστηκε ως "αρτηρίες ενός αστικού κυκλοφοριακού συστήματος" (Ellin, 1997: 18), οι οποίες θα διευκόλυναν την κίνηση, θα έδιναν νέα ώθηση στο εμπόριο και τις τοπικές επιχειρήσεις και θα ένωναν απομονωμένα έως τότε τμήματα της πόλης.

62 63


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Τα βουλεβάρτα, μια "αρχέτυπη νεωτερική σκηνή" κατά τον Σταυρίδη, "μια νέα μορφή δημοσιότητας" (2010α: 60-61) στην οποία ο κόσμος παρουσιάζεται ενοποιημένος και όλες οι κοινωνικές τάξεις συνυπάρχουν αρμονικά, στην πραγματικότητα επιχειρούν να μετατρέψουν το δρόμο σε "εργαλείο καθοδήγησης της δημόσιας ζωής" (ό.π.: 61), την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν έντονες, κρυμμένες στο περιθώριο. Η παρουσίαση μιας εύτακτης πόλης στην οποία η "κανονικοποίηση" της κυκλοφορίας μπορεί να επιφέρει τάξη στο αστικό χάος και να θέσει τέλος στις απρόβλεπτες απειλές που αυτό εγκυμονεί είναι απλά μια πρόφαση. Τα βουλεβάρτα δημιουργούνται "όχι για την ομορφιά που δίνει η προοπτική" (Lefebvre, 2006: 37), αλλά για να μπορεί να "χτενίζει" η εκάστοτε εξουσία "την πόλη με μυδραλιοβόλα" (Benjamin Peret, όπως αναφέρεται στον Lefebvre, 2006: 37). Η σκοπιμότητα της πολεοδομίας του Haussmann έγκειται στον έλεγχο του πλήθους, μέσω της παρεμπόδισής του να δημιουργήσει εστίες αντίστασης στο δαιδαλώδες, άγνωστο και ανεξέλεγκτο (για την εξουσία) ιστό της πόλης και στην ομογενοποίηση του μέσω της απομόνωσης πλούσιων και φτωχών αναμεταξύ τους, θέτοντας έτσι τα θεμέλια για μια "αστυακή ανάπτυξη μονομερούς λειτουργίας" (Sennett, 1999: 374). Στοχεύει, επίσης, στην επίδειξη της δύναμης και της δόξας του κράτους, μέσω μνημειακών επεμβάσεων μεγάλης κλίμακας και του σχεδιασμού μεγάλων ανοιχτών χώρων. rue Soufflot, the Pantheon, 1858-78 Paris, Marville Charles

Ο Haussmman συμβολίζει το δημιουργό-αρχιτέκτονα στο ρόλο του χειρούργου, ο οποίος αφαιρεί τα άρρωστα κομμάτια της πόλης και ανοίγει νέες διόδουςαρτηρίες για το κυκλοφοριακό σύστημα, μέσω ενός γεωμετρικού εξορθολογισμού. Το μοντέλο που εφάρμοσε στην πόλη του Παρισιού τη δεκαετία του 1870 οδήγησε "'όχι μόνο στο μετασχηματισμό των υποδομών της πόλης αλλά και στην κατασκευή ενός νέου τρόπου ζωής, στην οικοδόμηση μιας νέας ταυτότητας της πόλης" (Harvey, 2012: 44). Σύμφωνα με την Ellin, ήδη από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 μια νέα αντίληψη του χώρου άρχισε να αναδύεται, η αντίληψη ενός χώρου μεταβαλλόμενου και "εύπλαστου". Η ιδέα της αλλαγής, αναπόφευκτη, καθώς "τίποτα δεν παραμένει σταθερό" κατά τη διάρκεια της ιστορίας (Moravia, 1987: 37), αποτυπώθηκε χωρικά πλέον στο σχεδιασμό της πόλης, εισάγοντας νέες πηγές φόβου. Ο έλεγχος του ατόμου, ο περιορισμός της ελευθερίας του μέσω του πολεοδομικού σχεδιασμού οδήγησε σε ένα νέο είδος ανασφάλειας που δεν υπήρχε μέχρι τότε (Ellin, 1997: 13). Σημείο ορόσημο αυτής της αλλαγής, ο Haussmann άλλαξε τον τρόπο σκέψης του χώρου και της κλίμακας της πόλης, εμπνέοντας μεταγενέστερες από αυτόν πρακτικές στο σχεδιασμό και την αποκαλούμενη "εξυγίανση" πόλεων, με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα του Robert Moses στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο Moses, δήμαρχος της πόλης κατά το 1942, υιοθέτησε τη δημιουργική καταστροφή κατά το πρότυπο του Haussmann, σε μια προσπάθεια "εκσυγχρονισμού" της πόλης, η οποία περιλάμβανε μεγάλα έργα υποδομών που συνεπάγονταν την καταστροφή ολόκληρων συνοικιών της πόλης (όπως το Bronx) και τον εκτοπισμό χιλιάδων κατοίκων, συνήθως κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, για τους οποίους όχι μόνο δεν πρόβλεψε την αποκατάστασή τους με καλύτερους ποιοτικούς όρους, αλλά ουσιαστικά τους περιθωριοποίησε μακριά από το κέντρο σε μια απόπειρα να αποκρύψει το φαινόμενο της φτώχειας. Η καταστροφή των κοινοτήτων "μαζί με τα μακροχρόνια δίκτυα κοινωνικής ενσωμάτωσης που είχαν δημιουργήσει οι κάτοικοι" (Harvey, 2012: 59) έγινε στο όνομα της αστικής ανανέωσης, η οποία έλαβε τέτοια κλίμακα που για τον Moses σήμαινε τη "διάνοιξη δρόμων με τσεκούρι" (όπως αναφέρεται στον Berman, 1982: 307), ή αλλιώς μια μικρή "αστυκτονία", ένα μικρό "θάνατο της πόλης" (Graham, 2004: 180). Το γεγονός ότι "σίγουρα δεν μπορεί να κάνει κανείς ομελέτα χωρίς να σπάσει αυγά", όπως αναφέρει ειρωνικά ο Harvey στο βιβλίο του Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας (1990: 39), αντανακλά τη σκέψη του Haussmann και του Moses σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται την ανάπλαση της πόλης, καθιστώντας το μύθο της καταστροφής του αστικού ιστού κάτι παραπάνω από πραγματικό. Η ωραιοποίηση του κέντρου της πόλης, η μετατροπή της σε κέντρο καταναλωτισμού, τουρισμού και διασκέδασης, σε "μια μητρόπολη που

Boulevard du temple, Luis Daguerre

64 65


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

ζούσε στον πυρετό του καπιταλισμού" (Frampton, 1999: 32) αποτελεί τη μια όψη του νομίσματος της δημιουργικής καταστροφής. Η άλλη όψη, πιο σκοτεινή και δυσοίωνη, ανταποκρίνεται καλύτερα στον χαρακτηρισμό του χειρούργου ή χασάπη, καθώς συνεπάγεται την καταστροφή ιστορικών ή μη σημείων της πόλης, τον εκτοπισμό ή τον αποκλεισμό ατόμων, με στόχο τον καλύτερο έλεγχο του πλήθους, την καταστολή των αντιδράσεών του απέναντι στην εκάστοτε εξουσία και την παραγωγή ενός μετέωρου φόβου ο οποίος απορρέει από τις αλλαγές στο αστικό τοπίο και τις στρατηγικές πρακτικές που εφαρμόζονται στο έδαφός του.

3.1.2 Όμορφη Πόλη: ιδεολογία και αναπαράσταση

Ο ταξιδιώτης παίρνει βαθιά ανάσα. Μπρος στα μάτια του ξετυλίγεται ένας ανηφορικός δρόμος στρωμένος με χαλίκια, με τόσο ατελείωτη προοπτική, που δίνει την εντύπωση ότι μεσολαβεί κάποιος παραμορφωτικός φακός. Στην άκρη του, πάνω από τις πράσινες κορφές των δέντρων, λάμπει η έδρα της κυβέρνησης, το όγδοο Δελχί, μια έκταση πάνω σ' ένα ύψωμα - θόλος, πύργος, θόλος, πύργος, θόλος, πύργος, κόκκινο, ροζ, κρεμ και λουσμένο στο χρυσό να απαστράπτει στον πρωινό ήλιο. Robert Byron (1931)

[12] η μεγαλοπρεπής λεωφόρος Ringstrasse γύρω από το παλιό κέντρο της Βιέννης μεταξύ του 1858 και του 1914, θεωρήθηκε η συνέχεια της «ρύθμισης» της πόλης που εισήγαγε ο Ηaussmann στο Παρίσι

Η μεγαλειώδης επέμβαση του Haussmann στο Παρίσι αποτέλεσε κομβικό σημείο στην ιστορία της πολεοδομίας. Η επιβλητικότητα των βουλεβάρτων και των μεγάλων περιπάτων που εισήγαγε μέσω της δημιουργικής καταστροφής, αποτέλεσαν πρότυπο για τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες[12] και έθεσαν τις βάσεις για το κίνημα της Όμορφης Πόλης στις αρχές του 20ου αιώνα. Με αφετηρία τις αναδυόμενες μεγαλουπόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών -αναπτυσσόμενες βάσει του καπιταλιστικού συστήματος- το κίνημα αυτό εξαπλώθηκε, έγινε το μέσο ηγεμονίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων -κυρίως της βρετανικής αυτοκρατορίαςστις αποικιοκρατούμενες χώρες της Ασίας και της Αφρικής για να κάνει τον κύκλο του και να επιστρέψει στην Ευρώπη, τον τόπο καταγωγής του, αυτή τη φορά ως εργαλείο προσωπικού απολυταρχισμού των μεγάλων δικτατόρων.

προοπτικό σχέδιο και κάτοψη του Σικάγο, σχέδιο του Daniel Burnham

Το κίνημα της Όμορφης Πόλης, πρωτοεμφανίστηκε στην Αμερική ως μια προσπάθεια να ενσωματώσει στον αστικό σχεδιασμό το στοιχείο του εξωραϊσμού και της λειτουργικότητας των πόλεων, διεπόμενο από στοιχεία ανθρωπισμού. Σε μια εποχή όπου οι αμερικανικές πόλεις θεωρούνταν άσχημες[13] και αναπτύσσονταν με εξαιρετικά γρήγορους ρυθμούς βάσει τοπικών πρωτοβουλιών και παραδόσεων (Klein, 1996: 61), δηλαδή χωρίς συνολικό σχεδιασμό, η ανάγκη για πρωτοβουλίες και σχέδια μεγάλης κλίμακας που θα πρόσφεραν καλύτερη ποιότητα περιβάλλοντος για τους κατοίκους κατέστη επιτακτική. Ο Daniel Burnham, "πατέρας" αυτού του κινήματος όπως θεωρήθηκε από πολλούς, τυποποίησε αυτό το νέο είδος αστικού σχεδιασμού και "εγκαινίασε" ένα νέο ρόλο αρχιτέκτονα, αυτού που σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου θα απέφευγε τα μικρά σχέδια και θα σχεδίαζε σε μεγάλες κλίμακες, καθώς "ένα ευγενές, λογικό διάγραμμα από τη στιγμή που καταχωρηθεί στη μνήμη δε θα πεθάνει ποτέ" (όπως αναφέρεται στον Moore, 1921: 147), αλλά θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με συνοχή.

[13] στο μυθιστόρημα “With the Procession” του 1985 του Henry Blake Fuller, το Σικάγο αναφέρεται ως “θλιβερά γκροτέσκο, φρικιαστικό, απωθητικό”

Το Σικάγο, αποτέλεσε την πρώτη πόλη-σταθμό του κινήματος και το απόγειο της καριέρας του Burnham. Το περίφημο Σχέδιο του Σικάγο του 1909 προέβλεπε τη δημιουργία "ενός νέου κέντρου στο οποίο μισή ντουζίνα βασικών δημόσιων κτιρίων

66 67


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

θα ομαδοποιούνταν και θα παρατάσσονταν σε μια ενότητα δημόσιων πάρκων - ενωμένων μεταξύ τους κατά μήκος της λίμνης και μιας φαρδιάς λεωφόρου [..] τα οποία θα σχημάτιζαν έναν εντυπωσιακό ανοιχτό χώρο μπροστά από τον επανατοποθετημένο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης" (Hall, 1988: 178). Το σχέδιο υλοποιήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του επιτυγχάνοντας, σύμφωνα με το Βρετανό γεωγράφο πόλεων Peter Hall, να "αποκαταστήσει στην πόλη τη χαμένη οπτική και αισθητική αρμονία, δημιουργώντας έτσι τη φυσική προϋπόθεση για την εμφάνιση μιας αρμονικής κοινωνικής τάξης˙ η χαοτική πόλη, που είχε αναδυθεί από την υπερβολικά γρήγορη ανάπτυξη και την πλούσια ανάμιξη εθνικοτήτων, θα έμπαινε σε μια σειρά με τη διάνοιξη νέων αρτηριών, την απομάκρυνση των παραγκουπόλεων και την επέκταση των πάρκων (ό.π.: 179). Το σχέδιο της νέας πόλης, εντυπωσιακό και μεγαλοπρεπές, εμφανώς επηρεασμένο από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και με άμεσες αναφορές στο Παρίσι του Haussmann, μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως "κεντροκεντρικό" ("centrocentrist" στο πρωτότυπο, ό.π.: 183) με τα μεγάλα βουλεβάρτα διατεταγμένα ακτινωτά να συνδέουν το κέντρο με τα αναπτυσσόμενα προάστια και να εφαρμόζουν στην πράξη το διαχωρισμό της πόλης σε διαφορετικές ζώνες.

[14] το Νέο Δελχί κατασκευάζονταν από το 1923 ως το 1931

Την τάξη, την αισθητική και τη μνημειακότητα της μεγάλης κλίμακας που καθιέρωσε το κίνημα της Όμορφης Πόλης, υιοθέτησε η Μεγάλη Βρετανία μεταξύ του 1910 και του 1935 στο σχεδιασμό των πόλεων των αποικιοκρατούμενων περιοχών της. Σε μια ύστατη προσπάθεια να συγκρατήσει την ασταθή και σταδιακά καταρρέουσα αυτοκρατορία της, επιδίωξε να κατασκευάσει ισχυρά σύμβολα εξουσίας και κυριαρχίας, με τα οποία θα επέβαλλε τον δυτικό τρόπο ζωής στους υποδούλους της. Δίνοντας έμφαση στην Ινδία, λόγω της κομβικής της θέσης στον παγκόσμιο εμπορικό χάρτη, αποφάσισε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα, το Νέο Δελχί, τη "μνημειωδέστερη σύνθεση που είχαν ποτέ κατασκευάσει οι Άγγλοι" (Frampton, 1999: 193). Υπό την αρχιτεκτονική μελέτη των βρετανών αρχιτεκτόνων Herbert Baker και Edwin Lutyens, η νέα πόλη[14] ήταν "ένας θρίαμβος υψηλά αφηρημένου σχεδιασμού" (Hall, 1988: 188) που δεν είχε καμία σχέση με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της χώρας. Οι ακτινωτοί δρόμοι, οι μεγάλες λεωφόροι που ένωναν δημόσια κτίρια της πόλης και η απόλυτη γεωμετρία, αποτέλεσαν χαρακτηριστικά στοιχεία μιας καλοσχεδιασμένης ιδεολογικής χειρονομίας που αδυνατούσε όμως να αφομοιωθεί στην κουλτούρα του τόπου. Το μεγαλείο της αρχιτεκτονικής και του χώρου, φερέφωνο της εξουσίας, απευθυνόταν μόνο σε μια εκλεκτή ελίτ στην οποία οι ντόπιοι δεν είχαν πρόσβαση ή λόγο. Αντίστοιχες κινήσεις εντυπωσιασμού και εφαρμογής ενός δυτικότροπου αποικιοκρατικού στυλ, εφάρμοσε η βρετανική αυτοκρατορία στη νότια και ανατολική Αφρική σε μικρότερη κλίμακα. Δημιουργώντας μίνι-πρωτεύουσες, με

κάτοψη του Νέου Δελχί, σχέδιο των Edwin Lutyens και Herbert Baker

68 69


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

σημαντικότερες το Nairobi και τη Lusaka (το Salisbury και η Kampala αποτελούν λιγότερο γνωστά παραδείγματα), χρησιμοποίησε την απόλυτη γεωμετρία, τα βουλεβάρτα και την περίοπτη κεντρική τοποθέτηση των δημόσιων κτιρίων, κατά τρόπο αντίστοιχο με το Νέο Δελχί, επιβάλλοντας, ταυτόχρονα, μέσω του σχεδιασμού τον ταξικό και φυλετικό διαχωρισμό των κατοίκων σε ακόμη πιο απόλυτο βαθμό. Όταν το κίνημα έκανε τον κύκλο του και επέστρεψε στην Ευρώπη, οι βασικές σχεδιαστικές αρχές του υιοθετήθηκαν αμέσως από τα τότε απολυταρχικά καθεστώτα. Η Ρώμη του Mussolini, το Βερολίνο του Hitler και η Μόσχα του Stalin παρουσίασαν δείγματα μνημειώδους αρχιτεκτονικής, που στόχευε να εδραιώσει την απόλυτη κυριαρχία των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ωστόσο, παρ' όλες τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες που το διαφοροποιούσαν σε κάθε περίπτωση, το κίνημα της Όμορφης Πόλης είχε κάτι κοινό να επιδείξει σε όλες τις περιπτώσεις˙ "μια απόλυτη συγκέντρωση στο μνημειακό και το επιφανειακό, την αρχιτεκτονική ως σύμβολο της εξουσίας" (ό.π.: 202). Όπως επισήμανε ο Hall, στο σχεδιασμό αυτών των πόλεων υπήρχε "σχεδόν μια παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για τους ευρύτερους κοινωνικούς σκοπούς του", μεταμορφώνοντάς τον στην ουσία σε "επίδειξη" (ό.π.). Η αρχιτεκτονική μετατράπηκε σε θέατρο και το σχέδιο σε εντυπωσιασμό, με μοναδική εναλλαγή το ακροατήριό του. Μια αρχιτεκτονική, η οποία στόχευε να καθηλώσει τα πλήθη, παραλυμένα μπροστά στο δέος της "ομορφιάς" της πόλης, της δύναμης της εξουσίας και την ίδια στιγμή αποκλεισμένα από αυτήν.

η "αναγέννηση" της πόλης στη σύγχρονη εποχή Οι εγκλεισμοί είναι καλούπια, ευδιάκριτα προπλάσματα, ενώ οι έλεγχοι είναι ένας μετατονισμός, σαν ένα αυτοπαραμορφούμενο πρόπλασμα που αλλάζει συνεχώς από τη μια στιγμή στην άλλη Gilles Deleuze (2001)

Ζούμε σε "πόλεις - φρούρια" που έχουν κατατμηθεί βάναυσα σε "περιχαρακωμένες κυψελίδες" μιας ευημερούσας κοινωνίας και "θέατρα τρόμου" όπου η αστυνομία βρίσκεται σε πόλεμο με τους εγκληματοποιημένους φτωχούς Mike Davis (2008)

3.2

” ”

Ο αποκλεισμός των ανεπιθύμητων "άλλων", διαχρονικό χαρακτηριστικό των πόλεων στις οποίες επικρατούν κοινωνικές, φυλετικές και ταξικές διακρίσεις, αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην ατζέντα των χωρικών μετασχηματισμών των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1970 και ως απόρροια της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που εκφράζει την κινητοποίηση "μιας κρατικής εξουσίας οργανωμένης και εξασκημένης σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες" (Smith, 2002: 55), η πολιτική του φόβου, εντεινόμενη και πάντα παρούσα στο χώρο της πόλης, αποτυπώνεται σε αυτές, λαμβάνοντας διαφορετική μορφή κάθε φορά. Οι διασυνδέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και το κράτος και η αύξηση του κοινωνικού ελέγχου με τη μορφή της αστυνομικής βαρβαρότητας θεωρούνται κατά το γεωγράφο Neil Smith (2002) στοιχεία μιας μεταλλασσόμενης γεωγραφίας των κοινωνικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που επιβεβαιώνει ο Harvey, θεωρώντας ότι: Η αυξανόμενη πόλωση στην κατανομή του πλούτου και της δύναμης αποτυπώνονται ανεξίτηλα στις χωρικές μορφές των πόλεών μας, οι οποίες μετατρέπονται σε πόλεις οχυρωμένων θραυσμάτων, περιφραγμένων κοινοτήτων και ιδιωτικοποιημένων δημόσιων χώρων που βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση. Η νεοφιλελεύθερη προστασία των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας και των αξιών τους μετατρέπεται σε κυρίαρχη μορφή άσκησης πολιτικής (2012: 56).

70 71


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Η "αναγέννηση" της πόλης (urban regeneration), όπως ονομάστηκε η άσκηση αυτής της πολιτικής, αποτελεί σήμα κατατεθέν του λεξιλογίου της εξουσίας. Χώρος και πολιτική, έννοιες άμεσα συνυφασμένες, επιδιώκουν έναν μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων, θέτοντας στο επίκεντρο το διαχωρισμό των κοινωνικών υποκειμένων και αναθεωρώντας τη σχέση δημόσιου - ιδιωτικού χώρου. Από τη μια πλευρά, ο δημόσιος χώρος, κατεξοχήν πεδίο συνάντησης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, τίθεται σε διαπραγμάτευση ως αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κυρίαρχο κεφάλαιο και πεδίο εφαρμογής των ομογενοποιητικών και διαχωριστικών του τάσεων σε τοπική κλίμακα. Συγκεκριμένες περιοχές ή γειτονιές της πόλης βιώνουν μια "αποδιάρθρωση του δημόσιου χώρου" (GUST, 1999: 88), ανατρέποντας την έννοια της κοινότητας ως τόπου και καθιστώντας την ως "ένα σύνολο κοινωνικών δεσμών, ένα επιπλέον χωρικό κοινωνικό φαινόμενο που δεν πρέπει να συγχέεται με τη γειτονιά" (Flanagan, 1993: 23). Από την άλλη πλευρά, ο ιδιωτικός χώρος -ως χώρος της ιδιωτικής κοινωνίας η οποία "θεμελιώνει τον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό κόσμο" (Κωτσάκης, 2012: 170)- μεταλλάσσεται. Διαθέτοντας το παράδοξο στοιχείο της "ιδιωτικής διαμόρφωσης της πολιτικής εξουσίας" (ό.π.: 171), εκφράζει την πολιτική-ιδεολογική του λειτουργία στο χώρο της πόλης μέσω της αντιγραφής στοιχείων συλλογικότητας, σε μια αποτυχημένη συνήθως απόπειρα να μιμηθεί το χαρακτήρα του δημόσιου χώρου, συνήθως σε χώρους μαζικής κατανάλωσης και ψυχαγωγίας (όπως τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τα θεματικά πάρκα τύπου luna park και fun park)[16].

Wilhelmina Pier, Rotterdam

[15] τα Docklands στο Λονδίνο της Μεγάλης Βρετανίας, το Kop van Zuid στο Rotterdam της Ολλανδίας, το Hafen City στο Αμβούργο της Γερμανίας, το Νοrra Älvstranden στο Gothenburg της Σουηδίας, το κέντρο του Roubaix της περιοχής Lille της Γαλλίας, αποτελούν ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων αναπλάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στις μητροπόλεις του ανεπτυγμένου κόσμου ασκούνται αστικές πολιτικές αναδιαμόρφωσης οι οποίες συντελούνται στο όνομα της ασφάλειας και της ομαλής λειτουργίας της πόλης, όπως αναπλάσεις υποβαθμισμένων ή εγκαταλελειμμένων περιοχών του κέντρου και των γειτνιαζόντων περιοχών, ένταξη νέων χρήσεων (κυρίως πολιτιστικές χρήσεις και υπηρεσίες του τριτογενή τομέα) και μεγάλες συγκοινωνιακές υποδομές, με στόχο την "ανάκτησή" τους και την προσέλκυση νέων κοινωνικών στρωμάτων (κυρίως της μεσαίας και ανώτερης τάξης)[15]. Αυτές οι πολιτικές, ενταγμένες στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, θεώρησαν μάταιη μια αναδιανομή του πλούτου σε λιγότερο προνομιούχες γειτονιές, πόλεις και περιφέρειες και προτίμησαν τη διοχέτευση των οικονομικών πόρων σε πιο δυναμικούς "επιχειρηματικούς" πόλους ανάπτυξης (Harvey, 2012: 76). Έτσι, η εξασφάλιση της "ομαλότητας" και της "κανονικοποίησης" της ζωής (σύμφωνα με τα καθιερωμένα πρότυπα), απεμπολώντας το ενδεχόμενο της τυχαιότητας των συμβάντων, απέκτησε κεντρικό ρόλο στη συγκρότηση του αστικού περιβάλλοντος, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα στο υποσυνείδητο του κόσμου έναν κατευνασμό της παρουσίας του φόβου˙ φόβου του "άλλου", του απρόβλεπτου γεγονότος, του εγκλήματος.

[16] στις χώρες της κεντρικής και νότιας Ευρώπης μόνο παρατηρείται συχνά η ύπαρξη άνω του ενός μεγάλου θεματικού πάρκου ˙ η Disneyland στο Παρίσι, η Legoland και το Thorpe Park στην Αγγλία, το Efteling στην Ολλανδία, το Europa Park στη Γερμανία, το Post-Aventura στην Ισπανία, το Gardaland στην Ιταλία και άλλα.

Ο διαχωρισμός της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, απόλυτος κατά τον 18ο αιώνα, έναν αιώνα αργότερα (και με την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού) άρχισε να ταλαντεύεται, με το δημόσιο τομέα να παραχωρεί τη θέση του σε μια νέα ιδιωτική κυριαρχία οικειότητας και αυθεντικότητας (Sennett, όπως αναφέρεται στο GUST, 1999: 60). Ο κοινωνικός ατομικισμός ή αλλιώς η εξατομίκευση της προσωπικότητας άρχισαν να τίθενται ως κατευθυντήριες δυνάμεις προς την εκπλήρωση μιας "κοινωνία της οικειότητας" (όπως τέθηκε από τον Sennett, 1999). Η οικειότητα, γίνεται αντιληπτή ως μια προσπάθεια εξάλειψης των ετεροτήτων και αυτονόμησης του υποκειμένου, προβαλλόμενη στο χώρο μέσω διαχωρισμών. Οι διαχωρισμοί αυτοί, θέτουν περιορισμούς στην πρόσβαση και τη χρήση του χώρου της πόλης, άλλοτε λαμβάνοντας τη μορφή δημόσιων χώρων υπό ιδιωτική διαχείριση, άλλοτε ιδιωτικών χώρων με δημόσιο προφίλ στις οποίες ο έλεγχος ταυτοποίησης καθίσταται εμφανής ή απρόσιτων ιδιωτικών θυλάκων στους οποίους η πρόσβαση είναι αυστηρά περιορισμένη για συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο κατακερματισμός του χώρου και η κατάλυση του δημόσιου χαρακτήρα του είναι εμφανείς και εκφράζουν συντονισμένες προσπάθειες εξάλειψης της ετερογένειας και του κοινωνικού συγχρωτισμού.

