weak monuments 1

Page 1

/////

Dimitris Psaroulis // /////

MEDICAL EXAMINER //

Δημήτρης Ψαρούλης //

interview in the morgue of Thessaloniki, 25.07.09

ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗΣ //

νεκροτομείο Θεσσαλονίκης,

25.07.09

Everything is specially constructed here, nothing remains on the floor…the surface Είναι όλα ειδικά φτιαγμένα εδώ: δεν μένει τίποτε κάτω … είναι τέτοια η κλίση του angle is such that it all runs down into these grates you see. This is a special indusεδάφους που όλα πάνε στις σχάρες που βλέπετε. Το δάπεδο είναι βιομηχανικό,

#01

trial flooring, it gets cleaned and it does not retain germs…we have a wonderful ειδικό δάπεδο καθαρίζεται και δεν κρατάει μικρόβια … έχουμε εξαερισμό ventilation system, no odours remain, in ten minutes, everything is cleared out. θαυμάσιο, δεν κρατάει (τη μυρωδιά). Σε δέκα λεπτά έχει καθαρίσει τα πάντα.

/////

E L E U T H E R I A newspaper // 17.03.1949 / p.4

///// Ἐφημερίδα Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α // 17.03.1949

#02

WEAK MONUMENTS

The comments of the medical examiner may be summaΑἱ παρατηρήσεις τοῦ ἰατροδικαστοῦ ἔχουν ἐν συνόψει rized as follows: “the basic examination revealed the corpse was fully dressed. The corpse ὡς ἐξῆς. “Ἡ πρόχειρος ἐξέτασις ἔδειξεν ὅτι τὸ πτῶμα wore shoes. The upper limbs had been tied together with a common flax rope in front, at ἦτο ἐνδεδυμένον μὲ τὰ ἐνδύματα ἐν πλήρει τάξει. the upper torso, the forearms bent at an obtuse angle against the upper arms. The fingers Τὸ πτῶμα ἔφερεν ὑποδήματα. Τὰ ἄνω ἄκρα ἔχουν were clenched against the palms. The hands were in this position because they had been προσδεθῆ μεταξύ των, διὰ κοινοῦ σχοινίου ἐκ λίνου εἰς tied and because of the subsequent rigor mortis. The lower τὸ πρόσθιον τοῦ θώρακος μὲ τὰ ἀντιβράχια κεκαμμένα limbs were tied together with a similar rope. The pockets πρὸς τοὺς βραχίονας ὑπὸ γωνίαν ἀμβλείαν. Οἱ δάκτυλοι

katalog texts 1A.indd 1

13/10/2009 2:13:28 πμ


of the corpse’s clothing were not turned out. The search

#04

conducted revealed the presence of the following items: (1) ὀφείλεται εἰς τὴν περίδεσιν αὐτῶν καὶ εἰς τὴν ἀκολούθως ἐπελθοῦσαν πτωματικὴν ἀκαμψίαν. Τὰ Greek banknotes and dollars (2) Personalized checks in the κάτω ἄκρα ἔχουσι προσδεθῆ μεταξὺ αὐτῶν διὰ προσομοίου σχοινίου. Τὰ θυλάκια τῶν ἐνδυμάτων name of G. Polk (3) A chrome wristwatch (4) τοῦ πτώματος δὲν εἶναι ἀνεστραμμένα. Ἡ γενόμενη ἔρευνα ἀπέδειξε τὴν παρουσία τῶν An identity bracelet made of a white metal with the name κάτωθι εἰδῶν: 1) ἑλληνικῶν χρτονομισμάτων καὶ δολλαρίων, 2) Τσὲκ εἰς τὸ ὄνομα Γ. Π., 3) Ἓν George Polk on it (5) a gold (wedding) ring inscribed to Rene ὠρολόγιον χειρὸς ἐκ χρωμίου, 4) Μία ταυτότης ἐκ λευκοῦ μετάλλου φέρουσα τὸ ὄνομα Τζ. Π., Kokoni, keys, a mechanical pencil, eversharp, assorted 5) Ἓν δακτυλίδιον χρυσοῦν (βέρα) φέρον ἀναγεγραμμένον τὸ Ρ. Κ., κλεῖθρα, μολυβδοκόνδυλον notes, and assorted IDs with the name G. Polk.” Ἔβερσαπ, διάφοροι σημειώσεις, ταυτότητες διάφοροι μὲ ὄνομα Γ. Π.”.

///// M i c h e l F o u c a u l t // Interview to Foulek Ringelheim, 12.1983 ///// Μ i c h e l F o u c a u l t // Συνέντευξη στον Foulek Ringelheim, 12.1983 I do not believe that the issue is to learn whether a Δεν πιστεύω ότι το θέμα είναι να μάθουμε αν μια κοινωνία μπορεί να society can or cannot function without a sense of λειτουργήσει χωρίς το συναίσθημα της ενοχής ή όχι, ιδιαίτερα δε αφού η guilt, particularly since society can make guilt funcκοινωνία μπορεί να κάνει την ενοχή να λειτουργήσει ως θεμελιώδης αρχή tion as a basic principle of authority. του δικαιώματος.

2

katalog texts 1A.indd 2-3

R i c c a r d o C a l d u r a // Η Σ κ ην ή τ ο υ Εγ κ λ ή μ α τ ο ς // Διασχίζουμε μια πόλη μέσα από τις σκιές της, ακούγοντας την ηχώ από το παράπονο ενός γεγονότος το οποίο θα προτιμούσαμε μάλλον να λησμονήσουμε. Η δολοφονία, ο φόνος, είναι γεγονότα που κατασκευάζουν όρια του αστικού τοπίου. Ο χώρος του άστεως, μέσα από την καθημερινή του σαφήνεια, μοιάζει να είναι απολαύσιμος μόνο στο βαθμό που μπορεί να απορροφήσει και να αποπροσωποποιήσει το εκάστοτε τραγικό συμβάν. Ο τόπος του εγκλήματος είναι κενός τόπος που γεννιέται στον πυκνό ιστό του αστικού τοπίου. Γι αυτό, κατά τις φάσεις κάποιας αστυνομικής έρευνας, εκείνη η συγκεκριμένη περιοχή περιφράσσεται, οριοθετείται, περιγράφεται λεπτομερώς. Αυτός ο περιφραγμένος κενός τόπος μπορεί να σημαδευτεί από κάποια κατάσταση προσωρινά ανεκτή, αν πρόκειται για κοινό έγκλημα. Όταν όμως πρόκειται για συμβάν που έχει συλλογική ισχύ, τότε η σκηνή του εγκλήματος θα μείνει χαραγμένη, συμβολικά, με ένα μνημείο, μια αναμνηστική επιγραφή η μια πινακίδα με το όνομα που θα ονομάσει ξανά εκείνον τον τόπο σαν να τον βαπτίζει. Στην περίπτωση του εγκλήματος, όπως κοινά το αντιλαμβανόμαστε, δεν υπάρχει ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στον τόπο του εγκλήματος και στο γεγονός. Συνέβη κάτι που μπορούσε να είχε συμβεί εκεί όπως και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος. Το έγκλημα με το οποίο αφαιρείται η ζωή κάποιου ανθρώπου, παρ’ όλο που είναι ιδιωτικό γεγονός, όσο τραγικό και αν είναι, δεν αφορά στους τόπους του εγκλήματος σε

/////

τῶν χειρῶν εἶναι συνεσπασμένοι˙ πρὸς τὰς παλαμιαίας ἐπιφανείας. Ἡ θέσις οὔτη τῶν χειρῶν

#03

///// R i c c a r d o C a l d u r a // C r i m e S c e n e // We traverse a city through its shadows, listening to the echoing complaint of an event we would probably rather forget. Murders, killings, these are events that construct borders in the urban landscape. The city space, through its daily lucidness, appears to be enjoyable only up to the point it can absorb and depersonalize each tragic event. The crime site is an empty site, born in the dense web of the urban landscape. This is why, during the various phases of a police investigation, that particular area is cordoned off, delineated, described in detail. This blocked off, empty site may be marked by a certain situation which, when it is a common crime, is temporarily tolerable. When, however, this event has a collective impact, the crime scene will remain, symbolically imprinted through a monument, a commemorative inscription, or a plaque with the name, which will proceed to rename that site as if it were baptizing it. In the case of a crime, as we commonly understand it, there is no particular relationship between the crime site and the event. Something occurred, which could just as easily have occurred there as anywhere else. The crime, which takes a person’s life, although it is a private event, however tragic it may be, has no in depth link with the crime sites. Or rather, it marks the site with traces, which very soon will be barely visible, and then will finally be obliterated. The site, temporarily evacuated due to the irrationality of the crime, will be absorbed by its urban dimension and revert to its

3

13/10/2009 2:13:28 πμ


βάθος. Η μάλλον, τους σημαδεύει με ίχνη που σύντομα μόλις θα διακρίνονται, μέχρι να εξαλειφτούν εντελώς. Ο τόπος που εκκενώθηκε προσωρινά λόγω του παραλογισμού του εγκλήματος, θα απορροφηθεί απ’ την αστική του διάσταση και θα ξαναπαραδοθεί στην ανωνυμία του. Αν η πόλη διατηρούσε συνεχώς, και άρα όχι μόνο ως φυσικός τόπος αλλά και ως τόπος ιστορικής μνήμης, ίχνη από κάθε εγκληματική ενέργεια που συνέβη, η ίδια η πόλη θα κινδύνευε να μεταμορφωθεί σε μια εκτεταμένη σκηνή εγκλήματος, σε έναν «εκτοπισμένο» τόπο, έναν τόπο απροσπέλαστο. Μόνο η διαδικασία επαναφοράς των τόπων στην ανωνυμία επιτρέπει ώστε η πόλη να μη μεταμορφωθεί σε διαρκή « σκηνή του εγκλήματος». Αν το έγκλημα ωστόσο δεν είναι περιορισμένο στην ιδιωτική σφαίρα των ατόμων, αν η σημασία του αφορά το σύνολο, τότε αποτελεί μέρος της συμβολικής φαντασίας του αστικού τοπίου. την περίπτωση η διαδικασία απορρόφησης του εκτοπισμένου τόπου και άρα η επαναφορά του στην κοινή ζωή απαιτεί μια διαδικασία πιο πολύπλοκη που θα συνδέει άρρηκτα τους τόπους του τραγικού συμβάντος. Το μνημείο ή η μαρμάρινη επιγραφή ως ανάμνηση των θυμάτων του ναζισμού σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις χαρακτηρίζουν τους αστικούς τόπους, υπενθυμίζοντας εγκλήματα που άλλαξαν την ιστορία της ηπείρου. Και σ’ αυτή την περίπτωση ο αστικός τόπος παραδίδεται στη συλλογική χρήση. Σε αντίθεση όμως με το ιδιωτικό εγκληματικό γεγονός, η επαναφορά του εκτοπισμένου anonymity. If the city constantly preserved traces of every criminal activity that occurred, functioning not just as a natural place, but as a place of historical memory, the city itself would risk being transformed into an extended crime scene, a “displaced” place, an inaccessible place. Only the process of restoring the anonymity of sites permits the city to escape being transformed into a constant crime scene. If, however, the crime is not limited to the private individual sphere, if its importance concerns the whole, then it comprises part of the symbolic imagination of the civic landscape. In this case, the process of absorbing the displaced landscape, and hence, its reinstatement in regular life demands a more complex process, which will indissolubly link the locations of the tragic event. The monuments, or marble inscriptions, that commemorate the victims of Nazism in many European cities characterize the urban sites, recalling crimes that altered the continent’s history. And in this case, the urban site is relinquished to a collective use. But, contrary to the private criminal event, the act of restoring the displaced site to the common space is accomplished through the presence of markers that recall and simultaneously distance that tragic event. Only the presence of the “residue” remaining after the tragic event makes it possible for the crime to be absorbed into the urban landscape. The city is also defined thanks to the collective memory of its “displaced” sites. The city lives by assimilating those lifeless sites, be they the ordinary sites of private

4

katalog texts 1A.indd 4-5

τόπου στον κοινό χώρο πραγματοποιείται χάρη στην παρουσία σημαδιών που θυμίζουν και συγχρόνως απομακρύνουν εκείνο το τραγικό γεγονός. Είναι μόνο η παρουσία του «υπολείμματος» που απομένει μετά από το τραγικό γεγονός το οποίο καθιστά δυνατή την απορρόφηση του εγκλήματος στο αστικό τοπίο. Η πόλη προσδιορίζεται χάρη και στη συλλογική μνήμη των «εκτοπισμένων» τόπων της. Η πόλη ζει αφομοιώνοντας τους τόπους, τους κενούς από ζωή, είτε είναι τόποι κοινοί ιδιωτικού εγκλήματος είτε τόποι τραγωδίας με σοβαρές συλλογικές συνέπειες. Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη για την πόλη ως κοινό τόπο έτσι ώστε ο,τι τραγικό έχει συμβεί να μπορεί να χαραχτεί σε μια ευρεία και αποδεκτή διάσταση. Η σύγχρονη πόλη, από τη γαλλική επανάσταση και έπειτα, προσδιορίζεται χάρη σε τέτοιους συμβολικούς τόπους της αποδέκτης τραγωδίας. Έτσι επαναπορροφάται στις δυναμικές του αστικού της τοπιού ακόμη κι όταν η τραγωδία έχει προκληθεί από εγκλήματα τέτοιων διαστάσεων που αφαιρούν από την πόλη ακόμη και τους λόγους ύπαρξης της: Ground Zero, στην Nέα Yόρκη. Η συμβολική σημασία του τραγικού γεγονότος είναι εκείνη η λεπτή γραμμή που χωρίζει αλλά και συγκρατεί την ανάμνηση και τη λήθη. Η πόλη είναι μια εκπληκτική στρωματοποίηση τραγικών γεγονότων τα όποια ενθυμούμαστε/ λησμονούμε. Αυτή η ιδία γεννά συμβολικούς τόπους για να είναι σε θέση να απορροφά την τραγικότητα των γεγονότων που είχαν τη δύναμη να αρνηθούν την ιδία την ύπαρξη crimes or sites of tragedies that had serious collective consequences. In this case, there has to exist a prevailing view of the city as a shared place, so that whatever tragedy has occurred can be inscribed in a broad and sanctioned dimension. From the French Revolution on, the contemporary city is defined through such symbolic sites of acknowledged tragedy. Thus, it is reabsorbed into the dynamic of the city’s civic landscape, even when the tragedy has been caused by crimes of such dimensions as to divest the city of its very reasons for existing: Ground Zero, in New York. The symbolic meaning of the tragic event is that thin line that separates, as well as maintains, remembrance and oblivion. The city is an amazing layering of tragic events that we remember/forget. The city itself gives birth to symbolic sites in order to be in a position to absorb the tragic quality of events that had the power to deny the city’s very existence. As a common place of weathered experiences, and therefore, the passage of various crime scenes that enrich history and places, the city is feasible because of the shift between these two speeds, memory and oblivion. If the city insisted on remembering the tragic events that took place in it, it would be unable to seek recognition as the common ground for a potential reconciliation. Reconciliation and anonymity appear to be synonymous in the urban landscape’s usage. This is why Resistance monuments in Europe appear to be running up against the new image Europe has projected since 1989 and find themselves subject to the slow

5

13/10/2009 2:13:28 πμ


της πόλης. Η πόλη ως κοινός τόπος βιωμένων εμπειριών, και επομένως το πέρασμα των διαφόρων «σκήνων του εγκλήματος» που εμπλουτίζουν την ιστορία και τους τόπους είναι εφικτό χάρη στην εναλλαγή των δυο αυτών ταχυτήτων, της μνήμης και της λήθης. Αν η πόλη επέμενε να θυμάται τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν σ αυτήν, δεν θα μπορούσε να επιδιώκει την αναγνώριση της ως κοινού τόπου πιθανής συμφιλίωσης. Συμφιλίωση και ανωνυμία μοιάζουν να είναι συνώνυμα στη χρήση του αστικού τοπιού. Γι’ αυτό και τα μνημεία της αντίστασης στην Ευρώπη μοιάζουν να προσκρούουν στη νέα εικόνα της Ευρώπης που πρόβαλε από το 1989 και να υπόκεινται σε έναν αργό μαρασμό της συμβολικής τους σημασίας. Πλατειές, δρόμοι, έργα αφιερωμένα ακόμη στα τραγικά χρόνια της δεύτερης σύρραξης, decay of their symbolic meaning. After the fall of the Berlin Wall, squares, streets, even artwork dedicated to the tragic years of the second great conflict of the 20th century, are seemingly in a stage of being completely absorbed by the urban web; they are, finally, healed scars. The slow process of assimilation, which makes life on the common ground of the reconciled city feasible, tends to destroy the symbolic value of the tragedy of the crime the Wall reminds us of, transforming it into a sightseeing attraction: Peter Eisenman’s Holocaust Memorial in Berlin. The restoration of an event’s tragic aspect sometimes assumes the characteristics of a technical process on the “residues of memory” that are progressively losing their symbolic meaning. Art may carry out equivalent technical processes, something which occurred, for example, in the urban landscape on the occasion of the fourth Skulptur. Projekte Münster 2007 (International Sculpture Projects Münster). Gustav Metzger in Αequivalenz-Shattered Stones (www.aequivalenz.com) proposed an exercise of transporting certain partially shaped stones from two different cities, Münster in Germany and Coventry in England. What these two cities have in common is the experience of enduring constant bombings during World War II, which almost completely destroyed them. Metger’s work recalls the tragic dimensions of the crime planned during the 1940s, and honours them in the present, while presenting itself as just a simple anonymous road maintenance project. We scatter throughout the city incoherent markers (stones transported to various cities) to remember the destruction that occurred in the past, i.e., we try to work inside that particular margin, which has yet to be weakened by the collective memory of the tragic event. Might this be the type of technical process that remains to be carried out in a quiet city? As if, while visiting a psychologist on an civic scale , we try to rekindle the ashes of pain, to see whether anything comes to life, whether there might still be something burning; whether there still remains something with the power to remind the quiet city of those “displaced” sites, which, once upon a time, had dissolved its web.

6

katalog texts 1A.indd 6-7

μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου είναι σαν να βρίσκονταν σε φάση ολοκληρωτικής απορρόφησης στον αστικό ιστό, είναι πια επουλωμένες ουλές. Η αργή διαδικασία αφομοίωσης, που καθιστά εφικτή τη ζωή στον κοινό τόπο της συμφιλιωμένης πόλης, τείνει να καταστρέψει τη συμβολική αξία της τραγικότητας του εγκλήματος που θυμόμαστε από το τείχος, μεταμορφώνοντάς τη σε τουριστικό αξιοθέατο: το μνημείο στο ολοκαύτωμα του Eisenman στο Βερολίνο. Η επαναφορά της τραγικότητας του γεγονότος προσλαμβάνει μερικές φορές χαρακτηριστικά τεχνητής διεργασίας γύρω από τα «υπολείμματα μνήμης» που χάνουν σταδιακά τη συμβολική τους σημασία. Η τέχνη μπορεί να προβεί σε ανάλογες τεχνητές διεργασίες, όπως συνέβη για παράδειγμα στο αστικό τοπίο με την ευκαιρία της τελευταίας έκδοσης « Sculptur. Projekte Münster 2007». Ο Gustav Metzger πρότεινε με το έργο του « Αequivalenz-Shattered Stones» κάποια άσκηση μεταφοράς ορισμένων ημικατεργασμενων λίθων σε δυο διαφορετικές πόλεις, το Münster στη Γερμάνια και το Coventry στην Αγγλία. “Οι δυο αυτές πόλεις έχουν ως κοινό στοιχείο τους συνεχείς βομβαρδισμούς που υπέστησαν στο 2 παγκόσμιο πόλεμο και οι οποίοι τις κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς. Το έργο του Metzger θύμιζε τις τραγικές διαστάσεις του εγκλήματος που σχεδιάστηκε στη δεκαετία του ’40 και απέδιδε τιμή στις μέρες μας, ενώ παρουσιαζόταν σαν να επρόκειτο για κάποια ανώνυμη εργασία συντήρησης δρόμων”. (www.aequivalenz.com) Σκορπίζουμε στην πόλη ασυνάρτητα σημάδια (λίθοι που μεταφέρονται σε διαφορές πόλεις) για να θυμόμαστε την καταστροφή που κάποτε συνέβη: δηλαδή προσπαθούμε να δουλεύουμε στο ιδιαίτερο περιθώριο, το όχι ακόμη αποδυναμωμένο από τη συλλογική ανάμνηση του τραγικού γεγονότος. Μήπως είναι τέτοιου είδους τεχνητή διεργασία εκείνη που απομένει να γίνει σε μια ήσυχη πόλη; Σαν να επρόκειτο για μια επίσκεψη στον ψυχαναλυτή σε αστική κλίμακα, κατά τη διάρκεια της οποίας προσπαθούμε να φυσήσουμε ξανά τις στάχτες του πόνου και να δούμε μήπως κάτι ζωντανεύει, μήπως κάτι καίει ακόμη: μήπως κάτι έχει ακόμη δύναμη να θυμίζει στην ήσυχη πόλη εκείνους τους «εκτοπισμένους» τόπους της που κάποτε είχαν διαλύσει τον ιστό της.

7

13/10/2009 2:13:28 πμ


///// ΔΙΚΟΓΡΑΦΊΑ // Κατηγορούμενος // Accused // 1947 //

/////

“... για τις δουλειές που ευθύνομαι προσωπικά, αυτές “This is inaccurate. Now, as regards the jobs I am directly

είναι: ο συντονισμός ενεργειών και τα χτυπήματα. Τον Κ... responsible for, these are: Coordinating activities and the

εγώ προσωπικά έδωσα εντολή να τον παρακολουθήσουν attacks. I personally gave instructions to follow K. and he

και εκτελέστηκε. ’Ήμουν υπεύθυνος εγώ. Για τον Π..., was executed. I was responsible. I also take responsibil-

εγώ παίρνω την ευθύνη. Για το καφενείο “Ελληνικόν”, ity for P. As regards the Hellenikon coffee shop, I gave

εγώ έδωσα εντολή στο Δ... και έριξαν τις χειροβομβίδες. the order to D. and they threw the grenades. As

Για την Τούμπα και το καφενείο του Μπόνου, προσωπικά regards Toumba and Bonou’s coffee shop, I went

πήγα εγώ. Για τους αεροπόρους, εγώ έκανα την there myself. Regarding the airmen, I followed

παρακολούθηση. Αν ένα παιδί δεν μπορούσε να ρίξει τη them. If a fellow could not throw the grenade, I

χειροβομβίδα, θα την έριχνα εγώ.’’ would throw it.”

8

katalog texts 1A.indd 8-9

Α ρ ι σ τ ε ί δ η ς Αν τ ο ν ά ς

// Π ο λ ε ο δ ο μ ί α τ ο υ Φ ό ν ο υ // Ο ΦΟΝΟΣ

ΩΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ / Η προσέγγιση της πόλης από την οδό των εξαιρετικών

#05

#06

στιγμών της, η αναζήτηση της αστικότητας, μέσα από άνομα, άτυπα περιστατικά που έλαβαν χώρα σε περιοχές της, δεν επιχειρεί εδώ να αναδείξει το περιστασιακό συμβάν όπως θα ξεπρόβαλε μέσα από το ουδέταιρο σκηνικό της αστικής ομοιομορφίας. Δεν αναζητά την εξαίρεση αποκηρύσσοντας τον κανόνα. Με ιδιαίτερο τρόπο σημασία έχει εδώ, ενώ συνεχίζουμε να αναφερόμαστε στην εξαίρεση, να οργανωθούν συναρτήσεις του κανόνα: η ουδεταιρότητα του σκηνικού της πόλης δεν είναι σύμπτωμα το οποίο η πόλη παρουσίασε ενώ τάχα ο πολιτισμός της πόλης γινόταν όλο και πιο αναυθεντικός: η ουδεταιρότητα είναι η μεγάλη κατασκευή της αστικότητας. Ο φόνος από την ίδια οπτική γωνία δεν αποτελεί οποιαδήποτε εξαίρεση στο –περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενές- σύστημα μιας αστικής δομής: ο φόνος εκφράζει κάποια απειλή την οποία καλείται να τιθασσεύσει εκ των προτέρων οποιοσδήποτε αστικός σχηματισμός. Όχι ακριβώς κάτι απρόβλεπτο αλλά κάτι που αντιμετωπίζεται με προσοχή, προκειμένου να μην δοθεί σε αυτό οποιαδήποτε συνέχεια που θα το έκανε να πάψει να είναι μεμονωμένο περιστατικό. Η πόλη από την συνθήκη της αστικής συγκρότησης κατασκευάζεται για να αποσιωπά τον φόνο. Η αστική κουλτούρα συνδέεται με τεχνικές της αποσιώπησης. Από ποια οδό θα προσεγγίσουμε τον φόνο; Ο φόνος ενδιαφέρει ως υλικό που /////

Aristide Antonas

// U r b a n P l a n n i n g f o r M u r d e r // MURDER

AS AN EXCEPTIONAL MOMENT / Approaching the city through the path of its excep-

tional moments, the search for urbanity through illegal, unsanctioned incidents that took place in various city locations, does not constitute here an attempt to highlight the accidental event as it would emerge from the neutral backdrop of urban uniformity. It does not seek the exception by renouncing the rule. In a specific fashion, it is important here while, continuing to refer to the exception, to organize certain functions, which serve the rule: the neutrality of the city’s scenery is not a symptom demonstrated by the city while supposedly its civilization was becoming more and more inauthentic: neutrality is the great construct of urbanity. From the same perspective, murder constitutes no exception whatsoever in the—more or less homogeneous— system of a civic structure: murder expresses some threat that from the very beginning every civic configuration is called upon to tame. Not exactly something unpredictable, but something carefully handled to avoid prolonging it in any way, which would turn it into something other than an isolated incident. The civic composition condition constructs the city to cover up murder. Civic culture is linked to the techniques of this cover-up. What path shall we take to approach murder? Murder is interesting as material that eludes the usual architectural or urban negotiations, or simply remains an exotic ele9

13/10/2009 2:13:28 πμ


διαφεύγει από τις συνήθεις αρχιτεκτονικές ή πολεοδομικές διαπραγματεύσεις ή παραμένει σε αυτές απλό εξωτικό στοιχείο. Πού οφείλεται αυτός ο ξενισμός; Η αρχιτεκτονική τείνει να οργανώνει γύρω της συνήθειες. Ένα εμπόδιο οργανώνει τη συστηματική παράκαμψή του και έτσι το εμπόδιο οργανώνει κάποια αρχιτεκτονική. Ένα παράθυρο στο εμπόδιο φτιάχνει ένα κάδρο για συνήθη παρατήρηση, κατασκευάζει έναν παρατηρητή σε μια θέση, μπρος σε ένα πλαίσιο: έτσι το παράθυρο οργανώνει το είδος κάποιας αρχιτεκτονικής. Η υλική συγκρότηση οργανώνει κάποια άυλη συνήθη επαναληπτικότητα. Ακόμα περισσότερο αυτό συμβαίνει με το τραπέζι, το κρεβάτι, τη λεκάνη, το νιπτήρα, την κουζίνα : η αρχιτεκτονική τοποθετεί τα όργανα κάποιας παγίωσης συνηθειών σε τέτοιες θέσεις ώστε να σχηματίζει κανόνες λειτουργίας και πιο πολύπλοκες συνήθειες γύρω από αυτά. Ας δούμε αρχικά τον φόνο λοιπόν ως κάτι που δεν χωράει σε αυτή τη συνήθη αρχιτεκτονική πρόβλεψη. Αντιμετωπίζουμε συνήθως τον φόνο ως μεμονωμένο ανεπανάληπτο συμβάν. Εκφράζει κάτι που υποθέτουμε πως η αρχιτεκτονική δεν ελέγχει. Κι ωστόσο στην πόλη ο φόνος είναι ένα παράθυρο και ένα εμπόδιο. Ο μεμονωμένος φόνος περιέχει στη δομή του το ξάφνιασμα μιας απρόβλεπτης δράσης. Παρουσιάζεται ως προνομιακό συμβάν. Η καθημερινότητα θεματοποιήθηκε συχνά στον μοντερνισμό και στις θεωρήσεις που κατασκευάστηκαν μετά από τον μοντερνισμό ως αναυθεντική κατασκευή άξια να αναδιατάσσεται με συνεχείς ment to them. To what do we owe this alienism? Architecture tends to organize customs around it. An obstacle arranges its own systematic circumvention and thus, the obstacle organizes a certain architecture. A window located at the obstacle creates a frame for habitual observation; it constructs an observer positioned in front of a frame; thus, the window organizes a certain type of architecture. Material accumulation organizes an immaterial, usually, recurrence. This occurs even more with tables, beds, basins, washbasins, stoves: Architecture places the instruments that consolidate certain habits in such positions as to create rules of operation and more complex customs around them. Let us then begin by viewing murder as something that does not fit into the usual architectural prediction. We usually view murder as an isolated one-time only event. It expresses something we assume architecture does not control. And yet, in the city, murder is a window and an obstacle. A single murder contains in its very structure the shock of an unforeseen action. It presents itself as a privileged event. The everyday was frequently turned into a subject by Modernism, which, along with the theories that developed subsequently, viewed the everyday as an inauthentic construct, which warranted being reordered through constant denials and a constant drive for change. The way the everyday is structured already frequently creates in Modernism a subject we are duty-bound to strike a blow against. If Modernism is organized as a function, as an attack against everything that

10

katalog texts 1A.indd 10-11

αρνήσεις και συνεχή ορμή για αλλαγή. Ο τρόπος που δομείται η καθημερινότητα θεματοποιεί ήδη συχνά στον μοντερνισμό κάτι απέναντι στο οποίο οφείλουμε ένα χτύπημα. Αν ο μοντερνισμός οργανώνεται ως συνάρτηση, ως επίθεση σέ ό,τι φαντάζει δεδομένο, θα έπρεπε να καταννοούμε επίσης ότι ο φόνος είναι βασική θεωρητική στιγμή του μοντερνισμού. Περισσότερο από κάτι συγκεκριμένο, σε κάποια βάση που οργανώνει μαζικά το μοντέρνο φαντασιακό, ο φόνος είναι προνομιακή θεωρητική στιγμή αποτίναξης του δεδομένου: εν προκειμένω του ίδιου του καθημερινού στοιχείου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Προβάλει έτσι ως κρυφή υλοποίηση του φανερού ιδεώδους του μοντερνισμού. Κι ωστόσο ένας ύμνος στο ασυνήθιστο συμβάν δεν φαίνεται να προδιαγράφει κάποιο διαχειριστικό πλεονέκτημα για το πολιτικό στοιχείο σήμερα, ούτε όμως φαίνεται να οργανώνει κάποια ψύχραιμη περιγραφή των πολιτικών φαινομένων. H εστίαση στο “καταχωρημένο”, αντίθετα, διατηρεί το πλεονέκτημα της ερμηνευτικής διαμόρφωσης – παραμόρφωσης: το πεδίο των καταγεγραμμένων ανθρώπινων δράσεων είναι εκείνο για το οποίο μπορούμε πάντοτε να συνεχίζουμε να μιλάμε, επειδή οι δράσεις γράφτηκαν, πάγωσαν σε κάποια θέση και μπορούμε τώρα να τις αξιοποιήσουμε σαν να τις κατασκευάζουμε εκ νέου, ευεργετικά ή όχι, ερμηνεύοντας. Κάθε τέτοια επένδυση σε ανάγνωση εξελίσσεται ως συμβάν μέσα στο πεδίο των γεγονότων σαν σημασιοδοτική κατασκευαστικότητα που έχει κάθε φορά την πολιτική αξία της. Κι ακόμα εν σχέσει προς τον αστικό φόνο: ως ασυνήθιστο συμβάν ζητά ενίοτε ασυνείδητα την ανατροπή ενός πολεοδομικού appears a given fact, we should also understand that murder is a basic theoretical moment of Modernism. More than anything specific, a certain foundation that collectively organizes the modern imagination, presents murder as a privileged theoretical moment, which casts off the given fact; in this case the everyday element. It thus appears as the secret materialization of the visible ideal of modernism. Nevertheless, praising the unusual event today does not appear to prescribe some administrative advantage for the political element, nor however, does it appear to organize a certain dispassionate description of political phenomena. A focus on what is documented, on the other side, retains the privilege of the interpretive configuration—and distortion; we can always continue talking about the field of documented human activities, because the activities were written down, frozen in some position, and we can now take advantage of them as if constructing them from the beginning, beneficially or not. Every such investment in reading evolves as an event within the field of facts as a signifying constructivism that has political value every time. And even in relation to the urban murder; as an uncommon event, it requests, sometimes unconsciously, the overthrow of an urban organism constructed to subdue it. Before arriving at this description, we must understand murder’s ability to occur the