72 73


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

νοσταλγώντας το παρελθόν˙^ 3.2.1 προς μια "νέα πολεοδομία"

Αυτή η κοινωνία που καταργεί τις γεωγραφικές αποστάσεις, εμπερικλείει την απόσταση, ως θεαματικό διαχωρισμό. Guy Debord (1967)

[17] κατά τον Paul Sweezy στο άρθρο του «Αυτοκίνητα και Πόλεις» του 1972, η διεύρυνση του οδικού δικτύου σε συνδυασμό με την πτώση της διαθεσιμότητας των μέσων μαζικής μεταφοράς αποτέλεσαν την πρώτη στενή συνεργασία του μονοπωλιακού κεφαλαίου και του Κράτους, προκειμένου να προωθήσουν ένα νέο καταναλωτικό μηχανικό αντικείμενο, προς την κατεύθυνση μιας «αυτοκινητοποίησης” της κοινωνίας

Neo-Feudal, Terra Politica

Μείζον σύμπτωμα αυτών των διαχωρισμών αποτελεί η παραγωγή χωρικών ανισοτήτων (βλ. Soja, 2008) και η αναπαραγωγή των κοινωνικών διακρίσεων. Οι πολιτικές του αστικού σχεδιασμού συνέβαλαν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση, οδηγώντας την πλειονότητα των μεγαλουπόλεων στη δημιουργία θυλάκων, "μαζικών χωρικών απαρτχάιντ" (Davis, 2008: 115), γεγονός που τις μετέτρεψε σε "πόλεις - φρούρια" (ό.π.: 105) εκ των έσω. Με το πρόσχημα της "αναγέννησης" των παραμελημένων και νοσηρών -κατά την εκάστοτε εξουσίακεντρικών συνήθως περιοχών της πόλης, η αστική ανανέωση των πόλεων, σε μια πιο ακραία, μα διόλου ουτοπική άποψη, κινήθηκε προς την κατεύθυνση "να σκοτώσουν το πλήθος, να εξαλείψουν τη δημοκρατική συγχώνευση" στους δημόσιους χώρους (κυρίως σε πεζοδρόμια και πάρκα) (ό.π.: 116), κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που εφάρμοσε ο Moses στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1940. Το φαινόμενο της προαστιοποίησης αποτέλεσε μια από τις αιτίες της παρακμής και της εγκατάλειψης των προς "αναγέννηση" περιοχών, καθώς σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των μεγάλων υποδομών για την εξυπηρέτηση της αναδυόμενης βιομηχανίας του αυτοκινήτου[17], συνέβαλε κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στην απομάκρυνση της μεσαίας τάξης από τα κέντρα των πόλεων. Ο θάνατος της ετερογένειας, δυστοπικό σενάριο του μέλλοντος των πόλεων, υιοθετήθηκε εν μέρει σε πολεοδομικές τάσεις, όπως η αστική διάχυση (με τη μορφή της προαστιοποίησης και των "edge cities", ή αλλιώς "ακρωριακών πόλεων"), σε ρεύματα όπως η Νέα Πολεοδομία (New Urbanism), ή σε στρατηγικές στην πόλη, όπως ο "εξευγενισμός" (gentrification) και η μερική ή πλήρης ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου.

Η ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού κατά τη δεκαετία του 1970 συνοδεύτηκε από ένα κύμα νοσταλγίας, μια επιθυμία για επιστροφή στο παρελθόν, ως αντίδραση στην καθαρότητα των μορφών του μοντερνισμού που αρνούνταν κάθε σύνδεση με την παράδοση (Ellin, 2003). Αυτή η νοσταλγική διάθεση εκφράστηκε στην αστική κλίμακα με ένα νέο κίνημα, γνωστό ως Νέα Πολεοδομία (New Urbanism). Πρόταση του κινήματος ήταν η "κατασκευή μιας νέας γενιάς προαστίων που θα αντέγραφαν την πυκνή κλίμακα των πόλεων και τη νοσταλγική αρχιτεκτονική διάφορων περασμένων εποχών και τόπων" (Smith, 1996: 32). Επιδιώκοντας να συνδυάσει "την εξοικείωση και την ανθρώπινη κλίμακα των παραδοσιακών πόλεων με τα πλεονεκτήματα της σύγχρονης τεχνολογίας", βασικό κίνητρο αυτής της προσπάθειας ήταν η εξομάλυνση των ανισοτήτων από το διαχωρισμό των λειτουργιών που επέφερε το μοντέρνο κίνημα (Ellin, 2003: 50). Ηγέτες του νέου κινήματος, οι αρχιτέκτονες Andrew Duany, Elizabeth Plater-Zyberk και Peter Calthorpe σχεδίασαν το 1981 το παραθαλάσσιο θέρετρο στη Φλόριντα (γνωστό ως Seaside) το οποίο θεωρήθηκε πρότυπο έργο της Νέας Πολεοδομίας, η οποία καθιερώθηκε επίσημα το 1993, με τη δημιουργία ενός οργανισμού που ονομάστηκε "Συνέδριο για τη Νέα Πολεοδομία" (Congress for the New Urbanism). Η ουσία του κινήματος έγκειται στην "απόδραση από τη μεγάλη πόλη" με σκοπό "να αγκαλιάσει τη μυθική μικρή πόλη" (Smith, 1996: 32). Ο μύθος αυτός, όμως, κρύβει ένα μονοδιάστατο μέλλον "μεταμφιεσμένο σε μια νοσταλγική ανάμνηση" (ό.π.). Σε αναφορά του στην Ακτή Victoriana, κτισμένη κατά τα πρότυπα της νέας πολεοδομίας, ο Smith περιγράφει μια εικόνα "γεμάτη ξύλινους φράχτες, δρόμους φιλικούς προς τους πεζούς και σοκάκια, και μια ομοιόμορφα ευχάριστη μεσοαστική ατμόσφαιρα" (ό.π.). Στην πραγματικότητα, η στιλιζαρισμένη εικόνα που προβάλλεται απευθύνεται μόνο στη λευκή, εύπορη τάξη, που διαθέτει την οικονομική "ευκολία" να εξαλείψει τους φόβους της σε ακριβές κατοικίες, περιφραγμένες και ελεγχόμενες, θέτοντας ταυτόχρονα τον αποκλεισμό και τις ταξικές και φυλετικές διακρίσεις στο προσκήνιο. Η ελιτίστικη φαντασίωση ενός νέου αστικού μέλλοντος μέσω της

74 75


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

δεν ανήκουν στην ίδια τάξη ή φυλή με αυτούς. Ένας εμφανής κατακερματισμός του χώρου της πόλης που εφαρμόζει έμπρακτα τον κοινωνικό αποκλεισμό, μέσω της δημιουργίας θυλάκων ομοιογενών οικισμών αποκλειστικά για τη μεσοαστική τάξη που βιώνει την καθημερινότητα "ως μια γοητευτική μεταμόρφωση της πόλης και του τοπίου" (Shannon, 1998: 17).

Celebration, Florida

επιστράτευσης του παρελθόντος βρίσκει διέξοδο στη σχεδιαστική τεχνοτροπία που έμμεσα θέτει όρια ως προς την πρόσβαση και τη χρήση του χώρου "με μια λεπτή και καλοντυμένη αυταρέσκεια" (ό.π.: 33). Η πόλη Celebration στη Florida, σχεδιασμένη και ελεγχόμενη από την εταιρεία Disney, αποτελεί αντίστοιχο παράδειγμα ελιτισμού "ντυμένου με λαϊκίστικα ενδύματα" (ό.π.). Η Celebration προσφέρει μια θεαματική ζωή, ταγμένη στη βιομηχανία του εμπορεύματος, σε "έναν κόσμο όπου ο καταναλωτισμός, ο τουρισμός, οι βιομηχανίες πολιτισμού και γνώσης" (Harvey, 2012: 54) κυριαρχούν. Με "ακριβά καταστήματα γύρω από μια τεχνητή λίμνη και ένα σιντριβάνι" και έναν τετραώροφο πύργο στην πλατεία με θέα όλο τον οικισμό (Smith, 1996: 33), η πόλη εκφράζει την τάση για ασφάλεια και έλεγχο μέσω της συγχώνευσης του "αστικού σχεδιασμού, της αρχιτεκτονικής και του εταιρικού μηχανισμού" (ό.π.). Το κίνημα της Νέας Πολεοδομίας δημιουργεί κατ' ουσίαν πόλεις εμπορεύματα, προσφέροντας μια ποιότητα ζωής προσιτή σε όποιον έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει γι' αυτή. Η "οικονομία του θεάματος" (Harvey, 2012: 54) έχει μετατραπεί σε βασική πολιτική, προωθούμενη από τη διαφήμιση ενός "μπουτίκ τρόπου ζωής", που προβάλλεται ως "ένα αναπτυξιακό προϊόν που θα ικανοποιήσει τα όνειρα για την πόλη" (ό.π.: 55). Το αναπτυξιακό πρότυπο των ελεύθερων και εξειδικευμένων αγορών που προβάλλει η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και αποτυπώνεται στις πόλεις με τα μεγάλα εμπορικά κέντρα και τις αλυσίδες καταστημάτων, εκφράζεται σε σχεδιαστικό επίπεδο στη Νέα Πολεοδομία. Στόχος αυτού του ιδεολογικού πλαισίου είναι ο ατομικισμός και η απομόνωση, ή όπως το διατύπωσε η Sharon Zukin, o "κατευνασμός μέσω του καπουτσίνο" (1995: 25). Άτομα αποκλεισμένα από τον περίγυρό τους, με μοναδική ενασχόληση την προσωπική τους ευδαιμονία, αποκλεισμένα από τους ανεπιθύμητους "άλλους", που

Η Νέα Πολεοδομία, προσφέρει απλόχερα αυτό το σενάριο για μια μικρή ελίτ κόσμου, ένα φαντασιακό ιδεώδες μιας μικρής κοινότητας, μιας "υποκατάστατης κοινωνικότητας" αποστειρωμένης, "απολυμασμένης από τους κινδύνους της συμβίωσης με τα κατώτερα στρώματα" (Σταυρίδης, 2010β: 26), όπου η τάξη και η ασφάλεια επικρατούν. Η "κοινωνική κανονικότητα" (Smith, 1996: 33), ενισχύεται από τις επιδιώξεις εταιριών τύπου Disney, που προσπαθούν μέσω θεματικών-ψυχαγωγικών εγκαταστάσεων να καταστήσουν το φανταστικό ως πραγματικό. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Smith, η σύμπνοια των στρατηγικών της Disney και του αστικού σχεδιασμού δημιουργούν ένα δυστοπικό μέλλον, απαγορευτικό για το παρόν, γεγονός που ενισχύεται από τη διόλου τυχαία τοποθέτηση των γυρισμάτων της ταινίας The Truman Show (1998) στην Ακτή της Φλόριντα. Το καθεστώς πλήρους επιτήρησης σε μια κοινότητα Νέας Πολεοδομίας που προβάλλεται στην ταινία προϊδεάζει για ένα αμφίβολο, δυσοίωνο μέλλον που δεν φαντάζει ελκυστικό για όλους.

Seaside, Florida [σκηνή από την ταινία The Truman Show] 76 77


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

3.2.2 "εξευγενίζοντας" τον αστικό χώρο

“ [18] Ο όρος gentrification πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την Ruth Glass, σε μια προσπάθεια να χαρακτηρίσει την κοινωνική μεταβολή που υπέστη η εργατική συνοικία Islington στο Λονδίνο κατά τη δεκαετία του 1960.

Μία μία, πολλές από τις εργατικές γειτονιές του Λονδίνου κυριεύθηκαν από τις μεσαίες τάξεις -ανώτερες και κατώτερες. Χαμόσπιτα, στάβλοι και αγροικίες -δύο δωμάτια στον πάνω και δύο στον κάτω όροφο- καταλήφθηκαν όταν εξαντλήθηκαν οι εκμισθώσεις τους, και έγιναν κομψές, ακριβές κατοικίες. Τα μεγαλύτερα Βικτοριανά σπίτια, που είχαν υποβαθμιστεί σε μία προηγούμενη ή πιο πρόσφατη περίοδο -που χρησιμοποιούνταν σαν καταλύματα ή που ήταν αλλιώς υπό καθεστώς πολλαπλής ενοικίασης- αναβαθμίστηκαν για μια ακόμα φορά... όταν αυτή η διαδικασία gentrification ξεκινά σε μια περιοχή, συνεχίζει ταχέως μέχρις ότου όλοι ή οι περισσότεροι αρχικοί ένοικοι της εργατικής τάξης να μετατοπιστούν και να αλλάξει ο συνολικός κοινωνικός χαρακτήρας της περιοχής. [18]

Ruth Glass (1964)

[19] “gentry” στο πρωτότυπο, δηλαδή άτομα υψηλής κοινωνικής θέσης, κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης που συνδέονται με τον ανώτερο κλήρο και με “ευγενείς” οικογένειες που δεν απέκτησαν ποτέ το δικαίωμα να φέρουν επίσημα ένα οικόσημο]

Μια από τις παγκόσμιες στρατηγικές των πόλεων που έχει αναδειχθεί τις τελευταίες δεκαετίες ως έκφραση της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας, αποτελεί το φαινόμενο του "εξευγενισμού" (gentrification). Με καταβολές από τη δεκαετία του 1960, όταν οι νέοι πλούσιοι "ευγενείς"[19] των πόλεων "μετάλλασσαν τις γειτονιές της εργατικής τάξης" (Smith, 2002: 63), o "εξευγενισμός" αποτελεί μια διαδικασία που "ξεπρόβαλλε στη μεταπολεμική αγορά ακινήτων φαινομενικά τυχαία και χωρίς σχεδιασμό" για να μετεξελιχθεί σε "μία φιλόδοξη και ενδελεχώς σχεδιασμένη γενικευμένη στρατηγική" σε επίπεδο κλίμακας και ποικιλίας (ό.π.: 64). Ο Smith (2002) αναλύει αυτή την εξέλιξη ως μια σποραδική περιθωριακή αστική διαδικασία κατά τη δεκαετία του 1950, η οποία κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980 συσχετίστηκε με ευρύτερες διαδικασίες αστικής και οικονομικής αναδόμησης -γνωστές και ως "φάση αγκύρωσης" (κατά τον Hackworth, όπως αναφέρεται στον Smith, 2002)- για να φτάσει στο αποκορύφωμά της τη δεκαετία του 1990 και τη γενίκευσή του φαινομένου και εκτός των ορίων της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών (το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη αποτελούν κατεξοχήν παραδείγματα της εξάπλωσης του φαινομένου, ενώ η πόλη του Μεξικού, η Σεούλ και το Σάο Πάολο αποτελούν ενδεικτικά παραδείγματα μικρότερης γεωγραφικής εμβέλειας).

Η πολιτική του "εξευγενισμού" συνίσταται στην "τάση ανάκτησης και αξιοποίησης του κέντρου των πόλεων από τις κυρίαρχες τάξεις μέσα από στρατηγικές επέμβασης" (Σταυρίδης, 2010α: 65). Πρόκειται για στρατηγικές αναδιανομής των αξιών γης και των ακινήτων στο χώρο της πόλης που οδηγούν σε κοινωνικές αναδιατάξεις και εφαρμόζονται άνισα, εις βάρος των παλαιών κατοίκων που αναγκάζονται σε φυγή καθώς προέρχονται συνήθως από κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες οικονομικές απαιτήσεις (συνήθως λόγω της αύξησης των ενοικίων) και δυσκολεύονται να αφομοιωθούν στο νέο μεταλλασσόμενο περιβάλλον (από άποψη χρήσεων γης και σύνθεσης πληθυσμού). Τέτοιου είδους πρακτικές γίνονται ολοένα και πιο σύνθετες σήμερα, βρίσκοντας γόνιμο έδαφος στην τοπική κλίμακα των πόλεων, όμως, την ίδια στιγμή συνδέονται μεταξύ τους σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, εντασσόμενες στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Χαρακτηριστικό στοιχείο τους είναι ότι λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου και αποτυπώνουν τις επικρατούσες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές σχέσεις στον αστικό χώρο (Smith, 2002). Ωστόσο, αδιαμφισβήτητη ομοιότητά τους, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990, είναι η συνεργασία τους με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Καίρια τακτική του "εξευγενισμού" θεωρείται ο εξωραϊσμός υποβαθμισμένων περιοχών από επιχειρηματίες που επενδύουν σε αυτές, με στόχο να προσελκύσουν νέες κοινωνικές ομάδες (κατά κύριο λόγο της μεσαίας τάξης) και να προβάλλουν τις επεμβάσεις ανάπλασης στην περιοχή ως μια ανανεωτική διαδικασία της πόλης (Πορτάλιου, 2008). Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια βίαιη "διαδικασία εκτοπισμού και υφαρπαγής" (Harvey, 2012: 60). Η καπιταλιστική πόλη, θέτοντας στο επίκεντρο τη συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της εκμετάλλευση της γης, επιδιώκει την "εξυγίανση" συγκεκριμένων περιοχών, με στόχο την αναμόρφωσή τους σε πολιτιστικά, οικονομικά και ψυχαγωγικά κέντρα ανάμικτα με κατοικίες. Πρόσφατο παράδειγμα μεγάλης κλίμακας αποτελεί η Βομβάη στην Ινδία, όπου σε μια προσπάθεια να μετατραπεί η πόλη σε παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κέντρο και να ανταγωνιστεί τη Σαγκάη, οι παραγκουπόλεις μπήκαν στο στόχαστρο των ιδιωτών επενδυτών με αποτέλεσμα ο κόσμος που ζει εκεί -παράνομα κατά τον νόμο και χωρίς νόμιμα χαρτιά ιδιοκτησίας- να εκτοπίζεται με γρήγορους ρυθμούς λαμβάνοντας ελάχιστες έως ανύπαρκτες αποζημιώσεις. Η γενίκευση του "εξευγενισμού" και η νέα φάση στην οποία βρίσκεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες "συμβαδίζει με μια διευρυμένη ταξική επίθεση, όχι μόνο της εθνικής εξουσίας, αλλά και της πολιτικής του αστικού χώρου" (Smith, 2002: 65). Η σύμπραξη του ιδιωτικού κεφαλαίου και των τοπικών αρχών, έθεσε τις βάσεις προς μια κατεύθυνση που εξυπηρετούσε τις απαιτήσεις της αγοράς και αποτυπώθηκε

78 79


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

σε "εκτεταμένα γιγαντιαία έργα ανάπτυξης" μεγάλων αστικών κέντρων, όπως το Λονδίνο με την περίφημη ανάπλαση του Canary Wharf, ή σε μικρότερα έργα σε επίπεδο γειτονιάς, όπως ένα "εμβληματικό" νέο συγκρότημα στο Lower East Side της Νέας Υόρκης (ό.π.: 66). Έτσι, "παραλιακές ζώνες, κεντρικές περιοχές παραγωγής, προηγούμενες βιομηχανικές εκτάσεις, ιστορικές κατασκευές, δημόσιοι χώροι" και άλλοι "ευέλικτοι" ("soft" κατά Marcuse & Kempen, 2000) τόποι αποτελούν τα πεδία δράσης των παρεμβάσεων "ανάπλασης" του εξευγενισμού (Πορτάλιου, 2008: 59), σε μια κατεύθυνση ενίσχυσης των χωρικών διαιρέσεων, των ανισοτήτων και της περιχαράκωσης στο εσωτερικό τους (Marcuse & Kempen, 2000).

Cumballa Hill, Mumbai

Ghatkopar, Wadi, Mumbai

Η έννοια της "ανάπλασης", βρήκε την έκφρασή της στο μοντέλο της αστικής "αναγέννησης" όπως περιγράφηκε νωρίτερα, υπό τη μορφή της στρατηγικής του "εξευγενισμού". Μια στρατηγική που σύμφωνα με τον Smith έθεσε το ζήτημα της "κοινωνικής ισορροπίας" (2002: 69), δηλαδή την επιστροφή στην πόλη, όντας σε μια ιδιαίτερη, παράλληλη σχέση με το φαινόμενο της προαστιοποίησης και της αστικής διάχυσης (GUST, 1999: 101). Ο "εξευγενισμός", ως παρενέργεια της σταδιακής αποβιομηχάνισης και αποκέντρωσης των πυρήνων των πόλεων, έθεσε νέους όρους επαναποικισμού των υποβαθμισμένων περιοχών, απευθυνόμενος όμως στις μεσαίες και μεγαλο-μεσαίες τάξεις. Ένα "ιδιοτελές κάλεσμα" με στόχο "τον έλεγχο των πολιτικών και πολιτιστικών οικονομιών", αλλά και της "γεωγραφίας των μεγαλύτερων πόλεων (Smith, 2002: 70) αποκαλύπτει μια σειρά εντεινόμενων χωρικών ανισοτήτων, καμουφλαρισμένων πίσω από λέξεις ταμπού (όπως "ανάπλαση", "αναγέννηση", "αναβάθμιση"). Η επανεκτίμηση των αστικών κέντρων -που συχνά συμπίπτει με την επανεκτίμηση του ιστορικού τους χαρακτήρα (όπως το παράδειγμα της Bologna της Ιταλίας ή της συνοικίας Πλάκα στην Αθήνα)- και η ανάπλαση εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών περιοχών (όπως η ανάπλαση του Bilbao στην Ισπανία και του Μεταξουργείου στην Αθήνα) όλο και συχνότερα εμπλέκεται με τις στρατηγικές του "εξευγενισμού" σε μια εμφανή προσπάθεια επιβολής της νεοφιλελεύθερης οπτικής στην πόλη. Ο εκτοπισμός των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων (με έμφαση στους φτωχούς, τους μετανάστες και τις εθνικές μειονότητες, όπως οι Ρομά), συστατικό στοιχείο του "εξευγενισμού", πραγματώνεται στο όνομα της επίλυσης αστικών φαινομένων, όπως η εγκληματικότητα και οι άστεγοι, με τη "δημιουργία ενός περιβάλλοντος ασφαλούς κατανάλωσης" (Σταυρίδης, 2010α: 66). Το δόγμα της "ασφάλειας" και η εξάλειψη του φόβου του "άλλου" αντικατοπτρίζεται στην "εκκαθάριση" της πόλης (γνωστή ως "slum clearance") από τους θυλάκους των απόκληρων στους οποίους αποδίδονται όλα τα κοινά δαιμόνια: κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, πορνεία, ανηθικότητα, παραβατικότητα, εγκληματικότητα" και μια αιωρούμενη "απειλή τρομοκρατικής επίθεσης" (Πορτάλιου, 2008: 59). Οι

80 81


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

ανεπιθύμητοι -πλέον- παλιοί κάτοικοι των προοριζόμενων περιοχών επέμβασης, όταν δεν αποχωρούν οικειοθελώς τίθενται στο στόχαστρο των κατασταλτικών δυνάμεων του κράτους. Η αστυνομική καταστολή στις καταλήψεις στέγης του Άμστερνταμ τη δεκαετία του 1980, οι επιχειρήσεις της αστυνομίας σε καταυλισμούς αστέγων στο Παρίσι, το δόγμα της "μηδενικής ανοχής" στη Νέα Υόρκη (την εποχή του Giuliani-όπως θα αναλυθεί παρακάτω), οι "επιχειρήσεις-σκούπα" μεταναστών, αστέγων, οροθετικών, εξαρτημένων χρηστών ουσιών στην Αθήνα του 21ου αιώνα, αποτελούν ελάχιστα από τα παραδείγματα των παρεμβατικών μηχανισμών του κράτους και της απομάκρυνσης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Αυτοί οι μηχανισμοί αποτελούν τα εργαλεία, όμως, ενίσχυσης του φόβου, σε μια κοινωνία που διατείνεται την ασφάλεια μόνο για μια μερίδα του πληθυσμού, αυτή που βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη κοινωνικό-οικονομική θέση Η δαιμονοποίηση των μειονοτήτων και η δίωξή τους από συγκεκριμένες περιοχές που αρέσκονται προς δική τους χρήση τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα, δεν επιλύει κανένα από τα επικαλούμενα προβλήματα παραγωγής του φόβου, όπως το πρόβλημα της φτώχειας και της εγκληματικότητας που συνδέεται με την έλλειψη δουλειάς και κοινωνικών παροχών στους φτωχούς, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, παρά μόνο εντείνει την κοινωνική ανασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, η κατασκευή συλλογικών ταυτοτήτων, ιδεολογική προέκταση του φαινομένου του "εξευγενισμού", συνδέεται με την "ειρηνική συνύπαρξη αδιάφορων διαφορών" που οδηγεί σε έναν ιδιότυπο "πατριωτισμό της πόλης" (Σταυρίδης, 2010α: 68). Όπως φαίνεται και από το παράδειγμα της Βαρκελώνης της Ολυμπιάδας του 1992, οι επεμβάσεις "αναζωογόνησης" και ανάπλασης επιλεγμένων περιοχών συνδυάστηκαν με "μια ρητορεία εξύμνησης της πόλης ως συμβολικής και παραδειγματικής έδρας μιας συλλογικής ταυτότητας για την οποία οι κάτοικοι θα έπρεπε να υπερηφανεύονται" (ό.π.). Πρακτική μιας τελειοποιημένης έκφρασης της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας (κατά Smith, 2002: 71), ο "εξευγενισμός" στην ουσία δεν επιλύει κανένα από τα προβλήματα που επικαλείται με τη ρητορική των "αναπλάσεών" των, παρά μόνο φροντίζει για την εικόνα της πόλης ως "τόπο επιβεβαίωσης μιας συλλογικής ταυτότητας που δεν ανέχεται στο εσωτερικό της ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες" (Σταυρίδης, 2010α: 65), ενός ιδιοποιημένου χώρου εντός της πόλης που μετατρέπεται σε "τοπίο κατανάλωσης υψηλών προδιαγραφών" (ό.π.: 68).

καταλήψεις στην Ολλανδία (1967-1981), η αστυνομία εναντίον των Krakers, Cor Jaring

η υβριδική πόλη ή όταν ο δημόσιος χώρος 3.2.3 (ψευδο-) ιδιωτικοποιείται Στη Χλόη, τη μεγάλη πόλη, τα άτομα που περπατάνε στους δρόμους δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Σε κάθε τους συναπάντημα φαντάζονται χίλια πράγματα ο ένας για τον άλλον, τις συναντήσεις που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μεταξύ τους, τις συζητήσεις, τις εκπλήξεις, τα χάδια, τις δαγκωματιές. Κανένας όμως δεν χαιρετά κανέναν, τα βλέμματα διασταυρώνονται για μια στιγμή, ύστερα δραπετεύουν, ψάχνουν άλλα βλέμματα, δεν σταματάνε πουθενά.