11

13/10/2009 2:13:28 πμ


οργανισμού που κατασκευάστηκε για να τον υποτάξει. Πριν φθάσουμε σε αυτή την περιγραφή καλούμαστε να κατανοήσουμε τον φόνο στην ιδιότητά του να συμβαίνει εκάστοτε με ιδιαίτερο τρόπο. Διαλέγουμε τη σκηνή του δικού μας έργου: κάποια ανάγνωση ενός αποσπάσματος του Badiou επεξηγηματικού για κάποια διάκριση ανάμεσα στο συμβάν [ événement ] και στο γεγονός [ fait ]: η ανάγνωση σε μια πόλη σημαδεμένη από ιδιαίτερα φονικά συμβάντα: την Θεσσαλονίκη. Η ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ / Ο Ελβετός καλλιτέχνης Thomas Hirschhorn, επιχειρηματολογεί (σε μία μαγνητοσκοπημένη συνέντευξή του που διανέμεται από την Tate Modern στο Ιnternet [1]), “εναντίον [1] [ http://www.tate.org.uk/ της δικτατορίας των γεγονότων”: αρκετά tateshots/episode.jsp?item=9115 ], Επισκεψη στις 12.09.2009. συνήθης τακτική που οργανώνεται εναντίον του διευρυνόμενου πολιτισμού της πληροφορίας. Η δύναμη της άποψης σταθεροποιείται ενώ συνεχίζουν να υπογραμμίζονται και να καταγράφονται, με ιδιαίτερο τρόπο, “γεγονότα”. Με λεπτότητα και επιτήδευση, κείμενα διαχειρίζονται ενίοτε το θέμα του “γεγονότος”, “απορρίπτοντας” την έννοια ως προβληματική μετά από προσεκτική ανάλυση: αναφέρομαι ειδικά στην διαφοροποίηση του Alain Badiou μεταξύ “γεγονότος” και [2]Alain Βadiou, Being “συμβάντος”: μπορούμε να την θεωρήσουμε ως μία από τις and Event, Continuum, πιο ενδιαφέρουσες. (πβ. το μικρό κείμενο του συγγραφέα (L’être et l’événement, Paris, Seuil, 1988). unique way it occurs. We select the scene of our own project: a reading of a Badiou extract, illustrative of a certain distinction he makes between event (evenement) and fact (fait): The reading to take place in a city marked by particularly murderous events: Thessaloniki. BECOMINGNESS AS IDEALIZED CONCEPT / The Swiss artist Thomas Hirschhorn, in a video interview distributed by the Tate Modern 1. [ http://www.tate.org.uk/ on the Internet [1], argues “against the dictatortateshots/episode.jsp?item=9115 ], visited on 12.09.2009. ship of facts”. It is not rare to hear or read intellectuals who rail against a questionable “data civilization” that grows and empowers itself while reproducing re[2] seuil, 1985. cordings of facts. Furthermore, we sometimes encounter opinions that appear to treat the concept of fact delicately and with sophistication, then “rejecting” it again, sometimes, after a thorough investigation. We can refer particularly to Alain Badiou’s distinction between fact and event, which can be considered one of the most interesting, [3]Alain Βadiou, Being and Event, Continuum, e.g., in Peut-on penser la politique? [2], a (L’être et l’événement, Paris, Seuil, 1988). relatively late text (1985) by the writer of Being and Event [3]. Thus, in Badiou’s description, we encounter a voluntary rupture introduced between the two notions

12

katalog texts 1A.indd 12-13

του L’être et l’événement [ 2 ], Peut-on penser la politique? [ 3 ]. Στην περιγραφή του Badiou, οργανώνεται ηθελημένη ρήξη ανάμεσα στις έννοιες του “συμβάντος” και του “γεγονότος”. Η ρήξη παρουσιάζεται με τον καθορισμό των [3] seuil, 1985. εννοιών. Θα μπορούσαμε να σχηματοποιήσουμε την διάκριση εν σχέσει προς τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την διάρκεια: το “συμβάν” μένει ενεργό στον παρόντα χρόνο, προβάλλεται ευθύς στο μέλλον, σαν να διεκδικεί κάτι από το μέλλον. Το “γεγονός” παρουσιάζεται αντίθετα ως τετελεσμένος κλειστός χρόνος: φυλακισμένο σε κάποια νεκρή αναπαράσταση, ένα γεγονός είναι αναγκαστικά ήδη σχηματισμένο, υποχρεωτικά λήξαν, περιέχει μέσα στον ορισμό του την απουσία ενδιαφέροντος. Ωστόσο, αναπόφευκτα ένα συμβάν εγγράφεται σε πεδία ιχνών. Αν όχι, τότε είναι ένα συμβάν που δεν συμβαίνει. Η δυνατότητα ενός συμβάντος να αφήνει ίχνη το δομεί ως δυνατότητα εξέλιξης. Η δυνατότητα ιχνογράφησης κατασκευάζει την διάρκεια του συμβάντος. Σε αυτή την προοπτική, το συμβάν θα ταυτιζόταν με την δυνατότητα δημιουργίας ιχνών. Το γεγονός θα περιγραφόταν απλά ως σημάδι σε ήδη διαμορφωμένο πεδίο, ως παράθεμα σε θήκη, καταχώρηση σε κατάλογο. Κι όμως δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το συμβάν χωρίς ίχνος ούτε το ίχνος χωρίς συμβάν. Η εξιδανίκευση του συμβάντος και η δαιμονοποίηση του γεγονότος τιμούν τις συνθήκες εξαίρεσης και καλούν για πολιτική δράση, βασισμένη στην ανίχνευση της εξαίρεσης. Ακόμα περισσότερο: το “πολιτικό στοιχείο” ολοένα επαναθεμελιώνεται ενώ ανιχνεύεται πρόβλημα στον κανονιστικό χαρακτήρα μιας κοινότητας. Κάποια ιδιαίτερη στάση στην “μεταβλητότητα” και η ταυτόχρονη άμεση, συμβολική δύναμη που ανιχνεύεται σε κάποια δράση, μπορεί να περιγράψουν την καθοριστική of “fact” and “event”. The rupture is presented through Badiou’s definition of each of these notions; I suggest that we could shape this distinction depending on the way we conceive duration: an “event” stays alive in the present time, “immediately” projected to the future. A “fact” is presented as an accomplished, ended time: always enclosed inside a dead representation, a fact is necessarily already formed, necessarily uninteresting, finished. We can already raise an objection here: to “reject” a “fact” and insist with such emphasis on a definition of politics through the event could be, I believe, an impetuous act. Badiou, though, gives form to this exact rejection of a bureaucratic conception of the fact. His dichotomy between fact and event, even if announced here with a particular, new emphasis, has a profound philosophical past. It seems—from a specific point of view—problematic but it cannot be neglected. This bibliographical past glorifies a type of “open durations”: unaccomplished facts are sometimes “idealized” in their way to form unfinished structures, considered open, living promises. We have to let down a history of this idealized “living duration” that is

13

13/10/2009 2:13:28 πμ


δύναμη ενός συμβάντος. Διά μέσου αυτής της έννοιας οδηγούμαστε εκ νέου στην εξιδανίκευση μιας ζωντανής δομής που συγκρίνεται με την δαιμονοποιημένη νεκρή κατάσταση. Το ίχνος, στην συνθήκη μιας παθητικής ανάγνωσης, αποκρυσταλλώνει το νεκρό και το απογοητευτικό. Μια μακρά ιστορία συνδέει τις ρίζες τις φιλοσοφίας με τό Dasein του Heidegger και τις αναγνώσεις του Bergson από τον Deleuze. Θα υπογραμμίζαμε την απαραίτητη συνύπαρξη δύο κατασκευασμένων αντίθετων πόλων: θα μπορούσαμε να επιχειρηματολογήσουμε λέγοντας ότι το “γεγονός και τό συμβάν” του Badiou ορίζονται μόνο όταν το ένα αναφέρεται στο άλλο, κυκλικά. Συνδέονται με σύμπλοκο τρόπο. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ίδια η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να εννοείται απαραίτητα ως δυναμική επανενεργοποίησης γεγονότων. Θα κρατήσουμε ωστόσο ενεργή την διάκριση μεταξύ συμβάντος καί γεγονότος. Θα αναλογιστούμε ξανά για το είδος της διχοτομίας που κατασκευάζει ενώ θα επισκεπτόμαστε κάποια ιδιαίτερη πόλη διά των φόνων της. «ΑΝΑΙΡΕΣΗ» ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ / Από κάποιο αντίστοιχο σημείο παρατήρησης, μπορούμε να δούμε ότι, όταν ο μοντερνισμός εγέρθηκε ενάντια στην καθημερινότητα, σε προτάσεις σαν αυτή του Βίκτορος Σκλόφσκι, που προσδιόριζε την τέχνη από την ανατροπή του καθημερινού στοιχείου, συναντούσαμε ήδη εξιδανικεύσεις της εξαίρεσης. Η έννοια της ανοικείωσης (ρώσικα: «οστρασνένιγιε») του Σκλόφσκι αντιστοιχεί στην «εξαιρετική» έννοια του συμβάντος όπως την introduced together with the origins of philosophy (an obvious reference to the preSocratic philosophers could find its place here); this is not the time to be exhaustive regarding texts that insist on this trope of conceiving strategies of unaccomplished time; in a Lessing short text on unaccomplished access to truth for example[3], or more emphatically in longer citations we can locate Bergson’s “idealized duration” or even in many texts—in political art history—of Situationist literature. Living duration changes names in the theoretic literature but we can grasp at once its consistence as a unified moral strategy. A plethora of references lead to opinions that share this concern to negate the stability of a dead fact. This extreme attitude names the end of a process and refuses to accept this same end as part of the process. Inevitably, an event is inscribed in a trace field. If not, it is an event that does not happen. It is the possibility that the event might leave traces that construct it as a possibility of happening. The “possibility of tracing” structures the duration of an event. The event would then be a chance to trace; the fact would be a mark occupying an already traced field. Nevertheless, we cannot understand an event without a trace and a trace without an event. Idealizing the event and demonizing the fact can be understood as honouring extraordinary circumstances and as a call for extraordinary political action. Furthermore, the “political” is always precariously refounded while revisiting the normative character of a community.

14

katalog texts 1A.indd 14-15

συναντάμε στον Badiou, και επίσης με άλλες ανάλογες έννοιες όπως εκείνη της αυθεντικότητας (Eigentlichkeit) του Heidegger ή της συγκεκριμένης αυθεντικής σύλληψης του χρόνου στην “στιγμή” (Augenblick). H επιμονή για εξαίρεση, (επιμονή που σημαίνει ήδη για μας αναίρεση ή υπονόμευση της αστικότητας) προωθείται ως ιδιότυπη αυτο-κατασκευή, χωρίς άλλο αποβλέπειν, (με κύριο κατασκευαστικό πρόγραμμα εκείνο της ανατροπής). Είναι ήδη φορμαλιστική αισθητική επιλογή στον Σκλόφσκι, κι έτσι, παράλληλα προς την πολιτική της εκδοχή, η ανατροπή αποτελεί μοντέρνα αισθητική σταθερά. Η ίδια σταθερά γιγαντώνεται στην δυναμική και υπερβολικά εξιδανικευμένη πρόταση των καταστασιακών για ζωή χωρίς αναπαράσταση. Πρόκειται, αν θέλουμε να μείνουμε αυστηροί στον τρόπο με τον οποίο θα εκλάβουμε εδώ τα φαινόμενα, - σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις- για προαστικές νοσταλγίες. Η ρήξη ανάμεσα στο συμβάν και στο γεγονός θα μπορούσε να μεταφραστεί ως διχοτόμηση στο πεδίο της δράσης: διαίρεση του πεδίου ανάμεσα σε δράσεις που διατηρούν κάποιο άνοιγμα προς το μέλλον και σε δράσεις που επιτελέστηκαν, εξαντλήθηκαν και απλά καταχωρήθηκαν: ζωντανές δράσεις και απονεκρωμένες καταχωρήσεις που ξεχωρίζουν ήδη κατά την εκδίπλωσή τους. Δεν είναι βέβαιο ότι ο Badiou επιτυγχάνει να αποφύγει τον ιδεαλισμό που παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του για το “συμβάν”. Eπιστρέφει στην ίδια νεωτερική δομή η οποία αναλαμβάνει A particular “inhabitation of becomingness” together with an immediate symbolic power detected in an action, could describe the definitive force of an event. I believe that through this concept we move again into the idealization of a living structure compared to a demonized lifeless one. The trace in a condition of passive reading crystallizes the dead and the disappointing. A long story connects the roots of philosophy to Heidegger’s Dasein and to Deleuze’s readings of Bergson. We could underline the necessary coexistence of these constructed opposite poles: we could argue that Badiou’s “fact and event” are defined only when the one refers to another, in a circular way. They are related in a complex manner. We could argue that thinking is necessarily a potential reactivation of “facts”; we will thus keep the distinction between fact and event in effect, in order to think again about this dichotomy and revisit, in the same time, a city through its murders. A “REFUTATION” OF IDEALISM / From some corresponding observation point, we might see that when Modernism took a stance against the everyday in agendas like that of Viktor Shklovsky, who defined art through the overthrow of the everyday element, we were already encountering idealizations of the exception. Shklovsky’s concept of defamiliarization (ostranenie in Russian) corresponds to the “exceptional” concept of the event as we find it in Badiou, as well as to other corresponding concepts such as Heidegger’s authenticity (Eigentlichkeit) or the specific authentic conception of

15

13/10/2009 2:13:28 πμ


τώρα να αποκολλήσει και να εξάγει το συμβάν από το στοιχείο της εκπεσμένης καθημερινότητας: η δομή αυτή είναι ίσως μια μη-δομή κατασκευασμένη από ξεχείλισμα και από έλλειμμα. Το συμβάν παρουσιάζεται ως έμβλημα της ιδιαίτερης θεωρητικής συνθήκης που κτίζεται (κατά τον Badiou) από τέσσερις γάλλους: τον Roussau, τον Pascal, τον Mallarmé, τον Lacan. Η δική του ανάγνωσή τους ζητά από τους τέσσερις διανοούμενους να γίνουν εκείνοι που με ιδιαίτερο τρόπο διαχειρίζονται διαφυγές της αναπαράστασης. Ο Badiou θα ήθελε αυτή η αναφορά σε διαφυγές της αναπαράστασης να γίνεται ενώ ο ίδιος μένει απαλλαγμένος από κάθε κατηγορία για μυστικισμό και από κάθε αναγωγή σε ιδεαλισμό ή σε μεταφυσική. Ονομάζει ένα κομμάτι του κειμένου του «αναίρεση του ιδεαλισμού» και καταφεύγει σε κάποια «ανάλογη» ένσταση για ιδεαλισμό που ο Kant απευθύνει στον Hegel: στο ομώνυμο απόσπασμα «αναίρεση του ιδεαλισμού» που περιλαμβάνεται στην Κριτική time in the moment (Augenblick). Insisting on the exception (an insistence that to us already signifies a repeal or undermining of urbanity) is promoted as an idiosyncratic auto-construction, without other purpose (its only construction plan being revolution). It is already a for-

16

katalog texts 1A.indd 16-17

[ 4 ] Στον Badiou η ιδέα της αναπαράστασης συνδέεται με την ιδέα της εκπροσώπησης που είναι στην γαλλική, και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, η ίδια λέξη, εν προκειμένω réprésentation. ο γάλλος φιλόσοφος απορρίπτει λοιπον ταυτόχρονα αναπαράσταση και εκπροσώπηση για να φτιάξει έναν ανοχύρωτο και αναπόφευκτα εξιδανικευμένο, ηθελημένα “κενό” θεωρητικό χώρο: τον χώρο του συμβάντος. η ταυτόχρονη απόρριψη αναπαράστασης και εκπροσώπησης έχει ετυμολογικη βάση, δύο διαφορετικων σημασιων που χωράνε στην ίδια λέξη. Είναι άραγε η αναπαράσταση πολιτικά το ίδιο ύποπτη με την εκπροσώπηση; έχει νόημα να καταδικάσουμε τις δύο έννοιες με το ιδιο επιχειρημα; εξηγοντας την εξαιρετική στιγμή του φόνου ως συνάρτηση του αστικού εξοπλισμού που τον περιμένει προβαίνουμε μοιραία σε μια διαπίστωση: Η πόλη και η αστική κουλτούρα δεν αντιμετωπίζει απλά την αδικία τιμωρώντας. Περισσότερο ή λιγοτερο ο αστικός πολιτισμός επιτυγχάνει να ακυρώσει ‘ή να εξαφανίσει την αδικία, δηλαδή να την εξαντλήσει, να την κάνει αόρατη με “κοινά αποδεκτό” τρόπο. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί ιδιαιτερο παράδειγμα για την κατασκευη της κοινης αυτης αποδοχής: ασ ανατρέξουμε στο πλούσιο αρχείο των φόνων που έγιναν σε αυτήν και στην προσληψη τους. Επιπροσθέτως ας σημειωθεί το ακόλουθο: η αστική λογική χρειάζεται συχνά, για να επικρατήσει, την αναγωγή της πιο τρομερής ενοχής σε στιγμιαίο αδίκημα. Όσο περισσότερο εκτεταμένο γίνεται το πεδίο τέτοιας ενοχής, τόσο περισσότερο η εξουσία χρειάζεται να παραγράφει αδικήματα. η περίπτωση της ελληνικής μεταπολίτευσης ΄ή η διαχείριση του Guadanamo από τον Ομπάμα προσφερονται εδω ως παραδειγματα. απαιτειται εσπευσμένα η λήθη για την ανανέωση δυνατότητας συνυπάρξεων στον αστικό μηχανισμό. Ο ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΌΣΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΕΊΝΑΙ ΦΤΙΑΓΜΕΝΟΣ ΑΠΌ ΛΉΘΗ. H ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΤΕΧΝΙΚΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΙΜΗ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΑ ΕΙΔΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΗ ΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ. Η ΕΞΙΔΑΝΊΚΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΆΝΤΟΣ ΤΟΥ BADIOU ΖΗΤΆ, ΜΈΣΑ ΣΤΗΝ ΊΔΙΑ ΚΊΝΗΣΗ, ΚΑΤΆ ΠΡΏΤΟΝ, ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΠΙΝΘΉΡΑ ΚΑΙ, ΚΑΤΆ ΔΕΎΤΕΡΟΝ, ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΉ ΣΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΚΉ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΉΣ Η ΟΠΟΊΑ ΣΥΣΣΩΜΑΤΏΝΕΙ ομαδεσ ΚΑΙ τισ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΊ. Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΉ, ΜΑΝΙΑΚΉ, ΜΟΝΟΔΙΆΣΤΑΤΗ ΑΝΆΓΝΩΣΗ ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΎΕΙ ΤΟ ΌΡΙΟ, ΤΗΝ ΥΠΈΡΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓΙΚΉ ΑΠΆΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ιδια ΥΠΈΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΟΡΊΟΥ: ΝΑ ΜΙΑ ΠΕΖΉ ΚΑΙ ΚΥΝΙΚΉ ΠΕΡΙΓΡΑΦΉ ΤΟΥ «ΣΥΜΒΆΝΤΟΣ» ΌΠΩΣ ΤΟ ΟΡΊΖΕΙ Ο BADIOU. ΑΠΈΝΑΝΤΙ ΣΕ ΑΥΤΌ Η ΠΌΛΗ ΟΡΓΑΝΏΝΕΙ ΉΔΗ ΣΤΡΑΤΗΓΉΜΑΤΑ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΟΎΝ ΤΙΣ ΑΝΑΓΝΏΣΕΙΣ ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΟ ΔΎΣΛΗΠΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΡΆΣΕΙΣ ΑΠΈΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΒΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΠΟΛΎ ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΈΝΕΣ. ΑΝ ΛΈΓΑΜΕ ΌΤΙ Η ΠΌΛΗ ΠΕΡΙΈΧΕΙ ΑΠΛΏΣ ΈΝΑΝ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΌ ΜΗΧΑΝΙΣΜΌ ΘΑ ΒΛΈΠΑΜΕ ΜΌΝΟΝ ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΆ ΤΟΥ ΖΗΤΉΜΑΤΟΣ. Η ΠΌΛΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΆ ΔΟΜΕΊΤΑΙ ΩΣ ΤΈΤΟΙΑ ΑΚΎΡΩΣΗ, ΩΣ ΚΤΙΣΜΈΝΗ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΠΟΊΗΣΗ ΚΑΙ ΩΣ ΑΡΧΕΙΟΘΕΤΙΚΉ ΚΑΤΑΤΑΚΤΙΚΉ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ. Η ΠΟΛΗ ΔΟΜΕΙΤΑΙ ΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ.

του Καθαρού λόγου και του οποίου ο Badiou δανείζεται τον τίτλο για το δικό του κεφάλαιο. [4] ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚHΣ ΠIΣΤΗΣ / Η ανάγνωση ενός παραδειγματικού συμβάντος από τον Badiou βασίζεται σε κάποια παγερή περιγραφή ενός γεγονότος. Στην περίπτωση της εξέγερσης στην βιομηχανία Talbot της Γαλλίας μια περιγραφή, για τον Badiou, είναι εύκολη: η αντικειμενικότητα είναι εύκολη. Υποστηρίζει πως μια απλή αντικειμενική αποτύπωση γεγονότων δεν εμφανίζει την δυναμική του συμβάντος. Κινδυνεύουμε λοιπόν να χάσουμε ένα συμβάν μέσα στα γεγονότα. “Πρέπει να παραμερίσουμε όλα τα γεγονότα για να επέλθει το συμβάν”, γράφει. Η ιδιότητα του συμβάντος δείχνει σε αυτήν την προοπτική, τη δυνατότητα μιας δράσης να ακτινοβολεί κάτι “αληθές”. Μολοντούτο η ρητορική του Badiou περί υπεροχής του συμβάντος εν σχέσει προς το γεγονός, χρειάζεται σε πολλά επίπεδα το “γεγονός” ώστε να δειχθεί κάποιο είδος “συμβολικής υπερτροφίας” (δικός μου όρος: επιχειρώ να σχηματοποιήσω τον λόγο του Badiou) που κατασκευάζει “αμέσως” μια δράση ως συμβάν. Η διερεύνηση του Badiou εν σχέσει προς το “συμβάν Talbot” καταλήγει στην έννοια της αδικίας: η αδικία που υφίστανται τα θύματα κατασκευάζει το συμβάν και όχι ένα απλό πιθανό γεγονός, αφού δια της αδικίας αναιρείται η δυνατότητα όποιας “απλής αντικειμενικότητας”. Η αδικία εδώ έχει μεταμορφωτικό ρόλο και συγκροτησιακή δύναμη για το επισυμβαίνειν του συμβάντος. Η απόσταση malist aesthetic choice for Shklovsky, and thus, parallel to its political interpretation, reversal constitutes a modern aesthetic constant. The same constant looms gigantic in the dynamic and overly idealized proposal of the Situationalists regarding life without representation. Should we wish to take a strict line regarding our take on phenomena, this is—in many of these cases—pre-civic nostalgia. The rupture between fact and event could be translated as the bifurcation between an act—expanding towards the future, and the unimportant traces—left over after ended acts. It is not certain that Badiou succeeds in overcoming the idealization that is installed within his observation of an “event”. He returns to the Modernist configuration of the same structure that now takes over extracting the event from the element of a degraded everyday: This structure may be a non-structure built of overflow and scarcity. The event is presented as the emblem of the particular theoretical condition constructed (according to Badiou) by four Frenchmen: Rousseau, Pascal, Mallarmé, and Lacan. His reading requires the four intellectuals to become the ones who will manage representation’s evasions in a particular way. Badiou would like this reference to representation’s evasions to take place, while he himself remains unfettered by any accusation of mystification, and from every reference to idealism or metaphysics. He titles part of his text “Refutation of Idealism” and takes refuge in an “analogous” objection to idealism, which Kant addresses to Hegel in the extract of the same title, “Refuta-

17

13/10/2009 2:13:28 πμ


ανάμεσα στην απλή τετελεσμένη καταγραφή και κάποια ανοικτή προς το μέλλον δράση ρυθμίζει την διαφορά ανάμεσα στο συμβάν και το γεγονός του Badiou. Κάποιο ιδιαίτερο άνοιγμα προς την απόφαση σημαδεύει την χρονικότητα του συμβάντος. Η διαπλοκή της εξέλιξης κάποιας ενέργειας (action) όπως την περιγράφει ο Badiou σχηματίζεται ως μικρή γενεαλογία (ο ίδιος δεν θα την παρουσίαζε ίσως ποτέ ως τέτοια, ανακοινώνει ωστόσο μια σειρά εννοιών στο κεφάλαιό του με τίτλο «ορισμοί και αξιώματα») η οποία ξεκινά από την δομή μιας κατάστασης και οδηγεί στην άρθρωση της πολιτικής πίστης. Στην μικρή tion of Idealism”, contained in his Critique of Pure Reason, and which Badiou borrows for his own chapter [ 4 ]. GENEALOGY OF

POLITICAL

FAITH / Badiou’s reading of an

event is based on the cold description of a fact. In the case of the Talbot factory revolt in France [5], a description is easy for Badiou; objectivity is simple. He claims a simple objective depiction of events does not exhibit the dynamic

18

katalog texts 1A.indd 18-19

[ 4 ] For Badiou the idea of representation is linked with both the idea of depiction as well as of acting in someone’s stead; the word shares this meaning in French as well as other European languages. This representation’s rejection mechanism is common and in Badiou’s case is presented with an unrestrained passion; the French philosopher simultaneously rejects both meanings of representation to create an unprotected, preyed upon, and unavoidably idealized, deliberately “empty” theoretical space; the space of the event. The consequence of this simultaneous rejection (of a particular quirk of some European languages where the same word describes two different “meanings”) is based on the two different aspects the same word contains. But is the representation of a situation –in a political level of investigating- equally suspect as the representation of a group of people by one person? Does it make sense to condemn both meanings at the same time? My answer would have to be inscribed in a gesture: Εxplaining the exceptional moment of the murder as a function of the civic arsenal that awaits it I distinguish the situation of every murder from the frame that is formed to receive it. The “exceptional” does not seem to negate normality from this point of view. The “event” seems to be inscribed in the rationale of the “fact”. Cities and civic culture do not simply deal with injustice through mere punishment. Rather, civic civilization succeeds in nullifying or eliminating injustice, i.e., depleting it, making it invisible in a special, commonly accepted way. Thessaloniki constitutes a shining example of this observation, demonstrated by simply referring to the rich archival material concerning the murders that took place in the city. In addition, we should note the following: for civil rationale to prevail it frequently requires the most heinous guilt to be reduced to the level of a momentary crime. The more extensive the field of such guilt, the more authority has to dismiss the offences. We saw this occur after the fall of the Greek junta or in Obama’s handling of Guantanamo. A swift, precipitate oblivion is necessary to renew the capacity for coexistence within the civic mechanism. The regulatory operational mechanism of urban daily life is made of oblivion. Oblivion is thus to be treated by a specially designed infrastructure. Badiou’s idealization of the event demands, first the signaling of the spark that inaugurates the “event”; secondly, in the same movement, this idealization demands attention to the dynamic of the moment, which energizes a group of people. The symbolic, manic, one-dimensional reading demonstrates the limit, demonstrates in the same time transcending the limit, and the collective response to transcending the limit too; here is a pedestrian, de-mystified and maybe cynical description of the political “event” as defined by Badiou. In the face of this, cities already organize stratagems that render readings harder to understand and the actions taken against quick readings much more specific. If we said cities simply contain suppressive mechanisms we would be seeing only one aspect of a complicate issue. Internally, the city is structured as such a nullification, as a constructed compartmentalization, and as a conquering archiving strategy. The city is structured as a boycott of one-dimensional readings.

αυτή γενεαλογία συναντάμε διαδοχικά: την δομή της κατάστασης (που παραμένει πάντοτε «απλή» αναπαράσταση), το συμβάν (που παρουσιάζει κάποιο ρήγμα, κάποιο υπόλοιπο ή κάποιο πρόβλημα αναπαράστασης), την παρέμβαση (που ταυτίζεται ίσως με την ενεργή ερμηνεία που παράγει το συμβάν), την πολιτική (που εδραιώνει στο καθεστώς της παρέμβασης τη συνεκτικότητα του συμβάντος και το διαδίδει) και τέλος την πίστη και την πολιτική οργάνωση (ίσως πίστη για δράση, προκύπτουσα από την εκάστοτε κατάσταση). Ενδιαφέρει σε όλη αυτή την ανάπτυξη των εννοιών της πολιτικής ή την γενεαλογία της πίστης η ιδιαίτερη θέση στην οποια εντοπίζουμε την ερμηνεία ή την ανάγνωση. Η ερμηνεία, όπως την περιγράφει ο Badiou,τ είναι διαδικασία την οποία παρακολουθούμε να συμβαίνει εκ των έξω. Συντελείται ή τελείται ως παρέμβαση που διχάζει το συμβάν, το διασπά. Κάτι ενδιαφέρον που δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε: η έννοια της «παρέμβασης» του Badiou μοιάζει με αντανακλαστική αντίδραση, δεν είναι της τάξεως της σκέψης. Η έννοια «παρέμβαση», που επεξηγείται ως ερμηνευτική παρέμβαση του συμβάντος απλά ζητά λογική μορφή για να εξηγήσει κάτι που έχει ήδη συντελεστεί. Το συμβάν του Badiou, ενώ προσφέρεται ως έννοια που ζητά να προσδιορίσει τον ανοικτό χρόνο, εκτυλίσσεται ως τέτοιο μόνον όταν έχει ήδη συμβεί ως κοινοτικό πάθημα. Μια αδικία που θίγει μεγάλο κοινοτικό χώρο οργανώνει το συμβάν με την έννοια του Badiou επειδή συντελέστηκε ήδη κάτι που δεν χωράει άλλη ανοχή. Στο εσωτερικό του ανοίγματος προς το μέλλον παρουσιάζεται η αντίσταση στην αδικία. Ο χρόνος χαρακτηρίζεται και μετράται με βάση την αντίσταση στην αδικία αυτή. Το πολιτικό στοιχείο οργανώνεται οντολογικά ως αγανάκτηση για το ήδη συντελεσμένο. Η ερμηνεία είναι επένδυση της αντανακλαστικής ορμής για αντίδραση σε κάτι που «εξ αρχής» παρουσιάζεται δύσπεπτο ή απαράδεκτο. Αυτό που ο Badiou ονομάζει of the event. We may then lose an event in facts. He writes that for the event to transpire we must set aside all facts. “Eventuality” shows, in this perspective, the probability of an action radiating a “truth”. Nevertheless, Badiou’s rhetoric for a certain superiority of the event over a demonized fact, on many levels needs the “fact” in order to present a kind of “symbolic hypertrophy” (my term) that “immediately” constructs an action as an event. Badiou’s research on the “Talbot event” ends at the concept of injustice: The victims are sacrificed through an injustice that constructs an event and not an otherwise possible fact, until then characterized only by “simple objectivity”. Here, injustice has a transformatory role and a constitutive power for an event to occur. The gap between a simple recording and an action, open to a promising future regulates the difference between Badiou’s fact and event. A particular openness to decisions marks his event’s temporality. The interrelations of an action’s evolution, as Badiou describes it, form a small brief genealogy (he himself would never present it as such, however, he announces a se-

19

13/10/2009 2:13:29 πμ


«ερμηνεία» ή «παρέμβαση» μοιάζει με διάγνωση για κάποιο τέλος της ανοχής. Αντίστροφα η έννοια του γεγονότος, όπως παρουσιάζεται στο ίδιο κείμενο, μοιάζει απαλλαγμένη από οποιαδήποτε δυναμική ανάγνωσης. Η “μετουσίωση” μιας δράσης σε “συμβάν” κατά την εμφάνιση της αδικίας δίνει μια αντικειμενική περιγραφή για τις επιθυμητές υπερβάσεις που ζητά ο Badiou από το συμβάν. Το συμβάν φαίνεται να οργανώνεται ως συνάρτηση της αδικίας. Συμπυκνώνει μεταβλητική δύναμη και παρουσιάζει την πλαστική διαμορφωτική ισχύ της απόφασης μέσα στην δράση. Η διαμόρφωση του συμβάντος σε αυτή την περιγραφή συναντά κάποιο όριο στην μη αναστρέψιμη αδικία του φόνου. Ο φόνος είναι τέτοια δράση. Eίναι ίσως το κατ’ εξοχήν συμβάν με την έννοια που το εξετάζουμε ώς τώρα. Η μεταβλητότητα μπορεί να θεωρείται ως συγκροτητική έννοια για το συμβάν καθώς οργανώνεται ως αντίσταση σε μια συγκροτητική αδικία. Παράλληλα, ένα γεγονός αντιμετωπίζεται ως συντελεσθείσα αφήγηση, μια κατασκευή που φτιάχνεται συσσωρευτικά από δεδομένα που δεν προορίζονται κάν να αλλάξουν τρόπο ανάγνωσης. Κάποια έννοια που θα περιείχε ταυτόχρονα το πλαστικό και το άκαμπτο μέρος των ανθρώπινων δράσεων (ας την ονομάσουμε πάλι “ΓεγονοΣυμβάν” όπως το κάναμε στο παρελθόν [5]) θα περιέγραφε ένα ιχνογραφημένο συμβάν, ειδωμένο ως ενιαία δομή. Το ίχνος και την διάπλασή ries of concepts in his chapter titled Definitions and Axioms), which begins with the structure of a situation and leads to a pronouncement of political faith. In this brief genealogy, we encounter in turn: the structure of the situation (which always remains a “simple” representation), the event (which presents some rupture, some remnant, or some representational difficulty), the intervention (associated perhaps with the active interpretation, which produces the event), the politics (consolidating the cohesion of the event in the intervention’s status quo and spreading it), and, finally, faith and political organization (this could constitute faith in action perhaps, which results from each situation). In this entire evolution of the concepts of politics or the genealogy of faith, what is interesting is the particular place we encounter the interpretation or reading. The interpretation, as Badiou describes it, is a process whose occurrence we follow externally. It transpires, or is implemented as an intervention that divides the event, it splits it. Something interesting, which we cannot but observe: To Badiou the concept of “intervention” resembles a spontaneous reaction; it does not reach the level of thought. The concept “intervention”, which is analyzed as an interpretive intervention into the event, simply demands a logical form to explain something that has already taken place. Badiou’s event, while presented as a concept seeking to define open time, unfolds as such only when it has already occurred as a social mishap. An injustice that affects a large social space organizes the event according to Badiou’s