Italo Calvino (2004)

Η αποδιάρθρωση του δημόσιου χώρου της πόλης, έντονο σύμπτωμα της εξάπλωσης του φαινομένου της προαστιοποίησης, συνοδεύεται (όπως και οι προηγούμενες πολεοδομικές αναλύσεις) από την ενίσχυση των χωρικών ανισοτήτων. Ωστόσο, οι μεγαλουπόλεις των τελευταίων δεκαετιών, πέρα από την αστική διάχυση που πραγματοποιείται σχεδόν παράλληλα με τη διαδικασία του "εξευγενισμού", εμφανίζουν μια ακόμη στρατηγική, εξίσου εμφανή και καθοριστική στη διαμόρφωση του χώρου της πόλης. Μια ιδιόμορφη ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου οδηγεί στη σταδιακή απονοηματοδότηση του τελευταίου, θέτοντας επί του χάρτη την ανάδυση νέων χωρικών μορφών, που κινούνται στο όριο μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, προκαλώντας τη μεταλλαγή της πόλης σε ένα πρωτοφανές "υβρίδιο" (GUST, 1999, Nissen, 2008). Υπό τις επιταγές του κεφαλαίου και της επιβολής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στο αστικό πεδίο, ο χώρος μετασχηματίζεται προς μια νέα κουλτούρα της ελεγχόμενης κατανάλωσης. Η πορεία προς την "υβριδοποίηση" του χώρου της πόλης αρχίζει τη στιγμή που τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου αναμιγνύονται με αυτά του ιδιωτικού. Δημόσια και ιδιωτική σφαίρα συνυπάρχουν προσδίδοντας μια διττή υπόσταση στον αστικό χώρο. Το φαινόμενο του "συλλογικού χώρου" (collective space), το οποίο αφορά "τα σημεία συνάντησης στην πόλη τα οποία αν και υπό ιδιωτική κατοχή και κατά συνέπεια εν μέρει αποτρεπτικά (ως προς τη χρήση τους), συνεχίζουν να δημιουργούν το σκηνικό διάφορων δημόσιων δραστηριοτήτων" (GUST, 1999: 89), ορίζει αυτή τη νέα μεταλλαγή στην πόλη.

82 83


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Παρατηρούμε λοιπόν τα προάστια να εγκαταλείπουν τη μονομερή χρήση κατοικίαςυπνωτηρίου των δεκαετιών του 1950 και 1960 και να βιώνουν μια "εικονικοποίηση" (virtualization στο πρωτότυπο, βλ.GUST, 1999: 89) του δημόσιου χώρου αποτυπωμένη σε "ναούς της βεβιασμένης κατανάλωσης" (Debord, 2000: 137), δηλαδή σε "βιομηχανικές, εμπορικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες" (GUST, 1999: 69) -όπως μεγάλα εμπορικά κέντρα, γήπεδα και θεματικά πάρκα (τύπου luna park και Disneyland)-, που ελέγχονται από ιδιωτικά συμφέροντα. Αντιστοίχως, τα κέντρα των πόλεων αρχίζουν να "εξαγοράζονται" από ιδιώτες, οι οποίοι επιδίδονται σε μια άνευ προηγουμένου μεταλλαγή του δημόσιου χαρακτήρα τους. Με το προσωνύμιο "δημόσιος" αλλά εμπερικλείοντας το στοιχείο της ιδιωτικότητας, ο αστικός χώρος -ως υβρίδιο πλέον-, τίθεται στη διάθεση διάφορων οικονομικών στρατηγικών, που τον χρησιμοποιούν ως "συστήματα κατανάλωσης που δεν προβάλλονται με ειλικρίνεια ως τέτοια" (Δανιήλ, 2010: 180). Ο χώρος προσομοιάζει με τον "μη τόπο" του Mark Auge (1995), στη βάση "μιας ιδιαίτερης μορφής κατάστασης εξαίρεσης που συνδυάζει την προσωρινότητα με την αναπαραγωγή της συνήθειας" (Σταυρίδης, 2010β: 24). Με άλλα λόγια η ταυτότητα του χρήστη σε αυτούς τους χώρους παραμένει "προσωρινή, τυποποιημένη και χωρίς βάθος" στο όνομα μιας "εξατομικευμένης ανωνυμίας" (ό.π.), που στοχεύει στην "κοινωνία της κατευθυνόμενης κατανάλωσης" (Lefebvre, 2007: 50). Η πόλη μετασχηματίζεται σε χώρους προσωρινής διέλευσης, χώρους "τράνζιτ", διερχομένων (Σταυρίδης, 2010β), όπου επικρατεί ο έλεγχος και στον οποίο προσπαθούν να επιβάλλουν "μια ιδεολογία της ευτυχίας μέσω της κατανάλωσης, [...] μια πολεοδομία που προγραμματίζει την καθημερινότητα και γεννάει τέρψεις" (Lefebvre, 2007: 50). Πρόκειται για μια "σφαιρική στρατηγική" που κατά τον Lefebvre, πέρα από το κομμάτι του θεάματος και της κατανάλωσης διαθέτει και μια άλλη πιο σκοτεινή πτυχή: Άλλοι θα χτίσουν τα κέντρα αποφάσεων συγκεντρώνοντας τα μέσα εξουσίας: πληροφορία, διαπαιδαγώγηση, οργάνωση, επιχειρήσεις. Ή ακόμη: καταστολή (εξαναγκασμοί, συμπεριλαμβανομένης και της βίας) και πειθώ (ιδεολογία και διαφήμιση). Γύρω από αυτά τα κέντρα θα κατανεμηθούν πάνω στο έδαφος οι περιφέρειες, η αποπολεοδομημένη πολεοδόμηση [...]. Έτσι συγκεντρώνονται όλοι οι όροι μιας τέλειας κυριαρχίας, μιας εκλεπτυσμένης εκμετάλλευσης των ανθρώπων, ταυτόχρονα ως παραγωγών, ως καταναλωτών προϊόντων και ως καταναλωτών χώρου (ό.π.).

Citizens, Andok Tamas

Η περιγραφή του Lefebvre, διατυπωμένη κατά τη δεκαετία του 1960, δε διαφέρει πολύ από την πραγματικότητα του σήμερα. Η διαμόρφωση των νέων χώρων κατανάλωσης, πραγματοποιείται με επιμέλεια και σχολαστικότητα. Η δημοκρατικότητα των δημόσιων χώρων σταδιακά εξαλείφεται, με την εξάπλωση του κεφαλαίου να πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την άσκηση του ελέγχου.

84 85


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

BIDs Πρώτο στάδιο προς την εξάλειψη της δημοκρατικότητας αποτελεί το φαινόμενο των BIDs (Business Improvement Districts, δηλ. Περιοχές Επιχειρηματικής Βελτίωσης), μια ιδιαίτερη στρατηγική η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1997 στην πόλη της Νέας Υόρκης με στόχο την αναζωογόνηση των εμπορικών κέντρων των πόλεων με την συμμετοχή των ιδιοκτητών και επιχειρηματιών και εξαπλώθηκε (κυρίως σε πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και στην Ευρώπη -ιδίως στη Γερμανία) ως "μια τάση ιδιωτικοποίησης πολιτιστικών ή/και εμπορικών επικερδών περιοχών" (ό.π.: 93). Η αρχή του συνίσταται στο "να επιτρέπει σε ιδιώτες σε εμπορικές περιοχές να φορολογούν εθελοντικά τους εαυτούς τους για τη συντήρηση και βελτίωση των δημόσιων χώρων", λαμβάνοντάς τους, όμως, "υπό τον έλεγχό τους" (Zukin, 1995: 33) και καθιστώντας τους στην ουσία ημι-δημόσιους. Χώροι που νωρίτερα ήταν κρατικοί και δημόσιοι, πλέον γίνονται "υποκείμενο ελέγχου και κανονισμών από ιδιωτικά συμφέροντα" (Mitchell & Staeheli, 2006: 153), που καθορίζουν το προφίλ της περιοχής, εξασφαλίζουν την ιδιωτική ασφάλεια στους δρόμους, εφαρμόζουν αναπτυξιακά σχέδια και προωθούν σε επίπεδο αγοράς την περιοχή. Εκ πρώτης όψεως μπορεί αυτή η τακτική να φαντάζει δημοκρατική, ωστόσο ενέχει την απόσυρση του κράτους από τον έλεγχο του δημόσιου χώρου, γεγονός που μετατρέπει τα ιδιωτικά συμφέροντα σε "μη-δημοκρατικές, τοπικά ελεγχόμενες κυβερνήσεις" (GUST, 1999: 94).

Πάρκα υπό καθεστώς επίβλεψης

Εμπορικά κέντρα τύπου Mall

Παρατηρούμε, επίσης, δημόσια πάρκα να μπαίνουν υπό καθεστώς επίβλεψης (ιδιωτικής ή κρατικής), να ελέγχεται η προσβασιμότητα και η χρήση τους και να χάνουν το χαρακτήρα της "δημόσιας όασης" προσιτής σε οποιονδήποτε, που είχε οραματιστεί το 19ο αιώνα ο αρχιτέκτονας Frederick Law Olmsted -πατέρας του Central Park της Νέας Υόρκης (GUST, 1999: 90). Ως απάντηση "στην αυξανόμενη παρουσία των "ανεπιθύμητων" επισκεπτών και την ανάπτυξη συναισθημάτων φόβου, η εξουσία "χρησιμοποιεί το σχεδιασμό των πάρκων ως ένα σιωπηρό κώδικα ένταξης και αποκλεισμού" (Zukin, 1995: 25), μετατρέποντάς τα σε θυλάκους περιφραγμένους (όπως το πάρκο Tompkins Square στο Lower East Side της Νέας Υόρκης και το Grand Hope Park στο Los Angeles), με έντονο το στοιχείο της ορατότητας κατά τα πρότυπα των αμυνόμενων χώρων που είχε συλλάβει στη θεωρία του ο Oscar Newman (1973).

Παρόμοια λογική επιλεκτικής προσβασιμότητας και χρήσης, υιοθετήθηκε στο εσωτερικό των αίθριων (atriums) ουρανοξυστών, σε ιδιωτικά προαύλια-πλατείες (plazas κατά Nissen, 2008) κτιρίων, καθώς και σε μεγάλα εμπορικά κέντρα τύπου mall. Το ιδιαίτερο αυτών των περιπτώσεων έγκειται όχι μόνο στην προσπάθεια ανατροπής του μέσα και του έξω κατά τα πρότυπα της μεταμοντέρνας αισθητικής, αλλά κυρίως στην "προσομοίωση" του δημόσιου χώρου, (GUST, 1999: 91) ή αλλιώς στην "αστικοποίηση της δημόσιας επικράτειας", όπως τη διατύπωσε ο Solà-Morales (όπως αναφέρεται στο GUST, 1999: 90). Οι χώροι αυτοί, φαινομενικά προσβάσιμοι για όλους, καθώς προσπαθούν να μιμηθούν μορφολογικά στοιχεία του αστικού χώρου (όπως του δρόμου και της πλατείας), διαθέτουν συνήθως εντυπωσιακό σχεδιασμό και ακριβά υλικά, θέτοντας "πρωτόκολλα χρήσης" (Σταυρίδης, 2010β: 19). Το διακριτικό φιλτράρισμα των ανεπιθύμητων ατόμων ή ομάδων, όπως και στην περίπτωση των πάρκων, πραγματοποιείται μέσω συστημάτων ελέγχου που ουσιαστικά "ταυτοποιούν το δικαίωμα χρήσης", που γίνεται κατ' αυτόν τον τρόπο ένα δικαίωμα που θεμελιώνεται στην εξαίρεση (ό.π.: 20).

Tompkins Square Park, κινήματα κατά του εξυγενισμού στα τέλη του ‘80 μέχρι τα μέσα του ‘90, Q. Sakamaki

86 87


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Η ιδιωτική διαχείριση του δημόσιου χώρου και η προσομοίωσή του σε ιδιωτική επικράτεια, δημιουργεί και στις δύο περιπτώσεις ελεγχόμενους θυλάκους στους οποίους η επιλεκτική προσβασιμότητα περιορίζεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο και ομογενοποιημένο τμήμα του πληθυσμού. Υβριδικοί χώροι, "ψευδο-δημόσιοι" (Davis, 1990: 26) ή "μετά-δημόσιοι" (Flusty, 1997: 51) προβάλλουν το ζήτημα της ασφάλειας ως πρώτιστο μέλημά τους, ώστε να μπορούν να δικαιολογήσουν τον εκτεταμένο έλεγχο που πραγματοποιούν. Όμως, η αντιμετώπιση του χώρου της πόλης ως αποστειρωμένο πεδίο δημόσιων δραστηριοτήτων κυριαρχούμενο από ιδιωτικά συμφέροντα, αναιρεί τον ίδιο το δημόσιο χαρακτήρα της πόλης ως πεδίο της συνύπαρξης ετερόκλητων στοιχείων, "της διαπραγμάτευσης ή του ανταγωνισμού και μετατρέπεται σε πεδίο εκδήλωσης μιας αναγνωρίσιμης και πιστοποιήσιμης συλλογικής ταυτότητας" (Σταυρίδης, 2010β: 20). Η ανάδυση της υβριδικής πόλης, δημιουργεί μεταμοντέρνα τοπία στο εσωτερικό και την περιφέρειά της, τοπία φαντασμαγορικά για όσους επιτρέπεται να τα απολαύσουν, αλλά και τοπία επιτήρησης και ελέγχου, τοπία βασισμένα στον υποσυνείδητο φόβο του "άλλου" και της μη ελεγχόμενης απειλής, που εντείνουν τις χωρικές ανισότητες, χωρίς όμως να αμβλύνουν τον παραγόμενο φόβο, τον οποίο αντιθέτως εντείνουν καθώς εξαρτώνται από αυτόν.

gated communities: 3.2.3 θύλακοι προστασίας ή αυτοεγκλεισμού; Η ειρωνία είναι πως έχουμε παγιδευτεί πίσω από τις θύρες μας. Αντί να κρατήσουμε τους άλλους έξω, κλειδωθήκαμε μέσα εμείς. κάτοικος περιτειχισμένης κοινότητας (Low, 2004)

Six Flags Jazzland, New Orleans, Louisiana

Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου, όπως αναλύθηκε παραπάνω, παρόλο που λαμβάνει ποικίλες μορφές με διαφορετική ένταση κάθε φορά, δε γίνεται πάντα αντιληπτή, καθώς συνήθως συγκαλύπτεται πίσω ένα προσωπείο "συλλογικού χώρου". Ωστόσο, ολοένα και περισσότερο παρατηρούνται θύλακοι στο εσωτερικό του αστικού ιστού που χρησιμοποιούν υλικά διαχωριστικά όρια, καθιστώντας την παρουσία τους άμεσα ορατή. Η τάση της σύγχρονης πόλης για στεγανοποίηση του χώρου της, με έμφαση στην ιδιωτική περιουσία, και η επικράτηση μιας εμμονής σχεδόν για την ασφάλεια και τον έλεγχο, βρίσκει αντίκρισμα σε μια εμφανή και "ολοένα κλιμακούμενη απομόνωση και περιχαράκωση των τμημάτων μεταξύ της" (Παντελίδου, 2010: 133). "Στο όνομα μιας πόλης-νόμου", δηλαδή μια πόλης

Citizens, Andok Tamas

88 89


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

που επιβάλλεται μέσω του νόμου, αλλά "στην απόλυτα συνεπή της μορφή δεν υπάρχει" οι θύλακοι γύρω από τους οποίους αρθρώνεται αποτελούν εξαιρέσεις, καθώς μόνο μ' αυτές δύναται (η πόλη) να εκπληρώσει την υπόσχεσή της για προστασία και ασφάλεια (Σταυρίδης, 2010β: 23). "Οι θύλακοι είναι πάνω απ' όλα θύλακοι προστασίας" (ό.π.:23), είτε γιατί εγκλείουν κάποιους "ανεπιθύμητους" ώστε να προστατευτούν όσοι κινούνται απ' έξω (όπως συμβαίνει με τα γκέτο αλλοεθνών, αλλόθρησκων, φτωχών) είτε γιατί λειτουργούν προστατευτικά για όσους βρίσκονται εντός της (σε ιδιωτικές κατοικίες ή κοινότητες). Το φαινόμενο των "περιτειχισμένων κοινοτήτων" (γνωστό ως gated communities), δημιούργημα κυρίως της δεκαετίας του 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνίσταται σε τέτοιους θυλάκους προστασίας - αποκλειστικά ιδιωτικής χρήσης- για όσους βρίσκονται εντός τους. Αποτελώντας οικισμούς "με περιορισμένη πρόσβαση, στους οποίους οι χώροι εκείνοι που κανονικά θα ήταν δημόσιοι έχουν ιδιωτικοποιηθεί" (Blakely & Snyder, 1997: 2), οι θύλακοι αυτοί συνιστούν την επιτομή της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου χώρου της πόλης, το αποκορύφωμα της υβριδικής λειτουργίας της. Οι περιτειχισμένες κοινότητες αποτελούν προέκταση της λογικής των ιδιωτικών κτιρίων που διαθέτουν ιδιωτικά συστήματα ασφαλείας και ιδιωτική στάθμευση, αυτή τη φορά στην κλίμακα της γειτονιάς (GUST, 1999: 95). Εκτός από την κατοικία διαθέτουν και βοηθητικές χρήσεις -όπως αθλητικές εγκαταστάσεις, χώρους ψυχαγωγίας, εμπορικά καταστήματα, σχολεία-, ενώ η άρθρωσή τους έγκειται στην "κυριολεκτική στεγανοποίησή τους με φράχτες και μια κεντρική πύλη" (ό.π.), σε έναν περίκλειστο χώρο ο οποίος βρίσκεται πλέον υπό ιδιωτική διακυβέρνηση και απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε μεσαία και ανώτερα στρώματα. Ενταγμένες στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πρακτικής ιδιωτικοποίησης του αστικού χώρου, απομονώνονται από το υπόλοιπο περιβάλλον με την ανέγερση απαγορευτικών ορίων και με φρουρούμενες εισόδους, προσδίδοντάς τους χαρακτηριστικά αμυνόμενου χώρου. Εφαρμογές τέτοιων κοινοτήτων παρουσιάζονται κυρίως στα προάστια πόλεων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η κατασκευή τους συνοδεύτηκε από το όνειρο μιας συλλογικής ουτοπίας με έμφαση στην έννοια της ιδιοκτησίας και της οικογένειας (Beller, 2007, όπως αναφέρεται στις Καραγιάννη & Καψάλη, 2011: 83) και την παράλληλη ανάγκη προστασίας από την επαφή με τους άλλους και με κάθε πιθανό εγκληματία, έχοντας άμεσες αναφορές στο κίνημα της Νέας Πολεοδομίας. Το Sun Meadows στο San Antonio του Texas, η Llewellyn Park στο Eagle Ridge του New Jersey, η Hamlet on Olde Oyster Bay στο Long Island της Νέας Υόρκης, αποτελούν ορισμένα αντιπροσωπευτικά παραδείγματα. Ωστόσο, στον ευρωπαϊκό χώρο, με τη Μεγάλη Βρετανία να πρωτοστατεί αριθμητικά στην υλοποίηση αυτών των κοινοτήτων, η κατασκευή τους βασίστηκε περισσότερο στον αυξανόμενο φόβο

για εγκληματικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές, φόβο που ενισχύεται από την πολιτική ρητορεία περί τρομοκρατίας και εγκλήματος που υιοθετούν οι τελευταίες κυβερνήσεις. Έτσι, πέριξ του Λονδίνου, αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια έχουν αναπτυχθεί περιτειχισμένες κοινότητες με βάση την ασφάλεια, όπως είναι το New Caledonian Warf στην περιοχή Docklands του Λονδίνου και το Nether Edge στην περιοχή Sheffield. Η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα παρουσιάζουν λίγα και μικρότερης έκτασης εγχειρήματα˙ ενδεικτικά, το condominium Villagio Manique κοντά στη Λισσαβώνα, το Fairways κοντά στην πόλη Marbella της Ισπανίας, η Golfside Residence στην περιοχή της Γλυφάδας στην Αθήνα, καθώς και ο οικισμός Λήδα-Μαρία στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης (Καραγιάννη & Καψάλη, 2011).

gated community, Μόναχο

90 91


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Αφενός, ο εντεινόμενος φόβος του εγκλήματος και του απροσδιόριστου "άλλου" αποτελεί τη μια πτυχή δημιουργίας αυτών των κοινοτήτων, αφετέρου η "επιδίωξη πολυτέλειας και κοινωνικού status" (Παντελίδου, 2010: 138) καθορίζουν μια διαφορετική λογική εγκατάστασης σε αυτές. Σύμφωνα με τους Blakely και Snyder (1997: 38-45), τα κίνητρα εθελοντικού εγκλεισμού των ανθρώπων στις περιτειχισμένες κοινότητες οδηγούν σε μια τριμερή τυπολογία τους: 1. στις "lifestyle communities", όπου οι κάτοικοι επιθυμούν αποκλειστική πρόσβαση σε υπηρεσίες και ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις, 2. στις "elite" ή "prestige communities", όπου επιζητούν κοινωνικό κύρος και τη διασφάλιση οικονομικής σταθερότητας και 3. στις "security zone communities", όπου επιδιώκουν προστασία από το έγκλημα (Παντελίδου, 2010: 158). Ωστόσο, και στις τρεις περιπτώσεις κοινό στοιχείο αποτελεί "ο ενεργός αποκλεισμός του άλλου" λαμβάνοντας διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά˙ ο "άλλος" των "lifestyle communities" είναι ο απρόβλεπτος, ο διαφορετικός, των "elite" ή "prestige communities" είναι ο ταξικά κατώτερος, δηλαδή ο φτωχός, ενώ των "security zone communities" είναι ο εκάστοτε ύποπτος, επικίνδυνος πιθανός εγκληματίας (ό.π.).

Danziger Studio, Hollywood 1964, Frank Gehry

Για να επιτύχουν αυτού του είδους τον αποκλεισμό όλοι οι τύποι αυτών των κοινοτήτων χρησιμοποιούν μια σειρά αμυντικών μηχανισμών που περιλαμβάνει περιμετρικά τείχος, με πύλες διαρκώς ελεγχόμενες, κάμερες παρακολούθησης, υπέρυθρους αισθητήρες, ανιχνευτές κίνησης, περιπολίες με σκύλους, οπλισμένους φρουρούς, ελικόπτερα, τάφρους, ή ακόμη και κρεμαστές γέφυρες (GUST, 1999: 96). Ιδιαίτερο παράδειγμα άμυνας αποτελεί το καμουφλάρισμα πολυτελών θυλάκων σε επίπεδο κατοικίας, τα αποκαλούμενα "stealth houses" (δηλαδή κατοικίες που δεν ανιχνεύονται) του Los Angeles "που απέκρυπταν τις πολυτελείς τους αρετές με προσόψεις προλεταριακές ή γκανγκστερικές", προσόψεις σαν "σκουπιδοτενεκέδες" (Davis, 2008: 125), τακτική που υιοθέτησε ο αρχιτέκτονας Frank Gehry για πρώτη φορά στην κατασκευή του Danziger Studio στο Hollywood το 1964 (Davis, 2008: 125-126). Ο Gehry δήλωσε ότι επιδίωξή του ήταν ένα σχέδιο "εσωστρεφές που να θυμίζει φρούριο" (ό.π.:126), πρακτική που επανέλαβε και σε άλλα έργα του -περιτειχισμένα συγκροτημάτα-, όπως το Cochiti Lake στο Νέο Μεξικό το 1973 και το Loyola Law School στο Los Angeles το 1984, στα οποία προσέδωσε εξωτερικά "βλοσυρό ύφος" (ό.π.: 128), ενώ εσωτερικά τα διαμόρφωσε ως ηλιόλουστες υπερκατασκευές. Ο "προστατευτικός" αυτός εξοπλισμός, παραπέμπει σε σενάρια επιστημονικής φαντασίας όπου τα πάντα είναι ελεγχόμενα, η πρόσβαση στους διάφορους χώρους απόλυτα ελεγχόμενη και τίποτα δεν ξεφεύγει από την αντίληψη αυτού που επιτηρεί. Σαν ένα οργουελιανό τοπίο (βλ. το βιβλίο 1984, του George Orwell) όπου ο μεγάλος αδερφός επιτηρεί τα πάντα, αλλά οι κάτοικοι έχουν την ψευδαίσθηση ευδαιμονίας εντός του, νιώθοντας ασφαλείς.

Η αξιοσημείωτη διαφορά των περιτειχισμένων κοινοτήτων με την κοινωνία που συνέλαβε ο Orwell (1999), έγκειται στον εθελοντικό εγκλεισμό των κατοίκων σε αυτές. Σε αντίθεση με τα γκέτο φυλετικής φύσης του παρελθόντος (όπως τα γκέτο των Εβραίων κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) ή τα γκέτο ταξικής φύσης του σήμερα (όπως οι παραγκουπόλεις των μεγαλουπόλεων του "Τρίτου Κόσμου" -βλ. φαβέλες στο Sao Paolo της Βραζιλίας), οι κάτοικοι επιλέγουν να απομονωθούν εν γνώσει τους σε έναν περίκλειστο χώρο τον οποίο έχουν εξιδανικεύσει στη φαντασία τους. Την ίδια στιγμή, όμως, αποτελούν οι ίδιοι υποκείμενα ενός καθεστώτος εξαίρεσης, πρωταγωνιστές μιας νέας "γκετοποίησης" του χώρου της πόλης, όπου υφίσταται μια παράδοξη συνθήκη ελευθερίας (Παντελίδου, 2010), η οποία εντάσσεται μέσα σε έναν αυστηρό κανονισμό λειτουργίας. Οι κάτοικοι, προκειμένου να ενταχθούν στη νέα κοινότητα που οι ίδιοι επιλέγουν, οφείλουν να πειθαρχήσουν σε μια "κανονικοποίηση" της ζωής τους, σε μια "χειραγώγηση της συμπεριφοράς μέσα από την επιβολή προτύπων και κανόνων" (ό.π.: 151), σε έναν χώρο που υφίσταται διακριτικό έλεγχο και διακριτική άσκηση εξουσίας (Sennet, όπως αναφέρεται στους Diken & Laustsen, 2005: 98). "Σύμπτωμα" αυτής της ελευθερίας (Zizek, 2006: 54-57) είναι η ίδια η αναίρεσή της, καθώς "οι κάτοικοι των gated communities ασκώντας ελεύθερα την επιλογή τους να εγκλειστούν σε έναν χώρο, τελικά χάνουν την ελευθερίας τους" (Παντελίδου, 2010: 152). Το ερώτημα λοιπόν που θέτουν αυτές οι κοινότητες είναι ελευθερία ή αυτοεγκλεισμός; Καταφύγιο ή τόπος που προσομοιάζει με φυλακή πολυτελείας; Γνωστές και ως "γκέτο πλουσίων"- καθώς οι κάτοικοι της μεσαίας και ανώτερης συνήθως τάξης απομονώνονται, επιλέγοντας έναν εθελούσιο εγκλεισμό μακριά από τους "άλλους"- οι περιτειχισμένες κοινότητες χωρίς αμφιβολία αποτελούν μια "μεταμοντέρνα ουτοπία" (ό.π.) η οποία έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της την απόλυτη ομοιογένεια των κατοίκων της. Στα περίκλειστα τείχη της, όμως, το αίσθημα της κοινότητας δε συνάδει με την κοινωνική ομοιογένεια. Η κοινότητα, όρος εύπλαστος, ρομαντικός, νοσταλγικός (Blakely & Snyder, 1997), διαμορφώνεται μέσα από δεσμούς που στηρίζονται σε κοινά γνωρίσματα, αξίες και στόχους. Οι περιτειχισμένες κοινότητες, παρόλο που καλύπτουν τις προσδοκίες και τις αναζητήσεις της μεσαίας και ανώτερης τάξης για εγγύτητα και αίσθημα κοινότητας, σε αντιπαράθεση με την ανωνυμία και την εξατομίκευση των προαστίων, παράλληλα προωθούν την απομάκρυνση των ανθρώπων και τον φόβο (Low, 2001). Όπως έχουν δείξει έρευνες (βλ. Low, 2004, Blakely & Snyder, 1997), η πλειοψηφία των κατοίκων των περιτειχισμένων κοινοτήτων δεν αισθάνονται οικειότητα μεταξύ τους˙ το αίσθημα της κοινότητας απουσιάζει, αποδεικνύοντας ότι τα τείχη, οι πύλες και η φρούρηση δεν αρκούν για να επιτευχθεί ένα τέτοιο αίσθημα. Η υλική ευδαιμονία και το αίσθημα της ασφάλειας δεν προϋποθέτουν αυτόματα ότι αυτοί οι χώροι μετατρέπονται σε πραγματικές κοινότητες.