20

katalog texts 1A.indd 20-21

του μαζί, την διάπλαση ως έργο του ίχνους και αντίστροφα. Το ίχνος, η δράση της ιχνογράφησης και η ερμηνεία του ίχνους μπορούν έτσι να καθορίζονται ως σχηματισμένα στοιχεία μιας απλής χειρονομίας. Ένα σύστημα εννοιολόγησης βρίσκεται εγκατεστημένο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της διαδικασίας κατά την εξέλιξη της διαδικασίας. Αντιθέτως απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε, η υπό αρχειοθέτηση ζώνη “εκτός της διαδικασίας” αποτελεί πάντοτε σημαντικό μέρος της εξέλιξης οποιασδήποτε διαδικασίας. ... Η προϋπόθεση κάποιου εξωτερικού βλέμματος συντάσσει την εσωτερική διάρκεια κάθε εξέλιξης. Το ΓεγονοΣυμβάν δεν προτείνεται λοιπόν ως ενδιαφέρουσα, παραμορφωτική, διεστροφική έννοια αλλά ως κοινότοπη συστηματική περιγραφή κάποιας δράσης που εξελίσσεται μόνον ως ρήγμα και παλινδρόμηση εστίασης: εστίασης μετατοπιζόμενης δηλαδή από την μεταβολή την οποία ήδη παρακολουθεί, στο πιθανό αποτέλεσμα του ίχνους της. Βιάζομαι να ονομάσω εκ νέου το ΓεγονοΣυμβάν για τις ανάγκες αυτού του κειμένου, προκειμένου να γίνει φανερό ότι, από κάποια οπτική γωνία, το συμβάν του Badiou θα έμοιαζε να περιγράφει μόνον ένα αδιαμόρφωτο κενό. Το συμβάν του Badiou θα καθόριζόταν από κάποια εξιδανικευμένη απουσία [ 5 ] “The workshop of Facts”, ή θα την καθόριζε αυτό. Το συμβάν του Badiou θα Between Facts and Politics, prometeo gallery, Milano, 2008. ζητούσε κάποια ζωντανή πίστη στο κενό, όταν αυτό ορίζεται ως απλή δύναμη μετατροπής. Ωστόσο το συμβάν μπορεί να περιγράφεται ως συνάρτηση γεγονότων και το απλό γεγονός μπορεί να μεταμορφώνεται σε συμβάν. Οι δύο έννοιες θεμελιώνουν η μία την άλλη. Ακόμη περισσότερο: στην παρούσα “παγκοσμιοποιημένη” συνθήκη θα έπρεπε να σκεπτόμαστε ήδη περισσότερο “eventual facts” ή “factual events” concept, because what has already taken place does not allow for any more tolerance. Resistance to injustice appears inside the opening towards the future. Time is characterized and counted based on resistance to this injustice. The political element is organized ontologically as outrage for what has [ 5 ] “The workshop of Facts”, already taken place. The interpretation is an investBetween Facts and Politics, prometeo gallery, Milano, 2008. ment of the reflexive urge to react to something that from the start is presented as unpalatable or unacceptable. What Badiou calls “interpretation” or “intervention” resembles a diagnosis regarding a certain end to tolerance. Contrariwise, the concept of the fact, as presented in the same text, appears divested of any reading dynamic. The transubstantiation of an action into an “event” through an apparently obvious injustice, gives an “objective” description to the power of “becoming”. Murder is such an action, maybe the event par excellence. “Becoming” could be understood as the ruling concept of an event and as a resistance to a given constitutive injustice. At the same time, a fact is simultaneously considered a finished narrative, an accumulatory

21

13/10/2009 2:13:29 πμ


παρά “πραγματικές βιωμένες εμπειρίες”. Εξιδανικεύοντας ό,τι δεν αρχειοθετείται σημειώνουμε, υπό αυτή την έννοια, κάποια ιδιαίτερη νοσταλγία. Μπορούμε να συλλάβουμε έτσι το συμβάν ως υπόσχεση για κάποιο γεγονός υπό εκκρεμότητα. Επιμένοντας στο συμβάν ως εαν να ήταν πάντοτε “υπό κατασκευήν χωρίς ποτέ να κατασκευάζει ποτέ τίποτε οριστικό” αφήνουμε το συμβάν χωρίς “πραγματική” δυνατότητα ερμηνείας. Μη αναπαραστάσιμες χρονικές δομές δεν είναι “καθαυτές” ενδιαφέρουσες. Ισχυροποιούνται ως αρήσεις της αναπαράστασης την ίδια στιγμή ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούν υποσχέσεις για αναπαράσταση: κάποια μελλοντική ακαμπτη αναπαράσταση κρατά ενεργή την υπόσχεση για ρευστότητα. Σε αυτή την προοπτική επίσης μπορούμε να θεωρήσουμε αδύνατη τη συγκρότηση του γεγονότος χωρίς συβάν και επίσης του συμβάντος χωρίς γεγονός. Ακόμα και το πιο ασήμαντο γεγονός σημειώνει κάποιο συμβάν που πέρασε και την υπόσχεση για ένα που έπεται. In this perspective too, we can find no possible fact without an event and no event without fact; even a “meaningless” fact marks the past of an event and the promise of another. ΑΣΤΙΚΟ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΟΧΗΣ / Από την διάκριση μεταξύ γεγονότος και συμβάντος μπορούμε να κατασκευάσουμε μια παράξενη αναγνωστική μηχανή που θα σχημάτιζε μια τεχνική συνάρτηση: η συνάρτηση θα περιέγραφε με ιδιαίτερο construction of the given. A notion including the flexible and the stable part of human actions (for instance let’s name it once more “FactEvent” as I did it in the past [5]) could describe a traceable event, observed as a single structure: the trace, the act of tracing and the interpretation of it conceived as formative elements of a single gesture. A system of conceiving is set inside and, in the same time, outside the procedure within the procedure itself. The element of an archived zone “outside the procedure” is always an important part of the evolution of any procedure. A precondition of an exterior look is the core of the interior of an evolution. FactEvent is not proposed as an interesting, perverse notion but as a banal systematic description of an action that accepts within its interior (while it happens) the shift of focus from the transformation it proposes, (or from its duration) to its traced result; I rush to label it FactEvent again for the needs of this text, to make it obvious that, from one point of view, Badiou’s event would seem to be an unshaped void defining an idealized absence. An event though could also be a function of facts, and a fact could be transformed into a possible event. The two notions found one another; furthermore, in the present global condition, we may have to think more in terms of “eventual facts” or of “factual events” than in terms of “real living experiences”. Idealizing what cannot be archived marks in this sense a particular nostalgia. We can conceive of (here, I mean we can conceive of the universe as a promise) an event as, first and foremost, the promise of a pending fact. Insisting on a character of the event as if it is always “under construction without

22

katalog texts 1A.indd 22-23

τρόπο την υποδομή μιας σύγχρονης πόλης. Η διάκριση μεταξύ των εννοιών του “γεγονότος” και του “συμβάντος” μπορεί να είναι ωφέλιμη για την επεξήγηση της δομής ενός ενιαίου φαινομένου περισσότερο, παρά στην κατανόηση των διαφορών που παρουσιάζουν μεταξύ τους οι δύο έννοιες. Αν το τέλος της ανοχής φαίνεται να εμπνέει τον Badiou ως κέντρο του πολιτικού στοιχείου, θα ήταν σκόπιμο να εξετάζαμε με παγερό τρόπο την σύνταξη της ανοχής. Διατείνομαι ότι η σύνταξη της ανοχής είναι κατεξοχήν πολιτικό στοιχείο, οργανωτικός μηχανισμός που συγκροτεί με συστηματικότητα ό,τι εννοούμε ως αστικότητα, αστικό χαρακτήρα, πεδίο συνύπαρξης. Με παραδειγματικό τρόπο: μια πόλη συγκροτείται από την πεζότητα και την καθημερινότητα που κτίζεται με δυσκολία σαν μόχθος για ανοχή. Ακόμα περισσότερο: η ανοχή εδράζεται στη λήθη. Η πόλη πάλλεται εσωτερικά από ενεργεια αυτοκαταστροφής, από την μιά πλευρά, (καθώς ορίζει στο σώμα της ομάδες που ζητάνε συχνά αλληλοεξοντώσεις) και από την άλλη πλευρά δεσμεύεται σε κάποια ιδιότυπη υποχρεωτική ανεκτικότητα η οποία προβάλει ως συντηρητικός συστατικός καθορισμός της και ως ιδιότυπος μηχανισμός εγγυητης και προστάτης της αστικής πολυπλοκότητας (multiplicity). Η αρχιτεκτονική της πόλης θα μπορούσε να σημαίνει την αρχιτεκτονική της συνύπαρξης της ανοχής -της ευτυχούς λήθης του εγκλήματος. Τέτοια λήθη –κατά τεκμήριο- έχει ήδη παγώσει τα συμβάντα σε γεγονότα. Πριν από κάθε άλλο κτίσμα, η αρχιτεκτονική επιβολή της ανοχής ζητά το υλικό σώμα μιας οργανωμένης διασποράς που κατασκευάζεται συστηματικά από τόπους υποδοχής του εγκλήματος. Το έγκλημα και ακόμα περισσότερο ο φόνος αποτελούν εμβληματικές στιγμές του τέλους της ανοχής και μάλιστα με τρόπο που υποχρεωτικά καταστρέφει την σχέση ανάμεσα στον ιδιωτικό και τον δημόσιο χώρο. Η υποδοχή του εγκλήματος καθιστά σημαντικό μέρος της αρχιτεκτονικής της πόλης κάτι που οι αρχιτέκτονες θεωρούν συχνά ασήμαντο: πεζά γραφεία υπαλλήλων ή χαμηλόβαθμων αξιωματικών της αστυνομίας, αυτοσχέδια κρατητήρια, περισσότερο ή λιγότερο ακατάστατα αρχεία της σήμανσης, γραφεία δικηγόρων και γραφεία δημοσιογραφικής σύνταξης: χώροι ασήμαντοι αλλά εξαιρετικής σημασίας για την λειτουργία της αστικής κανονικότητας, καθώς στο εσωτερικό τους παραλαμβάνεται και γίνεται διαχειρίσιμο ό,τι παρουσιάζεται ευθύς ως μη διαχειρίσιμο αστικό υλικό, ό,τι απειλεί και προβληματίζει την ανοχή και την συνύπαρξη. Η αρχιτεκτονική αυτών των χώρων μιλά ήδη με ιδιαίτερο τρόπο για τον envisaging any construction” would leave the event without “real” possibility of interpretation. Unrepresented temporal structures are not interesting as such; they grow as negations of representation in the same time they create promises for representation; future representation keeps unrepresented fluid schemata alive. In this perspective too, we can find no possible fact without an event and no event without fact; even

23

13/10/2009 2:13:29 πμ


χαρακτήρα της περασμένης, της πρόσφατης και της σημερινής αστικότητας. ΑΣΤΙΚΉ ΥΠΟΔΟΜΉ ΤΟΥ ΦΟΝΟΥ / H προοπτική που προσφέρει η ανάγνωση του αποσπάσματος του Badiou από το Peut-on Penser le Politique?, οργανώνει κάποια αναπαράσταση που αποδίδει –κατά κάποιον τρόπο- τον φόνο στην πόλη: η απόδοση του φόνου στην πόλη σχολιάζει και επεξηγεί με κάποιο τρόπο την αστικότητα. Η υπόθεση εργασίας, η οποία δομεί αυτή την προσέγγιση της Θεσσαλονίκης, αφορά κάποια σκληρή ενατένιση του φόνου στην πόλη ως εαν να ήταν η υποδοχή του μερος της αστικής υποδομής. Δεν επιμένει σε κάποια λογική που απλά ζητά την ονομασία των τρομερών συμβάντων (σκηνοθετημένων περισσότερο ή λιγότερο πρόχειρα, εκ προμελέτης ή αυθόρμητα), περιφρονώντας την σημασία της καταγραφής και επιμένοντας στον μηχανισμό της λήθης τους. Δεν ζητά κάποια απλή καταγραφή της εγκληματικότητας. Ζητά να θεωρήσει κάτι περισσότερο: να φανεί η λήθη των μνημειωδών συμβάντων ως κανόνας της αστικότητας. Η πόλη οργανώνεται –σε αυτή την προοπτική- ως μηχανισμός που ξεχνάει, οργανώνεται δηλαδή ως σύστημα λήθης. Εκεί βρίσκεται το παράδοξο κάθε καταστασιακής της προσέγγισης: κάθε καχυποψία προς τον πολίτη-θεατή, κάθε προσέγγιση που επιμένει στην σημασία της ζωντανής στιγμής και που περιφρονεί την αναπαράσταση είναι βαθιά αντι-αστική προσέγγιση. Είναι προσέγγιση που ζητά από την σύγχρονη πόλη να γίνει κάτι αντίθετο στη δυναμική που την συνέστησε ως πόλη. Η πόλη κτίζεται από αναπαράσταση και μάλιστα από την αναπαράσταση που παγώνει την ζωντανή στιγμή. Η σύγχρονη πόλη κτίζεται λοιπόν ως ακύρωση του φόνου από αναπαράσταση. Να ποιο θα μπορούσε να είναι το πιό σκληρό θεματικό κέντρο της παρούσας μελέτης. Το πολιτικό στοιχείο και η αστικότητα είναι ευθύς συνδεδεμένα με την αναπαράσταση. Η πόλη κατασκευάστηκε για τον φόνο: θα μπορούσαμε να ορίσουμε σήμερα την πόλη έτσι: ως ακυρωτική περιτύλιξη του πλήθους γύρω από το συμβάν του φόνου. Θα μπορούσε να βρούμε ένα δικαστήριο στο βουνό ή στον κάμπο; Στο βουνό και στον κάμπο οι οικογένειες οργανώνουν προ-πολιτικές βεντέτες που ανακυκλώνουν κύκλους του αίματος από γενιά σε γενιά. Το δικαστήριο είναι κεντρικό συγκροτησιακό σημείο της πόλης. Συγκεντρώνει την πόλη γύρω από την δυνατότητα ακύρωσης της σημασίας του φόνου. Η μετάθεση του άδικου εγκλήματος (μέσω κάποιας άλλης σύγχρονης τελετουργίας a “meaningless” fact marks the past of an event and the promise of another. URBAN SYNTAX OF TOLERANCE / We can find in the distinction between fact and event a strange reading machine that can perform a technical function for the infrastructure of a modern city. This distinction may be useful in understanding the structure of a unified phenomenon rather than in describing the dissociation between “eventuality” and “facticity”. If the end of tolerance is the core of the political element, it would make sense for us

24

katalog texts 1A.indd 24-25

όπως αυτής του δικαστηρίου) σε κάποιον που φέρεται ως υπεύθυνος για αυτήν οργανώνει ήδη κάποια αρχιτεκτονική της πόλης. Υποτίθεται ότι στο δικαστήριο αποδίδεται ευθύνη και ονομάζεται η ενοχή. Το δικαστήριο θεσμίζει τη δυνατότητα αντίδρασης στην αδικία του φόνου ως εσωτερική δυνατότητα της κοινοτικής αρχιτεκτονικής. Ο φόνος στην πόλη δεν ενδιαφέρει λοιπόν εδώ ως απλή δολοφονική σκηνοθεσία που επισυνέβη σε αστικό περιβάλλον. Ο φόνος στην πόλη είναι φόνος οργανωμένος μέσα σε κάποιο σύστημα υποδοχής που τον περιμένει ως αστική υποδομή. Συνηθίζουμε να θεωρούμε τις υποδομές ως μηχανισμούς κατασκευών του αυτονόητου: θυμίζουν μηχανισμούς λήθης. Νερό στον χώρο του σπιτιού, φως την νύχτα, τηλεσυνεννόηση: αυτά είναι λειτουργικά προγράμματα που κατασκευάζονται για να παραμένουν εν λήθει. Είναι υποδομές όσο λησμονιούνται. Μαζί με την διευθέτηση των δικτύων ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνίας, η πόλη κατασκευάζει την υποδομή - επουλωτικό μηχανισμό προορισμένη για τον φόνο. Μάλιστα η υποδομή της υποδοχής του φόνου είναι κατασκευασμένη ειδικά για να ξεχνά η πόλη ό,τι συνήθως δεν ξεχνιέται, για να διαγράφουν «τραύματα»: να ακυρώνει εκείνα που συνήθως δεν ξεχνιούνται, δηλαδή τις άδικες δράσεις που διαβάζονται ως προσκλήσεις για βίαιες απαντήσεις. Ακόμα περισσότερο: δεν πρέπει να μας διαφύγει κάτι αξιοσημείωτο για την αρχιτεκτονική της αστικότητας σε αυτό το επίπεδο: η αστική επούλωση του φόνου γίνεται με την κατασκευή ενός σύμπλοκου μηχανισμού αναπαραστάσεων. Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΑΝΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΜΝΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ / Συνηθίσαμε μετά από τον μοντερνισμό να δαιμονοποιούμε την αναπαράσταση με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Συνηθίσαμε αυτή την τυπικά μοντέρνα τακτική : η δαιμονοποίηση της αναπαράστασης είναι πριν από κάθε τι άλλο καχυποψία για το «δεδομένο». Η to cast a cold eye on the composition of tolerance. I assert that the composition of tolerance is a purely political element, an organizing mechanism that methodically assembles all we mean by civism, urban character, and sphere of coexistence. In an exemplary fashion, a city is assembled of banality and the run-of-the-mill that is hard to build as if labouring to achieve tolerance. To extend this further, tolerance is based on oblivion. On the one hand, the city vibrates internally from a self-destructive energy (since it controls in its body groups that frequently seek to obliterate one another) and, on the other hand holds itself to some idiosyncratic obligatory forbearance, which it projects as its conservatory constituent definition and as an idiosyncratic mechanism guaranteeing and protecting urban multiplicity. The city’s architecture might signify the architecture of the coexistence of of tolerance and of crime’s contented oblivion. Such oblivion—as a rule—has already caused events to congeal into facts. Before any other construction, architecture’s imposition of tolerance requires the material body of an organized diaspora systematically manufactured by places welcom-

25

13/10/2009 2:13:29 πμ


δαιμονοποίηση είναι ενεργή δέσμευση στην ακύρωση της εκάστοτε συγκεκριμένης αναπαράστασης. Κρίμα όμως που καμιά άρνηση της αναπαράστασης δεν μπορεί να αποφύγει κάποιον δικό της αναπαραστατικό χαρακτήρα. Η άρνηση της αναπαράστασης δεν κατάφερε ποτέ να γίνει ριζική. Με πολλούς τρόπους η άρνηση της αναπαράστασης πέτυχε να εμφανιστεί ως νέα «αντιαναπαραστατική» αναπαράσταση. Δεν περιγράφω απλώς τεχνικά εδώ ένα πρόβλημα αναπαράστασης. Εισάγω στον προβληματισμό για την πόλη και για την συγκρότησή της, (με τρόπο που φαίνεται να την καθορίζει), τον ίδιο τον μηχανισμό αναπαράστασης. Ελεεινολογήσαμε αρκετά την αναπαράσταση, σαν να μπορούσαμε να την αποφεύγουμε, ονομάζοντας τελετουργικά την πρόθεση για την άρνησή της. Η πολεοδομική εργασία για τον φόνο στην Θεσσαλονίκη αναζητά κάποια ενεργή αρχαιολογία της τρεχουσών αναπαραστάσεων της πόλης από τους φόνους της: περιγράφουν κάθε φορά ένα συστατικό μηχανισμό για τα ατυχήματα της συνύπαρξης και για την ετοιμασία που οργανώνεται για καθένα από αυτά. (politics as a structural element of polis – the city – a representation field). Θα έπρεπε να αναφερθούμε εδώ σε καποια συνηθισμένη τελετουργία της μοντέρνας σκέψης: στο πλαίσιό της δαιμονοποιείται ο,τιδήποτε έχει σταθερότητα. Στο πλαίσιό της επίσης εγκαθίσταται κάποια επιχειρηματολογία που τιμά το διαφεύγον, επιχειρώντας να το επανιδρύσει χωρίς θεολογία. Διατείνομαι ότι οι ing crime. Crime, and even more so murder, constitute emblematic moments of the end of tolerance, and indeed in a manner that necessarily destroys the relationship between private and public space. Accepting crime grants importance to a part of the architecture of the city that architects frequently consider unimportant; the pedestrian offices of employees or low level police officers, improvised holding cells, disorganized—to a lesser or greater extent—police records departments, lawyers’ offices and reporters’ bullpens: unimportant spaces, yet very important for the operation of civic normality, since they receive and process everything immediately identified as unmanageable civic material, everything that threatens and troubles tolerance and coexistence. The architecture of these spaces already speaks in a particular way of the character of recent and present-day urbanity. MURDER’S URBAN FOUNDATION / The perspective offered by a reading of the extract of Badiou’s Peut-on Penser le Politique?, establishes a certain representation that attributes—in a way—murder to the city; attributing murder to the city comments upon and somehow explains urbanity. The underlying assumption to this approach to Thessaloniki concerns a certain harsh scrutiny of murder in the city as if its reception were part of the urban infrastructure. It does not insist on a logic that simply requests the designation of terrible events (more or less haphazardly, premeditatively, or impulsively staged), scorning the sig-

26

katalog texts 1A.indd 26-27

διαχειρίσεις μας σε αυτό το πλαίσιο δεν παύουν να ενέχουν αρκετή υποκρισία. Παραδειγματικές μένουν εκείνες του Bergson όταν αναφέρεται στην διάρκεια απέναντι στον “αντικειμενικό” μετρήσιμο χρόνο ή του Heidegger όταν «καταγγέλει» την Καρτεσιανή συγκρότηση του χώρου. Η διάθεση για αποτίναξη της έννοιας της αναπαράστασης συνέχει βαθιά τέτοιες διαφορετικές στιγμές της πρόσφατης δυτικής σκέψης. Επιχειρούν να δείξουν τα όρια της αναπαράστασης και να προβάλουν την εξιδανικευμένη υπερβολή ενός «ζωντανού χρόνου» που δεν ονομάζεται αλλά πολιορκείται και επικαλείται με διαφορετικά κάθε φορά ονόματα, απαλλαγμένος από οποιαδήποτε σχηματοποίηση που θα τον έκανε ποτέ αναπαραστατικό. Η άρνηση της αναπαράστασης σε αυτό το σκεπτικό παρουσιάζεται ως ταυτόσημη με την εξαίρεση στην αναπαράσταση. Η εξαίρεση όμως δεν δρα ποτέ ρηξικέλευθα εν σχέσει προς το κανονιστικό σύστημα προς το οποίο ανιχνεύεται ως τέτοια. Από αυτή nificance of recording and insisting on the mechanism of their oblivion. It does not request a simple record of crime. It wants to consider something more; to reveal that forgetting monumental events is a tenet of urbanity. Cities are organized—from this perspective—as a mechanism that forgets, i.e., as a system of oblivion. That is where the paradox of every situational approach to it is located: Every suspicion of the citizen-viewer, every approach that insists on the importance of the living moment and scorns representation is a deeply anti-civic approach. It is an approach, which requires the contemporary city to become something antithetical to the driving force that configured it as a city. Representation builds cities and indeed, it is representation that freezes the living moment. Here is what might be the hardest subject at the core of the current study. The political element and urbanity are directly connected with representation. Cities were created for murder; nowadays, we could define cities as the negation of the “murder event” through its envelopment by the crowd. Could we find a court on the mountains or the plains? Families organize pre-political vendettas on mountains and plains, recycling cycles of blood from generation to generation. Courts are the cities’ central gathering spots. They gather the city around the possibility of nullifying murder’s importance. Transferring the unjust crime (through another contemporary ritual such as the court process) to someone who is considered responsible, already organizes a certain architecture of the city. The court supposedly attributes responsibility and determines guilt. The court institutionalizes the ability to react to the injustice of murder as an internal competence of societal architecture. Murder in the city is, therefore, not interesting here as a straightforward murderous staging occurring in an civic environment. Murder in the city is murder organized within a certain reception system that awaits it, serving as an civic infrastructure. We usually consider infrastructures construction mechanisms for the obvious; they resemble oblivion mechanisms. Houses equipped

27

13/10/2009 2:13:29 πμ


τη θέση θα μπορουσα λοιπόν να κατηγορήσω την εξιδανίκευση του «ζωντανού χρόνου», που παρουσιάζεται ως προοδευτική κίνηση άρνησης της πεζότητας. Οι εξαιρέσεις που ζητά να τιμά είναι συχνά εύκολες και απερίσκεπτες. Δεν επαρκούν για να συγκροτήσουμε εν σχέσει προς αυτές το σώμα του πολιτικού πεδίου. Συχνά η αγωνία της εξαίρεσης και το κυνήγι της εξαιρετικής στιγμής συνδέεται με κάποια φάλκιδη κατανόηση της ποιητικότητας. Το ποίημα είναι ένα σημαντικό ποίημα όταν αναμοχλέυει την πεζότητα, στην αυτάρκεια που το καθιστά αποκρυστάλλωση κάποιου αδιόρατου καθημερινού «χώρου». Θα είχε νόημα να επανιδρύσουμε κάποια αισθητική της πεζότητας και κάποια αναγκαία ανανεωμένη «ποιητική της αναπαράστασης». Θα ήταν χρήσιμο να ελέγχαμε κάποιες αυταπάτες: εναντίον της αναπαράστασης ορθώνονται μόνον υποχρεωτικά νέες αναπαραστάσεις. Κι ακόμα: μια κλίμακα μέτρησης της αναπαράστασης που θα κατέγραφε με μετρήσεις περισσότερη ή λιγότερη αναπαράσταση θα ήταν μια κλίμακα αμφισβητούμενης ακρίβειας. Κάτι άλλο διακυβεύεται στην άρνηση αυτή, κάτι που αναζητάται απεγνωσμένα στις πολυάριθμες επιθέσεις εναντίον της αναπαράστασης, εναντίον της σχηματοποίησης και οποιασδήποτε σταθερής μορφής. Ο Badiou ξεχωρίζει την δομή οποιασδήποτε κατάστασης από το συμβάν που λαμβάνει χώρα ως συνέπεια της δομής, ως αναίρεση ή ως εξαιρετική της στιγμή. Η δομή της κατάστασης είναι αναπαράσταση, ενώ το συμβάν εμφανίζεται στον Badiou, ευθύς with water, light at night, telecommunications; these are functional programmes created to remain forgotten. They are infrastructure so long as they are forgotten. Along with the management of water, sewage, electricity, and telephone networks, the city constructs an infrastructure—healing mechanism intended for murder. Indeed, the murder reception infrastructure is constructed specifically so cities will forget what usually remains unforgotten, to cancel “wounds”; to nullify all that usually is unforgotten, i.e., unjust actions interpreted as inviting a violent response. Additionally, something remarkable about the civic architecture on this level should not escape our notice: civic healing of murder occurs through the construction of an intricate representational mechanism. THE CITY AS AN AHISTORICAL-AMNESIAC PROGRAM / After Modernism we became accustomed to demonizing representation in many ways. We grew accustomed to this typically modern tactic; demonizing representation is above all else mistrust of the “datum”. Demonization is an active commitment to nullifying each specific representation. Unfortunately, however, no denial of representation can avoid a certain representative character of its own. It was not possible for the denial of representation to ever become fundamental. In many ways, the denial of representation succeeded in appearing as a new “anti-representational” representation. Here, I am not simply giving a technical description of a problem of representation. I am introducing into

28

katalog texts 1A.indd 28-29

ως ρήξη με την αναπαράσταση της κατάστασης αυτής. Το συμβάν εκσπά καθώς αναδεικνύει το έλλειμμα στην αναπαράσταση ή κάποιο υπόλειμμα που απουσίαζε στην συγκροτημένη δομή της κατάστασης. Το συμβάν γεννιέται από ερμηνεία και εδραιώνεται ως πολιτική. Έτσι η πολιτική στιγμή στον Badiou ξεσπά απρόβλεπτα αλλά βρίσκεται θεσπισμένη με ακρίβεια όταν καταργείται η κανονικότητα. Εδώ ξεκινά το δικό μας ενδιαφέρον για κάποια δοκιμή αναπαράστασης μέσα από την κανονιστική δύναμη της εξαίρεσης και από εκείνο το ακατάγραπτο δυναμισμό που αποδίδει ο Badiou στο συμβάν. Η θεωρητική επιμονή του Badiou, παρότι επενδύει σε κάποια αποφασιστικότητα της ανατροπής, παρουσιάζει μερικά μειονεκτήματα που δεν θα έπρεπε να μας διαφύγουν. Στο πρώτο μειονέκτημα αναφερθήκαμε ήδη καθώς περιγράφαμε την ρητορική επιθετικότητα προς το σώμα της αναπαράστασης: σχηματίζεται ως ανέφικτη ευχή και ακυρώνει τη σχέση με την πεζότητα, εξιδανικεύοντας κάτι που τελικά μένει ασύλληπτο όπως το ακαθόριστο ποιητικό στοιχείο που ορίζεται στον Badiou κυκλικά (: ως εκείνο ακριβώς το ασύλληπτο). Το δεύτερο μειονέκτημα βρίσκεται στην αναγκαστική σχέση που συνδέει την πολιτική με την εξαίρεση. Η εξαίρεση παρουσιάζεται υποχρεωτικά ως εξαίρεση σε ένα σύστημα και έχει αξία μόνον μέσα στο σύστημα αυτό. Η εξαιρετική στιγμή δεν προκύπτει παρά μόνον όταν παρουσιάζει κάποια αντίθεση ή κάποια ακραία έξαρση της συστηματικής κανονικότητας. Το είδος της εξαίρεσης που παρουσιάζει ο Badiou είναι κατασκευασμένο από αναγκαστική βίαιη εκρηξη ενός απωθημένου, κανονικού, ρυθμιστικού μηχανισμού. Αν επιμένουμε, με τον τρόπο που εκείνος προτείνει, στην εξαίρεση ως προνομιακή στιγμή έναντι του κανόνα, είναι σαν να οργανώνουμε πάλι, εκκινώντας από την ίδιο μηχανισμό, ένα εξιδανικευτικό σχήμα για ένα απόσπασμά του: σαν να βλέπουμε, σε κάποια ανάλυση, το σύμπτωμα διαχωρισμένο από τον μηχανισμό της κατασκευής του ή σαν να αποκόπτουμε από έναν συμμετρικό μηχανισμό ένα εξιδανικευμένο απόσπασμα και να το αντιθέτουμε σε ένα υποβιβασμένο υπόλοιπο, περιφρονώντας την συμμετρία του συνολικού φαινομένου. Το δεύτερο μειονέκτημα αφορά την διαίρεση του ίδιου μηχανισμού και κάποια εκ των προτέρων αποφασισμένη ηθική που ξεχωρίζει τα κομμάτια του. Το τρίτο μειονέκτημα αφορά την κατανόηση του πολιτικού μηχανισμού εν σχέσει προς την πόλη και την κανονικότητα, προς την μνήμη, την ακύρωση της μνήμης και την αστική συνύπαρξη. Εκεί θα έπρεπε να επιμείνουμε σήμερα καθώς αναζητάμε τα λόγια για να εξηγήσουμε την Θεσσαλονίκη - πόλη του φόνου και τα ασθενή μνημεία των φόνων αυτών. Αν η σύγκρουση περιγράφει πολιτικές σχηματοποιήσεις, το the debate regarding cities and their configuration (in a way that apparently defines them) the very mechanism of representation. We have sufficiently deplored representation, as if we could avoid it by ritually naming the intention to deny it. The urban task

29

13/10/2009 2:13:29 πμ


συμβάν είναι μόνο το πυροτέχνημά της. ΠΟΛΕΟΔΟΜΊΑ ΤΟΥ ΔΗΜΌΣΙΟΥ ΦΌΝΟΥ / Σημείωσα ήδη πως η αστική επούλωση του φόνου γίνεται με την κατασκευή του ως μηχανισμού αναπαραστάσεων. Σε ποιές αναπαραστάσεις αναφερόμουν; Πρωτίστως σε μια σειρά από «θήκες» που διαμερισματοποιούν τον φόνο αναλύοντάς τον και κατανέμοντάς τον στον αστικό ιστό. Πρωτίστως στην αόρατη πολεοδομία που οργανώνει κάποια διαχυμένη regarding murder in Thessaloniki seeks some active archaeology of the city’s current representations through its murders; each time they describe a component mechanism of the accidents of coexistence and the preparation organized for each one of them. (Politics as a structural element of the polis—city—a representation field). Here we should refer to a common ritual of modern thought; within its framework, everything possessing stability is demonized. In addition, a certain argument is installed in this framework, which honours the fleeting, seeking to re-establish it without theology. I maintain that within this framework our activities are not without a good deal of hypocrisy. Bergson’s remain textbook when he refers to duration confronting “objective” measurable time, so do Heidegger’s when denouncing the Cartesian configuration of space. The desire to cast off the concept of representation has a deep well containing such different instances of recent Western thought. They attempt to demonstrate the limits of representation and promote the idealized exaggeration of a “living duration”, which although not named is under siege and invoked with different names each time, rid of whatever schematization might ever make it representational. This rationale’s rejection of representation is presented as equivalent to exception in representation. However, the exception never acts boldly in relation to the regulatory system it appears to be an exception to. I therefore accuse the idealization of the “living duration”, which presents itself as a progressive move that denies pedestrianism. The exceptions it seeks to honour are usually facile and careless. They do not suffice for us to configure the body of the political sphere relative to them. Frequently, the agony of exception and the hunt for the exceptional moment are linked with an adulterated understanding of the poetical. A poem is important when it rouses pedestrianism, in the self-sufficiency that renders it a crystallization of some imperceptible everyday “space”. It would make sense for us to re-establish a certain aesthetic of pedestrianism and a necessary, renewed “poetics of representation”. Controlling certain self-deceptions would be useful; it is necessary for only new representations to rise up against representation. Additionally, a representation scale, which would measure and record greater or lesser representation, would be a scale of debatable accuracy. Something else is at risk in this refusal, something desperately sought in the numerous attacks on representation, on schematization, and every other stable form. Badiou distinguishes the structure of any situation from the event, which takes place

30

katalog texts 1A.indd 30-31

αστική απώθηση. Αναφέρθηκα ήδη σε θήκες σαν κι αυτές: αποτελούν αστικό εξοπλισμό ή εγκαταστάσεις υποδομής για κάθε σύγχρονη πόλη: νεκροτομείο, αστυνομικό τμήμα, κρατητήριο, σήμανση, τόποι όπου συλλέγονται στοιχεία και συντάσσονται κατηγορητήρια, γραφείο ανακριτή, γραφεία δημοσιογράφων, ειδικές στήλες στον τύπο, δικηγορικά γραφεία, δικαστήρια, φυλακή: Τεμαχισμοί του εγκλήματος, διαφορετικές αρμοδιότητες, μεικτή τελετουργία. Κατατάξεις που επιτυγχάνουν την αρχειοθέτηση και τον εξορθολογισμό: επιτυγχάνουν κάποια «ευτυχή» «διαγραφή» του φόνου. Ισχυρίζομαι δε πως αυτή η απώθηση ή η διαγραφή δεν είναι τυχαίο περιστατικό το οποίο απλώς ανιχνεύεται εδώ, κατά την ιδιαίτερη στιγμή του φόνου στην πόλη. Ισχυρίζομαι ότι η σύγχρονη αστικότητα συγκροτείται από συγκεκριμένου είδους απωθήσεις. Η απώθηση του φόνου είναι εμβληματική και δύσκολη αστική απώθηση: ζητούμενη είναι, για την συνέχεια της αστικής ζωής, η ανάσχεση οποιασδήποτε σημασίας του φόνου και κάποια διαγραφή του από τον ορίζοντα της κοινοτικής ζωής που θα γίνεται χωρίς να ονομάζεται ως τέτοια. Η αστικότητα ζητά –και αυτή- για άλλους λόγους από αυτούς που είχε ο Badiou την κατανόηση του φόνου ως μεμονομένου συμβάντος. Ωστόσο η αστικότητα οργανώνει (για την απόδειξη αυτής της πρότασης και για την απαλοιφή του απειλητικού συμβάντος) έναν μηχανισμό ρουτίνας που είναι ο ενδεικνυόμενος για την ιδιότυπη αυτή διαγραφή. ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΦΟΝΩΝ ΣΕ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ / Στην διάκριση του Badiou μεταξύ συμβάντος και γεγονότος, που εκ πρώτης όψεως φαίνεται δυσλειτουργική και προβληματική ως προς την ευστάθειά της, μπορούμε να βρούμε κάποια περιγραφική υπόσχεση. Ενώ παρουσιάζεται κάποια δυσκολία στην κατανόηση της διάκρισης και στον ερμηνευτικό ρόλο που την συγκροτεί, η περιγραφική αξία της διάκρισης για την διαχείριση της χρονικότητας του συμβάντος και για την χρονική κατάσταση του γεγονότος φίνεται σημαντική. Αφού αναφερθήκαμε ήδη στο είδος της προγραμματικής δυσκολίας που παρουσιάζει η απομόνωση της κατάστασης του γεγονότος από την κατάσταση του συμβάντος, αρνηθήκαμε να δεχθούμε την αυτόνομη ύπαρξη του συμβάντος ή την καταδίκη οποιασδήποτε δράσης θα έμενε με βεβαιότητα απλό γεγονός. Το συμβάν φάνηκε να εκτυλίσσεται υποχρεωτικά ως μελλοντικό γεγονός, το γεγονός φάνηκε πάντοτε ενεργοποιήσιμο κατά τρόπον ώστε να μην αποκλείεται ποτέ ή μετατροπή του σε συμβάν. Τα προβλήματα που δημιουργεί η διάκριση συμβάντος και γεγονότος είναι προβλήματα που προκύπτουν από την as a consequence of the structure, as a retraction, or as the structure’s exceptional moment. The structure of the situation is representation, while the event appears immediately as a rupture with this situation’s representation. The event erupts as it demonstrates the shortfall in the representation, or some remainder missing from the composed structure of the situation. The event is born through interpretation and

31

13/10/2009 2:13:29 πμ


γραφολογική συγκρότηση και των δύο (συμβάντος και γεγονότος): ενώ εξελίσσονται «σε ζωντανό χρόνο» συμβάν και γεγονός συγκροτούνται ήδη «εξ αρχής» –ενώ ακόμα εξελίσσονται, πριν ακόμη συγκροτηθούν και αφού ήδη εξελίχθησαν- ως γραφές. Κατασκευάζονται ως ίχνη: η ιχνογραφική τους δυναμική δεν είναι απλώς το μεταγενέστερο αποτέλεσμα κάποιας εργασίας στον παρόντα χρόνο. Πριν προλάβει να υπάρξει ποτέ έννοια ζωντανού χρόνου, συν τω χρόνω της εξέλιξής τους, συμβάν και γεγονός συγκροτούνται ως πιθανά σχήματα καταγραπτέων σχηματισμών. Μπορούμε να δούμε εδώ κάποια στιγμιαία αναλογία προς την ιδέα του Wittgenstein για το αναπόδραστο της γλώσσας και την υποχρεωτική γλωσσική συγκρότηση της πραγματικότητας ως συνόλου προτάσεων. Κάτι μπορεί να εξελίσσεται, όσο είναι δυνατόν, με κάποιον τρόπο, να να σχηματίζει κάποια πιθανή σταθερή συνάρτηση. Αν η εξέλιξη είναι κάτι εκλογικεύσιμο και περιγράψιμο κατά την εκδίπλωσή της, τότε η καταγραφή δεν πρέπει να θεωρείται ως επόμενη της εξέλιξης αλλά ως μέρος της εξέλιξης, ως εσωτερικός προβλεπτικός μηχανισμός ή ενίοτε ως οργανωτική δομή. Η περιγραφή αυτή κατασκευάζει κάτι δύσκολο στη διαχείριση αλλά είναι ίσως πιο ακριβής από την θερμή περιγραφή που εξιδανικεύει το συμβάν, περιγράφοντάς το ως δομικά ξένο προς το γεγονός. Συμβάν και γεγονός παράγουν ύλη προς ανάγνωση και πεδίο προς ερμηνεία. Μετατρεψιμότητα και σχηματικότητα δεν μπορούν στο πλαίσιο αυτής της σημερινής θεώρησης της Θεσσαλονίκης να αντιμετωπίζονται ως αυτόνομες έννοιες. Η διατήρηση της ασημαντότητας του σχημαματισμένου γεγονότος, η αξία του γεγονότος ή η αναγνωστική βιασύνη που παράγει το θερμό συμβάν μοιάζουν να παρέχουν διαφορετικές αναγνωστικές προσλήψεις για όμοιας μορφής γραφές. Θα τις ονόμαζα σήμερα γεγονοσυμβαντικές γραφές για να προσδιορίσω εσωτερικά στους μηχανισμούς τους ταυτόχρονα την κινητική τους δυναμική και την παγωμένη τους ευσταθεια. Το συμβάν που θέλει να απομονώσει ο Badiou από την ροή των απλών «γεγονότων» ήδη περιγράφει την πρώτη μανία σχηματοποίησης που οδηγεί ευθύς σε δράση αμέσως κατά την πρώτη ανάγνωση. Η μανία σχηματοποίησης προκύπτει πράγματι (όπως και ο ίδιος παρατηρεί βασισμένος σε κάποια ανάγνωση του Lyotard) από κάποια αδικία που consolidated as politics. Thus for Badiou, the political moment erupts unexpectedly, like an explosion, precisely instituted when normality is abolished. Here begins our own interest in a certain attempted representation through the normative power of exception and from that unrecorded dynamism Badiou ascribes to the event. Badiou’s theoretical insistence, although investing in a certain decisiveness of subversion, presents some disadvantages we should not ignore. We already referred to the first disadvantage when describing the aggressive rhetoric towards the body of representation; formed as an unattainable hope, it nullifies the relationship with pedestrianism, idealizing something which will ultimately remain in-

32

katalog texts 1A.indd 32-33

ξεχειλίζει. Με δυο λόγια, η αδικία φαίνεται προνομιακός χώρος για την διάρθρωση του συμβάντος. Η αδικία είναι εκείνη που δεν επιτρέπει άλλη ανάγνωση, ακυρώνει την πολυσημία και την σημαίνουσα δυναμική των καταστάσεων. Η αδικία είναι εκείνη απέναντι στην οποία αρρθρώνεται ένα κάλεσμα για εκείνο που έρχεται και από εκείνο που έρχεται οργανώνεται το πολιτικό στοιχείο. Όσο και αν ο Badiou επιχειρεί να επενδύσει την ντετερμινιστική αυτή διαδοχή λογικών σχημάτων που οδηγούν στο πολιτικό στοιχείο, με μερικές αναφορές που επεξηγούν διαφορετικά τον τεχνικό χαρακτήρα της κρίσης του, θεωρώ ότι κάποια ανάγνωση μπορεί εξ ίσου προσεκτικά να αποκαταστήσει αυτή τη διαδοχή ως δική του πρόταση που διατυπώνεται με ακρίβεια. ΠΑΡΑΜΟΡΦΩΤΙΚΉ ΑΝΆΓΝΩΣΗ ΤΟΥ BADIOU / Αν έπρεπε να επιμείνουμε στην κατασκευή τού μανιακά και μονοσήμαντα αναγνώσιμου, θερμού συμβάντος, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσουμε την διάκριση του Badiou όχι πλέον για να καθορίσουμε και να σταθεροποιήσουμε κάτι που φαίνεται προβληματικό την ίδια την στιγμή μιας απρόβλεπτης διάκρισης αλλά για να εξηγήσουμε επιχειρησιακά το αστικό παρελθόν και το παρόν της διάκρισης όπως κατασκευάστηκε στην σύγχρονη πόλη και ιδιαίτερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Μια θεωρητική διάκριση ανάμεσα conceivable, like the unspecified poetic element Badiou cyclically defines as precisely that unattainable element. The second disadvantage is found in the obligatory relationship linking politics with the exception. The exception is necessarily presented as the exception to a system and has value only within that system. The exceptional moment occurs only when a certain opposition appears, or some extreme agitation of systematic normality. The type of exception Badiou presents is constructed of the forced violent eruption of a suppressed, normal, regulatory mechanism. If we insist, the way he proposes, on the exception being a privileged moment contrary to the rule, it is as if we are organizing again, starting from the same mechanism, an idealized form for one of its fragments; as if we are seeing, in a certain light, the symptom separate from the mechanism of its construction, or as if we are detaching from a symmetrical mechanism an idealized fragment and contrasting it with a downgraded remainder, disdaining the symmetry of the complete phenomenon. The second disadvantage concerns the division of the mechanism itself and some a priori decided morality that separates its pieces. The third disadvantage has to do with understanding the political mechanism relative to the city and normality, to memory, to the nullification of memory and to civic coexistence. We should keep our focus there today as we search for the words to explain Thessaloniki—city of murder and the weak monuments of these murders. If the clash describes political arrangements, the event is only its fireworks. THE URBAN PLAN OF PUBLIC MURDER / I already noted that the civic healing of murder

33

13/10/2009 2:13:29 πμ


στο γεγονός και το συμβάν μπορεί να παρουσιαστεί ως συγκροτησιακή διαφορά δυναμικού που ελέγχει την κατασταστασιακή (situational) δυναμική μιας πόλης; Ίσως η σχέση ανάμεσα σε δύο ανέφικτους όρους μπορεί αφηγηθεί κάποια ιδιαίτερη πολεοδομία της Θεσσαλονίκης με άξονα τις εγκληματικές της δράσεις και την αστική παραλαβή τους: πολεοδομική αφήγηση με συγκεκριμένα στοιχεία και ιδιαίτερη πλοκή που κτίζεται ενώ τα συμβάντα μετατρέπονται σε γεγονότα, ενώ κτίζεται σε ολοένα καινούργια διαμερίσματα κάποιο εταιρόκλητο αρχείο καταχωρήσεων, μια τελική αρχειοθέτηση. Μητρώα της αστυνομίας, πιστοποιητικά θανάτου, δικόγραφα, επιτύμβιες στήλες νεκροταφείων, μνημεία. Για να οργανωθεί τέτοια κατασκευή χρειάζεται κάποια συγκεκριμένη παραμόρφωση στην ιδέα του Badiou. Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή; Θα μπορούσε να σχηματίσουμε μια εικόνα της αν σκεπτόμασταν το ΓεγονοΣυμβάν ως χρόνο παλινδρόμησης ανάμεσα στα δύο άκρα που προσπαθεί να διαχωρίσει ο Badiou. Γνωρίζουμε, από την ώρα που θέτουμε σε λειτουργία μια τέτοια αναλογία ότι αποδεχόμαστε –για λίγο- την υποτυπώδη ευστάθεια του διαχωρισμού : ανάμεσα στην ενέργεια και την δυναμική της γραφής, του «σταθερού» ίχνους και της «ρέουσας» ανάγνωσής του ας δεχθούμε για λίγο ότι παρουσιάζεται κάποια στιγμιαία διάκριση: στιγμιαία γιατί την ελέγχει η στιγμή. (Με άλλο φακό μπορούμε να δούμε αλλιώς τη σχέση αυτής της σταθερότητας και της παραμόρφωσης. Η αλλαγή της προοπτικής ας μην αναιρέσει για μια στιγμή την διακριτότητα των δύο διαφορετικών περιγραφών που επεξηγούν τη δράση ως συμβάν ή ως γεγονός). Κάθε ακύρωση της σταθερότητας μοιάζει με σταθερότητα και κάθε αναπαραστατική σταθερότητα με ακύρωση. Υπάρχει κάποια πλαστικότητα στον χρόνο αυτής της ιδιότυπης καλειδοσκοπικής μεταβολής που μεταμορφώνει κάτι σε κάτι άλλο επειδή το μάτι δέχτηκε για λίγο να δεί με τον ένα και όχι με τον άλλο τρόπο. Αν θελήσουμε να κρατήσουμε τους δύο όρους σε προσωρινή ευστάθεια θα μπορούσαμε να δούμε πολλές καταστάσεις να περιγράφονται με διαφορετικές αλληλουχίες σταθερότητας και πλαστικής ακύρωσης. Αυτή η αμοιβαία παραχώρηση (της σταθερότητας στην πλαστική ακύρωση και της πλαστικής ακύρωσης στην σταθερότητα) λαμβάνει έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα όταν αφορά τις ανθρώπινες δράσεις στην πόλη. Ανάμεσα στα είδη αλληλουχιών θα προσπαθήσω να περιγράψω κάποια αλληλουχία που is achieved with its construction as a representational mechanism. What representations was I referring to? Primarily to a series of “containers” that compartmentalize murder analyzing it and allocating it to the civic network. Primarily, to the invisible urban plan that organizes a pervasive civic rejection. I already referred to such containers; they constitute urban equipment or infrastructure facilities for every modern city: morgue, police station, holding cells, records department, places where data is gathered and charges are drawn up, investigative magistrates’ offices, press rooms,

34

katalog texts 1A.indd 34-35

ίσως συνδέεται με τον σύγχρονο αστικό χαρακτήρα. Ακόμα περισσότερο: Τέτοια παλινδρόμηση μεταξύ του άκαμπτου χρόνου της αναπαράστασης και του ενεργού χρόνου της πλαστικής ακύρωσής της μπορεί να έχει (στην περίπτωση της αστικής παραλαβής του φόνου) μια ευανάγνωστη τροπή. Μέσα στη ροή των πλαστικών μετατροπών που εμφανίζουν μια δράση τώρα ως συμβάν και αμέσως μετά ως γεγονός ή αντίστροφα, μπορούμε να συγκρατήσουμε την αφηγηματική διάσταση μιας μετατροπής. Κάποια επιδιωκόμενη κίνηση προς την ιδιαίτερη λήθη που επιβάλλεται από την καταγραφή έχει ιδιαίτερο αστικό χαρακτήρα: το θερμό συμβάν –στην πόλη- μεταμορφώνεται σε παγωμένο γεγονός. Αυτός είναι ο καθοριστικός μηχανισμός που ζητά το αρχείο και την κατάταξη, την ισονομία και την συνύπαρξη. Το γεγονός, όπως το περιγράφει ο Badiou, δεν είναι απλώς μια έκπτωση αλλά το crime pages in the press, lawyers’ offices, courts, prisons. Crime is parcelled out, different jurisdictions, mixed rituals. Classifications, which succeed in archiving and streamlining; which achieve a certain “happy” “deletion” of murder. I maintain that this rejection—or deletion—is a chance occurrence, simply uncovered here, during the special moment of murder in the city. I maintain that contemporary urbanity is compiled from specific types of rejection. The rejection of murder is an emblematic and difficult civic rejection. What is necessary for civic life to continue is for there to be a curb on whatever significance murder may have, it should somehow be deleted from the horizon of social life, which will occur without being named as such. Urbanity demands—also—for other reasons than Badiou’s that murder be perceived as an isolated event. Nevertheless, urbanity organizes (to validate this sentence and eliminate the threatening event) a routine mechanism, something prescribed for this idiosyncratic deletion. MURDERS ARE TRANSFORMED INTO ENTRIES / In Badiou’s differentiation between event and fact, which at first reading appears faulty and problematic as regards its validity, we can find a certain descriptive promise. While presenting some difficulty in understanding the distinction and in the interpretive role that formulates it, the descriptive value of the distinction for the administration of the temporality of the event and for the temporal condition of the fact appears important. Since we have already referred to the type of programming difficulty brought about by isolating the condition of the fact from the condition of the event, we rejected the autonomous existence of the event, or the condemnation of any activity, which would certainly remain a simple fact. The event appeared to necessarily unfold as a future fact; the fact always appeared to be activatable in such as way as to never exclude its transformation into an event. The problems created by the distinction between event and fact are problems resulting from the graphological configuration of the two (event and fact); while they unfold in “living time” event and fact are already assembled “from

35

13/10/2009 2:13:29 πμ


ορατό απόσπασμα (περισσότερο ή λιγότερο αποτυχημένο) ενός αστικού στόχου της ανθρώπινης συνύπαρξης. Η πόλη μπορεί να κατασκευαστεί ως συνάρτηση ακύρωσης συμβάντων. Προσεγγίζουμε την υπόθεση του φόνου ως χρόνου που περιλαμβάνει την υποδοχή του από τις δομές της ίδιας της πόλης στην οποία συμβαίνει. Προσεγγίζουμε λοιπόν περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο λησμονούνται τα τρομερά συμβάντα, παρά τον τρόπο με τον οποίο, για οποιοδήποτε ηθικό λόγο, ζητάμε την επίκλησή τους εκ νέου ξανά σήμερα. Ο αστικός χρόνος του φόνου ξεκινάει με ένα τέτοιο συμβάν και τελειώνει (όσο κι αν η πρότασή μας δεν είναι απαλλγμένη από κάποια ρητορική) με την μετατροπή του σε γεγονός. Αυτή η μεταμόρφωση του συμβάντος σε γεγονός, (της ανεξέλεγκτης δυναμικής ενεργού δράσης σε κάποια σιωπηλή αλλά επισκέψιμη καταχώρηση αρχείου) αποτελεί σημαντικό καθοριστικό μηχανισμό της ίδιας της αστικότητας. Η μετακίνηση από την ανεξέλεγκτη δομή που εισάγει οποιαδήποτε έκρηξη αδικίας σε κάποιο μηχανισμό που εμφανίζεται ως εάν να προφύλασσε από αυτήν, που θα μπορούσε να την τιθασσεύσει και να την μετατρέψει σε παραδεκτή από όλους απλή καταχώρηση αρχείου αποτελεί μεγάλη επιτυχία της αστικότητας και της δυνατότητας για συνυπάρξεις και συμβιώσεις που αυτή εισηγείται. Μπορεί να δει κανείς την διαχείριση του δολοφονημένου μέσα στην πόλη ως τελετουργία που παράγει την εξαφάνιση του πτώματος και τη λήθη του φόνου. Μεταγωγή σε κλινική, εισαγωγή στο νεκροτομείο, διαγνώσεις, ταφή, σύλληψη των υπόπτων, κράτηση των υπόπτων, εκδίκαση της υπόθεσης, απόδοση ευθυνών, τιμωρία των ενόχων, κτίση ποινής στη φυλακή, καταχώρηση στο αρχείο. Η πόλη έχει σκηνοθετήσει με ακρίβεια την κίνηση της λήθης που προβλέπει για τον φόνο. Η δικαστική εξουσία και η αρχιτεκτονική της φαίνεται να εγγυάται για τον the beginning”—while they are still evolving, even before they are configured, and after they have already evolved—as writings. They are constructed as traces; their drafting dynamic is not simply the subsequent result of a certain effort in present time. Before the meaning of living duration can ever exist, as their evolution continues, event and fact are configured as potential shapes of recorded formations. We observe here a certain momentary analogy to Wittgenstein’s idea regarding the inevitability of language and the necessary linguistic composition of reality as the sum total of sentences. And it may evolve, as much as possible, in some way creating a potentially stable function. If the evolution is something that can be rationalized and described as it unfolds, then the recording should not be considered to result from the evolution, but as part of the evolution, as an internal forecasting mechanism, or sometimes as an organizing structure. This description constructs something, which is hard to manage but may perhaps be more accurate than the ardent description that idealizes the event, describing it as structurally foreign to the fact. Event and fact produce material

36

katalog texts 1A.indd 36-37

χρόνο της αστικότητας. Η αστικότητα της δικαιοσύνης κτίζεται από τελετουργίες «ομαλής» μετακίνησης στο αρχείο. Αξίζει να τονιστεί εδώ το παράδοξο αυτής της τελετουργίας. Η αποδοχή της βασίζεται σε κάποια φαντασιακή συγκατάβαση για την δύναμη που κρίνει και αποδίδει ευθύνες. Η αστικότητα δεν μπορεί να λειτουργεί χωρίς αυτήν την συγκατάβαση. ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΟΣ ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ ΦΟΝΙΚΉ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΉ ΣΤΙΓΜΉ / Για να επιμείνει κανείς στη σχέση φόνου - ερμηνείας θα ξεκινούσε με την εκ του σύνεγγυς παρατήρηση της ερευνητικής διαδικασίας. Σε τέτοιο προσεκτικό κοίταγμα η ερμηνεία θα μπορούσε να μοιάζει με ιδιαίτερη διαδικασία επανενεργοποίησης της δράσης ή της κατάστασης που διατρέχει: η ερμηνεία είναι ερμηνεία κάποιας τέτοιας δράσης όταν επανατοποθετεί κάποια νέα «αρχή» για αυτήν. Η ερμηνεία -περισσότερο ή λιγότερο ομολογημένα- μπορεί να εννοείται ως ερμηνεία εφόσον ζητά τρόπο σχηματοποίησης για την καταγωγή κάποιας δράσης. Μπορούμε να ερμηνεύουμε με διαφορετικό τρόπο –εκ νέου- ένα αστρικό φαινόμενο και να πιστεόυμε ότι εγκαινιάζουμε εξ αρχής το είδος της κανονικότητάς του, σαν να ελέγχαμε τον πυρήνα του φαινομένου και να μπορούσαμε να τον επανασυστήσουμε με την απλότητα της ερμηνείας μας. Μπορεί να ερμηνεύουμε με διαφορετικό τρόπο ένα λογοτεχνικό έργο: εισάγουμε τότε μια νέα ερμηνεία για αυτό που δεν αλλάζει –νομίζουμε- καθόλου «το ίδιο» το έργο: απλά επαναπροτείνει τον καταγωγικό του προσδιορισμό, σαν να το ξεναγεννά ή σαν να το «ξαναγράφει» με διαφορετικό τρόπο. Σε πολλές περιπτώσεις η ερμηνεία φαίνεται να μπορεί να εγκαινιάσει εκ νέου τον χρόνο κατασκευής του θέματος που ερμηνεύει. Η ερμηνεία παρουσιάζεται ως ελεγχόμενη κατασκευαστικότητα εγειρόμενη κατ’ αναλογίαν προς κάποιο φαινόμενο. Μπορούμε να σκεφτούμε εξ αρχής το επαναλαμβανόμενο αστρικό φαινόμενο ή το λογοτεχνικό έργο σαν να το επανορίζουμε, σαν να οργανώνουμε με την ερμηνεία οντολογικές επανιδρύσεις για τα φαινόμενα. Αυτές οι ερμηνείες βασίζονται στην σταθερότητα κάποιας αντιστροφής του χρόνου που επανεξετάζει και επανασυγκροτεί τα φαινόμενα. Η ερμηνεία συγκροτείται ως διαδικασία αντιστροφής του χρόνου (reverse - rewind) και δοκιμαστικής δυνατότητας επανενεργοποίησής του (replay). to be studied and a field open to interpretation. Convertibility and schematism cannot, in the context of today’s view of Thessaloniki be regarded as autonomous concepts. Maintaining the unimportance of the schematized fact, the value of the fact, or the interpretive hurry that produces the warm event, appears to provide different readings for the same form of writings. Today, I would call them fact-event driven writings to simultaneously define inside their mechanisms their motional dynamic and their frozen stability. The event Badiou wants to isolate from the flow of simple “facts”, already describes the first obsession to schematize, which leads directly to action immediately after the first reading. The obsession to schematize truly derives (as

37

13/10/2009 2:13:30 πμ


Κάποια καταγραφή καί η δυνατότητα κάποιας επανακατασκευής του βλέμματος που βλέπει τώρα ξανά την εξέλιξη του φαινομένου σε διαφορετικό πλαίσιο [mode]. Ασφαλώς – κατά αντίστοιχο τρόπο - θα μπορούσαμε να επανορίσουμε τις συνθήκες του φόνου και να καταλήξουμε σε κάποια διαφορετική ερμηνεία για τις συνθήκες του. Θα φτιάχναμε ίσως έτσι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ή μια επιστημονική θεωρία. Ο φόνος όμως μπορεί επίσης να παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη στιγμή [instance] της ερμηνευτικής δύναμης. Ποτέ η δική του ερμηνεία δεν θα επανεκκινήσει την εξέλιξη όσων εξελίχθηκαν. Κάθε επανεκκίνηση θα οδηγεί χωρίς αμφιβολία σε κάποιο ιδιαίτερο τέλος που θα στέκεται εκεί ως απαράγραπτη αναγκαιότητα. Η μοναδικότητά του σχετίζεται με την συγκεκριμένη κατασκευή αυτής της απώλειας. Η ερμηνεία εμφανίζεται εδώ αδύναμη να επανεξελίξει [replay] το ερμηνευόμενο συμβάν. Κανένα πείραμα δεν την ξαναδοκιμάζει, καμια επιστημονικότητα δεν την προβλέπει. Η ερμηνευτική χρονική αντιστροφή παρουσιάζει, με τον φόνο, κάποια he himself notes, based on a reading of Jean-François Lyotard) from the overflow of a certain injustice. In short, injustice appears as a privileged space for the event’s formulation. It is injustice that does not permit another reading, nullifies the polysemy and the significant dynamic of situations. It is in the face of injustice that a call goes out for that which is coming and that which is coming organizes the political element. As much as Badiou attempts to invest this determinist succession of logical forms that lead to the political element with some references differently explaining the technical character of his judgment, I believe that a certain reading can, with equal care, restore this succession as his own proposal, precisely stated. DISTORTING BADIOU’S READING / If we had to insist on creating the obsessively and univalently readable warm event, we might be able to use Badiou’s distinction, not, in this case, to define and stabilize something that appears problematic at the same moment as an unforeseen distinction, but to explain operationally the civic past and the present of the distinction as it was constructed in the contemporary city and particularly in the city of Thessaloniki. A theoretical distinction between fact and event may be presented as a configurational difference in potential that controls a city’s situational dynamic. Perhaps the relationship between two unachievable terms, may relate some specific urban plan of Thessaloniki along the twin axes of the city’s criminal activities and their civic reception; an urban narrative with specific elements and a singular plot built while events transform into facts, while in ever newer departments a disparate archive is being built, the final archiving. Police records, death certificates, legal briefs, graveyard funerary stelae, monuments. A specific distortion of Badiou’s idea is required to organize such a construct. What might that be? We might form its image if we thought of the FactEvent as a period of fluctuation between the two extremes Badiou is trying to separate. We know, from

38

katalog texts 1A.indd 38-39

λειτουργική αδυναμία από την ανεπίστρεπτη μοναδικότητα. Κι ωστόσο αυτή την ίδια στιγμή της ερμηνευτικής αστοχίας του φόνου παραδίδεται σε κάθε φαινόμενο η δυνατότητα κάποιας ανεπίστρεπτης περιγραφής του. Η ερμηνεία δεν είναι ποτέ απλή αναστρεψιμότητα (reversibility) είναι πάντοτε reenactment of something lost. Τότε μόνο μπορεί να είναι ερμηνεία όσο αναφέρεται σε κάτι που την ίδια στιγμή περιγράφεται και οργανώνεται ως ανακαλούμενο και προδίδεται ως ήδη πάντοτε εξ υποθέσεως χαμένο. Το πτώμα – ίχνος του φόνου - είναι ασφαλώς το ιερό, μη μετατρέψιμο σημείο που αντιστέκεται στην επιστροφή. Το πτώμα καταστρέφει την αναστρεψιμότητα, δεν μπορούμε ποτέ να το ατενίσουμε «ως εάν να μην είχε συμβεί». Παρουσιάζει μια αναπότρεπτη μετάβαση. Σε αυτό το ως εάν βασίζεται κάθε ερμηνεία. Ο φόνος δεν μπορεί να επανεξελιχθεί ποτέ «εξ αρχής». Ίσως εξηγούμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γιατί συνέβη αλλά το πτώμα του δολοφονημένου εμφανίζει την ερμηνεία για τον φόνο ως, μέχρις ενός σημείου, μάταιη. Το πτώμα ορίζει κάποιον χώρο για την ματαιότητα της ερμηνείας. Βιάζομαι να παρατηρήσω, πριν «ολοκληρώσω» την παρατήρηση για μια ερμηνευτική του φόνου, ότι θα παρουσιάσω τον χώρο της ματαιότητας της ερμηνείας ως ήδη διαμορφωμένο, ιδιαίτερο, σύγχρονο αστικό χώρο. Κάποια πεζότητα ή κάποια ρυθμιστική κανονικότητα της ματαιότητας συγκροτεί τη σύγχρονη αστικότητα. Η ερμηνευτική ματαιότητα, ή κάποια ιδιαίτερη the time we activate such an analogy, that we are accepting—for a short while—the division’s rudimentary stability; between the action and the dynamic of the writing, the “stable” trace and the “fluid” reading, let us accept, for a short while, that a certain momentary distinction presents itself. Momentary, because the moment is controlling it (Another vantage point might demonstrate a different view of the relationship between stability and distortion. The change in perspective, should not, even for a moment, nullify the distinctness of the two different descriptions that explain the action either as event or as fact). Each nullification of stability resembles stability and each representational stability nullification. There is a plasticity in the duration of this idiosyncratic kaleidoscopic alteration, which transforms something into something else because, for a short while, the eye consented to see one way rather than another. If we want to retain both terms temporarily stable, we might see many conditions being described with different stability sequences and sculptural nullification. This mutual yielding (of stability to sculptural nullification and of sculptural nullification to stability) acquires a specific character when it concerns human activities in cities. Among the sequence types, I shall attempt to describe a sequence, which may be linked to the contemporary civic character. Moreover, such a fluctuation between the inflexible time of the representation and the active time of the representation’s sculptural nullification, may have (in