92 93


3 πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

Οι περιτειχισμένες κοινότητες, ιδανικό καταφύγιο - αντίδοτο στην ανασφάλεια και την αβεβαιότητα της ρευστής νεωτερικής εποχής (Bellet, 2007, όπως αναφέρεται στις Καραγιάννη & Καψάλη, 2011), οδηγούν σε νέου είδους ανασφάλειες. Η έντονη παρουσία της αστυνόμευσης και των συστημάτων παρακολούθησης δίνει τη φαινομενική αίσθηση της ασφάλειας, όμως την ίδια στιγμή εντείνει την παράνοια του φόβου για τον "άλλο". Τα τείχη που περιβάλλουν τους κατοίκους αντανακλούν νέους φόβους (Καραγιάννη και Καψάλη, 2011) -συσχετιζόμενους με την εγκληματικότητα και την προσωπική τους ασφάλεια- και εντείνουν τους ήδη υπάρχοντες. Η ίδια η προοπτική επικοινωνίας με τους "άλλους" τους τρομάζει, τους προκαλεί φόβο και ανησυχία και εν τέλει τους οδηγεί στην επιλογή αυτών των ιδιωτικών οικιστικών κατασκευασμάτων. Επιλογή, που σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες πρακτικές (ψευδο-) ιδιωτικοποίησης του δημόσιου χώρου, οφείλεται για τον κατακερματισμό του χώρου σε προστατευόμενους πολυτελείς θυλάκους, τον εμφανή πλέον διαχωρισμό των κατοίκων με βάση ταξικά κυρίως, αλλά και φυλετικά κριτήρια και τη σταδιακή υποτίμηση και υποβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα της πόλης, χάρη της αντικατάστασής του από ψευδαισθησιακά ασφαλή, ιδιωτικοποιημένα "αστικά τεμάχια" (Παντελίδου, 2010: 133).

συμπεράσματα

3.3

Μια αόρατη "οσμανοποίηση" λαμβάνει χώρα στη σύγχρονη μητρόπολη. Η "άρρωστη" πόλη του 19ου αιώνα που χρειάζεται εξυγίανση διατηρήθηκε στο λεξιλόγιο των κυρίαρχων δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού. Ο εξωραϊσμός, η μνημειακότητα και η λειτουργικότητα των επεμβάσεων του Haussman στο Παρίσι και των εφαρμογών του κινήματος της Όμορφης Πόλης υιοθετήθηκαν από τη σύγχρονη ρητορική και έλαβαν ποικίλες μορφές στον αστικό χώρο. Η νοσταλγική διάθεση της Νέας Πολεοδομίας για ομοιογενείς κοινότητες, ο "εξευγενισμός" ολόκληρων περιοχών των κέντρων των πόλεων στο όνομα της ασφάλειας και της καλύτερης ποιότητας ζωής, η σταδιακή συγχώνευση της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας σε ένα περίεργο υβρίδιο χώρου που εμπλέκει στο παιχνίδι του ελέγχου και τα ιδιωτικά συμφέροντα και τέλος η δημιουργία περίκλειστων κοινοτήτων, ως πολυτελή "γκέτο πλουσίων" αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας ιδεολογίας, αυτής που επιζητά ομοιογενοποιημένους χώρους στους οποίους ο αποκλεισμός, ο διαχωρισμός ή η περίκλειση κοινωνικών ομάδων συνιστούν την τέλεια συνταγή προς μια κοινωνία που επιτείνει τον φόβο του "άλλου". Υπό αυτό το πρίσμα, η επιταχυνόμενη ιδιωτικοποίηση της εμπειρίας της ζωής στη σύγχρονη πόλη "έχει δημιουργήσει ένα διακαή πόθο για πλήθη, ζωή του δρόμου και θέαμα" (Davis, 2008: 58). Η δημιουργία επίπλαστων τοπίων, τόπων της ελεγχόμενης κατανάλωσης, έχει μεταβάλλει την πόλη σε μια "junk-food εκδοχή" (ό.π.: 59) στην οποία τα ομογενοποιημένα πλήθη των εύπορων κοινωνικών τάξεων μπορούν να απολαμβάνουν μια προσομοίωση του δημόσιου χώρου. Η ιδεολογία της μητρόπολης προβάλλει ως μια φαντασμαγορία, ένα θέαμα προς κατανάλωση το οποίο ο θεατής καλείται να παρακολουθήσει, μένοντας στην ουσία αμέτοχος. Η κατασκευή συλλογικών ταυτοτήτων σε αυτή την περίπτωση φανερώνει την άμεση σύνδεση κράτους και κεφαλαίου, που σε αμέριστη σύμπνοια αναλαμβάνουν το ρόλο να ελέγχουν και να επιβάλλουν την τάξη, εκτοπίζοντας όλους όσους δεν τηρούν τις προϋποθέσεις τους (κατώτερα κοινωνικά στρώματα, μετανάστες, άστεγοι, κλπ). Έτσι, η σχέση της εξουσίας με το χώρο γίνεται άμεσα ορατή αφήνοντας ανεξίτηλα τα σημάδια της στην πόλη με τη μορφή θυλάκων αποκλεισμού ή αυτοεγκλεισμού (gated comunities), τόπων επιτήρησης και ελέγχου, τόπων παραγωγής χωρικών και κοινωνικών ανισοτήτων, που την ίδια στιγμή πιστοποιούν "τη λειτουργία του ιδιωτικού πλούτου ως αιτιακού παράγοντα της αθλιότητας του δημόσιου χώρου" (Atkinson & Flint, 2004: 878) και αποδεικνύουν την προώθηση του απατηλού ονείρου μιας εξιδανικευμένης πραγματικότητας προορισμένη μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να την υποστηρίξουν.

capitalism in crisis

94 95


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

η εξαίρεση της ετερότητας και ο φόβος της τρομοκρατίας

4 96 97


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

Τις τελευταίες δεκαετίες το δόγμα της ασφάλειας τίθεται στο επίκεντρο των στρατηγικών για την πόλη. Η αστική γεωγραφία μεταλλάσσεται μέσω πρακτικών που αφήνουν σχεδόν ανέπαφο τον πολεοδομικό ιστό, ωστόσο προκαλούν αισθητές διαφοροποιήσεις στο δημόσιο χώρο. Εκδικητικές πρακτικές "μηδενικής ανοχής" και έντονων κατασταλτικών μέσων οδηγούν στον αποκλεισμό ή τον εκτοπισμό των ανεπιθύμητων "άλλων" από τα κέντρα των πόλεων και από τις υπόλοιπες περιοχές εμπορικού ή τουριστικού ενδιαφέροντος. Ο φόβος του εγκλήματος και της τρομοκρατίας θέτει την πόλη σε κατάσταση ετοιμότητας, λαμβάνοντας στρατιωτικού τύπου χαρακτηριστικά, έτοιμη να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε έκτακτη συνθήκη. Την ίδια στιγμή, η οριοθέτηση άτυπων ζωνών ειδικών χρήσεων εντείνει τον κατακερματισμό του αστικού ιστού και αναδύει νέες χωρικές ανισότητες. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία εντείνονται με την αυξανόμενη εμμονή της παρακολούθησης, η οποία εκφράζεται με κυκλώματα παρακολούθησης κλειστού τύπου στους εσωτερικούς χώρους, την παρουσία καμερών στους δημόσιους χώρους, καθώς και την επαγρύπνηση των ίδιων των κατοίκων ανά περιοχές σε μια άτυπη συνεργασία με την αστυνομία.

περιδιαβαίνοντας στην "ασφάλεια" των αστικών τοπίων Θα αντιμετωπίσουν οι πόλεις μας κάποια ηλεκτρονικά ρέκβιεμ, κάποιο εφιαλτικό μέλλον αποσύνθεσης τύπου Blade Runner; Ή μπορεί με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα να είναι υπερδυνάμεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καινοτομίας; Stephen Graham & Simon Marvin (2001)

Από τη μια έχουμε έναν κόσμο διαλυμένο, σχεδόν κατακλυσμιαίο, όπου ο άνθρωπος έχει μείνει κουφός, τυφλός και κοιμισμένος σ' οτιδήποτε άλλο πέρ' απ' την ιδιόρρυθμη προσωπική του φοβία˙ έναν κόσμο απλοποιημένο στο έπακρο, κι άμετρα διογκωμένο σε μια μονάχα λεπτομέρειά του. Από την άλλη έχουμε έναν κόσμο φλεγόμενο, μια σαχάρα, έναν κόσμο πανικού όπου όλα μέσα του είναι φυγή, χάος, χειρονομία της στιγμής.

4.1

” ”

Michel Foucault (2004)

Η μητρόπολη, τόπος λαβυρινθώδης, τόπος μυστηρίου και αιφνιδιασμού, ωθεί "την υποκειμενική ύπαρξη σε μια περιπλάνηση μέσα στο σοκ και το βίωμα" (Ροζάνης, 2013: 21). Το σοκ της μητρόπολης, προκαλείται από την παρουσία του "ξένου", του "άλλου" , του πλάνητα, ο οποίος "καθίσταται ένα είδος παραβατικού ανατροπέα που κατευθύνεται και εισχωρεί βίαια στην τοπογραφία της μεγαλούπολης, προκαλώντας ισχυρές αναταράξεις στο χάρτη της" (ό.π.: 23). Η ψυχολογική επίδραση που ασκεί ο χώρος, προκαλείται από το συγχρωτισμό των άγνωστων μεταξύ τους υποκειμένων και ωθεί στην ανασφάλεια του παρόντος και στην αβεβαιότητα του μέλλοντος. Υπαίτια της ανάδυσης υπαρξιακών φόβων, η βίωση της μητρόπολης παραλύει τις ικανότητες αντίστασης απέναντι στην περιρρέουσα αόρατη απειλή και ένα

98 99


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

αίσθημα αδυναμίας "εδράζεται στον αχανή πλην απελπιστικά ακατοίκητο χώρο που εκτείνεται μεταξύ των απειλών και από τον οποίο εκπορεύονται οι φόβοι και οι αποκρίσεις μας" (Bauman, 2006: 34). Η σύγχρονη μητρόπολη μεταλλάσσεται στο νου λόγω αυτών των φόβων, γίνεται αντιληπτή ως:

Αmsterdam, Cor Jaring

ένα εγκαταλειμμένο "σώμα", το σώμα του εγκλήματος που υποκινείται από συμφέροντα της αγοράς, αστικές πολιτικές, άγρια εκμετάλλευση, και μετανάστευση προς την άκρη της πόλης, γεγονότα που έχουν οδηγήσει σε ένα αρχιτεκτονικό χάος και βία στην πόλη. Αυτό το αστικό σώμα πεθαίνει και ξαναγεννιέται, όπως ο Φοίνικας, σαν συνέπεια μιας απελευθερωμένης ενέργειας - μια μορφή ηλεκτρικού σοκ - που παράγει ηθοποιούς που προσπαθούν να επιβάλουν την εξουσία τους στην πόλη (Solsona, 1997: 97).

Ο θάνατος και η "αναγέννηση" της πόλης, πραγματοποιούνται μεθοδευμένα, καθοδηγούμενα από την κυρίαρχη τάξη. Εκμεταλλευόμενη την αδυναμία των υποκειμένων, την παράλυσή τους μπροστά στο φόβο της κατάρρευσης της πόλης, της απειλής της ζωής και της περιουσίας τους, η εξουσία μηχανορραφεί χάρη της διαιώνισης αυτών των φόβων. Η αταξία στην πόλη είναι θεμιτή στη βάση της ποικιλομορφίας και της ετερότητας, της αλληλεπίδρασης και της αλληλεγγύης των ανθρώπων, της ομορφιάς του απρόβλεπτου και των ανεξερεύνητων χώρων που εμπερικλείει. Ωστόσο, η σύγχρονη κοινωνία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού έχει ανατρέψει αυτή την εικόνα δημιουργώντας τοπία κοινότυπα και ομοιόμορφα, εξυμνώντας την ατομικότητα και προωθώντας την ατομική ιδιοκτησία. Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναγάγει την ασφάλεια σε μείζων ζήτημα διαμόρφωσης της πόλης, πρωταρχικό μέλημα των αστικών στρατηγικών της.

Stalker, Andrei Tarkovsky

Η λέξη ασφάλεια λαμβάνει διαστάσεις εμμονής στα χέρια της διαχείρισής της από το κράτος. Η ανασφάλεια συνιστά "τη νέα κανονικότητα" (Massumi, 2005: 31), με εικόνες δυστοπικού μέλλοντος να καλλιεργούνται στη συνείδηση των ατόμων. Ο εθισμός στο φόβο καλλιεργείται συστηματικά με μελλοντολογικά σενάρια καταστροφής της γης λόγω των κλιματικών αλλαγών και απειλής της ευταξίας στην πόλη από τρομοκρατικές επιθέσεις ή εγκληματικές ενέργειες. "Ο εναγκαλισμός ενός καταστροφικού λεξιλογίου" βοηθάει την κυρίαρχη πολιτική εξουσία κυρίως στο "να μετατρέψουν τον προβαλλόμενο εφιάλτη σε διαχείριση μιας κρίσης, να διαβεβαιώσουν ότι η κατάσταση είναι σοβαρή αλλά όχι καταστροφική" (Swyngedouw, 2013: 10). Με αυτό τον τρόπο, η καλλιέργεια του φόβου με φαντασμαγορικές, μετα-αποκαλυπτικές εικόνες (πυρηνικών καταστροφών, ακραίων καιρικών φαινομένων, εξάντλησης του πετρελαίου) κατά τον Swyngendouw (2013) αποδεικνύεται εξαιρετικά ισχυρή στα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου, καθώς

100 101


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

συνεπάγεται την απόδειξη ύπαρξης μιας κρίσης που αναλαμβάνει (το κράτος) να διαχειριστεί, αφαιρώντας από τα άτομα κάθε διάθεση ή υποχρέωση συμμετοχής σε αυτήν. Η απο-πολιτικοποίηση των ατόμων (ό.π.), η παθητικοποίησή τους (interpassivity κατά Van Oenen, 2004) μπροστά στην αιωρούμενη απειλή καθιστά το κράτος διαχειριστή στην παραγωγή μιας οικολογίας του φόβου, του κινδύνου και της αβεβαιότητας, την ίδια στιγμή που διαβεβαιώνει τον κόσμο ότι διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για "να πλέξει ένα δίχτυ προστασίας από το μηδέν [..] μια προστασία συλλογικής ασφάλειας ενάντια στην ατομική κακοτυχία" (Bauman, 2007: 102). Ο κατευνασμός των φόβων με ρητορικές εκφράσεις του τύπου "το μέλλον θα είναι καλύτερο αύριο" (George W. Bush) ή "ο πόλεμος θα κερδηθεί όταν οι Αμερικάνοι αισθανθούν και πάλι ασφαλείς" (Donald Ramsfeld, λίγο πριν τον πόλεμο στο Ιράκ, όπως αναφέρεται στον Morgan, 2004) στην πραγματικότητα αποσκοπεί σε υψηλότερα επίπεδα ανασφάλειας, στο όνομα της οποίας νομιμοποιείται η κατάλυση των προσωπικών ελευθεριών και της έννοιας της δημοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Alexander Hamilton (2003, όπως αναφέρεται στον Bauman, 2007: 26), ο κόσμος προθυμοποιείται να διατρέξει τον κίνδυνο να θυσιάσει την ελευθερία του στο όνομα της ασφάλειας, δίνοντας πάτημα με αυτό τον τρόπο στην ανάπτυξη καθεστώτων εξαίρεσης μέσα στο χώρο της πόλης. Η διαχείριση των φόβων λαμβάνει έτσι διάφορες μορφές χωρικού αποκλεισμού σε πολεοδομικό επίπεδο (όπως αναλύθηκαν παραπάνω), αλλά και σε επίπεδο αστικών πολιτικών στον ήδη δομημένο χώρο της πόλης. Ενταγμένες στη ρητορική της ασφάλειας, έννοιες όπως η "ρεβανσιστική πόλη", το "δόγμα μηδενικής ανοχής", οι "απαγορευτικοί χώροι", οι "περιφέρειες κοινωνικού ελέγχου" και τα "σαρωνόμενα τοπία" (Bauman, 2007, Davis, 2008) που θα αναλυθούν στη συνέχεια, εισχωρούν στις πολιτικές στρατηγικές της εξουσίας. Υλοποίηση αυτών αποτελεί η παραγωγή της "δημόσιας τάξης", δηλαδή η εφαρμογή μέτρων που "τείνουν να υιοθετήσουν διαχωρισμούς μέσα στην πόλη", απομονώνοντας περιοχές μεταξύ τους, ενθαρρύνοντας την κοινοτική εσωστρέφεια και κατηγοριοποιώντας τους ανθρώπους σύμφωνα με προκαθορισμένες ταυτότητες (Morelle & Tadié, 2011: 1). Η έννοια της ασφάλειας όμως, στο όνομα της οποίας πραγματοποιούνται αυτά τα μέτρα, εγείρει το θέμα των σχέσεων εξουσίας και των μηχανισμών που παράγουν τους κανόνες (Becker, 1985, Goffman, 2001). Οι ανισότητες σε αυτή την περίπτωση εντοπίζονται στον ορισμό νόμιμων και παράνομων χρήσεων ενός χώρου, ή ακόμη και στο ποιος είναι νόμιμος ή παράνομος στο χώρο. Έτσι, ενώ ορισμένοι χώροι, όπως κεντρικές εμπορικές περιοχές ή περίκλειστες κοινότητες πλουσίων, μετατρέπονται σε "βιτρίνες της αστικής ασφάλειας", άλλοι εκλαμβάνονται ως στιγματισμένοι θύλακοι, "φυτώρια της εγκληματικότητας" (Morelle & Tadié, 2011: 2), στα οποία οι δημόσιες αρχές δεν τολμούν να επέμβουν ώστε να διασφαλίσουν κι εκεί το αίσθημα της ασφάλειας. Οι χωρικές ανισότητες που

παράγονται σε αυτή την περίπτωση είναι έντονα ορατές. Η "ποινικοποίηση του φτωχού" ενεργοποιείται κάθε φορά υπό διαφορετικό πρίσμα (ό.π.). Ο κυρίαρχος λόγος των μέσων ενημέρωσης χαρτογραφεί ορισμένες περιοχές ως "επικίνδυνες", αρνούμενος να λάβει υπόψη την ποικιλομορφία αυτών, με αποτέλεσμα να στοχοποιούνται ως ένοχοι ή "συνήθεις ύποπτοι" όλοι όσοι διαμένουν σε αυτές (παράδειγμα αποτελούν οι παραγκουπόλεις των μεγαλουπόλεων, τα γαλλικά προάστια- banlieues, τα φυλετικά γκέτο στις πόλεις της Αμερικής). Η αστική ασφάλεια αποτελεί αντίδραση στην παραγόμενη ασαφή απειλή στην πόλη. Ο φόβος του "άγνωστου άλλου", της εγκληματικότητας, η απειλή της τρομοκρατίας, ενέχουν την έννοια της βίας στο πεδίο της πόλης˙ βία των αποκαλούμενων "εγκληματιών" ή "τρομοκρατών των πόλεων" (Davis, 2008: 164), αλλά και πολλαπλάσια βία του κράτους ώστε να καταστείλει την ανομία και να κατευνάσει την "τρομοϋστερία" (ό.π.) που το ίδιο έχει προκαλέσει. Η αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων αντανακλάται σε έναν πόλεμο κατά του εγκλήματος και κατά της τρομοκρατίας, ο οποίος στις σύγχρονες πόλεις του δυτικού κόσμου λαμβάνει διαφορετικές εντάσεις και επικεντρώνεται σε διαφορετικά ζητήματα κάθε φορά, ωστόσο τα μέσα και οι πρακτικές που χρησιμοποιεί συγκλίνουν. Οι χωρικοί αποκλεισμοί, η στρατιωτικοποίηση του αστικού χώρου, η αυξανόμενη χρήση κατασταλτικών μέσων, η ενοχοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων και τα συστήματα επιτήρησης και ελέγχου διαμορφώνουν μια κοινωνία της ανισότητας και του ελέγχου, η οποία ιδιαίτερα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης, εντείνεται και εξαπλώνεται με ολοένα και περισσότερο ανησυχητικούς ρυθμούς. Occupy Gezi, Istanbul 2013

ο νέος ρεβανσισμός: η πόλη ως εκδίκηση 4.1.1 ..αυτό που σκεφτόμαστε λιγότερο συχνά και αυτό που ακούμε σπάνια είναι ότι οι δαίμονες που αναδύθηκαν σε εκείνα τα απόμακρα μέρη μπορεί απλώς να αποτελούν ένα ακραίο, ριζοσπαστικό και θρασύ, άγριο και παράτολμο είδος μιας ευρύτερης οικογένειας Λεμουρίων που στοιχειώνουν τις σοφίτες και τα κελάρια των σπιτιών μας εδώ - σε έναν κόσμο όπου ελάχιστοι άνθρωποι συνηθίζουν να πιστεύουν ότι το να αλλάξουν τη ζωή των άλλων έχει κάποια συνάφεια με τη δική τους ζωή.

Zygmunt Bauman (2007) 102 103


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

[20] Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ρεβανσιστές στη Γαλλία εκπροσωπούσαν τη δεξιά που ήδη από τότε επικαλούνταν τη «δημόσια τάξη» στους δρόμους αναμειγνύοντας στο λόγο τους τον μιλιταρισμό και την ηθικολογία

[21] Mια μεγάλη περίοδος λιτότητας των δημοτικών υπηρεσιών, η αποκατάσταση της ιδιωτικής οικονομίας και η εκτόξευση της ανεργίας ήταν μερικές από τις επιπτώσεις της ύφεσης.

επιδρομή της αστυνομίας σε παλιό κτίριο του Harlem, Νέα Υόρκη, 1972 Leonard Freed

Η συζήτηση για το χώρο της πόλης εμπλέκει έντονα την έννοια του ρεβανσισμού τις τελευταίες τρεις δεκαετίας. Ο ρεβανσισμός, όρος που τον εισήγαγε ο Neil Smith στο βιβλίο του The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City το 1996 για να ερμηνεύσει τη διάβρωση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών στην πόλη της Νέας Υόρκης, αποτελεί μια έννοια που "αναμιγνύει την εκδίκηση με την αντίδραση" (Smith, 1996: 27)[20] και παραλληλίζεται με τις τακτικές πολιτοφυλακής, το χριστιανικό φονταμενταλισμό και τη θανατική ποινή, την πατριωτική μισαλλοδοξία και το ρατσισμό (ό.π.). Επανεμφανιζόμενος στην πόλη της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του 1980, έλαβε τα χαρακτηριστικά μιας αντίδρασης στη φιλελεύθερη πολιτική, που ισχυριζόταν "ότι η κυβέρνηση φέρει κάποια ευθύνη για την εξασφάλιση του ελάχιστου αξιοπρεπούς επιπέδου καθημερινής ζωής για όλους" (ό.π.). Ο Smith θεωρεί ότι "μια βεντέτα ενάντια στους εργαζόμενους και τη μητέρα πρόνοια, τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους, τους έγχρωμους και τους άστεγους, τους καταληψίες και σε όποιον διαμαρτύρεται" άρχισε να αντικαθιστά την παλιά λογική και να ανάγει τη θυματοποίηση μειονοτήτων "από κοινή πολιτική τακτική σε εδραιωμένη πολιτική" (ό.π.). Ο Rudolf Giuliani, δήμαρχος της Νέας Υόρκης από τις αρχές του 1994 μέχρι και το 2001, καθιέρωσε τον ρεβανσισμό ως επίσημη τακτική της πόλης σφραγίζοντας την περίοδο αυτή ως "εποχή του Giuliani". Λίγους μήνες μετά το διορισμό του εξέδωσε την Αστυνομική Διαταγή Νο.5 (Police Strategy No.5) η οποία στόχευε στην "ανάκτηση των δημόσιων χώρων" της πόλης (ό.π.), μέσω της "παράλειψης", δηλαδή του εκτοπισμού από αυτούς όλων των αστέγων, των φτωχών και των ατόμων που αποτελούσαν κατά την κρίση του "δημόσιο κίνδυνο". Βασισμένος στο δημόσιο φόβο που προκλήθηκε από τη χρηματιστηριακή κατάρρευση του 1987 και τη συνεπακόλουθη οικονομική ύφεση [21], ο Giuliani στοχοποίησε άστεγους κι επαίτες, πόρνες και καταληψίες, γκραφιτάδες, "ριψοκίνδυνους ποδηλάτες" και "την ασυμβίβαστη νεολαία, ως τους μεγαλύτερους εχθρούς της δημόσιας τάξης", ως "ένοχους για την αστική παρακμή" (ό.π.: 28).