39

13/10/2009 2:13:30 πμ


μεταθετική παραίτηση από την ερμηνεία, βρίσκεται στη βάση της αστικότητας. Η επανασυγκρότηση του φαινομένου του φόνου, με οποιαδήποτε αναπαράσταση, δεν μπορεί να αναιρέσει την παντοδύναμη ύπαρξη του συστατικού τεκμηρίου. Το πτώμα του δολοφονημένου επιβάλλεται στον «χώρο» της κατάστασης με ιδιαίτερο και τρομακτικό τρόπο. Έτσι η ερμηνεία στον φόνο –εκτός από καταγραφή της εκάστοτε αδικίας που παρουσιάζεται κατά την αντίληψή του- έχει «περιορισμένη» σημασία. Η ερμηνεία του φόνου είναι βαθιά μάταιη. Αυτή τη ματαιότητα οργανώνει η στιγμή του συμβάντος, η οποία στην ανάγνωση του Badiou μπορεί να είναι επαναστατική στιγμή. Αυτή την ίδια ματαιότητα ζητά να αποσιωπήσει ο αστικός πολιτισμός. Αυτή η ματαιότητα είναι στα χέρια της διαχείρισης οποιασδήποτε εξουσίας. Προφανώς: όσο περισσότερο απρόσωπη και «ουδέταιρη» είναι η διαχείριση του φόνου, τόσο περισσότερο η εξουσία πείθει για τον αστικό της χαρακτήρα. Μια περιφρονημένη πολεοδομική αρετή τεμαχισμού, διάχυσης και αρχειοθέτησης μιας βίαιης δράσης στον χώρο και στον χρόνο της πόλης εμφανίζεται έτσι να βρίσκεται «στην βάση» του αστικού πολιτισμού. Ο φόνος δείχνει το ερμηνευτικό όριο αδυναμίας παράκαμψης των τεκμηρίων. Το πτώμα του δολοφονημένου ωστόσο οργανώνει ταυτόχρονα την καταστροφή της ερμηνείας την ίδια στιγμή που την συνιστά καθώς το ίδιο κατασκευάζεται ως τεκμήριο. Μόλις παραπάνω επεξηγούσαμε την αναγνωστική δυναμική του γεγονότος εν σχέσει προς την ανεξελεγκτη μετατρεψιμότητα του συμβάντος. Στα πλαίσια αυτής της κρίσης (που ξεχωρίζει το σταθερό, ως ερμηνεύσιμο, απο εκείνο το εξελίξιμο, που ο Badiou περιγράφει ως εξαίρεση στην αναπαράσταση) το «πρώτο» τεκμήριο του φόνου είναι ερμηνευόμενο ίχνος: το πτώμα του δολοφονημένου αποτελεί την ίδια στιγμή καταληκτικό, καθοριστικό μέρος της δράσης του φόνου και απαράκαμπτο τεκμήριο της. Ανήκει ταυτόχρονα στην δράση και στα τεκμήριά της, στον ζωντανό χρόνο και στην ιχνογραφία του. Το πτώμα είναι ταυτόχρονα συμβάν και γεγονός, ζωντανό και νεκρό, βιωμένο και αναπαράσταση. Το συστατικό τεκμήριο του φόνου, το πτώμα του δολοφονημένου, κατασκευάζει την γραφή του ΓεγονοΣυμβάντος επειδή η σκέψη και ο προβληματισμός για το πτώμα είναι –«εξ αρχής»- ήδη πάντοτε ηθικός και επειδή, την ίδια στιγμη που συλλαμβάνουμε το απαράκαμπτο του πτώματος, συλλαμβάνουμε επίσης την ουσιαστική αδυναμία της ερμηνείας να γίνει παντοδύναμη. Στο πλαίσιο αυτής της τελευταίας παρατήρησης ένα αρχείο φαίνεται να είναι ό,τι πιο σταθερό μπορεί να υποκαταστήσει κάποια μεγαλειώδη ερμηνεία ή το αδύνατον της διαμόρφωσής της. Η αρχειακή πεζότητα είναι η πιο ισχυρή κατασκευή: κάτι που μοιάζει με «ακατασκεύαστο». Το πτώμα του δολοφονημένου στοιχειώνει την ερμηνεία, πριν από την ερμηνεία, ήδη εδώ στον οποιοδήποτε χώρο the case of the civic reception of murder) a comprehensible turn. Inside the flow of sculptural modifications that present an activity first as event and immediately af-

40

katalog texts 1A.indd 40-41

της, την ίδια στιγμή που ακυρώνει και εγκαθιστά την μοναδικότητά της. Ωστόσο εφόσον σκεπτόμαστε στην Θεσσαλονίκη, (εδώ: εφόσον σκεπτόμαστε σε μια σύγχρονη πόλη), το πτώμα του δολοφονημένου πρέπει να είναι πάντοτε ήδη σε προώθηση προς κάποιο άλλο αρχείο και με ιδιαίτερο τρόπο ήδη πάντοτε «όχι πια εδώ». Το πτώμα που στοιχειώνει εξ αρχής τον ερμηνευτικό μηχανισμό σαν να έμενε πάντοτε παρόν είναι, στην πόλη, πάντοτε απόν. Από την στιγμή της δολοφονίας στην πόλη το πτώμα παύει να ανήκει στον χώρο όπου σκηνοθετήθηκε, μπορεί τώρα να μην ανήκει σε κανέναν άλλον χώρο πέραν των αστικών μητρώων, των αρχείων θανάτου και των καταγεγραμμένων φόνων στο αρχείο της αστυνομίας ή των αποθηκευμένων δικογράφων του Εφετείου. Εδώ ανιχνεύεται η ιδρυτική για την πόλη ματαιότητα του φόνου: σημασία έχει να διακοπεί η σκέψη για τον φόνο στούς ίδιους τόπους όπου ο ίδιος εξακολουθεί ακόμα να «τιμάται», μέσα σε παράξενους καταλόγους που καλούνται να καταγράψουν για να επιτύχουν τη λήθη, όπως εκείνα των μητρώων δικών, των δικογράφων, ή των καταλόγων κρατουμένων. Η αστικότητα καθορίζεται από αυτόν τον μηχανισμό που κάνει την ματαιότητα ιδιότυπη αρχειακή δράση καταχώρησης. Η συγκρότηση της πόλης οργανώνεται με αυτή την παράδοξη αρχειακή στόχευση. Γιατί άραγε παράδοξη; Επειδή το αρχείο παρουσιάζεται ως καταγραφικός μηχανισμός καθοριστικός για την ανάμνηση: στον αστικό φόνο –με τον τρόπο που τον παρουσιάζω εδώ σήμερα- εμφανίζεται ως ιδιαίτερος τρόπος οργάνωσης της αστικής λήθης. ΠΟΛΗ - ΑΡΧΕΙΟ / Μας χρειάζεται ένα συγκεκριμένο πεδίο για την προσγείωση της γενικεύουσας σκέψης. Το αναζητάμε στην Θεσσαλονίκη. Πριν από κάθε τι προέχει η περιγραφή της ως πόλης των «γεγονότων»: η περιγραφή της ως συγχρονης πόλης. Η σύγχρονη πόλη, κατασκευασμένη για αυτή την περίσταση ως σαρκίο τεμαχισμένης υποδομής ή ως σύστημα θηκών προορισμένο για την σίγαση των συμβάντων, συναντά στη Θεσσαλονίκη ένα δύσκολο έργο λήθης. Η σύγχρονη Θεσσαλονίκη καλείται να αποσιωπήσει ένα βαρύ αριθμό μνημειωδών ή εμβληματικών συμβάντων που παρέλυσαν τον αστικό της χαρακτήρα και την terwards as fact or vice-versa, we may retain a modification’s narrative dimension. An activity, pursuing the particular oblivion imposed by recording, has a particular civic character; the warm event—in the city—transforms into frozen fact. This is the determinative mechanism, which demands archives and classification, isonomy, and coexistence. The fact, as described by Badiou, is not simply a failure, but the visible excerpt (more or less successful) of a civic goal of human coexistence. The city may be constructed as an event nullification function. We approach the case of murder as a timeline that contains its reception by the structures of the very city in which it occurs. Therefore, our approach is concerned more with the way terrible events are forgotten, rather than the way, for whatever moral

41

13/10/2009 2:13:30 πμ


μητροπολιτική της δυνατότητα, η οποία ήταν τόσο αυτονόητη κατά στο παρελθόν. Υποστήριξα ότι η εξέλιξη της αστικότητας (civility – urbanity) ταυτίζεται με κάποια ιστορία παγώματος του συμβάντος: ιστορία βασισμένη στον αστικό τεμαχισμό και στην διάχυση του συμβάντος στο εσωτερικό του πολεοδομικού σχηματισμού. Το ανεξέλεγκτο “συμβάν” μετατρέπεται στην πόλη σε αρχειοθετημένο γεγονός. Φάνηκε ήδη ότι το δηλητήριο που ζητά να αναχαιτίσει η αστικότητα είναι το ίδιο το κέντρο του πολιτικού συμβάντος, όπως προσπαθεί να το περιγράψει ο Badiou. Αν reason, we seek their invocation once again today. The civic timeline of murder begins with one such event and ends (however much our sentence cannot be free of a certain rhetoric) with its transformation into fact. This transformation of event into fact (of the uncontrolled dynamic of active action into a silent but accessible archival entry) constitutes an important defining mechanism of urbanity itself. The transition from the uncontrolled structure that imports any eruption of injustice to a mechanism that appears to guard against it, which might be able to tame it and transform it into a simple archival entry, which is acceptable to all, constitutes a great success of urbanity and of the possibility of existing and living together it proposes. One may see the administration of murder victims in the city as a ritual that produces the body’s disappearance and casts the murder into oblivion. Transportation to a clinic, delivery to the morgue, diagnoses, burial, suspects’ arrest, suspects’ imprisonment, case tried, verdict rendered, guilty punished, sentence served, archive entry complete. The city has staged precisely the movement of the oblivion it intends for death. Judicial authority and its architecture, appear to guarantee the period of urbanity. The civic character of justice is constructed of rituals for a “smooth” transition to the archive. It is worth noting here the paradox of this ritual. Its acceptance is based on some imaginary concession regarding the power that judges and assigns blame. Urbanity cannot function without this acquiescence. UNINTERPRETED MURDER AND THE MURDEROUS INTERPRETIVE MOMENT / In order to insist on the relationship murder-interpretation, one might begin with an up-close scrutiny of the investigative process. With such careful observation, the interpretation might resemble a specific process reactivating the activity or the situation it deals with; the interpretation is an interpretation of some such activity when it re-establishes a certain new “beginning” for it. The interpretation—more or less acknowledged— may be perceived as interpretation so long as it seeks a schematization method for the origin of an activity. We can interpret differently—afresh—an astral phenomenon, and believe we are inaugurating from the start its type of normality, as if we were examining the nucleus of the phenomenon and could reconstruct it through the simplicity of our interpretation. We can interpret a work of literature differently; introducing a new interpretation for something that does not change—or, so we think—the piece

42

katalog texts 1A.indd 42-43

η αδικία καταλήγει στο κείμενό του να χαρακτηρίζει το συμβάν και να οργανώνει το πολιτικό στοιχείο, μπορούμε να οδηγήσουμε την σκέψη μας με ριζικό τρόπο προς την ίδια την κίνηση της αστικοποίησης που περιγράφει η «πόλη του φόνου», το σύνολο δηλαδή των τμημάτων της πόλης που διαχειρίζεται την υποδοχή του. Αν διαβάσουμε την αδικία ως συστατικό κινητήριο στοιχείο για πολιτική δράση και αν ταυτόχρονα η αστικότητα είναι κατασκευασμένη από μηχανισμούς σίγασης της ενέργειας του συμβάντος (που ξεσπάει απέναντι στην αδικία), έχουμε να διαχειριστούμε κάποια αντίθεση η οποία ξεσπάει ανάμεσα στην ίδια την αστικότητα (urbanity) και στην έννοια του πολιτικού στοιχείου: η προσπάθεια του Badiou να περιγράψει την πολιτική βασίζεται στην ενέργεια του συμβάντος, την ίδια στιγμή που ο συστατικός μηχανισμός της πόλης σήμερα εργάζεται για την ακύρωσή του. Η πόλη κατασκευάζεται από μηχανισμούς ανάσχεσης του συμβάντος. Η αδικία δημιουργεί την δρώσα ενοχική δύναμη που εκτονώνεται με αυτό που ο Badiou εννοεί ως πολιτική δράση: εδώ τουλάχιστον θα οδηγήσω εγώ σήμερα την πολιτική σημασία του συμβάντος που παράγει ο Badiou. Αν αναγκαζόμασταν να δεχθούμε ότι η δρώσα ενοχική δύναμη του συμβάντος είναι το κέντρο του πολιτικού στοιχείου είναι σαν να δεχόμαστε ως συστατικό κέντρο που συνέχει πολιτική και πόλη τον ίδιο τον μηχανισμό που η πόλη αρνείται να δεχθεί και εργάζεται για να ακυρώσει. Η ενοχή είναι οφειλή: «η αδικία ξεσπά σαν δρώσα ενοχή» σημαίνει: κάποιο όριο itself at all; it simply reintroduces its innate definition, as if the piece were reborn or “rewritten” differently. In many cases, the interpretation may inaugurate once again the construction period of the subject it interprets. The interpretation is presented as a monitored constructivism advanced proportionate to a certain phenomenon. We may consider from the beginning the recurring astral phenomenon or the literary work as if redefining it, as if our interpretation was organizing ontological recreations of the phenomena. These interpretations are based on the stability of a certain reversal of time that re-examines and reconstitutes the phenomena. The interpretation is formulated as a process of reversing time and an experimental ability to replay it. Some record and the ability to reconstruct the gaze now re-observing the evolution of the phenomenon in a different mode. Certainly—in a corresponding fashion—we could redefine murder’s conditions, resulting in a different interpretation for its conditions. We might thus create a mystery novel or a scientific theory. Murder, however, can also present a particular instance of the interpretive power. Its own interpretation will never reboot the evolution of everything that evolved. Every reboot will undoubtedly lead to a certain special end, which will stand there as an indisputable necessity. Its uniqueness relates to the specific construction of this loss. Here, the interpretation appears incapable of replaying the event under interpretation. No experiment can retest it, no scientific approach can anticipate it. The interpretive time reversal presents

43

13/10/2009 2:13:30 πμ


διαταράχθηκε και τώρα απειλείται η δυνατότητα συνυπάρξεων και συμβιώσεων για την οποία συστάθηκε η σύγχρονη πόλη: η υπέρβαση του ορίου αποτελεί τεκμήριο . Ο φόνος και οι ιστορίες που έπονται για καθέναν από τους δημόσιους φόνους αποτελούν μικρά ή μεγαλύτερα μνημεία παραβιάσεων της αστικής ανεκτικότητας. Η παύση της ενοχής και η εκλέπτυνση για αυτή την παύση βρίσκεται στη βάση κάθε αστικότητας. Η αστικότητα εγκαινιάζεται με την δυνατότητα παραλαβής της ενοχής από ειδικούς μηχανισμούς. Ο Foucault αναφέρεται εκτεταμένα σε κάποια θεώρηση της φυλακής στο Επιτήρηση και Τιμωρία και τον παρακολουθούμε με προσοχή. Ας σημειωθεί –για τις ανάγκες αυτού του μικρού κειμένου- ότι η φυλακή αποτελεί χώρο αποκλεισμού: καταστατικά βρίσκεται εκτός πόλεως. Συμβολοποιεί την καταληκτική απόρριψη του εγκλήματος από τον κοινοτικό μηχανισμό. Οργανώνει την φαντασιακή κάθαρση από κάποιο κακό που καθυποτάχθηκε. Δείχνει το τέλος της αστικής ενοχής. Ωστόσο η αστική διαχείριση της ενοχής και η παύση της κατασκευάζεται μεθοδικά από έναν πολύπλοκο μηχανισμό, περισσότερο ή λιγότερο αξιοσέβαστο ή επιλήψιμο, απλωμένο στον ιστό της πόλης. Στην ψυχανάλυση η απώθηση συνδέεται συχνά με εκλογίκευση. Η απώθηση της ενοχής προσδιορίζει την πολεοδομία όσο (περισσότερο ή λιγότερο φανερά) οργανώνει τον μηχανισμό απορρόφησης του ενοχικού συμβάντος διαχέοντας τον στον αστικό χώρο και επεκτείνοντας τον χρόνο της εκκρεμότητας που αφορά την κάθαρση από αυτό. Υπό through murder a certain functional weakness from irreversible uniqueness. Nevertheless, at the same moment of murder’s interpretive failure, each phenomenon is afforded the possibility of some irreversible description. The interpretation is never simple reversibility; it is always a re-enactment of something lost. It can only be interpretation, as long as it refers to something that, at the same moment, is described and organized as something, which can be recalled, and is revealed to be something already always, ex hypothesi, lost. The corpse—evidence of murder—is naturally the sacred, untransformable point that resists return. The corpse destroys reversibility; we can never regard it “as if it had not happened”. It presents an irrevocable transition. Every interpretation is based on this “as if”. Murder can never unfold again “from the beginning”. We might explain, one way or another, why it happened, but the murder victim’s corpse demonstrates the futility, to a certain point, of the interpretation of murder. The corpse defines a certain space for the futility of interpretation. I hasten to comment, before “completing” my remark regarding an interpretive approach to murder, that I will present the space of the futility of interpretation as an already developed, specific, contemporary civic space. A certain pedestrianism or regulatory normality of futility configures contemporary urbanity. The reconstitution of the phenomenon of murder, regardless of representation, can-

44

katalog texts 1A.indd 44-45

αυτή την έννοια η αστικότητα συνδέεται άμεσα με κάποιο είδος σταθεροποιητικής γραφειοκρατικής αρχειοθέτησης και κατατάξεων που εγγυώνται την εξασθένιση της συμβολικής ορμής του συμβάντος. Η γραφειοκρατία εμφανίζεται εδώ όχι ως λειτουργικό ατύχημα αλλά ως εγγενής πρόθεση του μηχανισμού. Ο αόρατος αστερισμός – υποδομή που συγκροτεί τον υποδοχέα του φόνου είναι τελικά μια κρυμμένη γραφειοκρατία. «Η πόλη λειτουργεί ως σύστημα ακύρωσης του συμβάντος» σημαίνει επίσης, από την ανάλυση που προωθούμε μέχρι εδώ, ότι η πόλη λειτουργεί και ως σύστημα ακύρωσης της αδικίας. Η γραφειοκρατία θεωρείται ως πρόβλημα υπερτροφίας των αρχείων. Ωστόσο, η καταστατική δύναμη της κανονικότητας που εγγυάται την αστικότητα, χρειάζεται σήμερα την γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία έχει την θέση της στην συγκρότηση της κανονικότητας. Σήμερα βρισκόμαστε σε προνομιακή στιγμή για να διαμορφώσουμε νέες έννοιες σχετικές με τις πολιτικές του αρχείου. Είναι η θεωρητική ευκαιρία για να αναλογιστούμε για το συμβάν, το γεγονός και το καταγράφειν. Ό,τι διαφεύγει από την προσέγγιση αυτή και ό,τι της δίνει τον ρυθμό της είναι η επιθετική ορμή με την οποία κατασκευάζεται η κανονικότητα μιας πόλης. Η αστικότητα είναι εσωτερικά και μύχια συνδεδεμένη με την γραφειοκρατία. Και μάλιστα είναι μέσα στον γραφειοκρατικό χαρακτήρα της πόλης όπου θα συναντήσουμε κάποιαν από τις πιο δόκιμες, τεχνικές περιγραφές της. not revoke the all-powerful existence of the component evidence. The corpse of the murder victim imposes itself on the “space” of the situation in a particular, frightening way. Thus, in murder, interpretation—apart from the documentation of every injustice presented in the course of comprehending—has “limited” importance. The interpretation of murder is intensely futile. This futility organizes the moment of the event, which in Badiou’s interpretation may be a revolutionary moment. This same futility is what civic civilization seeks to suppress. This futility is in the hands of every authority. Obviously: The more faceless and “neutral’ the processing of murder, the more authority persuades us of its civic character. The despised urban virtue of partitioning, diffusing, and archiving a violent action in the city’s space and time, thus appears to be “at the basis” of civic civilization. Murder demonstrates the interpretive limit of the inability to circumvent evidence. The corpse of the murder victim, however, simultaneously organizes the destruction of interpretation at the same time it constitutes it, since it itself is constructed as evidence. Just previously, we were elucidating the interpretive dynamic of the fact in relation to the uncontrollable convertibility of the event. In the framework of this reasoning (which differentiates the stable, which can be construed, from that which is evolvable, described by Badiou as an exception to representation) the “first” evidence of murder is an interpreted trace: the corpse of the murder victim constitutes at the same time a catalytic, decisive part of the act

45

13/10/2009 2:13:30 πμ


Η ΤΟΠΙΚH ΜΝΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΑΣΧΕΣΗ / Ποιά είναι η ιδιαίτερη συνθήκη των φόνων της Θεσσαλονίκης; Μετά από την περιγραφή της αστικής υποδομής που παραλαμβάνει τους φόνους, θα έλεγε κανείς πως μπορούσε να είναι ίδια με τη συνθήκη οποιασδήποτε σύγχρονης πόλης. Ωστόσο μια ιδιαίτερη κατασκευή της πόλης μέσα από κάποια σειρά φόνων ενδιαφέρει εδώ. Σειρά φόνων που έχει ταυτόχρονα ειδική σημασία και παραδειγματική. Η ανακατασκευή της πόλης από τους φόνους της συναντά την αφήγηση ενός μοντέλου βάρβαρου εκσυγχρονισμού που μπορεί να αποδειχθεί παραδειγματικής ιδιοτυπίας. Το πέρασμα της πόλης προς την σύγχρονη αστικότητα άφησε τα ιχνη του σε αρχεία της Θεσσαλονίκης και τα ίχνη αυτά είναι of murder and its unavoidable evidence. It belongs simultaneously to the act and to its evidence, to living duration and its outline. The corpse is simultaneously event and fact, alive and dead, experienced and representation. The component evidence of murder, the murder victim’s corpse, constructs the writing of the FactEvent because thinking and deliberating over the corpse is—“from the beginning”—already always moral, and, because at the same time we comprehend the unavoidability of the corpse, we comprehend the essential inability of interpretation to become allpowerful. In the framework of this last comment, an archive appears to be the most stable candidate to replace a magnificent interpretation or the inability to create it. The archival prosaicness is the most powerful construction, something that appears to “unconstructed”. The murder victim’s corpse haunts the interpretation before interpretation, already present in its every space, at the same time it nullifies and installs interpretation’s uniqueness. However, as long as we are thinking in Thessaloniki (as long we are thinking in a contemporary city), the murder victim’s corpse must always be forwarded to some other archive, in a particular fashion already always “no longer here”. The corpse, which from the start haunts the interpretive mechanism as if it were always present, is always absent in the city. From the moment murder occurs in the city, the corpse ceases to belong to the place it was staged; now it cannot belong anywhere else but to the civil records, death registry entries, and documented murders in the police files or the stored legal documents of the Appellate Court. This is where we detect the founding, for the city, futility of death; what is important is to stop thinking of murder in the very places where it still continues being “honoured”, in strange catalogues they are called upon to record to achieve oblivion, such as trial and pleadings registers, or lists of detainees. Urbanity is defined by this mechanism, which makes futility an idiosyncratic archival entry action. The city’s composition is organized by this paradoxical archival target. Why paradoxical? Because the archive is presented as a recording mechanism, crucial for memory; in civic murder—the way I am presenting it here today—it appears as a unique way of organizing civic oblivion. DEMONIZED BUREAUCRACY / We need a specific field to ground generalizing thought.

46

katalog texts 1A.indd 46-47

ενίοτε τεκμήρια εγκλημάτων. Ενίοτε η εμβέλεια των δράσεων είναι καθοριστική για την συγκρότηση των φαντασιακών συναρτήσεων που συνιστούν (με τον εκάστοτε τρόπο τους) το ελληνικό κράτος. Η εβραϊκή στιγμή των φόνων της πόλης, πάντοτε ταυτόχρονα αφηρημένη και συγκεκριμένη πυκνώνει την δυναμική της ετερότητας στην εκδοχή των δολοφονιών στο Κάμπελ στην αρχή της δεκαετίας του 1930, και στην μαζική μεταφορά πληθυσμού της πόλης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία. Η στιγμή της δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου George Polk το 1948 διαβάζεται και ως στιγμή του τέλους της αγγλικής επιρροής στην Ελλάδα και ενεργοποίηση της αμερικανικής. Η δολοφονία του βουλευτού της Αριστεράς Λαμπράκη το 1963 και η σημαντική δίκη που αναλογεί σε αυτήν μπορούν κι αυτές να διαβαστούν ως εισαγωγή στην δικτατορία και την μεταπολίτευση, ως συνάρτηση του πείσματος για ευρωπαϊκό εκσυγχονισμό από παράγοντες ενός ανέτοιμου κράτους. Μπορεί κανείς να αναγνώσει την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μέσα από αυτή τη δολοφονική επίθεση και την σημασία της. Τα παρελκόμενα οδηγούν μέχρι την συμβολική ανακήρυξη του ανακριτή της δίκης σε πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας το 1985. Η απόδοση σημασίας στο ασήμαντο και κάποια μνημείωσή του αποτελούν μέρος της παρούσας στρατηγικής. Δεν υπάρχει φόνος χωρίς ιερότητα, χωρίς βεβύλωση και χωρίς θεατρική συγκρότηση. Εδώ επιχειρείται κάποια βέβυλη εξομοίωση των φόνων μέσα από την κοινή σύνταξή τους. Αν We look for it in Thessaloniki. Above all else, its description as a city of “facts” is of primary importance; its description as a contemporary city. The contemporary city, constructed for this purpose as a physical structure with a fragmented framework, or as a system of compartments destined to silence events, encounters a task of oblivion. Contemporary Thessaloniki is called upon to suppress a large number of memorable or emblematic events that paralyzed its civic character and metropolitan potential, so obvious in the past. I have supported that the evolution of urbanity is identified with some freezing of the event; a history based on civic fragmentation and the diffusion of the event inside the urban formation. In the city, the uncontrolled “event” is transformed into an archived fact. It has already become apparent that the poison urbanity-civility seeks to check is the very centre of the political event as Badiou tries to describe it. If, in his text, injustice ends up characterizing the event and organizing the political element, we can direct our thought in a radical way towards the very activity of instituting urbanity described by the “city of murder”, i.e., the sum total of the sections of the city that administers its reception. If we read injustice as a constituent driving element for political action and if simultaneously urbanity is constructed by mechanisms silencing the energy of the event (which, faced with injustice, erupts), we have to deal with a certain contrast that flares up between urbanity itself and the concept of the political element;

47

13/10/2009 2:13:30 πμ


ξεκινήσαμε αυτό το κείμενο με ανάλυση της υπόθεσης του φόνου ως ξεχωριστής ατομικής σημασίας, πρέπει να τελειώσουμε με κάποια ιδιαίτερη αστική σημασία του λουτρού αίματος ή της βίαιης εξομοίωσης των φόνων που παράγει η ίδια η αστική μηχανή [apparatus] της υποδομής, την ίδια στιγμή που αναμένει τον φόνο. Πώς θα διαβαζαμε σήμερα δολοφονίες ανθρώπων με ανεξακρίβωτα στοιχεία από ανθρώπους με ανεξακρίβωτα στοιχεία; Το κείμενο αυτό προτείνει ήδη μια αναγνωστική προοπτική. Αν κατασκευάσαμε μια πόλη της αστικής υποδομής του φόνου, αν θεωρήσαμε ότι η τεχνική περιγραφή της βαρβαρότητας βασίζεται στην παράκαμψη ενός μηχανισμού, τότε η ίδια παράκαμψη που διαβάστηκε ως απολίτιστη, άτεχνη βαρβαρότητα παρουσιάζεται σήμερα στην αμηχανία καταγραφής φόνων πολιτών της σύγχρονης πόλης. Βλέπουμε μεμιάς τις δημόσιες ανθρωποκτονίες, σαν να παρακολουθούμε [ 6 ] Benjamin, “Theses on the Philosoτην ιδιαίτερη εκατόμβη, με τον αρχαιολογικό phy of History”, Illuminations, New τρόπο αποτύπωσης “συμβάντων” που μοιραία York, 1985 (από την μετάφραση Harry Zohn, 1969), p. 254. Ελληνική μετάφραση είναι και “γεγονότα” όπως είναι “γεγονότα” Μπαλτά, Φαράκλα περιοδικό Ο Πολίτης δεκαπενθήμερος, 11.1997, τευχος 43. τα πτώματα των δολοφονημένων της πόλης αυτής. Στον Benjamin [6] διαβάζουμε ότι “μόνο στην λυτρωμένη ανθρωπότητα ανήκει πλήρως το παρελθόν της … μόνο η λυτρωμένη ανθρωπότητα μπορεί να μνημονεύει Badiou’s effort to describe the political is based on the energy of the event, at the same time the constituent mechanism of today’s city works to nullify it. The city is constructed of mechanisms seeking to intercept the event. Injustice creates the active contractual power, which is eased by what Badiou considers political action; today, at least, this is where I will direct the political significance of the event Badiou produces. Were we forced to accept that the contractual power of the event is the centre of the political element, it would be as if we were accepting the very mechanism the city refuses to accept and labours to nullify as the constituent centre linking politics and city. Guilt is debt; “injustice erupts like active guilt” means: Some dividing line was crossed and now the possibility of existing and living together for which contemporary cities were created is at risk; overstepping that dividing line constitutes evidence. Murder and the ensuing stories regarding each public murder constitute smaller or greater memorials to the transgression of civic tolerance. The cessation of guilt and the refinement required for this cessation is the basis of all urbanity. The urban character is inaugurated with the prospect of guilt being assumed by specific mechanisms. Michel Foucault referred extensively to a view of prison in Surveiller et Punir (Discipline and Punish) and we follow him carefully. Please note—for the needs of this short text—that prison constitutes a place of isolation: Contractually, it exists outside the city. It becomes the symbol of the social mechanism’s ultimate

48

katalog texts 1A.indd 48-49

rejection of crime. It organizes the imaginary catharsis of a certain evil, which was subjugated. It shows the end of civic guilt. Nevertheless, the civic administration of guilt and its cessation is methodically constructed by a complex mechanism, more or less estimable or reprehensible, which is spread over the city network. In psychoanalysis, rejection is frequently associated with rationalization. The rejection of guilt defines urban planning provided it (more or less obviously) organizes the mechanism for absorbing the contractual event dispersing it in the civic space and extending the period during which its cleansing remains in abeyance. In this sense, urbanity is directly linked with a certain type of stabilizing bureaucratic archiving and classification system guaranteeing the weakening of the event’s symbolic force. Bureaucracy here is presented not as an operational accident, but as an inherent purpose of the mechanism. The invisible constellation—infrastructure that constitutes murder’s recipient is, ultimately, a concealed bureaucracy. “The city functions as a system nullifying the event”, also means, given the analysis we are advancing up to this point, the city also functions as a system nullifying injustice. Bureaucracy is considered as a problem of hypertrophic archives. The constitutive power that constructs a normality of a civil construction though, following this description is of great importance here; nevertheless, nowadays, we find ourselves at the most appropriate time to think about politics in the archive, to think about events, facts, and recordings. What escapes this approach is the aggressive and at the same time normalizing power that structures a city. Urbanity is intimately related to bureaucracy. In the city’s bureaucratic, archival character, we meet one of its possible constitutive descriptions. LOCAL MEMORY SUSPENSION / What is the specific condition of Thessaloniki’s murders? After the description of the civic infrastructure, which receives the murders, one might say the condition is equal to that of any other contemporary city. Nevertheless, what is of interest here is a specific construction of the city through a certain series of murders. A series of murders simultaneously possessing a special and an exemplary meaning. The reconstruction of the city through its murders encounters the account of a model of barbarous modernization that might prove to have an exemplary peculiarity. The city’s journey towards contemporary urbanity left traces on archives in Thessaloniki and these traces are, on occasion, evidence of crimes. Occasionally, the range of the activities is decisive for the configuration of imaginary functions that constitute (each in their own way) the Greek state. The Jewish moment in the murders of the city, always simultaneously abstract and specific, deepens the dynamic of otherness in the version of the Campbell neighbourhood murders in 1931, and the mass transportation of part of the city’s population to concentration camps in Germany. The 1948 murder of the American journalist George Polk can also be read as the mo-

49

13/10/2009 2:13:30 πμ


το παρελθόν της καθ’ όλες τις στιγμές του” [“only a redeemed mankind receives the fullness of its past- which is to say, only for a redeemed mankind has its past become citable in all its moments”]. Κάποια στιγμή επιστροφής στο λησμονημένο φανερώνει και σβήνει ταυτόχρονα την ίδια έννοια αδικίας για την οποία γράφαμε πριν. Κάτι υπάρχει σε αυτή την αστική σκηνοθεσία της λήθης (που περιγράψαμε ως αναγκαιότητα για συνύπαρξη) που δεν μπορούμε να αποφύγουμε να αναλογιστούμε. Αν στόχος της αστικότητας είναι η λήθη και η σίγαση του συμβάντος, αν η ανάγκη της συνύπαρξης επιτρέπει την συγγνώμη απέναντι στα χειρότερα εγκλήματα, αν υπάρχει τόση μνημονική βία στην συγκρότηση της υποδομής μιας σύγχρονης πόλης, τι μπορεί να σκεφτεί κανείς για τις στιγμές που ο κοινωτικός μηχανισμός της υποδομής του φόνου παύει να λειτουργεί με την δική του βιαιότητα; Τι συμβαίνει όταν η βία της απώθησης που κτίζει προσεκτικά ο μηχανισμός κάθε σύγχρονης πόλης για να παραλάβει τα εγκλήματά του παύει να λειτουργεί ως τέτοια αστική βία και μετατρέπεται ενσυνείδητα σε άλλου είδους βία; Τι συμβαίνει όταν η ζητούμενη ανοχή της κοινοτικής συνύπαρξης μετατρέπεται σε χρησιμοποίηση της αστικής υποδομής για επιβολή της ανοχής κάποιου είδους εγκληματικών ενεργειών; Όταν η αστική υποδομή του “μηχανισμού κατασκευής της λήθης του εγκλήματος” χρησιμοποιείται για την ανοχή της ; Ποιό όριο χωρίζει τις δύο διαφορετικές έννοιες της ανοχής, (που και οι δύο λειτουργούν για την επιβεβαίωση της εξουσίας αλλά ment marking the end of British and the beginning of U.S. influence in Greece. The assassination of left-wing MP Grigoris Lambrakis in 1963 and the associated important trial can also be read as an introduction to the dictatorship of the Colonels and the post-dictatorship period, as a function of the insistence on European modernization by agents of an unprepared state. One can interpret contemporary Greek history through this murderous attack and its importance. The repercussions went as far as the token election of Christos Sartzetakis, the trial’s examining magistrate, as president of the Hellenic Republic in 1985. Ascribing significance to the insignificant and its remembrance in some way constitute part of the present strategy. There is no murder without sanctity, without desecration, and without a theatrical configuration. Here, there is an attempt at a sacrilegious equation of the murders by compiling them together. If we began this text with an analysis of the murder case as having a distinct individual importance, we must conclude by granting a specific civic importance to the bloodbath or to the violent equation of murders produced by the civic infrastructure apparatus itself, at the same moment it waits for murder. How would we interpret today the murders of people of unconfirmed identity, like those reported recently. This text already suggests a reading perspective. If we constructed a city with murder’s civic structure, if we considered that the technical description of barbarism depends on circumventing a mechanism, then the same circumvention, which was read

50

katalog texts 1A.indd 50-51

με διαφορετικό τρόπο); Ανοχή τού εγκλήματος που διέπραξε ο άλλος και ανοχή κάποιας ανεξέλεγκτης λειτουργίας του μηχανισμού ανοχής όταν είναι προφανώς προβληματικός. Τι συμβαίνει τότε; Δεν χρειάζεται να απαντήσουμε στο ερώτημα με διατυπώσεις που να επεξηγούν κάποια συγκροτημένη θέση. Βρισκόμαστε ήδη στην Θεσσαλονίκη. Είμαστε στην ίδια θέση του άτυχου ερμηνευτή, που θα σχηματίσει μάταιες θεωρίες για τις καταστροφές τελεσίδικων δράσεων όπως είναι -υποδειγματικά- οι φόνοι. Με παρόμοιο προς τόν δικό του τρόπο στεκόμαστε τρομαγμένοι μπροστά στον αναπόδραστο χαρακτήρα που λαμβάνουν τα γεγονότα όταν, για παράδειγμα, δομούν το παρελθόν της πόλης αυτής. Το είδος αυτής της ματαιότητας είναι το κέντρο του προβληματισμού που μπορεί να ξεκινά όταν βλέπουμε –για μια στιγμή- τον φόνο (πού πάντοτε ενέχει ιερότητα και μοιραία κατασκευάζει θεολογίες) εκπεσμένο μέσα σε ποσότητες και συγκροτημένο μέσα σε μια πεζή υποδομή, της οποίας η ύπαρξη και η “κανονική” λειτουργία συγκροτεί την πόλη, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και οι άλλες της υποδομές. Τα ευτυχή ιερά λήμματα αυτού του μηχανισμού θα είναι οι τάφοι, τα μητρώα θανάτου, τα δημόσια αρχεία. Και τα υπόλοιπα ίχνη; Όσα ακόμα δεν θεωρείται ότι πρέπει να λάβουν το φώς της δημοσιότητας; Αυτή είναι η οικονομία της σκληρής υποδομής που λειτουργεί για να ακυρώνει την επιστροφή προς τα πίσω: μπροστά βρίσκουμε μόνον αρχειοθέτηση στο εσωτερικό αυτής της as uncultured, crude barbarism is present today in the inability to document murder demonstrated by many citizens of contemporary cities. We wanted to see these public homicides all at once, as if we were ob[ 6 ] Benjamin, “Theses on the Philosophy serving a specific hecatomb, employing the of History”, Illuminations, New York, 1985 (Translated by Harry Zohn, 1969), p. 254. archaeological method of recording events that are unfortunately also facts, just as the corpses of this city’s murder victims are facts. We read in Walter Benjamin that “only a redeemed mankind receives the fullness of its past—which is to say, only for a redeemed mankind has its past become citable in all its moments” [6] . A moment’s return to the forgotten simultaneously reveals and erases the same concept of injustice we wrote of earlier. There is something in this civic staging of oblivion (we described it as a necessity for coexistence), which we cannot avoid considering. If the goal of urbanity is to forget and silence the event, if the need for coexistence permits forgiveness in the face of the most horrid crimes, if there is so much mnemonic violence in the composition of a modern city’s infrastructure, what might one think about the moments when the social mechanism of the infrastructure of murder ceases to function with its own violence? What happens when the violence of rejection, so carefully constructed by the mechanism of every modern city to receive its crimes ceases to function as this type of civic violence and

51

13/10/2009 2:13:30 πμ


υποδομής: η ποιότητα της τεχνικής δραστικότητας της υποδομής έχει σχέση με την ποιότητα της αρχειοθέτησης και με τον δημόσιο χαρακτήρα της. Ένα αρχείο είναι το αστικό υποκατάστατο της ματαιότητας που εγκαθίσταται στο κέντρο οποιασδήποτε δολοφονίας. Επικάλυψη, μνημονική ανάσχεση, μηχανισμοί σίγασης, ακύρωση του συμβάντος, ματαίωση της αναφοράς, βεβιασμένη αμνησία, υποκριτική μνημείωση: Η υποδομή του αστικού σώματος μιας πόλης εργάζεται για κάποια διαγραφή της κοινοτικής μνήμης. Η μνημείωση που ενίοτε εισηγείται είναι παγερή τελετουργία μνημόνευσης που επιτυγχάνει τελικά να καταχωρήσει εκείνα τα συμβάντα που τιμά σε έναν ακόμα κατάλογο από αυτούς που κατασκευάζει το πολεοδομικό σχήμα για να υποδέχονται τον φόνο. Ένα μνημείο έτσι καταλαμβάνει αντίστοιχη θέση στους μηχανισμούς αστικής σίγασης με ένα αστυνομικό τμήμα, με το παράρτημα της σήμανσης ή με ένα από τα μητρώα καταγραφής των φόνων. Δεν είναι κατά βάθος ποτέ αναμνηστικός μηχανισμός αλλά μηχανισμός παγίωσης, μετατροπής του φόνου σε ιερή στιγμή, συνάρτηση ακύρωσης. Θα ήταν βιαστικό να καταγγείλει κανείς αυτή τη λειτουργία λήθης ως αντιδραστικό μηχανισμό, θα ήταν σαν να παρέκαμπτε τόσα πλεονεκτήματα της πόλης για τα οποία τις περισσότερες φορές ζούμε σε αυτήν. Τα πλεονεκτήματα αυτά είναι τα αστικά πλεονεκτήματα της λήθης. Η Θεσσαλονίκη όμως, μέσα από αυτό το πρίσμα, μπορεί να δείχνει κάποιο πρόβλημα στην transforms into something else? What happens then? There is no need to answer this question with sentences or statements that analyze a certain well-ordered position. We are in the same position as the unfortunate interpreter who will come up with futile theories regarding the destruction of irrevocable actions such as murder. In a fashion similar to his, we are frightened, faced with the inescapable character facts assume when, for example, they construct this city’s past. This type of futility is at the centre of the speculation, which can begin when we see—for one moment—the moment of the murder (which always encloses sanctity and, as fate would have it, constructs theologies), reduced to quantities, as well as in a pedestrian infrastructure, whose existence and “regular” function, however, constitute the city, as do the latter’s other infrastructures. The happy sacred entries of this mechanism will be the graves, the death registry entries, and the public archives. And the remaining traces? Everything that should not, according to current thinking, be exposed the harsh light of day? This is the economy of the harsh infrastructure that operates to nullify turning back; before us, inside this infrastructure, we can only find archiving: the quality of the technical activity of the infrastructure is related to the quality of the archiving and to its public character. An archive is the civic stand-in for the futility that installs itself at the centre of any murder. Overlays, checked memories, silencing mechanisms, nullification of the event, can-

52

katalog texts 1A.indd 52-53

δυναμική της λήθης που την καθιστά ιδιαίτερο τόπο αναφοράς. Τα αρχεία της είναι φορτισμένα από φονικές δράσεις που θυμάται μονάχα η λυτρωμένη ανθρωπότητα του Benjamin, φορτισμένα επίσης από πολιτική αδικία από εκείνη που καθόριζε το πολιτικό στοιχείο στον Badiou. Σε σημαντικές στιγμές της πόλης, στο παρελθόν, δοκιμάστηκε η παράκαμψη του αστικού μηχανισμού της λήθης ή η χρησιμοποίησή του για να επικαλυφθούν δράσεις ή για να οργανωθούν ανακριβείς εκδοχές τους. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας βάρβαρης αστικότητας όπου κάποιοι διαχειρίζονται τον μηχανισμό παραλαβής των φόνων ως «δικό τους» σύστημα διαγραφής της ενοχής: τα συμβάντα πρέπει να ξεχαστούν αλλά αυτή τη φορά επειγόντως επειδή θα έθιγαν κάποιους από τους ίδιους τους συντελεστές του μηχανισμού. Ο έλεγχος του μηχανισμού θα σήμαινε τότε τον έλεγχο της ενοχής ή της αθωότητας. Ακόμη, ας επιμείνομε σε μια σημερινή όχι σπάνια δολοφονική θεατρικότητα της Θεσσαλονίκης. Αναφερθήκαμε ήδη σε αυτήν υπαινικτικά: στο παρόν, σε μερικές εκδοχές δημόσιων δολοφονιών, η πόλη βλέπει κατοίκους της να δολοφονούνται χωρίς να μπορεί να τους αναγνωρίσει: δεν έχουν χαρτιά, κανείς μάρτυρας δεν θα πει ποιοί είναι. Διατείνομαι ότι κάτι κοινό παρουσιάζεται σε μερικές από τις δημόσιες εγκληματικές ενέργειες της Θεσσαλονίκης όπου επιλέγουμε να στρέψουμε την προσοχή. Η παράκαμψη του αστικού μηχανισμού σίγασης των εξεταζόμενων φόνων αποτελεί την τεχνική περιγραφή δυσλειτουργίας μιας υποδομής της πόλης: η πόλη celled references, forced amnesia, hypocritical remembrance: The infrastructure of a city’s civic body labours to achieve a deletion of social memory. The remembrance it sometimes promotes is a frozen commemoration ceremony, which ultimately succeeds in recording those events it honours in yet another catalogue among those the urban formation constructs to receive murder. Thus, in the mechanisms of civic silencing a monument occupies a position corresponding to a police station, to the information services branch, or to one of the murder registries. In the end, it is never a commemorative mechanism, but rather a stabilization mechanism, transforming murder into a sacred moment, a function of nullification. It would be too soon to denounce this oblivion operation as a reactionary mechanism, it would be like bypassing the many advantages of a city, which is why we most often live there. Thessaloniki, however, through this prism, may reveal a certain problem in its oblivion dynamic that renders it a unique reference location. Its archives are replete with murderous activities, which only Benjamin’s liberated humankind remembers; they are also replete with the type of political injustice, which defined the political element in Badiou. At important moments of the city’s past, attempts were made to bypass the civic mechanism of oblivion, or to use it to cover activities or to organize inaccurate versions thereof. A specific characteristic of a barbarous when certain persons administer the murder reception mechanism as their “personal” guilt deletion system; events

53

13/10/2009 2:13:30 πμ


δεν θα ενεργοποιήσει τον μηχανισμό μνημονικής ακύρωσης που συντάχθηκε ως συστατικός για την αστική της συγκρότηση και την πολιτική ανοχή. Εκ προθέσεως, εξ αμελείας ή εξ υποθέσεως ο μηχανισμός υποδομής δεν παραλαμβάνει τις περιπτώσεις αυτές. Οι νεκροί, όταν η υποδομή δυσλειτουργεί με τέτοιον τρόπο, καταχώνονται χωρίς όνομα και χωρίς τιμή: διατείνομαι ότι από την παράκαμψη του μηχανισμού ακυρώνεται η ακύρωση: η αστική δυνατότητα ακύρωσης της μνήμης που περιγράψαμε σε αυτό το κείμενο δεν προετοιμάζει σε αυτές τις περιπτώσεις τέτοια αρχειοθετημένη αστική λήθη. Τα αρχεία των δολοφονιών δεν καταφέρνουν να μνημειώσουν ούτε να ακυρώσουν ούτε όμως να καταγράψουν επαρκές σώμα πληροφορίας. Αλλοιώνεται η δυνατότητα του αστικού χώρου να ελέγχει και να εξουδεταιρώνει μνημονικά ένα συμβάν. Η δυσλειτουργία στον μηχανισμό υποδοχής του φόνου μπορεί να περιγραφεί με κυνικότητα ως τεχνική δυσλειτουργία στην υποδομή της πόλης. Τι προσφέρει αυτή η τεχνική περιγραφή; Σίγουρα δεν αποτελεί απλή προτροπή για τεχνικές βελτιώσεις κάποιας υποδομής, οι οποίες θα καθιστούν την αστική λήθη του εγκλήματος αποτελεσματικότερη. Παρουσιάζεται απλώς με αρχαιολογική ψυχρότητα η υλική υποδομή που είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της αστικής συνύπαρξης. Φαίνεται ότι η έννοια της συνύπαρξης είναι βαθιά συνδεδεμένη με τη λήθη του εγκλήματος. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να θέσει κανείς σε προβληματισμό την έννοια του must be forgotten, urgently in this case, since they would injure some of the very constituents of the mechanism. Control of the mechanism would then mean control over guilt or innocence. Additionally, let us insist on a current, frequently murderous theatricality of Thessaloniki. At present, in certain versions of public murders, the city sees its residents murdered without being able to recognize them; they have no papers, no witness will say who they are. I consider that some of these public criminal activities of Thessaloniki we chose to pay attention to have something in common. Bypassing the civic mechanism silencing the murders under review constitutes the technical description of a city’s malfunctioning infrastructure; the city will not activate the memory nullification mechanism created as a constituent of its composition and political tolerance. Deliberately, through negligence, or ex hypothesi, the infrastructure mechanism does not receive these cases. When the infrastructure malfunctions this way, the dead are buried without honour; I believe this bypass of the mechanism nullifies the nullification; the civic nullification of memory described in this text does not prepare, in these cases, such an archived civic oblivion. The archives of murders succeed neither in remembering nor in nullifying; however, they also do not succeed in recording a sufficient body of information. This alters the ability of civic space to control an event and eliminate it from memory. The malfunction in the murder reception mechanism may be cynically described as a

54

katalog texts 1A.indd 54-55

«ανταγωνισμού» όπως παρουσιάζεται στο έργο της Chantal Mouffe και του Ernesto Laclau. Με ποιά πυξίδα; Προσανατολιζόμενοι ίσως, για τον λόγο αυτό, στο εργο τους από το γεγονός ότι η έννοια της ανοχής (tolerance) και του ανταγωνισμού (antagonism), μπορούν να μην θεωρούνται διαφορετικά σχέδια αλλά μέρος του ίδιου. Η απλή αυτή προοπτική παρουσιάζεται ήδη σε εμάς στην τεχνική περιγραφή της λειτουργίας της σύγχρονης πόλης κατά την υποδοχή των φόνων της. Βρίσκεται στο βάθος της κατανόησης της αστικότητας και της σχέσης της πόλεως με τα αρχεία της. Από τον “ανταγωνισμό” προς την εκλεπτυσμένη αρχειοθέτησή του κινούμαστε από την ασύντακτη κοινότητα προς την αστική της σύνταξη. Η αρχειοθέτηση αυτή αποτελεί αν δεχθούμε την παρούσα περιγραφή, τη βάση για την αστική ανοχή. Η πολιτική συνδέεται συχνά με εργασίες υπόμνησης – μνημικής υπογράμμισης με δράσεις, με επιστροφές που ζητούν την αυτονόητη αδικία. Σχετίζεται δηλαδή με την προσπάθεια αναχαίτισης της αστικής λειτουργίας της προετοιμασμένης υποδομής: κυνικά, η πολιτική δράση μπορεί να περιγραφεί ως αντίθεση προς την συγκεκριμένη αστική υποδομή ή ως βλάβη της, αντίστοιχη με εκείνη μιας διαρροής νερού ή μιας πτώσης τάσης. Η πολιτική δράση αποτελεί για τον εξουσιαστικό μηχανισμό πρόβλημα στην καταχώρηση, ενίοτε βλάβη ή ατύχημα καταχώρησης. Η υποδομή είναι εκεί για να ξεχνά, η πολιτική έχει σημείο εκκίνησης τη μνήμη. Από την μεριά του συντακτικού μηχανισμού της σύγχρονης πόλης η πολιτική technical malfunction in the city infrastructure. What does this technical description offer? It certainly does not constitute a simple appeal for technical improvements of a certain infrastructure, which would render the civic oblivion of crime more effective. It simply presents with an archaeological coldness the material infrastructure necessary to maintain civic coexistence. It appears there is a profound link between the concept of coexistence and forgetting a crime. Within this framework, one might reflect on the concept of “competition”, as it is presented in the work of Chantal Mouffe and Ernesto Laclau. In what direction? Orientating, for this reason perhaps, on their work, from the fact that the concepts of tolerance and antagonism may be considered not as different plans but rather as parts of the same. This simple perspective already presents itself to us in the technical description of the operation of the contemporary city in the course of receiving its murders. It is at the core of the understanding of urbanity and of the city’s relationship with its archives. From “antagonism” to its refined archiving, we move from an unstructured community towards its civic composition. This archiving constitutes, if we accept the current description, the basis for civic tolerance. Politics are frequently linked with a recall-mnemonic insistence project, with activities, with a reappearance that seeks an answer to obvious injustice. It is, therefore, associated with the effort to check the civic operation of the prepared infrastruc-

55

13/10/2009 2:13:31 πμ


δράση φαίνεται ως μεμονωμένη λάμψη συμβάντος: σημειώνουμε αμέσως την ιδιαίτερη ομοιότητα που συνέχει την αστική, τεχνική προοπτική με την πολεμική, πολιτική προοπτική του Badiou. Το «συμβάν» ειδωμένο κατ’ ακρίβειαν ως στιγμή εξαίρεσης περιγράφει τεχνικά το πρόβλημα που καλείται να διευθετήσει η εξουσία όταν «νοιάζεται» για την συνύπαρξη. Αν επιμένουμε σε πολιτικές του συμβάντος επιμένουμε επίσης σε βλάβες της αστικής μηχανής: εκκινούμε τότε την πολιτική σκέψη με στρατηγικές δολιοφθοράς που αυξάνουν τις βλάβες για να παρουσιάσουν, εσκεμμένα, προβλήματα της υποδομής: δοκιμάζουμε τις αντοχές της υποδομής. Πόσο ριζικά σκεπτόμαστε ωστόσο επί αυτής; Η υποδομή αποτελεί πρωταρχική κοινωτική σταθερά. Η υποδομή εκλαμβάνει το έγκλημα και την δημόσια τροπή του ως αναγκαίο κακό που το περιμένει για να το διαχειριστεί. Ζητά την αποδοχή της κοινότητας και ζητά επίσης την δική της οργάνωση στο πλαίσιο κάποιας «αδέκαστης» δικαιοσύνης. Είναι όμως η κακή λειτουργία της υποδομής που συνιστά πρόβλημα ή μήπως το πολιτικό στοιχείο οφείλει να παρουσιάζεται ως προβληματισμός για την ίδια τη θέση της υποδομής ή για τον εκ νέου επικαθορισμό της; Αν βρισκόμασταν μέχρι σήμερα σε κάποια αστική λογική που διέτασσε τους χώρους υποδοχής του εγκλήματος στην πόλη, τι πρέπει να σκεφτούμε για αύριο; Αν δεχθούμε ότι κάποια αρχειοθέτηση ήταν ο τελικός μηχανισμός της αστικής λήθης, τι θα έπρεπε να σκεφτούμε για αύριο, στο πλαίσιο μιας συνύπαρξης που ήδη βρίσκεται στο αρχείο, ture; cynically, political actions may be described as opposition to the specific civic infrastructure or as damage to it, equivalent to a water leak or a drop in voltage. The governing mechanism has a problem registering political action, sometimes it’s a damaged or erroneous entry. The infrastructure is there to forget, while the starting point of politics is memory. To the organizational mechanism of contemporary cities, political action appears an isolated flash of an event; we should immediately note the specific similarity that links the civic, technical perspective with Badiou’s military, political perspective. The “event”, precisely viewed as a moment of exception, technically describes the problem which an authority, which “cares about” co-existence, is called upon to settle. If we insist on the event’s politics, we also insist on damages to the civic apparatus; we then launch political thought with subversive strategies that increase the damages deliberately to deliberately show infrastructure problems; we test the infrastructure’s staying power. Nevertheless, how thoroughly do we think about it? Infrastructure constitutes a primary social constant. Infrastructure receives the crime and its public focus as a necessary evil it expects in order to process. It asks for society’s acceptance and requests it be organized within the framework of some “impartial” justice as well. However, is the infrastructure’s poor operation the problem? Or, should the political element perhaps be presented as conjecture regarding the very position of the structure or its new definition? If, up until today, we were

56

katalog texts 1A.indd 56-57

στη σύγχρονη συνθήκη του διαδικτύου; Κάποια υποτιθέμενη αστική αποκατάσταση του φόνου είναι επί τω έργω κατά την λειτουργία μιας σύγχρονης πόλης. Η Θεσσαλονίκη αποτελεί ευκαιρία για μια διανοητική επεξεργασία της πολεοδομίας του φόνου καθώς εισάγει –εκτός από τους καθημερινούς φόνους που ελέγχει καθημερινά η αστική μηχανή που περιγράφωμια σειρά από ιδιαίτερες βλάβες: τις προσπέρασε (ή τις προσπερνά) η πόλη χωρίς πραγματικά να τις αφήνει πίσω. Βλάβες που τελικά ανιχνεύονται ως κενά του αρχείου. Μπορεί να σημαδεύουν μαζικές δολοφονικές ενέργειες που «πρέπει» να λησμονηθούν, τεχνημένες επικαλύψεις με χρήση παραποιήσεων σε στοιχεία, διαπιστωμένη εμπλοκή παραγόντων σε παραποιήσεις στοιχείων, αδυναμία αρχειοθέτησης από έλλειψη στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση από αυτές ανιχνεύουμε απρόβλεπτες παρακάμψεις της ειδικής αστικής υποδομής. Αν κάποια «ομαλή» αρχειοθέτηση σημαδεύει την γραφειοκρατία αστικής υποδοχής του εγκληματος που επιχειρούμε να περιγράψουμε, τότε η παράκαμψη του μηχανισμού ανιχνεύεται – ακόμη και όταν αυτό δεν είναι εμφανές- ως τραυματική απώθηση του συμβάντος που θα επιστρέψει (για να μιλήσουμε λίγο με την ορολογία της ψυχανάλυσης) με ισχυρότερη ένταση, μετά από αόρατη διόγκωση, σε δυσκατάγραπτους μηχανισμούς της αστικής ζωής. Οι εργασίες λήθης κατασκευάζουν την δυνατότητα της πόλης για ύπαρξη και την αντοχή της κοινότητας για συνύπαρξη αλλά ο τρόπος συγκρότησης functioning with a civic logic that arranged the city’s crime reception spaces, what should we consider for tomorrow? If we accept that a certain archiving was the final mechanism of civic oblivion, what should we consider for tomorrow, in the context of a coexistence already archived in the internet’s contemporary condition? Some supposed civic restoration of murder is in the works during the operation of a contemporary city. Thessaloniki constitutes the opportunity for an intellectual processing of a urban plan of murder since it introduces—apart from the daily murders its civic apparatus, similar to what I am describing, controls on a daily basis—a series of specific damages, which the city transcended (or is transcending), without actually leaving them behind. Damages that are finally tracked as archival gaps, and may indicate mass murderous activities, which “must” be forgotten, inventive cover-ups using distorted data, agents’ proven involvement in data distortion, and the inability to archive due to missing data. In every one of these cases, we have uncovered unexpected deviations from the particular civic infrastructure. Were a “smooth” archiving marking the bureaucracy of the civic reception of crime we are attempting to describe, then this deviation from the mechanism is scanned—even when this is not evident—as a traumatic rejection of the event, which will return (to briefly use the terminology of psychoanalysis) with greater intensity, as something that is invisibly expanding in hard to register mechanisms of civic life. Oblivion’s efforts construct the city’s pos-

57

13/10/2009 2:13:31 πμ


της λήθης μένει κεντρικό αστικό θέμα: από τη μια μεριά, ρυθμίζει την σταθερότητα της εκάστοτε αστικής μηχανής και, από την άλλη, καθορίζει το πλαίσιο για την σημασία της αστικής ανοχής. Αν ο μηχανισμός της «αποσιώπησης με αρχειοθέτηση» είναι θεμελιώδης για τη σύσταση της σημερινής αστικότητας και της αυριανής δημόσιας σφαίρας, τι ακριβώς status θα αναγνωρίζουμε στα εγκατελειμμένα ίχνη των αρχείων του φόνου; Τι σημαίνει η προσπάθεια ενεργοποίησης ενος αρχείου γεγονότων; Πώς θα θυμόμαστε εκείνα τα ξεχασμένα με τρόπο που τα τιμά χωρίς να τα μνημειώνει (όπως συμβαίνει με τα τυπικά μνημεία, όταν εγκαθιστούν αυτονόητες σημασίες σε χώρους φονικών δράσεων); Θα μπορούσε ίσως να ονομάζαμε «ασθενή» ή “ανίσχυρα” μνημεία μερικά από τα υπολείμματα που απέμειναν από τέτοιες ιδιότυπες στιγμές της υποδομής του φόνου. Στα μνημεία αυτά μπορούμε να βρούμε ξανά την ανησυχητική δύναμη της υπολειπόμενης ενέργειας όσων τρομερών επεισοδίων γίνονται ή έγιναν. Η βεβαιότητα ότι η εγκατάσταση καμιάς από τις ερμηνείες δεν θα αποκαταστήσει την τάξη καμιάς ουδετερότητας είναι αστική κατάκτηση και από αυτή την άποψη η ματαιότητα της ερμηνείας αποτελεί ίσως τη σημαντική στιγμή του φόνου. Ο φόνος παραμένει ακραία ερμηνευτική σχηματοποίηση που αρνείται την κοινότητα και συγκροτεί αστικές στρατηγικές λήθης. Κι ωστόσο ίσως θα έπρεπε να το γνωρίζουμε: κάτι ακόμα λείπει, κάτι πρέπει ακόμη να σωθεί πριν ξεχάσουμε. sible existence and the community’s stamina for co-existence, but the way oblivion has been configured remains a central civic subject that, on the one hand, regulates the stability of each and every civic apparatus and, on the other hand, defines the framework for the significance of civic tolerance. If the mechanism of “concealing through archiving” is fundamental for the composition of today’s urbanity and tomorrow’s public sphere, what exactly is the status we will grant the abandoned traces of the archives of murder? What does the effort to activate an archive of facts mean? How shall we remember what has been forgotten in a way that will honour it without memorializing them, as occurs with typical monumental constructions? We might possibly name “weak” monuments, some of the residue remaining from such idiosyncratic moments of the infrastructure of murder. In weak monuments, we might once again discover the unsettling power of the remaining energy of all the terrible episodes that occur or occurred. The certainty that the establishment of any one of these interpretations will not restore the order of any neutrality is a civic conquest, and from this perspective, the futility of interpretation perhaps constitutes murder’s most important moment. Murder remains an extreme interpretive schematization, which denies community and composes civic strategies of forgetting. Nevertheless, perhaps we should be familiar with it; something else is missing, something remains to be saved before we forget.

58

katalog texts 1A.indd 58-59

///// Angeliki Pitsela // criminologist // interview in her office / Aristotle University. ///// Αγγελική Πιτσ ελ ά // εγκληματολογοσ // 08.08.09.

It has been maintained that gangs are a mechanism that offers, esΈχει υποστηριχθεί ότι η «συμμορία» είναι μηχανισμός που προσφέρει, ιδίως pecially to children in the ghetto, a sense of identity and participaστα παιδιά του «γκέτο», αίσθηση ταυτότητας και συμμετοχής. Η δημιουργία

#07

tion. The creation of a gang at a young age, as a specific type of ado«συμμορίας» (Gang) στη νεαρή ηλικία ως ένας ιδιαίτερος τύπος της ομάδας των lescent and post-adolescent peer group is considered customary, συνομηλίκων (peer-group) εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας θεωρείται μια normal behaviour promoting social integration. Young individuals συνήθης, κανονική συμπεριφορά που προωθεί την κοινωνική ένταξη. Η από committing crimes together is considered a natural phenomenon. κοινού τέλεση εγκλημάτων από νεαρά άτομα θεωρείται φυσιολογικό φαινόμενο.

/////

Δικογραφία /////

// ΜΑΡΤΥΡΑΣ // 18.04.1932

Δικογραφία

// ΜΑΡΤΥΡΑΣ // 18.04.1932

When we returned, I realized various groups ΟΤΑΝ ΕΠΕΣΤΡΕΨΑΜΕΝ ΑΝΤΕΛΗΦΘΗΝ ΝΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ

#08

carrying clubs were coming from ThessaloΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΜΕ ΡΟΠΑΛΑ, ΕΚΕΙ ΠΛΗΣΙΟΝ ΔΕ ΙΣΤΑΤΟ

niki, while the accused, K., whom I recognized, ΚΑΙ Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ Κ. ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΑ,ΤΟΤΕ ΗΛΘΕ ΚΑΙ Η

was standing nearby; then the mounted ΕΦΙΠΠΟΣ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΙΕΛΥΣΑΜΕΝ. ΑΜΕΣΩΣ ΤΟΤΕ ΗΡΧΙΣΑΝ

gendarmerie came and we broke them up. The 59

13/10/2009 2:13:31 πμ


shooting started immediately, and the ΟΙ ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΦΑΝΗ Η ΦΩΤΙΑ, ΠΟΙΟΙ

///// D imitris D imitriadis // writer // fragment // “Τουφεκισμός Θεσσαλονίκης”. ///// Δ η μήτρη ς Δη μητρ ι άδ ης // Συγγραφεας // απόσπασμα // 1986

fire was visible, however, I don’t know ΟΙ ΦΟΝΟΙ ΤΩΡΑ

ΟΜΩΣ ΑΠΕΤΕΛΟΥΝ ΤΑΣ ΟΜΑΔΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΕΒΑΛΑΝ

who was part of the group, or who set the ΦΩΤΙΑ ΔΕΝ ΞΕΡΩ. ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΟΥΤΕ ΠΕΡΙ ΤΗΣ

fire. I also don’t know anything about ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΣ ΤΩΝ 3Ε ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ

the Steelhelmets, nor about Macedonia.

THE MURDERS NOW

#09

ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΑΝ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ. R E G R E S S E D U P O N H E R B O DY.

ΕΤΣΙ ΓΙΝΟΤΑΝ ΠΑΝΤΑ, ΛΕΝΕ, Ο ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ

T H I S A LWAY S H A P P E N E D, T H E Y S AY. T H E O N E C O N D E M N E D TO D I E

ΔΕΙΧΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ,

D E M O N S T R AT E S W H AT I S ,

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΕΚΤΥΠΗΘΗ ΚΑΙ

That night they also attacked the baker. I

ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΚΟΙΤΑΖΕΙ T H AT I S N OT A P PA R E N T, F R O M T H E WAY H E G A Z E S

Ο ΑΡΤΟΠΟΙΟΣ. ΩΣ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΗΤΟ

imagine the incident was planned, while K. ΠΡΟΣΧΕΔΙΑΣΜΕΝΟ, Ο ΔΕ Κ., Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΥΡΙΣΚΕΤΟ

may have been there out along with othΕΚΕΙ ΙΣΩΣ ΕΚ ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑΣ ΜΕ ΑΛΛΟΥΣ ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ

ers of curiosity, but we drove them away ΕΞΕΔΙΩΞΑΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΝ. ΚΑΤΑ ΤΗΝ

ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΟΥΝ AT T H O S E W H O C O M E TO TA K E H I S

ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΚΑΘΑΡΑ ΦΩΤΙΖΕΤΑΙ ΠΟΣΟ ΑΞΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ.

AND THEN, IT BECOMES CLEAR HOW MUCH HE DESERVES EXECUTION.

ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΞΙΖΟΥΝ ΟΛΟΙ. ΤΟΥΣ ΚΟΙΤΑΞΕ

N o t E V E R Y B O DY D E S E R V E S I T. H E LO O K E D AT T H E M

ΟΠΩΣ ΘΑ ΕΣΚΥΒΕ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΦΟΔΕΥΣΗ ΤΗΣ. ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ T H E WAY H E W O U L D H AV E C O N T E M P L AT E D H E R V O I D I N G . H E K N E W

to Thessaloniki. In my opinion, the resiΓΝΩΜΗΝ ΜΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ ΝΑ ΕΒΑΛΑΝ ΦΩΤΙΑ

ΑΛΛΙΩΣ. ΗΤΑΝ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ.

N O OT H E R WAY. S H E WA S W H AT S H E H A D A LWAY S B E E N .

dents of Kalamaria who were thrown out ΟΙ ΕΚΔΙΩΧΘΕΝΤΕΣ ΕΚ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΒΑΡΣΑΝΟΥ

of the Varsanos coffeehouse could not ΚΑΛΑΜΑΡΙΩΤΑΙ.

possibly have set the fire.

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ N O O N E H A D U N D E R S TO O D A N D A L L TO G E T H E R

ΚΑΤΑΛΑΒΑΝ. ΣΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΞΥΠΝΗΣΕ

T H E Y U N D E R S TO O D. A S I F AW O K E N B Y

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΣΑΝ. W H AT T H E Y D I D N OT D A R E .