Η πόλη θεωρήθηκε ότι βρίσκεται σε αταξία, εκτός ελέγχου. Η αστική παρακμή και η αύξηση των βίαιων εγκλημάτων των τελευταίων δεκαετιών θεωρήθηκαν ενδείξεις μιας ασθένειας που έπρεπε να "απολυμανθεί". Η απολύμανση αυτή θα γινόταν εφικτή μόνο μέσω μιας γενικευμένης καμπάνιας κατά του εγκλήματος, ως ένα είδος εκδίκησης απέναντι σε αυτές τις πηγές αταξίας που διατάρασσαν την "ποιότητα ζωής" στην πόλη (Smith, 1996). O Giuliani θεώρησε αυτή την καμπάνια ως ηθική του υποχρέωση και για να τη φέρει εις πέρας με επιτυχία παρότρυνε την αστυνομία να επιδοθεί σε μια καταδίωξη "μηδενικής ανοχής" απέναντι σε οποιονδήποτε μικροεγκληματία ή ύποπτο άνομης πράξης. Ταυτόχρονα, εγκατέστησε συστήματα παρακολούθησης για τους αστέγους και εφάρμοσε την "προληπτική" αστυνόμευση, με αποτέλεσμα οι φυλακίσεις να φτάσουν σε επίπεδα ρεκόρ για κατηγορίες ασήμαντων εγκλημάτων. Όμως, όλες αυτές οι κατασταλτικές τακτικές και ο νέος αυταρχισμός έκρυβαν από πίσω τους ένα ρητό στόχο˙ να καταστεί ο χώρος ασφαλής για gentrification (ό.π.), να προετοιμαστεί το έδαφος ώστε τα οικονομικά "φιλέτα" της πόλης να διατεθούν μόνο σε μια μικρή ελίτ πλουσίων (φαινόμενο που έγινε ορατό εκείνη την περίοδο στο κέντρο της πόλης, αλλά εμφανίζει μέχρι και σήμερα τα σημάδια του στις περιοχές του Harlem, του Brooklyn και του Manhattan). σύλληψη πολιτικών διαδηλωτών Νέα Υόρκη,1979 Leonard Freed

‘Back Room’, αστυνομικό τμήμα Νέας Υόρκης, 1979 Leonard Freed

104 105


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

Ο νέος αυταρχισμός, μπορεί να μείωσε τα νούμερα της εγκληματικότητας την οποία επικαλούνταν ότι προσπαθούσε να εξαλείψει, ωστόσο η επιτυχία του στην ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν ελάχιστη, καθώς μετέθεσε το πρόβλημα σε παρακείμενες περιοχές και αδικαιολόγητη ως προς την ανελέητη επίθεση που δέχτηκαν οι άστεγοι κατά τη δεκαετία του 1990. Ο ρεβανσισμός ως εκδίκηση και πλέον ως επίσημη αστική πολιτική "έφερε ένα συνδυασμό οικονομικής κατάπτωσης, δημόσιας επίθεσης και την εξαΰλωση της δημόσιας συμπάθειας" για αυτή την ευαίσθητη κοινωνική ομάδα (ό.π.: 29). Οι βίαιες εξώσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε συνδυασμό με το σταδιακό εξευγενισμό του κέντρου της πόλης (όπως η περιοχή του Manhattan και σήμερα του Harlem και του Brooklyn), οδήγησε στη βίαιη απώθησή τους στα όρια της πόλης: "σε παράκτιες θαμνώδεις περιοχές, σε παραλιακούς πεζόδρομους, σε ράμπες αυτοκινητόδρομων σε εξωτερικούς δήμους ή στις ξύλινες αποβάθρες των Palisades στο New Jersey" (ό.π.). Οι άστεγοι θεωρήθηκαν δημόσια μάστιγα, "επικίνδυνοι πνευματικά άρρωστοι άνθρωποι του δρόμου", οι οποίοι παρέμειναν στο περιθώριο ακόμη κι όταν η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από την ύφεση και να παρατηρείται μια "φρενήρης κατανάλωση στη μεσιτική αγορά" (ό.π.: 29-30). Οι άστεγοι και οι φτωχοί, αποκλειστικός και ρητός στόχος του Giuliani, αποτέλεσε το επίκεντρο μιας πολιτικής που όπως δήλωσε ο ίδιος "δεν είναι ένα κρυφό κομμάτι της στρατηγικής μας [..], αυτή είναι η στρατηγική μας" (στο Barrett, 1995). Μια στρατηγική που εφαρμόζεται με νομοθεσίες ενάντια στην "εγκληματικότητα, τη μετανάστευση, την κοινωνική πρόνοια" (Smith, 1996: 31) και οποιαδήποτε πολιτική διαμαρτυρία και λαμβάνει τη μορφή "εκμηδένισης του χώρου από το νόμο" (Mitchell, 1997), με το να απονομιμοποιεί τα μέρη στα οποία αναζητούν καταφύγιο ή στέγαση οι "φτωχοί των πόλεων" (Ramanathan, 2006: 3193). Πρόκειται για μια πολιτική που εφαρμόζεται πλέον σε μια πληθώρα πόλεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι την Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων χρόνων της κρίσης που ξέσπασε το 2008 αποτελούν οι μαζικές εξώσεις που εφαρμόζονται ήδη στην Ελλάδα και την Ισπανία, οι οποίες ποικίλουν από τις οικονομικές εξώσεις που σχετίζονται με την ενοικιαζόμενη κατοικία, μέχρι εξώσεις καταλήψεων κτιρίων από μετανάστες, πρόσφυγες, φτωχούς και άνεργους, εκκενώσεις καταλήψεων και ελεύθερων κοινωνικών χώρων και παράνομη κατεδάφιση καταυλισμών των Ρομά. Την ίδια στιγμή, στο δημόσιο χώρο των ευρωπαϊκών πόλεων εφαρμόζεται ένας "συνταγματικός σαδισμός" που επιβάλλεται με την ποινικοποίηση των αστέγων και των επαιτών σε όλες τις μεσογειακές χώρες, αλλά και σε χώρες του ευρωπαϊκού βορρά (Γερμανία, Ουγγαρία, Νορβηγία και Σουηδία). Αυτές οι κινήσεις, όμως, όχι μόνο δεν προσπαθούν να επιλύσουν τα αναδυόμενα προβλήματα της φτώχειας και της ανεργίας και να αμβλύνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό και την ξενοφοβία, αλλά αντίθετα τον επιτείνουν με στρατηγικές ελέγχου και καταστολής, στο όνομα της ασφάλειας (Μαρά, 2013).

Ο νέος αστικός ρεβανσισμός αναδύθηκε ως μια "νόμιμη καταστολή", ως η αδιαμφισβήτητα "άσχημη πολιτιστική πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης" (Smith, 1996: 31). Η εξάπλωσή του εκτός των ορίων της Νέας Υόρκης καθιέρωσε τις στρατηγικές ελέγχου και καταστολής ως πάγια πολιτική και συνοδεύτηκε με μια αύξηση της κατασκευής νέων φυλακών υψίστης ασφαλείας [22]. Η ρεβανσιστική πόλη, "ο τόπος όπου και οι δυο εναλλακτικές προς την εγκατάλειψη του κράτους -η αγορά και η εντεταμένη αστυνόμευση- λειτουργούν ταυτόχρονα και εντατικά, ενσωματωμένες σε μια άμεσα μεταμοντέρνα πολιτική" (Smith, 1996: 32), αυτοεπιβεβαίωσε την ύπαρξη του φόβου, μεγεθύνοντας την απειλή της εγκληματικότητας "μέσα από δαιμονολογικούς παραμορφωτικούς φακούς" (Davis, 2008: 106). Με αυτό τον τρόπο, "η κοινωνική αντίληψη της απειλής γίνεται μια λειτουργία της ίδιας της κινητοποίησης ασφάλειας και όχι των στατιστικών εγκληματικότητας", μιας αντίληψης που βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στο Los Angeles των δεκαετιών του 1980 και 1990, σε μια πρωτοφανή συγχώνευση του πολεοδομικού σχεδιασμού, της αρχιτεκτονικής και του αστυνομικού μηχανισμού σε μία και μοναδική επιχείρηση ασφαλείας που μετατρέπει την πόλη στη χειρότερη εκδοχή του ρεβανσιστικού μεταμοντερνισμού (ό.π.: 105-106).

[22] όπως η φυλακή Calipatria, που κατασκευάστηκε το 1993 στη Νότια Καλιφόρνια, στην οποία απουσιάζει η παραδοσιακή παρακολούθηση λόγω της ύπαρξης ενός εξωτερικού φονικού φράχτη που την περιβάλλει και αποτελεί μια νέα «οικολογία του φόβου» (Davis, 2008: 84-95)

εξώσεις στην Ισπανία, 2013

106 107


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

4.1.2 κυρίαρχη βία και η τάση στρατιωτικοποίησης της πόλης

Η βία όταν δεν βρίσκεται στα χέρια του εκάστοτε δικαίου, απειλεί το ίδιο το δίκαιο, όχι λόγω των σκοπών τους οποίους τυχόν επιδιώκει, αλλά λόγω της εκτός δικαίου γυμνής ύπαρξής της. Walter Benjamin (2002)

Τον Οκτώβριο του 2013 ο διάσημος Βρετανός καλλιτέχνης του δρόμου Banksy ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να παροτρύνει τους κατοίκους "να εγκαταλείψουν τη σπιτική θαλπωρή και να βγουν στους δρόμους" (Χατζηστεφάνου, 2013α), με το σύνθημα "καλύτερα έξω, παρά μέσα". Λίγο πριν συμπληρώσει ένα μήνα καλλιτεχνικής δραστηριότητας, "ο φαντομάς του γκράφιτι" δέχτηκε "λυσσαλέα καταδίωξη" από τις αστυνομικές αρχές με σκοπό τη σύλληψή του, με αποτέλεσμα να ανακοινώσει στα κοινωνικά δίκτυα ότι "η τέχνη της ημέρας ακυρώθηκε εξαιτίας της αστυνομικής δραστηριότητας" (ό.π.). Λίγες μέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί δήλωση του δημάρχου Michael Bloomberg -"άξιου" συνεχιστή του Giuliani στην εφαρμογή στρατηγικών που συνδέονται με το δόγμα της "μηδενικής ανοχής"-, σχετικά με την μελλοντική απαγόρευση των γκράφιτι χωρίς έγκριση.

η θεωρία των σπασμένων τζαμιών Απαγορεύσεις αυτού του είδους, ανακαλούν στη μνήμη τη "θεωρία των σπασμένων τζαμιών", που εισήχθη ως έννοια στην επιστήμη της εγκληματολογίας το 1982 από τους κοινωνικούς επιστήμονες George Kelling και James Wilson. Σε μια προσπάθεια να συνδέσουν το φαινόμενο της αστικής αταξίας και του βανδαλισμού με την αύξηση του εγκλήματος και της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ισχυρίστηκαν ότι μόνο η ευταξία του αστικού περιβάλλοντος και η αίσθηση της ομαλότητας μπορούσε να καταστεί αποτρεπτική αυτών των συμπεριφορών. Με το άρθρο τους "Broken Windows" ("Σπασμένα Τζάμια") πραγματεύονται την αίσθηση της ασφάλειας στις γειτονιές, σε σχέση με την επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων. Υπαινίσσονται ότι ο φόβος και η ανασφάλεια πηγάζει από τη γενική αίσθηση αταξίας που προκαλούν "μειοψηφίες" (επαίτες, ναρκομανείς, αλκοολικοί, πόρνες, ξένοι) που καταλαμβάνουν το δημόσιο χώρο "παραβιάζοντας τους άγραφους νόμους", παρά το ίδιο το έγκλημα καθ' εαυτό. Υποστηρίζουν στη θεωρία τους ότι η διατήρηση της τάξης από την αστυνομία ώστε να κινητοποιηθούν οι μηχανισμοί ελέγχου της γειτονιάς είναι απαραίτητοι, καθώς όπως επισημαίνουν

Ministry of Planning, Baghdad 1958, Simon Norfolk

"ένα σπασμένο τζάμι που δεν επισκευάζεται δίνει την εντύπωση της αδιαφορίας, ενθαρρύνοντας και ενισχύοντας την παραβατική συμπεριφορά, η οποία είναι σίγουρο ότι θα επαναληφθεί" (Kelling & Wilson, 1982). Ο φόβος, κατά τον καθηγητή εγκληματολογίας Prashan Ranasinghe, υπήρξε θεμελιακό στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε αυτή η θεωρία, λέγοντας ότι η διατάραξη της δημόσιας τάξης "αδιαμφισβήτητα δομείται ως προβληματική καθώς είναι μια πηγή φόβου" (Ranasinghe, 2012: 67)˙ φόβου συνδεόμενου με την αταξία και κατά συνέπεια την ανασφάλεια και την έλλειψη συνοχής της κοινότητας. Η θεωρία των Kelling και Wilson παρόλο που αμφισβητήθηκε και επικρίθηκε έντονα ήδη από τη δημοσίευσή της, τόσο για τις μεθόδους που πρότεινε όσο και για την αποτελεσματικότητά της, άσκησε μεγάλη επίδραση στις αστυνομικές και πολιτικές πρακτικές στο χώρο της πόλης.

108 109


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

η εξέγερση στο Watts, Los Angeles 1965, John Malmin

Model of the Urban Training Facility

η στρατιωτικοποίηση της πόλης

[23] πριν το Β’ Παγκόμιο Πόλεμο η καταστολή στις πόλεις ήταν έργο του στρατού, η λήξη του πολέμου όμως μετέθεσε αυτό το ρόλο στην αστυνομία, ενώ η παρέμβαση του στρατού θεωρήθηκε έκτοτε ως «εκτροπή» σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης

Η τάση στρατιωτικοποίησης της πόλης εκφράστηκε για πρώτη φορά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αμερική [23], και συγκεκριμένα στο Los Angeles το 1965, όταν στρατιωτικά σώματα παρενέβησαν για να καταστείλουν την εξέγερση της μαύρης κοινότητας στην περιοχή του Watts. Το περιστατικό αυτό ανιχνεύεται ως "η απαρχή της επιστροφής του στρατού για καταστολή στις δυτικές μητροπόλεις" (κομπρεσέρ, 2012: 63), καθώς σηματοδότησε μια νέα αντιμετώπιση του αστικού χώρου, ως "το βασικό πεδίο εξαγωγής των μαχών του μέλλοντος" (ό.π.: 64). Το δόγμα για Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος (M.O.U.T.: Military Operations on Urbanized Terrain) αποτέλεσε μια "πρωτοπορία" των Ηνωμένων Πολιτειών στα τέλη της δεκαετίας του 1970, που αφορούσε "τακτικές για την καταστολή διαδηλώσεων, ταραχών και εξεγέρσεων" και ακολούθησε έκτοτε μια πορεία εξέλιξης και αναβάθμισης ως προς το χειρισμό του αστικού χώρου με στρατιωτικούς όρους (ό.π.). Ωστόσο, η "εσωτερική" καταστολή, απαιτούσε ειδικές γνώσεις του χώρου της πόλης και του πληθυσμού που την απαρτίζει, γνώσεις που μέχρι τότε δε λαμβάνονταν υπόψη στις πολεμικές επιχειρήσεις της υπαίθρου, όπου κατά κύριο λόγο εκπαιδεύεται ο στρατός. Έτσι, οι απαιτούμενες γνώσεις αποκτήθηκαν μέσω ειδικών στρατιωτικών εγχειριδίων που καταρτίστηκαν γι' αυτό το σκοπό, καθώς και σε ορισμένες περιπτώσεις με στρατιωτικές ασκήσεις κατάκτησης του αστικού χώρου σε τεχνητές πόλεις, ψευδο-τοπία κατασκευασμένα από εταιρείες πολέμου (Finoki, 2008).

Η εφαρμογή αυτού του δόγματος ή αλλιώς της "πολεοδομίας MOUT", όπως την αποκάλεσε ο Bryan Finoki (2008) παρατηρήθηκε πρώτη φορά σε απόλυτο βαθμό στο Los Angeles το 1992, όταν οι ταραχές που ξέσπασαν μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του -αφρικανικής καταγωγής- Rodney King, κινητοποίησαν τη μεγαλύτερη αστυνομική επιχείρηση στην ιστορία σε μια πρωτοφανή επιβολή της δημόσιας τάξης (Davis, 2008: 33). Η παρεμβολή της Εθνοφρουράς, του στρατού και των πεζοναυτών, έστω και προσωρινά, σηματοδότησε έκτοτε μια νέα γεωγραφία των πόλεων (Graham, 2004). Γεγονότα όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Ατλάντα το 1996, η σύνοδος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου στο Seattle το 1999, η σύνοδος των G8 στη Γένοβα το καλοκαίρι του 2001, γεγονότα κομβικής σημασίας για την πορεία του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού που ακολούθησαν χρονικά τις ταραχές του Los Angeles, κινητοποίησαν το στρατό για την εξασφάλιση της "εσωτερικής άμυνας" από πιθανούς "τρομοκράτες". Αυτού του είδους η άμυνα όμως, έλαβε τη μορφή περίκλειστων θυλάκων στις περιοχές που διεξάγονταν παγκόσμιας εμβέλειας γεγονότα ή εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στο έγκλημα και το εμπόριο ναρκωτικών, έλαβε τη μορφή απαγορεύσεων κυκλοφορίας κατά τις νυχτερινές ώρες (βλ. Seattle το 1999, Los Angeles στις περιοχές των μαύρων και των ισπανόφωνων για την εξάλειψη των συμμοριών) ή ακόμα και "pop-up στρατών" κρατικά χρηματοδοτούμενων ώστε να εξυπηρετήσουν την ασφάλεια κάποιων ελίτ κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων (Warren, 2003: 221).

110 111


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

ο Giuliani και η μετά 11/9 εποχή Στο πλαίσιο αυτό, ο Rudolf Giuliani υπήρξε από τους πρώτους που εμπνεύστηκε από τη θεωρία των "σπασμένων τζαμιών" και την εφάρμοσε με τη μορφή της "μηδενικής ανοχής" και της στρατιωτικοποίησης της πόλης με αξιοσημείωτο ζήλο και ένταση στην πόλη της Νέας Υόρκης. Η εκδικητική συμπεριφορά ως αναβίωση του ρεβανσισμού, αποτέλεσε έκτοτε μια τακτική που κορυφώθηκε με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Συγκεκριμένα, το γεγονός αυτό το επωφελήθηκε ο Giuliani για να αναδειχθεί σε "ήρωας" της πόλης μέσα από το πρόγραμμα "καθαριότητα" και "ασφάλιση" της Νέας Υόρκης (βλ. Boudreau, 2007), το οποίο απέκτησε ξεκάθαρα χαρακτηριστικά πολέμου, με τις "αντι-τρομοκρατικές" πρακτικές και τη σταδιακή στρατιωτικοποίηση του χώρου της πόλης να αναδεικνύονται σε μείζονα ζητήματα για τη δημόσια ασφάλεια των πόλεων του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου. Η "ασύμμετρη απειλή", εισήχθη στο καθημερινό λεξιλόγιο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, προκαλώντας κύματα πανικού στο ήδη ανασφαλές και χαοτικό τοπίο των πόλεων. Η λέξη τρομοκρατία μετατράπηκε σε μια αόρατη μεγαλοποιημένη απειλή, που άρχισε να εξαπλώνεται ως "σκοτεινή ψευδαίσθηση" (Curtis, όπως αναφέρεται στον Bauman, 2007: 37). Η ατμόσφαιρα αβεβαιότητας, ενέτεινε το φόβο της ασφάλειας του σώματος, δίνοντας πάτημα στην εφαρμογή αυστηρών μέτρων για την εξάλειψη της τρομοκρατικής απειλής και του εγκλήματος. Έτσι, η κήρυξη του "πολέμου κατά της τρομοκρατίας" και "κατά του οργανωμένου εγκλήματος" έδωσε το πράσινο φως για τη στοχοποίηση του χώρου της πόλης, ως το πεδίο εφαρμογής συστηματικών και σχεδιασμένων μεθόδων καταστολής που βασίζονται στη βία (Graham, 2004). Ο δημόσιος χώρος της πόλης, μετατράπηκε στο χώρο όπου κινείται και ο "εξωτερικός εχθρός" προσθέτοντας ένα επιπλέον ζήτημα στο θέμα της εθνικής ασφάλειας και στο ζητούμενο της ασφάλειας από τους εν γένει "άλλους". Υπό κατάσταση διαρκούς ετοιμότητας για την αντιμετώπιση αυτής της απειλής και τη διασφάλιση της τάξης, οι επιβαλλόμενες πολιτικές αστυνόμευσης δημιούργησαν μια νέα "τρομοκρατική" πραγματικότητα στο αστικό περιβάλλον, ένα νέο στρατιωτικοποιημένο τοπίο (ό.π.: 187), μέσω της πανταχού παρούσας αστυνομικής δύναμης, να παραμονεύει για κάθε πιθανό "ύποπτο" και εν τέλει να εντείνει το αίσθημα της ανασφάλειας και του φόβου.

πόλης. Η πόλη μετατρέπεται σε χώρο μάχης, λαμβάνοντας χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς τον τρόπο δράσης. Είτε πρόκειται για την αστυνομία που λαμβάνει το ρόλο του στρατού και επιβάλλει αμείλικτα τη δημόσια τάξη στο όνομα της δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, απενοχοποιημένη από κάθε βίαιη παρανομία ή αυθαιρεσία κι αν ασκεί είτε σε περιπτώσεις που το κράτος δεν μπορεί να διαχειριστεί από μόνο του τα τεκταινόμενα και κηρύσσει την πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης καλώντας τις δυνάμεις του στρατού να επιβληθούν στο χώρο (όπως στη σύνοδο των G8 στη Γένοβα το 2001 και στην εξέγερση στα γαλλικά προάστια το 2005) και στις δύο περιπτώσεις παρατηρείται ένας άτυπος πόλεμος. Το δόγμα "μηδενικής ανοχής" που περιγράφηκε ως πρακτική του Giuliani, σε πραγματικό επίπεδο αντανακλά την παράλογη άσκηση βίας και ελέγχου, στο όνομα ενός πολέμου διαρκή, που "δεν κηρύσσεται, ούτε λήγει, είναι μη κανονικός, μη συμβατικός και στρέφεται προς ασύμμετρους αγώνες, παγκόσμιες ανταρσίες και διαμάχες χαμηλής έντασης" (κομπρεσέρ, 2012: 67). Η "απο-σχηματοποίηση" του εχθρού σε αυτές τις περιπτώσεις, -δηλαδή η αντίληψη ότι εχθρός μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε και κανείς συγκεκριμένα- ιδιαίτερα μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, οδηγεί στη γιγάντωση του εχθρού ως τη μόνιμη παρούσα απειλή, που παράγει το φόβο, εξαπλώνει τον πανικό και οδηγεί σε μια "παράνοια της ιδεολογίας της ασφάλειας" (Berardi, 2007).

Η "αφήγηση της τρομοκρατίας" (κομπρεσέρ, 2012: 67) σε όλες αυτές περιπτώσεις υιοθετείται στο λεξιλόγιο της πολιτικής και οδηγεί στην ιδεολογική νομιμοποίηση μιας άλλοτε προσωρινής (όπως σε παγκόσμια γεγονότα μικρής διάρκειας) κι άλλοτε μονιμότερης (όπως ο πόλεμος που έχει ανοίξει η αστυνομία του Los Angeles -LAPDαπέναντι στις συμμορίες των μαύρων και ισπανόφωνων) στρατιωτικοποίησης της

Ο "ακήρυχτος πόλεμος" που ο Michael Moore στο ντοκυμαντέρ του Bowling for Columbine (2002) σκιαγραφεί ως την ανεξέλεγκτη οπλοκατοχή και οπλοχρησία στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε έναν παραλληλισμό με τον αστικό χώρο θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ο αντίστοιχος "στρουθοκαμηλισμός" της αστυνομίας απέναντι στα πραγματικά προβλήματα της πόλης, δηλαδή η τακτική του να αγνοείς τα

διαδηλώσεις κατά τη σύνοδο των G8, Γένοβα 2001, Alex Majoli

112 113


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

προβλήματα υποκρινόμενος ότι δεν υπάρχουν. Οι επιχειρήσεις "εκκαθάρισης" (παραγκουπόλεων, μικροεγκληματιών, μελών συμμοριών, ναρκομανών, και άλλων "ανεπιθύμητων") που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται ήδη από τη δεκαετία του 1980 στο Los Angeles και τη δεκαετία του 1990 στη Νέα Υόρκη, για να εξαπλωθούν ταχύτατα στη συνέχεια στις υπόλοιπες πόλεις του δυτικού κόσμου, εντάσσονται κι αυτές στο πλαίσιο της στρατιωτικοποίησης των πόλεων, σε μια προσπάθεια πλήρους ελέγχου τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αστυνομία, ως θεσμός του σύγχρονου κράτους, ασκεί κατά τον Walter Benjamin (2002) μια κυρίαρχη βία, που διανοίγει μια ζώνη αδιακρισίας μεταξύ βίας και δικαίου. Σε αυτή τη ζώνη αδιακρισίας, (στο κατώφλι της κυριαρχίας, όπως αναλύθηκε νωρίτερα) βρίσκεται το παράδοξο της κυριαρχίας, όπως το προσδιόρισε ο Agamben. Το γεγονός ότι "ο κυρίαρχος βρίσκεται την ίδια στιγμή εντός και εκτός της έννομης τάξης" (Agamben, 1995: 37), καθώς διαθέτει τη νόμιμη εξουσία να αναστέλλει από μόνος του την ισχύ του νόμου, αιτιολογεί εν τέλει τη νομιμοποίηση της άσκησης βίας υπό ένα καθεστώς γενικευμένης ατιμωρησίας και ανάγει την ενοχή του "εχθρού" ή "παραβάτη" σε καθαρό ζήτημα ισχύος του νόμου. Ξένη προς κάθε ηθική, "η άγνοια του νόμου δεν εξαλείφει την ενοχή" (Agamben, 2005: 55)˙ αντιθέτως, η κυριαρχία -με το προσωπείο της αστυνομίας κι ενίοτε του στρατού- τολμά να "επεμβαίνει σε πολυάριθμες περιπτώσεις χάριν ασφαλείας, όπου δεν υφίσταται σαφής νομική κατάσταση" (Benjamin, 2002: 15). Με άλλα λόγια, η εξουσία αντλεί τη δύναμή της από την ισχύ του ανεσταλμένου νόμου και την αναστολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτόν κι όχι από τον ίδιο το νόμο όπως ισχυρίζεται, με αποτέλεσμα να "αποδίδει ταυτότητα στην απειλή", να επιβάλλει μια κατάσταση εξαίρεσης στο όνομα της ασφάλειας της κοινωνίας, να κηρύσσει "μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στο όνομα της προστασίας της έννομης τάξης" (Σταυρίδης, 2010β: 21-22). Η χωρική εμβέλεια που αποκτά αυτή η εξαίρεση έγκειται στο ότι: αποδίδει σε ένα υποκείμενο εξουσίας τη δύναμη να περιγράφει ένα έξω και ένα μέσα, ένα εκτός που απειλεί και ένα εντός που προστατεύεται ή, ανάποδα, τα όρια εντός των οποίων οφείλει να εγκλειστεί ως εξαίρεση η απειλή για να παραμείνει το περιβάλλον εκτός ασφαλές (ό.π.: 21).

δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στο Gezi, Istanbul 2013

Κατ' αυτόν τον τρόπο, ο χώρος καθίσταται "υλική έκφραση των ορίων του νόμου" (ό.π.), ορίων που συγκροτούν χωρικά περιγράμματα, δηλαδή θυλάκους εξαιρέσεων εντός ή εκτός των οποίων υφίσταται η νομιμοποιημένη αναστολή του νόμου. Αυτή η αναστολή επιτρέπει με τη σειρά της τη δικαιολογημένη χρήση της βίας και μετατρέπει το χώρο της πόλης σε ένα πεδίο θυλάκων στο οποίο κινούνται "εξαιρούμενα" υποκείμενα.

114 115


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

4.1.2 zoning˙οι "ημισέληνοι" της καταστολής

Σινιάλα, στιλ, συστήματα ταχείας, εξαιρετικά συμβατικής επικοινωνίας, αποτελούν την ψυχή της μεγάλης πόλης. Όταν αυτά τα συστήματα καταρρέουν -όταν χάνουμε τον έλεγχο πάνω στη γραμματική της ζωής στην πόλη- τότε επικρατεί η βία. Η πόλη, η μεγάλη μοντέρνα μορφή μας, είναι εύπλαστη, πειθήνια στην εκτυφλωτική και λάγνα ποικιλία των ζωών, των ονείρων, των ερμηνειών. Όμως, οι ίδιες οι πλαστικές ιδιότητες που καθιστούν τη μεγάλη πόλη τον απελευθερωτή της ανθρώπινης ταυτότητας την καθιστούν επίσης ιδιαίτερα ευάλωτη στην ψύχωση και στον ολοκληρωτικό εφιάλτη. Jonathan Raban (1974)

[24] συγκεκριμένα ο Foucault ισχυρίζεται ότι «το άτομο δεν σταματά να περνά από τον ένα κλειστό χώρο στον άλλο, που ο καθένας έχει τους δικούς του νόμους»:- η φυλακή, μετά το σχολείο, ο στρατώνας, το εργοστάσιο, κάθε τόσο το νοσοκομείο, και τελικά η φυλακή, ο κατ› εξοχήν τόπος εγκλεισμού (Deleuze, 2001: 9).

Ο εφιάλτης της πόλης του Jonathan Raban (1974), είναι ένας λαβυρινθώδης τόπος που κρύβει μια "υποβόσκουσα απειλή της αναίτιας βίας", μια τάση "για τη διάλυση της κοινωνικής ζωής σε πλήρες χάος" (Harvey, 1990: 26). Τα προκαλούμενα συναισθήματα αντανακλώνται στο εσωτερικό της πόλης, όπου δημιουργούνται θύλακοι για να προσφέρουν το πολυπόθητο αίσθημα της ασφάλειας. Όμως, για την επίτευξη αυτού, ο "λαβύρινθος" της ρευστής νεωτερικής πόλης τίθεται υπό έλεγχο και καταστολή, οργανώνεται σε άτυπες ζώνες περιστολής και αποκλεισμού. Η χαρτογράφηση των Burgess και Park το 1925 σε διαγράμματα όπου "φέτες" ή "ημισέληνοι" αντιπροσωπεύουν εθνικούς θυλάκους ιεράρχησης των τάξεων, επιτήρησης και "καθαρών" περιοχών από ναρκωτικά ή συμμορίες, ορίζοντας ταυτόχρονα τη διάσπαρτη τοποθέτηση κεντρικών αρχιτεκτονικών κτιρίων στον αστικό χώρο, αντικατοπτρίζεται στη σύγχρονη πόλη ως ένα αναμφισβήτητα "ανώτερο εξελικτικό στάδιο πειθαρχίας" της (Davis, 2008: 44), ανώτερο σε σχέση με τις πειθαρχικές κοινωνίες των μεγάλων χώρων εγκλεισμού που περιέγραφε ο Michel Foucault και συνόδευαν το άτομο καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του[24]. Στην πόλη του Los Angeles, κατεξοχήν παράδειγμα ακραίων στρατηγικών επιβολής της εξουσίας στο χώρο, παρατηρούνται "περιφέρειες κοινωνικού ελέγχου", ένας γενικός ορισμός που χρησιμοποίησε ο Mike Davis (2008: 44), για να περιγράψει τόπους νέων θυλάκων, οι οποίοι ενίοτε ενισχύονται από τη χάραξη συγκεκριμένων ζωνών. Περιφέρειες περιστολής θεσμοθετούνται "κατά

Burgess & Park diagram, 1925

των γκράφιτι και της πορνείας", με τη χρήση σχετικής σηματοδότησης και την εξουσιοδότηση της αστυνομίας "να επεμβαίνει σε περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων" (ό.π.: 45). Ιδιαίτερα μετά τις ταραχές του 1992, στο ευρύτερο πλαίσιο της "πρόληψης του εγκλήματος", η αστυνομία του Los Angeles άρχισε να ασκεί βέτο σε οικοδομικές άδειες και στη λειτουργία "ύποπτων" επιχειρήσεων, αυξάνοντας ταυτόχρονα την κοινοτική αστυνόμευση, με έντονες τις διακρίσεις σε βάρος των ισπανόφωνων κατοίκων. Οι περιφέρειες επιβάρυνσης, συνιστούν μια κατηγορία "ζωνών αποκλεισμού των ναρκωτικών ή των όπλων" που περιβάλλουν τα δημόσια σχολεία και προσαυξάνουν την ποινή οποιουδήποτε κοινού εγκλήματος εντός των ορίων αυτών των περιοχών. Ένα βήμα παραπέρα, οι περιφέρειες περίκλεισης, "επιβάλλουν καραντίνα σε δυνητικά επιδημικά κοινωνικά προβλήματα ή, συνηθέστερα, σε κοινωνικούς τύπους", καλύπτοντας ένα ευρύ φάσμα από "έντομα-παράνομους μετανάστες, όπως η μεσογειακή φρουτόμυγα", όπως σχολιάζει ο Mike Davis, "μέχρι τους αστέγους" (ό.π.: 47). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της συνοικίας Skid Row στο κέντρο του Los Angeles, στην οποία το 1996 τέθηκε status quo από το δημοτικό συμβούλιο, χαρακτηρίζοντας

116 117


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

μέρος των πεζοδρόμων της ως "ζώνη κατάκλισης" και αναθέτοντας στην αστυνομία τη διατήρηση-περίκλειση του πληθυσμού των αστέγων "εντός των ορίων του μεγαλύτερου υπαίθριου πτωχοκομείου της χώρας" (ό.π.). Η τελευταία κατηγορία εμφανίζεται ως ο αντίποδας της τακτικής περίκλεισης των ανεπιθύμητων, δηλαδή ο αποκλεισμός τους˙ "αποκλεισμός ομάδων από παρίες εκτός του δημόσιου χώρου ή ακόμη και των ορίων της πόλης" (ό.π.), με διατάξεις "κατά της κατασκήνωσης" με στόχο την εξαφάνιση των "στιγματισμένων" κοινωνικών ομάδων από ολόκληρες περιοχές. Παράλληλα με αυτές τις περιφέρειες ανά διαστήματα θεσπίζονται στο Los Angeles και την ευρύτερη περιοχή της Καλιφόρνιας "ζώνες χωρίς συμμορίες" στις οποίες με διαταγές προσωρινών μέτρων απλά εξωθούν τη δραστηριότητα των συμμοριών σε παρακείμενες συνοικίες, μετατοπίζοντας το πρόβλημα αλλού και πυροδοτώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση αποκλεισμού (ό.π.: 48). Άλλοτε πάλι, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, δημιουργούν "ζώνες αποκλεισμού της παιδεραστίας", όπως ορίστηκαν για πρώτη φορά στη μικρή πόλη San Dimas της California, ως αποτέλεσμα μιας συλλογικής υστερίας που κατέλαβε τους κατοίκους της. Οι θεσμοθετημένες ζώνες, όμως, και οι "περιφέρειες κοινωνικού ελέγχου" στην πραγματικότητα βασίζονται σε μια στρατηγική ποινικοποίησης των ατόμων, ακόμη και στην περίπτωση που δεν τελούνται αξιόποινες πράξεις. Η "εγκληματοποίηση της προσωπικής κατάστασης" (ό.π.: 49) συνιστά μια πράξη που τροφοδοτεί με εφιαλτικές φαντασιώσεις τις μεσαίες τάξεις, οι οποίες αντιλαμβανόμενες τον αστικό χώρο ως ένα χαοτικό λαβύρινθο στον οποίο κινούνται επικίνδυνοι εγκληματίες προσφεύγει στην προστασία που του παρέχουν υπαρκτοί περιτειχισμένοι θύλακες ή στη θέσπιση αόρατων ορίων εντός των οποίων ο νόμος αποκτά άλλη διάσταση. Οι "στερημένες" προστασίας περιοχές (όπως τα φυλετικά γκέτο και οι συνοικίες των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων), οι οποίες περικλείονται ή αποκλείονται από τον υπόλοιπο αστικό ιστό με πρόσχημα την ασφάλεια, θεωρούνται περιβάλλοντα πιο τρωτά στον κίνδυνο της φυσικής ακεραιότητας και στο στιγματισμό τους, εντείνοντας με αυτό τον τρόπο τις χωρικές και κοινωνικές ανισότητες. διάγραμμα “περιφερειών κοινωνικού ελέγχου” σύμφωνα με τον Mike Davis (2008)

“περιφέρειες κοινωνικού ελέγχου” ύφος νομικής μεταχείρισης > περιστολή > επιβάρυνση > περίκλειση > αποκλεισμός

παραδείγματα “εγκλήματος” > γκράφιτι, πορνεία > ναρκωτικά, όπλα > άστεγοι, μεσογειακές μύγες > άστεγοι, ναρκωτικά, όπλα > σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων

Σε μια διαφορετική προσπάθεια ερμηνείας και κατηγοριοποίησης του υφιστάμενου χωρικού αποκλεισμού στο εσωτερικό της πόλης, ο Steven Flusty (1997) ανέλυσε τους "απαγορευτικούς χώρους" στην πόλη του Los Angeles, ως εντοπισμένες εξαιρέσεις που διαφοροποιούνται ανάλογα με την πρόσβαση και τη χρήση τους. Αυτοί οι χώροι διακρίνονται στους "μη ορατούς χώρους" (stealthy spaces) που είναι καμουφλαρισμένοι ή αποκρύπτονται με εμπόδια και δεν μπορούν να εντοπιστούν εύκολα (όπως το Poets' Walk Garden της Citicorp Plaza που κρύβεται πίσω από ένα κτίριο γραφείων, ένα πολυκατάστημα και μια σειρά κυλιόμενων σκαλιών), τους "γλιστερούς χώρους" (slippery spaces) που δεν μπορούν να προσεγγιστούν λόγω συστρεφόμενων, επιμηκυμένων ή απόντων μονοπατιών (όπως το California Plaza's Waterfront), τους "κακότροπους χώρους" (crusty spaces) που δεν είναι εύκολα προσπελάσιμοι λόγω περιτείχισης, θυρών και σημείων ελέγχου (παράδειγμα οι περιτειχισμένες κοινότητες που αναλύθηκαν νωρίτερα), τους "ακανθώδεις χώρους" (prickly spaces) που δεν μπορούν να καταληφθούν με άνεση καθώς διαθέτουν αποτρεπτικό εξοπλισμό όπως "ψεκαστήρες τοποθετημένους στον τοίχο ή περβάζια επικλινή" που εμποδίζουν την προσωρινή στάση και τέλος τους "ταραγμένους χώρους" (jittery spaces) που "δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν χωρίς επιτήρηση λόγω της ενεργούς παρακολούθησης από περιφερόμενες περιπολίες και/ή τεχνολογίες που στέλνουν πληροφορίες σε σταθμούς ασφαλείας από απόσταση" (όπως το Biddy Mason Pocket Park στο Broadway-Spring Center) (Flusty, 1997: 48-49). Όλοι αυτοί οι "απαγορευτικοί χώροι" συνθέτουν το σκηνικό μικρών συμπαγών φρουρίων στο εσωτερικό του αστικού ιστού, μικρούς θυλάκους που κατακερματίζουν τη συνοχή του χώρου και απευθύνονται μόνο σε μια μικρή ελίτ. "Ορόσημα της αποσύνθεσης του κοινού, τοπικά εδραζόμενου, κοινοτικού βίου" (Bauman, 2007: 134) οι εντοπιζόμενες εξαιρέσεις των περιφερειών κοινωνικού ελέγχου και των απαγορευτικών χώρων, αντανακλούν ξεκάθαρα την τάση για απομόνωση και ασφάλεια μιας συγκεκριμένης μειοψηφούσας ομάδας ατόμων, που αποσχίζεται από την τοπική κοινωνία και επιβάλλει την εξουσία της στους υπόλοιπους. Αυτή η τάση, ως ξεκάθαρη στρατηγική των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, εφαρμόζεται ολοένα και περισσότερο και στις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου, προδιαγράφοντας μια νέα γεωγραφία της πόλης άμεσα συνυφασμένη με τη στρατιωτικοποίηση του αστικού τοπίου που αναφέρθηκε νωρίτερα, άμεσα συνδεδεμένη με το φόβο˙ ενός φόβου που επιζητά τη δημιουργία ομοιογενών, "καθαρών" χώρων και κατά συνέπεια τον αποκλεισμό και "εξορισμό" όλων των ανεπιθύμητων κοινωνικών ομάδων (Shirlow, 2003).

118 119


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

4.1.3 "σαρωνόμενα τοπία"˙ η ιδανική αγρυπνούπολη

Πρόκειται για έναν κόσμο όπου δεν θα μπορεί κανείς πουθενά να κρυφτεί ούτε και να κρύψει κάτι. Αναπτύσσονται ήδη συσκευές που θα βλέπουν μέσα από τοίχους και θα κάνουν σωματικό έλεγχο σε υπόπτους εξ αποστάσεως διαπερνώντας τα ρούχα τους, μέχρι και μέσα στα σώματά τους. Τα άτομα θα ταυτοποιούνται από τη χαρακτηριστική τους οσμή και θα εντοπίζονται ή θα "αναγνωρίζονται" ηλεκτρονικά, ακόμη και προτού να προλάβουν να φέρουν σε πέρας μια εγκληματική πράξη. Και χάρη σε φτηνές ψηφιακές κάμερες και πανίσχυρους καινούργιους αλγορίθμους αναζήτησης, τα άτομα θα εντοπίζονται από υπολογιστές. Δεν θα υπάρχει ανωνυμία ακόμη και μέσα στο άλλοτε καταδεκτικό πλήθος. ανώνυμος (New Scientist, 1995)

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 σηματοδότησαν μια νέα εποχή για την αντίληψη της ασφάλειας στο χώρο της πόλης. Ο φόβος ενός καταστροφικού τρόμου "στοίχειωσε το συλλογικό υποσυνείδητο των πόλεων της Δύσης στις αρχές του 21ου αιώνα" (Graham, 2007: 1). Καλέσματα για μια ριζική αναθεώρηση των συστημάτων ασφαλείας στις πόλεις, ώστε να αντιμετωπιστεί ο "νέος εσωτερικός εχθρός" (ό.π.) οδήγησαν στην ένταση των υφιστάμενων και στην υιοθέτηση άλλων καινοφανών μέτρων: "νέοι διεθνείς κανονισμοί, ξεγυμνώματα, ολόσωμα σαρώματα σε αεροδρόμια και ένα μόνιμο καθεστώς εκτός δικαίου στις πτήσεις, απόλυτη απομόνωση των λιμανιών από τον έξω κόσμο, συναινετική ανοχή στον έλεγχο του διαδικτύου και των επικοινωνιών" (Μπελαβίλας, 2012). Μέτρα βασισμένα στο όνομα της ασφάλειας, της προστασίας της σωματικής ακεραιότητας, που εισήγαγαν μαζικά την τεχνολογία της επιτήρησης στους δρόμους και είχαν ως συνέπεια μια άτυπη νομιμοποίηση του ελέγχου οποιουδήποτε κινείται σε δημόσιο χώρο. Η "ευθεία έκπτωση της ελευθερίας αλλά και της ανθρώπινης ζωής ως αξίας" (ό.π.) ήταν ο αναμενόμενος αντίκτυπος αυτών των νέων στρατηγικών ασφάλειας που εισήγαγαν μια νέα κουλτούρα του ελέγχου στην ατζέντα της πόλης.

Τα σαρωνόμενα τοπία (scanscapes) που δημιουργήθηκαν στο Downtown του Los Angeles μετά την "αναγέννησή" του τη δεκαετία του 1990, αποτελούν χώρους προστατευτικής ορατότητας με σφαιρική επιτήρηση (Davis, 2008: 22), που προεικόνιζαν ήδη από τότε την "ασφαλή πόλη" του 21ου αιώνα. Υπό το "πανοπτικό βλέμμα των τηλεοπτικών οθονών κλειστού κυκλώματος", η "Επιτήρηση Πόλεων" αποτελεί ένα πρόγραμμα της τεχνολογίας παρακολούθησης που σύμφωνα με τον Davis (2008: 22) τείνει να αποτελέσει διεθνώς τον κανόνα στις πόλεις. Αυτά τα κυκλώματα, γνωστά και ως CCTV (Closed-Circuit Television), έτυχαν ευρείας αποδοχής από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, ως μέσο καταπολέμησης του φόβου του εγκλήματος, με το Ηνωμένο Βασίλειο και την περιοχή της California στις Ηνωμένες Πολιτείες να πρωτοπορούν στη χρήση τους. Με το πρόσχημα της ασφάλειας, η επιτήρηση πολιτών στους δημόσιους και ψευδο-δημόσιους χώρους νομιμοποιήθηκε στο όνομα της ασφαλούς κατανάλωσης, γεγονός που δικαιολογούσε το εύρος του ελέγχου. Ωστόσο, η παρακολούθηση για την αποτροπή εγκληματικών δράσεων ή την καταγραφή και τον εντοπισμό πιθανών υπόπτων, δεν είναι τόσο αθώα όσο φαίνεται, ιδιαίτερα όταν εμπλέκεται ο ιδιωτικός τομέας. Η ανάθεση σε ιδιώτες για τη φύλαξη και την επιτήρηση του δημόσιου χώρου φανερώνει μια αδυναμία του κράτους να τη διαχειριστεί από μόνο του, όπως και ένα "συγχρονισμό με τη φιλελεύθερη πεποίθηση του αυτόνομου πολίτη που αναλαμβάνει μόνος του τις προσωπικές του υποθέσεις" και την προσωπική του ασφάλεια (Van Oenen, 2004) [25]. Γεγονός είναι ότι η επέλαση ιδιωτικών εταιρειών παρακολούθησης στο δημόσιο χώρο της πόλης και η σταδιακή εμφάνιση ιδιωτικής αστυνομίας, στρατού και φυλακών, επιτείνει τις ήδη υπάρχουσες χωρικές και κοινωνικές ανισότητες, καθώς και την ανόμοια κατανομή της "ασφάλειας" ανά περιοχές. Η προστασία πολυτελών θυλάκων (όπως οι gated communities και οι συνοικίες πλουσίων) και των χώρων της κατανάλωσης (εμπορικών κέντρων, θεματικών πάρκων, κέντρων των πόλεων) ενισχύονται με υποδομές επιτήρησης και τίθενται σε προτεραιότητα σε σχέση με την ασφάλεια. Ταυτόχρονα όμως, ο δημόσιος χώρος υπόκειται επίσης σε μια εκτεταμένη παρακολούθηση από το ίδιο το κράτος, με κάμερες της τροχαίας και κάμερες έξω από δημόσια κτίρια ή χώρους συνάθροισης. Μια νέα "επιστημολογία της αστυνόμευσης" (Davis, 2008: 143) έχει δημιουργηθεί όπου τα τεχνολογικά μέσα παρακολούθησης και αντίδρασης, επιδίδονται σε μια απρόσκοπτη επαγρύπνηση, που συνοδεύεται συνήθως από την τροφοδότηση μιας τεράστιας βιομηχανίας συλλογής και διαχείρισης προσωπικών δεδομένων (Lyon, 2003). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η ελευθερία της προσωπικής ζωής των ατόμων φαίνεται να καταπατάται ολοένα και περισσότερο, μαρτυρώντας την ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας ως μια δυσοίωνη πραγματικότητα που προαναγγέλει το πέρασμα σε πιο αυταρχικά, φοβικά και μη ανεκτικά πολιτικά συστήματα (Μπελαβίλας, 2012).

[25] για παράδειγμα, σε ορισμένες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, δίνεται η δυνατότητα στους πολίτες να τεθούν υπό καθεστώς επιτήρησης έπειτα από δική τους αίτηση, υπό πληρωμή

CCTV trees

120 121


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

[26] Emergency Command Control Communications Systems: Συστήματα Επικοινωνιών για τον Διοικητικό Έλεγχο σε Κατάσταση Ανάγκης

Η εμμονή της άμυνας και της προστασίας απεικονίστηκε γλαφυρά στο παράδειγμα του Los Angeles, όπου η αστυνομία, πάντα πρωτοπόρα σε στρατιωτικού τύπου εξοπλισμούς, "εισήγαγε τα πρώτα αστυνομικά ελικόπτερα για συστηματική εναέρια παρακολούθηση", τα οποία στη συνέχεια τα εξόπλισε "με φουτουριστική τεχνολογία παρακολούθησης"˙ υπέρυθρες κάμερες, προβολείς που μπορούν να κάνουν τη νύχτα μέρα, καθώς και ενίσχυση με πλήρεις ομάδες κρούσης SWAT (Davis, 2008: 143). Η ανάδειξή της, όμως, σε "τεχνοαστυνομία" καθιερώθηκε μόλις πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984 (στο Los Angeles), όταν σύναψε συμφωνία με τη στρατιωτική αεροναυτική βιομηχανία και έθεσαν σε λειτουργία on line το ECCCS [26], "ένα σύστημα επικοινωνιών με τεχνολογία αιχμής, το ισχυρότερο σε σχέση με ό,τι διαθέτει οποιαδήποτε άλλη αστυνομία στον κόσμο" (ό.π.: 145), που κατέστη το κεντρικό νευρικό σύστημα όλων των διάσπαρτων ιδιωτικών επιχειρήσεων ασφαλείας της πόλης. Αντίστοιχου εύρους παρακολουθήσεις στο δημόσιο χώρο πραγματοποιούνται στην Ευρώπη, με το Λονδίνο και το Παρίσι να ανταγωνίζονται την πρωτιά. Ενδεικτικά, μόλις το Νοέμβριο του 2013 αποκαλύφθηκε ότι οι μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν υπογράψει συμφωνία με τις βρετανικές αρχές, που τους επιτρέπει να παρακολουθούν ανυποψίαστους Βρετανούς πολίτες, να επεξεργάζονται τα στοιχεία της παρακολούθησης (από τηλεφωνικές διαλέξεις σταθερών και κινητών τηλεφώνων, φαξ, emails, αλλά και άλλες διαδικτυακές πηγές) και να τα αποθηκεύουν σε βάση δεδομένων, ελέγχοντας στην ουσία "οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας, εκτός από τα σήματα καπνού", όπως σχολίασε Βρετανός αναλυτής (Καριπίδης, 2013).

Neighborhood Watch logo

Μια άλλη εκδοχή αστυνόμευσης της πόλης, αποτελεί η επιτήρηση γειτονιών. Το Neighborhood Watch (NW), ένα πρόγραμμα παρακολούθησης της αστυνομίας που εφαρμόζεται εκτεταμένα στο Los Angeles και τη Μεγάλη Βρετανία, επιδιώκει την ενίσχυση της τοπικής αλληλεγγύης και αυτοπεποίθησης απέναντι στο έγκλημα, δημιουργώντας ένα αχανές δίκτυο άγρυπνων γειτόνων που προσφέρει ένα ενδιάμεσο σύστημα ασφαλείας, μεταξύ των πολιορκημένων ιδιοκτητών με το δάχτυλο στη σκανδάλη και των δυνάμεων της ιδιωτικής αστυνομίας των πιο εύπορων οχυρών προαστίων (Davis, 2008: 51). Με το σύνθημα "Επαγρυπνείτε για Αγνώστους", το πρόγραμμα συνίσταται σε συμφωνία ανάμεσα στους κατοίκους της γειτονιάς και την αστυνομία, για άμεση παρέμβαση σε περίπτωση καταπάτησης του νόμου από υπόπτους, που παροτρύνει "μορφές επιτήρησης που φτάνουν στα όρια της μονομανούς επαγρύπνησης" (ό.π.: 54). Όμως, ο προφανής κίνδυνος μιας τέτοιας επιστράτευσης πολιτών ως πληροφοριοδοτών της αστυνομίας, είναι "ο αναπόφευκτος στιγματισμός κατηγοριών αθώων πολιτών (ό.π.: 52). Ανάλογη είναι η στοχοποίηση μεμονωμένων

CAMERAS, “Εγκατάσταση 150 ψεύτικων καμερών ασφαλείας σε όψη κτιρίου με την πρόθεση να μην παρακολουθούν τίποτα”. - SpY

122 123


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

συμπεράσματα

περιστατικών ή ατόμων ως ύποπτα εμπλοκής σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση, κάνοντας χρήση μιας τεχνολογίας που είναι "καταδικασμένη να παραβλέπει τα ατομικά κίνητρα και τις επιλογές πίσω από τις καταγεγραμμένες εικόνες", με το να αντικαθιστά μεμονωμένα εγκλήματα με την ιδέα των "ύποπτων κατηγοριών" (Bauman, 2006: 164). Ο αυξανόμενος φόβος, σε συνδυασμό με τον παραλογισμό της ασφάλειας και την επικράτηση της "μηδενικής ανοχής" οδηγεί σταδιακά στη μετάβαση από τις απλές συλλήψεις υπόπτων στις εν ψυχρώ εκτελέσεις υπόπτων, απλών παραβατών ή και άσχετων περαστικών στους δρόμους, με το Λονδίνο, το Παρίσι και το Los Angeles να βρίθουν τέτοιων περιπτώσεων (Davis, 2008, Μπελαβίλας, 2012). Στο "κατώφλι της παγκόσμιας ηλεκτρονικής παρακολούθησης της ιδιοκτησίας και των ανθρώπων" (Davis, 2008: 146), οι "ασφαλείς" πόλεις στο όνομα των οποίων λαμβάνονται όλα αυτά τα μέτρα δεν είναι παρά τοπία ιδανικών "αγρυπνουπόλεων" (ό.π.: 54) επιτηρούμενα τόσο από αποκεντρωμένα στοιχεία (εναέρια σκάφη, δορυφορικά συστήματα) όσο και από κεντρικά μέσα παρακολούθησης (κάμερες, συστήματα συναγερμού συνδεόμενα με δακτυλικά αποτυπώματα και την ίριδα του ματιού). Σαρωνόμενα τοπία από συστήματα αναγνώρισης προσώπου σε δημόσιους χώρους (όπως το CCTV και το Face It της Visionics Corporation - βλ. Muñoz, 2004), που δύναται να επεκταθούν και στο "ασφαλές", ιδιωτικό πεδίο της κατοικίας ως μια "φαινομενικά αδιάσπαστη συνέχεια επιτήρησης ολόκληρης της καθημερινής ρουτίνας" (Davis, 2008: 23). Οι "ηλεκτρονικοί φύλακες άγγελοι", όπως αποκάλεσε ο Davis τα συστήματα ασφαλείας (ό.π.), μετατράπηκαν σε "αυθεντική απαίτηση της πόλης", ώστε να διασφαλιστεί το τρίπτυχο "προστασία - άμυνα - επιτήρηση" (Muñoz, 2004). Σε μια αναζήτηση της μέγιστης δυνατής προστασίας από τον αόρατο εχθρό, η "ιερότητα" της ασφάλειας της αστικής δημόσιας σφαίρας στην πραγματικότητα ανταποκρίθηκε στο σενάριο μιας ελάχιστης αστικής πολυπλοκότητας (ό.π., Van Oenen, 2004), από την οποία τείνουν να απορρέουν όλοι οι σύγχρονοι αστικοί φόβοι.