60

katalog texts 1A.indd 60-61

61

13/10/2009 2:13:31 πμ


/////

Δικογραφία

// ΜΑΡΤΥΡΑΣ //

1932 // witness

/////

I was on Venizelou Street, and then this Israelite called

ΙΣΡΑΗΛΙΤΗΣ ΟΝΟΜΑΤΙ ΔΑΥΙΔ ΜΟΥ ΕΙΠΕΝ ΟΤΙ ΘΑ ΚΑΨΟΥΝ ΤΟΝ

ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟ ΚΑΜΠΕΛ ΚΑΙ ΜΟΙ ΣΥΝΕΣΤΗΣΕΝ ΝΑ ΠΑΓΩ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.

#12

… Μπορούμε λοιπόν να ζούμε κανονικά μόνο υπό τον όρο της εξουδετέρωσης της αλήθειας, ή μάλλον της συνεχούς αντιστροφής της. / Κλεμάν Ροσέ / [ 1 ]

they had axes and clubs; that same moment Karatzas came

Από την ψυχανάλυση γνωρίζουμε ότι η ιδρυτική πράξη του ψυ1. Κλεμάν χισμού μπορεί να εντοπιστεί σε μια πρωταρχική απώθηση. Όλοι Ροσέ, Η αρχή της ωμότητας, μας απωθούμε και όλοι μας βιώνουμε την επιστροφή του απωΑθήνα: Καστανιώτης, θημένου μέσα από τα όνειρα, τις παραδρομές, τα συμπτώματα, 2003, σελ. 33-6. που οριοθετούν το κατώφλι ανάμεσα στην οδύνη και την ηδονή, 2. Dylan Evτο πάσχειν και το απολαμβάνειν. Αυτή η συνεχής ένταση ανάμεσα ans, Εισαγωγικό λεξικό της λακανικής στο απωθημένο και στην επιστροφή του, ανάμεσα στη λήθη και ψυχανάλυσης, την μνήμη, αποτελεί τον οντολογικό ορίζοντα του καθενός μας· και Αθήνα: Ελληνικά η διαχείρισή της το διακύβευμα κάθε υποκειμενικής πορείας στο Γράμματα, 2005, σελ. 68. πλαίσιο του κοινωνικού δεσμού. Ωστόσο, η απώθηση δεν είναι ο μοναδικός μηχανισμός «άρνησης» που σκιαγραφεί η ψυχανάλυση. Δίπλα στην νευρωτική απώθηση, συναντούμε τον ψυχωτικό αποκλεισμό (ή διάκλειση) και την διαστροφική απάρνηση: «Ενώ οι ψυχωτικοί αποκλείουν και οι διαστροφικοί απαρνούνται, μόνον οι νευρωτικοί απωθούν» [2]. Αν, ///// Ya n n i s S t a v r a k a k i s // C o n s t i t u t i v e D i s a v o w a l s // Man is the

by, he had a coffee and left. A little while later, we heard

and the only one irrevocably rejecting the idea of death… we can only continue to live normally

bourhood, and advised me to go home. Indeed, I went home

ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΔΕ ΕΓΩ ΕΠΗΓΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΗΚΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ

and found my wife crying and calmed her down. A while

ΜΟΥ ΝΑ ΚΛΑΙΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΑ. ΜΕΤ’ ΟΛΙΓΟΝ ΗΛΘΕΝ Η

later, Mrs. Vendoura came by and asked us what we should

κ. ΒΕΝΤΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΑΣ ΗΡΩΤΗΣΕΝ ΤΙ ΝΑ ΚΑΜΩΜΕΝ ΕΓΩ ΔΕ ΤΗΣ

do, and I told her to come to our house. In the evening, her

ΕΙΠΑ ΝΑ ΕΛΘΗ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ. ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΗΛΘΕ ΚΑΙ Ο ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΗΣ

husband came as well, and we were sitting in the garden,

ΚΑΙ ΕΚΑΘΗΜΕΘΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΗΠΟΝ ΔΙΟΤΙ ΗΣΟ Η ΩΡΑ 8 ΚΑΙ 1/2 Μ.Μ

because it was eight-thirty in the evening and the moon was

ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΦΕΓΓΑΡΙ. ΜΕΤ’ ΟΛΙΓΟΝ ΗΛΘΕΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΙΣΡΑΗΛΙΤΗΣ

out. After a little, an Israelite came by and told us that

ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΙΠΕΝ ΟΤΙ ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΤΟΥ ΒΑΡΣΑΝΟΥ ΕΙΝΑΙ

there were some armed thugs at Varsanos’ coffeehouse, and

ΚΑΤΙ ΜΑΓΚΟΥΡΟΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΜΑΓΚΟΥΡΕΣ,

ΕΚΕΙΝΗΝ ΔΕ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗΝ ΗΛΘΕΝ ΚΑΙ Ο κ. ΚΑΡΑΤΖΑΣ, ΕΠΗΡΕΝ ΕΝΑ

only known creature aware of its impending death, as well as of the death of everything else,

ΚΑΦΕ ΚΑΙ ΕΦΥΓΕΝ. ΜΕΤ’ ΟΛΙΓΗΝ ΩΡΑΝ ΗΚΟΥΣΑΜΕΝ ΘΟΡΥΒΟΝ ΕΙΣ

on the condition that truth is eliminated, or rather continuously inverted. /

noise in the coffee shop, and then we entered our house and

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΗΜΕΙΣ ΕΜΠΗΚΑΜΕΝ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ went to the main room.

ΜΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ ΔΩΜΑΤΙΟΝ.

///// A ng e l ik i P it s ela // criminologist // i n t e r v i e w i n h e r o f f i c e / 08.08.09. ///// Αγ γε λ ι κ ή Πι τσ ελ ά // εγκληματολογοσ // 08.08.09.

In many research studies, we encounter a conclusion that is not always Σε πολλές έρευνες συναντάμε ένα συμπέρασμα που ενίοτε δεν είναι αυτονόevident: In homicides, perpetrator and victim most often belong to the ητο: ο δράστης και το θύμα στις ανθρωποκτονίες ανήκουν τις περισσότερες same nationality and are usually, acquaintances, friends, or relatives. φορές στην ίδια εθνικότητα και είναι συνήθως γνωστοί, φίλοι ή συγγενείς.

katalog texts 1A.indd 62-63

// Ι δ ρ υ τ ι κ έ ς α π α ρ ν ή σ ε ι ς // Ο άνθρωπος

κάθε πράγματος), αλλά και το μοναδικό που απορρίπτει αμετάκλητα την ιδέα του θανάτου.

#10

David told me they were setting fire to the Campbell neigh-

62

Γι ά ν ν η ς Στ α υ ρ α κ ά κ η ς

είναι το μοναδικό γνωστό πλάσμα που έχει επίγνωση του θανάτου του (όπως και του θανάτου

ΕΓΩ ΕΥΡΙΣΚΟΜΗΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΟΠΟΤΕ ΚΑΠΟΙΟΣ

#11

Clément Rosset / [1]

1. Clément Rosset, Le principe de cruauté, Greek language edition, Athens: Kastaniotis, 2003, pp. 33–6.

We know from psychoanalysis that the act constituting the psyche may be located in a primary repression. We all repress, and we all experience the return of the repressed through the dreams, slips, and symptoms that define the threshold between anguish and pleasure, suffering and enjoyment. This continuous tension between repression and the return of the repressed, between oblivion and memory, constitutes the ontological horizon of every single one of us; at the same time, managing it is what is at stake in every subjective itinerary in the context 2. Dylan Evans, of the social bond. However, repression in not the only such mechaAn Introducnism outlined by psychoanalysis. Next to neurotic repression, we tory Dictionary of Lacanian encounter psychotic foreclosure, and perverse disavowal: “Whereas Psychoanalysis, London: psychotics foreclose, and perverts disavow, only neurotics repress.” Routledge, [2] If, however, during repression, the repressed is driven into the 1996, p. 168. unconscious and, as a result, remains primarily accessible to the

63

13/10/2009 2:13:31 πμ


όμως, στην απώθηση, το απωθημένο οδηγείται στο ασυνείδητο και, ως εκ τούτου, παραμένει καταρχήν προσιτό για το υποκείμενο που μπορεί ίσως να το επαναφέρει, στον αποκλεισμό η αποβολή του αποκλεισμένου στοιχείου είναι καταστατική. Έτσι αυτό χάνεται για πάντα, αφήνοντας λειψή την ψυχική οργάνωση του υποκειμένου και ανοιχτή την κερκόπορτα στην τρέλα. Από την άλλη, στην απάρνηση, διακριτικό γνώρισμα μιας διαστροφικής ψυχικής δομής, εκείνο που γίνεται αντικείμενο απάρνησης (ο ευνουχισμός) ταυτόχρονα αναγνωρίζεται και παραγνωρίζεται. Ναι μεν αναγνωρίζω τον ευνουχισμό, αλλά και τον απαρνούμαι μέσα π.χ. από την προσκόλληση μου σε ένα φετίχ (το οποίο και με «αποζημιώνει» για την καταρχήν αποδοχή της έλλειψης). Τόσοι πολλοί τρόποι διαχείρισης του ιδρυτικού τραύματος που σημαδεύει κάθε ταυτότητα. Τόσοι πολλοί τρόποι μέσα από τους οποίους λήθη και μνήμη καλούνται να οριοθετήσουν την ύπαρξη και τη συνέχεια του (διχασμένου) υποκειμένου στη σχέση του με ό,τι το διχάζει, αλλά συγχρόνως το συγκροτεί ως τέτοιο. Ένας φιλοσοφικός λόγος πιάνει εδώ το νήμα, αναδεικνύοντας την αδυναμία του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με το επώδυνο πραγματικό της κοινωνικής ύπαρξης, να αποδεχθεί την πραγματικότητα. Όπως και στην περίπτωση των ψυχικών διεργασιών, τούτη η άρνηση του πραγματικού μπορεί να λάβει πολλές και διαφορετικές μορφές. Στην αυτοκτονία μηδενίζω το ανυπόφορο πραγματικό μαζί με τον εαυτό subject, who may perhaps be able to retrieve it, during foreclosure, the rejection of the excluded element is radical. Thus, it is lost forever, leaving the subject’s psychical apparatus in limbo and introducing the spectre of madness. On the other hand, in disavowal, the distinctive trait of a perverse psychical structure, what is disavowed (castration), is simultaneously recognized and misrecognized. While I do recognize castration, I also disavow it through, for example, my attachment to a fetish (which compensates for my original acceptance of the lack). So many ways to manage the founding trauma marking identity. So many ways through which oblivion and memory are called upon to delineate the existence and continuity of the (split) subject in its relationship to what divides it, but simultaneously constitutes it as such. A certain philosophical discourse takes the lead here, highlighting humanity’s inability to reconcile itself with the real of social existence, to accept reality. As in the case of psychical processes, this rejection of the real, may assume many different forms. In suicide, I negate the unbearable real along with myself. But as we saw earlier, madness is also an option, although not accessible at will. And, naturally, voluntary blindness (Oedipus) and its equivalents (alcoholism and drug addiction) [3]. Here, of course, the biological metaphor of “sight” and “vision” partially obfuscates the mechanism operating in this case; it is not always necessary for the optic system or the biological organism to suffer a “natural” destruction for us to “go blind”, to “withdraw” from

64

katalog texts 1A.indd 64-65

μου. Αλλά υπάρχει, όπως ήδη είδαμε, και η τρέλα, που δεν είναι όμως προσιτή «κατά βούληση». Και βέβαια, η εκούσια τύφλωση (Οιδίπους) και τα ισοδύναμά της (αλκοολισμός και ναρκομανία) [3]. Εδώ βέβαια η βιολογική μεταφορά 3 Κλεμάν Ροσέ, Το της «όρασης» συσκοτίζει μερικώς τον πραγματικό και το διπλό μηχανισμό που του, Αθήνα: Αρμός, επενεργεί στην περίπτωσή μας· δεν είναι πάντοτε 2008, σελ. 26-8. αναγκαία η «φυσική» καταστροφή του οπτικού συστήματος ή του βιολογικού οργανισμού, για να «τυφλωθούμε», για να «αποσυρθούμε» από την πραγματικότητα. Μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο σύγχρονος Οιδίπους βλέπει, μπορεί να δει, αλλά δεν κοιτάζει, αποστρέφει το βλέμμα, δεν ενδιαφέρεται να διακρίνει ό,τι βλέπει: «Και εδώ το μη ορατό δεν είναι συνάρτηση της όρασης ενός υποκειμένου, όπως δεν είναι και το ορατό: μη ορατό σημαίνει ότι η θεωρητική προβληματική [η στάση μας απέναντι στον κόσμο, η «οπτική» μας] δεν βλέπει το μη αντικείμενό της. Το μη ορατό είναι το σκοτάδι, το μάτι που τυφλώνεται από την αντανάκλαση της θεωρητικής προβληματικής πάνω του, όταν περνά με κλειστά μάτια 4 Louis Althusser, από τα μη αντικείμενά της, τα μη προβλήματά της, για «Από το Κεφάλαιο στη φιλοσοφία του Μαρξ», στο να μην τα κοιτάξει» [4]. Louis Althusser, Etienne Τέλος, υπάρχει και ο πιο ευέλικτος τρόπος της αυταπά- Balibar, Jacques Ranciere, κ.α. Να διαβάσουμε το της, που θυμίζει κατεξοχήν την ψυχαναλυτική απάρ- Κεφάλαιο, Αθήνα: Ελληνικά reality. We can rather safely speculate that a contempo- Γράμματα, 2003, σελ. 32. rary Oedipus sees, can see, but does not look, averts his gaze, is not interested in registering what he sees: “Here again, the invisible is no more a function of a subject’s vision than is the visible: the invisible is the theoretical problematic’s [our stance’s, our perspective’s] non-vision of its non-objects, the invisible is the darkness, the blinded eye of the theoretical problematic’s self-reflection when it scans its non-objects, its non-problems without seeing them, in order not to look at them” [4]. Finally, there also exists a more flexible type of illusion, which directly evokes psychoanalytical disavowal: a middle road “between unconditional acceptance and unconditional rejection, which says neither yes nor no to what comes to one’s notice, or, better yet, simultaneously says yes and no” [5]. We, usually, say that a self-deluded person has “gone blind”, that he “cannot see”. However, what does happen is that the self-deluded sees, but “does not adjust his actions to his understanding. It is as if what he sees is put out of order” [6]. This is where the difficulty for every external intervention and corrective advice lies, since the self-deluded seems to constitute a hopeless case, an incurable case, “not because he is blind but because he does see. It is impossible to ‘make someone see again’ something he has already seen and continues to see” [7]. The perverse disavowal is thus revealed as the founding axis of the common

65

13/10/2009 2:13:31 πμ


νηση: μια μέση οδός «ανάμεσα στην ανεπιφύλακτη 5 Κλεμάν Ροσέ, Το πραγματικό και το διπλό του, ό.π., σελ. 29. αποδοχή και την ανεπιφύλακτη απόρριψη: που δεν λέει ούτε ναί ούτε όχι στο πράγμα που υποπίπτει στην αντίληψή μου ή, καλύτερα, λέει ταυτόχρονα και ναί και όχι» [5]. Λέμε συνήθως ότι ο αυταπατώμενος έχει «τυφλωθεί», «δεν βλέπει». Όμως, εκείνο που συμβαίνει είναι ότι ο αυταπατώμενος βλέπει, αλλά «δεν προσαρμόζει τις πράξεις του με την αντίληψη του. Αυτό που βλέπει είναι σαν να τίθεται εκτός λειτουργίας»[6]. Εδώ έγκειται η δυσκολία κάθε εξωτερικής παρέμβασης και νουθεσίας, καθώς ο αυταπατώμενος αποτελεί μάλλον ανίατη περίπτωση, «όχι επειδή είναι τυφλός, αλλά επειδή είναι βλέπων. Γιατί είναι αδύνατο ‘να τον κάνει κανείς να ξαναδεί’ κάτι που έχει ήδη δει και ακόμα το βλέπει» [7]. Η 6. Στο ίδιο, σελ. 31 7. Στο ίδιο, σελ. 32. διαστροφική απάρνηση αναδεικνύεται έτσι σε ιδρυτικό άξονα της κοινής αδυναμίας συμφιλίωσης με το πραγματικό· μας αποκαλύπτει τον μηχανισμό της «φυσιολογικής» αυτα8. Δεν απέχουμε και πολύ, στο σημείο πάτης, της αυταπάτης που συγκροτεί τον λεγόμενο αυτό, από εκείνο που ο Slavoj Zizek ως ιδεολογική αυταπάτη, «κοινό νου» [8]. Είναι, άραγε, τυχαίο ότι ο διαστρο- κατονομάζει όπου – και πάλι –, η «φετιχιστική φικός δεν απευθύνεται σχεδόν ποτέ στον ψυχανα- αναστροφή», «η αυταπάτη, δεν έγκειται στην πλευρά της γνώσης [της αντίληψης, λυτή; Αφήνει το προνόμιο αυτό στον νευρωτικό της όρασης], αλλά ήδη στην πλευρά της ίδιας της πραγματικότητας, σε ό,τι – και πολύ πιο σπάνια στον ψυχωτικό: «ο ασθενής κάνουν οι άνθρωποι» (Slavoj Zizek, inability to reconcile with the real, as the mechanism Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Αθήνα: Scripta, 2006, σελ. 72). Για τον of our “natural” illusion, of the illusion constitutive Zizek, μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό η of so-called “common sense” [8]. Is it a coincidence «ενοχλητική» πραγματικότητα δεν τίθεται απλώς εκτός λειτουργίας: «Μια that the pervert almost never visits a psychoanalyst? ιδεολογία επιτυγχάνει πραγματικά όταν ακόμα και γεγονότα τα οποία εκ He leaves this to the neurotic—and much more rarely πρώτης όψεως τη διαψεύδουν αρχίζουν to the psychotic: “The patient a psychoanalyst treats να λειτουργούν ως επιχειρήματα υπέρ της» (Zizek, ό.π., σελ. 97). Ενδεικτικό is usually a painless, and, ulti- το παράδειγμα του αντι-σημιτισμού στη ναζιστική Γερμανία: Πώς θα mately, simple case in compariαντιδρούσε ένας «συνεπής» Γερμανός 3. Clément Rosαντι-σημίτης «στο χάσμα που χωρίζει set, Le réel et son son to the normal person” [9]. την ιδεολογική μορφή του Εβραίου (του double: Essai sur This “normal” person is the one ραδιούργου που κινεί τα νήματα και l’illusion, Greek εκμεταλλεύεται τα παλικάρια μας) από language edition, who resides in, and creates the την κοινή καθημερινή του εμπειρία Athens: Armos, 2008, pp. 26-8. city, both as a political edifice as με τον καλό του γείτονα, τον κύριο Στερν; Η απάντησή του θα ήταν να well as a spatial configuration/ μετατρέψει το χάσμα, την ασυμφωνία σε επιχείρημα υπέρ του αντισημιτισμού: (re)arrangement of symbiosis – the ancient Greek ‘Βλέπετε πόσο επικίνδυνοι είναι; polis already combined both meanings. It is thus im- Δύσκολα αναγνωρίζει κανείς την πραγματική τους φύση. Κρύβονται πίσω possible for the city to escape the entanglements and από τη μάσκα των προσχημάτων της καθημερινότητας – και ακριβώς αυτή η complications thus far described. The example of an- απόκρυψη της αληθινής τους φύσης, cient Athens is indicative. The myth of the city places αυτή η διπροσωπία, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εβραϊκής φύσης’» (Zizek, its founding moment in an act of violence, in the ό.π., σελ. 97).

66

katalog texts 1A.indd 66-67

με τον οποίο καταπιάνονται οι ψυχαναλυτές αποτελεί ανώδυνη, 9. Κλεμάν Ροσέ, Το και εν τέλει ελαφριά περίπτωση, σε σύγκριση με τον φυσιολογικό πραγματικό και το διπλό του, άνθρωπο» [9]. ό.π., σελ. 33. Τούτος ο «φυσιολογικός» άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που κατοικεί και δημιουργεί την πόλη, τόσο ως πολιτικό μόρφωμα, όσο και ως χωρική δεξίωση/(ανα)διάταξη της συμβίωσης – ήδη η αρχαία ελληνική πόλις συνθέτει και τις δύο έννοιες. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η πόλη να διαφύγει των συστατικών εντάσεων, των διαπλοκών και περιπλοκών που περιγράψαμε; Το παράδειγμα της αρχαίας Αθήνας είναι ενδεικτικό. Ο μύθος της πόλης τοποθετεί την ιδρυτική της στιγμή σε μια τραυματική πράξη βίας, στον αγώνα Αθηνάς-Ποσειδώνα. Η ίδια της η πολιτική οργάνωση (δημοκρατία) εδράζεται σε μια νομιμοποίηση του ανταγωνισμού, του διχασμού του κοινωνικού σώματος. Έτσι, το διακύβευμα στην αρχαία Αθήνα, ιδίως καθώς η πόλη περνά από την αρχαϊκή στην κλασσική περίοδο, είναι ο συγκερασμός του ανταγωνισμού ως θεμελίου της πόλεως με την αποφυγή ακραίων εκδηλώσεων του, όπως η στάσις και ο εμφύλιος πόλεμος. Προκύπτουν λοιπόν μια σειρά από πολιτικές ρύθμισης της μνήμης, πολιτικές παράδοξες και αντιφατικές. Δεδηλωμένος σκοπός τους φαίνεται να είναι η απάλειψη από τη μνήμη της πόλεως της βίαιης, ανταγωνιστικής στιγμής της ίδρυσης της. Η απάλειψη όμως αυτή επιχειρείται με έναν τρόπο που τελικά ούτε αποκλείει, ούτε απωθεί, αλλά μάλλον απαρstruggle between Athena and Poseidon. Its very own political ordering (democracy) is based on the legitimization of antagonism, of the division 4. Louis Althusser, of the social body. Thus, the challenge in ancient Athens, “Préface: Du Capital à la philosophie de Marx”, in especially as the city passes from the archaic into the classiLouis Althusser, Etienne cal period, was to achieve a balance between antagonism, Balibar, Jacques Ranciere et al., Lire le Capital, Greek as the political foundation of the city, and the avoidance language edition, Athens: Ellinika Grammata, of its extreme manifestations, such as stasis and civil war. 2003, p. 32. What emerges is a series of policies regulating memory, policies that are both paradoxical and even contradictory. Their professed purpose appears to have been eliminating from 5. Clément Rosthe city’s memory the violent antagonistic moment of its foun- set, Le réel et son dation. This elimination, however, was attempted in a manner, double, op. cit., p. 29. which, ultimately, neither repressed, nor foreclosed, but rather disavowed division and lack. Here is an example mentioned in Nicole 6. Ibid, p. 31. Loraux’s exceptional book, La cité divisée, L’oubli dans la mémoire 7. Ibid, p. 32. d’Athènes. The Athenians deleted a day from their calendar, the day commemorating the clash between Athena and Poseidon, which marked the city’s mythical foundation, and could be considered the prototype and legitimization of every extreme antagonism [10].It is, however, obvious that this mechanism of

67

13/10/2009 2:13:31 πμ


νείται τον διχασμό και την έλλειψη. Ας δώσω ένα παράδειγμα από όσα παραθέτει η Nicole Loraux στο ξεχωριστό βιβλίο της, Η διχασμένη πόλη: Η λήθη στην μνήμη της Αθήνας. Οι Αθηναίοι αφαιρούν μια ημέρα από το ημερολόγιο τους, την μέρα ανάμνησης της σύγκρουσης Αθηνάς και Ποσειδώνα που σημαδεύει την μυθική ίδρυση της πόλης και μπορεί να θεωρηθεί ως το πρωτότυπο 10. Nicole Loraux, Η και η νομιμοποίηση κάθε ακραίου ανταγωνισμού [10]. διχασμένη πόλη: Η λήθη στην μνήμη της Αθήνας, Αθήνα: Είναι όμως προφανές ότι αυτός ο μηχανισμός λησμο- Πατάκης, 2001, σελ. 241. νιάς την ίδια στιγμή αναδεικνύει – μέσα ακριβώς από την μέρα που εξαιρείται – εκείνο που απαρνείται: «Μέσα σε αυτές τις περιπλοκές, η επαναλαμβανόμενη αυτή 11. Στο ίδιο, σελ. 266. αποκοπή έχει τη θέση της πιο παράδοξης υπενθύμισης» [11]. Μήπως και ο ίδιος ο βιωμένος αστικός ιστός δεν αποκαλύπτει πάντοτε μια αμφίσημη και ετεροβαρή συμβίωση της λήθης και της μνήμης στη 8. At this point, we are not far from what Slavoj Zizek defines as ideologiδιαχρονική εξέλιξη, την προσδοκώμενη cal illusion where—once again—, the ανάπτυξη και την ενίοτε ξαφνική – έστω και “fetishistic inversion”, the “illusion, is not on the side of knowledge, [percepστιγμιαία – κατάρρευσή του; Μήπως η ίδια tion, vision], it is already on the side of reality itself, of what the people are η συγχρονία του, μαζί σύνθεση, αλλά και doing” (Slavoj Zizek, The Sublime Object of Ideology, London: Verso, 2006, p. 32). παράθεση των ετερογενών τμημάτων του, Indeed, for Zizek, in this context, anyακόμα και ανοιχτά ή υπόρρητα βίαιη αντί- thing contradicting our illusion is not simply put out of order, since an “ideθεση μεταξύ τους, δεν οδηγείται – πάντοτε ology really succeeds when even the εκ των υστέρων – στην αποκατάσταση της facts which at first sight contradict it start to function as arguments in its οριακά τραυματικής εκάστοτε κανονικότη- favour”, (Zizek, ibid., p. 49). Anti-Semitism in Nazi Germany is an indicative example. forgetting at the same time evokes—precise- How would a “consistent” German antireact to the “gap between the ly through the Semite ideological figure of the Jew (schemer, wire-puller, exploiting our brave men, day it excludes— 9. Clément Rosset, Le réel and so on) and the common everyday et son double, op. cit., p. 33. what it purports experience of his good neighbour, Mr. Stern? His answer would be to turn to disavow: this gap, this discrepancy itself, into “Through these an argument for anti-Semitism: ‘You see how dangerous they really are: complications, this repeated paring assumed It is difficult to recognize their real They hide it behind the mask the role of the most paradoxical reminder” nature. of everyday appearance—and it is ex[11]. Likewise, actly this hiding of one’s real nature, this duplicity, that is a basic feature isn’t the lived of the Jewish nature.’”(Zizek, tt., p. 49). 10. Nicole Loraux, La cité divisée, L’oubli dans la mémoire urban space ald’Athènes, Greek language edition, Athens: Patakis, ways revealing 2001, p. 241. an ambivalent and unbalanced co-existence of oblivion and memory in the course of its ongoing evolution, its anticipated development, and its occasionally sudden—be it momentary—collapse?

68

katalog texts 1A.indd 68-69

τας του; Προϋπόθεση κάθε ελέγχου και κάθε ρύθμισης, η διαπλοκή της απάρνησης καθίσταται η χρόνια (αστική) νόσος ανίατων εν τέλει υποκειμένων. Δεν παύει όμως να διασώζει το ίχνος του τραυματικού διχασμού που απαρνείται. Επιθυμεί κανείς πραγματικά να το λάβει υπόψη του; Μπορεί ηθικά να το μετουσιώσει; Έχει το θάρρος να αναγνωρίσει σ’αυτό κάτι από τον εαυτό του; Isn’t its very synchronicity, at the same time syn-thesis and para-thesis of its heterogeneous sectors, as well as explicit or implicit violent anti-thesis between them, led—always retroactively—to the restoration of a (latently traumatic) 11. Ibid, p. 266. normality? A prerequisite for every control and every regulation, such a combined disavowal becomes the chronic (urban) ailment of ultimately incurable subjects. However, it continues to salvage the trace of the traumatic division it disavows. Does anyone really desire to take it into account? Can anyone ethically sublimate it? Does anyone dare recognise in it something of one’s own? /////

#13

Έφη Αβδελά

// Το π ο γ ρ α φ ί ε ς τ η ς β ί α ς σ τ η Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η //

Πολλοί ιστορικοί της βίας και του εγκλήματος μετρούν την εξέλιξη της βίας σε μια κοινωνία με βάση το ποσοστό των ανθρωποκτονιών ανά εκατό χιλιάδες κατοίκους και παρακολουθούν πώς μεταβάλλεται η σχετική καμπύλη στο χρόνο. Πεδίο αναφοράς τους είναι οι μεγάλες πόλεις. Οι μεγάλες πόλεις συνιστούν βασικούς δείκτες «εγκληματικότητας» γιατί εκεί είναι πιο αποτελεσματικοί οι κατασταλτικοί μηχανισμοί που εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν ό,τι σε κάθε εποχή ορίζεται ως «έγκλημα»∙ εκεί συγκεντρώνονται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς στη νεότερη και σύγχρονη εποχή οι «επικίνδυνες τάξεις»∙ εκεί ο συνωστισμός, η ανωνυμία, η φτώχια και η αντιπαράθεσή της με τον πλούτο δημιουργούν συνθήκες που ευνοούν την εκδήλωση της διαπροσωπικής βίας∙ εκεί γίνονται οι περισσότερες βίαιες ///// E f i A v d e l a // L a n d s c a p e s o f V i o l e n c e i n T h e s s a l o n i k i // May historians studying violence and crime base their calculations regarding the evolution of violence in a society on the percentage of homicides per hundred thousand inhabitants and monitor how the relevant curve shifts over time. Large cities are their field of reference. Large cities constitute basic “crime” indicators because the repressive mechanisms, which detect and deal with what each period defines as crime are located there; during the modern and contemporary eras, an ever growing number of the “dangerous classes” gather there; it is there that congestion, anonymity, poverty, and the latter’s juxtaposition with wealth create conditions favouring the expression of interpersonal violence; it is there that the majority of violent clashes with repressive forces over social and political demands take place. Moreover, one of the most enduring representations of large cities paints a picture of people heedlessly strolling

69

13/10/2009 2:13:31 πμ


συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής για κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα. Εξάλλου μια από τις πιο επίμονες αναπαραστάσεις για τις μεγάλες πόλεις είναι ότι θέτουν σε μόνιμο κίνδυνο τη ζωή και την ακεραιότητα όσων περιδιαβαίνουν αστόχαστα τους δημόσιους χώρους τους. Η Θεσσαλονίκη ήταν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα μεγάλο αστικό κέντρο. Είχε δηλαδή πολλά από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τις μεγάλες πόλεις της νεότερης εποχής: πυκνή δόμηση, ιδίως στο κέντρο, χωρικό διαχωρισμού του πλούτου και της φτώχιας, σε τομή με εθνοτική χωρική κατανομή, αυξανόμενη εισροή πληθυσμού, «επικίνδυνες τάξεις» και «θύλακες βίας». Σκόρπιες πληροφορίες την παρουσιάζουν πριν το 1912 σχετικά ασφαλή, ιδίως σε σχέση με τη βία και την ανασφάλεια που κυριαρχούσαν στην ενδοχώρα της. Ωστόσο για την τοπογραφία της βίας στη Θεσσαλονίκη τόσο πριν την ένταξή τηας στο ελληνικό κράτος όσο και μετά ουσιαστικά γνωρίζουμε ελάχιστα. Άγνωστα μας είναι ιδίως όλα εκείνα τα συμβάντα που χαρακτηρίζουν μια σύγχρονη πόλη στη νεώτερη εποχή και χρωματίζουν το δημόσιο χώρο της ως «επικίνδυνο»: μαχαιρώματα για ασήμαντη αφορμή ή για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, κάποτε με εθνοτικό περιεχόμενο, βίαιες ληστείες, επιθέσεις, σκοτωμοί… Όσο συγκροτούνται στην πόλη στρώματα με διακριτές δραστηριότητες και μορφές ψυχαγωγίας τόσο διαμορφώνεται μια ιεραρχική τοπογραφία της πόλης, με «ασφαλείς» και «επικίνδυνες» συνοικίες, και though a public sphere, blind to the permanent danger their lives and well-being have been placed in. As early as the end of the 19th century, Thessaloniki was already a large urban centre; i.e., the city already had many of the features that characterize large cities in the modern era: dense construction, especially in the city centre, a concentration of wealth and poverty in distinct areas, segmented by an ethnic spatial distribution, an increasing population influx, “dangerous classes” and “pockets of violence”. Scattered bits of information presented it as relatively safe before 1912, especially when compared with the violence and insecurity that dominated the hinterland. Yet, essentially, we know very little regarding Thessaloniki’s landscape of violence before, as well as after the city was incorporated into the Greek state. We are unfamiliar with all those particular events, that characterize a contemporary city during the modern era and reveal the public sphere to be “dangerous”; stabbings for inconsequential reasons, or to settle accounts, sometimes in an ethnic context, violent robberies, attacks, killings… As long as various social strata with distinct activities and forms of entertainment are constructed in cities, a hierarchical city landscape develops with “safe” and “dangerous” neighbourhoods, and ever more clear-cut location, class, and gender separations. If for men, especially young urban dwellers, this passage from the former to the latter was incorporated in coming of age and manhood rituals, for urban women, the

70

katalog texts 1A.indd 70-71

όλο και πιο σαφείς χωροθετικούς ταξικούς και έμφυλους διαχωρισμούς. Αν για τους άντρες και μάλιστα τους νέους αστούς η μετάβαση από τις μεν στις δε εντάσσεται σε τελετουργίες ενηλικίωσης και διαμόρφωσης ανδρισμού, για τις αστές γυναίκες ο δημόσιος χώρος της πόλης, ιδίως σε ορισμένες συνοικίες και οπωσδήποτε τη νύχτα, παραμένει σταθερά σε μεγάλο βαθμό απαγορευμένος. Όσο μάλιστα πιο νεωτερική η πόλη τόσο περισσότερο στο περιθώριο του οικισμένου χώρου της και της δημόσιας μνήμης της εξωθείται η μεγάλη πλειοψηφία των βίαιων εγκλημάτων του αστικού χώρου, εκείνα που συμβαίνουν όχι στο δρόμο αλλά στον οίκο, μέσα σε χτισμένους τοίχους, τα ιδιωτικά, «οικιακά» βίαια εγκλήματα, όπου τα θύματα είναι τις περισσότερες φορές γυναίκες. Αν οι ανθρωποκτονίες στο δημόσιο χώρο της πόλης –κάθε πόλης– απασχολούν κυρίως γιατί συνδέονται άμεσα με τη λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένη μονοπώληση της βίας από το κράτος, με την εικόνα της προς τα έξω, τα ιδιωτικά βίαια εγκλήματα θα αργήσουν να ενταχθούν στην εγκληματική τοπογραφία της και να τους αναγνωριστεί πολιτική διάσταση. Ο τύπος είναι η κατεξοχήν πηγή για να ανιχνεύσει κανείς τα λιγότερο ή περισσότερο άγνωστα και «ασήμαντα» όσο και τακτικά αυτά συμβάντα, να συγκροτήσει ένα «αρχείο» βίαιων εγκλημάτων και ανθρωποκτονιών που συμβαίνουν στο δημόσιο χώρο της πόλης και ταυτίζονται με την νεωτερική αναπαράστασή της, να εντοπίσει τις συνδέσεις της αστεακής βίας με ζητήματα πολιτικής και εξουσίας. Πρόκειται τις city’s public sphere, especially in certain quarters and indisputably at night remained largely out of bounds. Indeed, the more modern the city, the more the large majority of violent urban crimes are pushed aside, to the outskirts of both inhabited space and public memory; these are crimes occurring in the home rather than the street, between four walls, the private, “domestic”, violent crimes whose victims are usually women. If homicides in a city’s public space—any city’s—are disturbing, primarily because they are directly linked to the state’s more or less successful monopolization of violence, and with the city’s outward image, a great deal of time will pass before private, violent crimes are incorporated into the criminal landscape and credited with a political dimension. The press serves as the primary source for someone seeking to uncover these more or less unknown and “unimportant”, as well as regular events, to put together an “archive” of violent crimes and homicides occurring in the city’s public sphere and identified with its modern representation, to locate the links between urban violence and political and authority issues. For the most part men were involved in these events, as culprits as well as victims, since the city’s public spaces belongs to them, especially during the night. However, there is usually scant reference, if any, to such events in the Thessaloniki press, and apparently few cases, where similar crimes, become front page news. For this reason, Thessaloniki has not established the crime memory devel-

71

13/10/2009 2:13:31 πμ


περισσότερες φορές για συμβάντα στα οποία εμπλέκονται άντρες, τόσο ως θύτες όσο και ως θύματα, καθώς ο δημόσιος χώρος της πόλης τους ανήκει, ιδίως τη νύχτα. Όμως η μνεία τους στον τύπο της Θεσσαλονίκης είναι συνήθως επιγραμματική και είναι λιγοστές, από ό,τι φαίνεται, οι περιπτώσεις που παρόμοια εγκλήματα γίνονται πρωτοσέλιδα. Για το λόγο αυτό δε συγκροτείται στη Θεσσαλονίκη η εγκληματική μνήμη που διαμορφώνουν άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, το Παρίσι, το Λονδίνο, για παράδειγμα, όπου τα «άγνωστα» και «ασήμαντα» βίαια συμβάντα καταγράφονται, συχνά «δημιουργικά» και σε συνέχειες, σε εξειδικευμένα λαϊκά έντυπα. Ένας βασικός λόγος που η Θεσσαλονίκη δεν έχει μελετηθεί ως τόπος διαπροσωπικής βίας είναι ίσως ότι σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα ταυτίστηκε με εμβληματικά ρητά πολιτικά βίαια «εγκλήματα». Ο φόρος του –αναγνωρισμένα– πολιτικού αίματος στην πόλη είναι ιδιαίτερα βαρύς σε όλο τον εικοστό αιώνα: δολοφονίες, βίαιη καταστολή, κατατρεγμοί, εκτελέσεις, μαζικές εκτοπίσεις δεν έχουν τέλος από την ένταξή της στο ελληνικό κράτος. Η δημόσια μνήμη διατηρεί κυρίως ανθρωποκτονίες με ρητές πολιτικές διαστάσεις που συγκροτούν μια ιδιότυπη εγκληματική τοπογραφία στο ευρύτερο ιστορικό της κέντρο. Η ίδια η ένταξη της πόλης στο ελληνικό κράτος σημαδεύτηκε από την πρώτη στιγμή με το πιο φριχτό συμβολικά αίμα, μια βασιλοκτονία, τη δολοφονία του Βασιλιά Γεώργιου του Α΄ στη συμβολή Αγίας Τριάδος και Βασιλίσσης Όλγας, λίγα μέτρα από την παραλία. Αν η oped by other large European cities, Paris, or London for example, where “unknown” and “unimportant” violent events are documented, frequently “creatively” and serialized in the specialized popular press. Perhaps a basic reason Thessaloniki has not been studied as a location of interpersonal violence is because during the entire period of the 20th century, is has been associated with emblematic, explicitly political, violent “crimes”. The—undeniably— political blood spilt in the city during the entire 20th century taxed it greatly: since its incorporation into the Greek state, murders, violent suppression, persecutions, executions, mass displacements without end. Public memory primarily retains homicides with explicit political dimensions, which constitute an idiosyncratic criminal landscape in the city’s broader historical centre. The city’s very incorporation into the Greek state was stained, from the first moment with the most dreadfully symbolic blood, resulting from regicide, the assassination of King George I at the intersection of Aghias Triados and Vassilissis Olgas Streets, a few meters from the shore. Although the 1917 fire dramatically altered the city’s geography as regards the location of the “dangerous” neighbourhoods, moving them from the centre to the periphery, political blood would continue to flow in the city centre, whenever authority was at risk or felt itself to be so; during the May 1936 labour demonstrations, nine would lie dead in the street between Egnatias and Venizelou; the extermination of the city’s Jews by

72

katalog texts 1A.indd 72-73

πυρκαγιά του 1917 θα μετασχηματίσει δραματικά τη γεωγραφία της πόλης ως προς τη χωροθέτηση των «επικίνδυνων» συνοικιών, μεταφέροντάς τες από το κέντρο προς την περιφέρεια, το πολιτικό αίμα θα συνεχίσει να ρέει στο κέντρο, όποτε η εξουσία διακυβεύεται ή όποτε αισθάνεται ότι απειλείται: Οι εννιά νεκροί του Μάη του ’36 θα πέσουν στο οδόστρωμα μεταξύ Εγνατίας και Βενιζέλου, η εξόντωση των Εβραίων της πόλης από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής θα αρχίσει από το δημόσιο εξευτελισμό τους στην Πλατεία Ελευθερίας, ο Γιάννης Ζέβγος θα δολοφονηθεί στην Αγίας Σοφίας το 1947, το πτώμα του Τζορτζ Πολκ θα βρεθεί στη Μόργκενταου το 1948, ο Γρηγόρης Λαμπράκης θα δεχτεί το μοιραίο χτύπημα από το δίκυκλο του Γκοτζαμάνη στη συμβολή Ερμού και Βενιζέλου το 1963. Ακόμη και το δάσος του Σέιχ Σου, όπου έδρασε ο Δράκος το 1959, εγγράφεται τοπογραφικά στην περιφέρεια του ιστορικού κέντρου της πόλης. Η υπόθεση του Δράκου του Σέιχ Σου σηματοδοτεί μια τομή στην παραπάνω ιεράρχηση ανάμεσα σε «ασήμαντα» και «πολιτικά» βίαια εγκλήματα. Υπόθεση που πήρε τεράστια δημοσιότητα και εγκαινίασε μια πανελλαδική «δρακοφοβία», οι επιθέσεις του Δράκου συνδέονται συμβολικά με την κατεξοχήν εκδοχή «νεωτερικών» εγκλημάτων του αστικού χώρου: τις βίαιες, συχνά φονικές επιθέσεις δραστών σε αγνώστους, χωρίς εμφανές κίνητρο, με θύματα πολλές φορές γυναίκες. Επιτομή των νέων κινδύνων με τους οποίους συνδέεται η ζωή στη μεγάλη πόλη μετεμφυλιακά, τα αυξανόμενα the Nazi occupation forces would begin with their public humiliation in Eleftherias Square; in 1947, Communist Party official Yiannis Zevgos would be assassinated on Aghias Sophias Street; in 1948, the body of American journalist George Polk would be found in Morgenthau Street, while in 1963, at the intersection of Ermou and Venizelou Streets, MP Grigoris Lambrakis would be fatally struck by a two-wheeler, with Gotzamanis at the wheel. Even the forest of Seich Sou, where the “Ogre” was active, attacking women in 1959, is topographically located in the outskirts of the historical centre of the city. The case of the Seich Sou Ogre signals a rift in the above classification of “unimportant” and “political” violent crimes. The case received enormous publicity and inaugurated a Pan-Hellenic “ogre-phobia”; the Ogre’s attacks were symbolically linked to the principal version of “modern” urban crimes: violent, often murderous attacks perpetrated against anonymous victims—frequently female—with no obvious motive. The embodiment of the new dangers connected to post-civil war life in large cities, the increasing cases of interpersonal violence among strangers caused public unrest reaching the point of panic. The most disturbing element is that the violence was apparently motiveless, i.e., it could not be ascribed a culturally recognizable meaning; therefore it could not be predicted, avoided, or controlled. From the very first attacks in 1959, until the arrest of Aristeidis Pangratidis in 1962, the Seich Sou Ogre

73

13/10/2009 2:13:32 πμ


περιστατικά διαπροσωπικής βίας μεταξύ αγνώστων προκαλούν δημόσια ανησυχία που φτάνει στο επίπεδο του πανικού. Το πιο διαταρακτικό στοιχείο είναι ότι η βία αυτή μοιάζει να μην έχει κίνητρο, δηλαδή δεν μπορεί να της αποδοθεί πολιτισμικά αναγνωρίσιμο νόημα∙ επομένως δεν μπορεί να προβλεφθεί, να αποφευχθεί, να ελεγχθεί. Ήδη από το τις πρώτες επιθέσεις του το 1959 μέχρι τη σύλληψη του Αριστείδη Παγκρατίδη το 1962, ο Δράκος του Σέιχ Σου θα τρομοκρατήσει για καιρό τον γυναικείο κυρίως πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, για τον οποίο οι δρόμοι της πόλης, στους οποίους είχε πρόσφατα αποκτήσει πρωτοφανή ορατότητα, αναπαρίστανται συστηματικά ως επικίνδυνοι. Την ίδια εποχή έχει πλέον παγιωθεί η νέα ανθρωπογεωγραφία της πόλης μετά την εθνοτική «καθαρότητα» που επέφερε η δεκαετία του ’40. Οι «ανταρτόπληκτοι» πρώτα και οι αυξανόμενοι εσωτερικοί μετανάστες για τις επόμενες δεκαετίες θα μετασχηματίσουν την τοπογραφική ιεραρχία της και θα μετατοπίσουν τους «θύλακες βίας» ή τις «επικίνδυνες συνοικίες» όλο και περισσότερο στις δυτικές παρυφές της. Ωστόσο, οι μετασχηματισμοί αυτοί θα έχουν ως αποτέλεσμα η μόνη εμβληματική εγκληματική υπόθεση της Θεσσαλονίκης στην οποία δεν αποδόθηκε εξαρχής ρητό και αναγνωρίσιμο πολιτικό νόημα, ο Δράκος του Σέιχ Σου, να αποκτήσει πολύ γρήγορα και αυτή πολιτικό πρόσημο. Γύρω από την υπόθεση αυτή θα δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα του κράτους των νικητών του Εμφυλίου, θα τεθούν επί τάπητος τα αρνητικά αποτελέσματα του αυταρχικού εξευρωπαϊσμού της δεκαετίας του ’50, θα μετρηθεί η αποτελεσματική προσαρμογή της «ελληνικής κοινωνίας» would long terrorize the female, primarily, population of Thessaloniki, which had just recently become familiar with the city streets. Once again, the streets were depicted as dangerous. During the same period, the city’s new anthropography was ultimately fixed, after the ethnic cleansing which came about in the 1940s. The “victims of the communist resistance” and the rise in internal migrants during the following decades would alter the topographical hierarchy and transfer the “pockets of violence” or the “dangerous neighbourhoods” more and more to the city’s western margins. Nevertheless, these changes resulted in very quickly granting a political aspect to the case of the Seich Sou Ogre, the only emblematic criminal case of Thessaloniki, not immediately designated as having a definite and recognizable political connotation. This case would test the effectiveness of the state created by the victors of the Civil War, would bring up for debate the negative results of the imperious Westernization of the 1950s, would measure the effective adjustment of “Greek society” to the West, with gender relations as its central symbol. The Seich Sou Ogre would thus operate as a figure of speech describing a post-civil war malaise on the societal level, demonstrating the ambiguities of a modernization pursued under conditions of political polarization and acute social problems.

74

katalog texts 1A.indd 74-75

στη «δύση», με κεντρικό σύμβολο τις έμφυλες σχέσεις. Ο Δράκος του Σέιχ Σου θα λειτουργήσει έτσι ως μετωνυμία του μετεμφυλιακού malaise στο κοινωνικό επίπεδο, αναδεικνύοντας τις αμφισημίες μιας νεωτερικότητας που επιδιώκεται σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης και οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων. Η τοπογραφία της βίας στη Θεσσαλονίκη εκκρεμεί. Πολλά μένουν ακόμη να γίνουν για να συγκροτηθεί το αρχείο της και να ερμηνευθεί ποικιλότροπα. Τα δικαστικά αρχεία της πόλης είναι ιδιαίτερα πλούσια και σε συνδυασμό με τη μελέτη του τύπου επιτρέπουν να βγουν από τη λήθη, αν όχι τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών που εμπλέκονται σε «συνήθεις» υποθέσεις διαπροσωπικής βίας, μια και αυτό προσκρούει στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, τουλάχιστον τα «πολιτισμικά σενάρια» που διέπουν κάθε βίαιη πράξη και τη μετατρέπουν σε ενδείκτη της εποχής της εγγράφοντάς την σε ευρύτερα πλαίσια κοινωνικών σχέσεων και πολιτισμικών πρακτικών. A topography of Thessaloniki’s violence is pending. Much remains to be done in order to put together its archive and interpret it in various ways. The city’s legal archives are exceedingly rich and, combined with a study of the press, will permit us to recall from oblivion, if not the identities of the lead players involved in the “usual” cases of interpersonal violence, since this conflicts with personal data protection, at least the “cultural scenarios” that govern every violent act transforming it into an gauge of the era, inscribing it into a broader framework of social relationships and cultural practices.

#14

///// Ν ι κ ό λ α ο ς Π α ρ α σ κ ε υ ό π ο υ λ ο ς // α π ό σ π α σ μ α / 2008 «... με επιταχυνόμενο ρυθμό στη Βόρεια Αμερική, σε πόλεις της Ευρώπης (π.χ. Λονδίνο), καθώς καί στις μεγαλουπόλεις της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας, διαμορφώνονται χώροι περιορισμένης πρόσβασης (gated communities) καλά φυλασσόμενοι, που προορίζονται για ενταγμένους και ευκατάστατους πολίτες. / Με τον τρόπο αυτό οι συμβολισμοί τάξης και ασφάλειας αντιστρέφονται. Σε φυλασσόμενες νησίδες δεν βρίσκονται πλέον οι επικίνδυνοι «άλλοι», αλλά οι «φιλήσυχοι». Αντίστροφα: έξω, στην ανοικτή πόλη, δεν μπορεί παρά να ///// N i k o l a o s P a r a s k e v o p o u l o s // f r a g m e n t f r o m S t r a f r e c h t s w i s s e n s c h a f t e n T h e o r i e u n d P r a x i s / 2008 ‘… a new phenomenon is spreading rapidly in north America, in cities in Europe (e.g. London) and the great conurbations of Latin America and the Far East – the phenomenon of the gated community, well guarded enclaves for successful and affluent members of society. / This represents a complete reversal of the symbolisms of law and order, since it is no longer the dangerous ‘others’, the criminals, who are locked away behind guards and fences; it is now the law-abiding citizens who take shelter in their gated communities. Conversely, outside in the open city, the criminals roam… In this

75

13/10/2009 2:13:32 πμ


συναντώνται οι επικίνδυνοι. [...] Στο νέο υπο διαμόρφωση χωροκοινωνικό χάρτη οι διχοτομικές γραμμές και πάλι διαχωρίζουν λίγους από πολλούς. Αυτή τη φορά όμως λίγοι είναι οι φιλήσυχοι των καλά φυλασσόμενων περιοχών της ευημερίας. Στις περιχαρακωμένες συνοικίες άλλωστε δεν συναντώνται μόνον κατοικίες, άλλα και εμπορικά κέντρα, σχολεία, ιατρεία, χώροι αναψυχής, ώστε οι κάτοικοί τους να μην υποχρεώνονται να βγουν από τις πύλες προκειμένου να ικανοποιήσουν καθημερινές τους ανάγκες. Επίσης, ιδιωτικές εταιρίες φύλαξης μεριμνούν για την ασφάλεια και ελέγχουν την πρόσβαση των «ξένων». Έτσι οι ταυτότητες των φιλήσυχων αφενός και επικίνδυνων αφετέρου πολιτών δεν συγχέονται εύκολα.» new re-drawing of the social-territorial map, the dividing lines still separate the many from the few. But this time the few are the law-abiding citizens in their well-guarded enclaves of prosperity. And within these gated communities we find not just homes but shopping malls, schools, clinics, leisure facilities – all ensuring that the residents can satisfy their everyday needs without ever venturing outside the safe limits of their community. Private security companies keep them safe and prevent access by ‘strangers’, ensuring there will be no confusion of identity between the law-abiding residents and their ‘dangerous’ fellow citizens outside the walls’.

///// Δ η μ ήτ ρ η ς

Δ η μ ητ ρ ι ά δ η ς // Συγγραφεας // εστιατόριο Λιόπεσι //

///// D imitris D imitriadis // writer // taped at Liopesi restaurant / 22.9.2009 Αν η μανία για μείωση του Άλλου παίρνει

#16

If the obsession to reduce

διαστάσεις, γίνεται ένας χώρος, the Other assumes dimenμια πόλη, που εμπεριέχει sions as well, it becomes a όλες τις περιπτώσεις συναντήσεων, location, a city, which conόλες τις περιπτώσεις ανταλλαγών,

tains all possible encoun-

ters, all possible exchang-

όλες τις περιπτώσεις πάθους, es, all possible passions, όλες τις περιπτώσεις έρωτα και all possible loves, and all όλες τις περιπτώσεις διεξόδου possible escapes from them από όλα αυτά. Αυτό είναι η συναρτηση

all. This is the function of Thessaloniki: That’s how the

της Θεσσαλονίκης: ετσι είναι η πόλη. city is. Everything is summed Εκεί γίνεται το άθροισμα του όλου. up there. A geographic and Ένα τοπίο γεωγραφικό και ανθρώπινο. human landscape. Not an Όχι ένα άδειο τοπίο. Ένα γεμάτο,

empty landscape. A landscape, dense and crowded

πυκνό τοπίο από την καθημερινή σάρκα with everyday flesh always που είναι γύρω σου συνεχώς. surrounding you. When I Όταν βγαίνω από το σπίτι μου μπαίνω get out of my house, I enter κάπου. Με το πρώτο βήμα που κάνω

#15 ///// J a c q u e s D e r r i d a // f r a g m e n t d e “ F o r c e d e L o i : L e “ f o n d e m e n t m y s t i q u e d e l ’ A u t o r i t é ” / 1 9 8 9 / Il s’agit toujours pour moi de la force différentielle, de la différence comme différence de force, de la force comme différance ou force de différence (la différance est une force différée – différante), du rapport entre la force et la forme, la force et la signification, de force “performative”, force illocutionnaire ou perlocutionnaire, de force persuasive et de rhetorique, d’affirmation de signature, mais aussi et surtout de toutes les situations paradoxales où l a plus grande force et la plus grande faiblesse s’échangent étrangement. Et c’est toute l’histoire. ///// J a c q u e s D e r r i d a // f r a g m e n t f r o m “ F o r c e o f L a w : t h e “ M y s t i c a l F o u n d a t i o n o f A u t h o r i t y ” / 1 9 8 9 / For me, it is always a question of differential voice, of defference as difference of force, of force as différance (différance is a force différée – différante), of the relation between force and form, force and signification, performative force, illocutionary or perlocutionary force, of persuasive and rhetorical force, of affirmation by signature, but also and especially of all the paradoxical situations in which the greatest force and the greatest weakness strangely enough exchange places. And that is the whole history.

76

katalog texts 1A.indd 76-77

somewhere. I don’t get out. I enter. With the first step

στήν έξοδο της πολυκατοικίας του I take from my apartment διαμερίσματος, κάπου αλλού βρίσκομαι, building’s exit, I find myself που είναι ένα μέσα. Είναι ένα μέσα, somewhere else; inside. It is όλο αυτό, το οποίο δεν έχει

again inside, all this, and it has no other exit. The exit

άλλη έξοδο. Η εξοδος είναι προς το leads to my apartment. To διαμέρισμά μου. Πάλι πρέπει get out I have to return. My να γυρίσω για να βγω. apartment has a panoramic Εχω πανοραμική θέα από το διαμέρισμα.

view. The apartment has a mental horizon, which is

Το διαμέρισμα έχει ένα νοητικό ορίζοντα infinite. Nothing obstructs που είναι απέραντος. the view. In the apartment, Τίποτε δεν εμποδίζει τη θέα. Στο everything becomes a menδιαμέρισμα όλα γίνονται νοητικό τοπίο.

tal landscape. I am closed

up in the city, I feel better in

Στην πόλη είμαι κλειστός, στο διαμέρισμα the apartment. The city is a αισθάνομαι καλύτερα. Η πόλη είναι φυλακή. prison. Not the apartment. Όχι το διαμέρισμα. Στην πόλη υπάρχει Sociability is undermined υπονόμευση της κοινωνικότητας. Το

in the city. The apartment,

or personal space, is out-

διαμέρισμα ή ο χώρος ο προσωπικός είναι side; inside, is actually the το έξω, στην πραγματικότητα, το μέσα city, it’s reversed. I am con-

77

13/10/2009 2:13:32 πμ


είναι η πόλη, αναποδα. Αυτό το μέσα

trolled by this inside the

Ολοκληρώνει αυτό το αίσθημα της

them both because it evokes

που είναι η πόλη με χειραγωγεί. Δεν

city constitutes. I am not

επιθυμίας προς θάνατον. Τα συνδέει και

them both. Simultaneously.

είμαι ο ίδιος, αυτό συμβαίνει με όλους. ολοι Πρέπει να κινηθούν με τρόπους

the same, this happens to everyone. They must func-

τα δύο επειδή τα προκαλεί η ίδια και τα

In this sense, I would call it murderous. Desire is death’s

tion in ways that suit the

δύο. Συγχρόνως. Μ’ αυτή την έννοια θα

environment. The city sub-

την ονόμαζα φονική. Ό,τι πιο γνήσιο

desire functions as a mecha-

υποβάλει η πόλη σε κάτι. jects them to something.

στην αντίθεση προς τον θάνατο είναι ο

nism of the desire for death.

που αρμόζουν στο περιβάλλον. Τους Σε ιδιαίτερους δικούς της μηχανισμούς

To particular mechanisms

of untruthfulness and hy-

ψεύδους, υποκρισίας. Όλα είναι λίγα, pocrisy. Everything is inadρηχά, ανούσια, μή ενδιαφέροντα, equate, shallow, tasteless, πληκτικά. / uninteresting, tedious. Αισθάνομαι ξεκούρδιστος μέσα στην

/ I feel wound down in the city.

πόθος. Κι όμως εδώ ο πόθος λειτουργεί ως μηχανισμός επιθυμίας θανάτου. Η πόλη προκαλεί τον πόθο

truest antithesis. Yet here,

The city evokes desire but gives it no outlet. / I feel that the barrier be-

αλλά δεν του δίνει διέξοδο.

tween defence and attack

/

is very fragile in the city. Between normal and criminal

As if everything is wound up

Αισθάνομαι οτι στην πόλη είναι πολύ

και εγώ ασυντόνιστος.

and I am out of synch. In per-

ευθραυστο το όριο

Στο Πεθαίνω σαν χώρα υπάρχει αυτή η

ishing as a country there

ανάμεσα στην άμυνα και στην επίθεση.

to happen for the most in-

Ανάμεσα στην κανονική συμπεριφορά

significant reason. People

πόλη. Σαν όλα να είναι κουρδισμένα

διάσταση: μια, διαχωριστική γραμμή

is this dimension: One line, dividing the individual and

behaviour. It is the thinnest of lines. Everything is ready

are always ready to feel in-

the whole, or a denuncia-

και την εγκληματική. Είναι λεπτότατο το

ισως μια καταγγελία για την γραμμή.

tion of the line. The whole

όριο. Καραδοκεί κάθε στιγμή

Το ίδιο το σύνολο

itself resembles a charnel

να συμβεί ο,τιδήποτε για ασήμαντο

provocation. And they’re al-

λόγο. Οι άνθρωποι είναι έτοιμοι

most immovable, defensive

ανάμεσα στο άτομο και στο σύνολο, ή’

μοιάζει με εστια θανατου και σαπίζει, ειναι σαπιο. Ο βαθμός ζωής του

house, it’s rotting, it’s rotten. Its level of life is very low. It functions with the

να αισθανθούν προσβεβλημένοι.

είναι πολύ χαμηλός. Λειτουργεί με

mechanisms of death, not

Είναι έτοιμοι να αισθανθούν, με

μηχανισμούς θανάτου, μη ζωής.

life. Deviation means con-

το παραμικρό, θιγμένοι ηθικά. Και

Η παρέκκλιση σημαίνει συνεχή αντιπαράθεση. Σαν συνεχή επιστροφή στο διαμέρισμα της πόλης.

/ Η πόλη προξενεί μια ορμή θανάτου. Υπάρχει μια φράση σε ενα διήγημα του

tinuous confrontation. Like a continuous return to the apartment in the city. The city brings out a death drive. There

is

a

phrase

in one of Nikos Pentzikis’ short stories that refers to

ly offended at the slightest

retorts at the ready. / I imagine a murderer does not always kill easily. But

είναι σχεδόν στημένοι με έτοιμες

the real liberation is when

απαντήσεις αυτοπροστασίας. /

the other does not need to

Φαντάζομαι ότι ένας δολοφόνος

/

sulted. Ready to feel moral-

be killed. To be the kind of person you do not need to

δεν σκοτώνει πάντα εύκολα.

kill. The others cannot be

Αλλά πραγματική λύτρωση είναι ο άλλος

like us. All crime variations

να μη χρειάζεται να σκοτωθεί.

have a negative dimension. Murder does not fix any-

Πεντζίκη που λέει για την πόλη

the city as a “vision urging

Να είναι τέτοιος που να μην χρειάζεται

“όραμα επί τάσεως προς αυτοκτονία” ή

towards suicide” or some-

να τον σκοτώσεις. Οι άλλοι δεν μπορούν

Hate has hope. It is close to

κάπως έτσι. Στο Μητέρα Θεσσαλονίκη.

thing like that. In Mother

να είναι σαν κι εμας. Όλες οι εκδοχές

passion. It can guide you.

εγκλήματος έχουν αρνητική διάσταση.

Something is extended and

Μάλιστα είναι η πρώτη φράση. Είναι μια φράση που συγκράτησα. Όμως η πόλη

Thessaloniki. Indeed, it is the first phrase. It is a phrase I

thing.

It

is

annihilation.

the waiting period has ex-

retained. However, the city

Δεν διορθώνεται κάτι με τον φόνο. Είναι

σου προκαλεί επίσης και την τάση της

also evokes in you desire’s

εκμηδενισμός. Το μίσος έχει ελπίδα.

left. People in that particu-

επιθυμίας.

urge. But it is a desire with-

Είναι κοντά στο πάθος. Μπορεί να σε

lar town, however, have

οδηγήσει. Παρατείνεται κάτι και

unique characteristics and

Αλλά είναι μια επιθυμία χωρίς αντίκρυσμα. Είναι σαν μια πρόσκληση εκκρεμής.

78

katalog texts 1A.indd 78-79

out a guarantee. It is like a suspended invitation. It completes this feeling of

με τον φόνο η περίοδος

desire for death. It links

της αναμονής έχει λήξει.

pired. There is no latitude

I endure them as soon as I return. What I recognize is this character.

79

13/10/2009 2:13:32 πμ


Σχολιαστές

Ειδικοί Σχολιαστές

Παραγωγοί

Αθηνά Αθανασίου

Patrick Hanafin

Πέτρος Φωκαϊδης

Γιάννης Σταυρακάκης

Ιωάννα Λαλιώτου

Βαλεντίνα Κάργα

Ιστορικοί Σχολιαστές

Στράτος Δορδανάς

Κ ι ν ητ ι κ ά Κ ε ί μ ε ν α

Αντώνης Λιάκος

Τάσος Σακελλαρόπουλος

Εύα Παπαμαργαρίτη

Έφη Αβδελά

Πολεοδόμοι Ιστορικοί

Γιώργος Ρυμενίδης

Συ γ γ ρ α φ έ α ς

Αλέκα Γερολύμπου

Ιλιάνα Τσαπατσάρη

Δημήτρης Δημητριάδης

Βίλμα Χαστάογλου

Συ ν ε ρ γ ά τ ε ς Σ χ ε δ ι α σ τ έ ς

Σύ μ β ο υ λ ο ς Ι σ τ ο ρ ι κ ό ς

Σύ μ β ο υ λ ο ς π ε ρ ί

Benoit Durandin

Γιώργος Αναστασιάδης

Αρχιτεκτονικής της

Κατερίνα Κουτσογιάννη

Ε ι δ ι κ ο ί Π α ρ α τ η ρ ητ έ ς

Πόλης

Αν τ α π ο κ ρ ι τ έ ς

Αντώνης Μόλχο

Βασίλης Κολώνας

Κατερίνα Χρυσανθοπούλου

Οντέτ Βαρόν Βασσάρ

Εγ κ λ η μ α τ ο λ ό γ ο ι

Στέλλα Τσιόντση

Α φ ηγ ητ ή ς

Νίκος Παρασκευόπουλος

Ειρήνη Ωραιοπούλου

Σάκης Σερέφας

Αγγελική Πιτσελά

Συ ν ε ρ γ ά τ ε ς Γρ α φ ί σ τ α ς

Δ ι κ ηγ ό ρ ο ς

Εισαγγελέας

Γιάννης Παπαγιαννάκης

Έλλη Ευθυμίου

Κωνσταντίνος Λογοθέτης

Commentators / Athanasiou Athina / Stavrakakis

Αστυνομικός

Νεκροτόμος

Yiannis / writer / Dimitriades Dimitris / Historical

Γιώργος Μαρωνίτης

Δημήτρης Ψαρούλης

Narrators / Liakos Antonis / Avdela Efi / Histo-

Συ λ λ έ κ τ η ς

Το ξ ι κ ο λ ό γ ο ς

rian commentators / Dordanas Stratos / Laliotou

Γιάννης Μέγας

Λήδα Κοβάτση

Ioanna / Sakellaropoulos Tasos / Serefas Sakis / CON-

Συ ν ο μ ι λ ητ έ ς

Νεκροθάπτης

SULTANT HISTORIAN / Anastasiades Yorgos / SPECIAL

Alexander Duttmann

Ελευθέριος Τεκτονίδης

OBSERVERS / Molho Anthonis / Varon Vassar Odette /

Γαρυφαλιά Κατσαβουνίδου

Δημοσιογράφος

Lawyer / Efthimiou Elli / URBANISM HistorianS /

Μανώλης Πρατσινάκης

Απόστολος Λυκεσσάς

Gerolympos Aleka / Hastaoglou Vilma / Consultant

Μεταφράστρια

on the Architecture of the city / Kolonas

Λίλια Ψαρού

Vassilis / Criminologists / Paraskevopoulos Nikos / Pitsela Angeliki / former prosecutor / Logothetes Konstantinos / Journalist / Likessas Apostolos / MEDICAL examiner / Psaroulis Dimitris / collector / Yannis Megas / Toxicologist /

Scene 1

Σκηνογραφια του φονου

the murder’s scenography

Π ρ ώ τ η σ κ ην ή

katalog texts 1A.indd 80

Αριστείδης Αντονάς

Kovatsi Leda / Police officer / Maronitis Giorgos / Funeral Office / Tektonidis [eleftherios] / trans-

Aristide Antonas Αλέξης Δάλλας Alexios Dallas Φίλιππος Ωραιόπουλος Filippos Oraiopoulos

lator / Lilia Psarrou / Interlocutors / Alexander Duttmann / Patrick Hanafin / Garyfalia Katsavounidou / Manolis Pratsinakis / producers / Phokaides Petros / Karga Valentina / assistant designers / Durandin Benoit / Koutsogianni Katerina / Animated Films / Iliana Tsapatsari / Papamargariti Eva / Rimenides Yorgos / reporters / Chrysanthopoulou Katerina / Oreopoulou Irini / Stella Tsiontsi / assistant graphic designer / Yannis Papayannakis

13/10/2009 2:13:32 πμ


Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.