4.1

Τοπία "ασφαλή", προορισμένα να καλύψουν τη διάχυτη ανασφάλεια του χαοτικού περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων, συγκροτούνται με βάση πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Ο "πόλεμος κατά της τρομοκρατίας" και η ανάγκη για "εσωτερική ασφάλεια" (homeland security κατά Sassen, 1999) εντάσσονται στη ρητορική της πολιτικής που ανάγει την πόλη στο πεδίο που χρειάζεται προστασία από τις εξωτερικές απειλές. Αυτή η ρητορική όμως, "σε μια εποχή που όλες οι μεγάλες ιδέες έχουν χάσει την αξιοπιστία τους", δύναται να μεταφραστεί και ως ρητορική του φόβου απέναντι σε έναν εχθρό φάντασμα που "είναι ό,τι απέμεινε στους πολιτικούς για να διατηρήσουν την εξουσία τους" (Curtis, όπως αναφέρεται στον Bauman, 2007: 49). Ο εκδικητικός ρεβανσισμός της εξουσίας, η πόλη σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και η συνεπακόλουθη στρατιωτικοποίηση του αστικού χώρου, η επιβολή του δόγματος "μηδενικής ενοχής", η θεσμοθέτηση ζωνών περίκλεισης και αποκλεισμού και η αλματώδης ανάπτυξη των βιομηχανιών παρακολούθησης, αποτελούν μεθόδους που στοχοποιούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, στιγματισμένες ως "επικίνδυνες", "ανεπιθύμητες", "ύποπτες" για εγκληματικές συμπεριφορές. Όμως, οι στρατηγικές που αναπτύσσονται για την "απολύμανση" των αστικών τοπίων από την εμφανή παρουσία τους, οδηγούν σε μια μετάλλαξη της γεωγραφίας των πόλεων, σε ένα χωρικό και κοινωνικό κατακερματισμό της αστικής πραγματικότητας που διέπεται από αποστειρωμένους και ομογενοποιημένους θυλάκους. Η καταστολή της ετερότητας μέσω των αναπτυσσόμενων ελεγχόμενων χώρων, μεταβάλλει την καθημερινότητα των ανθρώπων και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, θέτοντας όρια ως προς τη χρήση του αστικού χώρου. Ενταγμένη στο πλαίσιο της τρομοκρατίας, η ελευθερία της έκφρασης απειλείται, μέσω του αποκλεισμού των ατόμων από το δικαίωμά τους να παρευρίσκονται σε κάποιον χώρο (Flusty, 1997). Η βία -άμεση ή έμμεση- που ασκείται στους αποκλεισμένους έγκειται στο διακύβευμα των κυρίαρχων να επιβιώσουν κατά τα πρότυπα που θέτει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της αγοράς, με αποτέλεσμα η προστασία της πλειοψηφίας των κατοίκων της μεγαλούπολης να τίθεται σε δεύτερη μοίρα, σε "κατάσταση εξαίρεσης". Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κατευνασμός των φόβων απέναντι στην "ασύμμετρη" απειλή στηρίζεται απλά σε κατασταλτικές μεθόδους με στρατιωτικά χαρακτηριστικά, που αποβλέπουν στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας για ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού, με το να εξωθούν το υπόλοιπο κομμάτι σε παρακείμενες

124 125


4 η εξαίρεση της ετερότητας

και ο φόβος της τρομοκρατίας

περιοχές χωρίς να επιδιώκουν ουσιαστικά να αντιμετωπίσουν τα υφιστάμενα προβλήματα. Κατά συνέπεια, η σύγχρονη πόλη της ασφάλειας του δυτικού πολιτισμού, δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση μιας ουτοπικής "αγρυπνούπολης", ενός ανελέητου κυνηγιού της ετερότητας, που χρησιμοποιεί την εκδίκηση σε οποιαδήποτε ύποπτη ή μη αντίδραση, καλυμμένη κάτω από την αναστολή του νόμου στο όνομα κάποιου πολέμου (τρομοκρατίας, εγκλήματος, ναρκωτικών, κλπ). Ένας φαύλος κύκλος μεγαλόστομων ρητορικών, αόρατων απειλών και φόβων, σε ένα παιχνίδι "τρομοκρατίας - αντιτρομοκρατίας" που επιχειρεί να μετατρέψει την "ασφαλή" πόλη σε απόλυτα ελεγχόμενο, αυταρχικό και εξουσιαστικό πεδίο, απέναντι σε όποιον δε συνάδει με τη λογική της κυρίαρχης εξουσίας.

Occupy Wall Street

126 127


5 επίλογος

επίλογος

5 128 129


5 επίλογος

Σε αυτή την εθελοντική προσφορά των ελευθεριών και των δικαιωμάτων για χάρη της ασφάλειας, στηρίζεται εν μέρει η φιλοσοφία της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης πόλης. Ως χωρικά αποτυπώματα στην πόλη, τα φοβικά σύνδρομα εκδηλώνονται με τη μορφή ορίων. Όρια αποκλεισμού ή περίκλεισης, ορατά ή αόρατα, επιβάλλουν με τον τρόπο τους έναν κοινωνικό διαχωρισμό που βασίζεται σε φυλετικά, ταξικά ή θρησκευτικά κριτήρια. Πρόκειται για όρια που θέτουν κανόνες, ελέγχουν, ομογενοποιούν, εκτοπίζουν, εξαιρούν, εγκλωβίζουν, στιγματίζουν ή στοχοποιούν αθώους πολίτες. Οι εκδηλώσεις τους ποικίλουν από πολυτελή οικιστικά συγκροτήματα με περίφραξη (gated communities) ή χωρίς (Νέα Πολεοδομία), μέχρι στρατηγικές αναδιεκδίκησης του κέντρου των πόλεων από τις μεσαίες και ανώτερες κοινωνικά τάξεις (εξευγενισμός) και τη σταδιακή υβριδιοποίηση των εμπορικά και τουριστικά εκμεταλλεύσιμων αστικών περιοχών, μέσω της σταδιακής ιδιωτικοποίησής τους. Αυτές οι εκφάνσεις της πόλης προβάλλονται ως μια εξιδανικευμένη πραγματικότητα, μια αποκορύφωση της πόλης του θεάματος, της πόλης-εμπόρευμα που όντας "ασφαλής" από εξωτερικούς κινδύνους προσκαλεί τους καταναλωτές σε συμμετοχή ως παθητικούς δέκτες. Το θέαμα ως "το κακό όνειρο της "σύγχρονης αλυσοδεμένης κοινωνίας, που τελικά δεν εκφράζει παρά την επιθυμία της να κοιμηθεί" (Debord, 20) μετατρέπει την πόλη σε "μια καλειδοσκοπική εμπειρία στην οποία μερικοί κατέχουν την εξουσία, άλλοι θρηνούν το τέλος όλων των βεβαιοτήτων και οι περισσότεροι προσπαθούν να επιζήσουν μέσα στην αναταραχή που εξαπολύεται από την αχαλίνωτη κυριαρχία της αγοράς" (Swyngedouw, 2008: 77).

Psycho, Alfred Hitchcock

"Ο πανικός τείνει να γίνει η νέα αστική ψυχική διάσταση", έγραψε ο Berardi (2007) λίγα χρόνια νωρίτερα. Ως "μια αντίδραση ενός ευαίσθητου οργανισμού που υποβάλλεται σε μια διέγερση πάρα πολύ ισχυρή και πάρα πολύ γρήγορη" (ό.π.), θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τους πιο αποτρόπαιους φόβους που κατακλύζουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Είναι οι φόβοι που καθρεφτίζουν την πόλη ως έναν τόπο υποσχέσεων, "που απεικονίζει τα εφικτά και τα ανέφικτα και φυλακίζει ή αποκλείει τα ανεπιθύμητα ή τα ακατανόμαστα" (Swyngedouw, 2008: 70). Σε αυτό το αστικό τοπίο η εφαρμογή της εξουσίας μεταμφιέζεται και δεν είναι πάντα εύκολα διακριτή. Η "παντοπική" σύγχρονη μητρόπολη εσωτερικεύει τους μηχανισμούς ελέγχου της επί του πλήθους, επενδύοντας στο διάχυτο φόβο για το άγνωστο, για το απρόβλεπτο "άλλο". Αρνητικά συναισθήματα ρατσισμού, μίσους και ξενοφοβίας γεννιούνται, μετατρέποντας το άτομο στον "κοινό Ανθρωπάκο" του Βίλχελμ Ράιχ, ένα άτομο μικρό στην ψυχή και φοβισμένο, που "πιστεύει στα πράγματα, τόσο πιο απόλυτα, όσο λιγότερο τα καταλαβαίνει" (Reich, 1983: 21). Ένα άτομο που επιζητεί την ευτυχία, αλλά η σιγουριά έχει μεγαλύτερη σημασία, ακόμη κι αν χρειαστεί να θυσιάσει τις ηθικές του αξίες και να παραιτηθεί των δικαιωμάτων της προσωπικής του ζωής.

Winterscapes, Jakob Wagner

130 131


5 επίλογος

Η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα εμφανίζει παρόμοια χαρακτηριστικά σε ολοένα και εντονότερο βαθμό. Παρόλο που δε δόθηκε έμφαση στη σύγχρονη ελληνική πόλη κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης έρευνας, καθώς επιλέχτηκαν τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της Νέας Υόρκης, του Λος Άντζελες, του Παρισιού και του Λονδίνου για να περιγράψουν αυτή τη νέα αυταρχική τάση των πόλεων της αναπτυγμένης Δύσης, αυτό δε σημαίνει ότι δεν παρουσιάζονται και στον ελλαδικό χώρο τέτοιου είδους φαινόμενα. Το φαινόμενο του εξευγενισμού, αποτελεί κατεξοχήν πολιτική που στιγματίζει το χώρο της Αθήνας τα τελευταία χρόνια στις περιοχές Γκάζι, Μεταξουργείο και Πλάκα, ενώ η Θεσσαλονίκη παρουσιάζει αναγνωρίσιμα σημάδια μιας τέτοιας μεταλλαγής στην ευρύτερη περιοχή της οδού Βαλαωρίτου στο κέντρο της πόλης. Την ίδια στιγμή, η πορεία προς μια υβριδοποίηση του δημόσιου χώρου συντελείται για την ώρα με λιγότερο αντιληπτούς ρυθμούς, κυρίως στον περιορισμό της πρόσβασης σε δημόσια πάρκα για λόγους ασφαλείας, στην επιτήρησή τους με ολονύχτια φύλαξη, στους ψευδο-δημόσιους χώρους μεγάλων εμπορικών κέντρων τύπου mall (όπως το Mall Athens), που εντοπίζονται στο εσωτερικό ή στα προάστια των πόλεων και φιλτράρουν διακριτικά τους ανεπιθύμητους, καθώς και στο πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα φαινόμενο των περιτειχισμένων κοινοτήτων, που άρχισαν δειλά δειλά να ξεπροβάλλουν τις τελευταίες δεκαετίες στις δύο μεγάλες πόλεις (όπως το Athinais Tower Lofts στον Κεραμεικό της Αθήνας και το συγκρότημα Βίλλα Ριτζ στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης).

η πόλη ως πεδίο μάχης, Αθήνα 2012

Το θέαμα, όμως, για να κυριαρχήσει κατά τα πρότυπα που θέτει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, προαπαιτεί την ύπαρξη μιας τοπογραφίας της "ασφάλειας". Αυτή η τοπογραφία, για να καταστεί βάσιμη και αποδεχτή από τον κόσμο, στηρίζεται σε μια μεγαλοποιημένη ρητορική για την επικείμενη απειλή τρομοκρατικών επιθέσεων ή εγκληματικών συμπεριφορών που δύναται να πλήξει τη σωματική ή περιουσιακή ακεραιότητα των κατοίκων της πόλης. Ως ιδανικό αντίδοτο σε αυτή την απειλή προβάλλονται οι ομογενοποιημένοι, "καθαροί" από ανεπιθύμητους "άλλους" χώροι, οι οποίοι εισάγονται στις επιδιώξεις των πολιτικών στρατηγικών στην πόλη, λαμβάνοντας τη μορφή εκδικητικών πρακτικών καταστολής, επιτήρησης και ελέγχου. Η επέκταση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, η τάση απόδοσης στρατιωτικών χαρακτηριστικών στον αστικό χώρο, η "μηδενική ανοχή" απέναντι σε μετανάστες, άστεγους, διαδηλωτές και οποιονδήποτε κρίνεται επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ενισχύονται και συνδυάζονται με την άτυπη οριοθέτηση ζωνών κυκλοφορίας, και μηχανισμών ελέγχου στους δημόσιους χώρους, σε μια εμμονική σχεδόν προσπάθεια επιβολής του ελέγχου στον αστικό χώρο.

Αποκορύφωμα, όμως, της πολιτικής του φόβου και του δόγματος της ασφάλειας, αποτελεί η επιβολή της δημόσιας τάξης στους δρόμους της πόλης την τελευταία πενταετία. Τα ορατά σημάδια της κρίσης από το 2008 σε συνδυασμό την εξέγερση στο κέντρο των ελληνικών πόλεων με αφορμή τη δολοφονία του νεαρού μαθητή Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου αποτέλεσαν το κομβικό σημείο που έμελλε να αλλάξει την πολιτική της δημόσιας ασφάλειας στις μεγάλες πόλεις. Η απειλή της κήρυξης της χώρας σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, η στρατιωτικοποίηση της πόλης με τη συνεχή παρουσία αστυνομικής δύναμης σε όλους τους χώρους αντίστασης, η άγρια καταστολή και οι "νεκρές ζώνες" κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων, οι απαγορεύσεις των διαδηλώσεων αντιφασιστικού ή αντικυβερνητικού περιεχομένου, οι μαζικές συλλήψεις υπόπτων, οι κάμερες παρακολούθησης, ο εγκλεισμός των μεταναστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, η παραβίαση στοιχειωδών δικαιωμάτων της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το γενικότερο κλίμα αστυνομοκρατίας δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν τη Νέα Υόρκη ή το Los Angeles της δεκαετίας του 1990 και του 21ου αιώνα. Η Αθήνα, ο χώρος που δέχεται σε μεγαλύτερη έκταση και ένταση τα κατασταλτικά μέτρα, αποτελεί έναν χώρο σε εμπόλεμη κατάσταση, ένα χώρο στον οποίο η εξουσία "έχει την ανάγκη να επιβληθεί στρατιωτικά, καθώς έχουν εκλείψει οι δυνατότητες να ηγεμονεύσει

Αμβούργο 2013

132 133


5 επίλογος

πολιτικά" (Μπελαβίλας, 2012). Μια δυστοπία αναδύεται από τα σπλάχνα της πόλης, ένας χώρος τον οποίο οι πολιτικοί της προσπαθούν να μετατρέψουν μανιωδώς σε πόλη του φόβου και της παράνοιας. Έναν χώρο όπου η εξαίρεση έχει γίνει κανόνας και η "έννομη" τάξη στο όνομα της ασφάλειας έχει τεθεί εκτός νόμου σε μια παράφορη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ωστόσο, τα όρια είναι εφήμερα και οι διάχυτοι φόβοι δε θα πάψουν ποτέ να ανακυκλώνονται, υποκινούμενοι πάντα από τα κυρίαρχα συμφέροντα. Η πόλη του θεάματος και η τάση απόλυτου ελέγχου των υποκειμένων της οδηγούν σε μεταλλαγές στην αστική γεωγραφία, που οδηγούν στη δημιουργία θυλάκων και τόπων εξαιρέσεων. Η ειρωνεία βρίσκεται στο ότι "η επέκταση της κατάστασης εξαίρεσης σε κάθε πτυχή της ζωής έχει και μια άλλη επίδραση, πέρα από την αναγόρευση του φόβου σε συνθήκη συναίνεσης. Έχει κάνει το δημόσιο χώρο επαναδιεκδικήσιμο" (Πατσάκης όπως αναφέρεται στον Ροζάνη, 2013: 50). Η σύγχρονη πόλη αναδύεται ως τόπος αντίστασης και μετασχηματισμών, στον οποίο οι παγκόσμιες δυνάμεις, τα τοπικά μηνύματα και οι διαφορετικές ταυτότητες συναντιούνται, αναζητώντας ένα νέο νόημα απέναντι στον επιβαλλόμενο αποκλεισμό και τη μοναξιά των συλλογικών ταυτοτήτων. Ο δημόσιος χώρος τίθεται υπό διαπραγμάτευση και ανάγεται σε σημαντικό τόπο πολιτικής δράσης και εξέγερσης. Η δεκαετία του 1990 άνοιξε το δρόμο προς μια νέα κατεύθυνση, αυτή των κινημάτων κατά της παγκοσμιοποίησης. Ο 21ος αιώνας αξιοποίησε αυτή την εμπειρία προς την ταχύτατη εξάπλωση "παντοπικών" κινημάτων, συνδεόμενων κατά καιρούς μεταξύ τους που πήραν τη μορφή αντίστασης ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα, την εφαρμοζόμενη δημοσιονομική λιτότητα, τη στυγνή κυριαρχία του κεφαλαίου, τη λεηλασία της γης, τις δολοφονίες και τα εγκληματικά επεισόδια ρατσιστικού και φασιστικού περιεχομένου. Από τις εξεγέρσεις του 2005 στα γαλλικά προάστια και του Δεκέμβρη του 2008 στις ελληνικές πόλεις, από το κίνημα των indignados (αγανακτισμένων) στις χώρες της νότιας Ευρώπης το 2011 μέχρι το κίνημα της Occupy Wall Street στη Νέα Υόρκη του 2012 και την εξέγερση στις τούρκικες πόλεις το καλοκαίρι του 2013 η επιθυμία για κατάκτηση του δημόσιου χώρου, για τη διεκδίκηση καλύτερων όρων ζωής είναι εμφανής. Το δικαίωμα στην πόλη του Lefebvre, προσαρμοσμένο στις νέες πολιτικοοικονομικές συνθήκες εκφράζεται και πάλι ως το δικαίωμα στο δημόσιο χώρο, στη διεκδίκηση λόγου στις διαδικασίες αστικοποίησης που μεταλλάσουν το τοπίο και την καθημερινή ζωή στην πόλη.

συνέλευση των indignados στην Puerta del Sol, Μαδρίτη 2011

Αδιαμφισβήτητα, ο δαίμονας του φόβου δε θα εξορκιστεί μέχρι να βρούμε τα κατάλληλα εργαλεία να τον αντιμετωπίσουμε. Ο δημόσιος χώρος, τόπος δράσης για την Hannah Arendt (2006), απαιτεί τη συνεχή παρουσία μας σε αυτόν στη βάση της διεκδίκησής του με δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Η συγκρότηση κοινωνικών

134 135


5 επίλογος

κινημάτων αντίστασης απέναντι στις εφαρμοζόμενες στρατηγικές ελέγχου της εξουσίας αποτελεί σίγουρα μια σημαντική κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση. Η συνεχής διεκδίκηση μιας δημοκρατικής πόλης που θα υπερασπίζεται κάθε θεμελιώδη ελευθερία και θα αντιτίθεται στο "μαστίγιο της καταστολής, τη δύναμη του αποκλεισμού και τη γοητεία του πολιτικού αυταρχισμού" (Swyngedouw, 2008: 71), μέσω της αλληλεγγύης, της αυτοοργάνωσης κοινωνικών εγχειρημάτων, της ανάπτυξης θυλάκων αντίστασης είναι η μόνη που μπορεί να ροκανίσει τα θεσμικά και υλικά στηρίγματα του κεφαλαίου. Η αμφισβήτηση της κατεστημένης κυριαρχίας είναι ίσως η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στην πολυπόθητη ισότιμη κοινωνική ευημερία, στο όνομα μιας καθημερινής ζωής στην οποία θα έχουν λόγο τα ίδια τα άτομα. Αυτό, όμως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν αφήσουμε ελεύθερο τον Ανθρωπάκο που έχουμε μέσα μας, να απεγκλωβιστεί από το πρότυπο της "ομαλότητας", τον "homo normalis" (Reich, 1983: 37), να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις και να αισθανθεί την απουσία του φόβου. Ίσως, μόνο τότε αντιληφθεί ότι βρίσκεται σε μια πόλη αντίστοιχη με την Οκταβία του Calvino, την πόληαράχνη, η οποία κρεμασμένη πάνω από την άβυσσο προσφέρει μια ζωή λιγότερο αβέβαιη απ' ότι στις άλλες, καθώς οι κάτοικοι ξέρουν ότι το δίχτυ δεν θα αντέξει περισσότερο από όσο είναι να αντέξει (Calvino, 2004: 99), οπότε δεν υπάρχει λόγος να φοβούνται. Αυτή η γνώση, ίσως δύναται να καταρρίψει όλες τις ανασφάλειες και να προσφέρει την ελπίδα μιας πόλης στην οποία η κοινωνική ετερογένεια, η αλληλεγγύη και η συνύπαρξη με το "άλλο", το διαφορετικό συνιστούν το πιο υγιές αντίδοτο στο δυστοπικό τοπίο που η εξουσία προσπαθεί εναγωνίως να επιβάλει στη σύγχρονη μητρόπολη.

η γειτονιά Tarlabasi, Istanbul 2011

136 137


βιβλιογραφία Agamben, G. (1995). Homo Sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα: SCRIPTA Arendt, H. (2006). Για την επανάσταση, Αθήνα: Αλεξάνδρεια Auge, M. (1995). Non Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity, London, New York: Verso Baudelaire, C. (1981). Selected writing on art and artists, London: Cambridge University Press Bauman, Z. (2006). Ρευστός Φόβος, Αθήνα: Πολύτροπον Bauman, Z. (2007). Ρευστοί Καιροί: Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας, Αθήνα: Μεταίχμιο Becker, H.S. (1985). Outsiders, Paris: Métailié Benjamin, W. (2002). Για μια κριτική της βίας, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα Berman, Μ. (1982). All that is solid melts into air, New York: Verso Blakely, E.J., Snyder, M.G. (1997). Fortress America: Gated Communities in the United States, Washington, D.C.: Brookings Institution Press Blanchot, M. (1969). L' entretien infini, Paris: Gallimard Bourdieu, P. (1998). Acts of Resistance: Against the Tyranny of the Market. New York: Free Press

Neoliberalism: Urban Restructuring in North America and Western Europe, Oxford: Blackwell Publishing, σελ.1-31 Burgess, Ε., Park, R. (1967). The City, Chicago: University of Chicago Press Calvino, I. (2004). Αόρατες Πόλεις, Αθήνα: Καστανιώτης Castells, M. (1997). The power of Identity, Oxford: Blackwell Publishing Castells, M. (2000). Grassrooting the space of flows. Στο Wheeler, J., Aoyama, Y. και Warf, B. (επιμ.), Cities in the Telecommunications Age: The Ftacturing of Geographies, London: Routledge, σελ.18-30 Chomsky, N. (2012). Occupy, Great Britain: Penguin Books Conrad, J. (2013). Ένα προκεχωρυμένο φυλάκιο της προόδου, Αθήνα: Οκτώ Davis, M. (1990). City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles, New York: Verso Davis, M. (2008). Πέρα από το Blade Runner: Αστικός έλεγχος - Η οικολογία του φόβου, Αθήνα: futura Deleuze, G. (2001). Οι κοινωνίες του ελέγχου. Στο: Deleuze, G. (επιμ. Καλαμαράς, Π.) Η Κοινωνία του Ελέγχου, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα, σελ.9-16 Debord, G. (2000). Η κοινωνία του θεάματος, Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη Diken, B, Laustsen, C.B. (2005). The Culture of Exception: Sociology Facing the Camp, London, New York: Routledge Ellin, N. (1997). Shelter from the Storm or Form Follows Fear and Vice Versa. Στο Ellin, N. (επιμ.) Architecture of Fear, New York: Princeton Architectural Press, σελ.13-45

Brenner, N., Theodore, N. (2002α). Preface: From the "New Localism" to the Spaces of Neoliberalism. Στο Brenner, N., Theodore, N. (επιμ.), Spaces of Neoliberalism: Urban Restructuring in North America and Western Europe, Oxford: Blackwell Publishing, σελ.v-xi

Febvre, L. (1942). Le probleme de l'incroyance au XVIe siecle, Paris: Albin Michel, σελ.380

Brenner, N., Theodore, N. (2002β). Cities and the Geographies of "Actually Existing Neoliberalism". Στο Brenner, N., Theodore, N. (επιμ.), Spaces of

Flanagan, W.G. (1993). Contemporary Urban Sociology, Cambridge: Cambridge University Press

138 139


Flusty, S. (1997). Building Paranoia. Στο Ellin, N. (επιμ.) Architecture of Fear, New York: Princeton Architectural Press, σελ. 47-59 Foucault, M. (2004). Η Ιστορία της Τρέλας, Αθήνα: Ηριδανός Frampton, K. (1999). Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: Ιστορία και Κριτική, Αθήνα: Θεμέλιο Fuller, H. B. (1985) With the Procession, New York: Harper & Brothers Ghent Urban Studies Team [GUST] (1999). The Urban Condition: Space, Community, and Self in the Contemporary Metropolis, Rotterdam: 010 Publisher Glass, R. (1964). London : Aspects of Change, London: Center of Urban Studies and MacGibbon and Kee Graham, S., Marvin, S. (2001). Splintering Urbanism: Networked Infrastructure, Technological Mobilities and the Urban Condition, London: Routledge Goffman, E. (2001). Στίγμα: σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια Hall, P. (1988). Cities of Tomorrow, Oxford: Blackwell Harvey, D. (1990). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας: Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, Αθήνα: Μεταίχμιο Harvey, D. (2012). Εξεγερμένες πόλεις: Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, Αθήνα, ΚΨΜ

Misselwitz, P., Weizman, E. (2003). Military operations as urban planning. Στο: Franke, A. (επιμ.), Territories, Berlin: KW Institue for Contemporary Art, σελ. 272-275 Mitchel, D., Staeheli, L.A. (2006). Clean and Safe? Property Redevelopment, Public Space, and Homelessness in Downtown San Diego. Στο: Low, S., Smith, N. (επιμ.) The Politics of Public Space, New York, London: Routledge Moore, C. (1921). Daniel H. Burnham, Architect, Planner of Cities. Volume 2, Boston and New York: Houghton Mifflin Company Negri, A. (1991). Χάοσμος. Στο: Deleuze, G. (2001). Η κοινωνία του ελέγχου, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα, σελ.38-41 Newman, O. (1973). Defensible Space: Crime Prevention through Urban Design, New York: Macmillan Orwell, G. (1999). 1984: Ο Μεγάλος Αδερφός, Αθήνα: Κάκτος Peck, J., Tickell, A. (2002). Neoliberalizing Space. Στο Brenner, N., Theodore, N. (επιμ.), Spaces of Neoliberalism: Urban Restructuring in North America and Western Europe, Oxford: Blackwell Publishing, σελ. 33-57 Postman, N. (1985). Διασκέδαση μέχρι θανάτου, Αθήνα: Κατάρτι Raban, S. (1974). Soft City, London: Harvill Press Reich, W. (1983). Άκου, Ανθρωπάκο!, Αθήνα: Αποσπερίτης

Kundera, M. (1986). L' Art du Roman, Paris: Gallimard

Sassen, S. (1999). Guests and Aliens, New York: The New York Press

Lefebvre, H. (1970). La révolution urbaine, Paris: Gallimard

Sennett, R. (1994). Flesh and Stone. The body and the City in Western Civilization, Λονδίνο: Faber and Faber

Lefebvre, H. (2006). Δικαίωμα στην πόλη: Χώρος και Πολιτική, Αθήνα: Κουκκίδα Low, S. (2004). Behind the Gates: Life, Security and the Pursuit of Happiness in Fortress America. New York, London: Routledge Marcuse, P., Kempen, V.R. (2000). Globalizing Cities, A New Spatial Order, Oxford: Blackwell

Sennett, R. (1996). The Uses of Disorder: Personal Identity and City Life, New York: Faber & Faber Sennett, R. (1999). Η τυραννία της οικειότητας, Αθήνα: Νεφέλη Simmel, G. (1993). The Metropolis and Mental Life. Διαθέσιμο στο: http://

140 141


www.blackwellpublishing.com/content/bpl_images/content_store/sample_ chapter/0631225137/bridge.pdf Storper, M. (1997). The Regional World: Territorial Development in a Global Economy, New York: Guilford Press Swyngedouw, E. (2008). Οι πόλεις στο μεταίχμιο: Επανατοποθέτηση της πόλης στον 21ο αιώνα. Στο: Καυκαλάς, Γ., Λαμπριανίδης, Λ., Παπαμίχος, Ν. (επιμ.) Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο: Η πόλη ως διαδικασία αλλαγών, Αθήνα: Κριτική, σελ. 69-94 Warren, R. (2003). City Streets - The War Zones of Globalization: Democracy and Military Operations on Urban Terrain in the Early Twenty-First Century. Στο Graham, S. (επιμ.). Cities, War and Terrorism, towards an urban geopolitics, Oxford: Blackwell, σελ.214-230 Zizek, S. (2006). Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Αθήνα: Scripta Zukin, S. (1995). The Culture of Cities, Oxford: Blackwell Αριστοτέλης (1940). Πολιτικά, τόμος 4, Αθήνα: Πάπυρος Γιακουμακάτος, Α. (2001). Η αρχιτεκτονική και η κριτική, Αθήνα: Νεφέλη, σελ.132-137 Δανιήλ, Μ.Ν. (2010). "Quasi-Public" ή Υβριδικοί Χώροι: Μια πρώτη προσέγγιση. Στο: Τσουκαλά, Κ., Δανιήλ, Μ., Παντελίδου, Χ. (επιμ.), Μετανεωτερικές Επ' Όψεις, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σελ. 179-212 Δημουλά, Κ. (1998). Ποιήματα, Αθήνα: Ίκαρος Κοτιώνης, Ζ. (2007). Μορφοποιητική: Το ανθρώπινο σώμα στο τοπίο και την αρχιτεκτονική, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας Κωτσάκης, Δ. (2012). 3+1 Κείμενα, Αθήνα: Οι εκδόσεις των συναδέλφων Παντελίδου, Χ. (2010). Σύγχρονος Αστικός Χώρος και Υποκείμενο: Η περίπτωση των "Gated Communities". Στο: Τσουκαλά, Κ., Δανιήλ, Μ., Παντελίδου, Χ. (επιμ.), Μετανεωτερικές Επ' Όψεις, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, σελ. 133-178

Πλάτων (1976). Πολιτεία, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος Ροζάνης, Σ. (2013). Εκδοχές της Πόλης: Simmel-Benjamin-Cacciari-Adorno, Αθήνα: Εξάρχεια Σταυρίδης, Σ. (2002). Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα Σταυρίδης, Σ. (2010α). Οι δρόμοι της Μεγαλούπολης. Στο Γιαννακόπουλος, Κ., Γιαννιτσιώτης, Γ. (επιμ.), Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη: Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, Αθήνα: Αλεξάνδρεια και Πανεπιστήμιο Αιγαίου, σελ. 59-75 Σταυρίδης, Σ. (2010β). Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια

αρθρογραφία Ash, T.G. (2005). It always lies below, The Guardian, 8 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.theguardian.com/world/2005/sep/08/hurricanekatrina.usa6 Atkinson, R., Flint, J. (2004). Fortress UK? Gated Communities, the Spatial Revolt of Elites and Time-Space Trajectories of Segregation, Housing Studies, τεύχος 19 (6), σελ. 875-892 Barrett, W. (1995). Rudy's Shrink Rap, Village Voice, 9 Μαϊου 1995 Bauman, Z. (2003). Πόλη των φόβων, πόλη των ελπίδων, Κομπρεσέρ, για το χώρο και την πόλη, τεύχος 3, Αθήνα, σελ.7-31 Berardi, F. (2007). Η πόλη του πανικού. Διαθέσιμο στο: http://www.rebelnet.gr/ articles/view/City-of-Panic Boudreau, J.A. (2007). Urban revolution or urban involution? Reflections on fear and political action. Στο: CCCB (Centre de Cultura Contemporània de Barcelona), Architectures of Fear: Terrorism and the Future of Urbanism in the West. Barcelona, 17-18 May 2007. Διαθέσιμο στο: http://www.publicspace.org/en/text-library/ eng/b031-urban-revolution-or-urban-involution-reflections-on-fear-and-political-action

142 143


Corey, R. (2004). The politics and antipolitics of fear. Στο: Raritan, vol. 23, no. 4, 2004, p. 79-108 Danner, M. (2005). Taking stock of the forever war, New York Times, 11 Σεπτεμβρίου. Διαθέσιμο στο: http://www.nytimes.com/2005/09/11/ magazine/11OSAMA.html?pagewanted=all&_r=0 Ellin, N. (2003). Fear and City Building, Hedgehog Review, τεύχος 5 (3), Charlottesville, φθινόπωρο 2003, σελ. 43-61 Finoki, B. (2008). MOUT Urbanism. Subtopia: A field guide to military urbanism. Διαθέσιμο στο: http://subtopia.blogspot.gr/2008/02/mout-urbanism.html Furedi, F. (2007). Fear Rule: The expansion of the empire of the unknown. Στο: CCCB (Centre de Cultura Contemporània de Barcelona), Architectures of Fear: Terrorism and the Future of Urbanism in the West. Barcelona, 17-18 May 2007. Διαθέσιμο στο: http://www.publicspace.org/es/texto-biblioteca/eng/ b029-fear-rules-the-expansion-of-the-emipre-of-the-unknown Gill, S. (1995). Globalisation, market civilisation and disciplinary neoliberalism, Millenium: Journal of International Studies, τεύχος 24, σελ.399-423 Graham, S. (2004). Postmortem City: Towards an Urban Geopolitics, City: analysis of urban trends, culture, theory, policy, action, τεύχος 8, Ιούλιος 2004, σελ.165-196. Διαθέσιμο στο: http://www.cccb.org/rcs_gene/stephengraham.pdf Graham, S. (2007). Architectures of fear: Terrorism and the Future of Urbanism in the West. Στο: CCCB (Centre de Cultura Contemporània de Barcelona), Architectures of Fear: Terrorism and the Future of Urbanism in the West. Barcelona, 17-18 May 2007. Διαθέσιμο στο: http://www.publicspace.org/es/texto-biblioteca/eng/ b026-architectures-of-fear-terrorism-and-the-future-of-urbanism-in-the-west Hines, T.S. (2005). Architecture: The City Beautiful Movement. Στο: The Electronic Enyclopedia of Chicago. Διαθέσιμο στο: http://www.encyclopedia.chicagohistory. org/pages/61.html Kelling, G.L., Wilson, J.Q. (1982) Broken Windows: The Police and Neighboorhood Safety, The Atlantic Monthly, Μάρτιος 1982. Διαθέσιμο στο: http://www.theatlantic. com/magazine/archive/1982/03/broken-windows/304465/?single_page=true

Klein, R. (1996). An Overview of the City Beautiful Movement as Reflected in Daniel Burnham's Vision. Στο: Cleveland Museum of Art, Cleveland's Artistic Heritage, Cleveland, 30-31 March 1996, σελ.61-64. Διαθέσιμο στο: http:// academic.csuohio.edu/tah/regional_arts/artsheritage/p61anoverview.pdf Low, S. (2001). Towards a Theory of Urban Fragmentation: A Cross-Cultural Analysis of Fear, Privatization, and the State. Στο: Cybergo, European Journal of Geography, Systemic impacts and sustainability of gated enclaves in the City, Pretoria, South Africa, Feb.28-March 3, 2005, document 349. Διαθέσιμο στο: http://cybergeo.revues.org/3207 Lyon, D. (2003). Fear, Surveillance, and Consumption, Hedgehog Review, τεύχος 5 (3), Charlottesville, φθινόπωρο 2003, σελ. 81-95 Massey, D. (2013). Radical spatiality and the question of democracy, Γεωγραφίες, τεύχος 21, Αθήνα, άνοιξη 2013, σελ. 12-22 Massumi, B. (2005). Fear (The Spectrum Said). Positions: east asia cultures critique, τεύχος 13, Durnham, άνοιξη 2005, σελ.31-48 Mitchell, D. (1997). The annihilation of space by law: The roots and implications of anti-homeless laws in the USA, Antipode, τεύχος 29, σελ.303-335 Moravia, A. (1987). The Terrorist Aesthetic, Harper's Magazine, τεύχος 274 (1645), Ιούνιος 1987, σελ.37 Morelle, M., Tadié, J. (2011). The Making of Urban Security, Spatial Justice: Security Practices in Cities, τεύχος 4, Δεκέμβριος 2011. Διαθέσιμο στο: http:// www.jssj.org/article/pratiques-de-securite-en-ville-introduction/ Morgan, M.J. (2004). The garrison state revisited: civil-military implications of terrorism and security, Contemporart Politics, τεύχος 10 (1), Μάρτιος 2004, σελ.5-19 Mozas, J. (2011). Public Space as a Battlefield, Independent Magazine of Architecture and Technology: Strategy and Tactics in Public Space, issue 38, σελ.6-18

144 145


Muñoz, F. (2004). Lock Living. Paisajes urbanos de la seguridad. Διαθέσιμο στο: http://www.publicspace.org/es/texto-biblioteca/spa/ a039-lock-living-paisajes-urbanos-de-la-seguridad Muñoz, F. (2010). Urbanalisation: Common Landscapes, Global Places, The Open Urban Studies Journal, τεύχος 3, σελ. 78-88. Διαθέσιμο στο: http://www. benthamscience.com/open/tousj/articles/V003/SI0001TOUSJ/78TOUSJ.pdf Nissen, S. (2008). Urban Transformation: From Public and Private Space to Spaces of Hybrid Character, Sociologicky asopis / Czech Sociological Review, τεύχος 44 (6), σελ.1129-1149 Ramanathan, U. (2006). Illegality and the Urban Poor, Economic and Political Weekly, 22 Ιουλίου 2006, σελ. 3193-3179. Διαθέσιμο στο: http://www.ielrc.org/ content/a0606.pdf Ranasinghe, P. (2012). Jane Jacobs' framing of public disorder and its relation to the 'broken windows' theory. Theoretical Criminology, τεύχος 16 (1), σελ.63-84 Sassen, S. (1991). The Global City: Introducing a Concept, The Brown Journal of World Affairs, τεύχος 2, τόμος 6, χειμώνας/άνοιξη 2005. Διαθέσιμο στο: http:// www.saskiasassen.com/PDFs/publications/The-Global-City-Brown.pdf Shannon, K. (1998). The Great Leap Backwards: New Urbanism in America. Archis, τεύχος 3, σελ. 8-19 Shirlow, P. (2003). Who Fears to Speak: Fear, Mobility, and Ethno-sectarianism in the Two "Ardoynes", The Global Review of Ethnopolitics, τεύχος 3 (1), Σεπτέμβριος 2003, σελ.76-91 Smith, N. (1996). Ποια νέα πολεοδομία; Ο ρεβανσισμός των '90s. Κομπρεσέρ, για το χώρο και την πόλη, τεύχος 4, Αθήνα, Οκτώβρης 2012, σελ.26-35 Smith, N. (2002). Νέος Παγκοσμισμός, Νέα Πολεοδομία: Το gentrification ως παγκόσμια στρατηγική των πόλεων. Κομπρεσέρ, για το χώρο και την πόλη, τεύχος 4, Αθήνα, Οκτώβρης 2012, σελ.53-73 Soja, W. E. (2008). The City and spatial justice, Paris. Διαθέσιμο στο: http://www. jssj.org/wp-content/uploads/2012/12/JSSJ1-1en4.pdf

Solsona, J. (1997). Extremities: Urban Body in Chaos. Στο: Davidson, C.C. (επιμ.) Anybody, New York: The MIT Press, σελ.96-99 Sweezy, P. M. (1972). Cars and Cities: "automobilisation" and the "automobile-industrial complex", Monthly Review, τεύχος 24 (11), Απρίλιος 1973. Διαθέσιμο στο: http://links.org.au/node/942 Swyngedouw, E. (2013). Apocalypse Now! Fear and Doomsday Pleasures, Capitalism Nature Socialism, τεύχος 24 (1), Oxford, Μάρτιος 2013, σελ. 9-18 Van Oenen, G. (2004). Languishing in securityscape: The interpassive transformation of the public sphere, Open: Cahier on Art and the Public Domain - (In) Security, τεύχος 6, σελ. 6-16 Ανώνυμος (1995). Technopsy: Nowhere to Hide, New Scientist, 4 Νοεμβρίου 1995, σελ.4 Καραγιάννη, Μ., Καψάλη, Σ. (2013). Κρίση, φτώχεια και το δικαίωμα στην κατοικία: Η πραγματικότητα των εξώσεων στην ενοικιαζόμενη κατοικία, Alterthess 21 Δεκεμβρίου 2013. Διαθέσιμο στο: http://www.alterthess.gr/content/krisi-ftoheia-kai-dikaioma-sti-katoikia-i-pragmatikotita-ton-exoseon-stin-enoikiazomeni#_ftn1 Καριπίδης, Ι.Α. (2013). Μόνο τα σήματα καπνού δεν παρακολουθούνται, Εφημερίδα των Συντακτών, 22 Νοεμβρίου 2013. Διαθέσιμο στο: http://www.efsyn. gr/?p=152980 Kομπρεσέρ (2012). M.O.U.T. – Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος: Η στρατιωτικοποίηση της αστυνόμευσης και της καταστολής στις δυτικές μητροπόλεις, Kομπρεσέρ, τεύχος 3, σελ. 63-77 Κομπρεσέρ (2013). Καταλήψεις σπιτιών στην Ολλανδία (1967-1981), Κομπρεσέρ, για το χώρο και την πόλη, Αθήνα. Διαθέσιμο στο: http://kompreser.espivblogs. net/files/2013/03/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%A E%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%A3%CF%80%CE%B9%CF% 84%CE%B9%CF%8E%CE%BD-%CE%9F%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%AF%CE%B1.pdf

146 147


Μανουσέλης, Σ. (2013). Η τοξικότητα του φόβου, Η εφημερίδα των συντακτών, 24 Φεβρουαρίου 2013. Διαθέσιμο στο: http://www.efsyn.gr/?p=26117 Μαρά, Β. (επιμ.) (2013). Ευρωπαϊκή Ένωση: Συνταγματικός σαδισμός με ποινικοποίηση αστεγίας και επαιτείας. Διαθέσιμο στο: http://interpressgr.blogspot.gr/2013/11/blog-post_22.html#1 Μιτζάλης Ν. (2011). Εκτοπισμός και εξευγενισμός. Greek Architects. 6 Ιουνίου 2011. Διαθέσιμο στο: http://www.greekarchitects.gr/ gr/%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1/%CE%B5%CE%BA%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CE%BE%CE%B5%CF%85%CE%B3%CE%B5%CE%BD%CE% B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-id4264 Μπαλαούρα, Ο. (2011). Ο εξευγενισμός και η νέα στρατηγική επενδύσεων για το ιστορικό κέντρο, Red Notebook, 30 Μαΐου 2011. Διαθέσιμο στο: http:// rednotebook.gr/details.php?id=2587 Μπελαβίλας, Ν. (2012). Ασφαλείς Πόλεις, Η Αυγή: Ενθέματα, 2 Δεκεμβρίου 2012. Διαθέσιμο στο: http://enthemata.wordpress.com/2012/12/02/belavilas-4/ Παπαϊωάννου, Τ. (2013). Η πόλη του φόβου, Η εφημερίδα των συντακτών. 17 Ιουνίου 2013. Διαθέσιμο στο: http://www.efsyn.gr/?p=61202 Πορτάλιου, Ε. (2008). Εξευγενισμός: Κοινωνικές και Χωρικές Ανακατατάξεις στις Σύγχρονες Πόλεις. Το παράδειγμα της Αθήνας. Διάπλους, τεύχος 28, Δεκέμβριος 2008, σελ.58-61 Σταγγανέλης, Π.Ι. (2011). Φόβος και πολιτική, H Αυγή, 23 Ιανουαρίου. Διαθέσιμο στο: http://archive.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=593970

Χατζηστεφάνου, Α. (2013β). Φιλανθρωπία: Μην ταΐζετε τους φτωχούς, Εφημερίδα των Συντακτών, 28 Δεκεμβρίου 2013. Διαθέσιμο στο: http://infowar.gr/2013/12/%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B8% CF%81%CF%89%CF%80%CE%AF%CE%B1-%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%90%CE%B6%CE%B5%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%86%CF%84%CF%89%CF%87%CE%BF% CF%8D%CF%82/

ερευνητικές εργασίες Ανυπόγραφο κείμενο (1978). Πολεοδομία και Δημόσια Τάξη: Αθήνα Οχυρωμένη Πόλη, Sarajevo (2002), Αθήνα: Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα Καραγιάννη, Μ., Καψάλη, Σ. (2011). Περιτειχισμένες Κοινότητες: Gated Communities, Θεσσαλονίκη

φιλμογραφία Blade Runner (1982) του Ridley Scott Brazil (1985) του Terry Gilliam Bowling for Columbine (2002) του Michael Moore Je Vous Salue, Sarajevo (1993) του Jean-Luc Godard Metropolis (1927) του Fritz Lang The Truman Show (1998) του Peter Weir

Χατζηστεφάνου, Α. (2013α). Ο Μπάνκσι ταπεινώνει το δόγμα "μηδενικής ανοχής", The Press Project, 24 Οκτωβρίου 2013. Διαθέσιμο στο: http://www.thepressproject.gr/article/49487/O-Mpanksi-tapeinonei-to-dogma-midenikis-antoxis

148 149


πηγές εικόνων εσώφυλλο σελ.2/3 http://www.wikipaintings.org/en/jackson-pollock/ lucifer-1947#supersized-artistPaintings-282502 1. εισαγωγή σελ.14 http://www.utopiarchive.com/post/18608270914

σελ.43 http://wiki.cultured.com/people/James_Ensor/ σελ.44 http://www.lifo.gr/guide/cultureblogs/artsblog/30279 σελ.46/47 http://www.aline-louangvannasy.org/article-explication-de-textela-societe-du-spectacle-guy-debord-fiche-methodique-112899447.html σελ.50 http://www.metmuseum.org/toah/works-of-art/1991.1056 σελ.53 http://www.slightlylucid.com/roger-ballen-shadow-chamber/

σελ.16 http://strangelove.es/

σελ.54 http://dream-weaverr.tumblr.com/post/18015900494/ thedoppelganger-laszlo-moholy-nagy

2. το σοκ της μητρόπολης

3. πολεοδομικές παρεμβάσεις και κυρίαρχη κουλτούρα

σελ.22 http://www.emptykingdom.com/featured/area-of-interest/

σελ.59/60 http://www.photodiodos.gr/v/library/greatphotographers/nagy/

σελ.25 http://uranthplsc379.wordpress.com/2014/02/03/ questions-for-a-discussion-of-neoliberalism/

σελ.61 http://www.uh.edu/engines/epi2542.htm

σελ.28 http://en.wikipedia.org/wiki/Bunker_Hill,_Los_Angeles σελ.30 http://www.jakobwagner.eu/welcome.php?DOC_INST=3 σελ.32 http://stephensheffield.wordpress.com/2010/03/15/ inspired-by-alexander-rodchenko/ σελ.35 http://propnomicon.blogspot.gr/2010/07/ship-of-desert.html

σελ.62/63 http://cv.uoc.edu/~04_999_01_u07/percepcions/perc98b.html σελ.64 http://www.art-prints-on-demand.com/a/marville/parisruesoufflotthepanthe.html σελ.65 http://en.wikipedia.org/wiki/Daguerreotype σελ.67(α) http://en.wikipedia.org/wiki/Burnham_Plan_of_Chicago

σελ.37 http://commons.wikimedia.org/wiki/File:F_Goya_Disparates_No.2_ Torheit_der_Furcht.jpg

σελ.67(β) http://featuresblogs.chicagotribune.com/theskyline/2012/05/newcongress-parkway-is-hardly-worth-hype-two-year-old-improvement-projectachieved-some-goals-but-r.html

σελ.39 http://www.gilbert-garcin.com/chrono/photos/photo_2000_151.php

σελ.69 http://www.pinterest.com/pin/231231762088495110/

σελ.41 http://www.omni-phantasmic.com/

σελ.72 http://www.archined.nl/nieuws/juli/ antonio-cruz-over-bouwen-in-nederland/

σελ.42 http://life.time.com/history/the-boston-strangler-photos-from-a-citygripped-by-fear-1963/?iid=lb-gal-viewagn#5

σελ.74 http://terrapol.com/blog/2011/10/24/neo-feudal-1/

150 151


σελ.76 http://www.residentteam.com/fl-celebration-real-estate-for-sale.php σελ.77 http://buildipedia.com/aec-pros/featured-architecture/ top-10-best-buildings-in-movies σελ.79(α) http://www.marcuslyon.com/artworks/brics/ bric-vi-cumballa-hill-mumbai-india-2010-1 σελ.79(β) http://www.marcuslyon.com/artworks/brics/ bric-iv-ghatkopar-wadi-mumbai-india-2009-1

σελ.107 http://www.madatoforos.com/%CF%83%CE%BF%CE%BA%C E%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD %CF%82-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BE% CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82/ σελ.109 http://snowce.tumblr.com/post/74261126393/ simon-norfolk-scenes-from-a-liberated-baghdad σελ.110 http://blog.ricecracker.net/tag/john-malmin/

σελ.82 http://www.corjaring.nl/home.php?template=protest_start.htm

σελ.111 http://subtopia.blogspot.gr/2008/02/mout-urbanism.html

σελ.84 http://tamasandok.hu/portfolio/black-and-white/citizens-1/

σελ.112 http://revista-amauta.org/2011/07/ genova-2001-la-memoria-indignada-diez-anos-despues/

σελ.86 http://www.motherjones.com/photoessays/2008/09/ tompkins-square-park/12

σελ.114 http://occupygezipics.tumblr.com/

σελ.88 http://www.lovethesepics.com/2011/05/creepy-crusty-crumbling-illegal-tour-of-abandoned-six-flags-new-orleans-75-pics/

σελ.117 Davis, M. (2008). Πέρα από το Blade Runner: Αστικός έλεγχος - Η οικολογία του φόβου, Αθήνα: futura

σελ.89 http://tamasandok.hu/portfolio/black-and-white/citizens-1/

σελ.121 http://subtopia.blogspot.gr/2005/12/cctv-trees.html

σελ.91 http://www.sueddeutsche.de/muenchen/ abgeschlossene-luxus-wohnsiedlungen-reiche-hinter-gittern-1.1194109

σελ.122(α) http://floresenelatico.tumblr.com/post/71306865515/ lustik-cameras-installation-of-150-fake

σελ.92 http://blog.la76.com/2011/11/frank-gehry-talks-about-his-work/

σελ.122(β) http://www.co.iredell.nc.us/departments/sheriff/nwatch.asp

σελ.94/95 http://logarchitecture.tumblr.com/post/11993670186/like-it 4. η εξαίρεση της ετερότητας και ο φόβος της τρομοκρατίας σελ.100 http://www.corjaring.nl/home.php? σελ.101 http://www.openculture.com/2010/07/tarkovksy.html σελ.103 http://occupygezipics.tumblr.com/ σελ.104/105 http://www.dailymail.co.uk/news/article-2077197/Remarkablephotos-scenes-life-police-patrolling-crime-ridden-streets-New-York-1970s

152 153


5. επίλογος σελ.124 http://pauliecannoli.wordpress.com/2007/06/19/ at-least-we-dont-have-to-worry-about-anarchy-anymore-2/ σελ.125/126 http://denningdrawing.blogspot.gr/2011/10/occupy-wall-streetcountdown-to-15th.html σελ.130 http://www.doctormacro.com/Images/Leigh,%20Janet/Annex/ Annex%20-%20Leigh,%20Janet%20(Psycho)_01.jpg σελ.131 http://www.jakobwagner.eu/welcome.php?DOC_INST=16 σελ.132 http://publicintelligence.net/ madrid-athens-protest-photos-sep-2012/ σελ.133 http://gr.contrainfo.espiv.net/2013/12/30/ germany-reportback-from-the-streets-of-hamburg-on-december-21st-2013/ σελ.134 προσωπικό αρχείο σελ.137 http://anomia.espivblogs.net/2013/01/11/%CE%BA%CE%B1% CF%84%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CE%B2%CE%AC%CE%BD%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82-%CF%84%CE%B7-%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B7/

Η εργασία αυτή ήταν αποτέλεσμα συζητήσεων με τους επιβλέποντες καθηγητές μου Δημήτρη Κωτσάκη και Εύη Αθανασίου και της πολύτιμης βοήθειάς τους στον τομέα της θεωρίας της πόλης και της αστικής γεωγραφίας. H εκπόνησή της, επίσης, δε θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέχρι αυτό το βαθμό χωρίς τη βοήθεια της Ματίνας Καψάλη και του Χάρη Καραντζά.

154 155



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.